Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 399

Διεύθυνση: Xριστοκοπίδου 12, 10554 AΘHNA

Τηλέφωνο: 2103212713 & 2103212107


Email: info@ioannisvaptistis.gr
Περιεχόμενα
Παύλος και Μάρκος .......................................................................................................................................... 6
Το κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιο ............................................................................................................................ 11
Κεφάλαιον α΄(στ. 1 – 8) Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς καὶ τὸ κήρυγμὰ του ........................................................... 14
Κεφάλαιον α΄(στ. 9 – 13) Ἡ βάπτισης του Ἰησοῦ ........................................................................................... 22
Κεφάλαιον α΄(στ. 14 – 20) Ἀρχὴ κηρύγματος του Ἰησοῦ. Ἡ κλήσις των πρώτων μαθητῶν........................... 29
Κεφάλαιον α΄(στ. 21 – 28) Θεραπεία του δαιμονισμένου στὴν Καπερναοὺμ .............................................. 34
Κεφάλαιον α΄(στ. 29 – 34) Θεραπεία της πεθερᾶς του Πέτρου καὶ ἄλλων ἀσθενῶν ................................... 39
Κεφάλαιον α΄(στ. 35 – 45) Θεραπεία του λεπροῦ ......................................................................................... 43
Κεφάλαιον β΄(στ. 1 – 12) Ἄφεσις ἁμαρτιῶν καὶ θεραπεία παραλύτου της Καπερναοὺμ ............................. 48
Κεφάλαιον β΄(στ. 13 – 17) Ἡ κλῆσις του Ματθαίου....................................................................................... 53
Κεφάλαιον β΄(στ. 18 – 22) Ἐρώτημα γιὰ τη νηστεία ...................................................................................... 57
Κεφάλαιον β΄(στ. 23 – 28) Ἡ τήρησις του Σαββάτου ..................................................................................... 61
Κεφάλαιον γ΄(στ. 1 – 6) Θεραπεία κατὰ το Σάββατο ..................................................................................... 65
Κεφάλαιον γ΄(στ. 7 – 12) Ἀπήχησις του ἔργου του Ἰησοῦ.............................................................................. 70
Κεφάλαιον γ΄(στ. 13 – 19) Ἐκλογὴ των δώδεκα μαθητῶν ............................................................................. 73
Κεφάλαιον γ΄(στ. 20 – 30) Ἡ βλασφημία κατὰ του “Αγίου Πνεύματος ......................................................... 78
Κεφάλαιον γ΄(στ. 31 – 35) Ἡ νέα συγγένεια ................................................................................................... 84
Κεφάλαιον δ΄(στ. 1 – 9) Η παραβολή του σπορέως ....................................................................................... 89
Κεφάλαιον δ΄(στ. 10 – 20) Παραβολικὸς λόγος ............................................................................................. 93
Κεφάλαιον δ΄(στ. 21 – 34) Λύχνος, μέτρο, σπόρος, σινάπι ........................................................................... 98
Κεφάλαιον δ΄(στ. 35 – 41) Ἡ κατάπαυσις της τρικυμίας.............................................................................. 106
Κεφάλαιον ε΄(στ. 1 – 20) Ὁ δαιμονισμένος των Γεργεσηνὼν ...................................................................... 110
Κεφάλαιον ε΄(στ. 21 –34) Θεραπεία της αιμορροούσης ............................................................................. 119
Κεφάλαιον ε΄(στ. 35 –43) Ἀνάστασις της κόρης του Ιαείρου ...................................................................... 124
Κεφάλαιον ς΄(στ. 1 –6) Στὴν πατρίδα Του Ναζαρὲτ ..................................................................................... 129
Κεφάλαιον ς΄(στ. 7 –13) Ἡ ἀποστολὴ των δώδεκα ...................................................................................... 133
Κεφάλαιον ς΄(στ. 14 –29) Αποκεφάλισις του Ιωάννου ................................................................................ 138
Κεφάλαιον ς΄(στ. 30 – 44) Ὁ χορτασμὸς των πέντε χιλιάδων ...................................................................... 145
Κεφάλαιον ς΄(στ. 45 – 52) Περπατᾶ πάνω στὴ θάλασσα............................................................................. 153
Κεφάλαιον ς΄(στ. 53 – 56) Θεραπεῖες στὴ Γεννησαρὲτ ................................................................................ 159
Κεφάλαιον ζ΄(στ. 1 – 13) Ἐντάλματα ἀνθρώπων .......................................................................................... 161
Κεφάλαιον ζ΄(στ. 14 – 23) Τὶ μολύνει τον ἄνθρωπο; ................................................................................... 166
Κεφάλαιον ζ΄(στ. 24 – 30) Ἡ πίστις της Χαναναίας ...................................................................................... 170
Κεφάλαιον ζ΄(στ. 31 – 37) Θεραπεία κωφαλάλου ....................................................................................... 175
Κεφάλαιον η΄(στ. 1 – 13) Χορτασμὸς τετρακισχιλίων .................................................................................. 178
Κεφάλαιον η΄(στ. 14 – 21) Ἡ κακὴ ζύμη ....................................................................................................... 184
Κεφάλαιον η΄(στ. 22 – 26) Σταδιακὴ θεραπεία τυφλοῦ .............................................................................. 189
Κεφάλαιον η΄(στ. 27 – 30) Ἡ ὁμολογία του Πέτρου..................................................................................... 192
Κεφάλαιον η΄(στ. 31 – 33) Ὁ Ἰησοῦς προλέγει το πάθος καὶ την ἀνάστασὴ Του ........................................ 197
Κεφάλαιον (η΄34 – θ 1) Ὁ σταυρὸς του πιστοῦ............................................................................................ 201
Κεφάλαιον θ΄ (2 – 8) Ἡ μεταμόρφωσις του Ἰησοῦ ....................................................................................... 206
Κεφάλαιον θ΄ (9 – 13) Ἐρώτησις καὶ ἀπάντησις γιὰ τὸν Ἠλία...................................................................... 212
Κεφάλαιον θ΄ (14 – 29) Θεραπεία δαιμονισμένου παιδιοῦ ........................................................................ 216
Κεφάλαιον θ΄ (30 – 32) Προλέγει καὶ πάλι................................................................................................... 223
Κεφάλαιον θ΄ (33 – 37) Γιὰ τα πρωτεῖα........................................................................................................ 226
Κεφάλαιον θ΄ (38 – 41) Μαζὶ μας ἤ ἐναντίον μας;....................................................................................... 230
Κεφάλαιον θ΄ (42 – 50) Σκανδαλοποιοὶ καὶ σκανδαλιζόμενοι..................................................................... 233
Κεφάλαιον ι΄ (1 – 12) Γάμος καὶ διαζύγιο .................................................................................................... 239
Κεφάλαιον ι΄ (13 – 16) Ὁ Ἰησοῦς εύλογεὶ τα παιδιὰ .................................................................................... 244
Κεφάλαιον ι΄ (17 – 22) Ὁ πλούσιος καὶ ἡ αἰώνια ζωὴ.................................................................................. 247
Κεφάλαιον ι΄ (23 – 31) Πλοῦτος καὶ σωτηρία .............................................................................................. 251
Κεφάλαιον ι΄ (32 – 34) Προλέγει το Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασι ..................................................................... 258
Κεφάλαιον ι΄ (35 – 45) Αἴτημα γιὰ πρωτοκαθεδρίες ................................................................................... 261
Κεφάλαιον ι΄ (46 – 52) Ἡ θεραπεία του τυφλοῦ Βαρτιμαίου ...................................................................... 264
Κεφάλαιον ια΄ (1 – 11) Ἡ εἴσοδος του Ἰησοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα .................................................................... 267
Κεφάλαιον ια΄ (12 – 19) Τιμωρητικὲς ἐνέργειες .......................................................................................... 273
Κεφάλαιον ια΄ (20 – 26) Ἡ δύναμις της πίστεως .......................................................................................... 277
Κεφάλαιον ια΄ (27 – 33) Ἡ ἐξουσία του Ἰησοῦ ............................................................................................. 282
Κεφάλαιον ιβ΄ (1 – 12) Ἡ παραβολὴ των κακῶν γεωργῶν .......................................................................... 285
Κεφάλαιον ιβ΄ (13 – 17) «Τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τα του Θεοῦ τῷ Θεῶ» ................................................ 290
Κεφάλαιον ιβ΄ (18 – 27) Το ἐρώτημα γιὰ την ἀνάσταση ............................................................................. 293
Κεφάλαιον ιβ΄ (28 – 34) Ἡ σπουδαιότερη ἐντολὴ........................................................................................ 297
Κεφάλαιον ιβ΄ (35 – 40) Ὁ Μεσσίας καὶ ὁ Δαβὶδ ......................................................................................... 301
Κεφάλαιον ιβ΄ (41 – 44) Ἡ προσφορὰ της χήρας ......................................................................................... 305
Κεφάλαιον ιγ΄ (1 – 13) Προρρήσεις γιὰ το μέλλον....................................................................................... 308
Κεφάλαιον ιγ΄ (14 – 20) Πρόρρησις καταστροφῆς της Ἱερουσαλὴμ ............................................................ 317
Κεφάλαιον ιγ΄ (21 – 31) Ὁ ἐρχομὸς του Υἱοῦ του Ἀνθρώπου ...................................................................... 322
Κεφάλαιον ιγ΄ (32 – 37) Αἰφνίδιος ὁ ἐρχομὸς του τέλους ........................................................................... 329
Κεφάλαιον ιδ΄ (1 – 9) Ἡ χρῖσις του Ἰησοῦ μὲ μύρο ...................................................................................... 333
Κεφάλαιον ιδ΄ (10 – 26) Το τελευταῖο δεῖπνο .............................................................................................. 338
Κεφάλαιον ιδ΄ (27 – 31) Πρόρρησις ἀρνήσεως του Πέτρου ........................................................................ 346
Κεφάλαιον ιδ΄ (32 – 42) Ἡ ἀγωνία της Γεθσημανὴ ...................................................................................... 349
Κεφάλαιον ιδ΄ (43 – 52) Ἡ σύλληψις του Ἰησοῦ ......................................................................................... 354
Κεφάλαιον ιδ΄ (53 – 65) Ὁ Ἰησοῦς στὸ συνέδριο........................................................................................ 358
Κεφάλαιον ιδ΄ (66 – 72) Ἡ ἄρνησις του Πέτρου ......................................................................................... 364
Κεφάλαιον ιε΄ (1 – 5) Ὁ Ἰησοῦς στὸν Πιλάτο .............................................................................................. 367
Κεφάλαιον ιε΄ (6 – 19) Χριστὸς ἤ Βαραββάς; ............................................................................................. 370
Κεφάλαιον ιε΄ (20 – 32) Ἡ σταύρωσις τοῦ Ἰησοῦ ....................................................................................... 376
Κεφάλαιον ιε΄ (33 – 41) Ὁ θάνατος του Ἰησοῦ ........................................................................................... 380
Κεφάλαιον ιε΄ (42 – 47) Ἡ ταφὴ του Ἰησοῦ .............................................................................................. 384
Κεφάλαιον ιστ΄ (1 – 8) Ἡ ἀνάστασις τοῦ Ἰησοῦ ........................................................................................... 389
Κεφάλαιον ιστ΄ (9 – 20) Ἐμφανίσεις πού ἀναστημένου Κυρίου ............................................................... 393
Διάκονος Παύλου καὶ Βαρνάβα
Στὴν ἀρχὴ της Ἀποστολικῆς του πορείας εἶχε ὁ Παῦλος κοντὰ του καὶ τον Μάρκο, πού ἀργότερα
θὰ γινόταν ὁ συγγραφέας του δευτέρου εὐαγγελίου. Διαταράχτηκαν οἱ σχέσεις τους, ἐξ αἰτίας της
πιθανὸν ἀνωριμότητας του Μάρκου. Ὁ Μάρκος ἦταν ἀνεψιὸς του Βαρνάβα, του τόσο ἐγκάρδιου
φίλου του Παύλου (Κολοσ. δ' 4).
Παῦλος καὶ Βαρνάβας εἶναι οἱ ἐκλεκτοὶ του Ἁγίου Πνεύματος γιὰ τὸ ξάπλωμα του εὐαγγελίου
του Ἰησοῦ στὰ ἔθνη (Πράξ. ιγ' 2-3). Ἐμπνεόμενοι καὶ ὠθούμενοι ἀπὸ την πνοὴ του Ἁγίου Πνεύματος,
ξεκίνησαν ἀπὸ την Ἀντιόχεια, πορεύθηκαν πρὸς τὴ Σελεύκεια καὶ ἀπὸ κει «ἀπέπλευσαν εἰς την
Κύπρον» (Πράξ. ιγ' 4). Δύο ἀδελφοὶ ἀπόστολοι στὴν πρώτη ἐξόρμησι, πού θεωρεῖται ἡ ἀρχὴ της
πρώτης περιοδείας του ἀποστόλου Παύλου.
Δὲν ἦσαν μόνοι. Πῆραν μαζὶ τους καὶ ἕνα βοηθό, διάκονο της ἱεραποστολῆς, ποῦ οἱ Πράξεις τον
καλοῦν «ὑπηρέτην». Εἶναι ὁ Μάρκος, πού λεγόταν καὶ Ἰωάννης. «Εἶχον δὲ καὶ Ἰωάννην ὑπηρέτης».
Συστρατεύθηκε ἑκούσια, ἴσως καὶ λόγω της συγγενείας του μὲ τὸν Βαρνάβα, γιὰ νὰ ὑπηρετήση τη
θητεία του κοντὰ σὲ δυὸ καταξιωμένους Πνευματοφόρους ἀξιωματικοὺς του Χριστοῦ.
Ὁ Βαρνάβας καὶ ὁ Παῦλος ἔφυγαν ἀπὸ τα Ἱεροσόλυμα καὶ πῆραν μαζὶ τους τον νεαρὸ Μάρκο,
ποῦ στὴν Ἀντιόχεια ἔπρεπε νὰ μυηθῆ στὸ ἔργο της ἱεραποστολῆς μεταξὺ των είδωλολατρών.
Ὁ Μάρκος (ἤ Ἰωάννης) ἦταν γυιὸς μιᾶς εὔπορης χριστιανῆς, ὀνόματι Μαρίας, πού διέθετε το
εὐρύχωρο σπίτι της στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὶς συνάξεις των χριστιανῶν. Ωρισμένοι ἑρμηνευτὲς
δέχονται, ὅτι στὸ σπίτι αὐτὸ ἔλαβε χώρα το τελευταῖο δεῖπνο του Ἰησοῦ μὲ τοὺς μαθητὲς Του καὶ
ὅτι ὁ ἄνθρωπος «ὁ κεράμιον ὕδατος βαστάζων» (Μάρκ. ιδ' 13), ποῦ θὰ ἔδειχνε στοὺς δυὸ μαθητὲς
πού ἔστειλε ὁ Ἰησοῦς γιὰ τὴν προετοιμασία του δείπνου το «ανώγαιον μέγα έστρωμένον ἕτοιμον»
(Μάρκ. ιδ' 15), ἦταν ὁ Ἰωάννης - Μάρκος.
Ἡ οἰκογένεια της Μαρίας στὰ Ἱεροσόλυμα ἦταν παράδειγμα χριστιανικῆς οἰκογενείας. Ὁ
πατέρας εἶχε πεθάνει. Τὸ «ανώγαιο», το ὑπερῶον της Μαρίας, μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῆ ὼς ὁ
πρῶτος χριστιανικὸς ναός. Μερικοὶ ὑποθέτουν, ὅτι στὴ μητέρα του Μάρκου ἀνῆκε καὶ ὁ ἐλαιώνας
της Γεθσημανή. Ἔτσι ὁ Μάρκος μεγάλωνε μέσα σ' ἕνα ἀποστολικὸ περιβάλλον, ποῦ το εἶχε ἁγιάσει
ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Θὰ ἤξερε γιὰ τὰ θαύματα καὶ τα ἔργα του Ἰησοῦ.
Ἀπὸ πολλοὺς θεωρεῖται σίγουρο, ὅτι αὐτὸς ἦταν ο νεανίας, γιὰ τον ὁποῖο μιλάει (Μάρκ. ιδ' 51)
ὁ ἴδιος. Τη νύχτα του Πάθους έρριξε ἁπλῶς ἕνα σεντόνι πάνω του, ἀπὸ ἀγωνία γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ
τοὺς Ἀποστόλους. Τρύπωσε κρυφὰ μέσα στὸν κῆπο της Γεθσημανή. Καὶ ὅταν οἱ στρατιῶτες πῆγαν
νὰ τον συλλάβουν, «τόβαλε στὰ πόδια», ἔφυγε γυμνός, ἀφήνοντας το σεντόνι στὰ χέρια τους.
Ἤξερε πολλὰ ὁ Μάρκος γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ το εὐαγγέλιὸ Του, μὰ δὲν διέθετε ἀκόμα το
σθένος της ὁμολογίας, τη δύναμι γιὰ τὴ «μαρτυρία» καὶ τὸ «μαρτύριο» του Ἰησοῦ. Τὸν δέχτηκε
βέβαια ὁ Παῦλος, ἀφοῦ νόμιζε, ὅτι οἱ 'Αντιοχεὶς θὰ ἄκουγαν «ἀπὸ πρῶτο χέρι» γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ
τοὺς Ἀποστόλους. Ὁ δὲ Βαρνάβας στήριξε μεγάλες ἐλπίδες στὸ νεαρὸ άνεψιὸ του. Χαιρόταν πού
δέχτηκε τὸν ἀνεψιὸ του ὁ Παῦλος. Θὰ ἦταν μαζὶ τους, ὡς βοηθὸς στὴν ἱεραποστολή. Δὲν ἦταν ὅμως
ἔτσι! Ὁ Μάρκος δὲν ἦταν ἕτοιμος γιὰ μεγάλα ἅλματα.
Μικρὲς στιγμὲς των μεγάλων
Ὁ πρῶτος ἐνθουσιασμὸς σβήνει ἀπότομα. Ἡ προθυμία γίνεται λιποταξία. Στὴν Κύπρο, πρῶτο
σταθμὸ της ἱεραποστολικῆς ἐξορμήσεως του Παύλου καὶ του Βαρνάβα, ἔμεινε μαζὶ τους ὁ Μάρκος.
Καὶ ὕστερα, στὴν Παμφυλία. Πέρασε μὲν μαζὶ τους, ἀλλὰ σταμάτησε. Ὁ Παῦλος προσπάθησε νὰ
του κεντρίση τον ἐνθουσιασμό, δείχνοντὰς του τα ψηλὰ βουνὰ ποῦ θὰ περάσουν γιὰ νὰ φτάσουν
στὴν Ἀντιόχεια της Πισιδίας, στὰ Λύστρα της Λυκαονίας, στὴ Δέρβη, στὸ Ικόνιο.
Τὶ ἄραγε νὰ ἐπηρέασε τον ψυχικὸ κόσμο του νεαροῦ ἀκόμη Μάρκου; Ὁπωσδήποτε εἶχε
κατανοήσει το μεγαλεῖο του Παύλου. Ἀλλὰ μέσα του τὸν τραβοῦσε ἡ πατρίδα του, τα Ἱεροσόλυμα.
Ἡ ἐργασία στὸ γνώριμο τοπίο, ὄχι ἡ περιπέτεια στὸ ἄγνωστο! Ὅσο ἔβλεπε τα μάτια του Παύλου νὰ
ἀστράφτουν ἀπὸ οὐράνια χαρὰ γιὰ τοὺς νέους δύσκολους δρόμους, ποῦ ὁ Κύριος ἀνοίγει μπροστὰ
τους, τόσο ἐκεῖνος κατεβάζει τα φτερά, ἕτοιμος γιὰ μιὰ προσγείωσι στὴν ἥσσονα προσπάθεια, ποῦ
εὐτυχῶς δὲν θὰ κρατήση πολύ.
Τώρα ὅμως θέλει νὰ φύγη. Καὶ φεύγει. «Ἰωάννης (Μάρκος) ἀποχωρήσας ἀπ' αὐτῶν υπέστρεψεν
εἰς Ἱεροσόλυμα» (Πράξ. ιγ' 13). Καὶ οἱ μεγάλοι ἔχουν τὶς μικρὲς στιγμές! Καὶ οἱ ὑποψήφιοι
ἀπόστολοι καὶ μάρτυρες καὶ εὐαγγελιστὲς δείχνουν κάποτε το ἀνώριμο καὶ ἀπροετοίμαστο. Δὲν
εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα του μεγαλείου γιὰ το Μάρκο.
Ἡ ἡμέρα, ποῦ ἐγκατέλειψε τοὺς δυὸ ἀποστόλους κάθε ἄλλο παρὰ καλὴ ἦταν γιὰ τον Μάρκο.
Δὲν ἔβγαλε λέξι ἀπὸ το στόμα του. Φαίνεται, πὼς μὲ τὰ ὅσα του εἶπε ὁ Παῦλος προβληματίστηκε.
Πιθανὸν νὰ μὴ του ἄρεσε καὶ το ὅτι ὁ θεῖος του ὁ Βαρνάβας ἔδινε την πρωτοβουλία καὶ
πρωτοπορία του μεγάλου ἐγχειρήματος στὸν Παῦλο.
Σὰν νὰ φοβόταν τὸν Παῦλο, ποῦ γεμάτος παράτολμο θάρρος δὲν ὑποχωροῦσε μπροστὰ σὲ
κινδύνους καὶ ἀδιέξοδα. Σὰν νὰ μονολογοῦσε: «Αὐτὸς ὁ Παῦλος τὶ θέλει νὰ πάη νὰ διεισδύση μέσα
στοὺς βαρβάρους, νὰ ἀντιμετωπίση τοὺς ληστὲς της Ισαυρίας, ποῦ ληστεύουν τους μοναχικοὺς
ταξιδιῶτες καὶ ἐξαφανίζουν τα πτώματὰ τους στὶς κοιλάδες των βουνῶν;»!
Ας μὴ παρεξηγήσουμε τον ἀνώριμο ἀκόμα Μάρκο. Θὰ ἔρθη ἤ ὥρα, πού θὰ καταλάβη ὄχι μόνο
την ὑψηλὴ σκέψη του μεγάλου Ἀποστόλου, ἀλλὰ καὶ την ἀπροσμέτρητη πίστι του νὰ ξαπλώση το
εὐαγγέλιο του Ἰησοῦ Χριστοῦ παντοῦ. Θὰ ἔρθη ἡ ὥρα, ποῦ θὰ βρεθῆ δίπλα στὸν Παῦλο καὶ πάλι,
συνεργός, συνέκδημος, συμπαραστάτης μέχρι την παραμονὴ του μαρτυρικοῦ του θανάτου στὸ
κελλὶ της φυλακῆς (Κολοσ. δ' 10).

Σχέδιο του Θεοῦ


Πίσω ἀπὸ τη φυγὴ («λιποταξία») του Μάρκου κρύβονται διάφορα σχέδια της εὐαγγελικῆς
διακονίας.
Ὁ Βαρνάβας εἶναι ὁ μόνος, στὸν ὁποῖον μίλησε ὁ Μάρκος γιὰ την ἀπόφασὴ του νὰ γυρίση πίσω.
Ἴσως το παιδὶ της μεγαλουπόλεως δὲν εἶχε παλέψει ἀκόμα μὲ τὴν ἄγρια φύσι, λύγισε καὶ δὲν
θέλησε νὰ προχωρήση παραπέρα. Ὁ Βαρνάβας τη στιγμὴ ἐκείνη δὲν δικαιολόγησε την ἀπόφαση
του ἀνεψιοῦ του. Ἄλλωστε στὴ ζυγαριὰ της καρδιᾶς του πάνω ἀπὸ τη συγγενικὴ σχέση μὲ τον
Μάρκο ζύγιζε ὁ θαυμασμὸς του γιὰ τὸ ζῆλο του φίλου του, του Παύλου. Καὶ ὅταν ἀργότερα θὰ
ξανασυζητήση το πρόβλημα του Μάρκου καὶ θὰ προτείνη νὰ τον επαναπροσλάβουν στὸν
ἀποστολικὸ τραχὺ δρόμο, καὶ τότε δὲν εἶχε ἀλλάξει μέσα του το ζυγοστάθμισμα. Ὁ Παῦλος καὶ πάλι
πρῶτος στὴν καρδιὰ του. Ἀλλὰ...
Ἡ λιποταξία του νεαροῦ Μάρκου πλήγωσε τον Παῦλο βαθειά. Καὶ ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια
ἐξακολουθοῦσε νὰ αἰσθάνεται πόνο. Θεωροῦσε το Μάρκο μικρόψυχο καὶ θυμήθηκε το ρητὸ:
«Οὐδεὶς ἐπιβαλὼν τὴν χεῖρα ἐπ' ἄροτρον καὶ βλέπων εἰς τὰ ὀπίσω εὔθετὸς έστιν εἰς τὴν βασιλείας
του Θεοῦ» (Λουκ. Θ' 62).
Καὶ γιὰ ἄλλους λόγους ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς την ἀποχώρησι του Μάρκου. Τὸ ὅτι ὁ Λουκᾶς,
συγγραφέας των Πράξεων, δὲν ἀποσιωπᾶ τὴν ἀνθρώπινη «πτῶσι» του Μάρκου, δὲν τὸ κάνει γιὰ
νὰ ὑποτιμήση τὸν συνευαγγελιστὴ του, ἀλλὰ κυρίως γιὰ νὰ ἀναδείξη το μεγαλεῖο της χάριτος.
Ὅπως ὁ Πέτρος μετὰ την ἄρνησι ἀποκαταστάθηκε ἀπὸ τη μετάνοια στὸ ἀποστολικὸ του ἔργο, ἔτσι
καὶ ὁ Μάρκος «ἀνέστη». Ἀπὸ την ἀνωριμότητα ἔφτασε στὴν θεὸ πνευστὴ ὡριμότητα.
Φάνηκε νὰ ἐγκαταλείπη τὸν ἕνα ἀπόστολο, τὸν Παῦλο. Προσκολλᾶται στὸν ἄλλο ἀπόστολο,
στὸν Πέτρο. Ἤ μᾶλλον ἐπανέρχεται στὴ μαθητεία του κοντὰ στὸν Πέτρο. Θὰ ἔλεγε κανείς, ὅτι το
εὐαγγέλιὸ του εἶναι «λόγια του Πέτρου», ἀλλὰ καὶ διδασκαλία του Παύλου γιὰ τη μοναδικότητα
της μεσσιανικότητας του Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄν ὁ ὁρμητικὸς Παῦλος ἦταν ἀποφασισμένος νὰ ξεχωρίση
μιὰ γιὰ πάντα την Ἐκκλησία ἀπὸ τη Συναγωγή, αὐτὸ δὲν σημαίνει, ὅτι ὁ Μάρκος παρασύρθηκε ἀπὸ
τοὺς ιουδαΐζοντες.
Ὁ Μάρκος ἦταν ὁ πιὸ πιστὸς μαθητὴς του Πέτρου, ὁ διερμηνέας του στὰ ἑλληνικὰ (θὰ ἔλεγε
κανεὶς) καὶ ἤθελε νὰ παραμείνη μαθητὴς του. Ὁ Πέτρος τον ἀποκαλοῦσε «υἱὸν» του (ΑΠέτρ. ε' 13).
Παράλληλα ὅμως θαύμαζε καὶ τὸν Παῦλο. Δὲν διαφωνοῦσε καθόλου μὲ την οἰκουμενικότητα του
κηρύγματος του Παύλου καὶ μὲ τη μοναδικότητα της σωτηρίας, ποῦ δὲν εἶναι «τὰ ἔργα του νόμου»,
ἀλλ' εἶναι ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ Ἀνάστασις του Ἰησοῦ. Ας ξεχωρίσουμε την ἀδυναμία ἀπὸ τη διαφωνία.
Ἀδυναμία ἔδειξε, ὅταν ἀποχώρησε ἀπὸ τον Παῦλο στὴν Πέργη της Παμφυλίας. Διαφωνία μὲ τὸ
εὐαγγέλιο ποῦ κήρυττε ὁ Παῦλος δὲν εἶχε.

Παροξυσμὸς Παύλου - Βαρνάβα


Ἀπόδειξις: Ύστερα ἀπὸ καιρὸ θέλησε ὁ Μάρκος νὰ προσκολληθὴ καὶ πάλι στὴν ἀποστολικὴ
συνεργασία του Παύλου. Σὰν νὰ ἤθελε την προσβολὴ ἀδυναμίας των νεανικῶν του χρόνων νὰ την
ἀπαλείψη. Καὶ πιὸ ὕστερα ἔγινε πολύτιμος συνεργάτης του ἀποστόλου Παύλου κατὰ τη φυλάκισὶ
του στὴ Ρώμη. Πέρασε βέβαια ἀπὸ δοκιμασία. Δὲ τὸν θέλησε ἀμέσως κοντὰ του ὁ Παῦλος.
Ἐδῶ πρόκειται γιὰ ἕνα δεύτερο ἐπεισόδιο, ἀνάμεσα στὸν Παῦλο καὶ τον Βαρνάβα, ἐξ αἰτίας του
Μάρκου. Οὐσιαστικὰ στὴν πρώτη περίπτωση, στὴν ἀποχώρηση του Μάρκου, δὲν εἴχαμε
ἐπεισόδιο. Εἴχαμε σιγὴ πόνου καὶ ἀπὸ την πλευρὰ του Παύλου καὶ ἀπὸ την πλευρὰ του Βαρνάβα.
Τώρα; Πότε δηλαδή; Μετὰ την Ἀποστολικὴ Σύνοδο (Πράξ. ἰὲ' 1-35) Παῦλος καὶ Βαρνάβας
ἀναχωροῦν γιὰ την Ἀντιόχεια. Ἀπὸ ἐκεῖ θὰ ἐξορμήσουν γιὰ τὴ δευτέρα ἱεραποστολικὴ τους
περιοδεία. Μαζί; Παρὰ λίγο μαζί. Τοὺς χώρισε ὁ Μάρκος. Σημειώνουν οἱ Πράξεις: «Βαρνάβας
έβουλεύσατο συμπαραλαβεὶν τὸν Ἰωάννην, τὸν ἐπικαλούμενον Μάρκον. Παῦλος δὲ ήξίου, τὸν
αποστάντα ἀπ' αὐτῶν ἀπὸ Παμφυλίας καὶ μὴ συνελθόντα αυτοὶς εἰς το ἔργον, μὴ συμπαραλαβεὶν
τοῦτον» (ἰὲ' 37-38).
Ὁ Μάρκος πρόθυμος νὰ ἀκολουθήση τὸν Παῦλο. Πιθανὸν καὶ ωριμότερος. Ἴσως καὶ νὰ ἤθελε
ἐμπράκτως νὰ διορθώση τὴν «ἀποστασία» του. Καὶ ὁ Βαρνάβας σύμφωνος. Ἴσως εἶχε
προσυνεννοηθη μὲ τὸν ἀνεψιὸ του, ὅτι θὰ εἶναι συνεπέστερος στὸ ὄντως βαρὺ ἔργο της
ἱεραποστολῆς.
Ναί, ἀλλὰ ὁ Παῦλος ἔχει τη δικὴ του γνώμη. Δὲν ψάχνει ἁπλῶς γιὰ συνεργάτες, ἀλλὰ θέλει κοντὰ
του «συνεκδήμους», «σύμψυχους», «συστρατιῶτες», «συναιχμαλώτους». Δὲν θέλει κάποιον γιὰ
συνεργάτη, ἂν δὲν εἶναι πεπεισμένος γιὰ την ἀνθεκτικότητὰ του.
Το Μάρκο δὲν τὸν θεωροῦσε ἀρκετὰ ὥριμο γιὰ το δύσκολο ἀξίωμα του ἱεραποστόλου. Νόμιζε,
ὅτι δὲν εἶχε ἀκόμα την ἱκανότητα νὰ ἀφιερωθῆ ὁλοκληρωτικά. Ἴσως καὶ νὰ φοβόταν, πὼς ὁ Μάρκος
ἐξασκεῖ κάπως μεγάλη ἐπιρροὴ πάνω στὸ Βαρνάβα, καὶ ἔτσι μποροῦσε νὰ ἐπηρεάση ἤ καὶ νὰ
βλάψη τα σχέδια του, ὅταν στὶς συζητήσεις θὰ ἦσαν «δύο μὲ ἕνα».
Ἡ ἱεραποστολικὴ ζωὴ εἶναι μία πολὺ σοβαρὴ ὑπόθεσις καὶ δὲν πρέπει κανεὶς νὰ τὴν θέτη σὲ
κίνδυνο γιὰ συγγενικὲς ἀδυναμίες. Ὁ Παῦλος σ' αὐτὸ το σημεῖο ἦταν ἀδιάλλακτος. Εἶχε δίκαιο;
Μήπως ἔκρινε τον Μάρκο πολὺ σκληρά; Ὁ Βαρνάβας σ' αὐτὸ το ζήτημα ἦταν ήπιώτερος, ἐνῶ καὶ
οἱ δύο ἦσαν ἐξ ἴσου ἔξυπνοι καὶ ἅγιοι ἄνθρωποι, μὲ κρίσι καὶ μὲ πείρα.
Τελικὰ ἕνας ἀκόμα χωρισμὸς μπῆκε στὴν ἱστορία των εὐαγγελικῶν ἀφηγημάτων καὶ της ζωῆς
των ἁγίων. Μέσα στὸ σχέδιο του Θεοῦ κάποτε βρίσκονται καὶ οἱ «παροξυσμοί»! Εἶναι πολὺ ὄμορφο
νὰ βλέπης το μεγάλο ποτάμι νὰ κυλᾶ καὶ νὰ ποτίζη τοὺς κάμπους. Καὶ σου προξενεῖ παράδοξο
αἴσθημα, ὅταν ξαφνικὰ βλέπης το ποτάμι νὰ κόβεται στὰ δύο. Στὴν πραγματικότητα ἔχουμε
εὐλογημένη διακλάδωσι. Ὁ ἕνας παραπόταμος χάνεται ἀπὸ τα μάτια του ἄλλου. Ὅμως καὶ οἱ δύο
ἐνεργοῦν εὐεργετικά, πολὺ πιὸ εὐεργετικὰ ἀπὸ τὸν «μονοπόταμο».
Ποτάμι θεϊκὸ ὁ Παῦλος. Κλήθηκε νὰ ποτίση ὅλη την οἰκουμένη. Μαζὶ του καὶ ὁ Βαρνάβας, πού
ἐξ ἴσου ἦταν δυναμικὸς καὶ φωτισμένος. Ξαφνικὰ κάτι το ἀνθρώπινο παρεμβαίνει καὶ ἡ κοινὴ ροὴ
της ἱεραποστολικῆς ὁμάδας Παύλου - Βαρνάβα κόβεται στὰ δύο. Γιὰ λίγο θλῖψις προκαλεῖται. Mά
ἀπὸ τὸν θλιβερὸ παροξυσμὸ προέρχεται μεγάλο καλό. Δύο τὰ εὐλογημένα ποτάμια, σὲ ἄλλο τόπο
το καθένα, ποτίζει, δροσίζει, καθαρίζει, ἁγιάζει τον κόσμο. Ας ἀκούσουμε τὶς Πράξεις: «Ἐγένετο οὺν
παροξυσμός, ὥστε αποχωρισθήναι αὐτοὺς ἀπ' ἀλλήλων, τὸν τε Βαρνάβαν παραλαβόντα τὸν
Μάρκον έκπλεύσαι εἰς Κύπρον, Παῦλος δὲ επιλεξάμενος Σίλαν ἐξῆλθε παραδοθεὶς τη χάριτι του
Θεοῦ ὑπὸ των ἀδελφῶν» (ἰὲ' 39-40).

Οἱ δύο ἀπόστολοι χωρίζουν


Ὁ Βαρνάβας διάλεξε ὡς πεδίο της ἐργασίας του την πατρίδα του την Κύπρο, καὶ μαζὶ μὲ τον
Μάρκο ταξίδεψε πρὸς τα ἐκεῖ. Ἔτσι μιὰ παλαιὰ φιλία ἱεραποστόλων έναυάγησε γιὰ ἕνα προσωπικὸ
ζήτημα. Μὲ τὸν χωρισμὸ των δυὸ αὐτῶν ἀποστόλων χάνουμε ἀπὸ τα μάτια μας τα ἴχνη του
Βαρνάβα ἀπὸ το φωτεινὸ κύκλο της δράσεως του μεγάλου του φίλου.
Ἄν ἡ συμπεριφορὰ του Βαρνάβα ἐξετασθῆ ἀνθρώπινα, θὰ μᾶς έλκύση περισσότερο τη
συμπάθειὰ μας. Ἴσως καὶ Παῦλος νὰ ἔκρινε πολὺ αὐστηρὰ το νεαρὸ Μάρκο.
Ὁ Μάρκος καὶ γιὰ τὸν Παῦλο ἀργότερα στάθηκε τόσο ἱκανός. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία της
οἰκουμένης στήθηκε διαχρονικὸς καὶ ολοφώτεινος φάρος μὲ τη συγγραφὴ του δευτέρου
εὐαγγελίου.
Ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι του Βαρνάβα μας φαίνεται ὁ Παῦλος πολὺ σκληρός, σχεδὸν ἄδικος. Γιατὶ ὁ
Βαρνάβας ἦταν ἐκεῖνος, πού ἐπανειλημμένως εἶχε ἐπέμβη εὐλογημένα στὴ ζωὴ του καὶ τὸν εἶχε
ἀνασύρει ἀπὸ την ἀφάνεια (Πράξ. ἴα' 25). Σημασία μεγάλη ἔχει, ὅτι μὲ την πάροδο των χρόνων
βλέπουμε τη χάρη του Θεοῦ νὰ παίρνη ἀπὸ το χέρι το Μάρκο καὶ νὰ τὸν ὁδηγῆ κοντὰ στὸν Παῦλο.
Καὶ στὸν Πέτρο χρωστοῦσε πολλά.
Καὶ στὸ θεῖο του τὸν Βαρνάβα χρωστοῦσε πολλά. Ἀπὸ τον πρῶτο διδάχτηκε το κήρυγμα της
Ἀναστάσεως καὶ της Πεντηκοστῆς. Ἀπὸ τον δεύτερο διδάχτηκε την ἐν Χριστῶ ἀγάπη καὶ
συγκατάβασι.
Ἀλλὰ καὶ στὸ μεγάλο Παῦλο χρωστοῦσε πολλὰ ὁ Μάρκος. Ἀπ' αὐτὸν διδάχτηκε το ἀνόθευτο
εὐαγγέλιο, την ὑγιαίνουσα διδασκαλία.

Ὁ Μάρκος ἐξελίχθηκε
Ως πρὸς τὴν ἐξέλιξη του Μάρκου, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τη χάρι ν' ἀνήκη στοὺς τέσσερις εὐαγγελιστὲς
της Καινῆς Διαθήκης, πρέπει νὰ ποῦμε, ὅτι δικαιώθηκε ὁ Βαρνάβας, σχετικὼς μὲ την ἐκτίμηση του
Μάρκου. Ὁ Μάρκος ἔγινε τελικὰ ἕνας θαρραλέος, μεγαλόκαρδος καὶ μὲ αὐτοθυσία ἄνδρας, ποῦ
στάθηκε τόσο στὸν Πέτρο, ὅσο καὶ στὸν Παῦλο, ἕνας πολύτιμος συνεργάτης. Το ὄνομὰ του ὡς
συγγραφέως του δευτέρου εὐαγγελίου ἔγινε περίφημο μέσα σὲ ὅλη τη χριστιανοσύνη.
Θὰ λέγαμε, ἀνθρωπίνως βλέποντας τα πράγματα, ὅτι ὁ Παῦλος δὲν δίστασε νὰ ἐπανορθώση τὴν
«ἀδικία» του. Τὸν μνημονεύει σὲ τρεῖς ἐπιστολὲς του, πού γράφτηκαν μέσα ἀπὸ τη φυλακή. Τὶ
σημαίνει τοῦτο; Ὁ Μάρκος βρέθηκε κοντὰ στὸν Παῦλο. Ἦρθε ἡ στιγμὴ ποῦ τὸν δέχτηκε ὁ μεγάλος
Ἀπόστολος. Καὶ ἀποδείχτηκε πιστὸς ἀκόλουθος. Τὸν ἀκολουθεῖ καὶ στὸ «σταυρὸ» του, στὴ φυλακή,
στὸ μαρτύριὸ του.
Τὸν μνημονεύει ὁ Παῦλος κατὰ την πρώτη φυλάκισὶ του, στὴν πρὸς Κολοσσαεὶς: «Ἀσπάζεται
ὑμᾶς Μάρκος ὁ ἀνεψιὸς Βαρνάβα, περὶ οὐ ἐλάβετε ἐντολὰς: ἐὰν ἔλθη πρὸς ὑμᾶς, δέξασθε αὐτὸν»
(Κολοσ. δ 10). Μὴ τὸν ἀπορρίψετε. Κάποτε τὸν ἀπέρριψα ἐγώ. Ἀλλὰ τώρα εἶναι κοντὰ μας. Πιστὸς
συνεργάτης μας. Τιμᾶ τα δεσμὰ μου, τὶς ἁλυσίδες μου.
Εἰδικὴ ἐντολὴ δίνει γιὰ ὑποδοχὴ καὶ φιλοξενία του Μάρκου.
Ἔχει το λόγο του. Φαίνεται, ὅτι κάτι θὰ εἶχαν πληροφορηθῆ οἱ χριστιανοὶ των διαφόρων τόπων
γιὰ τὴν παλαιὰ ἐκείνη συμπεριφορὰ του Μάρκου καὶ πιθανὸν νὰ ὑπῆρχε κάποια προκατάληψις. Ὁ
Παῦλος συνιστᾶ ἰδιαίτερα το Μάρκο. Γιὰ τὸν Παῦλο ἔχει λήξει ἐκεῖνο το παλαιὸ μικροεπεισόδιο.
Κάθε σύννεφο μεταξὺ Παύλου καὶ Μάρκου εἶχε ἐξαφανισθῆ. Εἶχαν ἑνωθῆ ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον μὲ
τὴν ἀμοιβαία κατανόησι, καί, το σπουδαιότερο, μέσα ἀπὸ τη φυλακή.

Οἱ ἅγιοι ξεπερνοῦν τὶς μικροπαρεξηγήσεις


Ὁ Μάρκος, ωριμότερος τώρα, βρίσκεται κοντὰ στὸ μεγάλο Ἀπόστολο. Ἄλλωστε πόσες φορὲς θὰ
εἶχε ἀκούσει καὶ ἀπὸ το θεῖο του, τὸ Βαρνάβα, νὰ μιλάω γιὰ την ἀξία του αποστ. Παύλου! Οἱ ἅγιοι
ξεπερνοῦν τὶς μικροπαρεξηγήσεις!
Ἐδῶ βλέπουμε καὶ την ἀγάπη του Παύλου, πού μέριμνα καὶ συνιστᾶ ἰδιαίτερα ἕνα «ἀποστάτη»,
το Μάρκο, διοτι ἤξερε, φωτισμένος ἀπὸ το Θεό, το σπουδαῖο ἔργο, ποῦ θὰ προσέφερε στὴν
Ἐκκλησία ὁ Μάρκος, συγγράφοντας το κατὰ Μάρκον Εὐαγγέλιο.
Βλέπουμε ὅμως καὶ την ταπείνωσι του Μάρκου, ποῦ δὲν δυσκολεύτηκε νὰ ἐντάχθη ἐκ νέου στὴν
ὁμάδα του Παύλου, χωρὶς νὰ ὑπολογίση το πὼς θὰ τὸν ἀντιμετώπιζαν οἱ ἄλλοι σὰν παλαιὸ
«ἀποστάτη».
Τὸν μνημονεύει ἐπίσης ὁ Παῦλος στὴν πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολὴ: «Ἀσπάζεται σὲ Επαφρὰς καὶ
συναιχμάλωτὸς μου ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ, Μάρκος, Ἀρίσταρχος, Δημάς, Λουκᾶς οἱ συνεργοὶ μου» (στ.
23-24).
Τὸν μνημονεύει το Μάρκο ὁ Παῦλος καὶ κατὰ τη δεύτερη φυλάκιση του, στὴν Β' πρὸς Τιμόθεο,
ποῦ εἶναι καὶ το κύκνειο ἄσμα του μεγάλου Ἀποστόλου: «Μάρκον ἀναλαβὼν ἄγε μετὰ σεαυτοὺ
έστι γὰρ μοι εὔχρηστος εἰς διακονίαν» (δ'11).
Φαίνεται, ὅτι καὶ ὁ Μάρκος ψήθηκε στὸ δύσκολο ἔργο της ἱεραποστολῆς, ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος
συγχώρεσε τὸν Μάρκο καὶ ἄλλαξε γι' αὐτὸν γνώμη. Ἔτσι τὸν βλέπουμε ἐδῶ νὰ ζητὰ την παρουσία
του Μάρκου. «Φέρε, Τιμόθεε, μαζὶ σου τον Μάρκο. Διότι μου εἶναι εὔχρηστος, χρήσιμος γιὰ
διακονία».
Πόσο μᾶς διδάσκει ἡ ἀλλαγὴ της στάσεως του Παύλου ἔναντι του Μάρκου! Γι' αὐτούς, ποῦ
σήμερα εἶναι χρήσιμοι καὶ ὠφέλιμοι στὸ ἔργο του Θεοῦ, καίτοι στὸ παρελθὸν μπορεῖ νὰ ἔσφαλαν
καὶ νὰ μᾶς λύπησαν καὶ ν' ἀποδείχτηκαν ἀσυνεπεῖς στὶς ὑποχρεώσεις τους, δὲν πρέπει νὰ
ἐπιμένουμε.

Διακονία του εὐαγγελίου


«Εὔχρηστος εἰς διακονίαν».
Γιὰ ποιὰ διακονία ἤθελε το Μάρκο ὁ ἀπόστολος Παῦλος; Ἴσως γιὰ νὰ σταθῆ κοντὰ του,
διακονώντας τον τὶς τελευταῖες μέρες της ἐπίγειας ζωῆς του. Μᾶλλον ὅμως τον ἤθελε γιὰ τὴ
διακονία του εὐαγγελίου, γιὰ κάποια ἀποστολή. Καὶ μέσα ἀπ' τη φυλακὴ ὁ Παῦλος, καὶ
μελλοθάνατος ἀκόμα, δὲν ἔπαυε νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ το ἔργο του εὐαγγελίου! Λέει
χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Μάρκον ἀναλαβὼν ἄγε μετὰ σεαυτού”. Οὐκ εἰς
ἀνάπαυσιν λέγει την έαυτού, ἀλλ' εἰς τὴν διακονίαν του εὐαγγελίου. Καὶ γὰρ ἐν δεσμοὺς ὢν, οὺκ
ἔληγε κηρύττειν» (Ε.Π.Ε. 23,650). Μετάφρασις: «Πάρε το Μάρκο καὶ φὲρ' τον μαζὶ σου». Δὲν λέει,
γιὰ την ἀνάπαυσὶ του, ἀλλὰ γιὰ τὴ διακονία του εὐαγγελίου. Διότι καὶ ὅταν ἦταν στὴ φυλακή, δὲν
σταματοῦσε νὰ κηρύττη.
«Εὔχρηστος εἰς διακονίαν».
Κάποτε δὲν τὸν χρειαζόταν ὁ Παῦλος το Μάρκο, γιατὶ δὲν εἶχε την πληροφορία ἄνωθεν. Τώρα,
φεύγοντας ἀπὸ την παροῦσα ζωή, σὰν νὰ βλέπη μὲ τὸ διορατικὸ του βλέμμα, ὅτι ὁ Μάρκος εἶναι
πλέον «εὔχρηστος» στὴν ὑψίστη διακονία. Θὰ διακονήση το εὐαγγέλιο.
Θὰ συγγράψη το εὐαγγέλιο, ποῦ φέρει το ὄνομὰ του. Καὶ μὲ τὸ εὐαγγέλιὸ του θὰ διακονῆ ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους ὅλων των ἐποχῶν. Πάνω ἀπὸ τους ἀκροατὲς του εὐαγγελίου, πάνω ἀπὸ τοὺς
διδασκάλους του εὐαγγελίου, πάνω ἀπὸ τοὺς λοιποὺς ἀποστόλους, εἶναι οἱ εὐαγγελιστὲς καὶ ὅλοι
οἱ θεόπνευστοι συγγραφεὶς της Καινῆς Διαθήκης.
Ἀπόστολε, ἅγιε καὶ εὐαγγελιστὰ Μάρκε!
Γιὰ το εὐαγγέλιο σου πάνω ἀπὸ ὅλα σὲ τιμᾶμε καὶ σὲ εὐχαριστοῦμε. Καὶ αὐτὸ ποθοῦμε στὸ λαὸ
του Θεοῦ νὰ παρουσιάσουμε, μὲ ὅσο γίνεται πιὸ ἁπλὴ καὶ σαφὴ ἐξήγησι.

«Εὐαγγέλιο Ἰησοῦ Χριστοῦ»


Ἡ ἐπιγραφὴ “κατά Μάρκον” δὲν ὀφείλεται στὸν ἴδιο τὸν συγγραφέα του εὐαγγελίου.
Προέρχεται ἀπὸ τὸν β' αἰώνα καὶ μαρτυρεῖ την πίστι της Ἐκκλησίας, ὅτι το εὐαγγέλιο αὐτὸ γράφτηκε
ἀπὸ τον Μάρκο, τον ὁποῖον ἡ ὁμόφωνη παράδοσις της Ἐκκλησίας καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς
νεώτερους ἑρμηνευτὲς ταυτίζουν μὲ τον Ιωάννη-Μάρκο, συνεργάτη των δύο κορυφαίων
ἀποστόλων, Πέτρου καὶ Παύλου, στὴ διάδοση του εὐαγγελίου, καὶ γιὰ τον ὁποῖον γίνεται λόγος
στὶς Πράξεις των Ἀποστόλων, καθὼς καὶ σὲ ἐπιστολὲς της Καινῆς Διαθήκης.
Τὸ εὐαγγέλιο του Μάρκου δὲν προϋποθέτει ἀναγνῶστες ἐξοικειωμένους μὲ τὴν Παλαιὰ
Διαθήκη καὶ μὲ τὶς ἰουδαϊκὲς συνήθειες. Ἀπευθύνεται σὲ χριστιανούς, ποῦ ἦσαν πρώην ἐθνικοὶ
(είδωλολάτρες) καὶ ποῦ ζοῦν ἔξω ἀπὸ την Παλαιστίνη.
Ὁ εὐαγγελιστὴς χαρακτηρίζει ὁ ἴδιος το κείμενὸ του ἤδη μὲ τὴν πρώτη του φράσι ὡς “Ευαγγέλιον
Ἰησοῦ Χριστου”. Ἔχει, λοιπόν, ἐπίγνωση του γεγονότος, ὅτι δὲν συγγράφει βιογραφία του Ἰησοῦ,
ἀλλὰ μεταφέρει ἕνα μήνυμα ζωῆς, μιὰ χαρμόσυνη ἀγγελία, ἕνα “ευαγγέλιο”.
Τὸ κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιο θεωρεῖται ὡς το ἀρχαιότερο ἀπὸ τα τέσσερα Εὐαγγέλια. Χωρὶς νὰ
παύση νὰ εἶναι ἱστορικὴ ἀφήγησις, την ὑπερβαίνει καὶ ἀποβαίνει αἰσιόδοξο μήνυμα. Αὐτὸ το
μήνυμα, τα ἱστορικὰ γεγονότα καὶ το κεντρικὸ πρόσωπο της ἱστορίας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, το
ἀπευθύνουν στὸν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς.
Σὲ ἀντίθεσι πρὸς τὰ ἄλλα εὐαγγέλια της Καινῆς Διαθήκης, το κατὰ Μάρκον δὲν ἐνδιαφέρεται
τόσο νὰ μᾶς παρουσιάση τη διδασκαλία του Ἰησοῦ (τα “λεχθέντα”) ὅσο το πρόσωπὸ Του, δηλαδή,
τη θαυματουργικὴ ἐξουσία (τὰ “ πραχθέντα”) του Υἱοῦ του Θεοῦ, του Μεσσία, ὁ ὁποῖος διώχνει το
Σατανὰ καὶ ἐλευθερώνει τους ἀνθρώπους ἀπὸ τη δουλεία σ' αὐτόν.
Ὁ Μεσσιανικὸς τίτλος “Υιός του Θεού” δὲν χρησιμοποιεῖται στὸ εὐαγγέλιο του Μάρκου ἀπὸ τους
ἀνθρώπους γιὰ τον Ἰησοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, πού ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Υἱὸ Του σὲ στιγμὲς
χαρακτηριστικὲς της ἐπίγειας ζωῆς Του (βάπτισι, μεταμόρφωσι) ἤ ἀπὸ τους δαίμονες, ποῦ
άναγνωρίζουν τον Μεσσία καὶ καταλαβαίνουν ὅτι ἔφθασε το τέλος της δικῆς τους κυριαρχίας.
Μόνο μία φορὰ χρησιμοποιεῖται ὁ τίτλος αὐτὸς ἀπὸ ἄνθρωπο: Ἀπὸ τον Ρωμαῖο έκατόνταρχο
μπροστὰ στὸν σταυρὸ του Ἰησοῦ (ἰὲ' 39).
Δὲν εἶναι χωρὶς σημασία το γεγονός, ὅτι πρὸς τὸ τέλος του εὐαγγελίου ἕνας ἄνθρωπος, καὶ
μάλιστα ἐθνικός, ἀναγνωρίζει τον Ἰησοῦ, ὡς Υἱὸν του Θεοῦ. Καὶ μάλιστα αὐτὸ συμβαίνει κατὰ την
ὥρα του θανάτου του Ἰησοῦ, πράγμα πού ὑποδηλώνει ὅτι οἱ λυτρωτικὲς συνέπειες του σταυροῦ
ἀρχίζουν νὰ ἐπεκτείνονται σ' ὁλόκληρη την ἀνθρωπότητα.
Ὁ τίτλος, τον ὁποῖο κυρίως χρησιμοποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς γιὰ τὸν ἑαυτὸ Του, εἶναι “Υιός του
ανθρώπου”. Το ἔργο του Ἰησοῦ περιγράφεται ὡς το ἔργο του Υἱοῦ του ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ὁδεύει
πρὸς το πάθος καὶ τελικὰ ὑφίσταται το πάθος “υπέρ πάντων” (Α ́ Τιμ. β' 6).

Θεολογικὴ διδασκαλία του εὐαγγελίου


Κεντρικὸς ἄξονας του «εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, Yίου του Θεοῦ» εἶναι ὁ ἴδιος ὁ κήρυκας καὶ
ενσαρκωτὴς του χαρμοσύνου μηνύματος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, του ὁποίου ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος
διασώζει, ὅπως προείπαμε, ὄχι τόσο τα «λεχθέντα», ὅσο τα «πραχθέντα». Αὐτὰ τα τελευταία, οἱ
θαυματουργικὲς Του δηλαδὴ πράξεις, μαρτυροῦν γιὰ τὴ μεσσιανικὴ Του ἐξουσία, μὲ την ὁποία ὁ
Υἱὸς του Θεοῦ διῆλθε τη ζωὴ Του ἐπὶ της γῆς «εὐεργετῶν» (Πράξ. ι' 38). Τὰ πραχθέντα
ἀποκορυφώνονται στὸ σταυρὸ του Ἰησοῦ, ὅπου θριαμβεύει μὲ την ἀνάστασι ἡ ἀγάπη του Θεοῦ
καὶ χαρίζει στοὺς ἀνθρώπους λύτρωσι καὶ ζωὴ αἰώνια.
Γιὰ το γεγονὸς του σταυροῦ προετοιμάζει ὁ εὐαγγελιστὴς τον ἀναγνώστη ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς του
εὐαγγελίου του. Τόσο οἱ συνεχεῖς ἀντιδράσεις των ἐχθρῶν Του, γραμματέων καὶ Φαρισαίων, ὅσο
καὶ οἱ δικὲς Του ἄμεσες ἤ ἔμμεσες προρρήσεις, ὁδηγοῦν πρὸς τὸ Πάθος, το ὁποῖο εἶναι ἑκούσιο.
«Ἑκουσία σου βουλὴ σταυρὸν ὑπέμεινας, Σωτὴρ» (κάθισμα δ' ἤχου), ψάλλει ἡ Ἐκκλησία.
Ὅτι το ἐπίκεντρο ὄχι μόνο της ἀφηγήσεως, ἀλλὰ καὶ της θεολογίας του εὐαγγελιστοῦ Μάρκου
ἀποτελεῖ το πάθος του Θεανθρώπου Κυρίου καὶ στὴ συνέχεια το πάθος των μαθητῶν Του, καὶ των
τότε καὶ τῶν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, τονίζεται στὴ συνέχεια ἀπὸ τους μελετητὲς του εὐαγγελίου.
Ἡ θεολογικὴ σκέψις του εὐαγγελιστοῦ Μάρκου κινεῖται μεταξὺ τωρινῶν παθημάτων των πιστῶν
καὶ μέλλουσας δόξας, μὲ ἀποκορύφωμα τη μέλλουσα δόξα. Θὰ λέγαμε, διαφορετικά, ὅτι ὁ
εὐαγγελιστὴς συνδυάζει τη φανέρωση του Θεοῦ στὶς θαυματουργικὲς πράξεις του Μεσσία Ἰησοῦ,
μὲ τὴ θεολογία του σταυροῦ.
Ἱστορικὰ καὶ χρονικὰ στοιχεῖα γιὰ το εὐαγγέλιο του Μάρκου: Ὁπωσδήποτε ἀπευθύνεται σὲ
χριστιανούς, ποῦ ἦσαν πρὶν ἐθνικοὶ (είδωλολάτρες) καὶ ζοῦσαν ἔξω ἀπὸ την Παλαιστίνη. Ως τόπος
συγγραφῆς ἤδη ἀπὸ τους ἀρχαίους χρόνους θεωρεῖται ἡ Ρώμη. Σ' αὐτὸ συνηγορεῖ το ὅτι ὁ Πέτρος,
«ἑρμηνευτὴς» του ὁποίου ὑπῆρξε ὁ Μάρκος, ἔδρασε στὸ τέλος της ζωῆς του καὶ μαρτύρησε στὴ
Ρώμη.
Ως πρὸς τὸ χρόνο συγγραφῆς, το πιθανότερο εἶναι ὅτι το ευαγγέλιο γράφτηκε στη δεκαετία του
60 (μεταξύ των ετών 64-70). Αν λάβουμε υπ' όψι μας, ότι βρισκόταν στη φυλακή κατά τη δευτέρα
φυλάκιση του Παύλου στη Ρώμη (Β' Τιμ. δ' 11), και ότι ο Παύλος μαρτύρησε το 64 μ.Χ., τότε πρέπει
να τοποθετήσουμε τη συγγραφή του ευαγγελίου οπωσδήποτε μετά το 64 μ.Χ.
Πάντως ο Μάρκος όντως εξακολουθεί να είναι «εύχρηστος είς διακονίαν» (Β' Τιμ. δ' 11). Το
ευαγγέλιό του είναι διακονία του λόγου διαχρονικά και παγκόσμια. Υπήρξε ακόμα ανθρωπίνως
διακονία χρήσιμη γιά τούς άλλους δύο ευαγγελιστές. Οι τρεις συνοπτικοί (Ματθαίος, Μάρκος,
Λουκάς) έχουν βεβαίως πηγή τή θεοπνευστία. Αλλά πηγή τους έχουν τα όσα εποίησε και έδίδαξε
ο Ιησούς. Ως βάσις δέ και των τριών θεωρείται το κατά Μάρκον ευαγγέλιο.
Γιά τα τελευταία χρόνια της αποστολικής πορείας του Μάρκου δέν γνωρίζουμε πολλά. Η
εκκλησιαστική παράδοσις, στηριγμένη σε πολύ νεώτερους χρόνους, θεωρεί τον Μάρκο ιδρυτή και
πρώτο επίσκοπο της εκκλησίας της Αλεξανδρείας.

Ἐξουσία καὶ Πάθος


Σκοπὸς εἶναι νὰ δοθοῦν τα κύρια χαρακτηριστικὰ της εἰκόνας του Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως μας την
ζωγραφίζει το κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιο. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ἡ ὅλη σπουδὴ στὴν ἐξήγηση του
εὐαγγελίου εἶναι ἡ Χριστολογία, ποῦ ἐκφράζεται στὸ κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιο, ὼς κείμενο
αὐτοτελές, θεόπνευστο καὶ ἑνιαῖο, κείμενο ὁλοκληρωμένο μορφολογικά.
Τὸ εὐαγγέλιο του Μάρκου ἀναφέρεται συνεχῶς καὶ κυρίως σὲ δύο καίριες χριστολογικὲς
ἀπόψεις. Τὶς ὀνομάζουμε συμβατικὰ Χριστολογία της ἐξουσίας καὶ Χριστολογία του πάθους, μὲ
ὅλη την εὐρύτητα πού μποροῦν νὰ ἔχουν οἱ ὅροι αὐτοί.
Ἡ πρώτη ἐκφράζει τὶς ἰδέες, πού συνδέονται μὲ τα ἔργα, τοὺς λόγους, τὶς ἐκδηλώσεις του Ἰησοῦ
Χριστοῦ, πού ἀποκαλύπτουν την ὑπερφυσικὴ ἐξουσία Του, τη θεία αὐθεντία, κυριότητα καὶ δύναμὶ
Του.
Ἡ δεύτερη ἐνσωματώνει τὶς ἰδέες, πού ἀναφέρονται στὸ πάθος Του, σὲ ἕνα εὐρύτατο φάσμα:
ἀπὸ την ἔλλειψη κατανοήσεως των μαθητῶν, μέχρι την προδοσία ἀπὸ την ταπείνωση της
βαπτίσεως, μέχρι την ἀγωνία της Γεθσημανὴς ἀπὸ την ἀντίθεση των Φαρισαίων μέχρι τη σταύρωσι.
Θεωρημένη ἀπὸ μία ἄλλη ὀπτικὴ γωνία, ἡ Χριστολογία της ἐξουσίας ἐκφράζει την
πραγματικότητα της θείας ὑποστάσεως του Ἰησοῦ Χριστοῦ, περιγράφει τη φανέρωση της Θεότητὰς
του. Ἀντίστοιχα ἡ Χριστολογία του πάθους ἀποκαλύπτει το ἀνθρώπινο πρόσωπο του Κυρίου,
περιγράφει την ὑπαγωγὴ Του στὶς ἀνθρώπινες συνθῆκες ταπεινώσεως, θλίψεως καὶ θανάτου.
Μέσα ἀπ' αὐτὴ την ἐναλλαγὴ προβάλλει μὲ σαφήνεια το τεράστιο πνευματικὸ ἐπίτευγμα του
εὐαγγελιστοῦ Μάρκου: Μὲ τὶς δυὸ θεμελιώδεις Χριστολογικὲς ἀπόψεις, της ἐξουσίας καὶ του
πάθους, ἔδωσε την εἰκόνα του Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ μοναδικὴ γνησιότητα, ζωντάνια, ἀλήθεια,
δυναμικότητα καὶ πληρότητα. Τὴν εἰκόνα, ποῦ εἶναι καὶ θὰ μείνη κριτήριο ἀναντικατάστατο πάσης
Χριστολογίας.

1 Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. 2 ῾Ως γέγραπται ἐν τοῖς προφήταις, ἰδοὺ
ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν
σου· 3 φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους
αὐτοῦ, 4 ἐγένετο ᾿Ιωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν
ἁμαρτιῶν. 5 καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ ᾿Ιουδαία χώρα καὶ οἱ ῾Ιεροσολυμῖται, καὶ
ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ ᾿Ιορδάνῃ ποταμῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. 6 ἦν
δὲ ὁ ᾿Ιωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, καὶ
ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον. 7 καὶ ἐκήρυσσε λέγων· ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ
οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ. 8 ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι,
αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ.

Ἀρχὴ του Εὐαγγελίου (στ. 1 - 2)


Τὸ κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιο ἀρχίζει μὲ την ἐπίσημη φρασὶ - ἐπικεφαλίδα: «Ἀρχὴ του εὐαγγελίου
Ἰησοῦ Χριστοῦ Yίου του Θεοῦ» (στ. 1). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ του
χαρμοσύνου μηνύματος γιὰ τον Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Υἱὸ του Θεοῦ».
Ὁ Μάρκος εἶναι ὁ μόνος εὐαγγελιστής, ποῦ χρησιμοποιεῖ την ἔκφραση «εὐαγγέλιον Ἰησοῦ
Χριστοῦ». Στὸ Λουκᾶ καὶ στὸν Ἰωάννη ὁ ὄρος «εὐαγγέλιον» ἀπουσιάζει ἐντελῶς, ἐνῶ στὸ Ματθαίο
ὑπάρχει ἡ φράσις «εὐαγγέλιον της βασιλείας» (δ' 23). Ἡ ἀντιπαράθεσις τονίζει ἀμέσως τη
χριστολογικὴ σημασία, την ὁποία ἔχει ἡ διατύπωσις στὸ Μάρκο. Γι' αὐτὸν το περιεχόμενο καὶ το
ἀντικείμενο του εὐαγγελίου εἶναι ὁ Ἰησοῦς, Μεσσίας καὶ Υἱὸς του Θεοῦ.
Ἡ ἀρχὴ του εὐαγγελικοῦ κειμένου ἔχει σπουδαία σημασία. Ἀρχίζει μὲ τη λέξη «ἀρχὴ». Εἶναι ἡ
ἀρχὴ της ὅλης διηγήσεως γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀρχὴ. Μὲ τὴ λέξι «ἀρχὴ»
ἀρχίζει καὶ ὁ Ἰωάννης το εὐαγγέλιὸ του, τονίζοντας, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει ἀρχὴ, ἀφοῦ εἶναι ὁ
ἄναρχος Θεός, ἀλλ' εἶναι ἡ ἀρχὴ της ὑπάρξεως του κόσμου. «Ἐν ἀρχὴ ἣν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἣν
πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἣν ὁ Λόγος. Οὗτος ἣν ἐν ἀρχὴ πρὸς τὸν Θεόν, πάντα δι' αὐτοῦ εγένεΤο...»
(Ιωάν. α' 1-3).
Ἡ εἰσαγωγικὴ φράσις του Μάρκου ἀναγγέλλει ὁριστικὰ τη θεία αὐθεντία καὶ ἐξοχότητα του
Μεσσία.
Ἡ ἀρχὴ εἶναι ἡ πρώτη λέξις του Μάρκου, ἡ πρώτη λέξις του Ἰωάννου, ἀλλὰ καὶ ἡ πρώτη λέξις του
πρώτου βιβλίου της Ἁγίας Γραφῆς, της Γενέσεως: «Ἐν ἀρχὴ εποίησεν ὁ Θεὸς τον οὐρανὸν καὶ τὴν
γῆν» (Γέν. α' 1).
Διαφέρει ὅμως ἡ «ἀρχὴ» του Μάρκου ἀπὸ την «ἀρχὴ» του Ἰωάννου καὶ την «ἀρχὴ» της
Γενέσεως. Στὸ Μάρκο ἔχουμε την ἀρχὴ του εὐαγγελίου, του χαρούμενου μηνύματος γιὰ τὸν
Μεσσία, τὸν Χριστό. Στὸν Ἰωάννη ἔχουμε τὸν Μεσσία, τὸν Θεὸ Λόγο, ποῦ προϋπάρχει καὶ εἶναι ἡ
ἀρχὴ του παντός. Στὸ Μωυσῆ ἔχουμε τὸν Θεό, ποῦ ἔδωσε ἀρχὴ στὴν πρώτη δημιουργία.
Ἄν «εὐαγγέλιο» εἶναι ἡ πρώτη δημιουργία, ἀπείρως περισσότερο «εὐαγγέλιο» εἶναι ἡ νέα
δημιουργία ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ. «Ἀρχὴ του εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ Yίου του Θεοῦ» (στ. 1). Όλος ὁ
κόσμος καὶ ὅλη ἡ ἱστορία εἶναι ὁ πρόλογος της λυτρώσεως καὶ σωτηρίας, ποῦ συντελεῖται διὰ του
Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ κατ' ἐξοχὴν χαρμόσυνη ἀγγελία γιὰ την ἀνθρωπότητα εἶναι ἡ ἀπὸ παλαιὰ
προσδοκωμένη λύτρωσις, πού προσφέρει τώρα ὁ Θεὸς στὸν κόσμο μὲ τη γέννησι, το σταυρὸ καὶ
την ἀνάσταση του Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι μέσα στὴν ὁρολογία της πρώτης Ἐκκλησίας ἤ λέξις
«εὐαγγέλιον» προσλαμβάνει μία ἰδιαζόντως χριστιανικὴ ἔννοια καὶ δηλώνει τη νίκη του Χριστοῦ
ἐπὶ των φθοροποιῶν δυνάμεων του κακοῦ πού καταδυναστεύουν τοὺς ἀνθρώπους.
Τὴ λέξι «εὐαγγέλιον» χρησιμοποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Τὸ κήρυγμὰ Του εἶναι «τὸ εὐαγγέλιον της
βασιλείας του Θεοῦ (Μάρκ. α' 14). Καὶ ἡ πρώτη φράσις, ποῦ βγαίνει ὡς κήρυγμα ἀπὸ τα ἄχραντα
χείλη Του, ἀναφέρεται στὸ εὐαγγέλιο: Κηρύσσει, ὅτι «πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία
του Θεοῦ μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ ευαγγελίω» (Μάρκ.α' 15).
Ἰδιαίτερα άφθονεὶ ὁ ὄρος «εὐαγγέλιον» στὶς ἐπιστολὲς του ἀποστόλου Παύλου, ὅπου δηλώνει
το λυτρωτικὸ μήνυμα πού ἔχει ἀντικείμενο καὶ περιεχόμενο τὸν Χριστό.
Γιὰ τὸν Παῦλο τὸ εὐαγγέλιο δὲν εἶναι μία θεωρία, μιὰ ἰδεολογία. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός,
το μήνυμα της χαρὰς γιὰ ὅλο τον κόσμο.
Γιὰ τον Παῦλο το εὐαγγέλιο δὲν εἶναι μία διδασκαλία, ποῦ μπορεῖ νὰ συμπληρωθῆ ἤ νὰ
διορθωθῆ. Εἶναι το πλήρωμα της ἀποκαλύψεως του Θεοῦ.
Γιὰ τὸν Παῦλο τὸ εὐαγγέλιο εἶναι ἡ προσωπικὴ του άποκάλυψις καὶ το προσωπικὸ του κήρυγμα:
«κατὰ το εὐαγγέλιὸν μου» (Β' Τιμ. β' 9)
Ὁ Ἰησοῦς μπορεῖ νὰ εἶναι ταυτόχρονα δημιουργὸς του εὐαγγελίου καὶ περιεχόμενὸ του, κήρυκας
καὶ ἀντικείμενο του μηνύματος. Δηλαδή, στὴ φράση «Ἀρχὴ του εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ Yίου του
Θεοῦ», ἡ γενικὴ «Ἰησοῦ Χριστοῦ» εἶναι καὶ ὑποκειμενικὴ καὶ ἀντικειμένη. Τὸ εὐαγγέλιο, το μήνυμα,
ξεκινάει ἀπὸ το κεντρικὸ πρόσωπο της ἱστορίας, πού ἀφηγεῖται ὁ εὐαγγελιστής.
Ἔτσι στὴν αφετηριακὴ φράσι ἡ γενικὴ «Ἰησοῦ Χριστοῦ» μπορεῖ νὰ ἐκληφθῆ ὡς ὑποκειμενική! Ὁ
Χριστὸς φέρνει το εὐαγγέλιο, το χαρμόσυνο μήνυμα. Μπορεῖ ὅμως νὰ ἐκληφθῆ καὶ ὡς
ἀντικειμενική, ὁπότε δηλώνει το περιεχόμενο του εὐαγγελίου. Στὴ μία περίπτωση εὐαγγελίζεται ὁ
Ἰησοῦς, στὴν ἄλλη περίπτωση, εὐαγγελίζονται τον Ἰησοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι συγχρόνως καὶ κήρυκας
καὶ περιεχόμενο του εὐαγγελίου.
Ἀρχὴ στὸ κήρυγμα του εὐαγγελίου κάνει ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς. «Ἀρχὴ του εὐαγγελίου Ἰησοῦ
Χριστοῦ Υἱοῦ του Θεοῦ». Ως ἀρχὴ του περὶ Χριστοῦ εὐαγγελίου θεωρεῖ ὁ Μάρκος το ἔργο καὶ το
κήρυγμα του Ἰωάννου.
Κάνει ὁ Ἰωάννης την ἀρχὴ του κηρύγματος της λυτρωτικῆς χαρὰς, του εὐαγγελίου «Ἰησοῦ
Χριστοῦ».
Το ὄνομα Ἰησοῦς ἦταν συνηθισμένο στὸν ἰσραηλιτικὸ λαὸ καὶ σήμαινε: «Ὁ Γιαχβὲ εἶναι ἡ
σωτηρία». Ἄλλωστε καὶ ἡ ἀγγελικὴ παραγγελία αὐτὸ το ὄνομα προσφέρει. Τόσο στὴν Μαριάμ, την
Παναγία Παρθένο, κατὰ τὸν εὐαγγελισμὸ («καὶ καλέσεις το ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» -Λουκ. α' 31),
ὅσο καὶ στὸν προστάτη της Παρθένου Ἰωσήφ, ὅταν «κατ' ὄναρ» δίδεται ἡ ἐξήγησις της παραδόξου
κυοφορίας της παρθένου: «Τὸ ἐν αὐτὴ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματὸς έστιν Ἁγίου. Τέξεται δὲ υἱὸν καὶ
καλέσεις το ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» (Ματθα' 20-21).
Οἱ χριστιανοὶ ἀργότερα ἀπὸ σεβασμὸ ἀπέφευγαν νὰ δίνουν το ὄνομα Ἰησοῦς, ὡς βαπτιστικὸ
ὄνομα, κάτι ποῦ συχνὰ γινόταν πρὸ Χριστοῦ.
Γι' αὐτὸ καὶ το ὄνομα ἐκεῖνο, ποῦ προσιδιάζει κυρίως καὶ ἀποκλειστικὰ στὸ πρόσωπο του
Μεσσία, εἶναι το ὄνομα Χριστός. «Ἰησοῦ Χριστοῦ Υἱοῦ του Θεοῦ». Τὸ «Χριστὸς» δὲν πρέπει νὰ
ἐκληφθῆ ὼς ὄνομα ἁπλῶς, ἀλλ' ὼς ὁ ὕψιστος τίτλος. Ἀποδίδει στὰ ἑλληνικὰ το ἑβραϊκὸ Μεσσίας.
Χριστός, «ὁ κεχρισμένος» βασιλιάς.
Στὴν Καινὴ Διαθήκη μόνο δύο φορὲς συναντᾶται το «Χριστὸς» στὰ ἑβραϊκὰ (Ιωάν. α' 21: δ' 25).
Στὰ ὑπόλοιπα κείμενα χρησιμοποιεῖται το ἑλληνικὸ «Χριστός». Καὶ μάλιστα ἀπὸ μεσσιανικὸς τίτλος
μεταβάλλεται σὲ κύριο ὄνομα του Yίου του Θεοῦ.
Χριστός! Ὄνομα ποῦ ἀπὸ τους ἀποστόλους ὁ Πέτρος πρῶτος ὁμολογιακὰ ἀποκαλεῖ το Χριστό,
κατὰ ἀποκάλυψη βεβαίως του οὐρανίου Πατρὸς: «Σὺ εἰ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς του Θεοῦ του ζῶντος»
(Ματθ. ιστ' 16). Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν καταδίωκαν ὅποιον ώνόμαζε τὸν Κύριο «Ἰησοῦ», ἀλλ' ὅποιον τον
ἔλεγε «Χριστὸ» (Ιωάν. θ' 22). Ὁ δὲ Παῦλος τὶς περισσότερες φορὲς χρησιμοποιεῖ το ὄνομα - τίτλο
«Χριστός».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ «υἱὸς του Θεοῦ». Κατὰ ἀπόλυτη ἔννοια εἶναι ὁ Υἱὸς του Θεοῦ του
ζῶντος. Στοὺς ἄλλους εὐαγγελιστὲς ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἐμφανίζεται νὰ συνίστα τον ἑαυτὸ Του ὡς τὸν
«υἱὸ του ἀνθρώπου». Ὁ Μάρκος περισσότερες φορὲς ἔχει το «υἱὸς του Θεοῦ». Μία φορὰ μόνο
ἀναφέρει τον ὅρο «υἱὸς του ἀνθρώπου» (ἡ' 31). Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μονογενὴς Υἱὸς του Θεοῦ, πού
ἔγινε ἄνθρωπος, «υἱὸς του ἀνθρώπου», μὲ ὅλη την ποικίλη θεολογικὴ σημασία, πού ἔχει ὁ ὄρος
καὶ ποῦ δὲν εἶναι του παρόντος ν' ἀναπτυχθῆ.

Τὸ εὐαγγέλιο του Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅλη ἡ ἔκθεσις των λόγων καὶ ἔργων, της ἐξουσίας καὶ του
πάθους του Μεσσία. Ἡ ἀρχὴ του, ἡ πρώτη του ἐξαγγελία, ἡ χαραυγὴ του ἔχει σχέση μὲ τον Ἰωάννη.
Εἶναι ὁ πρόδρομος Κυρίου.
Ἡ ἀφήγησις ἐμφανίζει τον Ἰωάννη μὲ το ἀδιαμφισβήτητο κύρος της Παλαιὰς Διαθήκης. Τὸ κύρος
ὅμως αὐτὸ ἀναφέρεται ἀποκλειστικὰ στὸν προδρομικὸ του ρόλο. Στὴν κατακλείδα της περικοπῆς
διακηρύσσει, ὅτι ὁ ἐρχόμενος εἶναι ἰσχυρότερὸς του. Ἀλλὰ στὴν ἀρχὴ τα περὶ Ἰωάννου
ἐμφανίζονται μὲ τὶς σχετικὲς προρρήσεις των προφητῶν. Λέει ὁ Θεὸς διά των προφητῶν: «Ἰδοὺ
ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελὸς μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει την ὁδὸν σου ἔμπροσθὲν
σου» (στ. 2). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Στὰ βιβλία των προφητειῶν εἶναι γραμμένο: Στέλνω
τὸν άγγελιοφόρο μου πρὶν ἀπὸ σένα, γιὰ νὰ προετοιμάση τον δρόμο σου!».
Ὁ Μάρκος, ἂν καὶ δὲν συνηθίζη νὰ συνοδεύη τα γεγονότα πού ἀφηγεῖται μὲ σχετικὸ
παλαιοδιαθηκικὸ χωρίο, ὅπως π.χ. συνηθίζει ὁ Ματθαίος, ἀρχίζει ὡστόσο το εὐαγγέλιὸ του μὲ
βιβλικὴ παράθεσι. Σὰν νὰ ὑπογραμμίζη ἔτσι ἀπὸ την ἀρχὴ του κειμένου του τη συνέχεια των δύο
διαθηκῶν.
Ἡ προφητεία στὸ στ. 2 εἶναι παρμένη ἀπὸ το βιβλίο της Ἐξόδου (κγ' 20) σὲ συνδυασμὸ μὲ το
χωρίο Μαλαχ. γ' 1. Προφητεύεται το πρόσωπο καὶ το ἔργο του Ἰωάννου, ὡς προδρόμου.
Ἡ ἐμφάνισης καὶ ἡ δρᾶσις του Ἰωάννου ἔχουν ἕνα ἰδιαίτερο θεολογικὸ νόημα: Δηλώνουν την
ἔναρξη των μεσσιανικῶν χρόνων, τὴν χαραυγὴ της ἐποχῆς του Μεσσία, τη βασιλεία του Θεοῦ ποῦ
ἐγγίζει. Ὁ Ἰωάννης προεξαγγέλλει το βασικὸ πρόσωπο της εὐαγγελικῆς ἱστορίας, πού ἀρχίζει. Εἶναι
ὁ πρόδρομος, πού προετοιμάζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὑποδεχτοῦν τὸν Μεσσία.
Εἶναι ὁ ἄγγελος του Θεοῦ καὶ Ἰωάννης. Ἐπίγειος ἄγγελος καὶ οὐράνιος ἄνθρωπος. Ἄγγελος γιὰ
τη ζωὴ του. Ἀσκητής, ἐγκρατὴς στὸ ἔπακρο, ἅγιος μὲ μαγνητικὴ δύναμι. Φαινόμενο μοναδικό, ὥστε
νὰ προκαλέση το μεγαλειῶδες ἐκεῖνο ἐγκώμιο του Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Οὐκ εγήγερται ἐν γεννητοὶς
γυναικῶν μείζων Ἰωάννου του βαπτιστοῦ» (Ματθ. ἴα' 11. Λουκ. ζ' 28). Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος,
ἐγκωμιάζοντας τον Βαπτιστὴ ὡς ἐπίγειο ἄγγελο, λέει: «Ὥσπερ ἐν οὐρανῷ, οὕτω διῆγε, καὶ των της
φύσεως ἀναγκῶν ἀνωτέρω γενόμενος, ξένην τινὰ ώδευσεν ὁδόν, ἐν ύμνοις καὶ ευχαὶς τὸν πάντα
διάγων χρόνον, καὶ ἀνθρώπων μὲν οὐδενί, Θεῶ δὲ ὁμιλῶν μόνω διηνεκὼς» (Ε.Π.Ε. 10,56).
Μετάφρασις: Ζοῦσε σὰν νὰ βρισκόταν στὸν οὐρανό, ἀποδείχτηκε ἀνώτερος των φυσικῶν ἀναγκῶν.
Ἔτσι βάδισε καταπληκτικὸ δρόμο. Όλο το χρόνο του τὸν περνοῦσε μὲ προσευχὲς καὶ μὲ ὕμνους.
Μὲ κανένα άνθρωτο δὲν συναναστρεφόταν, παρὰ μόνο ζοῦσε συνεχῶς την κοινωνία του Θεοῦ!
Εἶναι ἄγγελος ὁ Ἰωάννης καὶ διότι ἐστάλη ἀπὸ τον Θεὸ νὰ ἀγγείλη, νὰ ἐξαγγείλη τον ἐρχομὸ του
Μεσσία. Ἄν ἡ ζωὴ του εἶναι δρόμος πρὸς τὸ καθ' ὁμοίωσιν, το κήρυγμὰ του ἦταν ἡ προετοιμασία
του δρόμου, ποῦ βαδίζει έρχόμενος ὁ Μεσσίας. Εἶναι ὁ Χριστοδείκτης. Εἶναι ὁ ὁδοδείκτης. Εἶναι
ἐκεῖνος, πού προειδοποιεῖ γιὰ τον ἐρχομὸ του λυτρωμοῦ καὶ προοδοποιεί. Κατασκευάζει, «ὃς
κατασκευάσει την ὁδὸν σου μπροσθὲν σου».
Μιλώντας ὁ Θεὸς Πατέρας στὸ Μεσσία τὸν βεβαιώνει, ὅτι πρὶν ἀπὸ Αὐτὸν θὰ ἔρθη ὁ ἄλλος, ὁ
προάγγελος (ὁ Ἰωάννης), ποῦ θὰ προετοιμάση το δρόμο, πού θὰ χρησιμεύση γιὰ τη διαδρομὴ του
(ὡς Μεσσία) μέσα στὴν ἱστορία. Ἀλλὰ θὰ προετοιμάση καὶ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν το
Μεσσία. Ὁ δρόμος προετοιμασίας γιὰ την εἴσοδο του Κυρίου στὴ ζωὴ μας εἶναι ἡ μετάνοια.

Ὁ Ἰωάννης της ἐρήμου (στ. 3-4)


Ἡ έξοχότητα του Χριστοῦ οἰκοδομεῖται μὲ την περικοπὴ αὐτὴ, πού ἀναφέρεται στὸ Βαπτιστὴ
Ἰωάννη. «Φωνὴ βοῶντος ἐν τη ἐρήμω, ἑτοιμάσατε την ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους
αὐτοῦ. Ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τη ἐρήμω καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν
ἁμαρτιῶν» (στ. 3- 4). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Μιὰ φωνὴ βροντοφωνάζει στὴν ἔρημο:
Ἑτοιμάστε τον δρόμο γιὰ τὸν Κύριο, ἰσιῶστε τα μονοπάτια νὰ περάσει. Σύμφωνα μὲ αὐτά,
παρουσιάστηκε ὁ Ἰωάννης, πού βάφτιζε στὴν ἔρημο καὶ κήρυττε νὰ μετανοήσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ
νὰ βαφτιστοῦν, γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες τους».
Ἔρημος: Ἡ ἔρημος σχετίζεται μὲ την ἱστορία του λαοῦ του Θεοῦ μετὰ την ἔξοδο ἀπὸ την Αἴγυπτο.
Στὴν ἔρημο δοκιμάστηκε ὁ λαός. Κάποτε ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τον Θεὸ καὶ τιμωρήθηκε, καὶ ἄλλοτε
μετανόησε καὶ δέχτηκε την ποικίλη εὐλογία Του.
Στὴν ἔρημο δέχτηκε το Νόμο. Ἐκεῖ συνῆψε την πρώτη Διαθήκη.
Ας θυμηθοῦμε μερικὲς εὐεργεσίες ἀπὸ τον Θεὸ στὴν ἔρημο: μάννα, νερό, σωτηρία ἀπὸ το
δάγκωμα των φιδιῶν κ.λπ.
Ἡ ἔρημος ἦταν ὁ δρόμος πρὸς τη γῆ της ἐπαγγελίας.
Στὴν ἔρημο ἀκούγεται καὶ ἡ προφητικὴ φωνή. «Φωνὴ βοῶντος ἐν τη ἐρήμω, ἑτοιμάσατε την
ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ» (στ. 3). Ο ἕνας προφήτης, ὁ Ησαΐας, μιλάει (40,3)
γιὰ τὸν ἄλλο προφήτη, τον Ἰωάννη.
Ἡ ἔρημος εἶναι ἡ κατοικία του Ἰωάννου, ἀλλὰ καὶ ὁ χῶρος του κηρύγματὸς του. «Έπόλισε την
ἔρημον»! Γέμισε κόσμο την ἔρημο. Ἔρημοι ἀπὸ χάρι καὶ εὐλογία οἱ ἄνθρωποι, διὰ μέσου του
Ἰωάννου στὴν ἔρημο ἔρχονται σὲ κοινωνία μὲ τον ἐρχόμενο Μεσσία καὶ Λυτρωτὴ. Ἡ ἔρημος γιὰ τὸν
Ἰωάννη δὲν εἶναι τελικὸς στόχος, ἀλλ' εἶναι το μέσο γιὰ νὰ άνανεωθοὺν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ
προσανατολιστοῦν πρὸς τὸ Μεσσία πού ἔρχεται.
Στὴν ἔρημο, κατὰ την Καινὴ Διαθήκη, θὰ συγκρουσθῆ ὁ Χριστὸς μὲ τὸ Σατανὰ, γιὰ νὰ
ἐπανορθώση τὶς ἀποτυχίες του παλαιοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δώση ἰσχυρὴ προειδοποίησι, ὅτι
καμμία συμμαχία μὲ τὸ Σατανὰ δὲν θὰ κάνη καὶ ὁσάκις τὸν συναντᾶ θὰ τὸν συντρίβη. Οἱ πειρασμοὶ
στὴν ἔρημο εἶναι ἀπὸ τα πρῶτα δείγματα της ἐξουσίας του Μεσσία (Ματθ. δ' 1-11). Ἐκεῖ στὴν
ἔρημο, ἀφοῦ ἔφυγε ὁ Σατανάς, ἦρθαν οἱ ἄγγελοι καὶ διακονοῦσαν τον Ἰησοῦ (Ματθ. δ' 11).
Στὴν ἔρημο ὁ Χριστὸς θὰ τροφοδοτήση μὲ ψωμιὰ καὶ ψάρια το νέο λαὸ του Θεοῦ (Μάρκ. τσ' 34-
44 καὶ ἡ' 1-9).
Ὁ Ἰωάννης δὲν ἀνῆκε σὲ καμμιὰ έσσαϊκὴ κοινότητα της ἐποχῆς ἐκείνης, πού πρότειναν την
ἐπιστροφὴ καὶ τη διαβίωσι στὴν ἔρημο. Τὴν ἔρημο ὁ Ἰωάννης την ἔχει γιὰ προσκλητήριο καὶ
ἐφαλτήριο. Προσκλητήριο ἁγίας ζωῆς καὶ ἐφαλτήριο ἀναγεννήσεως του κόσμου. Ἀφοῦ βαπτίσει
τοὺς ἀνθρώπους, πού μετανοοῦν, τοὺς ξαναστέλνει στὶς ἐργασίες τους (Λουκ. γ' 10-14).
Ὁ Ἰωάννης στὴν ἔρημο! Ὁ Ἰωάννης στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Το ἔργο του: Βαπτίζει καὶ κηρύσσει
βάπτισμα μετανοίας. «Έγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τη ἐρήμω καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (στ. 4).
Το βάπτισμα του Ἰωάννου δὲν εἶναι βάπτισμα σωτηρίας. Ἡ σωτηρία ἔρχεται στοὺς ἀνθρώπους
μὲ τον ἐρχομὸ του Μεσσία, καὶ μάλιστα ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Μεσσίας βαπτισθῆ στὸ βάπτισμα του
ἑκουσίου θανάτου Του, στὸ βάπτισμα του Αἵματος (Μάρκ. ι' 39. Ματθ. κ' 23).
Το βάπτισμα του Ἰωάννου προετοιμάζει τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ ὑποδεχθοῦν καθαροὶ τὸ
Μεσσία καὶ νὰ δεχθοῦν το δικὸ Του ἐν Πνεύματι Αγίω βάπτισμα.
Τὸ κήρυγμα του Ἰωάννου ἀναφέρεται στὴ σημασία του βαπτίσματὸς του, πού ἦταν βάπτισμα
μετανοίας. Πρέπει νὰ σημειωθῆ, ὅτι το ἔργο του Ἰωάννου δὲν εἶχε ἀπειλητικὸ χαρακτήρα, ἀλλ' εἶχε
ἐνθαρρυντικὸ καὶ κατηχητικό. Ἦταν ἕνα εὐαγγέλιο πρὶν ἀπὸ το εὐαγγέλιο, ὅπως βλέπουμε στὴ
φράσι: «Πολλὰ μὲν οὺν καὶ ἕτερα παρακαλῶν, εὐηγγελίζετο τὸν λαὸν» (Λουκ. γ' 18).
Μὲ το κήρυγμὰ του ὁ Ἰωάννης ζητοῦσε ἀπὸ το λαὸ νὰ μετανοήση. Δὲν ζητάει νὰ πληρώση μὲ
τίμημα μιὰ τιμωρία, ἀλλὰ ζητάει ἁπλῶς νὰ μετανοήση βαθειὰ καὶ εἰλικρινά, γιὰ νὰ εἰσπράξη σὺν
τῷ χρόνω την ἄφεσι των ἁμαρτιῶν. Όταν μετανοήση ὁ λαός, τότε ἐνεργοποιεῖται ὁ Θεὸς νὰ χαρίση
τη βασιλεία Του. «Ἤγγικεν ἡ βασιλεία». Ἔχει ἔλθει ἡ βασιλεία του Θεοῦ. Εἶναι κοντά.
Μπροστά, λοιπόν, σ' αὐτὴ την ἐπικείμενη βέβαιη πραγματικότητα ἡ μόνη σωστὴ τοποθέτησις
του λαοῦ εἶναι ἡ μετάνοια. «Βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».
Μετάνοια, ὅπως κηρύττεται καὶ ἀπὸ τον Ἰωάννη, ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ τον Μεσσία Κύριο καὶ ἀπὸ
τους ἀποστόλους, εἶναι ἡ στροφή, ἡ μεταστροφή, ἡ ἐπιστροφή. Στρέφομαι πρὸς τὸν ἑαυτὸ μου,
βλέπω τὶς πολλὲς μου ἁμαρτίες, παίρνω γενναία ἀπόφαση νὰ μεταστραφῶ καὶ νὰ ἀλλάξω, καὶ
στρέφω πρὸς τὸν Θεὸ του ἐλέους το βλέμμα. Ἐπιστρέφω στὸ δρόμο, στὸ θέλημα καὶ στὴν ἀγκάλη
Ἐκείνου.
Κατὰ τοὺς ἑρμηνευτὲς Πατέρες, μετάνοια εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ του ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸ
ἑαυτὸ του στὸν Θεὸ καὶ στὸ ἅγιο θέλημὰ Του: ἡ μεταστροφὴ ἀπὸ τον άνθρωποκεντρικὸ τρόπο
σκέψεως καὶ ζωῆς στὸν θεοκεντρικό.
Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς συνοψίζει την ἀποστολὴ του Βαπτιστοῦ μὲ την ἀκόλουθη φράσι: «Καὶ
πολλοὺς των υἱῶν Ἰσραὴλ ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν» (Λουκ. α' 16)..
Ὁ τελικὸς στόχος του ἔργου του Ἰωάννου στὸν Ἰορδάνη δηλώνεται μὲ το «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».
Στόχος ἡ προετοιμασία του λαοῦ γιὰ τὸ «ὲν Αγίω Πνεύματι» βάπτισμα του Χριστοῦ, πού παρέχει
την ἄφεσι των ἁμαρτιῶν.
Το βάπτισμα του Ἰωάννου ἦταν στὸ μέσον, ἀνώτερο μὲν του ἰουδαϊκοῦ βαπτίσματος, κατώτερο
ὅμως του χριστιανικοῦ. Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Το βάπτισμα του Ἰωάννου του
μὲν ἰουδαϊκοῦ σφόδρα ὑψηλότερον ἥν, του δὲ ἡμετέρου ταπεινότερον, καθάπερ γέφυρὰ τὶς ὂν
εκατέρων τούτων των βαπτισμάτων, ἀπ' ἐκείνου πρὸς τοῦτο δι' ἑαυτοῦ χειραγωγοῦν. Τοῦ
ἡμετέρου ταπεινότερον ἐπειδὴ μήτε Πνεῦμα ἅγιον εδίδου το βάπτισμα του Ἰωάννου, μήτε τὴν διὰ
της χάριτος παρεῖχε συγχώρησιν. Μετανοεὶν γὰρ εκέλευσεν, οὺκ άφιέναι κύριος ἣν» (Ε.Π.Ε.
30,386). Μετάφρασις: Το βάπτισμα του Ἰωάννου ἦταν μὲν πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ το ἰουδαϊκό, ἀλλὰ
καὶ κατώτερο ἀπὸ το δικὸ μας, το χριστιανικό. Σὰν μιὰ γέφυρα ἀνάμεσα στὰ δυὸ αὐτὰ βαπτίσματα.
Μας πῆρε ἀπὸ ἐκεῖνο καὶ μᾶς ώδήγησε σὲ τοῦτο. Βέβαια εἶναι κατώτερο, ὅπως εἴπαμε, ἀπὸ το δικὸ
μας. Διότι δὲν ἔδινε Πνεῦμα ἅγιο το βάπτισμα του Ἰωάννου, καὶ δὲν προσέφερε χάρι γιὰ
συγχώρησι. Πρόσταζε νὰ μετανοοῦν οἱ ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ δὲν εἶχε ἐξουσία ἀφέσεως.

Ὁ λαὸς πρὸς τὸν Ἰωάννη (στ. 5)


Ἡ εὐρεία ἀπήχησις του ἔργου του Ἰωάννου διαφαίνεται στὸ στίχο 5: «Καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς
αύτὸν πάσα Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ιεροσολυμίται, καὶ έβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνη ποταμὼ ὑπ'
αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν» (στ. 5). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Πήγαιναν
στὸν Ἰωάννη ὅλοι οἱ κάτοικοι της Ἰουδαίας καὶ οἱ Ιεροσολυμίτες, καὶ ὅλους τοὺς βάφτιζε στὸν
ποταμὸ Ἰορδάνη, ἐνῶ την ἴδια ὥρα αὐτοὶ έξωμολογούντο τὶς ἁμαρτίες τους».
Σὲ ἀντίθεση πρὸς ἄλλα βαπτισματικὰ κινήματα του Ἰουδαϊσμοῦ, πού εἶχαν περιωρισμένο
ἀριθμὸ ὀπαδῶν, γιὰ τὸ βάπτισμα του Ἰωάννου μᾶς πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστής, ὅτι εἶχε καθολικὴ
ἀπήχησι. Ὅπως ὁ Μεσσίας εἶναι σωτήρας «πάντων ἀνθρώπων» (Α' Τιμ. δ' 10), μὲ ἀποστολικὴ
καθολικὴ καὶ παγκόσμια ἔννοια, ἔτσι καὶ ὁ Ἰωάννης ὡς Πρόδρομος καὶ Βαπτιστὴς εἶχε καθολικὴ
ἀποστολὴ. Ὄχι μόνο το κύρος του ἦταν μεγάλο, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπήχησις του κηρύγματὸς του ἦταν
θελκτικὴ γιὰ ὅλους. «Πάσα», «πάντες».
Ἡ προσέλευσης του λαοῦ ἦταν μία ἀληθινὴ πνευματικὴ δίψα. Δὲν ἦταν περιέργεια νὰ δοῦν
κάποιον «γέροντα» μὲ ὑπεράνθρωπες ἀσκήσεις. Δὲν ἦταν μία εὔκολη διέξοδος του θρησκευτικοῦ
τους συναισθήματος, πού ἤθελε μὲ ἀνώδυνο τρόπο νὰ ἐκφρασθῆ ἤ καὶ νὰ ἱκανοποιηθῆ. Δὲν ἦταν
ἕνα κατευθυνόμενο θρησκευτικὸ κύμα λαοῦ, ποῦ ζητὰ μὲ μαγικὸ τρόπο νὰ ἀντλήση κάποια
μεταφυσικὴ δύναμι. Δὲν ἦταν ἕνας πρόσκαιρος ἐνθουσιασμὸς γιὰ κάτι το ἔκτακτο, ποῦ
ἐμφανίστηκε στὸν τόπο τους.
Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτά. Καὶ ὁπωσδήποτε αὐτὴ ἡ ἀνθρωποθάλασσα δὲν μοιάζει σὲ τίποτε μὲ ὅσους
σήμερα τρέχουν στὸν ἴδιο ἐκεῖνο τόπο, νὰ προσκυνήσουν στὸν Ἰορδάνη ἤ καὶ νὰ πάρουν... λίγο
νεράκι του!
Ἡ προσέλευσις του λαοῦ στὸν Ἰωάννη δὲν ἦταν ἀνώδυνο προσκύνημα. Ἦταν ἐπώδυνο κίνημα.
Ἦταν μιὰ έσωτερικὴ ἐπανάστασις ἐναντίον του ἑαυτοῦ τους, πού καλεῖται μετάνοια. Κάθε λέξις
του στίχου φανερώνει την ἱερότητα των ἐνεργειῶν αὐτοῦ του λαοῦ: «Καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν
τῷ Ἰορδάνη ποταμὼ ὑπ' αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν».
Το βάπτισμὰ του δὲν εἶχε βεβαίως τη λυτρωτικὴ σημασία, πού ἔχει το βάπτισμα των χριστιανῶν
σήμερα. Εἶχε ὅμως τρία στοιχεῖα πού δὲν ἔχει το δικὸ μας βάπτισμα, ὅπως δυστυχῶς τελεῖται
σήμερα.
Πρώτον: Βαπτίζονταν ὅλοι «έξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν». Ὅση ὥρα ἔμεναν μέσα στὸ
νερό, ώμολογούσαν τα λάθη τους, τὶς ἁμαρτίες τους. Τα δάκρυὰ τους ἔσμιγαν μὲ το νερὸ του
ποταμοῦ. Σήμερα προηγεῖται ἐξομολόγησις; Πρὸ του βαπτίσματος ἐξομολογοῦνται τοὐλάχιστον οἱ
γονεῖς καὶ ὁ ἀνάδοχος; Καὶ γενικότερα, εἶναι δυνατὸν στὴν Ἐκκλησία νὰ τελῆται μία ἀκολουθία (ἤ
ὁποιαδήποτε), ἂν δὲν ὑπάρχη μετάνοια καὶ ἐξομολόγησις;
Δεύτερον: Ἡ ἐξομολόγησις στὸν Ἰορδάνη δὲν γινόταν μόνο ἐνώπιον του Ἰωάννου, ἀλλὰ γινόταν
ἐνώπιον ὅλων! Ἡ δημοσία ἐξομολόγησις, ποῦ τὴν συναντᾶμε στὰ ἅγια πρωτοχριστιανικὰ χρόνια,
φαίνεται ἐδῶ προδρομικὰ στὸν Ἰορδάνη. Φανερώνει βαθύτατη ταπεινοφροσύνη.
Τρίτον: Μετὰ το βάπτισμα δὲν ἔφευγαν. Ὅπως φαίνεται στὸ τρίτο κεφάλαιο του Λουκᾶ,
πήγαιναν καθ' ὁμάδες καὶ κατὰ ἐπαγγέλματα στὸν Ἰωάννη καὶ ρωτοῦσαν γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς μετὰ
την ἐξομολόγηση: «Τὶ οὺν ποιήσομεν;» (Λουκ. γ' 10).

Ἡ ζωὴ του Ἰωάννου (στ. 6)


Ἡ ἐνδυμασία καὶ ἡ τροφὴ του Ἰωάννου στὴν ἔρημο περιγράφονται στὸ στίχο 6 μὲ τρόπο, πού
θυμίζει τον προφήτη Ἠλία (βλ. Δ' Βασ. α' 8). «Ἥν δὲ ὁ Ἰωάννης ένδεδυμένος τρίχας καμήλου καὶ
ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, καὶ έσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον» (στ. 6). Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ Ἰωάννης φοροῦσε ροῦχο ἀπὸ τρίχες καμήλας καὶ δερμάτινη ζώνη στὴ μέση
του, καὶ ἔτρωγε ἀκρίδες καὶ μέλι ἀπὸ άγριομέλισσες».
Βιβλικὸς παραλληλισμός, πού ἐναρμονίζεται μὲ τὴν πρωτοχριστιανικὴ παράδοση, ὅτι στὸ
πρόσωπο του Ἰωάννου ἐπανῆλθε ὁ ἀναμενόμενος Ἠλίας, παράδοσης πού ἀνάγεται στὸν ἴδιο τον
Ἰησοῦ Χριστὸ: «Καὶ ἔι θέλετε δέξασθαι, αὐτὸς έστιν Ἠλίας» (Ματθ. ἴα' 14).
Τὸ ἔνδυμα του Ἰωάννου ἦταν πολὺ ἁπλό. Ἀπετελεῖτο ἀπὸ τρίχες καμήλας μὲ μιὰ δερμάτινη ζώνη
στὴ μέση. Αἰώνιο δεῖγμα ἁπλότητας καὶ ὑπόδειγμα γιὰ την ἐνδυμασία καὶ ἀμφίεσι των διακόνων
του Θεοῦ καὶ του λαοῦ του Θεοῦ. Ἄν θεωρῆται ἀκραία ἤ ἐνδυμασία του Ἰωάννου, εἶναι ἀκραία γιὰ
τὴν ἄκρα ἁπλότητα καὶ ταπείνωσι. 'Ἀκραία ὅμως, ἀντίθετα, γιὰ τὴν ἄκρα πολυτέλεια καὶ ἐπίδειξι
εἶναι καὶ ἡ ἐνδυμασία συγχρόνων «ἱερέων καὶ ἀρχιερέων»!
Ἡ τροφὴ του Ἰωάννου συνίστατο ἀπὸ ἀκρίδες, δηλαδή, ἀπὸ τα ἔντομα, πού ἦταν συνήθης τροφὴ
των διαβιούντων στὴν ἔρημο (Λευιτ. ἴα' 22-23). Ὑπάρχει καὶ ἡ γνώμη, ὅτι ἀκρίδες ἦσαν οἱ ἄκρες
ἀπὸ διάφορα φυτά, ἀλλ' ἡ πρώτη εἶναι ἐπικρατέστερη. Μαζὶ μὲ ἀκρίδες καὶ Ἰωάννης ἔτρωγε καὶ
«ἄγριο μέλι», ποῦ ἐναπέθεταν οἱ άγριομέλισσες σὲ σχισμὲς βράχων.
Ἀσκητὴς καὶ νηστευτὴς ὁ Ἰωάννης. Θεωρεῖται το πρότυπο του ὀρθοδόξου μοναχικοῦ ἀσκητικοῦ
ἰδεώδους. Αὐτὸν τιμᾶ ιδιατέρως ἡ Ἐκκλησία, πού ἔχει την εἰκόνα του δίπλα ἀπὸ την εἰκόνα του
Χριστοῦ στὸ τέμπλο κάθε ὀρθοδόξου ναοῦ. Ἡ τιμὴ στὸ πρόσωπο του Ἰωάννου πηγάζει ἀπὸ την
Καινὴ Διαθήκη. Όλες οἱ ἑορτὲς της μνήμης του ἔχουν καινοδιαθηκικὴ βάσι.

Ἐγὼ καὶ ΕΚΕΙΝΟΣ (στ. 7-8)


Τὸ κήρυγμα του Ἰωάννου, ἐκτὸς ἀπὸ το αἴτημα της μετανοίας, ἀναφερόταν καὶ στὸν ἐπικείμενο
ἐρχομὸ του Μεσσία, του Ἰησοῦ Χριστοῦ, του «ἰσχυροτέρου», ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε: «Καὶ
ἐκήρυσσε λέγων: Ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερὸς μου ὀπίσω μου, οὐ οὺκ είμι ἱκανὸς κύψας λύσαι τὸν
ἱμάντα των ὑποδημάτων αὐτοῦ. Ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ύδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν
Πνεύματι Αγίω» (στ. 7-8). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Στὸ κήρυγμὰ του τόνιζε: Ἔρχεται ὕστερα
ἀπὸ μένα αὐτὸς πού εἶναι πιὸ ἰσχυρὸς καὶ ποῦ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σκύψω καὶ νὰ λύσω το λουρὶ
ἀπὸ τα ὑποδήματὰ του. Ἐγὼ σας βάφτισα μὲ νερό, ἐκεῖνος ὅμως θὰ σας βαφτίσει μὲ "Ἅγιο
Πνεῦμα».
Οἱ ἀλλεπάλληλες συγκρίσεις καθιερώνουν ἀμέσως την τεράστια ἀπόσταση μεταξὺ Ἰησοῦ καὶ
Ἰωάννου. Στὴν ὅλη περικοπὴ δὲν ἀναφέρονται στοιχεῖα ἀπὸ το γενικότερο κήρυγμα του Ἰωάννου,
ὅπως στὸν Ματθαίο (γ' 7-12) καὶ Λουκᾶ (γ' 7-14).
Ἔρχεται ὁ Ἰσχυρότερος. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἰσχυρός, καὶ ἀπόλυτα ἰσχυρός, ὁ ἰσχυρότατος, ὁ
«ἰσχυρὸς Θεὸς» (Ησ. θ' 5: ἴα' 2: γν' 12). Ἑπομένως εἶναι ἰσχυρότερος καὶ του Ἰωάννου, πού
ἐθεωρεῖτο στὴν ἐποχὴ του μεγάλος καὶ δυνατός.
Ὁ Ἰωάννης προηγεῖται μόνο χρονικὰ του Χριστοῦ, ἀφοῦ γεννήθηκε λίγους μῆνες πρὶν ἀπὸ
Ἐκείνον. Ἀλλ' Ἐκεῖνος ἤταν «πρῶτος του Ἰωάννου» (Ιωάν. α' 15), ἀφοῦ εἶναι ὁ πρὸ πάντων των
ἀνθρώπων καὶ των αἰώνων.
Μὲ τὴν ταπείνωσι πού ἔχει ὁ Ἰωάννης δὲν αἰσθάνεται ἱκανὸς οὔτε ὡς δοῦλο νὰ θεωρήση τὸν
ἑαυτὸ του. Τὸ «λύειν τὸν ἱμάντα του ὑποδήματος» ἀνῆκε στὶς πιὸ εὐτελεῖς ἐργασίες, ποῦ ἔκαναν
συνήθως οἱ δοῦλοι στοὺς ἐπιστρέφοντες ἀπὸ ὁδοιπορία κυρίους τους.
Τὰ ὅσα λέει ὁ Ἰωάννης γιὰ το πρόσωπὸ του φανερώνουν την ταπεινοφροσύνη του. Ἀλλὰ καὶ τὴν
ὄντως ἰλιγγιώδη διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Χριστό. «Ἐγὼ μὲν έβάπτισα ὑμᾶς ἐν ύδατι,
αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Αγίω».
Ὁ Ἰωάννης ἔκανε διάγνωση της αρρώστιας. Δὲν διέθετε το φάρμακο. Θεραπεία δὲν ἔδινε. Ἄφεσι
ἁμαρτιῶν δὲν προσέφερε.
Ὁ Ἰωάννης εἶχε αυτοσυνειδησία του ἔργου, της ἀποστολῆς του, ἀλλὰ καὶ της μικρότητὰς του
ἔναντι του Ἰησοῦ. Ἤξερε ὅτι δὲ ἦταν ἐκεῖνος το φῶς, ἀλλ' ὅτι ἦρθε νὰ «μαρτυρήση περὶ του φωτὸς»
(Ιωάν. α' 7-8).
Ἡ αυτοσυνειδησία τον κρατοῦσε στὰ μέτρα του. Ὁ δὲ θαυμασμὸς του κόσμου δὲν τὸν παρέσυρε
νὰ φρονῆ γιὰ τὸν ἑαυτὸ του «ὑπὲρ ὅ δεῖ φρονεὶν» (Ρωμ. ιβ' 3). Ζῶντας σὲ μιὰ έποχὴ ἔντονης
μεσσιανικῆς ἀναμονῆς καὶ ἀντιμετωπίζοντας συνεχεῖς ἐκδηλώσεις θαυμασμοῦ καὶ γενικῆς
ἀναγνωρίσεως του ἔργου του ἐκ μέρους ὅλων των κατοίκων της Ἰουδαίας, δὲν ὑπέκυψε στὸν
πειρασμὸ νὰ θεωρήση τὸν ἑαυτὸ του άνώτερο ἀπὸ ό,τι ἦταν, ἀπὸ αὐτὸ δηλαδὴ ποῦ τὸν ἀπέστειλε
ὁ Θεὸς νὰ κάνη στὴν ἔρημο.
Ἄλλο ὁ ἄγγελος, ἄλλο ὁ Κύριος των ἀγγέλων. Ἄλλο ο Ἰωάννης, ἄλλο ὁ Μεσσίας Ἰησοῦς Χριστός.
Ἄλλο το κήρυγμα της μετανοίας του Ἰωάννου, κήρυγμα αφυπνιστικὸ καὶ ἄλλο τὸ κήρυγμα της
μετανοίας του Χριστοῦ, κήρυγμα σωτηριώδες καὶ λυτρωτικό.
Ἄλλο το βάπτισμα του Ἰωάννου, ἄλλο το βάπτισμα του Χριστοῦ. «Ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν
ύδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Αγίω». Ὁ Ἰωάννης ἔχει σαφὴ συνείδηση της
οὐσιαστικῆς διαφοροποιήσεως του προσώπου καὶ του ἔργου του σὲ σχέση μὲ αὐτὰ του
«ἰσχυροτέρου», του Ἰησοῦ ποῦ ἔρχεται.
Ὑπογραμμίζεται ἡ διαφορὰ του δικοῦ του ὑδάτινου βαπτίσματος ἀπὸ το μεσσιανικὸ βάπτισμα
μὲ Αγιο Πνεῦμα.
Το Ἅγιο Πνεῦμα. Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα της μεσσιανικῆς ἐποχῆς. Αὐτὴ ἡ παρουσία του
Χριστοῦ ὡς Θεανθρώπου στὸν κόσμο εἶναι «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» (Ματθ. α' 18, 20. Λουκ. α' 34).
Ὁ Χριστὸς διδάσκει, ἐπιτελεῖ θαύματα μὲ τη δύναμη του Πνεύματος του Θεοῦ. Θεωρεῖ την
ἀπόρριψη της θείας ἀποστολῆς Του ὡς «βλασφημία» κατὰ του Ἁγίου Πνεύματος (Ματθ. ιβ' 31).
Ὑπόσχεται την παρὰ του Πατρὸς ἀποστολὴ του Παρακλήτου.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποῦ ἀποτελεῖ την ἐκπλήρωση των ὑποσχέσεων του Θεοῦ, ἐγκαινιάζει μία νέα
ἐποχὴ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, την ἐποχὴ της Ἐκκλησίας.

9 Καὶ ἐγένετο ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἀπὸ Ναζαρὲττῆς Γαλιλαίας καὶ ἐβαπτίσθη
ὑπὸ ᾿Ιωάννου εἰς τὸν ᾿Ιορδάνην.10 καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος εἶδε σχιζομένους τοὺς
οὐρανοὺς καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς περιστερὰν καταβαῖνον ἐπ᾿ αὐτόν· 11 καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῶν
οὐρανῶν· σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ ηὐδόκησα. 12 Καὶ εὐθέως τὸ Πνεῦμα αὐτὸν ἐκβάλλει
εἰς τὴν ἔρημον· 13 καὶ ἦν ἐκεῖ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἡμέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος ὑπὸ τοῦ σατανᾶ, καὶ
ἦν μετὰ τῶν θηρίων, καὶ οἱ ἄγγελοι διηκόνουν αὐτῷ.

Ἡ βάπτισης του Ἰησοῦ (στ. 9)


Ἡ περικοπὴ της βαπτίσεως του Ἰησοῦ εἶναι ἐκφραστικὴ της μοναδικῆς αὐθεντίας Του, ἀλλὰ
καὶ δεῖγμα της Θεότητὸς Του. Συγχρόνως στὸ γεγονὸς της βαπτίσεως ἔχουμε καὶ τα Θεοφάνεια, τη
φανέρωσι, δηλαδή, των Προσώπων της Ἁγίας Τριάδος. Οἱ οὐρανοὶ σχίζονται, ταυτόχρονα «τὸ
πνεῦμα ὡς περιστερὰ κατεβαίνει» στὸν βαπτιζόμενο Ἰησοῦ, γιὰ νὰ δηλωθῆ ἡ θεία ἀναγνώρισις καὶ
ἐπικύρωσις της μεσσιανικότητὰς του.
Ἡ γλώσσα ἐδῶ θυμίζει το μεσσιανικὸ χωρίο του Ησαΐα: «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ' ἐμέ, οὐ είνεκεν
ἔχρισὲ μὲ» (Ησ. 61,1). Τὸ σπουδαιότερο στοιχεῖο εἶναι ἡ πληροφορία, ὅτι «φωνὴ έγένετο ἐκ των
οὐρανῶν: Σύ ει ὁ Υἱὸς μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ ηὐδόκησα» (στ. 11). Ἡ φωνὴ αὐτὴ καθιερώνει τη θεία
αὐθεντία του Ἰησοῦ.
Ἡ ἴδια ὅμως ἡ ἐξιστόρησης της βαπτίσεως φανερώνει καὶ τα πρῶτα στοιχεῖα μιᾶς ταπεινώσεως
καὶ ὑπαγωγῆς του Ἰησοῦ στὶς συνθῆκες της ἀνθρωπίνης καταστάσεως. Στὸ Μάρκο δὲν συναντῶνται
προσδιορισμοὶ καὶ ἐπεξηγήσεις, ὅπως στοὺς Ματθαίο (γ' 14-15) καὶ Λουκᾶ (γ' 21). Καὶ ἔτσι στὴν
ἐξιστόρηση της βαπτίσεως παρουσιάζεται ὁ Ἰησοῦς ταπεινούμενος, ἐνῶ συγχρόνως
ἀνακηρύσσεται μοναδικὸς φορέας θείας αὐθεντίας. «Καὶ ἐγένετο ἐν εκείναις ταῖς ημέραις ήλθεν ὁ
Ἰησοῦς ἀπὸ Ναζαρὲτ της Γαλιλαίας καὶ έβαπτίσθη ὑπὸ Ἰωάννου εἰς τὸν Ἰορδάνην» (στ. 9). Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἐκεῖνες τὶς μέρες ἦρθε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τη Ναζαρὲτ της Γαλιλαίας καὶ βαφτίστηκε
στὸν Ἰορδάνη ἀπὸ τον Ἰωάννη».
Ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται νὰ βαπτισθῆ στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ «ἀπὸ Ναζαρὲτ της Γαλιλαίας». Ἡ Ναζαρὲτ
θεωρεῖται ἀπὸ τα εὐαγγέλια ἡ πατρίδα Του, γιατὶ ἐκεῖ ἔζησε καὶ μεγάλωσε, ἐνῶ ἡ Βηθλεὲμ εἶναι
μόνο ὁ τόπος της γεννήσεὼς Του, σύμφωνα καὶ μὲ τὶς προφητεῖες της Παλαιὰς Διαθήκης. Ἡ
προέλευσις του Μεσσία ἀπὸ την ἀσήμαντη Ναζαρὲτ δημιουργοῦσε βεβαίως προβλήματα
παραδοχῆς Του (Ιωάν. α' 46), ἀλλ' ἡ σύνδεσης της Ναζαρὲτ μὲ τὸ ὄνομα του Ἰησοῦ (Ναζωραῖος,
Ναζαρηνός), την ἔκανε γνωστὴ στὰ πέρατα της οἰκουμένης.

Τα τρία Πρόσωπα (στ. 10-11)


Στὸν Ἰορδάνη βαπτίζονταν τα πλήθη των ἀνθρώπων ἀπὸ των Ἰουδαίων καὶ εξωμολογούνταν τὶς
ἁμαρτίες τους. Ὅση ὥρα εξαγορεύονταν τα κρίματὰ τους, τόση ὥρα κρατοῦσε καὶ ἡ παραμονὴ
τους στὸ νερό.
Ἕνας μόνο μόλις μπῆκε στὸ νερό, ἀμέσως, αστραπιαίως βγῆκε. Εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Ἰησοῦς
Χριστός. «Καὶ εὐθέως άναβαίνων ἀπὸ του ὕδατος εἶδε σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ Πνεῦμα
ὡς περιστερὰν καταβαίνον ὲπ' αὐτὸν» (στ. 10). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἀμέσως, ἐνῶ
ἔβγαινε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ το νερό, εἶδε νὰ ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ καὶ το Πνεῦμα σὰν περιστέρι νὰ
κατεβαίνη πάνω Του».
Βγῆκε ὁ Χριστὸς ἀμέσως διότι εἶναι ἀναμάρτητος, ὁ μόνος ἀναμάρτητος καὶ ἄμωμος (Έβρ. θ'
14). Ὄχι μόνο δὲν διέπραξε ἁμαρτία, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ διαπράξη. Λόγω της υποστατικὴς
ἑνώσεως της θείας καὶ της ἀνθρωπίνης φύσεως ἐν τῷ Προσώπω Του.
Ο εὐαγγελιστὴς τὴν ἀστραπιαία ἄνοδο του Χριστοῦ ἀπὸ το ποτάμι, την ὑπογραμμίζει μὲ τὸ
«εὐθέως». Ἴσως τὸ «εὐθέως» προϋποθέτει, χωρὶς ὅμως νὰ το ἀντιμετωπίζη μὲ περισσότερη
συζήτησι, το ἐρώτημα, γιατὶ βαπτίζεται ὁ Ἰησοῦς, ἐφ' ὅσον εἶναι ἀναμάρτητος. Μὴ ἔχοντας
ἁμαρτίες νὰ ὀμολογήση (ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι), βγῆκε ἀμέσως ἀπὸ το ρεῦμα του ποταμοῦ.
Δίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μερικὲς ἐξηγήσεις στὸ γιατὶ βαπτίστηκε ὁ Ἰησοῦς: «Τίνος ἕνεκεν ὁ
Χριστὸς βαπτίζεται, καὶ ποῖον βάπτισμα; Οὔτε το ἰουδαϊκόν, οὔτε το ἡμέτερον. Οὔτε γὰρ
ἁμαρτημάτων συγχωρήσεως έδεϊτο πὼς γὰρ ὅ μηδεμίαν ἁμαρτίαν ἔχων; Οὔτε Πνεύματος ἄμοιρος
ἣν ἐκείνη ἤ σάρξ... Ποῖον οὺν βάπτισμα εβαπτίσατο; Το βάπτισμα του Ἰωάννου. Ἑτέρων δυοϊν
ἕνεκεν αἰτιῶν, μιᾶς μὲν ἧς φησινο μαθητής, ἑτέρας δὲ ἧς αὐτὸς πρὸς τὸν Ἰωάννην εἶπε. Τίνα φησὶν
ὁ Ἰωάννης αἰτίαν του βαπτίσματος εἶναι τούτου; Ἴνα γνωρισθῆ τους πολλοὺς (Πράξ. ιθ' 4). Τοῦτο
ἣν το κατόρθωμα του βαπτίσματος... Ποία ἤ ἑτέρα αἰτία; Του Ἰωάννου είπόντος, Εγώ χρεία ἔχω ὑπὸ
σου βαπτισθήναι”, ὁ Χριστὸς άπεκρίνατο: Ἁφὲς ἄρτι οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρώσαι πᾶσαν
δικαιοσύνης (Ματθ. γ' 14-15). Ἐπειδὴ την δικαιοσύνην οὐδεὶς των ἀνθρώπων επλήρωσεν, ἐλθὼν ὁ
Χριστὸς πληροῖ τὴν δικαιοσύνην ταύτην» (Ε.Π.Ε. 35,504). Μετάφρασις: Εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ποῦμε,
γιατὶ βαπτίζεται ὁ Χριστὸς καὶ ποιὸ το βάπτισμα πού δέχεται; Οὔτε τὸ ἰουδαϊκό, οὔτε το δικὸ μας.
Δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀφέσεως ἁμαρτημάτων, διότι εἶναι ὁ 'Ἀναμάρτητος. Οὔτε ἡ σάρκα Του έστερείτο
Πνεύματος Ἁγίου.... Ποιό, λοιπόν, βάπτισμα δέχτηκε; Βαπτίστηκε το βάπτισμα του Ἰωάννου... Γιὰ
δυὸ λόγους το ἔκανε τον ἕνα ἀναφέρει ὁ μαθητὴς τον ἄλλον λέει ὁ Χριστὸς στὸν Ἰωάννη. Λέει ὁ
Ἰωάννης: Γιὰ νὰ μάθουν οἱ πολλοί. Αὐτὸ εἶναι το κατόρθωμα του βαπτίσματος. Ὁ ἄλλος: Όταν ὁ
Ἰωάννης εἶπε στὸ Χριστό, ὅτι ἐκεῖνος ἔχει ἀνάγκη νὰ βαπτιστὴ ἀπὸ Αὐτόν, ὁ Χριστὸς ἀποκρίθηκε:
Αφησὲ τα αὐτὰ τώρα πρέπει νὰ ἐκπληρωθῆ κάθε ἐντολὴ. Ἐπειδὴ κανένας ἄνθρωπος δὲν εἶχε
ἐκτελέσει πλήρως τὶς ἐντολές, ἔρχεται ὁ Χριστὸς καὶ γίνεται το πλήρωμα της δικαιοσύνης,
ἐκπληρώνει ὅλο το νόμο.
Ἡ αναμαρτησία του Χριστοῦ καὶ ἡ μεσσιανικὴ Του ἰδιότητα φαίνονται σὲ ὅλα τα στιγμιότυπα
της βαπτίσεως.
«Εἶδε σχιζομένους τοὺς οὐρανούς». Οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστὲς τονίζουν, ὅτι το ὑπερθέαμα ἦταν
ὁρατὸ καὶ ἀπὸ τους παρισταμένους. Ὁ Μάρκος ἀφηγεῖται την ἐμπειρία αὐτὴ μόνο ἀπὸ την πλευρὰ
του βαπτιζομένου Ἰησοῦ. Το ἄνοιγμα των οὐρανῶν δηλώνει μὲ παραστατικὸ τρόπο την ἐπικοινωνία
ἐπίγειου καὶ οὐράνιου κόσμου, κατὰ την ὁποία «τὰ ἄνω τοϊς κάτω συνεορτάζει καὶ τὰ κάτω τοῖς
ἄνω συνομιλεῖ» (εὐχὴ των Θεοφανείων).
Σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ ἄλλο λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖον ἄνοιξαν οἱ οὐρανοὶ:
«Τίνος ἕνεκεν ανεώχθησαν οἱ οὐρανοί; Ἴνα μάθης ὅτι καὶ σου βαπτιζομένου τοῦτο γίνεται, πρὸς
τὴν ἄνω πατρίδα του Θεοῦ σὲ καλοῦντος, καὶ πείθοντος μηδὲν κοινὸν έχειν πρὸς την γῆν». (Ε.Π.Ε.
9,390). Μετάφρασις: Γιὰ ποιὸ λόγο στὴ βάπτιση του Κυρίου ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί; Γιὰ νὰ μάθης, ὅτι
κάτι τέτοιο γίνεται καὶ ὅταν σὺ βαπτίζεσαι. Ὁ Θεὸς σὲ καλεῖ πρὸς τὴν ἄνω πατρίδα. Σὲ πείθει, ὅτι
τίποτε κοινὸ δὲν ἔχεις πρὸς τὸ χῶμα.
Ο ἐπουράνιος Θεὸς φανερώνει το Μεσσία. Τὸ ἄνοιγμα των οὐρανῶν, ἡ περιστερά, πού
συμβολίζει το τρίτο Πρόσωπο της Ἁγίας Τριάδος, το Πνεῦμα το Ἅγιον, καὶ ἡ φωνὴ του Πατέρα, νὰ
οἱ μαρτυρίες γιὰ τὴ Θεότητα του Ἰησοῦ.
«Καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς περιστερὰν καταβαίνον ἐπ' αὐτὸν» (στ. 10). Ἡ μορφή, ποῦ κατέρχεται το
Ἅγιον Πνεῦμα δηλώνεται μὲ τὸ «ὼς περιστεράν». Ἡ περιστερὰ εἶναι το μόνο ἀπὸ τα πτηνά, ποῦ
μπορεῖ νὰ προσφερθῆ ὼς θυσία στὸ Ναὸ (Λευιτ. α' 14). Ἀποτελεῖ σύμβολο ἀκεραιότητας (Ματθ. ι'
16).
Όπως στὴν περίπτωση του Νῶε ἤ περιστερὰ μὲ το κλαδὶ ἐλιᾶς στὸ ράμφος της ὑπῆρξε ἄγγελος
καλῆς εἰδήσεως, γιατὶ δήλωνε το τέλος του κατακλυσμοῦ (Γεν.η' 8-12), ἔτσι καὶ στὸν Ἰορδάνη. Ἡ
κάθοδος του Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴ μορφὴ περιστερὰς δηλώνει το τέλος του κατακλυσμοῦ της
ἁμαρτίας καὶ την ἔναρξη νέας ἐποχῆς γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, της ἐποχῆς του Χριστοῦ.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Διατὶ ἐν εἴδει περιστερὰς; Ημερον το ζῶον καὶ καθαρόν. Επεὶ οὺν
καὶ το Πνεῦμα πραότητὸς έστι πνεῦμα, διὰ τοῦτο ἐν τούτω φαίνεται. Ἄλλως δὲ καὶ παλαιὰς ἡμᾶς
αναμιμνήσκει ἱστορίας. Καὶ γὰρ ναυαγίου ποτὲ κοινοῦ την οἰκουμένην καταλαβόντος ἅπασαν, καὶ
του γένους ἡμῶν κινδυνεύοντος αφανισθήναι, τοῦτο ἐφάνη το ζῶον καὶ τὴν λύσιν του χειμῶνος
ἔδειξε, καὶ κλάδον φέρον έλαίας, την κοινὴν της οἰκουμένης γαλήνην ευηγγελίσατο ἅπερ πάντα
τύπος των μελλόντων ἥν. Νῦν ἤ περιστερὰ φαίνεται, οὐ κλάδον ἐλαίας φέρουσα, ἀλλὰ τὸν πάντων
των κακῶν ἐλευθερωτὴν ήμὶν δεικνύουσα καὶ χρηστὰς ὑποτείνουσα τὰς ἐλπίδας. Οὐδὲ γὰρ ἀπὸ
κιβωτοῦ ἄνθρωπος ἐξάγει ἕνα, ἀλλὰ την οἰκουμένην ἅπασαν εἰς τον οὐρανὸν ἐνάγει φανείσα, καὶ
ἀντὶ θαλλοὺ ἐλαίας την ὑιοθεσίαν το κοινὸ της οἰκουμένης κομίζει γένει» (Ε.Π.Ε. 9,390-392):
Μετὰφράσις: Γιατὶ το Πνεῦμα το Ἅγιο φάνηκε σὰν περιστέρι, Το περιστέρι εἶναι ἥμερο ζῶο καὶ
καθαρό. Ἐπειδή, λοιπόν, καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι πνεῦμα πραότητας, γι' αὐτὸ ἐμφανίζεται στὴ Βάπτισι.
Ἐξ ἄλλου μᾶς θυμίζει καὶ μιὰ παλαιὰ ἱστορία. Όταν ὅλη ἡ οἰκουμένη βρισκόταν στὸ ναυάγιο του
κατακλυσμοῦ καὶ κινδύνευσε μὲ ἀφανισμὸ το ἀνθρώπινο γένος, ἐμφανίστηκε το περιστέρι καὶ
ἔκανε φανερὴ τη λήξη της θεομηνίας. Κρατοῦσε στὸ ράμφος κλαδὶ ἐλιᾶς καὶ ἔφερε το χαρμόσυνο
μήνυμα της κοινῆς γαλήνης στὴ γῆ. Αὐτὰ ὅλα ἀποτελοῦσαν προτύπωση των μελλόντων. Στὸν
Ἰορδάνη ἐμφανίζεται το περιστέρι, ὄχι κρατώντας κλαδὶ ἐλιᾶς, ἀλλὰ δείχνοντας τον Ἐλευθερωτὴ
μας ἀπὸ ὅλα τα δεινὰ καὶ φανερώνοντας τὶς ἀγαθὲς ἐλπίδες. Ὁ Χριστὸς δὲν βγάζει ἀπὸ την κιβωτὸ
ἕνα ἄνθρωπο, ἀλλ' ὁδηγεῖ ὁλόκληρη την οἰκουμένη στὸν Οὐρανό. Δὲν ἔχει ἕνα κλαδὶ ἐλιᾶς, ἀλλὰ
χαρίζει την ὑιοθεσία σ' ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ περιστερά, πού συμβόλιζε την παρουσία του Ἁγίου Πνεύματος, ἔχει κατὰ τον ἱερὸ
Χρυσόστομον καὶ ἄλλο λόγο πού παρουσιάστηκε. Προτοῦ ὁ Ἰωάννης δείξη τὸν Μεσσία καὶ πῆ «Ἴδε
ὁ ἀμνὸς του Θεοῦ» (Ιωάν. α' 29), τὸν ἔδειξε στὸν Ἰωάννη ἡ περιστερά. Χρησιμοποιήθηκε ὡς
δάκτυλος του οὐρανοῦ: «Ἡ περιστερὰ διὰ τοῦτο τότε ἐφάνη, ἴνα, ὥσπερ ἀντὶ δακτύλου τινός, δείξη
τοῖς παρούσι καὶ τῷ Ἰωάννη τὸν Υἱὸν του Θεοῦ» (Ε.Π.Ε. 9,390-392). Μετάφρασις: Γι' αὐτὸ φάνηκε
ἡ περιστερὰ τότε στὸν Ἰορδάνη, γιὰ νὰ δείξη ὡς οὐράνιος δάκτυλος σὲ ὅσους ἦσαν παρόντες, καὶ
στὸν Ἰωάννη, τον Υἱὸ του Θεοῦ.
Θὰ λέγαμε, ὅτι μὲ τὴν περιστερὰ στὴ βάπτιση του Ἰησοῦ, ἔχουμε το μήνυμα της ἐλπίδας γιὰ ὅλη
την ἀνθρωπότητα, ὅτι ἔφτασε ἡ ὥρα της ἀπελευθερώσεως ἀπὸ τη σκλαβιὰ της ἁμαρτίας καὶ της
φθορὰς καὶ του θανάτου.
Ἄν οἱ στίχοι 1-8 ἀποτελοῦν το προοίμιο καὶ την προαγγελία γιὰ τον ἐρχόμενο Μεσσία, οἱ στίχοι
9-11 παρουσιάζουν σαφῶς την ἔναρξη της μεσσιανικῆς ἐποχῆς, ἐφ' ὅσον ἡ παλαιοδιαθηκικὴ
προσδοκία του Πνεύματος γίνεται πραγματικότητα μὲ την κάθοδο του Πνεύματος κατὰ τη βάπτισι.
Το βασικὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα της νέας κοινωνίας, εἶναι το Πνεῦμα του Θεοῦ, ποῦ
«συγκροτεῖ» ὅλη την Ἐκκλησία. Το Πνεῦμα, ἐνῶ κατέρχεται στὸν Ἰησοῦ καὶ δρᾶ ἤδη μέσα στὸν
κόσμο, συνάμα ἀναγγέλλεται ἀπὸ τον Ἰησοῦ ὼς ὁ Παράκλητος, ποῦ θὰ ἔλθη μετὰ τη δικὴ του
ἐπάνοδο στὸν Θεὸ Πατέρα γιὰ νὰ ὁδηγήση τὴν Ἐκκλησία «εἰς πᾶσαν την ἀλήθειαν» (Ιωάν. ιστ' 13).
Κανένας σεισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθῆ μὲ τὴ φωνὴ του Θεοῦ Πατέρα, πού ἀκούστηκε ἀπὸ τα
ἀνοιγμένα ουράγια τη στιγμὴ της βαπτίσεως του Ἰησοῦ. Καμμιὰ βροντερὴ φωνὴ δὲν ἀκούστηκε
τόσο δυνατά, ἀλλὰ καὶ καμμιᾶς φωνῆς ὁ ἀντίλαλος δὲν κρατάει τόσο, ὅσο ἡ φωνὴ Eκείνου.
Ἀντιλαλεῖ στὴν ἔρημο του Ἰορδάνη. Ἀντιλαλεῖ μέσα στὴ θεόπνευστη Βίβλο. Ἀντιλαλεῖ μέσα στὴ
θεολογία της Ἐκκλησίας. Ἀντιλαλεῖ στ' αὐτιὰ των πιστῶν ὅλων των αἰώνων καὶ προκαλεῖ θαυμασμὸ
καὶ ὠθεῖ σὲ ὑπακοὴ στὸν Χριστό. «Καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ των οὐρανῶν: σὺ εἰ ὁ υἱὸς μου ὁ ἀγαπητός,
ἐν σοὶ ηὐδόκησα» (στ. 11). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Τότε μιὰ φωνὴ ἀκούστηκε ἀπὸ τα
οὐράνια: Ἐσὺ εἶσαι ὁ ἀγαπημένος μου Υἱός. Ἐσένα ἐξέλεξα (γιὰ Μεσσία, γιὰ Χριστό)».
Τὰ τρία πρόσωπα της Ἁγίας Τριάδος βρίσκονται ἐπὶ σκηνῆς: Ο Πατέρας ἀπευθύνεται πρὸς τὸν
Υἱόν. Ὁ Υἱὸς φαίνεται βαπτιζόμενος. Καὶ τὸ Πνεῦμα το Ἅγιον κατέρχεται ἐπάνω Του.
Ἡ βάπτισης του Υἱοῦ, ἡ φωνὴ του Θεοῦ Πατέρα καὶ ἡ παρουσία του Ἁγίου Πνεύματος ἀποτελοῦν
την τριαδολογικὴ βάσι καὶ πίστι της Ἐκκλησίας. Ἤδη στὸ ἀρχαιότερο εὐαγγέλιὸ μας ἔχουμε τὶς
ἀπαρχὲς της εκκλησιολογίας, ποῦ θὰ ἀναπτυχθῆ ἀργότερα στὴ θεολογικὴ σκέψη της Ἐκκλησίας.
«Σὺ εἰ ὁ υἱὸς μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ ηὐδόκησα». Ἡ ἐπιγραμματικὴ αὐτὴ προσφώνησις του Θεοῦ
Πατέρα πρὸς τὸν μονογενὴ Του Υἱό, τον Ἰησοῦ Χριστό, φέρνει στὸ νοῦ δυὸ κυρίως χωρία της
Παλαιὰς Διαθήκης.
Το ἕνα εἶναι το Ψαλμ. β' 7 («υἱὸς μου εἰ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκὰ σέ»).
Το ἄλλο εἶναι το Ησ. 42,1 («Ἰσραὴλ ὁ ἐκλεκτὸς μου, προσεδέξατο αὐτὸν ἡ ψυχὴ μου έδωκα τὸ
πνεῦμὰ μου ἐπ' αὐτόν...»).
Γιὰ τὴ μεσσιανικὴ ἑρμηνεία του πρώτου χωρίου, ἂς προσέξουμε τα χωρία Πράξ. δ' 25. ιγ' 33.
Εβρ. α' 5. ε' 5.
Μὲ τὴ φωνὴ ἀπὸ τα οὐράνια σημειώνεται μία σημαντικὴ στιγμὴ στὴν ἱστορία του Ἰησοῦ καὶ στὴν
ἀποκάλυψι του προσώπου καὶ της ἀποστολῆς Του στὸν κόσμο. Ἀναγνωρίζεται δημόσια, ὅτι εἶναι
Υἱὸς (ὁ Υἱὸς) του Θεοῦ, μιὰ ἰδιότητα ποῦ ὑπογραμμίζεται ἰδιαίτερα στὸ εὐαγγέλιο του Μάρκου. Σὲ
πολλὰ σημεῖα διαλάμπει ἡ αυτοσυνειδησία του Ἰησοῦ ὡς πρὸς τὴ θεϊκὴ Του ταυτότητα.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μαρτυρήθηκε ἀπὸ τον Πατέρα στὸν κατάλληλο χρόνο. Φάνηκε ποιὰ ἡ σχέσις
του Κυρίου Ἰησοῦ πρὸς τὸν Θεό. «Σὺ εἰ ὁ υἱὸς μου». Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς του Θεοῦ «ἐξ
αϊδίου γεννήσεως, ὡς πρωτότοκος γεννηθεὶς ὑπὸ του Πατρὸς πρὸ πάσης κτίσεως» (Κολοσ. α' 15.
Εβρ. α' 3).
Ἡ προσφώνησις «σὺ εἰ ὁ υἱὸς μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ ηὐδόκησα», ἀποτελεῖ τρόπον τινὰ την
ἐνθρόνιση του Ἰησοῦ στὸ μεγαλειῶδες ἔργο της σωτηρίας των ἀνθρώπων, τὴν ἐπίσημη διακήρυξη
της μεσσιανικῆς Του ἰδιότητας. Τελικὰ το «σὺ εἰ ὁ υἱὸς μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ ηὐδόκησα»
ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ: Σὺ εἶσαι ὁ Μεσσίας. Καὶ ὁ θρόνος του Μεσσία θὰ εἶναι ὁ σταυρός. Ὁ Χριστὸς
εἶναι ἡ εὐδοκία του Πατέρα. Εἶναι ἡ ἔκφρασις καὶ ἔκφανσις της ἄπειρης ἀγάπης του Θεοῦ Πατέρα
πρὸς τὸν πεσμένο ἄνθρωπο. «Εὐδοκία», κατὰ τον ἱερὸ Χρυσόστομο, εἶναι το «πεῖσμα» του Θεοῦ
νὰ μας σώση. «Εὐδοκίαν το πρώτον θέλημὰ φάσι, τὸ σφοδρὸν θέλημα, τὸ μετὰ ἐπιθυμίας θέλημα,
ὅ ἐφ' ἡμῶν ὅ λέγομεν ἡμεῖς πεῖσμα, καὶ κατὰ το πεῖσμα ἡμῶν. Τουτέστι, σφόδρα ἐπιθυμεῖ της
σωτηρίας της ἡμετέρας» (Ε.Π.Ε. 20,426-428). Μετάφρασις: Εὐδοκία ὀνομάζει το πρῶτο θέλημα, το
σφοδρὸ θέλημα, τη σφοδρὴ ἐπιθυμία, ὅπως συμβαίνει καὶ σὲ μας. Εἶναι αὐτὸ πού ὀνομάζουμε
ἐμεῖς «πεῖσμα», κάτι ἀνάλογο μὲ το δικὸ μας πεῖσμα. Δηλαδή, ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ πάρα πολὺ τη δικὴ
μας σωτηρία.
Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ εὐδοκία του Πατέρα καὶ διότι δὲν ἀγαπᾶ ἁπλῶς τον Πατέρα (μὲ τὴν τέλεια
καὶ ἄρρητη καὶ ἄρρηκτη) ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ κάνει πλήρη ὑπακοὴ στὴν «εὐδοκία» του, στὸ σχέδιὸ
Του γιὰ τὴ λύτρωσι των ἀνθρώπων. Ὁ Πατέρας Τὸν ἀγαπᾶ, «ὅτι αὐτὸς τίθησι τη ψυχὴν αὐτοῦ, ἴνα
πάλιν λάβη αὐτὴν» (Ιωάν. ι' 17).
Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ εὐδοκία του Πατέρα, διότι εὐαρεστεῖται πλήρως μὲ Αὐτόν, ἀλλὰ καὶ μὲ κάθε
τὶ ποῦ ἐνεργεῖ. Ό,τι ἐνεργεῖ ὁ Υἱὸς εἶναι πλήρως ἐναρμονισμένο μὲ τὸ θέλημα του Θεοῦ Πατέρα.
Ἡ φωνὴ του Θεοῦ Πατέρα στὴ βάπτιση του Ἰησοῦ ἀποτελεῖ περίληψη του ὅλου εὐαγγελίου.
Εἶναι λόγος πιστὸς καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι ὁ Θεὸς διακήρυξε τον Υἱὸ Του ἀγαπητό, ὅτι σ'
Αὐτὸν εὐδοκεῖ (εὐαρεστεῖται, ἀναπαύεται).
Μὲ τὴ φωνὴ του Θεοῦ Πατέρα πρέπει νὰ ἐναρμονισθοῦν καὶ οἱ δικὲς μας ψυχές. Καὶ γιὰ μᾶς ὁ
Χριστὸς εἶναι ὁ ἀγαπητὸς των ἀγαπητῶν. Σ' Αὐτὸν ἀναπαυόμαστε. Αὐτὸς μᾶς ἀγαπᾶ. Αὐτὸς εἶναι
«ὲν ανθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. β' 14).

Πειρασμὸς στὴν ἔρημο (στ. 12-13)


Ἀκολουθεῖ το γεγονὸς μὲ τοὺς πειρασμοὺς του Ἰησοῦ στὴν ἔρημο. «Καὶ εὐθέως το Πνεῦμα αὐτὸν
ἐκβάλλει εἰς τὴν ἔρημον» (στ. 12). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἀμέσως το Πνεῦμα ὁδηγεῖ
τον Ἰησοῦ ἔξω στὴν ἔρημο».
Τὸ κείμενο εἶναι ἐξαιρετικὰ βραχὺ σὲ σύγκριση μὲ τα παράλληλα των ἄλλων εὐαγγελιστῶν
(Ματθ. δ' 1-11 καὶ Λουκ. δ' 1-13). Ἡ λακωνικὴ μετοχικὴ φράσις «πειραζόμενος ὑπὸ του σατανὰ»
ὑποβάλλει την ἰδέα της ὑπεροχῆς του Μεσσία ἔναντι του Σατανὰ. Καὶ ἡ πληροφορία, ὅτι «οἱ
ἄγγελοι διηκόνουν αυτὼ» (στ. 13) ἀποκαλύπτει την ἰσχὺ της αὐθεντίας του Ἰησοῦ καὶ ὅτι εἶναι
πραγματικὸς ἐξουσιαστὴς του πνευματικοῦ κόσμου.
Ὁ Ἰησοῦς ἀντιμετωπίζει την ἀντίστασι ἤδη στὸ αφετηριακὸ στάδιο του ἔργου του, καὶ μάλιστα
εξωανθρωπίνων δαιμονικῶν δυνάμεων.
Μετὰ τη βάπτισι στὸν Ἰορδάνη ἀναφέρει ὁ Μάρκος τοὺς πειρασμοὺς του Ἰησοῦ στὴν ἔρημο. Οἱ
πειρασμοὶ ὑπάρχουν καὶ στοὺς δύο ἄλλους συνοπτικοὺς εὐαγγελιστές. Ἡ διαφορὰ ἔγκειται στὸ ὅτι
ἡ διήγησις του Μάρκου εἶναι ἐξαιρετικὰ σύντομη καὶ δὲν περιέχει ἀναλυτικὰ τους τρεῖς
πειρασμοὺς μὲ το σχετικὸ διάλογο καὶ την αγιογραφικὴ ἐπιχειρηματολογία.
Στὴ σύντομη διήγησι του Μάρκου τονίζεται ἡ νίκη του Χριστοῦ πάνω στὸ σατανὰ. Τὴ νίκη αὐτὴ
μπορεῖ νὰ την θαυμάση κανείς, βλέποντας τὶς σχετικὲς διηγήσεις του Μὰτθαίου καὶ του Λουκᾶ.
Ἐκεῖ παρατηροῦμε την πρόταση του σατανὰ νὰ κάνη ὁ Χριστὸς τὶς πέτρες ψωμιά, νὰ προβῆ σὲ
θεαματικὴ πρᾶξι πέφτοντας ἀπὸ το Ναὸ χωρὶς νὰ ὑποστῆ βλάβη, καὶ νὰ προσκυνήση τὴ σατανικὴ
ἐξουσία. Μὲ τὶς ἀπαντήσεις Του ὁ Κύριος δείχνει πέρα ἀπὸ την παντοδυνα μία Του, καὶ ὅτι δὲν
σκοπεύει νὰ ἱκανοποιήση τὶς προσδοκίες των συγχρόνων του Ἰουδαίων γιὰ ὑλικὴ τροφοδοσία,
ἐντυπωσιακὰ θαύματα καὶ κοσμικὴ ἐξουσία.
«Καὶ ἣν ἐκεῖ ἐν τη ἐρήμω ἡμέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος ὑπὸ του σατανὰ, καὶ ἣν μετὰ των
θηρίων, καὶ οἱ ἄγγελοι διηκόνουν αυτὼ» (στ. 14). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἐκεῖ στὴν
ἔρημο ἔμεινε σαράντα μέρες καὶ ἀντιμετώπιζε τοὺς πειρασμοὺς του Σατανὰ. Καὶ ζοῦσε μαζὶ μὲ τα
θηρία. Καὶ ἄγγελοι Τὸν ὑπηρετοῦσαν».
Μετὰ τη βάπτισὶ Του ὁ Ἰησοῦς καὶ την κάθοδο του Πνεύματος, καὶ γενικὰ τη φανέρωση της Ἁγίας
Τριάδος, πορεύεται πρὸς τὴν ἔρημο. «Καὶ ἣν ἐκεῖ ἐν τη ἐρήμω». Γιὰ νὰ δώση την πρώτη μάχη
ἐναντίον του σατανὰ, μάχη ποῦ θὰ συνεχιστὴ στὴ ζωὴ Του καὶ θὰ ὁλοκληρωθῆ στὸ Σταυρό.
Ἡ ἔρημος θὰ εἶναι το πεδίο της μεγάλης μάχης. Τελικὰ ὁ θριαμβευτὴς Ἰησοῦς θὰ καταστήση
ἔρημο δυνάμεως τὸν κοσμοκράτορα του σκότους.
Οἱ πειρασμοί, τους ὁποίους, ὅπως σημειώσαμε, δὲν ἀναφέρει ἀναλυτικὰ ὁ Μάρκος, διήρκεσαν
40 μέρες, «ἡμέρας τεσσαράκοντα». Μιὰ περίοδος, ποῦ μᾶς θυμίζει διάφορα γεγονότα της Παλαιὰς
Διαθήκης, ὅπως π.χ. τὴν ἐπὶ 40 ἔτη περιπλάνηση του Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ στὴν ἔρημο, τὴν ἐπὶ 40
μέρες καὶ νύχτες παραμονὴ του Μωυσῆ στὸ ὄρος Σινᾶ πρὶν λάβη τὶς ἐντολὲς (Εξόδ. δλ' 28), την
πορεία του προφήτου Ἠλία στὴν ἔρημο (Γ' Βασ. ιθ' 8).
Σαράντα χρόνια περιπλάνησης στὴν ἔρημο. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀποκαθιστᾶ την πτώση του λαοῦ.
Ὁδηγεῖ το νέο Ἰσραὴλ της χάριτος στὴν κοινωνία (ἀντίθετο της ἐρήμου), στὴ γῆ της ἐπαγγελίας
('Ἄνω Ἱερουσαλήμ).
Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ὑπέκυπτε στοὺς πειρασμούς, παραβαίνοντας τὶς ἐντολὲς του Θεοῦ. Ὁ
Ἰησοῦς Χριστὸς νικᾶ τοὺς πειρασμοὺς μένοντας πιστὸς στὸ θέλημα του οὐρανίου Πατέρα.
Μετὰ το βάπτισμα ὁ Ἰησοῦς ἀμέσως ἀντιμετωπίζει τη σατανικὴ ἀντίθεσι, ποῦ θὰ συναντοῦσε
ἄλλωστε σὲ κάθε βῆμα της σωτηριώδους πορείας καὶ δράσεὼς Του.
Στὴν πάλη αὐτὴ ἡ σατανικὴ ἀντίθεσις ἤδη ἀπὸ την ἀρχὴ κατατροπώνεται, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς
Χριστὸς μὲ τὴ θεία δύναμὶ Του ἐλευθερώνει τους ἀνθρώπους ἀπὸ τη σατανικὴ κυριαρχία, τοὺς
θεραπεύει ἀπὸ τὶς ἀσθένειες, δαμάζει τα στοιχεῖα της φύσεως καὶ τελικὰ θριαμβεύει πάνω στὶς
αντίθεες σατανικὲς δυνάμεις μὲ την Ἀνάστασὴ Του.
Έντύπωσι κάνει στὸ στίχο αὐτὸ ἡ ἀναφορὰ των θηρίων της ἐρήμου, κάτι πού δὲν ὑπάρχει στοὺς
ἄλλους εὐαγγελιστὲς: «Καὶ ἣν μετὰ των θηρίων, καὶ οἱ ἄγγελοι διηκόνουν αυτώ».
Ἡ μνεία των «θηρίων» καὶ των «ἀγγέλων» στὸ στίχο 13 μας ὁδηγεῖ σὲ ἕνα παλαιοδιαθηκικὸ πάλι
συσχετισμό, σ' αὐτὸν της νίκης του Ἰησοῦ μὲ τὴν πτῶσι του Ἀδάμ.
Ἡ προπτωτικὴ κατάστασις περιγράφεται ὡς ἁρμονικὴ συμβίωσις του ἀνθρώπου μὲ τα ζῶα του
παραδείσου, ἐνῶ ἡ παρακοὴ θεωρεῖται ὡς αἰτία της διαταράξεως της ἁρμονίας ἀνάμεσα στὸν
ἄνθρωπο καὶ τη φύσι.
Ἡ προφητεία του Ησ. ια' 6 γιὰ την ἀποκατάσταση της ἁρμονίας τόσο μεταξὺ των θηρίων, ὅσο
καὶ μεταξὺ αὐτῶν καὶ των ἀνθρώπων, πραγματοποιεῖται στὸ πρόσωπο του Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὸ ποῦ δὲν πέτυχε ὁ πρῶτος Ἀδάμ, τὴν ὑπακοὴ στὸ θέλημα του Θεοῦ, το πέτυχε ὁ δεύτερος
Ἀδάμ. Ἀποκαθίστα τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀρχικὴ παραδείσια ἁρμονία καὶ στὴ σωστὴ σχέση μὲ τη φύσι.
«Καὶ οἱ ἄγγελοι διηκόνουν αυτώ». Ἐνῶ ἄγγελοι διώχνουν τὸν Ἀδάμ, ποῦ ὑπέκυψε στὸν
πειρασμὸ ἀπὸ τον παράδεισο, ἄγγελοι ἐδῶ διακονοῦν τον νέο Ἀδάμ, ποῦ κατανίκησε τον
πειρασμό. Σὲ τὶ συνίσταται ἡ «διακονία» των ἀγγέλων; Ὁ εὐαγγελιστὴς δὲν ὑπεισέρχεται σὲ
λεπτομέρειες. Μποροῦμε ὅμως νὰ το συσχετίσουμε μὲ την ἀγγελικὴ ἐνίσχυση κατὰ τη νύκτα του
πάθους, στὴν προσευχὴ της ἀγωνίας (Λουκ. κβ' 43). Ἤ μποροῦμε νὰ το δοῦμε ὡς δεῖγμα της
Θεότητας του Ἰησοῦ.
Οἱ ἄγγελοι ὑπηρετοῦν καὶ ὑμνοῦν τὸν Θεὸ αεννάως. Καὶ τώρα πού ὁ Θεὸς Λόγος βρίσκεται
σαρκωμένος στὴ γῆ, οἱ ἄγγελοὶ Του παρίστανται καὶ Τὸν διακονοῦν. Ἄλλωστε σὲ ὅλα τὰ θεοφανικὰ
γεγονότα της ζωῆς του Χριστοῦ, ἀπὸ τον Εὐαγγελισμὸ μέχρι την Ἀνάληψι, ἄγγελοι ἐμφανίζονται
καὶ «διακονοῦν».
Ἄγγελοι διακονοῦν καὶ τη δικὴ μας σωτηρία ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ πάντοτε. Εἶναι «λειτουργικὰ
πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεὶν σωτηρίαν» (Εβρ. α' 14).
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅταν ἄγγελοι ποιμένας εὐαγγελίζωνται, ὅταν την Μαριάμ, ὅταν τον
Ἰωσήφ, ὅταν ἐπὶ του μνήματος καθέζωνται, ὅταν πέμπωνται είπεὶν τοϊς μαθηταίς, ὅταν Πέτρον
άπολύωσι του δεσμωτηρίου, ὅταν Φιλίππω διαλέγωνται, πὼς ήμὶν οὺχ υπουργούσιν;» (Ε.Π.Ε.
24,268): Μετάφρασις: Ὅταν ἄγγελοι φέρνουν χαρμόσυνο μήνυμα στοὺς ποιμένες, στὴν Παρθένο,
στὸν Ἰωσήφ, ὅταν κάθονται στὸ μνῆμα μετὰ την ἀνάστασι, ὅταν ἀποστέλλονται στοὺς μαθητὲς γιὰ
τὴν άνάστασι, ὅταν ἀποφυλακίζουν τον Πέτρο, ὅταν μιλᾶνε στὸ Φίλιππο, πὼς δὲν ὑπηρετοῦν καὶ
μας;

14 Μετὰ δὲ τὸ παραδοθῆναι ᾿Ιωάννην ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον
τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ 15 καὶ λέγων ὅτι πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ·
μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ. 16 Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε
Σίμωνα καὶ ᾿Ανδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τοῦ Σίμωνος, βάλλοντας ἀμφίβληστρον ἐν τῇ θαλάσσῃ·
ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς· 17 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς γενέσθαι ἁλιεῖς
ἀνθρώπων. 18 καὶ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ. 19 Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν
ὀλίγον εἶδεν ᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ᾿Ιωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, καὶ αὐτοὺς ἐν τῷ πλοίῳ
καταρτίζοντας τὰ δίκτυα, 20 καὶ εὐθέως ἐκάλεσεν αὐτούς. καὶ ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον
ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ.

Κήρυγμα βασιλείας διὰ μετανοίας (στ. 14-15)


Τὸ κείμενο, ποῦ ἔρχεται μετὰ τοὺς πειρασμούς, περιγράφει την ἔναρξη του κηρύγματος του
Μεσσία καὶ τη θεμελιώδη προγραμματικὴ του διακήρυξι. «Μετὰ δὲ τὸ παραδοθήναι Ἰωάννην
ήλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν κηρύσσων το εὐαγγέλιον της βασιλείας του Θεοῦ» (στ. 14).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Μετὰ τη σύλληψη του Ἰωάννου, ὁ Ἰησοῦς ἦρθε στὴ Γαλιλαία καὶ
κήρυττε το χαρμόσυνο μήνυμα γιὰ τη βασιλεία του Θεοῦ».
Το ἔργο του Ἰησοῦ ἀρχίζει μετὰ τη σύλληψη του Ἰωάννου. Ἔτσι ἡ σαφὴς τομή, πού δημιουργεῖται
στὸ στίχο 14 μὲ τη σύλληψη του Βαπτιστοῦ, τομὴ μεταξὺ του προπαρασκευαστικοῦ ἔργου του καὶ
του μεσσιανικοῦ ἔργου του Ἰησοῦ, μας πείθει ὅτι στοὺς στίχους 14-15 ἀρχίζει μιὰ νέα ἑνότητα.
Ἐνῶ το κατὰ Ἰωάννη εὐαγγέλιο μας παρουσιάζει κάποια περίοδο παράλληλης δράσεως του
Ἰησοῦ μὲ ἐκείνην του Ἰωάννου, καὶ μάλιστα πρὶν ἀπὸ τη σύλληψη του τελευταίου, το κατὰ Μάρκον
(καὶ τα ἄλλα δύο συνοπτικὰ εὐαγγέλια) δὲν κάνουν λόγο γι' αὐτὴ την παράλληλη δραστηριότητα.
Προφανῶς θέλουν νὰ διαχωρίσουν σαφῶς την περίοδο της προπαρασκευῆς ἀπὸ την περίοδο της
μεσσιανικῆς ἐποχῆς.
Τὸ ρῆμα «παραδίδοσθαι», ρῆμα - κλειδὶ στὸ πάθος του Μεσσία στὸ κατὰ Μάρκον, προειδοποιεῖ
τους ἀναγνῶστες γιὰ ἐπανάληψη της τραγωδίας. Μετὰ λοιπόν, την παράδοση, τη φυλάκιση του
Ἰωάννου ἄρχισε τη δρᾶσι Του ὁ Ἰησοῦς στὴ Γαλιλαία. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης διηγεῖται δρᾶσι του
Ἰησοῦ στὴν Ἰουδαία καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα (π.χ. ὁ διάλογὸς του μὲ τὸ φαρισαῖο Νικόδημο, ὁ ἐν Κάνα
γάμος κ.ά.). Ὑπῆρξε μάλιστα διάστημα ποῦ βάπτιζαν καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰησοῦς. «Ηλθεν ὁ Ἰησοῦς
καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὴν Iουδαίαν γῆν, καὶ ἐκεῖ διέτριβε μετ' αὐτῶν καὶ εβάπτιζεν. 'Ἥν δὲ καὶ
Ἰωάννης βαπτίζων ἐν Αἰνῶν...» (Ιωάν. γ' 22-23).
Ὅταν ὁ Ἰωάννης παραδόθηκε, τότε ὁ Ἰησοῦς μετακομίζει στὴ Γαλιλαία, την παραθαλάσσια.
«Αφηκε-λέει ὁ Ἰωάννης - τὴν Ἰουδαίαν καὶ απήλθεν εἰς την Γαλιλαίαν» (δ' 3). Ὁ δὲ Ματθαίος λέει:
«Καταλιπὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατώκησεν εἰς Καπερναοὺμ την παραθαλασσίαν» (δ' 12).
Ὁ Μάρκος λιτὰ καὶ αὐτὸς ἀναφέρει την ἀρχὴ του κηρύγματος του Ἰησοῦ στὴ Γαλιλαία.
Ἡ προτίμησις της Γαλιλαίας ἀπὸ τον Ἰησοῦ δικαιολογεῖται ἀπὸ το Ματθαίο ὡς έκπλήρωσις
σχετικῆς προφητείας της Παλαιὰς Διαθήκης (Ησ. ἡ' 23-0' 1).
Το κήρυγμα του Ἰησοῦ, ποῦ ὁ εὐαγγελιστὴς χαρακτηρίζει ὡς «εὐαγγέλιον της βασιλείας του
Θεοῦ», συνίσταται στὴ δήλωσι, ὅτι ἦλθε το πλήρωμα του «καιροῦ» (ἰδὲ καὶ Γαλ. δ' 4). Λέει ὁ ἴδιος
ὁ Ἰησοῦς: «Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία του Θεοῦ μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ
ευαγγελίω» (στ. 15). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς: “Συμπληρώθηκε ὁ
καθωρισμένος καιρὸς καὶ ἔφτασε ἡ βασιλεία του Θεοῦ. Μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε στὸ χαρμόσυνο
αὐτὸ μήνυμα”». "Ἔφτασε, «ἤγγικεν» ἡ βασιλεία του Θεοῦ. Ἄμεση συνέπεια ἀποτελεῖ το αἴτημα της
μετανοίας.
Ἤ λέξις «καιρὸς» στὴν Καινὴ Διαθήκη ἔχει ἕνα ιδιάζoν έσχατολογικὸ περιεχόμενο. Ἐκφράζει την
κατάλληλη χρονικὴ στιγμή, ποῦ ἔκρινε ὁ Θεὸς ἀποφασιστικὴ γιὰ νὰ ἐπεμβῆ πιὸ δραστικὰ στὴν
ἱστορία του κόσμου μὲ την παρουσία του Υἱοῦ Του. Πρόκειται γιὰ ἕνα καιρό, πού προετοιμάστηκε
τόσο μὲ τὶς σαφεῖς μεσσιανικὲς προφητεῖες, ὅσο καὶ μὲ τὴ λυτρωτικὴ προσδοκία ὅλης της
ἀνθρωπότητας.
Ὁ καιρὸς αὐτός, ποῦ νοηματοδοτεὶ ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν παρουσία Του καὶ το κήρυγμὰ Του, εἶναι ὁ
καιρὸς της ἐλεύσεως της βασιλείας του Θεοῦ.
Γιὰ τη βασιλεία του Θεοῦ μιλοῦσε καὶ ὁ Ἰωάννης. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν μιλάει γιὰ τη βασιλεία ὡς
ἀναμονή, ἀλλὰ την παρουσιάζει καὶ ὡς πραγματικότητα. «Ἤγγικεν ἡ βασιλεία του Θεοῦ». Αὐτὴ ἡ
βασιλεία δὲν ἦταν πολιτικοκοσμικὸ κατεστημένο, ὅπως ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς τὴν ἀνέμενε ὡς
ἀποκατάσταση του κράτους του Δαβίδ, ὡς ἀπελευθέρωση ἀπὸ την ξένη κυριαρχία, ὡς κράτος μὲ
ἀρχηγὸ το Μεσσία.
Ἔναντι των στενῶν προσδοκιῶν του λαοῦ, ὁ Χριστὸς φανερώνει διαδοχικὰ τὸν πνευματικὸ καὶ
έσχατολογικὸ χαρακτήρα της βασιλείας του Θεοῦ. Τονίζει:
Πρώτον: Ἡ βασιλεία του Θεοῦ δὲν εἶναι τοπικὰ ἤ χρονικὰ καθωρισμένο βασίλειο, ἀλλ' εἶναι ἕνας
καινούργιος κόστος, μιὰ νέα κατάστασις πραγμάτων.
Δεύτερον: Ἡ βασιλεία του Θεοῦ εἶναι μία νέα ποιότητα ζωῆς, ποῦ δὲν προέρχεται ἀπὸ την
προσπάθεια του ἀνθρώπου, ἀλλ' ἀπὸ την ἐπέμβαση του Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο.
Τρίτον: Ἡ βασιλεία του Θεοῦ εἶναι ἡ μεταμόρφωσις του κόσμου. Σ' αὐτὴν ἀντὶ του μίσους
κυριαρχεῖ ἡ ἀγάπη, ἀντὶ της ἀμφιβολίας ἤ πίστις, ἀντὶ της ἀπογνώσεως ἡ ἐλπίδα, ἀντὶ της φρίκης
του θανάτου, ἡ βεβαιότητα της ζωῆς.
Στὸ κήρυγμὰ Του ὁ Ἰησοῦς, ἄλλοτε ἀμέσως καὶ ἄλλοτε ἐμμέσως (παραβολικὰ) μιλάει πάντοτε
γιὰ τὴ βασιλεία του Θεοῦ.
Ἡ βασιλεία του Θεοῦ «οὐκ ἔρχεται μετὰ παρατηρήσεως» (Λουκ. ιζ' 20). Δὲν εἶναι φαρισαϊκὴ
φιγούρα.
Ἡ βασιλεία του Θεοῦ δὲν εἶναι κοσμικὴ ἐξουσία. Μόνος ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ Βασιλιὰς καὶ
βασιλεία. Ἀντέδρασε ἄμεσα καὶ δυναμικά, ὅταν ἐπεχείρησαν νὰ Τὸν ἀνακηρύξουν κοσμικὸ
βασιλιὰ. «Ἰησοῦς γνούς, ὅτι μέλλουσιν έρχεσθαι καὶ αρπάζειν αὐτόν, ἴνα ποιήσωσιν αὐτὸν βασιλέα,
ἀνεχώρησε πάλιν εἰς το ὄρος αὐτὸς μόνος» (Ιωάν. τσ' 15).
Ἡ βασιλεία του Θεοῦ εἶναι το κήρυγμα της Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστὸς ἔστειλε τοὺς Ἀποστόλους:
«Πορευόμενοι κηρύσσετε λέγοντες, ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεία των οὐρανῶν» (Ματθ. ι7). Δὲν θὰ ἔλθη
βέβαια καμμιὰ ἰδανικὴ κοινωνία, καὶ μάλιστα ἀνέσεων καὶ καλοπεράσεως. Τοὺς ἐπισημαίνει:
«Ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσω λύκων» (Ματθ. ι' 16).
Ἡ βασιλεία του Θεοῦ εἶναι καὶ στὴ γῆ: ἡ Ἐκκλησία.
Μόνο στὸ Μάρκο διασώζεται το πρῶτο μέρος της διακηρύξεως αὐτῆς, ὅτι «πεπλήρωται ὁ
καιρός». Ἡ ἰδέα εἶναι έσχατολογικὴ καὶ ἀναφέρεται σὲ μιὰ ριζικὴ τομὴ πού ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς στὴν
ἱστορία. Τοῦτο ὅμως το «πεπλήρωται ὁ καιρὸς» πραγματοποιεῖται στὸ πρόσωπο καὶ στὸ ἔργο του
Χριστοῦ, πράγμα πού τονίζει τη μοναδικότητὰ του.
Ἀλλὰ καὶ ὁ καιρὸς της βασιλείας ἔχει διαφορετικὲς διαστάσεις. Ἡ βασιλεία πού κηρύττει ὁ
Ἰησοῦς, παρουσιάζει δύο βασικὲς διαστάσεις, την παροῦσα καὶ τη μελλοντική. Ἄλλοτε τονίζεται στὰ
λόγια Του καὶ τὶς παραβολὲς Του, ὅτι ἡ ἀναμενομένη βασιλεία εἶναι ἤδη πραγματικότητα καὶ
ἄλλοτε ὅτι ἀπαιτεῖται ἐκ μέρους των ἀνθρώπων συνεχὴς ἐγρήγορσις γιὰ τὸν αἰφνίδιο έρχομὸ της
βασιλείας στὸ μέλλον.
Καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς διαστάσεις ὑπάρχουν στὸ κήρυγμα του Ἰησοῦ. Καὶ ἐδῶ ζοῦμε τη βασιλεία του
Θεοῦ. Καὶ τὴ μέλλουσα ἐπιζητοῦμε. Πρόγευσις ἐδῶ, γεῦσις ἐκεῖ. Ἀγώνας ἐδῶ, δόξα ἐκεῖ.
Ἡ δύναμις, μὲ την ὁποία κατακτᾶται ἡ βασιλεία του Θεοῦ, εἶναι ἡ μετάνοια. Γι' αὐτὸ καὶ τονίζει
ὁ Κύριος: «Μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ ευαγγελίω». Ἐδῶ εἶναι φανερὴ ἡ ἀποκλειστικὴ σημασία
του ὅρου «εὐαγγέλιον», ποῦ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ οἱ λόγοι του Ἰησοῦ. Ἡ περικοπὴ ἑπομένως
Μάρκ. α' 14-15 τοποθετεῖ τὸν Χριστὸ στὸ κέντρο των βασικῶν εσχατολογικὼν διαδικασιῶν καὶ
προσδίδει στοὺς λόγους Του ὑψίστη αὐθεντία. Ταυτόχρονα ὅμως ἡ ἴδια περικοπὴ κάνει ἕνα
μακρινὸ ἴσως ὑπαινιγμὸ πάθους μὲ την πληροφορία «μετὰ το παραδοθήναι τὸν Ἰωάννην».
Ἐκεῖνος παραδίδεται γιὰ νὰ γίνη δικὴ μας ἡ βασιλεία του Θεοῦ, ἡ βασιλεία των οὐρανῶν.
Ἐκεῖνος προσφέρει αἷμα, το πανάγιο Αἷμα Του. Ἐμεῖς καλούμεθα νὰ χύσουμε δάκρυ, το δάκρυ της
μετανοίας.
Ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ την ἄμεση ἀνταπόκριση των ἀνθρώπων. Δηλαδή, ἡ μετάνοια δὲν εἶναι
προϋπόθεσις γιὰ νὰ ἔλθη ἡ βασιλεία του Θεοῦ, ὅπως στὸ κήρυγμα των προφητῶν της Παλαιὰς
Διαθήκης, ἀλλ' εἶναι ἕνα ἐπεῖγον προσκλητήριο, πού ἀπορρέει ἀπὸ το γεγονός, ὅτι ἦλθε ἡ βασιλεία
του Θεοῦ.
Μετάνοια καὶ πίστις στὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα του λυτρωμοῦ ἀποτελοῦν κεντρικὰ στοιχεῖα του
κηρύγματος ὄχι μόνο του Ἰησοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅλης της πρωτοχριστιανικὴς ἐκκλησίας.

Κλῆσις των τεσσάρων μαθητῶν (στ. 16-17)


Τὴν προγραμματικὴ περικοπὴ Μάρκ. α' 14-15 διαδέχεται ἤ ἀφήγησις της κλήσεως των πρώτων
μαθητών.«Περιπατών δὲ παρὰ την θάλασσαν της Γαλιλαίας εἶδε Σίμωνα καὶ Ἀνδρέαν τὸν άδελφὸν
αὐτοῦ του Σίμωνος, βάλλοντας αμφιβληστρον ὲν τη θαλάσσης ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς» (στ. 16). 'Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καθὼς ὁ Ἰησοῦς περπατοῦσε στὴν ὄχθη της λίμνης της Γαλιλαίας, εἶδε τον
Σίμωνα καὶ τον Ἀνδρέα, τον ἀδελφὸ του Σίμωνος, νὰ ρίχνουν τα δίχτυα στὴ λίμνη, γιατὶ ἦσαν
ψαράδες».
Τὴν ἐκλογὴ των δώδεκα μαθητῶν, καθὼς καὶ τα ὀνόματὰ τους ὁ Μάρκος ἀναφέρει στὴν
περικοπὴ γ' 13-19, χωρὶς συσχέτισι μὲ τὴν κλῆσι των τεσσάρων πρώτων, γιὰ τὴν oποία γίνεται λόγος
στὴ διήγησι ἐδῶ. Ἐπίσης ἐκτὸς των τεσσάρων μαθητῶν (Πέτρου, Ἀνδρέα, Ἰακώβου, Ἰωάννου) καὶ
του Λευὶ (Ματθαίου) (βλ. β' 14), δὲν ἀφηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς περιστατικὰ της κλήσεως των ἄλλων
μαθητῶν. Δὲν ἀποβλέπει στὴν ἐξιστόρηση της κλήσεως κάθε μαθητὴ, ἀλλὰ στὸν παραδειγματικὸ
χαρακτήρα της ἄμεσης ἀνταποκρίσεως ώρισμένων ἀνθρώπων στὸ προσκλητήριο του Ἰησοῦ.
Ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος τοποθετεῖ το γεγονὸς της κλήσεως των πρώτων μαθητῶν χρονικὰ «μετὰ
το παραδοθήναι τον Ἰωάννην» καὶ γεωγραφικὰ «παρὰ την θάλασσαν της Γαλιλαίας» (στ. 16).
Πρόκειται γιὰ τὴ λίμνη της Γαλιλαίας, πού ὀνομάζεται στὰ εὐαγγέλια «λίμνη Γεννησαρὲτ» ἤ
γενικῶς «ἡ θάλασσα» ἤ «θάλασσα της Τιβεριάδος» (Ιωάν. κα' 1). Ἡ δυτικὴ της ὄχθη ἀποτελεῖ το
πιὸ γνωστὸ πεδίο δράσεως του Ἰησοῦ (Καπερναούμ, Βηθσαϊδά), ἐνῶ στὴν περιοχὴ ποῦ βρίσκεται
ἀνατολικὰ της λίμνης καταφεύγει ὁ Ἰησοῦς γιὰ νὰ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τα πλήθη καὶ νὰ προσευχηθῆ.
Στὴν ἄκρη της λίμνης συναντᾶ ὁ Ἰησοῦς δύο ψαράδες, τὸν Σίμωνα (στὸν ὁποῖον κατὰ το γ' 16
«επέθηκεν ὄνομα Πέτρον») καὶ τον Ἀνδρέα, ἀδελφὸ του Σίμωνα. Το ὄνομα Σίμων εἶναι
μεταγενέστερη ἐξελληνισμένη μορφὴ του Συμεὼν καὶ χρησιμοποιεῖται 7 φορὲς ἀπὸ τον
εὐαγγελιστὴ, ἐνῶ 19 φορὲς χρησιμοποιεῖται το ὄνομα Πέτρος καὶ καμμία το Σίμων Πέτρος.
Ἀντίθετα ἐλάχιστα μνημονεύεται ὁ 'Ἀνδρέας. Το ὄνομὰ του εἶναι ἑλληνικό. Γιὰ τον Ἀνδρέα ὁ
εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης διευκρινίζει, ὅτι κατὰ την ἀρχικὴ γνωριμία μὲ τὸν Ἰησοῦ πρῶτος Τὸν
ἀκολούθησε καὶ κατόπιν ώδήγησε σ' Αὐτὸν καὶ τον ἀδελφὸ του Πέτρο (Ιωάν. α' 40-42).
Ὁ Πέτρος κατονομάζεται ἐδῶ πρῶτος μεταξὺ των τεσσάρων μαθητῶν. Ἐπίσης καὶ στὸν κατάλογο
των δώδεκα προτάσσεται (γ' 13) καὶ γενικότερα στὸ εὐαγγέλιο του Μάρκου κατέχει ἰδιάζουσα θέσι.
Ἡ πρόσκλησις του Ἰησοῦ γίνεται μὲ αὐθεντία καὶ ἠχεῖ σὰν θεία προσταγὴ: «Καὶ είπεν αυτοὶς ὁ
Ἰησοῦς: Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς γενέσθαι ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (στ. 17). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς: “Ακολουθήστε μὲ καὶ θὰ σας κάνω ψαράδες ανθρώπων”».
Ἀποκτᾶ ἐξέχουσα βαρύτητα καὶ κυριαρχεῖ ἀπόλυτα το πρόσταγμα του Ἰησοῦ «δεῦτε ὀπίσω μου,
καὶ ποιήσω ὑμᾶς γενέσθαι ἁλιεῖς ἀνθρώπων».
Ὁ Ἰησοῦς ζητὰ ἀπὸ τους δύο ψαράδες νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν ὡς μαθητὲς Του καὶ νὰ γίνουν στὸ
ἑξῆς «ἁλιεῖς άνθρώπων», ψαράδες ποῦ θὰ ψαρεύουν ἀνθρώπους στὸ εὐαγγέλιο ποῦ κηρύττει
Αὐτὸς ποῦ τοὺς προσκαλεῖ.
Ἐκεῖνο πού κάνει ἐντύπωση εἶναι ἡ ἄμεση ἀνταπόκρισις των δύο ψαράδων στὸ προσκλητήριο
του Ἰησοῦ.

Ἀνταπόκρισις των πρώτων (στ. 18)


Το τεράστιο κύρος, πού ἐνυπάρχει στὸ πρόσταγμα του Χριστοῦ, ὑπογραμμίζεται ἀπὸ την ἄμεση
ἀνταπόκριση των δύο ψαράδων. «Καὶ εὐθέως ἀφέντες τα δίκτυα αὐτῶν ήκολούθησαν αύτὼ» (στ.
18). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἐκεῖνοι ἀμέσως ἄφησαν τα δίχτυα καὶ τὸν ἀκολούθησαν».
Ὑπακούουν ἀμέσως στὸ πρόσταγμα. Καὶ ἀκολουθοῦν χωρὶς διασταγμούς, χωρὶς λογισμούς,
χωρὶς κρατούμενα, χωρὶς ἐνδοιασμούς.
Θαυμάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Σκόπει αὐτῶν καὶ την πίστιν καὶ τὴν ὑπακοήν. Ἀκούσαντες
αὐτοῦ κελεύοντος, οὐκ ανεβάλοντο, οὐχ υπερέθεντο, οὺκ εἶπον: Υποστρέψαντες οἴκαδε
διαλεχθῶμεν τοῖς προσήκουσιν ἀλλὰ πάντα ἀφέντες, είποντο, καθάπερ καὶ Ελισαίος ἐπὶ Ἥλιου
ἐποίησε. Τοιαύτην γὰρ ὁ Χριστὸς ὑπακοὴν ζητεῖ παρ' ἡμῶν, ὥστε μηδὲ ἀκαριαῖον άναβάλλεσθαι
χρόνον, κἂν σφόδρα τὶ των ἀναγκαιοτάτων ἡμᾶς κατεπείγη» (Ε.Π.Ε. 9,446). Μετάφρασις: Πρόσεχε
καὶ τὴν πίστι καὶ τὴν ὑπακοὴ των ἀποστόλων. Μόλις ἄκουσαν νὰ τοὺς καλὴ ὁ Χριστός, δὲν
ἀνέβαλαν, δὲν ἔβαλαν κάτι πάνω ἀπὸ αὐτό, δὲν εἶπαν: Ας πᾶμε γιὰ λίγο στὸ σπίτι μας, νὰ
συζητήσουμε μὲ τους δικοὺς μας. Ὅλα τα ἄφησαν καὶ ἀκολούθησαν (Ματθ. δ' 20), ὅπως ἐκεῖνος ὁ
Ελισαίος την ἐποχὴ του Ἠλία. Τέτοια ὑπακοὴ ζητάει ὁ Χριστὸς ἀπὸ μᾶς οὔτε στιγμὴ νὰ μὴν
ἀναβάλλουμε, ἔστω καὶ ἂν κάτι ἀπὸ τα θεωρούμενα ἀναγκαία φαίνεται ὡς κατεπείγον.
Το ρῆμα «ἀκολουθῶ» ἔχει την ἔννοια: ἀκολουθῶ κάποιον ὡς ὀπαδὸς καὶ μαθητὴς του. Στὴν
Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Ελισαίος δέχεται την πρόσκληση του Ἠλία καὶ τον ἀκολουθεῖ (Γ' Βασ. ιθ' 19-21).
«Καὶ εὐθέως ἀφέντες τα δίκτυα αὐτῶν, ήκολούθησαν αυτὼ» (στ. 18). Πρόκειται γιὰ μιὰ
θαρραλέα ἀπόφαση, στὴν ὁποία καὶ θὰ μείνουν πιστοὶ μέχρι τέλους. Ἡ διήγησις του Μάρκου
ἄλλωστε ἔχει συνάμα καὶ ἕνα παραδειγματικὸ χαρακτήρα, διότι δείχνει ἕνα τυπικὸ παράδειγμα
ἄμεσης ἀνταποκρίσεως στὴ θεία πρόσκλησι. Ἡ ὑψηλὴ ἀποστολὴ, πού ἀνατίθεται στοὺς δύο
ἀδελφούς, ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ το βιοποριστικὸ ἁλιευτικὸ τους ἔργο.

Οἱ υἱοὶ Ζεβεδαίου (στ. 19-20)


Την ἴδια πρόσκληση ἀπευθύνει ὁ Ἰησοῦς καὶ στὰ δύο παιδιὰ του Ζεβεδαίου, τὸν Ἰάκωβο καὶ
τὸν Ἰωάννη. «Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν ὀλίγον είδεν Ἰάκωβον τὸν του Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τον
ἀδελφὸν αὐτοῦ, καὶ αὐτοὺς ἐν τῷ πλοίω καταρτίζοντας τα δίκτυα» (στ. 19). 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Ἀφοῦ προχώρησε λίγο πιὸ πέρα ὁ Ἰησοῦς, εἶδε τὸν Ἰάκωβο, το γυιὸ του Ζεβεδαίου,
καὶ τον ἀδελφὸ του τον Ἰωάννη νὰ τακτοποιοῦν καὶ αὐτοὶ τα δίχτυα μέσα στὸ ψαροκάϊκο». . ὁ Ὁ
Ἰάκωβος αὐτὸς εἶναι ἄλλος, διάφορος ἀπὸ τον Ἰάκωβο, τον ἀδελφὸ του Ἰησοῦ (τσ' 3), δηλαδή,
μεγαλύτερο γυιὸ του Ἰωσὴφ ἀπὸ γάμο του πρὸ της μνηστείας μὲ τὴν Θεοτόκο. Ἐκεῖνος ὁ Ἰάκωβος
ὀνομάζεται «αδελφόθεος», ἔγινε πρῶτος ἐπίσκοπος των Ἱεροσολύμων καὶ συνέγραψε την πρώτη
ἀπὸ τὶς ἑπτὰ «καθολικὲς» Ἐπιστολές.
Ἐπίσης ὁ Ἰάκωβος της δεύτερης ἀδελφικῆς δυάδος των κληθέντων μαθητῶν εἶναι διάφορος του
Ἰακώβου του υἱοῦ του 'Αλφαίου (γ' 18), ποῦ εἶναι καὶ αὐτὸς ἐκ των δώδεκα ἀποστόλων.
Ὁ Ἰάκωβος του Ζεβεδαίου ἀνήκει στὸ στενὸ κύκλο των τριῶν μαθητῶν (Πέτρος, Ἰάκωβος,
Ἰωάννης), ποῦ σὲ ώρισμένα γεγονότα της δράσεὼς Του ξεχωρίζει ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τοὺς λοιποὺς
μαθητές. Ἔχει ἀκόμη ἕνα προνόμιο. Εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ τους δώδεκα, πού μαρτύρησε καὶ ἔχυσε
το αἷμα Του γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ (Πράξ. ιβ' 2). Ἀπόστολος πρωτομάρτυρας.
Ὁ Ἰωάννης εἶναι ὁ γνωστὸς μας εὐαγγελιστής, νεώτερος γυιὸς του Ζεβεδαίου. Εἶναι ὁ μαθητὴς
της ἀγάπης. Συνέγραψε το τέταρτο εὐαγγέλιο, τὶς τρεῖς ἀπὸ τὶς ἑπτὰ «καθολικὲς» ἐπιστολὲς καὶ την
Ἀποκάλυψι. Εἶναι ὁ παρθένος, ποῦ έπεσεν ἐπὶ το στῆθος του Ἰησοῦ (Ιωάν. ιγ' 25. κα' 20) κατὰ το
Μυστικὸ Δεῖπνο, καὶ στὸν ὁποῖον ἀπὸ του Σταυροῦ ἐμπιστεύθηκε τη μητέρα του, την ἁγία Παρθένο
(Ιωάν. ιθ' 27).
Ἡ ἀμεσότητα της ἀνταποκρίσεως γίνεται εντονότερη στὴν κλῆσι των ἀδελφῶν Ἰωάννου καὶ
Ἰακώβου: «Καὶ εὐθέως εκάλεσεν αὐτούς. Καὶ ἀφέντες τον πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαίον ἐν τῷ πλοίω
μετὰ των μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ» (στ. 20). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ τοὺς
κάλεσε ἀμέσως. Κι ἐκεῖνοι ἄφησαν τον πατέρα τους τὸν Ζεβεδαίο στὸ ψαροκάϊκο μὲ τοὺς
μισθωτοὺς καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦ».
Στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ λόγος του Μεσσία ἐμφανίζεται μὲ ἀσύγκριτη ἰσχύ, μὲ μιὰ ἰσχὺ πού
προκαλεῖ ἐπαναστατικὲς ἀλλαγὲς στὸ ἐπίπεδο των οἰκογενειακῶν καὶ των ἐπαγγελματικῶν
σχέσεων.

21 Καὶ εἰσπορεύονται εἰς Καπερναούμ· καὶ εὐθέως τοῖς σάββασιν εἰσελθὼν εἰς τὴν συναγωγὴν
ἐδίδασκε. 22 καὶ ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων,
καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς. 23 Καὶ ἦν ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ, καὶ
ἀνέκραξε 24 λέγων· ἔα, τί ἡμῖν καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ Ναζαρηνέ; ἦλθες ἀπολέσαι ἡμᾶς; οἶδά σε τίς εἶ, ὁ
ἅγιος τοῦ Θεοῦ. 25 καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· φιμώθητι καὶ ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ. 26 καὶ
σπαράξαν αὐτὸν τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον καὶ κράξαν φωνῇ μεγάλῃ ἐξῆλθεν ἐξ αὐτοῦ. 27 καὶ
ἐθαμβήθησαν πάντες, ὥστε συζητεῖν πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντας· τί ἐστι τοῦτο; τίς ἡ διδαχὴ ἡ καινὴ
αὕτη, ὅτι κατ᾿ ἐξουσίαν καὶ τοῖς πνεύμασι τοῖς ἀκαθάρτοις ἐπιτάσσει, καὶ ὑπακούουσιν αὐτῷ; 28 καὶ
ἐξῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εὐθὺς εἰς ὅλην τὴν περίχωρον τῆς Γαλιλαίας.

Ἔκπληξις ἀπὸ τη διδαχὴ Του (στ. 21-22)


Το κήρυγμα του Ἰησοῦ στὴν ἀρχὴ γίνεται μέσα στὴ συναγωγή. Παντοῦ βέβαια κηρύττει ὁ Κύριος,
καὶ στὴν ὕπαιθρο (ἐπὶ του ὄρους ὁμιλία) καὶ στὴν ἔρημο (χορτασμὸς πεντακισχιλίων) καὶ σὲ σπίτια
(ὅπου παρατηρεῖται συνωστισμὸς) καὶ στὴ θάλλασα (μὲ βῆμα ἕνα πλοιάριο) καὶ στὸ ναὸ των
Ἱεροσολύμων, «ἐν παντὶ τόπω», μὲ ἀποκορύφωμα το Γολγοθὰ. Ὁ ἰσχυρότερος ἄμβωνας του
Χριστοῦ ὑπῆρξε ὁ Σταυρὸς Του.
Ἀπὸ τα πολλὰ θαύματα, ποῦ ἐπετέλεσε ὁ Ἰησοῦς, οἱ εὐαγγελιστὲς σταχυολογοῦν καὶ διηγοῦνται
περίπου 40, ἴσως τα πιὸ ἀντιπροσωπευτικά. Τα χαρακτηρίζουν «σημεῖα», «δυνάμεις», «τέρατα,
«παράδοξα», «θαυμάσια» κ.λπ..
Ἀπὸ πλευρὰς ἡμερομηνίας, καθημερινὰ ἐνεργοῦσε θαυματουργικά. Ἐκεῖνο, πού προκαλοῦσε
ἀντιδράσεις των Ἰουδαίων ἦταν το θαυματουργεὶν την ἡμέρα του Σαββάτου. Σύμφωνα μὲ το
τυποκρατικὸ ἰουδαϊκὸ πνεῦμα το Σάββατο δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἐνεργὴ θαύματα ὁ Χριστός! Εἶναι σὰν
νὰ ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ τον ἥλιο νὰ μὴ στέλνη τὶς ἀκτίνες του τη μέρα του Σαββάτου (ἤ τώρα της
Κυριακῆς)!!!
Βέβαια ἤξεραν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅτι ἡ ἀγάπη καὶ το θαῦμα δὲν ἔχουν ἀργίες, ἀλλ' ἤθελαν νὰ
κατηγορήσουν τον Ἰησοῦ, γι' αὐτὸ παρερμήνευαν την ἔννοια του Σαββάτου.
Πάντως το θαῦμα, πού πρόκειται νὰ διηγηθῆ ὁ εὐαγγελιστής, τελέσθηκε το Σάββατο, χωρὶς νὰ
προκληθῆ κάποια ἀντίδρασις.
Γεωγραφικὰ ὁ τόπος των περισσοτέρων κηρυγμάτων καὶ θαυμάτων του Χριστοῦ εἶναι ἡ
Καπερναούμ. «Καὶ εισπορεύονται εἰς Καπερναοὺμ καὶ εὐθέως τοϊς Σάββασιν εἰσελθὼν εἰς την
συναγωγὴν εδίδασκε» (στ. 21). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἔρχονται στὴν Καπερναούμ. Καὶ
ἀμέσως το Σάββατο μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στὴ συναγωγὴ καὶ δίδασκε»..
Ἡ Καπερναοὺμ ἦταν ἡ πόλις των πολλῶν ἐνεργειῶν του Ἰησοῦ. Εἶναι ἡ «ἴδια πόλις» (Ματθ. θ' 1).
Ἡ πρωτεύουσα των θαυμάτων Του. Βρίσκεται στὴ δυτικὴ ὄχθη της λίμνης της Γεννησαρέτ, 6
χιλιόμετρα νοτιότερα ἀπὸ την ἐκβολὴ του Ἰορδάνου. Ορμητήριο της δράσεως του Χριστοῦ. Πόλις
διεθνιστικὴ γιὰ την ἐποχὴ (Γαλιλαία των ἐθνῶν).
«Καὶ εὐθέως τοϊς Σάββασιν εἰσελθὼν εἰς τὴν συναγωγὴν εδίδασκε». Ὁ Χριστὸς πήγαινε «κατὰ
τὸ ειωθὸς αυτὼ» (Λουκ. δ' 16) κάθε Σάββατο στὴ συναγωγή. Κάνοντας χρῆσι της δυνατότητας πού
εἶχε ὅποιος μετεῖχε στὴ σύναξι νὰ ζητήση το λόγο ἀμέσως μετὰ την ἀνάγνωση του Νόμου καὶ των
Προφητῶν, ὁ Ἰησοῦς παίρνει το λόγο γιὰ νὰ δώση τη σωστὴ ἑρμηνεία των Γραφῶν. Ὁ Ἰησοῦς βλέπει
στὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὴν προτύπωση του δικοῦ Του ἔργου. Ἄλλωστε το Θεανδρικὸ Του Πρόσωπο
ἦταν μία «συναγωγή». Συναγμένοι ὅλοι ἐν Χριστῶ, συναγόμαστε πλέον στὴν Ἐκκλησία, ποῦ τὴν
προτύπωνε ἡ ἰουδαϊκὴ συναγωγή.
Στὸ πρῶτο μέρος της ἑρμηνευομένης περικοπῆς καὶ Μάρκος σημειώνει, ὅτι οἱ ἀκροατὲς της
συναγωγῆς «έξεπλήσσοντο ἐπὶ τη διδαχὴ αὐτοῦ ἣν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ
οὐχ ὼς οἱ γραμματεῖς» (στ. 22). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔμεναν
κατάπληκτοι ἀπὸ τη διδασκαλία του, γιατὶ τοὺς δίδασκε μὲ αὐθεντία καὶ ὄχι ὅπως διδάσκουν οἱ
γραμματεῖς».
Τὸ ρῆμα έκπλήττομαι συναντᾶται στὸ Μάρκο σὲ παρόμοιες συνάφειες (τσ' 2. ζ' 37. ι' 26) καὶ
ἀποτελεῖ «ἰσχυρὴ λέξι». Ὁ Ἰησοῦς μιλοῦσε «ὡς ἐξουσίαν ἔχων». Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀναφαίνεται γιὰ
πρώτη φορὰ ὁ ὄρος «ἐξουσία» σὲ συνάρτηση μὲ τὸ Μεσσία. Καὶ οἱ γραμματεῖς βεβαίως μιλοῦσαν
μὲ κάποιο κύρος. Ἐν τούτοις στὸ χωρίο α' 22 ὁ εὐαγγελιστὴς αποσχετικοποιεὶ τον ὅρο «ἐξουσία»
καὶ τὸν ἐφαρμόζει ἀπόλυτα μόνο στὸ Μεσσία.
Ἐξουσία εἶναι ἡ αὐθεντία, μὲ την ὁποία ἐνεργεῖ καὶ διδάσκει ὁ Μεσσίας. Γιὰ πολὺ χρόνο ὁ λαὸς
εἶχε στερηθῆ τὸ προφητικὸ κήρυγμα. Κήρυτταν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἄλλοι δάσκαλοι του Νόμου,
ἀλλὰ στηρίζονταν στὰ λόγια προγενεστέρων ραββίνων. Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐπικαλεῖται προγενεστέρους
δασκάλους γιὰ νὰ θεμελιώση τα ὅσα λέει. Ἀποκαλύπτει ἀλήθεια, ποῦ πηγάζει ἀπὸ την πηγή, ποῦ
εἶναι ὁ ἴδιος, ἡ Αυτοαλήθεια. «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀλήθεια» (Ιωάν. ιδ' 6), διακηρύττει, ἔχοντας πλήρη
αυτοσυνειδησία της θεϊκῆς Του ταυτότητας.
Γιὰ νὰ δείξη πόσο διαφοροποιεῖται ἀπὸ προηγούμενες διδασκαλίες, λέει ἐπανειλημμένως στὴν
ἐπὶ του ὄρους ὁμιλία: «Ἠκούσατε ὅτι ερρέθη τοῖς αρχαίοις... Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν» (Ματθ. ε' 21-22).
Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἐξουσία. Ἕνα δὲ ἀπὸ τα ἐπίπεδα, ὅπου ἀπόλυτα ἐξουσιάσει, εἶναι ὁ λόγος, ἡ
διδασκαλία. Εἶναι το πρῶτο ἐπίπεδο. Διδάσκει «ὡς ἐξουσίαν ἔχων καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς». Ἡ
σπουδαιότερη δὲ διαφορὰ Του πρὸς τοὺς γραμματεῖς συνίσταται στὸ ὅτι ἐκεῖνοι στηριζόμενοι σὲ
αὐθεντίες του παρελθόντος, τονώνουν την ἐλπίδα του λαοῦ γιὰ το μέλλον, γιὰ τὸν ἀναμενόμενο
Μεσσία, ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς προσφέρει το παρόν. Τώρα (στὸ πρόσωπὸ Του) πραγματοποιοῦνται οἱ
προφητεῖες της Παλαιὰς Διαθήκης.

Ἀναγνώρισις ἀπὸ τα πονηρὰ πνεύματα (στ. 23-24)


Το δεύτερο ἐπίπεδο, στὸ ὁποῖο ἐκδηλώνεται ἡ ἐξουσία αὐτὴ, εἶναι το ἐπίπεδο των σχέσεων μὲ
τὸν κόσμο των πονηρῶν πνευμάτων. «Καὶ ἣν ἐν τη συναγωγὴ αὐτῶν ἄνθρωπος ἐν πνεύματι
ακαθάρτω, καὶ ἀνέκραξε λέγων: Έα, τὶ ήμὶν καὶ σοί, Ἰησοῦ Ναζαρηνὲς Ἦλθες ἀπολέσαι ἡμᾶς; Οἶδὰ
σὲ τὶς εἰ, ὁ ἅγιος του Θεοῦ» (στ. 23-24). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἐκεῖ στὴ συναγωγὴ τους
ἦταν κάποιος, ποῦ κατεχόταν ἀπὸ δαιμονικὸ πνεῦμα. Αὐτὸς κραύγασε λέγοντας: «Έ! Τὶ δουλειὰ
ἔχεις ἐσὺ μὲ μᾶς, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ; Ἦρθες νὰ μᾶς ἀφανίσης; Σὲ ξέρω ποιὸς εἶσαι: Εἶσαι ὁ Ἐκλεκτὸς
του Θεοῦ».
Ἡ νίκη του Χριστοῦ ἐπὶ των δαιμόνων δὲν ἐπιβάλλεται ὡς ὑποχρεωτικὴ νέα κατάστασις στὸν
κόσμο, ἀλλὰ προσφέρεται ὡς δωρεά, ὡς νέα δυνατότητα, ὅπου ὅμως ἀπαιτεῖται καὶ ἡ ἀνθρωπίνη
προσπάθεια (ἀγωνιστικότητα). Πάντως καὶ ὁ ἀγώνας του ἀνθρώπου (του πιστοῦ) εἶναι
ἀποτελεσματικὸς χάρι στὸ σταυρὸ του Χριστοῦ.
Μὲ μαγικὸ τρόπο δὲν νικιέται το κακό. Ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα καὶ ἡ πατερικὴ θεολογία
κρατᾶ πάντοτε σωστὰ την ἰσορροπία ἀνάμεσα στὸ χρέος του ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση του
κακοῦ (διαρκὴς μετάνοια καὶ συνεχὴς ἀγώνας) καὶ στὴν πίστι, ὅτι το κακὸ καταβάλλεται μὲ
δυνάμεις πού ὑπερβαίνουν τα ἀνθρώπινα.
Στὸ σκηνικὸ μέσα στὴ συναγωγὴ της Καπερναοὺμ σὲ πρῶτο πλάνο ἕνας ἄνθρωπος «ὲν πνεύματι
ακαθάρτω». Πνεῦμα ἀκάθαρτο εἶναι το δαιμονικὸ πνεῦμα. Εἶναι συνήθης ἔκφρασις του Μάρκου.
Ἀκάθαρτο καὶ πονηρό. Ἀκάθαρτο καὶ διότι μολύνει τον ἄνθρωπο. Ἀκάθαρτο καὶ διότι ἐξωθεῖ το
θύμα του σὲ ἀκάθαρτες πράξεις.
Τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα, πού κατεῖχε τον ἄνθρωπο της συναγωγῆς της Καπερναούμ, κραυγάζει
καθὼς ἀντικρύζει το Μεσσία: «Τὶ ἡμῖν καὶ σοὶ Ἰησοῦ Ναζαρηνὲς Ἦλθες ἀπολέσαι ἡμᾶς; Οιδὰ σὲ τὶς
εἰ, ὁ ἅγιος του Θεοῦ» (στ. 24).
Ἡ κραυγὴ του δαιμονισμένου πρὸς τὸν Ἰησοῦ σημαίνει, ὅτι ὁ δαίμονας ξέρει την ἀδυναμία του
ἔναντι του Ἰησοῦ. Σὰν νὰ Του λέη: «Τὶ δουλειὰ ἔχεις Ἐσὺ μὲ μᾶς;», «τὶ κοινὸ ἔχουμε ἐμεῖς μὲ Σένα;»,
«τὶ ἀνακατεύεσαι στὴ δουλειὰ μας;».
Ὁ πληθυντικὸς «ἡμῖν» δηλώνει την ὕπαρξη πολλῶν δαιμονίων, τη διάσπαση της
προσωπικότητας του ἀσθενοῦς, ὅπως θὰ λέγαμε μὲ σύγχρονη ὁρολογία.
Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἀναγνωρίζει την ἀδυναμία κοινωνίας καὶ συνυπάρξεως μὲ τὸν Ἰησοῦ. Ἐπὶ
πλέον ἀποκαλύπτει, ὅτι σκοπὸς της ἐλεύσεως του Ἰησοῦ εἶναι ἡ ἐξουδετέρωσις των πονηρῶν
πνευμάτων. Ἡ κραυγὴ του ἀκαθάρτου πνεύματος ἰσοδυναμεῖ μὲ ἀπερίφραστη ὁμολογία της
ὑπέρτατης ἐξουσίας του Ἰησοῦ. Ἐπιβεβαίωσης της ἀπόψεως αὐτῆς ἀποτελεῖ καὶ ἡ προσφώνησις
«ἅγιος του Θεοῦ». Ἡ προσφώνησις δὲν ἀνήκει στοὺς καθιερωμένους μεσσιανικοὺς τίτλους.
Ἀπὸ το περιστατικὸ μὲ τὸν δαιμονισμένο στὴν Καπερναοὺμ μέχρι τα ἄλλα περιστατικὰ μὲ
πονηρὰ πνεύματα, διακρίνεται ἡ ἄρνησις του Ἰησοῦ Χριστοῦ νά... συνεργασθῆ μὲ τὸν διάβολο! Δὲν
χρειάζεται τη διαφήμισὶ του! Γι' αὐτὸ καὶ συμπερασματικὰ ὁ εὐαγγελιστὴς παρουσιάζει την κάθετη
στάση του Χριστοῦ πρὸς πάσα «βοήθεια» ἡ «σύστασι» ἀπὸ τα δαιμόνια: «Καὶ δαιμόνια πολλὰ
ἐξέβαλε (ὁ Ἰησοῦς), καὶ οὐκ ήφιε λαλεῖν τὰ δαιμόνια ὅτι ήδεισαν αὐτὸν Χριστὸν εἶναι» (α' 34).
Ἤξεραν καὶ παραήξεραν ποιὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς. Μὰ ὁ Ἰησοῦς δὲν χρειάζεται τό… συνεταιρισμὸ
τους! Τὸ γιατί, εὔκολα τὸ νοοῦμε: Τὰ δαιμόνια πλανοὺν τους ἀνθρώπους. Σήμερα, λοιπόν, λένε την
ὡραιότερη ὁμολογία καὶ μαρτυρία γιὰ το πρόσωπο του Μεσσία. Καὶ ὅταν ἀποσπάσουν την
ἐμπιστοσύνη των ἀνθρώπων, τότε θὰ «ξεράσουν» ό,τι πιὸ βλάσφημο κατὰ του Χριστοῦ. Ἀλοίμονο,
λοιπόν, ἂν ὁ Κύριος δὲν βούλωνε το στόμα των δαιμονισμένων, ὅταν ἔλεγαν ἀκόμα καὶ τα
καλύτερα λόγια γι' Αὐτόν! Την ἴδια στάσι τήρησε καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν το δαιμόνιο στοὺς
Φιλίππους διαλάλησε τα πιὸ διαφημιστικὰ λόγια γιὰ το ἔργο των ἀποστόλων (Πράξ. ιστ' 17).
Ἡ παρουσία του Μεσσία σημαίνει το τέλος της δράσεως των δαιμόνων καὶ την ἀρχὴ της
ἀπελευθερώσεως των ἀνθρώπων ἀπὸ την καταδυναστεία τους (Πράξ. ι' 38). Ἡ βεβαιότητα αὐτὴ
απηχείται στὰ λόγια: «Ἦλθες ἀπολέσαι ἡμᾶς; Οιδὰ σὲ τὶς εἰ, ὁ ἅγιος του Θεοῦ».
Το ἔργο του Χριστοῦ, ὅπως παρουσιάζεται ἰδίως στὸ εὐαγγέλιο του Μάρκου, συνίσταται στὴν
ἐκμηδένιση της δαιμονικῆς κυριαρχίας ἐπὶ των ἀνθρώπων. Καὶ ὅταν ἀκόμα τα δαιμόνια λένε στὸ
Χριστὸ: «Ξέρουμε ποιὸς εἶσαι. Εἶσαι ὁ ἅγιος του Θεοῦ»! Ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς στὸ στόμα του
δαιμονισμένου ὑποδηλώνει την ἀπόσταση ἀνάμεσα στὸν «ἅγιο του Θεοῦ» (τὸν Μεσσία) καὶ στὸ
«ἀκάθαρτο» δαιμονικὸ πνεῦμα. Ἡ συνέχεια της διηγήσεως δείχνει, ὅτι το ἀκάθαρτο πνεῦμα
ἐκδιώκεται καὶ καταβάλλεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο του Θεοῦ.
Ὁ Χριστὸς ἦλθε νὰ καταργήση το κράτος του διαβόλου (Εβρ. β' 14). Καὶ βεβαίως του κατάφερε
καίριο κτύπημα, κυρίως διὰ του σταυρικοῦ Του θανάτου καὶ της ἀναστάσεὼς Του. Ἀλλ' αὐτὸ δὲν
σημαίνει, ὅτι ἐξαφανίστηκε παντελῶς καὶ διάβολος ἀπὸ τη ζωὴ μας. Τὰ δαιμόνια ἐξακολουθοῦν νὰ
ἐπηρεάζουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ μετὰ τη νίκη του Ἰησοῦ ἐναντίον τους.
Ἡ διαφορὰ σὲ τὶ συνίσταται; Στὸ ὅτι τώρα, μετὰ Χριστόν, μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τη χάρη του
σταυροῦ Του, μπορεῖ ὁ χριστιανός, ζῶντας στὴν ἐκκλησία καὶ μετέχοντας στὴ μυστηριακή ζωή της,
νὰ νικήση τὶς δαιμονικὲς ἐπιδράσεις. Πρὶν ὁ διάβολος ἦταν μονοκράτορας. Τώρα εἶναι
κοσμοκράτορας σὲ ὅσο ποσοστὸ του ἐπιτρέπουμε ἐμεῖς, μὲ την ἀπροσεξία μας, την ολιγοπιστία
μας, την ἔλλειψη ἀγῶνος.

Κατατροπώνει τα δαιμόνια (στ. 25-26)


Στὴν πρόκληση του πονηροῦ πνεύματος ἡ ἀπάντησις του Ἰησοῦ εἶναι μία καθαρὴ ἔκφρασις
ἐξουσίας: «Καὶ επετίμησεν αυτὼ ὁ Ἰησοῦς λέγων: Φιμώθητι καὶ ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ» (στ. 25). Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ Ἰησοῦς ἐπετίμησε τὸ δαιμονικὸ πνεῦμα. Καὶ του εἶπε: “Πάψε νὰ μιλᾶς καὶ
βγὲς ἀπ' αυτόν”».
Ὁ λόγος του Ἰησοῦ εἶναι μόνο δύο προστακτικές, ποῦ προβάλλουν ἐμφαντικὰ την ὑπερφυσικὴ
δύναμὶ Του, μὲ ἄμεσο ἀποτέλεσμα την ἔξοδο του ἀκαθάρτου πνεύματος. Ὁ Μεσσίας ὁμιλεῖ καὶ οἱ
λέξεις Του εἶναι φορτισμένες μὲ ἐνέργεια, πού συντρίβει την ἐξουσία των δαιμονικῶν δυνάμεων.
«Καὶ σπαράξαν αὐτὸν το πνεῦμα το ἀκάθαρτον καὶ κράξαν φωνὴ μεγάλη εξήλθεν ἐξ αὐτοῦ» (στ.
26). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Το δαιμονικὸ πνεῦμα, ἀφοῦ συνετάραξε τὸν ἄνθρωπο καὶ
φώναξε μὲ δυνατὴ φωνή, βγῆκε ἀπὸ τον ἄνθρωπο».
Τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα ἐκτελεῖ ἀμέσως την προσταγὴ του Αγίου του Θεοῦ. Μὲ θεαματικὲς
ἐκδηλώσεις («σπαράξαν», «κράξαν φωνὴ μεγάλη») ἐξέρχεται ἀπὸ τον ἄρρωστο. Οἱ ὁρατὲς αὐτὲς
ἐκδηλώσεις ἔχουν ὡς στόχο νὰ ὑποδηλώσουν την πραγματικότητα της θεραπείας, ποῦ, ὅπως
φαίνεται ἀπὸ τον ἑπόμενο στίχο, ἐντυπωσίασαν σφόδρα τοὺς παρισταμένους.

Ἐντύπωσις καὶ θαυμασμὸς (στ. 27)


Ἡ ἐντύπωσις του πλήθους ἀπὸ το θαῦμα του Ἰησοῦ εἶναι ἕνα ἀκόμη στοιχεῖο δομικὸ της ἰδέας
της ἐξουσίας. Ὁ Μάρκος σημειώνει, ὅτι θαμπώθηκαν ὅλοι. «Καὶ εθαμβήθησαν πᾶντες, ὥστε
συζητεὶν πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντας: τὶ ἐστὶ τοῦτο; τὶς ἤ διδαχὴ ἡ καινὴ αὕτη, ὅτι κατ' ἐξουσίας καὶ
τους πνεύμασι τοϊς ακαθάρτοις ἐπιτάσσει, καὶ υπακούουσιν αυτὼ;» (στ. 27). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κυριεύτηκαν ἀπὸ δέος. Καὶ συζητοῦσαν μεταξὺ τους: Τί
σημαίνουν ὅλα αὐτά; Ποιὰ εἶναι ἡ καινούργια διδασκαλία; Μὲ αὐθεντία διατάζει ἀκόμα καὶ τα
δαιμονικὰ πνεύματα καὶ τὸν υπακούουν”».
Ἐδῶ ἡ ἀφήγησις παρουσιάζει μία γενικὴ κατάσταση ὑπέρμετρης καταπλήξεως καὶ θαυμασμοῦ
καὶ ὁδηγεῖ στὸν πρωταγωνιστὴ των γεγονότων, στὸ Μεσσία καὶ τὸν πανίσχυρο λόγο Του. Βλέπει ὁ
λαός, ὅτι δὲν ὑπάρχει εξορκιστικὴ γλώσσα, οὔτε ἡ «τελετουργία» ἤ το τυπικὸ ἑνὸς ἐξορκισμοῦ...
Ὑπάρχει θεϊκὴ δύναμις καὶ ἐνέργεια.
Τὸ πλῆθος προβαίνει ἀνεπιφύλακτα σὲ ἀναγνώριση της μοναδικῆς δυνάμεως του λόγου αὐτοῦ:
«Τὶ έστι τοῦτο; Τὶς ἤ διδαχὴ ἡ καινὴ αὕτη, ὅτι κατ' ἐξουσίαν καὶ τοὺς πνεύμασι τοῖς ακαθάρτοις
ἐπιτάσσει, καὶ υπακούουσιν αυτὼ;» (στ. 27).
Γιὰ δεύτερη φορὰ μέσα στὴν ἴδια περικοπὴ παρουσιάζεται ὁ ὄρος «ἐξουσία» σὲ συνάρτηση μὲ
τὸν Ἰησοῦ.
Τα δύο ρήματα «ἐπιτάσσω» καὶ «ὑπακούω» ἀνήκουν σὲ λεξιλόγιο, πού προσδιορίζει σχέσεις
αὐθεντίας καὶ ὑπακοῆς, ἰσχύος καὶ ὑποταγῆς.

Ξαπλώνεται ἡ φήμη Του (στ. 28)


Οἱ ἀκτίνες του ἥλιου ξαπλώνονται παντοῦ σ' ὅλη την κτίσι. Ἔτσι καὶ πολὺ περισσότερο το φῶς
της παρουσίας του Μεσσία ξαπλώνεται στὴν ἀρχὴ στὴ Γαλιλαία, στὴν Ἰουδαία, στὴ Σαμάρεια, σιγά-
σιγά καὶ πέρα ἀπὸ την Παλαιστίνη καὶ στὴ συνέχεια γίνεται φῶς παγκόσμιας ἀκτινοβολίας γιὰ ὅλη
την κτίσι (Μάρκ. ιστ' 15).
Γιὰ τὸ ξάπλωμα της φήμης του Χριστοῦ λέει στὴ συνέχεια ὁ εὐαγγελιστὴς: «Καὶ εξήλθεν ἡ ἀκοὴ
αὐτοῦ εὐθὺς εἰς ὅλην την περίχωρον της Γαλιλαίας» (στ. 28). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ
ἀμέσως κυκλοφόρησε ἡ φήμη του Ἰησοῦ παντοῦ σὲ ὅλη την περιοχὴ της Γαλιλαίας».
Ὅσο κι ἂν ὁ Ἴδιος δὲν ἐπεδίωκε τη διαφήμισι, ἀντίθετα μάλιστα ἔδινε παραγγελία «μηδενὶ
εἰπεῖν», ἡ παρουσία Του δὲν μποροῦσε νὰ κρυφτῆ. Ὁ ἥλιος δὲν χρειάζεται διαφήμισι, ἀφοῦ
αυτοδιαφημίζεται. Καὶ ὁ Χριστός, Ἥλιος της Θεότητας, ἀποτελεῖ την προβολὴ της ἀλήθειας καὶ της
ἀγάπης διαχρονικὰ καὶ παγκόσμια.
Στὴν ἐξάπλωση της φήμης καὶ του σωτηριώδους ἔργου του Μεσσία συνέβαλαν τα σημεῖα καὶ οἱ
λόγοι. Ἀμέτρητα τα θαύματὰ Του, ἀσύγκριτοι οἱ λόγοι Του.
Ἀπὸ τα πολλὰ θαύματα, πού ἐπιτέλεσε ὁ Ἰησοῦς, οἱ εὐαγγελιστὲς σταχυολογοῦν καὶ διηγοῦνται
περίπου 40, ἴσως τὰ πιὸ αντιπροσωπετυικά. Τὰ χαρακτηρίζουν «σημεῖα», «δυνάμεις», «τέρατα»,
«παράδοξα», «θαυμάσια» κ.λπ.. Θὰ μπορούσαμε νὰ ἐπισημάνουμε τὶς ἑξῆς θεολογικὲς ἀρχὲς ὡς
πρὸς τὰ θαύματα:
1. Τὰ θαύματα ἀποτελοῦν «σημεῖα», δηλαδὴ ἀποδείξεις της μεσσιανικῆς ἰδιότητας του Ἰησοῦ.
2. Εἶναι δεῖκτες. Δείχνουν μὲ τὶς ἐπὶ μέρους περιπτώσεις ποιὰ θὰ εἶναι ἡ τελικὴ κατάστασις στὸ
νέο κόσμο, ὅπου ὑποχωρεῖ ὁ πόνος, ἡ ἀσθένεια, ὁ θάνατος, καὶ βασιλεύει ἡ ζωή.
3. Ὅπως ὁ Θεὸς μὲ το λόγο Του δημιουργεῖ τον κόσμο ἤ μὲ τὸν πηλὸ πλάθει τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι
καὶ ὁ Μεσσίας ἀναδημιουργεῖ τὸν πεσμένο ἄνθρωπο εἴτε μὲ τὸ ζωοποιὸ λόγο Του ἤ μὲ κάποια
ἐνέργεια Του.
4. Ὁ θαυματουργὸς Χριστὸς των εὐαγγελίων ἀποφεύγει τα πλήθη ἤ ζητεῖ τήρηση μυστικότητας
ἀπὸ τους θεραπευομένους. Ἐκεῖνο πού ἐπιζητεῖ εἶναι νὰ ὁδηγήση τοὺς ἀνθρώπους σὲ μετάνοια.
5. Τὰ θαύματα συσχετίζονται μὲ τὴν πίστι. Δὲν ὁδηγοῦν σ' αὐτήν, ἀλλὰ την προϋποθέτουν. Ὁ
Ἰησοῦς δὲν ἐνεργεῖ θαύματα γιὰ νὰ προκαλέση τὴν πίστι, ἀλλ' ἐνεργεῖ ἐκεῖ πού τὴν διαπιστώνει.
«Ἡ πίστις σου σέσωκὲ σέ», βεβαιώνει. Χαρακτηριστικὸ εἶναι το συμπέρασμα του τετάρτου
εὐαγγελιστοῦ: «Τοσαῦτα αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν, οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτὸν»
(Ιωάν. ιβ' 37).

29 Καὶ εὐθέως ἐκ τῆς συναγωγῆς ἐξελθόντες ἦλθον εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος καὶ ᾿Ανδρέου μετὰ
᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωάννου. 30 ἡ δὲ πενθερὰ Σίμωνος κατέκειτο πυρέσσουσα. καὶ εὐθέως λέγουσιν αὐτῷ
περὶ αὐτῆς. 31 καὶ προσελθὼν ἤγειρεν αὐτὴν κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ
πυρετὸς εὐθέως, καὶ διηκόνει αὐτοῖς. 32 ᾿Οψίας δὲ γενομένης, ὅτε ἔδυ ὁ ἥλιος, ἔφερον πρὸς αὐτὸν
πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας καὶ τοὺς δαιμονιζομένους. 33 καὶ ἦν ἡ πόλις ὅλη ἐπισυνηγμένη πρὸς τὴν
θύραν. 34 καὶ ἐθεράπευσε πολλοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις, καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλε,
καὶ οὐκ ἤφιε λαλεῖν τὰ δαιμόνια, ὅτι ᾔδεισαν αὐτὸν Χριστὸν εἶναι.

Στὸ σπίτι του Πέτρου (στ. 29-30)


Ἀπὸ τη συναγωγὴ στὸ σπίτι του Πέτρου καὶ του Ἀνδρέα. Μαζὶ Του καὶ οἱ ἄλλοι δυὸ μαθητές, ὁ
Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης. Γιατὶ ἄραγε μπῆκε στὸ σπίτι, καὶ μάλιστα στὸ συγκεκριμένο; Πολλὲς φορὲς
ἔμπαινε σὲ σπίτια καὶ τα μετέβαλε σὲ κέντρα του λόγου του Θεοῦ. «Καὶ εὐθέως ἐκ της συναγωγῆς
έξελθόντες ἦλθον εἰς την οἰκίαν Σίμωνος καὶ Ἀνδρέου μετὰ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου» (στ. 29).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ μόλις βγῆκαν ἀπὸ τη συναγωγή, ἦρθαν στὸ σπίτι του Σίμωνα
καὶ του Ἀνδρέα, μὲ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη».
Μετὰ τα γεγονότα της συναγωγῆς της Καπερναοὺμ ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται στὸ σπίτι του Σίμωνος καὶ
του Ἀνδρέου. Τὸ περιστατικὸ μὲ την πεθερὰ του Πέτρου διηγοῦνται καὶ οἱ ἄλλοι δύο συνοπτικοὶ
εὐαγγελιστὲς (Ματθ. ἡ' 14-17. Λουκ. δ' 38-41). Ἡ περιγραφὴ εἶναι λιτὴ καὶ σύντομη. Λέγεται, ὅτι
προέρχεται ἀπὸ τὶς προσωπικὲς ἀναμνήσεις του Πέτρου.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἔχει τη γνώμη, ὅτι σὲ φτωχικό, ἀλλὰ φιλικὸ σπίτι μπῆκε ὁ Ἰησοῦς καὶ γιὰ
νὰ βρῆ κάτι πρὸς βρῶσι. «Τίνος ἕνεκεν εισήλθεν εἰς την οἰκίαν του Πέτρου; Ἐμοὶ δοκεί, τροφῆς
μεταληψόμενος τοῦτο γοὺν εδήλωσεν εἰπὼν: “Ανέστη, καὶ διηκόνει αυτώ”. Παρὰ γὰρ τοὺς
μαθητὰς κατήγετο, ὥσπερ καὶ παρὰ Ματθαίου, ὅτε αὐτὸν ἐκάλεσε, τιμῶν αὐτοὺς καὶ
προθυμοτέρους ταύτη ποιῶν» (Ε.Π.Ε. 10,216). Μετάφρασις: Γιὰ ποιὸ λόγο μπῆκε στὸ σπίτι του
Πέτρου; Ἐγὼ νομίζω, γιὰ νὰ φάγη. Ὑποδηλώνεται αὐτὸ καὶ μὲ τὴν ἐνέργεια της πεθερᾶς ποῦ
γιατρεύτηκε: «Σηκώθηκε καὶ διακονοῦσε τὸν Ἰησοῦ». Συνήθιζε νὰ πηγαίνη ὁ Ἰησοῦς στὰ σπίτια των
μαθητῶν, ὅπως συνέβη καὶ στὴν περίπτωσι του Ματθαίου (Ματθ. Θ' 9-10), γιὰ νὰ τοὺς τιμήση ἔτσι
καὶ νὰ τοὺς κάνη περισσότερο πρόθυμους.
Μόλις μπῆκε στὸ σπίτι Τὸν πληροφοροῦν, ὅτι «ἡ πενθερὰ Σίμωνος κατέκειτο πυρέσσουσα». «Ἡ
δὲ πενθερὰ Σίμωνος κατέκειτο πυρέσσουσα, καὶ εὐθέως λέγουσιν αυτὼ περὶ αὐτῆς» (στ. 30).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἡ δὲ πεθερὰ του Σίμωνος (του Πέτρου) ἦταν κατάκοιτη μὲ πυρετό.
Καὶ ἀμέσως μιλᾶνε στὸν Ἰησοῦ γι' αὐτήν». .
Ὁ Μάρκος μιλάει ἁπλῶς γιὰ πυρετό. «Κατέκειτο πυρέσσουσα». Ὁ Λουκᾶς, ἴσως καὶ διότι ἦταν
ἰατρός, ἀκριβέστερα σημειώνει: «Ἥν συνεχoμένη πυρετὼ μεγάλω» (δ' 38). Ἀκολουθεῖ τη διάκρισι,
ποῦ ἔκαναν οἱ γιατροὶ της ἀρχαιότητας μεταξὺ «μεγάλου» καὶ «σμικροὺ» πυρετοῦ.
Ὁ Χριστὸς καὶ μικρὸς καὶ μεγάλος ἂν ἦταν ὁ πυρετός, μποροῦσε ἀσφαλῶς νὰ τὸν «κατεβάση».
Ἄλλωστε εἶναι Ἐκεῖνος, ποῦ ἦλθε νὰ μας ἀπαλλάξη ἀπὸ τον πυρετὸ της ἁμαρτίας. Καιγόμασταν ἀπὸ
τη μανία της ἁμαρτίας. Καὶ Αὐτὸς ἦλθε νὰ μας δροσίση.
Θαυμάζει κανεὶς τὸν Πέτρο (καὶ ἄλλους μαθητές). Ἦταν ἔγγαμος, εἶχε οἰκογένεια, γυναίκα καὶ
ἄλλους συγγενεῖς. Γιὰ παιδιὰ δὲν γίνεται λόγος στὶς εὐαγγελικὲς διηγήσεις. Ἡ οἰκογενειακὴ του
κατάστασις δὲν στάθηκε ἐμπόδιο στὸ ν' ἀκολουθήση τον Ἰησοῦ Χριστό.
Δύο πράγματα σημαίνει τοῦτο: Τὸ ἕνα, ὅτι πάνω ἀπὸ συγγενεῖς καὶ ἀπὸ αὐτὴ την προσωπικὴ
του οἰκογένεια ἔθεσε τὸν Xριστό (Ματθ. ιθ' 27. ιθ' 29). Το ἄλλο, ὅτι ἡ οἰκογένεια δὲν στέκει ἐμπόδιο
στὸ ν' ἀκολουθήσουμε τον Χριστό, ἀρκεῖ νὰ Τὸν ἀγαπᾶμε πάνω ἀπὸ ὅλα καὶ ἀπὸ ὅλους. Στὴν
περίπτωσι του Πέτρου εἶναι πιθανό, ἡ γυναίκα του νὰ τον ἀκολούθησε στὴν ἀποστολικὴ του
πορεία καὶ νὰ βοηθοῦσε. Κάτι υπεμφαίνεται στὸ Α' Κορ. θ' 5.
Θαυμάζει ἀκόμα κανεὶς καὶ τη στάση του Πέτρου σχετικὰ μὲ τὴν πεθερὰ του. Ἔβλεπε το Χριστὸ
νὰ θεραπεύη ἀρρώστους, ἀλλὰ δὲν προέτρεξε γιὰ τη δικὴ του περίπτωσι. Δὲν χρησιμοποίησε τη
σχέση του μὲ τὸν Ἰησοῦ γιὰ προτεραιότητα της θεραπείας της πεθερᾶς του. Ἀλλὰ καὶ οὔτε
ἀπουσίασε ἀπὸ τη σύναξι του Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἐνδιαφερθῆ γιὰ τὸ συγγενικὸ του πρόσωπο.
Σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Σκόπει του Πέτρου την αἰδὼ την πρὸς τὸν Ἰησοῦν. Ἔχων γὰρ
τὴν πενθερὰν οἶκοι κειμένην καὶ πυρέσσουσαν σφοδρώς, οὺχ είλκυσεν αὐτὸν εἰς την οἰκίαν, ἀλλ'
ἔμεινε καὶ την διδασκαλίαν άπαρτισθήναι καὶ τοὺς ἄλλους θεραπευθήναι πάντας καὶ τότε αὐτὸν
εἰσελθόντα παρεκάλεσεν. Οὕτως ἐξ ἀρχῆς ἐπαιδεύετο τα των ἄλλων έαυτοὺ προτιθέναι» (Ε.Π.Ε.
10,216).
Μετάφρασις: Πρόσεξε το σεβασμὸ του Πέτρου σ' αὐτὴ την περίπτωσι. Ἄν καὶ εἶχε την πεθερὰ
του στὸ σπίτι του κατάκοιτη καὶ ψηνόταν στὸν πυρετό, δὲν Τὸν κάλεσε στὸ σπίτι του, ἀλλὰ περίμενε
νὰ τελειώση τη διδασκαλία καὶ νὰ θεραπεύση ὅλους τοὺς ἄλλους, καὶ τότε Τὸν παρακάλεσε νὰ
μεταβῆ στὸ σπίτι του. Ἔτσι διδασκόταν ἀπὸ την ἀρχὴ νὰ προτάσση ἀπὸ τα δικὰ του τα πράγματα
των ἄλλων.

Ἡ θεραπεία καὶ ἡ διακονία (στ. 31)


Ὁ Χριστὸς πλησιάζει την ἄρρωστη γυναίκα καὶ τη σηκώνει «κρατήσας της χειρός». «Καὶ
προσελθὼν ήγειρεν αὐτὴν κρατήσας της χειρὸς αὐτῆς, καὶ αφήκεν αὐτὴν ὁ πυρετὸς εὐθέως, καὶ
διηκόνει αὐτοὺς» (στ. 31). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ Ἰησοῦς την πλησίασε, τὴν ἔπιασε ἀπὸ
το χέρι καὶ τὴ σήκωσε. Τότε την ἄφησε ἀμέσως ὁ πυρετός. Σηκώθηκε καὶ τοὺς διακονοῦσε».
Ἡ ἐντύπωσις ποῦ δημιουργεῖται εἶναι ὅτι ἐδῶ ὁ Μεσσίας ἐνεργεῖ μὲ δικὴ του πρωτοβουλία καὶ
χωρὶς νὰ θέση ὄρους ἤ νὰ ἀπαιτήση εἰδικὲς προϋποθέσεις. Ἡ εἰκόνα, ἡ ὁποία σχεδιάζεται ἀπὸ το
κείμενο, εἶναι ἡ εἰκόνα ἑνὸς Μεσσία, πού ἐκδηλώνει την εὐεργετικὴ ἐξουσία Του μὲ ἄνεση καὶ
γενναιοδωρία, ἀβίαστα καὶ ἐλεύθερα χωρὶς κἂν νὰ περιμένη νὰ Τὸν παρακαλέσουν.
Βέβαια καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἐνεργεῖ αγαπητικὰ καὶ θεραπευτικὰ ὁ Χριστός, καὶ ὅταν Τὸν
παρακαλοῦν καὶ ὅταν αὐτοβούλως ἐπεμβαίνει.
Ἄξιο σχολιασμοῦ εἶναι καὶ το γεγονός, ὅτι ἄλλοτε ὁ Ἰησοῦς θαυματουργεῖ μὲ ἕνα Του λόγο,
ἄλλοτε καὶ μὲ μία Του κίνησι, ὅπως ἐδῶ. «Καὶ προσελθὼν ήγειρεν αὐτὴν κρατήσας της χειρὸς
αὐτῆς, καὶ αφήκεν αὐτὴν ὁ πυρετός». Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καὶ ποτὲ μὲν λόγοις θεραπεύει
μόνον, ποτὲ δὲ καὶ τὴν χεῖρα ἐκτείνει, ποτὲ δὲ καὶ ἀμφότερα ταῦτα ποιεῖ, εἰς ὄψιν ἄγων την
ιατρείαν. Οὐ γὰρ έβούλετο άεὶ μεθ' ὑπερβολῆς θαυματουργείν. Ἔδει γὰρ τέως λανθάνειν καὶ
μάλιστα ἐπὶ των μαθητῶν καὶ γὰρ ἐκ καλῆς ἡδονῆς πάντα ἂν έκήρυξαν» (Ε.Π.Ε. 10,216-218).
Μετάφρασις: Καὶ ἄλλοτε μὲν θεραπεύει ὁ Ἰησοῦς μόνο μὲ λόγια, ἄλλοτε δὲ ἁπλώνει καὶ το χέρι
Του, καὶ ἄλλοτε πάλι πράττει καὶ τα δύο αὐτά, πραγματοποιώντας τη θεραπεία. Διότι δὲν ἤθελε
πάντοτε νὰ θαυματουργὴ ἔτσι ποῦ νὰ γίνεται ἀντιληπτὴ ἡ Θεότητὰ Του, καθ' ὅσον ἔπρεπε ἀκόμα
νὰ μὴ γίνεται αὐτὴ ἀντιληπτὴ καὶ πρὸ πάντων ἀπὸ τους μαθητὲς Του κι αὐτό, διότι, λόγω της
ὑπερβολικῆς χαρὰς τους θὰ τὰ διακήρυτταν ὅλα (δὲν ἦταν ἀκόμα καιρός).
Ἡ πεθερὰ του Πέτρου θεραπεύεται. Το θαῦμα εἶναι όλοκληρωτικό. Δὲν τὴν ἄφησε ἁπλῶς ὁ
ὑψηλὸς πυρετός, ἀλλὰ καὶ ἀποκαταστάθηκαν καὶ οἱ σωματικὲς της δυνάμεις. Καθ' ὅσον ὅποιος
ὑποφέρει ἀπὸ ὑψηλὸ πυρετό, καὶ μετὰ την πτώση του, αἰσθάνεται ἀκόμα ἐξασθενημένος καὶ
ἐξαντλημένος. Ἡ πεθερὰ του Πέτρου σηκώθηκε «καὶ διηκόνει αύτοϊς». Σχολιάζει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «“Διηκόνει”. Καὶ της τοῦ Χριστοῦ δυνάμεως σημεῖον ἥν, καὶ της διαθέσεως της
γυναικός, ἣν περὶ τὸν Χριστὸν επεδείκνυτο» (Ε.Π.Ε. 10,218). Μετάφρασις: Σηκώθηκε ἡ γυναίκα καὶ
ὑπηρετοῦσε, κάτι, ποῦ εἶναι ἀπόδειξις της δυνάμεως του Χριστοῦ καὶ της διαθέσεως της γυναίκας,
λόγω της ἀγάπης πού ἔτρεφε στὸν Χριστό.
Ἄξιο σχολιασμοῦ εἶναι καὶ το ὅτι ἡ θαυματουργικὴ δραστηριότητα του Ἰησοῦ ἐκτείνεται καὶ σὲ
ἄνδρες καὶ σὲ γυναῖκες, πράγμα πού κάνει σαφὲς ὁ εὐαγγελιστὴς ἤδη ἀπὸ την ἀρχὴ του ευαγελίου
του. Ἀμέσως μετὰ το θαῦμα του δαιμονισμένου της συναγωγῆς τοποθετεῖ τη θεραπεία της
πεθερᾶς του Πέτρου.
Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Ἰουδαίους ραββίνους, πού θεωροῦσαν ἀναξιοπρεπὲς νὰ συζητοῦν μὲ
γυναῖκες (ἄλλωστε δὲν δέχονταν πὼς δημιουργήθηκαν «κατ' εἰκόνα» Θεοῦ), ὁ Ἰησοῦς συζητεῖ μὲ
γυναῖκες, τὶς δέχεται στὴν ἀκολουθία Του, ἀποδέχεται τη μετάνοιὰ τους, τὶς θεραπεύει, τὶς ἔχει γιὰ
«διακόνισσες» καὶ τέλος ἐμφανίζεται πρῶτα σὲ γυναῖκες μετὰ την ἀνάστασὴ Του. Ἡ γνωστὴ
διδασκαλία του Παύλου γιὰ ἰσότητα ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν (Γαλ. γ' 28. Κολοσ. γ' 9-11) ἀπηχεῖ
ἀσφαλῶς την τοποθέτηση του Ἰησοῦ. Στὸ νέο κόσμο του Θεοῦ δὲν εἶναι νοητὴ ὁποιαδήποτε
σωτηριολογικὴ ὑπεροχὴ του ἄνδρα ἔναντι της γυναίκας.

Θεραπευτικὴ ἐξουσία (στ. 32)


Όλος ὁ χρόνος εἶναι ἕνα ἀέναο θαῦμα γιὰ τὸν ἄχρονο Χριστό. Δὲν βραδυάζει, δὲν νυχτώνει, δὲν
σκοτεινιάζει ἡ ἀγάπη του Χριστοῦ. Παρ' ὅλα αὐτὰ ὁ εὐαγγελιστὴς παρουσιάζει τη δρᾶσι του
Μεσσία σὰν χρονογράφος. Ἀναφέρει τὶ ἔγινε στὴ συναγωγή, περιγράφει τὶ ἔγινε στὸ σπίτι του
Πέτρου. Καὶ δὲν σταματᾶ. Διηγεῖται τὶ ἔκανε ὁ Χριστὸς το δειλινό, μόλις ἄρχισε νὰ βραδυάζη:
«Όψίας δὲ γενομένης, ὅτε έδυ ὁ ἥλιος, ἔφερον πρὸς αὐτὸν πάντας τους κακῶς ἔχοντας καὶ τοὺς
δαιμονιζομένους» (στ. 32). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Κατὰ το δειλινό, ὅταν ἔδυσε ὁ ἥλιος,
του ἔφεραν ὅλους τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς δαιμονισμένους».
Μὲ τὴ λέξι «οψίας» ἀποκομίζει κανεὶς την ἐντύπωση, ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς ἀφηγεῖται τη
δραστηριότητα μίας ἡμέρας του Ἰησοῦ, της ἡμέρας πού ἀρχίζει μὲ την ἐπίσκεψη στὴ συναγωγή.
Παρὰ την ἡμερολογιακὴ κατανομὴ του ὑλικοῦ (Μάρκ. α' 21-35), ὁ εὐαγγελιστὴς δὲν
ἐνδιαφέρεται νὰ δώση ἕνα πλῆρες ἡμερολόγιο της δράσεως του Ἰησοῦ, ἀλλὰ σταχυολογεῖ ἀπὸ την
πλούσια παράδοση της Ἐκκλησίας ώρισμένες διδασκαλίες καὶ ώρισμένα θαύματα, συνδέοντας τὶς
ἐπὶ μέρους διηγήσεις του ὄχι πάντα χρονικὰ ἤ τοπικά, ἀλλὰ μᾶλλον θεολογικά, ὥστε νὰ καταστῆ
σαφές, ποιὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς καὶ τὶ σημαίνει γιὰ τὴν Ἐκκλησία το πρόσωπο καὶ το ἔργο Του.
Πληροφορούμεθα, ὅτι ἔφεραν στὸν Ἰησοῦ «πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας καὶ τοὺς
δαιμονιζομένους», ὅτι επισυνάχθηκε «ὅλη ἡ πόλις», ὅτι ἐθεράπευσε «πολλούς», ποῦ εἶχαν
«ποικίλες νόσους», ὅτι ἐξεδίωξε «πολλὰ» δαιμόνια.
Αὐτόματα δημιουργεῖται ἡ εἰκόνα μίας ἀπεριόριστης θεραπευτικῆς ἐξουσίας. Ὁ Μεσσίας
ἐνεργεῖ θεραπευτικὰ σὲ μεγάλο ἀριθμὸ ἀνθρώπων καὶ σὲ διαφοροποιημένες περιπτώσεις
ἀσθενειῶν, καὶ ἐνεργεῖ ἀπελευθερωτικὰ σὲ μεγάλο ἐπίσης ἀριθμὸ δαιμονιζομένων.
Παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Σκόπει, πόσον πλῆθος θεραπευομένων παρατρέχουσιν οἱ
εὐαγγελισταί, οὐχὶ καθ' ἕνα λέγοντες ἡμῖν καὶ διηγούμενοι, ἀλλ' ἑνὶ ρήματι ἄφατον θαυμάτων
πέλαγος ὑπερβαίνοντες» (Ε.Π.Ε. 10,220). Μετάφρασις: Σκέψου πόσο πλῆθος θεραπευθέντων
παραλείπουν οἱ εὐαγγελιστὲς νὰ ἀναφέρουν ὀνομαστικά. Δὲν μᾶς τοὺς λένε οὔτε μᾶς τοὺς
περιγράφουν ξεχωριστά, ἀλλὰ μὲ μιὰ λέξι ἀφηγοῦνται ἀπερίγραπτο πέλαγος θαυμάτων.

Ὄχι συνηγορία ἀπὸ το διάβολο! (στ. 33-34).


Πόλος ἕλξεως ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Στὴ συνέχεια ὁ εὐαγγελιστὴς μὲ κάποια «δημώδη ὑπερβολή»,
ὅπως λέει καὶ ἑρμηνευτὴς Πᾶν. Τρεμπέλας, σημειώνει ὅτι ὅλη ἡ πόλις, δηλαδή, ὅλοι οἱ κάτοικοι
μιᾶς πόλεως, συγκεντρώθηκαν ἔξω ἀπὸ τη θύρα, προφανῶς της οἰκίας του Πέτρου, ὅπου
βρισκόταν ὁ Ἰησοῦς μὲ τοὺς μαθητὲς Του.
«Καὶ ἣν ἤ πόλις ὅλη επισυνηγμένη πρὸς τὴν θύραν καὶ ἐθεράπευσε πολλοὺς κακῶς ἔχοντας
ποικίλαις νόσους, καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλε, καὶ οὐκ ήφιε λαλεῖν τα δαιμόνια, ὅτι ήδεισαν αὐτὸν
Χριστὸν εἶναι» (στ. 33-34). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι της πόλεως εἶχαν
μαζευτῆ μπροστὰ στὴν πόρτα. Ὁ δὲ Ἰησοῦς θεράπευσε πολλούς, ποῦ ὑπέφεραν ἀπὸ διάφορες
αρρώστιες. Καὶ ἔβγαλε πολλὰ δαιμόνια. Δὲν τὰ ἄφηνε ὅμως τα δαιμόνια νὰ μιλᾶνε καὶ νὰ λένε, ὅτι
τον ἀναγνώριζαν ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας».
Ἡ φράσις «έθεράπευσε πολλοὺς» δὲν πρέπει νὰ ὁδηγήση στὸ συμπέρασμα, ὅτι μερικοὶ
ἀσθενεῖς ἔμειναν ἀθεράπευτοι. Τὸ «πολλοὶ» δὲν εἶναι περιοριστικό, ἀλλ' εἶναι περιεκτικὸ καὶ
σημαίνει, ὅτι πλῆθος ἦσαν οἱ θεραπευθέντες. Ἄλλωστε ὁ Ματθαίος στὴν παράλληλη διήγησι
ἀναφέρει: «Πάντας εθεράπευσεν» (ἡ' 16).
Γιὰ μιὰν ἀκόμη φορὰ ὁ εὐαγγελιστὴς παρουσιάζει την ἀναγνώριση της μεσσιανικῆς ἰδιότητος
του Ἰησοῦ ἀπὸ τα δαιμόνια (Μάρκ. α' 34- ἰδὲ καὶ α' 24). Σ' αὐτὴν ὅμως την περίπτωσι ὁ Χριστὸς
ἐπιβάλλει σιγὴ («καὶ οὐκ ήφιε λαλεῖν τα δαιμόνια»). Ὁ Μεσσίας ἀντιτίθεται σὲ ἀναγνωρίσεις αὐτοῦ
του εἴδους.
Σὲ ἄλλο σημεῖο εἴπαμε το γιατὶ ὁ Κύριος δὲν θέλει... συνεργασία μὲ τα δαιμόνια. "Ας
συμπληρώσουμε ἐδῶ:
Πρώτον: Ἡ φανέρωσις της μεσσιανικότητὰς του εἶναι ἔργο δικὸ του καὶ του Θεοῦ Πατέρα, καὶ
ὄχι του Σατανὰ.
Δεύτερον: Ἡ ἀναγνώρισις των δαιμονίων δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα πίστεὼς τους στὸ Μεσσία, ἀλλὰ
φόβου ὅτι ἦλθε ἡ ὥρα της καταστοφὴς τους.

35 Καὶ πρωῒ ἔννυχα λίαν ἀναστὰς ἐξῆλθε καὶ ἀπῆλθεν εἰς ἔρημον τόπον, κἀκεῖ προσηύχετο. 36 καὶ
κατεδίωξαν αὐτὸν ὁ Σίμων καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ, 37 καὶ εὑρόντες αὐτὸν λέγουσιν αὐτῷ ὅτι πάντες σε
ζητοῦσι. 38 καὶ λέγει αὐτοῖς· ἄγωμεν εἰς τὰς ἐχομένας κωμοπόλεις, ἵνα καὶ ἐκεῖ κηρύξω· εἰς τοῦτο
γὰρ ἐξελήλυθα. 39 καὶ ἦν κηρύσσων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν εἰς ὅλην τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὰ
δαιμόνια ἐκβάλλων. 40 Καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν λεπρὸς παρακαλῶν αὐτὸν καὶ γονυπετῶν αὐτὸν καὶ
λέγων αὐτῷ ὅτι ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι. 41 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς σπλαγχνισθείς, ἐκτείνας τὴν χεῖρα
ἥψατο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· θέλω, καθαρίσθητι. 42 καὶ εἰπόντος αὐτοῦ εὐθέως ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ
ἡ λέπρα, καὶ ἐκαθαρίσθη. 43 καὶ ἐμβριμησάμενος αὐτῷ εὐθέως ἐξέβαλεν αὐτὸν καὶ λέγει
αὐτῷ· 44 ὅρα μηδενὶ μηδὲν εἴπῃς, ἀλλ᾿ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε περὶ τοῦ
καθαρισμοῦ σου ἃ προσέταξε Μωϋσῆς εἰς μαρτύριον αὐτοῖς. 45 ὁ δὲ ἐξελθὼν ἤρξατο κηρύσσειν
πολλὰ καὶ διαφημίζειν τὸν λόγον, ὥστε μηκέτι αὐτὸν δύνασθαι φανερῶς εἰς πόλιν εἰσελθεῖν, ἀλλ᾿
ἔξω ἐν ἐρήμοις τόποις ἦν· καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτὸν πανταχόθεν.

Ἀναχώρησις - Ἀναζήτησις (στ. 35-37)


Ἔργο του Ἰησοῦ το κήρυγμα. Ἔργο το θαύμα. Έργο καὶ, ἡ προσευχή. Γεμάτη δρᾶσι
θαυματουργικὴ καὶ κηρυκτικὴ ἦταν ἡ προηγούμενη μέρα, πότε στὴ συναγωγὴ καὶ πότε στὸ σπίτι
του Πέτρου. Πλῆθος κόσμου εἶχε συρρεύσει. Καὶ το πρωΐ σηκώθηκε γιὰ το ἔργο της προσευχῆς.
Λίαν πρωΐ. Προτοῦ νὰ ξημερώση. Ἦταν ἀκόμα σκοτάδι. «Έννυχα λίαν». Δὲν εἶχε φέξει. «Καὶ πρωΐ
έννυχα λίαν άναστὰς ἐξῆλθε καὶ απήλθεν εἰς ἔρημον τόπον, κάκεὶ προσηύχετο» (στ. 35). Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Το πρωί, πρὶν ἀκόμα νὰ φέξη, ὁ Ἰησοῦς βγῆκε ἔξω καὶ πῆγε σ' ἕνα έρημικὸ
μέρος, κι ἐκεῖ προσευχόταν».
Ὁ Μεσσίας ἀποσύρεται «εἰς ἔρημον τόπον» γιὰ νὰ προσευχηθῆ. Φεύγει ἀπὸ το σπίτι του Πέτρου
καὶ καταφεύγει σὲ ἐρημικὴ τοποθεσία ὅπου προσεύχεται. Εἶναι φυσικὸ ἤ δραστηριότητα της
προηγούμενης μέρας νὰ ὁδηγήση το λαὸ στὴ σκέψη, ὅτι ἦλθε ὁ ἀναμενόμενος εθνικοπολιτικὸς
Μεσσίας. Θέλοντας ὁ Ἰησοῦς νὰ ἀποφύγη μιὰ τέτοια τραγικὴ παρανόηση της ἀποστολῆς Του ἐκ
μέρους του λαοῦ ὡς κοσμικοῦ ἡγέτου, ἀποφεύγει τὶς ἐνθουσιώδεις ἐκδηλώσεις του λαοῦ.
Το Σάββατο το πέρασε μέσα στὴ συναγωγή, τόπο προσευχῆς, λατρείας καὶ κηρύγματος. Καὶ τὴν
ἄλλη μέρα, πρὶν ἀκόμα ξημερώση πάλι στὴν προσευχή. Πόσο μᾶς διδάσκει το παράδειγμὰ Του!
Την ἡμέρα της χριστιανικῆς ἀργίας, την Κυριακή, νὰ βρισκόμαστε στὴ σύναξι της Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ
καὶ την ἄλλη μέρα καὶ κάθε μέρα νὰ ξεκινᾶμε μὲ προσευχή. «Πρωΐ έννυχα λίαν αναστάς...». Πολλοὶ
χριστιανοὶ σηκώνονται πολὺ πρωὶ γιὰ νὰ ποῦν τὴν ἑωθινὴ προσευχή. Μερικοί, ἰδίως στὰ
μοναστήρια, «έννυχα», προτοῦ νὰ ξημερώση, ἀρχίζουν την προσευχητικὴ ἀκολουθία.
Προσπίπτουμε στὸν Κύριο μετὰ τον ὕπνο: «Ἐξεγερθέντες του ὕπνου προσπίπτομὲν σόι, Ἀγαθέ...».
Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ προσευχὴ: Ως Θεὸς μὲν δεχόταν καὶ δέχεται τὶς προσευχὲς ὅλων. Ως ἄνθρωπος
ἀνέπεμπε προσευχές. Ως Θεάνθρωπος ἦταν πάντοτε ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα. Καίτοι δόξαζε
τὸν Θεὸ Πατέρα μὲ ὅσα ἔλεγε καὶ ἔπραττε δημόσια, ὅμως ἐπιζητοῦσε χρόνο καὶ τόπο, ποῦ νὰ εἶναι
μόνος μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα, δοξάζοντὰς Τον καὶ μὲ τὴν προσευχή.
Στὴν ἔρημο κρυφὰ ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν προσευχή. Οἱ μαθητὲς ξυπνᾶνε, δὲν βρίσκουν κοντὰ τους
τὸν Χριστὸ καὶ τρέχουν νὰ Τὸν βροῦν. Δὲν Τὸν θέλουν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους.
Τὸν θέλουν καὶ γιὰ ὅλο τον κόσμο, ποῦ ἐναγώνια Τὸν ζητᾶνε. Οἱ μαθητὲς Τον «καταδιώκουν»,
Τὸν βρίσκουν καὶ Του φέρνουν την εἴδησι, ὅτι ὁ συναγερμὸς της προηγούμενης μέρας
ἐξακολουθοῦσε.
Τὰ ρήματα, πού χρησιμοποιοῦνται εἶναι ἐνδεικτικὰ της ἀγωνίας καὶ της ἐντάσεως της
ἀναζητήσεως. «Καὶ κατεδίωξαν αὐτὸν ὁ Σίμων καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ, καὶ εὑρόντες αὐτὸν λέγουσιν αυτὼ
ὅτι πάντες σὲ ζητούσι» (στ. 36-37). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ τὸν ἀναζήτησαν ὁ Σίμων καὶ
ὅσοι ἦσαν μαζὶ Του. Τὸν βρῆκαν καὶ Του λένε: “Όλοι σὲ ζητάνε”».
Ἐξάπλωσης του κηρύγματος (στ. 38-39)
Δὲν ἀρκεῖται ὁ Χριστὸς σ' αὐτοὺς ποῦ Τὸν ζητᾶνε, καὶ ἦσαν κυρίως κάτοικοι της Καπερναούμ.
Μὲ την ἀπάντηση πού δίνει στοὺς μαθητὲς Του ὁ Μεσσίας δείχνει τον πανανθρώπινο χαρακτήρα
πού ἔχει ἡ ἀποστολὴ Του. Πᾶμε καὶ σ' ἄλλες πόλεις, καὶ σ' ἄλλες κωμοπόλεις καὶ σ' ἄλλα χωριά!
«Καὶ έλεγεν αυτοὶς:
"Ἄγωμεν εἰς τὰς έχομένας κωμοπόλεις, ἴνα καὶ ἐκεῖ κηρύξω: εἰς τοῦτο γὰρ εξελήλυθα”» (στ. 38).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἔλεγε: “Πάμε στὰ γειτονικὰ χωριά, γιὰ νὰ κηρύξω
καὶ ἐκεῖ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποστολὴ μου”».
Δὲν πρέπει ἡ Καπερναοὺμ νὰ κατέχη το μονοπώλιο του κηρύγματος καὶ των θαυμάτων του
Μεσσία. Λέει ὁ Θεοφύλακτος, ὅτι ὅπως ὁ ἥλιος ρίχνει τὶς ἀκτίνες του παντοῦ, «οὕτως οὐ δεῖ ὁ
Χριστὸς ἑνὶ τόπω περιγράφειν τὴν διδασκαλίαν, ἀλλὰ πανταχοῦ εκτείνειν τὰς του λόγου ἀκτίνας».
Κάθε τόπος εἶχε τη συναγωγὴ του. Ἐκεῖ πρωτίστως πήγαινε γιὰ κήρυγμα ὁ Χριστός, ἀφοῦ
ἄλλωστε ἐκεῖ κάθε Σάββατο συνάγονταν οἱ Ἰουδαῖοι. Ἦταν τρόπον τινὰ περιοδεύων κήρυκας των
συναγωγῶν, ἀλλὰ καὶ ἄλλων τόπων. «Καὶ ἣν κηρύσσων ἐν ταῖς συναγωγαὶς αὐτῶν εἰς ὅλην την
Γαλιλαίαν καὶ τὰ δαιμόνια ἐκβάλλων» (στ. 39). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Κήρυττε λοιπὸν στὶς
συναγωγὲς τους σὲ ὅλη τη Γαλιλαία καὶ ἔβγαζε τα δαιμόνια».
Ἡ ἐνθουσιώδης ὑποδοχὴ του κόσμου δὲν ἔκανε τον Ἰησοῦ νὰ μεταβάλη το στόχο Του, γι' αὐτὸ
καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς σημειώνει (στ. 39), ὅτι κήρυττε στὶς συναγωγὲς σὲ ὅλη τη Γαλιλαία καὶ
ἐλευθέρωνε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τα δαιμόνια. Δὲν εἶναι ὁ κήρυκας καὶ ἐλευθερωτὴς μίας μόνο
πόλεως, ἀλλ' ὁλοκλήρου του λαοῦ του Θεοῦ (ἰδὲ καὶ Μάρκ. ιστ' 20).
Κήρυττε δὲ καὶ γιὰ ἄλλο λόγο στὶς συναγωγὲς ὁ Χριστός. Γιὰ νὰ συγκεράση μιὰ διδασκαλία
παλαιὰς καὶ καινῆς διαθήκης καὶ νὰ δείξη, ὅτι δὲν εἶναι διαφορετικὸς ὁ Θεὸς της Παλαιὰς ἀπὸ τον
Θεὸ της Καινῆς. Ὁ ἴδιος Θεός, πού παρέδωσε το Νόμο, ὁ ἴδιος Θεὸς ἐξαπέστειλε τώρα τον Υἱὸ Του.
Εἶναι ὁ Θεός, ποῦ ἀνάγει το λαὸ ἀπὸ το γράμμα του νόμου στὸ πνεῦμα της ἐλευθερίας, ἀπὸ τη σκιὰ
στὴν ἀλήθεια, ἀπὸ την τιμωρία στὴ χάρι.
Στὴ σύντομη διήγησὶ του ὁ εὐαγγελιστὴς συνάπτει στενὰ τη διδασκαλία του Ἰησοῦ τα θαύματὰ
Του. «Καὶ ἣν κηρύσσων.... καὶ τὰ δαιμόνια ἐκβάλλων». Τὸ μήνυμα της βασιλείας του Θεοῦ, ποῦ
διαγγέλλει, δὲν εἶναι ἁπλῶς μία νέα διδασκαλία ἀνώτερη ἀπὸ προηγούμενες, ἀλλὰ μιὰ νέα «ὁδὸς»
ζωῆς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.
Καθαρισμὸς λεπροῦ (στ. 40-42)
Το πρῶτο κεφάλαιο του κατὰ Μάρκον εὐαγγελίου κλείνει μὲ τὴν ἐξιστόρηση της θεραπείας του
λεπροῦ (στ. 40-45). Μὲ πίστι προσέρχεται στὸν Ἰησοῦ ἕνας λεπρός. Μὲ πίστι, ἀλλὰ καὶ μὲ εὐγένεια
καὶ λεπτότητα. Το θαῦμα το διηγεῖται καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαίος (ἡ' 1-4). Παρακαλεῖ γονατιστὸς
γιὰ τη θεραπεία του ὁ λεπρός. «Καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν λεπρὸς παρακαλῶν αὐτὸν καὶ γονυπετῶν
αὐτὸν καὶ λέγων αυτὼ ὅτι ἐὰν θέλης, δύνασαι μὲ καθαρίσαι» (στ. 40). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἔρχεται στὸν Ἰησοῦ ἕνας λεπρὸς καὶ πεσμένος στὰ γόνατα τὸν παρακαλοῦσε
λέγοντας: “Αν θέλης, ἔχεις τη δύναμι νὰ μὲ καθαρίσης ἀπὸ τη λέπρα”».
Ἡ παράκλησις του λεπροῦ φανερώνει τρία πράγματα: Πρώτον, μεγάλη ταπεινοφροσύνη
(«παρακαλῶν καὶ γονυπετῶν»), δεύτερον, ἀκλόνητη πίστι («δύνασαι μὲ καθαρίσαι»), τρίτον,
ἀπεριόριστη ὑποταγὴ («ἐὰν θέλης»).
Ἐναργὴ μαρτυρία της θαυμαστὴς δυνάμεως του Ἰησοῦ ἀποτελοῦν οἱ λόγοι, πού ἐπιφέρουν την
ἴασι: «Θέλω, καθαρίσθητι». «Ὁ δὲ Ἰησοῦς σπλαγχνισθείς, ἐκτείνας τὴν χεῖρα ήψατο αὐτοῦ καὶ λέγει
αυτὼ: Θέλω, καθαρίσθητι. Καὶ είπόντος αὐτοῦ εὐθέως απήλθεν ἀπ' αὐτοῦ ἡ λέπρα, καὶ
έκαθαρίσθη» (στ. 41-42). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς τὸν σπλαχνίστηκε. "Ἅπλωσε
το χέρι Του, τὸν ἄγγιξε καὶ του εἶπε: “Θέλω νὰ καθαριστὴς ἀπὸ τη λέπρα”. Μόλις εἶπε το λόγο αὐτὸ
ὁ Ἰησοῦς, ἀμέσως ἔφυγε ἀπὸ πάνω του ἡ λέπρα καὶ καθαρίστηκε».
Ὁ Μεσσίας αἰσθάνεται εὐσπλαχνία γιὰ τὸ κακοποιημένο ἀπὸ την ἀσθένεια «καλὸ λίαν»
δημιούργημα του Θεοῦ. Δὲν μένει ὅμως στὸ ἀνθρώπινο αὐτὸ αἴσθημα, ἀλλὰ προχωρεῖ μὲ τὴν
ἐξουσία Του στὴν ἀποκατάσταση του δημιουργήματος.
Ἡ ἀπάντησις του Χριστοῦ: «Θέλω, καθαρίσθητι». Ὁ Χριστὸς θέλει. Ἡ θέλησις του Χριστοῦ εἶναι
δεδομένη καὶ πάντοτε σφραγισμένη μὲ τη σφραγίδα της ἀγάπης καὶ της παντοδυναμίας. «Θέλει
πάντας ἀνθρώπους σωθήναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ελθεὶν» (Α' Τιμ. β' 4). Γιὰ τὸ «θέλω» του
Χριστοῦ λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Προσέθηκε, “θέλω”, ὥστε κυρώσαι τὴν ὑπόνοιαν καὶ του
δήμου παντὸς καὶ του λεπροῦ τὴν περὶ της ἐξουσίας. Καὶ οὐκ εἶπε μὲν τοῦτο, οὺκ ἐποίησε δὲ ἀλλὰ
καὶ το ἔργον εὐθέως ήκολούθησεν» (Ε.Π.Ε. 10,148). Μετάφρασις: Πρόσθεσε ὁ Ἰησοῦς τὸ «θέλω»
γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώση καὶ τη γνώμη ὁλοκλήρου του πλήθους καὶ του λεπροῦ σχετικὰ μὲ την ἐξουσία
Του. Καὶ δὲν εἶπε βέβαια το «θέλω» χωρὶς νὰ ἀκολουθήση πρᾶξις, ἀλλὰ καὶ ἡ πρᾶξις ἀκολούθησε
ἀμέσως.
Ἡ θεραπευτικὴ προσταγὴ ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ του Ἰησοῦ ὡς πανίσχυρου εσχατολογικοὺ
προφήτου, πού ἐνεργεῖ ὡς φορέας της δυνάμεως του Θεοῦ.
Καὶ ἀπὸ μακρυὰ θὰ μποροῦσε ὁ Ἰησοῦς νὰ θεραπεύση ἕνα λεπρό, κάτι πού συνέβη στὴν
περίπτωση των δέκα λεπρῶν (Λουκ. ιζ' 12). Στάθηκαν «πόρρωθεν». Ὑπῆρχε διάταξις του Νόμου νὰ
μὴ πλησιάζουν οἱ λεπροί, ἀφοῦ ἡ ἀσθένειὰ τους ἦταν μεταδοτική. Ἀλλ' ὁ λεπρὸς της παρούσης
περικοπῆς πλησιάζει το Χριστὸ καὶ γονατίζει στὰ πόδια Του.
Ὁ Κύριος ὄχι μόνο δὲν ἀντιδρᾶ γι' αὐτὴ την προσέγγισι, ἀλλὰ καὶ ἅπλωσε το χέρι Του καὶ τὸν
ἄγγιξε. Θὰ μποροῦσε καὶ μὲ ἕνα λόγο Του νὰ τὸν γιατρέψη. Μὰ γιὰ νὰ δείξη, ὅτι ὡς Θεὸς ποῦ εἶναι
δὲν μολύνεται, τὸν ἄγγιξε. «Έκτείνας τὴν χεῖρα ήψατο αὐτοῦ καὶ λέγει αυτώ». "Ἄν ὁ ἥλιος
μολύνεται ἀγγίζοντας βρωμιὲς καὶ ἀκαθαρσίες, ἄλλο τόσο ὁ “Ήλιος της Θεότητας μολύνεται
ἀγγίζοντας ἀνθρώπους ἀκάθαρτους (καὶ ψυχικὰ) καὶ ἀντικείμενα βρώμικα. Ἄλλωστε εἶναι Αὐτός,
πού προσέλαβε ὅλη την ἀνθρώπινη φύσι, ἀγκάλιασε ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, χωρὶς οὔτε ἴχνος
ἀκαθαρσίας ὁ Ἴδιος νὰ ἀποκτήση.
Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὺχ ἁπλῶς εἶπε, “Θέλω, καθαρίσθητι”, ἀλλὰ καὶ τὴν χεῖρα
ἐκτείνας ήψατο”, καὶ δὴ μάλιστα ἄξιον ζητήσεως... Έμοὶ δοκεὶ δι' οὐδὲν ἕτερον, ἀλλ' ἴνα δείξη καὶ
ἐντεῦθεν, ὅτι οὐδὲ ὑπόκειται τῷ νόμω, ἀλλ' ἐπίκειται καὶ ὅτι το καθαρὼ λοιπὸν οὐδὲν ἀκάθαρτον...
Οὐ γὰρ ἤ χεὶρ ἀπὸ της λέπρας έγένετο ἀκάθαρτος, ἀλλὰ το σῶμα το λεπρὸν ἀπὸ της χειρὸς της
ἁγίας καθίστατο καθαρὸν» (Ε.Π.Ε. 10,150). Μετάφρασις: Δὲν εἶπε ἁπλῶς ὁ Ἰησοῦς, «θέλω,
καθαρίσου», ἀλλὰ καὶ «ἀφοῦ ἅπλωσε το χέρι Του τὸν ἄγγιξε», ποῦ κάτι κατ' ἐξοχὴν εἶναι ἄξιο
συζητήσεως... Ἐγὼ νομίζω, ὅτι το ἔκανε ὄχι γιὰ ἄλλο λόγο, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξη καὶ μὲ αὐτό, ὅτι δὲν
βρίσκεται κάτω ἀπὸ την ἐξουσία του Νόμου, ἀλλ' εἶναι ἀνώτερος του Νόμου. Καὶ γιὰ νὰ δείξη, ὅτι
στὸν καθαρὸ πλέον δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀκάθαρτο... Διότι το χέρι Του δὲν ἔγινε ἀκάθαρτο ἀπὸ τη
λέπρα, ἀλλὰ το σῶμα το λεπρὸ ἔγινε καθαρὸ ἀπὸ το ἅγιο χέρι του Ἰησοῦ.
Ὁ Ἰησοῦς σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Ἰουδαίους ραββίνους, ποῦ ἀποφεύγουν κάθε ἐπαφὴ μὲ λεπρό,
τηρώντας τὶς διατάξεις του Νόμου περὶ καθαρότητος, ἐκεῖνος «έκτείνας τὴν χεῖρα αὐτοῦ ήψατο».
Σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Μάρκος (ζ' 20-22) τονίζει την ἐσωτερικὴ βρωμιὰ καὶ την ψυχικὴ καθαρότητα.
Ἐκεῖνο ποῦ μολύνει τον ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἁμαρτία. Καὶ δὲν το λέει αὐτὸ καὶ Κύριος, γιὰ νὰ εἶναι οἱ
ἄνθρωποι σωματικὰ βρώμικοι, ἀλλὰ γιὰ νὰ τονίση, ὅτι γιὰ τὴν ψυχικὴ λέπρα πρέπει περισσότερο
νὰ ἐνδιαφέρωνται καὶ νὰ καθαρίζουν την ψυχὴ διὰ της μετανοίας. Ἐξηγεῖ δὲ ὁ ι. Χρυσόστομος: «Της
ψυχῆς επιμελείσθαι χρή, καὶ τῶν ἔξωθεν ἀπαλλαγέντας καθαρμῶν ἐκείνην αποσμήχειν, καὶ τὴν
αύτης λέπρας δεδoικέναι μόνην» (Ε.Π.Ε. 10,150). Μετάφρασις: Πρέπει νὰ φροντίζουμε γιὰ την
ψυχὴ καὶ ἀφοῦ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τους ἐξωτερικοὺς καθαρμούς, νὰ την καθαρίζουμε καὶ νὰ
φοβόμαστε μόνο τη δικὴ της λέπρα.

Βεβαίωσις του καθαρισμοῦ (στ. 43-44)


«Καὶ έμβρυμησάμενος αυτὼ εὐθέως εξέβαλεν αὐτὸν καὶ λέγει αυτὼ ὅρα μηδενὶ μηδὲν εἴπης,
ἀλλ' ὕπαγε σεαυτὸν δείξον τῷ ιερεὶ καὶ προσενεγκε περὶ του καθαρισμοῦ σου ἅ προσέταξε
Μωϋσὴς εἰς μαρτύριον αυτοὶς» (στ. 43-44). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ συνοδεύοντὰς τον
ἔξω ὁ Ἰησοῦς του μίλησε σὲ τόνο αὐστηρὸ καὶ του εἶπε: Πρόσεξε, μὴν πῆς τίποτα σὲ κανέναν.
Πήγαινε ὅμως νὰ δείξης τον ἑαυτὸ σου στὸν ἱερέα καὶ πρόσφερε γιὰ τὸν καθαρισμὸ σου ό,τι ἔχει
καθορίσει ὁ Μωυσῆς, γιὰ νὰ τοὺς ἀποδείξης ὅτι θεραπεύτηκες».
Ὁ Κύριος μὲ αὐστηρὸ τόνο ζήτησε ἀπὸ τον θεραπευμένο λεπρὸ νὰ μὴ πῆ τίποτε σὲ κανένα. Γιατί;
Γιὰ νὰ μείνη μῦστικὸ το θαῦμα; Ἀλλὰ πὼς νὰ μείνη μυστικὸ ἕνα θαῦμα, ποῦ ἔγινε δημόσια,
μπροστὰ σὲ πλῆθος ἀνθρώπων; Κάθε ἕνας ἀπὸ τους θεατὲς θὰ ἦταν καὶ ἕνα μεγάφωνο, ποῦ θὰ
διαλαλοῦσε το θαῦμα. Πὼς νὰ μείνη μυστικὸ ἕνα θαῦμα, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς του παρήγγειλε
νὰ πάω νὰ το δείξη στὸν ἱερέα γιὰ νὰ πάρη «πιστοποιητικὸ» ἐλεύθερης πλέον κυκλοφορίας; Πὼς
νὰ μείνη μυστικὸ το συγκεκριμένο θαῦμα, ἀφοῦ καὶ μόνο πού ὁ λοιπὸς κόσμος ποῦ τὸν ἔβλεπε
καθαρὸ ἀπὸ τη λέπρα καὶ ὑγιὴ, θὰ τὸ μάθαινε καὶ θὰ τὸ διέδιδε;
Ἄρα γιὰ ἄλλο λόγο ὁ Χριστὸς του εἶπε: «Ὅρα μηδενὶ μηδὲν εἴπης». "Ἄλλωστε σὲ ἄλλες
περιπτώσεις παραγγέλλει σὲ θεραπευμένους νὰ τρέξουν καὶ νὰ διηγηθοῦν ὅσα τοὺς ἔκανε ὁ Θεὸς
(Λουκ. ἡ' 39). Κατὰ τον ἱερὸ Χρυσόστομο, ὁ Χριστὸς μὲ την ἐντολὴ πού δίνει στὸν πρώην λεπρὸ
θέλει νὰ μας διδάξη την ταπεινοφροσύνη, νὰ μὴ κάνουμε κάτι πρὸς τὸ θεαθῆναι. «Ατύφους ἡμᾶς
παρασκευάζει καὶ άκενοδόξους, διὰ δὲ του λεπροῦ, εὐχαρίστους καὶ εὐγνώμονας εἶναι» (Ε.Π.Ε.
10,152). Μετάφρασις: Μας διδάσκει νὰ εἴμαστε ταπεινόφρονες, χωρὶς ματαιοδοξία. Καὶ ἀπὸ την
ἄλλη, ὁ λεπρὸς διαφημίζοντας το θαῦμα διδάσκει νὰ εὐχαριστοῦμε τον Θεὸ καὶ νὰ εἴμαστε
εὐγνώμονες.
Γιατὶ ἄραγε εἶπε ὁ Χριστὸς στὸ θεραπευμένο λεπρὸ νὰ πάη νὰ δείξη τον ἑαυτὸ του στὸν ἱερέα
(στοὺς δέκα λεπροὺς μίλησε γιὰ «ἱερεῖς»); Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε νὰ καταργήση το Νόμο, ἀλλὰ νὰ τὸν
ἐφαρμόση, ὅσο ἔπρεπε, καὶ νὰ τὸν τελειοποιήση (Ματθ. ε' 17). “Ο ἱερὸς Χρυσόστομος ὑποστηρίζει,
ὅτι οὔτε «πανταχοῦ τὸν νόμον παρέλυεν, οὐδὲ πανταχοῦ έφύλαττεν ἀλλὰ ποτὲ μὲν τοῦτο επoίει,
ποτὲ δὲ ἐκεῖνο» (Ε.Π.Ε. 10, 154). Μετάφρασις: Ὁ Χριστὸς οὔτε πάντοτε καταργοῦσε το νόμο οὔτε
παντοῦ τὸν ἐφάρμοζε, ἀλλὰ ἄλλοτε μὲν ἔπραττε το πρῶτο, ἄλλοτε δὲ το δεύτερο.
Πρόκειται γιὰ οἰκονομία του Χριστοῦ καὶ συγκατάβασι. Δὲν ἔδωσε οὐσιαστικὴ σημασία στοὺς
ἱερεῖς, ἀφοῦ το ὅλο ἔργο ἦταν δικὸ Του. Ἁπλῶς ἡ πιστοποίησις ἦταν των ἱερέων.
Οἱ ἱερεῖς των Ἰουδαίων πίστεψαν στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ το θαῦμα πού διαπίστωσαν καὶ
βεβαίωσαν; Δυστυχῶς ὄχι.
Καὶ ἑπομένως εἶναι ἀδικαιολόγητοι. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ Χριστὸς συμπληρώνει: «Προσένεγκε περὶ του
καθαρισμοῦ σου ἅ προσέταξε Μωϋσὴς εἰς μαρτύριον αυτοίς».
Σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε: Ἐσὺ καὶ ἐγὼ κάναμε το πρέπον. Αὐτοὶ ἔχουν μαρτυρία νὰ πιστέψουν. Τοὺς
καλῶ μὲ αὐτὴ τη μαρτυρία νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν πίστι. Ἀλλὰ;...
Το «εἰς μαρτύριον αυτοὶς» δὲν σημαίνει γιὰ τοὺς ἄπιστους καὶ κακοὺς μαρτυρία ὁμολογίας,
ἀλλὰ σημαίνει μαρτυρία κατακρίσεως καὶ καταδίκης. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Εις μαρτύριον
αυτοίς”, τουτέστιν, εἰς κατηγορίαν καὶ εἰς ἔλεγχος καὶ εἰς μαρτυρίαν, ὅτι τα παρ' ἐμοῦ πάντα
γέγονε: καὶ προειδὼς ἀδιορθώτους μένοντας, οὐδὲ οὕτως ένέλιπον ἅπερ ποιῆσαι έχρὴν ἐκεῖνοι δὲ
τὴν οἰκείαν ἔμενον διατηροῦντες κακίαν» (Ε.Π.Ε. 10,156). Μετάφρασις: «Εἰς μαρτύριον αυτοίς»,
δηλαδή, γιὰ νὰ εἶναι κατηγορία καὶ ἔλεγχος καὶ μαρτυρία, ὅτι ἔγιναν ὅλα ἀπὸ ἐμένα. Καὶ μολονότι
προεγνώριζα, ὅτι θὰ παραμείνουν ἀδιόρθωτοι, δὲν παρέλειψα καὶ πάλι νὰ πράξω ὅσα ἔπρεπε νὰ
πράξω. Ἐκεῖνοι ὅμως ἔμειναν σταθεροὶ στὴν κακία τους.

Διαφήμισης του θαύματος (στ. 45)


«Ὁ δὲ ἐξελθὼν ἤρξατο κηρύσσειν πολλὰ καὶ διαφημίζειν τὸν λόγον, ὥστε μηκέτι αὐτὸν δύνασθαι
φανερὼς εἰς πόλιν εισελθεὶν ἀλλ' ἔξω ἐν ἐρήμους τόποις ἣν καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτὸν πανταχόθεν»
(στ. 45). Στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Αὐτὸς ὅμως βγῆκε καὶ ἄρχισε νὰ διαλαλῆ τα πάντα καὶ νὰ διαδίδη το
γεγονός, ἔτσι ποῦ ὁ Ἰησοῦς δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ μπῆ φανερὰ σὲ κάποια πόλι, ἀλλ' ἔμενε ἔξω σὲ
ἐρημικὰ μέρη».
Ἡ ἴασις του λεπροῦ ὑπῆρξε τόσο ἀσύνηθες καὶ ἐκπληκτικὸ γεγονός, ποῦ οὔτε ἡ ἀπαγόρευσις
του ἴδιου του Μεσσία μπορεῖ νὰ ἀναχαιτίση τὸν θεραπευόμενο νὰ μὴ μιλήση. Πρόκειται γιὰ ἁγία...
ἀνυπακοή! “Όσο φυσικὴ βγαίνει ἀπὸ τον παντοδύναμο Χριστὸ ἤ δύναμις της θεραπείας, τόσο
ἀναγκαία βγαίνει ἀπὸ το θεραπευμένο λεπρὸ ἤ εὐχαριστία.
Ὁ ἥλιος δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ διαφήμισι. Αυτοδιαφημίζεται. Καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ
διαφήμισι. Ἀλλ' ὅποιος κλείνει τα μάτια του στὸν ἥλιο, στερεῖται το φῶς. "Ἔτσι ὅποιος κλείνει το
στόμα του καὶ δὲν μιλάει γιὰ τὸν Χριστὸ στερεῖται τη σωτηρία.
Ναὶ μὲν ὁ Ἰησοῦς ἀπαγορεύει στὸ θεραπευμένο λεπτὸ νὰ διαλαλήση το γεγονός, ἀλλ' ἐκεῖνος
διαδίδει παντοῦ το γεγονός. Ἡ εἴδησις μάλιστα ἔχει τέτοια ἀπήχησι, ὥστε γιὰ το λόγο αὐτὸ συρρέει
πλῆθος πολύ, ὥστε ὁ Ἰησοῦς νὰ μὴ μπορῶ νὰ εἰσέρχεται φανερὰ στὶς πόλεις. Ἀναγκάζεται νὰ
διαμένη σὲ ἐρήμους τόπους, ὅπου πάλι Τὸν συναντοῦν τα πλήθη. «Ὥστε μηκέτι αὐτὸν δύνασθαι
φανερὼς εἰς πόλιν εισελθεϊν ἀλλ' ἔξω ἐν ἐρήμους τόπους ἣν καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτὸν πανταχόθεν».
Ἀποφεύγει ὁ Ἰησοῦς νὰ θεωρηθῆ ὼς ὁ πολιτικὸς Μεσσίας, πού προσδοκοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, ὡς
ἐλευθερωτὴ ἀπὸ τον Ρωμαϊκὸ ζυγό. Γι' αὐτὸ καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὶς ἐνθουσιώδεις ἐκδηλώσεις
του ὄχλου (βλ. Ιωάν. τσ' 14-15). Μὲ παιδαγωγικὸ μάλιστα τρόπο ἀποκαλύπτει διαδοχικὰ τὴν
μεσσιανικὴ Του ἰδιότητα, την ὁποία θὰ δείξουν τελικὰ ὁ σταυρὸς καὶ ἡ ἀνάστασὶς Του.

1 Καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς Καπερναοὺμ δι᾿ ἡμερῶν καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. 2 καὶ εὐθέως
συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. 3 καὶ
ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων. 4 καὶ μὴ δυνάμενοι
προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν
κράβαττον, ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο. 5 ἰδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ
παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. 6 ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ
καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· 7 τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς
δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; 8 καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι
οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις
ὑμῶν; 9 τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε
καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; 10 ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας λέγει τῷ παραλυτικῷ. 11 σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου
καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. 12 καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον
πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.

Συνωστισμὸς (στ. 1-2)


Καὶ στὸ θαῦμα, ποῦ διηγεῖται ὁ Μάρκος στὸ δεύτερο κεφάλαιο, βλέπουμε το λαὸ κοντὰ στὸ
Μεσσία, νὰ διαπιστώνη τὴν ποικίλη ἐξουσία του Θεανθρώπου. Σ' ἕνα σπίτι της Καπερναοὺμ
διδάσκει ὁ Χριστός. Τόσος κόσμος μαζεύτηκε, ὥστε παρουσιάσθηκε συνωστισμὸς καὶ στὶς πόρτες:
το ἀδιαχώρητο παντοῦ. Καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς Kαπερναούμ δι' ἡμερῶν καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκὸν
έστι. Καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεὶν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν καὶ ἐλάλει
αὐτοὺς τὸν λόγον» (στ. 1-2). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ύστερα ἀπὸ μερικὲς μέρες μπῆκε πάλι
ὁ Ἰησοῦς στὴν Καπερναοὺμ καὶ διαδόθηκε, ὅτι βρίσκεται σὲ κάποιο σπίτι. Ἀμέσως συγκεντρώθηκαν
πολλοί, ὥστε δὲν ὑπῆρχε χῶρος οὔτε καὶ ἔξω ἀπὸ τη πόρτα. Καὶ αὐτὸς κήρυττε το μήνυμὰ Του».
Στὸ δεύτερο κεφάλαιο του κατὰ Μάρκον εὐαγγελίου ἡ ἰδέα της ἐξουσίας του Μεσσία
διευρύνεται ἀποφασιστικά. Στὴ σχετικὴ περικοπὴ της θεραπείας του παραλυτικοῦ στὴν
Καπερναοὺμ (β' 1-12) ἐμφανίζεται το χαρακτηριστικὸ της συρροῆς τεραστίου ἀριθμοῦ ἀνθρώπων.
Καὶ πάλι στὴν Καπερναούμ. Συρρέει ὁ κόσμος στὸ σπίτι ποῦ βρίσκεται, γιὰ ν' ἀκούση τὸν
«λόγον». «Ὁ λόγος εἶναι τεχνικὸς ὄρος της πρωτοχριστιανικὴς ἐκκλησίας πρὸς δήλωση του
κηρύγματος του εὐαγγελίου. Λέγεται ἐπίσης καὶ λόγος του Κυρίου».

Οἱ τέσσερις της ἀγάπης (στ. 3-4)


Τέσσερις πιστοὶ ἄνδρες σηκώνουν μὲ την ἀγάπη τους κάποιον παραλυτικό. Δὲν μποροῦν νὰ
περάσουν. Τὸν κατεβάζουν ἀπὸ τη στέγη. Ξήλωσαν τη στέγη (τα κεραμίδια θὰ λέγαμε) καὶ μὲ
σχοινιὰ κατεβάζουν τον παραλυτικὸ στὰ πόδια του Χριστοῦ. «Καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν
παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αυτὼ διὰ τὸν
ὄχλον, απεστέγασαν την στέγην ὅπου ἥν, καὶ ἐξορύξαντες χαλώσι τὸν κράβαττον, ὲφ' ώο
παραλυτικὸς κατέκειτο» (στ. 3-4). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἔρχονται τότε μερικοὶ πρὸς τὸν
Ἰησοῦ, φέρνοντας ἕναν παράλυτο, ποῦ τὸν βάσταζαν τέσσερα ἄτομα. Καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν
νὰ τον φέρουν κοντὰ στὸν Ἰησοῦ ἐξ αἰτίας του πλήθους, ἔβγαλαν τη στέγη πάνω ἀπὸ κεὶ πού ἦταν
ὁ Ἰησοῦς, ἔκαναν ἕνα ἄνοιγμα καὶ κατέβασαν το κρεβάτι, ὅπου πάνω ἦταν ξαπλωμένος καὶ
παράλυτος».
Εἶδε τὴν πίστι ὁ Χριστός. Τίνος; Του παραλυτικοῦ; Οπωσδήποτε καὶ αὐτοῦ. Ἀλλὰ καὶ των
τεσσάρων ἀχθοφόρων της ἀγάπης. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Ιδών τὴν πίστιν αυτών”, τουτέστι
των χαλασάντων. Οὐ γὰρ πανταχοῦ παρὰ των καμνόντων μόνον ζητεῖ την πίστιν οίον, ὅταν
παραπαίωσιν, ἤ ετέρως ὑπὸ του νοσήματος ὦσιν έξεστηκότες. Μᾶλλον δὲ ἐνταῦθα καὶ του
κάμνοντος ἣν ἡ πίστις οὐ γὰρ ἂν ἤ έσχετο χαλασθήναι μὴ πιστεύων» (Ε.Π.Ε. 10,280). Μετάφρασις:
«Ὅταν εἶδε την πίστη τους», δηλαδὴ την πίστι αὐτῶν πού χάλασαν τη στέγη. Δὲν ζητάει σὲ ὅλες τὶς
περιπτώσεις μόνο ἀπὸ τους ἀσθενεῖς πίστι, ὅπως π.χ. στὶς περιπτώσεις πού οἱ ἀσθενεῖς δὲν ἔχουν
τα λογικὰ τους ἤ ὅταν ἔχουν χαμένες τὶς αἰσθήσεις τους λόγω ἀσθενείας τους. Στὴν περίπτωση
ὅμως αὐτὴ μᾶλλον εἶχε ἐκδηλωθῆ καὶ ἡ πίστις του ἀσθενοῦς. Διότι διαφορετικὰ δὲν θὰ δεχόταν νὰ
χαλασθη ἤ στέγη ἂν δὲν πίστευε.
Πρέπει νὰ σημειωθῆ, ὅτι ἀφ' ἑνὸς οἱ τέσσερις δὲν λένε ἀπολύτως τίποτε στὸν Ἰησοῦ (μιλάει
εὔγλωττα ἡ πρᾶξις τους!) καὶ ἀφ' ἑτέρου ὁ Ἰησοῦς ἐπαινεῖ την «πίστιν αὐτῶν», προφανῶς τόσο του
ἀσθενοῦς, ὅσο καὶ των τεσσάρων συνοδῶν του. Τοὺς τέσσερις τοὺς ἐπαινεῖ καὶ γιὰ την ἐμμονὴ καὶ
ἐφευρετικότητὰ τους.
Ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει βαθειά, δὲν κάμπτεται ἀπὸ τα τυχὸν ἐμπόδια πού συναντᾶ, ἀλλὰ
βρίσκει τρόπους δράσεως γιὰ νὰ ἐπιτύχη τον ἐπιδιωκόμενο στόχο, ὄχι μόνο γιὰ τον ἑαυτὸ του,
ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους, ὅταν μάλιστα αὐτοὶ βρίσκονται σὲ κατάσταση ἀνάγκης.

Πίστις καὶ σχολιασμὸς (στ. 5-7)


Ὁ Χριστὸς σταματᾶ το γενικὸ κήρυγμα καὶ ἀπευθύνεται προσωπικὰ στὸν παραλυτικὸ: «Παιδὶ
μου, σου συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες». «Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει το παραλυτικώ
Τέκνον, ἀφέωνταὶ σόι ἄι ἁμαρτίαι σου» (στ. 5).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὅταν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστι των ἀνθρώπων (ποῦ τὸν ἔφεραν)
εἶπε στὸν παράλυτο: “Παιδί μου, σου συγχωροῦνται οἱ αμαρτίες”».
Λόγος πρωτοφανής. Φανερώνει την ὑψίστη ἐξουσία του Χριστοῦ, ποῦ εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν
Θεὸ Πατέρα. Ὁμότιμο τὴν λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μετ' ἐξουσίας ἁπάσης λύει τα ἁμαρτήματα
καὶ δεικνύει διὰ πάντων, ὅτι ὁμότιμὸς έστι το γεγεννηκότι» (Ε.Π.Ε. 10,280). Μετάφρασις: Συγχωρεῖ
ὁ Χριστὸς τα ἁμαρτήματα μὲ ὅλη του την ἐξουσία, ἀποδεικνύοντας ἔτσι μὲ ὅλες τὶς ἐνέργειὲς Του,
ὅτι εἶναι ὁμότιμος μ' Ἐκείνον ποῦ Τὸν γέννησε (πρὸ πάντων των αἰώνων).
Λόγος πρωτοφανής. Ὁ Χριστὸς ἀπευθύνεται στὸν παράλυτο μὲ τὴ διαπίστωσι - ἐντολὴ, «τέκνον,
ἀφέωνταὶ σόι ἄι άμαρτίαι σου». Διαπιστώνεται, ὅτι ὁ Ἰησοῦς συσχετίζει καὶ ὑπογραμμίζει τη σχέση
ἁμαρτίας καὶ αρρώστιας. Τὸ κέντρο βάρους ὅμως βρίσκεται στὴ θεϊκότητα της ἐξουσίας του Ἰησοῦ.
Θέτει ὁπωσδήποτε ἡ φράσις του Ἰησοῦ καὶ το θέμα της σχέσεως ἁμαρτίας καὶ ἀσθενείας.
Φυσικὰ δὲν δέχεται, ὅτι ἡ κάθε ἀσθένεια ἀποτελεῖ συνέπεια ἑνὸς συγκεκριμένου προσωπικοῦ
ἁμαρτήματος, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἐκληφθῆ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ ἀσθένεια γενικὰ δείχνει τη φθορὰ της
ἀνθρωπότητας ὕστερα ἀπὸ την ὑποταγὴ της στὴ δύναμη του κακοῦ καὶ την ἀπομάκρυνσὶ της ἀπὸ
την πηγὴ της ζωῆς, ποῦ εἶναι ὁ Θεός.
Το μήνυμα του Χριστοῦ εἶναι μήνυμα λυτρωτικό, ποῦ το ἔχουν ἀνάγκη τόσο οἱ ἀσθενεῖς, ὅσο
καὶ οἱ ὑγιεῖς. Καὶ βεβαίως εὐλογεῖ ὁ Χριστὸς καὶ την ἰατρικὴ ἐπιστήμη, πού ἀποτελεῖ δῶρο Θεοῦ
στὸν ἄνθρωπο. Ἐνεργεῖ πάντοτε ἡ ἀληθινὴ ἐπιστήμη πρὸς ὄφελος του ἀνθρώπου, κάτω ἀπὸ τον
φωτισμὸ καὶ τὴ χάρι του Χριστοῦ, του «ἰατροῦ των ψυχῶν καὶ των σωμάτων ἡμῶν».
Παιδὶ μου, σου συγχωροῦνται οἱ αμαρτίες. Λόγος πρωτοφανής. Προκαλεῖ την ἀντίδραση της
ἀντιπολιτεύσεως. Σὲ κάθε βῆμα του Χριστοῦ ὑπῆρχε ὁ ἀντίποδας των Ἰουδαίων. Σὲ κάθε λόγο Του
εἶχε τον ἀντίλογο των γραμματέων. Σὲ κάθε ἐνέργεια Του εἶχε τοὺς κατασκόπους Του, τοὺς
φαρισαίους καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς. Αν ο λαὸς ἀποτελεῖ τη συγκλονιστικὴ συμπολίτευση του Χριστοῦ,
οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι ἀποτελοῦν την ὕπουλη ἀντιπολίτευσι.
Οἱ γραμματεῖς ἀντιδροῦν μὲ φοβερὴ ὀξύτητα. «Ἦσαν δὲ τίνες των γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι
καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταϊς καρδίαις αὐτῶν: Τὶ οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; Τὶς δύναται άφιέναι
ἁμαρτίας ἔι μὴ εἰς, ὁ Θεὸς;» (στ. 6-7). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Κάθονταν ὅμως ἐκεῖ μερικοὶ
γραμματεῖς καὶ συλλογίζονταν μέσα τους: Μα πὼς μιλάει αὐτὸς ἔτσι, προσβάλλοντας τὸν Θεὸ
(βλασφημώντας τον Θεό); Ποιὸς μπορεῖ νὰ συγχωρῆ ἁμαρτίες; Μόνο ἕνας μπορεῖ, ὁ Θεός».
Ἡ αὐθεντικὴ φράσις του Ἰησοῦ «ἀφέωνταὶ σόι ἄι ἁμαρτίαι» ἐκλαμβάνεται ἀπὸ τους
παρισταμένους γραμματεῖς ὡς «βλασφημία» κατὰ του Θεοῦ. Οἱ γραμματεῖς (θεολόγοι του
ἰουδαϊσμοῦ) δὲν δέχονταν τη μεσσιανικὴ ἰδιότητα καὶ ἐξουσία του Ἰησοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ ἐκλαμβάνουν
τη φράσι του περὶ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν ὼς ἀντιποίησι θεϊκῆς ἐξουσίας, ὅτι δηλαδή, ὁ Χριστὸς
οἰκειοποιεῖται δυνατότητα του Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ το καλοῦν βλασφημία, δηλαδὴ προσβλητικὸ γιὰ τὸν
Θεό.
Ἀλλ' ἔρχονται μία σειρὰ γεγονότων στὴν ὅλη περικοπὴ νὰ φανερώσουν τη Θεότητα του Χριστοῦ.
Καὶ ἑπομένως δὲν κάνει ἀντιποίησι θεϊκῆς οὐσίας καὶ ἐξουσίας, ἀλλ' εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, ὁ
σαρκωθεὶς γιὰ νὰ σώση το γένος των ἀνθρώπων. Αν ο ἥλιος «βλασφημῆ» τόν... ἥλιο, λέγοντας, ὅτι
εἶναι ἥλιος, ἄλλο τόσο ὁ μονογενὴς Υἱὸς του Θεοῦ, ὁ ἕνας της Τριάδος, βλασφημεῖ φωτίζοντας μὲ
τη λυτρωτικὴ Του χάρι τη σκοτεινὴ περιοχὴ της ἁμαρτίας.

Διαβάζει διαλογισμοὺς (στ. 8-9).


Ἀπόδειξις ὅτι εἶναι Θεός, ὁ Θεὸς: Εἶναι παντογνώστης καὶ Χριστός. Διαβάζει τὶ ἔχουν στὸ μυαλὸ
τους τὶ σκέπτονταν οἱ γραμματεῖς! Κάνει, θὰ λέγαμε, πνευματικὸ ἐγκεφαλογράφημα. Φαντασθῆτε
νὰ ὑπῆρχε ἠλεκτρονικὸς ὑπολογιστὴς, ποῦ πατώντας ἕνα κουμπὶ νὰ καταγράφονται οἱ σκέψεις του
ἄλλου, το τὶ σκέπτεται! Κάτι τέτοιο θὰ ἦταν ἡ ὑπερεξουσία της... πληροφορικῆς.
Ὁ Χριστὸς ἔχει την ἐξουσία της παγγνωστικὴς πληροφορικῆς, χωρὶς φυσικὰ νὰ ἔχη ἀνάγκη ἀπὸ
καμμία τεχνολογία. Μόλις σκέφτηκαν οἱ γραμματεῖς. Δὲν πρόλαβαν κἂν νὰ τὸ ψιθυρίσουν! Καὶ ὁ
Χριστὸς το ἀποκαλύπτει: «Καὶ εὐθέως επιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ
διαλογίζονται ἐν εαυτοίς, είπεν αυτοὶς· Τὶ ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» (στ.8).
Ἀπόδοσις στήνάπλοελληνικὴ: «'Ἀμέσως κατάλαβε ὁ Ἰησοῦς, ὅτι οἱ γραμματεῖς σκέφτονται μέσα
τους ἔτσι, καὶ τοὺς εἶπε: “Γιατί σκέφτεστε μέσα σας αυτά;”».
Ὁ παραλυτικός, πού γίνεται καλά, ἀποτελεῖ θεατὴ καὶ ψηλαφητὴ μαρτυρία γιὰ την ἐξουσία του
Ἰησοῦ νὰ συγχωρῆ ἁμαρτίες. Οἱ ἀπόψεις των γραμματέων, σύμφωνα μὲ την ἀφήγησι, ἀποτελοῦν
ἐσώτερες σκέψεις τους, ποῦ δὲν ἔγιναν ἀκόμη προφορικὸς λόγος. Καὶ ὅμως ὁ Μεσσίας τὶς γνωρίζει.
Ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς παντογνώστης ἔχει την αξουσία, νὰ γνωρίζη τὶς σκέψεις μας, τὶς ἐπιθυμίες
μας, τα κρύφια μας, τὶς κακίες της ψυχῆς μας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἁγίους πόθους μας.
Διαβάζει τη σκέψη των γραμματέων καὶ τοὺς ἀπευθύνει δεύτερο ἐρώτημα: «Τὶ ἐστὶν
εύκοπώτερον, είπεὶν τῷ παραλυτικὼ ἀφέωνταὶ σου ἄι ἁμαρτίαι, ἤ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν
κράβαττὸν σου καὶ περιπάτει;» (στ. 9). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Τὶ εἶναι εύκολώτερο, νὰ πῶ
στὸν παραλυτικό, “Έχουν συγχωρηθῆ οἱ ἁμαρτίες σου”, ἤ νὰ πῶ, “Σήκω καὶ πάρε το κρεβάτι σου
καὶ περπάτα”;».
Βέβαια το δυσκολότερο ἦταν ἡ ἄφεσις των ἁμαρτιῶν, καὶ το σπουδαιότερο. Όσο ἀνώτερη εἶναι
ἡ ψυχὴ ἀπὸ το σῶμα, τόσο δυσκολότερο εἶναι το θαῦμα στὴν ψυχή, δηλαδὴ ἡ ἄφεσις των
ἁμαρτιῶν, ἀπὸ το θαῦμα στὸ σῶμα, δηλαδὴ ἡ κίνησις του ἀκινήτου παραλυτικοῦ.
Ναί, ἔτσι εἶναι! Μὰ τὸ μὲν πρῶτο εἶναι θαῦμα ἀόρατο, ἐνῶ το δεύτερο εἶναι ὁρατό,
ἐντυπωσιακό. Καὶ ἑπομένως οἱ γραμματεῖς θεωροῦσαν δυσκολότερη τὴν ἔγερση του παραλυτικοῦ.
Σὰν νὰ τοὺς λέη: «Θὰ κάνω αὐτὸ πού θεωρεῖτε δυσκολώτερο. Θὰ πῶ, νὰ σηκωθῆ ὁ παραλυτικός.
Καὶ θὰ γίνη. Καὶ τότε θὰ γνωρίσετε (ἂν θέλετε νὰ γνωρίσετε) τη μεγαλύτερη ἐξουσία μου, την ἄφεσι
των ἁμαρτιῶν».
Ἀσφαλῶς οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν δυσκολότερη τη σωματικὴ θεραπεία καὶ ευκολότερη τὴν ἄφεσι
των ἁμαρτιῶν, ποῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἐλέγχθη καὶ νὰ διαπιστωθῆ. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως βλέπει σὲ μιὰ
ἑνότητα το αἴτιο καὶ το ἀποτέλεσμα.

Ἐξουσία ἀφέσεως (στ. 10-11)


Ὁ Χριστὸς σπλαχνίζεται. Οἱ γραμματεῖς παίζουν μὲ τον πόνο του παραλυτικοῦ. Ἀντὶ νὰ
θαυμάσουν τους τέσσερις μεταφορεῖς της ἀγάπης καὶ νὰ ζητήσουν ἄμεση θεραπεία ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ,
ἐκεῖνοι σχολιάζουν καὶ ὑβρίζουν μέσα τους τὸν Χριστό! Ὄχι δὲν μποροῦν, ἀλλὰ δὲν θέλουν νὰ
δεχτοῦν το μεγαλεῖο του Ἰησοῦ. Οὔτε μπορεῖ ἡ κακία τους νὰ νοήση την ἄπειρη ἀγαθότητὰ Του.
Προβαίνει καὶ στὰ δύο θαύματα ὁ Χριστός. Βέβαια, ὅταν πρωτοείδε τον παραλυτικό, μὲ πατρικὴ
στοργὴ του μιλάει γιὰ ἄφεσι: «Τέκνον, ἀφέωνταὶ σόι ἄι ἁμαρτίαι σου». Καὶ μόνο, ποῦ ἕνας νέος
στὴν ἡλικία, ὅπως ὁ Ἰησοῦς, προσφωνεῖ ἕνα πολὺ μεγαλύτερὸ Του «τέκνον μου», καὶ μόνο αὐτὸ
φανερώνει την αυτοσυνειδησία της Θεότητὰς Του. Μπροστὰ Του βλέπει ἕνα θύμα της ἁμαρτίας.
Πίσω ἀπὸ τον καρπὸ της ἀσθενείας κρύβεται κάποια ρίζα σάπια, ἡ ἁμαρτία. Ἄν τῶν γραμματέων
διάβασε το μυαλὸ (πνευματικὸ ἐγκεφαλογράφημα), του παραλυτικοῦ διαβάζει το παρελθὸν της
καρδιᾶς του, της ζωῆς του (πνευματικὸ καρδιογράφημα).
Στὴν περίπτωσὶ του ἡ αρρώστια φαίνεται νὰ ἦταν καρπὸς της ἁμαρτίας. Γι' αὐτὸ του λέει:
«Τέκνον, ἀφέωνταὶ σόι ἄι άμαρτίαι σου». Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁ Ἰησοῦς οὐκ επέδραμεν
εὐθέως τη του σώματος θεραπεία του φαινομένου, ἀλλὰ παρ' ἐκείνων λαμβάνει την ἀφορμὴν καὶ
τὸ ἄδηλον πρώτον ἐθεράπευσε, την ψυχήν, τα ἁμαρτήματα αφεὶς: ὅπερ ἐκείνον μὲν έσωζεν, αὐτὸ
δὲ οὐ πολλὴν δόξαν έφερεν» (Ε.Π.Ε. 10,282). Μετάφρασις: Δὲν προχώρησε ἀμέσως νὰ θεραπεύση
το σῶμα του ἀσθενοῦς, ποῦ ὅλοι το ἔβλεπαν, ἀλλὰ παίρνει ἀφορμὴ ἀπὸ τους ἐχθροὺς Του. Καὶ
κατ' ἀρχὴν θεράπευσε ἐκεῖνο ποῦ δὲν ἦταν ὁρατό, την ψυχή, ἀφοῦ συγχώρησε τα ἁμαρτήματα,
κάτι πού ἐκείνον μὲν τὸν ἔσωζε, στὸν Ἴδιο ὅμως δὲν φαινόταν νὰ ἐπιφέρη μεγάλη δόξα.
Προηγεῖται το μεγάλο θαῦμα, ἡ ἄφεσις των ἁμαρτιῶν. Καὶ ἕπεται το ἄλλο, το ἐντυπωσιακό,
ὅπως εἴπαμε, στὰ μάτια των άθρώπων: «Ἴνα δὲ είδητε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς του ἀνθρώπου
ἀφιέναι ἐπὶ της γῆς ἁμαρτίας – λέγει το παραλυτικὼ: Σοὶ λέγω: "Ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττὸν
σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκὸν σου» (στ. 10-11). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Γιὰ νὰ μάθετε δέ, ὅτι
ὁ Υἱὸς του ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρῆ ἁμαρτίες πάνω στὴ γῆ» – λέει στὸν παραλυτικὸ: “Σε
σένα το λέω, σήκω, πάρε το κρεββάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου”».
Ὁ Χριστὸς πάνω ἀπὸ ὅλα ἔχει την ἐξουσία ἀφέσεως ἁμαρτιῶν. Ἀπὸ ὅλα τα θαύματα του Χριστοῦ
το μεγαλύτερο καὶ σπουδαιότερο εἶναι ἡ ἄφεσις των ἁμαρτιῶν μας, το ὅτι, δηλαδή, παίρνει ἕνα
σφουγγάρι καὶ σβήνει ὅλα τα ἁμαρτήματὰ μας. Ύμνεὶ ὁ Δαβὶδ τὴν εξιλαστικὴ δύναμη του Χριστοῦ:
«Τὸν εύϊλατεύοντα πάσας τὰς ἀνομίας σου, τὸν ίώμενον πάσας τὰς νόσους σου» (Ψαλμ. 102,3).
Ἀπερίφραστη εἶναι ἡ ἀπάντησις του Ἰησοῦ: «Έξουσίαν ἔχει ὁ Υἱὸς του ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ της
γῆς ἁμαρτίας» (στ. 10). Πρόκειται γιὰ την τρίτη κατὰ σειρὰν περίπτωση στὸ κατὰ Μάρκον
εὐαγγέλιο, ποῦ χρησιμοποιεῖται ἡ λέξις ἐξουσία σὲ ἀναφορὰ πρὸς τὸν Μεσσία. Γίνεται ὅμως μιὰ
οὐσιώδης διεύρυνσις: Ἡ ἄφεσις ἁμαρτιῶν. Τὸ βῆμα εἶναι γιγάντιο, διότι ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ Χριστὸς
διαθέτει δύναμι καὶ αὐθεντία, πού ἀνήκουν μόνο στὸν Θεό. Ὁ Ἰησοῦς διακηρύσσει μὲ πλήρη
βεβαιότητα, ὅτι εἶναι φορέας ἀκριβῶς αὐτῆς της εἰδικῆς ἐξουσίας, πού ἔχει μόνο ὁ Θεός.
Ὁ Χριστὸς στὴν περικοπὴ, πού ἑρμηνεύουμε, φανερώνει μὲ πολλοὺς τρόπους τὴν Θεότητὰ Του.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οἱ γραμματεῖς ἔλεγον, ὅτι το λύειν ἁμαρτήματα Θεοῦ μόνο ἐστὶν αὐτὸς
δὲ οὐ λύει ἁμαρτήματα μόνον, ἀλλὰ καὶ πρὸ τούτου ἕτερὸν τὶ επιδείκνυται, ὅ Θεοῦ μόνου ἥν, το
τα ἐν τη καρδία ἀπόρρητα έκφέρειν» (Ε.Π.Ε. 10,284). Μετάφρασις: Οἱ γραμματεῖς ἔλεγαν, ὅτι μόνο
ὁ Θεὸς ἔχει δικαίωμα νὰ συγχωρῆ ἁμαρτίες. Ὁ Κύριος ὅμως δὲν συγχωρεῖ μόνο τα ἁμαρτήματα,
ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὴ του την ἐνέργεια, φανερώνει καὶ κάτι ἄλλο, ποῦ ἦταν γνώρισμα μόνο του
Θεοῦ, το ὅτι δηλαδὴ ἀποκαλύπτει τὶς ἀπόκρυφες σκέψεις της καρδιᾶς.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὁ μεσσιανικὸς τίτλος «Υἱὸς του ἀνθρώπου». Τὸν χρησιμοποιεῖ μόνο ὁ ἴδιος
ὁ Ἰησοῦς γιὰ τὸν ἑαυτὸ Του. Πουθενὰ στὰ εὐαγγέλια δὲν χρησιμοποιεῖται ὡς προσφώνησις τρίτων
πρὸς τὸν Ἰησοῦ ἤ ὡς ἔκφρασης των εὐαγγελιστῶν γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Ὁ ὄρος προέρχεται ἀπὸ την Παλαιὰ
Διαθήκη (Δαν. ζ' 13-14). Όλη ἡ εσχατολογικὴ προσμονὴ συνοψίζεται στὸν Μεσσία, πού θὰ εἶναι ὁ
Υἱὸς του ἀνθρώπου. Θὰ εἶναι ὁ "Ἄνθρωπος, ποῦ θ' ἀποτελῆ το πλήρωμα της ἀνθρωπότητας, ὁ
Σωτήρας ὅλου του κόσμου. Ἦρθε ὁ Υἱὸς του Θεοῦ καὶ ἔγινε Υἱὸς του ἀνθρώπου. Πάνω Του ὅλη ἡ
Θεότητα καὶ ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα. Πανανθρώπινη καὶ παγκόσμια θὰ εἶναι καὶ ἡ Δευτέρα Του
Παρουσία (Ματθ. κε' 31-45).
Ἡ ἐξουσία ἀφέσεως ἁμαρτιῶν εἶναι ἡ σπουδαιότερη καὶ γιὰ ἄλλο λόγο, διότι εἶναι παγκόσμιος.
Ὁ Χριστὸς εἶναι Σωτήρας ἐπὶ διεθνοῦς ἐπιπέδου. Ποιὸς κάτοικος του πλανήτη μας δὲν εἶναι
ἁμαρτωλός; Ἔχει λοιπὸν ἐξουσία πάνω σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὄχι γιὰ νὰ κάνη πιὸ σφικτὲς τὶς
ἁλυσίδες τους, ἀλλὰ γιὰ νὰ σπάη ἁλυσίδες, νὰ λυτρώνη καὶ νὰ χαρίζη ζωὴ αἰώνια.
Θεραπεία του παραλυτικοῦ (στ. 12)
Καὶ το θαῦμα εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐξουσίες του Χριστοῦ. Μάρμαρο ὁ παραλυτικὸς της
Καπερναούμ. Μὲ ἕνα λόγο του Χριστοῦ ἀναπηδᾶ: «Καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἀρᾶς τὸν κράβαττον
εξήλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε εξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε
οὕτως εἴδομεν» (στ. 12). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὁ παραλυτικὸς σηκώθηκε ἀμέσως,
πῆρε το κρεββάτι του καὶ μπροστὰ σὲ ὅλους βγῆκε ἔξω, ὥστε νὰ ἐκπλήσσωνται ὅλοι καὶ νὰ
θαυμάζουν τὸν Θεὸ λέγοντας: “Ποτέ δὲν εἴδαμε τέτοια φαινόμενα”».
Το θαῦμα ὁδηγεῖ στὸ θαυμασμό. Καὶ ὁ θαυμασμὸς στὴν πίστι. Καὶ ἡ πίστις στὴ δοξολογία του
Θεοῦ.
-Τὶ ἔχει παραπάνω ἀπὸ μένα ὁ ἀρχηγὸς σου; ρώτησε εἰρωνικὰ ἰσχυρὸς κοσμικὸς ἡγέτης ἕνα
πιστὸ κληρικό.
Καὶ ὁ κληρικὸς του ἀπάντησε:
-Θέλεις νὰ νικήσης το δικὸ μου Ἀρχηγό; Πήγαινε σ' ἕνα μαρμάρινο ἄγαλμα καὶ δῶσε ἐντολὴ νὰ
τρέξη. "Ἄν σὲ ἀκούση, εἶσαι δυνατός. Πήγαινε σ' ἕνα παράλυτο καὶ δῶσε το γυμναστικὸ
παράγγελμα: «Έγειρε»."Αν σηκωθῆ, εἶσαι δυνατός. Πήγαινε σ' ἕνα μνῆμα, πού ἔχει ἀρχίσει ἡ σῆψις
του νεκροῦ, καὶ δῶσε διαταγὴ: «Δεῦρο ἔξω»! "Ἄν σηκωθῆ ὁ νεκρός, εἶσαι δυνατός. Ὁ Χριστὸς μου
στάθηκε στὸ μνῆμα του Λαζάρου καὶ τὸν ἀνακάλεσε στὴν ἐνεργὸ ὑπηρεσία. Στάθηκε στὸν
παραλυτικὸ καὶ ἀπὸ την ἀδράνεια καὶ ἀκινησία τὸν ἐπανέφερε στὴ δρᾶσι καὶ στὴν κίνησι.
Τὸ θέαμα του πρώην παραλυτικοῦ εἶναι τόσο ἀπίστευτο, «ὥστε εξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν
τὸν Θεὸν» (στ. 12). Τὸ ρῆμα «ἐξίσταμαι» σημαίνει ἰσχυρότατη κατάπληξι, θαυμασμό, ἔκστασι,
ἀκόμα καὶ διασάλευσι φρενῶν λόγω έντάσεως της ἐντυπώσεως! Τὸ «δοξάζειν τὸν Θεὸν» δείχνει
πὼς πρόκειται γιὰ ἕνα εἶδος της θείας δυνάμεως, γι' αὐτὸ καὶ ὁ λαὸς στρέφεται δοξολογικὰ πρὸς
τὸν Θεό.
Στὴν ἴδια περικοπὴ ὑπάρχει καὶ ἕνα στοιχεῖο, ποῦ συνδέεται μὲ τη χριστολογία του πάθους.
Εἶναι ἡ ἀντίθεσις των γραμματέων, πού ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ (στ. 6-7). Ἡ ἀντίθεσις αὐτὴ
εἶναι φορτισμένη μὲ έχθρικότητα, πού μὲ δυσκολία συγκρατεῖται. Ἡ πρώτη κατηγορία κατὰ του
Ἰησοῦ ἀπὸ πλευρὰς γραμματέων καὶ Φαρισαίων, πού καταχωρίζει ὁ εὐαγγελιστὴς εἶναι το
«βλασφημεῖ». Ἡ ἴδια κατηγορία θὰ ἐπαναληφθῆ στὸ τέλος του εὐαγγελίου ἀπὸ τον ἀρχιερέα καὶ
ἐπὶ τη βάσει αὐτῆς θὰ κριθῆ ὁ Ἰησοῦς ἔνοχος θανάτου (Μάρκ. ιδ' 63-64).

13 Καὶἐξῆλθε πάλιν παρὰ τὴν θάλασσαν· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἤρχετο πρὸς αὐτόν, καὶ ἐδίδασκεν
αὐτούς. 14 Καὶ
παράγων εἶδε Λευῒν τὸν τοῦ ᾿Αλφαίου, καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, καὶ λέγει αὐτῷ·
ἀκολούθει μοι. καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ· 15 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακεῖσθαι αὐτὸν ἐν τῇ οἰκίᾳ
αὐτοῦ, καὶ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ συνανέκειντο τῷ ᾿Ιησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· ἦσαν
γὰρ πολλοί, καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ. 16 καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἰδόντες αὐτὸν ἐσθίοντα
μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἔλεγον τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· τί ὅτι μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ
ἁμαρτωλῶν ἐσθίει καὶ πίνει; 17 καὶ ἀκούσας ὁ ᾿Ιησοῦς λέγει αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες
ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες· οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν.

Ακολούθει μοι (στ. 13-14)


Μετὰ το θαῦμα του παραλυτικοῦ της Καπερναοὺμ ἔφυγε ὁ Χριστὸς ἀπὸ το σπίτι καὶ
προχωροῦσε πρὸς τὴν παραλία. Ἀλλ' ὁ κόσμος δὲν Τὸν ἄφηνε. Καὶ ὅπου σταματοῦσε τοὺς δίδασκε.
Μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι καὶ προχωρώντας δίδασκε. Κάπου ὁπωσδήποτε θὰ σταμάτησε καὶ θὰ
δίδαξε ὑπαίθρια τὸν κόσμο. Ἡ περιοχὴ «παρὰ την θάλασσαν» ἀποτελεῖ ἕνα προσφιλὴ τόπο
διδασκαλίας του Ἰησοῦ, στὸν ὁποῖο συχνὰ Τὸν παρουσιάζουν οἱ εὐαγγελιστὲς νὰ διδάσκη τα
συρρέοντα πλήθη.
Μετὰ τη θεραπεία του παραλυτικοῦ ἀκολουθεῖ μία σειρὰ γεγονότων καὶ συζητήσεων, πού
ἐμφανίζουν πολλὲς ὁμοιότητες μεταξὺ τους καὶ ἀνήκουν οὐσιαστικὰ στὸν ἴδιο θεματικὸ κύκλο. Στὶς
περικοπὲς αὐτὲς ἡ ἐξουσία του Μεσσία προβάλλεται σὲ καινούργιο ἐπίπεδο ἀναφορὰς. «Καὶ
ἐξῆλθε πάλιν παρὰ την θάλασσαν. Καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἤρχετο πρὸς αὐτόν, καὶ εδίδασκεν αὐτοὺς» (στ.
13). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Μετὰ βγῆκε ὁ Ἰησοῦς καὶ πῆγε πρὸς τὴ λίμνη. Καὶ ὅλο το
πλῆθος του λαοῦ έρχόταν πρὸς αὐτόν. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς δίδασκε».
Στὴ συνέχεια ὁ εὐαγγελιστὴς περιγράφει το περιστατικὸ της κλήσεως του Λευὶ (του Ματθαίου).
Ἡ σχετικὴ ἀφήγησις εἶναι λακωνική, ὅπως καὶ στὶς ἀντίστοιχες ἀφηγήσεις της κλήσεως των πρώτων
τεσσάρων μαθητῶν. Ἐδῶ ὅμως ἡ φραστικὴ συμπύκνωσις εἶναι μεγαλύτερη. Ὁ λόγος, μὲ τὸν ὁποῖον
ὁ Ἰησοῦς ζητεῖ ἀπὸ τον Λευὶ νὰ γίνη μαθητὴς του, εἶναι μόνο ἕνα ρημα καὶ μάλιστα σὲ προστακτικὴ
«Ακολούθει μοι».
Τὸ γεγονὸς μὲ τὴν κλῆσι του Λευὶ καὶ τη συνεστίαση του Ἰησοῦ καὶ των μαθητῶν μὲ τοὺς τελῶνες
καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς, το ἀφηγοῦνται καὶ οἱ ἄλλοι δύο Συνοπτικοὶ εὐαγγελιστὲς (Ματθαίος καὶ
Λουκᾶς). Γενικὴ εἶναι ἡ παραδοχή, ὅτι Ματθαίος καὶ Λευὶ εἶναι δύο ὀνομασίες του ἴδιου
προσώπου.
Ἡ αὐθεντία του Μεσσία προβάλλει μὲ μοναδικὴ ἰσχύ! Ἡ ἀμεσότητα της ἀνταποκρίσεως εἶναι
ἐντυπωσιακὴ: «Αναστάς». Καὶ ὑπογραμμίζει το ριζικὸ χαρακτήρα του λόγου του Χριστοῦ στὴ ζωὴ
των ἀνθρώπων. «Καὶ παράγων εἶδε Λευΐν τὸν τοῦ Αλφαίου, καθήμενον ἐπὶ το τελώνιον, καὶ λέγει
αυτὼ Ακολούθει μοι. Καὶ αναστὰς ήκολούθησεν αυτὼ» (στ. 14). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ
ἐκεῖ πού προχωροῦσε, εἶδε τὸν Λευϊ, τὸν γυιὸ του 'Αλφαίου, νὰ κάθεται στὸ τελωνεῖο. Καὶ του λέει:
«Ἀκολούθα με”. Καὶ ἀμέσως ἐκεῖνος σηκώθηκε καὶ ἀκολούθησε τον Ἰησοῦ».
Τὴν κλῆσι του Λευὶ δὲν τὴν ἀφηγοῦνται οἱ εὐαγγελιστὲς γιὰ νὰ δείξουν πῶς συμπληρώθηκε ἡ
ὁμάδα των δώδεκα, ἀλλὰ γιὰ νὰ δώσουν ἕνα ἀκόμη ὑποδειγματικὸ περιστατικὸ ἀμέσου
ἀνταποκρίσεως στὸ προσκλητήριο του Ἰησοῦ, καὶ μάλιστα αὐτὴ τη φορὰ ἑνὸς ἀνθρώπου, ποῦ
προέρχεται ἀπὸ τὶς τάξεις των πολὺ ἁμαρτωλῶν.
Θαυμάζει κανεὶς το πὼς ὁ Χριστὸς καλεῖ γιὰ μαθητὴ του ἕνα τελώνη, ἀλλὰ καὶ το πὼς ὁ τελώνης
ἀνταποκρίθηκε ἀμέσως στὴν πρόσκληση του Ἰησοῦ.
Τελώνης ἦταν ἐπάγγελμα, πού συνεπήγετο πολλὲς ἀδικίες, νομιμοφανεῖς κλοπές! Ἦταν
συνώνυμο του κλέπτη, τοῦ πλουσίου, ποῦ ὡς εἰσπράκτορας των φόρων της ἐποχῆς ἐκείνης
καταλήστευε το λαό.
Χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις τελωνῶν, πού ἀκολούθησαν τὸν Χριστό, εἶναι του Ματθαίου καὶ
του Ζακχαίου. Ἐνῶ ἡ ὑποδειγματικὴ μετάνοια διὰ της βαθειὰς ταπεινοφροσύνης διδάσκεται στὸ
πρόσωπο του τελώνη, στὴ γνωστὴ παραβολὴ (Λουκ. ιη' 10).
Δεῖγμα μεγάλης αμαρτωλότητας καὶ διαφθορὰς το ἐπάγγελμα του τελώνη. Καὶ ὑπόδειγμα του
θαυμαστοῦ ἐλέους του Θεοῦ ἡ συγγνώμη καὶ ἡ δικαίωσις, πού χαρίζει ὁ Χριστὸς στοὺς τελῶνες,
ποῦ βρίσκονται κοντὰ Του. Ὁ Ματθαίος ὑπῆρξε τελώνης, ἀναδείχτηκε ὅμως ἀπόστολος ἐκ των
δώδεκα καὶ εὐαγγελιστής. Σχολιάζει καὶ ἑρμηνευτὴς Τρεμπέλας: «Μεγάλαι ἁμαρτίαι καὶ σκάνδαλα
πρὸ της ἐπιστροφῆς, δὲν ἀποτελοῦν ἐμπόδια εἰς τὴν μετέπειτα παροχὴν μεγάλων χαρισμάτων καὶ
δωρεῶν ἁγιότητος, ἴνα δοξάζηται ἔτι μᾶλλον ὁ φιλάνθρωπος Θεός».
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὥσπερ εἶδες του καλέσαντος τὴν δύναμιν, οὕτω καταμάνθανε καὶ
του κληθέντος τὴν ὑπακοήν. Οὔτε γὰρ αντέτεινεν, οὐδὲ ἀμφισβητῶν εἶπε: Τὶ τοῦτο; 'Ἄρα μὴ
ἀπατηλὴ κλήσει ἐμὲ τὸν τοιοῦτον καλεῖ; Καὶ γὰρ ἄκαιρος αὕτη πάλιν ἡ ταπεινοφροσύνης ἀλλ'
εὐθέως ὑπήκουσε, καὶ οὐδὲ οἴκαδε απελθεὶν ήξίωσε, καὶ τοὺς αὐτοῦ περὶ τούτου κοινώσασθαι,
ὥσπερ οὺν ούδὲ οἱ ἁλιεῖς» (Ε.Π.Ε. 10,302). Μετάφρασις: Όπως ἀκριβῶς εἶδες τη δύναμη Αὐτοῦ
ποῦ τὸν κάλεσε, ἔτσι πρόσεξε νὰ καταλάβης καὶ την ὑπακοὴ του Λευί, πού κλήθηκε. Διότι οὔτε
ἔφερε ἀντιρρήσεις οὔτε Του εἶπε μὲ ἀμφιβολία: «Τὶ σημαίνει αὐτό; Μήπως ἄραγε προσκαλεῖς
ἐμένα πού εἶμαι τέτοιου εἴδους ἄνθρωπος μὲ σκοπὸ δόλιο;». Μία τέτοια ταπεινοφροσύνη πάλι,
θὰ ἐκδηλωνόταν ὄχι σὲ κατάλληλο χρόνο. Ἀμέσως δέχτηκε την πρόσκλησι καὶ δὲν ζήτησε νὰ μεταβῆ
στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ ἀνακοινώση αὐτὸ στοὺς συγγενεῖς του, ὅπως ἀκριβῶς οὔτε καὶ οἱ ἁλιεῖς το
ἔκαναν αὐτό.

Μὲ πρώην ἁμαρτωλοὺς (στ. 15)


Στὸ περιστατικὸ αὐτὸ καλεῖ ὁ Μεσσίας ἕνα τελώνη γιὰ νὰ τον κάνει στὸ μέλλον ἀπόστολὸ Του.
Ἡ πρᾶξις εἶναι πρωτοφανὴς καὶ ἀπαράδεκτη γιὰ τὴν καθιερωμένη ἰουδαϊκὴ εὐσέβεια. Ἐδῶ ἐνεργεῖ
μία ἐξουσία, ποῦ θὰ ἦταν ἀδιανόητη ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν ἐπιφανέστερο νομοδιδάσκαλο του Ἰσραήλ.
«Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακείσθαι αὐτὸν ἐν τη οἰκία αὐτοῦ, καὶ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ
συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοὺς μαθηταὶς αὐτοῦ ἦσαν γὰρ πολλοί, καὶ ήκολούθησαν αυτὼ» (στ.
15). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθητὲς Του ἔτρωγαν στὸ σπίτι του
Λευϊ (του Ματθαίου), κάθονταν μαζὶ τους στὸ τραπέζι καὶ πολλοὶ τελῶνες καὶ ἁμαρτωλοί. Διότι
ἦσαν πολλοὶ τελῶνες καὶ ἁμαρτωλοί, ποῦ Τὸν ἀκολουθοῦσαν».
Ὁ Χριστὸς μπαίνει στὸ σπίτι του τελώνη Λευί, ὅπως μπῆκε καὶ στὸ σπίτι του ἄλλου τελώνη, του
Ζακχαίου. Ἀπὸ τη στιγμή, ποῦ μπαίνει ὁ Χριστὸς σ' ἕνα σπίτι καὶ εἶναι λίαν εὐπρόσδεκτος, το σπίτι
αὐτὸ ἁγιάζεται. Ἄλλωστε, ὅταν στὰ σπίτια των πρώην ἁμαρτωλῶν τελωνῶν μπαίνη ὁ Χριστός, ἀπὸ
τη μία πόρτα μπαίνει Ἐκεῖνος καὶ ἀπὸ την ἄλλη βγαίνει ὁ διάβολος της φιλαργυρίας. Στὸ σπίτι
ἐγκαθίσταται ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη.
Εἶναι δὲ μεγάλη τιμὴ γιὰ τὸ Ματθαίο νὰ φιλοξενῆ στὸ σπίτι του τὸν Χριστό. Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Καλέσας τοίνυν αὐτόν, καὶ τιμὴ μεγίστη τετίμηκε, τραπέζης αυτὼ κοινωνήσας
εὐθέως ταύτη γὰρ αὐτὸν καὶ ὑπὲρ των μελλόντων εὔελπιν επoίει, καὶ εἰς πλείονα παρρησίαν ήγεν.
Οὐ γὰρ χρόνω μακρώ, ἀλλ' ἀθρόον ιάσατο τὴν κακίαν. Καὶ οὐκ αυτὼ συνανάκειται μόνο, ἀλλὰ καὶ
ετέροις πολλοῖς· καίτοι καὶ τοῦτο έδόκει αὐτοῦ ἔγκλημα εἶναι, ὅτι οὐκ άπεσόβησε τοὺς
ἁμαρτωλοὺς» (Ε.Π.Ε. 10,304). Μετάφρασις: Ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς προσκάλεσε το Ματθαίο, τὸν τίμησε μὲ
πάρα πολὺ μεγάλη τιμὴ. Ἀμέσως παρακάθησε σὲ γεῦμα μὲ αὐτόν. Μ' αὐτὸ τον τρόπο τον ἔκανε νὰ
εὐελπιστῆ γιὰ το μέλλον καὶ του ἐνέβαλε περισσότερο θάρρος. Διότι του θεράπευσε τὴν κακία καὶ
ὄχι μετὰ ἀπὸ πολὺ χρόνο. Καὶ δὲν παρακάθησε στὸ τραπέζι μόνο μὲ τὸ Ματθαίο, ἀλλὰ μαζὶ μὲ
πολλοὺς ἄλλους, μολονότι καὶ αὐτὴ ἡ ἐνέργεια του ἐθεωρεῖτο ὡς ἔγκλημα, καθ' ὅσον δὲν ἐξεδίωξε
τοὺς ἁμαρτωλούς.
Οἱ τελῶναι δὲν μαζεύτηκαν μόνο ὡς ὁμότεχνοι του Ματθαίου, ἀλλὰ καὶ ὡς θαυμάζοντες τὸν
Ἰησοῦ. Μέχρι τώρα εἶχαν δοκιμάσει την ἀπόρριψι ἀπὸ τους Ἰουδαίους. Τώρα συναντοῦν τη στοργὴ
καὶ την ἀποδοχὴ ἀπὸ τον Ἰησοῦ. Ὄχι διότι ὁ Ἰησοῦς συμφωνεῖ μὲ το ἁμαρτωλὸ τους ἐπάγγελμα,
ἀλλὰ διότι οἱ τελῶνες (ὅσοι τον πλησιάζουν) εἶναι ἀποφασισμένοι ν' ἀλλάξουν ζωή. Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Συνέρχονται δὲ οἱ τελῶναι ὡς πρὸς ὁμότεχνον εγκαλλωπιζόμενος γὰρ τη εισόδω
τη του Χριστοῦ, πάντας αὐτοὺς συνεκάλεσε. Καὶ γὰρ πᾶν εἶδος θεραπείας ὁ Χριστὸς ἐκίνει, καὶ οὐχὶ
διαλεγόμενος μόνον, οὐδὲ θεραπεύων, ούδὲ ἐλέγχων τοὺς έχθρούς, ἀλλὰ καὶ ἄριστων διώρθου
πολλοὺς των κακῶς διακειμένων» (Ε. Π.Ε. 10,306). Μετάφρασις: Συγκεντρώνονται λοιπὸν οἱ
τελῶνες στὸ σπίτι του Ματθαίου, ὡς ὁμότεχνοι. Ὁ Ματθαίος γεμάτος χαρὰ ἐξ αἰτίας του ἐρχομοῦ
του Χριστοῦ στὸ σπίτι του, τοὺς προσκάλεσε ὅλους. Καθ' ὅσον ὁ Χριστὸς χρησιμοποιοῦσε κάθε
εἶδος θεραπείας, καὶ ὄχι μόνο ὅταν δίδασκε, οὔτε ὅταν θεράπευε, οὔτε ὅταν ἤλεγχε τοὺς έχθροὺς
Του, ἀλλὰ καὶ τρώγοντας διώρθωνε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς.

