Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 25

Περιεχόμενα

Εἰσαγωγικὰ γιὰ τὴν ἐπιστολὴ Γ΄ Ἰωάννου............................................................................3


Χαιρετισμὸς (Γ' Ἰωάν. στ. 1-2) ..............................................................................................5
Ὁ Πρεσβύτερος μὲ ἀγάπη (στ. 1) ............................................................................................................. 5
Εὐόδωσις σωματικὴ καὶ ψυχικὴ (στ. 2) ................................................................................................... 6
Ἐγκώμιο Γαΐου (Γ' Ἰωάν. στ. 3-8) ..........................................................................................7
Καλὴ μαρτυρία γιὰ τὸν Γάϊο (στ. 3). ......................................................................................................... 7
Παιδιὰ τῆς ἀλήθειας (στ. 4) ..................................................................................................................... 8
Ἀξιόπιστος γιὰ ἐκκλησιαστικὸ ἔργο (στ. 5). ........................................................................................... 10
Καλῶς ἐνεργεῖς, ἀξίως τοῦ Θεοῦ (στ. 6) ................................................................................................ 11
Τὸ ὑπὲρ πᾶν Ὄνομα (στ. 7) .................................................................................................................... 12
Συνεργοὶ τῶν ἀποστόλων (στ. 8) ............................................................................................................ 14
Διοτρεφὴς καὶ Δημήτριος (Γ' Ἰωάν. στ. 9-12).....................................................................15
Ὁ φιλοπρωτεύων Διοτρεφὴς (στ. 9)....................................................................................................... 16
Ἐμπόδιο στὸ ἔργο τῆς ἀποστολῆς (στ. 10) ............................................................................................. 18
Ἀποστροφὴ τοῦ κακοῦ, μίμησις τοῦ ἀγαθοῦ (στ. 11) ........................................................................... 20
Μαρτυρίες περὶ τοῦ Δημητρίου (στ. 12). ............................................................................................... 21
Ἐπίλογος (Γ' Ἰωάν. στ. 13-15) .............................................................................................23
Δεῖγμα γραφῆς (στ. 13) .......................................................................................................................... 23
Ἐπιστολή, ἀλλὰ καὶ πόθος συναντήσεως (στ. 14).................................................................................. 24
Οἱ φίλοι κατ' ὄνομα (στ. 15) ................................................................................................................... 24

~2~
Τὸ δυσχερέστερο πρόβλημα στὴν κατανόηση τῆς μικρῆς αὐτῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἰωάννου
πρὸς κάποιον Γάϊο, ἔγκειται στοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ἕνας δυναμικὸς
ἐκκλησιαστικὸς ἡγέτης σὲ κάποιο τόπο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὀνόματι Διοτρεφῆς, μποροῦσε
νὰ θέτῃ γύρω στὰ τέλη τοῦ 1ου αἰῶνα ἐν ἀμφιβόλῳ τὴν αὐθεντία καὶ τὸ κῦρος ἑνὸς
Ἀπόστολου! Πῶς εἶχε ἀποκτήσει αὐτὴ τὴ θρασύτητα, νὰ μὴ δέχεται τοὺς ἀπεσταλμένους
ἀπὸ τὸν Πρεσβύτερο Ἰωάννη, τὸν θεολόγο καὶ εὐαγγελιστή; Καὶ ἀκόμα περισσότερο, πῶς
εἶχε αὐτοπεριβληθῆ μὲ τέτοια δύναμι, ὥστε στὴν οὐσία νὰ ἀφορίζῃ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὰ
μέλη ἐκεῖνα τῆς κοινότητάς (του;), ποῦ δὲν συμφωνοῦσαν μαζί του; Οὐσιαστικὰ ἐμπόδιζε
τὰ πρόσωπα, ποὺ δέχονταν τοὺς προφῆτες - Ἱεραποστόλους τοῦ ἀποστολέως τῆς
ἐπιστολῆς, τοῦ Ἰωάννου.
• Προοιμιακὰ ὁ Ἰωάννης χαιρετίζει τὸν Γάϊο γιὰ τὴ φιλοξενία, ποῦ παρεῖχε σὲ
ἀπεσταλμένους-περιοδεύοντας χριστιανοὺς ἀδελφούς του καὶ ποῦ ἐνημέρωσαν τὸν
συντάκτη τῆς ἐπιστολῆς γι' αὐτὴ τοῦ τὴ φιλοξενία. Τὸν προτρέπει νὰ συνεχίζῃ νὰ τοὺς
βοηθᾷ σὲ κάθε τί, ποῦ χρειάζονται στὴν περιοδεία τους. Ἔπειτα μνημονεύει μιὰ συστατικὴ
ἐπιστολὴ (στ. 9), Ποῦ ἀπέστειλε σὲ τοπικὴ Ἐκκλησία. Σύστηνε περιοδεύοντες ἀδελφούς,
ποῦ ὅμως τοὺς ἐμπόδιζε ὁ «φιλοπρωτεύων Διοτρεφὴς» (στ. 10). Ἐπίσης ὁ θεόπνευστος
συντάκτης τῆς ἐπιστολῆς ὑπόσχεται (στ. 10), νὰ ἐπισκεφθῆ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία, μὲ
πρωταρχικὸ σκοπὸ νὰ καυτηριάση τὶς ἐνέργειες τοῦ Διοτρεφούς.
• Πρόσωπα, ποὺ ὀνοματίζονται στὴν ἐπιστολὴ εἶναι ὁ Γάϊος ὁ ἀγαπητός, ὁ Διοτρεφὴς καὶ
φιλοπρωτεύων καὶ ἐγωιστής, καὶ ὁ Δημήτριος μὲ τὴν καλὴ μαρτυρία ἀπὸ ὅλους.
Γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ συντάκτου της ἐπιστολῆς, ὅσο καὶ ἂν ἀπὸ μερικοὺς ἀμφισβητήθηκε,
ὅμως ὅλες οἱ ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς μαρτυρίες ἀποδεικνύουν, ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν
συντάκτη καὶ τῶν ἄλλων δύο ἐπιστολῶν (Α΄ καὶ Β΄). Σ' αὐτὸ συνηγοροῦν καὶ ἡ ὁμοιότητα
τῶν θεμάτων (ἀγάπη, ἀλήθεια, κατάστασης στὴ ζωὴ τῶν πρώτων χριστιανῶν) καὶ ἡ
ὁμοιότητα τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ συγγραφέως (πνευματικὴ τρυφερότητα, ἀλλὰ καὶ
ἀναγκαία αὐστηρότητα). Συντάκτης τῆς ἐπιστολῆς εἶναι ὁ ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς
Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος ὅμως ἴσως καὶ ἀπὸ βαθειὰ ταπείνωσι ὀνομάσει τὸν ἑαυτὸ τοῦ
«Πρεσβύτερο».
• Στὴν ἐπιστολὴ ὁ Πρεσβύτερος (ὁ Ἰωάννης) δὲν φαίνεται νὰ πολεμᾷ τουλάχιστον ἄμεσα
κάποια αἵρεσι, ὅπως στὶς Α΄ καὶ Β΄ ἐπιστολές, ἀλλὰ ἀπευθύνεται ἰδιωτικὰ τρόπον τινὰ στὸν
Γάϊο. Σ' αὐτὸν γράφει γιὰ συγκεκριμένες καταστάσεις καὶ συγκεκριμένα πρόσωπα μὲ τρόπο
πολὺ σύντομο, ἀποσπασματικὸ καὶ πολλὰ ὑπαινισσόμενος, ὥστε ἐμεῖς λίγα μποροῦμε νὰ
κατανοήσουμε.
• Τὸ μεγάλο ἐρώτημα σχετικὰ μὲ τὸν Διοτρεφὴ εἶναι: Πρόκειται στὴν ἐπιστολὴ γιὰ θέμα
τάξεως καὶ πειθαρχίας ἢ γιὰ θέμα δόγματος καὶ διδασκαλίας; Ἡ πλειονότητα τῶν
ἑρμηνευτῶν ἔχουν ταχθῆ ὑπὲρ τῆς πρώτης ἀπόψεως.

~3~
• Ὁ Πρεσβύτερος στὴν ἐπιστολὴ φαίνεται, ὅτι διαθέτει μιὰ ἀναγνωρισμένη γενικότερα
αὐθεντία.
Ποιὸς ἦταν ὁ Διοτρεφὴς αὐτός; Ἦταν κάποιος ἡγέτης ἱκανὸς καὶ ματαιόδοξος, Ποῦ
κατώρθωσε νὰ παρασύρῃ πολλοὺς στὶς ἀπόψεις τοῦ κατὰ τοῦ Πρεσβυτέρου; Μᾶλλον
πρόκειται γιὰ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ κατεῖχε ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα καὶ γιὰ λόγους ποὺ
δὲν ἀναφέρονται ἀντιπολιτευόταν τὸν Ἀπόστολο («Πρεσβύτερο»). Μποροῦμε βέβαια ἀπὸ
τὸ χαρακτηρισμό, ποὺ τοῦ προσδίδει ὁ συγγραφεὺς Ἀπόστολος, καὶ τὸν ὀνομάζει
«φιλοπρωτεύοντα», νὰ συμπεράνουμε, ὅτι καὶ στοὺς κόλπους τῆς πρώτης Ἐκκλησίας
διολίσθησε ὁ ὄφις τῆς ὑπερηφανείας.
Αἰτία καὶ ἐν προκειμένῳ τῶν κακῶν ἢ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ κενοδοξία. Λέει ὁ Ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Πάντων αἴτιον τῶν κακῶν ἢ κενοδοξία. Τοῦτο ἐπὶ τὴν ζηλοτυπίαν ἄγει.
Τοῦτο τὰς Ἐκκλησίας ἄνω καὶ κάτω πεποίηκε. Τοῦτο καὶ τοὺς πολιτικοὺς λυμαίνεται
πράγμασι. Τοῦτο καὶ οἰκίας ὁλοκλήρους ἀνέτρεψε καὶ πόλεις καὶ δήμους καὶ ἔθνη». (Ε.Π.Ε.
13,202). Μετάφρασις: Αἰτία ὅλων των κακῶν εἶναι ἡ κενοδοξία. Αὐτὴ ὁδηγεῖ στὴ ζηλοτυπία.
Αὐτὴ ἔχει κάνει τὶς ἐκκλησίες ἄνω-κάτω. Αὐτὴ διαστρέφει τοὺς πολιτικοὺς καὶ φθείρει τὶς
πολιτικὲς ὑποθέσεις. Αὐτὴ ἔχει καταστρέψει ὁλόκληρες οἰκογένειες, πόλεις καὶ λαοὺς καὶ
ἔθνη.
• Ἀποσκοπεῖ ἡ ἐπιστολὴ νὰ συστήση στὸν Γάϊο τοὺς ἀδελφούς, τοὺς γνησίους
ἱεραποστόλους καὶ νὰ διεγείρῃ τὴ φιλόξενο διάθεσή τους ὑπὲρ αὐτῶν. Ἰδίως συνιστᾷ διὰ
τῆς ἐπιστολῆς τοῦ αὐτῆς τὸν Δημήτριο, ποῦ φαίνεται νὰ εἶναι κάποιος διακεκριμένος
ἱεραπόστολος, ἢ καὶ ἀρχηγός. Πάντως συνταξίδευε μὲ αὐτούς.
• Ὡς πρὸς τὸν τόπο συγγραφῆς τῆς ἐπιστολῆς: Ὁ Ἰωάννης, ὅταν ἐπανῆλθε ἀπὸ τὴν ἐξορία
στὴν Πάτμο, ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἔφεσο καὶ ἐπέβλεπε ἀπὸ ἐκεῖ τὶς γειτονικὲς ἐκκλησίες,
τὶς ἐπισκεπτόταν αὐτοπροσώπως, ἐγκαθίδρυε ἐπισκόπους, ἵδρυε ἐκκλησίες κ.λπ. Ἀπὸ τὴν
Ἐφεσο, λοιπόν, τὸ πιθανώτερο, ἔστειλε τὴν ἐπιστολή.
• Ὡς πρὸς τὸ χρόνο πιθανολογεῖται, ὅτι γράφτηκε μετὰ τὴ σύνταξι τοῦ τετάρτου
Εὐαγγελίου, τὴν πενταετία 95-100 μ.Χ.

~4~
1
Ὁ πρεσβυτεροσ Γαΐῳ τῷ ἀγαπητῷ, ὃν ἐγὼ ἀγαπῶ ἐν ἀληθείᾳ. 2 ᾿Αγαπητέ, περὶ πάντων
εὔχομαί σε εὐοδοῦσθαι καὶ ὑγιαίνειν, καθὼς εὐοδοῦταί σου ἡ ψυχή.

Ὁ Πρεσβύτερος μὲ ἀγάπη (στ. 1)


Στὴν ἀρχὴ κάθε ἐπιστολῆς τίθεται ἡ ταυτότητα τοῦ συντάκτου καὶ τοῦ παραλήπτου ἢ τῶν
παραληπτῶν. Συντάκτης ὁ Πρεσβύτερος. Ἰσχύουν τα ὅσα σημειώσαμε στὴ Β΄ Ἰωὰν στ. 1. Γιὰ
τὸν Ἰωάννη τὸ θεολόγο, τὸν καὶ συντάκτη τῆς ἐπιστολῆς, ἁρμόζει τὸ «πρεσβύτερος» καὶ μὲ
τὴν ἤλικιακη σημασία, ἀφοῦ ἦταν προχωρημένης ἡλικίας, καὶ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ
σημασία. «Ὁ πρεσβύτερος Γαϊω τῷ ἀγαπητῷ, ὃν ἐγὼ ἀγαπῶ ἐν ἀληθεῖᾳ» (στ. 1). Ἀπόδοσης
στὴν ἁπλοελληνική: «Ἐγὼ ὁ πρεσβύτερος ἀπευθύνομαι στὸ Γάϊο τὸν ἀγαπητό, τὸν ὁποῖον
ἔγω ἀγαπῶ ἀληθινά».
• Ὁ Πρεσβύτερός της Ἐκκλησίας στὴ γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι καὶ ὁ Ἐπίσκοπος.
Πάντοτε θὰ θαυμάσουμε τὴν ταπεινοφροσύνη τῶν ἀποστόλων. Δὲν χρησιμοποιοῦν
βαρύγδουπους τίτλους, ὅπως δυστυχῶς σημερινοὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες, ποὺ ἡ
προσφώνησής τους καὶ ἡ φήμη τοὺς εἶναι πλήρεις κουφότητας. Βέβαια, καὶ κάτω ἀπὸ
ὑπερήφανους τίτλους κρύβονται ταπεινοὶ καὶ ἐνάρετοι, καὶ τὸ ἀντίθετο: Κάποτε κάτω ἀπὸ
ταπεινὸ ἐξωτερικὰ ὕφος κρύβεται ἐγωιστής. Τὸ θέμα ὅμως εἶναι ἄλλο: Γιατί δὲν
καταργοῦνται ὅλοι οἱ ὑπερφίαλοι τίτλοι, ποῦ καὶ σκανδαλίζουν, καὶ εὔκολα σύρουν σὲ
ἐγωισμὸ καὶ ἐπίδειξι;
• Ποιὸς ἦταν ὁ Γάϊος, πρὸς τὸν ὁποῖο ἀπευθύνεται ἡ ἐπιστολή, δὲν γνωρίζουμε. Δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ τὸν συσχετίσουμε μὲ ἄλλους χριστιανοὺς καὶ συνεργοὺς τοῦ Παύλου,
χριστιανούς, ποὺ φέρουν τὸ ἴδιο ὄνομα. Στὸ Α΄ Κορ. α' 14. καὶ στὸ Ρωμ. ιστ΄ 23 ἀναφέρεται
Γάϊος ὁ «Κορίνθιος», «ὁ ξένος του Παύλου καὶ ὅλης της Ἐκκλησίας». Στὸ Πράξ. 16' 29
ἀναφέρεται Γάϊος ὁ «Μακεδών». Στὸ Πράξ. κ' 4 ἀναφέρεται Γάϊος ὁ Δερβαῖος. Μπορεῖ
μεταξὺ αὐτῶν νὰ ὑπάρχη κάποια ταυτότητα. Ἀλλὰ τὸ σίγουρο εἶναι, ὅτι ὁ παραλήπτης τῆς
ἐπιστολῆς δὲν εἶναι ἀπὸ τοὺς Γαΐους, συνεργοὺς τοῦ Παύλου.
Πρέπει νὰ εἶναι ἐξέχον μέλος μιᾶς χριστιανικῆς κοινότητας στὴ Μικρὰ Ἀσία, ἀρκούντως
εὔπορος, ὥστε νὰ ἐνισχύῃ τὴ χριστιανικὴ ἱεραποστολὴ τῆς περιοχῆς ἄνθρωπος τῆς
ἐμπιστοσύνης τοῦ «Πρεσβυτέρου».
• «Τὸ ἀγαπητῶ». Ἡ ἀγάπη στὸν Χριστὸ καθιστᾷ ἀγαπητοὺς καὶ τοὺς πιστούς. Γιὰ μιὰ
ἀγαπώσα καρδιά, ὅπως ἦταν τοῦ μαθητοῦ τῆς ἀγάπης, ὅλοι εἶναι ἀγαπητοί. Ἰδιαίτερα
βέβαια ὅσοι εἶναι καὶ ἀξιαγάπητοι. Ἡ λέξις «ἀγαπητός», ἐνῷ δὲν συναντᾶται στὸ κατὰ
Ἰωάννην εὐαγγέλιο, βρίσκεται δέκα φορὲς στὶς τρεῖς ἐπιστολές του. Ἡ ἐπανάληψις
ἐπιδιώκει νὰ τονίση ὄχι μόνο το εἶδος, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔκταση τῆς ἀγάπης τοῦ Πρεσβυτέρου
πρὸς τὸν Γάιο.
Ὁ Γάϊος αὐτὸς εἶναι γιὰ τὸν Πρεσβύτερο κάτι περισσότερο ἀπὸ τὰ τέκνα τῆς «ἐκλεκτῆς
κυρίας» τῆς Β΄ Ἰωάννου, τὰ ὁποῖα ἐπίσης ἀγαπᾷ «ἓν ἀληθεῖα». Ἐπρόκειτο γιὰ σχέσι ὅμοια

