Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 129

Εισαγωγή

ΜΑΡΙΟΣ Ν. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Διπλωματική Εργασία

Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ


ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ

Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών


Διεθνής Εμπορική Διαιτησία

Επιβλέπων καθηγητής:
Δημήτριος Γ. Μπαμπινιώτης

i
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ
ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΗΣ - ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Η προστασία του τρίτου στη διεθνή εμπορική διαιτησία

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ


ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ - ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Διπλωματική Εργασία

«Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ»

Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών


Διεθνής Εμπορική Διαιτησία

Μάριος Ν. Πετρόπουλος
(Α.Μ. 2/2016)

Επιβλέπων Καθηγητής:
Δημήτριος Γ. Μπαμπινιώτης

Ναύπλιο 2017

ii
Η προστασία του τρίτου στη διεθνή εμπορική διαιτησία

«άμφω δι’ ιέστην επί ίστορι πείραρ ελέσθαι


κείτο δ’ άρ’ μέσσοισι δύω χρυσοίο ταλαντα»
«Και σε κριτή και οι δυό τους γύρευαν να παν
να βγάλει άκρη
Κι ήταν στην μέση εκεί δύο ταλαντα χρυσάφι α-
πιθωμένο»
Ομήρου Ιλιάδα, 18, 501, 507
Μετάφραση Ν. Καζαντζάκης/Ι. Κακριδής

iii
Η προστασία του τρίτου στη διεθνή εμπορική διαιτησία

Περιεχόμενα

Συντομογραφίες .................................................................................................................. viii

Περίληψη .............................................................................................................................. x

Εισαγωγή............................................................................................................................. 1

Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου .................................................................................. 4

Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις ........................................................................................... 5

ΙI. Διαιτητική συμφωνία ..................................................................................................... 7

1. Ο κανόνας: τα συμβαλλόμενα μέρη ......................................................................... 7

2. Αμφιλεγόμενες περιπτώσεις τρίτων προσώπων ................................................... 10

α. Διαδοχή ............................................................................................................... 11

β. Σύμβαση υπέρ τρίτου και εγγύηση ..................................................................... 13

γ. Άρση αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ......................................................... 14

δ. Όμιλος εταιρειών ................................................................................................. 15

IΙI. Διαιτητική διαδικασία και απόφαση ........................................................................... 17

1. Γενικά σχόλια.......................................................................................................... 17

2. Οι αρχικοί διάδικοι .................................................................................................. 18

3. Υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης ή ανακοίνωσης της δίκης; ............................... 19

α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις................................................................................. 19

β. Επιτρέπεται η παρέμβαση τρίτου; ...................................................................... 20

i. Συγκριτική επισκόπηση.................................................................................. 20

ii. Η θεμελίωση του δικαιώματος παρέμβασης................................................... 24

αα. Η διαιτητική συμφωνία ως θεμέλιο της διαδικασίας ................................. 24

ββ. Η δικαιοδοτική θεώρηση της διαιτησίας ................................................... 27

iv
Η προστασία του τρίτου στη διεθνή εμπορική διαιτησία

iii. Κύρια και πρόσθετη παρέμβαση .................................................................... 29

αα. Άσκηση κύριας παρέμβασης .................................................................... 29

ββ. Αναγκαστική και εκούσια πρόσθετη παρέμβαση ..................................... 31

a. Η πρόσθετη παρέμβαση στην πολιτική δίκη ........................................... 31

b. Αναγκαστική παρέμβαση σε διαιτητική δίκη ............................................ 33

c. Εκούσια παρέμβαση σε διαιτητική δίκη................................................... 35

γγ. Η ενέργεια της παρεμβάσεως ................................................................... 37

iv. Τελικά συμπεράσματα .................................................................................... 39

4. Δέσμευση από την απόφαση ................................................................................. 40

IV. Υπάρχουν άλλες περιπτώσεις επηρεαζόμενων τρίτων μερών; ................................ 42

1. Γενικά σχόλια.......................................................................................................... 42

2. Η διαπλαστική ενέργεια .......................................................................................... 43

3. Οι παρεπόμενες συνέπειες της απόφασης ............................................................ 46

4. Τριτενέργεια του δεδικασμένου .............................................................................. 48

Μέρος Δεύτερο: Έννομη προστασία του τρίτου .......................................................... 50

V. Συγκριτικό Δίκαιο ........................................................................................................ 51

1. Βέλγιο ..................................................................................................................... 51

2. Γαλλία ..................................................................................................................... 56

3. Ιταλία ...................................................................................................................... 57

4. Λοιπές χώρες ......................................................................................................... 59

5. Ελλάδα ................................................................................................................... 60

VI. Αγωγή ακύρωσης: επαρκεί; ...................................................................................... 61

1. Νομιμοποίηση ........................................................................................................ 61

2. Οι επιμέρους λόγοι ακύρωσης ............................................................................... 62

v
Η προστασία του τρίτου στη διεθνή εμπορική διαιτησία

α. Λόγοι που αφορούν τη διαιτητική συμφωνία ...................................................... 63

β. Λόγοι που αφορούν το διαιτητικό δικαστήριο ..................................................... 64

γ. Λόγοι που αφορούν τη διαιτητική διαδικασία ...................................................... 65

δ. Λόγοι που αφορούν την διαιτητική απόφαση ..................................................... 65

3. Κριτική .................................................................................................................... 66

VII. Επιτρεπτό ή μη άσκησης ανακοπής ή τριτανακοπή ................................................ 68

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις .................................................................................... 68

2. Επιτρέπεται γενικά άλλο ένδικο βοήθημα; ............................................................. 69

3. Ανακοπή ή Τριτανακοπή; ....................................................................................... 77

α. Σημαίνουσες διαφορές ανακοπής και τριτανακοπής .......................................... 77

β. Η φύση της διαιτητικής απόφασης ως κριτήριο για τον καθορισμό του ένδικου

βοηθήματος ............................................................................................................. 79

i. Η διαιτητική απόφαση ως έγγραφο................................................................. 81

αα. Είναι ιδιωτικό έγγραφο; ............................................................................. 81

ββ. Είναι δημόσιο έγγραφο; ............................................................................ 84

γγ. Δικαστικά έξοδα και αμοιβή διαιτητών ...................................................... 88

ii. Η διαιτητική απόφαση ως διαδικαστική πράξη και διαδικαστικό έγγραφο ..... 92

iii. Η διαιτητική απόφαση ως πράξη ιδιωτών ...................................................... 93

γ. Τελικές παρατηρήσεις ......................................................................................... 97

VIII. Τριτανακοπή κατά διαιτητικής απόφασης ............................................................... 99

1. Προϋποθέσεις παραδεκτού .................................................................................... 99

α. Τρίτος που δεν συμμετείχε ή δεν προσκλήθηκε να συμμετάσχει ....................... 99

β. Οριστική απόφαση δικαστηρίου........................................................................ 100

γ. Έννομο συμφέρον ............................................................................................. 102

vi
Η προστασία του τρίτου στη διεθνή εμπορική διαιτησία

2. Αρμόδιο δικαστήριο .............................................................................................. 104

3. Συνέπειες τριτανακοπής ....................................................................................... 107

4. Τριτανακοπή κατά αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης ......................................... 109

Τελικές παρατηρήσεις ................................................................................................... 113

Βιβλιογραφία ..................................................................................................................... 115

vii
Η προστασία του τρίτου στη διεθνή εμπορική διαιτησία

Συντομογραφίες

ASA Bull(etin). Association Suisse de l'Arbitrage Bulletin (περιοδικό)

ΑΚ Αστικός Κώδικας

ΑΠ Άρειος Πάγος

άρθ. Άρθρο

αριθ./αρ. Αριθμός

Αρμ Αρμενόπουλος (περιοδικό)

ΑρχΝ Αρχείο Νομολογίας (περιοδικό)

βλ. Βλέπε

ΓαλΚΠολΔ Γαλλικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας

Γνωμ ή γνμδ Γνωμοδότηση

Δ Δίκη (περιοδικό)

δ.δ. Διδακτορική διατριβή

ΔΕΕ Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών (περιοδικό)

ΔΕΕ Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης (νυν)

ΔΕΚ Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Κοινότητας (πρώην)

ΕΕμπΔ Επιθεώρηση Εμπορικού Δικαίου (περιοδικό)

ΕΕργΔ Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου (περιοδικό)

Ειρ Ειρηνοδικείο

ΕλβΚΠολΔ Ελβετικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας

ΕλλΔικ Ελληνική Δικαιοσύνη (περιοδικό)

ενδ. Ενδεικτικά

ΕπισκΕΔ Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου (περιοδικό)

ΕΠολΔ Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας (περιοδικό)

ΕΣΔΑ Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Εφ Εφετείο

viii
Η προστασία του τρίτου στη διεθνή εμπορική διαιτησία

ΙταλΚΠολΔ Ιταλικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας

Κεφ. Κεφάλαιο

ΚΠολΔ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (ο ισχύων = β.δ. 657/1971)

μειοψ. Μειοψηφία

ΜονΠρ Μονομελές Πρωτοδικείο

ν. Νόμος

ΝοΒ Νομικό Βήμα (περιοδικό)

ολ Ολομέλεια

παράβ./πρβλ. Παράβαλε

πλαγιαρ. Πλαγιάριθμος

ΠολΔικ Πολιτική Δικονομία (της 16.6.1835) του Maurer

ΠολΠρ Πολυμελές Πρωτοδικείο

Σ Σύνταγμα του 1975

σελ. Σελίδα

σημ. Σημείωση

ΣΝΥ Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958 περί αναγνωρίσεως και

εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων (Ν.Δ.

4220/1961)

ΣχΠολΔ Σχέδιον πολιτικής δικονομίας, I-VIII, Αθήναι 1940, 1951,

1953, 1956, 1959, 1960

τ. Τόμος/Τεύχος

ΤΝΠ Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών

υποσημ. Υποσημείωση

ΧρΙΔ Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου (περιοδικό)

ix
Η προστασία του τρίτου στη διεθνή εμπορική διαιτησία

Περίληψη
Η παρούσα εργασία προσπαθεί να προσεγγίσει με ολόπλευρο τρόπο την προστασία του

παρέχεται τρίτο από τις ενέργειες που παράγει η διαιτητική απόφαση. Στο πρώτο μέρος θα

εξετάσουμε ποιος θεωρείται τρίτος. Παράλληλα θα εξεταστεί και το ενδεχόμενο παρέμβα-

σης τρίτου σε εκκρεμή διαιτητική δίκη. Στο δεύτερο μέρος θα ασχοληθούμε με την έννομη

προστασία που του παρέχεται, αρχής γενομένης από την αγωγή ακύρωση.

x
Εισαγωγή

Εισαγωγή

Κοινό τόπο αποτελεί η παραδοχή ότι οι σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές σε διεθνές

επίπεδο χαρακτηρίζονται από όλο και αυξανόμενη πολυσύνθετη δομή και λειτουργία. Η

πολυπλοκότητα του σύγχρονου εμπορίου είναι ιδιαίτερα εμφανής σε τομείς όπως οι κατα-

σκευαστικές συμβάσεις, οι ναυτιλιακές συναλλαγές, οι εταιρικές συγχωνεύσεις κ.λπ.1. Ένας

μεγάλος αριθμός συναλλαγών διεξάγεται με ομίλους εταιρειών, ενώ εταιρικοί όμιλοι υιοθε-

τούν μορφές συμβάσεων που βασίζονται σε κοινοπραξίες ανεξάρτητων εταιρειών ή άλλες

πιο χαλαρές συμπράξεις2. Από την άλλη, η συναινετική αυτή φύση της διαιτησίας ήταν το

χαρακτηριστικό αυτό που την έκανε μια ευέλικτη και δημοφιλή μέθοδο επίλυσης διαφορών,

κυρίως σε διμερείς συναλλαγές. Η αυξανόμενη όμως πολυπλοκότητα του σύγχρονου διε-

θνούς εμπορίου αφενός απαιτεί τη συμμετοχή και άλλων μερών, αφετέρου επηρεάζει εκ

των υστέρων, κατόπιν της έκδοσης της διαιτητικής απόφασης, και τα συμφέροντα αυτών

των τρίτων μερών.

Γίνεται, έτσι εκ των πραγμάτων, μια πρώτη αντιπαραβολή μεταξύ διαιτητικού και κρα-

τικού δικαστηρίου. Στα κρατικά δικαστήρια οποίος έχει έννομο συμφέρον είτε στην επίλυση

διαφοράς άλλων είτε στην προστασία των δικών του συμφερόντων μπορεί υπό προϋπο-

θέσεις αφενός να συμμετάσχει στην επίλυση της διαφοράς αυτής, αφετέρου να προσβάλλει

την απόφαση που βάλλει κατά των εννόμων συμφερόντων του. Πρόκειται από την μία για

την προληπτική δικαστική προστασία, η οποία χορηγείται με την μορφή της (κύριας ή πρό-

σθετης) παρέμβασης, και από την άλλη για την κατασταλτική δικαστική προστασία, η οποία

πραγματώνεται πρωτίστως με την δυνατότητα άσκησης τριτανακοπής. Αντίθετα, επί διαι-

τητικής διαδικασίας δεν επιτρέπεται κατ’ αρχήν και κατά άρχουσα θέση η άσκηση παρέμ-

βασης, υπό οποιασδήποτε μορφής της, ούτε προβλέπεται, τουλάχιστον ρητά στο εθνικό

1
Brekoulakis/Lew/et al. (eds), The Evolution and Future of International Arbitration, 2016, σελ.

119επ.
2
Cox Kristof σε Hanotiaou/Schwartz (ed), Multiparty Arbitration, 2010, σελ. 49.

1
Εισαγωγή

μας δίκαιο, η άσκηση τριτανακοπής3· αντίθετα μάλιστα, αυτή είναι απαράδεκτη κατά την

κρατούσα θεωρητική άποψη. Το ζήτημα μάλιστα γίνεται πιο περίπλοκο δεδομένου ότι η

διαιτητική απόφαση παράγει δεδικασμένο και εκτελεστότητα, σχεδόν εφάμιλλα των δικαστι-

κών αποφάσεων4.

Η προβληματική αυτή που ανακύπτει φαίνεται εναργέστερα μέσα από μια υπόθεση

εργασίας. Οι εταιρείας Α, Β, Γ, και Δ, προς τον σκοπό κατασκευής μεγαλεπήβολου έργου,

συνάπτουν την αντίστοιχη σύμβαση και ιδρύουν την ανώνυμη εταιρεία «Ε α.ε.», της οποίας

τις μετοχές κατέχουν στο σύνολό τους, σε διάφορα ποσοστά. Στην δε σύμβαση υπάρχει

όρος ότι οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των μετόχων θα παραπέμπεται σε διαιτησία. Μερικά

χρόνια αργότερα, τα μερίδια των εταίρων Α, Γ και Δ μεταβιβάζονται στην εταιρεία ΣΤ, η

οποία είναι και θυγατρική της Α. Αργότερα, η εταιρεία Β αποφασίζει να μεταβιβάσει το δικό

της μερίδιο σε άλλη εταιρεία, την Ζ, βάσει σύμβασης μεταβίβασης μετοχών (Share Sale and

Transfer Agreement). Η εταιρεία ΣΤ ασκεί διαιτητική προσφυγή κατά των εταιρειών Β και

«Ε α.ε.» με αιτήματα για την μεν πρώτη να διαγνωσθεί ότι δεν δικαιούται να πωλήσει τις

μετοχές της, για την δεύτερη να μην εγγράψει την Ζ στα βιβλία μετόχων της. Εκδίδεται

διαιτητική απόφαση που κάνει δεκτά αμφότερα τα αιτήματα5.