Κατηγορούν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι (στ. 16)


Ο Μεσσίας ενεργεί με τρόπο εντελώς ασύμφωνο πρός τόν κώδικα συμπεριφοράς των
θρησκευτικών δασκάλων. Η ἀντίθεσις ἐκφράζεται στὸ κείμενο μὲ την ἐπανάληψη της φράσεως -
κλειδὶ «έσθίει μετὰ των ἁμαρτωλῶν καὶ τελωνῶν» (στ. 16). «Καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι
ἰδόντες αὐτὸν έσθίοντα μετὰ των τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἔλεγον τοῖς μαθηταὶς αὐτοῦ: Τὶ ὅτι μετὰ
των τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν έσθίει καὶ πίνει;» (στ. 16). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Οἱ δὲ
γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ὅταν εἶδαν τὸν Ἰησοῦ νὰ τρώγη μαζὶ μὲ τοὺς τελῶνες καὶ τοὺς
ἁμαρτωλούς, ἔλεγαν στοὺς μαθητὲς Του: “Γιατί τρώγει καὶ πίνει μαζὶ μὲ τοὺς τελῶνες καὶ τοὺς
ἁμαρτωλούς; “».
Γιὰ νὰ κατηγοροῦν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι τὸ Χριστό, ἐπειδὴ τρώγει μὲ τοὺς τελῶνες καὶ
ἁμαρτωλούς, σημαίνει, ὅτι μέσα τους θεωροῦσαν τὸν Χριστὸ «καθαρὸ» καὶ τοὺς τελῶνες
«ἀκάθαρτους». Ὁ Χριστὸς εἶναι βέβαια ὁ Καθαρὸς των καθαρῶν, ὁ 'Ἀναμάρτητος, μὰ αὐτὸ
συμβαίνει διότι εἶναι Θεός. Καὶ ὡς Θεὸς εἶναι ἀμόλυντος. Δὲν μολύνεται, ὅποιον κι ἂν ἀγγίζη κι
ὅποιος κι ἂν Τὸν ἀγγίζη. Εἶναι σὰν τὸν ἥλιο (καὶ ἄλλοτε χρησιμοποιήσαμε το παράδειγμα αὐτό),
ποῦ οἱ ἀκτίνες του δὲν μολύνονται, ἔστω κι ἂν ἀγγίξουν κοπριές. Εἶναι σὰν τὸν Ἰατρό. Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Ἄν ὁ ἰατρὸς δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀνεχθῆ τὴ βρωμιὰ των ἀσθενῶν, δὲν μπορεῖ νὰ
τοὺς ἀπαλλάξη ἀπὸ την ἀσθένειὰ τους» (Ε.Π.Ε. 10,306).
Κατὰ τους γραμματεῖς δὲν εἶναι νοητὸ ὁ Μεσσίας, ποῦ εἶναι ἅγιος, νὰ συναναστρέφεται
ἀκάθαρτους, ἁμαρτωλούς. Συνεπῶς, κατὰ τους γραμματεῖς, τοὺς ψευτοαγίους, ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι
ὁ Μεσσίας, ἀφοῦ δὲν διαφοροποιεῖ τη θέσι Του ἀπὸ τοὺς καταφρονητὲς του Νόμου. Ὁ Χριστὸς μὲ
τὴ στάσι Του δείχνει, πὼς ἡ ἁγιότητα δὲν σημαίνει ἀποφυγὴ της κοινωνίας μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς,
ἀλλ' ἀπεναντίας συνάντηση μὲ αὐτοὺς καὶ μεταμόρφωση τους, προσκλητήριο γιὰ μετάνοια καὶ
σωτηρία.

Μαζὶ μὲ μετανοοῦντες (στ. 17)


Την εἰκόνα του ἰατροῦ χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος ἀπαντώντας στοὺς γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους.
«Καὶ ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοὺς: Οὐ χρείαν έχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ' οἱ κακῶς ἔχοντες.
Οὺκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (στ. 17). 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἄκουσε καὶ τοὺς λέει: “Δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ γιατρὸ οἱ ὑγιεῖς, ἀλλ'
οἱ ἄρρωστοι. Δὲν ἦρθα νὰ καλέσω σὲ μετάνοια δικαίους (ποῦ αυτοδικαιώνονται), ἀλλὰ
αμαρτωλούς”».
Σὰν νὰ τοὺς λέη: «Σεῖς θεωρεῖτε τον ἑαυτὸ σας ὑγιὴ, καὶ ἑπομένως δὲν ἔχετε ἀνάγκη ἀπὸ το
γιατρό. Θεωρεῖτε ἄμεμπτο ἠθικὰ τὸν ἑαυτὸ σας!!! Δὲν μὲ χρειάζεστε λοιπόν. Ἐγὼ ὅμως ἦρθα νὰ
καλέσω τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἄρρωστοι πνευματικά. Γι' αὐτοὺς εἶμαι ὁ
Ἰατρός. Δὲν ἦρθα νὰ δώσω πιστοποιητικὰ ἁγιότητας σὲ ὅσους αυτοδικαιώνονται. Οὔτε πάλι ἦρθα
νὰ προσυπογράψω τὶς ἁμαρτίες, πού κάνουν καὶ ὀμολογοῦν ὅτι κάνουν οἱ τελῶνες καὶ οἱ
ἁμαρτωλοί. Δὲν κατακυρώνω, ἀλλὰ άκυρώνω ἁμαρτίες. Πὼς; Μὲ τὴ μετάνοια».
Οἱ γραματεὶς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, πού θεωροῦν τον ἑαυτὸ τους δίκαιο, βρίσκονται στὴν ἴδια
κατάσταση ἀνάγκης ἰατροῦ, ὅπως καὶ οἱ ἁμαρτωλοί, μὲ τὴ διαφορά, ὅτι αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι το
συναισθάνονται καὶ δέχονται τη θεραπευτικὴ προσφορὰ του Ἰησοῦ - ἰατροῦ, ἐνῶ οἱ πρῶτοι,
ἱκανοποιημένοι μὲ τὴν αὐτάρεσκη βεβαιότητα της θρησκευτικῆς τους ἐπάρκειας, δὲν
ἀνταποκρίνονται στὴν πρόσκληση του Ἰησοῦ γιὰ μετάνοια.
Κανένας ἁμαρτωλὸς δὲν πῆγε στὸ Χριστὸ γιὰ νὰ πάρη βεβαίωση της ἁμαρτίας καὶ νὰ συνεχίση
την ἁμαρτωλὴ ζωὴ μὲ τό... ἀγκάλιασμα του Χριστοῦ! Όποιος ἁμαρτωλὸς πῆγε στὸν Xριστό (καὶ
πῆγαν πολλοὶ καὶ πηγαίνουν πολλοί), ἔχει δάκρυα στὰ μάτια καὶ ἀπόφασι ριζικῆς ἀλλαγῆς. Τα
δάκρυα φανερώνουν τη μετάνοια γιὰ το παρελθόν, ἡ ἀπόφασις δείχνει τον πόθο γιὰ το μέλλον.
Ἐδῶ ἔχουμε μιὰ ἔκφρασι ἀσύγκριτης ὑπεροχῆς. Ὁ Ἰησοῦς ἑρμηνεύει την τακτικὴ Του ὡς
ἀποτέλεσμα βαθύτατης ἀγάπης καὶ ὡς ἐκπλήρωση μίας θείας ἀποστολῆς, ὅπως εἶναι ἡ σωτηρία
(στ. 17).
Οἱ ἐχθροὶ του Χριστοῦ Τὸν κατηγοροῦν γιατὶ παρευρίσκεται μὲ ἁμαρτωλούς. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν
μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε ἄλλο. Αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἡ φιλανθρωπία Του καὶ ἡ μεσσιανικὴ Του ἀποστολὴ.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἐκεῖνοι μὲν ἔγκλημα έποιούντο το συγγίνεσθαι τον Ἰησοῦν τούτοις. Ὁ
Ἰησοῦς δὲ τοὐναντίον φησίν, ὅτι το μὴ συγγίνεσθαι ἀνάξιον αὐτοῦ καὶ της αὐτοῦ φιλανθρωπίας»
(Ε.Π.Ε. 10,310). Μετάφρασις: Ἐκεῖνοι μὲν θεωροῦσαν ἔγκλημα τη συναναστροφὴ Του μὲ τοὺς
ἀνθρώπους αὐτοῦ του εἴδους. Ἐκεῖνος, ἀντίθετα, λέει, ὅτι τὸ νὰ μὴ συναναστρέφεται αὐτοὺς εἶναι
κάτι ποῦ δὲν ἁρμόζει σ' Αὐτὸν καὶ στὴ φιλανθρωπία Του.
Δικαιώνει, σώζει, μόνον ἁμαρτωλούς, ποῦ ἀσφαλῶς (καὶ πάντοτε) μετανοοῦν. Στὴν περίπτωση
αὐτὴ ἡ ἐξουσία του Χριστοῦ φαίνεται νὰ κινῆται πέρα ἀπὸ την ἠθικὴ δεοντολογία των
νομοδιδασκάλων. Εἶναι θεία ἐξουσία μὲ θεῖο σκοπὸ τὴν διὰ μετανοίας σωτηρία.

18 Καὶἦσαν οἱ μαθηταὶ ᾿Ιωάννου καὶ οἱ τῶν Φαρισαίων νηστεύοντες. καὶ ἔρχονται καὶ λέγουσιν
αὐτῷ· διατὶ οἱ μαθηταὶ ᾿Ιωάννου καὶ οἱ τῶν Φαρισαίων νηστεύουσιν, οἱ δὲ σοὶ μαθηταὶ οὐ
νηστεύουσι; 19 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος, ἐν ᾧ ὁ νυμφίος μετ᾿
αὐτῶν ἐστι, νηστεύειν; ὅσον χρόνον μεθ᾿ ἑαυτῶν ἔχουσι τὸν νυμφίον, οὐ δύνανται
νηστεύειν. 20 ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε νηστεύσουσιν ἐν
ἐκείναις ταῖς ἡμέραις. 21 οὐδεὶς ἐπίβλημα ράκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ· εἰ δὲ
μήγε, αἴρει τὸ πλήρωμα αὐτοῦ, τὸ καινὸν τοῦ παλαιοῦ, καὶ χεῖρον σχίσμα γίνεται. 22 καὶ οὐδεὶς
βάλλει οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ μή, ρήσσει ὁ οἶνος ὁ νέος τοὺς ἀσκούς, καὶ ὁ οἶνος
ἐκχεῖται καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπολοῦνται· ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς βλητέον.

Νηστεία ὄχι γιὰ τον Χριστὸ (στ. 18)


Τὸ ἐρώτημα γιὰ τη νηστεία συνδέεται ἐμμέσως μὲ τὴν προηγούμενη διήγησι, ὅπου ὁ Ἰησοῦς
«έσθίει μετὰ των ἁμαρτωλῶν καὶ τελωνῶν», συνοδευόμενος καὶ ἀπὸ τοὺς μαθητὲς Του. Καὶ ἐνῶ
στὴν προηγούμενη διήγησι οἱ γραμματεῖς των Φαρισαίων ρωτᾶνε τοὺς μαθητές, γιατὶ ὁ δάσκαλὸς
τους συνεσθίει μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἐδῶ έρωτάται ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς, γιατὶ δὲν νηστεύουν οἱ
μαθητὲς Του.
Στὴν περικοπὴ 18-22 πρόκειται γιὰ ἕνα θέμα του θρησκευτικοῦ νόμου, τη νηστεία. Ὁ Μεσσίας
τολμᾶ νὰ ἀψηφᾶ καὶ νὰ καταργῆ στὴν καθημερινὴ πρᾶξι τὶς νηστευτικὲς συνήθειες των Ἰουδαίων.
Φυσικὰ δὲν εἶναι ἀντίθετος μὲ τὴ νηστεία. Ἡ νηστεία, πού ἀπαιτοῦσε ὁ Νόμος ἦταν ἡ της ἡμέρας
του ἐξιλασμοῦ (ἰδὲ καὶ Πράξ. ζκ' 9). Εἶχε ὅμως ἐπικρατήσει στοὺς φαρισαϊκοὺς κύκλους ἤ συνήθεια
νὰ νηστεύουν δύο φορὲς την ἑβδομάδα, Δευτέρα καὶ Πέμπτη.
Ὄχι μόνο δὲν εἶναι ἀντίθετος μὲ τη νηστεία ὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ την καθιερώνει ἁγιασμένη καὶ
ἁγιάζουσα.

• Καὶ ὁ ἴδιος ἀποτελεῖ πρότυπο τέλειου νηστευτοῦ, ἀφοῦ νήστευσε στὴν ἔρημο «ἡμέρας
τεσσαράκοντα» (Ματθ. δ' 5).
• Καὶ διότι φαίνεται σαφῶς, ὅτι καυτηριάζει την ὑποκριτικὴ νηστεία, ποῦ γίνεται ἀπὸ ἐπίδειξη καὶ
ἀφορᾶ μόνο στὸ φαγητὸ καὶ ὄχι καὶ στὴν ψυχικὴ νηστεία καὶ καθαρότητα (Ματθ. τσ' 16). Δὲν
εἶπε στοὺς γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους νὰ μὴ νηστεύουν, ἀλλ' εἶπε «ὅταν νηστεύουν» (έγκρίνει
το θεσμὸ της νηστείας ἀκόμα καὶ στὸ ἰουδαϊκὸ τυπικό), νὰ μὴ το κάνουν ὑποκριτικὰ καὶ
ἐπιδεικτικά.
• Καὶ ὅταν καταδίκασε τὸν Φαρισαῖο της παραβολῆς, δὲν τὸν καταδίκασε διότι ἔκανε νηστεῖες,
προσευχὲς καὶ ἐλεημοσύνες (Λουκ. ιη' 12), ἀλλὰ διότι ὅλα αὐτὰ τα ἔκανε ἀπὸ ὑπερηφάνεια.
• Καὶ ὅταν γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἁγία ἐκείνη γυναίκα, τὴν προφήτιδα Ἄννα, ἐγκωμιάζεται ἀπὸ τον
εὐαγγελιστὴ διότι περνοῦσε τη ζωὴ της «νηστείαις καὶ δεήσεσιν» (Λουκ. β' 37).
• Καὶ ὅταν ἔδειξε στοὺς μαθητὲς μὲ ποιὸ τρόπο θὰ διώχνουν τα δαιμόνια, ὁ ἕνας ἀπὸ τους δύο
προτεινόμενους εἶναι ἡ νηστεία: «Τοῦτο το γένος οὐκ ἐκπορεύεται ἔι μὴ ἐν προσευχὴ καὶ
νηστεία» (Ματθ. ιζ' 21).
• Καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἀκολουθώντας τα ἴχνη καὶ την ἐντολὴ του Χριστοῦ, «λειτουργεῖ» νηστεύουσα.
Ἔτσι, ἀφοῦ νήστευσαν καὶ προσευχήθηκαν ἐξελέγησαν στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀπεστάλησαν στὰ
ἔθνη οἱ δύο ἀπόστολοι, ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας.
Ἑπομένως ὅσοι κατηγόρησαν τον Κύριο ἐπειδὴ οἱ μαθητὲς Του δὲν νήστευαν κατὰ το παλαιὸ
τυπικὸ καὶ κατὰ τον παλαιὸ τρόπο, δὲν γνώριζαν ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἔφερνε μία νέα νηστεία (καὶ
τροφῶν καὶ παθὼν), μὲ ἄλλο νόημα, μὲ πνευματικὸ τρόπο καὶ μὲ Χριστοκεντρικὸ σκοπό. Γιὰ τη
φαρισαϊκὴ νηστεία λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὶ ὄφελος της νηστείας, ὅταν πονηρίας ἤ γέμoυσα
ἡ διάνοια; Ὅταν ετέροις ἐγκαλῆτε; Ὅταν κατακρίνετε; Ὅταν πρὸς ἐπίδειξιν πάντα ποιῆτε;» (Ε.Π.Ε.
10,318). Μετάφρασις: Ποιὰ ἤ ὠφέλεια ἀπὸ τη νηστεία, ὅταν ὁ νοῦς σας εἶναι γεμάτος ἀπὸ πονηρία,
ὅταν κατηγορῆτε ἄλλους, ὅταν κατακρίνετε ἄλλους, ὅταν ὅλα τα κάνετε πρὸς ἐπίδειξι;
• Μεταξὺ αὐτῶν, ποῦ σχολίασαν τη μὴ νηστεία των μαθητῶν του Χριστοῦ στὴν προκειμένη
περίπτωσι, ἦσαν καὶ μαθητὲς του Ἰωάννου, καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι, ποῦ δὲν εἶχαν σκοπὸ σὰν
τοὺς Φαρισαίους νὰ ρίξουν δηλητήριο κατὰ του Χριστοῦ.
• Ἡ αὐθεντία του Μεσσία δὲν ἀναφέρεται μόνο στὴν ὑπέρβαση της νηστευτικὴς πράξεως. Ὁ
Ἰησοῦς τοποθετεῖ το θέμα της νηστείας σὲ καινούργια θεωρητικὴ βάσι. Εἰσάγει την
πρωτάκουστη ἄποψι, ὅτι ἀπὸ το χρονικὸ αὐτὸ σημεῖο καὶ ἑξῆς το νόημα καὶ ὁ σκοπὸς της
νηστείας έντοπίζονται, περιορίζονται καὶ ἐξαντλοῦνται στὸ πρόσωπο του Μεσσία - Νυμφίου. Ἡ
ἄποψις αὐτὴ εἰσηγεῖται οὐσιαστικὰ την ἀναγνώριση του Μεσσία «εἰς τόπον Θεοῦ».

Νυμφίος καὶ νυμφώνας (στ. 19-20)


Σὲ ὅλα τα ἐπεισόδια παρατηροῦνται συγκρούσεις πρὸς τον Ἰησοῦ διαποτισμένες μὲ ἕνα πνεῦμα
ἐχθρότητας. Το στοιχεῖο του πάθους ἔγκειται ὄχι μόνο πρὸς τὸ σωτήριο ἔργο του Μεσσία, ἀλλὰ καὶ
στὸ ὅτι ἡ ἀντίθεσις προέρχεται ἀπὸ τοὺς θρησκευτικοὺς ἀρχηγοὺς του λαοῦ, καὶ μάλιστα
προβάλλεται ἐν ὀνόματι του Θεοῦ καὶ του νόμου του Θεοῦ!
Ὁ νόμος ἀπετελεῖτο ἀπὸ τυπικὲς διατάξεις, ὄχι προσωποποιημένες. Ἡ ζωὴ των πιστῶν εἶναι
γύρω ἀπὸ το Πρόσωπο του Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Νυμφίος. Οἱ μαθητὲς του Χριστοῦ καὶ
οἱ πιστοὶ ὅλων των αἰώνων εἶναι οἱ υἱοὶ του Νυμφίου.
Νυμφίος-Νύμφη-Υιοί του Νυμφίου: Εἶναι ἡ πρώτη ἀπὸ τὶς εἰκόνες, πού χρησιμοποεὶ ὁ Κύριος
στὴν περικοπὴ αὐτὴ, ἡ ὡραιότερη, ἱερώτερη καὶ συνεκτικώτερη. Ἡ ἀπάντησις, λοιπόν, στὸ
ἐρώτημα των Φαρισαίων ξεκινᾶ μ' αὐτὴ την εἰκόνα. Ἀφορᾶ στὸ χρόνο της νηστείας. Ἀκολουθοῦν
καὶ ἄλλες εἰκόνες, πού ἀφοροῦν στὴν καινούργια νηστεία, ποῦ δὲν εἶναι συμπλήρωμα της παλαιὰς
ἤ ἐπιδιόρθωσις της ἰουδαϊκῆς. «Καὶ είπεν αυτοὶς ὁ Ἰησοῦς: Μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ του νυμφῶνος, ενώ
ο νυμφίος μετ' αὐτῶν έστι, νηστεύειν; Ὅσον χρόνον μεθ' ἑαυτὼν έχουσι τὸν νυμφίον, οὐ δύνανται
νηστεύειν» (στ. 19). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀποκρίθηκε: “Μήπως εἶναι
δυνατὸν οἱ καλεσμένοι του γάμου νὰ νηστεύουν ὅσο χρόνο ὁ Νυμφίος εἶναι μαζὶ τους; Ὅσο χρόνο
ἔχουν τὸν Νυμφίο μαζὶ τους, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νηστεύουν”».
Ἡ ἀπάντησις του Ἰησοῦ στὸ ἐρώτημα ποῦ Του ἔθεσαν εἶναι διττὴ: Ἀπὸ τη μία μεριὰ λέει (19-20),
ὅτι ἡ νηστεία εἶναι ἀσυμβίβαστη μὲ την τωρινὴ εὐφροσύνη των μαθητῶν, πού ἔχουν μαζὶ τους το
Νυμφίο, ἀπὸ την ἄλλη προσθέτει (21-22), ὅτι ἡ νηστεία προϋποθέτει μία γενικὴ ἀνανέωσι του
ἀνθρώπου, γιατὶ διαφορετικὰ μοιάζει μὲ καινούργιο «μπάλωμα» σὲ παλιὸ ροῦχο, πού ἀντὶ νὰ
ἑνώση το σχίσιμο, προκαλεῖ μεγαλύτερο.
Ἡ νηστεία ὡς ἐκδήλωσις συντριβῆς καὶ πένθους δὲν μπορεῖ νὰ συμβιβασθῆ μὲ τὴν τωρινὴ
εὐφρόσυνη κατάσταση των μαθητῶν.
Γιὰ τὸν ὅρο «νυμφίος» λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πρότερον μὲν ἰατρὸν ἑαυτὸν εκάλεσεν,
ἐνταῦθα δὲ νυμφίον, τα ἀπόρρητα μυστήρια διὰ των ὀνομάτων τούτων ἀποκαλύπτων. Καίτοιγε
ενην πληκτικώτερον πρὸς αὐτοὺς είπείν, ὅτι οὐκ έστὲ τούτων κύριοι ὑμεῖς, ὥστε τοιαῦτα
νομοθετεὶν» (Ε.Π.Ε. 10,318).
Μετάφρασις: Πρὸ ὀλίγου μὲν ώνόμασε τον ἑαυτὸ Του ἰατρό, στὴν περίπτωση ὅμως αὐτὴ Τὸν
ὀνομάζει νυμφίο. Ἀποκαλύπτει μὲ τα ὀνόματα αὐτὰ τα ἀπόκρυφα μυστήρια. Μποροῦσε βέβαια,
μιλώντας μὲ αὐστηρότερο τόνο, νὰ τοὺς πῆ, ὅτι δὲν εἶστε σεῖς ὑπεύθυνοι γι' αὐτά, ὥστε νὰ
θεσπίζετε τέτοιους νόμους.
• Εἶναι φανερό, ὅτι ὁ Ἰησοῦς θεωρεῖ τον ἑαυτὸ Του «νυμφίο». Ὁ ὄρος αὐτὸς δὲν χρησιμοποιεῖται
στὴν Παλαιὰ Διαθήκη μὲ μεσσιανικὴ ἔννοια. Ἀπαντᾶ ὅμως στὴν Καινὴ Διαθήκη (Ματθ. κε' 1) σὲ
συνδυασμὸ μάλιστα μὲ την παράστασι της Ἐκκλησία ὡς «νύμφης» του Χριστοῦ ('Αποκ. κα' 2) καὶ
ἀργότερα στὴν ὑμνογραφία της Ἐκκλησίας.
• Οἱ «υἱοὶ του νυμφῶνος», λοιπόν, δὲν μποροῦν νὰ νηστεύουν ὅταν θέλουν οἱ φαρισαῖοι. «Υἱοὶ
του νυμφῶνος» εἶναι οἱ φίλοι του γαμπροῦ, οἱ καλεσμένοι στὸ γάμο, ποῦ περιστοιχίζουν το
γαμπρό, διασκεδάζουν μαζὶ του καὶ μετέχουν ἐνεργὰ τόσο στὴν προετοιμασία της τελετῆς, ὅσο καὶ
στὴν ἴδια τη γαμήλια τελετή, πού ἔχει ὡς κεντρικὸ πρόσωπο το νυμφίο.
•Υπάρχουν οἱ ἡμέρες της ἀληθινῆς, της ἐν Χριστῶ καὶ διὰ τὸν Χριστὸν νηστείας. Αὐτὲς ἔχουν
σχέσι καὶ μὲ τὸ πάθος του Μεσσία. Το τονίζει ὁ Κύριος στὸν ἑπόμενο στίχο. «Ελεύσονται δὲ ἡμέραι
ὅταν απαρθὴ ὰπ' αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε νηστεύσουσιν ἐν ἐκείνας ταϊς ημέραις» (στ. 20).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Θα ἔρθουν ὅμως ἡμέρες, ποῦ θὰ άποσπασθὴ ἀπὸ αὐτοὺς (καὶ θὰ
θανατωθῆ) ὁ Νυμφίος, ὁπότε θὰ νηστεύσουν ἐκεῖνες τὶς ημέρες”».
Ἡ ἔκφρασις «απαρθὴ ὰπ' αὐτῶν» θυμίζει τη φράση του Ησαΐα, «ὅτι αἴρεται ἀπὸ της γῆς ἡ ζωὴ
αὐτοῦ» (Ησ. 53,8), ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο του «παιδὸς του Κυρίου». Ὁ
Μάρκος κάνει σαφὴ λόγο γιὰ κάτι τρομακτικό, ποῦ θὰ συμβῆ στὸ Μεσσία, κάτι πού θὰ γεννήση
τόση θλῖψι, ὥστε ἡ νηστεία ν' ἀποβῆ μέρος της καὶ ἔκφρασὶς της.
Ἐδῶ ἔχουμε ἕνα πρῶτο ὑπαινιγμὸ γιὰ τὸ θάνατο του Μεσσία, πού προανακρούει τὶς σαφεῖς
προρρήσεις (Μάρκ. ἡ' 31. Θ' 31-32, ι' 33-34).
Ἡ μεταβολὴ μάλιστα τοῦ «ἡμέρα» σὲ «ἐκείνη τη ἡμέρα» δείχνει μία εἰδικὴ ὁριακὴ ἡμέρα
κορυφώσεως της ὀδύνης. Καὶ τέτοια εἶναι ἡ ἡμέρα του μαρτυρικοῦ τέλους του Μεσσία, ἡ ἡμέρα
της Μεγάλης Παρασκευῆς.
Ἡ πατερικὴ ἑρμηνευτικὴ παράδοσις καὶ νεώτεροι δέχονται ἀναφορὰ στὴν ἡμέρα της
σταυρώσεως του Νυμφίου της Ἐκκλησίας καὶ συνεπῶς στὴν Παρασκευὴ ὡς ἡμέρα πένθους καὶ
νηστείας γιὰ τοὺς χριστιανούς. "Ἄλλωστε εἶναι γνωστό, ὅτι ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία ὥρισε ὡς ἡμέρες
νηστείας την Τετάρτη καὶ την Παρασκευή, ἀντὶ της Δευτέρας καὶ Πέμπτης της Ἰουδαϊκῆς νηστείας.

Το μπάλωμα καὶ το κρασὶ (στ. 21-22)


Ἡ ἀπάντησις του Ἰησοῦ ὁλοκληρώνεται στοὺς στίχους μὲ δύο χαρακτηριστικὲς καὶ εὔγλωττες
εἰκόνες της καθημερινῆς ζωῆς: Ἡ μία εἶναι το μπάλωμα σὲ φθαρμένο ροῦχο. Ἡ ἄλλη εἶναι το
καινούργιο κρασὶ σὲ παλιὸ ἀσκί. «Οὐδεὶς επίβλημα ράκους άγνάφου επιρράπτει ἐπὶ ιματίω
παλαιὼ: ἔι δὲ μήγε, αἴρει το πλήρωμα αὐτοῦ το καινὸν του παλαιοῦ, καὶ χείρον σχίσμα γίνεται»
(στ. 21). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Κανένας πάνω σὲ παλαιὸ ἔνδυμα δὲν ράβει ὡς μπάλωμα
καινούργιο τεμάχιο ὑφάσματος. Ἀλλιῶς, τὸ συμπλήρωμὰ του το καινούργιο (το μπάλωμα δηλαδὴ)
τραβάει καὶ ἀποσπᾶ ἀπὸ το παλαιὸ ἔνδυμα καὶ ἔτσι γίνεται χειρότερο σχίσιμο (ὁ Ἰουδαϊσμὸς καὶ ὁ
Χριστιανισμὸς δὲν συμπίπτουν καὶ δὲν συμβιβάζονται, διότι ὁ πρῶτος πάλιωσε, ὅπως ἕνα ἔνδυμα,
καὶ ὁ δεύτερος εἶναι καινούργιος)”».
Επίβλημα εἶναι κομμάτι ὑφάσματος το «έπιβαλλόμενον» πάνω σὲ ἄλλο (μπάλωμα).
Αγναφο εἶναι το ἄπλυτο καὶ συνεπῶς ἀκόμη καινούργιο. Κατὰ τη μορφή, ποῦ ἔχει τὸ λόγιο στὸ
Λουκ. ε' 36, ἤ ζημιὰ εἶναι διπλή. Γιατὶ καὶ το καινούργιο ὕφασμα, ἀπὸ το ὁποῖο ἀφαιρεῖται το
κομμάτι, καταστρέφεται, καὶ το παλιὸ δὲν θεραπεύεται. «Καὶ οὐδεὶς βάλλει οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς
παλαιοὺς ἔι δὲ μή, ρήσσει ὁ οἶνος ὁ νέος τοὺς ἀσκούς, καὶ ὁ οἶνος έκχείται καὶ οἱ άσκοὶ απολούνται
ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς βλητέον» (στ. 22). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Επίσης,
κανένας δὲν βάζει καινούργιο κρασὶ σὲ παλαιὰ ἀσκιά. Ἀλλιῶς, το κρασὶ το καινούργιο σπάζει τα
άσκιὰ καὶ ἔτσι το κρασὶ χύνεται ἔξω, καὶ τὰ άσκιὰ καταστρέφονται. Λοιπὸν νέο κρασὶ πρέπει νὰ
μπαίνη σὲ καινούργια άσκιά” (“Όσοι παραμένουν προσκολλημένοι στὸν Ἰουδαϊσμὸ εἶναι παλαιὰ
άσκιά, ποῦ δὲν μποροῦν νὰ βαστάσουν το νέο κρασί, το Χριστιανισμό. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀπαιτεῖ νέα
ἀσκιά, ἀνθρώπους ἐλευθερωμένους ἀπὸ τον Ἰουδαϊσμό)».
Κατὰ τη δεύτερη εἰκόνα ὁ Ἰησοῦς ἐπικαλεῖται την πείρα των ἀκροατῶν, κατὰ την ὁποία δὲν βάζει
κανεὶς καινούργιο κρασὶ σὲ παλιοὺς ἀσκούς, γιατὶ θὰ σπάσουν.
Ἡ νηστεία δὲν εἶναι μπάλωμα σὲ παλιὸ ροῦχο. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μία πρᾶξις, μὲ καινούργιο
περιεχόμενο, ἐπικολλημένη ἐξωτερικὰ σὲ ἕνα παλαιὸ τρόπο ζωῆς. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἀποτελεῖ
μιὰ ἐπιδιόρθωσι σὲ ὁρισμένα σημεῖα του Ἰουδαϊσμοῦ, ἀλλὰ κάτι το «καινό». Ἡ φράσις του Παύλου
«Ἰδοὺ γέγονε καινὰ τα πάντα» (Β' Κορ. ε' 17) ἀποτελεῖ το καλύτερο σχόλιο στὰ ἑρμηνευόμενα λόγια
του Χριστοῦ.

23 Καὶ ἐγένετο παραπορεύεσθαι αὐτὸν ἐν τοῖς σάββασι διὰ τῶν σπορίμων, καὶ ἤρξαντο οἱ
μαθηταὶ αὐτοῦ ὁδὸν ποιεῖν τίλλοντες τοὺς στάχυας. 24 καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἔλεγον αὐτῷ· ἴδε τί
ποιοῦσιν ἐν τοῖς σάββασιν ὃ οὐκ ἔξεστι. 25 καὶ αὐτὸς ἔλεγεν αὐτοῖς· οὐδέποτε ἀνέγνωτε τί ἐποίησε
Δαυῒδ ὅτε χρείαν ἔσχε καὶ ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ; 26 πῶς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ
Θεοῦ ἐπὶ ᾿Αβιάθαρ ἀρχιερέως καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔφαγεν, οὓς οὐκ ἔξεστι φαγεῖν εἰ μὴ
τοῖς ἱερεῦσι, καὶ ἔδωκε καὶ τοῖς σὺν αὐτῷ οὖσι; 27 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· τὸ σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον
ἐγένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ σάββατον· 28 ὥστε κύριός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ
σαββάτου.

Κόβουν στάχυα το Σάββατο (στ. 23-24)


Ἡ περικοπὴ αὐτὴ χαρακτηρίζεται ἀπὸ στενὴ μορφολογικὴ καὶ θεματικὴ συγγένεια πρὸς τὶς δύο
προηγούμενες. Καὶ ἐδῶ ἔχουμε:
α. Ἕνα βασικὸ γεγονὸς ἀσύμφωνο πρὸς τὴν κρατοῦσα θρησκευτικὴ πρᾶξι. «Καὶ ἐγένετο
παραπορεύεσθαι αὐτὸν ἐν τοῖς σάββασι διὰ των σπορίμων, καὶ ἤρξαντο οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὁδὸν
ποιεϊν τίλλοντες τοὺς στάχυας» (στ. 23). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Συνέβη δὲ κάποιο Σάββατο
νὰ περνάη ὁ Ἰησοῦς μέσα ἀπὸ τα σπαρτά. Καὶ ἄρχισαν οἱ μαθητὲς του, καθὼς βάδιζαν, νὰ τρίβουν
στάχυα καὶ νὰ τρῶνε τοὺς σπόρους».
Τὸ εἰδικὸ θέμα ποῦ θίγεται εἶναι ἡ ἀργία του Σαββάτου. Οἱ Φαρισαῖοι κατηγοροῦν τους μαθητὲς
του Ἰησοῦ, ἐπειδὴ σὲ ἡμέρα Σαββάτου κόβουν στάχυα, προφανῶς γιὰ νὰ κορέσουν την πείνα τους.
To «ὁδὸν ποιεϊν» σημαίνει πορεύομαι, περπατῶ.
Ἡ κατηγορία εἶναι εἰδικὴ καὶ σχετίζεται μὲ διάταξη της Παλαιὰς Διαθήκης, πού ἀπαγόρευε
σπορὰ καὶ θερισμὸ το Σάββατο (Έξόδ. 34,21). Ὑπάρχει βέβαια καὶ ἡ γνώμη, ὅτι αὐτὴ καθεαυτὴν ἡ
πρᾶξις των μαθητῶν δὲν ἀπαγορευόταν ἀπὸ το Δευτερονόμιο. Οἱ ἀνθρωπιστικὲς του διατάξεις
ἐπέτρεπαν νὰ τρώνη κανεὶς στάρια καθὼς διέρχεται μέσα ἀπὸ κάποιο χωράφι, ὄχι ὅμως νὰ
χρησιμοποιῆ δρεπάνι γιὰ νὰ συλλέξη πολλὰ (Δευτ. γκ' 25).
β. Τη σχετικὴ ἀντίδραση των Φαρισαίων.
Ἡ πρᾶξις των μαθητῶν θεωρήθηκε ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους ὡς ἕνα εἶδος θερισμοῦ καὶ συλλογῆς
τροφῆς, ὡς πρᾶξις πού ἐμπίπτει στὶς 39 ἀπαγορευμένες κατὰ το Σάββατο ἐργασίες καὶ
καταγγέλθηκε στὸν Ἰησοῦ.
Οἱ ἐχθροὶ του Χριστοῦ δὲν εἶχαν νὰ Τὸν κατηγορήσουν γιὰ τὴ ζωὴ Του καὶ τα ἔργα Του. «Περὶ
καλοῦ ἔργου οὐ λιθάζομὲν σὲ» (Ιωάν. ι' 33) του ἀπάντησαν, ὅταν τους προκάλεσε γιὰ τὰ ἔργα Του.
Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἀναμάρτητο βίο Του πάλι δὲν τόλμησαν νὰ Τὸν κατηγορήσουν. Ἔμεινε ἀναπάντητο
το ἐρώτημὰ Του: «Τὶς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει μὲ περὶ ἁμαρτίας;» (Ιωάν. ἡ' 46).
Ἡ μόνιμη κατηγορία ἐναντίον του Χριστοῦ ἦταν το Σάββατο. «Το Σάββατον οὐ τηρεῖ» (Ιωάν. θ'
16). Το Σάββατο, σύμφωνα μὲ τὴν ἰουδαϊκὴ παράδοση, δὲν ἐπιτρεπόταν έργασία, καὶ μάλιστα
προσοδοφόρα. Ἦταν ἡμέρα ἀργίας γιὰ προσευχή, λατρεία καὶ λόγο στὴ συναγωγή. Φυσικὰ αὐτὸ
δὲν σήμαινε, ὅτι το Σάββατο ἀπαγορευόταν το «ἀγαθὸν ποιῆσαι» (Μάρκ. γ' 4).
Τὰ ἔργα του Κυρίου καὶ την ἡμέρα του Σαββάτου ἦταν εὐεργετικὰ καὶ σωτηριώδη. "Ἄν
ἀπαγορεύεται στὸν ἥλιο νὰ φωτίζη καὶ το Σάββατο, ἂν ἀπαγορεύεται στὴν καρδιὰ νὰ χτυπᾶ καὶ το
Σάββατο, ἄλλο τόσο ἀπαγορευόταν ὁ Ἥλιος της ἀγάπης, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, νὰ ρίχνη τὶς εὐεργετικὲς
καὶ θεραπευτικὲς Του ἀκτίνες καὶ το Σάββατο, νὰ ἀγαπᾶ καὶ το Σάββατο!
• Αὐτὸ το ἤξεραν πολὺ καλὰ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ἀντίπαλοι του Χριστοῦ. Ἐνσυνείδητα διέστρεφαν
την ἑρμηνεία γιὰ το Σάββατο. Δὲν ἦταν μόνο ἡ στενοκέφαλη ἀντίληψὶς τους καὶ ἡ προσκόλλησὶς
τους σὲ θρησκευτικοὺς τύπους. Ἦταν καὶ ἡ ὑποκρισία τους, ποῦ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν πολεμικὴ
ἐναντίον του Θεοῦ ἐν ὀνόματι παλαιὰς ἐντολῆς... τοῦ Θεοῦ! «Καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἔλεγον αυτὼ : Ἴδε
τὶ ποιοῦσι ἐν τοῖς σάββασιν, ὅ οὺκ έξεστι» (στ. 24). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Οἱ δὲ Φαρισαῖοι
Του ἔλεγαν: “Κοίτα τὶ κάνουν το Σάββατο, κάτι πού δὲν ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸν νόμο”».
• Οἱ Φαρισαῖοι παρακολουθοῦν μὲ ἐξεταστικὸ καὶ κακόβουλο βλέμμα τὶς ἐνέργειες του Ἰησοῦ
καὶ των μαθητῶν Του. Κάνει ἐντύπωση ὁ ζῆλος, μὲ τον ὁποῖο οἱ Φαρισαῖοι παρουσιάζονται
φανατικοὶ ὑπερασπιστὲς του γράμματος του Νόμου.
• Σημειώνει ὁ ἑρμηνευτὴς Τρεμπέλας: «Εἶναι σύνηθες, ἄνθρωποι ἔχοντες διεφθαρμένον τον
νοῦν καὶ την καρδίαν, νὰ δεικνύουν ζῆλον καὶ ὑπερβάλλουσαν προσοχὴν εἰς ἐξωτερικοὺς τύπους
καὶ θρησκευτικὰς διατάξεις, ἐπειδὴ νομίζουν, ὅτι οὕτως εξιλεούνται διὰ την ἠθικὴν χαλαρότητα
καὶ ραθυμίαν των».

Ὁ Δαβὶδ διδάσκει (στ. 25-26)


γ. Βλέπουμε την ἀπάντηση του Ἰησοῦ στὴν ἀντίδραση αὐτὴ, μιὰ ἀπάντηση, πού ἀποκαλύπτει
καὶ πάλι τη θεία ἐξουσία Του. «Καὶ αὐτὸς έλεγεν αυτοὶς: Οὐδέποτε ἀνέγνωσε τὶ ἐποίησε Δαυΐδ ὅτε
χρείαν ἔσχε καὶ επείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ; Πὼς εισήλθεν εἰς τὸν οἶκον του Θεοῦ ἐπὶ
'Αβιάθαρ ἀρχιερέως καὶ τοὺς ἄρτους της προθέσεως έφαγεν, οὓς οὐκ έξεστι φαγεὶν ἔι μὴ τους
ιερεύσι, καὶ έδωκε καὶ τοὺς σὺν αυτὼ ούσι,» (στ. 25-26). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὁ
Ἰησοῦς τοὺς ἀπάντησε: “Δέν διαβάσατε ποτὲ τὶ ἔκανε ὁ Δαβίδ, ὅταν βρέθηκε στὴν ἀνάγκη καὶ
πείνασε αὐτὸς καὶ οἱ σύντροφοὶ του; Μπῆκε στὸ ναὸ του Θεοῦ τον καιρὸ ποῦ ἀρχιερέας ἦταν ὁ
'Αβιάθαρ, καὶ ἔφαγε τοὺς ἄρτους της προθέσεως, ποῦ δὲν ἐπιτρέπεται ἀπὸ το νόμο νὰ τρῶνε παρὰ
μόνον οἱ ἱερεῖς, καὶ ἔδωσε μάλιστα καὶ σ' αὐτοὺς ποῦ ἦσαν μαζὶ του”».
Στὴν κατηγορία των Φαρισαίων ἡ ἀπάντησις του Μεσσία δικαιώνει την πράξη των μαθητῶν μὲ
τρία ἐπιχειρήματα:
α. Το πρῶτο ἀναφέρεται στὸ παράδειγμα του Δαβὶδ καὶ των συντρόφων του «ἐπὶ Αβιάθαρ
ἀρχιερέως» (Α' Βασ. κα' 27). Τὸ παράδειγμα δὲν χρησιμοποιεῖται μόνο ὡς ἱστορικὸ προηγούμενο,
ἀλλὰ μνημονεύεται ὁ Δαβίδ, πού συνδέεται ἄμεσα πρὸς τὸν Μεσσία. Ἑπομένως ὁ παραλληλισμὸς
ἑλκύει ἀμέσως την προσοχὴ στὴν εἰδικὴ ἐξουσία, πού ἀπορρέει ἀπὸ τη Μεσσιανικότητὰ Του.
Ὁ Δαβὶδ δὲν παρέβη ἁπλῶς την ἐντολὴ του Σαββάτου. "Ἔκανε κάτι χειρότερο. Διωκόμενος ἀπὸ
το βασιλιὰ Σαοὺλ μπῆκε στὴ σκηνὴ του μαρτυρίου καὶ γιὰ νὰ ἱκανοποιήση τη δικὴ του καὶ των
συντρόφων του πείνα, ἔφαγε τοὺς «ἄρτους της προθέσεως»! Πρόκειται γιὰ τοὺς ἄρτους, πού κατὰ
τὶς διατάξεις του Λευιτικοὺ (δκ' 5-9) ἦσαν δώδεκα, φυλάσσονταν ἐπὶ μία ἑβδομάδα στὴ σκηνὴ του
μαρτυρίου καὶ κατόπιν καταναλώνονταν ἀπὸ τους ἱερεῖς.
Τὸ ἐπεισόδιο μὲ τὸν Δαβὶδ δείχνει, ὅτι ἤδη καὶ κατὰ την παλαιὰ οἰκονομία του Θεοῦ, πέρα ἀπὸ
τὶς τελετουργικὲς διατάξεις καὶ πάνω ἀπὸ αὐτὲς βρίσκονται οἱ ἀνάγκες του ἀνθρώπου, μὲ
προτεραιότητα πάντοτε (ἰδὲ Ματθ. ιβ' 6).

Κύριος καὶ του Σαββάτου (στ. 27-28)


β. Το δεύτερο ἐπιχείρημα, μὲ το ὁποῖο ὁ Χριστὸς ἀντικρούει τὶς κατηγορίες, συνιστᾶ
ἐπαναστατικὴ το ττοθέτησι του ὅλου θέματος του Σαββάτου. Στὸ στ. 27 ὁ λόγος αὐτὸς εἰσάγει γιὰ
πρώτη φορὰ στὸ χῶρο του Ἰσραὴλ μιὰ καινούργια διδασκαλία μὲ βάση την προτεραιότητα του
ἀνθρώπου ἔναντι ἔστω καὶ της ἱερώτατης ἡμέρας. «Καὶ έλεγεν αυτοὶς: Το Σάββατον διὰ τὸν
ἄνθρωπον ἐγένετο, οὺχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον ὥστε κύριὸς έστιν ὁ υἱὸς του ἀνθρώπου καὶ
του Σαββάτου» (στ. 27-28). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ τοὺς ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς: “Το Σάββατο
ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο: ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιὰ το Σάββατο. Συνεπῶς ὁ Υἱὸς του ἀνθρώπου ἐξουσιάζει
καὶ το Σάββατο”».
Ὁ λόγος του Χριστοῦ: «Το Σάββατο ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο: ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιὰ το Σάββατο» δὲν
εἶναι άνθρωποκεντρικὸς μὲ τὴν ἔννοια του ἀρχαίου ἀξιώματος «μέτρον πάντων χρημάτων
ἄνθρωπος», ἀλλὰ μὲ την ἔννοια ὅτι ὁ ἄνθρωπος συνιστᾶ το κέντρο ἐνδιαφέροντος των λυτρωτικῶν
ἐνεργειῶν του Θεοῦ καὶ τον στόχο πού ὑπηρετοῦν οἱ θεσμοί.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Το Σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ το
Σάββατον”. Τίνος ουν ἕνεκεν έκολάζετο καὶ τα ξύλα συνάγων; Ὅτι εἰ έμελλον καὶ ἐν ἀρχὴ
καταφρονείσθαι οἱ νόμοι, σχολὴ γ' ἂν ὕστερον ἐφυλάχθησαν. Καὶ γὰρ πολλὰ ὠφέλει παρὰ την
ἀρχὴν το Σάββατον καὶ μεγάλα οίον, ἡμέρους επoίει πρὸς τοὺς οἰκείους εἶναι καὶ φιλανθρώπους
εδίδασκεν αὐτοὺς του Θεοῦ την πρόνοιαν καὶ τὴν δημιουργίαν ὅπερ φησίνο Ιεζεκιὴλ: επαίδευσεν
αὐτοὺς κατὰ μικρὸν απέχεσθαι πονηρίας καὶ τους πνευματικοὺς προσέχειν παρεσκεύαζεν» (Ε.Π.Ε.
10,634-636). Μετάφρασις: «Το Σάββατο ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιὰ το
Σάββατο». Ἀλλὰ τότε γιατὶ έτιμωρείτο ὅποιος μάζευε ξύλα τη μέρα του Σαββάτου; Διότι, ἂν
ἐπρόκειτο ἀπὸ την ἀρχὴ της θεσπίσεως νὰ παραβαίνωνται οἱ νόμοι, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ
τηρηθοῦν στὸ μέλλον μὲ προθυμία. Διότι εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἦσαν πολλὲς καὶ μεγάλες οἱ ὠφέλειες ἀπὸ
το Σάββατο. Τοὺς ἔκανε π.χ. νὰ εἶναι ἥμεροι καὶ φιλάνθρωποι πρὸς τα μέλη της οἰκογενείας τους.
Τοὺς δίδασκε την πρόνοια του Θεοῦ καὶ το ἔργο της δημιουργίας, κάτι πού το λέει καὶ ὁ προφήτης
Ιεζεκιήλ. Τοὺς ἐκπαίδευε νὰ ἀποφεύγουν σιγά-σιγά τὴν πονηρία καὶ νὰ δείχνουν ἐνδιαφέρον γιὰ
τα πνευματικὰ ζητήματα.
γ. Το τρίτο ἐπιχείρημα εἰσάγεται μὲ μορφὴ συμπεράσματος, πού κλείνει την ἀφήγηση στὸ στίχο
28. Τὸ πιὸ πιθανὸ νόημα του χωρίου εἶναι ἡ κυριότητα του Χριστοῦ ἐπὶ του Σαββάτου. Μὲ τὴν
ἐξουσία του Θεοῦ, ποῦ νομοθέτησε την τήρηση του Σαββάτου, παραλληλίζεται τώρα ἡ ἐξουσία
του Χριστοῦ, πού ἐπιτρέπει την κατάλυσὶ της. Ἡ ὑπονοούμενη σύγκρισις προβάλλει την αὐθεντία
του Ἰησοῦ ὡς ταυτόσημη μὲ τὴν αὐθεντία του Θεοῦ.
Ἡ διήγησις κατακλείεται μὲ τὸ συμπέρασμα του στ. 28, «ὥστε κύριὸς έστιν ὁ υἱὸς του ἀνθρώπου
καὶ του σαββάτου». Ο τρόπος πού φέρεται καὶ ἐνεργεῖ ὁ Ἰησοῦς κατὰ το Σάββατο δείχνει, ὅτι εἶναι
κύριος καὶ του Σαββάτου: Όπως ἔχει την ἐξουσία ὡς Υἱὸς του ἀνθρώπου νὰ συγχωρῆ ἁμαρτίες στὴ
γῆ (β' 1-12), ὅπως διδάσκει μὲ ἐξουσία τη νέα διδαχὴ (α' 22), ἔτσι δίνει καὶ το πραγματικὸ νόημα
της ἀργίας του Σαββάτου.
Ἤ μὴ ἀντιμετώπισης των ἀνθρωπίνων ἀναγκῶν ἐν ὀνόματι της τυπικῆς τηρήσεως του
γράμματος, πού προβλέπει την ἀνάπαυση του Σαββάτου, ἀποτελεῖ καταστρατήγηση του
θελήματος του Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τοποθέτησε τοὺς θεσμοὺς στὴν ὑπηρεσία του ἀνθρώπου.
Το Σάββατο ἦταν μιὰ θρησκευτικὴ γιορτή. Ὅταν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ γιορτάζουν πάντοτε οἱ πιστοὶ
σὰν νὰ βρίσκωνται στὸν οὐρανό, τὶ ἀνάγκη ἔχουν ἀπὸ το Σάββατο; Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Τὶ τοίνυν Σαββάτου χρεία τῷ διὰ παντὸς ἑορτάζονται, το πολιτευομένω ὲν
οὐρανῷ;» (Ε.Π.Ε. 10,638). Μετάφρασις: Τὶ χρειάζεται, λοιπόν, το Σάββατο σ' ἐκείνον, ποῦ σ' ὅλη
του τη ζωὴ ἔχει γιορτὴ καὶ ζῆ ἐδῶ στὴ γῆ σὰν νὰ βρίσκεται στὸν οὐρανό;
Ἡ ἀργία του Σαββάτου (των Ἰουδαίων) μετετέθη «τη μιὰ των σαββάτων», την Κυριακή, ἡμέρα
της Ἀναστάσεως. Ἀλλ' ἤ ἀργία της Κυριακῆς ἔχει οὐσιώδη θεολογικὸ καὶ πνευματικὸ χαρακτήρα.
Δὲν εἶναι ἀργία ἀπὸ ἐργασία ἁπλῶς. Εἶναι ἀργία γιὰ ἐκκλησιασμὸ καὶ πνευματικὴ ζωή.
Δὲν εἶναι ἀργία γιὰ σωματικὴ ἁπλῶς ξεκούρασι. Εἶναι ἀργία γιὰ πνευματικὴ ἀνάτασι καὶ
ἀνάστασι.
Δὲν εἶναι ἀργία γιὰ ἐκδρομὲς καὶ κοσμικὲς διασκεδάσεις. Εἶναι ἀργία γιὰ σύναξι στὴν ἐκκλησία,
γιὰ ἀκρόασι του θεὶου λόγου, γιὰ ἐπισκέψεις σὲ ἀσθενεῖς. Εἶναι Κυριακή, δηλαδή, ἡμέρα
ἀφιερωμένη στὸν Κύριο. Γιὰ την πνευματικὴ ἀργία λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἀργῶμεν άργίαν
πνευματικήν, τὰς χεῖρας πλεονεξίας αφιστώντες, το σῶμα των περιττῶν καὶ άνoνήτων
απαλλάττοντες καμάτων» (Ε.Π.Ε. 10, 638). Μετάφρασις: Ας τηροῦμε πνευματικὴ ἀργία. Ας
ἀπομακρύνουμε τα χέρια μας ἀπὸ την πλεονεξία. Ας ἀπαλλάσσουμε το σῶμα μας ἀπὸ τους
περιττοὺς καὶ άνωφελεὶς κόπους.
Aν ὁ ἄνθρωπος στὴν ἐποχὴ μας ἀπεμπολῆ την ἐλευθερία του γιὰ χάρι των θεσμῶν καὶ
ὑποδουλώνεται σ' αὐτούς, τοῦτο γίνεται γιατὶ ἔχασε το πνεῦμα της «ἐν Χριστῶ» ἐλευθερίας (Γαλ.
ε' 1) καὶ προσπαθεῖ νὰ κρατηθῆ ἀπὸ την τήρησι ώρισμένων ἐξωτερικῶν τύπων, οἱ ὁποῖοι, εἴτε εἶναι
Ἰουδαϊκοὶ εἴτε χριστιανικοί, ἀποβαίνουν ἐπικίνδυνοι, ὅταν δὲν συνοδεύονται ἀπὸ το πνεῦμα της
ἀγάπης, πού ἀποκαλύπτει ὁ Χριστός.
Ὅπου το πνεῦμα του Χριστοῦ, ἐκεῖ καὶ ἐλευθερία (Β' Κορ. γ' 17). Ποτὲ ὁ Χριστὸς δὲν μπορεῖ νὰ
κρυφτῆ πίσω ἀπὸ θρησκευτικὰ «μπιχλιμπίδια».
Ποτὲ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι βιτρίνα εὐτελῶν «φετὶχ» καὶ «εφέ».
Ποτὲ δὲν ἐπιτρέπει ἡ Ἁγία Γραφὴ νὰ σκεπάζεται ἡ οὐσία ἀπὸ τους τύπους. Οἱ τύττοι τότε
ἀποτελοῦν ζωὴ των πιστῶν, ὅταν ούσιοποιούνται. Διαφορετικὰ θὰ προσκυνοῦμε τα «ἐντάλματα
των ἀνθρώπων» (Ματθ. ἰὲ' 9. Κολοσ. β' 22), καὶ ὄχι τὸ Σταυρὸ καὶ την Ἀνάστασι. «Ἔι γὰρ διὰ νόμου
δικαιοσύνη, ἄρα Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανε» (Γαλ. β' 21).

1 Καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν· καὶ ἦν ἐκεῖ ἄνθρωπος ἐξηραμμένην ἔχων τὴν χεῖρα. 2 καὶ
παρετήρουν αὐτὸν εἰ τοῖς σάββασι θεραπεύσει αὐτόν, ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ. 3 καὶ λέγει τῷ
ἀνθρώπῳ τῷ ἐξηραμμένην ἔχοντι τὴν χεῖρα· ἔγειρε εἰς τὸ μέσον. 4 καὶ λέγει αὐτοῖς· ἔξεστι τοῖς
σάββασιν ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι; ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀποκτεῖναι; οἱ δὲ ἐσιώπων. 5 καὶ
περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ᾿ ὀργῆς, συλλυπούμενος ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας αὐτῶν, λέγει τῷ
ἀνθρώπῳ· ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου. καὶ ἐξέτεινε, καὶ ἀποκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὑγιὴς ὡς ἡ
ἄλλη. 6 καὶ ἐξελθόντες οἱ Φαρισαῖοι εὐθέως μετὰ τῶν ῾Ηρῳδιανῶν συμβούλιον ἐποίουν κατ᾿ αὐτοῦ,
ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσι.

Ὁ Κύριος καὶ οἱ κατάσκοποὶ Του (στ. 1-2)


Στὴν περικοπὴ γ' 1-6 ἡ σύγκρουσις ἔχει ὡς θέμα πάλι τὴν άργία του Σαββάτου. Ἀφορμὴ εἶναι ἡ
θεραπεία ἑνὸς ἀνθρώπου «έξηραμμένην ἔχοντος την χεῖρα» (Μάρκ. γ' 1).
Στὴ συναγωγὴ πάλι. Σάββατο πάλι. Ὁ Ἰησοῦς στὴν ἐλευθερία της ἀγάπης, ἕτοιμος νὰ δράση γιὰ
ὁποιαδήποτε περίπτωσι. Οἱ μαθητὲς Του κοντά. Τὴν προσοχὴ του την ἀποσπᾶ ἕνας ἄνθρωπος, πού
ἔχει το ἕνα χέρι «ξερό», παράλυτο, χωρὶς καμμιὰ κίνησι. Παρόντες καὶ οἱ κατάσκοποι, οἱ ἐχθροί, οἱ
ἄνθρωποι του θρησκευτικοῦ κατεστημένου, ποῦ θεωροῦσαν, ὅτι ὁ κόσμος φεύγει ἀπὸ αὐτοὺς καὶ
ἑλκύεται ἀπὸ τον Ἰησοῦ.
Σ' ἄλλες περιπτώσεις ἐπεμβαίνουν δυναμικά, ρωτᾶνε μὲ ἀσέβεια τὸν Διδάσκαλο, ἀπευθύνονται
στοὺς μαθητές, ταλαιπωροῦν τους θεραπευμένους ἀπὸ τον Χριστό. Ἄλλοτε πάλι δὲν τολμᾶνε νὰ
μιλήσουν, ἀλλὰ διαλογίζονται, σχολιάζουν μέσα τους.
Ἄλλοτε, ὅπως στὴν περίπτωσι ἐδῶ, στέκουν παρατηρητές, σὲ ἀναμονή. Ἕτοιμοι νὰ θηρεύσουν
λεξίδιο καὶ νὰ το κάνουν ξιφίδιο, ἕτοιμοι νὰ χρησιμοποιήσουν κάποιο θαῦμα του Χριστοῦ ὡς
κατηγορητήριο γιὰ νὰ Τὸν ἐξοντώσουν. «Καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν. Καὶ ἣν ἐκεῖ
ἄνθρωπος ἐξηραμμένην ἔχων την χεῖρα. Καὶ παρετήρουν αὐτὸν εἰ τους σάββασι θεραπεύσει
αὐτόν, ἴνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ» (στ. 1-2). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ Ἰησοῦς μπῆκε πάλι
στὴ συναγωγή. Ἐκεῖ ἦταν ἕνας ἄνθρωπος μὲ παράλυτο το ἕνα χέρι. Καὶ ὅλοι παρατηροῦσαν νὰ
δοῦν, ἂν θὰ τὸν θεραπεύση στὴν ἡμέρα του Σαββάτου».
Ἐκεῖνοι σκέπτονταν: «Γιὰ νὰ δοῦμε τὶ θὰ κάνη. Ὑπάρχει κάποιος ἐδῶ μέσα, ποῦ εἶναι ἄρρωστος.
Νὰ αὐτὸς μὲ το κουλὸ το χέρι. Ἄραγε θὰ ἀσχοληθῶ μαζὶ του; Ἄλλωστε μὲ ὅλους τοὺς σακάτηδες
Αὐτὸς ἀσχολεῖται. Μὰ ἂν ἀσχοληθῆ καὶ δὲν σεβαστὴ πάλι τη μέρα του Σαββάτου, θὰ Του δείξουμε
ἐμεῖς»!
Ναί, αὐτὸ ἦταν το σκεπτικὸ τους. Αὐτὸς καὶ ὁ σκοπὸς της «παρατηρήσεως», της
παρακολουθήσεως. "Ὄχι γιὰ νὰ Τοῦ κάνουν μετά... παρατήρηση, ἀλλὰ «ἴνα κατηγορήσωσιν
αὐτοῦ».
Καὶ πάλι σημεῖο αντιλεγόμενο το Σάββατο.
Το Σάββατο στὴν Παλαιὰ Διαθήκη σημαίνει την τελείωσι του δημιουργικοῦ ἔργου του Θεοῦ.
Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ Ἰησοῦς κατὰ το Σάββατο ἐπιτελεῖ το ἀναδημιουργικὸ Του ἔργο. Ἐπαναφέρει
τον ἄνθρωπο στὴν ἀρχικὴ του «καλὴ λίαν» κατάστασι.
Ἄν κατὰ την πρὸς Ἑβραίους μὲ τον ὅρο «σαββατισμὸς» περιγράφεται ἡ τελικὴ κατάπαυσις καὶ
τελείωσις του ἔργου του Θεοῦ μέσα στὴ βασιλεία Του, κατὰ τὶς διηγήσεις των εὐαγγελίων ἡ
θαυματουργικὴ δραστηριότητα του Ἰησοῦ κατὰ το Σάββατο προσφέρει μία πρόγευσι της
τελειώσεως.

Ἄνθρωπος μὲ παράλυτο χέρι (στ. 3)


Παρὰ λίγο νὰ κερδήση ὅλο το ἐνδιαφέρον μας ἤ κακότητα των Φαρισαίων καὶ νὰ λησμονήσουμε
το πρόσωπο, ποῦ μέσα στὴ συναγωγὴ εἶχε ἀνάγκη θεραπείας. Ἐντύπωσι κάνει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μὲ
το παράλυτο χέρι δὲν παρακάλεσε το Χριστὸ γιὰ θεραπεία. Ἡ πρωτοβουλία γιὰ τη θεραπεία εἶναι
του Χριστοῦ. Δύο φορὲς προσκαλεῖ τον ἀσθενὴ: «Καὶ λέγει το ανθρώπω το ἐξηραμμένην έχοντι τὴν
χεῖρα: Ἔγειρε εἰς τὸ μέσον» (στ. 3). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Λέει δὲ ὁ Ἰησοῦς στὸν ἄνθρωπο
μὲ τὸ παράλυτο χέρι: “Σήκω καὶ ἔλα ἐδῶ στὴ μέση”».
Καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο: «Έκτεινον τὴν χεῖρὰ σου» (στ. 5).
Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ὁ ἀσθενὴς ὑπακούει. «Ἔλα στὴ μέση -του λέει-, στὸ κέντρο νὰ σὲ
βλέπουν ὅλοι». Ἄλλος στὴ θέση του θὰ αἰσθανόταν ἄσχημα, νὰ γίνη το πρόβλημὰ του κοινὴ θέα
καὶ κοινὸς σχολιασμός. Ἐκεῖνος ὅμως ὑπακούει στὸ πρόσταγμα του Χριστοῦ. Ας υπακούουμε στὸ
πρόσταγμα του Κυρίου, ἰδίως ὅταν μᾶς καλὴ νὰ ἐκθέσουμε ὄχι τα χέρια μας, ἀλλὰ ὅλες τὶς
αἰσθήσεις μας καὶ τὸν έσωτερικὸ μας κόσμο (πρὸς ἐξομολόγησι). Δὲν θὰ μᾶς διαπομπεύση θὰ μᾶς
θεραπεύση, θὰ μας συγχωρέση.
Βέβαια ὁ Κύριος γιὰ ἄλλους λόγους του εἶπε νὰ ἔρθη στὸ μέσο, ὅπως γιὰ νὰ γίνη συμπαθὴς ἀπὸ
ὅλους καὶ παράλυτος στὸ «δεξὶ χέρι» καὶ γιὰ νὰ γίνη φανερὸ σὲ ὅλους το θαῦμα. Δὲν ἐνεργεῖ κρυφὰ
ὁ Ἰησοῦς, ὅπως κρυφὰ διαλογίζονται, παρατηροῦν καὶ συσκέπτονται οἱ ἐχθροὶ Του.
Δὲν λογαριάζει ὁ Ἰησοῦς ἂν παρατηροῦν οἱ ἐχθροὶ τὸ τὶ θὰ κάνη μὲ τὴν «άργία» του Σαββάτου.

Τὶ ἐπιτρέπεται το Σάββατο, το καλὸ καὶ το κακό; (στ. 4)


Μέσα στὴ συναγωγὴ καὶ τα δύο: Καὶ το καλὸ καὶ το κακό. Καὶ ὁ 'Ἀγαθοποιὸς καὶ οἱ κακοποιοί.
Καὶ ὁ Σωτήρας καὶ οἱ... φονιάδες!
Ας μὴ παραξενευώμεθα. Ἄν μέσα στὸν παράδεισο διωλίσθησε ὁ Διάβολος, γιατὶ μέσα στὴ
συναγωγή, στὸν τόπο της προσευχῆς, νὰ μὴ διεισδύσουν καὶ οἱ κατάσκοποι, οἱ κακοποιοί, αὐτοί,
πού ἤδη ἔχουν πάρει την ἀπόφαση νὰ ἐξοντώσουν τον Ἰησοῦ (στ. 6); Ἄν μέσα στὴ σύναξη των
πιστῶν, στὴν ἐκκλησιαστικὴ λειτουργία, γενικότερα στὴν Ἐκκλησία, ὑπεισέρχονται «λύκοι βαρεῖς»
(Πράξ. κ' 29), γιατὶ μέσα στὴ συναγωγὴ των Ἰουδαίων νὰ μὴ παρευρίσκονταν «ἄρχοντες», πού
ἤθελαν νὰ πατάξουν τον Ποιμένα;
Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς θεωρεῖ καὶ τη συναγωγὴ τόπο λόγου καὶ ἔργου θεϊκοῦ, καὶ το Σάββατο το
θεωρεῖ ἡμέρα ἀγαθοεργίας καὶ θαυματουργίας, γι' αὐτὸ προκαλεῖ τους παρατηρητές, τους
κατασκόπους, τους γραμματεῖς καὶ φαρισαίους, ποῦ καραδοκοῦσαν νά... συλλάβουν τὸν Χριστὸ
ἐνεργοῦντα το Σάββατο: «Καὶ λέγει αύτοϊς: Έξεστι τοῖς σάββασι αγαθοποιήσαι ἤ κακοποιῆσαι,
Ψυχὴν σώσαι ἤ αποκτείναι; Οἱ δὲ ἐσιώπων» (στ. 4). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἀμέσως
ρωτάει ὁ Ἰησοῦς: “Τι ἐπιτρέπει ὁ νόμος στὸν ἄνθρωπο νὰ κάνη το Σάββατο; Νὰ κάνη καλὸ ἤ νὰ
κάνη κακό; Νὰ σώση μιὰ ζωὴ ἤ νὰ τήνάφηση νὰ χαθή;”. Κι ἐκεῖνοι σιωποῦσαν».
Πάλι δείχνει τη Θεότητὰ Του, ἀφοῦ κατάλαβε γιατὶ στέκονταν ἔτσι μὲ βλέμμα βλοσυρό,
συνεννοημένοι ἐκ των προτέρων. Διαβάζει τη σκέψη τους. Καὶ περνάει στὴν ἁγία έπίθεσι, στὴν διὰ
ἐρωτημάτων ἀποστόμωσὶ τους.
Καὶ ἐδῶ ἡ ἀφήγησις προβάλλει τη μοναδικὴ ἐξουσία του Μεσσία. Ὁ πρῶτος σχετικὸς ὑπαινιγμὸς
γίνεται μὲ τὴν πρωτοβουλία πού παίρνει ὁ Ἰησοῦς νὰ θέση ἕνα ἀμείλικτο ἐρώτημα - δίλημμα στοὺς
Φαρισαίους. Ἡ πρωτοβουλία προϋποθέτει γνώση των διαλογισμῶν τους, παρόμοια μὲ ἐκείνη του
Μάρκ. β' 8 καὶ συνεπῶς ὑποβάλλει την ἰδέα μίας ὑπερφυσικῆς πνευματικῆς διορατικότητος. Ἡ ἰδέα
αὐτὴ τονίζεται στὴ συνέχεια μὲ την πληροφορία, ὅτι ὁ Ἰησοῦς λυπήθηκε βαθειὰ «έπὶ τὴ πωρώσει
της καρδίας αὐτῶν» (Μάρκ. γ' 5). Καὶ πάλι ὑπονοεῖται ἡ ἀνάγκη - προϋπόθεσις ὑπερφυσικῆς
γνώσεως, γιὰ νὰ ἐξηγηθῆ ἤ προχωρημένη διάγνωσις.
Σὰν νὰ τοὺς λέη: Σας ρώτησα. Γιατὶ δὲν ἀπαντᾶτε; «Οἱ δὲ ἐσιώπων». Ἡ ἐκτέλεσης του ἀγαθοῦ τη
μέρα του Σαββάτου εἶναι ἤ δὲν εἶναι ἀγαθό; Ἡ παράλειψις του καλοῦ κατὰ τη μέρα του Σαββάτου
εἶναι ἤ δὲν εἶναι κακό;
Μὲ τὸ νὰ μὴ τηρῆ ὁ Ἰησοῦς κατὰ γράμμα τὴν άργία του Σαββάτου δὲν ἐκφράζει τόσο την ἀντίθεσὶ
Του πρὸς τὴ Φαρισαϊκὴ τυποκρατία καὶ ὑποκρισία, ὅσο δίνει ἀποδείξεις της Μεσσιανικότητὰς Του.
Ἀγαθοεργία, λοιπόν, ἤ κακοποίησις τη μέρα του Σαββάτου (της Κυριακῆς σήμερα); Ἡ
ἀγαθοεργία κατὰ τη μέρα της ἁγίας ἀργίας ἀποτελεῖ την καλύτερη ἔκφραση τιμῆς καὶ εὐλαβείας
πρὸς τὸν συνεχῶς ἐργαζόμενο γιὰ τὸν κόσμο Θεὸ (ἰδὲ Ιωάν. ε' 17).
Στὸ ἐρώτημα του Κυρίου δὲν ἀπαντοῦν οἱ Φαρισαῖοι. Δὲν μιλᾶνε καθόλου. Ἡ σιωπὴ τους εἶναι
ὑποκρισία. Γιατί; Ἀναγνωρίζουν μέσα τους την ὕπαρξι περιπτώσεων ποῦ καταλύεται το Σάββατο.
Ἀλλὰ προκειμένου γιὰ τὸν Ἰησοῦ, δὲν Του ἀναγνωρίζουν το δικαίωμα ν' ἀγαπᾶ το Σάββατο, νὰ
εὐεργέτη το Σάββατο, νὰ θαυματουργὴ το Σάββατο, νὰ σώζη το Σάββατο. Θεωροῦν τον Ἰησοῦ ὡς
καταλυτὴ της πατρώας θρησκείας.
Ὑποκριτικὰ φαίνονται προσκολλημένοι στὸ γράμμα του Νόμου, ὄχι ἀπὸ ἀγάπη καὶ σεβασμὸ στὸ
Νόμο, ἀλλὰ ἀπὸ ἀδυναμία νὰ βροῦν κάποια κατηγορία κατὰ του Ἰησοῦ. Προκειμένου νὰ
σκοτώσουν τον Ἰησοῦ, ἂς σκοτώσουν το πνεῦμα του Νόμου!
Σιωποῦν, ἀλλὰ βράζουν ἀπὸ κακία. Σιωποῦν, ἀλλὰ συνωμοτοῦν. Φοβερὴ ἡ σιωπή, ποῦ σου
κρύβει τὶς σκέψεις, τὶς ἐρωτήσεις, τὶς ἀμφισβητήσεις, ἀκόμα καὶ τὶς ἀντιρρήσεις των ἄλλων, καὶ σὲ
καταδικάζει ἀναπολόγητο!
Ἡ διήγησις του Μὰρκ γ' 1-6, ἐνῶ ὑποβάλλει καὶ κατοχυρώνει τη θεία ἐξουσία του Ἰησοῦ,
δημιουργεῖ παράλληλα μιὰ σαφὴ εἰκόνα γιὰ το ἀναπόφευκτο βίαιο τέλος. Μιὰ άρχικὴ νύξις γίνεται
στὴν εἰσαγωγικὴ τοποθέτηση των ἀντιπάλων του Ἰησοῦ: «Καὶ παρετήρουν αὐτὸν εἰ τοϊς Σάββασι
θεραπεύσει αὐτόν, ἴνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ» (στ. 2).
Το ρῆμα «κατηγορεὶν» σὲ πανομοιότυπη φράσι θὰ χρησιμοποιηθῆ ἀπὸ το Μάρκο μόνο σὲ μία
ἀκόμη περίσταση, στὴ δίκη του Ἰησοῦ ἐνώπιον του Πιλάτου (Μάρκ. ἰὲ' 3-4), καὶ ἐκεῖ ἡ κατηγορία
θὰ ὁδηγήση σὲ θανατικὴ καταδίκη.

Θεία ὀργὴ γιὰ τὴν πώρωσι (στ. 5)


Ἡ στάσις των Φαρισαίων καὶ ἡ ὕπουλη σιωπὴ τους προκαλεῖ τη θεία ἀγανάκτησι. Ἦσαν
ἀνυπόφοροι. Πολὺ χαρακτηριστικὰ ὁ εὐαγγελιστὴς περιγράφει στὸν ἑπόμενο στίχο τὴν ψυχικὴ
κατάσταση του Ἰησοῦ ἔναντι των Ἰουδαίων: «Καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ' ὀργῆς,
συλλυπούμενος ἐπὶ τη πωρώσει της καρδίας αὐτῶν, λέγει το ανθρώπω: Έκτεινον την χεῖρὰ σου.
Καὶ ἐξέτεινε, καὶ ἀποκατεστάθη ἤ χεὶρ αὐτοῦ ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη» (στ. 5). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Τότε ὁ Ἰησοῦς έρριξε σὲ ὅλους μία ματιὰ μὲ ὀργή, ἀγανακτισμένος γιὰ τὴν πώρωσι
της καρδιᾶς τους. Κι ὕστερα λέει στὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ παράλυτο χέρι “Τέντωσε το χέρι σου”. Ἐκεῖνος
το τέντωσε, καὶ ἔγινε καλὰ το χέρι του σὰν τὸ ἄλλο».
Ώρισμένοι ἑρμηνευτὲς εἶδαν σὰν ἔκφραση της θείας μεγαλειότητος του Ἰησοῦ το σχόλιο του
Μάρκου «καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ' ὀργῆς».
Το βλέμμα του Ἰησοῦ, ποῦ κυκλικὰ στρέφεται σὲ ὅλους (το «περιβλέπομαι» εἶναι προσφιλὲς
ρῆμα στὸν εὐαγγελιστὴ Μάρκο) συνοδεύεται ἀπὸ ὀργὴ καὶ λύπη γιὰ τὴν πώρωσι της καρδιᾶς των
συγχρόνων του Ἰουδαίων.
Ἡ ὀργὴ του Ἰησοῦ δὲν εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο αἴσθημα ἀγανακτήσεως, ἀλλ' εἶναι ἡ γνωστὴ καὶ ἀπὸ
ἄλλα κείμενα της Καινῆς Διαθήκης ὀργὴ του Θεοῦ κατὰ των ἀσεβῶν, ὅταν μάλιστα φορᾶνε τη
μάσκα της εὐσεβείας καὶ παριστάνουν ὅτι ὑπερασπίζονται τὶς ἐντολὲς του Θεοῦ, ἐνῶ στὴν
πραγματικότητα καλύπτουν μὲ πρόσχημα εὐσεβείας τη διαφθορὰ τους καὶ την ἀντίδραση τους
στὸν Θεὸ της ἀγάπης.
Ἄν ὁ Ἰησοῦς μὲ ὀργὴ κινήθηκε κατὰ των Φαρισαίων, πρὸς τὸν ἄνθρωπο μὲ το παράλυτο χέρι
κινήθηκε μὲ στοργή. Τόση ὥρα πού ρωτοῦσε τοὺς κατασκόπους Του γιὰ τὸ ἂν αγαθοποιοὺν ἤ
κακοποιοῦν κατὰ το Σάββατο, ὁ ἀσθενὴς περίμενε. Εἶχε ἔλθει στὴ μέση. Ἄλλος θὰ σκεφτόταν: «Γιὰ
μὲνὰ ὅλη αὐτὴ ἡ συζήτησις; Τὶ μὲ ἔφερε στὴ μέση καὶ ἀσχολεῖται τώρα μὲ τοὺς ἄλλους;».
Δὲν σκέπτεται ἔτσι. Πιστεύει, ὑπομένει καὶ ὑπακούει. Καὶ νά, ἦλθε ἡ ὥρα του. Τὸν γιατρεύει ὁ
παντοδύναμος Κύριος. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁ μὲν ἄνθρωπος έθεραπεύετο, ἐκεῖνοι δὲ διὰ
της ὑγείας της τούτου χειρός, χείρους ἐγένοντο. Αὐτὸς μὲν γὰρ έβούλετο πρὸ ἐκείνου θεραπεύσαι
ἐκείνους καὶ μυρίους ἐκίνησε τρόπους ιατρείας, καὶ δι' ὢν ἔμπροσθεν ἐποίησε καὶ δι' ὢν είπεν:
ἐπειδὴ δὲ ἀνίατα λοιπὸν ένόσουν, έπὶ το ἔργον έχώρησε» (Ε.Π.Ε. 10,648). Μετάφρασις: Ο μὲν
ἀσθενὴς θεραπευόταν, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι γίνονταν χειρότεροι. Ο Ἰησοῦς βέβαια ἤθελε πρὶν ἀπὸ τον
ἀσθενὴ νὰ θεραπεύση ἐκείνους καὶ γι' αὐτὸ μεταχειρίστηκε ἄπειρους τρόπους θεραπείας καὶ μὲ
ὅσα ἔπραξε προηγουμένως καὶ μὲ ὅσα εἶπε. Έπειδὴ ὅμως ἡ ἀσθένειὰ τους ἦταν ἀθεράπευτη, γι'
αὐτὸ προχώρησε στὴν πρᾶξι (τὴ θεραπεία).
Ἡ δεύτερη πρόσκλησις του Ἰησοῦ: «Έκτεινον τὴν χεῖρὰ σου» (στ΄ 5).
Σὰν παράξενο φαίνεται το πρόσταγμα. Μποροῦσε νὰ τεντώση το χέρι του, ἀφοῦ ἦταν «ξερό»,
νεκρωμένο; Πιθανὸ νὰ εἶχε αὐτὴ τη στοιχειώδη δυνατότητα το χέρι του. Πιθανὸν νὰ ἔχουμε μερικὸ
θαῦμα πρὶν ἀπὸ το ὁλοκληρωτικὸ θαῦμα. «Καὶ ἐξέτεινε, καὶ ἀποκατεστάθη ἤ χεὶρ αὐτοῦ ὑγιὴς ὡς
ἡ ἄλλη» (στ. 5).
Γεγονὸς εἶναι, ὅτι καὶ ἐδῶ ἔχουμε τη συμβολὴ (μικρὴ ἤ μεγάλη) του ἀνθρώπου γιὰ νὰ
συντελεσθῆ το θαῦμα. Ἡ ἀγαθοεργία του Χριστοῦ λειτουργεῖ ὅταν συναντᾶ κάποια δικὴ μας
προθυμία, κάποια πίστι, κάποια κίνησι.
Πρὸ παντὸς ἐνεργεῖ το θαῦμα ὁ Χριστός, ὅταν καὶ μεῖς ἐκτείνουμε, ἁπλώνουμε το χέρι γιὰ το
ἔργο της ἐλεημοσύνης καὶ της φιλανθρωπίας. Ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ πλεονεξία κάνει «ξερὰ» τα χέρια
μας. Δὲν κινοῦνται νὰ μποῦν στὴν τσέπη καὶ νὰ βγοῦν πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς μας.
Μας καλεῖ νὰ ἐκτείνουμε χέρι ἀγάπης Ἐκεῖνος, ποῦ ἅπλωσε τα χέρια του πάνω στὸ Σταυρό.
Ἀκινητοποίησε γιὰ λίγο τα χέρια Του, καρφωμένα καὶ ματωμένα, γιὰ νὰ κινήση τη διαδικασία της
δικῆς μας σωτηρίας. Πεσμένοι ὅπως εἴμαστε στὴν ἁμαρτία Τὸν ἱκετεύουμε: «Ανάστησον ἡμᾶς
πεσόντας τη ἁμαρτία ἐκτείνας την χεῖρὰ σου, Φιλάνθρωπε Κύριε, τη πρεσβεία των ἁγίων σου»
(αἶνος δ' ἤχου).

Συμβούλιο κατὰ του Χριστοῦ (στ. 6)


Ἦταν «ξερό», σκληρό, ἀκίνητο το χέρι του ἀσθενοῦς καὶ ὁ Κύριος το ἀποκατέστησε. Οἱ φαρισαῖοι
ὅμως εἶχαν σκλήρυνσι σὲ ὅλα! Καὶ αὐτὴ τη σκλήρυνσι την ὀνομάζει ὁ Κύριος «πώρωσι». Ἀπὸ το ἕνα
μέρος ἤ ξηρὴ τήρησις της σαββατικὴς ἀργίας ἐλέγχεται ἀπὸ τον Ἰησοῦ ὡς πώρωσις καὶ
σκληροκαρδία, καὶ ἀπὸ το ἄλλο μέρος ἡ κατάλυσις της σαββατικὴς ἀργίας ἀπὸ τον Ἰησοῦ ἀποτελεῖ
κατὰ τοὺς Ἰουδαίους προσβολὴ ἔναντι του Θεοῦ. Ἔτσι φούντωσε το μίσος, ποῦ οὕτως ἤ ἄλλως
εἶχαν οἱ Ἰουδαῖοι κατὰ του Ἰησοῦ, καὶ ἔγινε «τσιμέντο» ἡ ψυχὴ τους. Αὐτὸ καλεῖται πώρωσις.
Πώρωσις σημαίνει ἔσχατο σημεῖο σκληρύνσεως. Ἄν πάνω σὲ σκληρὴ πέτρα μπορῶ νὰ φυτρώση
ὁ σπόρος, ἔτσι πάνω σὲ σκληρή, ἐγωκεντρικὴ καὶ πωρωμένη καρδιὰ μπορεῖ νὰ φυτρώση ὁ σπόρος
του λόγου ἤ νὰ ἐνεργήση ἡ ἀγάπη του Θεοῦ. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ψυχὴ επειδὰν είσάπαξ
απερυθριάσαι βιασθῆ, εἰς ἀναλγησίαν έκπίπτει, καὶ οὔτε προσηνέσιν είκει λόγοις λοιπὸν οὔτε
απειλαϊς κάμπτεται οὔτε ευεργεσίαις προτρέπεται» (Ε.Π.Ε. 28,96). Μετάφρασις: Ὅταν ἡ ψυχὴ
φτάνη νὰ χάση τη ντροπὴ ἔστω γιὰ μιὰ μόνο φορὰ, τότε καταντᾶ σὲ πώρωσι. Ἔτσι οὔτε ὡραίους
λόγους ἀκούει, οὔτε ἀπὸ ἀπειλὲς κάμπτεται, οὔτε ἀπὸ εὐεργεσίες συγκινεῖται.
Σκληροί, ἀσυγκίνητοι, ἀδιόρθωτοι, ἀπαίσιοι, ἱκανοὶ γιὰ ὅλα, καὶ γιὰ το μεγαλύτερο κακό. Καίτοι
ὁ Χριστὸς τη φορὰ αὐτὴ ἀμέσως δὲν τοὺς ἐπετίμησε, ἀλλ' ἁπλῶς προέβη στὸ θαῦμα, ἐκεῖνοι
σχεδίαζαν νὰ Τὸν φονεύσουν. «Καὶ ἐξελθόντες οἱ Φαρισαῖοι εὐθέως μετὰ των Ηρωδιανὼν
συμβούλιον ἐποίουν κατ' αὐτοῦ, ὅπως αὐτὸν απολέσωσι» (στ. 6). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ:
«Βγῆκαν ἔξω οἱ Φαρισαῖοι καὶ ἀμέσως συσκέφθηκαν μὲ τοὺς Ηρωδιανοὺς καὶ πῆραν ἀπόφαση νὰ
Τὸν ἐξοντώσουν».
Συμμαχία ἑτεροκλήτων στοιχείων ἐναντίον του κοινοῦ ἐχθροῦ, πού εἶναι ὁ φίλος της ἀγάπης καὶ
ὅλων των ἀνθρώπων, ὁ Μεσσίας Ἰησοῦς.
Ἡ ὁρολογία του προηγουμένου στίχου ἀποκτᾶ πρωτοφανῆ ὀξύτητα: «μετ' ὀργῆς»,
«συλλυπούμενος», «πώρωσις καρδίας» (Μάρκ. γ' 5). Ἡ μεγάλη ἔντασις προειδοποιεῖ γιὰ την
κυοφορούμενη κλιμάκωση καὶ την τελικὴ θανάσιμη ἀναμέτρηση, πού θὰ καταλήξη στὸ μαρτυρικὸ
τέλος του Χριστοῦ. Αὐτὸ προαναγγέλλεται στὴν κατακλείδα της περικοπῆς: «Καὶ ἐξελθόντες οἱ
Φαρισαῖοι εὐθὺς μετὰ των Ηρωδιανὼν συμβούλιον ἐποίουν κατ' αὐτοῦ, ὅπως αὐτὸν απολέσωσιν»
(6).
Ἐπισημαίνουμε τέσσερα στοιχεῖα:
α. Ἡ συνωμοσία ἐναντίον του Μεσσία εἰσέρχεται στὴν τελικὴ της φάσι «εὐθύς». Ἡ καταδίκη
ἀποφασίζεται άμετάκλητα.
β. Ἡ ἀπόφασις ἐξοντώσεως του Ἰησοῦ λαμβάνεται ἀπὸ ἐχθρικὲς μεταξὺ τους ὁμάδες (Φαρισαῖοι,
Ηρωδιανοὶ) σὲ εἰδικὴ σύσκεψι. Ἑτερογενεῖς θρησκευτικοὶ καὶ πολιτικοὶ παράγοντες συγκλίνουν
ἀδυσώπητα πρὸς το ἴδιο σημεῖο.
Οἱ Ήρωδιανοὶ δὲν ἀποτελοῦσαν ὁμάδα ἤ κόμμα, ἀλλ' ἦσαν ὀπαδοὶ καὶ ὑποστηρικτὲς του Ἡρώδη
του Αντύπα, του τετράρχη της Γαλιλαίας, καὶ εἶχαν περισσότερο πολιτικὲς βλέψεις παρὰ
θρησκευτικές. Το παράδοξο εἶναι, ὅτι οἱ ζηλωτὲς πατριῶτες καὶ ξένοι πρὸς κάθε ζυγὸ Φαρισαῖοι
συνεργάζονται μὲ τοὺς Ηρωδιανούς, προκειμένου νὰ ἐπιτύχουν την ἐξόντωσι ἑνὸς κοινοῦ ἐχθροῦ!
Συχνὰ παρατηροῦνται συνασπισμοὶ ἀκραίων (ἀντιθέτων) ἰδεολογικῶν ἤ κομματικῶν συστημάτων,
προκειμένου νὰ χτυπηθῆ ἡ ἀληθινὴ ἱστορία ἤ ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια. Ας θυμηθοῦμε τη συμμαχία
Ἡρώδου καὶ Πιλάτου (ποῦ ἦσαν ἐχθροί), προκειμένου νὰ θανατωθῆ ὁ Ἰησοῦς (Λουκ. γκ' 12).
γ. Ἡ συνωμοσία κατὰ του Χριστοῦ γίνεται μὲ σχεδιασμὸ καὶ ὀργάνωσι, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τη
φράση «συμβούλιον ἐποίουν κατ' αὐτοῦ». Ἡ θανάτωσὶς Του δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα στιγμιαίας
παραφορὰς ἤ ένστικτώδους τυφλῆς ἀντιδράσεως, ἀλλὰ μελετημένου σχεδίου, πού ἀρχίζει νὰ
καταστρώνεται πολὺ νωρίς.
δ. Ἡ σύμπραξις Φαρισαίων καὶ Ηρωδιανὼν δὲν ἀποβλέπει σὲ ἁπλὴ δυσφήμησι ἤ ἐκφοβισμὸ του
Ἰησοῦ, ἀλλὰ στὴν ἐκτέλεσὶ Του: «ὅπως αὐτὸν απολέσωσι». Τὸ «απολέσωσιν» εἶναι συνώνυμο του
«φονεύσωσιν» ἤ «θανατώσωσι» καὶ χρησιμοποιεῖται ὅπως ἀκριβῶς στὸ Μάρκ. ια' 18. .
Στὰ δύο πρῶτα κεφάλαια του εὐαγγελίου, ἀκόμη καὶ στὸ Μάρκ. γ' 1-6, δεσπόζει ἡ εἰκόνα -
ἐξουσία του Χριστοῦ εἰκόνα θείας δυνάμεως πολλαπλὰ ἐνεργοῦ. Στὸ Μάρκ. γ' 6 ὑπενθυμίζεται ὅτι
αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς συμπορεύεται μὲ την ἀπόφαση της ἐκτελέσεὼς Του.

7 Καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνεχώρησε μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς τὴν θάλασσαν· καὶ πολὺ πλῆθος ἀπὸ
τῆς Γαλιλαίας ἠκολούθησαν αὐτῷ, 8 καὶ ἀπὸ τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων καὶ ἀπὸ τῆς
᾿Ιδουμαίας καὶ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου καὶ οἱ περὶ Τύρον καὶ Σιδῶνα, πλῆθος πολύ, ἀκούσαντες ὅσα
ἐποίει, ἦλθον πρὸς αὐτόν. 9 καὶ εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἵνα πλοιάριον προσκαρτερῇ αὐτῷ διὰ τὸν
ὄχλον, ἵνα μὴ θλίβωσιν αὐτόν· 10 πολλοὺς γὰρ ἐθεράπευσεν, ὥστε ἐπιπίπτειν αὐτῷ ἵνα αὐτοῦ
ἅψωνται ὅσοι εἶχον μάστιγας· 11 καὶ τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα, ὅταν αὐτὸν ἐθεώρουν,
προσέπιπτον αὐτῷ καὶ ἔκραζον λέγοντα ὅτι σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. 12 καὶ πολλὰ ἐπετίμα αὐτοῖς ἵνα
μὴ φανερὸν αὐτὸν ποιήσωσι.

Συρροὴ ἀπὸ ὅλη την Παλαιστίνη (στ. 7-8)


Οἱ θρησκευτικοὶ ἡγέτες των Ἰουδαίων συσκέπτονται, πὼς νὰ ἐξοντώσουν τον Ἰησοῦ. Ἐν τούτοις
την ἴδια ὥρα ὅλο καὶ περισσότερος κόσμος συρρέει γύρω ἀπὸ τον Ἰησοῦ. Ἡ ἀπήχησις του
κηρύγματὸς Του στὸ λαὸ γίνεται συνεχῶς καὶ εὐρύτερη. Παρὰ την ἐχθρικὴ στάση των Φαρισαίων
καὶ Ηρωδιανὼν ἔναντι του Ἰησοῦ, ὅπως εἴδαμε στὸν προηγούμενο στίχο, ὁ λαὸς δὲν ἐπηρεάζεται.
Ἀπὸ τὸν Θεῖο μαγνήτη, πού λέγεται Ἰησοῦς Χριστός, έλκύεται καὶ προσκολλᾶται.
Πλῆθος κόσμου μετακινεῖται ἀπὸ πόλη σὲ πόλι καὶ ἀπὸ περιοχὴ σὲ περιοχή, γιὰ νὰ ἀκούσουν
την διδασκαλία Του καὶ νὰ θεραπευθῆ ἀπὸ τὶς ἀσθένειες, ποῦ καὶ αὐτές, φαίνεται, ἦσαν σὲ ἔξαρσι.
«Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησε μετὰ των μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς τὴν θάλασσαν. Καὶ πολὺ πλῆθος ἀπὸ της
Γαλιλαίας ήκολούθησαν αυτώ. Καὶ ἀπὸ της Ἰουδαίας καὶ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καὶ ἀπὸ της Ιδουμαίας
καὶ πέραν του Ἰορδάνου καὶ οἱ περὶ Τύρον καὶ Σιδώνα, πλῆθος πολύ, άκούσαντες ὅσα επoίει, ἦλθον
πρὸς αὐτὸν» (στ. 7-8). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὲς του
ἀναχώρησε κατευθυνόμενος πρὸς τὴ λίμνη. Καὶ τὸν ἀκολούθησε μεγάλο πλῆθος ἀπὸ τη Γαλιλαία.
Ἐπίσης ἀκολούθησε πολὺς κόσμος καὶ ἀπὸ την Ἰουδαία καὶ ἀπὸ τα Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ την
Ιδουμαία καὶ ἀπὸ την περιοχὴ πέρα ἀπὸ τον Ἰορδάνη καὶ ἀπὸ την περιοχὴ της Τύρου καὶ της
Σιδῶνος. Πλῆθος μεγάλο. Ὅταν ἄκουσαν ὅσα ἔκανε, ἦλθαν πρὸς αὐτόν».
Ὁ κόσμος αὐτὸς θὰ ἀποτελέση το νέο λαὸ του Θεοῦ, γιὰ τον ὁποῖον κάνει λόγο ὁ εὐαγγελιστής.
Τὰ συνεχὴ θαύματα του Χριστοῦ δημιουργοῦν ἀμέσως την ἐντύπωση της ζωτικῆς εὐεργετικῆς
δυνάμεως, πού διέθετε σὲ ἀνεξάντλητα ἀποθέματα ὁ Χριστός. Μιλοῦσε ὡς ἐξουσίαν ἔχων.
Εὐεργετοῦσε μὲ την ἐξουσία της ἄπειρης ἀγάπης Του. Θεράπευε κάθε αρρώστια ὼς ἔχων
ἀπεριόριστη ἰατρικὴ ἐξουσία. Συγχωροῦσε ὅλα τα ἁμαρτήματα, πού ἡ ἁμαρτία του «ἔφερνε», ὡς
Υἱὸς του Θεοῦ «έξουσίαν ἔχων άφιέναι ἁμαρτίας».
Ὁ γεωγραφικὸς κύκλος, πού ἔχει ἐξαπλωθῆ ἡ φήμη Του, ὅλο καὶ εὐρύνεται. Στὴν περικοπὴ
βλέπουμε, ὅτι δὲν εἶναι πλέον ὁ κρυμμένος στὸ σπήλαιο της Βηθλεέμ, ὁ κρυμμένος στὸ ξυλουργικὸ
ἐργαστήρι της Ναζαρέτ, ὁ πρωτοεμφανισθεὶς στὸν Ἰορδάνη, ὁ κήρυκας μόνο της Καπερναούμ. Εἶναι
πλέον ὁ ἀναγνωρισμένος ἀπὸ ὅλο το χῶρο της Παλαιστίνης. «Καὶ πολὺ πλῆθος ἀπὸ της Γαλιλαίας
ήκολούθησαν αυτώ. Καὶ ἀπὸ της Ἰουδαίας καὶ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καὶ άπὸ τῆς Iδουμαίας καὶ πέραν
του Ἰορδάνου καὶ οἱ περὶ Τύρον καὶ Σιδώνα, πλῆθος πολύ, ἀκούσαντες ὅσα επoίει, ἦλθον πρὸς
αὐτόν».
Το πλῆθος, πού ἀκολουθεῖ τον Ἰησοῦ κουράστηκε ἀπὸ τοὺς λαοπλάνους καὶ τοὺς σφετεριστὲς
της ἐξουσίας, καὶ ζητὰ μὲ κάθε τρόπο την ἀπελευθέρωση του. Δὲν ἔχει ἀκόμα συνειδητοποιήσει το
βάθος της ἐλευθερίας, πού χαρίζει ὁ Χριστὸς καὶ το ἰδιάζον της ἐξουσίας Του. Μὲ τὸ ἁγνὸ του ὅμως
αἰσθητήριο καταλαβαίνει τρία πράγματα, ὅτι αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἔχει καὶ πολλὴ ἀγάπη, καὶ ἰσχυρὴ
δύναμι καὶ μοναδικὸ λόγο.
Το πλῆθος, πού τρέχει νὰ συναντήση τὸν Ἰησοῦ καὶ συνωθεῖται γύρω Του, προέρχεται ὄχι μόνο
ἀπὸ τη Γαλιλαία, ὅπου ἤδη ἔχει δράσει, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ την Ἰουδαία, καὶ μάλιστα ἀπὸ το θρησκευτικὸ
κέντρο του ἰουδαϊσμοῦ, τα Ἱεροσόλυμα, καὶ ἀπὸ την Ιδουμαία, καὶ ἀπὸ την περιοχὴ πέρα του
ποταμοῦ Ἰορδάνη, καὶ ἀπὸ την Περαία, ἀκόμα καὶ ἀπὸ την περιοχὴ Τύρου καὶ Σιδῶνος, ποῦ
βρίσκετα βορειοδυτικὰ της Γαλιλαίας. Ὁ ἀριθμὸς των πόλεων ἤ περιοχῶν, πού κατονομάζονται,
εἶναι 7.
Ὁ γεωγραφικὸς κατάλογος περιλαμβάνει ὁλόκληρη την Παλαιστίνη μὲ τὸν διαμορφωμένο κατὰ
διαμερίσματα πληθυσμὸ της καὶ αὐτόματα προβάλλει ἐναργὴ την εἰκόνα μιᾶς γενικότερης
κινητοποιήσεως, πού προκλήθηκε ἀπὸ τα θαυμαστὰ ἔργα του Ἰησοῦ.
Καὶ μόνο πού ἔτρεχαν καὶ προσκόμιζαν τοὺς ἀσθενεῖς, μαρτυροῦσε κάποια πίστι. Βεβαίως δὲν
εἶχαν ἀκόμη την τελεία πίστι, οὔτε ποιοτικὰ οὔτε ποσοτικά, περὶ του Θεανθρωπίνου προσώπου
του Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλ' ἡ πίστις τους ὅλο καὶ αὐξανόταν. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καὶ
αὐτὸ το προσιέναι καὶ προσάγειν οὐ την τυχοῦσαν επεδείκνυτο πίστιν. Καὶ γὰρ πόρρωθεν αὐτοὺς
ἔφερον, οὺκ ἂν ενεγκόντες, ἔι μὴ μεγάλα ἦσαν περὶ αὐτοῦ πεπεικότες ἑαυτούς. Ἀκολουθήσωμεν
τοίνυν αυτὼ καὶ ἡμεῖς· καὶ γὰρ νοσήματα πολλὰ ἔχομεν ψυχῶν, καὶ ταῦτα προηγουμένως βούλεται
θεραπεύειν. Διὰ γὰρ τοῦτο κακείνα διορθoύνται, ἴνα ταῦτα έξορίση της ψυχῆς της ἡμετέρας.
Προσέλθωμεν τοίνυν αὐτὸ καὶ μηδὲν των βιωτικὼν αἰτῶμεν, ἀλλ' ἁμαρτημάτων ἄφεσιν καὶ γὰρ
δίδωσι καὶ νῦν, ἐὰν σπουδάζωμεν» (Ε.Π.Ε. 9,450). Μετάφρασις: Καὶ μόνο το ὅτι προσέρχονταν καὶ
προσκόμιζαν τους ἀσθενεῖς, φανέρωνε πίστι ὄχι τυχαία. Τοὺς ἔφερναν ἀπὸ μακριὰ καὶ δὲν θὰ τὸ
ἔκαναν, ἂν δὲν εἶχαν ἀπόλυτα πείσει τους ἑαυτοὺς τους γι' αὐτό. Ας Τὸν ἀκολουθήσουμε, λοιπόν,
καὶ μεῖς, διότι ἔχουμε πολλὲς ἀσθένειες της ψυχῆς, ποῦ αὐτὲς κατὰ πρώτον θέλει νὰ γιατρέψη ὁ
Χριστός. Γι' αὐτὸ ἀποκαθιστᾶ τὶς σωματικὲς ἀσθένειες, γιὰ νὰ ἐξορίση τὶς ἀσθένειες της δικῆς μας
ψυχῆς. Ας προσέλθουμε, λοιπόν, σ' Αὐτὸν καὶ ἂς μὴ Του ζητᾶμε τίποτε το βιοτικό, παρὰ μόνο
συγχώρησι των ἁμαρτιῶν μας την προσφέρει καὶ τώρα, ἂν τὴ ζητήσουμε σοβαρά.

Συνθλίβεται ἀπὸ τον ὄχλο (στ. 9-10)


Το μέγεθος της συρροῆς του πλήθους δείχνουν δύο πληροφορίες των στ. 9-10. Ἡ μία εἶναι γιὰ
τὸ πλοιάριο, ἤ ἄλλη γιὰ τὴν ὁρμὴ πάνω στὸ Χριστό! «Καὶ εἶπε τοῖς μαθηταϊς αὐτοῦ ἴνα πλοιάριον
προσκαρτερὴ αυτὼ διὰ τὸν ὄχλον, ἴνα μὴ θλίβωσιν αὐτόν. Πολλοὺς γὰρ εθεράπευσεν, ὥστε
έπιπίπτειν αυτὼ ἕνα αὐτοῦ άψωνται ὅσοι εἶχον μάστιγας» (στ. 9-10). 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Εἶπε τότε στοὺς μαθητὲς του νὰ παραμένη ἐκεῖ ἕνα πλοιάριο γι' αὐτόν, λόγω του
πλήθους (γιὰ νὰ μπεί σ' αὐτό), γιὰ νὰ μὴ τὸν συνθλίβουν. Διότι θεράπευσε πολλούς, ὥστε νὰ
πέφτουν πάνω του ὅσοι μαστίζονταν ἀπὸ ἀσθένειες, γιὰ νὰ τὸν άγγίξουν».
Βλέποντας ὁ Χριστὸς τα πλήθη νὰ τρέχουν ἀπὸ ὅλους τοὺς δρόμους, ἀπὸ ὅλες τὶς πλαγιές, ἀπὸ
ὅλα τα χωράφια, σκέπτεται, ὅτι ἡ μόνη διέξοδος φυγῆς εἶναι ἡ θάλασσα. Ὄχι γιὰ νὰ φύγη
ἐγκαταλείποντας τον κόσμο, ἀφοῦ γι' αὐτὸ τον κόσμο ἦλθε στὴ γῆ ἀπὸ τον οὐρανό, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ
προκαλέση ἀκόμα περισσότερο το μένος των ἐχθρῶν Του καὶ συμβῆ κάτι χωρὶς νὰ ἔχη ἔλθει ἀκόμα
ἡ ὥρα (ἴδε Ιωάν. ιγ' 1).
Ἀλλὰ καὶ ὁ κόσμος, ποῦ κατὰ δεκάδες χιλιάδες τρέχει κοντὰ Του καὶ πίσω Του, δὲν μπορεῖ ἀκόμη
νὰ συνειδητοποιήση τη Μεσσιανικὴ Του ἀποστολὴ. Παχυλὴ εἰκόνα ἔχουν γιὰ το πρόσωπὸ Του.
Ἕνας διδάσκαλος ἑλκυστικός, ἕνας προφήτης γνήσιος, ἕνας θαυματουργὸς μὲ ἀπεριόριστη δύναμι!
Αὐτὰ βλέπουν τώρα γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Σωτήρα ψυχῶν δὲν Τὸν ὑποψιάζονται ἀκόμα.
Πρέπει, λοιπόν, νὰ ἔχη τρόπο διαφυγῆς ὁ Ἰησοῦς σὲ κὰποια στιγμὴ λαϊκῆς ἐξεγέρσεως, ποῦ θὰ
Τὸν σηκώσουν στὰ χέρια γιὰ βασιλιὰ τους (Ιωάν. τσ' 15)! Ζήτησε ἀπὸ τοὺς μαθητὲς νὰ ἔχουν
πλοιάριο σὲ διαρκὴ ἑτοιμότητα, ὥστε νὰ καταφεύγη σ' αὐτὸ ἂν χρειασθῆ.
Ἡ ἄλλη πληροφορία εἶναι γιὰ την ὁρμὴ του ὄχλου πρὸς τον Ἰησοῦ, ἰδίως αὐτῶν πού εἶχαν
ἀσθένειες («μάστιγες»). Ἡ ὁρμὴ αὐτὴ σηματοδοτεῖται μὲ τὸ ρῆμα «έπιπίπτειν». «Ὥστε επιπίπτειν
αυτὼ ἕνα αὐτοῦ άψωνται ὅσοι εἶχον μάστιγας». Τὸ ρῆμα σημαίνει ἐφορμῶ, ὄχι μὲ κακὲς διαθέσεις,
ἀλλὰ μὲ διάθεσι προσεγγίσεως, ἀγγίγματος καὶ ἐλπίδας, ὅτι μ' αὐτὸν τον τρόπο θεραπεύονταν ἀπὸ
τὶς ἀσθένειες τους. Ας θυμηθοῦμε το θαῦμα της αιμορροούσης γυναίκας, ποῦ διηγεῖται ὁ Μάρκος
στὸ ε' 27-34. Καὶ ἐκεῖ εἶχαν πέσει πάνω Του καὶ Τὸν «συνέθλιβαν» (Μάρκ. ε' 31).

Ἄρνησις συνηγορίας των δαιμονίων (στ. 11-12)


Ὅλη αὐτὴ ἡ κίνησις καὶ ἡ μετακίνησις του ὄχλου πρὸς τον Ἰησοῦ φανερώνει ἐπιρροὴ Του στὶς
ψυχὲς τους, την ἐξουσία του πάνω στὶς σωματικὲς καὶ ψυχικὲς αρρώστιες, ἀλλὰ καὶ την πίστα του
λαοῦ. Ἡ σαφέστερη ὅμως ἀναγνώρισις της θείας αὐθεντίας του Ἰησοῦ γίνεται ἀπὸ τα πονηρὰ
πνεύματα (Μάρκ. γ' 11-12). Τα ἀκάθαρτα πνεύματα, ὅταν ἀντικρύζουν τὸν Χριστό, «προσπίπτουσιν
αυτὼ» γιὰ νὰ ἐκφράσουν την ἀπόλυτη ὑποταγὴ τους στὴ θεία ἐξουσία Του. «Καὶ τὰ πνεύματα τα
ἀκάθαρτα, ὅταν αὐτὸν έθεώρουν, προσέπιπτον αύτω καὶ ἔκραζον λέγοντα ὅτι σὺ εἰ ὁ Υἱὸς του
Θεοῦ» (στ. 11). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ οἱ ἄρρωστοι άπὸ δαιμονικὰ πνεύματα, ὅταν
τον ἔβλεπαν, ἔπεφταν μπροστὰ του καὶ κραύγαζαν: “Εσύ εἶσαι ὁ Υἱὸς του Θεού”».
Ἐν τούτοις ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐπιτρέπει στὰ πονηρὰ πνεύματα νὰ γνωστοποιήσουν τη θεία ταυτότητὰ
Του: «Καὶ πολλὰ ἐπετίμα αύτοϊς ἴνα μὴ φανερὸν αὐτὸν ποιήσωσι» (στ. 12). 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «'Ἀλλ' ὁ Ἰησοῦς μὲ πολλὴ αὐστηρότητα διέτασσε τα πονηρὰ πνεύματα νὰ μὴ
φανερώνουν ποιὸς εἶναι».
Ἐπιτιμᾶ τα δαιμόνια, πού εἶχαν ἀναλάβει «έργολαβικὰ» νὰ προβάλλουν τον Ἰησοῦ! Τὰ ἐπιτιμᾶ
προφανῶς διότι ἀπορρίπτει καὶ την ἀκούσια ἔστω συμβολὴ τους στὸ ἔργο Του. Καὶ δὲν το κάνει
πρώτη φορὰ. Στὸ πρῶτο κεφάλαιο έπανειλημμένως ἀντιδρᾶ μὲ ἐπίπληξι αὐστηρότατη στή...
διαφήμιση των δαιμονίων (ἰδίως στὸ Μάρκ. α' 24).
Ἐπιτιμᾶ τα δαιμόνια καὶ διότι πιθανὸν μιὰ ἄκαιρη γνωστοποίησης της θείας υιότητὸς Του θὰ
προξενοῦσε μιὰ ἐξ ἴσου πρόσκαιρη ἐπίσπευση του τέλους. Ἡ ἀποκάλυψις της μεσσιανικότητας του
Ἰησοῦ δὲν εἶναι ἔργο των δαιμόνων. Δὲν θὰ γίνωνται, μὲ τὴ συγκατάθεσι μάλιστα του Ἴδιου,
κράχτες του Θείου προσώπου Του οἱ δαίμονες!
Ἡ ἀναγνώρισις των δαιμόνων συνοδεύεται μὲ το φόβο, ὅτι ἦλθε το τέλος της κυριαρχίας
(μονοκρατορίας) τους, καὶ ὄχι φυσικὰ μὲ την ἀγαλλίασι ὅτι ἦλθε ἡ ὥρα της σωτηρίας των
ἀνθρώπων. Ὁ ἑρμηνευτὴς Τρεμπέλας σημειώνει: «Ἔτρεμον τα δαιμόνια ἐπὶ τη παρουσία Του καὶ
προσέπιπτον Αυτὼ οὐχὶ ἴνα ζητήσουν το ἔλεος αὐτοῦ, ἀλλ' ἴνα διαφύγουν την ὀργὴ Του. Λόγω δὲ
του τρόμου των ἠναγκάζοντο νὰ ὀμολογήσουν Αὐτὸν Υἱὸν του Θεοῦ».
Αὐτὸ σημαίνει καὶ γιὰ μᾶς:
Πρώτον, ὅτι κακῶς μερικοὶ ἔχουν μαγνητοφωνημένες φωνὲς δαιμονισμένων, πού μιλᾶνε
(ἀληθινὰ) γιὰ τὴ δύναμι του Χριστοῦ ἤ των γνησίων δούλων Tου (ἁγίου Γερασίμου κ.λπ.), καὶ τὶς
περιφέρουν ὡς... ἀποδείξεις της δυνάμεως της πίστεὼς μας! Τὰ δαιμόνια ἐξαπατοῦν, ἐξ οὐ καὶ
διάβολοι. Ἔργο τους δὲν εἶναι μόνο νὰ πολεμοῦν εὐθέως τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ νὰ διαστρεβλώνουν
την ἀλήθεια καὶ νὰ ἀνακατεύουν ἀλήθεια καὶ ψέμα, ἀλλὰ καὶ νὰ μεταστρέφουν τα λόγια τους. Ἐκεῖ
πού συνηγοροῦν, ἐκεῖ καὶ κατηγοροῦν.
Δεύτερον, ὅτι ὁ Χριστὸς ποῦ εἶναι πλήρωμα δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κανένα συμπλήρωμα
δαιμονικῆς μαρτυρίας ὑπὲρ Aυτού. Καὶ οἱ πιστοὶ δὲν συνεργάζονται μὲ το κακό, μὲ δαιμονικὲς
ἐνέργειες (ἰδὲ τὴν περίφημη περικοπὴ Β' Κορ. τσ' 14-18).

13 Καὶ ἀναβαίνει εἰς τὸ ὄρος, καὶ προσκαλεῖται οὓς ἤθελεν αὐτός, καὶ ἀπῆλθον πρὸς αὐτόν. 14 καὶ
ἐποίησε δώδεκα, ἵνα ὦσι μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἵνα ἀποστέλλῃ αὐτοὺς κηρύσσειν 15 καὶ ἔχειν ἐξουσίαν
θεραπεύειν τὰς νόσους καὶ ἐκβάλλειν τὰ δαιμόνια· 16 καὶ ἐπέθηκεν ὄνομα τῷ Σίμωνι Πέτρον, 17 καὶ
᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ᾿Ιωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ ᾿Ιακώβου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτοῖς ὀνόματα
Βοανεργές, ὅ ἐστιν υἱοὶ βροντῆς· 18 καὶ ᾿Ανδρέαν καὶ Φίλιππον καὶ Βαρθολομαῖον καὶ Ματθαῖον καὶ
Θωμᾶν καὶ ᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ ᾿Αλφαίου καὶ Θαδδαῖον καὶ Σίμωνα τὸν Κανανίτην 19 καὶ ᾿Ιούδαν
᾿Ισκαριώτην, ὃς καὶ παρέδωκεν αὐτόν.

Ὁ ἀριθμὸς των δώδεκα (στ. 13-15)


Ἡ διήγησις ἀναφέρεται στὴν ἐκλογὴ των δώδεκα ἀποστόλων. Ἡ διαδικασία ἐκλογῆς
διενεργεῖται ἀποκλειστικὰ μὲ βάσι τη θέληση του Μεσσία. Ὁ ὑποδηλούμενος βαθμὸς αὐθεντίας
εἶναι ἀπόλυτος. Ἡ ἄμεση καὶ χωρὶς ἴχνη ἀμφιταλαντεύσεως ἀνταπόκρισις τὸν ἐπισφραγίζει: «καὶ
ἀπῆλθον πρὸς αὐτόν». «Καὶ άναβαίνει εἰς τὸ ὄρος, καὶ προσκαλεῖται οὓς ήθελεν αὐτός, καὶ
άπήλθον πρὸς αὐτὸν» (στ. 13). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἀνεβαίνει ὁ Ἰησοῦς στὸ ὄρος. Καὶ
προσκαλεῖ ἐκείνους, πού αὐτὸς ἤθελε. Καὶ πῆγαν (οἱ καλεσμένοι) κοντὰ του».
Ἀπὸ το πλῆθος, πού συρρέει γύρω του, ὁ Ἰησοῦς ἐκλέγει δώδεκα μαθητές, τους δώδεκα
ἀποστόλους. Ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος δὲν συσχετίζει την ἐκλογὴ των δώδεκα μὲ τὴν ἐκλογὴ των
πέντε πρώτων γιὰ τοὺς ὁποίους μίλησε στὸ α' 16-20 καὶ στὸ β' 13. Ὁ στόχος του φαίνεται, δὲν εἶναι
ἱστορικός, ἀλλὰ θεολογικός. Δὲν ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ πῆ ὅτι συμπληρώθηκε ἡ ὁμάδα των Δώδεκα,
ἀλλὰ νὰ τονίση την ἵδρυση της Ἐκκλησίας, ἀφοῦ οἱ ἀπόστολοι εἶναι ἡ πρώτη Ἐκκλησία, ὁ πυρήνας
της καθόλου Ἐκκλησίας, οἱ θεμέλιοι της νέας Ἱερουσαλήμ.
Πού ἔγινε ἡ ἐκλογὴ καὶ ἡ συγκρότησις της ἀποστολικῆς ὁμάδας; Στὸ ὄρος. Όλα τα μεγάλα
γίνονται ψηλὰ ἤ ἀπὸ ψηλά. «Καὶ άναβαίνει εἰς το ὄρος, καὶ προσκαλεῖται οὓς ήθελεν αὐτός, καὶ
ἀπῆλθον πρὸς αὐτὸν» (στ. 13).
Ὅπως καὶ παλαιὸς λαὸς του Θεοῦ στὸ ὄρος Σινᾶ παρέλαβε το Νόμο, ἔτσι καὶ ὁ νέος λαὸς του
Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία, πάνω στὸ ὄρος ἀποκτᾶ τους πρώτους ἡγέτες της. Ἡ πρᾶξις, λοιπόν, αὐτὴ του
Ἰησοῦ ἔχει ἰδιαίτερο μεσσιανικὸ νόημα, γιατὶ ἀναδεικνύει τον Ἰησοῦ ὡς τὸν Μεσσία, πού
συγκεντρώνει γύρω του το νέο λαὸ του Θεοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία μετὰ την Ἀνάστασι καὶ τὴν Πεντηκοστὴ ἀποτελεῖ τη συνέχιση καὶ τη διεύρυνση αὐτῆς
της κοινωνίας του Ἰησοῦ μὲ τοὺς μαθητὲς Του καὶ το λαό, ποῦ συνάγεται γύρω Του.
Οἱ ἀπόστολοι ἀποτελοῦν τα θεμέλια του νέου Ἰσραὴλ καὶ θὰ εἶναι οἱ κριτὲς του την ἐσχάτη
ἡμέρα (Ματθ. ιθ' 28). Καὶ αὐτὸ συμβολίζει ὁ ἀριθμὸς δώδεκα της ἀποστολικῆς ὁμάδος ἤ μᾶλλον
συνάξεως. Οἱ δώδεκα εἶναι γιὰ πάντα τα θεμέλια της Ἐκκλησίας, πού λέγεται καὶ εἶναι Ἀποστολική.
Ἀκοῦμε στὴν Ἀποκάλυψη: «Καὶ τὸ τεῖχος της πόλεως ἔχον θεμελίους δώδεκα, καὶ ἐπ' αὐτῶν
δώδεκα ανόματα των δώδεκα Ἀποστόλων του Ἀρνίου» (κα' 14). Ἡ αποστολικότητα, θὰ λέγαμε,
εἶναι ἡ ἐπίσημη ἐκπροσώπησις του Αναστάντος στοὺς κόλπους της Ἐκκλησίας, καὶ παραμένει γιὰ
πάντα, ἀφοῦ το ἔργο των δώδεκα ἀποστόλων ἐπιτελεῖται μέσα στοὺς αἰῶνες καὶ ἀπὸ ἐκείνους,
πού εἶναι διάδοχοι των ἀποστόλων.
Νὰ γιατὶ ἡ ἐκλογὴ των δώδεκα εἶναι ἕνα «ποίημα», ἕνα ἔργο της νέας δημιουργίας. «Καὶ ἐποίησε
δώδεκα, ἴνα ὦσι μετ' αὐτοῦ καὶ νὰ ἀποστέλλη αύτοὺς κηρύσσειν καὶ έχειν ἐξουσίαν θεραπεύειν
τὰς νόσους καὶ εκβάλλειν τὰ δαιμόνια» (στ. 14-15). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἐξέλεξε
δώδεκα, γιὰ νὰ εἶναι μαζὶ του καὶ νὰ τοὺς στέλνη νὰ κηρύττουν καὶ νὰ ἔχουν ἐξουσία νὰ
θεραπεύουν τὶς αρρώστιες καὶ νὰ διώχνουν τα δαιμόνια».
«Καὶ ἐποίησε δώδεκα...». Τὸ ρῆμα «ποιεὶν» στὴν προκειμένη περίπτωση χρησιμοποιεῖται ὅπως
σὲ εἰδικὲς περιπτώσεις της Παλαιὰς Διαθήκης καὶ δηλώνει την μὲ θεία ἐξουσιοδότηση ἀνάθεσι
θείου ἔργου. Εἶναι χαρακτηριστικὸ της ἐξουσίας του Ἰησοῦ, ὅτι ἤδη στὰ πρῶτα στάδια της δράσεὼς
Του καθιερώνει ἕνα θεσμὸ θείας τάξεως, ἕνα σῶμα ἐπιφορτισμένο μὲ ἐξέχουσα λειτουργία.
Τοὺς διάλεξε γιὰ νὰ τοὺς ἀποστέλλη, ἐξ οὐ καὶ ἀπόστολοι. Ὁ μεγάλος ἀπόστολος καὶ πρῶτος
ἀπόστολος καὶ πηγὴ πάσης ἀποστολῆς στὸν κόσμο, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Εἶναι ὁ
ἀπόστολος, ὁ ἀπεσταλμένος του Θεοῦ Πατέρα στὸν κόσμο (Ιωάν. ε' 36. ι' 36).
Αὐτὸς τοὺς διέλεξε μὲ τη δικὴ του εὐδοκία, ὅπως Αὐτὸν διάλεξε ὁ Πατέρας μὲ τη δικὴ του
εὐδοκία. Τοὺς διάλεξε καὶ τοὺς ἀπέστειλε νὰ κηρύττουν το ἔργο Του. «Καθὼς απέσταλκὲ μὲ ὁ
πατήρ, κάγὼ πέμπω ὑμᾶς», τοὺς τονίζει (Ιωάν. κ΄ 21)
Διάλεξε τοὺς ἀποστόλους γιὰ ποιὸ λόγο; «Κηρύσσειν καὶ έχειν ἐξουσίαν θεραπεύειν τὰς νόσους
καὶ εκβάλλειν τα δαιμόνια». Κήρυγμα - Ἀγάπη - Ἀντίστασις. Το τρίπτυχο του ἀποστολικοῦ ἔργου.
Νὰ κηρύττουν, νὰ θεραπεύουν μὲ στοργή, νὰ ἐξοντώνουν τα δαιμόνια.
Ἡ ἀποστολὴ των δώδεκα εἶναι τριπλὴ: Κηρύσσειν, θεραπεύειν, εκβάλλειν δαιμόνια. Οἱ μαθητὲς
συμμετέχουν στὴ διδαχὴ του Ἰησοῦ καὶ παρακολουθοῦν τη θαυματουργικὴ δρᾶσι καὶ την ἐξουσία
πού ἔχει στὰ πονηρὰ πνεύματα. Αὐτὰ τα τρία «χαρίσματα» τα μεταδίδει ὁ Ἰησοῦς καὶ στοὺς
ἀποστόλους Του.
Μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε Ἀπόστολο μὲ κλειστὸ το στόμα; Ὅσο μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε
ἄγγελο βουβό! Κηρύττουν οἱ ἀπόστολοι. Τὶ κηρύττουν; Τη βασιλεία του Θεοῦ. Τὴν ἔλευση του
Μεσσία. Τη σωτηρία ἐν Χριστῶ. Τὴν ἀπολύτρωσι. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Κηρύξατε
λέγοντες, ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεία των ουρανών”. Οὐδὲν αἰσθητὸν κελεύονται λέγειν, οὐδὲ οίον οἱ
περὶ Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας τοὺς ἔμπροσθεν, ἀλλὰ καινὰ τινὰ παράδοξα, βασιλείαν οὐρανῶν
καὶ τα ἐκεῖ ἅπαντα. Οὺκ ἐντεῦθεν δὲ μόνον οὗτοι μείζoυς, ἀλλὰ καὶ ἐκ της ὑπακοῆς. Ούδὲ γὰρ
ἀναδύονται, οὐδὲ οκνούσι, ἀλλὰ μετὰ πολλῆς δέχονται της πειθοῦς τα έπιταττόμενα, άτε
βασιλείας κήρυκες ὄντες» (Ε.Π.Ε. 10,386388). Μετάφρασις: «Κηρύξτε καὶ νὰ λέτε, ὅτι πλησίασε ἡ
βασιλεία των οὐρανῶν». Εἶδες το μέγεθος της διακονίας τους; Εἶδες το ἀξίωμα των ἀποστόλων;
Τοὺς παραγγέλλει νὰ μὴ κηρύττουν τίποτε το ὑλικὸ οὔτε ὅσα κήρυτταν οἱ γύρω ἀπὸ το Μωυσῆ
προφῆτες. Νὰ κηρύττουν ἕνα νέο καὶ παράδοξο εὐαγγέλιο. Καὶ δὲν εἶναι οἱ ἀπόστολοι ἀνώτεροι
μόνο γι' αὐτό, ἀλλὰ καὶ γιὰ την ὑπακοὴ τους. Δὲν ἀποφεύγουν το ἔργο πού τοὺς ἀνατίθεται, οὔτε
διστάζουν ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ μὲ μεγάλη προθυμία δέχονται τα παραγγελλόμενα, ἀφοῦ ἦσαν κήρυκες
της βασιλείας των οὐρανῶν.
Μαζὶ μὲ το κήρυγμα τοὺς δίνει ὁ Χριστὸς την ἐξουσία της θεραπευτικῆς ἀγάπης καὶ της νίκης ἐπὶ
των δαιμονίων: έχειν ἐξουσίαν θεραπεύειν τὰς νόσους καὶ εκβάλλειν τα δαιμόνια».
Αὐτὴ ἡ λειτουργία καὶ ἀποστολὴ των δώδεκα εἶναι παραλλαγὴ της ἀντίστοιχης μεσσιανικῆς.
Κάνει λόγο γιὰ έξουσία, καὶ μάλιστα ἐπὶ των πονηρῶν πνευμάτων. Ἡ προικοδότησης των
ἀποστόλων μὲ μιὰ τέτοια ἐξουσία τονίζει το μέγεθὸς της, την ἀνεξάντλητη ἰσχὺ της. Μεταγγίζει ὁ
Μεσσίας την ἐξουσιαστικὴ του δύναμη καὶ στοὺς ἀποστόλους.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἐκεῖνοι οἱ δώδεκα πᾶσαν την οἰκουμένην πρὸς ἑαυτοὺς
ἐπέστρεψαν» (Ε.Π.Ε. 10,752). Μετάφρασις: Οἱ δώδεκα ἀπόστολοι ἔστρεψαν ὅλη την οἰκουμένη
στὴ δικὴ τους πίστι.
Λίγοι οἱ ἀπόστολοι. Ἡ εὐλογημένη μικρὰ ζύμη, ποῦ ζύμωσε ὅλο το φύραμα (Α' Κορ.ε' 6), ὅλη την
οἰκουμένη. Σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἡ δύναμις των δικαίων οὐκ ἐν τη ποσότητα του
ἀριθμοῦ, ἀλλ' ἐν τη του Πνεύματος χάριτι την ἰσχὺν ἔχει. Δώδεκα ἦσαν οἱ ἀπόστολοι εἶδες πὼς
μικρὰ ἤ ζύμη, “Όλη ἡ οἰκουμένη ἐν ἀπιστία ἣν εἶδες πόσον το φύραμα; Ἀλλ' ἐκεῖνοι οἱ δώδεκα
πᾶσαν την οἰκουμένην πρὸς ἑαυτοὺς ἐπέστρεψαν» (Ε.Π.Ε. 22,106). Μετάφρασις: Ἡ δύναμις των
δικαίων δὲν βρίσκεται στὴν ποσότητα του ἀριθμοῦ, ἀλλὰ στὴ χάρι καὶ τη δύναμη του Αγ.
Πνεύματος. Οἱ ἀπόστολοι ἦσαν δώδεκα μόνο κοίτα πόσο μικρὴ ἡ ζύμη! Ἀπὸ την ἄλλη μεριὰ ὅλος
ὁ κόσμος , πού ζοῦσε στὴν ἀπιστία: Πόσο πολὺ το φύραμα! Ὅμως οἱ λίγοι ἔφεραν στὴν πίστι ὅλη
την οἰκουμένη.

Τα ὀνόματα των δώδεκα (στ. 16-18)


Μερικὰ ὀνόματα εἶναι γνωστὰ καὶ ἀπὸ τὶς προηγούμενες διηγήσεις του εὐαγγελίου. Ἐδῶ ὅμως
παραθέτει τον κατάλογο μὲ τα ὀνόματα καὶ των δώδεκα. Ὁ κατάλογος, μὲ μικρὲς παραλλαγές,
βρίσκεται καὶ στοὺς τρεῖς συνοπτικοὺς εὐαγγελιστὲς: Ματθαίο (ι' 1-5), Μάρκο (στοὺς ἐδῶ στίχους)
καὶ Λουκᾶ (τσ' 14-16).
Στοὺς στίχους 16-18 ὁ Μάρκος ἔχει την ονοματοδοσία των πρώτων. Λέει: «Καὶ επέθηκεν ὄνομα
των Σίμωνι Πέτρον, καὶ Ἰάκωβον τὸν του Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τον ἀδελφὸν του Ἰακώβου καὶ
επέθηκεν αυτοὶς ὀνόματα Βοανεργές, ὅ έστιν υἱοὶ βροντῆς» (στ. 16-17). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἐξέλεξε το Σίμωνα, ποῦ τὸν ώνόμασε Πέτρο, καὶ τὸν Ἰάκωβο, το γυιὸ του
Ζεβεδαίου, καὶ τὸν Ἰωάννη, τον ἀδελφὸ του Ἰακώβου. Καὶ τοὺς ἐπωνόμασε Βοανεργές, πού
σημαίνει υἱοὶ βροντῆς».
1. Πρῶτος ἀναφέρεται ὁ Σίμων, ποῦ ὁ Ἰησοῦς του ἔδωσε καὶ το ὄνομα Πέτρος (Κηφάς, πού
σημαίνει βράχος, πέτρα).
2. Ὁ ἀδελφὸς του Πέτρου, ὁ Ἀνδρέας, πού ὡς πρὸς τη γνωριμία μὲ τον Ἰησοῦ εἶναι πρῶτος ἀπὸ
τον Πέτρο (Ιωάν. α' 42), ἀπὸ το Μάρκο τοποθετεῖται τέταρτος, καίτοι στὴ λειτουργικὴ μας γλώσσα
τὸν ἀποκαλοῦμε «πρωτόκλητο».
3. καὶ 4. Παρεμβάλλονται οἱ δύο υἱοὶ του Ζεβεδαίου, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, στοὺς ὁποίους ὁ
Ἰησοῦς «επέθηκεν αυτοὶς ὀνόματα Βοανεργές, ὅ έστιν υἱοὶ βροντῆς». Δὲν ἔχουμε μαρτυρία, ὅτι
μιλοῦσαν βροντερά, δυνατά, ἐλεγκτικά. Οἱ πατέρες ἑρμηνεύουν τη λέξη αὐτὴ καὶ τη μετάφρασὶ της
ὡς προανάκρουσμα της ὑψιπετοῦς θεολογικῆς διδασκαλίας. Λέει ὁ Ζιγαβηνὸς: «Δίκην βροντῆς
οὐρανόθεν έβρόντησαν οὗτοι τα θεολογικὰ δόγματα, ὁ μὲν Ἰάκωβος άγράφως, ὁ δὲ Ἰωάννης
ἐγγράφως».
Στοὺς στίχους 18 καὶ 19 συμπληρώνεται ὁ κατάλογος των δώδεκα. «Καὶ 'Ἀνδρέαν καὶ Φίλιππον
καὶ Βαρθολομαίον καὶ Ματθαίον καὶ Θωμᾶν καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ 'Αλφαίου καὶ Θαδδαίον καὶ
Σίμωνα τὸν Κανανίτης καὶ Ἰούδαν τὸν Ισκαριώτην, ὃς καὶ παρέδωκεν αὐτὸν» (στ. 18-19). Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἐξέλεξε καὶ τὸν Ἀνδρέα καὶ το Φίλιππο καὶ το Βαρθολομαίο καὶ το Ματθαίο
καὶ το Θωμᾶ καὶ τὸν Ἰάκωβο, το γυιὸ του 'Αλφαίου καὶ τὸ Θαδδαίο καὶ τὸ Σίμωνα τὸν Κανανίτη καὶ
τὸν Ἰούδα τὸν Ισκαριώτη, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν πρόδωσε».
Γιὰ τὸν Ἀνδρέα ἤδη μιλήσαμε. Ἀκολουθοῦν:
5. Ὁ Φίλιππος. Οἱ συνοπτικοὶ δὲν διασώζουν πληροφορίες γιὰ τὸ πρόσωπὸ του, ἐνῶ ὁ Ἰωάννης
διηγεῖται την ξεχωριστὴ κλῆσι (α' 43-46) του ἀπὸ τον Ἰησοῦ, σημειώνει την πόλι, ποῦ καταγόταν,
τη Βηθσαϊδὰ («ἐκ της πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου») καὶ τονίζει το ἀποστολικὸ του ἐνδιαφέρον νὰ
ὁδηγήση καὶ το φίλο του Ναθαναὴλ στὴν ἀκολουθία του Ἰησοῦ.
6. Ὁ Ναθαναήλ. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοσις ταυτίζει το Βαρθολομαίο μὲ τὸ Ναθαναήλ. Δύο
ὀνόματα του ἴδιου προσώπου. Ὁ Ναθαναὴλ ἄκουσε το κάλεσμα του φίλου του Φιλίππου («έρχου
καὶ ἴδε») καὶ προέβη στὴν καταπληκτικὴ ὁμολογία γιὰ τὸν Ἰησοῦ (Ιωάν. α' 50): «Ραββί! Σὺ εἰ ὁ Υἱὸς
του Θεοῦ...».
7. Ὁ Ματθαίος, ὁ πρώην τελώνης, γιὰ τον ὁποῖο ἔκανε ξεχωριστὸ λόγο ὁ εὐαγγελιστὴς (β' 14).
Τὸ προηγούμενο ὄνομὰ του ἦταν Λευί. Στὸν κατάλογο των ἀποστόλων, πού διασώζει ὁ ἴδιος ὁ
Ματθαίος (ὼς εὐαγγελιστής), χαρακτηρίζει τον ἑαυτὸ του «τελώνη», ἴσως γιατὶ θέλει νὰ
προκαλέση «τὴν οἰκείαν ἐξουθένωσιν» (Ζιγαβηνός).
8. Ὁ Θωμᾶς. Στοὺς τρεῖς συνοπτικοὺς δὲν ἀναφέρεται ἄλλη φορὰ, ἐνῶ στὸν Ἰωάννη
μνημονεύεται μερικὲς φορές, μὲ τὸν προσδιορισμὸ «ὁ λεγόμενος δίδυμος» (Ιωάν. ἴα' 16-20. κα' 2).
9. Ὁ Ἰάκωβος καὶ του 'Αλφαίου. Γυιὸς του 'Αλφαίου καὶ της Μαρίας, πού στὰ εὐαγγέλια καλεῖται
«Μαρία ἤ του Ἰακώβου» (Μάρκ. ἰὲ' 40). Καλεῖται καὶ «μικρός», ἤ λόγω ἀναστήματος ἤ λόγω ἡλικίας
ἤ πρὸς διάκριση ἀπὸ τον Ἰάκωβο, το γυιὸ του Ζεβεδαίου.
10. Ὁ Θαδδαίος ἤ Λεββαίος. Στὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη (ιδ' 22) συμπληρωματικὰ χαρακτηρίζεται
ὁ μαθητὴς αὐτὸς καὶ «Ἰούδας οὺχ ὁ Ισκαριώτης». Ἄρα ἀποκαλεῖται Ἰούδας ὁ Θαδδαίος ἤ Λεββαίος.
11. Ὁ Σίμων ὁ Κανανίτης. Στὸ εὐαγγέλιο του Λουκᾶ (τσ' 15) καὶ στὶς Πράξεις (α' 13) ὀνομάζεται
Ζηλωτής. Ζηλωτὴς την ἐποχὴ ἐκείνη σήμαινε αὐτὸν πού ἀνῆκε στοὺς εὐσεβεῖς Ἰουδαίους, πού
ἔδειχναν ὑπερβολικὸ ζῆλο γιὰ τὴ λεπτομερὴ τήρηση των διατάξεων του Νόμου (Πράξ. βκ' 3. Γαλ.
α' 14 κ.ά.). Πιθανὸν λέγεται ἔτσι ὁ Σίμων, διότι προσχώρησε μὲν στὸν ὅμιλο των μαθητῶν του
Ἰησοῦ, διατήρησε ὅμως την ὀνομασία Ζηλωτής.
12. “Ο «Ἰούδας ὁ Ισκαριώτης, ὃς καὶ παρέδωκεν αὐτόν». Ἰούδας, πού σαφῶς διακρίνεται ἀπὸ
τον Ἰούδα (τὸν Θαδδαίο) καὶ ἀπὸ τον Ἰούδα του Ἰακώβου, τὸν λεγόμενο αδελφόθεο, πού ἔγραψε
καὶ την ὁμώνυμο ἐπιστολή.
Πάντα πρῶτος στὸν κατάλογο των δώδεκα ὁ Πέτρος, πάντα τελευταῖος ὁ προδότης.
Τὸν ἀρνήθηκε ὁ Πέτρος, ἀλλ' ἀμέσως μετανόησε καὶ ἔκλαψε καὶ ἀποκαταστάθηκε στὸ
ἀποστολικὸ ἀξίωμα (Ματθ. τσκ' 75. Λουκ. βκ' 62). Εἶχε ἐκ χαρακτῆρος ὁ Πέτρος πτώσεις καὶ
ἀναβάσεις. Ἕνα δὲν εἶχε: κακὴ προαίρεσι. Γι' αὐτὸ καὶ ἀξιώθηκε νὰ ὀμολογήση τὸν Ἰησοῦ ὡς Υἱὸ
του Θεοῦ του ζῶντος (Ματθ. ιστ' 16), ὅπως καὶ βρέθηκε κοντὰ στὸν Ἰησοῦ σὲ ἔκτακτες θεϊκὲς
στιγμές.
Ὁ Ἰούδας ἐξ ἀρχῆς εἶχε κακὴ προαίρεσι. Πρόδωσε τὸν Χριστό. Μποροῦσε νὰ μετανοήση. Δὲν
μετανόησε. Ἔμεινε στὴν ἱστορία μὲ το στίγμα «ὃς καὶ παρέδωκεν αὐτόν». Διάλεξε γιὰ τη δικὴ του
αἰωνιότητα την ἀπώλεια (κόλασι). Ἀπὸ ἀπόστολος κατάντησε «υἱὸς της ἀπωλείας» (Ιωάν. ιζ' 12).
Λέει γιὰ το σκοτεινὸ πρόσωπο του Ἰούδα ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καὶ Ἰούδας εἰς των δώδεκα ἥν, καὶ
κλητὸς καὶ αὐτὸς του Χριστοῦ. Ἀλλ' οὔτε το εἶναι των δώδεκα, οὔτε ἡ κλῆσις αὐτὸν ώνησεν, ἐπειδὴ
γνώμην οὺκ εἶχε πρὸς ἀρετὴν παρεσκευασμένην. Καίτοι μυηθεὶς την ανωτάτω φιλοσοφίαν, καὶ
τραπέζης μετασχὼν ἱερὰς, καὶ χάριν λαβὼν τοσαύτην ὡς καὶ νεκροὺς εγείρειν, καὶ λεπροὺς
καθαίρειν, καὶ δαίμονας ελαύνειν, καὶ τοὺς περὶ ἀκτημοσύνης πολλάκις ἀκούσας λόγους, καὶ
τοσοῦτον χρόνον συγγινόμενος το Χριστῶ, οὐδὲ οὕτως ἐγένετο βελτίων» (Ε.Π.Ε. 31,538).
Μετάφρασις: Καὶ ὁ Ἰούδας ἦταν ἕνας ἀπὸ τους δώδεκα καὶ αὐτὸς ἦταν κλητὸς ἀπὸ τον Ἰησοῦ
Χριστό. Καὶ ὅμως, οὔτε το ὅτι ἀνῆκε στοὺς δώδεκα οὔτε το ὅτι ἦταν κλητός, τὸν ὠφέλησε, ἐπειδὴ
ἡ προαίρεσὶς του δὲν ἦταν έτοιμασμένη γιὰ τὴν άρετή. Όλα τα εἶχε: καὶ μυήθηκε στὸ κήρυγμα του
Χριστοῦ, καὶ μετέσχε στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, καὶ τὴ χάρι εἶχε πάρει ὥστε νὰ ἀνασταίνη νεκροὺς καὶ
νὰ καθαρίζη λεπροὺς καὶ νὰ βγάζη δαιμόνια, καὶ τα λόγια του Κυρίου περὶ ἀκτημοσύνης εἶχε
ἀκούσει, καὶ τόσο καιρὸ βρισκόταν κοντὰ στὸ Χριστό. Καὶ ὅμως καθόλου ὁ Ἰούδας δὲν βελτιώθηκε,
ἂν καὶ ἀπήλαυσε τόση ἀγάπη.
Δὲν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ἡ διήγησις σχετικὰ μὲ την ἐκλογὴ των δώδεκα καταλήγει μὲ τὴ μνεία του
Ἰούδα, «ὃς καὶ παρέδωκεν αὐτὸν» (στ. 19). Ἡ προοπτικὴ του πάθους εἶναι πάντοτε μέσα στὸ ὀπτικὸ
πεδίο του εὐαγγελιστοῦ Μάρκου.

20 Καὶ ἔρχονται εἰς οἶκον· καὶ συνέρχεται πάλιν ὄχλος, ὥστε μὴ δύνασθαι αὐτοὺς μηδὲ ἄρτον
φαγεῖν.21 καὶ ἀκούσαντες οἱ παρ᾿ αὐτοῦ ἐξῆλθον κρατῆσαι αὐτόν· ἔλεγον γὰρ ὅτι ἐξέστη. 22 καὶ οἱ
γραμματεῖς οἱ ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων καταβάντες ἔλεγον ὅτι Βεελζεβοὺλ ἔχει, καὶ ὅτι ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν
δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια. 23 καὶ προσκαλεσάμενος αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς ἔλεγεν αὐτοῖς·
πῶς δύναται σατανᾶς σατανᾶν ἐκβάλλειν; 24 καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ᾿ ἑαυτὴν μερισθῇ, οὐ δύναται
σταθῆναι ἡ βασιλεία ἐκείνη· 25 καὶ ἐὰν οἰκία ἐφ᾿ ἑαυτὴν μερισθῇ, οὐ δύναται σταθῆναι ἡ οἰκία
ἐκείνη. 26 καὶ εἰ ὁ σατανᾶς ἀνέστη ἐφ᾿ ἑαυτὸν καὶ μεμέρισται, οὐ δύναται σταθῆναι, ἀλλὰ τέλος
ἔχει. 27 οὐδεὶς δύναται τὰ σκεύη τοῦ ἰσχυροῦ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσαι, ἐὰν μὴ
πρῶτον τὸν ἰσχυρὸν δήσῃ, καὶ τότε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσει. 28 ᾿Αμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πάντα
ἀφεθήσεται τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τὰ ἁμαρτήματα καὶ αἱ βλασφημίαι ὅσας ἐὰν
βλασφημήσωσιν. 29 ὃς δ᾿ ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον, οὐκ ἔχει ἄφεσιν εἰς τὸν αἰῶνα,
ἀλλ᾿ ἔνοχός ἐστιν αἰωνίου κρίσεως· 30 ὅτι ἔλεγον, πνεῦμα ἀκάθαρτον ἔχει.

Θαυμασμὸς καὶ παρανόησις (στ. 20-21)


Ἔχουμε στὴν ἀρχὴ της περικοπῆς διήγησι του εὐαγγελιστοῦ γιὰ συρροὴ πλήθους καὶ ἀνάλογη
ἐντονώτατη δραστηριότητα του Ἰησοῦ. Εἶναι ἐνδεικτικό, ὅτι ἡ ἀπασχόλησις ὑπῆρξε τόση, «ὥστε μὴ
δύνασθαι αὐτοὺς μηδὲ ἄρτον φαγείν». «Καὶ ἔρχονται εἰς οἶκον. Καὶ συνέρχεται πάλιν ὄχλος, ὥστε
μὴ δύνασθαι αὐτοὺς μηδὲ ἄρτον φαγεὶν» (στ. 20). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἔρχονται σὲ
κάποιο σπίτι. Καὶ συρρέει πάλι λαὸς πολύς, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν οὔτε ψωμὶ νὰ φᾶνε».
Δὲν προλάβαιναν γιὰ τὶς στοιχειώδεις ἀνάγκες τους οἱ ἀποτελοῦντες την ὁμάδα του Χριστοῦ. Ὁ
εὐαγγελιστὴς ἔχει το «πάλιν», πού σημαίνει ἐπανάληψι του ἴδιου σκηνικοῦ. Παρατηρεῖται δὲ τὸ
σκηνικὸ του λαϊκοῦ συναγερμοῦ καὶ συνωστισμοῦ, ὅταν βρίσκεται ὁ Ἰησοῦς σὲ κάποιο σπίτι,
πάντοτε γιὰ νὰ διδάξη.
Ὁ οἶκος, ὅπου εἰσέρχεται ὁ Ἰησοῦς γίνεται συναγωγή. Ἀργότερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος θὰ
ὀνομάση τέτοια σπίτια «κατ' οἶκον ἐκκλησίες» (Ρωμ. ιστ' 3. Α' Κορ. ιστ' 19. Κολοσ. δ' 15).
Χριστιανικὰ σπίτια, ὅπου ἀκούγεται ὁ λόγος του Χριστοῦ.
Στὸ σπίτι, ποῦ πάλι βρέθηκε ὁ Χριστός, σημειώθηκαν πρωτοφανὴ γεγονότα.
Το πρῶτο μεῖζον θέμα της ἀφηγήσεως εἶναι ἡ παρουσία συγγενικῶν προσώπων, ποῦ ἦσαν ἀπὸ
την οἰκογένεια του Ἰωσὴφ καὶ ποῦ Τὸν εἶχαν ζήσει μικρὸ κοντὰ τους. Νόμισαν, ὅτι καὶ τώρα ἔχουν
λόγο γιὰ τὴ ζωὴ Του. «Καὶ άκούσαντες οἱ παρ' αὐτοῦ ἐξῆλθον κρατῆσαι αὐτὸν: ἔλεγον γὰρ ὅτι
εξέστη» (στ. 21). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὅταν ἄκουσαν οἱ δικοὶ του, βγῆκαν γιὰ νὰ πᾶνε
νὰ τον πάρουν καὶ νὰ τον περιορίσουν. Ἔλεγαν δέ, ὅτι ἔχασε τα λογικὰ του».
Κάποτε ὁ Κύριος εἶπε: «Καὶ ἐχθροὶ του ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ» (Ματθ. ι' 36). Καὶ σὲ ἄλλο
σημεῖο του Μάρκου θὰ δοῦμε τη νέα συγγένεια, πού καθιέρωσε ὁ Χριστός. Ἐδῶ βλέπουμε μία
βίαιη κίνησι, ποῦ προέρχεται ἀπὸ «δικοὺς» Του ἀνθρώπους, ἀπὸ ἀνθρώπους του οἰκογενειακοῦ
περιβάλλοντος! Νόμιζαν «οἱ παρ' αὐτοῦ», ὅτι ἐπειδὴ ἔχουν κάποια κατὰ κόσμο συγγένεια, εἶχαν
καὶ ἐξουσία πάνω Του.
Ὁ εὐαγγελιστὴς περιγράφει πὼς ἀντιμετωπίζουν «οἱ παρ' αὐτοῦ» την ὑπερβολικὴ κατὰ τη
γνώμη τους δραστηριότητὰ Του, μιὰ δραστηριότητα, πού ὑπερβαίνει τα κανονικὰ ἀνθρώπινα ὅρια:
«Ἔλεγον γὰρ ὅτι εξέστη». Ἔρχονται γιὰ νὰ έμποδίσουν τον Ἰησοῦ νὰ συνεχίση σ' αὐτὸ το φοβερὸ
ρυθμὸ το ἔργο του. Ἐδῶ ὑπονοεῖται μία δραστηριότητα του Μεσσία καὶ μιὰ ἀντίστοιχη κατάστασις
ζωῆς ἐντελῶς ἀσυνήθης καὶ ἀδιανόητη γιὰ τα ἀνθρώπινα δεδομένα.
Το ἐπεισόδιο περιέχει μιὰ βαρύτατη κατηγορία («εξέστη»), ποῦ πηγάζει ἀπὸ ἔλλειψι
κατανοήσεως, στὴν ευνοϊκότερη περίπτωσι, ἤ ἀπὸ ἐχθρότητα στὴν πιθανώτερη ἐκδοχή. Ἐπίσης,
περιέχει μία ἀπόφασι προχωρημένης ἐνεργείας εἴτε το «κρατῆσαι αὐτὸν» ἑρμηνευθῆ «νὰ τον
συγκρατήσουν», «νὰ τὸν ἐμποδίσουν», «νὰ τὸν πιάσουν ὥστε νὰ μὴ μπορῶ νὰ συνεχίση στὸν ἴδιο
ρυθμό», εἴτε ἑρμηνευθῆ «νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν έγκλείσουν», ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς
ἐπικίνδυνους παράφρονες!
Το ρῆμα «εξίστημι» ἀλλοῦ στὸ εὐαγγέλιο του Μάρκου σημαίνει: Εἶμαι ἐκτὸς ἑαυτοῦ ἀπὸ ἔκπληξι
ἤ θαυμασμὸ (β' 12). Ἐδῶ ἔχει την ἔννοια, ὅτι κατὰ την ἄποψη των οἰκείων Του ὁ Ἰησοῦς
παραμέλησε σὲ τέτοιο βαθμὸ τὶς στοιχειώδεις γιὰ τον ἑαυτὸ Του φροντίδες, ὥστε νὰ
δημιουργηθοὺν σ' αὐτοὺς ἀνησυχίες γιὰ τὴν ὅλη κατάσταση καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν ἀναζήτηση καὶ
συγκράτησὶ Του.

Βλασφημία κατὰ του Ἰησοῦ (στ. 22)


Δὲν ἦταν ὁ Χριστὸς «ἐκ του κόσμου τούτου» (Ιωάν. ιη' 36. Ἰδὲ καὶ ιζ' 14). Γι' αὐτὸ βλέπουμε
ἀντίδραση ἀπὸ παντοῦ. Καὶ τα δύο ἄκρα Τὸν κατηγοροῦν μὲ τὶς πλέον ἀκραῖες κατηγορίες. Καὶ οἱ
ἐχθροὶ Του, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ποῦ Του χρεώνουν ἔργο δαιμονικό. Καὶ οἱ φίλοι καὶ οἱ
συγγενεῖς Του, ποῦ Του χρεώνουν ἔκστασι, παραφροσύνη.
Καὶ πάλι οἱ μόνιμοι ἀντίπαλοὶ Του, μὲ νέα τώρα, φρικτώτερη, κατηγορία: «Καὶ οἱ γραμματεῖς οἱ
ἀπὸ Ἱεροσολύμων καταβάντες ἔλεγαν ὅτι Βεελζεβοὺλ ἔχει, καὶ ὅτι ἐν τῷ άρχοντι των δαιμονίων
ἐκβάλλει τα δαιμόνια» (στ. 22). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ οἱ γραμματεῖς, πού κατέβηκαν
ἀπὸ τα Ἱεροσόλυμα, ἔλεγαν, ὅτι εἶχε μέσα του τὸν Βεελζεβοὺλ καὶ ὅτι μὲ τη δύναμη του ἄρχοντα
των δαιμονίων βγάζει τα δαιμόνια»!
Ἐμφανίζονται στὸ προσκήνιο οἱ γραμματεῖς, «οἱ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καταβάντες» καὶ
ἐξακοντίζουν κατὰ του Χριστοῦ μιὰ τρομακτική, ὅσο καὶ ἀνατριχιαστικὴ κατηγορία: «Βεελζεβοὺλ
ἔχει...» (στ. 22). Μὲ ἕνα ἀδίστακτο άναποδογύρισμα των βασικῶν ὅρων οἱ θρησκευτικοὶ ἡγέτες της
Ἱερουσαλὴμ διακηρύσσουν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς κατέχεται ἀπὸ τὸν διαβόητο πονηρὸ δαίμονα Βεελζεβοὺλ
καὶ ὅτι το ἔργο του δὲν εἶναι μεσσιανικό, ἀλλ' εἶναι σατανικό!
Ἡ βίαιη αὐτὴ καὶ ἀκραία ἐπίθεσης ἀπὸ τη θρησκευτικὴ ἡγεσία δείχνει, ὅτι δὲν ὑπάρχουν
περιθώρια ὑποχωρήσεως καὶ ὅτι ἡ ἀπόφασης γιὰ την ἐξόντωση του Ἰησοῦ μπῆκε στὴν τροχιὰ της
ἀδυσώπητης πραγματοποιήσεως.
Ἡ κατηγορία ὅμως αὐτὴ περιέχει καὶ ἕνα θεμελιῶδες δεδομένο Χριστολογίας της ἐξουσίας.
Ὑπάρχει μιὰ σιωπηρή, ἀλλὰ πάντως ἀναμφισβήτητη ἀναγνώρισις των ἐκπληκτικῶν ἔργων του
Ἰησοῦ. Ἀνθρωπίνως ἡ δύναμις του Χριστοῦ εἶναι ἀνεξήγητη. Οἱ γραμματεῖς ἰσχυρίζονται, ὅτι μπορεῖ
νὰ ἐξηγηθῆ ἂν θεωρηθῆ δαιμονική! Ὁ Ἰησοῦς ἅπαντα, ὅτι δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι θεία.
Οἱ γραμματεῖς (καὶ γενικὰ οἱ ἐχθροὶ Του ἰουδαῖοι), μὴ μπορώντας νὰ ἀρνηθοῦν την
πραγματικότητα των θαυμάτων, προσπαθοῦν νὰ τα παρουσιάσουν στὸ λαὸ σὰν ἀποτέλεσμα
συνεργασίας του Ἰησοῦ μὲ τὸν ἄρχοντα των δαιμονίων καὶ νὰ μειώσουν ἔτσι τον ἐνθουσιασμὸ του
λαοῦ ἤ νὰ δημιουργήσουν ὑπόνοιες, ὅτι ὁ Ἰησοῦς κατέχεται ἀπὸ δαιμονικὸ πνεῦμα!

Διάβολος διάβολο δὲν πολεμᾶ (στ. 23-26)


Τὸν λογικὰ ἀστήρικτο συλλογισμὸ των Ἰουδαίων, ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τη δύναμη του Σατανὰ πολεμεῖ
το Σατανὰ, τὸν ἀνατρέπει ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν ἀκόλουθη παραστατικὴ εἰκόνα: Ὁ Σατανὰς διχάζει τοὺς
ἀνθρώπους καὶ τοὺς καθιστὰ ἐχθροὺς μεταξὺ τους. Δὲν εἶναι ὅμως δυνατὸν νὰ διχάζη τον ἑαυτὸ
του. Δὲν εἶναι, δηλαδή, νοητὸ ὁ Σατανὰς νὰ διώχνη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὰ δαιμόνια, διότι τότε ἡ
κυριαρχία του διασπᾶται καὶ καταρρέει. «Καὶ προσκαλεσάμενος αὐτοὺς ὲν παραβολαϊς έλεγεν
αυτοὶς: Πὼς δύναται σατανὰς σατανὰν εκβάλλειν;» (στ. 23). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Τότε
τοὺς προσκάλεσε καὶ τοὺς ἔλεγε μὲ παραβολικοὺς λόγους (μὲ ἀνάλογα παραδείγματα): Πὼς
μπορεῖ ὁ Σατανὰς νὰ βγάζη (νὰ διώχνη) το Σατανὰ;».
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁ δαίμων ανθρώπω πολεμεῖ, οὐ δαίμοσι τοῖς ὁμοφύλους. Ὁ
ἄνθρωπος το συγγενὲς καὶ οἰκεῖον παντὶ τρόπω κακοῦ ἐπείγεται καὶ οὐδὲ τὴν φύσιν αίδείται...
Γενώμεθα τοίνυν ἄνθρωποι ποτὲ καὶ εἰς τὸν ούρανὸν άναβλέψωμεν καὶ το κατ' εἰκόνα
απολάβωμεν καὶ ανακτησώμεθα» (Ε.Π.Ε. 18,260). Μετάφρασις: “Ο δαίμονας έχθρεύεται
ἀνθρώπους, ὄχι τους δαίμονες, τοὺς ὁμοίους του. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως σπεύδει μὲ κάθε τρόπο νὰ
κάνη κακὸ στὸν ἄλλο ἄνθρωπο, του αὐτοῦ γένους, στὸν οἰκεῖο του! Δὲν ντρέπεται οὔτε τη φύση
του... Ἐπὶ τέλους ἂς γίνουμε κάποτε ἄνθρωποι. Ας στρέψουμε το βλέμμα πρὸς τὸν οὐρανό. Ας
ξαναποκτήσουμε καὶ ἂς ἀπολαύσουμε το κατ' εἰκόνα Θεοῦ.
Ἄν ὅ Σατανὰς πολεμῆ το Σατανὰ, τότε το κράτος του θὰ καταλυθῆ. Συμφέρει, λοιπόν, στὸ Σατανὰ
νὰ καταλυθῆ τὸ κράτος του; Ἐκεῖνος, ποῦ μπαίνει στὸ σπίτι κάποιου τρομοκράτη καὶ ἐλευθερώνει
τοὺς ὁμήρους, ἀσφαλῶς θὰ εἶναι ὄχι ἀπὸ τη σπείρα του τρομοκράτη, ἀλλὰ πολὺ πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ
τὸν τρομοκράτη. Ἄν ἐγώ, συνεχίζει ὁ Κύριος, ἦλθα στὸν κόσμο, ποῦ εἶχε γίνει λημέρι του Διαβόλου,
καὶ οἱ κρατούμενοι, οἱ δαιμονιζόμενοι, ἐλευθερώνονται, σημαίνει, ὅτι ἐγὼ εἶμαι πιὸ ἰσχυρὸς ἀπ'
αὐτὸν (Ματθ. ιβ' 25-30).
Τὸ ἔργο, λοιπόν, αὐτό, δηλαδή, ἡ ἐκδίωξις του σατανὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἀκριβῶς ἔργο
του Ἰησοῦ. Ἡ δρᾶσις του Ἰησοῦ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα συνεργασίας μὲ το σατανὰ, ἀλλὰ
συνίσταται στὴν καταπολέμησὶ του καὶ στὴν ἀπελευθέρωση των ἀνθρώπων ἀπὸ την κυριαρχία του.
«Καὶ έαν βασιλεία ἐφ' εαυτὴν μερισθῆ, οὐ δύναται σταθήναι ἡ βασιλεία ἐκείνη καὶ ἐὰν οἰκία ἐφ'
εαυτὴν μερισθῆ, οὐ δύναται σταθήναι ἡ οἰκία ἐκείνη καὶ εἰ ὁ Σατανὰς ἀνέστη ἐφ' ἑαυτὸν καὶ
μεμέρισται, οὐ δύναται σταθήναι, ἀλλὰ τέλος ἔχει» (στ. 24-26). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἄν
δὲ ἕνα βασίλειο χωρισθῆ σὲ ἀντιμαχόμενα μέρη (διχασθῆ), δὲν μπορεῖ το βασίλειο αὐτὸ νὰ σταθῆ.
Ἐπίσης, ἂν μιὰ οἰκογένεια χωρισθῆ σὲ ἀντιμαχόμενα μέρη (διχασθῆ), δὲν μπορεῖ ἡ οἰκογένεια αὐτὴ
νὰ σταθῆ. Καὶ ὁ Σατανάς, ἂν ξεσηκώθηκε ἐναντίον του ἑαυτοῦ του καὶ διχάσθηκε, δὲν μπορεῖ νὰ
σταθῆ, ἀλλ' ἡ ἐξουσία του τελείωσε».
Ὁ Ἰησοῦς χρησιμοποιεῖ δύο ἐπιχειρήματα.
Το πρῶτο: Δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ Σατανὰς νὰ μάχεται έναντίον του ἑαυτοῦ του καὶ νὰ ἐξοντώνη
τὸν ἑαυτὸ του.
Ὁ ἰσχυρὸς καὶ ὁ Ἰσχυρότερος (στ. 27)
Το δεύτερο: «Οὐδεὶς δύναται τα σκεύη του ἰσχυροῦ είσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσαι,
ἐὰν μὴ πρώτον τὸν ίσχυρὸν δήση, καὶ τότε την οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσει» (στ. 27). 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ μπῆ στὸ σπίτι ἑνὸς δυνατοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ κλέψη τα
πράγματα του, ἂν προηγουμένως δὲν δέση τὸν δυνατὸ ἄνθρωπο. Μόνο τότε θὰ λεηλατήση το σπίτι
του».
Ἀποσαφηνίζεται, ὅτι ἡ ἐκδίωξις των δαιμονίων ἀπὸ τον Ἰησοῦ δὲν εἶναι περιστασιακὴ ἐκδήλωσις
εἰδικῆς δυνάμεως, ἀλλ' εἶναι γενικότερη ἔκφρασις ἐξουσίας του ἐπὶ του διαβόλου. Ὁ Μεσσίας ἔχει
ὑποτάξει καὶ κρατεῖ δέσμιο τὸν «ἰσχυρὸ» σατανὰ, ἔχει διαλύσει την «οἰκία» του. Ἡ κυριαρχία αὐτὴ
εἶναι ἀποκλειστικὸ καὶ ἀπόλυτο ἔργο του Θεοῦ.
Εἶναι ἰσχυρὸς ὁ σατανάς. Εἶναι ὁ «ἄρχων του σκότους του αἰῶνος τούτου» (Εφεσ. τσ' 12). Ὁ
Χριστὸς δὲν εἶναι ὁ ἰσχυρός. Εἶναι ὁ 'Ἰσχυρότερος. Ὁ ἄνθρωπος ἄνοιξε τὶς πόρτες της προσωπικῆς
του ζωῆς καὶ της κοινωνίας γιὰ νὰ κάνη κατάληψι ὁ διάβολος. Καὶ ἔρχεται ὁ Χριστὸς καὶ καταλύει
το κράτος του Διαβόλου.
Ὁ ἰσχυρὸς σατανάς, ποῦ κρατάει αἰχμαλώτους τοὺς ἀνθρώπους, νικιέται κατὰ κράτος ἀπὸ τον
«Ἰσχυρότερο», τὸν Ἰησοῦ, τον Υἱὸ του Θεοῦ, πού ἀπαλλάσσει τους ἀνθρώπους ἀπὸ τη σατανικὴ
δουλεία.
Του ἅρπαξε τα «σκεύη», τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς ἐλευθέρωσε. Του κατέστρεψε καὶ τὴν «οἰκία»
του, το θάνατο.
Ἡ χειρότερη διαστρέβλωσις εἶναι νὰ λὲς το φῶς σκοτάδι καὶ το σκοτάδι νὰ τὸ λὲς φῶς. «Οὐαὶ οἱ
λέγοντες το πονηρὸν καλὸν καὶ το καλὸν πονηρόν, οἱ τιθέντες το σκότος φῶς καὶ τὸ φῶς σκότος, οἱ
τιθέντες το πικρὸν γλυκὺ καὶ τὸ γλυκὺ πικρὸν» (Ησ. ε' 20).
Χειρότερη ἀπὸ αὐτὴ τη διαστρέβλωσι εἶναι αὐτὸ πού ἔλεγαν οἱ σατανοκρατούμενοι Ἰουδαῖοι.
Ἔλεγαν τὸν Χριστό, τὸ Βασιλέα των ἀγγέλων, ἄρχοντα των δαιμονίων, Βεελζεβούλ! "Ἔλεγαν τον
καταλυτικὸ ἐχθρὸ του σατανὰ, τὸν Ἰησοῦ, σύμμαχο του σατανὰ!
Ας θυμηθοῦμε μερικὲς ἀπὸ τὶς διακηρύξεις της θεϊκῆς αυτοσυνειδησίας του Χριστοῦ ἐν σχέσει
μὲ τὸν Διάβολο:
«Ἔρχεται καὶ του κόσμου τούτου ἄρχων καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδὲν» (Ιωάν. ιδ' 30). "Ἄλλωστε καὶ
ὁ ἴδιος ὁ σατανὰς το λέει, μολονότι δὲν δίνουμε σημασία στὴ δικὴ του διαβεβαίωσι: «Τὶ ἐμοὶ καὶ
σοί;». Ὄχι ἁπλῶς δὲν ἔχει καμμία σχέσι ἡ παντοδυναμία του Μεσσία μὲ τὴν περιωρισμένη καὶ
παροδικὴ δύναμι του σατανὰ, ἀλλ' ἀπολύτως ἀποκλείεται νὰ πειράξη σὲ κάτι τὸν Χριστό.
«Νῦν ὁ ἄρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται ἔξω» (Ιωάν. ιβ' 31). Εἶναι λόγια του Ἰησοῦ
Χριστοῦ λίγο πρὶν ἀπὸ το Πάθος, λίγο πρὶν δοθῆ ἡ μεγάλη μάχη κατὰ του σατανὰ καὶ του κράτους
του, λίγο πρὶν ριφθῆ ἤ χαριστικὴ βολὴ πάνω στὸ Σταυρό.

Ἀσυγχώρητο ἁμάρτημα (στ. 28-30)


Οἱ τελευταῖοι τρεῖς στίχοι προωθοῦν την ἰδέα της θείας ἐξουσίας. Ἡ κατηγορία ἐναντίον Του, ὅτι
ἔχει ἀκάθαρτο πνεῦμα ἰσοδυναμεῖ μὲ βλασφημία κατὰ του Ἁγίου Πνεύματος. Το ἔργο του Ἰησοῦ
ἐναντίον των πονηρῶν πνευμάτων εἶναι ταυτόσημο μὲ το ἔργο του Ἁγίου Πνεύματος καὶ συνεπῶς
ἡ ἀπόδοσὴς του ἀπὸ τους γραμματεῖς στοὺς δαίμονες σημαίνει ἐνσυνείδητη ἀντίσταση κατὰ του
Θεοῦ καὶ ἀθεράπευτη διαστροφή. «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πάντα αφεθήσεται τους υἱοὺς των
ἀνθρώπων τα ἁμαρτήματα καὶ ἄι βλασφημίαι όσας ἐὰν βλασφημήσωσιν» (στ. 28). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Ἀληθινὰ σας λέω, ὅτι ὅλα τα ἁμαρτήματα θὰ συγχωρηθοῦν στοὺς ἀνθρώπους, καὶ
ὅλες οἱ ἀσέβειὲς τους».
Ἡ ἀνατροπὴ των πραγμάτων καὶ ἀντιστροφὴ της ἀλήθειας, ποῦ προέβαιναν οἱ γραμματεῖς,
χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ ὡς ἀσυγχώρητη ἁμαρτία κατὰ του Ἁγίου Πνεύματος. Ἀποτελεῖ
πράγματι βλασφημία κατὰ του Ἁγίου Πνεύματος ἤ μὴ ἀναγνώρισης της ἐν Χριστῶ ἀποκαλύψεως
του Θεοῦ, ἤ μὴ παραδοχὴ της ἀλήθειας, ὅτι στὸ πρόσωπο του Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται καὶ ἐνεργεῖ
ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος καταργεῖ το κράτος του σατανὰ, ἐλευθερώνει τους ἀνθρώπους καὶ
ἐγκαθιστᾶ τη δικὴ του βασιλεία. «Ός δ' ἂν βλασφημήση εἰς τὸ Πνεῦμα το "Ἅγιον, οὺκ ἔχει ἄφεσιν
εἰς τὸν αἰώνα, ἀλλ' ἔνοχὸς έστιν αἰωνίου κρίσεως» (στ. 29). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «'Ἀλλ'
ὅποιος θὰ ἀσεβήση στὸ Πνεῦμα το Ἅγιο, αὐτὸς δὲν θὰ ἔχη συγχώρησι ποτέ. Αὐτὸς εἶναι ἔνοχος γιὰ
αἰώνια τιμωρία».
Τὸν Χριστὸ τὸν ἔβλεπαν μὲ ἀνθρώπινη μορφή. Τὸν κατηγοροῦσαν, «σκανδαλίζονταν» ἀπὸ το
ἀνθρώπινο παρουσιαστικὸ Του, Τὸν πολεμοῦσαν, Τὸν σταύρωσαν. Ἐν τούτοις εἴδαμε πολλοὺς ἀπὸ
τους ἐχθροὺς Του καὶ τοὺς βλασφήμους Του καὶ τοὺς σταυρωτὲς Του καὶ τοὺς διῶκτες του νὰ
μετανοοῦν καὶ νὰ συγχωροῦνται. Καὶ ὄχι μόνο. Ἔγιναν καὶ ἀπόστολοι καὶ κήρυκες καὶ μάρτυρες καὶ
μεγάλοι ἅγιοι. Χαρακτηριστικὰ παραδείγματα ἀνθρώπων, ποῦ βλασφημοῦσαν τον Χριστὸ καὶ
ὅμως ἁγίασαν, ώμολόγησαν, μαρτύρησαν καὶ στολίζουν τώρα τη βασιλεία Του:
Ὁ ληστὴς (Ματθ. ζκ' 44) ὠνείδιζε τὸν Ἰησοῦ. Καὶ ὅμως κέρδισε τη βασιλεία Του. Τὸν συγχώρησε,
ὅταν καὶ μετανόησε καὶ ώμολόγησε καὶ πίστεψε στὴ βασιλεία Του καὶ την ζήτησε: «Μνήσθητὶ μου,
Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τη βασιλεία σου» (Λουκ. γκ' 42). Ἡ βλασφημία ἔγινε... βασιλεία! Συγχωρεῖται,
λοιπόν, ἡ βλασφημία κατὰ του Χριστοῦ, ἂν μεσολαβήση εἰλικρινὴς καὶ ὁμολογιακὴ μετάνοια.
Ὁ ἑκατόνταρχος (Ματθ. ζκ' 55. Μάρκ. ἰὲ' 39), ὁ ἐπὶ κεφαλῆς του ρωμαϊκοῦ ἀποσπάσματος γιὰ
τὴ σταύρωση του Ἰησοῦ, ὄχι ἁπλῶς βλασφημοῦσε, ἀλλὰ βασάνιζε τὸν ἀναμάρτητο Κύριο. “Όταν
ὅμως εἶδε ὅσα συνέβησαν στὸ Γολγοθὰ, τότε «ἔσπασε», λύγισε, μετανόησε, προσκύνησε, γονάτισε
καὶ φώναξε την ὡραιότερη ὁμολογία: «'Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἣν οὗτος». Συγχωρεῖται, λοιπόν, ἡ
βλασφημία κατὰ του Χριστοῦ, ὅταν μεσολαβήση συγκλονιστικὴ μετάνοια. Ἡ βλασφημία ἔγινε...
ὁμολογία!
Ὁ Παῦλος ὄχι μόνο βλασφημοῦσε τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ εἶχε ἀναλάβει εργολαβικὼς την
καταδίωξι καὶ τὴν ἐξαφάνιση των χριστιανῶν καὶ της Ἐκκλησίας! Ὅταν ὅμως ἄκουσε τὴν οὐράνια
κλῆσι στὴ Δαμασκό, ἄλλαξε. Ἔγινε ἀπόστολος, κήρυκας ὅλης της οἰκουμένης. Δὲν ντρέπεται τόσο
στὶς Πράξεις, ὅσο καὶ στὶς ἐπιστολὲς του νὰ ὀμολογῆ το ἔγκλημὰ του! Πὼς νὰ μὴ δοξάζω τὸν Χριστό,
γράφει στὸν Τιμόθεο, ποῦ πῆρε ἐμένα καὶ «πιστὸν μὲ ηγήσατο, θέμενος εἰς διακονίαν»: ἐμένα,
«τὸν πρότερον ὄντα βλάσφημον καὶ διώκτην καὶ ὑβριστὴν» (Α' Τιμ. α' 12-13);
Τότε γιατὶ εἰδικὰ ἡ βλασφημία «εἰς τὸ Πνεῦμα το "Ἅγιον, οὺκ ἔχει ἄφεσιν εἰς τον αἰώνα»; Λέει ὁ
ἱερὸς Χρυσόστομος: «Διατὶ αὕτη ἡ ἁμαρτία ἀσύγγνωστος; Τὶ δήποτε; Ὅτι αὐτὸν μὲν ήγνόουν ὅστις
ποτὲ ἥν, του δὲ Πνεύματος εκανὴν ειλήφασι την πείραν. Καὶ γὰρ οἱ προφῆται δι' αὐτοῦ έφθέγξαντο
ἅπερ έφθέγξαντο, καὶ πάντες δὲ οἱ ἐν τη Παλαιὰ μεγίστην περὶ αὐτοῦ εἶχον ἔννοιαν. Ὁ τοίνυν λέγει,
τοῦτὸ έστιν ἔστω, έμοὶ προσπταίετε διὰ τὴν σάρκα την περικειμένην μὴ καὶ περὶ του Πνεύματος
ἔχετε εἰπεῖν, ὅτι ἀγνοοῦμεν αὐτό; Διὰ δὴ τοῦτο ἀσύγγνωστος ὑμῖν έσται ἡ βλασφημία καὶ ἐνταῦθα
καὶ ἐκεῖ δώσετε δίκην» (Ε.Π.Ε. 10,688). Μετάφρασις: Ἀπὸ ὅλες γενικῶς τὶς ἁμαρτίες αὐτὴ εἶναι ἡ
ἀσυγχώρητη. Γιὰ ποιὸ λόγο; Διότι τὸν μὲν Κύριο δὲν Τὸν γνώριζαν ποιὸς ἦταν στὴν πραγματικότητα,
ἐνῶ εἶχαν γνωρίσει πάρα πολὺ το Aγιον Πνεῦμα. Καθόσον οἱ προφῆτες ό,τι εἶπαν, το εἶπαν διὰ
μέσου του Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι της Παλαιὰς Διαθήκης γνώριζαν σὲ μεγάλο
βαθμὸ το Πνεῦμα. Τα λόγια περὶ βλασφημίας του Ἁγίου Πνεύματος σημαίνουν το ἑξῆς: «Ἔστω ὅτι
ἀδυνατεῖτε νὰ ἀντιληφθῆτε ποιὸς εἶμαι ἐγώ, ἐπειδὴ φέρω την ἀνθρώπινη σάρκα. Μήπως ὅμως
μπορεῖτε νὰ πῆτε καὶ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅτι δὲν Τὸ γνωρίζετε; Ἀκριβῶς γι' αὐτὸ θὰ εἶναι
ἀσυγχώρητη ἡ βλασφημία σας καὶ θὰ τιμωρηθῆτε καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ ἐκεῖ στὴ μέλλουσα».
Όταν ὑπάρχη μιὰ μηχανή, τότε εἶναι ὠφέλιμη, ὅταν συνδέεται μὲ την ἠλεκτρικὴ ἐνέργεια. Πὼς
θὰ σωθῆ κάποιος, ὅταν ἀρνῆται την ἐνέργεια του Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν τα πάντα ἐξηγῆ ὑλιστικά;
Ἕνας κατηγορούμενος ἔχει πάντα ἐλπίδα νὰ δικαιωθῆ. Ὑπὸ μία προϋπόθεσι: Νὰ σέβεται το
δικαστὴ. Όταν βρίζη το δικαστὴ, ποιὸς θὰ του δώση τη δικαίωσι; Όλοι μποροῦν νὰ σωθοῦν, ἐφ'
ὅσον δέχονται τη χάρι του Ἁγίου Πνεύματος, ποῦ ἐνεργεῖ ἐν Χριστῶ, καὶ τὴ χάρι του Χριστοῦ πού
ἐνεργεῖ ἐν “Αγίω Πνεύματι. Ὅταν ὅμως βρίζη το δικαστὴς "Ὅταν ἀρνῆται τη χάρη του Θεοῦ,
Ὅταν ἀρνῆσαι το Πνεῦμα το Ἅγιο, τότε ἀρνεῖσαι τη δυνατότητα της σωτηρίας. Έμμένεις. Ἡ
ἐμμονὴ, το σατανικὸ πεῖσμα της ἀρνήσεως καὶ της αθεΐας, ἐμποδίζει την ἐνέργεια του Ἁγίου
Πνεύματος.
Βλασφημία του Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ διαστρέβλωσις των ἔργων καὶ των λόγων του Χρίστου.
«Ὅτι ἔλεγον: πνεῦμα ἀκάθαρτον ἔχει» (στ. 30). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Εἶπε αὐτὰ (περὶ
βλασφημίας του Ἁγίου Πνεύματος) ὁ Ἰησοῦς, διότι μερικοὶ ἔλεγαν: “Έχει πνεῦμα ακάθαρτο”.
Βλασφημία, ἤτοι προσβολή, ἀσέβεια, κατὰ του Ἁγίου Πνεύματος εἶναι: Τὸ νὰ βλέπη κανεὶς
ὁλοφάνερη ἐκδήλωση του Ἁγίου Πνεύματος, της Θεότητας, διὰ θαύματος, ὅπως εἶναι ἡ έκβολὴ
δαιμονίου, καὶ ὅμως νὰ μὴ πιστεύη, ἀλλὰ νὰ διαστρέφη την ἔννοια του θαύματος. Τοῦτο σημαίνει
πώρωσις καὶ διαστροφὴ της συνειδήσεως καὶ αμετανοησία, γι' αὐτὸ καὶ οὐδέποτε συγχωρεῖται.
Δὲν εἶπε ὁ Χριστός, ὅτι «το βλασφημούντι καὶ μετανοήσαντι οὐκ αφεθήσεται, ἀλλὰ, τῷ
βλασφημούντι, εὶτ' ουν επιμένοντι τη βλασφημία. Ἡ γὰρ ἀξιόλογος μετάνοια πάντα λύει τα
ἁμαρτήματα» (Μ. Ἀθανάσιος).
Ὅποιος ἔχει διαστρέψει σὲ τέτοιο βαθμὸ την πραγματικότητα, ὥστε στὸ ἔργο του ἐν Χριστῶ
ἀποκαλυπτομένου Θεοῦ νὰ βλέπη δραστηριότητα του σατανὰ καὶ ἐμμένει σ' αὐτὴ τη διαστροφή,
μόνος του στερεῖ τον ἑαυτὸ του ἀπὸ την ἐλπίδα της μετανοίας καὶ συνεπῶς της ἀφέσεως.
Καὶ σήμερα ἔχουμε διαστροφὲς της χριστιανικῆς ἀλήθειας. Ἄν κάποιος βλασφημήση τον Ἰησοῦ
Χριστὸ καὶ μετανοήση, συγχωρεῖται. Ὅποιος ὅμως ἐξωθεῖ τοὺς ἄλλους νὰ βλασφημοῦν, νὰ
ἀρνοῦνται τον Σωτήρα Χριστό, αὐτὸς πὼς θὰ συγχωρηθῆ; Ποιὸς θὰ τον συγχωρήση; Καί, το ἀκόμα
χειρότερο: Πὼς θὰ συγχωρηθοῦν ἄρχοντες κοσμικοί, ποῦ ἀμνηστεύουν την όποιαδήποτε
βλασφημία καὶ θέλουν νὰ νομοθετήσουν το «ελευθέρως βλασφημεϊν»,
Ἀλλὰ βλασφημία του Ἁγίου Πνεύματος εἶναι καὶ κάτι ἄλλο. Φαντασθῆτε κάποιον νὰ διψάη, νὰ
τρέχη μπροστὰ του γάργαρο νερό, βγαλμένο ἀπὸ βράχο, ἀλλ' αὐτὸς νὰ περιφρονῆ το δροσερὸ καὶ
κρυστάλλινο νερὸ καὶ ν' ἀσχολῆται μὲ κάποια μαρμάρινη σκαλιστὴ βρύσι, ποῦ σταλαγματιὰ νερὸ
δὲν ἔχει. Τὶ θὰ λέγατε γι' αὐτόν; Ὅτι καὶ το νερὸ περιφρονεῖ καὶ τον ἑαυτὸ του σὲ θάνατο
καταδικάζει.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ πηγὴ του Ἁγίου Πνεύματος. «Λύει τα δεσμὰ καὶ δροσίζει την φλόγα» (ἀπὸ
τον κανόνα της Πεντηκοστῆς). Δυστυχῶς οἱ περισσότεροι ἀσχολοῦνται μὲ τοὺς τύπους, ὄχι μὲ την
οὐσία. Μὲ μαρμαρόκτιστες βρύσες, ὄχι μὲ το νερό. Μὲ κτιριακὲς ἐγκαταστάσεις καὶ κοσμικὲς
τελετές, ὄχι μὲ τα μυστήρια καὶ τη χάρι.

31 ῎Ερχονται οὖν ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ ἔξω ἑστῶτες ἀπέστειλαν πρὸς αὐτὸν
φωνοῦντες αὐτόν. 32 καὶ ἐκάθητο περὶ αὐτὸν ὄχλος· εἶπον δὲ αὐτῷ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί
σου ἔξω ζητοῦσί σε. 33 καὶ ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου ἢ οἱ ἀδελφοί μου; 34 καὶ
περιβλεψάμενος κύκλῳ τοὺς περὶ αὐτὸν καθημένους λέγει· ἴδε ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί
μου· 35 ὃς γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἀδελφός μου καὶ ἀδελφή μου καὶ μήτηρ ἐστί.

Οἱ σαρκικοὶ συγγενεῖς (στ. 31-32)


Στὴ ζωὴ του Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τη βάπτισὶ Του στὸν Ἰορδάνη μέχρι το ἑκούσιο Πάθος
ἐλάχιστες φορὲς σὺναντάμε την ἁγία μητέρα Του. Στοὺς μετέπειτα αἰῶνες, ἰδίως μετὰ τον 4ὁ
αἰώνα, ἀναπτύσσεται ἐκτενὴς καὶ σπουδαία θεολογία γύρω ἀπὸ το πρόσωπο της Κεχαριτωμένης
Κόρης της Ναζαρέτ. Στοὺς πρώτους ὅμως αἰῶνες, οἱ ἀποστολικοὶ Πατέρες καὶ οἱ μετέπειτα μεγάλοι
Πατέρες του 4οὐ αἰώνα, δὲν ἀναφέρονται πολὺ στὴ Μαρία την Παρθένο.
Ὁ Κύριος καὶ Υἱὸς της Παρθένου παρουσιάζεται στοὺς συνοπτικοὺς εὐαγγελιστὲς νὰ μὴν
ὑποτιμᾶ μὲν τὴν Μητέρα Του, ἀλλὰ νὰ δίνη περισσότερο σημασία στὴ νέα συγγένεια, πού
καθιερώνεται στὴν Ἐκκλησία. Μία ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες συναντήσεις του Χριστοῦ μὲ τοὺς κατὰ σάρκα
συγγενεῖς Του περιγράφει στὸ τέλος του τρίτου κεφαλαίου ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος. Το τρίτο
κεφάλαιο τελειώνει μὲ τὴ διήγησι γιὰ τὴ μητέρα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς του Ἰησοῦ. Θίγεται το θέμα της
φυσικῆς συγγένειας σὲ συνάρτηση μὲ το ἔργο του Μεσσία. «Ἔρχονται οὺν ἤ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ
ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ ἔξω έστώτες ἀπέστειλαν πρὸς αύτὸν φωνούντες αὐτόν. Καὶ εκάθητο περὶ
αὐτὸν ὄχλος εἶπον δὲ αύτὼ: Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοὶ σου ἔξω ζητούσὶ σὲ» (στ. 31-32).
'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἦρθαν τότε ἡ μητέρα του Ἰησοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ του καὶ
σταμάτησαν ἔξω ἀπὸ το σπίτι ποῦ βρισκόταν, καὶ ἔστειλαν νὰ τὸν φωνάξουν. Καθόταν δὲ γύρω του
πλῆθος. Καὶ του εἶπαν: “Νά, ἡ μητέρα σου καὶ οἱ άδελφοὶ σου εἶναι ἔξω καὶ σὲ ζητάνε”».
Λίγο παραπάνω (στ. 21) παρουσίασε ὁ εὐαγγελιστὴς τοὺς «παρ' αὐτοῦ», δηλαδή, συγγενικὰ
πρόσωπα, νὰ θέλουν νὰ ἐπεμβοῦν στὴ ζωὴ καὶ τη δράση του Ἰησοῦ, λὲς καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶχε ἀνάγκη
της κηδεμονίας τους! Καὶ μάλιστα ἔφθασαν στὸ ἀκραῖο καὶ ἀσεβὲς σημεῖο νὰ θεωροῦν, ὅτι
«έξέστη», κάτι σὰν νὰ παραφρόνησε!
Δὲν ἀναφέρεται το πρόσωπο της μητέρας Του. Ἀσφαλῶς δὲν θὰ ἦταν ἀνάμεσὰ τους. Τώρα ὅμως,
πού ἔρχονται καὶ θέλουν νὰ διακόψουν το κήρυγμὰ Του γιὰ νὰ Τὸν δοῦν κατ' ἰδίαν, μαζὶ τους εἶναι
καὶ ἡ μητέρα Του.
Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τη στάση του Ἰησοῦ, ποῦ δὲν ἔσπευσε ἐκείνη τη φορὰ νὰ ὑποδεχθῆ τη
μητέρα Του καὶ νὰ τὴν ρωτήση γιατὶ Τὸν ζητάει, πρέπει νὰ δοῦμε το ὅλο περιστατικὸ ὑπὸ το φῶς
της προτεραιότητας. Ποιοὶ ἔχουν πλέον προτεραιότητα, οἱ κατὰ σάρκα συγγενεῖς ἢ οἱ πνευματικοὶ
ἐν Χριστῶ συγγενεῖς; Φυσικὰ οἱ δεύτεροι.
Ἡ μητέρα Του, ἡ παρθένος Μαρία, ἡ Παναγία Θεοτόκος δὲν λογίζεται ὡς κατὰ σάρκα συγγενής;
Ναί, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας της Παρθένου σαρκώθηκε ὁ Χριστός, ἀλλ' ὁ κόσμος δὲν
γνώριζε τότε το μυστήριο αὐτό. Ἔβλεπε τη Μαρία ὡς ἁπλῶς σαρκικὴ μητέρα.
Γιὰ νὰ δείξη, λοιπὸν ὁ Χριστός, ὅτι οὔτε το τίκτειν εἶναι ὑπεράνω του αναγεννάσθαι, ὅτι δηλαδή,
ὅποιος ἀκούει το λόγο του Θεοῦ καὶ τον τηρεῖ, αὐτὸς εἶναι πάνω ἀπὸ μητέρα καὶ πατέρα καὶ
λοιποὺς συγγενεῖς, δὲν ἐπηρεάστηκε ἀπὸ το ὅτι στέκονταν ἀπ' ἔξω ἡ μητέρα καὶ οἱ «άδελφοὶ» Του
καὶ τὸν φώναζαν καὶ Τὸν ζητοῦσαν.
Έμείς, ὑπὸ το πρίσμα πού σήμερα βλέπουμε στὴν Ὀρθόδοξο θεολογία καὶ λατρεία τη θέση της
μητέρας Του, ξενιζόμεθα γιὰ τὴ στάση του Κυρίου μας. "Ας ἀκούσουμε ὅμως τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο:
«Καὶ πλέον ἕτερὸν τὶ μανθάνομεν, ὅτι οὐδὲ το κυοφορῆσαι τὸν Χριστὸν καὶ τὸν θαυμαστὸν ἐκείνον
τόκον τεκείν, ἔχει τὶ κέρδος, ἀρετῆς οὺκ οὔσης» (Ε.Π.Ε. 10,756). Μετάφρασις: Ἀπὸ τη στάση του
Χριστοῦ μαθαίνουμε καὶ κάτι ἀκόμα, ὅτι οὔτε το γεγονὸς της κυοφορίας του Χριστοῦ ἀπὸ την
Παρθένο καὶ ἡ κατὰ θαυμαστὸ τρόπο γέννησὶς Του, ὠφελοῦν σὲ κάτι, ὅταν λείπη ἡ ἀρετή.
Ἡ Παρθένος ἔχει αὐτὴν πού ἔχει ἀξία καὶ τιμὴ γιὰ τὴν ἀρετὴ της, γιὰ τὴν ἁγιότητὰ της, γιὰ τὴ
χάρι της. Ἡ ἀρετὴ της ήλκυσε το θαυμασμὸ καὶ την εὐδοκία του οὐρανοῦ.
Ἡ μητέρα του Χριστοῦ στέκει συνήθως διακριτικά. Δὲν προβάλλεται οὔτε την προβάλλει Ἐκεῖνος.
Ως ἄνθρωπος ἐνεργεῖ κάποτε τόσο ἀνθρώπινα (ὄχι ἁμαρτωλά), ὥστε προκαλεῖ την ἀντίδραση του
Ἀλαθήτου Υἱοῦ της.
Ως ἄνθρωπος ἀνησυχεῖ γιὰ τὸν δωδεκάχρονο Ἰησοῦ, ποῦ «χάθηκε» ἀπὸ κοντὰ τους, γιατὶ εἶχε
παραμείνει στὸ Ναό. Ως ἄνθρωπος πῆγε νὰ Τόν... μαλώση («τὶ εἶναι αὐτὸ πού μας ἔκανες καὶ μᾶς
λαχτάρησες;» - Λουκ. β' 48). Καὶ ἐκεῖ ἀκριβῶς ὡς Θεὸς ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα δείχνει τη
διαφορὰ Του ὁ Ἰησοῦς, φανερώνοντας ὅτι πάνω ἀπὸ τη συγγένεια πού αἰσθάνεται ἡ ἐπὶ γῆς μητέρα
Του, ἦταν ἡ συγγένεια μὲ τὸν ἐν οὐρανοῖς ἄναρχο Πατέρα: «Οὐκ οίδατε, ὅτι ἐν τοῖς του Πατρὸς μου
δεῖ εἶναι μὲ;» (Λουκ. β' 49). Δὲν τὴν μαλώνει, ἀλλὰ καὶ δὲν ὑποκύπτει στὴν ἀνησυχία της ἤ δὲν
καθιερώνει κάποιο ἀλάθητὸ της! Δείχνοντας ὅμως, ὅτι την τιμᾶ, σπεύδει νὰ την ἀκολουθήση στὴ
Ναζαρὲτ καὶ νὰ εἶναι καὶ «ὑποτασσόμενος»! (Λουκ. β' 51).
Ως ἄνθρωπος πάλι ἡ μητέρα, ἡ Μαρία ἡ Παρθένος, έπαμβαίνει στὸ γάμο της Κανὰ (Ιωάν. β' 3-
5). "Ἄνθρωπος βέβαια, πού ὅμως γνωρίζει (πάντοτε;) τη θεϊκὴ δύναμη του Υἱοῦ της. Γι' αὐτὸ καὶ
σὰν νὰ Του προτείνη νὰ κάνη θαῦμα, καὶ μάλιστα μικρὸ («δὲν ἔχουν κρασί... κάνε κάτι!»). Ὁ Ἰησοῦς
δὲν θέλει ἐπεμβάσεις στὸ ἔργο του, οὔτε ἀπὸ τη μητέρα Του. Θὰ την ἀκούση ἀργότερα καὶ ἀκούει
τώρα τὶς μεσιτεῖες της, ἀλλ' αὐτὲς εἶναι ταπεινὲς καὶ πνευματικές. Τώρα δὲν εἶναι ἁπλῶς
χαριτωμένος ἄνθρωπος ἡ Παναγία. Τώρα εἶναι στὸν Οὐρανό, «ὑψηλοτέρα των Οὐρανῶν».
Γιὰ τὴν μητέρα δὲν δεχόμαστε ό,τι δεχόμαστε γιὰ τὸν Υἱό. Γιὰ τὸν Υἱὸ δεχόμαστε το ἀναλλοίωτο,
το ἀεὶ τέλειο. Στὴ μητέρα ἔχουμε την κατὰ χάρι συνεχὴ τελείωσι, μέχρι αὐτῆς της θεώσεως.
Καὶ ἡ ἀπάντησης της στὸ γάμο δείχνει, ὅτι εἶναι τιμημένη γιατὶ δέχεται καὶ ὑποτάσσεται στὸ
θέλημα του Θεοῦ (ἰδὲ καὶ Λουκ. α' 48). Ὁ Κύριος, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω (στ. 35), τονίζει, ὅτι
μητέρα καὶ ἀδελφοὶ Του εἶναι «ὃς ποιήση το θέλημα του Θεοῦ» (στ. 35). "Ὄχι, λοιπόν, μόνο
ἐφαρμόζει ἡ ἴδια το θέλημα του Θεοῦ, στὸ πιὸ ἀπόρρητο μυστήριο, ἀλλὰ καὶ προτρέπει στὸ γάμο
της Κανὰ στὸ νὰ κάνουν ό,τι θέλει καὶ λέει Ἐκεῖνος (Ιωάν. β' 5).
Ἑπομένως συγκροτώντας ὁ Χριστὸς τη νέα συγγένειὰ Του (στ. 34-35), ὁ πρῶτος συγγενὴς Του
καὶ μὲ τὴν νέα ἔννοια εἶναι ἡ μητέρα Του, ἀφοῦ πρώτη αὐτὴ ὑποτάχθηκε στὸ ὑπερούσιο θέλημα
του Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὑπὸ το φῶς αὐτῶν των λεγομένων δὲν ὑποτιμᾶ τη μητέρα Του, ὅταν δὲν
σπεύδη νὰ διακόψη το κήρυγμὰ Του καὶ νὰ συναντηθῆ μ' ἐκείνην καὶ μὲ τοὺς λοιποὺς «συγγενεῖς
κατὰ σάρκα».
-Ως ἄνθρωπος ἄλλωστε ἐνήργησε καὶ τότε ἡ μητέρα. Δὲν εἶχαν ἔλθει ἔχοντας πνευματικὰ
ἐνδιαφέροντα. Οὔτε βέβαια ἐχθρικὰ εἶχαν ἔλθει, διότι δὲν θὰ συμμετεῖχε ἡ μητέρα, ἡ Παρθένος
Μαρία. Πάντως ἀνθρώπινα Τὸν ἤθελαν. Πιθανὸν μερικοὶ καὶ ἐγωιστικά. Πάντως δὲν Τὸν ζητοῦσαν
γιὰ το περιεχόμενο του κηρύγματὸς Του καὶ γιὰ τὸν τρόπο ἐξαπλώσεως της βασιλείας Του.
Ὑπογραμμίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἰ μὲν ὑπὲρ των της ἀληθείας δογμάτων, κοινὴ ταῦτα
προθεϊναι έχρήν, καὶ ἐπὶ πάντων εἰπεῖν, ὥστε καὶ τοὺς ἄλλους κερδάναι: ἔι δὲ περὶ ἑτέρων των
αὐτοὺς διαφερόντων, οὺκ έχρὴν οὕτω κατεπεὶγειν. Ἔι γὰρ πατέρα θάψαι οὺκ άφηκεν, ἴνα μὴ
διακόπτηται ἤ ακολούθησις, πολλὼ μᾶλλον τὴν αὐτοῦ δημηγορίαν καταλύσαι οὺκ έχρὴν ὑπὲρ των
οὐδὲν προσηκόντων» (Ε.Π.Ε. 10,758). Μετάφρασις: "Ἄν ἤθελαν νὰ Του μιλήσουν γιὰ τα δόγματα
της ἀλήθειας, ἔπρεπε νὰ κάνουν την συζήτηση αὐτὴ παρουσία ὅλων, ὥστε ὅλοι νὰ τα ἀκούσουν
καὶ νὰ ὠφεληθοῦν μ' αὐτὸ τον τρόπο καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι. "Ἄν ὅμως ἄλλα ἦσαν τα ἐνδιαφέροντὰ
τους, ἔπρεπε νὰ μὴ βιάζωνται τόσο πολύ. "Ἄν ὁ Ἰησοῦς δὲν ἄφησε το μαθητὴ του νὰ μεταβῆ νὰ
θάψη τὸν πατέρα του, γιὰ νὰ μὴ διακοπὴ ἡ παρακολούθησης της διδασκαλίας Του, πολὺ
περισσότερο δὲν ἔπρεπε νὰ διακόψουν την ὁμιλία γιὰ πράγματα ποῦ δὲν ἦσαν ἀπαραίτητα.
Κατὰ το Χρυσόστομο, λοιπόν, προστίθενται δυὸ ἀκόμα λόγοι, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς δὲν
διέκοψε το λόγο του προκειμένου νὰ συναντηθῆ μὲ τοὺς συγγενεῖς Του.
Ο ἕνας: “Ο Χριστὸς μιλοῦσε «παρρησία» καὶ ὄχι «ἐν κρυπτὼ» (Ιωάν. ιη' 2). Δὲν εἶχε μυστικά.
Ἐκεῖνοι, οἱ συγγενεῖς Του, Τὸν ἤθελαν μυστικά, κατ' ἰδίαν. Πιθανὸν καὶ γιὰ νὰ Τὸν παρατηρήσουν.
Ο ἄλλος: Το κύριο καὶ ἄμεσο νόημα στὴν ἀπάντηση του Ἰησοῦ εἶναι ἡ ἄρνησις της
προτεραιότητας της συγγενικῆς σχέσεως ἔναντι της προτεραιότητας του εὐαγγελίου.
Ἡ ριζοσπαστικότητα της θέσεως αὐτῆς προϋποθέτει ὑπέρτατη αὐθεντία. Ὁ Χριστὸς δὲν θέτει
τίποτε ἄλλο πάνω ἀπὸ το λόγο γιὰ τη βασιλεία των οὐρανῶν. Ως παντογνώστης, λοιπόν, ποῦ ἦταν,
γνώριζε, ὅτι δὲν Τὸν ἤθελαν γιὰ σοβαρὰ θέματα.
Πόσο διδασκόμαστε! Προτεραιότητα στὸ λόγο καὶ στὸ κήρυγμα. Προηγεῖται ἡ προσευχὴ καὶ το
θέλημα του Θεοῦ.
Καὶ μὲ αὐτὰ τα κριτήρια ὁ Κύριος ἔρχεται νὰ ἀπαντήση στὸν κόσμο, πού ἀπέστειλαν οἱ συγγενεῖς
Του γιὰ νὰ Τὸν φωνάξουν: «Καὶ ἀπεκρίθη αυτοὶς λέγων: Τὶς έστιν ἤ μήτηρ μου ἤ οἱ ἀδελφοὶ μου;»
(στ. 33). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀποκρίθηκε λέγοντας: “Ποιά εἶναι ἡ
μητέρα μου καὶ ποιοὶ εἶναι οἱ ἀδελφοὶ μου;».
Ποιὰ εἶναι ἡ μητέρα Του το γνωρίζει. Καὶ ὅσο διήρχετο τη γῆ προσφέροντας την ἀγάπη Του καὶ
το λόγο Του, ἀσφαλῶς θὰ ἐνδιαφερόταν καὶ γιὰ τη μητέρα Του, ἂν καὶ ἡ μητέρα, ἡ παρθένος
Μαρία, παρέμενε ὡς ἐπὶ το πλεῖστον, στὴ Ναζαρὲτ καὶ τη φροντίδα της την εἶχε ἡ οἰκογένεια του
Ἰωσήφ, τα παιδιὰ του, αὐτὰ ποῦ ἤ Γραφὴ τα ὀνομάζει «άδελφοὺς του Ἰησοῦ».
Ὁπωσδήποτε θὰ ἀκολουθοῦσε μὲ τὶς ἄλλες Μυροφόρες τον Υἱὸ της καὶ Θεὸ της, τὸν λυτρωτὴ
ὅλου του κόσμου. Καὶ θὰ μετεῖχε της διακονίας, γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος στὸ εὐαγγέλιο (Ματθ.
ζκ' 55. Μάρκ. ἰὲ' 41. Λουκ. ἡ' 3).
Ἔτσι ἐξηγεῖται πῶς βρέθηκε κατὰ τη σταύρωσι στὸ Γολγοθὰ. Ἐκεῖνο το «ειστήκει παρὰ τῷ
σταυρὼ» (Ιωάν. ιθ' 25) εἶναι συγκλονιστικὸ καὶ ἐκθαμβωτικό. Δύο μυστήρια βλέπει καὶ εξίσταται.
Τὸ θάμβος της στὸ πρῶτο, στὴ σάρκωσι, το δείχνει το «ἰδοῦσα» (Λουκ. α' 29): στὸ δεύτερο, στὴ
σταύρωσι, το δείχνει το «ειστήκει». Στεκόταν! Μόνο ἀπάθεια δὲν μποροῦσε νὰ ἔχη γιὰ Ἐκείνον,
ποῦ γιὰ τοῦ κόσμου τη σωτηρία ἔπασχε την πιὸ ὀδυνηρὴ εὐπάθεια.
Καὶ ἐκεῖ πού στεκόταν δακρύουσα, ἀκούει τον Υἱὸ της ἀπὸ το Σταυρό.
–Μαρία, Παναγία, δὲν φάνηκε νὰ σου δίνη σημασία ξεχωριστὴ ὁ Υἱὸς σου, ὅταν ὡς συγγενεῖς
Τὸν ζητούσατε. Τώρα, την ὑψίστη ὥρα, την ὥρα της μεγάλης Ἀγάπης, την ὥρα της αἰωνιότητας,
Ἐσένα Μαρία κοιτάζει (Ιωάν. ιθ' 26). Ἐσένα προσφωνεῖ. Γιὰ σένα φροντίζει: «Γύναι, ἴδε ὁ υἱὸς σου»!
Σου ἔδειξε τον Ἰωάννη, τον ἀγαπημένο καὶ ἐπιστήθιο. Σὲ παραδίνει στὴ στοργὴ του Ἰωάννου, ποῦ
κι αὐτὸς ἀκούει ἀπὸ το Σταυρὸ: «Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» (Ιωάν. ιθ' 27).
Σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Νῦν φαίνεται τοσαύτην αὐτῆς ποιούμενος πρόνοιαν, ὼς καὶ
πρὸς αὐτὸ το σταυρὼ το πάντων μάλιστα ποθουμένω μαθητὴ παρακαταθέσθαι αὐτὴν καὶ πολλὰ
ὑπὲρ αὐτῆς επισκηψαι. Ἀλλ' οὐχὶ νῦν τοῦτο ποιεῖ, κηδόμενος αὐτῆς καὶ των ἀδελφῶν. Ἐπειδὴ γὰρ
ὼς ανθρώπω προσεύχον ψιλὼ καὶ εκείνοδόξουν, τὸ νόσημα ἐκβάλλει, ούχύβρίζων, ἀλλὰ
διορθούμενος» (Ε.Π.Ε. 10,760). Μετάφρα - σις: Τώρα φαίνεται, ὅτι τόσο πολὺ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴ
μητέρα Του, ὥστε καὶ πάνω στὸ σταυρὸ ποῦ βρίσκεται νὰ την ἐμπιστευθῆ στὸν πλέον ἀγαπημένο
μαθητὴ Του, δίνοντας σ' αὐτὸν παραγγελίες γι' αὐτήν. Δὲν κάνει βέβαια το ἴδιο στὴν περίσταση
πού ἐξετάζουμε, ἐνδιαφερόμενος κυρίως γι' αὐτούς. Οἱ συγγενεῖς Του τὸν θεωροῦσαν ἁπλὸ
ἄνθρωπο καὶ ἦσαν ματαιόδοξοι, τοὺς απαλλάσει ἀπὸ το πάθος τους αὐτό, ὄχι μὲ βρισιές, ἀλλὰ
διορθώνοντας τη γνώμη τους.
Μπορεῖ τη Μαρία, τη μητέρα Του, νὰ μὴ τὴν εἶχε «εἰς τα ἴδια», κατὰ την τριετὴ δρᾶσι Του στὴ
Γαλιλαία καὶ τὴν Iουδαία. Γιατὶ ἤθελε νὰ δείξη, ὅτι ὅλος ὁ κόσμος, ποῦ Τὸν ἀκούει καὶ Τὸν
ὑπακούει, εἶναι δικὸς Του. “Όμως τώρα την παραδίνει στὸν Ἰωάννη, ποῦ τὴν «λαμβάνει εἰς τα ἴδια».
Καὶ μεῖς μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὴν ἔχουμε την Παρθένο, την Παναγία, στὰ ἴδια, σὲ ξεχωριστὴ θέση
στὴν καρδιὰ μας, στὴ θεολογία μας, στὴ λατρεία μας.
Το ἐρώτημα, λοιπόν, τότε, «Τὶς έστιν ἤ μήτηρ μου ἤ οἱ άδελφοὶ μου;» (στ. 33) ἴσχυσε γιὰ τοὺς
τότε. Ἐμεῖς γνωρίζουμε την τιμητικὴ θέση της μητέρας Του. Ως πρὸς τὸ «άδελφοὶ μου», ἔχουμε νὰ
σημειώσουμε τα ἑξῆς:
Πρώτον, ὅτι πρόκειται γιὰ παιδιὰ του Ἰωσήφ, του μνήστορα της Παρθένου, ἀπὸ γάμο του πολὺ
πρὶν ἀπὸ τη μνηστεία. Ὁ 'Ἰωσὴφ εἶχε δυὸ παιδιὰ: τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰούδα. Ὁ άδελφὸς του Ἰωσήφ,
ὁ Κλωπας, εἶχε τρία ἀγόρια: τὸν Ἰάκωβο το μικρό, τὸν Ἴωση καὶ το Συμεών. Κι οἱ δυὸ εἶχαν καὶ
θυγατέρες.
Ἔτσι ὡς «άδελφοὶ» του Ἰησοῦ λογίζονται ὅλοι αὐτοὶ πού ἀναφέραμε. Ζοῦσαν πάντως μαζὶ μὲ
τὸν Ἰησοῦ στὴ Ναζαρὲτ καὶ εἶχαν μαζὶ Του μεγαλώσει.
Δεύτερον, ὅτι γιὰ ἕνα μεγάλο διάστημα οἱ λεγόμενοι άδελφοὶ του Ἰησοῦ δὲν Τὸν ἀκολουθοῦσαν
καὶ δὲν Τὸν παραδέχονταν! Σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς: «Οὐδὲ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς
αὐτὸν» (Ιωάν. ζ' 5).
Οἱ πνευματικοὶ συγγενεῖς (στ. 33-34)
Στὴ νέα συγγένεια, πού καθιερώνει ὁ Χριστός, πάντοτε ἀνῆκε ἡ μητέρα Του, ἀργότερα δὲ
ἐντάχθηκαν καὶ οἱ λεγόμενοι «άδελφοὶ» Του. Νὰ πὼς δείχνει ὁ Χριστὸς τοὺς νέους συγγενεῖς Του:
«Καὶ περιβλεψάμενος κύκλω τοὺς περὶ αὐτὸν καθημένους λέγει: "Ἴδε ἤ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοὶ
μου ὃς γὰρ ἂν ποίηση το θέλημα του Θεοῦ, οὗτος ἀδελφὸς μου καὶ ἀδελφὴ μου καὶ μήτηρ ἐστὶ»
(στ. 34-35). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἀφοῦ περιέφερε το βλέμμα του ὁλόγυρα σ' αὐτοὺς
πού κάθονταν γύρω του, λέει: “Νά ἡ μητέρα μου καὶ τα ἀδέλφια μου. Ναί, ὅποιος θὰ τηρῆ το
θέλημα μου, αὐτὸς εἶναι ἀδελφὸς μου καὶ ἀδελφὴ μου καὶ μητέρα μου”».
Ποιὸς ἄλλος ἐφάρμοσε πιστότερα καὶ ἀκριβέστερα το θέλημα του Θεοῦ ἀπὸ τη μητέρα Του;
«Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου γένοιτὸ μου κατὰ το ρημὰ σου» (Λουκ.α' 38). Ἄρα ὅταν ἔδειχνε ὁ Χριστὸς το
νέο εἶδος μητέρας του καὶ ἔλεγε «Ἴδε ἤ μήτηρ μου», τη Μαρία την Παρθένο μητέρα Του ἔδειχνε
πρώτη, κι ἂς μὴν ἦταν στὴν πρώτη σειρὰ των ἀκουόντων.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μία ἐστὶν εὐγένεια μόνη, το το θέλημα του Θεοῦ ποιείν. Οὗτος της
εὐγενείας ὁ τρόπος βελτίων ἐκείνου καὶ κυριώτερος» (Ε.Π.Ε. 10,762). Μετὰ - φράσις: Μία μόνο
εἶναι ἡ πραγματικὴ συγγένεια, τὸ νὰ πράττη κανεὶς το θέλημα του Θεοῦ. Αὐτὸς ὁ τρόπος της
συγγενείας εἶναι ἀνώτερος καὶ σπουδαιότερος ἀπὸ την κατὰ σάρκα συγγένεια.
Το θέλημα του Θεοῦ το γνωρίζει κανεὶς μὲ τὸ λόγο. Γι' αὐτὸ ἄλλος εὐαγγελιστὴς σημειώνει, ὅτι
μητέρα καὶ άδελφοὶ του Ἰησοῦ εἶναι «οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον του Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτὸν»
(Λουκ. ἴα' 28). Καὶ τότε πάλι ὁ Χριστὸς σὰν νὰ τοποθετοῦσε τη μητέρα Του πρώτη στὸν κατάλογο
της «εὐγενείας», δηλαδή, της νέας συγγένειας.
Καὶ στὴν ἄλλη περίπτωσι θέτει ὁ Χριστὸς τη συγγένεια του λόγου πάνω ἀπὸ τη σαρκικὴ
συγγένεια. Ὅταν Τὸν διέκοψε μιὰ θαυμάστρια του λόγου, τὶ Του εἶπε; Τη μητέρα Του μακάρισε:
«Μακαρία ἡ κοιλία ἤ βαστάσασὰ σὲ καὶ μαστοὶ οὓς έθήλασας». Τὴ μητέρα Του καλεῖ «μακαρία»!
Δὲν ἦταν; Φυσικὰ καὶ ἦταν, ἀφοῦ ἔτσι την ἀποκάλεσε το Πνεῦμα το "Ἅγιον διὰ της Ἐλισάβετ (Λουκ.
α' 45).
Ἀλλὰ τότε γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν τὸ λέει; Τὸ λέει, ἀλλ' έμμέσως, γιὰ νὰ κατακυρώση το νέο
μακαρισμὸ της νέας συγγένειας. «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον του Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες
αὐτὸν» (Λουκ. ἴα' 27).
Ἦταν μακαρία καὶ γι' αὐτὴ την αἰτία ἡ Μαρία ἡ Παρθένος. "Ἄκουσε το λόγο του οὐρανοῦ ὡς το
μεγαλειωδέστερο μήνυμα, κατὰ τὸν εὐαγγελισμό, καὶ τὸν δέχτηκε καὶ ὑπάκουσε.
Εἶναι θαυμαστό, ὅτι, ἐνῶ φαίνεται στὴν ὅλη περικοπὴ νά... περιφρονῆ ὁ Ἰησοῦς τοὺς κατὰ σάρκα
συγγενεῖς Του, τελικὰ καὶ αὐτοὺς τιμᾶ καὶ καλεῖ, ἀφοῦ καὶ ἡ Μητέρα Του ἦταν ἡ καλύτερη
ἀκροάτρια του λόγου του Θεοῦ, καὶ οἱ δύο «άδελφοὶ» Του ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰούδας (ὀνομαζόμενοι
«άδελφόθεοι») πίστεψαν στὸν Ἰησοῦ. Καὶ οἱ δύο ἔγιναν θεόπνευστοι κήρυκες του λόγου καὶ
θεόπνευστοι συγγραφεὶς δύο ἀπὸ τὶς ἑπτὰ «καθολικὲς» ἐπιστολές.
Εἶχαν ἀκούσει καὶ εἶχαν πιστέψει στὸ λόγο του Χριστοῦ καὶ ἑπομένως ὑπάγονται στὴ νέα
οἰκογένεια, γιὰ την ὁποία λέει ὁ Χριστὸς: «Οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον του Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες
αὐτόν, οὗτοι καὶ μήτηρ μου καὶ ἀδελφοὶ μου» (Ματθ. ιβ' 48-50).
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τη διδασκαλία Του καὶ τὰ θαύματὰ Του συγκροτεῖ το νέο λαὸ του Θεοῦ,
ποῦ δὲν προσδιορίζεται ἀπὸ τὶς κατὰ κόσμο σχέσεις, ἀλλὰ ἀπὸ την ἐφαρμογὴ του θείου θελήματος.
Ἡ νέα αὐτὴ συγγένεια ἔχει ὡς συνέπεια τη συμμετοχὴ σὲ ὅλα τα ἀγαθά, ποῦ προσφέρει ὁ Θεὸς
Πατέρας μὲ τὴν ἐν Χριστῶ ἀποκάλυψὶ Του.
Τὸ κριτήριο καὶ ὁ θεμελιώδης συνδετικὸς παράγων στὴ νέα συγγένεια εἶναι ὁ λόγος του Χριστοῦ
καὶ το θέλημα του Θεοῦ. Ἡ νέα κορυφαία καὶ πρωταρχικὴ συγγένεια στηρίζεται στὴν ἀκρόασι καὶ
πραγματοποίηση του θελήματος του Θεοῦ, ὅπως το ἐκφράζει ὁ Ἰησοῦς. Ἡ αὐθεντία του Ἰησοῦ δὲν
ἀποδιοργανώνει, ἀλλὰ ἰσορροπεῖ καὶ ἀποκαθιστᾶ τὶς στοιχειώδεις μορφὲς ἀνθρώπινης
συμβιώσεως.

1 Καὶ πάλιν ἤρξατο διδάσκειν παρὰ τὴν θάλασσαν· καὶ συνήχθη πρὸς αὐτὸν ὄχλος πολύς, ὥστε
αὐτὸν ἐμβάντα εἰς τὸ πλοῖον καθῆσθαι ἐν τῇ θαλάσσῃ· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος πρὸς τὴν θάλασσαν ἐπὶ τῆς
γῆς ἦσαν. 2 καὶ ἐδίδασκεν αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς πολλά, καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ἐν τῇ διδαχῇ
αὐτοῦ· 3 ἀκούετε. ἰδοὺ ἐξῆθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι. 4 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ σπείρειν ὃ μὲν ἔπεσεν ἐπὶ
τὴν ὁδόν, καὶ ἦλθον τὰ πετεινὰ καὶ κατέφαγεν αὐτό· 5 καὶ ἄλλο ἔπεσεν ἐπὶ τὸ πετρῶδες, ὅπου οὐκ
εἶχε γῆν πολλήν, καὶ εὐθέως ἐξανέτειλε διὰ τὸ μὴ ἔχειν βάθος γῆς, 6 ἡλίου δὲ ἀνατείλαντος
ἐκαυματίσθη, καὶ διὰ τὸ μὴ ἔχειν ρίζαν ἐξηράνθη· 7 καὶ ἄλλο ἔπεσεν εἰς τὰς ἀκάνθας, καὶ ἀνέβησαν
αἱ ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό, καὶ καρπὸν οὐκ ἔδωκε· 8 καὶ ἄλλο ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν καλὴν
καὶ ἐδίδου καρπὸν ἀναβαίνοντα καὶ αὐξάνοντα, καὶ ἔφερεν ἐν τριάκοντα καὶ ἐν ἑξήκοντα καὶ ἐν
ἑκατόν. 9 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.

Διδαχή από τη θάλασσα (στ. 1-2)


Ἀγαπημένος ἄμβωνας του Χριστοῦ ἡ θάλασσα. Καὶ διότι εἶναι τόπος ἁλιεύσεως καὶ ὁ Κύριος
θέλει νὰ ἁλιεύη ψυχὲς στὴν ἀγάπη Του, στὴ σωτηρία, ἀλλὰ καὶ διότι θέλει νὰ βλέπη τους ἀκροατὲς
μπροστὰ Του. Δὲν θέλει κάποιον πίσω Του. Όλοι νὰ Τον βλέπουν καὶ νὰ Τὸν ἀκοῦνε. Αὐτὸς στὸ
πλοῖο καὶ οἱ ἀκροατὲς παρατεταγμένοι στὸν αίγιαλό! «Καὶ πάλιν ἤρξατο διδάσκειν παρὰ την
θάλασσαν. Καὶ συνήχθη πρὸς αὐτὸν ὄχλος πολύς, ὥστε αὐτὸν εμβάντα εἰς το πλοῖον καθήσθαι ἐν
τη θαλασσῆ. Καὶ πᾶς ὁ ὄχλος πρὸς τὴν θάλασσαν ἐπὶ της γῆς ἦσαν» (στ. 1). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Ἄρχισε δὲ πάλι νὰ διδάσκη κοντὰ στὴ λίμνη. Καὶ μαζεύτηκε κοντὰ του λαὸς πολύς,
ὥστε ἀναγκάστηκε νὰ μπῆ καὶ νὰ καθήση στὸ πλοῖο μέσα στὴ λίμνη».
Μέχρι τώρα βλέπαμε τὸν Κύριο νὰ διδάσκη συγκεκριμένες διδαχές. Κατὰ το Ματθαίο μάλιστα
καὶ το Λουκᾶ ἔχει ἤδη γίνει ἡ ἐπὶ του Ὄρους ὁμιλία. Ὁ Χρυσόστομος δίνει μία ἐξήγηση της
διαφορὰς του συγκεκριμένου λόγου της ἐπὶ του Ὄρους ὁμιλίας καὶ του παραβολικοῦ λόγου ἐδῶ.
«Καὶ εδίδασκεν αὐτοὺς ἐν παραβολαὶς πολλά, καὶ ἔλεγες αυτοὶς ἐν τη διδαχὴ αὐτοῦ» (στ. 2).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ τοὺς δίδασκε πολλὰ μὲ παραβολές. Καὶ τοὺς ἔλεγε κατὰ τη
διδασκαλία του».
Το τέταρτο κεφάλαιο του κατὰ Μάρκον εὐαγγελίου στὸ μεγαλύτερο μέρος του δὲν εἶναι
ἀφηγηματικό, ἀλλ' ἐκθέτει ἐκτενεῖς διδασκαλίες του Ἰησοῦ σὲ μορφὴ παραβολῶν.
• Παραβολὴ του σπορέως: δ' 3-20,
• Παραβολὴ της αὐξήσεως σπόρου σίτου: δ' 26-29,
• Παραβολὴ του κόκκου σινάπεως: δ' 30-32.
Ἐνδιαμέσως παρεμβάλλεται τὸ λόγιο γιὰ το λύχνο καὶ τὸ λόγιο γιὰ τὸ μέτρο (δ' 21-25).
Λέει, λοιπόν, ὁ Χρυσόστομος, ὅτι ἐκεῖ, στὴν ἐπὶ του Ὄρους ὁμιλία, ἦταν ἀκροατήριο ἁπλὸ καὶ
λαὸς ἄπλαστος, ἐνῶ ἐδῶ, στὸν αἰγιαλό, παρευρίσκονται καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι.
Παρακάτω, στοὺς στ. 10-12, θὰ ἐξηγήση ὁ Χριστός, γιατὶ μιλάει μὲ παραβολές. Ἐδῶ νὰ
σημειώσουμε μόνο τοῦτο:
• Διδάσκει ὁ Ἰησοῦς «ἐν παραβολαὶς πολλά», ὥστε νὰ προκαλέση ἔτσι το ἐνδιαφέρον των
ἀκροατῶν Του καὶ νὰ φανερώση στὴ συνέχεια το νόημα των παραβολῶν στὸ στενότερο κύκλο
αὐτῶν ποῦ δείχνουν τέτοιο ἐνδιαφέρον.
Ὁ ἑρμηνευτὴς Π. Τρεμπέλας παρομοιάζει τὶς παραβολὲς μὲ τὴ στήλη νεφέλης, ποῦ συνόδευε το
λαὸ του Θεοῦ στὴν ἔρημο καὶ ποῦ έρριχνε τη σκιὰ της πρὸς τοὺς Αἰγυπτίους, ἐνῶ μὲ την ἄλλη
πλευρὰ της φώτιζε τοὺς Ἰσραηλίτες. Καὶ οἱ παραβολὲς διαφωτίζουν το κήρυγμα γιὰ τη βασιλεία
του Θεοῦ στὸν κύκλο των μαθητῶν καὶ θαυμαστῶν του Ἰησοῦ. Ἀντίθετα οἱ ἐχθρικὰ διακείμενοι
εἶναι «μὴ συνιώντες», δὲν καταλαβαίνουν. Ἄν ἀλλάξουν στάσι καὶ μετανοήσουν, ὅλα θὰ τοὺς
φανερωθοῦν.

Ὁ Σποριὰς καὶ ὁ σπόρος (στ. 3)


Καλεῖ ὁ Χριστὸς νὰ Τὸν ἀκούσουν. Εἶναι αὐτὸ πού καθιερώθηκε στὴ λειτουργικὴ σύναξι ὡς
ζωηρὸ κάλεσμα: «Πρόσχωμεν»! Ἀπαιτεῖται ἔντασης της προσοχῆς. Αὐτός, ποῦ μιλάει εἶναι ὁ Θεὸς
Λόγος καὶ αὐτός, γιὰ τον ὁποῖο μιλάει, εἶναι ὁ Ἴδιος. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Σποριὰς καὶ ὁ λόγος Του
εἶναι ὁ σπόρος. «Ἀκούετε! Ἰδοὺ εξήλθεν ὁ σπείρων του σπεῖραι» (στ. 3). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Προσέχετε! Νά, βγῆκε ὁ σποριὰς νὰ σπείρη».
Ἄν ὁ σπόρος εἶναι ὁ λόγος του Θεοῦ, αὐτὸς ὁ λόγος ἀποτελεῖ ἰδιοκτησία του Θεοῦ Λόγου. Γι'
αὐτὸ τονίζει: «Τὸν σπόρον αὐτοῦ». Καὶ πολλοὶ κήρυκες σπέρνουν το λόγο του Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν εἶναι
δικὸ τους ἀποκύημα εἶναι «οἰκονόμοι» του λόγου, ὄχι παραγωγοὶ του λόγου.
- Ὁ μεγάλος, λοιπόν, Σποριάς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, «εξήλθεν».
• Βγῆκε ἀπὸ τον οὐρανὸ καὶ μπῆκε στὸν κόσμο.
• Βγῆκε ἀπὸ την αορασία καὶ ἔγινε ὁρατός.
• Βγῆκε ἀπὸ το ἄχρονο καὶ μπῆκε στὸ χρόνο.
• Βγῆκε ἀπὸ το ἄπειρο καὶ μπῆκε στὸ χῶρο.
• Βγῆκε ἀπὸ την αἰωνιότητα καὶ μπῆκε στὴν ἱστορία.
• Βγῆκε ἀπὸ την ἀφάνεια καὶ μπῆκε στὴν κοινωνία.
• Βγῆκε ἀπὸ το ἄσαρκο καὶ μπῆκε στὴ «σκηνὴ» του σώματος.
• Βγῆκε ἀπὸ το ἄκτιστο καὶ μπῆκε στὴν κτίσι.
«Έξήλθε» στὸν κόσμο, χωρὶς νὰ ἐξέλθη ἀπὸ τη θέσι Του στὸν Οὐρανό! Ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε ὁ
ἄνθρωπος νὰ εἰσέλθη στὸν Οὐρανό, νὰ προσεγγίση τὸν Θεό, γι' αὐτὸ ἐξῆλθε Eκείνος.
«Εξήλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι» (στ. 3). Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πόθεν εξήλθεν ὁ
πανταχοῦ παρών, ὁ πάντα πληρῶν; Ἤ πὼς εξήλθεν; Οὐ τόπω, ἀλλὰ σχέσει καὶ οἰκονομία τη πρὸς
ἡμᾶς, ἐγγύτερος ἡμῖν γενόμενος διὰ της κατὰ σάρκα περιβολῆς. Ἐπειδὴ γὰρ ήμεὶς είσελθεὶν οὐκ
εδυνάμεθα, των ἁμαρτημάτων διατειχιζόντων ἡμῖν τὴν εἴσοδον, αὐτὸς ἐξέρχεται πρὸς ἡμᾶς»
(Ε.Π.Ε. 10,768). Μετάφρασις: Ἀπὸ πού ἐξῆλθε ὁ Χριστός, Αὐτὸς ποῦ εἶναι πανταχοῦ παρών, Αὐτὸς
πού τα πάντα πληροῖ (γεμίζει μὲ την παρουσία Του); Ἤ πὼς ἐξῆλθε; Βέβαια δὲν ἐξῆλθε τοπικά,
ἀλλὰ βγῆκε σύμφωνα μὲ το σχέδιο της οἰκονομίας Του γιὰ μας. Ἦλθε πολὺ κοντὰ μας, ἀφοῦ
περιβλήθηκε την ἀνθρώπινη φύσι. Ἐπειδὴ ἐμεῖς δὲν μπορούσαμε νὰ εἰσέλθουμε, γιατὶ τα
ἁμαρτήματὰ μας σὰν τεῖχος ἔφραζαν τη θέα του Θεοῦ, Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ἐξέρχεται πρὸς ἐμᾶς.
Έξήλθε «τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ». Σπόρος εἶναι ἡ διδασκαλία, ὁ λόγος του Θεοῦ. Χωράφι
εἶναι οἱ ψυχὲς των ἀνθρώπων.

Ἀκατάλληλη γῆ (στ. 4-7)


Σπέρνει παντοῦ. Εἶναι γιὰ ὅλους ὁ Χριστός. Δὲν κάνει διακρίσεις. Γιὰ την ἀποτελεσματικότητα
της σπορὰς καὶ το ἐν πολλοῖς ἀποτυχημένο ἀποτέλεσμα, οὔτε ὁ Σποριὰς φταίει, ἀφοῦ εἶναι ὁ
Χριστός, οὔτε ὁ σπόρος φταίει, ἀφοῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια.
Γιὰ το τέλειο τοῦ Σποριὰ καὶ του σπόρου θὰ ἰσχύη μέσα στοὺς αἰῶνες καὶ θαυμασμὸς των παρ'
ὀλίγων φονευτὼν Του. Οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τους ἀρχιερεῖς νὰ Τὸν συλλάβουν, έπιστρέφουν
άφωπλισμένοι καὶ θαυμαστές. Καὶ εἶπαν: «Οὐδέποτε οὕτως ελάλησεν ἄνθρωπος ὡς οὗτος ὁ
ἄνθρωπος» (Ιωάν. ζ' 46).
Γιὰ τα ἀποτελέσματα φταῖνε οἱ δέκτες, πού παραβάλλονται μὲ πατημένο δρόμο, μὲ πετρῶδες
ἔδαφος, μὲ αγκαθώδη ἀγρό.
«Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ σπείρεινὸ μὲν έπεσεν ἐπὶ τὴν ὁδόν, καὶ ἦλθον τα πετεινὰ καὶ κατέφαγεν
αὐτό. Καὶ ἄλλο έπεσεν ἐπὶ το πετρῶδες, ὅπου οὺκ εἶχε γῆν πολλήν, καὶ εὐθέως εξανέτειλε διὰ τὸ
μὴ έχειν βάθος γῆς, ἠλίου δὲ ἀνατείλαντος εκαυματίσθη, καὶ διὰ τὸ μὴ έχειν ρίζαν ἐξηράνθης καὶ
ἄλλο έπεσεν εἰς τὰς ἀκάνθας, καὶ ανέβησαν ἄι ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό, καὶ καρπὸν οὐκ
έδωκε» (στ. 4-7). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἐνῶ ἔσπερνε, ἄλλοι μὲν σπόροι ἔπεσαν στὸ
δρόμο, καὶ ἦλθαν τα πετεινὰ καὶ τοὺς κατέφαγαν. Ἄλλοι δὲ ἔπεσαν στὸ πετρῶδες ἔδαφος, ὅπου
δὲν ὑπῆρχε πολὺ χῶμα, καὶ ἀμέσως βλάστησαν, διότι δὲν εἶχαν βάθος χώματος, ἀλλὰ, ὅταν
ἀνέτειλε ὁ ἥλιος, δέχτηκαν τὶς καυστικὲς ἀκτίνες καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν βαθειὰ ρίζα, ξεράθηκαν.
Ἄλλοι δὲ σπόροι ἔπεσαν στὰ ἀγκάθια καὶ ὑψώθηκαν γύρω τους τα ἀγκάθια καὶ τοὺς ἔπνιξαν ἔτσι
δὲν παρήγαγαν καρπό».
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καθάπερ ὁ σπείρων ἀδιακρίτως βάλλει τα σπέρματα, οὕτω καὶ
Αὐτὸς οὐ πλούσιον, οὐ πένητα διαιρεϊ, οὐ σοφόν, οὺκ άσoφoν, οὐ ράθυμον, οὐ σπουδαῖον, οὺκ
άνδρείον, οὐ δειλόν, ἀλλὰ πᾶσι διελέγετο, τα παρ' ἑαυτοῦ πληρῶν, καίτοι προειδὼς τα έσόμενα»
(Ε.Π.Ε. 10,770).
Μετάφρασις: Όπως ὁ σποριὰς δὲν κάνει διακρίσεις, ἀλλὰ παντοῦ ρίχνει το σπόρο, ἔτσι καὶ ὁ
Ἰησοῦς δὲν κάνει διακρίσεις. Καλεῖ μὲ τὸ λόγο Του καὶ τὸν πλούσιο καὶ το φτωχό, καὶ το σοφὸ καὶ
τὸν ἄσοφο, καὶ τὸν άνδρείο καὶ το δειλό. Μιλάει σὲ ὅλους καὶ κάνει ό,τι πρέπει νὰ κάνη ἀπὸ μέρους
Του, καίτοι γνωρίζει το ἀποτέλεσμα.
Οἱ ἄνθρωποι πού δέχονται το σπόρο του λόγου του Θεοῦ, αὐτοὶ εἶναι πού ξεχωρίζουν. Ἔτσι
στοὺς περισσοτέρους, στὰ τρία τέταρτα, δὲν καρποφοροῦν οἱ σπόροι. Στὸ ἕνα τέταρτο
καρποφορεῖ. Βέβαια δὲν μποροῦμε ἀριθμητικὰ νὰ ὑπολογίσουμε. Μπορεῖ π.χ. ἡ ἀγαθὴ γῆ νὰ εἶναι
χωροταξικὰ μεγαλύτερο τμῆμα, ἤ το ἀντίθετο. Συνήθως βέβαια λιγώτεροι εἶναι οἱ δεχόμενοι το
λόγο. «Πολλοὶ κλητοί, ὀλίγοι δὲ έκλεκτοὶ» (Ματθ. βκ' 14).
Στὴν ἐξήγηση της παραβολῆς, πού ἔκανε ὁ Χριστὸς (στ. 10-20), ὅταν ἔμεινε μόνος καὶ μαζὶ Του
οἱ δώδεκα μαθητὲς καὶ ώρισμένοι ἄλλοι, ἐπισημαίνει σὲ ποιοὺς ἀνθρώπους ἁρμόζει ἡ «ὁδός», ὁ
πατημένος δρόμος, το πετρῶδες ἔδαφος, το ἀκανθῶδες χωράφι.
Ἐδῶ νὰ ποῦμε γενικὰ τα ἑξῆς:
1. Δὲν χάθηκε ὁ σπόρος ἐξ αἰτίας του σπείροντος, ἀλλὰ ἐξ αἰτίας της «ὑποδεχομένης γῆς».
Δηλαδὴ φταίει ἡ ψυχή, ποῦ δὲν ἄκουσε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ μὴ θέλη νὰ ἀκούση τη διδασκαλία τη
σωτήριο του Κυρίου.
2. Τὸ γεωργὸ μποροῦμε κάπως νὰ τὸν κατηγορήσουμε, διότι δὲν ἔκανε «τὴν ὁδὸν μὴ εἶναι
ὁδόν», διότι δὲν καθάρισε το χωράφι ἀπὸ τὶς πέτρες, διότι δὲν ξερρίζωσε πρῶτα τα ἀγκάθια. Το
μεγάλο ὅμως Σποριά, τον Ἰησοῦ Χριστό, δὲν μποροῦμε νὰ Τὸν κατηγορήσουμε. Καλεῖ. Προσφέρει
καὶ τα μέσα της μεταβολῆς. Ἄν δὲν θέλουν οἱ ἄνθρωποι, διὰ της βίας δὲν γίνεται μεταβολή. Ἀλλάζει
ὁ πρόθυμος. Ἐκεῖνος, πού ἀπαντᾶ σὲ κάθε λόγο καὶ παραγγελία του Θεοῦ: «Λάλει, Κύριε, καὶ ὁ
δοῦλὸς σου ἀκούει».
3. Τὸ γεωργὸ μποροῦμε νὰ τον σχολιάσουμε, γιατί, ἀφοῦ ἤξερε το εἶδος του ἐδάφους,
σκορποῦσε ἀπρόσεκτα τοὺς σπόρους πάνω σὲ πατημένο δρόμο, σὲ πέτρες, σὲ ἀγκάθια! Το Χριστὸ
ὅμως, ὼς Σποριά, δὲν μποροῦμε νὰ Τὸν κατηγορήσουμε, διότι ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ ὅλους τοὺς
ἀνθρώπους. Θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθήναι» (Α' Τιμ. β' 4).

Ἀγαθὴ γῆ (στ. 8-9)


Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι οἱ περισσότεροι στίχοι της παραβολῆς ἀναφέρονται στὴν ἀποτυχία
του ἔργου του σπορέως, ἂν καὶ δὲν καθορίζονται μὲ ἀκρίβεια οἱ ἀναλογίες μεταξὺ της ἄγονης καὶ
γόνιμης γῆς. «Καὶ ἄλλο έπεσεν εἰς τὴν γῆν την καλὴν καὶ εδίδου καρπὸν αναβαίνοντα καὶ
αὐξάνοντα, καὶ έφερεν ἐν τριάκοντα καὶ ἐν ἑξήκοντα καὶ ὲν έκατὸν» (στ. 8). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἄλλοι σπόροι ἔπεσαν στὴ γῆ την ἐκλεκτὴ καὶ σχημάτισαν καρπό, ποῦ μεγάλωνε
καὶ αὐξανόταν καὶ ἀπέδωσε τριάντα καὶ ἑξήντα καὶ ἑκατό».
Πρέπει νὰ σημειωθῆ, ὅτι ἡ καρποφορία της καλῆς γῆς παρουσιάζει καὶ αὐτὴ διαβαθμίσεις κατὰ
την ἀπόδοση καὶ ὅτι ἡ τελικὴ καρποφορία εἶναι ἐντυπωσιακὰ μεγάλη, ὥστε νὰ ὑπερβαίνη κάθε
προσδοκία!
Ωρισμένοι ἑρμηνευτὲς πατέρες ἐπιμένουν κατὰ τὸν ὑπομνηματισμὸ της παραβολῆς ὄχι τόσο
στὴν ἀποτυχία των τριῶν πρώτων περιπτώσεων, ὅσο στὴ διαβάθμιση της ἐπιτυχίας της τετάρτης
περιπτώσεως. Χαρακτηριστικὰ λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁ Ἰησοῦς καὶ της ἀρετῆς εἰσάγει
διαφόρους τρόπους. Φιλάνθρωπος γὰρ ὢν, οὐ μίαν έτεμεν όδόν, οὐδὲ είπεν: ἐὰν μὴ τὶς ἑκατὸν
ποιήση εξέπεσεν, ἀλλὰ, καὶ ὁ τα ἑξήκοντα ποιῶν σώζεται, καὶ οὺχ οὗτος μόνος, ἀλλὰ καὶ ὁ τα
τριάκοντα. Τοῦτο δὲ εποίησεν εὔκολον κατασκευάζων την σωτηρίαν».
Δὲν εἶναι βέβαια δύσκολη ἡ σωτηρία, ἀλλὰ γιὰ ποιόν; Γιὰ ἐκείνον, ποῦ εἶναι προσεκτικὸς
ἀκροατής, δεκτικὸς του λόγου καὶ ἀγωνίζεται νὰ καρποφορήση μέσα του ὁ λόγος διὰ των καλῶν
ἔργων. Δὲν ἀρκεῖ ἡ ὑποδοχὴ καὶ ἀποδοχὴ του λόγου. Ἀναμένεται καὶ ἡ καρποφορία του λόγου.
Γι' αὐτὸ καὶ συμπληρώνοντας τα παραπάνω ὁ Χρυσόστομος, λέει: «Καὶ ἐνταῦθα πολλὴ ἡ
φιλανθρωπία, ὅτι οὐχ ὲν ἀπαιτεῖ μέτρον άρετής, ἀλλὰ καὶ τους πρώτους ἀποδέχεται, καὶ τοὺς
δευτέρους οὺκ ἐκβάλλει, καὶ τους τρίτους δίδωσι χώραν. Ταῦτα δὲ λέγει, ἴνα μὴ νομίσωσιν οἱ
ἀκολουθοῦντες - αυτώ, ὅτι ἀρκεῖ ἡ ἀκρόασις εἰς σωτηρίαν» (Ε.Π.Ε. 10,778).
Μετάφρασις: Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ (της καλῆς γῆς) ἀποδεικνύεται ἡ φιλανθρωπία του
Κυρίου, διότι δὲν ζητάει μόνο ἕνα μέτρο ἀρετῆς, ἀλλὰ καὶ τους πρώτους δέχεται καὶ δὲν ἀπορρίπτει
τοὺς δευτέρους, ἀλλὰ δίνει τόπο καὶ στοὺς τρίτους. Αὐτὰ δὲ τὰ λέει, ὥστε νὰ μὴ νομίσουν ὅσοι Τὸν
ἀκολουθοῦν, ὅτι ἀρκεῖ γιὰ τη σωτηρία ἤ ἀκρόασις καὶ μόνο των λόγων.
«Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν άκουέτω».
Αὐτιὰ ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Το θέμα εἶναι γιατὶ τα ἔχουν; Πολλοὶ τὰ ἔχουν ἀνοικτὰ στὶς
σειρῆνες του κόσμου καὶ κλειστὰ στὸ διάγγελμα καὶ παράγγελμα του Οὐρανοῦ. Οἱ πιστοὶ ἔχουν τα
αὐτιὰ τους ὄχι μόνο γιὰ ἀκοή, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὑπακοή. Ἡ ἀκοὴ γίνεται θαυμασμός. Ο θαυμασμὸς
γίνεται πίστις (Ρωμ. ι' 14). Ἡ πίστις γίνεται ὑπακοή. Ἡ ὑπακοὴ γίνεται ἀρετή. Ἡ ἀρετὴ γίνεται
ὁμολογία. Καὶ ἔτσι ὁ λόγος ἀπὸ τα αὐτιὰ πηγαίνει στὸ στόμα ὁ ἀκροατὴς γίνεται διαλαλητής. «Καὶ
έλεγεν αυτοὶς: Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν άκουέτω» (στ. 9). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ τοὺς
ἔλεγε: “Όποιος ἔχει αὐτιὰ γιὰ νὰ ἀκούη, ἂς ακούη”».
Γιατὶ ἄραγε πρώτη ἀπὸ ὅλες τὶς παραβολὲς λέχθηκε ἡ παραβολὴ του Σπορέως; Όταν κάποιος
παρασκευάζη ἕνα πομπό, ὀφείλει συγχρόνως νὰ φροντίζη καὶ γιὰ δέκτη. Πομπὸς χωρὶς δέκτη εἶναι
ἄχρηστος. Ἡ παραβολὴ εἶναι ἕνας πομπός, ποῦ λειτουργεῖ μὲ ἐνέργεια μὲν του Οὐρανοῦ, ἀφοῦ
πρόκειται γιὰ θεῖο λόγο, ἀλλὰ στὴ συχνότητα του ἀνθρώπου.
Ὁ πομπὸς της παραβολῆς προορίζεται γιὰ τὸ δέκτη, ποῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
Μὲ τὴν πρώτη, λοιπόν, παραβολὴ Του ὁ Ἰησοῦς ἑτοιμάζει τοὺς δέκτες ἐκείνους, ποῦ θὰ δέχωνται
τὶς παραβολὲς Του. Έτοιμάζει τους ἀκροατὲς Του. Φανερώνει, ποιοὶ εἶναι ἀληθινοὶ ἀκροατὲς του
λόγου του Θεοῦ.

10 ῞Οτε δὲ ἐγένετο κατὰ μόνας, ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ περὶ αὐτὸν σὺν τοῖς δώδεκα τὴν
παραβολήν. 11 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ·
ἐκείνοις δὲ τοῖς ἔξω ἐν παραβολαῖς τὰ πάντα γίνεται, 12 ἵνα βλέποντες βλέπωσι καὶ μὴ ἴδωσι, καὶ
ἀκούοντες ἀκούωσι καὶ μὴ συνιῶσι, μήποτε ἐπιστρέψωσι καὶ ἀφεθῇ αὐτοῖς τὰ ἁμαρτήματα. 13 καὶ
λέγει αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τὴν παραβολὴν ταύτην, καὶ πῶς πάσας τὰς παραβολὰς γνώσεσθε; 14 ὁ
σπείρων τὸν λόγον σπείρει. 15 οὗτοι δέ εἰσιν οἱ παρὰ τὴν ὁδὸν ὅπου σπείρεται ὁ λόγος, καὶ ὅταν
ἀκούσωσιν, εὐθὺς ἔρχεται ὁ σατανᾶς καὶ αἴρει τὸν λόγον τὸν ἐσπαρμένον ἐν ταῖς καρδίαις
αὐτῶν. 16 καὶ οὗτοι ὁμοίως εἰσὶν οἱ ἐπὶ τὰ πετρώδη σπειρόμενοι, οἳ ὅταν ἀκούσωσι τὸν λόγον, εὐθὺς
μετὰ χαρᾶς λαμβάνουσιν αὐτόν, 17 καὶ οὐκ ἔχουσι ρίζαν ἐν ἑαυτοῖς, ἀλλὰ πρόσκαιροί εἰσιν· εἶτα
γενομένης θλίψεως ἢ διωγμοῦ διὰ τὸν λόγον, εὐθὺς σκανδαλίζονται. 18 καὶ οὗτοί εἰσιν οἱ εἰς τὰς
ἀκάνθας σπειρόμενοι, οἱ τὸν λόγον ἀκούοντες, 19 καὶ αἱ μέριμναι τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ ἡ ἀπάτη
τοῦ πλούτου καὶ αἱ περὶ τὰ λοιπὰ ἐπιθυμίαι εἰσπορευόμεναι συμπνίγουσι τὸν λόγον, καὶ ἄκαρπος
γίνεται. 20 καὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν σπαρέντες, οἵτινες ἀκούουσι τὸν λόγον καὶ
παραδέχονται, καὶ καρποφοροῦσιν ἐν τριάκοντα καὶ ἐν ἑξήκοντα καὶ ἐν ἑκατόν.

Γιατὶ ὲν παραβολαίς; (στ. 10-14)


Στὴν περικοπὴ γιὰ τὴ σπορὰ καὶ το σπορέα ἕνα μέσο ἐξάρσεως της αὐθεντίας του Ἰησοῦ εἶναι
αὐτὴ καθ' εαυτὴν ἤ χρῆσις παραβολικῆς διδαχῆς. Ἐκεῖνος κατέχει ὅλη τη γνῶσι, ὅλο «το μυστήριο
της βασιλείας του Θεοῦ», καὶ το μεταδίδει καὶ το ἑρμηνεύει σὲ ὅσους κρίνει ὅτι μποροῦν νὰ
ἀκούσουν πραγματικά.
Ὅταν ἔφυγε ὁ πολὺς κόσμος, οἱ μαθητὲς καὶ ἄλλοι ἀπὸ το στενὸ κύκλο των ἀκροατῶν, Του
ζήτησαν ἐξηγήσεις γιὰ την παραβολὴ: «Ὅτε δὲ ἐγένετο κατὰ μόνας, ήρώτησαν αὐτὸν οἱ περὶ αὐτὸν
σὺν τοϊς δώδεκα την παραβολήν. Καὶ ἔλεγες αυτοὶς: Ὑμῖν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της
βασιλείας του Θεοῦ' ἐκείνους δὲ τοὺς ἔξω ἐν παραβολαὶς τα πάντα γίνεται, ἴνα βλέποντες βλέπωσι
καὶ μὴ ίδωσι, καὶ ἀκούοντες ακούωσι καὶ μὴ συνιώσι, μήποτε επιστρέψωσι καὶ ἀφέθη αυτοὶς τα
ἁμαρτήματα» (στ. 10-12). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὅταν δὲ βρέθηκε μόνος (χωρὶς το
μεγάλο πλῆθος των ἀκροατῶν), ὅσοι ἦσαν κοντὰ του μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα τὸν ρώτησαν γιὰ τη
σημασία της παραβολῆς. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: Σέ σᾶς δόθηκε το προνόμιο νὰ γνωρίσετε τα
μυστήρια της βασιλείας του Θεοῦ, ἐνῶ σὲ ὅσους βρίσκονται ἔξω ἀπὸ το χῶρο της πίστεως, ὅλα
διδάσκονται μὲ παραβολές, ὥστε, ὅσο καὶ ἂν κοιτάζουν, νὰ μὴ βλέπουν, καὶ ὅσο καὶ ἂν ἀκοῦνε, νὰ
μὴ καταλαβαίνουν. Καὶ αὐτὸ μὲ την ἐλπίδα νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ τοὺς συγχωρήση ὁ Θεὸς τὶς
ἁμαρτίες».
Γιὰ τὴν ἑκούσια πώρωσι καὶ την εὐθύνη των ἀκροατῶν λέει ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας το
παράλληλο χωρίο του Ματθαίου (ιγ' 14): «Ούκοὺν ανοίξαι ἔδει, φησί, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔι μὴ
βλέπουσιν. Ἀλλ' εἰ μὲν φύσεως ἤ πώρωσις ἥν, άνοίξαι ἔδει ἐπειδὴ δὲ ἑκουσία καὶ αὐθαίρετος ἤ
πώρωσις, διὰ τοῦτο οὺκ είπεν ἁπλῶς “ου βλέπουσι”, ἀλλὰ “βλέποντες οὐ βλέπουσιν”. ὥστε της
αὐτῶν πονηρίας ἤ πώρωσις».
Ἡ «ἀδυναμία» του λόγου του Μεσσία νὰ διασπάση το φράγμα κατανοήσεως καὶ νὰ εἰσαγάγη
τα πλήθη των ἀνθρώπων στὸ θαυμαστὸ μυστήριο της βασιλείας του Θεοῦ, εἶναι μιὰ θλῖψις γι'
Αὐτόν, εἶναι ἕνας σταυρὸς πρὸ του Σταυροῦ.
Παρὰ ταῦτα, δὲν παύει νὰ εἶναι ὁ παραβολικὸς λόγος ἕνας θεϊκὸς τρόπος προβολῆς της
ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας.
Ἡ σπορὰ του λόγου ἀπαιτεῖ τέχνη. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὀνομάζεται ἀπὸ τους Πατέρες
«παντεχνήμων Λόγος». Αὐτὸς ὁ «παντεχνήμων Λόγος» γνώριζε κάθε φορὰ νὰ χρησιμοποιῆ εἰδικὸ
τρόπο, γιὰ νὰ σπέρνη το λόγο Του, τη διδαχὴ Του, το εὐαγγέλιὸ Του στὶς καρδιὲς των ἀνθρώπων.
Ἡ τέχνη της σπορὰς του λόγου ἀποκαλύπτεται στὸν παραστατικὸ τρόπο, ποῦ ὁ Ἴδιος ώνόμασε
παραβολή.
Τὶ εἶναι παραβολή; Κάποια ἱστορία, παρμένη ἀπὸ τη φύσι ἤ ἀπὸ την ἀνθρώπινη ζωή. Μιὰ
ἱστορία, πού μπορεῖ νὰ συμβῆ καὶ στὴν πραγματικότητα, πάντοτε ὅμως πίσω ἀπὸ αὐτὴν κρύβεται
κάποια ὑπερκόσμια ἀλήθεια ἤ ἕνα πνευματικὸ δίδαγμα.
Γιατὶ ὁ Χριστὸς μιλοῦσε «ἐν παραβολαίς»; Γιὰ δύο κυρίως λόγους.
Ὁ ἕνας εἶναι ὁ οὐσιαστικός. Ἡ παραβολὴ εἶναι ἕνας συναισθηματικός, αινιγματώδης λόγος. Καὶ
ὅπως τὸν συνθηματικὸ λόγο τὸν κατανοοῦν μόνο ὅσοι εἶναι μυημένοι, ἔτσι το βαθύτερο νόημα
μίας παραβολῆς το κατανοοῦν μόνο ὅσοι εἶναι μυημένοι στὰ μυστήρια του Θεοῦ.
Τὴ διδασκαλία του Χριστοῦ τὴν ἄκουγαν καὶ ἀγαθές, καλοπροαίρετες ψυχές. Τὴν ἄκουγαν καὶ
οἱ δόλιοι γραμματεῖς καὶ οἱ πονηροὶ φαρισαῖοι, ποῦ εἶχαν νοσηρὴ ἀντίληψη καὶ ἦσαν
προκατειλημμένοι κατὰ του Ἰησοῦ. Γι' αὐτὸ πολλὰ πράγματα ὁ Χριστὸς τα δίδασκε σὲ εὐθὺ λόγο,
ὅπως εἶναι ἡ ἐπὶ του Ὄρους ὁμιλία. Πολλὰ ὅμως τα ἔλεγε σὲ πλάγιο, τρόπον τινά, λόγο.
Χρησιμοποιοῦσε εἰκόνες, παραστάσεις.
Τὸ ὅτι ἡ παραβολὴ εἶναι συνθηματικὸς λόγος, τὸ βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Θεῖος Διδάσκαλος: «Ὑμῖν
δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεοῦ εκείνοις δὲ τοὺς ἔξω ἐν παραβολαὶς τα πάντα
γίνεται, ϊνα βλέποντες βλέπωσι καὶ μὴ ίδωσι, καὶ άκούοντες άκούωσι καὶ μὴ συνιώσι, μήποτε
επιστρέψωσι καὶ ἀφέθη αυτοὶς τα ἁμαρτήματα».
Το ἴδιο κάνει καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ἀπὸ την ἀρχαία ἐποχὴ χρησιμοποιοῦσε τα σύμβολα. Στὶς
κατακόμβες βλέπουμε χαραγμένα ἤ ζωγραφισμένα πολλὰ σύμβολα. Πρόκειται γιὰ τὴν πρώτη
ἐμφάνιση της εἰκόνας. Τὸ σύμβολο εἶναι ἡ παραβολικὴ ζωγραφικὴ ἤ εἰκονογραφημένες
παραβολές. Καὶ οἱ εἰκόνες εἶναι παραβολές, ὄχι φυσικὰ μὲ γλώσσα, ἀλλὰ μὲ πινέλλο φτιαγμένες.
Ἡ βυζαντινὴ εἰκόνα ἑνὸς αγὶοὐ δὲν ἔχει μόνο την ἱστορικὴ της διάστασι. "Ἔχει καὶ τη συμβολικὴ καὶ
διδακτικὴ της διάστασι.
Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, χρησιμοποιεῖ καὶ τὸν παραβολικὸ λόγο. Δὲν ἐκθέτει τα μυστήριὰ της στὸν
ὁποιονδήποτε. Δὲν ρίχνει τοὺς «μαργαρίτας» (Ματθ. ζ' 6) των θείων μυστηρίων σὲ ἀσεβεῖς καὶ
ἀθέους. Μιλάει αἰνιγματωδῶς, γιὰ νὰ καταλαβαίνουν μόνο οἱ καλοπροαίρετοι. Λέει σχετικὰ ὁ
ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἐπειδὴ αἰνιγματωδῶς ἔμελλε διαλέγεσθαι, διανίστησι τὴν διάνοιαν των
ἀκουόντων πρώτον διὰ της παραβολῆς» (Ε.Π.Ε. 10,768).
Ὁ ἕνας εἶναι ὁ οὐσιαστικός. Ὁ ἄλλος λόγος, ποῦ λέει ὁ Κύριος παραβολές, εἶναι ὁ παιδαγωγικός.
Στὴν παραβολὴ βλέπουμε αὐτό, ποῦ στὴν παιδαγωγικὴ ὀνομάζουμε ἐποπτικὸ λόγο ἤ επαγωγὸ
διδασκαλία. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Μεγάλος παιδαγωγός, ποῦ μὲ τὶς παραβολὲς διδάσκει πολὺ
παραστατικά.
Ο λόγος του Χριστοῦ δὲν εἶναι ἀκαταλαβίστικος. Δὲν εἶναι ἄπιαστος λόγος. Δὲν εἶναι
«κουλτούρα» γιὰ τοὺς λίγους, τοὺς τάχα μορφωμένους. Δὲν ἀπευθύνεται μόνο σὲ ὑψηλὲς
διάνοιες. Εἶναι εὔληπτος γιὰ ὅλους. Ἡ ἐπιτυχία ἑνὸς δασκάλου εἶναι νὰ τον κατανοοῦν ὄχι μόνο οἱ
λίγοι, ἀλλὰ νὰ τὸν καταλαβαίνουν οἱ πολλοί, ἔι δυνατόν, ὅλοι. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Ἐν παραβολαὶς φθέγγεται ὁ Ἰησοῦς, ἴνα καὶ εμφαντικώτερον τὸν λόγον ποιήση καὶ πλείονα την
μνήμην ενθη καὶ ὑπ' ὄψιν άγάγη τα πράγματα» (Ε. Π.Ε. 10,768).
Ύστερα ἀπὸ αὐτὲς τὶς παρατηρήσεις προβάλλει το ἐρώτημα: Ποιὸ εἶναι το κεντρικὸ νόημα καὶ
ὁ στόχος της παραβολῆς; Συνεχίζοντας ὁ Ἰησοῦς τα περὶ σκοπιμότητος του ομιλεὶν παραβολικώς,
«λέγει αυτοϊς: Οὐκ οίδατε την παραβολὴν ταύτην, καὶ πὼς πάσας τὰς παραβολὰς γνώσεσθε; Ὁ
σπείρων τὸν λόγον σπείρει» (στ. 13-14). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ τοὺς ἔλεγε: “Αν αὐτὴ
την παραβολὴ δὲν καταλαβαίνετε, πὼς τότε θὰ καταλάβετε ὅλες τὶς ἄλλες παραβολές; Ὁ σποριὰς
σπέρνει το λόγο του Θεού”».
Μήπως θέλει ὁ Ἰησοῦς νὰ διδάξη μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ, ὅτι το κήρυγμα του εὐαγγελίου
πρόκειται νὰ συναντήση ἐμπόδια καὶ ἀποτυχίες καὶ νὰ προετοιμάση ἔτσι τοὺς μαθητὲς Του, ὥστε
νὰ μὴν ἀποθαρρυνθοῦν ἀπὸ τὶς ἀποτυχίες, ἀλλὰ νὰ συνεχίσουν μὲ πίστη καὶ ἐπιμονὴ το ἔργο τους;
Ἤ μήπως το κέντρο βάρους βρίσκεται στὴ θαυμαστὴ τελικὴ καρποφορία της καλῆς γῆς, πού
ὑπερβαίνει κάθε προσδοκία καὶ κάθε ἀνθρώπινο μέτρο;
Καὶ οἱ δύο αὐτὲς ἀπόψεις ἔχουν ὑποστηριχθῆ. Ὑπάρχει καὶ μιὰ τρίτη, πού ἴσως νὰ εἶναι ἡ
σωστότερη: Ἡ ἀποτελεσματικότητα του κηρύγματος του Ἰησοῦ καί, στὴ συνέχεια, του κηρύγματος
της Ἐκκλησίας ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τη δεκτικότητα των ἀκροατῶν του κηρύγματος.
Ἡ ἀποτυχία (μερική, ἀλλὰ κάποτε πλειονοψηφικὴ) δὲν oφείλεται στὴν ἀδυναμία του
χριστιανικοῦ σπόρου ἤ στὴν ἔλλειψη ἐργατικότητας των σποριάδων, ἀλλὰ στὴ διαφορετικὴ
δεκτικότητα των ἀνθρώπων, πού ἐκπροσωποῦν διάφορα εἴδη ἀγρῶν. Ἄλλωστε ἡ προτροπὴ «ὁ
ἔχων ὦτα ἀκούειν άκουέτω» ὑποδηλώνει, ὅτι ἀπαιτεῖται ἰδιαίτερη προσοχὴ καὶ ἀγώνας.

Ὁδὸς - πέτρες - ἀγκάθια (στ. 15-19)


Μετὰ το σπόρο δίνει ὁ Ἰησοῦς ἐξηγήσεις στοὺς μαθητὲς Του γιὰ τὶς τρεῖς κατηγορίες ἄγονης
σπορὰς καὶ τη μία της γόνιμης γῆς. Ἑστιάζει, δηλαδή, την προσοχὴ του στὰ τέσσερα εἴδη των
ἀποδεκτῶν του λόγου του Θεοῦ. Ως αἰτία της άκαρπίας των τριῶν πρώτων κατηγοριῶν θεωρεῖ: α)
τὸν Σατανὰ, β) τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς θλίψεις, γ) τὶς μέριμνες του πλούτου καὶ τὶς ἡδονὲς του βίου.
Σχολιάζοντες ἑρμηνευτὲς πατέρες τὶς τρεῖς αὐτὲς κατηγορίες, σημειώνουν, ὅτι στὴν πρώτη
κατηγορία ἀνήκουν οἱ «ἅ πρόσεκτοι», στὴ δεύτερη οἱ «μικρόψυχοι», στὴν τρίτη οἱ «τρυφηλοί».
Βέβαια σὲ κάθε ἐποχὴ βλέπουμε καὶ ἄλλες περιπτώσεις ἀνθρώπων, πού ἐντάσσονται σὲ μιὰ ἀπὸ
τὶς κατηγορίες της άκαρπίας ἤ καὶ συνιστοῦν καὶ κάποια ἄλλη. Χωρὶς νὰ σημαίνη, ὅτι ὁ Κύριος μὲ
το διαχωρισμὸ «δρόμος πατημένος» - «πέτρες» - «ἀγκάθια» δὲν ἐντοπίζει συγκεκριμένους τύπους
ἀνθρώπων, ἀκόμα καὶ χριστιανῶν, στὴ γενικότητὰ τους οἱ κατηγορίες συνοψίζονται στὴν
ἀπροσεξία στὸ λόγο, στὴν ἀνορεξία νὰ τον ἀκούσουν, στὴ ἔλλειψι ὑποδομῆς γιὰ το λόγο, στὴ
σύγχρονη συνύπαρξι στὴν ψυχὴ του λόγου του Θεοῦ καὶ της αλογίας των παθὼν, στὴν
καταφρόνησι του λόγου. Βέβαια ἀπὸ τὶς κατηγορίες αὐτὲς ὡς πρὸς τὴν ἀποτυχία της σπορὰς του
λόγου, ὑπάρχει καὶ ἄλλη χειρότερη, ποῦ στὴν παραβολὴ δὲν τὴν ἀναφέρει ὁ Κύριος, σὲ ἄλλα
σημεῖα ὅμως της ζωῆς Του την βλέπουμε. Εἶναι ἡ ἀντιλογία. "Ἄν ἡ μὴ καρποφορία ὀνομάζεται
αλογία, ἡ πολεμικὴ κατὰ τοῦ Σποριὰ καὶ του σπόρου ὀνομάζεται ἀντιλογία (ἴδε Ρωμ. ἴα' 21).
Πρώτη κατηγορία: Οἱ ἀκροατές, πού μοιάζουν μὲ δρόμο πατημένο. Μόλις πέφτει ὁ σπόρος,
πατιέται. Καὶ ἂν δὲν πατηθῆ, ἔρχονται τα πουλιὰ καὶ τὸν τρῶνε. Καὶ ἂν ὁ δρόμος εἶναι χωματένιος,
γιὰ τὴ σκληρότητα πού ἔχει δὲν ὑποδέχεται το σπόρο νὰ φυτρώση, νὰ ἀνθίση, νὰ καρποφορήση.
Φαντασθῆτε ἂν ὁ δρόμος εἶναι ἄσφαλτος ἤ τσιμεντένιος!
Σκληρὲς καρδιές, ράθυμοι καὶ βάναυσοι, ἀδιάφοροι καὶ ἀπρόσεκτοι! Καὶ ὅταν κάποτε συμβῆ ν'
ἀκούσουν το λόγο του Θεοῦ, τότε ἀμέσως σπεύδει ὁ Σατανὰς καὶ ἁρπάζει το σπόρο. Καὶ στὴ
συνέχεια γεμίζει τὶς καρδιὲς μὲ δικοὺς του σπόρους. Στὶς μέρες μας κάνει θραύση ἤ διαβολοσπορὰ
μὲ ὅλα τα μέσα, καὶ κυρίως τα ἠλεκτρονικά.
«Οὗτοι δὲ εἰσὶν οἱ παρὰ τὴν ὁδὸν ὅπου σπείρεται ὁ λόγος, καὶ ὅταν ακούσωσιν, εὐθὺς ἔρχεται
ὁ Σατανὰς καὶ αἴρει τὸν λόγον τὸν έσπαρμένον ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν» (στ. 15). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «“Μέ τοὺς σπόρους, πού ἔπεσαν στὸ δρόμο, ἐννοοῦνται ἐκεῖνοι, στοὺς ὁποίους
σπέρνεται ὁ λόγος. Μόλις τὸν ἀκούσουν, ἀμέσως ἔρχεται ὁ Σατανὰς καὶ παίρνει το λόγο, ποῦ
σπάρθηκε στὶς καρδιὲς τους”».
Δεύτερη κατηγορία: Οἱ ἀκροατές, πού μοιάζουν μὲ πετρῶδες ἔδαφος. Αὐτοὶ εὐμενῶς στέκουν
πρὸς τὸ λόγο. Χαίρονται ποῦ τὸν ἀκοῦνε, ὅταν μάλιστα ἔχει ἐνδιαφέρον ἤ περίτεχνες ἐκφράσεις.
Σαγηνεύονται στὴν ἀρχὴ. Παίρνουν καὶ ἀποφάσεις. Δὲν ἔχουν ὅμως βάθος. Ὁ λόγος βρίσκει ὡς
σπόρος λίγο χῶμα, μικρὴ προθυμία. Δὲν ριζώνει. Ἔρχεται καὶ ὁ καύσωνας του ἥλιου καὶ τον
κατακαίει.
«Καὶ οὗτοι όμοίως εἰσὶν οἱ ἐπὶ τα πετρώδη σπειρόμενοι, οὐ, ὅταν ακούσωσι τὸν λόγον, εὐθὺς
μετὰ χαρὰς λαμβάνουσιν αὐτόν, καὶ οὐκ έχουσι ρίζαν ἐν εαυτοίς, ἀλλὰ πρόσκαιροὶ εἰσὶν' εἶτα
γενομένης θλίψεως ἤ διωγμοῦ διὰ τὸν λόγον, εὐθὺς σκανδαλίζονται» (στ. 16-17). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «“Μέ ἄλλους πάλι συμβαίνει ό,τι μὲ τοὺς σπόρους πού σπέρνονται σὲ πετρῶδες
ἔδαφος. Αὐτοί, ὅταν ἀκούσουν το λόγο, ἀμέσως τὸν δέχονται μὲ χαρά. Δὲν ριζώνει ὅμως μέσα τους,
ἀλλὰ εἶναι προσωρινός. Ἔπειτα, ὅταν ἀρχίσουν κατατρεγμοὶ ἤ διωγμοὶ ἐξ αἰτίας του εὐαγγελίου,
ἀμέσως ἀπαρνοῦνται το λόγο”».
Ασθενείς ψυχές. Ἐπιφανειακὸς ὁ ζῆλος τους. Εὔκολα παρασύρονται, εὔκολα σκανδαλίζονται.
Χωρὶς ρίζα πὼς νὰ ἀποδώση ὁ σπόρος; Ἔτσι καὶ ἡ θρησκευτικότητα πολλῶν χριστιανῶν εἶναι ρηχή,
ἐπιφανειακή, τυπική, κάποτε καί... μαγική! Γι' αὐτὸ καὶ ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει νὰ εἴμαστε
«ὲν ἀγάπη έρριζωμένοι καὶ τεθεμελιωμένοι» (Εφεσ. γ' 18. ἰδὲ καὶ Κολοσ. β' 7).
Τρίτη κατηγορία: Οἱ ἀκροατές, πού ἀκοῦνε το λόγο του Θεοῦ, τὸν δέχονται, ἀλλὰ μέσα τους δὲν
ἀναπτύσσεται μόνο ὁ ἀνθοφόρος καὶ καρποφόρος λόγος του Θεοῦ ἀναπτύσσονται καὶ τα ἀγκάθια
των βιοτικῶν μεριμνῶν, της τρυφηλῆς καλοζωΐας, της καλοπεράσεως του πλούτου.
«Καὶ οὗτοὶ εἰσὶν οἱ εἰς τὰς ἀκάνθας σπειρόμενοι, οἱ τὸν λόγον άκούοντες, καὶ ἄι μέριμναι του
αἰῶνος τούτου καὶ ἡ ἀπάτη του πλούτου καὶ ἄι περὶ τα λοιπὰ ἐπιθυμίαι είσπορευόμεναι
συμπνίγουσι τὸν λόγον, καὶ ἄκαρπος γίνεται» (στ. 18-19). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Μέ τοὺς
σπόρους πού σπέρνονται στὰ ἀγκάθια, ἐννοοῦνται αὐτοὶ πού ἀκοῦνε μὲν τὸ λόγο, ἀλλὰ οἱ μέριμνες
γιὰ τὰ ἐγκόσμια, ἡ ἀπάτη του πλούτου καὶ οἱ λοιπὲς ἐπιθυμίες μπαίνουν μέσα τους καὶ
καταπνίγουν το λόγο, καὶ ἔτσι δὲν καρποφορεί”».
Κοσμικὲς ἐπιθυμίες καὶ φιλαργυρία, καλοφαγία καὶ παχυσαρκία, ἀσέλγεια καὶ πολυτέλεια, ὅλα
αὐτὰ δὲν ἀφήνουν τὸ λόγο ν' ἀναπτυχθῆ καὶ νὰ καρποφορήση. Εἶναι ἀγκάθια ποῦ τὸν πνίγουν.
Εἶναι δυνατὸν νὰ συνυπάρχη Χριστὸς καὶ πλοῦτος, ἀγάπη του λόγου του Θεοῦ καὶ ἀπάτη του
πλούτου; Ὁ σημερινὸς ἰδίως ἄνθρωπος, πού ἔχει αὐξήσει τὶς «ἀνάγκες» του καὶ ἔχουν γίνει
ἐξαναγκασμὸς καὶ ἄγχος καὶ τρέχει λέγοντας συνεχῶς «πνίγομαι», αὐτὸς δὲν ἔχει την ψυχὴ του
δεκτικὴ γιὰ τη σιωπηλὴ καρποφορία του λόγου του Θεοῦ. Οἱ μέριμνες του βίου συμπνίγουν κάθε
καλὴ του ἀρχὴ. Καὶ ὕστερα γίνεται αἰχμάλωτος της «ἐπιθυμίας της ἀπάτης» (Έφεσ. δ' 22).
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πάντα τα του πλούτου ἀπάτη: ὀνόματα γὰρ μόνον ἐστίν, οὐκ ἐπὶ
πραγμάτων κείμενα. Καὶ γὰρ ἤ ἡδονὴ καὶ ἡ δόξα καὶ ὁ καλλωπισμὸς καὶ πάντα ταῦτα, φαντασία τὶς
έστιν, οὐ πραγμάτων ἀλήθεια» (Ε.Π.Ε. 10,776). Μετάφρασις: “Όλα τα πράγματα του πλούτου εἶναι
ἀπατηλά. Εἶναι, δηλαδή, μόνο ὀνόματα, ἔξω ἀπὸ την πραγματικότητα. Διότι καὶ ἡ ἡδονὴ καὶ ἡ δόξα
καὶ ὁ καλλωπισμὸς καὶ ὅλα τα παρόμοια εἶναι ἁπλῶς μία φαντασία. Δὲν εἶναι ἡ ἀλήθεια των
πραγμάτων.
Οἱ ἐπιθυμίες του κόσμου, ἡ πολυφαγία καὶ ἡ παχυσαρκία, ἡ πολυτέλεια καὶ ἡ τρυφηλότητα,
καθιστοῦν τον ἄνθρωπο ἀπὸ οὐράνια ἁρμονία σὲ τροφὴ γιὰ τά... σκουλήκια! Ἔτσι σημειώνει ὁ
ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ώσπερι εἰ τὶς κιθάραν λαβὼν, χρυσᾶς νευρὰς ἔχουσαν καὶ ήρμοσμένην
καλῶς, ἀντὶ του την παναρμόνιον μελωδίαν εἰς αὐτὴν ανακρούεσθαι, κόπρω πολλὴ καταχώσεις καὶ
πηλό, οὕτω καὶ οὗτοι ποιοῦσι. Κόπρον δὲ οὐ την τροφὴν έκάλεσα, ἀλλὰ την τρυφὴν καὶ τὴν πολλὴν
έκείνην ἀσέλγειαν» (Ε.Π.Ε. 10,784). Μετάφρασις: Φαντασθῆτε κάποιον, πού του ἔδωσαν κιθάρα
μὲ χρυσὲς χορδὲς καὶ καλοκουρδισμένη, νὰ μὴ τὴν χρησιμοποιῆ γιὰ νὰ παίξη ἁρμονικώτατη
μελωδία, ἀλλὰ νὰ την καταχώνη μέσα σὲ σωρὸ κοπριᾶς καὶ λάσπης. Κάτι τέτοιο κάνουν οἱ των
κακῶν ἐπιθυμιῶν δοῦλοι. Κοπριὰ δὲν ὀνομάζω την τροφὴ (τὴ σύμμετρη), ἀλλὰ την τρυφὴ καὶ την
ὑπέρμετρη βρώμικη ἀσέλγεια.
Διάφορες οἱ καρποφορίες (στ. 20). “Ο σπόρος - λόγος του Χριστοῦ πέφτει στὸν πατημένο δρόμο,
στὶς πέτρες ἤ στὰ ἀγκάθια καὶ τελικὰ δὲν καρποφορεῖ. Παρὰ ταῦτα, ἕνα ἀπὸ τα δύο κύρια νοήματα
της παραβολῆς του σπορέως εἶναι ἡ ἐκπληκτικὴ καρποφορία. «Καὶ ουτοὶ είσιν οἱ έπὶ τὴν γῆν την
καλὴν σπαρέντες, οἵτινες άκούουσι τὸν λόγον καὶ παραδέχονται, καὶ καρποφορούσιν ἐν τριάκοντα
καὶ ἐν ἑξήκοντα καὶ ἐν ἑκατὸν» (στ. 20). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“"Αλλοι τέλος ἄνθρωποι
μοιάζουν μὲ το σπόρο, ποῦ σπάρθηκε στὸ γόνιμο ἔδαφος. Αὐτοὶ ἀκοῦνε τὸ εὐαγγέλιο, το δέχονται
καὶ φέρνουν καρπό, ἄλλοι τριάντα, ἄλλοι ἑξήντα καὶ ἄλλοι ἑκατὸ φορὲς περισσότερο”».
Ἡ καρποφορία εἶναι θαυμαστὴ καὶ μὲ τὴν ἀναλογία ἕνα πρὸς ἑκατὸ ἐγγίζει τα ὅρια του
ἀπιστεύτου!
Δὲν λέει, ὅτι στὴν καλὴ γῆ δὲν ὑπῆρχαν καθόλου πέτρες ἤ σπέρματα ἀγκαθιῶν, ἀλλὰ κι ἂν
ὑπῆρχαν δὲν μπόρεσαν νὰ ἐμποδίσουν την καρποφορία καὶ εὐφορία του ἐδάφους. Οἱ ἅγιοι στὸν
κόσμο δὲν εἶναι τελείως ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ ὑπολείμματα ἁμαρτίας. Δὲν επιρέπουν ὅμως νὰ
κυριευθοῦν ἀπὸ την ἁμαρτία. Καὶ ἂν γεννιόνται κακὲς ἐπιθυμίες, ἀγωνίζονται καὶ τὶς
ἀποδυναμώνουν.
Ο Θεοφύλακτος, ακουλουθώντας την ἑρμηνεία του ἱεροῦ Χρυσοστόμου, σημειώνει: «Τρεῖς
τάξεις εἰσὶν ἐνταῦθα της ἀπωλείας του λόγου... Καὶ των παραδεξαμένων καὶ διασωσάντων τὸν
σπόρον πάλιν τρεῖς τάξεις. Οἱ μὲν καρποφοροῦντες ἐν ἑκατόν, οἱ τέλειον βίον καὶ ἀκρότατον
ἔχοντες. Οἱ δὲ ἐν ἑξήκοντα, οἱ μέσως ἔχοντες. Οἱ δὲ ἐν τριάκοντα, ὅσοι μικρὰν μέν, πλὴν καὶ αὐτοὶ
κατὰ δύναμιν εἰσφέροντες... Πλὴν πάντας ὁ Κύριος ὡς καρποφοροῦντας δέχεται».
Ἡ παραβολὴ του σπορέως ἐκβάλλει τελικὰ στὸ χῶρο της πανίσχυρης ἐξουσίας του Ἰησοῦ.
Κατέχει ἰδιαίτερη θέσι ὄχι μόνο στὰ Συνοπτικὰ εὐαγγέλια, ἀλλὰ καὶ στὴ λειτουργικὴ ζωὴ της
Ἐκκλησίας: Διαβάζεται στὶς ἀρχὲς του ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, γιὰ νὰ ὑπογραμμίση ἀπὸ τη μιὰ μεριὰ
το ἔργο της σπορὰς, ποῦ ἐπιτελεῖ ἡ Ἐκκλησία μὲ τοὺς ἐργάτες του εὐαγγελίου, καὶ ἀπὸ την ἄλλη το
αἴτημα της καρποφορίας των χριστιανῶν.

21 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· μήτι ἔρχεται ὁ λύχνος ἵνα


ὑπὸ τὸν μόδιον τεθῇ ἢ ὑπὸ τὴν κλίνην; οὐχ ἵνα ἐπὶ
τὴν λυχνίαν ἐπιτεθῇ;22 οὐ γάρἐστι κρυπτὸν ὃ ἐὰν μὴ φανερωθῇ, οὐδὲ ἐγένετο ἀπόκρυφον ἀλλ᾿ ἵνα
ἔλθῃ εἰς φανερόν. εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω. 24 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· βλέπετε τί ἀκούετε. ἐν
23

ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, μετρηθήσεται ὑμῖν, καὶ προστεθήσεται ὑμῖν τοῖς ἀκούουσιν. 25 ὃς γὰρ ἂν ἔχῃ,
δοθήσεται αὐτῷ· καὶ ὃς οὐκ ἔχει, καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. 26 Καὶ ἔλεγεν· οὕτως ἐστὶν ἡ
βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὡς ἂν ἄνθρωπος βάλῃ τὸν σπόρον ἐπὶ τῆς γῆς, 27 καὶ καθεύδῃ καὶ ἐγείρηται
νύκτα καὶ ἡμέραν, καὶ ὁ σπόρος βλαστάνῃ καὶ μηκύνηται ὡς οὐκ οἶδεν αὐτός. 28 αὐτομάτη γὰρ ἡ γῆ
καρποφορεῖ, πρῶτον χόρτον, εἶτα στάχυν, εἶτα πλήρη σῖτον ἐν τῷ στάχυϊ. 29 ὅταν δὲ παραδῷ ὁ
καρπός, εὐθέως ἀποστέλλει τὸ δρέπανον, ὅτι παρέστηκεν ὁ θερισμός. 30 Καὶ ἔλεγε· πῶς
ὁμοιώσωμεν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ; ἢ ἐν τίνι παραβολῇ παραβάλωμεν αὐτήν; 31 ὡς κόκκον
σινάπεως, ὃς ὅταν σπαρῇ ἐπὶ τῆς γῆς, μικρότερος πάντων τῶν σπερμάτων ἐστὶ τῶν ἐπὶ τῆς γῆς· 32 καὶ
ὅταν σπαρῇ, ἀναβαίνει καὶ γίνεται μείζων πάντων τῶν λαχάνων, καὶ ποιεῖ κλάδους μεγάλους, ὥστε
δύνασθαι ὑπὸ τὴν σκιὰν αὐτοῦ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνοῦν. 33 Καὶ τοιαύταις παραβολαῖς
πολλαῖς ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον, καθὼς ἠδύναντο ἀκούειν, 34 χωρὶς δὲ παραβολῆς οὐκ ἐλάλει
αὐτοῖς τὸν λόγον· κατ᾿ ἰδίαν δὲ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐπέλυε πάντα.

Ὁ λύχνος πάνω στὴ λυχνία (στ. 21-22)


Ἀνάμεσα στὴν παραβολὴ του Σπορέως καὶ τὶς δυὸ μικρὲς παραβολές, του σπόρου του σταριοῦ
καὶ του κὸκκου τοῦ σινάπεως, παρεμβάλλονται λόγια του Κυρίου, πού ἔχουν σχέσι μὲ τὸ λόγο Του,
μὲ τὴ μετάδοσὶ του (φωτισμὸ) καὶ τη διάδοσὶ Του (ἱεραποστολή). Τὸ λόγιο γιὰ τὸν «λύχνο» ἀπαντᾶ
στὴν ἐπὶ του Ὄρους ὁμιλία του Ἰησοῦ (Ματθ. ε' 15) καὶ δύο φορὲς στὸ Λουκᾶ (ἡ' 16 καὶ ἴα' 33). Ἡ
ἐγγύτερη συγκριτικὴ ἐξέτασις των τεσσάρων περιπτώσεων, ὅπου το λόγιο γιὰ τὸν λύχνο, ὁδηγεῖ
στὸ συμπέρασμα, ὅτι ἡ ἀρχικὴ ἔννοια σχετιζόταν μὲ το μεσσιανικὸ ἔργο του Ἰησοῦ.
Ὁ λύχνος, ποῦ ἄναψε μὲ τὸ λόγο Του γιὰ νὰ φωτίση τὸν κόσμο, εἶναι ὁ Μεσσίας. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι
«τὸ φῶς του κόσμου» (Ιωάν. ἡ' 12). Εἶναι ὁ λύχνος, πού φωτίζει το σκοτάδι. Ἡ ἀρχικὰ μεσσιανικὴ
ἔννοια του λύχνου μεταφέρεται κατόπιν εἴτε στοὺς μαθητές, πού μεταλαμπαδεύουν το φῶς το
ἀληθινό, εἴτε στὸ σπόρο της βασιλείας, στὸ λόγο του Θεοῦ, ποῦ διαδίδουν οἱ ἐργάτες καὶ διάκονοὶ
Του στὸν κόσμο.
Ἡ μετάβασις ἀπὸ τον λύχνο-Χριστό στὸ λύχνο-κήρυγμα γίνεται ἤδη μέσα στὴν Ἐκκλησία, πού
σημαίνει μετάβασις ἀπὸ το λύχνο-Χριστό στοὺς λύχνους-μαθητές.
Ἡ ἀποστολὴ του λύχνου δὲν εἶναι νὰ τοποθετηθῆ κάτω ἀπὸ τὸν μόδιο. «Καὶ έλεγεν αυτοὶς: Μήτι
ἔρχεται ὁ λύχνος ἴνα ὑπὸ τὸν μόδιον τεθῆ ἤ ὑπὸ την κλίνην; Οὺχ ἴνα ἐπὶ τὴν λυχνίαν ἐπιτεθῆ;» (στ.
21). Στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἐπίσης ἔλεγε σ' αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς: “Μήπως φέρνουν το λυχνάρι γιὰ νὰ
τοποθετηθῆ κάτω ἀπὸ το μόδιο ἤ κάτω ἀπὸ το κρεβάτι, Δὲν τὸ φέρνουν γιὰ νὰ τοποθετηθῆ πάνω
στὸ λυχνοστάτη;».
«Mόδιος» εἶναι δοχεῖο γιὰ τη μέτρηση σιτηρῶν. Γιὰ νὰ σβήσουν το λυχνάρι το σκέπαζαν μὲ τὸ
δοχεῖο αὐτό, ἤ διαφορετικά, ὁ λύχνος ἔμπαινε «ὑπὸ τὸν μόδιον». Τὸ φῶς ὅμως του λόγου του
Χριστοῦ δὲν εἶναι γιὰ νὰ σβησθὴ ἀπὸ κάποιον «μόδιον» (δὲν εἶναι... παλαιομοδίτικο φῶς γιὰ νὰ
ξεπερασθή!). Το φῶς του Χριστοῦ εἶναι ὁ λύχνος γιὰ τὸν λυχνοστάτη. Ἀποστολὴ Του εἶναι νὰ
φωτίζη.
Ὁ λύχνος, ποῦ εἶναι ὁ Ἰησοῦς, δὲν ἄναψε γιὰ νὰ σβήση. Πολλοὶ βέβαια θέλουν νὰ Τὸν σβήσουν.
«Μισοῦν το φῶς καὶ οὐκ ἔρχονται πρὸς τὸ φῶς», διότι εἶναι πονηρὰ τα ἔργα τους (Ιωάν. γ' 19-20).
Ἀλλ' ἂν μποροῦν τα φτυσίματα ὅλων των παραφρόνων, ποῦ φτύνουν τον ἥλιο, νὰ σβήσουν τον
ἥλιο, ἄλλο τόσο ὅλες οἱ αντίθεες καὶ αντίχριστες ἰδεοληψίες μὲ τα «φτυσίματα» (φλιναφήματὰ
τους εἶναι δυνατὸν νὰ σβήσουν τὸν Ἥλιο, πού λέγεται Ἰησοῦς Χριστός, καὶ νὰ ἐμποδίσουν τη λάμψη
του λόγου Του.
Αὐτὸ σημαίνει καὶ το ἔργο της Ἐκκλησίας. Καὶ ἡ ἴδια εἶναι ὁ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες λυχνοστάτης, ἀλλὰ
καὶ το ἔργο της εἶναι νὰ φωτίζη μὲ κάθε ἑλκυστικὸ τρόπο καὶ νὰ καλὴ πειστικὰ: «Δεῦτε λάβετε φῶς
ὲκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός».
Ὁ Χριστὸς ἀποστέλλει τους ἀποστόλους νὰ κηρύξουν, νὰ φωτίσουν. Τοὺς εἰδοποιεῖ, ὅτι θὰ εἶναι
«ὲν μέσω λύκων» (Ματθ. ι' 16). Ἔρχονται στιγμές, ποῦ κρύβεται ἡ Ἐκκλησία μέσα στὶς κατακόμβες.
Καὶ τί; Ὁπωσδήποτε θὰ φανερωθή.«Ού γὰρ έστι κρυπτὸν ὅ ἐὰν μὴ φανερωθῆ, ούδὲ ἐγένετο
ἀπόκρυφον ἀλλ' ἴνα ἔλθη εἰς φανερὸν» (στ. 22). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἔτσι δὲν ὑπάρχει
τίποτε κρυφό, ποῦ δὲν θὰ φανερωθῆ, οὔτε ὑπῆρξε μυστικό, παρὰ γιὰ νὰ γίνη φανερό».
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος βάζοντας στὸ στόμα του Χριστοῦ προτροπὲς πρὸς τοὺς ἀποστόλους:
«Τίνος ἕνεκεν ἀλγεῖτε; Ὅτι γόητες ὑμᾶς καλούσι καὶ πλάνους; Ἀλλ' άναμείνατε μικρόν, καὶ σωτήρας
ὑμᾶς καὶ εὐεργέτας της οἰκουμένης προσερούσιν ἅπαντες. Καὶ γὰρ ἀποκαλύπτει ἅπαντα ὁ χρόνος
τὰ συνεσκιασμένα, καὶ την ἐκείνων συκοφαντίαν ἐλέγξει, καὶ δῆλον ποιήσει τὴν υμετέραν ἀρετήν...
Μὴ τοίνυν τα λεγόμενα νῦν ὑμᾶς ταπεινούτω, ἀλλ' ἡ ἐλπὶς των μελλόντων ἀγαθῶν ανορθoύτω.
Ἀμήχανον γὰρ κρυβηναι τα καθ' ὑμᾶς» (Ε.Π.Ε. 10,466). Μετὰφράσις: Γιὰ ποιὸ πράγμα λυπάσθε (ὦ
ἀπόστολοι!); Ἐπειδὴ σας ἀποκαλοῦν μάγους καὶ πλάνους; Δεῖξτε ὅμως μικρὴ ὑπομονὴ καὶ θὰ δῆτε
νὰ σας ὀνομάζουν ὅλοι γενικῶς σωτῆρες καὶ εὐεργέτες της οἰκουμένης. Καθόσον ὁ χρόνος φέρνει
στὸ φῶς ὅλα γενικῶς τα κρυπτὰ καὶ ὡς ἐκ τούτου θὰ ἀποκαλύψη τη συκοφαντία πάνω σας καὶ θὰ
καταστήση φανερὴ την ἀρετὴ σας... Ἑπομένως ἂς μὴ χάνετε το θάρρος σας ἀπὸ αὐτὰ πού ἀκοῦτε,
ἀλλὰ ἂς ἐνισχύη το φρόνημὰ σας ἡ ἐλπίδα των μελλοντικῶν ἀγαθῶν. Διότι εἶναι ἀδύνατον νὰ
κρυφτοῦν τα ἔργα σας.

Μέτρο καὶ δωρεὰ (στ. 23-25)


Στὴ συνέχεια ὁ Ἰησοῦς προκαλεῖ την ξεχωριστὴ προσοχήτων ἀκροατῶν. «Εἰ τὶς ἔχει ὦτα ἀκούειν,
άκουέτω. Καὶ ἔλεγες αυτοὶς: Βλέπετε τὶ ἀκούετε. Ἐνῶ μέτρω μετρεῖτε, μετρηθήσεται ὑμῖν, καὶ
προστεθήσεται ὑμῖν τοῖς άκούουσιν» (στ. 2324). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὅποιος ἔχει αὐτιὰ
γιὰ νὰ ἀκούη, ἂς ακούη”. Τοὺς ἔλεγε ἐπίσης: “Νά δίνετε προσοχὴ σὲ ό,τι ἀκοῦτε (ἀπὸ μένα). Μὲ
ὅποιο μέτρο ἐνδιαφέροντος ἀκοῦτε, μὲ το ἴδιο μέτρο θὰ σας δώση ὁ Θεὸς νὰ καταλάβετε, καὶ
ἀκόμα περισσότερο”».
Το «μέτρον» ἐδῶ εἶναι το μέτρο του ἐνδιαφέροντος, μὲ το ὁποῖο ἀκούει κανεὶς το λόγο του Θεοῦ
καὶ τον μεταλαμπαδεύει ὡς «λύχνος», συντελώντας ἔτσι στὴ φανέρωση του κεκρυμμένου πρὸς τὸ
παρὸν μυστηρίου της βασιλείας του Θεοῦ.
Σὲ ὅλα τα πράγματα ὑπάρχει μέτρο. Ὁ Χρυσόστομος ξεχωρίζει το μέτρο ἀπὸ την άμετρία. Καὶ
τονίζει πολλὲς φορὲς ὅτι ἡ άμετρία εἶναι ἁμαρτία. Ας ἀναφέρουμε δύο πράγματα, πού ὅταν
ξεπερνᾶμε το μέτρο, γίνονται ἐπικίνδυνα:
Το ἕνα εἶναι ἡ τροφή. Μὲ μέτρο εἶναι ἀπαραίτητη. Χωρὶς μέτρο εἶναι καταστροφική. Τρώγοντας
μὲ μέτρο, δὲν ἁμαρτάνουμε. Τρώγοντας χωρὶς μέτρο, ὑπέρμετρα, καταστρέφουμε το σῶμα,
γινόμαστε σωματοκτόνοι, δηλαδὴ σιγά-σιγά αὐτοκτονοῦμε, ἀλλὰ καὶ καταντᾶμε «κοιλιόδουλοι».
«Ἔχει ἡ φύσις μέτρα, καὶ το πλέον ἐκείνων οὐκέτι γίνεται τροφή, ἀλλὰ λύμη καὶ κόπρος πλείων.
Θρέψουν το σῶμα, μὴ αποκτείνης. Διὰ τοῦτο τροφὴ κέκληται, οὐχ ἴνα απολλύωμεν αὐτό, ἀλλ' ἴνα
τρέφωμεν» (Ε.Π.Ε. 23,346). Μετάφρασις: Ἡ φύσις ἔχει μέτρα. Το περισσότερο πού τρῶμε δὲν
γίνεται τροφή, ἀλλὰ φθορὰ καὶ κόπρανα. Νὰ τρέφης το σῶμα, ὄχι νὰ το καταστρέφης. Γι' αὐτὸ
ἄλλωστε ωνομάστηκε τροφή, ὄχι γιὰ νὰ σκοτώνουμε το σῶμα, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ τρέφουμε.
Το ἄλλο εἶναι ἡ λύπη γιὰ την ἁμαρτία. Μὲ μέτρο εἶναι ἀπόλυτα ἀπαραίτητη. Ὄχι ἁπλῶς ἡ λύπη
(Β' Κορ.ζ' 10), ἀλλὰ καὶ τα δάκρυα. Λύπη καὶ δάκρυα μας ὁδηγοῦν στὴ μετάνοια καὶ τὴν
ἐξομολόγηση, καὶ τελικὰ στὴν ἐν Χριστῶ σωτηρία. Χωρὶς μέτρο ἤ λύπη ὁδηγεῖ στὴν ἀπελπισία, ποῦ
εἶναι ολιγοπιστία στὴ χάρι του Θεού.«Αποπνίγεται ἡ ψυχή, ἐὰν μὴ τίνα ἔχη τὴν χεῖρα ορέγοντα, καὶ
ἡ σωτήριος ἐπὶ τοῖς αμαρτήμασι λύπη ὀλέθριος ὑπὸ της άμετρίας γίνεται» (Ε.Π.Ε. 30, 102).
Μετάφρασις: Ἀπελπίζεται ἡ ψυχή, ἂν δὲν ἔχη κάποιον ν' ἁπλώση το χέρι νὰ την βοηθήση. Ὑπάρχει
κίνδυνος, ἡ σωτήρια λύπη γιὰ τα ἁμαρτήματα νὰ γίνη καταστρεπτική, λόγω της άμετρίας της.
Το θέμα ὅμως, στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ Κύριος, δηλαδὴ ὁ λόγος του Θεοῦ, δὲν ἔχει μέτρο. Ἡ
ἀγάπη δὲν ἔχει μέτρο. Τὸ ἔλεος του Θεοῦ δὲν ἔχει μέτρο, εἶναι ἄμετρο. Ἡ ὄρεξις γιὰ το λόγο του
Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν προσευχὴ δὲν ἔχει μέτρο. Τὶ θέλει, λοιπόν, νὰ πῆ ἐδῶ ὁ Κύριος μὲ τὸ «ἐνῶ μέτρω
μετρεῖτε, μετρηθήσεται ὑμῖν, καὶ προστεθήσεται ὑμῖν τοῖς άκούουσιν»,
Μετράει ὁ Κύριος το ἐνδιαφέρον καὶ το ζῆλο μας, καὶ ἀνάλογα προσθέτει χάρι καὶ δωρεά,
φωτισμὸ καὶ γνῶσι. Ἡ δικὴ μας πρόθεσις γίνεται του Θεοῦ πρόσθεσις!
Δυστυχῶς τα μέτρα μας στὰ πνευματικὰ εἶναι πολὺ μικρά. Εἴμαστε «νάνοι» καὶ ἀκόμα
χαμηλότεροι. Εἴμαστε ὀλιγαρκεῖς στὰ πνευματικά, στὴν προσευχή, στὴ μελέτη της “Αγίας Γραφῆς,
στὸν εκκλησιασιασμό, στὴν ἐλεημοσύνη. Ἐκεῖνος σπέρνει χωρὶς μέτρο, αφειδώλευτα. Ἐμεῖς
σπέρνουμε σὲ μικρὸ βαθμό, μὲ μικρὸ «μέτρο», μὲ τσιγγουνιά. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἔχουμε πρόοδο. «Ὁ
σπείρων φειδομένως, φειδομένως καὶ θερίσει καὶ ὁ σπείρων ἐπ' ευλογίαις, ἐπ' ευλογίαις καὶ
θερίσει» (Β' Κορ. Θ' 6).
Ό,τι ἔχεις, αὐτὸ καὶ μετράει. Ἀνάλογη εἶναι ἡ δόσις του Θεοῦ. «Ός γὰρ ἂν ἔχη, δοθήσεται αὐτὸ
καὶ ὃς οὺκ ἔχει, καὶ καὶ ἔχει αρθήσεται ἀπ' αὐτοῦ» (στ. 25). Στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Γιατί ὅποιος ἔχει,
θὰ του δοθῆ ἀκόμα περισσότερο. “Όποιος ὅμως δὲν ἔχει, θὰ του ἀφαιρεθῆ καὶ αὐτὸ πού έχει”».
Όταν λέει «ἔχει», τὶ ἐννοεῖ; Ποιὸ εἶναι το ἀντικείμενο του «ἔχει»; Εἶναι ἡ προθυμία, ἡ σπουδή,
ἡ ἐπιμέλεια, ἡ προσοχὴ στὴν ἀκρόασι των λόγων του Ἰησοῦ εἶναι ἡ πίστις, εἶναι ἕνα ἐκκλησιαστικὸ
ἀξίωμα, εἶναι το χάρισμα. Ὅποιος ἔχει στὴ βάση τους ὅλα αὐτά, ἔστω καὶ σὲ μικρὸ βαθμό, καὶ
ἀγωνίζεται, αὐτὸς θὰ ἀμειφθῆ. Κατὰ την παραβολὴ των ταλάντων (Ματθ. κε' 25 ἐξ.), θὰ
πολλαπλασιασθῆ αὐτὸ ποῦ ἔχει, θὰ διπλασιαθοὺν τα τάλαντα πού καλλιέργησε.
Ὅταν λέη «οὐκ ἔχει», τὶ σημαίνει το «άρθήσεται ἀπ' αὐτοῦ»; Ἀφοῦ δὲν ἔχει, τὶ θὰ του πάρη; Τὸ
«δὲν ἔχει» ἀναφέρεται στὸν ἀγώνα καὶ στὴν προσπάθεια. Ἔχει, ἀλλὰ κρύβει το τάλαντο, ὅπως ὁ
τρίτος της παραβολῆς των ταλάντων. Εἶχε, ἀλλὰ το ἔκρυψε (Ματθ. κε' 18), δὲν τὸ χρησιμοποίησε
γιὰ ν' αὐξηθῆ καὶ νὰ ὠφελήση. Σ' αὐτὸν ἰσχύει το «αρθήσεται». Δίνει ἐντολὴ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς:
«Ἄρατε ἀπ' αὐτοῦ το τάλαντον» (Ματθ κε' 28).
Ὁ χωρὶς Χριστὸ κόσμος καλλιεργεῖ τα σατανικὰ του τάλαντα, την κακία του αὐξάνει, τη μανία
του κατὰ του Χριστοῦ καὶ του εὐαγγελίου την κάνει ὅλο καὶ πιὸ ἐπιθετική. Σκοπὸς του νὰ γκρεμίση
ό,τι χριστιανικό, ἠθικὸ καὶ ἀληθινό. Λέει ὁ Κύριος, ὅτι τα παιδιὰ του σκότους, «οἱ υἱοὶ του αἰῶνος
τούτου φρονιμώτεροι ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς του φωτὸς» (Λουκ. ιστ' 8).
Ο χριστιανὸς λέγεται μὲν μαθητὴς του Χριστοῦ, ἀλλ' εἶναι τὶς περισσότερες φορὲς ἀμελὴς καὶ
ράθυμος. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁ λέγει, τοιοῦτὸν έστιν: Όταν τὶς προθυμίαν ἔχη καὶ
σπουδήν, δοθήσεται αὐτὸ καὶ τα παρὰ του Θεοῦ ἅπαντα, ὅταν δὲ τούτων κενὸς ἤ καὶ τὰ παρ'
ἑαυτοῦ μὴ εἰσφέρη, οὐδὲ τὰ παρὰ του Θεοῦ δίδοται» (Ε.Π.Ε. 10, 790). Μετάφρασις: Τὸ νόημα των
λόγων του Ἰησοῦ εἶναι: Όταν κάποιος δείχνη προθυμία καὶ ἐνδιαφέρον, σ' αὐτὸν θὰ δοθοῦν ἀπὸ
τον Θεὸ καὶ ὅλα τα ἄλλα. Ὅταν ὅμως εἶναι κούφιος (ἄδειος) ἀπὸ προθυμία καὶ ζῆλο καὶ δὲν
προσπαθῆ σὲ ό,τι ἐξαρτᾶται ἀπὸ τον ἴδιον, τότε δὲν του δίδονται οὔτε ἀπὸ τὸν Θεὸ οἱ δωρεὲς Του.

Ταχύρρυθμη βλάστησις (στ. 26-27)


Στὶς δύο παραβολὲς του σπόρου σίτου καὶ του κόκκου σινάπεως, πού ἀκολουθοῦν (τσ 26-32),
το θέμα εἶναι ἡ βασιλεία του Θεοῦ, πού ἀνήκει στὰ θεμελιώδη θέματα του κατὰ Μάρκον
εὐαγγελίου. Ὁ Ἰησοῦς καὶ στὴ συζήτηση των παραβολῶν μίλησε γιὰ το «μυστήριον της βασιλείας
του Θεοῦ» (δ' 11).
Στὴν πρώτη παραβολὴ (στ. 26-29) ἡ αὔξησις καὶ κατάστασις της βασιλείας του Θεοῦ
παρομοιάζεται μὲ την αὔξησι καὶ καρποφορία του σπόρου του σιταριοῦ. Ἡ ἔμφασις βρίσκεται στὴ
σιωπηλὴ διαδικασία, μὲ τὴν ὁποία ἀπὸ το σπαρμένο σπόρο φθάνουμε στὸν ὥριμο στάχυ. Ἡ
μεταβολὴ συντελεῖται ἀνεπαίσθητα, σχεδὸν αὐτόματα. «Καὶ έλεγεν: Οὕτως έστίνη βασιλεία του
Θεοῦ, ὼς ἂν ἄνθρωπος βάλη τὸν σπόρον ἐπὶ της γῆς, καὶ καθεύδη καὶ εγείρηται νύκτα καὶ ἡμέραν,
καὶ ὁ σπόρος βλαστάνη καὶ μηκύνηται ὼς οὐκ οἶδεν αὐτὸς» (στ. 26-27). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Έπίσης ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς: «Ἔτσι εἶναι ἡ βασιλεία του Θεοῦ, ὅπως ἄνθρωπος, πού
ρίχνει το σπόρο στὴ γῆ, καὶ ἔπειτα κοιμᾶται καὶ σηκώνεται νύκτα καὶ ἡμέρα (χωρὶς νὰ κάνω τίποτε
γιὰ την ἀνάπτυξη του σπόρου), ὁ δὲ σπόρος βλαστάνει καὶ μεγαλώνει κατὰ τρόπο, πού αὐτὸς δὲν
ξέρει».
Ἡ βασιλεία του Θεοῦ παραβάλλεται πρὸς το ἔργο του ὑπομονετικοῦ γεωργοῦ, ποῦ ἀφοῦ σπείρει
το σπόρο «καθεύδει», δηλαδή, ἡσυχάζει, δὲν ἔχει ἀγωνία. Καὶ «ἐγείρεται», ἐνῶ ὁ σπόρος
βλασταίνει καὶ αὐξάνει «ὡς οὺκ οἶδεν αὐτός». Ἡ βλάστησης καὶ ἡ καρποφορία θὰ συντελεστοῦν
στὸν καιρὸ τους, ἀνεξάρτητα ἀπὸ την ἐπιθυμία του γεωργοῦ νὰ ἐπισπεύση το ποθούμενο
ἀποτέλεσμα των ἐργασιῶν του. Ὑποτίθεται βέβαια, ὡς αὐτονόητη, ἡ γεωργικὴ του ἐργασία. Ἔκανε
ό,τι περνοῦσε ἀπὸ το χέρι του ὁ γεωργός. Καὶ ἡ εὐλογία ἦταν μεγάλη.
Ἡ παραβολὴ συγκεντρώνει την προσοχὴ στὸ στοιχεῖο της τεράστιας ἐσωτερικῆς δυνάμεως της
βασιλείας του Θεοῦ καὶ της σιωπηλῆς αὐξήσεὼς της μέχρι την έσχατολογικὴ της τελείωσι. Μιὰ
σημαντικὴ περίοδος της διαδικασίας ἀναπτύξεως γίνεται ἐντελῶς ἀθέατα καὶ ἀθόρυβα...
Στὶς δύο λοιπὸν μικρὲς παραβολὲς του δ' 26-32 προβάλλει ἡ πανίσχυρη δύναμις αὐξήσεως,
μεταμορφώσεως καὶ καρποφορίας της βασιλείας του Θεοῦ. Ἡ βασιλεία ὅμως του Θεοῦ συνδέεται
ἄμεσα μὲ το κήρυγμα, το ἔργο καὶ το πρόσωπο του Μεσσία.

Αὐτόματη καρποφορία (στ. 28-30)


Ὁ σπόρος, ποῦ ἔσπειρε ὁ Μεσσίας, θὰ καρποφορήση στὸν καιρὸ του. Το ἀποτέλεσμα θὰ
ὑπάρξη, διότι «αυτομάτη» ἤ γῆ καρποφορεῖ. «Αυτομάτη γὰρ ἤ γῆ καρποφορεῖ, πρώτον χόρτον,
εἶτα στάχυν, εἶτα πλήρη στὸν ἐν τῷ στάχυϊ. Όταν δὲ παραδῶ ὁ καρπός, εὐθέως ἀποστέλλει το
δρέπανον, ὅτι παρέστηκεν ὁ θερισμὸς» (στ. 28-29). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Συμβαίνει
αὐτό, διότι αὐτομάτως ἡ γῆ καρποφορεῖ στὴν ἀρχὴ βλαστάρι, ἔπειτα στάχυ καὶ ἔπειτα πλήρη σίτο
μέσα στὸ στάχυ”».
Ἡ πρόωρη σπουδὴ καὶ ἀνυπομονησία των ἐργατῶν του εὐαγγελίου εἶναι δυνατὸν νὰ
καταστρέψουν το ἔργο του Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο. Καὶ ἐπὶ πλέον μαρτυροῦν ἔλλειψη
ἐμπιστοσύνης στὸν Θεό, ποῦ ἔσπειρε μὲ τὸ ἔργο του Μεσσία το σπόρο του εὐαγγελίου μέσα στὸν
ἀγρὸ της κοινωνίας. “Ο ἄνθρωπος μὲ κανένα τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαναγκάση τὸν Θεὸ στὸ νὰ
ἐπισπεύση την ἔλευση της βασιλεία Του.
Τὸ «αὐτόματο» δὲν ἀναφέρεται μόνο στὸν τρόπο, πού αὐξάνει ὁ σπόρος του σίτου καὶ γίνεται
«στὴν ἀρχὴ βλαστάρι, ἔπειτα στάχυς καὶ ἔπειτα πλήρης σίτος μέσα στὸ στάχυ». Ἀναφέρεται καὶ
στὸ χρόνο, πού θὰ ἀποκαλυφθῆ ἤ βασιλεία του Χριστοῦ, στὸ χρόνο της ὡριμάνσεως, στὸ χρόνο της
δευτέρας Του παρουσίας.
Ἤ βασιλεία θὰ ἔλθη μὲ τρόπον «αὐτόματο», πού ὁ ἄνθρωπος δὲν γνωρίζει οὔτε μπορεῖ νὰ
ἐλέγξη, καὶ σὲ χρόνο, ποῦ δὲν τὸν προκαθορίζει. Όσοι μιλᾶνε γιὰ χρόνο έσχατολογικό, ὅλοι
πέφτουν ἔξω, ἁπλούστατα διότι ἐνεργοῦν ἀντίθετα ἀπὸ ὅσα ἔχει πεῖ σχετικὰ ὁ Χριστός. Θὰ ἔλθη
«ὡς κλέπτης έννυκτί». Θὰ ἔλθη «ἐν ἡ ὥρα οὐ δοκούμεν». Θὰ ἔλθη σὲ χρόνο, ποῦ ἤ γνῶσις του
ἀνήκει στὴν ἐξουσία του Θεοῦ Πατέρα.
Ἡ τελευταία ἐρώτησις των μαθητῶν του Χριστοῦ πρὶν ἀπὸ την ἀνάληψὶ Του, ἀφοροῦσε στὸν
έσχατολογικὸ χρόνο. «Πότε;..». Καὶ ὁ Κύριος ἀπέκλεισε τον ὁποιοδήποτε ὁρισμὸ του χρόνου της
συντελείας. Δὲν εἶναι ἁρμοδιότητα των ἀνθρώπων νὰ ξέρουν το «πότε;». Ἔργο τους εἶναι το «πὼς;»
θὰ βιώνουν μέχρι τελευταία στιγμή, το πὼς θὰ περιμένουν τη βασιλεία Του, το πὼς θὰ σπέρνουν
μὲ ἐλπίδα το σπόρο του λόγου καὶ το σπόρο της ἀγάπης. Ἡ ἀπάντησις του Χριστοῦ ἀποκλείει
ὁποιοδήποτε προφητικὸ εσχατολογικὸ λόγο καὶ χρόνο: «Οὺχ ὑμῶν έστι γνώναι χρόνους ἤ καιρούς,
οὓς ὁ πατὴρ έθετο ἐν τη ἰδία ἐξουσία» (Πράξ. α' 6-7).
Ὁ πιστὸς ἀναμένει μὲ βέβαιη τὴν πίστι στὸ σπόρο του σίτου, στὸν αὐτοματισμό, πού δηλώνει
την αὐτόματη ἐνέργεια του Θεοῦ. Ἀναμένει την ὁριστικὴ πραγματοποίηση της σωτηριολογικὴς του
Θεοῦ οἰκονομίας.
Ἡ ἀναμονὴ βέβαια δὲν ἔχει καθόλου την ἔννοια της ἀπραξίας. Ἡ ἐντολὴ του Κυρίου εἶναι
«Γρηγορεῖτε» (Μάρκ. ιγ' 35-37)! Πάντοτε ὁ πιστὸς ἐργάζεται καὶ κοπιάζει. Καὶ ἀναμένει,
ἐμπιστευόμενος πλήρως το ἀποτέλεσμα στὸν Θεό.
Όλες οἱ παραβολὲς ἀναφέρονται στὴ βασιλεία του Θεοῦ. Αὐτὲς δὲ ἐδῶ οἱ δύο ἔχουν σχέσι μὲ
τὴν πίστι, ὅτι ὁ σπόρος θὰ γίνη στάχυς μὲ καρποὺς πολλούς, ὅτι το μικρὸ σήμερα θὰ γίνη αὔριο
μεγάλο. «Καὶ ἔλεγε: Πὼς όμοιώσωμεν την βασιλείαν του Θεοῦ; Ἤ ἐν τίνι παραβολὴ παραβάλωμεν
αὐτὴν;» (στ. 30). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἔλεγε ἀκόμη ὁ Ἰησοῦς: “Μέ τὶ νὰ
παρομοιάσουμε τη βασιλεία του Θεοῦ ἤ μὲ ποιὰ παραβολὴ νὰ την παρουσιάσουμε;”».
Ἡ βασιλεία του Θεοῦ, ποῦ εἶναι πρὸς το παρὸν καὶ ἐν πολλοῖς κρυμμένη, ὅπως ὁ σπόρος μέσα
στὴ γῆ, θὰ φανερωθῆ ὁριστικά, ὅταν ἔλθουν οἱ χρόνοι της ἐξουσίας του Πατρός. Ἄλλες παραβολὲς
τονίζουν τη συμμετοχὴ του ἀνθρώπου στὸ ἔργο της φανερώσεως της βασιλείας. Ἡ παραβολὴ αὐτὴ,
μὲ τὴν «αυτομάτη» βλάστησι του σπόρου, προϋποθέτει μὲν τὴ συμμετοχὴ αὐτὴ του ἀνθρώπου στὸ
ἔργο της σωτηρίας, ὑπογραμμίζει ὅμως κυρίως την ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό.
Εἶναι ἡ παραβολὴ της βεβαιότητας γιὰ το ἔργο του Χριστοῦ, της ὁλοκληρώσεως του σχεδίου της
θείας οἰκονομίας, της ἔμπρακτης ὑπομονῆς του ἀνθρώπου καὶ της πλήρους ἐμπιστοσύνης στὸν
προνοητὴ των πάντων Θεό.

Το μικρὸ γίνεται μεγάλο (στ. 31-32).


Καὶ στὴ δεύτερη παραβολὴ (στ. 30-32) ἡ κεντρικὴ ἰδέα εἶναι ἡ ἰδέα του τεράστιου καὶ
συμπυκνωμένου ἐσωτερικοῦ δυναμισμοῦ της βασιλείας του Θεοῦ. Ὁ κόκκος σινάπεως, το
«μικρότερον πάντων των σπερμάτων των ἐπὶ της γῆς», μετασχηματίζεται μὲ μιὰ ραγδαία αὔξησι
καὶ γίνεται «μείζων πάντων λαχάνων». «Ως κόκκον σινάπεως, ὅς, ὅταν σπαρὴ ἐπὶ της γῆς,
μικρότερος πάντων των σπερμάτων ἐστὶ τῶν ἐπὶ της γῆς καὶ ὅταν σπαρη, αναβαίνει καὶ γίνεται
μείζων πάντων των λαχάνων, καὶ ποιεῖ κλάδους μεγάλους, ὥστε δύνασθαι ὑπὸ την σκιὰν αὐτοῦ τα
πετεινὰ του οὐρανοῦ κατασκηνοὺν» (στ. 31-32). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Μοιάζει ἡ
βασιλεία του Θεοῦ μὲ κόκκο σιναπιοῦ. Όταν τὸν σπέρνουμε στὴ γῆ, εἶναι ὁ μικρότερος ἀπὸ ὅλους
τους σπόρους της γῆς. 'Ἀλλ' ὅταν μετὰ τη σπορὰ βλαστάνη, γίνεται μεγαλύτερο ἀπὸ ὅλα τα
λαχανικά. Κάνει τόσο μεγάλα κλαδιά, ὥστε τα πουλιὰ νὰ μποροῦν νὰ φωλιάζουν στὴ σκιὰ του”».
Ἀπὸ το ἕνα μέρος βλέπουμε τον «κόκκον σινάπεως» νὰ εἶναι το «μικρότερον πάντων των
σπερμάτων», καὶ ἀπὸ το ἄλλο τὸν βλέπουμε νὰ ἀνεβαίνη καὶ νὰ γίνεται το μεγαλύτερο ἀπὸ τα
λαχανικὰ του κήπου, «μείζων πάντων λαχάνων».
Στὴν ἀντίθεση ἀνάμεσα στὸν ἀρχικὸ σπόρο καὶ στὸ τελικὸ δένδρο, πού φτάνει μέχρι τα δυόμισυ
μέτρα, βρίσκεται το νόημα της μικρῆς ἐδῶ παραβολῆς.
Τὸ κήρυγμα της βασιλείας του Θεοῦ, κατὰ την ἑρμηνευομένη παραβολή, εἶναι σὰν τὸ σπόρο του
σιναπιοῦ, ποῦ γίνεται δένδρο μὲ μεγάλα κλαδιὰ καὶ φυλλώματα, ὅπου κατασκηνώνουν τα πετεινὰ
του οὐρανοῦ. Όλοι ἀναπαύονται στὸ δένδρο της Ἐκκλησίας, πού ξεκινᾶ ἀπὸ ἕνα κόκκο, ἀπὸ ἕνα
λόγο. Έγκλείει, δηλαδή, ἡ παραβολὴ τέτοιο δυναμισμό, ποῦ ὅταν τελικὰ εκδιπλωθὴ θὰ περιλάβη
ὅλη την οἰκουμένη.
Ἡ παραβολὴ αὐτὴ της Καινῆς Διαθήκης θυμίζει τον παραβολικό, ἐπίσης, λόγο του ἐνυπνίου,
πού εἶδε ὁ Ναβουχοδονόσορ καὶ ποῦ ἐξήγησε ὁ προφήτης Δανιὴλ (Δαν. β' 3145). Τὸ ἐνύπνιο ἦταν:
Ἕνα τεράστιο ἄγαλμα, πού εἶδε ὁ βασιλιάς, φτιαγμένο ἀπὸ διαφορετικὸ ὑλικὸ κάθε κομμάτι του.
Καὶ ξαφνικὰ ἀπὸ ἕνα βουνὸ ξεκόλλησε μικρὸ λιθαράκι καὶ ἔπεσε πάνω στὸ ἄγαλμα καὶ το
κονιορτοποίησε. Καὶ το λιθαράκι μεγάλωνε συνεχῶς μέχρις ὅτου ἔγινε «ὄρος μέγα καὶ έπλήρωσε
πᾶσαν τὴν γῆν».
Ὁ Χριστὸς εἶναι το μικρὸ λιθαράκι. Γεννήθηκε μικρὸ βρέφος, Θεὸς ὢν παντοδύναμος. Καὶ
συνέτριψε ὅλες τὶς βασιλεῖες. Νίκησε τους πάντες. Καὶ ξαπλώθηκε σ' ὅλη την οἰκουμένη. «Καὶ της
βασιλείας αὐτοῦ οὐκ έσται τέλος» (Λουκ. α' 33).
Ἡ παραβολὴ του μικροῦ ποῦ γίνεται μεγάλο, του ἀδύνατου ποῦ γίνεται δυνατό, του
περιωρισμένου πού γίνεται παγκόσμιο, ἔχει ἐφαρμογὴ στὸ λόγο του Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ στὸ
πρόσωπὸ Του. Δὲν ἦταν βέβαια ποτὲ μικρὸς ἤ ἀδύνατος, ἀλλ' ἔτσι φαινόταν στὰ μάτια των
ἀνθρώπων. Καὶ το Θεανδρικὸ Του πρόσωπο ἔγινε θαυμαστὸ μέσα στοὺς αἰῶνες καὶ σ' ὅλη την
οἰκουμένη, ὅπου ἔχει κηρυχθῆ τὸ εὐαγγέλιὸ Του.
Ἀλλὰ καὶ στὴν περίπτωση των ἀποστόλων ἔχει ἐφαρμογὴ ἤ παραβολή. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Διὰ της παραβολῆς του σινάπεως ἐνάγων τοὺς μαθητὰς ὁ Ἰησοῦς εἰς πίστιν,
δεικνύει ὅτι πάντως έκταθήσεται το κήρυγμα... Καὶ γὰρ ἁπάντων ἀσθενέστεροι ἦσαν οἱ μαθηταὶ
καὶ πάντων έλάττους· ἀλλ' ὅμως, ἐπειδὴ μεγάλη ἣν ἡ ἐν αυτοὶς δύναμις, ἐξαπλώθη πανταχοῦ της
οἰκουμένης» (Ε.Π.Ε. 10, 814-816). Μετάφρασις: Μὲ τὴν παραβολὴ του σιναπιοῦ ἐνισχύει την πίστα
των μαθητῶν Του καὶ φανερώνει, ὅτι ὁπωσδήποτε θὰ ἐξαπλωθῆ το κήρυγμα... Οἱ μαθητὲς βέβαια
ἦσαν ἀπὸ ὅλους πιὸ μικροὶ καὶ ἀδύνατοι. Ἐπειδὴ ὅμως μέσα τους ὑπῆρχε μεγάλη δύναμις,
ἐξαπλώθηκε το κήρυγμὰ τους σ' ὅλη την οἰκουμένη.
Δυὸ εἶναι τα σημαντικὰ μηνύματα ἀπὸ την παραβολὴ του σινάπεως.
Τὸ ἕνα: Ἡ αὔξησις, το μεγάλωμα, το ξάπλωμα, ἤ οίκουμενικότητα του λόγου του Θεοῦ καὶ της
Ἐκκλησίας (Ματθ. κη' 19). Βέβαια μεταξὺ του ἀρχικοῦ «κόκκου σινάπεως» καὶ του τελικοῦ δένδρου
ὑπάρχει ἡ διαδοχικὴ διαδικασία της ὡριμάνσεως. «Καὶ ὅταν σπαρη, αναβαίνει καὶ γίνεται μείζων
πάντων των λαχάνων, καὶ ποιεῖ κλάδους μεγάλους, ὥστε δύνασθαι ὑπὸ την σκιὰν αὐτοῦ τα πετεινὰ
του οὐρανοῦ κατασκηνούν».
Σιγὰ- σιγὰ ἀνεβαίνει. Το ἔργο του Χριστοῦ ὅλο καὶ ξαπλώνεται. Οἱ πιστοὶ αὐξάνουν (Πράξ. τσ'
7). Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πανανθρώπινη, καθολική, μὲ ἀνοίγματα ἱεραποστολικά. Αὐτὸ δὲν σημαίνει,
ὅτι ἔχει ὁλοκληρωθῆ το ἔργο. Μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι μέσα στὸ χῶρο των θεσμῶν καὶ δεσμῶν
του κόσμου, ἡ Ἐκκλησία εἶναι «μείζων», διότι ἐμπεριέχει τη δυναμικὴ νὰ ζυμώση ὅλο τον κόσμο.
Ἀρκεῖ οἱ ὀλίγοι ἀριθμητικὰ χριστιανοὶ νὰ πιστέψουν στὸν «μείζονα», τὸν Ἰησοῦ Χριστό, στὴ
«μείζονα», την Ἐκκλησία, καὶ στὸ «μεῖζον», το λόγο του Θεοῦ.
Τὸ ἄλλο: Ἡ ἀνάπαυσις των ἀνθρώπων στὸ δένδρο της Ἐκκλησίας. «Καὶ ποιεῖ κλάδους μεγάλους,
ὥστε δύνασθαι ὑπὸ την σκιὰν αὐτοῦ τα πετεινὰ του οὐρανοῦ κατασκηνούν».
Μία κατασκήνωσις εἶναι το δένδρο του λόγου του Θεοῦ, της Ἐκκλησίας.
Ο λαὸς του Θεοῦ καταφεύγει στὴν Ἐκκλησία του Χρίστου, στὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν
εἶναι ἕνα ἀπὸ τα πολλὰ κλαδιὰ του δένδρου της Χριστιανοσύνης, ὅπως λένε ὅσοι ὑποστηρίζουν τη
«θεωρία των κλάδων». Εἶναι το δένδρο της ἀληθινῆς διδασκαλίας. Όσα κλαδιὰ καὶ ἂν ἔχουν ξεκοπῆ
(Ρωμ. ἴα' 17-20) καὶ ἔχουν δημιουργήσει αἱρετικὲς παραφυάδες καὶ σχίσματα, το δένδρο
παραμένει. Ἡ Μία Ἐκκλησία παραμένει. Καὶ στὰ φυλλώματὰ της ἀναπαύονται οἱ πιστοί, παίρνουν
την ἄφεσι οἱ μετανοοῦντες ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ καὶ πολλὰ μέλη της γίνονται ὄργανα της χάριτος καὶ
ὡς νέοι ἀπόστολοι κηρύττουν. Καὶ αὐξάνεται ὁ ἀριθμὸς των φοβουμένων τὸν Κύριον.

Ἰδιαίτερα μαθήματα (στ. 33-34)


Στὶς δύο λοιπὸν μικρὲς παραβολὲς του δ' 26-32 προβάλλει ἡ πανίσχυρη δύναμις αὐξήσεως,
μεταμορφώσεως καὶ καρποφορίας της βασιλείας του Θεοῦ. Ἡ βασιλεία ὅμως του Θεοῦ συνδέεται
ἄμεσα μὲ το κήρυγμα, το ἔργο καὶ το πρόσωπο του Μεσσία.
Αὐτὸ το κατανοοῦν ὅσοι ἀκοῦνε καὶ καταλαβαίνουν. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο (δ' 10-12) ἀναφέρεται
ὁ εὐαγγελιστὴς στοὺς εἰδικοὺς λόγους, ποῦ ὁ Ἰησοῦς μιλάει «ἐν παραβολαίς». Μποροῦμε νὰ
ποῦμε, ὅτι ἡ παραβολὴ εἶναι καὶ γιὰ τοὺς ἀρχαρίους, ἀφοῦ ἁπλοποιεῖ την προσφορὰ της ἀλήθειας
καὶ την κάνη προσιτή, καὶ γιὰ τοὺς μυημένους καὶ προχωρημένους, ποῦ ὕστερα ἀπὸ την παραβολὴ
προσλαμβάνουν τα βαθύτερα νοήματὰ της. «Καὶ τοιαύταις παραβολαὶς πολλαὶς ἐλάλει αὐτοὺς τὸν
λόγον, καθὼς ήδύναντο ἀκούειν, χωρὶς δὲ παραβολῆς οὐκ ἐλάλει αὐτοὺς τὸν λόγον κατ' ἰδίαν δὲ
τοὺς μαθηταὶς αὐτοῦ ἐπέλυε πάντα» (στ. 33-34). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Μὲ πολλὲς τέτοιες
παραβολὲς κήρυττε ὁ Ἰησοῦς το λόγο, σύμφωνα μὲ την προσληπτικὴ τους δυνατότητα. Χωρὶς
παραβολὲς δὲν τοὺς κήρυττε τὸ λόγο. Ὅλα ὅμως τα ἐξηγοῦσε ὕστερα, κατ' ἰδίαν, στοὺς μαθητὲς
του».
Ἡ παραβολὴ δὲν εἶναι γιὰ τοὺς προκατειλημμένους καὶ τοὺς ἀσεβεῖς. Αὐτοὶ «οὐ δύνανται
ἀκούειν». Δὲν ἔχουν «ὦτα ἀκούειν». Ἡ παραβολὴ εἶναι ἕνα αἴνιγμα. Τὸ λύνει ὁ Χριστὸς «κατ'
ἰδίαν». «Κατ' ἰδίαν δὲ τοὺς μαθηταὶς αὐτοῦ ἐπέλυε πάντα» (στ. 34).
Ἡ ἑνότητα του κεφαλαίου των παραβολῶν στὸ Μάρκο τελειώνει μὲ την παρατήρηση του
εὐαγγελιστοῦ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δίδασκε μὲ πολλὲς παραβολές. Γνωρίζει, δηλαδή, ὁ εὐαγγελιστής, ὅτι
ἡ παράδοσις της Ἐκκλησίας γιὰ τὶς παραβολὲς εἶναι πολὺ εὐρύτερη ἀπὸ αὐτὴν πού ὁ ἴδιος
καταγράφει. Ως θεόπνευστος συγγραφέας θὰ γνώριζε ὅλες τὶς παραβολές, πού δίδαξε ὁ Χριστός,
καὶ ποῦ τὶς περισσότερες διέσωσε ὁ τρίτος των συνοπτικῶν, ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. εἰκόνα
Στὸ στ. 34 γίνεται διάκρισις μεταξὺ του εὐρυτέρου κύκλου των ἀκροατῶν του Ἰησοῦ Χριστοῦ
καὶ του στενοτέρου κύκλου των μαθητῶν, ποῦ τοὺς παίρνει «κατ' ἰδίαν». Ἐδῶ ἔχουμε ἕνα ἀνώτερο
θεϊκὸ «φροντιστήριο», ὅπου ὁ Χριστὸς λύνει τὶς ἀπορίες, ἀναπτύσσει βαθύτερα τα νοήματα γιὰ τη
βασιλεία του Θεοῦ καὶ καλλιεργεῖ πνευματικὰ ἐκείνους, ποῦ θέλουν καὶ ἐν χάριτι μποροῦν νὰ
καλλιεργηθοῦν καὶ νὰ ἀποδώσουν.