~5~
μὲ ἐκείνην μεταξὺ Παύλου καὶ Φιλήμονος. Πιθανὸν ὁ Γάϊος νὰ ἦταν πνευματικὸ ἀνάστημα
τοῦ Πρεσβυτέρου.
• «'Ἀγαπῶ ἐν ἀληθεῖᾳ». Σημαίνει καὶ ἀγαπῶ εἰλικρινὰ Τὸ «ἓν ἀληθεῖα» ἐν προκειμένῳ
ἀφορᾷ στὴν ποιότητα τῆς ἀγάπης. Δὲν ἀγαπῶ ψεύτικα ἢ ὑποκριτικά. Ἀγαπῶ ἀληθινά,
εἰλικρινά.
Καὶ ἢ ἄλλη ἑρμηνεία εἶναι σωστή: «Ἀγαπῶ ἐν ἀληθεῖᾳ». Ἐν ὀνόματι τῆς ἀλήθειας (τοῦ
Χριστοῦ) συνδεόμαστε τόσο πολὺ καὶ ἀγαπᾶμε. Ἡ ἀλήθεια, ποὺ ἀπὸ κοινοῦ πιστεύουμε,
μᾶς συνδέει, μᾶς ἑνώνει. Ἔτσι ἀγαπᾶμε ἐν ὀνόματι τῆς ἀλήθειας. Ἀγαπᾶμε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,
ποὺ εἶναι ἡ Ἀλήθεια.
• «Ἀγαπῶ ἐν ἀληθεῖᾳ». Δείχνει μιὰ σταθερὴ καὶ μόνιμη δύναμι, ποῦ ρυθμίσει ὅλη τὴ ζωὴ
τῶν χριστιανῶν. Τὸ «ἐγὼ ἀγαπῶ ἐν ἀληθεῖᾳ» στὰ προοίμια τῶν ἐπιστολῶν Β΄ καὶ Γ΄ ἔχει
ἴσως τὴν ἔννοια τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, τὴν ὁποία ἄλλοι ἀρνοῦνται στοὺς
παραλῆπτες λόγω τῆς σχέσεώς τους μὲ τὸν Πρεσβύτερο. Ἐν ἀληθεῖᾳ ἀγαπᾷ «ὁ κατὰ Κύριον
ἀγαπῶν ἐνδιαθέτω ἀγάπη» (Οἰκουμένιος).
Ἡ ἀγάπη, ὅταν ἐκδηλώνεται, διεγείρει καὶ τοῦ ἀγαπημένου τὴν ἀγάπην. Εἶναι ἡ ἀγάπη
τῶν φίλων, μὲ τοὺς ὁποίους μᾶς συνδέει ἡ ἀλήθεια, ποῦ γιὰ τὴ διάδοσί της ἀπὸ κοινοῦ
ἀγωνιζόμαστε. Ἀπ' αὐτὴν ἀπὸ κοινοῦ ἔμπνεομαστε. Αὐτὴ εἶναι ἀγάπη εἰλικρινής,
χριστιανικὴ ἀγάπη.

Εὐόδωσις σωματικὴ καὶ ψυχικὴ (στ. 2)


Ὡς μαθητὴς τῆς ἀγάπης φανερώνει ἀκόμα καὶ μὲ τὴν προσφώνησί του ὁ Ἰωάννης τὸ πόσο
ἀγαπᾷ ὅλους. Ἡ ἀγάπη τοῦ γίνεται καὶ προσευχή. Προσεύχεται γιὰ ὅλους. Καὶ προσεύχεται
γιὰ ὅλες τὶς ἀνάγκες, ψυχικὲς καὶ σωματικές. Αὐτὸ φαίνεται στὸ δεύτερο στίχο τῆς
ἐπιστολῆς: «Ἀγαπητέ, περὶ πάντων εὔχομαι σὲ εὐοδούσθαι καὶ ὑγιαίνειν, καθὼς εὐοδούταί
σου ἢ ψυχὴ» (στ. 2). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Ἀγαπητέ, σὲ ὅλα εὔχομαι νὰ
προοδεύῃς καὶ νὰ ὑγιαίνῃς, ὅπως πηγαίνει καλὰ ἡ ψυχή σου».
• Τὸ «ἀγαπητέ» των στίχων 2 καὶ 5 εἰσάγουν στὰ δυὸ θέματα τῆς περικοπῆς: στὶς εὐχὲς
καὶ τὸν ἔπαινο πρῶτα, στὶς συστάσεις δεύτερον.
Ἀποτελοῦν ἀσφαλῶς συμβατικότητα τοῦ ἐπιστολικοῦ ὕφους τῆς ἐποχῆς ἀφ' ἑνός, ἀφ'
ἑτέρου ὅμως ρίχνουν τὸ φακὸ στὴν ἐσωτερικὴ σχέση «ἀγάπης ἐν ἀληθεῖᾳ» μεταξὺ
Πρεσβυτέρου καὶ Γαΐου.
• Τὸ ρῆμα «εὔοδουμαι» ἀρχικὰ ἀναφέρεται σὲ ταξιδιωτικὴ εὐχή, ὅπως λέμε «Καλὸ
δρόμο». Δὲν εἶναι ἀπίθανό το ρῆμα ἐδῶ νὰ σχετίζεται καὶ μὲ τὶς ἐμπορικὲς ἢ ἄλλες
ἐπιχειρήσεις τοῦ Γαΐου, ποὺ διέθετε τὰ χρήματά του ὑπὲρ τῆς ἱεραποστολῆς. Ἡ εὐόδωσις
γενικὰ σημαίνει τὴν εὐπραγία.
Ἀναφέρεται στὴ διπλὴ εὐόδωσι ὁ συντάκτης τῆς ἐπιστολῆς. Στὴν εὐόδωση τοῦ σώματος
καὶ τῶν ἐπαγγελματικῶν καὶ κοινωνικῶν ἔργων, ἀλλὰ καὶ στὴν εὐόδωσι τῆς ψυχῆς. «Καθὼς
εὐοδούται σου ἡ ψυχή». Εὔοδουται ἡ ψυχὴ τοῦ κατὰ τὴν πολιτεία τοῦ εὐαγγελίου.

~6~
• Ὁ Γάϊος ἦταν ἀναγεννημένος χριστιανός. Ἡ εὐόδωσις τῆς ψυχῆς του, ἢ πνευματική του
πρόοδος εἶναι δεδομένη. Ἡ ἄλλη εὐόδωσις, ποῦ ἀναφέρεται καὶ στὴν ὑγεία τοῦ σώματος,
εἶναι εὔκτικη. Πιστοποιεῖ τὴν πνευματικὴ πρόοδο ὁ Ἰωάννης, εὔχεται δὲ καὶ γιὰ τὴν ἄλλη
πρόοδο. Γιὰ τὴν πρόοδο τῆς ψυχῆς λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐκ ἔστι ψυχῆς οὐδὲν
ἀντάξιον, οὐδὲ ὁ κόσμος ἅπας... Μέγα μὲν ἄγαθον καὶ τὸ ἐλεειν τοὺς πενομένους, ἂλλ'
οὐδὲν τοιοῦτον, οἶον τὸ πλάνης ἁπαλλάττειν» (Ε. Π.Ε. 18,80). Μετάφρασις: Δὲν ὑπάρχει
τίποτε ἀντάξιό της ψυχῆς, οὔτε ὅλος ὁ κόσμος. Εἶναι βέβαια σπουδαῖο πρᾶγμα το νὰ
ἐλεοῦμε τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ τίποτε δὲν εἶναι τόσο σπουδαῖο, ὅσο ν' ἀπαλλάξης μιὰ ψυχὴ
ἀπὸ τὴν πλάνη.
• Ἡ ψυχὴ εἶναι ἡ περιοχὴ τῆς ζωῆς τῆς πίστεως τοῦ χριστιανοῦ, μὲ τὶς προσπάθειες καὶ
τὶς ἀποφάσεις της.
• Μὲ τὸ «ὑγιαίνειν» μήπως ὑπαινίσσεται κακὴ ὑγεία τοῦ Γαΐου, ἡ δὲ εὐχὴ ἔχει τὴν ἔννοια
τῆς ἀποκτήσεως καλῆς σωματικῆς ὑγείας, κατ' ἀναλογία πρὸς τὴν καλὴ πνευματικὴ ὑγεία;
Δὲν τὸ γνωρίζουμε. Πάντως ἡ εὐχὴ γιὰ ὑγεία δὲν προϋποθέτει ἀπαραίτητα ἀσθένεια. Εἶναι
συνηθισμένη στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀφοῦ ἡ ὑγεία εἶναι προϋπόθεσις πνευματικῆς ἐργασίας
καὶ ἱεραποστολικοῦ κόπου.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι εὔχεται ὁ Πρεσβύτερος καὶ γιὰ τὰ δύο ἄγαθα, καὶ γιὰ τὴ
σωματικὴ καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ ὑγεία. Σ' αὐτὸ συμφωνεῖ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὑπὲρ
τῆς ὑμετέρας ὑγείας τῆς κατὰ ψυχήν, τῆς κατὰ σῶμα ποιοῦμαι τὴν δέησιν» (Ε.Π.Ε. 23,82).
Μετάφρασις: Παρακαλῶ γιὰ τὴ σωματική σας ὑγεία καὶ γιὰ τὴν ψυχική.
• Εὐόδωσης καὶ ὑγεία στὴν ψυχὴ προϋποθέτει ἀναγέννηση καὶ ἐσωτερικὸ θησαυρὸ
πνευματικῆς ζωῆς. Αὐτὸ τὸ θησαυρὸ εἶχε ἀποκτήσει ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Χριστοῦ Γαϊος. Τὸ
πνευματικὸ τοῦτο ἀπόθεμα αὐξάνει καὶ καθ' ὃν χρόνον ὁ πνευματικὸς πλοῦτος πλεονάζει
καὶ ἡ ψυχὴ προκόπτει καὶ κατευοδούται πρὸς τὸ βασίλειο τῆς δόξης.

3
ἐχάρην γὰρ λίαν ἐρχομένων ἀδελφῶν καὶ μαρτυρούντων σου τῇ ἀληθείᾳ, καθὼς σὺ ἐν
ἀληθείᾳ περιπατεῖς. 4 μειζοτέραν τούτων οὐκ ἔχω χαράν, ἵνα ἀκούω τὰ ἐμὰ τέκνα ἐν
ἀληθείᾳ περιπατοῦντα. 5 ᾿Αγαπητέ, πιστὸν ποιεῖς ὃ ἐὰν ἐργάσῃ εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ εἰς
τοὺς ξένους, 6 οἳ ἐμαρτύρησάν σου τῇ ἀγάπῃ ἐνώπιον ἐκκλησίας, οὓς καλῶς ποιήσεις
προπέμψας ἀξίως τοῦ Θεοῦ. 7 ὑπὲρ γὰρ τοῦ ὀνόματος ἐξῆλθον, μηδὲν λαμβάνοντες ἀπὸ τῶν
ἐθνικῶν. 8 ἡμεῖς οὖν ὀφείλομεν ἀπολαμβάνειν τοὺς τοιούτους, ἵνα συνεργοὶ γινώμεθα τῇ
ἀληθείᾳ.

Καλὴ μαρτυρία γιὰ τὸν Γάϊο (στ. 3).


Μὲ χαρὰ ξεκινᾷ καὶ ὁ ἀνάλογος στίχος τῆς Β' ἐπιστολῆς. Ἔκφρασει τὴ χαρὰ τοῦ ὁ Ἰωάννης
καὶ τὴν αἰτία τῆς χαρᾶς. Νὰ καὶ ὁ στίχος 3 τῆς Γ' ἐπιστολῆς: «'Ἐχάρην γὰρ λίαν ἔρχομενων
ἀδελφῶν καὶ μαρτυρούντων σου τὴ ἀληθεῖα, καθὼς σὺ ἓν ἀληθεῖα περιπατεῖς» (στ. 3).

~7~
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Λοιπόν, πολὺ χάρηκα, διότι ἔρχονται ἀδελφοὶ καὶ
μαρτυροῦν ὅτι εἶσαι στὴν ἀλήθεια καὶ ἀσκεῖς τὴν ἀρετὴ σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια».
• Ὅπως ὁ Παῦλος ἐκφράζει τὴ χαρά του γιὰ τὰ εὐχάριστα, ὅταν ἀπεσταλμένοι ἐκκλησιῶν
τοῦ μετέδιδαν τὴν πρόοδο τῶν πιστῶν, ἔτσι καὶ ὁ Ἰωάννης ἐδῶ. Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Γαΐου
εἶχε τὴ μαρτυρία ἀνθρώπων, ποῦ προέρχονταν ἀπὸ τὴν τοπική του ἐκκλησία.
«Μαρτυρούντων σου». Ὁ ἐνεστὼς καὶ τὸ ἄναρθρο ὑποδηλοί, ὅτι ὄχι μιὰ φορά, ἀλλὰ
συχνάκις ᾖρθαν καὶ μαρτύρησαν ὄχι ὠρισμένοι, ἀλλὰ διάφοροι κάθε φορᾷ ἀδελφοί. Ἡ
φράσις ὑπαινίσσεται καὶ ἕνα των κυρίων μέσων, διὰ τῶν ὁποίων ὁ Πρεσβύτερος βρισκόταν
σὲ ἐπαφὴ μὲ τὶς ἐκκλησίες, τὶς ὁποῖες ἐπιτηροῦσε.
• «Μαρτυρούντων σου τὴ ἀληθεῖα. Σημαίνει, ὅτι ὁ Γάϊος Ζῇ καὶ πιστεύει κατὰ τὰ
ὀρθόδοξα μέτρα. Αὐτὸ ἀποτελεῖ μαρτυρία γιὰ τοὺς εἰδικοὺς κινδύνους, ποὺ διέτρεχε ἡ
ἀλήθεια στὴν περιοχὴ τοῦ Γαΐου, λόγω τῆς δράσεως τῶν ἀντιχρίστων ψευδοπροφητῶν καὶ
ἄλλων παραγόντων ποὺ ἀντιτίθεντο στὸν Πρεσβύτερο (Β΄ Ἰωάν. στ. 4. Α΄ Ἰωάν. α' 6. 8. β' 4.
21. γ' 19. ἐ' 6). Ως συνήθως, στὰ συγγράμματα τοῦ Ἰωάννου ἡ ἀλήθεια καλύπτει κάθε πτυχὴ
τῆς Ζωῆς, διανοητική, πνευματική, ἠθική. Οἱ ἐπισκεπτόμενοι τὸν Ἰωάννη ὤμολογουσαν, ὅτι
ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Γαΐου ἀνταποκρινόταν στὸ ὕψιστο ὑπόδειγμα Ζωῆς.
• «Καθὼς σὺ ἓν ἀληθεῖα περιπατεῖς». Διατύπωσις, ὅπως στὴν Α΄ Ἰωάν. α' 6. Ἐν ἀληθεῖᾳ
περιπατεῖ ὅποιος ζὴ μὲ εὐαγγελικὴ ἁπλότητα καὶ ἀγάπη. Γιὰ τὸν Γάϊο, ποῦ, ὅπως θὰ δοῦμε,
Ζοῦσε σὲ περιβάλλον μὲ ὑπερφίαλους καὶ αἱρετικοὺς τύπους, ἔχει σπουδαία σημασία τὸ
σωστὸ περπάτημά του, ἡ καθαρὴ Ζωή του μὲ βάση τὴν ἀλήθεια.
Τὸ «ἐν ἀληθεῖᾳ» δηλώνει τὴ στερεὰ πίστη του, τὴν εἰλικρινῆ εὐλάβειά του, τὴν
πραγματικὴ στὸν Θεὸ ἀφοσίωσή του. Δηλώνει ἐπίσης τὴν ἐμμονὴ στὴν ἀλήθεια, παρὰ τὸ
πλῆθος τῶν πλάνων καὶ ἀπατεώνων, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ διαστρέψουν τὴν ἀλήθεια.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐδεμία δεῖται βοnθείας ἢ τῆς ἀληθείας ἰσχύς: κὰν μυρίους
ἔχῃ τοὺς σβεννύντας αὐτήν, οὐκ ἄφανιζεται» (Ε.Π.Ε. 34, 424). Μετάφρασις: Ἡ δύναμις τῆς
ἀλήθειας δὲν ἔχει ἀνάγκη καμμιᾶς βοήθειας. Καὶ ἂν ἀκόμα μυριάδες προσπαθοῦν νὰ τὴν
σβήσουν, δὲν ἐξαφανίζεται.
• Ἡ ἀλήθεια, στὰ θεόπνευστα κείμενα τοῦ Ἰωάννη, καλύπτει ὅλη τὴ σφαῖρα τῆς
χριστιανικῆς ζωῆς, δηλαδή, τὴν ἠθική, τὴ διανοητικὴ καὶ τὴν πνευματική. Φαίνεται, ὅτι ὅσοι
κατὰ καιροὺς ἐπισκέπτονταν τὴν Ἔφεσο, μαρτυροῦσαν, ἔλεγαν καλὰ λόγια, γιὰ τὴν ὅλη Ζωὴ
τοῦ Γαΐου. Ἦταν ὁ Γάϊος ὑπόδειγμα Ζωῆς καὶ διαγωγῆς.