Φυσικά δεν είναι όλες οι περιπτώσεις τόσο περίπλοκες, αλλά υπάρχουν και απλού-

στερες, όπως η θέση ενός εγγυητή σε μια συμβατική σχέση, όπου αυτός επηρεάζεται από

τις κρίσεις του διαιτητικού δικαστηρίου, ή δέσμευση τρίτου προσώπου από το δεδικασμένο

(άρθ. 324-330 ΚΠολΔ). Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε ότι υπάρχει και το ενδεχόμενο τρίτο

μέρος να δεσμεύεται από το δεδικασμένο ή την εκτελεστότητα διαιτητικής απόφασης ή να

επηρεάζεται από τις αντανακλαστικές της συνέπειες, η δε αυτή απόφαση να είναι προϊόν

3
Ούτε όμως και ρητά απαγορεύεται εκ του νόμου. Για την νομοθετική ρύθμιση άλλων δικαίων βλ.

παρακάτω υπό V.
4
Και λέμε σχεδόν διότι δεν καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο οι κρίσεις του διαιτητικού δικα-

στηρίου επί προδικαστικών ζητημάτων (άρθ. 35 §2 του ν. 2735/1999 και 896 ΚΠολΔ) .
5
Η εν λόγω υπόθεση εργασίας έχει ληφθεί από Μητσόπουλος/Ποδηματά, Υποκειμενικά όρια δεδι-

κασμένου διαιτητικής απόφασης - Γνμδ., ΝοΒ 2007 (55), 1267επ., με ορισμένες τροποποιήσεις.

2
Εισαγωγή

δόλου των διαδίκων. Στο πλαίσιο, μάλιστα, της πολυπλοκότητας του διεθνούς εμπορίου

που αναφέραμε δεν πρέπει να ξεχνάμε και τους ομίλους εταιρειών, όπου μία διαιτητική

απόφαση μπορεί να επηρεάσει όχι μόνο εκείνη την εταιρεία του ομίλου που ήταν συμβαλ-

λόμενο μέρος της διαιτητικής συμφωνίας, αλλά και τις υπόλοιπες εταιρείες.

Έχοντας σκιαγραφήσει, λοιπόν, μερικές περιπτώσεις όπου τρίτος επηρεάζεται από

την διαιτητική απόφαση, με ενδεχόμενο μάλιστα να βλάπτονται τα έννομα συμφέροντά του,

τίθεται το ερώτημα πώς αυτός μπορεί να προστατευθεί από τις ανεπιθύμητες αυτές ενέρ-

γειες της απόφασης. Ποια ένδικα βοηθήματα έχει στην διάθεσή του, ώστε να αιτηθεί την

αναγκαία εκείνη δικαστική προστασία; Τα δε ήδη υπάρχοντα και παρεχόμενα εκ του νόμου,

όπως η αγωγή ακύρωσης, είναι αρκετά για την προστασία του αυτή ή θα πρέπει να ερευ-

νηθεί το ενδεχόμενο παροχής και άλλων, μη ευθέως προβλεπόμενων εκ του νόμου ενδίκων

βοηθημάτων;

Αυτά τα θέματα θα προσεγγίσουμε παρακάτω, και θα προσπαθήσουμε να παρου-

σιάσουμε την, δογματικά τουλάχιστον, ορθότερη λύση τους. Στο πρώτο μέρος της παρού-

σας εργασίας θα αναλυθούν η έννοια του τρίτου και οι εκφάνσεις που μπορεί να λάβει στην

διαιτητική συμφωνία, διαδικασία και απόφαση· στο δε δεύτερο μέρος θα γίνει μία εξέταση

του ήδη παρεχόμενου στον τρίτο ένδικου βοηθήματος, δηλαδή της αγωγής ακύρωσης (άρθ.

34 ν. 2735/1999 και 897 ΚΠολΔ) και θα διερευνηθεί κατά πόσο ο τρίτος μπορεί να ασκήσει

ανακοπή ή τριτανακοπή, ή κάποιο άλλο ένδικο βοήθημα. Βέβαια, κατά την πορεία της ανά-

λυσης των παραπάνω ζητημάτων, εξετάζονται και άλλα μερικότερα, αλλά εξίσου σημα-

ντικά, θέματα όπως η νομική φύση της διαιτητικής απόφασης, κατά πόσο ένα διαιτητικό

δικαστήριο μπορεί να είναι αποδέκτης της συνταγματικής επιταγής για δικαστική προστα-

σία, και άλλα.

3
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

Μέρος Πρώτο:
Η έννοια του τρίτου

4
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Αφετηρία του όλου ζητήματος αποτελεί η αποσαφήνιση της έννοιας του τρίτου μέ-

ρους, και η θέση του στην διαιτητική συμφωνία, την διαδικασία και την απόφαση. Πρέπει

πρώτα να εξεταστεί σε ποιες περιπτώσεις ένας τρίτος δεσμεύεται ή επηρεάζεται, και αν

αυτή η δέσμευση ή ο επηρεασμός του είναι αρκετός για να δικαιολογήσει την αίτηση παρο-

χής έννομης προστασίας απ' αυτόν.

Ο ορισμός του τρίτου, όμως, σε κανένα σημείο του ΚΠολΔ δεν αναφέρεται θετικά.

Αντίθετα, γίνεται απλά αναφορά ως «τρίτος» χωρίς να υπάρχει καμία περαιτέρω εξειδί-

κευση, ώστε να μπορεί να συναχθεί κάποιου είδους ορισμός του. Πράγματι, ο δικονομικός

νομοθέτης, σε πλήθος διατάξεών του, προβαίνει σε απλή αναφορά του όρου «τρίτος», π.χ.

79-80, 90-92, 583, 586, 602 §2, 607 §2, 692 §5, 712, 713, 936 ΚΠολΔ6. Παρατηρείται7,

λοιπόν, ορθά ότι η έννοια του τρίτου δεν μπορεί όντως να προσδιορισθεί με κάποιον γενικό

ορισμό, και ως εκ τούτου δεν ορίζεται πουθενά θετικά. Και αυτό διότι ο όρος «τρίτος» δεν

είναι ενιαίος, αλλά οριοθετείται από την εκάστοτε συγκεκριμένη και εξειδικευμένη περί-

πτωση. Επομένως, ο τρίτος μπορεί να προσδιοριστεί μόνο κατά περίπτωση, και μόνο αρ-

νητικά, εξ αντιδιαστολής. «Η έννοια του τρίτου δεν μπορεί να είναι στατική, αλλά δυναμική

προσαρμοζόμενη στις ανάγκες μιας έννομης τάξης», όπως πολύ χαρακτηριστικά λέγεται8.

Στον ν. 2735/1999, η έννοια του τρίτου εμφανίζεται σε τρεις διαφορετικές περιπτώ-

σεις: στο άρθ. 2 ορίζεται πως, όταν τα μέρη μπορούν να αποφασίσουν για ένα ζήτημα,

έχουν κατ’ αρχήν την ευχέρεια να αναθέτουν τη σχετική απόφαση σε τρίτο. Έπειτα, στο

άρθ. 7 προβλέπεται ότι ο έγγραφος τύπος της συμφωνίας διαιτησίας έχει εκπληρωθεί εφό-

σον προφορική συμφωνία διαιτησίας καταγράφεται σε έγγραφο και αυτό διαβιβάζεται από

το ένα μέρος στο άλλο ή από τρίτο σε όλα τα μέρη. Τέλος, στο άρθ. 11 γίνεται αναφορά

6
Έτσι όμως κινήθηκε και ο ουσιαστικός νομοθέτης, π.χ. ΑΚ 47, 68, 101, 224επ., 238, 317, 410,

1053, 1060, 1088, 1204, 1963, 1965.


7
Πανταζόπουλος, Η τριτανακοπή κατά τον κώδικα πολιτικής δικονομίας (Τριτανακοπή), 1989, 190-

196, με εκεί πλούσια βιβλιογραφική παραπομπή σε ιταλική θεωρία.


8
Πανταζόπουλος, οπ.π..

5
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

στον τρίτο στον οποίο έχει ανατεθεί η διαδικασία ορισμού διαιτητή. Η τελευταία αυτή περί-

πτωση προβλέπεται και από τον ΚΠολΔ στα άρθ. 876επ.

Από τις διατάξεις του ΚΠολΔ που αναφέρθηκαν παραπάνω μπορεί να εξαχθεί το

συμπέρασμα ότι ο τρίτος προσδιορίζεται σε σχέση με τους διαδίκους· και ως διαδίκους

εννοούμε τα υποκείμενα της διαδικασίας. Πράγματι, οι διατάξεις για την παρέμβαση (κύρια

και πρόσθετη), την ανακοίνωση δίκης, την τριτανακοπή και το δεδικασμένο από διαφορά

σχετική με τον γάμο, την οικογένεια και το σύμφωνο συμβίωσης, προσδιορίζουν τον τρίτο

αρνητικά, ως αυτόν που βρίσκεται έξω από την διαδικασία της δίκης. Ειδικότερα, η διάταξη

περί τριτανακοπής (άρθ. 586 §1), παραπέμποντας στις προϋποθέσεις της ανακοπής,

προσδιορίζει άψογα τον τρίτο, που εδώ μας ενδιαφέρει· τρίτος είναι αυτός που δεν προ-

σκλήθηκε ή δεν έλαβε μέρος στην διαδικασία έκδοσης (δικαστικής ή διαιτητικής) απόφα-

σης9. Η έννοια του τρίτου, λοιπόν, είναι αντίθετη με αυτή των διαδίκων, ώστε αν ένα πρό-

σωπο κριθεί ότι είναι διάδικος δεν μπορεί ταυτόχρονα να θεωρείται και τρίτος10. Να σημειω-

θεί, όμως, στο σημείο αυτό ότι η δέσμευση από το δεδικασμένο δεν μπορεί να αποτελέσει

επαρκές κριτήριο για τον προσδιορισμό του τρίτου11. Και αυτό διότι η ΚΠολΔ 586 §2 παρέ-

χει την δυνατότητα άσκησης τριτανακοπής σε τρίτον ο οποίος δεσμεύεται από το δεδικα-

σμένο της τριτανακοπτόμενης απόφασης12.

9
Έτσι και οι υπόλοιπες διατάξεις που αναφέρονται παραπάνω: ΚΠολΔ 80 («Αν σε δίκη που εκκρε-

μεί μεταξύ άλλων τρίτος […]»), 90 («Αν υπάρχει περίπτωση να προσεπικαλέσει ένας διάδικος

κάποιον τρίτο και το δικαστήριο κρίνει αναγκαία την παρέμβασή του στη δίκη […]»), 602 §2 («Το

δεδικασμένο από τις αποφάσεις της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 δεν για τον τρίτο που δεν

έλαβε μέρος στη δίκη […]»), 607 §2 («Αν το δικαστήριο διατάσσει την υποβολή στις εξετάσεις της

προηγούμενης παραγράφου και τρίτων που δεν είναι διάδικοι […]»).


10
Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 193· Κουσούλης, Η κύρια παρέμβαση στην πολιτική δίκη

(Κύρια παρέμβαση), 1987, σελ. 87.


11
Ότι είναι κριτήριο προσδιορισμού υποστήριζε παλαιότερη νομολογία. Ενδεικτ. ΕφΠειρ 1036/1984,

ΕλλΔνη 1985, 284· ΕφΑθ 11370/1980, ΕλλΔνη 1981, 348· ΕιρΓρεβ 124/1986, ΕλλΔνη 1987,

930. Παραβ. και Μπέης, Θεμελιακές έννοιες, σελ. 320.


12
Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 195.

6
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

Παρατηρούμε, όμως, ότι ο ΚΠολΔ γνωρίζει και τον τρίτο ως προς την ουσιαστική

έννομη σχέση. Αυτό προκύπτει από το άρθ. 609 §§3 και 5, όπου νομιμοποιείται και τρίτος

(ως προς την σχέση γονέα και τέκνου, και ως προς την υιοθεσία αντίστοιχα) να ασκήσει

αναγνωριστική αγωγή ύπαρξης ή ανυπαρξίας της αντίστοιχης σχέσης. Εδώ ο τρίτος προ-

φανώς και δεν είναι τρίτος ως προς τους διαδίκους και την διαδικασία, αφού αποτελεί έναν

απ’ αυτούς. Αποτελεί, λοιπόν, τρίτο σε σχέση με την υπό κρίση ουσιαστικού δικαίου έννομη

σχέση. Αυτό θα μπορούσε να μεταφερθεί αντίστοιχα και στην διεθνή εμπορική διαιτησία. Ο

ν. 2735/1999 περί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας μας παρουσιάζει μια ακόμη έννοια του

τρίτου, αυτού ως προς την συμφωνία διαιτησίας, τα δε υποκείμενα της διαιτητικής συμφω-

νίας κατά κανόνα είναι τα ίδια με τα υποκείμενα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, παρά την

αυτοτέλεια που έχει η διαιτητική συμφωνία έναντι τους ουσιαστικής συμβάσεως.

Είπαμε, λοιπόν, παραπάνω ότι ο τρίτος προσδιορίζεται αρνητικά, εξ αντιδιαστολής.

Προς τον σκοπό αυτό, για να εξακριβωθεί ποιος είναι τρίτος, πρέπει αρχικά να διερευνηθεί

κατ’ αρχήν ποιος είναι υποκείμενο αφενός της διαιτητικής συμφωνίας, αφετέρου της διαιτη-

τικής διαδικασίας και απόφασης.

ΙI. Διαιτητική συμφωνία

1. Ο κανόνας: τα συμβαλλόμενα μέρη

Ένα από τα πρωταρχικά ζητήματα που απασχόλησαν τη νομική θεωρία και νομολο-

γία ήταν η φύση της διαιτητικής συμφωνίας. Ειδικότερα, τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και

σε εθνικό, τέθηκε το ερώτημα αν η διαιτητική συμφωνία αποτελεί σύμβαση ουσιαστικού

δικαίου ή δικονομική σύμβαση13. Υπό το καθεστώς της ΠολΔ του Maurer η συμφωνία

13
Βλ. Καλαβρός, Θεμελιώδη ζητήματα του δικαίου της διαιτησίας (Θεμελιώδη ζητήματα), 1988,

ΙΙ.1.δ., σελ. 40επ· ο ίδιος, Δίκαιο της διαιτησίας, Ι. Εσωτερική διαιτησία, τεύχος Α’ Εισαγωγή (Διαι-

τησία), 1993, Ι.3.α, σελ. 79επ.· Κουσούλης, Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’ άρθρο (Διαιτησία), 2004,

869, ΙΙΙ.6, σελ. 16· Μπέης, Μαθήματα πολιτικής δικονομίας, Θεμελιακές έννοιες (Θεμελιακές έν-

νοιας), 1984, 12.6, σελ. 331· ο ίδιος, Πολιτική Δικονομία - Γενικές αρχές και ερμηνεία των άρθρων

(ΠολΔ), τ. 20, πριν το άρθ. 867, 1.2, σελ. 11επ. Από τη διεθνή βιβλιογραφία βλ. Julian D. M.