35 Καὶ λέγει αὐτοῖς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ὀψίας γενομένης· διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν. 36 καὶ ἀφέντες
τὸν ὄχλον παραλαμβάνουσιν αὐτὸν ὡς ἦν ἐν τῷ πλοίῳ· καὶ ἄλλα δὲ πλοῖα ἦν μετ᾿ αὐτοῦ. 37 καὶ
γίνεται λαῖλαψ ἀνέμου μεγάλη, τὰ δὲ κύματα ἐπέβαλλεν εἰς τὸ πλοῖον, ὥστε ἤδη αὐτὸ
βυθίζεσθαι. 38 καὶ ἦν αὐτὸς ἐπὶ τῇ πρύμνῃ ἐπὶ τὸ προσκεφάλαιον καθεύδων· καὶ διεγείρουσιν αὐτὸν
καὶ λέγουσιν αὐτῷ· διδάσκαλε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἀπολλύμεθα; 39 καὶ διεγερθεὶς ἐπετίμησε τῷ ἀνέμῳ
καὶ εἶπε τῇ θαλάσσῃ· σιώπα, πεφίμωσο. καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη. 40 καὶ
εἶπεν αὐτοῖς· τί δειλοί ἐστε οὕτω; πῶς οὐκ ἔχετε πίστιν; 41 καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν καὶ ἔλεγον
πρὸς ἀλλήλους· τίς ἄρα οὗτός ἐστιν, ὅτι καὶ ὁ ἄνεμος καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ;

Ἄνεμος καὶ κύματα (στ. 35-37)


Μετὰ τὶς παραβολές, πού παρουσίασε ὁ Μάρκος, μὲ κεντρικὴ ἐκείνη τοῦ Σπορέως, ἀφηγεῖται
μία σειρὰ ἀπὸ θαύματα. Νὰ σημειώθη, ὅτι μετὰ το τέταρτο κεφάλαιο δὲν βρίσκουμε ἄλλες
παραβολὲς στὸ κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιο. Τὶς παραβολές, ὅπως καὶ ἀλλοῦ τονίσαμε, τὶς βρίσκουμε
στὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιο. Ὁ Μάρκος μὲ τὶς λίγες του παραβολὲς θέλησε νὰ δείξη το Μεσσία ὡς
διδάσκαλο, ὡς ἐξουσία ἔχοντα του λόγου. Μὲ τα θαύματα παρουσιάζει τη δύναμι του Μεσσία, την
ἐξουσία πού ἔχει πάνω στὴ φύσι.
Το πρῶτο ἀπὸ τα θαύματα της σειρὰς αὐτῆς, ἤ, ὅπως διαφορετικὰ θὰ λέγαμε, ἀπὸ τα θαύματα
πάνω στὴ φύσι, εἶναι η κατάπαυσις ἄγριας ἀνεμοζάλης καὶ θαλασσοταραχῆς (Μάρκ. δ. 35-41).
Πέντε εἶναι τα ἐνδεικτικὰ γεγονότα, ποῦ ὁ Ἰησοῦς φαίνεται Κύριος των στοιχείων της φύσεως, ἀφοῦ
ἄλλωστε Αὐτὸς εἶναι ὁ δημιουργὸς ὅλης της φύσεως.
Τὰ δύο γεγονότα ἀναφέρονται σὲ κατάπαυσι τρικυμίας (Μάρκ. δ' 35-41 καὶ τσ' 45-52). Στὰ
ἐπεισόδια αὐτὰ ἡ ἀναγνώρισις της κυριότητας του Υἱοῦ του Θεοῦ γίνεται μὲ τρόπο ρητὸ καὶ σαφὴ:
«Τὶς ἄρα οὗτὸς έστιν ὅτι καὶ ὁ ἄνεμος καὶ ἡ θάλασσα υπακούουσιν αυτώ;».
Πρέπει νὰ προσεχθή, ὅτι στὰ γεγονότα αὐτὰ ἡ ἐξουσία του Ἰησοῦ εἶναι εὐεργετικὴ καὶ
ἀπελευθερωτικὴ ἀπὸ θανάσιμο κίνδυνο. Ὁ Χριστὸς παρεμβαίνει καὶ ἀπαλλάσσει τοὺς μαθητὲς ἀπὸ
τον τρομερὸ φόβο καὶ την ἀπειλὴ της τρικυμίας καὶ του ἀνέμου. Δὲν ἐκδηλώνει τη δύναμὶ Του γιὰ
νὰ καταπλήξη ἤ γιὰ νὰ τρομάξη, ἀλλὰ γιὰ νὰ σώση καὶ νὰ ἀποδεσμεύση.
Ἄλλα δυὸ γεγονότα, πού ἀφηγεῖται ὁ Μάρκος, ἀποκαλύπτουν μία διαφορετικὴ πλευρὰ της ἴδιας
ἐξουσίας (πάνω στὴ φύσι). Πρόκειται γιὰ τὴ διατροφὴ των πεντακισχιλίων (Μάρκ. τσ' 32-44) καὶ τη
διατροφὴ των τετρακισχιλίων (Μάρκ. ἡ' 1-9). Το ἀποτέλεσμα εἶναι ὁ θαυμαστὸς πολλαπλασιασμὸς
της τροφῆς.
Καὶ ἐδῶ ἡ κυριαρχία του Χριστοῦ στὸν κόσμο των βιολογικῶν φαινομένων εἶναι εὐεργετική. Στὶς
συγκεκριμένες περιπτώσεις οἱ ἄνθρωποι λυτρώνονται ἀπὸ την πείνα καὶ τὶς συνέπειὲς της. Ἡ
φανέρωσις της ὑπερφυσικῆς δυνάμεως του Χριστοῦ ἔχει ὡς κίνητρο την ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο,
ποῦ βρίσκεται σὲ κατάσταση ἀνάγκης καὶ ἀντιμετωπίζει ἕνα ἄμεσο πρόβλημα τροφῆς.
Το πέμπτο γεγονός, δεῖγμα καὶ αὐτὸ της κυριαρχίας του Χριστοῦ ἐπὶ της φύσεως, εἶναι το
ἐπεισόδιο μὲ τη συκιά, την «έξηραμμένην ὲκ ριζῶν» (Μάρκ. ἴα' 12-24). Ἡ φανέρωσις ἐδῶ της
μεσσιανικῆς δυνάμεως ἐξυπηρετεῖ διδακτικοὺς σκοπούς. Ἡ συκιὰ γίνεται παράδειγμα των πολλῶν
δυνατοτήτων, ποῦ προσφέρονται ἀπὸ τον Ἰησοῦ στοὺς ἀνθρώπους Του.
Ύστερα ἀπὸ αὐτὰ τα εἰσαγωγικὰ γιὰ τὴν ἐξουσία του Χρίστου πάνω στὴ φύσι, ἂς ἔλθουμε στὸ
πρῶτο σχετικὸ θαῦμα. Πρόκειται γιὰ την κατάπαυσι της σφοδρῆς θαλασσοταραχῆς της Τιβεριάδος.
Το περιστατικὸ ἐξιστοροῦν καὶ οἱ εὐαγγελιστὲς Ματθαίος (ἡ' 23-27) καὶ Λουκᾶς (ἡ' 22-25). «Καὶ
λέγει αυτοὶς ἐν ἐκείνη τη ἡμέρα όψίας γενομένης Διέλθωμεν εἰς το πέραν. Καὶ ἀφέντες τον ὄχλον
παραλαμβάνουσιν αὐτὸν ὡς ἣν ἐν τῷ πλοίω. Καὶ ἄλλα δὲ πλοῖα ἣν μετ' αὐτοῦ» (στ. 3536). Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὅταν ἐκείνη τη μέρα βράδυασε, λέει ὁ Ἰησοῦς στοὺς μαθητὲς του: “Ας
περάσουμε απέναντι”. Καὶ ἀφοῦ ἄφησαν το πλῆθος του λαοῦ, τὸν παίρνουν μαζὶ τους, ὅπως ἦταν,
μέσα στὸ πλοῖο καὶ ἔφυγαν. Τὸν συνόδευαν δὲ καὶ ἄλλα πλοῖα».
Ἀπὸ το πλοῖο ἀπευθυνόταν πρὸς τὸ λαό, πού ἦταν παραταγμένος στὸν αἰγιαλὸ καὶ τοὺς
παρουσίασε τὶς παραβολὲς του σπορέως, του σπόρου του σίτου καὶ του κόκκου σινάπεως. Σὰν
τέλειωσε, πρὶν νυκτώση, παραγγέλλει ὁ Ἰησοῦς: Νὰ περάσουμε ἀπέναντι!
Ἄφησαν τον κόσμο. Ὅταν ὁ γεωργὸς σπείρη το σπόρο, φεύγει. Ἀφήνει το σπόρο νὰ «ἐργασθῆ»
ἀθόρυβα. Καὶ ὁ λαὸς ἐκεῖνος ὑποδέχτηκε το σπόρο. Σὰν καλὴ γῆ τώρα καλοῦνται νὰ ἐργασθοῦν
γιὰ την ἀπόδοση. Βέβαια θὰ ξαναδοὺν τὸν Ἰησοῦ, καὶ Ἐκεῖνος θὰ προβαίνη κάθε φορὰ σὲ
καλλιέργεια του σπόρου του λόγου.
Ἄφησαν τον κόσμο καὶ ὅπως ἦσαν, ὁ Χριστὸς καὶ οἱ μαθητὲς Του ἀρχίζουν το θαλασσινὸ ταξίδι.
Τὸν πῆραν τον Ἰησοῦ ὅπως ἦταν. Καὶ βέβαια ἦταν κουρασμένος. Καὶ δείχνοντας κοντὰ στὰ ἄλλα καὶ
το ἀνθρώπινο (τὴν ἀνθρωπίνη φύσι Του), νύσταξε καὶ κοιμήθηκε.
«Καὶ γίνεται λαίλαψ ἀνέμου μεγάλη, τὰ δὲ κύματα επέβαλλεν εἰς το πλοῖον, ὥστε ἤδη αὐτὸ
βυθίζεσθαι» (στ. 37). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ξεσπᾶ μεγάλη άνεμοθύελλα καὶ τα
κύματα χτυποῦσαν πάνω στὸ πλοιάριο, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτὸ ν' ἀρχίση νὰ βυθίζεται».
Έντύπωσι κάνει, ὅτι καὶ ἄλλα πλοῖα ἀκολούθησαν. Φαίνεται ὅτι ὁ Ἰησοῦς ήκολουθείτω ἀπὸ τόπο
σὲ τόπο ὄχι μόνο ἀπὸ τους δώδεκα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλους πιστούς, πού αποτελοῦσαν κάποτε μικρὸ
στολίσκο πλοίων! Καὶ ἄλλα δὲ πλοῖα ἣν μετ' αὐτοῦ» (στ. 36). Τὶ νὰ ἔγιναν ἄραγε αὐτὰ μὲ τὴν
τρικυμία; Μόνο γιὰ τὸ πλοῖο μὲ συνεπιβάτη τὸν Ἰησοῦ κάνει λόγο ὁ εὐαγγελιστής. Πιθανόν, τα ἄλλα
πλοῖα ἤ νὰ σκορπίσθηκαν καὶ νὰ ἀναγκάστηκαν νὰ ἐπιστρέψουν μὲ τὴ θαλασσοταραχή, ἤ νὰ τα
κατάφεραν τελικὰ νὰ περάσουν ἀπέναντι.
Ἐκεῖνο, πού ἔχει γιὰ τὸν εὐαγγελιστὴ σημασία, εἶναι ὅτι κανεὶς δὲν πνίγηκε, οἱ δὲ μαθητὲς πού
φοβήθηκαν ἔζησαν το θαῦμα της καταπαύσεως της τρικυμίας.
Κοιμᾶται ὁ Ἄγρυπνος! (στ. 38)
Το πλοῖο κινδυνεύει νὰ βυθισθῆ ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ καὶ οἱ μαθητὲς εἶναι πανικόβλητοι. Καὶ
ὅμως ὁ Ἰησοῦς βρίσκεται «ἐν τη πρύμνη καθεύδων» (δ' 38). Ἡ στάσις Του εἶναι τόσο ἀσυμβίβαστη
μὲ τὴν κατάστασι, ὥστε οἱ μαθητὲς νὰ Τὸν ξυπνοῦν μὲ ἕνα τόνο τολμηροῦ παραπόνου: «Διδάσκαλε,
οὐ μέλει σόι ὅτι απολλύμεθα;». «Καὶ ἣν αὐτὸς ἐπὶ τη πρύμνη ἐπὶ το προσκεφάλαιον καθεύδων. Καὶ
διεγείρουσιν αὐτὸν καὶ λέγουσιν αυτὼ Διδάσκαλε, οὐ μέλει σόι ὅτι απολλύμεθα;» (στ. 38).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὁ Ἰησοῦς βρισκόταν στὴν πρύμνη καὶ κοιμόταν γερμένος στὸ
πάνω μέρος του θρανίου πού ἦταν ἐκεῖ. Καὶ οἱ μαθητὲς τὸν ξυπνᾶνε καὶ του λένε: “Διδάσκαλε, δὲν
σὲ νοιάζει ποῦ χανόμαστε;”».
Στὴ στάση αὐτὴ του Ἰησοῦ, πού φωτίζεται ἄπλετα ἀπὸ τη διαμετρικὰ ἀντίθετη στάση των
μαθητῶν, διακρίνεται ἀμέσως ἡ θεία ἐξουσία πού γεννᾶ την ὑπέρτατη γαλήνη καὶ τη βεβαιότητα
γιὰ την ἔκβαση της κρίσεως!
Εἶναι τόσο βέβαιος ὁ Ἰησοῦς γιὰ τὴν κυριαρχία Του καὶ πάνω στὴν ἀγριεμένη θάλασσα, ὥστε
«καθεύδει», κοιμᾶται στὴν πρύμνη, πολὺ ἁπλὰ καὶ πολὺ ἀμέριμνα. «Ἐγὼ κοιμᾶμαι καὶ ἡ
παντοδυναμία μου ξαγρυπνᾶ»! θὰ μποροῦσε νὰ πῆ ὁ Κύριος.
Όπως στὴν παραβολὴ του σπόρου του σίτου «καθεύδει» ὁ γεωργός, κοιμᾶται ἥσυχος ξέροντας,
ὅτι το θαῦμα «δουλεύει», ἔτσι καὶ ὁ Κυβερνήτης του κόσμου κοιμᾶται, ἀφοῦ ξέρει, ὅτι καὶ
κοιμώμενος εἶναι παντοδύναμος. «Αναπεσὼν κεκοίμηται ὡς λέων..».

Ἡ θάλασσα ὑπακούει (στ. 39)


Ὁ Χριστὸς ἐνεργεῖ μὲ μόνο το λόγο Του, χωρὶς νὰ ταραχθῆ, χωρὶς νὰ μετακινηθῆ, ἤρεμος μέσα
σὲ μιὰ γενικὴ κατάστασι σάλου καὶ μανίας του ἀνέμου, των κυμάτων καὶ των ψυχῶν των μαθητῶν.
Οἱ εὐαγγελιστὲς χρησιμοποιοῦν το ρῆμα «επετίμησεν», ποῦ εἶναι χαρακτηριστικὸ σχέσεως
ἐξουσίας καὶ ὑποτελείας, ὑπεροχῆς καὶ ἐξαρτήσεως. Εἶναι λόγος ἀποκαλυπτικὸς μιᾶς θείας
αὐθεντίας. «Καὶ διεγερθεὶς ἐπετίμησε τῷ ανέμω καὶ εἶπε τη θαλασσῆ: Σιώπα, πεφίμωσο! Καὶ
εκόπασεν ὁ ἄνεμος, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη» (στ. 39). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὁ
Ἰησοῦς σηκώθηκε καὶ ἐπέπληξε τὸν ἄνεμο καὶ εἶπε στὴ θάλασσα: “Σιώπα, φιμώσου!”. Καὶ ἀμέσως
κόπασε ὁ ἄνεμος καὶ ἔγινε μεγάλη γαλήνη».
Εἶναι χαρακτηριστικὸς καὶ αὐθεντικὸς τρόπος, πού ἀπευθύνεται ὁ Ἰησοῦς στὴν τρικυμισμένη
λίμνη (θάλασσα) μὲ τα λόγια: «Σιώπα, πεφίμωσο», λόγια πού θυμίζουν την προσταγὴ πρὸς τὸ
δαιμόνιο, ποῦ βρισκόταν στὸν ἄρρωστο της συναγωγῆς στὴν Καπερναοὺμ (α' 25). Ὁ
παραλληλισμὸς αὐτὸς εἶναι πιθανός, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ ἀντιλήψεις της ἐποχῆς, στὰ ἀπειλητικὰ
στοιχεῖα της φύσεως κρύβονται δαιμονικὲς δυνάμεις!
Το ἀποτέλεσμα εἶναι ραγδαῖο: «Καὶ έκόπασεν ὁ ἄνεμος καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη» (δ' 39). Ἡ
ἄμεση μεταμόρφωσις ἀναγγέλλει την ἀσύγκριτη ἐξουσία του Ἰησοῦ.

Φόβος καὶ ἔκστασις (στ. 40-41)


Δυὸ ἀκόμα δεδομένα ἀπὸ τη σκηνὴ ὑπογραμμίζουν την ἰδέα της ὑπέρμετρης ἰσχύος του
Χριστοῦ.
Το πρῶτο εἶναι ἡ ἀντίδρασις των μαθητῶν στὴν ἀπότομη ἀλλαγὴ των καιρικῶν συνθηκῶν. Ὁ
Μάρκος πάρατηρεῖ, ὅτι «έφοβήθησαν φόβον μέγαν» (δ' 41). Ἐδῶ ὑπονοεῖται μία κατάστασις, ποῦ
εἶναι μίγμα τρόμου, δέους, έκπλήξεως καὶ θαυμασμοῦ ἐνώπιον ἑνὸς ἀσυνήθους ὑπερφυσικοῦ
φαινομένου.
Το δεύτερο δεδομένο εἶναι το ἐρώτημα των μαθητῶν: «Τὶς ἄρα οὗτὸς έστι, ὅτι καὶ ὁ ἄνεμος καὶ
ἡ θάλασσα υπακούουσιν αυτώ;». «Καὶ είπεν αυτοὶς· Τὶ δειλοὶ εστε οὕτω; Πὼς οὺκ ἔχετε πίστιν; Καὶ
ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν καὶ ἔλεγον πρὸς άλλήλους: Τὶς ἄρα οὗτὸς έστιν, ὅτι καὶ ὁ ἄνεμος καὶ ἡ
θάλασσα υπακούουσιν αυτὼ;» (στ. 40-41). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ στοὺς μαθητὲς του
εἶπε: “Γιατί εἶστε τόσο δειλοί; Γιατὶ δὲν ἔχετε πίστι;”. Καὶ αἰσθάνθηκαν μεγάλο δέος καὶ ἔλεγαν
μεταξὺ τους: “Ποιός ἄραγε εἶναι αὐτός, ὥστε καὶ ὁ ἄνεμος καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουν σ' αυτόν;”».
Οἱ μαθητὲς εἶχαν ὁπωσδήποτε σχηματίσει κάποια ἰδέα γιὰ τη μεγαλωσύνη του Χριστοῦ, ἀλλὰ
δὲν εἶχαν ἀκόμη ώριμάσει στὴν ἰδέα, ὅτι μπροστὰ τους ἔχουν ὄχι κάποιον προφήτη δυνατὸ καὶ
θαυματουργό, ἀλλ' ἔχουν τὸν παντοδύναμο Θεό. Καλά, ἔχουν πιστεύσει, ὅτι ὅταν εἶναι ξύπνιος,
μπορεῖ νὰ ἐνεργὴ θαύματα, ἀλλ' ὄχι καὶ ὅταν... κοιμᾶται!
Μετὰ την Ἀνάσταση καὶ την Πεντηκοστὴ ὄχι πλέον ἐκτάκτως, ἀλλὰ συνεχῶς καὶ σταθερῶς θὰ
βλέπουν τον Ἰησοῦ, «καθὼς έστι». Ἡ πνευματικὴ τους ὁρατότητα θὰ φθάση τότε στὸ «ζενίθ». Γι'
αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ὁ Ἰησοῦς ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς τρεῖς μαθητές, «ἐπόπτες» της μεγαλειότητας της
Μεταμορφώσεως, νὰ μὴ ποῦν τίποτε στοὺς λοιποὺς μαθητές, μέχρι νὰ ἀναστηθῆ ὲκ νεκρῶν (Μάρκ.
Θ' 9). τὸς
Ἀκόμη, λοιπόν, καὶ δειλοὶ καὶ νωθείς, ἀκόμη πρόσγεια φρονοῦσαν οἱ μαθητές, ἀκόμη εἶχαν
ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Καὶ αὐτὸ φάνηκε καὶ στὸ φόβο τους κατὰ την τρικυμία.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Τι δειλοὶ έστε, ολιγόπιστοι;”. Παιδεύει, ὅτι τὸν φόβον οὐχ ἤ των
πειρασμῶν ἐργάζεται ἐπαγωγή, ἀλλὰ τὸ της διανοίας ἀσθενές. Ἔι δὲ λέγοι τίς, ὅτι δειλίας οὐκ ἥν,
οὐδὲ ολιγοπιστίας, το προσελθόντες εγείραι, ἐκεῖνο ἂν είπoιμι, ὅτι τοῦτο αὐτὸ μάλιστα σημεῖον ἣν
του μὴ την προσήκουσαν περὶ αὐτοῦ δόξαν έχειν. "Ὅτι μὲν γὰρ δύναται επιτιμὰν ἐγερθεὶς, ήδεσαν
ὅτι δὲ καὶ καθεύδων, ουδέπω» (Ε.Π.Ε. 10,250). Μετάφρασις: «Όλιγόπιστοι, γιατὶ εἶστε δειλοί»;
Tούς διδάσκει, ὅτι το φόβο δὲν τὸν δημιουργεῖ ὁ ἐρχομὸς των κινδύνων, ἀλλ' ἡ ἀδυναμία της
πίστεὼς τους. Ἄν κανεὶς πῆ, ὅτι πῆγαν νὰ Τὸν ξυπνήσουν ὄχι ἀπὸ δειλία οὔτε ἀπὸ ολιγοπιστία, θὰ
μποροῦσα νὰ τους πῶ το ἑξῆς, ὅτι δηλαδὴ αὐτὸ ἀκριβῶς ἦταν ἀπόδειξις ὅτι δὲν εἶχαν γιὰ τὸν Ἰησοῦ
την πρέπουσα γνώμη. Τὸ ὅτι μποροῦσε ξύπνιος νὰ καταπαύση την τρικυμία, το γνώριζαν. Τὸ ὅτι
ὅμως μποροῦσε νὰ πράξη το ἴδιο καθ' ὂν χρόνον κοιμόταν, αὐτὸ δὲν το γνώριζαν ἀκόμη.
Ἡ ἀναγνώρισις της κυριαρχίας του Ἰησοῦ δὲν ἀναφέρεται μόνο σὲ γνωστὲς περιοχές, ὅπως εἶναι
οἱ αρρώστιες, τα πονηρὰ πνεύματα, ὁ νόμος, ἀλλὰ γιὰ πρώτη φορὰ διακηρύσσεται ὅτι ὁ Μεσσίας
ἐξουσιάζει καὶ τα στοιχεῖα της φύσεως. Ὁ Χριστὸς ἐξουσιάζει τη θάλασσα ἀκριβῶς ὅπως ὁ
παντοδύναμος Κύριος της Παλαιὰς Διαθήκης (Ψαλμ. 105,9. 88,10. Ἰὼβ 38,8-11. Ιερεμ. 5,22).
Μετὰ τη γαλήνευσι της θάλασσας ἀπευθύνεται ἐπιτιμητικὰ στοὺς μαθητὲς: «Τὶ δειλοὶ έστε
οὕτως; Πὼς οὺκ ἔχετε πίστιν;» (δ' 40). Ἡ ἐπιτίμησις εἶναι ἔντονη. Ἡ ἔντασις προδίδει τη θλίψη του
Ἰησοῦ, πού ἔχει ὡς αἰτία τη φοβερὴ δυσκολία των μαθητῶν νὰ ἀντιληφθοῦν, ποιὸν πραγματικὰ
συναντοῦν στὸ πρόσωπο του Ἰησοῦ, ποιὸν ἔχουν μαζὶ τους.
Οἱ μαθητὲς αἰσθάνονται ανάμικτα, ὅπως λέχθηκε, καὶ δέος καὶ φόβο καὶ τρόμο καὶ θαυμασμό,
ἰδίως ὅταν εἶδαν τη φουρτούνα νὰ καθησυχάζη, τη θάλασσα νὰ γαληνεύη, ἀλλὰ καὶ ἀπορία γιὰ τὸ
τὶ τελικὰ εἶναι ὁ διδάσκαλὸς τους.
Τὸ σκυλὶ ἀφρίζει καὶ γαυγίζει καὶ ὁρμᾶ ἐπιθετικά. Μὰ ὅταν ἀκούω τη φωνὴ του ἀφεντικοῦ του,
σταματᾶ καὶ κάθεται ἤρεμα. Πὼς, λοιπόν, νὰ μὴν έκπλαγοὺν οἱ μαθητές, ὅταν εἶδαν την ἀφρισμένη
θάλασσα ποῦ ώρμούσε νὰ βυθίση το πλοῖο, ξαφνικὰ νὰ ἠρεμῆ καὶ νὰ γαληνεύη. «Καὶ ἐφοβήθησαν
φόβον μέγαν καὶ ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους: Τὶς ἄρα οὗτὸς έστιν, ὅτι καὶ ὁ ἄνεμος καὶ ἡ θάλασσα
υπακούουσιν αυτὼ;»
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πόθεν ἄνθρωπον αὐτὸν ἐνόμιζον; Ἀπὸ της ὄψεως, ἀπὸ τε του
ὕπνου, καὶ το πλοῖο κεχρήσθαι. Διὰ δὴ τοῦτο εἰς ἀμηχανίαν ἐξέπιπτον λέγοντες: “Ποταπός έστιν
ούτος;” Ὁ μὲν γὰρ ὕπνος καὶ το φαινόμενον ἄνθρωπον εδείκνυ· ἡ δὲ θάλαττα καὶ ἡ γαλήνη Θεὸν
ένέφαινεν» (Ε.Π.Ε. 10,250). Μετάφρασις: Ἀπὸ πού συνεπέραναν οἱ μαθητές, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν
ἄνθρωπος; Καὶ ἀπὸ την ἐξωτερικὴ Του ἐμφάνιση καὶ ἀπὸ το ὅτι κοιμόταν καὶ ἀπὸ το γεγονὸς ὅτι
χρησιμοποίησε το πλοῖο. Γι' αὐτὸ βέβαια ἐξεπλήσσοντο καὶ ἔλεγαν: «Τὶ εἴδους ἄνθρωπος εἶναι
αὐτός;». Διότι ὁ μὲν ὕπνος καὶ ἡ ἐξωτερικὴ του ὄψις φανέρωναν ὅτι ἦταν ἄνθρωπος, ἡ θάλασσα
ὅμως καὶ ἡ γαλήνη ἀποδείκνυαν ὅτι εἶναι Θεός.
Στὸ ὅλο περιστατικὸ της καταπαύσεως της τρικυμίας, συμβαίνουν καὶ τα δύο. Ἀφ' ἑνὸς βλέπουν
καὶ την ἀνθρωπίνη φύση του Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ την παντοδυναμία της θείας Του φύσεως, ἀφ'
ἑτέρου οἱ ἴδιοι παρουσιάζονται καὶ φοβισμένοι καὶ θαυμάζοντες.
Πῶ, πῶ! Ποιὸς εἶναι αὐτός, ὥστε ὑπακούουν στὸ πρόσταγμὰ Του καὶ ὁ ἄνεμος καὶ ἡ θάλασσα
καὶ ὅλα τα στοιχεῖα της φύσεως;
Σταδιακὰ αὐξάνεται ὁ θαυμασμὸς των μαθητῶν. Ἄλλωστε ἡ ὅλη τους συμπεριφορὰ δείχνει, ὅτι
ἄλλοτε Τὸν θεωροῦσαν μεγάλο ἄνθρωπο, σπουδαῖο προφήτη, καὶ ἄλλοτε ὡς θεῖο πρόσωπο. Καὶ
κατὰ τοῦτο εἶναι θαυμαστοὶ οἱ μαθητές, ὅτι πρὶν ἀπὸ τη θάλλασα καὶ τὸν ἄνεμο, ἐκεῖνοι
ὑπήκουσαν στὸ κάλεσμα του Ἰησοῦ καὶ Τὸν ἀκολούθησαν.
Σήμερα, πού ὅλοι οἱ αἰῶνες μιλᾶνε γιὰ τὸ θεϊκὸ μεγαλεῖο του Ἰησοῦ Χριστοῦ, το μόνο πού
«ἀπαιτεῖ» το πέρασμὰ Του στὴ ζωὴ μας, εἶναι ἡ ὑπακοή.
Ας ἀφήσουμε το καράβι της ζωῆς μας στὰ δικὰ του χέρια. Καὶ ἂς υπακούουμε σὲ κάθε
πρόσταγμὰ Του!

1 Καὶ ἦλθον εἰς τὸ πέραν τῆς θαλάσσης εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν. 2 καὶ ἐξελθόντος αὐτοῦ
ἐκ τοῦ πλοίου εὐθέως ἀπήντησεν αὐτῷ ἐκ τῶν μνημείων ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ, 3 ὃς
τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασι, καὶ οὔτε ἁλύσεσιν οὐδεὶς ἠδύνατο αὐτὸν δῆσαι, 4 διὰ τὸ
αὐτὸν πολλάκις πέδαις καὶ ἁλύσεσι δεδέσθαι, καὶ διεσπάσθαι ὑπ᾿ αὐτοῦ τὰς ἁλύσεις καὶ τὰς πέδας
συντετρῖφθαι, καὶ οὐδεὶς ἴσχυεν αὐτὸν δαμάσαι· 5 καὶ διὰ παντὸς νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐν τοῖς
μνήμασι καὶ ἐν τοῖς ὄρεσιν ἦν κράζων καὶ κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις. 6 ἰδὼν δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν ἀπὸ
μακρόθεν ἔδραμε καὶ προσεκύνησεν αὐτόν, 7 καὶ κράξας φωνῇ μεγάλῃ λέγει· τί ἐμοὶ καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ,
υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; ὁρκίζω σε τὸν Θεόν, μή με βασανίσῃς. 8 ἔλεγε γὰρ αὐτῷ· ἔξελθε τὸ
πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον ἐκ τοῦ ἀνθρώπου. 9 καὶ ἐπηρώτα αὐτόν· τί ὄνομά σοι; καὶ ἀπεκρίθη λέγων·
λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοί ἐσμεν. 10 καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλὰ ἵνα μὴ ἀποστείλῃ αὐτοὺς ἔξω
τῆς χώρας. 11 ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων μεγάλη βοσκομένη πρὸς τῷ ὄρει· 12 καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν
πάντες οἱ δαίμονες λέγοντες· πέμψον ἡμᾶς εἰς τοὺς χοίρους, ἵνα εἰς αὐτοὺς εἰσέλθωμεν. 13 καὶ
ἐπέτρεψεν αὐτοῖς εὐθέως ὁ ᾿Ιησοῦς. καὶ ἐξελθόντα τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα εἰσῆλθον εἰς τοὺς
χοίρους· καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν δὲ ὡς δισχίλιοι· καὶ
ἐπνίγοντο ἐν τῇ θαλάσσῃ. 14 καὶ οἱ βόσκοντες τοὺς χοίρους ἔφυγον καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ
εἰς τοὺς ἀγρούς· καὶ ἐξῆλθον ἰδεῖν τί ἐστι τὸ γεγονός. 15 καὶ ἔρχονται πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν, καὶ θεωροῦσι
τὸν δαιμονιζόμενον καθήμενον καὶ ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα, τὸν ἐσχηκότα τὸν λεγεῶνα, καὶ
ἐφοβήθησαν. 16 καὶ διηγήσαντο αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐγένετο τῷ δαιμονιζομένῳ καὶ περὶ τῶν
χοίρων. 17 καὶ ἤρξαντο παρακαλεῖν αὐτὸν ἀπελθεῖν ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. 18 καὶ ἐμβαίνοντος αὐτοῦ
εἰς τὸ πλοῖον παρεκάλει αὐτὸν ὁ δαιμονισθεὶς ἵνα μετ᾿ αὐτοῦ ᾖ. 19 καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν, ἀλλὰ λέγει
αὐτῷ· ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου πρὸς τοὺς σοὺς καὶ ἀνάγγειλον αὐτοῖς ὅσα σοι ὁ Κύριος πεποίηκε
καὶ ἠλέησέ σε. 20 καὶ ἀπῆλθε καὶ ἤρξατο κηρύσσειν ἐν τῇ Δεκαπόλει ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς,
καὶ πάντες ἐθαύμαζον.

Δαιμονισμένος: Φόβος καὶ τρόμος (στ. 1-4)


Μετὰ την πρώτη θεραπεία δαιμονισμένου στὴ συναγωγὴ (α' 21-23) ἀφηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς
Μάρκος τη θεραπεία ἑνὸς δαιμονισμένου βαρύτερης μορφῆς καὶ μὲ στοιχεῖα πού κάνουν τη
διήγησὶ του εὐρύτερη: Περιγραφὴ της ἀσθενείας, ἀντιδράσεις του ἀσθενοῦς, μεταφορὰ των
δαιμονίων στὴν ἀγέλη των χοίρων, ἀντίδρασις των κατοίκων της περιοχῆς, ἱεραποστολικὴ ἐντολὴ
του Ἰησοῦ πρὸς τὸν θεραπευμένο.
Τὸ γεγονὸς ἀφηγοῦνται καὶ οἱ ἄλλοι δύο Συνοπτικοὶ εὐαγγελιστὲς (Ματθαίος καὶ Λουκᾶς), μὲ τὴ
διαφορὰ ὅτι στὸ Ματθαίο γίνεται λόγος γιὰ δύο δαιμονισμένους.
Στὴ διήγηση του Μάρκου ὑπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες, π.χ. ἀριθμὸς των χοίρων, καὶ
καταλήγει μὲ την ἐνδιαφέρουσα πληροφορία, ὅτι ὁ θεραπευμένος διεκήρυξε στὴ Δεκάπολι «ὅσα
εποίησεν αυτὼ ὁ Ἰησοῦς». Δηλαδή, ἔγινε κήρυκας σὲ μιὰ περιοχὴ ἐθνικῶν (εἰδωλολατρῶν).
Πιθανῶς ὁ δαιμονισμένος της διηγήσεως νὰ εἶναι καὶ ὁ πρῶτος ἐθνικός, πού συναντᾶ καὶ
θεραπεύει ὁ Ἰησοῦς, δείχνοντας ἔτσι ὅτι εἶναι Λυτρωτὴς ὅλων των ἀνθρώπων.
Το θαῦμα τοποθετεῖται ἀπὸ τον εὐαγγελιστὴ στὴν ἀνατολικὴ μεριὰ της λίμνης Γαλιλαίας, «εἰς
τὴν χώραν των Γεργεσηνών». «Καὶ ἦλθον εἰς τὸ πέραν της θαλάσσης εἰς τὴν χώραν των
Γεργεσηνὼν» (στ. 1-2). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἔφτασαν στὸ ἀπέναντι μέρος της λίμνης,
στὴ χώρα των Γεργεσηνών».
Ἡ ὅλη σημασία της μνείας της περιοχῆς ἔγκειται στὸν ἱεραποστολικὸ χαρακτήρα του τέλους της
διηγήσεως: Ο θεραπευμένος κηρύττει τὸν Χριστὸ στὴ Δεκάπολι.
Τὸν Ἰησοῦ, πού κατεβαίνει ἀπὸ το πλοιάριο, συναντᾶ ἕνας ἄνθρωπος μὲ δαιμονικὴ ἐπήρεια.
Συνάντησις φωτὸς καὶ σκότους. Συνάντησις εὐεργεσίας καὶ τραγωδίας. «Καὶ ἐξελθόντος αὐτοῦ ἐκ
του πλοίου εὐθέως απήντησεν αυτὼ ἐκ των μνημείων ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ακαθάρτω» (στ. 1-2).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς βγῆκε ἀπὸ το πλοῖο, ἀμέσως τον συνάντησε ἕνας
ἄνθρωπος μὲ πνεῦμα ἀκάθαρτο (δαιμόνιο), πού ἐρχόταν ἀπὸ τα μνήματα».
Ἄνθρωπος ζωντανὸς ἐξωτερικά, ἔβγαινε ἀπὸ τα μνήματα. Δὲν ἦταν βρυκολακιασμένος. Ἦταν
κυριευμένος ἀπὸ το σκοτεινὸ πνεῦμα. Σκοτεινὸς τόπος τα μνήματα. Ἐκεῖ τον ἔσπρωχνε ὁ πονηρός,
ὁ ἄρχων του σκότους (Εφεσ. τσ' 12).
Σπίτι δὲν εἶχε; Συγγενεῖς δὲν εἶχε; Ἀσφαλῶς εἶχε. Ἀλλὰ ὁ Σατανάς, πού εἶχε κάνει κατάληψη του
δικοῦ του σπιτιοῦ, δηλαδή, της ὑπάρξεὼς του, του διέθετε γιὰ χῶρο κατοικίας τα μνήματα. «Ός
την κατοίκησιν είχεν ἐν τοῖς μνήμασι, καὶ οὔτε αλύσεσιν οὐδεὶς ήδύνατο αὐτὸν δήσαι, διὰ τὸ αὐτὸν
πολλάκις πέδαις καὶ αλύσεσι δεδέσθαι, καὶ διεσπάσθαι ὑπ' αὐτοῦ τὰς αλύσεις καὶ τὰς πέδας
συντετρίφθαι, καὶ οὐδεὶς ίσχυεν αὐτὸν δαμάσαι» (στ. 3-4). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἦταν
δαιμονισμένος καὶ κατοικοῦσε στὰ μνήματα. Δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸν δέση, οὔτε μὲ ἁλυσίδες.
Πολλὲς φορὲς του εἶχαν βάλει σιδερένια δεσμὰ στὰ πόδια καὶ τον εἶχαν δέσει μὲ ἁλυσίδες, αὐτὸς
ὅμως εἶχε σπάσει τὶς ἁλυσίδες καὶ εἶχε συντρίψει τα δεσμά. Κανένας δὲν μποροῦσε νὰ τον
δαμάση».
Ὁ Μάρκος χρησιμοποιεῖ γιὰ τοὺς δαιμονισμένους ἐκφράσεις, πού δείχνουν κατοχὴ τους ἀπὸ
πνεῦμα ἀκάθαρτο.
Περιγράφεται πολὺ παραστατικὰ ἡ ἀπελπιστικὴ καὶ ἄθλια κατάστασις του δαιμονισμένου.
Ἄνθρωπος κοινωνικὰ ἀπροσάρμοστος. «Οὔτε αλύσεσιν ούδεὶς ήδύνατο αὐτὸν δήσαι, διὰ τὸ αὐτὸν
πολλάκις πέδαις καὶ αλύσεσι δεδέσθαι, καὶ διεσπάσθαι ὑπ' αὐτοῦ τὰς αλύσεις καὶ τὰς πέδας
συντετρίφθαι, καὶ οὐδεὶς ίσχυεν αὐτὸν δαμάσαι» (στ. 3-4).
Κανένας δὲν μποροῦσε νὰ τον συγκρατήση ἤ νὰ τὸν περιορίση. Ἀκόμα καὶ τὶς ἁλυσίδες, μὲ τὶς
ὁποῖες προσπαθοῦσαν νὰ τὸν δέσουν, τὶς ἔσπαγε σὰν κλωστές. Θηρίο ἀδάμαστο. Ὁ Σατανὰς ἔχει
ὑπερφυσικὴ δύναμι. Δὲν δαμάζεται ἀπὸ ἄνθρωπο, παρὰ μόνο ἀπὸ Ἐκείνον, ποῦ δὲν ἔχει ἁπλῶς
ὑπερφυσικὴ δύναμι, ἀλλ' εἶναι ὁ Ἴδιος ἤ Θεϊκὴ ὑπερδύναμις.
Ἔτσι γίνεται ὁ ἄνθρωπος χωρὶς Θεό. Θηρίο. Δὲν ἔχει φραγμούς. Δὲν ἔχει περιορισμούς. Εἶναι
παραδομένος στὸ Σατανὰ, ἐξαρτημένος στὰ βρωμερὰ καὶ ἄγρια πάθη. Οὔτε οἱ συμβουλές, οἱ
νουθεσίες τὸν ὠφελοῦν. Οὔτε οἱ δικοὶ του τὸν ἐπηρεάζουν. Οὔτε οἱ νόμοι τὸν συγκρατοῦν. Πολὺ
περισσότερο δὲν ὑποτάσσεται στὸ εὐαγγέλιο του Θεοῦ.

Τρέμει μπροστὰ στὸ Χριστὸ (στ. 5-7)


Ὁ δαιμονισμένος ζῆ στὰ μνήματα καὶ στὰ βουνά. Μὲ ἔντονη ἐπιθετικότητα, ποῦ δὲν μπορεῖ μὲ
κανένα τρόπο νὰ δαμάση. Κυριαρχεῖται ἀπὸ τη μανία της αὐτοκαταστροφῆς. «Καὶ διὰ παντὸς
νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐν τοῖς μνήμασι καὶ ἐν τοϊς όρεσιν ἣν κράζων καὶ κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις»
(στ. 5). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Νύκτα καὶ ἡμέρα συνεχῶς ἔμενε στὰ μνήματα καὶ στὰ
βουνά, ἔβγαζε κραυγὲς καὶ κατακοβόταν μὲ πέτρες».
Ζωηρὴ εἶναι ἡ περιγραφὴ της τραγικῆς φιγούρας ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ. Δὲν εἶναι ἁπλῶς
τρομοκράτης καὶ ἐπικίνδυνος γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ γιὰ την περιοχή. Ἔχει καταστοφικὴ μανία καὶ γιὰ
τὸν ἑαυτὸ του. «κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις». Μανία αὐτοκαταστροφῆς!
Ἀντὶ νὰ μιλάη κανονικὰ καὶ μὲ φυσιολογικὸ τρόπο, «κράζει» νύκτα καὶ μέρα. Πάσχει ἀπὸ
ἐσωτερικὴ διάσπασι της προσωπικότητας (στ. 9), ὅπου δίδεται καὶ ἡ ἔννοια του ὀνόματὸς του
(«λεγεών»).
Σὰν νὰ ἀφήνεται νὰ νοηθῆ ἤ φθορὰ του «καλοῦ λίαν» δημιουργήματος του Θεοῦ. Πόσο ἐλεεινὸ
πλάσμα καθίσταται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν το λογικὸ σκοτισθῆ καὶ ἐκθρονισθῆ, ὥστε στὴ θέση του νὰ
ἐνθρονισθῆ ὁ Σατανάς! Όταν ἀπομακρύνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τη ζωοποιὸ κοινωνία μὲ τὸν Θεό,
ἀπομακρύνεται καὶ ἀπὸ την κοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ὁδηγούμενος ἔτσι στὴν
καταστροφή. Ἔτσι γίνεται ἀπειλὴ γιὰ τὸν ἄλλον.
Ὁ εὐαγγελιστὴς παρουσιάζει τον Ἰησοῦ ὡς ἐλευθερωτὴ των ἀνθρώπων ἀπὸ τα δαιμονικὰ δεσμά.
Μὲ τὸ Χριστὸ οἱ δεσμῶτες γίνονται δέσμιοι, ὁ διάβολος ποῦ δένει τοὺς ἀνθρώπους, δένεται καὶ
αποδυναμώνεται.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οἱ μήδε δεσμῶν ἀνεχόμενοι σιδηρῶν, ἔρχονται δεδεμένοι καὶ οἱ τα
ὄρη κατατρέχοντες, εἰς τα πεδία εξήσαν. Καὶ οἱ τοὺς ἄλλους κωλύοντες διαβαίνειν, τὸν
αποτειχίζοντα τὴν ὁδὸν αυτοὶς ἰδόντες, ἔστησαν» (Ε.Π.Ε. 10,256). Μετάφρασις: Αὐτοί, ποῦ δὲν
μποροῦσαν νὰ τοὺς συγκρατήσουν τα σιδερένια δεσμά, αὐτοὶ τώρα ἔρχονται δεμένοι. Καὶ αὐτοὶ
πού ἔτρεχαν στὰ βουνά, κατέβηκαν τώρα στὴν πεδιάδα. Καὶ αὐτοὶ πού ἐμπόδιζαν τοὺς ἄλλους νὰ
διέρχονται ἀπὸ τα μέρη ἐκεῖνα, ἀμέσως μόλις εἶδαν τὸν Κύριο νὰ στέκεται μπροστὰ τους ὡς τεῖχος,
στάθηκαν (παραδόθηκαν).
Τὴ μεγάλη δύναμι αὐτὴ του Μεσσία ἀναγνωρίζει το ὑποκρυπτόμενο στὸν ἀσθενὴ δαιμόνιο.
Ἄν ὁ Διάβολος εἶναι ὁ δυνατός, ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Παντοδύναμος. Γι' αὐτὸ κραυγάζει ἀπὸ ἀγωνία
ὁ Διάβολος. Γνωρίζει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τα βγάλη πέρα μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γνωρίζει ἀκόμα, ὅτι
καμμιὰ σχέσι δὲν ἔχει μὲ τὸν Χριστό.
Γι' αὐτὸ καὶ σπεύδει ὁ δαιμονισμένος νὰ προσκυνήση τὸν Ἰησοῦ (στ. 6). «Ίδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ
μακρόθεν έδραμε καὶ προσεκύνησεν αὐτόν, καὶ κράξας φωνὴ μεγάλη λέγει: Τὶ ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ,
υἱὲ του Θεοῦ του ὑψίστου; Ὁρκίζω σὲ τὸν Θεόν, μὴ μὲ βασανίσης» (στ. 6-7). 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Ὅταν εἶδε τον Ἰησοῦ ἀπὸ μακρυά, ἔτρεξε καὶ τὸν προσκύνησε. Καὶ κραυγάζοντας
δυνατὰ του λέει: “Τί δουλειὰ ἔχεις ἐσὺ μὲ ἐμένα, Ἰησοῦ, Υἱὲ του Θεοῦ του ὑψίστου; Σὲ ἐξορκίζω
στὸν Θεὸ νὰ μὴ μὲ βασανίσης”».
Συνήθως ὁ δαιμονισμένος εφαρμούσε μὲ μανία κατὰ των ἄλλων. Μόλις ὅμως βλέπει τον Ἰησοῦ,
τρέχει καὶ τον προσκυνᾶ μὲ εὐλάβεια. Ό,τι δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν οἱ άλυσίδες, ἐπιτυγχάνεται
μὲ την παρουσία του Χριστοῦ. Προσκύνησε το Χριστὸ ὄχι ὁ δαίμονας, ἀλλὰ ὁ πάσχων. Τρομάζει ὁ
Σατανάς, τρέμει μπροστὰ στὸ Χριστό, σὰν νὰ άναστέλλεται γιὰ λίγο ἡ δαιμονικὴ κυριαρχία, καὶ ὁ
ταλαίπωρος ἄνθρωπος πέφτει καὶ προσκυνᾶ τὸν Παντοδύναμο!
Ό,τι δὲν μποροῦν νὰ κάνουν οἱ νόμοι καὶ οἱ φυλακές, το κάνει ὁ Χριστός. Ἀρκεῖ νὰ Τὸν δεχθοῦμε
καὶ νὰ Τὸν προσκυνήσουμε.
Το δαιμόνιο φωνάζει «τὶ ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ του Θεοῦ του ὑψίστου; Ὁρκίζω σὲ τὸν Θεόν, μὴ
μὲ βασανίσης» (στ. 7). Μὲ τὴ φράση αὐτὴ το δαιμόνιο, πού μιλάει μὲ το στόμα του ἀσθενοῦς,
ἀναγνωρίζει:
α) ὅτι τίποτε το κοινὸ δὲν ὑπάρχει μεταξὺ του Ἰησοῦ πού σώζει τον ἄνθρωπο, καὶ του δαίμονος
ποῦ τὸν καταστρέφει.
β) ὅτι αὐτός, στὸν ὁποῖον ἀπευθύνεται, εἶναι ὁ «Υἱὸς του Θεοῦ του ὑψίστου». Νὰ μιὰ φράσι,
ποῦ εἶπε ὁ Διάβολος σὰν νὰ ἦταν ἅγιος! Δὲν ἦταν ἁπλῶς μιὰ ὡραία φράσις, ἀλλὰ μιὰ ἀλήθεια, ἡ
ἀλήθεια. 'Ἦταν μιὰ ὁμολογία, ἄγνωστη στοὺς πολλούς, ἀκόμα καὶ στοὺς μαθητές. Οἱ μαθητὲς θὰ
δοῦν ἀκόμα πολλὰ θαύματα, θὰ ἀκούσουν ἀκόμα πολλὰ ἀπὸ το στόμα του Διδασκάλου, θὰ
φωτισθοῦν ἐκτάκτως, γιὰ νὰ κάνη ὁ Πέτρος την καλὴ ὁμολογία (Ματθ. ιστ' 16).
γ) ὅτι ἡ παρουσία του Υἱοῦ του Θεοῦ στὸν κόσμο δηλώνει το τέλος της σατανικῆς κυριαρχίας.
Ἀναγνωρίζει τον ἐρχομὸ των ἐσχάτων, πού συμπίπτει μὲ την τιμωρία των δαιμόνων.
Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Δαιμονώντες καθάπερ δραπέται πονηροὶ δεσπότην
ἰδόντες, ἔλεγον: Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ Υἱὲ του Θεοῦ; Ἦλθες ώδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ημάς;”.
Ἐπειδὴ γὰρ ἄνθρωπον αὐτὸν ἔλεγον οἱ όχλοι, ἦλθον οἱ δαίμονες τὴν θεότητα αὐτοῦ
ανακηρύττοντες. Καὶ οἱ της θαλάσσης κυμαινούσης καὶ πάνη ήσυχαζούσης οὺκ ἀκούοντες, ἤκουον
των δαιμόνων ταῦτα βοώντων, ἅπερ ἐκείνη διὰ της γαλήνης ἔκραζε» (Ε.Π.Ε. 10,252). Μετάφρασις:
Δαιμονισμένοι ἄνθρωποι, ποῦ ἔμοιαζαν ἀκριβῶς μὲ πονηροὺς δραπέτες, μόλις εἶδαν τὸν Κύριο,
κραύγαζαν: «Τὶ το κοινὸ ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ μας καὶ σὲ σένα, Ἰησοῦ Υἱὲ του Θεοῦ; 'Ἦρθες ἐδῶ πρὶν
ἀπὸ την ὥρα νὰ μας βασανίσης;». Ἐπειδὴ το πλῆθος ἀκόμα Τὸν θεωροῦσαν καὶ Τὸν ἔλεγαν
ἄνθρωπο (ἁπλῶς), ἦρθαν οἱ δαίμονες νὰ διακηρύττουν τη Θεότητὰ Του. Καὶ ὅσοι δὲν ἄκουσαν τη
φουρτουνιασμένη θάλασσα ποῦ γαλήνευσε μὲ την προσταγὴ Του, ἄκουγαν τώρα τοὺς δαίμονας
νὰ κραυγάζουν αὐτὸ ποῦ καὶ ἡ θάλασσα διακήρυττε (τὴ Θεότητα του Ἰησοῦ) μὲ τὴ γαλήνη της.
Τὸ δράμα εἶναι, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, καίτοι πλάστηκε «κατ' εἰκόνα» Θεοῦ, μεταβάλλεται πολλὲς
φορὲς σὲ ὄργανο του Διαβόλου. Ὁ τόσο τιμημένος ἀπὸ τον Θεὸ ἄνθρωπος προδίδει τη βασιλική,
την οὐράνια, τη θεϊκὴ του δόξα καὶ πέφτει χαμηλά. Ζηλεύει την τάξη των ζώων. Γίνεται ἕνα μὲ τὰ
ζῶα. Ἀποκτηνώνεται. Κάποτε μάλιστα γίνεται χειρότερος καὶ ἀπὸ τα ζῶα.
Κάποτε δὲ οἱ ἄνθρωποι γίνονται χειρότεροι καὶ ἀπὸ το Σατανὰ! Τὶς πράξεις του Διαβόλου τὶς
πράττουμε, τα λόγια του ὅμως δὲν τα λέμε! Κοιτάξτε τα λόγια, ποῦ εἶπε τὸ δαιμόνιο, μόλις
συνάντησε τὸν Χριστό! Πὼς τὸν ώνόμασε; «Υἱὸν του Θεοῦ του Ὑψίστου» (στ. 7). Καὶ ἀναγνώρισε τη
δύναμὶ Του: «Μὴ μὲ βασανίσης».
Πόσοι ἄνθρωποι πιστεύουν ἀκράδαντα στὸν Ἰησοῦ Χριστό; Τὰ δαιμόνια πιστεύουν. Ἔτσι λέει καὶ
ὁ αδελφόθεος Ἰάκωβος: «Καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσι καὶ φρίττουσι» (β' 19). Ἄν μποροῦσαν σὲ μιὰ
θεία Λειτουργία, μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους νὰ παρευρίσκονταν καὶ δέκα δαιμόνια, την ὥρα πού ὁ
λειτουργὸς ἐκφωνεῖ «Τὰ σὰ ἐκ των σών...», θὰ ἔτρεμαν τα δαιμόνια ἀπὸ το φόβο τους. Οἱ ἄνθρωποι
οὔτε τρέμουμε οὔτε κάποιο δέος αἰσθανόμαστε. Πολλοὶ οὔτε κλείνουν την κεφαλή. Μὲ ἀπάθεια
στέκονται.
Τὰ δαιμόνια πιστεύουν. Βέβαια ἡ πίστις τους καμμιὰ ἀξία δὲν ἔχει.
Πρώτον, διότι εἶναι πίστις «κατ' ἀνάγκην». Τέτοια πίστι ὅλοι μιὰ μέρα θὰ ἀποκτήσουν. Ἀκόμα
καὶ ὅσοι σήμερα δηλώνουν ἄπιστοι! Σὰν βρεθοῦν στὴν «ἄλλη» ζωή, ὅσοι θὰ δοκιμάζουν το «πῦρ
το ἐξώτερον», ὅταν θὰ ἔχουν ἀποκτήσει πείρα της πυρὰς, τότε ἀναγκαστικὰ θὰ παραδέχονται τη
δύναμι Ἐκείνου, ποῦ Τὸν εἶχαν ἀρνηθῆ στὴν ἐπίγεια ζωή.
Δεύτερον, διότι στὸ Σατανὰ ἡ πίστις ἀποκλείεται νὰ μεταφρασθῆ σὲ πρᾶξι, σὲ καλὰ ἔργα. Ἡ
ἐγκεφαλικὴ πίστις δὲν σώζει. «Πίστις χωρὶς των ἔργων νεκρὰ έστι» (Ιακ. β' 20).
Τὸ δαιμόνιο ἀναγνωρίζει μέν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι «ὁ Υἱὸς του Θεοῦ του Ὑψίστου», ἀλλὰ καὶ
φοβᾶται τη σχέση μαζὶ Του. «Τὶ ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ» (τσ 7). Τὶ σχέσι μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἐμεῖς οἱ
δυό; Πολὺ περισσότερο ὁ λόγος αὐτὸς ταιριὰζεῖ στὸ στόμα του Χριστοῦ. Ἄν μιὰ φορὰ το σκοτάδι
λέει, «δὲν ἔχω καμμιὰ σχέση μὲ τὸ φῶς», χίλιες φορὲς λέει το φῶς, «καμμιὰ σχέσι δὲν ἔχω μὲ τὸ
σκοτάδι»!
Ὁ Χριστὸς δὲν ἤθελε τη συνεργασία μὲ το Διάβολο. Δὲν ἤθελε τη διαφήμισὶ Του ἀπὸ το Σατανὰ.
Ἦταν ἐποχή, πού ὁ κόσμος δὲν Τὸν γνώριζε. Τὸν γνώριζαν τα... δαιμόνια! Όταν πρωτοεμφανίστηκε
κατὰ τη δημόσια δρᾶσι Του, εἶπαν τα δαιμόνια μὲ το στόμα ἑνὸς δαιμονισμένου: «Οιδὰ σὲ τὶς εἰ, ὁ
ἅγιος του Θεοῦ» (Μάρκ. α' 24). Ἀλλ' ὁ Κύριος ἀμέσως ἀπέρριψε την προφερομένη διαφήμιση των
δαιμονίων. Καὶ ὑπογραμμίζει ὁ εὐαγγελιστὴς: «Καὶ οὐκ ήφιε λαλεῖν τα δαιμόνια ὅτι ήδεισαν αὐτὸν
Χριστὸν εἶναι» (Μάρκ. α' 34).

Λεγεὼν (στ. 8-9)


Στὴν περίπτωση του δαιμονισμένου των Γεργεσηνὼν πρόκειται γιὰ τεράστια δαιμονικὴ δύναμι.
Κατέχεται ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἀπὸ μεγάλο ἀριθμὸ πονηρῶν πνευμάτων. «Ἔλεγε γὰρ αυτὼ: Ἔξελθε
το πνεῦμα το ἀκάθαρτον ἐκ του ἀνθρώπου. Καὶ επηρώτα αὐτὸν: Τὶ ὄνομὰ σου; Καὶ άπεκρίθη λέγων:
Λεγεὼν ὄνομὰ μου, ὅτι πολλοὶ εσμὲν» (στ. 8-9). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «(Μίλησε ἔτσι τὸ
δαιμόνιο), διότι ὁ Ἰησοῦς του ἔλεγε: “Δαιμονικό πνεῦμα, βγὲς ἀπὸ αὐτὸν τον άνθρωπο”. Ἀκόμα ὁ
Ἰησοῦς τὸν ρώτησε: “Ποιό εἶναι το ὄνομὰ σου;” Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε: “Το ὄνομὰ μου εἶναι Λεγεών,
γιατὶ εἴμαστε πολλοὶ (Σατανάδες)”».
Ρώτησε ὁ Χριστός. Ζήτησε την ταυτότητα του συγκεκριμένου πολυδαιμονίου. Ποιὸ εἶναι το
ὄνομὰ σου; Γιατί; Δὲν το ἤξερε; Δὲν ἤξερε τον ἀριθμὸ των δαιμονίων, πού εἶχαν φωλιάσει στὸν
ἄνθρωπο των Γεργεσηνών; Ὁ Χριστὸς ὡς παντογνώστης ξέρει τα ὀνόματα ὅλων των «πεπτωκότων»
ἀγγέλων καὶ μπορεῖ νὰ τοὺς φωνάξη κατ' ὄνομα. Ἀλλὰ ρώτησε, γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ δοῦν, ὅτι
Ἕνας ἐκεῖνος ἀντιπαρατάσσεται μὲ λεγεώνα, μὲ πλῆθος διαμονίων καὶ νικάει!
Τὰ δαιμόνια εἶναι πολλά. Ἄν σὲ μιὰ φωλιά, σ' ἕναν ἄνθρωπο, ἔμεναν τόσοι πολλοί, μιὰ λεγεώνα,
πόσοι πρέπει νὰ εἶναι σ' ὅλο τον κόσμο! «Λεγεών»! Πολλοὶ καὶ ωπλισμένοι. Ἔχει πολλὰ ὄπλα ὁ
Διάβολος καὶ ἀναρίθμητα τα μέλη της δαιμονικῆς του μαφίας.
Το «λεγεὼν» φανερώνει το πλῆθος, μιὰ ὁλόκληρη στρατιά. Παρ' ὅλα αὐτὰ ἡ σατανικὴ λεγεὼν
παρουσιάζεται ἀνίσχυρη καὶ ὑποτεταγμένη στὴν ἐξουσία του Μεσσία. Ὁ δαιμονισμένος «ἰδὼν τὸν
Ἰησοῦν ἀπὸ μακρόθεν προσεκύνησεν αὐτὸν....» (στ. 6-7).
Στὴν ὁμολογία ὑποταγῆς το πλῆθος των πονηρῶν πνευμάτων ἐπισυνάπτει καὶ την παράκλησι,
«όρκίζω σὲ τὸν Θεὸν μὴ μὲ βασανίσης» (στ. 7). Ἡ παράκλησις ἔχει ὑπαγορευθῆ ἀπὸ τον τρόμο ἑνὸς
πανίσχυρου ἀντιπάλου, του ὁποίου δὲν άγνοεὶ την τιμωρὸ δικαιοδοσία.
Ὁ Μάρκος θὰ πῆ γιὰ τὸ Χριστό, ὅτι «επέτρεψεν αυτοίς», του ἔδωσε την ἄδεια νὰ μποῦν στὰ
γουρούνια (στ. 13). Τὸ ρῆμα «επέτρεψεν» εἶναι ἐνδεικτικὸ σχέσεως ὑπεροχῆς καὶ κυριότητας.
Ὑπογραμμίζεται ἡ ἀπεριόριστη ἰσχὺς καὶ αὐθεντία του Μεσσία ἐπὶ των δαιμονικῶν δυνάμεων.

Τα δαιμόνια παρακαλοῦν! (στ. 10-12)


Ἀπόδειξις της ὑπεροχῆς του Ἰησοῦ ἔναντι του δαίμονα εἶναι ἡ στιχομυθία στοὺς στίχους 9-10:
«Καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλὰ ἴνα μὴ ἀποστείλη αὐτοὺς ἔξω της χώρας» (στ. 10). 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ τὸ (πολλαπλὸ) δαιμόνιο παρακαλοῦσαν τον Ἰησοῦ νὰ μὴ τοὺς διώξη (τοὺς
δαίμονες) ἀπὸ τη χώρα».
Εἶχε ἰδιαίτερη... ἀδυναμία το δαιμόνιο στὴ χώρα των Γεργεσηνών. Παρακαλεῖ νὰ μὴ τὸν διώξη
ὁ Ἰησοῦς «ἔξω της χώρας». Διαβολοχώρα ἦταν ἡ περιοχή. Τὴν προτιμᾶ ὁ Σατανάς.
Τελικὰ θὰ ἀναγκασθῆ νὰ παρακαλέση τον Ἰησοῦ νὰ του ἐπιτρέψη νὰ βρῆ ἀλλοῦ καταφύγιο. Ὁ
ἰσχυρότερος μπορεῖ νὰ ζητήση ἀπὸ τον ἀσθενέστερο το ὄνομὰ του (ἀντίληψις της ἐποχῆς) καὶ στὴ
συνέχεια νὰ του δώση ἐντολὴ τὶ πρέπει νὰ κάνη. Ἡ ἀπάντησις του δαιμονισμένου «λεγεὼν ὄνομὰ
μοι» δείχνει την διάσπαση της προσωπικότητὰς του. Αὐτὸ ἐπὶ πλέον φαίνεται καὶ ἀπὸ το γεγονός,
ὅτι ὁ ἀσθενὴς μιλάει σὲ πρῶτο ἑνικὸ πρόσωπο («ὄνομὰ μοι») καὶ ἄλλοτε σὲ πρῶτο πληθυντικὸ
(«πέμψον ἡμᾶς») Αὐτὸ ἐξηγεῖται. Ἕνα πρόσωπο, ἀλλὰ τα δαιμόνια πολλά. Πολλὰ τα διαμόνια, ἕνας
ὁ διάβολος, ὁ ἄρχοντας των δαιμονίων, ὁ Βεελζεβούλ.

Ἡ ἀγέλη των χοίρων (στ. 13)


Τὸ αἴτημα των δαιμόνων συγκεκριμενοποιεῖται στοὺς στίχους 11 καὶ 12. Ζητοῦν ἀπὸ τον Ἰησοῦν
νὰ ἐγκατασταθοῦν σ' ἕνα κοπάδι χοίρων, ποῦ ἔβοσκε ἐκεῖ κοντὰ καὶ ὁ Ἰησοῦς δέχεται το αἴτημα.
«Ἥν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων μεγάλη βοσκομένη πρὸς τῷ όρει καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν πάντες οἱ
δαίμονες λέγοντες: Πέμψον ἡμᾶς εἰς τοὺς χοίρους, ἴνα εἰς αὐτοὺς εἰσέλθωμεν» (στ. 11-12).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἐκεῖ κοντὰ στὸ βουνὸ ἔβοσκε ἕνα μεγάλο κοπάδι χοίρων. "Ὅλοι οἱ
δαίμονες παρακαλοῦσαν τον Ἰησοῦ καὶ του ἔλεγαν: “Στείλε μας στοὺς χοίρους, γιὰ νὰ μποῦμε μέσα
σ' αυτούς”».
Σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οἱ δαίμονες οὐδὲ χοίρων άπτεσθαι κύριοι, μὴ του των ὅλων
ἐπιτρέποντος Θεοῦ» (Ε.Π.Ε. 10,264). Μετάφρασις: Τὰ δαιμόνια δὲν ἔχουν ἐξουσία οὔτε τα
γουρούνια νὰ ἀγγίξουν, ἂν δὲν το ἐπέτρεπε ὁ Θεός, ὁ ἐξουσιαστὴς των πάντων.
Τὰ δαιμόνια της λεγεώνας των Γεργεσηνών, βλέποντας, ὅτι δὲν μποροῦν νὰ βασανίζουν
ἀνθρώπους, μπαίνοντας στὴν ὕπαρξὶ τους, ζητοῦν νὰ κάνουν καταστροφὲς στὰ κτήνη της περιοχῆς.
Ἡ μανία τους νὰ καταστρέψουν τους χοίρους (τὰ γουρούνια) ἔκρυβε μεγάλη πονηρία. Μὲ τὴν
καταστροφὴ θὰ παρουσίαζε τον Ἰησοῦ ἐπίφοβο καὶ ἐπικίνδυνο καὶ θὰ Του ζητοῦσαν οἱ κάτοικοι
των Γεργεσηνὼν νὰ φύγη. Κάτι πού τελικὰ ἔγινε. «Καὶ επέτρεψεν αυτοὶς εὐθέως ὁ Ἰησοῦς. Καὶ
ἐξελθόντα τα πνεύματα τα ἀκάθαρτα εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους καὶ ώρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ του
κρημνοὺ εἰς τὴν θάλασσαν ἦσαν δὲ ὡς δισχίλιοι καὶ έπνίγοντο ἐν τη θαλασσῆ» (στ. 13). Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἀμέσως τους το ἐπέτρεψε ὁ Ἰησοῦς. Καὶ τα ἀκάθαρτα πνεύματα (τα
δαιμόνια) μπῆκαν μέσα στοὺς χοίρους. Μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὁρμήση ἤ ἀγέλη των χοίρων στὸ γκρεμὸ
καὶ νὰ πνιγῆ στὴ θάλασσα (λίμνη). Καὶ οἱ χοῖροι ἦσαν περίπου δυὸ χιλιάδες».
Κατὰ τον Ἰωάννη το Χρυσόστομο δέχεται ὁ Ἰησοῦς τὸ αἴτημα, «οὐκ ἐκείνους πειθόμενος, ἀλλὰ
πολλὰ ἐντεῦθεν οἰκονομῶν».
Οἱ Γαδαρηνοὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀντιληφθοῦν πόσο κακοποιοὶ καὶ καταστροφικοὶ ἦσαν οἱ δαίμονες
καὶ ἀπὸ ποιὰ μανία τοὺς ἀπάλλαξε καὶ νὰ ἐπιζητοῦσαν τη φιλία καὶ την παρουσία του Ισηού. Αὐτοὶ
ὅμως Τὸν παρακαλοῦσαν νὰ φύγη ἀπὸ τα μέρη τους.
Ὥρμησαν τα γουρούνια στὸ γκρεμὸ καὶ πνίγηκαν. Ἀφοῦ ὁ διάβολος θέλησε νὰ πετάξη τα ζῶα
στὸ γκρεμό, δὲν θὰ προσπαθῆ νὰ ρίξη τοὺς ἀνθρώπους στὸ γκρεμὸ της ἁμαρτίας; Μιὰ ὁρμὴ
παρατηρεῖται πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ πρὸς την ἀπώλεια. Όλα σπρώχνουν πρὸς τὸ κακό. Γι' αὐτὸ καὶ
ἱκετεύουμε: «Παύσον τὰς ὁρμὰς των παθὼν».
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οἱ των χοίρων μὴ φειδόμενοι, ἀλλ' ἐν μιὰ καιροῦ ροπὴ πάντας
αὐτοὺς κατακρημνίσαντες, πολλὼ μᾶλλον ἂν τοὺς ἀνθρώπους ταῦτα ειργάσαντο, οὓς εἶχον, ἐπ'
ἐρημίας ἄγοντες καὶ άπάγοντες, εἰμὴ καὶ ἐν αὐτὴ τη τυραννίδι πολλὴ ἣν ἤ του Θεοῦ κηδεμονία,
χαλινούσα καὶ ἐπέχουσα την περαιτέρω ρύμην αὐτῶν. Όθεν δῆλον, ὅτι οὐκ έστιν οὐδείς, ὃς οὺκ
ἀπολαύει της του Θεοῦ προνοίας» (Ε.Π.Ε. 10,260). Μετάφρασις: Αὐτοὶ ποῦ δὲν λυπήθηκαν τοὺς
χοίρους, ἀλλὰ μέσα σὲ μία στιγμὴ τοὺς γκρέμισαν ὅλους στὸ γκρεμό, πολὺ περισσότερο θὰ
προξενοῦσαν αὐτὰ τα ἴδια στοὺς ἀνθρώπους, πού εἶχαν ὑπὸ την ἐξουσία τους καὶ τοὺς ὁδηγοῦσαν
στὴν ἔρημο καὶ πάλι τοὺς ἐπέστρεφαν, ἂν δὲν φανερωνόταν σὲ μεγάλο βαθμὸ ἡ πρόνοια του Θεοῦ
καὶ μέσα σ' αὐτὴ την τυραννικὴ κατάστασὴ τους, ὥστε νὰ θέση χαλινὸ καὶ νὰ συγκρατήση την
περαιτέρω ὁρμὴ τους. Ἑπομένως γίνεται ὁλοφάνερο, ὅτι κανεὶς δὲν ὑπάρχει, ποῦ νὰ μὴν ἀπολαύση
την πρόνοια του Θεοῦ.
Τὶ «οἰκονομεῖ», ἐπιτρέποντας τη μετοίκησι των δαιμόνων ἀπὸ τον ἄνθρωπο στὰ ζῶα; Θέλει νὰ
δείξη, ὅτι το δαιμονικὸ πνεῦμα, ὅπου κι ἂν εἰσχωρήση, φέρνει τον ὄλεθρο; Θέλει νὰ ὑπογραμμίση
την ἀσύγκριτη ἀξία του ἀνθρώπου γιὰ τη σωτηρία του ὁποίου ἀξίζει τον κόπο, ὁποιαδήποτε ἄλλη
θυσία; Τὸ ὑποστηριζόμενο ἀπὸ ὁρισμένους ἑρμηνευτές, ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τιμωροῦνται οἱ
χοιροβοσκοί, γιατὶ μὲ τὴν άπαγόρευσι του Μωσαϊκοῦ νόμου τρέφουν χοίρους, δὲν φαίνεται νὰ
εὐσταθὴ, γιατὶ το γεγονὸς λαμβάνει χώρα σὲ ἐθνικὴ περιοχή, ποῦ ἤ νομικὴ αὐτὴ ἀπαγόρευσις δὲν
ἔχει νόημα.

Ιματισμένος καὶ σωφρόνων (στ. 14-15)


Ο δαιμονισμένος ἦταν ἕνας ἀντάρτης, ἀπαίσιος καὶ φρικιαστικός. Μόλις ὅμως διέταξε ὁ Χριστός,
ἀπαλλάχτηκε ἀμέσως ἀπὸ το δαιμόνιο καὶ ἔγινε ιματισμένος. Ἤρεμος σὰν ἀρνάκι ὁ πρώην
ἀντάρτης. «Καὶ οἱ βόσκοντες τοὺς χοίρους ἔφυγον καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγροὺς
καὶ ἐξῆλθον ιδεὶν τὶ ἐστὶ τὸ γεγονός. Καὶ ἔρχονται πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ θεωρούσι τὸν
δαιμονιζόμενον καθήμενον καὶ ιματισμένον καὶ σωφρονούντα, τὸν έσχηκότα τὸν λεγεώνα, καὶ
ἐφοβήθησαν» (στ. 14-15). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Οἱ δὲ βοσκοὶ των χοίρων ἔφυγαν καὶ
διέδωσαν την εἴδησι στὴν πόλι καὶ στὰ χωριά. Καὶ ἔρχονται οἱ κάτοικοι νὰ δοῦν τὶ συνέβη. Καὶ
ἔρχονται πρὸς τὸν Ἰησοῦ καὶ βλέπουν τὸν (πρώην) δαιμονιζόμενο, πού εἶχε ὁλόκληρη λεγεώνα
δαιμονίων μέσα του, νὰ κάθεται στὰ πόδια του Ἰησοῦ), νὰ εἶναι ντυμένος μὲ ροῦχα καὶ νὰ εἶναι
φρόνιμος. Καὶ φοβήθηκαν».
Στὸν πρώην δαιμονισμένο ἤ ὁρμὴ της καταστοφικὴς μανίας μεταβλήθηκε σὲ ζῆλο κηρύγματος
καὶ ὁμολογίας. Ἡ ὁρμὴ της άσχημοσύνης καὶ της αἰσχύνης ἔγινε εἰκόνα σωφροσύνης. Ἦταν ἄγριος.
Ἔγινε ἅγιος. Ἦταν τρομοκράτης. Ἔγινε κήρυκας του Χριστοῦ.
Πολλὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι γίνονται χειρότεροι ἀπὸ το Σατανὰ. Δὲν ὑποτάσσονται στὸν Χριστό.
Ἄραγε δὲν μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ κάνη τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὑποτάσσωνται; Μπορεῖ, ἀλλὰ δὲν το
κάνει, διότι σέβεται την ἐλευθερία του ἀνθρώπου.
Ἡ πληροφόρησης των κατοίκων της περιοχῆς ἐκ μέρους των χοιροβοσκῶν γιὰ τα συμβάντα, ἔχει
ὡς ἀποτέλεσμα νὰ σπεύσουν πρὸς τὸν Ἰησοῦ, ὅπου βλέπουν τον πρώην δαιμονισμένο
«ιματισμένον καὶ σωφρονούντα καὶ καταλαμβάνονται ἀπὸ φόβον» (στ. 15).
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει: «Δαιμονώντες καθάπερ δραπέται πονηροὶ δεσπότην ἰδόντες,
ἔλεγον: “Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; 'Ἦλθες ώδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ημάς;”. Ἐπειδὴ γὰρ
ἄνθρωπον αὐτὸν ἔλεγον οἱ όχλοι, ἦλθον οἱ δαίμονες τὴν θεότητα αὐτοῦ ανακηρύττοντες. Καὶ οἱ
της θαλάσσης κυμαινούσης καὶ πάνη ήσυχαζούσης οὺκ ἀκούοντες, ἤκουον των δαιμόνων ταῦτα
βοώντων, ἅπερ ἐκείνη διὰ της γαλήνης ἔκραζε» (Ε.Π.Ε. 10,252). Μετάφρασις: Δαιμονισμένοι
ἄνθρωποι, ποῦ ἔμοιαζαν ἀκριβῶς μὲ πονηροὺς δραπέτες, μόλις εἶδαν τον Κύριο, κραύγαζαν: «Τὶ
το κοινὸ ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ μας καὶ σὲ σένα, Ἰησοῦ Υἱὲ του Θεοῦ; Ἦρθες ἐδῶ πρὶν ἀπὸ την ὥρα
νὰ μας βασανίσης;». Ἐπειδὴ το πλῆθος ἀκόμα Τὸν θεωροῦσαν καὶ Τὸν ἔλεγαν ἄνθρωπο (ἁπλῶς),
ἦρθαν οἱ δαίμονες νὰ διακηρύττουν τὴ Θεότητὰ Του. Καὶ ὅσοι δὲν ἄκουσαν τη φουρτουνιασμένη
θάλασσα ποῦ γαλήνευσε μὲ την προσταγὴ Του, ἄκουγαν τώρα τοὺς δαίμονας νὰ κραυγάζουν αὐτὸ
ποῦ καὶ ἡ θάλασσα διακήρυττε (τὴ Θεότητα του Ἰησοῦ) μὲ τὴ γαλήνη της.
Το θαῦμα καὶ το ἕνα καὶ το ἄλλο, ἔγιναν γιὰ νὰ πιστέψουν καὶ οἱ κάτοικοι της περιοχῆς.
Φοβοῦνται τον Χριστό! (στ. 16-17)
Ὁ φόβος ὅμως δὲν ἀφήνει τους κατοίκους των Γεργεσηνὼν νὰ θαυμάσουν τὸν Χριστό, νὰ
ἀναγνωρίσουν τη μεσσιανικὴ του ἐξουσία καὶ νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦν. Ὁ φόβος καὶ το συμφέρον τους
ὁδηγοῦν στὴν παράκλησι νὰ ἐγκαταλείψη την περιοχὴ τους ὁ Ἰησοῦς. «Καὶ διηγήσαντο αὐτοὺς οἱ
ἰδόντες πὼς έγένετο τῷ δαιμονιζομένων καὶ περὶ των χοίρων. Καὶ ἤρξαντο παρακαλεὶν αὐτὸν
απελθεὶν ἀπὸ των ὁρίων αὐτῶν» (στ. 16-17). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὅσοι εἶχαν δεῖ το
γεγονὸς (οἱ χοιροβοσκοὶ) διηγήθηκαν στοὺς κατοίκους τα συμβάντα, το τὶ ἔγινε μὲ τὸν
δαιμονιζόμενο καὶ μὲ τοὺς χοίρους. Καὶ ἄρχισαν οἱ κάτοικοι νὰ παρακαλοῦν τον Ἰησοῦ νὰ φύγη
ἀπὸ την περιοχὴ τους».
Δὲν συγκινοῦνται. Εἶναι ἀναίσθητοι. Ἔτσι λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅτι ἀναίσθητοὶ τίνες ἦσαν
εἰς την πόλιν ἐκείνην οικούντες, δῆλον ἀπὸ του τέλους. Δέον γὰρ αὐτοὺς προσκυνήσαι καὶ
θαυμάσαι την δύναμιν, οἱ δὲ ἀπέπεμπον, “καί παρεκάλουν απελθεϊν ἀπὸ των ὁρίων αυτών”»
(Ε.Π.Ε. 10,262). Μετάφρασις: Τὸ ὅτι ὁρισμένοι ἀπὸ αὐτοὺς πού κατοικοῦσαν στὴν πόλι ἐκείνη εἶχαν
τελεία ἄγνοια, γίνεται φανερὸ ἀπὸ το τέλος της ἐξιστορήσεως του θαύματος. Ἔπρεπε αὐτοὶ πρῶτοι
νὰ Τὸν προσκυνήσουν καὶ νὰ θαυμάσουν τη δύναμὶ Του. Ἐν τούτοις τὸ ἔδιωχναν ἀπὸ τον τόπο τους.
«Τὸν παρακαλοῦσαν νὰ φύγη ἀπὸ τα ὅριὰ τους».
Βασικὸ στοιχεῖο στὴν περιγραφὴ των συνεπειῶν της θεραπείας του δαιμονιζομένου: “Ο
δαιμονιζόμενος βρίσκεται τώρα «καθήμενος, ιματισμένος καὶ σωφρόνων» (ε' 15) κοντὰ στὸν
Ἰησοῦ. Τὸ θέαμα δὲν εἶναι ἁπλῶς καταπληκτικό. Εἶναι ἁπτὴ μαρτυρία μίας ἀσυνήθους θείας
ἐπεμβάσεως.
Γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἄνθρωποι ζητοῦν ἀπὸ τον Ἰησοῦν «απελθεϊν ἀπὸ των ὁρίων αὐτῶν» (ε' 17). Ἡ
παράκλησις αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἐκληφθῆ καὶ ὡς μιὰ μεγαλόφωνη ὁμολογία της ὑπερφυσικῆς
δυνάμεως του Χριστοῦ.
Θεωροῦν προφανῶς την καταστροφὴ της ἀγέλης ὡς σημαντικότερο γεγονὸς ἀπὸ τη θεραπεία
του δαιμονισμένου, φοβούμενοι, μήπως ἡ παρουσία του Ἰησοῦ γίνη πρόξενος καὶ ἄλλων τέτοιων
περιστατικῶν. Εἶναι χαρακτηριστικὸ δεῖγμα ἀνθρώπων, ποῦ εἶναι παγιδευμένοι στὰ προβλήματα
της καθημερινότητας καὶ δὲν συλλαμβάνουν το μήνυμα του θαυμαστοῦ γεγονότος, πού
συντελεῖται ἀνάμεσὰ τους.

Ἱεραπόστολος ὁ πρώην δαιμονισμένος (στ. 18-20)


Χαρακτηριστικὸ της ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τη δαιμονικὴ κυριαρχία του πρώην δαιμονισμένου εἶναι,
ὅτι ἐπιζητεῖ την κοινωνία μὲ τὸν Ἰησοῦ. «Καὶ έμβαίνοντος αὐτοῦ εἰς το πλοῖον παρεκάλει αὐτὸν ὁ
δαιμονισθεὶς ἴνα μετ' αὐτοῦ ἤ» (στ. 18). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἐνῶ ἔμπαινε ὁ Ἰησοῦς
στὸ πλοῖο, ὁ πρώην δαιμονισμένος τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν πάρη μαζὶ του».
Ὁ Ἰησοῦς δὲν δέχεται το αἴτημα του πρώην δαιμονισμένου. Κοντὰ Του θέλει νὰ παραμείνη. Δὲν
τὸν διώχνει βέβαια ὁ Χριστός. Δικὸς Του θὰ εἶναι, ἀλλ' ὼς άπόστολὸς Του. Του δίνει την ἐντολὴ νὰ
διακηρύξη αὐτὸ πού του συνέβη (στ. 19). Ἀντίθετα πρὸς ό,τι συνέβαινε ἀπὸ τὶς μέχρι τώρα
άφηγήσεις θαυμάτων, ὅπου ὁ Ἰησοῦς ἀπαγόρευε κάθε συζήτηση γιὰ τὸ γεγονός. «Καὶ οὐκ αφήκεν
αὐτόν, ἀλλὰ λέγει αυτὼ Ύπαγε εἰς τὸν οἶκὸν σου πρὸς τοὺς σοὺς καὶ ανάγγειλον αὐτοὺς ὅσα σόι ὁ
Κύριος πεποίηκε καὶ ήλέησὲ σέ. Καὶ ἀπῆλθε καὶ ἤρξατο κηρύσσειν ἐν τη Δεκαπόλει ὅσα εποίησεν
αυτὼ ὁ Ἰησοῦς, καὶ πάντες ἐθαύμαζον» (στ. 19-20). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἀλλ' ὁ Ἰησοῦς
δὲν του ἐπέτρεψε (νὰ τὸν άκολουθήση), ἀλλὰ του εἶπε: “Πήγαινε στὸ σπίτι σου, στοὺς δικοὺς σου,
καὶ νὰ διηγηθῆς σ' αὐτοὺς το καλὸ πού σου ἔκανε ὁ Κύριος καὶ το πὼς σὲ ελέησε”. Καὶ ἐκεῖνος
ἔφυγε καὶ ἄρχισε νὰ διακηρύττη στὴ Δεκάπολι, ὅσα ἔκανε σ' αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς. Καὶ ὅλοι ἔμεναν
κατάπληκτοι».
Αὐτὸς ποῦ πρὶν ἦταν ὄργανο του Σατανὰ καὶ φερέφωνὸ του, τώρα μεταβάλλεται σὲ ἰσχυρὸ
μεγάφωνο του Χριστοῦ. Διαλαλεῖ παντοῦ την ἀλήθεια καὶ τη δύναμη του Χριστοῦ.
Νὰ σημειωθῆ ἐδῶ ἡ λέξις «Κύριος». «Ὁ Κύριος» ἐδῶ χρησιμοποιεῖται ἀντὶ του «ὁ Θεός». Το ἔργο
του Ἰησοῦ θεωρεῖται ἔργο του Θεοῦ.
Ἐκτελώντας την προσταγὴ ὁ πρώην δαιμονισμένος διακηρύσσει στὴ Δεκάπολι «ὅσα εποίησεν
αυτὼ ὁ Ἰησοῦς». Εἶναι προφανὴς ὁ ἱεραποστολικὸς στόχος του τέλους της διηγήσεως. Ὁ
εὐαγγελιστὴς παρουσιάζει τον Ἰησοῦ, ποῦ ἀπορρίπτεται ἀπὸ τους Ἰουδαίους, νὰ στρέφεται πρὸς
τοὺς ἐθνικούς, ὑπογραμμίζοντας ἔτσι τὶς οἰκουμενικὲς διαστάσεις της ἀποστολῆς Του.

21 Καὶ διαπεράσαντος τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ πλοίῳ πάλιν εἰς τὸ πέραν συνήχθη ὄχλος πολὺς ἐπ᾿ αὐτόν,

καὶ ἦν παρὰ τὴν θάλασσαν. 22 Καὶ ἔρχεται εἷς τῶν ἀρχισυναγώγων, ὀνόματι ᾿Ιάειρος, καὶ ἰδὼν αὐτὸν
πίπτει πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ 23 καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλά, λέγων ὅτι τὸ θυγάτριόν μου ἐσχάτως
ἔχει, ἵνα ἐλθὼν ἐπιθῇς αὐτῇ τὰς χεῖρας, ὅπως σωθῇ καὶ ζήσεται. 24 καὶ ἀπῆλθε μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ
ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν. 25 Καὶ γυνή τις οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἔτη
δώδεκα, 26 καὶ πολλὰ παθοῦσα ὑπὸ πολλῶν ἰατρῶν καὶ δαπανήσασα τὰ παρ᾿ ἑαυτῆς πάντα, καὶ
μηδὲν ὠφεληθεῖσα, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα, 27 ἀκούσασα περὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἐλθοῦσα ἐν
τῷ ὄχλῳ ὄπισθεν ἥψατο τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· 28 ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ ὅτι ἐὰν ἅψωμαι κἂν τῶν ἱματίων
αὐτοῦ, σωθήσομαι. 29 καὶ εὐθέως ἐξηράνθη ἡ πηγὴ τοῦ αἵματος αὐτῆς, καὶ ἔγνω τῷ σώματι ὅτι
ἴαται ἀπὸ τῆς μάστιγος. 30 καὶ εὐθέως ὁ ᾿Ιησοῦς ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν
ἐξελθοῦσαν, ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ ὄχλῳ ἔλεγε· τίς μου ἥψατο τῶν ἱματίων; 31 καὶ ἔλεγον αὐτῷ οἱ
μαθηταὶ αὐτοῦ· βλέπεις τὸν ὄχλον συνθλίβοντά σε, καὶ λέγεις τίς μου ἥψατο; 32 καὶ περιεβλέπετο
ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν. 33 ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα, εἰδυῖα ὃ γέγονεν ἐπ᾿ αὐτῇ, ἦλθε
καὶ προσέπεσεν αὐτῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. 34 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θύγατερ, ἡ πίστις
σου σέσωκέ σε· ὕπαγε εἰς εἰρήνην, καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς μάστιγός σου.

Λαοθάλασσα γιὰ τον Ἰησοῦ (στ. 21)


Οἱ δυὸ διηγήσεις θαυμάτων παραδίνονται στενὰ ἑνωμένες σὲ ὅλη τη Συνοπτικὴ παράδοσι καὶ
γιὰ τὴ χρονικὴ τους συνάφεια καὶ ἀλληλουχία, ἀλλὰ καὶ γιὰ τη θεολογικὴ τους σημασία, κατὰ την
ὁποία ὁ Μεσσίας παρίσταται ὡς Κύριος πάνω στὴν ἀσθένεια καὶ το θάνατο. Ἐπίσης το θέμα
πίστεως - ἐμπιστοσύνης στὸν Ζωοδότη Κύριο συνδέει στενὰ τα δύο ἐπεισόδια.
Στὴν περικοπὴ ἔχουμε την ἐξιστόρηση δυὸ θαυμάτων. Προβάλλεται ἡ ὑπερφυσικὴ ἰσχὺς του
Ἰησοῦ σὲ ἄγνωστες ὼς τώρα μορφὲς ἐκδηλώσεὼς της. Ἡ θεραπεία της αιμορροούσης γυναικὸς καὶ
ἡ ἀνάστασις της κόρης του αρχισυναγώγου Ιαείρου φανερώνουν ἰδιάζουσες ἀπόψεις της θείας
ἐξουσίας του Μεσσία. Ἴσως αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος, ποῦ ὤθησε τὸν εὐαγγελιστὴ στὴ συνύφανση
των ἀντιστοίχων διηγήσεων.
Κατὰ την ἐπάνοδο του Ἰησοῦ ἀπὸ την ἀνατολικὴ ὄχθη της λίμνης (ε' 1-20) «πάλιν εἰς τὸ πέραν»,
προφανῶς στὴ δυτικὴ πλευρά, βρίσκει πλῆθος κόσμου νὰ Τὸν περιμένη. «Καὶ διαπεράσαντος του
Ἰησοῦ ἐν τῷ πλοίω πάλιν εἰς τὸ πέραν συνήχθη ὄχλος πολὺς ἐπ' αὐτόν, καὶ ἣν παρὰ την θάλασσαν»
(στ. 21). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὅταν πέρασε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸ πλοιάριο πάλι στὴν ἀπέναντι
ὄχθη, συγκεντρώθηκε πολὺς κόσμος γύρω του. Ἦσαν δὲ κοντὰ στὴ θάλασσα (στὴ λίμνη)».
Μαζεύτηκε, «συνήχθη», πολὺς κόσμος. Ἄν οἱ Γαδαρηνοὶ Τὸν ἔδιωξαν, ὅμως ἄλλοι, κόσμος πολὺς
Τὸν ἀναζητοῦσαν. Ὑπάρχουν αὐτοὶ πού ἀπορρίπτουν τὸν Χριστό, ἀλλ' ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι πού
τρέχουν στὸν Χριστό. Εἶναι ἕτοιμοι νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦν καὶ νὰ Τὸν ἀκούσουν καὶ νὰ Τὸν θαυμάσουν.
Ἀπόδειξις ἐδῶ, «ὅπου συνήχθη ὄχλος πολὺς ἐπ' αὐτόν».

Αρχισυνάγωγος γονυπετὴς (στ. 22-23)


Μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἕνας άρχισυνάγωγος. 'Αρχισυνάγωγος εἶναι ὁ διοικητικὸς προϊστάμενος της
Συναγωγῆς, πού φροντίζει γιὰ τὴν τάξι κατὰ τη λατρεία, δηλαδή, ποιὰ πρόσωπα θὰ ἀναγνώσουν
τὶς προσευχὲς καὶ τα βιβλικὰ κείμενα κ.λπ... «Καὶ ἔρχεται εἰς τῶν άρχισυναγώγων, ὀνόματι Ιάειρος,
καὶ ἰδὼν αὐτὸν πίπτει πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ» (στ. 22). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἔρχεται
τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες της συναγωγῆς, πού λεγόταν Ιάειρος. Μόλις εἶδε τον Ἰησοῦ πέφτει
στὰ πόδια του».
Το ὄνομα του αρχισυναγώγου Ιάειρος εἶναι ἐξελληνισμένη μορφὴ του ἑβραϊκοῦ Ιαίρ, πού
σημαίνει «ὁ Θεὸς φωτίζει». Σημασία ἔχει ἡ κίνησης του. Ἔπεσε στὰ πόδια του Χριστοῦ. Ἡ θλῖψις
φέρει τὸν Ιάειρο συντετριμμένο καὶ τεταπεινωμένο στὰ γόνατα. Ὁ πόνος λυγίζει καὶ το πιὸ
ψηλόκορμο κυπαρίσσι. Κατὰ κόσμον ὁ Ιάειρος καὶ ἡλικία εἶχε καὶ ἀξίωμα. Καὶ ὅμως γονατίζει
μπροστὰ σὲ ἕνα πολὺ νεώτερὸ του, ποῦ δὲν ἔχει κανένα ἐξωτερικὸ μεγαλεῖο! Το ἀνθρώπινο ἀξίωμα
γονατίζει μπροστὰ στὴν ἀξία, στὴ Θεϊκὴ ἀξία καὶ ἐξουσία!
Ὁ Ιάειρος, ξεπερνώντας τὶς προκαταλήψεις των ὁμοθρήσκων του γιὰ τὸ πρόσωπο του Χριστοῦ,
καθὼς καὶ τοὺς φραγμούς, πού του ἔθεταν τόσο ἡ ἀξιοπρέπεια του ἀξιώματὸς του, ὅσο καὶ τα
σχόλια των γνωστῶν του, ἀπευθύνει θερμὴ παράκλησι: «Καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλά, λέγων ὅτι το
θυγάτριὸν μου ἐσχάτως ἔχει, ἴνα έλθὼν επιθὴς αὕτη τὰς χεῖρας, ὅπως σωθῆ καὶ ζήσεται» (στ. 23).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Παρακαλοῦσε τον Ἰησοῦ θερμὰ λέγοντας: “Η κορούλα μου
βρίσκεται στὰ τελευταία της. "Ἔλα νὰ βάλης τα χέρια σου πάνω της γιὰ νὰ γιατρευτῆ καὶ νὰ ζήση”».
Τὸ κορίτσι ἦταν στὰ τελευταία. Έπιθανάτιος ἦταν ἡ κλίνη της. «Ἐσχάτως ἔχει». Ὁ Ιάειρος ἀφήνει
το κορίτσι του στὶς τελευταῖες του στιγμές, καὶ τρέχει στὴν τελευταία του ἐλπίδα. Εἶναι ὁ Χριστός.
Ἱκετεύει τον Ἰησοῦ νὰ ἐπιθέση τα χέρια Του πρὸς τὸ έτοιμοθάνατο «θυγάτριο» γιὰ νὰ τὸ
θεραπεύση. Χωρὶς σχόλια πορεύονται ὅλοι πρὸς τὸ σπίτι του ἰουδαίου ἄρχοντα.

Αιμορροούσα ἀγγίζει τον Ἰησοῦ (στ. 24-27)


Ὁ Χριστὸς δέχεται νὰ προχωρήση μαζὶ μὲ τὸν άρχισυνάγωγο πρὸς τὸ σπίτι του. Ὁ δάσκαλος της
συναγωγῆς μὲ το Διδάσκαλο της Καινῆς Διαθήκης. Δὲν μπορεῖ νὰ σώση ἤ Παλαιά, παρὰ μόνο ἂν
συνοδευθῆ ἀπὸ την Καινή. Ἡ συναγωγὴ θὰ παραχωρήση τη θέση της στὴν Ἐκκλησία. «Καὶ ἀπῆλθε
μετ' αὐτοῦ καὶ ήκολούθει αυτὼ ὄχλος πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτὸν» (στ. 24). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε μαζὶ του. Καὶ τον ἀκολουθοῦσε κόσμος πολύς, ποῦ τὸν
περιέβαλλε ἀσφυκτικά».
Ἄλλος γιατρὸς θὰ δεχόταν νὰ πάη μαζὶ μὲ τον πατέρα στὸ σπίτι, ὅταν ξέρη ὅτι ὁ θάνατος ἤδη
χτυπᾶ την πόρτα καὶ εἰσβάλλει μέσα; Ὁ Χριστὸς ὅμως «ἀπῆλθε μετ' αὐτοῦ», αφού γιά τὸν Χριστὸ
δὲν εἶναι ποτὲ ἀργά. Εἶναι ὁ Ἰατρός, ποῦ μπορεῖ καὶ τὶς τελευταῖες στιγμὲς πρὸ του θανάτου νὰ
ἐπέμβη ἰαματικά, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὁ Νεκρεγέρτης, πού μπορεῖ νὰ παρέμβη καὶ μετὰ το θάνατο, ὼς
ἀνάστασις καὶ ζωή!
«Καθ' ὁδὸν παρεμβάλλει ὁ Μάρκος ἕνα ἐπεισόδιο, ποῦ συνδέεται ὄχι μόνο τοπικὰ καὶ χρονικά,
ἀλλὰ καὶ θεολογικὰ μὲ το θαῦμα της ἀναστάσεως, ὡς προανάκρουσμὰ της. Δώδεκα χρόνια πάσχει
ἡ γυναίκα ἀπὸ αἱμορραγία, τόσα χρόνια ὅσα ἔζησε το ἑτοιμοθάνατο κορίτσι του Ιαείρου. «Καὶ γυνὴ
τὶς οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἔτη δώδεκα, καὶ πολλὰ παθοῦσα ὑπὸ πολλῶν ἰατρῶν καὶ δαπανήσασα
τὰ παρ' εαυτὴς πάντα, καὶ μηδὲν ὠφεληθεῖσα, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χείρον έλθούσα, ἀκούσασα περὶ
του Ἰησοῦ, ἐλθοῦσα ἐν τῷ όχλω ὄπισθεν ήψατο του ἱματίου αὐτοῦ» (στ. 25-27). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Ἀνάμεσα στὸν κόσμο ἦταν καὶ μιὰ γυναίκα, πού ὑπέφερε ἀπὸ αἱμορραγία δώδεκα
χρόνια. Ταλαιπωρήθηκε πολὺ ἀπὸ πολλοὺς ἰατρούς. Δαπάνησε ὅλη την περιουσία της, ἀλλὰ δὲν
ὠφελήθηκε καθόλου. Μᾶλλον χειροτέρευε ἡ κατάστασης της. Σὰν ἄκουσε γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἦρθε
μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο πίσω του καὶ ἄγγιξε το ἔνδυμὰ του».
Ὁ τρόπος πού περιγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς την ἀσθένεια (ἔξοδα, ἐπιδείνωσις της καταστάσεως)
περιέχει αἰχμὴ στὴν ἀδυναμία της ἰατρικῆς της ἐποχῆς νὰ προσφέρη βοήθεια στὴν πάσχουσα. Όλη
την περιουσία της εἶχε δαπανήσει στοὺς γιατρούς, γιὰ νὰ εἰσπράξη την ἀδυναμία τους.
Ἀπὸ πλευρὰς της γυναίκας ἐκδηλώνεται ἡ ἐμπιστοσύνη στὴν ἐπιθυμία της, πού στὴ συνέχεια
πραγματοποιεῖται μὲ τὸ ν' ἀκουμπήση ἁπλῶς καὶ μόνο τα μάτια του Ἰησοῦ, γιὰ ν' ἀντλήση τη
θεραπευτικὴ δύναμι.
Οἱ ἄνθρωποι προσφεύγουν στὸν Χριστό, ἀφοῦ προηγουμένως κατέφυγαν μάταια στὴ βοήθεια
των ἀνθρώπων. Οἱ πιστοὶ βέβαια καταφεύγουν στοὺς γιατρούς, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ κυρίως
προσφεύγουν στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἀλλὰ καὶ ὡς ἔσχατο καταφύγιο νὰ ἔχη κάποιος τον Χριστό, θὰ
συναντήση την ἀγάπη καὶ το ἔλεὸς Του, ἐφ' ὅσον πιστεύει.
Δὲν εἶχε ἀμφιβολία ἡ γυναίκα, ὅτι θὰ γιατρευόταν.
Ἔτσι λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐκ αμφέβαλλεν, οὐδὲ είπεν ἐν εαυτη: 'Ἄρα απαλλαγήσομαι
του νοσήματος; Ἄρα οὐκ απαλλαγήσομαι; Ἀλλὰ θαρρήσασα περὶ της υγιείας οὕτω προσήλθεν.
Έλεγε γὰρ ἐν εαυτη: Ἐὰν μόνον άψωμαι του ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι» (Ε.Π.Ε. 10,340).
Μετάφρασις: Δὲν εἶχε ἀμφιβολία οὔτε εἶπε μέσα της Ἄραγε θὰ γιατρευθὼ ἀπὸ την αρρώστια μου
ἤ δὲν θὰ γιατρευθώ; Ἀλλ' εἶχε βέβαιη την πίστη ὅτι θὰ γιατρευθὴ καὶ ἔτσι πλησίασε. «Ἔλεγε μέσα
της: Ἄν καὶ μόνο ἀγγίξω το ἔνδυμὰ Του, θὰ γιατρευθώ».

Θεραπεύθηκε μὲ τη ἁφὴ (στ. 28-29)


Κατὰ την ἐπαφὴ συντελεῖται ἡ θεραπεία, ποῦ τὴν αἰσθάνεται ἡ ἴδια στὸ σῶμα της, ἀφοῦ
σταματάει «ἡ πηγὴ του αἵματος». «Ἔλεγε γὰρ ὲν έαυτὴ ὅτι ἐὰν άψωμαι κἂν των ἱματίων αὐτοῦ,
σωθήσομαι. Καὶ εὐθέως έξηράνθη ἡ πηγὴ του αἵματος αὐτῆς, καὶ έγνω τῷ σώματι ὅτι ίαται ἀπὸ
της μάστιγoς» (στ. 28-29). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἔλεγε μὲ τὸν ἑαυτὸ της: “Αν καὶ μόνο
ἀγγίξω τα ἐνδύματὰ του, θὰ σωθώ”. Καὶ ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία της καὶ κατάλαβε στὸ
σῶμα της, ὅτι γιατρεύτηκε ἀπὸ τη βασανιστικὴ αρρώστια».
Όλα ξεκινοῦν ἀπὸ το λογισμό. Καὶ ἡ ἄρρωστη ἐκείνη γυναίκα το «δούλευε» μέσα της, το
σκεπτόταν «ὲν εαυτη» καὶ το πίστεψε μέσα της, ὅτι θὰ σωθῆ.
Ἡ ἰδιαιτερότητα στὴν περίπτωση της αιμορροούσης γυναικὸς ἔγκειται στὸ ὅτι ἡ θεραπεία της
δὲν πραγματοποιεῖται μὲ τὸ λόγο οὔτε μὲ το ἄγγιγμα των χεριῶν του Ἰησοῦ. Ἡ ἄρρωστη γυναίκα
«ήψατο του ίματίου αὐτοῦ» (στ. 27-28). Ἡ ἴασις ἐπέρχεται χωρὶς νὰ μεσολαβήση αἴτησις της
αιμορροούσης ἤ πρωτοβουλία του Ἰησοῦ. Ἡ θαυμαστὴ θεραπεία διενεργεῖται μὲ τη δύναμι τὴν
«ἐξελθοῦσα» ἐκ του Ἰησοῦ. Ὁ ὄρος «δύναμις» σημαίνει θεία ἰαματικὴ δύναμις ενοικούσα στὸ
Χριστό. Ἡ θεραπευτικὴ ἐνέργεια του Μεσσία γίνεται «απτὴ» καὶ μεταγγίζεται μὲ ἐπαφή.
Γιὰ ποιὸ λόγο κρυφὰ θέλησε νὰ προσέλθη στὸ Χριστὸ ἤ ἄρρωστη ἐκείνη γυναίκα; Ἡ ἀσθένειὰ
της ἦταν τέτοια, ὥστε συστελλόταν (ντρεπόταν) δημόσια νὰ μιλήση γι' αὐτήν. Ἀπὸ ντροπὴ
ἐπιθυμοῦσε μυστικὴ την ἐνέργεια της καὶ τη θεραπεία της
'Ἀπαντᾶ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυόστομος: «Τίνος ἕνεκεν οὐ μετὰ παρρησίας αὐτὴ προσήλθεν; Ἠσχύνετο
διὰ το πάθος, ἀκάθαρτος εἶναι νομίζουσα. Ἔι γὰρ ἤ ἐν καταμηνίοις οὖσα οὐκ έδόκει εἶναι καθαρά,
πολλὼ μᾶλλον ἤ τοιαύτην νοσοῦσα νόσον τοῦτο ἂν ενόμισεν καὶ γὰρ πολλὴ παρὰ τῷ νόμω
άκαθαρσία ένομίζετο εἶναι το πάθος» (Ε.Π.Ε. 10,340). Μετὰφράσις: Γιατὶ δὲν πλησίασε τον Ἰησοῦ
φανερά; Διότι ντρεπόταν γιὰ την ἀσθένειὰ της, ἐπειδὴ νόμιζε ὅτι ἦταν ἀκάθαρτος. Ἄν νομιζόταν
ἀκάθαρτη ἡ γυναίκα πού ἔχει την ἐμμηνόρροιὰ της, πολὺ περισσότερο ἦταν φυσικὸ νὰ νομίζεται
ἐκείνη, ποῦ ἔπασχε ἀπὸ τέτοιου εἴδους ἀσθένεια. Ἄλλωστε ἀπὸ το νόμο ἐθεωρεῖτο μεγάλη
ἀκαθαρσία αὐτὴ ἡ ἀσθένεια (ἤ έμμηνόρροια στὴ γυναίκα).
Σταμάτησε ἀκαριαία ἡ πηγὴ της αἱμορραγίας. «Καὶ εὐθέως έξηράνθη ἡ πηγὴ του αἵματος
αὐτῆς, καὶ έγνω τῷ σώματι ὅτι ίαται ἀπὸ της μάστιγoς». Τὸ ἀκαριαῖο της θεραπείας ἀποτελεῖ
ἀπόδειξη του θαύματος. Διότι στὶς φυσικὲς θεραπεῖες συνήθως οἱ ἄρρωστοι άνακτοὺν την ὑγεία
τους βραδέως καὶ βαθμηδόν. Τὰ θαύματα του Χριστοῦ γιατρεύουν ἀκαριαία. Δὲν χρειάζεται νὰ
μεσολαβήση ἄλλη ἐνέργεια ἤ κάποιος χρόνος, ἐκτὸς ἂν ὁ Χριστὸς γιὰ λόγους παιδαγωγικοὺς ἤ
δοκιμασίας θέλει νὰ ἐνεργήση διαφορετικά.
Δυὸ φορὲς (στ. 29 καὶ 34) ἡ αρρώστια καλεῖται «μάστιγα». Λέγεται ἔτσι ὄχι μόνο, διότι προκαλεῖ
πόνο, ἀλλὰ καὶ διότι ἀποτελεῖ μία δοκιμασία, «Μαστιγοὶ δὲ ὁ Θεὸς πάντα υἱόν, ὂν παραδέχεται»
(Παροιμ. γ' 12).

Το ἄγγιγμα των ἱματίων Του (στ. 30-32)


Ὁ Ἰησοῦς εἶναι παντογνώστης. Δὲν διέλαθε της προσοχῆς Του ἤ ἐνέργεια της γυναίκας καὶ ἡ
θαυματουργικὴ δύναμις ποῦ της μετέδωσε. Γι' αὐτὸ καὶ προκαλεῖ συζήτησι μὲ τοὺς μαθητές, οἱ
ὁποῖοι φυσικὰ δὲν εἶχαν ἀντιληφθῆ τα γενόμενα. «Καὶ εὐθέως ὁ Ἰησοῦς επιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ
αὐτοῦ δύναμιν έξελθούσαν, ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ όχλω ἔλεγε: Τὶς μου ήψατο των ἱματίων;» (στ. 30).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς κατάλαβε, ὅτι βγῆκε δύναμις ἀπὸ πάνω του.
Καὶ στράφηκε στὸν κόσμο ρωτώντας: “Ποιός μου ἄγγιξε τα ἐνδύματὰ μου;”».
Πρὸ του νὰ ρωτήση ὁ Χριστὸς γιὰ το ποιὸς Τὸν ἄγγιξε, το γνώτιζε. Πὼς; «Έν ἑαυτῷ». Μέσα Του
εἶναι ὅλη ἡ σοφία καὶ ἡ γνῶσις. Ὅλα τα δικὰ μας κρυφὰ ἔργα, καλὰ ἤ κακά, εἶναι μέσα Του γνωστὰ
καὶ φανερά.
Ἡ συζήτησις, πού ἀκολουθεῖ ἀποβλέπει στὸ νὰ ἀνασύρη ὁ Χριστὸς τη γυναίκα ἀπὸ την
ἀνωνυμία του πλήθους καὶ νὰ τὴν φέρη σὲ μιὰ πρόσωπο πρὸς πρόσωπο συνάντηση μαζὶ Του. Λέει
ὁ ἱερὸς Χρυόστομος: «Τίνος ἕνεκεν εἰς μέσον ἄγει; Πρώτον λύει το δέος της γυναικός, ἴνα μὴ ὑπὸ
του συνειδότος κεντoυμένη, καθάπερ κεκλoφυΐα την δωρεάν, ἐν ἀγωνία διατρίβη. Δεύτερον, αὐτὴ
διορθoύται, ἐπειδὴ ἐνόμισε λανθάνειν. Τρίτον, πᾶσι τὴν πίστιν αύτης επιδείκνυται, ὥστε καὶ τοὺς
ἄλλους ζηλώσαι καὶ τοῦ στήσαι τὰς πηγὰς του αἵματος οὺκ ἔλαττον σημεῖον παρέχεται, το δεῖξαι
ὅτι πάντα επίσταται» (Ε.Π.Ε. 10,340-342). Μετάφρασις: Γιὰ ποιὸ λόγο ὁ Ἰησοῦς τὴν βγάζει ἀπὸ την
ἀφάνεια καὶ την φέρνει μπροστὰ στὸν κόσμο; Πρώτον, διαλύει το φόβο της γυναίκας νὰ μὴ ζῆ μὲ
ἀγωνία, πιεζομένη ἀπὸ τη συνείδησὶ της, σάν, τρόπον τινά, νὰ εἶχε κλέψει τη δωρεά. Δεύτερον,
διορθώνει τη σκέψη της, ἐπειδὴ νόμισε ὅτι διέφυγε την προσοχὴ Του. Τρίτον, ἀποκαλύπτει σὲ
ὅλους την πίστι της, ὥστε καὶ οἱ ἄλλοι νὰ τὴν μιμηθοῦν. Καὶ ἀποδείχτηκε, ὅτι δὲν εἶναι μικρότερο
ἀπὸ το θαῦμα πού σταμάτησε ἡ ροὴ του αἵματος, το ὅτι ἀπέδειξε ὅτι ὁ Ἰησοῦς τα γνωρίζει ὅλα.
Βγῆκε, λέει ὁ Χριστός, δύναμις ἀπὸ πάνω του, «δύναμις έξελθούσα», μὲ το ποῦ Τὸν ἄγγιξε ἡ
αιμορροούσα. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀφαίρεσις δυνάμεως, ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστὸς μειώθηκε κάπως καὶ
ἔγινε λιγώτερο δυνατός! Απαγε! Διαδίδεται ἡ δύναμις του Χριστοῦ, χωρὶς νὰ μειώνεται ἡ δύναμὶς
Του. Ὁ ἥλιος προσφέρει αἰῶνες τώρα την ἐνέργεια του, καὶ παραμένει ἀμείωτος (σχετικὼς
τοὐλάχιστον). Γιὰ τὸν Ήλιο της παντοδυναμίας, ποῦ εἶναι ἀστείρευτη πηγὴ σωστικῆς ἐνεργείας,
ἰσχύει ἀπείρως περισσότερο το ἀμείωτο. Προσφέρει καὶ προσφέρεται, χωρὶς νὰ ἐλαττώνεται.
Οἱ μαθητὲς ἀποροῦν. Τοὺς φαίνεται πολὺ φυσικὸ μὲ τέτοιο συνωστισμὸ πάνω στὸ Χριστό,
πολλοὶ νὰ Τὸν ἔχουν προσεγγίσει κοντήτερα καὶ νὰ τὸν ἔχουν ἀκουμπήση. Καὶ ἀπαντοῦν μὲ
ἐρωτηματικὸ στὸ παράξενο κατ' αὐτοὺς ἐρώτημα του Χριστοῦ: «Καὶ ἔλεγον αυτὼ οἱ μαθηταὶ
αὐτοῦ· “Βλέπεις τὸν ὄχλον συνθλίβοντὰ σέ, καὶ λέγεις τὶς μου ήψατο;”. Καὶ περιεβλέπετο ιδεὶν τὴν
τοῦτο ποιήσασαν» (στ. 31-32). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ οἱ μαθητὲς του του ἔλεγαν: «Δὲν
βλέπεις πόσος κόσμος σὲ περιβάλλει ἀσφυκτικά; Ρωτᾶς ποιὸς σὲ άγγιξε;”. 'Ἀλλ' ὁ Ἰησοῦς κοίταζε
γύρω του γιὰ νὰ δὴ ἐκείνην, ποῦ τὸν εἶχε ἀγγίξει».
Ὁ Χριστός, ὅση ὥρα μιλοῦσαν οἱ μαθητές, έρριχνε έρευνητικὸ γύρω-γύρω το βλέμμα Του.
«Περιεβλέπετο ιδεὶν τὴν τοῦτο ποιήσασαν». Μποροῦσε ἀμέσως νὰ την δείξη. Ἀλλ' οἰκονομεῖ ἔτσι
τα πράγματα, ὥστε νὰ ἀποκαλύψη ἡ ἴδια τὸν ἑαυτὸ της καὶ την ἁγία πρᾶξι της.

Τὴν ἔσωσε ἡ πίστις της (στ. 33-34)


Ὁ φόβος της γυναίκας δικαιολογεῖται ἀπὸ την ἀντίληψη της ἐποχῆς, ὅτι εἶναι ἀκάθαρτη ἕνεκα
της αἱμορραγίας της (Λευϊτ. ιβ' 1. ἰὲ' 19 καὶ 25). Καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν εἶχε δικαίωμα ἐπαφῆς καὶ
συναναστροφῆς μὲ ἄλλους ἀνθρώπους, πράγμα πού ἐκείνη παρέβη μὲ τη βεβαιότητα ὅτι θὰ
γιατρευόταν, κάτι πού συνέβη. Ἡ σκέψις ὅμως της παραβάσεως μιᾶς δεομένης «παραδόσεως» καὶ
της ἐνδεχομένης ἐπιπλήξεὼς της ἐκ μέρους του Ἰησοῦ, ἐπιτείνουν το φόβο της. «Ἡ δὲ γυνὴ
φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα, ειδυΐα καὶ γέγονεν ἐπ' αὐτὴ, ἦλθε καὶ προσέπεσεν αυτὼ καὶ είπεν αυτὼ
πᾶσαν την ἀλήθειαν» (στ. 33). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἡ γυναίκα τότε φοβήθηκε, καὶ
τρομαγμένη, ξέροντας ό,τι της συνέβη, ἦρθε καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του. Του εἶπε ὅλη την ἀλήθεια».
Τελικὰ ἡ γυναίκα φανερώθηκε καὶ εἶπε «πᾶσαν την ἀλήθειαν». Ἐκείνη εἶπε στὸ Χριστὸ ὅλη την
ἀλήθεια γιὰ το θαῦμα. Ἐμεῖς ἂς Του λέμε ὅλη την ἀλήθεια γιὰ τα ἁμαρτήματὰ μας.
Ὁ Ἰησοῦς, ἀντὶ νὰ ἐπιπλήξη τη γυναίκα, ἐπαινεῖ την πίστι της. Τὴν προσφωνεῖ μάλιστα
«θύγατερ». «Ὁ δὲ είπεν αὐτὴ: Θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκὲ σὲ: ὕπαγε εἰς εἰρήνην, καὶ ίσθι ὑγιὴς
ἀπὸ της μάστιγὸς σου» (στ. 34). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς της εἶπε: “Κόρη μου,
ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε. Πήγαινε στὸ καλό. Καὶ νὰ εἶσαι γιὰ πάντα ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τη βασανιστικὴ
σου άσθένεια».
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Θάρσει, θύγατερ”. ὥσπερ καὶ το παραλύτο ἔλεγε: “Θάρσει,
τέκνον”. Καὶ γὰρ περιδεὴς ἣν ἤ γυνὴ· διὰ τοῦτὸ φησι, θάρσει, καὶ θυγατέρα καλεῖ ἡ γὰρ πίστις
αὐτὴν θυγατέρα εποίησεν. Είτα καὶ τὸ ἐγκώμιον “Η πίστις σου σέσωκὲ σε”» (Ε.Π.Ε. 10,344).
Μετάφρασις: Ἔχε θάρρος, θυγατέρα. Λόγια ποῦ ἀκριβῶς ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς καὶ στὸν παράλυτο: «Ἔχε
θάρρος, παιδὶ μου». Πράγματι δὲ ἡ γυναίκα ἦταν γεμάτη ἀπὸ φόβο, καὶ γι' αὐτὸ της λέει: «Ἔχε
θάρρος» καὶ την ὀνομάζει θυγατέρα. Διότι ἡ πίστις της τὴν ἔκαμε θυγατέρα. Στὴ συνέχεια
ἀκολουθεῖ το ἐγκώμιο: «Ἡ πίστις σου σὲ ἔχει σώσει».
Καὶ τὴν ἐντάσσει στὴ νέα οἰκογένεια του Θεοῦ, ποῦ ὁ "Ἴδιος ἐγκαθιδρύει, μὲ κοινὸ
χαρακτηριστικὸ τὴν πίστι καὶ την ἐφαρμογὴ του θείου θελήματος.

35 ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχονται ἀπὸ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγοντες ὅτι ἡ θυγάτηρ σου ἀπέθανε·
τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον; 36 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εὐθέως ἀκούσας τὸν λόγον λαλούμενον λέγει τῷ
ἀρχισυναγώγῳ· μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε. 37 καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὑτῷ οὐδένα συνακολουθῆσαι εἰ μὴ
Πέτρον καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην τὸν ἀδελφὸν ᾿Ιακώβου. 38 καὶ ἔρχεται εἰς τὸν οἶκον τοῦ
ἀρχισυναγώγου, καὶ θεωρεῖ θόρυβον, καὶ κλαίοντας καὶ ἀλαλάζοντας πολλά, 39 καὶ εἰσελθὼν λέγει
αὐτοῖς· τί θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; τὸ παιδίον οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει, καὶ κατεγέλων
αὐτοῦ. 40 ὁ δὲ ἐκβαλὼν πάντας παραλαμβάνει τὸν πατέρα τοῦ παιδίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς μετ᾿
αὐτοῦ, καὶ εἰσπορεύεται ὅπου ἦν τὸ παιδίον ἀνακείμενον, 41 καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς τοῦ παιδίου
λέγει αὐτῇ· ταλιθά, κοῦμι· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω, ἔγειρε. 42 καὶ εὐθέως
ἀνέστη τὸ κοράσιον καὶ περιεπάτει· ἦν γὰρ ἐτῶν δώδεκα. καὶ ἐξέστησαν ἐκστάσει μεγάλῃ. 43 καὶ
διεστείλατο αὐτοῖς πολλὰ ἵνα μηδεὶς γνῷ τοῦτο· καὶ εἶπε δοθῆναι αὐτῇ φαγεῖν.

Πέθανε το κορίτσι του Ιαείρου (στ. 35)


Ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς συνομιλεῖ μὲ τη θεραπευμένη γυναίκα, ἀπεσταλμένοι ἀπὸ το σπίτι του
άρχισυναγώγου ἀναγγέλλουν στὸν «κύριὸ» τους, ὅτι το κορίτσι του ἤδη πέθανε καὶ δὲν ὑπάρχει
λόγος νὰ ἐνοχλῆ περισσότερο το Διδάσκαλος. Καὶ γι' αὐτοὺς καὶ γιὰ τοὺς πιὸ κοντινοὺς του
Χρίστου, ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν Ιάειρο, ὁ Χριστὸς ναί, μπορεῖ νὰ θαυματουργὴ, ἀλλὰ μέχρι του σημείου
νὰ γιατρεύη αρρώστιες. Δὲν πίστευαν ἀκόμα, ὅτι μπορεῖ καὶ νὰ ἀνασταίνη νεκρούς, ἀφοῦ δὲν εἶχαν
σαφὴ πίστι γιὰ τὴ μεσσιανικότητα του Χριστοῦ, γιὰ τὸ ὅτι, δηλαδή, ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς του Θεοῦ,
ὁ σαρκωμένος Θεός, ποῦ ἦρθε νὰ καταργήση το θάνατο καὶ νὰ δωρήση τη ζωή. «Ἔτι αὐτοῦ
λαλοῦντος ἔρχονται ἀπὸ τοῦ άρχισυναγώγου λέγοντες ὅτι ἡ θυγάτηρ σου ἀπέθανε: τὶ ἔτι σκύλλεις
τὸν διδάσκαλον;» (στ. 35). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἐνῶ ἀκόμα ὁ Ἰησοῦς μιλοῦσε, ἔρχονται
ἀπὸ το σπίτι του άρχισυναγώγου (Ιαείρου) καὶ λένε στὸν άρχισυνάγωγο: “Η θυγατέρα σου πέθανε.
Γιατὶ ἀκόμα ένοχλεὶς τὸ διδάσκαλο;”».
Τὶ νὰ ὑποθέσουμε;
1. Νὰ ὑποθέσουμε, ὅτι οἱ ἄνθρωποι του Ἰουδαίου ἄρχοντα συμμερίζονται την ἐμπιστοσύνη του
Ιαείρου πρὸς τὸν Ἰησοῦ καὶ ἀπὸ σεβασμὸ δὲν θέλουν νὰ Τὸν ένοχλήσουν περισσότερο;
2. Νὰ ὑποθέσουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν εἶχαν καλὴ ἐντύπωση γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ
διαφωνοῦσαν μὲ το ἀφεντικὸ τους γιὰ την ἐνέργεια του, καὶ γι' αὐτὸ σπεύδουν μὲ ὑποκρυπτομένη
ἱκανοποίησι νὰ δηλώσουν το μάταιο της προσπαθείας του καὶ νὰ τὸν ἐμποδίσουν ἀπὸ την
περαιτέρω καταρράκωση του κύρους του;
Ἀπὸ το κείμενο δὲν μπορεῖ τίποτε ἀπὸ τα δυὸ νὰ συναχθῆ, γιατὶ ὁ εὐαγγελιστὴς ἐνδιαφέρεται
νὰ ὑπογραμμίση την κυριαρχικὴ ἐξουσία του Ἰησοῦ πάνω στὴν αρρώστια καὶ το θάνατο.
Θὰ μπορούσαμε βέβαια νὰ μιλήσουμε καὶ γιὰ ἀτελὴ πίστι τόσο του Ιαείρου, ὅσο ἀκόμα πιὸ
ἀτελὴ των ἀνθρώπων του. Το ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τη Μάρθα (Ιωάν. ἴα' 21). Θεωροῦσαν, ὅτι τα μὲν
νοσήματα ὅλα μποροῦσε ὁ Ἰησοῦς νὰ τὰ θεραπεύση, νεκρὸ ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ ἀναστήση.
Ἄλλωστε ἀκόμα δὲν εἶχε γίνει παρόμοιο θαῦμα, δηλαδὴ νεκρανάστασις.
Κατὰ τη διήγηση του Ματθαίου, ὁ θάνατος του κοριτσιοῦ ἦταν ἡ αἰτία πού ὁδήγησε τον Ιάειρο
στὸν Ἰησοῦ μὲ τὴν παράκλησι νὰ ἔρθη καὶ νὰ της μεταδώση ζωὴ (θ' 18).
«Ἡ θυγάτηρ σου άπέθανε». Οἱ ἄνθρωποι του Ιαείρου ἀναγγέλλουν το πένθος.
-Πάει, πέθανε! Ἔσβησαν οἱ ἐλπίδες!

Πίστις, ὄχι φόβος (στ. 36)


Ο Ιάειρος ἦταν ἕτοιμος νὰ βάλη το κεφάλι κάτω καὶ νὰ κλαίη. Μὰ νὰ ἡ καινούργια ἐλπίδα: Ὁ
Ἰησοῦς Χριστός. Ἐπεμβαίνει. «Μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε» (στ. 36).
Ὁ Ἰησοῦς, καίτοι δὲν ἀπευθύνθηκαν σ' Ἐκείνον οἱ ἄνθρωποι του άρχισυναγώγου, ἄκουσε τὶ του
εἶπαν. Ἡ πληροφορία γιὰ το θάνατο του κοριτσιοῦ δὲν Τὸν ἐπηρέασε. Δὲν ἔδωσε σημασία στὰ
λεχθέντα. Ὁ θάνατος δὲν μπορεῖ νὰ σταθῶ ἐμπόδιο στὴν πορεία του Ἰησοῦ, ποῦ εἶναι πορεία ζωῆς.
Εἶχε ἤδη καταλάβει, ὅτι ἡ πίστις του Ιαείρου ἦταν μεγάλη καὶ μὲ τὴ θεϊκὴ Του παρέμβασι θὰ
γινόταν ἀκόμα πιὸ μεγάλη. Γι' αὐτὸ καὶ παρεμβαίνει. Σὰν νὰ του ἔλεγε: «'Ἄσε! "Ας λένε ό,τι θέλουν!
Καὶ ἂς εἶναι ὅπως το λένε. Ἐσὺ κράτα καλὰ»: «Μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε». «Ὁ δὲ Ἰησοῦς εὐθέως
ἀκούσας τὸν λόγον λαλούμενον λέγει το αρχισυναγώγω: Μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε» (στ. 36).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «'Ἀλλ' ὁ Ἰησοῦς ἀμέσως, ὅταν ἄκουσε νὰ λέγεται αὐτὸς ὁ λόγος, λέει
στὸν άρχισυνάγωγο: “Μή φοβᾶσαι, μόνο πίστευε”».
Πίστευε! Πίστις στὴν άνάστασι, αὐτὸ ἀπαιτοῦσε ὁ Χριστὸς ἐκείνη την ὥρα. Πίστις σὲ δυὸ
πράγματα. Στὸ ὅτι το σῶμα του κοριτσιοῦ κοιμᾶται, καὶ στὸ ὅτι το πνεῦμα ἔφυγε γιὰ λίγο καὶ θὰ
ἐπιστρέψη.
Τὸ «μὴ φοβοῦ» θυμίζει σκηνὲς θεοφανικὲς της Παλαιὰς καὶ της Καινῆς Διαθήκης. Ἄλλωστε μιὰ
τέτοια θὰ συμβῆ στὸ σπίτι του Ιαείρου. Ἡ προτροπὴ «πίστευε» ένισχύει τὸν Ἰουδαῖο ἄρχοντα, πού
ἦταν φυσικὸ νὰ ἔχη καὶ ὡς πονεμένος πατέρας κλονισθῆ μὲ τὸ ἄκουσμα της θλιβερῆς ἀγγελίας.
Ἔτσι λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὸν θάνατον έπίτηδες έμενεν επελθείν, καὶ τότε παραγενέσθαι,
ὥστε σαφὴ γενέσθαι της ἀναστάσεως τὴν άπόδειξιν. Διὰ τοῦτο καὶ σχολαιότερον βαδίζει καὶ
διαλέγεται τη γυναικὶ πλείονα, ἴνα συγχωρήση τελευτήσαι ἐκείνην καὶ παραγενέσθαι τοὺς ταῦτα
ἀπαγγέλλοντας καὶ λέγοντας: “Μή σκύλλε τὸν διδάσκαλον”» (Ε.Π.Ε. 10,342). Μετάφρασις: Σκόπιμα
ὁ Ἰησοῦς περίμενε νὰ πεθάνη το κορίτσι καὶ ὕστερα νὰ μεταβῆ στὸ σπίτι, ὥστε νὰ γίνη σαφὴς ἡ
ἀπόδειξις της ἀναστάσεὼς της. Γι' αὐτὸ βαδίζει μὲ βραδύτητα καὶ κάνει μακρὰ συζήτησι μὲ τη
γυναίκα (την αιμορροούσα), γιὰ νὰ δώση τη δυνατότητα νὰ πεθάνη το κορίτσι καὶ νὰ προσέλθουν
αὐτοὶ ποῦ θὰ ἀνήγγελλαν τα συμβάντα καὶ νὰ ποῦν: «Μὴν ένοχλης το Διδάσκαλο».
Ὁ Ἰησοῦς στὸ σπίτι του Ιαείρου (στ. 37-38)
Ὁ Ἰησοῦς παίρνει μαζὶ Του τους τρεῖς μαθητές, Πέτρο, Ἰάκωβο, Ἰωάννη. Εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ἀπὸ
τὶς διάφορες περιστάσεις, ὁπότε ὁ Ἰησοῦς ἐκλέγει προνομοιακὼς τον κύκλο αὐτῶν των τριῶν
μαθητῶν ἀπὸ το «σύλλογο» των Δώδεκα (ἴδε Μὰρκ θ' 2. ιδ' 33).
Θὰ τοὺς δοῦμε καὶ σὲ ἄλλες σημαντικὲς στιγμὲς της δράσεὼς Του. Τώρα βλέπουμε τον Ἰησοῦ νὰ
εἰσέρχεται στὸ σπίτι του πένθους, ὅπου ὁ θρῆνος καὶ ὁ κοπετὸς γιὰ το νεκρὸ κορίτσι ἔχει ἀρχίσει.
«Καὶ οὐκ αφήκεν αυτὼ οὐδένα συνακολουθήσαι ἔι μὴ Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν
άδελφὸν Ἰακώβου. Καὶ ἔρχεται εἰς τὸν οἶκον του άρχισυναγώγου, καὶ θεωρεῖ θόρυβον, καὶ
κλαίοντας καὶ ἀλαλάζοντας πολλὰ» (στ. 37-38). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ δὲν ἄφησε
κανέναν νὰ τον ἀκολουθήση, παρὰ μόνο τον Πέτρο καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, τον ἀδελφὸ του
Ἰακώβου. Καὶ φτάνει στὸ σπίτι του άρχισυναγώγου, καὶ βλέπει ταραχή. Ἀκούει νὰ κλαῖνε καὶ νὰ
θρηνολογοῦν δυνατά».
Κλάματα καὶ φωνὲς καὶ ἀλαλαγμοί. Το μεγαλύτερο θόρυβο φαίνεται, πὼς ἔκαναν ἐν
προκειμένω οἱ γείτονες καὶ οἱ «ἐξ ἐπαγγέλματος θρηνωδοὶ καὶ αὐληταί», δηλαδὴ οἱ
μοιρολογίστρες. Ἡ θορυβώδης λύπη δὲν εἶναι πάντοτε καὶ ἡ χειρότερη, καὶ τὸ θορυβῶδες κλάμα
δὲν εἶναι πάντοτε το είλικρινέστερο. Χειρότερη καὶ βαθύτερη εἶναι ἡ λύπη, ποῦ κατατρώει σιωπηλὰ
την καρδιά, χωρὶς νὰ ἔχη τὶς περισσότερες φορὲς συμπαραμυθούντες καὶ συμπαραστάτες.

Δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται (στ. 39)


Τὴν παρατήρηση του Ἰησοῦ ὅτι δὲν χρειάζεται θρῆνος, γιατὶ το κορίτσι δὲν πέθανε, ἀλλὰ
κοιμᾶται, ἀντιμετωπίζουν οἱ παριστάμενοι μὲ εἰρωνεία, νομίζοντας ὅτι αὐτοὶ γνωρίζουν την
πραγματικότητα. «Καὶ εἰσελθὼν λέγει αὐτοὺς: Τὶ θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; Τὸ παιδίον οὺκ
απέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ» (στ. 39). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ
ἀφοῦ μπῆκε στὸ σπίτι λέει σ' ὅσους ἔκλαιγαν: “Γιατί ταράζεστε καὶ κλαῖτε; Το παιδὶ δὲν πέθανε,
ἀλλὰ κοιμᾶται. Τότε ἄρχισαν νὰ γελᾶνε (κοροϊδεύοντας το λόγο του Ἰησοῦ)».
Το σῶμα του κοριτσιοῦ τὶ ἔκανε την ὥρα, πού ἀπουσίαζε το πνεῦμα; Τὸ εἶπε ὁ Χριστός. Όταν
πλησιάζοντας στὸ σπίτι του αρχισυναγώγου ἄκουσε κλάματα γιὰ το θάνατο της μικρῆς, ἔδωσε
ἀμέσως μιὰ προσταγή, πού ἀπευθύνεται καὶ σὲ κάθε πενθοῦντα, ποῦ θρηνεῖ το θάνατο ἀγαπητοῦ
του προσώπου. «Μὴ κλαίε! Οὺκ απέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει» (Λουκ. ζ' 52). Στὸν εὐαγγελιστὴ Μάρκο
ἀποδίδεται ὡς ἑξῆς ὁ λόγος του Χριστοῦ: «Τὶ θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; Το παιδίον οὐκ απέθανεν,
ἀλλὰ καθεύδει (στ. 39). Το κορίτσι κοιμᾶται, δὲν πέθανε.
Κοιμᾶται! Ἄρχισαν νὰ γελᾶνε οἱ συγγενεῖς. Τὰ κλάματα μετατρέπονται σὲ γέλια, ὅταν πρόκηται
νὰ κοροϊδέψουν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν πίστι. Γέλασαν σαρκαστικά. Ἔτσι γελᾶνε καὶ σήμερα οἱ πολλοί,
ὅταν τους μιλήσης γιὰ τὴν ἀνάσταση των νεκρῶν, γιὰ τὸν παράδεισο καὶ την κόλασι.
Κοιμᾶται! Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, πού τότε μάλιστα ζοῦσαν «μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α' Θεσ. δ' 13),
το κορίτσι εἶχε πεθάνει. Γιὰ τὸν Χριστὸ ὅμως, ποῦ ἦλθε «ἴνα καταργήση τὸν τὸ κράτος ἔχοντα του
θανάτου» (Εβρ.β 14), το κορίτσι κοιμᾶται. Καὶ οἱ ἄνθρωποι βεβαίως δὲν μπορούαν νὰ ἀναστήσουν
το κορίτσι, ὁ Χριστὸς ὅμως «καθάπερ ὕπνον ἀπελάσει τὸν θάνατον, ὡς κύριος θανάτου, καὶ ὼς
ζωὴ» (Ζυγαβηνός).
Γέλασαν οἱ θρηνολογούντες, σὰν ἄκουσαν ὅτι το κορίτσι κοιμᾶται. Καὶ ὁ Χριστός; Τοὺς ἔβγαλε
ἔξω. Ἦσαν ἀνάξιοι νὰ δοῦν το θαῦμα, νὰ δοῦν πὼς ξυπνάει ἕνας νεκρός, ὅταν το πρόσταγμα τὸ
δίνει ὁ Νεκρεγέρτης Χριστός. Το θαῦμα αὐτὸ θὰ ἐπαναληφθῆ γιὰ ὅλους τους νεκρούς.
Κοιμᾶται ὁ νεκρός, δὲν πέθανε. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι πλέον... θάνατος! Εἶναι ὕπνος καὶ κοίμησις.
Ὅταν κοιμᾶται ὁ ἄνθρωπος, ξεκουράζεται ἀπὸ τον κόπο της ἡμέρας. Καὶ γνωρίζουμε ὅτι θὰ
ξυπνήση. Ἔτσι καὶ ὁ νεκρὸς κοιμᾶται. Κοιμᾶται το σῶμα. Ἡ ψυχή, το πνεῦμα, δὲν κοιμᾶται!
Γιὰ τὸ «κατεγέλων» ὁ Θεοφύλακτος παρατηρεῖ, ὅτι «αὐτοὶ ἑαυτὼν καταμαρτυροῦντες
ἐλέγχονται ὡς ἀληθῶς τεθνηκυίαν ανέστησεν».
–Γελάτε γιατὶ εἶστε σίγουροι, ὅτι το κορίτσι πέθανε.
–Γελᾶτε, γιατὶ δὲν πιστεύετε, ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ το ξυπνήση.
Θέλετε, λοιπόν, νὰ γελοιοποιήσετε τον Ἰησοῦ καὶ τὰ λόγια Του. 'Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ γελοιοποιηθῆτε
σεῖς. Το θαῦμα θὰ γίνη. Μόνο πού σεῖς θὰ περάσετε ἔξω!
Κοιμᾶται! Ὁ θάνατος εἶναι ὕπνος. Οἱ δίκαιοι κοιμοῦνται, ἀναπαύονται ὄχι μόνο ἀπὸ τον κόπο
καὶ το μόχθο της παρούσης ζωῆς, ἀλλὰ καὶ μὲ την ἐλπίδα της χαρμόσυνης ἀφυπνίσεως κατὰ το
ξημέρωμα της ἀναστάσεως, ὅταν το σῶμα τους, ντυμένο τὴν ἀφθαρσία καὶ την ἀθανασία (Α' Κορ.
ἰὲ' 53), θὰ ἑνωθῆ μὲ τὴν ψυχή, γιὰ νὰ συνδοξάζεται μαζὶ της αἰώνια.
–Μὴ πης ποτὲ «χάθηκε» ὁ ἄνθρωπὸς μου! Ὄχι, δὲν χάθηκε. Προπορεύθηκε. Μας ἀναμένει.
Ἔτσι λέει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μηδεὶς κοπτέσθω, μηδὲ θρηνείτω, μηδὲ τὸ κατόρθωμα του
Χριστοῦ διαβαλλέτω. Καὶ γὰρ ἐνίκησε τον θάνατον. Τὶ τοίνυν περιττὰ θρηνεῖς; "Ύπνος τὸ πράγμα
γέγονε. Τὶ οδύρη καὶ κλαίεις;» (Ε.Π.Ε. 10,352). Μετάφρασις: Κανένας νὰ μὴν ὀδύρεται καὶ νὰ μὴ
θρηνῆ, δυσφημώντας ἔτσι το κατόρθωμα του Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς ἀληθινὰ νίκησε το θάνατο. Γιατί,
λοιπόν, θρηνεῖς χωρὶς νὰ ὑπάρχη λόγος; Ὁ θάνατος μεταβλήθηκε σὲ ὕπνο. Γιατὶ ὀδύρεσαι; Γιατὶ
κλαῖς;

Έξουσία πάνω στὸ θάνατο (στ. 40-41)


Ἡ ἀφήγησις στὸ Μάρκ. ε' 35-43 παρουσιάζει ἀρχικὰ τη θλιβερὴ εἴδηση του θανάτου της κόρης
του Ιαείρου. Τὴν διαδέχεται ἡ περιγραφὴ του θρήνου στὸ σπίτι. Καὶ το ἀποκορύφωμα γίνεται μὲ
μιὰ νότα τραγικῆς εἰρωνείας. Ἡ κόρη του άρχισυναγώγου εἶναι τόσο νεκρή, ὥστε ὁ οἱοσδήποτε
διαφορετικὸς ἰσχυρισμὸς προκαλεῖ το γέλιο της πικρῆς εἰρωνείας.
Ἡ ὑπερφυσικὴ ἐξουσία του Ἰησοῦ ἀποκαλύπτεται μὲ τὸ θεϊκὸ πρόσταγμα «τὸ κοράσιον, σοὶ
λέγω, ἔγειρε» (στ. 41). Το ἀποτέλεσμα εἶναι ραγδαῖο. «Εὐθὺς ἀνέστη». Καὶ οἱ παριστάμενοι
«έξέστησαν». Το ρῆμα «εξίστημι» εἶναι έκφραστικὸ ἰσχυρῶν βιωματικὼν καταστάσεων, πού
συνδυάζουν ἔντονη κατάπληξι, θάμβος, ἔκστασι, ἀκόμα καὶ παραφροσύνη.
Ἡ ἀνάστασις μιᾶς νεκρῆς ἀποτελεῖ κορυφαία ἐκδήλωσι θείας δυνάμεως. Ὁ Μεσσίας
παρουσιάζεται σὰν κύριος της ζωῆς καὶ του θανάτου. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἔχει κυριότητα ἐπὶ του
θανάτου μπορεῖ νὰ ὀνομάζη το θάνατο μὲ ἕνα ἄλλο ὄνομα, πού ἀλλάζει τελείως την οὐσία του.
«Τὸ παιδίον οὐκ απέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει» (στ. 39).
Ὁ Ἰησοῦς ὡς Κύριος της ζωῆς καὶ του θανάτου, συνοδευόμενος ἀπὸ τους γονεῖς του κοριτσιοῦ
καὶ «τοὺς μετ' αὐτοῦ», κρατώντας το νεκρὸ κορίτσι ἀπὸ το χέρι, μὲ αὐθεντικότητα ἀπευθύνει την
προσταγή, ποῦ ὁ εὐαγγελιστὴς διατηρεῖ στὰ ἀραμαϊκὰ («ταλιθά, κούμι»), πού μεταφράζεται στὰ
ἑλληνικά, «τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω, ἔγειρε». «Ὁ δὲ έκβαλὼν πάντας παραλαμβάνει τον πατέρα του
παιδίου καὶ την μητέρα καὶ τοὺς μετ' αὐτοῦ, καὶ εισπορεύεται ὅπου ἣν το παιδίον ανακείμενον,
καὶ κρατήσας της χειρὸς του παιδίου λέγει αὕτη: Ταλιθά, κούμι' ὅ έστι μεθερμηνευόμενον, τὸ
κοράσιον, σοὶ λέγω, ἔγειρε» (στ. 40-41). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἐκεῖνος ὅμως, ἀφοῦ
ἔβγαλε ἔξω ὅλους, παίρνει μαζὶ του τον πατέρα του παιδιοῦ καὶ την μητέρα καὶ τοὺς μαθητὲς του
καὶ μπαίνει στὸ δωμάτιο, πού ἦταν το παιδὶ ξαπλωμένο. Καὶ ἀφοῦ ἔπιασε το παιδὶ ἀπὸ το χέρι, της
λέει: “Ταλιθά, κούμι”, πού μεταφραζόμενο σημαίνει: «Κορίτσι, σὲ διατάσσω, σήκω πάνω”».
Δυὸ λέξεις νὰ ξεχωρίσουμε:
Τὴ λέξι «έκβαλὼν πάντας». Ἔβγαλε ἔξω ὅσους γελοῦσαν τα ἀναστάσιμα λόγια του Χριστοῦ. "Ας
βγοῦν ἔξω ἀπὸ την Ἐκκλησία ὅσοι δὲν πιστεύουν στὴν ἀνάσταση των νεκρῶν. Δὲν εἶναι νεκροφόρος
ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωηφόρος. Στὴν Ἐκκλησία πηγαίνουν ὅσοι πιστεύουν στὸ «προσδοκῶ ἀνάστασιν
νεκρῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον».
Καὶ τὴ λέξι «κρατήσας». Κράτησε ἀπὸ το χέρι το κορίτσι, ποῦ εἶχε γίνει πτῶμα, καὶ τὸ σήκωσε μὲ
ἀναστημένο σῶμα καὶ μὲ ἔνοικο στὸ σῶμα καὶ πάλι το πνεῦμα. Κράτησε ὁ Κραταιός. Αὐτὸς πού
κρατεῖ τα σύμπαντα. Αὐτὸς πού νίκησε το κράτος του θανάτου. «Ούκέτι, θάνατε, κυριεύεις: ὁ γὰρ
των ὅλων Δεσπότης το κράτος σου κατέλυσε».
Δὲν ἄργησε στὸ σπίτι του Ιαείρου νὰ γίνη το μεγάλο, το συγκλονιστικὸ γεγονός. Το διαζύγιο
σώματος καὶ πνεύματος κράτησε γιὰ λίγο. Ὁ Χριστός, ποῦ ἦρθε νὰ ἑνώση τα πάντα, ξαναένωσε το
πνεῦμα του κοριτσιοῦ μὲ τὸ σῶμα. Πῆγε ὁ Χριστὸς στὸ σπίτι, ὅπου ἦταν το νεκρὸ κορίτσι. Μπροστὰ
στὰ μάτια του πατέρα καὶ της μητέρας δίνει το ἀναστάσιμο σύνθημα, το ἐγερτήριο σάλπισμα:
«Ταλιθά, κούμι ὅ έστι μεθερμηνευόμενον, τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω, ἔγειρε» (στ. 41).

Ἔκστασις γιὰ την ἀνάστασι (στ. 42-43)


Ἡ προσταγὴ πραγματοποιεῖται ἀμέσως. Ἐπέστρεψε το πνεῦμα. Σὰν το πουλί, ποῦ γιὰ λίγο
βγαίνει ἀπὸ το κλουβί, καὶ ὕστερα ἐπιστρέφει, ἔτσι ἐπέστρεψε καὶ το πνεῦμα μέσα στὸ κλουβί, πού
λέγεται σῶμα (Λουκ.η' 54).
Το κορίτσι σηκώνεται καὶ περπατάει, ἐνῶ δέος καταλαμβάνει τους παρισταμένους. «Καὶ εὐθέως
ἀνέστη το κοράσιον καὶ περιεπάτει ἣν γὰρ ἐτῶν δώδεκα. Καὶ εξέστησαν έκστάσει μεγάλη. Καὶ
διεστείλατο αύτοϊς πολλὰ ἴνα μηδεὶς γνὼ τοῦτο καὶ εἶπε δοθήναι αὐτὴ φαγεὶν» (στ. 42-43).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἀμέσως σηκώθηκε το κορίτσι καὶ περπατοῦσε. Ἦταν δὲ δώδεκα
χρόνων. Καὶ κυριεύθηκαν ὅλοι ἀπὸ ἔκπληξι μεγάλη. Καὶ τοὺς διέταξε αὐστηρὰ νὰ μὴ το μάθη
κανείς. Καὶ εἶπε νὰ της δώσουν νὰ φάη».
Ἡ διήγησις κατακλείεται μὲ το γνωστὸ ἀπὸ προηγούμενες περιπτώσεις θέμα του «μεσσιανικοῦ
μυστικοῦ» καὶ μὲ την ἐντολὴ νὰ δώσουν φαγητὸ στὸ κορίτσι, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχη ἀμφιβολία, ὅτι
ἡ ἀνάστασις «ἀληθῶς καὶ οὐ κατὰ φαντασίαν γέγονεν» (Θεοφύλακτος).
“Ο εὐαγγελιστὴς δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ περιγράψη τὴν άλλαγὴ διαθέσεων των ἀνθρώπων πού
«κατεγέλων τὸν Ἰησοῦν», οὔτε μᾶς πληροφορεῖ γιὰ την εὐγνωμοσύνη του αρχισυναγώγου, γιατὶ ὁ
στόχος ώλοκληρώθηκε μὲ τὸ νὰ δείξη τὴν ἐξουσία του Ἰησοῦ πάνω στὸ θάνατος ἐξουσία, ποῦ θὰ
διατρανωθῆ μὲ τη δικὴ του Ἀνάστασι, ἀπαρχὴ της δωρεὰς της ζωῆς γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα.
Σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τοὺς κοπτομένους ἔξω της οἰκίας εξέβαλεν ὁ Ἰησοῦς καὶ
ἀναξίου της τοιαύτης θεωρίας απέφηνε καὶ μὴ ἐξέλθη μετὰ των αύλoύντων, ἀλλὰ μένε μετὰ
Πέτρου καὶ Ἰωάννου καὶ Ἰακώβου. Ἔι γὰρ τότε εξέβαλεν ἐκείνους ἔξω, πολλὼ μᾶλλον νῦν. Τότε μὲν
γὰρ οὕτω δῆλος ὁ θάνατος ἣν ὕπνος γεγενημένος" νῦν δὲ καὶ αὐτοῦ του ἠλίου τοῦτο
φανερώτερον» (Ε.Π.Ε. 10,352). Μετάφρασις: Ἔβγαλε ὁ Ἰησοῦς ἔξω ἀπὸ την οἰκία ὅσους θρηνοῦσαν,
ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι δὲν ἦσαν ἄξιοι νὰ δοῦν ἕνα τέτοιο θαῦμα. Καὶ σὺ νὰ μὴν ἐξέλθης μαζὶ μὲ
τοὺς μοιρολογητές, ἀλλὰ νὰ παραμείνης μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ τον Ἰωάννη καὶ τὸν Ἰάκωβο. Ἄν τότε
ὁ Ἰησοῦς ἔβγαλε ἔξω ὅσους μοιρολογοῦσαν, πολὺ περισσότερο θὰ το κάνη τώρα.

1 Καὶ ἐξῆλθεν ἐκεῖθεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα ἑαυτοῦ· καὶ ἀκολουθοῦσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ
αὐτοῦ. 2 καὶ γενομένου σαββάτου ἤρξατο ἐν τῇ συναγωγῇ διδάσκειν· καὶ πολλοὶ ἀκούοντες
ἐξεπλήσσοντο λέγοντες· πόθεν τούτῳ ταῦτα; καὶ τίς ἡ σοφία ἡ δοθεῖσα αὐτῷ, καὶ δυνάμεις τοιαῦται
διὰ τῶν χειρῶν αὐτοῦ γίνονται; 3 οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τέκτων, ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας, ἀδελφὸς δὲ ᾿Ιακώβου
καὶ ᾿Ιωσῆ καὶ ᾿Ιούδα καὶ Σίμωνος; καὶ οὐκ εἰσὶν αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ ὧδε πρὸς ἡμᾶς; καὶ
ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ. 4 ἔλεγε δὲ αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι οὐκ ἔστι προφήτης ἄτιμος εἰ μὴ ἐν τῇ
πατρίδι αὐτοῦ καὶ ἐν τοῖς συγγενέσι καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. 5 καὶ οὐκ ἠδύνατο ἐκεῖ οὐδεμίαν δύναμιν
ποιῆσαι, εἰ μὴ ὀλίγοις ἀρρώστοις ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας ἐθεράπευσε. 6 καὶ ἐθαύμαζε διὰ τὴν ἀπιστίαν
αὐτῶν. Καὶ περιῆγε τὰς κώμας κύκλῳ διδάσκων.

Στὴ Ναζαρὲτ (στ. 1)


Ἡ ἐπίσκεψης του Ἰησοῦ στὴν πατρίδα του τη Ναζαρὲτ τοποθετεῖται ἀπὸ το Ματθαίο ἀμέσως
μετὰ τη διδασκαλία των παραβολῶν της βασιλείας, ἐνῶ ἀπὸ το Λουκᾶ προτάσσεται της ὅλης
δραστηριότητας του Ἰησοῦ καὶ τοποθετεῖται ἀμέσως μετὰ τη βάπτισι καὶ τοὺς πειρασμούς. Ὁ
Λουκᾶς, δηλαδή, παρουσιάζει την ἐπίσκεψη του Ἰησοῦ στὴ Ναζαρὲτ στὴν ἀρχὴ της δημοσίας
δράσὼς Του, ἂν καὶ φαίνεται ὅτι εἶχαν γίνει θαύματα στὴν Καπερναοὺμ (Λουκ. δ' 23). Ὁ Ματθαίος
τοποθετεῖ την ἐπίσκεψι μετὰ την ἐγκατάστασι του Ἰησοῦ στὴν Καπερναοὺμ καὶ μετὰ τη διδασκαλία
παραβολῶν.
Ἄραγε νὰ πρόκηται γιὰ ἐπανειλημμένες ἐπισκέψεις του Ἰησοῦ στὴ Ναζαρέτ; Πιθανόν. Διότι ὁ
Λουκᾶς στὴν περιγραφὴ της ἐπισκέψεως στὴ Ναζαρὲτ μιλάει καὶ γιὰ την ἀπόπειρα των Ναζαρηνὼν
νὰ Τὸν φονεύσουν, κρημνίζοντὰς Τον ἀπὸ την ἄκρη του βουνοῦ (δ' 29). Ἐκεῖνο πού ἀφορᾶ στὴν
ἐδῶ περικοπὴ, εἶναι ἡ παρουσία του Ἰησοῦ στὴν πατρίδα Του καὶ ἡ ἀνταπόκρισις πού συνάντησε.
«Καὶ εξήλθεν ἐκεῖθεν καὶ ήλθεν εἰς την πατρίδα ἑαυτοῦ. Καὶ ακολουθούσιν αυτὼ οἱ μαθηταὶ
αὐτοῦ» (στ. 1). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἀναχώρησε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ κει καὶ πῆγε στὴν
πατρίδα του (τη Ναζαρέτ). Καὶ τὸν ἀκολούθησαν οἱ μαθητὲς του».
Στὴν ἑνότητα του Μάρκου, πού ἑρμηνεύουμε, ἡ κυριαρχοῦσα ἰδέα εἶναι, ὅτι ὁ Ἰησοῦς
στρέφεται πρὸς τον ἐθνικὸ κόσμο, ἀφοῦ οἱ συμπατριῶτες του Τὸν ἀποκρούουν. Βέβαια ἤδη ὁ
Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἐκεῖνος πού ἤξεραν οἱ συμπατριῶτες Του. Δὲν εἶναι μόνος. Τὸν ἀκολουθοῦν οἱ
πιστοὶ μαθητές, ἀλλὰ καὶ κόσμος πολύς. «Καὶ ακολουθούσιν αυτὼ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ». Ἡ ἐπίσκεψης
του Χριστοῦ δὲν εἶναι οὔτε ἐθιμοτυπικὴ οὔτε συναισθηματικὴ οὔτε νοσταλγική, οὔτε
φιλοσυγγενική. Εἶναι καθαρὼς ἀποστολική, μέσα στὸ ὅλο σχέδιο Του γιὰ τὸν εὐαγγελισμὸ καὶ
σωτηρία ὅλων.
Ως πατρίδα του Ἰησοῦ στὰ εὐαγγέλια θεωρεῖται ἡ Ναζαρέτ, ἕνα ἄσημο χωριό, 30 χιλιόμετρα
δυτικὰ της λίμνης, ὅπου ἔζησε ὥσπου ν' ἀρχίση τη δημόσια δρᾶσι Του. Ἔφυγε μόνος ἐπιστρέφει
τώρα μὲ μαθητές. Ἔζησε ὡς ἐργάτης, χωρὶς νὰ σπουδάση ποτὲ. Επιστρέφει τώρα ὡς Διδάσκαλος,
αὐθεντικός, μὲ θεϊκὸ κύρος καὶ μεγαλεῖο.
Ἡ ἐπίσκεψης του Ἰησοῦ «εἰς την πατρίδα αὐτοῦ» προσδιορίζεται καὶ ἀπὸ ἀπόψεως χριστολογίας
του πάθους.

Ἐρωτηματικὰ συμπολιτῶν Του (στ. 2-3)


Διδάσκει καὶ στὴ συναγωγὴ της Ναζαρέτ, «κατὰ τὸ εδαφὸς» (Λουκ. δ' 16). Νομίζουμε, ὅτι δὲν
βρῆκε ἀνταπόκρισι. Λάθος! Ὑπῆρξαν πολλοί, ποῦ τὸν θαύμασαν. Ἔμειναν ἔκπληκτοι, πολλὼ
μᾶλλον, ἀφοῦ γνώριζαν, ὅτι σὲ σχολεῖο δὲν πῆγε καὶ ἦταν «γράμματα μὴ μεμαθηκὼς» (Ιωὰνζ' 15).
Καὶ λόγο καὶ ἔργο παρουσίασε στὴ Ναζαρὲτ ὁ Χριστός. Καὶ διδασκαλία καὶ θαύματα ἄκουσαν καὶ
εἶδαν οἱ συμπατριῶτες Του. «Καὶ γενομένου σαββάτου ἤρξατο ἐν τη συναγωγὴ διδάσκειν. Καὶ
πολλοὶ ἀκούοντες ἐξεπλήσσοντο λέγοντες: Πόθεν τούτω ταῦτα; Καὶ τὶς ἡ σοφία ἤ δοθεῖσα αυτώ;
Καὶ δυνάμεις τοιαῦται διὰ των χειρῶν αὐτοῦ γίνονται!» (στ. 2). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ
ὅταν ἦρθε το Σάββατο, ἄρχισε νὰ διδάσκη στὴ συναγωγή. Καὶ πολλοί, ἀκούγοντας, άπορούσαν καὶ
ἔλεγαν: “Από ποῦ τα κατέχει αὐτά; Καὶ τὶ εἶναι αὐτὴ ἡ σοφία πού του δόθηκε; Καὶ θαύματα
καταπληκτικὰ γίνονται ἀπὸ τα χέρια του!”».
Εἶχε ὁ Χριστὸς την αυτοσυνειδησία του αὐθεντικοῦ καὶ ἀλαθήτου Διδασκάλου. Γι' αὐτὸ καὶ
μόλις ἦλθε το σάββατο, πῆγε στὴ συναγωγή, ἄνοιξε το βιβλίο καὶ ἄρχισε νὰ διδάσκη. Φαίνεται, ὅτι
δὲν ἦταν ώρισμένο το πρόσωπο, ποῦ ἐκτελοῦσε αὐτὸ το ἔργο στὴ συναγωγή, ἀλλ' ὁ αρχισυνάγωγος
μποροῦσε νὰ ἐκλέξη κάποιον, νὰ διαβάση τὶς βιβλικὲς περικοπὲς καὶ νὰ τὶς ἀνάπτυξη.
Ἡ διδασκαλία του Χριστοῦ προκάλεσε ἔκπληξι. «Ἐξεπλήσσοντο». Ἀποροῦσαν καὶ θαύμαζαν γιὰ
τὴ μεταβολὴ Του, τόσο στὴ διδασκαλία, ὅσο καὶ στὰ ἔργα Του. Σοφία καὶ δύναμις! Δυὸ πράγματα,
ποῦ δὲν τὰ φαντάζονταν οἱ συμπατριῶτες Του. Ἐνήργησε ὁ Χριστὸς καὶ «δυνάμεις», δηλαδὴ καὶ
θαύματα. Λίγα βεβαίως, ὅσα ἤ λίγη πίστις λίγων Ναζαρηνὼν ἐπέτρεπαν.
Τὰ ἐρωτήματα «πόθεν τούτω ταῦτα, καὶ τὶς ἡ σοφία ἤ δοθεῖσα τούτω; Καὶ ἄι δυνάμεις τοιαῦται
διὰ των χειρῶν αὐτοῦ γενόμεναι;» (τσ' 2), ὅπως προκύπτει καὶ ἀπὸ τα συμφραζόμενα, ἔχουν
μᾶλλον έχθρικὸ τόνο. Δὲν παύουν ὅμως νὰ ἀποτελοῦν ἀναφορὰ σὲ συγκεκριμένα δεδομένα, πού
φανερώνουν ἀσυνήθη ἰσχὺ λόγου καὶ ἔργου. Πρόκειται γιὰ ἐρωτήματα, πού ἀσχέτως τα ἐλατήριὰ
τους, ἀποτελοῦν δυνατὰ ἀπολογητικὰ ἐπιχειρήματα γιὰ το πρόσωπὸ του Ἰησοῦ, γιὰ τὴ Θεότητὰ
Του. Ἀπαντοῦν σὲ ὅσους θέλουν νὰ καλύψουν το διάστημα ἀπὸ 12 ἕως 30 ἐτῶν της ἡλικίας του
Ἰησοῦ μὲ αὐθαιρεσίες της φαντασίας τους!
Ὁ Ἰησοῦς στὸ «πόθεν;» μιὰ ἀπάντηση ἔχει το «οὐρανόθεν»!
Οἱ συμπατριῶτες Του εἶναι οἱ μόνοι ἀξιόπιστοι μάρτυρες γιὰ τὸ πού βρισκόταν ὁ Ἰησοῦς κατὰ
το προαναφερθὲν διάστημα. Ἦταν στὴ Ναζαρέτ. Τὸν ἤξεραν καλά. Δὲν εἶχε κατ' οἶκον ἐκπαίδευσι.
Δὲν μαθήτευσε σὲ σχολεῖο. Δὲν ταξίδεψε ποτέ. Δὲν ἀπουσίασε ἀπὸ την Ναζαρέτ. Δὲν παρακάθησε
στὰ πόδια κανενὸς ραββίνου.
Ἔτσι ἐξηγεῖται το ἐρώτημὰ τους: «Πόθεν;». Καὶ τὸ ἀπηύθυναν πολλοί. Ἀναγνωρίζουν ὅλοι δυὸ
πράγματα:
• Τὸ ἕνα: Ἡ θεία σοφία Του καὶ ἡ θεία δύναμις Του.
• Τὸ ἄλλο: Το ἐπάγγελμὰ Του καὶ οἱ συγγενεῖς Του.
Ἡ αὐθεντία, μὲ τὴν ὁποία διδάσκει ὁ Ἰησοῦς στὴ συναγωγή, προκαλεῖ την ἀπορία των
συμπατριωτῶν Του, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν ὅτι εἶναι ὁ τέκτων, πού ἔζησε ἀνάμεσὰ τους, ὁ γυιὸς της
Μαρίας, μὲ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφές.
«Τέκτων» στὴν ἀρχαιότητα ὀνομάζεται αὐτός, πού ἀσκεῖ χειρωνακτικὴ ἐργασία, κυρίως σὲ ξύλο
ἤ λίθο. Στοὺς χρόνους της Καινῆς Διαθήκης ὁ ὄρος περιορίζεται κυρίως στὸ πρῶτο. Ὁ Χριστὸς ἀπὸ
μικρὸς μέχρι νὰ βγῆ στὸ δημόσιο ἔργο Του, ἐργαζόταν ταπεινὰ στὸ ξυλουργικὸ ἐργαστήρι του
μαραγκοῦ Ἰωσήφ, του προστάτου της Παρθένου. «Οὺχ οὗτὸς έστιν ο τέκτων, ὁ υἱὸς της Μαρίας,
ἀδελφὸς δὲ Ἰακώβου καὶ Ἴωση καὶ Ἰούδα καὶ Σίμωνος; Καὶ οὺκ εἰσὶν ἄι ἀδελφαὶ αύτοὺ ώδε πρὸς
ἡμᾶς; Καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αυτὼ» (στ. 3). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Αυτός δὲν εἶναι ὁ
ξυλουργός, ὁ γυιὸς της Μαρίας, ὁ ἀδελφὸς του Ἰακώβου, του Ἴωση, του Ἰούδα καὶ του Σίμωνος; Καὶ
οἱ ἀδελφοὶ του δὲν μένουν ἐδῶ στὸν τόπο μας;” Αὐτό, λοιπόν, τοὺς δημιουργοῦσε ἐμπόδιο νὰ τὸν
πιστέψουν».
Ὁ παραγυιὸς της Ναζαρὲτ εἶναι ὁ προαιώνιος Υἱὸς του Θεοῦ. Ὁ «μικρὸς τέκτων» της ξυλουργίας
εἶναι ὁ μεγὰλος ἀρχιτέκτων της δημιουργίας. Κύριος, ὁ «τέκτων»! Στὸ παράλληλο του Ματθαίου
καλεῖται «υἱὸς του τέκτονος». Τόσο πολὺ ταπείνωσε τον ἑαυτὸ του καὶ ἀπέφυγε κάθε διαφήμισι
ὡς Πρόσωπο πού προσέλαβε δούλου μορφή! Ἦλθε νὰ διακονήση. Κατέβηκε τόσο χαμηλά, ὥστε
πέρασε τα περισσότερα χρόνια Του ὡς ἁπλὸς μαραγκός. Μ' αὐτὸ συγχρόνως τίμησε τους ταπεινοὺς
καὶ ἄσημους ἐργάτες του μόχθου καὶ του ἱδρώτα.
Κάνει ἐντύπωση στὸ κείμενὸ μας, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἀναφέρεται ἀπὸ τους συμπατριῶτες Του ὡς
υἱὸς του Ἰωσήφ, ἀλλὰ ὡς «υἱὸς της Μαρίας» (στ. 3). Στὸ ὑπόβαθρο της διηγήσεως του
εὐαγγελιστοῦ βρίσκεται ἀσφαλῶς ἡ πίστις γιὰ τὴν ἐκ Παρθένου γέννηση του Ἰησοῦ, ἀφοῦ ἄλλωστε
πουθενὰ ὁ Μάρκος δὲν ἀναφέρει τὸν Ἰωσήφ.
Οἱ ἀδελφοὶ του Ἰησοῦ, παιδιὰ του Ἰωσὴφ ἀπὸ προηγούμενο γάμο του, ἔχουν πατριαρχικὰ
ὀνόματα. Εἶναι: Ο Ἰάκωβος, «ὁ στύλος» της Ἐκκλησίας των Ἱεροσολύμων (Γαλ. β' 9), γνωστὸς μὲ την
ἐπωνυμία «ὁ αδελφόθεος». Ὁ Ιωσής, ἐξελληνισμένος τύπος του Ἰωσήφ. Ὁ Ἰούδας, ὁ συντάκτης μιᾶς
ἀπὸ τὶς ἑπτὰ Καθολικὲς ἐπιστολές. Καὶ ὁ Σίμων, ὁ διάδοχος του Ἰακώβου στὴν ἡγεσία της Ἐκκλησίας
(Ευσέβιος Καισαρείας). Ὁ εὐαγγελιστὴς μιλάει καὶ γιὰ «ἀδελφὰς» του Ἰησοῦ, δηλαδή, κόρες του
Ἰωσὴφ ἀπὸ τον πρὸ της μνηστείας μὲ τὴν Παρθένο γάμο του. Δὲν ἀναφέρει ὅμως τα ὀνόματὰ τους.
Ἡ ἀπορία των συμπατριωτῶν του γιὰ τὴ «σοφία» (στ. 2), μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἰησοῦς ἑρμηνεύει τὶς
Γραφές, καὶ γιὰ τὶς «δυνάμεις» (στ. 2) πού ἐπιτελεῖ, ἐξηγεῖται ἂν λάβουμε ὑπ' ὄψιν τὶς ἀντιλήψεις
γιὰ την καταγωγὴ του Μεσσία στὴν άποκαλυπτικὴ φιλολογία της ἐποχῆς.
Φαίνεται πάντως, ὅτι οἱ ἐρωτήσεις των Ναζαρηνὼν γίνονται ἀπροκάλυπτα ἐχθρικὲς καὶ
ἐκφραστικὲς ἑνὸς πνεύματος ἀμφισβητήσεως καὶ περιφρονήσεως: «Οὺχ οὗτὸς έστιν ὁ τέκτων;...»
(στ. 3). Ἐδῶ ἔχουμε τη μόνη περίπτωσι σὲ ὁλόκληρη την Καινὴ Διαθήκη, ὅπου χρησιμοποιεῖται ὁ
ἐπαγγελματικὸς ὄρος «τέκτων» γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Ἡ περιφρονητικὴ διάθεσις των Ναζαρηνὼν
διασώζεται σὲ ὅλη την ὠμότητα καὶ στὴ συνεχόμενη φράση «ὁ υἱὸς της Μαρίας».
Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν συνήθιζαν νὰ ὀνομάζουν ἕνα ἄνδρα μὲ ἀναφορὰ του ὀνόματος της μητέρας του,
ἀλλὰ μόνο του πατέρα του. Ἡ ἔκφρασις γιὰ τη μητέρα του Ἰησοῦ δικαιολογεῖται πιθανὸν ὡς
ἔκφρασις περιφρονήσεως καὶ συνεπῶς ὡς δηλωτικὴ των ἐχθρικῶν διαθέσεων των Ναζαρηνών.
Λέγεται βέβαια καὶ το ἄλλο ὅτι στὸ μεταξὺ ὁ σεβάσμιος Ἰωσὴφ εἶχε ἀποθάνει, καὶ τελικὰ ὁ Ἰησοῦς
καὶ γιὰ τοὺς Ναζαρηνοὺς ἦταν γνωστὸς ὡς ὁ υἱὸς της Μαρίας. Γιὰ μας το «υἱὸς της Μαρίας» εἶναι
δηλωτικὸ της ἐκ Παρθένου γεννήσεως του Ἰησοῦ ὡς ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς εἶναι «αμήτωρ»
καὶ ὡς ἄνθρωπος εἶναι «απάτωρ». Βέβαια οἱ Ναζαρηνοὶ δὲν Τὸν ἀποκαλοῦσαν «υἱὸ της Μαρίας»,
διότι γνώριζαν το μυστήριο της θείας σαρκώσεως, ἀλλ' ὁ εὐαγγελιστὴς κινεῖται ἀπὸ τη θεοπνευστία
μιλώντας γιὰ «τὸν υἱὸ της Μαρίας».
Οἱ ἐρωτήσεις των Ναζαρηνὼν (στ. 3) γιὰ τοὺς συγγενεῖς ἀποσκοποῦν στὸ νὰ δηλώσουν, ὅτι
λόγω ἀσημαντότητος καὶ ταπεινῆς καταγωγῆς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ προέλθη σπουδαῖος δάσκαλος
ἤ προφήτης. Καὶ γιὰ το λόγο αὐτὸ «έσκανδαλίζοντο ἐν αυτὼ» (τσ' 3). Τὸ ρῆμα σημαίνει ἕνα μίγμα
προσβολῆς, ὀργῆς καὶ κυρίως ἀπιστίας.

Ἀπιστία, ἐμπόδιο στὸ θαῦμα (στ. 4-6)


Ἡ ἀπιστία τους εἶναι ἡ αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Ἰησοῦς δὲν ἔκανε θαύματα στὴν πατρίδα Του. Οἱ
«ὀλίγοι ἄρρωστοι» (στ. 5), τους ὁποίους θεράπευσε, ἀποτελοῦν προφανῶς μεμονωμένες
περιπτώσεις ἀνθρώπων, ποῦ δὲν συμμερίστηκαν την ἀπιστία των συντοπιτῶν τους. «Ἔλεγε δὲ
αύτοὶς ὁ Ἰησοῦς ὅτι οὺκ έστι προφήτης ἄτιμος ἔι μὴ ἐν τη πατρίδι αὐτοῦ καὶ ὲν τοὺς συγγενέσι καὶ
ἐν τη οἰκία αὐτοῦ. Καὶ οὐκ ήδύνατο ἐκεῖ οὐδεμίαν δύναμιν ποιῆσαι, ἔι μὴ ολίγοις ἀρρώστους
επιθεὶς τὰς χεῖρας ἐθεράπευσε» (στ. 4-5). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἔλεγε:
Δέν ὑπάρχει προφήτης, ποῦ νὰ μὴ περιφρονοῦν οἱ συμπατριῶτες του, οἱ συγγενεὶς του καὶ ἡ
οἰκογένειὰ του. Ἔτσι δὲν μποροῦσε νὰ κάνη ἐκεῖ κανένα θαῦμα, παρὰ μόνο ἀκούμπησε τα χέρια
του σὲ λίγους ἀρρώστους καὶ τοὺς θεράπευσε».
Τὸ λόγιο του στ. 4 «οὐκ έστι προφήτης ἄτιμος ἔι μὴ ἐν τη πατρίδι αὐτοῦ καὶ ἐν ταῖς συγγενέσιν
καὶ ἐν τη οἰκία αὐτοῦ», προκλήθηκε ἀπὸ το γεγονός, πού ἀφηγοῦνται καὶ οἱ τρεῖς Συνοπτικοὶ καὶ
πού δείχνει, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὑφίσταται την γνωστὴ τραγικὴ «μοίρα» των προφητῶν της Παλαιὰς
Διαθήκης, ἀπὸ την ἀρχὴ της δραστηριότητὰς Του ὼς το τέλος, μὲ ἀποκορύφωμα τη σταύρωσι.
Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς ἐφαρμόζει γιὰ τον ἑαυτὸ του το Ἑβραϊκὸ γνωμικὸ: «Οὺκ έστι προφήτης ἄτιμος
ἔι μὴ ἐν τη πατρίδι αὐτοῦ». Ἡ λέξις «ἄτιμος» ἀντιπροσωπεύει τόσο την κρίσι, ὅσο καὶ τη
συναισθηματικὴ στάση ἀπέναντι του Ἰησοῦ. Το ἐπίθετο ἀποτελεῖ λέξι – κλειδὶ στὴν περίφημη
προφητεία του Ησαΐα γιὰ τὸ πάθος του δούλου του Κυρίου (Ησ. 53,2-3).
Ἡ εἰκόνα του Ἰησοῦ, ὅπως ζωγραφίζεται στὸ Μάρκο (στ' 1-6) εἶναι εἰκόνα του Μεσσία, πού
περιφρονεῖται, ἀπορρίπτεται καὶ ἑπομένως ἄνετα μπορεῖ νὰ ἐνταχθῆ στὸ χριστολογικὸ κύκλο του
πάθους.
Στὸ στίχο 5 ο Ἰησοῦς παρουσιάζεται ὅτι «οὐκ ήδύνατο ἐκεῖ ποιῆσαι οὐδεμίαν δύναμιν...». Τὸ
σχόλιο αὐτὸ χαρακτηρίστηκε ἐξαιρετικὰ τολμηρό, διότι ἀναφέρει περίσταση ποῦ ὁ Ἰησοῦς δὲν
μποροῦσε νὰ ἐνεργήση θαυμαστὰ ἔργα! Ἡ «ἀδυναμία» ὠφείλετο στὴν ἀντίσταση των ἀνθρώπων.
Το θαῦμα εἶναι σύμπραξης της δυνάμεως του Χριστοῦ καὶ της πίστεως του ἀνθρώπου. Ὅταν λείπη
το δεύτερο, τότε μένει ἀνενεργὸ το πρῶτο. Ἡ ἀντίστασις των Ναζαρηνών, σὲ συνάρτησι μὲ τοὺς
ἄλλους παράγοντες, εἶναι ἀναμφισβήτητα αἰτία ὀδύνης γιὰ τὸν Μεσσία καὶ ἀνήκει στὸν πλατύτερο
κύκλο των στοιχείων του πάθους.
«Καὶ οὐκ ήδύνατο ἐκεῖ οὐδεμίαν δύναμιν ποιῆσαι». Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τίνος ἕνεκεν
οὐκ εποίησεν; Ὅτι οὐ πρὸς ἐπίδειξιν ἔβλεπε την έαυτού, ἀλλὰ πρὸς τὸ ἐκείνους συμφέρον. Τούτου
τοίνυν μὴ προχωροῦντος, παρείδε το ἑαυτοῦ, ὥστε μὴ την κόλασιν αυτοὶς αυξήσαι. Καίτοι ὅρα
μετὰ πόσον πρὸς αὐτοὺς ἦλθε χρόνον καὶ πόσην σημείων ἐπίδειξιν' ἀλλ' οὐδὲ οὕτως ανήνεγκαν,
ἀλλὰ πάλιν έξεκαίοντο το φθόνω» (Ε.Π.Ε. 10,856-858). Μετάφρασις: Γιὰ ποιὸ λόγο δὲν ἔκανε
θαύματα (στὴ Ναζαρέτ); Διότι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἀπέβλεπε νὰ κάνη ἐπίδειξη της δυνάμεὼς Του, ἀλλ'
ἐνεργοῦσε πρὸς το συμφέρον τους. Ἐπειδή, λοιπόν, αὐτὸ δὲν παρουσίαζε πρόοδο, γι' αὐτὸ
παρέβλεψε το δικὸ Του, ὥστε νὰ μὴ γίνη αἰτία καὶ αὐξηθῆ ἡ τιμωρία τους. Πρόσεξε δέ, ὕστερα ἀπὸ
πόσο χρόνο ἦρθε πρὸς αὐτοὺς καὶ μετὰ ἀπὸ πόσα θαύματα.
Παρὰ ταῦτα δὲν συνῆλθαν οὔτε καὶ ἔτσι, ἀλλ' ἐξακολουθοῦσε νὰ τοὺς κατακαίη ὁ φθόνος. Τὸ
εὐαγγέλιο εἶναι δύναμις γιὰ σωτηρία, ἀλλ' ὅμως «παντὶ τῷ πιστεύοντι» (Ρωμ. α' 16).
Καὶ μετὰ τη σχετικὴ (γιατὶ ὑπῆρξαν καὶ πιστοὶ καὶ ἔγιναν καὶ μερικὰ θαύματα!) ἀπόρριψη του
ἔργου του ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες του, συνεχίζει ὁ Κύριος το κήρυγμα στὰ γύρω χωριὰ καὶ
ἐπεκτείνει μάλιστα καὶ ἐντατικοποιεῖ τη δραστηριότητὰ Του μὲ τὸ ν' ἀποστείλη τοὺς δώδεκα
μαθητές, γιὰ νὰ συνεχίσουν καὶ αὐτοὶ το ἴδιο ἔργο, κηρυκτικὸ καὶ θεραπευτικό. «Καὶ ἐθαύμαζε διὰ
τὴν άπιστίαν αὐτῶν. Καὶ περιῆγε τὰς κώμας κύκλω διδάσκων» (στ. 6). 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἔμενε ὁ Ἰησοῦς ἀπορώντας γιὰ την ἀπιστία των συμπατριωτῶν του. Καὶ ὕστερα
ἀναχώρησε περιοδεύοντας στὰ γύρω χωριὰ καὶ δίδασκε».
Ἡ ἀπιστία δὲν εἶναι ἀντικείμενο καλοῦ θαυμασμοῦ. Θαυμάζει ὅμως κανεὶς την ἀπιστία
ἀνθρώπων, ποῦ πεισματικὰ κλείνουν τα μάτια τους, γιὰ νὰ μὴ δοῦν το φῶς του Χριστοῦ. Ἐδῶ το
«θαυμάζω» ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ «ἀπορῶ». Ας σημειωθῆ, ὅτι δὲν συναντᾶμε τὸν Χριστὸ θαυμάζοντα,
παρὰ μόνο την πίστα των δύο ἐκείνων «ἐθνικῶν», ἑνὸς ἄντρα, του ἑκατοντάρχου, καὶ μίας
γυναίκας, της Χαναναίας. Στὴν περίπτωση των συμπατριωτῶν Του ὁ θαυμασμὸς Του, ἡ ἀπορία Του,
εἶναι γιὰ τὴν ἀπιστία τους.
Ὄντως καταπληκτικό, δηλαδή, παράδοξο το φαινόμενο της ἀπιστίας των ἀνθρώπων!

7 Καὶ προσκαλεῖται τοὺς δώδεκα, καὶ ἤρξατο αὐτοὺς ἀποστέλλειν δύο δύο, καὶ ἐδίδου αὐτοῖς
ἐξουσίαν τῶν πνευμάτων τῶν ἀκαθάρτων, 8 καὶ παρήγγειλεν αὐτοῖς ἵνα μηδὲν αἴρωσιν εἰς ὁδὸν εἰ
μὴ ράβδον μόνον, μὴ πήραν, μὴ ἄρτον, μὴ εἰς τὴν ζώνην χαλκόν, 9 ἀλλ᾿ ὑποδεδεμένους σανδάλια,
καὶ μὴ ἐνδεδύσθαι δύο χιτῶνας. 10 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ὅπου ἐὰν εἰσέλθητε εἰς οἰκίαν, ἐκεῖ μένετε
ἕως ἂν ἐξέλθητε ἐκεῖθεν· 11 καὶ ὅσοι ἐὰν μὴ δέξωνται ὑμᾶς μηδὲ ἀκούσωσιν ὑμῶν, ἐκπορευόμενοι
ἐκεῖθεν ἐκτινάξατε τὸν χοῦν τὸν ὑποκάτω τῶν ποδῶν ὑμῶν εἰς μαρτύριον αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν,
ἀνεκτότερον ἔσται Σοδόμοις ἢ Γομόρροις ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ. 12 Καὶ ἐξελθόντες
ἐκήρυσσον ἵνα μετανοήσωσι, 13 καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλλον, καὶ ἤλειφον ἐλαίῳ πολλοὺς
ἀρρώστους καὶ ἐθεράπευον.

Δίνει ἐξουσία στοὺς μαθητὲς (στ. 7)


Ἡ ἀνὰ δύο ἀποστολὴ των μαθητῶν ἀνταποκρίνεται στὴν πάγια Ἰουδαϊκὴ ἱεραποστολικὴ
πρακτική, ἀφοῦ κατὰ την Παλαιὰ Διαθήκη, «έπὶ στόματος δύο ἤ τριῶν μαρτύρων σταθήσεται πᾶν
ρῆμα» (Δευτερ. ιθ' 15. Ματθ. ιη' 16). «Καὶ προσκαλεῖται τοὺς δώδεκα, καὶ ἤρξατο αὐτοὺς
άποστέλλειν δύο δύο, καὶ εδίδου αύτοϊς ἐξουσίας των πνευμάτων των ἀκαθάρτων» (στ. 7).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ καλεῖ ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς ἀποστέλλη δύο
δύο. Καὶ τοὺς ἔδωσε δύναμι νὰ ἐπιβάλλονται στὰ πνεύματα τα ἀκάθαρτα (καὶ νὰ τα βγάζουν)».
Ἡ ἐξουσία «ἐπὶ των πνευμάτων των ἀκαθάρτων» μεταδίδεται στοὺς μαθητές. Ἄν το ἔργο του
Χριστοῦ συνίσταται, ὅπως λέγεται στὸ εὐαγγέλιο του Μάρκου, στὴν ἀπελευθέρωσι των ἀνθρώπων
ἀπὸ την τυραννία του διαβόλου, το ἔργο αὐτὸ συνεχίζεται καὶ ἀπὸ τους μαθητὲς Του καὶ ἀπὸ την
Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀπαλλάσσει τον ἄνθρωπο ἀπὸ ό,τι δαιμονικὸ κυριαρχεῖ στὸν κόσμο, μὲ ὅποια
μορφὴ καὶ ἂν παρουσιάζεται σὲ διάφορες ἐποχὲς καὶ σὲ συγκεκριμένες συνθῆκες ζωῆς.
Μέχρι τώρα ἄκουσαν τη διδασκαλία του Χριστοῦ. Εἶδαν τα θαύματὰ Του. Καὶ τώρα ἀποφασίζει
ὁ Διδάσκαλος νὰ χρησιμοποιήση τους μαθητές. Ἔλαβαν, γιὰ νὰ μεταδώσουν. Πῆραν, γιὰ νὰ
δώσουν. Δὲν θὰ σπουδάζουμε μόνο γιὰ νὰ πλουτίζουμε γνώσεις καὶ νὰ βλέπουμε πολλά.
Ὀφείλουμε καὶ νὰ μεταδίδουμε. Νὰ μεταλαμπαδεύουμε τη φλόγα της πίστεως. Νὰ εὐεργετοῦμε
καὶ τοὺς ἄλλους. Νὰ εἴμαστε μὲταδοτικοί.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γιὰ την ἀποστολὴ των μαθητῶν: «Οὐκ ἐκ προοιμίου τοὺς μαθητὰς
έπεμψεν ὁ Ἰησοῦς, ἀλλ' ὅτε ικανὼς της ακολουθήσεως ἦσαν απολελυκότες, καὶ εἶδον καὶ νεκρὸν
ἐγερθέντα καὶ θάλατταν ἐπιτιμηθεῖσαν καὶ δαίμονας ελαθέντας καὶ παραλυτικὸν σφιγέντα καὶ
ἁμαρτήματα λυθέντα καὶ λεπρὸν καθαρθέντα καὶ ἀρκοῦσαν αὐτοῦ της δυνάμεως ἔλαβον
ἀπόδειξιν, καὶ δι' ἔργων καὶ διὰ λόγων, τότε αὐτοὺς ἐκπέμπει» (Ε.Π.Ε. 10,380). Μετάφρασις: Δὲν
τοὺς ἀπέστειλε εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς. Τοὺς ἔστειλε ὅταν ἀπεκόμισαν τόσα ἐφόδια ἀπὸ τη συναναστροφὴ
μαζὶ Του καὶ εἶδαν καὶ νεκρὸ νὰ ἀνασταίνεται καὶ παράλυτο νὰ γιατρεύεται καὶ ἁμαρτήματα νὰ
συγχωροῦνται καὶ λεπρὸ νὰ καθαρίζεται καὶ πῆραν ἱκανοποιητικὴ ἀπόδειξη γιὰ τὴ δύναμὶ Του καὶ
μὲ τὰ ἔργα Του καὶ μὲ τοὺς λόγους Του, τότε τοὺς ἀπέστειλε.
Ἀνὰ δύο τους στέλνει ὁ Κύριος καὶ γιὰ νὰ συντροφεύη ὁ ἕνας τον ἄλλον, ἀφοῦ θὰ βρίσκονται
ξένοι μεταξὺ ξένων, καὶ γιὰ νὰ ἐνισχύη καὶ ἐνθαρρύνη ὁ ἕνας τον ἄλλον, καὶ γιὰ νὰ συμπληρώνη ὁ
ἕνας τον ἄλλον, καὶ γιὰ νὰ ἐπιβλέπη ὁ ἕνας τον ἄλλον στὴ συμπεριφορά, καὶ γιὰ νὰ διορθώνη καὶ
ἕνας τον ἄλλον. Καὶ γιατὶ «ὅπου εἶναι συναγμένοι δύο ἤ τρεῖς, ἐκεῖ, ἀνάμεσὰ τους, εἶναι ὁ Χριστὸς»
(Ματθ. ιη' 20). Το δύο εἶναι ὁ μικρότερος ἀριθμὸς ἱεραποστολικῆς συνεργασίας. Φυσικὰ καλύτερο
καὶ αποδοτικότερο θὰ ἦταν νὰ πήγαιναν μαζὶ τρεῖς ἤ καὶ περισσότεροι. Ἀλλ' ἐν προκειμένω ὁ
Κύριος τοὺς Δώδεκα τοὺς στέλνει σὲ ἕξι ζεύγη.

Λιτότητα καὶ ἀκτημοσύνη (στ. 8-9)


Στέλνει ὁ Κύριος τοὺς μαθητὲς Του στὴν πρώτη ἀποστολικὴ τους περιοδεία. Εἶναι το πρῶτο
ἄνοιγμὰ τους πρὸς τὸν κόσμο. Θὰ εὐαγγελισθοῦν το κήρυγμα του Ἰησοῦ, χωρὶς νὰ ἔχουν σωματικὰ
μαζὶ τους τὸν Ἰησοῦ. Ἀλλ' ὁ Ἰησοῦς θὰ εἶναι αοράτως «συνών». Ἐκεῖνος θὰ τοὺς φροντίζη, Ἐκεῖνος
θὰ τοὺς φωτίζη, Ἐκεῖνος θὰ τοὺς ἐνισχύη.
Εἶναι ἀνάγκη στὴν πρώτη αὐτὴ ἀποστολικὴ ἄσκηση νὰ ἀφεθοῦν πλήρως στὴν πρόνοια καὶ τη
δύναμη του Θεοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ στοὺς στίχους, πού ἀκολουθοῦν, ὁ Ἰησοῦς δίνει σαφεῖς ὁδηγίες νὰ
μὴ πάρουν μαζὶ τους οἱ μαθητές, κατὰ την περιοδεία τους, βαρὺ ἐξοπλισμό, οὔτε κἂν φαγώσιμα ἤ
«πῆραν», γιὰ νὰ μὴν ἀποθηκεύσουν φαγώσιμα, οὔτε «χαλκὸν» (δηλαδὴ χρήματα), παρὰ μόνο
«ράβδον», χρήσιμη γιὰ την ὁδοιπορία ὡς βοηθητικὸ στήριγμα ἤ κατὰ των ζώων καὶ φιδιῶν
ἀμυντικὸ ὅπλο. «Καὶ παρήγγειλεν αυτοίς, ἴνα μηδὲν αύρωσιν εἰς ὁδὸν ἔι μὴ ράβδον μόνον, μὴ
πῆραν, μὴ ἄρτον, μὴ εἰς τὴν ζώνην χαλκόν, ἀλλ' υποδεδεμένους σανδάλια, καὶ μὴ ένδεδύσθαι δύο
χιτώνας» (στ. 8-9). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ τοὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μὴ παίρνουν μαζὶ
τους τίποτε γιὰ τὸ δρόμο, παρὰ μόνο ἕνα ραβδί, οὔτε σακίδιο οὔτε φαγητὸ οὔτε χρήματα στὸ
ζωνάρι. Νὰ φοροῦν σανδάλια στὰ πόδια καὶ νὰ μὴ πάρουν μαζὶ τους διπλὰ ροῦχα».
Ὁ Κύριος δίνει ὁδηγίες καὶ ἐντολὲς τέτοιες, ἀποβλέποντας στὴν ἁπλότητα της ἐξαρτήσεως, ποῦ
μποροῦσαν νὰ φέρουν στὴν περιοδεία τους οἱ μαθητές. Ἔτσι θὰ ἦσαν ἐλεύθεροι ἀπὸ περιττὰ
«βαρύδια» καὶ ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ κάθε φροντίδα γιὰ το ἄτομὸ τους. Θὰ «ἐπιρρίπτουν την
μέριμνὰν των ἐπὶ τὸν Κύριον» (Ψαλμ. 54,22).
Φυσικὰ θὰ ἔχουν τα ἀπαραίτητα σανδάλια, δὲν θὰ ἔχουν ὅμως δύο χιτῶνες. Μὲ τὸν λιτὸ αὐτὸ
έφοδιασμὸ ξεπερνοῦν οἱ μαθητὲς ἀκόμα καὶ την παροιμιώδη λιτότητα των κυνικῶν περιοδευόντων
φιλοσόφων (ὅπως ὁ Διογένης). Ἡ νέα φιλοσοφία, ὁ νέος τρόπος ζωῆς ἔχει ὡς κανόνα το «Ζητεῖτε
πρώτον τη βασιλείαν του Θεοῦ καὶ την δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»
(Ματθ. τσ' 33).
Χρήματα ἀπαγορεύεται νὰ ἔχουν μαζὶ τους. Καὶ ἂν άπαγορεύη το ἔλασσον, τὸν χαλκό, δηλαδὴ
την κτῆσι χάλκινων νομισμάτων, πολὺ περισσότερο ἀπαγορεύει ὁ Κύριος τὸ μεῖζον, δηλαδή, τὴν
κτῆσι ἀσημένιων ἤ χρυσῶν νομισμάτων (καὶ πραγμάτων)!
Πὼς θὰ δικαιολογηθοῦμε ἐμεῖς σήμερα, πού ἀποκτήσαμε ὡς ἄτομα καὶ ὡς Ἐκκλησία ἀσημένια
καὶ χρυσὰ ἀντικείμενα; Τὶ δουλειὰ ἔχουν πάνω σὲ εἰκόνες τα χρυσὰ καὶ τα ἀσήμια; Θέλει ὁ Χριστὸς
χρυσάφι; Θέλει ἡ Παναγία ἀσημένια κορνίζα στὴν εἰκόνα της; Φαντάζεσθε τὸν Κύριο νὰ
περιφέρεται μὲ χρυσά, ἤ ἔστω καὶ μὲ ἐπίχρυσα ἐγκόλπια ἤ παράσημα; Φαντάζεσθε νὰ χρησιμοποιῆ
χρυσὸ ποτήριο γιὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο; Φωνάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Χρυσῶν ψυχῶν, οὐχὶ
χρυσῶν σκευῶν δείται ὁ Κύριος».
Ἀποστέλλονται ὡς οἱ πτωχοί, πού ἐμπιστεύονται τη ζωὴ τους στὸν Θεό. Στόχος της ἀποστολῆς
τους δὲν εἶναι νὰ πλουτίσουν ἀπὸ το κήρυγμα, ἀλλὰ νὰ ζήσουν μὲ τὶς προσφορὲς των ἀνθρώπων,
ὅπως ἐπέβαλλαν οἱ συνήθειες της ἐποχῆς (Α' Κορ. θ' 7ἐξ.).
Ἀποστέλλονται ὡς πτηνὰ του οὐρανοῦ, ποῦ ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος τα τρέφει (Ματθ. τσ' 6). Θὰ
πετάξουν ἀπὸ πόλι σὲ πόλι καὶ ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ καὶ θὰ μεταφέρουν το μήνυμα της σωτηρίας,
το λόγο του Ἰησοῦ, την ἀνάγκη γιὰ μετάνοια, τη νέα ἀποκάλυψη του Θεοῦ.
Συνιστᾶ ὁ Χριστὸς πλήρη ἀκτημοσύνη. Νὰ ἐμφανίζωνται καὶ νὰ εἶναι οἱ μαθητὲς Του πτωχοὶ στὰ
ὑλικά, καὶ ὄχι ἄνθρωποι του κόσμου τούτου. Ἔτσι μὲ μεγαλύτερο κύρος θὰ καλοῦν τον κόσμο σ'
ἕναν ἄλλο κόσμο, σὲ μιὰ ἄλλη κοινωνία. Στὸ ἐρώτημα, πὼς θὰ ζοῦσαν χωρὶς προμήθειες, πὼς θὰ
ἐξοικονομοῦσαν τα πρὸς το ζῆν, ἀπάντηση δίνει ἡ λέξις «μέριμνα του Θεοῦ». Όταν σὲ ἀναλαμβάνη
ὁ Θεὸς ὑπὸ την προστασία Του, εἶσαι ἐξασφαλισμένος. Οἱ μαθητὲς φροντίζουν γιὰ τὸν κόσμο καὶ
ὁ Χριστὸς φροντίζει καὶ γιὰ τοὺς μαθητὲς καὶ γιὰ τὸν κόσμο.
Πρόκειται βέβαια γιὰ ἔκτακτο κίνημα. Γιὰ το πείραμα της μαθητείας. Τὸ πείραμα θὰ πετύχη.
Μὲ τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τη λιτότητα, πού παραγγέλλει ὁ Χριστός, οἱ μαθητὲς θὰ πείσουν τους
ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἀλήθεια του μηνύματος. Ἡ γραμμή, ποῦ τοὺς δίνει ὁ Χριστός, θὰ γίνη γραμμὴ
της ὅλης Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μετὰ την Πεντηκοστή. Ἡ διαπίστωσης τους θὰ εἶναι αὐτὴ, πού
ἀργότερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος θὰ πῆ βεβαιωτικὰ: «Ως μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (Β'
Κορ. στ' 10).
Οἱ ὁδηγίες δὲν ἔχουν καιρικὸ χαρακτήρα. Ἐντάσσονται στὰ πλαίσια της ὅλης εσχατολογικὴς
ἀτμόσφαιρας των πρώτων χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ φανερώνουν το πόσο ὅσοι ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ
ὡς ἐργάτες καὶ ἀπόστολοὶ Του «ζοῦν γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι ἀπὸ την Ἐκκλησία». Δὲν παύουν δὲ
οἱ ὁδηγίες αὐτὲς νὰ ἀποτελοῦν δεῖκτες καὶ γιὰ την ἐποχὴ μας, πού ἐπισημαίνουν στὸν ἐργάτη του
εὐαγγελίου λιτότητα μέσα σ' ἕνα κόσμο ἑλκυστικῆς εὐμάρειας. Ὁ λογισμὸς καὶ ὁ ὑπολογισμὸς του
ἀφιερωμένου στὸ ἔργο της διακονίας δὲν στηρίζεται στὸ πόσα εἰσπράττει ὁ ἐργάτης του Κυρίου,
ἀλλὰ στὸ «ἑαυτοὺς καὶ άλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῶ τῷ Θεῶ παραθώμεθα».
Τὸ ὅτι το πείραμα της ἀποστολῆς ἐκείνης των μαθητῶν πέτυχε, φάνηκε καὶ ἀπὸ το ἐρώτημα,
πού ἀργότερα ἀπηύθυνε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητὲς: «Ὅτε ἀπέστειλα ὑμᾶς άτερ βαλαντίου καὶ
πήρας καὶ ὑποδημάτων, μὴ τίνος ύστερήθητε;».
Ἡ ἀπάντησις μονολεκτικὴ καὶ συγκλονιστικὴ: «Ουθενὸς» (Λουκ. βκ' 35). Όταν ἔχης την
ἀστείρευτη πηγή, μπορεῖ ποτὲ νὰ διψάσης;

Δεκτοὶ ἤ ἀνεπιθύμητοι (στ. 10-11)


Συνεχίζει ὁ Ἰησοῦς τὶς ὁδηγίες στοὺς μαθητές, προκειμένου ν' ἀναχωρήσουν γιὰ τὸ παρθενικὸ
ἱεραποστολικὸ τους ταξίδι. Τοὺς μιλάει γιὰ την ὑποδοχὴ ἤ την ἀπόρριψι, πού θὰ συναντήσουν. Δὲν
θὰ τοὺς δεχθοῦν ὅλοι. Δὲν θὰ άποδεχθοὺν ὅλοι τη νέα διδασκαλία. Μερικοὶ (οἱ ἀποτελοῦντες την
«ἀγαθὴν γῆν») θὰ τοὺς ἀκούσουν, θὰ ὑπακούσουν καὶ θὰ τοὺς φιλοξενήσουν. Ἄλλοι, καὶ αὐτοὶ
εἶναι οἱ περισσότεροι, θὰ τοὺς ἀπορρίψουν καὶ θὰ τοὺς διώξουν. «Καὶ έλεγεν αυτοὶς: Όπου ἐὰν
εισέλθητε εἰς οἰκίαν, ἐκεῖ μένετε ἕως ἂν εξέλθητε ἐκεῖθεν. Καὶ ὅσοι ἐὰν μὴ δέξωνται ὑμᾶς μηδὲ
ακούσωσιν ὑμῶν, ἐκπορευόμενοι ἐκεῖθεν ἐκτινάξατε τὸν χοῦν τον ὑποκάτω των ποδῶν ὑμῶν εἰς
μαρτύριον αυτοίς. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον έσται Σοδόμοις ἤ Γομόρροις ἐν ἡμέρα κρίσεως ἤ
τη πόλει ἐκείνη» (στ. 10-11). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Τοὺς ἔλεγε ἀκόμη: “Σ' ὅποιο σπίτι θὰ
φιλοξενηθῆτε, ἐκεῖ νὰ μένετε ὥσπου νὰ φύγετε ἀπὸ ἐκεῖνο το μέρος. Καὶ ὅσοι δὲν θὰ σᾶς δεχτοῦν
καὶ δὲν θὰ ἀκούσουν το μήνυμὰ σας, ὅταν φεύγετε ἀπὸ ἐκεῖ, νὰ τινάξετε καλὰ τη σκόνη κάτω ἀπὸ
τα πόδια σας σὲ ἔνδειξη διαμαρτυρίας ἐναντίον τους. Ἀλήθεια σας λέω, ὅτι την ἡμέρα της κρίσεως
ὁ Θεὸς θὰ δείξη μεγαλύτερη ἐπιείκεια γιὰ τα Σόδομα ἤ τα Γόμορρα, παρὰ γιὰ τὴν πόλι εκείνη”».
Οἱ μαθητὲς καὶ ἀπόστολοι δὲν ἀπαιτοῦν τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους. Δὲν γίνονται «βάρος» σὲ
κανένα. Ὅσοι ὅμως ὠφελοῦνται ἀπὸ το κήρυγμα των ἐργατῶν του εὐαγγελίου ὀφείλουν νὰ
παρέχουν σ' αὐτοὺς τα ἀναγκαία γιὰ στοιχειώδη διατροφή, φιλοξενία καὶ ἔξοδα κινήσεὼς τους.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Αξιος ὁ ἐργάτης της τροφῆς αὐτοῦ έστι”. Τοῦτο είρηκεν, οὐ τοσούτου
τοὺς ἀποστολικοὺς άποφαίνων πόνους ἀξίους: άπαγε, μὴ γένοιτος ἀλλὰ καὶ ἐκείνους νομοθετῶν
μηδὲν πλέον ζητείν, καὶ τοὺς παρέχοντας πείθων, ὅτι οὐ φιλοτιμία το γινόμενον παρ' αὐτοῦ έστιν,
ἀλλ' ὀφειλὴ» (Ε.Π.Ε. 10,394). Μετάφρασις: «Ὁ ἐργαζόμενος δικαιοῦται νὰ λαμβάνη την τροφὴ του»
(Ματθ. ι' 10). Τὸ εἶπε αὐτό, ὄχι γιὰ νὰ ἀποδείξη την ἀξία των ἀποστολικῶν κόπων (εἴθε νὰ μὴ
σκεφθῆς κάτι τέτοιο). Τὸ εἶπε γιὰ νὰ θέση στοὺς ἀποστόλους ὡς κανόνα νὰ μὴ ζητᾶνε τίποτε το
περιττό, ἀλλὰ νὰ πείση τοὺς ἄλλους πού φιλοξενοῦσαν τους ἀποστόλους, ὅτι τα παρεχόμενα ἀπὸ
αὐτοὺς δὲν ἀποτελοῦσαν δικὴ τους γενναιοδωρία, ἀλλὰ ὑποχρέωσι.
Συνιστᾶ ὁ Ἰησοῦς νὰ παραμένουν οἱ περιοδεύοντες μαθητὲς στὸ σπίτι πού ἀρχικὰ θὰ
φιλοξενηθοῦν καὶ νὰ μὴν ἀναζητήσουν ἄλλο, ἴσως καλύτερο. Θὰ ἔχουν ὁπωσδήποτε οἱ ἀπόστολοι
καὶ εὐγνώμονες, ποῦ θὰ τοὺς φιλοξενοῦν. Λέει ὁ Χρυσόστομος: «Έξετε τὰς τῶν ἀξίων οἰκίας»
(Ε.Π.Ε. 10,396).
Προειδοποιοῦνται οἱ μαθητές, ὅτι θὰ συναντοῦσαν καὶ δυσμενῆ ὑποδοχή, δηλαδὴ
περιφρόνησι, ἀπόρριψι καὶ διωγμό. Οἱ γνήσιοι κήρυκες του εὐαγγελίου πρέπει νὰ ἀναμένουν
ὑποτίμηση καὶ κατατρεγμὸ ἀπὸ ἀνθρώπους ποῦ δὲν σέβονται το εὐαγγέλιο. Ταυτίζει δὲ ὁ Κύριος
τη συμπεριφορὰ των ἀνθρώπων πρὸς τοὺς ἀποστόλους μὲ τη συμπεριφορὰ πρὸς τὸ εὐαγγέλιὸ Του
καὶ πρὸς τὸ πρόσωπὸ Του καὶ πρὸς τὸν άποστείλαντα Αὐτὸν οὐράνιο Πατέρα.
Γιὰ την περίπτωση μὴ ἀποδοχῆς του κηρύγματὸς τους προτρέπονται οἱ μαθητὲς νὰ τινάζουν
φεύγοντας ἀπὸ τον τόπο αὐτὸ τη σκόνη κάτω ἀπὸ τα πόδια τους, «εἰς μαρτύριον αυτοίς».
«Έκπορευόμενοι ἐκεῖθεν ἐκτινάξατε τὸν χοῦν τὸν ὑποκάτω των ποδῶν ὑμῶν εἰς μαρτύριον αύτοϊς.
Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον έσται Σοδόμοις ἤ Γομόρροις ἐν ἡμέρα κρίσεως ἤ τη πόλει ἐκείνη»
(στ. 10-11).
Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ γίνεται σὲ δήλωση του γεγονότος, ὅτι δὲν ἔχουν κοινωνία μὲ ἀνθρώπους πού
ἀσεβοῦν στὸ πρόσωπο του Χριστοῦ καὶ χλευάζουν το εὐαγγέλιὸ Του. Αὐτὸ κατὰ την ὥρα της
τελικῆς κρίσεως θὰ λειτουργήση ὡς μαρτυρία ἐναντίον τους, ποῦ δὲν δέχτηκαν το σωτήριο
μήνυμα.
Πρόκειται γιὰ μιὰ συμβολικὴ πράξη των Ἰουδαίων, κυρίως ὅταν ἐπέστρεφαν ἀπὸ κάποια ἐθνικὴ
περιοχὴ (Πράξ. ιστ' 6). Τὸ τίναγμα της σκόνης ἀπὸ τα παπούτσια σημαίνει ἀκόμα, ὅτι διακόπτουν
οἱ ἀνεπιθύμητοι ἀπόστολοι κάθε σχέσι μὲ τὴν περιοχή. Γιὰ τη συμβολικὴ αὐτὴ πρᾶξι λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Τὶ βούλεται το “εκτινάξατε τον κονιορτὸν των ποδῶν υμών”, Ἤ ὥστε δεῖξαι ὅτι
οὐδὲν ἔλαβον παρ' αὐτῶν, ἤ ὥστε εἰς μαρτύριον αυτοὶς γενέσθαι της μακρὰς ὁδοιπορίας, ἣν
έστείλαντο δι' αὐτοὺς» (Ε.Π.Ε. 10,396-398). Μετάφρασις: Τὶ θέλει ὁ Ἰησοῦς νὰ δείξη μὲ τὸ
«ἀποτινάξατε τη σκόνη των ποδιῶν σας»; Ἤ θέλει νὰ δείξη, ὅτι δὲν πῆραν τίποτε ἀπὸ αὐτοὺς (ποῦ
τοὺς ἔδιωξαν), ἤ γιὰ νὰ ἔχουν ὡς ἀπόδειξι γι' αὐτοὺς τη μακρὰ ὁδοιπορία πού ἔκαναν γιὰ χάρι τους
(πόσο κουράστηκαν, χωρὶς ἀνταπόκρισι!).
Ἡ φράσις «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον έσται Σοδόμοις ἤ Γομόρροις ἐν ἡμέρα κρίσεως ἤ τη
πόλει ἐκείνη» (στ. 11) δὲν ὑπάρχει σὲ ὁρισμένα χειρόγραφα. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι
εὐαγγελικὴ καὶ θεόπνευστη. Μιλάει γιὰ τὴν κρίσι, τη μέλλουσα κρίσι, ποῦ θὰ εἶναι καὶ σύγκρισις.
Την ἡμέρα της κρίσεως θὰ ζητηθῆ λόγος ἀπὸ ἐκείνους, ποῦ δὲν ἀπέρριψαν μόνο το λόγο του
Θεοῦ, ἀλλ' ἀπέρριψαν τον Υἱὸ του Θεοῦ, ποῦ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ μας κήρυξε την 'Ἀλήθεια καὶ
σταυρώθηκε ἀπὸ Ἀγάπη. Καὶ ὅπως στὴ δόξα της βασιλείας ὑπάρχουν διαβαθμίσεις (Α' Κορ. ιε 41),
ἔτσι καὶ στὴν κόλασι, λέει ὁ Τρεμπέλας: «Θὰ ἐπιβληθοῦν τιμωρίες βαρειὲς καὶ βαρύτερες. Πάντα
τα δεινὰ του Αδου εἶναι ἀφόρητα, ἀλλὰ μερικὰ ἐξ αὐτῶν εἶναι περισσότερον ἀφόρητα ἀπὸ ἄλλα».

Ἀποτελέσματα της ἀποστολῆς (στ. 12-13)


Κατόπιν των ὁδηγιῶν του Διδασκάλου οἱ μαθητὲς ἀρχίζουν το ἔργο τους μὲ βασικὸ στόχο το
κήρυγμα της μετανοίας κατὰ το ὑπόδειγμα του ἴδιου του Ἰησοῦ καὶ τη θεραπεία των ἀνθρώπων
ἀπὸ το δαιμόνιο. «Καὶ ἐξελθόντες εκήρρυσσoν ἴνα μετανοήσωσι, καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλλον,
καὶ ἤλειφον ελαίω πολλοὺς ἀρρώστους καὶ ἐθεράπευον» (στ. 12-13). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Οἱ μαθητὲς ἔφυγαν καὶ κήρυτταν στοὺς ἀνθρώπους νὰ μετανοήσουν. Καὶ ἔβγαζαν
πολλὰ δαιμόνια. Ἄλειφαν μὲ λάδι πολλοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς γιάτρευαν».
Τὸ «ἴνα μετανοήσωσι» δηλώνει καὶ το σκοπὸ του κηρύγματος καὶ το περιεχόμενὸ του. Ἡ
ἐπιδίωξις του κηρύγματος του εὐαγγελίου εἶναι νὰ ὁδηγηθοῦν ὅλοι σὲ μετάνοια, νὰ ἀποκτήσουν
νέα καρδιὰ καὶ νέους τρόπους ζωῆς. Οἱ κήρυκες δὲν μιλᾶνε γιὰ νὰ τέρπουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ τρέφουν
τοὺς ἀκροατές. Δὲν προσφέρουν περίεργα λόγια ἤ περίπλοκες φράσεις, ἀλλὰ κινοῦν μὲ
συγκεκριμένο λόγο τοὺς ἀνθρώπους νὰ μετανοήσουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ νὰ ἐπιστρέψουν
πρὸς τὸν Θεό.
Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ μόνο ἀπὸ το Μάρκο παραδιδομένη πληροφορία, ὅτι «ἤλειφον ελαίω
πολλοὺς ἀρρώστους καὶ ἐθεράπευον» (στ. 13). Τὸ ἔλαιον ὡς θεραπευτικὸ μέσο ἦταν γνωστὸ ἀπὸ
την ἀρχαιότητα. Ἐδῶ δὲν ἀναφέρεται ἁπλῶς ὡς φάρμακο, ἀλλ' ὡς «μέσον μεταδόσεως θείας
δυνάμεως» καὶ πού φαίνεται ὅτι ἤδη έχρησιμοποιείτο στὴν πρώτη κοινότητα γιὰ τὶς περιπτώσεις
ἀσθενῶν. Ἡ άλειψις των ἀσθενῶν μὲ ἔλαιο ἀναφέρεται μόνο στὸ χωρίο αὐτὸ του Μάρκου καὶ στὸ
Ιακ. ε' 14, ὅπου συνδυάζεται ὄχι μόνο μὲ τη σωματικὴ θεραπεία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἄφεσι των
ἁμαρτιῶν. Βέβαια ἡ πληροφορία του Μάρκου δὲν ὑποδηλώνει την πράξη του Εὐχελαίου σὲ τόσο
πρώιμη ἐποχή. Θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ θεωρηθῆ, σὲ συνδυασμὸ μὲ το Ιακ. ε' 14, ὡς βιβλικὴ
θεμελίωσις γιὰ το μυστήριο.
Ἡ κηρυκτικὴ καὶ θεραπευτικὴ δραστηριότητα των μαθητῶν ἀποτελεῖ δείκτη της σωστῆς πορείας
καὶ ἀποστολῆς της Ἐκκλησίας μέσα στὸν κόσμο, παρὰ τὶς ἐνδεχόμενες καὶ ἀναμενόμενες
ἀποτυχίες, ποῦ ὑπαινίσσεται ἤ καὶ σαφῶς προλέγει ὁ Ἰησοῦς.

14 Καὶ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς ῾Ηρῴδης· φανερὸν γὰρ ἐγένετο τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἔλεγεν ὅτι
᾿Ιωάννης ὁ βαπτίζων ἐκ νεκρῶν ἠγέρθη, καὶ διὰ τοῦτο ἐνεργοῦσιν αἱ δυνάμεις ἐν αὐτῷ. 15 ἄλλοι
ἔλεγον ὅτι ᾿Ηλίας ἐστίν· ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ἐστὶν ὡς εἷς τῶν προφητῶν. 16 ἀκούσας δὲ ὁ
῾Ηρῴδης εἶπεν ὅτι ὃν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα ᾿Ιωάννην, οὗτός ἐστιν· αὐτὸς ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν. 17 αὐτὸς
γὰρ ὁ ῾Ηρῴδης ἀποστείλας ἐκράτησε τὸν ᾿Ιωάννην καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν φυλακῇ διὰ ῾Ηρῳδιάδα τὴν
γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ὅτι αὐτὴν ἐγάμησεν. 18 ἔλεγεν γὰρ ὁ ᾿Ιωάννης τῷ ῾Ηρῴδῃ
ὅτι οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου. 19 ἡ δὲ ῾Ηρῳδιὰς ἐνεῖχεν αὐτῷ καὶ ἤθελεν
αὐτὸν ἀποκτεῖναι, καὶ οὐκ ἠδύνατο· 20 ὁ γὰρ ῾Ηρῴδης ἐφοβεῖτο τὸν ᾿Ιωάννην, εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα
δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει αὐτόν, καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ ἐποίει καὶ ἡδέως αὐτοῦ
ἤκουε. 21 καὶ γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου, ὅτε ῾Ηρῴδης τοῖς γενεσίοις αὐτοῦ δεῖπνον ἐποίει τοῖς
μεγιστᾶσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις καὶ τοῖς πρώτοις τῆς Γαλιλαίας, 22 καὶ εἰσελθούσης τῆς
θυγατρὸς αὐτῆς τῆς ῾Ηρῳδιάδος καὶ ὀρχησαμένης καὶ ἀρεσάσης τῷ ῾Ηρῴδη καὶ τοῖς
συνανακειμένοις, εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ κορασίῳ· αἴτησόν με ὃ ἐὰν θέλῃς, καὶ δώσω σοι. 23 καὶ
ὤμοσεν αὐτῇ ὅτι ὃ ἐάν με αἰτήσῃς δώσω σοι, ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου. 24 ἡ δὲ ἐξελθοῦσα
εἶπε τῇ μητρὶ αὐτῆς· τί αἰτήσομαι; ἡ δὲ εἶπε· τὴν κεφαλὴν ᾿Ιωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. 25 καὶ
εἰσελθοῦσα εὐθέως μετὰ σπουδῆς πρὸς τὸν βασιλέα ᾐτήσατο λέγουσα· θέλω ἵνα μοι δῷς ἐξαυτῆς
ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν ᾿Ιωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. 26 καὶ περίλυπος γενόμενος ὁ βασιλεύς, διὰ τοὺς
ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους οὐκ ἠθέλησεν αὐτὴν ἀθετῆσαι. 27 καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ
βασιλεὺς σπεκουλάτωρα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. 28 ὁ δὲ ἀπελθὼν ἀπεκεφάλισεν
αὐτὸν ἐν τῇ φυλακῇ, καὶ ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίῳ, καὶ
τὸ κοράσιον ἔδωκεν αὐτὴν τῇ μητρὶ αὐτῆς. 29 καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦλθον καὶ ἦραν τὸ
πτῶμα αὐτοῦ, καὶ ἔθηκαν αὐτὸ ἐν μνημείῳ.

Ἡ φήμη γιὰ τὸν Ἰησοῦ (στ. 14-16)


Ἡ διήγησις γιὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸ του Βαπτιστοῦ ἀπὸ τὸν Ἡρώδη Αντίπα παρεμβάλλεται ἐδῶ
διακόπτοντας κατὰ κάποιο τρόπο τη διήγησι γιὰ τὴ δραστηριότητα των μαθητῶν, ἡ ὁποία
συνεχίζεται στοὺς στίχους 30 καὶ ἑξῆς. Παρεμβάλλονται τα περὶ ἀποκεφαλισμοῦ του Βαπτιστοῦ μὲ
ἀφορμὴ τὶς διάφορες γνῶμες γιὰ τὸ πρόσωπο του Ἰησοῦ, ποῦ προκαλοῦνται ἀπὸ το ἔργο των
μαθητῶν καὶ μὲ ἀφορμὴ τη γνώμη του Ἡρώδη.
Την ἴδια διήγησι διασώζει καὶ ὁ Ματθαίος (ιδ' 12), ἐνῶ ὁ Λουκᾶς (θ' 7-9) ἀρκεῖται στὴ
διαβεβαίωση του Ἡρώδη, ὅτι ἀποκεφάλισε αὐτὸς τον Ἰωάννη. Τὴ φυλάκιση του Ἰωάννου
μνημονεύει ὁ Λουκᾶς σύντομα στὸ γ' 19-20.
Ο στόχος του Μάρκου, πού ἀφηγεῖται το τέλος του Ἰωάννου δὲν εἶναι μόνο ἱστορικός. Ὑπάρχει
καὶ ὁ θεολογικὸς στόχος, πού ἐντάσσεται στὴν ἐπικρατοῦσα γραμμὴ του εὐαγγελίου του: Το τέλος
του προφήτου καὶ βαπτιστοῦ Ἰωάννου ἀποτελεῖ προανάκρουσμα του θανάτου του Μεσσία. Ἡ
κατάληξις του Μεσσία δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ την κατάληξη του προδρόμου
Του, ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι διαφορετικὴ καὶ ἡ κατάληξις των μαθητῶν του (ἡ' 34 ἐξ.).
Το ἱεραποστολικὸ ἔργο των μαθητῶν στὴ Γαλιλαία ἔχει ὡς συνέπεια νὰ γίνη γνωστὸς καὶ
Διδάσκαλὸς τους στὴν περιοχὴ καὶ νὰ προκληθοῦν διάφορες συζητήσεις ὡς πρὸς τὸ πρόσωπὸ Του,
κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ Ἰησοῦς θεωρήθηκε ὅτι εἶναι ὁ Ἠλίας (Μαλαχ. γ' 23) ἤ κατ' ἄλλους, «προφήτης ὼς
εἰς των προφητῶν», ἤ, τέλος κατὰ την ἄποψη του Ἡρώδη Αντίπα, ὁ Βαπτιστὴς πού ἀναστήθηκε.
Ὁ βασιλιὰς Ἡρώδης ὁ τετράρχης ἦταν γυιὸς του ἀγρίου Ἡρώδη, πού κατέσφαξε τα βρέφη της
Βηθλεὲμ (Ματθ. β' 16-18). Αὐτὸς σὰν ἄκουσε γιὰ το ἔργο του Ἰησοῦ, αἰσθάνθηκε ταραχή. Καὶ ἔλεγε
στὸν κύκλο του, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς, πού ἀποκεφάλισε. «Καὶ ήκουσεν ὁ
βασιλεὺς Ἡρώδης: φανερὸν γὰρ έγένετο το ὄνομα αὐτοῦ καὶ έλεγεν ὅτι Ἰωάννης ὁ βαπτίζων ἐκ
νεκρῶν ἠγέρθη, καὶ διὰ τοῦτο ενεργούσιν ἄι δυνάμεις ἐν αυτώ. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι Ἠλίας έστὶν· ἄλλοι
δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ἐστὶν ὼς εἰς των προφητῶν. Ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρώδης είπεν ὅτι ὂν ἐγὼ
ἀπεκεφάλισα Ἰωάννην, οὗτὸς έστιν αὐτὸς ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν» (στ. 1416). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Ἄκουσε δὲ ὁ βασιλιὰς Ἡρώδης (γιὰ τὸν Ἰησοῦ), διότι διαδόθηκε ἡ φήμη Του. Καὶ
ἔλεγε (ὁ Ἡρώδης): “Ο Ἰωάννης ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ γι' αὐτὸ ἐνεργοῦν οἱ
θαυματουργικὲς δυνάμεις δι' αυτού”. "Ἄλλοι ἔλεγαν, ὅτι εἶναι ὁ Ἠλίας καὶ ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι εἶναι
προφήτης, ὅπως ἕνας ἀπὸ τους παλαιοὺς προφῆτες. 'Ἀλλ' ὅταν ἄκουσε ὁ Ἡρώδης, εἶπε: “Αυτός
εἶναι ὁ Ἰωάννης, ποῦ ἐγὼ τον ἀποκεφάλισα. Αὐτὸς ἀναστήθηκε ἐκ νεκρών”».
Ὁ Φῆμες ἔφτασαν στὰ αὐτιὰ του Ἡρώδη γιὰ τὸ κήρυγμα καὶ το ἔργο του Ἰησοῦ. «Ήκουσεν ὁ
βασιλεὺς Ἡρώδης». Ὁ Χριστὸς κήρυττε καὶ ἐνεργοῦσε πρὸ πολλοῦ, καὶ πρὶν ἀπὸ την αποκεφάλιση
του Ἰωάννου. Καὶ ὅμως τώρα μόλις ὁ Ἡρώδης ἀκούει γι' Αὐτόν. Καὶ πληροφορεῖται ἀπὸ φήμη, ὄχι
ἀπὸ ἰδία ἀντίληψι. Ἀκριβῶς γι' αὐτὸ σχηματίζει ἐσφαλμένη περὶ του Ἰησοῦ εἰκόνα, ὅτι εἶναι ὁ
Ἰωάννης πού ἐκεῖνος ἀποκεφάλισε. Μὲ μικρὴ ἐξέταση των πραγμάτων, θὰ εἶχε βεβαιωθῆ, ὅτι ὁ
Ἰησοῦς δρούσε πολὺ πρίν.
Ταραγμένος ἀπὸ τη συνείδησὶ του ὁ Ἡρώδης, ἔλεγε ὅτι ὁ Βαπτιστὴς ἀναστήθηκε στὸ πρόσωπο
του Ἰησοῦ. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἶδες τὸν φόβον ἐπιτεταμένον; Ούδὲ γὰρ τότε εξειπεὶν
ετόλμησεν ἔξω, ἀλλὰ καὶ τότε τοῖς ικέταις λέγει τους ἑαυτοῦ. Ἀλλ' ὅμως καὶ αὕτη ἤ δόξα
στρατιωτικὴ καὶ παράλογος. Καὶ γὰρ καὶ πολλοὶ ἀνέστησαν ἀπὸ νεκρῶν καὶ οὐδεὶς οὐδὲν τοιοῦτον
ειργάσατο. Δοκεὶ δὲ μοι καὶ φιλοτιμίας εἶναι καὶ φόβου τὰ ρήματα» (Ε.Π.Ε. 10,860). Μετάφρασις:
Εἶδες την ἔκταση πού ἔλαβε ὁ φόβος; Οὔτε καὶ τότε τόλμησε νὰ πῆ κάτι στὸν ἔξω κόσμο, ἀλλὰ καὶ
τότε το λέει μόνο στοὺς αὐλικοὺς του. Καὶ αὐτὴ ὅμως ἡ σκέψις του εἶναι στρατιωτικὴ καὶ
παράλογος, καθ' ὅσον καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἀναστήθηκαν ἀπὸ τους νεκροὺς καὶ κανεὶς δὲν ἔκανε τίποτε
το παρόμοιο. Ἐγὼ νομίζω, ὅτι τα λόγια αὐτὰ περιέχουν καὶ φιλοτιμία καὶ φόβο.
Ἡ ἄποψις του Ἡρώδη μαρτυρεῖ ὁπωσδήποτε κάποιον ἔλεγχο της συνειδήσεὼς του γιὰ τη
θανάτωσι του Βαπτιστοῦ. Ἡ ἔνοχη συνείδησις δὲν χρειάζεται ἄλλον κατήγορο. Ἔχει τον ἑαυτὸ της.
Ὁ Ἡρώδης κατηγορεῖ τον ἑαυτὸ του γιὰ τη θανάτωση του Ἰωάννου, γιὰ την ὁποία κανένας ἄλλος
δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ τον κατηγορήση.
Ἐγὼ ἀποκεφάλισα τὸν Ἰωάννη!
Ὁ τρόμος ἀπὸ το φόνο το κάνει νὰ φαντάζεται, ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ὁ Ἰωάννης ἀναστημένος!
Φοβόταν το Ἰωάννη ζωντανό. Τὸν φοβᾶται τώρα καὶ ὡς... νεκρό! Οἱ φόβοι καὶ οἱ τρόμοι της
ταραγμένης συνειδήσεως διεγείρουν στὸν ἔνοχο τὴν ἀκατάπαυστη καταδίωξι ἀπὸ τὶς έριννύες.

Ἔλεγχος γιὰ την παρανομία του Ἡρώδη (στ. 17-18)


Ἡ ἐξιστόρησης του εὐαγγελιστοῦ ἀρχίζει μὲ την πληροφορία, ὅτι ὁ Ἡρώδης φυλάκισε τον Ἰωάννη
γιατὶ τον ἔλεγχε γιὰ τὸν παράνομο δεσμὸ του μὲ την Ηρωδιάδα, «τὴν γυναϊκα Φιλίππου του
ἀδελφοῦ αὐτοῦ». «Αὐτὸς γὰρ ὁ Ἡρώδης ἀποστείλας ἐκράτησε τον Ἰωάννην καὶ έδησεν αὐτὸν ἐν
φυλακὴ διὰ Ηρωδιάδα την γυναίκα Φιλίππου του ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ὅτι αὐτὴν έγάμησεν. "Ἔλεγε γὰρ
Ἰωάννης το Ἡρώδη ὅτι οὐκ έξεστὶ σόι ἔχεις την γυναίκα του ἀδελφοῦ σου» (στ. 17-18). Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ Ἡρώδης πράγματι ἔστειλε καὶ συνέλαβε τον Ἰωάννη καὶ τὸν ἔδεσε καὶ τον
φυλάκισε ἐξ αἰτίας της Ηρωδιάδας, πού την εἶχε παντρευτῆ, παρ' ὅλο πού ἦταν γυναίκα του
ἀδελφοῦ του, του Φιλίππου. Ὁ Ἰωάννης ἔλεγχε τὸν Ἡρώδη λέγοντὰς του: “Δεν σου ἐπιτρέπεται νὰ
ἔχης τη γυναίκα του ἀδελφοῦ σου”».
Ἡ περὶ του θανάτου του Ἰωάννου διήγησις του Μάρκου εἶναι ἡ πληρέστερη: Ὁ Ἰωάννης
συνελήφθη καὶ φυλακίστηκε, ἀλλ' ὁ λόγος του Θεοῦ «οὐ δέδεται» (Β' Τιμ. β' 9). Όταν ὁ Ἰωάννης
εἶχε πλέον ἀποκεφαλισθῆ, νόμισε ὁ Ἡρώδης ὅτι ἔκλεισε το στόμα του. Ὅμως ὁ Ἰωάννης
ἐξακολουθοῦσε νὰ μιλάη. Μέσα του ἄκουγε την ἐλεγκτικὴ φωνὴ του, ὅπως ὁ Κάϊν ἄκουγε συνεχῶς
τη φωνὴ του ἀθώου καὶ άδικοσκοτωμένου Αβελ. Ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλο τρόμο μιλάει ὁ Ἰωάννης. Μιλάει
πιὸ δυνατὰ καὶ πιὸ λυτρωτικὰ μὲ τὸ στόμα του Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μετὰ τη σύλληψη καὶ το θάνατο του
Ἰωάννου το κήρυγμα του εὐαγγελίου σημείωσε τέτοια ἐπίδοσι, ὥστε νὰ φτάση μέχρι τα αὐτιὰ του
Ἡρώδη...
Όπως ὁ Ἠλίας στὴν Παλαιὰ Διαθήκη προκαλεῖ την ὀργὴ καὶ το μίσος της Ιεζάβελ, γιατὶ ἐλέγχει
το σύζυγὸ της Αχαὰβ (Γ' Βασ. ιθ' 1ἐξ.), ἔτσι καὶ ὁ Ἰωάννης εἶναι γνήσιος προφήτης, πού δηλώνει το
τέλος μίας ἐποχῆς καὶ δείχνει πρὸς μία νέα ἐποχή, την ἐποχὴ του Μεσσία. Ἔλεγξε κατὰ πρόσωπο
το βασιλιὰ γιὰ τὸν παράνομο καὶ διεστραμμένο δεσμὸ του. «Οὺκ έξεστὶ σόι ἔχεις την γυναίκα του
άδελφοὺ σου».
Ἦταν ἐπικίνδυνο νὰ ἐλέγξη κανεὶς τὸν Ἡρώδη. Πολὺ πιὸ ἐπικίνδυνο νὰ ἐλέγξη τὴν Ηρωδιάδα. Ὁ
Ἰωάννης ἀδιαφόρησε γιὰ τὸν κίνδυνο. Μὲ θάρρος, πού του ἔδινε ἡ προφητικὴ του ἀποστολὴ καὶ ἡ
ἁγιότητα της ζωῆς του, ἔλεγξε το δημόσιο σκάνδαλο (Α ́ Τιμ. ε' 20).
Oι διάκονοι του Κυρίου δὲν πρέπει νὰ φοβοῦνται. Μιλᾶνε μὲ παρρησία. Ἄν θέλουν νὰ ἀρέσουν
σὲ ἀνθρώπους, δὲν εἶναι δοῦλοι του Κυρίου. Πρότυπο ἐλέγχου καὶ Ἰωάννης. Δὲν μιλάει ἐμμέσως ἤ
πλαγίως. Μιλάει σαφῶς, καθαρά, κατὰ πρόσωπο, ἀδιαφορώντας γιὰ τὶς συνέπειες.
-Μά, θὰ ρωτῆστε, δὲν πρέπει νὰ σεβόμαστε τοὺς ἄρχοντες;
Οἱ ἄρχοντες ἂς σκέπτωνται, ὅτι καὶ αὐτοὶ εἶναι ὑποτελεῖς στὸν Θεό, ὅσο καὶ οἱ ὑπήκοοὶ τους. Καὶ
ἂς μὴ λησμονοῦν, ὅτι ὀφείλουν νὰ δίνουν το καλὸ παράδειγμα καὶ νὰ μὴ περιφρονοῦν τους νόμους
του «Βασιλέως των βασιλευόντων» (Α' Τιμ. τσ' 15).
-Μά, θὰ ρωτῆστε πάλι, δὲν ἦταν προτιμότερο νὰ σιγήση ὁ Ἰωάννης μπροστὰ στὸ σκάνδαλο του
βασιλιὰ, ἀφοῦ, ἂν σιγοῦσε, δὲν θὰ θανατωνόταν καὶ θὰ παρέμενε σεβάσμιος γέροντας στὸν
Ἰορδάνη καὶ θὰ ἔτρεχε ὁ κόσμος νὰ τὸν συμβουλεύεται;
Ἄν σιωποῦσε ὁ Ἰωάννης, θὰ ἔμενε ἴσως ἀκόμα λίγο φημισμένος «γέροντας», μὰ δὲν θὰ ἦταν ὁ
Ἰωάννης! Δὲν θὰ ἦταν ὁ πρόδρομος θὰ ἦταν ὁ προδότης! Δὲν θὰ ἦταν κήρυκας της Ἀλήθειας: θὰ
ἦταν ὁ θαυμαζόμενος ἀπὸ ὀπαδούς! Ὁ Ἰωάννης ὅμως σφραγίζει το λόγο του μὲ το αἷμα του τη
μαρτυρία του μὲ το μαρτύριὸ του. Πρόδρομος της παρουσίας του Χριστοῦ. Πρόδρομος καὶ του
Σταυροῦ του Χριστοῦ.

Το μένος της αἰσχρῆς Ηρωδιάδας (στ. 19-20)


Γι' αὐτὸ καὶ προκαλεῖ τόσο το μίσος της Ηρωδιάδας (τσ 19). «Ἡ δὲ Ηρωδιὰς ενείχεν αυτὼ καὶ
ήθελεν αὐτὸν άποκτείναι καὶ οὐκ ήδύνατο» (στ. 19). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἔτσι ἡ
Ηρωδιάδα ἔτρεφε μίσος ἐναντίον του Ἰωάννη καὶ ἤθελε νὰ τον φονεύση, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε».
Ἡ Ηρωδιάδα θέλει νὰ ἐξοντώση τὸν κήρυκα της ἀλήθειας καὶ ἐλεγκτὴ της παρανομίας καὶ της
αἰσχρότητας, τὸν βαπτιστὴ Ἰωάννη. Μισοῦσε τον Ἰωάννη. «Ενεϊχεν αυτώ». Ἡ ψυχὴ της ὄχι μόνο εἶχε
ἀπολέσει κάθε εὐαισθησία, ἀλλ' εἶχε καταντήσει πωρωμένη. Ἦταν σκληρή. Εἶχε φτάσει στὸ
τελευταῖο σκαλοπάτι του κακοῦ, στὴν αμετανοησία. Ἅμα ἐλέγχης σοφό, θὰ σὲ ἀγαπήση. Ἅμα
ἐλέγχης πονηρόν, θὰ σὲ μισήση. «Μὴ ἔλεγχε κακούς, ἴνα μισήσωσὶ σὲ» (Παροιμ. Θ' 8).
Τὸ σχέδιο καὶ ἡ ἐπιθυμία της Ηρωδιάδας συναντοῦν ἐμπόδιο τὸν ἴδιο τὸν Ἡρώδη, ὁ ὁποῖος τὸν
θεωρεῖ «ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον». «Ὁ Ἡρώδης έφοβείτο τον Ἰωάννην, ειδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον
καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει αὐτόν, καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ επoίει καὶ ήδέως αὐτοῦ ἤκουε» (στ. 20).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ Ἡρώδης φοβόταν τὸν Ἰωάννη, ἐπειδὴ τον ἤξερε ὡς ἐνάρετο καὶ
ἅγιο ἄνθρωπο, καὶ τὸν διατηροῦσε στὴ ζωή, καὶ ἐφάρμοζε πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ πού ἄκουσε (ἀπὸ τον
Ἰωάννη), τὸν ἄκουγε δὲ μὲ εὐχαρίστησι».
Αἰσχρὸς καὶ ὁ Ἡρώδης, αἰσχρὴ καὶ ἡ Ηρωδιάδα. Ἀλλ' ὁ Ἡρώδης διατηροῦσε ἀκόμα μέσα του
ἴχνη σεβασμοῦ. Ἡ Ηρωδιάδα ἦταν ἀναίσχυντη. Ὁ Ἡρώδης «έφοβείτο τὸν Ἰωάννην». Ἡ δικαιοσύνη
καὶ ἡ ἁγιότητα του προφήτη παρουσίαζε τὸν Ἰωάννη καὶ σ' αὐτὰ ἀκόμα τα μάτια του κοσμικοῦ καὶ
φιλήδονα Ἡρώδη ὡς ἄνθρωπο του Θεοῦ. Τὸν φοβόταν. Τὸν εὐλαβεῖτο. Ὁ Ἰωάννης δὲν φοβᾶται ὁ
Ἡρώδης φοβᾶται. “Ο ἅγιος δὲν φοβᾶται ὁ ἔνοχος τρέμει. Καὶ κάτι ἀκόμα: Μέσα καὶ στὸν
μεγαλύτερο έγκληματία καὶ στὸν σιχαμερότερο σαρκολάτρη ὑπάρχει σπινθήρας καλωσύνης ἤ
εὐαισθησίας. Ἡ πωρωμένη συνείδησις μόνο δὲν δροσίζεται ἀπὸ τον ἁγιασμὸ του οὐρανοῦ. Ἡ
ἁγιότητα καθιστὰ οἱονδήποτε ἀντικείμενο εὐλαβοῦς φόβου.
Ὁ Ἡρώδης ἀκούει τον Ἰωάννη εὐχαρίστως, παρὰ την ἀμηχανία ποῦ τὸν φέρνουν τα ἐλεγκτικὰ
του λόγια. «Ηδέως αὐτοῦ ἤκουε». Εἶχε γίνει μαθητὴς του δασκάλου της ἐρήμου. Κρυφὰ
ὁπωσδήποτε ἀπὸ τη μέγαιρα, την Ηρωδιάδα, πήγαινε καὶ τὸν συμβουλευόταν. Τὸν ἐπισκεπτόταν
στὴ φυλακὴ καὶ εὐχαρίστως ἄκουγε τὶς συμβουλὲς του γιὰ καλὴ διοίκησι. Φαίνεται πὼς ἐφάρμοζε
πολλὰ ἀπὸ ὅσα ὁ ἀσκητὴς του ἔλεγε. Ἦταν ὅμως δεμένος μὲ το πάθος. Αὐτὸ δὲν τὸν ἐμπόδιζε νὰ
ἔχη πρόσβαση στὸν προφήτη.
Ὁ Ἡρώδης τὸν εἶχε δέσει μὲ τὶς σιδερένιες ἁλυσίδες του. Καὶ ὁ Ἰωάννης εἶχε αἰχμαλωτίσει τον
Ἡρώδη μὲ τὸ λόγο καὶ την ἁγιότητὰ του!
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος φησίν, ὅτι σφόδρα ἐτίμα τον ἄνδρα (τὸν
Ἰωάννην) ὁ Ἡρώδης, καὶ ταῦτα ἐλεγχόμενος. Τοσοῦτὸν έστιν ἡ ἀρετὴ» (Ε.Π.Ε. 10,862). Μετάφρασις:
Ο εὐαγγελιστὴς Μάρκος λέει, ὅτι ὁ Ἡρώδης τιμοῦσε πάρα πολὺ τον Ἰωάννη, παρὰ το γεγονὸς ὅτι
ἐλεγχόταν ἀπὸ ἐκείνον. Τόσο μεγάλο πράγμα εἶναι ἡ ἀρετή.

Γενέθλια μὲ ὅλα τα βρωμερὰ πάθη (στ. 21-23)


Ἡ εὐκαιρία γιὰ την ἐκδίκηση της Ηρωδιάδας δίδεται κατὰ το δεῖπνο των γενεθλίων του Ἡρώδη,
στὸ ὁποῖο καλοῦνται οἱ «μεγιστάνες, οἱ χιλίαρχοι καὶ οἱ πρῶτοι της Γαλιλαίας». Κατὰ τη διάρκεια
της τελετῆς, στὴν ὁποία προφανῶς μετεῖχαν μόνο ἄνδρες, εἰσῆλθε ἡ κόρη της Ηρωδιὰδας, γνωστὴ
ἀπὸ τον ἱστορικὸ Ιώσηπο ὡς Σαλώμη, καὶ χόρεψε μὲ τρόπο ποῦ ἄρεσε στὸν Ἡρώδη καὶ στοὺς
καλεσμένους. «Καὶ γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου, ὅτε Ἡρώδης τοῖς γενεσίοις αὐτοῦ δεῖπνον επoίει
τοις μεγιστάσιν αὐτοῦ καὶ τοις χιλιάρχους καὶ τους πρώτους της Γαλιλαίας, καὶ εἰσελθούσης της
θυγατρὸς αὐτῆς της Ηρωδιάδος καὶ όρχησαμένης καὶ άρεσάσης το Ἡρώδη καὶ τους
συνανακειμένοις, είπεν ὁ βασιλεὺς τῷ κορασίω: Αίτησὸν μὲ ὅ ἐὰν θέλης, καὶ δώσω σόι. Καὶ ώμοσεν
αὕτη ὅτι καὶ ἐὰν μὲ αἴτησης δώσω σόι, ἕως ημίσους της βασιλείας μου» (στ. 21-23). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Τελικὰ ἡ Ηρωδιάδα βρῆκε την εὐκαιρία, ὅταν ὁ Ἡρώδης γιὰ τα γενέθλιὰ του
κάλεσε σὲ δεῖπνο τοὺς πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς ἄρχοντες καὶ τοὺς ἐπισήμους της Γαλιλαίας.
Τότε μπῆκε στὴν αἴθουσα ἤ θυγατέρα της Ηρωδιάδας καὶ χόρεψε. Τόσο ἄρεσε στὸν Ἡρώδη καὶ
στοὺς καλεσμένους (ὁ χορός), ὥστε ὁ βασιλιὰς εἶπε στὸ κορίτσι: “Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις, καὶ θὰ
σου το δώσω”. Της ἔκανε μάλιστα καὶ ὅρκο: “Ό,τιδήποτε μου ζητήσεις, θὰ σου το δώσω, μέχρι καὶ
το μισὸ βασίλειὸ μου”».
Γιὰ το χορὸ λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἔνθα ὄρχησις, ἐκεῖ διάβολος. Ούδὲ γὰρ εἰς τοῦτο έδωκεν
ἡμῖν πόδας ὁ Θεός, ἀλλ' ἴνα εὔτακτα βαδίζωμεν» (Ε.Π.Ε. 10,872). Μετάφρασις: “Όπου χορός, ἐκεῖ
καὶ διάβολος. Δὲν μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς τα πόδια γιὰ νὰ χοροπηδᾶμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ βαδίζουμε σεμνά.
Ἡ κόρη της Ηρωδιάδας, ἡ Σαλώμη, χόρευε προκλητικὰ καὶ κατὰ ὀργιώδη τρόπο. Ξύπνησαν τα
κατώτερα ἔνστικτα των συνδαιτημόνων, καὶ του Ἡρώδη. Τοὺς ἄρεσε. «Όρχησαμένης καὶ
άρεσάσης». Τοὺς σαγήνεψε. Καρδιὲς ἔρημες ἀπὸ χάρι καὶ ἀπὸ αἰδὼ καθίστανται ἕρμαιο της
ἐπιθυμίας της σάρκας καὶ της ἐπιθυμίας των ὀφθαλμῶν καὶ παρασύρονται σὲ μεγαλύτερους
πειρασμούς. Μὲ τὶς ἐπιθυμίες αὐτὲς αἰχμαλωτίζονται οἱ ψυχὲς ἀπὸ τον Σατανὰ, σκοτεινιάζουν οἱ
ἄνθρωποι.
Γιὰ τὸ πλῆθος των κακῶν, πού γέννησε ἐκεῖνο το αἰσχρὸ βασιλικὸ τραπέζι, λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Ὦ συμπόσιον διαβολικόν! "Ὦ θέατρον σατανικόν! "Ὦ παράνομος ὄρχησις καὶ
μισθὸς όρχήσεως παρανομώτερος! Φόνος γὰρ ὁ πάντων φόνων εναγέστερος ἐτολμᾶτο καὶ ὁ
στεφανούσθαι καὶ ανακηρύττεσθαι ἄξιος, ἐν τῷ μέσω κατεσφάττετο» (Ε.Π.Ε. 10,864). Μετάφρασις:
Ὦ διαβολικὸ συμπόσιο! Ὦ θέατρο σατανικό! Ὦ χορὸς παράνομος, καὶ ἀκόμα πιὸ παράνομη ἡ
πληρωμὴ του χοροῦ! Διότι ἐπεχειρεῖτο ἀπὸ ὅλους τοὺς φόνους καὶ πιὸ βδελυρὸς φόνος. Αὐτὸς πού
ἦταν ἄξιος νὰ στεφανωθῆ καὶ νὰ ἀνακηρυχθῆ ἤ ἀρετὴ του (ὁ Ἰωάννης) κατασφαζόταν παρουσία
ὅλων!
Ο Ἡρώδης ὑπόσχεται στὸ κοράσιο την ἐκπλήρωση ὁποιασδήποτε ἐπιθυμίας της, «ἕως ημίσους
της βασιλείας» του. «Καὶ ώμοσεν αὕτη ὅτι ὅ ἐὰν μὲ αἴτησης δώσω σόι, ἕως ημίσους της βασιλείας
μου» (στ. 21-23). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Της ἔκανε καὶ ὅρκο: Ό,τιδήποτε μου ζητήσεις, θὰ
σου το δώσω, μέχρι καὶ το μισὸ βασίλειὸ μου”».
Φεῦγε, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, τοὺς ὅρκους, καὶ μάλιστα αὐτοὺς πού δίνουν ὑποσχέσεις.
Ἀποτελοῦν ἐπικίνδυνη παγίδα. Καὶ ὅταν δίνωνται ἀπερίσκεπτα καὶ ἐσπευσμένα, παρέχουν
εὐκαιρία γιὰ μεγάλες ἀδικίες, ἀκόμα καὶ ἐγκλήματα. Όλα τα ἔκανε ὁ Ἡρώδης. Συμμετεῖχε καὶ στὸ
κρασὶ καὶ στὸ μεθύσι καὶ στὴν ἡδονοβλεψία καὶ στὸ φαγοπότι καὶ σ' ὅλα τα κακά, πού γεννήθηκαν
ἀπὸ ἐκεῖνο το συμπόσιο. Τὸν ὅρκο ἂν δὲν ἔδινε, δὲν θὰ γινόταν αγιοφόνος.

Φρικιαστικὸ δῶρο! (στ. 24-25)


Το αἰσχρὸ κοράσιο, καθ' ὑπόδειξιν της μητέρας της, της βρωμερῆς Ηρωδιάδας, ζητεῖ «ἐπὶ πίνακι
την κεφαλὴν Ἰωάννου του βαπτιστοῦ». «Ἡ δὲ έξελθούσα εἶπε τη μητρὶ αὐτῆς: Τὶ αιτήσομαι; Ἡ δὲ
εἶπε: Τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου του Βαπτιστοῦ. Καὶ εἰσελθοῦσα εὐθέως μετὰ σπουδῆς πρὸς τὸν
βασιλέα ήτήσατο λέγουσα: Θέλω νὰ μου δὼς εξαυτὴς ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου του
βαπτιστοῦ» (στ. 24-25). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἡ θυγατέρα πῆγε καὶ ρώτησε τη μητέρα
της: “Τί νὰ ζητήσω;”. Καὶ ἡ Ηρωδιάδα ἀπάντησε: “Το κεφάλι του Ἰωάννου του Βαπτιστού”».
Ἔτριβε τα χέρια της ἡ Ηρωδιάδα μὲ τη μεγάλη εὐκαιρία, πού της δινόταν νὰ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ την
παρουσία καὶ τὸν ἀμείλικτο ἔλεγχο του Ἰωάννου του βαπτιστοῦ. Ἀγκάλιασε το κορίτσι της. Τὸ
φίλησε. Καὶ σὰν νὰ της εἶπε: «Κορούλα μου νὰ σὲ χαρῶ! Γρήγορα τρέξε. Προτοῦ ξεχάση τὸν ὅρκο
του. Ζήτα του ἐδῶ καὶ τώρα πάνω σὲ ἕνα μεγάλο πιάτο κομμένο το κεφάλι αὐτοῦ πού βρίσκεται
στὸ ὑπόγειο αὐτοῦ του κοκκαλιάρη, ποῦ συνέχεια μὲ ἐλέγχει. Τρέξε, κόρη μου... Πῶ, τὶ δῶρο θὰ
μου κάνης»!
Ἤ Ηρωδιάδα, κατὰ τὸν Χρυσόστομο, ἦταν «παρανομώτερον ἁπάντων γύναιον, καὶ ἁπάντων
ἀρχιτέκτων των κακῶν καὶ το πᾶν ὑφάνασα δράμα» (Ε.Π.Ε. 10,870).
Τὸ ἀναπάντεχο αἴτημα προκαλεῖ τη λύπη του Ἡρώδη, ὁ ὁποῖος δεσμευμένος ἀπὸ τον ὅρκο ποῦ
ἔδωσε ἐνώπιον των ἐπισήμων προσκεκλημένων, στέλνει ἕνα «σπεκουλάτορα», μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ
ἀποκεφαλίση τον Ἰωάννη. Φάνηκε μικρὸς καὶ ἀδύνατος ὁ Ἡρώδης, συγχρόνως δὲ καὶ ἀνόητος καὶ
ἐγκληματίας. Λυπᾶται μὲν γιὰ την ἀπόφασι ἀποκεφαλισμοῦ του Ἰωάννου, ὑπολογίζει ὅμως τὸν
ἀνόητο ὅρκο του. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Διπλοῦν το ἔγκλημα, καὶ ὅτι ώρχήσατο καὶ ὅτι ήρεσε,
καὶ οὕτως ήρεσεν, ὼς καὶ φόνον λαβεῖν τὸν μισθόν. Εἶδες πῶς ὠμὸς; Πὼς ἀναίσθητος; Πὼς
ἀνόητος;» (Ε.Π.Ε. 10,864). Μετάφρασις: Το ἔγκλημα εἶναι διπλό. Καὶ ἐπειδὴ χόρευσε ἡ Σαλώμη καὶ
ἐπειδὴ ἄρεσε στὸν Ἡρώδη ὁ αἰσχρὸς χορὸς της. Καὶ ἄρεσε τόσο πολύ, ὥστε νὰ λάβη ὡς μισθὸ το
βρωμοκόριτσο τὸν φόνο! Εἶδες πόσο ὠμὸς ἦταν ὁ Ἡρώδης; Πόσο ἀναίσθητος; Πόσο ἀνόητος;

Γιὰ τὸν ὅρκο θυσιάζει τον Βαπτιστὴ (στ. 26-28)


Ἡ ἐντολὴ του Ἡρώδη ἐκτελεῖται καὶ ἡ κεφαλὴ του Ἰωάννου «ἐπὶ πίνακι» προσφέρεται στὸ
κοράσιο καὶ αὐτὸ τὴν δίνει στὴ μητέρα της. Ἡδονίζεται σαδιστικά, μᾶλλον σατανικά, ἡ Ηρωδιάδα
βλέποντας το ἅγιο αἷμα νὰ στάζη. Εἶναι το αἷμα, πού ἐκείνη θὰ τὴν πνίξη, καὶ τὸν Ἡρώδη θὰ τὸν
κάνη νὰ χάση τον ὕπνο. «Καὶ περίλυπος γενόμενος ὁ βασιλεύς, διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς
συνανακειμένους οὐκ ήθέλησεν αὐτὴν άθετήσαι. Καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς
σπεκουλάτωρα επέταξεν ενεχθήναι την κεφαλὴν αὐτοῦ. Ὁ δὲ ἀπελθὼν απεκεφάλισεν αὐτὸν ἐν τη
φυλακή, καὶ ήνεγκε την κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ έδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίω, καὶ τὸ κοράσιον
έδωκεν αὐτὴν τη μητρὶ αὐτῆς» (στ. 26-28). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ βασιλιὰς
στενοχωρήθηκε. Ἐξαιτίας ὅμως τοῦ ὅρκου, πού εἶχε δώσει μπροστὰ στοὺς καλεσμένους, δὲν
θέλησε νὰ ἀθετήση την ὑπόσχεσὴ του σ' αὐτήν. Καὶ ἀμέσως ὁ βασιλιὰς ἔστειλε ἕνα στρατιώτη της
φρουρὰς μὲ τη διαταγὴ νὰ φέρη το κεφάλι του Ἰωάννη. Ἐκεῖνος πῆγε καὶ τὸν ἀποκεφάλισε στὴ
φυλακή. Ἔφερε το κεφάλι σ' ἕνα πιάτο καὶ το ἔδωσε στὸ κορίτσι, καὶ το κορίτσι το πῆγε στὴ μάνα
της».
Καὶ μόνο γιὰ το φόνο του Ἰωάννου ἐξ αἰτίας του ὅρκου, ἀπαγορεύεται τελείως ὁ ὅρκος. Καὶ μόνο
γιὰ τὸ «τάμα», πού ἔκανε ὁ Ἡρώδης στὸ αἰσχρὸ κορίτσι, ἀπαιτεῖται προσοχὴ στὰ τάματα. Βεβαίως,
ὑπάρχουν τάματα, πού πρέπει νὰ άθετούνται, ὅπως αὐτὸ των μάγων στὸν Ἡρώδη, καὶ ὅπως αὐτὸ
του γυιοὺ του Ἡρώδη στὴν κόρη της Ηρωδιάδας.
Mά, λένε, μερικοί, πρόκειται γιά... ἐπιορκία! Ναί, πρόκειται γιά... ἁγία ἐπιορκία! Ἔτσι λέει ὁ
ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἰ το μάρτυρας έχειν ἐπιορκίας έδεδοίκεις, πολλὼ μᾶλλον φοβηθήναι έχρὴν
σφαγῆς οὕτω παρανόμου μάρτυρας έχειν τοσούτους» (Ε.Π.Ε. 10,864). Μετάφρασις: "Ἄν
φοβήθηκες, Ἡρώδη, ἐπειδὴ θὰ εἶχες μάρτυρες της ἐπιορκίας σου, ἔπρεπε πολὺ περισσότερο νὰ
φοβηθῆς ποῦ θὰ εἶχες τόσους μάρτυρες γιὰ μιὰ τόσο παράνομη σφαγὴ.
Μποροῦμε ὅμως νὰ ὑποστηρίξουμε, ὅτι γιὰ πολλοὺς λόγους μποροῦσε νὰ ἀθετήση τὸν ὅρκο
του ὁ Ἡρώδης:
1. Τὶ ὑποσχέθηκε; Νὰ δώση μέχρι καὶ το μισὸ βασίλειὸ του! Αὐτὸ ἦταν λογικὸ καὶ νόμιμο;
Τσιφλίκι του ἦταν το βασίλειο; Καὶ ξεχνοῦσε, ὅτι δὲν ἦταν κύριος του βασιλείου του, ἀλλ' ἁπλῶς
ἔκανε χρέη ἐπιτρόπου σὲ ἄλλο ἀφεντικό, στὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, πού αὐτὴ στὴν οὐσία
διαφέντευε;
2. Τὶ ὑποσχέθηκε; Νὰ δώση στὸ βρώμικο κορίτσι μέχρι το μισὸ βασίλειὸ του! Ἐννοεῖται, ὅτι ἀπὸ
τα πράγματα, τα κτήματα καὶ τα κοσμήματα πού του ἀνῆκαν. Μὰ ὁ Ἰωάννης, καὶ ὁ ὁποιοσδήποτε
ἄνθρωπος, οὔτε πράγμα εἶναι οὔτε κτῆμα οὔτε κόσμημα.
3. Τὶ ὑποσχέθηκε; Τὸ μισὸ βασίλειὸ του; Τόσο, λοιπόν, λίγο ἄξιζε ὁ Ἰωάννης; Ὄχι ὁ ἅγιος, ὁ
άγιώτερος των ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος ἀξίζει ἀπείρως περισσότερο ὄχι ἀπὸ
το μισὸ ἀμφισβητούμενο βασίλειο του Ἡρώδη, ἀλλὰ ἀπὸ ὅλο τον κόσμο!
Ἄρα ἡ ἑρμηνεία πού ἔδωσε ἡ αρχιφόνισσα Ηρωδιάδα στὴν ὑπόσχεσι δὲν εὐσταθοῦσε. Καὶ
ἑπομένως ὁ Ἡρώδης δὲν ἔπρεπε νὰ ἐνδώση. Ὤφειλε νὰ ἀνακαλέση. Καί, το σπουδαιότερο, ἔπρεπε
νὰ διώξη τη μοιχαλίδα καὶ νὰ μετανοήση.

Τιμὴ στὸ νεκρὸ σῶμα (στ. 29)


Ἡ διήγησις τελειώνει μὲ την πληροφορία, ὅτι οἱ μαθητὲς του Ἰωάννου ἦλθαν καὶ παρέλαβαν το
σῶμα του δασκάλου τους καὶ το ἔθαψαν. «Καὶ άκούσαντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦλθον καὶ ἦραν το
πτῶμα αὐτοῦ, καὶ έθηκαν αὐτὸ ἐν μνημείω» (στ. 29). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὅταν το
ἔμαθαν οἱ μαθητὲς του Ἰωάννου, ἦρθαν καὶ πῆραν το σῶμα του καὶ το ἔβαλαν σὲ μνῆμα».
Οἱ πιστοὶ ἀποδίδουν τιμὴ καὶ σεβασμὸ στοὺς ἐκλεκτοὺς δούλους του Θεοῦ ὄχι μόνο ὅσο ζοῦν,
ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀποθνήσκουν. Τιμὴ στὸ σῶμα τους, τιμὴ στὴ μνήμη τους, τιμὴ στὸ μνῆμα τους. Γιὰ
τους δύο πρώτους μάρτυρες της Καινῆς Διαθήκης, τον Ἰωάννη καὶ το Στέφανο, ἀναγράφεται ρητῶς,
ὅτι ἐτάφησαν εὐλαβῶς καὶ πρεπόντως.
Ὁ ἀποκεφαλισμὸς του Ἰωάννου του Βαπτιστοῦ ἔχει σπουδαῖο ἠθικὸ παράγγελμα. Συνοψίζει ὁ
ἱερὸς Χρυσόστομος τα αἰσχρὰ πάθη, πού συνήργησαν γιὰ νὰ φονευθῆ ὁ ἅγιος καὶ εἰδοποιεῖ ὅσους
ὀργανώνουν συμπόσια καὶ χοροεσπερίδες, καίτοι ὀνομάζονται χριστιανοί! «Τὸ θέατρον ὅλον
σατανικόν. Πρώτον μὲν γὰρ ἀπὸ μέθης καὶ τρυφῆς συνειστήκει, ὅθεν οὐδὲν ἂν γένοιτο ὑγιές.
Δεύτερον, τοὺς θεατὰς διεφθαρμένους εἶχε καὶ τὸν ἑστιάτορα ἁπάντων παρανομώτερον. Τρίτον, ἤ
τέρψις ἤ παράλογος. Τέταρτον, ἡ κόρη, δι' ἣν παράνομος ἣν ὁ γάμος, ἣν καὶ κρύπτεσθαι ἔδει, ὡς
ὑβριζομένης αὐτῆς της μητρός. επεισέρχεται έμπομπεύουσα καὶ πόρνας ἁπάσας ἀποκρύπτουσα ἡ
παρθένος» (Ε.Π.Ε. 10,868).
Μετάφρασις: Όλο το σκηνικὸ ἦταν σατανικό. Κατὰ πρῶτο, τη σύστασὴ του τὴν ὀφείλει στὴ μέθη
καὶ τὴν ἀπόλαυσι, ἀπὸ ὅπου δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ προέλθη κανένα καλό. Κατὰ δεύτερο, οἱ θεατὲς
ἦσαν διεφθαρμένοι καὶ αὐτὸς ποῦ τοὺς προσκάλεσε σὲ συνεστίασι (ὁ Ἡρώδης) ἦταν
παρανομώτερος ἀπὸ ὅλους. Κατὰ τρίτο, ἡ διεφθαρμένη εὐχαρίστησις. Κατὰ τέταρτο, ἡ κόρη, γιὰ
τὴν ὁποία ἦταν παράνομος καὶ γάμος καὶ ἡ ὁποία ἔπρεπε νὰ κρύβεται, ἀφοῦ διασυρόταν ἡ τιμὴ
της μητέρας της, ἐκείνη εἰσέρχεται μὲ πολλὴ ξεδιαντροπιά. Καὶ ξεπερνᾶ, μολονότι ἦταν παρθένος,
ὅλες τὶς πόρνες!
Ὁ θάνατος του Προδρόμου του Μεσσία λειτουργεῖ ὡς προανάκρουσμα του θανάτου του ἴδιου
του Μεσσία.

30 Καὶ συνάγονται οἱ ἀπόστολοι πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν, καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα, καὶ ὅσα ἐποίησαν
καὶ ὅσα ἐδίδαξαν. 31 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· δεῦτε ὑμεῖς αὐτοὶ κατ᾿ ἰδίαν εἰς ἔρημον τόπον, καὶ
ἀναπαύεσθε ὀλίγον· ἦσαν γὰρ οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί, καὶ οὐδὲ φαγεῖν
εὐκαίρουν. 32 καὶ ἀπῆλθον εἰς ἔρημον τόπον ἐν πλοίῳ κατ᾿ ἰδίαν. 33 καὶ εἶδον αὐτοὺς ὑπάγοντας, καὶ
ἐπέγνωσαν αὐτοὺς πολλοί, καὶ πεζῇ ἀπὸ πασῶν τῶν πόλεων συνέδραμον ἐκεῖ καὶ προῆλθον αὐτοὺς
καὶ συνῆλθον πρὸς αὐτόν. 34 Καὶ ἐξελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδε πολὺν ὄχλον καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς,
ὅτι ἦσαν ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα, καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς πολλά. 35 Καὶ ἤδη ὥρας
πολλῆς γενομένης προσελθόντες αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγουσιν ὅτι ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἤδη
ὥρα πολλή· 36 ἀπόλυσον αὐτούς, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τοὺς κύκλῳ ἀγροὺς καὶ κώμας ἀγοράσωσιν
ἑαυτοῖς ἄρτους· τί γὰρ φάγωσιν οὐκ ἔχουσιν. 37 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς
φαγεῖν. καὶ λέγουσιν αὐτῷ· ἀπελθόντες ἀγοράσωμεν δηναρίων διακοσίων ἄρτους καὶ δῶμεν
αὐτοῖς φαγεῖν; 38 ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς· πόσους ἄρτους ἔχετε; ὑπάγετε καὶ ἴδετε. καὶ γνόντες λέγουσι·
πέντε, καὶ δύο ἰχθύας. 39 καὶ ἐπέταξεν αὐτοῖς ἀνακλῖναι πάντας συμπόσια συμπόσια ἐπὶ τῷ χλωρῷ
χόρτῳ. 40 καὶ ἀνέπεσον πρασιαὶ πρασιαὶ ἀνὰ ἑκατὸν καὶ ἀνὰ πεντήκοντα. 41 καὶ λαβὼν τοὺς πέντε
ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κατέκλασε τοὺς ἄρτους καὶ
ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς ἵνα παραθῶσιν αὐτοῖς, καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἐμέρισε πᾶσι. 42 καὶ ἔφαγον
πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, 43 καὶ ἦραν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις, καὶ ἀπὸ τῶν
ἰχθύων. 44 καὶ ἦσαν οἱ φαγόντες τοὺς ἄρτους πεντακισχίλιοι ἄνδρες.

Ἀποστολὴ καὶ ἀνάπαυσις (στ. 30-32)


Γιὰ πολλαπλασιασμὸ ἄρτων καὶ ψαριῶν καὶ χορτασμὸ μ' αὐτὰ πολυαρίθμου λαοῦ κάνει λόγο
δυὸ φορὲς ὁ εὐαγγελιστής. Μιὰ φορὰ στὴν ὑπὸ ἑρμηνεία περικοπὴ στ' 30-44, καὶ δεύτερη φορὰ
στὸ ἡ' 1-10. Το θαῦμα αὐτὸ πρέπει νὰ εἶχε ἰδιάζουσα σπουδαιότητα στὴν πρωτοχριστιανικὴ
παράδοση, ἐφ' ὅσον διασώζεται δυὸ φορὲς ἀπὸ τοὺς Μάρκο καὶ Ματθαίο (ιδ' 13-21. ἰὲ' 32-39) καὶ
μιὰ φορὰ ἀπὸ το Λουκᾶ (Θ' 10-17) καὶ Ἰωάννη (στ' 6-14), ποῦ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τα ἐλάχιστα
θαύματα, ποῦ ἔχει κοινὰ μὲ τοὺς Συνοπτικούς.
Στὴ διήγησι του Μάρκου το θαῦμα συντελεῖται ὅταν οἱ ἀπόστολοι ἐπιστρέφουν ἀπὸ την
περιοδεία, ποῦ τοὺς ἔστειλε ὁ Ἰησοῦς καὶ διηγοῦνται «πάντα ὅσα ἐποίησαν καὶ ὅσα έδίδαξαν».
«Καὶ συνάγονται οἱ ἀπόστολοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀπήγγειλαν αυτὼ πάντα, καὶ ὅσα ἐποίησαν καὶ
ὅσα ἐδίδαξαν» (στ. 30). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Οἱ άπόστολοι ἐπέστρεψαν στὸν Ἰησοῦ καὶ
του διηγήθηκαν ὅλα ὅσα ἔκαναν καὶ ὅσα δίδαξαν».
Οἱ δώδεκα, ποῦ πάντοτε ὀνομάζονται μαθητές, ἐδῶ καλοῦνται «ἀπόστολοι». Δηλώνεται το
ἐπίσημο ἔργο, ποῦ ἤδη ἄρχισαν νὰ τελοῦν. Εἶναι το μόνο χωρίο, ὅπου ὁ Μάρκος τοὺς ἀναφέρει μὲ
το ὄνομα αὐτό.
Συνάχτηκαν οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ την περιοδεία ποῦ ἀνὰ δύο εἶχαν κάνει. Καὶ ἀναφέρουν στὸν
Διδάσκαλο ὅσα δίδαξαν καὶ ἔκαναν. Τρόπον τινὰ λογοδοτοῦν. Οἱ διάκονοι του εὐαγγελίου δίνουν
λόγο καὶ γιὰ ὅσα πράττουν καὶ γιὰ ὅσα λένε. Καὶ γιὰ τα δύο πρέπει νὰ προσέχουν, καὶ νὰ άγρυπνοὺν
γιὰ τὶς ψυχὲς των ἄλλων «ὡς λόγoν αποδώσοντες» (Eβρ. ιγ' 17). Δὲν πρέπει νὰ πράττουν καὶ νὰ
λένε ὅσα δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τα ἐμφανίσουν στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Οἱ μαθητὲς ἐκθέτουν το τὶ
συνάντησαν, ποιὲς μὲ τη δικὴ του δύναμη ἐπιτυχίες εἶχαν καὶ ποιὲς ἀποτυχίες τους συνέβησαν.
Κατόπιν ὁ Ἰησοῦς τοὺς καλεῖ σὲ ἔρημο τόπο γιὰ ν' ἀναπαυθοῦν. Εἶχαν οἱ μαθητὲς ἀνάγκη
άναπαύσεως. Σκληρὸ τὸ ἔργο της ἱεραποστολῆς καὶ κοπιῶδες. Καὶ οἱ δραστηριώτεροι των ἐργατῶν
του εὐαγγελίου δὲν μποροῦν νὰ βρίσκονται πάντοτε σὲ ὑπερέντασι. Ἔχουν καὶ αὐτοὶ σῶμα, πού
ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ξεκούρασι.
Ἡ ἀνάπαυσις εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τοὺς ἐργάτες του εὐαγγελίου, ὥστε μὲ ἀνανεωμένες
δυνάμεις νὰ συνεχίσουν το ἔργο τους. Ὡστόσο, ὅταν οἱ ἀπαιτήσεις του ευαγγελιστικοὺ ἔργου εἶναι
πολλές, ὁ ἐργάτης του εὐαγγελίου παραιτεῖται, ἀκόμα καὶ ἀπὸ την ἀναγκαία ἀνάπαυσι, πράγμα
πού συμβαίνει καὶ στὴ διήγησι. «Καὶ είπεν αυτοὶς: Δεῦτε ὑμεῖς αὐτοὶ κατ' ἰδίαν εἰς ἔρημον τόπον,
καὶ ἀναπαύεσθε ὀλίγον ἦσαν γὰρ οἱ έρχόμενοι καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί, καὶ οὐδὲ φαγεὶν
εὐκαίρουν. Καὶ ἀπῆλθον εἰς ἔρημον τόπον ἐν πλοίω κατ' ἰδίαν» (στ. 31-32). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ Ἰησοῦς τοὺς λέει: “Ελάτε σὲ μιὰ ἐρημικὴ τοποθεσία σεῖς μόνοι (χωρὶς το πλῆθος),
γιὰ νὰ άναπαυθήτε λίγο”. Διότι ἦσαν πολλοὶ αὐτοί, ποῦ πηγαινοέρχονταν, καὶ γι' αὐτὸ δὲν
εύκαιρούσαν οὔτε νὰ φᾶνε. Ἔτσι ἔφυγαν σὲ ἐρημικὸ τόπο μὲ πλοῖο μόνοι».
Ὁ κόσμος πού ἀναζητοῦσε τὸν Διδάσκαλο ἦταν πάρα πολύς. Καὶ μαζὶ μὲ τὸν Διδάσκαλο
δέχονταν την πίεση της πολυκοσμίας καὶ οἱ μαθητές. Γι' αὐτὸ τοὺς παραγγέλλει ὁ Ἰησοῦς νὰ
μεταβοῦν σὲ ἔρημο τόπο. Μακρυὰ ἀπὸ θορύβους καὶ περισπασμούς, νὰ ξεκουραστοῦν καὶ
νά...ανεφοδιαστούν!

Συνάγονται καὶ ἀκοῦνε χιλιάδες (στ. 33-34).


Το πέτυχαν; Ὄχι. Τοὺς πῆραν εἴδησι τα πλήθη. Καὶ τρέχουν μὲ τα πόδια νὰ τοὺς προλάβουν ἐκεῖ,
ποῦ θὰ προσάραζαν μὲ το πλοῖο. Ὁ κόσμος ἀντιλαμβάνεται τη μετάβασι του Ἰησοῦ μὲ τοὺς μαθητὲς
«ὲν πλοίω» σὲ ἔρημο τόπο, καὶ προστρέχει «πεζή», ὥστε νὰ φτάση στὸ μέρος αὐτὸ πρὶν ἀκόμα
φτάση το πλοιάριο. «Καὶ εἶδον αὐτοὺς ὑπάγοντας, καὶ επέγνωσαν αὐτοὺς πολλοί, καὶ πεζὴ ἀπὸ
πασὼν των πόλεων συνέδραμον ἐκεῖ καὶ προῆλθον αὐτοὺς καὶ συνῆλθον πρὸς αὐτὸν» (στ. 33).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἀλλ' ὅταν ἔφευγαν, τοὺς εἶδαν καὶ τοὺς ἀναγνώρισαν, καὶ ἀπὸ ὅλες
τὶς γύρω πόλεις συνέρρευσαν πεζοπορώντας ἐκεῖ, καὶ μάλιστα ἔφτασαν πρὶν ἀπὸ τους μαθητές,
καὶ συγκεντρώθηκαν κοντὰ στὸν Ἰησοῦ».
Ἔτρεξαν νὰ βροῦν τον Χριστό, πού εἶχε ἀποσυρθῆ στὴν ἔρημο. Ὁ Χριστὸς ἦταν στὴν ἔρημο, ἀλλ'
ἡ καρδιὰ τους δὲν ἦταν ἔρημος. Τὸν ἀκολούθησε ὁ κόσμος μὲ δικὴ του πρωτοβουλία καὶ χωρὶς νὰ
τοὺς καλέση. Θαυμαστὸ κι αὐτό! Ἄφησαν τα σπίτια τους καὶ τα ἐργαστήριὰ τους καὶ τοὺς ἀγροὺς
τους καὶ τὶς ὑποθέσεις τους, γιὰ ν' ἀκούσουν τον Ἰησοῦ διδάσκοντα. Τὸν ἀκολούθησαν σὲ τόπο
ἔρημο, ποῦ ὅμως ἡ παρουσία του Χριστοῦ τὸν μετέβαλλε σὲ παράδεισο! Ἡ προθυμία αὐτοῦ του
λαοῦ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἀξιοσημείωτος, ἀλλ' εἶναι θαῦμα ἀπὸ τα μεγαλύτερα του Χριστοῦ.
Ἀποδεικνύεται, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ οὐράνιος μαγνήτης, ποῦ προσελκύει τόσα πλήθη.
Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἦσαν ἄξιοι, διότι ζητοῦσαν ἀπὸ τον Χριστὸ τὸ «μεῖζον». Γι' αὐτὸ καὶ Ἐκεῖνος
του ἔδωσε καὶ το «ἔλασσον». «Καὶ έξελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἶδε πολὺν ὄχλον καὶ έσπλαγχνίσθη ἐπ'
αὐτούς, ὅτι ἦσαν ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα, καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς πολλὰ» (στ. 34).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὅταν ὁ Ἰησοῦς βγῆκε στὴ στεριά, εἶδε πολὺ κόσμο καὶ τοὺς
σπλαχνίστηκε, διότι ἦσαν σὰν πρόβατα χωρὶς βοσκό, καὶ ἄρχισε νὰ τους διδάσκει πολλά».
Πεινοῦσε ἡ ψυχὴ τους, κάποτε πείνασε καὶ το σῶμα τους. Ἤθελαν τροφοδότη. Ἦσαν
καλοπροαίρετοι. Ὁ εὐαγγελιστὴς τοὺς παρομοιάζει σὰν πρόβατα παρατημένα, ποῦ δὲν ἔχουν
τσοπάνο, «ὼς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα». Ὑπῆρχαν θρησκευτικοὶ ἀρχηγοί, ἀλλ' αὐτοί, ἱερεῖς καὶ
διδάσκαλοι, ἦσαν «τυφλοὶ τυφλῶν ὁδηγοί». Δὲν εἶχαν ὁδηγὸ νὰ τοὺς ὁδηγήση στὴν εὐθεία, τη
σωτηριώδη ὁδό. Ὅταν κάποιος βλέπη λαὸ πολὺ καὶ σκέπτεται πόσες ἀθάνατες ψυχὲς ἀποτελοῦν
αὐτὸ το πλῆθος, ψυχὲς πού οἱ περισσότερες κινδυνεύουν νὰ χαθοῦν, τότε ἀναλογίζεται την εὐθύνη
του. Ὑπάρχουν ποιμένες; Ναί, ὑπάρχουν, μὰ δὲν εἶναι κοντὰ στὰ πρόβατα. Δὲν φροντίζουν γιὰ τα
πρόβατα. Δὲν ὁδηγοῦν τα πρόβατα στὸ μεγάλο Ποιμένα, το Χριστὸ (Ιωάν. ι' 11).
Ἡ ἀγάπη του Χριστοῦ φαίνεται στὴ λέξη «έσπλαγχνίσθη ἐπ' αὐτούς». Ὅλο σπλάχνα, ὅλο ἀγάπη,
ὅλο συμπάθεια γιὰ τα πρόβατα, γιὰ τὶς ψυχές. Κι ἂν γιὰ ἕνα μόνο πρόβατο, το χαμένο, δείχνη τόσο
ἐνδιαφέρον νὰ το βρῆ (Λουκ. ἰὲ' 1-7), τώρα πού τα πρόβατα δὲν τὰ ψάχνει, ἀλλὰ Τὸν ψάχνουν, δὲν
θὰ δείξη ἐνδιαφέρον;
Τὰ συναντᾶ. Καὶ ἀρχίζει νὰ τους διδάσκη. Ὁλημερὶς ἀπήλαυσαν την πνευματικὴ τροφή, το λόγο
του Χριστοῦ. Ύστερα ὁ Χριστός, ὅπως θὰ δοῦμε, τοὺς χάρισε καὶ το ὑλικὸ ψωμί. Ζητὰς τα
πνευματικά; Θὰ ἔχης καὶ τα ὑλικά. «Ζητεῖτε πρώτον τὴν βασιλείαν του Θεοῦ καὶ την δικαιοσύνην
αὐτοῦ, καὶ πάντα ταῦτα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. τσ' 33).
Ὁ Ἰησοῦς εὐσπλαχνίζεται τα πλήθη. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καὶ το προσελθείν, καὶ τῷ τὰς
πόλεις αφείναι, καὶ τῷ μετὰ ἀκριβείας αὐτὸν ζητῆσαι, καὶ το παραμένειν, καὶ του λιμοῦ
καταναγκάζοντος, τὴν πίστιν επιδείκνυνται τὴν ἑαυτὼν» (Ε.Π.Ε. 11,10). Μετάφρασις: Καὶ το ὅτι
ἔτρεξαν κοντὰ Του, καὶ το ὅτι ἐγκατέλειψαν τὶς πόλεις, καὶ το ὅτι Τὸν ἀναζήτησαν μὲ πολλὴ
προθυμία καὶ παρέμειναν κοντὰ Του καταπιεζόμενοι ἀπὸ την πείνα, ὅλα αὐτὰ φανερώνουν τὴν
πίστη τους.

Πρόβλημα καὶ ἐπισιτισμὸς (στ. 35-36)


Θαῦμα ἡ ἀγάπη του Διδασκάλου καὶ ὁ σαγηνευτικὸς τρόπος μεταδόσεως του λόγου Του. Ἀλλὰ
θαῦμα καὶ ὁ ζῆλος των χιλιάδων ἀκροατῶν, πού ἀκοῦνε ἀκίνητοι ὧρες πολλὲς τὸ λόγο.
Ὑπολογίζεται, ὅτι ἀπὸ πολὺ πρωί, ἀπὸ την ἀνατολὴ του ἥλιου, μέχρι τὶς τελευταῖες ἀπογευματινὲς
ὧρες, ἕνα τεράστιο πλῆθος ἀθόρυβα, μὲ ἀμείωτο ἐνδιαφέρον ἀκοῦνε τη θεία διδασκαλία. Ἔχουν
ξεχάσει τὶς φυσικὲς τους ἀνάγκες.
Οἱ μαθητὲς ὅμως ἐπισημαίνουν στὸν Ἰησοῦ το προχωρημένο της ὥρας καὶ την ἐρημιὰ της
περιοχῆς καὶ Του προτείνουν ν' ἀπολύση τους ἀκροατές, ὥστε νὰ φροντίσουν γιὰ τὴν προμήθεια
τροφίμων στὰ γύρω χωριά. «Καὶ ἤδη ὥρας πολλῆς γενομένης προσελθόντες αὐτὸ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
λέγουσιν ὅτι ἔρημὸς έστιν ὁ τόπος καὶ ἤδη ὥρα πολλὴ απόλυσον αὐτούς, ἴνα ἀπελθόντες εἰς τοὺς
κύκλω ἀγροὺς καὶ κώμας αγοράσωσιν εαυτοὶς ἄρτους: τὶ γὰρ φάγωσιν οὐκ έχουσιν» (στ. 35-36).
Στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἀφοῦ πέρασε πολλὴ ὥρα, τὸν πλησίασαν οἱ μαθητὲς του καὶ του λένε: “Τό
μέρος ἐδῶ εἶναι ἔρημο, καὶ ἡ ὥρα εἶναι περασμένη. Δῶσε ἐντολὴ νὰ φύγουν ὅλος ὁ κόσμος, γιὰ νὰ
πᾶνε στὶς γύρω ἀγροικίες καὶ στὰ χωριὰ καὶ ν' ἀγοράσουν ψωμιά. Διότι δὲν ἔχουν τὶ νὰ φάνε”».
Ἦταν ἔρημος ὁ τόπος, ἀλλὰ δὲν ἦταν ἔρημη ἡ ψυχὴ των ἀνθρώπων. Ἦσαν γεμάτοι ἀπὸ χαρά.
Τοὺς γέμιζε ἡ παρουσία του Χριστοῦ. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἰ καὶ ἔρημος ὁ τόπος, αλλ'ο
τρέφων την οἰκουμένην πάρεστιν ἔι δὲ καὶ ἡ ὥρα παρήλθεν, ἀλλ' ὁ μὴ ὑποκείμενος "Ὥρα ὑμῖν
διαλέγεται» (Ε.Π.Ε. 11,14). Μετάφρασις: Καὶ ἂν ἀκόμα ὁ τόπος ἦταν ἔρημος, ὅμως παρὼν ἦταν
Αὐτὸς πού τρέφει την οἰκουμένη. Καὶ ἂν ἡ ὥρα πέρασε, ὅμως συνομιλεῖ μαζὶ σας Αὐτὸς ποῦ
βρίσκεται ἐκτὸς χρόνου.
Βέβαια ὁ πόθος του κόσμου ν' ἀκοῦνε το Χριστὸ καὶ νὰ βλέπουν τα θαυμαστὰ Του σημεῖα, τοὺς
ἔκαναν νὰ ξεχνᾶνε την πείνα. Λησμόνησαν τους ἑαυτοὺς τους. Ἀχόρταγοι στὴν ἀκρόασι του
οὐρανίου λόγου, ἀπορροφῶνται. Ἔχουν την ψυχὴ τους ἱκανοποιημένη καὶ δὲν νοιάζονται γιὰ την
τροφὴ του σώματος. Ἔτσι σημειώνει καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ήδούντο αὐτὸν μεθ'
ὑπερβολῆς, καὶ οὐδὲ της πείνης ἐλάμβανον αἴσθησιν τῷ πόθω της προσεδρείας» (Ε.Π.Ε. 11,12).
Μετάφρασις: Ἔτρεφαν στὸ Χριστὸ ὑπερβολικὸ σεβασμό, ὥστε οὔτε την πείνα ένιωθαν ἐξ αἰτίας
του πόθου τους νὰ βρίσκονται διαρκῶς κοντὰ Του.
Οἱ μαθητὲς ἀπὸ ἀγάπη κινοῦνται. Θαυμάζουν βέβαια το πὼς ὁ Διδάσκαλος συγκρατεῖ τόσες
ὧρες χιλιάδες ψυχές, πού ρουφᾶνε το λόγο Του, ἀλλ' ὼς ἀγαθοὶ οἰκονόμοι θυμίζουν καὶ την ὑλικὴ
ἀνάγκη του κόσμου. «Απόλυσον αὐτούς, ἴνα ἀπελθόντες εἰς τοὺς κύκλω ἀγροὺς καὶ κώμας
αγοράσωσιν εαυτοὶς ἄρτους τὶ γὰρ φάγωσιν οὺκ έχουσιν». Αφησὲ τους νὰ πᾶνε ἐδῶ γύρω, στὰ
χωριά, στὶς ἀγροικίες, στοὺς ἀγροὺς καὶ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα!
Ἔδειχναν ἐνδιαφέρον, ἀλλ' ἡ πρότασὴς τους φαινόταν οὐτοπιστική. Ἤθελαν νὰ λύσουν ἕνα
πρόβλημα, ἀλλ' ἡ πρότασὶς τους ἤγειρε τόσα ἄλλα προβλήματα: Πὼς θὰ μετακινούταν ἕνα τόσο
μεγάλο πλῆθος; Πὼς θὰ εὕρισκαν πάνω ἀπὸ δέκα χιλιάδες ἄνθρωποι τρόφιμα σὲ μερικὰ μικρὰ
χωριὰ πού θὰ πήγαιναν; Ποιὸς ἀγρός, ὅσο μεγάλος κι ἂν ἦταν, θὰ εἶχε τόσους καρποὺς γιὰ
μυριάδες ἀνθρώπους; Καὶ πὼς θὰ ἀγόραζαν; Εἶχαν μαζὶ τους χρήματα;

Ἔλλειψις τροφίμων (στ. 37).


Στὴν ἀνθρώπινη πρόταση των μαθητῶν ἀντιπροτείνει ὁ Ἰησοῦς τὴν ἐκ πρώτης ὄψεως
ἀνεφάρμοστη προτροπὴ: «Δότε αυτοὶς ὑμεῖς φαγείν». «Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς είπεν αυτοὶς: Δότε αυτοὶς
ύμεὶς φαγείν. Καὶ λέγουσιν αυτὼ' 'Ἀπελθόντες άγοράσωμεν δηναρίων διακοσίων ἄρτους καὶ
δώμεν αυτοὶς φαγεϊν;» (στ. 37). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς ἀποκρίθηκε καὶ
τοὺς εἶπε: “Δώστε τους ἐσεῖς νὰ φάνε”. Λένε τότε οἱ μαθητὲς: “Νά πᾶμε καὶ ν' ἀγοράσουμε ψωμὶ
ἀξίας διακοσίων δηναρίων καὶ νὰ τους δώσουμε νὰ φάνε;”».
Ἐγώ, σὰν νὰ τοὺς ἔλεγε, τοὺς ἔδωσα το «μεῖζον», την τροφὴ την αἰώνια. Τώρα σεῖς νὰ τους
δώσετε νὰ φᾶνε ὑλικὴ τροφή. «Δότε αυτοὶς ύμεὶς φαγείν». Δὲν τοὺς εἰρωνευόταν! Τοὺς πρότεινε
νὰ διαχειριστοῦν μιὰ ἀνεξάντλητη ἀποθήκη, ποῦ ὀνομάζεται πρόνοια του Θεοῦ. Τὸ καθῆκον
στηρίζεται στὴν ἀγάπη καὶ την πρόνοια του Θεοῦ. Δὲν ὑπάρχει ἄλυτο πρόβλημα στὴν
παντοδυναμία του Θεοῦ.
Οἱ μαθητὲς δὲν ταυτίζονται ἀμέσως μὲ τὴ λύσι, ποῦ ὑπονοεῖ ὁ Χριστός, ὅτι ἐκεῖνοι θὰ δώσουν
στὸν κόσμο τροφή, μοιράζοντὰς τους τα ὅσα Ἐκεῖνος θαυματουργικὰ θὰ τοὺς δώση. Γι' αὐτὸ καὶ
«ἀντιλέγουν» στὴν πρόταση του Ἰησοῦ. Του θυμίζουν, ὅτι ἀπαιτοῦνται τρόφιμα «διακοσίων
δηναρίων», ἐνῶ αὐτοὶ διαθέτουν μόνο πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια. "Ἔχουν βέβαια διάθεση νὰ τα
προσφέρουν αὐτὰ ποῦ ἔχουν, ἔστω καὶ λίγα. Ἄλλωστε ἂν ὁ κόσμος ὑπὲρ την ὑλικὴ τροφὴ ἔχουν
την πνευματική, πολὺ περισσότερο ἔχουν οἱ μαθητές.
Όσα ἔχουν, ἔστω καὶ λίγα, τα προσφέρουν σ' ὅσους ἔχουν ἀνάγκη. Ἀλλ' ἡ ρεαλιστικὴ λύσις εἶναι
ἀδύνατη, ἀφοῦ δὲν ἔχουν τα διακόσια δηνάρια. Στὸ φτωχὸ ἀποστολικὸ ταμεῖο δὲν εἶχαν οὔτε δέκα
δηνάρια. Δὲν ἔκαναν ἀποταμίευσι οἱ ἀπόστολοι.
Ἀλλὰ καὶ ἂν εἶχαν διακόσια δηνάρια (κάτι ἀπίθανο γιὰ μιὰ ακτήμονη οὐσιαστικὰ μονάδα), πὼς
θὰ μποροῦσαν ἐκείνη την ὥρα νὰ τα χρησιμοποιήσουν; Τέτοια ὥρα καὶ σὲ τέτοιο ἔρημο τόπο, ποῦ
θὰ εὕρισκαν φούρνους μὲ τόσα ψωμιὰ γιὰ πάνω ἀπὸ δέκα χιλιάδες κόσμο;
Οἱ μαθητὲς εἶχαν λίγα, πέντε ψωμιὰ καὶ δυὸ ψὰρια. Δὲν ἐπαρκοῦσαν οὔτε γιὰ τη δικὴ τους
ἀνάγκη. Θὰ ἔπρεπε νὰ σκεφτοῦν: Οὔτε γιὰ μᾶς ἐπαρκοῦν τα ὅσα ἔχουμε, οὔτε πολὺ περισσότερο
γιὰ τὸν κόσμο. Ἐκεῖνος ποῦ θὰ θρέψη ἐμᾶς, θὰ θρέψη καὶ τον κόσμο. Όσοι ἔχουν το Χριστό, ἔχουν
το πᾶν. Ἀρκεῖ το λίγο δικὸ τους νὰ εἶναι πρόθυμοι νὰ το δώσουν καὶ σὲ ἄλλους, ποῦ πεινᾶνε. Ἄρα
εἶναι καὶ πρακτικὰ πολὺ δυνατὴ ἡ πρότασις του Κυρίου: «Δῶστε σεῖς νὰ φᾶνε»! Ὅταν δίνης τα λίγα
δικὰ σου, θὰ τὰ πολλαπλασιάση ὁ Θεὸς καὶ σὲ σένα καὶ σ' αὐτὸν ποῦ τα δίνεις.
Δὲν εἶναι δικὰ μας, ὅπως νομίζουμε, τα ποικίλα ἀγαθά. Ὅλων μας εἶναι τα ἀγαθὰ ποῦ δίνει ὁ
Θεός, λίγα ἢ πολλά. Τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Δώδεκα ὄντες πέντε ἄρτους εἶχον μόνους καὶ
δύο ιχθύας: οὕτω πάρεργα ἣν αυτοὶς τα σωματικὰ καὶ των πνευματικῶν είχοντο μόνον.... Kάν όλίγα
ἔχωμεν, καὶ αὐτὰ προΐεσθαι δεῖ τοϊς δεομένοις» (Ε.Π.Ε. 11,18). Μετάφρασις: Καίτοι ἦσαν οἱ
μαθητὲς δώδεκα, εἶχαν μόνο πέντε ἄρτους καὶ δυὸ ψάρια. Τόσο ἐπουσιώδη θεωροῦσαν τα ὑλικὰ
καὶ μόνο γιὰ τα πνευματικὰ φρόντιζαν. Καὶ ἂν ἀκόμα ἔχουμε λίγα, πρέπει καὶ αὐτὰ νὰ τα δίνουμε
σ' αὐτοὺς ποῦ ἔχουν ἀνάγκη.

Ὀργάνωσις καθ' ὁμάδας (στ. 38-40)


Ὁ Ἰησοῦς δίνει ἐντολὴ νὰ καθίση ὁ κόσμος στὸ χλωρὸ χορτάρι ἀνὰ ὁμάδες. «Ὅ δὲ λέγει αὐτοὺς:
Πόσους ἄρτους ἔχετε; Ὑπάγετε καὶ ἴδετε. Καὶ γνώντες λέγουσι Πέντε, καὶ δύο ιχθύας. Καὶ επέταξεν
αυτοὶς άνακλίναι πάντας συμπόσια συμπόσια ἐπὶ τῷ χλωρὼ χόρτω. Καὶ άνέπεσον πρασιαὶ πρασιαὶ
ἀνὰ ἑκατὸν καὶ ἀνὰ πεντήκοντα» (στ. 38-40). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Τοὺς ρώτησε τότε ὁ
Ἰησοῦς: “Πόσα ψωμιὰ ἔχετε; Πηγαίνετε νὰ δήτε”. 'Ἀφοῦ ἐξακρίβωσαν, του λένε: “Έχουμε πέντε
ψωμιὰ καὶ δυὸ ψάρια”. Τότε ὁ Ἰησοῦς διέταξε νὰ τους βάλουν ὅλους νὰ καθίσουν γιὰ φαγητὸ κατὰ
ὁμάδες πάνω στὸ χλωρὸ χορτάρι. Κάθισαν λοιπὸν παρέες παρέες ἀνὰ ἑκατὸ καὶ ἀνὰ πενήντα
ἄτομα».
Αὐτὰ ποῦ εἶχαν οἱ μαθητὲς ἦσαν λίγα καὶ γιὰ τὴ δικὴ τους χρῆσι. Φανερώνει το πόσο ὀλιγαρκεῖς
ἦσαν οἱ μαθητές. Καὶ διδάσκει το πόσο ὀλιγαρκεῖς πρέπει νὰ εἶναι ὅσοι πιστεύουν στὴν πρόνοια
του Θεοῦ, ὅσοι τα μάτια τα ἔχουν στραμμένα στὸν οὐρανό, ὅσοι δὲν θέλουν νὰ ζοῦν μὲ σπατάλη
καὶ πολυτέλεια. «Ἔχοντες τροφὲς καὶ σκεπάσματα, τούτοις αρκεσθησόμεθα» (Α' Τιμ. στ' 8).
Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ ὀργάνωσις, μὲ την ὁποία προετοιμάζει ὁ Χριστὸς τη διατροφὴ του
πλήθους. Τὰ ὅσα προτείνει δίνουν καὶ ἕνα δεῖγμα της κοινωνικῆς ἰσότητας καὶ ἀλληλεγγύης. Ὅλοι
χωρίζονται σὲ ὁμάδες. Οὔτε παραγκωνισμοὶ θὰ συμβοῦν, οὔτε παράπονα θὰ ἀκουσθοῦν, οὔτε
παραλείψεις θὰ γίνουν, οὔτε ἀδικίες θὰ παρατηρηθοῦν, οὔτε συνωστισμοὶ καὶ σπρωξίματα θὰ
παρουσιασθοῦν, εἰκόνες ποῦ τὶς βλέπουμε στὴ διανομὴ ἀγαθῶν καὶ τροφίμων (ἰδὲ καὶ Πράξ. στ'
1).
Ὅλα κατὰ τάξιν. «Συμπόσια συμπόσια ἐπὶ τῷ χλωρὼ χόρτω. Καὶ άνέπεσον πρασιαὶ πρασιαὶ ἀνὰ
ἑκατὸν καὶ ἀνὰ πεντήκοντα». Ἁπλότητα μὲ ἀγάπη. Λιτότητα μὲ ἀδελφοσύνη.
«Συμπόσια». Τὸ «σὺν» δηλώνει τον κοινωνικὸ χαρακτήρα καὶ της ἑνότητας καὶ της διανομῆς.
«Χλωρὸ χορτάρι». Ἁπλότητα μὲ φυσικότητα. Οὔτε τραπέζια οὔτε τραπεζομάντηλα οὔτε
πετσέτες, οὔτε πηρούνια, οὔτε ποτά, φαινόμενα ποῦ σὲ μεγάλη πλησμονὴ ἔχουν τα παρατιθέμενα
τραπέζια, ἀκόμα καὶ σὲ ἐκκλησιαστικὲς γιορτές! Ρωτάει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: Αὐτός, ποῦ ἔκανε το
μεγάλο θαῦμα του πολλαπλασιασμοῦ, δὲν μποροῦσε νὰ φροντίση καὶ γιὰ αὐτὰ ὅλα, ποῦ εἶναι
στοιχειώδη γιὰ ἕνα γεῦμα; Ναί, ἀπαντᾶ, μποροῦσε, ἀλλ' ἤθελε (ὁ Χριστὸς) νὰ μας ἀπαλλάξη ἀπὸ
τη ματαιότητα καὶ την κοσμικὴ λαμπρότητα. Ἡ βασιλεία Του ἄλλωστε δὲν εἶναι «ἐκ του κόσμου
τούτου». Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλο λόγο: Σὲ ὧρες ἔκτακτες, θὰ περνᾶμε όπως – όπως: ἂς μὴ ζητᾶμε τὶς
ἀνέσεις καὶ τη χρήση πολλῶν ἀντικειμένων ἢ φαγητῶν, ποῦ ὑπὸ ἄλλες συνθῆκες δὲν θὰ
ενωχλούσαν, οὔτε θὰ θεωροῦνταν ἁμαρτία!

Εὐλογία καὶ μοίρασμα (στ. 41)


Παίρνει τα ψωμιὰ καὶ τα ψάρια ὁ Ἰησοῦς, προσεύχεται, τα τεμαχίζει καὶ τα δίνει στοὺς μαθητὲς
νὰ τα μοιράσουν σὲ ὅλους. «Καὶ λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ιχθύας ἀναβλέψας εἰς τον
οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κατέκλασε τοὺς ἄρτους καὶ εδίδου τους μαθηταὶς ἴνα παραθώσιν αυτοίς,
καὶ τοὺς δύο ιχθύας έμέρισε πᾶσι» (στ. 41). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Πῆρε ὁ Ἰησοῦς τα πέντε
ψωμιὰ καὶ τα δυὸ ψάρια, ἔστρεψε το βλέμμα του στὸν οὐρανό, τα εὐλόγησε, ἔκοψε τα ψωμιὰ σὲ
κομμάτια καὶ τα ἔδωσε στοὺς μαθητὲς γιὰ νὰ τὰ μοιράσουν στὸν κόσμο».
Προηγεῖται του πολλαπλασιασμοῦ της τροφῆς ἢ εὐχὴ καὶ ἡ εὐλογία.
Γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δὲν ὑπάρχει τίποτε το λίγο. Όλα τα ἔχει σὲ πλεόνασμα. Γιατί; Ἀφοῦ ὁ ἴδιος
ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς εἶναι ἀστείρευτη πηγή. Καὶ ἡ ἀστείρευτη πηγὴ του Θεοῦ ὀνομάζεται εὐλογία.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πηγὴ ἐστὶ φιλαθρωπίας ὁ Χριστός, καὶ οὐδέποτε παύεται τὰ ἐκεῖθεν
νάματα τη των ἀνθρώπων φύσει πρoχέουσα» (Ε.Π.Ε. 3,130).
Ὁ Κύριος ἔστρεψε τα μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ εὐλόγησε. Γιατί; Ρωτάει καὶ ὁ Χρυσόστομος καὶ
ἀπαντᾶ συγχρόνως. Ἄλλοτε μὲ τη δικὴ του ἐξουσία ἐνεργεῖ τα θαύματα, ἄλλοτε ὕστερα μὲ την
προσευχητικὴ ἕνωσσὶ Του μὲ τὸν έπουράνιο Πατέρα Του. Λέει ὁ ἱερὸς Πατὴρ: «Διατὶ ανέβλεψεν
εἰς τον οὐρανὸν καὶ ευλόγησεν; Ἔδει πιστευθήναι αὐτόν, ὅτι ἀπὸ του Πατρὸς έστι, καὶ ὅτι ἴσος
ἐστί... Νῦν μὲν μετ' ἐξουσίας, νῦν δὲ εὐχόμενος θαυματουργεῖ» (Ε.Π.Ε. 11,14). Μετάφρασις: Γιατὶ
ὕψωσε το βλέμμα Του πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ εὐλόγησε; Διότι ἔπρεπε νὰ πιστεύσουν οἱ ἄνθρωποι,
ὅτι ἀπεστάλη ἀπὸ τον Πατέρα Του καὶ ὅτι εἶναι ἴσος μὲ Αὐτόν... Ἄλλοτε μὲν ἐπιτελεῖ τα θαύματα
μὲ τη θεϊκὴ Του ἐξουσία, ἄλλοτε δὲ ἐπικαλούμενος τον Πατέρα Του.
Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ ἱερὸς Πατὴρ ἀπαριθμεῖ θαύματα, πού ἐνεργοῦσε ὁ Χριστὸς «ἐν τη ἰδία
ἐξουσία», καὶ θαύματα πού ἐνεργοῦσε εὐχόμενος καὶ προσευχόμενος. «Ὅτε ἁμαρτήματα ἀφῆκε
καὶ τὸν παράδεισο ήνέωξε καὶ τὸν ληστὴν εἰσήγαγε καὶ τὸν παλαιὸν μετὰ πολλῆς της περιουσίας
ἔλυσε νόμον καὶ νεκροὺς ἀνέστησε καὶ θάλατταν έχαλίνωσε καὶ τα ἀπόρρητα των ἀνθρώπων
ἤλεγξε καὶ ὀφθαλμὸν έδημιούργησεν, ἅ Θεοῦ μόνου κατορθώματὰ έστι καὶ ἑτέρου οὐδενός,
οὐδαμοῦ φαίνεται εὐχόμενος· ὅτε δὲ τοὺς ἄρτους πηγάσαι παρεσκεύασεν, ἅ πολὺ τούτων
ἁπάντων ἔλαττον ἥν, τότε άναβλέπει εἰς τον οὐρανὸν ὁμοῦ μὲν ταῦτα κατασκευάζων, ἅπερ εἶπον,
όμoύ δὲ παιδεύων ἡμᾶς, μὴ πρότερον άπτεσθαι τραπέζης, ἕως ἂν εὐχαριστήσωμεν τῷ την τροφὴν
ἡμῖν ταύτην παρέχοντι» (Ε.Π.Ε. 11,16).
Μετάφρασις: Όταν συνεχώρησε τὶς ἁμαρτίες, ὅταν ἄνοιξε τον παράδεισο καὶ ἔβαλε μέσα το
ληστὴ, ὅταν κατάργησε τον παλαιὸ νόμο μὲ πολλὴ ὑπεροχὴ, ὅταν πολλοὺς ἀνέστησε νεκρούς, ὅταν
σταμάτησε την τρικυμία της θάλασσας, ὅταν ἔλεγξε τὶς ἀπόκρυφες σκέψεις ἀνθρώπων, ὅταν
χάρισε το φῶς στὰ μάτια τυφλῶν, πράξεις πού ἀποκλειστικὰ ἀνήκουν στὸν Θεὸ καὶ μόνο καὶ σὲ
κανέναν ἄλλον, σὲ καμμιὰ ἀπὸ τὶς περιπτώσεις αὐτὲς δὲν φαίνεται νὰ ἐπικαλῆται τον Πατέρα Του.
Ὅταν ὅμως πολλαπλασίασε τοὺς ἄρτους, κάτι πού ἦταν κατὰ πολὺ εύκολώτερο, τότε ἐπικαλεῖται
τη βοήθεια του Πατέρα Του, ἀφ' ἑνὸς μὲν γιὰ νὰ ἀποδείξη ὅτι εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα, ἀφ' ἑτέρου
δὲ γιὰ νὰ μᾶς διδάξη νὰ μὴν ἀρχίζουμε το φαγητὸ μας, ἂν προηγουμένως δὲν εὐχαριστήσουμε
Ἐκείνον, ποῦ μᾶς δίνει την τροφή.
Μὲ τὴν εὐλογία του Χριστοῦ καθόμαστε στὸ τραπέζι. Ἔτσι καὶ τότε, μὲ τὴν εὐλογία του Χριστοῦ
κάθισαν οἱ χιλιάδες του κόσμου στὸ ἀπέραντο ἐκεῖνο τραπέζι, ποῦ σέρβιρε ἡ ἀγάπη καὶ ἡ δύναμὶς
Του.
Κάθε θαῦμα του Θεοῦ εἶναι ἕνας πολλαπλασιασμός. Ἄν μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους ἡ ἀγάπη του
Θεοῦ προσφέρεται μιὰ φορὰ, μὲ το θαῦμα ἡ ἴδια ἀγάπη πολλαπλασιάζεται ἐπὶ 100 καὶ ἐπὶ 1000.
Θαῦμα εἶναι ὁ πολλαπλασιασμὸς της ἀγάπης του Θεοῦ!
Τὶ εἶναι δυσκολότερο; Το μηδὲν νὰ γίνη ἕνα ἑκατομμύριο ἤ τὸ πέντε νὰ γίνη πέντε χιλιάδες;
Ἀσφαλῶς το πρῶτο. Ἐκεῖνος, λοιπόν, πού ἀπὸ το μηδὲν δημιούργησε τα ἑκατομμύρια, τα
δισεκατομμύρια ἄστρα, ὁ Ἴδιος δὲν μποροῦσε τα πέντε ψωμιὰ νὰ τὰ κάνη χίλια, νὰ τὰ κάνη πέντε
χιλιάδες;
Τὶ εἶναι δυσκολότερο; Ἕνας ἥλιος νὰ μοιράζεται σὲ δισεκατομμύρια ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς
χορταίνη ἀπὸ φῶς, ἤ πέντε ψωμιὰ νὰ μοιράζονται σὲ πέντε χιλιάδες ἄνδρες καὶ νὰ χορταίνουν
ὅλοι; Ἀσφαλῶς το πρῶτο. Αὐτός, λοιπόν, ποῦ ἔκανε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ κάνη το πρῶτο, δὲν μπορεῖ
νὰ κάνη καὶ το δεύτερο, το πιὸ εὔκολο;
Ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο φανερώνεται στὸ θαῦμα. Οἱ μαθητὲς γίνονται διάκονοι του λαοῦ. Ἐν
προκειμένω τιμῶνται. Σὰν νὰ ζητὰ ἀπὸ το πλῆθος νὰ σέβεται αὐτοὺς πού τώρα τοὺς φροντίζουν
καὶ τοὺς μοιράζουν δίκαια τα φαγώσιμα.
Ὁ Χριστὸς ἐνεργεῖ καὶ την κλάσι, τὸν τεμαχισμὸ των ἄρτων. Καὶ δίνει τα τεμάχια, τὶς «μερίδες»,
στοὺς μαθητές, ποῦ μέσα στοὺς αἰῶνες, θὰ «μοιράζουν», θὰ προσφέρουν διὰ του μυστηρίου της
θείας Εὐχαριστίας, τὸν Ἄρτο της ζωῆς, το Σῶμα του Χριστοῦ, «τὸ ὑπὲρ ἡμῶν κλώμενον εἰς ἄφεσιν
ἁμαρτιῶν».
Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἄρτους διέκλασε, καὶ εδίδου διὰ των
μαθητῶν, τούτω αὐτοὺς τιμῶν: οὐ τιμῶν δὲ μόνον, ἀλλ' ἴνα, ὅταν γένηται το θαῦμα, μὴ
απιστήσωσι, μηδὲ έπιλάθωνται παρελθόντος, των χειρῶν αὐτοὺς μαρτυρουσῶν» (Ε.Π.Ε. 11,20).
Μετάφρασις: Ἀφοῦ πῆρε τα ψωμιὰ ὁ Χριστός, τα ἔκοψε σὲ κομμάτια καὶ τα ἔδωσε στὰ πλήθη,
μέσω των μαθητῶν Του. Τοὺς τιμᾶ μὲ τὴν ἐνέργεια αὐτὴ. Καὶ δὲν το κάνει μόνο γιὰ νὰ τοὺς τιμήση,
ἀλλὰ καὶ γιὰ μὴ δείξουν ἀπιστία, ὅταν θὰ γίνη το θαῦμα, οὔτε νὰ το ξεχάσουν μὲ το πέρασμα του
χρόνου, ἀφοῦ θὰ εἶχαν μάρτυρες τα ἴδια τους τα χέρια.

Συνάγονται τα περισσεύματα (στ. 42-44)


Χορταίνουν, λοιπόν, ὅλοι, πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρὶς νὰ ὑπολογισθοῦν γυναῖκες καὶ παιδιὰ
καὶ συγκεντρώνουν οἱ μαθητὲς δώδεκα καλάθια περισσεύματα. «Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ
έχορτάσθησαν, καὶ ἦραν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις, καὶ ἀπὸ των ἰχθύων. Καὶ ἦσαν οἱ
φαγόντες τοὺς ἄρτους πεντακισχίλιοι ἄνδρες» (στ. 42-44). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ
ἔφαγαν ὅλοι καὶ χόρτασαν. Μάζεψαν μάλιστα καὶ κομμάτια ἀπὸ τα ψωμιὰ καὶ τα ψάρια, δώδεκα
κοφίνια γεμάτα. Αὐτοὶ δὲ ποῦ ἔφαγαν τα ψωμιὰ ἦσαν πέντε χιλιάδες ἄνδρες».
Ἄν στερεύη ἡ ἀγάπη του Θεοῦ, στερεύει καὶ ἡ πίστις του ἀνθρώπου στὴν πρόνοια του Θεοῦ. Ὁ
πιστὸς ἄνθρωπος βλέπει τὸν Θεάνθρωπο νὰ εὐλογῆ μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς. Θυμηθῆτε πῶς κατὰ
την Ἀνάληψι ὁ Θεάνθρωπος εἶχε καὶ τα δυὸ χέρια ὑψωμένα καὶ εὐλογοῦσε. «Καὶ ἐν τῷ ευλογεὶν
Αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ' αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τον οὐρανὸν» (Λουκ. δκ' 51). Ἡ εὐλογία του
Θεοῦ εἶναι το καλύτερο, το πιὸ φερέγγυο ἀσφαλιστικὸ ταμεῖο.
Ἐκεῖνος μᾶς εὐλογεῖ. Ἐμεῖς εὐλογοῦμε τὸν Κύριο; Τὸν δοξολογοῦμε; Τον εὐχαριστοῦμε; Ἄν ναὶ,
τότε ἀνοίγουμε τη βρύση γιὰ νέες εὐλογίες. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅταν ὁ Θεὸς εὐχαριστῆται
καὶ εὐλογῆται διὰ των ἀνθρώπων, τότε δαψιλεστέραν τὴν παρ' ἑαυτοῦ εὐλογίαν είωθεν χορηγεὶν
ἐκείνους, δι' ὢν αὐτὸς εύλογείται» (Ε.Π.Ε. 3,256).
Καταπληκτικὰ τα ὅσα συνέβησαν, «πὼς ἐπήγαζον οἱ ἄρτοι; Πὼς επέρρεoν ἐν τη ἐρήμω; Πὼς
τοσούτους ἤρκεσαν; Πὼς τα λείψανα γέγονε;...» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 10,22). Μετάφρασις: Πὼς
πολλαπλασιάζονταν τα ψωμιά; Πὼς συνέρρεαν τόσα πλήθη στὴν ἔρημο; Πὼς ἔφτασαν γιὰ τόσο
πλῆθος κόσμου; Πὼς περίσσευσαν τα κομμάτια;...
Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι στὸ θαῦμα αὐτὸ παίρνουν ἐνεργὸ μέρος οἱ μαθητές. Ἔχει κανεὶς
μάλιστα την ἐντύπωση, ὅτι γι' αὐτοὺς ἰδιαίτερα γίνεται το θαῦμα, ἀφοῦ ὁ εὐαγγελιστὴς δὲν
ἀναφέρει κἂν το θαυμασμὸ του κόσμου, κάτι πού το συνηθίζει σὲ ἄλλες διηγήσεις θαυμάτων.
«Ὑπάρχει καὶ ἡ μεσσιανικὴ ἑρμηνεία του θαύματος. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ τροφέας της
κτίσεως, ποῦ τροφοδοτεῖ το λαὸ Του, πραγματοποιώντας τὶς προσδοκίες Του. Κατὰ τη διήγησι του
Ἰωάννου (τσ' 14-15), ὁ λαὸς ἤθελε ν' ἁρπάξη μετὰ το θαῦμα μὲ τη βία τὸν Ἰησοῦ καὶ νὰ Τὸν
ἀνακηρύξη Βασιλιὰ!
Ἡ πληροφορία γιὰ τα δώδεκα καλάθια μὲ τα περισσεύματα ἀποτελεῖ ὑπαινιγμὸ στὸ Ἰσραηλιτικὸ
δωδεκάφυλο, πού τώρα ἀνανεώνεται μὲ το ἔργο του Μεσσία καὶ τρέφεται τόσο ἱκανοποιητικά,
ὥστε νὰ ὑπάρχουν καὶ περισσεύματα.
Πολλοὶ ἐπίσης ἑρμηνευτὲς δέχονται την ευχαριστιακὴ ἑρμηνεία του θαύματος,
παραλληλίζοντας την ὁρολογία της περικοπῆς μὲ τὴν ὁρολογία πού ἐπικρατεῖ στὴ διήγησι του
Μυστικοῦ Δείπνου. Τὴ δεχόμαστε αὐτὴ τη θεωρία μὲ βάση τα ἀκόλουθα στοιχεῖα:
α) Ἡ γλωσσικὴ ὁμοιότητα των δύο διηγήσεων πολλαπλασιασμοῦ των ἄρτων μὲ τὴ διήγησι του
Μυστικοῦ Δείπνου. «Λαβὼν τοὺς ἄρτους...» - «Λαβὼν τὸν ἄρτον». «Εὐλόγησε» - «Εὐλογήσας».
«Κατέκλασε» - «Ἔκλασε». «Εδίδου τους μαθηταὶς» - «Έδωκεν αυτοίς». “Όλα αὐτὰ δείχνουν την
ἐπίδραση της ευχαριστιακὴς πράξεως της Ἐκκλησίας στὴν ἐξωτερικὴ διαμόρφωση των διηγήσεων.
καὶ μία
β) Στὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο, μετὰ τη διήγησι του πολλαπλασιασμοῦ των ἄρτων ἀκολουθεῖ
ευχαριστιακὸς λόγος του Ἰησοῦ περὶ του «ἄρτου της ζωῆς» (τσ' 22-71). Καὶ τοποθετεῖται το γεγονὸς
στὶς παραμονὲς της ἑορτῆς του Πάσχα. «Ἥν δὲ ἐγγὺς το πάσχα» (Ιωάν. τσ' 4).
γ) Ἡ πληροφορία του Μάρκου, ὅτι ὁ Ἰησοῦς «έσπλαγχνίσθη» αὐτούς, ὅτι ἦσαν «ὡς πρόβατα μὴ
ἔχοντα ποιμένα», θέλει νὰ ἐξάρη την ἀποστολὴ του Ἰησοῦ ὡς ποιμένος, ποῦ συνάγει τα
διεσκορπισμένα πρόβατα καὶ συγκροτεῖ το νέο λαὸ του Θεοῦ, την Ἐκκλησία. Ὑπάρχουν πολλὲς
λεπτομέρειες, ποῦ ὑπαινίσσονται τον παλαιὸ λαὸ του Θεοῦ: Ὁ ἔρημος τόπος, πού γίνεται το θαῦμα
θυμίζει την ἔρημο, ποῦ ἔζησε ὁ Ἰσραὴλ ἐπὶ σαράντα ἔτη. Τα ψωμιά, πού πολλαπλασιάζει
θαυματουργικὰ ὁ Ἰησοῦς, παραλληλίζονται πρὸς τὸ μάννα, ποῦ μὲ θαυματουργικὸ τρόπο χόρτασε
ὁ Θεὸς το λαὸ Του. Τὰ ψάρια πρὸς τὴν «όρτυγομήτρα», ποῦ μὲ τὸν ἴδιο θαυματουργικὸ τρόπο
χορηγοῦσε ὁ Θεὸς ('Ἀριθμ. ἴα' 4ἐξ.). Ἐπίσης ἡ πληροφορία (στ. 39-40) «ανέπεσον πρασιαὶ πρασιαὶ
ἀνὰ ἑκατὸν καὶ ἀνὰ πεντήκοντα» θυμίζει την ὀργάνωσι του λαοῦ του Θεοῦ στὴν ἔρημο. Ὁ Ἰησοῦς
εἶναι ὁ νέος ἡγέτης του λαοῦ, ὁ Ἀρχηγὸς της Ἐκκλησίας, την ὁποία τροφοδοτεῖ μὲ τὸν Ἄρτο της
ζωῆς, μὲ τὸ Σῶμα καὶ το Αἷμα Του.
δ) Ἀναφέρθηκε προηγουμένως, ὅτι οἱ μαθητὲς λαμβάνουν ἐνεργὸ μέρος στὴ διαδικασία του
θαύματος καὶ δόθηκε ἔμφασις στὴν προσταγὴ του Ἰησοῦ πρὸς αὐτοὺς: «Δότε αυτοὶς ύμεὶς φαγείν».
Αὐτὰ ἀπηχοῦν τη σημαντικὴ θέση των μαθητῶν μέσα στὴ Ἐκκλησία θέσι ἡγετῶν, πού ἔλαβαν ἀπὸ
τον Κύριο κατὰ το Μυστικὸ Δεῖπνο την ἐντολὴ «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν έμὴν ἀνάμνησιν», καὶ τελοῦν
αὐτοὶ καὶ κατόπιν οἱ διάδοχοὶ τους το μυστήριο της θείας Εὐχαριστίας στὴν Ἐκκλησία.
ε) Ἡ ευχαριστιακὴ αὐτὴ ἑρμηνεία απηχείται καὶ στὴν εἰκονογραφία της Ἐκκλησίας, ὅπως
μαρτυρεῖ ἡ παρουσία ἰχθύων στὶς συμβολικὲς παραστάσεις της θείας Εὐχαριστίας στὶς
κατακόμβες.
στ) Τέλος γιὰ πολλαπλασιασμὸ ἄρτων καὶ ψαριῶν γίνεται λόγος ἀπὸ τον εὐαγγελιστὴ Μάρκο
καὶ στὸ ἡ' 1-10. Πρόκειται γιὰ δυὸ ὅμοια κατὰ το περιεχόμενο, ἀλλὰ διάφορα τοπικὼς καὶ χρονικὼς
θαύματα, ἐκ των ὁποίων το πρῶτο ἔγινε σὲ Ἰουδαϊκὸ ἔδαφος καὶ το δεύτερο σὲ ἐθνικό. Ὁ Ἰησοῦς
εἶναι ὁ Ἄρτος της ζωῆς, πού τροφοδοτεῖ τόσο τοὺς Ἰουδαίους, ὅσο καὶ τους ἐθνικούς, πού
ἀποτελοῦν το νέο λαὸ του Θεοῦ. Ἡ ευχαριστιακὴ ἑρμηνεία παίρνει ἔτσι γενικότερες διαστάσεις.

45 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν εἰς τὸ πέραν
πρὸς Βηθσαϊδάν, ἕως αὐτὸς ἀπολύσῃ τὸν ὄχλον· 46 καὶ ἀποταξάμενος αὐτοῖς ἀπῆλθεν εἰς τὸ ὄρος
προσεύξασθαι. 47 καὶ ὀψίας γενομένης ἦν τὸ πλοῖον ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης, καὶ αὐτὸς μόνος ἐπὶ τῆς
γῆς. 48 καὶ ἰδὼν αὐτοὺς βασανιζομένους ἐν τῷ ἐλαύνειν· ἦν γὰρ ὁ ἄνεμος ἐναντίος αὐτοῖς· καὶ περὶ
τετάρτην φυλακὴν τῆς νυκτὸς ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ ἤθελε
παρελθεῖν αὐτούς. 49 οἱ δὲ ἰδόντες αὐτὸν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἔδοξαν φάντασμα εἶναι,
καὶ ἀνέκραξαν· 50 πάντες γὰρ αὐτὸν εἶδον καὶ ἐταράχθησαν. καὶ εὐθέως ἐλάλησε μετ᾿ αὐτῶν καὶ
λέγει αὐτοῖς· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι, μὴ φοβεῖσθε. 51 καὶ ἀνέβη εἰς τὸ πλοῖον πρὸς αὐτούς, καὶ
ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν ἑαυτοῖς ἐξίσταντο καὶ ἐθαύμαζον. 52 οὐ γὰρ συνῆκαν
ἐπὶ τοῖς ἄρτοις, ἀλλ᾿ ἦν αὐτῶν ἡ καρδία πεπωρωμένη.

Ἀποσύρεται γιὰ προσευχὴ (στ. 45-46)


Γιὰ δεύτερη φορὰ στὸ εὐαγγέλιο του Μάρκου ἀναφέρεται θαῦμα, πού δείχνει την ἐξουσία του
Ἰησοῦ ἐπὶ των στοιχείων της φύσεως. Το πρῶτο στὸ δ' 35-41. Καὶ άκολουθεὶ ἀμέσως μετὰ τον
πολλαπλασιασμὸ των ἄρτων ὄχι μόνο στὸν Μάρκο, ἀλλὰ καὶ στὸν Ματθαίο (δ' 22 ὲξ.) καὶ στὸν
Ἰωάννη (τσ' 15έξ.). Το θαῦμα αὐτὸ συνδέεται μὲ το προηγούμενο ὄχι μόνο χρονικά, ἀλλὰ καὶ
θεολογικά. Ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸ χορτασμὸ των πεντακισχιλίων ἀνθρώπων παρίσταται ὡς ὁ χορηγὸς του
Ἄρτου της ζωῆς. Ἀλλὰ καὶ μὲ την ἐξουσία Του ἐπὶ των στοιχείων της φύσεως, καὶ ἰδίως ἐπὶ της
θαλάσσης (ποῦ εἶναι σύμβολο του θανάτου καὶ των δαιμονικῶν δυνάμεων) ἀναδεικνύεται νικητὴς
του θανάτου.
Ὁ εὐαγγελιστὴς παρουσιάζει το Μεσσία ὡς τον Ἀρχηγὸ της ζωῆς, πού τρέφει τοὺς ἀνθρώπους,
ἀλλὰ καὶ ὡς τὸν 'Ἐλευθερωτὴ, πού ἀπαλλάσσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ την ἀπειλὴ της φθορὰς καὶ
του θανάτου.
Ὁ Ἰησοῦς μετὰ το θαῦμα του χορτασμοῦ των πεντακισχιλίων ἔκανε δύο ἐνέργειες.
Ἡ μία: Ἀνάγκασε τους μαθητὲς νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ περάσουν στὴν ἀπέναντι ὄχθη της
λίμνης, πρὸς τὴ Βηθσαϊδά.
Ἡ ἄλλη: Κάθισε γιὰ λίγο μόνος του στὸ χῶρο του θαύματος γιὰ νὰ διαλύση τοὺς όχλους: «Καὶ
εὐθέως ήνάγκασε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ εμβήναι εἰς το πλοῖον καὶ προάγειν εἰς το πέραν πρὸς
Βηθσαϊδάν, ἕως αὐτὸς ἀπολύση τὸν ὄχλον. Καὶ αποταξάμενος αὐτοὺς απήλθεν εἰς το ὄρος
προσεύξασθαι» (στ. 45-46). Στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς ὑποχρέωσε τοὺς μαθητὲς
Του νὰ μποῦν στὸ πλοιάριο καὶ νὰ πᾶνε νὰ Τὸν περιμένουν στὴν ἀπέναντι ὄχθη, στὴ Βηθσαϊδά,
ὡσότου ὁ ἴδιος διαλύση τα πλήθη. Καὶ ἀφοῦ τοὺς αποχαιρέτησε, ἀνέβηκε στὸ βουνὸ γιὰ νὰ
προσευχηθῆ».
"Ὄχι ἁπλῶς εἶπε στοὺς μαθητὲς νὰ μποῦν στὸ πλοῖο, ἀλλὰ «ηνάγκασεν αὐτούς». "Ας μὴ
φαίνεται παράξενο, ἀφοῦ ὅλοι μας κάποτε ἀναγκαστήκαμε νὰ μποῦμε στὸ πλοῖο. Ἡ ζωὴ εἶναι ἕνα
πλοῖο. Μας ρώτησε κανείς, προκειμένου νὰ ἔλθουμε στὴ ζωὴ αὐτὴ, νὰ γεννηθοῦμε, νὰ
ταξιδέψουμε μὲ το πλεούμενο της ζωῆς καὶ νὰ διασχίσουμε τούτη τη θαλασσοταραχῆν.
Θὰ διερωτηθῆτε ἴσως: 'Ἦταν ἀνάγκη νὰ τους ἀναγκάση ὁ Χριστὸς νὰ μποῦν στὸ πλοῖο, ἀφοῦ ὡς
παντογνώστης Κύριος γνώριζε, ὅτι σφοδρὴ θαλασσοταραχὴ θὰ χτυποῦσε το σκαρὶ του;
Ἐπιτρέπει ποτὲ λιμεναρχεῖο τὸν ἀπόπλου ὅταν τα μποφὼρ εἶναι ὑψηλά; Στὰ μικρὰ πλοιάρια
ἀπαγορεύει το λιμεναρχεῖο ἀπόπλου μὲ πολλὰ μποφώρ. Στὰ πλοῖα ὅμως, ποῦ ἔχουν γερὸ σκαρὶ
καὶ καλὸ ἐξοπλισμό, ἐπιτρέπει. Ἔτσι καὶ το λιμεναρχεῖο του Ἰησοῦ ἐπέτρεψε τον ἀπόπλου στὴ λίμνη
της Γεννησαρέτ, ἀφοῦ το πλοῖο των μαθητῶν δὲν ἦταν τυχαῖο. Καὶ ἔμπειροι θαλασσινοὶ ἦσαν οἱ
μαθητὲς καὶ το πλοῖο τους εἶχε την εὐλογία του Χριστοῦ.
Ὁ Ἰησοῦς ἔδιωξε τους μαθητές, «ἕως αὐτὸς ἀπολύση τὸν ὄχλον». Καὶ γιατὶ ἤθελε νὰ διαλύση τον
πολὺ κόσμο, ὅπως τὸν εἴδαμε στὸ θαῦμα του χορτασμοῦ των πεντακισχιλίων; Γιὰ νὰ ἀποφευχθῆ
ὁποιαδήποτε ἐκδήλωσις, ποῦ θὰ μαρτυροῦσε παρανόηση της πραγματικῆς μεσσιανικῆς
ἀποστολῆς Του.
Γιὰ τον ἴδιο πιθανὸν λόγο ἀπομάκρυνε καὶ τοὺς μαθητές, πού ἴσως συμμερίζονταν καὶ αὐτοὶ τὶς
προσδοκίες καὶ ἔβλεπαν τον Ἰησοῦ ὡς τον πολιτικὸ ἡγέτη ποῦ θὰ ἔλυνε καὶ το πρόβλημα της
τροφῆς καὶ της Ρωμαϊκῆς κατοχῆς (Ιωάν. τσ' 14-15).
Χρειαζόταν ὁπωσδήποτε κάποια προσπάθεια, γιὰ νὰ διαλυθῆ ὁ πολὺς κόσμος καὶ νὰ πορευθοῦν
«ἕκαστος εἰς τα ἴδια». Εἶχαν θαυμάσει τον Χριστὸ ὡς Διδάσκαλο. Εἶχαν ἀπολαύσει τόσα θαύματὰ
Του. Εἶχαν χορτάση καὶ ἀπὸ την ὑλικὴ τροφὴ Του. Ὅλα τα εἶχαν κοντὰ στὸν Χριστό. Αὐτὸ ὅμως δὲν
σήμαινε, ὅτι θὰ ἐγκατέλειπαν ὅλες αὐτὲς οἱ χιλιάδες τὶς οἰκογενειακὲς καὶ ἐπαγγελματικὲς τους
ὑποχρεώσεις. Θέλουν νὰ μείνουν κοντὰ Του! Μὰ θὰ Τὸν ξανάβλεπαν. Καὶ θὰ ἦταν αοράτως μαζὶ
τους. Κάποτε δέ, θὰ ἔλθη ὁ καιρός, ποῦ ὅσοι πιστεύουν καὶ ποθοῦν τὸν Χριστὸ θὰ εἶναι γιὰ πάντα
μαζὶ Του. Θὰ ἀπολαμβάνουν το αἰώνιο Δεῖπνο στὴ βασιλεία Του. «Έμοὶ δὲ τὸ προσκολλάσθαι τῷ
Θεῶ άγαθὸν έστιν».
Πὼς τοὺς «ἀπέλυσε» ὁ Χριστός; Εύλογώντας τους, παροτρύνοντὰς τους νὰ διαδώσουν καὶ σὲ
ἄλλους την Ἀλήθεια Του, συμβουλεύοντὰς τους νὰ προσέχουν καὶ νὰ ζητοῦν τα της ψυχικῆς τους
σωτηρίας.
Ὁ ἴδιος ἀνέβηκε στὸ βουνὸ γιὰ νὰ προσευχηθῆ. «Καὶ αποταξάμενος αὐτοὺς απήλθεν εἰς το ὄρος
προσεύξασθαι». Τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅταν μεγάλα έργάζηται, αποσκευάζεται τοὺς
όχλους καὶ τους μαθητάς, παιδεύων ἡμῶν μουδαμοὺ τὴν παρὰ των πολλῶν δόξαν διώκειν καὶ μὴ
επισύρεσθαι πλῆθος. Ὅταν δὲ εἴπη, ήνάγκασε”, την πολλὴν των μαθητῶν προσεδρείαν δείκνυσι»
(Ε.Π.Ε. 11,24). Μετάφρασις: “Όταν ὁ Κύριος ἐπιτελὴ μεγάλα ἔργα, θέλει ὕστερα νὰ ἀποφύγη το
πλῆθος του κόσμου καὶ τοὺς μαθητὲς Του. Θέλει νὰ μας διδάξη νὰ μὴν ἐπιδιώκουμε σὲ καμμιὰ
περίπτωσι τη δόξα των ἀνθρώπων καὶ νὰ μὴ παρασυρώμεθα ἀπὸ τον κόσμο. Καὶ ὅταν ὁ
εὐαγγελιστὴς λέη, ὅτι «τοὺς ἀνάγκασε», φανερώνει τη μεγάλη ἐπιθυμία των μαθητῶν νὰ μείνουν
κοντὰ στὸν Κύριο.
Οἱ μαθητὲς θὰ ἤθελαν νὰ μείνουν μαζὶ Του. Ἀλλ' ἡ βουλὴ του Διδασκάλου ἦταν διαφορετική.
Μετὰ το θαῦμα θ' ἀκολουθήση ἄσκησις καὶ δοκιμασία, ποῦ κι αὐτὲς πάλι θὰ ὁδηγήσουν σὲ ἄλλο
θαῦμα.
Δεδομένου, ὅτι το βουνὸ εἶναι τόπος γειτνιάσεως μὲ τὸν Θεό, ἀνεβαίνει νὰ προσευχηθῆ. Ἡ
κοινωνία του Πατρὸς καὶ του Υἱοῦ εἶναι ἀκατάληπτη. Αὐτὴ την κοινωνία φανερώνει καὶ ἡ
προσευχή, πού πολλὲς φορὲς βλέπουμε νὰ ἀναπέμπη ὁ Υἱὸς στὸν Πατέρα. Καίτοι ὁ Χριστὸς εἶναι
Κύριος των πάντων καὶ δέχεται τὶς προσευχὲς ὅλων, ὅμως ὡς ἄνθρωπος (ἀφοῦ πῆρε δούλου
μορφὴ) ἦταν καὶ Ἐκεῖνος ἱκέτης καὶ προσηύχετο. "Ἄν ὡς ἄνθρωπος θέλησε κατ' οἰκονομία νὰ ἔχη
ὅλα τα λεγόμενα «ἀδιάβλητα πάθη» καὶ νὰ εἶναι σὲ ὅλα «ὅμοιος» (Φιλιπ. β' 7. Εβρ. δ' 15), γιατὶ νὰ
μὴν ἔχη ὡς ἀληθινὸς ἄνθρωπος καὶ την ἱερὴ ἀνθρώπινη ἔφεσι της προσευχῆς;
Προσεύχεται, λοιπόν, ὁ Κύριος, κοινωνῶν μὲ τὸν Πατέρα. Προσεύχεται ὡς ἄνθρωπος, ἑνωμένος
μὲ τη θεία φύσι. Προσεύχεται γιὰ ὅλο τον κόσμο, ἀλλ' ἰδιαίτερα γιὰ ὅσους Τὸν δέχονται καὶ Τὸν
ἀκολουθοῦν (Ιωάν. ιζ' 2). Προσεύχεται γιὰ το ἑκούσιο Πάθος, κατὰ μυστηριώδη τρόπο.
Προσεύχεται καὶ γιὰ ἕνα ἀκόμα λόγο: Γιὰ νὰ δώση σὲ μᾶς ὑπόδειγμα προσευχῆς.
Στὸ βουνό, λοιπόν, γιὰ νὰ προσευχηθῆ. Ἄλλωστε πολλὰ σημαντικὰ γεγονότα της Βιβλικῆς
ἱστορίας λαμβάνουν χώρα στὸ βουνὸ (νομοδοσία Σινᾶ, ἐπὶ του ὄρους ὁμιλία, ἐκλογὴ δώδεκα
μαθητῶν, Μεταμόρφωσις κ. ἅ.). «Τίνος ἕνεκεν εἰς το ὄρος αναβαίνει; Παιδεύων ήμάς, ὅτι καλὸν ἤ
ἐρημία καὶ ἡ μόνωσις, ὅταν εντυγχάνειν δέη Θεῶ... Ἡσυχίας γὰρ μήτηρ ἡ ἔρημος, καὶ γαλήνη καὶ
λιμὴν ἁπάντων απαλλάττουσα θορύβων ἡμᾶς» (Ε.Π.Ε. 11,44). Μετάφρασις: Γιὰ ποιὸ λόγο ὁ Ἰησοῦς
ἀνεβαίνει στὸ βουνό; Γιὰ νὰ μας διδάξη, ὅτι εἶναι καλὸ πράγμα ἡ ἐρημία καὶ ἡ μόνωσις, ὅταν πρέπη
νὰ ἐπικοινωνήσουμε μὲ τὸν Θεό... Ἡ ἔρημος εἶναι ἡ μητέρα της ἡσυχίας καὶ τόπος γαλήνης καὶ
λιμάνι ποῦ μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ κάθε θόρυβο.