Παιδιὰ τῆς ἀλήθειας (στ. 4)


Χαρὰ αἰσθάνεται ὁ ἀπόστολος καὶ πνευματικὸς πατέρας γιὰ τὴν προκοπὴ τῶν
χριστιανῶν, τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν. Γι' αὐτὸ λέει στὴ συνέχεια: «Μειζοτέραν τούτων
οὐκ ἔχω χαράν, ἶνα ἀκούω τὰ ἐμᾶ τέκνα ἐν ἀληθεῖᾳ περιπατοῦντα» (στ. 4). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Χαρὰ μεγαλύτερη ἀπ' αὐτὰ τὰ πράγματα δὲν ἔχω, ν' ἀκούω δηλαδή, ὅτι τὰ
τέκνα μου Ζοῦν μὲ ἐνάρετη ἀλήθεια».

~8~
• Τὸ «μειζοτέραν», κατ' ἀκρίβειαν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας εἶναι ἀδόκιμο, ἀντὶ τοῦ
ὁμαλοῦ «μείζονα». Ὁ τόνος εἶναι ἐπιτακτικός. Θέλει ὁ Πρεσβύτερος νὰ δείξη τὴν ἐπίτασι
τῆς χαρᾶς ἐν συγκρίσει πρὸς ὁποιαδήποτε ἄλλη χαρά. Οἱ περιπτώσεις τῆς ἀληθινῆς ζωῆς
ἐν μέσῳ τόσων κινδύνων, δὲν εἶναι τόσες πολλές. Καὶ γίνονται ἀφορμὴ μεγαλύτερης χαρᾶς.
• Τὸ «τούτων» δηλώνει τὶς περισσότερες ἀπὸ μιὰ περιπτώσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες δοκίμασε
ὁ Πρεσβύτερος τὴ χαρά, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει. Γιὰ πολλὰ πράγματα καὶ γιὰ πολλὰ πρόσωπα
ἔχει κανεὶς χαρά. Καὶ ὅπως τονίστηκε στὴ Β' ἐπιστολὴ (στ. 12), πρόκειται γιὰ ἄλλου εἴδους
χαρά, ὄχι σὰν αὐτὴ τοῦ κόσμου. Πρόκειται γιὰ χαρὰ ἐν Χριστῷ, ποὺ γίνεται
«πεπληρωμένη».
• Ὁ λόγος, ποὺ εἶναι ἀσυγκρίτως ὡραιότερη καὶ γλυκύτερη ἡ χαρὰ τοῦ ἀποστόλου καὶ
εὐαγγελιστού, εἶναι ἡ πνευματικὴ πρόοδος τῶν πιστῶν, τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ
γνησίων πνευματικῶν του τέκνων. Δὲν ἔχω μεγαλύτερη χαρά, λέει, ἀπὸ τὸ ὅτι «ἀκούω τὰ
ἔμα τέκνα ἐν ἀληθεῖᾳ περιπατοῦντα».
Ἡ ἔκφρασις «τὰ ἔμα τέκνα» παρουσιάζει τὴν ἀτμόσφαιρα κινδύνου ἐκτροπῆς ἀπὸ τὸ
«περιπατεῖν ἐν ἀληθεῖᾳ».
Τὸ «ἀκούω» ὑπαινίσσεται τὴ μακρὰ ἱεραποστολικὴ δράση τοῦ Πρεσβυτέρου στὴν
περιοχὴ τῶν παραληπτῶν. Μὲ τὴ δράση αὐτὴ δημιούργησε ἕνα εἶδος πνευματικῆς
οἰκογένειας. Όπως ὁ πατέρας μιᾶς οἰκογένειας δὲν ἔχει ἄλλη μεγαλύτερη χαρὰ ἀπὸ τὴν
πληροφορία, ὅτι τὰ παιδιὰ τοῦ βρίσκονται στὸ σωστὸ δρόμο, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο αἰσθάνεται
ἀπέναντι στὰ πνευματικά του τέκνα καὶ ὁ Πρεσβύτερος Ἰωάννης, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς
τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ κάθε πνευματικὸς πατέρας.
• Ὅποιος ἐργάζεται ταπεινὰ καὶ σωστά, αὐτὸς ἀπολαμβάνει τῆς χαρᾶς τῶν πνευματικῶν
τέκνων. Ἡ λέξις «τέκνον» συναντᾶται πολλὲς φορὲς στὴν Ἁγία Γραφή. Στὸν Παῦλο καὶ στὸν
Ἰωάννη δηλώνει τὴν ἐσωτερικότερη σχέσι μὲ τὸν πνευματικὸ πατέρα. «Σᾶς γέννησα»! λέει
σὲ πολλὲς περιπτώσεις καὶ Παῦλος. Ἄτεκνος σαρκικά, ἀφοῦ ἦταν ἄγαμος, ἦταν ὅμως
ὑπερπολύτεκνος, ἀφοῦ μὲ τὸ εὐαγγέλιο γέννησε καὶ ἀναγέννησε μυριάδες ψυχές. Ἡ πιὸ
συγκινητικὴ ἀναφορά του σὲ γέννησι πνευματικοῦ τέκνου, εἶναι ὅσα γράφει γιὰ τὸν
'Ὀνήσιμο στὸν Φιλήμονα: «Παρακαλῶ περὶ τοῦ ἔμου τέκνου, ὃν ἐγέννησα ἐν τοῖς δεσμούς
μου» (Φιλήμ. στ. 10).
• Ὁ πνευματικὸς πατέρας δὲν οἰκειοποιεῖται τοὺς πιστούς, τὰ πνευματικά του παιδιά,
ἀφοῦ γνωρίζει, ὅτι δὲν εἶναι δικά του. Εἶναι τέκνα τῆς χάριτος. Εἶναι παιδιὰ Ἐκείνου, ποὺ
θυσιάστηκε γι' αὐτά. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ πνευματικὸς πατέρας καὶ πνευματικὰ παιδιά,
ὅλοι, εἶναι «τέκνα Θεοῦ» (Ρωμ. ἡ' 16). Καὶ χαίρεται κάθε πνευματικὸς πατέρας, πολὺ
περισσότερο ὁ συντάκτης τῆς ἐπιστολῆς, ὁ Πρεσβύτερος, διότι αὐτὰ τὰ τέκνα θὰ γίνουν,
«ὡς τέκνα Θεοῦ», «κληρονόμοι Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ» (Ρωμ. η΄ 17).
• Ὁ πνευματικὸς πατέρας οὔτε κολακεύει τὰ παιδιά του, οὔτε κολακεύεται ἀπὸ τὰ παιδιά
του. Προσέχει. Νουθετεῖ. Ἀλλὰ καὶ ἐπιπλήττει, ὅταν χρειάζεται. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Ἐπὶ μὲν τῶν φυσικῶν παίδων τὸ γνήσιον καί το μὴ γνήσιον ἀπὸ τῆς ὠδινούσης καὶ τοῦ
σπείροντος ὁρίζεται, ἐνταύθα δὲ οὒχ οὕτως, ἀλλ' ἀπὸ τῆς προαιρέσεως. Ἔστι γὰρ γνήσιον

~9~
γενόμενον μὴ μεῖναι γνήσιον ἔστιν οὐκ ὃν γνήσιον γενέσθαι γνήσιον οὐ γὰρ ἀνάγκη φύσεως
ταῦτα κατακέκλεισται, ἀλλ' ἐξουσία προαιρέσεως ὅθεν καὶ συνεχεῖς ἔχει τὰς μεταβάσεις»
(Ε.Π.Ε. 24,22). Μετάφρασις: Στὴν περίπτωση τῶν φυσικῶν παιδιῶν τὸ γνήσιο καὶ τὸ μὴ
γνήσιο ὁρίζεται ἀπὸ τὴ μητέρα καὶ τὸν πατέρα. Στὰ πνευματικὰ δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο. Τὸ
γνήσιο ἢ μὴ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν προαίρεσι. Εἶναι δυνατὸν νὰ γεννηθῆ γνήσιο παιδὶ κάποιος
καὶ νὰ μὴ μείνη γνήσιο. Καὶ τὸ ἀντίθετο, μπορεῖ κάποιος νὰ μὴν εἶναι γνήσιο παιδί, καὶ νὰ
γίνῃ. Αὐτὰ καθορίζονται ὄχι ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς φύσεως, ἀλλ' ἀπὸ τὴ δύναμη τῆς
προαιρέσεως. Γι' αὐτὸ καὶ ἀλλάζουν συνεχῶς.
• Ἡ ἀτμόσφαιρα αὐτὴ σχέσεως πατέρα πρὸς υἱὸ διευκολύνει τὸν Πρεσβύτερο νὰ
προχωρήση ἀπὸ τὸ στίχο 5 καὶ ἕξης σὲ ὁρισμένες συστάσεις.

Ἀξιόπιστος γιὰ ἐκκλησιαστικὸ ἔργο (στ. 5).


Ἀπὸ τὴ γενικὴ ἀναφορὰ στὰ πολλὰ πνευματικὰ παιδιά, ὁ ἀποστολικὸς λόγος στρέφεται
προσωπικὰ σὲ ἕναν. Καὶ αὐτὸς ὁ ἕνας, ὁ ἀγαπητός, εἶναι ὁ παραλήπτης τῆς ἐπιστολῆς, ὁ
Γάϊος. Ἃς δοῦμε τὸ στίχο 5, ποὺ ἀπευθύνεται στὸν Γάϊο: «Ἀγαπητέ, πιστὸν Ποιεῖς ὃ ἐὰν
ἐργάση εἷς τους ἀδελφοὺς καὶ εἰς τοὺς ξένους» (στ. 5). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική:
«Ἀγαπητέ, ἐνεργεῖς μὲ πιστότητα σὲ ὅ, τί κάνεις στοὺς ἀδελφοὺς καὶ μάλιστα στοὺς
φιλοξενουμένους».
• Προσφωνεῖ ὁ συντάκτης τῆς ἐπιστολῆς τὸν Γάϊο «ἀγαπητό». Εἶναι ἡ
ἀλληλοπεριχώρησις τῆς ἀγάπης. Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε νὰ ἀγαπᾶμε ὅλους, ἀλλὰ καὶ
ἐπειδὴ ἐσύ, Γάϊε, εἶσαι ἄξιος ἀγάπης, γι' αὐτὸ καὶ σὲ θεωρῶ ἀγαπητό μας χριστιανό,
ἀγαπητό μας συνεργάτη, ἀγαπητό μας φίλο. Καὶ δὲν εἶσαι, Γάιε, μόνο ἀξιαγάπητος. Εἶσαι
καὶ ἀξιόπιστος.
• «Ἀγαπητέ, πιστὸν ποιεῖς». Τὸ «πιστὸς» καὶ ἐδῶ, ὅπως καὶ σ' ἄλλα σημεῖα τῆς Καινῆς
Διαθήκης, ἔχει καὶ τὶς δυὸ σημασίες:
Ἡ μία Πιστὸς = Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει πίστι στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅ,τι κάνει, τὸ
κάνει μὲ τὴ δύναμι τῆς πίστεως.
Ἡ ἄλλη σημασία: Πιστὸς = Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ τοῦ ἔχουν ἐμπιστοσύνη, ὁ ἀξιόπιστος. Καὶ
οἱ δυὸ εἶναι σοβαρές. Όποιος πιστεύει γίνεται πιστευτός, καθίσταται ἀξιόπιστος. Όποιος
πιστεύει, ἐργάζεται γιὰ τοὺς ἄλλους. Όποιος εἶναι ἀξιόπιστος, αὐτὸς ἀναλαμβάνει σοβαρά
το ἔργο τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πιστοὶ οὐ
διὰ τὸ πιστεύειν καλούμεθα μόνον, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ πιστευθῆναι παρὰ τοῦ Θεοῦ μυστήρια,
ἅπερ οὐδὲ ἄγγελοι πρὸ ἠμῶν ἤδεσαν». (Ε.Π.Ε. 22,78). Μετάφρασις: Αὐτός, ποῦ σὲ ἔκανε
ἀξιόπιστο, αὐτὸς καὶ σοῦ ἐμπιστεύθηκε τὰ πάντα. Πιστοὶ δὲν ὄνομαζομαστε, μόνον διότι
πιστεύουμε, ἀλλὰ καὶ διότι μᾶς ἔχει ἐμπιστευθῆ ὁ Θεὸς μυστήρια, ποὺ οὔτε οἱ ἄγγελοι πρὶν
ἀπὸ μᾶς γνώριζαν.
• Καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης φαίνεται νὰ ἔχῃ μεγάλη ἐμπιστοσύνη στὸν Γάϊο. Τὸ «ὃ ἐὰν
ἐργάση» καλύπτει ὅ,τι ἤδη ὁ Γάϊος ἐργάστηκε στὸ παρελθόν. Καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ ἐγγύησι,
ὅτι θὰ ἐργασθῆ καὶ στὸ μέλλον. Ο Πρεσβύτερος ἔχει πεποίθηση, ὅτι ὁ Γάϊος θὰ ἦταν

~ 10 ~
πάντοτε συνεπὴς στὸ πνευματικό του ἔργο. Εἶναι μεγάλο πρᾶγμα νὰ βλέπῃ ὁ λαὸς τοὺς
πάσης φύσεως ἡγέτες μὲ μάτι καθαρό, χωρὶς νὰ τοὺς ὑποψιάζεται. Ὁ διάκονος τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι γιὰ νὰ ἐπιτελῇ τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, χωρὶς φιλοδοξίες καὶ ἐπιδεικτικότητα.
• Τὸ «ὁ ἐὰν ἐργάση» δηλώνει ἐπίσης κάθε εἴδους ἐξυπηρέτηση, ὄχι μόνο παροχὴ στέγης
καὶ τροφῆς, ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὰ Συνοπτικὰ Εὐαγγέλια, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν ἐκδήλωση τῆς
ἀγάπης. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀγάπη περὶ τῆς ὁποίας μιλάει ἢ ἐνώπιόν της Ἐκκλησίας
μαρτυρία, καθὼς καὶ γιὰ τὴν παροχὴ ὅλων των ἀναγκαίων μέσων γιὰ τὴ συνέχιση τῆς
ἱεραποστολικῆς πορείας μέχρι τὸν ἑπόμενο σταθμό.
• «Καὶ εἷς τους ξένους». Ξένοι εἶναι οἱ ταξιδεύοντες χριστιανοί, ποὺ εἶχαν ἀνάγκη τῆς
φιλοξενίας ἀδελφῶν. Ἡ ἀγάπη τοῦ ἡγέτη, ὅπως ἦταν ὁ Γάϊος, εἶναι χωρὶς διάκρισι. Ἀγαπᾷ
τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, τοὺς ἀνθρώπους τῆς κοντινῆς του χριστιανικῆς ὁμάδας, ἀλλ'
ἀγαπᾷ καὶ τοὺς ἄλλους, ποῦ δὲν τοὺς ξέρει μέν, ἂλλ' εἶναι ἀξιαγάπητοι.
Ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ τὸ καλό, ποὺ ὀφείλουμε σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους, ἀλλὰ
πρόκειται γιὰ εἰδικὸ ἔργο. Πρόκειται γιὰ τὴ φιλοξενία ἱεραποστόλων, ἀφιερωμένων στὸ
εὐαγγέλιο, ποὺ εἶχαν ἀνάγκη αὐτῆς τῆς φιλοξενίας.