7
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

διαιτησίας αντιμετωπιζόταν ως μία ακόμα σύμβαση του ουσιαστικού δικαίου, αφού οριζόταν

στο άρθ. 105 ότι το συνυποσχετικό της διαιτησίας είναι είδος συμβιβασμού «και κρίνεται εν

γένει κατά τας περί τoύτου αρχάς»14. Πλέον, υπό το καθεστώς του ΚΠολΔ, κατά ορθή και

κρατούσα θέση η διαιτητική συμφωνία είναι sui generis, πρωτίστως δε έχοντας χαρακτήρα

δικονομικής συμβάσεως. Και αυτό διότι υπάρχει ρητή και σαφής δήλωση των μερών να

αποκλείσουν από τη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων συγκεκριμένη και

ατομικώς καθοριζόμενη έννομη σχέση, καθιδρύοντας έτσι την δικαιοδοσία του διαιτητικού

δικαστηρίου15.

Από την άλλη, το άρθ. 869 §2 προβλέπει ότι η διαιτητική συμφωνία διέπεται από τις

διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις16. Από αυτό τον συμβατικό χαρακτήρα

της συμφωνίας διαιτησίας προκύπτει κατ’ αρχήν ότι απ’ αυτήν δεσμεύονται μόνο τα συμ-

βαλλόμενα μέρη17. Και αυτό είναι το απολύτως λογικό και αναγκαίο, αφού η ίδια η διαιτησία

βασίζεται στην ελεύθερη επιλογή αυτής από τα μέρη, ώστε να μην μπορεί κατ’ αρχήν κανείς

να εξαναγκαστεί σε αυτήν χωρίς την θέλησή του· η διαιτησία αποτελεί συναινετική διαδικα-

σία που απαιτεί την συμφωνία των μερών18. Έτσι, όταν ένα πολιτικό ή διαιτητικό δικαστήριο

έχει να αποφασίσει περί των μερών μιας διαιτητικής συμφωνίας, θα εξετάσει το ποιος έχει

Lew/Loukas A. Mistelis/et al., Comparative International Commercial Arbitration, 2003, σελ.

71επ.· Born, International Commercial Arbitration, τ. Ι, 20142, σελ. 247επ.


14
Μπέης, ΠολΔ, τ. 12, 623 §2.2.5, σελ. 166· ο ίδιος, ΠολΔ, τ. 20, πριν το άρθ. 867, 1.2., σελ. 11επ.
15
Βλ. ΑΠ 1793/2009, ΝοΒ 58 (2010), 727· ΑΠ 1146/2008, ΝοΒ 2008 (56), 2685. Καΐσης, Ακύρωση

διαιτητικών αποφάσεων, 19892, σελ. 61επ.· Γραμματικάκη-Αλεξίου/Παπασιώπη-Πασιά/Βασιλακά-

κης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 20104, Κεφ. 7.5, σελ. 473.


16
Ο Καλαβρός, Θεμελιώδη ζητήματα, ΙΙ.1.δ, σελ. 46επ., και Διαιτησία, σελ. 85επ. δέχεται ότι από

την διαιτητική συμφωνία απορρέουν γνήσιες μεν υποχρεώσεις ουσιαστικού δικαίου, παρεπόμε-

νες δε, όπως η υποχρέωση σύμπραξης στη διαιτητική διαδικασία, η υποχρέωση διορισμού διαι-

τητών και η υποχρέωσης καταβολής συγκεκριμένης αμοιβής στους διαιτητές. Για την αμοιβή των

διαιτητών βλ. και παρακάτω υπό VΙΙ.3.β.i.γγ.


17
ΑΠ 1793/2009, ΝοΒ 58 (2010), 727.
18
Born, International Arbitration: Law and Practice, 20152, σελ. 3.

8
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

συναινέσει σε αυτήν19, ώστε ο εκτός συμβατικού δεσμού τρίτος να μην δεσμεύεται από την

συμφωνία διαιτησίας μεταξύ των συμβαλλομένων20,21.

Ακολούθως, ο ν. 2735/1999 στο άρθ. 7 ορίζει ότι «συμφωνία διαιτησίας είναι η συμ-

φωνία με την οποία τα μέρη υπάγουν σε διαιτησία όλες τις διαφορές […]»22, ενώ ο ΚΠολΔ

ορίζει ότι «διαφορές ιδιωτικού δικαίου μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν

εκείνοι που τη συνομολόγησαν […]» (άρθ. 867). Έτσι κινείται και η ΣΝΥ, αναφέροντας στο

άρθ. ΙΙ ότι «έκαστον των συμβαλλομένων Κρατών αναγνωρίζει την συμφωνίαν διά της ο-

ποίας τα μέρη υποχρεούνται να υποβάλλωσιν εις διαιτησίαν […]»23.

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι τρίτος είναι ο οποιοσδήποτε βρίσκεται έξω από την συμ-

βατική σχέση που προκύπτει από την συμφωνία διαιτησίας, η οποία δεσμεύει κατ’ αρχήν

τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή τους υπογράφοντες. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που

ενώ κάποιος είναι τρίτος ως προς την συμφωνία διαιτησίας, με την έννοια ότι δεν

19
Hanotiau, Complex Arbitrations: Multiparty, Multicontract, Multi-Issue and Class Actions, Interna-

tional Arbitration Law Library, τ. 14, 2006, σελ. 8.


20
ΕφΠειρ 919/2002, ΕΕμπΔ 2002, 876επ.
21
Πρβλ. και την αρχή της σχετικότητας των ενοχικών συμβάσεων, με την έννοια ότι η ενέργειά τους

αναπτύσσεται θετικά μόνο μεταξύ των μερών, σημαίνοντας αυτό δέσμευση της βούλησης του

ενός απέναντι στον άλλον, ενώ αρνητικά ως προς τρίτους, ότι δηλαδή τρίτος δεν μπορεί να απο-

κτήσει δικαιώματα ή υποχρεώσεις από την σχέση αυτή (βλ. Σταθόπουλος, Επιτομή Γενικού Ενο-

χικού Δικαίου, 2012, §4.Ι.1, σελ. 63επ.). Για τις χώρες του κοινοδικαίου ισχύει αντίστοιχα το δόγμα

του ενοχικού δεσμού – της συμβατικής σχέσης (the doctrine of privity of contract)· για το ουσια-

στικό δίκαιο βλ. ενδεικτ. Poole Jill, Textbook on Contract Law, 20068, 11.2, σελ. 429επ.· για την

εφαρμογή του δόγματος στην διεθνή εμπορική διαιτησία βλ. Born, International Commercial Ar-

bitration, τ. Ι, σελ. 1407επ. με εκεί περαιτέρω παραπομπές.


22
Ο ν. 2735/1999 μετέφερε στην έννομη τάξη μας τον Πρότυπο Νόμο της UNCITRAL, ο οποίος στο

αντίστοιχο άρθ. 7 ορίζει ότι «“arbitration agreement” is an agreement by the parties to submit

to arbitration all or certain disputes […]».


23
«Each Contracting State shall recognize an agreement in writing under which the parties under-

take to submit […].».

9
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

συγκαταλέγεται στους υπογράφοντες, παρ’ όλα αυτά καταλαμβάνεται από την δεσμευτικό-

τητά της. Αυτές τις περιπτώσεις θα εξετάσουμε παρακάτω.

2. Αμφιλεγόμενες περιπτώσεις τρίτων προσώπων

Όπως αναφέραμε ήδη, η διαιτησία, διεθνής και εσωτερική, είναι μία θεμελιωδώς συ-

ναινετική διαδικασία, η οποία στηρίζεται ακριβώς στην συναίνεση που τα μέρη παρέχουν

μέσα από την διαιτητική συμφωνία. Παρ’ όλα αυτά, ακριβώς λόγω της πολυπλοκότητας

των εμπορικών συναλλαγών, υπάρχουν περιπτώσεις όπου πιθανόν να δεσμεύονται από

την διαιτητική συμφωνία και τρίτα πρόσωπα, άλλα απ’ αυτά των συμβαλλόμενων. Αυτοί οι

τρίτοι συχνά αποκαλούνται και «ψευδοτρίτοι», ώστε να αντιδιασταλούν από τους «αληθών

τρίτους» που δεν καταλαμβάνονται από τα διευρυμένα υποκειμενικά όρια της διαιτητικής

συμφωνίας24.

Περαιτέρω, διακρίνεται αυτή η διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων σε διεύρυνση

λόγω μεταβολής των αρχικών υποκειμένων της έννομης σχέσης και σε ενοχικό δεσμό ε-

ξαρχής διευρυμένο25. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται περιπτώσεις όπως η διαδοχή και

η φορτωτική, ενώ στην δεύτερη οι περιπτώσεις της σύμβασης υπέρ τρίτου, της εγγύησης,

των ομίλων επιχειρήσεων και της άρσεως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου26. Οι

περιπτώσεις αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο αυτοτελούς εργασίας, για

τις ανάγκες όμως της παρούσας θα παρουσιαστούν συνοπτικά.

24
Μαντάκου, Η κατάρτιση της συμφωνίας διαιτησίας στη διεθνή συναλλαγή (δ.δ.), 1998, σελ. 254,

που μεταφέρει τους γαλλικούς όρους «vrais tiers» (για τον αληθή τρίτο) και «faux tier» (για τον

ψευδοτρίτο).
25
Έτσι Μαντάκου, οπ.π., σελ. 255.
26
Χωρίς την μερικότερη αυτή διάκριση παρουσιάζει τις περιπτώσεις αυτές ο Κουσούλης, Δίκαιο της

διαιτησίας, 2006, §5.ΙΙΙ. πλαγιαρ. 44επ., σελ. 45επ.

10
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

α. Διαδοχή

Τρίτος μπορεί να υπεισέλθει στην θέση ενός των αρχικών συμβαλλομένων, κατόπιν

διαδοχής του τελευταίου από τον πρώτο27. Η διαδοχή αυτή μπορεί να είναι είτε καθολική

είτε ειδική. Η καθολική διαδοχή επέρχεται με την μεταβίβαση μιας περιουσιακής ενότητας

στο σύνολό της με μία μόνο πράξη. Η ίδια η φύση της αποτελεί επαρκή προϋπόθεση για

την άνευ ετέρου υπεισέλευση του καθολικού διαδόχου στην ουσιαστική και δικονομική θέση

του δικαιοπάροχου. Στα φυσικά πρόσωπα αυτό συμβαίνει μόνο σε περίπτωση κληρονομι-

κής διαδοχής. Στα νομικά πρόσωπα επέρχεται οιονεί καθολική διαδοχή είτε με συγχώνευση

είτε με διάσπαση.

Ως συγχώνευση νοείται η νομική ένωση δύο ή περισσοτέρων εταιρειών σε μία, με

σύμβαση, και μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε με απορρόφηση, είτε με σύσταση νέας εται-

ρείας (άρθ. 68 ν. 2190/1920 για της ανώνυμες εταιρείες)28. Με την συγχώνευση με απορ-

ρόφηση, μία ή περισσότερες εταιρείες, οι απορροφούμενες, λύονται και δίχως εκκαθάριση

μεταβιβάζουν το σύνολο της περιουσίας τους σε μια άλλη εταιρεία, την απορροφούσα. Στην

περίπτωση της συγχώνευσης με σύσταση νέας εταιρείας, οι συγχωνευόμενες εταιρείες

παύουν να υπάρχουν αυτοτελώς και ενώνονται σε μία νέα εταιρεία, την οποία και ιδρύουν.

Ο νόμος (άρθ. 79 ν. 2190/1920) με συγχώνευση με απορρόφηση εξομοιώνει και την εξα-

γορά μίας ή περισσοτέρων ανωνύμων εταιρειών από άλλη. Η δε μεταβίβαση, στις παρα-

πάνω περιπτώσεις, των κατ’ ιδίαν περιουσιακών στοιχείων γίνεται με οιονεί καθολική δια-

δοχή29. Το αυτό αποτέλεσμα επιφέρει και η διάσπαση η οποία πραγματοποιείται με την

μεταβίβαση του συνόλου της περιουσίας σε δύο τουλάχιστον άλλες30. Σε όλες αυτές τις

27
Βλ. Γεωργιάδης, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, 2007, §21.Ι.3, σελ. 199.
28
Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιρειών – Προσωπικές και κεφαλαιουχικές εταιρείες, 2012,

§14.IV.1, σελ. 524. Βλ. και Sealy/Worthington, Cases and Materials in Company Law, 20078, σελ.

605.
29
Αλεξανδρίδου, οπ.π.. Από νομολογία βλ. ενδεικ. ΑΠ 591/2017, ΕΕμπΔ 2017, 571· ΑΠ 335/2015,

ΤΝΠ Ισοκράτης· ΑΠ 312/2015, Αρμ 69 (2015), 2092.


30
Αλεξανδρίδου, οπ.π., V.1, σελ. 540.

11
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

περιπτώσεις, κατά κανόνα, δεν αμφισβητείται η δέσμευση των διαδόχων από την διαιτητική

συμφωνία31.

Από την άλλη, στην ειδική διαδοχή ο διάδοχος αποκτά το μεταβιβαζόμενο δικαίωμα

ή υποχρέωση από κοινού με την ιδιότητα διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς που τυχόν

ανακύψει, υπό την προϋπόθεση όμως ότι έχει λάβει γνώση του γεγονότος αυτού32. Ενδια-

φέρον παρουσιάζει η εκχώρηση απαίτησης, όπως και η αναδοχή χρέους, μιας και απαντώ-

νται συχνά στην πράξη, και τίθεται εντεύθεν το ζήτημα της διεύρυνσης των υποκειμενικών

ορίων της συμφωνίας διαιτησίας. Ενώ η διαιτητική συμφωνία χαρακτηρίζεται από αυτοτέ-

λεια, εν τούτοις ακολουθεί την απαίτηση, καθότι συνδέεται στενά με αυτήν33. Ο παρακο-

λουθήματος αυτός χαρακτήρας, ανάλογα με το εκάστοτε δίκαιο, έχει διαφορετική δικαιολο-

γητική βάση34. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό έχει ως αποτέλεσμα η διαιτητική συμφωνία

ενεργεί υπέρ και κατά του εκδοχέα της απαίτησης. Παρατηρείται δε από την Μαντάκου ότι

η αναγγελία της εκχώρησης απαιτείται από την αγγλική νομολογία, ενώ δεν θα πρέπει να

υπάρχει δυνατότητα εναντίωσης του οφειλέτη στην αναγγελία, εκτός και αν η διαιτητική

συμφωνία καταρτίστηκε ακριβώς λόγω του προσώπου του αντισυμβαλλόμενου35.

31
Κουσούλης, Δίκαιο της διαιτησίας, οπ.π., σελ. 45· Μαντάκου, οπ. π., σελ. 257· Καργάδος, Η ανα-

κοίνωσις της διαιτητικής δίκης – Εν σημείον επαφής ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου (Η ανα-

κοίνωσις της διαιτητικής δίκης), ΝοΒ 1977, υποσημ. 50, σελ. 1430.
32
Βλ. ολΑΠ 176/1976, ΝοΒ 24 (1976) 706· ΕφΘεσ 3006/1995, ΕπισκΕΔ 1996, 376, παρατηρ. Απα-

λαγάκη· ΕφΑθ 6920/1985, ΝοΒ 34 (1986), 232, που απαιτεί όμως και αποδοχή.
33
Born, International commercial arbitration, I, §3.01 σελ. 352. Γι’ αυτό και μιλάμε για αυτοτέλεια

(τέλος=σκοπός) και όχι για αυτονομία (βλ. και τον όρο separability αντί για independence ή au-

tonomy).
34
Είτε είναι ιδιότητα της εκχωρούμενης απαίτησης (Γερμανία), είτε θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα

της οικονομικής σύμβασης (Γαλλία), είτε εκλαμβάνεται ως επικουρική της κύριας σύμβασης (Ελ-

βετία), όπως παραθέτει η Μαντάκου, οπ.π., σελ. 259.