Περπατᾶ πάνω στὰ κύματα (στ. 47-48)


Στὴν ἐνδεχομένη ἀπογοήτευση των μαθητῶν γιὰ το ἄδοξο τέλος του μεσσιανικοῦ
ἐνθουσιασμοῦ του χορτασμένου πλήθους, προστίθεται καὶ ὁ κίνδυνος των στοιχείων της φύσεως!
Όταν νύκτωσε, το πλεούμενο μὲ ἐπιβάτες τοὺς μαθητὲς ἀρχίζει νὰ κλυδωνίζεται. Περιγράφει ὁ
εὐαγγελιστὴς τον κίνδυνο καταποντισμοῦ του σκάφους: «Καὶ οψίας γενομένης ἣν το πλοῖον ἐν
μέσω της θαλάσσης, καὶ αὐτὸς μόνος ἐπὶ της γῆς. Καὶ ἰδὼν αὐτοὺς βασανιζομένους ἐν τῷ ελαύνειν
ἣν γὰρ ὁ ἄνεμος εναντίος αὐτοὺς καὶ περὶ τετάρτην φυλακὴν της νυκτὸς ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς
περιπατῶν ἐπὶ της θαλάσσης, καὶ ἤθελε παρελθεὶν αὐτοὺς» (στ. 47-48). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὅταν βράδυασε, το πλοῖο βρισκόταν στὸ μέσο της λίμνης, καὶ αὐτὸς ἦταν μόνος
στὴ στεριά. Τοὺς εἶδε τότε νὰ παιδεύωνται στὴν κωπηλασία, διότι ὁ ἄνεμος ἦταν ἀντίθετος σ'
αὐτούς. Γι' αὐτὸ κατὰ την τετάρτη περίπου βάρδια της νύχτας ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτούς,
περπατώντας πάνω στὰ νερὰ της λίμνης καὶ πήγαινε νὰ τοὺς προσπεράση».
Φουρτούνα στὴ θάλασσα. Οἱ ἄνεμοι ἰσχυροί. Πολλὰ τα μποφώρ. Βασανίζεται το μικρὸ πλοιάριο
ἀπὸ τα κύματα. «Καὶ οψίας γενομένης ἣν το πλοῖον ἐν μέσω της θαλάσσης, καὶ αὐτὸς μόνος ἐπὶ
της γῆς» (στ. 47).
Ὑπάρχει πλοῖο χωρὶς φουρτούνα; "Ἄλλο τόσο ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρὶς θλίψεις στὴ ζωή. Πολλὲς
φορὲς ἡ βαρκούλα της ζωῆς μας κινδυνεύει. Καὶ ρωτᾶμε μὲ ἀγωνία: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Ἀφοῦ Τὸν
παρακάλεσα, γιατὶ δὲν γαληνεύει τη ζωὴ μου; Κοιμᾶται ὁ Θεός;». Ἀσφαλῶς ὄχι!
Την ὥρα πού το πλοῖο των μαθητῶν θαλασσοδερνόταν, ὁ Χριστὸς δὲν κοιμόταν. Βρισκόταν στὴν
κορυφὴ του βουνοῦ καὶ προσευχόταν.
Καὶ γιὰ μᾶς προσεύχεται, «υπερεντυγχάνει» (Ρωμ. ἡ' 26) ὑπὲρ ἡμῶν.
Γιατὶ δὲν ἐπεμβαίνει;
Κοιτάξτε πότε ἐπενέβη στὴν περίπτωση του πλοίου των μαθητῶν. «Καὶ ἰδὼν αὐτοὺς
βασανιζομένους ὲν τῷ ελαύνειν ἣν γὰρ ὁ ἄνεμος εναντίος αὐτοὺς καὶ περὶ τετάρτην φυλακὴν της
νυκτὸς ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ της θαλάσσης, καὶ ἤθελε παρελθεὶν αύτοὺς» (στ. 48).
Ὁ Ἰησοῦς βλέποντας τη δυσχερὴ κωπηλασία των μαθητῶν, ἔρχεται πρὸς αὐτούς, περιπατῶν ἐπὶ
της θαλάσσης. Ἦρθε κατὰ το τέλος της νύχτας.
Κάνε καὶ σὺ ὑπομονή! Ὁ Ἰησοῦς θὰ ἔρθη. Τὸ θαῦμα θὰ γίνη.
Καὶ ἡ Ἐκκλησία ἕνα πλοῖο εἶναι, ἤ «ναύς», ποῦ κατασκευάστηκε στὰ ναυπηγεῖα του οὐρανοῦ.
Μέσα στοὺς αἰῶνες ξεσηκώθηκαν σφοδροὶ ἄνεμοι καὶ θύελλες καὶ καταιγίδες. Ἀλλὰ συμβαίνει
αὐτὸ πού ἐπιγραμματικὰ λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Κλυδωνίζεται, ἀλλ' οὐ καταποντίζεται».
Ἀμφιβάλλεις, ὅτι μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ κάνη το θαῦμα της ζωῆς μας; Γιὰ πρόσεξὲ Τον. Περπατᾶ
πάνω στὰ κύματα. Πὼς; Μὰ ὑπάρχει «πὼς;» γι' Αὐτὸν πού ἔχει τα τόσα «ὅπως»; "Ὅπως ὁ Χριστὸς
ὡς Θεὸς «περιπατεῖ ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων» (Ψαλμ. 103,3)! Ὁ ἄνθρωπος κατώρθωσε νὰ περπατᾶ
πάνω ἀπὸ τα σύννεφα μὲ τη δύναμη της σύγχρονης τεχνολογίας, μὲ ἀεροπλάνο καὶ διαστημόπλοιο,
καὶ δὲν μπορεῖ ὁ Χριστὸς μὲ τη δύναμη της Θεότητὰς Του νὰ περπατᾶ πάνω στὰ κύματα; Αὐτός,
πού συγκρατεῖ τη θάλασσα μὲ τὴν ἄμμο, δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατήση τη θάλασσα της ταραγμένης
ζωῆς μας; Τὶ εἶναι ἡ ἄμμος; Κάτι πολὺ ἀδύνατο. Καὶ ὅμως ἐκεῖ σπᾶνε καὶ σταματᾶνε τα ἀφρισμένα
κύματα!
Ἡ ἀπουσία του Ἰησοῦ εἶχε φέρει τους μαθητὲς σὲ μεγαλύτερη ἀγωνία. Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Όσω ἐπετείνετο τα της ἀγωνίας, τοσούτω μᾶλλον ήσμένιζον αὐτοῦ τὴν παρουσίαν»
(Ε.Π.Ε. 11,48). Μετάφρασις: "Ὅσο περισσότερο μεγάλωνε ἡ ἀγωνία τους, τόσο περισσότερο
ζητοῦσαν την παρουσία Του.
Ας μὴ τα χάνουμε. Ξαφνικὰ στὴ ζωὴ μας ενσκύπτει θύελλα. Ας ἑτοιμαζόμαστε. Ὁπωσδήποτε ὁ
Χριστὸς γνώριζε ὅτι οἱ μαθητὲς Του θὰ ἀντιμετώπιζαν σφοδρὴ τρικυμία. Καὶ ὅμως τοὺς ἀποστέλλει.
Δὲν εἶναι κάτι το καινούργιο, ὅτι ὅσοι ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ θὰ συναντήσουν καταιγίδες στὴν
πορεία τους. Το ξέρει καὶ ὁ Χριστός. Τὸ προγνωρίζει. Καὶ ὅμως πρὸς στιγμὴ μᾶς ἀφήνει. "Ἄσκησι
μας κάνει. Ἡ πίστης μας δοκιμάζεται.
Ὁπωσδήποτε θὰ παρουσιαστὴ Έκείνος. Θὰ μᾶς προσπεράση («παρελθείν»). Ἔχει ὁ Ἴδιος
προσπεράσει, ἤ μᾶλλον ἔχει προπεράσει ἀπὸ τη θύελλα της φρικτῆς δοκιμασίας, ἀπὸ το Σταυρικὸ
Πάθος. Θὰ Τὸν δοῦμε ἀπὸ μακρυὰ νὰ ἔρχεται κοντὰ μας. Καὶ θὰ μας δώση τη δύναμη νὰ
προσπερὰσουμε τη δοκιμασία!
Κατὰ την τετάρτη «φυλακὴ» της νύκτας, δηλαδὴ κατὰ το χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τὶς τρεῖς ἕως ἕξι
πρὸ μεσημβρίας, προτοῦ νὰ φέξη, σύμφωνα μὲ τη ρωμαϊκὴ διαίρεση της νύκτας σὲ τέσσερα τρίωρα
γιὰ τὴν ἐναλλαγὴ της στρατιωτικῆς φρουρὰς (όψέ, μεσονύκτιο, άλεκτροφωνία, πρωϊ).
Ἡ λεπτομέρεια «καὶ ἤθελε παρελθεὶν αὐτοὺς» θυμίζει ἀντίστοιχες διηγήσεις της Παλαιὰς
Διαθήκης, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ ἐμφάνιση του Θεοῦ στὸν Μωυσῆ (Εξόδ. 33,19. 22. 35ὲξ.) καὶ στὸν
Ἠλία (Γ' Βασ. ιθ' 11). Περνάει ὁ Χριστός! «Ἴνα κάλλειο ίδωσι πάντες». Γιὰ νὰ Τὸν δοῦν μέσα ἀπὸ το
κλυδωνισμένο σκάφος ὅλοι οἱ μαθητὲς:
–Νάτος! Ὁ Κύριος εἶναι! Περπατᾶ πάνω στὰ ἀφρισμένα κύματα.

Θάρρος, ὄχι φόβος (στ. 49-50)


Ἡ ξαφνικὴ ἐμφάνισις του Ἰησοῦ δημιουργεῖ στὴν ἀρχὴ ταραχὴ στοὺς μαθητές, οἱ ὁποῖοι νομίζουν
ὅτι βλέπουν φάντασμα! Ἀλλ' ἤ ἐνθαρρυντικὴ προσφώνησις «θαρσείτε, ἐγὼ είμι, μὴ φοβεῖσθε» καὶ
ἡ κατάπαυσις του ἀνέμου τοὺς ὁδηγοῦν στὸ θαυμασμό. «Οἱ δὲ ἰδόντες αὐτὸν περιπατοῦντα ἐπὶ
της θαλάσσης έδοξαν φάντασμα εἶναι, καὶ ἀνέκραξαν: πάντες γὰρ αὐτὸν εἶδον καὶ ἐταράχθησαν.
Καὶ εὐθέως ἐλάλησε μετ' αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοὺς: Θαρσείτε, ἐγὼ είμι, μὴ φοβεῖσθε» (στ. 49-50).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «'Ἀλλ' ὅταν οἱ μαθητὲς τον εἶδαν νὰ περπατᾶ πάνω στὴ θάλασσα,
νόμισαν πὼς εἶναι φάντασμα καὶ ἔβγαλαν κραυγὴ τρόμου! Γιατὶ Τὸν εἶχαν δεῖ ὅλοι καὶ τρόμαξαν.
Ἀλλ' Αὐτὸς ἀμέσως τοὺς μίλησε καὶ τοὺς εἶπε: “Έχετε θάρρος! Ἐγὼ εἶμαι. Μὴ φοβάσθε!”».
Δὲν ἦταν φάντασμα. Δὲν ἦταν φαντασία. Δὲν ἦταν ὄνειρο. Ἦταν πραγματικότητα. Πολλὲς φορὲς
φοβόμαστε ἐκεῖ ποῦ δὲν ὑπάρχει φόβος. Όταν ἔχης τον Χριστὸ κοντὰ σου, γιατὶ κυριεύεσαι ἀπὸ
ἀγωνία καὶ σὲ καταλαμβάνει φόβος;
Μὴ φοβᾶσαι! Γιὰ σένα, γιὰ μένα, πού πολλὲς φορὲς κλυδωνιζόμαστε ἀπὸ πάθη καὶ λογισμούς,
ἀπὸ θλίψεις καὶ στενοχώριες, γιὰ μᾶς ἀντηχοῦν τα λόγια του Κυρίου: «Θαρσείτε! Ἐγὼ είμι μὴ
φοβεῖσθε».
-Ἐγὼ εἶμαι! Ἐγὼ ὁ Διδάσκαλὸς σας. Ἐγὼ ὁ Φίλος σας. Ἐγὼ ὁ Σωτήρας σας. Ἐγὼ ὁ Λυτρωτὴς σας.
Ἐγὼ ὁ παντοδύναμος Θεός. Μὴ φοβάσθε. "Ὅλα εἶναι δυνατὰ σ' ἐκείνον ποῦ πιστεύει (Μάρκ. θ' 23).
• Μὴ φοβᾶσαι!
–Παιδί μου, μὴ φοβᾶσαι! Κοντὰ σου εἶμαι! λέει ἡ μητέρα στὸ παιδὶ της. Κι ἐκεῖνο ἡσυχάζει.
-Παιδὶ μου, μὴ φοβᾶσαι! Γιατὶ τα χάνεις; Κοντὰ σου ἐγὼ εἶμαι! βεβαιώνει ὁ Κύριος.

Θαῦμα καὶ θαυμασμὸς (στ. 51-52)


Ἐδῶ παρουσιάζεται ἡ ἀδυναμία των μαθητῶν νὰ καταλάβουν το βαθύτερο νόημα των πράξεων
του Ἰησοῦ. Καὶ μετὰ το θαῦμα μὲ τοὺς ἄρτους δὲν εἶχαν σταθεροποιημένη τὴν πίστι στὸν Ἰησοῦ.
Ἔπρεπε νὰ γίνη καὶ το ἄλλο θαῦμα, νὰ δοῦν το Χριστὸ νὰ περπατᾶ στὰ κύματα, γιὰ νὰ
συνειδητοποιήσουν την ἀλλαγὴ των φαινομένων, γιὰ νὰ ἔλθουν σὲ ἔκστασι καὶ θαυμασμό. «Καὶ
ἀνέβη εἰς το πλοῖον πρὸς αὐτούς, καὶ έκόπασεν ὁ ἄνεμος. Καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν εαυτοὶς
εξίσταντο καὶ ἐθαύμαζον. Οὐ γὰρ συνηκαν ἐπὶ τοῖς άρτοις, ἀλλ' ἣν αὐτῶν ἡ καρδία πεπωρωμένη»
(στ. 51-52). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἀνέβηκε στὸ πλοῖο καὶ ἦρθε κοντὰ τους, καὶ κόπασε
ὁ ἄνεμος. Καὶ μέσα τους κυριεύτηκαν ἀπὸ μεγάλη ἔκπληξη καὶ ἀπὸ θαυμασμό. Διότι δὲν εἶχαν
συνειδητοποιήσει το θαῦμα μὲ τα ψωμιά, ἀλλ' ἡ διάνοια τους ἦταν ἀκόμα παχυλὴ καὶ
βραδυκίνητη».
Ὁ φόβος γίνεται ἔκπληξις. Ὁ κίνδυνος γίνεται λύτρωσις. Καὶ μάλιστα «ἐκ περισσοῦ»! Δὲν
γεννήθηκε ἀπὸ το θαῦμα ἁπλῶς ἕνας θαυμασμός, ἀλλὰ μιὰ περισσὴ κατάπληξις. Ὁ εὐαγγελιστὴς
μάλιστα Ματθαίος λέει, ὅτι σὰν ἀνέβηκε ὁ Χριστὸς στὸ πλοῖο, ἔπεσαν καὶ Τὸν προσκύνησαν (Ματθ.
ιδ' 33). Πὼς μεταβάλλει ὁ Χριστὸς τὸν ψυχικὸ μας κόσμο! Ἀπὸ την ἀγωνία καὶ την ἀπαισιοδοξία
μας ἀνεβάζει στὴν αἰσιοδοξία καὶ στὴ χαρά. Ἐνισχύει την πίστι καὶ την ἐλπίδα μας.
Φαίνεται, ὅτι οἱ μαθητὲς περισσότερο ἐνισχύθηκαν στὴ πίστι ἀπὸ το θαῦμα αὐτό, παρὰ ἀπὸ το
θαῦμα του χορτασμοῦ των πεντακισχιλίων. Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ το «ἣν αὐτῶν ἡ καρδία
πεπωρωμένη».
Τὸν ζητοῦσαν πρὶν γιατὶ ἔφαγαν τοὺς ἄρτους καὶ χόρτασαν. Θὰ τοὺς ἔλυνε το οἰκονομικό, ἤ
μᾶλλον, το κοινωνικὸ πρόβλημα. Ύλιστικὰ σὰν νὰ ἔβλεπαν τα πράγματα. Τώρα θαυμάζουν καὶ
προσκυνοῦν. Ἀνεβαίνουν πνευματικά. Γι' αὐτὸ ὁ Χριστός, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, δὲν κάνει
συνεχῶς παρόμοια θαύματα, δηλαδὴ γύρω ἀπὸ το φαΐ. Μας ἀνεβάζει σὲ πνευματικὸ ἐπίπεδο:
«Παιδεύει μὴ τη γαστρὶ δουλεύειν, ἀλλὰ των πνευματικῶν έχεσθαι διηνεκώς. Τούτων έχώμεθα καὶ
ήμεὶς καὶ «ζητῶμεν των ἄρτον τὸν έπουράνιον καὶ λαβόντες πᾶσαν ἐκβάλωμεν φροντίδα
βιωτικὴν»» (Ε.Π.Ε. 11,24). Μετάφρασις: Μας διδάσκει νὰ μὴν εἴμαστε δοῦλοι της κοιλιᾶς, ἀλλὰ νὰ
ἐπιδιώκουμε διαρκῶς ν' ἀποκτήσουμε τα πνευματικὰ ἀγαθά. Καὶ μεῖς ἂς ἐπιδιώκουμε αὐτὰ καὶ ἂς
ζητᾶμε τὸν ἄρτο τὸν οὐράνιο καὶ ἂς ἀπαλλασσόμαστε ἀπὸ κάθε βιωτικὴ μέριμνα.
Ἡ διήγησις μὲ τὴν τρικυμισμένη θάλασσα εἶναι μιὰ ὑπόσχεσις του Ἰησοῦ πρὸς τὸ σκάφος της
Ἐκκλησίας. Παρὰ τοὺς ἀνέμους, ποῦ θὰ κλυδωνίζουν το σκάφος της Ἐκκλησίας καὶ ποῦ εἶναι
ἀναπόφευκτοι, κατὰ την ἱστορικὴ διαδρομὴ της, δίπλα της βρίσκεται πάντοτε ὁ Κύριος, ὁ 'Ἀρχηγὸς
της ζωῆς καὶ νικητὴς του θανάτου.
Ἐπίσης στὴ διήγησι του θαύματος αὐτοῦ ἔχουμε μιὰ περίπτωσι θεοφανείας, ποῦ τὴν
συγκροτοῦν τα ἀκόλουθα στοιχεῖα:
α) Θαυματουργικὴ ἐμφάνισις του Ἰησοῦ.
β) Φοβισμένη ἀντίδρασις των μαθητῶν.
γ) Ἐνισχυτικὴ προσφώνησις μὲ τη φράση «Ἐγὼ είμι», ποῦ θυμίζει φράση του ἀποκαλυπτομένου
Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη.
δ) Συζήτησις μὲ τοὺς μάρτυρες της θεοφανείας (αὐτὸ φαίνεται σαφέστερα στὴ διήγησι του
Ματθαίου - ιδ' 22-33).
ε) Φαινομενικὸ προσπέρασμα του ἐμφανιζομένου Ἰησοῦ.

53 Καὶδιαπεράσαντες ἀπῆλθον ἐπὶ τὴν γῆν Γεννησαρὲτ καὶ προσωρμίσθησαν. 54 καὶ ἐξελθόντων
αὐτῶν ἐκ τοῦ πλοίου εὐθέως ἐπιγνόντες αὐτὸν 55 περιέδραμον ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην καὶ
ἤρξαντο ἐπὶ τοῖς κραβάττοις τοὺς κακῶς ἔχοντας περιφέρειν ὅπου ἤκουον ὅτι ἐκεῖ ἐστι· 56 καὶ ὅπου
ἂν εἰσεπορεύετο εἰς κώμας ἢ πόλεις ἢ ἀγρούς, ἐν ταῖς ἀγοραῖς ἐτίθεσαν τοὺς ἀσθενοῦντας καὶ
παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα κἂν τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ ἅψωνται· καὶ ὅσοι ἂν ἥπτοντο αὐτοῦ,
ἐσῴζοντο.

Γύρω ἀπὸ τον Ἰησοῦ (στ. 53-55)


Μετὰ το πέρασμα της λίμνης καὶ την ἄφιξη στὴ Γεννησαρὲτ δίνει ὁ εὐαγγελιστὴς πληροφορία
γιὰ μαζικὰ θαύματα του Ἰησοῦ σὲ κῶμες, χωριὰ καὶ σὲ ἀγρούς. «Καὶ διαπεράσαντες ἀπῆλθον έπὶ
τὴν γῆν Γεννησαρὲτ καὶ προσωρμίσθησαν» (στ. 53). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἀφοῦ
διαπεραιώθηκαν, ἦλθαν στὴν περιοχὴ της Γεννησαρὲτ καὶ ἀγκυροβόλησαν».
Γεννησαρὲτ ὀνομάζεται ἡ μικρὴ εὔφορη πεδιάδα δυτικὰ της λίμνης, πού ἐκτείνεται μεταξὺ
αὐτῆς καὶ της Καπερναούμ. Ἀπὸ την πεδιάδα παίρνει την ὀνομασία καὶ ἡ λίμνη, ἡ ὁποία ὅμως
συνήθως στὰ εὐαγγέλια ὀνομάζεται «θάλασσα της Τιβεριάδος», «θάλασσα της Γαλιλαίας», ἤ
ἁπλῶς «λίμνη» ἤ «θάλασσα».
Πολλὰ τα θαύματα. Πῆρε είδησε ὁ κόσμος, ὅτι ξαναήλθε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔτρεξαν. Τὸν
περικύκλωσαν. Φαινόμενο μοναδικὸ καὶ συγκλονιστικὸ: Νὰ βλέπης πολλοὺς νὰ σηκώνουν
κρεβάτια μὲ ἀρρώστους καὶ νὰ ἔρχονται σ' Ἐκείνον, ποῦ εἶναι ὁ Ἰατρὸς των ψυχῶν καὶ των
σωμάτων. «Καὶ ἐξελθόντων αὐτῶν ἐκ του πλοίου εὐθέως επιγνόντες αὐτὸν περιέδραμον ὅλην την
περίχωρον ἐκείνην καὶ ἤρξαντο ἐπὶ τοὺς κραβάττοις τοὺς κακῶς ἔχοντας περιφέρειν ὅπου ἤκουον
ὅτι ἐκεῖ έστι» (στ. 54-55). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὅταν δὲ βγῆκαν ἀπὸ το πλοῖο, ἀμέσως ὁ
κόσμος ἀναγνώρισε τον Ἰησοῦ. Καὶ ἔτρεξαν γύρω σ' ὅλη την περιοχὴ ἐκείνη, καὶ ἄρχισαν νὰ
φέρνουν τοὺς ἀρρώστους, πάνω στὰ κρεβάτια τους, ὅπου μάθαιναν ὅτι εἶναι ὁ Ἰησοῦς».
Ἔτρεχαν ὅλοι, εἰδοποιοῦσε ὁ ἕνας τον ἄλλον: «Ἦλθε! Ἐλᾶτε, πᾶμε ὅλοι. Φέρτε ὅλους τοὺς
ἀρρώστους». «Περιέδραμον ὅλην την περίχωρον ἐκείνην». Καλοῦσαν συγγενεῖς καὶ φίλους.
Καλοῦσαν νὰ σηκώσουν μὲ το κρεβάτι τους τοὺς ἀρρώστους καὶ νὰ τους φέρουν στὸν Χριστό. Μόνο
γιὰ τη θεραπεία των σωμάτων ἐνδιαφέρονταν; Ἐκ πρώτης ὄψεως ἔτσι φαίνεται. Μὰ ὁ Χριστός, ποῦ
εἶναι Σωτήρας του ὅλου ἀνθρώπου, καὶ του σώματος καὶ της ψυχῆς, βρίσκει την εὐκαιρία νὰ
ἀνεβάση τοὺς ἀνθρώπους. Ἀκοῦνε το «ἔγειρε καὶ περιπάτει», ἀλλὰ ἀκοῦνε καὶ το «ἀφέωνταὶ σόι
ἄι ἁμαρτίαι». .
Το θέμα εἶναι νὰ ὁδηγοῦμε τους ἀνθρώπους στὸν Xριστό. "Ὅσοι γώρισαν τὸν Χριστό, δὲν Τὸν
κρατᾶνε γιὰ τὸν έαυτὸ τους μόνο. Τὸ ψωμὶ το μοιράζουμε καὶ σ' ὅλους τοὺς πεινασμένους. Ὁ
Χριστὸς ἀρκεῖ γιὰ ὅλους. Χωράει ὅλους ἡ ἀγάπη Του. «Ἦλθε πάντας ἀνθρώπους θέλων σωθήναι»
(Α' Τιμ. β' 4). "Ας μὴ μονοπωλοῦμε τον Χριστό. Σ' αὐτὸν ποῦ δὲν διαδίδει τὸν Χριστό, του εἶναι
ἄχρηστος ὁ Χριστός. Οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι μας καὶ οἱ γωστοὶ μας, ἂν τοὺς ἀγαπᾶμε, ἔχουν μιὰ
ἀπαίτησι ἀπὸ μας: Νὰ τοὺς φέρουμε στὸν Χριστό! Νὰ τοὺς συστήσουμε τον μοναδικὸ Σωτήρα του
κόσμου. Νὰ πλησιάσουν καὶ νὰ ἀποθέσουν τα προβλήματὰ τους στὴν ἀγάπη καὶ παντοδυναμία
του Χριστοῦ.
Ἡ ἀγάπη εἶναι δύσκολη. Εἶναι βάρος. Εἶναι ἀνηφορική. Φαντασθῆτε αὐτὸ πού λέει ὁ
εὐαγγελιστὴς: «Ἤρξαντο ἐπὶ τοὺς κραβάττοις τοὺς κακῶς ἔχοντας περιφέρειν ὅπου ἤκουον ὅτι ἐκεῖ
έστι». "Ας μὴν ὑποτιμήσουμε την προθυμία τους, ἤ μᾶλλον τον κόπο τους νὰ τρέχουν σηκώνοντας
κρεβάτια μὲ ἀρρώστους, λέγοντας, ὅτι ζητοῦσαν τὸν Χριστὸ μόνο γιὰ θεραπεία ἀσθενειῶν! Οἱ ἴδιοι
σὲ ἄλλες περιπτώσεις ἀναφέρεται, ὅτι ἔτρεχαν νὰ ἀκούσουν τη διδασκαλία του Χριστοῦ καὶ
«ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τη διδαχὴ Aυτού» (Μάρκ. α' 22. τσ' 2).
Ζητοῦσαν το θεωρούμενο μικρό, τὴν ἴασι ἀνιάτων παθὼν, καὶ τα θαύματα πάνω στὰ σώματα
γίνονταν ἤ ἕλξις γιὰ τὴν πίστι στὸ πρόσωπο του Χριστοῦ, πού εἶναι «ὁ ἰατρὸς των ψυχῶν καὶ των
σωμάτων ἡμῶν». Αλλοίμονο ὅμως ἂν ἡ σχέσεις μας μὲ τὸν Χριστὸ παραμείνη σχέσις ἀνάγκης γιὰ
ψωμὶ καὶ θεραπεία! Ὁ Χριστὸς σφραγίζει βεβαίως τα λόγια Του μὲ θαύματα (Μάρκ. ιστ' 2). Ἀλλ'
ἐμεῖς σφραγίζουμε τη γνωριμία μας μὲ τὸν Χριστὸ μὲ τὴ μετάνοια, πού ὁδηγεῖ στὴν ἄφεσι των
ἁμαρτιῶν μας καὶ σωτηρία της ἀθανάτου ψυχῆς μας.

Θαυματουργικὴ προσέγγισις (στ. 56)


Παρακαλοῦσαν τὸν Χριστὸ νὰ τοὺς ἀφήση νὰ ἀγγίξουν, ἔστω καὶ λίγο, το ἄκρο ἀπὸ τα ροῦχα
Του. Ἐκεῖνο πού ἔκανε ἡ αιμορροούσα γυναίκα, τώρα ζητοῦν πολλοὶ νὰ το κάνουν. «Καὶ ὅπου ἂν
είσεπορεύετο εἰς κώμας ἤ πόλεις ἤ ἀγρούς, ἐν ταϊς άγοραὶς ετίθεσαν τοὺς ἀσθενοῦντας καὶ
παρεκάλουν αὐτὸν ϊνα κἂν του κρασπέδου του ίματίου αὐτοῦ άψωνται. Καὶ ὅσοι ἂν ήπτοντο
αὐτοῦ, έσώζοντο» (στ. 56). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὅπου ἔμπαινε ὁ Ἰησοῦς, σὲ
κωμοπόλεις ἤ σὲ πόλεις ἤ σὲ χωριά, τοποθετοῦσαν τους ἀσθενεῖς στὶς ἀγορὲς καὶ Τὸν
παρακαλοῦσαν νὰ ἀγγίξουν ἔστω την ἄκρη του ἐνδύματὸς Του. Καὶ ὅσοι Τὸν ἄγγιζαν,
θεραπεύονΤαν».
Τὶ μυστήριο ἡ προσέγγισης καὶ ἡ ἁφή. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεὸς Λόγος ποῦ ἤγγισε τον ἄνθρωπο.
Δὲν τὸν ἤγγισε μόνο. Τὸν προσέλαβε. Ἔγινε κοινωνὸς της ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἐν ὀνόματι αὐτῆς
της θεϊκῆς προσεγγίσεως, της μυστικῆς ἑνώσεως, της δικῆς του κοινωνίας μαζὶ μας, μᾶς δίνει το
δῶρο νὰ Τὸν προσεγγίζουμε καὶ ἐμεῖς. Ὅποιος ἀκουμπᾶ ἀπρόσεκτα το ρεῦμα καίγεται. Όποιος
ὅμως μὲ δέος καὶ εὐλάβεια ἀγγίζει τὸν Χριστό, ἁγιάζεται, θεραπεύεται, σώζεται, θεώνεται.
Ὁ λαὸς τότε, ὅπως περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής, «παρεκάλουν» τὸν Ἰησοῦ. Προσέρχονταν μὲ πίστι
καὶ ταπείνωσι. Ησαν βέβαιοι, ὅτι καὶ μία ἁπλὴ ἐπαφὴ μὲ το ἄκρο του ἐνδύματος του Ἰησοῦ, θὰ
θεράπευε τοὺς ἀρρώστους τους. Προσερχόμαστε καὶ μεῖς, ὅσοι πιστοί, στὴ χάρι Του, «ἴνα λάβωμεν
έλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν» (Έβρ. δ' 16).
Ὅσοι Τὸν ἄγγιζαν, λέει ὁ εὐαγγελιστής, θεραπεύονταν. Καὶ ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Αψώμεθα καὶ ἡμεῖς του κρασπέδου του ἱματίου αὐτοῦ μᾶλλον δέ, ἐὰν θέλωμεν, ὅλον αὐτὸν
ἔχομεν. Καὶ γὰρ καὶ το σῶμα αὐτοῦ πρόκειται νῦν ἡμῖν οὐ το ἱμάτιον μόνον, ἀλλὰ καὶ το σῶμα οὺχ
ὥστε άψασθαι μόνον, ἀλλ' ὥστε καὶ φαγεὶν καὶ εμφορηθήναι. Προσερχώμεθα τοίνυν μετὰ
πίστεως, ἕκαστος ἀσθένειαν ἔχων. Ἔι γὰρ οἱ του κρασπέδου του ἱματίου αὐτοῦ αψάμενοι τοσαύτην
εἵλκυσαν δύναμιν, πόσω μᾶλλον οἱ ὅλον αὐτὸν κατέχοντες; Τὸ δὲ προσελθεὶν μετὰ πίστεως οὐ το
λαβεῖν έστι μόνον το προκείμενον, ἀλλὰ καὶ το μετὰ καθαρὰς καρδίας άψασθαι, το οὕτω
διακείσθαι, ὼς αὐτὸ προσιόντας το Χριστῶ» (Ε.Π.Ε. 11,56-58).
Μετάφρασις: Ας ἀγγίξουμε, λοιπόν, καὶ μεῖς τὸ ἄκρο του ἐνδύματὸς Του. Ἤ, καλύτερα, ἂν
θέλουμε, μποροῦμε νὰ Τὸν ἔχουμε ὅλον κοντὰ μας. Ἀφοῦ τώρα καὶ το Σῶμα Του βρίσκεται
μπροστὰ μας. Ὄχι μόνο το ροῦχο Του, ἀλλὰ καὶ το Σῶμα, ὥστε ὄχι μόνο νὰ Τὸ ἀγγίξουμε, ἀλλὰ καὶ
νὰ Τὸ φάγουμε καὶ νὰ χορτάσουμε. Ας Τὸν πλησιάσουμε, λοιπόν, μὲ πίστι ὁ καθένας μας, πού
ὑποφέρει ἀπὸ κάποια ἀσθένεια. Διότι, ἂν ἐκεῖνοι πού ἄγγιξαν το ἄκρο του ἐνδύματὸς Του, πῆραν
τόσο μεγάλη δύναμι, πόσο μεγαλύτερη δύναμη θὰ λάβουν ὅσοι Τὸν ἔχουν ὁλόκληρο μέσα τους!
Τὸ νὰ πλησιάσουμε ὅμως τὸν Χριστὸ μὲ πίστι δὲν σημαίνει νὰ πάρουμε μόνο τη θεία Κοινωνία,
ἀλλὰ νὰ τὴν λάβουμε καὶ μὲ καθαρὴ καρδιά. Νὰ εἶναι τέτοια ἡ ψυχικὴ μας διάθεσις, σὰν νὰ
μεταβαίνουμε πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.
Ὅσοι ἄγγιζαν, «έσώζοντο». Ὁ Ἰησοῦς πάνω ἀπὸ ὅλα εἶναι Σωτήρας, ὁ μοναδικὸς Σωτήρας. Τὰ
θαύματα στὸ σῶμα εἶναι σωτηρία; Εἶναι ἀφορμὴ καὶ εὐκαιρία γιὰ σωτηρία. Το θαῦμα στὸ σῶμα
εἶναι εὔκολο. Διότι ἀνάμεσα στὴν παντοδυναμία του Χριστοῦ, πού κάνει το θαῦμα, καὶ στὴν ὕλη
(σῶμα) δὲν μεσολαβεῖ ἀντίστασις. Το θαῦμα στὴν ψυχή, το νὰ μετανοήση, δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος
καὶ νὰ ἐξομολογηθῆ καὶ νὰ ἀλλάξη τρόπο ζωῆς, αὐτὸ εἶναι δύσκολο. Διότι ἀνάμεσα στὴν ψυχὴ καὶ
στὴν παντοδυναμία του Χριστοῦ πού κάνει το θαῦμα, μεσολαβεῖ τὶς περισσότερες φορὲς ἡ
ἀντίστασις της βουλήσεως του ἀνθρώπου. Δὲν θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀλλάξη!
Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος βεβαιώνει τη «σωτηρία» στὸ σπίτι του Ζακχαίου, ὅταν ὁ Ζακχαίος μετανοῆ,
ἀλλάζη καὶ προβαίνη σὲ πράξεις - καρποὺς της μετανοίας, ὅπως εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη. Γι' αὐτὸ πάλι
βεβαιώνει ὁ Κύριος, ὅτι οἱ ἄγγελοι του οὐρανοῦ χαίρονται, ὄχι ὅταν ἕνας ἄρρωστος θεραπεύεται,
ἀλλ' ὅταν ἕνας ἁμαρτωλὸς μετανοῆ (Λουκ. ιε' 7).

1 Καὶ συνάγονται πρὸς αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι καί τινες τῶν γραμματέων ἐλθόντες ἀπὸ
῾Ιεροσολύμων· 2 καὶ ἰδόντες τινὰς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ κοιναῖς χερσί, τοῦτ᾿ ἔστιν ἀνίπτοις, ἐσθίοντας
ἄρτους, ἐμέμψαντο· 3 οἱ γὰρ Φαρισαῖοι καὶ πάντες οἱ ᾿Ιουδαῖοι, ἐὰν μὴ πυγμῇ νίψωνται τὰς χεῖρας,
οὐκ ἐσθίουσι, κρατοῦντες τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων· 4 καὶ ἀπὸ ἀγορᾶς, ἐὰν μὴ βαπτίσωνται,
οὐκ ἐσθίουσι· καὶ ἄλλα πολλά ἐστιν ἃ παρέλαβον κρατεῖν, βαπτισμοὺς ποτηρίων καὶ ξεστῶν καὶ
χαλκίων καὶ κλινῶν· 5 ἔπειτα ἐπερωτῶσιν αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς· διατί οὐ
περιπατοῦσιν οἱ μαθηταί σου κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων, ἀλλ᾿ ἀνίπτοις χερσὶν ἐσθίουσι
τὸν ἄρτον; 6 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς ὅτι καλῶς προεφήτευσεν ῾Ησαΐας περὶ ὑμῶν τῶν
ὑποκριτῶν, ὡς γέγραπται· οὗτος ὁ λαὸς τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿
ἐμοῦ· 7 μάτην δὲ σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων. 8 ἀφέντες γὰρ τὴν
ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ κρατεῖτε τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, βαπτισμοὺς ξεστῶν καὶ ποτηρίων, καὶ
ἄλλα παρόμοια τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε. 9 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· καλῶς ἀθετεῖτε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ
ἵνα τὴν παράδοσιν ὑμῶν τηρήσητε. 10 Μωϋσῆς γὰρ εἶπε· τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου·
καί· ὁ κακολογῶν πατέρα ἢ μητέρα θανάτῳ τελευτάτω· 11 ὑμεῖς δὲ λέγετε· ἐὰν εἴπῃ ἄνθρωπος τῷ
πατρὶ ἢ τῇ μητρί, κορβᾶν, ὅ ἐστι δῶρον, ὃ ἐὰν ἐξ ἐμοῦ ὠφεληθῇς, 12 καὶ οὐκέτι ἀφίετε αὐτὸν οὐδὲν
ποιῆσαι τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἢ τῇ μητρὶ αὐτοῦ, 13 ἀκυροῦντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ τῇ παραδόσει ὑμῶν ᾗ
παρεδώκατε. καὶ παρόμοια τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε.

Τυπικὴ καθαρότητα (στ. 1-4)


Σημαντικὴ ὄχι μόνο γιὰ τὴν περαιτέρω ἐξέλιξη της διηγήσεως του εὐαγγελιστοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ
την Ἐκκλησία γενικότερα, εἶναι ἡ συγκέντρωσις στὴν περικοπὴ (ζ' 123) συζητήσεων του Ἰησοῦ
σχετικὰ μὲ τὶς Ἰουδαϊκὲς διατάξεις περὶ ἐξωτερικῆς καθαρότητας καὶ την πραγματικὴ ἐσωτερικὴ
καθαρότητα, πού ὑπογραμμίζει ὁ Ἴδιος. Ἡ συζήτησις γίνεται ἀρχικὰ μὲ τοὺς φαρισαίους καὶ τοὺς
γραμματεῖς, ποῦ ἦλθαν ἀπὸ τα Ἱεροσόλυμα (1-13). Στὴ συνέχεια μὲ το πλῆθος (14-15). Καὶ τέλος μὲ
τοὺς μαθητὲς (16-23).
Οἱ συζητήσεις αὐτὲς παραδίδονται καὶ ἀπὸ το Ματθαίο μὲ ώρισμένες παραλλαγές, παραλείψεις
καὶ προσθῆκες. Στὴν περικοπὴ μὲ ἀφορμὴ σχετικὲς ἐρωτήσεις περιέχονται διδασκαλίες του Ἰησοῦ
σχετικὰ μὲ την τελετουργικὴ καὶ την ἠθικὴ καθαρότητα. Ὁ εὐαγγελιστὴς ξαναγυρίζει στὸ θέμα της
αὐθεντίας του Χριστοῦ ὡς θείου νομοθέτου καὶ φορέως της ἀπόλυτης ἀλήθειας.
Νομίζουμε, ὅτι ὅπως ἔχει ἡ ἑνότητα αὐτὴ στὸ εὐαγγέλιο, διαδραματίζει οὐσιαστικὸ ρόλο γιὰ την
πορεία του Ἰησοῦ στὴ συνέχεια του εὐαγγελίου καὶ γιὰ τὴν πίστι της Ἐκκλησίας στὸ διάλογὸ της μὲ
τὴν Ἰουδαϊκὴ συναγωγή, καθὼς καὶ στὴ διαφοροποίησὶ της ἀπ' αὐτήν, σχετικὰ μὲ διατάξεις, ὅπως
πλύσιμο χεριῶν κ.λπ. «Καὶ συνάγονται πρὸς αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι καὶ τίνες των γραμματέων
ἐλθόντες ἀπὸ Ἱεροσολύμων. Καὶ ἰδόντες τινὰς των μαθητῶν αὐτοῦ κοιναϊς χερσί, τοὺτ' έστιν
ανίπτους, έσθίοντας ἄρτους, εμέμψαντο. Οἱ γὰρ Φαρισαῖοι καὶ πάντες οἱ Ἰουδαῖοι, ἐὰν μὴ πυγμὴ
νίψωνται τὰς χεῖρας, οὺκ έσθίουσι, κρατοῦντες την παράδοσιν των πρεσβυτέρων καὶ ἀπὸ ἀγορὰς,
ἐὰν μὴ βαπτίσωνται, οὐκ έσθίουσι. Καὶ ἄλλα πολλὰ έστινὰ παρέλαβον κρατείν, βαπτισμοὺς
ποτηρίων καὶ ξεστὼν καὶ χαλκίων καὶ κλινῶν» (στ. 1-4). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ:
«Μαζεύονται δὲ γύρω του οἱ Φαρισαῖοι καὶ μερικοὶ ἀπὸ τους γραμματεῖς, πού ἦρθαν ἀπὸ τα
Ἱεροσόλυμα. Καὶ ὅταν εἶδαν μερικοὺς ἀπὸ τους μαθητὲς Του νὰ τρῶνε ψωμὶ μὲ χέρια ἀκάθαρτα,
δηλαδή, ἄπλυτα, τοὺς κατέκριναν. Καὶ αὐτὸ διότι οἱ Φαρισαῖοι καὶ ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι δὲν τρῶνε, ἂν
δὲν πλύνουν πρῶτα τα χέρια τους (τρίβοντας μὲ τὴν πυγμὴ του ἑνὸς τὴν παλάμη καὶ τα δάκτυλα
του ἄλλου χεριοῦ). Τηροῦν ἔτσι την παράδοση των προγόνων τους! Ἐπίσης δὲν τρῶνε, ὅταν
ἐπιστρέφουν ἀπὸ την ἀγορά, ἂν δὲν ὑποβληθοῦν πρῶτα σὲ κάθαρσι. Καὶ πολλὰ ἄλλα τηροῦν κατὰ
την παράδοση, ὅπως τον καθαρμὸ των ποτηριῶν καὶ των σκευῶν, χάλκινων ἀντικειμένων καὶ
κρεβατιών».
Πρέπει ἀπὸ την ἀρχὴ νὰ ὑπογραμμίσθη, ὅτι ὁ Ἰησοῦς στρέφει την προσοχὴ των συνομιλητῶν
Του ἀπὸ την ἐξωτερικὴ στὴν ἐσωτερικὴ καθαρότητα της καρδιᾶς. Σὲ σχέση μὲ τὸ ἱεραποστολικὸ
ἔργο της Ἐκκλησίας, τα λόγια αὐτὰ θέλουν προφανῶς νὰ δείξουν, ὅτι οἱ περίπλοκες ἐξωτερικὲς
Ἰουδαϊκὲς διατάξεις δὲν ἀποτελοῦν θεία ἀποκάλυψι, ἀλλὰ ἀνθρώπινες παραδόσεις, ποῦ ὁ Κύριος
τὶς χαρακτηρίζει «ἐντάλματα ἀνθρώπων» (ζ' 7, ἰδὲ καὶ Ματθ. ἰὲ' 9). Όταν τέτοιες «παραδόσεις»,
τέτοιοι νεκροὶ τύποι, απολυτοποιούνται, συσκοτίζουν το θέλημα του Θεοῦ καὶ ὁδηγοῦν σὲ
ὑποκρισία ὅσους μὲν τὶς ἐπικαλοῦνται, ψευδαίσθησι δὲ σωτηρίας ὅσους μὲ ἀρρωστημένη
συνείδησι τὶς ὑιοθετοῦν.
Οἱ ἐχθροὶ του Χριστοῦ, οἱ κατάσκοποι της ζωῆς του, οἱ φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς, κάλεσαν
ἐνισχύσεις ἀπὸ τα Ἱεροσόλυμα. «Ἀπὸ Ἱεροσολύμων». Ἦρθαν ἀπὸ την πρωτεύουσα γραμματεῖς, πιὸ
μεγαλόσχημοι, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τό... πρόβλημα Ἰησοῦς! Αὐτοὶ δὲν εἶχαν ποτὲ τους ἀκούσει
διδασκαλία του Ἰησοῦ οὔτε εἶχαν δεῖ θαύματὰ Του. Ἡ πολεμικὴ τους, λοιπόν, ἑστιάστηκε σ' ἕνα
μόνο ἐξωτερικὸ στοιχεῖο πού εἶδαν, ὅτι οἱ μαθητὲς δὲν ἔπλεναν τα χέρια τους πρὶν ἀπὸ το φαγητό!
Εἶδαν μερικοὺς μαθητὲς νὰ τρῶνε «κοιναίς χερσί». Ἡ λέξις «κοινὸς» ἐδῶ σημαίνει μολυσμένος,
ἀκάθαρτος, βρώμικος. Καὶ σήμερα, σὲ ἔκφυλα ἄτομα χρησιμοποιεῖται ἡ λέξις (π.χ. «κοινὲς
γυναῖκες»). Καὶ γιατὶ θεωροῦσαν οἱ γραμματεῖς μολυσμένα τα χέρια των μαθητῶν; Ὄχι γιὰ λόγους
ὑγιεινῆς, ἀφοῦ τὸ νὰ πλένη κανεὶς τα χέρια του πρὶν ἀπὸ το φαγητὸ εἶναι πρᾶξις καὶ ἀθώα καὶ
εὐπρεπὴς καὶ ἐπιβεβλημένη. Τὰ χέρια των μαθητῶν τα θεωροῦσαν οἱ γραμματεῖς ἀκάθαρτα, διότι
εἶχαν ἔρθει στὴν ἀγορὰ ἤ ἄλλου σὲ ἐπαφὴ μὲ ἐθνικοὺς (είδωλολάτρες) ἤ μὲ «βέβηλα» πράγματα!
Ἔπρεπε νὰ πλένουν τα χέρια τους ὄχι γιὰ λόγους ὑγιεινῆς, ἀλλὰ γιὰ λόγους θρησκευτικούς!
Καὶ ὅσα ἔλεγαν γιὰ «θρησκευτική», ἐξωτερικὴ καθαρότητα οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι δὲν
τα στήριζαν στὸ Νόμο, ἀλλὰ σὲ δικὲς τους «παραδόσεις». Τὶς ώνόμαζαν «παραδόσεις των
πρεσβυτέρων». Ξέχασαν τὶς ἐντολὲς του Θεοῦ καὶ ἔδιναν σωτηριώδη σημασία στὰ «ἐντάλματα των
ἀνθρώπων». Ἡ ἀθέτησις μιᾶς ἀνθρώπινης, ὑποκριτικῆς καὶ ἀνόητης παραδόσεως συνεπήγετο
βαρύτερη ἐνοχὴ ἀπὸ ὅση ἤ παράβασις ρητῆς ἐντολῆς του Θεοῦ!
Ἡ διδασκαλία αὐτὴ γιὰ δευτερεύοντα ἤ καὶ ἄχρηστα θρησκευτικὰ πράγματα, ποῦ καὶ τότε καὶ
σήμερα δυστυχῶς ἐπικρατοῦν στὸ θρησκευτικὸ χῶρο, θυμίζει τη θεολογία του Παύλου,
συνεργάτης καὶ ἀκόλουθος του ὁποίου ὑπῆρξε ὁ Μάρκος.
Μία ἄλλη παρατήρησις εἶναι, ὅτι ἡ ἀδυναμία των μαθητῶν νὰ καταλάβουν τα λόγια του Ἰησοῦ,
πού ἐπισημαίνεται στὸ στίχο 18, ὅπως καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα του εὐαγγελίου, δὲν ἀποτελεῖ
προσωπικὴ ἀναφορὰ στοὺς συγκεκριμένους μαθητές, ἀλλὰ μᾶλλον ὑπαινιγμὸ πρὸς ὅλη την
Ἐκκλησία, γιὰ τὴν ὁποία εἶναι πάντα ὑπαρκτὸς ὁ κίνδυνος νὰ παγιδευθῆ σὲ διατάξεις ἐξωτερικῆς
καθαρότητας (ἤ «ευσεβισμοὺ») καὶ νὰ παραθεωρήση τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ την καθαρότητα της
καρδιᾶς.
Ἡ ἀρχικὴ συζήτησις προκαλεῖται ἀπὸ την παρατήρηση των φαρισαίων καὶ των γραμματέων, ὅτι
μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητὲς δὲν τηροῦν τη διάταξη, πού προβλέπει τελετουργικὸ πλύσιμο των χεριῶν
πρὶν το φαγητό. Ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη το Χρυσόστομο χαρακτηρίζονται ὡς «οἱ τα μεγάλα
παρατρέχοντες καὶ των περιττῶν πολὺν ποιούμενοι λόγον».
Ὁ εὐαγγελιστὴς δίνει την πληροφορία προφανῶς γιὰ τοὺς ἐθνικῆς προελεύσεως ἀναγνῶστες,
πού ἴσως δὲν γνωρὶζουν τὶς Ἰουδαϊκὲς συνήθειες, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι δὲν τρῶνε τὸ φαγητὸ τους ἂν δὲν
πλύνουν τα χέρια πρῶτα «πυγμή», δηλαδὴ πλύσιμο μὲ τὴ μιὰ παλάμη κλειστὴ μέσα στὴν ἄλλη.
«Ἐὰν μὴ πυγμὴ νίψωνται τὰς χεῖρας, οὺκ έσθίουσι», Ἐπίσης οἱ Ἰουδαῖοι, ὅταν ἐπέστρεφαν ἀπὸ την
ἀγορά, ποῦ μπορεῖ νὰ εἶχαν ἔρθει σὲ ἐπικοινωνία μὲ «μολυσμένους» ἀνθρώπους, ἤθελαν νὰ
καθαριστοῦν.
Οἱ καθαρμοὶ δὲν προβλέπονταν μόνο γιὰ το σῶμα τους, ἀλλὰ ἐπιβάλλονταν καὶ γιὰ διάφορα
ἀντικείμενα του σπιτιοῦ, ὅπως τα ποτήρια, τα ἀγγεῖα, τα χάλκινα σκεύη καὶ τὰ κρεβάτια. «Καὶ ἄλλα
πολλὰ έστινὰ παρέλαβον κρατείν, βαπτισμοὺς ποτηρίων καὶ ξεστὼν καὶ χαλκίων καὶ κλινῶν» (στ.
4).
Ἱστορικὰ ἐξηγοῦνται οἱ πολλὲς διατάξεις γιὰ τὴν καθαρότητα ἀπὸ τη μακρόχρονη διαβίωση του
Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ ἐν μέσω λαῶν ἀκαθάρτων καὶ ἀπὸ την προσπάθεια νὰ διαχωρισθῆ θρησκευτικὰ
ἀπ' αὐτούς. Ἰδιαίτερα μετὰ τη Βαβυλώνια αἰχμαλωσία οἱ διατάξεις γιὰ τὴν καθαρότητα καὶ την
τήρησι της ἀργίας του Σαββάτου γίνονται τα δυὸ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα των Ἰουδαίων, πού
εἶχαν ἐγκαταλείψει το νόμο καὶ τοὺς προφῆτες. Σημαία τους ὄχι τα οὐσιώδη, ἀλλὰ τα ἐπουσιώδη.
Ἡ κατηγορία των γραμματέων καὶ φαρισαίων ἦταν, ὅτι μερικοὶ ἀπὸ τους μαθητὲς Του «κοιναΐς
χερσὶ τουτέστιν ανύπτοις έσθίουσι τοὺς ἄρτους». Πίσω ἀπὸ την πράξη αὐτὴ των μαθητῶν
προβάλλει ἡ αὐθεντία του Μεσσία ὡς νομοθέτου. Ὁ τόνος ἐπιτιμήσεως της ἐρωτήσεως των
φαρισαίων σημαίνει τη μετάθεσι εὐθύνης στὸν Ἰησοῦ. Ἀλλὰ μία τέτοια εὐθύνη ὑπερβάσεως
ἰσχυρῶν γενικῶν κανόνων θρησκευτικῆς συμπεριφορὰς προδίδει υπερανθρώπινο κύρος.

Ἀνθρώπινες παραδόσεις (στ. 5).


Μετὰ την παρένθεση των στίχων 3-4 ἐπανέρχεται ὁ εὐαγγελιστὴς στὸ ἐλεγκτικὸ ἐρώτημα των
φαρισαίων.. «Ἔπειτα επερωτώσιν αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς: Διατὶ οὐ περιπατούσιν οἱ
μαθηταὶ σου κατὰ την παράδοσιν των πρεσβυτέρων, ἀλλ' άνίπτοις χερσὶν έσθίουσι τὸν ἄρτον;» (στ.
5). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ρωτᾶνε, λοιπόν, οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς τὸν Ἰησοῦ:
“Γιατί δὲν βαδίζουν οἱ μαθητὲς σου σύμφωνα μὲ την παράδοση των προγόνων μας, ἀλλὰ τρῶνε μὲ
ἄπλυτα χέρια;”».
Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, ἀντὶ νὰ ἐπαναφέρουν το λαὸ στὴ ἁπλὴ πίστι καὶ στὴν τήρηση
των θείων ἐντολῶν, αὐτοὶ φόρτωναν στοὺς ὤμους των ἀνθρώπων «φορτία βαρέα καὶ
δυσβάστακτα» (Ματθ. γκ' 4). Ἔτσι οἱ Ἰουδαῖοι, ἀντὶ νὰ δίνουν σημασία στὴν οὐσία, θεοποίησαν
νεκροὺς τύπους καὶ αὔξησαν τοὺς «βαπτισμοὺς» καὶ τὶς ἐξωτερικὲς καθάρσεις.
Στὸ γιατὶ οἱ μαθητὲς του Χριστοῦ δὲν ἔπλεναν τα χέρια, μὲ τὴν ἔννοια πού ἤθελαν οἱ γραμματεῖς,
μία ἁπλὴ ἀπάντησι δίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Διατὶ καὶ οἱ μαθηταὶ χερσὶν ανίπτοις ήσθιον; Οὺκ
επιτηδεύοντες τοῦτο, ἀλλ' υπερορώντες λοιπὸν των περιττῶν, καὶ τους αναγκαίοις προσέχοντες
οὔτε τὸ νίπτεσθαι, οὔτε το μὴ νίπτεσθαι νόμον ἔχοντες, ἀλλ' ὼς έτυχεν ἑκάτερον ποιoύντες» (Ε.Π.Ε.
11,74). Μετάφρασις: Ποιὸς ὁ λόγος πού οἱ μαθητὲς ἔτρωγαν μὲ άπλητα τα χέρια; Δὲν το ἔκαναν
αὐτὸ σκόπιμα, ἀλλ' ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι παρέβλεπαν ἤδη τα περιττὰ καὶ ἔδιναν σημασία μόνο στὰ
ἀναγκαία. Δὲν ἐφάρμοζαν το νόμο οὔτε γιὰ τὸ νίψιμο των χεριῶν οὔτε γιὰ τὸ μὴ νίψιμο των χεριῶν.
Ἔκαναν το καθένα ὅπως τύχαινε.

Μὲ τα χείλη τιμᾶ, ἡ καρδιὰ μακρυὰ (στ. 6-8)


Στὸ ἐρώτημα των φαρισαίων ἀπαντᾶ ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸ χωρίο του Ησαΐα κθ' 13. Στὸ χωρίο αὐτό,
ποῦ εἶναι ἕνα δριμὺ κατηγορητήριο ὄχι μόνο του προφήτη κατὰ του λαοῦ των χρόνων ἐκείνων,
ἀλλὰ καὶ του Ἰησοῦ κατὰ των Ἰουδαίων της ἐποχῆς Του, ἐκφράζεται ἀπὸ τη μία μεριὰ ἡ ὑποκριτικὴ
στάσις των Ἰουδαίων, κατὰ την ὁποία μὲ τὰ χείλη μόνο τιμοῦν τὸν Θεό, ἐνῶ ἡ καρδιὰ τους βρίσκεται
μακρυά, καὶ ἀπὸ την ἄλλη τονίζεται ἡ ἀπόστασις μεταξὺ ἐντολῆς του Θεοῦ καὶ ἀνθρώπινης
διδασκαλίας. «Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς είπεν αυτοὶς ὅτι καλῶς προεφήτευσεν Ησαΐας περὶ ύμὼν των
ὑποκριτῶν, ὼς γέγραπται: Οὗτὸς ὁ λαὸς τοὺς χείλεσὶ μὲ τιμᾶ, ἤ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ'
ἐμοῦ μάτην δὲ σέβονται μέ, διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων. Ἀφέντες γὰρ την
ἐντολὴν του Θεοῦ κρατεῖτε την παράδοσιν των ἀνθρώπων, βαπτισμοὺς ξεστὼν καὶ ποτηρίων, καὶ
ἄλλα παρόμοια τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε» (στ. 6-8). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς
ἀπάντησε: Πολύ σωστὰ προφήτευσε γιὰ σᾶς τοὺς ὑποκριτὲς ὁ Ησαΐας, πού γράφει (κθ' 13): Αὐτὸς
ὁ λαὸς μὲ τὰ χείλη του μὲ τιμᾶ, ἐνῶ ἡ καρδιὰ του βρίσκεται πολὺ μακριὰ μου. Δὲν ὠφελεῖ ποῦ μὲ
λατρεύουν (ψεύτικα μὲ λατρεύουν), ἀφοῦ διδάσκουν ἐντολὲς πού ἐπινόησαν οἱ ἄνθρωποι. Ναί,
ἀφήνετε κατὰ μέρος την ἐντολὴ του Θεοῦ καὶ τηρεῖτε ἀνθρώπινες παραδόσεις, ὅπως εἶναι οἱ
καθαρμοὶ σκευῶν καὶ ποτηρίων, καὶ κάνετε πολλὰ ἄλλα παρόμοια μὲ αυτά”».
Ὑποκριτὲς ἀποκαλεῖ ὁ Ἰησοῦς τοὺς γραμματεῖς ἐκείνους καὶ τοὺς συνευδοκούντες φαρισαίους.
Εἶναι το μόνο χωρίο στὸ Μάρκο (ζ' 6), ὅπου χρησιμοποιεῖται ὁ χαρακτηρισμὸς «ὑποκριτής». Μόνο
ὁ Κύριος μπορεῖ νὰ ἀπευθύνη αὐτὸ το χαρακτηρισμό. Ὑποκρισία εἶναι ἡ ἀπόκρυψις του ἀληθινοῦ
προσώπου μὲ κάποια θρησκευτικὴ συνήθως μάσκα. Στὸν ὑποκριτὴ δὲν φαίνονται ὅσα κρύβει μέσα
του. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ καρδιογνώστης, ποῦ ἔρευνα «τὰ ἄδηλα καὶ κρύφια» καὶ γνωρίζει τα βάθη
του κάθε ἀνθρώπου. Τα δικὰ μας μάτια ἐξαπατῶνται. Βλέπουμε τη θρησκευτικὴ βιτρίνα καὶ δὲν
διακρίνουμε τη βρωμιὰ ποῦ κρύβεται πίσω, στὴν «ἀποθήκη» του ἐσωτερικοῦ κόσμου. Ὁ Χριστὸς
βλέπει την ὑποκρισία ὡς τη χειρότερη ἁμαρτία καὶ ἀπάτη, γι' αὐτὸ καὶ έπανειλημμένως την
καυτηριάζει (ἰδὲ κγ' κεφ. Ματθαίου).
Τα μικρὰ κοίταζαν καὶ πρόσεχαν οἱ φαρισαῖοι, αὐτοὶ ποῦ ἦσαν ἔνοχοι μεγάλων παραβάσεων
των ἐντολῶν του Θεοῦ. Γι' αὐτὸ ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὸν μεγάλα ἁμαρτάνοντα ὑπὲρ
μικρῶν πρὸς ἑτέρους ακριβολογείσθαι οὐ χρή. Δέον γὰρ ὑμᾶς εγκαλείσθαι, φησί, καὶ έγκαλείτε;»
(Ε.Π.Ε. 11,74). Μετάφρασις: Όποιος διαπράττει μεγάλες ἁμαρτίες, ἂς μὴ ἐξετάζη μὲ τόση μεγάλη
λεπτομέρεια τα μικρὰ σφάλματα των ἄλλων. Διότι, λέει, ἐνῶ πρέπει κανεὶς νὰ κατηγορήση ἐσᾶς,
σεῖς κατηγορεῖτε ἄλλους;
Ἡ ἀπάντησις του Ἰησοῦ στοὺς στίχους στ' 6-13 θέτει το ζήτημα σὲ καινούργια βάσι μὲ τὴ
χρησιμοποίηση ἑνὸς συγκεκριμένου παραδείγματος (10-13). Ἡ γλώσσα του Ἰησοῦ εἶναι δριμύτατη:
«ἀφέντες», «άθετείτε», «άκυρούντες». Εἶναι ἔντονο το κατηγορητήριο, το ὁποῖο στρέφεται κατὰ
της πανίσχυρης παραδόσεως των γραμματέων καὶ φαρισαίων καὶ ἀποδεικνύει ἀσύγκριτη
αὐθεντία.

Έντολὲς του Θεοῦ, παραδόσεις ἀνθρώπων (στ. 9-12)


Ως παράδειγμα χαρακτηριστικὸ ὑποκριτικῆς καταστρατηγήσεως της θείας ἐντολῆς προσάγει ὁ
Ἰησοῦς τοὺς στίχους 9-13, την περίπτωσι ἀθετήσεως της τετάρτης ἐντολῆς του Δεκαλόγου «τίμα
τον πατέρα σου καὶ την μητέρα σου...». Μὲ τη λέξη «κορβάν», πού σημαίνει «δῶρον καὶ ἐὰν ἐξ
έμοὺ ὠφεληθῆς», αἰσθανόταν κανεὶς ἀπαλλαγμένος ἀπὸ την ὑποχρέωσι νὰ δώση στοὺς γονεῖς του
αὐτὸ πού ζητοῦσαν, διότι αὐτὸ το εἶχε ἀφιερώσει στὸ Ναὸ καὶ ἑπομένως δὲν του ἀνήκει τάχα γιὰ
νὰ βοηθήση τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες συγγενεῖς του! «Καὶ έλεγεν αυτοὶς: Καλῶς άθετείτε την ἐντολὴν
του Θεοῦ ἴνα την παράδοσιν ὑμῶν τηρήσητε. Μωϋσὴς γὰρ εἶπε. Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν
μητέρα σου, καὶ: Ὁ κακολογῶν πατέρα ἤ μητέρα θανάτῳ τελευτάτω' ὑμεῖς δὲ λέγετε: Ἐὰν εἴπη
ἄνθρωπος τῷ πατρὶ ἤ τη μητρί, κορβάν, ὅ έστι δῶρον, καὶ ἐὰν ὲξ έμοὺ ὠφεληθῆς, καὶ οὐκέτι άφίετε
αὐτὸν οὐδὲν ποιῆσαι τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἤ τη μητρὶ αὐτοῦ» (στ. 9-12). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ:
«Τοὺς ἔλεγε ἀκόμη ὁ Ἰησοῦς: “Ωραία λοιπόν! Παραβαίνετε την ἐντολὴ του Θεοῦ γιὰ νὰ
διατηρήσετε την παράδοσὶ σας! Ὁ Μωυσῆς εἶπε: Τίμα τον πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου (Εξόδ.
κ' 12) καὶ ὅποιος κακολογεῖ τον πατέρα του ἤ τη μητέρα του, νὰ τιμωρῆται μὲ θάνατο. Ἐσεῖς ὅμως
λέτε "Ἄν κάποιος πῆ στὸν πατέρα του ἤ στὴ μητέρα του κορβάν, πού σημαίνει ὅτι αὐτὸ πού μπορεῖς
νὰ ὠφεληθῆς ἀπὸ μένα, το ἔχω δωρίσει στὸν Θεό, τότε τὸν θεωρεῖτε δεσμευμένο καὶ δὲν τὸν
ἀφήνετε νὰ κάνει κάτι γιὰ τὸν πατέρα του ἤ τη μητέρα του”»!
Ὁ Χριστὸς φέρνει ἕνα συνηθισμένο, ὅπως φαίνεται, παράδειγμα της ὑποκρισίας των Ἰουδαίων.
Ἀθετοῦσαν την ἐντολὴ του Θεοῦ καὶ ἐπικαλοῦνταν κάποια ἀνθρώπινη «παράδοσι», διότι αὐτὸ τοὺς
συνέφερε. Σήμερα παραθεωρούμε το εὐαγγέλιο της σωτηρίας, την Ἁγία Γραφὴ, την Ἀλήθεια καὶ
προστρέχουμε σὲ θρησκευτικὰ παραμύθια, γιατὶ κάτι τέτοιο καὶ εὔκολο εἶναι καὶ τη συνείδησὶ μας
κοιμίζει καὶ ψευδαίσθηση σωτηρίας δημιουργεῖ. “Όποιος φεύγει ἀπὸ τα οὐσιώδη καὶ προσέχει τα
ἐπουσιώδη, αὐτὸς ἐγκληματεῖ κατὰ της ἀγάπης του Χριστοῦ καὶ κατὰ της προσωπικῆς του
σωτηρίας.
'Ἀλλ' ἂς δοῦμε το παράδειγμα, πού ἀνέφερε ὁ Κύριος. Ἔχει σχέση μὲ τὸ «κορβάν». Καὶ αὐτὸ
πάλι ἔχει σχέση μὲ την ἱερὴ ὑποχρέωση κάθε ἀνθρώπου νὰ τιμᾶ τον πατέρα του καὶ την μητέρα
του. Κάποτε μάλιστα ὀφείλει καὶ νὰ τοὺς φροντίζει, διότι βρίσκονται σὲ δεινὴ οἰκονομικὴ θέσι.
Ἐκεῖνοι τὸν φρόντιζαν ὅταν ἦταν μικρός. Αὐτὸς τώρα πού μεγάλωσε ὄχι μόνο ἀδιαφορεῖ καὶ τηρεῖ
σκληρὴ στάσι, ἀλλ' αὐτὴ την ἀδιαφορία καὶ σκληρότητὰ του την καλύπτει μὲ θρησκευτική...
εὐλάβεια! Τὶ λέει; «Δὲν μπορῶ νὰ σας βοηθήσω, γιατὶ αὐτὰ πού ἔχω εἶναι... δεσμευμένα! Εἶναι
ταμένα στὸν Θεό»! Αὐτὸ ώνομαζόταν «κορβάν». «Κορβάν, ὅ έστι δῶρον».
Πόσα λεγόμενα καὶ σήμερα «ἀφιερώματα» εἶναι δεσμεύσεις, στραγγαλισμοὶ της ἀγάπης καὶ της
ἐλεημοσύνης! Τὸ «κορβὰν» δὲν ἦταν δίλημμα «Θεὸς ἤ ἄνθρωπος;», ἀλλὰ δίλημμα «θρησκοληψία
ἤ ἀγάπη;». «Ὑποκρισία ἤ οὐσία;». «Σκληροκαρδία ἤ ἐλεημοσύνη;».
Ἄν καυτηριάζη ὁ Κύριος τὰ θρησκευτικὰ ἀφιερώματα στὴν περίπτωσι των Ἰουδαίων, πόσο
μᾶλλον καυτηριάζει ἀφιερώματα χρυσὰ καὶ ἀσημένια, πού γίνονται ἀπὸ χριστιανούς; Τα
κοσμήματὰ της π.χ. μιὰ θρησκόληπτη κυρία, εὔκολα τα κρεμάει σὲ μιὰ εἰκόνα της Παναγίας, ἀλλὰ
δύσκολα τα ἐκποιεῖ γιὰ τὶς ἀνάγκες του Χριστοῦ καὶ των «ἐλαχίστων ἀδελφῶν» Του (Ματθ κε' 40).
Τὴν ἔχουν παραμυθιάσει, ὅτι μὲ τάματα καὶ ἀφιερώματα θὰ σωθῆ! Ἐνῶ ἡ σωτηρία χαρίζεται μόνο
στοὺς μετανοοῦντας καὶ ἐλεοῦντας! Ἡ σωτηρία δὲν εἶναι συναλλαγματική! «Θὰ σου δώσω, Θεέ, το
τάμα μου, ἀλλὰ Ἐσὺ θὰ μου δώσης αὐτὸ πού ζητάω»!
Τὸ «κορβὰν» ἦταν μιὰ ευσεβοφανὴς πρόφασις, ὥστε νὰ μὴ φροντίζουν τα παιδιὰ τοὺς γονεῖς
τους!

Ἀκύρωσις του λόγου του Θεοῦ (στ. 13)


Ἐπισημαίνεται ἀπὸ τους ἑρμηνευτές, ὅτι πάντοτε έλλοχεύει ὁ κίνδυνος νὰ γίνεται δυσδιάκριτη
ἡ ἐντολὴ του Θεοῦ ἀπὸ ἀνθρώπους, ποῦ μὲ φαινομενικὰ εὐσεβὴ προσχήματα ὀχυρώνονται σὲ
τύπους, διατάξεις, κανόνες, ὅταν ὅλα αὐτά, ἐνῶ διατυπώθηκαν γιὰ νὰ διευκρινίσουν καὶ νὰ
διαφυλάξουν τη θεία ἐντολὴ, τοποθετοῦνται στὴ θέση αὐτῆς. Προτεραιότητα, δηλαδή, ἔδιναν στὰ
δευτερεύοντα, ἤ μᾶλλον στὰ ἄσημα καὶ στὰ ἀνάποδα της «θρησκείας». «Ακυρούντες τὸν λόγον
του Θεοῦ τη παραδόσει ὑμῶν ἤ παρεδώκατε καὶ παρόμοια τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε» (στ. 13).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Έτσι, ἀκυρώνετε τον λόγο του Θεοῦ, μὲ τὶς διατάξεις πού
παραλάβατε καὶ τὶς μεταβιβάζετε. Καὶ κάνετε καὶ πολλὰ ἄλλα παρόμοια».

14 Καὶ προσκαλεσάμενος πάντα τὸν ὄχλον ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀκούετέ μου πάντες καὶ
συνίετε. 15 οὐδέν
ἐστιν ἔξωθεν τοῦ ἀνθρώπου εἰσπορευόμενον εἰς αὐτὸν ὃ δύναται αὐτὸν
κοινῶσαι, ἀλλὰ τὰ ἐκπορευόμενά ἐστι τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον. [ 16 εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν,
ἀκουέτω]. 17 Καὶ ὅτε εἰσῆλθεν εἰς οἶκον ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ἐπηρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ τῆς
παραβολῆς. 18 καὶ λέγει αὐτοῖς· οὕτω καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοί ἐστε; οὔπω νοεῖτε ὅτι πᾶν τὸ ἔξωθεν
εἰσπορευόμενον εἰς τὸν ἄνθρωπον οὐ δύναται αὐτὸν κοινῶσαι; 19 ὅτι οὐκ εἰσπορεύεται αὐτοῦ εἰς
τὴν καρδίαν, ἀλλὰ εἰς τὴν κοιλίαν, καὶ εἰς τὸν ἀφεδρῶνα ἐκπορεύεται, καθαρίζον πάντα τὰ
βρώματα. 20 ἔλεγε δὲ ὅτι τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον, ἐκεῖνο κοινοῖ τὸν
ἄνθρωπον. 21 ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται,
μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, 22 κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός,
βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀφροσύνη· 23 πάντα ταῦτα τὰ πονηρὰ ἔσωθεν ἐκπορεύεται καὶ κοινοῖ τὸν
ἄνθρωπον.

Είσπορευόμενα καὶ ἐκπορευόμενα (στ. 14-16)


Οπῶς τα κριτήρια του Ἰησοῦ γιὰ τη διαφορὰ μεταξὺ «καθαρῶν» καὶ «ἀκαθάρτων» εἶναι
καθοριστικά, ἔτσι εἶναι καὶ ἡ διαφορὰ μεταξὺ των «κοινούντων», δηλαδή, ἐκείνων πού μολύνουν.
Μιλάει στὴ συνέχεια ὁ Ἰησοῦς γιὰ «εισπορευόμενα» καὶ «έκπορευόμενα» (14-23). Ἐδῶ καὶ Ἰησοῦς
πραγματοποιεῖ μιὰ ἐπαναστατικὴ ἀλλαγὴ στὰ κριτήρια καὶ στὴν ὅλη θεώρηση του ζητήματος της
ἠθικῆς καθαρότητας.
Στοὺς στίχους αὐτοὺς το σκηνικὸ μεταβάλλεται. Ὁ Ἰησοῦς ἀπευθύνεται στὸν ὄχλο. Στὴν ἀρχὴ
του ὅλου θέματος περὶ καθαρῶν καὶ ἀκαθάρτων, ἀπαντᾶ στοὺς φαρισαίους καὶ γραμματεῖς, ποῦ
εἰδικὰ εἶχαν ἔλθει ἀπὸ την πρωτεύουσα γιὰ νὰ βροῦν ἀφορμὴ νὰ πλήξουν τον Ἰησοῦ. Στὴ συνέχεια
γιὰ το ἴδιο θέμα μιλάει πρὸς ὅλο τον κόσμο. Έγκαταλείπει τους ὑπερήφανους φαρισαίους, καὶ
ἀπευθύνεται στὸ λαὸ μὲ τοὺς ταπεινοὺς ἀνθρώπους, πού ἦταν καλοπροαίρετοι καὶ καλοδιάθετοι.
Καὶ διατυπώνει μὲ μιὰ αὐθεντικὴ φράσι τον κανόνα της πραγματικῆς καθαρότητας του
ἀνθρώπου: Δὲν μολύνει τον ἄνθρωπο ό,τι ἀπ' ἔξω εἰσέρχεται μέσα του, ἀλλ' ἀπὸ ό,τι έξέρχεται ἀπ'
αὐτόν. «Καὶ προσκαλεσάμενος πάντα τὸν ὄχλον έλεγεν αυτοὶς: Ἀκούετὲ μου, πάντες, καὶ συνίετε.
Οὐδὲν έστιν ἔξωθεν του ἀνθρώπου εισπορευόμενον εἰς αὐτὸν καὶ δύναται αὐτὸν κοινώσαι, ἀλλὰ
τα ἐκπορευόμενὰ ἐστὶ τα κοινούντα τον ἄνθρωπον. Εἰ τὶς ἔχει ὦτα ἀκούειν, άκουέτω» (στ. 14-16).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Φώναξε πάλι ὁ Ἰησοῦς τὸν κόσμο κοντὰ Του καὶ τοὺς εἶπε: Ακούστε
μὲ ὅλοι καὶ καταλάβετὲ το: Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ πού ἀπ' ἔξω μπαίνουν μέσα στὸν ἄνθρωπο (διὰ της
τροφῆς) δὲν μπορεῖ νὰ τον κάνη (ἠθικῶς) ἀκάθαρτο. Αὐτὰ πού βγαίνουν μέσα ἀπὸ τον ἄνθρωπο,
αὐτὰ τὸν κάνουν (ἠθικῶς) ἀκάθαρτο. "Ὅποιος ἔχει αὐτιὰ γιὰ νὰ ἀκούη, ἂς ακούη”».
Οἱ φαρισαῖοι πρόσεχαν τα ἐντάλματα των ἀνθρώπων. Τηροῦσαν μιὰ ἀνόητη καὶ εὔκολη
θρησκευτικότητα. Ὁ λαὸς ὅμως θέλει ἀλήθεια. Καὶ γι' αὐτὸ μιλώντας ὁ Χριστὸς στὸ λαὸ γιὰ τὴν
ἐσωτερικὴ πνευματικότητα, θέμα σπουδαιότατο γιὰ τὴ σωτηρία, καλεῖ ὅλους νὰ ἀνοίξουν τα
ἐσωτερικὰ τους αὐτιά. «Εἰ τὶς ἔχει ὦτα ἀκούειν, άκουέτω» (στ. 16).
Οἱ φαρισαῖοι παρέβαιναν το νόμο του Θεοῦ. Ἡ παρέμβασις του Χριστοῦ, λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος, μοιάζει σὰν νὰ λέη (ὁ Χριστὸς) γιὰ τοὺς φαρισαίους καὶ γιὰ τοὺς δικοὺς Του μαθητὲς:
«Εἰ αὐτοὶ τὸν νόμον ἔλυσαν, καὶ παρὰ καιρόν, διὰ τὴν ἰδίαν παράδοσιν, καὶ ἠκούσατε, πολλὼ
μᾶλλον έμοὺ ἀκούειν χρὴ του κατὰ τὸν προσήκοντα καιρὸν ἐπὶ μείζονα ὑμᾶς ἄγοντος φιλοσοφίαν»
(Ε.Π.Ε. 11,84). Μετάφρασις: Ἄν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι κατέλυσαν το νόμο, καὶ μάλιστα ὄχι
σὲ κατάλληλο καιρό, ἐξ αἰτίας της δικῆς τους παραδόσεως, ἀλλ' ὑπακούσατε σ' αὐτούς, πολὺ
περισσότερο πρέπει νὰ ὑπακούετε σὲ μένα, ποῦ στὸν κατάλληλο καιρὸ σας ὁδηγῶ σὲ ὑψηλότερο
τρόπο ζωῆς.
Το ρῆμα «κοινοὺν» συνδέει γλωσσικὰ το 14-15 μὲ προηγούμενο (στ. 2), «κοιναΐς χερσίν». Ἡ
φράσις «τα ἐκπορευόμενὰ ἐστὶ τα κοινούντα τὸν ἄνθρωπον», πού χαρακτηρίστηκε ὡς «μία ἀπὸ τὶς
σπουδαιότερες ρήσεις στὴν ἱστορία των θρησκειῶν», φέρνει στὸ νοῦ μας καὶ το κήρυγμα των
προφητῶν της Παλαιὰς Διαθήκης, κατὰ τους ὁποίους πάνω ἀπὸ τη λειτουργικὴ καθαρότητα
βρίσκεται ἡ καθαρὴ καρδιά. Γι' αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ὁ Ἰησοῦς μακαρίζει τους ἀνθρώπους, πού εἶναι
«καθαροὶ τη καρδία», στοὺς ὁποίους ὑπόσχεται ὅτι αὐτοὶ «τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. ε' 8).
Τὰ παραβολικὰ αὐτὰ λόγια του Ἰησοῦ διασώζει καὶ ὁ Ματθαίος (ιε 11 ἐξ.), ἀφήνοντας
σαφέστερα νὰ ἐννοηθῆ, ὅτι δὲν ἀναφέρεται σὲ θέματα τροφῆς.

Καρδία ἤ κοιλία; (στ. 17-19)


Παραβολὴ χαρακτηρίζει ὁ εὐαγγελιστὴς τα ὅσα εἶπε στὸν πολὺ κόσμο. Θὰ ἔρθη ἡ στιγμή, ποῦ
οἱ χριστιανοὶ θὰ καταλάβουν, ὅτι «οὐκ έστιν ἡ βασιλεία του Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις» (Ρωμ. ιδ' 17).
Τώρα δὲν μποροῦν ἀκόμα νὰ νοήσουν πλήρως, ὅτι δὲν μιλάει ὁ Χριστὸς γιὰ διάκρισι φαγητῶν σὲ
«καθαρὰ» καὶ «ἀκάθαρτα», ἀλλὰ μιλάει γιὰ τὴ διάκρισι ὑλικῶν καὶ πνευματικῶν, καὶ τη διάκρισι
οὐσίας καὶ τύπων. Γι' αὐτὸ χρησιμοποιεῖ παραβολικὸ τρόπο.
Ἔρχεται, λοιπόν, το τρίτο ἀκροατήριο, ὅπου ὁ Χριστὸς ἐπεξηγεῖ την παραβολή. Πρῶτο
ἀκροατήριο οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι. Δεύτερο ἀκροατήριο ὁ πολὺς κόσμος. Τρίτο
ἀκροατήριο οἱ μαθητές, ὁ στενὸς κύκλος της συνοδείας του Ἰησοῦ.
Στὸ ἐρώτημα των μαθητῶν γιὰ το νόημα της παραβολῆς ἀπαντᾶ ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ πρῶτα τους
ἐπιπλήττει γιὰ την ἀδυναμία νὰ τα κατανοήσουν. Εἶναι ἐνδεχόμενο μὲ τα λόγια αὐτὰ νὰ θέλη ὁ
εὐαγγελιστὴς νὰ ὑπογραμμίση ὄχι μόνο γιὰ λόγους θεολογικούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ λόγους
ἱεραποστολικοὺς την ἐλευθερία της Ἐκκλησίας ἀπὸ προηγούμενες Ἰουδαϊκὲς διατάξεις καὶ νὰ
διευκολύνη ἔτσι την εἴσοδο των ἐθνικῶν στὴ νέα πίστι. «Καὶ ὅτε εισήλθεν εἰς οἶκον ἀπὸ του ὄχλου,
επηρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ της παραβολῆς. Καὶ λέγει αυτοϊς: Οὕτω καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοὶ
έστε; Ούπω νοεῖτε ὅτι πᾶν τὸ ἔξωθεν εισπορευόμενον εἰς τὸν ἄνθρωπον οὐ δύναται αὐτὸν
κοινώσαι; "Ὅτι οὐκ εισπορεύεται αὐτοῦ εἰς την καρδίαν, ἀλλ' εἰς τὴν κοιλίαν, καὶ εἰς τὸν άφεδρώνα
ἐκπορεύεται, καθαρίζουν πάντα τα βρώματα» (στ. 17-19). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὅταν δὲ
μετὰ την ὁμιλία Του πρὸς τὸ λαὸ μπῆκε ὁ Ἰησοῦς σὲ ἕνα σπίτι, οἱ μαθητὲς Του Τὸν ρωτοῦσαν γιὰ
τὸν παραβολικὸ λόγο. Καὶ τοὺς λέει: “Καί σεῖς ἀκόμη δυσκολεύεστε τόσο νὰ καταλάβετε; Ἀκόμη
δὲν καταλαβαίνετε, ὅτι κάθε τί, ποῦ μπαίνει ἀπ' ἔξω στὸν ἄνθρωπο, δὲν μπορεῖ (ἠθικῶς) νὰ τὸν
μολύνη; Διότι (αὐτὸ πού τρώει) δὲν μπαίνει στὴν καρδιὰ του, ἀλλὰ μπαίνει στὴν κοιλιὰ του.
Ἀποβάλλεται μάλιστα (κατὰ το περιττὸ καὶ ἀκάθαρτο μέρος) στὸ ἀποχωρητήριο, ἀφήνοντας ἔτσι
καθαρὲς ὅλες τὶς τροφὲς (πού κράτησε ὁ οργανισμός)”».
Διευκρινίζοντας ὁ Ἰησοῦς τὸν παραβολικὸ λόγο, δὲν ἀναφέρει ρητῶς τὶς τροφές, ἀλλὰ σαφῶς
τὶς ὑπονοεῖ, ἐφ' ὅσον λέει πὼς ό,τι εἰσέρχεται μέσα στὸν ἄνθρωπο, δὲν «είσπορεύεται αὐτοῦ εἰς
την καρδίαν, ἀλλ' εἰς την κοιλίαν καὶ εἰς τὸν άφεδρώνα ἐκπορεύεται» (στ. 19). Τὸ «εισπορεύεται»
καὶ το «έκπορεύεται» εἶναι ρήματα παραβολικά, πού χρησιμοποιοῦνται πρὸς ἔκφραση των
ἀντιτιθεμένων ἰδεῶν, του ὑλιστικοῦ τρόπου ζωῆς καὶ της πνευματικῆς ζωῆς.
Ἡ φράσις «καθαρίζουν πάντα τα βρώματα», κατὰ τὸν Τρεμπέλα σημαίνει, ὅτι «το περιττὸν καὶ
ἄχρηστον μέρος του φαγητοῦ ἀποβάλλεται εἰς τὸν κοπρώνα καὶ ἔτσι ἀφήνει καθαρὲς τὶς οὐσίες,
πού συνεκράτησεν ὁ ὀργανισμός».
Γιὰ νὰ ἀποφευχθῆ ὁποιαδήποτε παρανόησις, πρέπει νὰ σημειωθῆ ὅτι ἡ διάκρισις «καθαρῶν»
καὶ «ἅκαθάρτων» τροφῶν δὲν συμπίπτει μὲ τη χριστιανικὴ διάκρισι νηστησίμων ἤ μὴ φαγητῶν,
ἀλλὰ σχετίζεται μὲ τὶς διατάξεις του Λευϊτικοὺ (κεφ. ἴα). Τὴ νοοτροπία των Ἰουδαίων περὶ καθαρῶν
καὶ ἀκαθάρτων ὑπαινίσσεται καὶ ὁ Παῦλος στὴν πρὸς Κολοσσαεὶς: «Μὴ άψη, μηδὲ γεύση, μηδὲ
θίγης, ἅ ἐστὶ πάντα εἰς φθορὰν τη αποχρώσει, κατὰ τα ἐντάλματα καὶ διδασκαλίας ἀνθρώπων» (Β'
21-22).
Τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη εἶναι τα ἐκπορευόμενα, αὐτὰ πού πηγάζουν ἀπὸ την καρδιά, ἀπὸ την
«ἐπιθυμία της σαρκὸς καὶ την ἐπιθυμία των ὀφθαλμῶν» (Α' Ιωάν. β' 16). Ψυχικὰ πάθη, ποῦ
πηγάζουν, ἄρα «έκπορεύονται» καὶ μολύνουν τον ἄνθρωπο, ἔχουν ἀφορμὴ πολλὲς φορὲς
«εισπορευόμενα», ἤ φαγητὰ ἤ θεάματα ἤ ἀκούσματα, ἤ παρέες, ἤ αἰσχροὶ ἔρωτες.
Δὲν ἔχει σημασία το τὶ τρῶς, ἀλλὰ το τὶ λές! Αὐτὸ δὲν σημαίνει, ὅτι μπορεῖς νὰ τρῶς ό,τι νάναι
καὶ ὅποτε νάναι. Γιὰ το φαγητὸ μὲ μέτρο λέει ὁ Χριστὸς ὅτι εἶναι «εισπορευόμενον», ποῦ δὲν
«κοινοῦ», δὲν μολύνει τον ἄνθρωπο. Στὸ ὑπέρμετρο φαγητὸ το «εισπορευόμενον» βλάπτει καὶ
σωματικὰ τὸν ἄνθρωπο, κυρίως ὅμως πνευματικά. Ἤ πέραν του μέτρου καὶ ἡ βλαβερὴ τροφή,
μετατρέπει τον ἄνθρωπο σὲ ζῶο, τὸν κάνει ὑποχείριο του πάθους της λαιμαργίας καὶ
γαστριμαργίας. Σ' αὐτὴ την περίπτωσι ἔχουμε «έκπορευόμενον» το πάθος της κοιλιοδουλείας, ποῦ
στοὺς ὑλιστικοὺς ἀνθρώπους γίνεται είδωλοποίησις, θεοποίησις της κοιλίας («ὢν θεὸς ἤ κοιλία» -
Φιλιπ. γ' 19).
Μπαίνει, λοιπόν, καὶ μὲ τὸ φαγητὸ το κακό. Γιὰ πολλοὺς γαστρονομικοὺς τύπους ἰσχύει το «ζοῦν
γιὰ νὰ τρῶνε», ἀντὶ του «τρῶνε γιὰ νὰ ζοῦν». "Ὅσο ζοῦν μὲ τὴν πολυφαγία τους γεμίζουν τοὺς
«άφεδρώνες», τοὺς βόθρους, τοὺς ὑπονόμους. Καὶ ὅταν πεθαίνουν παχαίνουν τα σκουλήκια της
γῆς!

Ἀπὸ μέσα ἐκπορεύονται τα κακὰ (στ. 20-23)


Στοὺς στίχους 20-23, ἀπαριθμεῖ ὁ Ἰησοῦς αὐτὰ πού ἐκπορεύονται μέσα ἀπὸ την καρδιὰ του
ἀνθρώπου καὶ τὸν μολύνουν. «Ἔλεγε δὲ ὅτι το ἐκ του ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον, ἐκεῖνο κοινοῦ τὸν
ἄνθρωπον. "Ἔσωθεν γὰρ ἐκ της καρδίας των ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται,
μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, άσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός,
βλασφημία, υπερηφανία, άφροσύνη. Πάντα ταῦτα τα πονηρὰ ἔσωθεν ἐκπορεύεται καὶ κοινοῦ τον
ἄνθρωπον» (στ. 20-23). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἐπίσης ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς: “Εκείνο, ποῦ βγαίνει
μέσα ἀπὸ τον ἄνθρωπο, ἐκεῖνο κάνει ἀκάθαρτο τον ἄνθρωπο. Διότι μέσα ἀπὸ την ψυχὴ των
ἀνθρώπων βγαίνουν οἱ κακὲς σκέψεις, μοιχεῖες, πορνεῖες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες, πονηρίες,
δόλος, ἀκολασία, φθόνος, διαβολὴ καὶ συκοφαντία, ὑπερηφάνεια, ἀφροσύνη. Ὅλα αὐτὰ τα κακὰ
βγαίνουν ἀπὸ μέσα καὶ καθιστοῦν τον ἄνθρωπο ακάθαρτο”».
Ἡ «καρδία», γιὰ τὴ βιβλικὴ ἀνθρωπολογία, εἶναι το κέντρο της προσωπικότητας του ἀνθρώπου.
Ἀπὸ το κέντρο αὐτὸ ἐκπορεύονται ἀποφάσεις, πού δείχνουν, ἂν ὁ ἄνθρωπος εἶναι καθαρὸς ἤ
ἀκάθαρτος.
Τὰ ἐξωτερικὰ καὶ σήμερα προσέχουμε. Ἀκόμα καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ σύναξι. Νὰ ἔχουμε
θέλουμε ροῦχα καινούργια καὶ καθαρὰ καὶ το σῶμα πλυμένο. Καὶ τὴν ψυχὴ τὴν ἀφήνουμε
ἀκάθαρτη. Σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καὶ ἐν τη ἐκκλησία τοιοῦτον ορώμεν έθος κρατοῦν
παρὰ τοὺς πολλοὺς καὶ ὅπως μὲν ἐν καθαροὺς εισέλθοιεν ίματίοις σπουδάζοντας, καὶ ὅπως τὰς
χεῖρας νίψαιντο: ὅπως δὲ ψυχὴν καθαρὰν παραστήσαιεν τῷ Θεῶ, οὐδένα ποιουμένους λόγον. Καὶ
ταῦτα λέγω, οὐ κωλύων ὥστε χεῖρας νίπτειν, οὐδὲ στόμα, ἀλλὰ βουλόμενος οὕτω νίπτειν, ὼς
προσήκει, οὺχ ύδατι μόνον, ἀλλ' ἀντὶ του ὕδατος ταϊς αρεταὶς» (Ε.Π.Ε. 11,94).
Μετάφρασις: Καὶ στὴν Ἐκκλησία βλέπουμε, ὅτι ἐπικρατεῖ παρόμοια συνήθεια στοὺς
περισσοτέρους: φροντίζουν πὼς νὰ ἔρθουν μὲ καθαρὰ ροῦχα καὶ πὼς νὰ πλύνουν τα χέρια τους.
Καμμιὰ φροντίδα ὅμως δὲν καταβάλλουν, πὼς νὰ παρουσιάσουν καθαρὴ τὴν ψυχὴ τους μπροστὰ
στὸν Θεό. Καὶ αὐτὰ τα λέω ὄχι γιὰ νὰ σας ἐμποδίσω νὰ πλένετε τα χέρια σας ἤ το στόμα σας, ἀλλ'
ἐπειδὴ θέλω ἔτσι νὰ πλένεστε, ὅπως ἁρμόζει, δηλαδὴ ὄχι μόνο μὲ το νερό, ἀλλ' ἀντὶ του νεροῦ, μὲ
τὶς ἀρετές.
Οἱ περιπτώσεις ἀκαθάρτων ἐκδηλώσεων περιγράφονται μὲ δώδεκα οὐσιαστικά, ποῦ
συνοψίζονται προκαταρκτικὰ στοὺς «κακοὺς λογισμούς», χωρὶς βέβαια νὰ ἐξαντλοῦν το σύνολο
των ποικίλων ἁμαρτωλῶν ἐκδηλώσεων, ποῦ μπορεῖ νὰ ἐκπορεύονται ἀπὸ την καρδιά. Παρόμοιοι
κατάλογοι κακιῶν εἶναι γνωστοί, ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς του Παύλου (Ρωμ. α' 29-31. Γαλ. ε' 19-21.
Κολοσ. γ' 5έξ.).
Οἱ «διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ» (στ'. 20), ποῦ προσδιορίζονται κατόπιν μὲ ἕξι οὐσιαστικὰ στὸν
πληθυντικὸ ἀριθμὸ («πορνεῖαι, μοιχεῖαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι») καὶ ἕξι οὐσιαστικὰ
στὸν ἑνικὸ («δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφάνεια, ἀφροσύνη»)
δηλώνουν διάφορες ἁμαρτωλὲς ἐνέργειες.

• Μὲ τὸ «πορνεῖαι» δηλώνονται γενικώτερες σεξουαλικὲς παρεκτροπές.


• Τὸ «μοιχεῖαι» σχετίζεται ειδικότερα μὲ την παράβασι της ἕκτης ἐντολῆς του Δεκαλόγου.
• Τὸ «κλοπαί», το «φόνοι», το «πλεονεξία» σχετίζονται μὲ τὴν παράβαση των ἐντολῶν 7, 8 καὶ 10.
• Τὸ «πονηρίαι» εἶναι γενικὸς ὄρος, πού δηλώνει κακότητα.
• Τὸ «δόλος» εἶναι ἡ ἀπάτη.
• Τὸ «ασέλγεια» εἶναι γενικὰ ἡ ἀκολασία. Εἶναι ἡ ὁρμὴ πρὸς τὶς σαρκικὲς ἀπολαύσεις. 'Ἀχαλίνωτη
κάθε αἰσχρότητα.
• Τὸ «ὀφθαλμὸς πονηρὸς» εἶναι ἡ ζήλεια καὶ ὁ φθόνος (ἰδὲ καὶ Ματθ. κ' 15).
• Τὸ «βλασφημία» εἶναι ἡ προσβολὴ του Θεοῦ καὶ του συνανθρώπου.
• Το «υπερηφανία», ἅπαξ λεγόμενο στὴν Καινὴ Διαθήκη, εἶναι ἡ ἔπαρσις.

24 Καὶἐκεῖθεν ἀναστὰς ἀπῆλθεν εἰς τὰ μεθόρια Τύρου καὶ Σιδῶνος. καὶ εἰσελθὼν εἰς οἰκίαν
οὐδένα ἤθελε γνῶναι, καὶ οὐκ ἠδυνήθη λαθεῖν. 25 ἀκούσασα γὰρ γυνὴ περὶ αὐτοῦ, ἧς εἶχε τὸ
θυγάτριον αὐτῆς πνεῦμα ἀκάθαρτον, ἐλθοῦσα προσέπεσε πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ· 26 ἡ δὲ γυνὴ ἦν
῾Ελληνίς, Συροφοινίκισσα τῷ γένει· καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα τὸ δαιμόνιον ἐκβάλῃ ἐκ τῆς θυγατρὸς
αὐτῆς. 27 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ἄφες πρῶτον χορτασθῆναι τὰ τέκνα· οὐ γάρ ἐστι καλὸν λαβεῖν
τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ τοῖς κυναρίοις βαλεῖν. 28 ἡ δὲ ἀπεκρίθη καὶ λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε· καὶ τὰ
κυνάρια ὑποκάτω τῆς τραπέζης ἐσθίουσιν ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν παιδίων. 29 καὶ εἶπεν αὐτῇ· διὰ
τοῦτον τὸν λόγον ὕπαγε· ἐξελήλυθε τὸ δαιμόνιον ἐκ τῆς θυγατρός σου. 30 καὶ ἀπελθοῦσα εἰς τὸν
οἶκον αὐτῆς εὗρε τὸ παιδίον βεβλημένον ἐπὶ τὴν κλίνην καὶ τὸ δαιμόνιον ἐξεληλυθός.
Ἀγάπη χωρὶς σύνορα (στ. 24)
Ἡ διήγησις αὐτὴ ἐντάσσεται στὸ ἱεραποστολικὸ στοιχεῖο του εὐαγγελιστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία,
ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὶς τυπικὲς Ἰουδαϊκὲς διατάξεις, δέχεται στοὺς κόλπους της ὅλους. Στρέφεται ὁ
εὐαγγελιστὴς κατὰ της ἀποκλειστικότητας της σωτηρίας, γιὰ νὰ δείξη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς
Ἰουδαίους, τη χριστιανικὴ θέση γιὰ την παγκοσμιότητα της προσφερομένης ἐν Χριστῶ σωτηρίας.
Ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε καὶ πῆγε στὰ ὅρια Τύρου, δηλαδὴ σὲ περιοχὴ ποῦ βρίσκεται στὰ βόρεια σύνορα
της Γαλιλαίας καὶ κατοικεῖται ἀπὸ ἐθνικούς. Ἰδιαίτερα ἡ Τύρος καὶ ἡ Σιδώνα, κατὰ την Ἰουδαϊκὴ
παράδοση, εἶναι χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις ἐθνικῶν πόλεων. «Καὶ ἐκεῖθεν αναστὰς άπήλθεν εἰς
τα μεθόρια Τύρου καὶ Σιδῶνος. Καὶ εἰσελθὼν εἰς οἰκίαν οὐδένα ἤθελε γνώναι, καὶ οὐκ ἠδυνήθη
λαθεὶν» (στ. 24). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Σηκώθηκε δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τον τόπο ἐκεῖνο καὶ
πῆγε στὴν περιοχὴ της Τύρου καὶ της Σιδῶνος. Καὶ μπῆκε σ' ἕνα σπίτι καὶ δὲν ἤθελε νὰ το μάθη
κανείς, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ διαφύγη της προσοχῆς».
Ἤ Τύρος καὶ ἡ Σιδὼν ἀνῆκε στὴ Συροφοινίκη, πού ἦταν μιὰ λωρίδα γῆς στὴ Μεσόγειο, γνωστὴ
γιὰ την ἀρχαιότητὰ της, τον πλοῦτο της καὶ τον πολιτισμὸ της. Εἶχε, φαίνεται παραμείνει κάπως
ἀνεξάρτητη ἀπὸ την Ἰουδαϊκή, Ἑλληνικὴ καὶ Ἀσσυριακὴ κυριαρχία, καίτοι ἦταν καὶ αὐτὴ ὑπόδουλος
στὴ Ρώμη.
Πρὸς τα μέρη ἐκεῖνα πορεύτηκε ὁ Ἰησοῦς. Μπῆκε σὲ κάποιο γνωστὸ σπίτι. Δὲν ἤθελε κανένας
νὰ το ξέρη. Ἤθελε γιὰ λίγο νὰ κρυφτῆ. Ἀλλὰ δὲν μπόρεσε. «Καὶ οὐκ ἠδυνήθη λαθείν». "Ἅμα ἤθελε,
κρυβόταν, ὅπως τόσα χρόνια ἦταν κρυμμένη ἡ θεία λάμψις Του στὴν «κρυψώνα», πού λέγεται
Ναζαρέτ. “Όπως κρύβεται το μυστήριὸ Του ἀπὸ τα μάτια ἀνθρώπων ἀσεβῶν καὶ ὑπερηφάνων. Τὸ
«δὲν μπόρεσε νὰ κρυφτῆ» δὲν φανερώνει δικὴ Του ἀδυναμία, ἀλλὰ δείχνει τη λαχτάρα του κόσμου
νὰ Τὸν συναντήση. Ἤθελε, μὰ δὲν ἦταν δυνατόν. Εἶναι δυνατὸν νὰ κρυφτῆ ὁ ήλιος;"Αλλο τόσο δὲν
μποροῦσε νὰ κρυφτῆ ἡ ἀγάπη του Χριστοῦ. Ἤδη ἡ φήμη Του εἶχε περάσει τα σύνορα της Ἰουδαίας.
Ἡ ἀγάπη δὲν ἔχει σύνορα, ὅπως δὲν ἔχει σύνορα ὁ ἥλιος. "Ὅσα συρματοπλέγματα καὶ
ὁδοφράγματα κι ἂν τοποθετηθοῦν στὰ σύνορα καὶ ὅσοι σκοποὶ ωπλισμένοι κι ἂν σταθοῦν, ὁ ἥλιος
δὲν ἐμποδίζεται στὸ πέρασμὰ του. Γιὰ τον ἥλιο δὲν ὑπάρχουν σύνορα, ὅπως δὲν ὑπάρχουν σύνορα
γιὰ τὸν ἀέρα. Ὁ ἀέρας κυκλοφορεῖ ἐλεύθερα χωρὶς διαβατήριο, χωρὶς διακρίσεις. Ἔτσι καὶ ἡ ἀγάπη
του Θεοῦ κυκλοφορεῖ ἐλεύθερα. Εἶναι ἀγάπη καθολική, χωρὶς διακρίσεις, ἀγὰπῆ ἀντιρατσιστική.
Ὁ Χριστὸς ἐξέρχεται ἀπὸ τα στενὰ ὅρια της Ἰουδαίας καὶ ἔρχεται στὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος.
Πρόκειται γιὰ το ἄνοιγμα της ἀγάπης του Θεοῦ στὸν κόσμο ὅλο. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ὁ Θεὸς μόνο
ἑνὸς λαοῦ. Εἶναι ὁ Θεὸς κάθε λαοῦ. Παγκόσμια ἡ ἀγάπη Του. Ἀγκαλιάζει ὅλα τα ἔθνη. Καὶ ἡ
Ἐκκλησία καλεῖ ὅλα τα ἔθνη: «Δεῦτε πάντα τα ἔθνη, γνώτε του φρικτοῦ μυστηρίου τὴν δύναμιν»
(ἀπὸ τοὺς αἴνους του γ' ἤχου).

Μητέρα πονεμένη (στ. 25-26).


Ἡ προσπάθεια του Ἰησοῦ ν' ἀποφύγη τη δημοσιότητα, ὅπως γνωρίζουμε καὶ ἀπὸ ἄλλες
διηγήσεις, προσκρούει στὴν ἐπίσκεψη μίας γυναίκας, ποῦ ἤ θυγατέρα της εἶχε πνεῦμα ἀκάθαρτο.
«Ἀκούσασα γὰρ γυνὴ περὶ αὐτοῦ, ἧς εἶχε το θυγάτριον αὐτῆς πνεῦμα ἀκάθαρτον, ἐλθοῦσα
προσέπεσε πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ» (στ. 25). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Δὲν μποροῦσε νὰ
διαφύγη της προσοχῆς. Διότι μία γυναίκα, πού το κορίτσι της εἶχε πνεῦμα ἀκάθαρτο (δαιμόνιο),
ὅταν ἄκουσε γι' Αὐτόν, ἦρθε καὶ ἔπεσε στὰ πόδια Του».
Ἡ πονεμένη μητέρα, γιὰ νὰ πλησιάση τὸν Χριστό, ἐξέρχεται καὶ αὐτὴ ἀπὸ τα σύνορα. Περνᾶ τα
σύνορα της πατρίδας της.
Ἄν στὸν Χριστὸ βλέπουμε την ἀγάπη χωρὶς σύνορα, στὴ Χαναναία βλέπουμε τον πόνο χωρὶς
σύνορα. Παντοῦ εἶναι ξαπλωμένος ὁ πόνος. Παντοῦ μανάδες πονεμένες, σὰν τὴν πονεμένη
Χαναναία μητέρα. Ὁ πόνος δὲν κάνει διάκρισι. Εἶναι καθολικὸ φαινόμενο. Ξεσχίζει την καρδιὰ καὶ
λευκῶν καὶ μαύρων. Κάνει νὰ κλαῖνε τα μάτια ὅλων των κατοίκων του πλανήτη μας.
Πὼς ἔφτασε στὰ αὐτιὰ της Χαναναίας ἡ φήμη του Ἰησοῦ; Καὶ ὁ ἦχος περὶ Χριστοῦ ἦταν ὑπέρηχος
καὶ ἡ ψυχὴ της Χαναναίας ἦταν «εὔηχος». Ἔτσι λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Ὁ ἦχος περὶ
του Χριστοῦ εὔηχον εύρὼν σκεῦος τὴν Χαναναίαν, δι' αὐτῆς επηχεὶ γεγονότερον: άναπεισθείσα
γὰρ καὶ πιστεύσασα καὶ προσδραμούσα θερμώς, εξάκουστος ἱκέτης ἅμα καὶ κήρυξ γίνεται
κραυγάζουσα πὸρρωθεν “Ελέησόν μέ, Κύριε, υἱὲ Δαβίδ”» (Ε.Π.Ε. 11,24). Μετάφρασις: Ἡ φήμη καὶ
ἡ φωνὴ γιὰ τὸν Χριστὸ βρῆκε ευήκοο πρόσωπο, τη Χαναναία, καὶ διὰ της Χαναναίας ἀκούγεται
ἰσχυρότερα. Ἡ Χαναναία πείστηκε καὶ πίστευσε, γι' αὐτὸ καὶ προσέτρεξε θερμὼς στὸν Χριστό. Ἔτσι
ἔγινε φημισμένη ἱκέτιδα, συγχρόνως δὲ καὶ κήρυκας, ὅταν ἀπὸ μακρυὰ κραύγαζε: «Ἐλέησὲ μέ,
Κύριε, ποῦ εἶσαι ὁ υἱὸς του Δαβίδ».
Ὁ εὐαγγελιστὴς σημειώνει, ὅτι ἡ γυναίκα αὐτὴ ἦταν «ἑλληνίς», δηλαδή, εἰδωλολάτρισσα, κατὰ
την ἔννοια ποῦ ἔχει στὴν Καινὴ Διαθήκη. «Συροφοινίκισσα τῷ γένει», δηλώνει την ἐθνικότητὰ της.
«Ἡ δὲ γυνὴ ἣν Έλληνίς, Συροφοινίκισσα τῷ γένει. Καὶ ήρώτα αὐτὸν ἴνα τὸ δαιμόνιον ἐκβάλη ὲκ της
θυγατρὸς αὐτῆς» (στ. 26). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Αὐτὴ δὲ ἡ γυναίκα ἦταν εἰδωλολάτρισσα,
καὶ καταγόταν ἀπὸ τη Φοινίκη της Συρίας. Καὶ Τὸν παρακαλοῦσε νὰ βγάλη τὸ δαιμόνιο ἀπὸ τη
θυγατέρα της».
Οἱ κάτοικοι της Τύρου, ὅπως καὶ ὅλης της παραλίας της Συρίας, δηλαδὴ της Φοινίκης, ἦσαν
Φοίνικες καὶ θεωροῦνταν ἀπόγονοι των ἀρχαίων κατοίκων της Παλαιστίνης, των Χαναναίων
(Ματθ. ἰὲ' 22), ἐξ οὐ καὶ ἡ γυναίκα χαρακτηρίζεται ὡς Χαναναία. Πρόκειται γιὰ μιὰ πονεμένη μάνα,
ποῦ τὸ μόνο πού ποθοῦσε ἦταν νὰ ὁδηγήση το πρόβλημὰ της στὸ Χριστό. Ἦταν πολὺ μακρυὰ της.
Τώρα πού ἦρθε στὰ μέρη της, ἱκετεύει. Ζητάει νὰ ἀπαλλαγὴ το κορίτσι της ἀπὸ το πονηρὸ πνεῦμα.
Ἡ πιὸ μεγάλη εὐλογία, πού ὀφείλουν οἱ γονεῖς νὰ ζητᾶνε ἀπὸ τον Χριστὸ γιὰ τὰ παιδιὰ τους, εἶναι
νὰ συντρίψη (ὁ Χριστὸς) μέσα τους «πᾶν πονηρὸν πνεῦμα καὶ ἀκάθαρτον». Νὰ γίνη κάθε παιδὶ
ναὸς του Ἁγίου Πνεύματος.
Στὶς ἐκδηλώσεις σεβασμοῦ της γυναίκας («προσέπεσε πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ») καὶ στὴν
παράκλησὶ της γιὰ θεραπεία του κοριτσιοῦ της, ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾶ δοκιμαστικά. Γιὰ το πὼς προσῆλθε
ἡ Χαναναία, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὺχ ὡς ἀξία οὖσα, οὐδὲ ὡς ὀφειλῶν ἀπαιτοῦσα, οὕτως
προσήλθεν, ἀλλ' ελεηθήναι εδείτο, καὶ τὴν συμφορὰν την οἰκείαν εξετραγώδει μόνον» (Ε.Π.Ε.
11,112). Μετάφρασις: Δὲν προσῆλθε διότι θεωροῦσε ἀξία τον ἑαυτὸ της, οὔτε αὐτὸ πού ζητοῦσε,
το ζητοῦσε σὰν ὀφειλὴ, ἀλλ' ἁπλῶς παρακαλοῦσε νὰ τὴν σπλαχνισθὴ ὁ Ἰησοῦς. Τὴ συμφορὰ της
μόνο θρηνολογοῦσε.

Τὴν δοκιμάζει ὁ Ἰησοῦς (στ. 27-28)


Ὁ Χριστὸς προφανῶς θέτει σὲ δοκιμασία τὴν πίστι της. Της λέει, ὅτι δὲν εἶναι σωστὸ νὰ στερήση
την τροφὴ ἀπὸ τα τέκνα καὶ νὰ τὴν δώση στὰ κυνάρια. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς είπεν αὐτὴ: "Ἁφὲς πρώτον
χορτασθήναι τα τέκνα: οὐ γὰρ έστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον των τέκνων καὶ τους κυναρίοις βαλεὶν»
(στ. 28). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «'Ἀλλ' ὁ Ἰησοῦς της εἶπε: "Ἄφησε πρῶτα νὰ χορτάσουν τα
παιδιὰ (δηλαδὴ οἱ Ἰσραηλίτες). Διότι δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρη κανεὶς το ψωμὶ των παιδιῶν καὶ νὰ
το ρίξη στὰ σκυλάκια”».
Προφανῶς χρησιμοποιεῖ ὄρους, μὲ τους ὁποίους οἱ Ἰουδαῖοι χαρακτήριζαν ἀπὸ τη μία μεριὰ τον
ἑαυτὸ τους καὶ ἀπὸ την ἄλλη τοὺς ἐθνικούς. Ὁ Ἰησοῦς, ἀντὶ του «κύνες», ποῦ εἶναι γνωστὸς
ὑβριστικὸς χαρακτηρισμὸς των ἐθνικῶν ἀπὸ τους Ἰουδαίους, χρησιμοποιεῖ τη λέξη «κυνάρια»,
λιγώτερο ὑβριστικὴ καὶ δηλωτικὴ των κατοικιδίων ζώων. Μικρὸ σκυλάκι πιθανὸν νὰ ὑπῆρχε καὶ
στὸ σπίτι, ὅπου διεξαγόταν ὁ διάλογος του Ἰησοῦ μὲ τὴ Χαναναία. Σὰν νὰ χαριτολογῆ ὁ Κύριος!
Ὅμως αὐτὸ το χαριτολόγημα, ἄλλος θὰ το ἐκλάμβανε ὡς προσβολή. Ὑπερήφανος ἄνθρωπος δὲν
θὰ το ἀνεχόταν. «Ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ μὲ πὴ σκυλάκι;». Καὶ ἡ γυναίκα, ὅσο ταπεινὴ καὶ ἂν ἦταν, θὰ
μποροῦσε στὰ περὶ «κυνῶν» καὶ «κυναρίων» ν' ἀπαντήση ὡς ἑξῆς: «Δὲν εἶμαι σκυλάκι. Εἶμαι
γυναίκα. Εἶμαι μάνα. Εἶμαι πονεμένη καὶ ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ συμπάθεια. Στὴ θέση πού βρίσκομαι
εἶναι σκληρό, ἐσὺ μάλιστα Ἰησοῦ, νὰ μὲ ἀποκαλῆς κυνάριο». Ἀλλ' ἡ ψυχὴ της Χαναναίας, πιστὴ καὶ
ἀληθινὰ ταπεινή, δέχεται εὐμενῶς καὶ μὲ καλὴ διάθεσι ό,τι της εἶπε ὁ Χριστός, καὶ μάλιστα
οἰκοδομὴ την περαιτέρω παράκλησὶ της στὸ χαρακτηρισμὸ «κυνάριον»!
Ἡ γυναίκα, διακρίνοντας μὲ τὴν πίστι της, πίσω ἀπὸ τη φαινομενικὴ ἄρνησι, το τελικὸ Ναὶ του
Ἰησοῦ, συνεχίζει. «Ἡ δὲ άπεκρίθη καὶ λέγει αυτὼ: Ναί, Κύριε! Καὶ τὰ κυνάρια ὑποκάτω της τραπέζης
έσθίουσιν ἀπὸ των ψιχίων των παιδίων» (στ. 28). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἡ γυναίκα
ἀποκρίθηκε καὶ λέει: “Ναί, Κύριε! Ἀλλὰ καὶ τα σκυλάκια τρῶνε ἀπὸ τα ψίχουλα των παιδιῶν, πού
πέφτουν κάτω ἀπὸ το τραπέζι”».
Ἀναγνωρίζει ὅτι ὑπάρχει περιθώριο νὰ χορτάσουν καὶ τα κυνάρια ἀπὸ τα ψιχία, ποῦ πέφτουν
ἀπὸ την τράπεζα των παιδιῶν. Ναί, Κύριε, σκυλάκι εἶμαι! Ἀλλ' ὅπως το σκυλάκι ἔχει δικαίωμα καὶ
καθῆκον νὰ γαυγίζη, ἄφησὲ μὲ καὶ μένα νὰ γαυγίζω γύρω ἀπὸ την ἀγάπη Σου. Εἶμαι σκυλάκι, ἀλλὰ
σκυλάκι στὴ δικὴ Σου αὐλὴ, στὴν αὐλὴ της ἀγάπης Σου. Μὲ την ἀναγνώριση της εὐτελείας της
παρασκευάστηκε νὰ λάβη το ἔλεος, πού ζητοῦσε. Καλύτερα μικροὶ καὶ περιφρονημένοι μαζὶ μὲ τὸν
Χριστό, παρὰ ἔνδοξοι σὲ πλούσια παλάτια. «Εξελεξάμην παραρριπτείσθαι ἐν τῷ οἴκω του Θεοῦ
μου μᾶλλον ἤ οικείσθαι ἐν σκηνώμασιν ἁμαρτωλῶν» (Ψαλμ. 83,10)
Ἡ ταπείνωσις της Χαναναίας φαίνεται καὶ ἀπὸ ἄλλο σημεῖο. Ὄχι μόνο δέχεται, ὅτι εἶναι σκυλάκι,
καὶ ὄχι παιδὶ του Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ζητάει ἕνα ψίχουλο μόνο ἀπὸ το τραπέζι Του. Ἕνα ψίχουλο της
ἀγάπης Σου μου ἀρκεῖ. Ἕνα ψίχουλο της ἀγάπης του Θεοῦ ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ ὅλο το χρυσάφι
της γῆς!
Μὲ τὸ ψίχουλο ἡ Χαναναία δείχνει ἐπίσης καὶ πόσο ὀλιγαρκὴς ἦταν. Κάποτε οἱ ἄνθρωποι μὲ
ψίχουλα ζοῦσαν. Ψίχουλα ὅμως, βγαλμένα, βουτηγμένα στὴν εὐλογία του Θεοῦ. Τώρα στὴ
λεγόμενη καταναλωτικὴ κοινωνία δὲν μᾶς ἀρκοῦν ὅλα τα μέσα καὶ ὅλες οἱ ἀνέσεις. Λείπει ἡ
εὐλογία του Θεοῦ.
Γιὰ την ἀπάντηση της πονεμένης μάνας λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἡ γυνὴ φιλοσοφεῖ, καὶ
καρτερίαν επιδείκνυται πᾶσαν καὶ πίστιν, καὶ ταῦτα ὑβριζομένη... Ὅτι μὲν γὰρ ἀναγκαία ἡ τροφὴ
τοῖς τέκνοις, φησίν, οἶδα κάγὼ πλὴν οὐδὲ ἐγὼ κεκώλυμαι, κυνάριον οὖσα. Eί μὲν γὰρ μὴ θέμις
λαβεῖν, οὐδὲ των ψιχίων μετασχεϊν θέμις" εἰ δὲ κἂν ἐκ μικροῦ δεῖ κοινωνείν, οὐδὲν ἐγὼ κεκώλυμαι,
κἂν κυνάριον ὦ· ἀλλὰ καὶ ταύτη μάλιστα μετέχω, ἔι κυνάριὸν είμι» (Ε.Π.Ε. 11,116).
Μετάφρασις: Ἡ γυναίκα σκέπτεται σοφὰ καὶ φανερώνει ὅλη την καρτερία καὶ τὴν πίστι της, παρ'
ὅλες τὶς προσβολὲς πού δέχεται... Τὸ ὅτι ἡ τροφὴ εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὰ παιδιά, λέει, το γνωρίζω
καὶ ἐγώ. Ὅμως αὐτὸ σὲ τίποτε δὲν ἐμποδίζει ἐμένα, πού εἶμαι σκυλάκι. Ἄν δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρη
τροφὴ το σκυλάκι, τότε οὔτε στὰ ψίχουλα δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ἔχη μερίδιο. Ἄν ὅμως πρέπη νὰ ἔχη,
ἔστω καὶ μικρὸ μερίδιο, τότε οὔτε ἐγὼ ἐμποδίζομαι, ἔστω κι ἂν εἶμαι σκυλάκι. Ἀκριβῶς γι' αὐτὸ
δικαιοῦμαι νὰ ἔχω μερίδιο (της ἀγάπης Σου), ἐπειδὴ εἶμαι σκυλάκι.
Ας σημειωθῆ, ὅτι ἡ γυναίκα προσφωνεῖ τον Ἰησοῦ «Κύριε». Εἶναι ἡ μοναδικὴ φορὰ, ποῦ στὸ
εὐαγγέλιο του Μάρκου ὁ Ἰησοῦς προσφωνεῖται «Κύριος», καὶ μάλιστα ἀπὸ είδωλολάτρισσα!

Βραβεύει την πίστι της (στ. 29-30)


Ἡ πίστις της γυναίκας, πού μαρτυρεῖται τόσο ἀπὸ την προσφώνηση του Ἰησοῦ ὡς Κυρίου, ὅσο
καὶ ἀπὸ την ἀποδοχὴ της ἔμμεσης ἐξομοιώσεὼς της μὲ κυνάριο, ἀλλὰ καὶ μὲ τη βεβαιότητα ὅτι
ὑπάρχει χῶρος ἐκδηλώσεως του θείου ἐλέους καὶ γι' αὐτήν, ὁδηγεῖ στὴ θεραπεία του ἀρρώστου
κοριτσιοῦ της. «Καὶ είπεν αὕτη: Διὰ τοῦτον τον λόγον ὕπαγε εξελήλυθε το δαιμόνιον ἐκ της
θυγατρὸς σου. Καὶ ἀπελθοῦσα εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς εὗρε το παιδίον βεβλημένον έπὶ τὴν κλίνην καὶ
το δαιμόνιον εξεληλυθὸς» (στ. 29-30). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Της εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς: “Γι'
αὐτὸ το λόγο πού εἶπες, πήγαινε. Τὸ δαιμόνιο ἔχει βγῆ ἀπὸ τη θυγατέρα σου”. Καὶ ὅταν πῆγε στὸ
σπίτι της, βρῆκε το παιδὶ νὰ εἶναι ξαπλωμένο στὸ κρεβάτι (ἥσυχο) καὶ τὸ δαιμόνιο νὰ ἔχη βγῆ».
Ὁ Χριστὸς διαπίστωσε, ὅτι ἡ γυναίκα ἐκείνη, καίτοι είδωλολάτρισσα, εἶχε καὶ πίστι καὶ
ταπείνωση καὶ σύνεσι καὶ ευφυΐα καὶ πραότητα καὶ ἐπιμονὴ στὴν προσευχὴ καὶ ὑπομονὴ καὶ
ἐγκαρτέρησι! “Όλα αὐτὰ εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖον ἀπαντᾶ ὁ Κύριος: «Διὰ τοῦτον τον λόγον
ὕπαγε» (στ. 29). Εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τον ὁποῖον ὁ Θεὸς Λόγος την ἐπαινεῖ καὶ τὴ βραβεύει.
Συμπερασματικὰ θὰ λέγαμε, ὅτι το ὅλο συγκινητικὸ σκηνικό, ὁ μοναδικὸς διάλογος, το θαῦμα,
ὅλα ξεκινοῦν ἀπὸ ἐκείνη την κραυγὴ της Χαναναίας μητέρας. Μὲ ὅλη τη δύναμι της καρδιᾶς της
κραυγάζει: «Κύριε, υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησὸν μέ», ὅπως την διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαίος (ἰὲ' 22).
Τὰ λόγια αὐτὰ της μάνας δὲν ἐκφράζουν μόνο τὸν πόνο της καὶ το πάθος της. Ἐκφράζουν καὶ την
πληροφορία, πού ἔχει γιὰ τὸν Χριστό. Ἔπαθε καὶ γι' αὐτὸ ἔμαθε. «Ἔμαθε ἐφ' ὢν έπαθεν» (Εβρ. ε'
8). Όποιος παθαίνει, αὐτὸς καὶ μαθαίνει. Καὶ ὅποιος μαθαίνει, αὐτὸς καὶ πιστεύει. Ας δοξολογοῦμε
τὸν Θεὸ γιὰ τὸν πόνο. Εἶναι το δυνατότερο σχολεῖο.
Ὁ πόνος μᾶς κάνει νὰ μαθαίνουμε τρία σπουδαία μαθήματα, πού οἱ περισσότεροι τα ἀγνοοῦν
ἤ τα γνωρίζουν στραβὰ ἤ εἶναι καὶ ἀνεπίδεκτοι μαθήσεως.
• Το ἕνα μάθημα εἶναι ἡ πίστις.
• Το ἄλλο εἶναι ἡ ταπείνωσις.
• Το τρίτο ἡ προσευχή.
Ἡ θεραπεία συντελεῖται ἐξ ἀποστάσεως. Δὲν ἀποτελεῖ ὅμως αὐτὸ το βασικὸ στοιχεῖο της
ἀφηγήσεως. Βασικὸ στοιχεῖο εἶναι ἡ συζήτησις του Ἰησοῦ μὲ τὴν πιστὴ γυναίκα. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ
«τέκνα» του Ἰουδαϊσμοῦ, ποῦ παγιδεύονται σὲ στενόκαρδες διατάξεις «καθαρῶν» καὶ
«ἀκαθάρτων», ἕνα κυνάριο του ἐθνικοῦ κόσμου ἀποδείχτηκε «τέκνον» του Θεοῦ.
Στὰ τρία δύσκολα πνευματικὰ μαθήματα πῆρε ἄριστα ἡ μάνα καὶ βραβεῖο. Τὸ ἄριστα εἶναι στὸν
ἔπαινο τοῦ Χρίστου. Το βραβεῖο; Θεραπεύτηκε το κορίτσι της ἀπὸ τον Χριστό, πού ἦρθε στὸν κόσμο
γιὰ νὰ καταλύση το κράτος του Διαβόλου (Εβρ. β' 14). Θεραπεύτηκε ἀπὸ τον Χριστό, ποῦ εἶναι «ὁ
Ἰατρὸς των ψυχῶν καὶ των σωμάτων».
31 Καὶπάλιν ἐξελθὼν ἐκ τῶν ὁρίων Τύρου καὶ Σιδῶνος ἦλθε πρὸς τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας
ἀνὰ μέσον τῶν ὁρίων Δεκαπόλεως. 32 καὶ φέρουσιν αὐτῷ κωφὸν μογιλάλον καὶ παρακαλοῦσιν
αὐτὸν ἵνα ἐπιθῇ αὐτῷ τὴν χεῖρα. 33 καὶ ἀπολαβόμενος αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ὄχλου κατ᾿ ἰδίαν ἔβαλε τοὺς
δακτύλους αὐτοῦ εἰς τὰ ὦτα αὐτοῦ, καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῦ, 34 καὶ ἀναβλέψας εἰς
τὸν οὐρανὸν ἐστέναξε καὶ λέγει αὐτῷ· ἐφφαθά, ὅ ἐστι διανοίχθητι. 35 καὶ εὐθέως διηνοίχθησαν
αὐτοῦ αἱ ἀκοαὶ καὶ ἐλύθη ὁ δεσμὸς τῆς γλώσσης αὐτοῦ, καὶ ἐλάλει ὀρθῶς. 36 καὶ διεστείλατο αὐτοῖς
ἵνα μηδενὶ εἴπωσιν· ὅσον δὲ αὐτὸς αὐτοῖς διεστέλλετο, μᾶλλον περισσότερον ἐκήρυσσον. 37 καὶ
ὑπερπερισσῶς ἐξεπλήσσοντο λέγοντες· καλῶς πάντα πεποίηκε· καὶ τοὺς κωφοὺς ποιεῖ ἀκούειν καὶ
τοὺς ἀλάλους λαλεῖν.

Κωφός και μογιλάλος (στ. 31-32)


H θεραπεία του κωφοῦ καὶ μογιλάλου διασώζεται μόνο ἀπὸ τον εὐαγγελιστὴ Μάρκο. Ὁ
Ματθαίος τὴν ὑπονοεῖ (ιε΄ 29-31). Φαίνεται, ὅτι το θαῦμα τοποθετεῖται στὴν ἀνατολικὴ ὄχθη της
λίμνης πρὸς τὴν περιοχὴ της Δεκαπόλεως. Ἐκεῖ φέρνουν στὸν Ἰησοῦ ἕνα κωφὸ καὶ μογιλάλο
(«μογιλάλος» = μόγις, μόλις, μετὰ βίας λαλεί). «Καὶ πάλιν ἐξελθὼν ἐκ των ὁρίων Τύρου καὶ Σιδῶνος
ἦλθε πρὸς τὴν θάλασσαν της Γαλιλαίας ἀνὰ μέσον των ὁρίων Δεκαπόλεως. Καὶ φέρουσιν αυτὼ
κωφὸν μογιλάλον καὶ παρακαλούσιν αὐτὸν ἴνα επιθη αυτὼ την χεῖρα» (στ. 31-32). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Πάλι δὲ (ὁ Ἰησοῦς) ἔφυγε ἀπὸ την περιοχὴ της Τύρου καὶ Σιδῶνος. Καὶ ἦρθε πρὸς
τὴ λίμνη της Γαλιλαίας, διὰ μέσου της περιοχῆς της Δεκαπόλεως. Καὶ του φέρνουν ἕνα κωφάλαλο
καὶ Τὸν παρακαλοῦν νὰ θέση πάνω του το χέρι».
Ξαναμπαίνει στὰ μέρη Του, στὴ Γαλιλαία, ὁ Χριστός. Στὴν περιοχὴ αὐτὴ εἶχε ξαναπάει, εἶναι ἐκεῖ
πού θεράπευσε τὸν δαιμονισμένο των Γαδαρηνών. Εἶχε φύγει, γιατὶ δὲν Τὸν ἤθελαν οἱ κάτοικοι!
Φαίνεται, ὅτι τώρα ἔτυχε διαφορετικῆς ὑποδοχῆς.
Ἔβαλε το χέρι Του ὁ Χριστὸς πάνω στὸν κωφάλαλο, ὅπως Τὸν εἶχαν παρακαλέσει. «Καὶ
παρακαλούσιν αύτὸν ἴνα επιθη αυτὼ την χεῖρα» (στ. 32). Λίγο μετὰ θὰ βάλη τα δάκτυλα των χεριῶν
Του, του ἑνὸς χεριοῦ στὸ ἕνα αὐτὶ του κωφοῦ, καὶ του ἄλλου χεριοῦ στὸ ἄλλο αὐτὶ του. Πολλὰ
θαύματα ἀναφέρουν οἱ εὐαγγελιστές, ποῦ ὁ Χριστὸς τα κάνει μὲ τα χέρια Του. Τα χέρια του Θεοῦ!
Περίφρασις της κραταιὰς δυνάμεὼς Του. Ὁ Θεὸς ὁ παντοδύναμος καὶ πάνσοφος μᾶς δημιούργησε.
Ἀλλὰ λέμε: «Ἄι χεῖρὲς σου ἐποίησὰν μὲ καὶ ἔπλασὰν μὲ» (Ψαλμ. 118, 73).
Ἐργάστηκε μὲ τα χέρια Του χειρωνακτικὴ ἐργασία ὡς ξυλουργὸς στὴ Ναζαρέτ. Ἔκανε μὲ τα χέρια
Του «χειρουργικὲς» ἐπεμβάσεις. “Όπου ἡ θεραπεία των ἀνθρώπων ἀποτυχαίνει, ἐνεργεῖ ἡ
ἐπέμβασης του Χριστοῦ. Τα χέρια του Χριστοῦ ἀνοίγονται καὶ ἄφθονα σκορποῦν τα ἀγαθά.
«Ἀνοίξαντὸς Σου την χεῖρα τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος» (Ψαλμ. 103,28).
Τα χέρια του Χριστοῦ ἀγγίζουν τους ἀρρώστους καὶ μεταδίδουν την ἰαματικὴ Του χάρι. Τα χέρια
του Χριστοῦ εὐλογοῦν τους πέντε ἄρτους (καὶ σ' ἄλλο θαῦμα τους τέσσερις). Τα χέρια του Χριστοῦ
ἀγκαλιάζουν τα μικρὰ παιδιὰ (Μάρκ. 9,36. ι' 16). Τὰ χέρια του Χριστοῦ ὑποδέχονται κάθε ἄσωτο
υἱό, κάθε ἁμαρτωλὸ ποῦ μετανοεῖ (Λουκ. ἰὲ' 20). Τα χέρια του Χριστοῦ γιὰ νὰ σωθῆ κάθε
ἁμαρτωλὸς καρφώνονται πάνω στὸ Σταυρό, γιὰ νὰ εἶναι ἡ ἀγκάλη της σωτηριώδους ἀγάπης Του
πάντα ἀνοικτή. Τὰ χέρια του Χριστοῦ εύλογοὺν τοὺς μαθητὲς καὶ ὅλο τον κόσμο ἀπὸ τον μετέωρο
θρόνο της 'Ἀναλήψεως (Λουκ. δκ' 51).
Τὰ χέρια, ἡ δύναμις του Χριστοῦ. Τὰ χέρια, ἡ εὐλογία καὶ ἤ χάρις του Χριστοῦ. Καὶ τὴ χάρι αὐτὴ
την μεταδίδει ὁ Χριστὸς καὶ στοὺς ἀποστόλους (Πράξ. ε' 12. ἡ' 18).
Αὐτὰ τα χέρια, δηλαδή, ἡ κραταιὰ δύναμις του Χριστοῦ, ἐνεργοῦν τα πάντα καὶ μέσα στὴ
Ἐκκλησία Του. Ὁ λειτουργός, προτοῦ νὰ ξεκινήση τη θεία Λειτουργία, ἱκετεύει τὸν Κύριο: «Έκτεινον
τὴν χεῖρὰ Σου τὴν ἀόρατον ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου σου καὶ ευλόγησον πάντας ἡμᾶς».

Εφφαθά! (στ. 33-34)


Οἱ ἐνέργειες, πού κάνει ὁ Ἰησοῦς, εἶναι οἱ ἀκόλουθες:
α) Παίρνει τον κωφάλαλο μακρυὰ ἀπὸ τον ὄχλο.
β) Μιὰ καὶ δὲν ὑπάρχει τρόπος ἐπικοινωνίας μαζὶ του, τοποθετεῖ τα δάκτυλὰ Του τσ' αὐτιὰ του,
γιὰ νὰ μεταδώση τη θεραπεία στὸ σημεῖο πού χρειαζόταν. Ὁ Ζιγαβηνὸς σημειώνει: «Ἠδύνατο δὲ
καὶ τρόπον ἕτερον θεραπεύσαι αὐτὸν ἀλλ' ἴνα γνώμεν, ὅτι πᾶν μέρος του ἁγίου σώματος αὐτοῦ
θείας δυνάμεως μεστὸν ἥν».
γ) Μὲ σάλιο ἐπαλείφει τη γλώσσα του κωφοῦ. Τὸ σάλιο ἀποτελεῖ γνωστὸ θεραπευτικὸ μέσο ἀπὸ
την ἀρχαιότητα.
δ) Στρέφει το βλέμμα Του πρὸς τὸν οὐρανό, γιὰ νὰ δείξη καὶ στὸν ἀσθενὴ, ὅτι ἐκ Θεοῦ θὰ
προέλθη ἤ θεραπεία του.
ε) Στενάζει γιὰ τὴ φθορά, πού βλέπει στοὺς ἀνθρώπους.
στ) Τέλος ἀπευθύνει την αὐθεντικὴ προσταγὴ «έφφα - θά». «Καὶ απολαβόμενος αὐτὸν ἀπὸ του
ὄχλου κατ' ἰδίαν ἔβαλε τοὺς δακτύλους αὐτοῦ εἰς τα ὦτα αὐτοῦ, καὶ πτύσας ήψατο της γλώσσης
αὐτοῦ. Καὶ ἀναβλέψας εἰς τον οὐρανὸν ἐστέναξε καὶ λέγει αυτὼ: Εφφαθά! “Ο έστι, Διανοίχθητι»
(στ. 33-34). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἀφοῦ τον πῆρε ἀπὸ το πλῆθος ἰδιαιτέρως, ἔβαλε
τα δάκτυλὰ του στὰ αὐτιὰ του κωφαλάλου. Καὶ ἀφοῦ ἔφτυσε, μὲ τὸ σάλιο στὸ δάχτυλο ἄγγιξε τη
γλώσσα του. Ύψωσε δὲ στὸν οὐρανὸ τα μάτια καὶ στέναξε καὶ λέει στὸν κωφάλαλο: “Εφφαθά”, πού
σημαίνει, ““άνοιξε”!».
Ἡ περιγραφὴ του Μάρκου ἔχει καὶ ἰδιαίτερα γνωρίσματα. Λέει π.χ. το «κατ' ἰδίαν». Ὁ Χριστὸς
ἄλλοτε, τὶς περισσότερες φορές, θαυματουργεῖ μπροστὰ σὲ πολλούς, γιὰ ὠφέλεια των δρώντων.
Ἄλλοτε θαυματουργεῖ κατ' ἰδίαν, γιὰ νὰ δείξη, ὅτι πρέπει ν' ἀποφεύγουν καὶ οἱ δικοὶ Του τὸν
ἔπαινο, ποῦ ὁπωσδήποτε γεννάει ὑπερηφάνεια, μολονότι ὁ Ἴδιος ἦταν ἀνέπαφος καὶ ἀπὸ την
ὑπερηφάνεια, ὅπως καὶ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία.
Μιλάει ἐπίσης ὁ εὐαγγελιστὴς γιὰ «τοὺς δακτύλους αὐτοῦ». Πρόκειται γιὰ τα δάκτυλα του
καλλιτέχνη Κυρίου. «Καὶ ἔργα των δακτύλων σου είσιν οἱ οὐρανοὶ» (Ψαλμ. ἡ' 3). Δὲν εἶναι βέβαια
κάποιος «δακτυλουργός». Εἶναι ὁ Δημιουργός. Εἶναι ὁ Δημιουργικὸς Λόγος. “Όλα τα μέλη Του
θαυματουργοῦν. Όπως καὶ ὅλα τα μέλη Του ἔπαθαν πάνω στὸ Σταυρό.
Μιλάει καὶ γιὰ τὸ «άναβλέψας εἰς τον οὐρανόν». Καὶ σ' ἄλλα θαύματα ὁ Κύριος στράφηκε πρὸς
τὸν οὐράνιο Πατέρα, φανερώνοντας την οὐσιαστικὴ κοινωνία μαζὶ Του, ἀλλὰ καὶ διδάσκοντας νὰ
ζητᾶμε ἀπὸ τον Οὐρανὸ νὰ εὐλογῆ τα ἔργα της γῆς. Ἴσως καὶ ὁ κωφὸς ἐκείνη τη στιγμή, βλέποντας
τον Χριστό, νὰ Τὸν μιμήθηκε καὶ νὰ ὕψωσε ἱκετευτικὰ το βλέμμα πρὸς τὸν Οὐρανό. Ἄλλωστε
κουφὸς καὶ ἄλαλος ἦταν, δὲν ἦταν τυφλός. Σὰν νὰ του ἔλεγε ὁ Χριστὸς: «Κοίτα πρὸς τὰ πάνω. Ἀπὸ
κει ψηλὰ ἔρχεται ἡ βοήθεια»!
Μιλάει καὶ γιὰ τὸ «έστέναξε». Ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ «έσπλαγχνίσθη». Πόσα δεινὰ ἔχει ἡ
ἀνθρωπότητα! Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἐκδηλώνεται ποικιλοτρόπως ἡ εὐσπλαγχνία του Χριστοῦ. Ἄλλοτε
βέβαια στενάζει ὁ Ἰησοῦς γιὰ την ἀπιστία των μαθητῶν ἤ γιὰ τὴν πώρωσι των φαρισαίων.
Ἡ προσευχὴ καὶ ὁ στεναγμὸς του Ἰησοῦ, δυὸ ξεχωριστὲς ἐπισημάνσεις στὸ ὅλο γεγονός. Ἡ σκηνὴ
ἀποκτᾶ βαθειὰ ιεροπρέπεια, ἐνῶ ὁ στεναγμὸς ἐκφραστικὸς της ἀγάπης του Ἰησοῦ πρὸς τὸν
πάσχοντα ἄνθρωπο, γεμίζει την ἀτμόσφαιρα μὲ τὴν πραγματικότητα του ἐλέους καὶ της στοργῆς
του Θεοῦ. Χρησιμοποιεῖ ὁ Ἰησοῦς τη γλώσσα της ἁφῆς καὶ ὄχι του ἤχου καὶ των λέξεων. Πρόκειται
γιὰ πρόσθετη ἔκφρασι κατανοήσεως καὶ στοργῆς (κάτι πού σήμερα θὰ τὸ ὀνομάζαμε «νοηματικὴ
γλώσσα»).

Διαλαλεῖται το θαῦμα (στ. 35-36)


Μετὰ ἀπὸ τη φράση αὐτὴ ἀνοίγουν «ἄι ἀκοαὶ αὐτοῦ καὶ ὁμιλεῖ ὀρθῶς». «Καὶ εὐθέως
διηνοίχθησαν αὐτοῦ ἄι ἀκοαὶ καὶ ἐλύθη ὁ δεσμὸς της γλώσσης αὐτοῦ, καὶ ἐλάλει όρθώς. Καὶ
διεστείλατο αύτοϊς ἴνα μηδενὶ είπωσιν. "Ὅσον δὲ αύτὸς αυτοὶς διεστέλλετο, μᾶλλον περισσότερον
ἐκήρυσσον» (στ. 35-36). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἀμέσως ἄνοιξαν τα αὐτιὰ του καὶ
λύθηκε ἤ δεμένη γλώσσα του καὶ μιλοῦσε κανονικά. Καὶ τοὺς διέταξε νὰ μὴ το ποῦν σὲ κανένα.
Ἀλλ' ὅσο αὐτὸς τοὺς διέτασσε, τόσο περισσότερο το διαλαλοῦσαν».
Λύθηκε ἡ γλώσσα του κωφαλάλου. Καὶ ἄνοιξαν τα αὐτιὰ του. Ἐπισημαίνει ὁ εὐαγγελιστὴς: «Καὶ
ἐλάλει ὀρθῶς». Ἐνῶ πρὶν εἶχε «γλωσσοδέτη», τώρα μιλάει ὄχι ἁπλῶς καλά, ἀλλὰ «ὀρθῶς». Τὸ
«ὀρθῶς» δὲν ἀναφέρεται μόνο στὸν τρόπο πού μιλοῦσε, δηλαδή, στὴν ὀρθοφωνία πού ἀπέκτησε,
ἀλλὰ ἀναφέρεται καὶ στὸ περιεχόμενο της ὁμιλίας καὶ του λόγου του. Μιλοῦσε ὀρθά, μιλοῦσε
σωστά, μιλοῦσε τὰ πρέποντα, μιλοῦσε ὁμολογιακά.
Τὸ χάρισμα της γλώσσας, του λόγου, δὲν μᾶς το ἔδωσε ὁ Θεὸς (στὸν ἄνθρωπο ἀποκλειστικά),
γιὰ νὰ λέμε τα μὴ πρέποντα, γιὰ νὰ βωμολοχοῦμε καὶ νὰ βρίζουμε, γιὰ νὰ έκτρεπόμαστε. Μας το
ἔδωσε γιὰ νὰ εἴμαστε εὐχάριστοι μεταξὺ μας, γιὰ νὰ συνεννοούμαστε, γιὰ νὰ δοξολογοῦμε καὶ
ὑμνοῦμε τὸν Δημιουργό, γιὰ νὰ ὀμολογοῦμε καὶ νὰ διαλαλοῦμε την πίστη μας, γιὰ νὰ κηρύττουμε
το εὐαγγέλιο της Ἀλήθειας.
Δὲν του ἔλυσε ὁ Χριστὸς τη γλώσσα, γιὰ νὰ μὴ μιλάη! Τότε γιατὶ «διεστείλατο αύτοϊς ἴνα μηδενὶ
είπωσιν. Όσον δὲ αύτὸς αὐτοὺς διεστέλλετο, μᾶλλον περισσότερον ἐκήρυσσον»; Δὲν ἔδωσε ἐντολὴ
ἀλαλίας ὁ Χριστὸς στὸν πρώην κωφάλαλο! Ἄν του ἔλεγε, νὰ μὴ μιλήσης γιὰ ὅσα συνέβησαν, εἶναι
σὰν νὰ ἔλεγε στὸν τυφλὸ πού του χάρισε το φῶς, «νὰ μὴ κοιτάξης τον ἥλιο οὔτε τη φύσι»! Τὴν
«ἀπαγόρευσι» της διαφημίσεως τὴν παρήγγειλε στοὺς μαθητὲς Του καὶ στοὺς ἄλλους ποῦ ἦσαν
παρόντες στὸ θαῦμα. Δὲν τηρήθηκε βέβαια ἡ ἀπαγόρευσις. Ὅπως καὶ σ' ἄλλες περιπτώσεις, κατὰ
τρόπο αὐθόρμητο διαλαλήθηκαν τα σημεῖα καὶ οἱ διδασκαλίες του Ἰησοῦ. Πρόκειται γιὰ «ἁγία
ἀνυπακοή»!
Γιατὶ ὅμως ὁ Κύριος ἄλλοτε λέει, «πήγαινε καὶ πὲς το γεγονός», καὶ ἄλλοτε λέει «νὰ μὴν πῆς
τίποτε»;
Ὅταν μὲν εὐεργετοῦμε, ὀφείλουμε νὰ μὴν αυτοδιαφημιζώμαστε. Δὲν χρειάζονται κρότοι καὶ
διαφημίσεις. Ὅταν ὅμως εὐεργετούμαστε, ὀφείλουμε νὰ μιλᾶμε γιὰ τοὺς εὐεργέτες μας. Ὁ Χριστὸς
δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ διαφήμισι. Ἐμεῖς ἔχουμε ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ διαφημίζουμε τον Χριστό,
δηλαδή, νὰ ὀμολογοῦμε δημόσια την πίστη μας σ' Ἐκείνον. Ἐμεῖς νὰ πράττουμε το ἀγαθὸ καὶ νὰ μὴ
το διαφημίζουμε. Το εὐαγγέλιο νὰ εὐεργέτη καὶ νὰ διαφημίζεται. Πὼς ἀλλιῶς θὰ «κηρυχθῆ σὲ ὅλα
τα ἔθνη» (Ματθ. τσκ' 13. κη' 19);

Καλὰ λίαν (στ. 37)


Τὸ «καλῶς πάντα πεποίηκε» θυμίζει το «καλὰ λίαν» της ἀρχικῆς δημιουργίας (Γέν. α' 31).
Παραλληλισμός, ποῦ θεολογικὰ σημαίνει, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναδημιουργεῖ το φθαρμένο δημιούργημα
του Θεοῦ καὶ το ἐπαναφέρει στὴν ἀρχικὴ «καλὴ λίαν» κατάστασὴ του, στὸ «ἀρχαῖον κάλλος» κατὰ
τὸν ὑμνογράφο. «Καὶ υπερπερισσὼς ἐξεπλήσσοντο λέγοντες: Καλῶς πάντα πεποίηκε καὶ τοὺς
κωφοὺς ποιεῖ ἀκούειν καὶ τοὺς ἀλάλους λαλεῖν» (στ. 37). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ
ὑπερβολικὰ ἐντυπωσιασμένοι ἔλεγαν: “Τί ὡραία ποῦ τα τακτοποιεῖ ὅλα! Καὶ τοὺς κουφοὺς κάνει
ν' ἀκοῦνε καὶ τοὺς μουγγοὺς νὰ μιλᾶνε».
Στὸ τέλος της περικοπῆς περιγράφεται ὁ θαυμασμὸς καὶ ἡ κατάπληξις του λαοῦ ἀπὸ τη
θεραπεία του κωφαλάλου. «Καὶ υπερπερισσὼς ἐξεπλήσσοντο. Ἤ όρολόγια θυμίζει το χωρίο (γλ' 5-
6), «τότε ανοιχθήσονται ὀφθαλμοὶ τυφλῶν καὶ ὦτα κωφῶν ακούσονται, τότε αλείται ὡς ἔλαφος ὁ
χωλὸς καὶ τρανὴ έσται γλώσσα μογιλάλων». Προφητικὴ περιγραφὴ γιὰ την έσχατολογικὴ ἔλευση
του Θεοῦ. Προφητικὴ πρόρρησις, ποῦ ἐκπληρώνεται στὴν παροῦσα πραγματικότητα στὸ πρόσωπο
του Ἰησοῦ, καὶ μάλιστα στοὺς εὐεργετουμένους περιλαμβάνει καὶ τους ἐθνικούς.
Ἡ διατύπωσις «καλῶς πάντα πεποίηκε» καθορίζει την πληρότητα καὶ τελειότητα των
πραγματοποιηθέντων ἔργων.

1 Ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις πάλιν πολλοῦ ὄχλου ὄντος καὶ μὴ ἐχόντων τί φάγωσι,
προσκαλεσάμενος ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγει αὐτοῖς· 2 σπλαγχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον, ὅτι
ἤδη ἡμέραι τρεῖς προσμένουσί μοι καὶ οὐκ ἔχουσι τί φάγωσι· 3 καὶ ἐὰν ἀπολύσω αὐτοὺς νήστεις εἰς
οἶκον αὐτῶν, ἐκλυθήσονται ἐν τῇ ὁδῷ· τινὲς γὰρ αὐτῶν ἀπὸ μακρόθεν ἥκασι. 4 καὶ ἀπεκρίθησαν
αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· πόθεν τούτους δυνήσεταί τις ὧδε χορτάσαι ἄρτων ἐπ᾿ ἐρημίας; 5 καὶ
ἐπηρώτα αὐτούς· πόσους ἔχετε ἄρτους; οἱ δὲ εἶπον· ἑπτά. 6 καὶ παρήγγειλε τῷ ὄχλῳ ἀναπεσεῖν ἐπὶ
τῆς γῆς· καὶ λαβὼν τοὺς ἑπτὰ ἄρτους εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἵνα
παρατιθῶσι· καὶ παρέθηκαν τῷ ὄχλῳ. 7 καὶ εἶχον ἰχθύδια ὀλίγα· καὶ αὐτὰ εὐλογήσας εἶπε
παρατιθέναι καὶ αὐτά. 8 ἔφαγον δὲ καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν περισσεύματα κλασμάτων ἑπτὰ
σπυρίδας. 9 ἦσαν δὲ ὡς τετρακισχίλιοι· καὶ ἀπέλυσεν αὐτούς. 10 Καὶ ἐμβὰς εὐθὺς εἰς τὸ πλοῖον μετὰ
τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἦλθεν εἰς τὰ μέρη Δαλμανουθά. 11 Καὶ ἐξῆλθον οἱ Φαρισαῖοι καὶ ἤρξαντο
συζητεῖν αὐτῷ, ζητοῦντες παρ᾿ αὐτοῦ σημεῖον ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, πειράζοντες αὐτόν. 12 καὶ
ἀναστενάξας τῷ πνεύματι αὐτοῦ λέγει· τί ἡ γενεὰ αὕτη σημεῖον ἐπιζητεῖ; ἀμὴν λέγω ὑμῖν, εἰ
δοθήσεται τῇ γενεᾷ ταύτῃ σημεῖον. 13 καὶ ἀφεὶς αὐτοὺς εἰς τὸ πλοῖον ἀπῆλθε πάλιν.

Ἐνδιαφέρον του Ἰησοῦ γιὰ το φαγητὸ (στ. 1-3)


Γιὰ πολλαπλασιασμὸ ἄρτων καὶ ἰχθύων ἔγινε λόγος ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ καὶ στὴν περικοπὴ στ'
30-34. Φυσικὰ δὲν ἐπαναλαμβάνει ὁ εὐαγγελιστὴς το ἴδιο θαυμαστὸ γεγονός, ἀλλὰ πρόκειται γιὰ
περιγραφὴ ὁμοίου μὲν θαύματος μὲ το προηγούμενο, ὡς πρὸς το περιεχόμενο, ἀλλὰ διαφορετικοῦ
γεγονότος. «Έν εκείναις ταῖς ημέραις πάλιν πολλοῦ ὄχλου ὄντος καὶ μὴ ἐχόντων τὶ φάγωσι,
προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγει αὐτοὺς: Σπλαγχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον, ὅτι
ἤδη ἡμέραι τρεῖς προσμένουσὶ μοι καὶ οὐκ έχουσι τὶ φάγωσι καὶ ἐὰν ἀπολύσω αὐτοὺς νήστεις εἰς
οἶκον αὐτῶν, έκλυθήσονται ἐν τη ὁδῶ τινὲς γὰρ αὐτῶν ἀπὸ μακρόθεν ήκασι» (στ. 1-3). Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἐκεῖνες τὶς μέρες πάλι μαζεύτηκε πολὺς κόσμος, καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τὶ νὰ
φᾶνε, ὁ Ἰησοῦς κάλεσε τους μαθητὲς Του καὶ τοὺς λέει: “Σπλαχνίζομαι τὸ λαό, διότι τρεῖς μέρες
τώρα εἶναι μαζὶ μου καὶ δὲν ἔχουν τὶ νὰ φᾶνε. Καὶ ἂν τοὺς ἀφήσω καὶ φύγουν στὸ σπίτι τους
νηστικοί, θὰ ἀποκάμουν στὸ δρόμο. Μερικοὶ μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς ἔχουν ἔλθει ἀπὸ μακριά”».
Ἄν ὁ πραγματικὸς σκοπὸς των θαυμάτων εἶναι νὰ θεραπεύσουν ἀνθρώπινες ἀνάγκες, τότε ἡ
σύμπτωσις παρομοίων περιστατικῶν ἦταν φυσικὸ νὰ ὁδηγήση καὶ στὴν ἐνέργεια ὁμοίων
θαυμάτων. Καὶ στὴ ζωὴ του Ἰησοῦ, πού συχνὰ ἀποχωροῦσε σὲ ἐρημικοὺς τόπους, ὅπου Τὸν
ἀκολουθοῦσε κόσμος πολύς, ὁπουδήποτε καὶ ἂν πήγαινε, ἦταν φυσικὸ το πλῆθος ποῦ θὰ
πεινοῦσε, νὰ μὴ μπορῶ νὰ προμηθεύεται τροφές. Ἀπέμενε, λοιπόν, μόνος τρόπος τροφοδοσίας το
θαῦμα του Χριστοῦ. Καὶ στὴ νέα συρροὴ του πλήθους, ὁ μὲν Κύριος παρέτεινε τη διδασκαλία Του
ὧρες καὶ μέρες, ὁ δὲ κόσμος παρέμενε νηστικός! Καὶ ἄρα ἡ ἀνάγκη γιὰ θαῦμα ἦταν ἐπιτακτική.
Ἀπόδειξις, ὅτι το παρὸν θαῦμα χορτασμοῦ πλήθους εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ το προηγούμενο
εἶναι οἱ ἑξῆς διαφορὲς ἀνάμεσα στὰ δύο γεγονότα:
α) Στὸ νέο θαῦμα ὁ Ἰησοῦς βρίσκεται στὴ Δεκάπολι, περιοχὴ ἐθνική, βορειοανατολικὰ της
λίμνης.
β) Ἡ πρωτοβουλία τροφοδοσίας του πλήθους ἐδῶ ὀφείλεται στὸν ἴδιο τον Ἰησοῦ καὶ ὄχι στοὺς
μαθητές.
γ) Τα ἀριθμητικὰ δεδομένα εἶναι διαφορετικά. Τετρακισχίλιοι, ἀντὶ πεντακισχίλιοι, ἑπτὰ ἄρτοι
καὶ ὄχι πέντε, ὀλίγα ιχθύδια καὶ ὄχι δύο, ἑπτὰ σπυρίδες περισσεύματα καὶ ὄχι δώδεκα καλάθια. δ)
Ἡ νέα διήγησις παρουσιάζει νέο λεξιλόγιο σὲ σχέσι μὲ τὴν πρώτη, ὅπως π.χ. «προσμένειν»,
«έκλύεσθαι», «σπυρίς», «περισσεύματα».
Δὲν ζητᾶνε οἱ μαθητὲς αὐτὴ τη φορὰ, ἀλλ' ὁ Ἰησοῦς σπλαχνίζεται. Λέει: «Σπλαγχνίζομαι ἐπὶ τὸν
ὄχλον». Οἱ ὑπερήφανοι φαρισαῖοι περιφρονοῦσαν τον ὄχλο (ἰδὲ καὶ Ιωάν. ζ' 49). Ο ταπεινὸς Ἰησοῦς
ἔχει στὰ σπλάχνα Του το λαό. Ἡ ἀνθρώπινη φύσις Του εἶναι το πρόσλημμα της ἀγάπης.
Σπλαχνίζεται. Ἡ καρδιὰ Του χτυπᾶ μὲ θεϊκὸ συμπαθητικὸ τρόπο ὑπὲρ του ὄχλου.
Ἡ ἀγάπη του Χριστοῦ καὶ το ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν τροφοδοσία του κόσμου ἀποτελεῖ καὶ μιὰ
ἀμοιβὴ γιὰ το ζῆλο αὐτοῦ του κόσμου. Τρεῖς μέρες ἀκοῦνε το λόγο του Χριστοῦ! «Ἤδη ἡμέραι τρεῖς
προσμένουσὶ μοι». Ἐμεῖς δὲν ἀντέχουμε τρεῖς ὧρες θείου κηρύγματος ἤ θείας λειτουργίας. Τὶ λέγω,
τρεῖς ὧρες; Οὔτε μιὰ ὥρα ἀκρόασι θείων νοημάτων καὶ μελέτης της Ἁγίας Γραφῆς δὲν ἀντέχουμε.
Ἐνῶ ἐκεῖνοι!!! Ἡ παραμονὴ τους κοντὰ στὸν Xριστό μόνο καὶ μόνο γιὰ τὴν ἀκρόασι της διδασκαλίας
Του (ὄχι γιὰ ἄλλο λόγο) ἀποτελεῖ δεῖγμα του ζήλου τους καὶ της συμπαθείας τους πρὸς τὸ πρόσωπο
του θείου Διδασκάλου. Τρεῖς μέρες ἄφησαν τα σπίτια τους, τὶς ἐργασίες τους καὶ ὅλες τὶς
ὑποθέσεις τους! Πὼς ξέχασαν τὶς φυσικὲς τους ἀνάγκες; Δὲν εἶναι καὶ αὐτὸ θαῦμα;
Ὁ ὑλικὸς ἄνθρωπος κατέστη τόσο πνευματικός, ὥστε νὰ ξεχάση στοιχειώδη πράγματα καὶ νὰ
παραμένη προσηλωμένος, κρεμασμένος ἀπὸ το στόμα Ἐκείνου (Λουκ. ιθ' 48).
Ἡ ἀγάπη του Χριστοῦ ἐνεργοποιεῖται. Βλέπει την ἀνάγκη των ἀνθρώπων «μὴ ἐχόντων τὶ
φάγωσι». Τὶ θὰ φᾶνε τόσοι ἄνθρωποι; "Ἄν τοὺς ἀπολύσω νηστικούς, ἔχουν τόσο πολὺ ἐξαντληθῆ,
ὥστε θὰ πέσουν στὸ δρόμο ἀπὸ την πείνα, μερικοὶ δὲ καὶ θὰ πεθάνουν! Το πρόβλημα ἐκρηκτικό.
Όταν ὑπάρχη ἄμεσος κίνδυνος πείνας καὶ του ἐκ πείνας θανάτου, τότε ἐπιστρατεύει ὁ Χριστὸς το
μέσον, πού λέγεται εὐλογία. Εἶναι ὁ Τροφέας της κτίσεως.

Ἔρημος ὁ τόπος (στ. 4-5)


Γνωρίζει ὁ Χριστὸς τὶ θὰ κάνη. Ἀλλὰ θέλει συμμετόχους του προβληματισμοῦ καὶ τους μαθητὲς
Του. Τοὺς προκαλεῖ. Πάντοτε ἀπαιτεῖται καὶ ἡ συνεργασία καὶ ἡ συμβολὴ του ἀνθρώπου γιὰ τὴν
ἐπίλυσι κατὰ θαυματουργικὸ τρόπο ἑνὸς ἐπείγοντος προβλήματος. Ας δοῦμε το σύντομο ἐν
προκειμένω διάλογο του Ἰησοῦ μὲ τοὺς μαθητὲς Του. «Καὶ άπεκρίθησαν αὐτὸ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ:
Πόθεν τούτους δυνήσεται τὶς ώδε χορτάσαι ἄρτων ἐπ' ἐρημίας; Καὶ επηρώτα αὐτοὺς Πόσους ἔχετε
ἄρτους; Οἱ δὲ εἶπον: Ἑπτὰ» (στ. 4-5). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Τότε του ἀποκρίθηκαν οἱ
μαθητὲς “Πώς εἶναι δυνατὸν νὰ τοὺς χορτάση κανεὶς μὲ ψωμιὰ ἐδῶ στὴν έρημο;”. Τοὺς ρώτησε ὁ
Ἰησοῦς: “Πόσα ψωμιὰ έχετε;”. Καὶ ἐκεῖνοι ἀπάντησαν: “Επτά”».
Τὰ δυὸ ἐρωτηματικὰ ἔχουν ἰδιαίτερη σημασία. Τὸ ἕνα εἶναι των μαθητῶν: «Πόθεν τούτους
δυνήσεταὶ τὶς ώδε χορτάσαι ἄρτων ἐπ' ἐρημίας;». Ρωτᾶτε, σεῖς οἱ μαθητές, «πόθεν;». Ἀπὸ ποῦ θὰ
χορτάση ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος; Λησμονήσατε, λοιπόν, το προηγούμενο θαῦμα. Ἡ πείρα του χθὲς
δὲν σας πείθει γιὰ τὴ λύσι του σήμερα καὶ γιὰ την ἐμπιστοσύνη του αὔριο; «Πόθεν;». Ἡ ἀπάντησις:
«Οὐρανόθεν»! Ἡ πρόνοια του Θεοῦ εἶναι καὶ δεδομένη γιὰ ὅσους την ἐμπιστεύονται, καὶ
ἀνεξάντλητη γιὰ ὅσους την βλέπουν καθημερινὰ μπροστὰ τους.
Ἡ ἐμπειρία των μαθητῶν ἦταν πλούσια. Μέσα στὸ ἕνα θαῦμα, πού εἶχαν ζήσει μὲ τὸ χορτασμὸ
των πεντακισχιλίων, ἐμπεριέχονται πολλὰ ἐπὶ μέρους θαύματα, πού ὅλα μαζὶ άπαντοὺν στὸ
«πόθεν;». "Ας ἀπαριθμήσουμε μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ:
-Πὼς ἄκουγαν τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι; Ἐμεῖς, γιὰ νὰ άκουσθούμε σὲ ἑκατὸ ἀνθρώπους
χρειαζόμαστε μεγάφωνο!
-Πὼς δὲν ζήτησαν φαγητὸ καὶ νερὸ τόσες ὧρες;
-Πὼς ὁ Χριστὸς δίνει ἐντολὴ στοὺς μαθητὲς νὰ τοὺς χορτάσουν;
-Πὼς κόπηκαν τόσα ψωμιά;
-Πὼς τέτοια τάξις καὶ ὀργάνωσις μέσα σ' ἕνα τόσο μεγάλο ἑτερόκλητο πλῆθος;
-Πὼς δὲν διαμαρτυρήθηκε κανείς;
-Πὼς βρέθηκαν τα δώδεκα κοφίνια, καὶ δὴ τόσο μεγάλα;
Μικρὰ φαίνονται. Ἀλλὰ πρακτικὰ το καθένα παρουσιάζεται δισεπίλυτο πρόβλημα σὲ ἕναν
ἀνθρώπινο ἐπισιτισμό; Ἐκεῖ, στὴν ἔρημο ὅλα ἔγιναν «κατὰ τάξιν».
Το ἄλλο ἐρωτηματικὸ εἶναι του Χριστοῦ. Ρωτάει τοὺς μαθητὲς: «Πόσους ἔχετε ἄρτους;». Πόσα
ψωμιὰ ἔχετε; Δὲν ἤξερε ὁ Χριστός; Γιατὶ ρωτάει; Καὶ γιὰ νὰ φανὴ, πόσο όλιγαρκεὶς ἦσαν οἱ μαθητές.
Οὐσιαστικὰ θαῦμα πολλαπλασιασμοῦ των ἀγαθῶν το ζοῦσαν καθημερινὰ κοντὰ στὸν Διδάσκαλο.
Ἀλλὰ τοὺς ρωτάει καὶ γιὰ ἄλλο λόγο. Γιὰ νὰ φάνη ἤ συνεργία του ἀνθρώπου. Θὰ δώση ὁ Χριστὸς
τα πολλά. Δῶστε ἐσεῖς τα λίγα. Ἤ μᾶλλον τα λίγα τα δικὰ μας, ὅταν τα προσφέρουμε μὲ ἱλαρότητα
καὶ χωρὶς ολιγοπιστία, γίνονται πολλὰ μὲ τοῦ Χριστοῦ την εὐλογία.
Πόσα, λοιπόν, ἔχετε; Ἀπαντοῦν οἱ μαθητὲς: Πέντε ψωμιά!
Στὴν εὐλογία των ἄρτων στὴν Ἐκκλησία ψάλλουμε: «Οἱ δὲ έκζητούντες τὸν Κύριον οὺκ
ελαττωθήσονται παντὸς άγαθού». Ὅσοι παρακαλοῦν τον Κύριο καὶ ὅσοι τα ἀναγκαία ἐπιζητοῦν
καὶ ἀφήνονται στὴ δικὴ του μέριμνα, αὐτοὶ ὄχι μόνο «οὐκ ελαττωθήσονται», δὲν θὰ δοῦν νὰ
λιγοστεύουν τα ἐλάχιστα ἀγαθὰ τους, ἀλλὰ καὶ θὰ πολλαπλασιάζωνται.

Ἑπτὰ ψωμιά, λίγα ιχθύδια (στ. 6-7)


Αὐτὸ καὶ γίνεται. Γιὰ δεύτερη φορὰ. Καὶ γιὰ τρίτη. Καὶ γιὰ πολλοστή! Ἡ ὀργάνωσις της διανομῆς
των πολλαπλασιασθέντων ἄρτων καὶ ψαριῶν μοιάζει μὲ ἐκείνην του προηγουμένου θαύματος:
«Καὶ παρήγγηλε το όχλω άναπεσεὶν ἐπὶ της γῆς. Καὶ λαβὼν τοὺς ἑπτὰ ἄρτους εὐχαριστήσας ἔκλασε
καὶ εδίδου τοὺς μαθηταὶς αὐτοῦ ἴνα παρατιθώσι καὶ παρέθηκαν τῷ όχλω. Καὶ εἶχον ιχθύδια ὀλίγα.
Καὶ αὐτὰ εύλογήσας εἶπε παρατιθέναι καὶ αὐτὰ» (στ. 6-7). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ:
«Πρόσταξε τότε το λαὸ νὰ καθήσουν στὸ ἔδαφος. Καὶ ἀφοῦ πῆρε τα ἑπτὰ ψωμιά, ἔκανε
εὐχαριστήρια προσευχή, τα ἔκοψε κομμάτια καὶ τα ἔδωσε στοὺς μαθητὲς Του γιὰ νὰ τὰ
παραθέσουν. Καὶ οἱ μαθητὲς τὰ παρέθεσαν στὸν κόσμο. Εἶχαν δὲ καὶ λίγα ψαράκια. Τα εὐλόγησε
καὶ εἶπε νὰ τα παραθέσουν καὶ αὐτά».
Οἱ μαθητὲς προσφέρουν τα ἑπτὰ ψωμιὰ καὶ τα λίγα ψαράκια. Καὶ ὁ Χριστὸς θέτει σὲ ἐνέργεια
τη θεϊκὴ Του δύναμι. Πὼς; Τὰ δυὸ ρήματα «εὐχαριστήσας» καὶ «εύλογήσας» φανερώνουν τὶς δυὸ
βασικὲς προϋποθέσεις (μετοχὲς εἶναι!), γιὰ νὰ γίνη το φυσικό, ὑπερφυσικό. Ἐντύπωσι κάνει, ὅτι
προηγεῖται ἡ εὐχαριστία καὶ ἕπεται ἡ εὐλογία. Γιὰ την περίπτωση του Κυρίου μποροῦμε νὰ
θεωρήσουμε την «εὐχαριστία» ὡς δοξολογικὴ ἀναφορά, καὶ την εὐλογία ὡς την δυναμικὴ αὔξησι
καὶ προσφορά. Γιὰ τὶς δικὲς μας περιπτώσεις μποροῦμε νὰ δώσουμε ἄλλη ἐξήγησι. Προηγεῖται ἡ
εὐχαριστία, ἕπεται ἡ εὐλογία. Εὐχαριστοῦμε τον Θεὸ γιὰ ὅλες τὶς μέχρι τώρα εὐεργεσίες Του,
«ὑπὲρ πάντων ὢν ίσμεν καὶ ὢν οὐκ άσμεν». Δείχνουμε την εὐγνωμοσύνη μας γιὰ το παρελθόν. Καὶ
ὕστερα ζητᾶμε την εὐλογία γιὰ το παρὸν καὶ γιὰ το μέλλον.
Τὰ ἑπτὰ ψωμιὰ δὲν μποροῦν νὰ λογισθοῦν ὡς δυνάμενα νὰ θρέψουν χιλιάδες πεινασμένους.
Πολὺ περισσότερο τα ψάρια, τα ὁποία ὁ εὐαγγελιστὴς παρουσιάζει ὡς «ιχθύδια όλίγα». Τὰ λίγα
γίνονται πολλά. Παρόμοια θαύματα μὲ ψάρια ἔχουμε καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις. Μόνο πού
πρόκειται γιὰ ζωντανὰ ψάρια.
Τὶ ἔπιασαν ὡς ψαράδες οἱ μαθητές; Ὅλη τη νύχτα κουράστηκαν. Το ἀποτέλεσμα; Μηδέν! Καὶ
ὅμως το μηδὲν το δικὸ τους ἔγινε ἑκατοντάδες του Μεγάλου Ψαρὰ. Μὲ τὴν ὑπακοὴ τους ἔφεραν
την εὐλογία. Γέμισαν τα δυὸ πλοιάρια (Λουκ. ε' 5-7). Αὐτὸ στὴν ἀρχὴ της μαθητείας τους.
Το ἄλλο θαῦμα ἔγινε μετὰ την Ἀνάστασι. Πάλι μηδὲν ἤ δικὴ τους προσπάθεια γιὰ ἁλιεία. Μὲ τὴν
εὐλογία του Χρίστου γέμισε το πλοῖο ἀπὸ ἑκατὸ πενήντα τρία μεγάλα ψάρια, πού εἶχαν τόσο
βάρος, ὥστε θὰ ἔπρεπε νὰ σχιστοῦν τα δίχτυα (Ιωάν. κα' 11).

Τετρακισχίλιοι (στ. 8-9)


Ὁ χορτασμὸς εἶναι το ἴδιο ἀποτέλεσμα καὶ στὸ ἕνα (των πέντε χιλιάδων) καὶ στὸ ἄλλο (των
τεσσάρων χιλιάδων) θαῦμα. Όποιος χορταίνει ἀπὸ το ψωμὶ του ἀθανάτου λόγου, αὐτὸς θὰ
βρίσκεται στὴ φροντίδα του Χριστοῦ γιὰ νὰ βρίσκη τα ἀναγκαία καὶ νὰ χορταίνη. «Ἔφαγον δὲ καὶ
έχορτάσθησαν, καὶ ἦραν περισσεύματα κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας. Ἦσαν δὲ ὡς τετρακισχίλιοι. Καὶ
απέλυσεν αὐτοὺς» (στ. 8-9). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἔφαγαν λοιπὸν καὶ χόρτασαν.
Σήκωσαν μάλιστα καὶ ἑπτὰ καλάθια περισσεύματα ἀπὸ τα κομμάτια. Καὶ ἦσαν περίπου τέσσερις
χιλιάδες. Κατόπινὸ Ἰησοῦς τοὺς ἄφησε νὰ φύγουν».
Δὲν χορταίνουν οἱ πιστοὶ ἀπὸ φαγητὰ πολυτελὴ καὶ ἀπὸ λουκούλεια γεύματα. Τρῶνε τα
ἀναγκαία. Ἄλλωστε καὶ στὰ δυὸ θαύματα λιτὸ στὴν ποιότητα ἦταν το τραπέζι. Ψωμὶ καὶ κάτι
«παστωμένα» ψάρια. Σήμερα δὲν χορταίνει μεγάλο μέρος του πληθυσμοῦ της γῆς, γιατὶ οἱ των
λεγομένων «άνεπτυγμένων» χωρῶν κάτοικοι τρῶνε «κατὰ κόρον» εὔγευστα καὶ ὀρεκτικά! Γιὰ νὰ
πεθαίνουν περίπου 29.000 παιδάκια κάθε μέρα στὴ γῆ ἀπὸ την πείνα, σημαίνει, ὅτι πολλοὶ
χορταίνουν ξοδεύοντας ὑπέρογκα ποσά. Ἐμεῖς κάνουμε ἐπιλογὴ τροφῶν, καὶ ἄλλου δὲν ἔχουν λίγο
ρύζι γιὰ νὰ ζήσουν!
Νὰ γιατὶ ἔχει σημασία καὶ ἡ σκηνὴ της συλλογῆς των περισσευμάτων. Ἑπτὰ σπυρίδες
περίσσευμα. Δὲν τὸ πέταξαν στὰ σκουπίδια. Τὸ φύλαξαν γιὰ ἄλλοτε καὶ γιὰ ἄλλους.
Καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα τροφοδοτήθηκαν ἀπὸ τον Χριστὸ οἱ τέσσερις χιλιάδες. Ἄν βέβαια
ὑπολογιστοῦν οἱ γυναῖκες καὶ τα παιδιά, ξεπερνᾶ ὁ ἀριθμὸς των ἀκολούθων τὶς δέκα χιλιάδες!
Κάποτε ὅμως ἔπρεπε νὰ φύγουν, νὰ ἐπιστρέψουν στὰ σπίτια τους καὶ στὶς δουλειὲς τους. Φροντίζει
καὶ γι' αὐτὸ ὁ Χριστὸς: «Καὶ απέλυσεν αὐτούς». Τοὺς ἔλυσε καὶ τοὺς ἀπέλυσε. Τοὺς ἔλυσε ὅλες τὶς
ἀπορίες τους. Τοὺς ἔλυσε τα πνευματικὰ τους προβλήματα. Ἔλυσε πολλοὺς καὶ ἀπὸ τὶς αρρώστιες
τους. Καὶ ὕστερα τοὺς ἀπέλυσε. Προσωρινὰ βέβαια. Θὰ Τὸν ξαναζητήσουν καὶ πάλι. Ὁ Χριστὸς δὲν
μᾶς διώχνει καὶ μεῖς δὲν φεύγουμε ἀπὸ τον Χριστό. Καὶ ἂν ὅλος ὁ κόσμος φύγη, ἐμεῖς θὰ Του λέμε:
«Ὄχι, δὲν φεύγουμε! Ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις» (Ιωάν. στ' 68).

Έκπειράζουν τον Ἰησοῦ οἱ Φαρισαῖοι (στ. 10-11)


Ὁ Χριστὸς μετὰ την ἀναχώρηση του κόσμου, πού ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες μαθήτευε νυχθημερὸν στὰ
πόδια Του, ἦρθε ἡ ὥρα νὰ φύγη. Καὶ γιὰ ἄλλους λόγους, ἀλλὰ καὶ διότι θαύματα, σὰν αὐτὰ του
χορτασμοῦ, πού ἐντυπωσίαζαν καὶ ἔλυναν κοινωνικὰ προβλήματα, ἔκαναν τὸν κόσμο νὰ Τὸν
νομίζη γιὰ ἐπίγειο βασιλιὰ καὶ νὰ Τὸν βλέπη κοσμοκεντρικά. Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶναι ὁ Μεσσίας. Γιὰ
ὅλο τον κόσμο. Γι' αὐτὸ καὶ συνεχῶς μετακινεῖται. «Καὶ εμβὰς εὐθὺς εἰς το πλοῖον μετὰ των
μαθητῶν αὐτοῦ ήλθεν εἰς τα μέρη Δαλμανουθά. Καὶ ἐξῆλθον οἱ Φαρισαῖοι καὶ ἤρξαντο συζητεὶν
αυτώ, ζητοῦντες παρ' αὐτοῦ σημεῖον ἀπὸ του οὐρανοῦ, πειράζοντες αὐτὸν» (στ. 10-11). 'Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἀμέσως μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στὸ πλοῖο μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὲς του καὶ ἦρθε στὰ
μέρη Δαλμανουθά. Καὶ βγῆκαν οἱ Φαρισαῖοι καὶ ἄρχισαν νὰ συζητοῦν μαζὶ Του. Καὶ Του ζητοῦσαν
θαῦμα ἀπὸ τον οὐρανό, δοκιμάζοντὰς Τον».
Ἡ διήγησις κατακλείεται μὲ την πληροφορία, ὅτι ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθητὲς ἐπιβιβάστηκαν σὲ
πλοιάριο. Σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἐπειδὴ οὐδὲν οὕτω σημεῖον ακολουθεϊν αυτὼ
παρεσκεύαζε, ὼς τὸ των ἄρτων θαῦμα, καὶ οὐ μόνον ακολουθείν, ἀλλὰ καὶ βασιλέα ποιεϊν
έβούλοντο, τυραννίδος φεύγων ὑποψίαν αποπηδὰ μετὰ την θαυματουργίας ταύτην. Καὶ οὐδὲ πεζὴ
άπεισιν, ἴνα μὴ ακολουθήσωσιν, ἀλλ' εἰς το πλοῖον εμβὰς» (Ε.Π.Ε. 11,150). Μετάφρασις: Ἐπειδὴ
κανένα θαῦμα δὲν προδιέθετε ἔτσι τα πλήθη νὰ Τὸν ἀκολουθοῦν, ὅσο το θαῦμα των ἄρτων, καὶ
ὄχι μόνο ἤθελαν νὰ Τὸν ἀκολουθοῦν, ἀλλὰ καὶ νὰ τον κάνουν βασιλέα, θέλοντας νὰ ἀποφύγη (ὁ
Ἰησοῦς) κάθε ὑποψία περὶ κοσμικῆς ἐξουσίας, ἀναχωρεῖ ἀμέσως μετὰ ἀπὸ το θαῦμα. Καὶ δὲν
φεύγει πεζός, γιὰ νὰ μὴ Τὸν ἀκολουθήσουν τα πλήθη, ἀλλὰ φεύγει μὲ τὸ πλοῖο.
Οἱ φαρισαῖοι, καίτοι ὁ Χριστὸς εἶχε κάνει τόσα θαύματα, θέλησαν νὰ Τὸν πειράξουν, «ζητοῦντες
παρ' αὐτοῦ σημεῖον ἀπὸ του οὐρανοῦ». Μὰ καὶ το ἀμέσως προηγούμενο θαῦμα ἀπὸ τον οὐρανὸ
δὲν ἔγινε; Καὶ τὸ μάννα στὴν ἔρημο δὲν τὸ ἔστελνε ὁ Θεὸς στὸ λαὸ Του ἀπὸ τον οὐρανό; Καὶ ὅλα
τα σημεῖα του Χριστοῦ ἀπὸ τον οὐρανὸ δὲν γίνονταν; Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι «ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ»
(Ιωάν. γ' 13); Ἔπειτα δὲν πρόκειται ὁ Χριστὸς νὰ κάνη θαύματα γιὰ νὰ ἱκανοποιήση την περιέργεια
των φαρισαίων καὶ νὰ τους δώση λαβὴ γιὰ συζητήσεις. Ὅσοι δὲν θέλουν νὰ πιστεύσουν, ὅσα
θαύματα καὶ ἂν γίνουν, δὲν θὰ πιστεύσουν. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης συμπεραίνει γιὰ τοὺς
φαρισαίους καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀπίστους καὶ ἀμφισβητίες: «Τοσαῦτα αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος
οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτὸν» (ιβ' 37).
Ἡ Ἐκκλησία διασώζοντας τὶς δύο διηγήσεις μὲ τοὺς χορτασμούς, τη μία σὲ Ἰουδαϊκὸ ἔδαφος καὶ
την ἄλλη σὲ ἐθνικό, θέλει νὰ ὑπογραμμίση ὅτι ὁ Ἰησοῦς του "Ἄρτου της ζωῆς εἶναι καὶ γιὰ τοὺς
Ἰουδαίους καὶ γιὰ τοὺς ἐθνικούς. Μὲ ἄλλα λόγια το μυστήριο της θείας Εὐχαριστίας παραδόθηκε
ἀπὸ τον Ἰησοῦ στοὺς μαθητὲς καὶ δι' αὐτῶν σὲ ὅλο το λαὸ του Θεοῦ, την Ἐκκλησία, ποῦ συνίσταται
ἀπὸ πρώην Ἰουδαίους καὶ πρώην ἐθνικούς.
Ἀξιοπρόσεκτα τα τέσσερα ρήματα, πού χρησιμοποιεῖ ὁ Μάρκος: «λαβὼν», «εὐχαριστήσας»,
«έκλασεν», «εδίδου». Εἶναι τα ἴδια σχεδὸν μὲ ἐκεῖνα της συστάσεως της θείας Εὐχαριστίας ὄχι
μόνο στὸ Μάρκο ιδ' 22, ἀλλὰ καὶ στὸν Παῦλο (Α' Κορ. ια' 23-24).
Ἀναχωρεῖ ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς μαθητὲς καὶ ἦρθαν «εἰς τα μέρη Δαλμανουθά». Ἡ περιοχὴ δὲν εἶναι
εὔκολο νὰ προσδιορισθῆ ἀκριβῶς. Σ' αὐτὴ την περιοχὴ συναντοῦν τον Ἰησοῦ οἱ φαρισαῖοι, γιὰ τοὺς
ὁποίους γίνεται λόγος στὴν ἑπομένη περικοπὴ.

Ὄχι κατὰ παραγγελία σημεῖα (στ. 12-13)


Ἡ ἔννοια του πάθους εἶναι πολὺ πιὸ αἰσθητὴ στὴν περικοπὴ, ποῦ ἕπεται (στ. 12-13). Τὰ
ἐπεισόδια της ἐπιθέσεως των Φαρισαίων ἐναντίον του Ἰησοῦ εἶναι σταθεροὶ δεῖκτες μιᾶς
ἀδυσώπητης πορείας πρὸς τὸ μαρτυρικὸ τέλος. Τὰ κίνητρα εἶναι ἐχθρικά, ὅπως συμπεραίνουμε
ἀπὸ τη φράσι «πειράζοντες αὐτόν».
Ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾶ στὴν πρόκληση των φαρισαίων μὲ ἀπόλυτη ἄρνησι, ὅτι δὲν θὰ δοθῆ σημεῖο
στὴ γενεὰ ἐκείνη. «Καὶ ἀναστενάξας το πνεύματι αὐτοῦ λέγει: Τὶ ἡ γενεὰ αὕτη σημεῖον ἐπιζητεῖ;
Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἔι δοθήσεται τη γενεὰ ταύτη σημεῖον. Καὶ αφεὶς αὐτοὺς εἰς το πλοῖον ἀπῆλθε
πάλιν» (στ. 12-13). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ Ἰησοῦς λυπήθηκε κατάβαθα καὶ τοὺς εἶπε:
Γιατί ἡ γενεὰ αὐτὴ ζητάει σημάδι θαυματουργικό; Ἀληθινὰ σας λέω, πὼς δὲν θὰ δοθῆ σ' αὐτὴ τη
γενεὰ τέτοιο σημάδι. Καὶ τοὺς ἄφησε καὶ μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ πῆγε πάλι ἀπέναντι».
Ἡ ἀπάντησις φανερώνει το ἀγεφύρωτο χάσμα καὶ τη βεβαιότητα γιὰ τὸ ἀναπόφευκτο τραγικὸ
τέλος.
Ὁ Ἰησοῦς ἔδωσε την ἀπάντησι «ἀναστενάξας τῷ πνεύματι» (στ. 12). Ἐδῶ παρουσιάζεται ὅλη ἡ
ὀδύνη καὶ ἡ πνευματικὴ ἔντασης του Χριστοῦ ἐνώπιον μιᾶς τραγικῆς ἀνθρώπινης στάσεως, ὅπως
ἦταν ἐκείνη των φαρισαίων. Μετὰ ἀπὸ τόσα θαυμαστὰ ἔργα τὸ νὰ ζητοῦν σημεῖο, εἶναι πράγμα,
πού φανερώνει την ἀθεράπευτη τύφλωση τους. Ἡ ἐξουσία του Ἰησοῦ εἶναι θεία καὶ ἐκδηλώνεται
ὡς θαυματουργία πάντοτε μέσα στὸ φάσμα της μεγίστης διακρίσεως καὶ ἐλευθερίας.
Οἱ φαρισαῖοι ζητᾶνε ἀπὸ τον Ἰησοῦ «σημεῖον ἀπὸ του οὐρανοῦ», ποῦ νὰ φανερώνη τη θεϊκὴ
Του προέλευση καὶ τη μεσσιανικὴ Του δύναμι, ὄντας βέβαιοι ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ κατ' αὐτοὺς δὲν
εἶναι ὁ Μεσσίας, ἂν ἐπιχειρήση νὰ ἐπιτελέση τέτοιο σημεῖο, θὰ ἀποτύχη. Καὶ ἂν άρνηθή, θὰ
ἀπογοητεύση τον ὄχλο.
Τὴ διάκριση μεταξὺ σημείων της γῆς καὶ σημείων του οὐρανοῦ κάνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Νῦν χρεία τούτων των σημείων των ἐν τη γῆ τὰ δὲ ἐν τῷ οὐρανῷ εκείνω τεταμίευται τῷ καιρῶ.
Νῦν ὡς ἰατρὸς ἦλθον, τότε ὡς δικαστὴς παρέσομαι νῦν ὥστε ζητῆσαι τὸ πεπλανημένον, τότε ὥστε
ἀπαιτῆσαι εὐθύνας. Διὰ τοῦτο λαθὼν ἦλθον τότε δὲ μετὰ πολλῆς της δημοσιεύσεως, τὸν οὐρανὸν
ελίττων, τὸν ἥλιον ἀποκρύπτων, την σελήνην οὺκ αφιεὶς δοῦναι το φῶς» (Ε.Π.Ε. 11,152-154).
Μετάφρασις: Τώρα, λέει ὁ Χριστός, εἶναι ἀναγκαία τα θαύματα αὐτά, πού γίνονται στὴ γῆ, ἐνῶ τα
θαύματα πού θὰ γίνουν στὸν οὐρανό, φυλάγονται γιὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο. Τώρα ἦρθα ὡς γιατρός,
ἐνῶ τότε θὰ ἔρθω ὡς δικαστὴς. Τώρα ἦρθα γιὰ νὰ ἀναζητήσω καὶ νὰ βρῶ το χαμένο πρόβατο, ἐνῶ
τότε θὰ ἔρθω γιὰ νὰ ζητήσω εὐθύνες. Ἀκριβῶς δὲ γι' αὐτὸ ἦρθα χωρὶς νὰ γίνω ἀντιληπτός, ἐνῶ τότε
θὰ ἔρθω ἀκολουθούμενος ἀπὸ πολλὰ ἐξωτερικὰ σημάδια θὰ μαζεύεται ὁ οὐρανός, θὰ κρύβεται ὁ
ἥλιος, ποῦ δὲν θὰ ἀφήνη καὶ τη σελήνη νὰ φωτίζη.
Θεαματικὰ σημεῖα ὑπόσχονταν οἱ διάφοροι ψευδομεσσίες. Καὶ παρέσερναν το λαὸ νὰ τοὺς
ἀκολουθήση. Ὁ Ἰησοῦς ἀπέκρουσε τη σατανικὴ πρόταση νὰ κάνη θεαματικὰ σημεῖα (Ματθ. δ' 1-
11. Λουκ. δ' 1-13). Ἄλλωστε ἡ συζήτησις αὐτὴ γίνεται ἀνάμεσα σὲ δυὸ σημεῖα, στὸν
πολλαπλασιασμὸ των ἄρτων, πού προηγήθηκε, καὶ στὴ θεραπεία του τυφλοῦ πού ἀκολουθεῖ.
Στὴν περίπτωση των φαρισαίων δὲν πρόκειται γιὰ μιὰ ἀμφιταλαντευόμενη πίστι, πού ζητοῦσε
ἐξωτερικὰ σημάδια γιὰ νὰ στηριχθῆ, ἀλλὰ γιὰ μιὰ ἐκ των προτέρων ἀρνητικὴ τοποθέτησι ἔναντι
του Ἰησοῦ, πράγμα πού ὁδηγεῖ τον Ἰησοῦ σὲ μιὰ ἔκφρασι πικρίας («ἀναστενάξας το πνεύματι»).
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καίτοιγε ὀργῆς ἀξία ἤ ἐρώτησις καὶ ἀγανακτήσεως, ἀλλ' ὅμως ὁ
φιλάνθρωπος καὶ κηδεμὼν οὐκ ὀργίζεται, ἀλλ' ἐλεεῖ καὶ ταλανίζει άτε ἀνίατα νοσοῦντας, καὶ μετὰ
τοσαύτην ἀπόδειξιν της αὐτοῦ δυνάμεὼς πειράζοντας αὐτόν. Οὐδὲ γὰρ ὥστε πιστεύσαι ἐζήτουν,
ἀλλ' ὥστε επιλαβέσθαι» (Ε.Π.Ε. 11,150). Μετάφρασις: Μολονότι ἡ ἐρώτησις των φαρισαίων ἦταν
ἀξία ὀργῆς καὶ ἀγανακτήσεως, ὅμως ὁ φιλάνθρωπος καὶ φιλόστοργος Κύριος δὲν ὀργίζεται, ἀλλὰ
τοὺς εὐσπλαχνίζεται καὶ τοὺς ταλανίζει, ἐπειδὴ ἡ ἀσθένειὰ τους ἦταν ἀθεράπευτη καὶ
ἐξακολουθοῦσαν, μετὰ ἀπὸ τόσο μεγάλη ἐπίδειξη της δυνάμεὼς Του, νὰ Τὸν πειράζουν. Δὲν Τὸν
ρωτοῦσαν μὲ σκοπὸ νὰ πιστεύσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ βροῦν ἀφορμὴ νὰ Τὸν κατηγορήσουν.
Πικράθηκε ὁ Χριστὸς καὶ προέβη σὲ κριτικὴ της γενεὰς αὐτῆς, κριτικὴ πού θυμίζει τους προφῆτες
της Παλαιὰς Διαθήκης καὶ πού ὁδηγεῖ στὴν κατηγορηματικὴ ἄρνησὶ Του νὰ κάνη σὲ παρόμοιες
περιπτώσεις σημεῖο καὶ στὴν ἐγκατάλειψη των συζητήσεων.
Ὁ Ἰησοῦς ἀρνεῖται ὁποιαδήποτε πρόκληση γιὰ θαυματουργικὴ ἐπικύρωση της ἰδιότητὰς του,
ἐνῶ ἐπιτελεῖ θαύματα σὲ περιπτώσεις πού διαπιστώνει την ὕπαρξη πίστεως. Οὔτε γιὰ περιέργεια
κάνει θαύματα, οὔτε κατὰ παραγγελία, οὔτε ἀπὸ ἐπίδειξι.

14 Καὶἐπελάθοντο λαβεῖν ἄρτους, καὶ εἰ μὴ ἕνα ἄρτον οὐκ εἶχον μεθ᾿ ἑαυτῶν ἐν τῷ πλοίῳ. 15 καὶ
διεστέλλετο αὐτοῖς λέγων· ὁρᾶτε, βλέπετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ τῆς ζύμης
῾Ηρῴδου. 16 καὶ διελογίζοντο πρὸς ἀλλήλους λέγοντες ὅτι ἄρτους οὐκ ἔχομεν. 17 καὶ γνοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς
λέγει αὐτοῖς· τί διαλογίζεσθε ὅτι ἄρτους οὐκ ἔχετε; οὔπω νοεῖτε οὐδὲ συνίετε; ἔτι πεπωρωμένην
ἔχετε τὴν καρδίαν ὑμῶν; 18 ὀφθαλμοὺς ἔχοντες οὐ βλέπετε, καὶ ὦτα ἔχοντες οὐκ ἀκούετε; καὶ οὐ
μνημονεύετε; 19 ὅτε τοὺς πέντε ἄρτους ἔκλασα εἰς τοὺς πεντακισχιλίους, καὶ πόσους κοφίνους
κλασμάτων πλήρεις ἤρατε; λέγουσιν αὐτῶ· δώδεκα. 20 ὅτε δὲ τοὺς ἑπτὰ εἰς τοὺς τετρακισχιλίους,
πόσων σπυρίδων πληρώματα κλασμάτων ἤρατε; οἱ δὲ εἶπον· ἑπτά. 21 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· οὔπω
συνίετε;

Ἡ ζύμη των Φαρισαίων καὶ του Ἡρώδη (στ. 14-15)


Ὁ εὐαγγελιστὴς δείχνει την ἀδυναμία των μαθητῶν νὰ συλλάβουν το νόημα των θαυμαστῶν
γεγονότων, ποῦ βλέπουν νὰ ἐπιτελὴ. Ἀφορμὴ παίρνει ἀπὸ τους διαλογισμοὺς των μαθητῶν, ὅτι
ἔμειναν χωρὶς προμήθειες ἄρτων. «Καὶ επελάθοντο λαβεῖν ἄρτους, καὶ ἔι μὴ ἕνα ἄρτον οὐκ εἶχον
μεθ' ἑαυτὼν ὲν τῷ πλοίω» (στ. 14). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Λησμόνησαν δὲ οἱ μαθητὲς νὰ
πάρουν ψωμιά. Ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα ψωμὶ δὲν εἶχαν τίποτε ἄλλο στὸ πλοιάριο».
Πόσο γρήγορα ξεχνιέται ἡ εὐλογία καὶ ὁ Εὐεργέτης! «Καὶ επελάθοντο». Ξέχασαν νὰ πάρουν
ψωμιά. Αὐτὸ εἶναι ἀνθρώπινη παράλειψις. Το ἄλλο ὅμως φαίνεται ἀσύγγνωστο. Ξέχασαν το
χθεσινὸ θαῦμα οἱ μαθητές. Ξέχασαν, ὅτι εἶχαν μαζὶ τους τὸν Τροφέα της κτίσεως!
Ὁ Χριστὸς θέλει νὰ τοὺς ἀνεβάση. Ἀπὸ το ψωμὶ ποῦ τοὺς λείπει, τοὺς προάγει στὸ πνευματικὸ
ψωμί. Καὶ ἐφιστᾶ ὁ Ἰησοῦς τὴν προσοχὴ τους στὴ διδασκαλία των φαρισαίων, ποῦ ἦταν ζύμη
χαλασμένη: «Καὶ διεστέλλετο αυτοϊς λέγων: Οράτε, βλέπετε ἀπὸ της ζύμης των Φαρισαίων καὶ της
ζύμης Ἡρώδου» (στ. 15). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἐφιστοῦσε την προσοχὴ των μαθητῶν
ὁ Ἰησοῦς λέγοντας: “Ανοίξτε τα μάτια σας καὶ προσέχετε ἀπὸ το προζύμι των Φαρισαίων καὶ ἀπὸ
το προζύμι του Ἡρώδη».
Ἡ λέξις «ζύμη» στὴν Ἰουδαϊκὴ συμβολικὴ γλώσσα εἶναι ἡ βάσις καὶ ἡ κινητήρια δύναμις μιᾶς
διδασκαλίας. Δηλώνει την κακὴ ροπὴ του ἀνθρώπου. Ποιὰ ὅμως μπορεῖ νὰ εἶναι ἐδῶ ἡ ἔννοια της
ζύμης των φαρισαίων;
Ο Ματθαίος σχετίζει τη ζύμη μὲ τὴ διδαχὴ των Φαρισαίων καὶ των Σαδδουκαίων, ἐνῶ ὁ Λουκᾶς,
διασώζοντας το λόγο σὲ κάποια διαφορετικὴ συνάφεια, την σχετίζει μὲ τὴν ὑποκριτικὴ
συμπεριφορὰ των φαρισαίων. Ἐδῶ πρέπει νὰ δεχθοῦμε, ὅτι μὲ τη ζύμη ὑπονοεῖται ἡ ὑποκριτικὴ
συμπεριφορὰ των φαρισαίων. Μὲ το πρόσχημα του ἐνδιαφέροντος γιὰ τὸ λαό, ζητοῦν ἀπὸ τον
Ἰησοῦ σημάδια της μεσσιανικῆς ἰδιότητὰς του, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα πιστεύουν ὅτι δὲν θὰ
μπορέση νὰ δώση τέτοια πειστήρια, ἀφοῦ γι' αὐτοὺς δὲν εἶναι ὁ Μεσσίας.
Μιλάει γιὰ ζύμη ὁ Χριστός. Ὁ λόγος Του παραβολικός. Ζύμη ὀνομάζει τη διδασκαλία των
Φαρισαίων καὶ των Ηρωδιανών, πού ἦταν ζύμη κακίας, ζύμη πού εἶχε βρωμίσει. Όπως ἡ ζύμη
διεισδύει παντοῦ καὶ ἐπηρεάζει ὅλο το ἀλεύρι, ἔτσι καὶ ἡ ζύμη των φαρισαίων εἰσχωροῦσε παντοῦ
καὶ ἐπηρέαζε τους Ἰουδαίους καὶ ἀλλοίωνε το γνήσιο θρησκευτικὸ πνεῦμα. Καὶ ὅπως ἡ ζύμη εἶναι
κρυμμένη, ἔτσι στοὺς ὑποκριτὲς φαρισαίους ἦταν ὑποκρυπτομένη ἡ διαστροφὴ καὶ ἡ πλάνη.
Ύπουλα ἐνεργοῦσαν. Ἄλλοι φαίνονταν, καὶ ἄλλοι ἦσαν.
Ἡ ζύμη των φαρισαίων ἦταν το γενικὸ τους πνεῦμα, ποῦ περιελάμβανε ὑποκρισία, ἐπίδειξι,
ἀλαζονεία, τύπους νεκρούς. Στὸ Λουκᾶ (ιβ' 1) ἡ ζύμη αὐτὴ καθορίζεται ὡς θρησκευτικὸς
τυπικισμός.
Ἀπὸ την πονηρία των φαρισαίων, πού εἶχαν μάσκα θρησκευτικοῦ λειτουργοῦ, ἀλλὰ στὴν
πραγματικότητα εἶχαν εγωλατρεία, κινδύνευαν οἱ μαθητές. Γι' αὐτὸ τοὺς λέει ὁ Χριστὸς:
«Βλέπετε», προσέχετε! Καὶ σήμερα κινδυνεύουν οἱ πιστοί. Φαρισαϊκὴ ζύμη εἶναι καὶ σήμερα το
ἀνακάτεμα ψευτοθρησκευτικὼν τύπων καὶ ψευτοευλαβείας μὲ στοιχεῖα ὀρθοδόξου διδασκαλίας
καὶ ὀρθοδόξου λατρείας. Πιὸ πολὺ κινδυνεύουμε ἀπὸ ὕπουλους ἐχθρούς, πού ὑποκρύπτονται
κάτω ἀπὸ προβιὰ προβάτου (Ματθ. ζ' 15), παρὰ ἀπὸ τοὺς φανεροὺς ἐχθρούς, ἀπὸ τους κακοὺς καὶ
ἀσεβεῖς. Ἀπὸ αὐτοὺς εὔκολα κανεὶς μπορεῖ νὰ λάβη τα μέτρα του, νὰ προφυλαχθῆ. Ἀπὸ τοὺς
καλυπτομένους ὅμως, ἀπὸ τοὺς μασκοφόρους της θρησκείας, ἀπὸ τοὺς ὑποκριτὲς μὲ προσωπεῖο
θρησκευτικῆς εὐλαβείας, δὲν εἶναι δύσκολο νὰ ἐξαπατηθῆ.
Ἡ ἀναφορὰ στὸν Ἡρώδη εἶναι ἡ ἀναφορὰ στὴν πολιτικὴ δύναμη καὶ ἐξουσία. Ὁ Ἰησοῦς ἐφιστᾶ
την προσοχὴ των μαθητῶν ἔναντι της πολιτικῆς ἐξουσίας καὶ της κοσμικῆς ζωῆς, γιατὶ ἐνίοτε
ἔτρεφαν καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι προσδοκίες αὐτῆς της μορφῆς. Πάντα καὶ σήμερα παρατηρεῖται ἕνα
κράμα, ἕνα ἀνακάτεμα ἰδεολογιῶν, θρησκειῶν, ἕνας συγκρητισμός. Προσοχὴ χρειάζεται! Δὲν πᾶνε
μαζὶ ἤ καλὴ ζύμη καὶ ἡ κακὴ ζύμη, ἡ ὀρθοδοξία καὶ ἡ αἵρεσις, ἡ τιμιότητα καὶ ἡ ἀνηθικότητα.
Ὑπάρχει βέβαια καὶ ἡ καλὴ ζύμη, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «Μικρὰ ζύμη
ὅλον το φύραμα ζυμοὶ» (Α' Κορ. ε' 6). Εἶναι ἡ νέα ζύμη, ἡ νέα διδασκαλία, ποῦ ζυμώνει ὅλο τον
κόσμο. Εἶναι οἱ ἀπόστολοι, πού λίγοι στὸν ἀριθμὸ (ποσοτικά), ἄλλαξαν ὅλο τον κόσμο (ποιοτικά).
Τὴν καλὴ ζύμη την ἀντιδιαστέλλει ὁ ἀπ. Παῦλος πρὸς τὴν παλαιὰ ζύμη: «Εκκαθάρατε την παλαιὰν
ζύμην» (Α' Κορ. ε' 7).
Ἡ καλὴ ζύμη κρύβει μέσα της δύναμι μεγάλη. Τὸ ψωμὶ τὶ εἶναι; Ἀλεύρι καὶ ζυμάρι. Τὸ λίγο ζυμάρι
ζυμώνεται μὲ το ἀλεύρι, πού αὐτὸ εἶναι σὲ μεγάλη ποσότητα καὶ παράγεται το καλοζυμωμένο
ψωμί. Καὶ στὴν ἐμφάνιση του Ἄρτου της ζωῆς, ποῦ εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, ἕνα μυστηριῶδες
ζύμωμα συνέβη. Μέσα στὸ καθαρότατο ζυμωτήρι της Κεχαριτωμένης κόρης, της Παρθένου
Μαρίας, ἑνώθηκαν ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύσις. Θὰ μπορούσαμε παραβολικὰ νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ
ζύμη της θείας φύσεως (μυστικὰ κρυμμένη) ἑνώθηκε μὲ το ἀλεύρι της ἀνθρωπίνης φύσεως, καὶ
παρήχθη ὁ Ἄρτος, «δι' οὐ τρέφονται ψυχαὶ Θεὸν πεινῶσαι».
Ἡ δύναμις της καλῆς ζύμης κρύβεται, ὅπως καὶ ἡ ἴδια κρύβεται. Ὀνομάζεται ταπείνωσις.
Ἡ ζύμη καὶ το ἁλάτι μόνα τους δὲν τρώγονται. Ὅταν ὅμως ἡ ζύμη μὲ ταπείνωσι κρύβεται μέσα
στὸ ἀλεύρι, τότε μετατρέπει ὅλο το ἀλεύρι σὲ ψωμί.
Ἀφανεῖς οἱ ταπεινοὶ ἄνθρωποι, οἱ ἅγιοι του Θεοῦ. Κρυμμένοι, ὄχι γιὰ νὰ κρυφτοῦν πίσω ἀπὸ
κάποιο προσωπεῖο, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν ἐπιδειχτοῦν, ζοῦν μέσα στὸ κόσμο. Δὲν γίνονται κόσμος, ἀλλὰ
μεταμορφώνουν τον κόσμο. Το ἀντίθετο μὲ τοὺς ἐπιδεικτικοὺς φαρισαϊκοὺς τύπους, πού καὶ αὐτοὶ
ἐπηρεάζουν τον κόσμο, ὄχι γιὰ νὰ τὸν μεταμορφώσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν παραμορφώσουν.
Καλὴ ζύμη οἱ ταπεινοί, πονηρὴ ζύμη οἱ ὑπερήφανοι. Καλὴ ζύμη ἡ γνησιότητα, κακὴ ζύμη ἤ
διαστροφή. «Ἑορτάζομεν μὴ ἐν ζύμη παλαιὰ μηδὲ ἐν ζύμη κακίας καὶ πονηρίας, ἀλλ' ἐν αζύμοις
εἰλικρινείας καὶ ἀληθείας» (Α' Κορ. ε' 8).

Τόσα θαύματα, δὲν τα θυμάσθε; (στ. 16-18)


Οἱ μαθητὲς δὲν μποροῦν νὰ συλλάβουν το μήνυμα των θαυμάτων του Ἰησοῦ. Το κέντρο του
ἐνδιαφέροντος ἐδῶ εἶναι οἱ μαθητές. Μὲ ἀφορμὴ το ζήτημα των ἄρτων δέχονται ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ
μιὰ αὐστηρὴ ἐπιτίμησι: «Ούπω νοεῖτε οὐδὲ συνίετε; Πεπωρωμένην ἔχετε την καρδίαν ὑμῶν;» (17-
21). Οἱ λέξεις ἀντηχοῦν σὰν συνεχὲς σφυροκόπημα. Ἡ ἔντασις έξηγείται ἀπὸ το γεγονός, ὅτι ὄχι
μόνο οἱ φαρισαῖοι, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές, πού παρακολουθοῦσαν τα πάντα, δὲν
κατώρθωσαν ν' ἀντιληφθοῦν το νόημα των θαυμαστῶν ἔργων του Μεσσία! «Καὶ διελογίζοντο πρὸς
ἀλλήλους λέγοντες ὅτι ἄρτους οὺκ ἔχομεν. Καὶ γνοὺς ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοὺς· Τὶ διαλογίζεσθε ὅτι
ἄρτους οὺκ ἔχετε; Ούπω νοεῖτε ούδὲ συνίετε; Ἔτι πεπωρωμένην ἔχετε την καρδίαν ὑμῶν;» (στ. 16-
18). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ συζητοῦσαν οἱ μαθητὲς μεταξὺ τους: “Ψωμιά δὲν έχουμε”.
Ὁ Ἰησοῦς κατάλαβε καὶ τοὺς λέει: “Γιατί σκέπτεστε, ὅτι δὲν ἔχετε ψωμιά; Ἀκόμη δὲν καταλαβαίνετε
καὶ δὲν μπαίνετε στὸ νόημα; Ἀκόμη ἡ ψυχὴ σας εἶναι σὲ κατάστασι σκληρύνσεως καὶ
σκοτασμού;”».
Οἱ μαθητὲς «διελογίζοντο». Καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση πού χρησιμοποιεῖται το ρῆμα (Μάρκ. θ' 33),
ἐξυπακούεται ζωηρὴ μεταξὺ τους συζήτησις, κάτι σὰν φιλονικία, σὰν «τσακωμός». Τσακώνονταν
γιὰ το ποιὸς φταίει ποῦ δὲν ἔχουν ψωμιά. Ἐσὺ φταῖς! Ὄχι, ἐσὺ φταῖς! Όλοι φταῖμε, ποῦ ἤ
προμήθεια εἶναι ἀνεπαρκής!
Στὴν πραγματικότητα τὶ ἔφταιγε; Το «επελάθοντο»! Το ὅτι τόσο εὔκολα ξέχασαν τα θαύματα μὲ
τον πολλαπλασιασμὸ των ψωμιῶν. Δίπλα τους ἦταν ὁ Τροφοδότης, καὶ ἐξακολουθοῦσαν νὰ ἔχουν
ἀγωνία γιὰ τὸ ψωμί! Ἡ ολιγοπιστία μας κάνει νὰ ἐρίζουμε, νὰ τσακωνόμαστε γιὰ το ποιὸς φταίει
γιὰ τὶς ἐλλείψεις καὶ παραλείψεις.
Σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὶ οὺν οἱ μαθηταί; Ἔτι χαμαὶ έρπυσις καίτοι μυρία εποίησεν,
ὥστε μνημονευθήναι ἐκεῖνο το θαῦμα, καὶ διὰ της ἐρωτήσεως, καὶ διὰ της ἀποκρίσεως, καὶ διὰ του
ποιῆσαι διακόνους αὐτούς, καὶ διὰ του νείμαι τοὺς κοφίνους· ἀλλ' ἔτι άτελέστερον διέκειντο»
(Ε.Π.Ε. 11,142-144). Μετάφρασις: Τὶ κάνουν λοιπὸν οἱ μαθητές; Έξακολουθοὺν ἀκόμα νὰ σύρωνται
πάνω στὴ γῆ. Ἄν καὶ βέβαια τόσα πολλὰ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, ὥστε νὰ θυμηθοῦν ἐκεῖνο το θαῦμα, καὶ
μὲ την ἐρώτησι καὶ μὲ τὴν ἀπάντησι καὶ μὲ το ὅτι ὑπῆρξαν ὑπηρέτες του θαύματος ἐκείνου καὶ μὲ
τὸ ὅτι μοίρασαν τα κοφίνια. Ἀλλ' ὅμως βρίσκονταν ἀκόμα πνευματικὰ πολὺ χαμηλά.
Ὁ Χριστὸς μὲ τὶς ἐρωτήσεις Του ἐπιπλήττει κατὰ κάποιο τρόπο, γιατὶ ἐξακολουθοῦσαν νὰ εἶναι
στενοκέφαλοι. «Διαλογίζεσθε ὅτι ἄρτους οὺκ ἔχετε; Ούπω νοεῖτε οὐδὲ συνίετε;» (στ.17). Εἶχαν δεῖ
τὸν Χριστὸ νὰ ἐνεργὴ ἁπλὰ (θαυματουργικὰ) καὶ νὰ διατρέφη τόσες χιλιάδες. Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ
εἶχαν διδαχτῆ καὶ νὰ εἶχαν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν εὐλογία Του; Ἤ ολιγοπιστία τους μοιάζει
σὰν ἐκείνον, ποῦ βρίσκεται σ' ἕνα φοῦρνο γεμάτο ψωμιά, καὶ ἐκφράζει την ἀγωνία: «Καὶ τώρα τὶ
θὰ κάνουμε χωρίς... ψωμί;». Ἔχουμε τὸν Χριστό, τὸν τροφέα της κτίσεως, καὶ μεῖς ἀγωνιοῦμε!
Ἐργασία καὶ φροντίδα πάντοτε ὀφείλουμε νὰ ἔχουμε. Ἀγωνία καὶ ἀπογοήτευσι νὰ μὴν ἔχουμε. Μας
ἔστειλε ὁ Θεὸς Πατέρας την τροφὴ του παντὸς κόσμου. Ἔτσι λέμε στὴν εὐχὴ της προσκομιδῆς: «Ὁ
Θεὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τὸν οὐράνιον Ἄρτον, την τροφὴν του παντὸς κόσμου, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν
Χριστὸν ἐξαποστείλας..».
Δὲν εἶναι πάντοτε πράος ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητὲς Του. Κάποτε χρειάζεται νὰ τοὺς έπιπλήττη.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐ πανταχοῦ ἡ προσήνεια καλόν. Ὥσπερ γὰρ μετεδίδου παρρησίας
αὐτούς, οὕτω καὶ ἐπιτιμᾶ, τη ποικιλία ταύτη την σωτηρίαν αὐτῶν οἰκονομῶν» (Ε.Π.Ε. 11,158).
Μετάφρασις: Ἡ πραότητα δὲν εἶναι πάντοτε καλὴ. Όπως, λοιπόν, τοὺς ἐπαινοῦσε παρρησία, ἔτσι
καὶ τοὺς ἐπιτιμᾶ, οἰκονομώντας ἔτσι μὲ τὴν ποικιλία αὐτὴ τη σωτηρία τους.
Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἐπιπλήττοντας ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὲς γιὰ τὴν «πεπωρωμένην
καρδίαν» (στ. 17), χρησιμοποιεῖ (στ. 18) χωρίο του Ησαΐα (τσ' 9. ἰδὲ καὶ Ιερ. ε' 21. Ιεζ. ιβ' 2), ποῦ στὸ
κεφάλαιο δ' 10-12 το χρησιμοποιεῖ γι' αὐτοὺς ποῦ εἶναι ἔξω ἀπὸ τον κύκλο των μαθητῶν καὶ
ἀδυνατοῦν νὰ συλλάβουν το μήνυμα των παραβολῶν.
Βαρειὰ τα λόγια του Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητὲς Του. Mά ἀκριβῶς την ἑπομένη του θαύματος
του χορτασμοῦ, νὰ ἔχουν την ἀγωνία πού θὰ βροῦνε ψωμιά; Μάτια δὲν ἔχετε νὰ δῆτε πόσοι
φάγανε καὶ νὰ δῆτε τα περισσεύματα; Αὐτιὰ δὲν ἔχετε νὰ ἀκούσετε τὶ σας διδάσκω; Ἐγὼ σας λέω
νὰ προσέχετε τη ζύμη των φαρισαίων, νὰ μὴ σας σερβίρουν «μουχλιασμένο» ψωμί,
δηλητηριασμένη διδασκαλία, καὶ σεῖς ψάχνετε γιὰ λίγα ψωμιά, ἐνῶ ξέρετε ὅτι δίπλα σας εἶναι ὁ
«θησαυρὸς των ἀγαθῶν», «Ὀφθαλμοὺς ἔχοντες οὐ βλέπετε, καὶ ὦτα ἔχοντες οὺκ ἀκούετε; Καὶ οὐ
μνημονεύετε;» (στ. 18). Δὲν βλέπετε, ὅτι σὲ μιὰ ἀνάγκη θὰ σας προμηθεύσω; Σεῖς ζητᾶτε τη
«βασιλεία του Θεοῦ καὶ τη δικαιοσύνη Του» (Ματθ. τσ' 33). Τὰ ἄλλα θὰ λυθοῦν. Όποιος ζητάει το
μεῖζον, θὰ ἔχει καὶ το ἔλασσον. Ὅποιος προσφέρει την καρδιὰ του στὸν Χριστό, μπαίνει στὴ μέριμνα
του Χριστοῦ. Δὲν φροντίζει ὁ Χριστὸς μόνο γιὰ ἐκείνους, πού θέλουν ὅλα νὰ τα φροντίζουν μόνοι
τους. Καὶ πάλι καὶ γι' αὐτούς... φροντίζει, κι ἂς μὴ το παραδέχονται. Τὸν ἥλιο ποιὸς τοὺς τὸν χαρίζει
κάθε μέρα;
Μετὰ ἀπὸ τόσα θαύματα πολλὲς φορὲς οἱ μαθητὲς μοιάζουν νὰ μὴ καταλαβαίνουν το
μεσσιανικὸ χαρακτήρα του Διδασκάλου! Γι' αὐτὸ καὶ καλοῦνται ἀπὸ τον Ἰησοῦ «ἀσύνετοι».
«Ὀφθαλμοὺς ἔχοντες οὐ βλέπετε, καὶ ὦτα ἔχοντες οὺκ ἀκούετε; Καὶ οὐ μνημονεύετε;» (στ. 18).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Ενώ ἔχετε μάτια, δὲν βλέπετε; Καὶ ἐνῶ ἔχετε αὐτιά, δὲν ἀκοῦτε;
Καὶ δὲν θυμάστε;”».

Ὁ Τροφέας της κτίσεως (στ. 19-21)


Ἡ ἀδυναμία των μαθητῶν νὰ καταλάβουν τον πραγματικὸ μεσσιανικὸ χαρακτήρα του Ἰησοῦ,
τοὺς ἐξομοιώνει πρὸς τοὺς ἐκτὸς του κύκλου των ὀπαδῶν εὑρισκομένους καὶ ἀποτελεῖ γιὰ τὴν
ἐποχὴ ποῦ τὸ καταγράφει αὐτὸ ὁ ευαγγελιστῆς ὑπαινιγμὸ στὸν κίνδυνο πού διατρέχουν οἱ
χριστιανοὶ νὰ ἐξομοιωθοῦν πρὸς αὐτοὺς ποῦ δὲν βλέπουν τον Χριστὸ ὡς τον ἀληθινὸ «Ἄρτο της
ζωῆς». «Ὅτε τοὺς πέντε ἄρτους ἔκλασα εἰς τοὺς πεντακισχιλίους, καὶ πόσους κοφίνους κλασμάτων
πλήρεις ἤρατε; Λέγουσιν αυτὼ Δώδεκα. "Οτε δὲ τοὺς ἑπτὰ εἰς τοὺς τετρακισχιλίους, πόσων
σπυρίδων πληρώματα κλασμάτων ἤρατε; Οἱ δὲ εἶπον: Ἑπτά. Καὶ έλεγεν αυτοὶς: Ούπω συνίετε;»
(στ. 19-21). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Δέν θυμᾶστε, ὅταν μοίρασα τα πέντε ψωμιὰ στοὺς
πέντε χιλιάδες; Πόσα κοφίνια γεμάτα ἀπὸ κομμάτια (περισσεύματα) μαζέψατε;”. Του λένε:
“Δώδεκα”. Καὶ συνέχισε ὁ Ἰησοῦς: “Δέν θυμᾶστε, ὅταν ἔκοψα τα ἑπτὰ ψωμιὰ γιὰ τοὺς τέσσερις
χιλιάδες; Πόσα κοφίνια γεμάτα ἀπὸ κομμάτια (περισσεύματα) μαζέψατε;”. Αὐτοὶ δὲ ἀπάντησαν:
“Επτά”. Τότε τοὺς λὲει ὁ Ἰησοῦς: “Ακόμη δὲν καταλαβαίνετε (ὅτι δὲν σας μίλησα γιὰ ὑλικὸ προζύμι,
ἀλλὰ γιὰ την κακὴ ἐπίδραση των Φαρισαίων καὶ του Ηρώδη);”».
Ὅλο ζητᾶνε λογικὰ ἐρείσματα καὶ σημάδια γιὰ νὰ στηρίξουν την πίστη τους, διότι βλέπουν τα
πράγματα μὲ πρίσμα έγκοσμιοκρατικό.
Θυμίζει ὁ Χριστὸς τα περισσεύματα, πού στὸ πρῶτο θαῦμα ἦταν δώδεκα κοφίνια καὶ στὸ
δεύτερο θαῦμα ἦταν ἑπτὰ «σπυρίδες». Γιατί; Γιὰ νὰ νοήσουν καὶ οἱ μαθητὲς καὶ ὅλοι οἱ πιστοί, ὅτι
ἔχει ὄχι «τσίμα-τσίμα» ὅσα χρειάζονται, ἀλλὰ «περισσώς»! Τα περισσεύματα δὲν ἦταν μόνο γιὰ νὰ
μοιραστοῦν καὶ αὐτὰ στὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ θυμίζουν το ἔλεος του Θεοῦ. "Ὅπως γιὰ
ἀνάμνηση της τροφοδοτικῆς ἀγάπης του Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη μὲ τὸ μάννα, εἶχαν στὴν
Κιβωτὸ της Διαθήκης καὶ τη στάμνα μὲ τὸ μάννα (Έξὸδ ιστ' 32), ἔτσι καὶ τώρα, στὴν Καινὴ Διαθήκη,
σὲ ἀνάμνησι της θαυμαστὴς τροφοδοσίας παρέμειναν τα περισσεύματα. Μεγάλη ἐνίσχυσης της
πίστεὼς μας εἶναι νὰ θυμόμαστε πόσες φορὲς στὸ παρελθὸν ὁ Θεὸς μερίμνησε καὶ πόσο καὶ
σήμερα μεριμνᾶ γιὰ τη συντήρηση του κόσμου.
Ἀλλὰ καὶ ἄλλη ἀλήθεια βγαίνει ἀπὸ την ἀμφίβολη στάσι των μαθητῶν. Φαίνεται το πόσο εἶναι
φιλαλήθεις! Τὸ εὐαγγέλιὸ τους δὲν ωραιοποιεὶ καταστάσεις, οὔτε κρύβει τα έλαττώματα καὶ τὶς
μικρότητες των μαθητῶν. Ἄλλωστε το ὅτι ἀπὸ τέτοιες μικρότητες ἀνέβηκαν σὲ θεϊκὲς
μεγαλειότητες οἱ άνθρωποι-μαθητές, δείχνει την «ὑπερβολὴν της δυνάμεως του Χριστοῦ» (Β' Κορ.
δ' 7). Σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὥσπερ εἶδες αὐτῶν το ἀτελές, οὕτω κατάμαθε καὶ το
φιλόσοφος της γνώμης, καὶ θαύμασον τὸ φιλαληθές, πὼς αὐτοὶ γράφοντες, τα ἑαυτὼν οὐ
κρύπτουσιν ἐλαττώματα, καὶ ταῦτα μεγάλα ὄντα» (Ε.Π.Ε. 11,146). Μετάφρασις: Ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ
ὅσα εἶπαν οἱ μαθητὲς κατάλαβες τὴν πνευματικὴ ἀνωριμότητὰ τους, κατὰ τον ἴδιο τρόπο νὰ
κατανοήσης καὶ την καλὴ τους διάθεση καὶ νὰ θαυμάσης την φιλαλήθειὰ τους. Γράφοντας οἱ ἴδιοι
τα εὐαγγέλια, δὲν ἀποκρύπτουν τα ἐλαττώματὰ τους, καὶ μάλιστα τα τόσο μεγάλα.

22 Καὶ ἔρχεται εἰς Βηθσαϊδά. καὶ φέρουσιν αὐτῷ τυφλὸν καὶ παρακαλοῦσιν αὐτὸν ἵνα αὐτοῦ
ἅψηται. 23 καὶ
ἐπιλαβόμενος τῆς χειρὸς τοῦ τυφλοῦ ἐξήγαγεν αὐτὸν ἔξω τῆς κώμης, καὶ πτύσας εἰς
τὰ ὄμματα αὐτοῦ, ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας αὐτῷ ἐπηρώτα αὐτὸν εἴ τι βλέπει. 24 καὶ ἀναβλέψας ἔλεγε·
βλέπω τοὺς ἀνθρώπους ὡς δένδρα περιπατοῦντας. 25 εἶτα πάλιν ἐπέθηκε τὰς χεῖρας ἐπὶ τοὺς
ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ ἐποίησεν αὐτὸν ἀναβλέψαι, καὶ ἀποκατεστάθη, καὶ ἐνέβλεψε τηλαυγῶς
ἅπαντας. 26 καὶ ἀπέστειλεν αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ λέγων· μηδὲ εἰς τὴν κώμην εἰσέλθῃς μηδὲ
εἴπῃς τινὶ ἐν τῇ κώμῃ.

Σάλιο του Ἰησοῦ στὰ μάτια του τυφλοῦ (στ. 22-23)


Ἡ θεραπεία του τυφλοῦ στὴ Βηθσαϊδά, ποῦ διασώζεται μόνο ἀπὸ το Μάρκο, κατακλείει την
ἑνότητα μὲ ἕνα αἰσιόδοξο τόνο. Ἡ Βηθσαϊδὰ βρίσκεται στὸ ἄκρο της λίμνης, ἀνατολικὰ του σημείου
πού ἐκβάλλει ὁ Ἰορδάνης. Εἶναι τόπος, ποῦ ζοῦν ψαράδες (Βηθσαϊδὰ σημαίνει τόπος ἁλιείας). Καὶ
κατὰ τον Ἰωάννη (α' 44 καὶ ιβ' 21) εἶναι πατρίδα των μαθητῶν Πέτρου, Ἀνδρέα, Φιλίππου καὶ
Ναθαναήλ.
Ὁ Ἰησοῦς ἐνεργεῖ στὸν τυφλό, ποῦ του φέρνουν νὰ θεραπεύση, ὅπως καὶ στὸν κωφάλαλο. «Καὶ
ἔρχεται εἰς Βηθσαϊδά. Καὶ φέρουσιν αυτὼ τυφλὸν καὶ παρακαλούσιν αὐτὸν ἕνα αὐτοῦ άψηται. Καὶ
έπιλαβόμενος της χειρὸς του τυφλοῦ εξήγαγεν αὐτὸν ἔξω της κώμης, καὶ πτύσας εἰς τὰ ὄμματα
αὐτοῦ, επιθεὶς τὰς χεῖρας αυτὼ επηρώτα αὐτὸν εἰ τὶ βλέπει» (στ. 22-23). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Πηγαίνει κατὸπιν ὁ Ἰησοῦς στὴ Βηθσαϊδά. Καὶ του φέρνουν ἕνα τυφλὸ καὶ Τὸν
παρακαλοῦν νὰ τον ἀγγίξη. Τότε ὁ Ἰησοῦς ἔπιασε ἀπὸ το χέρι τον τυφλὸ καὶ τὸν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ το
χωριό. Καὶ ἀφοῦ ἔφτυσε στὰ μάτια του, ἔθεσε τα χέρια Του πάνω του καὶ τον ρωτοῦσε, ἂν βλέπη
τίποτε».
Δὲν ἦρθε μόνος του ὁ τυφλὸς στὸν Χριστό. Ἄλλωστε δὲν μποροῦσε νὰ ἔρθη μόνος του. Ἄλλοι
τὸν ἔφεραν. Καὶ αὐτοὶ οἱ ἄλλοι πρέπει νὰ ἦσαν πιστοί, περισσότερο ἴσως ἀπὸ τον ἴδιο τὸν τυφλό,
καὶ ἄνθρωποι ἀγάπης. «Καὶ φέρουσιν αυτὼ τυφλὸν καὶ παρακαλούσιν αὐτὸν ἴνα αὐτοῦ άψηται»
(στ. 22). Δὲν κάνουν ἁπλῶς μία καλὴ πρᾶξι, σὰν ἐκείνον πού περνάει ἕνα τυφλὸ στὸ ἀπέναντι
πεζοδρόμιο! Κάνουν συνειδητὰ ἐνέργεια καλωσύνης καὶ πίστεως. Πιστεύουν, ὅτι, ἔστω καὶ λίγο ἂν
τον ἀγγίξη ὁ Χριστός, θὰ βρῆ (μᾶλλον θὰ ξαναβρὴ) το φῶς του!
Γι' αὐτὸ καὶ δὲν τον ἀφήνουν ἁπλῶς δίπλα ἀπὸ τὸν Χριστό. Παρακαλοῦν γι' αὐτὸν τον Χριστό.
Συνήθως συνεργεῖ καὶ ἡ πίστις του ἀσθενοῦς. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ περιπτώσεις, ὅπως ἐδῶ, ὅπου ὁ
ἀσθενὴς, ὁ τυφλός, δὲν εἶχε προσωπικὴ ἐμπειρία γιὰ τὸν Χριστό, γι' αὐτὸ καὶ ἡ πίστις του εἶναι
ἀσθενική. Ἡ πίστις των ἀνθρώπων πού τον ἔφεραν συνέτεινε ὄχι μόνο νὰ ἔρθη στὸν Χριστό, ἀλλὰ
καὶ νὰ παρακαλέσουν θερμὰ γιὰ τὸν ταλαίπωρο ἐκεῖνο ἄνθρωπο.
Ας διδαχθοῦμε: Καὶ γιὰ τὸν δικὸ μας φωτισμὸ νὰ προσευχόμαστε, ἀλλὰ καὶ νὰ πιστεύουμε, ὅτι
προσευχόμενοι καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους, πού ἀκόμα δὲν βλέπουν, καὶ μάλιστα καθαρά, θὰ γίνη το
θαῦμα. Καί, το σπουδαιότερο, νὰ προσπαθοῦμε νὰ φέρνουμε καὶ ἄλλους, νὰ τους ἀγγίξη ὁ Χριστὸς
καὶ αὐτοὶ νὰ ἀγγίξουν, νὰ πλησιάσουν τον Χριστό, νὰ φωτιστοῦν. Κάθε χριστιανὸς ὀφείλει νὰ
γίνεται χειραγωγὸς «εἰς Χριστόν». Αὐτὸ το «φέρουσι» θὰ μας δικάση. Ἐμεῖς φέραμε κάποιον στὸ
εὐαγγέλιο, στὸ κήρυγμα, στὴ μετάνοια;
Ἡ πρᾶξις των ἀνωνύμων αὐτῶν ὁδηγῶν του τυφλοῦ θυμίζει το περιστατικὸ μὲ τον παραλυτικὸ
της Καπερναοὺμ (Μάρκ. β' 2), ὅπου ἦρθε «αἰρόμενος ὑπὸ τεσσάρων». Πίστις, ἀγάπη, ἐπιμονὴ.
-Θὰ τον ὁδηγήσουμε ὁπωσδήποτε στὸν Χριστό!
Ὁ τυφλὸς βρίσκεται δίπλα ἀπὸ τον Χριστό. Θὰ μποροῦσε ἐκείνη τη στιγμὴ νὰ τελέση ὁ Ἰησοῦς
το θαῦμα. Δὲν ἐπιλέγει ὅμως τη στιγμὴ ἐκείνη καὶ τον τόπο ἐκεῖνο. Παίρνει ἀπὸ το χέρι τὸν τυφλὸ
καὶ τὸν βγάζει ἔξω ἀπὸ το χωριό. «Καὶ επιλαβόμενος της χειρὸς του τυφλοῦ εξήγαγεν αὐτὸν ἔξω
της κώμης». Πόσο συγκλονιστικὴ ἡ εἰκόνα!
Ὁ παντοδύναμος Θεάνθρωπος κρατάει ἀπὸ το χέρι τὸν τυφλὸ καὶ προχωροῦν! Σὰν νὰ του λέη:
«Πᾶμε μαζί, λίγο πιὸ ἔξω...». Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο ὡς ὁδηγὸς καὶ σωτήρας, «του κηρύξαι
αιχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοὺς ανάβλεψιν» (Λουκ. δ' 19. Ήσ. 61,1-2).
Ποτὲ φτωχὸς τυφλὸς δὲν εὐτύχησε νὰ ἔχη τέτοιο ὁδηγό, ὅπως ὁ τυφλὸς της Βηθσαϊδά. Μόνος
Του ὁ Ἰησοῦς, κρυφὰ ἀπὸ τον πολὺ κόσμο καὶ ἀπὸ τους μαθητὲς Του, μὲ θαυμαστὴ συγκατάβασι,
ὁδηγεῖ τον τυφλὸ στὸ δρόμο πρὸς το φῶς! Εὐλογημένο το χέρι, ποῦ γίνεται βακτηρία τυφλῶν!
Τα χέρια του Χριστοῦ δὲν κρατοῦν μόνο καθοδηγητικὰ τὸν τυφλό. Γίνονται καὶ χέρια
θαυματουργικά. Ἐνεργοῦν παρόμοια μὲ την ἐπέμβαση στὸν κωφάλαλο (Μάρκ. ζ' 33). Όπως καὶ
ἐκεῖ, ἔφτυσε πρῶτα. Καὶ το σάλιο του Ἰησοῦ ἔχει θαυματουργικὴ ἰδιότητα καθοριστική. «Πτύσας
εἰς τὰ ὄμματα αὐτοῦ, επιθεὶς τὰς χεῖρας αυτὼ επηρώτα αὐτὸν εἰ τὶ βλέπει».
Μεταχειρίζεται παρόμοιο τρόπο μὲ την ἴασι του μογιλάλου καὶ δίνει στὸν τυφλὸ νὰ ἀντιληφθῆ,
τὶ πρόκειται νὰ του κάνη. Ἡ χρῆσις του πτύσματος ἦταν γνωστὴ στὴν ἀρχαιότητα ὡς θεραπεία. Ἀλλ'
ὁ Χριστὸς δὲν χρειαζόταν οὔτε το πτύσμα, οὔτε τὸν πηλό, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη χρῖσι καὶ χρῆσι!
Μὲ ἕνα Του λόγο ἀστραπιαία ἐνεργεῖ θεραπεῖες. Γιὰ νὰ δείξη ὅμως, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ
χρησιμοποιῶ τα ίατρικὰ μέσα, χωρὶς νὰ παύση συγχρόνως νὰ προσφεύγη στὸν Θεὸ γιὰ θεραπεία
του, χρησιμοποιεῖ ἀκόμα καὶ το σάλιο Του.
Ἐκείνον, ποῦ «ἔπτυσε» θαυματουργικὰ τον τυφλό, τὸν «ἔπτυσαν» χλευαστικὰ κατὰ την
περιπέτεια του ἑκουσίου Του Πάθους (Ματθ. κστ' 67. Μάρκ. ιε' 19). Καὶ γιὰ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς
δὲν χρησιμοποιεῖ «πτύσμα». Δὲν μᾶς φτύνει, δὲν μᾶς ἀποδοκιμάζει. Ἀντὶ γιὰ δικὸ Του «πτύσμα»
(Ιωάν. θ' 6), παίρνει το δικὸ μας «πταῖσμα» (Ιακ. γ' 2) καὶ τὸ ἐξαλείφει. Μας συγχωρεῖ.
Παίρνει τον τυφλὸ ἔξω ἀπὸ την κώμη, μακρυὰ ἀπὸ τον κόσμο. Χρησιμοποιεῖ ὡς θεραπευτικὸ
μέσο το σάλιο. Καὶ τὸν ἀγγίζει μὲ τα χέρια του. Ἡ ἰδιορρυθμία της περιπτώσεως συνίσταται στὸ ὅτι
ἡ θεραπεία γίνεται σταδιακά. Ὁ τυφλὸς σὲ μιὰ πρώτη φάση της θεραπείας βλέπει τοὺς ἀνθρώπους
σὰν δέντρα πού περπατοῦν (στ. 24).

Σταδιακὴ ανάβλεψις (στ. 24-25)


Καὶ μετὰ τη δεύτερη ἀπόθεση των χεριῶν του Ἰησοῦ στὰ μάτια του, βλέπει «τηλαυγὼς
ἅπαντας». «Καὶ άναβλέψας ἔλεγε: Βλέπω τοὺς ἀνθρώπους ὡς δένδρα περιπατοῦντας. Είτα πάλιν
επέθηκε τὰς χεῖρας ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ εποίησεν αὐτὸν άναβλέψαι, καὶ ἀποκατεστάθη,
καὶ ἀνέβλεψε τηλαυγὼς ἅπαντας» (στ. 24-25). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἐκεῖνος,
ἀρχίζοντας νὰ βρίσκη το φῶς του, εἶπε: “Βλέπω τοὺς ἀνθρώπους νὰ περπατοῦν, ἀλλὰ τοὺς βλέπω
σὰν δέντρα”. Ἔπειτα πάλι ὁ Ἰησοῦς ἔθεσε τα χέρια του στὰ μάτια του καὶ τον ἔκανε νὰ βλέπη καλά.
Καὶ ἔτσι ἀποκαταστάθηκε ἡ ὅρασὴς του, καὶ τοὺς ἔβλεπε ὅλους καθαρά»..
Ἡ κλιμακωτὴ αὐτὴ θεραπεία, πού απηχείται καὶ στὰ ρήματα «ἀναβλέψας», «διέβλεψεν»,
«ενέβλεπε» δὲν σημαίνει οὔτε ἀδυναμία του Ἰησοῦ νὰ ἐπιτελέση το θαῦμα μὲ μία μόνο κίνησὶ Του
ἤ μὲ ἕνα λόγο Του, οὔτε βαρύτητα της ἀσθενείας, πού ἀπαιτοῦσε διπλὴ ἐνέργεια ἐκ μέρους του
Ἰησοῦ. Ἀπὸ μὲν τοὺς ἀρχαιοτέρους ἑρμηνευτὲς σχετίζεται μὲ τὴν ἐλλιπὴ πίστι του τυφλοῦ, καὶ ἀπὸ
τους νεωτέρους ὑπομνηματιστὲς ἐκλαμβάνεται ὡς συμβολικὴ ἀναφορὰ στὴν τυφλότητα των
ἀνθρώπων, συμπεριλαμβανομένων καὶ των μαθητῶν καὶ στὸ σταδιακὸ φωτισμὸ τους. Ὁ Ζιγαβηνὸς
γράφει: «'Ἀτελῶς δὲ τὸν τυφλὸν τοῦτον εθεράπευσεν ὡς άτελὼς πιστεύοντα. Διὸ καὶ επηρώτησεν
αὐτόν, εἰ τὶ βλέπειεν, ἴνα μικρὸν ἀναβλέψας, ἀπὸ της μικρὰς ὄψεως, πιστεύση τελεώτερον, καὶ
ιαθὴ τελεώτερον. Σοφὸς γὰρ έστιν ἰατρός».
Δὲν εἶχε, φαίνεται, τελεία πίστι ὁ τυφλὸς καὶ γι' αὐτὸ δὲν ἀνέβλεψε ἀμέσως. Στὴν πρώτη φάσι
ἔβλεπε τοὺς ἀνθρώπους σὰν δέντρα. «Βλέπω τοὺς ἀνθρώπους ὡς δένδρα περιπατοῦντας» (στ. 24).
Του φαίνονταν σὰν δέντρα οἱ ἄνθρωποι λόγω του ὕψους καὶ της κινήσεὼς τους. Ἡ ἀνικανότητα της
ὁράσεὼς του ὠφείλετο ὄχι σὲ ἀτέλεια της δυνάμεως του Χριστοῦ, ἀλλὰ στὴν ἀτέλεια της πίστεως
του ἀσθενοῦς. Ὁπωσδήποτε ὅμως παρατηρεῖ καὶ ὁ ἴδιος αὔξηση της ὁράσεὼς του καὶ μέσα του
αὐξάνονται καὶ ἡ πίστης καὶ ἡ ἐλπίδα.
Ἄλλωστε τα πιὸ καταπληκτικὰ θαύματα του Θεοῦ στὴ δημιουργία καὶ στὴ φυσικὴ κίνησι γίνονται
σταδιακά. Αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ δημιουργία ἔγινε σταδιακά, σὲ χρονικὰ διαστήματα, ποῦ ἤ Γραφὴ τα
ὀνομάζει «ἡμέρας». Ἡ καρποφορία της γῆς, αὐτὸ το καταπληκτικὸ θαῦμα, πού ἐντυπωσιάζει κάθε
καλοπροαίρετο ἄνθρωπο, γίνεται σταδιακά. Δὲν συμβαίνει νὰ σπέρνης τὴ μιὰ μέρα καὶ την ἄλλη
νὰ θερίζης! Σιγά-σιγά λειτουργεῖ το θαῦμα. Ἐκεῖνος ἔβλεπε τοὺς ἀνθρώπους σὰν ἀκαθόριστα
δέντρα. Ἐμεῖς βλέπουμε τους σπόρους σὰν άνθισμένα δέντρα καὶ ὕστερα σὰν καρποφόρα! Ἀλλὰ
καὶ ὁ ἥλιος σταδιακὰ προχωρεῖ. Μέχρι νὰ καταλάβη το θρόνο του στὸ μεσουράνημὰ του, περνάει
ἀπὸ την αὐγὴ καὶ το ξημέρωμα.
Παρὰ την ἄρνηση των Ἰουδαίων νὰ δεχθοῦν το μήνυμα της βασιλείας του Θεοῦ καὶ παρὰ την
ἀδυναμία των μαθητῶν νὰ ἀναγνωρίσουν τον ἀποκαλυπτόμενο Θεό, ἡ ανάβλεψις του κόσμου
συντελεῖται διαδοχικὰ μέχρις ὅτου δοῦν ὅλοι «τηλαυγώς».
Τὸ ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ στὴν ἀφήγηση εἶναι, ὅτι ἡ θεραπεία του τυφλοῦ γίνεται σὲ δύο
φάσεις. Ἴσως αὐτὸ ὀφείλεται σὲ παιδαγωγικοὺς λόγους, ὄχι πάντως στὴν ἀδυναμία του Χριστοῦ.
Ὁ Χριστὸς τὶς περισσότερες φορὲς ἐνεργεῖ τα θαύματὰ Του ἀκαριαίως, «εὐθύς». Ὑπάρχουν ὅμως
καὶ περιπτώσεις, ὅπως αὐτὴ ἐδῶ, ὅπου προσφέρει τη δωρεὰ Του σταδιακά. Πάντως το κεντρικὸ
νόημα καὶ ἐδῶ εἶναι ἡ δυναμικὴ ἔκφρασις της ἀπόλυτης ἐξουσίας του Ἰησοῦ πάνω σὲ κάθε μορφῆς
ἀσθένεια, ἀδυναμία ἤ χρόνια ἀναπηρία.

Δὲν χρειάζεται διαφήμισις (στ. 26)


Μὲ το θαῦμα του τυφλοῦ ὁ Μεσσίας φανερώνει, ὅτι μπορεῖ ν' ἀπαλλάξη καὶ ἀπὸ την πνευματικὴ
τύφλωσι, νὰ χαρίση μιὰ νέα ἐσωτερικὴ ὅρασι.
Ἡ διήγησις τελειώνει μὲ την ἀποστολὴ του θεραπευμένου τυφλοῦ στὸ σπίτι του, μὲ το γνωστὸ
θέμα του μεσσιανικοῦ μυστικοῦ. «Καὶ απέστειλεν αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ λέγων Μηδὲ εἰς τὴν
κώμην εἰσέλθης μηδὲ εἴπης τινὶ ἐν τη κώμη» (στ. 26). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ τὸν
ἔστειλε στὸ σπίτι του λέγοντας: “Ούτε στὸ χωριὸ νὰ μπῆς, οὔτε σὲ κανένα κάτοικο του χωριοῦ νὰ
διηγηθῆς το θαύμα”».
Δὲν εἶναι συμπτωματικό, ὅτι στὴ συγκεκριμένη περίπτωσι ὁ Ἰησοῦς ξαναδίνει την ὅρασι σ' ἕνα
τυφλό. Αὐτὸ μᾶλλον ἐξηγεῖ καὶ την ἐξιστόρηση του θαύματος στὸ σημεῖο αὐτὸ του κατὰ Μάρκον
εὐαγγελίου. Στὰ ἐπεισόδια πού προηγήθηκαν ἔγινε λόγος γιὰ τὴν πνευματικὴ σκλήρυνση των
φαρισαίων καὶ γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ τύφλωσι, μεγαλύτερη στοὺς φαρισαίους, μικρότερη στοὺς
μαθητές.
Ἡ γλώσσα πού χρησιμοποίησε ὁ Διδάσκαλος ἦταν ὀξύτατη. Μποροῦσε νὰ βυθίση τοὺς μαθητὲς
σὲ ἀπόγνωσι. Τώρα, μὲ το θαῦμα του τυφλοῦ, ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίζεται ὡς ὁ Μεσσίας, πού ἀνοίγει τα
τυφλὰ μάτια καὶ ἀποκαθιστᾶ την ὅρασι. Πραγματικὸ βέβαια θαῦμα, ἀλλὰ μὲ δυνατὸ συμβολισμό.
Ὁ Χριστὸς απαλλάσει καὶ ἀπὸ την πνευματικὴ τύφλωσι, χαρίζει ἐσωτερικὴ ὅρασι, μιὰ νέα
δυνατότητα θέας καὶ κατανοήσεως των θαυμάτων καὶ της διδασκαλίας Του.
Το θαῦμα του τυφλοῦ εἶναι ἕνα νέο σημεῖο φανερώσεως της στοργῆς του Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ
συγχρόνως γίνεται καὶ ἕνα νέο σημεῖο ἀνανεώσεως της ἐλπίδας των μαθητῶν. Θὰ αὐξηθῆ ἡ ὅρασὶς
μας. Θὰ δοῦμε καλύτερα. Θὰ περπατήσουμε φωτιζόμενοι ἀπὸ το φῶς το ἀληθινό. Καί, ἂν
ἀγωνισθοῦμε καὶ εἰλικρινὰ μετανοήσουμε καὶ θερμὰ πιστεύσουμε, θὰ δοῦμε μιὰ μέρα
«τηλαυγώς». Θὰ δοῦμε το ἀνέσπερο φῶς. Θὰ δοῦμε τὸν Χριστὸ «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» (Α'
Κορ. ιγ' 12).

27 Καὶ ἐξῆλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὰς κώμας Καισαρείας τῆς Φιλίππου· καὶ ἐν τῇ
ὁδῷ ἐπηρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων αὐτοῖς· τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι; 28 οἱ δὲ
ἀπεκρίθησαν· ᾿Ιωάννην τὸν βαπτιστήν, καὶ ἄλλοι ᾿Ηλίαν, ἄλλοι δὲ ἕνα τῶν προφητῶν. 29 καὶ αὐτὸς
λέγει αὐτοῖς· ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος λέγει αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ
Χριστός. 30 Καὶ ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ λέγωσι περὶ αὐτοῦ.

Τὶ λένε οἱ ἄνθρωποι γιὰ τον Χριστό; (στ. 27)


Τομὴ στὴν ὅλη ἐξέλιξη της εὐαγγελικῆς διηγήσεως ἀποτελεῖ ἡ μεσσιανικὴ ὁμολογία του Πέτρου.
Πρόκειται γιὰ τὴν ἐξιστόρηση της σπουδαιοτάτης ὁμολογίας του κορυφαίου των Ἀποστόλων, πού
ἔγινε στὴν περιοχὴ της πόλεως Καισαρείας της Φιλίππου. Ἡ ἀφήγησις οἰκοδομεῖται πάνω σὲ δυὸ
ἐρωτήματα, πού θέτει ὁ Ἰησοῦς στοὺς μαθητὲς Του:
«Τίνα μὲ λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;» (στ. 27).
«Ὑμεῖς δὲ τίνα μὲ λέγετε εἶναι;» (στ. 29).
Ἡ ἀντίθεσις των Ἰουδαίων ἀρχόντων μὲ τὸν Ἰησοῦ Χρίστο ὅλο καὶ ἐντείνεται. Παροξύνονται τα
πνεύματὰ τους. Αὐξάνει το μίσος τους. Οἱ ἡμέρες του Πάθους ὅλο καὶ πλησιάζουν. Βρίσκει, λοιπόν,
ὁ Διδάσκαλος εὐκαιρία νὰ συζητήση μὲ τοὺς μαθητὲς Του. Αὐτὴ τη φορὰ ἀνοίγει το πρωτοφανὲς
θέμα, πού αναφέρεται στὸ πρόσωπὸ Του.
Ἐνῶ μέχρι τώρα ὁ Ἰησοῦς τηρεῖ έφεκτικὴ στάση ἔναντι των μεσσιανικῶν ἐκδηλώσεων του ὄχλου,
ἐδῶ γιὰ πρώτη φὸρὰ δέχεται τὴν ὁμολογία ἑνὸς μαθητοῦ Του, πού ἐνεργεῖ ὡς τὸ «στόμα» τῶν
λοιπῶν μαθητῶν καὶ παράλληλα συνδέει στενὰ τῇ μεσσιανικὴ Του ἰδιότητα μὲ τὸ Πάθος. Ἡ
σημαντικὴ αὐτὴ συζήτησις διασώζεται ἐπίσης ἀπὸ τὸν Ματθαίο, ποὺ εἶναι μάλιστα πιὸ ἐκτεταμένη
(ιστ' 13-23) καὶ ἀπὸ τὸ Λουκᾶ (θ' 18 ἐξ.).
Ἡ συζήτησις αὐτὴ τοποθετεῖται στὴν περιοχὴ τῆς Καισάρειας του Φιλίππου. Ἡ Καισάρεια, κοντὰ
στὶς πηγὲς του Ἰορδάνου, στὶς παρυφὲς του ὄρους Ἑρμῶν, ώνομαζόταν παλαιότερα Πανεὰς ἢ
Πανιάς. Ἀπὸ τὸν τετράρχη Φίλιππο μετονομάσθη σὲ Καισάρεια, πρὸς τιμὴν του αὐτοκράτορα
Τιβερίου. «Καὶ ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὰς κώμας Καισαρείας τῆς Φιλίππου. Καὶ
ἐν τῇ ὁδῷ ἐπηρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων αυτοϊς: Τίνα μὲ λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;» (στ.
27). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἀναχώρησαν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθητὲς Του γιὰ τὰ χωριὰ τῆς
Καισαρείας του Φιλίππου. Καὶ στὸ δρόμο ρωτοῦσε τοὺς μαθητὲς Του λέγοντας: “Ποιός λένε οἱ
ἄνθρωποι ὅτι είμαι;”».
Ρωτάει ὁ Κύριος ὄχι γιὰ τὸ τὶ λένε οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι. Δὲν λαμβάνεται ἡ γνώμη τοὺς
ὑπ' ὄψιν, διότι ἦσαν προκατειλημμένοι ἐναντίον του Ἰησοῦ, ποὺ Τὸν θεωροῦσαν ἐχθρὸ τούς, μιὰ
πού ὁ κόσμος Τὸν ἀκολουθοῦσε καὶ φαίνεται, ὅτι τὸ θρησκευτικὸ τοὺς «προφὶλ» ὅλο καὶ έχανετὴν
αἴγλη του. Μὲ ἁπλὰ λόγια, φοβόντουσαν, ὅτι θὰ χάσουν τήν... πελατεία τούς! Τὸν θεωροῦσαν
ἐπικίνδυνο γιὰ τὸ προσοδοφόρο κατεστημένο τούς.
Ἔθεσε τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ τὶ λέει ὁ λαός. Βέβαια ὡς καρδιογνώστης ἤξερε. Διαβάζει τὸ τὶ
σκέπτεται ὁ καθένας καὶ τὸ πὼς διατίθεται ὁ κόσμος γιὰ τὸ πρόσωπὸ Του. Δὲν ρωτάει, γιὰ νᾷ
εἰσπράξη ἐπαίνους ἀπὸ τὸ λαό.
Γιατὶ ρωτάει; Ο σπουδαιότερος λόγος: Γιὰ νᾷ καταστήση τοὺς μαθητὲς Του προσεκτικούς.
Πρέπει στὸ λαὸ νᾷ σχηματίζεται καλὴ εἰκόνα γιὰ τοὺς ἀποστόλους του Θεοῦ. Ἀκόμα εἶναι ἀνάγκη
νᾷ πληροφορούμαστε, τὶ λέει (ὄχι τὶ θέλει) καὶ λαὸς γιὰ μας, διότι ἡ γνώμη του κάποτε μπορεῖ νᾷ
μας ὠφελήση, βελτιώνοντας τῇ συμπεριφορὰ μας, τὰ λόγια μας καὶ τὶς πράξεις μας.
Ἡ συζήτησις προκαλεῖται ἀπὸ τὸ ἐρώτημα του Ἰησοῦ στοὺς μαθητὲς γιὰ τῇ γνώμη του λαοῦ.
Παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἐν ἀρχὴ του κηρύγματος αὐτῶν οὐ πυνθάνεται, ἀλλ' ὅτε σημεῖα
πολλὰ ἐποίησε, καὶ περὶ πολλῶν αὐτοῖς διελέχθη καὶ ὑψηλῶν δογμάτων, καὶ τῆς αὐτοῦ Θεότητος
καὶ τῆς πρὸς τὸν Πατέρα ὁμονοίας πολλὰ παρέσχε τὰς άποδείξεις, τότε τὴν πεῦσιν αὐτοὺς
προσάγει ταύτην» (Ε.Π.Ε. 11,172). Μετάφρασις: Δὲν ζητάει ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν ἀρχὴ του
κηρύγματος νᾷ μάθη τῇ γνώμη τούς, ἀλλ' ἀφοῦ ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ τοὺς μίλησε γιὰ τὶς
ποικίλες ὑψηλὲς ἀλήθειες τῆς πίστεως καὶ τοὺς ἔδωσε πολλὲς ἀποδείξεις γιὰ τῇ Θεότητὰ Του καὶ
τὴν ἀπολυτῇ συμφωνία Του μὲ τὸν Πατέρα, τότε πλέον τοὺς κάνει τὴν ἐρώτηση αὐτή.

Διάφορες ἀπόψεις (στ. 28)


Στὸ ἐρώτημα του Ἰησοῦ οἱ μαθητὲς δίνουν ἀπαντήσεις, ποῦ ἀπηχοῦν τὶς ἀπόψεις του λαοῦ
ἀπόψεις πού συμπίπτουν πρὸς αὐτὲς πού συναντήσαμε στὸ κεφάλαιο 7. «Οἱ δὲ άπεκρίθησαν:
Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, καὶ ἄλλοι Ἠλίαν, ἄλλοι δὲ ἕνα των προφητῶν» (στ. 28). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ οἱ μαθητὲς ἀποκρίθηκαν: Ἄλλοι λένε ὅτι εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς, καὶ ἄλλοι
ὅτι εἶσαι ὁ Ἠλίας καὶ ἄλλοι ὅτι εἶσαι ἕνας ἄλλος ἀπὸ τους προφήτες”».
Μερικοὶ ἀπὸ τον κόσμο, θαυμαστὲς του βαπτιστοῦ Ἰωάννου, έξωμοίωναν τὸν Ἰησοῦ μὲ τὸν
«μάρτυρα της ἀληθείας». Πιθανὸν νὰ εἶχαν καὶ την ἐντύπωση του Ἡρώδη, ὅτι στὸ πρόσωπο του
Ἰησοῦ ἔβλεπαν ἀναστημένο τον Ἰωάννη! Ὁ Ἰωάννης ὅμως δὲν ἔκανε σημεῖα (θαύματα) (Ιωάν. ι' 41).
Ἀλλὰ καὶ κάτι ἀκόμα: Ο Ἰωάννης παρέδωσε τη σκυτάλη της διδασκαλίας στὸν ἀπείρως μεγαλύτερο
καὶ σπουδαιότερὸ του, τον Ἰησοῦ. Μπαίνει ἐκεῖνος στὰ παρασκήνια, γιὰ νὰ παραμείνη στὴ σκηνὴ
μόνος θαυμαζόμενος καὶ λατρευόμενος ὁ Ἰησοῦς. Εἶπε ὁ Ἰωάννης: «Ἐκείνον δεῖ αυξάνειν, ἐμὲ δὲ
έλαττούσθαι» (Ιωάν. γ' 30).
Οἱ μαθητὲς ἀπαντοῦν μὲ τρεῖς διαφορετικὲς ἀπόψεις. Σύμφωνα μ' αὐτὲς ἄλλοι ταυτίζουν τον
Ἰησοῦ μὲ τὸν Ἰωάννη το Βαπτιστὴ, ἄλλοι μὲ τὸν Ἠλία καὶ ἄλλοι μὲ κάποιον ἀπὸ τους προφῆτες (ἰδὲ
καὶ Μάρκ. τσ' 14-15).
Όλος ὁ λαὸς εἶχε ὑψηλὴ ἰδέα γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Πολὺ λίγοι βέβαια εἶχαν την τελείως ὀρθὴ ἀντίληψη
γιὰ τὸ Θεανδρικὸ Του πρόσωπο, καὶ αὐτοὶ οἱ λίγοι ἐλάχιστες φορὲς φωτισμένοι ἀπὸ το Πνεῦμα το
Ἅγιο διέκριναν το μυστήριο της θείας ἐνανθρωπήσεως. Ἐν τούτοις οἱ πολλοὶ εἶχαν πεισθῆ, ὅτι ἦταν
ἕνα ἔκτακτο πρόσωπο μὲ θεία ἀποστολὴ. Πιθανὸν νὰ Τὸν ἀναγνώριζαν καὶ ὡς Μεσσία, ἂν δὲν εἶχαν
τὴν πλανεμένη ἰδέα, ὅτι ὁ Μεσσίας θὰ ἦταν ἐπίγειος βασιλιάς!
Ἦρθαν τα γεγονότα, ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Πεντηκοστή, καὶ ἐπείσθησαν ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς του Θεοῦ,
ποῦ ἔγινε υἱὸς του ἀνθρώπου, γιὰ νὰ σώση ὅλο τον κόσμο. Καὶ οἱ αἰῶνες ποῦ ἀκολούθησαν
ἐπιβεβαιώνουν πλέον τὴν Θεότητα του Ἰησοῦ. Βεβαιώνουν ὅλους, καὶ ὄχι μόνο τον Πέτρο καὶ τοὺς
λίγους μαθητές, ὅτι εἶναι ὁ «ζῶν εἰς τοὺς αἰώνας» Θεὸς καὶ Κύριος, ὅτι εἶναι ὁ «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς
καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰώνας» (Εβρ. ιγ' 8).
Παρ' ὅλα αὐτὰ πολλοὶ καὶ σήμερα ἔχουν μὲν μεγάλη ἰδέα γιὰ το πρόσωπο του Ἰησοῦ, ἀλλὰ δὲ
Τὸν δέχονται Θεὸ καὶ Κύριο, Σωτήρα του κόσμου! Δὲν βλέπουν την ἀλήθεια γιὰ τὴ Μεσσιανικὴ Του
ἀποστολὴ. Ἀπέχουν ἀπὸ την ὀρθόδοξο πίστι γιὰ τὶς δύο φύσεις του Χριστοῦ. Τὸν κατατάσσουν
στοὺς προφῆτες! Τὸν δέχονται ὡς τὸν πιὸ ὑπέροχο Διδάσκαλο. Τὸν θαυμάζουν ὡς «δυνατὸν ἐν
λόγω καὶ ἔργω» (Λουκ. δκ' 19). Τὸν συμπεριλαμβάνουν στοὺς σπουδαίους ἱδρυτὲς θρησκειῶν ἤ
μύστες της ἀνθρωπότητας. Τὸν ἀναγνωρίζουν ὡς μεγάλο ἐπαναστάτη καὶ ἀναμορφωτὴ του
κόσμου. Τὸν ένατενίζουν ὡς καθαρὴ μορφή... Mά ὅλα αὐτά, καίτοι μποροῦν νὰ λεχθοῦν γιὰ τὸ
πρόσωπο του Κυρίου, δὲν ἀποδίδουν αὐτὸ πού κυρίως εἶναι ὁ Χριστός, δηλαδή, Σωτήρας των
ἁμαρτωλῶν καὶ Βασιλιὰς των αἰώνων (Α' Τιμ. α' 17. τσ' 15).

Ἰησοῦ, εἶσαι ὁ Χριστός! (στ. 29)


Ὁ Ἰησοῦς ἐπικεντρώνει στὴ συνέχεια το ἐρώτημα στὴ γνώμη πού ἔχουν σχηματίσει γι' Αὐτὸν οἱ
μαθητὲς Του: «Ὑμεῖς δὲ τίνα μὲ λέγετε εἶναι;». «Καὶ αὐτὸς λέγει αὐτοὺς: Ὑμεῖς δὲ τίνα μὲ λέγετε
εἶναι; Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος λέγει αυτὼ: Σὺ ἔι ὁ Χριστὸς» (στ. 29). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ:
«Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς ρώτησε: “Σείς ποιὸς λέγετε ὅτι είμαι;”. Aποκρίθηκε ὁ Πέτρος: Σύ εἶσαι ὁ Χριστὸς
(ὁ Μεσσίας)».
Γιὰ το δεύτερο ἐρώτημα λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εκκαλεὶ τοὺς μαθητὰς διὰ της δευτέρας
έρωτήσεως εἰς το μεῖζον τὶ φαντασθήναι περὶ αὐτοῦ, καὶ ενδεικνύμενος αὐτούς, ὅτι ἡ προτέρα
ψῆφος σφόδρα ἐστὶν αποδέουσα αὐτοῦ της ἀξίας. Διὸ παρ' αὐτῶν ἑτέραν ἐπιζητεῖ, καὶ δευτέραν
ἐπάγει πεύσιν» (Ε.Π.Ε. 11,174). Μετάφρασις: Προκαλεῖ τους μαθητὲς μὲ τη δεύτερη ἐρώτησὶ Του
νὰ σκεφθοῦν κάτι ὑψηλότερο γι' Αὐτόν, καὶ γιὰ νὰ τοὺς δείξη ὅτι ἡ προηγούμενη γνώμη ἀπέχει
πάρα πολὺ ἀπὸ την ἀξία Του. Γι' αὐτὸ ζητάει ἀπὸ τους μαθητὲς ἄλλη γνώμη καὶ τους ρωτάει
δεύτερη φορὰ.
Ἐκ μέρους των μαθητῶν παίρνει το λόγο ὁ Πέτρος, «τὸ στόμα των ἀποστόλων, ὁ πανταχοῦ
θερμός, o του χοροῦ των ἀποστόλων κορυφαῖος» (Χρυσόστομος, Ε.Π.Ε. 11,174). Καὶ ὁ Πέτρος
ὀμολογεῖ: «Σὺ εἰ ὁ Χριστὸς» (στ. 29), «ὁ υἱὸς του Θεοῦ», ὅπως προσθέτει ὁ Ματθαίος.
Ὁ Πέτρος, ὕστερα ἀπὸ ἀποκάλυψι του Οὐρανοῦ (Ματθ. ιστ' 17), τον Ἰησοῦ Τὸν ὀμολογεῖ
«Χριστόν», ὅτι εἶναι δηλαδή, ὁ Μεσσίας, πού προαγγέλθηκε ἀπὸ τους προφῆτες. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ
χρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα γιὰ τὸ ἔργο της σωτηρίας των ἀνθρώπων. Εἶναι ὁ χρισμένος γιὰ την
ἵδρυση καὶ θεμελίωση της Ἐκκλησίας, της βασιλείας του Θεοῦ στὸν κόσμο. Πάνω σ' αὐτὴ την
ὁμολογία του Πέτρου περὶ της Θεότητος του Χριστοῦ, οἰκοδομεῖ ὁ Ἴδιος την Ἐκκλησία, ὅπως στὴν
παράλληλη διήγησι του διαλόγου λέει στὸ κατὰ Ματθαίον (ιστ' 16).
Ὁ Μάρκος παραλείπει το πὼς μακάρισε ὁ Κύριος τὸν Πέτρο γιὰ τὴν ὁμολογία του, πιθανὸν
(σύμφωνα μὲ ερμηνευτὲς) γιὰ νὰ μὴ φανὴ, ὅτι «χαρίζεται το Πέτρω, διδασκάλω αυτω ὄντι»
(Θεοφύλακτος).
Ἡ ὁμολογία του Πέτρου, βασική, ἡ βασικότερη της νέας πίστεως, προκαλεῖ μὲν τὸ μακαρισμὸ
του ἀπὸ τον Χριστό, ὅπως σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαίος (ιστ' 17), ἀλλὰ καὶ παρουσιάζεται
ἀπὸ τὸν Κύριο ὡς «ενήχησις» καὶ ὡς «υπαγόρευσις» του οὐρανίου Πατέρα! Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Τίνος ἕνεκεν οὗτος μακαρίζεται; Ότι γνήσιον αὐτὸν ώμολόγησεν Υἱόν. Διὰ δὴ τοῦτο
ἐπ' ἐκείνων μὲν ούδὲν τοιοῦτον είρηκεν ἐπὶ δὲ τούτου καὶ τὸν ἀποκαλύψαντα δείκνυσιν. Ἴνα γὰρ
μὴ δόξη τους πολλούς, ἐπειδὴ σφοδρὸς ἐραστὴς ἣν του Χριστοῦ, φιλίας καὶ κολακείας εἶναι τα
ρήματα, καὶ διαθέσεως αὐτὸ χαριζομένης, ἄγει εἰς μέσον τὸν ενηχήσαντα αὐτοῦ τη ψυχή, ἴνα
μάθης, ὅτι Πέτρος μὲν έφθέγξατο, ὁ Πατὴρ ὑπηγόρευσε, καὶ μηκέτι άνθρωπίνην γνώμην, ἀλλὰ
δόγμα εἶναι θείον τα εἰρημένα πιστεύσης» (Ε. Π.Ε. 11,176). Μετάφρασις: Γιατὶ μακαρίζεται ὁ
Πέτρος; Ἐπειδὴ ώμολόγησε τὸν Χριστὸν πραγματικὸν Υἱὸ του Θεοῦ. Γι' αὐτό, στὴν προηγούμενη
περίπτωσι (της πρώτης ἐρωτήσεως) δὲν εἶπε κάτι παρόμοιο, στὴν περίπτωση ὅμως του Πέτρου
φανερώνει καὶ Ἐκείνον πού του ἀποκάλυψε τη μεγάλη 'Ἀλήθεια. Γιὰ νὰ μὴ νομίσουν, δηλαδή, οἱ
πολλοί, πὼς ἐπειδὴ ὁ Πέτρος ἀγαποῦσε θερμὰ τὸν Κύριο, γι' αὐτὸ τα λόγια αὐτὰ τα εἶπε χάριν
φιλίας ἀπὸ χαριστικὴ (κολακευτικὴ) διάθεση, παρουσιάζει Ἐκείνον, ποῦ μίλησε στὴν ψυχὴ του
Πέτρου. Ἔτσι μαθαίνεις, ὅτι μίλησε μὲν ὁ Πέτρος, ἀλλ' ὅμως του τὰ ὑπαγόρευσε ὁ Πατέρας. Ἔτσι
θὰ πιστεύσης, ὅτι τα λόγια ἐκεῖνα δὲν ἦσαν πλέον ἀνθρωπίνη γνώμη, ἀλλ' ἦσαν θεία Ἀλήθεια.
Στὸ δεύτερο ἐρώτημα ὁ Πέτρος ἀπαντᾶ: «Σὺ εἰ ὁ Χριστὸς» (29). Ἡ φράσις αὐτὴ εἰσάγει μία
διαφοροποίησι ἔναντι των μεγάλων προφητῶν πού προηγήθηκαν. Ὑπογραμμίζει τη μοναδικότητα
καὶ το ἀσύγκριτο του Ἰησοῦ καὶ προβάλλει τη θεία καὶ ἀπροσμέτρητη ἐξουσία Του, ἀφοῦ εἶναι ὁ
Μεσσίας. Αὐτὴ ἡ ἄποψις ἐνισχύεται ἀπὸ δύο πρόσθετα στοιχεῖα.
Το πρῶτο: Ἡ ἄποψις του Πέτρου ἔρχεται μετὰ τη διατύπωσι των λαϊκῶν ἀπόψεων. Ὁ Πέτρος μὲ
ἕνα ἅλμα περνᾶ σ' ἕνα ἄλλο θεολογικὸ ἐπίπεδο καὶ προβαίνει σὲ μιὰ ὁμολογία ἀπόλυτη σὲ τόνο
καὶ τάσι. Τονίζει τη μοναδικότητα της ταυτίσεως Ἰησοῦ καὶ Μεσσία καὶ τὴν άβυσσαλέα ἀπόστασὶ
Του ἀπὸ την ὁποιαδήποτε προφητικὴ μορφή, ὁσοδήποτε μεγάλη.
Το δεύτερο: Εἶναι ὁ ὄρος «Χριστός». Ὑπενθυμίζουμε τρεῖς χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις:
α) Τὴν εἰσαγωγικὴ φράση «ἀρχὴ του εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ» (α' 1), ὅπου διαφαίνεται ἡ
σωτηριολογικὴ διάστασις του ὅρου.
β) Τὴν έσχατολογικὴ ὁμιλία του Ἰησοῦ (ιγ' 21-26), ὅπου καὶ ὄρος συνδέεται μὲ τη δόξα καὶ την
ἐξουσία της εσχατολογικὴς ἐλεύσεως του Υἱοῦ του ἀνθρώπου.
γ) Τὸ διάλογο μεταξὺ του ἀρχιερέως καὶ του Ἰησοῦ κατὰ τη δίκη ἐνώπιον του Συνεδρίου (ιδ' 61-
62).
Aπό το διάλογο αὐτὸ ἀναπηδᾶ μία ἔντονη ἔννοια ἀπόλυτης σχέσεως Χριστοῦ καὶ Θεοῦ, ὥστε ἡ
ἀποδοχὴ του τίτλου «Χριστὸς» ἀπὸ τον Ἰησοῦ νὰ ἑρμηνεύεται ἀπὸ το Συνέδριο ὡς ἐσχάτη
βλασφημία, ἐνῶ πρόκειται γιὰ μεσσιανικὴ αυτοσυνειδησία.
Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἀπαντᾶ καταφατικὰ στὸν Πέτρο. Ἀπ' εναντίας μάλιστα, στρεφόμενος πρὸς τὸ
σύνολο των μαθητῶν, τοὺς ἀπαγορεύει νὰ κάνουν λόγο γιὰ τη μεσσιανικὴ ἰδιότητὰ Του!
Γιατί; Ας δοῦμε τὶ λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Είκότως τους πολλοὺς εκέλευσε μὴ εἰπεῖν πρὸ του
σταυροῦ, ὅπου γε οὐδὲ αὐτοὺς τους μέλλουσι διδάσκειν πάντα ένθείναι έθάρρησε πρὸ του
σταυροῦ. “Πολλά γὰρ ἔχω λέγειν υμίν” φησίν, ἀλλ' οὐ δύνασθε βαστάζειν άρτι”. Καὶ των εἰρημένων
δὲ παρ' αὐτοῦ πολλὰ αγνοούσιν, ἅ οὺκ ἐποίησε σαφὴ πρὸ του σταυροῦ. Ότε γοὺν ἀνέστη, τότε
έγνωκεν ἔνια των λεχθέντων» (Ε. Π.Ε. 11,184-186). Μετάφρασις: Κατὰ φυσικὸ λόγο ἔδωσε ἐντολὴ
νὰ μὴ τα ποῦν στοὺς πολλοὺς προτοῦ σταυρωθῆ, καθ' ἣν στιγμὴν οὔτε καὶ σ' αὐτοὺς πού ἐπρόκειτο
νὰ διδάξουν, δὲν τόλμησε νὰ ἐμπιστευθῆ τα πάντα. Λέει: «Ἔχω πολλὰ νὰ σας πῶ, ἀλλὰ δὲν
μπορεῖτε ἀκόμα νὰ τα καταλάβετε». Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅσα τοὺς εἶπε πολλά, ποῦ τα ἐξήγησε πλήρως
πρὶν ἀπὸ τη σταύρωσι, τα ἀγνοοῦσαν! Όταν, λοιπόν, ἀναστήθηκε, τότε κατάλαβαν ώρισμένα ἀπὸ
τα λόγια Του.
Ἡ στιχομυθία Ἰησοῦ καὶ Πέτρου παρουσιάζει εὐρύτερο ἐκκλησιαστικὸ ἐνδιαφέρον, ὅπως
παραδίδεται ἀπὸ το Ματθαίο. Στὸ ἐρώτημα, γιατὶ ὁ Μάρκος δὲν διασώζει τη συζήτησι αὐτὴ, οἱ
ἀπαντήσεις κυμαίνονται ἀπὸ την πατερικὴ ἄποψι, ὅτι φυσικὰ ὁ Μάρκος παραλείπει ἐπαινετικὰ
λόγια, ποῦ «ὁ Πέτρος είκότως παρασιωπάσθαι ήξίου» (Ευσέβιος), ἀφοῦ ἀναφέρονται στὸν ἑαυτὸ
του, μέχρι την ἄποψη ὅτι ὁ Μάρκος τα παραλείπει γιατὶ το ἐνδιαφέρον του συγκεντρώνεται στὸ
ἔργο καὶ την ἀποστολὴ του Ἰησοῦ καὶ ὄχι στὴν ὀργάνωση της Ἐκκλησίας.

Πότε θὰ το διακηρύξουν; (στ. 30)


Ἡ θεμελιώδης διακήρυξις της μεσσιανικότητας του Ἰησοῦ, ποῦ Τὸν τοποθετεῖ ὑπεράνω ἀκόμα
καὶ των μεγίστων προφητῶν, Τὸν θεωρεῖ ἀσύγκριτο φορέα θείας ἐξουσίας καὶ δυνάμεως.
Πιθανότατα γι' αὐτὸ το λόγο ἀμέσως μετὰ την oμολογία του Πέτρου «έπετίμησεν αυτοὶς ἴνα μηδενὶ
λέγωσι περὶ αὐτοῦ» (στ. 30). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἔδωσε αὐστηρὴ
διαταγὴ νὰ μὴ μιλᾶνε σὲ κανέναν γι' αὐτὸν (ὅτι δηλαδὴ εἶναι ὁ Μεσσίας)».
Ἡ διάδοσις της ἰδέας ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας θὰ μποροῦσε νὰ ἀποβῆ ἐξαιρετικὰ
ἐπικίνδυνη ἐξ αἰτίας της εὐχέρειας εθνικοπολιτικὼν συσχετισμῶν.
Θὰ ἦταν ἄκαιρο νὰ διαδώσουν την ὁμολογία γιὰ τὴ Θεότητα του Ἰησοῦ καὶ τη Μεσσιανικὴ Του
ἰδιότητα. Γι' αὐτὸ τοὺς παραγγέλλει «ἴνα μηδενὶ λέγωσι περὶ αὐτοῦ» (στ. 30). Ἤθελε ὁ Χριστὸς νὰ
ὡριμάση ὁ καιρός, νὰ «διανοιχθοῦν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ νὰ επιγνώσουν αὐτὸν» (Λουκ. δκ' 31). Ἀκόμα
ἐπικρατοῦσαν πλανεμένες γιὰ το μεσσιανικὸ ἀξίωμα ἀντιλήψεις. Μιὰ διακήρυξις στὸ λαὸ τώρα,
πρὶν ἀπὸ το Πάθος, σὰν αὐτὴ του Πέτρου, δὲν θὰ εὕρισκε τὶς κατάλληλες συνθῆκες ὑποδοχῆς. Ὁ
καιρὸς του Πάθους πλησιάζει. Ὁ Ἰησοῦς θὰ κατηγορηθῆ, ὅτι «ἑαυτὸν Θεοῦ υἱὸν εποίησεν» (Ιωάν.
ι' 33-36. ιθ' 7), κάτι ποῦ δὲν θὰ Τὸ άρνηθή, ἀφοῦ ὄντως ἦταν ὁ μονογενὴς Υἱὸς του Θεοῦ.
Μετὰ το ἑκούσιο Πάθος στὸ Σταυρὸ θὰ ἔλθουν γιὰ τοὺς μαθητὲς καὶ γιὰ ὅλο τον καλοπροαίρετο
κόσμο οἱ μεγάλες ἐμφανεῖς ἀποδείξεις, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς του Θεοῦ του ζῶντος.
Τόσο ἡ Ἀνάστασις, ὅσο καὶ ἡ ἐπιφοίτησις του Ἁγίου Πνεύματος θὰ θερμάνουν τη πίστι καὶ θὰ
κινήσουν το κήρυγμα της ὁμολογίας γιὰ τὴ Θεότητα του Ἰησοῦ καὶ τη Μεσσιανικὴ Του ἀποστολὴ.
Τότε (καὶ τώρα) «γινωσκέτω πᾶς οἶκος Ἰσραήλ, ὅτι καὶ Κύριον αὐτὸν καὶ Χριστὸν εποίησεν ὁ Θεὸς
τοῦτον τον Ἰησοῦν» (Πράξ. β' 36).

31 Καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου πολλὰ παθεῖν, καὶ
ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν γραμματέων, καὶ
ἀποκτανθῆναι, καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀναστῆναι· 32 καὶ παρρησίᾳ τὸν λόγον ἐλάλει. καὶ
προσλαβόμενος αὐτὸν ὁ Πέτρος ἤρξατο ἐπιτιμᾶν αὐτῷ. 33 ὁ δὲ ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδὼν τοὺς μαθητὰς
αὐτοῦ ἐπετίμησε τῷ Πέτρῳ λέγων· ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ
τῶν ἀνθρώπων.

Τὶ προλέγει ὁ Υἱὸς του ἀνθρώπου; (στ. 31).


Ὁ εὐαγγελιστὴς παραθέτει, σὰν ἀπάντησι προφανῶς στὴ μεσσιανικὴ ὁμολογία του Πέτρου την
πρώτη σαφὴ πρόρρηση του Ἰησοῦ γιὰ τὸ πάθος Του. Ἀντὶ του «Χριστός», ποῦ εἶναι φορτισμένο
στὸν Ἰουδαϊκὸ κόσμο της ἐποχῆς μὲ εθνικοπολιτικὴ ἔννοια, ὁ Ἰησοῦς χρησιμοποιεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸ
Του τὸν τίτλο «υἱὸς του ἀνθρώπου». «Καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς ὅτι δεῖ τὸν Υἱὸν του ἀνθρώπου
πολλὰ παθείν, καὶ αποδοκιμασθήναι ἀπὸ των πρεσβυτέρων καὶ τῶν άρχιερέων καὶ των
γραμματέων, καὶ αποκτανθήναι, καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρας αναστήναι» (στ. 31). 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἄρχισε νὰ τους διδάσκη, ὅτι πρέπει (πρόκειται) ὁ Υἱὸς του ἀνθρώπου
νὰ πάθη πολλά, νὰ ἀποδοκιμαστῆ ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς άρχιερεὶς καὶ τοὺς γραμματεῖς,
καὶ νὰ θανατωθῆ, καὶ μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ν' ἀναστηθῆ».
Ἄρχισε νὰ διδάσκη ὁ Ἰησοῦς. Δὲν ἐννοοῦμε γενικῶς τη διδασκαλία του Ἰησοῦ, ποῦ αὐτὴ ἄρχισε
εὐθὺς μετὰ τη βάπτιστι Του στὸν Ἰορδάνη καὶ τοὺς πειρασμοὺς στὴν ἔρημο (Μάρκ.α' 14). Ἐδῶ
ξεκινᾶ ἡ εἰδικὴ διδασκαλία του Ἰησοῦ στοὺς μαθητὲς Του γιὰ τὸ πάθος. Μέχρι τότε δὲν εἶχε θίξει
σαφῶς το θέμα του πάθους καὶ της ἀναστάσεως. Οἱ μαθητὲς ἦσαν «ἀσθενεῖς», ἀδύνατοι νὰ
βαστάσουν μία τόσο παράδοξη περιπέτεια, ἔστω καὶ ἂν κατέληγε σὲ ἔνδοξο τέλος (ἀνάστασι).
Τώρα, μετὰ ἀπὸ τόσα σημεῖα, μετὰ ἀπὸ τόση ἀποκαλυπτικὴ διδασκαλία, ὅπως εἰδικὰ φαίνεται στὸ
κατὰ Ἰωάννην, μετὰ καὶ ἀπὸ την ἀποκαλυπτικὴ ὁμολογία του Πέτρου, ἦσαν περισσότερο ὥριμοι
καὶ ἰσχυρότεροι στὴν πίστι. Ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτει το σχέδιὸ Του στὸ λαὸ Του βαθμηδόν, σιγά-
σιγά, καὶ φανερώνει ὅσα μπορεῖ νὰ βαστάση καὶ νὰ δεχθῆ.
Τὸ «δεῖ», ὅπως καὶ ἄλλοτε εἴπαμε, δὲν εἶναι ἐξαναγκαστικό. «Δεῖ παθείν...». Πρέπει νὰ πάθη!...
Ἡ σωτηρία του ἀνθρώπου εἶναι ἀνάγκη, ἡ πρώτη ἀνάγκη. Ἀλλ' αὐτὴ ἡ ἀνάγκη δὲν θεραπεύεται
ἀπὸ τον Θεὸ «ὲξ ἀνάγκης»! Δὲν δεσμεύει την ἐλευθερία του Θεοῦ. Ἡ ἀνάγκη του ἀνθρώπου
γιατρεύεται ἀπὸ την ἀγάπη του Θεοῦ. Καὶ ἡ ἀγάπη κινεῖται ἐλεύθερα. Ὁ Ἴδιος ὥρισε τη «δέσμευσὶ»
Του πάνω στὸ Σταυρό, ἐντελῶς ἐλεύθερα. Οἱ προφητεῖες γιὰ το πάθος του Μεσσία δὲν εἶναι
δεσμευτικὲς γιὰ τὸ Μεσσία. Δὲν πάσχει ἐξ ἀνάγκης, γιατὶ το προφήτευσε π.χ. ὁ προφήτης Ησαΐας,
ἀλλὰ το προφήτευσε ὁ Ησαΐας γιατὶ το πάθος θὰ γινόταν. Ἡ ἀγάπη του Μεσσία, ποῦ κορυφώνεται
πάνω στὸ Σταυρό, ἔχει σχεδιασθῆ «πρὸ καταβολῆς κόσμου» (Εφεσ. α' 4).
Το πάθος, λοιπόν, δὲν ἔγινε κάτω ἀπὸ πίεση καὶ διότι οἱ περιστάσεις ἐξεβίαζαν πρὸς τοῦτο. Το
πάθος συνέβη γιατὶ το ἤθελε ὁ Χριστὸς ἀπὸ ἀγάπη καὶ γιατὶ το ἀπαιτοῦσε ἡ ἀνάγκη της σωτηρίας
του ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Τὸ πάθος δὲν ἦταν ἡ παγίδα, ποῦ Του ἔστησαν καὶ δὲν μποροῦσε νὰ
τὴν ἀποφύγη (ἰδὲ καὶ Ματθ. τσκ' 53)! Ὁ Ἰησοῦς, ὡς Θεὰνθρωπος Μεσσίας, εἶχε σαφὴ καὶ βέβαιη
πρόβλεψη γιὰ τὸ πάθος Του. Βάδιζε σταθερὰ πρὸς τὸ πάθος. «Ἐστήριξε το πρόσωπον αὐτοῦ του
πορεύεσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα» (Λουκ. θ' 51). Γι' αὐτὸ καὶ ψάλλουμε: «Ἑκουσία σου βουλὴ σταυρὸν
ὑπέμεινας, Σωτὴρ» (κάθισμα Κυριακῆς δ' ἤχου).
Τὸ ὄνομα, «υἱὸς του άθρώπου» βρίσκεται στὰ εὐαγγέλια πάντοτε στὸ στόμα του Ἰησοῦ γιὰ τὸν
ἑαυτὸ του καὶ σὲ συνάφειες πού σχετίζονται:
α) μὲ την παροῦσα «ἐξουσία» Του.
β) μὲ τὸ Πάθος.
γ) μὲ τὴν ἔνδοξη ἐπάνοδὸ Του ὡς κριτὴ.
Μὲ τὰ ρήματα «πολλὰ παθείν», «αποδοκιμασθήναι», «αποκτανθήναι» καὶ «μετὰ τρεῖς ἡμέρας
αναστήναι» συνοψίζει ὁ Ἰησοῦς τα γεγονότα πού ἐκτίθενται στὰ κεφάλαια ιδ' - ιστ', ἀναφέροντας
τοὺς πρεσβυτέρους, τους ἱερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς, πού πρωταγωνιστοῦν στὴν ἱστορικὴ σκηνὴ
κατὰ την ἐξέλιξη των γεγονότων του Πάθους.
Ἔχουμε την πραγματοποίηση ἀπὸ τον Ἰησοῦ της λυτρωτικῆς οἰκονομίας του Θεοῦ, ὅπως αὐτὴ
ἀναγγέλθηκε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ ἀναφορὰ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν γίνεται ρητῶς ἀπὸ τον
εὐαγγελιστὴ, ἐξυπακούεται ὅμως μὲ τη χρησιμοποιούμενη ὁρολογία. Ἔτσι π.χ. το
«αποδοκιμασθήναι» θυμίζει τὸν ψαλμικὸ στίχο «λίθον ὂν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες»
(118,22), καθὼς καὶ το Ησ. γν' 3. Σαφέστερη ἀναφορὰ στὸν Ησαΐα θὰ διαπιστώσουμε στὶς δύο
ἑπόμενες προρρήσεις (θ' 31 καὶ ι' 33) μὲ τὸ ρῆμα «παραδίδοσθαι».
Οἱ πρεσβύτεροι, πού ἀναφέρονται πρῶτοι ἀνάμεσα στοὺς ἐχθροὺς του Ἰησοῦ, εἶναι συνήθως οἱ
ἀποτελοῦντες τα μέλη του Συνεδρίου. Ἐδῶ ἀναφέρονται μαζὶ καὶ μὲ ἄλλους (ἀρχιερεῖς καὶ
γραμματεῖς), ποῦ δὲν ἦσαν ἀπαραίτητα μέλη του Συνεδρίου. Πάντως ὅλοι αὐτοί, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς,
πρεσβύτεροι, γραμματεῖς, φαρισαῖοι, σαδδουκαίοι, συναποτελοῦσαν τὸν έσμό, πού συμμάχησαν
ἐναντίον του θείου Διδασκάλου. Καὶ σ' αὐτούς, τοὺς θρησκευτικοὺς ἄρχοντες, προστέθηκαν καὶ οἱ
πολιτικοὶ ἄρχοντες, ὁ Ἡρώδης καὶ ὁ Πιλάτος. Κυρίως ὅμως την εὐθύνη της πολεμικῆς κατὰ του
Χριστοῦ τὴν ἔχει το θρησκευτικὸ κατεστημένο. Πάντα ἡ «θρησκεία» του κόσμου θὰ πολεμᾶ τὸν
Χριστὸ καὶ την Ἐκκλησία.
Οἱ θρησκευτικοὶ ἡγέτες θὰ ἔπρεπε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ ἀναγνωρίσουν καὶ νὰ
τιμήσουν τον Ἰησοῦ. Αὐτοὶ ὅμως σκληρότερα ἀπὸ ὅλους Τὸν καταδίωξαν! Οἱ γνῶστες του Νόμου,
πού μάλιστα κήρυτταν την ἐλπίδα γιὰ τὴν ἔλευσι του Μεσσία, μεταχειρίστηκαν τον ἀληθινὸ
Μεσσία κατὰ τὸν πλέον βάρβαρο τρόπο! «Πολλὰ παθείν, καὶ αποδοκιμασθήναι ἀπὸ των
πρεσβυτέρων καὶ των ἀρχιερέων καὶ των γραμματέων, καὶ αποκτανθήναι» (στ. 31). Οἱ τάχα
«ἄνθρωποι του Θεοῦ» γίνονται οἱ βασανιστὲς καὶ οἱ φονιάδες του Yίου του Θεοῦ!
Το λυτρωτικὸ ἔργο του Κυρίου δὲν σταματᾶ στὸ Σταυρό. Προχωρεῖ στὴν Ἀνάστασι. «Καὶ μετὰ
τρεῖς ἡμέρας αναστήναι». Δὲν εἶναι ἥττα ὁ Σταυρός. Εἶναι ἡ νίκη του Χριστοῦ κατὰ του θανάτου.
Μετὰ τη νίκη του Σταυροῦ ὁ θρίαμβος της Ἀναστάσεως. Καὶ οἱ ἅγιοι προσβλέπουν στὰ ὑπὲρ
Χριστοῦ παθήματα, ἀτενίζοντες διὰ μέσου αὐτῶν τη δόξα της ἀναστάσεως, τη δόξα ποῦ τοὺς
περιμένει. Λιτανεύουν στὴ ζωὴ τους το Σταυρὸ σὲ μιὰ πορεία πού καταλήγει στὴν Ἀνάστασι, στὴν
οὐράνια δόξα. «Είπερ συμπάσχομεν, ἴνα καὶ συνδοξασθώμεν» (Ρωμ. ἡ' 17).
Εὔστοχα ὑποστηρίχθηκε ὁ στενὸς σύνδεσμος των ἐννοιῶν του πάσχοντος δούλου καὶ του υἱοῦ
του ἀνθρώπου στὰ εὐαγγέλια.

Ἀντιδρᾶ ὁ Πέτρος (στ. 32)


Τὰ ὅσα λέει ὁ Κύριος γιὰ τὰ «μέλλοντα αὐτὸ συμβαίνειν», τὰ εἶπε κατ' ἰδίαν, στοὺς μαθητές.
Στὸν ἑπόμενο ὅμως στίχο (32) μιλάει ὁ εὐαγγελιστὴς γιὰ παρρησία. «Καὶ παρρησία τὸν λόγον
ἐλάλει. Καὶ προσλαβόμενος αὐτὸν ὁ Πέτρος ἤρξατο επιτιμὰν αυτὼ» (στ. 32). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἔλεγε τα λόγια αὐτὰ ξεκάθαρα, μὲ θάρρος (χωρὶς κανένα φόβο γιὰ τὰ πάθη
καὶ το θάνατο). Τότε ὁ Πέτρος Τὸν πῆρε ἰδιαιτέρως καὶ ἄρχισε νὰ Τὸν ἐπιπλήττη».
Ἡ φράσις «παρρησία τὸν λόγον ἐλάλει» θεωρεῖται αίνιγματικὴ ἀπὸ ώρισμένους ἑρμηνευτές,
δεδομένου ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν μίλησε «ἀνοικτὰ» σὲ εὐρύτερο ἀκροατήριο. Ἄν λάβουμε ὅμως ὑπ'
ὄψιν, ὅτι το γενικότερο θέμα της ἑνότητας αὐτῆς εἶναι ἡ ἀποκάλυψις του πάθους πρὸς τὸν στενὸ
κύκλο των μαθητῶν, τότε πρέπει νὰ ἐκλάβουμε το «παρρησία» ὡς ἀναφερόμενο εἰδικὰ στὴ
συζήτηση μὲ τοὺς μαθητές. Ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλη ἔννοια εἶναι το «παρρησία»: Μίλησε χωρὶς φόβο γιὰ
τὸ σταυρικὸ Του θάνατο.
Μιλάει γιὰ το πάθος καὶ την ἀνάστασὴ Του «παρρησία». «Καὶ παρρησία τὸν λόγον ἐλάλει».
Ύπαινιγμοὺς καὶ ἄλλοτε ἔκανε. Ας θυμηθοῦμε το «λύσατε τον ναὸν τοῦτο καὶ ἐν τρισὶν ημέραις
οἰκοδομῶ αὐτὸν» (Ιωάν. β' 19). Ας θυμηθοῦμε το «τὸν υἱὸν του ἀνθρώπου δεῖ υψωθήναι» (Ιωάν.
γ' 14). Ας θυμηθοῦμε το «ὁ τρώγων μου τη σάρκα καὶ πίνων μου το αἷμα» (Ιωάν. τσ' 54). Τώρα
ὅμως ἄρχισε νὰ μιλάει σαφέστερα περὶ του Σταυροῦ Του. Τὸ «παρρησία» δὲν σημαίνει το ὅτι
μιλάει δημόσια ἤ μιλάει μὲ θάρρος. Σημαίνει, ὅτι μιλάει φανερά, ξεκάθαρα.
Παρ' ὅλο πού ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μιλάει γιὰ το πάθος του δούλου του Θεοῦ, στὴν ἐποχὴ του
Ἰησοῦ ἡ ἔννοια «παθητοὺ» Μεσσία εἶναι ἄγνωστη στὸν Ἰουδαϊκὸ κόσμο καὶ ἀπαράδεκτη! Εἶχε
ξεθωριάσει το πρόσωπο του θυσιαζομένου Μεσσία, ὅπως το ζωγράφισε κυρίως ὁ προφήτης
Ησαΐας στὸ 53ο κεφ. Καὶ εἶχε μείνει στοὺς πολλοὺς ἡ ἔννοια ἑνὸς ἐγκόσμιου Μεσσία, κάποιου
ἰσχυροῦ προφήτη καὶ βασιλιὰ, ποῦ μάλιστα θὰ τοὺς ἀπάλλασσε ἀπὸ τη Ρωμαϊκὴ ἐξουσία. Ἔτσι
εἶναι δυνατὸν ν' ἀντιληφθῆ κανεὶς τη στάση του Πέτρου, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ ν' ἀποτρέψη τον
Ἰησοῦ ἀπὸ τη σκέψι του πάθους (στ. 32. Ματθ. ιστ' 22).

Ύπαγε ὀπίσω μου, σατανὰ! (στ. 33)


Μιὰ παράδοξη ματιὰ έρριξε ὁ Χριστὸς σὲ ὅλους τοὺς μαθητές, ἀφοῦ δὲν ἦσαν σὲ θέσι ἀκόμα νὰ
Τὸν καταλάβουν, ὅταν τοὺς ἔσυρε γιὰ λίγο την αὐλαία του μυστηριώδους πάθους Του. Καὶ ὕστερα
ξεχωριστὰ ὄχι ἁπλῶς εἶδε τον Πέτρο, ἀλλὰ καὶ τον ἐπέπληξε: «Ὁ δὲ ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδὼν τοὺς
μαθητὰς αὐτοῦ ἐπετίμησε τῷ Πέτρω λέγων· Ύπαγε ὀπίσω μου, σατανὰ! Ὅτι οὐ φρονεῖς τα του
Θεοῦ, ἀλλὰ τα των ἀνθρώπων» (στ. 33). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς, ἀφοῦ γύρισε
καὶ εἶδε τοὺς μαθητὲς Του, ἐπέπληξε τον Πέτρο, λέγοντας: “Φύγε ἀπὸ μπροστὰ μου, σατανὰ
(ἀντιρρησία)! Διότι δὲν φρονεῖς τὰ άρεστὰ στὸν Θεό, ἀλλὰ τα άρεστα στοὺς ανθρώπους”».
Δὲν ὀνομάζει ὁ Χριστὸς τὸν Πέτρο «σατανὰ», διότι ὁ Πέτρος ἦταν τάχα ὑπὲρ του Σατανὰ, ἤ διότι
στὸ πρόσωπο του Πέτρου ἔβλεπε ὁ Χριστὸς το Σατανὰ, ἤ διότι ὁ Πέτρος ἦταν ἐκείνη τη στιγμὴ
σατανοκρατούμενος. Ὄχι! Ἀλλὰ τότε γιατὶ τὸν λέει Σατανὰ;
Διότι μόνο ὁ Σατανὰς δὲν θέλει νὰ πάθη ὁ Χριστὸς στὸ Σταυρὸ δὲν θέλει νὰ σώση ὁ Χριστὸς τὸν
κόσμο! Πρὶν ἀπὸ λίγο ὁ Πέτρος εἶχε κάνει την ὀρθὴ ἐκτίμησι γιὰ τὸν Χριστό, μὲ τὴν ὁμολογία του.
Τώρα θέλει νὰ ἐμποδίση τὸν Χριστὸ ἀπὸ το πάθος Του. Τὴ μιὰ φορὰ μιλοῦσε ὁ Πέτρος ὡς
μεγάφωνο του Θεοῦ μιλοῦσε ὁ Θεὸς μὲ το στόμα του Πέτρου. Τη δεύτερη φορὰ μιλάει ὡς
ἄνθρωπος ὁ Πέτρος, καὶ μάλιστα ὡς ἄνθρωπος, ποῦ σκέπτεται διαφορετικὰ γιὰ το μέλλον του
Μεσσία: σκέπτεται γήινα!
Ὀρθὰ μιλάει πρίν, λάθος μιλάει τώρα. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ το λάθος ταυτίζεται μὲ τη σκέψη του
Σατανὰ, γι' αὐτὸ τον ἀποκαλεῖ «Σατανὰ». «Έπετίμησε το Πέτρω λέγων: Ύπαγε ὀπίσω μου, σατανὰ!».
Φύγε ἀπὸ δῶ! Ποιὸς νὰ φύγη; Ὄχι ὁ Πέτρος, ἀλλ' ἤ λαθεμένη ἐπιτίμησις του Πέτρου. Φύγε,
λογισμέ, πού ἐμποδίζεις την ἀγάπη του Θεοῦ. Ἀπὸ ἀγάπη μιλᾶς, Πέτρο, ἀλλ' ἡ ἀγάπη του Θεοῦ
εἶναι διαφορετική. Ἰσοδυναμεῖ μὲ τη θυσία.
Τὰ λόγια του Χριστοῦ στὸν Πέτρο, πού ἀντέδρασε στὴν πρόρρησι του Πάθους, σχολιάζει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Τὶ τοῦτὸ έστιν; Ὁ ἀποκαλύψεως τυχὼν, ὁ μακαρισθείς, οὗτος οὕτω ταχέως διέπεσε
καὶ εσφάλη, ὡς φοβηθήναι το πάθος; Καὶ τὶ θαυμαστόν, τὸν οὐ δεξάμενον ἐν τούτοις ἀποκάλυψιν
τοῦτο παθείν; Ἴνα γὰρ μάθης, ὅτι οὐδὲ ἐκεῖνα οἴκοθεν έφθὲγξατο, ὅρα ἐν τούτοις τοῖς οὐκ
αποκεκαλυμμένοις αὐτὸ πὼς θορυβεῖται καὶ περιτρέπεται, καὶ μυριάκις ἀκούων οὐκ οἵδε τὶ ποτὲ
το λεγόμενον. Ὅτι μὲν γὰρ Υἱὸς Θεοῦ έστιν, έμαθεν ὅτι δὲ ποτὲ ἐστὶ το μυστήριον του σταυροῦ καὶ
της ἀναστάσεως, ουδέπω αυτὼ δῆλον ἐγένετο. Καὶ γὰρ “ήν”, φησίν, “και λόγος ἀπ' αὐτῶν
κεκαλυμμένος”» (Ε.Π.Ε. 11,186). Μετάφρασις: Τὶ σημαίνει πάλι αὐτὴ ἡ ἐνέργεια του Πέτρου; Αὐτὸς
πού ἔλαβε τη θεία ἀποκάλυψι καὶ μακαρίστηκε, αὐτὸς ξέπεσε καὶ ἔσφαλε τόσο γρήγορα, ὥστε νὰ
φοβηθῆ το πάθος; Καὶ τὶ το ἀξιοθαύμαστο, ἂν το πάθη αὐτὸ ἐκεῖνος ποῦ δὲν ἔλαβε ἀποκάλυψι γι'
αὐτό; Γιὰ νὰ μάθης, λοιπόν, ὅτι ἐκεῖνα (ἤ ὁμολογία) δὲν ἦσαν λόγια δικὰ του, πρόσεξε πὼς
κυριεύεται ἀπὸ ἀνησυχία καὶ ἀμφιβολία γιὰ ὅσα δὲν του ἀποκαλύφθηκαν. Μολονότι πολλὲς φορὲς
ἔχει ἀκούσει, ὅμως δὲν μπορεῖ ν' ἀντιληφθῆ ποιὸ εἶναι το νόημα των λόγων Του. Τὸ ὅτι μὲν εἶναι
(ὁ Ἰησοῦς) ὁ Υἱὸς του Θεοῦ, το ἀντιλήφθηκε, ἀλλ' όμως δὲν εἶχε γίνει ἀκόμα φανερὸ σ' αὐτὸν το
μυστήριο του Σταυροῦ καὶ της Ἀναστάσεως. Καθ' ὅσον, λέει, «ἦταν κρυμμένο ἀπὸ τους μαθητὲς το
νόημα των λόγων Του».
Σκληρὰ φαίνονται τα λόγια του Ἰησοῦ στὸν Πέτρο: «Ύπαγε ὀπίσω μου, σατανὰ, ὅτι οὐ φρονεῖς
τὰ του Θεοῦ, ἀλλὰ τα των ἀνθρώπων».
Μὲ τη φράση «δεῦτε ὀπίσω μου» κλήθηκε ὁ Πέτρος στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα (α' 17).
Μὲ τὸ ἴδιο «ὕπαγε ὀπίσω μου» ἀποτρέπεται τώρα ἀπὸ το νὰ τρέφη ὁ Πέτρος φρονήματα
ἀνθρώπινα, καὶ μάλιστα σατανικά!
Ἡ ἀποφυγὴ του πάθους καὶ ὁ εὔκολος δρόμος ἐπιβολῆς Του ὡς πολιτικοῦ ἡγέτη ἀποτελεῖ
πειρασμό, ποῦ τὸν ἀντιμετώπισε καὶ ἄλλοτε ὁ Ἰησοῦς (Ματθ. δ' 1-11. Λουκ. δ' 1-13),
ὑποτασσόμενος ὡς υἱὸς μέχρι τέλους στὸ θέλημα του Πατρός. Μὲ τη σκληρὴ ἀποστροφὴ Του πρὸς
τὸν Πέτρο καὶ φυσικὰ πρὸς κάθε μαθητὴ, ποῦ σκέπτεται μὲ τον ἴδιο τρόπο, θυμίζει ὁ Ἰησοῦς, ὅτι
αὐτοὶ πού κλήθηκαν νὰ ἀκολουθήσουν «όπίσω Του», θὰ πρέπη νὰ ἔχουν στὴ ζωὴ τους την
προοπτικὴ του θείου πάθους.
34 Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω μου

ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. 35 ὃς γὰρ
ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ
καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. 36 τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον
ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; 37 ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; 38 ὃς
γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν
ἀγγέλων τῶν ἁγίων. (θ΄) 1 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων,
οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.

Κάλεσμα σταυρικῆς πορείας (στ. 34)


Ἀμέσως μετὰ την πρώτη πρόρρηση του πάθους ἀκολουθοῦν καὶ στοὺς τρεῖς Συνοπτικοὺς λόγια
του Ἰησοῦ, ποῦ ἀναφέρονται στὶς προϋποθέσεις καὶ συνέπειες του «ακολουθεὶν τὸν Ἰησοῦν», στὴν
ἀξία της ἀληθινῆς ζωῆς, στὴν ὁμολογία ἐνώπιον των ἀνθρώπων, μὲ ἄλλα λόγια στὸ σταυρὸ του
ἀληθινοῦ μαθητὴ, ποῦ εἶναι μίμησις του σταυροῦ του Χριστοῦ. «Καὶ προσκαλεσάμενος τον ὄχλον
σὺν τους μαθηταὶς αὐτοῦ είπεν αυτοὶς: Όστις θέλει ὀπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω ἑαυτὸν
καὶ αράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ακολουθείτω μοι» (στ. 34). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ
Ἰησοῦς προσκάλεσε τότε τὸ πλῆθος του λαοῦ μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὲς Του καὶ τοὺς εἶπε: ““Όποιος
θέλει νᾷ μὲ ἀκολουθῆ, ἃς ἀπαρνηθῇ τὸν ἑαυτὸ του καὶ ἃς σηκώση τὸ σταυρὸ του, καὶ ἔτσι ἃς μὲ
ακολουθή”».
Τὸ γεγονός, ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ τῆς περικοπῆς ἀπευθύνονται πρὸς «τὸν ὄχλον σὺν τοὺς μαθηταῖς»
σημαίνει, ὅτι ἰσχύουν γιὰ ὅλους, πού θέλουν νᾷ εἶναι πραγματικοὶ μαθητὲς του Ἰησοῦ, πού ἡ
πορεία τοὺς μέσα στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νᾷ εἶναι διαφορετικὴ ἀπ' αὐτὴ τὴν πορεία του Ἰησοῦ,
πού ὁδηγεῖ ἀπὸ τὸ πάθος στῇ δόξα.
Τὸ ν' ἀκολουθοῦμε τὸν Ἰησοῦ, εἶναι θέμα ἐπιλογῆς, θέμα προσωπικῆς ἐλευθερίας. «Ὅποιος
θέλει νᾷ μὲ ἀκολουθήση...». Μιὰ ἐκλογὴ του Χριστοῦ γιὰ μας καὶ δίκη μας γιὰ τὸν Χριστὸ εἶναι
καρπὸς τῆς ἐλευθερίας. Ὁ Χριστὸς σέβεται τὴν ἐλευθερία μας. Ὁ Χριστὸς θέλει μόνο έθελοντές!
Σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὡς λόγια του Χρίστου: «Οὐ βιάζομαι, οὺκ ἀναγκάζω, ἀλλ' ἕκαστον
κύριον τῆς ἑαυτοῦ προαιρέσεως ποιῶ» (Ε.Π.Ε. 11,208). Μετάφρασις: Δὲν σᾶς ζητῶ διὰ τῆς βίας,
δὲν σᾶς ἐξαναγκάζω, ἀλλὰ τὸν καθένα τὸν ἀφήνω κύριο τῆς διαθέσεὼς του.
Αὐτὸ τὸ «ὅστις θέλει...» (στ. 34) εἶναι ἡ πιὸ σπουδαία καὶ προοδευτικὴ διακήρυξις τῆς
ἐλευθερίας του ἀτόμου: ἡ διακήρυξις τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Όποιος θέλει... Κανέναν δὲν
πιέζει ὁ Χριστός. Εἶναι ὁ εὐγενὴς ὑποψήφιος τῆς καρδιᾶς μας. Στέκει ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς
καρδιᾶς μας καὶ δὲν τὴν παραβιάζει. Κτυπά. Ἄν Τοῦ ἀνοίξουμε, θὰ μπῆ μέσα. Θὰ κάνη τὴν καρδίᾳ
μας χαρούμενη καὶ εὐλογημένη. «Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω. Ἐὰν τὶς ἀνοίξη τὴν θύραν,
καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ' αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ' ἐμοῦ» (Αποκ. γ' 20).
Ἡ ἐλευθερία μας γράφτηκε μὲ αἷμα, μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Σταυροῦ. Ἐκεῖνος ἐξαρτήθηκε πάνω στὸ
Σταυρό, ὁ ἀπόλυτα ἐλεύθερος, γιὰ νᾷ ἀπελευθερωθοῦμε ἐμεῖς ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ποικίλη
ἐξάρτηση τῆς ἁμαρτίας. Ἀπὸ τῇ στιγμὴ ὅμως, ποὺ μιὰ ψυχὴ ἐλεύθερα ἀποδέχεται τὸν Χριστὸ ὡς
ἀρχηγὸ καὶ Σωτῆρα τῆς, δὲν εἶναι «ἐλεύθερη» νᾷ κάνη ό,τι θέλει. Eνεργεί σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα
του Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ τὴν ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία.
Γιὰ νᾷ ἐκλέξουμε ἐμεῖς τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς ἀρχηγὸ μας καὶ νᾷ διαλέξη ἐμᾶς Ἐκεῖνος ὡς δικοὺς
Του, χρειάζονται καὶ ὁ σταυρὸς καὶ ἡ λίστα. Μᾶς σημειώνει ὁ Χριστὸς στὸν κατάλογο τῶν ἐκλεκτῶν
Του μὲ τὸ σταυρό! Σταυρὸ ὄχι χαραγμένον μὲ μελάνι, ἀλλὰ μὲ Αἷμα βαμμένον. Σταυρώθηκε
Ἐκεῖνος, γιὰ νᾷ γράψη ἐμᾶς στῇ λίστα, στῇ βίβλο του οὐρανοῦ. «Καὶ εἰ τὶς οὐχ εὑρέθη ἐν τῇ βίβλῳ
τῆς ζωῆς γεγραμμένος, έβλήθη εἰς τὴν λίμνην του πυρὸς» (Αποκ. κ' 15).
Μόνο ἂν σηκώνουμε σταυρό, μόνο ἂν σταυρωθοῦμε (νεκρωθοῦμε ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία -Κολοσ.
γ' 5), μόνο τότε ἔχουμε ἐκλέξει τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἀλλὰ γιὰ νᾷ σηκώσουμε σταυρό, πρέπει μέσα στῇ
λίστα τῆς καρδιᾶς μας νᾷ εἶναι πρῶτος ὁ Χριστός. Τὸ «ὅστις θέλει» δὲν ὁδηγεῖ στὴν ἀσυδοσία του
«κάνω ό,τι μου γουστάρει». Ὁδηγεῖ στὴν ἐλευθερία τῆς πιὸ ὄμορφης ἀγάπης, τῶν πιὸ χρυσῶν
δεσμῶν. Οδηγεί στὸ «ὁ πίσω μου», μὲ τὸ ὁποῖο συνδέονται φραστικὰ τὰ λεγόμενα μὲ τὰ ὅσα
προηγήθηκαν στοὺς στίχους 31-33. Ἄν τὸ «άποκτανθήναι» εἶναι κατὰ κόσμον ὁ προορισμὸς του
υἱοῦ του ἀνθρώπου, δὲν μπορεῖ παρὰ ὁ σταυρὸς νᾷ εἶναι ὁ προορισμὸς κάθε ἀληθινοῦ μαθητῆ
Του.
Ἡ προϋπόθεσις γιὰ τὸ «ἀκολουθεῖν» τὸν Ἰησοῦν ἐκφράζεται μὲ δυὸ προστακτικὲς:
«Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν», «ἀράτω τὸν σταυρόν», πού δηλώνουν ἀποφάσεις καὶ πράξεις του
ἀνθρώπου ἀντίθετες πρὸς τὸ έμπειρικὸ ἐγὼ του, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴν ἴδια τῇ φύση του διαμόρφωσε
ἡ ἀπομάκρυνσὴς του ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἐπιδιώκει τὴν αυτοκατάφασι καὶ αυτοβεβαίωσι. .
Γιὰ τὸ «ἀπαρνησάσθω» λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Ἀπαρνησάσθω εαυτόν”. τουτέστι, μηδὲν
ἐχέτω κοινὸν πρὸς ἑαυτόν, ἀλλ' ἐκδιδότω τοὺς κινδύνους, τοῖς ἄγωσι, καὶ ὡς ἑτέρου ταῦτα
πάσχοντος, οὕτω διακείσθω. Καὶ οὺκ εἶπε, άρνησάσθω, ἀλλ' “απαρνησάσθω”. καὶ τῇ μικρὰ ταύτῃ
προσθήκη πολλὴν πάλιν ἐμφαίνων τὴν ὑπερβολὴν» (Ε.Π.Ε. 11,212). Μετάφρασις: «Νᾷ ἀπαρνηθῇ
τὸν ἑαυτὸ του», δηλαδή, νᾷ μὴν ἔχω τίποτε κοινὸ πρὸς τὸν ἑαυτὸ του, ἀλλὰ νὰ τον παραδίδη στοὺς
κινδύνους, στοὺς ἀγῶνες. Τέτοια νὰ εἶναι ἡ στάσεις του σὰν κάποιος ἄλλος νὰ ἔπασχε αὐτά! Καὶ
δὲν εἶπε «νὰ ἀρνηθῆ», ἀλλὰ «νὰ ἀπαρνηθῆ». Μὲ τὴ μκρὴ αὐτὴ προσθήκη δείχνει τον ὑπερβολικὸ
βαθμὸ της ἀρνήσεως.
Ἀπάρνησις ἑαυτοῦ εἶναι ἡ ἄρνησις των «φυσιολογικῶν» ἀπαιτήσεων, γιὰ ἀσφάλεια καὶ
ἱκανοποίησι.
Ὁ Χριστὸς εἶναι πρῶτα ἄρνησις, καὶ ὕστερα γίνεται θέσις. Ἀρνοῦμαι τὸν κόσμο καὶ ἀκολουθῶ
τὸν Χριστό! Ἀποτάσσομαι τα μικρὰ καὶ ταπεινὰ συμφέροντα του ἑαυτοῦ μου καὶ συντάσσομαι μὲ
τὸν Χριστό. Κάπως ἔτσι ἂς δοῦμε το «απαρνησάσθω ἑαυτόν». Ἄλλωστε ὑπόδειγμα καὶ στὸ θέμα
της αὐταπαρνήσεως εἶναι ὁ Ἴδιος. Ἡ γέννησις καὶ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος του Ἰησοῦ ὑπῆρξαν πράξεις
συνεχοῦς αὐταπαρνήσεως καὶ αυτοκενώσεως (Φιλιπ. β' 7-8).
Νὰ συμμορφωθοῦμε πρὸς τὸ ὑπόδειγμα του ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ, πού ὑποτάχτηκε στὸ θέλημα
του Θεοῦ Πατέρα. Νὰ ὑπομείνουμε ὅλες ἐκεῖνες τὶς θλίψεις, πού ὑπονοοῦνται ὑπὸ τη λέξη
«σταυρός». Θλίψεις δὲ εἶναι οἱ διωγμοὶ γιὰ τὸ ὄνομὰ Του, οἱ δοκιμασίες, τα βάσανα, οἱ πόνοι, οἱ
στενοχώριες στὴν ἐπιτέλεση του καθήκοντος, στὴν ἐκτέλεση του ἀγαθοῦ, στὴν ἀποφυγὴ του κακοῦ
κ. ἅ.
Μὲ τη δεύτερη προστακτικὴ «καὶ αράτω» δὲν προστίθεται μία δεύτερη προϋπόθεσις, ἀλλ'
ἐπεξηγεῖται ἡ πρώτη καὶ δηλώνεται ἀκριβέστερα, ὅτι ἡ ἄρνησις ἑαυτοῦ σχετίζεται ἄμεσα μὲ το
πάθος καὶ το σταυρό. Οἱ χριστιανοί, καὶ κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, «καθ' ἡμέραν αποθνήσκουσι»
(Α' Κορ. ἰὲ' 1). Σταυρώνουν τη σάρκα καὶ τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες (Γαλ. ε' 24). Σηκώνουν το σταυρὸ
των θλίψεων. Γίνονται μέτοχοι των παθημάτων του Χριστοῦ (Φλιπ. γ' 10). Τονίζει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «“Αράτω τὸν σταυρὸν αυτού”, τὸν ἐπονείδιστον θάνατον δηλῶν: καὶ ὅτι οὺχ ἅπαξ
οὐδὲ δίς, ἀλλὰ διὰ παντὸς του βίου τοῦτο δεῖ ποιεϊν. Διηνεκὼς γάρ, φησί, περίφερε τον θάνατον
τοῦτον, καὶ καθ' ἡμέραν ἕτοιμος ἔσο πρὸς σφαγὴν» (Ε.Π.Ε. 11,214). Μετάφρασις: «“Να σηκώση το
σταυρὸ του”! Δηλώνει τὸν ἀτιμωτικὸ θάνατο, καὶ ὅτι ὄχι μιὰ φὸρά, οὔτε δυό, ἀλλὰ καθ' ὅλη τη ζωὴ
του καὶ πιστὸς θὰ σηκώνη σταυρό. Σὰν νὰ λέη ὁ Χριστὸς: Συνεχῶς νὰ φέρης στὴ σκέψη σου τον
θάνατο, κάθε μέρα νὰ εἶσαι ἕτοιμος γιὰ θυσία!
Ὁ Χριστὸς μιλάει γιὰ «τὸν σταυρὸν αὐτοῦ». Καθένας ἔχει τη δικὴ του θέση στὴν ἐκκλησία, το
δικὸ του ρόλο στὴ ζωή, το δικὸ του εἰδικὸ καθῆκον, το δικὸ του φορτίο (Γαλ. τσ' 5). Σταυρὸς εἶναι
ὁ κοινὸς κλῆρος των παιδιῶν του Θεοῦ. Δὲν πρέπει ὅμως ἐμεῖς νὰ δημιουργοῦμε τους σταυροὺς
μας, γιατὶ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ εἶναι στραβοὶ σταυροί! Νὰ υπακούουμε καὶ νὰ προσαρμοζόμαστε
στοὺς σταυρούς, ποῦ ὁ Θεὸς ὥρισε γιὰ μας.
Μὲ τὴν τρίτη προστακτικὴ ὁ πιστὸς καλεῖται νὰ ἀκολουθῆ τὸν Χριστό, νὰ ἔχη, δηλαδή,
χριστομίμητη πορεία. «Μὴ μόνον άνδρείαν τὴν ἐν τοῖς δεινούς, ἀλλὰ καὶ ἀρετὴν καὶ σωφροσύνην,
καὶ ἐπιείκειαν, καὶ πᾶσαν επιδείκνυσθαι φιλοσοφίαν» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 11,214).
Τὸ παράγγελμα του Χριστοῦ στοὺς ἀποστόλους: «Ακολούθει μοι». Ἀληθινὸς μαθητὴς του
Χριστοῦ εἶναι ἐκεῖνος ποῦ Τὸν ἀκολουθεῖ στὸ καθῆκον, ἐν προκειμένω στὴν πορεία πρὸς το πάθος,
γιὰ νὰ συνακολουθήση καὶ στὴ δόξα. Ὁ πιστὸς ἀκολουθεῖ ὡς πρόβατο τὸν Ποιμένα, ὡς δοῦλος τὸν
Κύριο, ὡς στρατιώτης τὸν ἀξιωματικὸ του, ὡς παιδὶ τὸν πατέρα, ὡς μαθητὴς το δάσκαλο. Ἔχει τους
ἴδιους σκοποὺς μὲ τὸν Χριστὸ καὶ συμμορφώνεται πρὸς την πορεία Του, «ἀκολουθῶν τῷ αρνίω,
ὅπου ἂν ὑπάγη» (Αποκ. ιδ' 4).