Καλῶς ἐνεργεῖς, ἀξίως τοῦ Θεοῦ (στ. 6)


Τὸ ἔργο τῆς ἀγάπης δὲν τὸ ἐνεργεῖ κανεὶς γιὰ νὰ ἀκουσθῇ τὸ ὄνομά του καὶ νὰ λάβη
μισθὸ στὴ γῆ (Ματθ. στ' 2). Τὸ ἔργο τῆς ἀγάπης, ὅταν μάλιστα γίνεται δημόσια στὸν
ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτῆ. Δὲν ἐνεργεῖς γιὰ νὰ σὲ χειροκροτοῦν, ἀλλ' ὅταν
ἐνεργῆς ὡς δημόσιο πρόσωπο, σὲ θαυμάσουν. Καὶ διά σου θαυμάζουν τὸν Πατέρα τὸν ἐν
τοῖς οὐρανοὺς (Ματθ. ἐ 16).
• Οἱ φιλοξενηθέντες ἀπὸ τὸν Γάϊο εἶχαν δώσει καλὴ μαρτυρία, ἐγκωμιάzοντας τὸν. «Οἱ
ἐμαρτύρησάν σου τὴ ἀγάπη ἐνώπιον ἐκκλησίας, οὖς καλῶς ποιήσεις προπέμψας ἀξίας τοῦ
Θεοῦ» (στ. 6). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Αὐτοὶ μίλησαν γιὰ τὴν ἀγάπη σου στὴ σύναξη τῆς ἐκκλησίας. Καὶ καλὰ θὰ κάνῃς, νὰ
τοὺς προπέμψης κατὰ τρόπον ἄξιό του Θεοῦ».
• «Τὴ ἀγάπη ἐνώπιόν της ἐκκλησίας». Ἡ ἀγάπη εἶχε ἐκδηλωθῇ ἀπὸ τὸν Γάϊο μὲ τὴ
φιλόξενη ὑποδοχὴ ἐκείνων τῶν ξένων, οἱ ὁποῖοι ἐπανῆλθαν στὴν πόλι, ὅπου διέμενε ὁ
Πρεσβύτερος καὶ μίλησαν μὲ καλὰ λόγια γιὰ τὴ φιλόξενη ἀγάπη.
• Τὸ «ἐνώπιον ἐκκλησίας». Ἀναρθρως τὸ οὐσιαστικὸ «ἐκκλησία» σημαίνει τὴ συνάθροισι
τῶν πιστῶν, καὶ ὄχι μιὰ συγκεκριμένη τοπικὴ χριστιανικὴ Κοινότητα. Ἴσως τὰ παραδείγματα
περὶ τῆς ἐμπράκτου ἀγάπης, ὅπως τοῦ Γαΐου, νὰ μνημονεύονταν δημόσια πρὸς
ἐνθάρρυνσι.
• Δὲν τοὺς ἔβλεπε ὁ Γάϊος μιὰ φορά. Ἡ ἀγάπη τοῦ ἐκδηλωνόταν ἔπανειλημμενως, ἀφοῦ
οἱ περιοδεύοντες περνοῦσαν πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ποὺ προΐστατο ὁ Γάϊος. Γι'
αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης παραγγέλλει στὸν Γάϊο νὰ συνεχίση τὸ καλὸ ἔργο τῆς
φιλοξενίας. Τοὺς δέχτηκες μὲ ἀγάπη. Τώρα θὰ τοὺς προπέμψης μὲ ἀγάπη. Θὰ τοὺς δώσης

~ 11 ~
τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὸ ταξίδι (Τίτ. γ΄ 13) «Οὖς καλῶς ποιήσεις προπέμψας ἀξίως τοῦ Θεοῦ».
Σχετικὰ εἶναι τα καὶ περιστατικὰ τὰ ἀναφερόμενα ἀπὸ τὸν Παῦλο (Τίτ. γ' 13. Ρωμ. ιε' 24. Α΄
Κορ. ιστ΄ 6. 11).
• Ἡ φιλοξενία τῶν χριστιανῶν εἶναι ἀποκορύφωμα τῆς ἀγάπης. Ἄλλωστε ἦταν καὶ
ἑλληνικὴ παράδοσης, ποὺ μιλάει περὶ Ξενίου Διός, περὶ τῆς ἐπισκέψεως τῶν θεῶν στοὺς
ἀνθρώπους μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς ξένου. Ἀλλὰ καὶ στὴν ἰουδαϊκὴ παράδοσι βλέπουμε
φιλοξενίες, καὶ μάλιστα διὰ τῆς φιλοξενίας «ἔλαθον τινὲς ξενίσαντες ἀγγέλους» (Ἑβρ. ιγ΄ 2).
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γιὰ τὴν φιλοξενία τῶν ἀγγέλων ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ: «Ἐπειδὴ ὁ
Ἀβραὰμ ἤπλωσε τῆς φιλοξενίας τὴν σαγήνην, κατηξιώθη καὶ τὸν τῶν ὅλων Δεσπότην
ὑποδέξασθαι μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγε: “Τῆς φιλοξενίας μὴ
ἐπιλανθάνεσθε· διὰ ταύτης γὰρ ἔλαθον τινὲς ξενίσαντες ἀγγέλους” (Ἑβρ. 19' 2), τὸν
πατριάρχην πάντως αἰνιττόμενος. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Χριστὸς ἔλεγεν “"Ὃς ἂν δέξηται ἕνα
τούτων τῶν ἐλαχίστων ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται” (Ματθ. ἰη' 5)» (Ε.Π.Ε. 3,682).
Μετάφρασις: Ἐπειδὴ ὁ Ἀβραὰμ ἅπλωσε τὰ σαγήνη τῆς φιλοξενίας, γι' αὐτὸ ἀξιώθηκε νὰ
ὑποδεχθῆ τὸν Κύριό του παντὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους Του. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος λέει: «Νὰ
μὴ λησμονητε τὴ φιλοξενία, διότι μ' αὐτὴν μερικοὶ συνέβη καὶ φιλοξένησαν ἀγγέλους»,
ἐννοώντας ὁπωσδήποτε τὸν πατριάρχη 'Ἀβραάμ. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἔλεγε: «Ὅποιος θὰ
δεχτῆ ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἐλαχίστους πρὸς τιμήν μου, ἐμένα δέχεται» (Ματθ. ι' 40. Ἰδὲ καὶ
Ματθ. ιη' 5).
• Τὸ «ἀξίως τοῦ Θεοῦ» σημαίνει:
α) Ὅπως ἁρμόζει στὴ διακονία τοῦ Θεοῦ, στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
β) Ὅπως ἁρμόζει στὸν Χριστό. Τί θὰ ἔκανες γιὰ τὸν Χριστὸ προκειμένου νὰ Τὸν
φιλοξενήσης; Ἔτσι λέει στὴν περικοπὴ τῆς μελλούσης κρίσεως: «Ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετε
μὲ» (Ματθ. κε' 31-46). Καὶ στὸ ἐρώτημα τῶν ταπεινῶν ἁγίων, «πότε σὲ εἴδαμε ξένο», ἡ
ἀπάντησης τοῦ Κυρίου εἶναι σαφής: «Ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν
ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε' 40).
γ) Ὅπως ἁρμόζει στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ.

Τὸ ὑπὲρ πᾶν Ὄνομα (στ. 7)


Αἰτιολογεῖ ὁ Πρεσβύτερός το παραπάνω, τὸ «καλῶς ποιήσεις προπέμψας ἀξίως τοῦ
Θεοῦ». Ἐπρόκειτο γιὰ ἱεραποστόλους, ποὺ κήρυτταν δωρεὰν τὸ εὐαγγέλιο. Ἐργάζονταν γιὰ
τὸ 'Ὄνομα, δηλαδή, γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Σημειώνει στὸν ἑπόμενο στίχο: «“Ὑπὲρ γὰρ
τοῦ Ὀνόματος ἐξῆλθον, μηδὲν λαμβάνοντες ἀπὸ τῶν ἐθνικῶν» (στ. 7). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Διότι βγῆκαν σὲ περιοδεία γιὰ τὸ Ὄνομα (γιὰ τὸν Γιαχβέ, τὸν Ἰησοῦ Χριστό),
χωρὶς νὰ λαμβάνουν τίποτε ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς».
• Ἡ ἀπόλυτη χρήσης τῆς λέξεως Ὄνομα, ὡς ταυτόσημης μὲ τὸ Χριστό, συναντᾶται στὸ
Πράξ. ἐ' 41. Ἐκεῖ οἱ ἀπόστολοι, ἀφοῦ κακοποιήθηκαν ἀπὸ τὸ Συνέδριο, ἔφυγαν χαρούμενοι,
διότι «ὑπὲρ τοῦ Ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι» (Πράξ. ἐ' 41). Συναντᾶται
ἐπίσης στὸ ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ, στὴν ἱστορία τῆς μεταστροφῆς τοῦ Παύλου. Ἐκεῖ ἐξηγεῖ ὁ

~ 12 ~
Κύριος στὸν Ἀνανία, ὅτι ὁ Σαῦλος, καὶ μετ' ὀλίγον Παῦλος, ἦταν σκεῦος ἐκλογῆς «τοῦ
βαστᾶσαι τὸ "Ὄνομά μου...» (Πράξ. θ' 15). Συναντᾶται ἐπίσης κατὰ ἀπόλυτο τρόπο στὸ
Φιλιπ. β' 9.
• Τὸ Ὄνομα Ἰησοῦς Χριστός, «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα», ταυτίζεται μὲ τὸ Πρόσωπο. Ὁ Χριστὸς
εἶναι τὸ μοναδικὸ Πρόσωπο, τὸ Θεανθρώπινο Πρόσωπο, ποὺ μᾶς προσέλαβε ὅλους γιὰ νὰ
παύσουμε νὰ εἴμαστε ἀπρόσωπα νούμερα, καὶ νὰ καταστοῦμε τὰ ἀνεπανάληπτα πρόσωπα
τῆς χάριτος καὶ τῆς ἁγιότητας. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τοῦτο τὸ ὄνομα καὶ δαίμοσι
φοβερὸν καὶ πάθεση καὶ νοσήμασι. Τούτω τοίνυν καλλωπιζώμεθα, τούτω τειχίσωμεν
ἑαυτοὺς» (Ε.Π.Ε. 16β, 598-600). Μετάφρασις: Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι φοβερὸ
καὶ στοὺς δαίμονες καὶ στὰ πάθη καὶ στὶς ἀσθένειες. Ἃς καυχώμαστε, λοιπόν, γιὰ τὸ Ὄνομα
αὐτό. Μὲ αὐτὸ ἃς ὀχυρώνουμε τὸν ἑαυτό μας.
• Τὸ Ὄνομα Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι τὸ γλυκύτατο Ὄνομα, καὶ ἔπαναλαμβανομενο
καθίσταται ἡ γλυκύτερη καὶ δυνατότερη προσευχή, αὐτὸ ποῦ σιγὰ-σιγὰ συγκινεῖ τὸ νοῦ καὶ
τὴ καρδιὰ καὶ φθάνει στὰ ὕψη τῆς λεγομένης νοερᾶς προσευχῆς.
• Οἱ ἱεραπόστολοι, γιὰ τοὺς ὁποίους τόσο θαυμασμὸ δείχνει ὁ θεόπνευστος συντάκτης,
τρέχουν συνεχῶς γιὰ τὸ Ὄνομα, γιὰ νὰ γίνῃ γνωστό το ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καὶ διὰ τοῦ
Χριστοῦ νὰ καταστῇ λατρευτό το Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. «Ἐξῆλθον». Βγῆκαν οἱ
περιοδευτὲς κήρυκες ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη γνωστὴ στὸν Πρεσβύτερο καὶ τὸν
Γάϊο ἐκκλησία, γιὰ νὰ μεταφέρουν τὸ εὐαγγέλιο καὶ σ' ἄλλα μέρη.
Ἀπὸ στόμα σὲ στόμα μεταδίδεται τὸ εὐαγγέλιο. Αὐτὸ συνιστᾷ τὴν εὐλογημένη παράδοση
τῆς Ἐκκλησίας. Δυστυχῶς τὴν ἀνάγκη τοῦ εὐαγγελίζεσθαι (Α΄ Κορ. θ' 10) δὲν τὴν
αἰσθάνονται οἱ περισσότεροι ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Τὸ πιὸ ὡραῖο στόμα εἶναι αὐτό, ποὺ μὲ
πειθὼ καὶ δύναμι μιλάει γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Τὰ πιὸ ὡραῖα πόδια εἶναι αὐτὰ ποὺ
τρέχουν μεταδίδοντας μὲ χάρι καὶ ἀποτελεσματικότητα τὸ εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας.
Ξεχάστηκε ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Πορευθέντες μαθητεύσατε
πάντα τα ἔθνη» (Ματθ. κη΄ 19). Τὸ εὐαγγέλιο «ἄργει». Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀκτινοβολεῖ. Ἡ
βασιλεία τοῦ Θεοῦ τείνει νὰ γίνει μιὰ μορφὴ κοσμικοῦ κατεστημένου, μιὰ θρησκεία, ἢ
μᾶλλον κάποια παραθρησκεία.
Νὰ γιατί θαυμάσουμε καὶ τὸν Ἰωάννη, ποὺ ὀργανώνει τὶς ἱεραποστολές, καὶ τὸν Γάϊο, ποῦ
αὐτοεπιστρατεύθηκε στὴ διακονία τῶν ἱεραποστόλων καὶ τοὺς ἄγνωστους ἀδελφοὺς ποὺ
«ἐξῆλθον», βγῆκαν νὰ σπείρουν τὸ λόγο τῆς ἀληθινῆς βασιλείας καὶ δόξας.
• Καὶ ἡ πληρωμή τους; Ἡ Ἐκκλησία τότε δὲν στηριζόταν σὲ κτήματα καὶ περιουσίες, σὲ
μισθοὺς καὶ σὲ τυχερά, σὲ ἀγοροπωλησίες. Στηριζόταν στὸ... Μηδέν! Γιὰ τὸν κόπο τους δὲν
πληρώνονταν μὲ κάποια ὑλικὴ ἀμοιβὴ ἢ τροφή. «Μηδὲν λαμβάνοντες ἀπὸ τῶν ἐθνικῶν».
Σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελία τοῦ Κυρίου (Ματθ. ι' 8) καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Παύλου (Β΄
Κορ. ιβ' 14. Α΄ Θεσ. β' 9), δὲν ἔπαιρναν τίποτε οἱ περιοδεύοντες ἱεραπόστολοι.
• Οἱ γνήσιοι ἀπεσταλμένοι τοῦ Πρεσβυτέρου προφῆτες δὲν σχηματίζουν βαλάντια ἀπὸ
εἰσφορὲς τῶν οἱωνδήποτε ἀκροατῶν τους. Κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου στηρίζονται στὴ
φιλοξενία τῶν πιστῶν. Τὸ «δωρεὰν ἔλαβετε, δωρεὰν δότε» (Ματθ. 1' 8), ἀδιάλειπτα

~ 13 ~
ἐρχόταν στὰ αὐτιά τους καὶ στὴ διάνοιά τους. Ζοῦσαν γιὰ τὸ εὐαγγέλιο, ὄχι ἀπὸ τὸ
εὐαγγέλιο. Προτιμοῦσαν νὰ πεθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα, παρὰ νὰ δεχτοῦν κάποια τιμή, κάποια
ἀμοιβή, κάποιο δῶρο, κάποια μερίδα φαγητοῦ. Ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς ἀνιδιοτέλειας, τοῦ «μηδὲν
λαμβάνοντες», φθάσαμε στὸ σημεῖο, ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν τριῶν βαθμῶν, ἰδίως
πρεσβύτεροι καὶ ἐπίσκοποι, νὰ εἰσπράττουν μὲ διαφόρους μεθόδους τὰ λεγόμενα
«τυχερά», καὶ νὰ καθίστανται ἔτσι σιμωνιακοὶ (Πράξ. η' 20).
• «Μηδὲν λαμβάνοντες ἀπὸ τῶν ἐθνικῶν». Ἡ ἀναφορὰ στοὺς «ἐθνικοὺς» μπορεῖ νὰ
ἐξηγηθῆ ὡς ἑξῆς:
α) Ἐπειδὴ οἱ περισσότεροι πιστοὶ προέρχονταν ἀπὸ τὴν τάξη τῶν ἐθνικῶν, οἱ
ἱεραπόστολοι ἤσαν πολὺ προσεκτικοὶ καὶ εὐαίσθητοι.
β) Ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος «ἐθνικοί», χριστιανοὶ νεοφώτιστοι μάλιστα, νὰ σκανδαλίζονταν
ὅταν ἔβλεπαν τοὺς ἱεραποστόλους νὰ παίρνουν, ἔστω καὶ λίγο φαγητὸ ἀπὸ τὰ σπίτια τους.
γ) 'Ἀπέφευγαν οἱ χριστιανοὶ ἀπόστολοι φιλοξενία ἀπὸ μὴ χριστιανούς, «ἐθνικούς», διότι
θὰ τοὺς ταύτιζαν μὲ ἀπεσταλμένους εἰδωλολατρικῶν θεοτήτων ἢ αἱρετικῶν.