35
Μαντάκου, οπ.π., σελ. 262, με παράθεση και της ΠολΠρΑθ 2690/1976, ΝοΒ 25 (1977), 220 με

έμμεση αναφορά σε αυτό το ζήτημα.

12
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

Περαιτέρω η ΑΚ 456 §1 αναφέρει την υποχρέωσή του εκχωρητή για παροχή όλων

των αναγκαίων πληροφοριών για την ενάσκηση της απαίτησης. Πρόβλημα εν προκειμένω

ανακύπτει στην περίπτωση που ο εκχωρητής δεν ενημερώσει τον εκδοχέα για τον επιλεγέ-

ντα τρόπο επίλυσης των διαφορών36. Πράγματι σε αυτή την περίπτωση απουσιάζει η συ-

ναίνεση του εκδοχέα έστω και σιωπηρή ως προς την διαιτητική συμφωνία37. Όμως, κάτι

τέτοιο οδηγεί σε μονομερή απεμπλοκή του εκδοχέα από τη συμφωνία γεγονός που έρχεται

σε αντίθεση με τα συμφέροντα του αντισυμβαλλόμενου του εκχωρητή. Αρμόζουσα λύση,

κατόπιν συγκερασμού των συμφερόντων και των δύο μερών, φαίνεται να είναι η δέσμευση

του ειδικού διαδόχου, με ανοιχτό το ενδεχόμενο αξίωσης για αποζημίωση κατά του εκχω-

ρητή που δεν του παρείχε τις αναγκαίες αυτές πληροφορίες38.

β. Σύμβαση υπέρ τρίτου και εγγύηση

Χαρακτηριστική εξαίρεση από τη σχετικότητα των ενόχων αποτελεί η γνήσια σύμ-

βαση υπέρ τρίτου (ΑΚ 411)39. Διακρίνεται δε αυτή από τη μη γνήσια κατά το ότι στην γνήσια

την παροχή μπορεί να τη ζητήσει από τον οφειλέτη και ο τρίτος εκτός από τον αντισυμβαλ-

λόμενο δανειστή. Γεννάται έτσι το ερώτημα, αν διαιτητική ρήτρα στην γνήσια σύμβαση υπέρ

τρίτου δεσμεύει και τον τρίτο. Αφετηρία του ζητήματος θα πρέπει να αποτελέσει καταρχήν

η απαγόρευση της σύμβασης εις βάρος τρίτου. Έπειτα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον μία

διαιτητική ρήτρα λειτουργεί εις βάρος του τρίτου, δημιουργώντας του όχι μόνο δικαιώματα

αλλά και υποχρεώσεις.

36
Έχει και την υποχρέωση γνωστοποίησης τυχόν ενστάσεων, βλ. Κρητικός σε Γεωργιάδης/Σταθό-

πουλος, ΕρμΑΚ, τ. ΙΙ, 456, πλαγιαρ. 3, σελ. 590.


37
Κουσούλης, Δίκαιο της διαιτησίας, οπ.π., σελ. 46.
38
Έτσι Κουσούλης, Δίκαιο της διαιτησίας, οπ.π., σελ. 46· Μαντάκου, οπ.π., σελ. 264. Βλ. και Παπα-

δόγιαννης, Ισχύς των ρητρών διαιτησίας και παρεκτάσεως αρμοδιότητας έναντι των τρίτων εκδο-

χέων απαιτήσεως ή κομιστού τίτλου εξ οπισθογραφήσεως, ΝοΒ 43 (1995), 312επ.


39
Σταθόπουλος, Επίτομο γενικό ενοχικό, §25.Ι.1.α, πλαγιαρ. 2, σελ. 528.

13
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

Αναφέραμε όμως παραπάνω ότι η διαιτητική συμφωνία, ναι μεν είναι δικονομική σύμ-

βαση, δημιουργεί όμως και ουσιαστικού δικαίου υποχρεώσεις, με βασικότερη αυτή της α-

μοιβής των διαιτητών40. Πράγματι πολύ δύσκολα μπορεί να παραμεριστεί το οικονομικό

βάρος στο οποίο θα πρέπει να ανταπεξέλθει ο τρίτος για την διεξαγωγή διαιτησίας βάσει

ρήτρας στην σύμβαση υπέρ αυτού. Και εδώ πάλι η στάθμιση συμφερόντων είναι αυτή η

οποία θα μας υποδείξει την αρμόζουσα λύση· αν η ρήτρα διαιτησίας είναι ευνοϊκή για τον

τρίτο τότε αυτός θα δεσμεύεται41. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί η Μαντάκου, στην πράξη,

οι συνηθέστερες συμβάσεις υπέρ τρίτου είναι οι ασφαλιστικές συμβάσεις, οπότε και το εν-

διαφέρον μετακυλίεται στην εγκυρότητα μιας τέτοιας συμφωνίας διαιτησίας ανάμεσα στον

υποσχέθηκα και τον αντισυμβαλλόμενο του καταναλωτή42.

Αναφορικά με την εγγύηση, κρατούσα είναι η μία άποψη ότι ο εγγυητής δεν δεσμεύ-

εται από τη συμφωνία διαιτησίας μεταξύ δανειστή και πρωτοφειλέτη43. Και αυτό διότι ο εγ-

γυητής ευθύνεται παρεπόμενα για την κύρια οφειλή. Κατά άλλη άποψη, όμως, κριτήριο θα

αποτελέσει η διατύπωση της έγγραφης εγγυητικής σύμβασης ώστε αν ο εγγυητής έχει υ-

πογράψει εγγυώμενος να την εκτέλεση όλων των όρων της κύριας σύμβασης τότε θα πρέ-

πει να δεσμεύεται και αυτός από τη διαιτητική ρήτρα44.

γ. Άρση αυτοτέλειας του νομικού προσώπου

Βασική αρχή του εταιρικού δικαίου αποτελεί ότι η εταιρεία έχει ξεχωριστή νομική προ-

σωπικότητα από τα μέλη της ή τους μετόχους. Αυτό σημαίνει ότι η εταιρεία γίνεται υποκεί-

μενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και όχι οι μέτοχοι. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις ό-

που λαμβάνει χώρα κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας από τον

40
Καλαβρός, Θεμελιώδη ζητήματα, ΙΙ.1.δ, σελ. 46επ., και Διαιτησία, σελ. 85επ.
41
Μαντάκου, οπ.π., σελ. 273. Βλ. όμως και Κουσούλης, Δίκαιο της διαιτησίας, οπ.π., σελ. 46-47,

που υποστηρίζει την εν γένει δέσμευση του τρίτου.


42
Μαντάκου, οπ.π., σελ. 275.
43
Κουσούλης, Δίκαιο της διαιτησίας, οπ.π., σελ. 47.
44
Μαντάκου, οπ.π., σελ. 275-276.

14
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

μοναδικό ή τον κυρίαρχο μέτοχο45. Ο μέτοχος αυτός μπορεί να είναι είτε φυσικό πρόσωπο

είτε μία άλλη εταιρεία. Προς το σκοπό, λοιπόν, της προστασίας των εταιρικών πιστωτών

από τέτοιες καταχρηστικές συμπεριφορές έχει δημιουργηθεί ο μηχανισμός της άρσης της

αυτοτέλειας του νομικού προσώπου46.

Ο μηχανισμός της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου βρίσκει εφαρμογή και επί διαι-

τησίας. Έτσι, ενώ αρχικά αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ήταν η εταιρεία, κατόπιν της άρσης

του εταιρικού πέπλου, αντισυμβαλλόμενος μπορεί να βρεθεί ο κυρίαρχος μέτοχος, όπου

κατά κανόνα θα είναι η μητρική της αρχικά συμβαλλόμενης εταιρείας47. Έχει δε κριθεί ότι

μπορεί να γίνει και «αντιστροφή άρση» (reverse piercing) στην περίπτωση που η θυγατρική

δεσμεύεται από συμφωνία διαιτησίας που κατήρτισε η μητρική, δεχόμενο το δικαστήριο ότι

η θυγατρική ήταν το alter ego της μητρικής48.

δ. Όμιλος εταιρειών

Για την διερεύνηση των υποκειμενικών ορίων της διαιτητικής συμφωνίας αναπτύ-

χθηκε στη Γαλλία η θεωρία του ομίλου επιχειρήσεων. Πρόκειται συνήθως για μητρικές και

θυγατρικές εταιρείες, οι οποίες αποτελούν ομάδα επιχειρήσεων υπό την έννοια της ενιαίας

45
Αλεξανδρίδου, οπ.π., Β, §7.V.3, πλαγιαρ. 48, σελ. 421
46
Βλ. Αλεξανδρίδου, οπ.π.. Από ξενόγλωσση βιβλιογραφία βλ. Dine Janet/Koutsias Marios, Com-

pany Law, 20097, σελ. 22· Sealy/Worthington, Cases and Materials in Company Law, 20078, σελ.

51επ.· Mayoson/French/Ryan, Company Law, 200926, σελ. 129επ.που διακρίνουν όμως σε

«piercing of the veil» για την αντιμετώπιση των υποχρεώσεων, δικαιωμάτων και ενεργειών της

εταιρείας ως αυτά των μετόχων, και σε «lifting/looking behind the veil» για να ληφθεί υπόψη τη

συμμετοχή (shareholding) σε μια εταιρεία για κάποιο νομικό σκοπό· Born, International commer-

cial arbitration, τ. Ι, σελ. 1432επ.· Hanotiaou/Schwartz (ed), Multiparty Arbitration, 2010, σελ.

147επ.
47
Κουσούλης, Δίκαιο της διαιτησίας, οπ.π., σελ. 47. Βλ. και ΕφΑθ 6815/1994, Δ 26 (1995), 907επ.
48
Μαντάκου, οπ.π., σελ. 284.

15
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

οικονομικής πραγματικότητας49 και μεταξύ των οποίων υπάρχει ενεργός και αποτελεσμα-

τική ανάμειξη στη σύναψη συμβάσεων και στην εκτέλεση αυτών50.

Έτσι, για παράδειγμα, οι εταιρείες που ανήκουν σε έναν όμιλο χρησιμοποιούν συνή-

θως τις λεγόμενες «ρήτρες ομίλου», δηλαδή όρους της σύμβασης τους με τρίτους που επι-

τρέπουν την εκχώρηση απαιτήσεων, τη μεταβίβαση συμβατικών σχέσεων ή την άσκηση

δικαιωμάτων από τις άλλες επιχειρήσεις του ομίλου. Ή για την εκτέλεση μιας σύμβασης

συνάπτονται μεταξύ των επιχειρήσεων του ομίλου συμβάσεις εφοδιασμού εμπορευμάτων

ή συμβάσεις εφοδιασμού προσωπικού51.

Πρέπει όμως να διακρίνουμε την θεωρία του ομίλου εταιρειών από την άρση της αυ-

τοτέλειας του νομικού προσώπου. Kαι αυτό διότι η αυτοτέλεια του νομικού προσώπου αί-

ρεται ακριβώς επειδή υπάρχει το στοιχείο του δόλου και γενικά της καταχρηστικής πρόθε-

σης για ενάσκηση δικαιώματος από πρόσωπο που χρησιμοποιεί την εταιρεία για εξυπηρέ-

τηση ίδιων δόλιων συμφερόντων52. Aντίθετα, στην περίπτωση του ομίλου επιχειρήσεων

αυτός ο δόλος απουσιάζει.

Ενώ όμως τα γαλλικά δικαστήρια ήταν αρκετά πρόθυμα εξαρχής να εφαρμόσουν τη

θεωρία του ομίλου επιχειρήσεων53, δεν συνέβη το ίδιο και με τα αγγλικά. Παρότι στο Ηνω-

μένο Βασίλειο για πολλούς φορολογικούς και λογιστικούς σκοπούς οι όμιλοι επιχειρήσεων

αντιμετωπίζονται ως μία ενιαία ενότητα54, τα δικαστήρια χαρακτηρίζονταν από μία γενική

απροθυμία να παραδεχτούν αυτή την πραγματικότητα, εμμένοντας στην θεμελιώδη αρχή

ότι κάθε εταιρεία σε έναν όμιλο επιχειρήσεων αποτελεί ξεχωριστή νομική οντότητα με

49
Sealy/Worthington, οπ.π., σελ. 67.
50
Μαντάκου, οπ.π. σελ. 278.
51
Αλεξανδρίδου, οπ.π., σελ. 712.
52
Μαντάκου, οπ.π., σελ. 280.
53
Μαντάκου, οπ.π., σελ. 276επ.
54
Dine Janet/Koutsias Marios, οπ.π., σελ. 25.

16
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

ξεχωριστά δικαιώματα και υποχρεώσεις55. Παρόλα αυτά, σήμερα μάλλον έχουμε μία μετα-

στροφή και των αγγλοσαξονικών δικαστηρίων56.

Παρατηρείται, βέβαια, ότι πλέον το δόγμα του ομίλου των εταιρειών έχει μικρή επιρ-

ροή στη διαιτητική διαδικασία σε αντίθεση με ότι θεωρούσαν παλαιότερα, καθότι δεν παρέ-

χει έναν αντικειμενικό κανόνα για την επίλυση των δυσκολιών που ανακύπτουν για τον κα-

θορισμό των υποκειμενικών ορίων της διαιτητικής συμφωνίας57. Η ύπαρξη ενός ομίλου ε-

ταιρειών δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη

για την αξιολόγηση της προώθηση των μερών. Παρ’ όλ’ αυτά, το δόγμα του ομίλου των

εταιριών μπορεί να αξιοποιηθεί για την παρέμβαση ή την συνένωση διαιτητικών διαδικα-

σιών, μιας και η οικονομική πραγματικότητα πρέπει να υπερέχει, και τα μέλη του ομίλου

δεν είναι ανεκτό να προβαίνουν σε καταχρήσεις ακριβώς λόγω της διακριτής νομικής προ-

σωπικότητας.

IΙI. Διαιτητική διαδικασία και απόφαση

1. Γενικά σχόλια

Η έννοια του τρίτου, όμως, πρέπει να προσδιοριστεί και ως προ τα υποκείμενα

της διαιτητικής διαδικασίας, και τους δεσμευόμενους από την διαιτητική απόφαση. Η

διαιτητική συμφωνία αποτελεί την αρχή της διαιτητικής διαδικασίας, η δε απόφαση το

τέλος της. Άλλωστε, τρίτοι ως προ την διαιτητική συμφωνία δεν σημαίνει ότι θα είναι

τρίτοι και ως προς το υπόλοιπο τμήμα της διαδικασίας. Και αυτό διότι μπορεί κάποιος

εξ αυτών να παρέμβει.

Παρακάτω, θα προσδιορίσουμε για αρχή ποιοι είναι κατ’ αρχήν υποκείμενα της

διαιτητικής δίκης, αν μπορεί κάποιος να συμμετάσχει σε αυτήν εκ των υστέρων, και αν

55
Βλ. Dine Janet/Koutsias Marios, οπ.π. 25-26· Sealy/Worthington, οπ.π., σελ. 64επ· May-

oson/French/Ryan, οπ.π., σελ. 143επ.