Θυσία ζωῆς, σωτηρία ψυχῆς (στ. 35)


Στὸ στίχο 35 μιλάει ὁ Χριστὸς (διὰ του εὐαγγελιστοῦ Μάρκου) γιὰ ἀπώλεια ἤ σωτηρία της
ψυχῆς. «Ός γὰρ ἂν θέλη τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σώσαι, ἀπολέσει αὐτὴν ὃς δ' ἂν ἀπολέση τὴν ἑαυτοῦ
ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ του εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτὴν» (στ. 35). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ:
«Διότι ὅποιος θέλει νὰ σώση τη ζωὴ του, θὰ την χάση. Όποιος ὅμως θυσιάση τη ζωὴ του γιὰ μένα
καὶ γιὰ το εὐαγγέλιο, αὐτὸς θὰ την σώση».
Το παράδοξο σχῆμα στὸ στίχο αὐτὸ συνίσταται στὶς δύο σημασίες της λέξεως ψυχή. Στὴ μία
ἐννοεῖται ὡς ψυχὴ ἤ βιολογικὴ ζωή, στὴν ἄλλη ἡ αἰώνια ψυχή. Ὅποιος θυσιάζει τη ζωὴ του γιὰ τον
Χριστὸ καὶ το εὐαγγέλιὸ Του, αὐτὸς σώζει την ψυχὴ του.
Ἡ λέξις «ψυχὴ» πρέπει νὰ ἐκληφθῆ ἐδῶ ὄχι μόνο μὲ τη φιλοσοφικὴ ἔννοια του ἄλλου
συστατικοῦ του ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ Βιβλικὴ ἔννοια της (βιολογικῆς) ζωῆς. Κατὰ ἕνα τρόπο
παράδοξο γιὰ τὴ λογικὴ του κόσμου τούτου, ἡ ζωὴ κερδίζεται μὲ τὸ νὰ θυσιασθῆ «ἕνεκεν του
Χριστοῦ καὶ του εὐαγγελίου Του»! Όποιος θυσιάζει την ψυχὴ του (τὴ ζωὴ του), αὐτὸς σώζει την
αἰώνια ψυχὴ του.
Ἡ μεγαλύτερη προσοχὴ καὶ ἀνησυχία μας εἶναι νὰ μὴ χάσουμε την ψυχὴ μας, νὰ μὴν τὴν
«ἀπολέσουμε». Ἡ ψυχὴ «απόλλυται», χάνεται, ὅταν αἰώνια χωρισθῆ ἀπὸ τον Θεὸ καὶ βρεθῆ
μακρυὰ ἀπὸ την ἀγάπη καὶ το φῶς του παναγάθου Θεοῦ καὶ ριφθῆ στὴν αἰώνια κόλασι. Ποιὸς θὰ
περιγράψη την τραγωδία μίας τέτοιας ψυχῆς;
Ἀνυπολόγιστη ἀξία (στ. 36-37)
Τονίζεται μὲ τρόπο ἀποφθεγματικό, πού θυμίζει τα σοφιολογικὰ βιβλία της Παλαιὰς Διαθήκης,
ἡ μεγάλη ἀξία της ἀνθρώπινης ζωῆς, τέτοια πού νὰ μὴ μπορῶ ὁ κόσμος ὅλος νὰ εἶναι ἰσάξιος ἤ νὰ
ἀποτελῆ ἀντάλλαγμα γι' αὐτὴν (Ψαλμ. 48,8. Σοφ. Σειρ. τσ' 15. Ἰὼβ κη' 15). «Τὶ γὰρ ὠφελήσει
ἄνθρωπον ἐὰν κερδήση τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῆ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; Ἤ τὶ δώσει ἄνθρωπος
ἀντάλλαγμα της ψυχῆς αὐτοῦ;» (στ. 36-37). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Τὶ θὰ ὠφεληθῆ ὁ
ἄνθρωπος ἂν κερδήση ὅλο τον κόσμο, ἀλλὰ χάση την ψυχὴ του (τη ζωὴ του); Τὶ μπορεῖ νὰ δώση ὁ
ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα γιὰ τη ζωὴ του;”».
Ἡ ζωὴ κατὰ τη Βιβλικὴ της διάσταση, πού κυριαρχεῖ ἰδιαίτερα στὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο, δὲν
περιορίζεται στὶς βιολογικὲς ἐκδηλώσεις, ἀλλ' ἔχει μελλοντική, αἰώνια προοπτική. Ἡ Ἐκκλησία μὲ
τὰ λόγια αὐτὰ του Χριστοῦ ἐφιστᾶ την προσοχὴ των χριστιανῶν στὸν ἐνδεχόμενο κίνδυνο νὰ τὴν
χάσουν γιὰ πάντα, προσπαθώντας νὰ κερδίσουν πράγματα ὄχι ἰσάξια της. Καὶ λέει ἐπιγραμματικὰ
ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Των ἐν ἡμῖν κυριώτερον ἤ ψυχὴ» (Ε.Π.Ε. 11,222).
Τὶ το ὄφελος, ἂν κερδίσουμε ὅλο τον κόσμο, καὶ ζημιωθοῦμε (χάσουμε) την ψυχὴ μας; Ὁ ὄρος
«κόσμος» ἐδῶ νοεῖται μὲ την κοινὴ σημασία του ὑλικοῦ καὶ ὑλιστικοῦ κόσμου, του ὁρατοῦ κόσμου,
των ἀγαθῶν της παρούσης ζωῆς, των θησαυρῶν καὶ ἀξιωμάτων του κόσμου, των ποικίλων
ἀπολαύσεων των ἀνθρώπων του κόσμου. Στὸν τρίτο πειρασμὸ στὴν ἔρημο (Ματθ. δ' 8-9) ὁ Κύριος
προκλήθηκε νὰ κερδίση ὅλο τον κόσμο, ὅλες τὶς «βασιλεῖες» του κόσμου, ὑπὸ την προϋπόθεση,
ὅτι θὰ προσκυνήση το Σατανὰ!
Προσκυνοῦν οἱ πολλοὶ τὸν Σατανὰ, κάνουν ἀβαρίες μὲ τη συνείδησὶ τους, χρησιμοποιοῦν το
ψέμα καὶ την ἀπάτη, κατακτοῦν θέσεις μὲ κολακεῖες καὶ χρηματισμούς. Μας κερδίζει ὁ κόσμος.
Μόνο πού ὁ κόσμος δὲν θὰ μας κάνη παρέα, ὅταν χαθοῦμε στὸ «πῦρ το ἐξώτερον»! Γι' αὐτὸν τον
κόσμο, ποῦ τοῦ «πουλᾶμε την ψυχὴ όσο-όσο», γι' αὐτὸν λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Μὴ
ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τα ἐν τῷ κόσμω» (Α' Ιωάν. β' 15).
Ἔχει τόση ἀξία ἡ ψυχή, ὥστε γιὰ τὴν ψυχὴ του καθενὸς μας σταυρώθηκε ὁ Χριστός! Μᾶς
ἐξαγόρασε ἀπὸ το σκλαβοπάζαρο της ἁμαρτίας καὶ του θανάτου (Γαλ. γ 13. Iδέ καὶ Α' Κορ. στ' 20.
Β' Πέτρ. β' 1. Αποκ. ιδ' 3). Το λύτρον της θυσίας Του, το πανάγιον Αἷμα Του εἶναι καὶ ἡ ἀπάντησις
στὸ ἀναπάντητο ἀνθρωπίνως ἐρώτημα πού ἀπευθύνει στὸν ἑρμηνευόμενο στίχο ὁ Χριστὸς: «Τὶ
δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα της ψυχῆς αὐτοῦ;». Γιὰ ὅλα ὑπάρχουν αναλλακτικά. Γιὰ την ψυχή;
Ὑπάρχει; Ναί, φωνάζει το μεγάφωνο του Χριστοῦ. Το Αἷμα του Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι το
«ἀντάλλαγμα», το αντίλυτρον. Ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ δοὺς ἑαυτὸν αντίλυτρον ὑπὲρ πάντων ἡμῶν» (Α'
Τιμ. β' 6).

Γενεὰ μοιχαλίδα καὶ ἁμαρτωλὸς (στ. 38)


Τελικὰ τὶ κερδίζουν ὅσοι ἀρνοῦνται τον Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ντρέπονται νὰ Τὸν ὀμολογήσουν;
Χάνουν την ψυχὴ τους. Ὁ ὑμνογράφος ἀπευθύνεται στὴν ψυχὴ καὶ την εἰδοποιεῖ, νὰ μὴ μπλέξη μὲ
τὰ πρόσκαιρα: «Ψυχή, τα ώδε πρόσκαιρα, τα δὲ ἐκεῖ αἰώνια όρὼ το δικαστήριον, καὶ ἐπὶ θρόνου
τὸν Κριτήν, καὶ τρέμω την ἀπόφασιν λοιπὸν σπουδὴ επίστρεψον ἡ κρίσις ἀσυγχώρητος» (κάθισμα
Τρίτης ἤχου πλ. α).
Ἔχει τόση ἀξία ἡ ψυχή, ὥστε καὶ ἂν ἀκόμα στὸν πλανήτη μας κατοικοῦσε μιὰ ψυχή, γι' αὐτὴ τη
μιὰ ψυχὴ θὰ γινόταν ὁ Θεὸς Λόγος ἄνθρωπος καὶ ἐρχόμενος στὴ γῆ θὰ σταυρωνόταν!
Ἔχει τόση ἀξία ἡ ψυχή, ὥστε οἱ ἅγιοι προτιμοῦσαν νὰ θυσιάσουν τα πάντα, καὶ αὐτὴ τη ζωὴ τους
μὲ το μαρτύριο, παρὰ νὰ πουλήσουν την ψυχὴ τους. Ὅταν κάποτε ἕναν ἐνάρετο χριστιανὸ
προσπαθοῦσαν νὰ τὸν σαγηνεύσουν μὲ ποικίλα θέλγητρα, ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἔχω μόνο μιὰ
ψυχή! "Ἄν εἶχα δυὸ ψυχές, θὰ ἔδινα τη μιὰ στὸ διάβολο, ἀφοῦ θὰ κρατοῦσα την ἄλλη γιὰ τὸν
Χριστὸ καὶ τὸν παράδεισο! Ἀλλὰ, τὶ λέγω; Οὔτε δεύτερη ψυχὴ ἂν εἶχα, θὰ τὴν πουλοῦσα καὶ θὰ τὴν
πρόδιδα. Πολὺ περισσότερο τώρα, πού ἔχω μόνο μιὰ ψυχή»!
Ὁ κίνδυνος ἀπωλείας της θείας δωρεὰς της ζωῆς ὑφίσταται καὶ στὴν περίπτωση δειλίας του
μαθητὴ νὰ ὀμολογήση τὴν πίστι του «ἐν τη γενεὰ ταύτη τη μοιχαλίδι καὶ αμαρτωλώ». «Ός γὰρ ἐὰν
επαισχυνθη μὲ καὶ τοὺς έμοὺς λόγους ἐν τη γενεὰ ταύτη τη μοιχαλίδι καὶ αμαρτωλώ, καὶ ὁ υἱὸς του
ἀνθρώπου επαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθη ἐν τη δόξη του πατρὸς αὐτοῦ μετὰ των ἀγγέλων των
ἁγίων» (στ. 38). Στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Όποιος βέβαια ντραπῆ γιὰ μένα καὶ γιὰ τη διδασκαλία μου
σ' αὐτὴ τη γενεὰ τη μοιχαλίδα (την ἄπιστη στὸν οὐράνιο Νυμφίο) καὶ ἁμαρτωλή, θὰ ντραπῆ γι'
αὐτὸν καὶ ὁ Υἱὸς του ἀνθρώπου, ὅταν θὰ ἔρθη μὲ τὴ λαμπρότητα (δόξα) του Πατέρα Του μαζὶ μὲ
τοὺς ἁγίους ἀγγέλους».
Κατὰ το πρότυπο των προφητῶν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς χαρακτηρίζει τη γενεὰ της ἐποχῆς Του ὡς
μοιχαλίδα, γιατὶ μὲ την ἀπομάκρυνσὴ της ἀπὸ τον Θεὸ μοιάζει μὲ ἄπιστη σύζυγο (Ωσ. β' 4. Ησ. ζν'
3). Ἔχουμε, δηλαδή, πνευματικὴ μοιχεία.

Θεατὲς δόξας (κεφ. θ' στ. 1)


Ὁ στίχος, πού ἀκολουθεῖ καὶ εἶναι ὁ πρῶτος του θ' κεφαλαίου, σύμφωνα μὲ ὁρισμένους
ἑρμηνευτές, κυκλοφοροῦσε ἀρχικὰ μεμονωμένος στὴν παράδοση καὶ τοποθετήθηκε ἐδῶ ἀπὸ τοὺς
εὐαγγελιστές, ἐπειδὴ στὸν ἀκριβῶς προηγούμενο στίχο γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἔνδοξη παρουσία του
υἱοῦ του ἀνθρώπου. «Ὅταν ἔλθη ἐν τη δόξη του Πατρὸς αὐτοῦ μετὰ των ἀγγέλων των ἁγίων» (στ.
38).
Σὰν νὰ ἔλεγε στοὺς μαθητὲς: Μὴ κοιτᾶτε μόνο το πάθος. Βλέπετε καὶ τη δόξα. Καὶ ἡ δόξα αὐτὴ
θ' ἀποτελῆ γιὰ μερικοὺς πού βρίσκονται ἐδῶ τώρα, προσωπικὸ βίωμα: «Καὶ έλεγεν αυτοὶς: Ἀμὴν
λέγω ὑμῖν ὅτι είσὶ τινὲς των ώδε εστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ίδωσι τὴν
βασιλείαν του Θεοῦ εληλυθυίαν ἐν δυνάμει» (στ. 1). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἔλεγε ἀκόμα
στοὺς μαθητὲς Του ὁ Ἰησοῦς: Αληθινά σας λέω, ὅτι εἶναι μερικοὶ ἀπ' αὐτοὺς πού βρίσκονται ἐδῶ,
ποῦ δὲν θὰ γευθοῦν το θάνατο μέχρι νὰ δοῦν τη βασιλεία του Θεοῦ νὰ ἔχη ἔλθει δυναμικὰ καὶ
αποτελεσματικά».
Ἄμεσα σχετίζεται ὁ λόγος αὐτὸς μὲ το προηγούμενο χωρίο. Ἄλλωστε οἱ εὐαγγελιστὲς εἶναι οἱ
πρῶτοι, καθοδηγούμενοι ἀπὸ το "Ἅγιο Πνεῦμα, ἑρμηνευτὲς των λόγων του Ἰησοῦ. Βλέπουν μὲ τὴ
διόπτρα του Ἁγίου Πνεύματος γεγονότα, πού θὰ συμβοῦν ἤ καὶ περιγράφουν τετελεσμένα
γεγονότα του σχεδίου του Θεοῦ.
Ἔχουν δοθῆ οἱ ἑξῆς ἑρμηνεῖες γιὰ τὸν ἑρμηνευόμενο πρῶτο στίχο του θ' κεφαλαίου:
α) Ὁ λόγος εἶναι παραμυθητικὸς γιὰ τὴν πρώτη χριστιανικὴ κοινότητα.
β) Εἶναι γνήσιος λόγος του Χριστοῦ, μὲ τον ὁποῖον τονίζεται, ὅτι ἡ παρουσία Του θὰ
πραγματοποιηθῆ προσεχῶς, ὄχι ὅμως ἀμέσως. Μόνο «τινὲς» θὰ βρίσκονται στὴ ζωή. Λαθεμένα οἱ
χριστιανοὶ της Θεσσαλονίκης, στηριζόμενοι ἴσως καὶ σ' αὐτὸ το λόγο, περίμεναν ἄμεσα τη δευτέρα
παρουσία!
γ) Τὸ «τινὲς» το ἑρμηνεύουν, ὅτι ἡ βασιλεία του Θεοῦ ἦλθε στὸ πρόσωπο του Ἰησοῦ, ὅτι δηλαδή,
ἀποτελεῖ παροῦσα πραγματικότητα στὸν κόσμο, ποῦ τὴν ἀπολαμβάνουν μερικοί.
δ) Ὁ Ἰησοῦς ἐκφράζει μὲ το λόγο αὐτὸ τη βεβαιότητα της ἐπικειμένης δευτέρας παρουσίας Του.
ε) Μὲ το λόγο αὐτὸ ὑπαινίσσεται ὁ Ἰησοῦς τη Μεταμόρφωσι, ποῦ ἀκολουθεῖ, ἤ την Ἀνάστασὴ
Του καὶ την Ανάληψι ἤ την κάθοδο του Ἁγίου Πνεύματος κατὰ την Πεντηκοστὴ ἤ την καταστροφὴ
της Ἱερουσαλὴμ ἤ την ταχεία ἐπέκταση της βασιλείας του Θεοῦ. Όλα αὐτὰ ὡς γεγονότα, πού
προανακρούουν το τέλος.
Ἀνάμεσα στὶς λοιπὲς εἶναι καὶ αὐτὴ ἡ ἐξήγησις: Ἡ ἐπιβλητικὴ δύναμις φάνηκε μὲ ὅσα συνέβησαν
το 70 μ.Χ. μὲ την ἅλωση της Ἱερουσαλήμ, μὲ τη συντριβὴ του Ἰουδαϊσμοῦ καὶ την κατίσχυση της
Ἐκκλησίας.
Μετὰ το λόγο του στίχου θ' 1 ἀκολουθεῖ καὶ στοὺς τρεῖς Συνοπτικοὺς εὐαγγελιστὲς ἤ διήγησις
γιὰ τη Μεταμόρφωσι του Ἰησοῦ (Ματθ. ιζ 1-8. Λουκ. Θ' 28-36). Ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς
αἰῶνες εἶναι διάχυτη ἡ ἑρμηνεία, ὅτι μὲ τὸ λόγο αὐτὸ προεῖπε ὁ Ἰησοῦς, ὅτι «τινὲς» ἀπὸ τοὺς
μαθητὲς θὰ δοῦν πολὺ σύντομα τη δόξα της Μεταμορφώσεὼς Του, ποῦ εἶναι πρὸ μήνυμα καὶ
προανάκρουσμα της δόξας της βασιλείας Του.
Ἡ θέα της «ἐν δυνάμει» ἐρχομένης βασιλείας του Θεοῦ ἤ του «ἐν δόξη» ἐρχομένου Υἱοῦ του
ἀνθρώπου ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν πρόγευσι της δόξας της βασιλείας κατὰ τη Μεταμόρφωση του
Χριστοῦ. Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρατηρεῖ: «Βουλόμενος (ὁ Κύριος) κατὰ την ὄψιν αὐτῶν
πληροφορῆσαι, καὶ δεῖξαι τὶς ποτὲ έστιν ἡ δόξα ἐκείνη, μεθ' ἧς μέλλει παραγίνεσθαι, ὼς έγχωροὺν
ἣν αὐτοὺς μαθεὶν καὶ κατὰ τον παρόντα βίον δείκνυσιν αὐτοὺς καὶ ἀποκαλύπτει ταύτην» (Ε.Π.Ε.
11,242). Μετάφρασις: Θέλοντας ὁ Χριστὸς νὰ φέρη στὸ φῶς τὰ ἔνδοξα ἀγαθὰ καὶ νὰ δείξη τὶ τέλος
πάντων εἶναι ἐκείνη ἡ δόξα, μὲ την ὁποία πρόκειται νὰ ἔρθη, ὅσο φυσικὰ ἦταν δυνατὸν νὰ την
γνωρίσουν ἄνθρωποι, τοὺς ἀποκαλύπτει τη δόξα αὐτὴ κατὰ την ἐπίγεια ζωή.
Ως πρόρρηση γιὰ την ἵδρυση της Ἐκκλησίας ἐννοοῦν το λόγο θ' 1 καὶ νεώτεροι ἑρμηνευτὲς
(Δαμαλάς, Τρεμπέλας). Ὁ Δαμαλὰς ἀναφέρεται στὴν ἵδρυση της Ἐκκλησίας. «Το “εληλυθυίαν ἐν
δυνάμει” δηλοῖ τὸ τέλος της ἐλεύσεως καὶ την ἐν δυνάμει ἐξακολούθησιν ταύτης». Ὁ Τρεμπέλας
ἑρμηνεύει το λόγιο μὲ την ἔννοια, ὅτι δηλώνει «την ἔλευσιν του Χριστοῦ διὰ της ἐκχύσεως του
Πνεύματὸς Του, της στερεώσεως της Ἐκκλησίας Του, της καταστροφῆς των Ἱεροσολύμων καὶ του
διασκορπισμοῦ των Ἰουδαίων».

2 Καὶμεθ᾿ ἡμέρας ἓξ παραλαμβάνει ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν Πέτρον καὶ τὸν ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν ᾿Ιωάννην καὶ
ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ᾿ ἰδίαν μόνους· καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, 3 καὶ τὰ
ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο στίλβοντα, λευκὰ λίαν ὡς χιών, οἷα γναφεὺς ἐπὶ τῆς γῆς οὐ δύναται οὕτω
λευκᾶναι. 4 καὶ ὤφθη αὐτοῖς ᾿Ηλίας σὺν Μωϋσεῖ, καὶ ἦσαν συλλαλοῦντες τῷ ᾿Ιησοῦ. καὶ ἀποκριθεὶς
ὁ Πέτρος λέγει τῷ ᾿Ιησοῦ· 5 ραββί, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς τρεῖς, σοὶ
μίαν καὶ Μωϋσεῖ μίαν καὶ ᾿Ηλίᾳ μίαν. 6 οὐ γὰρ ᾔδει τί λαλήσῃ· ἦσαν γὰρ ἔκφοβοι. 7 καὶ ἐγένετο
νεφέλη ἐπισκιάζουσα αὐτοῖς, καὶ ἦλθε φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ
ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε. 8 καὶ ἐξάπινα περιβλεψάμενοι οὐκέτι οὐδένα εἶδον, ἀλλὰ τὸν ᾿Ιησοῦν
μόνον μεθ᾿ ἑαυτῶν.

Ἡ μεταμόρφωσις μπροστὰ στοὺς τρεῖς μαθητὲς (στ. 2-3)


Ἡ διήγησις της μεταμορφώσεως του Ἰησοῦ εἶναι μοναδικὴ στὸ εἶδος της στὰ εὐαγγέλια.
Συνδέεται στενὰ καὶ στοὺς τρεῖς Συνοπτικοὺς μὲ την ὁμολογία του Πέτρου, καὶ ἰδίως μὲ τὴν
πρόρρηση του Ἰησοῦ γιὰ το πάθος καὶ την ἀνάστασι (ἡ' 29έξ.). Ἀποτελεῖ μάλιστα το ἀποκορύφωμα
της ἑνότητας, στὴν ὁποία ἀποκαλύπτει ὁ Ἰησοῦς διαδοχικὰ στοὺς μαθητὲς Του το «μυστικὸ του
πάθους».
Τὸ γεγονὸς της μεταμορφώσεως του Ἰησοῦ καθ' ἑαυτὸ διεδραμάτισε κεντρικὸ ρόλο στὴ
θεολογικὴ σκέψη των Πατέρων της Ἐκκλησίας, καὶ ἰδιαίτερα κατὰ τον 14ο αἰώνα στὴ θεολογία του
ἁγίου Γρηγορίου του Παλαμᾶ.
Ἡ μεταμόρφωσις του Ἰησοῦ τοποθετεῖται ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ «μετὰ ἡμέρας έξ», πληροφορία
πού ἔδωσε ἀφορμὴ σὲ ώρισμένους σύγχρονους ἑρμηνευτὲς νὰ τὴν συσχετίσουν μὲ τὴν Ἰουδαϊκὴ
γιορτὴ της Σκηνοπηγίας.
Ὁ εὐαγγελιστὴς μέσα σὲ μιὰ θεοφανικὴ ἀτμόσφαιρα ἐξαίρει την ὑπέρτατη αὐθεντία του Ἰησοῦ
ἔναντι του Νόμου της Π. Δ.. Ἡ φωνὴ του Θεοῦ μέσα ἀπὸ τη νεφέλη (στ. 7) δὲν ἀφήνει ἀμφιβολίες
γιὰ τὴ χριστολογικήσημασία της διηγήσεως.
Δὲν εἶναι χωρὶς σημασία καὶ το γεγονός, ὅτι ἡ μεταμόρφωσις του Ἰησοῦ γίνεται πάνω σὲ ὄρος.
Το ὄρος αποτελεϊ, τόσο στὴν Παλαιά, ὅσο καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, τόπο μὲ ἰδιαίτερη θεολογικὴ
σημασία. Γι' αὐτὸ καὶ τα σημαντικὰ γεγονότα της θείας ἀποκαλύψεως λαμβάνουν χώρα συνήθως
πάνω σὲ ὄρος (νομοδοσία Σινᾶ, ἐκλογὴ μαθητῶν κ.ά.).
Μὲ τρόπο λιτὸ καὶ σύντομο ἁπλῶς μὲ τὸ «μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν» (των τριῶν
μαθητῶν Πέτρου, Ἰακώβου καὶ Ἰωάννη) ἀναφέρεται ὁ εὐαγγελιστής, χωρὶς νὰ το περιγράφη -ὅπως
ἄλλωστε δὲν περιγράφει καὶ την Ἀνάστασι, ποῦ εἶναι ἡ ἀρχὴ του νέου κόσμου- στὸ γεγονὸς της
Μεταμορφώσεως. «Καὶ μεθ' ἡμέρας ὲξ παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τον Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν
Ἰωάννην καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ' ἰδίαν μόνους. Καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν
αὐτῶν» (στ. 2-3). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ύστερα ἀπὸ ἕξι μέρες ὁ Ἰησοῦς παίρνει μαζὶ Του
τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς ἀνεβάζει σ' ἕνα ὑψηλὸ βουνὸ ιδιατέρως αὐτοὺς
μόνους. Καὶ μεταμορφώθηκε μπροστὰ τους. Ἄλλαξε μορφή. Ἔδειξε, ὅσο γίνεται (ἄντεχαν), τη θεϊκὴ
Του λάμψι».
Πραγματοποιήθηκε ἡ Μεταμόρφωσις; Γιὰ δύο λόγους: Ο ἕνας χριστολογικός. Ὁ ἄλλος
έσχατολογικός.
Ὁ πρῶτος: Γιὰ νὰ ἔχουν οἱ μαθητές, καὶ γενικὰ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, μιὰ ἀκόμα ἀπόδειξη της
Θεότητας του Ἰησοῦ. Το ἀναφέρει το κοντάκιο της ἑορτῆς: «Ἴνα ὅταν Σὲ ίδωσι σταυρούμενον, τὸ
μὲν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον, το δὲ κόσμο κηρύξωσιν, ὅτι Σὺ ὑπάρχεις ἀληθῶς του Πατρὸς το
ἀπαύγασμα».
Ὁ δεύτερος: Ἡ Μεταμόρφωσις εἶναι πρόδρομος της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστοῦ.
Προκειμένου ν' ἀνεβῆ στὴν κορυφὴ πῆρε τους κορυφαίους των μαθητῶν! Τὸν Πέτρο, γιὰ τὴ
θερμὴ ἀγάπη του. Τὸν Ἰωάννη, γιὰ τὴν πολλὴ ἀγάπη, πού του εἶχε ὁ Χριστός. Τὸν Ἰάκωβο, γιατὶ
πρῶτος ἀπὸ τους μαθητὲς θὰ ὑφίστατο το μαρτυρικὸ θάνατο καὶ θὰ δοκίμαζε το ποτήριο, γιὰ το
ὁποῖο του εἶχε μιλήσει ὁ Χριστός.
Ἐξηγεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Διατὶ τούτους παραλαμβάνει μόνους; Ὅτι οὗτοι των ἄλλων ἦσαν
ὑπερέχοντες. Καὶ ὁ μὲν Πέτρος ὲκ τοῦ σφόδρα φιλεὶν αὐτὸν ἐδήλου την ὑπεροχὴν: ὁ δὲ Ἰωάννης ὲκ
τοῦ σφόδρα φιλείσθαι καὶ Ἰάκωβος δὲ ἀπὸ της ἀποκρίσεως ἧς απεκρίνατο μετὰ του ἀδελφοῦ
λέγων: Δυνάμεθα πιεὶν το ποτήριον» (Ε.Π.Ε. 11,246). Μετάφρασις: «Γιὰ ποιὸ λόγο πῆρε μαζὶ Του
μόνο αὐτοὺς τοὺς τρεῖς; Ἐπειδὴ αὐτοὶ ὑπερεῖχαν πνευματικὰ των ἄλλων. Καὶ ἡ μὲν ὑπεροχὴ του
Πέτρου συνίστατο στὸ ὅτι ἀγαποῦσε θερμὰ τὸν Κύριο, του Ἰωάννου στὸ ὅτι τον ἀγαποῦσε πολὺ ὁ
Κύριος, του δὲ Ἰακώβου στὸ ὅτι ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφὸ του: «Μποροῦμε νὰ
πιοῦμε το ποτήριο» (Ματθ. κ' 22).
Ἡ μεταμόρφωσης του Χριστοῦ, κατὰ την Ὀρθόδοξη παράδoσι, δὲν συνίσταται σὲ κάποια
παροδικὴ μεταβολὴ του προσώπου Του, ἀλλὰ στὴν «ικάνωσι» των μαθητῶν νὰ δοῦν μερικῶς καὶ
πάλι τη φυσικὴ δόξα της Θεότητὰς Του, ποῦ ὑπῆρχε ἐξ ἀρχῆς στὴ Θεανθρώπινη ὑπόστασὶ Του. Στὸ
γεγονὸς της Μεταμορφώσεως λαμβάνουν οἱ μαθητὲς μιὰ πρόγευσι του καινούργιου κόσμου, της
βασιλείας του Θεοῦ (θ' 1).

Ἀστραφτερὸς καὶ πάλλευκος (στ. 3)


Ἀπόδειξις, ὅτι εἶναι ἀπερίγραπτη ἡ Μεταμόρφωσις, εἶναι κι ὁ τρόπος πού την παρουσιάζει ὁ
εὐαγγελιστής. Δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψη την οὐσία του θείου Φωτός. Γι' αὐτὸ χρησιμοποιεῖ
ἐπίγειες εἰκόνες: το χιόνι, τη λάμψι, τη λευκότητα.
Ἀπόδειξις, ὅτι δὲν ἀντέχει καὶ ἐπίγειος ἄνθρωπος ν' ἀτενίση το πρόσωπο του Θεοῦ, εἶναι καὶ ἡ
ἀντίδρασις των τριῶν Μαθητῶν μπροστὰ στὸ θέαμα. Βρίσκονταν μπροστὰ σὲ οὐράνια τηλεοπτικὴ
ὀθόνη. Μπροστὰ τους μεταμορφώνεται ὁ Χριστός. Γιὰ λίγο ἀπολαμβάνουν το θέαμα, ἀλλ' ἀμέσως
νεφέλη φωτεινὴ τοὺς σκεπάζει. Εἶναι ἀδύνατον νὰ συνεχίσουν την παρακολούθηση του οὐρανίου
θεάματος.
Ἡ ἀπαστράπτουσα λαμπρότητα του μεταμορφωθέντος Ἰησοῦ αισθητοποιείται στὸ στίχο 3, μὲ
τὴ ζωηρὴ περιγραφὴ του εὐαγγελιστοῦ, ὅτι τα μάτια του Ἰησοῦ ἔγιναν «στίλβοντα λευκὰ λίαν» ὅτι
ἡ ἀπαστράπτουσα λαμπρότητα εἶναι πέρα ἀπὸ την ἐμπειρία του κόσμου τούτου, δηλώνεται στὴ
συνέχεια του στίχου: «οία γναφεὺς ἐπὶ της γῆς οὐ δύναται οὕτως λευκάναι». Πρόκειται γιὰ μιὰ
λαμπρότητα, ποῦ δὲν ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ των δεδομένων αὐτοῦ του κόσμου, ἀλλὰ του
μελλοντικοῦ κόσμου. «Καὶ τα ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο στίλβοντα, λευκὰ λίαν ὼς χιών, οία γναφεὺς
ἐπὶ της γῆς οὐ δύναται λευκάναι» (στ. 3). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ τὰ ἐνδύματὰ Του
ἔγιναν ἀστραφτερά, ὁλόλευκα σὰν το χιόνι, τόσο λευκὰ τόσο λευκά, πού κανένας βαφέας πάνω
στὴ γῆ δὲν μποροῦσε νὰ τα λευκάνη τόσο πολύ»!
Καὶ οἱ τρεῖς «συνοπτικοὶ» εὐαγγελιστές, ὁ Ματθαίος, ὁ Μάρκος καὶ ὁ Λουκᾶς, τονίζουν την
ἀδυναμία καὶ το φόβο μροστὰ στὴν απερίγρπτη λάμψη καὶ στὸ οὐράνιο θέαμα. Ὁ Ματθαίος
μάλιστα λέει, ὅτι ἔπεσαν μὲ το πρόσωπο στὴ γῆ, ἀπ' τη λάμψη καὶ το φόβο. Χρειάστηκε νὰ τοὺς
σηκώση ὁ Κύριος μετὰ τη Μεταμόρφωσι: «Ἐγέρθητε καὶ μὴ φοβεῖσθε» (Ματθ. ιζ' 6-7).
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, παρουσιάζοντας την ἀδυναμία των Μαθητῶν, λέγει: «Καθάπερ,
ὀφθαλμοὶ ἐξ ὑπερβαλλούσης λαμπηδόνος σκοτούνται, οὕτω καὶ τότε ἔπαθον. Οὐ γὰρ δὴ νὺξ ἥν,
ἀλλ' ἡμέρα καὶ τὸ της αὐγῆς ὑπέρογκον έβάρει των ὀφθαλμῶν την ἀσθένειαν» (Ε.Π.Ε. 11,258).
Μετάφρασις: Τα μάτια τυφλώνονται ἀπὸ ὑπερβολικὴ λάμψη. Τὸ ἴδιο ἔπαθαν τότε καὶ οἱ τρεῖς
Μαθητές. Δὲν ἦταν βέβαια νύχτα ἡμέρα ἦταν! Όμως ἡ ὑπερβολικὴ ἀνταύγεια βάρυνε την
ἀδυναμία των ματιῶν.
Ἄν τα μάτια μας ἀντέχουν νὰ κοιτάξουν κατάματα τὸν ἥλιο ἑνὸς καλοκαιριάτικου μεσημεριοῦ,
πολὺ περισσότερο δὲν ἀντέχουν ν' ἀτενίσουν τον Ἥλιο της Θεότητας, ποῦ θέλησε ν' ἀποκαλυφθῆ
στὸ Θαβὼρ κατὰ τη Μεταμόρφωσι!
Ἄν τα χέρια μας ἀντέχουν νὰ ἐρευνήσουν ψηλαφητὰ τη φωτιά, πολὺ περισσότερο δὲν ἀντέχουν
οἱ αἰσθήσεις μας νὰ έρευνήσουν ψηλαφητὰ το πῦρ της Θεότητας.
Ἡ ἀνθρώπινη αἴσθησις δὲν ἔχει τη δυνατότητα νὰ περιγράψη τα ὑπερκόσμια.
Γιὰ νὰ δείξη ὁ Εὐαγγελιστής, ὅτι το φῶς στὸ Θαβὼρ εἶναι ὑπερκόσμιο, χρησιμοποιεῖ το
σύνδεσμο «ὡς», «ὡς χιών». Δὲν λέει ὁ Ματθαίος, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔγινε λαμπερὸς ἥλιος διότι ὁ ἥλιος
εἶναι κτιστός. Λέει: «Ἔλαμψε το πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος» (Ματθ. ιζ' 2). Ὁ ἥλιος εἶναι μία
εἰκόνα, ἕνα σύμβολο του ἀληθινοῦ φωτός. Δὲν λέει ὁ Μάρκος, ὅτι ἡ λευκότητα του Χριστοῦ ἦταν
χιόνι. Λέει, ὅτι «τα ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο στίλβοντα, λευκὰ λίαν ὡς χιών». Τὶ εἶναι το λευκὸ του
χιονιοῦ, ὅταν μάλιστα εἶναι ἀπάτητο σὲ σύγκρισι μὲ τὴν ἀστραφτερὴ λευκότητα του Χριστοῦ;
«Γναφεὺς ἐπὶ της γῆς οὐ δύναται λευκάναι». Δὲν μπορεῖ ἡ λάμψις, ἡ λευκότητα της αναμαρτησίας
του Χριστοῦ, ἐν προκειμένω του θεϊκοῦ μεγαλείου του Θεοῦ Λόγου, νὰ περιγραφὴ.
Το φῶς της Μεταμορφώσεως δὲν εἶναι φῶς της γῆς. Εἶναι φῶς του οὐρανοῦ. Δὲν εἶναι φῶς, ποῦ
προέρχεται ἀπὸ πηγὴ ἐνεργείας της γῆς, ἀπὸ κτιστὴ γεννήτρια. Εἶναι φῶς, ποῦ προέρχεται ἀπὸ τη
γεννήτρια του οὐρανοῦ. Εἶναι «Φῶς ὲκ Φωτός». Εἶναι φῶς ἄκτιστο. Εἶναι φῶς, ποῦ ὁ ἄνθρωπος
δὲν προσλαμβάνει μὲ τὶς αἰσθήσεις του, ἀλλὰ το βιώνει μὲ τὴν πίστι καὶ την ἁγιότητα.

Παρόντες ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας (στ. 4)


Ἀπὸ τον Μάρκο δὲν γίνεται λόγος γιὰ διάρκεια του γεγονότος της Μεταμορφώσεως. Ἀπὸ την
πληροφορία ὅμως του στίχου 4 συνάγεται το γεγονός, ὅτι δὲν ἦταν στιγμιαῖο: «Καὶ ώφθη αυτοὶς
Ἠλίας σὺν Μωυσεί, καὶ ἦσαν συλλαλoύντες τῷ Ἰησοῦ» (στ. 4). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ
ἐμφανίστηκαν στοὺς μαθητὲς ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Μωυσῆς, καὶ συνωμιλούσαν μὲ τὸν Ἰησοῦ».
Δυὸ ἄνδρες της Παλαιὰς Διαθήκης, ἕνας ἐκπρόσωπος των προφητῶν καὶ ἕνας του νόμου,
συζητοῦν σχετικὰ μὲ την «ἔξοδον αὐτοῦ, ἣν ήμελλε πληροῦν ἐν Ἱερουσαλὴμ» (Λουκ. θ' 31).
Έμφανίζονται στὴ μεταμόρφωσι ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Μωυσῆς, γιὰ νὰ φανὴ ἤ ὑπεροχὴ του Ἰησοῦ καὶ ἡ
αληθινότητα της μαρτυρίας του Πέτρου. Τεράστια ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στοὺς δούλους καὶ στὸ
Δεσπότη, ἀνάμεσα στοὺς δύο μεγάλους ἀνθρώπους της Παλαιὰς Διαθήκης καὶ στὸν Ἰησοῦ Χριστό,
ποῦ δὲν εἶναι μόνο ἄνθρωπος, ἀλλ' εἶναι καὶ Θεός. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶναι οὔτε Ἠλίας, οὔτε
Ιερεμίας, οὔτε ἄλλος μεγάλος προφήτης. Δὲν εἶναι κανένας ἀπὸ τους μεγάλους ἄνδρες της
Ἱστορίας, ὅπως μερικοὶ Τὸν θεωροῦν.
Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι κατηγοροῦσαν το Χριστὸ μὲ δυὸ βασικὲς κατηγορίες.
Ἡ μία, ὅτι παραβαίνει το Νόμο, καὶ μάλιστα το Σάββατο του Μωσαϊκοῦ Νόμου. «Οὗτος οὐκ έστιν
ἐκ του Θεοῦ, ὅτι το Σάββατον οὐ τηρεῖ» (Ιωάν. θ' 16). Ἡ ἄλλη κατηγορία, ὅτι σφετερίζεται τη θεϊκὴ
ἐξουσία. Ἦταν κατηγορία «ἐπὶ αντιποιήσει θεϊκῆς Ἀρχῆς». «Περὶ καλοῦ ἔργου οὐ λιθάζομὲν σέ,
ἀλλὰ περὶ βλασφημίας, καὶ ὅτι σὺ ἄνθρωπος ὢν ποιεῖς σεαυτὸν Θεὸν» (Ιωάν. ι' 33).
Ἀπάντηση στὶς κατηγορίες αὐτὲς δίνει ἡ παρουσία των δύο ἀνδρῶν της Παλαιὰς Δαθήκης. Ὁ
Μωυσῆς εἶναι ὁ νομοθέτης του Ἰσραήλ. Ἄν ἀληθινὰ ὁ Χριστὸς παρέβαινε την οὐσία του Νόμου, θὰ
ἐρχόταν νὰ διακονήση ἕνα πολέμιο καὶ καταπατητὴ του Νόμου του;
Ὁ Ἠλίας εἶναι ὁ ζηλωτὴς προφήτης, πού ἀγωνίστηκε γιὰ τη δόξα του Θεοῦ. Θὰ ἐρχόταν ποτὲ ὁ
ζηλωτὴς της δόξας του Θεοῦ νὰ διακονήση ἕνα σφετεριστὴ της δόξας του Θεοῦ; Θὰ ἐρχόταν νὰ
διακονήση ἕναν ἀπατεώνα(!), ποῦ θὰ ξεγελοῦσε το λαὸ λέγοντας ὅτι εἶναι Θεός, ἐνῶ δὲν θὰ ἦταν;
Ἡ παρουσία του ἀποτελεῖ καταπέλτη κατὰ των κατηγοριὼν των φαρισαίων καὶ μαρτυρία της
Θεότητας του Χριστοῦ.
Παρόντες οἱ ἄνθρωποι του παρελθόντος καὶ του παρόντος. Ὁ Χριστὸς εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον,
ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰώνας» (Εβρ. ιγ' 8). Εἶναι ὁ προαιώνιος Θεός.
Γιατὶ ἐμφανίστηκαν ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας; Ἐξηγεῖ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁ Μωυσῆς τὸν
νόμον έδωκε, καὶ ήδύναντο λογίσασθαι Ἰουδαῖοι, ὅτι οὺκ ἂν περιείδε πατούμενον αὐτόν, ὡς
ἐνόμιζον, οὐδ' ἂν τὸν παραβαίνοντα αὐτὸν καὶ τῷ τεθεικότι πολέμιον ὄντα εθεράπευσεν ἄν. Καὶ
Ἠλίας δὲ ὑπὲρ της δόξης του Θεοῦ ἐζήλωσε, καὶ οὐκ ἄν, εἰ ἀντίθεος ἥν, καὶ Θεὸν ἑαυτὸν έλεγεν,
ἴσον ἑαυτὸν ποιῶν τῷ Πατρί, μὴ ὢν ὅπερ ἔλεγε, μηδὲ προσηκόντως τοῦτο ποιῶν, παρέστη καὶ
αὐτὸς καὶ υπήκουσεν» (Ε.Π.Ε. 11,248). Μετάφρασις: Ο Μωυσῆς ἔδωσε το νόμο καὶ μποροῦσαν νὰ
σκεφθοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τιμοῦσε (ὁ Μωυσῆς) αὐτὸν (τὸν Ἰησοῦ) πού
παρέβαινε το νόμο καὶ ἦταν ἐχθρὸς ἐκείνου ποῦ τὸν ἔδωσε! Καὶ ὁ Ἠλίας παρὼν (στὴ
Μεταμόρφωσι), διότι πόθησε μὲ ζῆλο τη δόξα του Θεοῦ. Ἄν ὁ Χριστὸς ἦταν ἀντίθεος καὶ ώνόμαζε
τον ἑαυτὸ Του Θεό, κάνοντας ἴσο τὸν ἑαυτὸ Του μὲ τὸν Πατέρα, χωρὶς νὰ εἶναι, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν
ὁ ζηλωτὴς Ἠλίας νὰ παρευρίσκεται ἐκεῖ (στὸ Θαβὼρ) καὶ νὰ ὑπάκουε στὸν Χριστό.
Καὶ γιὰ ἄλλο λόγο, κατὰ τὸν Χρυσόστομο, ἐμφανίστηκαν ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, μαζὶ μὲ τους
τρεῖς μαθητές. Οἱ μαθητὲς ἀνήκουν στοὺς ζῶντες, οἱ δύο της Παλαιὰς ἀνήκουν στοὺς
κεκοιμημένους. Καὶ ὁ Χριστὸς «καὶ θανάτου καὶ ζωῆς ἐξουσίαν ἔχει, καὶ των ἄνω καὶ των κάτω
κρατεῖ» (Ε.Π.Ε. 11,248-250).
Ἀλλὰ στὰ περὶ ζώντων καὶ νεκρῶν καὶ περὶ της παρουσίας προφητῶν καὶ μαθητῶν, μποροῦμε
νὰ ποῦμε καὶ τα ἑξῆς: Ο ἕνας ἀπ' τους δυό, ὁ Μωυσῆς, εἶχε πεθάνει. Ὁ ἄλλος, ὁ Ἠλίας, «ήρπάγη
ζῶν» (Δ' Βασ. β' 11-12). Παρόντες, λοιπόν, στὴ μεταμόρφωση καὶ ὁ Μωυσῆς ποῦ πέθανε καὶ ὁ
Ἠλίας ποῦ ζῆ, διότι ὁ Χριστὸς ἐξουσιάζει καὶ των νεκρῶν καὶ των ζώντων. Ὅσοι δὲ εἶναι νεκροί, θὰ
γίνουν κι αὐτοὶ ζωντανοὶ σὰν τὸν Ἠλία.
Παρόντες δύο ἐπουράνιοι καὶ τρεῖς ἐπίγειοι, οἱ μαθητές. Ὁ Χριστὸς δεσπόζει των ἐπουρανίων
καὶ των ἐπιγείων.

Ἡ πρότασις του Πέτρου (στ. 5-6)


Ὁ εὐαγγελιστὴς αἰτιολογεῖ στὸ στίχο καὶ την πρόταση του Πέτρου (γιὰ τρεῖς σκηνὲς) ὡς
ὀφειλόμενη στὴν ἀμηχανία του, ἡ ὁποία ἦταν ἀποτέλεσμα φόβου. «Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος λέγει
τῷ Ἰησοῦ Ραββί, καλὸν ἐστὶ ήμὰς ώδε εἶναι καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς τρεῖς, σοὶ μίαν καὶ Μωυσεὶ μίαν
καὶ Ἠλία μίαν. Οὐ γὰρ ήδει τὶ λαλήση ἦσαν γὰρ έκφοβοι» (στ. 5-6). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ:
«Τότε ὁ Πέτρος λέει στὸν Ἰησοῦ: “Διδάσκαλε, εἶναι ὡραῖο νὰ μείνουμε ἐδῶ. Καὶ νὰ κάνουμε τρεῖς
σκηνές, νὰ τὶς στήσουμε, μιὰ γιὰ Σένα καὶ μιὰ γιὰ τὸ Μωυσῆ καὶ μιὰ γιὰ τὸν Ἠλία. Δὲν ἤξερε τὶ νὰ
πῆ, διότι εἶχαν κυριευθῆ ἀπὸ φόβο (πού παρέλυε τη σκέψι)».
Ἡ μεταμόρφωσις δὲν εἶναι γεγονὸς μόνο του παρελθόντος. Εἶναι καὶ του παρόντος. Ὁ Χριστὸς
ἦρθε νὰ μας μεταμορφώση. Ἦρθε καὶ σκήνωσε «ἐν ἡμῖν» (Ιωάν. α' 14). Ἦρθε ὄχι νὰ φτιάξη μιὰ
σκηνή, σὰν αὐτὴ πού προτείνει ὁ Πέτρος, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνη ὁ ἴδιος «ἡ σκηνὴ του Θεοῦ μετὰ των
ἀνθρώπων» (Αποκ. καὶ 3). Ἦρθε καὶ φιλοξενήθηκε ὁ Ἴδιος στὴ σκηνὴ της αειπαρθένου Μαρίας, γιὰ
νὰ φιλοξενήση ὅλους τοὺς πιστοὺς στὴ σκηνὴ της Ἐκκλησίας. Κατασκήνωσε γιὰ πολὺ λίγο ὁ Ἴδιος
στὸ Θαβώρ, γιὰ νὰ κατασκηνώσουμε ἐμεῖς γιὰ πολύ, αἰώνια, στὴ σκηνὴ του οὐρανοῦ, στὴ βασιλεία
Του.
Ἦρθε ὁ Χριστὸς νὰ μεταμορφώση τὸν κόσμο. Ἡ ἁμαρτία μᾶς παραμορφώνει. Ἡ χάρις μας
μεταμορφώνει.
Ἡ ἀλλοίωσις του Θεοῦ εἶναι ἀλλαγὴ ζωῆς. Εἶναι μετὰ μόρφωσις. Ἡ παραμόρφωσις παίρνει τον
ἄνθρωπο καὶ τὸν άσχημαίνει. Τὸν ὑποβιβάζει πνευματικὰ καὶ ἠθικά. Ἡ μεταμόρφωσις παίρνει τον
ἄνθρωπο καὶ τὸν ὀμορφαίνει. Τὸν ἀνεβάζει σὲ ὕψη πνευματικῆς ζωῆς καὶ θεωρίας. Τὸν ὁδηγεῖ σὲ
θεοφάνεια καὶ θεοψία.
Ἡ μεταμόρφωσις εἶναι καὶ γεγονὸς του μέλλοντος. Θὰ δοῦμε κι ἐμεῖς τη μεταμόρφωσι. Πότε;
Κατὰ τη Δευτέρα Παρουσία (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 11,266). Τότε «οἱ δίκαιοι εκλάμψουσιν ὼς ὁ
ἥλιος» (Ματθ. ιγ' 43). Τότε, ὅσοι πιστοὶ καὶ δίκαιοι, θὰ μεταμορφωθοῦν. Ἡ θέωσις, ποῦ εἶναι ὁ
τελικὸς σκοπὸς της ζωῆς, ἀποτελεῖ τη μεταμόρφωση των πιστῶν.

Ὁ Υἱὸς ὁ ἀγαπητὸς (στ. 7-8)


Το ἀποκορύφωμα βρίσκεται στὴν πληροφορία του στίχου 7 γιὰ τὴ νεφέλη, ποῦ έπεσκίασε τὰ
πρόσωπα της διηγήσεως, καὶ τη φωνὴ του Θεοῦ μέσα ἀπὸ τη νεφέλη. Ότι ἡ νεφέλη δηλώνει την
παρουσία του Θεοῦ εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τη συμβολικὴ γλώσσα των παραστάσεων της Παλαιὰς
Διαθήκης. «Καὶ ἐγένετο νεφέλη ἐπισκιάζουσα αὐτούς, καὶ ἦλθε φωνὴ ἐκ της νεφέλης λέγουσα:
Οὗτὸς έστιν ὁ Υἱὸς μου ὁ ἀγαπητὸς αὐτοῦ ἀκούετε. Καὶ εξάπινα περιβλεψάμενοι οὐκέτι οὐδένα
εἶδον, ἀλλὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον μεθ' ἑαυτὼν» (στ. 7-8). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἦλθε δὲ
σύννεφο καὶ τοὺς σκέπασε, καὶ ἀπὸ το σύννεφο ἦλθε φωνὴ πού ἔλεγε: “Αυτός εἶναι ὁ Υἱὸς μου ὁ
ἀγαπητὸς σ' αὐτὸν νὰ υπακούετε”. Καὶ ξαφνικά, ὅταν κοίταξαν γύρω τους, δὲν εἶδαν πλέον κανένα,
ἀλλὰ μόνο τον Ἰησοῦ μαζὶ τους».
Ἄνθρωποι, ὅσοι πιστοί! Προσοχή! Προσοχή! Μιλάει ὁ Θεός. Εἶναι ἡ φωνὴ της Καινῆς Διαθήκης.
Λίγα λόγια, ἀλλὰ τὶ λόγια! Ἄν πιστεύαμε τα λόγια του Θεοῦ, πού ἀκούστηκαν στὸ Θαβὼρ της
Μεταμορφώσεως, ἂν τα ἐφαρμόζαμε, ὁ κόσμος θὰ μεταμορφωνόταν σὲ παράδεισο. Ἡ φωνὴ του
οὐρανίου Πατέρα: «Οὗτὸς έστιν ὁ υἱὸς μου ὁ ἀγαπητὸς: αὐτοῦ ἀκούετε» (στ. 8).
Εἶναι λόγια, ποῦ βεβαιώνουν τη Θεότητα του προσώπου του Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ορίζουν δὲ καὶ τὴ
στάσι μας ἔναντι του προσώπου του Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στάσις ὑπακοῆς.
«Αὐτοῦ ἀκούετε».
Ό,τι λέει ὁ Χριστός, αὐτὸ νὰ κάνουμε. Νὰ μὴ δίνουμε ἐμπιστοσύνη σὲ λόγια ἀνθρώπων. Νὰ
ἔχουμε ἀπόλυτη πίστι στὸ λόγο του Χριστοῦ. Οἱ ἄνθρωποι μὲ τὶς θεωρίες καὶ πράξεις τους μας
παραμορφώνουν. Ὁ Χριστὸς μὲ τὰ λόγια Του, τη σταυρικὴ Του θυσία, την ἀνάστασὴ Του καὶ την
παρουσία Του στὴ ζωὴ της Ἐκκλησίας μας μεταμορφὼνει. Ὑπακοὴ σημαίνει συμμόρφωσις σ'
Ἐκείνον, πού ἔγινε «σύμμορφος της ταπεινώσεως ἡμῶν, ἴνα ήμὰς συμμόρφους ποιήσει της εἰκόνος
της δόξης αὐτοῦ» (Φιλιπ. γ' 21). Ἔτσι ἔχουμε την κλίμακα: Παραμόρφωσις - Συμμόρφωσις -
Μεταμόρφωσις!
Ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ Υἱὸς ὁ ἀγαπητός». Γιὰ δεύτερη φορὰ ὁ Πατέρας δίνει τη μαρτυρία του ἀπὸ
τον οὐρανὸ (στὸν Ἰορδάνη καὶ στὸ Θαβώρ). Όποιος ἔχει το Χριστὸ ἀγαπητὸ της καρδιᾶς του, δὲν
φοβᾶται. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἰ φιλείται, μὴ φοβοῦ. Οὐδεὶς γάρ, ἂν ἀγαπᾶ, προΐεται. Μὴ
τοίνυν θορυβοὺ κἂν μυριάκις αὐτὸν φιλῆς, οὐ φιλεῖς αὐτὸν του γεγεννηκότος ἴσον» (Ε.Π.Ε. 11,262).
Μετάφρασις: Ἄν ὁ Υἱὸς ἀγαπᾶται, μὴ φοβᾶσαι. Διότι κανεὶς δὲν ἐγκαταλείπει αὐτὸν πού ἀγαπᾶ.
Μὴν ἀνησυχεῖς, λοιπόν. Καὶ ἂν ἀκόμα Τὸν ἀγαπᾶς (τὸν Χριστὸ) ἀπείρως, ὅμως δὲν Τὸν ἀγαπᾶς ὅσο
ἀκριβῶς Τὸν ἀγαπᾶ Ἐκεῖνος ποῦ Τὸν γέννησε.
Ὁ Θεὸς Πατέρας προβάλλει τον Ἰησοῦ ὡς τὸν ἐκλεκτὸ δοῦλο Του, ποῦ ὁδεύει πρὸς τὸ πάθος.
Ἔτσι δίνεται ἔγκυρα ἡ ἀπάντησις πρὸς τὸν Πέτρο, πού προσπάθησε προηγουμένως νὰ ἀποτρέψη
τον Ἰησοῦ ἀπὸ το πάθος. Ἐνῶ οἱ μαθητὲς ἀδυνατοῦν νὰ καταλάβουν την πραγματικὴ μεσσιανικὴ
ἰδιότητα του Ἰησοῦ, ὁ Θεὸς Πατέρας φανερώνει την μεσσιανικὴ ἰδιότητα του Υἱοῦ καὶ ζητεῖ
ὑπακοὴν σ' Αὐτὸν: Το δεύτερο μέρος της φωνῆς «ἀκούετε αὐτοῦ» (στ. 7), προβάλλει ἰδιαίτερα το
ἀπόλυτο κύρος του ἀγαπητοῦ Yίου του Θεοῦ, του θείου ἐντολέως καὶ νομοθέτου.
Δὲν εἶναι μύθος ἤ φαντασία ἡ μεταμόρφωσις. Εἶναι πραγματικότητα. Αὐτὸ τονίζει ὁ ἀπόστολος
Πέτρος στὴ δευτέρα του Ἐπιστολὴ: «Οὐ γὰρ σεσοφισμένους μύθους ἐξακολουθήσαντες
ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τὴν του Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καὶ παρουσίαν, ἀλλ' ἐπόπται
γενηθέντες της ἐκείνου μεγαλειότητος» (Β' Πέτρ. α' 16).
Ἡ Μεταμόρφωσις εἶναι μιὰ παρουσία του Χριστοῦ. Μιὰ παρουσία της πρώτης Παρουσίας! Στὶς
περισσότερες παρουσίες Του ἤ μεγαλειότητὰ Του ἦταν κρυμμένη μέσα στὴν ταπείνωσι. Ἤ κένωσὶς
Του δὲν ἐξαντλεῖται μόνο στὴ σάρκωσι. Ἐμφαίνεται καὶ σ' ὅλες τὶς διακονικὲς Του πράξεις. Λίγες
φορὲς ἄφησε, ἡ παρουσία Του νὰ ντυθῆ τὴ θεϊκὴ Του δόξα. Ἡ σπουδαιότερη εἶναι ἡ
μεταμόρφωσις.
Στὴ ζωὴ της Ἐκκλησίας, ἐκτὸς της Πατερικῆς Θεολογίας, ἡ μεταμόρφωσις ὑπῆρξε πηγὴ
έμπνεύσεως της εἰκονογραφίας καὶ της ὑμνολογίας.

9 καταβαινόντων δὲ αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους διεστείλατο αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ διηγήσωνται ἃ εἶδον,
εἰ μὴ ὅταν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ. 10 καὶ τὸν λόγον ἐκράτησαν, πρὸς ἑαυτοὺς
συζητοῦντες τί ἐστι τὸ ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. 11 καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες, ὅτι λέγουσιν οἱ
γραμματεῖς ὅτι ᾿Ηλίαν δεῖ ἐλθεῖν πρῶτον. 12 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· ᾿Ηλίας μὲν ἐλθὼν πρῶτον
ἀποκαθιστᾷ πάντα· καὶ πῶς γέγραπται ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἵνα πολλὰ πάθῃ καὶ
ἐξουδενωθῇ; 13 ἀλλὰ λέγω ὑμῖν ὅτι καὶ ᾿Ηλίας ἐλήλυθε, καὶ ἐποίησαν αὐτῷ ὅσα ἠθέλησαν, καθὼς
γέγραπται ἐπ᾿ αὐτόν.

Μέχρι την Ἀνάστασι «κρυμμένη» ἡ Μεταμόρφωσις (στ. 9)


Ὁ Ἰησοῦς κατεβαίνει ἀπὸ το ὄρος της Μεταμορφώσεως καὶ συζητᾶ μὲ τους τρεῖς μαθητές. Στὸ
ὑπόβαθρο της συζητήσεως βρίσκεται το πάθος καὶ ἡ ἀνάστασις Του, θέμα πού χαρακτηρίζει ὅλη
την ἑνότητα.
Στὸ γνωστὸ ἀπὸ προηγούμενες διηγήσεις μεσσιανικὸ μυστικό, ποῦ ρητῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ
ἐδῶ, τοποθετεῖται κατὰ το στίχο 9 ἕνας χρονικὸς περιορισμὸς: Ἡ Ἀνάστασις του Υἱοῦ του
ἀνθρώπου. «Καταβαινόντων δὲ αὐτῶν ἀπὸ του ὄρους διεστείλατο αύτοϊς ἴνα μηδενὶ διηγήσωνται
ἅ εἶδον, ἔι μὴ ὅταν ὁ υἱὸς του ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν αναστὴ» (στ. 9). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ:
«Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ τρεῖς μαθητὲς κατέβαιναν ἀπὸ το ὄρος (Θαβώρ), ὁ Ἰησοῦς τοὺς πρόσταξε
νὰ μὴ διηγηθοῦν σὲ κανένα τα ὅσα εἰδαν, παρὰ μόνο ὅταν ὁ Υἱὸς του ἀνθρώπου ἀναστηθῆ ἀπὸ
τοὺς νεκρούς».
Παραγγέλλει στοὺς τρεῖς μαθητές, τους παρόντες κατὰ τη μεταμόρφωσι, νὰ μὴ ποῦν τίποτε ἀπὸ
ὅσα ἔζησαν, μέχρις ὅτου ἀναστηθῆ. Γιατί; Ἡ ἐσφαλμένη ἀντίληψις, πού εἶχαν οἱ μαθητὲς (καὶ ὁ
κόσμος) γιὰ τὸν Μεσσία, θὰ ὁδηγοῦσε σὲ κακὴ ἐξήγησι ὅποιας ἐνέργειας, ποῦ θὰ ἀπεδείκνυε τη
μεσσιανικὴ Του ἰδιότητα. Ὁ λαὸς θὰ ξεσηκωνόταν μὲ ψευδεῖς ἐλπίδες, ποῦ ἤ ἀφήγησις του
θαυμασίου γεγονότος της μεταμορφώσεως θὰ καθιστοῦσε εντονότερες καὶ θερμότερες.
Γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς τρεῖς μαθητὲς της μεταμορφώσεως νὰ μὴ ποῦν τίποτε; Ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος δίνει μιὰ ἄλλη ἐξήγησι, ὅτι οἱ μαθητὲς δὲν εἶχαν την πνευματικὴ ὡριμότητα, πού θὰ
ἀποκτοῦσαν ὅταν θὰ ἔπαιρναν τὸ Πνεῦμα το Αγιο. «Μετὰ ταῦτα καὶ Πνεύματος κατηξιώθησαν καὶ
τὴν άπὸ των σημείων εἶχον φωνὴν συνηγοροῦσαν αὐτούς, καὶ πάντα ὅσα ἔλεγον λοιπὸν
ευπαράδεκτα ἥν, σάλπιγγος λαμπρότερον των πραγμάτων ανακηρυττόντων αὐτοῦ τὴν ἰσχὺν»
(Ε.Π.Ε. 11,264).
Μετάφρασις: Μετὰ τη σταυρικὴ θυσία καὶ την ἀνάστασι οἱ μαθητὲς καταξιώθηκαν νὰ λάβουν
καὶ το ἅγιο Πνεῦμα καὶ εἶχαν καὶ τα θαύματα, πού συνηγοροῦσαν γιὰ ὅλα αὐτά, καὶ ὅλα ὅσα ἔλεγαν
στὴ συνέχεια γίνονταν εὔκολα ἀποδεκτὰ, καὶ διεκήρυτταν τα θαυμάσια, δυνατότερα ἀπὸ ἰσχυρὴ
σάλπιγγα.
Μετὰ την ἀνάστασι θὰ μποροῦσαν οἱ μαθητὲς νὰ δοῦν στὶς σωστὲς του διαστάσεις το γεγονὸς
της μεταμορφώσεως. Ὁ σταυρικὸς θάνατος του Ἰησοῦ θὰ ἔβαζε τέρμα στὶς ψευδεῖς προσδοκίες καὶ
ἐλπίδες. Ποιὰ ἡ αἰτία της μελαγχολίας των δυὸ μαθητῶν των πορευομένων πρὸς Εμμαούς; Ἡ
χαμένη (ψεύτικη) ἐλπίδα: «Καὶ ἡμεῖς ήλπίζομεν, ὅτι αὐτὸς έστιν ὸ μέλλων λυτρούσθαι τὸν Ἰσραὴλ»
(Λουκ. δκ' 21). Ἡ ἀνάστασις θὰ καταδείξη την ἀληθινὴ δόξα. Καὶ ὅταν θὰ γίνη, τότε διηγήσεις γιὰ
τὴν ἐπίγειο δόξα, σὰν αὐτὴ της μεταμορφώσεως, θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποκαλυφθοῦν, νὰ
κατανοηθοῦν, ἀφοῦ θὰ συντελοῦσαν στὴν ἀληθινὴ πίστι γιὰ τὸ πραγματικὸ πρόσωπο καὶ τὸν
πραγματικὸ ρόλο του Ἰησοῦ.
Δὲν γνώριζαν οἱ τρεῖς μαθητές, τὶ ἔννοια ἔχει το «ἐκ νεκρῶν αναστήναι» σὲ σχέση μὲ τὸν Ἰησοῦ,
ἀφοῦ ἡ ἐκ νεκρῶν ἀνάστασις προϋπέθετε καὶ θάνατο του Ἰησοῦ, κάτι πού ἀπωθοῦσαν ἀπὸ τη
σκέψη τους. Δὲν ἀποκλείεται νὰ σκέφτηκαν, ὅτι, ἀφοῦ ὁ Ενὼχ καὶ ὁ Ἠλίας, πολὺ κατώτεροὶ Του,
δὲν πέθαναν, πολὺ περισσότερο δὲν ὑπόκειται σὲ θάνατο ὁ Διδάσκαλὸς τους!

Τὶ εἶναι ἡ ἐκ νεκρῶν ἀνάστασις; (στ. 10)


Στὸ ἄκουσμα της ἀναστάσεως οἱ μαθητὲς ἀναρωτιοῦνται χωρὶς ν' ἀπευθύνονται στὸν Ἰησοῦ, «τὶ
έστι τὸ ἐκ νεκρῶν αναστήναι». Ἡ ἀδυναμία των μαθητῶν νὰ ἐννοήσουν τα λόγια του Ἰησοῦ, θέμα
στὸ ὁποῖο συχνὰ ἐπανέρχεται ὁ Μάρκος, ἀποκορυφώνεται στὴν ἀδυναμία τους νὰ ἐννοήσουν το
πάθος του Μεσσία καὶ την ἀνάστασι. «Καὶ τὸν λόγον έκράτησαν, πρὸς ἑαυτοὺς συζητοῦντες τὶ έστι
τὸ ἐκ νεκρῶν αναστήναι» (στ. 10). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ οἱ μαθητὲς τήρησαν μὲν την
ἐντολὴ του Κυρίου, ἀλλὰ καὶ συζητοῦσαν μεταξὺ τους τὶ σημαίνει το ν' ἀναστηθῆ ἀπὸ τους
νεκρούς».
Δὲν δικαιολογεῖται το ἐρώτημα «τὶ έστι τὸ ἐκ νεκρῶν άναστήναι;». Θὰ ἔπρεπε οἱ μαθητὲς νὰ
ξέρουν τὶ εἶναι ἡ ἀνάστασις ἐκ νεκρῶν, καὶ συγκεκριμένα ἡ δικὴ Του ἀνάστασις, μετὰ τὸν ἑκούσιο
θάνατὸ Του. Διότι ὁ Χριστὸς τοὺς παρουσίασε μὲ παραστατικὲς εἰκόνες την ἀνάγκη καὶ τη
δυνατότητα της ἀναστάσεως.
Ἡ πρώτη εἰκόνα εἶναι του ναοῦ. Ὁ Κύριος προτείνει: «Λύσατε τον ναὸν τοῦτον, καὶ ὲν τρισὶν
ημέραις έγερω αὐτὸν» (Ιωάν. β' 19). Δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν γιὰ ποιὸ ναὸ καὶ γιὰ τὶ εἴδους
ἀνοικοδόμησι ναοῦ μιλοῦσε ὁ Χριστός. Ναὸς το σῶμα Του. Αὐτὸς ὁ Ναὸς του σώματος ὄντως
«ἐλύθη» πάνω στὸ Σταυρό. Καταλύθηκε. Ἀλλὰ μετὰ τρεῖς μέρες ἀνηγέρθη. Ἀναστήθηκε το νεκρὸ
Σῶμα του Ἰησοῦ. Καὶ σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς: «Ἐκεῖνος ἔλεγε περὶ του ναοῦ του σώματος αὐτοῦ.
Οτε οὺν ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν, εμνήσθησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι τοῦτο έλεγεν αυτοὶς» (Ιωάν. β' 22).
Ἡ δεύτερη εἰκόνα εἶναι του σίτου. Ἀναφερόμενος στὴν ταφὴ Του καὶ στὴν ἀνάστασὴ Του ὁ
Κύριος, λέει: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος του σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνη, αὐτὸς
μόνος μένει ἐὰν δὲ ἀποθάνη, πολὺν καρπὸν φέρει» (Ιωάν. ιβ' 24). Ο κόκκος του σίτου πέφτει στὴ
γῆ, θάβεται, σαπίζει, νομίζεις πὼς χάθηκε. Καὶ ὕστερα ἀπὸ καιρὸ ἀνασταίνεται, φυτρώνει, γίνεται
στάχυς γεμάτος καρπούς. Ἕνας θάβεται, πλῆθος φυτρώνουν. Το ἴδιο καὶ ὁ Χριστός. Ἀπέθανε καὶ
ἐτάφη. Καὶ ὅταν ἀναστήθηκε, σὰν νὰ βλάστησε ἕνα δέντρο γεμάτο καρπούς. Εἶναι ἡ Ἀνάστασις.
Ἡ τρίτη εἰκόνα εἶναι του τοκετοῦ. Μιλώντας κάποτε μὲ τοὺς μαθητὲς Του, τοὺς προανήγγειλε:
«Μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτὲ μέ, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ όψεσθὲ μὲ» (Ιωάν. ιστ' 16). Ἡ ἰδέα του χωρισμοῦ
γεμίζει μὲ λύπη την καρδιὰ των μαθητῶν. Ἀλλὰ θὰ εἶναι γιὰ λίγο. Ὅσο λίγο διαρκεῖ ὁ πόνος της
γυναίκας, ποῦ γεννάει. «Ἡ γυνὴ ὅταν τίκτη, λύπην ἔχει, ὅτι ήλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς: ὅταν δὲ γεννήση το
παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει της θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον»
(Ιωάν. ιστ' 21). Λύπη αἰσθανόμαστε γιὰ τὴν ὀδύνη του σταυρικοῦ θανάτου. Μὰ ἡ χαρὰ ἀπὸ τον
«τοκετὸ» της Ἀναστάσεως εἶναι τόσο μεγάλη, ποῦ ἐξαφανίζει τη λύπη.
Ἡ τέταρτη εἰκόνα εἶναι της ὀρφάνιας. Ἡ μεγάλη ὑπόσχεσις του Χριστοῦ εἶναι, ὅτι ποτὲ δὲν θὰ
εἴμαστε μόνοι. «Οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανοὺς: ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς» (Ιωάν. ιδ' 18). Ἔφυγε γιὰ λίγο ὁ
Χριστός, γιὰ νὰ ξανάρθη μὲ την Ἀνάστασὴ Του καὶ νὰ φέρη στοὺς δικοὺς του ἀνθρώπους το
μεγαλύτερο πλοῦτο: Το δῶρο της αἰώνιας ζωῆς. «Ὑπάγω καὶ ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς» (Ιωάν. ιδ' 28).

Ἐρώτησις γιὰ τον Ἠλία (στ. 11-12)


Το ἐρώτημα των μαθητῶν στὸ στίχο 11 πρὸς τὸν Ἰησοῦ γιὰ τὴν ἀναμενόμενη ἐπάνοδο του Ἠλία
μας μεταφέρει σὲ ιουδαιοχριστιανικὸ περιβάλλον. «Καὶ επηρώτων αὐτὸν λέγοντες, ὅτι λέγουσιν οἱ
γραμματεῖς ὅτι Ἠλίαν δεῖ ελθεὶν πρώτον; Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς είπεν αυτοὶς: Ἠλίας μὲν ἐλθὼν πρώτον
ἀποκαθιστᾶ πάντα καὶ πὼς γέγραπται ἐπὶ τὸν Υἱὸν του ἀνθρώπου ἴνα πολλὰ πάθη καὶ
εξουδενωθὴ;» (στ. 11-12). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ρωτοῦσαν δὲ οἱ μαθητὲς λέγοντας:
“Γιατί οἱ γραμματεῖς λένε, ὅτι πρῶτα (πρὶν ἀπὸ τὸν Μεσσία) πρόκειται νὰ ἔλθη ὁ Ηλίας;”. Καὶ ὁ
Χριστὸς ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: “Ο Ἠλίας βέβαια ἔρχεται πρῶτα καὶ τα τακτοποιεῖ ὅλα. Ἀλλὰ (ἀφοῦ
τα τακτοποιεῖ ὅλα), πὼς εἶναι γραμμένο γιὰ τὸν Υἱὸ του ἀνθρώπου νὰ πάθη πολλὰ καὶ νὰ
θανατωθῆ; (Ἄρα ὁ Ἠλίας ἔρχεται πρῶτα ἀπὸ το Μεσσία στὴ δευτέρα παρουσία, ὄχι στὴν πρώτη)».
Ἡ ἐπάνοδος του προφήτη Ἠλία στὴ ζωὴ πρὶν ἀπὸ το Μεσσία, γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο ἡ
προφητεία του Μαλαχία (γ' 23), ἀναφέρεται ἐδῶ ἀπὸ τους μαθητὲς ὡς ἄποψις των γραμματέων.
Ἀπαντώντας ὁ Ἰησοῦς στὶς ἀντιρρήσεις των Ἰουδαίων, διατείνεται, ὅτι οἱ Γραφὲς δὲν
ἀναγγέλλουν μόνο τον ἐρχομὸ του Ἠλία, ἀλλὰ μιλᾶνε καὶ γιὰ τὸ πάθος του Υἱοῦ του άνθρώπου.
Ὁ Ἰησοῦς τονίζει, ὅτι εἶναι σωστὸ αὐτὸ πού ἐν προκειμένω λένε οἱ γραμματεῖς. Ὁ Ἠλίας ἔρχεται
πρὶν ἀπὸ το Μεσσία, «ἀποκαθιστᾶ πάντα», τακτοποιεῖ τα πάντα, δηλαδή, ἑτοιμάζει το δρόμο νὰ
περάση ὁ Μεσσίας.
Τὶ ἔννοια ἔχει ἡ ἐν προκειμένω ἐρώτησις του Ἰησοῦ; «Καὶ πὼς γέγραπται ἐπὶ τὸν Υἱὸν του
ἀνθρώπου ἴνα πολλὰ πάθη καὶ εξουδενωθὴ;» (στ.12). Ναί, ἡ προφητεία προεῖπε ἀληθινά, ὅτι θὰ
ἔρθη πρῶτα ὁ Ἠλίας. Ἀλλὰ μίλησε ἀληθινὰ καὶ γιὰ τὸ Μεσσία, ὅτι πρέπει νὰ πάθη. Την πρώτη
προφητεία γιὰ τὸν Ἠλία την γνωρίζουν οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ τὴν βλέπουν νὰ ἐκπληρώνεται στὸ πρόσωπο
του Ἰωάννου. Γιατὶ ὅμως ἀγνοοῦν (συνεχίζει νὰ ρωτᾶ ὁ Κύριος) την προφητεία γιὰ τα παθήματα
του Μεσσία; Ὅπως, λοιπόν, πραγματικὰ ὁ Ἠλίας ἦρθε (στὸ πρόσωπο του Ἰωάννου), ἔτσι καὶ ὁ υἱὸς
του ἀνθρώπου θὰ πάθη.
Γιὰ τη σχέσι Ἠλία - Ἰωάννου καὶ Ἠλία - Χριστοῦ, καὶ γιὰ τὸν πρόδρομο της πρώτης παρουσίας καὶ
τον πρόδρομο της δευτέρας παρουσίας ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει τα ἑξῆς: «Οἱ προφῆται εκατέρας
(παρουσίας) μέμνηνται. Της μέντοι μιᾶς, της δευτέρας, πρόδρομον λέγουσι τὸν Ἠλίαν έσεσθαι. Της
μὲν γὰρ προτέρας έγένετο ὁ Ἰωάννης, ὂν καὶ Ἠλίαν ὁ Χριστὸς ἐκάλει οὐκ ἐπειδὴ Ἠλίας ἥν, ἀλλ'
ἐπειδὴ την διακονίαν έκπλήρου την ἐκείνου. "Ὥσπερ γὰρ ἐκεῖνος πρόδρομος έσται της δευτέρας
παρουσίας, οὕτω καὶ οὗτος της προτέρας έγένετο» (Ε.Π.Ε. 11, 284). Μετάφρασις: Οἱ προφῆτες
ὑπενθυμίζουν καὶ τὶς δύο παρουσίες του Μεσσία. Της μιᾶς, της δευτέρας παρουσίας λένε, ὅτι
πρόδρομος θὰ εἶναι ὁ Ἠλίας (Μαλαχ. δ' 4). Της μὲν πρώτης παρουσίας πρόδρομος ἔγινε ὁ Ἰωάννης,
ποῦ ὁ Χριστὸς τὸν ὠνόμαζε καὶ Ἠλία ὄχι βέβαια ἐπειδὴ ἦταν ὁ Ἠλίας, ἀλλ' ἐπειδὴ πραγματοποιοῦσε
το ἔργο του Ἠλία. Ὅπως, δηλαδή, ἀκριβῶς ἐκεῖνος θὰ γίνη πρόδρομος της δευτέρας παρουσίας,
ἔτσι καὶ αὐτὸς ὑπῆρξε πρόδρομος της πρώτης.

Ἐρώτησις γιὰ τὸν Ἠλία (στ. 13)


Σὲ ἄλλη ἐξήγησι ὁ Κύριος σαφῶς λέει, ὅτι ὁ Ἠλίας ἦρθε. «Ἀλλὰ λέγω ὑμῖν ὅτι καὶ Ἠλίας ελήλυθε,
καὶ ἐποίησαν αυτὼ ὅσα ήθέλησαν, καθὼς γέγραπται ἐπ' αὐτὸν» (στ. 13). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «“Εν τούτοις σας λέω, ὅτι ἔχει ἔρθει ὁ Ἠλίας (ἕνας ἄλλος Ἠλίας, ὁ πρόδρομος
Ἰωάννης), καὶ του ἔκαναν ὅσα θέλησαν, καθὼς εἶναι γραμμένο γι' αὐτὸν (στὸ βιβλίο του Θεοῦ στὸν
ουρανό)».
Ἠλία καλεῖ ὁ Χριστὸς τὸν Ἰωάννη, ὡς ἐλεγκτικὸ καὶ ζηλωτὴ καὶ ἐρημίτη. Ὅπως ἦλθε ὁ Μεσσίας,
ἔτσι ἦλθε καὶ ὁ Ἠλίας. Καὶ το ἀντίθετο: Ἡ έκπλήρωσις της προφητείας σὲ σχέσι μὲ τὸν Ἠλία,
ἐγγυᾶται καὶ γιὰ την ἐκπλήρωση των προφητειῶν γιὰ τὸν Μεσσία.
Ὁ Ἠλίας ἦρθε καὶ μάλιστα ὑπέστη «ὅσα γέγραπται ἐπ' αὐτὸν» (στ. 13). Ἡ πρωτοχριστιανικὴ
παράδοσις ταύτισε τὸν Ἠλία μὲ τὸν Ἰωάννη το Βαπτιστὴ, ὅπως φαίνεται ἀπὸ την παράλληλη διήγησι
του Ματθαίου (ιζ' 13).
Ὁ Ἰωάννης ἦρθε μὲ τὸ ζῆλο καὶ τὴν παρρησία του Ἠλία του Θεσβίτη. Καὶ σημειώνει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Τὶς οὺν έστινὴ λύσις, ἣν ὁ Χριστὸς επήγαγεν; Ὅτι Ἠλίαν μὲν ἔρχεται τότε πρὸ της
δευτέρας μου παρουσίας καὶ νῦν δὲ ἐλήλυθεν Hλίας: τον Ἰωάννην οὕτω καλῶν. Οὗτος ήλθεν Ἠλίας»
(Ε.Π.Ε. 11,284). Μετάφρασις: Ποιὰ εἶναι ἡ λύσις ποῦ ἔδωσε ὁ Χριστὸς στὸ πρόβλημα του Ἠλία; Ὅτι
ὁ μὲν Ήλίας θὰ ἔρθη πρὶν ἀπὸ τη δευτέρα Του παρουσία καὶ τώρα ὅμως ἦρθε ὁ Ἠλίας. Ὀνομάζει
ἔτσι τον Ἰωάννη».
Ὁ Ἠλίας ἦρθε. Ὁ Ἰωάννης ἦρθε καὶ τον κακοποίησαν καὶ τὸν θανάτωσαν. «Ήνεγκαν την κεφαλὴν
αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι». Ἡ ψυχρὴ στάσις των Ἰουδαίων ἔδωσε την ἄνεση στὸν Ἡρώδη νὰ μεταχειριστῆ
τον Ἰωάννη, ὅπως τὸν μεταχειρίστηκε' τὸν ἀποκεφάλισε.
Ἦρθε ὁ Ἰωάννης καὶ τον καταδίωξαν («έποίησαν αυτὼ ὅσα ήθέλησαν»). Σημειώνει σχετικὰ ὁ
ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἐνέβαλον εἰς δεσμωτήριον, ὕβρισαν, απέκτειναν, ήνεγκαν την κεφαλὴν
αὐτοῦ ἐπὶ πίνακος» (Ε.Π.Ε. 11,284). Μετάφρασις: Τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή, τον ἔβρισαν, τὸν
φόνευσαν καὶ μετέφεραν την κεφαλὴ του πάνω σὲ πιάτο φαγητοῦ.

14 Καὶ ἐλθὼν πρὸς τοὺς μαθητὰς εἶδεν ὄχλον πολὺν περὶ αὐτούς, καὶ γραμματεῖς συζητοῦντας
αὐτοῖς.15 καὶ εὐθέως πᾶς ὁ ὄχλος ἰδόντες αὐτὸν ἐξεθαμβήθησαν, καὶ προστρέχοντες ἠσπάζοντο
αὐτόν. καὶ ἐπηρώτησε τοὺς γραμματεῖς· τί συζητεῖτε πρὸς ἑαυτούς; 17 καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ
16

ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. 18 καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν
καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς
μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. 19 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος,
ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν
πρὸς αὐτόν. 20 καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο
ἀφρίζων. 21 καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ
εἶπε· παιδιόθεν. 22 καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ
τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. 23 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι
πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. 24 καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων
ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. 25 ἰδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος,
ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι
ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. 26 καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν
ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. 27 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς κρατήσας
αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. 28 Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. 29 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ
γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.

Στους πρόποδες του Θαβώρ (στ. 14-15)


Aνάμεσα στὴ δόξα του μεταμορφωθέντος Χριστοῦ καὶ στὴν ἀθλιότητα των ἀνθρώπων μὲ την
ἀπιστία τους καὶ την κατοχὴ τους ἀπὸ δαιμονικὰ πνεύματα παρεμβάλλει ὁ Μάρκος, ὁ μόνος ἀπὸ
τοὺς Συνοπτικούς, τη σκηνὴ (Θ' 14-16), κατὰ την ὁποία οἱ γραμματεῖς συζητοῦν μὲ τοὺς μαθητὲς
(προφανῶς μὲ ἐκείνους ποῦ δὲν παρευρίσκονταν στὸ ὄρος Θαβώρ).
Κατὰ την κάθοδὸ Του ἀπὸ το ὄρος ὁ Ἰησοῦς συναντᾶ ἀπὸ τη μία μεριὰ θεωρητικὲς συζητήσεις
(στ. 14), ἀπὸ την ἄλλη πρακτικὲς ἐκδηλώσεις σεβασμοῦ του λαοῦ πρὸς τὸ πρόσωπὸ Του (στ. 15). Ὁ
λαὸς έκθαμβείται βλέποντας τον Ἰησοῦ καὶ σπεύδει νὰ Τὸν ἀσπασθῆ. «Καὶ ἐλθὼν πρὸς τοὺς
μαθητὰς είδεν ὄχλον πολὺν περὶ αὐτούς, καὶ γραμματεῖς συζητοῦντας αὐτούς. Καὶ εὐθέως πᾶς ὁ
ὄχλος ἰδόντες αὐτὸν εξεθαμβήθησαν, καὶ προστρέχοντες ήσπάζοντο αὐτὸν» (στ. 14-15). 'Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Κατέβηκε ἀπὸ το Θαβὼρ ὁ Χριστὸς καὶ συνάντησε καὶ τους λοιποὺς μαθητές.
Καὶ εἶδε πολὺ κόσμο γύρω ἀπ' αὐτούς, καὶ γραμματεῖς νὰ συζητοῦν μὲ αὐτούς. Καὶ ἀμέσως ὁ
κόσμος, μόλις εἶδαν τον Χριστό, θαμπώθηκαν καὶ ἔτρεχαν ὅλοι νὰ Τὸν χαιρετίσουν».
Κατεβαίνει ὁ Χριστὸς ἀπὸ το ὄρος της μεταμορφώσεως. Ἀποθέτει το ἔνδυμα της θεϊκῆς
λαμπρότητας, της οὐράνιας δόξας, καὶ ἔρχεται νὰ συναντήση την «οἰκογένεια» της γῆς, τοὺς
μαθητὲς Του καὶ νὰ πληροφορηθῆ πὼς περνᾶνε. Στὴν αἰώνια δόξα Του ὁ Χριστὸς δὲν ξεχνᾶ την
οἰκογένειὰ Του, την Ἐκκλησία Του. Παρακολουθεῖ τοὺς ἀγῶνες της καὶ ἐπεμβαίνει σωστικά.
Συζητοῦν οἱ γραμματεῖς μὲ τοὺς μαθητὲς καὶ τὸν κόσμο. «Είδεν ὄχλον πολὺν περὶ αὐτούς, καὶ
γραμματεῖς συζητοῦντας αὐτούς». Θέμα της συζητήσεως ἦταν ἡ αδυναμία των μαθητῶν στὸ νὰ
θεραπεύσουν ἐκείνη εἰδικὰ τη φορὰ τὸ δαιμονισμένο νέο. Σχολίαζαν καὶ μέσα τους χλεύαζαν! Δὲν
εἶχαν δεῖ ἄραγε τὶς τόσες περιπτώσεις, ὅπου τόσο ὁ Διδάσκαλος, ὅσο καὶ οἱ μαθητὲς Του
θαυματουργοῦσαν; Μία φορὰ νὰ ἀποτύχης, θὰ σὲ κατακρίνουν γιὰ πάντα! Σκληροὶ ἐπικριτὲς
κάποιου λάθους, ποτὲ ἐγκωμιαστὲς μίας ἐπιτυχίας. Ἔτσι εἶναι οἱ ἐμπαθεῖς καὶ φθονεροὶ ἄνθρωποι.
Φθάνει ὁ Χριστὸς στοὺς πρόποδες του ὄρους. Οἱ μαθητὲς καὶ ὁ κόσμος ἀφήνουν τοὺς
κακεντρεχεῖς γραμματεῖς καὶ σπεύδουν νὰ ὑποδεχτοῦν, νὰ χαιρετίσουν καὶ νὰ ἀσπαστοῦν τον θεῖο
Διδάσκαλο. «Καὶ προστρέχοντες ήσπάζοντο αὐτόν». Σὰν νὰ ἀκοῦμε τὶς φωνὲς τους: «Χαῖρε,
Διδάσκαλε!». Θάθελαν γιὰ πάντα νὰ εἶναι μαζὶ Του.

Πονεμένος πατέρας γιὰ το παιδὶ του (στ. 16-18)


Στὸ ἐρώτημα του Ἰησοῦ γιὰ το περιεχόμενο των συζητήσεων των γραμματέων μὲ τοὺς μαθητὲς
(στ. 16), ἡ ἀπάντησις δίδεται ἀπὸ κάποιον ἀνώνυμο μέσα ἀπὸ τον ὄχλο πατέρα, πού φέρνει στὸν
Ἰησοῦ το γυιὸ του, πού κατέχεται ἀπὸ «πνεῦμα ἄλαλον». Στὴ συνέχεια λέγεται «πνεῦμα ἄλαλον
καὶ κωφὸν» (στ. 25). «Καὶ επηρώτησε τους γραμματεῖς: Τὶ συζητεῖτε πρὸς ἑαυτούς; Καὶ ἀποκριθεὶς
εἰς ἐκ του ὄχλου εἶπε: Διδάσκαλε, ήνεγκα τὸν υἱὸν μου πρὸς σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. Καὶ ὅπου
ἂν αὐτὸν καταλάβη, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται. Καὶ
εἶπον τοῖς μαθηταὶς σου ἴνα αὐτὸ εκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν» (στ. 16-18). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ρώτησε ὁ Ἰησοῦς τοὺς γραμματεῖς: “Τί συζητᾶτε μεταξὺ σας;”. Τότε κάποιος
ἀπὸ το πλῆθος ἀποκρίθηκε στὸν Ἰησοῦ: “Διδάσκαλε, ἔφερα το γυιὸ μου σὲ Σένα. "Ἔχει μέσα του
δαιμονικὸ πνεῦμα, ποῦ τοῦ ἀφήρεσε τη λαλιά. Καὶ ὅπου τὸν πιάση, τὸν ρίχνει κάτω καὶ ἀφρίζει καὶ
τρίζει τα δόντια του καὶ μένει ξερός. Εἶπα στοὺς μαθητὲς Σου νὰ βγάλουν τὸ δαιμόνιο, ἀλλὰ δὲν
μπόρεσαν”».
Ὁ εὐαγγελιστὴς μας πληροφορεῖ, ὅτι γινόταν πολλὴ συζήτησις γύρω ἀπὸ το πρόβλημα του
δαιμονισμένου νέου. Καὶ ρώτησε ὁ Κύριος τοὺς γραμματεῖς: «Τὶ συζητεῖτε πρὸς ἑαυτοὺς;» (στ. 16).
Μιλοῦσαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι γιὰ το πρόβλημα, ἀλλὰ οὔτε κουβέντα γιὰ Ἐκείνον ποῦ
μποροῦσε νὰ λύση το πρόβλημα... Τέτοια ἐμπάθεια καὶ προκατάληψι εἶχαν κατὰ του Χριστοῦ, ὥστε
προτιμοῦσαν νὰ βασανίζεται το παλληκάρι πέφτοντας πότε στὴ φωτιὰ καὶ πότε στὸ νερό, παρὰ νὰ
το ὁδηγήσουν στὸν Χριστό, στὴ μοναδικὴ καὶ ριζικὴ λύση του προβλήματος.
Τέτοια ἐμπάθεια καὶ προκατάληψι ἔχουν πολλοὶ καὶ σήμερα γιὰ τὸν Χριστό. Προτιμοῦν νὰ
βλέπουν τους νέους νὰ πεθαίνουν, παρὰ νὰ τους μιλήσουν γιὰ τὸν Χριστό. Καλύτερα στὴν κόλαση
των... ναρκωτικῶν, παρὰ στὸν παράδεισο της ζωῆς ποῦ εἶναι ὁ Χριστός. Δὲν θέλουν νὰ
παραδεχτοῦν, ὅτι πορεία μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι ΝΑΙ στὴ χαρά, ΝΑΙ στὴ ζωή.
Ρωτάει ὁ Χριστὸς τοὺς γραμματεῖς γιὰ το τὶ συζητοῦν μεταξὺ τους. Καρδιογνώστης, ὅπως εἶναι,
ξέρει τοὺς διαλογισμοὺς καὶ τὶς συζητήσεις τους. Ἀλλὰ θέλει νὰ ἀποκαλυφθοῦν οἱ σκέψεις τους,
ὥστε καὶ ἀνάλογα νὰ ἀπαντήση καὶ θαυματουργικὰ νὰ ἐνεργήση. Οἱ γραμματεῖς μὲ ἀφορμὴ την
ἀδυναμία των μαθητῶν νὰ θεραπεύσουν τον ταλαίπωρο νέο, δὲν ἐπέκριναν μόνο αὐτούς, ἀλλ'
ἀμφισβητοῦσαν καὶ τη θαυματουργικὴ δύναμη του Διδασκάλου. Ἐπωφελοῦντο ἄλλωστε καὶ της
ἀπουσίας Του στὸ Θαβώρ.
Ἀπάντησαν; Ὄχι! Οὔτε οἱ μαθητὲς ἔδωσαν κάποια πληροφορία. Σιγὴ! Τη σιγὴ ἦρθε νὰ διακόψη
ὁ πονεμένος πατέρας.
Ἡ περιγραφὴ της ἀσθενείας του παιδιοῦ μὲ πολὺ παραστατικὸ τρόπο, δείχνει ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ
ἐπιληψία. Ἄλλωστε ὁ Ματθαίος σημειώνει, ὅτι το παιδὶ «σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει» (ιζ' 15).
Εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως, ἡ αἰτία της σχιζοφρενικῆς αρρώστιας ἦταν το πονηρὸ δαιμόνιο. Ἐπρόκειτο,
δηλαδή, γιὰ δαιμονισμένο ἄτομο, καὶ μάλιστα μικρῆς ἡλικίας.
Ἦταν ἄβουλο νούμερο, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, γιὰ ἕνα βαρειὰ ναρκομανὴ, πού ἔχει ἀλλοιωθῆ
ἤ βούλησὶς του καὶ εἶναι ψυχοσωματικὰ ἐξαρτημένος. Οταν ὁ νέος φτάση στὴν ἐξάρτηση ἀπὸ τα
ναρκωτικά, ξέρει τὶ κάνει; Φωνάζει: «Δὲν ἀντέχω»! Μέχρι νὰ πάρω τη δόση του. Καὶ ὅταν πάρη τη
δόσι του, πέφτει κάτω. Zη σ' ἄλλο κόσμο. Δὲν κυβερνᾶ πλέον τον ἑαυτὸ του. Κάτι τέτοιο συνέβαινε
καὶ μὲ το παλληκάρι της εὐαγγελικῆς περικοπῆς. “Όταν ἐρχόταν ἡ ὥρα του, ἦταν ἀδύνατον νὰ
συγκρατηθῆ. Γινόταν ρομπὸτ του Διαβόλου. Ἦταν δαιμονισμένος νέος. Αν ὸ ναρκομανὴς εἶναι
ἐξάρτημα του θανάτου, ὁ δαιμονισμένος εἶναι παράρτημα του Διαβόλου, του «τὸ κράτος ἔχοντος
του θανάτου» (Εβρ. β' 14).
Το παλληκάρι ποῦ ἔπασχε δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ ἀπευθύνη την ἱκεσία αὐτοπροσώπως. Ἀντὶ γι'
αὐτὸ ἱκετεύει ὁ πατέρας... Αὐτὸ σημαίνει κάτι σπουδαῖο καὶ γιὰ τοὺς σημερινοὺς σαρκικοὺς γονεῖς
καὶ πνευματικοὺς πατέρες: Ας προσεύχονται αὐτοὶ ὑπὲρ των παιδιῶν τους, ὄχι μόνο ὅταν εἶναι
ἄρρωστα στὸ κρεβάτι, ἀλλὰ καὶ ὅταν βρίσκονται ὑπὸ την ἐπήρεια του κοσμικοῦ σατανικοῦ
πνεύματος καὶ προβαίνουν σὲ ἀπαράδεκτες ἐνέργειες. Δὲν μποροῦν τα παιδιὰ νὰ προσευχηθοῦν
ἤ δὲν θέλουν; Γονάτισε ἐσὺ καὶ ζήτησε μὲ δύναμι την ἐπέμβαση του Κυρίου. Καὶ πρὸ παντὸς ζήτησε
το ἔλεὸς Του, μήπως τα δικὰ σου λάθη ἔχουν ὁδηγήσει το παιδὶ σὲ ἀκραῖες ἐκδηλώσεις!
Μαζὶ μὲ την περιγραφὴ, ὁ πατέρας του ἀρρώστου παιδιοῦ ἀναφέρει καὶ το γεγονός, ὅτι
ἀπευθύνθηκε ἤδη στοὺς μαθητές, χωρὶς ὅμως νὰ ἐπιτύχη τη θεραπεία. «Καὶ εἶπον τοῖς μαθηταὶς
σου ἕνα αὐτὸ εκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν» (στ. 18). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Και εἶπα στοὺς
μαθητὲς Σου νὰ το βγάλουν το δαιμόνιο, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν”».
Ὁ Κύριος εἶχε ἐπιτρέψει ἀνάμεσα σὲ τόσες ἀποστολικὲς ἐπιτυχίες νὰ ἔχουν οἱ μαθητὲς Του καὶ
μία ἀποτυχία ἀνάμεσα σὲ τόσα ἄριστα νὰ πάρουν καὶ ἕνα μηδέν! Ἴσως γιὰ νὰ τους τηρῆ σὲ
ταπεινοφροσύνη, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ κατανοήσουν καλά, ὅτι χωρὶς Ἐκείνον δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν
τίποτε. «Χωρὶς έμοὺ οὐ δύνασθε ποιεὶν οὐδὲν» (Ιωάν. ἰὲ' 5).
Την ὥρα πού ὁ Χριστὸς βρισκόταν στοῦ Θαβὼρ τὴν περίλαμπρη δόξα, κάτω στοὺς πρόποδες του
ὄρους οἱ μαθητὲς ἔδιναν τη μάχη κατὰ του Διαβόλου καὶ τὴν ἔχαναν. Αλλ'υπάρχει Χριστὸς του
Θαβώρ, ἂν δὲν εἶναι ὁ μαχητὴς κατὰ του κακοῦ καὶ νικητὴς του Διαβόλου;
Κάποτε πιθανὸν νὰ φταῖμε κι ἐμεῖς, διότι τὸν Χριστὸ Τὸν θέλουμε μόνο στὸ Θαβὼρ της ὑψηλῆς
θεωρίας καὶ ὄχι καὶ στὸ δρόμο, στὸ πεζοδρόμιο του κοινωνικοῦ ἀγώνα. Ὁ Χριστὸς ἀσχολεῖται μὲ
ὅλα τα προβλήματα. Ἀρκεῖ νὰ Τοῦ τα ἀναθέσουμε. Καὶ μεῖς εἶναι ἄμεση ἀνάγκη ν' ἀσχοληθοῦμε
μὲ την ἀντιμετώπιση των κοινωνικῶν καὶ πνευματικῶν προβλημάτων, πρὶν νὰ εἶναι τελείως ἀργά.
Ω γενεὰ ἄπιστος! (στ. 19-20)
Ἡ πληροφορία, ὅτι οἱ μαθητὲς δὲν μπόρεσαν νὰ βγάλουν το δαιμόνιο, ὁδηγεῖ τον Ἰησοῦ στὴν
ἔκφρασι ἀγανακτήσεως γιὰ τὴν ἄπιστη γενιὰ πού ἔχει μπροστὰ Του, καὶ τὴν ὁποία συνθέτουν ὁ
πατέρας του παιδιοῦ μὲ τὴν ἀσθενικὴ πίστι, οἱ μαθητὲς μὲ τὴν ολιγοπιστία τους, οἱ γραμματεῖς ποῦ
καταφεύγουν σὲ θεωρητικὲς συζητήσεις καὶ τέλος ὁ λαὸς ποῦ παρασύρεται ἀπὸ αὐτούς.
Οἱ μαθητὲς δὲ μπόρεσαν νὰ ἀναπαύσουν τον πονεμένο πατέρα καὶ νὰ βγάλουν το δαιμόνιο ἀπὸ
το παιδὶ του. Κατὰ τον ἱερὸ Χρυσόστομο, στὴν προκειμένη περίπτωση οἱ παρόντες μαθητὲς
φάνηκαν ἀδύνατοι καὶ ἀσθενικοί. «Ὅθεν δῆλον ἐνταῦθα, ὅτι καὶ οἱ μαθηταὶ ήσθένησαν, ἀλλ' οὐ
πάντες οἱ στύλοι γὰρ οὐ παρήσαν ἐκεῖ» (Ε.Π.Ε. 11,294). Μετάφρασις: Γίνεται, λοιπόν, φανερό, ὅτι
στὴν περίπτωση αὐτὴ καὶ οἱ μαθητὲς ἔδειξαν ολιγοπιστία, ἀλλ' ὅμως ὄχι ὅλοι διότι οἱ «στύλοι» (οἱ
τρεῖς μαθητὲς) δὲν ἦσαν παρόντες.
Ὁ Χριστὸς γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ θὰ ἐπιτιμήση τὸ δαιμόνιο. Ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ το δαιμόνιο ἐπιτιμᾶ τὴ
γενεὰ των ἀνθρώπων, ποῦ εἶναι γύρω του. Τὴν ἐπίτιμα γιὰ την ἀπιστία της. Το ξέσπασμα του
Χριστοῦ: «Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτὸ λέγει: Ω γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς έσομαι, Ἕως πότε
ανέξομαι ὑμῶν; Φέρετε αὐτὸν πρὸς μέ. Καὶ ήνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. Καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως το
πνεῦμα εσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ της γῆς εκυλίετο ἀφρίζων» (στ. 19-20). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀποκρίθηκε: Ω γενεὰ ἄπιστη! Μέχρι πότε θὰ εἶμαι μαζὶ σας; Μέχρι
πότε θὰ σας ἀνέχομαι; Φέρτε μου ἐδῶ το παιδί. Καὶ τὸ ἔφεραν το παιδὶ στὸν Ἰησοῦ. Καὶ ὅταν το
πνεῦμα (το δαιμόνιο) Τὸν εἶδε, ἀμέσως τάραξε το δαιμονισμένο παιδὶ μὲ σπασμούς, καὶ ἔπεσε στὴ
γῆ καὶ κυλιόταν καὶ ἄφριζε».
Αὐστηρὴ ἤ ἐπίπληξις του Ἰησοῦ: «Ω γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς έσομαι; Ἕως πότε
ανέξομαι ὑμῶν;» (στ. 19). 'Ἦταν μομφὴ καὶ κατὰ των γραμματέων, πού κατασκόπευαν τη ζωὴ καὶ
τα λόγια του Ἰησοῦ. Δὲν ἀκούστηκε νὰ παραπονῆται ὁ Χριστός. Δὲν εἶπε: «Μέχρι πότε θὰ εἶμαι σ'
αὐτὴ την ταπεινὴ κατάσταση, νὰ μὲ νομίζουν ἄνθρωπο; Μέχρι πότε θὰ ὑποφέρω;». Ἕνα εἶναι το
παράπονὸ Του: «Μέχρι πότε θὰ εἶμαι ἀνάμεσα σ' αὐτὴ την ἄπιστη γενεά;».
Τὶ σημαίνουν τα λόγια, ποῦ εἶπε ὁ Χριστός, ὅταν ὁ πονεμένος πατέρας του μίλησε γιὰ τὴν
ἀδυναμία των μαθητῶν; Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τολμᾶ καὶ λέει, ὅτι οἱ μαθητὲς (πρὶν ἀπὸ την
Ἀνάστασι καὶ τὴν Πεντηκοστὴ) ἦσαν «μικροὶ ἄνθρωποι», ποῦ Τὸν ἔθλιβαν. Ἦταν ἕνα βάρος, ποῦ τὸ
σήκωνε βέβαια ὁ Κύριος, γνωρίζοντας την ἀλλαγὴ ποῦ τελικὰ θὰ ὑφίσταντο καὶ θὰ γίνονταν
«λέοντες πῦρ πνέοντες». Το βάρος των ἀνθρώπων ἀκόμα καὶ των μαθητῶν, ποῦ δὲν Τὸν
κατανοοῦσαν, θεωρεῖται γιὰ τὸ Μεσσία Σταυρὸς πρὶν ἀπὸ το Σταυρό! Νὰ τα λόγια του ἱεροῦ
Πατρὸς: «Ὅταν δὲ εἴπη, “έως πότε έσομαι μεθ' υμών;”, δείκνυσι πάλιν ασπαστὸν ὄντα τὸν θάνατον
αὐτὸ καὶ ἐπιθυμίας το πράγμα, καὶ ποθεινὴν την ἀποδημίαν καὶ ὅτι οὐ το σταυρωθήναι, ἀλλὰ τὸ
εἶναι μετ' αὐτῶν βαρὺ» (Ε.Π.Ε. 11,294). Μετάφρασις: "Ὅταν λέη ὁ Χριστὸς τὸ «μέχρι πότε θὰ
βρίσκομαι μαζὶ σας;», δείχνει πάλι, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι γι' Αὐτὸν κάτι τὶ τὸ εὐπρόσδεκτο καὶ πράγμα
ἐπιθυμητὸ καὶ πολὺ ποθητὴ ἤ ἀποδημία, καὶ ἀκόμα ὅτι βαρὺ πράγμα δὲν ἦταν τὸ νὰ σταυρωθῆ,
ἀλλὰ τὸ νὰ εἶναι μαζὶ τους!
Ἐπιτιμητικὰ μιλάει ὁ Ἰησοῦς γιὰ τοὺς ὀλιγοπίστους. Στοργικὰ μιλάει γιὰ το θύμα, γιὰ το παιδί.
Ζητάει νὰ του το φέρουν κοντὰ Του. «Φέρετε αὐτὸν πρὸς μέ». Μόνο ἂν ὁδηγήσουμε ἀπὸ μικρὰ τα
παιδιὰ στὸν Χριστό, θὰ ἀποφύγουν τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς παγίδες, θὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὶς
ποικίλες ἐξαρτήσεις, θὰ μεγαλώσουν μὲ τη σωστὴ ἀγωγή, θὰ γίνους πολίτες μὲ πίστι καὶ τιμιότητα.
Καὶ στὴν ἄλλη περίπτωση, ὅπου ἐμπόδιζαν τα παιδιὰ νὰ Τὸν πλησιάζουν, ὁ Κύριος μιλάει
ἀγανακτισμένος: «Ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς (το πὼς μάλωσαν τα παιδιὰ οἱ μαθητὲς!) ήγανάκτησε καὶ είπεν
αυτοὶς: Ἄφετε τα παιδία έρχεσθαι πρὸς μέ, καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ των γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία
του Θεοῦ» (Μάρκ. ι' 14).
Ἔρχονται τα παιδιὰ στὴ ζωὴ (ὅσα ἔρχονται, ὅσα ἀφήνουμε νὰ ἔρχωνται, ὅσα δὲν σκοτώνουμε
καὶ τελικὰ ἔρχονται), καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο τα ἀφήνουμε ἕρμαια του κακοῦ. Τα ἐγκαταλείπουμε στὰ
νύχια των ἐπιτηδείων. Οὐσιαστικὰ τὰ έμποδίζουμε νὰ ἔρθουν στὸν Χριστό. Τα προβατάκια δὲν τα
ὁδηγοῦμε στὸν καλὸ Ποιμένα. Δὲν τὰ χειραγωγοῦμε πρὸς τὸν ἐκκλησιασμὸ καὶ πρὸς τὴν
κατηχητικὴ ἀγωγή.
Ὁ Χριστὸς προστάζει «φέρετε αὐτὸν πρὸς μέ». Φέρτε τα παιδιὰ σας κοντὰ μου. Ἐμεῖς δὲν
ἀκοῦμε. Τα θεωροῦμε δικὰ μας. Σχεδιάζουμε το πὼς θὰ τους προσφέρουμε ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ
καταξίωσι κοινωνική. Τὰ πηγαίνουμε σὲ πλῆθος ἄλλες παιδικὲς καὶ νεανικὲς δραστηριότητες, καὶ
μόνο στὸν Χριστὸ καὶ στὸ σωστὸ Του δρόμο δὲν τα κατευθύνουμε. Δὲν εἶναι ἀναμενόμενο νὰ
ἐκτρέπονται καὶ νὰ βλέπουμε ἄγριες ἐκδηλώσεις, σὰν ἐκεῖνες του παιδιοῦ του πονεμένου πατέρα;
Τὸ δαιμονικὸ πνεῦμα «έσπάραξεν». Ὁ Σατανὰς φρύαξε καὶ καταλήφθηκε ἀπὸ λύσσα, «ἔχων
θυμὸν μέγαν, ειδὼς ὅτι ὀλίγον καιρὸν ἔχει» (Αποκ. ιβ' 12).

Παιδιόθεν δαιμονισμένος (στ. 21-22)


Κατόπιν ἐρωτᾶ ὁ Χριστὸς τὸν πατέρα γιὰ τη χρονικὴ διάρκεια της ἀσθενείας. «Καὶ επηρώτησε
τον πατέρα αὐτοῦ: Πόσος χρόνος ἐστίν, ὼς τοῦτο γέγονεν αυτώ; Ὁ δὲ εἶπε: Παιδιόθεν. Καὶ πολλάκις
αὐτὸν καὶ εἰς τὸ πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἕνα ἀπολέση αὐτὸν· ἀλλ' εἰ τὶ δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν
σπλαγχνισθεὶς ἐφ' ἡμᾶς» (στ. 21-22). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ρώτησε ὁ Ἰησοῦς τὸν
πατέρα: “Από πότε συμβαίνει αὐτὸ στὸ παιδί;”. Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἀπὸ μικρὸ παιδί. Πολλὲς
φορὲς μάλιστα το έρριξε (το δαιμόνιο) στὴ φωτιὰ καὶ στὸ νερό, γιὰ νὰ τὸ θανατώση. Ἀλλ' ἂν
μπορείς νὰ κάνης κάτι, λυπήσου μας καὶ βοήθησὲ μας”».
Ρωτάει ὁ Χριστὸς γιὰ το χρόνο της δαιμονικῆς καταλήψεως. Ὁ πατέρας ἀπαντᾶ: «Παιδιόθεν». Ὁ
διάλογος αὐτὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς εὐαγγελιστὲς μόνο ἀπὸ το Μάρκο διασώζεται. Γιατὶ ρωτάει ὁ
Χριστός; Πάντοτε, ὅταν ρωτάη, δὲν τὸ κὰνει γιατὶ ἀγνοεῖ ἀφοῦ εἶναι παντογνώστης. Ρωτάει γιὰ
κάποιο εἰδικὸ λόγο. Ἐδῶ ρωτάει, ὥστε μὲ την ἀπάντηση του πατέρα νὰ φανὴ ἤ δεινὴ κατάστασις
του παλληκαριοῦ.
Ἄν μπορῆς, βοήθησὲ μας (ἐμένα καὶ το παιδὶ μου)! Λυπήσου μας. «Εἰ τὶ δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν
σπλαγχνισθεὶς ἐφ' ἡμᾶς» (στ. 22). Ἄν ἔχης δύναμι! Λέει κάτι τέτοιο σὲ ποιόν; Στὸν Παντοδύναμο! Ὁ
δυστυχισμένος πατέρας εἶχε κλονιστῆ καὶ ἐξ αἰτίας της ἀδυναμίας των μαθητῶν. Ας προσέχουμε,
διότι οἱ δικὲς μας ἀδυναμίες παρουσιάζουν ἀδύνατο τὸν Χριστό! Τὸ δικὰ μας σφάλματα
παρουσιάζουν ἀδύνατη την Ἐκκλησία! «Δι' ὑμᾶς βλασφημείται το ὄνομα του Θεοῦ ἐν τοῖς έθνεσι»
(Ρωμ. β' 24). Ἐδῶ βέβαια ὁ πατέρας δὲν βλασφημεῖ τὸν Χριστό, ἀλλὰ παρακαλεῖ μὲ κλονισμένη
ὅμως πίστι!

Στὸν πιστὸ ὅλα δυνατὰ (στ. 23-24).


Το ἐνδιαφέρον του εὐαγγελιστοῦ ἐπικεντρώνεται στὴ στιχομυθία, πού ἔχει ὡς θέμα τη δύναμη
της πίστεως.
Στὸ «εἰ τὶ δύνασαι» (22β), μὲ το ὁποῖο ὁ πατέρας ἐπικαλεῖται το ἔλεος, ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾶ: «Ὁ δὲ
Ἰησοῦς είπεν αυτὼ τὸ εἰ δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατὰ το πιστεύοντι» (στ. 23). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε στὸν πατέρα: "Ἄν μπορὼς νὰ πιστέψης, ὅλα εἶναι δυνατὰ σ' αὐτὸν
πού πιστεύει”».
Στὴν ἀμφιβολία του συνομιλητοῦ Του, πού ἴσως ὀφείλεται στὴν προηγούμενη ἐμπειρία Του μὲ
τοὺς μαθητές, ἀντιτάσσει ὁ Ἰησοῦς τη δύναμι της πίστεως. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ ἡ κραυγὴ
του πατέρα: «Καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ του παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε: Πιστεύω, Κύριε βοήθει
μου την ἀπιστία» (στ. 24). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἀμέσως ὁ πατέρας του παιδιοῦ
φώναξε δυνατὰ καὶ εἶπε μὲ δάκρυα: “Πιστεύω, Κύριε. Ἀλλὰ βοήθησὲ μὲ γιατὶ ἡ πίστις μου δὲν εἶναι
δυνατή”».
Στηρίζει την πίστα του πατέρα ὁ Χριστός. Τὴν ολιγοπιστία την κάνει πίστι. Τὸν βεβαιώνει: «Εἰ
δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατὰ το πιστεύοντι» (στ. 23). Στὴν ολιγοπιστία του πατέρα
ἀντιπαραθέτει ὁ Ἰησοῦς τὴν παντοδυναμία της πίστεως. Ἡ πίστις θέτει στὴ διάθεση του ἀνθρώπου
τη δύναμη του Θεοῦ.
Ὅταν λέη ὁ Χριστός, ὅτι σ' αὐτὸν πού ἔχει τη δύναμη νὰ πιστεύση, ὅλα δυνατὰ «τῷ πιστεύοντι»,
τὶ θέλει νὰ ὑπογραμμίση; Κατὰ τον ἱερὸ Χρυσόστομο, ὅτι ἔχει τέτοια δύναμι ὁ Χριστός, ὥστε μπορεῖ
καὶ ἄλλους νὰ κάνη νὰ θαυματουργοῦν. «Ὥστε ἂν πιστεύης ὡς δεῖ, καὶ αὐτὸς δύνασαι θεραπεύσαι,
φησί, καὶ τοῦτον καὶ ἑτέρους πολλούς. Καὶ ταῦτα είπών, ἀπήλλαξε τὸν δαιμονώντα» (Ε.Π.Ε.
11,296). Μετὰφράσις: "Ἄρα, ἂν πιστεύης ὅπως πρέπει, καὶ ὁ ἴδιος, λέει ὁ Χριστός, μπορεῖς νὰ
θεραπεύσης καὶ αὐτὸν καὶ πολλοὺς ἄλλους. Καὶ ἀφοῦ τα εἶπε αὐτά, ἀπήλλαξε τον ἀσθενὴ ἀπὸ το
δαιμόνιο.
Ὁ διχασμένος πατέρας ὀμολογεῖ την πίστη του, ποῦ δὲν εἶναι δικὸ του ἐπίτευγμα, ἀλλ' εἶναι
ἀποτέλεσμα των λόγων του Ἰησοῦ σ' αὐτόν. Συγχρόνως ὅμως ὀμολογεῖ καὶ την ἀπιστία, ποῦ τὸν
συνδέει μὲ ὅλη τη γενεὰ του. Παλεύει ἀνάμεσα στὴν πίστη καὶ την ἀπιστία, μεταξὺ της ἐπιθυμίας
νὰ δείξη τὴν πίστι του καὶ στὴ διαπίστωσα ὅτι αὐτὴ εἶναι ἐλλιπής. «Πιστεύω, Κύριε βοήθεια μου τη
ἀπιστία» (στ. 24).
Ὁ πατέρας καὶ πιστεύει καὶ αἰσθάνεται λίγη τὴν πίστι του. Γι' αὐτὸ καὶ ἱκετεύει: «Πιστεύω, Κύριε
βοήθεια μου τη ἀπιστία» (στ. 24). Καὶ ἐκεῖνοι, ποῦ μὲ τὴ χάρι του Θεοῦ μποροῦν νὰ ποῦν «Πιστεύω,
Κύριε», ἔχουν λόγους νὰ παραπονοῦνται γιὰ την ἀπιστία τους. Διακρίνουν ἀδυναμία στὸν ἑαυτὸ
τους. Δὲν ἀποφασίζουν νὰ συμμορφωθοῦν πλήρως πρὸς τοὺς λόγους του Χριστοῦ καὶ νὰ
παραδώσουν τη ζωὴ τους σ' Ἐκείνον. Ὅσο κι ἂν λέμε το «ἑαυτοὺς καὶ άλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν
ἡμῶν Χριστῶ τῷ Θεῶ παραθώμεθα», δὲν παραδινόμαστε στὴν ἀγκαλιὰ της προνοίας του Θεοῦ. Ας
ζητᾶμε το ἔλεὸς Του γιὰ τὴν ολιγοπιστία (ἀπιστία) μας. Ας παρακαλοῦμε νὰ μας δίνη πίστι (Λουκ.
ιζ' 5). Πίστι ὄχι τόσο ποιοτική, ὅσο ποσοτική. Πιστεύουμε στὶς ἀλήθειες της Ὀρθοδοξίας, μὰ
πρακτικὰ δὲν ἔχουμε την πίστι, ποῦ μας ἀφήνει νὰ κρεμώμαστε ἀπὸ τον Οὐρανό!

Ὁ Ἰησοῦς βγάζει το δαιμόνιο (στ. 25-27)


Κατόπιν αὐτῆς της στιχομυθίας καὶ της στὸ μεταξὺ συγκεντρώσεως κόσμου, ὁ Ἰησοῦς διατάσσει
το ἀκάθαρτο πνεῦμα, ποῦ το ὀνομάζει τώρα «ἄλαλον καὶ κωφὸν πνεῦμα» νὰ βγῆ ἀπὸ το ἄρρωστο
παιδὶ γιὰ πάντα. «Ίδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι επισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι το ακαθάρτω
λέγων αυτὼ· Τὸ πνεῦμα το ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγὼ σόι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι
εἰσέλθης εἰς αὐτόν. Καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε
πολλοὺς λέγειν ὅτι απέθανεν. Ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν της χειρὸς ήγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη»
(στ. 25-27). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὅταν δὲ εἶδε ὁ Ἰησοῦς, ὅτι συγκεντρώνεται πολὺς
κόσμος, πρόσταξε το πνεῦμα το ἀκάθαρτο λέγοντας σ' αὐτὸ: “Πνεύμα ἄλαλο καὶ κουφό, ἐγὼ σὲ
διατάσσω νὰ βγῆς ἀπὸ το παιδὶ καὶ νὰ μὴν ξαναμπὴς μέσα του”. Καὶ ἀφοῦ ἔβγαλε κραυγὴ καὶ
συνετάραξε πολὺ το παιδί, βγῆκε το δαιμόνιο. Το παιδὶ ἔμεινε ἀναίσθητο, ἔτσι ὥστε πολλοὶ νὰ λένε
ὅτι πέθανε. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἔπιασε το παιδὶ ἀπὸ το χέρι καὶ το σήκωσε καὶ στάθηκε ὄρθιο».
«Ἐγὼ σόι ἐπιτάσσω». Ἐγώ! Μόνο ἐγὼ μπορῶ! Πρόκειται γιὰ τὸ «Ἐγὼ» της θεϊκῆς
αυτοσυνειδησίας του Ἰησοῦ. Ὁ Σατανὰς δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ μπροστὰ στὴν ἐπιτίμησι του Χριστοῦ,
όσονδήποτε μακροχρόνια κι ἂν εἶναι ἡ κατάληψὶς του. Γιὰ ὅσους παλεύουν μὲ τὶς «ἀρχὲς καὶ
ἐξουσίες του σκότους» εἶναι μεγάλη παρηγοριὰ καὶ ἐνίσχυσις ὅτι ὁ Χριστὸς νικάει «θριαμβεύσας
αὐτὰς ἐν τῷ σταυρὼ» (Κολοσ. β' 15).
«Κρατήσας αὐτὸν της χειρός». Ἄλλος το κατακρατοῦσε δυναστικὰ μέχρι τώρα. Τώρα το παιδὶ το
κρατάει ὁ Κραταιός, ὁ σπλαχνικός, το μόνο σταθερὸ καὶ ἀσφαλὲς χέρι. Ἦταν κρατούμενος στὴ
φυλακὴ του διαβόλου. Τώρα ἀποδυναμώνει ὁ Χριστὸς τὸν δυνάστη, καὶ κρατάει το παιδί, γιὰ νὰ
τὸ ὁδηγήση στὴν ἐλευθερία, στὴν ἠρεμία καὶ στὴ χαρά. Κράτησε ὁ Χριστὸς ἀπὸ το χέρι το
παλληκάρι, ὅπως ἔκανε καὶ στὶς ἄλλες δύο περιπτώσεις, ἐκείνης της «πενθερὰς» του Πέτρου
(Μάρκ. α' 31) καὶ ἐκείνης της ἀναστάσεως του κοριτσιοῦ του Ιαείρου (ε' 41).
Σὲ μιὰ τελικὴ κρίσι, ποῦ δημιουργεῖ το δαιμονικὸ πνεῦμα, καθὼς ἐγκαταλείπει τον ἀσθενὴ,
προκαλεῖται ἡ ἐντύπωσις, ὅτι ὁ ἀσθενὴς εἶναι νεκρός. Ἐντύπωσις, ποῦ δικαιώνει το χαρακτηρισμὸ
της γενεὰς αὐτῆς ὡς ἄπιστης. Ὁ Ἰησοῦς δίνει το χέρι στὸν «ώσει νεκρόν», καὶ τὸν σηκώνει.

Προσευχὴ καὶ νηστεία (στ. 28-29)


Στὴ συνέχεια παρουσιάζει ὁ εὐαγγελιστὴς τὸν Ἰησοῦ νὰ συζητᾶ μὲ τοὺς μαθητὲς Του σὲ ἕνα
σπίτι. «Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ επηρώτων αὐτὸν κατ' ἰδίαν, ὅτι ήμεὶς οὺκ
ἠδυνήθημεν έκβαλεὶν αὐτὸ;» (στ. 28). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὅταν μπῆκε ὁ Ἰησοῦς σὲ
κάποιο σπίτι, Τὸν ρώτησαν οἱ μαθητὲς Του ἰδιαίτερα: “Γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ βγάλουμε το
δαιμόνιο;”».
Καὶ ἀπαντᾶ στὸ ἐρώτημὰ τους, γιατὶ αὐτοὶ δὲν μπόρεσαν νὰ θεραπεύσουν τον ἀσθενὴ. «Καὶ
είπεν αυτοὶς: Τοῦτο το γένος ἐν οὐδενὶ δύναται έξελθεὶν ἔι μὴ ἐν προσευχὴ καὶ νηστεία» (στ. 28-
29). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὁ Κύριος τοὺς ἀπάντησε: “Αυτό το δαιμονικὸ γένος δὲν
μπορεῖ κανεὶς νὰ το βγάλη μὲ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία”».
Οἱ μαθητὲς ἰδιαιτέρως ρωτᾶνε τὸν Κύριο, γιατὶ δὲν νίκησαν αὐτὴ τη φορὰ τοὺς δαίμονες. Ἄλλοτε
στὴ μάχη εἶχαν βγῆ νικητές, πάντοτε βέβαια μὲ τη χάρι καὶ τη δύναμη του Χριστοῦ. Τὸ θερμόμετρο
της πίστεως στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶχε κατεβῆ σὲ χαμηλοὺς βαθμούς. Ἡ πίστις τους ἤθελε ἐνίσχυσι.
Καὶ ἡ ἐνίσχυσις, τονίζει ὁ Χριστός, ἔρχεται ἀπὸ τον προσωπικὸ ἀγώνα, ἀπὸ την προσευχή, ποῦ
κατεβάζει οὐράνια δύναμη καὶ την προσθέτει στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, καὶ ἀπὸ την ἄσκησι, ποῦ
ἐκλεπτύνει την ψυχὴ καὶ της δίνει φτερὰ προσευχῆς. Ἡ ἀπάντησις του Κυρίου εἶναι σαφὴς καὶ
σταράτη: «Τοῦτο το γένος ἐν οὐδενὶ δύναται έξελθεὶν ἔι μὴ ὲν προσευχὴ καὶ νηστεία». Δηλαδὴ:
«Αὐτὸ το δαιμονικὸ γένος δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ το βγάλη μὲ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ
καὶ νηστεία».
Γιὰ τὴν ἰσχὺ της ἀσκήσεως, πού καλεῖται νηστεία, Toνίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καὶ μὴν εἰ
πίστεως χρεία, φησί, τὶ δεῖ νηστείας; Ὅτι μετὰ της πίστεως κάκείνο οὐ μικρὰν εἰσάγει την ἰσχύν.
Καὶ γὰρ ἡ νηστεία φιλοσοφίας πολλῶν εντίθησι, καὶ ἄγγελον ἐξ ἀνθρώπου κατασκευάζει, καὶ ταϊς
άσωμάτοις δυνάμεσι πυκτεύειν' ἀλλ' οὐ καθ' εαυτήν, ἀλλὰ καὶ εὐχῆς, καὶ πρώτης εὐχῆς» (Ε.Π.Ε.
11,302). Μετάφρασις: Θὰ πῆ κάποιος, ἂν ἔχουμε πίστι, τὶ χρειάζεται ἡ νηστεία; Χρειάζεται, ἐπειδὴ
καὶ ἡ νηστεία μαζὶ μὲ τὴν πίστι προσθέτει εὐσέβεια στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν μεταμορφώνει ἀπὸ
ἄνθρωπο σὲ ἄγγελο, καὶ τὸν κάνει νὰ ἀγωνίζεται έναντίον των ἀσωμάτων δυνάμεων. Αὐτὸ ὅμως
δὲν μπορεῖ νὰ το κάνη μόνη της ἡ νηστεία, ἀλλὰ χρειάζεται καὶ προσευχή, καὶ μάλιστα ἡ προσευχὴ
κατέχει την πρώτη θέση.
Ὅπως γιὰ τὴν ἐξόντωση των καταστρεπτικῶν ἐντόμων ὑπάρχουν ἰσχυρὰ ἐντομοκτόνα, ἔτσι καὶ
ὁ Κύριος συνιστᾶ δύο ἰσχυρότατα πνευματικὰ «έντομοκτόνα» κατὰ του Διαβόλου: δύο πανίσχυρα
διαβολοκτόνα. Εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία. «Τοῦτο το γένος ἐν οὐδενὶ δύναται εξελθεὶν ἔι μὴ
ἐν προσευχὴ καὶ νηστεία» (στ. 29).
Προσευχὴ καὶ νηστεία! Τα δυὸ φτερά, ποῦ ἀνεβάζουν την ἐκλεπτυσμένη ψυχὴ ψηλὰ στὸν
οὐρανό. Ἔτσι τονίζει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁ νηστεύων κουφὸς έστι καὶ έπτερωμένος, καὶ
μετὰ νήψεως εὔχεται, καὶ τὰς ἐπιθυμίας σβέννυσι τὰς πονηρὰς, καὶ εξιλεούται τὸν Θεόν, καὶ
ταπεινοῦ τὴν ψυχὴν έπαιρουμένην. Διὰ τοῦτο καὶ οἱ ἀπόστολοι ἀεὶ σχεδὸν ένήστευον. Ὁ εὐχόμενος
μετὰ νηστείας διπλὰς ἔχει τὰς πτέρυγας, καὶ των ἀνέμων αὐτῶν κουφοτέρας» (Ε. Π.Ε. 11,304).
Μετάφρασις: Αὐτὸς ποῦ νηστεύει εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ βάρη. Ἔχει φτερὰ καὶ προσεύχεται μὲ
καθαρὴ καρδιά. Σβήνει τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες καὶ ἐξευμενίζει τὸν Θεό. Καὶ ταπεινώνει την
ὑπερήφανη ψυχή. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἀπόστολοι σχεδὸν πάντοτε νήστευαν. Αὐτὸς πού προσεύχεται καὶ
νηστεύει ἔχει διπλὰ φτερά, πιὸ ἐλαφρὰ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀνέμους.
Ἡ θαυματουργικὴ δύναμις της προσευχῆς, ποῦ δὲν νοεῖται φυσικὰ ὡς μαγικὴ μηχανικὴ
ἀπαγγελία τυποποιημένων φράσεων, ἀλλ' ὼς ἐκδήλωσις βαθειὰς πίστεως, εἶναι γνωστὴ καὶ ἀπὸ
ἄλλα κείμενα της Καινῆς Διαθήκης (Πράξ. θ' 40. κη' 8. Ιακ. ε' 15).
Ας σημειωθῆ, ὅτι ἡ νηστεία, ὡς βοηθητικὸ παιδαγωγικὸ μέσο γιὰ την ἀντιμετώπιση των
πειρασμῶν, των ἁμαρτωλῶν παθὼν καὶ των δαιμονικῶν καταστάσεων, ἀποτελεῖ γνωστὴ πρακτικὴ
στὴν άσκητικὴ παράδοση της Ἐκκλησίας μας. Βασικὸ «ὅπλον κατὰ του διαβόλου» εἶναι ὁ Σταυρὸς
του Χριστοῦ. Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τη νηστεία σφυρηλατεῖται ὁ σύνδεσμος του ἀνθρώπου μὲ τὸν
Θεὸ καὶ προσφέρεται ἡ δυνατότητα νὰ ἀποβῆ ἤ πίστις πιὸ θαυματουργική.
Προσευχὴ καὶ νηστεία! Ὅταν αὐτὰ τα δυὸ συντρέξουν, τότε ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ συγγένεια μὲ
το «γένος του Θεοῦ», καὶ ἀπὸ αὐτὴ τη συγγένεια ὁ διάβολος ἀπομακρύνεται, μὴ ἀντέχοντας την
ἀγάπη καὶ τη θυσία.

30 Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις
γνῷ·31 ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται
εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. 32 οἱ
δὲ ἠγνόουν τὸ ρῆμα, καὶ ἐφοβοῦντο αὐτὸν ἐπερωτῆσαι.
Περνάει ἀφανῶς (στ. 30)
Ἔφυγαν ὁ Ἰησοῦς μὲ τοὺς μαθητὲς Του ἀπὸ τον τόπο πού ἔγινε το θαῦμα του δαιμονιζομένου
παιδιοῦ, δηλαδὴ ἀπὸ τα περίχωρα της Καισαρείας του Φιλίππου. Φαίνεται, ὅτι πορεύονταν ὄχι διὰ
μέσου των πόλεων, ἀλλὰ περνοῦσαν ἀπ' ἔξω. «Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παραπορεύοντο διὰ της
Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ήθελεν ἴνα τὶς γνὼ» (στ. 30). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἀφοῦ δὲ ἔφυγαν
ἀπὸ ἐκεῖ, προχωροῦσαν διασχίζοντας τη Γαλιλαία. Δὲν ἤθελε νὰ μάθη κανεὶς αὐτὴ του την κίνησι».
Γιατὶ δὲν ἤθελε νὰ γνωρίζη κανεὶς την κίνησὶ Του; Δὲν ἤθελε νὰ γνωρίζουν ἄλλοι αὐτὰ πού
συζητοῦσε μὲ τοὺς μαθητὲς Του. Ἀπὸ την ἀναχώρησὶ Του ἀπὸ την Τύρο καὶ Σιδώνα (Μάρκ. ζ 24),
φαίνεται ὅτι διέτριβε σὲ ξένους τόπους, συνοδευόμενος μόνο ἀπὸ τους μαθητὲς Του. Ἤθελε νὰ
τοὺς προετοιμάση γιὰ το πάθος, πού πλησίαζε. Ἀπὸ μερικὰ μέρη ἴσως νὰ μὴν ἤθελε νὰ
ξαναπεράση, καὶ διότι ἡ σπορὰ Του δὲν ἀπέδωσε τοὺς ἀναμενομένους καρπούς.

Προλέγει το σταυρὸ καὶ την ἀνάστασι (στ. 31)


Ἔχουμε καὶ ἄλλη πρόρρηση του πάθους του Ἰησοῦ. Ἐνῶ τοὺς δίδασκε γιὰ διάφορες ἀλήθειες,
σταματᾶ. Τοὺς κοιτάζει καὶ τοὺς ἀναγγέλλει ὅσα πρόκειται νὰ συμβοῦν στὸν Υἱὸ του ἀνθρώπου. Ας
σημειωθῆ, ὅτι ὁσάκις ὁ Χριστὸς μιλάει γιὰ τον ἑαυτὸ του, τον ὀνομάζει «ὁ Υἱὸς του ἀνθρώπου».
Εἶναι ὁ Υἱὸς του Θεοῦ, πού ἔγινε υἱὸς του ἀνθρώπου, δηλαδή, ἄνθρωπος ἀληθινός. Εἶναι ὁ Υἱὸς του
ἀνθρώπου, ὁ Ἄνθρωπος, πού ἔχει προσλάβει ὅλο τον ἄνθρωπο, ὅλη την ἀνθρωπότητα.
Ας δοῦμε τη νέα πρόβλεψι καὶ πρόρρηση του Χριστοῦ, του Υἱοῦ του ἀνθρώπου, πού πρόκειται
νὰ πάθη καὶ νὰ ἀναστηθῆ: «Έδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ έλεγεν αυτοὶς ὅτι ὁ Υἱὸς του
ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ αποκτενούσιν αὐτόν, καὶ αποκτανθεὶς τη τρίτη
ἡμέρα αναστήσεται» (στ. 31). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Μιλοῦσε δὲ στοὺς μαθητὲς Του καὶ
τοὺς ἔλεγε, ὅτι ὁ Υἱὸς του άνθρώπου σὲ λίγο θὰ παραδοθῆ σὲ χέρια ἀνθρώπων, καὶ θὰ Τὸν
θανατώσουν, καὶ την τρίτη ἡμέρα μετὰ το θάνατο θὰ ἀναστηθῆ».
Ἡ σχετικὴ μὲ το πάθος καὶ την ἀνάστασι διδασκαλία καὶ παιδαγωγία των δώδεκα ἀποστόλων
ἀποτελοῦσε πλέον το κύριο ἔργο Του. Ἐπανειλημμένως καὶ στὴ συνέχεια καὶ προηγουμένως καὶ
τώρα γιὰ το πάθος μιλάει στοὺς μαθητὲς Του. Ὑπάρχουν μερικὲς ἀλήθειες, γιὰ τὶς ὁποῖες καὶ Θεὸς
καὶ μιὰ φορὰ καὶ δυὸ φορὲς καὶ πολλάκις μιλάει στὸν ἄνθρωπο, καὶ ὅμως αὐτὸς δὲν τὶς κατανοεῖ,
δὲν τὶς ἐγκολπώνεται. Κάτι τέτοιο συνέβαινε καὶ μὲ τους μαθητές.
Ὁ Χριστὸς προγνωρίζει ὅλα ὅσα θὰ Του συμβοῦν. Ἀφοῦ τα βλέπει ὁ προφήτης Ησαΐας μὲ τὴν
προφητικὴ του διόπτρα ὀκτακόσια χρόνια πρὶν (ἴδε γν' κεφ.), δὲν τα βλέπει καὶ Ἴδιος μὲ τὴ θεϊκὴ
Του διόπτρα; Γνωρίζει τα ὅσα θὰ πάθη. Καὶ ὅμως ἀναλαμβάνει μόνος το βάρος του πάθους. Εἶναι
το ἔργο, γιὰ το ὁποῖο ἦρθε (Ιωάν. ιβ' 27. ιη' 37). Ἡ σαφὴς αὐτὴ πρόγνωσις του πάθους, ἡ ἐπιλογή,
θὰ λέγαμε, του πάθους ἀπὸ τον ἴδιο, καὶ ἡ γνῶσις της ἀκριβοὺς μέρας καὶ ὥρας, θεωρεῖται ἕνα
εἶδος σταυροῦ πρὶν ἀπὸ το Σταυρό. Προπαθαίνει προτοῦ νὰ παθαίνη καὶ νὰ πεθαίνη! Γι' αὐτὸ καὶ
λέει: «Νῦν ἡ ψυχὴ μου τετάρακται» (Ιωάν. ιβ' 27). Ἄν δὲν εἶχε τόσο μεγάλη ἀγάπη, θὰ μποροῦσε
νὰ ἀναλάβη, ἤ μᾶλλον νὰ διαλέξη ἕνα τέτοιο ἔργο, πού καλεῖται θυσία του Γολγοθὰ;
Μόνος παραδίνεται ὁ υἱὸς του ἀνθρώπου. Λέμε στὴ θεία Λειτουργία: «Τη νυκτὶ ἤ παρεδίδοτο,
μᾶλλον δὲ ἑαυτὸν παρεδίδου». Θέλησε καὶ παραδόθηκε, γιὰ νὰ δώση σὲ μας ζωὴ αἰώνια. Τὸ τονίζει
ἐπανειλημμένως ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Παρεδόθη διὰ τὰ παραπτώματα ἡμῶν καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν
δικαίωσιν ἡμῶν» (Ρωμ. δ' 25. ἰδὲ καὶ Α' Κορ. ἴα' 23. Γαλ. β' 20. Εφεσ. ε' 2).
Μετὰ το πάθος ἡ ἀνάστασις. «Καὶ αποκτανθεὶς τη τρίτη ἡμέρα αναστήσεται» (στ. 31). Κάνει
ἐντύπωσι, πὼς καὶ γιατὶ οἱ μαθητὲς προσκολλῶνται στὸ «αποκτανθήναι» καὶ μελαγχολοῦν καὶ
ἀντιδροῦν, στὴν καλύτερη περίπτωσι σιγοῦν ἀπὸ ἀμηχανία, καὶ δὲν θέλουν νὰ χαροῦν μὲ τὴν
προοπτικὴ της ἀναστάσεως. Πιθανὸν γιατὶ φοβόνταν καὶ το ἐνδεχόμενο δικοῦ τους θανάτου, ἀλλὰ
μᾶλλον γιατὶ δὲν μποροῦσαν νὰ νοήσουν το ποιὸν της ἀναστάσεως του Χριστοῦ. Ὁ Χριστός, ἀφοῦ
τοὺς εἶπε το σκυθρωπό, το «αποκτανθήναι», τοὺς παρουσιάζει καὶ το χαρμόσυνο, τὸ «τη τρίτη
ἡμέρα αναστήναι». Δὲν το καταλαβαίνουν τότε. Ύστερα ὅμως χαρὰ θὰ πλημμυρίση την ψυχὴ τους,
ὅταν θὰ Τὸν δοῦν ἀναστημένο.
Ας μὴ λησμονοῦμε, λοιπόν, ὅτι μετὰ τα σκυθρωπὰ ἔρχονται τα χαρμόσυνα. Ας δεχόμαστε τα
λυπηρὰ μὲ τὴν ἐλπίδα, ἤ μᾶλλον μὲ τη βεβαιότητα, ὅτι θὰ ἔλθουν τα χρηστότερα, τὰ πλέον
εὐχάριστα, ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ αἰώνια ζωὴ καὶ βασιλεία.
Ἡ δεύτερη πρόρρησις του πάθους συμπίπτει οὐσιαστικὰ μὲ τὴν πρώτη (Μάρκ. ἡ' 31-33).
Παρουσιάζει ὅμως τὶς ἕξης γλωσσικὲς διαφοροποιήσεις:
α) Ἀντὶ του «πολλὰ παθεὶν καὶ αποδοκιμασθήναι» χρησιμοποιεῖται ἐδῶ το «παραδίδοται», πού
θυμίζει το Ησ. γν' 6.
β) Ἡ παρήχησις «Υἱὸς ἀνθρώπου» - «εἰς χεῖρας ἀνθρώπων», ἐκφράζει το παράδοξο της ἱστορίας,
κατὰ το ὁποῖο ὁ εὐεργετῶν καὶ ιώμενος τοὺς ἀνθρώπους «παραδίδεται» ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα στὴν
ἐξουσία των ἀνθρώπων.
γ) Τὸ «αποκτανθήναι» γίνεται ἐδῶ ἐνεργητικὸ «καὶ άποκτενούσιν αὐτόν».
δ) Ἡ πρόρρησις περιλαμβάνει την «μετὰ τρεῖς ἡμέρας» ἀνάστασι, ὅπως ὅλες οἱ προρρήσεις. Καὶ
τελειώνει μὲ την ἀδυναμία των μαθητῶν νὰ κατανοήσουν τα λεγόμενα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ φόβο νὰ
ρωτήσουν γι' αὐτά.

Φοβοῦνται νὰ Τὸν ρωτήσουν (στ. 32)


Ἀκοῦνε οἱ μαθητὲς τὴν πρόρρηση του Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ δὲν καταλαβαίνουν τὶ τοὺς λέει.
Φοβοῦνται νὰ Τὸν ρωτήσουν. «Οἱ δὲ ήγνόουν το ρῆμα, καὶ ἐφοβοῦντο αὐτὸν επερωτήσαι» (στ. 32).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «'Ἀλλ' οἱ μαθητὲς δὲν καταλάβαιναν αὐτὸ το λόγο. Ὡστόσο δίσταζαν
νὰ Τον ρωτήσουν».
Ἐξηγεῖ ὁ Χριστός, ἀλλ' οἱ μαθητὲς δὲν καταλαβαίνουν. «Ἠγνόουν το ρῆμα»! Πολλὲς φορὲς
ἀκοῦμε κάτι καὶ δὲν το καταλαβαίνουμε. Ἄλλοτε γιατὶ λέγεται σὲ γλώσσα ἀκαταλαβίστικη, ἄλλοτε
ὅμως γιατὶ δὲν ἔχουμε προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Το δεύτερο συνέβαινε μὲ τοὺς μαθητές.
Καὶ λίγο πιὸ πάνω ὁ εὐαγγελιστὴς το ὑπογράμμισε: Δὲν ἤξεραν (γιὰ τὸ πρόσωπο του Χριστοῦ) τὶ
εἶναι ἐκ νεκρῶν ἀνάστασις (Θ' 10). Μετὰ την ἀνάστασι «διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν του συνιέναι τὰς
γραφὰς...» (Λουκ. δκ' 45).
Ἐξηγεῖ σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅτι μὲν αποθανείται ήδεσαν (οἱ μαθηταί), συνεχῶς
ἀκούοντες: ὅ, τὶ ποτὲ δὲ ἣν οὗτος ὁ θάνατος καὶ ὅτι ταχέως λυθήσεται καὶ μυρία εργάσεται ἀγαθά,
τοῦτο ουδέπω ήδεσαν σαφῶς: οὐδὲ ὅ, τὶ ποτὲ έστιν αὕτη ἤ άνάστασις, ἀλλ' ήγνόουν: διὸ ἤλγουν
καὶ γὰρ σφόδρα άντείχοντο του διδασκάλου» (Ε.Π.Ε. 11,318).
Μετάφρασις: Τὸ ὅτι ἐπρόκειτο νὰ ἀποθάνη (ὁ Ἰησοῦς), το γνώριζαν, ἀφοῦ το ἄκουγαν συνεχῶς.
Ἀλλὰ το τὶ τέλος πάντων ἦταν αὐτὸς ὁ θάνατος καὶ το ὅτι θὰ παύση πολὺ γρήγορα ἡ ἰσχὺς του καὶ
το ὅτι θὰ ἐπέφερε ἀμέτρητα ἀγαθά, ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ γνώριζαν. Οὔτε καὶ το τὶ τέλος πάντων ἦταν
αὐτὴ ἡ ἀνάστασις, γνώριζαν. Γι' αὐτὸ καὶ λυπόντουσαν. Καθ' ὅσον ἡ ἀφοσίωσὴς τους πρὸς τὸν
Διδάσκαλο ἦταν μεγάλη.
Δὲν καταλάβαιναν, ἀλλὰ καὶ φοβόνταν νὰ ρωτήσουν. Ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα θέμα, ποῦ τοὺς βύθιζε
σὲ κατάθλιψι! Καὶ ἂν μὲ ἐρωτήσεις ἔπαιρναν ἀκόμα πιὸ δυσάρεστες ἀπαντήσεις; Ἀλλὰ καὶ κάτι
ἀκόμα: Ἄν μιλήσουμε καὶ μας ἐπιτιμήση, ὅπως συνέβη στὴν ἄλλη περίπτωση μὲ τὸν Πέτρο;
Καλύτερα νὰ μὴ μιλήσουμε, καὶ ό,τι εἶναι νὰ συμβῆ, ἂς συμβῆ!
Οἱ ἴδιοι αὐτοὶ μαθητές, ὅταν πῆραν «δύναμιν ἐξ ὕψους» (Λουκ. δκ' 49), ὄχι μόνο ἀπαλλάχτηκαν
ἀπὸ τη φοβία καὶ τη μελαγχολία, ἀλλ' «επλήσθη χαρὰς το στόμα αὐτῶν ἐν τῷ λέγειν, Ἀνέστη ὁ
Κύριος»!

33 Καὶ ἦλθεν εἰς Καπερναούμ· καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ γενόμενος ἐπηρώτα αὐτούς· τί ἐν τῇ ὁδῷ πρὸς
ἑαυτοὺς διελογίζεσθε; 34 οἱ δὲ ἐσιώπων· πρὸς ἀλλήλους γὰρ διελέχθησαν ἐν τῇ ὁδῷ τίς
μείζων. 35 καὶ καθίσας ἐφώνησε τοὺς δώδεκα καὶ λέγει αὐτοῖς· εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται
πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος. 36 καὶ λαβὼν παιδίον ἔστησεν αὐτὸ ἐν μέσῳ αὐτῶν, καὶ
ἐναγκαλισάμενος αὐτὸ εἶπεν αὐτοῖς· 37 ὃς ἐὰν ἓν τῶν τοιούτων παιδίων δέξηται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου,
ἐμὲ δέχεται· καὶ ὃς ἐὰν ἐμὲ δέξηται, οὐκ ἐμὲ δέχεται, ἀλλὰ τὸν ἀποστείλαντά με.

Συζήτησις γιὰ πρωτεῖα (στ. 33-34)


Ὁ Χριστὸς μιλάει γιὰ το μεγαλεῖο του ἑκουσίου πάθους καὶ γιὰ τὸ ὕψος του Σταυροῦ, καὶ οἱ
μαθητὲς «πρόσγεια» φρονοῦσαν καὶ σκέπτονταν! Αὐτὸ δείχνει καὶ ἡ συζήτησης τους γιὰ πρωτεῖα.
Καὶ αὐτοὺς τοὺς πείραζε ὁ φοβερὸς πειρασμὸς της «απονοίας», δηλαδή, της ὑπερηφανείας. Ὁ
ἱερὸς Χρυσόστομος, ἄνθρωπος ποῦ δὲν έγκωμίαζε ἁπλῶς την ταπεινοφροσύνη, ἀλλὰ μὲ τη ζωὴ
του «τὸ ὕψος ἡμῖν της ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξε», λέει: «Οὐδὲν άπονοίας χείρον. Αὕτη καὶ των
κατὰ φύσιν εξίστησι φρενῶν, καὶ μωρῶν επιτίθησι δόξαν μᾶλλον δὲ καὶ σφόδρα ἀνοήτους εἶναι
ποιεῖ. Ὥσπερ γὰρ εἰ τίς, τρίπηχος ὢν, βιάζοιτο εἶναι των ὀρῶν ὑψηλότερος, ἤ καὶ νομίζοι τοῦτο, καὶ
ανατείνει ἑαυτὸν ὡς υπερβαλλόμενος αὐτῶν τὰς κορυφάς, ούδὲν ἕτερον ζητήσωμεν δεῖγμα ἀνοίας
οὕτω καὶ ὅταν ἄνθρωπον ἀπονενοημένον ἴδης, καὶ ἁπάντων βελτίονα ἑαυτὸν ἠγούμενος εἶναι, καὶ
ὕβριν νομίζοντα τὸ μετὰ των πολλῶν ζῆν, μὴ ζήτει λοιπὸν ἕτερον ἔλεγχον ιδεὶν της ἐκείνου
παρουσίας» (Ε.Π.Ε. 11, 334-336). Μετάφρασις: Πραγματικὰ τίποτε δὲν εἶναι χειρότερο ἀπὸ την
ὑπερηφάνεια. Αὐτὴ μᾶς κάνει παράφρονες καὶ μας προσθέτει τη δόξα των ἀνοήτων. Μᾶλλον δὲ
μᾶς κάνει σὲ πολὺ μεγάλο βαθμὸ ἀνοήτους. Κάποιος, ἐνῶ εἶναι ὕψους τριῶν πήχεων, ἀγωνίζεται
μὲ πεῖσμα νὰ φανὴ ψηλότερος ἀπὸ το βουνό, ἤ καὶ ἀκόμα παρὰ πάνω. Καὶ τεντώνει τον ἑαυτὸ του,
ὥστε νὰ ξεπεράση τὶς κορυφὲς των βουνῶν! Χρειάζεται ἄλλη ἀπόδειξις παραφροσύνης; Ἔτσι καὶ
ὅταν δῆς ἄνθρωπο ὑπερήφανο, πού θεωρεῖ τον ἑαυτὸ του ἀνώτερο ἀπὸ ὅλους καὶ νομίζει
ὑποτιμητικὸ τὸ νὰ ζῆ μαζὶ μὲ τὸν κόσμο! Μὴ ζητὰς ἄλλη ἀπόδειξη της παραφροσύνης του.
Στὴν περίπτωση των στίχων 33-50 ἡ προετοιμασία των μαθητῶν γιὰ το πάθος ἀποτελεῖ το κύριο
μέλημα του Διδασκάλου. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ κυριαρχοῦσα ἰδέα στὰ λόγια αὐτὰ εἶναι ἡ ἐπισήμανσης του
πνεύματος της θυσίας καὶ του πάθους. Ἐὰν ὁ Ἰησοῦς ἑκουσίως πορεύεται πρὸς τὸ πάθος ὡς
ἀποκορύφωμα του ἔργου Του, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι διαφορετικὸς ὁ δρόμος καὶ των μαθητῶν.
Στὰ πλαίσια του πνεύματος της θυσίας διακονεῖ ὁ ἡγέτης τοὺς ἀδελφούς. Παραιτεῖται ἀπὸ τὶς
φιλοδοξίες του. Στερεῖται προσφιλῶν προσώπων καὶ χρησίμων πραγμάτων, ἂν αὐτὰ γίνωνται αἰτία
σκανδαλισμοῦ. Χωρὶς αὐτὸ το πνεῦμα της προθυμίας καὶ της θυσίας ὁ μαθητὴς ἀποβαίνει ἄχρηστο
ἁλάτι.
Οἱ μαθητές, κρυφὰ ἀπὸ το Διδάσκαλο συζητοῦν. Προφανῶς ντρέπονται νὰ τοὺς ἀκούση ὁ
Χριστός. Μιλᾶνε γιὰ πρωτεῖα. Ἐκεῖνος τοὺς μιλάει γιὰ πόνο, καὶ αὐτοὶ σκέπτονται... θρόνο! Ἐκεῖνος
τοὺς δείχνει την ὁδὸ της ταπεινώσεως καὶ της διακονίας, καὶ ἐκεῖνοι συζητοῦν γιὰ το ποιὸς εἶναι
ἀνώτερος! «Καὶ ήλθεν εἰς Καπερναούμ. Καὶ ἐν τη οἰκία έπηρώτα αὐτοὺς· Τὶ ἐν τη ὁδῶ πρὸς ἑαυτοὺς
διελογίζεσθε; Οἱ δὲ ἐσιώπων: πρὸς άλλήλους γὰρ διελέχθησαν ἐν τη ὁδῶ τὶς μείζων» (στ. 33-34).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ Ἰησοῦς ἦρθε στὴν Καπερναούμ. Καὶ ὅταν μπῆκε σὲ σπίτι, ρώτησε
τοὺς μαθητὲς: “Τι συζητούσατε στὸ δρόμο μεταξὺ σας;” Αὐτοὶ ὅμως σιωποῦσαν. Γιατὶ στὸ δρόμο
συζητοῦσαν μεταξὺ τους, ποιὸς εἶναι ἀνώτερος!».
Οἱ εὐαγγελιστὲς δὲν ἀποκρύπτουν τὶς ἀδυναμίες των μαθητῶν. Καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ μία ἀκόμα
ἀπόδειξι της θεοπνευστίας της Γραφῆς καὶ της ἀξιοπιστίας της. Ἄλλωστε ὄχι μόνο ἀλλοιώθηκαν μὲ
τὴν αγιοπνευματικὴ ἀλλοίωσι οἱ μαθητές, ἀλλὰ καὶ ὅταν παρουσιάζωνται στὴν ὅλη ἐδῶ περικοπὴ
νὰ ἀσχολοῦνται μὲ πρωτοκαθεδρείες, καὶ πάλι δὲν ἐπιμένουν σὲ κάτι τέτοιο. Οὔτε κἂν ἄλλωστε
τόλμησαν φανερὰ νὰ παρουσιάσουν κενόδοξο αἴτημα στὸν Διδάσκαλο, ἀλλὰ μεταξὺ τους ἁπλῶς
κουβέντιασαν!
Παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μὴ το ἔγκλημα μόνον ἴδης, ἀλλὰ κάκείνο λογίζου: Πρώτον
μέν, ὅτι οὐδὲν των ένταύθα ζητούσιν (οἱ μαθηταί). Ἔπειτα, ὅτι καὶ τοῦτο ὕστερον τὸ πάθος
απέθεντο, καὶ των πρωτείων ἀλλήλοις παραχωρούσιν. Ἡμεῖς δὲ οὐδὲ εἰς τα ἐλαττώματα αὐτῶν
φθάσαι δυνάμεθα, οὐδὲ ζητοῦμεν τὶς μείζων ἐν τη βασιλεία των οὐρανῶν, ἀλλὰ τὶς μείζων ἐν τη
βασιλεία της γῆς, τὶς εύπορώτερος, τὶς δυνατώτερος» (Ε.Π.Ε. 11,326). Μετάφρασις: Μὴ βλέπης
μόνο το παράπτωμὰ τους, ἀλλὰ νὰ σκέπτεσαι καὶ τα ἑξῆς: Πρώτον μέν, ὅτι δὲν ζητοῦν τίποτα ἀπὸ
τα πράγματα του κόσμου αὐτοῦ. Ἔπειτα δέ, ὅτι καὶ αὐτὸ το πάθος (της κενοδοξίας) τὸ ἀπέβαλαν
καὶ παραχωροῦν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον τα πρωτεῖα. Ἐμεῖς ὅμως δὲν μποροῦμε οὔτε στὰ ἐλαττώματὰ
τους νὰ τοὺς μοιάσουμε, οὔτε ζητᾶμε νὰ μάθουμε ποιὸς εἶναι μεγαλύτερος στὴ βασιλεία των
οὐρανῶν, ἀλλὰ ποιὸς εἶναι πλουσιώτερος, ποιὸς εἶναι ἰσχυρότερος στὴ γῆ.

Ἀναποδογύρισμα κριτηρίων (στ. 35)


Ὁ Χριστὸς γνώριζε τὶ συζητοῦσαν οἱ μαθητές. Γιὰ μιὰ άκόμα φορὰ λυπήθηκε ποῦ δὲν Τὸν
κατανοοῦσαν. Ἀλλὰ δὲν ἐγκαταλείπει την προσπάθεια νὰ τοὺς προσγειώση στὴν πραγματικότητα
καὶ νὰ τοὺς δείξη, ὅτι ὁ τελευταῖος (λόγω ταπεινοφροσύνης) στὸν κύκλο Του, εἶναι ὁ πρῶτος στὰ
μάτια του Θεοῦ. «Καὶ καθίσας έφώνησε τοὺς δώδεκα καὶ λέγει αυτοὶς: Εἰ τὶς θέλει πρῶτος εἶναι,
έσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος» (στ. 35). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Κάθισε τότε
ὁ Ἰησοῦς καὶ φώναξε τοὺς δώδεκα καὶ τοὺς λέει: “Όποιος θέλει νὰ εἶναι πρῶτος, πρέπει νὰ εἶναι ὁ
τελευταῖος ἀπὸ ὅλους καὶ ὁ ὑπηρέτης όλων”».
Τὸ λόγιο του στίχου 35 ἀπαντᾶ μὲ κάποιες μικρὲς φραστικὲς παραλλαγές, ἀλλὰ μὲ το ἴδιο νόημα,
σὲ διάφορες συνάφειες των Συνοπτικῶν εὐαγγελίων: Στὴ διήγησι γιὰ τὸ αἴτημα των υἱῶν του
Ζεβεδαίου (Μάρκ. ι' 43-44. Ματθ. κ' 26-27), στὸν ἀποχαιρετιστήριο λόγο του Ἰησοῦ κατὰ το
Μυστικὸ Δεῖπνο (Λουκ. βκ' 24-27) καὶ στὴν κριτικὴ του Ἰησοῦ έναντίον των φαρισαίων (Ματθ. γκ'
11).
Ὁ Ἰησοῦς ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς μαθητὲς Του, τοὺς μέλλοντες ἡγέτες της Ἐκκλησίας, την ὁποία
πρόκειται νὰ θεμελιώση μὲ τὸν ἐπικείμενο σταυρικὸ Του θάνατο καὶ την ἀνάστασὴ Του. Ἐν ὄψει
του πάθους Του προετοιμάζει τοὺς μαθητὲς λέγοντας, ὅτι ἡ ὁδὸς γιὰ τα πρωτεῖα εἶναι ἡ αύτοθυσία,
ἡ ταπείνωσις καὶ ἡ διακονία... Μέγας καὶ πρῶτος εἶναι ἐκεῖνος, πού χρησιμοποιεῖ την ἡγετικὴ θέση,
ποῦ κατέχει, γιὰ νὰ διακονήση τοὺς ἄλλους κατὰ το πρότυπο του Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος προσφέρει ἐπὶ
του Σταυροῦ τη ζωὴ Του ὡς λύτρο γιὰ την ἐξαγορὰ της ἀνθρωπότητας ἀπὸ την αἰχμαλωσία του
Σατανὰ, ἀπὸ το σκλαβοπάζαρο της ἁμαρτίας καὶ του θανάτου (Μάρκ. ι' 41-45).
Πραγματικὸς ἡγέτης εἶναι ὄχι αὐτὸς πού κατεξουσιάζει τοὺς ἄλλους, ἀλλ' αὐτὸς ποῦ τοὺς
διακονεῖ καὶ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του πρὸς τοὺς ἐνδεεῖς, ταπεινοὺς καὶ ἀνίσχυρους, ὅπως εἶναι
τα παιδιά.
Φιλονικία μεταξὺ των μαθητῶν, γιὰ το ποιὸς εἶναι ἀνώτερος! Καὶ ἐκεῖνοι μὲν ἦλθε ἡ στιγμὴ πού
ταπεινώθηκαν πλήρως. Ἐμεῖς ὅμως ἐξακολουθοῦμε νὰ φρονοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτὸ μας ὅτι εἴμαστε
σπουδαῖοι! Καυχώμαστε κάποτε καὶ γιὰ την προέλευσὶ μας, γιὰ τη γενιὰ μας, γιὰ τοὺς προγόνους
μας, γιὰ τὸ ὄνομα πού κληρονομήσαμε. «Ὄνομα ἔρημον πραγμάτων». "Ὄνομα χωρὶς περιεχόμενο.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μὴ δὴ μέγα φρονῶμεν. Τὶ γὰρ έστι γένος; εἰπὲ μοι. Ούδέν, ἀλλ' ἤ
ὄνομα μόνον πράγματος ἔρημον καὶ τοῦτο είσεσθε κατὰ την ἡμέραν ἐκείνην» (Ε.Π.Ε. 11,356).
Μετάφρασις: Ας μὴ μεγαλοφρονούμε. Διότι, γιὰ πὲς μου, τὶ εἶναι το γένος; Ἀπολύτως τίποτε. Ἁπλῶς
εἶναι ὄνομα μόνο χωρὶς καμμιὰ ἀξία. Καὶ αὐτὸ θὰ το καταλάβετε καλὰ κατὰ την ἡμέρα ἐκείνη.
Νομίζουμε, ὅτι ὅσο ἀνεβαίνουμε, τόσο πιὸ μεγάλη ἐλευθερία ἔχουμε. Λάθος. Ὁ Χριστὸς λέει,
ὅτι ὅποιος θέλει νὰ εἶναι μεγάλος καὶ ἀληθινὰ ἐλεύθερος, νὰ εἶναι δοῦλος, δηλαδή, νὰ ἔχη μικρὴ
ἰδέα γιὰ τον ἑαυτὸ του, νὰ εἶναι διάκονος καὶ δοῦλος. Καὶ ἐξηγεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Διώξωμεν
τὴν ἀληθὴ ἐλευθερίας καὶ της πονηρὰς δουλείας ἀπαλλάξωμεν ἑαυτοὺς καὶ μήτε ἀρχῆς ὄγκον,
μήτε ἄλλο τὶ τοιοῦτον μακαριστὸν νομίζωμεν, ἀλλὰ ἀρετὴν μόνην» (Ε.Π.Ε. 11, 380). Μετάφρασις:
Ας ἐπιδιώξουμε την ἀληθινὴ ἐλευθερία καὶ ἂς ἀπαλλάξουμε τους ἑαυτοὺς μας ἀπὸ την πονηρὴ
δουλεία καὶ ἂς μὴ θεωροῦμε ἀξιομακάριστο οὔτε ἐκείνον πού κατέχει μεγάλο ἀξίωμα, οὔτε την
τυραννία του πλούτου, οὔτε ό,τιδήποτε ἄλλο παρόμοιο. Ἀξιομακάριστη εἶναι ἡ άρετη μόνο.

Τιμὴ στὰ παιδιὰ (στ. 36-37)


Δεῖγμα ταπεινοφροσύνης ὁ Χριστὸς φέρνει ἕνα μικρὸ παιδί. Το παιδὶ εἶναι καὶ ἁπλὸ καὶ ταπεινὸ
καὶ ἀθῶο καὶ ἀμέριμνο. «Καὶ λαβὼν παιδίον έστησεν αὐτὸ ἐν μέσω αὐτῶν, καὶ εναγκαλισάμενος
αὐτὸ είπεν αυτοὶς: Ός ἐὰν ὲν των τοιούτων παιδίων δέξηται ἐπὶ τῷ ὀνόματὶ μου, ἐμὲ δέχεται καὶ ὃς
ἐὰν ἐμὲ δέξηται, οὺκ ἐμὲ δέχεται, ἀλλὰ τὸν άποστείλαντὰ μὲ» (στ. 36-37). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Ύστερα πῆρε ὁ Ἰησοῦς ἕνα παιδάκι, το ἔστησε μπροστὰ τους, το ἀγκάλιασε καὶ
τοὺς εἶπε: “Όποιος θὰ τιμήση ἕνα τέτοιο παιδί στο όνομα μου (γιά μένα), εμένα τιμά. Καί όποιος
θα τιμήση εμένα, δεν τιμά εμένα, αλλά τιμά Αυτόν πού μέ απέστειλε στον κόσμο».
Ο Ιησούς παίρνει ένα παιδί, το αγκαλιάζει (ιδέ καί Μάρκ. ι' 13-16. Ματθ. ιθ' 13-15. Λουκ. ιη' 15-
17) καί τό παρουσιάζει από τη μια μεριά ως υπόδειγμα ταπεινώσεως, πρός το οποίο πρέπει να
εξομοιωθή κανείς για να εισέλθη στη βασιλεία του Θεού, και από την άλλη ως σύμβολο των
αδυνάτων, πού ο ηγέτης πρέπει να υπηρετή, καθώς και κάθε χριστιανός, άν επιθυμη νά είναι μέγας
και πρώτος στη βασιλεία του Θεού. Δέν προβάλλει ο Ιησούς εδώ το παιδί μόνο ως αντικείμενο της
δραστηριότητας των μαθητών, αλλά και ως υποκείμενο δράσεως, πρός το οποίο πρέπει να
εξομοιωθούν οι πιστοί. Το παιδί ως αδύναμο να στηριχθή στόν εαυτό του, έχει απόλυτη
εμπιστοσύνη στους μεγαλυτέρους του, περιμένοντας τα πάντα από αυτούς και αποτελώντας έτσι
πρότυπο ταπεινώσεως.
Κάθε πιστός, που έχει την απλότητα, την εμπιστοσύνη και την ταπεινοφροσύνη, παρομοιάζεται
με το μικρό παιδί. Εξηγεί ο ιερός Χρυσόστομος: «Παιδίον ενταύθα τούς ανθρώπους τούς ούτως
αφελείς φησι και ταπεινούς, καί άπερριμμένους παρά τους πολλούς, και ευκαταφρονήτους»
(Ε.Π.Ε. 11,330). Μετάφρασις: Παιδί στην περίπτωση αυτή ονομάζει ο Κύριος τούς ανθρώπους, που
είναι έτσι αφελείς και ταπεινοί και θεωρούνται από τους πολλούς ως περιφρονημένοι καί
ευκαταφρόνητοι.
Πολύ τρυφερή η σκηνή με το μικρό παιδί, πού το έφερε ο Χριστός στο μέσο για να το βλέπουν
όλοι και το άγκάλιασε φανερώνοντας την αξία που έχει. Όποιος, λέει Ιησούς Χριστός, δεχτη αυτό
το παιδί «έπί τω ονόματί μου», εμένα δέχεται. Και όποιος δέχεται εμένα, δέχεται τον Πατέρα πού
μέ απέστειλε.
Πόσο μεγάλη σημασία έχει η όψις της ταπεινοφροσύνης, πού τήν βλέπει κανείς στο πρόσωπο
του αθώου παιδιού! Και όχι μόνο την ταπεινοφροσύνη βλέπουμε στο μικρό παιδί, αλλά και άλλες
αρετές. Για το τι βλέπουμε στο παιδί, πού ο Χριστός έστησε ως δείγμα, λέει ο ιερός Χρυσόστομος:
«Φθόνου καθαρόν το παιδίον καί κενοδοξίας και του των πρωτείων εράν: καί τή μεγίστην κέκτηται
αρετήν, την αφέλειαν καί τό άπλαστον καί ταπεινόν. Ούκ άρα άνδρείας δεί μόνον, ουδέ
φρονήσεως, αλλά και ταύτης της αρετής, της ταπεινοφροσύνης λέγω και της αφελείας» (Ε.Π.Ε.
11,328). Μετάφρασις: Το παιδί είναι καθαρό από φθόνο, από κενοδοξία και από το να επιδιώκη
τα πρωτεία. Κατέχει την πιό μεγάλη ἀρετή, την ἀθωότητα. Ἔχει το ἀνυπόκριτο καὶ το ταπεινό. Ἄρα
δὲν χρειάζεται μόνο ἀνδρεία, οὔτε μόνο φρόνησις, ἀλλὰ κυρίως χρειάζεται ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ
ἡ ἁπλότητα.
Ὅποιος δέχεται ἕναν ἀπὸ τους περιφρονημένους, λέει ὁ Χριστός, ἐμένα δέχεται. «Καὶ λαβὼν
παιδίον έστησεν αὐτὸ ἐν μέσω αὐτῶν, καὶ εναγκαλισάμενος αὐτὸ είπεν αυτοὶς: "Ος ἐὰν ὲν των
τοιούτων παιδίων δέξηται ἐπὶ τῷ ὀνόματὶ μου, ἐμὲ δέχεται καὶ ὃς ἐὰν ἐμὲ δέξηται, οὺκ ἐμὲ δέχεται,
ἀλλὰ τὸν ἀποστείλαντὰ μὲ» (στ. 36-37).
Ἡ τιμὴ σὲ ἕνα περιφρονημένο «διαβαίνει» ὄχι ἁπλῶς σ' ἐμένα, λέει ὁ Κύριος, ἀλλὰ καὶ στὸν
Πατέρα ποῦ μὲ ἀπέστειλε. Καὶ τονίζει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πόσην των ευκατοφρονήτων καὶ
των απολλυμένων ποιεῖται σπουδήν, ἀπειλῶν τε ἀνήκεστα κακὰ τοῖς υποσκελίζουσιν αὐτούς, καὶ
μεγάλα επαγγειλάμενος άγαθὰ τους θεραπεύουσι καὶ έπιμελουμένοις, καὶ παρ' ἑαυτοῦ πάλιν το
ὑπόδειγμα φέρων καὶ παρὰ του Πατρὸς» (Ε.Π.Ε. 11,380). Μετάφρασις: Πόση ἀγάπη καὶ φροντίδα
δείχνει ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς μικροὺς καὶ περιφρονημένους καὶ τοὺς χαμένους! 'Ἀπειλεῖ μὲν μὲ
ἀνυπόφορα κακὰ αὐτοὺς πού τους παραβλέπουν, ὑπόσχεται δὲ μεγάλα ἀγαθὰ σ' αὐτοὺς πού τους
βοηθοῦν καὶ τοὺς φροντίζουν, προβάλλοντας καὶ πάλι ὡς παράδειγμα καὶ τὸν ἑαυτὸ Του καὶ τὸν
Πατέρα Του.
Ὁ Χριστὸς ἐνδιαφέρεται καὶ γιὰ τὸν ἕνα, τὸν θεωρούμενο μικρὸ καὶ ἄσημο. Αὐτὸ περιγράφει καὶ
ἡ παραβολὴ του ἀπολωλότος προβάτου (Λουκ. ἰὲ' 5). "Ἄν Ἐκεῖνος, ὁ Μεγάλος Θεὸς καὶ Σωτήρας,
νοιάζεται καὶ γιὰ τὸν θεωρούμενο τελευταῖο ἄνθρωπο, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ
ενδιαφερόμαστε καὶ νὰ μὴ περιφρονοῦμε ἐμεῖς, πού οἱ ἄλλοι εἶναι σύνδoυλoί μας. Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Εἰ ὁ Θεὸς οὕτω χαίρει ἐπὶ το μικρὸ το ευρεθέντι, πὼς σὺ καταφρονεῖς των τῷ Θεῶ
περισπουδάστων, δέον καὶ την ψυχὴν αὐτὴν προέσθαι ὑπὲρ ἑνὸς των μικρῶν τούτων; Ἀλλ' ἀσθενὴς
έστι καὶ εὐτελής; Δι' αὐτὸ μὲν οὺν τοῦτο μάλιστα πάντα δεῖ ποιείν, ὥστε αὐτὸν διασώζειν. Καὶ γὰρ
καὶ αὐτὸς τα ενενηκονταεννέα αφεὶς πρόβατα, ἐπ' ἐκεῖνο ἦλθε, καὶ οὐκ ἴσχυσε των τοιούτων ἤ
σωτηρία συσκιάσαι του ἑνὸς την ἀπώλειαν» (Ε.Π.Ε. 11,378). Μετάφρασις: Ἄν ὁ Θεὸς χαίρεται γιὰ
ἕνα μικρὸ θεωρούμενο ἄνθρωπο πού βρέθηκε καὶ σώθηκε, πὼς ἐσὺ περιφρονεῖς αὐτοὺς πού
συγκεντρώνουν τόση φροντίδα του Θεοῦ, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε ἀκόμα καὶ τη ζωὴ σου νὰ θυσιάζης γιὰ
ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τους μικρούς; Θὰ πῶς ἴσως, ὅτι εἶναι τελείως ἄσημος καὶ ἀδύνατος. Μὰ ἀκριβῶς
γι' αὐτὸ το λόγο ὀφείλουμε τα πάντα νὰ κάνουμε, ὥστε νὰ τὸν σώσουμε. Διότι καὶ ὁ Χριστὸς ἄφησε
τα ἐνενήντα ἐννέα καὶ πῆγε στὸ ἕνα. Δὲν μποροῦσε ἡ σωτηρία τόσων πολλῶν νὰ ἐμποδίση την
άπώλεια του ἑνός.

38 ᾿Απεκρίθη αὐτῷ ὁ ᾿Ιωάννης λέγων· διδάσκαλε, εἴδομέν τινα ἐν τῷ ὀνόματί σου ἐκβάλλοντα
δαιμόνια, ὃς οὐκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν, καὶ ἐκωλύσαμεν αὐτόν, ὅτι οὐκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν. 39 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς
εἶπε· μὴ κωλύετε αὐτόν· οὐδεὶς γάρ ἐστιν ὃς ποιήσει δύναμιν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου καὶ δυνήσεται
ταχὺ κακολογῆσαί με. 40 ὃς γὰρ οὐκ ἔστι καθ᾿ ὑμῶν, ὑπὲρ ὑμῶν ἐστιν. 41 ὃς γὰρ ἂν ποτίσῃ ὑμᾶς
ποτήριον ὕδατος ἐν τῷ ὀνόματί μου, ὅτι Χριστοῦ ἐστε, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν
αὐτοῦ.

Δὲν εἶναι δικὸς μας (στ. 38)


Στὸ ἐπεισόδιο των στίχων 38-40 ἐμφανίζεται ἐπὶ σκηνῆς ὁ Ἰωάννης (ὁ ευαγελιστής), ὁ ὁποῖος
σπανιότατα μιλάει κατὰ τοὺς Συνοπτικοὺς εὐαγγελιστές. Ρωτάει τὸν Κύριο γιὰ κάποιον, ποῦ
ἀληθινὰ ἔβγαζε δαιμόνια, χωρὶς ὅμως νὰ ἀνήκη στὸν κύκλο τους: «Ἀπεκρίθη αυτὼ ὁ Ἰωάννης
λέγων: Διδάσκαλε, εἴδομὲν τινὰ ἐν τῷ ὀνόματὶ σου ἐκβάλλοντα δαιμόνια, ὃς οὺκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν,
καὶ εκωλύσαμεν αὐτόν, ὅτι οὐκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν» (στ. 38). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἔλαβε το
λόγο ὁ Ἰωάννης καὶ εἶπε στὸν Ἰησοῦ “Διδάσκαλε, εἴδαμε κάποιον νὰ βγάζη δαιμόνια μὲ το ὄνομὰ
σου, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀπὸ ἐκείνους πού μας ἀκολουθοῦν. Τὸν έμποδίσαμε, ἀκριβῶς διότι δὲν εἶναι
δικὸς μας”».
Ἄνθρωποι ἁπλοὶ μιμοῦνταν τους ἀποστόλους. καὶ μὲ τὴν ἐπίκληση του ὀνόματος του Χριστοῦ
ἔδιωχναν τα δαιμόνια, χωρὶς νὰ ἀνήκουν ἀκόμα στὸν κύκλο των ἀποστόλων, τὸν στενὸ καὶ το
εὐρύτερο. Εἶχαν δίκιο οἱ μαθητές, κρίνοντας την περίπτωσι ὡς ἀπαράδεκτη, διότι ἡ ἁρμόζουσα
θέσις γιὰ κάθε μαθητὴ πού ἐργάζεται στὸ ὄνομα του Χριστοῦ, εἶναι πλησίον του ἴδιου του Χριστοῦ
καὶ της ἀποστολικῆς Του Ἐκκλησίας. Δὲν γνώριζαν ὅμως οἱ μαθητὲς αὐτὸ πού ὁ Χριστὸς ὡς
καρδιογνώστης γνώριζε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ «ἐξορκιστὴς», ἦταν ταπεινὸς καὶ πίστευε στὸν
Ἰησοῦ ὡς ἀπεσταλμένο του Θεοῦ Πατέρα καὶ ἐνεργοῦσε μόνο μὲ τη δικὴ Του δύναμι.
Ἡ συζήτησις σχετικὰ μὲ ἕνα τέτοιο ἀνώνυμο καὶ ἄγνωστο μαθητὴ του Χριστοῦ, διασώζεται καὶ
ἀπὸ το Λουκᾶ (θ' 49-50), καὶ μάλιστα στὴν ἴδια συνάφεια μὲ τὸ Μάρκο, δηλαδὴ μετὰ την δεύτερη
πρόρρηση του πάθους (Λουκ. θ' 44-45) καὶ την ἀπάντηση του Ἰησοῦ στοὺς διαλογισμοὺς των
μαθητῶν γιὰ το «τὶς ἂν είη μείζων αὐτῶν;» (Λουκ. θ' 46-48).
Δὲν προέβη στὴν ἐρώτηση του ὁ Ἰωάννης ἀπὸ φθόνο, ἀλλ' ἀπὸ φόβο, μήπως ἐνεργοῦσε
λαθεμένα ὁ ἄνθρωπος ποῦ ἔβγαζε δαιμόνια καὶ ἐξέθετε ἔτσι καὶ το ὄνομα του Ἰησοῦ, ποῦ
έπεκαλείτο. Ἀλλὰ καὶ γιὰ λόγους ἑνότητας ἐρωτᾶ. Όσοι ἀκολουθοῦν τον Χριστὸ ἤ λένε ὅτι ἐνεργοῦν
στὸ ὄνομὰ Του, ὀφείλουν νὰ ἀνήκουν στὸ σῶμα του Χριστοῦ. «Ἴνα πάντες ὲν ὦσιν» (Ιωάν. ιζ' 21).
Ἐμεῖς ἀπὸ τὶ κινούμαστε, ὅταν λέμε, «δὲν τὸν ξέρουμε! δὲν μᾶς ἀκολουθεῖ!»; Δὲν εἶναι στὴν
ὁμάδα μας! Δὲν εἶναι δικὸς μας! Ὁ κίνδυνος ὁμαδοποιήσεως ἐλλοχεύει στὴ ζωὴ της Ἐκκλησίας, ποῦ
δὲν εἶναι κόμμα, ἀλλ' εἶναι σῶμα. Μερικοί, ποῦ συνδεόμαστε ἰδιαίτερα ἤ ἀνήκουμε σὲ κάποια
ἱεραποστολικὴ προσπάθεια, ἤ ξεχωρίζουμε στὴν ἀγάπη μας κάποιον πνευματικὸ καὶ «γέροντα»,
γινόμαστε σὰν μιὰ θρησκευτικὴ «κάστα». Ἀποτελοῦμε στενὸ κύκλωμα, τόσο πολὺ χαρακωμένο μὲ
τὸν ὁμαδικὸ ἐγωισμό, ὥστε κάθε ἄλλον τὸν θεωροῦμε ξένο. Δὲν ἀναγνωρίζουμε το ἔργο του, κι ἂς
εἶναι σωστό, κι ἂς ορθοτομεὶ το λόγο της ἀλήθειας, κι ἂς ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία. «Στὴν Ἐκκλησία
ἀνήκει, σὲ μᾶς δὲν ἀνήκει!». «Οὺκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν».
Μπορεῖ κάποιος νὰ ἔχη τη σφραγίδα του Οὐρανοῦ, καλεσμένος ἀπὸ τον Κύριο, ὅπως ὁ Σαύλος.
Αἰσθάνεται ὲν τούτους στὴν ἀρχὴ «ἄβολα» μέχρι νὰ γίνη ἀποδεκτὸς ἀπὸ τους ἀνθρώπους, ἀπὸ
τους ἀποστόλους. «Παραγενόμενος ὁ Σαύλος εἰς Ἱεροσόλυμα έπειράτο κολλάσθαι τους μαθηταὶς
καὶ πάντες ἐφοβοῦντο αὐτὸν μὴ πιστεύοντες ὅτι έστι μαθητὴς» (Πράξ. θ' 26). Οἱ ἐπιφυλάξεις των
ἀποστόλων βεβαίως ἦσαν δικαιολογημένες. Κρατοῦσαν τὸν Σαύλο σὲ ἀπόσταση, διότι δὲν εἶχαν
ἀκόμα σαφὴ μαρτυρία της ἐπιστροφῆς του, της εἰλικρινείας του καὶ της γνησιότητὰς του.
Χρειάστηκε ἕνας Βαρνάβας νὰ τον πάρη ἀπὸ το χέρι καὶ νὰ τον ἐντάξη στὸ σῶμα της Ἐκκλησίας, μὲ
την δικὴ του ἐγγύησι. Ἡ έπιφύλαξις της Ἐκκλησίας γιὰ ἕνα πρόσωπο ἐπιβάλλεται, μέχρις ὅτου
διαπιστωθῆ ὅτι το πρόσωπο αὐτὸ εἶναι ὀρθόδοξο στὴν πίστι καὶ ἡ προσχώρησὶς του διακρίνεται
γιὰ την ἁγνότητα των προθέσεων, γιὰ τὸν ταπεινὸ ἱεραποστολικὸ ζῆλο, καὶ γιὰ τὴν ολόθερμη καὶ
ἰσορροπημένη ἀφιέρωσι.
Ἐκεῖνο, ποῦ εἶναι ἀπαράδεκτο, εἶναι ἡ ὁμαδοποίησις των πιστῶν. Αὐτό, ποῦ πῆγε νὰ συμβῆ στὴν
πρώτη ἐκκλησία της Κορίνθου: «Ἐγὼ εἶμαι του Παύλου!». «Ἐγὼ εἶμαι του 'Απολλώ!». «Ἐγὼ εἶμαι
του Κηφά!». «Ἐγὼ εἶμαι του Χριστοῦ!» (Α' Κορ. α' 12-13). Όλοι ἀνήκουμε στὸ Χριστό, ποῦ δὲν
μποροῦμε νὰ Τὸν κομματιάζουμε ἤ νὰ Τὸν μετατρέπουμε καὶ Αὐτὸν σὲ ἀρχηγὸ μίας ὁμάδας. Καὶ
πάντοτε θὰ ἰσχύη ὁ κανόνας, πού ἔθεσε ὁ Κύριος στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποῦ ἐξηγοῦμε: «Ός
οὺκ έστι καθ' ὑμῶν, ὑπὲρ ὑμῶν έστιν» (στ. 40).

Ὁ μὴ καθ' ἡμῶν εἶναι μεθ' ἡμῶν (στ. 39-40)


Ἡ στάσις του Ἰωάννη, ποῦ ἐμπόδισε κάποιον νὰ θεραπεύη δαιμονισμένους ἀνθρώπους μὲ
ἐπίκληση του ὀνόματος του Ἰησοῦ γιὰ τὸ λόγο ὅτι δὲν ἀνῆκε στὸ στενὸ κύκλο των μαθητῶν, δὲν
βρίσκει σύμφωνο τὸν Ἰησοῦ. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε: Μὴ κωλύετε αὐτὸν οὐδεὶς γὰρ έστιν ὃς ποιήσει
δύναμιν ἐπὶ τῷ ὀνόματὶ μου καὶ δυνήσεται ταχὺ κακολογῆσαὶ μέ. “Ός γὰρ οὐκ έστι καθ' ὑμῶν, ὑπὲρ
ὑμῶν έστιν» (στ. 39-40). Ἀπὸδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε: “Μή τὸν έμποδίζετε.
Διότι δὲν ὑπάρχει κανείς, ποῦ θὰ κάνη θαῦμα μὲ το ὄνομὰ μου, καὶ γρήγορα (ἀμέσως) θὰ μιλήση
ἄσχημα γιὰ μένα. Ὅποιος, λοιπόν, δὲν εἶναι ἐναντίον σας, εἶναι μὲ το μέρος σας”».
Ὁ Χριστὸς μὲ τὸ κήρυγμὰ Του γενικότερα, ἀλλὰ κυρίως μὲ τὴ σταυρικὴ Του θυσία διασπᾶ κάθε
ἔννοια ἰουδαϊκῆς ἀποκλειστικότητας καὶ καλεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ γίνουν μέτοχοι της
δωρεὰς Του. Ἔτσι δίνει ὁ Χριστὸς οίκουμενικὲς διαστάσεις στὴν Ἐκκλησία ποῦ θεμελιώνει.
Δὲν πρέπει νὰ βλέπουν οἱ μαθητὲς μὲ ἀνταγωνιστικὴ διάθεση αὐτοὺς ποῦ, ἐπικαλούμενοι τη
δύναμη του ὀνόματος του Ἰησοῦ, θαυματουργοῦν ὅπως καὶ ἐκεῖνοι.
Ἐκεῖνος, στὸν ὁποῖον ἀναφερόταν ὁ Ἰωάννης, πίστευε στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἐνεργοῦσε
ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μὲ τη δύναμι Ἐκείνου, πραγματικὰ ἔβγαζε δαιμόνια, ἐκινεῖτο ἀνιδιοτελῶς
καὶ δὲν ἔκανε κάτι πρὸς ἴδιον ὄφελος ἤ πρὸς δικὴ του προβολή. Μὲ μιὰ λέξι δὲν ἦταν «ἀγύρτης»,
οὔτε ἐγωιστής, νὰ θέλω νὰ κινῆται ἀποκομμένος ἀπὸ το σῶμα του Χριστοῦ, «ὅ έστιν ἡ ἐκκλησία»
(Κολοσ. α' 24).
Ὁ Χριστὸς ἀπάντησε στὸν Ἰωάννη καὶ στοὺς ἄλλους μαθητὲς Του: Μὴ τον ἐμποδίζετε. «Μὴ
κωλύετε αὐτὸν οὐδεὶς γὰρ έστιν ὃς ποιήσει δύναμιν ἐπὶ τῷ ὀνόματὶ μου καὶ δυνήσεται ταχὺ
κακολογῆσαὶ μέ. Ος γὰρ οὐκ έστι καθ' ὑμῶν, ὑπὲρ ὑμῶν έστιν» (στ. 39-40). Τὸ νὰ βγάζη δαιμόνια
καὶ νὰ καταλύη ἔτσι το κράτος του διαβόλου καὶ νὰ ἐνεργὴ γνήσια στὸ ὄνομα του Ἰησοῦ καὶ νὰ
ὀμολογῶ ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἀπεσταλμένος ἀπὸ τον Πατέρα καὶ νὰ ἀποδίδη την τιμὴ στὸν Ἰησοῦ πού
εἶναι ἡ πηγὴ της χάριτος, ὅλα αὐτὰ εἶναι σημάδια ἀγαθότητας καὶ ἁγνότητας. Δὲν πρέπει, λοιπόν,
νὰ παρεμποδίζεται ἕνας ποῦ μὲ ἀγαθὴ διάθεσι μιλάει σωστὰ γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἐνεργεῖ θαυμαστὰ
πράγματα μὲ το ὄνομα του Χριστοῦ. «Εἴτε προφάσει εἴτε ἀληθείᾳ, Χριστὸς καταγγέλλεται» (Φιλιπ.
α' 18).
Δὲν πρέπει νὰ κατακρίνωνται καὶ νὰ ἐμποδίζωνται οἱ ἄλλοι, ὅταν ἐνεργοῦν στὸ ὄνομα του Ἰησοῦ
καὶ συνεπῶς δὲν εἶναι πολέμιοὶ Του. Ἡ Ἐκκλησία του Χριστοῦ θὰ τοὺς συμπεριλάβη στοὺς κόλπους
της, ἀφοῦ ἐνεργοῦν στὸ ὄνομα του ἰδίου Κυρίου.
Στὴ ζωὴ δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι οὐδέτερος. Τὸ πρόσωπο του Ἰησοῦ Χριστοῦ, του Υἱοῦ του
Θεοῦ καὶ Σωτῆρος του κόσμου, προκαλεῖ. Ἀδιάφορος κανεὶς δὲν θὰ προσπεράση μπροστὰ ἀπὸ το
πρόσωπὸ Του.
Στὸ πέρασμα της ζωῆς δὲν εἶναι νοητὸ καὶ ἐπιτρεπτὸ νὰ μείνη κανεὶς «ψυχρὸ μάρμαρο». Ἤ εἶναι
μαζὶ μὲ τον Ἰησοῦ καὶ «συνάγει», δηλαδή, συντελεῖ στὸ ἔργο της συγκεντρώσεως καὶ συγκροτήσεως
του λαοῦ του Θεοῦ, της Ἐκκλησίας (Ιωάν. ἴα' 52), ἤ σκορπίζει καὶ διαλύει τοὺς ἀνθρώπους, σὲ
συνεργασία μὲ το Σατανὰ. Όποιος δὲν εἶναι μὲ τὸν Ἰησοῦ εἶναι μὲ τὸ Σατανὰ. Γιατὶ οὐδετερότητα σ'
αὐτὸ το θέμα δὲν νοεῖται.
Ἕνας καὶ ὁ αὐτὸς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι συγχρόνως καὶ φίλος καὶ ἐχθρός. Φιλία καὶ
ἔχθρα εἶναι ἀντίθετα καὶ ἀσυμβίβαστα. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνυπάρχουν.
Ἡ τοποθέτησις ὑπὲρ ἤ κατὰ του Ἰησοῦ εἶναι ἀναπόφευκτη. Κατὰ ἤ ὑπέρ; Τρίτος δρόμος δὲν
ὑπάρχει. Φῶς ἤ σκοτάδι! Ἀλήθεια ἤ ψέμα!
Ἡ ἐπερχόμενη κρίσιμη στιγμὴ του πάθους του Ἰησοῦ δὲν ἀφήνει περιθώρια κατακρίσεως των
ἄλλων, ὅταν μάλιστα αὐτοὶ ἐργάζονται γιὰ το εὐαγγέλιο καὶ την ἀλήθεια. Σαφὴς εἶναι ἡ
ἀπαγόρευσις του Ἰησοῦ: «“Μή κωλύετε αὐτὸν οὐδεὶς γὰρ έστιν ὃς ποιήσει δύναμιν ἐπὶ τῷ ὀνόματὶ
μου καὶ δυνήσεται ταχὺ κακολογῆσαὶ με”» (στ. 39). Το ἔργο του Θεοῦ ἔχει πάντοτε ἀνάγκη γνησίων
ἐργατῶν. Ας μὴ τοὺς κακολογοῦμε, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἐπιτρέπουμε νὰ ἐργάζονται ἀποστολικὰ καὶ
νὰ τοὺς βοηθᾶμε.
Δὲν πρέπει νὰ κατακρίνονται καὶ νὰ ἐμποδίζωνται οἱ ἄλλοι, ὅταν ἐνεργοῦν ἐν ὀνόματι του
Χριστοῦ καὶ συνεπῶς δὲν εἶναι ἀντίπαλοὶ Του. Εὔκολα κάποτε, μὲ τὴν άρρωστημένη μας
θρησκοληψία, βγάζουμε ἔξω ἀπὸ τον κύκλο των ἐργατῶν της Ἐκκλησίας ἀνθρώπους, μὲ τους
ὁποίους ἔχουμε δευτερευούσης σημασίας διαφωνίες. Αὐτοὶ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποβοῦν σιγά-σιγά
ἐνεργὰ μέλη καὶ διάκονοι της Ἐκκλησίας, ἂν τύχουν κατανοήσεως καὶ συμπαραστάσεως ἐκ μέρους
των ὑπευθύνων του ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου.
Στὸ χῶρο της Ἐκκλησίας ὑπάρχει ἐργασία. Χωρᾶνε πολλοί. Χωρᾶνε ὅλοι. Ἐκεῖ ποῦ χωλαίνει το
πράγμα, εἶναι ἡ συνεργασία. Καὶ ἡ συνεργασία εἶναι δύσκολη, κάποτε καὶ ἀδύνατη, γιατὶ ἡ ἐργασία
δὲν εἶναι όρθὴ καὶ ἀπὸ πλευρὰς πίστεως καὶ ἀπὸ πλευρὰς ὀργανώσεως καὶ ἀπὸ πλευρὰς
έλατηρίων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πλευρὰς κλήσεως.

Ἕνα ποτήρι νερὸ γιὰ τον Χριστό! (στ. 41)


Δὲν ἀπορρίπτεται ἡ στάσις του ἐξορκιστὴ, πού βγάζει δαιμόνια στὸ ὄνομα του Χριστοῦ, γιατί,
ἂν καὶ δὲν βρίσκεται στὸν κύκλο των Δώδεκα, προσφέρει ὑπηρεσία στὸ αντισατανικὸ ἔργο του
Χριστοῦ.
Κάθε ὑπηρεσία, πού προσφέρεται στὸ θεῖο αὐτὸ ἔργο, μαρτυρεῖ τοποθέτησι ὑπὲρ του Χριστοῦ.
Αὐτὸ τονίζει ὁ Ἴδιος στὸν ἑπόμενο στίχο: «Ος γὰρ ἂν ποτίση ὑμᾶς ποτήριον ὕδατος ἐν τῷ ὀνόματὶ
μου, ὅτι Χριστοῦ έστε, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέση τον μισθὸν αυτού”» (στ. 41). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «“Και ὅποιος θὰ σας ποτίση ἕνα ποτήρι νερὸ στὸ ὄνομὰ μου, διότι δηλαδὴ εἶστε
του Χριστοῦ, ἀληθινὰ σᾶς λέω, δὲν θὰ χάση το μισθὸ του”».
Σὰν νὰ λέη ὁ Χριστὸς: Ὄχι μόνο αὐτὸν πού κάνει θαύματα στὸ ὄνομὰ μου δὲν ἐμποδίζω, ἀλλὰ
καὶ ἀμείβω ἐκείνον, ποῦ στὸ ὄνομὰ μου σας προσφέρει ἕνα ποτήρι κρύο νερό. Εἶναι σὰν νὰ σας
ἀποδέχεται. Καὶ ὅποιος ἀποδέχεται ἐσᾶς, δέχεται ἐμένα. Καὶ ὅποιος δέχεται ἐμένα, δέχεται τον
Πατέρα τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ποῦ μὲ ἀπέστειλε.
Ἀκόμα καὶ ἡ προσφορὰ ἑνὸς «ποτηρίου ὕδατος» στοὺς μαθητὲς κατὰ το ἱεραποστολικὸ τους
ἔργο, δὲν θὰ μείνη χωρὶς ἀμοιβή. Ἐκεῖνο πού μετράει δὲν εἶναι ἡ ποιότητα του δώρου, το πόσο
πολύτιμο εἶναι, ἀλλ' ἡ ἀγάπη του προσφέροντος καὶ ἡ καλὴ του πρόθεσις. Μ' αὐτὸ το μέτρο
περισσότερη ἀξία ἔχει το δίλεπτο της χήρας (Μάρκ. ιβ' 42. Λουκ. κα΄ 2-3) ἀπὸ τὶς μεγάλες δωρεές,
πού κάνουν πολλοὶ ἐκ του περισσεύματος καὶ ἀπὸ ἐπίδειξι.
Ἡ προσφορά, μικρὴ ἤ μεγάλη, γίνεται σὲ κάθε μαθητὴ, σὲ κάθε πιστό, σὲ κάθε φτωχό, σὲ κάθε
διψασμένο. Ας θυμηθοῦμε το «εδίψησα καὶ ἐποτίσατὲ μὲ» (Ματθ. κε' 35). Ας μὴ ξεχνᾶμε, ὅτι
ἀνήκουμε στὸν Χριστό. «Χριστοῦ έστε» (στ. 41). Εἴμαστε του Χριστοῦ. Εἶναι ὑψίστη τιμὴ γιὰ τοὺς
χριστιανοὺς το ὅτι ἀνήκουν στὸν Χριστό. Ἔχουν συνδεθῆ μαζὶ Του. Εἶναι μέλη του σώματὸς Του
(Εφεσ. ε' 30).

42 Καὶ ὃς ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, καλόν ἐστιν αὐτῷ
μᾶλλον εἰ περίκειται λίθος μυλικὸς περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ βέβληται εἰς τὴν θάλασσαν. 43 καὶ
ἐὰν σκανδαλίζῃ σε ἡ χείρ σου, ἀπόκοψον αὐτήν· καλὸν σοί ἐστι κυλλὸν εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν, ἢ
τὰς δύο χεῖρας ἔχοντα ἀπελθεῖν εἰς τὴν γέενναν, εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, 44 ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν
οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται. 45 καὶ ἐὰν ὁ πούς σου σκανδαλίζῃ σε, ἀπόκοψον αὐτόν· καλὸν
σοί ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν χωλόν, ἢ τοὺς δύο πόδας ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὴν γέενναν, εἰς τὸ
πῦρ τὸ ἄσβεστον, 46 ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται. 47 καὶ ἐὰν ὁ
ὀφθαλμός σου σκανδαλίζῃ σε, ἔκβαλε αὐτόν· καλὸν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰσελθεῖν εἰς τὴν
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἢ τοὺς δύο ὀφθαλμοὺς ἔχοντα ἀπελθεῖν εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός, 48 ὅπου ὁ
σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται. 49 πᾶς γὰρ πυρὶ ἁλισθήσεται, καὶ πᾶσα θυσία
ἁλὶ ἁλισθήσεται. 50 καλὸν τὸ ἅλας· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας ἄναλον γένηται, ἐν τίνι αὐτὸ ἀρτύσετε; ἔχετε ἐν
ἑαυτοῖς ἅλας καὶ εἰρηνεύετε ἐν ἀλλήλοις.

Φρικτὰ ἔνοχος ὁ σκανδαλίζων (στ. 42)


Παραπάνω εἶπε ὁ Χριστός, ὅτι ὅποιος προσφέρει ἕνα ποτήρι νερό, μία τόσο ἁπλὴ ἀλλὰ
ἀναγκαία προσφορά, αὐτὸς θὰ ἀμειφθῆ. Στὴ συνέχεια ὅμως μιλάει γιὰ το ἀντίθετο, γιὰ τιμωρία
ἐκείνου, πού ὄχι μόνο δὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ καὶ σκανδαλίζει. Ἄξια τιμωρίας ἡ ἀντίστροφη τοποθέτησις
μὲ την παροχὴ ἐμποδίων (σκάνδαλα) καὶ μάλιστα μὲ τὸν σκανδαλισμὸ τους. Αὐτὸ τονίζεται στὸν
ἑπόμενο στίχο: «“Και ὃς ἂν σκανδαλίση ἕνα των μικρῶν τούτων των πιστευόντων εἰς ἐμέ, καλὸν
έστιν αυτὼ μᾶλλον εἰ περίκειται λίθος μυλικὸς περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ βέβληται εἰς τὴν
θάλασσαν”» (στ. 42). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Καί ὅποιος γίνη ἀφορμὴ νὰ κλονιστῆ ἕνας
ἀπ' αὐτοὺς τοὺς μικροὺς πού πιστεύουν σὲ μένα, το καλύτερο γι' αὐτὸν εἶναι νὰ κρεμάση μιὰ
μυλόπετρα στὸ λαιμὸ του καὶ νὰ πέση στὴ θάλασσα”».
Ὁ στίχος 42, ἂν καὶ φραστικὼς συνδέεται μὲ τα ἑπόμενα (43-48), ὅπου ὁ λόγος περὶ
σκανδαλισμοῦ, ἑρμηνεύεται καὶ μὲ τὸ στίχο 41 (προηγούμενο), γιατὶ καὶ στοὺς δυὸ αὐτοὺς στίχους
(41 καὶ 42) γίνεται λόγος γιὰ τη στάση των ἀνθρώπων ἀπέναντι στοὺς μαθητές. Στὸν πρῶτο γιὰ τὴ
θετικὴ στάσι, στὸν δεύτερο γιὰ τὴν ἀρνητική.
Προτοῦ νὰ δοῦμε τα περὶ σκανδαλισμοῦ, ἂς δοῦμε τὶ εἶναι το σκάνδαλο. Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Τὶ δὲ έστι, “τα σκάνδαλα”; Τα κωλύματα της ὀρθῆς ὁδοῦ. Οὕτω καὶ ἐπὶ της σκηνῆς
τοὺς περὶ ταῦτα δεικνὺς καλούσι, τοὺς τα σώματα διαστρέφοντας. Οὐ τοίνυν ἤ πρόρρησις αὐτοῦ
τα σκάνδαλα ἄγει άπαγε" ούδὲ ἐπειδὴ προεῖπε, διὰ τοῦτο γίνεται ἀλλ' ἐπειδὴ πάντως έμελλεν
έσεσθαι, διὰ τοῦτο προείπεν» (Ε.Π.Ε. 11,356). Μετάφρασις: Τὶ εἶναι τα σκάνδαλα; Εἶναι τα ἐμπόδια
στὸν ὀρθὸ δρόμο. Ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι του θεάτρου ὀνομάζουν αὐτοὺς πού εἶναι ἐπιτήδειοι σ'
αὐτὰ τα πράγματα, αὐτοὺς πού διαφθείρουν τα σώματα. Ἑπομένως τα σκάνδαλα δὲν τὰ
δημιουργεῖ ἡ πρόρρησις τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. ιη' 7): ὄχι δά, αλλοίμονο! Οὔτε ἐπειδὴ προεῖπε, γι'
αὐτὸ συμβαίνουν αὐτά, ἀλλ' ἐπειδὴ ἐπρόκειτο ὁπωσδήποτε νὰ συμβοῦν, γι' αὐτὸ τα προεῖπε.
Γίνεται λόγος γιὰ τοὺς μικρούς, ποῦ σκανδαλίζονται. Καὶ σ' ἄλλα σημεῖα των εὐαγγελίων
χρησιμοποιοῦνται παρόμοιες ἐκφράσεις, μὲ τὶς ὁποῖες νοοῦνται οἱ χριστιανοί, ποῦ δὲν στηρίζονται
στὶς δικὲς τους δυνάμεις, ἀλλ' ἐξαρτῶνται μὲ ἐμπιστοσύνη ἀπὸ τον Θεὸ Πατέρα. Ἔτσι π.χ.
χαρακτηρὶζονται ὡς «πτωχοὶ» ἤ «πτωχοὶ τῷ πνεύματι», «ἐλάχιστοι άδελφοὶ του Υἱοῦ του
ἀνθρώπου» κ.λπ.. Καὶ ἡ ἔκφρασις του ἑρμηνευομένου στίχου «οἱ μικροὶ οὗτοι οἱ πιστεύοντες»
δηλώνει ὄχι τους μικροὺς στὴν ἡλικία οὔτε τους μαθητὲς μόνο, ἀλλὰ τοὺς ἀσήμους κατὰ κόσμον
χριστιανούς, τοὺς περιφρονημένους ἀπὸ τοὺς φαρισαίους ἤ ἄλλους κατὰ κόσμον ἰσχυρούς.
Χρησιμοποιεῖ την εἰκόνα της μυλόπετρας ὁ Ἰησοῦς γιὰ νὰ δείξη τὶ «συμφέρει» σ' αὐτόν, ποῦ
γίνεται σκάνδαλο καὶ προκαλεῖ σκανδαλισμό. «Καλὸν έστιν αυτὼ μᾶλλον εἰ περίκειται λίθος
μυλικὸς περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ βέβληται εἰς τὴν θάλασσαν» (στ. 42).
Το «καλὸν έστιν αυτὼ μᾶλλον» του Μάρκου στὸ Ματθαίο ἀναφέρεται, «συμφέρει». Γιὰ νά...
συμφέρη τὸν σκανδαλοποιὸ νὰ βάλη μυλόπετρα στὸ λαιμὸ του καὶ νὰ πέση στὴ θάλασσα,
σημαίνει, ὅτι ἀπὸ αὐτὴν την τραγωδία ὑπάρχει κάποια ἄλλη πολὺ φρικτότερη. Καὶ το χειρότερο,
ποῦ θὰ ὑποστῆ ὁ σκανδαλοποιός, εἶναι, ὅτι θὰ πέση στὴν ἄλλη θάλασσα, στὴν πυρακτωμένη
θάλασσα της κολάσεως.
Τὴν ἐξήγηση αὐτὴ δίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὺκ είπεν, ὅτι μύλος κρεμασθήσεται εἰς τον
τράχηλον αὐτοῦ (του σκανδαλίζοντος), ἀλλὰ συμφέρει αὐτὸ τοῦτο υπομείναι, δεικνὺς ὅτι ἕτερον
τούτου χαλεπώτερον αὐτὸν ἀναμένει κακὸν: ἔι δὲ τοῦτο ἀφόρητον, πολλὼ μᾶλλον ἐκεῖνο» (Ε.Π.Ε.
11,332). Μετάφρασις: Δὲν εἶπε ὁ Ἰησοῦς, ὅτι μυλόπετρα στὸ λαιμὸ του θὰ κρεμασθῆ (του
σκανδαλοποιού), ἀλλ' εἶπε, ὅτι τον «συμφέρει» νὰ ὑπομείνη αὐτὸ (τὴ μυλόπετρα), δείχνοντας, ὅτι
τὸν ἀναμένει ἄλλο κακό, χειρότερο ἀπὸ αὐτό! Ἄν αὐτὸ (μὲ μυλόπετρα στὴ θάλασσα) εἶναι
ἀνυπόφορο, πολὺ περισσότερο θὰ εἶναι ἐκεῖνο (ἤ κόλασις)!
Μιλάει γιὰ σκανδαλισμὸ καὶ Χριστός, σκανδαλισμὸ μάλιστα εύσκανδαλίστων, προσώπων, ποῦ
εἴτε λόγω ἡλικίας, εἴτε λόγω ἀγνοίας, εἴτε λόγω ἀνωριμότητας, εἴτε λόγω χαρακτῆρος, εἶναι ἕτοιμοι
νὰ σκανδαλιστοῦν. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος θυσίαζε ζωτικὰ καὶ νόμιμα δικαιώματὰ του μόνο καὶ μόνο
γιὰ νὰ μὴ σκανδαλιστῆ ὁ «ἀδελφὸς» (Α' Κορ. ἡ' 13). Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μικροὺς οὐ τοὺς
ἀληθῶς μικροὺς καλεῖ ὁ Ἰησοῦς, ἀλλὰ τοὺς νομιζομένους παρὰ τοὺς πολλούς, τοὺς πτωχούς, τοὺς
εὐκαταφρονήτους, τους αγνώτες (πὼς γὰρ ἂν είη μικρὸς καὶ του κόσμου παντὸς ἀντάξιος; Πὼς ἂν
είη μικρὸς ὁ τῷ Θεῶ φίλος;), ἀλλὰ τοὺς παρὰ τη των πολλῶν υπονοία τοιούτους νομιζομένους»
(Ε.Π.Ε. 11,374).
Μετάφρασις: Μικροὺς ὁ Χριστὸς δὲν ὀνομάζει αὐτοὺς ποῦ πράγματι εἶναι μικροί, ἀλλ' αὐτοὺς
πού οἱ πολλοὶ θεωροῦν ὡς μικρούς, τοὺς πτωχούς, τοὺς περιφρονημένους, τοὺς ἀφανεῖς. Διότι
πὼς θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μικρὸς αὐτὸς ποῦ ἀξίζει ὅσο ὅλος ὁ κόσμος (Μάρκ. ἡ' 36); Πὼς θὰ ἦταν
δυνατὸν νὰ εἶναι μικρὸς αὐτὸς πού εἶναι φίλος του Θεοῦ; Μικροὺς ὀνομάζει (ὁ Ἰησοῦς) αὐτοὺς πού
θεωροῦνται μικροὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψη πολλῶν.
Ἀναρωτιέται κανείς, ἂν τὸ λόγιο του στίχου 42 «ὃς ἂν σκανδαλίση ἕνα των μικρῶν τούτων των
πιστευόντων εἰς ἐμέ, καλὸν έστιν αυτὼ μᾶλλον εἰ περίκειται λίθος μυλικὸς περὶ τον τράχηλον
αὐτοῦ καὶ βέβληται εἰς τὴν θάλασσαν», ἀπευθύνεται στοὺς μαθητές, τους ἡγέτες της Ἐκκλησίας
καὶ τοὺς ἀποτρέπει νὰ σκανδαλίζουν τους μικροὺς καὶ ἀσήμους πιστοὺς (λαϊκοὺς ἤ κληρικοὺς) ἤ
ἀναφέρεται στὸ σκανδαλισμὸ των πιστῶν, πού ἐπέρχεται ἐκ των ἔξω. Το δεύτερο φαίνεται ἐκ
πρώτης ὄψεως πιθανότερο... Στὴ ζωὴ της Ἐκκλησίας ὅμως καὶ στὸ κείμενο του εὐαγγελιστοῦ
μεταφέρονται τα λόγια του στίχου καὶ ἐφαρμόζονται στοὺς ἡγέτες της Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι
ἀποτρέπονται ἀπὸ το νὰ σκανδαλίζουν τους ἁπλοὺς καὶ ταπεινοὺς χριστιανούς.
Αὐστηρὴ πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ τιμωρία των ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν, ποῦ μὲ τὴ στάση τους ἤ την
ἀδιαφορία τους σκανδαλίζουν τους ἁπλοὺς ὀρθοδόξους χριστιανούς.

Ἀποκοπὴ στενῶν σχέσεων (στ. 43-44)


Ὅταν ἕνας πιστὸς καὶ ἐνάρετος χριστιανὸς σκανδαλίζεται ἀπὸ ἁμαρτωλὲς σκηνές, ἀπὸ παρέες
βρώμικες, ἀπὸ θεάματα αἰσχρά, ἀπὸ ἀνθρώπους ἀναιδεῖς καὶ ἀσεβεῖς, ἀπὸ κοντινοὺς καὶ φίλους,
τότε ἡ ἀποφυγὴ του σκανδάλου καὶ του σκανδαλισμοῦ εἶναι ἡ μόνη λύσις σωτηρίας. Πρόκειται γιὰ
τὴν ἁγία φυγὴ (Α' Τιμ. τσ' 11). Αὐτὸ το νόημα ἔχουν τα ὅσα λέει στοὺς ἑπομένους στίχους ὁ Μάρκος
μὲ τὰ παραδείγματα του χεριοῦ, του ποδιοῦ καὶ του ματιοῦ. Παραθέτουμε το πρῶτο: «“Καί ἐὰν
σκανδαλίζη σὲ ἤ χεὶρ σου, απόκοψον αὐτὴν καλὸν σόι έστι κυλλὸν εἰς τὴν ζωὴν εισελθεϊν, ἤ τὰς
δύο χεῖρας έχoντα απελθεὶν εἰς τὴν γέενναν, εἰς το πῦρ το ἄσβεστον, ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ
τελευτᾶ καὶ το πῦρ οὐ σβέννυται”» (στ. 43-44). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Αν σὲ σκανδαλίζη
κάτι τόσο σπουδαῖο σὰν τὸ χέρι σου, κόψε το εἶναι προτιμότερο νὰ μπῆς στὴν ἀληθινὴ ζωὴ κουλός,
παρὰ νὰ ἔχης δύο χέρια καὶ νὰ πᾶς στὴ φωτιὰ (γέεννα), ποῦ δὲν σβήνει ποτέ. Ἐκεῖ το σκουλήκι ποῦ
τρώει (τοὺς κολασμένους) δὲν πεθαίνει καὶ ἡ φωτιὰ δὲν σβήνει”».
Νὰ πὼς συνιστᾶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τρόπους ἀποφυγῆς του σκανδάλου: «Δείκνυσιν (ὁ Ἰησοῦς)
τὴν ὁδόν, δι' ἧς ἂν τὶς διαφύγοι τα σκάνδαλα. Τὶς δὲ έστιν αὕτη; Tούς πονηρούς, φησί, κἂν σφόδρα
σόι φίλοι ὦσιν, άπότεμνε της φιλίας. Καὶ λέγει λογισμὸν ἀναντίρρητον. Ἄν μὲν γὰρ μένωσι φίλοι,
οὔτε αὐτοὺς κερδανείς, καὶ σαυτὸν προσαπολεὶς: ἂν δὲ αποτέμνης, την γοὺν σαυτοὺ σωτηρίαν
καρπώση. Ὥστε εἰ τινὸς σὲ φιλία βλάπτει, έκκοπτε ἀπὸ σου. Ἔι γὰρ των ἡμετέρων μελῶν πολλὰ
πολλάκις αποτέμνωμεν, ὅταν αὐτὰ τα ανιάτως ἔχη καὶ ταϊς λοιπαΐς λυμαίνεται, πολλὼ μᾶλλον έπὶ
φίλων τοῦτο ποιεὶν χρὴ» (Ε.Π.Ε. 11,372).
Μετάφρασις: Δείχνει ὁ Χριστὸς το δρόμο, μὲ τον ὁποῖο μπορεῖ κάποιος νὰ ἀποφύγη τα
σκάνδαλα. Ποιὸς εἶναι αὐτός; Τοὺς κακούς, λέει, καὶ ἂν ἀκόμα εἶναι πάρα πολὺ φίλοι σου,
ἀπόκοψε τη φιλία σου μαζὶ τους. Καὶ διατυπώνει συλλογισμό, πού δὲν ἐπιδέχεται ἀντιρρήσεις. Ἄν
μὲν ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι φίλοι σου, οὔτε αὐτοὺς θὰ τοὺς ὠφελήσης καὶ τον ἑαυτὸ σου θὰ
ὁδηγήσης στὴν ἀπώλεια. Ἄν ὅμως διακόψης τη σχέση σου μ' αὐτούς, τότε θὰ πετύχης τη δικὴ σου
τοὐλάχιστον σωτηρία. Ὥστε, ἂν ἡ φιλία κάποιου σὲ βλάπτη, ἀπομάκρυνε τον ἀπὸ κοντὰ σου. Ἄν
πολλὲς φορὲς κόβουμε πολλὰ ἀπὸ τα μέλη μας, γιατὶ εἶναι ἀθεράπευτα καὶ βλάπτουν καὶ τα
ὑπόλοιπα μέλη μας, πολὺ περισσότερο πρέπει αὐτὸ νὰ το κάνουμε στὴν περίπτωση των κακῶν καὶ
βλαβερῶν φίλων μας.

Ἀποκοπὴ ἀναγκαίων σχέσεων (στ. 45-46)


Στοὺς στίχους 43-48 συνιστᾶται ἡ ἀπόκτησις πνεῦματος θυσίας, χωρὶς το ὁποῖο δὲν νοεῖται
μαθητὴς ἀντάξιος του Διδασκάλου, ποῦ ὁδεύει πρὸς το πάθος. Ἡ ὀρθόδοξη ἑρμηνευτικὴ
παράδοσις ἀναγνώρισε, ὅτι μὲ τα κατονομαζόμενα μέλη του σώματος (χέρι, πόδι, μάτι) νοεῖται
κάποιο προσφιλὲς πρόσωπο ἤ χρήσιμο πράγμα ἤ φιλικὸς δεσμός. "Ἄν ὁ σκανδαλισμός, ποῦ
προέρχεται ἀπὸ κάποιο οἰκεῖο πρόσωπο ἤ ἀπὸ χρήσιμο πράγμα ἀποβαίνη ἐμπόδιο στὴν ἔνταξη
του ἀνθρώπου μέσα στὴ νέα ζωὴ της βασιλείας του Θεοῦ, πρέπει νὰ ὑπερνικιέται μὲ τη θυσία. «Καὶ
ἐὰν ὁ ποὺς σου σκανδαλίζη σέ, απόκοψον αὐτὸν καλὸν σοὶ έστιν εισελθεὶν εἰς τὴν ζωὴν χωλόν, ἤ
τοὺς δύο πόδας ἔχοντα βληθήναι εἰς τὴν γέενναν, εἰς το πῦρ τὸ ἄσβεστον, ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν
οὐ τελευτᾶ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται» (στ. 45,46). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Καί ἂν σὲ
σκανδαλίζη κάτι τόσο σπουδαῖο σὰν το πόδι σου, κόψε το εἶναι προτιμότερο γιὰ σένα νὰ μπῆς στὴν
ἀληθινὴ ζωὴ μὲ ἕνα πόδι, παρὰ νὰ ἔχης τα δυὸ σου πόδια καὶ νὰ σὲ ρίξουν στὴ φωτιὰ (γέεννα), ποῦ
δὲν σβήνει ποτέ. Ἐκεῖ τὸ σκουλήκι ποῦ τρώει (τοὺς κολασμένους) δὲν πεθαίνει καὶ ἡ φωτιὰ δὲν
σβήνει”».

Θυσία σπουδαίων σχέσεων (στ. 47-48)


Τὰ ὅσα λέει στοὺς παρόντες στίχους (43-48) ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος δείχνουν παραστατικὰ το
τὶ σημαίνει σκανδαλισμὸς ἀπὸ τον περιβάλλοντα χῶρο, το πὼς μπορεῖ νὰ κλονιστῆ κανεὶς ἀπὸ την
περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα καὶ το πὼς καλεῖται ὁ πιστὸς νὰ διακόψη ριζικὰ τὶς σχέσεις του μὲ τὸν
«κόσμο» (Α' Ιωάν. β' 15) καὶ τοὺς ἀνθρώπους του κόσμου καὶ τα ὄργανα καὶ ἐργαλεῖα του κόσμου.
Κάτι τέτοιο συνιστᾶ μιὰ μορφὴ θυσίας καὶ πάθους. Ἡ ὁμάδα των τριῶν παραδειγμάτων (στ. 43-
38) ἔχει ὡς κεντρικὸ θέμα το σκάνδαλο. Στὴν τελευταία χαρακτηριστικὴ είκόνα διαχωρισμοῦ ἀπὸ
προσφιλέστατα πρόσωπα καὶ πράγματα, ἀναφέρεται ὁ ὀφθαλμός. «“Καί ἐὰν ὁ ὀφθαλμὸς σου
σκανδαλίζη σέ, ἔκβαλε αὐτὸν καλὸν σοὶ έστι μονόφθαλμον εισελθεὶν εἰς την βασιλείαν του Θεοῦ,
ἤ τοὺς δύο ὀφθαλμοὺς έχoντα απελθεὶν εἰς τὴν γέενναν του πυρός, ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ
τελευτᾶ καὶ το πῦρ οὐ σβέννυται”» (στ. 47-48). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Καί ἂν σὲ
σκανδαλίζη κάτι τόσο σπουδαῖο σὰν το μάτι σου, βγάλε το εἶναι προτιμότερο νὰ μπῆς
μονόφθαλμος στὴ βασιλεία του Θεοῦ, παρὰ νὰ ἔχης δυὸ μάτια καὶ νὰ πᾶς στὴ φωτιὰ (γέεννα), ποῦ
δὲν σβήνει ποτέ. Ἐκεῖ το σκουλήκι πού τρώει (τοὺς κολασμένους) δὲν πεθαίνει καὶ ἡ φωτιὰ δὲν
σβήνει».
Δὲν θὰ βγάλη το μάτι του καὶ χριστιανός, ἀλλὰ θὰ διακόψη σχέση μὲ ἀνθρώπους καὶ ἰδεολογίες,
ποῦ τοῦ ἦσαν ἄλλοτε οἰκεῖες καὶ ἀρεστὲς καί... ἀναγκαῖες, σὰν το μάτι του! Μὲ σημερινὰ δεδομένα
το βγάλσιμο του ματιοῦ ταιριάζει μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἠλεκτρονικοὺς ἐρεθισμοὺς των ματιῶν.
«Απόστρεψον, Κύριε, τοὺς ὀφθαλμοὺς μου του μὴ ιδεὶν ματαιότητα» (Ψαλμ. 118,37).
Ἄλλοτε οἱ χριστιανοὶ θυσίαζαν τη ζωὴ τους. Ἡ σύγχρονη θυσία, στὴν ὁποία καλοῦνται οἱ
σημερινοὶ χριστιανοί, συνίσταται στὸ νὰ πάρουν τα μάτια τους ἀπὸ τα προκλητικὰ θεάματα του
διαδικτυακοῦ, ἐντύπου καὶ λοιποῦ αἰσχροῦ κακοῦ. Νὰ πὼς συνιστᾶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τρόπους
ἀποφυγῆς του σκανδάλου: «Οὐ περὶ των μελῶν ταῦτα λέγει άπαγες ἀλλὰ περὶ φίλων, περὶ των
προσηκόντων, οὓς ἐν τάξει μελῶν ἔχομεν ἀναγκαίων. Τοῦτο καὶ ἀνωτέρω είρηκε, καὶ νῦν λέγει.
Οὐδὲν γὰρ οὕτω βλαβερόν, ὡς συνουσία πονηρά. Όσα γὰρ ἀνάγκη μὴ δύναται, δύναται φιλία
πολλάκις καὶ εἰς βλάβην καὶ εἰς ὠφέλειαν. Διὸ μετὰ πολλῆς της σφοδρότητος τοὺς βλάπτοντας
έκκόπτειν κελεύει, τούτους αινιττόμενος τοὺς τα σκάνδαλα φέροντας» (Ε.Π.Ε. 11,370-372).
Μετάφρασις: Δὲν μιλάει ὁ Ἰησοῦς γιὰ τα μέλη του σώματος μὲ κανένα λόγο. Τὰ λέει γιὰ τοὺς
φίλους, γιὰ τοὺς συγγενεῖς, πού χρειαζόμαστε, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τα μέλη του σώματὸς μας. Αὐτὸ
καὶ προηγουμένως το εἶπε καὶ τώρα το ἐπαναλαμβάνει. Καθ' ὅσον τίποτε δὲν εἶναι τόσο βλαβερό,
ὅσο ἡ κακὴ συναναστροφή. Όσα δὲν μπορεῖ νὰ κάνη ἤ ἀνάγκη, μπορεῖ πολλὲς φορὲς νὰ τα κάνη ἡ
φιλία, εἴτε γιὰ ζημιὰ εἴτε γιὰ ὠφέλεια. Γι' αὐτὸ μας προστάζει μὲ πολλὴ δύναμι νὰ ἀποκόπτουμε
τους κακοὺς φίλους, ποῦ μᾶς βλάπτουν, ὑπονοώντας αὐτοὺς πού δημιουργοῦν τα σκάνδαλα.
Ἄρα το ὅλο θέμα στὰ λόγια του εὐαγγελιστοῦ συνδέεται μὲ τὶς άνθρωπολογικὲς ἐπιπτώσεις της
Χριστολογίας του πάθους, πού συνίστανται σὲ διακονία καὶ σὲ ἑτοιμότητα γιὰ θυσία. Ὁ Ἰησοῦς
διδάσκει ἐδῶ, χρησιμοποιώντας μιὰ ἐξαιρετικὰ παραστατικὴ γλώσσα την ἀνάγκη καὶ της
ὀδυνηρότερης ἀκόμα θυσίας, προκειμένου νὰ μείνη ὁ μαθητὴς Του μέσα στὴν περιοχὴ της
βασιλείας του Θεοῦ. Ὁ δρόμος, τον ὁποῖο δείχνει, εἶναι δρόμος θλίψεων, τραυμάτων, τομῶν,
δηλαδὴ δρόμος πάθους.

Θυσία ἁλατισμένη μὲ ἀρετὴ (στ. 49-50)


Στὸ πνεῦμα της θυσίας ἀναφέρεται καὶ τὸ λόγιο των στίχων 49-50, πού κατακλείει ὁ
εὐαγγελιστὴς την ἑνότητα θ' 33-50 καὶ συνοψίζει το νόημὰ της.
Ὁ στίχος 49 εἶναι ἀπὸ τα δυσκολότερα χωρία των εὐαγγελίων: «“Πάς γὰρ πυρὶ άλισθήσεται, καὶ
πάσα θυσία ἀλὶ αλισθήσεται» (στ. 49). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Κάθε ἄνθρωπος ἐξ αἰτίας
της φωτιᾶς (κολάσεως), πρέπει νὰ ἁλατισθῆ (γιὰ νὰ μὴ πάθη σῆψι καὶ πεταχθὴ στὴ φωτιά), ὅπως
κάθε θυσιαζόμενο ζῶο πρέπει νὰ ἁλατισθῆ καλά”».
Ἡ δυσκολία φαίνεται καὶ ἀπὸ τὶς πολλὲς παραλλαγές, μὲ τὶς ὁποῖες διασώθηκε στὴ χειρόγραφη
παράδοση.
Κατὰ ἄλλους το «πῦρ» ἐδῶ εἶναι ἡ φωτιὰ της κολάσεως, ποῦ γιὰ νὰ μὴ βρεθοῦν οἱ πιστοί,
ὀφείλουν νὰ εἶναι ἁλατισμένοι. Σύμφωνα μὲ τη γνώμη αὐτὴ το «πῦρ» του στίχου 49 δὲν εἶναι το
«πῦρ της γεέννης», ὅπως αὐτὸ των στίχων 43 καὶ 48 του ἴδιου κεφαλαίου.
Κατὰ ἄλλους το «πῦρ» εἶναι ἡ φωτιὰ του λόγου του Χριστοῦ. Μ' αὐτὴ τη φωτιὰ πρέπει νὰ εἶναι
ἁλατισμένος, ἐνισχυμένος καὶ πιστός, ὥστε νὰ εἶναι χρήσιμος καί... νόστιμος, εὐχάριστος. Καὶ ὁ
λόγος του «άλατι ήρτυμένος» (Κολοσ. δ' 6).
Τὸ «πῦρ» ἐδῶ σχετίζεται μὲ τὸ έσχατολογικὸ ἔργο ποῦ ἄρχισε ὁ Μεσσίας στὴ γῆ (ἰδὲ καὶ Λουκ.
ιβ' 49, «πῦρ ἦλθον βαλεὶν ἐπὶ την γῆν καὶ τὶ θέλω ἔι ἤδη ανήφθη»). Στὸ κήρυγμα ἄλλωστε του
Ἰωάννου του Βαπτιστοῦ προαναγγέλλεται το ἔργο του Μεσσία μὲ την εἰκόνα του πυρὸς: «Ἐγὼ μὲν
βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ύδατι εἰς μετάνοιαν: Αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Αγίω καὶ πυρὶ» (Ματθ. γ'
11. ἰδὲ καὶ Λουκ. γ' 16).
Το έσχατολογικό, λοιπόν, ἔργο του Ἰησοῦ ὡς Μεσσία περιγράφει ἡ πρωτοχριστιανικὴ παράδοσις
μὲ τὴν εἰκόνα του πυρός.
Μὲ τὸ «άλισθήσεται» του τέλους του στίχου 49 συνδέεται ἄμεσα ὁ στίχος 50: «“Καλόν τὸ ἅλας:
ἐὰν δὲ τὸ ἅλας άναλον γένηται, ἐν τίνι αὐτὸ ἀρτύσετε; Ἔχετε ἐν εαυτοὶς ἅλας καὶ εἰρηνεύετε ἐν
αλλήλοις”» (στ. 50). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Χρήσιμο εἶναι το ἁλάτι. Ἀλλ' ἂν το ἁλάτι χάση
την ἁλμύρα του, μὲ τὶ θὰ το κάνετε νὰ την ἀποκτήση πάλι; Νὰ ἔχετε στοὺς ἑαυτοὺς σας ἁλάτι
(άρετές), καὶ ἔτσι νὰ ἔχετε φιλικὲς σχέσεις μεταξὺ σας (ἀλλιῶς, ἂν ἀπὸ τὶς μεταξὺ σας σχέσεις
κινδυνεύετε νὰ χάσετε τὶς ἀρετὲς καὶ νὰ ὑποστῆτε ἠθικὴ σῆψι, διακόψτε τὶς σχέσεις)”».
Ποιὰ εἶναι ἡ ἔννοια του ἁλατιοῦ; Ἄν εἴχαμε το λόγο αὐτὸ ἀποσπασμένο ἀπὸ την ὅλη συνάφειὰ
του, θὰ προσπαθούσαμε νὰ τὸν ἑρμηνεύσουμε ξεκινώντας ἀπὸ την ἔννοια του ἁλατιοῦ στὴ
συμβολικὴ γλώσσα της ἐποχῆς. Τὸ ἁλάτι ἦταν σύμβολο διαρκείας, ἀξίας καὶ θείας δυνάμεως.
Στοὺς στίχους 42-48 γίνεται λόγος, ὅπως εἴπαμε, γιὰ την ἀποκοπὴ καὶ συνεπῶς θυσία χρησίμων
μελῶν του σώματος του ἀνθρώπου, ὅταν αὐτὰ γίνωνται ἀφορμὴ σκανδαλισμοῦ καὶ ὁδηγοῦν τον
ἄνθρωπο ἔξω ἀπὸ το νέο κόσμο της βασιλείας του Θεοῦ.
Κάθε πιστός, πού θέλει νὰ εἶναι ἄξιος μαθητὴς του Χρίστου, θὰ δοκιμασθῆ μὲ τὸ «πῦρ της
θυσίας». Ἐδῶ εἶναι μία τρίτη ἔννοια του «πυρός», ἡ ἔννοια της δοκιμασίας (Α' Κορ. γ' 13). Ὁ πιστὸς
θὰ δοκιμαστὴ μὲ τη φωτιὰ της αὐταπαρνήσεως, του πάθους, ὅπως ἡ κάθε θυσία (της Παλαιὰς), -
«καὶ πάσα θυσία ἀλὶ αλισθήσεται» (στ. 49)- αρτύεται (νοστιμίζει) μὲ ἅλας γιὰ νὰ εἶναι ἀρεστὴ στὸν
Θεό. Ἔτσι καὶ ὁ πιστὸς χριστιανός. Τὸ ἅλας, μὲ το ὁποῖο αρτύεται, εἶναι το πνεῦμα της αὐτοθυσίας
καὶ της ὁλοκληρωτικῆς αὐταπαρνήσεως, προκειμένου νὰ διακονήση τους συνανθρώπους του,
κατὰ το πρότυπο του Ἰησοῦ, πού διακονεῖ την ἀνθρωπότητα μὲ τη θυσία του Σταυροῦ.
Χριστιανός, ποῦ δὲν «αλίζεται» μὲ τὸ πνεῦμα της θυσίας, ποῦ δὲν σηκώνει το σταυρὸ του
πάθους καὶ της θυσίας, μοιάζει μὲ το ἁλάτι, πού ἔχασε την ἰδιότητὰ του καὶ ἔγινε «άναλον». «Ἐὰν
δὲ τὸ ἅλας άναλον γένηται, ἐν τίνι αὐτὸ ἀρτύσετε;» (στ. 50).
Την προτροπὴ του στίχου 50β, «ἔχετε ἐν εαυτοὶς ἅλας καὶ εἰρηνεύετε ἐν ἀλλήλοις», μποροῦμε
νὰ την καταλάβουμε μέσα στὰ συμφραζόμενα ὡς ἑξῆς: Νὰ ἔχετε το πνεῦμα της θυσίας καὶ
διακονίας, μιμούμενοι τον Υἱὸ του ἀνθρώπου.
Δὲν προτρέπονται οἱ μαθητὲς νὰ ἔχουν το «ἅλας», ἀλλὰ ταυτίζονται οἱ ἴδιοι πὸς τὸ «ἅλας».
«Ὑμεῖς έστε το ἅλας της γῆς» (Ματθ. ε' 13). Μὲ τὰ «καλὰ ἔργα» τους οἱ χριστιανοὶ διατηροῦν την
ἀνθρωπότητα καὶ δοξάζουν τον «Πατέρα τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ε' 16). Ἄν οἱ πιστοὶ
χριστιανοὶ καὶ ἡ Ἐκκλησία πάψουν νὰ παρουσιάζουν «καλὰ ἔργα», τότε μοιάζουν μὲ τὸ «ἅλας»,
πού ἔχασε την άρτυστικὴ του ἰδιότητα, δηλαδή, τὴν ὠφέλιμη καὶ νοστιμίζουσα ἰδιότητα, καὶ ἀξία.
Οἱ χριστιανοὶ εἶναι... νόστιμοι, ὡραῖοι, ἑλκυστικοί, ὠφέλιμοι. Δὲν εἶναι ἀποκρουστικοί.
Ἡ Ἐκκλησία νοστιμίζει τον κόσμο. Χωρὶς το Χριστὸ καὶ την Ἐκκλησία, σαπίζει ὁ κόσμος. Ὅταν
ἔχουμε τὶς ἀρετές, εἴμαστε ὠφέλιμοι, νόστιμοι γιὰ τον κόσμο. Όταν ἔχουμε μέσα μας το ἁλάτι της
ἁγιότητας, τότε καὶ πρὸς τα ἔξω θὰ εἴμαστε εἰρηνικοί. Τὸ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» σὲ μιὰ κοινωνία,
ποῦ ἔχει ἁγίους, γίνεται «εἰρηνεύετε ἐν ἀλλήλοις».

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἀναστὰς ἔρχεται εἰς τὰ ὅρια τῆς ᾿Ιουδαίας διὰ τοῦ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, καὶ
συμπορεύονται πάλιν ὄχλοι πρὸς αὐτόν, καὶ ὡς εἰώθει, πάλιν ἐδίδασκεν αὐτούς. 2 καὶ
προσελθόντες οἱ Φαρισαῖοι ἐπηρώτων αὐτὸν εἰ ἔξεστιν ἀνδρὶ γυναῖκα ἀπολῦσαι, πειράζοντες
αὐτόν. 3 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· τί ὑμῖν ἐνετείλατο Μωϋσῆς; 4 οἱ δὲ εἶπον· ἐπέτρεψε Μωϋσῆς
βιβλίον ἀποστασίου γράψαι καὶ ἀπολῦσαι. 5 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· πρὸς τὴν
σκληροκαρδίαν ὑμῶν ἔγραψεν ὑμῖν τὴν ἐντολὴν ταύτην· 6 ἀπὸ δὲ ἀρχῆς κτίσεως ἄρσεν καὶ θῆλυ
ἐποίησεν αὐτοὺς ὁ Θεός· 7 ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα,
καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. 8 ὥστε οὐκέτι
εἰσὶ δύο, ἀλλὰ μία σάρξ· 9 ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω. 10 καὶ εἰς τὴν οἰκίαν
πάλιν οἱ μαθηταὶ περὶ τούτου ἐπηρώτων αὐτόν, 11 καὶ λέγει αὐτοῖς· ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα
αὐτοῦ καὶ γαμήσῃ ἄλλην, μοιχᾶται ἐπ᾿ αὐτήν· 12 καὶ ἐὰν γυνὴ ἀπολύσασα τὸν ἄνδρα γαμηθῇ ἄλλῳ,
μοιχᾶται.

Ἐρώτησις φαρισαίων (στ. 1-2)


Μετὰ την ὁμιλία του καὶ τα θαύματὰ Του στὴν Καπερναούμ, ὁ Ἰησοῦς σηκώθηκε καὶ ἦλθε στὰ
σύνορα, περνώντας ὄχι ἀπὸ το δρόμο της Σαμαρείας, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ την Περαία, την περιοχὴ
δηλαδὴ ποῦ εἶναι πέρα ἀπὸ την ὄχθη του Ἰορδάνη, στὰ ἀνατολικὰ του. Τότε μαζεύτηκαν πάλι κοντὰ
Του τα πλήθη. Μαγνήτης οὐράνιος ὁ Χριστός, Διδάσκαλος μοναδικός, προσείλκυε κοντὰ Του τὸν
κόσμο. «Καὶ ἐκεῖθεν αναστὰς ἔρχεται εἰς τα ὅρια της Ἰουδαίας διὰ τοῦ πέραν του Ἰορδάνου, καὶ
συμπορεύονται πάλιν όχλοι πρὸς αὐτόν, καὶ ὡς είώθει, πάλιν εδίδασκεν αὐτούς». (στ. 1).
'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἔφυγε ἀπὸ την Καπερναοὺμ ὁ Ἰησοῦς καὶ ἦρθε στὴν περιοχὴ της
Ἰουδαίας, περνώντας μέσα ἀπὸ την περιοχή, ποῦ βρίσκεται στὴν ἄλλη μεριὰ του Ἰορδάνη. Καὶ
μαζεύτηκε πολὺς κόσμος γύρω Του καὶ Ἐκεῖνος, ὅπως συνήθιζε, τοὺς δίδασκε».
Μία ἦταν ἡ σπουδαιότερη συνήθεια του Ἰησοῦ. Ὄχι τα θαύματα, ἀλλ' ἡ διδασκαλία. Τα θαύματα
βεβαίωναν καὶ ἐπισφράγιζαν το λόγο. Ὅσα θαύματα καὶ ἂν δὴ κανείς, ἂν δὲν πιστεύση στὸ λόγο
της ἀλήθειας, δὲν θὰ ζήση το μεγάλο θαῦμα, ποῦ εἶναι ἡ ἀναγέννησις της ψυχῆς του. Γι' αὐτὸ
τονίζει ὁ εὐαγγελιστὴς: «Ως είώθει, πάλιν εδίδασκεν αὐτούς».
Καθημερινὴ τροφὴ εἶναι ἡ διδασκαλία του Χριστοῦ, ἡ ἀκρόασις του θείου λόγου, ἡ μελέτη του
εὐαγγελίου. «Πὰλιν εδίδασκεν αὐτούς». Καὶ αὐτοί, ποῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τοὺς δίδαξε, ἔχουν
ἀνάγκη καὶ πάλι νὰ διδαχθοῦν. Εἶναι τόσο γλυκειά, ἀλλὰ καὶ βαθειὰ ἡ διδασκαλία Του, ὥστε πάλι
καὶ πάλι «ἔτι καὶ ἔτι» πρέπει νὰ την παρακολουθοῦμε, γιὰ νὰ τὴν μάθουμε καὶ την ἐγκολπωθοῦμε.
Ἄλλωστε, ἡ ἐπανάληψις ἐντυπώνει τὶς θεῖες ἀλήθειες.
Στὸ ἀκροατήριο του Ἰησοῦ δὲν ἦσαν μόνο οἱ ἄδολοι ἁπλοὶ ἄνθρωποι, ποῦ ρουφοῦσαν το λόγο
καὶ πίστευαν. Ἦσαν καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, πού ἔκαναν μὲ δόλο έρωτήσεις
γιὰ νὰ Τὸν παγιδεύσουν. 'Ἦσαν οἱ «πειράζοντες», οἱ κακοπροαίρετοι. Στὴν περίπτωση αὐτὴ οἱ
Φαρισαῖοι Τὸν ρώτησαν γιὰ το διαζύγιο. «Καὶ προσελθόντες οἱ Φαρισαῖοι επηρώτων αὐτὸν εἰ
έξεστιν ανδρὶ γυναίκα απολύσαι, πειράζοντες αὐτὸν» (στ. 2). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ
προσῆλθαν οἱ Φαρισαῖοι καὶ θέλοντας νὰ Τὸν δοκιμάσουν, Τὸν ρωτοῦσαν ἂν ἐπιτρέπεται στὸν
ἄνδρα νὰ χωρίση τη γυναίκα του».
Τὸν πλησίασαν οἱ Φαρισαῖοι καὶ Τὸν ρώτησαν ἂν ἐπιτρέπεται στὸν ἄνδρα νὰ χωρίση τη γυναίκα
του. Του ἔκαναν δὲ τὴν ἐρώτηση αὐτὴ, γιὰ νὰ Τὸν ἐκθέσουν σὲ πειρασμό. Γιὰ νὰ βροῦν, δηλαδή,
ἔτσι ἀφορμὴ νὰ Τὸν κατηγορήσουν ὅτι περιόριζε την ἐλευθερία των ἀνθρώπων στὸ ζήτημα του
διαζυγίου. Αὐτὸ ὅμως θὰ δυσαρεστοῦσε πάρα πολλοὺς ἀπὸ το λαό, ἴσως ὅμως νὰ Τὸν ἐξέθετε καὶ
στὸν Ἡρώδη!
Το δέκατο κεφάλαιο του κατὰ Μάρκον ἀρχίζει μὲ τὴν περικοπὴ του διαζυγίου καὶ παράλληλα
διαφαίνονται ἀμέσως πλευρὲς των δύο γνωστῶν χριστολογικὼν τύπων.
1. Ἡ συζήτησις εἰσάγεται μὲ τη γεωγραφικὴ πληροφορία, ὅτι ὁ «Ἰησοῦς ἐκεῖθεν αναστὰς ἔρχεται
εἰς τα ὅρια της Ἰουδαίας». Μὲ τὸ «ἐκεῖθεν» ἐννοεῖται ἡ Καπερναούμ. Ὁ Ἰησοῦς μὲ τοὺς μαθητὲς
πορεύεται πρὸς τα Ἱεροσόλυμα.
2. Μὲ τη φράση «προσελθόντες οἱ φαρισαῖοι... πειράζοντες αὐτὸν» ὁ εὐαγγελιστὴς φέρνει στὸ
προσκήνιο την ἀσυμφιλίωτη ἐχθρότητα των φαρισαίων καὶ τὴν πάντοτε ἀνοικτὴ συνωμοσία τους
κατὰ του Ἰησοῦ. Ἡ ἀπάντησις του Χριστοῦ, στὸ ἐρώτημα των πειραζόντων, καθιερώνει γιὰ μία
ἀκόμα φορὰ τη θεϊκὴ αὐθεντία καὶ τὸ ὕψιστο κύρος Του. Καὶ την καθιερώνει μὲ το γεγονὸς της
οὐσιαστικῆς ἀναιρέσεως της διατάξεως περὶ διαζυγίου στὸ Μωσαϊκὸ νόμο.

Μωσαϊκὴ ἐντολὴ (στ. 3-5)


Μποροῦσε ἀσφαλῶς ὁ Ἰησοῦς νὰ ἀπαντήση εὐθέως καὶ νὰ κλείση το θέμα, ἀφοῦ γι' Αὐτὸν ὁ
γάμος εἶναι ἱερὸς καὶ ἀδιάλυτος. Εἶχε ὅμως νὰ κάνη μὲ δολίους ἀνθρώπους, ποῦ το μόνο πού
παραδέχονταν ἦταν ὁ Μωσαϊκὸς νόμος, πού συνήθως καὶ αὐτὸν τον διαστρέβλωναν. Γι' αὐτὸ
προτιμᾶ νὰ τοὺς παραπέμψη στὸ νόμο: «Ὁ δὲ (Ἰησοῦς) ἀποκριθεὶς είπεν αυτοὶς· Τὶ ὑμῖν ενετείλατο
Μωϋσής; Οἱ δὲ εἶπον: Ἐπέτρεψε Μωύσης βιβλίον αποστασίου γράψαι καὶ απολύσαι. Καὶ
ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς είπεν αυτοὶς: Πρὸς τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν έγραψεν ὑμῖν την ἐντολὴν
ταύτην» (στ. 3-5). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ Ἰησοῦς ἀποκρίθηκε στοὺς φαρισαίους: “Τι σας
πρόσταξε ὁ Μωυσής;”. Κι αὐτοὶ εἶπαν: « Ὁ Μωυσῆς ἐπέτρεψε στὸν ἄνδρα νὰ δίνη γραπτὸ διαζύγιο
καὶ νὰ χωρίζη τη γυναίκα του”. Τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: “Εξ αἰτίας της σκληροκαρδίας σας ὁ
Μωυσῆς ἔγραψε γιὰ σας αὐτὴ την εντολή”». Στὴν ἐρώτησι ἀπαντᾶ ὁ Ἰησοῦς μὲ αντερώτηση:
-Ποιὰ ἐντολὴ σας ἔδωσε ὁ Μωϋσὴς σχετικὰ μὲ το θέμα αὐτό;
Ἀπαντοῦν οἱ Φαρισαῖοι:
– Ὁ Μωϋσὴς ἐπέτρεψε στὸν ἄνδρα νὰ κάνη ἕνα ἔγγραφο, ποῦ νὰ βεβαιώνη, ὅτι ἔδωσε διαζύγιο
στὴ γυναίκα του, καὶ τότε νὰ τὴν χωρίση.
Ἀνταπάντησις του Ἰησοῦ:
– Ὁ Μωϋσὴς γνώριζε τη σκληρότητα των καρδιῶν σας καὶ τὴν ἄξεστη καὶ ἀπολίτιστη φύσι σας,
καὶ γι' αὐτὸ ἔγραψε την ἐντολὴ αὐτὴ, γιὰ νὰ σᾶς προφυλάξη ἀπὸ μεγαλύτερα κακά. Διότι καὶ σὲ
φόνο ἀκόμα θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ φθάσετε, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆτε ἀπὸ την ἀνεπιθύμητη γυναίκα σας!
Καὶ οἱ φαρισαῖοι γνωματεύουν, ὅτι «ἐπέτρεψε Μωύσης βιβλίον αποστασίου γράψαι καὶ
απολύσαι» (στ. 4). Ἡ ἄποψὶς τους αὐτὴ στηρίζεται σὲ ρητὴ διάταξη του Δευτερονομίου (24,1), ποῦ
ὑπὸ ὁρισμένους ὄρους ἐπιτρέπει το διαζύγιο.
Τὸ ἀδιάλυτο του γάμου ἀποτελεῖ την ἀρχικὴ πρόθεση του Θεοῦ, ὅπως φαίνεται στὶς πρῶτες
σελίδες της Ἁγίας Γραφῆς (Γέν. α' 27, β' 24). Καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Εφεσίους (ε' 31)
ἐπικαλεῖται το Γέν. β' 24. Ἡ δυνατότητα του χωρισμοῦ, πού προβλέπει ὁ νόμος του Μωϋση
ἀποτελεῖ εὐεργετικὴ παραχώρησι, ποῦ ὀφείλεται στὴ σκληροκαρδία των Ἰουδαίων.

Ἡ συζυγικὴ σχέσις (στ. 6-8)


Ὁ Θεὸς δημιούργησε ἄνδρα καὶ γυναίκα, δύο φύλα. Δὲν ὑπάρχει τρίτο φύλο. Εἶναι ἐντροπὴ καὶ
ἐκτροπὴ νὰ ἀπορρίπτη κάποιος το φύλο του, πού ἐν σοφία ὁ Θεὸς κατασκεύασε. Ὁ Θεὸς εἶναι
δημιουργὸς της φύσεως, τοῦ κατὰ φύσιν ζῆν. Οἱ ἄνθρωποι διαστρέφουν τη φύση καὶ κατρακυλοῦν
στὸ παρὰ φύσιν, ὅπως το παρουσιάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ πρῶτο κεφάλαιο της πρὸς
Ρωμαίους ἐπιστολῆς. Ὁ δὲ Χριστός, ποῦ ἦρθε νὰ ἀνεβάση το πλάσμα Του, δίνει καὶ τὴ δυνατότητα
του ὑπὲρ φύσιν. Καὶ ὑπὲρ φύσιν εἶναι ἡ ζωὴ της ἐν Χριστῶ παρθενίας καὶ ἀγαμίας.
Μὲ ἀφορμὴ την ἐρώτησι των Φαρισαίων γιὰ το διαζύγιο, ὁ Ἰησοῦς τονίζει, ὅτι τα δύο φύλα, πού
δημιούργησε ὁ Θεός, συνέρχονται σὲ γάμο καὶ γίνονται ἔτσι συνδημιουργοὶ του Θεοῦ. Τα δύο φύλα
γίνονται ἕνα. Ὁ γάμος, ὁ ἱερώτατος αὐτὸς δεσμός, στὴν πλάστιγγα της ἀγάπης εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ
τη σχέση μὲ τον πατέρα καὶ τη μητέρα. Τὶς αἰώνιες αὐτὲς καὶ ἀκατάλυτες ἀρχὲς τονίζει ὁ Ἰησοῦς
στὴ συνέχεια: «Ἀπὸ δὲ ἀρχῆς κτίσεως άρσεν καὶ θῆλυ εποίησεν αὐτοὺς καὶ Θεός. Ἕνεκεν τούτου
καταλείψει ἄνθρωπος τον πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα, καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναίκα
αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. Ὥστε οὐκέτι είσὶ δύο, ἀλλὰ μία σὰρξ» (στ. 6-8). Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Από την ἀρχὴ ὅμως, κατὰ τη δημιουργία, ὁ Θεὸς ἔπλασε τοὺς ἀνθρώπους,
τὸν μὲν ἄνδρα, τὴν δὲ γυναίκα. Γιὰ τη σπουδαία αὐτὴ ἀγάπη (του ἄνδρα καὶ της γυναίκας) ὁ ἄνδρας
θὰ ἀφήση τὸν πατέρα του καὶ τη μητέρα του καὶ θὰ προσκολληθῆ στὴ γυναίκα (το ἴδιο ἰσχύει καὶ
γιὰ τη γυναίκα). Καὶ θὰ γίνουν οἱ δύο μία σάρκα (ἕνα σῶμα). Ἑπομένως δὲν εἶναι πλέον δύο, ἀλλὰ
μία σάρκα (ἕνα σώμα)».
Ἄν οἱ φαρισαῖοι ἐπικαλοῦνται το Μωσαϊκὸ νόμο, γιὰ νὰ φέρουν τον Ἰησοῦ σὲ ἀντίθεση μαζὶ Του,
ἡ ἀναγωγὴ στὴν ἀρχικὴ δημιουργικὴ τάξι ἀποτελεῖ ἔργο του Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος ἀναδημιουργεῖ τον
ἄνθρωπο καὶ του δίνει τη δυνατότητα νὰ ἐνταχθῆ στὸ νέο κόσμο του Θεοῦ. Ἀπὸ την ἀρχὴ της
δημιουργίας ὁ Θεὸς ἔκανε τους πρωτοπλάστους ἕναν ἄνδρα καὶ μία γυναίκα. Συνεπῶς, οὔτε ὁ
ἄνδρας μποροῦσε νὰ αποκτήστη δεύτερη σύζυγο χωρίζοντας την πρώτη, οὔτε ἡ γυναίκα μποροῦσε
νὰ χωρίση ἀπὸ τον πρῶτο σύζυγὸ της καὶ νὰ συνδεθῆ μὲ ἄλλον. Ἄν ὁ Δημιουργὸς νομοθετοῦσε
τότε καὶ το διαζύγιο, δὲν θὰ δημιουργοῦσε μία μόνο γυναίκα γιὰ τὸν ἕνα ἄνδρα, ἀλλὰ περισσότερες
γυναῖκες.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τους δημιουργικοὺς λόγους του ἀνθρωπίνου γένους, λέει:
«Οὺκ είπεν, ὅτι ἐποίησε ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναίκα μόνον, ἀλλ' ὅτι καὶ τοῦτο έκέλευσε, ὥστε τὸν
ἕνα τη μία συνάπτεσθαι. Ἔι δὲ έβούλετο ταύτην μὲν άφιέναι, ἑτέραν δὲ έπεισάγειν, ἕνα ἄνδρα
ποιήσας, πολλὰς ἂν ἔπλασε γυναίκας. Νῦν δὲ καὶ το τρόπο της δημιουργίας καὶ το τρόπο της
νομοθεσίας έδειξεν, ὅτι ἕνα δεῖ μία συνοικεὶν διὰ παντός, καὶ μηδέποτε διαρρήγνυσθαι. Καὶ ὅρα
πὼς φησιν: “Ο ποιήσας ἐξ ἀρχῆς, άρσεν καὶ θῆλυ εποίησεν: τουτέστιν, ἐκ μιᾶς ρίζης ἐγένοντο καὶ
εἰς ὲν σῶμα συνῆλθον: “Έσονται γὰρ οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν”» (Ε. Π.Ε. 11,454-456). Μετάφρασις:
«Δὲν εἶπε, ὅτι δημιούργησε ἕνα μόνο ἄνδρα καὶ μία γυναίκα, ἀλλ' ὅτι ἔδωσε καὶ αὐτὴ την ἐντολὴ,
ὥστε ὁ ἄνδρας νὰ εἶναι προσκολλημένος στὴ γυναίκα του. Ἄν ὅμως ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ χωρίζη ὁ
ἄνδρας τη γυναίκα του καὶ νὰ παίρνη ἄλλη, ἀφοῦ δημιούργησε τον ἕνα ἄνδρα, θὰ δημιουργοῦσε
πολλὲς γυναῖκες! Τώρα ὅμως καὶ μὲ τὸν τρόπο της δημιουργίας καὶ μὲ τὸν τρόπο της νομοθεσίας
ἔδειξε, ὅτι ὁ κάθε ἄνδρας πρέπει νὰ συζῆ σ' ὅλη τη ζωὴ του μὲ μία γυναίκα καὶ νὰ μὴ διασπᾶ ποτὲ
τὸ ζυγὸ αὐτό. Καὶ δὲς τὶ λέει: “Αυτός πού δημιούργησε τον ἄνθρωπο ἀπὸ την ἀρχὴ, τὸν
δημιούργησε ἄνδρα καὶ γυναίκα”. Δηλαδή, δημιουργήθηκαν ἀπὸ μιὰ ρίζα. Καὶ συνενώθηκαν σὲ
ἕνα σῶμα, ἀφοῦ λέει: “Θα γίνουν οἱ δύο μία σάρκα”».
Τὸ θέλημα του Θεοῦ εἶναι ἡ μόνιμη καὶ ἀδιάλυτη ἕνωσις ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς: «Ἀπὸ δὲ ἀρχῆς
κτίσεως άρσεν καὶ θῆλυ εποίησεν αὐτούς...., ὥστε οὐκέτι εισὶ δύο, ἀλλὰ μία σὰρξ» (στ. 6-8).
Εἶναι τόσο σπουδαία ἡ ἀγάπη του ἄνδρα στὴ γυναίκα καὶ το ἀντίθετο, ὥστε ἀποσύρεται σὲ
δεύτερη μοίρα ἀκόμα καὶ ἡ ἀγάπη στὰ ἱερὰ πρόσωπα του πατέρα καὶ της μητέρας! «Ἕνεκεν τούτου
καταλείψει ἄνθρωπος τον πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα, καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναίκα
αὐτοῦ» (στ. 7). Πάνω ἀπὸ τη μητέρα καὶ τον πατέρα ἡ γυναίκα ἔχει πλέον το σύζυγὸ της. Το ἴδιο
καὶ ὁ ἄνδρας: Πάνω ἀπὸ τη μητέρα καὶ τὸν πατέρα του ἔχει τη σύζυγὸ του. Ὁ γάμος δὲν εἶναι ἕνα
κλαρὶ ἑνὸς προϋπάρχοντος δέντρου, της πατριαρχικῆς οἰκογένειας. Εἶναι ἀνεξάρτητο δέντρο. Τόση
σημασία δίνει ὁ Θεὸς σ' αὐτὸ το λόγο («ἕνεκεν τούτου καταλείψει...»), ὥστε τρεῖς φορὲς
ἀναφέρεται στὴν Ἁγία Γραφὴ.
Την πρώτη: “Ο 'Ἀδὰμ λαμβάνει ἀπὸ τον Δημιουργὸ τη γυναίκα καὶ λέει τον πρῶτο λόγο του γιὰ
το οἰκογενειακὸ ὕψος: «Ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τον πατέρα αὐτοῦ καὶ την μητέρα
καὶ προσκολληθήσεται τη ἰδία γυναικὶ» (Γέν. β' 24).
Τη δεύτερη: “Ο ἴδιος ὁ Χριστὸς ἐπικυρώνει τον βασικὸ γιὰ το γάμο λόγο (Μάρκ. ι7).
Τὴν τρίτη: Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ διδασκαλία του γιὰ τὴν ἀξία του γάμου ἐπαναλαμβάνει τον
ἴδιο λόγο (Έφεσ. ε' 31).
Στὴ φράση αὐτὴ ὑπάρχει καὶ ἡ βάσις του ἀδιαλύτου του γάμου. Εἶναι το ρῆμα
«προσκολληθήσεται». Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐδὲ ελθεὶν πρὸς τὴν γυναίκα ἁπλῶς
ένομοθέτησεν, ἀλλὰ καὶ κολληθήναι, τῷ τρόπο της λέξεως το ἀδιάσπαστον ἐμφαίνων» (Ε.Π.Ε.
11,456). Μετάφρασις: Δὲν νομοθέτησε (ὁ Θεὸς) ἁπλῶς νὰ ἔρθη (ὁ ἄνδρας) πρὸς τὴ γυναίκα του,
ἀλλὰ καὶ νὰ προσκολληθῆ σ' αὐτήν, φανερώνοντας μὲ την ἔννοια αὐτῆς της λέξεως το ἀδιάσπαστο.

Ἀδιάλυτος ὁ γάμος (στ. 9-12)


Μὲ τη φράση «καὶ προσκολληθήσεται τη γυναικὶ αὐτοῦ (ἤ το ανδρὶ αὐτῆς)» (στ. 7) ἤδη μπαίνει
ὁ Ἰησοῦς στὸ θέμα του διαζυγίου, ὅπως Ἐκεῖνος νομοθετεῖ. Ὁ γάμος εἶναι σύζευξις ἀνδρὸς καὶ
γυναικός, πού γίνεται ἀπὸ το Θεό, μὲ την εὐλογία της Ἐκκλησίας. Εἶναι μία κοινωνία, ποῦ δὲν
διασπᾶται, παρὰ μόνο γιὰ ἕνα λόγο. Όπως δὲν διασπᾶται ἡ ἕνωσις Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας, ἔτσι δὲν
διασπᾶται ἡ ἕνωσις ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς (Εφεσ. ε' 25-28) Ἡ ἀγάπη στὸ ἀνδρόγυνο εἶναι ἄρρηκτη.
Ἀπὸ αὐτὴ την χριστοκεντρικὴ ἀγάπη πηγάζει το ἀδιάλυτο του γάμου. Κάτι πού το ἕνωσε ὁ Θεός,
δὲν ἐπιτρέπεται νὰ το διασπᾶ ἡ ἀνθρώπινη κακότητα. Γι' αὐτὸ στοὺς ἑπομένους στίχους τονίζεται
ἡ προσοχὴ γιὰ το ἀδιάσπαστο του γάμου, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνθρώπινη αἰσχρότητα, πού εἰσχωρεῖ καὶ
διασπᾶ την ἁγία ἑνότητα. «Ὅ οὺν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω. Καὶ εἰς τὴν οἰκίαν
πάλιν οἱ μαθηταὶ περὶ τούτου επηρώτων αὐτόν, καὶ λέγει αὐτοὺς: Ός ἂν ἀπολύση την γυναίκα
αὐτοῦ καὶ γαμήση ἄλλης, μοιχάται ἐπ' αὐτὴν καὶ ἐὰν γυνὴ ἀπολύσασα τὸν ἄνδρα γαμηθῆ άλλω,
μουχάται» (στ. 9-12). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Ό,τι λοιπὸν συνένωσε ὁ Θεός, δὲν πρέπει νὰ
το χωρίζη ὁ άνθρωπος”. Γιὰ το θέμα αὐτὸ ρώτησαν τον Ἰησοῦ καὶ πάλι οἱ μαθητὲς στὸ σπίτι ποῦ
πῆγαν: Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἔλεγε: “Όποιος χωρίσει τη γυναίκα του καὶ παντρευτῆ ἄλλη, διαπράττει
μοιχεία (ἀπατᾶ τη γυναίκα του). Ἐπίσης ἡ γυναίκα πού χωρίζει ἀπὸ τον ἄνδρα της καὶ παντρεύεται
ἄλλον, διαπράττει μοιχεία (ἀπατᾶ τὸν ἄνδρα της)».
Ὁ Ἰησοῦς διακηρύσσει το ἀδιάλυτο του γάμου, χρησιμοποιώντας μάλιστα προστακτική, δηλαδὴ
μορφὴ ἐντολῆς (στ. 9). Ἐπεξηγεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος το γιατὶ προστάζει ὁ Χριστὸς το «μὴ
χωριζέτω» καὶ λέει: «Λέγει ὁ Ἰησοῦς: “Ο οὺν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω”, δεικνὺς
ὅτι καὶ παρὰ φύσιν καὶ παρὰ νόμον το γινόμενον παρὰ φύσιν μέν, ὅτι μία διατέμνεται σὰρξ παρὰ
νόμον δέ, ὅτι του Θεοῦ συνάψαντος καὶ κελεύσαντος μὴ διαχωρίζεσθαι, αὐτοὶ συνεπιτίθεσθε
τοῦτο δρὰν» (Ε.Π.Ε. 11,438). Μετάφρασις: «Λέει ὁ Ἰησοῦς: “Αυτό πού ὁ Θεὸς το συνένωσε, ὁ
ἄνθρωπος νὰ μὴ τὸ χωρίζη”, φανερώνοντας ἔτσι, ὅτι αὐτὸ πού συμβαίνει εἶναι ἀντίθετο καὶ πρὸς
τὴ φύσι καὶ πρὸς τὸ νόμο. Εἶναι ἀντίθετο πρὸς τὴ φύσι, διότι ἀποκόπτεται ἡ μία σάρκα, εἶναι δὲ
ἀντίθετο πρὸς το νόμο, διότι, μολονότι ὁ Θεὸς τοὺς συνένωσε καὶ πρόσταξε νὰ μὴ χωρίζουν, αὐτοὶ
ἐπιτίθενται μεταξὺ τους μὲ σκοπὸ νὰ χωρίσουν».
Ὁ Ἰησοῦς μετατοπίζει τη συζήτηση ἀπὸ το ἐπίπεδο του διαζυγίου στὸ ἐπίπεδο του γάμου καὶ
ἑστιάζει την προσοχὴ στὴν οὐσία καὶ στὴ φύση του γάμου. Περνᾶ ἀπὸ ἐκεῖνο ποῦ εἶναι
παραχώρησις («ἐπέτρεψε») του Θεοῦ σὲ ἐκεῖνο ποῦ εἶναι θέλημα του Θεοῦ. Θέτει ὡς ἀμετακίνητη
ἀρχὴ το «οὐκέτι εισὶ δύο, ἀλλὰ μία σάρξ».
Ἄμεση συνέπεια των θέσεων αὐτῶν εἶναι το ἀδύνατο του διαζυγίου. Σ' αὐτὴ τη βάσι ὁ Μεσσίας
θὰ χαρακτηρίση τὸν μετὰ το διαζύγιο γάμο ὡς μοιχεία.
Ἡ συζήτησις συνεχίζεται μὲ τοὺς μαθητὲς «εἰς τὴν οἰκίαν» (στ. 10-12). Οἱ συζητήσεις του Ἰησοῦ
μὲ τοὺς Ἰουδαίους μεταβάλλονται στὴ συνέχεια σὲ διδασκαλία πρὸς τοὺς μαθητές. Τα λόγια
συνοψίζονται μὲ ἀπόλυτο καὶ ἀξιωματικὸ τρόπο: «Ός ἂν ἀπολύση την γυναίκα αὐτοῦ καὶ γαμήση
ἄλλης, μοιχάται ἐπ' αὐτήν». Στὴν ἀπόλυτη αὐτὴ διατύπωσι προστίθεται μία μόνο περίπτωσις, κατὰ
την παράλληλη διήγησι του Ματθαίου (ε' 32), ὅπου ἐπιτρέπεται ἡ διάλυσις του γάμου («παρεκτὸς
λόγου πορνείας»). Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέχεται ὡς μόνη ἐξαίρεσι γιὰ τὸ ἀδιάλυτο του γάμου τη
μοιχεία.
Πορνεία καὶ μοιχεία, λέξεις, πού εναλλάσονται στὴ Γραφὴ καὶ παρουσιάζουν ἐξωσυζυγικὲς καὶ
προγαμιαῖες σχέσεις.
– Ὁ Θεὸς ἔφτιαξε τὴ γενετήσια λειτουργία (τὸ «σέξ»), γιὰ το μεγαλειώδη σκοπὸ της κοινωνίας
των προσώπων καὶ της παιδοποιΐας.
–Μέχρι το γάμο ἤ στάσις των χριστιανῶν εἶναι ἡ παρθενία.
-Κάθε σαρκικὴ σχέσις πρὸ του γάμου, ἔστω κι ἂν ἀποσκοπῆ σὲ γάμο, εἶναι πορνική. Τὶς
περισσότερες δὲ φορὲς καταλήγει σὲ ὁλοκληρωτικὴ μίξι, κάτι πού λέγεται πορνεία.
-Ἡ πορνεία δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τα χρήματα. Εἴτε γίνεται «ἐπὶ χρήμασι», εἴτε γίνεται ἀπὸ
σαρκικὴ «ἐμπάθεια» (συμπάθεια) εἶναι πορνεία.
– Ὁ γάμος ἐν Χριστῶ εἶναι κοινωνία. Κυρίως δὲ εἶναι εὐλογία, ὅταν οἱ γαμικὲς σχέσεις τελοῦνται
κατὰ φύσιν καὶ δὲν ἀλλοιώνονται γιὰ το σατανικὸ σκοπὸ της ἀποφυγῆς της τεκνογονίας.
-Ὅταν ἕνα ἀπὸ τα δύο πρόσωπα του γάμου ἐκτραπῆ καὶ ἀποκτήση σχέσεις μὲ πρόσωπο ἔξω ἀπὸ
το γάμο, οἱ σχέσεις αὐτὲς ὀνομάζονται μοιχεία.
-Γιὰ λόγους μοιχείας καὶ μόνο ἂν θελήση το θύμα νὰ λάβη διαζύγιο, ἐπιτρέπεται. «Παρεκτὸς
λόγου πορνείας». Δὲν ὑποχρεώνεται, ἀλλὰ δικαιοῦται. Ἄν θελήση μιὰ γυναίκα, ποῦ την ἀπάτησε ὁ
ἄνδρας της, νὰ τον συγχωρήση, αὐτὸ καὶ ὑπέρβασις εἶναι καὶ το γάμο διασώζει. Ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχη
εἰλικρινὴς μετάνοια άπὸ τὸν μοιχό. Το ἴδιο καὶ ὁ ἄνδρας, κάνει ὑπέρβασι ὅταν συγχωρήση τη
σύζυγὸ του, ποῦ τὸν ἀπάτησε.
–Διαζύγιο ὁ Χριστὸς ἐπιτρέπει μόνο γιὰ λόγους μοιχείας. Δυστυχῶς σήμερα, νόμοι
ἀντιχριστιανικοῦ κράτους ἐπιτρέπουν διαζύγιο γιὰ πολλοὺς λόγους. Μόνο ἡ μοιχεία δὲν θεωρεῖται
(ἀπὸ το κράτος) ἀδίκημα, καὶ ἑπομένως δὲν ἀρκεῖ στὸν ἀπατηθέντα ὡς λόγος διαζυγίου!
–Μοιχός ἤ μοιχαλίδα θεωρεῖται ὁ (ἤ η) δράστης. Το θύμα παραμένει ἀθῶο καὶ σηκώνει το
σταυρὸ της ἀδικίας. Ἔτσι το μὲν θύμα μετὰ το κανονικὸ διαζύγιο μπορεῖ νὰ τελέση γάμο
(ἐκκλησιαστικό, ἐννοεῖται). Ὁ ὅμως μοιχὸς ἤ ἡ μοιχαλίδα δὲν μπορεῖ νὰ προβῆ σὲ νέα
ἐκκλησιαστικὴ ἄδεια. Ἡ παράνομη σχέσις εἶναι μοιχεία.

13 Καὶ προσέφερον αὐτῷ παιδία, ἵνα αὐτῶν ἅψηται· οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπετίμων τοῖς
προσφέρουσιν. 14 ἰδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἠγανάκτησε καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός
με, καὶ μὴ κωλύετε αὐτά· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 15 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν
μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν. 16 καὶ ἐναγκαλισάμενος
αὐτὰ κατηυλόγει τιθεὶς τὰς χεῖρας ἐπ᾿ αὐτά.

Ἔφεραν τα παιδιὰ τους (στ. 13)


Ἡ ἀφήγησις αὐτὴ διασώζει μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες καὶ τρυφερότερες ἐκφράσεις της στοργῆς
του Μεσσία γιὰ τα παιδιὰ καὶ συγχρόνως προσφέρει οὐσιώδεις ἀπόψεις γιὰ τὴ βασιλεία του Θεοῦ.
«Καὶ προσέφερον αύτὼ παιδία, ἴνα αὐτῶν άψηται οἱ δὲ μαθηταὶ έπετίμων τοϊς προσφέρουσιν»
(στ. 13). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἔφεραν στὸν Ἰησοῦ παιδιὰ γιὰ νὰ τὰ εύλογήση. Οἱ
μαθητὲς ὅμως μάλωσαν αὐτοὺς (δηλαδὴ τοὺς γονεῖς) πού τα εἶχαν φέρει».
Οἱ μαθητές, συμμεριζόμενοι προφανῶς τὶς ἀντιλήψεις της ἐποχῆς τους, ὅτι δὲν πρέπει νὰ
διακόπτεται το ἔργο της διδασκαλίας ἀπὸ πρόσωπα μικρῆς «ἀξίας», ὅπως τα παιδιά, ἐμποδίζουν
καὶ ἐπιπλήττουν τὶς μητέρες, πού φέρνουν τα παιδιὰ νὰ τὰ εὐλογήση.
Οἱ μητέρες δὲν φέρνουν τα παιδιὰ τους γιὰ νὰ τὰ γιὰτρέψη ἀπὸ κάποια παιδικὴ αρρώστια. Τὰ
φέρνουν στὸ Χριστὸ γιὰ κάτι πολὺ σπουδαιότερο. Γιὰ νὰ ἁπλώση τα θεϊκὰ Του χέρια στὰ κεφαλάκια
των μικρῶν παιδιῶν. Ἡ ψαύσις ἄλλωστε ἀπὸ τον Ἰησοῦ εἶχε ἤδη συντελέσει θεραπεῖες καὶ
ἀναστάσεις.
Ας προσερχόμαστε στὸ Χριστό, ὄχι μόνο ὅταν ἕνας πόνος μας ἀναγκάζη, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ
ἀποσπάσουμε την εὐλογία Του. Ἰδίως ἂς ὁδηγοῦμε τα παιδιά, προτοῦ τα δοῦμε μαστιγούμενα ἀπὸ
τη διαφθορά. Νὰ τα ἀγγίξη ὁ Χριστός, προτοῦ τα σφίξη θανάσιμα ἡ ἀγκαλιὰ του κόσμου. Νὰ τα
ἀγγίξη ὄχι κατὰ ἕνα μαγικὸ θρησκευτικὸ τρόπο, ἀλλὰ κατὰ τη δικὴ Του θεϊκὴ δύναμη καὶ ἐπιρροή.
Ας ὁδηγοῦμε τα παιδιὰ γιὰ οὐσιαστικὴ εὐλογία καὶ σχέσι μὲ τὸν Χριστό. Ας τα ὁδηγοῦμε, ὅταν
ἐκεῖνα εἶναι μικρὰ καὶ ἄδολα, νὰ τρέχουν στὴν ἀγκαλιὰ του Θεοῦ. Ας τὰ ὁδηγοῦμε καὶ μὲ τὶς
προσευχὲς μας, ὅταν δὲν μποροῦμε νὰ τα πάρουμε ἀπὸ το χέρι νὰ τα φέρουμε στὸ Χριστὸ καὶ στὴν
κατήχησὶ Του.

Ἀφῆστε τα παιδιά! (στ. 14)


Κάποτε καὶ μέσα στὸ χῶρο της Ἐκκλησίας θέλουμε μόνο τη δικὴ μας ἡσυχία γιὰ προσευχή. Καὶ
λησμονοῦμε, ὅτι τα παιδιά, ναὶ μὲν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἀκίνητα μέσα στὴ λατρεία, ἀλλ'
ἁγιάζονται μὲ τὸ ὅλο αγιοπνευματικὸ κλίμα της Ἐκκλησίας, ἀποκτοῦν ἱερὲς καὶ ἅγιες συνήθειες καὶ
δέχονται ἀκούσματα καὶ θεάματα, πού ὡς προσλαμβάνουσες παραστάσεις ἀκολουθοῦν ὅλη τη
ζωὴ τους.
Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Χριστός, ὅταν μπροστὰ Του εἶδε νὰ ἀπωθοῦν τα παιδιά, ἀγανάκτησε. «Ίδὼν δὲ ὁ
Ἰησοῦς ήγανάκτησε καὶ είπεν αυτοὶς: Ἄφετε τα παιδία έρχεσθαι πρὸς μέ, καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ των
γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία του Θεοῦ» (στ. 14). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὅταν το εἶδε
αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς, ἀγανάκτησε καὶ εἶπε στοὺς μαθητὲς Του: “Αφήστε τα παιδιὰ νὰ ἔρχονται σ' ἐμένα.
Μὴ τα ἐμποδίζετε. Γιατὶ ἡ βασιλεία του Θεοῦ ἀνήκει σὲ ἀνθρώπους πού εἶναι σὰν κι αυτά”».
Ἡ εἰδικὴ ἐξουσία καὶ ἡ εὐεργετικὴ ἰσχὺς του Χριστοῦ ὑποδηλώνεται στὴν εἴδησι, ὅτι
«προσέφεραν αυτὼ παιδία, ἴνα αὐτῶν άψηται» (στ. 13). Ἡ χρησιμοποίησις του ρήματος «ἅπτομαι»
στοὺς συνοπτικοὺς εὐαγγελιστὲς συνδέεται μὲ θαυμαστὲς θεραπεῖες, πού ἐνεργοῦσε ὁ Ἰησοῦς. Τὸ
«άπτεσθαι» ἀποτελεῖ εὔγλωττο ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴ σωτήρια καὶ ὑπερφυσικὴ δύναμὶ Του.
Ὁ Ἰησοῦς ὄχι μόνο δὲν ἐμποδίζει, ἀλλ' ἀπ' εναντίας ἐνθαρρύνει την προσέλευσι πρὸς Αὐτὸν των
νεαρῶν βλαστῶν της οἰκογενείας. «Ἄφετε τα παιδία έρχεσθαι πρὸς μέ, καὶ μὴ κωλύετε αὐτά».
Εἶδε ὁ Χριστὸς νὰ μὴν ἔχουν οἱ ἄνθρωποι ἀγάπη στὰ παιδιά. Τὰ διώχνουν ἀπὸ κοντὰ Του. Κι
Ἐκεῖνος διαμαρτύρεται: «Ἄφετε τα παιδία έρχεσθαι πρὸς μέ...».
Ἀφῆστε τα παιδιὰ νὰ ζήσουν. Ποῦ το πάτε το μωρὸ ποῦ κυοφορεῖται; Μή! Δικὸ μου εἶναι το
παιδὶ καὶ μὴ μου το σκοτῶστε! Τὸ ἀκοῦτε; Σὲ σας το λέω, τοὺς ἀνώριμους γονεῖς, ποῦ πάτε νὰ
προσφέρετε το παιδὶ σας στὸ σφαγεῖο της ἐκτρώσεως! Σὲ σας φωνάζω: Μὴ μου σκοτώνετε το
παιδί!
Ἀφῆστε τα παιδιά. Ἐγὼ ἔγινα Παιδὶ γιὰ τὰ παιδιά.
Ἀφῆστε τα παιδιά. Ἐγὼ ἔκανα την Ἐκκλησία γιὰ τα παιδιά, νὰ εἶναι παιδότοπος. Ὅπως τα
ἀφήνετε τα παιδιὰ καὶ μπλέκουν μὲ τόσες ἀθλητικὲς ἤ μορφωτικὲς δραστηριότητες, ἀφῆστε τα
παιδιὰ νὰ μαθητεύσουν στὸ σχολεῖο μου. Μου δίνετε ἁπλῶς παιδιά; Θὰ σας δώσω ἁγίους!
Ἀφῆστε τα παιδιά. Ἐγὼ εἶμαι ἡ οἰκογένεια γιὰ τα παιδιά. Νὰ ζήσουν μαζὶ μου ἑνωμένα.
Ἀφῆστε τα παιδιά. Ἐγὼ εἶμαι ἡ εὐλογία.
Ἀφῆστε τα παιδιά. Κάτω τα χέρια ἀπὸ τα παιδιά. Ἡ μεγάλη μάνα τους, ὡς ἄλλη Ραχήλ, κλαίει: Ἡ
Ἑλλάδα πεθαίνει. Την ἀφήσαμε χωρὶς παιδιά. Της σκοτώσαμε τα παιδιά. Διαλέξαμε σκυλιὰ ἀντὶ
παιδιά.
Σκοτώσαμε την πιὸ ὡραία ἀγάπη, την ἀγάπη στὰ παιδιά.
Ἡ ἀγάπη εἶναι δόσιμο. Ἡ ἀγάπη εἶναι τρέξιμο. Ἡ ἀγάπη εἶναι παίξιμο.
Ἡ ἀγάπη εἶναι δρόμος. Ἡ ἀγάπη εἶναι θυσία. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀγωνία. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀγρυπνία. Ἡ
ἀγάπη εἶναι θαῦμα. Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ Χριστός.
Ὁ οὐρανὸς εἶναι μία ἀνοιχτὴ ἀγκαλιά. Περιμένει νὰ γεμίση ἀπὸ ἁγίους, ποῦ θάχουν πρῶτα
γεμίσει το σπίτι, την Ἑλλάδα, την Ἐκκλησία μὲ παιδιά.

Τα παιδιὰ καὶ ἡ βασιλεία του Θεοῦ (στ. 15)


Ὁ Χριστὸς βλέπει το παιδὶ ὡς το πρότυπο, πρὸς το ὁποῖο πρέπει νὰ ἐξομοιωθῆ κάθε ἄνθρωπος,
γιὰ νὰ εἰσέλθη στὴ νέα πραγματικότητα της βασιλείας του Θεοῦ. Βλέπει, πὼς ἡ ἀγάπη Του στὸ
παιδὶ εἶναι το πρότυπο γιὰ ὅλους μας. «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν του Θεοῦ
ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθη εἰς αὐτὴν» (στ. 15). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Σας βεβαιώνω, πὼς
ὅποιος δὲν θὰ δεχτὴ τη βασιλεία του Θεοῦ σὰν το ἁπλὸ παιδί, δὲν θὰ γίνη δικὴ του ἡ βασιλεία».
Εἶναι γνωστό, ὅτι το παιδὶ ὡς ἀδύναμο δὲν στηρίζεται στὶς δικὲς του δυνάμεις, ἀλλὰ ἔχει
ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη στοὺς μεγαλυτέρους. Οἱ Πατέρες της Ἐκκλησίας ὑπογραμμίζουν ὡς
χαρακτηριστικὲς ἰδιότητες του παιδιοῦ: Τὸ ἀνυπόκριτο, την ἀπάθεια καὶ την ταπείνωσι
(Χρυσόστομος), την ἐμπιστοσύνη, ἀκακία καὶ άμνησικακία (Θεοφύλακτος), την ἀπουσία
κενοδοξίας, φιλοπρωτείας καὶ ἐπάρσεως (Ζιγαβηνός). Όλες οἱ ἀρετὲς ἀποτελοῦν ὑπόδειγμα γιὰ
τοὺς μεγάλους, πού ζητοῦν τη βασιλεία του Θεοῦ.
Ας δοῦμε συγκεκριμένα τὶ λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γιὰ τὸ ἄδολο καὶ ἀθῶο ἑνὸς μικροῦ
παιδιοῦ: «Πάντων των παθὼν καθαρεύει ἡ ψυχὴ του παιδίου. Τοὺς λελυπηκόσιν οὐ μνησικακεῖ,
ἀλλ' ὡς φίλοις προσέρχεται, ὼς οὐδενὸς γενομένου... Τὸ γὰρ οἰκεῖον καὶ ἀλλότριον οὐ πενία καὶ
πλούτω, ἀλλὰ φιλία διαγινώσκειν οἵδε. Καὶ των ἀναγκαίων οὐδὲν πλέον ἐπιζητεῖ, ἀλλ' ὅσον
εμπλησθήναι του μαστοῦ, καὶ ἀφίσταται της θηλῆς. Το παιδίον οὐ λυπεῖται ἐφ' οἷς ήμεὶς: οίον ἐπὶ
ζημία χρημάτων, καὶ τοῖς τοιούτοις καὶ οὐ χαίρει πάλιν ἐφ' οἷς ἡμεῖς, τοϊς επικήροις τούτοις οὐκ
επτόηται πρὸς κάλλη σωμάτων. Διὰ τοῦτο ἔλεγε, “τών γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία των
ουρανών”, ἴνα τη προαιρέσει ταῦτα ἐργαζώμεθα, ἅ τη φύσει τα παιδία» (Ε.Π.Ε. 11,472).
Μετάφρασις: «Ἡ ψυχὴ του παιδιοῦ εἶναι καθαρὴ ἀπὸ ὅλα τα πάθη. Το παιδὶ δὲν εἶναι μνησίκακο
γι' αὐτοὺς ποῦ το ἔχουν λυπήσει, ἀλλ' ὼς φίλος τοὺς πλησιάζει σὰν νὰ μὴν ἔχη συμβῆ τίποτε...
Γνωρίζει νὰ διακρίνη το δικὸ του ἀπὸ το ξένο ὄχι μὲ τη φτώχεια καὶ τον πλοῦτο, ἀλλὰ μὲ την ἀγάπη.
Δὲν ζητεῖ κάτι παραπάνω ἀπὸ τα ἀναγκαία τόσο μόνο, ὅσο νὰ χορτάση μὲ τὸ γάλα του μητρικοῦ
μαστοῦ καὶ μετὰ ἀφήνει τη θηλή. Τὸ παιδὶ δὲν λυπᾶται γιὰ ὅσα λυπούμεθα ἐμεῖς, ὅπως π.χ. γιὰ τὴ
ζημιὰ ἀπὸ χρήματα καὶ ἄλλα πράγματα. Οὔτε πάλι χαίρεται γιὰ ὅσα χαιρόμαστε ἐμεῖς, γιὰ ὅλα
αὐτὰ τα φθαρτὰ πράγματα. Δὲν κυριεύεται ἀπὸ σφοδρὸ πόθο γιὰ τα κάλλη των σωμάτων. Γι' αὐτὸ
ὁ Κύριος ἔλεγε: “Η βασιλεία των οὐρανῶν ἀνήκει σ' αὐτούς, πού θὰ γίνουν ὅμοιοι μὲ αυτά”, ὥστε
νὰ πράττουμε μὲ τὴν προαίρεσὴ μας αὐτὰ πού τα παιδιὰ τὰ ἔχουν ἀπὸ τη φύση τους».

Στὴν ἀγκαλιὰ του Χριστοῦ (στ. 16)


Τὰ παιδιὰ ἀνήκουν στὸ Χριστό. Ἡ ἀγκαλιὰ της ἀγάπης του Θεοῦ εἶναι γιὰ ὅλους τοὺς
ἀνθρώπους. Ἀλλ' εἶναι πιὸ τρυφερὴ καὶ εὐλογημένη, ὅταν μέσα της περικλείονται τα παιδιὰ του
κόσμου. «Καὶ εναγκαλισάμενος αὐτὰ κατηυλόγει τιθεὶς τὰς χεῖρας ἐπ' αὐτὰ» (στ. 16). 'Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ τότε ὁ Ἰησοῦς πῆρε τα παιδιὰ στὴν ἀγκαλιὰ Του καὶ τα εὐλογοῦσε
βάζοντας τα χέρια Του πάνω τους».
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θυμίζει, ὅτι μόνο, ἂν ἀγαπήσουμε τα παιδιά, ἂν γίνουμε σὰν τα παιδιά,
μόνο τότε θὰ δοῦμε τὸν οὐρανὸ: «Γενώμεθα δὴ καὶ ἡμεῖς κατὰ τα παιδία, καὶ τη κακία νηπιάζωμεν.
Οὐ γὰρ έστιν, οὺκ έστιν ετέρως ιδεὶν τὸν οὐρανὸν· ἀλλ' ἀνάγκη πάντως εἰς γέενναν έμπεσεὶν τὸν
ὕπουλος καὶ πονηρὸν» (Ε.Π.Ε. 11,474). Μετάφρασις: Ας γίνουμε, λοιπὸν καὶ μεῖς ὅμοιοι μὲ τὰ
παιδιὰ καὶ ἂς μοιὰζουμε μὲ τα νήπια ὡς πρὸς τὴν κακία (Α' Κορ. ιδ' 20). Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν
κατ' ἄλλον τρόπο νὰ δοῦμε τον οὐρανό. Ἀλλ' ὁπωσδήποτε ὁ ὕπουλος καὶ πονηρὸς θὰ ριφθῆ κατ'
ἀνάγκην στὴ γέεννα».
Μιὰ δικὴ μας κίνησις πρὸς τὸ Χριστὸ ἀκολουθεῖται ἀπὸ ἀπείρως ωφελιμότερες προσφορὲς του
Χριστοῦ ἀπὸ ὅσες ἐμεῖς ζητᾶμε γιὰ τα παιδιὰ μας!
Δὲν πῆρε ἁπλῶς τα παιδιὰ κοντὰ Του. Τὰ ἀγκάλιασε. Τρυφερὴ σκηνή, πού φανερώνει, ὅτι ἔχει
τα παιδιὰ μέσα στὴν καρδιὰ Του. Σὰν νὰ λέη: «Σὲ κανέναν δὲν ἀνήκουν! Κανένας νὰ μὴ τολμήση
νὰ στρατολογήση σὲ δικὸ του στρατόπεδο τα παιδιά. Παιδότοποι καὶ παιδαγωγοὶ χωρὶς ἐμένα εἶναι
τόποι μὲ ἀγκάθια, εἶναι χῶροι μὲ συρματοπλέγματα, εἶναι τόποι παιδικῆς ἀπάτης, ὄχι ἄνθρωποι
καὶ τόποι μὲ καθαρὴ ἀγάπη».
Δὲν τα εὐλόγησε μιὰ φορὰ ὁ Χριστὸς τὰ παιδιὰ πού ἦρθαν κοντὰ Του, ἀλλὰ τα «κατηυλόγει».
Συνεχῶς τα εὐλογοῦσε. Συνεχῶς ἔβαζε τα ἄχραντα χέρια Του στὸ κεφάλι τους καὶ τα εὐλογοῦσε.
Πρόκειται γιὰ συγκινητικὴ πρᾶξι του Κυρίου, πού σημειώνεται μόνο ἀπὸ τον Μάρκο.

17 Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς ὁδὸν προσδραμὼν εἷς καὶ γονυπετήσας αὐτὸν ἐπηρώτα αὐτόν·
διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 18 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· τί με
λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰμὴ εἷς ὁ Θεός. 19 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς,
μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, μὴ ἀποστερήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα. 20 ὁ δὲ
ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε, ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. 21 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς
ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἕν σε ὑστερεῖ· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, ὅσα
ἔχεις πώλησον καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι, ἄρας τὸν
σταυρόν σου. 22 ὁ δὲ στυγνάσας ἐπὶ τῷ λόγῳ ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά.

Ζητεῖ την αἰώνια ζωὴ (στ. 17)


Καὶ σὲ σπίτια καὶ στὸ δρόμο ὁ Χριστὸς ἐνεργοῦσε καὶ μιλοῦσε. Σὲ τρεῖς λέξεις θὰ μπορούσαμε
νὰ συνοψίσουμε τη δρᾶσι Του: Διδασκαλίες, θαύματα, διάλογοι. Καὶ οἱ διάλογοι κάποτε
ἐξελίσσονταν σὲ διδασκαλίες ἀθανάτων ἀληθειῶν. Μερικοὶ ἀπὸ τους διαλόγους ξεκινοῦσαν ἀπὸ
ἐρωτήσεις ἀτόμων ἐχθρικὰ διακειμένων. Προσέρχονταν στὸν Χριστὸ «πειράζοντες». Ἤθελαν νὰ
Τὸν παγιδεύσουν. Νὰ Τὸν ἀναγκάσουν, ὅπως νόμιζαν, νὰ ἐκτεθῆ εἴτε στὸ λαὸ εἴτε στὴν πολιτικὴ
ἐξουσία, εἴτε στὸ θρησκευτικὸ κατεστημένο. Ἤθελαν νὰ βροῦν λεξίδιο, γιὰ νὰ το κάνουν ξιφίδιο
κατὰ του Ἰησοῦ! Μερικοὶ ἀπὸ τους διαλόγους ξεκινοῦσαν ἀπὸ καλὴ διάθεση. Πρόσωπα, ποῦ
σέβονταν τον Ἰησοῦ ὡς Διδάσκαλο, Τὸν ρωτοῦσαν γιὰ σωτηριώδη θέματα, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνη,
ὅτι τελικὰ δέχονταν την ἀπάντησὶ Του.
Τέτοιο καλοπροαίρετο πρόσωπο ἦταν ὁ πλούσιος, ποῦ Τὸν ρώτησε γιὰ την αἰώνια ζωή. «Καὶ
ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς ὁδὸν προσδραμὼν εἰς καὶ γονυπετήσας αὐτὸν επηρώτα αὐτὸν
Διδάσκαλε ἀγαθέ, τὶ ποιήσω ἴνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» (στ. 17). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Καθὼς ὁ Ἰησοῦς ἔβγαινε (ἀπὸ το σπίτι) γιὰ νὰ φύγη, ἔτρεξε κάποιος, γονάτισε
μπροστὰ Του καὶ Τὸν ρωτοῦσε: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τὶ νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω την αἰώνια
ζωή;”».
Ἡ περικοπὴ μὲ τὸν πλούσιο διασώζεται καὶ ἀπὸ τους τρεῖς συνοπτικούς. Ὁ διαλεγόμενος εἶναι
κατὰ τὸν Ματθαίο νεανίσκος (ιθ' 16-30), κατὰ τὸ Λουκᾶ «ἄρχων πλούσιος σφόδρα» (ιη' 18-34).
Ἡ ἀφήγησις δημιουργεῖ την αἴσθηση του θείου κύρους. Φαίνεται σὲ τρεῖς θέσεις:
Ἡ πρώτη ταυτίζεται μὲ τη διακήρυξὶ Του πρὸς τὸν πλούσιο: «Ἕνα σὲ ὑστερεῖ... Ύπαγε...».
Σύμφωνα μὲ τα δεδομένα της ἐποχῆς ἐδῶ ζητοῦνται ἐπαναστατικὲς ἀποφάσεις ἀπὸ τὸν πλούσιο.
Ἡ λακωνικότητα των φράσεων δείχνει το θεϊκὸ κύρος. Ἰδιαίτερα ἡ φράσις «καὶ δεῦρο ακολούθει
μοι» ἀποτελεῖ τον ὅρο της κληρονομίας της αἰωνίου ζωῆς.
Ἡ δεύτερη θέσις συναντᾶται στὸ γεμάτο θλῖψι συμπέρασμα του Χριστοῦ, ὅταν ὁ πλούσιος
“απήλθε λυπούμενος”. «Πὼς δυσκόλως οἱ τα χρήματα ἔχοντες εἰς τὴν βασιλείαν του Θεοῦ
εισελεύσονται». Ἡ παρατήρησις αὐτὴ εἶναι συγκεκριμένη κρίσις ἀποφασιστικῆς σωτηριολογικὴς
σημασίας γιὰ τὸν πλούσιο.
Ἡ τρίτη θέσις κρύβεται στὴν ἀπάντηση του Ἰησοῦ στὸ ἐναγώνιο ἐρώτημα των μαθητῶν: «Καὶ τὶς
δύναται σωθήναι;».
Ὁ Μεσσίας ὁμιλεῖ μὲ τελεσίδικο τρόπο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη κατάσταση σὲ σχέση μὲ τη σωτηρία.
Τὸ ἀδιέξοδο εἶναι ἄλυτο. Οἱ δυνατότητες ὅμως του Θεοῦ εἶναι ἀπεριόριστες.
Πάντως ὁ συνομιλητής, ὅπως τὸν παρουσιάζει ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος, πρέπει νὰ ἦταν
καλοπροαίρετος. Δὲν πλησίασε το Χριστὸ «πειράζων», ἀλλὰ μὲ σεβασμὸ καὶ ἀναγνώρισι. Εἶχε
εἰλικρινὴ πόθο ζωῆς αἰωνίου καὶ πίστευε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος Ουρανοδείκτης. Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Εἰ πειράζων προσήλθεν, οὐκ ἂν ἀπῆλθε λυπούμενος ἐφ' οἷς ἤκουσε. Τοῦτο γοὺν
οὐδεὶς ποτὲ ἔπαθε των Φαρισαίων, ἀλλ' ήγριαίνοντο επιστομιζόμενοι. 'Ἀλλ' άπεισι κατηφὴς: ὅπερ
οὐ μικρὸν σημεῖον ἣν του μὴ μετὰ πονηρὰς γνώμης αὐτὸν προσελθείν, ἀλλ' ἀσθενεστέρας, καὶ
επιθυμεϊν μὲν της ζωῆς, κατέχεσθαι δὲ ἑτέρω πάθει χαλεπωτάτω» (Ε.Π.Ε. 11,488). Μετάφρασις: Ἄν
πλησίασε τὸν Χριστὸ μὲ σκοπὸ νὰ Τὸν πειράξη, δὲν θὰ ἔφευγε λυπημένος γιὰ ὅσα ἄκουσε. Διότι
αὐτὸ κανένας ποτὲ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους δὲν το ἔπαθε, ἀλλὰ ἐξαγριώνονταν ὅταν τους
ἀποστόμωνε ὁ Ἰησοῦς. Δὲν συνέβη κάτι τέτοιο μὲ το νέο, ἀλλὰ φεύγει καταλυπημένος, κάτι πού
ἀποτελεῖ ὄχι μικρὴ ἀπόδειξι, ὅτι δὲν Τὸν πλησίασε μὲ πονηρὴ διάθεσι. Μὲ ταπείνωσι Τὸν πλησίασε
καὶ μὲ ἐπιθυμία γιὰ την αἰώνια ζωή. Ἀλλ' ὅμως ἦταν κυριευμένος ἀπὸ ἄλλο, φοβερώτατο πάθος.
Καλοπροαίρετος ὁ συνομιλητής, πού κατὰ τον εὐαγγελιστὴ Ματθαίο (ιθ' 20-22) ἦταν νεανίσκος.
Νέος μὲ ὄνειρα γιὰ την αἰώνια ζωή! Νέος μὲ τήρηση των ἐντολῶν! Νέος μὲ καλὴ γνώμη γιὰ τὸν
Χριστό. Τὸν ἀποκαλεῖ καὶ Διδάσκαλο καὶ ἀγαθό. «Διδάσκαλε ἀγαθέ».
Γιὰ ποιὸ λόγο ὁ Χριστὸς σὰν νὰ μὴν ἀποδέχεται το «άγαθός»; Γιατὶ του λέει «οὐδεὶς ἀγαθός, ἔι
μὴ εἰς ὁ Θεός»; Ἀλήθεια ἔλεγε ὁ Χριστὸς: Ἕνας μόνο εἶναι σὲ τέλειο βαθμὸ ἀγαθός, ὁ Θεός. Δὲν
λέει, ὅτι ὁ Ἴδιος δὲν εἶναι ἀγαθός, ἀφοῦ πάντοτε ἔχει την αυτοσυνειδησία της θεϊκῆς Του
ταυτότητας. Εἶναι ὁ Ἴδιος Θεὸς ἀληθινός, ἀλλὰ στὰ μάτια των ἀνθρώπων, καὶ του προκειμένου
πλουσίου, φαίνεται ἄνθρωπος. Ἀπὸ ὑπερβολικὸ σεβασμὸ στὸν ἄνθρωπο Διδάσκαλο Ἰησοῦ
προσφέρει την προσωνυμία «ἀγαθέ». Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Ουδείς αγαθός”.
Ἐπειδὴ ὡς ανθρώπω προσῆλθε ψιλώ, καὶ ἑνὶ των πολλῶν, καὶ διδασκάλω "Ιουδαϊκώ, διὰ τοῦτο ὡς
ἄνθρωπος αυτὼ διαλέγεται. Καὶ γὰρ πολλαχοῦ πρὸς τὰς ὑπονοίας των προσιόντων ἀποκρίνεται...
"Ὅταν οὺν εἴπη, “ουδείς αγαθός”, οὺχ ἑαυτὸν ἐκβάλλων του ἀγαθὸς εἶναι τοῦτο λέγει: άπαγε" οὐ
γὰρ εἶπε, τὶ μὲ λέγεις ἀγαθόν; οὐκ ειμὶ ἀγαθός, ἀλλὰ “ουδείς αγαθός”. τουτέστιν οὐδεὶς ἀνθρώπων.
Καὶ αὐτὸ δὲ τοῦτο ὅταν λέγη, οὐδὲ τοὺς ἀνθρώπους ἀποστερῶν άγαθότητος λέγει, ἀλλὰ πρὸς
ἀντιδιαστολῆς της του Θεοῦ ἀγαθότητος» (Ε.Π.Ε. 11,484-486).
Μετάφρασις: «“Κανείς δὲν εἶναι αγαθός”! Γιατὶ το λέει ὁ Ἰησοῦς; Ἐπειδὴ ὁ νέος Τὸν πλησίασε
σὰν νὰ ἦταν κάποιος ἁπλοὺς ἄνθρωπος καὶ ἕνας ἀπὸ τους πολλοὺς δασκάλους των Ἰουδαίων. Γι'
αὐτὸ καὶ ὁ Ἰησοῦς ὡς ἄνθρωπος συζητεῖ μαζὶ του. Σὲ πολλὲς ἄλλωστε περιπτώσεις δίνει ἀπάντησι
στὶς σκέψεις αὐτῶν ποῦ Τὸν πλησιάζουν... Όταν, λοιπόν, λέη, “κανείς δὲν εἶναι αγαθός”, δὲν τὸ λέει
αὐτὸ μὲ σκοπὸ ν' ἀποκλείση τον ἑαυτὸ του ἀπὸ το νὰ εἶναι ἀγαθὸς (μακρυὰ τέτοια σκέψις!)· διότι
δὲν εἶπε “γιατί μὲ ὀνομάζεις ἀγαθόν; δὲν εἶμαι αγαθός”, ἀλλὰ εἶπε: “κανείς δὲν εἶναι αγαθός”,
δηλαδή, κανεὶς ἀπὸ τους ἀνθρώπους. Καὶ αὐτὸ ὅταν το λέη, δὲν το λέει ἀποκλείοντας τοὺς
ἀνθρώπους ἀπὸ την ἀγαθότητα, ἀλλὰ το λέει ἐν συγκρίσει μὲ τὴν ἀγαθότητα του Θεοῦ».

Ἀρκοῦν οἱ ἐντολές; (στ. 18-20)


Ὁ πλούσιος ἀποκαλεῖ τον Ἰησοῦ «διδάσκαλον ἀγαθόν», ποῦ ἦταν προσφώνησις ἄγνωστη στοὺς
ραββίνους της Παλαιστίνης, γνωστὴ ὅμως στὸν ἑλληνικὸ κόσμο.
Ὁ Ἰησοῦς ἀντιλαμβάνεται, ὅτι ὁ συνομιλητὴς Του Τὸν θεωρεῖ ἁπλῶς ὡς καλὸ δάσκαλο καὶ ὄχι
ὡς τὸν Ἀποκαλυπτόμενο Θεό. Ἀρνεῖται το χαρακτηρισμὸ του «ἀγαθοῦ», ὄχι διότι δὲν εἶναι ἀγαθός,
ἀλλὰ γιατὶ θέλει νὰ στρέψη την προσοχὴ του πλουσίου στὸν Θεό, την πηγὴ παντὸς ἀγαθοῦ. Γι' αὐτὸ
καὶ τὸν παραπέμπει σὲ ἐντολὲς του νόμου του Θεοῦ. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς είπεν αυτὼ Τὶ μὲ λέγεις ἀγαθόν;
Οὐδεὶς άγαθὸς ἔι μὴ εἰς ὁ Θεός. Τὰς ἐντολὰς οίδας: Μὴ μοιχεύσης, μὴ φονεύσης, μὴ κλέψης, μὴ
ψευδομαρτυρήσης, μὴ ἀποστερήσης, τίμα τον πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα. 20 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς
είπεν αυτὼ Διδάσκαλε, ταῦτα πάντα έφυλαξάμην ἐκ νεότητὸς μου» (στ. 18-20). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς του εἶπε: “Γιατί μὲ ἀποκαλεῖς ἀγαθὸ (ἀφοῦ μὲ θεωρεῖς ἄνθρωπο);
Κανένας δὲν εἶναι ἀγαθός, παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός. Ξέρεις τὶς ἐντολὲς: Νὰ μὴ μοιχεύσης, νὰ μὴ
φονεύσης, νὰ μὴ κλέψης, νὰ μὴ ψευδομαρτυρήσης, νὰ μὴ στερήσης ἀπὸ κάποιον κάτι πού του
ἀνήκει, νὰ τιμὰς τὸν πατέρα σου καὶ τη μητέρα σου”. 'Aποκρίθηκε ἐκεῖνος: “Διδάσκαλε, ὅλα αὐτὰ
τα ἔχω τηρήσει ἀπὸ τα νιάτα μου”».
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅτι μίλησε ὁ Ἰησοῦς γιὰ τὴν ἀπόλυτη ἀγαθότητα του Θεοῦ, ὄχι του
Πατέρα, γιατὶ δὲν εἶχε ἔλθει ἡ ὥρα νὰ ἀποκαλύψη τη σχέσι Του μὲ τὸν Θεὸ: «Έπήγαγεν, ἔι μὴ εἰς,
ὁ Θεός”. Καὶ οὺκ είπεν, ἔι μὴ ὁ Πατὴρ μου, ἴνα μάθης ὅτι οὐκ έξεκάλυψεν ἑαυτὸν τα νεανίσκω»
(Ε.Π.Ε. 11,486). Μετάφρασις: «Δὲν εἶπε, “παρά μόνο ὁ Πατέρας μου”, γιὰ νὰ μάθης, ὅτι δὲν
φανέρωσε τον ἑαυτὸ του στὸ νεανίσκο».
Θέλει, ὅπως ἐλέχθη, νὰ ἀναγάγη ὁ Ἰησοῦς τὸν πλούσιο στὸν Θεό. Ἀφοῦ του μίλησε γιὰ τὴν
ἀγαθότητα του Θεοῦ, ἔρχεται νὰ του θυμίση τὶς γνωστὲς ἀπὸ το Δεκάλογο ἐντολὲς του Θεοῦ (Έξόδ.
κ' 12-16), καὶ ἰδιαίτερα αὐτὲς πού ἀναφέρονται στὶς σωστὲς σχέσεις μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους,
στὶς ὁποῖες πραγματοποιεῖται καὶ ἡ σωστὴ σχέσις μὲ τὸν Θεό.
Ὁ συνομιλητὴς (πλούσιος νεανίσκος) ἰσχυρίζεται, ὅτι τήρησε τὶς ἐντολὲς «ἐκ νεότητὸς του», ἀπὸ
την ἡλικία δηλαδὴ των δώδεκα ἐτῶν, ὁπότε ἀρχίζει ἡ ὑποχρέωσις της τηρήσεως του Νόμου καὶ ἡ
προσωπικὴ εὐθύνη. Ἐκεῖνο ποῦ δὲν ἀνέμενε ν' ἀκούση ἦταν αὐτὸ πού του εἶπε ὁ Χριστός.
Ἡ θρησκευτικότητὰ του κάλυπτε ἕνα μέρος της ζωῆς του, ὄχι ὅμως το σύνολὸ της. Συνίστατο
στὴν τήρηση των ἐντολῶν, ὄχι ὅμως στὴν πλήρη παράδοση στὸν Θεό.
Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαίος θέτει στὸ στόμα του ποθοῦντος τη βασιλεία των οὐρανῶν, καὶ το
ἐρώτημα: «Τὶ ἔτι ὑστερῶ;» (Ματθ. ιθ' 20). Δὲν θεωρεῖ ἱκανοποιημένο τον ἑαυτὸ του ἀπὸ την
τήρηση μερικῶν ἐντολῶν. Βλέπει, ὅτι δὲν εἶναι τέλειος. Γι' αὐτὸ καὶ ρωτάει. Σημειώνει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «“Τί ἔτι ύστερώ;”, ὅ καὶ αὐτὸ σημεῖον ἣν της σφοδρὰς ἐπιθυμίας αὐτοῦ. Οὐ μικρὸν
δὲ καὶ τὸ νομίζειν αὐτὸν ύστερείν, μηδὲ ηγείσθαι αρκεϊν τα εἰρημένα εἰς το τυχεϊν ὢν έπεθύμει. Τὶ
οὺν ὁ Χριστός; Ἐπειδὴ ἔμελλε μέγα τὶ επιτάττειν, προτίθησι τὰ ἔπαθλα, καὶ φησιν: “Ει θέλεις τέλειος
εἶναι, ὕπαγε, πώλησὸν σου τα ὑπάρχοντα, καὶ δὸς πτωχοὺς καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανοὺς καὶ
δεῦρο ακολούθει μοι» (Ε.Π.Ε. 11,490). Μετάφρασις: «Σὲ τὶ ἀκόμα ὑστερῶ;». Το ἐρώτημα
φανερώνει τη μεγάλη του ἐπιθυμία. Δὲν ἦταν μικρὸ πράγμα το ὅτι νόμιζε ὅτι ὑστερεῖ σὲ κάτι καὶ
το ὅτι θεωροῦσε ἀνεπαρκεῖς τὶς ἐντολὲς του νόμου γιὰ νὰ πετύχη ὅσα ἐπιθυμοῦσε. Τὶ κάνει,
λοιπόν, ὁ Χριστός; Ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ δώση κάποια μεγάλη ἐντολὴ, προθέτει τα ἔπαθλα καὶ λέει:
“Αν θέλης νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα ὑπάρχοντὰ σου, μοίρασὲ τα στοὺς φτωχούς, καὶ
θὰ ἔχης θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς, καὶ τότε ἔλα καὶ ἀκολούθησὲ με”».

Δὸς τα ὅλα στοὺς φτωχοὺς (στ. 21).


Ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος δὲν παρουσιάζει τον πλούσιο νὰ ρωτάη σὲ τὶ ὑστερεῖ, ἀλλὰ
παρουσιάζει τὸν Χριστὸ νὰ του ἐπισημαίνη, ὅτι ὄντως σὲ κάτι ὑστερεῖ. Καὶ αὐτὸ το ἐρώτημα πήγαζε
ἀπὸ την πολλὴ ἀγάπη του Χριστοῦ. Τὸν ἀγὰπησε ὁ Ἰησοῦς. “Όλους τους ἀγαπᾶ ὁ Ἰησοῦς. Μὰ
ἰδιαίτερα ἀγαπᾶ ἐκείνον, ποῦ καὶ ἀγωνίζεται γιὰ την τήρηση των ἐντολῶν καὶ ἡ ἔφεσὶς του εἶναι ἡ
αἰώνια ζωή.
Ὅταν βλέπης ἕναν ἀετό, νὰ ἀτενίζη τοὺς αἰθέρες, νὰ τινάζη τὶς φτεροῦγες του νὰ πετάξη, μὰ νὰ
παραμένη προσγειωμένος στὴ γῆ, γιατὶ βαρύδια μεγάλα εἶναι δεμένα στὰ φτερὰ του, εἶναι
αξιοσυμπάθητος.
Ἀετὸς γιὰ τοὺς οὐρανοὺς καὶ νέος, μὰ δεμένος μὲ τὰ βαρύδια του πλούτου! Νὰ γιατὶ τον
ἀγάπησε ὁ Ἰησοῦς, νὰ γιατὶ του ὑπέδειξε σὲ τὶ ὑστερεῖ, νὰ γιατὶ του ἔδειξε το μοναδικὸ τρόπο ν'
ἀπαλλαγὴ ἀπὸ την προσκόλλησι καὶ νὰ πετάξη ψηλὰ: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς έμβλέψας αυτὼ ηγάπησεν
αὐτὸν καὶ είπεν αυτὼ: Έν σὲ ὑστερεῖ εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ δὸς
πτωχούς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ακολούθει μοι, ἀρᾶς τὸν σταυρὸν σου» (στ.
21). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς, ἀφοῦ τὸν κοίταξε, γεμάτος ἀπὸ ἀγάπη, του εἶπε:
« Ἕνα σου λείπει. Ἄν θέλης νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε νὰ πουλήσης ὅσα ἔχεις καὶ νὰ τα δώσης σὲ
φτωχούς. Ἔτσι θὰ ἔχης θησαυρὸ στὸν οὐρανό. Καὶ τότε ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσης, σηκώνοντας τον
σταυρὸ σου».
Ὁ Ἰησοῦς ὑποδεικνύει την πλήρη ἀπαγκίστρωσι ἀπὸ ό,τι εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ ἀποτελέση
ἐμπόδιο γιὰ τὴν τελειότητα. Θέλει καὶ μπορεῖ νὰ χαρίση καὶ στὸ συνομιλητὴ Του θησαυρό. «Καὶ
ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανοὺς» (στ. 21). Ως καρδιογνώστης ὁ Κύριος ξέρει, ὅτι ὁ προσελθὼν
ἀγαποῦσε τα χρήματα καὶ θησαύριζε. Θησαυρὸ ὑλικὸ ἀγαπᾶς; Καὶ θέλεις νὰ ἀποκτήσης τὸν
ἀπερίγραπτο θησαυρὸ του οὐρανοῦ;
Δὲν γίνεται! Θὰ ἀφήσης το θησαυρὸ της γῆς γιὰ νὰ κερδίσης το θησαυρὸ του οὐρανοῦ (Ματθ.
τσ' 19-20). Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἐπειδὴ περὶ χρημάτων ἣν ὁ λόγος, καὶ πάντων αὐτὸν
γυμνωθήναι παρήνει, δεικνὺς ὅτι οὐκ ἀφαιρεῖται τα ὄντα, ἀλλὰ προστίθησι τοῖς ούσι, καὶ πλείονα
ὢν εκέλευσε παρασχεϊν έδωκεν οὐ πλείονα δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ τοσούτω μείζονα, ὅσον γῆς
οὐρανός, καὶ ἔτι πλέον. Θησαυρὸς δὲ εἶπε το δαψιλὲς της αντιδόσεως, το μόνιμος δηλῶν, το
ἄσυλον» (Ε.Π.Ε. 11,490). Μετάφρασις: Ἐπειδὴ ὁ λόγος ἦταν γιὰ τὰ χρήματα καὶ ὁ Χριστὸς τὸν
συνεβούλευε νὰ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ δείξη, ὅτι δὲν του ἀφαιρεῖ αὐτὸ πού ἔχει, ἀλλ' ὅτι
του προσθέτει καὶ ἄλλα σ' αὐτὰ πού ἔχει, καὶ ὄχι μόνο περισσότερα, ἀλλὰ καὶ τόσο σπουδαιότερα,
ὅσο εἶναι ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τη γῆ καὶ ἀκόμα περισσότερο. Θησαυρὸ δὲ ώνόμασε τη μεγαλοδωρία της
ἀνταμοιβῆς, μὲ σκοπὸ νὰ δείξη τὴ μονιμότητα καὶ την ἀσφάλεια της.

Ἔφυγε καταλυπημένος (στ. 22)


Ὁ πλούσιος δὲν μπόρεσε ν' ἀκολουθήση τὸν ἀκτήμονα Ἰησοῦ. Ὅποιος εἶναι φορτωμένος
σάκκους μὲ πέτρες δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεβῆ τον ἀνηφορικὸ δρόμο. Αὐτὸς εἶναι ὁ πλούσιος. Ὑλικὰ
πράγματα, πέτρες, ἔχει φορτωθῆ, καὶ ἔχει καὶ την ἐπιθυμία νὰ ἀνεβῆ στὴν κορυφὴ της
αἰωνιότητας! Πὼς θ' ἀκολουθήση τὸν ἀετὸ της Θεότητας, τον Ἰησοῦ Χριστό; «Ὁ δὲ στυγνάσας ἐπὶ
τῷ λόγω ἀπῆλθε λυπούμενος' ἣν γὰρ ἔχων κτήματα πολλὰ» (στ. 22). Στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἀλλ'
αὐτός, ἀκούγοντας αὐτὰ τα λόγια του Ἰησοῦ, ἔγινε σκυθρωπὸς καὶ ἔφυγε λυπημένος, διότι εἶχε
μεγάλη περιουσία».
Εἶχε κάνει λάθος. Γι' αὐτὸ καὶ χωρὶς νὰ μιλήση καθόλου, κάνει μεταβολὴ καὶ φεύγει. Φεύγει
λυπημένος. Ἔπρεπε νὰ διαλέξη: Ἤ το Χριστὸ ἤ το χρῆμα! Όταν ἐπιλογὴ σου εἶναι ἡ γῆ, ὁ οὐρανὸς
εἶναι ἀνέφικτος. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὸν μετὰ χαρὰς προσελθόντα καὶ προθυμίας, ἐπειδὴ
έκέλευσεν ὁ Χριστὸς ρίψαι τα χρήματα, οὕτω κατέχωσε καὶ έβάρησεν, ὼς μηδὲ αποκρίνεσθαι περὶ
τούτων αφεϊναι, ἀλλὰ σιγήσαντα καὶ κατηφῆ καὶ στυγνὸν γενόμενον απελθεὶν» (Ε.Π.Ε. 11,494).
Μετάφρασις: Ἐκεῖνος, πού προσῆλθε στὸ Χριστὸ μὲ χαρὰ καὶ προθυμία, ἐπειδὴ τὸν προέτρεψε ὁ
Χριστὸς ν' ἀπαρνηθῆ τα χρήματα, τόσο πολὺ ἐξουθενώθηκε καὶ κατεβλήθη, ὥστε οὔτε κἂν
ἀπάντησε σὲ ὅσα του εἶπε ὁ Χριστός. Ἔφυγε σιωπηλός, σκυθρωπὸς καὶ καταλυπημένος.
Ἤθελε ν' ἀκολουθήση τὸν Χριστό! Mά τὸν Χριστὸ Τὸν ἀκολουθοῦν οἱ ἐλεύθεροι. Όσοι ἔχουν
φτερὰ ἐλευθερίας καὶ ὄχι ἁλυσίδες σκλαβιᾶς, αὐτοὶ μποροῦν νὰ γίνουν μαθητὲς Του καὶ νὰ
πετάξουν στὴν αἰώνια ζωή. Οἱ χειρότερες ἁλυσίδες εἶναι... χάρτινες! Εἶναι ἡ τυραννία της
φιλαργυρίας, ἡ ἐξάρτησις της ὕλης, ἡ σκλαβιὰ των χρημάτων. Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ Χρυσόστομος:
«Πολλὴ των χρημάτων ἤ τυραννίς, καὶ δῆλον ἐντεῦθεν κἂν γὰρ τα ἄλλα ώμεν ἐνάρετοι, πάντα αὕτη
λυμαίνεται τα ἄλλα. Είκότως οὺν καὶ ὁ Παῦλος ρίζαν αὐτὴν ἁπάντων των κακῶν εἶναι έφησε: “ρίζα
γὰρ πάντων των κακῶν έστιν ἡ φιλαργυρία”, φησὶ (Α'Τιμ. τσ' 10)» (Ε.Π.Ε. 11,484). Μετάφρασις:
«Μεγάλη καὶ τυραννικὴ ἡ δύναμις των χρημάτων καὶ αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ ἀπὸ την περίπτωση
αὐτὴ. Διότι, κι ἂν ἀκόμα εἴμαστε ὡς πρὸς τὰ ἄλλα ἐνάρετοι, ἡ φιλαργυρία τα καταστρέφει ὅλα τα
ἄλλα. Δίκαια, λοιπόν, ὁ Παῦλος τὴν ώνόμασε ρίζα ὅλων των κακῶν. Λέει: “Η φιλαργυρία εἶναι ρίζα
ὅλων των κακών”».

23 Καὶ περιβλεψάμενος ὁ ᾿Ιησοῦς λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα
ἔχοντες εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελεύσονται! 24 οἱ δὲ μαθηταὶ ἐθαμβοῦντο ἐπὶ τοῖς λόγοις
αὐτοῦ. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς πάλιν ἀποκριθεὶς λέγει αὐτοῖς· τέκνα, πῶς δύσκολόν ἐστι τοὺς πεποιθότας ἐπὶ
χρήμασιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν· 25 εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς
ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 26 οἱ δὲ περισσῶς
ἐξεπλήσσοντο λέγοντες πρὸς ἑαυτούς· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 27 ἐμβλέψας αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγει·
παρὰ ἀνθρώποις ἀδύνατον, ἀλλ᾿ οὐ παρὰ Θεῷ· πάντα γὰρ δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ. 28 ῎Ηρξατο ὁ
Πέτρος λέγειν αὐτῷ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι. 29 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ
᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδείς ἐστιν ὃς ἀφῆκεν οἰκίαν ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ
μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ ἕνεκεν τοῦ εὐαγγελίου, 30 ἐὰν μὴ λάβῃ
ἑκατονταπλασίονα νῦν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ οἰκίας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς καὶ πατέρα καὶ μητέρα
καὶ τέκνα καὶ ἀγροὺς μετὰ διωγμῶν, καὶ ἐν τῷ αἰῶνι τῷ ἐρχομένῳ ζωὴν αἰώνιον. 31 πολλοὶ δὲ
ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι.

Σώζονται οἱ πλούσιοι; (στ. 23)


Μετὰ την ἀποχώρηση του πλουσίου Ἰουδαίου (κατὰ το Λουκᾶ ἦταν ἀκόμα παρών, ιη' 24),
ἐπισημαίνει ὁ Ἰησοῦς στὸ στίχο 23 ἐξ. τὴ δυσχέρεια εἰσόδου στὴ βασιλεία του Θεοῦ ἐκείνων, πού
κατέχουν ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ στηρίζονται σ' αὐτὰ καὶ καθησυχάζουν τη συνείδησὴ τους μὲ τὴν τήρηση
ωρισμένων ἐντολῶν του Θεοῦ. «Καὶ περιβλεψάμενος ὁ Ἰησοῦς λέγει τους μαθηταὶς αὐτοῦ πὼς
δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰς τὴν βασιλείαν του Θεοῦ εισελεύσονται!» (στ. 23). Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔστρεψε ὁλόγυρα τη ματιὰ Του καὶ εἶπε στοὺς μαθητὲς Του:
“Πόσο δύσκολο εἶναι αὐτοί, πού ἔχουν τα χρήματα, νὰ μποῦν στὴ βασιλεία του Θεού!”».
Ποιὸς δὲν φοβᾶται το αἰώνιο κλάμα στὴν αἰώνια ἀπώλεια; Μ' ὅλα τα πλούτη του κανεὶς δὲν
μπορεῖ νὰ δωροδοκήση το θάνατο, νὰ ἐξαγοράση την ὑγεία του, νὰ πάρη έξιτήριο ἀπὸ την κόλασι.
«Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε όλολύζοντες...» (Ιακ. ε' 1).
Νὰ γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπόλυτος στὸν πλούσιο νεανίσκο της εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
Τὰ ἀξιοζήλευτα προσόντα του ἐκτάκτου αὐτοῦ ἐπισκέπτου του Χριστοῦ, ἡ νεότητα, ὁ πλοῦτος,
το ἀξίωμα, φαίνεται πὼς δὲν ἀρκοῦσαν γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν την ψυχὴ του νεαροῦ πλούσιου
ἄρχοντα. Αὐτὸ φανερώνει ἡ ἐρώτησις, πού ὑποβάλλει στὸν Ἰησοῦ: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τὶ ποιήσας
ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;». Ζητὰ μιὰ συνταγὴ γιὰ τὴν ἀπόκτηση της αἰώνιας ζωῆς. Το ἴδιο
ἐρώτημα εἶχε ὑποβάλει στὸν Κύριο καὶ κάποιος νομικὸς (Λουκ. ι' 25). Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε κακὴ
πρόθεσι. Ἤθελε νὰ εκπειράση τον Ἰησοῦ. Ὁ νεαρὸς ἐδῶ ἄρχοντας, ποῦ Τὸν πλησιάζει, εἶναι ἕνας
εἰλικρινὴς αναζητητὴς της αἰώνιας ζωῆς. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος του ἀπαντᾶ ἀμέσως, σαφῶς καὶ
εὐθέως. Εἶναι μάλιστα τόσο ἔντονη ἡ ἀναζήτησις της αἰώνιας ζωῆς στὸ νέο ἄρχοντα, ὥστε
τρέχοντας πλησιάζει το Διδάσκαλο καὶ γονατιστὸς ἐκφράζει την βαθειὰ ἐπιθυμία του (Μάρκ. ι' 17).
Πλούσιος βέβαια εἶναι, μὰ εἶναι καὶ θρησκευόμενος. Καὶ ὄχι μόνο. Θρησκευόμενος μὲ ἀρετές.
Οὔτε ἀνηθικότητες ἔκανε, οὔτε κλεψιὲς διέπραξε, οὔτε ψευτιὲς ἔλεγε, οὔτε στοὺς γονεῖς του
ἀσέβησε!
Καὶ τὶ μὲ τοῦτο; Ἀρετὲς εἶχε, ἀγάπη δὲν εἶχε. Καὶ ἀρετὲς χωρὶς ἀγάπη εἶναι μιὰ θρησκευτικὴ
κούκλα ἄψυχη. Ἦταν σὰν τὸν φαρισαῖο. Ἀρετὲς εἶχε, ἀγάπη καὶ ταπείνωσι δὲν εἶχε. Ἦταν σὰν τον
ἱερέα καὶ το λευίτη της παραβολῆς του Καλοῦ Σαμαρείτη. Ἱερωσύνη εἶχαν, καλωσύνη δὲν εἶχαν.
Παπαδoσύνη εἶχαν, ἐλεημοσύνη δὲν εἶχαν! Ἔτσι κι αὐτός. Την ἀγάπη την εἶχε βάλει στὴν κατάψυξι.
Τὴν ἐλεημοσύνη τὴν θεωροῦσε κοροϊδεία. Τὰ πλούτη του τα θεωροῦσε θρησκευτικὴ ἐπένδυσι.
Ἠθικὴ εἶχε, ἀγάπη δὲν εἶχε. Εἶχε ἀγάπη, μὰ ποῦ ισοδυναμούσε μὲ ἀπάτη. Πόσο δύσκολο πράγμα
εἶναι ἡ σωτηρία του πλουσίου! Πολὺ περισσότερο δύσκολη εἶναι ἡ σωτηρία του πλεονέκτη. Ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος δὲν ἀφήνει τοὺς πλεονέκτες. Σὲ κάθε ὁμιλία του τοὺς καυτηριάζει. Λέει σχετικὰ: «Ἔι
πλούσιος δυσκόλως, πολλὼ μᾶλλον ὅ πλεονέκτης. Εἰ γὰρ το μὴ δοῦναι τα ἑαυτοῦ πρὸς βασιλείαν
ἐμπόδιον, τὸ καὶ τα ἑτέρων λαβεῖν εννόησον πόσον σωρεύει το πῦρ» (Ε.Π.Ε. 11,494). Μετάφρασις:
Ἄν δύσκολα θὰ μπῆ στὴ βασιλεία των οὐρανῶν καὶ πλούσιος, πολὺ πιὸ δύσκολα θὰ μπῆ ὁ
πλεονέκτης. Ἄν ἀποτελῆ ἐμπόδιο γιὰ τη βασιλεία των οὐρανῶν το νὰ μὴ δίνη κανεὶς τα δικὰ του,
σκέψου πόση φωτιὰ έπισωρεύει το νὰ ἐποφθαλμιᾶ καὶ τα πράγματα των ἄλλων.
«Πὼς δυσκόλως οἱ τα χρήματα ἔχοντες εἰς την βασιλείαν του Θεοῦ εισελεύσονται!». Ὑπάρχουν
οἱ μὴ ἔχοντες, οἱ πτωχοί. Ὑπάρχουν καὶ οἱ ἔχοντες καὶ οἱ κατέχοντες. Τὰ κρατᾶνε καλὰ τα χρήματα.
Ὑποστηρίζουν, ὅτι εἶναι δικὰ τους. Λησμονοῦν, ὅτι τα χρήματα εἶναι γιὰ χρῆσι, ὄχι γιὰ κτῆσι, γιὰ
ἀπόκτησι, γιὰ ἀποταμίευσι.