Συνεργοὶ τῶν ἀποστόλων (στ. 8)


Ἀφοῦ οἱ γνήσιοι ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας μόνοι τους θυσιάζουν, ὅπως ὁ Παῦλος, κάθε
δικαίωμα ἀπολαβῆς, κάθε δικαίωμα διατροφῆς ἢ ἄλλων ἐξόδων, πρέπει οἱ ἐπὶ κεφαλῆς τῆς
Ἐκκλησίας νὰ μεριμνοῦν. Δὲν παύουν καὶ οἱ ἐργάτες τοῦ εὐαγγελίου, καὶ μάλιστα οἱ πλήρως
ἀφιερωμένοι, νὰ εἶναι ἄνθρωποι μὲ στοιχειώδεις ἀνάγκες. Ο ἐπίσκοπος ἢ ἄλλος ὑπεύθυνος
ἱεραποστολικοῦ ἔργου, ὅπως ὄργανωνει τὴ φιλανθρωπία γιὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ πένητες
ἀδελφούς μας, ὅπως ὄργανωνει φιλανθρωπικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο γιὰ ἔκτακτες
περιστάσεις καὶ ἀνάγκες, ἔτσι ὀφείλει νὰ ὀργανώνῃ εἰδικὸ ταμεῖο «κατηχήσεως» καὶ
«ἱεραποστολῆς».
Κάτι τέτοιο εἶναι ὄφειλη. Ἡ ἁγία καρδιὰ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου κτυποῦσε μὲ
παλμοὺς μέριμνας καὶ φροντίδας καὶ γιὰ τοὺς ἀφιερωμένους ἱεραποστόλους. Οἱ ἴδιοι δὲν
θὰ Ζητήσουν ἡ Ἐκκλησία ὅμως καὶ ἀπρόσκλητη προτρέχει. Αὐτὸ τονίζει στὸν ἑπόμενο στίχο:
«Ἠμεῖς οὒν ὀφείλομεν ἀπολαμβάνειν τοὺς τοιούτους, ἕνα συνεργοὶ γινώμεθα τὴ ἀληθεῖα»
(στ. 8). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Γι' αὐτὸ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ βοηθᾶμε καὶ νὰ
φροντίσουμε τέτοιους ἀνθρώπους, γιὰ νὰ συνεργοῦμε στὴ διάδοση τῆς ἀλήθειας».
• Δὲν εἶναι ἁμαρτία, οἱ ἐργαζόμενοι «ἐν τῷ ναῷ», οἱ ἐργάτες τοῦ εὐαγγελίου καὶ τῆς
ἀποστολικῆς διακονίας, νὰ παίρνουν κάτι βασικὸ γιὰ τὶς ὑλικές τους ἀνάγκες. Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος, παρουσιάζοντας στὸ θ' κεφάλαιο τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς τὴ σχέση
ἐργασίας (καὶ πνευματικῆς) - ἀμοιβῆς, μὲ διάφορες εἰκόνες, ἀφήνει ἀνοικτὴ τὴ διεκδίκηση
τοῦ ἁπλοῦ δικαιώματος:
Ο στρατιώτης, ποὺ τρέφεται ἀπὸ τὸ στράτευμά του.
Ὁ γεωργός, ποὺ παίρνει πρῶτος ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ κόπου του. Ο τσοπάνος, ποὺ πίνει
λίγο γάλα ἀπὸ τὸ ποίμνιό του.

~ 14 ~
Τὸ βόδι, ποῦ δὲν τὸ ἀφήνει νηστικὸ ὁ κύριός του. Αὐτὸς ποὺ ὀργώνει καὶ ἁλωνίζει, μὲ
τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ λάβη κάτι γιὰ τὶς ἀνάγκες του, εἶναι παραδειγματικὲς εἰκόνες γιὰ τὸν
ἐργαζόμενο στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ.
Καὶ καταλήγει στὸ συμπερασματικὸ ἐρώτημα: «Εἰ ἠμεῖς ὑμὶν τὰ πνευματικὰ ἔσπειραμεν,
μέγα ἢ ἠμεῖς ὑμῶν τὰ ὑλικὰ θερίσομεν;» (Α' Κορ. θ' 12).
• Ὅλα τα παραδείγματα τῆς χρήσεως νομίμου δικαιώματος ὑπάρχουν. Μὰ εἶναι γιὰ τοὺς
ἄλλους. Δὲν εἶναι, λέει ὁ Παῦλος, γιὰ μένα. Σὲ μένα χαρίστε τὸ δικαίωμα νά... θυσιάζω κάθε
δικαίωμά μου ὑλικῆς τροφῆς ἢ ἀπολαβῆς! Γιὰ μένα θὰ ἰσχύῃ ἡ ἀπόλυτη θυσία, κατὰ τὸ
πρότυπό του Κυρίου μου. «Οὐκ ἐχρησάμεθα τὴ ἐξουσία ταύτη, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἶνα
μὴ ἐγκοπὴν τινὰ δῶμεν τῷ εὐαγγελίᾳ τοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. θ' 12). Κάτι τέτοιο τὸ θεωρεῖ
«ἐξουσία», θυσία δικαιωμάτων τὸ θεωρεῖ ἐλευθερία τὸ θεωρεῖ πλήρη ἐμπιστοσύνη στὴ
μέριμνα τοῦ Θεοῦ.
• Φαίνεται, ὅτι καὶ ἱεραπόστολοι, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλάει ὁ Πρεσβύτερος, ἤσαν, ὅσο τὸ
ἐφικτό, μιμητὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἀπέφευγαν ὁποιοδήποτε μισθό, ὁποιαδήποτε
τροφή, ὁποιαδήποτε φιλοξενία. Καὶ λοιπόν; Πῶς θὰ τρέχουν καὶ θὰ ἐργάζονται; Ἐδῶ
ἀκριβῶς ἔρχεται ἡ συνεισφορὰ τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν πιστῶν. «Ἠμεῖς οὒν
ὀφείλομεν ἀπολαμβάνειν τοὺς τοιούτους, νὰ συνεργοὶ γινώμεθα τὴ ἀληθεῖα».
• Εἶναι συνεργοί μας. Θὰ γίνουμε συνεργοί τους. Τὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς καὶ τῆς
διαδόσεως τῆς ἀλήθειας δὲν εἶναι ἔργο ὤρισμενων μόνο ἀτόμων, ὅσονδηποτε
ἀφιερωμένων καὶ ἂν εἶναι. Εἶναι ἔργο ὄχι μιᾶς ὁμάδας ἐκκλησιαστικῆς, ὁλοκληρωτικὰ
ἀφιερωμένων, ἀλλ' εἶναι ἔργο ὁλόκληρής της Ἐκκλησίας. Γινόμαστε, λοιπόν, συνεργοὶ «τὴ
ἀληθεῖα». Ὄχι μόνο ὑποστηρίζουμε τὶς θέσεις τῆς ἀλήθειας, ποὺ κηρύττουν οἱ
ἱεραπόστολοι, ἀλλὰ καὶ τοὺς προσφέρουμε τὰ ὑλικὰ μέσα καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη
διευκόλυνσι, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ κηρύττουν τὴν ἀλήθεια.
• Κάθε προσφορὰ ὑπὲρ τοῦ ἀποστολικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας μᾶς καθιστᾷ «συνεργοὺς
τὴ ἀληθεῖα». Ὅλοι οἱ χριστιανοὶ δὲν μποροῦν νὰ φύγουν σὲ μακρινοὺς τόπους καὶ νὰ
κηρύξουν τὴν ἀλήθεια. Όλοι ὅμως μποροῦν νὰ προσφέρουν χρήματα καὶ ἄλλα εἴδη γιὰ τοὺς
ἱεραποστόλους. Όλοι ὁπωσδήποτε μποροῦν νὰ προσεύχονται ὑπὲρ τῶν ἱεραποστόλων καὶ
τῆς ἐξαπλώσεως τοῦ εὐαγγελίου τῆς ἀλήθειας. Δὲν μπορεῖς νὰ κηρύξης; Μπορεῖς ὅμως νὰ
φιλοξενήσης τὴν διακονία τοῦ λόγου. Μπορεῖς νὰ γίνῃς συνοδὸς ἑνὸς γνησίου ἐργάτου τῆς
Ἐκκλησίας.

9
῎Εγραψα τῇ ἐκκλησίᾳ· ἀλλ᾿ ὁ φιλοπρωτεύων αὐτῶν Διοτρεφὴς οὐκ ἐπιδέχεται
ἡμᾶς. 10 διὰ τοῦτο, ἐὰν ἔλθω, ὑπομνήσω αὐτοῦ τὰ ἔργα ἃ ποιεῖ, λόγοις πονηροῖς φλυαρῶν
ἡμᾶς· καὶ μὴ ἀρκούμενος ἐπὶ τούτοις οὔτε αὐτὸς ἐπιδέχεται τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς
βουλομένους κωλύει καὶ ἐκ τῆς ἐκκλησίας ἐκβάλλει. 11 ᾿Αγαπητέ, μὴ μιμοῦ τὸ κακόν, ἀλλὰ
τὸ ἀγαθόν. ὁ ἀγαθοποιῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν· ὁ κακοποιῶν οὐχ ἑώρακε τὸν

~ 15 ~
Θεόν. 12 Δημητρίῳ μεμαρτύρηται ὑπὸ πάντων καὶ ὑπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀληθείας· καὶ ἡμεῖς δὲ
μαρτυροῦμεν, καὶ οἴδατε ὅτι ἡ μαρτυρία ἡμῶν ἀληθής ἐστι.

Ὁ φιλοπρωτεύων Διοτρεφὴς (στ. 9)


Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὁ Πρεσβύτερος, ὁ σεβάσμιος δηλαδὴ ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς
Ἰωάννης Ζῇ τὴ χαρὰ τῶν ἀφιερωμένων καὶ ἀπόλυτα ἐμπίστων ἱεραποστόλων, καὶ ἀπὸ τὸ
ἄλλο μέρος αἰσθάνεται τὸν πόνο ἀπὸ τὴν «ἀνταρσία» ἑνὸς προσώπου, ποὺ ἀδιαφοροῦσε
γιὰ ὁποιαδήποτε νουθεσία καὶ ἐντολὴ τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου. Καὶ γι' αὐτὸ σημειώνει
στὸν ἑπόμενο στίχο: «Ἔγραψα τὴ Ἐκκλησία. Ἀλλ' ὁ φιλοπρωτεύων αὐτῶν Διοτρεφὴς οὐκ
ἔπιδεχεται ἤμας» (στ. 9). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἔγραψα στὴν ἐκκλησία. Ἀλλ' ὁ
αὐταρχικὸς καὶ ἐγωιστὴς Διοτρεφὴς (ποὺ ἀγαπᾷ νὰ κρατῇ τὰ πρωτεῖα μεταξύ τους) δὲν μᾶς
ἀποδέχεται».
• Μερικοὶ θέλησαν νὰ ἰδεολογοποιήσουν τὴ διαφορὰ μεταξὺ Ἰωάννου καὶ Διοτρεφούς,
ὅτι δηλαδή, ὁ Διοτρεφὴς διαφωνοῦσε... θεολογικὰ μὲ τὸν ἅγιο Ἀπόστολο καὶ συντάκτη τῆς
ἐπιστολῆς, καθ' ὅσον ὁ Διοτρεφὴς ἀκολουθοῦσε τὴν πέτρειο παράδοσι! Ἀλλὰ κάτι τέτοιο
ἀποκλείεται, διότι οὐδεμία διαφορὰ ἔχουν οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Πέτρου ἀπὸ τὰ θεόπνευστα
κείμενα τοῦ Ἰωάννου, ὡς πρὸς τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ τὴν ἠθικὴ Ζωή.
• Ἡ μεταξὺ Ἰωάννου καὶ Διοτρεφοὺς ἀντίθεσις ἦταν κανονικῆς καὶ πειθαρχικῆς τάξεως.
Δὲν ἤθελε νὰ πειθαρχήση ὁ Διοτρεφής, διότι εἶχε μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ἤθελε
νὰ κρατάη τὰ σκῆπτρα, τὰ πρωτεῖα, νὰ ὑποτάσσονται ὅλοι σ' αὐτόν! Ἦταν ἕνας μικρὸς
Πάπας γιὰ τὴν ἐποχή.
«Ἔγραψα τὴ Ἐκκλησία». Γιὰ ποιὰ Ἐκκλησία πρόκειται καὶ γιὰ ποιὸ γράψιμο (ἐπιστολή);
Τὸ ἄρθρο θὰ μποροῦσε νὰ συνηγορήση ὑπὲρ τῆς ἀπόψεως, ὅτι στὴν περὶ ἧς ὁ λόγος
ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἀσκοῦσε ἡγετικὸ ρόλο ὁ Διοτρεφής, ἀνῆκε καὶ ὁ ἴδιος (ὁ Ἀπόστολος).
Αὐτὸ ὅμως δὲν εὐσταθεῖ, καὶ διότι ὁ Ἰωάννης ὡς Ἀπόστολος ἦταν ὑπεράνω τοπικῶν
ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ καὶ διότι ἡ ἀνάγκη νὰ πληροφορῇ ὁ Ἰωάννης γιὰ τὰ συμβαίνοντα στὴν
τοπικὴ ἐκκλησία τοῦ Διοτρεφούς, δείχνει ὅτι ὁ Διοτρεφὴς ἀνῆκε σὲ γειτονικὴ ἐκκλησία.
• Τί ἐννοεῖ ὁ συντάκτης τῆς ἐπιστολῆς μὲ τὸ «ἔγραψα»; Γιὰ ποιὰ ἐπιστολὴ πρόκειται;
Μήπως πρέπει νὰ νοήσουμε τὴν ἤδη σταλεῖσα στὶς ἐκκλησίες Β' ἐπιστολὴ τοῦ Ἰωάννου;
Ἀλλὰ κάτι τέτοιο δὲν εὐσταθεῖ γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους:
α) Η Β' ἐπιστολὴ εἶναι ἀναιρετική των αἱρετικῶν, καὶ δὴ τοῦ Δοκητισμοῦ, ὅπως καὶ ἡ Α'.
β) Ἐπιδιώκει νὰ ἐμποδίση τὴ διείσδυση τῶν Γνωστικῶν προφητῶν καὶ ἄλλων αἱρετικῶν
στὶς κοινότητες, ποὺ ἐπέβλεπε ὁ Ἀπόστολος.
γ) Οἱ στίχοι 9 καὶ 10 τῆς Γ' ἐπιστολῆς, ὅπου ὑπάρχει τὸ «ἔγραψα» μιλᾶνε γιὰ τὴν
ἀπόρριψι τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου καὶ τῶν ἀπεσταλμένων του ἀπὸ τὸν φίλαυτο καὶ
ἐγωιστὴ Διοτρεφή.
Ἄρα τὸ «ἔγραψα» ὑπονοεῖ κάποια ἄλλη μικρὴ ἐπιστολή, τοῦ Ἰωάννου, Ποῦ χάθηκε.