56
Mayoson/French/Ryan, οπ.π., σελ. 149.
57
Hanotiaou/Schwartz (ed), οπ.π., σελ. 142-143.

17
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

ναι υπό ποιες προϋποθέσεις. Τέλος, θα εξετάσουμε τα υποκειμενικά όρια της διαιτητι-

κής απόφασης, μιας και εκ του νόμου αυτά ταυτίζονται με αυτά των δικαστικών απο-

φάσεων.

2. Οι αρχικοί διάδικοι

Όπως θα δούμε και αναλυτικότερα παρακάτω, η διαιτητική απόφαση παράγει δεδι-

κασμένο το οποίο δεσμεύει από την μία τα μέρη και από την άλλη οποιοδήποτε δικαιοδοτικό

όργανο αντιμετωπίσει την επίδικη έννομη σχέση είτε ως κύριο ζήτημα είτε ως προδικαστικό

(άρθ. 35 §2 ν. 2735/1999 και 896 ΚΠολΔ)58. Η διάταξη της ΚΠολΔ 896 παραπέμπει με την

σειρά της στις αντίστοιχες διατάξεις για το δεδικασμένο, δηλαδή τα άρθ. 322, 324 έως 330

και 332 έως 334. Επομένως, η απάντηση στο ερώτημα ποιος κατ’ αρχήν δεσμεύεται από

το δεδικασμένο προκύπτει από τον ίδιο το νόμο.

Κατ’ αρχήν από το δεδικασμένο της απόφασης δεσμεύονται οι διάδικοι. Εφαρμόζεται

δε για τον προσδιορισμό του διαδίκου το τυπικό, δικονομικό, κριτήριο59. Έτσι, διάδικος είναι

τα πρόσωπα υπέρ και κατά των οποίων ζητήθηκε η παροχή (δικαστικής) προστασίας· τα

πρόσωπα (εκτός από τους διαιτητές) μεταξύ των οποίων δημιουργείται η διαιτητική έννομη

58
Από άποψη συγκριτικού δικαίου, παρατηρείται βέβαια ότι σε καμία από τις χώρες του αγγλοσα-

ξονικού δικαίου δεν προβλέπεται ρητά η ύπαρξη δεδικασμένου εκ της διαιτητικής απόφασης, ό-

πως αντιθέτως συμβαίνει με τις χώρες του ηπειρωτικού δικαίου, π.χ. Γαλλία (άρθ. 1476 και 1500),

Βέλγιο (άρθ. 1703), Γερμανία (άρθ. 1055) και Ιταλία (άρθ. 829). Άλλωστε και στον Πρότυπο Νόμο

της UNCITRAL στο άρθ. 35 γίνεται λόγος για δέσμευσης των μερών («shall be recognized as

binding») και όχι για δεδικασμένο («res judicata»). Βλ. περισσότερα σε Hanotiau, Complex Arbi-

trations: Multiparty, Multicontract, Multi-Issue and Class Actions, International Arbitration Law Li-

brary, τ. 14, σελ. 246επ.


59
Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία – Γενικό Μέρος (Πολιτική Δικονομία), 2011, §38.ΙΙΙ.2.γ.αα.b, πλα-

γιαρ. 439, σελ. 561· Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας (Πολιτική Δικονομία), 2017 2, §21.Ι,

πλαγιαρ. 1-3, σελ. 141· Μπέης, ΠολΔ, τ. 6 άρθ. 325, ΙΙΙ.1, σελ. 1326επ· ο ίδιος, Η έννοια, λειτουρ-

γία και φύσις της δικαστικής αποφάσεως, 1972, §2.ΙΙ.4.· Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο –

Γενικό Μέρος (Αστικό Δικονομικό), 1986, 50, σελ. 92επ.·

18
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

σχέση60. Και όντως, είναι λογικό και ορθό να καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο εκείνοι

οι οποίοι συμμετείχαν στην δίκη, συνέπραξαν στην διαιτητική διαδικασία, είχαν την ευκαιρία

να προβάλλουν τους ισχυρισμούς τους ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου, και εν γένει

είχαν τη δυνατότητα να επηρεάσουν με τις πράξεις τους το αποτέλεσμα της δίκης.

3. Υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης ή ανακοίνωσης της δίκης;

α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Ένα βασικό ζήτημα με το οποίο ήρθαν αντιμέτωποι τόσο οι θεωρητικοί όσο και τα

διαιτητικά δικαστήρια είναι αυτό της (εκούσιας ή αναγκαστικής61) παρέμβασης τρίτου προ-

σώπου στην διαιτητική δίκη μεταξύ άλλων. Το θεωρητικό και πρακτικό αυτό πρόβλημα ε-

πέτεινε η πολυπλοκότητα των σύγχρονων εμπορικών συναλλαγών, όπως ενδεικτικά φαί-

νεται στον κατασκευαστικό τομέα. Είναι πράγματι αλήθεια ότι πλέον σε μία σύμβαση έργου

μπορεί να μετέχουν και άλλα μέρη πέρα από τα αρχικώς συμβαλλόμενα όπως για παρά-

δειγμα οι υπεργολάβοι. Και είναι αυτονόητο πως, όταν σε μία εργολαβική σύμβαση υπάρχει

συμφωνία διαιτησίας και έχει κινηθεί η όλη διαιτητική διαδικασία, τα τρίτα αυτά μέρη έχουν

έννομο συμφέρον από την εξέλιξη της διαιτητικής δίκης. Ερωτάται όμως: μπορούν να πα-

ρέμβουν σε αυτήν; Και από την άλλη, μπορεί κάποιος από τους διαδίκους να ανακοινώσει

την διαιτητική δίκη σε τρίτον και να τον προσκαλέσει να συμμετάσχει σε αυτήν;

Η απάντηση στα ερωτήματα δεν μπορεί να είναι τόσο εύκολη όσο ένα ναι ή όχι. Ούτε

επιτρέπεται η άμεση εφαρμογή και μεταφορά δικονομικών διαδικασιών από την πολιτική

δίκη στην διαιτητική, ούτε μπορεί εύκολα να παραγνωριστεί το έννομο αυτό συμφέρον των

τρίτων, και φυσικά η προστασία τους, αφού η παρέμβαση, ακριβώς σε αυτή την

60
Για την διαιτητική έννομη σχέση ως αντίστοιχη της έννομης σχέσης δίκης βλ. Καλαβρός, Θεμε-

λιώδη ζητήματα, ΙΙ.1.β, σελ. 16.


61
Ως εκούσια παρέμβαση πρέπει μάλλον να αποδώσουμε τον όρο «intervention», ενώ ως αναγκα-

στική τον όρο «joinder» που χρησιμοποιούνται από την ξενόγλωσση βιβλιογραφία. Φυσικά δεν

υπάρχει ομόφωνη χρήση των όρων, καθώς άλλοι διακρίνουν τον όρο «joinder» σε «voluntary»

και «compelled intervention» (βλ. π.χ. Hanotiau, οπ. π., σελ. 163).

19
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

(κατασταλτική) προστασία του παρεμβαίνοντα κατατείνει. Η παρούσα ενότητα, ακριβώς ε-

πειδή αφορά στην κατασταλτική προστασία του τρίτου, θα μπορούσε να ενταχθεί στο δεύ-

τερο μέρος της παρούσας εργασίας. Κρίθηκε όμως σκόπιμο να παρατεθεί στο πρώτο μέρος

μιας και η έννοια του τρίτου προσδιορίζεται σε σχέση όχι μόνο με τα συμβαλλόμενα μέρη

της συμφωνίας διαιτησίας, αλλά και των διαδίκων· σε περίπτωση δε που επιτρέπεται πα-

ρέμβαση, ο παρεμβαίνων καθίσταται διάδικος ή ταυτίζεται με έναν εξ αυτών, ως βοηθός

του.

β. Επιτρέπεται η παρέμβαση τρίτου;

i. Συγκριτική επισκόπηση

Η προβληματική της παρέμβασης τρίτου (είτε εκούσια είτε αναγκαστική) σε διαιτητική

δίκη άλλων απασχόλησε εντόνως, αφού άλλωστε οι εθνικές νομοθεσίες και κοινώς αποδε-

κτές και αναγνωρισμένες διεθνείς συμβάσεις και κανονισμοί δεν διαθέτουν πάντα ρητή πρό-

βλεψη για την άσκηση της παρέμβασης ή τον αποκλεισμό της. Για παράδειγμα, ο Πρότυπος

Νόμος δεν διαθέτει κάποια τέτοια διάταξη που θα μπορούσε να αποτελέσει ίσως πιλότο για

τα εθνικά δίκαια ή άλλους θεσμικούς κανονισμούς, παρ’ ότι το θέμα απασχόλησε τους συ-

ντάκτες του62.

Όπως στον Πρότυπο Νόμο, έτσι και στον Ομοσπονδιακό Νόμο Διαιτησίας των Η.Π.Α.

(Federal Arbitration Act ή FAA) ούτε ρητά απαγορεύεται ούτε όμως και ρητά επιτρέπεται η

παρέμβαση (ή την συνεκδίκαση υποθέσεων), ώστε η νομολογία τους να ταλαντεύεται πότε

στην αρνητική απάντηση και πότε στην θετική63.

62
Born, International Commercial Arbitration, σελ. 2573-2573· Report of the Working Group on In-

ternational Contract Practices on the Work of Its Third Session, U.N. Doc. A/CN.9/216, XIII Y.B.

UNCITRAL 287, ¶37 (1982).


63
Born, International Commercial Arbitration, σελ. 2576· ο ίδιος, International Arbitration: law and

practice, §12.02 [Α], με εκεί παραπομπή στην υπόθεση Compania Espanola de Petroleos, SA v.

Nereus Shipping (527 F.2d 966 - 2d Cir. 1975) όπου το δικαστήριο έκρινε ότι μπορεί να υπάρξει

20
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

Αν και το γαλλικό δίκαιο δεν προβλέπει κάτι ρητά, κατά τη γαλλική νομολογία το διαι-

τητικό δικαστήριο ή ο μοναδικός διαιτητής δεν επιτρέπεται να διατάξουν ή να επιτρέψουν

παρέμβαση, εκτός αν τα μέρη έχουν συμφωνήσει προς τούτο64. Ακολούθως, σε περίπτωση

παρέμβασης, παρά την απουσία σχετικής συμφωνίας, η διαιτητική απόφαση ακυρώνεται

λόγω υπέρβασης της εξουσίας του διαιτητικού δικαστηρίου65.

Από την άλλη, ο ΕλβΚΠολΔ , ως προς την εσωτερική διαιτησία, προβλέπει στο άρθ.

376 §3 ότι η εκούσια ή ακούσια παρέμβαση τρίτου μέρους απαιτεί ύπαρξη διαιτητικής συμ-

φωνίας μεταξύ του τρίτου μέρους και των μερών της διαφοράς, και υπόκειται στην έγκριση

του διαιτητική δικαστηρίου. Αναφορικά με την διεθνή διαιτησία, ενδιαφέρον παρουσιάζει η

υπ’ αριθ. 4A_376/2008 απόφαση του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου,

το οποίο ακύρωσε απόφαση ενός διαιτητικού δικαστηρίου του ΔΕΕ (ICC) περί αρμοδιότη-

τάς του, όταν το τελευταίο αρνήθηκε να επιτρέψει παρέμβαση τρίτων (μη υπογραφόντων

την διαιτητική συμφωνία) μερών σε ήδη εκκρεμή διαιτησία, αν και δεν προβλεπόταν η δια-

δικασία της παρέμβασης από τον Κανονισμό του ΔΕΕ (ICC Rules).

Το Δικαστήριο στήριξε την απόφασή του στο γεγονός ότι τα προς παρέμβαση μέρη

είχαν αναμειχθεί αρκετά στις διαπραγματεύσεις και την εκτέλεση της ουσιαστικής σύμβα-

σης, ώστε η διαιτητική ρήτρα να επεκτείνεται και σε αυτούς. Ακολούθως, το Δικαστήριο

ακύρωσε την απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου, όμως αντί αν παραπέμψει το ζήτημα

πίσω σε αυτό, τροποποίησε το ίδιο την διαιτητική απόφαση ώστε να συμπεριληφθούν και

οι προς παρέμβαση τρίτοι στην διαιτητική διαδικασία. Η απόφαση, ως προς το τελευταίο

αυτό τμήμα της, επικρίθηκε66.

συνεκδίκαση, και την Gov’t of United Kingdom of Great Britain & N. Ireland v. Boeing Co. (998

F.2d 68, 73-74 - 2d Cir. 1993) όπου δόθηκε αρνητική απάντηση.


64
Βλ. την απόφαση του Εφετείου Παρισίου της 19ης Δεκεμβρίου1986, OLAETL v. Sofidif, 1987 Rev.

arb. 359 (σε Born, International Commercial Arbitration, σελ. 2579, υποσημ. 66).
65
Οπ. π. υποσημ.
66
Koch Christopher, Judicial activism and the limits of institutional arbitration in multiparty disputes,

ASA Bulletin, 2010, Τόμος 28, τεύχος 2, σελ. 380 – 391.

21
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

Αξιοσημείωτη, όμως, είναι και η διάταξη του άρθ. 1045 του Ολλανδικού ΚΠολΔ, η

οποία προβλέπει την παρέμβαση, εκούσια ή αναγκαστική, οποιουδήποτε τρίτου έχει έν-

νομο συμφέρον από την έκβαση της διαιτητικής διαδικασίας67. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι ο

ολλανδικός νομοθέτης, σε αντίθετη με τους υπολοίπους, παρέχει ευρεία δυνατότητα πα-

ρέμβασης, με μοναδικό περιορισμό την ύπαρξη προς τούτο έννομου συμφέροντος.

Από την άλλη, οι θεσμικοί οργανισμοί διαιτησίας, έχοντας από την εμπορική πραγ-

ματικότητα και πολυπλοκότητα αντιληφθεί την σπουδαιότητα του ζητήματος, έχουν κάνει

ρητή πρόβλεψη για την δυνατότητα παρέμβασης τρίτου στην ήδη εκκρεμούσα διαιτητική

διαδικασία. Έτσι, ο νέος Κανονισμός του ΔΕΕ (ICC Rules) στο άρθ. 768 προβλέπει την δυ-

νατότητα (αναγκαστικής69) παρέμβασης τρίτου, κατόπιν αίτησης70 κάποιου από τα ήδη υ-

πάρχοντα μέρη της διαιτητικής διαδικασίας, και εφόσον κάνει δεκτή την αίτηση το

67
Ǥ1 At the written request of a third party who has an interest in the outcome of the arbitral pro-

ceedings, the arbitral tribunal may permit such party to join the proceedings, or to intervene

therein […].».
68
Ǥ1. A party wishing to join an additional party to the arbitration shall submit its request for arbi-

tration against the additional party (the “Request for Joinder”) to the Secretariat. […]».
69
Και λέμε αναγκαστικής παρέμβασης διότι ο καθ’ ου η αίτηση παρέμβασης, και μόνο με την κοινο-

ποίηση αυτής που υποβάλει ο ήδη διάδικος, ο πρώτος καθίσταται εξ’ ανάγκης και δίχως την θέ-

λησή τους κατ’ αρχήν διάδικος και εκδίδεται απόφαση από το διαιτητικό δικαστήριο περί της δι-

καιοδοσίας του ως προς τον καθ’ ου. Επομένως, ο καθ’ ου η αίτηση παρέμβασης μπορεί στην

πορεία να τεθεί εκτός διαιτητικής διαδικασίας, αν το δικαστήριο κρίνει δεκτές τυχόν ενστάσεις

δικαιοδοσίας αυτός προβάλει ή απορρίψει την αίτηση από μόνο του. Φυσικά, ο καθ’ ου δεσμεύεται

από το δεδικασμένο αυτής της απόφασης. Αναλυτικότερα βλ. σε Verbist /Schäfer et al., ICC Ar-

bitration in Practice, 20152, σελ. 53επ., και Jacob/Hooft, Arbitrating under the 2012 ICC Rules,

2012, σελ. 97επ.