Ἀπίθανη σωτηρία (στ. 24)


Δὲν θωπεύει ὁ Χριστὸς τα πάθη μας! Δὲν συνιστᾶ ἡμίμετρα γιὰ τη θεραπεία της ψυχῆς μας ἀπὸ
τα ἁμαρτωλὰ πάθη. Δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ το τὶ θὰ ποῦν ἤ το μήπως έκπλαγοὺν καὶ οἱ δικοὶ Του
ἀκόμα ἄνθρωποι. Θὰ ξεκαθαρίση πέρα γιὰ πέρα το τοπίο. Οἱ μαθητὲς λυπήθηκαν ὅταν εἶδαν μιὰ
«ίδανικὴ» περίπτωση νὰ χάνεται. Ἀλλὰ καὶ ἐξεπλάγησαν, ὅταν εἶδαν τὸν Διδάσκαλο νὰ ἀπορρίπτη
την περίπτωση σωτηρίας ἑνὸς πλουσίου.
Γι' αὐτὸ καὶ ἐπεξηγεῖ μὲ ἕνα παράδειγμα το ἀδύνατο της σωτηρίας γιὰ ἕνα πλεονέκτη: «Οἱ δὲ
μαθηταὶ έθαμβούντο ἐπὶ τοὺς λόγους αὐτοῦ. Ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν ἀποκριθεὶς λέγει αυτοὶς: Τέκνα
πῶς δύσκολὸν έστι τοὺς πεποιθότας ἐπὶ χρήμασιν εἰς τὴν βασιλείαν του Θεοῦ εισελθεϊν!
Εύκοπώτερὸν έστι κάμηλον διὰ τρυμαλιὰς ραφίδος εισελθεὶν ἤ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν του
Θεοῦ εισελθεὶν» (στ. 24-25). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Οἱ δὲ μαθητὲς του Ἰησοῦ
έκπλήσσονταν ἀπὸ τα λόγια Του. Ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλι μίλησε καὶ τοὺς λέει: “Παιδιά μου, πόσο
δύσκολο εἶναι γι' αὐτοὺς πού ἔχουν χρήματα νὰ μποῦν στὴ βασιλεία του Θεοῦ! Πιὸ εὔκολο εἶναι
νὰ περάση καμήλα ἀπὸ την τρύπα βελόνας, παρὰ νὰ μπῆ πλούσιος στὴ βασιλεία του Θεού”».
Τὴ δυσκολία ὑπογραμμίζει ὁ Ἰησοῦς μὲ την παροιμιώδη φράση του στ. 25: «Ευκοπώτερὸν έστι
κάμηλον διὰ τρυμαλιὰς ραφίδος εισελθεὶν ἤ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν του Θεοῦ εισελθείν». Τὴν
θεωρεῖ τόσο σημαντικὴ γιὰ διδασκαλία των μαθητῶν του, ὥστε την προσφέρει προσφωνώντας
τους «τεκνία». Παιδιὰ μου, σας ἀγαπῶ! Θέλω πάση θυσία νὰ μὴ χαθῆ κανεὶς ἀπὸ σας, ὅπως χάθηκε
καὶ κατὰ τα ἄλλα συμπαθὴς αὐτὸς νέος. Παιδιὰ μου, προσοχὴ στὴν κάθε εἴδους πλεονεξία (Λουκ.
ιβ' 15).
Εἶστε παιδιὰ μου! Εἴμαστε παιδιὰ του Χριστοῦ! Τὶ πανέμορφη ὑιοθεσία!
Ὁ πλούσιος εἶναι παιδὶ της ὕλης. Δὲν εἶναι ἡ ὕλη αὐτὴ καθ' εαυτὴν κακό. Γίνεται κακό, καὶ
μάλιστα θανάσιμο, ὅταν τὴν θεοποιοῦμε. Χάνονται γιὰ τη βασιλεία του Θεοῦ «οἱ πεποιθότες ἐπὶ
χρήμασιν», ὅσοι πιστεύουν στὸ χρῆμα, ὅσοι ἔχουν ἐμπιστοσύνη στὰ ρέοντα, σ' αὐτὰ ποῦ χάνονται,
καὶ ὄχι στὰ μένοντα καὶ αἰώνια. Όσοι εἶναι παιδιὰ της ὕλης κομπάζουν: «Στὰ λεφτὰ μου ἡ ἐλπίδα
μου»! Ὅσοι εἶναι πιστὰ παιδιὰ του Θεοῦ εἶναι «οἱ πεποιθότες ἐπὶ Κύριον». Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἐλπίδα
μου!
Ἄν μπορῶ μιὰ καμήλα νὰ περάση ἀπὸ την τρύπα μιᾶς βελόνας, ἄλλο τόσο μπορεῖ ἕνας ποῦ εἶναι
καὶ πλούσιος καὶ πλεονέκτης νὰ μπεί στὴ βασιλεία του Θεοῦ. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἰπὼν ὁ
Ἰησοῦς δύσκολον, προϊὼν δείκνυσιν ὅτι καὶ ἀδύνατον. Καὶ οὺχ ἁπλῶς ἀδύνατον, ἀλλὰ καὶ μετ'
ἐπιτάσεως ἀδύνατον καὶ τοῦτο ἐκ του παραδείγματος έδήλωσε, τοῦ κατὰ την κάμηλον καὶ τὴν
βελόνην» (Ε.Π.Ε. 11,494). Μετάφρασις: Tούς εἶπε ὁ Χριστὸς ὅτι εἶναι δύσκολο νὰ σωθῆ ἕνας
πλούσιος. Στὴ συνέχεια τονίζει, ὅτι εἶναι καὶ ἀδύνατο, καὶ ὄχι ἁπλῶς ἀδύνατο, ἀλλὰ σὲ ὑπερβολικὸ
βαθμὸ ἀδύνατο, πράγμα ποῦ τὸ φανέρωσε μὲ τὸ παράδειγμα της καμήλας καὶ της βελόνας.
Ἀρχαῖοι ἑρμηνευτὲς (π.χ. Θεοφύλακτος) δέχονται, ὅτι μὲ τὸ «κάμηλος» δὲν νοεῖται το γνωστὸ
μεγάλο ζῶο, ἀλλὰ το χοντρὸ καραβόσχοινο, το παλαμάρι. Ταιριάζει ἄλλωστε το σχοινὶ μὲ τὴ
βελόνα. Στὴν περίπτωση αὐτὴ το κάμηλος γράφεται «κὰ μιλος». Εἴτε την καμήλα, εἴτε το
καραβόσχοινα προσπαθήσουμε νὰ περάσουμε ἀπὸ την τρύπα βελόνας, ματαιοπονοῦμε.
Ύστερα ἀπὸ το παράδειγμα του Κυρίου ἕνας πού ἔχει στοιχειῶδες μυαλό, ἂς κάτση νὰ σκεφθῆ:
Τὶ θὰ κερδίση, ἂν ὅλα τα βουνὰ γίνονταν χρυσάφι καὶ του το ἔδιναν, χάνοντας ὅμως την αἰώνια
ζωή; Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος, ἀπόλυτος, ὅπως πάντοτε, στὴν ἀξία της ψυχῆς καὶ της σωτηρίας, εἶπε:
«Τὶ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήση τὸν κόσμον ὅλον καὶ ζημιωθῆ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;» (Μάρκ. ἡ'
36). Ἐπεξηγεῖ δὲ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «'Ἄκουσον της ἀποφάσεως του Χριστοῦ της λεγούσης, ὅτι
ἀδύνατον πλούσιον εισελθεὶν εἰς τὴν βασιλείαν των οὐρανῶν. Καὶ πρὸς τὴν άπόφασιν ταύτην θὲς
τα ὄρη καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν, καὶ πάντα, εἰ βούλει, το λόγω ποίησον εἶναι χρυσὸν: οὐδὲν
γὰρ ἴσον ὄψει της ζημίας της ἐκεῖθεν ἐκεῖ γενομένης» (Ε.Π.Ε. 11,504). Μετάφρασις: Ἄκουσε την
ἀπόφαση του Χριστοῦ, ποῦ λέει, ὅτι εἶναι ἀδύνατον ὁ πλούσιος νὰ εἰσέλθη στὴ βασιλεία των
οὐρανῶν. Καὶ ἀπέναντι ἀπὸ την ἀπόφαση αὐτὴ βάλε τα βουνά, τη γῆ καὶ τη θάλασσα καὶ κάνε τα
ὅλα αὐτά, ἂν θέλης, μὲ τὴ σκέψι σου χρυσὸ θὰ διαπιστώσης, λοιπόν, τότε, ὅτι τίποτα δὲν μπορεῖ
νὰ ἐξισωθῆ μὲ τὴ ζημιὰ ποῦ προέρχεται ἀπὸ αὐτά.
Γιὰ νὰ μὴ βρεθῆ στὸ ἀδιέξοδο καὶ πλούσιος νεανίσκος, στὸ μονόδρομο της ἀπωλείας, ἂς δοῦμε,
πού τελικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ δώση τα χρήματὰ του;
Ποῦ νὰ τα δώση; Ἄν πήγαινε σὲ κάποιον «γέροντα», τὶ θὰ του ἔλεγε; Ἄν ἦταν ταπεινὸς δοῦλος
καὶ λειτουργὸς του Θεοῦ, θὰ του ἔλεγε: Νὰ δώσης τα ὑπάρχοντα σου ἐκεῖ ποῦ λέει ὁ Χριστός. Ἄν
εἶναι διαφορετικός, θὰ του ἔλεγε: Νὰ γίνης δωρητής! Νὰ γίνης κτήτωρ μονῆς ἤ ναοῦ! Νὰ κάνης μιὰ
δωρεὰ σὲ ἐκκλησία. Νὰ δωρήσης μιὰ ὁλόχρυση εἰκόνα! Θὰ σὲ ἐπαινοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ θὰ σὲ
μνημονεύουν. Καὶ θὰ εἶναι καὶ το ὄνομα σου γραμμένο σὲ πλάκα δωρητῶν καὶ κτητόρων!...
Καμμιὰ πλάκα δωρητῶν, ὅπως καὶ καμμιὰ πλάκα μνήματος δὲν θὰ στήθη στὴ βασιλεία των
οὐρανῶν.
Ὁ Χριστὸς πού του εἶπε νὰ τα δώση ὅλα; Σ' αὐτοὺς πού τα ἔχουν ἀνάγκη. Καὶ αὐτοὶ εἶναι οἱ
ἀδελφοὶ μας, οἱ φτωχοί. «Δὸς πτωχούς». Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἀνάγκη. Δὲν εἶναι ἀνάγκη αὐτῶν πού
έλεούνται. Κυρίως εἶναι ἀνάγκη αὐτοῦ πού ἐλεεῖ. Στοὺς φτωχούς, γιατὶ αὐτοὶ ἔχουν μεγαλύτερη
ἀξία ἀπὸ τα κτήρια καὶ τὶς εἰκόνες. Ποιὰ εἶναι σπουδαιότερη, ἡ ἄψυχη εἰκόνα (μιὰ π.χ. πλατυτέρα)
ἤ ἡ ἔμψυχη εἰκόνα; Στοὺς φτωχούς, ποῦ εἶναι εἰκόνες του Χριστοῦ («ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων
των ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» -Ματθ. κε' 40), ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλο λόγο. Ἡ
ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς σὲ κάνει καὶ σένα εἰκόνα χριστομίμητη.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀπαντᾶ στὸ πῶς το ἀδύνατο γίνεται δυνατὸ: Λέει: «Πὼς ἂν γένοιτο τοῦτο
δυνατόν; Ἄν ρίψης τα ὄντα, ἂν κενώσης τα χρήματα, ἂν της πονηρὰς ἐπιθυμίας ἀποστῆς» (Ε.Π.Ε.
11,496). Μετάφρασις: Πὼς το ἀδύνατο θὰ γίνη δυνατό; Ἄν (σὺ ὁ πλούσιος) ἀπαρνηθῆς τὰ
ὑπάρχοντὰ σου, ἂν μοιράσης τα χρήματὰ σου, ἂν ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία σου.

Τα ἀδύνατα, δυνατὰ (στ. 26-27)


Στὴν ἀπορία των μαθητῶν, στ. 26, «Καὶ τὶς δύναται σωθηναι;» ὑπογραμμίζεται, ὅτι ἡ αἰώνια ζωὴ
δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα του «τὶ ποιήσω;» του ἀνθρώπου, ἀλλὰ δῶρο της ἀγαθότητας του Θεοῦ. «Οἱ
δὲ περισσως ἐξεπλήσσοντο λέγοντες πρὸς ἑαυτοὺς: Καὶ τὶς δύναται σωθήναι; Εμβλέψας αὐτοὺς
καὶ Ἰησοῦς λέγει: Παρὰ ανθρώποις ἀδύνατον, ἀλλ' οὐ παρὰ το Θεῶ πάντα γὰρ δυνατὰ έστι παρὰ
τῷ Θεῶ» (στ. 26-27). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Οἱ μαθητὲς ένιωσαν ἀκόμα πιὸ μεγάλη
κατάπληξη καὶ ἔλεγαν μεταξὺ τους: “Τότε ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθή;”. Τοὺς κοίταξε ὁ Ἰησοῦς καὶ λέει:
“Γιά τοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, ὄχι ὅμως καὶ γιὰ τὸν Θεό. Όλα εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸν
Θεό”».
Ὁ πλοῦτος κλειδώνει την πόρτα της βασιλείας των οὐρανῶν. Το κακὸ εἶναι, ὅτι ὁ πλεονέκτης
εἶναι ἀχόρταγος. Ἀκόρεστο το πάθος. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁ μὲν χρημάτων καταφρονῶν
ἔστησε την ἐπιθυμίαν. Ὁ δὲ πλουτεὶν βουλόμενος καὶ περιβάλλεσθαι πλείω, ανήψε μᾶλλον, καὶ
ουδέπω ἵσταται ἀλλὰ κἂν μυρία λάβη τάλαντα, ἑτέρων τοσούτων ἐπιθυμεῖ κἂν τούτων ἐπιτύχη,
πάλιν δὶς τοσούτων ἄλλων έφίεται καὶ προϊών, καὶ τα ὄρη καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλατταν καὶ πάντα
εὔχεται αὐτὸ γενέσθαι χρυσόν, καινὴν τινὰ μανίαν μαινόμενος καὶ φοβερά, καὶ οὐδέποτε οὕτω
σβεσθήναι δυναμένην» (Ε.Π.Ε. 11,500). Μετάφρασις: Όποιος περιφρονεῖ τα χρήματα, κατέπαυσε
την ἐπιθυμίαν της φιλαργυρίας. Ἐνῶ αὐτὸς πού ἐπιθυμεῖ νὰ πλουτίζη καὶ νὰ ἀποκτήση
περισσότερα, ἄναψε περισσότερο την ἐπιθυμία αὐτὴ καὶ ποτὲ δὲν ἀρκεῖται σ' αὐτὰ πού ἔχει ἀλλὰ
καὶ ἂν ἀκόμα ἀποκτήση καὶ αὐτά, ἐπιθυμεῖ καὶ πάλιν ἄλλα διπλάσια ἀπὸ αὐτά. Καὶ προχωρώντας,
εὔχεται καὶ τα βουνὰ καὶ ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα καὶ ὅλα γενικῶς νὰ γίνουν πρὸς χάριν του χρυσάφι!
Κατέχεται ἀπὸ μία νέα μορφὴ φοβερῆς μανίας, ποῦ δὲν μπορεῖ ἔτσι νὰ σβήση ποτέ.
Πὼς τα ἀδύνατα γίνονται δυνατὰ στὸ θέμα των πλουσίων; Σὲ ἄνθρωπο εἶναι ἀδύνατο νὰ νικήση
ωρισμένα ἰδίως πάθη, ν' ἀντισταθῆ στὴν προσκόλλησι σὲ γήινα ἀγαθὰ ἤ στὴν ὁρμὴ της σαρκός.
Στὸν Θεὸ ὅμως εἶναι δυνατόν. Ὁ Θεὸς εἶναι παντοδύναμος. Καὶ ἡ δύναμις Του «ἐν ασθενεία
τελειούται» (Β' Κορ. ιβ' 9). Ἔτσι, μὲ τὴν παντοδύναμη χάρι του Χριστοῦ ἔγιναν οἱ μεγάλες μεταβολὲς
στὴν ἱστορία του Χριστιανισμοῦ. Στὴ συγκεκριμένη περίπτωσι, πὼς καὶ πλούσιος νεανίσκος τα
ἀδύνατα θὰ τα ἔκανε δυνατά;
Ἄν ἄρχιζε νὰ μοιράζη τα ὑπάρχοντὰ του στοὺς φτωχούς. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «"Ἄν
άρξηται ἐκ των ὄντων κενούν, καὶ τα περιττὰ περικόπτειν. Οὕτω γὰρ καὶ περαιτέρω προβήσεται,
καὶ εύκολώτερον λοιπὸν δραμείται» (Ε.Π.Ε. 11,498). Μετάφρασις: Ἄν ἀρχίση (ὁ πλούσιος) νὰ
μοιράζη τα ὑπάρχοντὰ του καὶ νὰ περικόπτη τα περιττὰ πράγματα. Διότι ἔτσι θὰ προχωρήση καὶ
πιὸ πέρα καὶ θὰ προχωρήση στὸ ἑξῆς εὐκολώτερα.
Καταδικάζεται ἀπὸ τον Κύριο ὁ πλοῦτος, ὅσο κι ἂν μερικοὶ κολακεύουν τους πλουσίους γιὰ
κάποια δωρεὰ τους! Ποιὸς δὲν καταδικάζει την ἀγχόνη, ποῦ πνίγει ἕναν ἄνθρωπο; «Ἡ ἀπάτη του
πλούτου συμπνίγει» (Ματθ. ιγ' 22).
Ποιὸς δὲν καταδικάζει αὐτὸν πού κλείνει ἑρμητικὰ την πόρτα της βασιλείας των οὐρανῶν;
Εὐκολώτερα περνάει ἕνα καραβόσχοινο ἀπὸ την τρύπα μιᾶς βελόνας, ἀπὸ ό,τι μπορεῖ νὰ περάση
ἕνας πλούσιος στὴ βασιλεία του Θεοῦ (Λουκ. ιη' 25).
Ποιὸς δὲν καταδικάζει την παγίδα, ποῦ σὲ τινάζει κομμάτια στὸν ἀέρα; «Έμπίπτουσιν εἰς
παγίδα» (Α ́ Τιμ. τσ' 9).
Ποιὸς δὲν καταδικάζει την ὑπερηφάνεια, ποῦ έρριξε τὸν ἄγγελο καὶ τον ἔκανε σατανὰ, πού
ρίχνει τον ἄνθρωπο το φιλάργυρο ἀπὸ τα ὕψη στὰ βάθη; «Τοῖς πλουσίοις ἐν τῷ νῦν αιώνι
παράγγελλε μὴ υψηλοφρονείν, μηδὲ ήλπικέναι ἐπὶ πλούτου άδηλότητι» (Α ́ Τιμ. στ' 17).

Ἀκολούθησαν τον Ἰησοῦ (στ. 28)


Ὁ Θεὸς κάνει τα ἀδύνατα, δυνατά. Σὰν νὰ πῆραν κάπως θάρρος οἱ μαθητές. Ἐκεῖ ποῦ φάνηκε νὰ
κλείνη μιὰ γιὰ πάντα το παράθυρο της ἐλπίδας, σὰν ν' ἀφήνη μιὰ χαραμάδα ὁ Χριστός. Ὑπάρχει
ἐλπίδα. Καὶ ἄθελὰ τους οἱ μαθητὲς ἔκαναν τη σύγκρισι: Ο καϋμένος ὁ νέος τα ἔχασε ὅλα, γιατὶ δὲν
ἔδωσε τίποτε στὸ Χριστὸ της ἀφιερώσεως! Ἐμεῖς ἤδη τὰ ἔχουμε ἀφήσει ὅλα γι' αὐτὴ την ἀφιέρωσι.
Δὲν πρέπει νὰ ἐλπίζουμε; Έξ ὀνόματος ὅλων πῆρε το λόγο, ὅπως συνήθως, ὁ Πέτρος. «Ἤρξατο ὁ
Πέτρος λέγειν αυτὼ: Ἰδοὺ ἡμεῖς αφήκαμεν πάντα καὶ ήκολουθήσαμὲν σόι» (στ. 28). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «'Ἄρχισε τότε ὁ Πέτρος νὰ λέη στὸν Ἰησοῦ: “Εμείς ἐδῶ ἀφήσαμε τα πάντα καὶ Σὲ
ἀκολουθήσαμε».
Μὲ ἀφορμὴ την παραπάνω συζήτηση του Ἰησοῦ γύρω ἀπὸ τον «παρ' ὀλίγον μαθητὴ», τὸν
πλούσιο, ὁ Πέτρος (στ. 28-31) ἐπισημαίνει το γεγονός, ὅτι οἱ μαθητὲς ἐγκατέλειψαν τα πάντα γιὰ
νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν.
Ὁ κατάλογος των ἐγκαταλειπομένων προσώπων ἤ πραγμάτων ἀποτελεῖ θυσία καὶ εἶναι
τεράστια γιατὶ καλύπτει ὅλα ἐκεῖνα καὶ ὅλους ἐκείνους, πού συνδέεται οὐσιαστικὰ ὁ ἄνθρωπος. Τὸ
σπουδαῖο βέβαια εἶναι, ὅτι ἡ θυσία γίνεται γιὰ τὸν Ἰησοῦ.
Ἡ προσφορὰ γιὰ τὸν Χριστό, γιὰ τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀδελφοὺς του Χριστοῦ, δὲν μετριέται μὲ
την ποσοτικὴ ζυγαριά, ἀλλὰ μὲ την ποιοτικὴ καρδιά. «Ὅλα» προτρέπει ὁ Χριστὸς τὸν πλούσιο νὰ
δώση στοὺς φτωχούς. «Ὅλα» θυμίζει ὁ Πέτρος στὸν Κύριο, ὅτι τα ἔχουν ἤδη προσφέρει. Σὲ
ἀκολουθήσαμε, Διδάσκαλε, ἀφοῦ πρῶτα τα δώσαμε ὅλα. «Ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αυτὼ»
(Ματθ. δ' 20-22).
Τὰ ἄφησαν ὅλα. Τα ἔδωσαν ὅλα. Ἔμειναν ἀκτήμονες, παραδομένοι ἄνευ ὅρων στὴν πρόνοια
του Θεοῦ. Όλα! Ποιὰ ὅλα; Τὸ δίχτυ, το καΐκι, τὴν τέχνη. Ἀσφαλῶς καὶ πλούσιος εἶχε πολὺ
περισσότερα ἀπὸ ὅσα εἶχαν οἱ ἀπόστολοι. Ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἀποστόλους μετρᾶ ἡ ἀπόφασης της
καρδιᾶς. Ἄλλωστε, μπορεῖ νὰ φαίνονται λίγα ἐν συγκρίσει πρὸς τα πλούτη του νεανίσκου, ἀλλὰ γι'
αὐτοὺς ἦταν το πᾶν, ὅλη ἡ περιουσία τους. Ὅπως καὶ τα δύο λεπτὰ της χώρας προσμετροῦνται ὡς
ἀπείρως περισσότερα ἀπὸ τα χρυσάφια των πλουσίων.
Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀλλάξη την ἀπόφασὶ Του καὶ νὰ μὴ τιμωρήση ἀπειθοῦντες καὶ
ἀσεβεῖς, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀνακαλέση τη δωρεὰ του σὲ ὅσους Τὸν ἀκολουθοῦν, ἂν κάποια στιγμὴ
δείξουν ἀδράνεια. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Κἂν ἀπειλήσω -ὡσὰν νὰ λέγη ὁ Ἰησοῦς- μὴ
άπογνὼς δύνασαι γὰρ μετανοήσαι, καὶ λύσαὶ μου την απόφασιν, ὡς Νινευΐται κἂν ὑπόσχωμαὶ τὶ
χρηστόν, μὴ άναπέσης διὰ την ὑπόσχεσιν» (Ε.Π.Ε. 11,514). Μετάφρασις: Καὶ ἂν ἀκόμα σὲ
ἀπειλήσω, νὰ μὴν ἀπελπιστῆς. Μπορεῖς νὰ μετανοήσης καὶ νὰ ἀλλάξης την ἀπόφασὶ μου, ὅπως
συνέβη μὲ τοὺς Νινευίτες. Καὶ ἂν ἀκόμα σου ὑπόσχομαι κάποιο ἀγαθό, νὰ μὴ δείξης ἀδράνεια ἐξ
αἰτίας αὐτῆς της ὑποσχέσεὼς μου.

Ἀκολούθησαν τον Ἰησοῦ (στ. 28)


Ὅσοι ἀκολουθοῦν τον Ἰησοῦ, δὲν ἀρνοῦνται τὶς σχέσεις τους μὲ τοὺς συγγενεῖς, καὶ μάλιστα μὲ
τοὺς στενούς, ὅπως εἶναι ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, τα ἀδέλφια κ.λπ.. Οὔτε ἀρνοῦνται ἱερὲς σχέσεις,
οὔτε ἀρνοῦνται τη βοήθεια τους σὲ συγγενεῖς, ὅταν βρίσκονται σὲ μεγάλη ἀνάγκη. Ἡ σχέσις μὲ τοὺς
συγγενεῖς ἐξαρτᾶται ἀπὸ την ἐπιλογή. Όταν οἱ συγγενεῖς εἶναι ἐμπόδιο στὴν ἐν Χριστῶ πορεία, τότε
οἱ μαθητὲς του Χριστοῦ προτιμοῦν τον Χριστό, καὶ ὄχι τοὺς συγγενεῖς. Στὴν ἐπισήμανσι, λοιπόν,
του Πέτρου, ὅτι τα ἄφησαν ὅλα γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τον Χριστό, Ἐκεῖνος θυμίζει, ὅτι ἡ θυσία της
συγγενικῆς σχέσεως τότε ἔχει σωτηριώδη ἀξία, ὅταν γίνεται «ἕνεκεν του Χριστοῦ καὶ του
εὐαγγελίου». «Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς είπεν: Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδεὶς έστινὸς αφήκεν οἰκίαν ἤ
ἀδελφοὺς ἤ ἀδελφὰς ἤ πατέρα ἤ μητέρα ἤ γυναίκα ἤ τέκνα ἤ ἀγροὺς ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ ἕνεκεν του
εὐαγγελίου, ἐὰν μὴ λάβη εκατονταπλασίονα νῦν ἐν τῷ καιρῶ τούτω οἰκίας καὶ ἀδελφοὺς καὶ
ἀδελφὰς καὶ πατέρα καὶ μητέρα καὶ τέκνα καὶ ἀγροὺς μετὰ διωγμῶν, καὶ ἐν τῷ αιώνι το έρχομένω
ζωὴν αἰώνιον» (στ. 29-30). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε: Αληθινά σας
λέω, ὅτι δὲν ὑπάρχη κάποιος πού ἄφησε σπίτι ἤ ἀδελφοὺς ἤ ἀδελφὲς ἤ πατέρα ἤ μητέρα ἤ γυναίκα
ἤ τέκνα ἤ χωράφια γιὰ μένα καὶ γιὰ τὸ εὐαγγέλιο, ποῦ δὲν θὰ λάβη εκατονταπλασίονα τώρα, στὸν
παρόντα καιρό, σπίτια καὶ ἀδελφοὺς καὶ άδελφὲς καὶ πατέρα καὶ μητέρα καὶ παιδιὰ καὶ χωράφια
-καὶ μάλιστα μέσα σὲ διωγμούς, ἀλλὰ καὶ στὸ μελλοντικὸ κόσμο θὰ ἔχη την αἰώνια ζωή”».
Ἕνα σημεῖο, ποῦ πρέπει νὰ προσεχθὴ εἶναι ἡ ἔκφρασις «μετὰ διωγμῶν», πού συνοδεύει τὶς
ἐπαγγελίες. Ἕνας γνήσιος μαθητὴς του Ἰησοῦ δὲν μπορεῖ ν' ἀποφύγη το πάθος, ποῦ μιὰ μορφὴ του
ἀποτελεῖ ὁ διωγμός. Ἡ συμμετοχὴ στὴ δόξα του Χριστοῦ προϋποθέτει καὶ συμμετοχὴ κατὰ κάποιο
τρόπο στὸ πάθος Του.
Ὅταν λέη ὁ Ἰησοῦς ν' ἀφήσουμε καὶ γονεῖς καὶ ἀδέλφια καὶ παιδιά, φυσικὰ δὲν ἐννοεῖ νὰ εἴμαστε
σκληροὶ καὶ ἀνάλγητοι σὲ συγγενικὰ μας πρόσωπα. Ἐν τοιαύτη περπτώσει οἱ χριστιανοὶ θὰ ἦσαν
χωρὶς ἀγάπη, χωρὶς ἐνδιαφέρον, χωρὶς στενὸ δεσμὸ γάμου, χωρὶς ἀδελφικὴ κοινωνία. Καὶ
ὑπάρχουν βέβαια πολλοί, πού ὄχι μόνο δὲν ἔχουν καλὲς σχέσεις μὲ τους συγγενεῖς τους, ἀλλὰ καὶ
τους μισοῦν, καὶ τοὺς ἀντιπαθοῦν, καὶ οὔτε «καλημέρα» δὲν τοὺς λένε. Ἡ διάστασις ὅμως αὐτὴ
αἰτία δὲν ἔχει την εὐσέβεια αἰτία ἔχει τον ἐγωισμὸ καὶ την πλεονεξία.
Γιὰ τὴν εὐσέβεια ὄχι μόνο ἐπιτρέπεται, ἀλλὰ καὶ ἐπιβάλλεται ἡ διακοπὴ σχέσεων καὶ μὲ τὰ πλέον
συγγενικὰ πρόσωπα. Δηλαδή, το πρόβλημα εἶναι: Ποιὸν ἀγαπᾶμε περισσότερο; Τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ
ἤ τον πατέρα μας; Τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἤ τον ἀδελφὸ μας; Τὸ τόνισε καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο καὶ Κύριος:
«Ὁ φιλὼν πατέρα ἤ μητέρα ὑπὲρ ἐμέ, οὐκ έστι μου ἄξιος» (Ματθ. ι' 37).
Τὸ τονίζει καὶ ἐδῶ: Θὰ ἀμειφθῆ καὶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ μόνο ὅποιος τα ἄφησε ὅλα «ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ
του εὐαγγελίου». Καὶ σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅταν λέγη, ὅτι “πάς ὅστις ἄφηκε γυναίκα”,
οὐ τοῦτὸ φησιν, ὥστε ἁπλῶς διασπάσθαι τοὺς γάμους: ἄλλο καὶ περὶ της ψυχῆς έλεγεν, ὅτι καὶ
ἀπολέσας την ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εύρήσει αυτήν”, οὐχ ἕνα ἀναιρῶμεν ἑαυτούς, ἀλλ' ἴνα
πάντων προτιμῶμεν τὴν εὐσέβειαν τοῦτο καὶ ἐπὶ γυναικὸς καὶ ἀδελφῶν φησι» (Ε.Π.Ε. 11,520).
Μετάφρασις: «Ὅταν ὁ Ἰησοῦς λέη, ὅτι “ο καθένας πού ἄφησε τη γυναίκα του...”, δὲν τὸ λέει αὐτό,
ὥστε στὰ καλὰ καθούμενα νὰ διαλύονται οἱ γάμοι. Ἀλλ' ἐννοεῖ αὐτὸ ποῦ ἔλεγε γιὰ τὴν ψυχή, ὅτι
δηλαδὴ “αυτός ποῦ θὰ χάση τὴ ζωὴ του γιὰ χάρι μου, θὰ κερδήση τὴν ψυχὴ του” (Ματθ. ιβ' 39).
Δὲν τὰ λέει τα λόγια αὐτὰ γιὰ νὰ φονεύουμε τους ἑαυτοὺς μας, οὔτε γιὰ νὰ χωρίζουμε την ψυχὴ
ἀπὸ το σῶμα ἀπὸ τούτη τη ζωή. Τὰ λέει γιὰ νὰ προτιμᾶμε την εὐσέβεια ἀπὸ ό,τιδήποτε ἄλλο. Το
ἴδιο ἐννοεῖ καὶ ὅταν μιλάη γιὰ ἐγκατάλειψη της γυναίκας καὶ των ἀδελφῶν».
Ὅποιος πάνω καὶ ἀπὸ τους στενότερους συγγενεῖς του θέτει τον Ἰησοῦ Χριστό, αὐτὸς ὄχι μόνο
δὲν θὰ χάση, ἀλλὰ θὰ κερδήση «έκατονταπλασίονα νῦν ἐν τῷ καιρῶ τούτω οἰκίας καὶ ἀδελφοὺς
καὶ ἀδελφὰς καὶ πατέρα καὶ μητέρα καὶ τέκνα καὶ ἀγροὺς μετὰ διωγμῶν, καὶ ἐν τῷ αιώνι τῷ
έρχομένω ζωῆς αἰώνιον». Στὸν Ἰώβ, ποῦ γιὰ το ὄνομα του Θεοῦ θυσίασε τα πάντα, του τὰ ξανάδωσε
ὅλα, καὶ μάλιστα διπλάσια. Καὶ ὅσοι γιὰ τὸν Χριστὸ εἶναι ἕτοιμοι νὰ θυσιάσουν τα πάντα, θὰ
ἀμειφθοῦν. 'Ἀμοιβὴ π.χ. θὰ εἶναι ἡ σωτηρία των συγγενῶν. Πόσοι πιστοί, ποῦ ἀφιερώθηκαν στὸ
εὐαγγέλιο καὶ ἄφησαν καὶ συγγενεῖς, ἀντιμετώπισαν μὲν στὴν ἀρχὴ πολεμικὴ καὶ ἐχθρότητα ἐκ
μέρους τους, τελικὰ ὅμως εἶδαν το θαῦμα: Ἄλλαξε ὁ πατέρας, ἄλλαξε ἡ μητέρα, ἄλλαξαν τα
ἀδέλφια. Ὄχι πάντοτε. Το βέβαιο δὲν εἶναι ἡ ἀμοιβὴ σὲ τούτη τη ζωή. Το βέβαιο εἶναι ὅτι
κληρονομοῦν «ἐν τῷ αιώνι τῷ έρχομένω ζωὴν αἰώνιον».
Τὸ «μετὰ διωγμῶν» μπορεῖ νὰ ἐκληφθῆ, ὅτι ἀνάμεσα στὶς θυσίες γιὰ το ὄνομα του Χριστοῦ θὰ
εἶναι καὶ οἱ διωγμοί. Οἱ συγγενεῖς, τους ὁποίους θυσιάζουμε γιὰ τὸν Χριστό, θὰ μᾶς κηρύξουν
διωγμό. Μπορεῖ ὅμως νὰ ἐκληφθῆ ὄχι ὡς θυσία, ἀλλὰ ὡς χάρισμα καὶ ἀμοιβή. Ἄν εἶναι σίγουρο,
ὅτι μὲ τὸ διωγμὸ γιὰ τὴν πίστι καὶ γιὰ τὸ μαρτύριο κληρονομοῦμε την αἰώνια ζωή, τότε ὁ διωγμὸς
εἶναι δῶρο του Θεοῦ. «Ὑμῖν έχαρίσθη οὐ μόνον το εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ το ὑπὲρ αὐτοῦ
πάσχειν» (Φιλιπ. α' 29).

Οἱ πρῶτοι ἔσχατοι (στ. 31)


Οἱ ἀμοιβὲς δὲν δίδονται μὲ τα μέτρα πού ἐπικρατοῦν στὴ γῆ. Οὔτε καὶ ἡ ἐκτίμησις της ἀξίας
εἶναι ἡ αὐτὴ μὲ τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος θεωρεῖ πρώτους, αὐτοὺς πού λάμπουν μὲ τὴ δόξα τους, μὲ
τὶς ἐπίσημες θέσεις τους, μὲ την ἐξουσία τους, μὲ τη δημοτικότητὰ τους, μὲ τα χρήματὰ τους, μὲ τα
ἐξωτερικὰ τους προσόντα. Πόσους τέτοιους πρώτους, ποῦ τὴ δημοσιότητὰ τους θὰ τὴν ζήλευαν
ἀκόμα καὶ σήμερα πολλοί, ἦρθε το ὁρμητικὸ ποτάμι της ἱστορίας καὶ τοὺς γκρέμισε καὶ τοὺς ἔσυρε
ὄχι ἁπλῶς στὴν άδοξία καὶ στὴν ἀφάνεια, ἀλλὰ στὴν ἄβυσσο! Καὶ πόσους ἀσήμους στὴ γῆ θὰ τοὺς
φανερώση ἐκείνη ἡ ἡμέρα πρώτους καὶ ἐνδόξους, κοντὰ στὸ θρόνο του Θεοῦ! Γι' αὐτό, ὁ Κύριος,
τελειώνοντας τα ὅσα εἶπε γι' αὐτοὺς ποῦ θὰ Τὸν ἀκολουθήσουν εἰλικρινὰ καὶ σωστά, ἔβγαλε το
συμπέρασμα: «Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι» (στ. 31). 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Πολλοὶ ποῦ εἶναι στὸν κόσμο αὐτὸ πρῶτοι, θὰ εἶναι ἐκεῖ τελευταῖοι καὶ οἱ
τελευταῖοι καὶ ἄσημοι, ποῦ καταδιώκονται καὶ ἀτιμάζονται γιὰ μένα, θὰ εἶναι ἐκεῖ πρῶτοι».
Πρῶτος ὁ ἑκούσια τελευταῖος! Πρῶτος ὅποιος ἔζησε ἀθόρυβα καὶ μὲ ἀφανὴ τρόπο.
Πρῶτος ὅποιος στὸ στίβο της ψυχῆς του κατέκτησε ἔπαθλα ἀρετῆς καὶ ἁγιότητας.
Πρῶτος ὅποιος πάσχισε νὰ μὴ γίνη γνωστὸ το ὄνομὰ του.
Πρῶτος ὁ ταπεινός. «Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν υψωθήσεται»
(Λουκ. ιδ' 11).

32 ῏Ησαν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς ῾Ιεροσόλυμα· καὶ ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ
ἐθαμβοῦντο, καὶ ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. καὶ παραλαβὼν πάλιν τοὺς δώδεκα ἤρξατο αὐτοῖς
λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, 33 ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ
παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, 34 καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ
ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

Θάμβος καὶ φόβος (στ. 32)


Ἡ ὅλη πορεία του Ἰησοῦ εἶναι κυρίως πορεία πρὸς τὸ πάθος. Ἦλθε ὡς ἄνθρωπος, πορευόμενος
ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, διδάσκοντας καὶ εὐεργετώντας ὅλους. Ἀλλ' ὁ νοῦς Του, το βλέμμα Του
ἦταν προσηλωμένο πρὸς τὸ ἑκούσιο Πάθος, πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἔβλεπε την ἡμέρα του πάθους
νὰ πλησιάζη. Καὶ αὐτὸ φανερώνει τη θεϊκὴ ἐξουσία, πού ἔχει νὰ μὴ παρεκκλίνη καθόλου ἀπὸ την
πορεία πρὸς τα Ἱεροσόλυμα. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὀνομάζει τὶς ἡμέρες του πάθους Του «ἡμέρας
της ἀναλήψεως αὐτοῦ»! Καὶ γιὰ τὴν ἀποφασιστικότητὰ Του λέει: «Καὶ ὁ Ἰησοῦς έστήριξε το
πρόσωπον αὐτοῦ του πορεύεσθαι εἰς Ἱερουσαλὴμ» (θ' 51. 53). «Ἦσαν δὲ ἐν τη ὁδῶ αναβαίνοντες
εἰς Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἣν προάγων αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, καὶ έθαμβούντο, καὶ ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο.
Καὶ παραλαβὼν πάλιν τοὺς δώδεκα ἤρξατο αυτοὶς λέγειν τα μέλλοντα αὐτὸ συμβαίνειν» (στ. 32).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἀνέβαιναν ὁ Ἰησοῦς μὲ τοὺς μαθητὲς Του πρὸς τα Ἱεροσόλυμα. Ὁ
Ἰησοῦς προχωροῦσε μπροστὰ ἀπὸ τους μαθητὲς Του. Καὶ θαμπώνονταν (ἀπὸ τη λάμψη της μορφῆς
Του), καὶ ἀκολουθώντας αἰσθάνονταν δέος. Καὶ ἀφοῦ πάλι πῆρε τοὺς δώδεκα ἰδιαιτέρως, ἄρχισε
νὰ τοὺς λέη ὅσα ἐπρόκειτο νὰ Τοῦ συμβοῦν».
Πνευματικὴ γυμνασία ἐνεργεῖ ὁ Ἰησοῦς στοὺς μαθητὲς Του. Τοὺς προετοιμάζει γιὰ τα ὅσα θὰ
συμβοῦν, γιὰ τὸ πάθος, ἀλλὰ καὶ γιὰ την ἀνάστασι.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἐπειδὴ είκὸς ἣν τοὺς μαθητάς, διὰ τὸ μὴ βούλεσθαι τοῦτο
συμβήναι, επιλανθάνεσθαι, συνεχῶς αὐτοὺς αναμιμνήσκει, εγγυμνάζων αὐτῶν τὴν διάνοιαν τη
πυκνότητα της ἀναμνήσεως, καὶ την λύπην υποτεμνόμενος. Κατ' ἰδίαν δὲ αύτοϊς διαλέγεται
αναγκαίως: οὐ γὰρ ἔδει εἰς πολλοὺς εξενεχθήναι τὸν περὶ τούτων λόγον, οὐδὲ σαφῶς λεχθήναι
οὐδὲν γὰρ ἐκ τούτου πλέον ἐγίνετο. Εἰ γὰρ οἱ μαθηταὶ ἐθορυβοῦντο ταῦτα άκούοντες, πολλὼ
μᾶλλον καὶ των πολλῶν δῆμος» (Ε.Π.Ε. 11,544-546). Μετάφρασις: «Ἐπειδὴ ἦταν φυσικὸ οἱ μαθητὲς
Του, ποῦ δὲν ἤθελαν νὰ συμβῆ το πάθος, νὰ τὸ λησμονοῦν, γι' αὐτὸ τους το ὑπενθυμίζει συνεχῶς,
γυμνάζοντας ἔτσι το μυαλὸ τους μὲ τὶς συχνὲς ὑπενθυμίσεις καὶ μειώνοντας τη λύπη τους. Ἀλλ'
ὅμως κατ' ἀνάγκη μιλάει στοὺς μαθητὲς του ἰδιαίτερα, ἐπειδὴ δὲν ἔπρεπε τα πλήθη νὰ γνωρίζουν
το λόγο Του σχετικὰ μὲ το πάθος, οὔτε ἔπρεπε νὰ λεχθοῦν ἀνοιχτὰ τα σχετικά. Ἄλλωστε δὲν θὰ
προέκυπτε κάτι ἐπὶ πλέον. Ἄν οἱ μαθητὲς Του, ἀκούγοντας γιὰ το πάθος, ταράσσονταν, πολὺ
περισσότερο θὰ συνέβαινε κάτι τέτοιο στὰ πλήθη του λαοῦ».

Θὰ θανατωθῆ καὶ θὰ ἀναστηθῆ (στ. 33-34)


Ἐδῶ πρόκειται γιὰ την τρίτη πρόρρηση του μαρτυρικοῦ τέλους του Χριστοῦ. Στοὺς μαθητὲς
προλέγει τα μέλλοντα συμβαίνειν. «Ὅτι ἰδοὺ άναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ Υἱὸς του
ἀνθρώπου παραδοθήσεται τους αρχιερεύσι καὶ γραμματεύσι, καὶ κατακρινούσιν αὐτὸν θανάτῳ
καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς έθνεσι, καὶ έμπαίξουσιν αυτὼ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ
έμπτύσουσιν αυτὼ καὶ αποκτενούσιν αὐτόν, καὶ την τρίτη ἡμέρα αναστήσεται» (στ. 33-34).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Ακούστε”, τοὺς ἔλεγε: “Τώρα πού ἀνεβαίνουμε στὰ Ἱεροσόλυμα,
ὁ Υἱὸς του ἀνθρώπου θὰ παραδοθῆ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ στοὺς γραμματεῖς. Αὐτοὶ θὰ Τὸν
καταδικάσουν σὲ θάνατο καὶ θὰ Τὸν παραδώσουν στοὺς ἐθνικοὺς (στοὺς εἰδωλολάτρες). Θὰ Τὸν
χλευάσουν, θὰ Τὸν μαστιγώσουν, θὰ Τὸν φτύσουν καὶ θὰ Τὸν θανατώσουν καὶ την τρίτη ἡμέρα θὰ
αναστηθή”».
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος δίνει ἐξηγήσεις, γιατὶ ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει στοὺς μαθητὲς πράγματα,
πού οὔτε τα καταλάβαιναν οὔτε τα ζοῦσαν: «Τίνος ἕνεκεν, ἔι μὴ συνίεσαν οἱ πολλοὶ των λεγομένων
την δύναμιν, καὶ ἐλέγετο; Ἴνα μάθωσι μετὰ ταῦτα, ὅτι προειδὼς ἐπὶ το πάθος ήει καὶ ἑκών, οὐκ
ἀγνοῶν οὐδὲ ἀναγκαζόμενος. Τοὺς μαθηταὶς δὲ οὐ διὰ τοῦτο μόνον προϋλεγε, ἀλλ', ὅπερ έφην,
ἴνα ἐκγυμνασθέντες τη προσδοκία, ράδιον ενέγκωσι το πάθος καὶ μὴ άμελέτητον ἐπελθὸν ταράξη
σφόδρα αὐτοὺς» (Ε.Π.Ε. 11,546).
Μετάφρασις: Γιατὶ ἔλεγε στοὺς μαθητὲς Του τα ὅσα θὰ συνέβαιναν, ἐφ' ὅσον δὲν ἐπρόκειτο οἱ
περισσότεροι νὰ ἀντιληφθοῦν το βαθύτερο νόημα των λόγων; Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦν ἀργότερα, ὅταν
θὰ συνέβαιναν αὐτά, ὅτι βάδιζε πρὸς το πάθος του προγνωρίζοντας αὐτὸ καὶ μὲ τη θέληση Του καὶ
ὄχι χωρὶς νὰ το γνωρίζη οὔτε ὑποκινούμενος ἀπὸ κάποια ἀνάγκη. Καὶ δὲν τὰ προέλεγε γι' αὐτὸ
μόνο το λόγο, ἀλλὰ, ὅπως εἶπα, ἀσκούμενοι μὲ την προσδοκία νὰ μπορέσουν νὰ ὑποφέρουν
ευκολότερα το πάθος καὶ νὰ μὴ συγκλονιστοῦν σὲ μεγάλο βαθμό, ἐὰν αὐτὸ ἐρχόταν ἐντελῶς
ἀπροσδόκητα».
Ἤ πρόρρησις προλογίζεται ἀπὸ μία σειρὰ πληροφοριῶν, πού δημιουργοῦν ἀτμόσφαιρα
ἐπισημότητας καὶ δέους.
Ἡ πρώτη εἶναι γεωγραφική. «Ἦσαν δὲ ἐν τη ὁδῶ άναβαίνοντες εἰς Ἱεροσόλυμα». Ἡ ἄνοδος στὰ
Ἱεροσόλυμα ταυτίζεται ἀποκλειστικὰ μὲ τὸ Πάθος. Καὶ ἡ ἀναφορὰ της πόλεως προειδοποιεῖ ὅτι το
τέλος εἶναι κοντά.
Ἡ δεύτερη πληροφορία σκιαγραφεῖ σὲ ἄλλο ἐπίπεδο την ἴδια ἰδέα της ἐγγύτητας των
δραματικῶν ἐξελίξεων. «Καὶ ἣν προάγων αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς καὶ εθαμβούντο, οἱ δὲ ἀκολουθοῦντες
έφοβούντο». Τὰ ρήματα ἐδῶ ἀπεικονίζουν ψυχικὲς καταστάσεις ἐν ὄψει των ἀσυνήθων
γεγονότων.
Τέλος καθίσταται γνωστό, ὅτι ἡ προαναγγελία του Πάθους ἔγινε μόνο στοὺς δώδεκα, πράγμα
πού ἐπισημαίνει ἐπισημότητα καὶ βαρύτητα. Βέβαια οἱ μαθητὲς δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν
τὶς προρρήσεις Του, ἀφοῦ εἶχαν σχηματίσει ἄλλη εἰκόνα, μὲ τα τόσα θαυμαστὰ ποῦ ἐνεργοῦσε.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οἱ μαθηταὶ ὅτε ένενόησαν τα θαύματα, τοὺς δαιμονούντας οὓς
ήλευθέρωσε, τοὺς νεκροὺς οὓς ἤγειρε, τα ἄλλα πάντα ἅπερ έθαυματουργει, εἶτα ἤκουσαν τούτων,
ἐξεπλήττοντο, εἰ ὁ ταῦτα ποιῶν ταῦτα πείσεται. Διὰ τοῦτο καὶ εἰς άπορίαν ἐνέπιπτον, καὶ νῦν μὲν
έπίστευον, νῦν δὲ ήπίστουν, καὶ νοῆσαι οὺκ εἶχον τα λεγόμενα» (Ε.Π.Ε. 11,550). Μετάφρασις: Οἱ
μαθητές, ὅταν ἔφεραν στὸ μυαλὸ τους τα θαύματα πού ἔκανε ὁ Χριστός, τοὺς δαιμονισμένους ποῦ
λευτέρωσε, τοὺς νεκροὺς πού ἀνέστησε καὶ ὅλα τα ἄλλα θαύματα πού ἐπιτελοῦσε, καὶ ὕστερα
ἄκουσαν τα λόγια Του αὐτά, καταλήφθηκαν ἀπὸ ἔκπληξι, ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ πάθη τόσα δεινὰ
αὐτὸς πού τόσα θαυμαστὰ ἐνεργοῦσε! Γι' αὐτὸ καὶ ἀποροῦσαν, καὶ ἄλλοτε μὲν έπίστευαν, ἄλλοτε
δὲ ἔδειχναν δυσπιστία καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ νοήσουν τα λογία Του.
«Ὅτι ἰδοὺ άναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ Υἱὸς του ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοϊς
άρχιερεύσι καὶ γραμματεύσι, καὶ κατακρινούσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς
έθνεσι, καὶ έμπαίξουσιν αυτὼ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ έμπτύσουσιν αὐτὸ καὶ αποκτενούσιν
αὐτόν, καὶ τη τρίτη ἡμέρα αναστήσεται» (στ. 33-34). Στοὺς στίχους αὐτοὺς σὲ μικρογραφία
παρουσιάζονται ὅλες οἱ φάσεις του Πάθους:
Ἡ πρώτη φάσις περιγράφεται μὲ τὶς λέξεις «ἰδοὺ άναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα...».
Ἡ δεύτερη φάσις περιγράφεται μὲ τὶς λέξεις «καὶ κατακρινούσιν αυτὼ θανάτῳ». Διευκρινίζεται
ὁ ρόλος των Ἰουδαίων θρησκευτικῶν ἡγετῶν.
Ἡ τρίτη φάσις, «καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς έθνεσιν». Μία δεύτερη παράδοσις του Ἰησοῦ,
ποῦ έπαυξάνει το μέγεθος της ταπεινώσεως καὶ του ἐξευτελισμοῦ Του.
Ἡ τέταρτη φάσις περιλαμβάνει τα πάθη του Χριστοῦ στὰ χέρια των ἐθνῶν. «Καὶ έμπαίξουσιν
αυτώ....».
Ἡ πέμπτη φάσις περιγράφεται μόνο μὲ ἕνα ρημα: «Κ\ αἱ αποκτενούσιν». Μὲ μία μόνο λέξι
κλείνει ὁ κύκλος του φρικτοῦ μαρτυρίου.
Εἶναι φανερό, ὅτι το Μάρκ. ι' 33-34 ἀποτελεῖ ἀριστουργηματικὴ ἐπιτομὴ της χριστολογίας του
Πάθους. Ὅπως συμβαίνει σταθερὰ στὸν εὐαγγελιστὴ Μάρκο, ἡ χριστολογία αὐτὴ του Πάθους δὲν
μένει ἀνεξέλεγκτα μόνη, ἀλλὰ ἡ 'Ἀνάστασις προαναγγέλλεται μὲ βεβαιότητα. «Καὶ τη τρίτη ἡμέρα
αναστήσεται».

35 Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε,
θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. 36 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; 37 οἱ δὲ
εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. 38 ὁ
δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ
βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; 39 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς·
τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· 40 τὸ δὲ
καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται. 41 Καὶ
ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ ᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωάννου. 42 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς
προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν
κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· 43 οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν
ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, 44 καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν
γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· 45 καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι,
ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.

Αἴτημα των γυιὼν του Ζεβεδαίου (στ. 35-37)


Γιὰ ὅλα τα θέματα ἔχει λόγο «ὁ του Πατρὸς Λόγος», ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός. Μιλάει καὶ
γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποῦ «ἄρχουν των ἐθνῶν». Μιλάει γιὰ ἐκεῖνοῦς, ποῦ «κατεξουσιάζουν», πού
κατέχουν ἐτσι θελικὰ τα σκῆπτρα της κυριαρχίας. Μιλάει, δηλαδή, καὶ γιὰ ὅλους ἐκείνους, πού
χρησιμοποιοῦν την ἐξουσία ὡς βία καὶ καταπίεση, πού ἐπιβάλλονται μὲ ἀνελεύθερα μέτρα:
«Οίδατε, ὅτι οἱ δοκούντες ἄρχειν των ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν
κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν» (στ. 42). Ἀφορμὴ το αἴτημα δύο μαθητῶν γιὰ πρωτοκαθεδρία: «Καὶ
προσπορεύονται αυτὼ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες Διδάσκαλε, θέλομεν ἴνα καὶ
ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσης ημϊν. Ὁ δὲ είπεν αυτοὶς: Τὶ θέλετε ποιῆσαὶ μὲ ὑμῖν; Οἱ δὲ εἶπον αυτὼ Δὸς
ἡμῖν ἴνα εἰς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἰς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τη δόξη σου» (στ. 35-37).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Πλησιάζουν τότε τον Ἰησοῦ ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ γυιοὶ του
Ζεβεδαίου, καὶ Του λένε: “Διδάσκαλε, θέλουμε νὰ μας κάνης τη χάρι πού θὰ σου ζητήσουμε”. Ὁ
Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: “Τι θέλετε νὰ σας κάνω;”. Καὶ ἐκεῖνοι Τοῦ εἶπαν: “Όταν θὰ ἐγκαταστήσης την
ἔνδοξη βασιλεία σου, δῶσε μας το δικαίωμα νὰ καθήσουμε ἕνας ἀπὸ τα δεξιὰ σου καὶ ἕνας ἀπὸ τα
ἀριστερὰ σου”».
Ἡ ἔλλειψις κατανοήσεως, πού ἐμφανίζουν οἱ μαθητές, εἶναι ἀπελπιστική. Προτοῦ ἀκόμα σβήση
καὶ ἀντίλαλος των λόγων του Ἰησοῦ γιὰ τὸ βίαιο θάνατὸ του, αὐτοὶ ζητοῦν πρωτοκαθεδρίες καὶ
συγκρούονται γι' αὐτές! Ἡ πνευματικὴ τους τύφλωσις εἶναι βαρειὰ καὶ ἡ ἀδυναμία νὰ
παρακολουθήσουν τὸν Διδάσκαλο φαίνεται ἀθεράπευτη.
Ἡ αἴτησις των υἱῶν Ζεβεδαίου προϋποθέτει διαπίστωση ὑπερτάτης ἐξουσίας στὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ
καὶ τα λόγια του Ἰησοῦ ἀποπνέουν ὕψιστη αὐθεντία καὶ κύρος Θεοῦ.
Τὸ περιεχόμενο των στ. 35-45 κατανέμεται σὲ τέσσερις συγγενεῖς ἑνότητες.
Στὴν πρώτη δεσπόζει το έρωτημα: «Δύνασθε πιεὶν το ποτήριον καὶ ἐγὼ πίνω καὶ το βάπτισμα
καὶ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήναι;» (στ. 38). Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ στὴν Καινὴ βρίσκει κανεὶς
ἐκφράσεις πού τονίζουν τη συσχέτισι βαπτίσματος καὶ θανάτου.
Στὴ δεύτερη δεσπόζει ἡ ἀπάντησις του Ἰησοῦ στὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη: «Τὸ ποτήριον καὶ ἐγὼ
πίνω πίεσθε, καὶ το βάπτισμα καὶ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ
ἐξ εὐωνύμων οὐκ έστιν εμὸν δοῦναι, ἀλλ' οἷς ήτοίμασται» (στ. 39-40). Ὁ Ἰησοῦς εἶναι σαφὴς γιὰ το
δικὸ του μαρτυρικὸ τέλος, ἀλλὰ διευρύνεται συμπεριλαμβάνοντας τους μαθητές, ἀλλὰ καὶ ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους ποῦ θὰ Τὸν ἀκολουθήσουν.
Στὴν τρίτη ἔχουμε τη διδασκαλία γιὰ τοὺς ἄρχοντες καὶ τοὺς μεγάλους, ποῦ «κατεξουσιάζουν»
(στ. 42). Ἀσκεῖται μία ὀξύτατη κριτικὴ κατὰ των ἀρχόντων καὶ οἱ μαθητὲς καλοῦνται σὲ μία πορεία
διαμετρικὰ ἀντίθετη μιὰ πορεία, ποῦ θὰ καθορίζεται ἀπὸ τὶς ἔννοιες «διάκονος» καὶ «δοῦλος». Οἱ
ἔννοιες αὐτὲς ἔχουν το στοιχεῖο της ἀπαρνήσεως κάθε εξουσιαστικότητας, της ταπεινώσεως, του
κόπου καὶ του πόνου. «Οὺχ οὕτω δὲ έσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ' ὃς ἐὰν θέλη γενέσθαι μέγας ὲν ὑμῖν, έσται
ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλη ύμὼν γενέσθαι πρῶτος, έσται πάντων δοῦλος» (στ. 43-44).
Στὴν τέταρτη ἑνότητα ἔχουμε την αἰτιολογία γιὰ τὴ στάση των μαθητῶν. «Καὶ γὰρ ὁ υἱὸς του
ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθήναι, ἀλλὰ διακονήσαι, καὶ δοῦναι την ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον άντὶ
πολλῶν» (στ. 45).
Λίγο πρὶν εἶχε μιλήσει ὁ Ἰησοῦς γιὰ τὰ «μέλλοντα αυτὼ συμβαίνειν» (στ. 32), γιὰ τὸ πάθος, ποῦ
εἶναι ἡ ὄντως ἐξουσία, ἡ μοναδικὴ ἐλεύθερη ἐξουσία, ἡ ἐξουσία της ἀγάπης, ἤ ἐξουσία της
διακονίας καὶ της θυσίας. Καὶ ὁ ἀντίλαλος των λόγων του Χριστοῦ γιὰ το πάθος Του; Ἀντὶ γιὰ
ἀντίλαλο, ἀκούει ἀντίλογο. Ζωγραφίζει στοὺς μαθητὲς Του το Σταυρό, κι ἐκεῖνοι ὀνειρεύονται
θρόνους. Οἱ δύο, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, προβάλλουν μὲ ἀφέλεια το ὑπερήφανο αἴτημὰ τους:
«Δὸς ἡμῖν ἴνα εἰς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἰς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τη δόξη σου» (στ. 37).

Ποτήριο πικρό, βάπτισμα θανάτου (στ. 38-40)


Σκανδαλιζόμαστε από το αίτημα των δύο μαθητών; Αλλά γιατί; Ησαν ακόμα ατελείς οι μαθητές.
Πρόσγεια φρονούσαν.
Δὲν εἶχαν ἀκόμα πλήρη τη θεία χάρι, την πληρότητα του Αγίου Πνεύματος. Μετὰ την Ἀνάστασι
καὶ τὴν Πεντηκοστὴ θ' ἀλλάξουν. Θὰ γίνουν ὑψηλόφρονες. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μηδεὶς
θορυβείσθω, των Ἀποστόλων οὕτως ἀτελῶς διακειμένων. Ούπω γὰρ σταυρὸς ἣν τελεσθεὶς, ούπω
Πνεύματος χάρις δοθεῖσα. Ἔι δὲ βούλει μαθεὶν αὐτῶν τὴν ἀρετήν, μετὰ ταῦτα αὐτοὺς κατάμαθε,
καὶ ὄψει παντὸς πάθους ἀνωτέρους. Διὰ γὰρ τοῦτο εκκαλύπτει αὐτῶν τα ἐλαττώματα, ἴνα μετὰ
ταῦτα γνως, τίνες ἀπὸ της χάριτος ἐγένοντο» (Ε.Π.Ε. 11,552-554). Μετάφρασις: «Κανένας νὰ μὴ
ταράζεται, βλέποντας τὶς ἀδυναμίες των Ἀποστόλων. Διότι ἀκόμα δὲν εἶχε ὑψωθῆ ὁ Σταυρός,
ἀκόμα δὲν εἶχε δοθῆ ἡ χάρις του Αγ. Πνεύματος. Ἄν βέβαια θέλης νὰ μάθος την ἀρετὴ τους, νὰ
τοὺς δῆς μετά. Τότε, μετὰ την Πεντηκοστή, θὰ τοὺς δῆς ἀνώτερους ἀπὸ κάθε πάθος. Γι' αὐτὸ
ἀποκαλύπτει τώρα τα έλαττώματὰ τους, γιὰ νὰ γνωρίσης, τὶ ἔγιναν ὕστερα μὲ τὴ χάρι του Θεοῦ».
Θὰ σκανδαλιζόμασταν, ἂν ὁ Χριστὸς δὲν προσγείωνε ἀμέσως το φουσκωμένο μπαλόνι της
κενοδοξίας: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς είπεν αυτοὶς: Οὐκ οίδατε τὶ αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεὶν το ποτήριον καὶ ἐγὼ
πίνω καὶ το βάπτισμα καὶ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήναι; Οἱ δὲ εἶπον αυτὼ Δυνάμεθα. Ὁ δὲ Ἰησοῦς
είπεν αὐτοὺς: Τὸ μὲν ποτήριον καὶ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ το βάπτισμα καὶ ἐγὼ βαπτίζομαι
βαπτισθήσεσθε τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ έστιν εμὸν δοῦναι, ἀλλ' οἷς
ήτοίμασται» (στ. 38-40). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε στοὺς δύο μαθητὲς:
“Δέν ξέρετε τὶ ζητεῖτε. Μπορεῖτε νὰ πιῆτε το ποτήριο, ποῦ θὰ πιῶ ἐγώ, καὶ νὰ βαπτισθῆτε μὲ τὸ
βάπτισμα, μὲ το ὁποῖο θὰ βαπτισθῶ ἐγώ; Ἐκεῖνοι Τοῦ εἶπαν: “Μπορούμε”. Τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε:
“Τό μὲν ποτήριο, ποῦ θὰ πιῶ ἐγώ, θὰ τὸ πιῆτε, καὶ μὲ τὸ βάπτισμα, πού θὰ βαπτισθῶ ἐγώ, θὰ
βαπτισθῆτε. Τὸ νὰ καθίσετε ὅμως στὰ δεξιὰ μου καὶ στὰ ἀριστερὰ μου δὲν μπορῶ νὰ σας το δώσω
ἐγώ, ἀλλὰ θὰ δοθῆ σὲ ὅσους ἔχει ὁρισθῆ ἀπὸ τον Πατέρα μου”».
Θὰ σκανδαλιζόμασταν ἐπίσης, ἂν οἱ εὐαγγελιστὲς ἀπέκρυπταν τὸ ὀλίσθημα των δύο μαθητῶν,
ποῦ, ὅπως φαίνεται (ἰδὲ καὶ Μάρκ. ι' 41. Ματθ. κ' 24), θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν ὀλίσθημα καὶ των
λοιπῶν μαθητῶν. Ἡ ἀποτύπωσις μέσα στὰ εὐαγγέλια καὶ των ἐλαττωμάτων των μαθητῶν ἀποτελεῖ
ἀπόδειξη της αληθινότητας των εὐαγγελίων. Τὰ εὐαγγέλια δὲν εἶναι ψεύτικα κείμενα, πού
προσπαθοῦν νὰ εξωραΐσουν καταστάσεις. Ἄλλωστε τα πρὸ του πάθους ἐλαττώματα των μαθητῶν
κάνουν νὰ λάμπη ἐκθαμβωτικὰ ἤ μεταμορφωτικὴ χάρις, ποῦ τοὺς ἀλλοίωσε μετὰ την Ἀνάστασι καὶ
τὴν Πεντηκοστή.
Δὲν χαρίζεται καθόλου ὁ Ἰησοῦς στὴν ἀνόητη ἀπαίτησι των υἱῶν Ζεβεδαίου. Καυστικὰ στὴν ἀρχὴ
κλείνει το ἐνδεχόμενο κοσμικῆς ἐξουσίας: «Οὐκ οίδατε τὶ αἰτεῖσθε» (στ. 38). Ἄν ξέρατε τὶ ζητᾶτε,
δὲν θὰ τὸ ζητούσατε, διότι καθόλου δὲν συμφέρει. Ρίξτε μία ματιὰ σ' ἕνα νησί, σὲ μιὰ φυλακὴ καὶ
σ' ἕνα τάφο, γιὰ νὰ δῆτε τα μεγαλεῖα της ἀνθρωπίνης δόξας! Σὲ νησὶ ἐξόριστος πέθανε ὁ Μέγας
Ναπολέων. Σὲ φυλακὴ κατέληξαν τρανοὶ του κόσμου ἄρχοντες, ποῦ τοὺς ἔτρεμε ἄλλοτε ἡ
ἀνθρωπότητα. Σὲ κάποιο τάφο θαμμένη βρίσκεται ἡ ἀνθρώπινη δόξα, μεταποιημένη σὲ κόκκαλα
καὶ σὲ σκουλήκια!
Ὑπάρχει ἡ ἀληθινὴ δόξα; Ναί! Ποιά; Εἶναι ἡ ἐξουσία του Πάθους. Εἶναι ἕνα ποτήρι καὶ ἕνα
βάπτισμα. «Δύνασθε πιεϊν το ποτήριον καὶ ἐγὼ πίνω καὶ το βάπτισμα καὶ ἐγὼ βαπτίζομαι
βαπτισθήναι; Οἱ δὲ εἶπον αυτὼ Δυνάμεθα. Ὁ δὲ Ἰησοῦς είπεν αυτοὶς: Τὸ μὲν ποτήριον καὶ ἐγὼ πίνω
πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα καὶ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ
εὐωνύμων οὐκ έστιν εμὸν δοῦναι, ἀλλ' οἷς ήτοίμασται» (στ. 39-40). Θρόνο ζητοῦσαν πόνο τοὺς
ἔδειξε! Στέμμα ζητοῦσαν, πικρὸ ποτήρι τοὺς ὑπέδειξε. Μπορεῖτε νὰ το πιστέ; Πικρὸ ποτήρι εἶναι ἡ
ζωή. Πολλὰ φαρμάκια κρύβει. Καὶ τὸ νὰ εἶναι κάποιος ἀληθινὸς χριστιανός, κι αὐτὸ κρύβει πολλὲς
πίκρες. «Διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ὑμᾶς εισελθεὶν εἰς τὴν βασιλείαν του Θεοῦ» (Πράξ. ιδ' 22).

Πρῶτος ὁ διάκονος καὶ δοῦλος (στ. 41-44).


Ὑπάρχει καὶ ἄλλη, ἀληθινὴ ἐξουσία. Εἶναι ἡ ἐξουσία της διακονίας. Πρόκειται γιὰ τὸ πρωτεῖο της
ταπεινώσεως. «Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο άγανακτεὶν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. Ὁ δὲ
Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αυτοὶς: Οίδατε ὅτι οἱ δοκούντες ἄρχειν των ἐθνῶν
κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν: οὺχ οὕτω δὲ έσται ἐν ὑμῖν,
ἀλλ' ὃς ἐὰν θέλη γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, έσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλη ὑμῶν γενέσθαι
πρῶτος, έσται πάντων δοῦλος» (στ. 41-44). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὅταν τα ἄκουσαν αὐτὰ
οἱ ἄλλοι δέκα μαθητές, ἄρχισαν νὰ ἀγανακτοῦν μὲ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη. Τότε ὁ Ἰησοῦς
κάλεσε καὶ τοὺς δώδεκα καὶ τοὺς εἶπε: “Ξέρετε, ὅτι αὐτοὶ πού θεωροῦνται ἡγέτες των ἐθνῶν,
ἀσκοῦν ἀπόλυτη κυριαρχία πάνω τους, καὶ οἱ ἄρχοντες τους τοὺς καταδυναστεύουν. Μὲ σᾶς ὅμως
δὲν πρέπει νὰ συμβαίνη αὐτό. Όποιος θέλει νὰ γίνη μεγάλος ἀνάμεσὰ σας, πρέπει νὰ γίνη
ὑπηρέτης σας. Καὶ ὅποιος ἀπὸ σᾶς θέλει νὰ εἶναι πρῶτος, πρέπει νὰ γίνη δοῦλος όλων».
Ἡ διακονία στὸν κόσμο δὲν εἶναι μονοσήμαντη ὁδὸς καὶ απαράλλακτα ἴδια σὲ κάθε περίπτωσι.
Κλιμακώνεται ἀπὸ την ἁπλὴ προσφορὰ ἑνὸς ἁπλοῦ ποτηρίου ὕδατος, μέχρι την προσφορὰ της
ἴδιας της ζωῆς. Το λέντιο εἶναι κάθε φορὰ διαφορετικό, πάντοτε ὅμως εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τη
βασιλικὴ ἀλουργίδα καὶ το ἀρχιερατικὸ ὦ μόφορο!
Ἡ ἐξουσία του κόσμου εἶναι στὴν καλύτερη περίπτωση ὑπερφίαλος ἐγωισμός, στὴ χειρότερη
δέ, τυραννία. «Οἱ δοκούντες ἄρχειν των ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν
κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν (στ. 42)».
Τὸ πνεῦμα της διακονίας εἶναι ὁ μόνος λόγος ὑπάρξεως καὶ δικαιώσεως της ἡγεσίας της
Ἐκκλησίας. Πόσο θὰ ἄλλαζαν τα πράγματα, ἂν ὅλοι πιστεύαμε στὸ πρωτεῖο της διακονίας, στὴν
ἐξουσία της ἀγάπης, στὴ δόξα του μαρτυρικοῦ πάθους! Αὐτὴ την εὐλογημένη ἀλλαγὴ θέλει νὰ
φέρη στὸν κόσμο ὁ Χριστός. «Οὺχ οὕτω δὲ έσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ' ὃς ἐὰν θέλη γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν,
έσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλη ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, έσται πάντων δοῦλος» (στ. 43-44).
Ὁ Χριστὸς ἀλλάζει την πυραμίδα των πραγμάτων. Το δοῦλο τὸν κάνει κύριο καὶ τον κύριο τὸν κάνει
δοῦλο! Τὸ διάκονο τον κάνει ἄρχοντα. Ἀνυψώνει τὸν ταπεινό. Ἡ ἐξουσία του Χριστοῦ εἶναι ἐξουσία
καταβάσεως. Διότι μόνο ἡ ἑκούσια κατάβασις ὁδηγεῖ στὴν ἀνάβασι.

Ὁ Ἰησοῦς διάκονος (στ. 45)


-Θεωρία! θὰ σπεύσουν νὰ ποῦν μερικοί. Ὄχι, τα παραπάνω δὲν εἶναι θεωρία. Εἶναι ζωή. Τὰ
ἔζησε πρῶτος Ἐκεῖνος. Τὸ Πάθος γίνεται πρῶτα χριστολογικό, ὕστερα γίνεται ἀνθρωπολογικό.
Πρῶτα Ἐκεῖνος φοράει το λέντιο καὶ ὕστερα καλεῖ τους μαθητὲς στὴ χριστομίμητη διακονία του
Κυρίου καὶ Διδασκάλου (Ιωάν. ιγ' 13). Πίνει πρῶτα Ἐκεῖνος το πικρότερο ποτήρι. Σηκώνει πρῶτα
Ἐκεῖνος το βαρύτερο Σταυρό, καὶ ὕστερα καλεῖ τους ἀνθρώπους νὰ γίνουν σταυροφόροι. «Καὶ γὰρ
ὁ υἱὸς του ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθήναι, ἀλλὰ διακονήσαι, καὶ δοῦναι την ψυχὴν αὐτοῦ
λύτρον άντὶ πολλῶν» (στ. 45). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Και ὁ Υἱὸς του ἀνθρώπου (ὁ ἴδιος ὁ
Ἰησοῦς) δὲν ἦλθε νὰ ὑπηρετηθῆ, ἀλλ' ἦλθε ἀπὸ τον οὐρανὸ νὰ ὑπηρετήση καὶ νὰ προσφέρη τη ζωὴ
του λύτρο γιὰ ὅλους, νὰ γίνη λυτρωτὴς ὅλων».
Ὁδηγεῖ τους πιστοὺς ὁ Χριστὸς στὴν ἐξουσία, μόνο πού τοὺς ἀνεβάζει ἀπὸ ἄλλη σκάλα, ἀπὸ τη
σκάλα της ταπεινώσεως. Ο Ἴδιος ἀνέβηκε πρῶτος αὐτὴ τη σκάλα. Εἶναι ἡ σκάλα του Σταυροῦ.
Μαζὶ Του στὸ Σταυρό, μαζὶ Του καὶ στὴν Ἀνάσταση!

46 Καὶ ἔρχονται εἰς ῾Ιεριχώ. καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἀπὸ ῾Ιεριχὼ καὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ
ὄχλου ἱκανοῦ, ὁ υἱὸς Τιμαίου Βαρτιμαῖος τυφλὸς ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν. 47 καὶ
ἀκούσας ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖός ἐστιν, ἤρξατο κράζειν καὶ λέγειν· υἱὲ Δαυῒδ ᾿Ιησοῦ, ἐλέησόν
με. 48 καὶ ἐπετίμων αὐτῷ πολλοὶ ἵνα σιωπήσῃ· ὁ δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν
με. 49 καὶ στὰς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε· φωνήσατε αὐτόν· καὶ φωνοῦσι τὸν τυφλὸν λέγοντες αὐτῷ· θάρσει,
ἔγειρε· φωνεῖ σε. 50 ὁ δὲ ἀποβαλὼν τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν. 51 καὶ
ἀποκριθεὶς λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ τυφλὸς εἶπεν αὐτῷ· ραββουνί, ἵνα
ἀναβλέψω. 52 καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ εὐθέως ἀνέβλεψε, καὶ
ἠκολούθει τῷ ᾿Ιησοῦ ἐν τῇ ὁδῷ.
Κραυγὴ τυφλοῦ (στ. 46-47)
Ἁπλοὶ ἄνθρωποι προσέρχονται στὸ Χριστὸ μὲ πίστι! Σημαίνει, ὅτι ὅσο εὐτελεῖς καὶ ἄσημοι καὶ
περιφρονημένοι καὶ ἂν εἴμαστε, μποροῦμε νὰ πετύχουμε αὐτὸ ποῦ μὲ πίστι ζητᾶμε ἀπὸ τον Χριστό.
Παράδειγμα καὶ ὁ τυφλός, γιὰ τον ὁποῖο μιλάει ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος: «Καὶ ἔρχονται εἰς Ιεριχώ.
Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἀπὸ Ιεριχὼ καὶ των μαθητῶν αὐτοῦ καὶ ὄχλου ἱκανοῦ, ὁ υἱὸς Τιμαίου
Βαρσιμαίος τυφλὸς εκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτών. Καὶ ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραϊὸς έστιν,
ἤρξατο κράζειν καὶ λέγειν· Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησὸν μὲ» (στ. 46-47). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ
ἔρχονται στὴν Ιεριχώ. Καὶ καθὼς ἔβγαινε ἀπὸ την Ιεριχὼ ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθητὲς Του καὶ λαὸς
πολύς, ἕνας τυφλός, ὁ Βαρσιμαίος, γυιὸς του Τιμαίου, καθόταν στὸ δρόμο καὶ ζητοῦσε
ἐλεημοσύνη. Καὶ σὰν ἄκουσε, ὅτι αὐτὸς πού περνάει εἶναι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ἄρχισε νὰ
φωνάζη δυνατὰ καὶ νὰ λέη: «Ἰησοῦ, Υἱὲ Δαβίδ, σπλαχνίσου με”».
Κατὰ την ἔξοδὸ του ἀπὸ την Ιεριχὼ ὁ Χριστὸς χαρίζει στὸν τυφλὸ Βαρσιμαίο την ὅρασι. Καὶ στοὺς
τρεῖς συνοπτικοὺς εὐαγγελιστὲς το θαῦμα αὐτὸ τοποθετεῖται στὰ ἴδια χρονικὰ καὶ τοπικὰ πλαίσια.
Μόνο ὅμως ὁ Μάρκος διασώζει το ὄνομα του τυφλοῦ. Ωνομαζόταν Βαρσιμαίος, πού σημαίνει γυιὸς
του Τιμαίου. Ἐνῶ ὁ Ματθαίος ἔχει σχεδὸν το ἴδιο σκηνικό, ἀλλὰ μιλάει γιὰ δύο τυφλούς.
Ἕνας ζητιάνος ἦταν ὁ τυφλὸς της Ιεριχούς. Μέχρι τώρα ἅπλωνε το χέρι ζητώντας κάποια
ἐλεημοσύνη γιὰ νὰ ζήση. Δὲν εἶχε ποτὲ διανοηθῆ, νὰ σταματήση κάποιον περαστικὸ καὶ νὰ του
φωνάξη: «Θέλω το φῶς μου. Ἐλέησὲ μέ»! Τώρα ὅμως ὑψώνει τη φωνὴ του καὶ μ' ὅση δύναμι ἔχει
μέσα του κράζει γιὰ τὸ φῶς του. Γιατί; Διότι αὐτός, πού περνάει εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Καὶ κάποιος
ἄλλος πάλι στὴν Ιεριχώ, σὰν ἄκουσε, ὅτι περνάει ὁ Χριστός, μὲ κάθε τρόπο «ἐζήτει ιδεὶν τον
Ἰησοῦν». Ἦταν ὁ Ζακχαίος (Λουκ. ιθ' 3). Ἐκεῖνος δὲν ἦταν ζητιάνος: λεφτὰ εἶχε, καὶ μάλιστα πολλὰ
καὶ κλεμμένα. Τὶ νὰ τα κάνη; Θέλει τη σωτηρία του. Ὁ τυφλὸς «ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραϊὸς
έστιν, ἤρξατο κράζειν καὶ λέγειν· Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησὸν μὲ» (στ. 47). Ὁ Χριστὸς γιὰ τὸ Ζακχαίο εἶναι ἡ
σωτηρία, γιὰ τὸν τυφλὸ εἶναι το φῶς.
Ὁ τυφλὸς προσφωνεῖ τὸν Χριστὸ «υἱὸν Δαβίδ». Γιὰ πρώτη φορὰ ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος του λαοῦ,
μὴ συνδεόμενος μὲ τον κύκλο των μαθητῶν, προβαίνει σὲ μία δημόσια ἀναγνώριση του Ἰησοῦ ὡς
Μεσσία. Ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς δέχεται την προσφώνησι καὶ σιωπηρὰ αἴρει την ἀπαγόρευσι, ποῦ
ἀναφέρεται στὴ Μεσσιανικὴ Του ἰδιότητα.
Το περιστατικὸ μὲ τὸν τυφλὸ λειτουργεῖ ὡς ἔντονη ὑπὸμνησις της θείας ἐξουσίας. Καὶ ἡ
ἀναγωγὴ στὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο των μαθητῶν μπορεῖ νὰ γίνη ἄνετα. Ὁ Χριστὸς ἔχει την ἐξουσία
καὶ τη δύναμη νὰ ἀπελευθερώση τοὺς μαθητὲς Του ἀπὸ την πνευματικὴ τύφλωσι καὶ νὰ τοὺς
χαρίση τη δυνατότητα της καθαρὰς θέας καὶ κατανοήσεως του προσώπου Του.

Τὸν καλεῖ ὁ Ἰησοῦς (στ. 46-47).


Ὁ τυφλὸς φωνάζει. Θέλει τὸν Ἰησοῦ, τον Υἱὸ του Δαβίδ, τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία. Εὔκολο δὲν
ἦταν νὰ Τὸν πλησιάση; Καὶ ὅμως συνάντησε ἐμπόδια. Ἀπὸ ποιούς; Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ...
Χριστοῦ! Ὄχι μόνο δὲν βρέθηκε κάποιος ἀπὸ τους μαθητὲς καὶ ἀκροατὲς του Ἰησοῦ νὰ γίνη
χειραγωγός, ποῦ νὰ τὸν φέρη στὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ ὅλοι στάθηκαν ἐμπόδιο. Τοὺς ένωχλούσε ἡ
φωνὴ του πονεμένου. Ήσυχία νὰ ἔχουμε! Νὰ μὴ μᾶς ἐνοχλοῦν οἱ φωνὲς των δυστυχισμένων! Ὄχι
μόνο δὲν τον βοήθησαν, ἀλλὰ καὶ τον ἐπιτιμοῦσαν, τὸν ἐπέπλητταν νὰ σταματήση. Μόνο ποῦ ὁ
Θεὸς δὲν ἀκούει... την ἡσυχία της ἀδιαφορίας, ἀλλ' ἀκούει τη φασαρία της κραυγῆς του πόνου, τη
βοὴ των θλιμμένων καὶ πενομένων (Ιακ. ε' 4). «Καὶ ἐπετίμων αυτὼ πολλοὶ ἴνα σιωπήση: ὁ δὲ πολλὼ
μᾶλλον έκραζεν: Υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησὸν μέ. Καὶ στὰς ὁ Ἰησοῦς εἶπε: Φωνήσατε αὐτόν. Καὶ φωνούσι τὸν
τυφλὸν λέγοντες αυτὼ: Θάρσει, ἔγειρε φωνεὶ σὲ» (στ. 48-49). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ:
«Πολλοὶ ἐπέπλητταν τὸν τυφλὸ γιὰ νὰ σιωπήση. Ἀλλ' ὁ τυφλὸς ἄρχισε νὰ φωνάζη δυνατὰ καὶ νὰ
λέη: “Υιέ Δαβίδ, σπλαχνίσου με”. Τότε σταμάτησε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε: “Φωνάξτε τον”. Καὶ φωνάζουν
τον τυφλὸ λέγοντὰς του: “Έχε θάρρος, σήκω, σὲ καλεί”».
Ἐκεῖνοι καὶ ὁ Βαρσιμαίος. Ἐκεῖνοι, οἱ ἄνθρωποι ποῦ ἦσαν κοντὰ στὸν Χριστό. Εἶχαν, φαίνεται,
περιέργεια, δὲν εἶχαν ἐνέργεια. Περιέργεια νὰ δοῦν το καταπληκτικὸ φαινόμενο, ποῦ λέγεται
Ἰησοῦς, ἀλλὰ δὲν εἶχαν αὐτὸ ποῦ εἶναι ὁ Ἰησοῦς: Ἐνέργεια ἀγάπης!
–Σταμάτα, λοιπόν, πάψε νὰ φωνάζης! Μας ἐνοχλεῖς... Το καταλαβαίνεις;
-Ὄχι, δὲν σταματάω! Δὲν φωνάζω νὰ μὲ ἀκούσετε σεῖς. Φωνάζω νὰ μὲ ἀκούση ὁ Ἰησοῦς.
«Ὁ δὲ πολλὼ μᾶλλον έκραζεν: Υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησὸν μέ». Θαυμάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος την
ἐπιμονὴ καὶ την πίστι του τυφλοῦ καὶ σημειώνει: «Κἂν αναβάλληται τὴν δόσιν ὁ Θεός, κἂν πολλοὶ
οἱ άπάγοντες, μὴ ἀποστῶμεν αἰτοῦντες. Ταύτη γὰρ τὸν Θεὸν επισπασόμεθα. Ὅρα γοὺν καὶ ἐνταῦθα
τὴν σφοδρὰν ἐπιθυμίαν του τυφλοῦ οὺχ ἤ πενία, οὐχ ἤ πήρωσις, οὐ το μὴ άκουσθήναι, οὐ το παρὰ
των όχλων επιτιμηθήναι, οὐκ ἄλλο οὐδὲν διεκώλυσε. Τοιοῦτὸν έστι ψυχὴ ζέουσα καὶ πονουμένη»
(Ε.Π.Ε. 11,584). Μετάφρασις: Καὶ ἂν ἀκόμα καὶ Θεὸς ἀναβάλλη το δώρημα, καὶ ἂν ἀκόμα εἶναι
πολλοὶ ἐκεῖνοι πού ἐμποδίζουν καὶ μας διώχνουν ἀπὸ κοντὰ Του, ἂς μὴ παύσουμε νὰ ζητᾶμε. Διότι
μὲ αὐτὸ τον τρόπο κατ' ἐξοχὴν θὰ ἀποσπάσουμε τη βοήθεια του Θεοῦ. Πρόσεχε καὶ στὴν περίπτωσι
του τυφλοῦ, οὔτε ἡ φτώχεια του, οὔτε ἡ τύφλωσὶς του, οὔτε το ὅτι ὑπῆρχε περίπτωσις νὰ μὴν
εἰσακουσθῆ, οὔτε ἡ ἐπιτίμησις ἐκ μέρους του ὄχλου, οὔτε τίποτε ἄλλο ἐμπόδισε τη μεγάλη
προθυμία του. Τέτοια εἶναι ἡ ψυχή, πού κατακαίεται ἀπὸ την πίστη καὶ μοχθεῖ γιὰ τὴν ἀρετή.

Ἡ πίστις τὸν θεραπεύει (στ. 50-52)


Τὸν ἐμποδίζει ὁ κόσμος. Τὸν δέχεται καὶ τὸν ἀποδέχεται ὁ Χριστός. Ἔκανε στάσι ὁ Χριστός.
Λέγεται «Στάσις θαύματος τυφλοῦ»!
– Φωνάξτε τον.
Μερικοὶ ντράπηκαν, ποῦ τὸν ἐμπόδιζαν καὶ συγκινήθηκαν γιὰ το προσωπικὸ ἐνδιαφέρον του
Χριστοῦ, καὶ τρέχουν. Τὸν χτυπᾶνε μὲ συμπάθεια στὸν ὦμο:
– Ἔλα! Σήκω! Πάρε θάρρος. Σὲ φωνάζει ὁ Ἰησοῦς!... -Ἐμένα;...
Καὶ ἀμέσως πετάει το ροῦχο του γιὰ νὰ μὴ τον ἐμποδίζη καὶ σηκώθηκε καὶ ἔτρεξε πρὸς τὸν
Ἰησοῦ: «Ὁ δὲ άποβαλὼν το ἱμάτιον αὐτοῦ αναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν Ἰησοῦν. Καὶ ἀποκριθεὶς λέγει
αυτὼ ὁ Ἰησοῦς: Τὶ σόι θέλεις ποιήσω; Ὁ δὲ τυφλὸς είπεν αυτὼ Ραββουνί, ἴνα άναβλέψω. Καὶ ὁ
Ἰησοῦς είπεν αυτὼ Ύπαγε, ἡ πίστις σου σέσωκὲ σέ. Καὶ εὐθέως ἀνέβλεψε, καὶ ήκολούθει τῷ Ἰησοῦ
ἐν τη ὁδῶ» (στ. 50-52). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ τυφλὸς πέταξε το πανωφόρι του,
πετάχτηκε πάνω καὶ ἦρθε κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. “Τι θέλεις νὰ σου κάνω;”, τὸν ρώτησε ὁ Ἰησοῦς. Ὁ
τυφλὸς Του ἀποκρίθηκε: “Διδάσκαλε, θέλω νὰ ἀποκτήσω το φῶς μου”. Ὁ Ἰησοῦς του λέει:
«Πήγαινε, ἡ πίστις σου σὲ έσωσε”. Καὶ ἀμέσως εἶδε το φῶς του, καὶ ἀκολούθησε τον Ἰησοῦ στὴν
πορεία Του».
Θαυμάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅρα γοὺν καὶ οὕτως πὼς οὐδένα των ἀποστόλων συνήγορον
ἔχων, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς τοὺς επιστομίζοντας, ίσχυσεν υπερβήναι τα κωλύματα καὶ πρὸς αὐτὸν
έλθεὶν τὸν Ἰησοῦν» (Ε.Π.Ε. 11,584).
Ὁ σύντομος διάλογος, πού ἀκολουθεῖ μεταξὺ του Ἰησοῦ καὶ του Βαρσιμαίου εἶναι
χαρακτηριστικὸς:
-Τὶ θέλεις νὰ σου κάνω; ἐρώτημα, ποῦ δὲν ἔδειχνε ἄγνοια του Ἰησοῦ, ἀφοῦ τα πάντα γνωρίζει,
ἀλλὰ φανέρωνε τη στοργὴ του πρὸς τὸν τυφλό. Καὶ γιὰ ἄλλο λόγο ρωτάει ὁ Ἰησοῦς: Γιὰ νὰ φανὴ ἡ
πίστις του τυφλοῦ, ὡς βασικὴ συμβολὴ στὸ θαῦμα.
-Ραββουνί, ἴνα ἀναβλέψω.
Μοναδικὴ εὐκαιρία γιὰ τὸν τυφλό. Δὲν τὴν ἀφήνει νὰ περάση ἀνεκμετάλλευτη.
Ἐμεῖς δὲν ἐκμεταλλευόμεθα τὴν εὐκαιρία, πού λέγεται Ἰησοῦς Χριστός. Τὶς περισσότερες φορὲς
δὲν ξέρουμε τὶ ζητᾶμε. Ἄν ὁ Χριστὸς ἀπηύθυνε σὲ μας το ἴδιο ἐρώτημα: «Τὶ σόι θέλεις ποιήσω;»,
ποιὲς θὰ ἦσαν οἱ ἀπαντήσεις μας; Τὶ θὰ ζητοῦσε ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀπὸ τον Χριστό;
– Θέλω ἕνα ὡραῖο αὐτοκίνητο.
– Θέλω ἕνα σπίτι.
– Θέλω νὰ διορισθῆ το παιδὶ μου.
– Θέλω νὰ κερδίσω τη δίκη.
– Θέλω νὰ κερδίσω το λαχεῖο.
– Θέλω νὰ νικήση ἡ ὁμάδα μου.
– Θέλω την ὑγεία μου.
Μικρὰ «θέλω», ποῦ δὲν ἔχουν ἀσφαλῶς καμμία σχέση μὲ το μεγάλο «θέλω». Θέλω «ἴνα
άναβλέψω».
Θέλω το φῶς μου! Θέλω το φῶς στὰ μάτια μου, γιὰ νὰ βλέπω τα θαυμάσια Σου. "Ὄχι, δὲν θέλω
τα μάτια γιὰ νὰ ἀπολαμβάνω μάταια καὶ αἰσχρὰ πράγματα. Θέλω φῶς στὴν καρδιὰ μου, φῶς
ἀγάπης καὶ ἐλπίδας. Θέλω φῶς στὸ νοῦ μου, φωτισμὸ γιὰ το λόγο Σου καὶ τὸ θέλημὰ Σου. Θέλω τὸ
φῶς στὴν πορεία μου.
Ὁ τυφλὸς πῆρε ἀπὸ τον Ἰησοῦ τα μάτια καὶ το φῶς. Ὁ Χριστὸς βραβεύει την πίστη του: «Ύπαγε,
ἡ πίστις σου σέσωκὲ σέ. Καὶ εὐθέως ἀνέβλεψε, καὶ ήκολούθει τῷ Ἰησοῦ ἐν τη ὁδῶ» (στ. 52). Καὶ τὸ
φῶς του δίνει τη δυνατότητα νὰ πορευθῆ ὅποιο δρόμο θέλει. Μὰ Ἐκεῖνος ἕνα δρόμο διαλέγει: Τὸ
δρόμο μὲ τὸν Χριστό. Γίνεται συνοδοιπόρος του Χριστοῦ. «Καὶ ήκολούθει τῷ Ἰησοῦ ἐν τη ὁδῶ».
Ἀκολουθώντας τον Ἰησοῦ ὁδηγεῖται πρὸς το αἰώνιο φῶς της ἀνέσπερης αἰώνιας ζωῆς.

1 Καὶὅτε ἐγγίζουσιν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ εἰς Βηθσφαγῆ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν,
ἀποστέλλει δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ 2 καὶ λέγει αὐτοῖς· ὑπάγετε εἰς τὴν κώμην τὴν κατέναντι ὑμῶν,
καὶ εὐθέως εἰσπορευόμενοι εἰς αὐτὴν εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ᾿ ὃν οὐδεὶς ἀνθρώπων
κεκάθικε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε. 3 καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ· τί ποιεῖτε τοῦτο; εἴπατε ὅτι ὁ Κύριος
αὐτοῦ χρείαν ἔχει, καὶ εὐθέως αὐτὸν ἀποστέλλει πάλιν ὧδε. 4 ἀπῆλθον δὲ καὶ εὗρον τὸν πῶλον
δεδεμένον πρὸς τὴν θύραν ἔξω ἐπὶ τοῦ ἀμφόδου, καὶ λύουσιν αὐτόν. 5 καί τινες τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων
ἔλεγον αὐτοῖς· τί ποιεῖτε λύοντες τὸν πῶλον; 6 οἱ δὲ εἶπον αὐτοῖς καθὼς ἐνετείλατο ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ
ἀφῆκαν αὐτούς. 7 καὶ ἤγαγον τὸν πῶλον πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ ἐπέβαλον αὐτῷ τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ
ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτῷ. 8 πολλοὶ δὲ τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἔστρωσαν εἰς τὴν ὁδόν, ἄλλοι δὲ στοιβάδας
ἔκοπτον ἐκ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον εἰς τὴν ὁδόν. 9 καὶ οἱ προάγοντες καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες
ἔκραζον λέγοντες· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. 10 εὐλογημένη ἡ ἐρχομένη
βασιλεία ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ πατρός ἡμῶν Δαυΐδ· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. 11 Καὶ εἰσῆλθεν εἰς
῾Ιεροσόλυμα ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εἰς τὸ ἱερόν· καὶ περιβλεψάμενος πάντα, ὀψίας ἤδη οὔσης τῆς ὥρας,
ἐξῆλθεν εἰς Βηθανίαν μετὰ τῶν δώδεκα.

Ζητοῦν μικρὸ γαϊδουράκι (στ. 1-3)


Ὁ Χριστός, ὁ Θεὸς Λόγος, ἀνεβαίνει πάνω σὲ ἕνα ἄλογο ζῶο γιὰ νὰ μπῆ στὰ Ἱεροσόλυμα «πρὸ
ἐξ ἡμερῶν του Πάσχα». Σὲ ἄλογο ὁ Λόγος, γιὰ νὰ λυτρώση ἐμᾶς ἀπὸ την αλογία των παθὼν. Εἶναι
ὁ Βασιλιὰς του κόσμου, καὶ ὅμως ὅλο καὶ πιὸ ταπεινὰ ὀχήματα χρησιμοποιεῖ. Φαντασθῆτε ἡγέτη
νὰ ἀλλάζη ὀχήματα, ἀλλὰ ὅλο καὶ κατώτερα. Ἀλλάζουν οἱ ἡγέτες καὶ οἱ πλούσιοι ὀχήματα, ἀλλὰ
πρὸς τὸ καλλίτερο! Κάθε φορὰ παίρνουν ἀνώτερη μάρκα. Ἄλλαζε καὶ ὁ Χριστὸς ὄχημα, ἀλλὰ
πάντοτε πρὸς το ταπεινότερο. Τὸν εἴδαμε στὴν ἀγκαλιὰ της Παρθένου. Τὸν βλέπουμε την Κυριακὴ
των Βαΐων ἐποχούμενο πάνω σ' ἕνα γαϊδουράκι. Θὰ Τὸν δοῦμε μετὰ ἀπὸ λίγο πάνω στὸ Σταυρό.
Ἀπὸ ἁπλότητα σὲ ἁπλότητα, ἤ μᾶλλον, ἀπὸ ἁπλότητα σὲ θυσία.
Ποῦ βρέθηκε το μικρὸ γαϊδουράκι γιὰ νὰ μὴ στὰ Ἱεροσόλυμα; Σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος
στὴν ἀρχὴ του ἑνδεκάτου κεφαλαίου: «Καὶ ὅτε έγγίζουσιν εἰς Ἱερουσαλὴμ εἰς Βηθσφαγὴ καὶ
Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος των ἐλαιῶν, ἀποστέλλει δύο των μαθητῶν αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοὺς: Ὑπάγετε
εἰς τὴν κώμην την κατέναντι ὑμῶν, καὶ εὐθέως είσπορευόμενοι εἰς αὐτὴν εύρήσετε πῶλον
δεδεμένον, ἐφ' ὂν οὐδεὶς ἀνθρώπων κεκάθικε λύσαντες αὐτὸν άγάγετε. Καὶ ἐὰν τὶς ὑμῖν εἴπη: Τὶ
ποιῆτε τοῦτο; Είπατε ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει, καὶ εὐθέως αὐτὸς ἀποστέλλει πάλιν ώδε» (στ.
1-2). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὅταν δὲ πλησίασαν στὴν Ἱερουσαλήμ, στὴ Βηθσφαγὴ καὶ στὴ
Βηθανία, κοντὰ στὸ ὄρος των Ἐλαιῶν, ἔστειλε ὁ Ἰησοῦς δύο ἀπὸ τους μαθητὲς Του λέγοντας σ'
αὐτοὺς: “Πηγαίνετε στὸ ἀπέναντὶ σας χωριὸ καὶ μόλις μπείτε σ' αὐτό, θὰ βρῆτε ἕνα πουλάρι (μικρὸ
γαϊδουράκι) δεμένο, στὸ ὁποῖο κανένας ἄνθρωπος ἀκόμα δὲν ἔχει καθήσει. Λύστε το καὶ φέρτε το
ἐδῶ. "Ἄν κάποιος σας ρωτήση, “Γιατί το κάνετε αυτό;”, νὰ του πῆτε: «Ὁ Κύριος το χρειάζεται καὶ
ἀμέσως θὰ το γυρίση πάλι πίσω”».
Μὲ τὸ ἑνδέκατο κεφάλαιο εἰσερχόμεθα στὸ τρίτο μεῖζον τμῆμα του κατὰ Μάρκον εὐαγγελίου.
Τὰ γεγονότα πού περιγράφονται, διαδραματίζονται στὴν Ἱερουσαλήμ. Στὰ κεφάλαια 11 ἕως καὶ 13
παρακολουθοῦμε τη δράση καὶ τη διδασκαλία του Χριστοῦ στὴν ἁγία πόλι. Στὰ κεφάλαια 14 καὶ 15
ἐξιστορεῖται το Πάθος στὰ διαδοχικὰ του στάδια, ἀπὸ την προδοσία καὶ τη σύλληψι, μέχρι τη
σταύρωσι καὶ τὴν ταφὴ.
Πλησιάζουν ὁ Χριστὸς καὶ οἱ μαθητὲς Του στὴν Ἱερουσαλήμ. Περνᾶνε ἀπὸ την Βηθσφαγὴ καὶ
Βηθανία, πού βρὶσκονται στὰ περίχωρα της Ἱερουσαλήμ, στὸ δρόμο πρὸς τὸ ὄρος των Ἐλαιῶν.
Πρόκειται νὰ μπεί στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὄχι κρυφὰ καὶ ἀφανῶς, ἀλλὰ ἐμφανῶς καὶ εύπευφημούμενος.
Δὲν φαίνεται νὰ ἀνησυχῆ μὲ τὴ σκέψη, ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες θὰ συνετελεῖτο το πάθος Του.
Διαλέγει δυὸ μαθητὲς καὶ τους στέλνει στὴ Βηθανία. Δὲν θὰ ἀναζητήσουν ὄχημα, κάποιο ζῶο,
πού θὰ χρησιμοποιήση ὁ Ἰησοῦς γιὰ τὴ θριαμβευτικὴ Του εἴσοδο. Ὅλα εἶναι καθωρισμένα. Θὰ
βρῆτε, τοὺς λέει, στὴν εἴσοδο της Βηθανίας «πώλoν δεδεμένον», ἕνα πουλαράκι, μικρὸ
γαϊδουράκι. Κανένας δὲν θὰ ἔχη καθήσει στὴ ράχη του. Ἄθικτα καὶ παρθενικὰ συμβαίνουν ὅλα στὸ
Χριστό. Ἀπὸ Παρθένο Κόρη γεννιέται. Σὲ ἄθικτο πουλαράκι ἀνεβαίνει. Σὲ ἄθικτο τάφο θὰ ταφὴ. Το
ζῶο θὰ χρησιμοποιόταν γιὰ ἱερὴ ὑπηρεσία.
Καμμία ἀντίστασι δὲν ἔφεραν οἱ κάτοχοι του μικροῦ ὑποζυγίου. Λέει ἐπ' αὐτοῦ ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Είπεν ὁ Ἰησοῦς, ὅτι εύρήσετε ὄνον προείπεν, ὅτι οὐδεὶς κωλύσει, ἀλλ' ὅτι
ἀκούσαντες σιγήσουσι. Τοῦτο δὲ οὐ μικρὸν κρίμα των Ἰουδαίων, εἰς τοὺς οὐδέποτε γνωρίμους
αυτώ, ούδὲ φανέντας, πείθει τα αὐτῶν προέσθαι καὶ μηδὲν άντειπεὶν καὶ διὰ των μαθητῶν: οὗτοι
δὲ αύτω θαυματουργούντι παρόντες οὺκ ἐπείσθησαν» (Ε.Π.Ε. 11,588). Μετάφρασις: Tούς ἔστειλε
ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε θὰ βρῆτε μικρὸ γαϊδουράκι. Προεῖπε μάλιστα, ὅτι δὲν θὰ τοὺς ἐμποδίση
κανεὶς καὶ ὅτι θὰ σιωπήσουν ὅταν ἀκούσουν την αἰτία. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ὄχι μικρὴ καταδίκη γιὰ τοὺς
Ἰουδαίους, το ὅτι πείθει ἀνθρώπους, ποῦ δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ γνωστοὶ Του οὔτε τοὺς εἶδε ποτέ, νὰ
προσφέρουν τα δικὰ τους καὶ νὰ μὴ φέρουν καμμία ἀντίρρησι, καὶ μάλιστα διὰ των μαθητῶν Του,
ἐνῶ αὐτοί, ἂν καὶ ἦσαν παρόντες ὅταν θαυματουργοῦσε, δὲν πίστευσαν.
Το ἑνδέκατο κεφάλαιο ἀρχίζει μὲ την περιγραφὴ της εἰσόδου του Ἰησοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα, την
ὁποίαν ἀφηγοῦνται ὅλοι οἱ εὐαγγελιστὲς (Ματθ. κα' 1-11. Λουκ. ιθ' 28-40. Ιωάν. ιβ' 12-19).
Ὁ Μάρκος θεωρεῖ το γεγονὸς Μεσσιανικὸ χωρὶς νὰ παρουσιάζη ἐμφαντικὰ στοιχεῖα της θεϊκῆς
ἐξουσίας του Ἰησοῦ. Το ἐπεισόδιο μὲ την ἀναζήτηση του πώλου παρουσιάζει τον Ἰησοῦ νὰ
συνομιλῆ μὲ ἀναμφισβήτητο κύρος καὶ νὰ διαθέτη ἀσυνήθη γνῶσι. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι
ὀνομάζει τον ἑαυτὸ Του Κύριο. Ἐνδέχεται ἡ φράσις νὰ ἔχη μοναδικὸ χριστολογικὸ περιεχόμενο,
ἀλλὰ καὶ μὲ την ἔννοια του ἰδιοκτήτη, εἴτε αὐτὸς ὁ ἰδιοκτήτης εἶναι κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο,
πού βρίσκεται μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ, εἴτε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς.

Παίρνουν το γαϊδουράκι (στ. 4-6)


Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Κύριος ὅλων. Δικὰ Του τα πάντα. Τα ἔφτιαξε καὶ τα ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους
πρὸς χρῆσι. Ἕτοιμοι νὰ εἴμαστε νὰ Του τα προσφέρουμε. Δὲν ἔχουμε γαϊδουράκι; Ἔχουμε τόσα
ἄλλα. Ας γίνουμε καθένας μας ἕνα μικρὸ γαϊδουράκι, ἕνα ὑποζύγιο, γιὰ τη μεταφορὰ του Χριστοῦ,
γιὰ τη μεταφορὰ του λόγου Του, γιὰ τη μεταφορὰ της ἀγάπης Του. Οἱ δυὸ μαθητές, πού
ἀπεστάλησαν ἀπὸ τον Κύριο γιὰ το πουλάρι (γαϊδουράκι), εὔκολα ἔφεραν εἰς πέρας την ἐντολὴ
Του. Βεβαίως συνάντησαν την περιέργεια αὐτῶν πού βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ το σπίτι, κοντὰ στὸ
δρόμο: «Έ, τὶ το θέλετε το γαϊδουράκι;»! Ἀλλὰ μόλις ἐξήγησαν, ποιὸς το θέλει, ἀμέσως
συγκατετέθηκαν: «Ἀπῆλθον δὲ καὶ εὗρον τὸν πῶλον δεδεμένον πρὸς τὴν θύραν ἔξω ἐπὶ του
αμφόδου, καὶ λύουσιν αὐτόν. Καὶ τίνες των ἐκεῖ έστηκότων ἔλεγον αυτοὶς· Τὶ ποιεῖτε λύοντες τὸν
πῶλον; Οἱ δὲ εἶπον αὐτοὺς καθὼς ενετείλατο καὶ Ἰησοῦς, καὶ ἀφῆκαν αὐτοὺς» (στ. 4-6). Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Πῆγαν δὲ καὶ βρῆκαν το πουλάρι κοντὰ στὴν εἴσοδο ἔξω στὸ δρόμο, καὶ το
ἔλυσαν. Μερικοὶ δὲ ἀπ' αὐτούς, πού ἦταν ἐκεῖ, τοὺς εἶπαν: “Τι κάνετε αὐτοῦ; Γιατὶ λύνετε το
γαϊδουράκι; (τὶ το θέλετε καὶ το λύνετε;). Καὶ οἱ μαθητὲς εἶπαν ό,τι ἀκριβῶς τοὺς εἶχε παραγγείλει
ὁ Ἰησοῦς. Καὶ οἱ ἰδιοκτῆτες του πουλαριοῦ τοὺς ἄφησαν».
Το θέλει ὁ Κύριος! Μὴ το κρατᾶς γιὰ δικὸ σου. Δῶσε το μὲ την καρδιὰ σου. «Ἱλαρὸν γὰρ δότην
ἀγαπᾶ ὁ Θεός».
Σὲ θέλει ὁ Κύριος! Μὴ στέκεις σκεπτικός. Ἀπάντησε ἀμέσως: «Ἰδοὺ ἐγώ, απόστειλὸν μὲ» (Ησ. στ'
8).
Σὲ θέλει ὁ Κύριος! Μέριασε τὶς τυχὸν ἀντιρρήσεις. Καὶ παραδώσου: «Ἰδοὺ ἡ δούλη σου γένοιτὸ
μου κατὰ το ρῆμα σου» (Λουκ. α' 38).
Σὲ θέλει ὁ Κύριος! Θέλει το σπίτι σου. Κάνε το «κατ' οἶκον ἐκκλησία». Θέλει το γαϊδουράκι σου
(το αὐτοκίνητὸ σου). Στὸ ἐπιστρατεύει. Τρέξε νὰ διακονήσης ἔκτακτες ἀνάγκες.
Μὲ θέλει ὁ Κύριος! Εἶναι Ἐκεῖνος ποῦ μᾶς σηκώνει ὅλους στὴ ράχη Του. Ας σηκώσουμε κι ἐμεῖς
στὴ ράχη μας «τὰ ασθενήματα των ἀδυνάτων» (Ρωμ. ἰὲ' 1).

Ὁ Χριστὸς πάνω στὸν πῶλο ὄνου (στ. 7-8)


Γιὰ τὴν περιγραφὴ αὐτῆς καθ' εαυτὴν της εἰσόδου στὰ Ἱεροσόλυμα, τρία χαρακτηριστικὰ σημεῖα
μποροῦν νὰ ἐπισημανθοῦν: «Καὶ ἤγαγον τὸν πῶλον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐπέβαλον αυτὼ τα μάτια
αὐτῶν, καὶ εκάθισεν ἐπ' αυτώ. Πολλοὶ δὲ τα μάτια αὐτῶν ἔστρωσαν εἰς τὴν ὁδόν, ἄλλοι δὲ
στοιβάδας έκοπτον ἐκ των δένδρων καὶ έστρώννυον εἰς την ὁδὸν» (στ. 7-8). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Ἔφεραν το όνάριο στὸν Ἰησοῦ, καὶ ἔβαλαν πάνω του τα ἐνδύματὰ τους, καὶ ὁ
Ἰησοῦς κάθησε πάνω του. Καὶ πολλοὶ ἔστρωναν στὸ δρόμο τα ροῦχα τους καὶ ἄλλοι ἔκοβαν κλαδιὰ
ἀπὸ τα δέντρα καὶ τα ἔστρωναν χάμω».
Το πρῶτο εἶναι ἡ ταπείνωσις του Ἰησοῦ. Αὐτὸς πού ἔχει θρόνο του τον οὐρανό, τὸν «πόλον»,
τώρα δέχεται ὡς θρόνο Του ἕνα «πῶλον», ἕνα ταπεινὸ γαϊδουράκι. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει, ὅτι
κάθησε πάνω σὲ ὄνο καὶ γιὰ νὰ δώση σὲ μᾶς μέτρο εὐσεβείας καὶ ἁπλότητας. Δὲν ἀνέβηκε σὲ
χρυσοποίκιλτα ἁμάξια, πού τα ἔσερναν ὑπερήφανα ἄλογα. Κάθησε σὲ ταπεινὸ γαϊδουράκι. Καὶ
σημειώνει ὁ ἱερὸς Πατὴρ: «Καὶ ήνίκα τίκτεσθαι έμελλεν, οὐκ ἐπεζήτησε λαμπρὰν οἰκίαν, οὐδὲ
μητέρα πλουσίαν καὶ περιφανὴ, ἀλλὰ καὶ πτωχήν, καὶ μνηστήρα τέκτονα ἔχουσαν, καὶ ἐν καλύβη
γεννᾶται καὶ ἐν φάτνη τίθεται. Καὶ μαθητὰς ἐκλέγων, οὐ ρήτορας καὶ σοφούς, οὐδὲ εὐπόρους καὶ
εὐγενεῖς, ἀλλὰ πένητας καὶ ἐκ πενήτων καὶ πάντοθεν ἀσήμους ἐξέλεξε καὶ τράπεζαν περιτιθέμενος,
ποτὲ μὲν κριθίνους ἄρτους παρατίθεται, ποτὲ δὲ πρὸς αὐτὸν τον καιρὸν ἐξ ἀγορὰς τους μαθητὰς
ωνείσθαι κελεύων καὶ στιβάδα ποιῶν, ἀπὸ χόρτου ποιεῖ καὶ ἱμάτια άμφιεννύμενος, ἐντελῶς καὶ
των πολλῶν οὐδὲν διαφέροντα περιβάλλεται οἰκίαν δὲ οὐδὲ έσχεν» (Ε.Π.Ε. 11,590-592).
Μετάφρασις: Καὶ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ γεννηθῆ, δὲν ζήτησε μεγαλοπρεπὴ οἰκία, οὔτε μητέρα
πλουσία καὶ περιφανὴ, ἀλλὰ φτωχειά, πού εἶχε μνηστήρα ξυλουργό, καὶ γεννιέται μέσα σὲ καλύβη
καὶ τοποθετεῖται στὴ φάτνη. Ἀλλὰ καὶ ὅταν διάλεγε τοὺς μαθητὲς Του, ἐπέλεξε ὄχι ρήτορες καὶ
σοφούς, οὔτε πλούσιους καὶ εὐγενικῆς καταγωγῆς, ἀλλὰ φτωχοὺς καταγομένους ἀπὸ φτωχούς,
ποῦ ἦσαν ἄσημοι ἀπὸ κάθε ἄποψη. Καὶ ὅταν παραθέτη τράπεζα, ἄλλοτε παραθέτει κριθαρένια
ψωμιά, ἄλλοτε δὲ ἀποστέλλει την ὥρα του φαγητοῦ τοὺς μαθητὲς Του νὰ ἀγοράσουν φαγώσιμα
ἀπὸ την ἀγορά. Καὶ ὅταν κατασκευάζη το στρῶμα Του, το κατασκευάζει ἀπὸ χόρτο. Καὶ τα ροῦχα
πού φοράει εἶναι εὐτελὴ καὶ δὲν διαφέρουν καθόλου ἀπὸ αὐτὰ πού φορᾶνε οἱ ἄλλοι. Ὅσο γιὰ
σπίτι, δὲν εἶχε.
Το δεύτερο εἶναι ὁ ἀριθμὸς των ἀνθρώπων, ποῦ παρευρίσκονται ὡς θεατὲς ἤ συνοδοὶ του
Χριστοῦ. Χρησιμοποιεῖ τὶς λέξεις «πολλοί», «ἄλλοι», «προάγοντες», «ἀκολουθοῦντες». Εἶναι
φειδωλὸς σὲ ἀριθμητικοὺς προσδιορισμοὺς σὲ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους εὐαγγελιστές, σὰν νὰ μὴ
θέλη νὰ δώση ἔμφαση στὸν ἀριθμό, πού ὑποδέχτηκαν τον Ἰησοῦ κατὰ την εἴσοδὸ του στὰ
Ἱεροσόλυμα...
Το τρίτο χαρακτηριστικὸ εἶναι ἡ ἐντύπωσις, ποῦ προκλήθηκε ἀπὸ την ἄφιξη του Ἰησοῦ στὰ
Ἱεροσόλυμα. Ἡ περιγραφὴ δημιουργεῖ μία ἀτμόσφαιρα ἥσυχης καὶ ἀθόρυβης ἐπισημότητας, ἤ
μᾶλλον ιεροπρέπειας. .
Ὁ εὐαγγελιστὴς ζωγραφίζει καὶ τοὺς «τάπητες», ποῦ στρώθηκαν γιὰ νὰ περάση ὁ Κύριος της
δόξας. Δὲν εἶναι περσικὰ χαλιά. Εἶναι των δέντρων τα κλαριά. Δὲν εἶναι μεγαλοπρεπὴ στρωσίδια.
Εἶναι τα ἁπλὰ ροῦχα του λαοῦ: Καὶ στὴ ράχη του μικροῦ ὄνου δὲν ὑπάρχει σέλα πολυτελής. Εἶναι
τα ροῦχα των αποστόλων.«Πολλοί δὲ τα μάτια αὐτῶν ἔστρωσαν εἰς την ὁδόν, ἄλλοι δὲ στοιβάδας
έκοπτον ἐκ των δένδρων καὶ έστρώννυον εἰς τὴν ὁδὸν» (στ. 8). Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσὸστομος:
«Οὐ κάθηται ἐπὶ γυμνὸν τὸν πῶλον, ἀλλ' ἐπὶ τα ἱμάτια των ἀποστόλων. Ἐπειδὴ γὰρ τὸν πώλoν
ἔλαβον, ἅπαντα λοιπὸν προΐενται, καθὼς καὶ Παῦλος έλεγεν: Εγώ ήδιστα δαπανήσω καὶ
εκδαπανηθήσομαι ὑπὲρ των ψυχῶν υμών” (Β' Κορ. ιβ' 15). Σκόπει δὲ τὸ ευήνιον τοῦ πώλου, πὼς
ἀδάμαστος ὢν καὶ χαλινοῦ ἄπειρος, οὺκ έσκίρτησεν, ἀλλ' ευτάκτως ἐφέρετο» (Ε.Π.Ε. 11,596-596).
Μετάφρασις: «Δὲν κάθεται δὲ ὁ Κύριος πάνω σὲ γυμνὸ πουλάρι, ἀλλὰ πάνω στὰ ροῦχα των
ἀποστόλων. Διότι ἀπὸ τη στιγμὴ πού πῆραν το πουλάρι, προσφέρουν στὴ συνέχεια τα πάντα σ'
Αὐτόν, καθὼς καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγε: “Εγώ πολὺ εὐχαρίστως θὰ δαπανήσω τα χρήματα καὶ τον ἴδιον
τον ἑαυτὸ μου γιὰ νὰ σώσω τὶς ψυχὲς σας”. Πρόσεχε δὲ καὶ κάτι ἀκόμα: Πόσο ὑπάκουο ἦταν το
πουλάρι ἐκεῖνο! Πὼς, δηλαδή, ἂν καὶ ἦταν ἀδάμαστο καὶ ἄπειρο ἀπὸ χαλινάρι, δὲν ἔδειξε
ἀνυπακοή, ἀλλ' ἀκολουθοῦσε μὲ προθυμία».
Κι ἐμεῖς πήραμε τὸν Χριστὸ μέσα μας καὶ πάνω μας. «Χριστὸν φέρομεν». Τὸ πουλάρι δὲν
χρειαζόταν χαλινάρι. Πήγαινε, ὅπου το πήγαινε ὁ ἀναβάτης του, ὁ Χριστός. Σὲ μᾶς ἔχει βάλει
χαλινάρι ὁ Χριστός, τὶς ἐντολὲς Του. Δὲν χρειαζόμαστε δαμαστὴ. Ἐλεύθερα καὶ εὐχάριστα ἂς
ἀκολουθοῦμε τον Χριστό, «ὅπου ἂν ὑπάγη» (Αποκ. ιδ' 4), μὲ ὑπακοὴ καὶ χαρά.

Ὡσαννά! (στ. 9-10)


Καὶ φτάνουμε νὰ ὑποδεχτοῦμε αὐτὸν ποῦ δείχνει ὁ προφήτης Ζαχαρίας, «Ἰδοὺ ὁ Βασιλεὺς σου
ἔρχεται» (Ζαχ. θ' 9).
Ἔρχεται ὁ Μεσσίας καθισμένος σὲ θρόνους ταπεινούς, ἀλλὰ ἰσχυρούς.
Δὲν έκθρονίζεται ὁ Χριστὸς ἀπὸ ὅποιον θρόνο κι ἂν ἀνεβῆ.
Θρόνος Του ἡ ἀγάπη του λαοῦ.
Θρόνος Του το ταπεινὸ γαϊδουράκι.
Θρόνος Του, ὄχημὰ Του, ἡ ἀνθρωπίνη φύσις. Αὐτὴ του ἔδωσε τη δυνατότητα νὰ ἀνεβῆ στὸν
ἄλλο θρόνο.
Θρόνος Του ὁ Σταυρὸς Του.
Θρόνος Του ὁ Πόνος Του, Χαρὰ στὴν ὑποδοχὴ Του ὁ ὕμνος μας: «Καὶ οἱ προάγοντες καὶ οἱ
ἀκολουθοῦντες ἔκραζον λέγοντες· Ὡσαννά! Εύλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Εύλογημένη ἢ ἐρχομένη βασιλεία ἐν ὀνόματι Κυρίου του πατρὸς ἡμῶν Δαυΐδ Ὡσαννὰ ἐν τοῖς
ὑψίστοις!» (στ. 9-10). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὁ κόσμος, καὶ ὅσοι προπορεύονταν καὶ
ὅσοι ἀκολουθοῦσαν φώναζαν δυνατὰ καὶ ἔλεγαν: «Δόξα στὸν Θεό! Εὐλογημένος αὐτὸς ποῦ
ἔρχεται σταλμένος ἀπὸ τον Κύριο! Εὐλογημένη ἢ βασιλεία του πατέρα μας Δαβίδ, ποῦ ἔρχεται στὸ
ὄνομα του Κυρίου, Δόξα στὸν Ύψιστο Θεό!”».
Ἀξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικὸ στὸ ὅλο σκηνικὸ της, εἰσόδου του Ἰησοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα
ἀποτελοῦν οἱ ύμνικὲς ἐκφράσεις των παρισταμένων. Σὲ ὅλους τοὺς εὐαγγελιστὲς ἀναφέρεται ἡ
φράσις «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Στὸ Μάρκο ὑπάρχει καὶ ἡ ἔκφρασις
«Εὐλογημένη ἢ ἐρχομένη βασιλεία ἐν ὀνόματι Κυρίου του πατρὸς ήμὼν Δαβίδ». Ὁ Μάρκος πιθανὸν
προτίμησε νὰ χρησιμοποιήση τὴν ὄχι τόσο συνήθη φράσι, γιὰ νὰ ἀποφύγη τὴν ἀπ' εὐθείας
προσφώνηση του Ἰησοῦ ὡς Βασιλέως,
Ἡ ἰδιομορφία στὴν παρουσίαση της εἰσόδου του Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ τόνο περιοριστικὸ
της πανηγυρικότητας, ἴσως μπορεῖ νὰ ἀναζητηθῆ στὴν ἐπίδραση της ἀτμόσφαιρας του ἐπικειμένου
Πάθους.
Ὁ ἐνθουσιασμὸς του πλήθους, ποῦ ἐκδηλώνεται μὲ το στρώσιμο των ρούχων καὶ την κραυγὴ
«Ὡσαννά», δείχνει ὅτι πρόκειται γιὰ Μεσσιανικὴ ὑποδοχή. Το «Ὡσαννὰ» δηλώνει εἴτε την
παράκλησι: «Σῶσε μας, παρακαλοῦμε», εἴτε τη δοξολογία: «Δόξα στὸ Θεὸ» γιὰ τη σωτηρία ποῦ
ἔρχεται.
Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαίος, σὲ παρεμφερὴ περικοπὴ, παρουσιάζει τα παιδιά, μὲ τὴν ἀθώα τους
ψυχὴ καὶ τη γλυκειὰ τους τη φωνὴ νὰ τραγουδοῦν το «Ὡσαννὰ» (κα' 15-16). Ἀκόμα καὶ των παιδιῶν
οἱ φωνὲς τάραξαν τοὺς πωρωμένους Ἰουδαίους. Καὶ ἀπευθύνθησαν γεμάτοι κακότητα στὸν Ἰησοῦ:
«Δὲν ἀκοῦς τὶ λένε; Πὲς τους νὰ σταματήσουν».
Καὶ ὁ Κύριος, ὑπερασπιζόμενος την αὐθόρμητη καὶ αὐτοσχέδια παιδικὴ ύμνωδία, τοὺς θυμίζει
το Ψαλμικὸ (ἡ' 3): «Οὐδέποτε ἀνέγνωσε, ὅτι έκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζὸντων κατηρτίσω
αίνον;». Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος δίδει καὶ μία πρωτότυπη ἐξήγησι: Όπως τα παιδιά, φωτισμένα ἀπὸ
τον Θεό, τραγουδοῦν το «Ὡσαννά», ἔτσι καὶ οἱ ἀπόστολοι. «Ἐκ στόματος νηπίων». Νήπια ἦσαν ὡς
πρὸς τη γνώση των μυστηρίων του Θεοῦ. Θὰ ἀνοίξη το στόμα τους ὁ Κύριος. Θὰ τοὺς καταρτίση.
«Δώσει καὶ αυτοὶς λόγονὸ τούτους (τοὺς παϊδας) ποιήσας υμνεὶν» (Ε.Π.Ε. 11,614).
Τὸ ὅτι οἱ Ρωμαϊκὲς ἀρχὲς δὲν ἐπενέβησαν στὶς ἐκδηλώσεις των Βαΐων ὀφείλεται στὸ ὅτι ἡ
ὑποδοχὴ δὲν ἔλαβε ἀνησυχητικὲς γιὰ τους Ρωμαίους διαστάσεις ἤ ὅτι οἱ ἀρχὲς δὲν διέκριναν
ἐπαπειλούμενο κίνδυνο.

Ἐπιστροφὴ στὴ Βηθανία (στ. 11)


Ἡ εἰρηνικὴ διαδήλωσις ἔχει τελειώσει. Ὁ Ἰησοῦς ἔφτασε στὰ Ἱεροσόλυμα. Μπῆκε μέσα στὸ ναό.
Δὲν φαίνεται νὰ ἔκανε κάποια ἐνέργεια. Ένα βλέμμα γύρω έρριξε. Σὰν νὰ ἤθελε ὅλους νὰ τοὺς δὴ.
Σὰν νὰ ἤθελε νὰ ζυγίση τὶς διαθέσεις των ἀνθρώπων. Σὰν νὰ ἤθελε νὰ ζήση μιὰ προσωπικὴ
περίσκεψι. Καὶ μόλις πῆρε νὰ βραδυάσει πορεύθηκε στὴ Βηθανία μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα μαθητὲς
Του: «Καὶ εισήλθεν εἰς Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰησοῦς καὶ εἰς το ἱερὸν καὶ περιβλεψάμενος πάντα, όψίας
ἤδη οὔσης της ὥρας, εξήλθεν εἰς Βηθανίαν μετὰ των δώδεκα» (στ. 11). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ πῆγε στὸν ἱερὸ περίβολο του ναοῦ. Καὶ
ἀφοῦ κοίταξε γύρω Του τα πάντα καὶ τους πάντες, ἐπειδὴ εἶχε κιόλας βραδυάσει, γύρισε μὲ τοὺς
δώδεκα μαθητὲς στὴ Βηθανία».
Φεύγοντας ἀντηχοῦσε ἀκόμα το «Ὡσαννά»!
Δὲν θὰ ἀργήση νὰ γεμίση ὁ ἀέρας ἀπὸ το ἄλλο λαϊκὸ μονόλεκτο σύνθημα: «Σταυρωθήτω...».
Γιὰ ὅσους πιστεύουν στὴν εἴσοδο του Θεοῦ στὸν κόσμο ἐν προσώπω Ἰησοῦ, θὰ εἶναι πάντοτε το
«Ὡσαννὰ» καὶ ἡ δοξολογία καὶ ἡ προσμονή. Πορεύεται ὁ Ἰησοῦς «του παθεὶν αγαθότητι».
12 Καὶ τῇ ἐπαύριον ἐξελθόντων αὐτῶν ἀπὸ Βηθανίας ἐπείνασε· 13 καὶ ἰδὼν συκῆν ἀπὸ μακρόθεν
ἔχουσαν φύλλα, ἦλθεν εἰ ἄρα τι εὑρήσει ἐν αὐτῇ· καὶ ἐλθὼν ἐπ᾿ αὐτὴν οὐδὲν εὗρεν εἰ μὴ φύλλα·
οὐ γὰρ ἦν καιρὸς σύκων. 14 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῇ· μηκέτι ἐκ σοῦ εἰς τὸν αἰῶνα μηδεὶς καρπὸν
φάγοι. καὶ ἤκουον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. 15 Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς ῾Ιεροσόλυμα· καὶ εἰσελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς
εἰς τὸ ἱερὸν ἤρξατο ἐκβάλλειν τοὺς πωλοῦντας καὶ τοὺς ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας
τῶν κολλυβιστῶν καὶ τὰς καθέδρας τῶν πωλούντων τὰς περιστερὰς κατέστρεψε, 16 καὶ οὐκ ἤφιεν
ἵνα τις διενέγκῃ σκεῦος διὰ τοῦ ἱεροῦ, 17 καὶ ἐδίδασκε λέγων αὐτοῖς· οὐ γέγραπται ὅτι ὁ οἶκός μου
οἶκος προσευχῆς κληθήσεται πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν; ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν. 18 καὶ
ἤκουσαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, καὶ ἐζήτουν πῶς αὐτὸν ἀπολέσωσιν·
ἐφοβοῦντο γὰρ αὐτόν, ὅτι πᾶς ὁ ὄχλος ἐξεπλήσσετο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ. 19 καὶ ὅτε ὀψὲ ἐγένετο,
ἐξεπορεύετο ἔξω τῆς πόλεως.

Ἡ ἄκαρπη συκιὰ (στ. 12-14)


Ἕνα θαῦμα διαφορετικὸ ἀπὸ τα ἄλλα συμβαίνει μετὰ την Ἡ ἀναχώρηση του Ἰησοῦ ἀπὸ τα
Ἱεροσόλυμα. Όλα τα θαύματα Του ἦσαν εὐεργετικά. Δείχνουν την ἐξουσία Του πάνω στὴ φύσι,
πάνω στὶς αρρώστιες, πάνω στὰ δαιμόνια, πάνω στὴ θάλασσα. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ μερικά, πού
φανερώνουν τον Χριστὸ ὄχι ὡς εὐεργέτη, ἀλλὰ ὡς τιμωρό! Τιμώρησε π.χ. τοὺς ἐμπόρους των
χοίρων στὴ χώρα των Γεργεσηνών, πού πνίγηκαν στὴ θάλασσα (Μάρκ. ε' 11-13). Τιμώρησε τοὺς
ἐμπόρους, ποῦ βεβήλωναν το Ναὸ (Ιωάν. β' 13-17). Στὴν περικοπὴ πού ἀκολουθεῖ βλέπουμε νὰ
τιμωρῆ μιὰ συκιά.
Ἀλλὰ καὶ τα θεωρούμενα τιμωρητικὰ θαύματα, γιὰ τοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς πιστοὺς εἶναι κατ'
οὐσίαν εὐεργετικά. Μὲ τὸν παιδαγωγικὸ τους χαρακτήρα ἀποτρέπουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ το
κακό, ἀπὸ την ἀσέβεια, γιὰ νὰ μὴν ὑποστοῦν τιμωρητικὲς συνέπειες. Ἄρα ἀποτρεπόμενοι ἀπὸ το
κακό, εὐεργετοῦνται. Ἐργάζονται το ἀγαθό, ζοῦν μὲ εὐσέβεια, φοβοῦνται τὸν Θεό, καὶ ἔτσι
προχωροῦν πρὸς τὴ σωτηρία καὶ τη βασιλεία του Θεοῦ.
Γιὰ την τιμωρία στὴν ἄκαρπη συκιὰ μιλάει στὴν ἑπομένη περικοπὴ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος: «Καὶ
τη ἐπαύριον ἐξελθόντων αὐτῶν ἀπὸ Βηθανίας ἐπείνασε. Καὶ ἰδὼν συκῶν ἀπὸ μακρόθεν ἔχουσαν
φύλλα, ήλθεν ἔι ἄρα τὶ εύρήσει ἐν αὐτὴ: καὶ ἐλθὼν ἐπ' αὐτὴν οὐδὲν εύρεν ἔι μὴ φύλλα' οὐ γὰρ ἣν
καιρὸς σύκων. Καὶ ἀποκριθεὶς είπεν αὕτη: Μηκέτι ἐκ σου εἰς τὸν αἰώνα μηδεὶς καρπὸν φάγοι. Καὶ
ἤκουον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ» (στ. 12-14). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Τὴν ἄλλη δὲ ἡμέρα, ὅταν
βγῆκε ἀπὸ τη Βηθανία, πείνασε. Καὶ ὅταν εἶδε ἀπὸ μακρυὰ μιὰ συκιὰ μὲ φύλλα, κατευθύνθηκε
πρὸς αὐτήν, μήπως βρῆ σ' αὐτὴν κάποιο καρπό. 'Ἀλλ' ὅταν την πλησίασε, δὲν βρῆκε τίποτε, παρὰ
μόνο φύλλα. Κι αὐτὸ διότι δὲν ἦταν ὁ καιρὸς ποῦ ὡριμάζουν τα σύκα δὲν βρῆκε δηλαδὴ οὔτε
ἀνώριμα σύκα. Καὶ τότε εἶπε στὴ συκιὰ: “Ποτέ πλέον κανένας νὰ μὴ φάη καρπὸ ἀπὸ σένα”. Καὶ τὰ
ἄκουγαν αὐτὰ οἱ μαθητὲς Του».
Ἡ περικοπὴ ἴα' 12-25 ἀποτελεῖται ἀπὸ το ἐπεισόδιο της ξηρανθείσης συκῆς σὲ δύο φάσεις (12-
14 καὶ 20-25), μεταξὺ των ὁποίων παρεμβάλλεται το γεγονὸς του καθαρισμοῦ του ναοῦ,
Τὸ ὅτι ὁ Ἰησοῦς «ἐπείνασε» λέγεται, κατὰ το Χρυσόστομο, κατὰ την ὑπόνοια των μαθητῶν, διότι
δὲν ἦταν ἀκόμα καιρὸς τῶν σύκων. Ὁ Ἰησοῦς στὴν πραγματικότητα πλησίασε το δέντρο γιὰ λόγους
παιδαγωγικούς.
Πείνασε, ἐνῶ μποροῦσε νὰ μὴ πεινάση. Πρόκειται γιὰ την οἰκονομία των ἀδιάβλητων παθὼν. Ὁ
Ἰησοῦς, πού ἦταν καὶ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, καὶ πεινοῦσε καὶ διψοῦσε, καὶ κουραζόταν καὶ νύσταζε.
Φυσικά, ὅταν ἤθελε, εἶχε τη δυνατότητα νὰ ἀναστέλλη τὶς ἀνάγκες αὐτὲς του σώματος. Ἐδῶ θέλησε
νὰ δείξη ὅτι πείνασε.
Πείνασε πρωί-πρωί. Συνήθως δὲν πεινάει ὁ ἄνθρωπος το πρωί. Σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Πὼς πρωΐας πεινᾶ; Οτε συνεχώρησε τη σαρκί, τότε ἐπιδεικνύεται αὐτῆς το πάθος» (Ε.Π.Ε. 11,616).
Μετάφρασις: Mά πὼς πεινᾶ το πρωί; Ὅταν το ἐπέτρεψε στὴ σάρκα (ἀνθρώπινη φύσι), τότε αὐτὴ
φανερώνει καὶ το πάθος της.
Το περιστατικὸ της ξηρανθείσης συκῆς ἀνήκει στὴν κατηγορία των θαυμάτων ἐπὶ της φύσεως.
Σύμφωνα μὲ πολλοὺς ἑρμηνευτὲς ἔχει καὶ συμβολικὸ χαρακτήρα, μὲ πιθανότερη ἀναφορὰ στὸν
Ἰουδαϊκὸ λαὸ πολλὰ φύλλα, ποῦ δημιουργοῦν την ψευδαίσθησι ζωτικότητας καὶ
παραγωγικότητας, ἀλλ' ἀπελπιστικὴ ἀνυπαρξία καρπῶν, μὲ τελικὸ συνεπακόλουθο την ξήρανσι.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τίνος ἕνεκεν καταράσθη; Των μαθητῶν ἕνεκεν, ἴνα θαρρώσιν. Ἐπειδὴ
γὰρ πανταχοῦ μὲν εὐηργέτει, οὐδένα δὲ έκόλασεν ἔδει δὲ καὶ της τιμωρητικὴς αὐτοῦ δυνάμεως
ἀπόδειξιν παρασχεϊν, ἴνα μάθωσι καὶ οἱ μαθηταὶ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, ὅτι δυνάμενος ξηράναι τοὺς
σταυρούντας αὐτόν, έκὼν συγχωρεῖ καὶ οὐ ξηραίνει' οὺκ έβούλετο δὲ τοῦτο εἰς ἀνθρώπους
ενδείξασθαι εἰς το φυτὸν της ἐνεργείας αὐτοῦ της τιμωρητικὴς την ἀπόδειξιν παρέσχετο» (Ε.Π.Ε.
11,616). Μετάφρασις: Γιὰ ποιὸ λόγο καταράστηκε τη συκιά; Γιὰ τοὺς μαθητές, γιὰ νὰ πάρουν
θάρρος. Ἐπειδή, δηλαδή, παντοῦ εὐεργετοῦσε καὶ δὲν τιμωροῦσε κανέναν, ἀλλ' ἔπρεπε καὶ την
τιμωρητικὴ Του δύναμι νὰ δείξη, γιὰ νὰ γνωρίσουν καὶ οἱ μαθητὲς Του καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, ὅτι μπορεῖ
νὰ ξηράνη καὶ αὐτοὺς ποῦ θὰ Τὸν σταυρώσουν, ἀλλὰ μὲ τη θέληση Του τους συγχωρεῖ καὶ δὲν τοὺς
ξηραίνει. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν ἤθελε νὰ το δείξη στοὺς ἀνθρώπους, ἔδειξε την τιμωρητικὴ Του
ἐνέργεια στὸ φυτό.
«Τὸ περιστατικὸ διδάσκει καὶ τοὺς μαθητὲς καὶ προειδοποιεῖ καὶ ὅλους τους χριστιανούς. Δὲν
θὰ εἶναι διαφορετικὴ ἡ τύχη των ὑποκριτῶν χριστιανῶν, πού ἔχουν μόνο φύλλα, ὄχι ὅμως καὶ
καρπό, πού παρουσιάζουν ἴσως ἐξωτερικὰ ἄριστο θρησκευτικὸ προσωπεῖο, ἀλλ' ἡ καρδιὰ τους
πόρρω ἀπέχει ἀπὸ τὸν Θεό.
-Μόνο φύλλα! Μόνο ἐξωτερικὴ θρησκευτικὴ φιγούρα (Ματθ. γκ' 27).
-Μόνο φύλλα! Μόνο διανοητικὴ θρησκευτικότητα. Ἔχουν «μόρφωσιν εὐσεβείας, την δὲ
δύναμιν αὐτῆς ήρνημένοι» (Β' Τιμ. γ' 5).
-Μόνο Φύλλα! Μόνο λόγια. Ἔργα καθόλου. «Τοῖς χείλεσὶ μὲ τιμᾶ, ἤ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω
ἀπέχει ἀπ' ἐμοῦ» (Μάρκ. ζ' 6).
Μιλάει στὴ ἄκαρπη συκιὰ ὁ Χριστός, γιὰ ν' ἀκοῦνε οἱ μαθητὲς καὶ οἱ πιστοὶ ὅλων των αἰώνων:
«Καὶ ἀποκριθεὶς είπεν αὕτη: Μηκέτι ἐκ σου εἰς τον αἰώνα μηδεὶς καρπὸν φάγοι. Καὶ ἤκουον οἱ
μαθηταὶ αὐτοῦ» (στ. 14). Καταδικάζει τη συκιὰ «εἰς τον αἰώνα». Όποιος δὲν ἔχει νὰ δείξη στὸν
Χριστὸ καρποὺς μετανοίας, καρποὺς ἀγάπης, καρποὺς ταπεινοφροσύνης καὶ καλωσύνης, καρποὺς
ἱεραποστολικούς, καρποὺς προσφορὰς σὲ κάθε κοινωνικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ ἔργο, αὐτὸς θὰ
καταδικαστῆ «εἰς τὸν αἰώνα». Στὴ βασιλεία του Θεοῦ δὲν θὰ μποῦν ὅσοι κρατοῦν μόνο βαΐα
σωστῆς λατρείας, ἀλλὰ κρατοῦν καὶ λαμπάδες «τῶν ἐξ ἀρετῶν».
Ας φοβηθοῦμε το ἐπιτίμιο της ξηρανθείσης συκῆς: «Της ξηρανθείσης συκῆς, διὰ τὴν άκαρπίαν,
τὸ ἐπιτίμιον φοβηθέντες, ἀδελφοί, καρποὺς ἀξίους της μετανοίας, προσάξωμεν Χριστῶ τῷ
παρέχοντι ήμὶν το μέγα ἔλεος» (απόστιχο Μ. Δευτέρας).

Ἐκδιώκει τοὺς ἐμπόρους του ναοῦ (στ. 15-16)


Μόνο φύλλα! Κατὰ τα ἄλλα πανηγύρια! Καὶ στὰ πανηγύρια το μόνο ποῦ δὲν ὑπάρχει εἶναι ἡ
ἀληθινὴ λατρεία καὶ εὐλάβεια. Ὑπάρχει ἡ φασαρία. Ὑπάρχουν τα «εφέ». Ὑπάρχουν τα
μεγαλοπρεπὴ τελετουργικά. Ὑπάρχουν ἱερατικὲς καὶ ἀρχιερατικὲς στολὲς χρυσούφαντες. Ὑπάρχει
ἐπίδειξις. Τὶς περισσότερες δὲ φορὲς ὑπάρχουν καὶ τα δύο στοιχεῖα, πού προκάλεσαν την ἱερὴ
ἀγανάκτηση του Ἰησοῦ. Τὸ ἕνα εἶναι το θρησκευτικὸ καὶ παραθρησκευτικὸ ἐμπόριο καὶ το ἄλλο
εἶναι ἡ ειδωλοποίησις θρησκευτικῶν ἀντικειμένων. «Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ
είσελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς το ἱερὸν ἤρξατο εκβάλλειν τοὺς πωλοῦντας καὶ τοὺς ἀγοράζοντας ὲν τῷ ιερὼ
καὶ τὰς τραπέζας των κολλυβιστὼν καὶ τὰς καθέδρας των πωλούντων τὰς περιστερὰς κατέστρεψε,
καὶ οὐκ ήφιες νὰ τὶς διενέγκη σκεῦος διὰ του ἱεροῦ» (στ. 15-16). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ
ὅταν ἦλθαν πάλι στὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στὸν ἱερὸ περίβολο του ναοῦ καὶ ἄρχισε νὰ
διώχνη ὅσους πουλοῦσαν καὶ ἀγόραζαν στὸ χῶρο του ναοῦ. Ἀναποδογύρισε τα τραπέζια των
ἀργυραμοιβῶν, καθὼς καὶ τα καθίσματα ὅσων πουλοῦσαν περιστέρια. Καὶ δὲν ἄφηνε νὰ μεταφέρη
κανεὶς πράγματα διὰ μέσου του ναοῦ».
Ἡ περιγραφὴ του καθαρισμοῦ του ναοῦ ἔχει Μεσσιανικὸ συμβολισμό, ἀφοῦ ἡ ἀνανέωσις του
ναοῦ συνδέεται μὲ την ἐποχὴ του Μεσσία. Ἡ περικοπὴ φανερώνει σὲ ὅλη της τη μεγαλειότητα καὶ
ἰσχὺ τὴν θεία αὐθεντία του Υἱοῦ του Θεοῦ. Ἡ στάσις καὶ οἱ ἐνέργειες του Χριστοῦ ὑπερβαίνουν τα
ἀνθρώπινα μέτρα.
Το γεγονὸς τίθεται σὲ διαφορετικὸ χρόνο ἀπὸ τον εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη. Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Τοῦτο καὶ Ἰωάννης φησὶν ἀλλ' ἐκεῖνος μὲν ἐν ἀρχὴ του εὐαγγελίου, οὗτος δὲ πρὸς
τὸ τέλει. “Όθεν είκὸς δεύτερον γεγενήσθαι τοῦτο, καὶ κατὰ διαφόρους καιρούς. Καὶ δῆλον καὶ ἀπὸ
των χρόνων καὶ ἀπὸ της ἀποκρίσεως» (Ε.Π.Ε. 11,612). Μετάφρασις: Το ἴδιο λέει καὶ ὁ Ἰωάννης, ἀλλ'
ἐκεῖνος μὲν στὴν ἀρχὴ του εὐαγγελίου, αὐτὸς δὲ πρὸς τὸ τέλος αὐτοῦ. Ἑπομένως φυσικὸ εἶναι το
γεγονὸς αὐτὸ νὰ συνέβη καὶ ἄλλη φορὰ καὶ σὲ διαφορετικὸ χρόνο. Καὶ αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ
ἀπὸ το χρόνο καὶ ἀπὸ την ἀπάντησι.
Ἡ ἐγκατάστασις των ἐμπόρων στὸ προαύλιο του ναοῦ ἐξυπηρετοῦσε τους προσκυνητὲς καὶ
παράλληλα ἐπέφερε κέρδη στοὺς ἀρχιερεῖς. Ἡ ἔκτασις της βεβηλώσεως του ναοῦ μαρτυρεῖται καὶ
ἀπὸ τη λεπτομέρεια του στίχου 16.
Ἡ πραότητα δὲν ἐμποδίζει τον Ἰησοῦ νὰ φανὴ στὴν περίπτωση των βεβηλούντων το ναὸ
ωργισμένος, ἀγανακτισμένος, όρμητικὸς καὶ ἐπαναστατικός. Αὐτὰ ποῦ θὰ πολεμοῦσε δὲν ἦσαν
συνήθη ἁμαρτήματα, οὔτε ἀκόμα καὶ συμπτώματα ὑποκρισίας. Ἐπρόκειτο γιὰ βεβήλωση των
ἱερῶν καὶ των ὁσίων. Ἐπρόκειτο γιὰ τὸν τόπο της λατρείας. Ἐπρόκειτο γιὰ ἐμπορευματοποίηση της
θρησκείας. Ἐπρόκειτο γιὰ πρόκληση κατὰ του Θεοῦ. Μὲ μία φράσι σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος
το λόγο των βιαίων ἐνεργειῶν του Ἰησοῦ: «Της εὐταξίας προενόησε του ἱεροῦ» (Ε.Π.Ε. 11,620).
Ἔξω ἀπὸ ἐδῶ! Σ' αὐτὴ τη φράσι θὰ μποροῦσε νὰ συνοψίση το ἱερὸ πάθος του Κυρίου γιὰ τὴν
ἱερότητα του ναοῦ του Θεοῦ.
Ἔξω ἀπὸ ἐδῶ! "Έ, σεῖς, ποῦ στήσατε μικρομάγαζα μέσα στὸ σπίτι του Θεοῦ! Ἀγοράζετε καὶ
πουλᾶτε καὶ κάνετε χρυσὲς δουλειές! Ἔξω! Ἀκοῦτε; Γρήγορα ἔξω! «Ἤρξατο εκβάλλειν»! Τους
«ξωπέταξε». Τοὺς ἔσπρωχνε μάλιστα νὰ φύγουν...
Ἔξω ἀπὸ ἐδῶ! "Έ, σεῖς, πού ἀνταλλάσσετε νομίσματα, χρηματιστὲς του Σατανὰ, ἔξω! Τὶ δουλειὰ
ἔχει το χρῆμα ἐδῶ μέσα; Τὶ το περάσατε; Τράπεζα γιὰ συναλλάγματα; Ἔξω!...
Ἔξω ἀπὸ ἐδῶ! Έ, σεῖς, πού πουλᾶτε ἐδῶ μέσα περιστέρια, γιὰ νὰ διευκολύνετε τάχα τα τάματα
καὶ τὶς μικρούποσχέσεις ἀρρώστων ἤ φτωχῶν, ἔξω! Δὲν βγαίνετε; Λοιπόν, θὰ σας καταστρέψω.
«Καὶ τὰς καθέδρας των πωλούντων τὰς περιστερὰς κατέστρεψε».
Τὶ θὰ ἔλεγε σήμερα ὁ Χριστός, βλέποντας σὲ ναούς, κυρίως στὰ θρησκευτικὰ πανηγύρια,
δίσκους καὶ παραδίσκους, αγοροπωλησίες ταμάτων, φασαρία καὶ ἀσέβεια; Χάθηκε ἡ ιεροπρέπεια
καὶ ἡ σιγὴ μπροστὰ στὸ τελούμενο μυστήριο της θείας Εὐχαριστίας. Ἡ μία Τράπεζα, ἡ ἁγία Τράπεζα,
σκεπάστηκε ἀπὸ τόσα ἄλλα τραπέζια, ἄλλα γιὰ φανουρόπιττες, ἄλλα γιὰ ἀρτοκλασίες, ἄλλα γιὰ
κόλλυβα, ἄλλα γιὰ πανέρια, ἄλλα γιὰ «ἱερὰ πετραδάκια», ἄλλα γιὰ κάθε εἴδους θρησκευτικὴ
συναλλαγὴ! Γιὰ νὰ προσκυνήσης τὴν ἑορτάζουσα εἰκόνα σὲ περιμένει το πετραχήλι του ἱερέα νὰ
σου ρίξη άγιασμὸ καὶ νὰ φιλήσης τὸ σταυρό, πληρώνοντας φυσικὰ το φόρο της θρησκείας της
μαγείας!

Οἶκος προσευχῆς ἤ σπήλαιο ληστῶν; (στ. 17).


Γιατὶ πῆρε το φραγγέλιο ὁ Ἰησοῦς καὶ πέταξε ἔξω ἀπὸ το Ναὸ τοὺς ιεροκάπηλους; Δὲν μποροῦσε
μὲ ὡραιότερο τρόπο νὰ καθαρίση τον ἱερὸ χῶρο; Πολλὰ μποροῦσε νὰ κάνη. Μὰ διάλεξε αὐτὸ το
δυναμικὸ τρόπο, γιὰ νὰ διδάξη τοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες διακόνους της Ἐκκλησίας,
ὅτι ὀφείλουν νὰ ἀντιστέκονται στὴν ἀλλοτρίωσι του ἱεροῦ θυσιαστηρίου καὶ νὰ ἀνέχωνται
είδωλοποίησι καὶ ἐμπορευματοποίησι καὶ τοικίλη ἐκμετάλλευση του τόπου της λατρείας. Γι' αὐτὸ
ἄλλωστε μετὰ τὴ δυναμικὴ ἐπέμβασὶ Του, ἐπεξήγησε μὲ τη διδασκαλία Του: «Καὶ εδίδασκε λέγων
αυτοϊς: Οὐ γέγραπται ὅτι ὁ δικὸς μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται πᾶσι τοῖς έθνεσιν; Ὑμεῖς δὲ
αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον ληστῶν» (στ. 17). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Μετὰ τη ζωηρὴ αὐτὴ
ἐνέργεια τους ἐξήγησε ὁ Ἰησοῦς: “Δέν λέει ἡ Γραφὴ, ὅτι ὁ Οἶκος μου θὰ εἶναι οἶκος προσευχῆς γιὰ
ὅλα τα ἔθνη; Ἀλλὰ σεῖς τὸν μετατρέψατε σὲ σπήλαιο ληστών”».
Τα αὐστηρὰ λόγια εἶναι διατυπωμένα μὲ φράσεις των δύο μεγάλων προφητῶν, Ησαΐα καὶ
Ιερεμία, κατὰ τα ὁποία οἱ πωλητὲς καὶ οἱ ἀγοραστὲς μετέτρεψαν τον ἱερὸ χῶρο ἀπὸ «οἶκον
προσευχῆς» (Ησ. 56,7) σὲ «σπήλαιον ληστῶν» (Ιερ. 7,11).
Ὁ Οἶκὸς μου! Δικὸ Του εἶναι το σπίτι. Δικὴ Του εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Στὴν περιγραφὴ του Ματθαίου
φέρονται οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι νὰ ρωτᾶνε τον Ἰησοῦ: «Ἐν ποία ἐξουσία ταῦτα ποιεῖς, καὶ
τὶς σόι έδωκε την ἐξουσίαν ταύτην;» (Ματθ. κα' 23). Τὸν νοικοκύρη ρωτοῦσαν γιατὶ καθαρίζει το
σπίτι του; Ποιὸς Του ἔδωσε το δικαίωμα νὰ το ξανακάνη δικὸ Του, σπίτι γιὰ τα παιδιὰ Του; Ἡ θεϊκὴ
Του ἐξουσία. Ὁ ναὸς εἶναι οἶκος προσευχῆς. Δὲν εἶναι οἶκος ἐμπορίου. Δὲν μποροῦμε νὰ δίνουμε
ἀφορμὴ στοὺς κοσμικούς, καὶ μάλιστα τοὺς ἀθέους, νὰ ἀποκαλοῦν τὶς ἐκκλησίες του Θεοῦ
«παπαδομάγαζα»! Τὸ ὅτι μία ἐκκλησία ἔχει καὶ οἰκονομικὲς ἀνάγκες, εἶναι γεγονός. Καὶ ὁ λαός, το
πλήρωμα της Ἐκκλησίας, ἔχει καὶ αὐτὸ ἀνάγκες. Ἀλλ' οἱ οἰκονομικὲς ἀνάγκες του ἱεροῦ χώρου
καλύπτονται, καθ' ὂν τρόπον ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑποδεικνύει, διὰ της λεγομένης «λογίας» (16
κεφ. Α' Κορ.). Όλοι οἱ πιστοὶ συνάγουν χρήματα γιὰ την ἐκκλησιαστικὴ καὶ φιλανθρωπικὴ διακονία.
Ἐκεῖνο, πού καθιστὰ τον χῶρο της λατρείας «σπήλαιον ληστῶν», εἶναι ἡ ἀπληστία καὶ ἡ
φιλαργυρία μερικῶν διακονούντων στὸ Ναό. Ἀλλὰ καὶ ἡ πολυτέλεια κάποτε στὸ Ναὸ ἀποτελεῖ
πρόκληση, ὥστε νὰ «έμπυρίζεται ὁ πτωχός». Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ἐπιγραμματικὰ: «Χρυσῶν
ψυχῶν, οὐχὶ χρυσῶν σκευῶν δείται ὁ Θεός».
Οἱ Πατέρες της Ἐκκλησίας προεκτείνουν το «σπήλαιον ληστῶν» στὸ ἐσωτερικὸ της ψυχῆς. Όσοι
στὸ ναό, κατὰ την ὥρα της λατρείας, ἀφήνουν το νοῦ τους νὰ αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ σκέψεις καὶ
σχέδια ἐμπορικά, κοσμικά, σαρκικά, μεταβάλλουν το ναὸ του Κυρίου (καὶ τὸν ἔμψυχο ναὸ ποῦ
βρίσκεται μέσα στὸ ναὸ) σὲ οἶκο ἐμπορίου καὶ σπήλαιο ληστῶν (ληστὲς οἱ κακοὶ λογισμοί!).

Ζητοῦν νὰ Τον ἐξοντώσουν (στ. 18-19)


Ὁ ναὸς καθαρίσθηκε ἀπὸ τη βεβήλωσι. Θὰ ἔπρεπε πρῶτοι ἐκεῖνοι, ποῦ ἦσαν καθορισμένοι γιὰ
την εὐταξία, τὴν ήσυχία καὶ τη μυσταγωγία της λατρείας, νὰ χαροῦν, διότι ἐπὶ τέλους βρέθηκε
κάποιος, ποῦ δυναμικὰ ἀποκατέστησε την τάξι καὶ το σεβασμὸ μέσα στὸ ναό. Καὶ ὅμως, ὄχι μόνο
δὲν χάρηκαν, ἀλλὰ καὶ εξωργίστηκαν περισσότερο κατὰ του Ἰησοῦ! Ἀποφάσισαν νὰ Τὸν
ἀναζητήσουν γιὰ νὰ Τὸν ἐξοντώσουν. Δὲν τα κατάφεραν τότε, γιατὶ φοβόντουσαν το λαό. «Καὶ
ἤκουσαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, καὶ ἐζήτουν πὼς αὐτὸν απολέσωσιν
ἐφοβοῦντο γὰρ αὐτόν, ὅτι πᾶς ὁ ὄχλος ἐξεπλήσσετο ἐπὶ τη διδαχὴ αὐτοῦ. Καὶ ὅτε ὀψὲ ἐγένετο,
ἐξεπορεύοντο ἔξω της πόλεως» (στ. 18-19). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἄκουσαν τα λόγια αὐτὰ
του Ἰησοῦ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, καὶ ζητοῦσαν τρόπο νὰ Τὸν ἐξοντώσουν.
Τὸν φοβόντουσαν ὅμως, διότι ὁ λαὸς ἔμενε κατάπληκτος ἀπὸ τη διδασκαλία Του. Όταν δὲ
βράδυασε, βγῆκε ἔξω ἀπὸ την πόλι».
Οἱ κινήσεις του Μεσσία στὸ ναὸ προκαλοῦν την ἔκρηξη της ἐχθρότητας των ἀντιπάλων Tου (στ.
18).
Κάθε καινούργια ἀποκάλυψις της μεσσιανικῆς ἰδιότητας του Χριστοῦ διεγείρει εντονότερα την
ἀντίδρασι καὶ φέρνει μὲ καλπάζοντα ρυθμὸ το πάθος.
Ὁ Ἰησοῦς καὶ σήμερα θέλει νὰ μπῆ μέσα στὸ ναό. Καὶ εἶναι, ὑποτίθεται, δικὸς Του. «Οικὸς» Του.
Θέλει νὰ καθαρίση το ναὸ ἀπὸ πάσα κοσμικότητα, πολυτέλεια, προκλητικότητα, φιλοχρηματία,
επιδεικτικότητα, φιλαρχία. Θέλει νὰ φωνάξη:
Ὄχι ἄλλη βεβήλωσις στὴν ἐκκλησία μου! Σεῖς οἱ διακονοῦντες το εὐαγγέλιὸ μου καὶ το μυστήριο
της εὐχαριστίας μου, ἀπαλλαγῆτε ἀπὸ τη μεγαλοπρέπεια καὶ την επιδεικτικότητα.
Ὄχι ἄλλη πρόκλησις στὸ ἱερὸ βῆμα! Σεῖς, οἱ κυκλούντες το ἅγιο θυσιαστήριο, ἀποκαταστήσατε
την εὐλάβεια.
Ὄχι ἄλλη ἄλλη επαγγελματοποίησης της ἱερωσύνης καὶ της ψαλτοσύνης! Εἶστε οἱ ὑμνοῦντες,
ὄχι οἱ ὑμνούμενοι.

20 Καὶπαραπορευόμενοι πρωῒ εἶδον τὴν συκῆν ἐξηραμμένην ἐκ ριζῶν. 21 καὶ ἀναμνησθεὶς ὁ


Πέτρος λέγει αὐτῷ· ραββί, ἴδε ἡ συκῆ ἣν κατηράσω ἐξήρανται. 22 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγει
αὐτοῖς· ἔχετε πίστιν Θεοῦ. 23 ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν εἴπῃ τῷ ὄρει τούτῳ, ἄρθητι καὶ βλήθητι
εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ μὴ διακριθῇ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, ἀλλὰ πιστεύσει ὅτι ἃ λέγει γίνεται, ἔσται
αὐτῷ ὃ ἐὰν εἴπῃ. 24 διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, πάντα ὅσα ἂν προσευχόμενοι αἰτεῖσθε, πιστεύετε ὅτι
λαμβάνετε, καὶ ἔσται ὑμῖν. 25 καὶ ὅταν στήκητε προσευχόμενοι, ἀφίετε εἴ τι ἔχετε κατά τινος, ἵνα καὶ
ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀφῇ ὑμῖν τὰ παραπτώματα ὑμῶν. 26 εἰ δὲ ὑμεῖς οὐκ ἀφίετε, οὐδὲ
ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν.

Πάλι γιὰ τη συκιὰ (στ. 20-22)


Aν ἐξοργίζεται ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴ βεβήλωση του ναοῦ καὶ προβαίνη μὲ φραγγέλιο στὴν τιμωρία των
εμποροκαπήλων καὶ των ἀσεβῶν καταπατητῶν του ἱεροῦ χώρου, το κάνει γιατὶ θέλει νὰ θυμίση σὲ
ὅλους τοὺς πιστούς, ὅτι εἶναι ἀγάπη καὶ συγγνώμη γιὰ ὅσους μετανοοῦν καὶ παρουσιάζουν
καρποὺς «ἀξίους της μετανοίας», ἀλλ' αὐτὸ δὲν σημαίνει, ὅτι παραμένει ἀπαθὴς γιὰ τοὺς ἀσεβεῖς
καὶ ἀκάρπους χριστιανούς. Προειδοποίησε την προηγούμενη ἡμέρα μὲ τὴν ἄκαρπη συκιά. Καὶ
τώρα, μετὰ τα γεγονότα στὸ ναό, βγαίνουν ὁ Ἰησοῦς μὲ τοὺς μαθητὲς Του ἔξω ἀπὸ τα Ἱεροσόλυμα
καὶ προχωρώντας πρὸς τὴ Βηθανία εἶδαν την ὁλοκληρωτικὴ τιμωρία της συκιᾶς. «Καὶ
παραπορευόμενοι πρωΐ εἶδον τὴν συκὴν έξηραμμένην ὲκ ριζῶν. Καὶ ἀναμνησθεὶς ὁ Πέτρος λέγει
αυτὼ· ραββί, ἴδε ἤ συκὴ ἣν κατηράσω εξήρανται. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοὺς ἔχετε πίστιν
Θεοῦ» (στ. 20-22). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Το ἑπόμενο πρωί, καθὼς περνοῦσαν ἀπὸ το ἴδιο
μέρος, εἶδαν τη συκιὰ ξεραμένη ἀπὸ τη ρίζα. Καὶ θυμήθηκε ὁ Πέτρος καὶ Του λέει: “Διδάσκαλε,
κοίταξε! Ἡ συκιά, ποῦ καταράστηκες, ξεράθηκε. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀποκρίθηκε σ' ὅλους τοὺς μαθητὲς:
“Να ἔχετε πίστι στὸν Θεό”».
Τὸ περιστατικὸ μὲ την κάθαρσι των ἐν τῷ ναὼ βρίσκεται στὸ κέντρο ὄχι μόνο μεταξὺ των δύο
σχετικῶν μὲ τη συκιὰ διηγήσεων, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρης της ἑνότητας των κεφαλαίων 11-13. Μήπως
τὴν άκαρπία του Ἰουδαϊσμοῦ καὶ την τιμωρία ἀπὸ τὸν Θεὸ γι' αὐτὴν ἐνσαρκώνει περισσότερο,
ἀκόμα καὶ ἀπὸ τη συκιά, ὁ ναός;
Στὸ αντίκρυσμα του ξεραμένου δέντρου το ἑπόμενο πρωί, κατὰ τη διαδρομὴ ἀπὸ τα Ἱεροσόλυμα
πρὸς τὴ Βηθανία καὶ ἡ ἐπισήμανσης ἀπὸ τον Πέτρο της τιμωρητικὴς ἐντολῆς δίνουν την εὐκαιρία
νὰ ὑπογραμμίση ὁ Ἰησοῦς τη δύναμι ποῦ ἔχει ἡ πίστις.
Ἡ συκιὰ δὲν ξεράθηκε μόνη της. Ξεράθηκε, γιατὶ ὁ Ἰησοῦς τὴν καταράστηκε. Πολλὰ πράγματα,
καὶ στὸ φυσικὸ κόσμο συμβαίνουν, διότι δὲν ἔχουν την εὐλογία του Χριστοῦ. Το θέμα εἶναι νὰ
ἔχουμε πίστι. «Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοὺς ἔχετε πίστιν Θεοῦ» (στ. 22).
Ἡ πίστις μετακινεῖ ὄρη. Πολὺ περισσότερο ἕνα δέντρο το ξεραίνει καὶ το μεγαλώνει. Ἀλλὰ καὶ
κάθε ἄνθρωπος τότε ἔχει πίστι, ὅταν ἔχη καρπούς.
Ἡ συκιὰ ποῦ ξεράθηκε συμβολίζει την Ἰουδαϊκὴ συναγωγή. Τὶ ἔκαναν οἱ Ἰουδαῖοι; Εἶχαν ναό,
ἔκαναν καθημερινὰ θυσίες, νηστεῖες, μεγάλες προσευχές, ἐλεημοσύνες ἐπιδεικτικές. Ολα τα εἶχαν,
ἀλλὰ τὸν Θεὸ δὲν Τὸν εἶχαν, Ἀπόδειξις, πὼς ὅταν ἦλθε ὁ Χριστός, Τὸν σταύρωσαν. Καρπὸ ἀγάπης
καὶ ἀληθινῆς λατρείας μηδέν.
Συμβολίζει ἐπίσης ἡ συκιὰ τὸν ὑποκριτὴ φαρισαίο, ποῦ έμφάνιζε ἐξωτερικὸ μεγαλεῖο, ἀλλὰ
μέσα του δὲν εἶχε τίποτε. Ἔμοιαζε, σύμφωνα μὲ ἄλλη εἰκόνα του Κυρίου, μὲ τάφο ὡραῖο ἐξωτερικά,
ἀλλὰ γεμάτο νεκρὰ ὀστὰ καὶ κάθε ἀκαθαρσία (Ματθ. γκ' 27).
Συμβολίζει ἡ ξηρανθεῖσα συκιὰ κάθε ψευδοχριστιανό, πού ἔχει μὲν φύλλα καὶ ἀνθοὺς, ἀλλὰ δὲν
ἔχει καρπούς. Χριστιανοὶ των πανηγυριῶν, των τουριστικῶν θρησκευτικῶν ταξιδιῶν, των
ἐξωτερικῶν τύπων, ποῦ πᾶνε κάπου-κάπου στὴν ἐκκλησία, προσκυνοῦν εἰκόνες καὶ λείψανα,
ἀνάβουν κανένα κερί, κάνουν κάποια νηστεία, ἀλλ' ὅλα αὐτὰ εἶναι φύλλα. Χρειάζονται βέβαια καὶ
οἱ τύποι, μὰ ὡς ἔκφρασις της οὐσίας. Οἱ τύποι ὑπάρχουν γιὰ την οὐσία, τα φύλλα γιὰ τοὺς καρπούς.
Καρποὶ εἶναι τα καλὰ ἔργα, οἱ θυσίες, ἡ αὐταπάρνησις, ἡ τήρησις των ἐντολῶν, ὁ ἀγώνας γιὰ
ἀγάπη, γιὰ δικαιοσύνη, γιὰ ἁγιότητα.
«Ἀπὸ των καρπῶν αὐτῶν επιγνώσεσθε τὰ δένδρα» (Ματθ. ζ' 15-20). Οἱ πιστοὶ γνωρίζονται ἀπὸ
τοὺς καρποὺς του Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως τους παρουσιάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Γαλ. ε' 22). Οἱ
καρποὶ αὐτοὶ εἶναι ἐννέα: Ἀγάπη - χαρὰ - εἰρήνη - μακροθυμία - χρηστότης - ἀγαθωσύνη - πίστι -
πραότης - ἐγκράτεια.
Εἶναι, κάθε πιστός, δέντρο «πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους των ὑδάτων» (Ψαλμ. α' 3).
Φυτεύτηκε μέσα στὸν κῆπο της βασιλείας του Θεοῦ, ποῦ θερμοκήπιὸ της εἶναι ἡ ἐπὶ γῆς Ἐκκλησία.
Καὶ ποτίστηκε το δέντρο ὄχι μὲ νερό, ἀλλὰ μὲ το Αἷμα. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἔχει ἀπαιτήσεις ἀπὸ
αὐτὸ το δέντρο, καὶ ἀπὸ τη δικὴ σου καὶ ἀπὸ τη δικὴ μου «συκιά». Ζητεῖ καρπούς. Διαφορετικὰ
ξερριζώνεται κάποτε το δέντρο καὶ ρίχνεται στὴ φωτιά, «εἰς το πῦρ το αἰώνιον» (Ματθ. κε' 41).

Ἡ πίστις μετακινεῖ ὄρη! (στ. 23)


Ἡ πίστις στὴν παντοδυναμία του Χριστοῦ καὶ στὴν ἐξουσία Του μας κάνει νὰ προσέχουμε.
Ριζώνει ὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ ξερριζώνει. Πιστεύουμε, ὅτι Ἐκεῖνος μεταφυτεύει τοὺς δικοὺς του στὸν
κῆπο της βασιλείας Του, ἀλλὰ καὶ ὅτι ὁ Ἴδιος τὰ ἄκαρπα δέντρα ὼς ἄχρηστα κούτσουρα τα ρίχνει
στὴν αἰώνια φωτιά. «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ των αποκτεννόντων το σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων
αποκτείναι: φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν τη γεέννη»
(Ματθ. ι' 28).
Αὐτὴ ἡ πίστις στὴν παντοδυναμία του Χριστοῦ μεταδίδεται ὡς δύναμις καὶ χάρις καὶ στὰ μέλη
της Ἐκκλησίας Του. Μὲ ἀφορμὴ το θαυμασμὸ των μαθητῶν γιὰ το πὼς την ἑπόμενη ἀκριβῶς μέρα
ξεράθηκε ἡ συκιά, μιλάει ὁ Ἰησοῦς γιὰ τὴ δύναμι της πίστεως: «Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν εἴπη
τῷ όρει τούτω, άρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ μὴ διακριθῆ ἐν τη καρδία αὐτοῦ, ἀλλὰ
πιστεύση ὅτι ἅ λέγει γίνεται, έσται αὐτὸ καὶ ἐὰν εἴπη. Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, πάντα ὅσα ἂν
προσευχόμενοι αἰτεῖσθε, πιστεύετε ὅτι λαμβάνετε, καὶ έσται ὑμῖν» (στ. 23-24). 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «“Αληθινά σας λέω, ὅτι ὅποιος θὰ πῆ σ' αὐτὸ το βουνό, “Σήκω καὶ πέσε στὴ
θάλασσα” καὶ μέσα του δὲν ἀμφιβάλλη ὅτι αὐτὸ θὰ γίνη, ἀλλὰ πιστεύση ὅτι ὅσα λέει γίνονται,
αὐτὸς θὰ δὴ νὰ τοῦ γίνεται αὐτὸ πού θὰ πῆ. Γι' αὐτὸ σας λέω: “Όλα ὅσα ζητεῖτε ὅταν προσεύχεσθε,
νὰ πιστεύετε, ὅτι θὰ τα λάβετε”».
Ἡ εἰκόνα της μετακινήσεως του ὄρους δηλώνει την ἀποτελεσματικότητα της προσευχῆς, ὅταν
γίνεται μὲ πίστι καὶ χωρὶς ἀμφιβολία. Το θαῦμα εἶναι συνέπεια της πίστεως.
Οὔτε ὁ Ἰησοῦς οὔτε οἱ μαθητὲς Του μετακίνησαν ποτὲ βουνά, νὰ τὰ πᾶνε ἀπὸ τη μία χώρα σὲ
ἄλλη, ἀπὸ τη μία ἤπειρο στὴν ἄλλη. Ἄρα παραβολικὼς μιλάει καὶ ἐδῶ καὶ Χριστός. Όπως
παραβολικὼς μίλησε γιὰ την ἀδυναμία του πλουσίου νὰ περάση στὴ βασιλεία των οὐρανῶν,
χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της καμήλας καὶ της τρύπας μιᾶς βελόνας, ἔτσι καὶ ἐδῶ
παραβολικὼς μίλησε γιὰ τη δύναμη της πίστεως, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της
μετακινήσεως ἑνὸς βουνοῦ.
Θέλει νὰ μας πῆ: Κι ἂν μπροστὰ σας τα προβλήματα ὑψώνωνται «βουνά», ἐφ' ὅσον ἔχετε πίστι,
«ὡς κόκκον σινάπεως» (Ματθ. ἴα' 31) θὰ τα ξεπεράσετε τα προβλήματα, θὰ μετακινήσετε τα
«βουνά». Ἡ πίστις τὰ ἀδύνατα τα κάνει δυνατά. Ἡ πίστις τὸ ἄβατο το κάνει βατό. Ἡ πίστις μπορεῖ
νὰ μὴ μετακινῆ κυριολεκτικὰ βουνά, ἀλλὰ μετακινεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ την ἁμαρτία στὴν ἁγιότητα
μετακινεῖ την ψυχὴ ἀπὸ τη γῆ στὸν οὐρανό. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πίστιν λέγει τὴν των
σημείων, καὶ σινάπεως μέμνηται, την ἄφατον αὐτῆς δηλῶν δύναμιν. Ἔι γὰρ καὶ τῷ όγκω μικρὸν
εἶναι το σίνηπι δοκεί, ἀλλὰ τη δυνάμει ἁπάντων ἐστὶ σφοδρότερον. Δεικνὺς τοίνυν, ὅτι καὶ το
ἐλάχιστον της γνησίας πίστεως μεγάλα δύναται, εμνήσθη του σινάπεως καὶ οὐδὲ μέχρι τούτου έστη
μόνον, ἀλλὰ καὶ ὄρη προσέθηκε καὶ περαιτέρω προέβη. “Ουδέν” γάρ, φησίν, “αδυνατήσει υμίν”
(Ματθ. ιζ' 20)» (Ε.Π.Ε. 11,302). Μετάφρασις: «Πίστι ὁ Ἰησοῦς ἐννοεῖ ἐκείνην, ποῦ μ' αὐτὴν
μποροῦσαν νὰ κάνουν θαύματα, καὶ ἀναφέρει τὸν κόκκο του σιναπιοῦ. Μολονότι το σινάπι
φαίνεται ὡς πρὸς το μέγεθος μικρό, ὅμως ἔχει την πιὸ μεγάλη δύναμη ἀπὸ ὅλα. Γιὰ νὰ δείξη,
λοιπόν, ὅτι καὶ ἡ ἐλάχιστη ἀκόμα, ἀλλὰ γνήσια πίστις μπορεῖ μεγάλα πράγματα νὰ πετύχη, γι' αὐτὸ
ἀνέφερε το σινάπι. Καὶ δὲν ἀρκέστηκε μόνο σ' αὐτό, ἀλλὰ πρόσθεσε καὶ προχώρησε ἀκόμα
περισσότερο. Διότι λέει, “τίποτε δὲν θὰ σας εἶναι αδύνατο”».

Συγχωρεῖτε, γιὰ νὰ συγχωρηθῆτε (στ. 25-26)


Ἡ πίστις εἶναι ἡ κινητήρια δύναμις της προσευχῆς. «Πάντα ὅσα ἂν προσευχόμενοι αἰτεῖσθε,
πιστεύετε ὅτι λαμβάνετε, καὶ έσται ὑμῖν». Ό,τι ζητᾶμε στὴν προσευχή, μᾶς δίδεται, ἐφ' ὅσον βέβαια
εἶναι πρὸς ὄφελος της ψυχῆς μας. Βασικὰ στοιχεῖα της προσευχῆς εἶναι ἡ πίστις, ἡ προσοχὴ καὶ ἡ
προσήλωσις, καὶ πρὸ παντὸς ἤ ἀγάπη. Μὲ τὴν προσευχὴ ζητᾶμε το ἔλεος του Θεοῦ. Πὼς μπορεῖ νὰ
μας το παραχωρῆ, ἂν ἐμεῖς προηγουμένως δὲν έλεούμε τους ἄλλους; Πὼς θὰ εἰσπράξουμε ἀπὸ
τον Θεὸ την ἄφεσι, ἂν ἐμεῖς δὲν προσφέρουμε ἄφεσι σὲ ὅσους νομίζουμε ὅτι μας ἔχουν βλάψει ἤ
στενοχωρήσει; Γιὰ το τελευταῖο ἰδίως στοιχεῖο της προσευχῆς μιλάει στὴ συνέχεια ὁ εὐαγγελιστὴς
Μάρκος: «Καὶ ὅταν στήκετε προσευχόμενοι, άφίετε εἰ τὶ ἔχετε κατὰ τίνος, ἴνα καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ
ἐν τοῖς οὐρανοὺς άφη ὑμῖν τα παραπτώματα ὑμῶν. Ἔι δὲ ὑμεῖς οὺκ άφίετε, ούδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν
ἀφήσει τα παραπτώματα ὑμῶν» (στ. 25-26). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Και ὅταν στέκεστε
καὶ προσεύχεστε, νὰ συγχωρῆτε ἐὰν ἔχετε κάτι ἐναντίον κάποιου, γιὰ νὰ σας συγχωρήση καὶ τὶς
δικὲς σας ἁμαρτίες ὁ Πατέρας ὁ οὐράνιος. Ἄν ὅμως σεῖς δὲν συγχωρῆτε τοὺς ἄλλους, τότε οὔτε καὶ
οὐράνιος Πατέρας σας θὰ συγχωρήση τὶς ἁμαρτίες σας”».
Στὰ σχετικὰ μὲ την πίστι λόγια ἐπισυνάπτεται ὁ στίχος 25 γιὰ τὴ συγχώρησι των ἀδελφῶν. Ἡ
σύνδεσης εἶναι προφανής. Δὲν νοεῖται σωστὴ σχέσις μὲ τὸν Θεὸ χωρὶς νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τη
σωστὴ σχέση μὲ τον συνάνθρωπο (Α' Ιωάν. δ' 20).
Στὸ πρότυπο της προσευχῆς, πού μας παρέδωσε ὁ Κύριος, στὴ λεγόμενη Κυριακὴ προσευχή, στὸ
«Πάτερ ἡμῶν», ζητᾶμε ἄφεσι ἁμαρτιῶν, ὑπὸ τη βασικὴ προϋπόθεση ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε δώσει ἄφεσι
στοὺς συνανθρώπους μας. Συγχώρεσὲ μας, Κύριε, ὅπως κι ἐμεῖς συγχωροῦμε αὐτοὺς πού μας
ἔχουν τυχὸν βλάψει. «Καὶ άφες ἡμῖν τὰ όφειλήματα ἡμῶν, ὼς καὶ ἡμεῖς αφίεμεν τοῖς οφειλέταις
ἡμῶν» (Ματθ. τσ' 12).
Βασικὴ προϋπόθεσις γιὰ νὰ μποῦμε μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ προσφέρουμε τα δῶρα της
λατρείας μας, τα μικρά, ὅπως το κερί, το θυμίαμα, το πρόσφορο, ἐλεημοσύνη, εἶναι ὁπωσδήποτε
νὰ ἔχουμε συμφιλιωθῆ προηγουμένως μὲ ἐκείνους, πού ἔχουμε θλῖψι ἤ ἀδικήσει ἤ μὲ τοὺς
ὁποίους ἔχουμε ψυχρότητα, κάποτε καὶ δὲν μιλιόμαστε.
-Ποῦ πᾶς; Σὰν νὰ σὲ σταματᾶ στὰ σκαλοπάτια της εἰσόδου του ναοῦ ὁ Κύριος.
-Σὲ ποιὸν θὰ δώσω λογαριασμὸ πού θὰ πάω;
-Σὲ μένα θὰ δώσης. Γιὰ μένα, λὲς πὼς ἔρχεσαι. Λοιπὸν ποῦ πᾶς;
-Πάω, Κύριε, νὰ μπῶ στὸ ναὸ σου, νὰ προσκυνήσω, ν' ἀνάψω το κερὶ μου, καὶ νὰ δώσω ό,τι
μπόρεσα νὰ ἑτοιμάσω, λίγο λάδι γιὰ τὰ καντήλια, λίγο θυμίαμα καὶ ἕνα ζυμωτὸ πρόσφορο...
-Αφησὲ τὰ ἔξω ἀπὸ το ναὸ καὶ φύγε!
-Γιατί, Κύριε;
-Γιατὶ μὲ κάποιον δὲν μιλιέσαι. Μὲ κάποιον, ἔχεις προσωπικὲς διαφορές. Κάποιος ἔχει κάτι
ἐναντίον σου. Δὲν μπορεῖς νὰ μπῆς. Πήγαινε πρῶτα καὶ «διαλλάγηθι τῷ ἀδελφὸ σου», καὶ τότε
γύρνα νὰ προσφέρης τα δῶρα της λατρείας καὶ τὴν προσευχὴ σου καὶ πρὸ παντὸς τὴν ἀγαθὴ πλέον
καρδιὰ σου (Ματθ. ε' 23-24).
Ἄν ὅλοι ἐμεῖς πού συχνάζουμε στὸ Ναό, ἐνεργούσαμε προηγουμένως διαλλακτικά,
συμφιλιωτικὰ μὲ ὅλους τοὺς συνανθρώπους μας, πόσοι ἄραγε θὰ ἄκουγαν το «Περάστε», το
«Εἰσέλθετε» ἀπὸ το στόμα του Κυρίου;
Ρωτᾶνε μερικοὶ: Κι ἂν του μιλήσω του ἄλλου κι ἐκεῖνος μου γυρίση το κεφάλι; Σὺ θὰ ἔχεις
ἐνεργήσει αγαπητικά. 'Ἐφ' ὅσον βέβαια δὲν πᾶς νὰ του πῶς ἕνα ξηρὸ «καλημέρα», ἀλλ' ἂν ζητὰς
ἀπὸ καρδιᾶς «συγγνώμη», ἔστω κι ἂν νομίζης ὅτι δὲν φταῖς. «Αφίετε εἰ τὶ ἔχετε κατὰ τίνος, ἴνα καὶ
ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοὺς άφη ὑμῖν τα παραπτώματα ὑμῶν. Εἰ δὲ ὑμεῖς οὺκ άφίετε, οὐδὲ
ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τα παραπτώματα ὑμῶν».
Ρωτᾶνε ἐπίσης: Ἄν ζητήσω συγγνώμη ἀπὸ τον ἄλλον ἤ ἂν προσφέρω μὲ την καρδιὰ μου τη
συγχώρησι στὸν ἄλλον, θὰ ἔχουν συγχωρηθῆ οἱ ἁμαρτίες, οἱ δικὲς του καὶ οἱ δικὲς μου (οἱ σχετικὲς
μὲ το μεταξὺ μας ἐπεισόδιο); Ἡ ἄφεσις δίδεται μόνο μὲ τὴν διὰ μετανοίας ἐξομολόγησι. Ἀλλὰ
βασικὴ προϋπόθεσις γιὰ νὰ δοθῆ ἤ ἄφεσις, εἶναι ἡ αγαπητικὴ συγγνώμη στὸν ἄλλον. Ἄρα δὲν
συγχωροῦμαι ἀπὸ τον Θεό, ἐπειδὴ ζήτησα συγγνώμη, ἀλλ' ἀποκτῶ τὸ δικαίωμα νὰ ζητήσω την
ἐξόφληση των πολλῶν καὶ μεγάλων δικῶν μου ἁμαρτημάτων, ἀφοῦ ἐγὼ συγχώρησα
προηγουμένως τα μικρὰ καὶ λίγα ποῦ ὁ ἄλλος μου ἔχει κάνει. Ως πρὸς τὸν ἄλλον, κάτι παρόμοιο
συμβαίνει. Του δίδεται ἡ εὐκαιρία νὰ διαγράψει το χρέος του ἄλλου (τὰ πταίσματα) καὶ ν'
ἀποκτήση τη δυνατότητα νὰ ἐξομολογηθῆ γιὰ τὴ δικὴ του ἄφεσι!
Σὲ μας χρωστᾶνε λίγα οἱ ἄλλοι. Ἐμεῖς χρωστᾶμε πολλὰ στὸν Θεό. Αὐτὸ βλέπουμε ἀνάγλυφα στὴν
παραβολὴ των μυρίων ταλάντων (Ματθ. ιη' 23-35). Σ' Ἐκείνον, στὸν Κύριο καὶ Βασιλιὰ μας,
χρωστᾶμε πολλὰ (μύρια τάλαντα) Σὲ μας λίγα χρωστᾶνε οἱ συνάνθρωποὶ μας (100 δηνάρια!).
Σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἐκεῖνα μὲν μύρια τάλαντα ἥν, ταῦτα δὲ ἑκατὸν δηνάρια. Καὶ
οὗτος μὲν εἰς τὸν δεσπότην ύβρισεν, ὁ δὲ ὀφείλων αυτὼ εἰς σύνδoυλoν. Καὶ οὗτος μὲν εὖ παθὼν
ἔμελλε χαριείσθαι, δεσπότης δὲ οὐ μικρόν, οὐ μέγα άγαθὸν ἰδὼν παρ' αὐτοῦ γενόμενον, πάντα
αφήκεν» (Ε.Π.Ε. 26,58). Μετάφρασις: Τὰ χρέη του ἑνὸς ἦσαν μύρια τάλαντα, του ἄλλου ἑκατὸ
δηνάρια. Καὶ ὁ μὲν πρῶτος χρωστοῦσε στὸν Κύριὸ του, ἐνῶ ὁ ἄλλος σὲ σύνδουλὸ του. Καὶ ὁ μὲν
πρῶτος, ἀφοῦ εὐεργετήθηκε ἀπὸ τον Κύριὸ του, θὰ ἔπρεπε νὰ χαρισθῆ στὸ σύνδουλὸ του, γιατὶ
αὐτὸ το χρωστοῦσε νὰ το κάνη, ἐνῶ ὁ Κύριος δὲν εἶδε τίποτε καλὸ ἀπὸ τὸν ἀχάριστο δοῦλο, καὶ
ὅμως ὅλα του τα χάρισε...
Ζητᾶμε ἐσπευσμένως ἀπόσβεση των ἁμαρτημάτων μας. Ὅλα εἶναι ἕτοιμος ὁ Θεὸς της ἀγάπης
νὰ τὰ σβήση, ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ κάνουμε ἀπόσβεση των λίγων παραπτωμάτων ἤ ἀδικιῶν των ἄλλων
σὲ βάρος μας. Την ἀγάπη μας την δίνει Ἐκεῖνος χαριστικά. Ἐμεῖς τὴν δίνουμε χρεωστικά. Τὴν
χρωστᾶμε. «Μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε, ἔι μὴ το ἀγαπᾶς ἀλλήλους» (Ρωμ. ιγ' 8).
27 Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς ῾Ιεροσόλυμα· καὶ ἐν τῶ ἱερῷ περιπατοῦντος αὐτοῦ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν
οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι 28 καὶ λέγουσιν αὐτῷ· ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα
ποιεῖς; ἢ τίς σοι ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν ταύτην ἵνα ταῦτα ποιῇς; 29 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀποκριθεὶς εἶπεν
αὐτοῖς· ἐπερωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ ἕνα λόγον, καὶ ἀποκρίθητέ μοι, καὶ ἐρῶ ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα
ποιῶ. 30 τὸ βάπτισμα ᾿Ιωάννου ἐξ οὐρανοῦ ἦν ἢ ἐξ ἀνθρώπων; ἀποκρίθητέ μοι. 31 καὶ ἐλογίζοντο
πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ· διατί οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ; 32 ἀλλὰ
εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων; ἐφοβοῦντο τὸν λαόν· ἅπαντες γὰρ εἶχον τὸν ᾿Ιωάννην ὅτι προφήτης
ἦν. 33 καὶ ἀποκριθέντες λέγουσι τῷ ᾿Ιησοῦ· οὐκ οἴδαμεν. καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀποκριθεὶς λέγει αὐτοῖς· οὐδὲ
ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ.

Μὲ ποιὰ ἐξουσία; (στ. 27-28)


Μὲ το κείμενο Μάρκ. ια' 27-33 ἀρχίζει μία σειρὰ περικοπῶν, στὶς ὁποῖες περιγράφονται
συζητήσεις μεταξὺ του Ἰησοῦ καὶ των Ἰουδαϊκῶν θρησκευτικῶν ἀρχόντων. Οἱ διάλογοι αὐτοὶ ἔχουν
ἀπὸ πλευρὰς των θρησκευτικῶν ἡγετῶν ἀπροκάλυπτα ἐχθρικὸ τόνο καὶ σαφεῖς καὶ ἀποκαλυπτικὲς
της ἀλήθειας θέσεις ἀπὸ πλευρὰς Μεσσία. «Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς Ἱεροσόλυμα. Καὶ ὲν τῷ ιερὼ
περιπατοῦντος αὐτοῦ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ
λέγουσιν αυτὼ Ἐν ποία ἐξουσία ταῦτα ποιεῖς; Ἤ τὶς σόι έδωκε την ἐξουσίαν ταύτην ἴνα ταῦτα
ποιῆς;» (στ. 27-28). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἔρχονται δὲ πάλι (ὁ Ἰησοῦς μὲ τοὺς μαθητὲς
Του) στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐνῶ περπατοῦσε ὁ Ἰησοῦς στὸν ἱερὸ περίβολο του ναοῦ, Τὸν πλησιάζουν οἱ
ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ Τὸν ρωτᾶνε: “Με ποιὰ ἐξουσία κάνεις ὅλα αὐτά;
Ἤ ποιὸς σου ἔδωσε αὐτὴ την ἐξουσία γιὰ νὰ κάνης αυτά;”».
Ἡ διαλογικὴ συζήτησις του Ἰησοῦ μὲ τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους πρέπει νὰ ἔγινε την τρίτη
ἡμέρα ἀπὸ της εἰσόδου Του στὰ Ἱεροσόλυμα. Ξαναγυρίζει ὁ Ἰησοῦς στὸν τόπο της πρωτοφανοῦς
ἐνεργείας Του. Δὲν κρύβεται. Δὲν εἶναι κανένας «κομμάντο», πού ξαφνικὰ ταράζει τα λιμνάζοντα
ὕδατα καὶ ὕστερα το βάζει στὰ πόδια νὰ κρυφτῆ. Ὁ Ἰησοῦς πάντοτε ἐνεργοῦσε φανερά, καὶ ἦταν
ἕτοιμος νὰ διαλεχθῆ καὶ νὰ ἐπεξηγήση, ὅσο βέβαια εἶχαν τη δυνατότητα οἱ ἀντίθετοὶ Του. «Ἐγὼ
παρρησία ἐλάλησα τῷ κόσμω: ἐγὼ πάντοτε ἐδίδαξα ἐν συναγωγὴ καὶ ἐν τῷ ιερώ, ὅπου πάντοτε οἱ
Ἰουδαῖοι συνέρχονται, καὶ ἐν κρυπτὼ ἐλάλησα οὐδὲν» (Ιωάν. ιη' 20).
Στὸ ναὸ καὶ πάλι ἐπιστρέφει ὁ Ἰησοῦς. Μαζὶ Του καὶ οἱ μαθητὲς Του. Καθαρὸς πλέον ὁ ναός, ἀπὸ
ὅλα τα θρησκευτικὰ παρατράγουδα των ἐμπόρων καὶ των πανηγυρτζίδων. Ἔχει την ἄνεσι ὁ Ἰησοῦς
νὰ περιπατῆ ἔξω καὶ μέσα στὸ ναό. «Περιπατοῦντος αὐτοῦ ἐν τῷ ιερὼ» (στ. 27). Ὁ ναὸς εἶχε μεγάλο
προαύλιο, περιστύλιο. Ἐκεῖ περπατοῦσε ὁ Ἰησοῦς, ὄχι γιὰ λόγους ἀναψυχῆς ἤ θρησκευτικῆς
περιεργείας, ἀλλὰ γιὰ λόγους προσευχῆς καὶ διδασκαλίας. Εἶναι ἀπὸ τα πλεὸν ἀξιοθαύμαστα οἱ
διδασκαλίες του Ἰησοῦ στὸ ἱερό, εἴτε μέσα εἴτε ἔξω. Ως μαγνήτης ήλκυε το λαὸ κοντὰ Του καὶ
δίδασκε.
Τὸν ἐντόπισαν οἱ ἄνθρωποι του Ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ
πρεσβύτεροι. Θεωροῦσαν δικὸ τους «τσιφλίκι» το χῶρο του ναοῦ. Καὶ τὸν Ἰησοῦ τὸν ἔβλεπαν ὡς
σφετεριστὴ του δικοῦ τους ἐπαγγελματικοῦ χώρου καὶ της δικῆς τους θρησκευτικῆς ἐξουσίας.
Ἡ διαλογικὴ σύγκρουσις ἔχει ἀφετηρία το ἐρώτημα, ποῦ θέτουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς
στὸ Χριστὸ: «Ἐν ποία ἐξουσία ταῦτα ποιεῖς; "Ἤ τὶς σόι έδωκε την ἐξουσίαν ταύτην ἴνα ταῦτα
ποιῆς;». Το ἐρώτημα ἀποτελεῖ βαρύτατη κατηγορία, διότι προέρχεται ἀπὸ ἐκπροσώπους του
μεγάλου συνεδρίου. Καὶ κυρίως γιατὶ ἀναφέρεται σὲ μιὰ ἐξουσία, ποῦ δὲν φαίνεται νὰ ἦταν
συνηθισμένη. Εἶναι πρόδηλο, ὅτι δὲν δέχονταν πὼς ὁ Ἰησοῦς ἔχει μιὰ θεϊκὴ νομιμοποίησι γιὰ ὅσα
ἐνεργεῖ καὶ διδάσκει καὶ γι' αὐτὸ εἶναι γι' αὐτοὺς ἱερόσυλος.
Το ἐρώτημα των Ἰουδαίων ἀποτελεῖ συγχρόνως καὶ μιὰ ἔμμεση ἀναγνώριση της ἀσυνήθους
δράσεως καὶ διδασκαλίας του Ἰησοῦ. Ἡ κατηγορία τους εἶναι, ὅτι ἐνεργεῖ ἐν ὀνόματι μία θεϊκῆς
αὐθεντίας, ὡς ἀπεσταλμένος του Θεοῦ. Ἐδῶ ὑπάρχει καὶ μιὰ σιωπηρὴ παραδοχὴ των ἐκτάκτων
ἐξουσιῶν του Χριστοῦ.
Ὅταν ἔβγαλε μέσα ἀπὸ το ναὸ τοὺς βεβήλους ὅλους, δὲν τόλμησαν νὰ αναμιχθούν, νὰ
διαμαρτυρηθοῦν, ἤ νὰ Τὸν ἐμποδίσουν. Ὅπως δὲν τολμοῦσαν νὰ ρωτήσουν μὲ ποιὰ ἐξουσία κάνει
τα τόσα θαύματα, παρὰ μόνο εἶχαν κολλήσει στὴν ἡμέρα του Σαββάτου καὶ ὑποτονικὰ θέλουν νὰ
ἐντάξουν δῆθεν τὰ θαύματα του Θεοῦ στὴν τάξη των χειρονακτικὼν κερδοσκοπικῶν ἔργων της
ἡμέρας του Σαββάτου.
Τώρα ὅμως, πού βλέπουν, ὅτι μπορεῖ νὰ χάσουν καὶ το κέντρο τους, το ναὸ τους, τολμοῦν καὶ
Τὸν ρωτᾶνε:
«Έν ποία ἐξουσία ταῦτα ποιεῖς;». Τὶ ἐξουσία ἔχεις καὶ κάνεις ὅσα κάνεις; Τὶ εἶσαι; Διδάσκαλος;
Ἀρχιερέας;
Ρωτᾶτε; Ἀκοῦστε, λοιπόν. Ναί, εἶναι Διδάσκαλος, Ο Διδάσκαλος. Καὶ κανεὶς δὲν ἔχει τη διδακτικὴ
ἐξουσία του Ἰησοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ κανείς, ἐν συγκρίσει μὲ Αὐτόν, δὲν μπορεῖ νὰ καλῆται διδάσκαλος
ἤ καθηγητὴς (Ματθ. γκ' 8).
Μὲ ποιὰ ἐξουσία;
-Μὲ ρωτᾶτε, γιατὶ σεῖς, οἱ ἀρχιερεῖς, ἔχετε οἰκειοποιηθῆ την ἀρχιερατικὴ ἐξουσία. Μάθετε,
λοιπόν, ὅτι Ἀρχιερέας ἕνας μόνο εἶναι, ὁ Υἱὸς του ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος «ἐξουσίαν ἔχει θείναι την
ψυχὴν αὐτοῦ καὶ ἐξουσίαν ἔχει πάλιν λαβεῖν αὐτὴν» (Ιωάν. ι' 18). Σεῖς τελεῖτε τυπικὲς θυσίες. Ἐγὼ
θὰ τελέσω τη μία, την οὐσιαστική, θυσία θὰ προσφέρω τον ἑαυτὸ μου «ὑπὲρ του κόσμου».
Ἑπομένως κατ' ἐξοχὴν ὁ ναὸς εἶναι ὁ χῶρος δικῆς μου ἀποκλειστικῆς ἐξουσίας.
Μὲ ποιὰ ἐξουσία; Μ' αὐτὴν πού μου δίνει ἡ παρουσία μου. Ἔχω δυναμικὴ παρουσία, διότι ἔχω
ἐξουσία «ἐκ της οὐσίας». Βρίσκεται στὴν οὐσία της Θεότητας καὶ σαρκωμένος Ἰησοῦς.
Ρωτᾶτε ἀκόμα: «Ἤ τὶς σόι έδωκε την ἐξουσίαν ταύτην ἴνα ταῦτα ποιῆς;».
-Ποιὸς μου ἔδωσε την ἐξουσία αὐτὴ, ὥστε νὰ διαφεντεύω καὶ μέσα στὸ ναό, κυρίως μέσα στὸ
ναό; Ἐκεῖνος, πού μὲ ἀπέστειλε, ὁ Πατήρ. «Ἐδόθη μοι πάσα ἐξουσία ἐν οὐρανὸ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ.
κη' 18).
Ἡ πηγὴ κάθε σωτηριώδους ἐξουσίας του Χριστοῦ εἶναι ἡ Θεότητὰ Του.

Παγιδεύονται οἱ ἐχθροὶ (στ. 29-32)


Στὴν ἐρώτησι, ποιὸς ἔδωσε στὸν Ἰησοῦ την ἐξουσία, νὰ ἐνεργὴ ὅπως ἐνεργεῖ, δὲν ἀπαντᾶ
εὐθέως. Δὲν ἦσαν ἄξιοι νὰ ἀκούσουν το λόγο γιὰ τὴν ἄρρητη καὶ ἄρρηκτη σχέσι μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα.
Σὲ ἄλλη περίπτωσι τοὺς μίλησε εὐθέως γιὰ τὸ ποιὸς του δίνει την ἐξουσία γιὰ τα ἐξαίσια ἔργα. Καὶ
σ' ἐκείνη την περίπτωση οἱ Ἰουδαῖοι Τὸν περικύκλωσαν στὴ στοὰ του Σολομῶντος, στὸν περίγυρω
του ναοῦ, καὶ Τὸν ρώτησαν άγανακτισμένοι: «Ἕως πότε την ψυχὴν ἡμῶν αἴρεις; Ἔι σὺ εἰ ὁ Χριστός,
εἰπὲ ἡμῖν παρρησία» (Ιωάν. ι' 24). Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπάντησε εὐθέως. Πρώτον μὲ τα ἔργα πού
ἔκανε: «Τα ἔργα ἅ ἐγὼ ποιῶ ἐν τῷ ὀνόματι του πατρὸς μου, ταῦτα μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ». Καὶ
δεύτερον μὲ τὴν κοινωνία πού ἔχει μὲ τὸν Πατέρα: «Ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ὲν έσμεν» (Ιωάν. ι' 25. 30).
Στὴν ἐρώτηση ὅμως των Ἰουδαίων, γιὰ το ποιὸς Του δίνει την ἐξουσία νὰ ἐνεργὴ ὡς ἐξουσίαν
ἔχων, τοὺς ἀπαντᾶ μὲ ἐρώτηση: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς είπεν αυτοὶς: Επερωτήσω ὑμᾶς κάγὼ ἕνα
λόγον, καὶ αποκρίθητὲ μοι, καὶ έρὼ ὑμῖν ἐν ποία ἐξουσία ταῦτα ποιῶ. Το βάπτισμα Ἰωάννου ἐξ
οὐρανοῦ ἣν ἤ ἐξ ἀνθρώπων; Αποκρίθητὲ μοι. Καὶ ἐλογίζοντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· Ἐὰν εἴπωμεν,
ἐξ οὐρανοῦ, έρεϊ: Διατὶ οὺν οὐκ έπιστεύσατε αυτώ; Ἀλλὰ εἴπωμεν, ἐξ ανθρώπων;– ἐφοβοῦντο τὸν
λαὸν ἅπαντες γὰρ εἶχον τὸν Ἰωάννην ὅτι προφήτης ἣν» (στ. 29-32). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ:
«Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀποκρίθηκε καὶ τοὺς εἶπε: “Θα σας κάνω κι ἐγὼ μιὰ ἐρώτησι, καὶ δῶστε μου
ἀπάντησι. Καὶ τότε καὶ ἐγὼ θὰ σας πῶ μὲ ποιὰ ἐξουσία κάνω ὅλα αὐτὰ: Το βάπτισμα του Ἰωάννου
προερχόταν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἤ άπὸ τοὺς ἀνθρώπους; Ἀπαντῆστε μου”. Καὶ οἱ ἐχθροὶ Του συζητοῦσαν
μεταξὺ τους καὶ ἔλεγαν: “Αν ποῦμε, ὅτι ἦταν ἀπὸ τον Θεό”, θὰ μᾶς πῆ: Γιατὶ λοιπὸν δὲν πιστεύσατε
στὸν Ἰωάννη; Ἀλλὰ καὶ πάλι τὶ νὰ του ποῦμε; Ὅτι το Βάπτισμα του Ἰωάννου ἦταν ἀνθρώπινο; Οὔτε
αὐτὸ μποροῦμε νὰ πούμε”. Κι αὐτὸ διότι φοβοῦνταν το λαό, γιατὶ ὅλοι θεωροῦσαν τον Ἰωάννη
προφήτη».
Ἡ ἀσύγκριτη ἐξουσία του Ἰησοῦ φαίνεται καὶ στὴν ἀπάντησὶ Του. Το κέντρο βάρους της
ἀπαντήσεως βρίσκεται στὸ παράδειγμα του Ἰωάννου του βαπτιστοῦ, πού ἐνήργησε ὡς
ἐντολοδόχος του Θεοῦ.
Στὸ ἐρώτημα των Ἰουδαίων ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾶ μὲ άντερώτημα:
–Γιά πέστε μου ἐσεῖς: Τὸ βάπτισμα του Ἰωάννου ἦταν ἀπὸ τον οὐρανὸ ἤ ἦταν ἀπὸ τους
ἀνθρώπους; Δηλαδή, ὁ Ἰωάννης, πού ἔδωσε τη μαρτυρία του γιὰ μένα, βάπτιζε μὲ ἐντολὴ του Θεοῦ
ἤ το βάπτισμὰ του ἦταν ἐπινόησις ἀνθρώπων; Σκέπτονταν:
-Τὶ νὰ ἀπαντήσουμε; Νὰ ποῦμε, ὅτι εἶναι μὲ θεϊκὴ ἐντολὴ καὶ θεϊκὴ ἀποστολῆς
Φυσικὰ το βάπτισμα του Ἰωάννου ἦταν ἔργο Θεοῦ. Βάπτιζε, γιὰ νὰ προετοιμάση τοὺς
ἀνθρώπους μὲ τη μετάνοια. Βάπτιζε ὡς ἀπεσταλμένος του Θεοῦ. Βάπτιζε προδρομικὸ βάπτισμα.
Το βάπτισμὰ του δὲν χορηγοῦσε ἄφεσι, ἑτοίμαζε ὅμως τὶς ψυχὲς γιὰ τὴν ἐν Χριστῶ ἄφεσι. Ο λαὸς
εἶχε συνδυάσει το βάπτισμα, πού ἦταν εξαγόρευσις ἁμαρτιῶν, μὲ τη διδασκαλία του Ἰωάννου του
Βαπτιστοῦ καὶ μὲ τὴν άσκητικότητα της ζωῆς του. Τὸν εἶχε πολὺ ψηλά.
-Νὰ ἀπαντήσουμε, ὅτι εἶναι ἀπὸ τον οὐρανὸ τὸ Ιωάννειο βάπτισμα; Τότε θὰ μας πῆ (ὁ Ἰησοῦς):
-Γιατὶ δὲν πιστεύσατε στὸν Ἰωάννη; Ἀπὸ την ἄλλη σκέπτονταν:
-Ἄν ἀπαντήσουμε, ὅτι καμμιὰ θεϊκὴ ἐντολὴ δὲν εἶχε το βάπτισμα του Ἰωάννου, ἀλλὰ ἦταν
ἀνθρώπινο τέχνασμα, τότε τὶ θὰ κάνουμε μὲ το λαό; Ὁ λαὸς τὸν ἔχει γιὰ προφήτη τον Ἰωάννη.

Ἀνάξιοι ἀπαντήσεως (στ. 33)


Στὴν περίπτωσι, ποῦ εἶναι ἀπὸ τον οὐρανὸ το βάπτισμα του Ἰωάννου, δηλαδὴ ἔχει θεϊκὴ
προέλευσι, θὰ ἐνοχοποιηθοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, ἐπειδὴ δὲν το παραδέχτηκαν καὶ συνεπῶς δὲν δέχτηκαν
καὶ την προαγγελία του Ἰωάννου γιὰ τὸν Μεσσία. Στὴν περίπτωσι, ποῦ δὲν δεχτοῦν τη θεϊκὴ
προέλευση του Ἰωάννου, θὰ ἔχουν ἀντιμέτωπο το λαό, πού δέχτηκε το κήρυγμα καὶ το βάπτισμα
του Ἰωάννου, ὡς σταλμένα ἀπὸ τὸν Θεό. Στὴν ἄρνησὴ τους νὰ δώσουν ἀπάντησι, ἐπικαλούμενοι
ἄγνοια (στ. 33), ἀνταποκρίνεται ὁ Ἰησοῦς ἀρνούμενος νὰ πῆ μὲ ποιὰ ἐξουσία «ταῦτα ποιεῖ». «Καὶ
άποκριθέντες λέγουσι τῷ Ἰησοῦ: Οὐκ οίδαμεν. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς λέγει αυτοὶς: Ούδὲ ἐγὼ
λέγω ὑμῖν ἐν ποία ἐξουσία ταῦτα ποιῶ» (στ. 33). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἀπεκρίθησαν (οἱ
ἐχθροὶ του Ἰησοῦ): “Δέν γνωρίζουμε (τὶ ἦταν το βάπτισμα του Ιωάννου)”. Καὶ τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς
άποκρίθηκε λέγοντας: “Ούτε ἐγὼ σας λέω, μὲ ποιὰ ἐξουσία κάνω αυτά”».
Μὲ τὴν ἀπάντηση Του ὁ Ἰησοῦς ἐκφράζει μοναδικὴ ἐξουσία. Ἀφήνει νὰ νοηθῆ, ὅτι ἡ αὐθεντία
Του δὲν μπορεῖ νὰ τεθῆ κάτω ἀπὸ τον ἔλεγχο του πανίσχυρου μεγάλου συνεδρίου καὶ δὲν
χρειάζεται την ἀναγνώριση τους!
Στὴν ἀπάντηση του Ἰησοῦ «Οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποία ἐξουσία ταῦτα ποιῶ» δὲν ὑποκρύπτεται
ἄγνοια του Χριστοῦ, ἀφοῦ σαφῶς ἔχει αυτοσυνειδησία της ἐξουσιαστικῆς Του δυνάμεως. Οὔτε
φανερώνεται κάποια δειλία ἔναντι των συνομιλητῶν Του. Ἀλλὰ φαίνεται σαφῶς, ὅτι δὲν ἦσαν ἄξιοι
οἱ φανατικοὶ ἐχθροὶ Του νὰ πληροφοροῦνται τα μυστικὰ της θείας ἐνεργείας καὶ ἐξουσίας. Καὶ αὐτὸ
σὲ ἀντιπαράθεσι πρὸς τὴν ἀπάντησι ἐκείνων, ποῦ ἤ ἄρνησὴς τους ὠφείλετο σὲ δολιότητα καὶ
δειλία.
Οἱ Ἰουδαῖοι ξέρουν καὶ ἀρνοῦνται νὰ ἀπαντήσουν στὸ περὶ Ἰωάννου βάπτισμα, παριστάνοντας
τον ἀνήξερο: «Οὺκ οίδαμεν». Ὁ Χριστὸς δὲν λέει «οὐκ οἶδα».
-Φυσικὰ καὶ ξέρω, καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις το ἀποκαλύπτω. Ποτὲ δὲν ἀπέκρυψα τη θεία μου
ἀποστολὴ, τη σχέση μου μὲ τὸν Πατέρα καὶ την ἐξουσία πού ἔχω.
Ξέρει, ἀλλὰ δὲν λέει. Δὲν ἀπαντᾶ μὲ τὸ «οὐκ οἶδα», ἀλλὰ μὲ τὸ «οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποία
ἐξουσία ταῦτα ποιῶ». Οὔτε μποροῦσαν, οὔτε ἤθελαν νὰ ἀκούσουν εὐθέως την ἀπάντησι, οὔτε
ἦσαν ἄξιοι νὰ δεχθοῦν την ἀλήθεια. Ἄλλωστε ἡ πρόθεσὴς τους δὲν ἦταν ἀγαθή. Νόμιζαν, ὅτι καὶ
μὲ την ἐρώτησὶ τους αὐτὴ θὰ παγίδευαν τον Χριστὸ καὶ θὰ εὕρισκαν ἄλλη μιὰ ἀφορμὴ νὰ Τὸν
συλλάβουν.
Διδάσκονται καὶ οἱ πιστοὶ νὰ μὴν ἀπαντοῦν γιὰ ἱερὰ πράγματα καὶ γιὰ θεϊκὰ μυστήρια σὲ
ἀνθρώπους, ποῦ θέλουν «νὰ σπάσουν πλάκα». Κάποτε ἡ σιγὴ εἶναι ἡ φρονιμότερη ἀπάντησις.

1 Καὶ ἤρξατο αὐτοῖς ἐν παραβολαῖς λέγειν· ἀμπελῶνα ἐφύτευσεν ἄνθρωπος καὶ περιέθηκε
φραγμὸν καὶ ὤρυξεν ὑπολήνιον καὶ ᾠκοδόμησε πύργον, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν γεωργοῖς καὶ
ἀπεδήμησε. 2 καὶ ἀπέστειλε πρὸς τοὺς γεωργοὺς τῷ καιρῷ δοῦλον, ἵνα παρὰ τῶν γεωργῶν λάβῃ
ἀπὸ τοῦ καρποῦ τοῦ ἀμπελῶνος. 3 καὶ λαβόντες αὐτὸν ἔδειραν καὶ ἀπέστειλαν κενόν. 4 καὶ πάλιν
ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς ἄλλον δοῦλον· κἀκεῖνον λιθοβολήσαντες ἐκεφαλαίωσαν καὶ ἀπέστειλαν
ἠτιμωμένον. 5 καὶ πάλιν ἄλλον ἀπέστειλε· κἀκεῖνον ἀπέκτειναν, καὶ πολλοὺς ἄλλους, οὓς μὲν
δέροντες, οὓς δὲ ἀποκτέννοντες. 6 ἔτι οὖν ἕνα υἱὸν ἔχων, ἀγαπητὸν αὐτοῦ, ἀπέστειλε καὶ αὐτὸν
ἔσχατον πρὸς αὐτοὺς λέγων ὅτι ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου. 7 ἐκεῖνοι δὲ οἱ γεωργοί, θεασάμενοι
αὐτὸν ἐρχόμενον, πρὸς ἑαυτοὺς εἶπον ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν,
καὶ ἡμῶν ἔσται ἡ κληρονομία. 8 καὶ λαβόντες ἀπέκτειναν αὐτὸν καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τοῦ
ἀμπελῶνος. 9 τί οὖν ποιήσει ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος; ἐλεύσεται καὶ ἀπολέσει τοὺς γεωργοὺς
τούτους, καὶ δώσει τὸν ἀμπελῶνα ἄλλοις. 10 οὐδὲ τὴν γραφὴν ταύτην ἀνέγνωτε, λίθον ὃν
ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· 11 παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη,
καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν; 12 Καὶ ἐζήτουν αὐτὸν κρατῆσαι, καὶ ἐφοβήθησαν τὸν ὄχλον·
ἔγνωσαν γὰρ ὅτι πρὸς αὐτοὺς τὴν παραβολὴν εἶπε. καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον.

Ἀμπελώνας μὲ φραγμὸ (στ. 1-3)


Ἡ παραβολὴ εἶναι φάρμακο μὲ ἀναισθητικό! Ἄν κάνης χειρουργικὴ ἐπέμβαση σὲ ἀσθενὴ χωρὶς
άναισθητικό, δὲν θὰ ἀντέξη στοὺς πόνους. Ἄν μιλοῦσε ὁ Χριστὸς εὐθέως στοὺς φαρισαίους, θὰ
ἀντιδροῦσαν ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἀντιδροῦσαν. Γι' αὐτὸ (καὶ γιὰ ἄλλους λόγους) μιλοῦσε
παραβολικά. Ἔλεγε τὶς παραβολὲς γιὰ ἐκείνους. Κάποιες φορὲς κατανοοῦσαν το νόημα καὶ
ἀντιδροῦσαν. Ἄλλοτε το φάρμακο της παραβολῆς παρέμενε καὶ γιὰ το μέλλον, γιὰ ὅσους
ἀκολουθοῦσαν καὶ ἀκολουθοῦν το φαρισαϊκὸ δρόμο. Ας παρακολουθήσουμε την παραβολὴ των
κακῶν γεωργῶν: «Καὶ ἤρξατο αύτοϊς ἐν παραβολαὶς λέγειν: Ἀμπελώνα έφύτευσεν ἄνθρωπος καὶ
περιέθηκε φραγμὸν καὶ ώρυξεν υπολήνιον καὶ ώκοδόμησε πύργον, καὶ εξέδοτο αὐτὸν γεωργοὺς
καὶ ἀπεδήμησε. Καὶ ἀπέστειλε πρὸς τοὺς γεωργοὺς τῷ καιρῶ δούλον, ἴνα παρὰ των γεωργῶν λάβη
ἀπὸ του καρποῦ του ἀμπελῶνος. Καὶ λαβόντες αὐτὸν ἔδειραν καὶ ἀπέστειλαν κενὸν» (στ. 1-3).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ Ἰησοῦς ἄρχισε νὰ τους μιλάη μὲ παραβολὲς: Ένας ἄνθρωπος
φύτεψε ἀμπέλι, καὶ τὸ περιέφραξε. Καὶ ἔσκαψε καὶ ἔκανε στέρνα κάτω ἀπὸ το πατητήρι, καὶ ἔκτισε
πύργο. Μετὰ το νοίκιασε το ἀμπέλι σὲ γεωργοὺς καὶ ἐκεῖνος ἔφυγε γιὰ ἄλλο τόπο. Καὶ ὅταν ἦρθε
ὁ καιρός, ἔστειλε στοὺς γεωργοὺς ἕνα δοῦλο, γιὰ νὰ λάβη το μερίδιὸ του ἀπὸ τον καρπὸ του
ἀμπελιοῦ. Ἀλλ' οἱ γεωργοὶ τὸν ἔπιασαν το δοῦλο καὶ τὸν χτύπησαν καὶ τὸν ἔστειλαν πίσω μὲ ἄδεια
χέρια”».
Ἡ παραβολὴ διασώζεται στὴν ἴδια ἱστορικὴ καὶ γεωγραφικὴ συνάφεια καὶ ἀπὸ τους τρεῖς
συνοπτικούς, ἀλλὰ μὲ κάποιες ἐπὶ μέρους λεπτὲς παραλλαγές. Τὸ πάθος Του καὶ Μεσσίας, ἀλλὰ
καὶ την πρόνοιὰ Του την παρουσιάζει μὲ τὴν παραβολὴ των κακῶν γεωργῶν. Συγχρόνως βλέπουμε
καὶ την ἐμπάθεια καὶ σκληρότητα των ἐχθρῶν Του, των σταυρωτῶν Του. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Πολλὰ ἀπὸ της παραβολῆς ταύτης αινίττεται του Θεοῦ την πρόνοιαν, τὴν εἰς αὐτοὺς ἄνωθεν
γεγενημένην· το ἐξ ἀρχῆς αὐτῶν φονικὸν το μηδὲν παραλειφθήναι των ηκόντων εἰς ἐπιμέλειαν το
καὶ προφητῶν σφαγέντων μὴ αποστραφήναι αὐτούς, ἀλλὰ καὶ τὸν Υἱὸν πέμψαι το καὶ της Καινῆς
καὶ της Παλαιὰς ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν εἶναι Θεὸν: το μεγάλα αὐτοῦ τὸν θάνατον κατορθώσειν» (Ε.Π.Ε.
11,644). Μετάφρασις: «Πολλὰ ὑπαινίσσεται ὁ Κύριος μὲ αὐτὴ την παραβολὴ: Τὴν πρόνοια του
Θεοῦ, πού ἔδειξε πρὸς αὐτοὺς ἀπὸ ψηλὰ τη φονικὴ διάθεση, ποῦ εἶχαν ἀπὸ την ἀρχὴ το ὅτι ἔκανε
τα πάντα γιὰ τη φροντίδα τους το ὅτι δὲν τοὺς ἀποστράφηκε καὶ ὅταν ἀκόμα φόνευσαν τους
προφῆτες, ἀλλ' ἀπέστειλε καὶ τον Υἱὸ Του το ὅτι ἕνας καὶ ὁ αὐτὸς εἶναι ὁ Θεὸς της Παλαιὰς καὶ της
Καινῆς Διαθήκης: το ὅτι θὰ ἐπιτύχη μὲ τὸ θάνατὸ Του πολλά».
Ἡ διήγησις πλαισιώνεται ἀπὸ δύο χωρία της Παλαιὰς Διαθήκης. Στὴν ἀρχὴ ἤ περιγραφὴ του
ἀμπελῶνος γίνεται μὲ βάση το Ησ. ε' 1ἐξ. καὶ στὸ τέλος παρατίθεται ὁ ψαλμικὸς στίχος 117,22-23.
Ἀμπέλι του Θεοῦ εἶναι βεβαίως ὅλος ὁ κόσμος. Ἰδιαίτερα ὅμως οἱ Ἰσραηλίτες ἦσαν το εὐλογημένο
ἀμπέλι του Θεοῦ, ὁ περιούσιος λαὸς του Θεοῦ. Ἀπὸ αὐτὸν θὰ προερχόταν καὶ ἡ ἄμπελος της
σωτηρίας, ὁ Μεσσίας. Ὅταν ἦλθε, το διεκήρυξε: «Ἐγὼ είμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινὴ καὶ ὁ πατὴρ μου ὁ
γεωργὸς έστιν» (Ιωάν. ἰὲ' 1).
Στὸ στοιχεῖο της ἀποδημίας ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος διακρίνει τη μακροθυμία του Θεοῦ, ποῦ εἶναι
ὁ ἰδιοκτήτης του ἀμπελῶνος.
Ἡ παραβολὴ τονίζει δύο πραγματικότητες:
Ἡ μία: ἡ άπραγία των γεωργῶν. Ὁ Κύριος μᾶς ἔστειλε στὴ ζωὴ νὰ ἐργαζόμαστε το καλό. Καὶ ό,τι
καλὸ γίνεται στὴ ζωὴ εἶναι δικὸ Του. Ἐμεῖς ἔχουμε τον ἐγωισμό, ὅτι εἶναι δικὸ μας το ἀμπέλι, ὅτι
κάνουμε ό,τι θέλουμε τη ζωὴ μας! Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Θέα αὐτοῦ τὴν πρόνοιαν την πολλὴν
καὶ τὴν τούτων άργίαν. Καὶ γὰρ ἅ των γεωργῶν ἥν, αὐτὸς ἐποίησε' τὸ φραγμὸν περιθείναι, τὸ
φυτεύσαι τὸν ἀμπελώνα, τα ἄλλα πάντα καὶ μικρὸν αυτοὶς κατέλιπε, το επιμελείσθαι των ὄντων
καὶ διαφυλάξαι τα δοθέντα... “Καί απεδήμησεν”. τουτέστιν, έμακροθύμησεν, οὺκ άεὶ τοῖς
αμαρτήμασι παραπόδας ἐπάγων τὰς τιμωρίας τὴν γὰρ άποδημίαν την πολλὴν αὐτοῦ μακροθυμίαν
φησὶν» (Ε.Π.Ε. 11,644646). Μετάφρασις: Πρόσεχε καὶ τη μεγάλη πρόνοια του κυρίου γιὰ τοὺς
γεωργούς, σὲ ἀντίθεση μὲ τη δικὴ τους άπραξία. Καθ' ὅσον αὐτὰ πού φαίνονταν ἔργο των γεωργῶν,
ὁ ἴδιος τα ἔκανε. Τοποθέτησε το φράκτη, φύτευσε το ἀμπέλι καὶ ὅλα τα ἄλλα. Καὶ ἄφησε γι' αὐτοὺς
μικρὸ ἔργο, το νὰ φροντίζουν γιὰ το ἀμπέλι καὶ νὰ φυλᾶνε καλὰ ὅσα τοὺς έμπιστεύθηκε... “Και
ἔφυγε γι' ἄλλη χώρα”, δηλαδὴ ἔδειξε μακροθυμία. Δὲν τοὺς τιμωροῦσε ἀμέσως μετὰ τη διάπραξι
των ἁμαρτιῶν. Ὀνομάζει, δηλαδή, ἀποδημία τη μεγάλη Του μακροθυμία”».
Ἡ ἄλλη: Οἱ ἐπανειλημμένες ἀποστολὲς δούλων του Θεοῦ πρὸς τὸν λαὸ Του. «Καὶ ἀπέστειλε πρὸς
τοὺς γεωργοὺς τῷ καιρῶ δούλον» (στ. 2, στ. 4., στ. 5). Ἡ περιγραφὴ ἀποδίδει ἔξοχα την ἀμετακίνητη
ἀπόφαση του Θεοῦ νὰ διατηρήση την ἐπαφὴ μὲ το λαὸ Του. Συγχρόνως ἡ ἀφήγησις προβάλλει τὴν
κακότητα των θρησκευτικῶν ἀρχόντων του Ἰσραήλ, πού συμβολίζουν οἱ γεωργοί, καὶ τα φρικτὰ
μαρτύρια πού ὑπέβαλαν («ἔδειραν», «έκεφαλαίωσαν», «ήτίμασαν», «απέκτειναν», «δέροντες»,
«αποκτέννoντες»).

Ἄγρια συμπεριφορὰ (στ. 4-5)


Τὶ ἔκαναν οἱ κακοὶ γεωργοὶ της παραβολῆς; Ὁ κύριὸς τους, το ἀφεντικὸ τους, τους τοποθέτησε
στὸ ἀμπέλι του. Έκείνοι το θεώρησαν δικὸ τους. Σὰν εἶδαν ὕστερα ἀπὸ χρόγια τους ἀπεσταλμένους
του κυρίου τους, τοὺς κακοποίησαν. Ἄλλον τὸν ἔδειραν, ἄλλον τὸν λιθοβόλησαν, ἄλλον τὸν
σκότωσαν. Το ἴδιο ἔκαναν καὶ στοὺς δούλους του κυρίου της δεύτερης ἀποστολῆς. Εἶχαν καὶ αὐτοὶ
την ἴδια τύχη. «Καὶ πάλιν ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς ἄλλον δούλον κάκείνον λιθοβολήσαντες
έκεφαλαίωσαν καὶ ἀπέστειλαν ήτιμωμένον. Καὶ πάλιν ἄλλον ἀπέστειλε κάκείνον άπέκτειναν, καὶ
πολλοὺς ἄλλους, οὓς μὲν δέροντες, οὓς δὲ αποκτέννoντες» (στ. 4-5). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ:
«Ο οἰκοδεσπότης ἔστειλε ξανὰ καὶ ἄλλο δοῦλο. Καὶ οἱ κακοὶ γεωργοὶ τὸν ἔπιασαν, τὸν χτύπησαν μὲ
πέτρες στὸ κεφάλι, τὸν κακοποίησαν καὶ τὸν ἔδιωξαν. Ἔστειλε καὶ ἄλλο δοῦλο καὶ τὸν σκότωσαν.
Καὶ πολλοὺς ἄλλους δούλους του ἔστειλε ὁ κύριος του ἀμπελιοῦ. Ἀπὸ αὐτοὺς ἄλλους ἔδειραν καὶ
ἄλλους τοὺς σκότωσαν”».
Ἡ κακία των γεωργῶν φάνηκε κυρίως στοὺς ἀπεσταλμένους του Θεοῦ. Ποιὸν προφήτη ἔστειλε
ὁ Θεὸς καὶ δὲν τὸν κακοποίησαν οἱ Ἰουδαῖοι; Ο πρωτομάρτυρας Στέφανος στὴν ἀγόρευση του
μπροστὰ στὸ Ἰουδαϊκὸ συνέδριο, θύμισε τη σκληρότητα, πού ἔδειξαν οἱ Ἑβραῖοι στοὺς προφῆτες
του Θεοῦ: «Σκληροτράχηλοι καὶ απερίτμητοι τη καρδία καὶ τους ὦσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ
Αγίω αντιπίπτετε, ὼς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς. Tίνα των προφητῶν οὺκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν;
Καὶ απέκτειναν τους προκαταγγείλαντας περὶ της ἐλεύσεως του δικαίου» (Πράξ. ζ' 51-52).

Ἔστειλε τον υἱὸ του (στ. 6-8).


Ἐπὶ τέλους ὁ κύριος του ἀμπελῶνος, πού ἤθελε ὁπωσδήποτε νὰ συνετίση τους ἀντάρτες καὶ
σφετεριστὲς γεωργούς, ἀποφάσισε νὰ στείλη τον ἴδιο το γυιὸ του. Θὰ ντραποῦν, σκέφτηκε, τὸν υἱὸ
μου. «Ἔτι οὺν ἕνα υἱὸν ἔχων, ἀγαπητὸς αὐτοῦ, ἀπέστειλε καὶ αὐτὸν ἔσχατον πρὸς αὐτοὺς λέγων
ὅτι έντραπήσονται τον υἱὸν μου. Ἐκεῖνοι δὲ οἱ γεωργοί, θεασάμενοι αὐτὸν έρχόμενον, πρὸς
ἑαυτοὺς εἶπον ὅτι οὗτὸς έστιν ὁ κληρονόμος δεῦτε αποκτείνωμεν αὐτόν, καὶ ἡμῶν έσται ἡ
κληρονομία. Καὶ λαβόντες απέκτειναν αὐτὸν καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω του ἀμπελῶνος» (στ. 6-8).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἔχοντας δὲ ἀκόμα ἕνα υἱόν, μονογενὴ καὶ προσφιλὴ σ' αὐτόν, τον
ἔστειλε στὸ τέλος καὶ αὐτὸν λέγοντας: “Θα σεβαστοῦν τον υἱὸ μου”. Ἀλλ' οἱ κακοὶ γεωργοί, μόλις
τον εἶδαν νὰ ἔρχεται, εἶπαν μεταξὺ τους: “Αυτός εἶναι ὁ κληρονόμος! Ἐμπρὸς νὰ τον σκοτώσουμε,
καὶ θὰ γίνη δικὴ μας ἡ κληρονομιὰ του”. Καὶ τὸν συνέλαβαν καὶ τον σκότωσαν καὶ τὸν πέταξαν ἔξω
ἀπὸ το αμπέλι”».
Μιλώντας ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γιὰ το ὅτι ὁ κύριος του ἀμπελῶνος ἔστειλε τελευταῖο τον υἱὸ
του, μὲ το σκεπτικὸ ὅτι ἴσως ὁ σεβασμὸς στὸν υἱὸ νὰ μποροῦσε νὰ φρενάρη τοὺς κακοὺς γεωργοὺς
στὶς ἐγκληματικὲς τους διαθέσεις, δίδει μιὰ ἐξήγησι στὸ «έντραπήσονται τον υἱὸν μου»: «Τὶ έστι το
“ίσως έντραπήσονται”; Οὐχὶ άγνοούντος, άπαγε ἀλλὰ θὲλοντος δεῖξαι το ἁμάρτημα μέγα, καὶ
ἀπολογίας πάσης έστερημένον. Επεὶ αὐτὸς ειδώς, ὅτι αναιρήσουσιν, ἔπεμψε. Λέγει δέ,
“έντραπήσονται”, το γενέσθαι ὀφεῖλον ἀπαγγέλλων ὅτι ἔδει αὐτοὺς έντραπήναι» (Ε.Π.Ε. 11,646).
Μετάφρασις: «Τὶ σημαίνει το “ίσως νὰ εντραπούν”; Δὲν σημαίνει ἄγνοια, μὴ γένοιτο. Ἀλλὰ θέλει
νὰ δείξη (ὁ κύριος του αμπελώνος-ο Πατέρας του Υἱοῦ), ὅτι το ἁμάρτημα εἶναι μεγάλο καὶ στερεῖται
κάθε ἀπολογίας. Διότι Αὐτὸς Τὸν ἔστειλε, ἂν καὶ γνώριζε ὅτι θὰ Τὸν φονεύσουν. Λέει δέ, “θά
ντραπούν”, γιὰ νὰ δείξη τὶ θὰ ἔπρεπε νὰ γίνη, ὅτι δηλαδὴ ώφειλαν νὰ ντραποῦν».
Το τελευταῖο βῆμα στὴ σειρὰ των βιαιοτήτων ἐναντίον των ἀπεσταλμένων του Θεοῦ εἶναι ὁ
μαρτυρικὸς θάνατος του Υἱοῦ. «Καὶ λαβόντες απέκτειναν αὐτὸν καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω του
ἀμπελῶνος». Το βίαιο τέλος του Μεσσία ἔρχεται σὰν κατάληξη μίας σειρὰς βασανισμῶν καὶ
θανάτων, πού ἀρχίζουν ἀπὸ την Παλαιὰ Διαθήκη. Ὑπάρχει ὅμως διαφορὰ: Στὸ παρελθὸν ἐπρόκειτο
γιὰ δούλους, ἐνῶ στὸ ἄμεσο παρὸν πρόκειται γιὰ τὸν Ἕνα, τον Υἱὸν τον ἀγαπητὸν (Μάρκ. α' 11),
τὸν κληρονόμον (Γαλ. γ' 29). Κατὰ το Χρυσόστομο ἡ ἀποστολὴ καὶ το τέλος του Υἱοῦ μαρτυροῦν
«τὴν τούτων κακίαν καὶ τὴν του πέμψαντος φιλανθρωπίαν».
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, βλέποντας στὸν υἱὸ του κυρίου του ἀμπελῶνος το πρόσωπο του Μεσσία
Χριστοῦ, ρωτάει γιὰ τὸ ἂν εἶχαν οἱ κακοὶ γεωργοὶ λόγο νὰ φονεύσουν τον υἱὸ: «Τίνος ἕνεκεν καὶ
διατί; Τὶ ποτὲ ἔχοντες εγκαλεὶν ἤ μικρὸν ἤ μέγα; Ὅτι ετίμησεν ὑμᾶς, καὶ Θεὸς ὢν, ἄνθρωπος ἐγένετο
δι' ὑμᾶς, καὶ τὰ μυρία ἐκεῖνα ειργάσατο θαύματα; 'Ἀλλ' ὅτι τα ἁμαρτήματα συνεχώρει; Ἀλλ' ὅτι ἐπὶ
βασιλείαν ἐκάλει;» (Ε.Π.Ε. 11,648). Μετάφρασις: «Γιὰ ποιὸ σκοπὸ καὶ γιατὶ θέλετε νὰ Τὸν
φονεύσετε; Ποιὰ τέλος πάντων μικρὴ ἤ μεγάλη κατηγορία εἴχατε νὰ Τοῦ ἀποδώσετε; Το ὅτι σας
τίμησε; Το ὅτι, ἐνῶ ἦταν Θεός, ἔγινε ἄνθρωπος πρὸς χάριν σας καὶ ἔκανε τα ἀμέτρητα ἐκεῖνα
θαύματα; Ἤ το ὅτι συγχωροῦσε τα ἁμαρτήματα; Ἤ ἐπειδὴ σας καλοῦσε στὴ βασιλεία;».

Λίθος πού ἀποδοκιμάστηκε (στ. 9-11)


Το έγκληματικὸ τους σχέδιο ἐκτελέστηκε. Ἀσυγκράτητοι στὸ κακό. Καὶ ρωτάει ὁ Χριστὸς τοὺς
ἀκροατὲς της παραβολῆς: Όταν ἔλθη ὁ κύριος του ἀμπελῶνος, τὶ πρέπει νὰ κάνη αὐτοὺς τους
κακοὺς γεωργούς; Ἡ ἀπάντησις αὐθόρμητη: Μὲ σκληρὸ θάνατο θὰ ἐξοντώση τους κακοὺς
γεωργούς, ποῦ σφετερίστηκαν ξένη περιουσία. Όσο γιὰ το ἀμπέλι, αὐτὸ δὲν θὰ πάη χαμένο. Θὰ το
δώση σὲ ἄλλους, πού θὰ ἐκτιμήσουν την ἀξία του καὶ θὰ ἀποδώσουν τοὺς καρποὺς στὸν κατάλληλο
καιρό. «Τὶ οὺν ποιήσει ὁ κύριος του ἀμπελῶνος; Έλεύσεται καὶ ἀπολέσει τοὺς γεωργοὺς τούτους,
καὶ δώσει τὸν ἀμπελώνα ἄλλοις. Ούδὲ τὴν γραφὴν ταύτην ἀνέγνωσε, Λίθον ὂν ἀπεδοκίμασαν οἱ
οἰκοδομοῦντες, οὗτος εγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας: παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ έστι θαυμαστὴ
ἐν ὀφθαλμοὺς ἡμῶν;» (στ. 9-11). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Έπειτα ἀπὸ αὐτὴ τη συμπεριφορὰ
τὶ θὰ κάνη ὁ ἰδιοκτήτης του αμπελιού;”. “Θα ἔρθη (Ματθ. κα' 33) καὶ θὰ ἐξολοθρεύση τους
γεωργοὺς αὐτούς, καὶ το ἀμπέλι θὰ το δώση σὲ άλλους”. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἔκλεισε την παραβολὴ: “Ούτε
αὐτὸ το λόγο της Γραφῆς δὲν διαβάσατε; Ὁ λίθος, πού ἀπέρριψαν οἱ οἰκοδόμοι, αὐτὸς ἔγινε
ἀκρογωνιαῖος λίθος. Ἀπὸ τον Κύριο ἔγινε αὐτό, καὶ εἶναι θαυμαστὸ στὰ μάτια μας”».
Στὸ ἐρώτημα του Ἰησοῦ, ποιὰ θὰ εἶναι ἡ ἀντίδρασις του Κυρίου του ἀμπελῶνος στὶς πράξεις των
κακῶν γεωργῶν, στὸ κατὰ Μάρκον ἀπαντᾶ ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Μὲ τὸν ψαλμικὸ στίχο μετατίθεται το
κέντρο βάρους ἀπὸ τον ἀμπελώνα, τον ἰδιοκτήτη καὶ τοὺς γεωργοὺς στὸ πρόσωπο του ἀγαπητοῦ
Υἱοῦ. Ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος εἶναι ὁ Χριστὸς (Πράξ. δ' 11. Ρωμ. θ' 33, Α' Πέτρ. β' 6).

Γιὰ μᾶς εἶπε την παραβολή! (στ. 9-11)


Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε την παραβολὴ των κακῶν γεωργῶν, καὶ ἰδίως ὅταν ἄκουσαν την τύχη πού
περιμένει τοὺς κακοποιοὺς καὶ ἐγκληματίες γεωργούς, κατάλαβαν οἱ φαρισαίοι, ὅτι γι' αὐτοὺς
λέχθηκαν ὅλα. Έξωργίσθηκαν. Ἔβραζαν ἀπὸ θυμό! Ἤθελαν νὰ συλλάβουν τὸν Ἰησοῦ καὶ νὰ Τὸν
θανατώσουν. Ἦταν γι' αὐτοὺς πικρὴ ἡ ἀλήθεια. Ἀλλὰ καὶ στὴν περίσταση αὐτὴ φοβήθηκαν το λαό,
πού ἤδη εἶχε δεχθῆ τον Ἰησοῦ ὡς προφήτη, ἄλλοι καὶ ὡς τον Μεσσία. «Καὶ ἐζήτουν αὐτὸν κρατῆσαι,
καὶ ἐφοβήθησαν τον ὄχλον έγνωσαν γὰρ ὅτι πρὸς αὐτοὺς τὴν παραβολὴν εἶπε. Καὶ ἀφέντες αὐτὸν
ἀπῆλθον» (στ. 12). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ύστερα ἀπὸ αὐτὰ τα λόγια ζητοῦσαν οἱ ἐχθροὶ
Του νὰ Τὸν συλλάβουν, γιατὶ κατάλαβαν, ὅτι γι' αὐτοὺς τὴν εἶπε την παραβολή. Φοβήθηκαν ὅμως
το λαὸ καὶ ἔτσι Τὸν ἄφησαν νὰ φύγη».
Ἀνάξιοι φαινόμαστε τῶν δωρεῶν του Θεοῦ. Ἀνάξιοι ἀκόμα καὶ νὰ κατοικοῦμε στὸν ἐπίγειο
παράδεισο, ποῦ λέγεται γῆ. Γι' αὐτὸ καὶ μεταβάλλουμε τον παράδεισο σὲ κόλασι!
Ἀνάξιοι της ἀγάπης του Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ θιγόμαστε, ὅπως οἱ φαρισαῖοι. Καὶ γιὰ μᾶς τα λέει
αὐτά! Ναὶ γιὰ μας. Δὲν Τὸν θέλουμε, ἀλλὰ καὶ Τὸν βρίζουμε. Δὲν Τὸν δεχόμαστε, ἀλλὰ καὶ Τὸν
περιφρονοῦμε. Δὲν Τὸν λατρεύουμε, ἀλλὰ καὶ Τὸν κακοποιοῦμε. Οἱ κακοὶ γεωργοὶ ἦσαν
σφετεριστὲς ξένης περιουσίας. Το ἴδιο καὶ μεῖς. Λὲς καὶ εἶναι «τσιφλίκι» μας τούτη ἡ ζωή. Γινόμαστε
καταστροφεῖς του ἔργου του Θεοῦ.
Οἱ κακοὶ γεωργοὶ προέβησαν στὸ ἔσχατο ἔγκλημα. Σκότωσαν τον Υἱὸ του Κυρίου του ἀμπελῶνος,
τὸν Υἱὸ του Θεοῦ, τον Ἰησοῦ Χριστό. Τὸν κακοποίησαν. Τὸν σταύρωσαν.
-Αὐτὸς εἶναι! Μπρὸς νὰ Τὸν σκοτώσουμε!...
Κάπως ἔτσι σκεπτόμαστε καὶ ἐνεργοῦμε, ὅταν ἕνα παιδὶ τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζεται. Εἶναι
κληρονόμος της αἰωνίου ζωῆς. Οἱ περισσότεροι ὅμως δὲν το θέλουν!
-Αὐτὸ εἶναι, ποῦ ὅσο ζῆ, ἐμεῖς δὲν θὰ μποροῦμε νὰ καλοπερνᾶμε. Μπρός, λοιπόν, ἂς το
σκοτώσουμε προτοῦ νὰ γεννηθῆ!
Μὲ τοὺς κακοὺς γεωργοὺς της παραβολῆς μοιάζουν μυριάδες γονεῖς. Παίρνουν ἀπὸ κοινοῦ την
ἀπόφασι: «Δεῦτε αποκτείνωμεν αὐτόν». Καὶ σκοτώνουν τον Χριστό, ἀφοῦ κάθε παιδὶ εἶναι ἕνας
μικρὸς Χριστός. Ἡ υιοκτονία της παραβολῆς εἶναι ἡ Χριστοκτονία των Ἰουδαίων, πού λέγεται
σταύρωσις. Καὶ ἡ Χριστοκτονία των κακῶν χριστιανῶν σήμερα εἶναι ἡ βρεφοκτονία, πού λέγεται
ἔκτρωσις!
Ὁ Χριστός, κατὰ την παραβολή, ὅσο κι ἂν ἀποδοκιμάζεται, θὰ εἶναι ο λίθος γιὰ τη νέα οἰκοδομὴ.
Καὶ νέα οἰκοδομὴ θὰ εἶναι ὅσοι μετὰ τη δικὴ μας ἀποδοκιμασία ὑποδέχονται τον Χριστὸ ὡς Σωτήρα
καὶ Λυτρωτὴ. Τὸ Ἀμπέλι, ἡ Ἐκκλησία, δὲν ξερριζώνεται. «Ἄλλοις δώσει τὸν Ἀμπελώνα» ὁ Γεωργός.
Σὲ ἄλλους θὰ χαρίση τη βασιλεία Του.

13 Καὶ ἀποστέλλουσι πρὸς αὐτόν τινας τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν ῾Ηρῳδιανῶν ἵνα αὐτὸν ἀγρεύσωσι

λόγῳ. 14 οἱ δὲ ἐλθόντες λέγουσιν αὐτῷ· διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ καὶ οὐ μέλει σοι περὶ
οὐδενός· οὐ γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ἀληθείας τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ διδάσκεις.
εἶπον οὖν ἡμῖν· ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἢ οὔ; δῶμεν ἢ μὴ δῶμεν; 15 ὁ δὲ εἰδὼς αὐτῶν τὴν
ὑπόκρισιν εἶπεν αὐτοῖς· τί με πειράζετε; φέρετέ μοι δηνάριον ἵνα ἴδω· 16 οἱ δὲ ἤνεγκαν. καὶ λέγει
αὐτοῖς· τίνος ἡ εἰκὼν αὕτη καὶ ἡ ἐπιγραφή; οἱ δὲ εἶπον· Καίσαρος. 17 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν
αὐτοῖς· ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ· καὶ ἐθαύμασαν ἐπ᾿ αὐτῷ.

Φόρος στὸ κράτος (στ. 13-14)


Πανοῦργος ὁ τρόπος, πού ἐνεργοῦν οἱ ἐχθροὶ του Ἰησοῦ.
Καὶ μάλιστα ἐχθρικὲς θρησκευτικὲς μεταξὺ τους παρατάξεις συνασπίζονταν κατὰ του Ἰησοῦ. Τὸν
πλησίαζαν καὶ ἀπηύθυναν ἐρωτήσεις, ποῦ ἦσαν παγίδες. Ἕνα τοὺς ἐνδιέφερε, νὰ παγιδεύουν τον
Χριστό, ὥστε μὲ κάποια ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις Του νὰ Τὸν στιγμάτιζαν καὶ νὰ Τὸν ἐξέθεταν. Τὸ σκοπὸ
αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος τὸν ἐπισημαίνει μὲ τὸ «ἴνα άγρεύσωσι λόγω». Ἕνα λεξίδιο
ἐπιζητοῦσαν, γιὰ νὰ τὸ κάνουν ξιφίδιο κατὰ του Ἰησοῦ. Δὲν γνώριζαν ὅμως, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἦταν
ἁπλῶς εὐφυής. Ἦταν πάνσοφος. Γνώριζε τον τρόπο νὰ ἀπαντᾶ, νὰ ἀποστομώνη, ἤ καὶ νὰ σιωπᾶ,
ὅταν δὲν ἄξιζε ἤ δὲν ἔπρεπε ν' ἀπαντήση.
Ας παρακολουθήσουμε το πὼς καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος παρουσιάζει το διάλογο των ἐχθρῶν
μὲ τὸν Ἰησοῦ σχετικὰ μὲ την ὑποχρέωση του φόρου: «Καὶ αποστέλλουσι πρὸς αὐτὸν τίνας των
Φαρισαίων καὶ των Ηρωδιανὼν ἴνα αὐτὸν άγρεύσωσι λόγω. Οἱ δὲ ἐλθόντες λέγουσιν αυτὼ
Διδάσκαλε, οίδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἰ καὶ οὐ μέλει σόι περὶ οὐδενὸς οὐ γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον
ἀνθρώπων, ἀλλ' ἐπ' ἀληθείας την ὁδὸν του Θεοῦ διδάσκεις. Εἶπον οὺν ἡμῖν: "Έξεστι δοῦναι κήνσον
Καίσαρι ἤ οὐ; Δώμεν ἤ μὴ δωμεν;» (στ. 13-14). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἔστειλαν στὸν
Ἰησοῦ μερικοὺς Φαρισαίους καὶ Ηρωδιανούς, γιὰ νὰ Του στήσουν παγίδα μὲ έρωτήσεις. Ἔρχονται,
λοιπόν, καὶ Του λένε: “Διδάσκαλε, ξέρουμε, ὅτι λὲς την ἀλήθεια καὶ κανέναν δὲν φοβᾶσαι, διότι
δὲν ὑπολογίζεις σὲ πρόσωπα ἀνθρώπων, ἀλλὰ διδάσκεις ἀληθινὰ το δρόμο του Θεοῦ. Πὲς μας
λοιπὸν: Ἐπιτρέπεται νὰ δίνουμε φόρο στὸν Καίσαρα ἤ ὄχι; Νὰ δώσουμε ἤ νὰ μὴ δώσουμε;”».
Ἡ καταβολὴ του κεφαλικοῦ φόρου στοὺς Ρωμαίους ἀποτελοῦσε βασικὴ ὑποχρέωση των
ὑποτελῶν. Οἱ Ἰουδαῖοι μὲ ἀπροθυμία καὶ μίσος ἐκτελοῦσαν αὐτὴ την ὑποχρέωση καὶ ὑπῆρχαν
διαφορετικὲς τοποθετήσεις ἔναντι της φορολογίας. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σχετίζει τὶς δύο
ἀποτυχημένες ἐπαναστάσεις του Θευδὰ καὶ του Ἰούδα του Γαλιλαίου (Πράξ. ε' 36-37), μὲ
αντιφορολογικὸ κίνημα. Λέει: «Ἐπειδὴ εἶδον, ὅτι οἱ πρὸ τούτου διὰ τοῦτο ἀπέθανον, οἱ περὶ
Θευδὰν καὶ Ἰούδαν, ὡς ἀποστασίαν μελετήσαντες, έβούλοντο καὶ αὐτὸν διὰ των λόγων τούτων εἰς
τοιαύτην ὑποψίαν έμβαλεὶν» (Ε.Π.Ε. 11,708-710). Μετάφρασις: «Έπειδὴ γνώριζαν οἱ Ηρωδιανοὶ
καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ὅτι οἱ ὀπαδοὶ του Θευδὰ καὶ του Ἰούδα, πού ἔζησαν πρὶν ἀπὸ τον Ἰησοῦ, ὅτι ἐξ
αἰτίας αὐτοῦ θανατώθηκαν, ἐπειδὴ δηλαδὴ ἐπεχείρησαν ἀποστασία, ἤθελαν καὶ τὸν Ἰησοῦ μὲ το
ἐρώτημα περὶ φορολογίας νὰ Τὸν μπλέξουν σὲ μία παρόμοιου εἴδους ὑποψία».
Στὴ συγκεκριμένη περίπτωση ἐπισημαίνονται τρία ἐπιμέρους δεδομένα, ποῦ σκιαγραφοῦν το
μέγεθος της ἐχθρότητας κατὰ του Ἰησοῦ:
Το πρῶτο εἶναι ἡ ταυτότητα αὐτῶν πού θέτουν το ἐρώτημα. Ἀνήκουν στοὺς Φαρισαίους καὶ
τοὺς Ηρωδιανοῦς. Ἡ συνύπαρξης τους τονίζει την ἀσυμφιλίωτη ἀντίθεσὶ τους μὲ τὸν Χριστό.
Το δεύτερο εἶναι ἡ πληροφορία γιὰ το σχέδιο πού ἐξυπηρετεῖ ἡ συζήτησις. «Ἴνα αὐτὸν
άγρεύσωσι λόγω».
Ἀπὸ το ἕνα μέρος τον κολακεύουν ὡς «Διδάσκαλο ἀληθινὸ καὶ ἀπροσωπόληπτο», καὶ ἀπὸ το
ἄλλο Του στήνουν παγίδα γιὰ ἀσήμαντο θέμα. Ὅταν ἔχης ἕνα γιατρό, ποῦ μπορεῖ νὰ θεραπεύση
την καρδιά, δὲν τὸν ρωτᾶς γιὰ ἕνα μικρὸ σπυράκι. Οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Ηρωδιανοί, ἂν Τὸν
ἀναγνώριζαν γιὰ ἀληθινὸ Διδάσκαλο, θὰ ἔσπευδαν νὰ Τὸν ρωτήσουν γιὰ θέματα σωτηρίας, ὄχι γιὰ
θέματα οἰκονομίας καὶ φορολογίας. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Νῦν τιμᾶτε καὶ διδάσκαλος
νομίζετε, ἐν οἷς τα περὶ της σωτηρίας ὑμῶν διελέγετο καταφρονήσαντες καὶ ὑβρίσαντες πολλάκις»
(Ε.Π.Ε. 11,712). Μετάφρασις: «Τώρα τιμᾶτε καὶ θεωρεῖτε διδάσκαλο Ἐκείνον, πού ὅταν σας μιλοῦσε
γιὰ τη σωτηρία σας, Τὸν περιφρονούσατε καὶ πολλὲς φορὲς Τὸν βρίζατε».
Τὸ τρίτο εἶναι το ἐρώτημα καθ' ἑαυτό, πού θέτουν στὸν Ἰησοῦ οἱ Φαρισαῖοι. «Έξεστι δοῦναι
κήνσον Καίσαρι ἤ οὐ; Δώμεν ἤ μὴ δώμεν;». Το ἐρώτημα ἔχει σχεδιασθῆ μὲ έκπληκτικὴ πανουργία.
Μιὰ ἀπάντησις του Ἰησοῦ, θετικὴ ἤ ἀρνητική, θὰ Τὸν ἔφερνε σὲ δυσχερὴ θέσι! Εἶχαν φονικὴ διὰ -
θέσι γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ πίστευαν, ὅτι θὰ Τὸν παγίδευαν, ὅτι εἶναι ἐχθρὸς του Καίσαρα (ἄλλωστε
αὐτὸ θὰ ποῦν ἀργότερα καὶ στὸν Πιλάτο - Ιωάν. ιθ' 12).
Ἡ τιμητικὴ προσφώνησις «Διδάσκαλε» καὶ ἡ κολακεία «οίδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἰ» χαρακτηρίζονται
ἀπὸ τον Ἰησοῦ στὴ συνέχεια ὡς ὑπόκρισις. Ἐνῶ ἦσαν γεμάτοι θυμὸ καὶ κακοήθεια, μὲ ψεύτικη
εὐγένεια καὶ κολακεία ἀπευθύνονται στὸν Ἰησοῦ. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Δώμεν Καίσαρι
κήνσον, ἤ μὴ δώμεν;”. Οὕτω θυμοῦ μὲν ἔπνεον καὶ ώδινον ἐπιβουλήν, ὑπεκρίνοντο δὲ θεραπείαν»
(Ε.Π.Ε. 11,712).
Μετάφρασις: «“Νά πληρώνουμε φόρο στὸν Καίσαρα ἤ νὰ μὴ πληρώνουμε;”. Ἔτσι ἦσαν μὲν
γεμάτοι ἀπὸ θυμὸ καὶ φούντωνε ἡ συκοφαντικὴ τους διάθεσις, ἀλλὰ ὑποκρίνονταν ὑποταγὴ».

Ὑποχρεώσεις καὶ στὸ κράτος καὶ στὸν Θεὸ (στ. 15-16)


Ἡ ἀπάντησις του Ἰησοῦ δὲν δικαιώνει τὶς προθέσεις αὐτῶν ποῦ ἔθεσαν το ἐρώτημα. Ἀπεναντίας
μάλιστα προκαλεῖ το θαυμασμὸ τους. Στὸν Καίσαρα θὰ πρέπη νὰ ἀποδοθῆ τὸ νόμισμα. Δὲν μπορεῖ
ὅμως νὰ ζητήση (ὁ Καῖσαρ) τίποτα ἄλλο ἀπὸ τον ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς ὄντως ἔχει ἀπόλυτη ἀπαίτησι
ἀπὸ τον ἄνθρωπο ὡς σύνολο. Ὁ Καῖσαρ μπορεῖ νὰ ἀπαιτῆ φόρο, ὄχι ὅμως καὶ λατρεία, ἡ ὁποία
ἀνήκει μόνο στὸν Θεό. «Ὁ δὲ ειδὼς αὐτῶν τὴν ὑπόκρισιν είπεν αυτοὶς· Τὶ μὲ πειράζετε; Φέρετὲ μοι
δηνάριον ἴνα ἴδω. οἱ δὲ ήνεγκαν. καὶ λέγει αυτοὶς· Τίνος ἤ εἰκὼν αὕτη καὶ ἡ ἐπιγραφή; Οἱ δὲ εἶπον
Καίσαρος. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς είπεν αυτοὶς: Απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι καὶ τα τοῦ Θεοῦ τῷ
Θεῶ. Καὶ ἐθαύμασαν ἐπ' αυτὼ» (στ. 15-16). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ Ἰησοῦς γνωρίζοντας
την ὑποκρισία τους, τους εἶπε: “Γιατί μὲ πειράζετε; Φέρτε μου ἕνα δηνάριο νὰ τὸ δώ”. Καὶ του
ἔφεραν. Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: «Τίνος εἶναι ἡ εἰκόνα αὐτὴ καὶ ἡ επιγραφή;”. Καὶ του εἶπαν: «Του
Καίσαρος”. Τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: “Να δώσετε στὸν αὐτοκράτορα (στὸ κράτος) ό,τι ἀνήκει στὸν
αὐτοκράτορα, καὶ στὸν Θεὸ ὅ, τὶ ἀνήκει στὸν Θεό”. Καὶ ἔμειναν κατάπληκτοι μὲ την ἀπάντηση Του».
Τὸ ἀργυρὸ Ρωμαϊκὸ δηνάριο κατὰ τοὺς χρόνους του Χριστοῦ στὴ μιὰ ὄψι ἔφερε την εἰκόνα του
αὐτοκράτορα Τιβερίου μὲ δάφνινο στεφάνι καὶ την ἐπιγραφὴ: «Τιβέριος Καῖσαρ, του θεϊκοῦ
Αὐγούστου υἱός, Αὔγουστος». Καὶ στὴν ἄλλη την ἐπιγραφὴ: «Μέγιστος ἀρχιερέας», καθὼς καὶ την
εἰκόνα της ένθρονης μητέρας του μὲ σκῆπτρο στὸ δεξὶ χέρι καὶ κλαρὶ εληὰς στὸ ἀριστερό.
Δὲν ὀφείλουμε στὸν Καίσαρα, στὸ κράτος, τα πάντα.
Οὔτε καὶ στοὺς συγγενεῖς μας καὶ τοὺς φίλους μας. Στὸν καθένα ἔχουμε συγκεκριμένη ἀγάπη,
εὐγνωμοσύνη, ἀλλὰ καὶ ὀφειλὴ. Στὸν Θεὸ ὅμως ὀφείλουμε τα πάντα. Στὸ κράτος ὀφείλουμε το
φόρο μας, ἀρκεῖ βέβαια καὶ το κράτος νὰ μὴν εἶναι ὑπερβολικὸ καὶ καταπιεστικό, κάποτε καὶ
ληστρικό, στὴν φορολογία. Κανένας δὲν ἀπαλλάσσεται ἀπὸ κάποιο φόρο, ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος ὁ
Χριστός, ὁ ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τη φορολογία της ἁμαρτίας καὶ ἀπὸ ὁποιαδήποτε καταπίεση του
κράτους, ἔδωσε το νενομισμένο φόρο (Ματθ. ιζ' 27). Ἄν δὲν εἴχαμε τοὺς φοροφυγάδες καὶ ἂν οἱ
φόροι ἦσαν δίκαιοι, δὲν θὰ ὑπῆρχε οἰκονομικὴ κρίσις, ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ βιώναμε την τόση κοινωνικὴ
ἀδικία.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, μιλώντας γιὰ την ὑποχρέωσι σὲ ἀνθρώπους καὶ γιὰ την ὑποχρέωσι στὸν
Θεό, λέει: «“Και τα του Θεοῦ τῷ Θεώ”. Έξεστι γὰρ ανθρώποις τα αὐτῶν πληροῦν, καὶ Θεῶ διδόναι
τα τῷ Θεῶ παρ' ἡμῶν ὀφειλόμενα. Διὸ καὶ Παυλὸς φησιν: “Απόδοτε πᾶσι τὰς ὀφειλὰς: τῷ τὸν
φόρον, τὸν φόρον τῷ τὸ τέλος, το τέλος τῷ τὸν φόβον, τὸν φόβον” (Ρωμ. ιγ' 7). Σὺ δὲ ὅταν ἀκούσης
«απόδος τὰ του Καίσαρος Καίσαρι”, ἐκεῖνα γίνωσκε λέγειν αὐτὸν μόνον, τα μηδὲν τὴν εὐσέβειαν
παραβλάπτοντα ὡς ἂν τὶ τοιοῦτον ἤ, οὐκέτι Καίσαρος, ἀλλὰ του διαβόλου φόρος ἐστὶ καὶ τέλος το
τοιοῦτον» (Ε.Π.Ε. 11,714-716).
Μετάφρασις: «“Τα ὀφειλόμενα στὸν Θεό, νὰ τα ἀποδώσετε στὸν Θεό”». Διότι εἶναι θεμιτὸν καὶ
πρὸς τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐκπληρώνη κανεὶς τὶς ὑποχρεώσεις του καὶ στὸν Θεὸ νὰ δίνουμε ὅσα Του
ὀφείλουμε. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος λέει: “Νά ἀποδίδετε πρὸς ὅλους τὶς ὀφειλὲς σας. Σ' ἐκείνον ποῦ
ὀφείλετε το φόρο, νὰ δίνετε το φόρο σ' ἐκείνον ποῦ ὀφείλετε το δασμό, νὰ δίνετε το δασμὸ σ'
ἐκείνον ποῦ ὀφείλετε το φόβο, νὰ δίνετε το φόβο”. Ἐσὺ ὅμως, ὅταν ἀκούσης “απόδωσε τὰ του
Καίσαρος στὸν Καίσαρα”, γνώριζε, ὅτι ὁ Παῦλος παραγγέλλει νὰ δίνουμε ἐκεῖνα μόνο, ποῦ δὲν
παραβλάπτουν την εὐσέβεια. Διότι, ἂν συμβαίνη κάτι τέτοιο, αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ ὀφειλὴ πρὸς τὸν
Καίσαρα, ἀλλὰ φόρο στὸ διάβολο!».

Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία (στ. 17)


Καίσαρας καὶ Θεός! Κράτος καὶ Χριστός! Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία! Δύο θεσμοί, λένε μερικοί. Δὲν
κυριολεκτοῦν. Οὐρανὸς καὶ γῆ δὲν εἶναι παράλληλοι θεσμοί. Εἶναι δύο ξεχωριστὰ «κράτη», δυὸ
ξεχωριστὲς «βασιλεῖες». Το κράτος του Θεοῦ καὶ το κράτος της πολιτικῆς ἐξουσίας. Διακριτοὶ οἱ
ρόλοι. Ἔχουμε ὑποχρεώσεις στὸν Καίσαρα, στὸ κράτος, σὲ ὅσα βέβαια το κράτος δὲν θίγει την πίστι
μας καὶ τὶς αἰώνιες ἠθικὲς ἀξίες. Ἔχουμε ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ οἱ ὑποχρεώσεις μας εἶναι ἡ τέλεια
ὑπακοὴ σ' Αὐτόν. Ἔτσι ἂς δοῦμε καὶ την ἀπόκριση του Κυρίου: «Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς είπεν
αυτοὶς: Απόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ του Θεοῦ τῷ Θεῶ. Καὶ ἐθαύμασαν ἐπ' αυτὼ» (στ. 17).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε: “Νά δώσετε στὸν αὐτοκράτορα
(στὸ κράτος) ό,τι ἀνήκει στὸν αὐτοκράτορα, καὶ στὸν Θεὸ ό,τι ἀνήκει στὸν Θεό”. Καὶ ἔμειναν
κατάπληκτοι μὲ την ἀπάντηση Του».
Ὁ Χριστὸς ὄχι μόνο ἐπιβάλλει νὰ εἴμαστε ἐν τάξει στὶς οἰκονομικὲς καὶ ἄλλες νομικὲς
ὑποχρεώσεις στὸ κράτος, ὅταν βέβαια το κράτος δὲν αντινομοθετὴ στὸ αἰώνιο εὐαγγέλιο, ἀλλὰ καὶ
ἐπηρεάζει ἀρνητικὰ την ὅλη δομὴ του κράτους. Ἡ παρουσία της Ἐκκλησίας ἔχει μεγάλη
σπουδαιότητα γιὰ την πολιτικὴ ζωή, γιατὶ ἐμποδίζει το κράτος νὰ παραβιάζη βασικὲς ἀρχὲς
ἐλευθερίας καὶ ἰσότητας καὶ νὰ γίνεται ἄδικο ἤ καὶ ὁλοκληρωτικό. Ἐννοεῖται βέβαια, ὅτι καὶ ἡ
Ἐκκλησία δὲν παραβιάζει το δικὸ της χαρακτήρα, ποῦ εἶναι ἡ πνευματικὴ ἐξουσία καὶ δὲν
ὑποκαθιστᾶ στὴν πολιτικὴ ἐξουσία το κράτος.
Ἡ ἐντολὴ του Χριστοῦ «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν» δὲν ἐπιτρέπει νὰ ὑποβιβάζουμε το
εὐαγγέλιο στὸ ἐπίπεδο της κομματικῆς διαιρέσεως ἤ της διανομῆς των ὑλικῶν ἀγαθῶν. Μποροῦμε
ὅμως νὰ ἐλέγξουμε την ἀδικία, ζῶντας μὲ ἔνταση, γιὰ νὰ διαφυλάξουμε τη δικαιοσύνη πρὸς ὅλους.
Ἡ διάκρισις των ὑποχρεώσεὼν μας ἔναντι του κοσμικοῦ κράτους καὶ του κράτους του Θεοῦ, δὲν
ἐμποδίζει τα μέλη της Ἐκκλησίας νὰ κατεβαίνουν στὴν πολιτικὴ καὶ νὰ ἀναλαμβάνουν πολιτικὰ
ἀξιώματα. Ἔτσι ἐπηρεάζουν καὶ το κράτος, γιὰ νὰ μὴ καταντήση πέρα ὡς πέρα ἄθεο καὶ ἀνήθικο.
Ὑποχρέωσὶς μας στὸν Καίσαρα εἶναι νὰ δίνουμε το λελογισμένο φόρο. Ἀλλὰ πολὺ σπουδαιότερη
ὑποχρέωσὶς μας ἀπέναντι στὸ κράτος εἶναι νὰ ὑψώνουμε τη φωνὴ μας καὶ νὰ διαμαρτυρόμαστε
γιὰ τὶς ἀδικίες καὶ γιὰ τὶς υπερφορολογήσεις, ἀλλὰ καὶ γιὰ τα ἀντιχριστιανικὰ νομοθετήματὰ του.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι οὐραγὸς του Κράτους, πολὺ περισσότερο δὲν επευλογεὶ ἄμεσα ἤ ἔμμεσα
κρατικοὺς παράγοντες, ποῦ ζοῦν παράνομα καὶ ἐξωθοῦν το ἔθνος πρὸς τὴν ἀθεϊστικὴ καταστροφή.

18 Καὶ ἔρχονται Σαδδουκαῖοι πρὸς αὐτόν, οἵτινες λέγουσιν ἀνάστασιν μὴ εἶναι, καὶ ἐπηρώτων
αὐτὸν λέγοντες· 19 διδάσκαλε, Μωϋσῆς ἔγραψεν ἡμῖν ὅτι ἐάν τινος ἀδελφὸς ἀποθάνῃ καὶ καταλίπῃ
γυναῖκα, καὶ τέκνα μὴ ἀφῇ, ἵνα λάβῃ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἐξαναστήσῃ σπέρμα
τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. 20 ἑπτὰ οὖν ἀδελφοὶ ἦσαν. καὶ ὁ πρῶτος ἔλαβε γυναῖκα, καὶ ἀποθνῄσκων οὐκ
ἀφῆκε σπέρμα. 21 καὶ ὁ δεύτερος ἔλαβεν αὐτήν, καὶ ἀπέθανε, καὶ οὐδὲ αὐτὸς οὐκ ἀφῆκε σπέρμα.
καὶ ὁ τρίτος ὡσαύτως. 22 καὶ ἔλαβον αὐτὴν οἱ ἑπτά, καὶ οὐκ ἀφῆκαν σπέρμα. ἐσχάτη πάντων
ἀπέθανε καὶ ἡ γυνή. 23 ἐν τῇ οὖν ἀναστάσει, ὅταν ἀναστῶσι, τίνος αὐτῶν ἔσται γυνή; οἱ γὰρ ἑπτὰ
ἔσχον αὐτὴν γυναῖκα. 24 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐ διὰ τοῦτο πλανᾶσθε μὴ εἰδότες
τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ; 25 ὅταν γὰρ ἐκ νεκρῶν ἀναστῶσιν, οὔτε γαμοῦσιν οὔτε
γαμίζονται, ἀλλ' εἰσὶν ὡς ἄγγελοι οἱ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 26 περὶ δὲ τῶν νεκρῶν ὅτι ἐγείρονται, οὐκ
ἀνέγνωτε ἐν τῇ βίβλῳ Μωϋσέως, ἐπὶ τοῦ βάτου πῶς εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεὸς λέγων, ἐγὼ ὁ Θεὸς ᾿Αβραὰμ
καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ιακώβ; 27 οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων· ὑμεῖς οὖν πολὺ
πλανᾶσθε.

Σαδδουκαίοι αρνούνται την ανάστασι (στ. 18-19)


Γιὰ πρώτη φορὰ ἐμφανίζονται οἱ Σαδδουκαίοι νὰ ἐνισχύουν το μέτωπο των Ἰουδαίων ἀρχόντων
κατὰ του Χριστοῦ. Ως ἀρνητὲς της πίστεως στὴν ἀνάστασι προσπαθοῦν ἀντιτιθέμενοι τόσο στοὺς
Φαρισαίους, ὅσο καὶ στὸν Ἰησοῦ, νὰ γελοιοποιήσουν την πίστι αὐτὴ μὲ κάποια πλαστὴ ἀπίθανη
περίπτωση, κατὰ την ὁποία ἑπτὰ ἀδελφοὶ εἶχαν παντρευτῆ την ἴδια γυναίκα, ὁ καθένας μετὰ το
θάνατο του ἄλλου ἀδελφοῦ, σύμφωνα μὲ τη διάταξη του Δευτερονομίου (κε' 5-10). «Καὶ ἔρχονται
Σαδδουκαίοι πρὸς αὐτόν, οἵτινες λέγουσιν ἀνάστασιν μὴ εἶναι, καὶ επηρώτων αὐτὸν λέγοντες:
Διδάσκαλε, Μωϋσὴς έγραψεν ἡμῖν ὅτι ἐὰν τίνος ἀδελφὸς ἀποθάνη καὶ καταλίπη γυναίκα, καὶ τέκνα
μὴ άφη, ἴνα λάβη ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναίκα αὐτοῦ καὶ εξαναστήση σπέρμα τῷ αδελφὼ αὐτοῦ»
(στ. 18-19). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἐπίσης ἔρχονται στὸν Ἰησοῦ Σαδδουκαίοι, πού
ἰσχυρίζονταν ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνάστασις. Καὶ Τὸν ρωτᾶνε: “Διδάσκαλε, ὁ Μωυσῆς μας ἄφησε
γραπτὴ ἐντολὴ, ἂν κάποιου πεθάνη ὁ ἀδελφὸς καὶ ἀφήση γυναίκα χωρὶς νὰ κάνη παιδί, νὰ πάρη ὁ
ἀδελφὸς του τη χήρα καὶ νὰ κάνη ἀπογόνους γιὰ τὸν νεκρὸ ἀδελφὸ του”».
Τὶ ἦσαν οἱ Σαδδουκαίοι; Μιὰ Ἰουδαϊκὴ αἵρεσις, ἡ πιὸ ὑλιστική, ἀφοῦ περιόριζαν τα πάντα σὲ
τούτη τη ζωή, στὸ «Φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Πρώτη φορὰ στὸν Μάρκο
ἀναφέρονται στὸ σημεῖο ἐδῶ. Ἀλλὰ καὶ σ' ὅλη την Καινὴ Διαθήκη σπανίως μνημονεύονται. Ἦταν
μικρὴ μειονότητα Ἰουδαίων, πού ἀπετελεῖτο κυρίως ἀπὸ πλουσίους καὶ ἀνθρώπους της λεγομένης
ἀνωτάτης τάξεως. Ἠρνοῦντο την ἀθανασία της ψυχῆς, δὲν δέχονταν οὔτε την ὕπαρξι ἀγγέλων ἤ
πνευμάτων. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τίνες εἰσὶν οὗτοι; Αἵρεσις Ἰουδαίων ἑτέρα παρὰ τοὺς
Φαρισαίους, κακείνων πολὺ καταδεεστέρα, λέγουσα μὴ εἶναι ἀνάστασιν, μήτε ἄγγελον, μήτε
πνεῦμα. Παχύτεροι γὰρ τίνες οὗτοι καὶ περὶ τα σωματικὰ έπτοημένοι» (Ε.Π.Ε. 11,716).
Μετάφρασις: «Ποῖοι ἦσαν αὐτοὶ οἱ Σαδδουκαίοι; "Ἄλλη Ἰουδαϊκὴ αἵρεσις παραπλήσια της
αἱρέσεως των Φαρισαίων, κατὰ πολὺ κατώτερη ἀπὸ αὐτήν. Δὲν πίστευαν οὔτε στὴν ἀνάστασι οὔτε
σὲ ἀγγέλους οὔτε σὲ πνεύματα. Διότι αὐτοὶ ἦσαν περισσότερο ὑλιστὲς καὶ προσκολλημένοι στὰ
σαρκικὰ πράγματα».
Ἐνῶ δὲν πίστευαν στὴν ἀνάσταση των νεκρῶν καὶ στὴν αἰώνια ζωή, γιὰ νὰ γελοιοποιήσουν την
ἀνάστασι καὶ νὰ διασύρουν την ἀλήθεια της αἰώνιας ζωῆς, ἔπλασαν ἕνα παραμύθι μὲ ἑπτὰ
ἀδελφούς, πού ὅλοι τους άλλεπάλληλα πῆραν γιὰ σύζυγο την ἴδια γυναίκα. Ὁ ἕνας μετὰ τον ἄλλον
πέθαιναν, καὶ ἡ γυναίκα, κατὰ τὸ Μωσαϊκὸ νόμο, εἶχε δικαίωμα νὰ νυμφεύεται τον ἀδελφὸ του.
Ἔτσι καὶ οἱ ἑπτὰ δὲν εἶχαν σπέρμα γιὰ γονιμοποίησι. Όταν θὰ γίνη ἡ ἀνάστασις, ἡ γυναίκα τίνος
ἀπὸ τους ἑπτὰ θὰ εἶναι σύζυγος;

Ἀπίθανο παράδειγμα (στ. 20-23)


Τὸ παράδειγμα, πού παρουσίασαν οἱ Σαδδουκαίοι, δὲν ἦταν ἁπλῶς ἀπίθανο. Ἦταν καὶ
σαδιστικὰ διακωμωδιστικὸ καὶ σεξουαλικὰ αἰσχρό. Μὲ μία λέξι ἦταν προκλητικό. «Ἑπτὰ οὺν
ἀδελφοὶ ἦσαν. Καὶ ὁ πρῶτος ἔλαβε γυναϊκα, καὶ ἀποθνήσκων οὺκ ἄφηκε σπέρμα. Καὶ ὁ δεύτερος
έλαβεν αὐτήν, καὶ άπέθανε, καὶ ούδὲ αὐτὸς οὺκ ἄφηκε σπέρμα. Καὶ ὁ τρίτος ώσαύτως. Καὶ ἔλαβον
αὐτὴν οἱ ἑπτά, καὶ οὐκ ἄφηκαν σπέρμα. Ἐσχάτη πάντων ἀπέθανε καὶ ἡ γυνή. Ἐν τη οὺν αναστάσει,
ὅταν αναστώσι, τίνος αὐτῶν έσται ἤ γυνή; Οἱ γὰρ ἑπτὰ ἔσχον αὐτὴν γυναίκα» (στ. 20-23). Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἦταν λοιπὸν κάποτε ἑπτὰ ἀδελφοί. Καὶ ὁ πρῶτος πῆρε μιὰ γυναίκα καὶ
πέθανε χωρὶς νὰ ἀφήση ἀπόγονο. Τὴν πῆρε ὕστερα ὁ δεύτερος καὶ πέθανε κι αὐτὸς χωρὶς νὰ
ἀφήση ἀπόγονο. Το ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τον τρίτο. Τελικὰ την πῆραν γυναίκα τους καὶ οἱ ἑπτὰ χωρὶς
νὰ ἀφήσουν ἀπογόνους! Λοιπόν, τὶ λές; Κατὰ την ἀνάσταση, ὅταν θὰ ἀναστηθοῦν καὶ οἱ ἑπτά, τίνος
ἀπὸ αὐτοὺς θὰ εἶναι γυναίκα; Διότι καὶ οἱ ἑπτὰ την εἶχαν πάρει γυναίκα”».
Ὅσο καὶ ἂν σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις στὴν Παλαιὰ Διαθήκη γινόταν ἀνεκτὴ κάποια μορφὴ
πολυγαμίας, τὸ νὰ πάρη μιὰ γυναίκα ἑπτὰ ἄντρες, καὶ μάλιστα ἀδέρφια, αὐτὸ ἦταν ἀνέκδοτο
ἀρρωστημένης φαντασίας Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καὶ τίνος ἕνεκεν οὺκ ἔπλασαν (οἱ
Σαδδουκαίοι) δύο ἤ τρεῖς, ἀλλ' ἑπτά; Ὥστε ἐκ περιουσίας κωμωδήσαι, ὼς ώοντο, την ἀνάστασιν»
(Ε.Π.Ε. 11,720). Μετάφρασις: «Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο οἱ Σαδδουκαίοι δὲν ἔπλασαν μὲ τη φαντασία τους
δυὸ ἤ τρεῖς ἀδελφούς, ἀλλὰ ἑπτά; Εἶχαν σκοπὸ νὰ γελοιοποιήσουν, ὅπως νόμιζαν, ὅσο
περισσότερο γινόταν, την ἀνάστασι».
Οἱ Σαδδουκαίοι δὲν μιλᾶνε κατ' εὐθείαν ἐναντίον της ἀναστάσεως των νεκρῶν. Παρουσιάζονται,
ὅτι δῆθεν τὴν δέχονται. Μὲ το ἀπίθανο καὶ ἄθλιο παράδειγμα πού ἀνέφεραν, νόμιζαν ὅτι θὰ
φέρουν σὲ δύσκολη θέσι το Χριστό. Μὴ γνωρίζοντας τη θεία μεγαλειότητα του Ἰησοῦ, ἤθελαν νὰ
παίξουν μαζὶ Του. Τὸ παράδειγμὰ τους ἤ θὰ προκαλοῦσε τα γέλια του κόσμου, ἤ θὰ ἐντυπωσίαζε
ὡς λογικοφανές, ἤ θὰ ἔκανε τον Ἰησοῦ νὰ ἀπαντήση κατὰ τρόπο πού αὐτοὶ πίστευαν ὅτι θὰ
προβλημάτιζε ὡς πρὸς τὴν άνάστασι. Πάντως βαθύτερος σκοπὸς τους ἦταν νὰ διατρανώσουν τὴν
άπιστία τους στὴν ἀνάστασι. Οἱ Σαδδουκαίοι εἶχαν φρονήματα σαρκικά. Καθόλου παράδοξο δὲν
φαίνεται, σαρκικοὶ ἄνθρωποι νὰ σχηματίζουν ψευδεῖς ἀντιλήψεις γιὰ πνευματικὰ καὶ αἰώνια
πράγματα. «Ψυχικὸς ἄνθρωπος οὐ δέχεται τα του Πνεύματος του Θεοῦ, μωρία γὰρ αυτὼ έστι» (Α'
Κορ. β' 14).
Το ἴδιο συμβαίνει καὶ σήμερα μὲ ἀνθρώπους, ποῦ ὄχι ἁπλῶς ἀμφισβητοῦν την αἰώνια ζωὴ καὶ
την ἀνάσταση των νεκρῶν, ἀλλὰ καὶ πλάθουν παραμύθια μὲ το μυαλὸ τους, ἐπιχειρώντας νὰ
γελοιοποιήσουν την ἀθανασία καὶ την αἰωνιότητα, ἤ νὰ μετρήσουν τα ἀμέτρητα μὲ τη μικρὴ τους
λογική, ἤ νὰ παραστήσουν τα ὑπερβατικὰ μὲ γήινα πινέλα. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Λόγον τινὰ
πλάττουσιν (οἱ Σαδδουκαίοι) καὶ πράγμα συντιθέασιν, ὼς έγωγε oίμαι, οὐδὲ γεγενημένον, οιόμενοι
εἰς άπορίαν αὐτὸν εμβαλείν, καὶ θέλοντες ανατρέψαι ἀμφότερα, καὶ το ἀνάστασιν εἶναι καὶ το
τοιαύτην ἀνάστασιν» (Ε.Π.Ε. 11,716-718). Μετάφρασις: «Πλάθουν οἱ Σαδδουκαίοι μιὰ φανταστικὴ
ὑπόθεση. Κατὰ τη γνώμη μου, προβάλλουν κάποιο πράγμα πού δὲν συμβαίνει, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι
θὰ φέρουν τον Ἰησοῦ σὲ ἀμηχανία, καὶ ἐπιδιώκοντας νὰ ἀνατρέψουν καὶ τα δύο: Καὶ το ὅτι θὰ γίνη
ἀνάστασις καὶ ὅτι θὰ εἶναι ἄλλου εἴδους ἡ ἀνάστασις».

Στὸν οὐρανὸ δὲν ὑπάρχουν σαρκικὲς σχέσεις (στ. 24-25).


Στὶς Γραφὲς κατέφευγαν οἱ Σαδδουκαίοι, ἀλλὰ την διαστρέβλωναν. Το ἴδιο κάνουν καὶ οἱ
αἱρετικοὶ ὅλων των αἰώνων. Δὲν θὰ μποροῦσε ἡ Γραφὴ νὰ ἔχη ἕνα τόσο φανταστικὸ καὶ συγχρόνως
αἰσχρὸ παράδειγμα, ἀλλὰ καὶ νὰ παρασιωπᾶ (ἤ Γραφὴ) την ἀνάσταση των νεκρῶν, γιὰ τὴν ὁποία
πλειστάκις μιλάει. Ἀλλὰ καὶ τη δύναμη του Θεοῦ περιόριζαν οἱ Σαδδουκαίοι, ἀπιστώντας στὴν
ἀνάσταση των νεκρῶν. Ἡ ἀνάστασις του Χριστοῦ ἀποτελεῖ την ἐγγύησι, ὅτι ὁ Θεὸς «καὶ ἡμᾶς
εξεγερεὶ» (Α' Κορ. τσ' 14). Θὰ ἀναστήση καὶ μας «κατὰ την ἐνέργειας του δύνασθαι αὐτὸν καὶ
υποτάξαι αὐτὸ τα πάντα» (Φιλιπ. γ' 21). Τα δύο αὐτὰ τονίζει ὁ Ἰησοῦς στὴν ἀπάντηση πρὸς τοὺς
Σαδδουκαίους, τὴ Γραφὴ καὶ τη δύναμη του Θεοῦ. «Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς είπεν αυτοὶς: Οὐ διὰ
τοῦτο πλανᾶσθε, μὴ ειδότες τὰς Γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν του Θεοῦ; Ὅταν γὰρ ἐκ νεκρῶν
αναστώσιν, οὔτε γαμούσιν οὔτε γαμίζονται, ἀλλ' εἰσὶν ὼς ἄγγελοι οἱ ἐν οὐρανοὺς» (στ. 24-25).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «'Ἀποκρίθηκε δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε: “Βρίσκεστε σὲ πλάνη, γιατὶ
δὲν καταλαβαίνετε οὔτε τη Γραφὴ οὔτε τη δύναμη του Θεοῦ. Ὅταν ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί, οὔτε θὰ
νυμφεύωνται οὔτε θὰ παντρεύωνται, ἀλλὰ θὰ ζοῦν ὅπως οἱ ἄγγελοι στὸν οὐρανό».
Στὴν ἀπάντηση Του ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἐπιτιμᾶ γιὰ δυὸ λόγους.
Πρώτον, διότι δὲν γνωρίζουν τὶς Γραφές. ὁ Δεύτερον, διότι παραθεωροὺν τη δύναμη του Θεοῦ.
Ἡ ζωὴ του ἀνθρώπου μετὰ θάνατον εἶναι δῶρο της δυνάμεως του ζωντανοῦ Θεοῦ.
Καὶ στὰ δύο θέματα ἀπαντᾶ ὁ Χριστός.
Πρώτον: Στὸ θέμα των σαρκικῶν σχέσεων. Δὲν κάθεται ὁ Χριστὸς νὰ μετρήση ἕνα, δύο, τρία,
ἕως ἑπτά. Καὶ γιὰ ἕναν ἄνδρα νὰ γινόταν λόγος, καὶ γιὰ ἕνα ἀνδρόγυνο μονογαμικό, καὶ πάλι την
ἴδια ἀπάντηση θὰ ἔδινε: «Ὅταν γὰρ ἐκ νεκρῶν αναστώσιν, οὔτε γαμούσιν οὔτε γαμίζονται, ἀλλ'
εἰσὶν ὼς ἄγγελοι οἱ ἐν οὐρανοῖς». Το σῶμα μὲ την κοινὴ ἀνάστασι θὰ ἐγερθῆ πνευματικὸ καὶ δὲν
θὰ ὑπάρχουν μέσα σ' αὐτὸ σαρκικὲς ἐπιθυμίες πρὸς ἱκανοποίηση. Οἱ χαρὲς καὶ οἱ ἀπολαύσεις της
καταστάσεως ἐκείνης θὰ εἶναι ἁγνὲς καὶ πνευματικὲς καὶ θὰ ἐκπηγάζουν ἀπὸ το γάμο ὅλων μετὰ
του 'Ἀρνίου. Το πὼς θὰ εἶναι το σῶμα μετὰ την κοινὴ ἀνάστασι περιγράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος
στὴν Α' Κορινθίους (ιε' 42-54). Σύνοψὶς του: «Δεϊ τὸ φθαρτὸν ενδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν
ενδύσασθαι ἀθανασίαν» (στ. 53).
Στὴ ζωὴ μετὰ την ἀνάστασι, οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ ἔχουν γαμικὲς σχέσεις. Θὰ ζοῦν ὼς ἄγγελοι. Δὲν
εἶπε ὁ Χριστὸς ὅτι «θὰ εἶναι ἄγγελοι», ἀλλὰ θὰ ὑπάρχουν «ὡς ἄγγελοι». Ἡ διαφορὰ μεταξὺ της
ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως καὶ της ἀγγελικῆς θὰ παραμείνη.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἰ τοίνυν οὐ γαμούσι, περιττὴ ἤ ἐρώτησις. Οὐ μὴν ἐπειδὴ οὐ
γαμούσι, διὰ τοῦτο ἄγγελοι, ἀλλ' ἐπειδὴ ὡς ἄγγελοι, διὰ τοῦτο οὐ γαμούσιν» (Ε.Π.Ε. 11,722).
Μετάφρασις: «Ἄν λοιπὸν μετὰ την ἀνάστασι δὲν θὰ νυμφεύωνται οἱ ἄνθρωποι, ἡ ἐρώτησις των
Σαδδουκαίων εἶναι περιττή. Βέβαια εἶναι ἄγγελοι, ὄχι γιατὶ δὲν νυμφεύονται, ἀλλ' ἐπειδὴ θὰ ζοῦν
ὼς ἄγγελοι, διὰ τοῦτο δὲν θὰ νυμφεύωνται».

Θεὸς ζώντων (στ. 26-27)


Δεύτερον: Ἀπαντᾶ καὶ στὸ θέμα της ἀθανασίας της ψυχῆς καὶ της αἰωνίου ζωῆς. «Περὶ δὲ των
νεκρῶν ὅτι ἐγείρονται, οὐκ ἀνέγνωσε ἐν τη βίβλω Μωϋσέως, ἐπὶ του βάτου πὼς είπεν αυτὼ ὁ Θεὸς
λέγων, Ἐγὼ ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ; Οὺκ έστιν ὁ Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ
ζώντων. Ὑμεῖς οὺν πολὺ πλανᾶσθε» (στ. 26-27). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὅσο γιὰ τοὺς
νεκρούς, ὅτι δηλαδὴ θὰ ἀναστηθοῦν, δὲν διαβάσατε στὸ βιβλίο του Μωϋση, ἐκεῖ ποῦ γίνεται λόγος
γιὰ τη βάτο, ὅτι ὁ Θεὸς του εἶπε: “Εγώ εἶμαι ὁ Θεὸς του Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς του Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς
του Ιακώβ”, “Ο Θεὸς δὲν εἶναι Θεὸς νεκρῶν (ἀνυπάρκτων), ἀλλὰ Θεὸς ζώντων (ὑπαρκτῶν). Ἐσεῖς,
λοιπόν, Σαδδουκαίοι, βρίσκεστε σὲ μεγάλη πλάνη”».
Γιὰ την ἀνάσταση των νεκρῶν προσάγει ὁ Ἰησοῦς ὡς βασικὸ βιβλικὸ χωρίο τη διαβεβαίωση του
Θεοῦ πρὸς τὸν Μωύση ἐπὶ της βάτου (Εξοδ. γ' 2-6): «Ἐγὼ ὁ Θεὸς 'Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ
Θεὸς Ἰακώβ. Οὐκ έστιν ὁ Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων». Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐ των οὐκ
ὄντων, φησί, καὶ καθάπαξ ἀφανισθέντων, καὶ οὐκέτι άναστησομένων. Οὐ γὰρ είπεν (ὁ Θεός), ήμην,
ἀλλ' ειμὶ των ὄντων καὶ των ζώντων. "Ὥσπερ γὰρ ὁ 'Ἀδάμ, εἰ καὶ ἔζη τη ἡμέρα ἤ έφαγεν ἀπὸ του
ξύλου, ἀπέθανε τη αποφάσει, οὕτω καὶ οὗτοι, ἔι καὶ έτεθνήκεσαν, ἔζων τη υποσχέσει της
ἀναστάσεως» (Ε.Π.Ε. 11,722). Μετάφρασις: «Ὁ Θεὸς λέει, ὅτι δὲν εἶναι Θεὸς ἀνυπάρκτων καὶ ποῦ
ἐξαφανίσθηκαν ἅπαξ διὰ παντὸς καὶ ποῦ δὲν πρόκειται ν' ἀναστηθοῦν. Διότι δὲν εἶπε, "Ημουν”,
ἀλλ' “Είμαι”. Εἶναι Θεὸς αὐτῶν πού ὑπάρχουν καὶ ποῦ εἶναι ζωντανοί. Διότι ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἀδάμ,
ἂν καὶ ζοῦσε τη μέρα πού ἔφαγε ἀπὸ τον καρπὸ του ἀπαγορευμένου δέντρου, ὅμως ἀπέθανε
σύμφωνα μὲ την ἀπόφαση του Θεοῦ, ἔτσι καὶ αὐτοὶ (Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ), ἂν καὶ εἶχαν πεθάνει,
ζοῦσαν μὲ την ὑπόσχεση της ἀναστάσεως».
Ἡ πιστότητα του Θεοῦ στὴ διαθήκη του ἀποτελεῖ ἐγγύησι γιὰ την ἀνάσταση των νεκρῶν,
πιστότητα πού συνοδεύεται μὲ τὴ δύναμι της δημιουργίας ἑνὸς νέου κόσμου μέσα ἀπὸ τα ἐρείπια
της φθορὰς. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναγνωρίζει ὡς πρώτη ἐκδήλωση της δυνάμεως του Θεοῦ ἐπὶ
της φθορὰς του θανάτου, την Ἀνάσταση του Χριστοῦ, ποῦ εἶναι ἡ ἀπαρχὴ της ἀναστάσεως ὅλων
των κεκοιμημένων (Α' Κορ. κεφ. ἰέ).
Ἡ στάσις καὶ ἡ ἀπάντησις του Χριστοῦ ἐκφράζει την αὐθεντία Του καὶ την ὑπεροχὴ Του. Ἡ θεϊκὴ
αὐθεντία Του διαφαίνεται ἰδιαίτερα στὴ διπλὴ ἐπιτίμησι, ποῦ ἀπευθύνει στοὺς Σαδδουκαίους:
«Οὐ διὰ τοῦτο πλανᾶσθε;» (στ. 24) καὶ «πολὺ πλανᾶσθε» (στ. 27).
Πλανῶνται ὅσοι δὲν πιστεύουν στὴν ἀνάσταση των νεκρῶν. Όσοι πιστοί, ποῦ γνωρίζουν ποιὰ
ἀναγέννησις του φθαρτοῦ σώματος θὰ συμβῆ, ἀγωνίζονται. Λέει ὁ Χρυσόστομος: «Επεὶ τοιαύτη ἡ
ἀνάστασις, φέρε πάντα ποιῶμεν, ἴνα των πρωτείων ἐκεῖ τύχωμεν. Ἔι δὲ δοκεί, καὶ πρὸ της
ἀναστάσεως δείξωμεν ὑμῖν τίνας ταῦτα ἐντεῦθεν επιτηδεύοντας καὶ καρπουμένους, πάλιν ἐπὶ τὰς
ἐρήμους ἀπελθόντες» (Ε.Π.Ε. 11,724). Μετάφρασις: Ἐπειδὴ τόσο σπουδαία εἶναι ἡ ἀνάστασις, ἂς
κάνουμε τα πάντα, γιὰ νὰ πετύχουμε τα πρωτεῖα ἐκεῖ. Ἄν δὲ θέλετε, καὶ πρὶν ἀπὸ την ἀνάστασι, νὰ
σας δείξουμε ώρισμένους πού ἐπιδιώκουν αὐτὰ καὶ στὴν ἐδῶ ζωὴ καὶ ἀπολαμβάνουν τοὺς
καρπούς, πάλι θὰ σας θυμίσω τους μοναχούς.

28 Καὶ προσελθὼν εἷς τῶν γραμματέων ἀκούσας αὐτῶν συζητούντων, ἰδὼν ὅτι καλῶς αὐτοῖς
ἀπεκρίθη, ἐπηρώτησεν αὐτόν· ποία ἐστὶ πρώτη πάντων ἐντολή; 29 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπεκρίθη αὐτῷ ὅτι
πρώτη πάντων ἐντολή· ἄκουε, ᾿Ισραήλ, Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι· 30 καὶ ἀγαπήσεις Κύριον
τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ
ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου. αὕτη πρώτη ἐντολή. 31 καὶ δευτέρα ὁμοία, αὕτη· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου
ὡς ἑαυτόν. μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὐκ ἔστι. 32 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ γραμματεύς· καλῶς,
διδάσκαλε, ἐπ᾿ ἀληθείας εἶπας ὅτι εἷς ἐστι καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλος πλὴν αὐτοῦ· 33 καὶ τὸ ἀγαπᾶν αὐτὸν
ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καὶ ἐξ ὅλης τῆς συνέσεως καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, καὶ τὸ
ἀγαπᾶν τὸν πλησίον ὡς ἑαυτὸν πλεῖόν ἐστι πάντων τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσιῶν. 34 καὶ ὁ
᾿Ιησοῦς ἰδὼν ὅτι νουνεχῶς ἀπεκρίθη, εἶπεν αὐτῷ· οὐ μακρὰν εἶ ἀπὸ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ· καὶ
οὐδεὶς οὐκέτι ἐτόλμα αὐτὸν ἐπερωτῆσαι.

Ποιὰ ἐντολὴ εἶναι πρώτη (στ. 28)


Μετὰ τοὺς Ηρωδιανοὺς καὶ Σαδδουκαίους ἔρχεται ἕνας ἀπὸ τους γραμματεῖς νὰ ὑποβάλλη
ἐρώτηση στὸν Xριστό. Οἱ Ηρωδιανοὶ εἶχαν τάσεις πολιτικές. Οἱ Σαδδουκαίοι ὑλιστικές. Οἱ
Φαρισαῖοι θρησκευτικές. Ἦσαν νομικιστές. "Ἔδιναν μεγάλη σημασία στοὺς ἐξωτερικοὺς
θρησκευτικοὺς τύπους. Τὶς περισσότερες φορὲς ὅσοι προσέρχονταν νὰ ρωτήσουν τον Ἰησοῦ, ἤ
ἤθελαν νὰ Τὸν πειράξουν ἤ ἤθελαν νὰ Τὸν παγιδεύσουν. Αὐτὸς πού προσέρχεται τώρα φαίνεται
σοβαρὸς καὶ καλοπροαίρετος. «Καὶ προσελθὼν εἰς των γραμματέων, ἀκούσας αὐτῶν συζητούντων,
ἰδὼν ὅτι καλῶς αύτοϊς άπεκρίθη, επηρώτησεν αὐτὸν: Ποία ἐστὶ πρώτη πάντων ἐντολὴ;» (στ. 28).
Στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἕνας άπὸ τοὺς γραμματεῖς, ποῦ ἄκουσε τη συζήτησι μὲ τοὺς Σαδδουκαίους
καὶ εἶδε ὅτι σωστὰ τοὺς ἀπάντησε, ρώτησε τον Ἰησοῦ: “Ποιά εἶναι ἡ σπουδαιότερη ἀπὸ ὅλες τὶς
εντολές;”».
Μία ἀκόμα συζήτησις προστίθεται στὸ κείμενο. Ὅμως αὐτὴ δὲν ἔχει πολεμικὸ ἤ παγιδευτικὸ
σκοπό. Ὁ ἐκπρόσωπος της τάξεως των γραμματέων θέτει το αφετηριακὸ ἐρώτημα μὲ
καλοπροαίρετη διάθεση. Ἀναγνωρίζει την ὀρθότητα της ἀπαντήσεως του Ἰησοῦ στοὺς
Σαδδουκαίους καὶ σ' αὐτὴ τη βάσι θέτει το δικὸ του ἐρώτημα.
Το ἐρώτημα του γραμματέως δικαιολογεῖται ἀπὸ τὶς ἀτέρμονες συζητήσεις γιὰ τον ἀριθμὸ των
ἐντολῶν του νόμου. Ἄλλοι ἀπὸ τους Ἰουδαίους νομοδιδασκάλους δὲν διέκριναν μεταξὺ σπουδαίων
καὶ ἀσημάντων ἐντολῶν. Ἄλλοι ὅμως πίστευαν, ὅτι οἱ 613 ἐντολὲς του νόμου μποροῦσαν νὰ
συνοψιστοῦν σὲ λίγες. Βέβαια τοὺς χρόνους του Ἰησοῦ, ποῦ ἤ πνευματικότητα των Ἰουδαίων εἶχε
περιορισθῆ σὲ μερικὲς ἐξωτερικὲς ἐντολές, ἡ μόνη ἐντολὴ πού την εἶχαν περὶ πολλοῦ καὶ
κατασκόπευαν τοὺς ἀνθρώπους, ἂν τὴν παραβαίνουν, ἦταν ἡ ἐντολὴ του Σαββάτου.
Πιθανὸν καὶ ὁ επερωτὼν ἀπὸ την τάξη των γραμματέων νὰ περίμενε μιὰ ἀπάντηση του Ἰησοῦ
γύρω ἀπὸ το Σάββατο. 'Ἀλλ' ὁ Ἰησοῦς προβάλλει τον πνευματικὸ χαρακτήρα του κράτους του Θεοῦ,
της αἰώνιας ζωῆς. Ὁ Ἴδιος ἄλλωστε εἶναι ἡ σάρκωσις αὐτῆς της ἐντολῆς, ποῦ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ
πρώτη, ἀλλὰ καὶ ἡ καινούργια ἐντολὴ. Ὁ ἴδιος εἶναι ἡ Ἀγάπη. Ἀπὸ ἀγάπη ἦρθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ
διδάξη την ἀγάπη. «Οὕτως ηγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τον υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενὴ
έδωκεν» (Ιωάν. γ' 16).

Μὲ ὅλη την καρδιὰ σου ν' ἀγαπᾶς τον Κύριο (στ. 29-30)
Ὅλες οἱ ἐντολὲς ἔχουν δοθῆ ἀπὸ τον Θεὸ γιὰ τη σωστὴ πορεία του ἀνθρώπου στὴ ζωὴ αὐτὴ. Οἱ
ἐντολὲς της Παλαιὰς Διαθήκης (του Μωσαϊκοῦ νόμου) ἦσαν ἀνάλογες μὲ τὴν προσληπτικὴ δύναμη
του ἀνθρώπου. Ἄν οἱ ἐντολὲς της Παλαιὰς ἦταν σὰν τα μαθήματα των ἀτελῶν μαθητῶν μικρῶν
τάξεων σχολείου, οἱ ἐντολὲς της Καινῆς ἦσαν γιὰ πνευματικὰ ἀνεβασμένους ἀνθρώπους, γιὰ
μαθητὲς του πνευματικοῦ πανεπιστημίου. Ἡ ἐφαρμογὴ τους ἀποσκοπεῖ στὴν τελειότητα.
Ὅλες οἱ ἐντολὲς ἔχουν δοθῆ γιὰ τὴ ζωὴ αὐτὴ. Μία δόθηκε καὶ γι' αὐτὴ καὶ γιὰ τὴν ἄλλη ζωή.
Εἶναι ἡ ἀγάπη. Εἶναι ἡ ἐντολὴ μὲ τὶς αἰώνιες διαστάσεις. Όλα κάποια ἡμέρα θὰ καταργηθοῦν. Ἡ
ἀγάπη «οὐδέποτε έκπίπτει» (Α' Κορ. ιγ' 8). Τὶ ἄλλο, λοιπόν, θὰ μποροῦσε ὁ Ἰησοῦς νὰ προβάλη ὡς
πρώτη ἐντολὴ; «Ὁ δὲ Ἰησοῦς άπεκρίθη αυτὼ ὅτι πρώτη πάντων ἐντολὴ: "Ακουε Ἰσραήλ, Κύριος ὁ
Θεὸς ἡμῶν εἰς έστι. Καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεὸν σου ἐξ ὅλης της καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης της
ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης της διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης της ἰσχύος σου. Αὕτη πρώτη ἐντολὴ» (στ. 29-
30). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς του ἀποκρίθηκε: “Εντολή πρώτη, ἀνώτερη ὅλων,
εἶναι αὐτὴ: Ἄκου, Ἰσραήλ! Ὁ Κύριος ὁ Θεὸς μας εἶναι ἕνας καὶ μοναδικὸς Κύριος. Καί, νὰ ἀγαπᾶς
τὸν Κύριο τὸν Θεὸ σου μὲ ὅλη την καρδιὰ σου, μὲ ὅλη την ψυχὴ σου, μὲ ὅλη τη διάνοια σου καὶ μὲ
ὅλη τη δύναμὶ σου. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη εντολή”».
Ἀνταποκρινόμενος στὸ ἐρώτημα ὁ Ἰησοῦς, ἀναφέρει ὡς πρώτη καὶ σπουδαιότερη ἐντολὴ την
ὁλοκληρωτικὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, πού διατυπώνεται στὸ Δευτερονόμιο (τσ' 4-5). Καὶ ὼς ἐξ ἴσου
πρὸς αὐτὴν σπουδαία την πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπη (Λευϊτ. ιθ' 18). Λέει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος:
«Ὁ άγαπὼν τὸν ἕτερον νόμον πεπλήρωκεν... Πλήρωμα ουν νόμου ἡ ἀγάπη» (Ρωμ. ιγ' 8-10). Καὶ
συνυπολογίζοντας πάλι ὁ Παῦλος την ἀγάπη μὲ τὶς ἄλλες δύο ἀρετές, τὴν πίστι καὶ την ἐλπίδα, λέει:
«Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τα τρία ταῦτα μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη» (Α' Κορ. ιγ' 13).
Ως πρὸς τὴν ποιότητα: Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἡ μεγάλη.
Πρώτη ἡ ἀγάπη, ἀφοῦ εἶναι ἰδίωμα του Πρώτου, του Θεοῦ. «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν, καὶ ὁ μένων
ἐν τη ἀγάπη, ἐν τῷ Θεῶ μένει» (Α' Ιωάν. δ' 16).
Μεγάλη ἡ ἀγάπη! Τόσο μεγάλη, ὥστε χωράει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ὅλους τοὺς
ἀνθρώπους. Ἡ ἀγκαλιὰ της ἀγάπης του Θεοῦ χωράει ὅλους. Μεγάλη ἡ ἀγάπη, ἀφοῦ χωράει τὸν
Μεγάλο, τὸν Αχώρητο Θεό. Αὐτὸν ποῦ δὲν Τὸν χωροῦν οἱ οὐρανοί, ἡ ἀγάπη Τὸν ἔκανε νὰ χωρέση
στὴ μήτρα της Παρθένου. Αὐτόν, ποῦ δὲν Τὸν χωροῦν οἱ οὐρανοί, ἡ ἀγάπη Τὸν κάνει νὰ χωράη στὶς
καρδιὲς των ἀνθρώπων. Ἡ ἀγάπη συστέλλει τον οὐρανό, ὥστε νὰ χωράη στὴ γῆ! Καὶ διαστέλλει τη
γῆ, ὥστε νὰ χωράη τὸν οὐρανό. Ἡ ἀγάπη διαστέλλει την καρδιὰ του ἀνθρώπου τόσο, ὥστε χωράει
καὶ τον Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ ἀγάπη ἔχει τα πρεσβεία ἀπὸ ὅλες τὶς ἐντολές. Εἶναι πρώτη καὶ σὲ ἀξία καὶ σὲ χρόνο, ἀφοῦ
εἶναι ἄχρονη. Πρὶν νὰ ὑπάρξη ὁ κόσμος, ὑπῆρχε ἡ ἀγάπη, ἀφοῦ ἡ σχέσις των τριῶν Προσώπων της
Ἁγίας Τριάδος εἶναι αγαπητική.
Ως πρὸς την ποσότητα: Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι τσιγκούνα. Προσφέρεται ὁλόψυχα καὶ ολόκαρδα.
«Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεὸν σου ἐξ ὅλης της καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης της ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης
της διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης της ἰσχύος σου. Αὕτη πρώτη ἐντολὴ» (στ. 30). Ἡ ἀγάπη καλύπτει ὅλη
την καρδιά, ρυθμίζει ὅλους τοὺς κτύπους της καρδιᾶς καὶ ἀποκλείει την εἴσοδο στὸ μίσος, στὴν
ἐμπάθεια, στὴν ἀδιαφορία, στὴν κακότητα. Ἡ ἀγάπη καλύπτει ὅλη τη διάνοια, καὶ ἀποκλείει την
εἴσοδο κάθε κακοῦ λογισμοῦ. Ἡ ἀγάπη χρησιμοποιεῖ ὅλη τη δύναμι, ὅλες τὶς δυνατότητες του
ἀνθρώπου, ὅλη την ἰσχὺ του. Ἡ ἀγάπη προσφέρεται ὁλοκληρωτικά. Δὲν μπορεῖ ὁ πιστὸς μὲ μισὴ
καρδιὰ νὰ ἀγαπήση τὸν Θεό, μὲ μισὴ διάνοια νὰ σκεφθῆ τὸν Θεό, μὲ μισὴ ψυχὴ νὰ εἶναι
ἀφιερωμένος στὸν Θεὸ μὲ μισὴ διάθεση νὰ λατρεύη τὸν Θεό.

Ν' ἀγαπᾶς τον πλησίον σου (στ. 31)


Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ὁλοκληρωτικά. Δὲν μπορεῖ νὰ μὴ μᾶς ἀγαπᾶ. Ἀγαπᾶ ὅλους, ἀφοῦ «τὸν ἥλιον
αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. ε' 45). Ἡ
ἀγάπη του Θεοῦ πλημμυρίζει την ὕπαρξὶ μας. «Εκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος
Αγίου του δοθέντος ἡμῖν» (Ρωμ. ε' 5). Ὅπως ἡ ἀγάπη του Τριαδικοῦ Θεοῦ μεταφράζεται σὲ ἀγάπη
πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ ἡ ἀγάπη του πιστοῦ πρὸς τὸν Θεὸ μεταφράζεται σὲ ἀγάπη πρὸς τὸν
πλησίον. Ἀποτέλεσμα της πρώτης εἶναι καὶ ἡ δευτέρα ἐντολὴ: «Καὶ δευτέρα ὁμοία, αὕτη:
Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὐκ έστι» (στ. 31). Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Και δεύτερη ἐντολὴ ὅμοια μὲ αὐτὴ εἶναι: Νὰ ἀγαπᾶς τον πλησίον σὰν τὸν
ἑαυτὸ σου. Ἄλλη ἐντολὴ μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτὲς δὲν υπάρχη”».
Γιατὶ ἡ δεύτερη εἶναι ὡσὰν πρώτη, δηλαδή, το ν' ἀγαπᾶς τὸν Θεὸ εἶναι ὡσὰν ν' ἀγαπᾶς τον
πλησίον σου; Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Α' Καθολικὴ ἐπιστολὴ του λέει: «Ὁ μὴ ἀγαπῶν τον
ἀδελφὸν ὂν εώρακε, τὸν Θεὸν ὂν οὺχ εώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» (Α' Ιωάν. δ' 20). Καὶ σημειώνει
ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Αγαπήσεις Κύριον τὸν Θεὸν σου αὕτη πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολὴ. Δευτέρα
ὁμοία ταύτης: Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς εαυτόν”. Διατὶ δὲ “ομοία ταύτης”, “Ότι αὕτη ἐκείνην
προοδοποιεὶ καὶ παρ' αύτης συγκροτεῖται πάλιν» (Ε.Π.Ε. 11,738). Μετάφρασις: «“Νά ἀγαπήσης
Κύριον τὸν Θεὸν σου αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολὴ. Δευτέρα δὲ ὅμοια μὲ αὐτὴν εἶναι, ν'
ἀγαπήσης τον πλησίον σου ὅπως τον ἑαυτὸ σου”. Γιατὶ εἶναι ὅμοια μὲ την πρώτης Διότι ἡ πρώτη
προετοιμάζει τη δεύτερη καὶ συγχρόνως συγκροτεῖται ἀπὸ αὐτήν».
Ἡ ἀγάπη στὸν πλησίον ἔχει τη βάση της στὴν ἀγάπη στὸν Θεό. Ἀγαπᾶμε τον ἄλλον μόνο καὶ μόνο
ἐπειδὴ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεὸς καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀγαπᾶμε καὶ μεῖς τὸν Θεὸ: Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Τὶ ὄφελος, ὅτι τον δεῖνα φιλεῖς σφοδρώς; Ἀνθρωπίνη ἐστὶν ἡ ἀγάπη. Ἔι δὲ οὺκ έστιν ἀνθρωπίνη,
ἀλλὰ διὰ τὸν Θεὸν φιλεῖς, πάντα φίλει» (Ε.Π.Ε. 23, 24). Μετάφρασις: Ποιὸ το ὄφελος πού ἀγαπᾶς
τὸν τάδε πολύ; Ἀνθρώπινη αὐτὴ ἡ ἀγάπη. Ἄν δὲν εἶναι ἀνθρώπινη, ἀλλὰ τον ἀγαπᾶς γιὰ τὸν Θεό,
τότε νὰ τους ἀγαπᾶς ὅλους.
Ἀπὸ τὶς δυὸ ἀγάπες, την ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ την ἀγάπη στὸν πλησίον «ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ
προφῆται κρέμανται» (Ματθ. βκ' 40). Στὴν ἀγάπη πάνω ὅλοι καὶ ὅλα κρέμονται, ἀφοῦ κρεμάσθηκε
ἡ ἴδια ἡ Σαρκωμένη Ἀγάπη. Ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ κρεμάστρα της ἀγάπης. «Σταυρὸς του Θεοῦ ἀγάπης
ἀπόδειξις», λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (Ε.Π.Ε. 26,98).
Ἀπὸ την ἀγάπη στὸν Θεὸ ἐξαρτᾶται ἡ ἀγάπη στοὺς ανθρώπους. Καὶ ἀπὸ αὐτὲς τὶς δύο
ἐξαρτῶνται τα πάντα. «Πλήρωμα γὰρ νόμου ἡ ἀγάπη» (Ρωμ. ιγ' 10).

Παραδέχεται ὁ γραμματεὺς (στ. 32-33)


Καλοπροαίρετος ὁ ἐκ των γραμματέων, παραδέχτηκε τα ὅσα εἶπε ὁ Κύριος. Σὰν νὰ τοῦ λέη:
Σωστά τα λές. Σὲ παραδέχομαι”. «Καὶ είπεν αυτὼ ὁ γραμματεὺς: “Καλώς, διδάσκαλε! Ἐπ’ ἀληθείας
εἶπαν ὅτι εἰς έστι καὶ οὐκ έστιν ἄλλος πλὴν αὐτοῦ καὶ το ἀγαπᾶν αὐτὸν ἐξ ὅλης της καρδίας καὶ ἐξ
ὅλης της συνέσεως καὶ ἐξ ὅλης της ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης της ἰσχύος, καὶ τὸ άγαπὰν τὸν πλησίον ὡς
ἑαυτὸν πλεϊὸν έστι πάντων των ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσιών”» (στ. 32-33). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Εἶπε ὁ γραμματεὺς στὸν Ἰησοῦ: “Σωστά, διδάσκαλε! Εἶναι ἀλήθεια αὐτὸ πού εἶπες,
ὅτι ὁ Κύριος ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἐκτὸς αὐτοῦ. Σωστὸ καὶ το ν' ἀγαπᾶ κανεὶς
τὸν Θεὸν μὲ ὅλη την καρδιὰ καὶ μὲ ὅλη τη διάνοια καὶ μὲ ὅλη την ψυχὴ καὶ μὲ ὅλη τη δύναμι, καὶ
το νὰ ἀγαπᾶ τον πλησίον σὰν τὸν ἑαυτὸ του εἶναι ἀνώτερο ὅλων των ὁλοκαυτωμάτων καὶ των
θυσιών”».
Ἡ εὐνοϊκὴ διάθεσις του γραμματέως φαίνεται καὶ στὴν παρατήρηση πού κάνει μετὰ την
ἀπάντηση του Ἰησοῦ: «Καλῶς, διδάσκαλε! Ἐπ’ ἀληθείας εἶπαν ὅτι εἰς έστι καὶ οὐκ έστιν ἄλλος πλὴν
αὐτοῦ» (στ. 32). Δὲν ὑπάρχει ἄλλη περίπτωσις στὰ εὐαγγέλια, ὅπου ἕνας διδάσκαλος του νόμου
νὰ παρουσιάζεται ὅτι συμφωνεῖ μὲ τὸν Ἰησοῦ.
Ὁ γραμματέας φαίνεται, ὅτι ἀνῆκε στὸ κόμμα των Φαρὶσαίων. Συμφωνεῖ μὲ τον Ἰησοῦ καὶ σὰν
νὰ στρέφεται ἐναντίον των Ἰουδαίων ἐκείνων, ποῦ πίστευαν ὅτι ὁ νόμος περὶ θυσιῶν ἀποτελεῖ τη
σπουδαιότερη ἐντολὴ.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἰ το ἀγαπᾶν τὸν Θεὸν ἀγαπᾶν τὸν πλησίον ἐστί, το δὲ ἀγαπᾶν τὸν
πλησίον των ἐντολῶν ἐργάζεται φυλακήν, είκότως φησὶν: “εν ταύταις ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται
κρέμανται”» (Ε.Π.Ε. 11,738). Μετάφρασις: «Ἄν ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ σημαίνη ἀγάπη πρὸς τὸν
πλησίον, ἢ δὲ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον συντελῆ στὴ διαφύλαξη των ἐντολῶν, τότε κατὰ φυσικὸ
λόγο λέει ὁ Ἰησοῦς, ὅτι “από αὐτὲς τὶς ἐντολὲς ἐξαρτῶνται ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφήτες”».
Ἡ ἀγάπη γίνεται φιλανθρωπία. Καὶ ἡ φιλανθρωπία, ὡς ἐλεημοσύνη καὶ προσφορά, εἶναι
σπουδαιότερη ἀπὸ ἀφιερώματα στὸ ναὸ του Θεοῦ ἢ ἀπὸ ἔργα ἐκκλησιαστικά. «Καὶ το ἀγαπᾶν τὸν
πλησίον ὼς ἑαυτὸν πλεϊὸν έστι πάντων των ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσιῶν» (στ. 33). Πόσο
διαφορετικὰ συμπεριφέρθηκε ὁ ἐκ των γραμματέων, ποῦ ρωτάει τὸν Χριστὸ γιὰ τὴν ἀγάπη, ἀπὸ
τον πλούσιο νεανίσκο ποῦ ρωτάει τὸν Χριστὸ χωρὶς ἀγάπη! Καὶ πόσο διαφορετικὰ βλέπει την
ἀγάπη καὶ γραμματέας ἐκεῖνος, ἀπὸ πολλοὺς συγχρόνους πρεσβυτέρους καὶ ἐπισκόπους, ποῦ
πάνω ἀπὸ την ἐλεημοσύνη θέτουν τα μεγαλοπρεπὴ ἐκκλησιαστικὰ κτήρια καὶ τοὺς πολυτελεῖς καὶ
χρυσοστόλιστους ναούς! Ὁ Θεὸς θέλει θυσία ὄχι ὑλικῶν θρησκευτικῶν πραγμάτων, ἀλλὰ θυσία
καρδιᾶς, θυσία ἀγάπης, θυσία ἐλεημοσύνης.

Κοντὰ στὴ βασιλεία του Θεοῦ (στ. 34).


Σπανίως δίνει πιστοποιητικὸ ὀρθότητας καὶ σοβαρότητας ὁ Χριστός. Στὸν γραμματέα ἐκείνον το
δίνει: «Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἰδὼν ὅτι νουνεχὼς ἀπεκρίθη, είπεν αυτὼ· Οὐ μακρὰν εἰ ἀπὸ της βασιλείας του
Θεοῦ. Καὶ οὐδεὶς ούκέτι ἐτόλμα αὐτὸν επερωτήσαι» (στ. 34). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὁ
Ἰησοῦς, ὅταν εἶδε, ὅτι μίλησε σωστὰ ὁ γραμματεύς, του εἶπε:
Δὲν εἶσαι μακρυὰ ἀπὸ τη βασιλεία του Θεού”. Ἀπὸ τότε κανένας πλέον δὲν τολμοῦσε νὰ Του
ὑποβάλη ἐρωτήσεις».
Ὁ Ἰησοῦς ἔχει πλέον ἐπιβληθῆ ὼς ἀσύγκριτος καὶ ὑπέροχος Διδάσκαλος, τον ὁποῖο οἱ ἀντίπαλοὶ
Του ἀδυνατοῦν νὰ ἀντιμετωπίσουν. Σαγήνευσε τώρα καὶ κάποιον ἀπὸ τους Ἰουδαίους του
συνεδρίου.
-Ἄν βαδίζης στὰ ἴχνη της ἀγάπης, νὰ ξέρης πὼς δὲν εἶσαι μακρυὰ ἀπὸ τη βασιλεία του Θεοῦ.

35 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς ἔλεγε διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ· πῶς λέγουσιν οἱ γραμματεῖς ὅτι ὁ Χριστὸς

υἱὸς Δαυῒδ ἐστι; 36 αὐτὸς γὰρ Δαυῒδ εἶπεν ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ· λέγει ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου
ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. 37 αὐτὸς οὖν Δαυΐδ λέγει
αὐτὸν Κύριον· καὶ πόθεν υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; καὶ ὁ πολὺς ὄχλος ἤκουεν αὐτοῦ ἡδέως. 38 Καὶ ἔλεγεν
αὐτοῖς ἐν τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· βλέπετε ἀπὸ τῶν γραμματέων τῶν θελόντων ἐν στολαῖς περιπατεῖν καὶ
ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς 39 καὶ πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ πρωτοκλισίας ἐν τοῖς
δείπνοις. 40 οἱ κατεσθίοντες τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι! οὗτοι
λήψονται περισσότερον κρῖμα.

Ὁ Κύριος τῷ Κυρίω μου (στ. 35-36)


Ἡ τελευταία συζήτησις της ἑνότητας προκαλεῖται ἀπὸ τον ἴδιο τον Ἰησοῦ, πού διδάσκει στὸ Ναό.
Ἀναφέρεται στὴν ἄποψη των γραμματέων, ὅτι ὁ Μεσσίας θὰ εἶναι Υἱὸς Δαβίδ. Καὶ ἐρωτᾶ
παραθέτοντας τὸν ψαλμικὸ στίχο θρ' 1. «Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἔλεγε διδάσκων ἐν τῷ ιερὼ Πὼς
λέγουσιν οἱ γραμματεῖς ὅτι ὁ Χριστὸς υἱὸς Δαυΐδ έστι, Αὐτὸς γὰρ Δαυΐδ είπεν ἐν Πνεύματι Αγίω'
Λέγει ὁ Κύριος τῷ Κυρίω μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θὼ τοὺς ἐχθροὺς σου ὑποπόδιον των
ποδῶν σου» (στ. 35-36). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ Ἰησοῦς ἔλαβε το λόγο καὶ ρώτησε
διδάσκον τὰς στὸν ἱερὸ περίβολο του ναοῦ: “Πώς οἱ γραμματεῖς λένε, ὅτι ὁ Χριστὸς (ὁ Μεσσίας)
εἶναι ἀπόγονος του Δαβίδ; Ὁ ἴδιος ὁ Δαβίδ, ἐμπνευσμένος ἀπὸ το "Ἅγιο Πνεῦμα, εἶπε:
Ὁ Κύριος εἶπε στὸν Κύριὸ μου: «Κάθισε στὰ δεξιὰ μου, ὥσπου νὰ ὑποτάξω τοὺς ἐχθροὺς σου
κάτω ἀπὸ τα πόδια σου».
Πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ θεωροῦν το Μεσσία υἱὸ Δαβίδ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ θεόπνευστος ψαλμωδὸς
Τὸν ὀνομάζει Κύριὸ του; Το στίχο, «είπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίω μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θὼ
τοὺς ἐχθροὺς σου ὑποπόδιον των ποδῶν σου», ἡ Καινὴ Διαθήκη τὸν χρησιμοποιεῖ συχνά, γιατὶ τὸν
βλέπει πραγματοποιούμενο στὴν ἐπάνοδο του Χριστοῦ στὰ δεξιὰ του Θεοῦ Πατέρα (Πράξ. β' 34-
35. Α' Κορ. ἰὲ' 25. Έφεσ. α' 20. Κολοσ. γ' 1. Έβρ. α' 3. ἡ' 1 καὶ ι' 12).
Μιλώντας γιὰ τὸ θρίαμβο του Θεανθρώπου Ἰησοῦ μετὰ την Ἀνάστασι καὶ τὴν 'Ἀνάληψι
χρησιμοποιεῖ καὶ στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος το παραπάνω ψαλμικὸ:
«Πρὸς τίνα δὲ των ἀγγέλων είρηκὲ ποτὲ, Κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θὰ τους ἐχθροὺς σου
ὑποπόδιον των ποδῶν σου;» (Εβρ. α' 13).
Στὸ στίχο παρουσιάζεται ὁ Κύριος (ὁ Θεὸς Πατέρας) νὰ καλὴ τὸν Κύριο (το Θεάνθρωπο Ἰησοῦ)
νὰ καθήση στὰ δεξιὰ Του ὡς νικητής. «Είπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίω μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν
θὼ τοὺς ἐχθροὺς σου ὑποπόδιον των ποδῶν σου». Ἀπὸ τα πλέον μυστηριώδη χωρία, ὅπου δὲν
τονίζεται μόνο ἡ Θεότητα του Μεσσία, του Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλ' υπεμφαίνεται καὶ το μυστήριο των
προσώπων της Ἁγίας Τριάδος. Ὁ ἕνας Κύριος εἶπε στὸν ἄλλο Κύριο!
Ἕνας εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Τριαδικὸς Θεός. Θεὸς ὁ Πατὴρ (Κύριος), Θεὸς ὁ Υἱὸς (Κύριος), Θεὸς το
Ἅγιον Πνεῦμα (Κύριον). Μία Θεότητα «ὲν τρισὶ προσώπους προσκυνουμένη».
Ὁ Θεὸς Πατέρας δὲν μιλάει ποτὲ ἔτσι σὲ ἀγγέλους. Δὲν καλεῖ κανέναν ἄγγελο νὰ καθίση
σύνθρονος στὰ δεξιὰ Του. Καὶ πρὸ παντὸς δὲν ὑπόσχεται σὲ κανέναν ἄγγελο, ὅτι ὅλα μία ἡμέρα θὰ
τα ὑποτάξη στὰ πόδια του. «Πρὸς τίνα δὲ των ἀγγέλων είρηκε ποτὲ, Κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν
θὼ τοὺς ἐχθροὺς σου ὑποπόδιον των ποδῶν σου;».
Ὁ Χριστός, ὡς Θεάνθρωπος, εἶναι μέχρι τα τέλη των αιώνων Σωτήρας. Προσφέρει ὡς Ἀρχιερεὺς
τη λειτουργία της σωτηρίας. Καὶ κάθεται ὡς Θεάνθρωπος (μὲ ὅλη την ἀνθρώπινη φύσι) στὰ δεξιὰ
του Θεοῦ Πατέρα. Καὶ θὰ ἐκτελῆ το σωτηριώδες ἔργο Του μέχρις ὅτου τελειώσουν ὅλα καὶ
ὑποταχθοῦν οἱ πάντες (ἀκούσια ἤ ἑκούσια) κάτω ἀπὸ την εἰδικὴ ἐξουσία Του. «Ἕως ἂν θὼ τοὺς
ἐχθροὺς σου ὑποπόδιον των ποδῶν σου». Καὶ μετὰ τη συντέλεια του κόσμου θὰ «ὑποταχθῆ» καὶ
ὁ Υἱὸς στὸν Πατέρα. Θὰ παραδώση τη Μεσσιανικὴ ἰδιότητα καὶ ἐξουσία (ἴδε Α' Κορ. ἰὲ' 27-28).
Ὁ Ἰησοῦς θέτει το ἐρώτημα «πὼς λέγουσιν οἱ γραμματεῖς ὅτι ὁ Χριστὸς υἱὸς Δαυΐδ έστι;», χωρὶς
νὰ περιμένη ἀπάντησι. Θέλει νὰ διδάξη τὴν κυριότητα του Μεσσία καὶ νὰ δείξη το ἀδιέξοδο της
Ἰουδαϊκῆς ἑρμηνείας των Γραφῶν. Γιὰ την Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει ἀδιέξοδο. Ὁ Μεσσίας
γενεαλογικά, ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύσι, εἶναι υἱὸς Δαβὶδ (Ρωμ. θ' 5). Ἀλλ' εἶναι καὶ ὁ
έσχατολογικὸς Κύριος, Κύριος των πάντων, καὶ συνεπῶς Κύριος καὶ του Δαβίδ.

Υἱὸς του Δαβίδ, καὶ ὅμως Κύριὸς του (στ. 37)


Γιὰ τὸν προπάτορα Δαβὶδ ὁ Μεσσίας εἶναι καὶ Κύριος καὶ υἱός. Κύριος, διότι ὡς Θεὸς ὑπάρχει
πρὸ πάντων των αἰώνων, καὶ ἑπομένως προϋπάρχει του Δαβίδ. Κύριος ἀκόμη, διότι ὁ Δαβὶδ αὐτὸν
προσκυνοῦσε ὡς Θεὸ ἀληθινό, ἀφοῦ τόσες φορὲς μίλησε γιὰ τὸν Μεσσία, τὸν Κύριο, στοὺς
Μεσσιακοὺς ψαλμούς. Ἀλλὰ καὶ υἱὸς του εἶναι ὁ Μεσσίας, ἀφοῦ ὡς ἄνθρωπος γεννήθηκε «ἐξ
οἴκου καὶ πατριὰς Δαυὶδ» (Λουκ. β' 4). Καὶ ἡ ὅλη Καινὴ Διαθήκη, στὸν πρῶτο στίχο του πρώτου,
του κατὰ Ματθαίον εὐαγγελίου, ὀνομάζει τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ «υἱὸ Δαυὶδ» (Ματθ. α' 1). «Αὐτὸς οὺν
Δαυΐδ λέγει αὐτὸν Κύριον καὶ πόθεν υἱὸς αὐτοῦ έστι; Καὶ ὁ πολὺς ὄχλος ήκουεν αὐτοῦ ήδέως» (στ.
37). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ ἴδιος ὁ Δαβὶδ τὸν ὀνομάζει (το Μεσσία) Κύριο,
πὼς ὁ Μεσσίας εἶναι ἀπόγονὸς του; Καὶ ὁ πολὺς κόσμος Τὸν ἄκουγε εὐχαρίστως».
Διατυπώθηκαν δύο σχετικὲς ἑρμηνευτικὲς γνῶμες, ποῦ ἐντάσσονται σὲ δύο κατηγορίες:
Κατὰ την πρώτη ὁ Ἰησοῦς ἐδῶ θέλει νὰ ἀρνηθῆ τὴ Δαβιτικὴ καταγωγὴ του Μεσσία καὶ νὰ τονίση,
ὅτι ὁ Μεσσίας, ἀφοῦ εἶναι Κύριος του Δαβίδ, δὲν μπορεῖ νὰ κατάγεται ἀπ' εὐθείας ἀπὸ αὐτόν.
Προβάλλεται ἡ ἰδέα, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν χρειάζεται νομιμοποίησι ὡς Μεσσίας μὲ βάση τη συγγενικὴ
του προέλευση ἀπὸ τον Δαβίδ. Ὁ Δαβὶδ ἁπλούστατα εἶναι δοῦλος Του, γι' αὐτὸ τον προσφωνεῖ
Κύριὸ του.
Κατὰ τη δεύτερη ἑρμηνευτικὴ ἄποψη, ὁ Ἰησοῦς δὲν θέλει νὰ μειώση ἤ ν' ἀπορρίψη την ἰδέα, ὅτι
ὁ Μεσσίας εἶναι Υἱὸς του Δαβίδ, ἀλλὰ νὰ τονίση, ὅτι εἶναι κάποιος ἀφάνταστα ἀνώτερος, ὅτι εἶναι
Κύριος του Δαβίδ.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἐπειδὴ πρὸς τὸ πάθος έμελλεν ιέναι λοιπόν, τίθησι την σαφῶς
κύριον αὐτὸν ανακηρύττουσαν προφητείαν, ἀλλ' οὐχ ἁπλῶς, οὐδὲ προηγουμένως ἐπὶ τοῦτο
ἐλθών, ἀλλὰ ἀπὸ αἰτίας εὐλόγου. Ἐρωτήσας γὰρ αὐτοὺς πρότερος, ἐπειδὴ οὐκ απεκρίναντο ταληθὴ
περὶ αὐτοῦ (ἄνθρωπον γὰρ αὐτὸν έφησαν εἶναι ψιλόν), ἀνατρέπων τὴν πεπλανημένην αὐτῶν
δόξαν, οὕτως εἰσάγει τὸν Δαβίδ, άνακηρύττοντα αὐτοῦ τὴν Θεότητα. Ἐκεῖνοι μὲν γὰρ ἐνόμιζον, ὅτι
ψιλὸς ἄνθρωπος ἥν, δι' ὅ καὶ ἔλεγον, του Δαβίδ, αὐτὸς δὲ τοῦτο διορθούμενος παράγει τον
προφήτην, καὶ την κυριότητα αὐτοῦ καὶ το γνήσιον της υιότητος καὶ το ὁμότιμον το πρὸς τὸν
Πατέρα μαρτυροῦντα» (Ε.Π.Ε. 11,742).
Μετάφρασις: «Ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς στὴ συνέχεια ἐπρόκειτο νὰ βαδίση πρὸς τὸ πάθος, ἀναφέρει την
προφητεία, ποῦ τὸν ἀναφέρει σαφῶς Κύριον. Ἀλλ' ὅμως αὐτὸ δὲν ἔγινε ἁπλῶς καὶ ὼς ἔτυχε, οὔτε
θέτει αὐτὸ ἐκ των προτέρων ὡς σκοπὸ Του, ἀλλὰ κατόπιν εὐλόγου αἰτίας. Διότι ἀφοῦ ἐρώτησε
αὐτοὺς προηγουμένως, ἐπειδὴ ἡ ἀπάντησης τους δὲν περιελάμβανε την πραγματικὴ γνώμη τους
περὶ αὐτοῦ (διότι Τὸν ωνόμαζαν ἁπλὸ ἄνθρωπο), ἀνατρέποντας την ἐσφαλμένη τους γνώμη,
ἀναφέρει τὸν Δαβίδ, ὁ ὁποῖος ανακηρύττει τὴ Θεότητὰ Του. Διότι ἐκεῖνοι μὲν ενόμιζαν, ὅτι ἦταν
ἁπλὸς ἄνθρωπος, γι' αὐτὸ καὶ τον ἔλεγαν Υἱὸ του Δαβίδ, Αὐτὸς ὅμως διορθώνοντας αὐτὴ τη γνώμη
τους ἀναφέρει το Δαβίδ, ὁ ὁποῖος διαβεβαιώνει καὶ την κυριότητὰ Του καὶ ὅτι εἶναι γνήσιος Υἱὸς
του Θεοῦ καὶ ὁμότιμος πρὸς τὸν Πατέρα Του».
Ὁ μεγάλος Δαβὶδ γίνεται σημεῖο ἀναφορὰς καὶ μέτρο συγκρίσεως, γιὰ νὰ τονισθῆ ἡ οὐσιαστικὴ
ὑπεροχὴ καὶ μοναδικότητα του Μεσσία καὶ της ἐξουσίας Του.