~ 16 ~
• Ἡ ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Ἰωάννης, πιθανὸν νὰ εἶναι ἐκείνη ποὺ ἄνηκε καὶ
ὁ Γάϊος καὶ ὁ Διοτρεφής, καθένας μὲ τὴ δική του θέσι. Σπεύδει ὅμως νὰ καυτηριάση μὲ ἕνα
πρωτοφανὲς γιὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη ἐπίθετο τὸν Διοτρεφή. Τὸν ἀποκαλεῖ
«φιλοπρωτεύοντα». «'Ἀλλ' ὁ φιλοπρωτεύων αὐτῶν Διοτρεφὴς οὐκ ἐπιδέχεται ἠμᾶς». Εἶχε
σηκώσει δικό του «μπαϊράκι».
• Σὲ τί συνίστατο τὸ «φιλοπρωτεύειν»; Ἀποφεύγεται ἀπὸ τὸν συντάκτη τῆς ἐπιστολῆς καὶ
πραγματικὸς τίτλος τοῦ Διοτρεφούς. Δὲν ξέρουμε ἂν ἦταν ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος.
Ὁπωσδήποτε ὅμως κατεῖχε ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα, ποὺ ὁ ἴδιος το ὑπερύψωνε, μέχρι ποῦ
νὰ κηρύξη ἐπανάσταση! Διότι τὸ «οὐκ ἐπιδέχεται ἠμᾶς» σημαίνει ἄρνηση τοῦ ἀποστολικοῦ
κύρους τοῦ «Πρεσβυτέρου», δηλαδὴ τοῦ ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοὺ Ἰωάννου!
• Τὸ «οὐκ ἐπιδέχεται ἠμᾶς» δὲν ἀναφέρεται μόνο στὴ σωματικὴ παρουσία τοῦ Ἰωάννου,
ἀλλ' ἀναφέρεται καὶ στὰ γραφόμενα καὶ λεγόμενά του. Σὰν νὰ λέῃ ὁ Ἰωάννης:
-Δὲν δέχεται τίποτε ἀπὸ ὅσα λέω καὶ ἐν ὀνόματι Κυρίου ὡς ἀπόστολος παραγγέλλω!
• Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πεδίον καὶ ταπεινῆς διακονίας καὶ ὑπερφίαλης ἐξουσίας.
«Φιλοπρωτεύων»! 'Ἐκ τῶν ἅπαξ λεγομένων. Δηλώνει φιλοδοξία νὰ κατέχῃ τὴν πρώτη
θέση σὲ ὅλα. Πιθανὸν νὰ σημαίνῃ καὶ τοῦτο: Ὁ Διοτρεφὴς νὰ μὴ κατεῖχε τὴν πρώτη θέση,
ἀλλὰ νὰ πάσχιζε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἐπιβάλλεται καὶ νὰ ἀναρριχᾶται, κάτι ποὺ δυστυχῶς τὸ
βλέπουμε συνήθως σὲ ἄτομα, ποὺ κατέχουν ἐκκλησιαστικὲς θέσεις. Σκοπός τους ἡ ἐπίδειξις
καὶ ἡ «φιγούρα». Σκοπός τους νὰ ἐλέγχουν τὰ πάντα. Σκοπός τους νὰ μὴν ἀφήνουν κανένα
ἄλλο ἱεραπόστολο καὶ διάκονο τοῦ εὐαγγελίου νὰ κάνῃ σοβαρὸ πνευματικὸ ἔργο.
• Ὁ Διοτρεφὴς ἔφθασε σὲ σημεῖο ἀντιδικίας μὲ τὸν Ἀπόστολο καὶ Εὐαγγελιστή! Ἔτσι εἶναι
κάθε ἐγωιστὴς καὶ φιλοπρωτεύων, δὲν δέχεται ἀνωτέρους, δὲν δέχεται τὸ Εὐαγγέλιο, τὴν
'Ἀποστολικὴ παράδοση. Δὲν δέχεται παρατηρήσεις ἀπὸ κανένα. Τὸ δικό του θὰ γίνῃ! «Τὸ
κράτος εἶμαι ἐγώ», ἔλεγε ἐκεῖνος ὁ βασιλιὰς τῆς Γαλλίας. «Ἐκκλησία εἶμαι ἐγώ», λένε
πολλοὶ ἐκκλησιαστικοὶ τύποι, ποῦ ἐξέλαβαν τὸ πετραχῆλι καὶ τὸ ὠμόφορο ὡς ἐξουσία καὶ
συμπεριφέρονται μὲ ἀλαζονεία.
• Διοτρεφής! Ἀπὸ τὸ Δία ἔχει τραφῆ! Αὐτὸ σημαίνει τὸ ὄνομά του. Κάποιος Δίας, κάποιος
ψεύτικος θεὸς τοῦ εἶχε θρέψει τὸν ἐγωισμό, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβη, ὅτι ὁ ἐργάτης
τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ αἰσθάνεται ἔσχατος πάντων (Α΄ Κορ. δ' 9. ιε' 8).
• Ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τῶν πρωτείων καὶ τῆς πρωτοκαθεδρίας πειράχτηκε κάποτε καὶ ὁ
ἴδιος ὁ Ἰωάννης. Μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του τὸν Ἰάκωβο Ζήτησαν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ «καθίσωσιν
εἰς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων ἐν τῇ βασιλείᾳ» Τοῦ (Ματθ. κ' 20-28).
Ἄλλο ὅμως ἡ φιλοπρωτία τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλο ἡ φιλοπρωτία τοῦ Διοτρεφούς.
Ἐκείνων ὁ πειρασμὸς ὑπῆρξε πρὸ τῆς 'Ἀναστάσεως καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν ὅλοι οἱ
μαθητὲς «προσγεια» φρονοῦσαν. Ὁ ἐγωισμὸς τοῦ Ἰωάννου, ὁ στιγμιαῖος ἄλλωστε καὶ
πρόσκαιρος, ἦταν σὰν τὸν ἐγωισμὸ τοῦ Πέτρου, ποὺ ξεχώρισε τὸν ἑαυτό του καὶ ἔλεγε:
«Ἐγὼ οὐδέποτε σκανδαλισθήσομαι» (Ματθ. κστ' 33).

~ 17 ~
Η φιλοπρωτία γιὰ τὸν Ἰωάννη ἐξαφανίστηκε πλήρως. Ἔγινε ὁ Ἰωάννης διάκονος ταπεινὸς
καὶ ἀπόστολος πιστὸς καὶ δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε τὸ παροδικὸ περιστατικὸ τῆς
φιλοπρωτίας τοῦ Ἰωάννου ἔκανε τὸν Κύριο νὰ δείξη τὸ ἀληθινὸ μεγαλεῖο, ποῦ εἶναι ἡ
διακονία, καὶ τὴν ἀληθινὴ πρωτιά, ποὺ εἶναι ἡ ταπεινόφρων ἐσχατιά: «Ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμὶν
γενέσθω μέγας, ἔστω ὑμῶν διάκονος καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμὶν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν
δοῦλος» (Ματθ. κ' 26-27).
• Ἡ φιλοπρωτία τοῦ Διοτρεφοὺς ἦταν μόνιμο πάθος ὄχι στὸν πρόναο τῆς Ἐκκλησίας,
ἀλλὰ στὰ ἐνδότερά της Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα σὲ λειτουργικὴ καὶ διοικητικὴ ἐξουσία!
Μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων ἡ «θρησκεία» τοῦ Ναζωραίου ἄρχισε νὰ φαίνεται στὰ μάτια
κάθε κενόδοξου, χῶρος προβολῆς καὶ ἐπιβολῆς. Ἐντύπωση ὅμως μᾶς κάνει, πῶς τότε, στὰ
πρῶτα χρόνια της Ἐκκλησίας τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ Ἀναστάντος Κυρίου, ἐμφανίστηκαν
τόσο φρικτὰ φαινόμενα ἐπάρσεως. Ὁ Διοτρεφὴς θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθῆ μικρὸς
πρόδρομος τοῦ Παπισμοῦ τοῦ Πρωτείου καὶ τοῦ 'Ἀλάθητου.
Ὁ Διοτρεφὴς ἔκανε διαρκῶς τὴν ἐπανάστασή του γιὰ ὅποιον τολμοῦσε νὰ τοῦ θίξη τὴν
πρωτιά του. Σὰν νὰ ἔλεγε:
-Ἀκόμα καὶ Ἀπόστολος νὰ εἶναι, ἐγὼ δὲν τὸν δέχομαι, οὔτε τὸν παραδέχομαι!
Ἔτσι στὴν ἐκκλησία, ποὺ ἀνῆκε καὶ αὐτὸς καὶ ὁ Γάϊος, ἔδινε ἐντολὲς νὰ μὴ δέχωνται
γράμματα καὶ ἐπιστολὲς ἀπὸ τὸν Ἰωάννη! «Οὐκ ἐπιδέχεται ἠμᾶς». Ὄφις ὑπερηφανείας, ποὺ
διολίσθησε στὸν παράδεισο τῆς Ἐκκλησίας καὶ προέτρεπε σὲ ἐπανάσταση κατὰ τῶν
ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ (τῶν ἀποστόλων).

Ἐμπόδιο στὸ ἔργο τῆς ἀποστολῆς (στ. 10)


Πόσο θὰ θλιβόταν ἡ εὐαίσθητη καρδιὰ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου! Κάποτε θὰ εἶχε τὸν
Διοτρεφὴ μαθητή, ἀκροατὴ καὶ πνευματικό του παιδί. Ἔτσι εἶναι! Δικοί μας ἄνθρωποι
γίνονται στὴ συνέχεια ἐχθροί της πίστεως. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Πράξ. κ' 29)
ἀποχαιρετώντας τοὺς πρεσβυτέρους (ἔπισκοπούς) της Ἐφέσου στὴν παραλία τῆς Μιλήτου,
εἶδε μὲ τὸ προφητικό του βλέμμα «λύκους βαρεῖς». Δὲν θὰ ἔρχονταν ἀπὸ μακριά, ἀπ' ἔξω.
Ἀπὸ μέσα, ἀπὸ τοὺς ἴδιους ποὺ συγκινημένοι τὸν ἄκουγαν, μερικοὶ θὰ παραμορφώνονταν
καὶ θὰ γίνονταν λύκοι, «μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου».
• Ὁ Ἰωάννης δὲν παραμένει στὴν προσωπική του θλῖψι. Παρ' ὅλη τὴν πρεσβυτική του
ἡλικία εἶναι ἀποφασισμένος γιὰ ὅλα. Θέλει νὰ πάῃ αὐτοπροσώπως, νὰ τοῦ θυμίση τὰ ἔργα
του, τὶς φλυαρίες καὶ συκοφαντίες. Εἶναι ἀνυπόφορος ὁ Διοτρεφής. Τὰ λόγια τοῦ πονηρὲς
φλυαρίες, οἱ ἐνέργειές του ἐχθρικές. Ὁ ρόλος τοῦ καταστρεπτικός. Συνεχίζοντας γιὰ τὸν
Διοτρεφὴ ὁ Ἰωάννης λέει στὸν ἑπόμενο στίχο: «Διὰ τοῦτο, ἐὰν ἔλθω, ὑπομνήσω αὐτοῦ τα
ἔργα α ποιεῖ, λόγοις πονηροῖς φλυαρῶν ἠμᾶς. Καὶ μὴ ἀρκούμενος ἐπὶ τούτοις οὔτε αὐτὸς
ἐπιδέχεται τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς βουλoμένους κωλύει καὶ ἐκ τῆς ἐκκλησίας ἐκβάλλει»
(στ. 10). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Γι' αὐτό, ὅταν ἔρθω, θὰ ἐλέγξω τὰ ἔργα του ποὺ
κάνει φλυαρώντας ἐναντίον μᾶς μὲ λόγους πονηρούς. Καὶ μὴ ἀρκούμενος σ' αὐτά, οὔτε ὁ

~ 18 ~
ἴδιος δέχεται τοὺς ἀδελφούς, ἀλλὰ καὶ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θέλουν νὰ τοὺς δεχθοῦν,
ἐμποδίζει καὶ διώχνει ἀπὸ τὴν ἐκκλησία».
• Φαίνεται, ὅτι ὁ Διοτρεφὴς ἔλαβε τὰ μέτρα του νὰ μὴ φτάση μέχρι τὴν Κοινότητά του ἡ
ἐπιστολὴ τοῦ Πρεσβυτέρου, τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου. Γιὰ τὸν ἀπόστολο δὲν ἀπομένει
τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ ἔλθη προσωπικὰ καὶ ἐνώπιόν της Ἐκκλησίας νὰ ἐλέγξη τὸν Διοτρεφὴ
καὶ τὰ ὕπουλα ἔργα του.
• Τὸ ρῆμα «ὑπομιμνήσκω» εἶναι συνηθισμένο γιὰ τὴ χριστιανικὴ παραίνεσι (Β΄ Τιμ. β'
14. Τίτ. γ΄ 1. Β΄ Πέτρ α' 12. Ἰούδα στ. 5) Στὸ στίχο ποῦ ἑρμηνεύουμε (στ. 10), τὸ «ὑπομνήσω»
ὑπαινίσσεται ὄχι μόνο τὶς πρόσφατες, ἀλλὰ καὶ τὶς παλαιότερες ἐκδηλώσεις καὶ ἐνέργειες
τοῦ Διοτρεφοὺς ἐναντίον τοῦ Ἀποστόλου.
• Τόσο τὸ «πονηρόν των λόγων», ὅσο καὶ τὸ «φλυαρεῖν» (ἴδε καὶ Α΄ Τιμ. ε' 13), δείχνουν
τὴν ἔλλειψη σοβαρότητας στὶς κατηγορίες ἐναντίον τοῦ συντάκτου της ἐπιστολῆς, τοῦ
εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Σὲ ἄλλα σημεῖα ὁ Ἰωάννης μιλάει γιὰ «Πονηρὰ ἔργα» (Ἰωάν. γ΄ 19).
Α΄ Ἰωάν. γ΄ 12. Β΄ στ. 11). Ἐδῶ μιλάει γιὰ πονηρὰ λόγια. «Λόγοις πονηροῖς φλυαρῶν ἠμᾶς».
Ἦταν ὁ Διοτρεφὴς καὶ κακὸς στὶς πράξεις καὶ συκοφάντης στὰ λόγια. Δύο ἐν προκειμένῳ
κατηγορίες κατὰ τοῦ Διοτρεφούς.
Η μία. Μὲ τὸ στόμα κακολογοῦσε τὸν Πρεσβύτερο, τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, μὲ ἀγερωχία
μάλιστα, σὰν νὰ ἔλεγε: «Τί εἶσαι σύ, τί εἶμαι ἐγώ;».
Η ἄλλη: Συμπεριφερόταν σκληρὰ στοὺς ἁγνοὺς ἐκείνους χριστιανούς, ποῦ τὸ μόνο ποὺ
ζητοῦσαν, ἦταν «θύρα λόγου» (Α' Κορ. ιστ΄ 9. Κολοσ. δ' 3). Ἐκεῖνος ἔκλεινε τὴν πόρτα τῆς
σωτηρίας. Ἦταν σὰν τοὺς φαρισαίους, γιὰ τοὺς ὁποίους λέει ὁ Κύριος: «Κλείετε τὴν
βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθέν των ἀνθρώπων ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς
εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν» (Ματθ. κγ' 14).
• Τρεῖς ἐνέργειες τοῦ Διοτρεφοὺς καυτηριάζει συγκεκριμένα ὁ θεόπνευστος
συγγραφεὺς στὸ στίχο 10. «Οὔτε αὐτὸς ἐπιδέχεται τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς βουλομένους
κωλύει καὶ ἐκ τῆς ἐκκλησίας ἐκβάλλει».
α) Δὲν δέχεται τοὺς ἀδελφούς, τοὺς ἀπεσταλμένους ἀπὸ τὴν Ἀποστολικὴ διακονία. Δὲν
τοὺς παραδέχεται ὡς φορεῖς τῆς ἀληθείας, ἀφοῦ δὲν ἀποδέχεται τὸ πρόσωπο τῆς
αὐθεντίας, ποὺ ἦταν ὁ Ἀπόστολος.
β) Ἐμποδίσει τοὺς ἄλλους, τοὺς εὐσεβεῖς καὶ ἐναρέτους, νὰ δέχονται καὶ νὰ φιλοξενοῦν
τοὺς ἱεραποστόλους.
γ) Φτάνει στὸ σημεῖο νὰ διώχνῃ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοὺς ἁγίους, ποῦ τηροῦσαν τὶς
ἐντολές, καὶ μάλιστα τὴν ἀγάπη καὶ τὴ φιλοξενία. Ἔδιωχνε τοὺς γνησίους ἀδελφούς.
'Ἀφώριζε τρόπον τινὰ τὰ πιὸ ἐκλεκτὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Πόσες φορὲς δὲν γίνεται
κατάχρησης ἐκκλησιαστικῶν ἐπιτιμίων! Ἀπὸ μεγαλόσχημους κληρικούς, ποὺ θεωροῦν τὴν
Ἐκκλησία «τσιφλίκι» τους καὶ χαλοῦν τὸν κόσμο γιὰ τὶς λεγόμενες δικαιοδοσίες, γιὰ τὰ
λεγόμενα προνόμια καὶ γιὰ τὶς λεγόμενες φῆμες, ἀποκόπτονται ἔμμεσα ἢ ἄμεσα πρόσωπα,

~ 19 ~
ποῦ εἶναι εὔχρηστα «εἷς διακονίαν» (Β΄ Τιμ. δ΄ 11) ἢ κατηγοροῦνται ὡς... ἔξωεκκλησιαστικοι
ἢ παρεκκλησιαστικοί!
• Ἕνας σατράπης στὸ εὐλογημένο στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ ἦταν ὁ Διοτρεφής. Τὴν
ὥρα, ποὺ ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης, στὴν ἁγία μέριμνά του νὰ καθαρίση τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς
αἱρετικοὺς καὶ διεστραμμένους, διοργάνωνε ὁμάδες κηρύκων καὶ ἱεραποστόλων, τὴν ὥρα
αὐτὴ ὁ Διοτρεφής, ὄργανο τοῦ Ἑωσφόρου, ἔκανε τὸ πᾶν γιὰ νὰ ματαιώνεται τὸ ἀποστολικὸ
σχέδιο τοῦ Ἰωάννου! Δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἢ πίστης καὶ ἡ ἀγάπη. Τὸν ἐνδιέφερε μόνο το «ἐγώ»
του. Ἔτσι ἔφτανε καὶ στὸ σημεῖο, νὰ ἀποβάλλῃ ἁγίους ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία!