70
Χρησιμοποιείται ο όρος «request for joinder», που δικονομικά αντιστοιχεί περισσότερο στην δική

μας προσεπίκληση, αν και είναι μάλλον αδόκιμη η χρήση όρων του ημεδαπού δικονομικού δικαίου

δεδομένου του διεθνούς χαρακτήρα των ICC Rules, αφού προσπαθούν να συγκεράσουν απαιτή-

σεις και διατάξεις τόσο του ηπειρωτικού δικαίου όσο και του κοινοδικαίου.

22
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

δικαστήριο. Αντίθετα, στον Κανονισμό υπό την παρούσα μορφή του δεν προβλέπεται η

περίπτωση της εκούσιας παρέμβασης. Παρομοίως, ο Κανονισμός Διαιτησίας της UN-

CITRAL (UNCITRAL Rules) αναφέρει στο άρθ. 17 §5 ότι το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί,

κατόπιν αιτήματος ενός μέρους, να επιτρέψει την παρέμβαση τρίτου, εφόσον αυτός ο τρίτος

είναι συμβαλλόμενο μέρος στην διαιτητική συμφωνία71. Προς την ίδια κατεύθυνση κινού-

νται, άλλοτε με ορισμένους περιορισμούς και άλλοτε δίχως, και άλλοι παρόμοιοι θεσμικοί

κανονισμοί (π.χ. LCIA Rules άρθ. 22 §1 περ. viii· Swiss Rules άρθ. 4 §2 και CEPANA Rules

άρθ. 12 κατά τους οποίους επιτρέπεται η εκούσια παρέμβαση τρίτου. Βλ. Vienna Rules

άρθ. 15 §1 και Netherlands Arbitration Institute Rules άρθ. 41 §3 που επιτρέπουν την πα-

ρέμβαση μόνο αν όλα τα μέρη συμφωνούν).

Ο ν. 2735/1999, έχοντας ενσωματώσει τον Πρότυπο Νόμο σχεδόν στο ακέραιό του,

δεν έχει κάνει κάποια πρόβλεψη για την άσκηση παρέμβασης. Ούτε όμως και ο ΚΠολΔ,

στις διατάξει του για την εσωτερική διαιτησία έχει προνοήσει για μια τέτοια αναφορά. Έτσι,

το βάρος της επίλυσης του ζητήματος έπεσε στη θεωρία, η οποία σχεδόν ομοφώνως δέχε-

ται ότι κατ’ αρχήν δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση παρέμβασης τρίτου72. Κατ’ εξαίρεση όμως

επιτρέπεται, αν ο παρεμβαίνων έχει συμπράξει στη συνομολόγηση της διαιτητικής συμφω-

νίας, ή αν η διαιτητική συμφωνία είναι δεσμευτική γι’ αυτόν ή αν συναινούν όλα τα μέρη της

διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων και των διαιτητών, εφόσον ο τρίτος δεν καλύπτεται

71
«The arbitral tribunal may, at the request of any party, allow one or more third persons to be joined

in the arbitration as a party provided such person is a party to the arbitration agreement, unless

the arbitral tribunal finds, after giving all parties, including the person or persons to be joined, the

opportunity to be heard, that joinder should not be permitted because of prejudice to any of those

parties. […]».
72
Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία, §1.Ι.1.γ.ββ.b, πλαγιαρ. 24, σελ. 16-17, και §2.Ι.2.α.ββ.b.aa,

πλαγιαρ. 325, σελ. 290· Μπέης, ΠολΔ, τ. 20, 886, 3.3 και 3.4, σελ. 351 επ.· Κεραμεύς/Κονδύ-

λης/Νίκας (-Φουστούκος), ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, 2001, 887.11, σελ. 1670· Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ: Ερ-

μηνευτική-Νομολογιακή ανάλυση κατ’ άρθρο (ΚΠολΔ), τ. Δ’, 1996, 886, πλαγιαρ. 38-39, σελ.

806επ.· Καΐσης, Ακύρωση, σελ. 174· Γέσιου-Φαλτσή, Η πολιτική δίκη σε κίνηση, τ. ΙΙα, 1985,

VII.1.γ.Α, πλαγιαρ. 232, σελ. 70 για την μη δυνατότητα άσκησης κύριας παρέμβασης.

23
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

από τα υποκειμενικά όρια της διαιτητικής συμφωνίας73. Άλλοι υποστηρίζουν ότι επιτρέπεται

η παρέμβαση τρίτου, όταν υπάρχει συμφωνία διαιτησίας μεταξύ αυτού και των αρχικών

διαδίκων74, ενώ έχει γίνει λόγος και για δυνατότητα παρέμβασης μόνο αν συναφθεί νέα

διαιτητική συμφωνία μεταξύ των αρχικών μερών και του τρίτου75. Μόνο ο Κουσούλης υπο-

στήριξε την εν γένει δυνατότητα άσκησης κύριας παρέμβασης (και πρόσθετες φυσικά) στη-

ριζόμενος στην συνταγματική επιταγή για παροχή έννομης προστασίας ως διάταξη δημό-

σιας τάξης και ως εκ τούτου εφαρμόσιμη και επί διαιτησίας, θέση την οποία όμως αργότερα

μετρίασε, δεχόμενος την δυνατότητα άσκησή της αν ο τρίτος είχε συνάψει συμφωνία διαι-

τησίας με τα αρχικά μέρη76.

ii. Η θεμελίωση του δικαιώματος παρέμβασης

αα. Η διαιτητική συμφωνία ως θεμέλιο της διαδικασίας

Είπαμε προηγουμένως ότι ο ν. 2735/1999 υιοθέτησε σχεδόν αυτούσιες της διατάξεις

του Πρότυπου Νόμου, ενώ αναφέραμε ότι ο τελευταίος δεν έχει (μέχρι και σήμερα) καμία

διάταξη αναφορικά με την συμμετοχή τρίτων στην διαδικασία. Ούτε όμως και ΚΠολΔ προ-

βλέπει κάτι σχετικό. Έτσι, ελλείψει ειδικής διάταξης, οι θεωρητικοί θέτουν το ζήτημα της

παρέμβασης (και της συνεκδίκασης υποθέσεων77) επί τη βάση της ερμηνείας και εφαρμο-

γής της διαιτητικής συμφωνίας78. Προς επίρρωση της θέσης αυτής παραβάλλουν και το

73
Έτσι οι Μπέης, Καΐσης και Βαθρακοκοίλης, οπ. στην αμέσως παραπάνω υποσημ.
74
Έτσι ο Καλαβρός, οπ.π. στην υποσημ. παραπάνω.
75
Έτσι Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Φουστούκος), οπ. στην υποσημ. παραπάνω.
76
Κουσούλης, Κύρια παρέμβαση, §5.ΙΙ.2, σελ. 171επ. όπου υποστήριξε την αρχική του θέση. Βλ.

όμως ήδη ο ίδιος, Διαιτησία, Α, 886, πλαγιαρ. 10, σελ. 83· έτσι και οι Μπέης, ΠολΔ, τ. 20, 886,

3.3, σελ. 352, και Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τ. Δ, 886, πλαγιαρ. 39, σελ. 807.
77
Θέτουν στην προβληματική και την συνεκδίκαση, διότι τόσο αυτή όσο και η παρέμβαση τρίτους

εμπίπτουν με την σειρά τους στην εν γένει προβληματική των πολυμερών διαιτησιών (multi-party

procedure).
78
Από την ξενόγλωσση βιβλιογραφία βλ. αντί άλλων Born, International Commercial Arbitration, σελ.

2574· ο ίδιος, International Arbitration: law and practice, §12.02 [Α].

24
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

άρθ. V §1 περ. δ) της ΣΝΥ, κατά το οποίο δεν επιτρέπεται η αναγνώριση και εκτέλεση

αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης αν, μεταξύ άλλων, η διαιτητική διαδικασία δεν ήταν σύμ-

φωνη προς την συμφωνία διαιτησίας· ομοίως προβλέπει και ο ν. 2735/1999 στο άρθ. 34

§2 περ. α’ υποπερ. δδ’ για την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης (πρβλ. και την ΚΠολΔ

897 περ. 4).

Εκκινεί, λοιπόν, η προβληματική της παρέμβασης από την ίδια την διαιτητική συμ-

φωνία. Και είναι απολύτως λογικό και αναγκαίο τούτο, δεδομένου ότι η ίδια η διαιτητική

συμφωνία αποτελεί το (συμβατικό) θεμέλιο και υπόβαθρο της διαιτησίας και πηγή της εξου-

σίας των διαιτητών, προδιαγράφοντας παράλληλα κατ’ αρχήν και τα όρια, ή έστω μέρος

των ορίων, αυτής της εξουσίας τους79.

Απ’ αυτήν την αρχική και θεμελιώδη παρατήρηση, μπορεί να εξαχθεί το περαιτέρω

συμπέρασμα ότι είναι δυνατόν να παρέμβει, είτε εκούσια είτε αναγκαστικά80, αφενός εκείνο

το μέρος που ήταν συμβαλλόμενο στην διαιτητική συμφωνία, όμως δεν κατέστη διάδικος εξ

αρχής, αφετέρου εκείνο το μη συμβαλλόμενο μέρος (non-signatory), το οποίο όμως δε-

σμεύεται από την διαιτητική συμφωνία με επέκταση των υποκειμενικών της ορίων, όπως

τα είδαμε παραπάνω81. Από την στιγμή που θεμέλιο της διαιτησίας είναι η συμφωνία, και η

τελευταία καταλαμβάνει και ορισμένους τρίτους, είναι λογικό, αυτοί οι τρίτοι, αφού θα μπο-

ρούσαν να αποτελέσουν από την αρχή διαδίκους, να μπορούν και εκ των υστέρων να λά-

βουν νόμιμα μέρος στην διαιτητική διαδικασία, ώστε να επηρεάσουν την έκβαση της δίκης82.

Δυσχέρειες ανακύπτουν στην περίπτωση παρέμβασης τρίτου, μη συμβαλλόμενου

στην διαιτητική συμφωνία. Είναι αυτή κατ’ αρχήν δυνατή; Και αν ναι, υπό ποιες προϋποθέ-

σεις; Έχοντας ως αφετηρία την συμβατική θεώρηση της διαιτησίας η παρέμβαση τρίτου

79
Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία, §2.Ι.4.α.αα, πλαγιαρ. 384, σελ. 320· ο ίδιος, Θεμελιώδη ζη-

τήματα, ΙΙ.1.δ.ββ, σελ. 51επ και 75επ.


80
Αν δεχτούμε όχι χωρεί αναγκαστική παρέμβαση.
81
Υπό ΙΙ.2.
82
Κουσούλης, Θεμελιώδη προβλήματα της διαιτησίας (Θεμελιώδη προβλήματα), 1996, Β,

§10.Β.VII.2, σελ. 187.

25
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

είναι κατ’ αρχήν απαράδεκτη, ακριβώς λόγω της έλλειψης του απαιτούμενου συμβατικού

θεμελίου και υποβάθρου. Κατ’ εξαίρεση όμως, επιτρέπεται, όταν αυτή η έλλειψη ιαθεί με

την συναίνεση όλων των διάδικων μερών και των διαιτητών, και επιτραπεί έτσι η παρέμ-

βαση83.

Παραλλαγή αυτής της ορθής κατ’ αρχήν θέσης υποστηρίζει, όπως είδαμε και παρα-

πάνω, ότι απαιτείται η σύναψη νέας συμφωνίας διαιτησίας μεταξύ όλων των μερών84. Πα-

ραβλέπει όμως η δεύτερη αυτή γνώμη ότι η σύναψη νέας διαιτητικής συμφωνίας συνεπά-

γεται και νέο διαιτητικό δικαστήριο, ακόμα και αν αποτελείται από τους ίδιους διαιτητές,

ώστε θα πρέπει οι διαιτητές να περατώσουν την αρχική διαδικασία και να ξεκινήσουν νέα

με τον τρίτο συμπεριλαμβανόμενο, με ό,τι αυτό φυσικά μπορεί να συνεπάγεται από άποψη

χρόνου, χρημάτων, αλλά και ουσίας της διαφοράς, δεδομένου ότι θα πρέπει να διενεργη-

θούν οι ίδιες διαδικασίες που είχαν γίνει έως το σημείο της παρέμβασης και σύναψης της

νέας διαιτητικής συμφωνίας, αλλιώς καταστρατηγείται η αρχή της ισότητας ως προς τον

αρχικώς τρίτο παρεμβάντα.

Να σταθούμε, όμως, σε αυτό το σημείο και να παρατηρήσουμε ότι η κατ’ αρχήν ορθή

θέση περί συναίνεσης όλων των μερών, εντάσσει μέσα σε αυτά τα μέρη και τους διαιτητές,

λόγω της διαιτητικής έννομης σχέσης που έχει ήδη δημιουργηθεί. Πρέπει όμως να αντιπα-

ρατηρηθεί ότι με την πρόσθετη παρέμβαση ούτε νέο αντικείμενο δίκης εισάγεται, ούτε νέο

«μέρος» μετέχει της διαδικασίας85· και λέμε «μέρος», μη ταυτίζοντάς το με τον διάδικο, κα-

θότι ένα «μέρος» της διαφοράς μπορεί να αποτελείται από περισσότερους διαδίκους, στους

83
Έτσι οι Μπέης, Καΐσης και Βαθρακοκοίλης, οπ. στην υποσημ. παραπάνω.
84
Έτσι Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Φουστούκος), οπ. στην υποσημ. παραπάνω.
85
Ράμμος, Περί προσθέτου παρεμβάσεως, 1932, §13, σελ. 72. Βλ. όμως και Μπέης, ΠολΔ, τ. 20,

869 3.4, σελ. 124επ., που ασκεί εν γένει κριτική κατά της άποψης αυτής, παραβλέποντας αφενός

την δικονομική θεώρηση της διαιτησίας, αφετέρου το ενδεχόμενο εκούσιας παρέμβασης, είτε α-

πλής είτε αυτοτελούς πρόσθετης, αναφερόμενος μόνο στην αναγκαστική.

26
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

οποίους όμως υπάρχει κοινότητα συμφερόντων86. Άλλωστε οι διαιτητές θα έχουν, κατά κα-

νόνα, αναλάβει να επιλύσουν οποιαδήποτε διαφορά προκύπτει από και σε σχέση με την

σύμβαση.