Ἡ ματαιοδοξία των γραμματέων (στ. 38-39)


Μετὰ τὶς ἀπαντήσεις Του σὲ διάφορες ἐρωτήσεις, ἄλλες καλοπροαίρετες, ἄλλες παγιδευτικές,
θέλησε ὁ Ἰησοῦς νὰ μιλήση καθαρὰ γιὰ τοὺς θρησκευτικοὺς δασκάλους των Ἰουδαίων, πού μόνο
σκοπὸ τους εἶχαν την ἐπίδειξι. Ἤδη στὸ λαὸ εἶχε ἑδραιωθῆ ἡ πεποίθησις, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι
μοναδικὸς Διδάσκαλος. Ἔβλεπαν ὅλοι την τεράστια διαφορὰ του ἀπεσταλμένου του Θεοῦ ἀπὸ
τους ἐπαγγελματίες της θρησκείας. Μὲ τη νέα διδαχὴ Του, πού ἀκολουθεῖ στὰ ὅσα τοὺς εἶπε γιὰ
τὴν Κυριότητὰ Του, ἐφιστᾶ την προσοχὴ ἀπὸ τοὺς ψευδοδιδασκάλους. Ἄν δὲν καυτηριάση την
κενοδοξία των ὑποκριτῶν, δὲν θὰ μπορέσουν οἱ μαθητὲς καὶ ὁ κόσμος νὰ ζητήσουν τη δόξα του
Θεοῦ καὶ νὰ ἐγκολπωθοῦν την ἀλήθεια. «Καὶ έλεγεν αυτοὶς ἐν τη διδαχὴ αὐτοῦ βλέπετε ἀπὸ των
γραμματέων των θελόντων ὲν στολαϊς περιπατεὶν καὶ άσπασμοὺς ἐν ταῖς αγοραὶς καὶ
πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαὶς καὶ πρωτοκλισίας ἐν τοὺς δείπνοις» (στ. 38-39). 'Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Κατὰ τη διδασκαλία Του καὶ Κύριος ἔλεγε στὸν κόσμο: “Νά φυλαχτῆτε ἀπὸ
τοὺς γραμματεῖς, πού τους ἀρέσει νὰ περπατοῦν μὲ τὶς ἐπίσημες στολὲς τους καὶ νὰ τοὺς χαιρετοῦν
μὲ σεβασμὸ στὶς ἀγορές. Ἐπιδιώκουν νὰ κάθονται στὰ πρῶτα καθίσματα μέσα στὶς συναγωγὲς καὶ
στὶς πρῶτες θέσεις στὰ συμπόσια”».
Οἱ κατηγορίες κατὰ των γραμματέων ἀναφέρονται κατὰ το μεγαλύτερο μέρος σὲ ζητήματα
τιμητικῶν διακρίσεων, ἀναγνωρίσεως ὑπεροχῆς καὶ τιμητικῶν θέσεων. Μὲ τὴν κριτικὴ Του ὁ
Ἰησοῦς ἀποδεικνύει την κενότητα καὶ φαυλότητα της ἐξουσίας των γραμματέων καὶ αὐτόματα, την
ὑπεροχὴ καὶ τὴν ἄφθαστη ποιότητα της δικῆς Του ἐξουσίας.
Τὶ ζητοῦσαν, τὶ επεδίωκαν, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι, οἱ
νομοδιδάσκαλοι καὶ οἱ αρχισυνάγωγοι;
-Στολὲς ἐπιδεικτικές.
-Χαιρετισμοὺς καὶ ὑποκλίσεις ἀπὸ τους ἀνθρώπους.
-Πρῶτες θέσεις στὶς συναγωγές.
-Πρῶτες θέσεις στὰ δεῖπνα.
Μὲ μία λέξι: Το «θεαθῆναι». Ἡ ματαιοδοξία καὶ ἡ κενοδοξία. Όπως ὁ φαρισαῖος της παραβολῆς
μὲ τὴν κενοδοξία του ἦταν σὰν νὰ ἔλεγε «χειροκροτῆστε μὲ καὶ σεῖς οἱ ἄνθρωποι στὸ ναὸ καὶ σεῖς
οἱ ἄγγελοι στὸν οὐρανό», ἔτσι καὶ ὅλοι οἱ φαρισαῖοι καὶ ὁ λοιπὸς θἑσμὸς των θρησκευτικῶν
καιροσκόπων εἶναι σὰν νὰ ἔλεγαν: «Μεριάστε νὰ περάσω! Τὰ βλέμματὰ σας πάνω μου! Κοιτάξτε
τη στολὴ μου τη χρυσοϋφαντη, πού την κρατοῦν καὶ δυὸ - τρεῖς δοῦλοι...».
Νόμιζαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, ὅτι ἔτσι ἐξασφάλιζαν το σεβασμὸ του λαοῦ στὸ
πρόσωπὸ τους. Λησμονοῦσαν, ὅτι τίποτε ἄλλο δὲν σιχαίνονται οἱ ἄνθρωποι, ὅσο τὴν κουφότητα
καὶ την κενοδοξία. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐδὲν οὕτω μισούσιν οἱ πολλοί, ὼς τοὺς δεομένους
της παρ' αὐτῶν δόξης. Μυρίας γοὺν κατηγορίας κατ' αὐτῶν πλέκουσιν» (Ε.Π.Ε. 11,750).
Μετάφρασις: «Τίποτε ἄλλο δὲν σιχαίνονται οἱ πολλοί, ὅσο αὐτοὺς πού ἐπιδιώκουν τον ἔπαινὸ τους.
Στὴν πραγματικότητα πλέκουν μύριες κατηγορίες ἐναντίον τους».

Ἅρπαγες πού παριστάνουν τοὺς θρησκευόμενους (στ. 40)


Δὲν εἶναι μόνο ἡ κενοδοξία. Μαζὶ της εἶχαν καὶ την πλεονεξία οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι
καὶ ὅλο το ἰουδαϊκὸ ἱερατεῖο καὶ συνέδριο. «Οἱ κατεσθίοντες τὰς οἰκίας των χηρῶν καὶ προφάσει
μακρὰ προσευχόμενοι! Οὗτοι λήψονται περισσότερον κρίμα» (στ. 38-39). 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «“Οι γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι ἀπὸ τη μιὰ μεριὰ κατατρῶνε τὶς περιουσίες των
χηρῶν, καὶ ἀπὸ την ἄλλη, ὑποκριτικά, κάνουν μεγάλες προσευχές! Αὐτοὶ θὰ τιμωρηθοῦν μὲ
μεγαλύτερη αυστηρότητα”».
Στὸ στ. 40 κατακρίνεται ἡ ἁρπακτικότητα των Ἰουδαίων νομοδιδασκάλων, οἱ ὁποῖοι ὑποκριτικὰ
ἐνδιαφέρονταν γιὰ τὶς ἀπροστάτευτες χήρες καὶ ὡς νομικοὶ προστάτες ἐμφανιζόμενοι
οἰκειοποιοῦνταν τὶς περιουσίες τους. Δείχνουν μάλιστα ἐξωτερικὰ τὴν εὐλάβειὰ τους μὲ μακρὲς
προσευχές.
Βέβαια ὁ Ἰησοῦς δὲν κατακρίνει μὲ κανένα τρόπο τὶς μεγάλες προσευχές, ἀλλὰ καυτηριάζει τὶς
ὑποκριτικὲς προσευχές, πού γίνονται «πρὸς τὸ θεαθῆναι» (Ματθ. τσ' 1).
Στὸ τέλος του στ. 40 λέγεται, ὅτι αὐτοὶ θὰ τύχουν αὐστηρότερης τιμωρίας, γιατὶ καλύπτουν ὄχι
μόνο την ἔλλειψη ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον, ἀλλὰ καὶ την ἁρπακτικὴ τους διάθεσι. Τὸ ξεσκέπασμὰ
τους ἀπὸ τον Ἰησοῦ γίνεται μὲ ὀργή. «Οὗτοι λήψονται περισσότερον κρίμα» (στ. 40).
Τὸ νὰ συνέβαιναν στὸ χῶρο της ἰουδαϊκῆς θρησκείας φαινόμενα ἐπιδείξεως καὶ φιλοχρηματίας,
το ἀντιλαμβάνεται εὔκολα κανείς. Ἐκεῖνο, ποῦ δὲν κατανοεῖ εἶναι, το πὼς καὶ ἐπιδεικτικὸς τρόπος
ἐμφανίσεως, ἐνδυμασίας καὶ πανηγυρικῆς λατρείας, συνδυασμένος μὲ φιλοχρηματία,
παρατηρεῖται καὶ σὲ λειτουργοὺς της Ἐκκλησίας. Τὶ θὰ ἔλεγε ὁ Κύριος, βλέποντας τα χρυσούφαντα
ἄμφια κληρικῶν, καὶ δὴ ἐπισκόπων; Τὶ θὰ ἔλεγε, ἂν ἔβλεπε λειτουργοὺς νὰ εἰσπράττουν «τυχερὰ»
ἤ νὰ ἀπαιτοῦν φιλοδωρήματα ἤ νὰ ἀνακαλύπτουν μύριες ψεύτικες ἀκολουθίες καὶ «αγιαστικὲς»
ένέργειες χρημάτων χάριν;
Πότε ἄραγε θ' ἀφήσουμε τον Ἰησοῦ νὰ μπῶ στὸ ναὸ χωρὶς μίτρα, χωρὶς πατερίτσα, χωρὶς
μανδύα, χωρὶς στολισμούς, χωρὶς «εἰς πολλὰ ἔτη, δέσποτα»; Πότε θὰ ἀφήσουμε τὸν Ἰησοῦ νὰ
διανείμη στοὺς φτωχοὺς τὸν πλοῦτο, ποῦ κρέμεται σάν... τάματα μέσα σὲ ναοὺς καὶ
προσκυνήματα; Ἐκεῖνοι, οἱ τότε ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβύτεροι, ἐκμεταλλεύονταν ἀκόμα καὶ τὶς χῆρες,
μὲ τὴν πρόφασι της προσευχῆς. Τώρα ἐκμεταλλευόμαστε τὸν Θεὸ καὶ τὸν λαό, μὲ τὴν πρόφασι...
ταμάτων!
Ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ λιτότητα, ὁ λόγος του Υἱοῦ του Θεοῦ, ἡ λατρεία του Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ,
αὐτὰ εἶναι οἱ διδαχὲς του εὐαγγελίου.

41 Καὶ καθίσας ὁ ᾿Ιησοῦς κατέναντι τοῦ γαζοφυλακίου ἐθεώρει πῶς ὁ ὄχλος βάλλει χαλκὸν εἰς τὸ
γαζοφυλάκιον. 42 καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον πολλά· καὶ ἐλθοῦσα μία χήρα πτωχὴ ἔβαλε λεπτὰ
δύο, ὅ ἐστι κοδράντης. 43 καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν
ὅτι ἡ χήρα ἡ πτωχὴ αὕτη πλεῖον πάντων ἔβαλε τῶν βαλλόντων εἰς τὸ γαζοφυλάκιον· 44 πάντες γὰρ
ἐκ τοῦ περισσεύοντος αὐτοῖς ἔβαλον· αὕτη δὲ ἐκ τῆς ὑστερήσεως αὐτῆς πάντα ὅσα εἶχεν ἔβαλεν,
ὅλον τὸν βίον αὐτῆς.

Τα δύο λεπτὰ (στ. 41-42)


Φέρνει ἀντίθετη εἰκόνα ὁ εὐαγγελιστής. Προηγουμένως παρουσίασε τὶς εἰκόνες των
ἐπιδεικτικῶν πλουσίων, πού παρίσταναν καὶ τὸν ἄνθρωπο του Θεοῦ! Λὲς καὶ ὁ Θεὸς θαμπώνεται
ἀπὸ τα φανταχτερὰ ροῦχα καὶ ἄμφια, ἀπὸ τὶς ἐντυπωσιακὲς ψαλμωδίες καὶ κορῶνες, ἀπὸ το
ἐξουσιαστικὸ περπάτημα, ἀπὸ τὶς κενόδοξες πράξεις, ἀπὸ το μεγαλόπρεπο ὕφος! Ἀπὸ ποιόν,
ἀλήθεια, ἐντυπωσιάζεται ὁ Θεός; Ἀπὸ τὸν ταπεινὸ καὶ πράο, ἀπὸ τον πτωχὸ σὲ ὑλικά, ἀλλὰ πλούσιο
σὲ πνευματικά. Νὰ ἡ ἀντίθετη εἰκόνα, ποῦ έλκύει το βλέμμα του Ἰησοῦ καὶ τὴν ζωγραφίζει μὲ το
θεϊκὸ Του ἔπαινο. Εἶναι μιὰ φτωχειὰ χήρα γυναίκα. «Καὶ καθίσας ὁ Ἰησοῦς κατέναντι του
γαζοφυλακίου έθεώρει πὼς ὁ ὄχλος βάλλει χαλκὸν εἰς τὸ γαζοφυλάκιον. Καὶ πολλοὶ πλούσιοι
ἔβαλλον πολλὰ καὶ έλθούσα μία χήρα πτωχὴ ἔβαλε λεπτὰ δύο, ὅ έστι κοδράντης» (στ. 41-42).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Κάθησε δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀπέναντι ἀπὸ το θησαυροφυλάκιο του ναοῦ
καὶ παρατηροῦσε, πὼς ὁ λαὸς έρριχνε κέρματα σ' αὐτὸ (στὸ κουτὶ της ἐλεημοσύνης). Καὶ πολλοὶ
πλούσιοι έρριχναν πολλά. 'Ἦρθε δὲ καὶ μιὰ φτωχειὰ χήρα καὶ έρριξε δύο λεπτά, δηλαδή, ἕνα
κοδράντη».
Σὲ ἀντίθεση μὲ την κατακρινόμενη ὑποκριτικὴ εὐσέβεια των γραμματέων, ἐπαινεῖται ἡ
εἰλικρινὴς προσφορὰ κάποιας πτωχῆς χήρας στὸ ναό.
Ὁ Ἰησοῦς, ποῦ βρίσκεται ἀκόμα στὸ ναὸ (στ. 35), παρατηρεῖ αὐτοὺς πού ρίχνουν προσφορὲς στὸ
γαζοφυλάκιο, ποῦ βρίσκεται στὸν ἐνδότερη αὐλὴ του ναοῦ, στὴν αὐλὴ των γυναικῶν. Μεταξὺ των
προσφερόντων ὁ Ἰησοῦς διέκρινε μία χήρα, πού πρόσφερε δύο λεπτά. Το λεπτὸ εἶναι ἑλληνικὴ
ὀνομασία γιὰ το μικρότερο Ἰουδαϊκὸ χάλκινο νόμισμα.
Ἡ προσφορὰ της χήρας εἶναι διπλή. Προσευχὴ καὶ ἐλεημοσύνη. Στὸ ναὸ ἔρχεται γιὰ νὰ
προσευχηθῆ καὶ νὰ κάνη τη... μεγάλη της ἐλεημοσύνη! Κρυφὰ προσεύχεται, κρυφὰ ἐλεεῖ. Ζωντανὴ
ἤ ἀθόρυβη προσευχὴ της. Πλούσια ἤ ἐλάχιστη ἐλεημοσύνη της. Μόλις ἕνα κοδράντη ρίχνει στὸ
κυτίο του ἐλέους. Σὲ τὶ ἀντιστοιχεῖ σήμερα ὁ καδράντης; Περίπου σὲ λίγο παρὰ κάτω ἀπὸ ἕνα εὐρὼ!
Πολλοὶ ἔμπαιναν στὸ ναὸ καὶ ἐκείνη την ἡμέρα. Πολλὲς προσευχὲς ἀκούγονταν. Καὶ πολλὰ
νομίσματα ἔπεφταν στὸ «γαζοφυλάκιο». Της ἄσημης γυναίκας οἱ προσευχὲς καὶ ἡ ἐλεημοσύνη
ἔφτασαν στὸ θρόνο του Θεοῦ. Ἐπειδὴ ἦταν ἄσημη; Ὄχι. Καὶ ἐπίσημη νὰ ἦταν, ἂν καθαρὲς
προσευχὲς καὶ καθαρὴ ἐλεημοσύνη ἔκανε, πάλι θὰ ἦταν ἀξιοπρόσεκτη στὰ μάτια του Θεοῦ.
Ὁ Κορνήλιος οὔτε κἂν Ἰουδαῖος ἦταν, οὔτε το ναὸ ἤξερε. Καὶ ὅμως τὸν πρόσεξε ὁ Θεός, τὸν
θαύμασε καὶ τὸν κάλεσε στὴ σωτηρία. «Οἱ προσευχὲς σου καὶ οἱ ἐλεημοσύνες σου ανέβησαν στὸ
θρόνο του Θεοῦ», του λέει ὁ ἄγγελος (Πράξ. ι' 4). Καὶ σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μετὰ της
προσευχῆς καὶ ἡ δαψιλὴς ἐλεημοσύνη, το κεφάλαιον των ἡμετέρων ἀγαθῶν, ἤ σωτηρία των
ἡμετέρων ψυχῶν. Αὕτη ἡ συζυγία τα μυρία ημϊν ἀγαθὰ ἄνωθεν προξενῆσαι δύναται καὶ τὴν πυρὰν
των ἁμαρτημάτων σβέσαι των ἡμετέρων ψυχῶν καὶ πολλὴν ἡμῖν παρασχεϊν την παρρησίαν. Ταύτη
τη συζυγία χρησάμενος ὁ Κορνήλιος εἰς τον οὐρανὸν τὰς εὐχὰς ἀνέπεμπε. Διὸ καὶ ἤκουσε παρὰ
του ἀγγέλου: “Αι προσευχαὶ σου καὶ ἄι ἐλεημοσύναι σου ανέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον του
Θεού” (Πράξ. ι'4)» (Ε.Π.Ε. 30,492). Μετάφρασις: «Μαζὶ μὲ τὴν προσευχὴ πρέπει νὰ ὑπάρχη καὶ ἤ
χωρὶς τσιγγουνιὰ ἐλεημοσύνη, αὐτὴ ἡ κορωνίδα των ἀγαθῶν μας, ἡ σωτηρία των ψυχῶν μας. Ἡ
συνύπαρξις προσευχῆς καὶ ἐλεημοσύνης μπορεῖ ἐκ Θεοῦ νὰ μας προξενήση μύρια ἀγαθά. Μπορεῖ
νὰ σβήση τὴ φωτιὰ των ἁμαρτημάτων των ψυχῶν μας καὶ νὰ μᾶς ἐξασφαλίση πολλὴ παρρησία
πρὸς τὸν Θεό. Αὐτὴ τη συζυγία (προσευχῆς καὶ ἐλεημοσύνης) χρησιμοποιοῦσε ὁ Κορνήλιος καὶ
ἀνέπεμπε τὶς προσευχὲς του στὸν οὐρανό. Γι' αὐτὸ καὶ ἄκουσε ἀπὸ τον ἄγγελο: “Οι προσευχὲς σου
καὶ οἱ ἐλεημοσύνες σου ἀνέβηκαν ὡς μνημόσυνο ἐνώπιον του Θεού”».
Ἡ ἐλεημοσύνη της χήρας ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τη δῆθεν ἐλεημοσύνη, πού ἔκαναν οἱ πλούσιοι:
«Καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον πολλὰ» (στ. 42). Ἐκεῖνοι ἐκ του περισσεύματος, αὐτὴ ἐκ του
ὑστερήματος. Ἐκεῖνοι έπιδεικτικά. Αὐτὴ κρυφά. Ἐκεῖνοι, οἱ πλούσιοι, ἔκαναν καὶ κάνουν δωρεές,
γιὰ νὰ γραφτῆ το ὄνομὰ τους στὴ στήλη των «δωρητῶν». Αὐτὴ πρόσφερε ό,τι πρόσφερε γιὰ νὰ
γραφτῆ το ὄνομὰ της στὸν οὐρανὸ (Λουκ. ι' 20). Ἐκεῖνοι πιεζόμενοι ἔδιναν κάτι ὡς ἐλεημοσύνη (μὲ
βαρειὰ καρδιά). Αὐτὴ μὲ ὅλη την καρδιὰ της πρόσφερε τὸν ὀβολὸ της. «Ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾶ ὁ
Θεὸς» (Β' Κορ. θ' 7).

Ἡ ἀξία της φτωχειὰς χήρας (στ. 43-44)


Καὶ στὸ ναὸ των Ἱεροσολύμων το βλέμμα του παντεπόπτη καὶ δικαιοκρίτη Ἰησοῦ ἑστιάστηκε στὴ
φτωχειὰ χήρα. Δὲν τὴν θαύμασε ἁπλῶς, ἀλλὰ καὶ την χρησιμοποίησε ὡς ὑπόδειγμα διδασκαλίας
στοὺς μαθητὲς Του. «Καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ είπεν αυτοὶς: Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι
ἡ χήρα ἤ πτωχὴ αὕτη πλείον πάντων ἔβαλε των βαλλόντων εἰς τὸ γαζοφυλάκιον: πάντες γὰρ ἐκ του
περισσεύοντος αὐτοὺς ἔβαλον αὕτη δὲ ὲκ της ὑστερήσεως αὐτῆς πάντα ὅσα είχεν έβαλεν, ὅλον
τον βίον αὐτῆς» (στ. 43-44). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Κάλεσε κοντὰ Του ὁ Ἰησοῦς τοὺς
μαθητὲς καὶ τοὺς εἶπε: “Αληθινά σας λέω, ὅτι αὐτὴ ἡ φτωχειὰ χήρα έρριξε περισσότερα ἀπὸ ὅλους
πού ρίχνουν χρήματα στὸ κουτὶ της φιλανθρωπίας. Γιατί; Διότι ὅλοι ρίχνουν ἀπὸ το περίσσευμὰ
τους, ἐνῶ ἐκείνη έρριξε ἀπὸ το ὑστέρημὰ της. Ἔδωσε ὅλο το βιὸ της, ὅλη την περιουσία της”».
Ὁ Ἰησοῦς σχολιάζει, ὅτι ἡ χήρα πρόσφερε «πλείον πάντων» (στ. 43), γιατὶ ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἔδωσαν
ἀπὸ το περίσσευμὰ τους, ἐκείνη ἔδωσε ἀπὸ το ὑστέρημὰ της, «ὅλον τον βίον αὐτῆς». Μὲ τὸ
«πλείον πάντων» ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐξέφρασε μαθηματικὴ ἀναλογία, ἀλλὰ συνεμέτρησε την προθυμία.
Σημασία ἔχει ὁ δότης, καὶ ὄχι το δῶρο. Τὸ πνευματικὸ καὶ ἐσωτερικὸ στοιχεῖο, ὄχι το ὑλικὸ γεγονὸς:
ὁ βαθμὸς της αὐτοθυσίας, ὄχι το ποσὸ της προσφορὰς.
Ἄν θέλουμε νὰ βάλουμε στὴ σειρὰ τοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ χήρα γυναίκα παρέμεινε
ἀξιοθαύμαστη καὶ αξιάκουστη, θὰ παρουσιάσουμε τον σχετικὸ κατάλογο:
Πρώτον: 'Ἦταν μιὰ φτωχειὰ χήρα, πού σημαίνει, ὅτι εἶχε ἄμεσες ἀνάγκες γιὰ τὴν ἐπιβίωση της.
Ἔπρεπε νὰ την ἐλεοῦν, ὄχι ἐκείνη νὰ ἐλεῆ. Καὶ ὅμως σκέπτεται, ὅτι καὶ γι' αὐτὴν εἶναι χρέος ἤ
ἐλεημοσύνη. Θὰ της πέρασε πιθανὸν ὁ λογισμὸς: «Καὶ ἐγὼ πὼς θὰ ζήσω;». Ἀλλ' ἀμέσως τον ἔδιωξε.
Ἐμπιστεύτηκε τον ἑαυτὸ της στὴν πρόνοια του Θεοῦ.
Δεύτερον: Τὴν ἐλεημοσύνη της την ἔκανε κρυφά. Ἐφάρμοσε ἐκεῖνο, πού εἶχε διδάξει ὁ Χριστός,
κι ἂς μὴν Τὸν εἶχε ἀκούσει: «Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερὰ σου τὶ ποιεῖ ἤ δεξιὰ σου» (Ματθ. τσ' 3).
Τρίτον: Αὐτὸ πού προσέφερε, το δίλεπτο, ἦταν ἡ ὅλη περιουσία της. «Ὅλος ὁ βίος αὐτῆς». Δὲν
εἶχε τίποτε ἄλλο στὴν ἄκρη. Δὲν εἶχε «οἰκονομίες». Εἶχε την «οἰκονομία» του Θεοῦ. Δὲν ἔκανε την
εὔκολη ἐλεημοσύνη, «ἐκ του περισσεύματος». Ἔκανε τη δύσκολη ἐλεημοσύνη, «ἐκ του
ὑστερήματος». Τὰ ἔδωσε ὅλα. Καὶ σ' ἄλλον εἶπε ὁ Χριστὸς νὰ τα δώση ὅλα, καὶ σκυθρώπιασε καὶ
ἔφυγε καὶ ἔμεινε καὶ παρ' ὀλίγον μαθητής. Καὶ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες πολλοὶ ἄκουσαν τὸν Χριστὸ νὰ
ἀπαιτῆ νὰ τα δώσουμε «ὅλα», ἀλλ' ἐλάχιστοι Τὸν ὑπάκουσαν καὶ Τὸν ἀκολούθησαν, ὅπως ὁ ἅγιος
Αντώνιος.
Τέταρτον: "Ὅσα ἔδωσε, αὐτὰ τα λίγα, τα ἔδωσε μὲ καθαρὰ χέρια. Πολλοὶ ἀπὸ κλεμμένα καὶ
ἄδικα χρήματα κάνουν ἐλεημοσύνη! Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἀκάνθης ρίζα ἔλαιον οὐ τίκτει
ποτέ, ἀλλ' έλαίας. Ούδὲ πλεονεξίας ρίζα έλεον τίκτει, οὐδὲ ἀδικίας, οὐδὲ ἁρπαγῆς. Μὴ διαβάλης
την ἐλεημοσύνην. Ἔι γὰρ διὰ τοῦτο ἁρπάζεις, ἴνα ἐλεήσης, οὐδὲν της ἐλεημοσύνης ταύτης χείρον.
Ὅταν ἐξ ἁρπαγῆς ἐλεημοσύνη, ὕβρις τοῦτο εἰς τὸν Θεόν. Ἔστωσαν ἄι χεῖρες καθαραὶ» (Ε.Π.Ε.
23,576). Μετάφρασις: «Τὸ λάδι παράγεται ὄχι ἀπὸ ρίζα αγκαθιάς, ἀλλὰ ἀπὸ ρίζα ἐλιᾶς. Οὔτε,
λοιπόν, ἡ ρίζα της πλεονεξίας μπορεῖ νὰ γεννήση ἐλεημοσύνη, οὔτε ἡ ρίζα της ἀδικίας ἤ της κλοπῆς.
Μὴν εὐτελίζης την ἐλεημοσύνη. Διότι ἂν κλέβης γιὰ νὰ ἐλεήσης, νὰ ξέρης ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε
χειρότερο ἀπὸ μία τέτοια ἐλεημοσύνη. Ἐλεημοσύνη ἀπὸ κλεμμένα χρήματα εἶναι ὕβρις πρὸς τὸν
Θεό. Ας εἶναι τα χέρια καθαρά».
Πέμπτον: Ἄφησε ὅλο τον ἑαυτὸ της στὴ μέριμνα του Θεοῦ. Ἐσύ, Θεέ, θὰ μὲ θρέψης, ἐσὺ ποῦ
τρέφεις τα πουλάκια του οὐρανοῦ, ἐσὺ ποῦ κάνεις ν' ἀνθίζουν τα λουλούδια του ἀγροῦ (Ματθ. τσ'
26). Σὰν νὰ ἤξερε το λόγο του Ψαλμωδοῦ: «Επίρριψον τὴν μέριμνὰν σου ἐπὶ Κύριον καὶ αὐτὸς σὲ
διαθρέψει» (Ψαλμ. 54,23).
Ἕκτον: Θεωρεῖται ἡ χήρα μὲ τὸ δίλεπτο ἡ ἀποστομωτικὴ ἀπάντησις σὲ ὅσους σὲ πρότασι
ἐλεημοσύνης, παριστάνουν τους φτωχούς. «Δὲν ἔχω», εἶναι ἕτοιμος νὰ σου πῆ καὶ ἄλλος. Δὲν ἔχεις;
Εἶσαι, λοιπόν, φτωχότερος ἀπὸ τη χώρα ποῦ ἐγκωμιάζει ὁ Κύριος; Δὲν ἔχεις ἕνα εὐρὼ; Κι ἂν δὲν
ἔχης χρήματα, δὲν ἔχεις καρδιά; Δὲν ἔχεις στόμα; Δὲν ἔχεις μάτια; Δὲν ἔχεις στοργή;
Ἕβδομον: Θὰ μποροῦσε νὰ μονολογήση, βάζοντας το δίλεπτο στὴν τσέπη της, «πὼς θὰ ζήσω;».
Δὲν τὸ εἶπε, ὅπως δὲν το εἶπε ἡ ἄλλη χήρα, ἐκείνη στὰ Σαρεπτὰ της Σιδωνίας, ποῦ κι αὐτὴν
ἐγκωμιάζει ὁ Χριστὸς (Λουκ. δ' 25-26). Θὰ ἔλεγε ἄλλος στὴ θέση της: Προφῆτα μου (Ἠλία), ἐμεῖς
δὲν τα βγάζουμε πέρα ὅσοι εἴμαστε ἂν προστεθῆς καὶ σύ, τὶ θὰ γίνη;... Ὄχι, δὲν δίστασε. Πίστευε,
ὅτι ἡ ἀστείρευτη πηγὴ της ἀγάπης του Θεοῦ θὰ της ἔκανε το λίγο ἀλεύρι της ἀστείρευτο καὶ τὸ λίγο
λαδάκι της ἀτέλειωτο (Γ' Βασ. ιζ' 8-16). Καὶ το μικρὸ θαῦμα της ἀτέλειωτης τροφῆς ἔγινε μεγάλο
θαῦμα: Ο προφήτης της ἀνέστησε το παιδὶ της, πού πέθανε!
Ὄγδοον: Ἔθεσε τὸν ἑαυτὸ της ὑπὸ την προστασία του Θεοῦ. Σὰν τὴν ἄλλη ἐκείνη χήρα, της Ναΐν
(Λουκ. ζ' 12). Καὶ τώρα ποιὸς θὰ μὲ προστατέψη, μιὰ γυναίκα μονάχη, χωρὶς ἄντρα, χωρὶς παιδί; Ἡ
χήρα μὲ τὰ δύο λεπτὰ ἔδωσε ό,τι εἶχε. Στὴ χώρα της Ναΐν ὁ θάνατος της πῆρε ό,τι εἶχε, το μονάκριβο
παιδὶ της. Καὶ ὅμως! Το θαῦμα ἔγινε. Ἀνέστησε τὸν νεανίσκο ὁ Χριστὸς καὶ τὸν παρέδωσε ζωντανὸ
στὴ μητέρα του.
Ἡ πρᾶξις της χήρας φανερώνει το θεμελιῶδες χαρακτηριστικὸ των πραγματικῶν ἀνθρώπων του
Θεοῦ, τη γενναιόδωρη καὶ γεμάτη ἐμπιστοσύνη προσφορὰ στὸν Θεὸ ὅλων των στοιχείων πού
διαθέτουμε, πράγμα πού μπορεῖ νὰ σημαίνη καὶ τη θυσία της ἴδιας της ζωῆς μας χάριν του Θεοῦ.

1 Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἐκ τοῦ ἱεροῦ λέγει αὐτῷ εἷς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ· διδάσκαλε, ἴδε
ποταποὶ λίθοι καὶ ποταπαὶ οἰκοδομαί. 2 καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· βλέπεις ταύτας τὰς
μεγάλας οἰκοδομάς; οὐ μὴ ἀφεθῇ ὧδε λίθος ἐπὶ λίθον ὃς οὐ μὴ καταλυθῇ. 3 Καὶ καθημένου αὐτοῦ
εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν κατέναντι τοῦ ἱεροῦ, ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν Πέτρος καὶ ᾿Ιάκωβος καὶ
᾿Ιωάννης καὶ ᾿Ανδρέας· 4 εἰπὲ ἡμῖν πότε ταῦτα ἔσται, καὶ τί τὸ σημεῖον ὅταν μέλλῃ πάντα ταῦτα
συντελεῖσθαι; 5 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀποκριθεὶς ἤρξατο λέγειν αὐτοῖς· βλέπετε μή τις ὑμᾶς
πλανήσῃ. 6 πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες ὅτι ἐγώ εἰμι, καὶ πολλοὺς
πλανήσουσιν. 7 ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκοὰς πολέμων, μὴ θροεῖσθε· δεῖ γὰρ γενέσθαι,
ἀλλ᾿ οὔπω τὸ τέλος. 8 ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, καὶ ἔσονται
σεισμοὶ κατὰ τόπους, καὶ ἔσονται λιμοὶ καὶ ταραχαί. 9 ἀρχαὶ ὠδίνων ταῦτα. Βλέπετε δὲ ὑμεῖς
ἑαυτούς. παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν δαρήσεσθε, καὶ ἐπὶ
ἡγεμόνων καὶ βασιλέων σταθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς. 10 καὶ εἰς πάντα τὰ ἔθνη
δεῖ πρῶτον κηρυχθῆναι τὸ εὐαγγέλιον. 11 ὅταν δὲ ἀγάγωσιν ὑμᾶς παραδιδόντες, μὴ προμεριμνᾶτε
τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾶτε, ἀλλ᾿ ὃ ἐὰν δοθῇ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ, τοῦτο λαλεῖτε· οὐ γὰρ ὑμεῖς
ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον. 12 παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ
πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς. 13 καὶ ἔσεσθε
μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται.

Θὰ πέσουν οἱ μεγάλες οἰκοδομὲς (στ. 1-2)


Θαμπώνονται οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ την ἐξωτερικὴ μεγαλοπρέπεια. Ἀκόμα καὶ στὸ χῶρο των
θρησκειῶν οἱ «πιστοὶ» νομίζουν, ὅτι θὰ ἀρέσουν στὸν Θεό, ἂν κατασκευάσουν λαμπροὺς Ναοὺς
καὶ καλλιτεχνικὰ προσκυνήματα. Ἀκόμα καὶ στὸ Χριστιανισμό, πού ξεκινᾶ μὲ τὴν κένωση του
μεγάλου Θεοῦ καὶ μὲ τὴν κατὰ σάρκα γέννησὶ Του στὰ ἄχυρα μιᾶς φάτνης, ἔχουμε συναγωνισμοὺς
λαμπρότητας καὶ πολυτέλειας. Οἱ Ἰουδαῖοι καυχόνταν γιὰ τὸ Ναὸ του Σολομῶντος, ποῦ ἀργότερα
ωμάστηκε Ναὸς των Ἱεροσολύμων. Οἱ μαθητὲς δὲν εἶχαν καταλάβει ἀκόμα, ὅτι «Πνεῦμα ὁ Θεὸς
καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεὶν» (Ιωάν. δ' 24). Νόμιζαν,
ὅτι καὶ ὁ Διδάσκαλος θὰ ἔδινε σημασία στὴν ἐξωτερικὴ λαμπρότητα του Ναοῦ. Μόνο, ποῦ ὁ
Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος, ποῦ δὲν παρακολουθεῖ καὶ δὲν θαυμάει την ἱστορία της «Χριστιανικῆς
τέχνης»! Πὼς ἄραγε θὰ μας ἀποδοκιμάση, ποῦ ἤ καλλιτεχνία μας γύρω ἀπὸ τα ἐκκλησιαστικὰ
μέγαρα καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἀντικείμενα, σκεύη καὶ ἄμφια, ταυτίστηκε μὲ τὴν κακοτεχνία της ἀγάπης
καὶ της φιλανθρωπίας;
Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἂς δοῦμε τη σύντομη συζήτησι γύρω ἀπὸ τὶς θρησκευτικὲς
οἰκοδομὲς: «Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἐκ του ἱεροῦ λέγει αυτὼ εἰς των μαθητῶν αὐτοῦ
Διδάσκαλε, ἴδε ποταποὶ λίθοι καὶ ποταπαὶ οἰκοδομαί. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς είπεν αυτὼ Βλέπεις
ταύτας τὰς μεγάλας οἰκοδομάς; Οὐ μὴ ἀφεθῆ ώδε λίθος ἐπὶ λίθον ὃς οὐ μὴ καταλυθῆ» (στ. 1-2).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καθὼς δὲ καὶ Ἰησοῦς ἔβγαινε ἀπὸ το ναό, ἕνας ἀπὸ τους μαθητὲς
Του Του λέει: “Διδάσκαλε, κοίταξε τὶ τεράστιοι λίθοι καὶ τὶ ἐπιβλητικὲς οικοδομές”. Καὶ ὁ Ἰησοῦς
του ἀποκρίθηκε καὶ του εἶπε: “Βλέπεις αὐτὰ τα μεγάλα κτίρια; Δὲν θὰ μείνη ἐδῶ πέτρα πάνω στὴν
πέτρα. “Όλα θὰ γκρεμιστούν”».
Λίγο πρὶν ἄκουσαν οἱ μαθητὲς τὸν Διδάσκαλο νὰ θαυμάζη ἕνα μόνο πράγμα, την ἀγάπη, πού
ἔγινε ἐλεημοσύνη στὸ πρόσωπο της χώρας μὲ τὸ δίλεπτο. Ὁ Βασιλιὰς των οὐρανῶν θαμπώνεται
ἀπὸ την πενιχρὰ δωρεὰ μιᾶς χήρας. Καὶ οἱ ἄσημοι ψαράδες θαμπώνονται ὄχι ἀπὸ το δίλεπτο της
χήρας, ἀλλὰ ἀπὸ τη λαμπρότητα του ναοῦ.
Ὑπάρχει στενὴ ἀλληλουχία μεταξὺ παρόντος καὶ μέλλοντος μεταξὺ καταστροφῆς της
Ἱερουσαλὴμ καὶ τέλους του κόσμου. Τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὸν έσχατολογικὸ λόγο προσφέρει ὁ
θαυμασμὸς ἑνὸς ἀπὸ τους μαθητὲς του Ἰησοῦ γιὰ τὰ λαμπρὰ οἰκοδομήματα του ναοῦ. Οἱ μαθητὲς
ἐντυπωσιάζονται ἀπὸ τη λαμπρότητα του παρόντος, ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς πίσω ἀπὸ τους μεγαλοπρεπεῖς
λίθους βλέπει καὶ προλέγει το ὀδυνηρὸ ἐπικείμενο μέλλον, ὅπου ὁ ναὸς θὰ καταστραφῆ μέχρι
σημείου πού νὰ μὴ μείνη ὄρθιος οὔτε ἕνας λίθος (στ. 2)!
Τὰ κατὰ του ναοῦ λόγια του Ἰησοῦ βρίσκονται στὴ συνέχεια των ἀπειλητικῶν κηρυγμάτων των
προφητῶν της Παλαιὰς Διαθήκης (Μιχ. γ' 12. Ιερεμ. ζ' 14)
Θὰ μείνουν μιὰ γιὰ πάντα τα κτήρια; Ὄχι! Ἡ ἐλεημοσύνη ὅμως μένει στὸν αἰώνα. Ὁ Κύριος
ἐπισημαίνει τη ματαιοδοξία καὶ τη ματαιότητα των πολυτελῶν κτηρίων. Δὲν θὰ μείνη τίποτε, λέει
στὸ μαθητὴ πού ἔκανε τη σχετικὴ ἐρώτηση: «Βλέπεις ταύτας τὰς μεγάλας οἰκοδομάς; Οὐ μὴ ἀφεθῆ
ώδε λίθος ἐπὶ λίθον ὃς οὐ μὴ καταλυθῆ» (στ. 2). Όλοι οἱ χειροποίητοι ναοὶ μιὰ ἡμέρα θὰ πέσουν.
Ἕνας ναὸς θὰ παραμένη: “Ο ἔμψυχος ναὸς του Ἁγίου Πνεύματος. Χρειάζονται οἱ ναοὶ γιὰ τὴ
λατρεία του Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀρκεῖ νὰ εἶναι ἁπλοί, σύμμετροι μὲ τὶς ἀνάγκες της ἐκκλησιαστικῆς
κοινότητας καὶ εὐπρεπισμένοι. Ποτὲ ὅμως πολυτελεῖς καὶ μεγαλοπρεπεῖς.
Μὲ ἀφορμὴ την ἐρώτηση γιὰ το ἂν θὰ ἀφανισθῆ καὶ ὁ ναὸς των Ἱεροσολύμων, ὁ Κύριος ἀρχίζει
μία μεγάλη διδασκαλία περὶ της καταστροφῆς των Ἱεροσολύμων, περὶ των σημείων των καιρῶν,
καὶ περὶ των ἐσχάτων. Έσχατολογικὲς περιέργειες δὲν ἱκανοποιεῖ, ἀλλὰ καὶ τα ὅσα προλέγει ἄλλα
ἀναφέρονται στὸ ἐγγὺς μέλλον καὶ ἄλλα στὴ συντέλεια του κόσμου.
Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰησοῦ ἀκούσαντες ταῦτα (τα περὶ της
χήρας), ὥσπερ θαυμάζοντες προσῆλθον επιδεικνύντες του ναοῦ τὸ κάλλος, καὶ διαπoρoύντες εἰ
τοσαῦτα αφανισθήσεται κάλλη καὶ ὕλης πολυτέλεια καὶ τέχνης ποικιλία ἄφαντος: οὐκέτι, λοιπόν,
περὶ ἐρημίας ἁπλῶς αὐτοὺς διαλέγεται, ἀλλὰ παντελὴ προαναφωνεὶ τον ἀφανισμὸν» (Ε.Π.Ε.
11,840). Μετάφρασις: «Οἱ μαθητές, ἀφοῦ ἄκουσαν ὅσα εἶπε ὁ Ἰησοῦς, ἀπὸ ἔκπληξη μᾶλλον Τὸν
πλησίασαν γιὰ νὰ Του δείξουν το κάλλος του ναοῦ. Ἀποροῦσαν, ἂν πράγματι θὰ ἐξαφανίζονταν
τόσο ὡραία πράγματα καὶ πολυτελὴ ὑλικὰ καὶ ποικίλα ἀπερίγραπτα καλλιτεχνήματα. Δὲν τοὺς
μιλάει πλέον ἁπλῶς περὶ ἐρημώσεως, ἀλλὰ προφητεύει τὸν ἐξ ὁλοκλήρου ἀφανισμὸ αὐτοῦ (τοῦ
ναοῦ)».
Ὅσα λέει γιὰ το ὅτι δὲν θὰ μείνη λίθος ἐπὶ λίθον, κατὰ τοὺς ἑρμηνευτές, ἀναφέρονται στὴν
καταστροφὴ της Ἱερουσαλήμ, πού συνέβη το 70 μ.Χ. καὶ ποῦ προφητικὰ μιλάει ὁ Ἰησοῦ Χριστός.
Γιὰ ποιὰ ἐρήμωσι μιλάει; Δίνει ἐξήγησε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἤ τὴν έρημίαν ενδεικνύμενος την
παντελὴ, ταῦτα έλεγεν, ἤ κατ' ἐκείνον τον τόπον, ἔνθα ἥν. Έστι γὰρ αὐτοῦ μέρη μέχρι των θεμελίων
ήφανισμένα. Μετὰ δὲ τούτων κακείνο είποιμεν, ὅτι ἐκ των γεγενημένων καὶ περὶ των λειψάνων καὶ
τοὺς σφόδρα φιλονεικούντας δεῖ πείθεσθαι, ὼς τέλειον απολουμένων» (Ε.Π.Ε. 11,840).
Μετάφρασις: «Της προφητείας τα λόγια ἤ τα ἔλεγε ὑπαινισσόμενος την ὁλοκληρωτικὴ
καταστροφή, ἤ ἐννοοῦσε την καταστροφὴ του τόπου ἐκείνου, στὸν ὁποῖον βρισκόταν. Διότι
ὑπάρχουν μέρη του ναοῦ, ποῦ εἶναι ἐξαφανισμένα ἐκ θεμελίων. Μαζὶ δὲ μὲ αὐτὰ καὶ αὐτὸ θὰ
μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι ἀπὸ ὅσα συνέβησαν καὶ ἀπὸ τα ὅσα διασώθησαν, πρέπει νὰ πείθωνται
οἱ ὑπερβολικὰ ἀμφιβάλλοντες, ὡσὰν νὰ ἦταν όλοκληρωτικὴ ἤ καταστροφή».

Ποιὸ το σημάδι της συντελείας; (στ. 3-4)


Το 13ὁ κεφάλαιο περιέχει λόγια του Ἰησοῦ γιὰ τὴν ἐπικειμένη καταστροφὴ της Ἱερουσαλήμ,
καταστροφὴ ποῦ προσφέρεται ὡς προεικόνισις του τέλους του κόσμου. Οἱ χρησιμοποιούμενες
εἰκόνες καὶ παραστάσεις εἶναι γνωστὲς ἀπὸ τα ἰουδαϊκὰ ἀποκαλυπτικὰ κείμενα. Αὐτὸ ὅμως δὲν
σημαίνει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀναπαράγει ἰουδαϊκὰ κείμενα προσαρμόζοντὰς τα στὸ παρὸν ποῦ ζῆ. Οἱ
γνωστὲς εἰκόνες βοηθοῦν στὴν κατανόηση του μηνύματος, πού ἀπευθύνει ὁ Ἰησοῦς. Πρόκειται γιὰ
προρρήσεις του Ἰησοῦ. Στὴν παράδοση αὐτῶν των λόγων του Ἰησοῦ θὰ ἀναφερθῆ καὶ ὁ ἀπόστολος
Παῦλος (Α' Θεσ. β' 3-6). «Καὶ καθημένου αὐτοῦ εἰς τὸ ὄρος των ἐλαιῶν κατέναντι του ἱεροῦ,
επηρώτων αὐτὸν κατ' ἰδίαν Πέτρος καὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης καὶ Ἀνδρέας: Εἰπὲ ἡμῖν πότε ταῦτα
έσται, καὶ τὶ το σημεῖον ὅταν μέλλη πάντα ταῦτα συντελείσθαι;» (στ. 3-4). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἐνῶ καθόταν ὁ Ἰησοῦς στὸ ὄρος των Ἐλαιῶν ἀπέναντι ἀπὸ το ναό, ὁ Πέτρος καὶ
ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἀνδρέας Τὸν ρώτησαν ἰδιαιτέρως: “Πές μας, πότε θὰ γίνουν αὐτά,
καὶ ποιὸ θὰ εἶναι το σημάδι, πού θὰ ἀναγγείλη τη συντέλεια ὅλων αυτών;”».
Στὸ κείμενο ἤ περικοπὴ στ. 3-13 ἀποτελεῖ το πρῶτο τμῆμα της εσχατολογικὴς ὁμιλίας του Ἰησοῦ
σὲ μιὰ μικρὴ ὁμάδα τεσσάρων μαθητῶν. Στὸ κείμενο αὐτό, πού περιγράφει την ἔναρξη των
ὠδίνων, δηλαδὴ μία πρώτη φάσι τρομακτικῶν γεγονότων, ὑπάρχουν ἀξιόλογα δεδομένα μιᾶς
χριστολογίας του πάθους.
Οἱ μαθητὲς ρωτᾶνε γιὰ το πότε θὰ συμβοῦν τα ἀναφερόμενα στὸ στ. 2 καὶ το σημεῖο πού θὰ
προηγηθῆ καὶ θὰ τα ἀναγγέλλη (στ. 3-4).
-Πὲς μας πότε θὰ γίνουν οἱ καταστροφὲς των λαμπρῶν κτηρίων, πού εἶπες; Καὶ ποιὸ εἶναι το
σημάδι, ποῦ θὰ φανὴ, ὅταν πρόκηται νὰ συντελεστοῦν ὅλα αὐτά;
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Πότε ταῦτα έσται;”, τουτέστι, πότε τα Ἱεροσόλυμα απολείται; “Και
τὶ το σημεῖον της σης παρουσίας καὶ της συντελείας του αιώνος;”. Αὐτὸς δὲ οὐδὲν εὐθέως πρὸς τὴν
ἐρώτησιν ἀπεκρίνετο ταύτην, ἀλλὰ πρότερον ἐκεῖνα τα κατεπείγοντα λέγει, καὶ ἅ πρῶτα μαθεὶν
έχρών. Οὔτε γὰρ περὶ Ἱεροσολύμων εὐθέως, οὔτε περὶ της παρουσίας αὐτοῦ της δευτέρας είρηκεν,
ἀλλὰ περὶ των ἐπὶ θύραις απαντησομένων κακῶν» (Ε.Π.Ε. 11,846). Μετάφρασις: «“Πότε θὰ
συμβοῦν αυτά;”, δηλαδή, πότε θὰ καταστραφοῦν τα Ἱεροσόλυμα; “Και ποιὸ εἶναι το σημεῖο του
ἐρχομοῦ Σου καὶ της συντελείας του αιώνος;”. “Ο δὲ Κύριος δὲν εἶπε τίποτε εὐθέως στὴν ἐρώτηση
τους αὐτὴ, ἀλλὰ προηγουμένως λέει ἐκεῖνα τα κατεπείγοντα καὶ τα ὁποία ἔπρεπε πρῶτα νὰ
μάθουν. Διότι οὔτε γιὰ τα Ἱεροσόλυμα εἶπε κάτι κατ' εὐθείαν, οὔτε γιὰ τὴ δευτέρα παρουσία Του,
ἀλλὰ γιὰ τα κακά, ποῦ θὰ συναντοῦσαν εὐθὺς ἀμέσως».
Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἀπαντᾶ στὸ πότε των μαθητῶν, ἀλλὰ μὲ ὅσα λέει στὸ στ. 5 ἐξ., μεταφέρει τη σκέψη
των μαθητῶν ἀπὸ την καταστροφὴ του ναοῦ στὰ «σημεῖα», ποῦ θὰ προηγηθοῦν του τέλους του
κόσμου, ἀρχίζοντας μὲ το αἴτημα της ἐγρηγόρσεως («βλέπετε»).
Θέλουν ὁπωσδήποτε νὰ μάθουν την ἡμέρα της παρουσίας. Καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις ὁ Κύριος
ἀπέκλεισε την ἀποκάλυψι του χρόνου καὶ του σημείου της συντελείας. Δὲν ἱκανοποιεῖ οὔτε των
μαθητῶν τότε οὔτε πολλῶν εσχατολογούντων σήμερα την περιέργεια περὶ «χρόνου καὶ καιροῦ».
Τὰ ὅσα λέει εἶναι γιὰ νὰ προετοιμάση τους μαθητὲς Του. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οἱ μαθηταὶ
ώδινον μαθεὶν την ἡμέραν της παρουσίας αὐτοῦ διὰ τὸ σφόδρα επιθυμεϊν τὴν δόξαν ἐκείνην ιδεὶν
τὴν μυρίων οὖσαν ἀγαθῶν αἰτίαν. Καὶ δύο ταῦτα ερωτώσιν αὐτὸν: “Πότε ταῦτα έσται;”, τουτέστιν,
ἤ του ναοῦ κατασκαφῆ, καὶ “τι το σημεῖον της σὴς παρουσίας;”» (Ε.Π.Ε. 11,842). Μετάφρασις: «Μὲ
ἀγωνία ζητοῦσαν οἱ μαθητὲς νὰ μάθουν την ἡμέρα του ἐρχομοῦ Του, ἐπειδὴ εἶχαν σφοδρὰ την
ἐπιθυμία νὰ δοῦν τη δόξα ἐκείνη, ποῦ εἶναι αἰτία ἀπείρων ἀγαθῶν. Καὶ γιὰ δυὸ πράγματα ρωτᾶνε
τὸν Ἰησοῦ: “Πότε θὰ συμβοῦν αυτά”, δηλαδή, ἡ ἐκ θεμελίων καταστροφὴ του Ναοῦ, καὶ “ποιό εἶναι
το σημεῖο του ἐρχομοῦ Σου;”».

Πλάνοι των ἐσχάτων (στ. 5-7)


Στὸ κεφάλαιο ἀπουσιάζουν ὁ χρονικὸς προσδιορισμὸς του τέλους του κόσμου, ἡ ἐθνικὴ
μεσσιανικὴ ἰδέα, ἡ ἰουδαϊκὴ κυριαρχία ἐπὶ των ἐθνῶν, ἐκφράσεις ἐκδικήσεως κατὰ των λαῶν κ.λπ.,
δηλαδὴ ἰουδαϊκὰ ἀποκαλυπτικὰ στοιχεῖα.
Τὰ θέματα πού θίγονται εἶναι:
α. Πρόρρησις της καταστροφῆς της Ἱερουσαλὴμ (στ. 1-2 καὶ 4-20).
β. Κίνδυνοι των ἐσχάτων ἡμερῶν ἀπὸ πλάνους καὶ ἀντιχρίστους (στ. 3-6, 21-23).
γ. Έρχομὸς του Κυρίου (στ. 7-8 καὶ 24-27).
δ. Διωγμοὶ καὶ θλίψεις των μαθητῶν (στ. 9-13).
ε. Σημεῖα πού προαναγγέλλουν το τέλος (στ. 28-31).
στ. Ἐγρήγορσις ἐν ὄψει του τέλους (στ. 32-36).
«Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς ἤρξατο λέγειν αυτοὶς: Βλέπετε μὴ τὶς ὑμᾶς πλανήση. Πολλοὶ γὰρ
ελεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματὶ μου λέγοντες ὅτι ἐγὼ είμι, καὶ πολλοὺς πλανήσουσιν. “Όταν δὲ
ακούσητε πολέμους καὶ ἀκοὰς πολέμων, μὴ θροείσθε δεῖ γὰρ γενέσθαι, ἀλλ' ούπω το τέλος» (στ.
5-7). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπαντώντας ἄρχισε νὰ τοὺς λέη: “Προσέχετε
μήπως σᾶς πλανήση κανείς. Διότι πολλοὶ θὰ ἐμφανιστοῦν χρησιμοποιώντας το ὄνομὰ μου καὶ θὰ
ἰσχυρίζωνται, Ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας. Καὶ πολλοὺς θὰ παραπλανήσουν. Ὅταν δὲ ἀκούσετε, ὅτι
γίνονται πόλεμοι ἤ προετοιμάζονται πόλεμοι, μὴν ταράζεστε. Πρέπει νὰ γίνουν αὐτά, δὲν θὰ εἶναι
ὅμως ἀκόμα το τέλος».
Σχετικὰ μὲ τα σημεῖα μποροῦμε νὰ τα συνοψίσουμε ὡς ἑξῆς: Ἡ ἐμφάνισις ψευδομεσσιών, ποῦ
θὰ πλανήσουν τοὺς ἀνθρώπους, οἱ πόλεμοι καὶ οἱ φῆμες γιὰ πολέμους, οἱ ἐξεγέρσεις ἐθνῶν
ἐναντίον ἄλλων ἐθνῶν, οἱ σεισμοὶ καὶ ἡ πείνα. Τὰ λόγια του Ἰησοῦ θυμίζουν καὶ πάλι το προφητικὸ
κήρυγμα της Παλαιὰς Διαθήκης (π.χ. Ησ. ιγ' 6. Ιερ. δ' 19. Ιωὴλ β' 1). Προϋποθέτουν ὄχι ἀμέσως
ἐπικείμενο τέλος της ἱστορίας, ἀλλὰ προοπτικὴ ἱστορικῆς διάρκειας καὶ δραστηριότητας της
Ἐκκλησίας πρὸ του τέλους, το ὁποῖο ὅμως βιώνει ἡ Ἐκκλησία ὡς ἕνα διαρκὲς παρόν.
Ὁ Ἰησοῦς ἀποκρίθηκε καὶ ἄρχισε νὰ λέη στοὺς μαθητὲς Του: Προσέχετε νὰ μὴ σας ἐξαπατήση
κανείς. Σας καθιστῶ προσεκτικούς, διότι θὰ ἔρθουν πολλοί, ποῦ θὰ οἰκειοποιοῦνται το δικὸ μου
ὄνομα καὶ τον δικὸ μου τίτλο, καὶ θὰ λένε, “εγώ εἶμαι ὁ Μεσσίας”, καὶ θὰ παραπλανήσουν πολὺ
λούς. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Βλέπετε μὴ τὶς ὑμᾶς πλανήση” καὶ ἐναγωνίους ποιήσας (ὁ
Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς) καὶ νήφειν παρασκευάσας, καὶ είπὼν τοὺς πλάνους, τοὺς ψευδοχρίστους
πρότερον, τότε τα των Ἱεροσολύμων λέγει κακά, ἀπὸ των ἤδη γενομένων καὶ τα μέλλοντα ἀεὶ καὶ
παρὰ τοϊς ἀνοήτους καὶ φιλονείκους πιστούμενος» (Ε.Π.Ε. 11,846). Μετάφρασις: «“Προσέχετε,
μήπως σας παραπλανήση κανείς”. Ἀφοῦ αὔξησε την ἀγωνία τους καὶ τοὺς προετοίμασε νὰ εἶναι
προσεκτικοὶ καὶ ἀνέφερε τοὺς πλάνους καὶ τοὺς ψευδοχρίστους, τότε ἀναφέρει καὶ τὶς συμφορὲς
των Ἱεροσολύμων, ἐπιβεβαιώνοντας καὶ μερικὰ πού συνέβησαν καὶ μερικὰ πού πρόκειται νὰ
συμβοῦν στὸ μέλλον».
Ὅταν, λοιπὸν (συνεχίζει ὁ Ἰησοῦς), ἀκούσετε γιὰ πολέμους καὶ εἰδήσεις γιὰ πολέμους σὲ ἄλλες
χῶρες, μὴν ταράζεστε, νομίζοντας ὅτι αὐτὰ εἶναι σημάδια πού προαναγγέλλουν το τέλος. Διότι
σύμφωνα μὲ το σοφὸ καὶ σωτήριο σχέδιο του Θεοῦ, πρέπει νὰ γίνουν αὐτά, ἀλλὰ ἀκόμα δὲν
ἔφτασε το τέλος (στ. 7).
Γίνεται π.χ. λόγος γιὰ πολέμους. Πολλοὶ μίλησαν γιὰ παγκόσμιους πολέμους. Μᾶλλον ὅμως
πρόκειται γιὰ πολέμους μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ Ρωμαίων. Ως πρὸς τὸν ἀριθμὸ των πολέμων ἔχουμε
δύο σχετικὲς μαρτυρίες του ἱεροῦ Χρυσοστόμου:
Στὴ μία μιλάει γιὰ τρεῖς πολέμους: «Εἶδες τριπλοῦν τὸν πόλεμον ὄντα, τὸν ἀπὸ των πλάνων, τὸν
ἀπὸ των πολεμίων, τὸν ἀπὸ των ψευδαδέλφων; Ὅρα καὶ Παῦλον τα αὐτὰ αποδυρόμενον καὶ
λέγοντας: “Έξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι” (Β' Κορ. ζ' 5)» (Ε.Π.Ε. 11,848). Μετάφρασις: «Εἶδες, ὅτι ὁ
πόλεμος εἶναι τριπλός, προερχόμενος ἀπὸ τους πλάνους, ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀπὸ τοὺς
ψευδαδέλφους; Κοίτα τὶ λέει καὶ ὁ Πάυλος θρηνολογώντας: «Ἀπὸ ἔξω μάχες, ἀπὸ μέσα φόβοι”».
Στὴν ἄλλη μιλάει γιὰ ἑπτὰ πολέμους: «Πρῶτος πόλεμος ἥν, καὶ των ἀπατεώνων: “ελεύσονται
γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφήται”. Δεύτερος, ὁ των Ρωμαίων: “μελλήσετε ἀκούειν
πολέμους”. Τρίτος, ὁ τοὺς λιμοὺς ἐπάγων. Τέταρτος ὁ τοὺς λοιμοὺς καὶ σεισμούς. Πέμπτος,
“παραδώσουσιν ὑμᾶς εἰς θλίψεις”. Ἕκτος, “έσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων”. “Έβδομος:
“παραδώσουσιν ἀλλήλους καὶ μισήσουσιν”. Ἐμφύλιον ἐνταῦθα δηλοῖ πόλεμον. Είτα ψευδόχριστοι
καὶ ψευδάδελφοι εἶτα, “ψυγήσεται ἡ αγάπη”, τὸ πάντων αἴτιον των κακῶν. Εἶδες μυρία γένη
πολέμων καινὰ καὶ παράδοξα; Ἀλλ' ὅμως μετὰ τούτων ἐκράτησε της οἰκουμένης ἁπάσης το
κήρυγμα. “Κηρυχθήσεται το εὐαγγέλιον ἐν ὅλω τῷ κόσμω”» (Ε.Π.Ε. 11,858-860). Μετάφρασις:
«Πρῶτος πόλεμος ἦταν αὐτός, πού προερχόταν ἀπὸ τους ἀπατεῶνες. Λέει: “Θα ἔλθουν
ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφήτες”. Δεύτερος ὁ πόλεμος ἐκ μέρους των Ρωμαίων. Λέει: “Προσέξτε
ἀκούγοντας γιὰ πολέμους”. Τρίτος αὐτὸς πού προκαλεῖ την πείνα. Τέταρτος αὐτὸς πού δημιουργεῖ
τὶς ἐπιδημίες καὶ τους σεισμούς. Πέμπτος των θλίψεων: “Θα σας παραδώσουν σὲ βασανιστήρια”.
“Έκτος: “Θα σας μισοῦν όλοι”. “Έβδομος: “Θά παραδώσουν ὁ ἕνας τον ἄλλον καὶ θὰ
αλληλομισηθούν”. Έδὼ ἐννοεῖ έμφύλιο πόλεμο. Ἔπειτα θὰ ἔρθουν ψευδόχριστοι καὶ
ψευδοπροφήτες. Τέλος “θά ψυχρανθῆ ἡ αγάπη”, κάτι πού εἶναι αἰτία ὅλων των κακῶν. Εἶδες μύρια
εἴδη πολέμων, νέα καὶ παράδοξα; Ἀλλ' ὅμως μὲ τόσα κακὰ το κήρυγμα ἐπεκράτησε σ' ὅλη την
οἰκουμένη. Λέει ὁ Κύριος: “Θα κηρυχθῆ τὸ εὐαγγέλιο σ' ὅλο τον κόσμο” ».
Φαίνεται, ὅτι ὁ Ἰησοῦς στρέφει την προσοχὴ των μαθητῶν σὲ δύο κατευθύνσεις, ποῦ τὶς
ἀποκαλεῖ μάχες: Ἡ μία πρὸς τοὺς τοὺς πλάνους, σ' ἐκείνους, πού χρησιμοποιοῦσαν το ὄνομα του
Χριστοῦ καὶ ἐξαπατοῦσαν τοὺς ἀφελεῖς. Ἡ ἄλλη εἶναι ἡ δεινότητα των κακῶν. Καὶ ἡ πείνα καὶ ἡ
αρρώστια καὶ ὁ σεισμός, πόλεμο ἀποτελοῦσαν. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πάλιν τους μαθηταὶς
χαλεπὰ προαναφωνεί, ἐναγωνίους ποιῶν, καὶ κελεύων διπλὴ νήφειν, ὡς μήτε ὑπὸ της ἀπάτης των
παραλογιζομένων φενακισθήναι, μήτε ὑπὸ της τυραννίδος των καταληψομένων κακῶν βιασθήναι.
Διπλοὺς γὰρ ὁ πόλεμος, φησίν, έσται, ὅτε των πλάνων, ὅ τε των πολεμίων ἀλλ' ἐκεῖνος πολλὼ
χαλεπώτερος, άτε ἐν συγχύσει καὶ ταραχὴ πραγμάτων, καὶ φοβουμένων καὶ ταραττομένων
ἀνθρώπων ἐπιτιθέμενος» (Ε.Π.Ε. 11,842 844). Μετάφρασις: «Πάλι προφητεύει ὁ Ἰησοῦς στοὺς
μαθητὰς δυσάρεστα γεγονότα, ὥστε ν' αὐξήση την ἀγωνία τους, καὶ τοὺς παραγγέλλει νὰ ἔχουν
στραμμένη την προσοχὴ τους σὲ δυὸ κατευθύνσεις, ὥστε νὰ μὴν ἐξαπατηθοῦν ἀπὸ τοὺς
ἀπατεῶνες, οὔτε νὰ ὑποφέρουν ἀπὸ την τυραννίδα των κακῶν πού θὰ ἐπέλθουν. Διότι, λέει, θὰ
εἶναι διπλὸς ὁ πόλεμος, καὶ ὁ ἐκ μέρους των ἀπατεώνων καὶ ὁ ἐκ μέρους των ἐχθρῶν. Ἀλλ' ἐκεῖνος
(ὁ δεύτερος) πόλεμος θὰ εἶναι πολὺ πιὸ φοβερός, ἐπειδὴ θὰ λαμβάνη χώρα μέσα σὲ σύγχυσι καὶ
ἀναταραχὴ των πραγμάτων καὶ ἐναντίον ἀνθρώπων, ποῦ ἦσαν γεμάτοι ἀπὸ φόβο καὶ ταραχή».
Ὑπάρχει καὶ ἡ ἑρμηνεία, ὅτι μὲ τοὺς πολέμους ἐννοεῖται ὁ ἐσωτερικὸς πόλεμος μεταξὺ των
ὑποτελῶν Ἰουδαίων καὶ των τυράννων Ρωμαίων. Ἔτσι σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πολέμους
λέγει οὐ τοὺς ἔξωθεν καὶ πανταχοῦ της οἰκουμένης, ἀλλὰ τοὺς Ἰουδαϊκοὺς οὐ μακρόθεν λέγει
επιόντας πολέμους λοιπὸν γὰρ αυτοὶς ἐν φροντίδι τὰ των Ρωμαίων ἥν. Επεὶ οὺν καὶ ταῦτα ἱκανὰ
ἣν αὐτοὺς θορυβείν, προλέγει ταῦτα πάντα» (Ε.Π.Ε. 11,844). Μετάφρασις: «Πολέμους ἐννοεῖ ὄχι
τοὺς ἐξωτερικούς, πού διεξάγονταν στὰ διάφορα μέρη της οἰκουμένης, ἀλλὰ τοὺς Ἰουδαϊκούς, ποῦ
δὲν προῆλθαν ἀπὸ μακρυά, διότι στὸ ἑξῆς αὐτοὶ ἦσαν ὑπὸ την ἐξουσία των Ρωμαίων. Ἐπειδή,
λοιπόν, καὶ γι' αὐτὰ μποροῦσαν νὰ θορυβηθοῦν, τα προλέει ὅλα αὐτά».

Τὰ δεινὰ καὶ οἱ ὠδίνες (στ. 8-9)


Στὸ στ. 9 προλέγει ὁ Ἰησοῦς τὶς θλίψεις των μαθητῶν, ποῦ θὰ ὁδηγηθοῦν κατὰ το παράδειγμα
του Ἴδιου στὰ δικαστήρια, σὲ ἡγεμόνες καὶ βασιλεῖς καὶ θὰ δώσουν τη μαρτυρία γιὰ τὴν πίστι τους.
Ἄλλωστε σὲ πολλὰ σημεῖα, ἄσχετα μὲ τὶς ἐδῶ προρρήσεις, ὁ Ἰησοῦς εἶχε εἰδοποιήσει τους μαθητὲς
καὶ ὅλους τοὺς πιστούς, ὅτι θὰ μισηθοῦν ἀπὸ τον κόσμο, ἀπὸ ὅλους! «Καὶ έσεσθε μισούμενοι ὑπὸ
πάντων διὰ το ὄνομὰ μου» (Ματθ. ι ́ 22). Ἄν μισήθηκε ὁ Χριστός, θὰ μισηθοῦν καὶ οἱ χριστιανοί. «Εἰ
ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρώτον ὑμῶν μεμίσηκεν» (Ιωάν. ἰὲ' 18). Καὶ ὁ Μάρκος μετὰ
τὶς ἀναστατώσεις των ἐθνῶν μιλάει γιὰ τὸ διωγμὸ των χριστιανῶν: «Εγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ
ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, καὶ ἔσονται σεισμοὶ κατὰ τόπους, καὶ ἔσονται λιμοὶ καὶ ταραχαί.
Ἀρχαὶ ὠδίνων ταῦτα. Βλέπετε δὲ ὑμεῖς ἑαυτούς. Παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια καὶ ἐν ταῖς
συναγωγαὶς αὐτῶν δαρήσεσθε, καὶ ἐπὶ ἡγεμόνων καὶ βασιλέων σταθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς
μαρτύριον αυτοὶς» (στ. 8-9). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Θα ξεσηκωθῆ τὸ ἕνα ἔθνος έναντίον
του ἄλλου καὶ το ἕνα βασίλειο ἐναντίον του ἄλλου. Θὰ γίνουν σεισμοὶ σὲ διάφορα μέρη. Θὰ ἔρθουν
πείνα καὶ ταραχές. Αὐτὰ θὰ εἶναι ἀρχὴ των πόνων της γέννας. Ἐσεῖς νὰ προσέχετε τον ἑαυτὸ σας.
Θὰ σας παραδώσουν σὲ δικαστήρια. Θὰ σας δείρουν. Καὶ μπροστὰ σὲ ἡγεμόνες καὶ βασιλεῖς θὰ
σταθῆτε ὡς κατηγορούμενοι ἐξ αἰτίας μου, γιὰ νὰ δώσετε σ' αὐτοὺς μαρτυρία γιὰ μένα”».
Θὰ ξεσηκωθῆ τὸ ἕνας ἔθνος ἐναντίον του ἄλλου. Καὶ το ἕνα βασίλειο ἐναντίον του ἄλλου. Καὶ
θὰ γίνουν σεισμοὶ ἐδῶ κι ἐκεῖ, καὶ θὰ ἔρθουν πεῖνες μεγάλες καὶ ταραχές. Ὅπως εἴπαμε, καὶ οἱ
διάφορες πληγὲς εἶναι πόλεμος καὶ μάχη γιὰ τη ζωή. Σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐχὶ μάχας
φησὶ μόνον, ἀλλὰ καὶ θεηλάτους πληγάς, λιμοὺς καὶ λοιμοὺς καὶ σεισμούς, δεικνὺς ὅτι καὶ τοὺς
πολέμους αὐτὸς είασεν επελθεϊν, καὶ οὐχ ἁπλῶς ταῦτα γίνεται, κατὰ την ἔμπροσθεν ἐν τους
ανθρώποις οὖσαν συνήθειαν, άλλ'εκ της ἄνωθεν ὀργῆς» (Ε.Π.Ε. 11,844). Μετάφρασις: «Δὲν
ἀναφέρει μόνο ὁ Ἰησοῦς μάχες, ἀλλὰ καὶ θεόσταλτες πληγές, πείνα, καὶ ἐπιδημίες καὶ σεισμούς.
Φανερώνει ἔτσι, ὅτι τοὺς πολέμους Ἐκεῖνος τοὺς ἐπέτρεπε νὰ ἔλθουν. Αὐτὰ δὲν γίνονται ἁπλῶς
ἔτσι καὶ κατὰ τη συνήθεια πού ὑπῆρχε πρὶν στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀπὸ τη θεϊκὴ ὀργή».
Αὐτὰ θὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ πόνων καὶ δεινῶν. Προσέχετε, λοιπόν, σεῖς τοὺς ἑαυτοὺς σας, λόγω των
δοκιμασιῶν πού θὰ ὑποβληθῆτε. Διότι θὰ σας παραδώσουν σὲ συνέδρια καὶ θὰ σας δείρουν σὲ
συναγωγὲς καὶ θὰ σταθῆτε ὡς κατηγορούμενοι μπροστὰ σὲ ἡγεμόνες καὶ βασιλεῖς γιὰ μένα,
προκειμένου νὰ δώσετε μαρτυρία γιὰ το πρόσωπὸ μου, ποῦ νὰ την ἀκούσουν καὶ αὐτοὶ καὶ νὰ τοὺς
δοθῆ ἔτσι ἡ εὐκαιρία νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ πιστέψουν. Γιὰ νὰ μὴ προφασίζωνται την ἡμέρα της
κρίσεως, ὅτι δὲν ἄκουσαν το κήρυγμὰ μου.

Σὲ ὅλα τα ἔθνη το εὐαγγέλιο (στ. 10)


Ὁ λόγος κατακλείεται μὲ τὸ «εἰς πάντα τα ἔθνη δεῖ πρώτον κηρυχθήναι το εὐαγγέλιον» (στ. 10).
Διότι το ἱεραποστολικὸ καθῆκον της Ἐκκλησίας παρουσιάζεται ὡς βασικὴ ἐντολὴ του ἀναστημένου
Χριστοῦ στὸ τέλος του εὐαγγελίου (ιστ' 15). Οἱ δυσμενεῖς ἐξωτερικὲς συνθῆκες δὲν σημαίνουν γιὰ
τὴν Ἐκκλησία ὑποχώρησης ἀπὸ του καθήκοντος, ἀλλ' ἐντατικὴ δραστηριότητα γιὰ την προώθηση
του χριστιανικοῦ μηνύματος. «Καὶ εἰς πάντα τα ἔθνη δεῖ πρώτον κηρυχθήναι το εὐαγγέλιον» (στ.
10). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Αλλά πρέπει πρῶτα νὰ κηρυχθῆ τὸ εὐαγγέλιο σὲ ὅλους τοὺς
λαούς”».
Πρὶν ἀπὸ το τέλος, πρέπει πρῶτα νὰ κηρυχθῆ το εὐαγγέλιο καὶ σ' ὅλα τα ἔθνη, σύμφωνα μὲ το
θεῖο σχέδιο, γιὰ νὰ εἶναι το κήρυγμα αὐτὸ ἔλεγχος γιὰ ἐκείνους, ποῦ δὲν θὰ πιστεύσουν. Σὰν νὰ
λέη ὁ Ἰησοῦς στοὺς μαθητὲς: "Ὄχι μόνο θὰ ξεπεράσετε ὅλες αὐτὲς τὶς θλίψεις καὶ δοκιμασίες, ἀλλὰ
καὶ το κύριο ἔργο σας, ποῦ εἶναι το κήρυγμα, ἔντονα θὰ τὸ ἐπιτελῆτε. Προηγεῖται το κήρυγμα του
εὐαγγελίου σὲ ὅλα τα ἔθνη. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἴνα μὴ λέγωσι, πὼς ζησόμεθα; το πλεὸν
είπεν (ὁ Ἰησοῦς), ὅτι καὶ ζήσεσθε καὶ διδάξετε πανταχοῦ. Διὸ καὶ ἐπήγαγε: “Καί κηρυχθήσεται το
εὐαγγέλιον τοῦτο ἐν ὅλω τῷ κόσμω εἰς μαρτύριον πᾶσι τοῖς έθνεσι καὶ τότε ήξει το τέλος”, της
συντελείας των Ἱεροσολύμων» (Ε.Π.Ε. 11,844). Μετάφρασις: «Γιὰ νὰ μὴ λένε (οἱ μαθητές), πὼς θὰ
ζήσουμε; ἀνέφερε καὶ το ἐπὶ πλέον, ὅτι δηλαδὴ καὶ θὰ ἐπιζήσετε καὶ θὰ διδάξετε παντοῦ. Γι' αὐτὸ
καὶ πρόσθεσε: “Καί θὰ κηρυχθῆ αὐτὸ το εὐαγγέλιο σ' ὅλο τον κόσμο πρὸς μαρτυρία σὲ ὅλα τα ἔθνη
καὶ τότε θὰ ἔρθη το τέλος”, δηλαδὴ ἡ συντέλεια των Ἱεροσολύμων».
Το μεγάλο καὶ ἀποστομωτικὸ θαῦμα εἶναι ἡ ἐξάπλωσις του εὐαγγελίου σὲ ὅλα τα ἔθνη ἀπὸ τους
πρώην ἀγραμμάτους ἀποστόλους, σὲ ἐποχὴ μὲ τόσα ἐμπόδια, δυσκολίες, ἀναστάτωση καὶ θλῖψι.
Ὁ Χρυσόστομος συγκρίνει μάλιστα τὸν ἕνα μὲ τοὺς δώδεκα, τον Παῦλο μὲ την ὁμάδα του Χριστοῦ.
Ἄν ἕνας κατώρθωσε τόσα πολλά, πόσο μᾶλλον οἱ δώδεκα ἀπόστολοι! Ἐπίσης τονίζει ὁ
Χρυσόστομος τὸ «εἰς μαρτύριον πᾶσι τοῖς έθνεσιν» (Ματθ. δκ' 14. ἰδὲ καὶ Μάρκ. τσ' 11). «Ἔι δὲ εἰς
(ὁ Παῦλος) τοσοῦτον μέρος κατέλαβεν, εννόησον καὶ οἱ λοιποὶ πόσα ειργάσαντο. Καὶ γὰρ καὶ
ετέροις γράφων πάλιν ὁ Παῦλος, ἔλεγε περὶ του εὐαγγελίου, ὅτι “έστι καρποφορούμενος καὶ
αὐξανόμενον ἐν πάση τη κτίσει τη ὑπὸ τον ουρανόν” (Κολ. α' 6). Τὶ δὲ έστιν, “είς μαρτύριον πᾶσι
τοῖς έθνεσιν”; Ἐπειδὴ ἐκηρύχθη μὲν πανταχοῦ, οὐκ επιστεύθη δὲ πανταχοῦ, “είς μαρτύριον”, φησί,
τοῖς απιστήσασι τουτέστιν, εἰς ἔλεγχος, εἰς κατηγορίαν, εἰς μαρτυρίαν' οἱ γὰρ πιστεύσαντες
καταμαρτυρήσουσι των μὴ πιστευσάντων, καὶ κατακρινούσιν αὐτοὺς» (Ε.Π.Ε. 11,850).
Μετάφρασις: «Ἄν ἕνας, ὁ Παῦλος, κατέλαβε τόσο μεγάλο μέρος της οἰκουμένης, σκέψου καὶ οἱ
ὑπόλοιποι πόσα πέτυχαν. Καὶ σ' ἄλλους γράφοντας πάλι ὁ Παῦλος, ἔλεγε γιὰ το εὐαγγέλιο, ὅτι
“φέρνει καρποὺς καὶ αὐξάνει σ' ὅλη την οἰκουμένη, κάτω ἀπὸ τον ουρανό”. Τὶ σημαίνει δὲ “είς
μαρτύριον πᾶσι τοῖς έθνεσιν”; Ἐπειδὴ κηρύχθηκε μὲν παντοῦ το εὐαγγέλιο, ἀλλὰ δὲν το πίστεψαν
παντοῦ, θὰ εἶναι μαρτυρία καὶ διαμαρτυρία γιὰ ὅσους δὲν πίστευσαν. Δηλάδη, γιὰ ἔλεγχὸ τους,
γιὰ κατηγορία, γιὰ μαρτυρία. Διότι ὅσοι πίστευσαν θὰ εἶναι μάρτυρες κατηγορίας ἐναντίον ἐκείνων
ποῦ δὲν πίστευσαν καὶ θὰ τοὺς καταδικάσουν».

Φωτίζει το Πνεῦμα το Ἅγιον γιὰ ἀπολογία (στ. 11)


Τὸ κήρυγμα των ἀποστόλων δὲν προχωροῦσε μὲ ἀνέσεις. «Κήρυγμα ὁδεῦον διὰ πάσης ἀνέσεως
οὺκ έστι κήρυγμα», Toνίζει ὁ μέγας κήρυκας, ὁ Χρυσόστομος. Προλέγει ὁ Ἰησοῦς στοὺς μαθητὲς
Του, ὅτι θὰ συρθοῦν κατηγορούμενοι μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ κηρύττουν το εὐαγγέλιο. Ἡ δοκιμασία
θὰ εἶναι δικὴ τους, ἡ ἀπολογία θὰ εἶναι του Πνεύματος του Ἁγίου: «Ὅταν δὲ άνάγωσιν ὑμᾶς
παραδιδόντες, μὴ προμεριμνάτε τὶ λαλήσητε, μηδὲ μελετᾶτε, ἀλλ' καὶ ἐὰν δοθῆ ὑμῖν ἐν ἐκείνη τη
ὥρα, τοῦτο λαλεῖτε: οὐ γὰρ ὑμεῖς έστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλὰ το Πνεῦμα το "Ἅγιον» (στ. 11). 'Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Όταν θὰ σας σύρουν στὰ δικαστήρια, νὰ μὴν ἀγωνιᾶτε ἐκ των προτέρων γιὰ
το τὶ θὰ πῆτε, οὔτε νὰ προμελετᾶτε, ἀλλὰ θὰ πῆτε ό,τι θὰ σας φωτίση ὁ Θεὸς ἐκείνη την ὥρα. Διότι
δὲν εἶστε σεῖς πού θὰ μιλᾶτε, ἀλλὰ το Πνεῦμα το "Αγιον”».
Ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς προσθέτει ἕνα νέο στοιχεῖο, ποῦ εἶναι ὁ φωτισμὸς των μαθητῶν ἀπὸ το Ἅγιο
Πνεῦμα γιὰ τὸ τὶ πρέπει νὰ ποῦν καὶ γιὰ τὸ μίσος του κόσμου πρὸς αὐτοὺς ἐξ αἰτίας του ὀνόματος
του Χριστοῦ.
Καὶ ὅταν σας ὁδηγήσουν γιὰ νὰ σας παραδώσουν σὲ συνέδρια καὶ δικαστήρια, νὰ μὴν ἀγωνιᾶτε
ἀπὸ πρὶν μὲ τὴ σκέψι καὶ φροντίδα, τὶ θὰ πῆτε γιὰ νὰ ἀπολογηθῆτε. Νὰ μὴν προμελετᾶτε τίποτε.
Θὰ πῆτε ό,τι θὰ σας φωτίση ὁ Θεὸς καὶ θὰ σας στείλη στὸ νοῦ, ἐκείνη την ὥρα της ἀπολογίας σας.
Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ πιὸ κατάλληλη ἀπολογία σας. Διότι δὲν θὰ εἶστε σεῖς ποῦ θὰ μιλᾶτε, ἀλλὰ το
Πνεῦμα το Ἅγιον ποῦ θὰ σας φωτίζη
Αὐτὸ δὲν σημαίνει, ὅτι στὸ κήρυγμα του εὐαγγελίου πρέπει νὰ εἶναι ἀπροετοίμαστοι οἱ
ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες διάκονοι του λόγου. Το Πνεῦμα το Ἅγιον δὲν φωτίζει τοὺς
ὀκνηρούς, τοὺς τεμπέληδες, ποῦ νομίζουν, ὅτι ἐκ του προχείρου μποροῦν νὰ ἐκφωνοῦν ἕνα
κήρυγμα της Ἐκκλησίας, μεστὸ θεολογικῶν νοημάτων, πρὸς οἰκοδομὴ του λαοῦ!
Τὸ κήρυγμα ἔχει ἀνάγκη προσευχῆς, προετοιμασίας, ἐπιμελείας. Το Πνεῦμα το Ἅγιο φωτίζει
τοὺς ἐπιμελεῖς ἐργάτες του Θεοῦ, «τοὺς κοπιώντας ἐν λόγω καὶ διδασκαλία» (Α ́ Τιμ. ε' 17). Αὐτὸ
πού ὁ Χριστὸς λέει στὸ στίχο πού ἑρμηνεύουμε, ἀφορᾶ στὶς ἔκτακτες περιστάσεις, ὅπου οἱ
ἀπόστολοι καὶ ἐν γένει οἱ ἅγιοι σύρονταν μπροστὰ σὲ δικαστήρια του κόσμου νὰ ἀπολογηθοῦν.
Γιὰ το Χριστὸ ἔδιναν τη μαρτυρία τους, ὁ Χριστὸς φρόντιζε καὶ γιὰ το τὶ θὰ ποῦν.

Ὑπομονὴ μέχρι τέλους (στ. 12-13)


Τριπλοὺς εἶναι ὁ πόλεμος: “Ο ἀπὸ των οἰκείων, καὶ ἀπὸ των πλάνων καὶ ὁ ἀπὸ των πολεμίων.
Ἀλλὰ μείζων ἤ παράκλησις. Τοὺς ἀναμένει ἡ σωτηρία, ἡ αἰώνια ζωή. «Παραδώσει δὲ ἀδελφὸς
ἀδελφὸν εἰς θάνατος καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ επαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν
αὐτούς. Καὶ έσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ το ὄνομὰ μου. Ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος
σωθήσεται» (στ. 12-13). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Θα παραδώση δὲ ἀδελφὸς τον ἀδελφὸ
στὸ θάνατο καὶ πατέρας το παιδί. Καὶ θὰ ξεσηκωθοῦν τα παιδιὰ νὰ θανατώσουν τους γονεῖς. Ὅλοι
θὰ σας μισοῦν ἐξ αἰτίας μου. Όποιος ὅμως θὰ παραμείνη σταθερὸς μέχρι το τέλος, αὐτὸς θὰ
σωθή”».
Θὰ παραδώση σὲ θάνατο ὁ ἄπιστος καὶ ἀντίχριστος ἀδελφὸς τὸν πιστὸ χριστιανὸ ἀδελφὸ του.
Καὶ ὁ ἀντίχριστος πατέρας θὰ παραδώση το πιστὸ χριστιανόπουλο, το νέο παιδί, ποῦ ἡ καρδιὰ του
ἔχει δεχτῆ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ σὰν Σωτήρα. Καὶ το ἀντίθετο ὅμως θὰ συμβῆ: Θὰ ξεσηκωθοῦν καὶ τα
παιδιά, ποῦ δὲν θέλησαν νὰ πιστεύσουν, ἐναντίον των εὐσεβῶν καὶ πιστῶν γονέων τους καὶ θὰ
τοὺς θανατώσουν. Καὶ θὰ σας μισοῦν ὅλοι, μόνο καὶ μόνο διότι θὰ πιστεύετε στὸ ὄνομὰ μου.
Ὅποιος ὅμως θὰ δείξη ὑπομονὴ μέχρι τέλους της ζωῆς του, αὐτὸς καὶ μόνο θὰ σωθῆ.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι γεμάτη ἀπὸ μάρτυρες, πού πρόσφεραν τη ζωὴ τους γιὰ τὸν Χριστό. Πάνω ἀπὸ
συγγενεῖς ἔθεσαν τὸν Χριστό. Πάνω ἀπὸ γονεῖς καὶ παιδιὰ καὶ φίλους καὶ ἀδέλφια καὶ ἐπαγγέλματα
ἔθεσαν τὸν θεῖο ἔρωτα. «Εἰς τέλος»! Πολλοὶ ξεκίνησαν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ ὅραμα τη βασιλεία
Του, ἀλλὰ σὲ κάποια στροφὴ του δρόμου λύγισαν καὶ ἐγκατέλειψαν. Καὶ σ' ἐκείνον το στρατιώτη,
πού ἄφησε τοὺς συστρατιῶτες του στὴν παγωμένη λίμνη (40 Μάρτυρες), καὶ σ' αὐτὸν ψιθύρισε ὁ
Ἰησοῦς το «ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται»! Ἀλλὰ τὸν κέρδισε ὁ κόσμος, ἤ λιποταξία, ἡ
ἀπώλεια.
Ἡ δύναμις γιὰ τους διωγμοὺς καὶ τα μαρτύρια εἶναι χάρισμα του Χριστοῦ (Φιλιπ. α' 29). Ἡ
ὑπομονὴ εἶναι δικὴ μας, ἀλλὰ ἐν Χριστῶ. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόσoτμος: «Είτα δεικνὺς ὁ Ἰησοῦς, ὅτι
τὸν γενναῖον καὶ καρτερικὸν οὐδὲν ταῦτα λυμανείται, μὴ φοβεῖσθε, φησί, μηδὲ ταράττεσθε. Ἄν γὰρ
τὴν προσήκουσαν ὑπομονὴν επιδείξησθε, οὐ περιέσται ὑμῶν τα δεινά. Καὶ τούτου σαφὴς
ἀπόδειξις, τὸ πάντως κηρυχθήναι το κήρυγμα πανταχοῦ της οἰκουμένης οὕτως ὑψηλότεροι έσεσθε
των δεινῶν» (Ε.Π.Ε. 11,848-850). Μετάφρασις: «Γιὰ νὰ δείξη ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ὁ γενναῖος καὶ
καρτερικός, δὲν θὰ ὑποστῆ καμμιὰ ζημιὰ ἀπὸ ὅσα θὰ συμβοῦν, τοὺς λέει: “Μή φοβᾶστε καὶ μὴ
ταράζεστε”. Διότι, ἂν δείξετε την ὑπομονὴ ποῦ πρέπει, δὲν θὰ σας καταβάλουν τα δεινά. Καὶ σαφὴς
ἀπόδειξις αὐτοῦ εἶναι, τὸ ὅτι ὁπωσδήποτε θὰ κηρυχθῆ τὸ εὐαγγέλιο σὲ ὅλα τα μέρη της γῆς: ἔτσι
σεῖς θὰ εἶστε ἀνώτεροι ἀπὸ τα δεινά».
Τὴν ὑπομονὴ την βλέπουμε στοὺς διωκομένους ἀποστόλους, στοὺς μάρτυρες, στοὺς
θλιβομένους πιστούς, στοὺς δοκιμαζομένους ἀδελφούς. Γιὰ τοὺς διωγμοὺς των ἀποστόλων, ἀλλὰ
καὶ την ὑπομονὴ τους λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὔτε ἀξιόπιστοι εἶναι εδόκουν, καὶ τῶν
δοκούντων ἀξιοπίστων εἶναι τοὺς ήπατημένους άφίστων οὺκ έφιλούντο, ἀλλὰ καὶ έμισούντο, καὶ
των φιλουμένων ἀπῆγον, καὶ εθὼν καὶ πατρίων καὶ νόμων. Πάλιν τὰ επιτάγματα πολλὴν τὴν
δυσκολίαν είχεν, ὢν δὲ αφείλκοντο, πολλὴν την ἡδονήν. Πολλοὺς καὶ αὐτοὶ καὶ οἱ πειθόμενοι τοὺς
κινδύνους, πολλοὺς τοὺς θανάτους ὑπέμεναν καὶ μετὰ τούτων ἁπάντων ὁ καιρὸς πολλὴν παρεῖχε
την δυσκολίαν, πολέμων γέμων, θορύβων, ταραχῆς, ὡς εἰ καὶ μηδὲν των εἰρημένων ἣν ἱκανὸς
πάντα διαταράξαι» (Ε.Π.Ε. 11,854-856). Μετάφρασις: «Οὔτε ἀξιόπιστοι φαίνονταν (οἱ ἀπόστολοι)
νὰ εἶναι, καὶ ἀπὸ ἐκείνους πού θεωροῦνταν ἀξιόπιστοι, ἀπομάκρυναν ὅσους εἶχαν παρασυρθῆ.
Δὲν τοὺς ἀγαποῦσε ὁ κόσμος. Τοὺς μισοῦσε. Καὶ ὅσοι τους ἀγαποῦσαν ἀπομακρύνονταν ἀπὸ τὶς
συνήθειὲς τους καὶ ἀπὸ τα πατροπαράδοτα καὶ ἀπὸ τους νόμους. Τὰ προστάγματὰ τους πάλι
παρουσιάζουν μεγάλη δυσκολία. Καὶ τα πράγματα, πού ἀπομακρύνονταν (μὲ τὸ εὐαγγέλιο) ἦταν
πολὺ φιλήδονα! Πολλοὺς κινδύνους καὶ θανάτους καὶ οἱ ἴδιοι (οἱ ἀπόστολοι) ὑπέμεναν καὶ ὅσοι
πίστευαν σ' αὐτούς. Καὶ μαζὶ μὲ ὅλα αὐτὰ ὁ καιρὸς ἐκεῖνος παρουσίαζε πολλὴ δυσκολία, διότι ἦταν
γεμάτος ἀπὸ πολέμους, θορύβους καὶ ταραχή, ὥστε καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε τίποτε ἀπὸ ὅσα ἐλέχθησαν,
ἔφταναν αὐτὰ νὰ τοὺς διαταράξουν».
«Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται». Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ το τέλος. “Όποιος
πιστεύει στὴ δύναμὶ Του, αὐτὸς κατὰ θαυμαστὸ τρόπο βλέπει τὸν Χριστὸ καὶ στὴν ἀφετηρία του
ἀγώνα του, καὶ σ' ὅλη τη διάρκεια της ζωῆς του, καὶ στὸ τέλος. «Ὁ έναρξάμενος ἐν ὑμῖν ἔργον
ἀγαθὸν ἐπιτελέσει άχρις ἡμέρας Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Φιλιπ. α' 6). Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἐν τη
οἰκουμένη κατώρθωσεν ὁ Χριστὸς απάση, διὰ κρημνὼν καὶ καμίνων καὶ φαράγγων καὶ σκοπέλων
καὶ γῆς καὶ θαλάττης πολεμουμένης, τοὺς ἰατροὺς της οἰκουμένης εἰσάγων. Καὶ εἰ βούλει
σαφέστερον ταῦτα μαθείν, τοὺς λιμούς, λέγω, τοὺς λοιμούς, τους σεισμούς, τὰς άλλας τραγωδίας,
την ἱστορίαν τὴν περὶ τούτων Ιωσήπω συγκειμένην έπελθε, καὶ πάντα είση μετὰ ἀκριβείας. Διὰ
τοῦτο καὶ αὐτὸς ἔλεγε, “Μή θροείσθε δεῖ γὰρ πάντα γενέσθαι”. καί, “ο ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος
σωθήσεται» (Ε.Π.Ε. 11,858). Μετάφρασις: «Το ἀδύνατο ἔγινε δυνατὸ σ' ὅλη την οἰκουμένη.
Ὡδήγησε τους ἰατροὺς (ἀποστόλους) στὴν οἰκουμένη, διὰ μέσου γκρεμῶν, καμίνων καὶ φαράγγων
καὶ σκοπέλων καὶ ξηρὰς καὶ θαλάσσης. Καὶ ἀπὸ ὅλα πολεμούνταν (οἱ ἀπόστολοι). Καὶ ἂν θέλης νὰ
τα μάθεις αὐτὰ σαφέστερα, δηλαδή, την πείνα, τὶς ἐπιδημίες, τους σεισμοὺς καὶ τὶς ἄλλες
τραγωδίες, διάβασε τη σχετικὴ μὲ αὐτὰ ἱστορία του Ιωσήπου καὶ ὅλα θὰ τα γνωρίσης μὲ ἀκρίβεια.
Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἔλεγε: “Μή θορυβεῖσθε, διότι ὅλα πρέπει νὰ συμβούν”. Καὶ: «Ὅποιος θὰ
ὑπομείνη μέχρι τέλους, αὐτὸς θὰ σωθή».

14 ῞Οταν δὲ ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ρηθὲν ὑπὸ Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὼς ὅπου
οὐ δεῖ - ὁ ἀναγινώσκων νοείτω - τότε οἱ ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη, 15 ὁ δὲ ἐπὶ τοῦ
δώματος μὴ καταβάτω εἰς τὴν οἰκίαν μηδὲ εἰσελθέτω ἆραί τι ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ, 16 καὶ ὁ εἰς τὸν
ἀγρὸν ὢν μὴ ἐπιστρεψάτω εἰς τὰ ὀπίσω ἆραι τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ. 17 οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις
καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις. 18 προσεύχεσθε δὲ ἵνα μὴ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν
χειμῶνος. 19 ἔσονται γὰρ αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι θλῖψις, οἵα οὐ γέγονε τοιαύτη ἀπ᾿ ἀρχῆς κτίσεως ἧς
ἔκτισεν ὁ Θεὸς ἕως τοῦ νῦν καὶ οὐ μὴ γένηται. 20 καὶ εἰ μὴ ἐκολόβωσε Κύριος τὰς ἡμέρας, οὐκ ἂν
ἐσώθη πᾶσα σάρξ· ἀλλὰ διὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς οὓς ἐξελέξατο ἐκολόβωσε τὰς ἡμέρας.

Βδέλυγμα έρημώσεως (στ. 14-16)


Ἡ ζωηρότητα των ἐκφράσεων καὶ ἡ ἀμεσότητα των προτροπῶν (φυγὴ ἐσπευσμένη στὰ ὄρη,
εὐχὴ νὰ μὴ συμβῆ αὐτὸ κατὰ το χειμώνα κ.λπ.) καθιστοῦν σαφές, ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν ἐπικειμένη
καταστροφὴ της Ἱερουσαλήμ. Το ὅτι δὲν ὑπάρχουν στοιχεῖα ὑπερβολῆς στὸ κείμενο, πείθεται
κανεὶς διαβάζοντας την περιγραφὴ της πολιορκίας καὶ καταστροφῆς, πού δίνει ὁ ἱστορικὸς
Ιώσηπος.
Συνεχίζει ὁ Ἰησοῦς: «Ὅταν δὲ ίδητε τὸ βδέλυγμα της έρημώσεως το ρηθὲν ὑπὸ Δανιὴλ του
προφήτου εστὼς ὅπου ουδεὶ - ὁ αναγινώσκων νοείτω - τότε οἱ ἐν τη Ἰουδαία φευγέτωσαν εἰς τα
ὄρη, ὁ δὲ ἐπὶ του δώματος μὴ καταβάτω εἰς τὴν οἰκίαν μηδὲ εισελθέτω ἀραὶ τὶ ὲκ της οἰκίας αὐτοῦ,
καὶ ὁ εἰς τὸν άγρὸν ὢν μὴ επιστρεψάτω εἰς τὰ ὀπίσω άραι το ἱμάτιον αὐτοῦ» (στ. 14-16). 'Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Όταν δὲ θὰ δῆτε το σιχαμερὸ καὶ μισητὸ φαινόμενο, πού προκαλεῖ ἐρήμωσι,
γιὰ το ὁποῖο μίλησε ὁ Δανιὴλ ὁ προφήτης, νὰ εἶναι ὅπου δὲν πρέπει – ὁ ἀναγνώστης ἂς έννοήση -
, τότε, ὅσοι θὰ εἶναι στὴν Ἰουδαία, ἂς φεύγουν στὰ ὄρη. Καὶ ὅποιος θὰ εἶναι στὴν ταράτσα, ἂς μὴ
κατεβῆ καὶ ἂς μὴ μπῆ στὸ σπίτι γιὰ νὰ πάρη κάτι ἀπὸ το σπίτι του. Καὶ ὅποιος θὰ εἶναι στὸν ἀγρό,
ἂς μὴ γυρίση σπίτι γιὰ νὰ πάρη το πανωφόρι του”».
Καὶ θὰ δῆτε το μισητὸ καὶ βέβηλο σίχαμα, ποῦ θὰ προκαλέση την ἐρήμωσι καὶ την καταστροφὴ
της Ἱερουσαλήμ, το ὁποῖο ἀνέφερε προφητικὼς ὁ προφήτης Δανιήλ, νὰ στέκεται ἐκεῖ ποῦ δὲν
πρέπει νὰ σταθῆ. Κάθε ἀναγνώστης, λέει ὁ Ἰησοῦς, ἂς το καταλάβη καὶ ἂς πάρη τα μέτρα του. Ας
καταλάβη, δηλαδή, ὅτι το σίχαμα αὐτὸ τον καιρὸ πού αναφέται, εἶναι οἱ ἀσεβεῖς, ποῦ βεβηλώνουν
το ἱερὸ μὲ τὰ κακουργήματὰ τους.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ τα ρωμαϊκὰ στρατεύματα θὰ συμπληρώσουν τη βεβήλωση αὐτὴ. Ὅταν,
λοιπόν, δῆτε το σίχαμα αὐτό, τότε ἐκεῖνοι πού κατοικοῦν στὶς πόλεις της Iουδαίας, ἂς φεύγουν στὰ
βουνὰ γιὰ νὰ κρυφτοῦν ἐκεῖ.
Ἡ πρόρρησις της καταστροφῆς του ναοῦ συνεχίζεται μὲ τὴν πρόρρηση της μεγάλης δοκιμασίας,
ποῦ συνδέεται μὲ την καταστροφὴ της Ἱερουσαλήμ. Τὸ «βδέλυγμα της ἐρημώσεως» (στ. 14),
προέρχεται ἀπὸ το βιβλίο του Δανιὴλ (Θ' 27. ἴα' 31. ιβ' 11), ὅπου ἀναφέρεται στὴ βεβήλωση του
ναοῦ πού ἔκανε το 168 π. Χ. ὁ Αντίοχος Δ' ὁ Έπιφανής, τοποθετώντας μέσα σ' αὐτὸν ἄγαλμα του
Δία καὶ θυσιάζοντας χοῖρον!
Ὁ Ἰησοῦς θεωρεῖ παρόμοιο γεγονὸς ἐπικείμενο. Γι' αὐτὸ καὶ συνιστᾶ την ἄμεση φυγὴ ἀπὸ την
πόλι. Γιὰ δὲ τὸν εὐαγγελιστὴ, πού παραδίδει τοὺς λόγους του Ἰησοῦ, το γεγονὸς εἶναι ἤδη γνωστό.
Αὐτὸ ἐνισχύεται καὶ ἀπὸ την ἄποψι, ὅτι το «ὁ αναγινώσκων νοείτω» ἀποτελεῖ σημείωσι του
εὐαγγελιστοῦ, πού συνηθίζει τέτοιες ἐπεξηγηματικὲς προτάσεις στὸ εὐαγγέλιὸ του.
Ὑπάρχουν πολλοί, πού ἰσχυρίζονται, ὅτι αὐτὰ ἀναφέρονται στὰ ἔσχατα.
Ἄλλοι μιλᾶνε γιὰ κάποιο ἱστορικὸ πρόσωπο καὶ γίνεται ὑπαινιγμὸς στὴν πρόθεση του Καλιγούλα
νὰ ἐγκαταστήση το ἄγαλμὰ του μέσα στὸ ναὸ της Ἱερουσαλήμ, πράγμα πού τελικὰ ματαίωσε ὁ
θάνατὸς του το 41 μ.Χ.. Θεωρίες ἀστήρικτες.
Πολλὲς φορὲς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη τη λατρεία του ἀληθινοῦ Θεοῦ την ἀντικαθιστοῦσαν μὲ τη
λατρεία εἰδώλων. Αὐτὸ βλέπουμε καὶ στὴν περίπτωση του «βδελύγματος». Αὐτὸ δυστυχῶς
βλέπουμε καὶ σήμερα, ὅταν ἡ πνευματικὴ λατρεία της Ἐκκλησίας μετατρέπεται σὲ τυπολατρεία καὶ
ὅταν ὑλικὰ ἀντικείμενα, «φετίχ», ἔχουν λάβει μαγικὴ λατρευτικὴ θέση στὴ συνείδησι ἀκόμα καὶ
χριστιανῶν! Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Όταν δὲν ίδητε το βδέλυγμα της ἐρημώσεως, το ρηθὲν
διὰ Δανιὴλ του προφήτου, εστὼς ἐν τόπω αγίω - ὁ αναγινώσκων νοείτω”. Παρέπεμψε (καὶ Ἰησοῦς
τοὺς μαθητὰς) ἐπὶ τὸν Δανιήλ. Βδέλυγμα δὲ τὸν ἀνδριάντα του τότε την πόλιν ελόντος φησίν, ὂν ὁ
ἐρημώσας τὴν πόλιν καὶ τὸν ναὸν έστησεν ἔνδον διὸ καὶ έρημώσεως αὐτὸ καλεῖ» (Ε.Π.Ε. 11,852).
Μετάφρασις: «Ὅταν δῆτε το βδέλυγμα της ἐρημώσεως, γιὰ το ὁποῖο μίλησε ὁ προφήτης Δανιὴλ
(Θ' 27), νὰ ἵσταται στὸν ἅγιο τόπο - ὁ ἀναγνώστης ἂς εννοήση-. Τοὺς παρέπεμψε στὸ Δανιήλ.
“Βδέλυγμα” όνομάζει τον ἀνδριάντα αὐτοῦ ποῦ κυρίευσε τότε την πόλι, ποῦ τὸν ἔστησε αὐτὸς ποῦ
ἐρήμωσε τὴν πόλι καὶ το ναό. Καὶ γι' αὐτὸ τον ὀνομάζει καὶ βδέλυγμα ἐρημώσεως».
Πάντως ὅποιο πρόσωπο κι ἂν νοῆται στὸ στίχο γιὰ τὸ βδέλυγμα της ἐρημώσεως, πρόκειται γιὰ
προάγγελο καὶ ἐνσάρκωση της δυνάμεως του κακοῦ, πού ἀρχίζει το καταστρεπτικὸ της ἔργο ἀπὸ
το ναὸ του Θεοῦ καὶ στὴ συνέχεια της Ἐκκλησίας. Αὐτὸ δὲν σημαίνει, ὅτι ἡ ὁποιαδήποτε
είδωλολατρεία μπορεῖ νὰ νικήση το κήρυγμα των ἀποστόλων. Μέσα στὴ δίνη των δεινῶν ἔζησαν
καὶ οἱ ἀπόστολοι. Εἶδαν τους Ρωμαίους νὰ ἐξοντώνουν τους Ἰουδαίους. Όμως οἱ δώδεκα συνέχισαν
το κήρυγμα.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πάντα κρημνοὶ καὶ σκόπελοι καὶ πρόβολοι ἦσαν, τα ἐν ταῖς πόλεσι,
τα ἐν ταϊς χώραις, τα ἐν ταῖς οικίαις καὶ εἰς ἕκαστος αὐτοὺς ἐπολέμει, καὶ στρατηγὸς καὶ ἄρχων καὶ
ἰδιώτης καὶ ἔθνη πάντα καὶ δῆμοι πάντες. Καὶ ταραχὴ τὶς ἐν λόγω παραστήναι μὴ δυναμένη. Καὶ
γὰρ σφόδρα τη των Ρωμαίων ἀρχὴ μισητὸν το Ἰουδαίων γένος ἥν, άτε μυρία πράγματα αὐτοὺς
παρεσχηκὸς καὶ οὐδὲ ἐντεῦθεν έβλάβη το κήρυγμα, ἀλλ' ἤ μὲν πόλις ἀνάρπαστος ἣν καὶ
έμπεπύριστο, καὶ μυρία τοὺς οικούντας διέθηκε κακά, οἱ δὲ ἐντεῦθεν ὄντες ἀπόστολοι, νόμους
εἰσάγοντες καινούς, καὶ των Ρωμαίων ἐκράτουν» (Ε.Π.Ε. 11,854). Μετὰφράσις: «Παντοῦ ἦσαν
γκρεμοὶ καὶ σκόπελοι καὶ ἐμπόδια, καὶ στὶς πόλεις καὶ στὶς χῶρες καὶ στὰ σπίτια. Καὶ καθένας τοὺς
πολεμοῦσε (τοὺς ἀποστόλους). Καὶ στρατηγοὶ καὶ ἄρχοντες καὶ ἰδιῶτες καὶ ὅλα τα ἔθνη καὶ ὅλοι οἱ
λαοί, καὶ ἐπικρατοῦσε τόση ταραχή, ποῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περιγραφὴ μὲ λόγια. Το γένος των
Ἰουδαίων ἦταν πολὺ μισητὸ στὴν ἐξουσία των Ρωμαίων, ἐπειδὴ δημιουργοῦσε σ' αὐτοὺς ἄπειρες
δυσκολίες. Καὶ οὔτε ἀπὸ αὐτὸ ἐμποδίστηκε το κήρυγμα των ἀποστόλων. Ἀλλ' ἤ μὲν πόλις
λεηλατήθηκε καὶ πυρπολήθηκε καὶ ἄπειρα κακὰ ὑπέστησαν οἱ κάτοικοὶ της, οἱ δὲ ἀπόστολοι, πού
κατάγονταν ἀπὸ ἐκεῖ, θέσπιζαν νέους νόμους καὶ ἐπικρατοῦσαν καὶ ἐπὶ των Ρωμαίων».
Θὰ εἶναι τόσο τρομακτικὴ ἤ καταστροφὴ της Ἱερουσαλήμ, ὥστε νὰ προσφέρεται ὡς εἰκόνα καὶ
προανάκρουσμα της συντελείας του κόσμου. Οἱ δύο πραγματικότητες (καταστροφὴ της
Ἱερουσαλὴμ καὶ της συντελείας του κόσμου) συμπλέκονται στὰ λόγια του Ἰησοῦ μέσα στὸ κείμενο
του Μάρκου. Το πρόσωπο, πού ἐμφανίζεται «ὼς βδέλυγμα ἐρημώσεως» μπορεῖ νὰ ἔχη σχέσιν μὲ
τὸν ἀναφερόμενο ἀπὸ τον Παῦλο, τον «ἄνθρωπος της ἀνομίας, τὸν υἱὸν της ἀπωλείας, τὸν
ἀντικείμενον καὶ υπεραιρόμενον ἐπὶ πάντα λεγόμενον θεὸν ἤ σέβασμα, ὥστε αὐτὸν εἰς τὸν ναὸν
του Θεοῦ καθίσαι, αποδεικνύντα ἑαυτὸν ὅτι ἐστὶ Θεὸς» (Β' Θεσ. β' 3-4).

Κυοφοροῦσες καὶ θηλάζουσες (στ. 17)


Αλλοίμονο στὶς γυναῖκες, πού τὶς ἡμέρες της μεγάλης συμφορὰς (καταστροφῆς της Ἱερουσαλὴμ)
θὰ εἶναι ἔγκυες ἤ θὰ θηλάζουν μικρὰ παιδιά. Διότι θὰ εἶναι πολὺ δύσκολο σ' αὐτὲς νὰ τρέξουν γιὰ
νὰ σωθοῦν καὶ νὰ βροῦν τα ἀπαραίτητα γιὰ το στηριγμὸ του ὀργανισμοῦ τους. Πολλὲς φορὲς
μωρομάνες ἔχουν ζήσει καὶ ζοῦν τραγικὲς στιγμές. Δὲν εἶναι τόσοι οἱ πόνοι ἀπὸ τη γέννα, ὅσοι οἱ
πόνοι ἀπὸ το ξέσχισμα της καρδιᾶς τους ἀπὸ τη ρομφαία (Λουκ. β' 35), ποῦ τὶς πληγώνει
ἀνεπανόρθωτα.
Νὰ θυμηθοῦμε ἀπὸ την ἐποχὴ της γεννήσεως του Ἰησοῦ το παιδομάζωμα του Ἡρώδη. Ἅρπαζαν
τα βρέφη ἀπὸ την ἀγκαλιὰ των μητέρων τους καὶ τα ἔσφαζαν. Καὶ ἀπὸ τη νεότερη ἱστορία ἂς
θυμηθοῦμε το παιδομάζωμα των ἐχθρῶν της Πατρίδος, ποῦ ἅρπαξαν 28.000 παιδιὰ καὶ τα
ὡδήγησαν μακρυὰ ἀπὸ την ἀγκαλιὰ των γονέων τους καὶ ἀπὸ το χῶμα της Ἑλλάδος. Ἔτσι
κατανοοῦμε τα ὅσα λέει ὁ Ἰησοῦς καὶ διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος γιὰ τὶς πονεμένες μητέρες
του καιροῦ της καταστροφῆς: «Οὐαὶ δὲ ταϊς ἐν γαστρὶ έχούσαις καὶ ταϊς θηλαζούσαις ἐν εκείναις
ταῖς ημέραις» (στ. 17). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Αλλοίμονο δὲ στὶς γυναῖκες, ποῦ κατὰ τον
καιρὸ ἐκεῖνο θὰ ἐγκυμονοῦν ἤ θὰ θηλάζουν”».
Εὔκολα το βάζει στὰ πόδια καὶ ἀνεβαίνει στὰ βουνὰ γιὰ νὰ γλυτώση ἀπὸ την καταστροφὴ ἕνας
ποῦ εἶναι νέος καὶ δὲν ἔχει βαρύδια πάνω του. Δύσκολα ἐκεῖνος, ποῦ εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ πάρη
καὶ τα νήπια καὶ τα μικρὰ παιδάκια του γιὰ νὰ σωθοῦν. Πολὺ δυσκολότερα ἡ κυοφοροῦσα γυναίκα.
Πὼς νὰ τρέξη μὲ τὸ βάρος της κυήσεως; Καὶ πὼς νὰ κινηθῆ, ὥστε νὰ σώση καὶ τη ζωή, πού κρύβει
μέσα της; Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Χρημάτων μὲν καὶ καταφρονῆσαι εὔκολον καὶ προνοήσαι
ράδιον, καὶ ἱματίων: τὸ δὲ άπὸ τῆς φύσεως πὼς ἂν τὶς ἂν διαφύγοι; Πὼς ἂν ἡ ἔγκυος γένοιτο κούφη;
Πὼς δὲ ἤ θηλάζουσα δυνήσεται του τεχθέντος υπεριδεϊν;» (Ε.Π.Ε. 12,10). Μετάφρασις: «Τα
χρήματα καὶ τα ἐνδύματα εἶναι εὔκολο νὰ τα καταφρονήσουν καὶ νὰ φροντίσουν ἐκ των προτέρων
γι' αὐτά. Ἐκεῖνα ὅμως, μὲ τα ὁποία εἶναι κανεὶς δεμένος ἀπὸ τη φύσι, πὼς θὰ μποροῦσε νὰ τα
ἀποφύγη; Πὼς θὰ μποροῦσε ἡ ἔγκυος νὰ γίνη εὐκίνητος, ἤ πὼς θὰ μποροῦσε ἡ θηλάζουσα νὰ
παραβλέψη το παιδὶ πού γέννησε;».
Στὶς μέρες μας το «Οὐαὶ» αὐτὸ του Κυρίου μετατρέπεται ἀπὸ συμπαθητικὸ σὲ καταδικαστικὸ
καὶ ἐξοργιστικὸ: «Οὐαὶ δὲ ταϊς ἐν γαστρὶ έχούσαις καὶ μὴ θηλαζούσαις ἐν ταϊς ημέραις ταύταις»
(στ. 17). Δὲν θέλουν μητέρες νὰ θηλάσουν. Το χειρότερο: Δὲν θέλουν νὰ γεννήσουν παιδιά. Τὸ
ἀκόμα χειρότερο: Τὸ «ὲν γαστρὶ» παιδὶ το προσφέρουν σὲ σφαγὴ! Εἶναι ἀνεπιθύμητο καὶ το
σκοτώνουν μὲ το μαχαίρι του συγχρόνου Ἡρώδη. Ποιὸ νὰ κρίνη κανεὶς ὡς χειρότερο: Το γκρέμισμα
του ναοῦ των Ἱεροσολύμων (του ὁποιουδήποτε ναοῦ) ἤ το «χάλασμα» ἑνὸς «ἐν γαστρὶ» βρέφους,
το φρικτὸ θάνατο κυοφορουμένου παιδιοῦ, την παιδοκτονία της έκτρώσεως;

Πρωτοφανὴς θλῖψις (στ. 18-19)


Ἡ καταστροφὴ των Ἱεροσολύμων θὰ γίνη. Οἱ ἄνθρωποι θὰ ξεσπιτωθοῦν. Νὰ ἀποφύγουν τελείως
την περιπέτεια ἀποκλείεται. Τοὐλάχιστον οἱ πιστοὶ ἄνθρωποι, ποῦ καὶ ἀθῶοι εἶναι καὶ ἀδίκως
πάσχουν, ἂς προσεύχονται στὸν Θεὸ νὰ μὴν ἔρθουν τα κακὰ σὲ καιρὸ χειμώνα. Οἱ ἡμέρες κατὰ το
χειμώνα εἶναι μικρότερης διαρκείας καὶ πρέπει νὰ προχωρᾶνε ἐξόριστοι μέσα στὴ νύκτα. Ἀλλ' ὁ
χειμώνας ἔχει καὶ τὶς κακοκαιρίες, βροχές, λάσπες, καταιγίδες, ὅλα αὐτά, ποῦ καθιστοῦν δύσκολη
την ὑπαίθρια διαβίωσι. Γι' αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς προτρέπει νὰ προσεύχονται, ὥστε ἡ φυγὴ τους ἀπὸ τα
σπίτια τους νὰ μὴ γίνη χειμώνα. «Προσεύχεσθε δὲ ἴνα μὴ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν χειμῶνος. Ἔσονται
γὰρ ἄι ἡμέραι ἐκείναι θλῖψις, οία οὐ γέγονε τοιαύτη ἀπ' ἀρχῆς κτίσεως ἧς έκτισεν ὁ Θεὸς ἕως τοῦ
νῦν καὶ οὐ μὴ γένηται» (στ. 18-19). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Να προσεύχεσθε δὲ νὰ μὴ γίνη
ἡ δόκιμασία, πού θὰ σας ἀναγκάση σὲ φυγή, το χειμώνα. Διότι τὶς μέρες ἐκεῖνες θὰ εἶναι τέτοια
θλῖψις, ποῦ δὲν ἔγινε ἀπὸ τότε πού δημιούργησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, οὔτε καὶ θὰ ξαναγίνη».
Οἱ δοκιμασίες θὰ κλιμακωθοῦν μὲ ραγδαῖο ρυθμὸ καὶ θὰ φτάσουν σὲ ἀσύγκριτη ἔντασι.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρεται στὸν ἱστορικὸ Ιώσηπο: «Πᾶσαν ἐνίκησε τραγωδίαν ἐκεῖνα τα
δεινά, καὶ πόλεμος οὐδεὶς οὐδέποτε τοιοῦτος το ἔθνος κατέλαβε. Τοσοῦτος γὰρ ἣν ὁ λιμός, ὡς
αυταὶς ταις μητράσι περιμάχητον εἶναι την παιδοφαγίαν καὶ ὑπὲρ τούτου πολέμους γίνεσθαι.
Πολλοὺς δὲ καὶ νεκροὺς γενομένους κατὰ μέσας αναρρήγνυσθαι τὰς γαστέρας ἔφη (ὁ ἱστορικός).
Ηδέως ἂν οὺν έρoίμην Ἰουδαίους, πόθεν οὕτω θεήλατος ὀργὴ καὶ ἀφόρητος ήλθεν ἐπ' αὐτούς, καὶ
πασὼν ἔμπροσθεν γενομένων, οὺκ ἐν Ἰουδαία μόνον, ἀλλὰ πανταχοῦ της οἰκουμένης χαλεπωτέρα;
Οὺκ εύδηλον, ὅτι διὰ το του σταυροῦ τόλμημα καὶ την ἀπόφασιν ταύτην;» (Ε.Π.Ε. 12,12).
Μετάφρασις: «Τὰ δεινὰ ἐκεῖνα του πολέμου ὑπερέβαλαν κάθε προηγούμενη τραγωδία καὶ ποτὲ
δὲν εἶχε βρῆ το Ἰουδαϊκὸ ἔθνος παρόμοιος πόλεμος. Διότι τόσο μεγάλη ἦταν ἡ πείνα, ὥστε καὶ
μητέρες ἀκόμα νὰ φτάνουν νὰ τρῶνε τα παιδιὰ τους καὶ νὰ μάχονται γι' αὐτό. Λέει μάλιστα (ὁ
ἱστορικός), ὅτι πολλοὺς ἀκόμα καὶ νεκροὺς τοὺς ἔσχιζαν στὴν κοιλιά. Εὐχαρίστως, λοιπόν, θὰ
ρωτοῦσα τοὺς Ἰουδαίους: Γιὰ ποιὸ λόγο τοὺς ἦρθε αὐτὴ ἡ ὀργὴ ἤ θεόπεμπτη καὶ ἀνυπόφορη καὶ
χειρότερη ἀπὸ ὅλες τὶς προγενέστερες, ὄχι μόνο στὴν Ἰουδαία, ἀλλὰ σ' ὁλόκληρη την οἰκουμένη;
Δὲν εἶναι ὁλοφάνερο, ὅτι τοὺς βρῆκε ἐξ αἰτίας του τολμήματος της Σταυρώσεως καὶ της
ἀποφάσεὼς τους ἐκείνης;».
Ἡμέρες θλίψεως σας περιμένουν, συνεχίζει την προφητεία Του ὁ Ἰησοῦς. Καὶ λέει κάτι, πού
φαίνεται ὑπερβολικό, ἀλλ' ὅμως ἐξηγεῖται. «Θλῖψις, οία οὐ γέγονε τοιαύτη ἀπ’ ἄρχης κτίσεως ἧς
έκτισεν ὁ Θεὸς ἕως τοῦ νῦν καὶ οὐ μὴ γένηται» (στ. 20). Ἐξηγεῖ ὁ μακαριστὸς Παναγιώτης
Τρεμπέλας: «Τίποτε το παράδοξο, ἂν ἤ καταστροφὴ των Ἱεροσολύμων δὲν ἔχη ἄλλη ὅμοια της μέσα
στὴν ἱστορία. Ἡ ἁμαρτία τους ὑπῆρξε ἡ μεγαλύτερη ἀπὸ ὅσες εἶδε ποτὲ ὁ κόσμος. Κανένα ἄλλο
ἔγκλημα δὲν φτάνει σὲ ἐνοχὴ καὶ βάρος τη σταύρωσι του Σωτῆρος».
Καὶ βέβαια σὲ τούτη τη ζωὴ θλῖψις μεγαλύτερη, κατὰ το λόγο του Ἰησοῦ, δὲν ἔγινε ἀπὸ τα ὅσα
συνέβησαν μὲ τὴν καταστροφὴ των Ἱεροσολύμων. Ἀπείρως ὅμως μεγαλύτερη θὰ εἶναι ἡ θλῖψις καὶ
ἡ βάσανος στὴν αἰώνια κόλασι, γιὰ ὅσους δὲν θέλησαν νὰ μετανοήσουν, νὰ συγκινηθοῦν ἀπὸ την
ἀγάπη του δι' ἡμᾶς παθόντος, καὶ νὰ πιστεύσουν στὴ χαρὰ της 'Ἀναστάσεως καὶ της Αἰωνίου Ζωῆς.

Κολοβώνει ὁ Κύριος το χρόνο (στ. 20)


Ἡ φρίκη ἀπὸ την καταστροφὴ των Ἱεροσολύμων ἦταν ἀπερίγραπτη. Ὁ Ἰησοῦς τὴν βλέπει
προφητικά. Τὴν βλέπει ὡς γενομένη. Κάπου σταμάτησε. Φαίνονταν ἀτέλειωτες οἱ μέρες της
καταστροφῆς. Ἀλλ' ὁ Κύριος ἐπεμβαίνει. Ἡ ἁγιότητα μερικῶν ἐκλεκτῶν σὰν νὰ εἶπε στὴν ὀργὴ του
Θεοῦ: ΣΤΟΠ! «Έκολόβωσε Κύριος» τὶς μέρες της φρίκης. Λιγόστεψε τὶς μέρες των δεινῶν. «Καὶ ἔι
μὴ ἐκολόβωσε Κύριος τὰς ἡμέρας, οὺκ ἂν ἐσώθη πάσα σὰρξ ἀλλὰ διὰ τοὺς έκλεκτοὺς οὓς
εξελέξατο ἐκολόβωσε τὰς ἡμέρας» (στ. 18-19). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καί ἂν ὁ Κύριος δὲν
λιγόστευε τὶς μέρες των δεινῶν, δὲν θὰ γλίτωνε κανένας. Γιὰ χάρι ὅμως των ἐκλεκτῶν Του
λιγόστεψε τὶς ἡμέρες των δεινών».
Ἡ φροντίδα του Θεοῦ γιὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς θὰ ἔχη ὡς συνέπεια τη συντόμευση του χρόνου της
δοκιμασίας. Πρῶτοι ἀπὸ τους ἐκλεκτοὺς ἦσαν ὁπωσδήποτε οἱ ἀπόστολοι. Κάποτε ὁ Ἀβραὰμ ζήτησε
ἀπὸ τον Θεὸ νὰ μὴ καταστρέψη τὰ Σόδομα.
-Κύριε, ἂν βρεθοῦν 50 δίκαιοι (ἐκλεκτοί);
-Ὄχι, δὲν θὰ καταστρέψω τὴν πόλι.
-Κύριε, ἂν βρεθοῦν 40, 30, 20 δίκαιοι;
- Ὄχι, δὲν θὰ καταστρέψω την πόλι.
-Κύριε, εἶναι δέκα οἱ δίκαιοι;...
Σιώπησε ὁ Θεός. Οὔτε δέκα ἐκλεκτοὶ δὲν βρίσκονταν στὴν διεφθαρμένη πόλι (Γέν. ιη' 32).
Ἐδῶ ὅμως, στὴν περίπτωση της καταστροφῆς των Ιεροσολύμων ὑπῆρχαν πολὺ περισσότεροι
ἐκλεκτοί. Καὶ κυρίως οἱ δώδεκα ἀπόστολοι. Καὶ γι' αὐτοὺς ὁ Κύριος «έκολόβωσε τὰς ἡμέρας». Λέει
ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μυριάδας ἀπείρους Ἰουδαίων τότε έχειρώσαντο Ρωμαῖοι, καὶ δώδεκα
ἀνδρῶν οὐ περιεγένοντο, γυμνῶν, ἀόπλων, μαχομένων αὐτούς. Τὶς παραστήσαι δυνήσεται λόγος
το θαῦμα τοῦτο;» (Ε.Π.Ε. 11,854). Μετάφρασις: «Ἀναρίθμητες μυριάδες Ἰουδαίων ὑποδούλωσαν
τότε οἱ Ρωμαῖοι καὶ δὲν κατόρθωσαν νὰ ὑποτάξουν δώδεκα ἄνδρες ἀδύνατους, ἄοπλους, πού
μάχονταν ἐναντίον τους. Ποιὸς λόγος θὰ μπορέση νὰ παραστήση αὐτὸ το θαῦμα;».
Οἱ ἅγιοι δὲν κρίνουν μόνο τον κόσμο (Α' Κορ. τσ' 2), ἀλλὰ καὶ σώζουν τον κόσμο. Οἱ λίγοι
ἐκλεκτοί, οἱ λίγοι πιστοί, τα ἀθώα παιδιά, οἱ λίγοι ἁγνοὶ νέοι, τα λίγα τίμια ἀνδρόγυνα, οἱ λίγοι
ἐνάρετοι καὶ έλεήμονες, αὐτοὶ συγκρατοῦν την ὀργὴ του Θεοῦ. Γι' αὐτοὺς «κολοβώνει» τὶς τιμωρίες
ὁ Θεός, λιγοστεύει το χρόνο της δοκιμασίας.
Γιὰ το ποιοὶ εἶναι οἱ ἐκλεκτοὶ λέει ὁ Χρυσόστομος: «Τίνας ἐνταῦθὰ φησι τους ἐκλεκτούς; Τοὺς
πιστούς, τοὺς ἐν μέσοις απειλημμένους αὐτούς. Ἴνα γὰρ μὴ λέγωσιν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅτι διὰ το κήρυγμα
καὶ το προσκυνείσθαι τον Χριστὸν ταῦτα γέγονε τα κακά, δείκνυσιν ὅτι οὐ μόνον οἱ πιστοὶ τούτων
αὐτοὺς οὐκ ἐγένοντο αἴτιοι, ἀλλ' ἔι μὴ ἐκεῖνοι ἦσαν, πρόρριζοι ἂν απώλoντo ἅπαντες» (Ε.Π.Ε. 12,
14). Μετάφρασις: «Ποιοὺς ἐννοεῖ ἐδῶ έκλεκτούς; Τοὺς χριστιανούς, πού εἶχαν κερδηθῆ ἀνάμεσα
σ' αὐτούς. Γιὰ νὰ μὴν ἰσχυρίζονται οἱ Ἰουδαῖοι, ὅτι ἐξ αἰτίας του κηρύγματος καὶ της λατρείας του
Χριστοῦ ἔγιναν ὅλα αὐτὰ τα δεινά, διευκρινίζει, ὅτι ὄχι μόνον οἱ ἐξ αὐτῶν χριστιανοὶ δὲν ἦσαν οἱ
αἴτιοι των κακῶν ποῦ τοὺς βρῆκαν, ἀλλ' ὅτι, ἂν δὲν ἦσαν ἐκεῖνοι, θὰ χάνονταν ὅλοι σύρριζα».
Οἱ ἅγιοι κάνουν τὸν Θεὸ νὰ «κολοβώνη», νὰ λιγοστεύη τον πόνο καὶ τη δοκιμασία. Ἀντίθετα δὲν
«κολοβώνεται» μὲ τίποτε ὁ καιρὸς της γεέννης. Ὁ σκληροκάρδιος καὶ ἀμετανόητος, ὁ ἀσεβὴς καὶ
διεστραμμένος, ἐπιμηκύνει στὸ ἄπειρο την αἰωνιότητα της κολάσεως. Τὸ βεβαιώνει καὶ αὐτὸ ὁ
Κύριος: «Τὸ πῦρ οὐ σβέννυται» (Μάρκ. θ' 48).

21 καὶ τότε ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ, ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστός, ἰδοὺ ἐκεῖ, μὴ πιστεύετε. 22 ἐγερθήσονται γὰρ
ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα καὶ τέρατα πρὸς τὸ ἀποπλανᾶν, εἰ δυνατόν,
καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. 23 ὑμεῖς δὲ βλέπετε· ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν ἅπαντα. 24 ᾿Αλλ᾿ ἐν ἐκείναις ταῖς
ἡμέραις, μετὰ τὴν θλῖψιν ἐκείνην ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται, καὶ ἡ σελήνη οὐ δώσει τὸ φέγγος
αὐτῆς, 25 καὶ οἱ ἀστέρες ἔσονται ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πίπτοντες, καὶ αἱ δυνάμεις αἱ ἐν τοῖς οὐρανοῖς
σαλευθήσονται. 26 καὶ τότε ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν νεφέλαις μετὰ δυνάμεως
πολλῆς καὶ δόξης. 27 καὶ τότε ἀποστελεῖ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ καὶ ἐπισυνάξει τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ
ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων, ἀπ' ἄκρου τῆς γῆς ἕως ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ. 28 ᾿Απὸ δὲ τῆς συκῆς μάθετε
τὴν παραβολήν. ὅταν αὐτῆς ὁ κλάδος ἤδη γένηται ἁπαλὸς καὶ ἐκφύῃ τὰ φύλλα, γινώσκετε ὅτι ἐγγὺς
τὸ θέρος ἐστίν· 29 οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ἴδητε ταῦτα γινόμενα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ
θύραις. 30 ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη μέχρις οὗ πάντα ταῦτα γένηται. 31 ὁ
οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ ἐμοὶ λόγοι οὐ μὴ παρελεύσονται.

Ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφήτες (στ. 21-22)


Στὰ έσχατολογικὰ ὁ Κύριος ἐντοπίζει πάντοτε τοὺς πλάνους. Πρόκειται γιὰ θρησκευτικοὺς
ἀγύρτες καὶ ἀπατεῶνες, πού ἐκμεταλλεύονται τη νοσηρὰ περιέργεια των ἀνοήτων γιὰ τὸ πότε θὰ
γίνη το ἕνα, πότε θὰ γίνη τὸ ἄλλο. Πάντοτε ὑπάρχουν οἱ τύποι, ποῦ ἔχουν περιέργεια καὶ ὄχι
ἐνέργεια. Στὶς ἡμέρες μας κάνουν χρυσὲς δουλειὲς οἱ εσχατολογούντες. Μερικοὶ φτάνουν στὸ
σημεῖο νὰ μιλᾶνε γιὰ το πότε θὰ γίνη ἡ δευτέρα Παρουσία. Κάποιοι ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ὥρισαν καὶ
ἀκριβεῖς ἡμερομηνίες γιὰ τη συντέλεια του κόσμου καὶ γιὰ τὴν παγκόσμια Κρίσι. Aπορεί κανείς,
πὼς κλείνουν πεισματικὰ τα αὐτιὰ τους στὸ μοναδικὸ λόγο, πού λύνει πάντοτε το θέμα της
εσχατολογικὴς περιεργείας καὶ Χριστός. Καὶ ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι το «Γρηγορεῖτε». Ἐμεῖς ἂς
ἀνοίξουμε τα αὐτιὰ μας στὰ ὅσα στὸ κατὰ Μάρκον ἀναφέρει ὁ Ἰησοῦς γιὰ τοὺς ἀπατεῶνες, γιὰ
τοὺς ψευδοπροφήτες: «Καὶ τότε ἐὰν τὶς ὑμῖν εἴπη, ἰδοὺ ώδε ὁ Χριστός, ἰδοὺ ἐκεῖ, μὴ πιστεύετε.
Εγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφήται καὶ δώσουσι σημεῖα καὶ τέρατα πρὸς τὸ
άποπλανάν, ἔι δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς» (στ. 21-22). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Τότε δέ,
ἂν κάποιος σας πῆ, Νὰ ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστὸς (ὁ Μεσσίας), Νά, ἐκεῖ εἶναι, νὰ μὴ πιστεύσετε. Διότι θὰ
ἐμφανιστοῦν ψευδόχριστοι (ψευδομεσσίες) καὶ ψευδοπροφήτες (ψευδοδιδάσκαλοι) καὶ θὰ
κάνουν μεγάλα καὶ καταπληκτικὰ θαύματα, γιὰ νὰ πλανήσουν, ἂν εἶναι δυνατόν, ἀκόμα καὶ τους
εκλεκτούς”».
Στὸ στ. 21-23 ἐπανέρχεται ὁ Ἰησοῦς στὸ θέμα της πλάνης των ἀνθρώπων ἀπὸ ψευδοχρίστους
καὶ ψευδοπροφήτες, ἀλλὰ τώρα τοποθετεῖται σὲ δυσχερεῖς ἱστορικὲς καταστάσεις. Μὲ ὅσα
ἀκολουθοῦν στοὺς στ. 24-27 γιὰ τὴν ἔλευση του Υἱοῦ του ἀνθρώπου, ἡ ὁποία περιγράφεται μὲ
γνωστὲς ἀπὸ την Παλαιὰ Διαθήκη παραστάσεις (Δαν. ζ' 13. Ησ. ιγ' 10. Ιωὴλ β' 30. Ιεζ. βλ' 7-8),
τονίζονται, ὅτι ἡ ἐρήμωσις της Ἱερουσαλὴμ ἀποτελεῖ προανάκρουσμα της τελικῆς Κρίσεως.
Στὸ στ. 22 γίνεται λόγος γιὰ τοὺς ἀπατεῶνες της εσχατολογικὴς περιεργείας καὶ
παραφιλολογίας. «Εγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφήται καὶ δώσουσι σημεῖα καὶ
τέρατα πρὸς τὸ αποπλανάν, ἔι δυνατόν, καὶ τοὺς έκλεκτούς». Ὁ πολὺς κόσμος δυστυχῶς δὲν
ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἐνέργεια, ἀλλὰ μὲ την περιέργεια. Δὲν ἀκολουθεῖ τοὺς πιστοὺς κήρυκες του
Εὐαγγελίου, πού προσπαθοῦν νὰ συνεγείρουν τὶς συνειδήσεις, ὥστε νὰ ἐφαρμόζεται το ἅγιο
θέλημα του Θεοῦ. Τρέχει κυρίως πίσω ἀπὸ τάχα χαρισματούχους, πού βλέπουν το μέλλον, πού
ὁρίζουν χρόνους καὶ καιροὺς έσχατολογικούς!
Τὸ δόλωμα, μὲ το ὁποῖο μαγνητίζουν πολὺ κόσμο οἱ ἀπατεῶνες της θρησκείας, καὶ δὴ της
ἐσχατολογίας, εἶναι τα σημεῖα (τα θαύματα). «Καὶ δώσουσι σημεῖα καὶ τέρατα πρὸς τὸ αποπλανάν,
ἔι δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς» (στ. 22). Ζητᾶνε πολλοὶ θαύματα, γιὰ νὰ πιστεύσουν. Καὶ
διαφημίζονται «γέροντες», εἰκόνες, προσκυνήματα, πού γίνονται (;) θαύματα. Κι ἂν ὑποθέσουμε,
ὅτι μερικὰ ἀπὸ τα διαφημιζόμενα εἶναι ἀληθινὰ μικρὰ θαύματα, καὶ πάλι εἶναι σίγουρο, ὅτι οἱ
ζητοῦντες θαύματα θὰ πιστεύσουν; Ὁ εὐαγγελιστὴς τονίζει γιὰ τα τόσα ἀληθινὰ καὶ ὑπέροχα
θαύματα του παντοδυνάμου Θεανθρώπου: «Τοσαῦτα αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος οὐκ ἐπίστευον
εἰς αὐτὸν (Ιωάν. ιβ' 37). Θέλουν τον Ἰησοῦ διεκπεραιωτὴ προσωπικῶν τους ὑποθέσεων, ὄχι Σωτήρα
της ἀθάνατης ψυχῆς τους. Θέλουν τοὺς ἁγίους, «καρκίνου θεραπευτάς»! Δὲν τοὺς θέλουν πρότυπα
ἀρετῆς καὶ ἁγιότητας. Καὶ βεβαίως μπορεῖ ἕνας ἅγιος (ὄχι ψευδοπροφήτες ἤ ψευδόχριστοι) νὰ
μεσιτεύση γιὰ τη θεραπεία ἑνὸς ἀσθενοῦς καὶ νὰ γίνη θαυματουργικὰ ἤ ἴασις! Μὰ αὐτὸ εἶναι μικρὸ
θαῦμα. Ἄν δὲν γίνη ἀφορμὴ γιὰ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἴασι της ψυχῆς, ποιὸ το ὄφελος;
Ρητῶς ὁ Κύριος, λίγο πρὶν ἀναληφθῆ, ἀπέκλεισε κάθε ἱκανοποίησι έσχατολογικὴς περιεργείας
(Πράξ. α' 6-8). Περίεργοι οἱ μαθητές, Τὸν ρωτᾶνε: «Κύριε, ἔφτασε ἄραγε ἡ ὥρα νὰ ἀποκαταστήσης
τη βασιλεία του Ἰσραήλ;». Καὶ ὁ Κύριος ἀπέκλεισε κάθε προφητεία γιὰ το συγκεκριμένο χρόνο των
ἐσχάτων: «Οὺχ ὑμῶν έστι γνώναι χρόνους ἤ καιρούς, οὓς καὶ πατὴρ έθετο ἐν τη ἰδία ἐξουσία»
(Πράξ. α' 7). Ἀντὶ νὰ ἱκανοποιήση ὁ Χριστὸς τὴν έσχατολογικὴ περιέργεια, τοὺς καλεῖ σὲ ἀναμονὴ
γιὰ τὴν αγιοπνευματικὴ ἐνέργεια. «Λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος του Ἁγίου Πνεύματος ἐφ' ὑμᾶς,
καὶ έσεσθὲ μοι μάρτυρες ὲν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάση τη Ἰουδαία καὶ Σαμαρεία καὶ ἕως ἐσχάτου
της γῆς».
Ὁ αὐτὸς Κύριος μιλώντας στὸ Μάρκο γιὰ τὴν έσχατολογικὴ περιέργεια καὶ γιὰ τοὺς ἀπατεῶνες
γύρω ἀπὸ τη χαρισματικὴ τάχα ἱκανοποίηση της, καλεῖ τους πιστοὺς νὰ μή... πιστεύουν!
-Μὴ πιστεύετε!
-Ποιούς;
-Αὐτούς, ποῦ λὲς καὶ τοὺς ἔχω ἐξουσιοδοτήσει, νὰ ἐπισημαίνουν την... παρουσία μου! Νὰ ὁ
Χριστὸς ἐδῶ! Νὰ ὁ Χριστὸς ἐκεῖ!
–Κι ἂν μιλᾶνε γιὰ Σένα, ὅτι ἤδη ἔρχεσαι;
-Εἶναι ἀπατεῶνες της θρησκείας. Εἶναι «ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφήτες»!
-Κι ὅταν ἀκόμα κάνουν θαύματα καὶ σημεῖα;
-Ναί, καὶ τότε εἶναι ἐπικίνδυνοι. Θὰ προσπαθήσουν νὰ παρασύρουν καὶ τοὺς ἐκλεκτούς.
Μακρυά! Μὴ τοὺς πιστεύετε!
Καὶ σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πολλὴ τότε ἡ ἀπάτη, διὰ τὸ καὶ σημεῖα γίνεσθαι ἀπάτης»
(Ε.Π.Ε. 12,22). Μετάφρασις: Ἡ ἀπάτη θὰ εἶναι μεγάλη, ἐπειδὴ θὰ γίνωνται καὶ σημεῖα ἀπάτης.
Ἕνα εἶναι το ζητούμενο: Ὄχι τὸ πότε, ἀλλὰ το πὼς. Πὼς θὰ βρισκόμαστε στὴν παρουσία μας
μπροστὰ Του, ὅταν θὰ ἀπέλθουμε ἀπὸ τη ζωὴ αὐτὴ, ἤ ὅταν Ἐκεῖνος θὰ ἔρθη «κρίναι ζῶντας καὶ
νεκρούς». Καὶ το χρόνο της πρώτης Του παρουσίας κανεὶς δὲν γνώριζε. Καὶ το χρόνο της δευτέρας
Του παρουσίας κανεὶς δὲν γνωρίζει. Μόνο πού τότε ἦρθε ἀφανῶς, ἐνῶ τώρα θὰ ἔρθη «ἐν δόξη».
Τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὺχ ὥσπερ ἐν τη προτέρα ἐν Βηθλεὲμ ἐφάνη, καὶ ἐν γωνία μικρὰ
της οἰκουμένης, καὶ οὐδενὸς ειδότος ἐξ ἀρχῆς, οὕτω καὶ τότε φησὶν ἀλλὰ φανερὼς καὶ μετὰ
περιφανείας ἁπάσης, καὶ ὡς μὴ δείσθαι του ταῦτα ἀπαγγέλλοντος. Οὐ μικρὸν δὲ τοῦτο σημεῖον
του μὴ λανθανόντως παραγίνεσθαι» (Ε.Π.Ε. 12,20). Μετάφρασις: «Δὲν θὰ ἔλθη τότε ὅπως
φανερώθηκε την προηγούμενη φορὰ στὴ Βηθλεέμ, καὶ σὲ μιὰ μικρὴ γωνία της οἰκουμένης καὶ
χωρὶς νὰ Τον γνωρίζη κανεὶς ἀπὸ την ἀρχὴ. Θὰ ἔρθη φανερὰ καὶ μὲ κάθε ἐπισημότητα καὶ κατὰ
τρόπο ποῦ νὰ μὴ χρειάζεται νὰ Τὸν ἐξαγγείλη κανείς. Δὲν εἶναι δὲ μικρὸ σημεῖο αὐτό, τὸ νὰ μὴν
ἔρχεται ἀπαρατήρητος».
«Πληρώσας τα περὶ των Ἱεροσολύμων, εἰς τὴν αὐτοῦ λοιπὸν διαβαίνει παρουσίαν καὶ λέγει
αὐτοὺς τὰ σημεῖα, οὐκ εκείνοις χρήσιμα μόνον, ἀλλὰ καὶ ἡμῖν καὶ τοὺς μεθ' ἡμᾶς έσομένοις πᾶσι.
“Τότε”, πότε; Οὐ τα μετὰ ταῦτα εὐθέως δηλῶν, ἀλλὰ τα ἐν τῷ καιρῶ, ὦ μέλλει ταῦτα γίνεσθαι,
ἅπερ ἔμελλε λέγειν... Οὕτω δὴ καὶ ἐνταῦθα, τὸν μέσον ἅπαντα χρόνον παρελθών, τὸν ἀπὸ της
ἁλώσεως των Ἱεροσολύμων, ἕως των προοιμίων της συντελείας, λέγει τὸν ολίγω πρὸ της
συντελείας» (Ε.Π.Ε. 12,18-20). Μετάφρασις: «Ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς συμπλήρωσε τα περὶ Ἱεροσολύμων,
μεταβαίνει καὶ στὴ δικὴ Του Παρουσία καὶ λέει τα σημεῖα της, πού εἶναι χρήσιμα ὄχι μόνο σ'
ἐκείνους, ἀλλὰ καὶ σὲ μας καὶ σ' ὅσους θὰ ἔρθουν μετὰ ἀπὸ μᾶς... “Τότε”, πότε; Δηλώνει ὄχι ὅσα
θὰ συμβοῦν ἀμέσως μετὰ ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ ἐκεῖνα πού θὰ συμβοῦν στὸν καιρό, κατὰ τον ὁποῖον
πρόκειται νὰ γίνουν ὅσα θὰ πῆ... Ἔτσι καὶ δῶ, ἀφοῦ ἀντιπαρῆλθε ὅλο το χρόνο, ποῦ θὰ
μεσολαβήση ἀπὸ την ἅλωσι των Ἱεροσολύμων μέχρι των ἀρχῶν της συντελείας του κόσμου,
ἀναφέρεται στὸν ὀλίγο πρὶν ἀπὸ τη συντέλεια χρόνο».

Σημεῖα των καιρῶν (στ. 23-25)


Όσα προλέγει ὁ Ἰησοῦς τόσο γιὰ την καταστροφὴ της Ἱερουσαλήμ, ὅσο καὶ γιὰ τα σημεῖα των
καιρῶν, πού ἔχουν σχέση μὲ το τέλος του κόσμου, ἀποβλέπουν στὴ διδασκαλία καὶ προσοχὴ των
πιστῶν. Οὔτε νὰ πλανηθοῦν πρέπει. Οὔτε νὰ φοβηθοῦν, Ἀλλὰ καὶ οὔτε νὰ ἐφησυχάζουν: «Ὑμεῖς δὲ
βλέπετε! Ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν ἅπαντα. Ἀλλ' ἐν εκείναις ταῖς ημέραις, μετὰ την θλῖψιν ἐκείνην ὁ
ἥλιος σκοτασθήσεται, καὶ ἡ σελήνη οὐ δώσει το φέγγος αὐτῆς, καὶ οἱ ἀστέρες ἔσονται ἐκ του
οὐρανοῦ πίπτοντες, καὶ ἄι δυνάμεις αἱ ὲν τοὺς οὐρανοὺς σαλευθήσονται» (στ. 23-25). Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Γι' αὐτὸ σεῖς προσέχετε! Σας τα εἶπα ὅλα πρὶν νὰ γίνουν. Ἐκεῖνες δὲ τὶς ἡμέρες,
ὕστερα ἀπὸ τα δεινὰ ποῦ εἶπα, ὁ ἥλιος θὰ σκοτισθῆ καὶ ἡ σελήνη θὰ παύση νὰ φέγγη. Καὶ τα ἄστρα
θὰ πέσουν ἀπὸ τον οὐρανὸ καὶ οἱ οὐράνιες δυνάμεις, πού κρατοῦν την τάξη του σύμπαντος, θὰ
διασαλευτούν”».
Ἐδῶ ἔχουμε ἀλλαγὴ σὲ παγκόσμια κλίμακα. Περνᾶμε σὲ μιὰ ὑπερφυσική, υπερανθρώπινη
πραγματικότητα. «Ὁ ἥλιος σκοτασθήσεται, καὶ ἡ σελήνη οὐ δώσει το φέγγος αὐτῆς, καὶ οἱ ἀστέρες
ἔσονται ἐκ του οὐρανοῦ πίπτοντες, καὶ ἄι δυνάμεις ἄι ἐν τοῖς οὐρανοὺς σαλευθήσονται». Τὰ
φαινόμενα αὐτὰ περιγράφουν μιὰ θεμελιώδη μεταβολὴ της τάξεως καὶ λειτουργίας των οὐρανίων
σωμάτων καὶ δυνάμεων, ποῦ ὀφείλεται στὸν ἐρχομὸ του Υἱοῦ του ἀνθρώπου.
Ἔτσι ὁ Μεσσίας ἀποκαλύπτεται ὡς θεία μορφὴ ὑπερφυσικῶν διαστάσεων, ἀφοῦ ἡ
εσχατολογικὴ παρουσία Του προκαλεῖ ἀκραῖες ἀλλαγὲς σὲ ὁλόκληρο το ἀχανὲς σύμπαν καὶ στὸν
πνευματικὸ έξω-ανθρώπινο κόσμο.
Την ἡμέρα ἐκείνη θὰ μετασχηματισθῆ ὅλη ἡ κτίσις.
Τὰ ἄστρα του οὐρανοῦ θὰ πέφτουν ἔξω ἀπὸ τη θέση τους καὶ την τροχιὰ τους, καὶ οἱ οὐράνιες
ἀγγελικὲς δυνάμεις, ποῦ συγκρατοῦν ἤδη την τάξη του σύμπαντος, θὰ σαλευθοὺν καὶ θὰ
μετακινηθοῦν ἀπὸ βαθειὰ συγκίνηση γιὰ ὅσα θὰ συμβαίνουν κατὰ τη δευτέρα παρουσία, ἀλλὰ καὶ
διότι ἡ μορφὴ του κόσμου θὰ ἀλλάξη γιὰ νὰ ἀνακαινισθῆ το σύμπαν. Οἱ ἀγγελικὲς δυνάμεις ἐπὶ
πλέον θὰ γεμίσουν ἔκπληξι, καθὼς θὰ βλέπουν καὶ την οἰκουμένη ὁλόκληρη νὰ ὁδηγῆται στὸ
φοβερὸ κριτήριο.
Καὶ οἱ οὐράνιες δυνάμεις, οἱ ἀγγελικές, θὰ φρίξουν. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἄν ὅλοι οἱ
ἄγγελοι σκίρτησαν καὶ θαύμασαν ὅταν δημιουργήθηκαν τα ἄστρα (Ἰὼβ 38,7), πολὺ περισσότερο
θὰ φρίξουν ὅταν θὰ βλέπουν τα πάντα νὰ μεταβάλλονται, ὅταν θὰ βλέπουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ
δίνουν λόγο γιὰ τὶς πράξεις τους, ὅταν θὰ βλέπουν ὁλόκληρη την οἰκουμένη νὰ παρίσταται
μπροστὰ στὸ φοβερὸ δικαστήριο, ὅταν θὰ βλέπουν καὶ ὅσους ἔζησαν πρὸ Χριστοῦ, ἀπὸ τον 'Ἀδὰμ
μέχρι την παρουσία Του νὰ λογοδοτοῦν γιὰ ὅσα διέπραξαν στὴ ζωὴ τούτη!» (Ε.Π.Ε. 12,24).
Ἡ ἡμέρα ἐκείνη ἡ μεγάλη γιὰ ἄλλους θὰ εἶναι ἀμοιβὴ καὶ δόξα, καὶ γιὰ ἄλλους θὰ εἶναι τιμωρία
καὶ φρίκη. Ἡ δικαιοσύνη του Θεοῦ θὰ λειτουργήση ἀποκαλυπτικά. Τὸ ἀποτέλεσμα ἀπόλυτα δίκαιο.
Οἱ δρόμοι μετὰ το κριτήριο ὑποχρεωτικὰ δύο, ἤ ἡ αἰώνια ζωὴ ἤ ἡ αἰώνια κόλασις: «Καὶ
απελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ματθ. κε' 46).
Ὅσο ὑπάρχει ἡ παροῦσα ζωή, ἐπιλεκτικὰ (παραδειγματικὰ) ἤ δικαιοσύνη ἀποδίδει στὸν καθένα
«πρὸς ἅ έπραξεν». Ἐδῶ ἐνεργεῖ περισσότερο ἡ ἀγάπη καὶ ἡ μακροθυμία του Θεοῦ. Ἐπὶ τη βάσει
ὅμως της ἀγάπης, τόσο του Θεοῦ, ὅσο καὶ των ἀνθρώπων, πρέπει νὰ λειτουργήση καθολικὰ καὶ
παγκόσμια καὶ ἡ δικαιοσύνη. Καὶ αὐτὸ θὰ γίνη κατὰ τη δευτέρα Παρουσία.
Ἀμερόληπτα, ἀδέκαστα, ἀλλὰ καὶ ἀμετάκλητα θὰ κριθοῦμε ὅλοι, σύμφωνα πρὸς ὅσα
ἐπράξαμεν. «Τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθήναι δεῖ ἔμπροσθεν του βήματος του Χριστοῦ, ἴνα
κομίσηται ἕκαστος τα διὰ του σώματος πρὸς ἅ έπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν εἴτε κακὸν» (Β' Κορ. ε' 10).
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὺκ ἂν ἁπάντων καὶ αὐτὸς ὢν Θεός, τοὺς μὲν ετιμωρήσατο, τοὺς δὲ
ἀφῆκε ἀτιμωρήτους, τα αὐτὰ ἤ καὶ χαλεπώτερα πεπλημμεληκότας, ἔι μὴ τίνα έμελλεν ἐκεῖ αυτοὶς
τιμωρίαν επάγειν» (Ε.Π.Ε. 12,38). Μετάφρασις: «Δὲν εἶναι δυνατόν, ἐνῶ ὁ ἴδιος Θεὸς εἶναι γιὰ
ὅλους, ἄλλους μὲν νὰ τοὺς τιμωρήση, ἄλλους δὲ νὰ τοὺς ἀφήση ἀτιμώρητους, μολονότι διέπραξαν
τα ἴδια ἤ καὶ χειρότερα ἁμαρτήματα, ἐὰν δὲν ἐπρόκειτο νὰ τους ἐπιβάλη κάποια τιμωρία ἐκεῖ».

Καὶ πάλιν ἐρχόμενος μετὰ δόξης (στ. 26-27)


'Ἦταν ὁ ἀναμενόμενος. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη οἱ φωνὲς των προφητῶν συνοψίζονται σὲ ἕνα
σάλπισμα: «Ἔρχεται». «Ήξει καὶ οὐ χρονιεί». Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἤ ζωντανὴ παρουσία του
Θεανθρώπου Μεσσία κηρύττει: «Ἦλθε». «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Καὶ τώρα
ὁ ἴδιος ὁ Μεσσίας βεβαιώνει την τρίτη χρονικὴ διάστασὴ Του: «Θὰ ἔλθη». Ἄν ἡ πρώτη Παρουσία
εἶναι βέβαιη, ἡ δευτέρα παρουσία Του εἶναι ὑπερβέβαιη. Ἔγινε ἡ πρώτη, πού ἦταν καὶ ἤ δύσκολη,
ἀφοῦ γιὰ νὰ ἔρθη ἔγινε ἐκεῖνο ποῦ δὲν ἦταν, σαρκώθηκε. Ἔγινε ὁ «υἱὸς του ἀνθρώπου». Δύσκολη
ἡ πρώτη παρουσία, ἀφοῦ αὐτὴ κατευθυνόταν στὸ Πάθος, στὸ σταυρικὸ θάνατο. Δύσκολη ἤ
κένωσις. Εὔκολη ἡ ἔνδοξη παρουσία Του. Θὰ ἔρθη, ὄχι γιὰ νὰ πάθη, ἀλλὰ γιὰ νὰ κρίνη την
οἰκουμένη ἐν δικαιοσύνη. Μιλάει στὴ συνέχεια του κατὰ Μάρκον ὁ Ἰησοῦς γιὰ τὴ δευτέρα Του
παρουσία: «Καὶ τότε ὄψονται τον υἱὸν του ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν νεφέλαις μετὰ δυνάμεως
πολλῆς καὶ δόξης. Καὶ τότε αποστελεὶ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ καὶ επισυνάξει τους ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ
ἐκ των τεσσάρων ἀνέμων, ἀπ' ἄκρου της γῆς ἕως ἄκρου του οὐρανοῦ» (στ. 26-27). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «“Και τότε θὰ δοῦν τὸν Υἱὸ του ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται πάνω στὰ σύννεφα μὲ πολλὴ
δύναμι καὶ δόξα. Καὶ τότε θὰ στείλη τοὺς ἀγγέλους Του καὶ θὰ συνάξη τοὺς έκλεκτοὺς Του ἀπὸ τα
τέσσερα σημεῖα του ὁρίζοντος, ἀπὸ το ἕνα ἄκρο ὼς το ἄλλο ἄκρο της γῆς καὶ του οὐρανοῦ (ἀπὸ τα
πέρατα της οικουμένης)”».
Τρία εἶναι τα βασικὰ στοιχεῖα της περιγραφῆς:
Ἡ μεταβολὴ του τωρινοῦ σχήματος του κόσμου (στ. 31).
Ἡ ἔνδοξη καὶ δυναμικὴ παρουσία του Υἱοῦ του ἀνθρώπου. Θὰ ἐμφανισθῆ ὁ Υἱὸς του Ἀνθρώπου.
Μὲ το σημεῖο Του. Ποιὸ εἶναι αὐτό; “Ο Σταυρός. Σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Τότε
φανήσεται το σημεῖον του Υἱοῦ του ἀνθρώπου ἐν τῷ ουρανώ” (Ματθ. δκ' 30): τουτέστιν, ὁ σταυρός,
του ἠλίου φαιδρότερος ὢν είγε ἐκεῖνος μὲν σκοτίζεται καὶ κρύπτεται, οὗτος δὲ φαίνεται οὺκ ἂν
φανεῖς, ἔι μὴ πολλὼ των ἡλιακῶν ἀκτίνων φαιδρότερος ἥν. Τίνος δὲ ἕνεκεν το σημεῖον φαίνεται;
Ὥστε ἐκ περιουσίας πολλῆς επιστομισθήναι των Ἰουδαίων την ἀναισχυντίαν. Καὶ γὰρ δικαίωμα
μέγιστον ἔχων τον σταυρόν, οὕτω παραγίνεται εἰς ἐκεῖνο το δικαστήριον ὁ Χριστός, οὐχὶ τα
τραύματα μόνον, ἀλλὰ καὶ τον θάνατον τὸν ἐπονείδιστον δεικνὺς» (Ε.Π.Ε. 12,24). Μετάφρασις:
«“Τότε θὰ φάνη το σημεῖο του Υἱοῦ του ἀνθρώπου στὸν ουρανό”, δηλαδή, ὁ Σταυρός, ποῦ εἶναι
πιὸ λαμπρὸς ἀπὸ τον ἥλιο, ἀφοῦ αὐτὸς μὲν θὰ σκοτισθῆ καὶ θὰ κρυφτῆ, ἐνῶ ἐκεῖνος θὰ φαίνεται.
Δὲν θὰ φαινόταν, ἂν δὲν ἦταν πολὺ πιὸ λαμπερὸς ἀπὸ τὶς ἀκτίνες του ἥλιου. Γιὰ ποιὸ δὲ λόγο θὰ
ἐμφανισθῆ το σημεῖο του Σταυροῦ; Γιὰ νὰ ἀποστομωθῆ καὶ μὲ τὸ παραπάνω ἤ ἀναισχυντία των
Ἰουδαίων. Ἔχοντας ὁ Χριστὸς μέγα ὅπλο δικαιοσύνης το Σταυρό, ἔρχεται στὸ παγκόσμιο
δικαστήριο, δείχνοντας ὄχι μόνο τὶς πληγές, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀτιμωτικὸ θάνατὸ Του.
Ἡ επισύναξις των «ἐκλεκτῶν» ἀπὸ τα πέρατα της γῆς. Αὐτὴ θὰ γίνη μὲ την ἀποστολὴ των
ἀγγέλων. Ἐδῶ ἀκτινοβολεῖ σὲ ὅλη της την αἴγλη ἡ δύναμις του Υἱοῦ του ἀνθρώπου ὡς Κυρίου καὶ
ἐξουσιαστοῦ των ἀγγέλων. Τοὺς ἀποστέλλει ὡς διακόνους, γιὰ νὰ πραγματοποιήσουν το σχέδιὸ
Του. Το ρῆμα «επισυνάξει» ἀναφέρεται στὸν Χριστὸ καὶ ὄχι στοὺς ἀγγέλους. Αὐτὸ προειδοποιεῖ,
ὅτι ἡ ἐκλογὴ εἶναι ζήτημα ἀποκλειστικὰ δικὸ Του.
Το τρίτο στοιχεῖο πρέπει νὰ συμπληρωθῆ μὲ ἄλλα κείμενα της Καινῆς Διαθήκης γιὰ τη γενικὴ
ἀνάστασι καὶ κρίσι (ἴδε Ματθ. κε' 31-46. Α' Κορ. κεφ. ἰέ'. Α' Θεσσ. δ' 13-18).
Πολλοὶ σπεύδουν νά... κρίνουν τὸν Θεό! Δὲν βλέπουν παντοῦ στὸν κόσμο αὐτὸ δικαιοσύνη καὶ
λένε: «Ἄδικος ὁ Θεός»! Ἀκοῦνε το εὐαγγέλιο της μελλούσης κρίσεως (Ματθ. κε' 3146), το εὐαγγέλιο
της δικαιοσύνης, καὶ λένε: «Σκληρὸς ὁ Θεός! Γιατὶ νὰ τιμωρηθοῦν οἱ κολασμένοι;».
Τελικὰ τὶ θέλουν; Ἄδικο ἤ δίκαιο Τὸν θέλουν τὸν Θεό; Νομίζω, ὅτι ὅσοι μὲ ἐλαφρότητα κρίνουν
καὶ κατακρίνουν τὸν Θεό, πότε ὼς ἄδικο, πότε ὡς ὑπεράγαν δίκαιο καὶ σκληρό, δὲν πιστεύουν
ζωντανὰ στὸν Θεό. Ἄν Τὸν πίστευαν καὶ Τὸν γνώριζαν, θὰ ἤξεραν, ὅτι Θεὸς χωρὶς ἀγάπη εἶναι
σύμπαν χωρὶς ἥλιο. Καὶ Θεὸς χωρὶς δικαιοσύνη εἶναι σύμπαν χωρὶς τάξι.
Θὰ ἔλθη, λοιπόν, ἡ ὥρα της δικαιοσύνης, της κρίσεως. Φοβερὸς ὁ Χριστὸς ὡς Κριτής. Καὶ ὅμως,
καὶ σ' αὐτὴ τη στιγμὴ ὁ Χριστὸς δείχνει την ἀγάπη Του. Δὲν θὰ εἶχε ἀγάπη, ἂν ἔκρινε τοὺς
ἀνθρώπους ἀναπολόγητους. Ὁ Χριστὸς τηρεῖ στὸ δικαστήριο της δευτέρας Παρουσίας ὅλα τα
στάδια της δικαστικῆς διαδικασίας. Καὶ κατηγορητήριο, καὶ μάρτυρες, καὶ ἀπολογία, καὶ ἀπόφαση
αἰτιολογημένη, ὅλα τα βλέπουμε στὴν Κρίσι.
Ὁ ὄρος Υἱὸς του ἀνθρώπου στὸ Δανιὴλ (ζ' 13) ἔχει όραματικὴ μορφὴ (συμβολική). Στὸ Μάρκο,
στοὺς στ. 24-27, φάνηκε καὶ συγκεκριμένος ἱστορικὰ Υἱὸς του Ἀνθρώπου, ὁ έρχόμενος ὡς κριτὴς
καὶ Θεός. Ἡ διακήρυξις αὐτὴ του Μάρκου θὰ ἐπαναληφθῆ, σχεδὸν αὐτολεξεί, στὴ δίκη ἐνώπιον
του ἀρχιερέως (Μάρκ. ιδ' 62).

Παραβολικὸ μάθημα ἀπὸ τη συκιὰ (στ. 28-29)


Στὸ πότε θὰ συμβοῦν αὐτά, ποῦ ρωτᾶνε οἱ μαθητὲς (στ. 4), ἀπαντᾶ ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν παραβολὴ
της συκιᾶς. «Ἀπὸ δὲ της συκῆς μάθετε την παραβολήν. Ὅταν αὐτῆς ὁ κλάδος ἤδη γένηται ἁπαλὸς
καὶ εκφύη τα φύλλα, γινώσκετε ὅτι ἐγγὺς τὸ θέρος ἐστίν. Οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ΐδητε ταῦτα
γινόμενα, γινώσκετε ὅτι ἐγγὺς ἐστὶν ἐπὶ θύραις» (στ. 28-29). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Πάρτε
μάθημα ἀπὸ τη συκιὰ: “Όταν πιὰ μαλακώσουν τα κλαδιὰ της καὶ βγάλουν φύλλα, καταλαβαίνετε
ὅτι πλησιάζει το καλοκαίρι. Ἔτσι καὶ σεῖς, ὅταν δῆτε νὰ γίνωνται ὅλα ὅσα εἶπα, νὰ καταλάβετε ὅτι
πλησιάζει το τέλος, εἶναι στὴν πόρτα”».
Ὁ θερισμὸς καὶ ἡ θύρα. Ὑπάρχει ὁ ἀτομικὸς (προσωπικὸς θερισμὸς) καὶ ὁ γενικός. Τὸ πότε
ἔρχεται ἡ ὥρα του θερισμοῦ γιὰ τον καθένα μας, εἶναι ἄγνωστο. Θὰ θερισθοῦμε ἀπὸ το δρεπάνι
του θανάτου. Ἀπὸ την ἐγρήγορσὶ μας καὶ τη σωστὴ ἐκμετάλλευση του λίγου χρόνου του παρόντος,
ἐξαρτᾶται ὁ καρπὸς του μέλλοντος. Ἄν ὁ καρπὸς μας εἶναι καλός, θὰ συναχθῆ στὴν «ἀποθήκη».
Σίτος γιὰ τὴν άποθήκη. Ψυχὴ γιὰ τη βασιλεία των οὐρανῶν. Ἄν ὁ καρπὸς εἶναι κακός, ἔργα
ἁμαρτωλὰ καὶ ἀκάθαρτα, αὐτὸς ὡς «ἅ χυρο» θὰ πεταχθη στὴ φωτιά.
Ας θυμηθοῦμε τα προφητικὰ λόγια του Ἰωάννου του Βαπτιστοῦ γιὰ τὴν ἡμέρα της κρίσεως του
Μεσσία:
Κρατάει στὸ χέρι το φτυάρι καὶ ξεχωρίζει το στάρι ἀπὸ το ἄχυρο. Ἡ δίκαιη κρίσι Του ἕτοιμη νὰ
λειτουργήση. Θὰ καθαρίση τελείως το ἁλώνι Του. Ὁ κόσμος ὅλος στὰ χέρια Του νὰ τὸν ξεκαθαρίση.
Θὰ μαζέψει το στάρι Του στὴν ἀποθήκη, τοὺς δικοὺς του ἁγίους στὴν οὐράνια βασιλεία. Τὸ ἄχυρο
θὰ το κατακάψη στὴ φωτιὰ ποῦ δὲν σβήνει. Αλλοίμονο σ' ὅποιον διαλέγει τη φωτιά! (Ματθ. γ' 12).
Ἡ θύρα. Ἦρθε ἡ ὥρα. «Ἐπὶ θύραις» (στ. 29). Εἶναι στὴν πόρτα ὁ Χριστός, ἕτοιμος ν' ἀνοίξη το ἔργο
το μεγάλο του Κριτὴ. Τὶ κάθεστε, λοιπόν, τρέξτε! Προλάβετε! Ἀνοῖξτε Του τώρα ποῦ μ' εὐγένεια
χτυπᾶ (Αποκ. γ' 20), προτοῦ ὡς Κύριος καὶ Δυνατὸς κτυπήση την καμπάνα της Κρίσεως.

Θὰ ἐκπληρωθοῦν τα λόγια του Ἰησοῦ (στ. 30-31)


Ἡ εἰκόνα της καταστροφῆς της Ἱερουσαλὴμ καὶ της τελικῆς κρίσεως συνάπτονται σὲ μιὰ ἑνότητα,
ὥστε νὰ μεταβαίνη κανεὶς ἀμέσως ἀπὸ τη μία στὴν ἄλλη. Ἡ ἐπικείμενη ἱστορικὴ καταστροφὴ
προανακρούει τα ἔσχατα, πού βιώνει ἡ Ἐκκλησία ὡς παροῦσα πραγματικότητα, ποῦ ἤ ὁλοκλήρωσὶς
της εἶναι πάντα ἐπὶ θύραις. «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ παρέλθη ἡ γενεὰ αὕτη μέχρις οὐ πάντα
ταῦτα γένηται. Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ έμοὶ λόγοι οὐ μὴ παρελεύσονται» (στ. 30-
31). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Αληθινά σας λέω, ὅτι δὲν θὰ παρέλθη αὐτὸ το γένος (το
ἀνθρώπινο γένος), μέχρις ὅτου γίνουν ὅλα αὐτά. Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ θὰ παρέλθουν, ἀλλὰ οἱ λόγοι
μου δὲν θὰ παρέλθουν (ὁπωσδήποτε θὰ εκπληρωθούν)”».
Ποιὰ εἶναι ἡ γενεά, γιὰ τὴν ὁποίαν κάνει ἐδῶ λόγο καὶ Ἰησοῦς: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ
παρέλθη ἤ γενεὰ αὕτη μέχρις οὐ πάντα ταῦτα γένηται» (στ. 30);
–Πρόκειται γιὰ τη γενιά, ποῦ ἄκουγε τα έσχατολογικὰ λόγια του Χριστοῦ;
–Πρόκειται γιὰ τη γενιά, ποῦ θὰ ζήση την καταστροφὴ των Ἱεροσολύμων;
–Ή μήπως πρόκειται γιὰ τη γενιὰ του Χριστοῦ; «Τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ τὶς διηγήσεται;» (Πράξ. ἡ'
33), δηλαδὴ γιὰ τὸ γένος των πιστῶν χριστιανῶν (Α' Πέτρ. β' 9);
–Ή τέλος πρόκειται γιὰ το ἀνθρώπινο γένος του παρόντoς αἰῶνος, την παρούσης ζωῆς;
Ξεκαθαρίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Ταύτα πάντα”. Ποία; Τὰ των Ἱεροσολύμων, τα των πολέμων,
τὰ των λιμῶν, τὰ των λοιμῶν, τὰ των σεισμῶν, τα των ψευδοχρίστων, τὰ των ψευδοπροφητών, τὸ
πανταχοῦ σπαρήναι το εὐαγγέλιον, ἅπερ ειρήκαμεν μέχρι της αὐτοῦ παρουσίας συμβησόμενα;
Ποία ἡ γενεὰ αύτη”; Οὐ περὶ της τότε λέγων, ἀλλὰ περὶ της των πιστῶν. Οἵδε γὰρ γενεὰν οὺκ ἀπὸ
χρόνων χαρακτηρίζειν μόνον, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τρόπου θρησκείας καὶ πολιτείας ὡς ὅταν λέγη: “Αύτη
ἡ γενεὰ ζητούντων τὸν Κύριον”» (Ε.Π.Ε. 12,42). Μετάφρασις: «Ποιὰ εἶναι ὅλα αὐτά, πού θὰ γίνουν;
Τα ἀφορῶντα στὰ Ἱεροσόλυμα, στοὺς πολέμους, στὴν πείνα, στὶς ἐπιδημίες, στοὺς σεισμούς, στοὺς
ψευδοχρίστους, στοὺς ψευδοπροφήτες, στὴ διάδοσι του εὐαγγελίου, σ' ὅλα αὐτὰ πού εἴπαμε ὅτι
θὰ συμβοῦν μέχρι τη δευτέρα παρουσία Του; Γιατὶ εἶπε ὁ Ἰησοῦς γιὰ «τὴ γενεὰ αὐτὴ;». Τὸ εἶπε
μιλώντας ὄχι γιὰ την τότε γενιά, ἀλλὰ γιὰ τὸ γένος των πιστῶν χριστιανῶν. Γιατὶ συνηθίζει νὰ
χαρακτηρίζη τη γενεὰ ὄχι μόνο ἀπὸ τους χρόνους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ το εἶδος της θρησκείας καὶ της
συμπεριφορὰς, ὅπως ὅταν λέη, “αυτή εἶναι ἡ γενεὰ ἐκείνων, πού ζητᾶνε τὸν Κύριο” (Ψαλμ. γκ' 6)».
Ἡ δήλωσης του Χριστοῦ «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ έμοὶ λόγοι οὐ μὴ
παρελεύσονται» συναντᾶται σχεδὸν κατὰ λέξιν στὰ παράλληλα χωρία των δύο ἄλλων συνοπτικῶν
(Ματθ. δκ' 35. Λουκ. κα' 33). Γεγονός, ποῦ πιστοποιεῖ την ἐξέχουσα θέση της στὴν παράδοση της
Ἐκκλησίας. Ἐδῶ προβάλλεται το ἀπόλυτο νόημα των λόγων του Ἰησοῦ, ἀφοῦ αὐτοὶ ὑπερβαίνουν
τόσο την ἐγκόσμια τάξι, ὅσο καὶ τα όριακὰ εσχατολογικὰ γεγονότα. Σὲ μιὰ περίπτωσι το χωρίο ιγ'
31 παρουσιάζει συγγένεια μὲ Ιωάννεια χωρία, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ ρήματα του Ἰησοῦ ἀπόλυτης
ἀξίας (Ιωάν. ε' 47. τσ' 63. ιδ' 10. ιη' 8).
Ὅλα μπορεῖ νὰ φύγουν. Δὲν θὰ φύγουν ὅμως καὶ δὲν θὰ ξεπεραστοῦν τα λόγια του Χριστοῦ,
ποῦ εἶναι καὶ λόγια της Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιὰ ἀξεπέραστες ἀλήθειες. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Τα στοιχεῖα εἰς μέσον τέθεικεν, ὁμοῦ μὲν δηλῶν, ὅτι προτιμοτέρα καὶ οὐρανοῦ καὶ γῆς ἡ Ἐκκλησία:
όμου δὲ δημιουργῶν ἑαυτὸν καὶ ἐντεῦθεν δεικνὺς του παντός. Ἐπειδὴ γὰρ περὶ συντελείας
διελέχθη, πράγματος παρὰ πολλοῖς άπιστουμένου, τον οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν εἰς μέσον ήγαγεν, τη
δύναμιν αὐτοῦ τὴν ἄφατον ενδεικνύμενος καὶ μετὰ πολλῆς της ἐξουσίας δηλῶν, ὅτι δεσπότης ἐστὶ
του παντός, καὶ ἐκ τούτων καὶ τοὺς σφόδρα άμφιβάλλουσιν ἀξιόπιστα τα εἰρημένα κατασκευάζων»
(Ε.Π.Ε. 12,44). Μετάφρασις: «Τὰ στοιχεῖα του κόσμου (τὸν οὐρανὸ καὶ τη γῆ) τὰ παρενέβαλε στὸ
λόγο ὁ Ἰησοῦς, ἀφ' ἑνὸς μὲν γιὰ νὰ δηλώση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι προτιμοτέρα του οὐρανοῦ καὶ της
γῆς, ἀφ' ἑτέρου δὲ γιὰ νὰ δείξη καὶ μ' αὐτά, ὅτι εἶναι Δημιουργὸς του παντός. Διότι, ἐπειδὴ μίλησε
περὶ της συντελείας του κόσμου, κάτι πού πολλοὶ ἀμφισβητοῦν, ἀνέφερε τον οὐρανὸ καὶ τη γῆ γιὰ
νὰ δείξη την ἀνυπολόγιστη δύναμὶ Του καὶ νὰ δηλώση μὲ πολλὴ ἐξουσία, ὅτι εἶναι Κύριος του
παντὸς καὶ μὲ αὐτὰ νὰ κάνη ἀξιόπιστα ὅσα εἶπε καὶ σ' ἐκείνους πού ἀμφιβάλλουν πάρα πολύ».
32 Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ, οὐδὲ ὁ υἱός,
εἰ μὴ ὁ πατήρ. 33 Βλέπετε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ καιρός ἐστιν. 34 ὡς
ἄνθρωπος ἀπόδημος, ἀφεὶς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, καὶ δοὺς τοῖς δούλοις αὐτοῦ τὴν ἐξουσίαν, καὶ
ἑκάστῳ τὸ ἔργον αὐτοῦ, καὶ τῷ θυρωρῷ ἐνετείλατο ἵνα γρηγορῇ. 35 γρηγορεῖτε οὖν· οὐκ οἴδατε γὰρ
πότε ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται, ὀψὲ ἢ μεσονυκτίου ἢ ἀλεκτοροφωνίας ἢ πρωΐ· 36 μὴ ἐλθὼν
ἐξαίφνης εὕρῃ ὑμᾶς καθεύδοντας. 37 ἃ δὲ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω· γρηγορεῖτε.

Ἄγνωστος ὁ χρόνος της συντελείας (στ. 32-33)


Χρειάζεται νὰ γνωρίζη ὁ ἄνθρωπος το χρόνο, την ἡμερομηνία της δευτέρας παρουσίας, της
συντελείας του κὸσμου, του ἐρχομοῦ του Χριστοῦ; Δὲν ἀρκεῖ ἡ βεβαία πίστις στὸν ἐρχομὸ Του, το
«καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρίναι ζῶντας καὶ νεκρούς»; Δὲν βλέπουμε το ἀβέβαιο της ὥρας
του θανάτου μας; Εἴτε, διότι αἰφνίδια μπορεῖ νὰ ἀναχωρήσουμε ἀπὸ ἐδῶ καὶ τότε αὐτομάτως θὰ
ἐμφανισθοῦμε στὸν Κριτὴ, εἴτε διότι ὁ Κριτὴς μπορεῖ αἰφνίδια νὰ ἔρθη, ἕνα εἶναι το ἀπόλυτα
ἀναγκαῖο γιὰ μᾶς: Νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι. Καὶ σήμερα μπορεῖ νὰ φύγουμε, ὁπότε ἐκμηδενίζεται ὁ
χρόνος της δευτέρας παρουσίας. Καὶ σήμερα μπορεῖ νὰ ἔρθη ὁ καιρός, ὁπότε ὁ Κριτὴς εἶναι
πάντοτε μπροστὰ μας. «Περὶ δὲ της ἡμέρας ἐκείνης ἤ της ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι ἐν
οὐρανῷ, οὐδὲ ὁ Υἱός, ἔι μὴ ὁ Πατήρ. Βλέπετε άγρυπνείτε καὶ προσεύχεσθε! Οὐκ οίδατε γὰρ πότε ὁ
καιρὸς έστιν» (στ. 32-33). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Για την ἡμέρα δὲ ἐκείνη καὶ την ὥρα
(της δευτέρας παρουσίας) κανένας δὲν ξέρει, οὔτε οἱ ἄγγελοι στὸν οὐρανό, οὔτε ὁ Υἱὸς (ὼς
ἄνθρωπος), παρὰ ὁ Πατέρας (ὡς Θεός). Προσέχετε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε, γιατὶ δὲν ξέρετε
πότε θὰ ἔρθη ὁ καιρὸς (της δευτέρας παρουσίας)”».
Στὸ πότε των μαθητῶν δίνεται ὁριστικὰ ἡ ἀπάντησις, ὅτι «οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι ἐν
οὐρανό, ούδὲ ὁ Υἱός, ἔι μὴ ὁ Πατὴρ» (στ. 32). Ἀποκλείει ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησι έσχατολογικὴς χρονικῆς
περιέργειας. Ποτὲ δὲν ἱκανοποιεῖ τέτοια περιέργεια. Καὶ ἂς το ἀκούσουν ὅσοι καὶ σήμερα
έσχατολογοὺν καὶ πλανοὺν τους ἀνθρώπους ὁρίζοντας «χρόνους καὶ καιρούς».
Ἡ φράσις «οὐδὲ ὁ Υἱὸς» ὑπῆρξε ἀνέκαθεν δυσεπίλυτο πρόβλημα γιὰ τοὺς ἑρμηνευτές. Ἡ φράσις
δὲν εἶναι περιγραφικὴ των σχέσεων Πατρὸς καὶ Υἱοῦ στὸ ἐπίπεδο της Θεότητας, ἀλλὰ δηλωτικὸ
των κατ' οίκονομία περιορισμῶν, πού προκύπτουν ἀπὸ την ἀνθρώπινη κατάσταση του Χριστοῦ.
Εἶναι δυνατὸν Ἐκεῖνος, ποῦ μέσα Του, λόγω της θεϊκῆς οὐσίας, «εἶναι κρυμμένοι ὅλοι οἱ
θησαυροὶ της σοφίας καὶ της γνώσεως» (Κολοσ. β' 3), νὰ μὴ γνωρίζη την ἡμέρα της συντελείας του
κόσμου, ποῦ εἶναι δικὴ Του ἡμέρα καὶ Ἐκεῖνος τὴν καθορίζει καὶ κατ' ἐκείνην θὰ ξανάρθη «ἐν
δόξη»; Ἀσφαλῶς ὄχι!
Ἄρα κάποιο σκοπὸ ἔχει ἡ θεία του οἰκονομία νὰ παρουσιάζεται ὡς κρυμμένη καὶ ἀπὸ τα δικὰ
Του μάτια ὁ χρόνος της ἡμέρα ἐκείνης. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁ τοὺς αἰώνας ποιήσας,
εύδηλον ὅτι καὶ τοὺς χρόνους ἔι δὲ τοὺς χρόνους, καὶ τὴν ήμέραν πὼς oύν ἣν εποίησεν ἀγνοεῖ; Καὶ
ύμεὶς μὲν αὐτοῦ καὶ την οὐσίαν είδέναι φατέ, τὸν δὲ Υἱὸν ούδὲ τὴν ἡμέραν τὸν Υἱόν, τὸν διὰ παντὸς
ἐν τῷ κόλπω ὄντα του Πατρός; Καίτοι πολλὼ μείζων ἤ οὐσία των ἡμερῶν, καὶ ἀπείρως μείζων....
Ὅτι μὲν οὺκ άγνοώ, διὰ πολλῶν ἔδειξα, διαστήμα τα εἰπών, καὶ τα συμβησόμενα ἅπαντα καὶ ὅσα
άπὸ τοῦδε του χρόνου μέχρι της ἡμέρας αὐτῆς καὶ ἐπὶ τα πρόθυρὰ σὲ ἤγαγον αὐτὰ: ἔι δὲ μὴ ἀνοίγω
σόι τὰς θύρας, καὶ τοῦτο συμφερόντως ποιῶ» (Ε.Π.Ε. 12,46-48). Μετάφρασις: «Αὐτὸς (ὁ Ἰησοῦς)
πού δημιούργησε τοὺς αἰῶνες, εἶναι φανερὸ ὅτι δημιούργησε καὶ τοὺς χρόνους. Ἄν δημιούργησε
τοὺς χρόνους, δημιούργησε καὶ την ἡμέρα της κρίσεως. Πὼς, λοιπόν, ἀγνοεῖ αὐτὴν (τὴν ἐσχάτη
ἡμέρα) πού δημιούργησε; Καὶ σεῖς μὲν ἰσχυρίζεστε, ὅτι γνωρίζετε την οὐσία Του. Ὁ δὲ Υἱὸς δὲν
γνωρίζει οὔτε την ἡμέρα, ὁ Υἱός, ποῦ βρίσκεται διαρκῶς στὸν κόλπο του Πατρός, μολονότι ἡ οὐσία
αὐτοῦ εἶναι πολὺ ἀνωτέρα ἀπὸ τὶς ἡμέρες, καὶ μάλιστα ἀπείρως ἀνωτέρα (ἤ οὐσία Του);... (Καὶ
ὡσὰν νὰ ἀπαντᾶ ὁ Χριστὸς): Ότι μὲν δὲν άγνοὼ την ἡμέρα της παρουσίας, το ἀπέδειξα διὰ πολλῶν.
Ἀφοῦ σᾶς εἶπα τὰ χρονικὰ διαστήματα καὶ ὅλα ὅσα θὰ συμβοῦν καὶ το χρονικὸ διάστημα, ποῦ θὰ
μεσολαβήση ἀπὸ το χρόνο αὐτὸ μέχρι της ἡμέρας ἐκείνης. Σας ὡδήγησα μέχρι τα ἴδια τα πρόθυρα.
Ἄν δὲ δὲν σας ἀνοίγω την πόρτα (του συγκεκριμένου χρόνου), το κάνω γιὰ το συμφέρον σας».
Ὁ Θεοφύλακτος δὲ σημειώνει, ὅτι ὁ Ἰησοῦς λέει τη φράσι αὐτὴ γιὰ λόγους παιδαγωγικούς, γιὰ
νὰ ἀποφύγη περισσότερες ἐρωτήσεις των μαθητῶν γιὰ την ἡμέρα ἐκείνη. Ο δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος
καὶ πάλι τονίζει: «Οὐ λέγει αὐτοὺς (τὸν χρόνον), ἕνα γρηγορώσιν, ἴνα ἀεὶ ἕτοιμοι ὦσι διὰ τοῦτὸ
φησιν, ὅτε οὐ προσδοκᾶτε, τότε ήξει, ἐναγωνίους εἶναι βουλόμενος, καὶ διὰ παντὸς ἐν ἀρετή. Ὅ δὲ
λέγει, τοιοῦτὸν έστιν: Ἔι ήδεσαν οἱ πολλοὶ πότε αποθανούνται, πάντως ἂν κατ' ἐκείνην την ὥραν
έσπούδασαν» (Ε.Π.Ε. 12,54). Μετὰφράσις: «Δὲν ἀποκαλύπτει στοὺς μαθητὲς το χρόνο της
συντελείας, γιὰ νὰ ἀγρυπνοῦν, γιὰ νὰ εἶναι πάντοτε ἕτοιμοι. Γι' αὐτὸ λέει, ὅταν δὲν θὰ περιμένετε,
τότε θὰ ἔρθη, ἐπειδὴ θέλει νὰ βρίσκονται σὲ διαρκὴ ἀγωνία καὶ πάντοτε στὴν ἀρετή. Ἐκεῖνο, ποῦ
ἐννοεῖ εἶναι το ἑξῆς: Ἄν ἤξεραν οἱ πολλοὶ πότε θὰ ἀποθάνουν, θὰ ἔδειχναν προθυμία κατὰ την ὥρα
ἐκείνη».
Πάντοτε ἕτοιμοι. Ἡ ψυχὴ ὀφείλει νὰ μεριμνᾶ ἀνὰ πᾶσαν ὥραν γιὰ τὴν παρουσία της ἐνώπιον
του Κριτοῦ, γιὰ την λογοδοσία της. «Ως του Κριτοῦ παρόντος, μερίμνησον, ψυχή, καὶ της φρικτῆς
ἡμέρας τὴν ὥραν εννοοὺ: ἤ γὰρ κρίσις άνίλεὼς έστι, τοῖς μὴ πράξασιν ἔλεος· διὸ πρὸ τέλους
βόησον: Φείσαι μου, Σωτὴρ μόνος γὰρ ὑπάρχεις Φιλάνθρωπος» (κάθισμα Δευτέρας πλ. δ).

Ἄγρυπνοι! Αἰφνίδια ἔρχεται (στ. 34-36)


Στὴ συνέχεια του εσχατολογικοὺ λόγου προβάλλεται γιὰ ἄλλη μία φορὰ, καὶ μάλιστα μὲ ὅμοιες
ἐπαναλαμβανόμενες ἐκφράσεις, ἡ ἀνάγκη της ἐγρηγόρσεως, μὲ τὴν παραβολὴ του θυρωροῦ.
Πάντως το αἴτημα της ἐγρηγόρσεως ἀπευθύνεται ὄχι μόνο στοὺς μαθητές, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλα τα μέλη
της Ἐκκλησίας (στ. 37). «Ως ἄνθρωπος ἀπόδημος, αφεὶς την οἰκίαν αὐτοῦ, καὶ δοὺς τους δούλους
αὐτοῦ την ἐξουσίαν, καὶ εκάστω το ἔργον αὐτοῦ, καὶ τῷ θυρωρὼ ενετείλατο ἴνα γρήγορη.
Γρηγορεῖτε ούν! Οὺκ οίδατε γὰρ πότε ὁ κύριος της οἰκίας ἔρχεται, ὀψὲ ἤ μεσονυκτίου ἤ
άλεκτροφωνίας ἤ πρωὶ μὴ ἐλθὼν ἐξαίφνης εὕρη ὑμᾶς καθεύδοντας» (στ. 34-36). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «“Ο χρόνος πού θὰ ἔρθη ὁ Κύριος, μοιάζει μὲ ἕναν ἄνθρωπο, πού ταξίδεψε σὲ ἄλλη
χώρα καὶ ἄφησε στοὺς δούλους τη φροντίδα του σπιτιοῦ του στὸν καθένα ὥρισε ἕνα ἔργο, καὶ στὸ
θυρωρὸ ἔδωσε την ἐντολὴ νὰ μένη ἄγρυπνος. Νὰ εἶστε, λοιπόν, ἄγρυπνοι (ἕτοιμοι). Διότι δὲν
ξέρετε πότε ὁ κύριος του σπιτιοῦ ἔρχεται, το βράδυ ἤ τα μεσάνυχτα ἤ ὅταν λαλοῦν οἱ πετεινοὶ ἤ το
πρωί. Νὰ εἶστε ἄγρυπνοι, μήπως ἔρθη ξαφνικὰ καὶ σᾶς βρῆ νὰ κοιμᾶστε».
Γνωρίζουμε, ὅτι θὰ ἔρθη ὁ Κύριος. Ἐκεῖνο ποῦ δὲν γνωρίζουμε εἶναι ὁ ἀκριβὴς χρόνος. Μπορεῖ
νὰ ἔρθη σήμερα, μπορεῖ νὰ ἔρθη αὔριο, μπορεῖ νὰ ἔρθη μετὰ ἀπὸ χρόνια, μπορεῖ νὰ ἔρθη, ὅταν
ἐμεῖς θὰ φύγουμε ἀπ' αὐτὴ τη ζωή. Πάντως ἡ δευτέρα παρουσία θὰ γίνη. Ἦρθε ὁ Κύριος. Ἔφυγε
μὲ τὴν ἀνάληψὶ Του. Καὶ μας ἄφησε σὰν θυρωροὺς νὰ φυλᾶμε καλὰ την πόρτα της ψυχῆς μας (ἰδὲ
Αποκ. α' 8).
Σὰν ἄνθρωπος ξενιτεμένος ὁ Κύριος, ἄφησε το σπίτι Του καὶ ἐξουσιοδότησε τους δούλους Του
νὰ το φροντίζουν. Στὸν καθένα ὥρισε το ἔργο ποῦ θὰ κάνη, καὶ στὸν θυρωρὸ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ εἶναι
ἄγρυπνος καὶ νὰ περιμένη. Ἔτσι καὶ ὁ Μεσσίας θὰ λείπη σωματικὰ μέχρι τη δευτέρα παρουσία Του.
Καὶ στὸν καθένα ἀπὸ τους δούλους Του μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀνέθεσε νὰ ἐπιτελὴ κάποιο ἔργο,
περιμένοντας πάντοτε την ἔλευση του Κυρίου Του.
Το ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ ζοῦσαν μὲ τὸ «μαρὰν αθὰ» (Α' Κορ. ιστ' 22), ὁ Κύριος ἐγγύς, δὲν
σημαίνει, ὅτι γνώριζαν το πόσο πλησιάζει ὁ ἐρχομὸς του Κυρίου. Σημαίνει, ὅτι ζοῦσαν μὲ το ὅραμα,
ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι «ἐγγύς», ὅτι μπορεῖ σύντομα νὰ φύγουν καὶ νὰ πᾶνε κοντὰ στὸ Χριστό.
Ἕνα ἔχει σημασία: Νὰ εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι, εἴτε διότι ἐμεῖς θὰ φύγουμε καὶ θὰ πᾶμε «εἰς
ἀπάντησιν του Κυρίου» (Α' Θεσ. δ' 17), εἴτε διότι Ἐκεῖνος θὰ ἔρθη «κρίναι ζῶντας καὶ νεκρούς».
Δυστυχῶς δὲν ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν ἐγρήγορσι, γιὰ τὴν ἀνὰ πάσα στιγμὴ ἑτοιμότητα, ἀλλ'
ἀσχολούμεθα μὲ τὴν ἐκ του διαβόλου περιέργεια! Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὑμεῖς, καίτοι
ειδότες ὅτι ήξει, καὶ πάντως ήξει, οὐ μένετε εγρηγορότες, φησί, καὶ παρεσκευασμένοι, ὥστε μὴ
άπαρασκευάστως ἐντεῦθεν απενεχθήναι» (Ε.Π.Ε. 12,54). Μετάφρασις: Ἐσεῖς, ἂν καὶ γνωρίζετε ὅτι
θὰ ἔρθη, καὶ θὰ ἔρθη ὁπωσδήποτε, δὲν μένετε ἄγρυπνοι, λέει ὁ Κύριος, καὶ παρασκευασμένοι,
ὥστε νὰ μὴν αφαρπασθήτε ἀπὸ ἐδῶ ἀπροετοίμαστοι».
Ὁ Χριστὸς γνωρίζει τὸ πότε θὰ γίνη ἡ συντέλεια του κόσμου καὶ το πότε θὰ ξανάρθη. Οἱ πιστοὶ
δὲν πρέπει νὰ γνωρίζουν το πότε, γιὰ νὰ εἶναι ἀνὰ πάσα στιγμὴ ἕτοιμοι. Όταν ὁ Κύριος προτρέπη
τοὺς μαθητὲς Του νὰ γρηγοροῦν, δὲν μιλάει στὸν ἑνικό, γιὰ τὸν ἑαυτὸ Του. Μιλάει στὸν
πληθυντικό. Ἐσεῖς δὲν ξέρετε το χρόνο, ἐγὼ τὸν ξέρω το χρόνο, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ σας τον
ἀποκαλύψω. Σημειώνει ἑρμηνευτικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Γρηγορείτε ούν, ὅτι οὐκ οίδατε ποία
ὥρα ὁ Κύριος ὑμῶν έρχεται”. Οὐκ είπεν, “Ουκ οίδα”, ἀλλ' “Ουκ οίδατε”. Όταν γὰρ αὐτοὺς σχεδὸν
εἰς αυτήνάγάγη την ὥραν, καὶ στήση, πάλιν αὐτοὺς ἀπάγει της ἐρωτήσεως, βουλόμενος
ἐναγωνίους εἶναι διηνεκώς. Διὰ τοῦτο λέγει, “Γρηγορείτε”, δεικνὺς ὅτι διὰ τοῦτο οὺκ είπεν» (Ε.Π.Ε.
12,54). Μετάφρασις: «“Νά εἶστε ἄγρυπνοι, λοιπόν, διότι δὲν γνωρίζετε ποιὰ ὥρα ἔρχεται ὁ Κύριὸς
σας”. Δὲν εἶπε “δέν γνωρίζω”, ἀλλὰ εἶπε, “δέν γνωρίζετε”. Διότι, ἐνῶ τοὺς ὁδηγεῖ σ' αὐτὴν σχεδὸν
την ὥρα καὶ τοὺς στήνει, πάλι τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ την ἐρώτησι, ἐπειδὴ θέλει νὰ τοὺς κρατῆ σὲ
διαρκὴ ἀγωνία».
Ἡ ἐγρήγορσις, ἡ προετοιμασία, συνίσταται στὸν διαρκὴ ἀγώνα γιὰ κάθαρσι της ψυχῆς καὶ τη
δαψιλὴ προσφορὰ της ἐλεημοσύνης. Στὰ τροπάρια της Μεγ. Τρίτης φαίνεται, ὅτι οἱ μωρὲς
παρθένες ἔμειναν ἔξω ἀπὸ το Νυμφώνα, διότι ἀμέλησαν, ραθύμησαν, κοιμήθηκαν, δὲν
γρηγόρησαν, δὲν βρέθηκαν μὲ λαμπάδες άναμμένες, δὲν εἶχαν δηλαδὴ ἔργα καλά, φιλανθρωπίας
καὶ ἐλεημοσύνης. Καὶ προτρέπει ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος: «Διάδος πτωχοὺς καὶ ἕξεις φίλον τὸν
Κύριον».
Τὸ ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἡ σπουδαιότερη προετοιμασία γιὰ τη βασιλεία των οὐρανῶν,
ὑπογραμμίζεται πολλὲς φορὲς ἀπὸ τον ἱερὸ Χρυσόστομο: «Κἂν σωφρονής, κἂν παρθενεύης, ἐκτὸς
έστηκας του νυμφῶνος, ἐλεημοσύνην οὐκ ἔχων. Καίτοι τὶ παρθενίας ἴσον, ὅ μηδὲ ἐν τη Καινὴ ὑπὸ
νόμου ήλθεν ἀνάγκην διὰ τὸ ὑπερέχον; Ἀλλ' ὅμως ἐκβάλλεται, ὅταν την ἐλεημοσύνην μὴ ἔχη. Ἔι δὲ
παρθένοι ἐκβάλλονται, ἐπειδὴ ταύτην οὺκ εἶχον μετὰ δαψιλείας της προσηκούσης, τὶς δυνήσεται
ταύτης ἄνευ συγγνώμης τυχεϊν;» (Ε.Π.Ε. 12,74). Μετάφρασις: «Καὶ ἂν ζῆς μὲ σωφροσύνη (ἠθική),
καὶ ἂν διάγης βίο παρθενικό, θὰ μείνης ἔξω ἀπὸ το νυμφώνα, ἂν δὲν ἔχης ἐλεημοσύνη. Ποιὸ
πράγμα εἶναι ἰσάξιο της παρθενίας, πού οὔτε στὴν Καινὴ Διαθήκη δὲν ὑπήχθη στὴν ἀνάγκη του
νόμου, ἐξ αἰτίας της ὑπεροχῆς της; Καὶ ὅμως απορρὶπτεται, ὅταν δὲν συμβαδίζη μὲ τὴν
ἐλεημοσύνη. Ἄν δὲ ἀπορρίπτωνται οἱ μωρὲς παρθένες, γιατὶ δὲν εἶχαν μὲ άφθονία τὴν
ἐλεημοσύνη, ποιὸς θὰ τύχη συγγνώμης χωρὶς αὐτὴν (τὴν ἐλεημοσύνη);

Γρηγορεῖτε! (στ. 37)


Τα κεντρικὰ θεολογικὰ νοήματα του εσχατολογικοὺ λόγου μποροῦν νὰ συνοψισθοῦν ὡς ἑξῆς:
Παρὰ τα δεινὰ καὶ τοὺς πολέμους καὶ τὶς καταστροφὲς στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, Κύριος της οἰκίας
εἶναι ὁ Θεός, ποῦ τὴν κατευθύνει εἰς τέλος. Ἔργο των πιστῶν δὲν εἶναι το πότε, ἀλλὰ ἡ συνεχὴς
ἐγρήγορσις ἐν ὄψει του τέλους. «A δὲ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω: Γρηγορεῖτε» (στ. 34-36). Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Αυτά πού λέω σὲ σας, τα λέω σὲ ὅλους: Γρηγορεῖτε (άγρυπνείτε, νὰ εἶστε
έτοιμοι)”».
Παρὸν καὶ μέλλον, εκκλησιολογία καὶ ἐσχατολογία, εἶναι συνυφασμένα στὰ λόγια του Ἰησοῦ,
πού παραδίνει ὁ Μάρκος, ὥστε κάθε στιγμὴ της ἱστορικῆς ζωῆς της Ἐκκλησίας νὰ εἶναι κατάλληλη
εὐκαιρία ἱεραποστολικῆς δραστηριότητας «εἰς πάντα τα ἔθνη», συγχρόνως δὲ καὶ «καιρός», κατὰ
τον ὁποῖον εἶναι δυνατὴ καὶ πιθανὴ ἡ ἔλευσις του Υἱοῦ του Ἀνθρώπου γιὰ τὴν κρίσι του κόσμου.
Τὸ «Γρηγορεῖτε» τη νύκτα της Μεγ. Πέμπτης, δὲν το βλέπουμε δυστυχῶς στοὺς μαθητὲς του
Ἰησοῦ, ποῦ τὴν ἀγωνία Του την περνᾶνε μὲ ραθυμία καὶ ὕπνο βαρύ. Τὸ βλέπουμε στὸν υἱὸ του
σκότους, το μαθητὴ της προδοσίας: «γρηγορεῖ», εἶναι σὲ ἔντασι, σπεύδει, ἐνεργεῖ ταχύτατα, τρέχει
στοὺς Ἰουδαίους. Ὁ ὑμνογράφος στὴ Μεγ. Ἑβδομάδα παρουσιάζει τὸν Ἰησοῦ νὰ προτρέπη τους
μαθητὲς καὶ τοὺς πιστοὺς ὅλων των αἰώνων σὲ ἐγρήγορσι καὶ προσευχὴ:
«Ἔστησαν τα τριάκοντα ἀργύρια, την τιμὴν του τετιμημένου, ὂν έτιμήσαντο άπὸ υἱῶν Ἰσραήλ.
Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἴνα μὴ εισέλθητε εἰς πειρασμὸν τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἤ δὲ σὰρξ
ἀσθενὴς: διὰ τοῦτο γρηγορεῖτε» (ἀντίφωνο θ' ὄρθρου Μεγ. Παρασκευῆς).
Γιὰ τοὺς πιστοὺς το «Γρηγορεῖτε» ἀναφέρεται στὴν προσωπικὴ τους πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὴν
προσφορὰ της ἀγάπης. Ας θυμηθοῦμε τρεῖς περιπτώσεις, ποῦ δὲν γρηγόρησαν γιὰ τὸ καλὸ καὶ
ἔμειναν ἔξω της βασιλείας.
Οἱ πέντε ἀπὸ τὶς δέκα παρθένες, οἱ «μωρές», παρέμειναν γιὰ πάντα ἔξω ἀπὸ τον παράδεισο.
Ἀπεγνωσμένα κτυπάνε. Ἤ πόρτα δὲν ἀνοίγει. Όποιος χάση το κλειδὶ της ἀγάπης, θὰ βρεί τη
βασιλεία των οὐρανῶν κλειστὴ. Ἀκοῦνε τη φωνὴ του Κυρίου: «Οὐκ οἶδα ὑμᾶς» (Ματθ. κε' 12).
Ὁ ἄλλος, αὐτός, ποῦ ἔκρυψε το τάλαντο καὶ δὲν προσπάθησε καθόλου νὰ τ' αὐξήση, ἔμεινε κι
αὐτὸς ἔξω. Όποιος το χάρισμὰ του δὲν τὸ πολλαπλασιάζει γιὰ τὴν ὠφέλεια των ἄλλων, χάνει το
δικαίωμα της βασιλείας του Θεοῦ. Κι ἀκούει την πιὸ σκληρὴ φράση ἀπὸ το στόμα του Κυρίου: «Τὸν
ἀχρεῖον δούλον ἐκβάλετε εἰς το σκότος το ἐξώτερον» (Ματθ. κε' 26. 30).
Ὁ ἄλλος, ὁ προδότης μαθητής, ὁ Ἰούδας, αὐτὸς εἶναι, πού ὑπέστη τη φρικτὴ ὄχι ἁπλῶς μείωσι,
ἀλλὰ πτῶσι. Μεταπήδησε. Ἔκανε το ἅλμα του θανάτου. Ἀπὸ τὸν πιὸ ὄμορφο παράδεισο,
μεταπήδησε στὴν πιὸ ἀπαίσια κόλασι. Φρικτὸ το τέλος του προδότη. «Ἀπελθὼν ἀπήγξατο» (Ματθ.
ζκ' 5). Κρεμάστηκε στὸ κλαρὶ της ἀπελπισίας, γιατὶ δὲν θέλησε νὰ κρεμάση την ἐλπίδα του στὸ
δένδρο του Σταυροῦ.
1 Ἢν δὲ τὸ πάσχα καὶ τὰ ἄζυμα μετὰ δύο ἡμέρας. καὶ ἐζήτουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς πῶς
αὐτὸν ἐν δόλῳ κρατήσαντες ἀποκτείνωσιν. 2 ἔλεγον δὲ μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ, μήποτε θόρυβος ἔσται τοῦ
λαοῦ. 3 Καὶ ὄντος αὐτοῦ ἐν Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, κατακειμένου αὐτοῦ ἦλθε γυνὴ
ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτελοῦς, καὶ συντρίψασα τὸ ἀλάβαστρον κατέχεεν
αὐτοῦ κατὰ τῆς κεφαλῆς. 4 ἦσαν δέ τινες ἀγανακτοῦντες πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· εἰς τί ἡ ἀπώλεια
αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; 5 ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καὶ
δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς· καὶ ἐνεβριμῶντο αὐτῇ. 6 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄφετε αὐτήν· τί αὐτῇ κόπους
παρέχετε; καλὸν ἔργον εἰργάσατο ἐν ἐμοί. 7 πάντοτε γὰρ τοὺς πτωχοὺς ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, καὶ ὅταν
θέλητε δύνασθε αὐτοὺς εὖ ποιῆσαι· ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. 8 ὃ ἔσχεν αὕτη ἐποίησε· προέλαβε
μυρίσαι μου τὸ σῶμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν. 9 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον
τοῦτο εἰς ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη λαληθήσεται εἰς μνημόσυνον αὐτῆς.

Συνωμοσία κατὰ του Ἰησοῦ (στ. 1-2)


Πάθος καὶ πάθος! Ὁ Ἰησοῦς ἑτοιμάζεται νὰ δείξη τὴ μεγάλη ἐξουσία Του, πού εἶναι το Πάθος.
Ἔχει ἐξουσίαν «θείναι την ψυχὴν αὐτοῦ καὶ ἐξουσίαν πάλιν λαβεῖν αὐτὴν» (Ιωάν. ι' 18). Πάθος
ἔχουν καὶ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς, ὅλος ὁ έσμὸς των θρησκευτικῶν ἀρχόντων των Ἰουδαίων.
Το ἕνα το ἅγιο Πάθος, το ἄλλο το ἄγριο πάθος. Το ἕνα Πάθος θυσία ὑπὲρ του κόσμου. Το ἄλλο
έγκληματικὴ ἐμπάθεια κατὰ του Δημιουργοῦ του κόσμου. Ἡ ἀπόφασὶς τους εἶναι εἰλημμένη.
Θέλουν σύντομα νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τον Εὐεργέτη. Πλησιάζει ἡ γιορτὴ του Πάσχα. Δὲν θέλουν την
ἴδια ἡμέρα του Πάσχα νὰ γίνη ἡ Χριστοκτονία.
Ὁ ἕνας λόγος: «Ἴνα μὴ μιανθώσιν, ἀλλ' ἴνα φάγωσι το Πάσχα» (Ιωάν. ιη' 28).
Ὑποκριτὲς: Mιασμό θεωροῦσαν νὰ μποῦν στὸ πραιτώριο του Πιλάτου γιὰ την καταδίκη του
Ἰησοῦ. Θὰ ἔμπαιναν σὲ ἕνα εἰδωλολατρικὸ ἀνάκτορο, κι αὐτὸ τοὺς καθιστοῦσε μολυσμένους! Τὸ
νὰ μποῦν σὲ ἕνα κρατικὸ μέγαρο το θεωροῦσαν μολυσμό. Το ὅτι ὁ Σατανὰς της Χριστοκτονίας εἶχε
μπῆ μέσα τους, δὲν σήμαινε τίποτε!
Νὰ φᾶνε το Πάσχα μὲ μολυσμένη καὶ βρώμικη συνείδησι δὲν τοὺς ἐνδιέφερε. Νὰ μὴ λερωθοῦν
τα πόδια τους μπαίνοντας στὸ πραιτώριο, αὐτὸ τοὺς ἐνδιέφερε. Πάντα ἡ θρησκευτικὴ ὑποκρισία!
Πάντα θὰ ἰσχύη ὁ λόγος του Ἰησοῦ: «Οὐαὶ οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον
καταπίνοντες» (Ματθ. γκ' 24).
Την ἴδια ὑποκρισία δὲν θὰ δείξη ὕστερα ἀπὸ λίγο καὶ ὁ Πιλάτος; Θὰ πλύνη τα χέρια του καὶ θὰ
νομίζη γι' αὐτὸ πὼς εἶναι ἀθῶος (Ματθ. ζκ' 4)! Ποιὸ νερὸ καὶ ποιὸ ἀπορρυπαντικὸ μποροῦν νὰ
καθαρίσουν τα χέρια, ποῦ βουτήχτηκαν στὸ αἷμα, ἀφοῦ δὲν θὰ χυνόταν το Αἷμα του Aθώου, ἂν
αὐτὰ τα χέρια δὲν ὑπέγραφαν τη σταύρωσὶ Του (Ματθ. ζκ' 22); Ποιὸς Νιαγάρας μπορεῖ νὰ ξεπλύνη
τα χέρια σου, Πιλάτε, τὴν εὐθύνη σου, Πιλάτε, τη συνείδησὶ σου, Πιλάτε;
Παρόμοια ἡ ὑποκρισία των ἐνόχων της βρεφοκτονίας. Παριστάνουν τοὺς καθὼς πρέπει
πανηγυριστὲς του Πάσχα, ἐνῶ τα χέρια τους στάζουν αἷμα: το αἷμα των παιδιῶν, ποῦ σκότωσαν μὲ
τὶς ἐκτρώσεις!
Καὶ ὁ ἄλλος λόγος, ποῦ βιάζονται πρὶν ἀπὸ τη γιορτὴ του Πάσχα νὰ «αποκτείνωσι» τον Ἰησοῦ,
ἦταν ὁ λαός. Πολὺς λαὸς μαζευόταν γιὰ τη γιορτὴ του Πάσχα. Θὰ γινόταν πολὺς θόρυβος. Πρέπει
τώρα, μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες, νὰ τελειώση το θέμα. Ας Τὸν κρεμάσουμε! Κι ὕστερα,
ἀνενόχλητοι πιὰ ἀπὸ την παρουσία Του, θὰ φᾶμε το Πάσχα! Ἔτσι ἀρχίζει το ιδ' κεφάλαιο ὁ Μάρκος:
«Ἥν δὲ το Πάσχα καὶ τα Ἄζυμα μετὰ δύο ἡμέρας. Καὶ ἐζήτουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς πῶς
αὐτὸν ἐν δόλω κρατήσαντες αποκτείνωσιν. Ἔλεγον δὲ: Μὴ ἐν τη ἑορτή, μήποτε θόρυβος έσται του
λαοῦ» (στ. 1-2). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Μετὰ δύο δὲ ἡμέρες ἦταν ἡ γιορτὴ του Πάσχα καὶ
των Ἀζύμων. Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς συζητοῦσαν γιὰ το πὼς νὰ συλλάβουν τον Ἰησοῦ μὲ
πονηριὰ καὶ νὰ Τὸν θανατώσουν. Ἔλεγαν ὅμως: Ὄχι κατὰ τη γιορτή, γιὰ νὰ μὴ ξεσηκωθῆ ὁ λαός”».
Ἀπὸ τὶς πρῶτες σελίδες του ὁ εὐαγγελιστὴς προετοιμάζει τοὺς ἀναγνῶστες γιὰ τα γεγονότα του
Πάθους καὶ της Ἀναστάσεως. Ἀξίζει νὰ ὑπογραμμίσθη ἡ διαπίστωσις, ὅτι, ἐνῶ οἱ πληροφορίες των
εὐαγγελιστῶν γιὰ το βίο, τα ἔργα καὶ τη διδασκαλία του Ἰησοῦ εἶναι ἀποσπασματικές, οἱ
ἀναφερόμενες στὸ πάθος διηγήσεις τους (Μάρκ. κεφ. 14-15. Ματθ. κεφ. 26-27. Λουκ. κεφ. 22-23),
εἶναι λεπτομερέστερες, συμπαγέστερες, καὶ ἀποτελοῦν το σημεῖο, πού συναντῶνται καὶ οἱ
τέσσερις εὐαγγελιστές. Καὶ αὐτὸ διότι ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ Ἀνάστασις του Χριστοῦ ἀποτελοῦν το κέντρο
της πίστεως της πρώτης Ἐκκλησίας καὶ γύρω ἀπ' αὐτὸ το κέντρο αναπτύχθησαν ἡ λειτουργικὴ ζωή,
οἱ πρῶτοι ὕμνοι, το πρῶτο ἱεραποστολικὸ κήρυγμα.
Ἡ διήγησις του Μάρκου χαρακτηρίζεται ἀπὸ ζωηρότητα καὶ παραστατικότητα. Διασώζονται
ώρισμένες λεπτομέρειες, μὴ ἀναφερόμενες ἀπὸ τους ἄλλους εὐαγγελιστές.
Στοὺς πρώτους στίχους του 14 κεφ. ὑποδεικνύονται οἱ ἀνθρώπινοι παράγοντες, ποῦ θὰ
πρωταγωνιστήσουν στὴν ἐξόντωση του Χριστοῦ (στ. 1). Το ρῆμα «αποκτείνω» παρουσιάζεται ὡς
θεμελιώδης ὄρος, πού συνδέεται μὲ τη θανάτωσι του Χριστοῦ. Ἐπὶ πλέον χρησιμοποιεῖται γιὰ
πρώτη καὶ μόνο φορὰ ἡ λέξις «δόλος», πού προσδίδει στὴν ἤδη σκοτεινὴ ἀτμόσφαιρα ἕνα τόνο
αὐξημένης ζοφερότητας. Ἡ αἴσθησις της χρονικῆς ἐγγύτητας του πάθους ἐπιτείνεται μὲ τα
χρονολογικὰ δεδομένα. «Μὴ ἐν τη ἑορτὴ» (στ. 2). Ὁ λόγος δὲν σημαίνει μετὰ το πέρας της ἑορτῆς
οὔτε πρὶν ἀπὸ την ἑορτή, ἀλλὰ μακρυὰ ἀπὸ το συγκεντρωμένο γιὰ την ἑορτὴ πλῆθος (Λουκ. βκ' 6:
«άτερ ὄχλου»).
Ἡ γιορτὴ του Πάσχα λεγόταν καὶ γιορτὴ των Ἀζύμων. Παλαιότερα ἡ γιορτὴ των Ἀζύμων
γιωρταζόταν ἀπὸ την ἑπομένη του Πάσχα καὶ εἶχε διάρκεια ἑπτὰ ἡμερῶν. Τόσο το Πάσχα, ὅσο καὶ
στὰ Ἄζυμα, ἔτρωγαν οἱ Ἰουδαῖοι ἄζυμο ψωμί, ἀφοῦ εἶχαν ἀπομακρύνει ὅλα τα ἀποθέματα της
ζύμης. Ἔτρωγαν κατὰ την περίοδο της γιορτῆς ψωμὶ χωρὶς προζύμι. Ἔτσι εἶχε παραγγείλει ὁ Θεὸς
(Εξόδ. 12, 8. 15-20).
Ὁ Χριστὸς βέβαια στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, εὐλόγησε ἔνζυμο Ἄρτο. Ὁ Ἴδιος ἦταν καὶ Ἄζυμος, ἀφοῦ
μέσα Του δὲν ὑπῆρχε ἡ ζύμη της ἁμαρτίας. Ἦταν καὶ Ἔνζυμος, ἀφοῦ ὁλόκληρη ἡ θεία φύσις εἶχε
ζυμωθῆ μὲ ὁλόκληρη την ἀνθρώπινη φύσι.
Ἐκείνη τη χρονιὰ οἱ Ἰουδαῖοι γιόρτασαν το Πάσχα, ἀφοῦ προηγουμένως βασάνισαν τὸν Ἰησοῦ.
Τὸν περιφρόνησαν, Τὸν ἔφτυσαν, Τὸν ράπισαν, Τὸν κάρφωσαν στὸ ξύλο του Σταυροῦ. Οἱ ἀρχιερεῖς
καὶ οἱ γραμματεῖς, σύμβολα της ὑποκρισίας, γιόρτασαν το Πάσχα, ὄχι ἁπλῶς χωρὶς το Χριστό, ἀλλὰ
καὶ μὲ το ἔγκλημα κατὰ του Χριστοῦ.
Πολλοὶ καὶ σήμερα γιορτάζουν το Πάσχα χωρὶς το Χριστό. Κι ὄχι μόνο. Γιορτάζουν, πολεμώντας
το Χριστό.
Δύο γιορτὲς των Ἰουδαίων συμβολίζουν καὶ προτυπώνουν τη Μεγ. Ἑβδομάδα καὶ την Ἀνάστασι.
Ἡ μία συμβολίζει το Σταυρὸ καὶ το Αἷμα τοῦ Ἀμνοῦ του Θεοῦ. Εἶναι ἡ γιορτὴ του Ἐξιλασμοῦ.
Ἡ ἄλλη συμβολίζει το Χριστιανικὸ Πάσχα καὶ την Ἀνάστασι. Εἶναι ἡ γιορτὴ του Πάσχα, πού
λεγόταν καὶ γιορτὴ των Ἀζύμων. «Ἤγγιζε -λέει ὁ Λουκᾶς- ἡ ἑορτὴ των ἀζύμων ἡ λεγομένη Πάσχα»
(Λουκ. βκ' 1).

Γυναίκα μὲ ἀλάβαστρο μύρου (στ. 3)


Μετὰ τοὺς εἰσαγωγικοὺς στίχους ἔρχεται ἡ περιγραφὴ του περιστατικοῦ μὲ τὸ μύρο στὸ σπίτι
του Σίμωνος. Ἤ έξιστόρησις του ἐπεισοδίου αὐτοῦ ὀφείλεται στὴν προφανὴ σχέσι Του μὲ το πάθος:
«Καὶ ὄντος αὐτοῦ ἐν Βηθανία ἐν τη οἰκία Σίμωνος του λεπροῦ, κατακειμένου αὐτοῦ ἦλθε γυνὴ
ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικὴς πολυτελοῦς, καὶ συντρίψασα το ἀλάβαστρον
κατέχεεν αὐτοῦ κατὰ της κεφαλῆς» (στ. 3). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἐνῶ βρισκόταν ὁ
Ἰησοῦς στὴ Βηθανία, στὸ σπίτι του Σίμωνα του λεπροῦ, την ὥρα πού εἶχε γείρει καὶ ἔτρωγε στὸ
τραπέζι, ἦρθε μιὰ γυναίκα, κρατώντας ἀλάβαστρο (εἶδος δοχείου) μὲ μύρο ἀπὸ γνήσια πανάκριβη
νάρδο. Ἔσπασε το δοχεῖο καὶ ἔχυσε το μύρο στὸ κεφάλι Του».
Σχετικὰ μὲ την ταυτότητα της γυναίκας μὲ τὸ πανάκριβο μύρο, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος δέχεται, ὅτι
ἡ ἀναφερομένη στοὺς τρεῖς συνοπτικοὺς εἶναι ἡ ἴδια, ἐνῶ ἡ ἀναφερομένη στὸν Ἰωάννη (ιβ' 1-8)
εἶναι ἄλλη εἶναι ἡ Μαρία, ἡ ἀδελφὴ του Λαζάρου. Αὐτὴ δὲν προσῆλθε ζητοῦσα ἄφεσι, ἀλλὰ γιὰ νὰ
ευγνωμονήση τὸν Διδάσκαλο γιὰ τὴν άνάστασι του ἀδελφοῦ της.
Το κοινὸ πάντως καὶ στοὺς τέσσερις εὐαγγελιστὲς εἶναι ἡ ὑποκρισία, τὸ δῆθεν ἐνδιαφέρον γιὰ
τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ καὶ ἡ προφητικὴ ἀναφορὰ του Ἰησοῦ στὸν ἐνταφιασμὸ Του. Ας δοῦμε τὶ λέει
ὁ Χρυσόστομος: «Ἡ γυνὴ αὕτη δοκεὶ μὲν εἶναι μία καὶ ἡ αὐτὴ παρὰ τοϊς ευαγγελισταϊς άπασιν, οὐκ
έστι δὲ ἀλλὰ παρὰ μὲν τοῖς τρισὶ μία τὶς εἶναι μοι δοκεὶ καὶ ἡ αὐτὴ παρὰ δὲ τῷ Ἰωάννη οὐκέτι ἀλλ'
ἑτέρα τὶς θαυμαστὴ, ἤ του Λαζάρου ἀδελφὴ» (Ε.Π.Ε. 12,132). Μετὰφράσις: Ἡ γυναίκα αὐτὴ
φαίνεται πὼς εἶναι ἡ ἴδια σὲ ὅλους τοὺς εὐαγγελιστές, ὅμως δὲν εἶναι. Στοὺς τρεῖς μὲν
(συνοπτικοὺς) νομίζω πὼς εἶναι μία καὶ ἡ αὐτὴ, στὸν Ἰωάννη ὅμως ὄχι. Ἐκεῖ εἶναι ἄλλη,
ἀξιοθαύμαστη, ἡ ἀδελφὴ του Λαζάρου.
Δύο σημεῖα προβάλλουν αὐτὴ τη σχέσι.
Το πρῶτο εἶναι το σχόλιο του Ἰησοῦ στὴν ἀντίδρασι μερικῶν μαθητῶν: «Πάντοτε τοὺς πτωχοὺς
ἔχετε μεθ' ἑαυτών, καὶ ὅταν θέλησε δύνασθε αὐτοὺς εὖ ποιῆσαι: ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε» (στ. 7).
Ὁ ὑπαινιγμὸς γιὰ τὸν ἐπικείμενο ἀποχωρισμὸ εἶναι φανερός.
Το δεύτερο εἶναι ἡ πιὸ εὔγλωττη αἰτιολογία, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Ἰησοῦς δικαιώνει την πράξη της
γυναίκας: «Καλὸν ἔργον... προέλαβε μυρίσαι μου το σῶμα εἰς τὸν ἐνταφιασμὸν» (στ. 8). Ὁ θάνατος
προϋποτίθεται πιὰ ὡς γεγονός.
Το μύρο συνίσταται «ἐκ νάρδου πιστικὴς πολυτελοῦς». Ἡ νάρδος εἶναι ἰνδικὸ φυτό, ἀπὸ το
ὁποῖο κατασκευάζεται ἀρωματικὸ ἔλαιο μὲ ἔντονη ὀσμή. «Πιστικὴ» σημαίνει ρευστή.
Ἡ γυναίκα γιατὶ προσέρχεται; Οἱ ἄλλοι προσέρχονταν στὸ Χρίστο γιὰ τὴν ἴασι του σώματος καὶ
θεραπεύονταν. Ἡ γυναίκα αὐτὴ προσῆλθε γιὰ νὰ λάβη την ἄφεσι των ἁμαρτιῶν της. Ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος την ταυτίζει μὲ τη γυναίκα, ποῦ βρέθηκε στὸ σπίτι του Φαρισαίου Σίμωνος καὶ ἔπεσε
κλαίγοντας στὰ πόδια του Ἰησοῦ. Πρόκειται γιὰ τὴν πόρνη γυναίκα (Λουκ. ζ' 36-50). Ἔδωσε μύρα
καὶ δάκρυα καὶ ἔλαβε τη μεγάλη δωρεὰ του Σωτῆρος των ἁμαρτωλῶν: «Ἀφέωνταὶ σου ἄι
ἁμαρτίαι» (Λουκ. ζ' 48). Μεταξὺ ἄλλων λέει ὁ ἱερὸς Πατὴρ: «Πάντων των ἄλλων ὑπὲρ θεραπείας
προσερχομένων σωματικῆς μόνον, αὕτη τιμῆς ἕνεκεν προσήει μόνης, καὶ της κατὰ ψυχὴν
διορθώσεως. Ούδὲ γὰρ τὶ του σώματος ἀνάπηρος ἣν ὥστε καὶ διὰ τοῦτο μάλιστα ἂν τὶς αὐτὴν
θαυμάσειεν» (Ε.Π.Ε. 12,134). Μετάφρασις: «Ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι προσέρχονται χάριν σωματικῆς
μόνο θεραπείας, αὐτὴ προσέρχεται μόνο χάριν της τιμῆς καὶ της διορθώσεως της ψυχῆς της. Διότι
δὲν εἶχε καμμία ἀναπηρία του σώματος, ὥστε καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὴν
θαυμάση.
Σ' αὐτὴ τη γυναίκα ἡ Ἐκκλησία ἀφιερώνει τη Μεγάλη Τετάρτη. Γιὰ νὰ δείξη τη δύναμι των
δακρύων της μετανοίας καὶ γιὰ νὰ τὴν παρουσιάση ὡς ἀνάστασι πρὶν ἀπὸ την Ἀνάστασι.
«Προσῆλθε γυνή, δυσώδης καὶ βεβορβορωμένη, δάκρυα προχέουσα, ποσὶ σου Σωτήρ, το πάθος
καταγγέλλουσα: Πὼς ἀτενίσω σόι το Δεσπότη; Αὐτὸς γὰρ ελήλυθας σώσαι πόρνην ἐκ βυθοῦ
θανοῦσαν μὲ ανάστησον, ὁ τὸν Λάζαρον ἐγείρας, ἐκ τάφου τετραήμερον: δέξαι μὲ την τάλαιναν,
Κύριε, καὶ σῶσὸν μὲ» (ἀπὸ τα απόστιχα της Μ. Τετάρτης).

Ὑποκρισία γιὰ τάχα σπατάλη (στ. 4-5)


Φιλόπτωχοι!
Αὐτοὶ ποῦ δὲν ἦσαν καθόλου φιλόχριστοι. Ἑτοιμάζονται νὰ πουλήσουν τον Χριστό, καὶ τάχα
τώρα νοιάζονται γιὰ τοὺς φτωχούς. Το μύρο μποροῦσε νὰ πουληθῆ καὶ νὰ δοθῆ το ποσὸν στοὺς
φτωχούς! Μεταξὺ αὐτῶν των τάχα φιλοπτώχων ἦταν καὶ ὁ Ἰούδας (Ιωάν. ιβ' 4-5). Έτοιμος νὰ
πουλήση τὸν Διδάσκαλο, τὸν Φίλο καὶ Σωτήρα των φτωχῶν, καὶ τώρα παριστάνει τὸν φιλόπτωχο.
Πουλάει τὸν Ἀτίμητον καὶ τώρα μιλάει γιὰ την τιμὴ του μύρου. Κλέφτης του φιλοπτώχου ταμείου
του Χριστοῦ (Ιωάν. ιγ' 29), παριστάνει τώρα τὸν ἐνδιαφερόμενο γιὰ τοὺς φτωχοὺς: «Ἦσαν δὲ τίνες
άγανακτούντες πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες: Εἰς τὶ ἡ ἀπώλεια αὕτη του μύρου γέγονεν; Ἠδύνατο γὰρ
τοῦτο το μύρον πραθήναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καὶ δοθήναι τοϊς πτωχούς. Καὶ ενεβριμέντο
αὕτη» (στ. 4-5). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἦσαν δὲ μερικοί, πού ἐξέφρασαν ἀγανάκτησι
μεταξὺ τους λέγοντας: Γιατί ἔγινε αὐτὴ ἡ σπατάλη του μύρου; Διότι θὰ μποροῦσε αὐτὸ το μύρο νὰ
πουληθῆ καὶ νὰ συναχθοῦν τριακόσια δηνάρια καὶ παραπάνω καὶ νὰ δοθοῦν στοὺς φτωχούς. Καὶ
ἐπιτιμοῦσαν τη γυναίκα αὐστηρά».
Δὲν ἐπιτιμᾶ ὁ Χριστὸς τη γυναίκα. Τὴν δέχεται καὶ συγκαταβαίνει. Τὴν συγχωρεῖ, διότι
πολυτιμότερα ἀπὸ τα μύρα της εἶναι τα δάκρυὰ της. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ποῦ ἑρμηνεύει την
παράλληλη περικοπὴ του Ματθαίου (τσκ' 6-13) καὶ ταυτίζει τη γυναίκα μὲ το πολύτιμο μύρο, μὲ
τὴν πόρνη γυναίκα, λέει μεταξὺ των ἄλλων: «Εἰ ἄνθρωπος γενέσθαι (καὶ Ἰησοῦς), καὶ
κυοφορηθήναι, καὶ γαλακτοτροφηθήναι οὐ παρητήσατο, τὶ θαυμάζεις εἰ τοῦτο οὐ διακρούεται;
Ώσπερ γὰρ ὁ Πατὴρ αὐτοῦ κνίσσης ήνήσχετο καὶ καπνοῦ, οὕτω καὶ αὐτὸς της πόρνης, ὅπερ έφτην
είπών, τὴν αὐτὴν διάνοιαν ἀποδεχόμενος» (Ε.Π.Ε. 12,136). Μετάφρασις: «Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἀπαξίωσε
νὰ γίνη ἄνθρωπος καὶ νὰ κυοφορηθῆ καὶ νὰ τραφῆ μὲ γάλα. Γιατί, λοιπόν, ἀπορεῖς, ὅτι δὲν
ἀποκρούει καὶ αὐτὸ (τὸ νὰ Τὸν ἀλείφη μὲ μύρο μία ἁμαρτωλὴ γυναίκα); Όπως ὁ Θεὸς Πατέρας
ἀνεχόταν καὶ τὴν κνίσα καὶ τὸν καπνό, ἔτσι καὶ Ἐκεῖνος ἀνέχεται την πόρνη, διότι, ὅπως εἶπα ἤδη,
ἐπεδοκίμαζε τὶς σκέψεις της».
Ὁ Σίμων καὶ Φαρισαῖος, πού στὸ σπίτι του ἔλαβε χώρα ἡ σκηνὴ μὲ τη γυναίκα του μύρου καὶ των
δακρύων, θέλησε νὰ τὴν διαπομπεύση (Λουκ. ζ' 39). Ἐκείνη δὲν διαμαρτύρεται. Όταν ἡ μετάνοια
ἔρχεται στὸ Χριστὸ μὲ τα πόδια της ταπεινώσεως, τότε βλέπει μὲ λαχτάρα τὴν ἄφεσι καὶ δὲν
νοιάζεται ἀπὸ πίσω ἂν ἄλλοι τὴν «μουτζώνουν»! Θὰ μπορούσαμε νὰ διακρίνουμε την ταπείνωσι
της γυναίκας στὶς ἑξῆς ἐκδηλώσεις:
Πρώτη, ἡ ἐπίγνωσις. «Επιγνούσα...» (Λουκ. ζ' 37). Πότε κι ἐμεῖς θὰ ἀναγνωρίσουμε τα λάθη καὶ
τὰ πάθη μας;
Δεύτερη: Τὸ γονάτισμα. Μέχρι τώρα λύγιζε μπροστὰ στοὺς πειρασμούς. Τώρα κάμπτεται ἀπὸ
το βάρος της ἐνοχῆς καὶ λυγίζει ευλαβικὰ μπροστὰ στὸν Ἀναμάρτητο. Ἡ ἀδυναμία προσκυνᾶ τὴ
Δύναμι. Πότε κι ἐμεῖς θ' ἀφήσουμε το ἀγέρωχο του ἐγωισμοῦ μας; Όταν πεθάνουμε, τα δάκρυα
του κόσμου δὲν θὰ μας προσφέρουν ό,τι μ' ἕνα δικὸ μας δάκρυ μποροῦμε ἀπὸ τώρα νὰ
κατακτήσουμε: Τη βασιλεία των οὐρανῶν.
Τρίτη: Τὰ δάκρυα. «Κλαίουσα ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ» (Λουκ. ζ' 38). Ἔχουμε κλάψει,
διότι ἄλλοι μᾶς κτύπησαν καὶ μας προσέβαλαν. Πότε θὰ κλάψουμε γιὰ το μαστίγωμα, ποῦ
ὑφιστάμεθα ἀπὸ την ἁμαρτία;
Τετάρτη: Το ξέμπλεγμα των μαλλιῶν της. «Ταϊς θριξὶν αύτης εξέμασεν». Ξέμπλεξε τα μαλλιὰ της
καὶ μ' αὐτὰ σπόγγιζε τα πόδια του Ἰησοῦ, πού τα εἶχε βρέξει μὲ τὸ πολύτιμο μύρο καὶ τα
πολυτιμότερα δάκρυα. Μπλεγμένοι μέχρι τώρα βρισκόμαστε στὰ δίχτυα του κακοῦ. Προσπαθοῦμε
νὰ ξεμπλέξουμε. Συμβολικὸ το ξέμπλεγμα των μαλλιῶν της ἁμαρτωλῆς. Διαλύει τα μαλλιὰ της, γιὰ
νὰ της διαλύση καὶ Χριστὸς το χρέος της: «Διάλυσον το χρέος ὡς κάγὼ τοὺς πλοκάμους» (αἶνος Μ.
Τετάρτης). Πότε κι ἐμεῖς θὰ ξεμπλέξουμε; Πότε θ' απεξαρτηθούμε;
Πέμπτη: Ἡ ἀγάπη. Ἔκανε στροφὴ ἡ ἀγάπη της αμαρτωλὴς γυναίκας. Μέχρι τώρα σπαταλοῦσε
την ἀγάπη της καὶ τὴν έρριχνε μέσα στὸ βοῦρκο. Τώρα την προσφέρει στὸν Χριστό, τὸν μόνο
ἀξιέραστο. «Κατεφίλησε τους πόδας αὐτοῦ» (Λουκ. ζ' 38). Τὸν πολυτιμότερο θησαυρό, την ἀγάπη,
συνήθως τὴν κλέβουν μικροὶ ἄνθρωποι καὶ εὐτελὴ πράγματα. Ἡ ἀγάπη μας ἀνήκει στὸ Χριστό. Διὰ
τοῦ Χριστοῦ ἀγαπᾶμε σωστὰ καὶ θερμὰ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.

Πάντοτε εὐκαιρία γιὰ τους φτωχοὺς (στ. 6-9)


Στὸ ὄνομα των ἐκδηλώσεων ἀγάπης πρὸς τοὺς φτωχοὺς δὲν πρέπει νὰ λησμονῆ κανεὶς τὸν
πρωτεργάτη της Ἀγάπης Ἰησοῦ, πρὸς τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ εἶναι στραμμένα τα βλέμματα των
ἀνθρώπων, ἀκόμα καὶ στὴ μεγαλύτερη ἔνταση της ἀγαθοεργοῦ δραστηριότητὰς τους. Ἀπαντᾶ ὁ
Χριστὸς στὸ ὑποκριτικὸ γιὰ τοὺς φτωχοὺς ἐνδιαφέρον των φαρισαίων καὶ γραμματέων; «Ὁ δὲ
Ἰησοῦς είπεν: Ἄφετε αὐτήν. Τὶ αὐτὴ κόπους παρέχετε; Καλὸν ἔργον ειργάσατο ἐν ἐμοί. Πάντοτε γὰρ
τοὺς πτωχοὺς ἔχετε μεθ' ἑαυτών, καὶ ὅταν θέλησε δύνασθε αὐτοὺς εὖ ποιῆσαι' ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε
ἔχετε. Ο έσχεν αὕτη ἐποίησε. Προέλαβε μυρίσαι μου το σῶμα εἰς τὸν ένταφιασμόν. Ἀμὴν λέγω
ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῆ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο εἰς ὅλον τον κόσμον, καὶ ὅ εποίησεν αὕτη
λαληθήσεται εἰς μνημόσυνον αὐτῆς» (στ. 6-9). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Αφήστε την. Γιατὶ
δημιουργεῖτε προβλήματα; Διότι καλὴ πρᾶξι ἔκανε σὲ μένα. Τοὺς φτωχοὺς βεβαίως πάντοτε θὰ
ἔχετε μαζὶ σας. Καὶ ὅταν θὰ θέλετε, θὰ μπορῆτε νὰ τοὺς εὐεργετήσετε. Ἐμένα ὅμως δὲν θὰ μὲ ἔχετε
πάντοτε. Αὐτὸ πού θέλησε ἡ γυναίκα αὐτὴ (πού ἦταν στὴν πρόθεσὴ της, ποῦ αἰσθάνθηκε μέσα της)
ἔκανε. Ἄλειψε προκαταβολικὰ το σῶμα μου μὲ μύρο, γιὰ νὰ τὸ ἑτοιμάση γιὰ τὸν ἐνταφιασμό.
Ἀληθινὰ σας λέω, ὅπου θὰ κηρυχθῆ αὐτὸ το εὐαγγέλιο σ' ὅλο τον κόσμο, θὰ ἀναφέρεται καὶ αὐτὸ
πού ἔκανε αὐτὴ, γιὰ νὰ διαιωνίζεται ἡ μνήμη της”».
Όπως εἴπαμε, ἡ γυναίκα ἐδῶ, στὴν περιγραφὴ του Μάρκου, ταυτίζεται μὲ την ἁμαρτωλὴ
γυναίκα, ποῦ θρηνεῖ καὶ κλαίει γιὰ τα ἁμαρτήματὰ της. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μεγάλη ἡ
φιλανθρωπία του Δεσπότου. Πόρνης ἀνέχεται, πόρνης πόδας φιλούσης καὶ βρεχούσης ελαίω, καὶ
καταμασσούσης ταῖς θριξί, καὶ πρoσίεται, καὶ ἐπιτιμᾶ τοῖς εγκαλούσιν. Ούδὲ γὰρ ἔδει ὑπὲρ
τοσαύτης σπουδῆς εξαπορηθήναι την γυναίκα» (Ε.Π.Ε. 12,138). Μετάφρασις: «Μεγάλη ἡ
φιλανθρωπία του Κυρίου! Ἀνέχεται γυναίκα πόρνη, ποῦ Του φιλάει τα πόδια καὶ τα βρέχει μὲ μύρο
καὶ τα σκουπίζει μὲ τὶς τρίχες της, καὶ την ἐπιδοκιμάζει. Καὶ ἐπιπλήττει ἐκείνους, πού την
κατηγοροῦν. Διότι δὲν ἔπρεπε νὰ βρεθεί σὲ ἀμηχανία ἡ γυναίκα γιὰ τὸν τόσο ζῆλο της».
Ἡ προσφορὰ λατρείας στὸ Χριστὸ ὄχι μόνο δὲν ἀνακόπτει το ἔργο της προσφορὰς στοὺς
φτωχούς, ἀλλὰ καὶ το έμπνέει ἔτι περισσότερο.
Ἐκεῖνο πού εἶχε ἡ γυναίκα αὐτὴ καὶ μποροῦσε νὰ κάνη γιὰ μένα, το ἔκανε. Πρόλαβε νὰ ἀλείψη
μὲ μύρο το σῶμα μου, γιὰ νὰ το ἑτοιμάση γιὰ τὴν ταφὴ μου. Χωρὶς νὰ το καταλαβαίνη, ἀποδίδει
σὲ μένα, ἐνῶ ἀκόμα ζῶ, τὶς τιμὲς της ταφῆς μου, ποῦ θὰ γίνη μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες.
Ἀληθινὰ σας λέω, σ' ὅποιο μέρος ὁλόκληρου του κόσμου κι ἂν κηρυχθῆ το εὐαγγέλιο αὐτό, θὰ
διαλαληθῆ καὶ αὐτὸ πού ἔκανε ἡ γυναίκα αὐτὴ, γιὰ νὰ διατηρῆται ἀλησμόνητη ἡ μνήμη της
γυναίκας αὐτῆς, ποῦ μὲ τόση ἀφοσίωσι καὶ μὲ τόση θυσία ἐκδήλωσε την ἀγάπη της σὲ μένα.
Στὸν πτωχὸ Ἰησοῦ ἡ γυναίκα δείχνει τη λατρεία της. Οπωσδήποτε ὅμως, ἂν Τὸν ρωτοῦσε, δὲν θὰ
της ἔλεγε νὰ δώση τόσα χρήματα γιὰ το πολύτιμο μύρο. Θὰ της ἔλεγε ό,τι εἶπε στὸν πλούσιο: «Δὸς
πτωχοὶς» (Μάρκ. ι' 21). Βεβαίως δὲν τὴν ἐπέπληξε ὁ Χριστὸς τη γυναίκα μὲ τὸ μύρο, καὶ διότι εἶχε
συμβολισμὸ ἡ ἐνέργεια της. «Πρόλαβε μυρίσαι μου το σῶμα εἰς τὸν ἐνταφιασμὸν» (στ. 8). Ἐπεξηγεῖ
ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καὶ σὺ ἂν μὲν τίνα ἴδης σκεύη κατασκευάσαντα ἱερὰ καὶ προσάγοντα, ἤ
ἄλλον τινὰ Ἐκκλησίας κόσμον περὶ τείχους καὶ ἔδαφος φιλοπονούντα, μὴ κέλευε πραθήναι, ἤ
ανατραπήναι το γινόμενον, ἴνα μὴ πηρώσης αὐτοῦ τὴν προθυμίαν. Ἄν δὲ πρὶν ἤ κατασκευάσαι τὶς
έρηται, κέλευσε δοθήναι πτωχοὶς επεὶ καὶ αὐτός, ὥστε μὴ πηρώσαι τὴν γνώμην της γυναικός, τοῦτο
ἐποίησε, καὶ ὅσα φησίν, εἰς παραμυθίαν αὐτῆς λέγει» (Ε.Π.Ε. 12,140). Μετάφρασις: «Καὶ σύ,
λοιπόν, ἂν δῆς κάποιον νὰ κατασκευάζη ἱερὰ σκεύη καὶ νὰ τὰ προσφέρη ἤ νὰ φιλοτεχνῆ ἄλλου
εἴδους διάκοσμο στοὺς τοίχους καὶ στὸ δάπεδο της ἐκκλησίας, νὰ μὴ τὸν προτρέπης νὰ τα πουλήση
ἤ νὰ καταστρέψη ό,τι ἔγινε, γιὰ νὰ μὴ του καταστρέψης τη διάθεσι. Ἄν ὅμως σὲ ρωτήση κάποιος
πρὶν νὰ τα κατασκευάση, συμβούλεψὲ τον νὰ τὰ δώση ὅλα στοὺς φτωχούς. Διότι καὶ ὁ Κύριος, ὅσα
εἶπε τα εἶπε γιὰ νὰ μὴ χαλάση τη διάθεση της γυναίκας καὶ γιὰ νὰ τὴν παρηγορήση.
Ἄλλο μία ἔκτακτη θεοσεβὴς προσφορά, καὶ ἄλλο ἡ τακτικὴ καὶ ἀδιάλειπτη προσφορὰ στὴν
ἐλεημοσύνη ὑπὲρ των πτωχῶν. «Πάντοτε γὰρ τοὺς πτωχοὺς ἔχετε μεθ' ἑαυτών, καὶ ὅταν θέλησε
δύνασθε αὐτοὺς εὖ ποιῆσαι» (στ. 7).
Εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως, πάντοτε θὰ ὑπάρχουν φτωχοί. Καὶ ὅπως πάντοτε χτυπᾶ ἡ καρδιά, ἔτσι
πάντοτε λειτουργοῦν τα φιλάνθρωπα αἰσθήματα ὑπὲρ των φτωχῶν. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ὑπὲρ
πᾶσαν ἄλλην ἐκκλησιαστικὴ ἀνάγκη. Αλλοίμονο, ἂν μιὰ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα ξοδεύη γιὰ
πολυτέλειες καὶ μεγαλοπρέπειες σὲ ναοὺς καὶ σὲ εἰκόνες, τη στιγμὴ κατὰ την ὁποία τόσοι φτωχοὶ
ὑποφέρουν γύρω μας! Δὲν ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «χρυσῶν σκευῶν, ἀλλὰ
χρυσῶν ψυχῶν».

10 Καὶ᾿Ιούδας ὁ ᾿Ισκαριώτης, εἷς τῶν δώδεκα, ἀπῆλθε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς ἵνα παραδῷ αὐτὸν
αὐτοῖς.11 οἱδὲ ἀκούσαντες ἐχάρησαν, καὶ ἐπηγγείλαντο αὐτῷ ἀργύρια δοῦναι· καὶ ἐζήτει πῶς
εὐκαίρως αὐτὸν παραδῷ 12 Καὶ τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ τῶν ἀζύμων, ὅτε τὸ πάσχα ἔθυον, λέγουσιν αὐτῷ
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· ποῦ θέλεις ἀπελθόντες ἑτοιμάσωμεν ἵνα φάγῃς τὸ πάσχα; 13 καὶ ἀποστέλλει δύο
τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀπαντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος
κεράμιον ὕδατος βαστάζων· ἀκολουθήσατε αὐτῷ, 14 καὶ ὅπου ἐὰν εἰσέλθῃ, εἴπατε τῷ οἰκοδεσπότῃ
ὅτι ὁ διδάσκαλος λέγει· ποῦ ἐστι τὸ κατάλυμά μου ὅπου τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου
φάγω; 15 καὶ αὐτὸς ὑμῖν δείξει ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον ἕτοιμον· ἐκεῖ ἑτοιμάσατε ἡμῖν. 16 καὶ
ἐξῆλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ ἦλθον εἰς τὴν πόλιν, καὶ εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς, καὶ ἡτοίμασαν
τὸ πάσχα. 17 Καὶ ὀψίας γενομένης ἔρχεται μετὰ τῶν δώδεκα. 18 καὶ ἀνακειμένων αὐτῶν καὶ
ἐσθιόντων εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με, ὁ ἐσθίων μετ᾿ ἐμοῦ. 19 οἱ
δὲ ἤρξαντο λυπεῖσθαι καὶ λέγειν αὐτῷ εἷς καθ᾿ εἷς· μήτι ἐγώ; καὶ ἄλλος· μήτι ἐγώ; 20 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς
εἶπεν αὐτοῖς· εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ ἐμβαπτόμενος μετ᾿ ἐμοῦ εἰς τὸ τρυβλίον. 21 ὁ μὲν υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ· οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ, δι᾿ οὗ ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. 22 Καὶ ἐσθιόντων
αὐτῶν λαβὼν ὁ ᾿Ιησοῦς ἄρτον εὐλογήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό
ἐστι τὸ σῶμά μου. 23 καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς, καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ
πάντες. 24 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν
ἐκχυνόμενον. 25 ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ πίω ἐκ τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς
ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. 26 Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ
ὄρος τῶν ἐλαιῶν.

Μελετᾶται ἡ προδοσία (στ. 10-11)


Ἦταν Ἁμαρτωλός; Γι' αὐτὸ τον καυτηριάζει ἡ Μεγάλη Παρασκευή; Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀπὸ τους
δώδεκα, τον Ἰούδα τὸν Ισκαριώτη. Ἡ Μ. Ἑβδομάδα εἶναι ἡ ἀγκαλιὰ ὑποδοχῆς των ἁμαρτωλῶν. Ἡ
πόρνη γίνεται ἁγία! Ποιὸς τὴν ἔκανε; Ὁ Χριστὸς μόνο, πού δέχτηκε τα δάκρυα της μετανοίας. Ὁ
Πέτρος, ἀρνητής, γίνεται καὶ πάλι Ἀπόστολος! Ποιὸς τὸν ἔκανε; Ὁ Χριστὸς μὲ το βλέμμα πού του
έρριξε καὶ δέχτηκε το κλάμα της μετανοίας το πικρό. Ο ληστής, έγκληματίας, γίνεται πρῶτος
κάτοικος του Παραδείσου! Ποιὸς τὸν ἔκανε; O Ἐσταυρωμένος δέχεται τη μετάνοια καὶ την
ὁμολογία του. Ὁ άρχισταυρωτὴς γίνεται ἅγιος ὁμολογητής! Ποιὸς τὸν ἔκανε; Ὁ Χριστός, πού ἀπὸ
το Σταυρὸ δέχεται τη βροντερὴ ὁμολογία του. Γιατὶ νὰ μὴ συμβῆ αὐτὸ καὶ μὲ τὸν Ἰούδα; Γιατὶ νὰ μὴ
δεχθῆ καὶ τον Ἰούδα; Ας δοῦμε πῶς το πινέλο του εὐαγγελιστοῦ Μάρκου ζωγραφίζει το σκοτεινὸ
του πρόσωπο: «Καὶ Ἰούδας ὁ Ισκαριώτης, εἰς των δώδεκα, ἀπῆλθε πρὸς τοὺς άρχιερεὶς νὰ παραδῶ
αὐτὸν αύτοϊς. Οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐχάρησαν, καὶ επηγγείλαντο αὐτὸ ἀργύρια δοῦναι καὶ ἐζήτει πὼς
εύκαίρως αὐτὸν παραδῶ» (στ. 10-11). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ δὲ Ἰούδας ὁ Ισκαριώτης,
ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, πῆγε στοὺς άρχιερείς, γιὰ νὰ Τὸν παραδώση σ' αὐτούς. Καὶ αὐτοί, ὅταν
ἄκουσαν, χάρηκαν, καὶ του ὑποσχέθηκαν νὰ του δώσουν ἀργύρια. Καὶ ὁ Ἰούδας ζητοῦσε εὐκαιρία
γιὰ νὰ παραδώση τὸν Ἰησοῦ».
Ὁ εὐαγγελιστὴς στὴν ἀρχὴ του εὐαγγελίου του ἔχει μιλήσει μονολεκτικὰ γιὰ τη φρικτὴ πρᾶξι του
Ἰούδα (γ' 19). Ἐδῶ χρησιμοποιεῖ το ἴδιο ἀκριβῶς ρημα («ἴνα παραδῶ»). Ὁ Ἰούδας ἀναφέρεται ὡς ὁ
Ισκαριώτης. Οἱ δὲ εὐαγγελιστὲς δὲν κρύβουν την ἰδιότητα του μαθητοῦ ἐκ των δώδεκα. Δὲν
κρύβουν τα ἐλαττώματα καὶ τὶς ἀρνήσεις καὶ τὶς δειλίες καὶ τὶς προδοσίες μαθητῶν, ἀφ' ἑνὸς γιατὶ
παραθέτουν ἀντικειμενικὰ τα γεγονότα, καὶ ἀφ' ἑτέρου γιὰ νὰ φανὴ στὶς περισσότερες
περιπτώσεις ἤ διὰ της μετανοίας ἀνάστασις μετὰ την πτῶσι.
Ἡ περίπτωσις ὅμως του Ἰούδα δείχνει πτῶσι χωρὶς ἀνάστασι, προδοσία χωρὶς ἐπιστροφή.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὶ δήποτε λέγουσιν αὐτοῦ το παράσημον; Ὅτι ἣν καὶ ἄλλος Ἰούδας.
Καὶ οὐδὲ παραιτοῦνται είπείν, ὅτι ἀπὸ των δώδεκα ἥν. Οὕτως οὐδὲν κρύπτουσι των δοκούντων
εἶναι ἐπονειδίστων... Ἑνὸς γὰρ αὐτοὺς ἔμελε, της ἀληθείας μόνης, οὐ του συσκιάσαι τα γινόμενα.
Διὰ τοῦτο των μὲν σημείων πολλὰ παρατρέχουσι, τῶν δὲ δοκούντων ἐπονειδίστων εἶναι οὐδὲν
ἀποκρύπτονται, ἀλλὰ κἂν ρῆμα, κἂν πράγμα, κἂν ό,τιούν ἤ τοιοῦτον μετὰ παρρησίας
ανακηρύττουσι» (Ε.Π.Ε. 12,142-144). Μετάφρασις: «Καὶ γιατὶ προσθέτουν καὶ το διακριτικὸ του
ὄνομα (Ισκαριώτης); Ἐπειδὴ ὑπῆρχε καὶ ἄλλος Ἰούδας. Καὶ οὔτε παραλείπουν οἱ εὐαγγελιστὲς νὰ
ποῦν, ὅτι ἦταν ἕνας ἀπὸ τους δώδεκα μαθητές. Ἔτσι δὲν ἀποκρύπτουν τίποτα ἀπὸ ὅσα θεωροῦνται
ἀξιοκατάκριτα.... Γιὰ ἕνα πράγμα ἐνδιαφέρονταν, γιὰ μόνη την ἀλήθεια, καὶ ὄχι γιὰ νὰ
συγκαλύψουν αὐτὰ πού ἔγιναν. Γι' αὐτὸ ἀπὸ μὲν τα θαύματα πολλὰ παραλείπουν, ἐνῶ ἀπὸ έκείνα
πού θεωροῦνται ἀξιοκατάκριτα δὲν ἀποκρύπτουν τίποτε, ἀλλὰ τὰ διακηρύσσουν μὲ θάρρος, εἴτε
εἶναι λέξις, εἴτε εἶναι πράγμα, εἴτε ό,τιδήποτε παρόμοιο».
Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ πρόθεσις του εὐαγγελιστοῦ στοὺς στ. 10-11, καὶ γι' αὐτὸ ἴσως ἀποφεύγει την
παράθεση πληροφοριῶν καὶ σχολίων, ποῦ θὰ προσέδιδαν στὴν ἀφήγησι ἄλλο χρῶμα. Ὁ Ματθαίος
π.χ. ἐπιμένει στὴν φιλοχρηματικὴ πλευρὰ της πράξεως του Ἰούδα. Ὁ Λουκᾶς ἀποκαλύπτει τη
σατανικὴ παρέμβαση στὸ πρόσωπο καὶ στὰ κίνητρα του Ἰούδα. Ἀπεναντίας ὁ Μάρκος προβάλλει
την πράξη του Ἰούδα, δηλαδὴ την παράδοση, το Πάθος του Χριστοῦ.
Ἡ πρᾶξις του λύπησε τους μαθητές. Πρὸ παντὸς λύπησε τὸν Διδάσκαλο, ποῦ τόσο τον εἶχε
ἀγαπήσει, εὐεργετήσει καὶ χαριτώσει. Ἀπὸ το ἄλλο μέρος στοὺς ἀρχιερεῖς των Ἰουδαίων ἔδωσε
μεγάλη χαρὰ ἡ προδοτικὴ πρᾶξις του Ἰούδα.
Οἱ ἀρχιερεῖς, ὅταν ἄκουσαν την πρόταση του Ἰούδα νὰ τοὺς παραδώση τὸν Ἰησοῦ, χάρηκαν.
Διότι το φονικὸ τους σχέδιο θὰ ἐκτελοῦνταν ἀθόρυβα καὶ μὲ ἀσφάλεια. Καὶ του ὑποσχέθηκαν νὰ
του δώσουν χρήματα. Ἔτσι ὁ Ἰούδας ζητοῦσε νὰ βρῆ τρόπο γιὰ νὰ τοὺς Τὸν παραδώση στὴν
κατάλληλη στιγμή, ὥστε νὰ προληφθῆ κάθε λαϊκὴ ἐξέγερσις.
Ἀναμφισβήτητα ἡ φιλαργυρία εἶναι το βασικὸ κίνητρο της προδοσίας του Ἰούδα. Γιὰ τη
φιλαργυρία μιλᾶνε οἱ εὐαγγελιστές, γιὰ τὴ φιλαργυρία μιλᾶνε καὶ οἱ ὕμνοι της Μεγ. Ἑβδομάδος.
Πάθος ἡ φιλαργυρία. Θέλησε καὶ προσπάθησε ὁ Χριστὸς ἀπὸ ἀγάπη καὶ στὸν Ἰούδα νὰ τὸν
λυτρώση ἀπὸ το πάθος, ἀλλ' ὁ Ἰούδας παρέμεινε ἀδιόρθωτος. Το πάθος τὸν εἶχε κυριεύσει. Τὸν
εἶχε τυφλώσει. «Σήμερον ὁ Ἰούδας καταλιμπάνει τὸν Διδάσκαλον, καὶ παραλαμβάνει τον διάβολον.
Τυφλούται τα πάθει της φιλαργυρίας, ἐκπίπτει του φωτὸς καὶ εσκοτισμένος. Πὼς γὰρ ήδύνατο
βλέπειν, ὅ τὸν Φωστήρα πωλήσας, τριάκοντα ἀργυρίων;..» (ἀντίφωνο δ' Μ. Παρασκευῆς)
Κατάντησε «Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος». Μιλάει γιὰ το πάθος της φιλαργυρίας του ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Ω της ἀνοίας! Πὼς αὐτὸν καθάπαξ επήρωσεν ἡ φιλαργυρία! Ὁ γὰρ πολλάκις ἰδὼν
αὐτὸν διὰ μέσου διελθόντα, καὶ μὴ κατασχεθέντα, καὶ της αὐτοῦ Θεότητος καὶ δυνάμεως πολλὰς
παρασχόντα τὰς ἀποδείξεις, προσεδόκησεν αὐτὸν καθέξεις καὶ ταῦτα, τοσαῦτα αὐτὸ κατεπάγοντα
καὶ φοβερὰ καὶ προσηνὴ ρήματα, ὥστε καταλύσαι την πονηρὰν ταύτην ἔννοιαν. Οὐδὲ γὰρ ἐν τῷ
δείπνω ταύτης ἐπέστη της ἐπιμελείας, ἀλλ' ἕως ἐσχάτης ἡμέρας ὑπὲρ τούτων αυτὼ διελέγετο. 'Ἀλλ'
οὐδὲν ἐκεῖνος έκέρδανεν. Οὐ μὴν διὰ τοῦτο ὁ Δεσπότης επαύσατο τα αὐτοῦ ποιῶν» (Ε.Π.Ε. 12,146).
Μετάφρασις: «Πόση ἦταν ἤ ἀνοησία του! Πόσο τὸν εἶχε τυφλώσει ἡ φιλαργυρία! Αὐτός, πού εἶχε
δεῖ τὸν Διδάσκαλο νὰ διέρχεται διὰ μέσου ἐκείνων (των Ἰουδαίων) καὶ νὰ μὴ συλλαμβάνεται, καὶ
νὰ δίνη πολλὲς ἀποδείξεις της Θεότητας καὶ της δυνάμεὼς Του, νόμισε ὅτι θὰ Τὸν κατακρατήση.
Καὶ ὅλα αὐτά, ἐνῶ τόσο σπουδαία καὶ φοβερὰ καὶ καταδεκτικὰ λόγια του ἔλεγε διαρκῶς, γιὰ νὰ
του διαλύση αὐτὴ την πονηρὴ σκέψι. Ἀκόμα καὶ στὸ Δεῖπνο δὲν παραιτήθηκε (ὁ Χριστὸς) ἀπὸ αὐτὴ
τη φροντίδα. Μέχρι τελευταία ἡμέρα του μιλοῦσε περὶ των ἀγαθῶν. Ἀλλ' ἐκεῖνος (ὁ Ἰούδας) δὲν
κέρδιζε τίποτε. Ὁ Δεσπότης ὅμως δὲν ἔπαυσε, καὶ μετὰ ἀπὸ τέτοια συμεριφορά, νὰ φροντίζη καὶ
γι' αὐτόν!

Κατάλυμα γιὰ το Πάσχα (στ. 12-16)


Καὶ στὴν τελευταία ἀγάπη του Ἰησοῦ, πού προσφέρεται στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, παίρνει μέρος καὶ
ὁ Ἰούδας. Δὲν του στερεῖ καμμία ἀγάπη. Ὁ εὐαγγελιστὴς στὴ συνέχεια παρουσιάζει την
προετοιμασία του Δείπνου. «Καὶ τη πρώτη ἡμέρα των ἀζύμων, ὅτε το πάσχα έθυον, λέγουσιν αυτὼ
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ Ποῦ θέλεις ἀπελθόντες ἑτοιμάσωμεν ἴνα φάγης το πάσχα; Καὶ ἀποστέλλει δύο
των μαθητῶν αὐτοῦ καὶ λέγει αύτοϊς: Ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀπαντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος
κεράμιον ὕδατος βαστάζων ἀκολουθήσατε αυτώ, καὶ ὅπου ἐὰν εἰσέλθη, είπατε το οἰκοδεσπότη ὅτι
ὁ Διδάσκαλος λέγει: Ποῦ έστι το κατάλυμὰ μου ὅπου το πάσχα μετὰ των μαθητῶν μου φάγω; Καὶ
αὐτὸς ὑμῖν δείξει ανώγαιον μέγα έστρωμένον ἕτοιμος ἐκεῖ ἑτοιμάσατε ἡμῖν. Καὶ ἐξῆλθον οἱ
μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ ἦλθον εἰς την πόλιν, καὶ εὗρον καθὼς είπεν αυτοίς, καὶ ήτοίμασαν το πάσχα».
Στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Τὴν πρώτη ἡμέρα της γιορτῆς των Ἀζύμων, τότε ποῦ θυσίαζαν τὸν ἀμνὸ του
Πάσχα, λένε στὸν Ἰησοῦ οἱ μαθητὲς Του: “Πού θέλεις νὰ πᾶμε νὰ σου ἑτοιμάσουμε νὰ φᾶς το
πασχαλινὸ δείπνο;”. Τότε στέλνει δυὸ ἀπὸ τοὺς μαθητὲς Του καὶ τοὺς λέει: “Πηγαίνετε στὴν πόλι,
καὶ θὰ σας συναντήση κάποιος πού μεταφέρει ἕνα σταμνὶ μὲ νερό. Ἀκολουθῆστε τόν. Καὶ ὅπου
μπῆ, νὰ πῆτε στὸν οἰκοδεσπότη, Ὁ Διδάσκαλος ρωτάει: Ποῦ εἶναι το δωμάτιο γιὰ μένα, ὅπου θὰ
φάγω μὲ τοὺς μαθητὲς μου το πασχαλινὸ δεῖπνο;. Καὶ αὐτὸς θὰ σας δείξη ἕνα μεγάλο ανώγειο
στρωμένο, νὰ εἶναι ἕτοιμο. Ἐκεῖ νὰ ἑτοιμάσετε γιὰ μάς”. Ἔφυγαν οἱ μαθητὲς καὶ πῆγαν στὴν πόλι.
Τὰ βρῆκαν ὅπως τους εἶχε πεῖ ὁ Ἰησοῦς. Καὶ ἑτοίμασαν το πασχαλινὸ τραπέζι» (στ. 12-16).
Στὴν περικοπὴ 12-16 περιγράφει την προετοιμασία γιὰ το δεῖπνο του Πάσχα του Ἰησοῦ μὲ τοὺς
μαθητὲς Του. Στὸ κείμενο κρύβονται ἰδέες της χριστολογίας της ἐξουσίας. Ο Ἰησοῦς παρουσιάζεται
ὡς γνώστης ἐκ των προτέρων ὅλων των λεπτομερειῶν της ρυθμίσεως του δείπνου.
Ὅταν λέη ὁ εὐαγγελιστὴς «πρώτη ἡμέρα των ἀζύμων», ἐννοεῖ την ἡμέρα, πού προηγεῖται της
γιορτῆς των Ἀζύμων. Ἡ θυσία του ἀμνοῦ τοποθετεῖται κατὰ την ἡμέρα ποῦ προηγεῖται των Ἀζύμων.
Καὶ τὴν πρώτη ἡμέρα ἀπὸ τὶς ἑπτὰ ἡμέρες, πού διαρκοῦσε ἡ γιορτὴ των Ἀζύμων, την ἡμέρα ποῦ
ἔσφαζαν οἱ Ἰουδαῖοι τὸν πασχάλιο ἀμνό, λένε στὸν Ἰησοῦ οἱ μαθητὲς Του: “Πού θέλεις νὰ πᾶμε καὶ
νὰ ἑτοιμάσουμε γιὰ νὰ φᾶς τὸ πασχαλινὸ δείπνο;”.
Ὁ Χρυσόστομος παρατηρεῖ: «Πρώτην των ἀζύμων τὴν πρὸ των ἀζύμων φησίν. Ειώθασι γὰρ ἀπὸ
της ἑσπέρας ἀεὶ άριθμεϊν την ἡμέραν. Καὶ ταύτης μνημονεύει, καθ' ἣν ἐν τη έσπέρα το Πάσχα
ἔμελλε θύεσθαι. Τη γὰρ πέμπτη του Σαββάτου προσῆλθον» (Ε.Π.Ε. 112,158) Μετάφρασις: «Πρώτη
των ἀζύμων ὀνομάζει την προηγούμενη των ἀζύμων. Διότι συνήθιζαν πάντοτε νὰ ὑπολογίζουν την
ἡμέρα ἀπὸ την προηγουμένη ἑσπέρα. Καὶ ἀναφέρει την ἡμέρα ἐκείνη, κατὰ την ἑσπέρα της ὁποίας
ἐπρόκειτο νὰ θυσιάσουν τον πασχάλιο ἀμνό. Διότι εἶχαν ἔλθει την πέμπτη ἡμέρα της ἑβδομάδας».
Δεδομένου ὅτι ἡ μεταφορὰ του ὕδατος μὲ ὑδρίες ἦταν κυρίως ἔργο των γυναικῶν, θ'
ἀποτελοῦσε εὐδιάκριτο σημεῖο ἡ θέα ἀνδρὸς, ποῦ θὰ ἔφερε ὑδρία. Αὐτὸν θὰ ἀκολουθήσουν οἱ
ἀπεσταλμένοι μαθητὲς μέχρι της οἰκίας. Ἡ οἰκία, στὴν ὁποία ἔλαβε χώρα ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος εἶναι
ἡ οἰκία της μητέρας του Ἰωάννου - Μάρκου, της Μαρίας, ὅπου πιθανὸν γίνονταν καὶ οἱ
συναθροίσεις των πρώτων χριστιανῶν.
Το νόημα της προρρήσεως των στίχων 13-15 δείχνει, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Κύριος των
ἐκτυλισσομένων γεγονότων. Δὲν ἀποτελεῖ θύμα των ἱστορικῶν περιστάσεων, ἀλλὰ τα γνωρίζει ἐκ
των προτέρων καὶ τα ἀποδέχεται ἑκούσια, ἐκπληρώνοντας την οἰκονομία του Θεοῦ Πατέρα. Εἶναι
ὁ «πάσχων δοῦλος του Θεοῦ», ὅπως τὸν περιέγραψε ὁ προφήτης Ησαΐας. Σὲ ὅλη Του τη ζωὴ ὁ
Ἰησοῦς προετοιμάζεται γιὰ το πάθος Του.

Ἕνας θὰ μὲ παραδώση» (στ. 17-20)


Ἡ ἀφήγησις στοὺς στ. 17-21 εἶναι ἔντονα σφραγισμένη ἀπὸ τη χριστολογία του πάθους. Ἡ
βαρυσήμαντη ἀρχικὴ ἀναγγελία («ἀμὴν λέγω ὑμῖν») δημιουργεῖ μία ἀτμόσφαιρα ὀδύνης καὶ
ἐντάσεως. Ἡ τραγικότητα ἀποκτᾶ ἀπροσμέτρητες διαστάσεις μὲ την ἀπίστευτη εἴδησι, ὅτι ἡ
παράδοσις του Ἰησοῦ στοὺς ἐχθροὺς Του θὰ γίνη ἀπὸ ἕνα μαθητὴ! Ἡ πλευρὰ αὐτὴ τονίζεται μὲ τὶς
ἐπαναλήψεις («εἰς ἐξ ὑμῶν...», στ. 18. «εἰς ἐκ των δώδεκα», στ. 20) καὶ μὲ τὶς συνοδευτικὲς
ἐπεξηγήσεις: «Ὁ εσθίων μετ' ἐμοῦ...» (στ. 18) καὶ «ὁ εμβαπτόμενος μετ' ἐμοῦ εἰς τὸ τρυβλίον» (στ.
20). «Καὶ οψίας γενομένης ἔρχεται μετὰ των δώδεκα καὶ ανακειμένων αὐτῶν καὶ έσθιόντων είπεν
ὁ Ἰησοῦς: ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰς ἐξ ὑμῶν παραδώσει μέ, ὁ έσθίων μετ' ἐμοῦ. Οἱ δὲ ἤρξαντο
λυπείσθαι καὶ λέγειν αυτὼ εἰς καθ' εἰς: Μήτι ἐγώ; Καὶ ἄλλος Μήτι ἐγώ; Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς είπεν
αυτοὶς: Εἰς ἐκ των δώδεκα, ὁ εμβαπτόμενος μετ' ἐμοῦ εἰς τὸ τρυβλίον» (στ. 17-20). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὅταν βράδυασε, ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς μὲ τοὺς δώδεκα. Καὶ την ὥρα πού
βρίσκονταν στὸ τραπέζι καὶ ἔτρωγαν, ὁ Ἰησοῦς εἶπε: “Αληθινά σας λέω, ὅτι ἕνας ἀπὸ σας θὰ μὲ
προδώση, κάποιος πού τρώει μαζὶ μου. Οἱ μαθητὲς ἄρχισαν νὰ λυποῦνται καὶ νὰ λένε ὁ ἕνας στὸν
ἄλλον: “Μήπως εἶμαι εγώ;”. Καὶ ἄλλος: “Μήπως εἶμαι εγώ;”. Τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «Ἕνας ἀπὸ
τους δώδεκα, αὐτὸς πού βουτάει το ψωμὶ του στὴν ἴδια πιατέλα μὲ μένα”».
Μὲ τὴν πρόρρησι γιὰ τὸν προδότη ἐπιδιώκεται ἀφ' ἑνὸς μὲν ἡ ἐνίσχυσης της πίστεως των
μαθητῶν, πού ἦταν δυνατὸν νὰ κλονισθῆ ἀπὸ το ἀπροσδόκητο γεγονός, καὶ ὲφ' ἑτέρου ἡ
ὑπογράμμισις της ἀλήθειας, ὅτι ὁ Ἰησοῦς γνωρίζει ἐκ των προτέρων τὶ πρόκειται νὰ συμβῆ καὶ δὲν
αἰφνιδιάζεται ἀπὸ την ἔκβαση των γεγονότων.
Οἱ ἑρμηνευτὲς θεωροῦν αὐτονόητη τη συμμετοχὴ του Ἰούδα στὸ τελευταῖο Δεῖπνο. Πολλὰ
ἐρωτηματικὰ προκαλεῖ το πρόβλημα του Ἰούδα. Ας ξεκινήσουμε ἀπὸ το προτελευταῖο:
Γιατὶ δὲν τὸν συγχώρεσε ὁ Χριστός;
Πρώτον, γιατὶ δὲν τὸ ζητάει ὁ ἴδιος ὁ Ἰούδας... Ὁ Ἰούδας δὲν εἶναι ὅπως ὁ ἄσωτος πού
ἐπιστρέφει. Δὲν εἶναι ὅπως ὁ Ζακχαίος ποῦ σκορπᾶ τα χρήματὰ του στοὺς φτωχοῦς. Δὲν εἶναι ὅπως
ὁ τελώνης, πού στενάζει χτυπώντας το στῆθος. Ὁ Ἰούδας δὲν ἁμάρτησε, ἀλλὰ πρόδωσε! Δὲν
ἔσφαλε σὰν ἄνθρωπος ἁπλῶς. Κλώτσησε τὸν Θεάνθρωπο! Το ἁμάρτημὰ του εἶναι κατ' ἐξοχὴν
Χριστοκεντρικό.
Ναί, λένε μερικοί, ἀλλὰ εἶπε ἕνα ἥμαρτον!» (Ματθ. ζκ' 4). Γιατὶ δὲν συγχωρέθηκε; Σὲ ποιὸν το
εἶπε το ήμαρτον; Ὁ κλέφτης στοὺς κλέφτες! Ὁ ἔνοχος στοὺς συνενόχους! Ὁ σκοτεινιασμένος στοὺς
τυφλωμένους! Δὲν εἶπε στὸν Χριστὸ το “ήμαρτον!”. Ὄχι μόνο διότι στὸν Χριστὸ ἁμάρτησε, ἀλλὰ
καὶ διότι ΜΟΝΟ ὁ Χριστὸς μποροῦσε νὰ τον συγχωρήση.
Μποροῦσε νὰ μετανοήση ὁ Ἰούδας;
Ὄχι! Γιατί; Οἱ ὑμνογράφοι τον παρουσιάζουν ὡς «πωρωμένο»... Ἡ βροχὴ μπορεῖ ν' ἀλλοιώση
καὶ το σίδερο. Το ἔλεος ὅμως του Χριστοῦ δὲν μπορεῖ νὰ διαπεράση καρδιὰ κλειδωμένη μὲ το
λουκέτο της πωρώσεως... Γιατὶ τον χαρακτηρίζουν «α διόρθωτο» οἱ ὑμνογράφοι; Διότι ἦταν κοντὰ
στὸ μεγαλύτερο Διδάσκαλο, καὶ ὅμως ἀποδείχθηκε ἀνεπίδεκτος μαθήσεως καὶ διορθώσεως! Γιατὶ
τὸν λένε «ἅ συνείδητο»; Διότι τόλμησε καὶ πλησίασε το Σῶμα καὶ το Αἷμα του Μυστικοῦ Δείπνου:
«Έδεξιούτο το λυτήριον της ἁμαρτίας σῶμα, ὁ ἀσυνείδητος». Γιατὶ τὸν λένε «δούλον καὶ δόλιον»;
Ἦταν ἐξαρτημένος, ναρκομανὴς της κλεπτομανίας! Ἦταν λάτρης του Μαμμωνὰ! Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ
μετανοήση ὁ λάτρης... Τὸ ὲκ συναρπαγὴς θύμα ἁμαρτωλοῦ πάθους, μετανοεῖ. Ὁ λάτρης δὲν
μετανοεῖ... Θεὸς του το χρῆμα!
Μποροῦσε νὰ μετανοήση ὁ Ἰούδας;
Ὄχι! Ἦταν «δόλιος». Φόρεσε δύο μάσκες. Καὶ ὅποιος φοράει μάσκα ὑποκρισίας, δὲν σώζεται. Ἡ
μία μάσκα της φιλοπτωχείας! Ὁ κλέφτης νοιάζεται γιὰ τοὺς φτωχούς! «Σήμερον ὁ Ἰούδας, τὸ της
φιλοπτωχείας κρύπτει προσωπεῖον». Ἡ ἄλλη μάσκα: Ὁ άσπασμός. Ἀρχηγός, ὁδηγὸς της σπείρας!
Το ἀγκάθι αγκαλιάζει! Τό φίδι δίνει φιλί! «Απέδωκεν ἀσπασμόν, παρέδωκε τὸν Χριστόν».

Καλύτερα νὰ μὴν εἶχε γεννηθῆ (στ. 21)


Πρὸς τὴν καθορισμένη ἀπὸ τον Θεὸ παράδοση του Υἱοῦ του ἀνθρώπου στὸ θάνατο ἀντιτίθεται
ἡ ἀναμένουσα τὸν «ἄνθρωπον ἐκείνον» (Ἰούδα) τιμωρία, γιὰ τὴν ὁποίαν δὲν δίδονται ἐδῶ
ἐξηγήσεις. Ὁ χαρακτηρισμὸς του προδότου ὡς του ἀνθρώπου «ἐκείνου» δημιουργεῖ ἤδη
ἀπόσταση μεταξὺ αὐτοῦ καὶ του κύκλου των λοιπῶν μαθητῶν. Κανένας άσφαλὼς ἀπὸ τους ἄλλους
μαθητὲς δὲν θὰ ἤθελε νὰ εἶναι «ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος». Καὶ γι' αὐτὸ συζητοῦν μεταξὺ τους κατὰ την
παράλληλη διήγηση του Λουκᾶ, το «τὶς ἄρα είη ἐξ αὐτῶν καὶ τοῦτο μέλλων πράσσειν;» (βκ' 23). Ὁ
Ἰησοῦς θλίβεται γιατὶ ἀναγκάζεται νὰ πῆ ἕνα λόγο, ποῦ δὲν τὸν εἶπε γιὰ ἄλλον ἄνθρωπο: «Ὁ μὲν
υἱὸς του ἀνθρώπου ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπων εκείνω, δι' οὐ ὁ
υἱὸς του ἀνθρώπου παραδίδοται καλὸν ἣν αυτὼ ἔι οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος» (στ. 17-20).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «“Ο Υἱὸς του ἀνθρώπου βέβαια βαδίζει πρὸς τὸ θάνατο, καθὼς εἶναι
γραμμένο γι' Αὐτόν. 'Αλλοίμονο ὅμως στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, ποῦ θὰ προδώση τον Υἱὸ του
ἀνθρώπου. Θὰ ἦταν καλύτερο γι' αὐτὸν νὰ μὴν εἶχε γεννηθή”».
Τὸ ρῆμα «ὑπάγει» χρησιμοποιεῖται μὲ τη γενικὴ ἔννοια του «παραδίδοται» του ἴδιου στίχου,
του «παθεὶν καὶ άποκτανθήναι» (ἡ' 31). Ἔχει σημασία, ὅτι το πάθος του Μεσσία συνδέεται μὲ τη
Γραφὴ. Δηλαδὴ τοποθετεῖται σ' ἕνα πλαίσιο θεϊκοῦ προφητευμένου στοιχείου.
Το θέμα εἶναι πού «ὑπάγει» ὁ προδότης Ἰούδας; Γιατὶ τὸν λένε «προδότη»; Παρέμεινε το
τραγικότερο πρόσωπο προδοσίας. «Σχήματι μὲν ὢν μαθητής, πράγματι δὲ παρὼν φονευτής».
Δύο ἐρωτήματα:
– Το πρῶτο: Ὁ Ἰούδας φταίει γιὰ τὴ Σταύρωση του Χριστοῦ; Ἀπαντᾶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σ'
αὐτὸ πού «πιπιλίζουν» συνήθως ὅσοι ζητᾶνε νὰ λύσουν το πρόβλημα του «προορισμοῦ». Τὶ φταίει
ὁ Ἰούδας, ἀφοῦ δὲν μποροῦσε νὰ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ το «πεπρωμένο»; Λέει ὁ ἱερὸς Πατὴρ: «Ἀλλ' έρεὶ
τὶς: Καὶ μὴν εἰ γέγραπται παθεὶν αὐτὸν ταῦτα, διατὶ ἐγκαλεῖται Ἰούδας; Τὰ γὰρ γεγραμμένα
εποίησεν. Ἀλλ' οὐ ταύτη τη γνώμη, ἀλλὰ διὰ πονηρίαν. Ἔι δὲ μὴ τὸν σκοπὸν εξετάζοις, καὶ τὸν
διάβολον ἀπαλλάξεις των ἐγκλημάτων. 'Ἀλλ' οὐκ έστι ταῦτα, οὺκ έστι. Μυρίων γὰρ ἄξιοι κολάσεων
καὶ οὗτος κάκείνος, ἔι καὶ ἡ οἰκουμένη ἐσώθη. Ούδὲ γὰρ ἤ προδοσία του Ἰούδα την σωτηρίαν ἡμῖν
ειργάσατο, ἀλλ' ἤ του Χριστοῦ σοφία, καὶ της αὐτοῦ ευμηχανίας το εὔπορον, τοῖς ἑτέρων πονηρίαις
εἰς τὸ ἡμῖν συμφέρον αποχρωμένου» (Ε.Π.Ε. 12,166). Μετάφρασις: «Θὰ ρωτήση κάποιος: Ἐφ' ὅσον
ἦταν γραμμένο νὰ τὰ πάθη αὐτὰ ὁ Χριστός, γιατὶ κατηγορεῖται ὁ Ἰούδας; Ἀφοῦ ἔκανε όσαν ἦσαν
προγεγραμμένα! Δὲν τὰ ἔκανε ὅμως μὲ τη σκέψη αὐτὴ, ἀλλὰ μὲ πονηρία. Ἄν δὲν λαμβάνης ὑπ' ὄψι
το σκοπό, τότε θὰ ἀπαλλάξης καὶ το διάβολο ἀπὸ τα ἐγκλήματα. Δὲν εἶναι ὅμως ἔτσι. Διότι καὶ ὁ
Διάβολος καὶ ὁ Ἰούδας εἶναι ἄξιοι ἀπείρων τιμωριῶν, ἂν καὶ μὲ τὸ Σταυρὸ σώθηκε ἡ οἰκουμένη.
Δὲν μᾶς ἔφερε τη σωτηρία ἡ προδοσία του Ἰούδα, ἀλλ' ἡ σοφία του Χριστοῦ καὶ ἤ ἄπειρη ἱκανότητὰ
Του, νὰ χρησιμοποιεί τὶς πονηρίες των ἄλλων πρὸς το δικὸ μας συμφέρον».
– Το δεύτερο: Γιατὶ ὁ Κύριος το μοναδικὸ λόγο εἶπε γιὰ τον Ἰούδα; «Καὶ ὁ μὲν υἱὸς του ἀνθρώπου
ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπων εκείνω δι' οὐ ὁ υἱὸς του ἀνθρώπου
παραδίδοται καλὸν ἣν αυτὼ ἔι οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος» (Ματθ. στκ' 24).
Γιὰ ἄλλον, δὲν εἶπε ποτὲ ὁ Χριστὸς το λόγο αὐτό. Δὲν εἶπε π.χ. “Καλύτερα νὰ μὴ γεννιόταν ὁ
Σαύλος!”. Διότι ὁ Σαύλος εἶχε τη δυνατότητα νὰ γίνη «πρώην διώκτης». “Ο Ἰούδας δὲν εἶχε τη
δυνατότητα νὰ γίνη «πρώην προδότης»... Μὲ τὸ πωρωμένο του πάθος εἶχε πάει πλέον στὸν
«ἀγύριστο»!
Ας φοβηθοῦμε! Όλοι μποροῦμε νὰ γίνουμε πρώην ἁμαρτωλοὶ καὶ τώρα δοσμένοι στὴν ἀγάπη
Σου Χριστέ. Κι ἂν Σὲ ξεχάσαμε, κι ἂν Σὲ ἀρνηθήκαμε, κι ἂν Σὲ προδώσαμε, συγχώρεσὲ μας Κύριε!

Προσφορὰ του Σώματος (στ. 22-23)


Οἱ ὑμνογράφοι χαρακτηρίζουν τον Ἰούδα καὶ ὡς αξιοκατάκριτο, γιὰ το λόγο ὅτι ὁ Κύριος τὸν
δέχθηκε ὡς «ὁμοτράπεζο» (Χρυσόστομος). Καὶ δὲν τὸν στέρησε της κοινωνίας «του ἄρτου καὶ του
ποτηρίου», ἔτσι ὥστε καὶ ὁ προδότης νὰ μπορῶ νὰ μετάσχη «της αἰωνίου ζωῆς». Αὐτὴ ἡ ἄποψις
απηχείται καὶ στὴν ὑμνολογία της Μεγάλης Ἑβδομάδας. «Ποῖος σὲ τρόπος, Ἰούδα, προδότης του
Σωτῆρος ειργάσατο; Μὴ του χοροῦ των ἀποστόλων ἐχώρισε; Μή, συνδειπνήσας ἐκείνους, σὲ της
τραπέζης απώσατο;...» (Μεγ. Πέμπτη). Ὁ εὐαγγελιστὴς συνεχίζει την ἱστορία του Πάθους μὲ τη θεία
εὐχαριστία στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. «Καὶ έσθιόντων αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς ἄρτον εὐλογήσας ἔκλασε
καὶ έδωκεν αὐτοὺς καὶ εἶπε: Λάβετε φάγετε' τοῦτὸ έστι το σῶμα μου. Καὶ λαβὼν το ποτήριον
εὐχαριστήσας έδωκεν αυτοίς, καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες» (στ. 22-23). 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἐνῶ ἔτρωγαν, ὁ Ἰησοῦς πῆρε το ψωμί, το εὐλόγησε, το ἔκοψε κομμάτια καὶ
ἔδωσε στοὺς μαθητὲς λέγοντας: “Λάβετε καὶ φάγετε, αὐτὸ εἶναι το σῶμα μου”. Ύστερα πῆρε το
ποτήρι, καὶ ἀφοῦ εἶπε εὐχαριστήρια προσευχή, τοὺς τὸ ἔδωσε καὶ ἤπιαν ἀπ' αὐτὸ ὅλοι».
Στοὺς στ. 22-25 ἐξιστορεῖται το κεντρικὸ γεγονὸς του Μυστικοῦ Δείπνου, δηλαδή, ἡ παράδοσις
της θείας Εὐχαριστίας. Ἡ ἀφήγησις εἶναι ἐξαιρετικὰ πυκνή. Περιορίζεται στὰ ἐντελῶς ἀπαραίτητα
καὶ χρησιμοποιεῖ γλώσσα ιεροτελεστική. Οἱ κύριες ἰδέες ἀπὸ πλευρὰς χριστολογίας του πάθους
εἶναι οἱ ἑξῆς:
α. Ἡ ἰδέα του μαρτυρικοῦ θανάτου. Το πάθος του Ἰησοῦ εἶναι αἱματηρό, εἶναι θυσία μαρτυρικὴ
βαμμένη στὸ αἷμα Του (στ. 24).
β. Ἡ ἰδέα του θανάτου ὑπὲρ των ἀνθρώπων. Ἡ σπουδαιότατη σωτηριολογικὴ αὐτὴ ἄποψις
ἐκφράζεται στὴ μοναδικὴ φράση «τοῦτὸ έστι το αἷμα μου το περὶ πολλῶν εκχυνόμενον...». Τὸ
«περὶ πολλῶν» ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ «ὑπὲρ ὅλων» (ἰδὲ καὶ Μάρκ. ι' 45).
γ. Ἡ ἰδέα της Νέας Διαθήκης. Στὴ φράση «τὸ της καινῆς διαθήκης» συναντᾶται ἡ χριστολογικὴ
ἀντίληψις, ὅτι το πάθος του Χριστοῦ εἶναι ἡ μοναδικὴ βάσις, πάνω στὴν ὁποία στηρίζεται ἡ νέα
διαθήκη, δηλαδή, ἡ συμφωνία του Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Το πάθος μὲ τὸ νὰ γίνη βάσις καὶ
ἐγγύησις της νέας διαθήκης, καθιερώνει μία καινούργια σχέση ἀγάπης, φιλίας καὶ οἰκειότητας
μεταξὺ του Θεοῦ καὶ του νέου λαοῦ Του.
δ. Ἡ ἰδέα της λειτουργικῆς συνέχειας του πάθους. Ἡ ἵδρυσης της θείας Εὐχαριστίας δίνει τη
δυνατότητα στὴ θυσία του Χριστοῦ νὰ ἔχη μιὰ πραγματικὴ συνέχεια σὲ λειτουργικὸ ἐπίπεδο στὴ
ζωὴ της Ἐκκλησίας. Χάρις στὴ θεία Εὐχαριστία, πού ἀρχίζει λειτουργικὰ μὲ τὸ Μάρκ. ιδ' 22-25, το
πάθος επικαιροποιείται οὐσιαστικὰ καὶ τέλεια σὲ κάθε τέλεση του μυστηρίου.

Προσφορὰ του Αἵματος (στ. 24-25)


Παραμένει ἡ θεία Εὐχαριστία ἐνεργὸ καὶ ἄμεσο γεγονός, στὸ ὁποῖο μποροῦν νὰ ἔχουν
πρόσβαση μέσω της λατρείας, ὅλες οἱ γενεὲς των πιστῶν του παρόντος καὶ του μέλλοντος. Ἡ εἰκόνα
της πόσεως «ἐκ τοῦ γεννήματος της ἀμπέλου... καινοῦ ἐν τη βασιλεία του Θεοῦ» ὑποβάλλει
έντονώτατα την ἰδέα του θριάμβου, της ἀγαλλιάσεως καὶ της δυνάμεως. «Καὶ είπεν αυτοὶς: Τοῦτὸ
έστι το αἷμα μου τὸ της καινῆς διαθήκης το περὶ πολλῶν εκχυνόμενον. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐκέτι
οὐ μὴ πίω ὲκ τοῦ γεννήματος της ἀμπέλου ἕως της ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν αὐτὸ πίνω καινὸν ἐν τη
βασιλεία του Θεοῦ» (στ. 2425). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Στὴ συνέχεια τους εἶπε: “Αυτό εἶναι
το Αἷμὰ μου, πού ἐπισφραγίζει τη νέα διαθήκη καὶ χύνεται γιὰ χάρι ὅλων. Σας βεβαιώνω, πὼς δὲν
θὰ πιῶ πλέον ἀπὸ το προϊὸν του ἀμπελιοῦ ὼς την ἡμέρα ἐκείνη ποῦ θὰ τὸ πίνω καινούργιο στὴ
βασιλεία του Θεού”».
Ἡ κλάσεις καὶ ἡ διανομὴ του ἄρτου δὲν θὰ πρέπη νὰ ἐντυπωσίασαν τους μαθητές, γιατὶ
γνώριζαν, ὅτι αὐτὰ ἀποτελοῦσαν βασικὰ στοιχεῖα του τυπικοῦ του Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα. Ἐκεῖνο πού
προξένησε αἴσθηση εἶναι ἡ ἑρμηνεία, πού δίνει ὁ Ἰησοῦς στὸν ἄρτο: «Τοῦτὸ έστι το σῶμα μου».
Στὰ συστατικὰ αὐτὰ λόγια του μυστηρίου της θείας Εὐχαριστίας ἐπισημαίνουμε:
α. Γιὰ τὸν προσφερόμενο στοὺς μαθητὲς Ἄρτο δὲν λέγεται, ὅτι συμβολίζει, ἀλλὰ «τοῦτὸ έστι».
Δὲν πρόκειται γιὰ μία μυστικὴ παρουσία του Χριστοῦ, ἀλλὰ γιὰ μυστηριακὴ μετουσίωσι του ἄρτου
καὶ του οἴνου σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ.
β. Στὸ «περὶ πολλῶν εκχυνόμενον» ἀναγνωρίζουμε την προσφορὰ γιὰ ὅλους.
γ. Ο ἐνεστὼς της μετοχῆς «έκχυνόμενον» σημαίνει, ὅτι ἡ θυσία του Σταυροῦ ἀποτελεῖ πρᾶξι
συνεχῶς καὶ αναιμάκτως συντελουμένη στὴν Ἐκκλησία.
Ἡ σκέψις του Ἰησοῦ εἶναι στραμμένη πρὸς τὴν ἐρχομένη βασιλεία του Θεοῦ. Οἱ λόγοι Του
«ούκέτι οὐ μὴ πίω ἐκ του γεννήματος της ἀμπέλου.... ἐν τη βασιλεία του Θεοῦ», δὲν ἔχουν
ἀκαθόριστη έσχατολογικὴ ἔννοια, ἀλλ' ἔχουν συγκεκριμένη εκκλησιολογικὴ ἔννοια.
Ἀληθινὰ σας λέω, δὲν θὰ πιῶ πλέον ἀπὸ το προϊὸν αὐτὸ της ἀμπέλου, μέχρι τη μέρα ἐκείνη τη
μεγάλη, ποῦ μὲ εὐφροσύνη θὰ τὸ πίνω καινούργιο καὶ πολὺ πιὸ χαρμόσυνο στὴ βασιλεία του Θεοῦ.
Ο Μυστικὸς αὐτὸς Δεῖπνος δηλαδὴ εἶναι πρόγευσις της τέλειας κοινωνίας καὶ ἑνώσεὼς μας, ποῦ
θὰ πραγματοποιηθῆ μέσα σὲ ἀτελεύτητη χαρὰ στὴν οὐράνια βασιλεία του Θεοῦ.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἐπειδὴ περὶ πάθους αὐτοὺς καὶ σταυροῦ διελέχθη, καὶ τὸν περὶ της
ἀναστάσεως πάλιν εἰσάγει λόγον, βασιλείας εἰς μέσον αναμνήσας, καὶ τὴν άνάστασιν οὕτω τὴν
έαυτοὺ καλέσας. Καὶ τίνος ἕνεκεν άναστὰς έπιεν; Ἴνα μὴ νομίσωσιν οἱ παχύτεροι φαντασίαν εἶναι
την ἀνάστασιν. Του γὰρ αναστήναι τοῦτο τεκμήριον ἐτίθεντο οἱ πολλοί. Διὸ καὶ οἱ ἀπόστολοι
πείθοντες αὐτοὺς περὶ ἀναστάσεως, τοῦτο ἔλεγον “οίτινες συνεφάγομεν καὶ συνεπίομεν αυτώ”
(Πράξ. ι' 41). Δηλῶν τοίνυν, ὅτι αὐτὸν ὄψονται αναστάντα λαμπρώς, καὶ μετ' αὐτὸν έσται πάλιν,
καὶ αὐτοὶ μαρτυρήσουσι τοῖς γινομένοις καὶ δι' ὄψεως καὶ διὰ πραγμάτων, φησίν, ἕως ἂν αὐτὸ πίω
καινὸν μεθ' υμών”, ὑμῶν μαρτυρούντων. Ὑμεῖς γὰρ μὲ όψεσθε αναστάντα» (Ε.Π.Ε. 12,196-198).
Μετάφρασις: «Ἐπειδὴ τοὺς μίλησε περὶ του πάθους καὶ της σταυρώσεως, κάνει λόγο πάλι περὶ της
ἀναστάσεως. Ὑπέμνησε ἐνδιαμέσως τη βασιλεία καὶ ὑπαινίχθηκε ἔτσι την ἀνάστασὴ Του. Καὶ γιατὶ
ἤπιε ὅταν ἀναστήθηκε; Γιὰ νὰ μὴ νομίσουν οἱ ἀνόητοι, ὅτι ἡ ἀνάστασις εἶναι κάτι το φανταστικό.
Διότι ὁ κοινὸς λαὸς τὸ θεωρεῖ αὐτὸ ἀπόδειξη της ἀναστάσεως. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἀπόστολοι στὴν
προσπάθειὰ τους νὰ τοὺς πείσουν περὶ της ἀναστάσεως, ἔλεγαν τοῦτο: “Εμείς, ποῦ φάγαμε καὶ
ἤπιαμε μαζὶ Του”. Γιὰ νὰ δηλώση, ὅτι θὰ Τὸν δοῦν ἀναστημένο μεγαλοπρεπῶς καὶ θὰ εἶναι καὶ
πάλι μαζὶ τους καὶ ὅτι αὐτοὶ θὰ γίνουν μάρτυρες ὅσων συμβαίνουν καὶ μὲ τὰ μάτια τους καὶ ἐκ των
πραγμάτων, λέει: “Μέχρις ὅτου θὰ τὸ πίνω μαζὶ μὲ σάς”, οἱ ὁποῖοι θὰ εἶστε μάρτυρες. Διότι ἐσεῖς
θὰ μὲ δῆτε ἀναστημένο».
Στοὺς στ. 22-25 ὁ Χριστὸς προσφέρει το Σῶμα καὶ το Αἷμα Του πρὸς κοινωνία μιὰ κοινωνία, πού
θὰ μεταγγίση στοὺς μετόχους ὅλη τη χάρι καὶ ὅλα τα θαυμαστὰ καὶ μοναδικὰ δῶρα, ποῦ πηγάζουν
ἀπὸ το Πάθος.
Γίνεται συζήτησις ὡς πρὸς τὸ χρόνο κατὰ τον ὁποῖον ἔγινε ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος καὶ ὡς πρὸς τὸν
πασχάλιο ἤ ὄχι χαρακτήρα του. Ἡ Ὀρθόδοξη λειτουργικὴ καὶ θεολογικὴ παράδοσις δέχεται την
Ιωάννεια χρονολογία του Δείπνου. Δέχεται, δηλαδή, ὅτι αὐτὸ ἔλαβε χώρα την παραμονὴ του
Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα. Γι' αὐτὸ ἄλλωστε χρησιμοποιεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιὰ την τέλεση του
μυστηρίου της θείας Εὐχαριστίας ἔνζυμο ἄρτο (Ιωάν. ιγ' 29. ιη' 28, ιθ' 31).
Ὁ ρητὸς χαρακτηρισμὸς του Δείπνου ἀπὸ τους συνοπτικοὺς εὐαγγελιστὲς ὡς «πάσχα» («φαγεὶν
το πάσχα», «ήτοίμασαν το πάσχα») φανερώνει, ὅτι το Δεῖπνο αὐτὸ ἦταν πασχάλιο. Τὸ γεγονός, ὅτι
δὲν γίνεται λόγος γιὰ ἀμνὸ ἐξηγεῖται ἀπὸ το ὅτι τη θέση του Ἀμνοῦ την ἔχει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, πού
ἔμελλε σὲ λίγο νὰ παραδοθῆ στὴ σφαγὴ.

27 καὶλέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι πάντες σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ· ὅτι
γέγραπται, πατάξω τὸν ποιμένα καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα· 28 ἀλλὰ μετὰ τὸ ἐγερθῆναί
με προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν. 29 ὁ δὲ Πέτρος ἔφη αὐτῷ· καὶ εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται, ἀλλ᾿
οὐκ ἐγώ. 30 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι ὅτι σὺ σήμερον ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ πρὶν ἢ δὶς
ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με. 31 ὁ δὲ Πέτρος ἐκ περισσοῦ ἔλεγε μᾶλλον· ἐάν με δέῃ
συναποθανεῖν σοι, οὐ μή σε ἀπαρνήσομαι. ὡσαύτως δὲ καὶ πάντες ἔλεγον.

Θὰ σκορπισθοῦν οἱ μαθητὲς (στ. 26)


Μὲ τὴν ἀρχὴ του Πάθους του Ἰησοῦ, του Θεανθρώπου, βλέπουμε καὶ περιστατικὰ της
ἀδυναμίας ανθρώπων, ποῦ ἦσαν κοντὰ Του. Οἱ μαθητές, εἴτε διότι δὲν εἶχαν ἀκόμη συλλάβει το
μυστήριο του σωτηριώδους Πάθους, εἴτε διότι δὲν εἶχαν ἀκόμη ἀποκτήσει τη δύναμη του Αγίου
Πνεύματος, εἴτε διότι «πρόσγεια» φρονοῦσαν, εἴτε διότι στηρίζονταν ἀκόμα στὶς δικὲς τους
δυνάμεις, εἴτε διότι δὲν εἶχαν ἀφεθῆ πλήρως στὸ θέλημα του Θεοῦ, ποῦ περνοῦσε ὁπωσδήποτε
ἀπὸ το Σταυρὸ γιὰ νὰ ὁδηγηθῆ στὴν Ἀνάστασι, προέβαιναν σὲ ἐνέργειες, ποῦ σωστὰ ἔχουν
χαρακτηρισθῆ «πάθος πρὶν ἀπὸ το Πάθος». Ὁ Χριστὸς ἤδη ἔζησε την προδοσία του Ἰούδα. Τώρα
προφητεύει τη στάσι των λοιπῶν μαθητῶν. Δὲν θὰ εἶναι στάσις προδοσίας, θὰ εἶναι ὅμως στάσις
δειλίας καὶ ἐγκαταλείψεως: «Καὶ λέγει αυτοὶς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντες σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ ἐν τη
νυκτὶ ταύτη: ὅτι γέγραπται, Πατάξω τὸν ποιμένα καὶ διασκορπισθήσονται τα πρόβατα. Ἀλλὰ μετὰ
το εγερθήναι μὲ προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν» (στ. 26-28). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ
λέει ὁ Ἰησοῦς στοὺς μαθητὲς: Όλοι θὰ κλονισθῆτε ἀπέναντὶ μου αὐτὴ τη νύκτα. Γι' αὐτὸ εἶναι
γραμμένο: Θὰ σκοτώσω τὸ βοσκὸ καὶ θὰ διασκορπιστοῦν τα πρόβατα. Μετὰ την ἀνάστασὴ μου
ὅμως θὰ σας περιμένω καὶ θὰ συναντηθοῦμε στὴ Γαλιλαία”».
Στοὺς στίχους 26-31 ἡ ἀφήγησις προχωρεῖ σὲ δύο στάδια.
Στὸ πρῶτο κυριαρχεῖ ἡ προφητεία του Ζαχαρία: «Πατάξω τον ποιμένα καὶ τα πρόβατα
διασκορπισθήσονται» (Ζαχ. ιγ' 7). Ἡ ἄμεση ἐφαρμογὴ της προφητείας στὸν Ἰησοῦ δημιουργεῖ μιὰ
εἰκόνα πάθους καὶ ὀδύνης. Ἡ εἰκόνα διευρύνεται γιὰ νὰ συμπεριλάβη καὶ τοὺς μαθητὲς
(«πρόβατα»), ποῦ θὰ ὑποστοῦν τὶς συνέπειες ἀπὸ το πλῆγμα του ποιμένος - Μεσσία. Τὸ ἄλγος του
πάθους φανερώνεται εντονότερα στὴ γεμάτη θλῖψι δήλωση του Ἰησοῦ: «Πάντες
σκανδαλισθήσονται ἐν ἐμοί».
Οἱ μαθητές, ποῦ σὲ παραπάνω κείμενο του εὐαγγελίου βλέπουμε νὰ στέλνονται ἀπὸ τὸν Κύριο
καὶ μέσα στὴ γενικὴ καταστροφὴ των Ἱεροσολύμων νὰ κηρύξουν το εὐαγγέλιο παντοῦ καὶ θὰ
πετύχουν ὡς κήρυκες του νέου κόσμου, αὐτοὶ τώρα πού ὁ Ἰησοῦς ἑτοιμάζεται γιὰ τη μεγάλη Θυσία,
θὰ Τὸν ἐγκαταλείψουν. Σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Διδάσκει ειδέναι, τίνες μὲν πρὸ του
σταυροῦ οἱ μαθηταί, τίνες δὲ μετὰ τον σταυρόν. Καὶ γὰρ σταυρουμένου μηδὲ στήναι δυνάμενοι,
οὗτοι μετὰ θάνατον σφοδροὶ καὶ ἀδάμαντος ἰσχυρότεροι. Καὶ τοῦτο δὲ αὐτὸ ἀπόδειξις του
θανάτου, ἡ φυγὴ των μαθητῶν καὶ ἡ δειλία» (Ε.Π.Ε. 12,200). Μετάφρασις: «Μὲ ὅσα πρὸ του
Πάθους ὁ Ἰησοῦς λέει στοὺς μαθητὲς Του, τοὺς διδάσκει νὰ ξέρουν ποιοὶ εἶναι πρὶν ἀπὸ τη
σταύρωσι οἱ μαθητὲς Του, καὶ ποιοὶ θὰ γίνουν μετὰ τη σταύρωσι. Ἐκεῖνοι, ποῦ ὅταν σταυρωνόταν,
δὲν μποροῦσαν οὔτε νὰ σταθοῦν καὶ νὰ συμπαρασταθοῦν, αὐτοὶ οἱ ἴδιοι μετὰ το θάνατὸ Του θὰ
γίνουν ὁρμητικοὶ καὶ ἰσχυρότεροι ἀπὸ διαμάντι! Αὐτὸ δὲ τοῦτο το γεγονὸς της φυγῆς των μαθητῶν
καὶ της δειλίας τους ἀποτελεῖ ἀπόδειξη της αληθινότητας του θανάτου Του».
Οἱ ἴδιοι άνθρωπάκια (μὲ ἀγάπη ὅμως στὸν Ἰησοῦ!), πρὶν ἀπὸ το φρικτὸ Σταυρὸ καὶ την ἔνδοξη
Ἀνάστασι. Οἱ ἴδιοι ὄχι ἁπλῶς λιονταράκια, ἀλλὰ «λέοντες πῦρ πνέοντες» μετὰ την Ἀνάσταση καὶ
την Πεντηκοστή. Νὰ γιατὶ θὰ παραμένη ὡς το μεγαλύτερο καὶ πλέον ἀδιαμφισβήτητο θαῦμα ἡ
ἀλλαγὴ των Ἀποστόλων.
Μιὰ μηχανή, ὅσο ὡραία καὶ ἂν εἶναι, παραμένει ανενέργητη, ἂν δὲν συνδεθῆ μὲ τὸ ρεῦμα. Ἡ
σύνδεσὶς της μὲ το ρεῦμα την καθιστὰ ἐνεργὸ καὶ σφόδρα ἀποδοτική. Οἱ ἀπόστολοι βέβαια δὲν
ἦσαν πάντοτε χωρὶς ρεῦμα. Τοὺς χορηγοῦσε ὁ Χριστὸς δύναμι, ὥστε τελοῦσαν καὶ σημεῖα μεγάλα.
Ἀλλ' ἦσαν «μηχανὲς» μὲ κατὰ καιρούς... διακοπὴ ρεύματος!
Ἀξιοθαύμαστοι ἅγιοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ μὲ πολλὲς ἀδυναμίες. Όταν μέσα τους πέρασε το ρεῦμα
«ὑψηλῆς τάσεως», τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο («λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος του Ἁγίου Πνεύματος ἐφ'
ὑμᾶς»), τότε μετεβλήθησαν πλήρως. Ἔγιναν πυρφόροι καὶ ἀνίκητοι μεταμορφωτὲς της οἰκουμένης.
Ἡ ἐγκατάλειψις του Ἰησοῦ δὲν ἦταν στὴν πρόθεσὴ τους. Ἦταν δεῖγμα της ἀνθρωπίνης
ἀδυναμίας, πού μάλιστα γίνεται μεγαλύτερη ὅταν θελήση νὰ στηριχθῆ στὴ «δύναμι» του ἐγώ!
Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς:
Όλοι θὰ κλονισθῆτε στὴν πίστι σὲ μένα τη νύχτα αὐτὴ. "Ἔχει γραφὴ ἀπὸ τον Ζαχαρία τὸν
προφήτη: Θὰ ἐπιτρέψω, ἐγὼ ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, νὰ χτυπηθῆ καὶ νὰ θανατωθῆ ὁ ποιμένας, δηλαδὴ
ὁ Χριστός, καὶ θὰ σκορπίσουν τα πρόβατα του κοπαδιοῦ, δηλαδὴ οἱ μαθητὲς μου. Mά σὰν
ἀναστηθῶ, θὰ σας περιμένω στὴ Γαλιλαία, ὅπου θὰ πάω πρὶν ἀπὸ σας.
Ἡ πρόγνωσης του Κυρίου, ὀδυνηρὰ ἐκπληκτική, ὅταν σκεφθῆ κανεὶς ὅτι το σκόρπισμα θὰ γίνη
καὶ ἄρνησις στὴν περίπτωση του Πέτρου. Ἡ ἴδια ὅμως πρόγνωσης εἶναι καὶ θριαμβευτικὰ
ἐκπληκτικὴ στὴν περίπτωση του στ. 28: «Ἀλλὰ μετὰ το εγερθήναι μὲ προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν
Γαλιλαίαν». Ἐδῶ προαναγγέλλεται ἡ ἀνάστασις. Τὸ ἀκόμα σπουδαιότερο εἶναι, ὅτι το ρημα της
ἀναστάσεως ἀπαντᾶ σὲ χρόνο παρωχημένο, σὰν νὰ πρόκηται γιὰ κάτι τετελεσμένο!

Ὁ Πέτρος θὰ Τον άρνηθὴ (στ. 29-31)


Ὁ Πέτρος μένει πάντα στὶς πρῶτες σκηνὲς της προρρήσεως του Ἰησοῦ. Σὰν νὰ σταματάη το
μυαλὸ του καὶ νὰ μὴ μπορῆ ἤ νὰ μὴ θέλη νὰ στηριχθῆ στὴν τελευταία σκηνὴ της προρρήσεως, ποῦ
εἶναι ἡ χαρούμενη, ἡ θριαμβευτική, ἡ ἔνδοξη: Ἡ Ἀνάστασις. Το ἴδιο εἶχε κάνει καὶ ὅταν παλαιότερα
προεῖπε ὁ Ἰησοῦς το θάνατο καὶ την ἀνάστασὴ Του. Ὁ Πέτρος κόλλησε στὸ «αποκτανθήναι». Σὰν
νὰ μὴν ἄκουσε τὸ «καὶ τη τρίτη ἡμέρα εγερθήναι» (Ματθ. ιστ' 22. Μάρκ. ἡ' 33. Λουκ. θ' 22). Ἔτσι
καὶ δῶ, δὲν προσέχει το «έγερθήναι». Προτρέχει καὶ μὲ ἕνα ἐπιπόλαιο ἐνθουσιασμό,
χαρακτηριστικὸ του πρὸ της Πεντηκοστῆς Πέτρου, ἀντιδρᾶ! Βεβαιώνει, ὅτι αὐτὸς δὲν πρόκειται νὰ
Τὸν ἐγκαταλείψη. «Ὁ δὲ Πέτρος ἔφη αυτω Καὶ ἔι πάντες σκανδαλισθήσονται, ἀλλ' οὐκ ἐγώ. Καὶ
λέγει αυτὼ ὁ Ἰησοῦς: Ἀμὴν λέγω σόι ὅτι σὺ σήμερον ὲν τη νυκτὶ ταύτη πρὶν ἤ δὶς ἀλέκτορα φωνῆσαι
τρὶς απαρνήση μέ. Ὁ δὲ Πέτρος ἐκ περισσοῦ ἔλεγε μᾶλλον: Ἐὰν μὲ δέη συναποθανεὶν σόι, οὐ μὴ σὲ
απαρνήσομαι. Ὡσαύτως δὲ καὶ πάντες ἔλεγον» (στ. 29-31). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Τότε ὁ
Πέτρος εἶπε στὸν Ἰησοῦ: “Κι ἂν ὅλοι χάσουν την ἐμπιστοσύνη τους σὲ σένα, ἐγὼ ὅμως όχι”. Τότε
του λέει ὁ Ἰησοῦς: “Αληθινά σου λέω, ὅτι ἐσὺ σήμερα, αὐτὴ τη νύκτα, προτοῦ νὰ λαλήση ὁ πετεινὸς
δύο φορές, θὰ μὲ ἀπαρνηθῆς τρεῖς φορές”. Ἀλλ' ὁ Πέτρος έντονότερα ἐπέμενε: “Καί ἂν χρειασθῆ
νὰ πεθάνω μαζὶ Σου, δὲν θὰ Σὲ απαρνηθώ”. Το ἴδιο εἶπαν καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι (μαθητές)».
Στὸ δεύτερο στάδιο ἡ ἀφήγησις προχωρεῖ σὲ μιὰ αὔξησι της βαθύτατης θλίψεως του Χριστοῦ.
Αἰτία αὐτῆς εἶναι ἡ πρόγνωσις της τριπλῆς ἀρνήσεως του Πέτρου (στ. 3). “Ο κορυφαῖος μαθητὴς
δὲν θὰ Τὸν ἐγκαταλείψη ἁπλῶς τον Ἰησοῦ ὅπως οἱ ἄλλοι μαθητές, ἀλλὰ θὰ Τὸν ἀπαρνηθῆ, καὶ
μάλιστα κατ' ἐπανάληψιν. Το γεγονὸς εἶναι τόσο συγκλονιστικό, ὥστε το ἀναφέρουν ὅλοι οἱ
εὐαγγελιστὲς (Ματθ. τσκ' 33-35. Λουκ. βκ' 31-34. Ιωάν. ιγ' 36-38). Καὶ γίνεται ἀκόμα πιὸ
συγκλονιστικὸ μὲ τὶς διαβεβαιώσεις καὶ των ἄλλων μαθητῶν: «Ὡσαύτως καὶ πάντες ἔλεγον» (στ.
31).
Ὁ Πέτρος, πάντα θερμόαιμος καὶ αὐθόρμητος, εἶπε μ' αὐτοπεποίθησι στὸν Ἰησοῦ: Κύριε, κι ἂν
ὅλοι οἱ ἄλλοι κλονιστοῦν σὲ Σένα, νὰ ξέρης πὼς ἐγὼ εἶμαι πάντα ἐδῶ. Ἐγώ, Δάσκαλὲ μου καλέ, δὲν
θὰ κλονιστῶ στὸ πρόσωπὸ Σου. –Τόν κοιτάζει μὲ τὸ έρευνητικὸ καὶ καρδιοσκοπικὸ Του βλέμμα ὁ
Ἰησοῦς. Καὶ μετὰ λίγη σιγὴ του ἀποκρίνεται: Μ' ἀναγκάζεις νὰ στὸ πῶ. Κι ἀληθινὰ στὸ λέω, πὼς τη
νύχτα τούτη σὺ ποῦ μὲ τόση πεποίθηση λὲς πὼς δὲν θὰ μὲ ἀφήσης, ἀληθινὰ στὸ λέω, πὼς πρὶν
λαλήση δυὸ φορὲς ὁ πετεινός, τρεῖς φορὲς ἐσὺ θὰ μ' ἔχης άρνηθή. – Ὁ Πέτρος, παρ' ὅλα τα
προφητικὰ Σου λόγια, Κύριε, ἐκεῖνος ἐπιμένει. Ἴσως τόσο νὰ Σ' ἀγαπᾶ, ποῦ δὲν θέλει νὰ Σ' ἀφήση.
Ἄκουσε, Δάσκαλε καλέ, ἐγὼ μαζὶ Σου θάμαι. Κι ἂν τη ζωὴ μου χρειαστῆ γιὰ Σένα νὰ τὴν δώσω, στὸ
λέω μ' ὅλη την καρδιά, δὲν πρόκειται ποτὲ μου νὰ Σ' ἀφήσω... -Τ' ἄκουγαν του Πέτρου τα λόγια οἱ
μαθητὲς καὶ σκέφτηκαν καὶ πρόσθεσαν καὶ τη δικὴ τους την ἀπόφασι: Ποτὲ δὲν θὰ Σ' ἀφήσουμε,
Κύριε Ἰησοῦ!!!
Δὲν ἦταν σὰν του Ἰούδα ἡ ἄρνησις του Πέτρου. Δὲν ἦταν προμελετημένη ἡ φυγὴ καὶ ἡ
ἐγκατάλειψις. Μὰ δὲν ἔπρεπε ὁ Πέτρος ν' ἀμφισβητήση τὴν προφητεία του Διδασκάλου, καὶ
δεύτερον νὰ στηριχθῆ σ' αὐτὸ το εὔθραυστο Ἐγώ. Ὁ Χρυσόστομος συγκρίνει την ἄρνηση του
Πέτρου μὲ τὴν προδοσία του Ἰούδα καὶ παρατηρεῖ, ὅτι «έντεύθεν μανθάνομεν δόγμα μέγα, ὼς οὺκ
ἀρκεῖ ἡ προθυμία ἀνθρώπου, ἂν μὴ της ἄνωθὲν τὶς ἀπολαύση ροπῆς καὶ ὅτι πάλιν οὐδὲν
κερδανούμεν άπὸ τῆς ἄνωθεν ροπῆς, προθυμίας οὺκ οὔσης» (Ε.Π.Ε. 12,210). Μετάφρασις: «Ἀπὸ
δῶ μαθαίνουμε μία μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι δὲν ἀρκεῖ ἡ προθυμία του ἀνθρώπου, ἂν κανεὶς δὲν ἔχη
τὴ βοήθεια ἀπὸ ψηλά. Καὶ ἐπίσης, τίποτε δὲν θὰ κερδήσουμε ἀπὸ την ἄνωθεν ἐνίσχυσι, ἂν δὲν
ὑπάρχη προθυμία».
Τὶ θὰ ἔπρεπε νὰ πῆ ὁ Πέτρος: Κύριε, Σὲ ἀγαποῦμε. Σίγουρα ξέρεις γιὰ νὰ λὲς πὼς θὰ
κλονιστοῦμε. Μά, Σὲ παρακαλοῦμε, βοήθησὲ μας νὰ μὴ γίνουμε λιποτάκτες της ἀγάπης. Λέει
σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Δέον δεηθήναι καὶ είπείν, βοήθησον ἡμῖν, ὥστε μὴ άποσχισθήναι.
Ὁ δὲ ἑαυτὸ θαρρεῖ, καὶ φησὶ: “Καί ἔι πάντες σκανδαλισθήσονται ἐν σοί, ἀλλ' ἐγὼ ουδέποτε”. κἂν
πάντες τοῦτο πάθωσι, φησίν, ἐγὼ οὐ πείσομαι ὅπερ εἰς αὐθάδειαν αὐτὸν ἦγε κατὰ μικρὸν» (Ε. Π.Ε.
12,202-204). Μετάφρασις: «Θὰ ἔπρεπε νὰ παρακαλέσουν καὶ νὰ ποῦν στὸν Ἰησοῦ, “Βοήθησέ μας”,
ὥστε νὰ μὴ σὲ ἀποχωριστοῦμε. Ὁ Πέτρος ὅμως βασίστηκε στὸν ἑαυτὸ του καὶ εἶπε: “Καί ἂν ἀκόμα
ὅλοι χάσουν την ἐμπιστοσύνη τους σὲ Σένα, ἐγὼ ποτέ”. Κι ἂν ἀκόμα αὐτὸ το πάθουν ὅλοι, λέει, ἐγὼ
δὲν θὰ τὸ πάθω! Κάτι πού παρ' ὀλίγο νὰ τον ὁδηγήση στὴν αὐθάδεια».
Λίγες ὧρες ἀργότερα ὅλες αὐτὲς οἱ ὑποσχέσεις του Πέτρου, ἀλλὰ καὶ των λοιπῶν, θὰ
άθετηθούν. Καὶ ὁ Μεσσίας θὰ ἀνέβη το ὕστατο σκαλοπάτι του Πάθους μόνος καὶ
ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ τους δικοὺς Tου (Ψαλμ. ζλ' 12).

32 Καὶ ἔρχονται εἰς χωρίον οὗ τὸ ὄνομα Γεθσημανῆ, καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· καθίσατε ὧδε
ἕως προσεύξωμαι. 33 καὶπαραλαμβάνει τὸν Πέτρον καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην μεθ᾿ ἑαυτοῦ, καὶ
ἤρξατο ἐκθαμβεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν 34 καὶ λέγειν αὐτοῖς· περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως
θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε. 35 καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τῆς γῆς,
καὶ προσηύχετο ἵνα, εἰ δυνατόν ἐστι, παρέλθῃ ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ ὥρα, 36 καὶ ἔλεγεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ, πάντα
δυνατά σοι· παρένεγκε τὸ ποτήριον ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦτο· ἀλλ᾿ οὐ τί ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ εἴ τι σύ. 37 καὶ ἔρχεται
καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς καθεύδοντας, καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ· Σίμων, καθεύδεις; οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν
γρηγορῆσαι; 38 γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα
πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής. 39 καὶ πάλιν ἀπελθὼν προσηύξατο τὸν αὐτὸν λόγον εἰπών. 40 καὶ
ὑποστρέψας εὗρεν αὐτοὺς πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν καταβαρυνόμενοι,
καὶ οὐκ ᾔδεισαν τί ἀποκριθῶσιν αὐτῷ. 41 καὶ ἔρχεται τὸ τρίτον καὶ λέγει αὐτοῖς· καθεύδετε λοιπὸν
καὶ ἀναπαύεσθε! ἀπέχει· ἦλθεν ἡ ὥρα· ἰδοὺ παραδίδοται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὰς χεῖρας τῶν
ἁμαρτωλῶν· 42 ἐγείρεσθε, ἄγωμεν· ἰδοὺ ὁ παραδιδούς με ἤγγικε.

Περίλυπος ὁ Ἰησοῦς (στ. 32-34)


Πρέπει νὰ ἦταν ἀργά, ἂν λάβουμε ὑπ' ὄψιν την ἀνάγκη γιὰ ὕπνο, ποῦ ένιωθαν οἱ τρεῖς μαθητές.
Αὐτοὺς διάλεξε νὰ ξαγρυπνήσουν μαζὶ Του, τον Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη. Εἶναι ἡ νύχτα
του φρικτοῦ σκότους, ἀλλὰ καὶ της ολοφώτεινης ἀγάπης. Σκοτάδι ἔξω, πιὸ πολὺ σκοτάδι στὴν ψυχὴ
του Ἰούδα καὶ των ἀνόμων Ἰουδαίων. Σκοτάδι ἔξω, ἀλλὰ στὴν ἔκτακτη συνεδρίαση της ἀγάπης του
Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα, ὅλο φῶς! Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τη νύκτα θὰ ἀνατείλη το Φῶς. Θὰ φύγη μιὰ γιὰ
πάντα «του σκότους καὶ προστάτης». Θὰ σβήση ἀπὸ τὶς καρδιὲς μας ὁ φόβος του σκοτεινοῦ
θανάτου. Μεσάνυκτα, λοιπόν, καὶ ὁ Ἰησοῦς στὴ Γεθσημανὴ: «Καὶ ἔρχονται εἰς χωρίον οὐ το ὄνομα
Γεθσημανή, καὶ λέγει τοὺς μαθηταὶς αὐτοῦ: Καθίσατε ώδε ἕως προσεύξωμαι. Καὶ παραλαμβάνει
τον Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην μεθ' ἑαυτοῦ, καὶ ἤρξατο εκθαμβείσθαι καὶ αδημονεὶν καὶ
λέγειν αυτοὶς: Περίλυπὸς έστιν ἡ ψυχὴ μου ἕως θανάτου μείνατε ώδε καὶ γρηγορεῖτε» (στ. 32-34).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἔρχονται σ' ἕναν τόπο, ποῦ το ὄνομὰ του εἶναι Γεθσημανή, καὶ λέει
ὁ Ἰησοῦς στοὺς μαθητὲς Του: “Καθίστε ἐδῶ, ὥσπου νὰ προσευχηθώ”. Καὶ παίρνει μαζὶ Του τὸν
Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, καὶ ἄρχισε νὰ συνταράσσεται καὶ νὰ ἀγωνιᾶ. Καὶ τοὺς λέει:
“Περίλυπη μέχρι θανάτου εἶναι ἡ ψυχὴ μου. Περιμένετε ἐδῶ καὶ μείνετε ξάγρυπνοι”».
Ἡ παρουσίασης της προσευχῆς καὶ ἀγωνίας του Ἰησοῦ στὴ Γεθσημανὴ (32-42) εἶναι
συγκλονιστικὸ γραπτὸ της χριστολογίας του πάθους. Το πρῶτο πρᾶγμα, ποῦ προκαλεῖ ἀνεξάλειπτη
ἐντύπωση στὸν ἀναγνώστη εἶναι ἡ μοναδικὴ σὲ ἔντασι, βάθος καὶ ποιότητα ὀδύνη του Ἰησοῦ (στ.
34).
Τα δύο πρῶτα ρήματα («έκθαμβείσθαι» καὶ «αδημονείν») εἶναι ἐκφραστικὰ έντονοτάτων
βιωμάτων, στὰ ὁποία ἡ ἔκπληξις, το δέος, ἡ θλῖψις καὶ ἡ ἀγωνία κυριαρχοῦν. Ἡ λύπη Του συνδέεται
μὲ το θάνατο, πρᾶγμα ποῦ ἀποκαλύπτει μία κατάσταση ἄλγους.
Το γεγονός, ποῦ αἰχμαλωτίζει την ἀφήγησι στὴ Γεθσημανὴ εἶναι ἡ στάσις των τριῶν κορυφαίων
μαθητῶν Πέτρου, Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. Ἡ ἐπιλογὴ τους προειδοποιεῖ, ὅτι ἀκολουθοῦν γεγονότα
ἐξαιρετικῆς σπουδαιότητας καὶ δημιουργεῖ τη δικαιολογημένη προσδοκία στάσεως αὐξημένης
εὐθύνης καὶ εὐαισθησίας ἐκ μέρους των μαθητῶν. Ἀντ' αὐτοῦ, μετὰ την πρώτη φάση της
ἀγωνιώδους προσευχῆς Του, ὁ Χριστὸς ἔρχεται καὶ βρίσκει αὐτοὺς «καθεύδοντας» καὶ «λέγει τῷ
Πέτρω: “Σίμων καθεύδεις;”». Ἡ ἀντίθεσις εἶναι τρομακτική.
Ὁ Ἰησοῦς χρησιμοποιώντας το ὄνομα Σίμων πιθανὸν νὰ ὑπαινίσσεται, ὅτι ὁ μαθητὴς αὐτὸς δὲν
ἔγινε ὁριστικὰ πέτρα, «Πέτρος της πίστεως».