Ἀποστροφὴ τοῦ κακοῦ, μίμησις τοῦ ἀγαθοῦ (στ. 11)


Καυτηρίασε τὴ συμπεριφορὰ τοῦ Διοτρεφοὺς ὁ Ἀπόστολος καὶ συντάκτης τῆς ἐπιστολῆς.
Φυσικὰ μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα δὲν ἦταν μόνο ὁ Διοτρεφής. Αὐτὸς ἦταν
παράδειγμα πρὸς ἀποφυγή. Ὑπῆρχαν καὶ τὰ παραδείγματα τῶν ἁγίων, τὰ ὁποῖα πάντοτε
προβάλλουν πρὸς μίμηση. Γι' αὐτὸ καὶ στὸν ἑπόμενο στίχο (11) σὰν νὰ παρακάμπτῃ τὸν
Διοτρεφή, προτρέπει τὸν Γάϊο νὰ σταθῶ σωστά: Ἀποφυγὴ τοῦ κακοῦ, μίμησις τοῦ ἀγαθοῦ:
«Ἀγαπητέ, μὴ μιμοῦ τὸ κακόν, ἀλλὰ τὸ ἀγαθόν. Ὁ ἀγαθοποιῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ὁ
κακοποιῶν οὒχ ἐώρακε τὸν Θεὸν» (στ. 11). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Ἀγαπητέ, νὰ μὴ
μιμῆσαι τὸ κακό, ἀλλὰ τὸ καλό. Ὅποιος κάνει τὸ καλό, εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅποιος κάνει τὸ
κακό, δὲν γνώρισε τὸν Θεό».
• Τὸν Γάϊο τὸν ἔχει ἐπαινέσει στοὺς πρώτους στίχους, τόσο γιὰ τὴ σταθερότητα στὴν
ἀλήθεια, ὅσο καὶ γιὰ τὸν κόπο τῆς ἀγάπης. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει, ὅτι ἔχει φθάσει στὴν
τελειότητα. Ὡς ἄνθρωπος διατρέχει καὶ αὐτὸς τὸν κίνδυνο τῆς ἀλλοιώσεως ἢ
ἀλλοτριώσεως. Ὁ πνευματικός του πατέρας καὶ διδάσκαλος, ὁ Ἰωάννης, δὲν τὸν κολακεύει.
Ἀντίθετα ἐφιστᾷ τὴν προσοχή του. Καὶ τὸν προτρέπει: «Ἀγαπητέ, μὴ μίμου τὸ κακόν, ἀλλὰ
τὸ ἀγαθόν».
Στὴν Α΄ ἐπιστολὴ εἴδαμε τὸν Ἰωάννη νὰ μιλάη μέσα στὴν ἴδια περικοπῆ συγχρόνως γιὰ
τὴν ἄναμαρτησιά του χριστιανοῦ, ἐντὸς ἀκόμα καὶ αὐτοῦ του πονηροῦ αἰῶνα, καθὼς καὶ
γιὰ τὴν πρὸς θάνατον καὶ τὴν οὗ πρὸς θάνατον ἁμαρτία (Α' Ἰωάν. γ΄ 9. ε' 16). Αὐτὸ σημαίνει,
ὅτι ἀμετάβλητος δὲν εἶναι κανείς. Καὶ γι' αὐτὸ ἡ προτροπὴ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι
συνεχής. Γνωρίζει πολὺ καλὰ ὁ Ἰωάννης τὸ εὐπαθὲς καὶ εὔθραυστό της ἀνθρωπίνης
καταστάσεως.
• Εἶναι ἀγαπητὸς ὁ Γάϊος γιὰ τὴν ὅλη πιστότητά του. Ἀλλὰ χρειάζεται καὶ τὴν προτροπή:
«Μὴ μιμοῦ τὸ κακόν, ἀλλὰ τὸ ἀγαθόν». Ὑπάρχει τὸ κακό. Δὲν εἶναι ἀόριστο. Καὶ ὁ ἐργάτης
τοῦ κακοῦ καὶ αὐτὸς δὲν εἶναι ἀόριστος. Εἶναι συγκεκριμένος. Ἐν προκειμένῳ ὁ ἐργάτης τοῦ
κακοῦ ἦταν ὁ Διοτρεφής. Ἡ ἁμαρτία τοῦ ἦταν ὁ ἑωσφορικὸς ἐγωισμός του. Ἡ προτροπὴ νὰ
μὴ μιμούμεθα τὸ κακὸ ἰσχύει γιὰ ὅλους. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὸ ὄντως κακὸν ἢ
ἁμαρτία, ἧς τὸ τέλος ἀπώλεια. Τὸ δοκοῦν κακὸν διὰ τὸ τῆς αἰσθήσεως ἀλγεινόν, ἀγαθοῦ δὲ
δύναμιν ἔχει, ὡς αἳ κακώσεις, αἳ πρὸς ἀποχῆς τῆς ἁμαρτίας ἐπαγόμεναι, ὧν οἱ καρποὶ
σωτηρία ψυχῶν αἰώνιος». (Ε.Π.Ε. 7,104). Μετάφρασις: Τὸ πραγματικῶς κακὸ εἶναι ἡ

~ 20 ~
ἁμαρτία. Τὸ τέλος τῆς εἶναι ἡ καταστροφή. Αὐτό, ποῦ φαίνεται κακό, λόγω τοῦ πόνου ποὺ
προκαλεῖ, ὅπως εἶναι οἱ σωματικὲς κακώσεις, μᾶς ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καρπὸς τῶν
σωματικῶν πόνων καὶ θλίψεων εἶναι ἡ αἰώνια σωτηρία τῆς ψυχῆς.
• Μίμησης τοῦ ἀγαθοῦ, μίμησις τοῦ Ἀγαθοῦ Κυρίου, μίμησις Χριστοῦ. Δὲν εἶχε μόνο ὁ
Γάϊος μπροστά του τὸν τύπο τοῦ κακοῦ, τὸν Διοτρεφή. Εἶχε καὶ τὸ προτυπο τοῦ ἀγαθοῦ,
ποὺ ἦταν ὁ Δημήτριος, γιὰ τὸν ὁποῖο μιλάει στὸ στίχο 12. Πάντοτε στὴν Ἐκκλησία θὰ
ὑπάρχουν οἱ τόσο πολὺ ἐνάρετοι, ὥστε νὰ τολμοῦν σὰν τὸν Παῦλο νὰ λένε: «Μιμηταί μου
γίνεσθε, καθὼς καγῶ Χριστοῦ» (Α' Κορ. ια ? 1). Ο τέλειος βέβαια εἶναι ὁ Κύριος, ὁ ἀπόλυτα
ἀξιομίμητος. Ἔπλυνε Π. Χ. τὰ πόδια τῶν μαθητῶν, γιὰ νὰ δώση ὑπόδειγμα ταπεινώσεως
πρὸς μίμησι (Ἰωάν. ιγ΄ 15-17).
Σὲ μία ὁμιλία τοῦ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος παρουσιάζει τὸν Χριστὸ νὰ προβάλλῃ τὸ
παράδειγμά Του πρὸς μίμησι: «Ὑβριζόμενος ἔγω φέρω καὶ εὐεργετῶ τοὺς ὑβρίζοντας.
Μίμησαι καὶ σύ. Εὖ Ποιῶ ἐγώ. Μίμησαι καὶ σύ. Ἀνήψα φωστῆρας εἰς τὸν οὐρανόν. Ἄναψαν
καὶ σὺ τούτων λαμπροτέρους, τοὺς ἓν πλάνη φώτισον. Ἄνθρωπον οὐ δύνασαι ποιῆσαι,
ἀλλὰ δίκαιον δύνασαι ποιῆσαι καὶ εὐάρεστον τῷ Θεῷ. Δυνάμεθα μιμείσθαι τὸν Θεὸν»
(Ε.Π.Ε. 23,402). Μετάφρασις: Ἐγὼ -λέει ὁ Χριστὸς- βρίζομαι καὶ εὐεργετῶ τοὺς ὑβριστές
μου. Νὰ μὲ μιμηθῆς καὶ σύ. Καλῶς ἐνεργῶ ἐγώ. Καὶ σὺ νὰ μὲ μιμῆσαι. Ἄναψα φῶτα στὸν
οὐρανὸ ἐγώ. Ν' ἀνάψης καὶ σύ, καὶ μάλιστα λαμπρότερα, δηλαδή, νὰ φωτίσης ὅσους
ἀνθρώπους βρίσκονται στὴν πλάνη. Δὲν μπορεῖς νὰ φτειάξης ἄνθρωπο, ἀλλὰ νὰ κάνῃς
κάποιον νὰ εἶναι δίκαιος καὶ ν' ἀρέσῃ στὸ Θεό, μπορεῖς. Μποροῦμε νὰ μιμούμαστε τὸν Θεό.
•Aν ἄτομα τῆς ὑφῆς τοῦ Διοτρεφοὺς εἶναι κακοποιοὶ καὶ συμπεριφέρονται ἀπρεπῶς,
ὑπάρχουν ὅμως καὶ οἱ ἀγαθοποιοί. «Ὁ ἀγαθοποιῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ ἔστιν ὁ κακοποιῶν οὒχ
ἐώρακε τὸν Θεόν». Εἶναι σύμφυτο μὲ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία νὰ ἀναζητῇ κάποιος νὰ
πράττῃ ἢ νὰ πάσχῃ ὅμοια μὲ τοὺς ἄλλους. Πάντως τὸ κακὸ καὶ ὁ κακοποιῶν ἐν προκειμένῳ
εἶναι ὁ Διοτρεφής, ἐνῷ τὸ ἀγαθὸ καὶ ὁ ἀγαθοποιὸς μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ Δημήτριος τοῦ στίχου
12.
• Μὲ συντομία ὁ Ἰωάννης στὸ στίχο 11 συμπτύσσει τὴ διδασκαλία ποὺ ἀναπτύσσεται
στὴν Α΄ Ἰωὰν (γ΄ 1 κε.. δ' 7 κ. ε.) γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον («ἀγαθοποιῶν»). Αὐτὴ ἡ
ἀγάπη εἶναι καρπὸς τῆς ἐκ τοῦ Θεοῦ γεννήσεως (ἀναγεννήσεως), ποῦ στὸ στίχο 11
ἀναφέρεται: «Ἐκ τοῦ Θεοῦ ἔστιν». Ἡ ἀγάπη αὐτὴ ἐπίσης εἶναι καρπὸς τῆς ἀληθινῆς θέας
τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος δὲν ἔχει ἀγάπη, «οὒx ἐώρακε τὸν Θεόν».
• Ὁ Διοτρεφὴς εἶναι κακοποιῶν, δὲν ἐνεργεῖ μὲ ἀγαθὴ πρόθεση καὶ δὲν προσφέρει τὸ
ἀγαθό, δηλαδή, τὴν ταπεινοφρονοῦσα ἀγάπη. Καὶ ἀφοῦ στερεῖται ἀγάπης, δὲν ἔχει δεῖ τὸν
Θεό. Βέβαια μπορεῖ ὁ στίχος 11 νὰ ἐκληφθῆ καὶ ὡς γενικὴ τοποθέτησις, χωρὶς εἰδικώτερη
ἀναφορὰ εἴτε στὰ προηγούμενα εἴτε στὰ ἑπόμενα.

Μαρτυρίες περὶ τοῦ Δημητρίου (στ. 12).


Πικραμένος ἀπὸ τὸν Διοτρεφή, εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸν Δημήτριο. Ὁ τελευταῖος πρέπει
νὰ ἀνῆκε στὴν ἴδια ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα μὲ τὸν Γάϊο καὶ τὸν Διοτρεφή. Πιθανὸν δὲ νὰ
εἶναι αὐτὸς ὁ κομιστὴς τῆς ἐπιστολῆς. Τὰ ὅσα γράφει ὁ Ἰωάννης στὸ στίχο 12 φαίνεται νὰ
~ 21 ~
εἶναι σύστασης τοῦ γράφοντος ('Ἰωάννου) πρὸς τὸν παραλήπτη (Γάϊο) γιὰ τὸν κομιστὴ
(Δημήτριο). «Δημητρίω μεμαρτύρηται ὑπὸ πάντων καὶ ὑπ’ αὐτῆς τῆς ἀληθείας. Καὶ ἠμεῖς
δὲ μαρτυροῦμεν, καὶ οἴδατε ὅτι ἡ μαρτυρία ἤμων ἀληθής ἐστι» (στ. 12). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Γιὰ τὸ Δημήτριο δίνεται καλὴ μαρτυρία ἀπὸ ὅλους, καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν
πραγματικότητα. Ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς δίνουμε μαρτυρία, καὶ ξέρετε, ὅτι ἢ μαρτυρία μᾶς εἶναι
ἀληθινή».
• Ὁ Δημήτριος θεωρεῖται ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ ὁμίλου τῶν ἀδελφῶν προφητῶν –
ἱεραποστόλων. Αὐτὸ ἐξηγεῖ καὶ τὰ ἐγκωμιαστικὰ λόγια. Τέτοιες διαβεβαιώσεις, τέτοια
πιστοποιητικὰ γιὰ κομιστὲς ἀποστολικῶν γραμμάτων συναντᾶμε καὶ στὰ Ρωμ. ιστ' 1-2.
Κολοσ. δ' 7-8. Β΄ Κορ. γ΄ 1). ,
• Ἂν ὅμως ὁ Δημήτριος ἐκπροσωπῇ «τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸν ἄγαθοποιουντά» του στίχου 11,
τότε εἶναι δυνατὸν νὰ προκηται γιὰ ἡγέτη τοπικῆς ἐκκλησίας, ὅπως ἦταν ὁ Διοτρεφὴς καὶ ὁ
Γάϊος. Περὶ τοῦ Δημητρίου αὐτοῦ ἡ παράδοσης ἀναφέρει, ὅτι ἐγκαταστάθηκε ἀπὸ τὸν
Ἰωάννη πρῶτος ἐπίσκοπος Φιλαδελφείας.
• Εἶχε τὴν καλὴ μαρτυρία (ἴδε καὶ Α΄ Τιμ. γ' 7). «Δημητρίω μεμαρτύρηται ὑπὸ πάντων καὶ
ὑπ’ αὐτῆς τῆς ἀληθείας. Καὶ ἤμεις δὲ μαρτυροῦμεν, καὶ οἴδατε ὅτι ἡ μαρτυρία ἠμῶν ἀληθής
ἐστι». Κάνει ἐντύπωση, ὅτι πολλὲς μαρτυρίες μνημονεύονται προκειμένου νὰ συσταθῆ
ἐπαρκῶς ὁ Δημήτριος. Ἡ συσσώρευσις αὐτὴ δὲν φαίνεται νὰ εἶναι τυχαία. Ὁ Δημήτριος
πρέπει νὰ εἶναι γνωστὸς καὶ στὸν γράφοντα καὶ στὸν παραλήπτη. Πάντως ὁ στίχος 11
μπορεῖ νὰ συνδεθῆ μὲ τὸν στίχο 12.
Ἡ μαρτυρία ὑπὲρ τοῦ Δημητρίου δὲν προέρχεται μόνο ἀπὸ ὅλους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὴ
τὴν ἀλήθεια. «Καὶ ὑπ' αὐτῆς τῆς ἀληθείας». Τί ἄραγε νὰ ἐννοῇ; Ἂν ὁ Δημήτριος εἶχε κάποιο
πνευματικὸ καὶ ὑπερφυσικὸ χάρισμα, εἶχε τὴ μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἂν ὁ
Δημήτριος ἦταν πιστὸς στὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, τότε ἡ ἀληθινή του πίστις καὶ Ζωὴ τοῦ
ἦταν μαρτυρία τῆς ἀληθείας. Ἂν ὁ θεόπνευστος συντάκτης τῆς ἐπιστολῆς ἔχει πεποίθηση
γιὰ τὴ γνησιότητα τοῦ Δημητρίου, τότε τὸ κῦρος καὶ ἡ αὐθεντία τῆς ἀποστολικῆς μαρτυρίας
ἰσοδυναμοῦν μὲ μαρτυρία τῆς ἀληθείας.
• Ὑπάρχουν πολλοί, ποὺ ἔχουν καλὴ φήμη, ἐπαινοῦνται καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ
ἡ καλὴ περὶ αὐτῶν γνώμη δὲν ἰσοδυναμεῖ καὶ μὲ μαρτυρία τῆς ἀληθείας. Δὲν εἶναι
«ἀγαθοποιoύντες». Δὲν εἶναι πιστοὶ ἀποδέκτες τῆς ἀλήθειας τοῦ εὐαγγελίου. Ἡ ζωή τους
δὲν εἶναι χριστομίμητη. Ἁπλῶς εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι, μορφωμένοι, πολιτισμένοι, εὐγενεῖς.
Ὁ Δημήτριος εἶχε τὴ μαρτυρία τῆς ἀληθείας. Ὁ δὲ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος καὶ στὸ εὐαγγέλιό
του καὶ στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἀρέσκεται νὰ χρησιμοποιεῖ τὸ ρῆμα «μαρτυρῶ», μὲ τὴν ἔννοια
τῆς πιστοποιήσεως καὶ τῶν ἀποδεικτικῶν στοιχείων, τελειώνει τὸ στίχο 12 γιὰ τὶς μαρτυρίες
ὑπὲρ τοῦ Δημητρίου, μὲ τὴ δική του μαρτυρία: «Καὶ οἴδατε ὅτι ἡ μαρτυρία ἠμῶν ἀληθὴς
ἔστιν». Ἐδῶ ἔχουμε, τρόπον τινά, ἀπήχηση τοῦ Ἰωάν. κὰ' 24: «Οὗτος ἔστιν ὁ μαθητὴς καὶ
μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς ἔστιν ἢ μαρυρία αὐτοῦ»
(Ἰωάν. κὰ' 24). Ξέρετε καλά, ὅτι ἀποκλείεται ἐγὼ νὰ σᾶς ἀπατήσω. Ό,τι καταθέτω γιὰ
πρόσωπα καὶ πράγματα ἔχουν τὴ σφραγῖδα τῆς θεϊκῆς αὐθεντικῆς ἀλήθειας.