ββ. Η δικαιοδοτική θεώρηση της διαιτησίας

Η διαιτησία ναι μεν έχει συμβατική αρχή, έχει όμως δικαιοδοτικό τέλος. Και όπως

κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις, έτσι και η διαιτησία, ώστε τα αναφυόμενα ζητήματα να πρέπει

να αντιμετωπίζονται και από τις δύο εκδοχές της. Όπως πολύ ορθά παρατηρεί ο Κουσού-

λης87, ως προς τον ένα πόλο της διαιτησίας, τον συμβατικό, αποφασιστικό κριτήριο για την

συμμετοχή του τρίτου στην διαιτητική διαδικασία αποτελεί το συμβατικό θεμέλιο, η συναί-

νεση. Ως προς τον άλλο δε πόλο, τον δικαιοδοτικό, το κριτήριο αυτό δεν μπορεί να είναι

άλλο παρά το έννομο συμφέρον.

Πράγματι, όπως θα δούμε και αμέσως παρακάτω, η διαιτητική απόφαση ενδέχεται

να επηρεάζει και τρίτους, πέρα από τους διαδίκους. Αυτός ο επηρεασμός μπορεί να είναι

αποτέλεσμα είτε των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου (και κατ’ ακολουθία και της

εκτελεστότητας, αφού τα υποκειμενικά όρια αυτών των δύο ενεργειών των διαιτητικών α-

ποφάσεων ταυτίζονται κατά την ΚΠολΔ 919 περ. 1) είτε των άλλων ενεργειών της διαιτητι-

κής απόφασης, και συγκεκριμένα της διαπλαστικής ενέργειας, των τυχόν παρεπόμενων

συνεπειών της ή της τριτενέργειας του δεδικασμένου, εφόσον δεχτούμε ότι η τελευταία υφί-

σταται. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν είναι πάντα εύκολο να προβλεφθεί πότε ο τρίτος θα

επηρεάζεται, ή ακόμη περισσότερο ποιος τρίτος θα επηρεάζεται. Όταν όμως αυτή η εξα-

κρίβωση του τρίτου είναι ευχερής, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της κάλυψής του

από τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου, τότε γιατί αυτός ο τρίτος να στερείται του δι-

καιώματος, εφόσον το επιθυμεί, να παρέμβει στην διαιτητική διαδικασία και να αναπτύξει

86
ΑΠ 1381/1980, ΝοΒ 29 (1981), 685· ΠολΠρΠειρ 727/1987, Διαιτ 1992, 72επ. Βλ. και Κουσούλης,

Διαιτησία, Α, 872, ΙΙ.5, σελ. 33· ο ίδιος, Θεμελιώδη προβλήματα, Β, §10.Β.ΙΙΙ, σελ. 173-174.
87
Κουσούλης, Διαιτησία, Α, 887, ΙΙΙ 10, σελ. 83· ο ίδιος, Θεμελιώδη προβλήματα, Β, §10 Β VII 2,

σελ. 187επ.

27
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

τους ισχυρισμούς του, οι οποίοι κατά κανόνα, αν όχι πάντα, θα είναι προς ενίσχυση των

ισχυρισμών ενός των διαδίκων;

Στο παραπάνω ερώτημα, η συμβατική εκδοχή της διαιτησίας θα έδινε σίγουρα αρνη-

τική απάντηση. Η εκδοχή αυτή βέβαια, στην απολυτότητά της, είναι πλέον ξεπερασμένη88.

Κυρίαρχη είναι η δικαιοδοτική θεώρηση της διαιτησίας, μιας και δύο είναι τα κρίσιμα αποτε-

λέσματά της: ο αποκλεισμός της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων για αρχή, και

τελικώς η έκδοση απόφασης εξοπλισμένη με δεδικασμένο και εκτελεστότητα, πράξη αμι-

γώς δικαιοδοτική. Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, το έννομο συμφέρον του τρίτου πρέπει να

είναι εκείνο που θα του επιτρέπει την συμμετοχή του στην διαιτητική διαδικασία, εφόσον το

διαιτητικό δικαστήριο αποδεχτεί την ύπαρξη αυτού.

Η τυχόν άρνηση, όμως, των διαδίκων για την συμμετοχή του τρίτου δεν θα έπρεπε

να προβληματίσει, για τον απλό λόγο ότι τα αποτελέσματα της διαιτητικής απόφασης, τα

οποία και θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον του τρίτου προς παρέμβαση, εκφεύγουν της

δυνατότητας διάθεσής τους. Όντως, ενώ η διαιτησία εκκινεί από το ιδιωτικό δίκαιο και την

αρχή της διάθεσης των μερών, απολήγει σε δημόσιο, δίχως να υπάρχει το δικαίωμα αυτό

διάθεσης. Εφόσον ελλείπει η διαθετική αρχή, τα διάδικα μέρη δεν μπορούν να έχουν τον

απόλυτο έλεγχο. Άλλωστε, πηγή εξουσίας των διαιτητών είναι όχι μόνο η διαιτητική συμ-

φωνία, αλλά και ο ίδιος ο νόμος89.

Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι οι διαιτητές έχουν υποχρέωση να εκδώσουν απόφαση δί-

χως ελαττώματα και εκτελεστή90. Έχουν αναλάβει δηλαδή την υποχρέωση να εκδώσουν

απόφαση απαλλαγμένη από ελαττώματα, που δεν θα μπορεί να ακυρωθεί, και θα είναι

δεκτική εκτέλεσης. Από την άλλη, κατά άρχουσα θέση91, τρίτος, ο οποίος δεν συμμετείχε

στην διαδικασία, μπορεί να προσβάλλει την διαιτητική απόφαση με αγωγή ακύρωσης, ως

88
Βλ. Lew/Mistelis et al., οπ.π., σελ. 77, όπου εκεί περαιτέρω παραπομπές σε εκτενή διεθνή βιβλιο-

γραφία.
89
Βλ. Καλαβρός, Θεμελιώδη ζητήματα, ΙΙ.1.δ, σελ. 51επ. και ΙΙΙ.1, σελ. 75επ.
90
Lew/Mistelis/et al., οπ.π., πλαγιαρ. 12-12, σελ. 279· Born, οπ.π., τ. ΙΙ, §13.04.[Α], σελ. 1986επ.
91
Βλ. υπό VI.

28
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

υποκατάστατο της τριτανακοπής, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον92. Κατά κανόνα δε

αυτό το έννομο συμφέρον του τρίτου για την ακύρωση της απόφασης θα ταυτίζεται με αυτό

που θα έπρεπε να αποδείξει για την παρέμβασή του στην διαιτητική δίκη. Αν λοιπόν, οι

διαιτητές αρνηθούν την παρέμβαση αυτού του τρίτου, του χορηγούν, τουλάχιστον εμμέσως,

τη δυνατότητα να προσβάλλει αργότερα την απόφαση που οι ίδιοι θα εκδώσουν, έχοντας

έτσι πλημμελώς εκπληρώσει την υποχρέωσή τους για έκδοση έγκυρης, δίχως δυνατότητα

ακύρωσης, και εκτελεστής απόφασης.

Ανάλυση μερικότερων ζητημάτων που τυχόν προκύπτουν από τις δύο αυτές προ-

σεγγίσεις της διαιτησίας θα εξεταστούν παρακάτω υπό το πρίσμα της αναγκαστικής και

εκούσιας παρέμβασης.

iii. Κύρια και πρόσθετη παρέμβαση

αα. Άσκηση κύριας παρέμβασης

Όπως αναφέραμε και στην αρχή της ενότητας αυτής, ως προς την άσκηση κύριας

παρέμβασης, κατά κρατούσα θέση υποστηρίζεται ότι αυτή είναι κατ’ εξαίρεση επιτρεπτή

μόνο αν ο κυρίως παρεμβαίνων ήταν συμβαλλόμενο μέρος της διαιτητικής συμφωνίας, ή

αν είχε ρητά προβλεφθεί στην συμφωνία η δυνατότητα άσκησης κύριας παρέμβασης, ή αν

τα διάδικα μέρη και οι διαιτητές συναινούν, ρητά ή σιωπηρά, σε αυτήν93.

Αυτή η θέση είναι απόλυτα ορθή. Σε αντίθεση με την πρόσθετη παρέμβαση, η κύρια

παρέμβαση αποτελεί παρεμπίπτουσα αγωγή94. Κατ’ αποτέλεσμα διευρύνονται τα υποκει-

μενικά όρια -κατά ορισμένους και τα αντικειμενικά95- της διαιτητικής έννομης σχέσης. Τέτοια

διεύρυνση όμως είναι επιτρεπτή μόνο όταν υπάρχει συναίνεση όλων των εμπλεκόμενων

92
Κριτική θεώρηση αυτή της θέσης γίνεται παρακάτω, στο δεύτερο μέρος.
93
Μπέης, ΠολΔ, τ. 20, 887, 3.3, σελ. 335· Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τ. Δ’, 1996, 886, πλαγιαρ. 39,

σελ. 8066-807· Καΐσης, Ακύρωση, σελ. 174· Ράμμος, Περί κυρίας παρεμβάσεως 1931, 73.
94
Νίκας, Πολιτική Δικονομία, §28.ΙΙ, πλαγιαρ. 2, σελ. 178.
95
Για την γενικότερη αντιμετώπιση της κύριας παρέμβασης βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Η πολιτική δίκη σε

κίνηση, ΙΙα, VII.1.β.Α, πλαγιαρ. 230, σελ. 64.

29
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

μερών, είτε πριν την έναρξη της διαιτητικής διαδικασίας (δηλαδή με την διαιτητική συμφω-

νία) είτε εκ των υστέρων. Μοναδικός περιορισμός στην εκ των υστέρων συναίνεση όλων

ίσως θα πρέπει να αποτελέσει το στάδιο της διαιτητικής δίκης όταν ασκείται η κύρια παρέμ-

βαση. Όταν η διαδικασία είναι σε ώριμο στάδιο, μάλλον θα πρέπει να απορριφθεί η άσκηση

κύριας λόγω της καλής πίστης και της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος96.

Επομένως, ακριβώς λόγω της φύσης της κύριας παρέμβασης και των εννόμων συ-

νεπειών της, δεν μπορεί αυτή να ασκηθεί παραδεκτώς αν απουσιάζουν οι προϋποθέσεις

που αναφέραμε παραπάνω. Άλλωστε, ο τρίτος που θέλει να αντιποιηθεί το επίδικο αντικεί-

μενο έχει την δυνατότητα να ασκήσει αγωγή ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων. Ούτε βέ-

βαια μπορεί να αποκρουστεί η θέση αυτή με το επιχείρημα της αρχής της οικονομίας της

δίκης, αφού η αυτή δεν κατοχυρώνεται από τα άρθ. 20 §1Σ και 6 §1 της ΕΣΔΑ97.

Υποστηρίχθηκε98 ότι το δικαίωμα κύριας παρέμβασης απορρέει από τα άρθ. 20 §1Σ

και 6 §1 της ΕΣΔΑ, ως εκ τούτου εμπίπτει στην έννοια τη δημόσιας τάξης και γι’ αυτό υπάρ-

χει δυνατότητα άσκησης αυτής στην διαιτητική δίκη ακόμα και αν δεν συναινούν οι αρχικοί

διάδικοι ή το διαιτητικό δικαστήριο· σε διαφορετική δε περίπτωση ιδρύεται ο αντίστοιχος

λόγος ακύρωσης. Η άποψη αυτή επικρίθηκε, και μάλλον ορθώς. Όπως αναφέραμε, ο κυ-

ρίως παρεμβαίνων έχει τη δυνατότητα να ασκήσει κύρια αγωγή ενώπιον των τακτικών δι-

καστηρίων, ώστε η κύρια παρέμβαση μην αποτελεί το μοναδικό μέσο υπεράσπισης των

εννόμων συμφερόντων του, ενώ οι διαιτητές δεν μπορούν να αποτελέσουν αποδέκτες της

συνταγματικής υποχρέωσης προς παροχή έννομης προστασίας στον οποιονδήποτε

τρίτο99. Άλλωστε, παρατηρείται100 ότι από τις διατάξεις των άρθ. 890 §2 και 897 περ. 6

96
Κουσούλης, Θεμελιώδη προβλήματα, Β, §10.Β.VII.2, σελ. 190.
97
Μπέης, ΠολΔ, τ. 20, 886, 3.3.4, σελ. 294επ.
98
Κουσούλης, Κύρια παρέμβαση, §5.ΙΙ.2, σελ. 171επ.
99
Για το τελευταίο αυτό ζήτημα, βλ. παρακάτω υπό VII.2.
100
Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία, §1.Ι.1.γ.ββ.b, πλαγιαρ. 23, σελ. 16.

30
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

συνάγεται ότι η επιφύλαξη της δημόσιας τάξης αφορά στην κατ’ ουσίαν απόφανση του διαι-

τητικού δικαστηρίου και όχι στην διαδικασία που αυτό εφάρμοσε101.

ββ. Αναγκαστική και εκούσια πρόσθετη παρέμβαση

a. Η πρόσθετη παρέμβαση στην πολιτική δίκη

Κατά την γενική δικονομική θεωρία περί παρεμβάσεως, η πρόσθετη παρέμβαση δια-

κρίνεται σε αναγκαστική και εκούσια102. Με την δεύτερη ο παρεμβαίνων οικειοθελώς απο-

φασίζει ότι θέλει να συμμετάσχει στην δίκη, ενώ με την πρώτη ουσιαστικά «αναγκάζεται»,

αφού τυχόν άρνησή του επιφέρει ορισμένες προβλεπόμενες εκ του νόμου συνέπειες. Αυτός

101
Διατηρούμε ορισμένες επιφυλάξεις για την θέση αυτή, δεδομένου ότι η έννοια της δημόσιας τάξης,

τουλάχιστον ως προς την διεθνή εμπορική διαιτησία, περιλαμβάνει και διατάξεις του δικονομικού

δικαίου· δηλαδή η επιφύλαξη της δημόσιας τάξης αφορά τόσο την δικονομική όσο και την ουσια-

στική (διεθνή) δημόσια τάξη. Έτσι η ολΑΠ 11/2009, ΝοΒ 57 (2009), 1416, 2342 έκρινε ότι αντίθεση

στην διεθνή δημόσια τάξη (ΑΚ 33) υφίσταται και «όταν η διαδικασία που ακολουθήθηκε, για την

έκδοση της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης προσκρούει σε θεμελίωση δικονομικά αξιώματα, τα

οποία πέρα και ανεξάρτητα από τους συγκεκριμένους ημεδαπούς δικονομικούς κανόνες εκφρά-

ζουν το κράτος δικαίου επί του πεδίου της απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης, όταν η παράβαση

των δικονομικών αυτών αρχών δεν ήταν δυνατό να προβληθεί, με ένδικα μέσα κατά της απόφασης

ενώπιον των δικαστηρίων της αλλοδαπής πολιτείας (ΑΠ 496/1994)»· έτσι πιο πριν και η ΑΠ

1618/2007, ΧρΙΔ 2008, 540. Βλ. και την ΕφΑθ 3690/2014, ΝΟΜΟΣ. Βλ. ICCA's Guide to the

Interpretation of the 1958 New York Convention: A Handbook for Judges, 2011, Κεφ. ΙΙΙ, V.2, σελ.

108 (σελ. 125 της ελληνικής μετάφρασης), αν και η δημόσια τάξη της ΣΝΥ δεν ταυτίζεται απόλυτα

με αυτήν του ν. 2735/1999, αφού η πρώτη είναι στενότερη της δεύτερης (Κουσούλης, Διαιτησία,

Β, 34, ΙΙ.7, σελ. 270 και Γ, 5, VI.14-15, σελ. 308επ.). Πρβλ. και άρθ. 903 ΚΠολΔ, όπου κατά τον

Μπέη όλες οι προϋποθέσεις του, πλην της υπ’ αριθ. 3, αποτελούν ειδικότερες εκφάνσεις της δη-

μόσιας τάξης (Μπέης, Παρατηρήσεις υπό την ΑΠ 340/1998, Δ 29 [1998], 1207).