Παρελθέτω το ποτήριο (στ. 35-36)


Ὁ κεντρικὸς τόνος βρίσκεται στὴν ἀποδοχὴ του θελήματος του Πατέρα. Ἄν οἱ εὐαγγελιστὲς
Μάρκος καὶ Ματθαίος διασώζουν την προσευχὴ του Ἰησοῦ στὴ Γεθσημανή, καὶ μάλιστα τρεῖς
φορές, δὲν ἐπιδιώκουν νὰ ποῦν ὅτι δίστασε πρὸς στιγμὴν ὡς ἄνθρωπος, ἀλλ' ὼς ὑπάκουος Υἱός,
ὡς «πάσχων δοῦλος» ἀποδέχτηκε μέχρι τέλους τη βουλὴ του Θεοῦ. Κατὰ τοὺς Πατέρες, τὸ «εἰ
βούλει» (Λουκ. βκ' 42) «ὑποταγῆς καὶ ἐπιεικείας ἐστίν, οὐκ ἀγνοίας, ούδὲ ἀμφιβολίας ἣν
δηλωτικόν». Ὁ Ἰησοῦς δὲν γονάτισε ἁπλῶς, ἀλλὰ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ: «Καὶ προελθὼν
μικρὸν έπεσεν ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ της γῆς, καὶ προσηύχετο ἴνα, ἔι δυνατὸν έστι, παρέλθη ἀπ' αὐτοῦ
ἡ ὥρα, καὶ έλεγεν Ἀββὰ, ὁ Πατήρ, πάντα δυνατὰ σου παρένεγκε το ποτήριον ἀπ' ἐμοῦ τοῦτο' ἀλλ'
οὐ τὶ ἐγὼ θέλω, ἀλλ' εἰ τὶ σὺ» (στ. 35-36). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἀφοῦ
ἀπομακρύνθηκε λίγο, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ καὶ προσευχόταν, γιὰ νὰ φύγη ἀπ' Αὐτόν, ἂν
ἦταν δυνατόν, ἡ ὥρα (των παθὼν καὶ του θανάτου). Καὶ ἔλεγε: “Αββά, Πατέρα, ὅλα εἶναι δυνατὰ
σὲ σένα. Ἀπομάκρυνε ἀπὸ μένα αὐτὸ το ποτήρι (το πικρὸ ποτήρι του μαρτυρικοῦ θανάτου). Ἀλλ'
(ὼς γίνη) ὄχι ό,τι θέλω ἐγώ, ἀλλ' ό,τι θέλεις εσύ”».
Ἡ εἰκόνα του ἀφόρητου πόνου γίνεται εντονότερη στοὺς στίχους 35-36. Τὸ «έπιπτεν ἐπὶ της γῆς»
δημιουργεῖ ἀμέσως την αἴσθηση μίας τρομακτικῆς πιέσεως. Ἡ ἐπανάληψις σὲ εὐθὺ καὶ σὲ πλάγιο
λόγο του αἰτήματος γιὰ παρέλευσι του ποτηρίου, τονίζει την κρισιμότητα του αἰτήματος καὶ την
ὑπέρμετρη ἔνταση της θλίψεως. Ἡ ἐπανάληψις του «αὐτοῦ λόγου» στὸ στ. 39 ἀντηχεῖ σὰν
ἀδυσώπητο σφυροκόπημα, ποῦ ἐντείνει την αἴσθηση της ἀπέραντης λύπης καὶ ἀγωνίας.
Ὁ Μάρκος δὲν ἐνδιαφέρεται ἐδῶ γιὰ ψυχολογικὲς ἀναλύσεις ἤ γιὰ ἀποτυπώσεις
συναισθηματικῶν καταστάσεων. Ἐξιστορεῖ τὶς ἐντάσεις της θλίψεως του Χριστοῦ καὶ κάθε ὀδύνη
καὶ κάθε ἀγωνία μὲ γλώσσα ρεαλιστική, γιατὶ τοποθετεῖ το Πάθος του Χριστοῦ στὴ σωστὴ
ἀνθρώπινη βάσι.
Στὴν προσευχὴ Του ὁ Χριστὸς χρησιμοποιεῖ την ἀραμαϊκὴ προσφώνησι «'Ἀββὰ» καὶ εἰσάγει το
αἴτημὰ Του μὲ τη βεβαιότητα «πάντα δυνατὰ σόι». Χρησιμοποιεῖ δὲ καὶ τη λέξη «ὥρα», πού θυμίζει
τον τέταρτο εὐαγγελιστὴ, τὸν Ἰωάννη.
Ἐπικύρωσις της διδασκαλίας γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύσι του Χριστοῦ βρίσκουμε στὸ περιεχόμενο
της προσευχῆς Του: «Ἀββὰ, ὁ Πατήρ, πάντα δυνατὰ σόι». Γράφει ὁ Θεοφύλακτος: «Καὶ ἐπιθυμεῖ
ζωῆς καὶ αὐτὸς ὡς ἄνθρωπος καὶ εὔχεται “παρελθείν το ποτήριον”. φιλόζωον γὰρ ὁ ἄνθρωπος τὰς
αἱρέσεις διὰ τούτων ἀνατρέπων, τὰς λεγούσας ὅτι κατὰ φαντασίαν ένανθρώπησεν».
Στὸ δύσκολο αὐτὸ σημεῖο ἑρμηνείας της προσευχῆς του Κυρίου, ποῦ δέεται μὲ πρωτοφανὴ
ἔντασι, βοηθούμεθα ἀπὸ ἕνα μοναδικὸ χωρίο της πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς:
Ἄν ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἄνθρωπος, δὲν θὰ γινόταν 'Ἀρχιερέας, ἀφοῦ ὡς ἄνθρωπος ἔπαθε. Ἄν δὲν
ἦταν καὶ Θεός, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπομείνη το σταυρικὸ Πάθος, νὰ σηκώση το βάρος των
ἁμαρτιῶν ὅλου του κόσμου.
Eίναι «ὁ ἀπαθὴς τη Θεότητι».
«Έπαθεν ὡς ἄνθρωπος καὶ ἑκουσίως ὑπέμεινε σταυρόν». Νὰ πὼς ἐκφράζεται ὁ Παῦλος: «Ός ἐν
ταῖς ημέραις της σαρκὸς αὐτοῦ δεήσεις τε καὶ ικετηρίας πρὸς τὸν δυνάμενον σώζειν αὐτὸν ἐκ
θανάτου μετὰ κραυγῆς ἰσχυρὰς καὶ δακρύων προσενέγκας καὶ εἰσακουσθεὶς ἀπὸ της εὐλαβείας,
καίπερ ὢν Υἱὸς έμαθεν ὰφ' ὢν ἔπαθε τὴν ὑπακοὴν» (Εβρ. ε' 7-8). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ:
«Αὐτός, λοιπόν, (ὁ Χριστὸς) κατὰ τὶς μέρες της ἐπὶ γῆς παρουσίας Του, ἀπηύθυνε σ' Ἐκείνον πού
ἔχει πάντοτε τη δύναμη νὰ Τὸν σώζη ἀπὸ το θάνατο, δεήσεις καὶ ἱκεσίες, μὲ δυνατὲς κραυγὲς καὶ
μὲ δάκρυα. Καὶ ἡ προσευχὴ Του, παρ' ὅτι ἦταν Υἱός, εἰσακούστηκε, ἐπειδὴ ἔγινε μὲ ταπείνωσι καὶ
εὐλάβεια. Καὶ συνεπῶς ἀπέδειξε την ὑπακοὴ Του μὲ ὅσα ἔπαθε καὶ ὑπέμεινε».
Μιλάει ὁ Υἱὸς στὸν Πατέρα. Ἀναφέρονται ἐδῶ στοιχεῖα της προσευχῆς του Ἰησοῦ τη νύχτα πρὶν
ἀπὸ το Σταυρικὸ Πάθος. Ὀνομάστηκε ἄλλωστε «ἀρχιερατικὴ προσευχή», ἀφοῦ μ' αὐτὴν
ἑτοιμάστηκε γιὰ τὴν άρχιερατικὴ λειτουργία του Σταυροῦ. Ας γνωρίζουμε, ὅτι μιλάει «ὲν ταϊς
ημέραις της σαρκὸς αὐτοῦ» (στ. 7), κατὰ την ένσαρκο ἐπιδημία καὶ ἐπίγεια παρουσία Του.
Ἡ ἱκεσία Του πρὸς τὸν Πατέρα, πού ἀναφέρεται στὸ Ποτήριο του Σταυρικοῦ Πάθους, δείχνει την
τελεία ἀνθρωπίνη Του φύσι. Ἔπρεπε ν' ἀντιδράση ὡς ἄνθρωπος μπροστὰ στὰ ἀσυνήθιστα γιὰ
ἄνθρωπο μέτρα του ἀνυπολόγιστου πόνου. Όμως ἔπρεπε καὶ ἀμέσως νὰ ύπακούση στὸ θεῖο
θέλημα. Εὔλογο νὰ μιλήση ὡς ἄνθρωπος, νὰ ὑπακούση ὡς Θεάνθρωπος, νὰ σώση ὡς Θεός.
Καθόλου δὲν μειώνει τον Ἰησοῦ ἡ ἱκεσία Του. «Καὶ προελθὼν μικρὸν έπεσεν ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ της
γῆς, καὶ προσηύχετο ἴνα, ἔι δυνατὸν έστι, παρέλθη ἀπ' αὐτοῦ ἡ ὥρα, καὶ έλεγεν Ἀββὰ, ὁ Πατήρ,
πάντα δυνατὰ σου παρένεγκε το ποτήριον ἀπ' ἐμοῦ τοῦτο ἀλλ' οὐ τὶ ἐγὼ θέλω, ἀλλ' εἰ τὶ σὺ» (Μάρκ.
ιδ' 35-36).
Στὸ χωρίο της πρὸς Ἑβραίους παρουσιάζεται ἡ προσευχὴ του Κυρίου σὲ ὑψηλότατη ἔντασι. Λέει
βέβαια κι ὁ εὐαγγελιστὴς γιὰ την ἔνταση της προσευχῆς ἐκείνης, «ὅτι γενόμενος ἐν ἀγωνία
ἐκτενέστερον προσηύχετο καὶ ἐγένετο ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβου αἵματος» (Λουκ. βκ' 44). Ἀλλὰ
στοὺς εὐαγγελιστὲς δὲν γίνεται λόγος γιὰ κραυγὴ ἰσχυρὴ καὶ γιὰ δάκρυα. Λέει ὁ Χρυσόστομος:
«Οὐδαμοῦ τοῦτο το εὐαγγέλιὸν φησιν, οὐδ' ὅτι εδάκρυσεν εὐχόμενος, οὐδ' ὅτι κραυγὴν άφηκεν.
Οράς, ὅτι συγκατάβασις ἥν; Οὐ γὰρ ενην είπεὶν ὅτι ηύξατο, ἀλλὰ καὶ μετὰ κραυγῆς ἰσχυρὰς» (Ε.Π.Ε.
24,400). Μετάφρασις: Πουθενὰ δὲν λέει στὸ εὐαγγέλιο, ὅτι δάκρυσε σὲ προσευχὴ ἤ ὅτι ἔβγαλε
κραυγὴ δυνατή. Βλὲπεις, ὅτι το ἔκανε ἀπὸ συγκατάβασι; Δὲν ἀρκέστηκε νὰ πῆ, ὅτι προσευχήθηκε,
ἀλλὰ καὶ μὲ δυνατὴ φωνή.
Δὲν ὑπάρχει ἔλλειμμα στὴν περιγραφὴ των εὐαγγελιστῶν. Όπως ζωγραφίζουν την προσευχὴ του
Κυρίου καὶ οἱ εὐαγγελιστὲς καὶ ἡ πρὸς Ἑβραίους, ἀποτυπώνεται ὁ πόνος. Πρόκειται γιὰ πάθος πρὶν
ἀπὸ το Πάθος. Καὶ διότι ὡς Θεὸς γνωρίζει τὶ ἀκριβῶς θὰ ὑποστῆ, καὶ διότι πρέπει το ἀνθρώπινο
θέλημα νὰ ὑποταχθῆ ἄμεσα καὶ τέλεια στὸ θέλημα του οὐρανίου Πατέρα.
Ἡ ἀρχιερατικὴ προσευχή, ὅπως μάλιστα την καταγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (ιζ' 1-26), εἶναι
προσευχὴ ἀπὸ τα ἔγκατα, «ἐκ βαθέων». Ἀπὸ το βάθος του πόνου, ἀπὸ το βάθος του μαρτυρίου,
ἀλλὰ καὶ ἀπὸ το βάθος του μυστηρίου. Εἶναι ἡ προσευχὴ των προσευχῶν. Πρότυπο γιὰ τὴ δικὴ μας
προσευχή. Εἶναι ἡ ὑψίστη πασὼν των προσευχῶν, κατὰ την ἐσωτερικὴ της ἀξία καὶ την
κοσμοσωτήρια δύναμὶ της. Ἔχουμε ἀνάγκη ν' ἀπευθύνουμε «δεήσεις τε καὶ ικετηρίας πρὸς τὸν
δυνάμενον σώζειν,... μετὰ κραυγῆς ἰσχυρὰς καὶ δακρύων».
Εἰσακούστηκε ἡ προσευχὴ του Χριστοῦ; Ἐκ πρώτης ὄψεως θὰ λέγαμε, Ὄχι. Ἀφοῦ οὔτε καὶ
προσευχόμενος Κύριος έπέμεινε τελικὰ στὸ αἴτημα ν' ἀποφύγη το πικρὸ Ποτήρι. Τελικὰ ζήτησε νὰ
μὴ γίνη ό,τι ἡ ἀνθρώπινη φύσις ὡς παθητὴ ζητοῦσε, ἀλλὰ νὰ γίνη το θέλημα του Πατέρα:
«Γενηθήτω το θέλημὰ σου». Δὲν ἀπαγορεύεται νὰ προβάλης στὴν προσευχὴ σου το ἀνθρώπινο
αἴτημα. Ἄλλο ὅμως νὰ προβάλης, κι ἄλλο νὰ ἐπιβάλης το αἴτημὰ σου! Κάθε ἱκεσία γιὰ ἀπαλλαγὴ
σου ἀπὸ κάποια σταυρικὴ δοκιμασία, ἂς σφραγίζεται μὲ τὸ «Γενηθήτω το θέλημὰ σου» (Ματθ. τσ'
10).

Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε (στ. 37-39)


Νομίζουμε, λοιπόν, ὅτι το αἴτημα του Κυρίου νὰ Τὸν σώση «ὁ δυνάμενος σώζειν ἐκ θανάτου»
(Εβρ. ε' 7), δὲν ἔγινε δεκτό. Κι ὅμως, εἰσακούστηκε! Τὶ ἄλλο εἶναι ἡ Ἀνάστασις του Χριστοῦ, παρὰ ἡ
σωτηρία ἀπὸ το θάνατο; Σωτηρία, πού χαρίζεται σὲ ὅλους τοὺς θνητούς. Τὸ γνώριζε ὁ Υἱὸς καὶ
Λόγος. Γι' αὐτὸ καὶ εἶπε στὸν Πατέρα: «Ἀββὰ ὁ πατήρ, πάντα δυνατὰ σόι παρένεγκε το ποτήριον
ἀπ' ἐμοῦ τοῦτο. Ἀλλ' οὐ τὶ ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ τὶ σὺ» (Μάρκ. ιδ' 36). Γιὰ λίγο σηκώνεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ
την προσευχὴ καὶ πηγαίνει στὸ μέρος των τριῶν μαθητῶν. «Καὶ ἔρχεται καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς
καθεύδοντας, καὶ λέγει τῷ Πέτρα: Σίμων, καθεύδεις; Οὺκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορήσαι;
Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἴνα μὴ εισέλθητε εἰς πειρασμὸν τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἤ δὲ σὰρξ
ἀσθενὴς. Καὶ πάλιν άπελθὼν προσηύξατο τὸν αὐτὸν λόγον εἰπὼν» (στ. 37-39). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Ἔρχεται δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ βρίσκει τοὺς μαθητὲς νὰ κοιμῶνται. Καὶ λέει στὸν Πέτρο:
“Σίμων, κοιμᾶσαι; Δὲν μπορέσατε νὰ μείνετε ἄγρυπνοι οὔτε μία ὥρα; Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε,
γιὰ νὰ μὴν ὑποκύψετε σὲ πειρασμό. Τὸ πνεῦμα βέβαια εἶναι πρόθυμο, ἀλλ' ἡ σάρκα εἶναι
άδύναμη”. Καὶ πάλι πῆγε καὶ προσευχήθηκε καὶ εἶπε τὸν ἴδιο λόγο».
Μετὰ την ἐντατικὴ προσευχὴ ἐπιστρέφει ὁ Ἰησοῦς στοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς προτρέπει σὲ
ἐγρήγορσι καὶ προσευχή, πρὸς ἀποφυγὴ του «πειρασμοῦ» καὶ κατανίκηση της ἀσθενείας καὶ
ἀδυναμίας «της σαρκός», γιατὶ «τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἤ δὲ σὰρξ ἀσθενὴς» (στ. 38). Εἶναι ἡ
μοναδικὴ περίπτωσις στὸ Μάρκο, πού συναντᾶμε στὸ εὐαγγέλιὸ του την ἀντίθεσι πνεῦμα - σάρξ.
Δὲν πρόκειται γιὰ δυαρχικὴ ἀντίθεση μὲ τη φιλοσοφικὴ καὶ πλατωνικὴ ἔννοια, ἀλλὰ γιὰ ἠθικὴ καὶ
έσχατολογικὴ σχέσι μέσα στὸν ἄνθρωπο.
Σηκώνεται ὁ Ἰησοῦς κι ἔρχεται πίσω. Βρίσκει τους τρεῖς μαθητὲς νὰ κοιμοῦνται. Σίμων! Σίμων!
Κοιμᾶστε; Σὺ ποῦ πρὶν ἀπὸ λίγο ἔδινες σὲ μένα ὑποσχέσεις, τώρα κοιμᾶσαι τόσο βαθειά; Οὔτε μιὰ
ὥρα δὲν μπορεῖτε ἄγρυπνοι νὰ μείνετε; -Ν' άγρυπνήτε! Νὰ προσεύχεστε! Σας περιμένει πειρασμός.
Νὰ μὴ κυριευθῆτε. Ἡ πίστις σας μὴ κλονιστῆ.
Ἡ ψυχὴ σας βέβαια στὰ βάθη πρόθυμη εἶναι.
Νὰ ὑπακούη θέλει στὸ Θεό.
Μὰ εἶναι καὶ ἡ σάρκα.
Κάνει τον ἄνθρωπο ἀδύνατο, ἐπιρρεπὴ στὸ κακό.
Κι ἔφυγε πάλι ἀπὸ κοντὰ τους.
Της προσευχῆς Του ἡ συνέχεια Τὸν περιμένει.
Σὲ τὶ νὰ συνίστατο ὁ «πειρασμός»; Ἄν λάβουμε ὑπ' ὄψι την ἀντίθεση του Σατανὰ πρὸς το ἔργο
του Μεσσία, εἶναι εὔγλωττο νὰ ὑποθέσουμε, ὅτι ὁ πειρασμὸς συνίστατο στὴν ὑποβολὴ
ἀμφιβολιῶν στοὺς μαθητὲς γιὰ τὸ ἂν ὁ Δάσκαλὸς τους, ποῦ ὁδεύει πρὸς τὴν ἀτίμωσι καὶ το πάθος,
εἶναι ὄντως ὁ Μεσσίας.
Ἤδη πρὶν ἀπὸ τη διήγησι του Πάθους μας πληροφοροῦν οἱ εὐαγγελιστὲς (Μάρκ. ι' 35-40. Ματθ.
κ' 20-28), ὅτι οἱ μαθητὲς τρέφουν την ἐλπίδα γιὰ κοσμικὴ ἐπικείμενη δυναμικὴ ἐπικράτηση του
Μεσσία. Πὼς εἶναι δυνατὸν ὁ ἰσχυρὸς αὐτὸς Μεσσίας νὰ ὑφίσταται το πάθος; Μήπως δὲν εἶναι ὁ
πραγματικὸς Μεσσίας;
Ὁ πειρασμὸς αὐτὸς εἶναι σοβαρός. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Ἰησοῦς «έδεήθη» (Λουκ. βκ' 32) πρὸς τὸν
Πατέρα.

Φτάνει ὁ προδότης (στ. 40-42)


Τώρα ἦρθε ἡ ὥρα της ἀτιμίας. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Ἀτίμητος ὡς πρὸς τὴν ἀξία πού ἔχει. Ἄν ἤ τιμὴ
ἑνὸς ἀνθρώπου εἶναι ἀνυπολόγιστη, ὥστε νὰ λέγεται το «Τὶ δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα της
ψυχῆς αὐτοῦ;», πόσο μᾶλλον ἀνυπολόγιστη εἶναι ἡ τιμὴ του Θεανθρώπου, ὅπου πάνω Του εἶναι
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι; Ἄν τιμὴ ἔχει ἕνα χωματένιο σκεῦος, πόσο μᾶλλον τιμὴ ἔχει το ἀδαμάντινο.
Χωματένιος ὁ ἄνθρωπος. Διαμάντι ἀτίμητο ὁ Χριστός, λάμπει κάτω ἀπὸ τὶς ἀκτίνες της τρισηλίου
Θεότητας. Οὔτε οἱ μαθητὲς το ἐκτιμοῦν. Ἀπόψε ποῦ λάμπει πιὸ πολύ, αὐτοὶ κοιμοῦνται. Μὰ δὲν
κοιμᾶται ὁ ἄλλος, ὁ Ἰούδας. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς προειδοποιεῖ: «Καὶ υποστρέψας εύρεν αὐτοὺς πάλιν
καθεύδοντας» ἦσαν γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν καταβαρυνόμενοι καὶ οὐκ ήδεισαν τὶ αποκριθώσιν
αυτώ. Καὶ ἔρχεται το τρίτον καὶ λέγει αὐτοὺς: Καθεύδετε λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε! 'Ἀπέχει ήλθεν ἡ
ὥρα: ἰδοὺ παραδίδοται ὁ υἱὸς του ἀνθρώπου εἰς τὰς χεῖρας των ἁμαρτωλῶν. Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν
ἰδοὺ ὁ παραδιδοὺς μὲ ήγγικε» (στ. 40-42). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὅταν πάλι ἀπὸ την
προσευχὴ ἐπέστρεψε, ξαναβρήκε τοὺς μαθητὲς νὰ κοιμοῦνται. Τα μάτια τους ἦταν βαρειὰ ἀπὸ τη
νύστα καὶ δὲν ἤξεραν τὶ νὰ Του ἀπαντήσουν. Καὶ ἔρχεται γιὰ τρίτη φορὰ καὶ λέει στοὺς μαθητὲς:
“Κοιμάστε, λοιπόν, ἀκόμα καὶ ἀναπαύεστε! Φτάνει. Ἦρθε ἡ ὥρα. Τώρα ὁ Υἱὸς του Ἀνθρώπου
παραδίνεται στὰ χέρια ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν. Σηκωθῆτε, πρέπει νὰ πηγαίνουμε. Νά, ἔφτασε
αὐτὸς πού θὰ μὲ προδώση”».
Το ρῆμα «ἀπέχει» πρέπει νὰ σχετίζεται πρὸς τὸ γεγονὸς του ἐγγίζοντας τέλους, της «ὥρας», ποῦ
δὲν προσδιορίζουν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλ' ἡ βουλὴ καὶ ἀγάπη του Θεοῦ.
Το «ἐγείρεσθε, ἄγωμεν...» (στ. 42) δείχνει, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔχει πλήρη ἐπίγνωσι, ἔλεγχο καὶ
πρωτοβουλία κινήσεων. Δέχεται το πάθος καὶ προχωρεῖ πρὸς αὐτό, διότι ὁ Ἴδιος τὸ ἀποφάσισε καὶ
τὸ θέλει. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Διὰ πάντων τοὺς μαθητὰς έπαίδευσεν, ὅτι οὐκ ἀνάγκης το
πράγμα ἥν, οὐδὲ ἀσθενείας, ἀλλ' οἰκονομίας τινὸς ἀπορρήτου. Καὶ γὰρ προήδει ήξοντα καὶ οὐ
μόνον οὺκ έφυγεν, ἀλλὰ καὶ ομόσε εχώρει» (Ε.Π.Ε. 12,228-230). Μετάφρασις: Μὲ ὅλα ὁ Ἰησοῦς
δίδαξε τοὺς μαθητές, ὅτι το θέμα της παραδόσεὼς Του δὲν ὠφείλετο σὲ κάποια ἀνάγκη, ἀλλὰ σὲ
κάποιο μυστικὸ σχέδιο. Διότι γνώριζε ἐκ των προτέρων, ὅτι θὰ ἔρθη ὁ προδότης καὶ ὄχι μόνο δὲν
ἔφυγε, ἀλλὰ προχωροῦσε πρὸς αὐτόν.

43 Καὶ εὐθέως, ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος, παραγίνεται ᾿Ιούδας ὁ ᾿Ισκαριώτης, εἷς τῶν δώδεκα, καὶ μετ᾿

αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων, ἀπεσταλμένοι παρὰ τῶν ἀρχιερέων καὶ γραμματέων
καὶ τῶν πρεσβυτέρων. 44 δεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αὐτοῖς λέγων· ὃν ἂν φιλήσω,
αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτὸν καὶ ἀπαγάγετε ἀσφαλῶς. 45 καὶ ἐλθὼν εὐθέως προσελθὼν αὐτῷ
λέγει· χαῖρε, ραββί, καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. 46 οἱ δὲ ἐπέβαλον ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ
ἐκράτησαν αὐτόν. 47 Εἷς δέ τις τῶν παρεστηκότων σπασάμενος τὴν μάχαιραν ἔπαισε τὸν δοῦλον τοῦ
ἀρχιερέως καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον. 48 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ὡς ἐπὶ λῃστὴν
ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με· 49 καθ᾿ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἤμην ἐν τῷ ἱερῷ
διδάσκων, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με. ἀλλ᾿ ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαί. 50 καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον
πάντες. 51 Καὶ εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθησεν αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ· καὶ
κρατοῦσιν αὐτὸν οἱ νεανίσκοι. 52 ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν.

Το φίλημα της προδοσίας (στ. 43-45)


Ἡ περιγραφὴ της συλλήψεως του Ἰησοῦ εἶναι διαποτισμένη καὶ πάλι ἀπὸ τη χριστολογία του
Πάθους. Ἡ πραγματικότητα του Πάθους ἐκφράζεται μὲ χαρακτηριστικὸ τρόπο στοὺς ἀνθρώπινους
παράγοντες, πού πρωταγωνιστοῦν στὰ ἐπεισόδια της συλλήψεως: «Καὶ εὐθέως, ἔτι αὐτοῦ
λαλοῦντος, παραγίνεται Ἰούδας ὁ Ισκαριώτης, εἰς των δώδεκα, καὶ μετ' αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ
μαχαιρῶν καὶ ξύλων, ἀπεσταλμένοι παρὰ των ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ των πρεσβυτέρων.
Δεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αυτοὶς λέγων· Όν ἂν φιλήσω, αὐτὸς έστι κρατήσατε
αὐτὸν καὶ ἀπαγάγετε ἀσφαλῶς. Καὶ ἐλθὼν εὐθέως προσελθὼν αυτὼ λέγει: Χαῖρε, ραββί, καὶ
κατεφίλησεν αὐτὸν» (στ. 43-45). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἀμέσως, ἐνῶ ἀκόμα μιλοῦσε
ὁ Ἰησοῦς στοὺς μαθητές, καταφθάνει ὁ Ἰούδας ὁ Ισκαριώτης, ἕνας ἀπὸ τους δώδεκα. Μαζὶ του ἕνα
πλῆθος ἀπὸ ἀνθρώπους ὁπλισμένους μὲ μαχαίρια καὶ μὲ ρόπαλα, ποῦ ἦσαν σταλμένοι ἀπὸ τοὺς
άρχιερείς, τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς πρεσβυτέρους του συνεδρίου. Ὁ Ἰούδας καὶ προδότης τοὺς
εἶχε δώσει το ἑξῆς ἀναγνωριστικὸ σημάδι:
Όποιον θὰ φιλήσω, αὐτὸς εἶναι (ὁ Ἰησοῦς). Πιάστε τον καὶ μεταφέρετὲ τον μὲ μέτρα ἀσφαλείας.
Ἔρχεται ἀμέσως καὶ Ἰούδας, πλησιάζει τον Ἰησοῦ καὶ του λέει: “Χαίρε, Διδάσκαλε!” καὶ Τὸν φίλησε
θερμά».
α. Ἐμφανίζονται καὶ πάλι οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι (στ. 43). Αὐτὴ τη φορὰ
ἐμφανίζονται ὡς ἐκτελεστὲς μίας σειρὰς πράξεων βίας, πού ἀρχίζουν ἀπὸ τη σύλληψη καὶ
καταλήγουν στὴ θανάτωση του Ἰησοῦ.
β. Παρουσιάζεται στὴ σκηνὴ ὄχλος «μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων» (στ. 43). Εἶναι ἡ πρώτη φορὰ στὸ
εὐαγγέλιο» του Μάρκου, ποῦ μία ὁμάδα ἀνθρώπων ωπλισμένοι ἔρχονται έναντίον του Ἰησοῦ.
γ. Καταφθάνει μέσα στὴ νύκτα σὰν τραγικὸς πρωταγωνιστὴς ὁ Ἰούδας. Ἡ πληροφορία «εἰς των
δώδεκα» κρύβει βαθύτατη θλῖψι. Γίνεται ὅμως φρικτότερη μὲ τὴν εἴδησι, ὅτι Ὁ Ἰούδας δὲν έφίλησε
ἁπλῶς τον Ἰησοῦ, ἀλλὰ «κατεφίλησεν αὐτὸν» (στ. 45). Αὐτὸ το φίλημα πρέπει νὰ ὑπῆρξε ἀπέραντα
ὀδυνηρὸ γιὰ τὸν Χριστό. «Ἰούδα, φιλήματι τὸν υἱὸν του ἀνθρώπου παραδίδως;» (Λουκ. βκ' 48).
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Βαβαί! Πόσην εδέξατο πονηρίαν ἤ του προδότου ψυχή; Ποίοις γὰρ
οφθαλμοὶς εώρα τότε εἰς τὸν διδάσκαλον; Ποίω στόματι έφίλει; Ὦ της μιαρὰς γνώμης! Τὶ
έμβουλεύσατο; Τὶ ἐτόλμησε; Ποῖον σύμβολον έδωκε της προδοσίας; «Ὄν ἂν φιλήσω”, φησίν.
Έθάρρει τη επιεικεία του διδασκάλου καὶ μάλιστα πάντων ἱκανὸν ἣν αὐτὸν εντρέψαι, καὶ πάσης
αὐτὸν ἀποστερῆσαι συγγώμης, ὅτι τὸν οὕτως ἥμερον προεδίδου» (Ε.Π.Ε. 12,230). Μετάφρασις:
«Πῶ, πῶ! Πόση πονηρία ἔκλεινε μέσα της ἡ ψυχὴ του προδότη! Μὲ ποιὰ μάτια ἀντίκρυσε τότε το
Διδάσκαλο; Μὲ ποιὸ στόμα Τὸν φιλοῦσε; Πόσο μολυσμένη σκέψις! Τὶ σκέφτηκε; Τὶ τόλμησε νὰ
κάνη; Ποιὸ γνώρισμα της προδοσίας ἔδωσε; “Εκείνον πού θὰ φιλήσω”, λέει. Εἶχε ἐμπιστοσύνη στὴν
ἐπιείκεια του Διδασκάλου: αὐτὴν ἀκριβῶς, ποῦ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἦταν ἱκανὴ νὰ τον
κάνη νὰ ντραπῆ καὶ νὰ του στερήση κάθε συγγνώμη, διότι πρόδωσε Αὐτὸν πού ἦταν τόσο πράος».
Μποροῦσε νὰ μετανοήση ὁ Ἰούδας; Ὄχι! Γιατί; Οἱ ύμνογράφοι τὸν παρουσιάζουν ὡς
«πωρωμένο»... Ἡ βροχὴ μπορεῖ ν' ἀλλοιώση καὶ το σίδερο. Τὸ ἔλεος του Χριστοῦ δὲν μπορεῖ νὰ
διαπεράση καρδιὰ κλειδωμένη μὲ τὸ λουκέτο της πωρώσεως..
Γιατὶ τὸν χαρακτηρίζουν «ἀδιόρθωτο» οἱ ὑμνογράφοι, Γιατὶ ἦταν κοντὰ στὸν μεγαλύτερο
Διδάσκαλο καὶ ὅμως ἀποδείχθηκε ἀνεπίδεκτος μαθήσεως!
Γιατὶ τὸν λένε «ἀσυνείδητο»; Διότι τόλμησε καὶ πλησίασε το Σῶμα καὶ το Αἷμα του Μυστικοῦ
Δείπνου: «Έδεξιούτο το λυτήριον της ἁμαρτίας σῶμα, ὁ ἀσυνείδητος».
Γιατὶ τὸν λένε «δούλον καὶ δόλιον»; Ἦταν ἐξαρτημένος, ἐραστὴς του χρήματος, σκλάβος της
φιλαργυρίας, ναρκομανὴς της κλεπτομανίας! Ἦταν λάτρης του Μαμμωνά! Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ
μετανοήση καὶ λάτρης... Τὸ ἐκ συναρπαγὴς θύμα ἁμαρτωλοῦ πάθους, μετανοεῖ. Ὁ λάτρης δὲν
μετανοῆ... Θεὸς του το χρῆμα!
Γιατὶ τὸν λένε «προδότη»; Παρέμεινε το τραγικώτερο πρόσωπο προδοσίας. «Σχήματι μὲν ὢν
μαθητής, πράγματι δὲ παρὼν φονευτής».
Ὁ Ἰούδας φταίει γιὰ τὴ Σταύρωση του Χριστοῦ; Ἅπαντα ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος: «Καὶ ὁ μὲν υἱὸς του
ἀνθρώπου ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπων εκείνω δι' οὐ ὁ υἱὸς του
ἀνθρώπου παραδίδοται καλὸν ἣν αυτὼ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος» (Ματθ. τσκ' 24). Γιὰ
ἄλλον γιατὶ δὲν εἶπε ὁ Χριστὸς το λόγο αὐτό; Νὰ τον ἔλεγε π.χ. γιὰ τον μεγάλο διώκτη: «Καλύτερα
νὰ μὴ γεννιόταν ὁ Σαύλος»!
Διότι ὁ Σαύλος εἶχε τη δυνατότητα νὰ γίνη «πρώην διώκτης». Ὁ Ἰούδας δὲν εἶχε τη δυνατότητα
νὰ γίνη «πρώην προδότης»... Μὲ τὸ πωρωμένο του πάθος εἶχε πάει πλέον στὸν «ἀγύριστο».
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος χαρακτηρίζει τον Ἰούδα «θηρίο». Λέει: «Παρέδωκεν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἑαυτὸ
Του εἰς θάνατον. Οὐ μὴν τοῦτο απαλλάττει τον Ἰούδαν της ἀφορήτου κολάσεως, ἀλλὰ καὶ μειζόνως
αὐτὸν καταδικάζει, ὅτι καὶ της δυνάμεως αὐτοῦ τοσαύτην λαβὼν ἀπόδειξιν, καὶ της ἐπιεικείας, καὶ
της πραότητος, καὶ της ἡμερότητος, θηρίου παντὸς χαλεπώτερος γέγονε» (Ε.Π.Ε. 12,232).
Μετάφρασις: «Ὁ Ἰησοῦς παρέδωσε τον ἑαυτὸ του στὸ θάνατο. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἀπαλλάσσει τὸν
Ἰούδα ἀπὸ την ἀνυπόφορο κόλασι. Ἀντίθετα μάλιστα τὸν καταδικάζει περισσότερο, διότι ἂν καὶ
εἶχε λάβει τόσο μεγάλη ἀπόδειξη της δυνάμεως καὶ της ἐπιεικείας καὶ της πραότητὰς Του, ἔγινε
χειρότερος ἀπὸ κάθε θηρίο».

Το κόψιμο του αὐτιοῦ του δούλου (στ. 46-47)


Ὁρμητικὸς ὁ Πέτρος. Πάλι μόνος του νομίζεις ὅτι θὰ λύση το ὅλο πρόβλημα. Ἔχει την ἐντύπωση,
ὅτι μὲ ἕνα μαχαίρι θὰ μποροῦσε νὰ ἀντισταθῆ στὶς ὀρδὲς του μανιασμένου καὶ «ντοπαρισμένου»
ὄχλου. Κι ἄλλη φορὰ, πού ἔδειξαν στὸ Χριστὸ δυὸ μαχαίρια, ὁ Χριστὸς ποῦ εἶδε ὅτι ἀκόμα δὲν
κατάλαβαν ὅτι ἄλλα ὄπλα θὰ χρησιμοποιοῦν καὶ ὅτι ἄλλο πνεῦμα θὰ ἐκπροσωποῦν, τοὺς εἶπε
κοφτὰ: «Ἱκανὸν έστι» (Λουκ. βκ' 38). Φτάνει, λοιπόν, ἂς μὴν ἐπεκτεινόμαστε σὲ περισσότερη
συζήτησι! Το ξέχασε, φαίνεται, το περιστατικὸ έικείνο ὁ Πέτρος. Καὶ ὅταν εἶδε μαχαίρια, σήκωσε
καὶ το δικὸ του μαχαίρι! «Οἱ δὲ ἐπέβαλον ἐπ' αὐτὸν τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν. Εἰς δὲ
τὶς των παρεστηκότων σπασάμενος την μάχαιραν έπαισε τὸν δούλον του ἀρχιερέως καὶ αφείλεν
αὐτοῦ το ώτίον» (στ. 46-47). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Αὐτοὶ (οἱ κακοποιοὶ) συνέλαβαν τον
Ἰησοῦ καὶ Τὸν ἔδεσαν. Κάποιος ὅμως ἀπὸ τους παρόντες τράβηξε το μαχαίρι του, χτύπησε τὸ δοῦλο
του ἀρχιερέα καὶ του ἔκοψε το αὐτί».
Εἶναι πιθανόν, ὅτι ὁ δοῦλος του ἀρχιερέως, ποῦ του κόπηκε το αὐτί, νὰ πρωτοστατοῦσε στὴ
σύλληψι. Καὶ το πιθανότερο εἶναι, ὅτι γι' αὐτὸ ὁ μαθητὴς (Πέτρος) τράβηξε τη μάχαιρα μὲ
ἀποτέλεσμα νὰ του ἀποκόψη μόνο το αὐτί. Βέβαια ὁ Χριστὸς ἐπετίμησε τον Πέτρο ἀπὸ τη μία, καὶ
ἀπὸ την ἄλλη γιάτρεψε το αὐτὶ του δούλου, πού ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τὸν κατονομάζει, Μάλχο
(ιη' 10).
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐ μὴν ἀφῆκε τίνα γενέσθαι βλάβην ο Χριστός. Καὶ γὰρ ιάσατο
αὐτόν, καὶ θαῦμα μέγα επεδείξατο, ἱκανὸν καὶ τὴν ἐπιείκειαν αὐτοῦ καὶ την δύναμιν έμφήναι, καὶ
τὴν του μαθητοῦ φιλοστοργίαν τε καὶ πραότητα καὶ γὰρ ἐκεῖνο φιλοστόργως, καὶ τοῦτο
πειθηνίως... Εὐθέως ἐπείσθη, καὶ μετὰ τοῦτο οὐδαμοῦ τοῦτο ποιεῖ» (Ε.Π.Ε. 12,248).
Μετάφρασις: «Δὲν ἄφησε ὁ Ἰησοῦς νὰ γίνη καμμιὰ βλάβη. Διότι τὸν γιάτρεψε ἀμέσως (τὸν
Μάλχο) καὶ ἔκανε μεγάλο θαῦμα, πού ἦταν ἀρκετὸ νὰ φανερώση καὶ τη δικὴ Του ἀγάπη καὶ
δύναμη, ἀλλὰ καὶ του μαθητοῦ (του Πέτρου) την ἀγάπη καὶ τὴν ἠπιότητα... Ἀμέσως πείστηκε (ὁ
Πέτρος) καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ δὲν το ἐπανέλαβε πουθενά».
Ὁ Χριστὸς ἤθελε τοὺς μαθητὲς Του ἀόπλους. Καὶ ὅταν πολὺ πρὶν τοὺς εἶχε μιλήσει γιὰ την
ἀποστολὴ τους, καθώρισε, ὅτι δὲν θὰ εἶναι εξωπλισμένοι μὲ σακκίδιο, μὲ τρόφιμα, μὲ χρήματα,
πολὺ περισσότερο μέ... μαχαίρια (Μάρκ. τσ' 7-9). Τώρα πὼς βρέθηκε στὸ χέρι του Πέτρου το
μαχαίρι (πιθανὸν καὶ σ' ἄλλων μαθητῶν);
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πόθεν ἦσαν ἐκεῖ μάχαιραι; Ἀπὸ δείπνου ἦσαν καὶ τραπέζης
εξεληλυθότες. Είκὸς ουν καὶ μαχαίρας εἶναι ἐκεῖ διὰ τὸ ἀρνίον τούτους δὲ ἀκούσαντες, ὅτι ήξουσὶ
τίνες ἐπ' αὐτόν, λαβεῖν εἰς βοήθειαν, ὼς πολεμήσαντας ὑπὲρ του Διδασκάλου καὶ της ἐκείνων
γνώμης ἣν μόνον. Διὸ καὶ ἐπιτιμᾶται Πέτρος αὐτὴ χρησάμενος, καὶ μετὰ σφοδρὰς της ἀπειλῆς»
(Ε.Π.Ε. 12,248). Μετάφρασις: «Πὼς βρέθηκαν ἐκεῖ μαχαίρια; Ἀπὸ δεῖπνο καὶ ἀπὸ τραπέζι εἶχαν
σηκωθῆ. Ἦταν φυσικὸ νὰ ὑπάρχουν καὶ μαχαίρια ἐκεῖ γιὰ τὸ ἀρνί. Καὶ οἱ μαθητές, ὅταν ἄκουσαν,
ὅτι θὰ ἔρθουν μερικοὶ ἐναντίον του Ἰησοῦ, τὰ πῆραν σὰν βοηθητικὰ γιὰ νὰ πολεμήσουν ὑπὲρ του
Διδασκάλου πράγμα πού ἀποτελοῦσε δικὴ τους σκέψι. Γι' αὐτὸ καὶ ἐπικρίνεται καὶ Πέτρος, πού
χρησιμοποίησε μαχαίρι, καὶ μάλιστα μὲ μεγάλη ἀπειλὴ (Ματθ. στκ' 52)».

Σὰν ληστὴ τον Ἄοπλο! (στ. 48-50)


Σ' αὐτοὺς πού ἦλθαν νὰ Τὸν συλλάβουν λέει ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ὁ τρόπος μὲ τον ὁποῖον ἔρχονται, θὰ
ἅρμοζε σὲ περίπτωση συλλήψεως «ληστοῦ» καὶ ὅτι εἶχαν πιὸ κατάλληλες εὐκαιρίες νὰ
πραγματοποιήσουν τὶς ἐπιθυμίες τους, ἀφοῦ καθημερινῶς δίδασκε στὸ ναό. «Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ
Ἰησοῦς είπεν αυτοὶς: Ως ἐπὶ ληστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεὶν μέ. Καθ' ἡμέραν
πρὸς ὑμᾶς ήμην ἐν τῷ ιερὼ διδάσκων, καὶ οὐκ ἐκρατήσατὲ μέ, ἀλλ' ἴνα πληρωθώσιν ἄι Γραφεῖ. Καὶ
ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον πάντες» (στ. 48-50). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς
ἀπευθύνθηκε σ' αὐτοὺς ποῦ Τὸν συνέλαβαν καὶ τοὺς εἶπε: “Βγήκατε νὰ μὲ πιάσετε μὲ μαχαίρια καὶ
μὲ ρόπαλα σὰν νὰ εἶμαι ληστής. Κάθε μέρα ἤμουν μαζὶ σας στὸν περίβολο του ναοῦ καὶ δίδασκα
καὶ δὲν μὲ συλλάβατε. Ἀλλ' ἔτσι ἔγινε, γιὰ νὰ έκπληρωθοὺν οἱ Γραφές”. Οἱ δὲ μαθητὲς Τὸν
ἐγκατέλειψαν ὅλοι καὶ ἔφυγαν».
Στὴν ἄγρια ἐπίθεση των Ἰουδαίων, πού στέλνουν «μπράβους» μὲ μαχαίρια καὶ μὲ ξύλα νὰ Τον
συλλάβουν, ὁ Χριστὸς ἀντιτάσσει την ἀγάπη Του μιὰ ἀγάπη ὅμως, ποῦ συνοδεύεται ἀπὸ σημάδια
θεϊκῆς δυνάμεως. Ἔκαμε τόσα καὶ Ἰησοῦς καὶ τη νύχτα ἐκείνη, ὥστε, ἂν δὲν ἦσαν πωρωμένοι, θὰ
μποροῦσαν νὰ συγκινηθοῦν καὶ νὰ ἀλλάξουν: Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅρα πόσα ποιεῖ τα
δυνὰμενα αὐτοὺς διαναστήσαι. Ύπτίους ἔρριψε, τὸ ώτίον του οίκέτου ιάσατο, ήπείλησεν αὐτοὺς
σφαγὴν: Εν μαχαίρα απολούνται οἱ λαβόντες μάχαιραν. Απὸ τῆς του ώτίου θεραπείας καὶ ταῦτα
επιστώσατο· πάντοθεν ἀπὸ των παρόντων, ἀπὸ των μελλόντων ἐμφαίνων αὐτοῦ τὴν δύναμιν, καὶ
δεικνὺς ὅτι οὐ της αὐτῶν ἰσχύος ἔργον γέγονε το κρατῆσαι αὐτὸν» (Ε.Π.Ε. 12,230). Μετάφρασις:
«Κοίτα πόσα κάνει ὁ Ἰησοῦς, ποῦ μποροῦν νὰ τοὺς συνεφέρουν. Τοὺς έρριξε κάτω ὑπτίους,
γιάτρεψε το αὐτὶ του ὑπηρέτη, τοὺς ἀπείλησε μὲ σφαγὴ, ἀφοῦ τοὺς εἶπε: “με μαχαίρι θὰ πεθάνουν
ὅσοι κρατᾶνε μαχαίρι”. μὲ τὴ θεραπεία του αὐτιοῦ τὰ βεβαίωσε καὶ αὐτά. Ἀπὸ παντοῦ, καὶ μὲ τὰ
παρόντα καὶ μὲ τα μέλλοντα, ἐμφανίζει τη δύναμὶ Του καὶ φανερώνει, ὅτι ἡ σύλληψὶς Του δὲν ἦταν
ἔργο της δυνάμεὼς τους».
Οἱ σκληρὲς καὶ ἐξευτελιστικὲς συνθῆκες της συλλήψεως τροφοδοτοῦν το πάθος μὲ πρόσθετο
ἄλγος. Ἐνδεικτικὴ ἐπίσης της αὐθεντίας του πάσχοντος Ἰησοῦ εἶναι ἡ δήλωσὶς Του, ὅτι τα συμβάντα
κατὰ τη σύλληψὶ Του ἔγιναν «ἴνα πληρωθώσιν ἄι Γραφαὶ» (στ. 49). Δὲν συνελήφθη ὁ Ἰησοῦς, διότι
εἶχαν δύναμι οἱ ἐχθροὶ Του, ἀλλὰ διότι ὁ Ἴδιος ἤθελε καὶ παρέδωσε τον ἑαυτὸ Του: «Τη νυκτὶ ἤ
παρεδίδοτο, μᾶλλον δὲ ἑαυτὸν παρεδίδου...» (θ. Λειτουργία).
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅτε εδίδασκoν, οὺκ ἐκρατήσατὲ μὲ ὅτε έσίγησα, ἐπήλθετε; Ἐν τῷ
ιερὼ ήμην, καὶ οὐδεὶς κατέσχε νυνὶ δὲ άωρὶ καὶ μέσων νυκτῶν ἐπέστητε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων;
Τὶ τούτων ἐδέησε των ὅπλων ἐπὶ τὸν μεθ' ὑμῶν ὄντα ἀεί; Ἀπὸ τούτων διδάσκων, ὅτι ἔι μὴ ἑκὼν
ενέδωκεν, οὐδ' ἂν τότε ἴσχυσαν» (Ε.Π.Ε. 12,252). Μετάφρασις: «Ὅταν δίδασκα, δὲν μὲ συλλάβατε.
Τώρα πού σιώπησα, ἤλθατε ἐναντίον μου; Ἤμουν στὸ ναὸ καὶ κανένας δὲν μὲ συνέλαβε. Τώρα δὲ
τόσο ἀργὰ καὶ μέσα στὴ νύκτα ἤλθατε μὲ μαχαίρια καὶ ξύλα; Τὶ χρειάζονταν αὐτὰ τα ὄπλα ἐναντίον
Eκείνου, πού ἦταν διαρκῶς μαζὶ σας; Μὲ αὐτὰ διδάσκει, ὅτι, ἂν δὲν παραδινόταν μὲ τη θέληση Του,
οὔτε τότε θὰ μποροῦσαν νὰ Τὸν συλλάβουν».
Μὲ τὴ διακήρυξη αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς τοποθετεῖται πάνω ἀπὸ τη ροὴ των γεγονότων καὶ τα ἑρμηνεύει
ὄχι ὡς ἀποτέλεσμα ἀνθρωπίνων σχεδιασμῶν, ἀλλ' ὡς στοιχεῖα της διαδικασίας σωτηρίας, πού
ἐλέγχεται ἀπὸ τον Θεό. Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ μεστὴ θείας γαλήνης καὶ ἀξιοπρεπείας στάσις Του στὸ
ἐπεισόδιο της συλλήψεως. Παραμένει πράος καὶ σιωπηλὸς καὶ ἀκτινοβολεῖ θεία ἐξοχότητα.
Οἱ μαθητὲς ἐγκαταλείπουν τον Χριστό. «Καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον πάντες» (στ. 50).

Ὁ νεανίσκος πού δείλιασε (στ. 51-52)


Γεννιέται ἡ ἀπορία, γιατὶ μόνο στὸν εὐαγγελιστὴ Μάρκο ὑπάρχει ἐπεισόδιο ἀσήμαντο, ποῦ δὲν
ἔχει οὐσιώδη σχέση μὲ τη σύλληψη του Ἰησοῦ. Εἶναι το ἐπεισόδιο μὲ τον νεανίσκο, ὁποῖος καὶ δὲν
κατονομάζεται. «Καὶ εἰς τὶς νεανίσκος ήκολούθησεν αυτώ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ καὶ
κρατούσιν αὐτὸν οἱ νεανίσκοι δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς έφυγεν ἀπ' αὐτῶν» (στ. 51-52).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ κάποιος νέος ἀκολούθησε τον Ἰησοῦ περιτυλιγμένος
κατάσαρκα μὲ ἕνα σεντόνι. Τὸν ἔπιασαν ἄλλοι νέοι (ἀπὸ τη σπείρα). Καὶ ἐκεῖνος φοβήθηκε καὶ
ἄφησε το σεντόνι στὰ χέρια τους καὶ ἔφυγε γυμνός».
Ἡ τελευταία ἀνθρώπινη ὁμάδα, πού θὰ μποροῦσε νὰ συμπαρασταθῆ στὸν Ἰησοῦ, οἱ μαθητές,
διασκορπίζονται θλιβερὰ μέσα στὴ νύκτα καὶ Τὸν ἀφήνουν μόνον στὰ χέρια των ἀσπόνδων ἐχθρῶν
Του. Ἡ βία, ἡ προδοσία, ἡ ἐγκατάλειψις, ἡ φυγή, συνθέτουν ἕνα τραγικὸ πίνακα μὲ κέντρο τὸν
πάσχοντα Υἱὸ του ἀνθρώπου.
Ὁ νεανίσκος, πού ἀναφέρεται ἐδῶ, ποιὸς εἶναι καὶ ποιὸς ὁ λόγος ποῦ τὸν ἀναφέρει ὁ
εὐαγγελιστής; Ἔχουν διατυπωθῆ πολλὲς ὑποθέσεις. Οἱ πολλοὶ δέχονται, ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ
εὐαγγελιστὴς Μάρκος! Τέτοια ἀσήμαντη λεπτομέρεια θὰ ἀναφερόταν ἀπὸ τον εὐαγγελιστὴ, ἂν δὲν
ἀποτελοῦσε προσωπικὸ του βίωμα; Πρέπει πάντως νὰ σημειώσουμε, ὅτι μὲ τὴ μνεία του αὐτόπτου
μάρτυρα ἐναποθέτει ὁ εὐαγγελιστὴς τη σφραγίδα της προσωπικῆς του μαρτυρίας γιὰ τὰ
έκτειθέμενα γεγονότα.
Δὲν ἀποκρύπτει ὁ εὐαγγελιστὴς τη σκηνὴ μὲ το νεανίσκο, πού δείχνει ἕνα νέο, μὲ ἐπιπόλαιη
ἀγάπη στὸν Ἰησοῦ. Τόβαλε ὅμως στὰ πόδια, σὰν τοῦ ἅρπαξαν το σεντόνι, ποῦ σκέπαζε τη γύμνια
του, τα «παλιόπαιδα», θὰ λέγαμε της σπείρας! Κάποιος ἄλλος κάποτε νέος, ἐπώνυμος ἐκεῖνος, ὁ
Ἰωσὴφ ὁ πάγκαλος, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἄφησε το χιτώνα καὶ ἔφυγε γυμνός.
Σ’ ἐκείνον ἡ ἁγνότητα ὑπερίσχυσε της αἰσχύνης, καὶ γι' αὐτὸ γυμνὸς ἔφυγε, γιὰ νὰ σωθῆ ἀπὸ τη
φωτιὰ του σαρκικοῦ πειρασμοῦ. Σὲ τοῦτον, τὸν νεανίσκο της Καινῆς Διαθήκης, ὁ φόβος ὑπερνίκησε
της αἰσχύνης καὶ γι' αὐτὸ ἔφυγε γυμνός, γιὰ νὰ σωθῆ ἀπὸ τα χέρια της Χριστοκτόνου ἀλητείας. Στὴν
πρώτη περίπτωσι ἔχουμε τη φυγὴ του ἡρωισμοῦ. Στὴν ἄλλη τὴ φυγὴ της δειλίας.

53 Καὶ ἀπήγαγον τὸν ᾿Ιησοῦν πρὸς τὸν ἀρχιερέα καὶ συνέρχονται αὐτῷ πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ
πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς. 54 καὶ ὁ Πέτρος ἀπὸ μακρόθεν ἠκολούθησεν αὐτῷ ἕως ἔσω εἰς τὴν
αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως, καὶ ἦν συγκαθήμενος μετὰ τῶν ὑπηρετῶν καὶ θερμαινόμενος πρὸς τὸ
φῶς. 55 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον ἐζήτουν κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ μαρτυρίαν εἰς τὸ θανατῶσαι
αὐτόν, καὶ οὐχ εὕρισκον· 56 πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ
ἦσαν. 57 καί τινες ἀναστάντες ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ λέγοντες 58 ὅτι ἡμεῖς ἠκούσαμεν αὐτοῦ
λέγοντος, ὅτι ἐγὼ καταλύσω τὸν ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον
ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω. 59 καὶ οὐδὲ οὕτως ἴση ἦν ἡ μαρτυρία αὐτῶν. 60 καὶ ἀναστὰς ὁ
ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον ἐπηρώτα τὸν ᾿Ιησοῦν λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; τί οὗτοί σου
καταμαρτυροῦσιν; 61 ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐδὲν ἀπεκρίνατο. πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν καὶ
λέγει αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ; 62 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἐγώ εἰμι· καὶ ὄψεσθε τὸν
υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ
οὐρανοῦ. 63 ὁ δὲ ἀρχιερεὺς διαρρήξας τοὺς χιτῶνας αὐτοῦ λέγει· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν
μαρτύρων; 64 ἠκούσατε πάντως τῆς βλασφημίας· τί ὑμῖν φαίνεται; οἱ δὲ πάντες κατέκριναν αὐτὸν
εἶναι ἔνοχον θανάτου. 65 Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ
καὶ κολαφίζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ· προφήτευσον ἡμῖν τίς ἐστιν ὁ παίσας σε. καὶ οἱ ὑπηρέται
ραπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον.

Ὁ Ἰησοῦς κατηγορούμενος (στ. 53-56)


Ὁ Ἰησοῦς ὁδηγεῖται στὸν ἀρχιερέα καὶ το συνέδριο ἀμέσως μετὰ τη σύλληψὶ Του. Φορτωμένος
τὸν κόπο μιᾶς τρομερῆς ἡμέρας, την ἀγωνία της Γεθσημανή, την προδοσία του Ἰούδα, την
ἐγκατάλειψη των μαθητῶν, ὑποχρεώνεται νὰ ἀντιμετωπίση χωρὶς ἀνάπαυλα μιὰ φοβερὴ δίκη.
«Καὶ ἀπήγαγον τὸν Ἰησοῦν πρὸς τὸν άρχιερέα καὶ συνέρχονται αυτὼ πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ
πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς. Καὶ ὁ Πέτρος άπὸ μακρόθεν ήκολούθησεν αυτὼ ἕως ἔσω εἰς τὴν
αὐλὴν του ἀρχιερέως, καὶ ἣν συγκαθήμενος μετὰ των ὑπηρετῶν καὶ θερμαινόμενος πρὸς τὸ φῶς.
Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον το συνέδριον ἐζήτουν κατὰ του Ἰησοῦ μαρτυρίαν εἰς το θανατώσαι αὐτόν,
καὶ οὐχ εὕρισκον πολλοὶ γὰρ έψευδομαρτύρουν κατ' αὐτοῦ, καὶ ἴσαι ἄι μαρτυρίαι οὺκ ἦσαν» (στ.
53-56). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἔσυραν τον Ἰησοῦ στὸν ἀρχιερέα. Καὶ συγκεντρώθηκαν
γύρω Του ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς. Καὶ ὁ Πέτρος Τὸν ἀκολούθησε
ἀπὸ μακρυὰ μέχρι μέσα στὴν αὐλὴ του μεγάρου του ἀρχιερέως. Καὶ καθόταν ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς
ὑπηρέτες καὶ ζεσταινόταν κοντὰ στὴ φωτιά. Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλο το συνέδριο ἀναζητοῦσαν μιὰ
μαρτυρία ἐναντίον του Ἰησοῦ, ὥστε νὰ Τὸν καταδικάσουν σὲ θάνατο ἀλλὰ δὲν εὕρισκαν.
Ἐμφανίστηκαν βέβαια πολλοὶ ψευδομάρτυρες έναντίον Του, ἀλλὰ δὲν συμφωνοῦσαν μεταξὺ
τους».
Ἀπὸ τότε πού ἡ αἴγλη του προσώπου του Ἰησοῦ σαγηνεύει καὶ συνάγει τα πλήθη, ἀρχίζει ὁ
ἀναβρασμὸς στὶς φθονερὲς καρδιὲς των θρησκευτικῶν ἀρχόντων. Το πρόβλημα κυρίως γι' αὐτοὺς
ἦταν ὅτι χάνουν το λαό. Αὐτοὶ ἦσαν λαοπλάνοι. Τοὺς κατάλαβε πλέον ὁ λαός. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ
ποιμένας καὶ «τὰ πρόβατα αὐτὰ ἀκολουθεῖ» (Ιωάν. ι' 4). Καὶ δευτερευόντως ἔβλεπαν καὶ το ἄλλο
πρόβλημα, ἐξ αἰτίας της κοσμοσυρροῆς γύρω ἀπὸ τον Ἰησοῦ: Φοβόντουσαν τοὺς Ρωμαίους,
μήπως, πρὶν ἔρθη ἡ ὥρα, καταστρέψουν την Ἱερουσαλήμ. Οἱ Ρωμαῖοι κατακτητὲς θὰ
καταστρέψουν την Ἱερουσαλήμ, ὄχι ὅμως ἐξ αἰτίας του Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ θρησκευτικοὶ ὅμως
ἄρχοντες, πάντοτε κόλακες της ἑκάστοτε ἐξουσίας, ἤθελαν νὰ παραδώσουν τον Ἰησοῦ στὴ Ρωμαϊκὴ
ἐξουσία, μὲ το ἐπιχείρημα ὅτι «ποιεῖ ἑαυτὸν καίσαρα», κάτι πού ἄναβε τη μανία της Ρωμαϊκῆς
δικτατορίας (ἰδὲ Ιωάν. ιθ' 15).
Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὑπογραμμίζει τους δύο λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ θρησκευτικὴ
ἐξουσία κάνει συμβούλια καὶ παρασυμβούλια, συνέδρια καὶ παρασυνέδρια, συναγωγὲς καὶ
παρασυναγωγὲς κατὰ του Ἰησοῦ:
«Συνήγαγον οὺν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι συνέδριον καὶ ἔλεγον: “Τί ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος ὁ
ἄνθρωπος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ; Ἐὰν άφώμεν αὐτὸν οὕτω, πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶ
ελεύσονται οἱ Ρωμαῖοι καὶ άρoύσιν ἡμῶν καὶ τὸν τόπον καὶ το ἔθνος. Εἰς δὲ τὶς ἐξ αὐτῶν Καΐάφας,
άρχιερεὺς ὢν του ενιαυτοὺ ἐκείνου, είπεν αυτοὶς: “Υμείς οὺκ οίδατε οὐδέν, οὐδὲ διαλογίζεσθε ὅτι
συμφέρει ἡμῖν ἴνα εἰς ἄνθρωπος ἀποθάνη ὑπὲρ του λαοῦ καὶ μὴ ὅλον το ἔθνος απόληται”. Τοῦτο
δὲ ὰφ' ἑαυτοῦ οὺκ είπεν, ἀλλὰ ἀρχιερεὺς ὢν του ενιαυτοὺ ἐκείνου προεφήτευσεν ὅτι έμελλεν ὁ
Ἰησοῦς αποθνήσκειν ὑπὲρ του ἔθνους, καὶ οὐχὶ ὑπὲρ του ἔθνους μόνον, ἀλλ' ἴνα καὶ τα τέκνα του
Θεοῦ τὰ διεσκορπισμένα συναγάγη εἰς ὲν» (Ιωάν. ἴα' 47-52).
Δικάζεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ σῶμα δικαστῶν, έχθρών, ποῦ ἔχουν προαποφασίσει την ἐκτέλεσὶ Του
(στ. 55). Δὲν ἀναφέρεται σαφῶς, ὅτι πρόκειται γιὰ σύγκληση της ὁλομέλειας του μεγάλου
συνεδρίου, το ὁποῖο κανονικὼς συνήρχετο σὲ εἰδικὸ οἴκημα της ἐσωτερικῆς ἄυλης του ναοῦ, ποῦ
ώνόμαζαν βουλευτήριο. Φαίνεται μᾶλλον, ὅτι ἡ σύναξις γιὰ τὸν Ἰησοῦ ἔγινε στὴν οἰκία του
ἀρχιερέως, στὴν αὐλὴ της ὁποίας βρίσκεται καὶ ὁ Πέτρος μὲ τους ὑπηρέτες.
Κατὰ το Λουκᾶ ὁ Ἰησοῦς φυλάσσεται τη νύχτα στὴν οἰκία του ἀρχιερέα, ὅπου οἱ φυλάσσοντες
Τὸν ἐμπαίζουν περιμένοντας την πρωΐα, κατὰ την ὁποία συγκαλεῖται το συνέδριο (βκ' 54-71). Καὶ
ἡ ἄρνησις του Πέτρου λαμβάνει χώρα κατὰ τη νύκτα, πρὶν τη σύγκληση του συνεδρίου.
Ἐκτὸς ἀπὸ τους δικαστὲς καὶ οἱ μάρτυρες εἶναι ἀπροκάλυπτα ἐχθρικοὶ κατὰ του Χριστοῦ, ἀφοῦ
προχωροῦν αδὶστακτα σὲ ψευδομαρτυρίες. «Πολλοὶ έψευδομαρτύρουν» (στ. 56). Ἡ παρέλασις της
θλιβερὰς σειρὰς των ψευδομαρτύρων ἀποτελεῖ πρόσθετη αἰτία βασανισμοῦ του Ἰησοῦ. Οἱ
μαρτυρίες των ψευδομαρτύρων δὲν ἦσαν «ἴσαι» (στ. 56). Δηλαδή, δὲν ἐναρμονίζονταν μεταξὺ
τους.

Ψευδομάρτυρες γιὰ το ναὸ (στ. 57-59)


Ὅλες τὶς μέρες, ἀπὸ τη Μεγ. Τετάρτη καὶ ἑξῆς πρέπει νὰ συνεδρίαζε συνεχῶς το λεγόμενο
«βουλευτήριο», μὲ διαφορετικὲς πάντοτε «φιγοῦρες», ὑποψία δικαστῶν! Σὲ μιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς
συνεδρίες πρέπει νὰ συναλλάσσονταν μὲ τὸν Ἰούδα, καὶ γιὰ τὸ ποσὸ των άργυρίων καὶ γιὰ τὸν
τρόπο της προδοσίας. «Βουλευτήριον Σωτήρ, παρανομίας κατὰ σου, Ἱερεῖς καὶ Γραμματεῖς, φθόνω
ἀθροίσαντες δεινώς, εἰς προδοσίαν ἐκίνησαν τον Ἰούδαν ὅθεν ἀναιδῶς, ἐξεπορεύετο, ἐλάλει κατὰ
σου, τους παρανόμοις λαοὺς: Τὶ μοι φησὶ παρέχετε, κάγὼ ὑμῖν παραδώσω εἰς χεῖρας ὑμῶν; Της
κατακρίσεως τούτου ρῦσαι, Κύριε, τὰς ψυχὰς ἡμῶν» (κάθισμα Μ. Τετάρτης).
Πάντως γιὰ λόγους τυπικοὺς ζητοῦσαν οἱ ψευδοδικαστὲς μάρτυρες. Πλήρωναν πολλούς, ἀλλ'
ἦσαν ἀφελεῖς οἱ μαρτυρίες τους καὶ ἀποδεικνύονταν ψευδομάρτυρες. Ἔρχονταν ἄλλοι, ἀλλὰ δὲν
τους εἶχαν σωστὰ δασκαλέψει, κι ἔτσι ὁ ἕνας ἔλεγε ἀντίθετα ἀπὸ τον ἄλλον. Οἱ μαρτυρίες τους δὲν
ἦσαν «ἴσαι». Ἦρθαν ὅμως καὶ μερικοί, ποῦ ναὶ μὲν ὁ εὐαγγελιστὴς τοὺς χαρακτηρίζει
«ψευδομάρτυρες», ὅμως κατέθεσαν λόγια, ποῦ εἶχε ὄντως πεῖ ὁ Ἰησοῦς. «Καὶ τινὲς αναστάντες
έψευδομαρτύρουν κατ' αὐτοῦ λέγοντες, ὅτι ἡμεῖς ἠκούσαμεν αὐτοῦ λέγοντος, ὅτι ἐγὼ καταλύσω
τον ναὸν τοῦτον τον χειροποίητον καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω. Καὶ
οὐδὲ οὕτως ἴση ἣν ἤ μαρτυρία αὐτῶν» (στ. 57-59). Στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Παρουσιάστηκαν τότε
μερικοὶ ψευδομάρτυρες καὶ εἶπαν ἐναντίον του Ἰησοῦ: «Ἐμεῖς τὸν ἀκούσαμε νὰ λέη, Ἐγὼ θὰ
γκρεμίσω αὐτὸ το ναό, πού ἔγινε ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια, καὶ σὲ τρεῖς μέρες θὰ οἰκοδομήσω ἄλλο,
αχειροποίητο”. Ἀλλὰ καὶ σ' αὐτὸ δὲν συμφωνοῦσαν οἱ μαρτυρίες τους».
Ἡ μαρτυρία γιὰ τὸ γκρέμισμα του ναοῦ ἦταν, ἂν τὴν ἐκλάβουμε κυριολεκτικά, συκοφαντία,
ἀφοῦ ὁ Χριστὸς δὲν γκρέμιζε ναοὺς καὶ συναγωγές. Ἀλλὰ στὸν ὑπέροχο συμβολισμὸ γιὰ τον ὁποῖον
λέχθηκε, ἦταν ἀληθινή. Ας δοῦμε το ὅλο πλαίσιο της σχετικῆς συζητήσεως του Ἰησοῦ σχετικὰ μὲ το
Ναό, ὅπως το διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (β' 18-22):
Ρωτᾶνε οἱ Ἰουδαῖοι:
-Ποιὸ σημεῖο ἔχεις νὰ δείξης γιὰ νὰ δικαιολογήσης αὐτὸ πού ἔκανες, ποῦ πέταξες δηλαδὴ ἀπὸ
το ναὸ τόσους ἀνθρώπους;
Ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾶ:
-Μπρὸς γκρεμίστε το ναὸ αὐτό. Ἐγὼ σὲ τρεῖς μέρες θὰ τον ξαναχτίσω!
-Τὶ εἶπες; Σαράντα ἕξι χρόνια χρειάστηκαν οἱ προγονοὶ μας γιὰ νὰ τὸν χτίσουν το ναό. Καὶ σὺ μᾶς
λὲς τώρα, πὼς σὲ τρεῖς μέρες θὰ τὸν ξαναχτίσης;
Κι ὁ εὐαγγελιστὴς δίνει την ἐξήγηση στὸν παραβολικὸ λόγο:
– Ὁ Ἰησοῦς ἐννοοῦσε τὸν ἀσύγκριτα λαμπρότερο ναὸ του Σώματὸς Του. Θὰ γκρεμιστῆ μὲ το
σταυρικὸ θάνατο. Καὶ σὲ τρεῖς μέρες ἡ Ἀνάστασις θὰ Τὸν ξαναχτίση.
Καὶ σὰν ἔγινε ἡ Ἀνάστασις;
Οἱ μαθητὲς ἀναφώνησαν:
-Νὰ τὶ ἐννοοῦσε! Ἀληθινὰ ξαναχτίστηκε, ἀλλὰ ἕνας Nαός ἀχειροποίητος.
Δὲν θὰ γκρεμιστῆ ποτέ. Λέγεται Ἀνάστασις.
Ἡ ὡραία αὐτὴ προφητικὴ μαρτυρία του Ἰησοῦ έκλείφθηκε ὡς καταδικαστική. Κι ἐμεῖς ὡς πρὸς
τα πάθη του Χριστοῦ την νοοῦμε μαζὶ μὲ τον Μάρκο «ψευδομαρτυρία». Ὁ βασανισμὸς του Ἰησοῦ
γίνεται ἰδιαίτερα ὀδυνηρός, ὅταν ἡ ψευδομαρτυρία παίρνη τη μορφὴ της προκλητικῆς δηλώσεως
γιὰ τὴν δῆθεν κατάλυση καὶ ἀνοικοδόμηση του ναοῦ (57-59).

Ἐγὼ είμι! (στ. 60-62)


Παρεμβαίνει ὁ ἀρχιερέας ὄχι γιὰ νὰ ἐλέγξη τοὺς ψευδολόγους, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταπιέση τον
Ἰησοῦ. Ὁ Μάρκος σημειώνει χαρακτηριστικά, ὅτι στὴν πρόκληση του ἀρχιερέα ν' ἀπαντήση ἐπὶ της
κατηγορίας, ὁ Ἰησοῦς σιωπᾶ. «Καὶ άναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἰς το μέσον επηρώτα τον Ἰησοῦν λέγων
Οὺκ αποκρίνη ούδέν; Τὶ οὗτοὶ σου καταμαρτυρούσιν; Ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐδὲν άπεκρίνατο. Πάλιν ο
ἀρχιερεὺς επηρώτα αὐτὸν καὶ λέγει αυτὼ' Σὺ εἰ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς του εύλογητού; Ὁ δὲ Ἰησοῦς είπεν:
Ἐγὼ είμι καὶ όψεσθε τὸν υἱὸν του ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον της δυνάμεως καὶ έρχόμενον
ἐπὶ των νεφελῶν του οὐρανοῦ» (στ. 60-62). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Σηκώθηκε τότε ὁ
ἀρχιερέας στὴ μέση καὶ ρώτησε τὸν Ἰησοῦ: “Δέν ἔχεις νὰ πῆς τίποτε; Τὶ εἶναι αὐτὰ πού σὲ
κατηγορούν;”. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως σιωποῦσε καὶ δὲν ἔδινε καμμιὰ ἀπάντησι. Πάλι ὁ ἀρχιερέας τον
ρώτησε: “Εσύ εἶσαι καὶ Μεσσίας, ὁ Υἱὸς του Εύλογητοὺ (του Θεού);” “Ο δὲ Ἰησοῦς ἀπάντησε: “Εγώ
εἶμαι! Καὶ θὰ δῆτε τον Υἱὸ του Ἀνθρώπου νὰ κάθεται στὰ δεξιὰ του Παντοδυνάμου Θεοῦ καὶ νὰ
ἔρχεται πάνω στὰ σύννεφα του ουρανού”».
Ἡ σιωπὴ του Ἰησοῦ φέρνει στὸ νοῦ μας την πρόρρηση του Ησαΐα (53,7: «Καὶ αὐτὸς διὰ τὸ
κεκακώσθαι οὐκ ἀνοίγει το στόμα αὐτοῦ...»). Ὁ Ἰησοῦς ἀφ' ἑνὸς μὲν σιωπᾶ, διότι ἔχει συνείδησι,
ὅτι εἶναι ὁ ὁδεύων πρὸς το Πάθος δοῦλος του Θεοῦ, ἀφ' ἑτέρου ὅμως διακηρύσσει γιὰ πρώτη φορὰ
δημοσίως τη μεσσιανικότητὰ Του καὶ προλέγει την ἔνδοξη ἐπάνοδὸ Του.
Λέει ὁ Χρυσόστομος: «“Ο δὲ έσίγα”. Ανόνητα γὰρ ἣν τα της ἀπολογίας, οὐδενὸς άκούοντος. Καὶ
γὰρ σχῆμα τοῦτο δικαστηρίου ἣν μόνον τὸ δὲ ἀληθές, ληστῶν ἔφοδος, ὡς ἐν σπηλαίω καὶ ὲν ὁδῶ
ἐπελθόντων. Διὸ έσίγα. Ὁ δὲ ἀρχιερεὺς: “Εξορκίζω σὲ κατὰ του Θεοῦ του ζῶντος, ἴνα ἡμῖν εἴπης, ἔι
σὺ εἰ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς του Θεοῦ του ζώντος”. Ὁ δὲ εἶπε: “Σύ εἶπας. Πλὴν λέγω ὑμῖν, απάρτι όψεσθε
τὸν Υἱὸν του ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν της δυνάμεως, καὶ έρχόμενον ἐπὶ των νεφελών”. Τότε
ὁ ἀρχιερεὺς διέρρηξε τα μάτια αὐτοῦ λέγων, “έβλασφήμησε”» (Ε.Π.Ε. 12,256- 258). Μετάφρασις:
«Ὁ δὲ Ἰησοῦς σιωποῦσε, ἐπειδὴ ἡ ἀπολογία ἦταν ἀνώφελος, ἀφοῦ κανένας δὲν ἄκουγε. Ἡ ἐρώτησις
του δικαστηρίου ἦταν πρόσχημα μόνο δικαστηρίου. Στὴν πραγματικότητα ἐπρόκειτο γιὰ ἔφοδο
ληστῶν, ποῦ ώρμούσαν σὰν σὲ κάποια σπηλιὰ καὶ γενικὰ στὸ δρόμο. Γι' αὐτὸ σιωποῦσε ὁ Ἰησοῦς.
Ὁ ἀρχιερέας ὅμως ἐπέμενε: “Σε ἐξορκίζω στὸ ζωντανὸ Θεὸ νὰ μᾶς της ἂν ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ
Υἱὸς του Θεοῦ του ζωντανού”. Ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε: “Σύ το εἶπες! Ἀλλὰ σας λέω, ὅτι ἀπὸ τώρα θὰ
δῆτε τον Υἱὸ του ἀνθρώπου νὰ κάθεται στὰ δεξιὰ της δυνάμεως καὶ νὰ ἔρχεται πάνω στὰ σύννεφα”.
Τότε ὁ ἀρχιερέας ἔσχισε τα ροῦχα του καὶ εἶπε: “Βλασφήμησε”».
Ὁ ἀρχιερέας θέτει το ἀκραῖο, συνάμα καὶ οὐσιαστικὸ ἐρώτημα: «Σὺ εἰ ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ
εύλογητοὺ;» (στ. 61).
Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ δὲν θέλει νὰ σιωπήση ὁ Ἰησοῦς. Θὰ ἀπαντήση, ὄχι γιατὶ ἀντέχει την ἀπάντηση
ὁ ἀρχιερέας, ἀλλὰ διότι αὐτὴ την ἀπάντησι τὴν χρειάζεται ἡ οἰκουμένη ὅλων των αἰώνων. «Έγὼ
είμι καὶ όψεσθε τὸν υἱὸν του ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον της δυνάμεως καὶ έρχόμενον ἐπὶ των
νεφελῶν του οὐρανοῦ» (στ. 61). Ἀπαντᾶ φανερώνοντας την αυτοσυνειδησία της θεϊκῆς Του
ταυτότητας. Πολλὲς φορὲς ὁ Χριστός, ὁμιλώντας ὡς θεϊκῆς ἐξουσίαν ἔχων, δίνει τα πολλὰ «Ἐγὼ»
ὡς στοιχεῖα της θείας φύσεὼς Του.
Στὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο ζωγραφίζονται οἱ σπουδαῖες εἰκόνες γιὰ τὶς ὑπέροχες λέξεις καὶ
πραγματικότητες: Φῶς, Υδωρ, Ἀλήθεια, Ζωή, Ἀνάστασις, Ποιμήν, Θύρα, Αρτος, Ἄμπελος, Πρῶτος
καὶ Ἔσχατος. Καὶ πάνω ἀπὸ κάθε μία ἀπὸ τὶς εἰκόνες αὐτὲς ὑπάρχει ἕνα χρυσὸ Ἐγώ! Ποιὸς ἄλλος
μέσα στὴν ἱστορία θὰ μποροῦσε νὰ βάλη το δικὸ του «ἐγὼ» ὡς ταύτιση ὅλων αὐτῶν των
ουρανίων,αληθειών; Σωστὰ λέχθηκε ἀπὸ σπουδαῖο ἀπολογητὴ: «Τα “Εγώ” αὐτὰ γιὰ νὰ τὰ πῆ
κανείς, πρέπει νὰ εἶναι ἤ τρελλὸς ἤ Θεός»! Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς λογικὸς ἄνθρωπος, εἶναι ὁ
Λόγος, ὁ Θεὸς Λόγος. Εἶναι «ὁ Υἱὸς τοῦ εύλογητού». Εἶναι ὁ «Υἱὸς του Θεοῦ». Ἄλλωστε αὐτὸ κυρίως
ενώχλησε τους Ἰουδαίους καὶ ἤθελαν νὰ Τὸν φονεύσουν (Ιωάν. ἴα' 8).

Ἐμπτυσμοὶ καὶ κολαφισμοὶ (στ. 63-65)


Ἡ ἐρώτησις του ἀρχιερέα «σὺ εἰ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς του ευλογητοὺ;» κάνει ἐντύπωσι γιατὶ ὁ
Μεσσίας στὰ Ἰουδαϊκὰ κείμενα δὲν χαρακτηρίζεται ρητῶς ὡς Υἱὸς του Θεοῦ. Ἀποσκοπεῖ μᾶλλον
στὸ νὰ προκαλέση τον Ἰησοῦ νὰ παραδεχθῆ, ὅτι εἶναι Υἱὸς του Θεοῦ, ὥστε νὰ στηριχθῆ ἔτσι ἡ
ἐναντίον Του κατηγορία περὶ βλασφημίας. «Ὁ δὲ ἀρχιερεὺς διαρρήξας τοὺς χιτώνας αὐτοῦ λέγει:
Τὶ ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; Ἠκούσατε πάντως της βλασφημίας: Τὶ ὑμῖν φαίνεται; Οἱ δὲ πάντες
κατέκριναν αὐτὸν εἶναι ἔνοχος θανάτου. Καὶ ἤρξαντο τίνες έμπτύειν αυτὼ καὶ περικαλύπτειν τὸ
πρόσωπον αὐτοῦ καὶ κολαφίζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αυτὼ: Προφήτευσον ἡμῖν τὶς έστινὸ παίσας σέ;
Καὶ οἱ ὑπηρέται ραπίσμασιν αὐτὸν έβαλoν» (στ. 63-65). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ
ἀρχιερέας τότε διέρρηξε τα ἱμάτιὰ του καὶ εἶπε: “Τί μᾶς χρειάζονται τώρα πιὰ οἱ μάρτυρες;
Ἀκούσατε, βέβαια, τα βλάσφημα λόγια του. Τὶ ἀπόφασι παίρνετε; Καὶ ὅλοι ἔκριναν, πὼς εἶναι
ἔνοχος καὶ πρέπει νὰ θανατωθῆ. Μερικοὶ τότε ἄρχισαν νὰ Τον φτύνουν. Κάλυπταν το πρόσωπὸ Του
ἀπὸ τα φτυσίματα. Τὸν χαστούκιζαν καὶ Τὸν ρωτοῦσαν: «Ἀφοῦ εἶσαι προφήτης, πὲς μας ποιὸς σὲ
χτύπησε;”. Ἐπίσης καὶ οἱ ὑπηρέτες Τὸν χτύπησαν μὲ ραπίσματα».
Ἡ ἀπάντησις του Χριστοῦ εἶναι σαφῶς καταφατική. Καὶ ἀντὶ νὰ καταστῆ ἀντικείμενο ἔρευνας
καὶ ἀντικειμενικῆς συζητήσεως, προκαλεῖ μία βιαιότατη ἔκρηξι ἀγανακτήσεως του ἀρχιερέα, ὁ
ὁποῖος φτάνει στὸ σημεῖο νὰ ξεσχίση τοὺς χιτῶνες του (στ. 63)! Ἡ ἀπάντησις του Ἰησοῦ
χαρακτηρίζεται ὡς... βλασφημία!
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Διαρρήξας (ὁ ἀρχιερεὺς) αὐτοῦ τα ἱμάτιὰ φησι: “Τί ὑμῖν δοκεί;”. Οὐ
φέρει την ψῆφον οἴκοθεν, ἀλλὰ παρ' ἐκείνων αὐτὴν ὡς ἐπὶ ώμολογημένων ἁμαρτημάτων καὶ
βλασφημίας δήλης καλεῖται. Ἐπειδὴ γὰρ ήδεσαν, ὅτι εἰ το πράγμα εἰς ἐξέτασιν έλθοι καὶ διάγνωσιν
ἀκριβὴ, απαλλάττει πάσης αὐτὸν αἰτίας, παρ' εαυτοὶς αὐτὸν καταδικάζουσι, καὶ
προκαταλαμβάνουσι τοὺς ἀκροατὰς λέγοντες: «Ὑμεῖς ἠκούσατε της βλασφημίας”,
καταναγκάζοντες καὶ βιαζόμενοι την ψῆφον εξενεγκεὶν» (Ε.Π.Ε. 12,258-260). Μετάφρασις: «Ἀφοῦ
ὁ ἀρχιερέας ξέσχισε τα ροῦχα του, εἶπε: Τὶ νομίζετε;. Δὲν ἐκδίδει την ἀπόφασι μόνος του, ἀλλὰ την
ζητάει ἀπὸ ἐκείνους, σὰν αὐταπόδεικτο γιὰ ώμολογημένα ἁμαρτήματα καὶ βλασφημία. Γνώριζε,
ὅτι, ἂν ἡ ὑπόθεσις θὰ ἔρθη γιὰ διερεύνηση καὶ λεπτομερὴ ἐξέτασι, θὰ ἀπαλλάξη τον Ἰησοῦ ἀπὸ
κάθε κατηγορία, Τὸν καταδικάζουν μόνοι τους καὶ προκαταλαμβάνουν τους ἀκροατές, λέγοντὰς
τους: “Σείς ἀκούσατε τη βλασφημία”. Ἔτσι τοὺς ἐξαναγκάζουν τρόπον τίνα καὶ τοὺς ἐκβιάζουν νὰ
ἐκφέρουν την ἀπόφασι».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἡ ἀπόφασις των δικαστῶν θὰ σφραγίση τη δίκη. «Οἱ δὲ πάντες κατέκριναν αὐτὸν
εἶναι ἔνοχον θανάτου» (στ. 64). Στὸ Ματθ. τσκ' 24 ἡ διατύπωσις της ἀπαντήσεως μὲ τρόπο, ὥστε
νὰ περιέχη κάποια συγκαλυμμένη ἄρνησι («λέγει αυτὼ ὁ Ἰησοῦς, Σὺ εἶπας, πλὴν ἐγὼ λέγω ὑμῖν,
ἀπ’ ἄρτι όψεσθε...»), ἔχει την ἑξῆς ἔννοια. Στὴν ἐρώτησι του ἀρχιερέα ἂν εἶναι ὁ Μεσσίας,
προφανῶς καὶ ἀναμενόμενος ἀπὸ τους Ἰουδαίους πολιτικὸς Μεσσίας, ὁ Ἰησοῦς μὲ φράσει ἀπὸ τὸν
Ψαλμ. 109,1 καὶ τὸν Δαν. ζ' 13, ἀπαντᾶ, ὅτι δὲν εἶναι ὁ Μεσσίας πού νομίζουν, ἀλλ' εἶναι ὁ πάσχων
τώρα Υἱὸς του ἀνθρώπου καὶ μελλοντικὰ «έρχόμενος μετὰ των νεφελῶν του οὐρανοῦ».
Έντύπωσι κάνει, ὅτι δημόσια διαπράττουν το κατὰ του Χριστοῦ ἔγκλημὰ τους. Θὰ μποροῦσαν
κρυφὰ νὰ Τὸν συλλάβουν, νὰ Τὸν καταδικάσουν καὶ νὰ Τὸν θανατώσουν. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος
προσεγγίζει το ζήτημα καὶ λέει: «Διατὶ μὴ λάθρα αὐτὸν ανείλον; Hβούλοντο καὶ την δόξαν αὐτοῦ
διαβαλείν. Ἐπειδὴ γὰρ πολλοὶ ἦσαν ἤδη ακηκοότες αὐτοῦ, καὶ θαυμάζοντες αὐτὸν καὶ
έκπληττόμενοι, διὰ τοῦτο έσπούδασαν δημοσία καὶ ἐπὶ πάντων σφαγήναι. Ὁ δὲ Χριστὸς οὐκ
εκώλυσεν, ἀλλὰ τη ἐκείνων πονηρία εἰς τὴν της ἀληθείας σύστασιν άπεχρήσατο, ὥστε κατάδηλον
αὐτοῦ γενέσθαι τον θάνατον» (Ε.Π.Ε. 12,260). Μετάφρασις: «Γιατὶ οἱ ἐχθροὶ Του δὲν Τὸν φόνευσαν
κρυφά; Διότι ἤθελαν νὰ διαβάλουν καὶ τη φήμη Του. Ἐπειδὴ πολλοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι, ποῦ Τὸν εἶχαν
ἀκούσει καὶ Τὸν θαύμαζαν καὶ εξεπλήσσοντο, γι' αὐτὸ ἐπεδίωξαν νὰ σφαγὴ δημόσια, μπροστὰ σὲ
ὅλους. Ὁ Χριστὸς δὲν τοὺς ἐμπόδισε, ἀλλ' ἀντίθετα, χρησιμοποίησε την πονηρία τους γιά νά
διακηρυχθη η αλήθεια, είς τρόπον ώστε νά γίνη πασίγνωστος ο θάνατός Του».
Νόμισαν οι εχθροί του Ιησού, ότι νίκησαν. Στην πραγματικότητα ηττήθησαν! Μιλώντας για τη
νίκη του Ιησού ο Χρυσόστομος λέει: «Οι μέν δοκούντες νενικηκέναι, ούτοι μάλιστα και ήσχύνθησαν
και ηττήθησαν και απώλoντο: ο δέ ηττήσθαι δοκούν, ούτος μάλιστα και έλαμψε και ενίκησε κατά
κράτος. Μή δή πανταχού ζητώμεν νικάν, μηδέ πανταχού τό ήττασθαι φεύγωμεν. Έστιν όπου νίκη
μέν φέρει βλάβην, ήττα δέ ωφέλειαν. Και γάρ επί των θυμουμένων, δοκεί μέν ο πολλά υβρικώς
κεκρατηκέναι ούτος δε μάλιστα έστιν ο ηττηθείς υπό του χαλεπωτάτου πάθους, καί βλαβείς ο δέ
ενεγκών γενναίως, ούτος περιεγένετο και ενίκησε» (Ε.Π.Ε. 12,262). Μετάφρασις: «Όσοι νόμιζαν ότι
νίκησαν, αυτοί καταντροπιάστηκαν περισσότερο και νικήθηκαν και χάθηκαν. Ενώ Εκείνος , πού
νομίστηκε ως ηττημένος, έλαμψε περισσότερο και νίκησε καθ' όλοκληρίαν. Ας μή ζητάμε, λοιπόν,
παντού να νικάμε, ούτε να αποφεύγουμε παντού την ήττα! Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου ή νίκη
φέρνει ζημιά, ή δέ ήττα φέρνει ωφέλεια. Διότι στούς όργιζομένους φαίνεται ότι νίκησε εκείνος που
έβρισε πολύ, ενώ αυτός είναι πού νικήθηκε προ παντός από το φοβερώτατο πάθος καί ζημιώθηκε.
Εκείνος όμως, που υπέστη γενναίως την προσβολή, αυτός αποδείχθηκε ανώτερος. Αυτός και
νίκησε».
Στήν όλη παρουσίαση των βασανιστηρίων του καταδικασμένου Ιησού θαυμάζεται η σιωπή Του.
Παράδειγμα γιά τούς πιστούς: Όταν ο άλλος σε βρίζη και σε κακοποιή, μή του δίνης τη χαρά, ότι
διαπληκτίζεσαι μαζί του. Ένα τέτοιο συμπέρασμα εξάγει ο ιερός Χρυστόστομος από τη στάση του
Ιησού. Λέει: «Μή δω εκείνω λέγειν, ότι συμπλακείς περιεγένου, αλλ' άφες αυτόν τεθηκέναι και
θαυμάζειν σου τήν άμαχον δύναμιν, καί πρός πάντας λέγειν, ότι και χωρίς του συμβαλείν
ενίκησας» (Ε.Π.Ε. 12,266). Μετάφρασις: «Μή δίνης στον άλλον το δικαίωμα να λέη, ότι συνεπλάκης
μαζί του και υπερίσχυσες, αλλ' άφησέ τον να θαυμάζη και να σέβεται την άμαχη δύναμί σου και
να λέη πρός όλους, ότι τόν νίκησες και χωρίς να συγκρουσθής».
Η όλη περιγραφή των ευτελιστικών ενεργειών κατά του Αθώου Ιησού, όπως φαίνεται στό στ.
65, συν τοις άλλοις, φανερώνει την αντικειμενικότητα του ευαγγελιστού Μάρκου, αλλά και των
άλλων ευαγγελιστών. Ούτε τα δικά τους αμαρτωλά πάθη παρασιωπούν, ούτε τα άγια πάθη του
Διδασκάλου αποκρύπτουν. Πρός τί άλλωστε; Λέει ο ιερός Χρυσόστομος: «Σύ δέ μοι θαύμασον των
μαθητών την φιλοσοφίαν, μεθ' όσης αυτά ακριβείας απαγγέλλουσιν. Οθεν το φιλάληθες αυτών
ήθος διαδείκνυται, ότι τα δοκούντα είναι επονείδιστα εξηγούνται μετά αληθείας απάσης, ουδέν
άποκρυπτόμενοι, ουδέ επαισχυνόμενοι» (Ε.Π.Ε. 12,270). Μετάφρασις: «Σε παρακαλώ, να
θαυμάσης την αντικειμενικότητα των μαθητών, μέ πόση ακρίβεια περιγράφουν τα βασανιστήρια.
Από αυτό φαίνεται η πρός τήν αλήθεια αγάπη τους, αφού εκείνα που θεωρούνται πώς είναι
αξιοκατάκριτα, τα διηγούνται με κάθε αντικειμενικότητα, χωρίς να αποκρύπτουν τίποτε και χωρίς
να ντρέπωνται».
Ο πιστός όλων των αιώνων συγκλονίζεται, όταν βλέπη την αγία και αναμάρτητη σάρκα του
Χριστού να μαστιγώνεται, να ραπίζεται, νά έμπτύεται, νά διακωμωδηται, νά βασανίζεται, να
ματώνεται, να σταυρώνεται. Και όλα αυτά γιά τη δική μας σωτηρία.
«Έκαστον μέλος της αγίας σου σαρκός, ατιμίαν δι' ημάς υπέμεινε. Τάς ακάνθας ή κεφαλή: η
όψις τά έμπτύσματα, αι σιαγόνες τά ραπίσματα, το στόμα την όξει κερασθείσαν χολήν τη γεύσει,
τα ώτα τάς δυσσεβείς βλασφημίας, ο νώτος τήν φραγγέλωσιν, καί ή χείρ τόν κάλαμον. Αί του
όλου σώματος εκτάσεις εν τω σταυρώ τα άρθρα τούς ήλους και η πλευρά τήν λόγχην. Ο παθών
υπέρ ημών και παθών ελευθερώσας ημάς, ο συγκαταβάς ημίν φιλανθρωπία, καί ανυψώσας
ημάς, παντοδύναμε Σωτήρ, ελέησον ημάς».
(από τούς αίνους της Μ. Παρασκευής)

66 Καὶ ὄντος τοῦ Πέτρου κάτω ἐν τῇ αὐλῇ ἔρχεται μία τῶν παιδισκῶν τοῦ ἀρχιερέως, 67 καὶ ἰδοῦσα

τὸν Πέτρον θερμαινόμενον ἐμβλέψασα αὐτῷ λέγει· καὶ σὺ μετὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναζαρηνοῦ
ἦσθα. 68 ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· οὐκ οἶδα οὐδὲ ἐπίσταμαι τί σὺ λέγεις. καὶ ἐξῆλθεν ἔξω εἰς τὸ
προαύλιον, καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε. 69 καὶ ἡ παιδίσκη ἰδοῦσα αὐτὸν πάλιν ἤρξατο λέγειν τοῖς
παρεστηκόσιν ὅτι οὗτος ἐξ αὐτῶν ἐστιν. 70 ὁ δὲ πάλιν ἠρνεῖτο. καὶ μετὰ μικρὸν πάλιν οἱ παρεστῶτες
ἔλεγον τῷ Πέτρῳ· ἀληθῶς ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ Γαλιλαῖος εἶ καὶ ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει. 71 ὁ δὲ ἤρξατο
ἀναθεματίζειν καὶ ὀμνύναι ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὃν λέγετε. καὶ ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ
ἐφώνησε. 72 καὶ ἀνεμνήσθη ὁ Πέτρος τὸ ρῆμα ὃ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι
δίς, ἀπαρνήσῃ με τρίς· καὶ ἐπιβαλὼν ἔκλαιε.

Πρώτη ἀλεκτροφωνία (στ. 66-68)


Ὅταν ὁ Ἀνδρέας ὡδήγησε τον ἀδελφὸ του στὸ Χριστό, τον κοίταξε ὁ Χριστὸς καὶ του εἶπε: «Σὺ εἰ
Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήση Κηφάς, ὁ ἑρμηνεύεται Πέτρος» (Ιωάν. α' 43). Τὸ Κηφὰς εἶναι το
ἑβραϊκὸ του Πέτρος. Ὁ δὲ ἀπόστολος Παῦλος στὶς ἐπιστολὲς του μὲ το ὄνομα Κηφὰς ἀναφέρει τον
ἀπόστολο Πέτρο.
Τρεῖς εἶναι οἱ σπουδαιότερες περιπτώσεις, ὅπου ὁ Κύριος τὸν ὀνομάζει Πέτρο. Ἡ μία αὐτὴ ποῦ
ἤδη ἀναφέραμε (Ιωάν. α' 43). Ἡ δεύτερη εἶναι μετὰ τη μεγαλειώδη ὁμολογία του Πέτρου γιὰ τὴ
Θεότητα του Ἰησοῦ. Τότε εἶπε ὁ Κύριος:
«Σὺ εἰ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτη τη πέτρα οἰκοδομήσω μου την ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ἅδου οὐ
κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. ιστ' 18). Ἡ τρίτη εἶναι ἡ προφητεία του Χριστοῦ γιὰ τὴν τριπλὴ ἄρνησι
του Πέτρου: «Λέγω σόι, Πέτρε, οὐ φωνήσει σήμερον ἀλέκτωρ πρὶν ἤ τρὶς απαρνήση μὴ ειδέναι μὲ»
(Λουκ. βκ' 34).
Τὸ ὄνομα Πέτρος φανερώνει τη σταθερότητα της πίστεως, πού εἶχε ὁ Ἀπόστολος. Αὐτὸ δὲν
φαίνεται νὰ συμβιβάζεται μὲ τον ἀρχικὰ ὁρμητικὸ καὶ εὐμετάβλητο χαρακτήρα του. Ἀλλ' ἡ
ἀστάθεια καὶ το ἐπιπόλαιο του χαρακτήρα ἦταν πρὶν ἀπὸ την Ἀνάσταση καὶ την Πεντηκοστή.
Ύστερα ὁ Πέτρος σταθεροποιήθηκε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα καὶ το «Πέτρος» του ἁρμόζει. Ἄλλωστε
προφητικὰ του το εἶχε δώσει ὁ Χριστός.
Στὴν ἱστορία του Πάθους ἔχει προφητεύσει ὁ Χριστὸς τὸν ἄσχημο ρόλο πού θὰ παίξη ὁ Πέτρος.
Ἔρχεται ἡ στιγμὴ νὰ κλάψη μαζὶ του κάθε πιστός. Νὰ κλάψη πικρὰ ὅταν ἀρνήθηκε τὸν Διδάσκαλο
τρεῖς φορές. Νὰ κλάψη καὶ χαρούμενα, ὅταν μετὰ το λάλημα του πετεινοῦ ξύπνησε ἡ συνείδησις
του Πέτρου καὶ «ἔκλαυσε πικρὼς» (Ματθ. τσκ' 75). «Καὶ ὄντος του Πέτρου κάτω ἐν τη αὐλὴ ἔρχεται
μία των παιδισκὼν του ἀρχιερέως, καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον θερμαινόμενον έμβλέψασα αυτω λέγει:
Καὶ σὺ μετὰ του Ἰησοῦ του Ναζαρηνοὺ ήσθα. Ὁ δὲ ηρνήσατο λέγων: Οὐκ οἶδα οὐδὲ ὲ πίσταμαι τὶ
σὺ λέγεις. Καὶ εξήλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον, καὶ ἀλέκτωρ έφώνησε» (στ. 66-68). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Ένω δὲ ὁ Πέτρος ἦταν κάτω στὴν αὐλὴ, ἔρχεται μία ἀπὸ τὶς ὑπηρέτριες του
ἀρχιερέα καὶ βλέποντὰς τον νὰ ζεσταίνεται, τὸν κοίταξε καὶ του εἶπε: “Ήσουν καὶ σὺ μὲ τὸν Ἰησοῦ
το Ναζωραίο”. Ἀλλ' ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε λέγοντας: “Ούτε ξέρω οὔτε καταλαβαίνω τὶ λές”. Βγῆκε ἔξω
στὸ προαύλιο καὶ τότε λάλησε ὁ πετεινός».
Ὁ Πέτρος στὴν αὐλὴ του ἀρχιερέως ὑποκύπτει σὲ μία αἰφνίδια πίεσι, πού ἀσκεῖται πάνω του καὶ
ἀρνεῖται ὅτι γνωρίζει τον Ἰησοῦ το Ναζαρηνὸ (στ. 68). Σὲ μία διεύτερη πρόκλησι ἐπαναλαμβάνει
την ἄρνησι (στ. 70). Ἐνῶ στὴν τρίτη προχωρεῖ πιὸ πολύ. «Ὁ δὲ ἤρξατο αναθεματίζειν καὶ ομνύειν
ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὂν λέγετε» (στ. 71).
Ἡ ἀνιοῦσα ἔντασης της ἀρνήσεως εἶναι τρομερή. Τὸ γεγονός, ὅτι ὁ Πέτρος ἀρνεῖται μὲ ὅρκο τὸν
Χριστὸ στὸν ἴδιο χῶρο καὶ την ἴδια ὥρα, ποῦ ὁ Ἰησοῦς ὑφίστατο την ἀπέραντη ὀδύνη μιᾶς θλιβερῆς
δίκης, κάνει την ἄρνησι ἀκόμα πιὸ ἀλγεινή.
Φαντάζεται κανεὶς τον πόνο, πού ένιωθε ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος, ὅταν περιγράφη την ἄρνηση
του Πέτρου; Ὁ Πέτρος γιὰ τὸ Μάρκο ἦταν το πρότυπο, το ἴνδαλμὰ του. Μαθήτευσε κοντὰ του. Αὐτὸ
ὅμως δὲν σημαίνει, ὅτι θὰ ἐπηρεάση τὴ θεόπνευστη ἀντικειμενικότητα των γεγονότων, ἔστω κι ἂν
αὐτὰ στὴ φάση της ἀρνήσεως κατεβάζουν τον Πέτρο πολὺ χαμηλά. Ἄλλωστε ὁ Μάρκος
θεοπνεύστως ἤ ἐκ διηγήσεως δὲν εἶδε μόνο την πτώση του Πέτρου εἶδε καὶ την ἀνόρθωσι. Δὲν εἶδε
μόνο το χάος της ἀρνήσεως. Εἶδε καὶ το οὐράνιο ὕψος της μετανοίας. Τὴν ἰδιαίτερη ψυχολογικὴ
κατάσταση του Μάρκου ἐπισημαίνει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁ Μάρκὸς φησιν, ὅτι ὅτε μὲν ἅπαξ
ήρνήσατο, τότε πρώτον έφώνησεν ὁ άλεκτρυών, ὅτε δὲ τρίτον, τότε δεύτερον, ἀκριβέστερον
έξηγούμενος του μαθητοῦ την ἀσθένειαν, καὶ το σφόδρα αὐτὸν αποτεθηκέναι το δέει, καὶ ταῦτα
παρ' αὐτοῦ του διδασκάλου μαθὼν: καὶ γὰρ φοιτητὴς ἣν Πέτρου. Ὅθεν μάλιστα ἂν τὶς αὐτὸν
εκπλαγείη, ὅτι οὐ μόνον οὺκ ἔκρυψε το ἐλάττωμα του διδασκάλου, ἀλλὰ καὶ των ἄλλων
σαφέστερον απήγγειλεν, αύτὼ τούτω το μαθητὴς εἶναι» (Ε.Π.Ε. 12,276). Μετάφρασις: «Ὁ Μάρκος
ἀναφέρει, ὅτι μὲ την πρώτη ἄρνηση του Πέτρου λάλησε γιὰ πρώτη φορὰ ὁ ἀλέκτωρ, καὶ μὲ τὴν
τρίτη φώναξε γιὰ δεύτερη φορὰ. Διηγεῖται μὲ περισσότερη ἀκρίβεια την ἀδυναμία του μαθητοῦ
καὶ τὴν τελεία ἐξουθένωση του ἀπὸ το φόβο. Καὶ τὰ ἀναφέρει αὐτὰ ἀφοῦ τα ἄκουσε ἀπὸ τον ἴδιο
το διδάσκαλὸ του, διότι, ὡς γνωστόν, ὁ Μάρκος ἦταν μαθητὴς του Πέτρου. Ἀπὸ αὐτὸ μάλιστα θὰ
μποροῦσε νὰ τὸν θαυμάση κανείς, διότι ὄχι μόνο δὲν ἔκρυψε το ἐλάττωμα του διδασκάλου του
(του Πέτρου), ἀλλὰ καὶ το ἀναφέρει ἀκριβέστερα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἦταν μαθητὴς του».

Δεύτερη άλεκτροφωνία (στ. 69-72)


Μετὰ την προδοσία του Ἰούδα καὶ τη φυγὴ των μαθητῶν ἡ πρᾶξις του κορυφαίου μαθητοῦ
ἔρχεται σὰν τρομακτικὸ πλῆγμα ἐναντίον του πάσχοντος Ἰησοῦ. Ἡ ἄρνησις ὅμως αὐτὴ εἶχε
προαγγελθῆ ἀπὸ τον Ἰησοῦ μέχρι καὶ της τελευταίας της λεπτομέρειας. Μὲ αὐτὴ τη δικαίωση της
προγνώσεὼς Του γίνεται ὁ Κύριος συντελεστὴς («καὶ άνεμνήσθη ὁ Πέτρος το ρῆμα...») (στ. 72) της
συγκλονιστικῆς μετανοίας του Πέτρου. Μετὰ την ἔσχατη πτώση του μαθητοῦ ἤ ἀσύγκριτη δύναμις
του Μεσσία τελεσιουργεὶ ἕνα θαῦμα ριζικῆς ἀλλαγῆς. «Καὶ ἤ παιδίσκη ἰδοῦσα αὐτὸν πάλιν ἤρξατο
λέγειν τους παρεστηκόσιν ὅτι οὗτος ἐξ αὐτῶν ἐστίν. Ὁ δὲ πάλιν ήρνείτο. Καὶ μετὰ μικρὸν πάλιν οἱ
παρεστώτες ἔλεγον τῷ Πέτρω: 'Ἀληθῶς ἐξ αὐτῶν εἰ' καὶ γὰρ Γαλιλαίος εἰ καὶ ἡ λαλιὰ σου όμοιάζει.
Ὁ δὲ ἤρξατο άναθεματίζειν καὶ ομνύειν ὅτι οὺκ οἶδα τον ἄνθρωπον τοῦτον ὂν λέγετε. Καὶ ἐκ
δευτέρου ἀλέκτωρ εφώνησε. Καὶ άνεμνήσθη ὁ Πέτρος το ρημα καὶ είπεν αυτὼ ὁ Ἰησοῦς ὅτι πρὶν
ἀλέκτορα φωνῆσαι δίς, απαρνήση μὲ τρὶς: καὶ ἐπιβαλὼν ἔκλαιε» (στ. 69-71). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ἡ μικρὴ ὑπηρέτρια, ὅταν τον ξαναείδε, ἄρχισε νὰ λέει σ' ὅσους
παρευρίσκονταν, ὅτι εἶναι καὶ αὐτὸς ἀπὸ ἐκείνους. Ὁ Πέτρος ὅμως πάλι ἀρνιόταν. Ύστερα ἀπὸ λίγο
πάλι οἱ παρευρισκόμενοι ἔλεγαν στὸν Πέτρο: «Ἀσφαλῶς καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ αὐτούς, γιατὶ εἶσαι
Γαλιλαίος: το φανερώνει καὶ ἡ προφορὰ σου”. Τότε ὁ Πέτρος ἄρχισε νὰ ὁρκίζεται καὶ νὰ όμνύη:
“Δέν ξέρω τὸν ἄνθρωπο αὐτόν, γιὰ τον ὁποῖον μου μιλάτε”. Καὶ γιὰ δεύτερη φορὰ λάλησε ὁ
πετεινός. Καὶ θυμήθηκε ὁ Πέτρος το λόγο, πού του εἶπε ὁ Ἰησοῦς: “Προτού νὰ λαλήση ὁ πετεινὸς
δυὸ φορές, θὰ μὲ ἀπαρνηθῆς τρεῖς φορές”. Καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ καὶ ἔκλαιγε ὁ Πέτρος».
Ὁ Πέτρος ἔρχεται στὴν αὐλὴ του ἀρχιερέως ὅπου δικάζεται ὁ ἀναμάρτητος Κύριος. Ἐκεῖ τρεῖς
φορὲς ἀρνήθηκε τον Ἰησοῦ, καὶ μάλιστα μὲ ὅρκους καὶ ἀναθεματισμούς! Μὲ τὴν τρίτη ἄρνησι
ξανακούστηκε το λάλημα του πετεινοῦ. Καὶ τότε ὁ Πέτρος θυμήθηκε τα λόγια του Διδασκάλου.
Οἱ εὐαγγελιστὲς διασώζουν την ἄρνηση του Πέτρου ὄχι μόνο γιὰ λόγους ἱστορικούς, ἀλλὰ καὶ
παιδαγωγικούς. Ἡ ἄρνησις του Χριστοῦ ἀπὸ τους χριστιανοὺς εἶναι ἐνδεχόμενο φαινόμενο. Ἡ
μετάνοια εἶναι ἡ ὁδὸς γιὰ την ἀποκατάστασι της σωστῆς σχέσεως μὲ τὸν Χριστό.
Μαζὶ μὲ τα λόγια πού θυμήθηκε εἶδε καὶ το βλέμμα του Ἰησοῦ. «Καὶ στραφεὶς ὁ Κύριος ενέβλεψε
τῷ Πέτρω» (Λουκ. βκ' 61). Ω, το βλέμμα ἐκεῖνο του Ἰησοῦ! Εἶναι το βλέμμα, ποῦ μας ρίχνει κάθε
φορὰ πού ἁμαρτάνουμε. Ὁ Πέτρος δὲν ἄντεξε. Ξέσπασε σὲ κλάματα γιὰ τὴν τριπλὴ του ἄρνησι:
«Καὶ έπιβαλὼν ἔκλαιε» (στ. 72). Ἔπεσε κάτω καὶ ἔκλαιγε! Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γιὰ τη μετάνοια
του Πέτρου: «Θέλεις ιδεὶν μετάνοιαν ἀκριβὴ; Ἄκουσον τὴν του Πέτρου μετάνοιαν μετὰ την
ἄρνησιν. Διηγούμενος γὰρ ημϊν τα κατ' αὐτὸν ὁ εὐαγγελιστής, φησί, “Και ἐξελθὼν ἔξω, ἔκλαυσε
πικρώς” (Ματθ. τσκ' 75). Διὰ τοῦτο καὶ ἀφέθη αυτὼ το τοιοῦτον ἁμάρτημα, ὅτι μετενόησεν ὂν ἔδει
τρόπον. Καίτοι ούπω το θύμα προσενήνεκτο, ούπω ἤ θυσία εγεγένητο, ούπω ήρτο ἤ ἁμαρτία, ἔτι
ἐκράτει καὶ έτυράννει» (Ε.Π.Ε. 25,314). Μετάφρασις: «Θὲς νὰ δῆς πραγματικὴ μετάνοια; Νὰ δῆς τὴ
μετάνοια του Πέτρου μετὰ την ἄρνησι. Ὁ εὐαγγελιστὴς λέει σχετικὰ: “Αφού ὁ Πέτρος βγῆκε ἔξω,
ἔκλαψε πικρά”. Γι' αὐτὸ καὶ συγχωρέθηκε το τόσο μεγάλο ἁμάρτημὰ του, ἐπειδὴ μετάνοιωσε μὲ
τον τρόπο πού ἔπρεπε. Καὶ ἔγινε αὐτό, μολονότι δὲν εἶχε προσφερθῆ ἡ Θυσία, δὲν εἶχε ἀκόμα
θυσιαστὴ ὁ Χριστός, δὲν εἶχε πάρει ἀκόμα ὁ Χριστὸς πάνω του την ἁμαρτία του κόσμου, κι αὐτὴ (ἡ
ἁμαρτία) ἐξουσίαζε ἀκόμα καὶ βασίλευε τυραννικά”».
Πὼς μετανόησε ὁ Πέτρος! Τὸν ἀρνήθηκε φρικτά, μὰ ἔκλαψε πικρά. Τα δάκρυα του Πέτρου
προσφέρονται θυσία ταπεινώσεως. Το δάκρυ του ἁμαρτωλοῦ συναντᾶ το Αἷμα του 'Ἀναμαρτήτου!
Ἰδοὺ ὁ δρόμος της σωτηρίας. Δρόμος αἱματοβαμμένος καὶ δακρύβρεκτος. Ὁ Χριστὸς δὲν δὰκρύζει,
γιατὶ δὲν ἔχει μετάνοια, ἀφοῦ δὲν ἔχει προσωπικὴ ἁμαρτία. Ὁ Χριστὸς ματώνει γιατὶ ἔχει ἀγάπη.
Ὁ Πέτρος μετανόησε. Ἔγινε καὶ πάλι δεκτὸς στὴν ἀποστολικὴ ὁμάδα. Θὰ θυμᾶται την πτώση του
καὶ θὰ κλαίη.
Ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ θελήση ἄλλη φορὰ νὰ στηριχθῆ στὸ «Ἐγώ». Όταν ὁ Κύριος μετὰ την Ἀνάστασι
τρεῖς φορὲς θὰ τὸν ρωτήση, ἂν Τὸν ἀγαπᾶ, ὁ Πέτρος τὶς δυὸ πρῶτες φορὲς θὰ ζυγίση τα δικὰ του
ἱερὰ αἰσθήματα καὶ θὰ ἀπαντήση: «Ναί, το ξέρεις, ὅτι σὲ ἀγαπῶ». Ἀλλὰ στὴν τρίτη ἐπανάληψη της
ἴδιας ἐρωτήσεως, θὰ θυμηθῆ τὴν τριπλὴ ἄρνησι, θὰ λυπηθῆ καὶ θὰ ἀπαντήση στηριγμένος ὅμως
στὴν ἀγάπη, την παγγνωσία καὶ στὸ ἔλεος του Κυρίου: «Κύριε, σὺ πάντα οίδας, σὺ γινώσκεις ὅτι
φιλῶ σὲ» (Ιωάν. κα' 15-17).
Μὲ ἀφορμὴ την ἄρνηση του Πέτρου ἤ μετάνοια θὰ περίμενε καὶ κάποιο ἄλλο δάκρυ. Δάκρυ
ἑνὸς κοριτσιοῦ! Ποιὸ κορίτσι ἦταν αὐτό; Μᾶλλον ὑπηρέτρια του ἀρχιερέως. Τὶ κορίτσι καὶ τοῦτο;
Λὲς κι εἶχε το διάβολο μέσα του... Σὰν ἄλλη Σαλώμη, ζητάει το κεφάλι του ἀδύνατου ἐκείνη τη
στιγμὴ Πέτρου. Λέει: «Καὶ σὺ μετὰ του Ἰησοῦ του Ναζωραίου ήσθα» (ιδ' 66). Σὲ ξέρω καλά, μαζὶ
Του, δικὸς Του εἶσαι! Πιάστε τον... Σὲ λίγο ξαναβλέπει τον Πέτρο στὴν αὐλὴ του ἀρχιερέως. Κι
ἀπευθύνεται στοὺς ἄνδρες: Δὲν σας εἶπα, νὰ το πιάσετε; «Οὗτος ἐξ αὐτῶν έστιν» (στ. 29).
Ἄν μετανοοῦσε το κορίτσι, ἡ παιδίσκη ἐκείνη, θὰ κοκκίνιζε ἀπὸ ντροπή. Θὰ ἔτρεχε νὰ ζητήσω
συγγνώμη ἀπὸ τον Πέτρο:
-Συγγνώμη! Γέρο ἄνθρωπον, ἐγὼ σὲ «ρουφιάνεψα»... Συγγνώμη, σεβάσμιο ἄνθρωπον σὲ ἔκανα
νὰ κλαῖς!

1 Καὶ εὐθέως ἐπὶ τὸ πρωῒ συμβούλιον ποιήσαντες οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ
γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον, δήσαντες τὸν ᾿Ιησοῦν ἀπήνεγκαν καὶ παρέδωκαν τῷ
Πιλάτῳ. 2 καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν
αὐτῷ· σὺ λέγεις. 3 καὶ κατηγόρουν αὐτοῦ οἱ ἀρχιερεῖς πολλά, αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο. 4 ὁ δὲ
Πιλᾶτος πάλιν ἐπηρώτα αὐτὸν λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; ἴδε πόσα σου καταμαρτυροῦσιν. 5 ὁ δὲ
᾿Ιησοῦς οὐκέτι οὐδὲν ἀπεκρίθη, ὥστε θαυμάζειν τὸν Πιλᾶτον.

Ἡ θρησκευτικὴ ἡγεσία Τὸν παραδίδει στὴν πολιτικὴ (στ. 1)


Βρισκόμαστε το πρωὶ της Μεγ. Παρασκευῆς. Ἡ νύκτα της Μεγ. Πέμπτης εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη νύκτα
των αἰώνων. Σ' αὐτὴ τη νύκτα ὁ προαιώνιος Θεὸς προσφέρει το Σῶμα Του καὶ το Αἷμα Του στὸ
Μυστικὸ Δεῖπνο. Σ' αὐτὴ τη νύκτα πίνει το πρῶτο πικρὸ ποτήρι, ποῦ του προσφέρει ὁ προδότης
Ἰούδας. Σ' αὐτὴ τη νύκτα παλεύει ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύσις μπροστὰ στὸν ὀδυνηρὸ θάνατο γιὰ
τὴ σωτηρία του κόσμου. Σ' αὐτὴ τη νύκτα γῆ καὶ οὐρανὸς συγκλονίζονται ἀπὸ την υπερφυὰ
προσευχὴ στὴ Γεθσημανή. Σ' αὐτὴ τη νύκτα ουπόκοσμος, δουλάκια των ἀναξίων ἀρχιερέων, ὁρμᾶ
ἐναντίον του Κυρίου του σύμπαντος. Σ' αὐτὴ τη νύκτα συλλαμβάνεται καὶ σύρεται στὸ συμβούλιο
των Ἰουδαίων, στὴν ἔδρα του ἀρχιερέα, αὐτός, ποῦ ὕστερα ἀπὸ λίγο θὰ καταστῆ ὁ Μέγας
Ἀρχιερεὺς της ἀσύλληπτης θυσίας. Σ' αὐτὴ τη νύκτα θὰ δεχτῆ το φίλημα της προδοσίας. Σ' αὐτὴ τη
νύκτα θ' ἀκούση τον κορυφαῖο μαθητὴ Του, τον Πέτρο νὰ Τὸν ἀρνῆται μὲ ὅρκους.
Καὶ πού καταλήγει αὐτὴ ἡ νύκτα; Στὸ πραιτώριο του Πιλάτου. Μιὰ θρησκεία, πού τους ἐχθροὺς
της τους ἐξοντώνει μὲ τὴν ἰσχὺ της Πολιτείας, εἶναι ὄντως «ὄπιον του λαοῦ». Θρησκευτικοὶ
«λειτουργοί», πού ἀπαιτοῦν ἀπὸ το κράτος την ἐξόντωσι του Ἁγίου, εἶναι του Διαβόλου
συνεργοί.«Καί εὐθέως ἐπὶ το πρωὶ συμβούλιον ποιήσαντες οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ των πρεσβυτέρων καὶ
γραμματέων καὶ ὅλον το συνέδριον, δήσαντες τὸν Ἰησοῦν απήνεγκαν καὶ παρέδωκαν τῷ Πιλάτω»
(στ. 1). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ νωρὶς το πρωὶ οἱ άρχιερεὶς μὲ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ
τοὺς γραμματεῖς καὶ ὁλόκληρο το συνέδριο συγκεντρώθηκαν καὶ πῆραν την ἀπόφασι: Ἔδεσαν τὸν
Ἰησοῦ καὶ Τὸν πῆγαν καὶ Τὸν παρέδωσαν στὸν Πιλάτο».
Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ λοιποὶ του συνεδρίου, το ἀπροκάλυπτα ἐχθρικὸ σῶμα, πού καταδίκασε το
Μεσσία σὲ θάνατο, χωρὶς χρονοτριβὴ, λίγες ὧρες μετὰ τη νυκτερινὴ δίκη, συγκεντρώνονται γιὰ νὰ
ἐπισημοποιήσουν καὶ τυπικὰ την ἀπόφασι. «Δήσαντες τὸν Ἰησοῦν απήνεγκαν καὶ παρέδωκαν το
Πιλάτω» (στ. 1). Δένουν τον Χριστὸ σὰν νὰ ἦταν κοινὸς ἐγκληματίας, καὶ ἔτσι τον ἐξευτελίζουν καὶ
συγχρόνως τὸν βασανίζουν σωματικά.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καί γενομένης ἡμέρας άγουσι τον Ἰησοῦν ἀπὸ του Καϊάφα ἐπὶ τὸν
Πιλάτου”. Ἐπειδὴ γὰρ ήβούλοντο αὐτὸν άνελεϊν, αὐτοὶ δὲ οὺκ ἴσχυον διὰ τὴν ἑορτήν, ἐπὶ τὸν
ἡγεμόνα άγουσι. Σὺ δὲ μοι σκόπεει πῶς συνηλάθη το πράγμα, ὥστε ἐν ἑορτὴ γενέσθαι. Οὕτω γὰρ
ἄνωθεν προδιετύπωτο» (Ε.Π.Ε. 12,276). Μετάφρασις: «“Καί ὅταν ξημέρωσε ὁδηγοῦν τον Ἰησοῦ
ἀπὸ τον Καϊάφα στὸν Πιλάτο”. Ἐπειδὴ ἤθελαν νὰ Τὸν φονεύσουν καὶ δὲν μποροῦσαν οἱ ἴδιοι λόγω
της ἑορτῆς, Τὸν ὁδηγοῦν στὸν ἡγεμόνα. Πρόσεξε δὲ σύ, πὼς συνέπεσε το πράγμα, ὥστε νὰ γίνη
κατὰ την ἑορτή. Διότι ἔτσι εἶχε προκαθορισθῆ ἀπὸ πάνω».
Στὴ διήγησι αὐτὴ παρατηρεῖται ὁμοιότητα μεταξὺ Μάρκου καὶ Ματθαίου, μὲ πρόσθετες
πληροφορίες του δευτέρου (ὄνειρο συζύγου του Πιλάτου, νίψιμο χεριῶν του Πιλάτου ἐνώπιον του
ὄχλου, μεταμέλεια καὶ τέλος του Ἰούδα). Ξεχωριστὴ σημασία ἔχει το ὄνειρο της γυναίκας του
Πιλάτου, πού τρέχει νὰ τὸν προλάβη. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅρα οίον γίνεται πάλιν, ἱκανὸν
πάντας αὐτοὺς ανακαλέσασθαι. Μετὰ γὰρ της ἀπὸ των πραγμάτων ἀποδείξεως, καὶ τὸ ὄναρ οὐ
μικρὸν ἥν. Καὶ τίνος ἕνεκεν οὐκ αὐτὸς δρᾶ; Ἤ ὅτι ἐκείνη ἀξία ἣν μᾶλλον, ἤ ὅτι αὐτὸς εἰ είδεν, οὺκ
ἂν έπιστεύθη όμοίως, ἤ οὐδ' ἂν εξείπε. Διὰ τοῦτο οἰκονομεῖται την γυναίκα ιδείν, ὥστε κατάδηλον
γενέσθαι πᾶσι. Καὶ οὺχ ἁπλῶς ὅρα, ἀλλὰ καὶ πάσχει πολλά, ἴνα καὶ ἀπὸ της συμπαθείας της πρὸς
τὴν γυναίκα ὀκνηρότερος γένηται ὁ ἀνὴρ περὶ τὸν φόνον» (Ε.Π.Ε. 12,298). Μετάφρασις: «Κοίτα
τώρα τὶ συμβαίνει, κάτι ποῦ θὰ ἀρκοῦσε νὰ τοὺς ἐπαναφέρη ὅλους. Διότι μετὰ την ἀπόδειξη ἀπὸ
την πραγματικότητα, καὶ το ὄνειρο (ποῦ εἶδε ἡ γυναίκα του Πιλάτου) δὲν εἶχε μικρὴ σημασία. Καὶ
γιατὶ το ὄνειρο δὲν το εἶδε ὁ ἴδιος ὁ Πιλάτος; Ἤ διότι ἐκείνη ἦταν πιὸ ἄξια, ἤ διότι, ἂν το ἔβλεπε
αὐτός, δὲν θὰ πιστευόταν ὅπως ἡ γυναίκα του, ἤ δὲν θὰ τὸ ἀποκάλυπτε. Γι' αὐτὸ ὁρίζει ὁ Θεὸς νὰ
δῆ το ὄνειρο ἡ γυναίκα, γιὰ νὰ γίνη γνωστὸ σὲ ὅλους. Καὶ ὄχι μόνο βλέπει το ὄνειρο, ἀλλὰ καὶ
ὑποφέρει πολλὰ (Ματθ. ζκ' 19), ὥστε καὶ ἀπὸ τη συμπάθειὰ του πρὸς τὴ γυναίκα του νὰ γίνη πιὸ
διδακτικὸς ὁ ἄνδρας σχετικὰ μὲ το φόνο (ποῦ πάει νὰ κάνη!)».
Ὑπάρχουν, λοιπὸν καὶ ὄνειρα ἀπὸ τον οὐρανὸ ὄνειρα ἀποκαλυπτικά. Το ὄνειρο της γυναίκας του
Πιλάτου ἀπέβλεπε στὸ νὰ μὴ γίνη ὄργανο ὁ Πιλάτος γιὰ τὴ θανάτωση του Ἰησοῦ. Δὲν τὸ ἄκουσε ὁ
Πιλάτος. Παρόμοια ὄνειρα εἶδε ὁ Ἰωσὴφ ὁ μνήστωρ της Παρθένου (Ματθ. β' 12. 13). Ἄγγελος
Κυρίου σὲ ὄνειρο κατηύθυνε την πορεία του Ἰωσὴφ γιὰ τὴν προστασία του «παιδίου» Ἰησοῦ. Στὴν
περίπτωση του Ἰωσὴφ ἔχουμε ὑπακοὴ στὸ σχέδιο του Θεοῦ.

Δὲν ἀπαντᾶ στὸν Πιλάτο (στ. 2-5)


Ἡ διήγησις μεταβαίνει ἀπότομα στὴν ἐρώτηση του Πιλάτου πρὸς τὸν Ἰησοῦ: «Σὺ εἰ ὁ βασιλεὺς
των Ἰουδαίων;» (στ. 2). Μὲ το ἐρώτημα αὐτὸ ὁ Πιλάτος ἀπέβλεπε στὴ διακωμώδησι των ἰουδαϊκῶν
μεσσιανικῶν ἀντιλήψεων. Ὁ Ἰησοῦς, ἀπαντώντας στὸν Πιλάτο, τονίζει τον μὴ έγκόσμιο χαρακτήρα
της βασιλείας Του. «Ἡ βασιλεία ἤ έμὴ οὺκ έστιν ἐκ του κόσμου τούτου...» (Ιωάν. ιη' 36). «Καὶ
επηρώτησεν αὐτὸν ὁ Πιλάτος: Σὺ εἰ ὁ βασιλεὺς των Ἰουδαίων; Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς είπεν αυτὼ Σὺ
λέγεις. Καὶ κατηγόρουν αὐτοῦ οἱ ἀρχιερεῖς πολλά, αὐτὸς δὲ ούδὲν άπεκρίνατο. Ὁ δὲ Πιλάτος πάλιν
επηρώτα αὐτὸν λέγων: Οὺκ άποκρίνη ούδέν; Ἴδε πόσα σου καταμαρτυρούσιν. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ούκέτι
οὐδὲν άπεκρίθη, ὥστε θαυμάζειν τὸν Πιλάτον» (στ. 2-5). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ
ρώτησε ὁ Πιλάτος τον Ἰησοῦ: “Εσύ εἶσαι ὁ βασιλιὰς των Ιουδαίων;”. Ὁ δὲ Ἰησοῦς του ἀποκρίθηκε:
“Τό λέγεις εσύ” (παραδέχθηκε δηλαδή, ὅτι εἶναι βασιλιάς, ἀλλὰ μὲ πνευματικὴ βασιλεία). Οἱ
ἀρχιερεῖς τότε Τὸν κατηγοροῦσαν γιὰ πολλά. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως δὲν ἔδωσε καμμιὰ ἀπόκρισι. Ὁ δὲ
Πιλάτος πάλι Τὸν ρώτησε: “Τίποτα δὲν ἀποκρίνεσαι; Κοίτα γιὰ πόσα σὲ κατηγορούν”. Ὁ Ἰησοῦς
ὅμως δὲν ἀποκρίθηκε πλέον τίποτε, ὥστε νὰ θαυμάζη ὁ Πιλάτος».
Ὁ Ἰησοῦς συμφωνεῖ μὲ τὸν Πιλάτο, διαφωνώντας συγχρόνως. Εἶναι βέβαια βασιλεύς, ἀλλ' ἡ
βασιλεία Του δὲν ἔχει σχέση μὲ ό,τι οἱ Ρωμαῖοι ἐννοοῦν μὲ τὸν ὅρο αὐτό. Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Ὁ Πιλάτος ήρώτα τότε. Τὶ οὺν ὁ Χριστός; “Σύ είπας”. Ωμολόγησεν εἶναι βασιλεύς,
ἀλλὰ βασιλεὺς οὐράνιος: ὅ καὶ άλλαχοὺ σαφέστερον ἔλεγε, πρὸς τὸν Πιλάτον ἀποκρινόμενος, ὅτι
“Η έμὴ βασιλεία οὺκ έστιν ἐκ του κόσμου τούτου” (Ιωάν. ιη' 36)· ἴνα μηδὲ ἐκεῖνοι, μηδὲ οὗτος
ἀπολογίαν έχωσι τοιαῦτα κατηγοροῦντες» (Ε.Π.Ε. 12,294). Μετάφρασις: «Ὁ Πιλάτος ρωτοῦσε τότε.
Καὶ τὶ ἀπάντησε ὁ Χριστός; “Σύ το είπες”. Ὠμολόγησε, ὅτι εἶναι βασιλιάς, ἀλλὰ βασιλιὰς οὐράνιος:
ἐκεῖνο ποῦ καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο μὲ περισσότερη σαφήνεια εἶπε στὸν Πιλάτο: “Η βασιλεία ἡ δικὴ μου
δὲν εἶναι ἀπὸ τον κόσμο αύτό”, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν δικαιολογία οὔτε αὐτὸς οὔτε ἐκεῖνοι, ποῦ Τοῦ
ἀπέδιδαν τέτοιες κατηγορίες».
Τὶς συνεχεῖς κατηγορίες των ἀρχιερέων ὁ Ἰησοῦς ἀντιμετωπίζει μὲ τη σιωπή. Πλὴν δύο
ἀπαντητικῶν Του λέξεων (στ. 2), τίποτε ἄλλο δὲν βγαίνει ἀπὸ το στόμα Του, παρὰ την πίεση καὶ τὶς
ἀπειλές. Το γεγονὸς εἶναι συγκλονιστικό, ὥστε ὁ θαυμασμὸς ἑνὸς κυνικοῦ, διεφθαρμένου καὶ
σκληροῦ ἀνθρώπου, ὅπως ὁ Πιλάτος, κατατίθεται ὡς μαρτυρία γιὰ το ἔξοχο νόημα της σιωπῆς του
Ἰησοῦ.
Ἡ ἀπάντησις του Ἰησοῦ μὲ τὸ «σὺ λέγεις» (στ. 2) σημαίνει μᾶλλον κατάφασι ὑπὸ ὄρους. Μὲ τὴν
ἀσάφεια πού το συνοδεύει, ὁ Ἰησοῦς ἐκφράζει την ἄρνησὶ Του νὰ δεχθῆ το νόημα ποῦ Του
ἀπέδιδαν οἱ ἀρχιερεῖς ἤ ὁ Πιλάτος στὸν ὅρο «ὁ βασιλεὺς των Ἰουδαίων». Ταυτόχρονα ὅμως δὲν
προβαίνει σὲ ρητὴ ἀπόρριψη του τίτλου. Ἀργότερα ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης θὰ ἀποσαφηνίση την
ἄποψη αὐτὴ. Ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος προτιμᾶ την ἀσάφεια, ἡ ὁποία ὅμως δὲν μειώνει την
προβολὴ της ἰδέας της ἐξουσίας του Χριστοῦ ὡς Βασιλέως- Μεσσία.
Παραδίνουν οἱ ἀρχιερεῖς τὸν Ἰησοῦ στὸν Πιλάτο, δηλαδή, τὴν εἰδωλολατρικὴ ἐξουσία, πράγμα,
ποῦ ὀξύνει την κατάστασι ἐξευτελισμοῦ. Ἡ παράδοσις συνοδεύεται ἀπὸ έντονώτατες κατηγορίες
(στ. 3). Οἱ θρησκευτικοὶ ἄρχοντες τὶς ὑποστηρίζουν, ἐνῶ ὁ Πιλάτος δὲν φαίνεται νὰ πείστηκε ἀπὸ
τοὺς ἰσχυρισμοὺς καὶ ἐπὶ πλέον «εγίνωσκε ὅτι διὰ φθόνον...».
Ὁ Ἰησοῦς σιωπᾶ! Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει: «Ὁ ἡγεμὼν ἐθαύμαζε. Καὶ γὰρ θαύματος ἄξιον ἣν
ιδεὶν τοσαύτην ἐπιείκειαν επιδεικνύμενον, καὶ σιγῶντα, τὸν μυρία ἔχοντα είπεϊν» (Ε.Π.Ε. 12,296).
Μετάφρασις: «Ὁ Πιλάτος ὁ ἡγεμόνας άπορούσε. Διότι πράγματι ἦταν ἄξιο θαυμασμοῦ νὰ βλέπη
νὰ ἐπιδεικνύη τόση ἠπιότητα καὶ νὰ σιωπᾶ, Αὐτὸς πού ἔχει νὰ πῆ ἄπειρα».
Ἐδῶ προβάλλεται ἡ μεγαλειότητα καὶ ἡ ὑπεροχὴ του Χριστοῦ ἔναντι των Ἰουδαίων καὶ Ρωμαίων
ἀρχόντων, ποῦ Τὸν δικάζουν. Ἡ σιωπὴ Του μεταβάλλεται σὲ διαπρύσιο κήρυκα της μοναδικῆς
δυνάμεως καὶ ἐξουσίας Του.

6 Κατὰ δὲ ἑορτὴν ἀπέλυεν αὐτοῖς ἕνα δέσμιον, ὅνπερ ᾐτοῦντο. 7 ἦν δὲ ὁ λεγόμενος Βαραββᾶς
μετὰ τῶν συστασιαστῶν δεδεμένος, οἵτινες ἐν τῇ στάσει φόνον πεποιήκεισαν. 8 καὶ ἀναβοήσας ὁ
ὄχλος ἤρξατο αἰτεῖσθαι καθὼς ἀεὶ ἐποίει αὐτοῖς. 9 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· θέλετε
ἀπολύσω ὑμῖν τὸν βασιλέα τῶν ᾿Ιουδαίων; 10 ἐγίνωσκε γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παραδεδώκεισαν αὐτὸν
οἱ ἀρχιερεῖς. 11 οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀνέσεισαν τὸν ὄχλον ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν ἀπολύσῃ αὐτοῖς. 12 ὁ
δὲ Πιλᾶτος ἀποκριθεὶς πάλιν εἶπεν αὐτοῖς· τί οὖν θέλετε ποιήσω ὃν λέγετε τὸν βασιλέα τῶν
᾿Ιουδαίων; 13 οἱ δὲ πάλιν ἔκραξαν· σταύρωσον αὐτόν. 14 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἔλεγεν αὐτοῖς· τί γὰρ ἐποίησε
κακόν; οἱ δὲ περισσοτέρως ἔκραξαν· σταύρωσον αὐτόν. 15 ὁ δὲ Πιλᾶτος βουλόμενος τῷ ὄχλῳ τὸ
ἱκανὸν ποιῆσαι, ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, καὶ παρέδωκε τὸν ᾿Ιησοῦν φραγελλώσας ἵνα
σταυρωθῇ. 16 Οἱ δὲ στρατιῶται ἀπήγαγον αὐτὸν ἔσω τῆς αὐλῆς, ὅ ἐστι πραιτώριον, καὶ
συγκαλοῦσιν ὅλην τὴν σπεῖραν· 17 καὶ ἐνδύουσιν αὐτὸν πορφύραν καὶ περιτιθέασιν αὐτῷ
πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον, 18 καὶ ἤρξαντο ἀσπάζεσθαι αὐτόν. χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν
᾿Ιουδαίων· 19 καὶ ἔτυπτον αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν καλάμῳ καὶ ἐνέπτυον αὐτῷ, καὶ τιθέντες τὰ γόνατα
προσεκύνουν αὐτῷ.

Βαραββὰς ὁ στασιαστὴς (στ. 6-8)


Πολὺ ἐπώδυνο εἶναι καὶ το ἐπεισόδιο μὲ τὸν Βαραββά. Ὁ Πιλάτος στὴν προσπάθειὰ του ν'
ἀπαλλαγὴ ἀπὸ το πρόβλημα της καταδίκης του Ἰησοῦ, θέτει ἕνα ζήτημα ἐκλογῆς στὸ φανατισμένο
ὄχλο. Κάνει χρήση του ἐθίμου της κατ' ἔτος, στὴν ἑορτὴ του Πάσχα, ἀπελευθερώσεως ἑνὸς
δεσμίου. Πρόκειται περὶ «πατρίου έθους» του Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, το ὁποῖο διατηρήθηκε ἀπὸ τους
χρόνους της Ἐξόδου καὶ ἐπεκράτησε ὡς ἐθιμικὸ δίκαιο καὶ ἡ ἰσχὺς του δὲν ἀνεστάλη οὔτε κατὰ
τοὺς χρόνους της Ρωμαϊκῆς κυριαρχίας στὴν Παλαιστίνη. «Κατὰ δὲ ἑορτὴν απέλυεν αυτοὶς ἕνα
δέσμιον, ὅνπερ ήτούντο. Ἥν δὲ ὁ λεγόμενος Βαραββὰς μετὰ των συστασιαστὼν δεδεμένος, οἵτινες
ἐν τη στάσει φόνον πεποιήκεισαν. Καὶ άναβοήσας ὁ ὄχλος ἤρξατο αιτείσθαι καθὼς ἀεὶ επoίει
αὐτοὺς» (στ. 6-8). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Κάθε γιορτὴ του Πάσχα συνήθιζε ὁ Πιλάτος νὰ
ἀπελευθερώνη ἕνα φυλακισμένο, ὅποιον ζητοῦσε ὁ λαός. Ἦταν. λοιπόν. δεμένος (φυλακισμένος)
κάποιος, πού λεγόταν Βαραββάς, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους στασιαστές, πού κατὰ την ἐξέγερσι εἶχαν
κάνει φόνο. Καὶ ὁ ὄχλος μὲ κραυγὲς ἄρχισε νὰ ζητάη άπὸ τὸν Πιλάτο νὰ κάνω αὐτὸ πού ἔκανε
πάντα».
Πρόκεται περὶ «πατρίου έθους» του Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, το ὁποῖο διατηρήθηκε ἀπὸ τους
χρόνους της Ἐξόδου καὶ ἐπεκράτησε ὡς ἐθιμικὸ δίκαιο καὶ ἡ ἰσχὺς του δὲν ἀνεστάλη οὔτε κατὰ
τοὺς χρόνους της Ρωμαϊκῆς κυριαρχίας στὴν Παλαιστίνη. Ὁ Χρυσόστομος λέει, ὅτι το έθος
συνίσταται στὸ νὰ διατυπώνη ὁ λαὸς «τὴν αἴτησιν τὴν ὑπὲρ καταδίκων», καὶ ὁ ἄρχοντας νὰ παρέχη
«τὴν δόσιν».
Ἐδῶ ἡ τάξις παρουσιάζεται ἀντεστραμμένη, γιατὶ ὁ ἄρχοντας ζητάει ἀπὸ τον λαὸ νὰ δεχτὴ την
ἀπόλυση του δεσμίου Ἰησοῦ. Πιστεύει, ὅτι, ὅταν το πλῆθος κληθῆ νὰ διαλέξη μεταξὺ του Ἰησοῦ καὶ
του «ληστοῦ» (Ιωάν. ιη' 40), θὰ προτιμήση την ἀπαλλαγὴ καὶ ἀπελευθέρωση του Ἰησοῦ. Ὁ
Βαραββὰς ἔκανε περίπου ό,τι κατηγοροῦσαν τον Ἰησοῦ. Ἄνθρωπος, πού εἶχε διεγείρει στάσι κατὰ
της Ρωμαϊκῆς ἐξουσίας. Εἶχε καταδικασθῆ καὶ γιὰ φόνο.
Κλήθηκε λοιπὸν ὁ ὄχλος μὲ τὴ θρησκευτικὴ του ἐξουσία νὰ διαλέξουν ἀνάμεσα στοὺς δύο: Στὸ
Πρόσωπο της ἄπειρης ἀγάπης καὶ στοργῆς, στὸν 'Ἀθῶο Ἰησοῦ, καὶ στὸ σκοτεινὸ πρόσωπο του
ἐγκληματία Βαραββά.
Ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο φανερώνει το ὅλο περιστατικὸ: Τὴ δειλία καὶ ἀνανδρία του Πιλάτου καὶ τὴν
πονηρία των ἀρχιερέων. «Οὗτος μὲν ἄνανδρος μαλακὸς: οἱ δὲ ἀρχιερεῖς πονηροὶ καὶ κακοῦργοι»
(Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 12,300). Μετάφρασις: «Ὁ μὲν Πιλάτος ἀποδείχθηκε ἄνανδρος καὶ ἀσθενικοῦ
χαρακτῆρος, οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀποδείχθηκαν πονηροὶ καὶ κακοῦργοι».

Ἀντὶ τοῦ Χριστοῦ ὁ Βαραββάς! (στ. 9-11)


Ὁ Πιλάτος, μετὰ ἀπὸ στιγμιαία σκέψη, ἀπαντᾶ στὸν ὄχλο. Πότε ὁ νόμος διαλέγεται μὲ τὸν ὄχλο
γιὰ τὸ τὶ δέον γενέσθαι; 'Ἀλλ' ὁ Πιλάτος δὲν φοβᾶται νὰ παραδώση τὸν Ἰησοῦ στὸ θάνατο, ὅσο
φοβᾶται τη δικὴ του «καρέκλα», μήπως καὶ πέση σὲ δυσμένεια στὸ κράτος, ποῦ δουλικὰ ὑπηρετεῖ.
Γι' αὐτὸ καὶ στὴν ἀρχὴ κάνει μία τελευταία προσπάθεια γιὰ τὸν Ἰησοῦ. 'Ἀλλὰ μπροστὰ του
συνάντησε ἕνα τεῖχος μανιασμένου ὄχλου, ποῦ κατευθυνόταν καὶ «ντοπαριζόταν» ἀπὸ τους
ἀρχιερεῖς: «Ὁ δὲ Πιλάτος ἀπεκρίθη αυτοὶς λέγων: Θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν τὸν βασιλέα των Ἰουδαίων;
Έγίνωσκε γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παραδεδώκεισαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς. Οἱ δὲ άρχιερεὶς ανέσεισαν τὸν
ὄχλον ἕνα μᾶλλον τὸν Βαραββὰν ἀπολύση αυτοὶς» (στ. 911). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Τότε
ὁ Πιλάτος ρώτησε το λαὸ καὶ τοὺς θρησκευτικοὺς ἄρχοντες: “Θέλετε νὰ σας ἐλευθερώσω το
βασιλιὰ των Ιουδαίων;” Διότι εἶχε καταλάβει, ὅτι ἀπὸ φθόνο του Τὸν εἶχαν παραδώσει οἱ ἀρχιερεῖς.
Οἱ ἀρχιερεῖς ὅμως ξεσήκωσαν τον ὄχλο νὰ προτιμήσουν νὰ τοὺς ἐλευθερώση ὁ Πιλάτος τὸν
Βαραββά».
Ὁ ὄχλος παρασυρμένος ἀπὸ τους ἀρχιερεῖς ζητάει την ἀμνήστευσι τοῦ Βαραββὰ καὶ τη
σταύρωσι τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ σύγκρισις εἶναι τραγική. Καὶ θὰ μείνη ἄσβεστη στὴ μνήμη της πρώτης
Ἐκκλησίας, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τη χρησιμοποίησὶ της στὴν ὁμιλία του Πέτρου στὶς Πράξεις (γ'
13-15). Καὶ θὰ θυμᾶται ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ την ἂν οσιουργηματικὴ ἐπιλογὴ του λαοῦ. Πόσες φορὲς
οἱ κάλπες θάβουν ὑπερόχους ἡγέτες καὶ ἀναδεικνύουν τυχοδιῶκτες καὶ ἐγκληματίες! Ὀρθῶς ὁ
ὑμνογράφος το λαὸ αὐτὸ ποῦ ὠρύεται στὸ πραιτώριο μπροστὰ ὑπὲρ του Βαραββά, τὸν ἀποκαλεῖ
ὄχι λαό, ἀλλὰ έσμὸ: «Των θεοκτόνων ὁ έσμός, Ἰουδαίων ἔθνος τὸ ἄνομον, πρὸς Πιλάτον εμμανώς,
ἀνακράζων ἔλεγε: Σταύρωσον, Χριστὸν τὸν ἀνεύθυνον: Βαραββὰν δὲ μᾶλλον οὗτοι ήτήσαντο»
(μακαρισμοὶ Μεγ. Παρασκευῆς).
Ἀναρωτιέται κανείς, πὼς ὁ ὄχλος ζητάει τη θανάτωση του Ἰησοῦ καὶ ἀπὸ την ἄλλη, γιατὶ ὁ
Ρωμαῖος ἐπίτροπος δείχνει συμπάθεια πρὸς τὸν Ἰησοῦ. Ως πρὸς τὸ πρῶτο σημεῖο πρέπει νὰ
σημειωθῆ, ὅτι πρόκειται γιὰ ὄχλο διαφορετικὸς ἀπὸ ἐκείνον, γιὰ τὸν ὁποῖον γίνεται λόγος στὸ ιδ'
2. Ἴσως νὰ πρόκηται γιὰ ὑπηρετικὸ προσωπικό, γιὰ φίλους καὶ ὀπαδούς, πού πρόσκεινται στοὺς
ἀρχιερεῖς καὶ ἐκπληρώνουν την ἐπιθυμία τους, ἤ ὅτι ἡ στάσις του ὄχλου ἔναντι του Ἰησοῦ
μεταβλήθηκε ἔναντι της διαψεύσεως των παχυλῶν μεσσιανικῶν ἐλπίδων καὶ ἕνεκα της ἐπιρροῆς
των θρησκευτικῶν ἡγετῶν.
Δυσχερέστερη εἶναι ἡ ἐξήγησις της εὐμενοῦς στάσεως του Πιλάτου ἔναντι του Ἰησοῦ,
δεδομένου ὅτι τον περιγράφουν ὡς πολὺ σκληρὸ καὶ ἀπάνθρωπο (Ιώσηπος). Ἀπὸ καθαρὰ ἱστορικὴ
πλευρὰ ἡ στάσις του Πιλάτου ἐξηγεῖται ἀπὸ την ἀντιπάθεια πού ἔτρεφε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους. Στὸ
πρόσωπο του πολιτικὼς ἀθώου καὶ ἀκίνδυνου Διδασκάλου εἰρωνεύεται τὶς μεσσιανικὲς τους
προσδοκίες. Ἄν τελικὰ ὑποχώρησε καὶ ἱκανοποίησε τὶς ἀπαιτήσεις τους, ὀφείλεται στὸ ὅτι ἡ ψυχρὴ
λογικὴ του ὑπερίσχυσε τοῦ κατὰ των Ἰουδαίων μίσους του.
Μία ἄλλη ἐξήγησις της πρὸς στιγμὴν συμπαθείας του Πιλάτου πρὸς τὸν Ἰησοῦ, εἶναι αὐτὴ πού
σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς: «Έγίνωσκε ὅτι διὰ φθόνον παραδεδώκεισαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς» (στ.
10).
Ἱερατικὴ ἐξουσία χρησιμοποίησαν οἱ φθονεροὶ καὶ ἀπαίσιοι ἀρχιερεῖς, γιὰ νὰ κατευθύνουν
ἐγκληματικὰ το λαό. «Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ανέσεισαν τον ὄχλον ἴνα μᾶλλον τὸν Βαραββὰν ἀπολύση
αυτοὶς» (στ. 11). Ὁδηγοὶ τυφλοί! Καθωδηγούσαν λαϊκίστικα μιὰ ἀπρόσωπη μάζα στὸ γκρεμὸ του
φανατισμοῦ καὶ της θεοκτονίας!
Φαντασθῆτε τοὺς ἀρχιερεῖς νὰ προΐστανται της όχλοκρατίας ἐναντίον του Ἰησοῦ, νὰ ἀφρίζουν
καὶ ἄλλοτε νὰ κουνοῦν ἀπειλητικὰ τα χέρια τους, ἄλλοτε νὰ ξεσχίζουν τα ἱερατικὰ τους ροῦχα
(ἄμφια!), ἄλλοτε νὰ διευθύνουν ρυθμικὰ τὸν ὄχλο, τὸν ὑπόκοσμο, καὶ νὰ τοὺς προτρέπουν:
“Φωνάξτε δυνατὰ: Βαραββά! Βαραββά!.. Πιὸ δυνατά. Μὴ χάσουμε την εὐκαιρία. Νὰ
ξεφορτωθοῦμε ἐπὶ τέλους αὐτὸν τον Ἰησοῦ. Δὲν πάει ἄλλο. "Ἤ αὐτὸς ἤ εμείς”. Ἔτσι θὰ μποροῦσε
νὰ ἀποδοθῆ ἑρμηνευτικὰ το «ανέσεισαν τον ὄχλον».
Εἶναι ἡ πρώτη φορὰ, πού βλέπουμε στὰ εὐαγγέλια το λαὸ νὰ στρέφεται κατὰ του Ἰησοῦ. Πὼς
ἀλλάζει ὁ λαός! 'Αλλοίμονο στοὺς δημαγωγοὺς καὶ δημεγέρτες, ποῦ τὸν ἴδιο λαὸ τη μία μέρα τον
ἀφήνουν νὰ ζητωκραυγάζη ὑπὲρ του Ἰησοῦ καὶ την ἄλλη μέρα τὸν ἐξωθοῦν νὰ φωνάζη «Ἆρον,
ἆρον, σταύρωσον αὐτόν»! Βέβαια αὐτὸ ἰσχύει, ἂν δεχθοῦμε, ὅτι ὁ ἴδιος λαὸς βγάζει καὶ τη
ζητωκραυγὴ του 'Ὡσαννὰ καὶ την μανιακὴ σχιζοφρενικὴ ἀπαίτησι «Σταυρωθήτω». Διότι καὶ το ἄλλο
μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε, ὅπως ἀναφέραμε, ὅτι ὁ λαὸς ἔξω ἀπὸ το πραιτώριο του Πιλάτου, ἦσαν
ἄβουλα νούμερα, ὄχλος, πού ἀνῆκε στοὺς κόλακες των ἀρχιερέων, στοὺς μπράβους τους, στοὺς
δούλους τους. “Όπως πάντα, ὑπάρχουν οἱ δουλοπρεπεῖς καὶ οἱ «νενέκηδες»!
«Τὶ ποιήσω» τον Ἰησοῦ; (στ. 12-15)
Ὁ Πιλάτος σὲ μία ἀκόμα προσπάθεια νὰ ἀποφύγη τὴν καταδίκη του Ἰησοῦ, φαίνεται νὰ δίνη
μεγάλη σημασία στὴ γνώμη του καθοδηγούμενου ὄχλου. «Ὁ δὲ Πιλάτος ἀποκριθεὶς πάλιν είπεν
αυτοὶς· Τὶ οὺν θέλετε ποιήσω ὂν λέγετε τον βασιλέα των Ἰουδαίων; Οἱ δὲ πάλιν ἔκραξαν:
Σταύρωσον αὐτόν! Ὁ δὲ Πιλάτος έλεγεν αυτοὶς· Τὶ γὰρ ἐποίησε κακόν; Οἱ δὲ περισσοτέρως
ἔκραξαν: Σταύρωσον αὐτόν! Ὁ δὲ Πιλάτος βουλόμενος τῷ όχλω τὸ ἱκανὸν ποιῆσαι, απέλυσεν
αυτοὶς τὸν Βαραββάν, καὶ παρέδωκε τὸν Ἰησοῦν φραγγελώσας ἴνα σταυρωθῆ» (στ. 12-15).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ Πιλάτος τοὺς ξαναρώτησε καὶ εἶπε: “Και αὐτὸν πού ὀνομάζετε
βασιλέα των Ἰουδαίων, τὶ θέλετε νὰ τον κάνω;”. Παρὰ ταῦτα δὲ (παρὰ τὶς ἐπανειλημμένες
προσπάθειες του Πιλάτου ὑπὲρ του Ἰησοῦ) αὐτοὶ κραύγασαν: “Σταύρωσέ τον!”. “Μα γιατί; Τὶ κακὸ
έκανε;”, τοὺς ἔλεγε ὁ Πιλάτος. Αὐτοὶ ὅμως μὲ περισσότερη δύναμι κραύγαζαν: “Σταύρωσέ τον”.
Καὶ ἐπειδὴ ὁ Πιλάτος ἤθελε νὰ ἱκανοποιήση τα πλήθη, τοὺς ἐλευθέρωσε τὸ Βαραββά, ἐνῶ τον
Ἰησοῦ Τὸν μαστίγωσε καὶ Τὸν παρέδωσε νὰ σταυρωθῆ».
Ἀφοῦ ἐξασφάλισε την ψῆφο του ὄχλου ὑπὲρ του Βαραββά, ρωτάει ὁ Πιλάτος: «Τὶ οὺν θέλετε
ποιήσω ὂν λέγετε τὸν βασιλέα των Ἰουδαίων;» (στ. 12). Μεταθέτει συνεχῶς τη δικὴ του εὐθύνη στὸ
μανιασμένο ὄχλο. Σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Τί οὺν ποιήσω τὸν Χριστόν;”, καὶ ταύτη πάλιν
έντρέψαι βουλόμενος, τῷ ποιῆσαι κυρίους της αἱρέσεως, ἴνα κἂν αἰσχυνθέντες αιτήσωσι, καὶ της
αὐτῶν φιλοτιμίας γένηται το πᾶν» (Ε.Π.Ε. 12,302). Μετάφρασις: «Ρωτάει ὁ Πιλάτος: “Τί νὰ κάμω,
λοιπόν, τὸν Χριστό;”. Καὶ μ' αὐτὸ ἤθελε πάλι νὰ τους κάνη ν' ἀλλάξουν γνώμη, μὲ τὸ νὰ τοὺς
καταστήση ὑπευθύνους της προτιμήσεὼς τους, σὲ τρόπο ὥστε καὶ ἀπὸ ντροπὴ νὰ ζητήσουν την
ἀπελευθέρωση του Χριστοῦ.
Τὶ θὰ μπορούσαμε ν' ἀπαντήσουμε στὸ συνειδησιακὸ ἐρώτημα του Πιλάτου: «Τὶ ποιήσω τον
λεγόμενον Χριστὸν;»:
Τὶ νὰ Τὸν κάνης το Χριστό; “Ό,τι λέει ἡ δικαιοσύνη. Εἶπες: «'Αθωὸς εἶμαι ἀπὸ του αἵματος του
δικαίου τούτου» (Ματθ. ζκ' 4). Ἔτσι δὲν εἶπες; Νὰ Τὸν ἀποδώσης, λοιπόν, Καθαρὸ τὸν "Ἄμωμο.
Γιατὶ πνίγεις το δίκαιο; Γιατὶ στραγγαλίζεις το Νόμο; Πόσο αἷμα δικαίων χύνεται, ἀπὸ το αἷμα του
Αβελ μέχρι το αἷμα των παιδιῶν της Βηθλεέμ, μέχρι το αἷμα του ἀνυπεράσπιστου βρέφους, ποῦ
ἀκόμα καὶ τη Μ. Παρασκευή, σφαγιάζεται μὲ τὴν ἔκτρωσι!
Τὶ νὰ Τὸν κάνης τὸν Χριστό, Πιλάτε; Ό,τι λέει ἡ συνείδησὶς σου. Ρωτᾶς «τὶ κακὸ ἔκανε;» καὶ ἡ
συνείδησὶς σου φωνάζει: Μόνο καλὸ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς. Πνίγεις τη συνείδησὶ σου, Πιλάτε;... Τὶ νὰ
κάνης, ἀδελφέ; Ό,τι σου λέει ἡ συνείδησις, πρὶν την ἀφήσης καὶ μαραζώση σαπισμένη!
Τὶ νὰ Τὸν κάνης τὸν Χριστό, Πιλάτε; Ό,τι σου λέει ἡ γυναίκα σου. Νὰ μιὰ γυναίκα, πού σπεύδει
νὰ σώση τὸν ἄντρα της ἀπὸ το ἀνοσιούργημα. Γιατὶ δὲν ἀκοῦς τὴ γυναίκα σου, Πιλάτε;
Τὶ νὰ Τὸν κάνης τὸν Χριστό, Πιλάτε; Νὰ Τὸν δεχθῆς ὄχι ὡς «λεγόμενον Χριστόν», ἀλλ' ὼς τὸν
πραγματικὸ Χριστό, ὡς Σωτήρα του κόσμου.
Τὶ νὰ Τὸν κάνης τὸν Χριστό, Πιλάτε; Νὰ Τὸν ἀγαπήσης! Νὰ Τὸν ζυγίσης σωστά. Ἐσὺ ζύγισες
προτιμώντας τὸν ἄγριο Βαρραβὰ καὶ ὄχι τὸν "Ἅγιο Ἰησοῦ, τὸν Θεάνθρωπο Κύριο. Τὶ κάνει ἡ
πολιτικῆς Προτιμᾶ το συμφέρον.
Τὶ νὰ Τὸν κάνης το Χριστό, Πιλάτε; Τὶ ρωτᾶς την όχλοκρατία; Ἀφοῦ ξέρεις καλά, ὅτι «διὰ φθόνον
παρέδωκαν αὐτὸν» (στ. 10). Γιὰ το φθόνο το δικὸ τους γίνεται ὁ φόνος ὁ δικὸς σου.
Τὶ νὰ Τὸν κάνης το Χριστό, Πιλάτε; Ἔκανες ό,τι ἔκανες! Κάνε τώρα ό,τι ἔκανε το ὄργανὸ σου, καὶ
ἑκατόνταρχος. Κι αὐτὸς δὲν ἦταν μαζὶ μὲ σένα φονευτὴς του Ἀθώου; Τώρα εἶναι θαυμαστὴς Του.
Μπορεῖς καὶ σὺ νὰ γίνης, μὰ δὲν σ' ἀφήνη ἡ δειλία καὶ ἡ ἐξουσία.
Ἔκανες ό,τι ἔκανες. Κάνε τώρα ό,τι ἔκανε ἐκεῖνος. Γονάτισε μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ. Γονάτισε καὶ
σύ, μὰ δὲν σ' ἀφήνει ὁ ἐγωισμὸς σου. Καὶ ὅπως ώμολόγησε ἐκεῖνος, ώμολόγησε καὶ σύ. Καὶ τότε
θὰ γίνης σὰν τη γυναίκα σου, τὴν Πρόκλα. Ἐκείνη ἔγινε ἁγία, ἐσὺ θέλησες νὰ μείνης μὲ τὸ στίγμα
του Χριστοκτόνου.
Ὁ Ἰησοῦς δὲν δικαιοῦται οὔτε την εὔνοια, πού δείχνουν σὲ ἕνα ληστὴ! Ἡ χριστολογία του πάθους
συνοδεύει έμφατικὰ καὶ τὴν κραυγὴ του ὄχλου «Σταύρωσον αὐτὸν» (στ. 13).
Σὲ μιὰ τελευταία του προσπάθεια ὁ Πιλάτος θέτει το ἐρώτημα «Τὶ γὰρ ἐποίησε κακὸν;» (στ. 14),
πού ὑποδηλώνει, ὅτι δὲν ἔχει πεισθῆ γιὰ τὴν ἐνοχὴ του Ἰησοῦ. Το πλῆθος ἐξάπτεται καὶ
τροφοδοτεῖται ἡ μανία του: «Οἱ δὲ περισσώος ἔκραξαν: Σταύρωσον αὐτὸν» (στ. 14). Τὸ ἐπίρρημα
«περισσως» φανερώνει την ἔνταση της ἐξάψεως κατὰ του Ἰησοῦ. Ἡ κραυγὴ «Σταύρωσον»
ἐξακοντίζεται ἀνελέητα κατὰ του Μεσσία. Καὶ γεμίζει τη σκηνὴ μὲ ἄφατη ὀδύνη.
Θὰ παραμείνη ἡ στάσις του ὄχλου ἡ ἐσχάτη προσβολὴ της ἀγάπης καὶ ἡ χειρίστη μορφὴ
ἀχαριστίας. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἶδες πόσα εποίησεν ὁ Χριστός, ὥστε αὐτοὺς
ανακτήσασθαι; Καθάπερ γὰρ τὸν Ἰούδαν άνεκρούετο πολλάκις, οὕτω καὶ τούτους ἀνέστελλε, διὰ
τε παντὸς του εὐαγγελίου, καὶ παρ' αὐτὸν τον καιρὸν της κρίσεως. Καὶ γὰρ ὅτε εἶδος τὸν ἄρχοντα
καὶ δικάζοντα απονιψάμενον καὶ λέγοντα, “'Αθωός είμι ἀπὸ του αἵματος τούτου”, ἔδει
κατανυγήναι καὶ διὰ των ρημάτων καὶ διὰ των πραγμάτων καὶ ὅτε τὸν Ἰούδαν απαγξάμενον, καὶ
ὅτε αὐτὸν παρακαλοῦντα, ἕτερον ὰντ' αὐτοῦ λαβεῖν. Όταν γὰρ ὁ κατήγορος καὶ προδότης ἑαυτὸν
καταδικάζη, καὶ ὁ ψηφιζόμενος ἀποδύεται τα ἐγκλήματα, καὶ ὄψις τοιαύτη κατ' αὐτὴν την νύκτα
φαίνεται, καὶ ὡς κατάδικον αὐτὸν εξαιτήσαι, ποίαν έξουσιν ἀπολογίαν; Ἔι γὰρ μὴ έβούλοντο
ἀθῶον εἶναι, ἀλλ' οὐχὶ καὶ ληστὴν αὐτοῦ προτιμήσαι ἔδει, τὸν ώμολογημένον καὶ σφόδρα
ἐπίσημον ὄντα» (Ε.Π.Ε. 12,304). Μετάφρασις: «Εἶδες πόσα ἔκανε ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ τοὺς κερδήση
καὶ πάλι; Διότι, ὅπως ἀναχαίτιζε τον Ἰούδα πολλάκις, ἔτσι καὶ αὐτοὺς τοὺς ἀνέκοπτε, καὶ μὲ
ὁλόκληρο το εὐαγγέλιο καὶ κατὰ την περίοδο της δίκης. Διότι ὅταν εἶδαν τὸν ἄρχοντα καὶ δικαστὴ
(τὸν Πιλάτο) νὰ νίπτη τα χέρια καὶ νὰ λέη, “Είμαι ἀθῶος ἀπὸ το αἷμα αυτού”, ἔπρεπε νὰ
συγκινηθοῦν καὶ ἀπὸ τα λόγια καὶ ἀπὸ την πράξη καὶ ὅταν εἶδαν τὸν Ἰούδα, ποῦ απηγχονίσθηκε,
καὶ ὅταν ὁ Πιλάτος παρακαλοῦσε νὰ πάρουν ἄλλον ὰντ' αὐτοῦ (του Ἰησοῦ). Διότι ὅταν ὁ κατήγορος
καὶ προδότης καταδικάζει τον ἑαυτὸ του καὶ ὁ δικαστὴς ἀπεκδύεται την εὐθύνη του ἐγκλήματος
καὶ ἐμφανίζεται τέτοιο ὄνειρο κατὰ την ἴδια νύκτα (της γυναίκας του) καὶ ζητεῖ την ἀπαλλαγὴ του
Ἰησοῦ ὡς καταδίκου, ποιὰ δικαιολογία θὰ ἔχουν; Διότι καὶ ἂν δὲν ἤθελαν νὰ εἶναι ἀθῶος, δὲν
ἔπρεπε ὅμως νὰ προτιμήσουν ἀντ' αὐτοῦ ληστὴ (Βαραββὰ) αὐτὸν ποῦ ἦταν ὁλοφάνερος καὶ
διάσημος κακοποιός».
Ὁ Πιλάτος θὰ καταδικάση τον Ἰησοῦ. Αὐτὸ δὲν δημιουργοῦσε ἁπλῶς πρόβλημα γιὰ τη συνείδησὶ
του, δεδομένου ὅτι δὲν ἀποτελοῦσε τη μοναδικὴ πρᾶξι τέτοιου εἴδους στὴν ὅλη σταδιοδρομία του.
Εἶναι ἀντιφατικὸς πρὸς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτὸ του. Πρέπει νὰ σημειωθῆ, ὅτι οἱ εὐαγγελιστὲς δὲν
ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ψυχολογικὴ ἀνάλυση των διαφόρων πρὸς τὸ πάθος του Κυρίου
συνδεομένων προσώπων καὶ ἑρμηνεία ἐνεργειῶν των προσώπων αὐτῶν. Κυρίως ἀποβλέπουν στὸ
νὰ παρουσιάσουν τὶς σωτηριολογικὲς συνέπειες του πάθους του Κυρίου. Καθὼς ἀναφέρονται σ'
αὐτές, μιλᾶνε ἀναπόφευκτα καὶ γιὰ το ἀνθρώπινο ἱστορικὸ σκηνικό, μέσα στὸ ὁποῖο
πραγματοποιεῖται ἡ θεία βουλή.
Περιπαίζουν τον Ἰησοῦ (στ. 16-19)
Ἡ περικοπὴ 16-19 περιγράφει μὲ ἀνατριχιαστικὴ ώμότητα τη σκηνὴ του βάναυσου έμπαιγμοὺ
του Ἰησοῦ. «Οἱ δὲ στρατιῶται ἀπήγαγον αὐτὸν ἔσω της ἄυλης, ὅ έστι πραιτώριον, καὶ συγκαλούσιν
ὅλην την σπείραν καὶ ενδύουσιν αὐτὸν πορφύραν καὶ περιτιθέασιν αυτὼ πλέξαντες ἀκάνθινον
στέφανον, καὶ ἤρξαντο ασπάζεσθαι αὐτὸν: Χαῖρε, ὁ βασιλεὺς των Ἰουδαίων! Καὶ έτυπτoν αὐτοῦ τὴν
κεφαλὴν καλάμω καὶ ενέπτυον αυτώ, καὶ τιθέντες τα γόνατα προσεκύνουν αύτὼ» (στ. 16-19).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Οἱ στρατιῶτες ἔφεραν τον Ἰησοῦ στὴν ἐσωτερικὴ αὐλὴ, ἐκεῖ πού
εἶναι το διοικητήριο, καὶ φώναξαν ὅλη τη φρουρά. Τὸν ντύνουν μὲ κόκκινο μανδύα. "Ἔπλεξαν ἕνα
άγκάθινο στεφάνι καὶ Του το φόρεσαν στὸ κεφάλι (ὡς βασιλικὸ δῆθεν στέμμα). Μετὰ ἄρχισαν νὰ
Τον χαιρετοῦν λέγοντας: “Ζήτω ὁ βασιλιὰς των Ιουδαίων”. Τὸν χτυποῦσαν στὸ κεφάλι μὲ ἕνα
καλάμι. Τὸν ἔφτυναν. Καὶ γονατιστοὶ Τὸν προσκυνοῦσαν έμπαικτικά».
Οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες παραλαμβάνουν τὸν Χριστό, ποῦ ἔχει μαστιγωθῆ ἀνηλεῶς καὶ
«ενδύουσιν αὐτὸν...» (στ. 17-18). Ἐδῶ παίζεται μία θλιβερὴ παρωδία χαιρετισμοῦ βασιλέως, στὴν
ὁποία χρησιμοποιεῖται χαρακτηριστικὰ ὁ τίτλος, πού χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τον Πιλάτο. Ὁ
ἀπερίγραπτος ἐξευτελισμὸς συνοδεύεται καὶ ἀπὸ καθαρὸ σωματικὸ βασανιστήριο (ἀκάνθινος
στέφανος. στ. 17). Ὁ ἐξευτελισμὸς καὶ το βασανιστήριο μεγαλώνουν ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή. «Καὶ
έτυπτoν αὐτοῦ την κεφαλὴν...» (στ. 19).
Ἡ σκηνὴ του έμπαιγμού, πού ἐνσωματώνει περιφρόνησι, σαρκασμό, βία, ἐκφράζει μὲ τρόπο
φανερὸ μία φάσι του πάθους του Μεσσία. Μὲ τὸν έμπαιγμὸ αὐτὸ πραγματοποιεῖται ἡ πρόρρησις
του Μεσσία στὸ Μάρκ. ι' 341.
Οἱ ἱστορικοὶ ἀναφέρουν περιπτώσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες ἔγινε ἀπόδοσις βασιλικῶν τιμῶν σὲ ἄτομα
καταδικασμένα ἤ ἀνάξια λόγου, μὲ σκοπὸ τη μεγίστη διακωμώδησι. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Ὥσπερ ὲκ τίνος συνθήματος ὁ διάβολος εἰς πάντας τότε έχόρευεν. Ἔστω γάρ, Ἰουδαῖοι φθόνω καὶ
βασκανία τηκόμενοι επαρoίνουν πρὸς αὐτὸν οἱ στρατιῶται πόθεν καὶ ὲκ ποίας αἰτίας; Οὺκ
εύδηλον, ὅτι ὁ διάβολος ἣν ὁ τότε βακχεύων εἰς πάντας; Καὶ γὰρ τέρψεις ἐποίουν τὰς εἰς αὐτὸν
ὕβρεις, ὠμοὶ καὶ ἀνήμεροὶ τίνες ὄντες. Δέον γὰρ συσταλήναι, δέον δακρύσαι, ὅπερ καὶ ὁ δῆμος
ἔπασχε, τοῦτο μὲν οὺκ ἐποίουν, τοὐναντίον δέ, ὕβριζον καὶ ενήλλοντο, ἴσως καὶ αὐτοὶ χαριζόμενοι
τοῖς Ιουδαίοις, ἤ καὶ κατ' οἰκείαν δυστροπίαν ἅπαντα πράττοντες. Καὶ ἄι ὕβρεις διάφοροι καὶ
ποικίλαι. Τὴν γὰρ θείαν κεφαλὴν ἐκείνην ποτὲ μὲν έκολάφιζoν, ποτὲ δὲ το στεφάνω των ἀκανθῶν
καθύβριζον, ποτὲ δὲ το καλάμω έτυπτον, ἄνδρες μιαροὶ καὶ εναγεὶς» (Ε.Π.Ε. 12,318).
Μετάφρασις: Σὰν ἀπὸ κάποιο σύνθημα, ὁ Διάβολος χόρευε σὲ ὅλους. Ἔστω, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι,
κατακυριευμένοι ἀπὸ φθόνο καὶ κακότητα φέρονταν πρὸς τὸν Ἰησοῦ μὲ ἀπρέπεια καὶ βιαιότητα.
Οἱ στρατιῶτες ὅμως ἀπὸ ποῦ καὶ γιὰ ποιὰ αἰτία; Δὲν εἶναι ὁλοφάνερο, ὅτι τότε ὁ διάβολος ἦταν
ἐκεῖνος, ποῦ εἶχε ἐμβάλει σὲ ὅλους τὴ βακχικὴ μανία; Γι' αὐτὸ καὶ διασκέδαζαν μὲ τὶς βρισιές, ποῦ
Του ἀπηύθυναν οἱ ἄγριοι καὶ ἀπάνθρωποι. Διότι ἔπρεπε νὰ ντραποῦν, νὰ δακρύσουν, ὅπως ἔκανε
το πλῆθος. Αὐτοί, ὄχι μόνο αὐτὸ δὲν ἔκαναν, ἀλλ' ἀντίθετα ἔβριζαν καὶ χοροπηδοῦσαν. Ἴσως γιὰ
νὰ εὐχαριστήσουν τους Ἰουδαίους, ἤ προβαίνοντας σὲ ὅλα αὐτὰ ἀπὸ το δικὸ τους κακότροπο
χαρακτήρα. Καὶ οἱ βρισιὲς τους ἦσαν πολλὲς καὶ διάφορες. Ἄλλοτε μὲν ἐξευτέλιζαν τη θεϊκὴ ἐκείνη
κεφαλή, ἄλλοτε την μεταχειρίζονταν ὑβριστικὰ μὲ τὸ ἀκάνθινο στεφάνι, ἄλλοτε τὴν χτυποῦσαν μὲ
το καλάμι ἄνθρωποι ἀχρείου καὶ δολοφόνοι.
20 καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν πορφύραν καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια τὰ ἴδια,

καὶ ἐξάγουσιν αὐτὸν ἵνα σταυρώσωσιν αὐτόν. 21 Καὶ ἀγγαρεύουσι παράγοντά τινα Σίμωνα
Κυρηναῖον, ἐρχόμενον ἀπ᾿ ἀγροῦ, τὸν πατέρα ᾿Αλεξάνδρου καὶ Ρούφου, ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν
αὐτοῦ. 22 Καὶ φέρουσιν αὐτὸν ἐπὶ Γολγοθᾶ τόπον, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον κρανίου τόπος. 23 καὶ
ἐδίδουν αὐτῷ πιεῖν ἐσμυρνισμένον οἶνον· ὁ δὲ οὐκ ἔλαβε. 24 καὶ σταυρώσαντες αὐτὸν
διαμερίζονται τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βάλλοντες κλῆρον ἐπ᾿ αὐτὰ τίς τί ἄρῃ. 25 ἦν δὲ ὥρα τρίτη καὶ
ἐσταύρωσαν αὐτόν. 26 καὶ ἦν ἡ ἐπιγραφὴ τῆς αἰτίας αὐτοῦ ἐπιγεγραμμένη· ὁ βασιλεὺς τῶν
᾿Ιουδαίων. 27 Καὶ σὺν αὐτῷ σταυροῦσι δύο λῃστάς, ἕνα ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνα ἐξ εὐωνύμων αὐτοῦ. 28 καὶ
ἐπληρώθη ἡ γραφὴ ἡ λέγουσα· καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη. 29 Καὶ οἱ παραπορευόμενοι
ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ λέγοντες· οὐά, ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν
τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! 30 σῶσον σεαυτὸν καὶ κατάβα ἀπὸ τοῦ σταυροῦ. 31 ὁμοίως δὲ καὶ οἱ
ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες πρὸς ἀλλήλους μετὰ τῶν γραμματέων ἔλεγον· ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ
δύναται σῶσαι. 32 ὁ Χριστὸς ὁ βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραὴλ καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν
καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ. καὶ οἱ συνεσταυρωμένοι αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν.

Ὁδηγεῖται γιὰ το Σταυρὸ (στ. 20-21)


Μετὰ την καταδικαστικὴ ἀπόφαση του Πιλάτου περιγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς τοὺς έμπαιγμοὺς
του Ἰησοῦ ἀπὸ τους Ρωμαίους στρατιῶτες. Καὶ κατόπιν μὲ συντομία κάνει λόγο γιὰ τὴν πορεία πρὸς
τὸν τόπο της σταυρώσεως. «Καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αυτώ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν πορφύραν καὶ ἐνέδυσαν
αὐτὸν τα ἱμάτια τα ἴδια, καὶ εξάγουσιν αὐτὸν ἴνα σταυρώσωσιν αὐτόν. Καὶ αγγαρεύουσι παράγοντὰ
τίνα Σίμωνα Κυρηναίον, έρχόμενον ὰπ’ ἀγροῦ, τὸν πατέρα Ἀλεξάνδρου καὶ Ρούφου, ἕνα ἄρη τον
σταυρὸν αὐτοῦ» (στ. 2021). Στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἀφοῦ περιέπαιξαν τον Ἰησοῦ, Του ἔβγαλαν τὸν
κόκκινο μανδύα, Τὸν ἔντυσαν μὲ τα ροῦχα Του καὶ Τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ την πόλι νὰ Τὸν
σταυρώσουν. Καὶ ἀγγαρεύουν κάποιον περαστικό, τὸν Σίμωνα τὸν Κυρηναίο, ποῦ ἐρχόταν ἀπὸ το
χωράφι του, τον πατέρα του Ἀλεξάνδρου καὶ του Ρούφου, γιὰ νὰ σηκώση το σταυρὸ του Ἰησοῦ».
Ὁ Μάρκος δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι ἐδῶ ἀναλυτικός, γιατὶ στὴ διαδρομὴ του εὐαγγελίου του
ἔδωσε κατ' ἐπανάληψη καὶ συνέχεια ἀπόψεις, πλευρές, εἰκόνες καὶ προτυπώσεις καὶ προεκτάσεις
του πάθους του Μεσσία.
Ἡ κόπωσις του ἤδη μαστιγωθέντος Ἰησοῦ (στ. 15) έμποδίζει την ἀπρόσκοπτο πορεία πρὸς τὴν
σταύρωσι. Καὶ ἔτσι ἡ προβλεπόμενη καθυστέρησις ἀναγκάζει τους Ρωμαίους στρατιῶτες νὰ
αγγαρεύσουν τον ἐπιστρέφονται ἀπὸ τον ἀγρὸ ἐκείνη τη στιγμὴ Σίμωνα τὸν Κυρηναίο, γιὰ νὰ
σηκώση το σταυρὸ (στ. 21). Στὴν πληροφορία αὐτὴ διαφαίνεται ἡ δραματικὴ σωματικὴ
κατάστασης του Χριστοῦ. Σύμφωνα μὲ τα ἰσχύοντα ὁ καταδικαζόμενος σὲ σταυρικὸ θάνατο ἔπρεπε
νὰ μεταφέρη καὶ ἴδιος το σταυρὸ του μέχρι τον τόπο της ἐκτελέσεως. Ἡ ἀπαλλαγὴ του Ἰησοῦ ἀπὸ
μία τέτοια ὑποχρέωσι σημαίνει, ὅτι δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ τον μεταφέρη. Ἀλλὰ καὶ θεολογικὰ μπορεῖ
νὰ ἑρμηνευθῆ ἡ μετοχὴ του Σίμωνος. Στὸ πάθος ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ κατ' ἐξοχὴν Πάσχων. Ἀλλὰ
σώζονται μόνο ὅσοι μετέχουν του πάθους, ὅσοι σηκώνουν το σταυρὸ του Χριστοῦ (Ρωμ. ἡ' 17).
Ἡ χάρις του Σταυροῦ ἐπηρέασε βαθύτατα τον Σίμωνα. Φαίνεται, ὅτι τόσο ὁ ἴδιος, ὅσο καὶ ἡ
οἰκογένειὰ του ἀσπάστηκαν τον Χριστιανισμό, ὅπως μπορεῖ νὰ συναχθῆ ἐκ του γεγονότος, ὅτι ὁ
εὐαγγελιστὴς στὸ στ. 21 τὸν μνημονεύει ὡς «πατέρα Ἀλεξάνδρου καὶ Ρούφου», πιθανὸν δύο
γνωστῶν μελῶν της Ἐκκλησίας της Ρώμης (πρὸς τὸν ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀπόστολος Παῦλος
ἀποστέλλει «άσπασμοὺς» στὸ Ρωμ. ιστ' 13).

Σταυρώνεται στὸ Γολγοθὰ (στ. 22-24)


Ἤ σταύρωσις ἦταν ἀρχαία ποινή, πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ Βαβυλώνιοι, οἱ Πέρσες καὶ ἄλλοι
λαοί. Ἐπικρατοῦσε καὶ κατὰ τοὺς χρόνους τους Ρωμαϊκοὺς καὶ ἐφαρμοζόταν κυρίως στοὺς δούλους
καὶ σὲ ὅσους καταδίκους δὲν ἦσαν Ρωμαῖοι πολίτες. Ο μέλλων νὰ ἐκτελεσθῆ ἀναβιβαζόταν στὸ
Σταυρό, ὅπου καρφωνόταν το σῶμα του μὲ τέσσερις ἤ τρεῖς ἥλους (καρφιά). «Καὶ φέρουσιν αὐτὸν
ἐπὶ Γολγοθὰ τόπον, ὅ έστι μεθερμηνευόμενον κρανίου τόπος. Καὶ εδίδουν αυτὼ πιεὶν
εσμυρνισμένον οἶνον ὁ δὲ οὺκ ἔλαβε. Καὶ σταυρώσαντες αὐτὸν διεμερίζονται τα ἱμάτια αὐτοῦ
βάλλοντες κλῆρον ἐπ' αὐτὰ τὶς τὶ ἄρη» (στ. 22-24). τὴν ἁπλοελληνικὴ: «Φέρνουν τον Ἰησοῦ στὸν
τόπο πού λέγεται Γολγοθὰς καὶ πού στὰ ἑλληνικὰ σημαίνει “Τόπος Κρανίου”. Του ἔδωσαν νὰ πιῆ
κρασὶ ἀνακατεμένο μὲ ἀναισθητικό. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως δὲν δέχτηκε (νὰ το πιῆ). Καὶ ἀφοῦ Τὸν
σταύρωσαν, μοίρασαν μεταξὺ τους τα ἐνδύματὰ Του ρίχνοντας κλῆρο γι' αὐτά, γιὰ τὸ ποιὸς καὶ τὶ
θὰ πάρη».
Σύμφωνα μὲ ἄλλες πληροφορίες τοποθετεῖτο ὁ σταυρὸς ἐπὶ του ἐδάφους, προσηλωνόταν ὁ
μελλοθάνατος καὶ κατόπιν ἀνυψωνόταν σὲ ὄρθια θέσι ὁ Σταυρὸς μὲ τον σταυρούμενο.
Ὅτι ὁ Ἰησοῦς προσηλώθη στὸ Σταυρὸ μὲ ἥλους μαρτυρεῖται ἀπὸ την ἀρχαία παράδοσι (Ιγνάτιος,
Ιουστίνος, Ειρηναίος κ.ά.) καὶ ἀπὸ την εἰκονογραφία. Το βέβαιο εἶναι, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὑπέστη τὸν
ἀτιμωτικὸ θάνατο ἐπὶ του σταυροῦ, γιὰ νὰ εξαγoράση την ἀνθρωπότητα ἀπὸ τη δουλεία του
ἐχθροῦ, μεταβάλλοντας το καταραμένο ξύλο του σταυροῦ σὲ τίμιο Ξύλο, σὲ ὅπλο κατὰ του
διαβόλου. «Χριστὸς ἡμᾶς εξηγόρασεν ἐκ της κατάρας του νόμου γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα»
(Γαλ. γ' 13). «Έξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ της κατάρας του νόμου τῷ τιμίω σου αίματι το σταυρὸ
προσηλωθεὶς καὶ τη λόγχη κεντηθεὶς, την ἀθανασίαν έπήγασας ἀνθρώπους...» (απολυτ. Μ.
Παρασκευῆς).
Ὁ τόπος της σταυρώσεως ἦταν ἕνας τόπος ἔξω ἀπὸ την πόλι. Ἄν σήμερα βρίσκεται ἐντὸς της
πόλεως, αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἀργότερα ὁ Αγρίππας Α' περιέβαλε την Ἱερουσαλὴμ μὲ ἕνα
εὐρύτερο τεῖχος, συμπεριλαμβάνοντας μέσα, ἐκτὸς των ἄλλων καὶ τὸ λόφο αὐτό. Ὁ λόφος καλεῖται
Γολγοθάς.
O «έσμυρνισμένος οἶνος» (στ. 23), πού προσφέρεται στὸν Ἰησοῦ ἐπὶ του Σταυροῦ, ἐπέχει θέσει
ἀναισθητικοῦ, το ὁποῖο προσφερόταν συνήθως γιὰ νὰ διευκολύνεται ἡ ἐκτέλεσης της σταυρώσεως
καὶ νὰ μὴν ἀνθίσταται ἐξ αἰτίας των πόνων καὶ σταυρούμενος. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἀρνεῖται το ποτό.
Διότι πεθαίνει ἑκούσια, ἐνσυνείδητα, χωρὶς νὰ θέλω ν' ἀποφύγη τοὺς πόνους. Ἀποδέχεται καὶ
βαστάζει το πάθος σὲ ὅλη του την πολύμορφη ὀδύνη. «Οὗτος περὶ ἡμῶν οδυνάται» (Ησ. γν' 4).
Στὴν τελικὴ σκηνὴ του πάθους ἕνα ἀκόμα ἐπεισόδιο, ποῦ προξενεῖ βαθύτατη θλῖψι, εἶναι ἡ
ἀφαίρεσις των ἐνδυμάτων του Ἰησοῦ καὶ ἡ διανομὴ τους μεταξὺ των σταυρωτῶν. «Καὶ
σταυρώσαντες αὐτὸν διαμερίζονται τα μάτια αὐτοῦ βάλλοντες κλῆρον ἐπ' αὐτὰ τὶς τὶ ἄρη». Πρᾶξις
συνηθισμένη κατὰ τὶς ἐκτελέσεις. Προφητεύεται ἀπὸ τὸν Ψαλμ. 21,19. Τὸ σῶμα του Μεσσία
ἐκτίθεται γυμνὸ στὰ βλέμματα ὅλων, γεγονὸς πού σημαίνει ἀνυπόφορο ἐξευτελισμό. Σχολιάζει ὁ
ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καὶ διανέμονται αὐτοῦ τα ἱμάτια, ὅπερ ἐπὶ των σφόδρα εὐτελῶν καὶ
ἀπερριμμένων γίνεται καταδίκων καὶ οὐδὲν έχόντων, καὶ ἐπ' ἐρημίας ὑπαρχόντων ἁπάσης.
Ἐμέριζον τα ἱμάτια, δι' ὢν τηλικαύτα γέγονε θαύματα. Ἀλλ' οὐδὲν ἐνήργει τότε, του Χριστοῦ
κατέχοντας την ἀπόρρητον δύναμιν. Οὐ μικρὰ δὲ καὶ αὕτη προσθήκη παροινίας ἣν» (Ε.Π.Ε. 12,322).
Μετάφρασις: Καὶ μοιράζονται τα ἐνδύματα Του, πράγμα το ὁποῖο γίνεται στοὺς πολὺ εὐτελεῖς καὶ
ἐγκαταλελειμμένους καταδίκους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν κανένα καὶ ζοῦν τελείως ἔρημοι. Μοίραζαν
τα ἐνδύματα, μὲ τα ὁποία τόσο μεγάλα θαύματα εἶχαν γίνει. Ἀλλὰ τίποτε δὲν ἔκανε τότε, ἂν καὶ ὁ
Χριστὸς κατεῖχε τη μυστικὴ δύναμι. Δὲν ἦταν δὲ καὶ αὐτὸ μικρὸ δεῖγμα μέθης.

Ἐν μέσω δύο ληστῶν (στ. 25-28)


Ὑπάρχουν ὧρες πού ζυγίζουν αἰωνιότητα. Ἡ ὥρα ὅπου το ρολόϊ του σύμπαντος κτύπησε πιὸ
δυνατὰ ἀπὸ ποτὲ ἄλλοτε την καμπάνα της ἀγάπης, εἶναι ἡ ὥρα της Σταυρώσεως: ἡ ὥρα πού
παρέδωσε ὁ Χριστὸς τὸν ἑαυτὸ του στὸ θάνατο, γιὰ νὰ ζήση ὁ κόσμος. Ἀσχολεῖται καὶ ὁ Μάρκος μὲ
τη μοναδικὴ αὐτὴ ὥρα. «Ἥν δὲ ὥρα τρίτη καὶ έσταύρωσαν αὐτόν. Καὶ ἣν ἡ ἐπιγραφὴ της αἰτίας
αὐτοῦ επιγεγραμμένη: Ὁ βασιλεὺς των Ἰουδαίων. Καὶ σὺν αυτὼ σταυρούσι δύο ληστάς, ἕνα ἐκ
δεξιῶν καὶ ἕνα ἐξ εὐωνύμων αὐτοῦ. Καὶ ἐπληρώθη ἡ γραφὴ ἡ λέγουσα: Καὶ μετὰ ἀνόμων
ἐλογίσθη» (στ. 25-28). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἡ ὥρα ἦταν ἐννέα (τρίτη ἑβραϊκὴ) ὅταν Τὸν
σταύρωσαν. Ἡ αἰτία της σταυρώσεως ἦταν γραμμένη σὲ μία ἐπιγραφὴ: “Ο Βασιλιὰς των Ιουδαίων”.
Μαζὶ δὲ μὲ τὸν Ἰησοῦ σταυρώνουν καὶ δύο ληστές, ἕναν στὰ δεξιὰ Του καὶ ἕναν στὰ ἀριστερὰ Του.
Ἔτσι ἐκπληρώθηκε ἡ Γραφὴ, πού ἔλεγε: “Καί μεταξὺ των ἀνόμων (των ἐγκληματιῶν)
συγκαταλέχθηκε”».
Ἡ μνεία της «τρίτης» ὥρας, ὼς ὥρας πού συντελεῖται ἡ σταύρωσις (στ. 25), προκαλεῖ
ἑρμηνευτικὲς δυσχέρειες, ἂν συσχετισθῆ πρὸς τὴν πληροφορία του Ἰωάννου (ιθ' 14-16), ὅτι ἡ
καταδικαστικὴ ἀπόφασις ἐλήφθη ἀπὸ τον Πιλάτο «περὶ την ἕκτην ὥραν». Σύμφωνα μὲ μία ἄποψη
ἀρχαιότερη, πού ἀναφέρει ὁ Θεοφύλακτος, ὁ Μάρκος ἀναφέρει την ὥρα της ἀποφάσεως γιὰ τη
σταύρωση του Ἰησοῦ, ἐνῶ ὁ Ἰωάννης την ὥρα της ἐκτελέσεως της ἀποφάσεως. Ἄλλωστε ὁ τέταρτος
εὐαγγελιστὴς ἔχει συνείδησι καὶ ὁ ἴδιος, ὅτι δὲν δίνει την ἀκριβὴ ὥρα, γι' αὐτὸ καὶ λέει: «Ὥρα ἣν
ὡς ἕκτη» (Ιωάν. ιθ' 14).
Ἡ σταύρωσις καθ' εαυτὴν περιγράφεται μὲ τὸν γλωσσικὰ συντομώτατο τρόπο, δηλαδὴ μὲ ἕνα
ρῆμα («καὶ έσταύρωσαν αὐτόν»), στ. 25. Ἤ μία αὐτὴ λέξις, ποῦ δὲν συνοδεύεται ἀπὸ κανένα
προσδιορισμό, προβάλλει ἀμέσως τον ἀπόλυτο, τὸν τρομακτικό, τὸν τελικὸ χαρακτήρα του
γεγονότος, ποῦ στὴν ἀποκορύφωσι καὶ ὁλοκλήρωση του δὲν μπορεῖ νὰ περιγραφὴ.
Ἡ ἐπὶ του σταυροῦ ἐπιγραφὴ «βασιλεὺς των Ἰουδαίων» (στ. 26) ἀναφέρει την αἰτία της
σταυρώσεως. Όλοι οἱ καταδικασμένοι σὲ θάνατο μετέφεραν πάνω τους μιὰ ἐπιγραφή, στὴν ὁποία
ἀναγραφόταν ἡ αἰτία της καταδίκης καὶ μετὰ την ἐκτέλεσι ἡ ἐπιγραφὴ ἐτοποθετεῖτο σὲ ἐμφανὲς
σημεῖο πάνω στὸ σταυρό, ὥστε νὰ διαβάζεται μὲ εὐχέρεια. Ἡ ἐπιγραφὴ ἐδῶ εἶναι διατυπωμένη
ἀπὸ τους Ρωμαίους μὲ τρόπο εἰρωνικὸ γιὰ τὶς Ἰουδαϊκὲς μεσσιανικὲς ἀντιλήψεις.
Στὴν ἐν μέσω δύο ληστῶν σταύρωση του Ἰησοῦ βλέπει ὁ εὐαγγελιστὴς νὰ πραγματοποιῆται ἡ
προφητεία του Ησαΐα (νγ' 12). Καὶ ἐδῶ ὑπάρχει μία ἔντονη ἐντύπωσις ὀδύνης, διότι ὁ Χριστός, πού
ἔχει μοναδικὴ καὶ ὑπερφυσικὴ ἐξουσία, ἐκτελεῖται μὲ ἕνα κοινὸ τρόπο, μαζὶ μὲ κοινοὺς
κακοποιούς! Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Έσταύρωσαν τον Ἰησοῦν δημοσία, ἴνα πάντων ορώντων
εκπομπεύσωσιν διὰ τοῦτο καὶ χερσὶ ταις στρατιωτικαίς, ἴνα καὶ ἐν δημοσίω δικαστηρίω τούτων
τολμωμένων, τὰ της παροινίας ἐπιτείνεται. Καίτοι τίνα οὐκ ἂν έκαμψεν ὁ ὄχλος καὶ ἀκολουθῶν
αυτὼ καὶ θρηνῶν; Ἀλλ' οὐχὶ τοὺς θήρας τούτους» (Ε.Π.Ε. 12,324). Μετάφρασις: Τὸν Ἰησοῦ Τὸν
σταύρωσαν δημόσια, γιὰ νὰ Τὸν διαπομπεύσουν στὰ μάτια ὅλων· γι' αὐτὸ καὶ Τὸν σταύρωσαν μὲ
τὰ στρατιωτικὰ χέρια, γιὰ νὰ παρατείνουν τὶς παρανοϊκὲς ἐνέργειες τους, ἀποτολμώντας τα πάντα
σὲ δημόσια θέα. Ἄν καὶ ποιὸν δὲν θὰ συγκινοῦσε ὁ ὄχλος, ποῦ Τὸν ἀκολουθοῦσε καὶ θρηνοῦσε;
Ὄχι ὅμως τα θηρία αὐτά.

«Κατέβα ἀπὸ τον Σταυρό!...»(στ. 29-32)


Οἱ έμπαικτικοὶ λόγοι των «πάρα πορευομένων» καὶ των ἀρχιερέων (29-32) θυμίζουν ἀνάλογες
φράσεις του Σατανὰ πρὸς τὸν Ἰησοῦ κατὰ τη διήγηση των πειρασμῶν (Ματθ. δ' 1ἐξ. καὶ Λουκ. δ'
1ἐξ.). «Καὶ παραπορευόμενοι έβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ λέγοντες:
Ούά, ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ὲν τρισὶν ημέραις οἰκοδομῶν! Σῶσον σεαυτὸν καὶ κατάβα ἀπὸ του
σταυροῦ. Ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς έμπαίζοντες πρὸς ἀλλήλους μετὰ των γραμματέων ἔλεγον
Ἄλλους έσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σώσαι. Ὁ Χριστὸς ὁ βασιλεὺς του Ἰσραὴλ καταβάτω νῦν ἀπὸ
του σταυροῦ, ἴνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν αυτώ. Καὶ οἱ συσταυρωμένοι αυτὼ ονείδιζον αὐτὸν»
(στ. 29-32). Στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Οἱ δὲ περαστικοὶ Τὸν ἔβριζαν κουνώντας τα κεφάλια τους καὶ
λέγοντας: “Ουά, σὺ ποῦ θὰ γκρέμιζες το ναὸ καὶ σὲ τρεῖς μέρες θὰ τὸν οἰκοδομοῦσες! Σῶσε τὸν
ἑαυτὸ Σου καὶ κατέβα τώρα ἀπὸ το σταυρό”. Τὸν κορόϊδευαν ἐπίσης καὶ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ
γραμματεῖς: “Τούς ἄλλους τοὺς έσωσε”, λέγανε μεταξὺ τους, “τόν ἑαυτὸ του δὲν μπορεῖ νὰ τον
σώση... Εἶναι, λέει, ὁ Μεσσίας, ὁ βασιλιὰς του Ἰσραὴλ: ἂς κατεβῆ, λοιπόν, ἀπὸ το σταυρό, γιὰ νὰ
δοῦμε καὶ νὰ πιστέψουμε σ' αυτόν”. Τὸν περιγελοῦσαν μάλιστα καὶ αὐτοί, πού ἦταν σταυρωμένοι
μαζὶ Του».
Ἀπὸ τὸν παραλληλισμὸ αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ συλλάβη τὸν σατανικὸ χαρακτήρα των
έμπαιγμών, ἀφοῦ το νὰ ἀποφύγη ὁ Ἰησοῦς το πάθος, κατεβαίνοντας μὲ τρόπο θεαματικὸ ἀπὸ το
Σταυρό, ὅπως Του προτείνουν οἱ ἀρχιερεῖς, σημαίνει ὑποχώρησι ἐνώπιον του πειρασμοῦ, νὰ
ἐπιβληθῆ ὡς Υἱὸς του Θεοῦ μὲ κάποιο σημεῖο καὶ παράλληλα ἀνυπακοὴ καὶ ἀθέτηση της
ἀποστολῆς Του ὼς πάσχοντος Δούλου του Θεοῦ! Σημαίνει σὲ τελευταία ἀνάλυσι τη ματαίωση του
ἔργου της σωτηρίας. Θὰ σήμαινε ἀκόμα θρίαμβο του Σατανὰ, ποῦ μόνο αὐτὸς ὑποψιαζόταν τὶ
καίριο πλῆγμα κατὰ της ἁμαρτίας καὶ του θανάτου θὰ ἦταν ὁ Σταυρικὸς θάνατος του Ἰησοῦ. Μόνο
ὁ Διάβολος θὰ ἤθελε νὰ κατεβῆ ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ το Σταυρό, ὥστε νὰ μὴν ὁλοκληρωθῆ το
ἀπολυτρωτικὸ Του ἔργο.
-Κατέβα ἀπὸ το Σταυρό! του φωνάζουν οἱ ἀρχιερεῖς!
-Ὄχι, δὲν θὰ κατεβῆ ἀπὸ το Σταυρό. Γιατὶ εἶναι ὁ Ἀρχιερέας, ὁ Ένας καὶ μοναδικὸς Ἀρχιερέας.
Σεῖς εἶστε εἰκονικοὶ ἀρχιερεῖς, μὲ τυπολατρικὴ καὶ κακόγουστη ἱερωσύνη. Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀρχιερέας
της Καινῆς Διαθήκης. Στὸν οὐρανὸ θὰ εἰσέλθη κατὰ την Ἀνάληψὶ Του ὡς Ἀρχιερέας (Εβρ. τσ' 29).
Θὰ εἶναι γιὰ πάντα 'Ἀρχιερέας, «εἰς το διηνεκές».
-Ὄχι, δὲν θὰ κατεβῆ ἀπὸ το Σταυρό, γιατὶ μόνο μὲ το Αἷμα του Σταυροῦ προσφέρεται ἡ σωτηρία.
Καὶ τὴ σωτηρία τὴν χρειάζεται ὅλος ὁ κόσμος ὅλων των αἰώνων. Καὶ ὅταν νεκρὸ το Σῶμα Του θὰ
κατεβῆ ἀπὸ το Σταυρό, γιὰ νὰ ταφὴ καὶ νὰ ἀναστηθῆ, καὶ πάλι, κατὰ την ἄφατο οἰκονομία Του θὰ
βρίσκεται καὶ στὸ Σταυρό! Μόνο ὅσο εἶναι στὸ Σταυρό, μπορεῖ νὰ ἑλκύη τοὺς ἀνθρώπους (Ιωάν.
ιβ' 32).
Στὴν περικοπὴ στ. 30-32 δεσπόζει καὶ προκαλεῖ δέος ἡ μεγαλειώδης σιωπὴ του Ἰησοῦ. Οἱ πάντες
Τὸν προκαλοῦν, ἐκεῖνοι χάριν των ὁποίων πάσχει Τὸν σαρκάζουν καὶ ὁ Ἰησοῦς σιωπᾶ. Ὅπως στὴ
δίκη του Πιλάτου, ἔτσι καὶ δῶ, ἤ σιγὴ του Μεσσία διατρανώνει την ὑπεροχὴ καὶ την ἀσύγκριτη
δύναμὶ Του, την ἀμετακίνητη ἀπόφασὶ Του νὰ φθάση στὸ τέλος του πάθους Του, ποῦ θὰ σώση τὸν
κόσμο.
33 Γενομένης δὲ ὥρας ἕκτης σκότος ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης· 34 καὶ τῇ ὥρᾳ τῇ
ἐνάτῃ ἐβόησεν ὁ ᾿Ιησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· ᾿Ελωῒ ᾿Ελωΐ, λιμᾶ σαβαχθανί; ὅ ἐστι
μεθερμηνευόμενον, ὁ Θεός μου ὁ Θεός μου, εἰς τί με ἐγκατέλιπες; 35 καί τινες τῶν παρεστηκότων
ἀκούσαντες ἔλεγον· ἴδε ᾿Ηλίαν φωνεῖ. 36 δραμὼν δὲ εἷς καὶ γεμίσας σπόγγον ὄξους περιθείς τε
καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτὸν λέγων· ἄφετε ἴδωμεν εἰ ἔρχεται ᾿Ηλίας καθελεῖν αὐτόν. 37 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς
ἀφεὶς φωνὴν μεγάλην ἐξέπνευσε. 38 Καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν
ἕως κάτω. 39 ᾿Ιδὼν δὲ ὁ κεντυρίων ὁ παρεστηκὼς ἐξ ἐναντίας αὐτοῦ ὅτι οὕτω κράξας ἐξέπνευσεν,
εἶπεν· ἀληθῶς ὁ ἄνθρωπος οὗτος υἱὸς ἦν Θεοῦ. 40 ῏Ησαν δὲ καὶ γυναῖκες ἀπὸ μακρόθεν
θεωροῦσαι, ἐν αἷς ἦν καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου τοῦ μικροῦ καὶ ᾿Ιωσῆ
μήτηρ, καὶ Σαλώμη, 41 αἳ καὶ ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ἠκολούθουν αὐτῷ καὶ διηκόνουν αὐτῷ, καὶ ἄλλαι
πολλαὶ αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς ῾Ιεροσόλυμα.

«Έλωΐ Ελωὶ...» (στ. 33-34)


Στὸ στ. 33 ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς τὸ «ἀπὸ ὥρας ἕκτης ἕως ὥρας ἐνάτης σκότος...». Δὲν
φαίνεται πιθανόν, ὅτι πρόκειται γιὰ ἀστρονομικὸ φαινόμενο (π.χ. ἔκλειψη ἠλίου, ποῦ ἄλλωστε
ἦταν ἀσυμβίβαστο μὲ τὴν πανσέληνο, ὅπως παρατήρησαν ἤδη οἱ Ωριγένης, Ιερώνυμος καὶ
Χρυσόστομος), ἀλλὰ μᾶλλον γιὰ φαινόμενο ἀτμοσφαιρικό, ποῦ προκάλεσε σκοτισμὸ καὶ ἀπόκρυψι
του ἥλιου.
Ἄλλοι πατέρες ἐκλαμβάνουν το γεγονὸς ὡς ἔνδειξη πένθους της φύσεως, ἑρμηνεία πού
απηχείται καὶ σὲ ὕμνους της Μεγ. Παρασκευῆς, ἤ ὡς ἐπαλήθευση της Παλαιὰς Διαθήκης (Ψαλμ.
68,24 καὶ Ησ. ν' 3: «Ένδύσω τον οὐρανὸν σκότος καὶ θύσω ὡς σάκκον το περιβόλαιον αὐτοῦ»).
«Γενομένης δὲ ὥρας ἕκτης σκότος ἐγένετο ἐφ' ὅλην την γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης. Καὶ τὴ ὥρα τη ἐνάτη
εβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνὴ μεγάλη λέγων Ελωὶ Ελωί, λιμὰ σαβαχθανί; ὅ έστι μεθερμηνευόμενον: Ὁ
Θεὸς μου, ὁ Θεὸς μου, εἰς τὶ μὲ ἐγκατέλειπες;» (στ. 3334). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὅταν δὲ
ἔφτασε ἡ ὥρα δώδεκα το μεσημέρι (ἕκτη στὸ ἑβραϊκὸ ὡρολόγιο), ἔπεσε σκοτάδι σὲ ὅλη τη γῆ, ὼς
τὶς τρεῖς το ἀπόγευμα. Στὶς τρεῖς ἤ ὥρα κραύγασε ὁ Ἰησοῦς μὲ δυνατὴ φωνὴ: “Ελωί, Ελωί, λιμὰ
σαβαχθανί;”. Αὐτὸ μεταφραζόμενο σημαίνει: “Θεέ μου, Θεὲ μου, γιατὶ μὲ ἐγκατέλειψες;».
Ἄν φῶς καὶ δόξα περιέλαμψαν τοὺς ἀνθρώπους κατὰ τη γέννηση του Χριστοῦ (Λουκ. β' 9), το
σκότος ἦταν ἡ πιὸ κατάλληλη ἐκδήλωσις της φύσεως γιὰ το θάνατὸ Του. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Σκόπει πότε γίνεται (το σκότος); Ἐν μέση ἡμέρα, ἴνα πάντες οἱ τὴν γῆν οικούντες μάθωσιν ὅτε
πανταχοῦ της οἰκουμένης ἡμέρα ἣν ὅπερ ἱκανὸν ἣν αὐτοὺς επιστρέψαι, οὐ τα μεγέθει του
θαύματος, ἀλλὰ καὶ το ευκαίρως συμβήναι... Εἴτε αὐτὸν αὐτὰ ἐνόμιζον πεποιηκέναι, ἔδει
πιστεύσαι καὶ φοβηθήναι εἴτε οὺκ αὐτόν, ἀλλὰ τὸν Πατέρα, καὶ ἐκ τούτων ἔδει κατανυγήναι
ὀργιζομένου γὰρ ἣν έπὶ τοὺς τολμωμένοις το σκότος ἐκεῖνο. Ὅτι γὰρ οὐκ ἣν ἔκλειψις, ἀλλὰ ὀργὴ τε
καὶ ἀγανάκτησις, οὺκ ἐντεῦθεν μόνο δῆλον ἥν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ του καιροῦ τρεῖς γὰρ ὥρας
παρέμεινεν, ἤ δὲ ἔκλειψις ἐν μιὰ γίνεται καιροῦ ροπὴ» (Ε.Π.Ε. 12,342).
Μετάφρασις: «Καὶ πρόσεξε πότε γίνεται (το σκότος). Στὸ μέσο της ἡμέρας, γιὰ νὰ τὸ μάθουν
ὅλοι ὅσοι κατοικοῦν τη γῆ ὅταν σ' ὁλόκληρη την οἰκουμένη ἦταν μέρα, πράγμα ποῦ ἦταν ἀρκετὸ
νὰ τοὺς ἐπιστρέψη, ὄχι μόνο μὲ το μέγεθος του θαύματος, ἀλλὰ καὶ διότι συνέβη στὴν κατάλληλη
στιγμή... Διότι, εἴτε κατάλαβαν ὅτι το θαῦμα το ἔκανε Ἐκεῖνος, ἔπρεπε νὰ πιστεύσουν καὶ νὰ
φοβηθοῦν, εἴτε διότι αἰσθάνθηκαν ὅτι δὲν τα ἔκανε Ἐκεῖνος, ἀλλ' ὁ Πατέρας, καὶ πάλι θὰ ἔπρεπε
νὰ συγκινηθοῦν βαθειὰ· διότι το σκοτάδι ἐκεῖνο ἦταν ἐνέργεια ὀργῆς γιὰ ὅσα εἶχαν αποτολμηθή.
Ὅτι δὲν ἦταν ἔκλειψις, ἀλλ' ἦταν ὀργὴ καὶ ἀγανάκτησις, δὲν φαίνεται μόνο ἀπ' αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ
τη διάρκεια: διότι παρέμεινε στὸ Σταυρὸ (καὶ το σκότος) ἐπὶ τρεῖς ὧρες, ἐνῶ ἡ ἔκλειψις γίνεται
ἐντὸς ἐλαχίστου χρονικοῦ διαστήματος».
Ἡ κατὰ την ἐνάτη ὥρα (3 μ.μ.) κραυγὴ του Ἰησοῦ «Ελωὶ Ελωί, λιμὰ σαβαχθανί; ὅ έστι
μεθερμηνευόμενον: Ὁ Θεὸς μου, ὁ Θεὸς μου, εἰς τὶ μὲ ἐγκατέλειπες;»» (στ. 34) ἀκούστηκε στὰ
ἀραμαϊκά. Καὶ συνίσταται ἀπὸ την πρώτη φράση του Ψαλμοῦ 21: «Ὁ Θεός, ὁ Θεὸς μου, πρόσχες
μοι, ἴνα τὶ έγκατέλιπὲς μέ;». Τὸ νόημα του χωρίου αὐτοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀποδοθῆ ἀπὸ
ὁποιαδήποτε ἑρμηνεία ἤ ἀνάλυση. Ἐπικρατεῖ σὲ πολλοὺς Πατέρες ἡ ἄποψις, ὅτι ὁ Ἰησοῦς μιλάει
ὡς ἄνθρωπος, πού ἐκπροσωπεῖ ὅλη την ἀνθρωπότητα στὴ σημαντικὴ αὐτὴ στιγμή, μὲ την ἔννοια
ὅτι ἐγκαταλελειμμένοι ἀπὸ τον Θεὸ ἕνεκα της ἁμαρτίας, εἶναι οἱ ἄνθρωποι, τους ὁποίους ὅμως
λυτρώνει ἡ θυσία Του στὸ Σταυρό.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει ἰδιαίτερα την ἐμπιστοσύνη, πού αἰσθάνεται ὁ Ἰησοῦς αὐτὴ
τη στιγμὴ πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα. Ἡ φράσις συνεπῶς ἀπὸ την ἀρχὴ του Ψαλμοῦ 21, καθὼς καὶ
ὁλόκληρος ὁ ψαλμός, ἐκφράζει την ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, παρὰ τὶς ἀνθρώπινες διώξεις,
καὶ ὁ Ἰησοῦς, ἀπαγγέλλοντας κατὰ την ὥρα του θανάτου Του φράσεις ἀπὸ τον Ψαλμὸ αὐτὸ θέλει
νὰ δείξη, ὅτι μένει πιστὸς μέχρι τέλους στὸ θέλημα του Πατρός, στὸν Ὁποῖον ὑπάκουσε σ' ὅλη Του
τη ζωή. Λέει ὁ ἱερὸς Πατὴρ: «Λέγει ὁ Ἰησοῦς ἐπὶ του Σταυροῦ το “Ελωί, Ελωί, λιμὰ σαβαχθανί”, ἴνα
μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς ίδωσιν ὅτι τιμᾶ τον Πατέρα, καὶ οὐκ έστιν ἀντίθεος. Διὸ καὶ προφητικὴν
ἄφηκε τίνα φωνήν, μέχρις ἐσχάτης ὥρας μαρτυρῶν τη παλαιὰς καὶ οὐχ ἁπλῶς προφητικήν, ἀλλὰ
καὶ ἑβραϊκὴν φωνήν, ὥστε αυτοὶς γενέσθαι γνώριμον καὶ κατάδηλον καὶ διὰ πάντων δείκνυσιν
αὐτοῦ τὴν ὁμόνοιαν τὴν πρὸς τὸ γεγεννηκότα» (Ε.Π.Ε. 12,344).
Μετάφρασις: «Λέει ὁ Ἰησοῦς το “Ηλί, Ηλί, λιμὰ σαβαχθανί»”, γιὰ νὰ δοῦν, ὅτι μέχρι την
τελευταία του πνοὴ τιμᾶ τὸν Πατέρα καὶ δὲν εἶναι ἀντίθετος πρὸς τὸν Θεό. Γι' αὐτὸ καὶ ἔβγαλε αὐτὴ
την προφητικὴ φωνή, ἐπιβεβαιώνοντας μέχρι της τελευταίας ὥρας την Παλαιὰ Διαθήκη. Μάλιστα
ὄχι μόνο προφητική, ἀλλὰ καὶ Ἑβραϊκὴ φωνή, γιὰ νὰ τοὺς φανὴ οἰκεία καὶ νοητή. Καὶ γενικὰ μὲ ὅλα
φανερώνει το ὁμοούσιὸ Του μὲ Ἐκείνον ποῦ Τὸν γέννησε».

Ἐξέπνευσε (στ. 35-37)


Μερικοὶ ἀπὸ τους παρευρισκομένους, δὲν λέγεται ἂν πρόκηται γιὰ Ἰουδαίους ἤ Ρωμαίους
στρατιῶτες, παρανοοῦν την κραυγὴ του Ἰησοῦ καὶ την ἐκλαμβάνουν ὡς ἐπίκλησι πρὸς τον προφήτη
Ἠλία νὰ ἔρθη γιὰ συμπαράστασὴ Του. Γιατὶ ὁ Ἠλίας ἐθεωρεῖτο βοηθὸς καὶ συμπαραστάτης στοὺς
πάσχοντες καὶ σὲ κατάσταση ἀνάγκης εὑρισκομένους. «Καὶ τίνες των παρεστηκότων ἀκούσαντες
ἔλεγον: Ἴδε Ἠλίαν φωνεί. Δραμὼν δὲ εἰς καὶ γεμίσας σπόγγον ὄξους περιθεὶς τε καλάμω επότιζεν
αὐτὸν λέγων: Ἄφετε ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας καθελεϊν αὐτόν. Ὁ δὲ Ἰησοῦς αφεὶς φωνὴν μεγάλην
ἐξέπνευσε» (στ. 35-37). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Μερικοὶ ἀπὸ τους παρευρισκομένους, ὅταν
ἄκουσαν την κραυγὴ του Ἰησοῦ, ἔλεγαν: “Κοίταξε, τον Ἠλία φωνάζει”. Ἔτρεξε τότε ἕνας καὶ γέμισε
ἕνα σφουγγάρι μὲ ξύδι, το στερέωσε στὴν ἄκρη ἑνὸς καλαμιοῦ καὶ Τὸν πότιζε λέγοντας: “Αφήστε
νὰ δοῦμε, ἂν θὰ ἔρθη ὁ Ἠλίας νὰ Τὸν κατεβάση (ἀπὸ το σταυρό)”. Ὁ δὲ Ἰησοῦς, ἀφοῦ ἔβγαλε φωνὴ
μεγάλη, ἐξέπνευσε».
Ἡ πρᾶξις κάποιου, πού ἔσπευσε νὰ γεμίση ἕνα σφουγγάρι ξύδι καὶ τοποθετώντας το στὴν ἄκρη
ἑνὸς καλαμιοῦ γιὰ νὰ το φέρη στὸ στόμα του ἑτοιμοθάνατου Χριστοῦ (στ. 36), παρουσιάζεται ὡς
κίνησις, ποῦ ὑπαγορεύεται ἴσως ἀπὸ αἰσθήματα οἴκτου ἤ φιλανθρωπίας, πού ἁπαλύνουν την
ἀπερίγραπτη σκληρότητα της καταστάσεως. Ἡ θετικὴ ὅμως αὐτὴ ἐντύπωσις δὲν διαρκεῖ. Ἡ
προσφορὰ του ὄξους συνοδεύεται ἀπὸ τον ἴδιο το δότη μὲ τὴ σαρκαστικὴ παρατήρησι: «Ἄφετε
ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας καθελείν αὐτὸν» (στ. 36). Αὐτὴ εἶναι ἡ τελευταία φράσις, πού ἀκούει ἀπὸ
ἀνθρώπινα χείλη ὅ εσταυρωμένος Χριστός. Καὶ εἶναι ἕνα κράμα σαρκασμοῦ καὶ προκλήσεως.
Οὔτε νεκρὸ δὲν Τὸν σεβάστηκαν. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Έτερος δὲ προσελθὼν λόγχη
αὐτοῦ την πλευρὰν ένυξε” (Ιωάν. ιθ' 34). Τὶ γένοιτ' ἂν τούτων παρανομώτερον, τὶ δὲ
θηριωδέστερον, οὐ μέχρι τοσούτου την έαυτὼν μανίαν ἐξέτειναν, καὶ εἰς νεκρὸν σῶμα λοιπὸν
ὑβρίζοντες; Σὺ δὲ μοι σκόπει πῶς ταϊς παρανομίαις αὐτῶν εἰς ἡμετέραν κέχρηται σωτηρίαν. Μετὰ
γὰρ τὴν πληγὴν ἄι πηγαὶ της σωτηρίας ἡμῶν ἐκεῖθεν ἀνέβλυσαν» (Ε.Π.Ε. 12,344).
Μετάφρασις: «Αλλος προσῆλθε καὶ τρύπησε την πλευρὰ του μὲ λόγχη. Τὶ ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ
γίνη περισσότερο παράνομο καὶ θηριῶδες ἀπὸ αὐτούς, των ὁποίαν ἡ μανία ἔφτασε μέχρι τοιούτου
σημείου, ὥστε νὰ κακοποιοῦν ἀκόμα καὶ νεκρὸ σῶμα; Καὶ σὺ πρόσεξε τον τρόπο, ποῦ χρησιμοποιεῖ
ὁ Χριστὸς τὶς παρανομίες των σταυρωτῶν Του γιὰ τη δικὴ μας σωτηρία. Διότι μὲ την πληγὴ του
Χριστοῦ ἀνέβλυσαν ἀπὸ κεὶ οἱ πηγὲς της σωτηρίας μας».
Μὲ ἕνα μόνο στίχο ἀποδίδεται το ὁριστικὸ τέλος του Ἰησοῦ: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς αφεὶς φωνὴν μεγάλην
ἐξέπνευσε» (στ. 37). Κατὰ το Λουκᾶ (γκ' 46) ὁ Ἰησοῦς εἶπε καὶ τὸ: «Πάτερ, εἰς χεῖρὰς σου
παρατίθεμαι το πνεῦμα μου». Ἡ φράσις προέρχεται ἀπὸ τὸν Ψαλμ. 30,6: «Εἰς χεῖρὰς σου
παραθήσομαι το πνεῦμὰ μου έλυτρώσω μέ, Κύριε ὁ Θεὸς της ἀληθείας». Ἀπαγγελλόταν ἀπὸ τους
εὐσεβεῖς Ἰουδαίους κατὰ το τέλος της ἡμέρας καὶ πρὸ του ὕπνου. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, προφέροντας
φράσεις ἀπὸ τὸν Ψαλμὸ αὐτὸ δείχνει, ὅτι μὲ βεβαιότητα καὶ ἐμπιστοσύνη ἐναποθέτει την
τελευταία πνοὴ Του στὰ χέρια του Θεοῦ Πατέρα.
Τὸ πάθος του Μεσσία καταλήγει στὸ θάνατο: ἕνα θὰνατο, πού ἀποτελεῖ γεγονὸς δημόσιο,
ψηλαφητό, ἀνέκκλητο. Το μαρτύριο κλείνει μὲ την τελευταία «μεγάλη φωνή», την ὁποία
διαδέχεται ἡ ἀπόλυτη σιωπὴ του θανάτου. Εἶναι στοιχεῖο χριστολογίας της ἐξουσίας του Ἰησοῦ.
Ἀρχαῖοι ἑρμηνευτὲς διεῖδαν στὴ φωνὴ αὐτὴ τη θεία δύναμη καὶ ἐξουσία Του. Ὁ Θεοφύλακτος
σημειώνει: «Κράξας δὲ ὁ Ἰησοῦς φωνὴ μεγάλη, εξέπνευσεν, οἱονεὶ προσκαλούμενος τον θάνατον,
ὼς δεσπότης καὶ κατ' ἐξουσίαν άποθνήσκων» (ἰδὲ καὶ Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 12,346).

Ὁμολογία του κεντυρίωνος (στ. 38-39)


Το γεγονός, ὅτι ἀμέσως μετὰ την τελευταία φωνὴ του Ἰησοῦ «τὸ καταπέτασμα του ναοῦ έσχίσθη
εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω» (στ. 38), στὴ διήγηση του Μάρκου, εἶναι κάτι το ἀσύνηθες καὶ
θαυμαστό. Στὸ σχίσιμο του καταπετάσματος παρουσιάζεται ἡ ἐνέργεια μίας ὑπερφυσικῆς
δυνάμεως συνδεδεμένης μὲ το πάθος. «Καὶ τὸ καταπέτασμα του ναοῦ έσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν
ἕως κάτω. Ἰδὼν δὲ ὁ κεντυρίων ὁ παρεστηκὼς ἐξ εναντίας αὐτοῦ ὅτι οὕτω κράξας εξέπνευσεν,
είπεν: Ἀληθῶς ὁ ἄνθρωπος οὗτος Υἱὸς ἣν Θεοῦ» (στ. 38-39). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Τότε
σχίστηκε το καταπέτασμα του ναοῦ στὰ δύο, ἀπὸ πάνω ὼς κάτω. Βλέποντας καὶ Ρωμαῖος
ἑκατόνταρχος, πού ἦταν, ἀπέναντὶ Του, ὅτι μὲ τέτοια κραυγὴ ξεψύχησε, εἶπε: “Στ' ἀλήθεια, αὐτὸς
ὁ ἄνθρωπος ἦταν Υἱὸς Θεού”».
Το καταπέτασμα διαχώριζε στὸ ναὸ των Ἱεροσολύμων τα Ἅγια των ἁγίων ἀπὸ τα Ἅγια. Το
γεγονὸς ἑρμηνεύεται ἀπὸ τους Πατέρες καὶ συμβολικά, ὡς το τέλος μίας λατρείας καὶ ἑνὸς
τελετουργικοῦ συστήματος, πού ἔχει ὡς κέντρο το ναὸ των Ἱεροσολύμων καὶ ὡς την πτώση του
μεσότοιχου, πού διαχωρίζει τη γῆ ἀπὸ τον οὐρανό, ὁ ὁποῖος γίνεται βατὸς στοὺς ἀνθρώπους
ὕστερα ἀπὸ τη θυσία του Σταυροῦ (Εφεσ. β' 14).
Ὁ ρόλος του καταπετάσματος συνίστατο στὸ νὰ συγκαλύπτη τη μεγαλειότητα του Θεοῦ ἀπὸ το
ἀσθενὲς βλέμμα του ἀνθρώπου (Εξόδ. τσκ' 33. ζκ' 21. Λευϊτ. ιστ' 2). Κατὰ την ὥρα ὅμως της
σταυρώσεως του Χριστοῦ καταστρέφεται το καταπέτασμα καὶ ἐμφανίζεται το μεγαλεῖο του Θεοῦ.
Ὁ σταυρικός, δηλαδή, θάνατος του Ἰησοῦ φανερώνει το μεγαλεῖο καὶ την ἀγάπη του Θεοῦ.
Ἡ ὑπέροχη ὁμολογία του κεντυρίωνα (στ. 39) συνδέεται μὲ την τελευταία ἔκφραση του Χριστοῦ
ἐπὶ του Σταυροῦ. «Ίδὼν δὲ ὁ κεντυρίων καὶ παρεστηκὼς ἐξ εναντίας αὐτοῦ ὅτι οὕτω κράξας
εξέπνευσεν, είπεν: 'Ἀληθῶς ὁ ἄνθρωπος οὗτος Υἱὸς ἣν Θεοῦ». Ἡ ὁμολογία του ἀποτελεῖ ὑπέροχη
ἀναγνώρισι της θείας ὑποστάσεως του Χριστοῦ, καὶ μάλιστα την ὥρα του φοβεροῦ θανάτου Του.
Στὴν ἀναγνώριση αὐτὴ περιέχεται ἡ βασικὴ φράσις «Υἱὸς Θεοῦ», πού ἀποτελεῖ θεμελειώδη
χριστολογικὸ τίτλο.
Ἡ ὁμολογία εἶναι μὲν ἔκφρασις του πὼς αἰσθάνθηκε ὁ Ρωμαῖος ἀξιωματικὸς ἀπὸ ὅσα εἶδε στὸ
Γολγοθὰ, ἀλλὰ καὶ δεῖγμα θείου φωτισμοῦ. Όπως στὸν Πέτρο εἶπε ὁ Χριστός, ὅτι «σὰρξ καὶ αἷμα
οὐκ ἀπεκάλυψὲ σόι» (Ματθ. ιστ' 17), ἔτσι καὶ τώρα, πού ἡ ἴδια ὁμολογία (Υἱὸς Θεοῦ) διαλαλεῖται,
εἶναι ὄχι ἀποκύημα μόνο του θαυμασμοῦ καὶ της πίστεως του ἑκατοντάρχου, ἀλλὰ καὶ θεία
ἀποκάλυψις.
Ἡ ὁμολογία του ἑκατοντάρχου περὶ «Yίου του Θεοῦ» καταφάσκει ἐκεῖνο, ποῦ στὸν ἀρχιερέα
φάνηκε βλασφημία (ιδ' 61-63).
Ἡ παράδοσις της Ἐκκλησίας κάνει λόγο γιὰ τὸ βίο καὶ το μαρτυρικὸ θάνατο του χριστιανοῦ πλέον
ἑκατοντάρχου, πού ὀνομάζεται Λογγίνος καὶ τιμᾶται ὡς ἅγιος στὶς 16 Ὀκτωβρίου. Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Ὁ κεντυρίων ἐδόξαζε τὸν Θεὸν λέγων: ”Ὄντως ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος ήν”
(Λουκ. γκ' 47). Καὶ οἱ όχλοι δέ, “οι παραγενόμενοι εἰς τὴν θεωρίαν, τύπτοντες αὐτῶν τα στήθη
υπέστρεφον” (Λουκ. γκ' 4748). Τοσαύτη του ἐσταυρωμένου ἡ δύναμις, ὡς μετὰ χλευασίας
τοσαύτας καὶ κωμωδίας καὶ σκώμματα, καὶ τον κεντυρίωνα κατανυγήναι, καὶ τον δῆμον. Τινὲς δὲ
φάσιν, ὅτι καὶ μαρτύριὸν ἐστὶ του κεντυρίωνος τούτου, ανδρισαμένου μετὰ ταῦτα ἐν τη πίστει»
(Ε.Π.Ε. 12,350). Μετάφρασις: «Ὁ έκατόνταρχος δόξαζε τὸν Θεὸ λέγοντας: “Πράγματι ὁ ἄνθρωπος
αὐτὸς ἦταν αθώος”. Καὶ τα πλήθη δὲ ποῦ εἶχαν ἔλθει, γιὰ νὰ δοῦν το θέαμα, “επέστρεφαν
χτυπώντας τα στήθη τους”. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ δύναμις του Ἐσταυρωμένου, ὥστε ὕστερα ἀπὸ
τόσες χλεῦες καὶ διακωμωδήσεις καὶ πειράγματα, καὶ ὁ ἑκατόνταρχος συγκινήθηκε βαθειὰ καὶ ὁ
ὄχλος. Μερικοὶ μάλιστα λένε, ὅτι καὶ μαρτύρησε ὁ ἑκατόνταρχος αὐτός, ἀφοῦ στερεώθηκε στὴν
πίστι ὕστερα ἀπὸ ὅσα εἶδε (στὸ Γολγοθὰ)».
Παρατηρεῖται, ὅτι το πάθος του Μεσσία φέρει ὡς ἐπιστέγασμα τη διακήρυξη «Υἱὸς Θεοῦ», μὲ
την ὁποία ἀρχίζει το εὐαγγέλιο του Μάρκου (α' 1) καὶ ἡ ὁποία ἐπαναλαμβάνεται ἐπίσημα στὴ
βάπτισι (α' 11).

Μαθήτριες στὸ Σταυρὸ (στ. 40-41)


Παρακολουθοῦν τα διαδραματιζόμενα στὸ Γολγοθὰ (40-41) ἀπὸ μακρυὰ γυναῖκες, πού
παρέμειναν γνωστὲς ὡς μυροφόρες. Καθ' ὅλο το βίο του Ἰησοῦ χρημάτισαν μαθήτριες καὶ
διακόνισσες. Δὲν εἶναι μόνο αὐτές, πού ὁ εὐαγγελιστὴς διασώζει τα ὀνόματὰ τους, ἀλλὰ καὶ πολλὲς
ἄλλες, ποῦ ἀνέβηκαν ἀπὸ τα Ἱεροσόλυμα καὶ παρακολουθοῦσαν ἀπὸ μακρυὰ το πάθος. «Ἦσαν δὲ
καὶ γυναῖκες ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, ἐν αἷς ἣν καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἤ του
Ἰακώβου του μικροῦ καὶ Ιωσὴ μήτηρ, καὶ Σαλώμη, αἱ καὶ ὅτε ἣν ἐν τη Γαλιλαία ήκολούθουν αὐτὸ
καὶ διηκόνουν αυτώ, καὶ άλλαι πολλαὶ ἄι συναναβάσαι αυτὼ εἰς Ἱεροσόλυμα» (στ. 38-39).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἦσαν δὲ καὶ γυναῖκες, πού παρακολουθοῦσαν ἀπὸ μακρυά, μεταξὺ
των ὁποίων ἦταν καὶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα του Ἰακώβου του μικροῦ καὶ
του Ἴωση, καὶ ἡ Σαλώμη. Αὐτὲς καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἦταν στὴ Γαλιλαία, Τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ Τὸν
ὑπηρετοῦσαν, καθὼς καὶ πολλὲς ἄλλες, ποῦ ἀνέβηκαν μαζὶ Του στὰ Ἱεροσόλυμα».
Ἀναφέρονται δύο Μαρίες. Ἡ μία εἶναι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Ἡ ἄλλη εἶναι ἡ Μαρία, ημητέρα
του Ἰακώβου του μικροῦ καὶ του Ἴωση. Γιὰ τη δεύτερη διασώζεται ἑρμηνευτικὴ καὶ λειτουργικὴ
παράδοσις της Ἐκκλησίας, ὅτι εἶναι ἡ Μητέρα του Ἰησοῦ, ἡ Θεοτόκος, ὡς μητέρα των ἀπὸ
προηγούμενο γάμο υἱῶν του Ἰωσήφ, Ἰακώβου καὶ Ἴωση.
Την ὥρα πού οἱ μαθητὲς ἦσαν ἀπόντες ἀπὸ τὶς στιγμὲς της ὀδύνης του Διδασκάλου, οἱ μαθήτριες
ἦσαν παροῦσες. Παρακολούθησαν λίγο πιὸ πέρα τα συμβάντα, τα πάθη, τοὺς χλευασμούς, τη
σταύρωσι.
Δειλοὶ οἱ ἄνδρες (οἱ μαθητές), γενναῖες οἱ γυναῖκες (οἱ μαθήτριες). Καὶ γι' αὐτὸ πρῶτες αὐτὲς
βραβεύτηκαν μὲ τὴν χαρὰ της Ἀναστάσεως. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ταῦτα (τα πάθη)
θεωρούσιν ἄι γυναῖκες (μυροφόροι) γινόμενα, ἄι μάλιστα συμπαθέστεραι, ἄι μάλιστα θρηνοῦσαι.
Καὶ σκόπει πόση αὐτῶν ἤ προσεδρεία. Ήκολούθουν αυτὼ διακονούμεναι, καὶ μέχρι των κινδύνων
παρήσαν. Διὸ καὶ πάντα έθεώρουν πὼς έβόησε, πὼς ἐξέπνευσε, πὼς ἄι πέτραι ἐσχίσθησαν, καὶ
ἄλλα πάντα. Καὶ αὗται πρώται όρώσι τον Ἰησοῦν, καὶ τὸ μάλιστα γένος κατακριθὲν τοῦτο, πρώτον
ἀπολαύει της των ἀγαθῶν θεωρίας τοῦτο μάλιστα επιδείκνυται την ἀνδρείαν. Καὶ οἱ μὲν μαθηταὶ
ἔφυγον, αὗται δὲ παρήσαν. Τίνες δὲ ἦσαν; Ἡ Μήτηρ αὐτοῦ ταύτην γὰρ λέγει τὴν (Μαρίαν) του
Ἰακώβου καὶ ἄι λοιπαὶ» (Ε.Π.Ε. 12,350). Μετάφρασις: «Ὅσα συμβαίνουν στὸ Γολγοθὰ τα βλέπουν
οἱ γυναῖκες, ποῦ ἦσαν οἱ πλέον πιστὲς καὶ συμπαθεῖς, ποῦ θρηνοῦν τόσο πολύ. Κοίτα πόση εἶναι ἡ
ἐπιμονὴ τους. Τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ Τὸν περιποιοῦνταν καὶ ἦσαν παροῦσες μέχρι κινδύνου. Γι'
αὐτὸ καὶ τὰ ἔβλεπαν ὅλα καὶ πὼς φώναξε καὶ πὼς ἐξέπνευσε καὶ πὼς σχίστηκαν οἱ πέτρες καὶ ὅλα
τα ἄλλα. Καὶ αὐτὲς εἶναι, ποῦ πρῶτα ἀπὸ ὅλους βλέπουν τον Ἰησοῦ. Καὶ το φύλο (τὸ γυναικεῖο),
πού ἔχει τόσο ὑποτιμηθῆ, αὐτὸ πρῶτο ἀπολαμβάνει το προνόμιο νὰ δῆ τα εὐχάριστα. Αὐτὸ το
γυναικεῖο φύλο φανερώνει περισσότερη ἀνδρεία! Καὶ οἱ μὲν μαθητὲς ἔφυγαν, ἐνῶ οἱ μαθήτριες
παρέμειναν. Ποιὲς δὲ ἦσαν; Ἡ Μητέρα Του, διότι αὐτὴν ὀνομάζει ὁ εὐαγγελιστὴς Μαρία του
Ἰακώβου, καὶ οἱ ὑπόλοιπες».

42 Καὶ ἤδη ὀψίας γενομένης, ἐπεὶ ἦν παρασκευή, ὅ ἐστι προσάββατον, 43 ἐλθὼν ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀπὸ
᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ,
τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. 44 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη
τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· 45 καὶ γνοὺς
ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ. 46 καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν
ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ
προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. 47 ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ᾿Ιωσῆ
ἐθεώρουν ποῦ τίθεται.

Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Αριμαθαίας (στ. 42-43)


Σὲ ὅλους τοὺς εὐαγγελιστὲς ἤ διήγησις του πάθους τελειώνει μὲ τη λιτὴ περιγραφὴ του
ἐνταφιασμοῦ του σώματος του Ἰησοῦ ἀπὸ τον Ἰωσήφ. Ὁ ἐνταφιασμὸς πιστοποιεῖ την
πραγματικότητα του πάθους καὶ ἀποτέλεσε ἀπὸ την ἀρχὴ βασικὸ στοιχεῖο της πίστεως της
Ἐκκλησίας, ὅπως φαίνεται στὴν Α' Κορ. ἰὲ' 4 καὶ στὸ Σύμβολο της Πίστεως («καὶ παθόντα καὶ
ταφέντα»). «Καὶ ἤδη οψίας γενομένης, επεὶ ἣν παρασκευή, ὅ έστι προσάββατον, ἐλθὼν ὁ Ιωσήφο
ἀπὸ Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἣν προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεοῦ,
τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλάτον καὶ ήτήσατο το σῶμα του Ἰησοῦ» (στ. 42-43). 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Ἦταν ἡμέρα Παρασκευή, παραμονὴ τοῦ Σαββάτου. Κατὰ τὸ δειλινό, ὁ Ἰωσήφ, ἕνα
ἀξιοσέβαστο μέλος τοῦ συνεδρίου, πού καταγόταν ἀπὸ τὴν Αριμαθαία καὶ ἀνέμενε καὶ αὐτὸς τὴ
βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόλμησε νὰ πάη στὸν Πιλάτο καὶ νὰ τοῦ ζητήση τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ».
Στὴ διήγησι εἰσάγεται ὁ ἄγνωστος μέχρι τώρα Ἰωσὴφ ἀπὸ Αριμαθαίας, γιὰ τὸν ὁποῖον παρέχει ὁ
εὐαγγελιστὴς τὶς ἑξῆς πληροφορίες:
α. Ἦταν βουλευτής, μέλος τοῦ μεγάλου συνεδρίου.
β. Ἀνῆκε σ' αὐτοὺς πού ἀνέμεναν τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς «τολμήσας» (στ. 43) ζήτησε ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Γιὰ τὸν
Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Αριμαθαίας λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὗτος ἣν Ἰωσὴφ ὁ κρυπτόμενος πρώην νῦν
μέντοι μέγα ἐτόλμησε μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ. Ούδὲ γὰρ ἄσημος ἥν, ἀλλὰ τῆς βουλῆς εἰς,
καὶ σφόδρα ἐπίσημος. Εἰς θάνατον ἑαυτὸν εξέδωκε, τὴν πρὸς πάντας ἀπέχθειαν αναδεξάμενος τὴ
περὶ τὸν Ἰησοῦν ευνοία. Καὶ τολμήσας αἰτῆσαι τὸ σῶμα, καὶ μὴ πρότερον αποστὰς ἕως επέτυχεν.
Οὐ τῷ λαβεῖν δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐν τῷ μνημείω τὸ ἑαυτοῦ τὸ καινω, δείκνυσι τὸ φίλτρον καὶ
τὴν ἀνδρείαν» (Ε.Π.Ε. 12,352). Μετάφρασις: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰωσήφ, ποῦ προηγουμένως κρυβόταν.
Τώρα ὅμως μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ ἔδειξε μεγάλη τόλμη. Διότι δὲν ἦταν ἀσήμαντος: ἦταν ἕνας
ἀπὸ τὴ βουλὴ (συνέδριο) καὶ πολὺ ἐπιφανής. Ἐξέθεσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ σὲ θάνατο καὶ ἡ συμπάθειὰ
τοῦ πρὸς τὸν Ἰησοῦ ἦταν μιὰ ἀπέχθεια πρὸς ὅσα ἐχθρικὰ ἔπρατταν οἱ ἄλλοι. Καὶ τόλμησε νὰ ζητήση
τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν Πιλάτο καὶ δὲν ἔφυγε μέχρι πού πέτυχε αὐτὸ πού ἤθελε. Φανερώνει
τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ στὸν Ἰησοῦ καὶ μὲ τὸ νὰ λάβη τὸ Σῶμα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ θέση τὸ
Σῶμα στὸ δικὸ τοῦ τὸ καινούργιο μνημεῖο».
Ὁ Ρωμαῖος διοικητής, ἀφοῦ βεβαιώθηκε ἀπὸ τὸν ὑπεύθυνο τῆς σταυρώσεως ἑκατόνταρχο, ὅτι
πράγματι πέθανε ὁ Ἰησοῦς, «έδωρήσατο τὸ σῶμα» στὸν Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ συμπαράσταση τοῦ
Νικοδήμου (Ιωάν. ιθ' 23) τὸ ἐνταφίασε σὲ λαξευτὸ τάφο, προφανῶς σὲ δικὸ τοῦ, στὸν ὁποῖον, κατὰ
τὴν πληροφορία τοῦ Λουκᾶ, «οὐκ ἣν οὐδεὶς ουδέπω κείμενος» (γκ' 53).
Ὁ Ἰωσήφ, «μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ κεκρυμμένος» (Ιωάν. ιθ' 38) ὑπερβαίνει τώρα κάθε δισταγμὸ καὶ
φόβο καὶ συγκλονισμένος προσφέρει τὴν ἱερὴ τοῦ ὑπηρεσία κατὰ τὴν ὕστατη στιγμὴ στὸ νεκρὸ
Διδάσκαλο, ποῦ δὲν τόλμησε νὰ Τὸν ὑπηρετήση ζῶντα. Οἱ συνταρακτικὲς στιγμὲς φέρουν τὸν
ἄνθρωπο ἀντιμέτωπο μὲ τὶς καταστάσεις καὶ τὸν ὁδηγοῦν σὲ ἀποφασιστικὲς ἐνέργειες.
Ἡ πρᾶξις τοῦ Ἰωσὴφ ἔγινε κατὰ τὴν «οψία» τῆς ἡμέρας τῆς σταυρώσεως, δηλαδὴ κατὰ τὸ δειλινὸ
τῆς παραμονῆς τῆς μεγάλης ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ὁπότε δὲν ἔπρεπε νὰ παραμείνουν στὸ σταυρὸ τὰ
σώματα τῶν νεκρῶν, σύμφωνα μὲ τὴ διάταξι τοῦ Δευτερονομίου (κα' 22έξ.).
Ὁ Πιλάτος δίνει τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ (στ. 44-45)
Ὁ Πιλάτος δὲν χάρισε τὴ ζωὴ στὸν ἀπόλυτα Ἀθῶο, στὸν ἀπόλυτα Ἀναμάρτητο Ἰησοῦ.
Παρέδωσε τὸ ἅγιο Ζωντανὸ Θεανθρώπινο Σῶμα στοὺς κακοποιοὺς καὶ σταυρωτές, στὴ μανία
καὶ λύσσα τῶν ἀντιχρίστων θηρίων. Τώρα ποῦ τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἑκούσια παραδόθηκε στὸ
θάνατο, γιὰ νὰ συντρίψη τὸ θάνατο καὶ εἶναι πλέον Νεκρὸ πάνω στὸ Σταυρό, τὸ δωρίζει στὸν
Ἰωσήφ.
Ἀφοῦ πιστοποιήθηκε ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο, ὅτι ὄντως πέθανε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐσταυρωμένος, δὲν
εἶχε λόγο νὰ Τὸν κρατήση στὸ Σταυρό. Βέβαια, ἂν καὶ πιστοποιήσας τὸν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ
ἑκατόνταρχος ἦταν αὐτὸς πού ώμολόγησε τὴ Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Πιλάτος εἶχε ἀκόμα μία
μαρτυρία, ποῦ τὸν καλοῦσε νὰ πιστέψη.
Καὶ τρίτη, μεγαλύτερη καὶ συγκλονιστικότερη μαρτυρία γιὰ τὸν Χριστό, πού πέθανε γιὰ νὰ
πεθάνη ὁ θάνατος, ποῦ ὡς νεκρὸς ἀπέδειξε μὲ τὴν ἀνάστασὴ Του ὅτι εἶναι ὁ Zωντανός τῶν αἰώνων.
Τὴ μαρτυρία αὐτὴ τὴν εἶχε ἀπὸ τὴν κουστωδία, πού μίλησαν γιὰ τὸν κενὸ τάφο καὶ γιὰ τὴν
ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ.
Ὁ Πιλάτος παρέδωσε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ γιὰ νὰ Τὸ ἐνταφιάση. Στην πραγματικότητα παρέδινε
τὸ Σῶμα στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Ἀναστάσεως. «Ὁ δὲ Πιλάτος έθαύμασεν ἔι ἤδη τέθνηκε, καὶ
προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα επηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε. Καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ
κεντυρίωνος εδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσὴφ» (στ. 44-45). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ δὲ
Πιλάτος ἀπόρησε, πῶς ὁ Ἰησοῦς εἶχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τὸν ἑκατόνταρχο καὶ τὸν ρώτησε ἂν
εἶχε πεθάνει ἀπὸ ὥρα. Καὶ ὅταν πῆρε τὴν ἀπάντηση ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο, χάρισε τὸ σῶμα στὸν
Ἰωσήφ».
Ας ἀποτυπώσουμε ἕνα σεμνὸ διάλογο γιὰ τὴν παράστασι τῆς ταφῆς τοῦ Ἰησοῦ:
– Ποῦ πᾶς ἐσὺ ὁ Ἰωσήφ;
– Πάω στὸν Πιλάτο.
– Στὸν Πιλάτο; Τὶ νὰ κάνης; Νὰ ζητήσης ὡς βουλευτὴς χάρι γιὰ τὸν Ἰησοῦ; Μὰ τελείωσε ἡ
ὑπόθεσις τοῦ Ἰησοῦ. Βραδυάζει. Ὁ ἥλιος γέρνει πρὸς τὴ δύσι. Ἔγειρε τὴν κεφαλὴν ὁ Ἰησοῦς.
Ἐξέπνευσε.
– Ποῦ πᾶς, Ἰωσήφ;
– Πάω στὸν Πιλάτο. Θὰ τολμήσω. Τι ἔχω νὰ φοβηθῶ; Πάνω ἀπὸ ὁποιοδήποτε φόβο καὶ
σκοπιμότητα εἶναι ἡ ἀγάπη. Κι ἐγὼ Τὸν ἀγαπῶ τὸν Ἰησοῦ. Δὲν μπορῶ τὴ νύχτα νὰ Τὸν ἀφήσω στὸ
Σταυρό. Ποιὸς θὰ φροντίση γιὰ τὴν ταφῆς Εἶναι ξένος. “Όλοι Τὸν ἐγκατέλειψαν. Θὰ πῶ στὸν Πιλάτο:
«Δὸς μοι τοῦτον τὸν Ξένον, ον ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸ ξένον».
Ἀπὸ τὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου, στὸ Σταυρὸ τοῦ Γολγοθὰ, μαζὶ μὲ τὸν Νικόδημο. Βράδυ τῆς Μεγ.
Παρασκευῆς. Συναισθήματα πολλὰ παλεύουν μέσα τούς. Ἀποκαθηλώνουν τὸ Σῶμα. Το τυλίγουν
σὲ καθαρὸ σεντόνι. Το ἀγκαλιάζουν. Τὸ ἀσπάζονται. Το άρωματίζουν. Καί... τὸ πᾶνε!
– Ποῦ τὸ πάτε τὸ Σῶμα; Ἄν ἦταν μόνο δικὸ Του, θὰ ἦταν ἐλαφρό. Βάρος δικῆς Του ἁμαρτίας δὲν
ἔχει. Μὰ τώρα «πού τὸ πάτε»; Πὼς τὸ σηκώνετε; Εἶναι βαρύ. Πάνω σ' αὐτὸ τὸ Σῶμα εἶναι ὅλη ἡ
ἀνθρωπότητα. Πάνω σ' Αὐτὸ τὸ Σῶμα εἶναι οἱ ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Φορτωθήκατε τὸν
«βαστάζοντα πάντα», Αὐτὸν ποῦ εἶναι «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», ὅπως προφητικὰ εἶπε
δείχνοντὰς Τον ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς (Ιωάν. α' 29) καὶ ὅπως βεβαιωτικὰ μετὰ τὸ πάθος δηλώνει ὁ
ἀπόστολος Πέτρος: «Τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν αὐτὸς ανήνεγκεν ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ ἐπὶ τὸ ξύλον» (Α'
Πέτρ. β' 5).
– Ποῦ τὸ πάτε τὸ Σῶμα; Ἐκεῖνος, ὁ καλὸς Σαμαρείτης, σήκωσε πάνω τοῦ τὸν πληγωμένο
ὁδοιπόρο. Σεῖς σηκώνετε τώρα τὸν πληγωμένο Καλὸ Σαμαρείτη. Σηκώνετε Σῶμα, «κατάστικτον τοῖς
μώλωψι καὶ πανσθενoυργόν» (ὠδὴ δ' κανόνος Μ. Σαββάτου). Σηκώνετε τὶς πληγές, πού ἔγιναν οἱ
πηγὲς τῆς δικῆς μᾶς ζωῆς. Τρέχει τὸ Αἷμα ἀπὸ τὶς πληγὲς Του. «Το μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ιάθημεν»
(Ησ. 53,9. ἰδὲ καὶ Α' Πέτρ. β' 24).
– Ποῦ τὸ πάτε τὸ Σῶμα; Πάτε νὰ Το τιμήσετε. Νὰ Τὸ ἐνταφιάσετε. Ποτὲ σὲ κηδεία, σὲ
ἐνταφιασμό, δὲν ἦσαν τόσο λίγοι, ἀλλὰ καὶ τόσο πολλοί! Λίγοι: Οἱ δυὸ ἄνδρες τῆς τόλμης καὶ τοῦ
θάρρους. Πολλοὶ: Οἱ ἄγγελοι. «Των ἀγγέλων καὶ δῆμος κατεπλάγη ὀρῶν Σε ὲν νεκροὺς
λογισθέντα».
– Ποῦ τὸ πάτε τὸ Σῶμα; Γιὰ νὰ τὸ ἀσφαλίσετε μὲ τόσο βαρειὰ πέτρα; Καὶ οἱ πληρωμένοι
ωπλισμένοι στρατιῶτες τὶ δουλειὰ ἔχουν σ' ἐκεῖνο τὸν τάφο; Νὰ φυλάξουν ποιόν; Τὸν Ἥλιο νὰ
ἐμποδίσουν νὰ μὴν ἀνατείλη; Νὰ μὴ Τὸν κλέψουν; Ποιοί; Οἱ μαθητὲς Του; Αὐτοὶ εἶναι ἄφαντοι ἀπὸ
τὴ δειλία τούς. Ἄν δυὸ μαθητὲς μποροῦσαν νὰ Το κλέψουν, ἦσαν οἱ δυό, ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος.
Μὰ αὐτοὶ ένταφιάζουν τὸ Σῶμα, δὲν κλέβουν τὸ Σῶμα...
– Ποῦ τὸ πάτε τὸ Σῶμα; Ἐλᾶτε ὅσοι ζητᾶτε τὴν ἀλήθεια, νὰ μάθετε:
– Τὸ πᾶμε στὸν προθάλαμο τῆς Ἀναστάσεως. Τὸ πᾶμε στὴν ἀγκαλιὰ ὄχι τῆς φθορὰς καὶ τῆς
νέκρας. Τὸ πᾶμε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Ἀναστάσεως!
– Καὶ σεῖς οἱ Μυροφόρες γυναῖκες, πού πάτε τὴ ροδαυγὴ τῆς Κυριακῆς; Τι ψάχνετε νὰ βρῆτε; Τὸ
Σῶμα τὸ νεκρό; «Τὶ ζητεῖτε τὸν Ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν;». Ποῦ πάτε, καλὲς μᾶς ψυχές; ΣΤΟΠ!
Ἀγγελικὸ τὸ ΣΤΟΠ! «Ἰησοῦν ζῆτείτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον ἠγέρθη οὺκ έστιν ωδε· ἴδε ὁ
τόπος ὅπου έθηκαν αὐτὸν» (Μάρκ. ιστ' 6).
– Ἄνθρωποι τῆς γῆς! Ποῦ πάτε; Ἀκοῦστε τὸν Ἄγγελο τῆς Ἀναστάσεως: 'Ἀνέστη ὁ Κύριος! Καὶ ὅλοι
ἐσεῖς, κι ἐγὼ μαζί, ποῦ πᾶμε; Πᾶμε νὰ συναντήσουμε τὴν Ἀνάστασι. Πᾶμε νὰ φέρουμε τὴν ἄνοιξι.

Ἀποκαθήλωσις καὶ ταφὴ (στ. 46-47)


Ἡ ὅλη περιγραφὴ ἔχει χριστολογικὴ σημασία: Ἡ αἴτησις τοῦ Ἰωσήφ, ἡ ἀπορία τοῦ Πιλάτου γιὰ
τὸ σύντομο χρόνο τοῦ θανάτου, ἡ σχετικὴ διαβεβαίωσις τοῦ κεντυρίωνος, ἡ παράδοσις τοῦ
σώματος τοῦ νεκροῦ Ἰησοῦ στὸν Ἰωσήφ, τὸ τύλιγμα στὸ εἰδικὸ σάβανο, ἡ κατάθεσης στὸ μνῆμα, ὁ
ὀγκώδης λίθος πού κλείνει τὸ μνῆμα, οἱ γυναῖκες πού παρακολουθοῦν τὴν ταφὴ. Ἔτσι ὁ τάφος
ἀποβαίνει ὁ ἀδιάψευστος μάρτυρας καὶ τὸ ἔσχατο μνημεῖο τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ. «Καὶ
ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ενείλησε τὴ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείω, ὅ ἣν
λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον έπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. Ἡ δὲ Μαρία ἡ
Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἴωση έθεώρουν πού τίθεται» (στ. 46-47). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ:
«Καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀγόρασε ἕνα σεντόνι, κατέβασε ἀπὸ τὸ σταυρὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τὸ τύλιξε μὲ τὸ
σεντόνι καὶ τὸ τοποθέτησε σ' ἕνα μνῆμα, πού ἦταν λαξευμένο σὲ βράχο. Μετὰ κύλησε ἕνα λιθάρι
καὶ ἔκλεισε τὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος. Ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἴωση
παρακολουθοῦσαν πού ἐνταφιάζεται».
Ὁ τάφος τοῦ Ἰησοῦ σφραγίστηκε. Ὁ Ἰωσήφ, μὲ τὴ συνδρομὴ τοῦ Νικοδήμου «προσεκύλισαν
λίθον έπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου» (στ. 46). Ὁ τάφος κλείστηκε μὲ τεράστιο λίθο. Ὁ τάφος, κατὰ τὰ
περιγραφόμενα ἀπὸ τὸν Ματθαίο, σφραγίστηκε ἀπὸ τὴ Ρωμαϊκὴ ἐξουσία. Ὁ τάφος, κατὰ τὴν
ἀπαίτησι τῶν Ἰουδαίων, φυλασσόταν μὲ στρατιῶτες ωπλισμένους τοῦ Πιλάτου (Ματθ. ζκ' 60-66).
– Πὼς θὰ ἦταν δυνατὸν ν' ἀνοίχθη ὁ τάφος ἀπὸ τοὺς μαθητές;
– Καὶ πὼς θὰ μποροῦσαν οἱ δειλοὶ μαθητές, πού ζωντανὸ τὸν ἐγκατέλειψαν, νὰ τολμήσουν τώρα
νὰ παραμερίσουν τὴν κουστωδία καὶ νὰ κλέψουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ;
– Καὶ πὼς, ἁρπάζοντας τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, δὲν τοὺς πῆραν χαμπάρι οἱ ωπλισμένοι στρατιῶτες;
– Καὶ πὼς, ἂν κοιμόντουσαν οἱ στρατιῶτες, ὅπως δασκάλεψαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ τὸ ἰουδαϊκὸ
συνέδριο τοὺς στρατιῶτες νὰ ποῦνε, πὼς δὲν ὑπέστησαν καμμιὰ συνέπεια γιὰ τὴν έγκατάλειψι
στρατιωτικοῦ καθήκοντος;
– Καὶ πὼς, ἂν κοιμόντουσαν, δὲν ξύπνησαν ἀπὸ τὸ θόρυβο τῆς πελώριας πέτρας;
– Καὶ ἂν κοιμόντουσαν, κοιμόντουσαν ὅλοι; Οὔτε ἕνας δὲν ἦταν ἄγρυπνος φρουρὸς στὴ
Ρωμαϊκὴ στρατιωτικὴ ἐντολὴ;
– Καὶ πὼς Ρωμαῖοι στρατιῶτες πούλησαν ὅλοι τὴ στρατιωτικὴ τοὺς συνείδηση γιὰ τὰ πολλὰ
λεφτὰ ποῦ τοὺς ἔδωσαν οἱ ἀρχιερεῖς;
– Καὶ πῶς οἱ μαθητές, πού κατὰ τὸν σχιζοφρενικὸ ἰσχυρισμὸ τῶν ἰουδαίων, ἔκλεψαν τὸ σῶμα,
ἔμειναν ἀκαταδίωκτοι,
– Καὶ πὼς ἔμειναν τὸ σουδάριο καὶ τὰ οθόνια ἄθικτα μέσα στὸ κενὸ μνημεῖο (Ιωάν. κ' 7).
– Καὶ πὼς κάθισαν μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀταραξία οἱ «κλέφτες» μαθητὲς νὰ ξετυλίξουν τὰ οθόνια, τὶς
κολλητικὲς ταινίες, νὰ βγάλουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, νὰ ξανατυλίξουν έπακριβὼς ὅπως ἦσαν τὰ
οθόνια, καὶ νὰ κάνουν τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸ σουδάριο τῆς κεφαλῆς, χωρὶς νὰ ἔχουν ἀγωνία μήπως τοὺς
συλλάβουν οἱ στρατιῶτες;
– Καὶ πὼς οἱ ἄνανδροι καὶ δειλοὶ μαθητὲς βρῆκαν τέτοιο ἡρωισμό;
– Καὶ πὼς; Καὶ πὼς;...
Μύρια πὼς; Μύρια παραμύθια γιὰ νὰ μὴ δεχτοῦν τὴ μιὰ αὐταπόδεικτη Ἀλήθεια, ὅτι «ἀνέστη ὁ
Κύριος ὄντως». Συνοπτικὰ ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἐπειδὴ έσφραγίσθη τὸ μνημεῖον,
οὐδεμία γέγονε κακουργία. Ἔι δὲ οὐδεμία γέγονε κακουργία, εύρηται δὲ ὁ τάφος κενός, δῆλον ὅτι
ἀνέστη σαφῶς καὶ αναντιρρήτως ὁ Ἰησοῦς» (Ε.Π.Ε. 12,366). Μετάφρασις: Ἀφοῦ σφραγίστηκε ὁ
τάφος, ἄρα καμμιὰ ἀπάτη δὲν συνέβη. Ἐὰν δὲ δὲν ἔγινε καμμιὰ ἀπάτη, καὶ ὅμως ὁ τάφος βρέθηκε
κενός, εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε σαφέστατα καὶ ἀναντίρρητα.
Ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος παρουσιάζει τὶς λίγες μυροφόρες γυναῖκες, ὄχι μόνο νὰ
παρακολουθοῦν κλαίουσαι τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν σταύρωσι, ἀλλὰ καὶ νὰ παρευρίσκωνται
στὴν ταφὴ τοῦ ἀγαπημένου τοὺς Ιησού.«Η δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἴωση ἐθεώρουν πού
τίθεται» (στ. 4647). Τὴν ἀνδρεία τῶν ἁγίων αὐτῶν γυναικῶν ἐγκωμιάζει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Εἶδες γυναικῶν ἀνδρείαν; Εἶδες φιλοστοργίαν; Εἶδες μεγαλοψυχίαν τὴν μέχρι θανάτου;
Μιμησώμεθα τὰς γυναίκας οἱ ἄνδρες μὴ καταλείψωμεν ἐν πειρασμοὺς τὸν Ἰησοῦν. Ἐκείναι μὲν γὰρ
καὶ εἰς τελευτήσαντα τοσαῦτα ήνάλωσαν, καὶ τὰς ψυχὰς εξέδωκαν: ἡμεῖς δὲ οὐδὲ πεινῶντα
τρέφωμεν, οὐδὲ γυμνὸν περιβάλωμεν, ἀλλ' ορώντες αὐτὸν προσαιτούντα παρατρέχομεν» (Ε.Π.Ε.
12,352-354). Μετάφρασις: Δὲς τὴν ἀνδρεία τῶν γυναικῶν. Δὲς τὴν ἀγάπη τούς, τὴν ἔμπρακτη
μεγαλοψυχία τούς, πού φτάνει μέχρι θανάτου. Ας μιμηθοῦμε τὶς γυναῖκες ἐμεῖς οἱ ἄνδρες. Ας μὴν
ἐγκαταλείψουμε τὸν Ἰησοῦ στὶς δοκιμασίες Του. Διότι ἐκεῖνες μὲν καὶ ὅταν πέθανε, εξώδευσαν
τόσα πολλὰ καὶ ἔθεσαν σὲ κίνδυνο τὴ ζωὴ τούς. Ἐνῶ ἐμεῖς οὔτε ὅταν πεινᾶ ὁ ἄλλος τὸν τρέφουμε,
οὔτε ὅταν εἶναι γυμνὸς τὸν ντύνουμε, ἀλλ' ἀντίθετα (Ματθ. κε' 37-45), ὅταν τὸν βλέπουμε νὰ
ζητιανεύη, τὸν προσπερνᾶμε.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται συνήθως ὡς Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως. Γιατὶ καὶ στὴ
λειτουργικὴ πρᾶξι τῆς δίνει προέχουσα θέση στὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴ
Θεολογία τῆς ἐξαίρει τὶς ἐλπιδοφόρες συνέπειες τῆς Ἀναστάσεως γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Πρέπει
ὅμως νὰ τονισθῆ παράλληλα, ὅτι Σταυρὸς καὶ Ἀνάστασις ἀποτελοῦν μία ἀδιάσπαστη ἑνότητα. Ὁ
ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ἀποθανὼν Ἰησοῦς εἶναι ὁ «θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι
ζωὴν χαρισάμενος».

1 Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη
ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. 2 καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται
ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. 3 καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον
ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; 4 καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας
σφόδρα. 5 καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς,
περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. 6 ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν
ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν
αὐτόν. 7 ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν·
ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. 8 καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς
τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

Μυροφόρες πρὸς τὸ μνῆμα (στ. 1-3)


Ὅλα τὰ εὐαγγέλια μᾶς τελειώνουν μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἀναφέρουν
μαρτυρίες γι' αὐτὴν (ἐπισκέψεις στὸν κενὸ τάφο, ἐμφανίσεις τοῦ αναστάντος), χωρὶς νὰ
περιγράφουν αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς ἀναστάσεως. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δὴ κανεὶς καὶ νὰ
περιγράψη τὴν ἀνάσταση, γιατὶ αὐτὴ εἰσάγει ἕνα καινούργιο κόσμο, ποῦ δὲν ὑπάγεται στὴ
νομοτέλεια τοῦ παρόντος κόσμου τῆς φθορὰς. Τὴν άνάστασι τὴν βλέπει ὁ πιστὸς μὲ τὰ μάτια τῆς
πίστεως, καὶ τὸν ἀναστημένο Kύριο Τὸν συναντᾶ στὰ μυστήρια τῆς Εκκλησίας.«Καί διαγενομένου
τοῦ Σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἤ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἴνα
έλθούσαι αλείψωσιν αὐτόν. Καὶ λίαν πρωὶ τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον,
άνατείλαντος τοῦ ἠλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς έαυτὰς: Τὶς αποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ
μνημείου;» (στ. 1-3). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Καὶ ὅταν πέρασε τὸ Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ
Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν ἀρώματα, γιὰ νὰ πᾶνε νὰ
ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἦρθαν στὸ μνῆμα πολὺ πρωΐ τὴν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου, μόλις
ἀνέτειλε ὁ ἥλιος. Καὶ ἔλεγαν μεταξὺ τοὺς: “Ποιός θὰ κυλήση γιὰ μᾶς τὸ λίθο ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ
μνημείου;».
Μετὰ τὸ πέρας τοῦ Σαββάτου καὶ «λίαν πρωὶ τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων» ἔρχονται στὸ μνῆμα οἱ
τρεῖς γυναῖκες, Μαρία ἡ Μαγδαληνή, Μαρία καὶ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη, γιὰ ν' ἀλείψουν μὲ
ἀρώματα τὸ σῶμα τοῦ ἐνταφιασθέντος Ἰησοῦ. “Ο ἐγγύτερος προσδιορισμὸς τοῦ χρόνου
(«άνατείλαντος τοῦ ἠλίου») θεωρεῖται ὡς μὴ ἐναρμονιζόμενος πρὸς τὸ «λίαν πρωϊ». Γι' αὐτὸ καὶ
δίνονται οἱ ἀκόλουθες λύσεις:
α. Οἱ γυναῖκες ἀναχώρησαν μὲν «λίαν πρωϊ», ἔφτασαν ὅμως στὸ μνῆμα ὅταν ἀνέτειλε ὁ ἥλιος.
β. Ἡ μνεία τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἠλίου ἔχει θεολογικὴ ἔννοια. Συμβολίζει τὴν ἐκ τοῦ τάφου ἔγερσι
καὶ ἀνατολὴ τοῦ νοητοῦ Ἠλίου τῆς δικαιοσύνης.
γ. Πιθανὸν δὲν ἐννοεῖται ἐδῶ ἡ πλήρης ἀνατολὴ τοῦ ἠλίου, ἀλλὰ τὸ πρὶν ἀπ' αὐτὴν λυκαυγές.
δ. Οἱ γυναῖκες δὲν ἦρθαν ὅλες μαζί, ἀλλὰ μερικὲς λίαν πρωϊ καὶ ἄλλες μετὰ τὴν ἀνατολὴ τοῦ
ἠλίου.

Νεανίσκος μὲ λευκὴ στολὴ (στ. 4-5)


Ἐνῶ καθ' όδον διαλογίζονται οἱ γυναῖκες, πὼς ἤ μᾶλλον ποιὸς θὰ σύρη τὸ μεγάλο λίθο, πού
καλύπτει τὴν εἴσοδο τοῦ τάφου, ὅταν πλησιάζουν διαπιστώνουν, ὅτι ὁ «λίθος αποκεκύλισται» (στ.
4). Ἡ μετακίνησις τοῦ λίθου σημαίνει μία ἔκτακτη παρέμβαση σημαίνει ὅτι κάτι συνέβη, πού
διακόπτει ἤ ἀλλάζει τὴν προβλεπομένη ἀπὸ τὶς τρεῖς γυναῖκες ροὴ τῶν γεγονότων. «Καὶ
άναβλέψασαι θεωροῦσαν ὅτι αποκεκύλισται ὁ λίθος. Ἥν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς
τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκoν καθήμενον ἐν τοῖς δεξιούς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ
εξεθαμβήθησαν» (στ. 4-5). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἀλλὰ μόλις οἱ μυροφόρες κοίταξαν,
βλέπουν, ὅτι ὁ λίθος εἶχε αποκυλισθή. Ἦταν δὲ πάρα πολὺ μεγάλος. Καὶ ἀφοῦ μπῆκαν στὸ μνῆμα,
εἶδαν ἕνα νέο νὰ κάθεται στὰ δεξιὰ ντυμένος μὲ λευκὴ στολή, καὶ τρόμαξαν».
Στο στίχο 5 δίδεται ἡ πρώτη εἰκόνα τῆς ἐντελῶς ἀπροσδόκητης ἀλλαγῆς. Οἱ τρεῖς γυναῖκες
εἰσέρχονται στὸ μνημεῖο καὶ ἀντὶ τοῦ νεκροῦ Ἰησοῦ, ἀντικρύζουν ἕνα «νεανίσκον καθήμενον ἐν
τοῖς δεξιούς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν». Ἡ σκηνὴ ἔχει μεταβληθῆ ριζικά.
Ὁ τάφος τοῦ Ἰησοῦ δὲν εἶναι πιὰ ὁ τόπος τοῦ θανάτου, ἀλλὰ τῆς ζωῆς καὶ τῆς δόξας. Ἡ
φωτεινότητα τοῦ νεανίσκου - ἀγγέλου καὶ ἡ θαυμαστὴ παρουσία τοῦ εἰσάγουν ἀπότομα τὴν
πραγματικότητα τῆς δυνάμεως καὶ τῆς μεγαλειότητος.
Ἡ χριστολογία τῆς ἐξουσίας εἰσβάλλει θριαμβευτικὰ γιὰ νὰ πῆ τὸν τελευταῖο λόγο στὴν
εὐαγγελικὴ ἱστορία. Καὶ ὁ τελευταῖος λόγος εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ υπερλόγου. Όλα ἄλλαξαν στὸ μνῆμα.
Όλα ἀλλάζουν μὲ τὴν Ἀνάστασι.
Ἡ Ἀνάστασις εἶναι ὁ θρίαμβος. Εἶναι ὁ γύρος τοῦ θριάμβου. Ἔπεσαν τὰ τείχη, τὰ κάστρα. Περνάει
ὁ Νικητής. Ἐμεῖς τὸν ζητωκραυγάζουμε: Χριστὸς Ἀνέστη! Κι Ἐκεῖνος μᾶς καλεῖ: Θριαμβεύσαμε. Μὴ
φοβάσθε. Ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμο. Ἐλᾶτε μαζὶ μοῦ! Θὰ θριαμβεύετε γιὰ πάντα ζωντανοί.
Ἡ Ἀνάστασις εἶναι μετάβασις: Διαβαίνουμε ἀπὸ τὴ θλῖψι στὴ χαρά. Ἀπὸ τὴ φθορὰ στὴν
ἀφθαρσία. Ἀπὸ τὸ θάνατο στὴ ζωή.
Ἡ Ἀνάστασις εἶναι μεταβολὴ: Όλα μεταβάλλονται. Οἱ ἁμαρτωλοὶ γίνονται ἅγιοι. Οἱ δοῦλοι
γίνονται ἐλεύθεροι. Χριστὸς Ἀνέστη σημαίνει Ζήτω ἡ ἐλευθερία!
Ἡ Ἀνάστασις εἶναι μετάνοια: Μας φοράει καινούργια ροῦχα. «Ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν
διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητα ζωῆς περιπατήσωμεν (Ρωμ. τσ' 4).
Ἀνάστασις εἶναι μετάδοσις: Ἕνας, ὁ πρῶτος ἀνάβει τὴ λαμπάδα. Καὶ ἀμέσως μεταδίδει τὸ φῶς
καὶ στὶς ἄλλες λαμπάδες. Ἡ ἁμαρτία εἶναι κολλητικὴ αρρώστια. Ἡ Ἀνάστασις εἶναι ματαδοτικὴ ζωή.
Ἡ Ἀνάστασις σφραγίζει τὴ μεγαλειώδη μοναδικότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δισεκατομμύρια
ἀνθρώπων πέρασαν. Πολλοὶ κατέπληξαν μὲ τὴν ευφυΐα καὶ τὴ δύναμὶ τοὺς καὶ ἐνθουσίασαν τὰ
πλήθη. Τελικὰ ὅμως ὅλοι νικήθηκαν ἀπὸ τὸ θάνατο. Ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν ἑκούσια θυσία Του στὸ Σταυρὸ
καὶ τὴν Ἀνάστασὴ Του καταπάτησε τὸ θάνατο. Κατήργησε τὴν ἐξουσία τοῦ. Εἶναι ὁ Νικητής. Τα
σύμπαντα γιορτάζουν. Καὶ μεῖς ἔχουμε τὴ βεβαιότητα: Ἡ Ζωὴ θὰ νικήση τὸ θάνατο. «Ούκέτι,
θάνατε, κυριεύεις ὁ γὰρ τῶν ὅλων Δεσπότης τὸ κράτος σοῦ κατέλυσε» (ἀπὸ τοὺς αἴνους τοῦ δ'
ἤχου).

Ἰησοῦν ζητεῖτε! Ἠγέρθη! (στ. 6-7)


Ἡ ἀπροσδόκητη σκηνὴ γεμίζει τὶς τρεῖς γυναῖκες μὲ δέος, κατάπληξι, θαυμασμὸ καὶ φόβο. Μέσα
σ' αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα ὁ ἄγγελος ἀπευθύνεται στὶς Μυροφόρες καὶ ἀναγγέλλει τὸ μεγάλο, τὸ
μοναδικὸ γεγονός. «Ὁ δὲ λέγει αυταὶς: Μὴ έκθαμβείσθε! Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν
ἐσταυρωμένον ἠγέρθη, οὐκ έστιν ώδε ἴδε ὁ τόπος ὅπου έθηκαν αὐτόν. Ἀλλ' ὑπάγετε είπατε τοὺς
μαθηταὶς αὐτοῦ καὶ τὸ Πέτρω ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν ἐκεῖ αὐτὸν όψεσθε, καθὼς είπεν
ὑμῖν» (στ. 4-5). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Αὐτὸς (ὁ λευκοντυμένος νεανίσκος, ὁ ἄγγελος) τοὺς
εἶπε: “Μή τρομάζετε! Τον Ἰησοῦ ζητεῖτε τὸ Ναζαρηνὸ τὸν ἐσταυρωμένο. Ἀναστήθηκε, δὲν εἶναι
ἐδῶ. Νὰ ὁ τόπος, ὅπου Τὸν ἐνταφίασαν. Πηγαίνετε δὲ τώρα νὰ πῆτε στοὺς μαθητὲς Του, καὶ
μάλιστα στὸν Πέτρο: Πηγαίνει πρὶν ἀπὸ σᾶς καὶ σᾶς περιμένει στὴ Γαλιλαία, ἐκεῖ θὰ Τὸν δῆτε, ὅπως
σᾶς τὸ εἶπε».
Ἡ διακήρυξης τοῦ ἀγγέλου καθιστὰ ψηλαφητὴ πραγματικότητα τὴ θαυμαστὴ ἀντιστροφὴ.
Ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι πιὰ αἰχμάλωτος τοῦ θανάτου. «Ἡγέρθη».
Το πάθος μὲ τὴν ἔσχατη μορφὴ τοῦ, τὸ θάνατο, ἀντιστρέφεται ἀπὸ τὴν ἀνάστασι.
Ὁ τάφος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, μνημεῖο ὁριακὸ τοῦ πάθους Του, μεταμορφώνεται ξαφνικὰ σὲ
ζωντανὴ μαρτυρία τῆς ὑπερτάτης καὶ ἀκατανίκητης δυνάμεὼς Του.
Στὴ διακήρυξη τοῦ ἀγγέλου γιὰ τὴν άνάστασι ὁ Χριστὸς ἀναφέρεται ὡς «Ἰησοῦς καὶ
ἐσταυρωμένος». Ἡ διατύπωσις θέλει νὰ βεβαιώση μιὰ γιὰ πάντα, ὅτι ὁ αναστὰς εἶναι ὁ
σταυρωθεὶς, ὅτι ἡ καινούργια καὶ ὑπερφυσικὴ πραγματικότητα καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεως
οἰκοδομεῖται πάνω στὴν πικρὴ καὶ ὀδυνηρὴ πραγματικότητα τοῦ πάθους. Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ
ὑπογραμμίζεται ἡ σημασία καὶ τὸ νόημα τῆς τελικῆς ἀντιστροφῆς τῶν γεγονότων, τῆς τελικῆς νίκης
τοῦ Yίου τοῦ Θεοῦ.
Θὰ μποροῦσε ἄραγε ἡ ἀνάστασις νὰ μὴν εἶναι ἀληθινὴ καὶ νὰ εἶναι «στημένο παιχνίδι» τῶν
μαθητῶν. Ἀλλὰ ποιῶν μαθητῶν; Ας δοῦμε ἀπολογητικὲς ἐπισημάνσεις γιὰ τὴν ἀνάσταση ἀπὸ τὸν
ἱερὸ Χρυσόστομο: «Ὅτι δὲ οὐδ' ἂν (οἱ μαθηταὶ) ἠδυνήθησαν, ἔι μὴ ἣν ἀληθὴς ἤ ἀνάστασις, πλάσαι
αὐτήν, τοῦτο οὐδὲ λόγου δείται. Τίνι γὰρ έθάρρουν; Τη δεινότητι τῶν λόγων; Ἀλλὰ πάντων ἦσαν
άμαθέστεροι. Ἀλλὰ τὴ περιουσία τῶν χρημάτων; Ἀλλ' οὐδὲ ράβδον, οὐδὲ ὑποδήματα εἶχον. Ἀλλὰ
τὴ περιφανεία τοῦ γένους; Ἀλλ' εὐτελεῖς ἦσαν, καὶ ἐξ εὐτελῶν. Ἀλλὰ τὸ μεγέθει τῆς πατρίδος; Ἀλλ'
ἀπὸ χωρίων ἦσαν ἀσήμων. Ἀλλὰ τῷ πλήθει τὸ έαυτών; Ἀλλὰ τῶν ἕνδεκα οὐκ ἦσαν πλείους καὶ
αὐτοὶ δὲ διεσπάρησαν. Ἀλλὰ ταϊς επαγγελίαις τοῦ διδασκάλου; Ποίαις; Ἔι γὰρ μὴ ἀνέστη, ούδὲ
ἐκείναι ήμελλον εἶναι αὐτοὺς πισταὶ» (Ε.Π.Ε. 12,370). Μετάφρασις: Τὸ ὅτι δὲ δὲν θὰ μποροῦσαν οἱ
μαθητές, ἂν ἡ ἀνάστασις δὲν ἦταν ἀληθινή, νὰ τὴν πλάσουν, αὐτὸ δὲν χρειάζεται οὔτε ἀπόδειξι.
Διότι σὲ τὶ θὰ βασίζονταν; Στὴ δεινότητα τῶν λόγων; Ἀλλ' οἱ μαθητὲς ἦσαν πιὸ ἀμαθεῖς ἀπὸ ὅλους.
Μήπως στὰ πολλὰ τοὺς χρήματα; Ἀλλ' αὐτοὶ δὲν εἶχαν οὔτε ραβδὶ οὔτε ὑποδήματα. Μήπως στὴν
εὐγενὴ καταγωγὴ τούς; Ἀλλ' αὐτὴ ἦσαν ἄσημοι καὶ κατάγονταν ἀπὸ ἄσημους γονεῖς. Μήπως στὴ
μεγάλη πατρίδα τούς; Ἀλλὰ κατάγονταν ἀπὸ ἀσήμαντα χωριά. Μήπως στὸ μεγάλο ἀριθμὸ τούς;
Ἀλλὰ δὲν ἦσαν περισσότεροι ἀπὸ ἕντεκα, καὶ αὐτοὶ μάλιστα διεσπαρμένοι. Μήπως στὶς ὑποσχέσεις
τοῦ Διδασκάλου τούς; Ποιές; Διότι, ἂν δὲν ἀνασταινόταν, οὔτε ἐκεῖνες θὰ ἦσαν γι' αὐτοὺς
ἀξιόπιστες.
Ὁ ἄγγελος προσθέτει στὴ διακήρυξη τῆς ἀναστάσεως καὶ τὴν παραγγελία γιὰ μετάβαση στὴ
Γαλιλαία, ὅπου θὰ συναντήσουν οἱ μαθητὲς τὸν αναστάντα Ἰησοῦ. «Προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν
ἐκεῖ αὐτὸν όψεσθε, καθὼς είπεν ὑμῖν» (στ. 15). Ἡ παραγγελία ἀποτελεῖ ἐπαλήθευση τῆς
ὑποσχέσεως τοῦ Ἰησοῦ: «Μετὰ τὸ εγερθήναι μὲ προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν» (Μάρκ. ιδ' 28). Το
χωρίο, λόγω τῆς στρατηγικῆς θέσεὼς τοῦ στὴν ἀφήγηση τῆς ἀναστάσεως καὶ στὸ τέλος τοῦ
εὐαγγελίου, μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ ὼς χωρίο - κλειδί.
Σχετικὰ μὲ τὴν ἀναγγελία, τὴ διακήρυξι καὶ τὸν ἀναστάσιμο εὐαγγελισμὸ τοῦ ἀγγέλου, ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος λέει: «Ἀπαλλάξας αὐτὰς (τὰς μυροφόρους) τοῦ φόβου καὶ διὰ τῶν ρημάτων καὶ διὰ
τῆς ὄψεως, επήγαγεν (ὁ ἄγγελος) λέγων: “Οίδα ὅτι Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητείτε”. Καὶ οὐκ
έπαισχύνεται έσταυρωμένον καλῶν τοῦτο γὰρ τὸ κεφάλαιον τῶν ἀγαθῶν. Ηγέρθη”. Πόθεν δῆλον;
“Καθώς είπεν”. Ὥστε κἂν έμοί, φησί, διαπιστήτε, τῶν ἐκείνου μνήσθητε ρημάτων, καὶ οὐδὲ ἐμοὶ
διαπιστώσετε. Είτα καὶ ἄλλη ἀπόδειξις: «Ἴδε ὁ τόπος ὅπου έθηκαν αυτόν”. Διὰ τοῦτο επήρε τὸν
λίθον, ὥστε καὶ ἐντεῦθεν αύτὰς λαβεῖν τὴν ἀπόδειξιν. “Αλλ' ὑπάγετε είπατε τοὺς μαθηταὶς αὐτοῦ
καὶ τὸ Πέτρω ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν ἐκεῖ αὐτὸν όψεσθε, καθὼς είπεν υμίν”. Καὶ ετέροις
ευαγγελίζεσθαι παρασκευάζει καὶ μάλιστα αὐτὰς ἐποίει πιστεύσαι» (Ε.Π.Ε. 12,376). Μετάφρασις:
«Ἀφοῦ ἀπήλλαξε τὶς μυροφόρες ἀπὸ τὸ φόβο καὶ μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὴν ἐμφάνισὶ Του, πρόσθεσε
λέγοντας: «Γνωρίζω ὅτι ζητᾶτε τὸν Ἰησοῦ τὸν εσταυρωμένο”. Καὶ δὲν ντρέπεται νὰ Τὸν ἀποκαλεῖ
ἐσταυρωμένο, διότι αὐτὸ ἦταν ἡ ἀπαρχὴ τῶν ἀγαθῶν. “Ανέστη”. Ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερό; “Όπως
είπε”. “Ώστε κι ἂν δυσπιστεῖτε σὲ μένα (τὸν ἄγγελο), θυμηθῆτε τὰ λόγια Ἐκείνου καὶ ἔτσι οὔτε σὲ
μένα θὰ δυσπιστήσετε. Ἔπειτα ἀκολουθεῖ καὶ ἄλλη ἀπόδειξις: Ἐλᾶτε νὰ δῆτε τὸν τόπο ὅπου
βρισκόταν”. Γι' αὐτὸ σήκωσε (ὁ ἄγγελος) τὸ λίθο, ὥστε καὶ ἀπὸ αὐτὸ νὰ πάρουν οἱ μυροφόρες
ἀπόδειξι. “Καί νὰ πῆτε στοὺς μαθητές, ὅτι θὰ Τὸν δῆτε στὴ Γαλιλαία”. Καὶ μὲ ἄλλα τὶς προετοιμάζει
νὰ διαδώσουν τὸ χαρμόσυνο μήνυμα, πράγμα πού τὶς κάνει νὰ πιστεύσουν καλύτερα».
Ἡ τελικὴ ἔκβασις τῶν γεγονότων ἀποδεικνύει τὴν ὑπεράνθρωπη πρόγνωσι - γνῶσι τοῦ Ἰησοῦ καὶ
ταυτόχρονα τὴ θεία ἐξουσία Του.

Συγκλονισμὸς καὶ ἔκστασις (στ. 8)


Οἱ τρεῖς γυναῖκες φεύγουν ἀπὸ τὸ μνημεῖο, πλημμυρισμένες ἀπὸ φόβο καὶ ἔκστασι. Τὰ
αἰσθήματα αὐτὰ προδίδουν μία ἐμπειρία ἀπὸ γεγονότα θεϊκῆς τάξεως, ἀπὸ καταστάσεις ἄρρητες
καὶ υπερανθρώπινες. Οἱ τρεῖς πρῶτοι μάρτυρες τῆς ἀναστάσεως εἶναι μάρτυρες μιᾶς
ἐκθαμβωτικῆς φανερώσεως τῆς δυνάμεως, τῆς δόξας καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ Θεοῦ. «Καὶ ἐξελθοῦσαι
ἔφυγαν ἀπὸ τοῦ μνημείου εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον ἐφοβοῦντο
γὰρ» (στ. 8). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Βγῆκαν οἱ μυροφόρες καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνῆμα καὶ
ἦταν συγκλονισμένες καὶ ἐκστατικές. Καὶ δὲν εἶπαν τίποτα σὲ κανένα».
Ἡ λέξις τρόμος μόνο ἐδῶ συναντᾶται στὰ εὐαγγέλια. Τρόμος καὶ ἔκστασις. Ὁ τρόμος αναφέρετα
στὸ σῶμα, ἡ ἔκστασις στὴ διάνοια.
Τὴν ἐντολὴ τοῦ ἀγγέλου φυσικὰ τὴν ἐξετέλεσαν οἱ Μυροφόρες γυναῖκες. Τὸ «οὐδενὶ οὐδὲν
εἶπον» ἀναφέρεται σὲ ξένα πρόσωπα. Σὲ κανένα ἄσχετο πρόσωπο, πού συναντοῦσαν κατὰ τὴν
ἐπιστροφή, δὲν εἶναι εἶπαν τίποτε.
Πὼς στὴν ἴδια ψυχὴ μπορεῖ νὰ συνυπάρχη ὁ φόβος καὶ ἡ τόλμη, ἡ ἀνδρεία καὶ ολιγοψυχία, εἶναι
ἕνα μῦστήριο. Στὶς Μυροφόρες ὑπῆρχε καὶ ὁ φόβος καὶ ἡ θλῖψις καὶ ἡ ἀγωνία. Ἀκόμα καὶ μετὰ τὸ
ἀγγελικὸ μήνυμα τῆς ἀναστάσεως δὲν ἔφυγαν τελείως ἀπὸ μέσα τοὺς στοιχεῖα τοῦ γυναικείου
φόβου. Οἱ ἴδιες ὅμως Μυροφόρες εἶχαν καὶ τὸ ἡρωικὸ στοιχεῖο. Τόλμησαν πρωί-πρωί τῆς «μιᾶς
Σαββάτων», τῆς πρώτης Κυριακῆς, νὰ πορευθοῦν μόνες τοὺς πρὸς τὸ μνῆμα. Καὶ ἡ τόλμη τοὺς αὐτὴ
γιγαντώθηκε. Καὶ ἀνεδείχθησαν Ἀπόστολοι τῶν Ἀποστόλων.
Ὁ Θεὸς τὰ ἀσθενὴ τοῦ κόσμου ἐκλέγει, γιὰ νὰ καταισχύνη τὰ ἰσχυρὰ (Α' Κορ. α' 27). 'Οστράκινα
σκεύη διάλεξε γιὰ νὰ ἐναποθέση τὸν πολυτιμότερο θησαυρό, ποῦ λέγεται Ἀνάστασις.

9 ᾿Αναστὰς δὲ πρωῒ πρώτῃ σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ᾿ ἧς ἐκβεβλήκει
ἑπτὰ δαιμόνια. 10 ἐκείνη πορευθεῖσα ἀπήγγειλε τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ γενομένοις, πενθοῦσι καὶ
κλαίουσι. 11 κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ καὶ ἐθεάθη ὑπ᾿ αὐτῆς, ἠπίστησαν. 12 Μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν
ἐξ αὐτῶν περιπατοῦσιν ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, πορευομένοις εἰς ἀγρόν. 13 κἀκεῖνοι
ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν τοῖς λοιποῖς· οὐδὲ ἐκείνοις ἐπίστευσαν. 14 ῞Υστερον ἀνακειμένοις αὐτοῖς
τοῖς ἕνδεκα ἐφανερώθη, καὶ ὠνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ σκληροκαρδίαν, ὅτι τοῖς θεασαμένοις
αὐτὸν ἐγηγερμένον οὐκ ἐπίστευσαν. 15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα
κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει. 16 ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας
κατακριθήσεται. 17 σημεῖα δὲ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει· ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια
ἐκβαλοῦσι· γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς· 18 ὄφεις ἀροῦσι· κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς
βλάψει· ἐπὶ ἀρρώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι, καὶ καλῶς ἕξουσιν. 19 ῾Ο μὲν οὖν Κύριος μετὰ τὸ
λαλῆσαι αὐτοῖς ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. 20 ἐκεῖνοι δὲ
ἐξελθόντες ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος διὰ τῶν
ἐπακολουθούντων σημείων. ἀμήν.

Ἐμφάνισις στὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνὴ (στ. 9-11)


Σύμφωνα μὲ ἀρχαίους κώδικες καὶ χειρόγραφα (π.χ. Σιναϊτικὸν Β) καὶ μὲ ἄλλες μαρτυρίες, ὅπως
τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, τὸ κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιο τελειὼνει στὸ Μάρκ. ιστ' 8. Θὰ
μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι μιὰ τέτοια ἄποψις καὶ ἀπὸ πλευρὰς χριστολογικὴς προοπτικῆς δὲν
δημιουργεῖ οὐσιώδη προβλήματα.
Ἐπειδὴ ὅμως οἱ τελευταῖοι δώδεκα στίχοι τοῦ Μάρκου (920), τὸ λεγόμενο «έκτενέστερο τέλος»
ὑπάρχουν σὲ πολλοὺς κώδικες καὶ χειρόγραφα καὶ Πατερικὰ κείμενα, γι' αὐτὸ τοὺς
συμπεριλαμβάνουμε στὴν παροῦσα μελέτη. Ὁ Ζιγαβηνός, παρ' ὅλο πού γνωρίζει τὴν ἄποψη αὐτὴ,
ὡστόσο τὴν ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς: «Φασὶ δὲ τίνες τῶν εξηγητὼν ἐνταῦθα συμπληρούσθαι τὸ κατὰ
Μάρκον εὐαγγέλιο. Τὰ δὲ ἐφεξῆς προσθήκην εἶναι μεταγενεστέραν. Xρή δὲ καὶ ταύτην ερμηνεύσαι,
μηδὲν τὴ ἀληθείᾳ λυμαινομένην».
Εἶναι ὀρθὸ ἀκόμα, ὅτι οἱ στίχοι αὐτοὶ ἀποτελοῦν σύνθεση καὶ περίληψη ὅλων τῶν εὐαγγελικῶν
διηγήσεων γιὰ τὶς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Ἀποτελοῦν, δηλαδή, τὴν ἀρχαιότερη
εὐαγγελικὴ ἁρμονία.
Καὶ ἂν ἀκόμα οἱ τελευταῖοι στίχοι προέρχονται ἀπὸ κάποιον ἄλλο συγγραφέα, διάφορον τοῦ
εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, ἀποτελοῦν θεόπνευστο κείμενο τῆς Ἐκκλησίας, πού περιέχει τὸ μήνυμα τῆς
ἀναστάσεως. «Αναστὰς δὲ πρωΐ πρώτη σαββάτου ἐφάνη πρώτον Μαρία τὴ Μαγδαληνή, ὰφ' ἧς
έκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια. Ἐκείνη πορευθεῖσα ἀπήγγειλε τοῖς μετ' αὐτοῦ γενομένοις, πενθούσι καὶ
κλαίουσι. Κάκείνοι άκούσαντες ὅτι ζῆ καὶ ἐθεάθη ὑπ' αύτής, ήπίστησαν» (στ. 9-11). 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Ἀφοῦ δὲ ἀναστήθηκε ὁ Ἰησοῦς, τὸ πρωὶ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδας (τὴν
Κυριακή), ἐμφανίστηκε πρῶτα στὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε βγάλει ἑπτὰ
δαιμόνια. Ἐκείνη πῆγε καὶ τὸ εἶπε στοὺς μαθητές, ποῦ ἦσαν λυπημένοι καὶ ἔκλαιγαν. 'Ἀλλ' ἐκεῖνοι,
ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ζῆ καὶ Τὸν εἶδε ἡ Μαρία, δὲν πίστεψαν».
Στο πρῶτο μέρος τῆς περικοπῆς 9-14 ἐξιστοροῦνται οἱ διαδοχικὲς φανερώσεις τοῦ ἀναστημένου
Ἰησοῦ στὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή, στοὺς δύο μαθητὲς τοὺς πορευομένους «εἰς ἀγρὸν» καὶ στοὺς
ἕνδεκα ἀποστόλους.
Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ εἶναι ἡ μαθήτρια, πού τὴν εἶχε θεραπεύσει ὁ Χριστός. «Ἀφ' ἧς
εκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια» (στ. 9). Ἡ ἐμφάνισις στὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνὴ εἶναι ἡ πρὼ τή. “Όσο ἡ
ἀσέβεια βλασφήμων συγγραφέων θέλησε νὰ σπιλώση τὸ πρόσωπο τῆς παρθένου Μαρίας τῆς
Μαγδαληνῆς, τόσο ὁ εὐαγγελιστὴς τῆς δίνει τὴν τιμὴ πού τῆς πρέπει. Καμμία φυσικὰ σχέσι δὲν ἔχει
ἡ ἀνώνυμη πόρνη γυναίκα, ποῦ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ πρόσφερε μύρα καὶ δάκρυα γιὰ
τὴ μεγάλη τῆς μετάνοια. Δὲν διαπομπεύει τὸ εὐαγγέλιο τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμα ἡ
Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ θὰ εἶχε (ὑπόθεσι κάνουμε) ἁμαρτωλὸ παρελθόν, καὶ πάλι δὲν θὰ σήμαινε
αὐτὸ τίποτε, ἀφοῦ τὸ σφουγγάρι τῶν δακρύων ξεπλένει ὅλα τὰ ἁμαρτήματα. Όμως ἡ ἱστορικὴ
ἀλήθεια, ἐπανειλημμένα τονισμένη στὰ εὐαγγέλια, εἶναι ἄλλη γιὰ τὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή. Ἦταν
παρθένος κόρη, μία ἀπὸ τὶς μυροφόρες γυναῖκες, ἀπὸ ἐκεῖνες, ποῦ διακονοῦσαν τὸν Ἰησοῦ (Μάρκ.
ἰὲ' 41). Ἦταν ἁγνὴ ψυχή, ποῦ ἀγαποῦσε μὲ ἀφοσίωσι τὸν Διδάσκαλο καὶ Σωτήρα. Της εἶχε κάνει
ἕνα δῶρο ὁ Χριστός. Τὴν εἶχε ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ δαιμόνια (ἑπτὰ τὸν ἀριθμό), πού εἶχαν κατοικήσει
μέσα τῆς.
Καὶ τώρα πρώτη ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ δέχεται τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Κυρίου. Το
πρωὶ τῆς «μιᾶς σαββάτων», τὸ πρωὶ τῆς «πρώτης σαββάτων», τῆς πρώτης Κυριακῆς, τῆς πρώτης
ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως, τὸ πρωὶ μετὰ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἠλίου, ἀξιώθηκε νὰ δῆ πρώτη τὸν Ἥλιο,
ποῦ δὲν θὰ δύση ποτέ, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς «ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ
οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. τσ' 9). Γιὰ τὴν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστημένου Ἰησοῦ καὶ γιὰ τὸ σύντομο
διάλογο, ποῦ διαμείφθηκε μεταξὺ Μαρίας (Μαγδαληνῆς) καὶ Αναστάντος Διδασκάλου,
ἐκτενέστερα διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (κα' 11-18). Εἶχε προηγηθῆ ἤ ἐπίσκεψις τῶν
Μυροφόρων στὸ μνῆμα, πού εἶχε γίνει πιὸ πρωΐ.
Προηγήθησαν τὰ σημάδια καὶ τὰ τεκμήρια τῆς Ἀναστάσεως, ὅπως τὸ κενὸ μνημεῖο, ὁ ἄγγελος
στὸ μνῆμα, τὰ οθόνια καὶ τὸ σουδάριο, ἡ ἐπίσκεψης τοῦ Πέτρου, ἀλλ' οἱ έμφανίσεις τοῦ Ἴδιου τοῦ
ἀναστημένου Ἰησοῦ ἀρχίζουν μὲ αὐτὴν πού ἀναφέρει ἐδῶ ὁ Μάρκος: «Έφάνη πρώτον Μαρία τὴ
Μαγδαληνὴ» (στ. 9).
Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ πορεύεται «τοὺς μετ' αὐτοῦ γενομένοις» (στ. 10) καὶ ἀναγγέλλει τὴν
Ἀνάστασι. Γίνεται τὸ πρῶτο μεγάφωνο τῆς Ἀναστάσεως. Οἱ μαθητές, «πενθοῦντες καὶ κλαίοντες»,
δυσπιστοῦν στὰ λόγια, ποῦ τοὺς ἀναγγέλλει ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Μία γυναίκα προσπαθεῖ νὰ
δώση χαρὰ σὲ ἕνδεκα ἄνδρες! Χωρὶς Χριστὸ ἡ ζωὴ εἶναι γιὰ κλάματα. Εἶναι πένθος!
– Ἀναστήθηκε ὁ Κύριος! Θριαμβευτὴς τοῦ θανάτου. Βλέπει τὴ Μαρία νὰ τριγυρνᾶ γύρω ἀπ' τὸ
μνῆμα. Της φάνηκε σὰν κηπουρὸς (Ιωάν. κ' 13-16), Αὐτὸς πού μπορεῖ «ἐν ἑτέρα μορφὴ» νὰ
φανερώνεται.
Μαρία! Ἐγὼ εἶμαι κάποτε σοῦ ἔδιωξα τὰ ἑπτὰ δαιμόνια. Πήγαινε τώρα ν' ἀναγγείλης, ὅτι νίκησα
τὸ θάνατο... Τρέχει ἡ Μαρία. Βρίσκει τοὺς μαθητὲς στὸ πένθος καὶ στὸ κλάμα!
–Έ, τὶ κλαῖτε; Ἀκοῦστε μὲ καὶ σταματῆστε τὸ θρῆνο! Ὁ Δάσκαλὸς μᾶς ζῆ! Τὸν εἶδα! Μου
φανερώθηκε.
–Τόν εἶδες; Κι ἐμεῖς γιατὶ δὲν Τὸν εἴδαμε; Ὄχι! Δὲν σὲ πιστεύουμε...

Ἀπιστοῦν οἱ μαθητὲς (στ. 12-13)


Τη Μαρία τὴ Μαγδαληνὴ δὲν τὴν πίστεψαν οἱ μαθητές. Ἔτσι ἔπρεπε, γιὰ νὰ γίνη πιστευτὴ ἤ
Ἀνάστασις! Νὰ Τὸν δοῦν καὶ δυὸ καὶ τρεῖς καὶ ἕνδεκα καὶ πολλοί, καὶ σὲ πολλὰ μέρη, καὶ μὲ πολλὲς
ἀποδείξεις, «δι' ἡμερῶν τεσσαράκοντα όπτανόμενον» (Πράξ. α' 3).
Ἡ ἐκτεταμένη διήγησις τοῦ Λουκ. δκ' 13-35 γιὰ τὴν ἐμφάνισι τοῦ Ἰησοῦ σὲ δύο μαθητές, ἐδῶ,
στὸν Μάρκο, συνοψίζεται στὸ στ. 12-13. Πρόκειται γιὰ τὴν ἐμφάνιση στοὺς πορευομένους πρὸς
Εμμαούς. Προτοῦ ἐμφανισθῆ ὁ ἀναστημένος Κύριος στοὺς συναγμένους «διὰ τὸν φόβον τῶν
Ἰουδαίων» ἕνδεκα μαθητὲς (Ιωάν. κ' 19-29), ἐμφανίστηκε στοὺς δύο μαθητὲς ἀπὸ τὸν εὐρύτερο
κύκλο, καὶ τοὺς ἀποκαλύφθηκε διὰ μέσου τῆς Γραφῆς καὶ τῆς κλάσεως τοῦ Ἄρτου. Γι' αὐτὴ τὴν
ἐμφάνισι ὁ Μάρκος, πού ἁπλῶς τὴν ἀναφέρει, χρησιμοποιεῖ τὸ «ὲν ἑτέρα μορφή». «Μετὰ δὲ ταῦτα
δυσὶν ἐξ αὐτῶν περιπατούσιν ἐφανερώθη ἐν ἑτέρα μορφή, πορευομένοις εἰς ἀγρόν. Κάκείνοι
ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν τοϊς λοιποὺς: οὐδὲ εκείνοις έπίστευσαν» (στ. 12-13). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνικὴ: «Κατόπιν ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε μὲ διαφορετικὴ μορφὴ σὲ δύο ἀπὸ αὐτούς, ποῦ
πήγαιναν σ' ἕνα χωριὸ (σὲ ἀγρό). Καὶ αὐτοὶ πορεύτηκαν καὶ πῆγαν καὶ ἀνήγγειλαν καὶ στοὺς ἄλλους
(ὅτι ἀναστήθηκε). Ἀλλ' οὔτε σ' αὐτοὺς πίστευσαν οἱ μαθητές».
Οἱ δύο μαθητὲς: α. Δὲν ἀνῆκαν στὸν κύκλο τῶν Δώδεκα (Λουκ. δκ' 18). β. Ὁ Αναστὰς
ἐμφανίστηκε «ὲν ἑτέρα μορφὴ» (στ. 12).
Οἱ δύο μαθητὲς Του πορεύονται πρὸς Εμμαούς. Σκυθρωποί! Πλησιάζει ὁ Χριστός. Δὲν Τὸν
καταλαβαίνουν. Ἔχει ἄλλη μορφή. Εἶναι Ἐκεῖνος, πού ὅταν σαρκώθηκε πῆρε «ἑτέρα μορφή». «Έν
μορφὴ Θεοῦ ὑπάρχων ἔλαβε δούλου μορφὴν» (Φιλιπ. β' 6). Ὁ Ἴδιος τώρα, στὸ ἄλλο σημαντικὸ
γεγονός, στὴν Ἀνάστασι, πάλι ἐμφανίζεται «ἐν ἑτέρα μορφή».
Εἶχαν ωρισμένη αναγνωρισιμότητα οἱ δυὸ μαθητές. Τὸν ἔβλεπαν στὶς διδασκαλίες Του καὶ στὰ
θαύματὰ Του μὲ τὴ μορφὴ ποῦ Τὸν ἔβλεπαν ὅλοι. Τώρα, μετὰ τὴν ἀνάστασι τὸν βλέπουν μὲ ἑτέρα
μορφή.
Πὼς καὶ γιατί; Ἤ διότι ὁ Χριστός, μὲ τὴν οἰκονομία Του προσέλαβε ἄλλη ὄψη τοῦ ἴδιου πάντοτε
Προσώπου, ἤ διότι τὰ μάτια τοὺς δὲν μποροῦσαν, θαμπωμένα καὶ κλαμμένα, νὰ δοῦν «οιὸς έστιν».
Ἄλλωστε τὸ λέει: «Οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ επιγνώναι αὐτὸν» (Λουκ. δκ' 15).
Νομίζουμε, ὅτι ἔχουμε συνδυασμὸ καὶ τῶν δύο. Τα μάτια τοὺς κάποιος τὰ κρατοῦσε καὶ δὲν
μποροῦσαν νὰ Τὸν γνωρίσουν καὶ Ἐκεῖνος εἶχε μεταβολὴ τῆς μορφῆς Του.
Πὼς ἐμφανίστηκε; Σὰν ταξιδιώτης ἤ σὰν ἀγρότης!
Τελικὰ φανερώθηκε. Ποῦ εἶδαν τὴ μορφὴ τοῦ Χρίστου, ὅπως τὴν ἤξεραν; Στο μυστήριο, ὅπου
ἐμεῖς Τὸν βλὲποῦμε «ὲν ἑτέρα μορφή». Στὴν κλάσι τοῦ Ἄρτου. «Αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ
ὀφθαλμοὶ καὶ επέγνωσαν αὐτὸν» (Λουκ. δκ' 31). Ἀνακοινώνεται ἀπὸ τοὺς δύο ἤ φανέρωσις τοῦ
Χριστοῦ στὸν Πέτρο. «Ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως καὶ ώφθη Σίμωνι» (Λουκ. δκ' 34). Καὶ αὐτοὶ
«έξηγούντο τὰ ἐν τὴ οδὼς καὶ ὡς ἐγνώσθη αυτοὶς ἐν τὴ κλάσει τοῦ "Ἄρτου» (Λουκ. δκ' 35).
Ἀλλὰ προηγουμένως καὶ στὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνὴ τὸ ἴδιο συνέβη. Πὼς εἶδε γιὰ πρώτη φορὰ
μετὰ τὴν ἀνάστασι τὸν Χριστό; «Έν ἑτέρα μορφή». Αναγνωρισιμότητα ώρισμένη εἶχε καὶ Τὸν βλέπει
τώρα μὲ μορφὴ ἄλλη. Τὸν βλέπει ὡς κηπουρό. «Τι κλαίεις; Τίνα ζητεῖς; Ἐκείνη δοκούσα ὅτι ὁ
κηπουρὸς έστι, λέγει αυτὼ Κύριε, ἔι σὺ έβάστασης αὐτόν, εἰπὲ μοι πού έθηκας αὐτόν, κάγὼ αὐτὸν
ἄρω» (Ιωάν. κ' 15). Καὶ ὅταν ἀκούη τὸ ὄνομὰ τῆς («Μαρία»), τότε Τὸν ἀναγνωρίζει. Πὼς; Πῆρε ὁ
Χριστὸς τὴν οἰκεία καὶ γιὰ τὴ Μαγδαληνὴ μορφή. Καὶ ἀναφωνεῖ: «Ραββουνί»!
Ἀλλεπάλληλες μορφές...
Οἱ μαθητὲς μετὰ τὴν ἁλιεία. «Πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης έστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν. Οὐ
μέντοι ήδεισαν οἱ μαθηταί, ὅτι Ἰησοῦς έστιν...» (Ιωάν. κα' 4). Μετὰ τὴ θαυμαστὴ ἁλιεία ἔρχεται ἡ
αναγνωρισιμότητα. «Λέγει ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ὂν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρα: Ὁ Κύριὸς έστιν» (Ιωάν.
κα' 7).
Οὔτε στοὺς δύο μαθητὲς (τοὺς πορευομένους εἰς Εμμαοὺς) πίστευσαν οἱ ἕνδεκα μαθητές.

Φανερώθηκε καὶ ἐπετίμησε (στ. 14)


Ἔτσι, ὅταν ὁ αναστὰς Κύριος φανερώθηκε στοὺς ἕνδεκα, «ώνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ
σκληροκαρδίαν» (στ. 14).
Ἡ γλώσσα ἐδῶ θυμίζει γλώσσα χριστολογίας τοῦ πάθους. Οἱ μαθητὲς ἐμφανίζονται νὰ μένουν
στὸ ἐπίπεδο τὸ πρὸ τῆς ἀναστάσεως, δηλαδή, νὰ ἐξακολουθοῦν νὰ μὴ μποροῦν νὰ
παρακολουθήσουν τὸν Ἰησοῦ, νὰ ἀδυνατοῦν νὰ δοῦν τὸ πραγματικὸ Του πρόσωπο καὶ τὴν
ὑπερφυσικὴ ἀλήθεια ποῦ τοὺς ἀποκαλύπτει. «Ύστερον ανακειμένοις αυτοίς τοὺς ἕνδεκα
έφανερώθη, καὶ ώνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ σκληροκαρδίαν, ὅτι τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν
έγηγερμένον οὺκ έπίστευσαν» (στ. 14). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Τέλος, ὁ Ἰησοῦς
ἐμφανίστηκε στοὺς ἕνδεκα μαθητές, καθὼς ἔτρωγαν. Καὶ τοὺς ἐπέπληξε γιατὶ ἀμφέβαλλαν καὶ
ἐπέμεναν νὰ μὴ πιστεύουν αὐτοὺς ποῦ Τὸν εἶδαν ἀναστημένο».
Ἐπέπληξε ὁ Αναστὰς Κύριος τοὺς ἕνδεκα μαθητές, γιατὶ δὲν πίστεψαν σ' αὐτοὺς πού ἤδη Τὸν
εἶχαν δεῖ. Καὶ ἦσαν αὐτοὶ οἱ αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες λίαν ἀξιόπιστοι. Οὔτε ἡ Μαρία ἡ
Μαγδαληνή, οὔτε οἱ λοιπὲς Μυροφόρες ἦσαν καθόλου προετοιμασμένες ἤ ὑποψιασμένες γιὰ τὴν
Ἀνάστασι. Ἐκεῖνο, πού ἤξεραν εἶναι, ὅτι ὁ Διδασκαλὸς τοὺς ἦταν νεκρός. Οὔτε οἱ δύο μαθητὲς οἱ
πορευόμενοι πρὸς Εμμαοὺς ἦσαν προετοιμασμένοι ψυχικὰ καὶ συναισθηματικὰ γιὰ τὴν Ἀνάστασι.
Μιὰ πλάκα ἀπελπισίας πλάκωνε τὰ στήθη τούς. Ένα φάσμα σκοτεινὸ προπορευόταν.
Καὶ μιὰ μαύρη ἀπελπισιὰ ἔσβηνε κάθε ἴχνος ἐλπίδας, ἔστω κι αὐτῆς πού εἶχαν. «Ήλπίζομεν»,
λένε στὸν συμπορευόμενο ἄγνωστο ὁδοιπόρο (Λουκ. δκ' 21). Πάει πιὰ ἡ ἐλπίδα μᾶς!...
-Έ, μαθητές! Γιατὶ τέτοια ἀπιστία; Πὼς ἄλλαξε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἔγινε ἀναστάσιμη ἡ
παρουσία τῆς; Πὼς ἄλλαξαν οἱ δύο μαθητὲς καὶ φούντωσε ἡ καρδιὰ τοὺς ἀπὸ ἀναστάσιμη χαρὰ
καὶ ἐλπίδα;
Νὰ γιατὶ «ώνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ σκληροκαρδίαν, ὅτι τοϊς θεασαμένοις αὐτὸν
έγηγερμένον οὺκ έπίστευσαν» (στ. 14). 'Ἀπιστία! Γιατί; Ἴσως νὰ σκέφτηκαν καὶ μετὰ τὶς πρῶτες
πληροφορίες περὶ τῆς Ἀναστάσεως: Ἄν πράγματι ὁ Διδάσκαλος ἀναστήθηκε, σὲ ποιοὺς ἄλλους θὰ
ἔπρεπε πρῶτα νὰ κάνη τὴν τιμὴ τῆς ἐμφανίσεὼς Του, παρὰ σὲ μᾶς; Γιατὶ δὲν ἐμφανίστηκε πρῶτα
στοὺς Ἀποστόλους Του, ἀλλὰ σὲ δυὸ ἀπὸ τὸν εὐρύτερο κύκλο μαθητές;
Δὲν ξέρουμε, ἂν ἡ ἀπιστία τοὺς ὠφείλετο σὲ μιὰ τέτοια σκέψι. Θάταν πολὺ ἐγωιστική!. Δηλαδὴ
-θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς ἀπαντήση ὁ Κύριος- καὶ μὲ ἐγκαταλείψατε, καὶ εἴχατε απαὶτησι πρωτείων
στὴ φανέρωση τῆς Ἀναστάσεὼς μοῦ; Ἀλλ' ὅμως οὔτε ὁ Κύριος ἀπάντησε ἔτσι στοὺς Μαθητές, οὔτε
οἱ Μαθητὲς ἐγωιστικὰ σκέφτηκαν. Ἁπλούστατα δὲν εἶχε ἀνάψει ἀκόμα μέσα τοὺς τὸ ἀνέσπερο
Φῶς τῆς Ἀναστάσεως.

Πορευθέντες μαθητεύσατε (στ. 15-16)


Θὰ γίνουν οἱ Μαθητὲς φορεῖς τῆς Ἀναστάσεως. Θὰ χαροῦν. Θὰ δοῦν ἐπανειλημμένα τὸν
Αναστάντα Κύριο. Θὰ λάβουν καὶ τὸ βραβεῖο τῆς Ἀναστάσεως, ποῦ εἶναι γιὰ κάθε πιστό, ἀλλὰ καὶ
τὴν ἐπαγγελία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἐπιπλέον θὰ ὁριστοῦν ὡς οἱ παγκόσμιοι κήρυκες τῆς Ζωῆς
καὶ τῆς Ἀναστάσεως. «Καὶ είπεν αυτοὶς: Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ
εὐαγγέλιον πάση τὴ κτίσει. Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας
κατακριθήσεται» (στ. 15-16). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ἔπειτα εἶπε ὁ αναστὰς στοὺς
μαθητὲς: “Πορευθήτε σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιο σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα.
“Όποιος θὰ πιστεύση καὶ θὰ βαπτισθῆ, θὰ σωθῆ. Ἐνῶ ἐκεῖνος, ποῦ δὲν θὰ πιστεύση, θὰ
καταδικασθῆ».
Μετὰ τὸ θέμα τῆς ἀπιστίας τῶν μαθητῶν ἀπὸ τὸ στίχο 15 ἐπικρατεῖ πανηγυρικὴ ἀτμόσφαιρα,
ποῦ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν πρωτοφανὴ ἐντολὴ τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ: «Πορευθέντες εἰς τὸν
κόσμον ἅπαντα...». Τὸ εὐαγγέλιο, ποῦ «ἦλθε κηρύσσων ὁ Ἰησοῦς» στὴ Γαλιλαία (α' 14), προορίζεται
γιὰ τὸν κόσμο ἅπαντα, γιὰ τὴν κτίσιν ὅλη, γιὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Γιὰ πρώτη φορὰ ὁλόκληρος ὁ
κόσμος γεωγραφικὰ καὶ ἐθνολογικὰ γίνεται τὸ ἀπέραντο πεδίο, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ καλύψη
ἱεραποστολικὰ ἡ δραστηριότητα τῶν ἀποστόλων.
Ὁ Μεσσίας δὲν εἶναι πλέον περιορισμένος στὸ λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ: ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη Του
ἀνήκει. Καὶ θὰ εἶναι γιὰ πάντα ζωτικὸς χῶρος τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεοφύλακτος,
σχολιάζοντας τὸ «πάση τὴ κτίσει», παρατηρεί: «Οὺκ είπεν, ὅτι τοὺς πειθομένοις κηρύξατε, ἀλλὰ
“πάση τὴ κτίσει”, εἴτε πείθονται εἴτε μή».
Ἔτσι ἀντὶ τοῦ θέματος «άπιστία», «άπιστείν» τῶν προηγουμένων στίχων, ἀπὸ τὸ στίχο 16
κυριαρχεῖ τὸ «πιστεύειν» καὶ τὰ «σημεῖα», ποῦ θὰ μποροῦν νὰ ἐνεργοῦν «ἐν τῷ ὀνόματι» τοῦ
Ἰησοῦ οἱ πιστεύοντες. Οἱ συνέπειες τῆς ἀποδοχῆς ἢ τῆς ἀπορρίψεως τοῦ εὐαγγελίου εἶναι
ἀπόλυτες καὶ ἀνέγκλητες. «Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται» (στ. 16). Ἡ ἀνταπόκρισις τῶν
ἀνθρώπων στὸ κήρυγμα μὲ τὴν πίστι καὶ τὸ βάπτισμα, δηλαδή, ἡ ἔνταξης τοὺς στὴν Ἐκκλησία,
ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία. Ὁ Χριστὸς γίνεται τὸ κεντρικὸ σημεῖο καὶ τὸ μόνο κριτήριο τῆς σωτηρίας τῶν
ἀνθρώπων.
Ὁ στ. 16 παρουσιάζεται εκκλησιολογικὰ πιὸ ἀνεπτυγμένος στὸ Ματθ. κη' 19. «Βαπτίζοντες
αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Θαύματα θ' ἀκολουθοῦν τὸ κήρυγμα (στ. 17-18)


Ἡ ἀποδοχὴ τοῦ εὐαγγελίου εἰσάγει μία σειρὰ θαυμαστῶν φαινομένων. Ὁ αναστὰς Ἰησοῦς
ἀναγγέλλει ἐπίσημα σχετικὰ μὲ ἐκείνους ποῦ θὰ πιστεύσουν: «Ἐν τῷ ὀνόματὶ μοῦ δαιμόνια
έκβαλούσι...» (στ. 17-18).
Το Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ποῦ κατὰ τὴ διήγησι τῶν Πράξεων (β' 1-11) κατέρχεται κατὰ τὴν ἡμέρα
τῆς Πεντηκοστῆς, προανακρούεται ἤδη μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἰησοῦ, γιατὶ οἱ ἐκδηλώσεις τῶν πιστῶν
πού προαναγγέλλονται ἐδῶ (ιάματα, γλωσσολαλία κ.λπ.) εἶναι δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐδῶ
θὰ μποροῦσε νὰ μιλήση κανείς, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν γιὰ «Μάρκεια Πεντηκοστή». «Σημεῖα
δὲ τοὺς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει. Ἐν τῷ ὀνόματὶ μοῦ δαιμόνια έκβαλούσι γλώσσαις
λαλήσουσι καιναΐς· ὄφεις άρoύσι κἂν θανάσιμὸν τὶ πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει ἐπὶ ἀρρώστους
χεῖρας επιθήσουσι, καὶ καλῶς έξουσιν» (στ. 17-18). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Σε ἐκείνους δέ,
ποῦ θὰ πιστεύσουν, θὰ ἀκολουθοῦν αὐτὰ τὰ θαύματα: Μὲ τὴ δύναμὶ μοῦ θὰ βγάζουν δαιμόνια.
Θὰ μιλᾶνε νέες γλῶσσες. Θὰ θανατώσουν φίδια. Καὶ ἂν πιοῦν κάτι θανατηφόρο, δὲν θὰ τοὺς
βλάψη. Θὰ θέτουν τὰ χέρια πάνω σὲ ἀρρώστους καὶ θὰ γίνωνται καλά».
Σε δύο ἀκόμη περιπτώσεις στὸ κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιο ὁ Χριστὸς ἀνήγγειλε κάτι παρόμοιο
(Μάρκ. γ' 14-15 καὶ τσ' 713). Στην τελευταία περίπτωσι τὰ θαυμαστὰ φαινόμενα διαφέρουν ἀπὸ
τῶν ἄλλων δύο, γιατὶ συνοδεύουν τοὺς «πιστεύσαντας» γενικὰ καὶ δὲν περιορίζονται μόνο στοὺς
δώδεκα ἀποστόλους. Ἐπίσης ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐκδίωξη τῶν δαιμόνων καὶ τὴν ἴασι τῶν ἀσθενῶν,
προστίθενται νέα θαυμαστὰ φαινόμενα, πού πολλαπλασιάζονται ἀπὸ πλευρὰς φορέων καὶ
ἀποδεκτῶν.
Ἡ ὑπερφυσικὴ δύναμις καὶ ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ παρουσιάζεται σὲ μία ἐκπληκτικὴ ἀφθονία
σημείων, πού ἀναιρεῖ κάθε ἀνθρώπινο ὅριο.

Βεβαίωσις καὶ σφραγίδα τοῦ λόγου (στ. 19-20)


Ἡ ἀποκάλυψις τῆς θείας ἐξουσίας τοῦ αναστάντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὸ ἀποκορύφωμὰ τῆς
πραγματοποιεῖται στοὺς δύο τελευταίους στίχους 19-20. Ἐδῶ διακηρύσσεται μὲ ἐπισημότητα, ὅτι
«ὁ Κύριος μετὰ τὸ λαλῆσαι αυτοίς...». «Ὁ μὲν οὺν Κύριος μετὰ τὸ λαλῆσαι αύτοϊς άνελήφθη εἰς τὸν
οὐρανὸν καὶ εκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου
συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων. Ἀμὴν» (στ. 19-20).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνικὴ: «Ὁ μὲν Κύριος, ἀφοῦ μίλησε στοὺς μαθητὲς Του, ἀναλήφθηκε στὸν
οὐρανὸ καὶ κάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ. Οἱ μαθητὲς τότε ἔφυγαν καὶ ἔφεραν τὸ χριστιανικὸ μήνυμα
παντοῦ. Καὶ ὁ Κύριος συνεργοῦσε μαζὶ τοὺς καὶ ἐπιβεβαίωνε τὸ κήρυγμὰ τοὺς μὲ τὰ θαύματα πού
τὸ συνόδευαν. Ἀμήν».
Ἡ λέξις «Κύριος» χρησιμοποιεῖται στὴν περίπτωση αὐτὴ ὡς τίτλος προσδιοριστικὸς τῆς θείας
κυριότητας τοῦ αναστάντος Ἰησοῦ. Ἀκόμα ὅμως πιὸ σημαντικὴ εἶναι ἡ ἰδέα τῆς Ἀναλήψεως «εἰς
τὸν οὐρανὸν» καὶ τῆς «καθέδρας» «ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ». Ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐσταυρωμένος (ιστ' 6) καὶ
αναστὰς (ιστ' 9) ἀναλαμβάνεται καὶ κάθεται θριαμβευτικά, ὡς Θεάνθρωπος, στὸ θεῖο θρόνο,
περιβεβλημένος τὴν ὑπέρτατη ἐξουσία, αὐθεντία καὶ δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀφήγησις γίνεται μὲ ρήματα σὲ χρόνο παρελθόντα («άνελήφθη», «εκάθισεν»), γιὰ νὰ δηλωθῆ
μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια καὶ βεβαιότητα τὸ τετελεσμένο τῶν γεγονότων. Ἡ χριστολογία τῆς ἐξουσίας
εἶπε τὸν τελευταῖο τῆς λόγο, μὲ τὸν ὁποῖον κλείνει τὸ εὐαγγέλιο μὲ μία ἀνυπέρβλητη οὐράνια
σκηνὴ: Ὁ Ἰησοῦς ένθρονος, κύριος θείας δυνάμεως καὶ δόξης γιὰ πάντα.
Μετὰ τὸ θάμβος τῆς οὐράνιας σκηνῆς ὁ εὐαγγελιστὴς θὰ στρέψη τὴν προσοχὴ στὸ γήινο
ἀνθρώπινο χῶρο, γιὰ νὰ πληροφορήση τὸν ἀναγνώστη, ὅτι οἱ μαθητὲς «έξελθόντες ἐκήρυξαν
πανταχοῦ...» (στ. 20). Στὴ φράση αὐτὴ περιλαμβάνεται ἡ ὅλη δρᾶσις τῶν ἀποστόλων, τμῆμα τῆς
ὁποίας άφηγούνται οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Οἱ Μαθητὲς «τοῖς σημείοις καθοπλισθέντες καὶ
θαύμασι, πρὸς τὸ κήρυγμα ἀπεστέλλοντο. Καὶ Σὺ μέν, Κύριε, πρὸς τὸν αρχίφωτον ἀνελήφθης
Πατέρα, οἱ δὲ ἐκήρυττον πανταχοῦ τὸν λόγον, τοῖς θαύμασι πιστούμενοι» (δοξαστικὸ γ' ἑωθινοῦ).
Ἡ χριστολογία τῆς ἐξουσίας σφραγίζει ἤδη τὴν ἀνθρώπινη πραγματικότητα. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ θὰ γεμίση τὴν οἰκουμένη μὲ τὰ ἀνεξίτηλα σημάδια τῆς ἐξουσίας Του, πού ἀπελευθερώνει,
θεραπεύει, σώζει. Ἡ Ἀνάστασις θὰ φωτίζη τὴν πορεία τῶν πιστῶν ὅλων τῶν αἰώνων. «Δι' ὅ οἱ
φωτισθέντες δι' αὐτῶν (τῶν Ἀποστόλων), δοξάζομὲν Σου τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασιν, φιλάνθρωπε
Κύριε».

You might also like