~ 22 ~
13
Πολλὰ εἶχον γράφειν, ἀλλ᾿ οὐ θέλω διὰ μέλανος καὶ καλάμου σοι γράψαι· 14 ἐλπίζω δὲ
εὐθέως ἰδεῖν σε, καὶ στόμα πρὸς στόμα λαλήσομεν. 15 εἰρήνη σοι. ἀσπάζονταί σε οἱ φίλοι.
ἀσπάζου τοὺς φίλους κατ᾿ ὄνομα.

Δεῖγμα γραφῆς (στ. 13)


Οἱ ἐπίλογοι τῶν δύο μικρῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἰωάννου, τῶν Β΄ καὶ Γ΄, ἔχουν τὸ ἴδιο
περιεχόμενο, ἔχουν ὁμοιότητα φράσεων καὶ λέξεων. Λέει στὸν ἑπόμενο στίχο: «Πολλὰ
εἶχον γράφειν, ἀλλ' οὐ θέλω διὰ μέλανος καὶ καλάμου σου γράψαι» (στ. 13). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνική: «Εἶχα πολλὰ νὰ σοῦ γράφω, ἀλλὰ δὲν θέλω νὰ σοῦ τὰ γράψω μὲ μελάνι καὶ
πένα».
• Ὅταν πῆρε στὰ χέρια τὸν κάλαμο (τὴν πένα) εἶχε πολλὰ στὸ μυαλό του νὰ γράψη. Στὴ
συνέχεια ὅμως σκέφτηκε, ὅτι καλύτερα θὰ ἦταν νὰ πῇ τὰ πολλὰ στοὺς χριστιανούς, ὅταν
θὰ τοὺς ἐπισκεπτόταν, διὰ ζώσης. Τὸ «οὐ θέλω» σημαίνει προτιμῶ. Δὲν προτιμῶ τὸν τρόπο
αὐτό. Ἄλλωστε τί μπορεῖ κανεὶς νὰ πρωτoγράψη σὲ μιὰ μικρὴ ἐπιστολή;
• Τότε γιατί ἐπεχείρησε νὰ συντάξη, ἔστω καὶ μικρὴ ἐπιστολή, καὶ νὰ τοὺς γράψη
ὁρισμένα ἀπὸ τὰ πολλά;
Ο ἕνας λόγος εἶναι ὅτι ἦταν ἐπεῖγον τὸ ζήτημα. Δὲν ἔπαιρνε ἀναβολὴ οὔτε τὸ θέμα τοῦ
φιλοπρωτεύοντος Διοτρεφούς, οὔτε τὸ θέμα τῆς ὄργανωσεως ἱεραποστολῶν.
Ο ἄλλος λόγος εἶναι, ὅτι δὲν ἦταν σίγουρο, ὅτι θὰ μποροῦσε σὲ σύντομο χρονικὸ
διάστημα νὰ ἐπισκεφθῆ τοὺς παραλῆπτες, καὶ λόγω τῆς πρεσβυτικῆς του ἡλικίας.
Μποροῦμε βέβαια νὰ προσμετρήσουμε καὶ ἄλλο λόγο. Οὔτε τὸ χαρτὶ οὔτε τὸ μελάνι
ἤσαν τόσο διαθέσιμα στὴν παλαιὰ ἐποχή.
• Ἐκεῖνο πάντως, ποὺ ἔχει θεολογικὴ καὶ πνευματικὴ σημασία εἶναι τὸ Ποιμαντικὸ
ἐνδιαφέρον τοῦ Πρεσβυτέρου, δηλαδὴ τοῦ θεολόγου καὶ εὐαγγελιστοὺ Ἰωάννου. «Πολλὰ
εἶχον γράφειν, ἂλλ' οὐ θέλω διὰ μέλανος καὶ καλάμου σου γράψαι». Ὁ διδάσκαλος τοῦ
εὐαγγελίου πρέπει νὰ εἶναι διδακτικός. Ὁμιλεῖ εὐκαίρως ἀκαίρως, πάντοτε πρὸς
οἰκοδομήν, κάποτε καὶ πρὸς ἔλεγχος. Ἔτσι τονίζει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Δεῖ τὸν
ἐπίσκοπος εἶναι διδακτικὸν» (Α΄ Τιμ. γ' 2. ἰδὲ καὶ Β΄ Τιμ. β' 24). Τὸ κήρυγμα καὶ ἡ κατήχησις
εἶναι τὸ πρῶτο ἔργο τοῦ ποιμένα. Ἀποτελοῦν καθῆκον κάθε στιγμῆς γιὰ τὸν ἐργάτη τοῦ
Θεοῦ.
Κάθε λόγος του νὰ εἶναι διδακτικός.
Κάθε πρᾶξις τοῦ διδακτική.
Κάθε συμπεριφορὰ τοῦ διδακτική.
Κάθε κίνησής του διδακτική.

~ 23 ~
Ἐπιστολή, ἀλλὰ καὶ πόθος συναντήσεως (στ. 14).
Ὁ λόγος τῆς ἐπιστολῆς ἔχει τὴ δική του δυναμική. Ἀλλ' ἡ παρουσία τοῦ Ἰωάννου στὴν
ἐκκλησία τοῦ Γαΐου θὰ εἶχε περισσότερα, γιὰ τὴν περίστασι, ἀποτελέσματα. Γι' αὐτὸ
ἐκφράζει τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνῃ σύντομά το ταξίδι: «Ἐλπίζω δὲ εὐθέως ἰδείν σε, καὶ στόμα
πρὸς στόμα λαλήσομεν» (στ. 14). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἐλπίζω δέ, συντόμως νὰ
σὲ ἰδῶ, καὶ θὰ μιλήσωμε στόμα μὲ στόμα».
• Μεταφέρουμε ἐδῶ μερικὰ ἀπὸ ὅσα σημειώσαμε στὴ Β' ἐπιστολὴ τοῦ Ἰωάννου, ὅπου
ὑπάρχει τὸ σχεδὸν ὅμοιο Χωρίο: «Ἐλπίζω ἔλθειν πρὸς ὑμᾶς καὶ στόμα πρὸς στόμα λαλῆσαι»
(στ. 12). Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία εἶναι τὸ «στόμα πρὸς στόμα» καὶ τὸ «πρόσωπον πρὸς
πρόσωπον». Πόσο ἄγαπουσε καὶ ὁ Ἰωάννης τοὺς χριστιανούς, τὰ πνευματικά του παιδιά!
Πόσο ἐπιθυμοῦσε τὴ ζωντανὴ συνάντησι! Ἐκεῖνος θὰ τοὺς εὐλογήση, θὰ τοὺς νουθετήση
καὶ ἐκεῖνοι θὰ ἀσπαστοῦν τὸ χέρι του, θὰ ζητήσουν ὄχι μόνο τὴν εὐχή του, ἀλλὰ καὶ τὴ λύση
τῶν προβλημάτων τους.
• «Στόμα πρὸς στόμα λαλήσομεν». Εἶναι ἀντιστοιχο πρὸς τὸ «πρόσωπον πρὸς
πρόσωπον» (Α' Κορ. ιγ΄ 12).
Οἱ ἀπόστολοι ἔσπερναν τὸ λόγο τοῦ εὐαγγελίου. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐντυπωσιακὴ
καὶ ἄμεση. Ἂν διαβάση Π.Χ. κανεὶς τὴν Α΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή, βλέπῃ πῶς ὁ
Παῦλος δοξάζει τὸν Θεὸν γιὰ τὸ ὅτι ἐλάχιστες ἡμέρες (14, τόσο ἔμεινε στὴ Θεσσαλονίκη,
καὶ μάλιστα διωκόμενος καὶ βασανιζόμενος) ἔφθασαν γιὰ νὰ στηθῆ καὶ νὰ προκόψῃ ἡ
τοπικὴ Ἐκκλησία! «Εὐχαριστοῦμεν τῷ Θεῷ πάντοτε περὶ πάντων ὑμῶν μνείαν ὑμῶν
ποιούμενοι ἐπὶ τῶν προσευχῶν ἠμῶν... μνημονεύοντες τοῦ ἔργου τῆς πίστεως καὶ τοῦ
κόπου τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὑπομονῆς τῆς ἐλπίδος τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
ἔμπροσθέν του Θεοῦ καὶ πατρὸς ἠμῶν» (Α΄ Θεσ. ἃ' 2-3).

Οἱ φίλοι κατ' ὄνομα (στ. 15)


Στὸν τελευταῖο στίχο ὑπάρχουν μία εὐχὴ καὶ οἱ χαιρετισμοί. «Εἰρήνη σοί. 'Ἀσπάζονται σὲ
οἱ φίλοι. 'Ἀσπάσου τοὺς φίλους κατ' ὄνομα» (στ. 15). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Εἰρήνη νὰ εἶναι μαζί σου. Σὲ χαιρετίσουν οἱ φίλοι. Χαιρέτισε τοὺς φίλους ὀνομαστικὰ
(προσωπικά)».
•Η λέξις «φίλοι» δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντιπροσωπεύῃ τοὺς χριστιανοὺς γενικά, ἂν καὶ
καλοῦνται «φίλοι του Χριστοῦ» οἱ πιστοὶ (Ἰωάν. 1ε 14). Στὸ στίχο ἢ λέξις «φίλοι» δηλώνει
μᾶλλον τοὺς πιστοὺς στὸν Πρεσβύτερο (τὸν ἀπόστολο Ἰωάννη), σὲ ἀντίθεση μὲ ἐκείνους
ποὺ ἀμφισβητοῦσαν τὴν αὐθεντία του. Πάντως ὅποιος εἶναι φίλος του Χριστοῦ, εἶναι φίλος
καὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους καὶ μὲ ὅλους τους ἁγίους καὶ μὲ ὅλους τους ἐν Χριστῷ ἀδελφούς.
Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Φιλήσωμεν τοίνυν αὐτόν, ὡς φιλεῖν χρή: τοῦτο γὰρ ὁ
μέγας μισθός, τοῦτο βασιλεία καὶ ἡδονή, τοῦτο τρυφὴ καὶ δόξα καὶ τιμή, τοῦτο φῶς, τοῦτο
ἢ μυριομακαριότης, ἣν ὁ λόγος παραστῆσαι δύναται, οὐ νοῦς καταλαβεῖν» (Ε.Π.Ε. 16β,464).
Μετάφρασις: Ἃς ἀγαπήσουμε τὸν Χριστὸ ὅπως πρέπει νὰ Τὸν ἀγαπᾶμε. Διότι αὐτὸ εἶναι ἡ
μεγάλη μας πληρωμή, αὐτὸ εἶναι ἡ χαρά μας καὶ ἡ εὐχαρίστησίς μας, αὐτὸ ἢ τρυφὴ καὶ ἡ

~ 24 ~
δόξα καὶ ἡ τιμή μας, αὐτὸ τὸ φῶς μας, αὐτὸ ἢ μυριομακαριότητα, ποὺ κανένας λόγος δὲν
μπορεῖ νὰ παραστήση καὶ κανένας νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβη.
• Τὸ «κατ' ὄνομα» δὲν σημαίνει, ὅτι στὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τοῦ Γαΐου οἱ φίλοι του
εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου μετριοῦνται στὰ δάκτυλα τοῦ ἑνὸς ἢ τῶν δύο χεριῶν, δὲν σημαίνει
δηλαδή, τὸν φιλικὸ χαρακτῆρα τοῦ κύκλου, στὸν ὅποιον ἀνήκει ὁ Γάϊος. Μὲ τὴν ἔκφραση
αὐτή, σκοπὸς τοῦ γράφοντος εἶναι νὰ ἐξατομικεύση τὴν ἀγάπη καὶ τὴν καλή του διάθεση.
Δὲν βλέπει, δηλαδή, ὁ Ἰωάννης ἀπρόσωπα καὶ μαζικά τα μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ βλέπει
ἐξατομικευμένα, κατ' ὄνομα.
• Ὁ καλὸς ποιμένας γνωρίζει τὰ ἴδια πρόβατα κατ' ὄνομα (Ἰωάν. 1' 3). “Ο καλὸς ποιμένας
προσπαθεῖ νὰ ἔχῃ εἰδικὴ προσωπικὴ σχέση μὲ καθένα καὶ τὰ προβλήματά του. Τὸ «κατ'
ὄνομα» θυμίζει τὸ συγκινητικὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποῦ νουθετοῦσε
«μετὰ δακρύων ἕνα ἕκαστον» (Πράξ. κ' 31). Τὸ «κατ' ὄνομα» θυμίζει τὸ πρόσωπο καὶ τὰ
πρόσωπα. Οἱ συναγμένοι στὴν Ἐκκλησία δὲν ἀποτελοῦν ἀγέλη ὁμοιομόρφων ἀτόμων. Εἶναι
τὰ πρόσωπα, ποὺ καθένα ἔχει τὸ ὄνομά του, τὸ δικό του χαρακτῆρα, τὶς δικές του
ἀδυναμίες, τὰ δικά του χαρίσματα, τὸ δικό του πρόβλημα, τὸ δικό του πόνο, τὴ δική του
χαρά.
• Τὸ «κατ' ὄνομα» φανερώνει καὶ τὴν ἐξατομικευμένη ἀγάπη τοῦ ποιμένος τῆς
Ἐκκλησίας. Κάθε ποιμένας, ἀλλὰ καὶ κάθε πιστὸς ἔχει τὰ «δίπτυχά» του, στὸ μυαλὸ τοῦ τὶς
περισσότερες φορές. Τὰ μνημονεύει. Προσεύχεται γιὰ τοὺς «φίλους» καὶ «ἄδελφους».
Συμμετέχει στὴν ὅλη τους ζωή.
Τί ὄμορφο πρᾶγμα εἶναι ἡ κοινωνία τῶν προσώπων ἐν τῷ Προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ!

~ 25 ~

You might also like