102
Βλ. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, §31.Ι, πλαγιαρ. 1, σελ. 189· Μπέης, Δικονομία των ιδιωτικών δια-

φορών, σελ 334επ.· Κεραμεύς, Αστικό δικονομικό δίκαιο 104επ., σελ. 269επ.· Γέσιου-Φαλτσή, Η

πολιτική δίκη σε κίνηση, ΙΙα, σελ. 85 121, 138.

31
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

δε ο εξαναγκασμός του τρίτου προς συμμετοχή στην δίκη γίνεται είτε με την προσεπίκληση

(ΚΠολΔ 86επ.) είτε με την ανακοίνωση της δίκης (ΚΠολΔ 91επ).

Όπως ρητά προβλέπεται (ΚΠολΔ 89), η προσεπίκληση έχει τα ίδια αποτελέσματα με

την άσκηση αγωγής. Στην περίπτωση της προσεπίκλησης αναγκαίου ομόδικου (ΚΠολΔ 86)

και του αληθούς κύριου ή νομέα (ΚΠολΔ 87), ο προσεπικαλούμενος καθίσταται διάδικος με

μόνη την προσεπίκλησή του, δίχως δηλαδή να ασκήσει και παρέμβαση. Αν παρ’ όλα αυτά

δεν ασκήσει παρέμβαση, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον διάδικο που τον προσε-

πικάλεσε, ενώ καταλαμβάνεται από το δεδικασμένο ως διάδικος πλέον (325 περ. 1 ΚΠολΔ).

Από την άλλη, η προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή (ΚΠολΔ 88) περιλαμβάνει και

συγκεκαλυμμένη αίτηση αναγνώρισης της εγγυητικής ευθύνης του προσεπικαλούμενου103,

ενώ παράλληλα μπορεί να ασκηθεί και παρεμπίπτουσα αγωγή, χωρίς να είναι όμως απα-

ραίτητο αυτό. Ο προσεπικαλών δεν γίνεται αυτομάτως υποκείμενο της αρχικής έννομης

σχέσης δίκης, όπως συμβαίνει με τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, ενώ αν ασκήσει πα-

ρέμβαση, δίχως να αμφισβητήσει την προσεπίκληση, παρεμβαίνει μόνο προς υπεράσπιση

των ισχυρισμών του υπέρ ου η παρέμβαση, ως βοηθός του, εκτός και αν αναλάβει την δίκη

στο όνομα του τελευταίου (ΚΠολΔ 85), οπότε και καθίσταται διάδικος.

Η ανακοίνωση δίκης, με την σειρά της, σκοπό έχει να γνωστοποιήσει απλώς την ύ-

παρξη εκκρεμούς δίκης, όταν η συμμετοχή του τρίτου καθίσταται επιβεβλημένη ή και απλώς

ενδεδειγμένη λόγω της ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου έννομης σχέσης που συνδέει τον

ανακοινώσαντα την δίκη διάδικο και τον προς ον η ανακοίνωση τρίτο104. Σε αντίθεση με την

προσεπίκληση, η ανακοίνωση δεν συνιστά μορφή αίτησης παροχής έννομης προστα-

σίας105. Ο προς ον η ανακοίνωση τρίτος μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να ασκήσει πρόσθετη

παρέμβαση. Όμως, αν δεν την ασκήσει, στερείται του δικαιώματος προσβολής της απόφα-

σης με τριτανακοπή (ΚΠολΔ 92 εδ. β’).

103
Νίκας, Πολιτική δικονομία, §31.ΙΙΙ.3, πλαγιαρ. 9, σελ. 191.
104
Γέσιου-Φαλτσή, Η πολιτική δίκη σε κίνηση, ΙΙα, σελ. 144.
105
Νίκας, Πολιτική δικονομία, §32.Ι, πλαγιαρ. 1, σελ. 196.

32
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

Κατόπιν όλων των παραπάνω, ερωτάται, και ευλόγως, αν μπορούν οι ρυθμίσεις αυ-

τές να τύχουν αναλογικής εφαρμογής και στην διαιτητική διαδικασία. Και είναι αλήθεια ότι

στον ΚΠολΔ δεν προβλέπεται η αναλογική εφαρμογή διατάξεων του Κώδικα όταν απου-

σιάζει η επακριβής πρόβλεψη της διαιτητικής διαδικασίας από τα μέρη στην διαιτητική συμ-

φωνία. Όμως το διαιτητικό δικαστήριο, όταν κληθεί να αντιμετωπίσει τα ζητήματα αυτά, θα

πρέπει να δώσει μια δικονομικά ανεκτή λύση.

b. Αναγκαστική παρέμβαση σε διαιτητική δίκη

Επί αναγκαστικής παρέμβασης, τα πράγματα φαίνονται μάλλον σχετικά εύκολα ως

προς το επιτρεπτό της ή μη. Η συμβατική θεώρηση της διαιτησίας επιτρέπει την εξαγωγή

της θέσης ότι η αναγκαστική παρέμβαση σε διαιτητική διαδικασία δεν είναι επιτρεπτή. Θε-

μέλιο της διαιτησίας είναι η διαιτητική συμφωνία, η επιθυμία των μερών να στερηθούν τον

συνταγματικά κατοχυρωμένο φυσικό τους δικαστή και να υπάγουν την διαφορά τους προς

επίλυση ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου. Δίχως αυτή την αρχική επιθυμία όλων μερών

δεν υπάρχει συμφωνία διαιτησίας, αφού άλλωστε η συμφωνία απαιτεί τουλάχιστον δύο

μέρη με σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεώς τους. Ακολούθως, δεν μπορεί ο τρίτος, ε-

φόσον ο ίδιος δεν το επιθυμεί, να συμμετάσχει στην διαιτητική διαδικασία και να αποστερη-

θεί τον φυσικό τους δικαστή106, απλά και μόνο διότι τρίτοι προς αυτός αποφάσισαν να τον

εμπλέξουν στην διαφορά τους.

Οι παραπάνω παρατηρήσεις αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη αξιολογική σημασία στην

περίπτωση της προσεπίκλησης, η οποία, όπως αναφέραμε, αποτελεί μορφή αίτησης πα-

ροχής έννομης προστασίας. Επειδή με την προσεπίκληση ο προσεπικαλούμενος, εκτός

του δικονομικού εγγυητή, καθίσταται διάδικος της διαιτητικής δίκης με μόνη την προσεπί-

κλησή του, τυχόν αποδοχή της μεταφοράς του θεσμού αυτού και στην διαιτησία θα οδη-

γούσε σε καταστρατήγηση συνταγματικών διατάξεων και θεμελιωδών δικαιωμάτων, στην

περίπτωση που ο τρίτος-προσεπικαλούμενος δεν ήταν πρόθυμος να συμμετάσχει στην

διαιτητική διαδικασία.

106
Καργάδος, Η ανακοίνωσις της διαιτητικής δίκης, §16, σελ. 1428.

33
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

Η ανακοίνωση της διαιτητικής δίκης, όμως, δεν αποτελεί επιθετική πράξη, όπως η

προσεπίκληση, παρά συνιστά γνωστοποίηση και διαμορφωτική διαδικαστική πράξη107,

ούτε όμως καθιστά τον προς ον η ανακοίνωση διάδικο, προσκαλώντας τον απλά να συμ-

μετάσχει σε αυτήν με την άσκηση παρέμβασης. Ο προς ον η ανακοίνωση, μόνο αν θελήσει

θα συμμετάσχει στην διαιτητική διαδικασία, οπότε και θα υπάρχει η συναίνεσή του. Ως εκ

τούτου δεν φαίνεται να υπάρχει κατ’ αρχήν κάποιος λόγος που να αποκλείει την δυνατότητα

ανακοίνωσης της διαιτητικής δίκης108.

Πρόβλημα, όμως, αναφύεται σχετικά με το αν οι συνέπειες της ανακοίνωσης στην

πολιτική δίκη επέρχονται και στην περίπτωση της διαιτησίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με το

άρθ. 92 εδ. β’, αν εκείνος προς τον οποίο έγινε η ανακοίνωση δεν συμμετάσχει στην δίκη,

δεν έχει το δικαίωμα να ασκήσει τριτανακοπή εναντίον της απόφασης που θα εκδοθεί. Ο

δικαιολογητικός λόγος αυτής της ρύθμισης είναι εύκολα κατανοητός· ο τρίτος, από την

στιγμή που έλαβε γνώση της δίκης για την έκβαση της οποίας έχει έννομο συμφέρον, μπο-

ρεί να επηρεάσει, μέσω της παρέμβασής του, την τελική κρίση του φυσικού δικαστή. Θα

ήταν, όμως, καταχρηστικό από μεριάς του, ενώ έχει αυτή την δυνατότητα, να αγνοήσει την

ανακοίνωση, και να προτιμήσει την μετέπειτα άσκηση της τριτανακοπής, επιλογή η οποία

πιθανόν να ασκείται και παρελκυστικά, καταστρατηγεί την οικονομία της δίκης και επιβαρύ-

νει την δικαιοσύνη και τα διάδικα μέρη. Ο προβληματισμός γίνεται ακόμη εντονότερος αν

αναλογιστούμε ότι, κατά κρατούσα γνώμη, δεν χωρεί τριτανακοπή κατά διαιτητικής απόφα-

σης.

Αναφέραμε μόλις παραπάνω ότι ο προς ον η ανακοίνωση στερείται της τριτανακο-

πής, ακριβώς επειδή έχει ήδη την ευκαιρία να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του ενώπιον του

τακτικού πολιτικού δικαστηρίου. Αυτή όμως η δυνατότητα απουσιάζει στην περίπτωση της

διαιτησίας, αφού ο τρίτος δεν έχει συμφωνήσει σε διαιτησίας και στην στέρηση του φυσικού

107
Μπέης σε Μπέης/Καλαβρός/Σταματόπουλος, Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, Ι – Γενικό μέ-

ρος, 1999, 18.7.1 και 18.7.2, σελ. 341.


108
Έτσι και Καργάδος, οπ.π. , §42, σελ. 1438· Ρούβλιας/Σταφυλοπάτης, Διαιτησία – Θεωρία, Νομο-

θεσία, Νομολογία, 2016, σελ. 53.

34
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

του δικαστή. Παρατηρούμε ήδη λοιπόν ένα σημαντικό εμπόδιο που δεν μας επιτρέπει την

αναλογική εφαρμογή των συνεπειών της ανακοίνωσης. Έπειτα, είπαμε ότι η αγωγή ακύ-

ρωσης, κατά άρχουσα θέση, αποτελεί υποκατάστατο της τριτανακοπής, με την έννοια ότι

μπορεί να την ασκήσει και όποιος τρίτος έχει έννομο συμφέρον. Θα ήταν όμως πράγματι

παράλογο να αποστερείται ο τρίτος το μοναδικό, μάλλον, ένδικο βοήθημα για την προστα-

σία του ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, με μία απλή ανακοίνωση της διαιτητικής δίκης.

Επομένως, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ανακοίνωση της διαιτητικής δίκης, παρ’ ότι

αυτή είναι δυνατή, δεν μπορεί να έχει τα αυτά αποτελέσματα με την ανακοίνωση της πολι-

τικής δίκης109.

c. Εκούσια παρέμβαση σε διαιτητική δίκη

Είδαμε ότι κατ’ ορθή θέση θεμέλιο της παρέμβασης του τρίτου είναι η διαιτητική συμ-

φωνία, όταν ο τρίτος καταλαμβάνεται από τα υποκειμενικά όρια αυτής, αλλά και το έννομο

συμφέρον, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Αυτό το έννομο συμφέρον είναι που υπερσκελί-

ζει το εμπόδιο της απουσίας κοινής συμφωνίας διαιτησίας, καθότι στην ουσία αυτή ελλείπει

όταν πρόκειται για εκούσια παρέμβαση. Και αφού καταδείξαμε ότι αναγκαστική παρέμβαση

με την έννοια που ισχύει στην πολιτική δίκη δεν μπορεί να υπάρχει στον χώρο της διαιτη-

σίας, τότε θα μιλάμε πάντα για εκούσια παρέμβαση. Λέμε δε ότι κατ’ ουσίαν απουσιάζει η

κοινή συμφωνία διαιτησίας διότι ο τρίτος, με την παρέμβασή του έχει ήδη συναινέσει και

αναγνωρίσει την δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουν

συναινέσει τα διάδικα μέρη και το τρίτος να διεξάγουν μεταξύ τους διαιτησία110. Αυτό το

109
Καργάδος, οπ. π. , §42, σελ. 1438.
110
Kim Keechang/Mitchenson Jason, 'Voluntary Third-Party Intervention in International Arbitration

for Construction Disputes: A Contextual Approach to Jurisdictional Issues', Journal of Interna-

tional Arbitration, 2013, Τόμος 30 Τεύχος 4, σελ.422επ., όπου αναφέρουν ότι η «έλλειψη συναί-

νεσης» είναι εν πολλοίς ένα εργαλείο τακτικής ώστε τα αντιτιθέμενα μέρη να έχουν τον έλεγχο. Η

θέση τους παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον, αφού στην ουσία της εστιάζει στο έννομο συμφέρον

του τρίτου και την προστασία του.

35
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

πρόβλημα καλείται το διαιτητικό δικαστήριο να επιλύσει, σταθμίζοντας το έννομο συμφέρον

του τρίτου εξαιτίας του επηρεασμού του από τις ενέργειες της διαιτητικής απόφασης.

Καταλογίζεται, όμως από τους υποστηρικτές του επιτρεπτού της παρέμβασης μόνο

με την ύπαρξη κοινής διαιτητικής συμφωνίας ή με την συναίνεση των μερών, ότι σε διαφο-

ρετική περίπτωση αφενός υπάρχει παραβίαση της αρχής της ισότητας και της ίσης μετα-

χείρισης, αφετέρου ότι μια τέτοια πρακτική οδηγεί σε αύξηση του χρόνου έκδοσης απόφα-

σης και των εξόδων. Τα επιχειρήματα αυτά, ας μας επιτραπεί η έκφραση, περισσότερο σε

ψευδοδιλλήματα ομοιάζουν παρά με σοβαρά νομικά επιχειρήματα προς αντίκρουση της

άλλης θέσης.

Αναφορικά με την ισότητα και την ίση μεταχείριση θεωρείται ότι αυτές παραβιάζονται

αφού το ένα μέρος θα έχει αυξημένο δικονομικό βάρος υπεράσπισης, μιας και θα έρθει

αντιμέτωπο με δύο αντιδίκους αντί για τον αρχικό έναν. Η θέση τούτη όμως παραβλέπει ότι

αυτό συμβαίνει και επί πολιτικής δίκης111. Η παρέμβαση προς υπεράσπιση ενός των διαδί-

κων εκ των πραγμάτων θα έχει ως αποτέλεσμα την διαφοροποίηση της ισορροπίας δύνα-

μης των διαδίκων, ανεξάρτητα από το αν η διαφορά επιλύεται από τακτικό πολιτικό δικα-

στήριο ή από διαιτητικό δικαστήριο. Από τη στιγμή, λοιπόν, που επιτρέπεται η παρέμβαση

ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων δεν μπορεί να δικαιολογείται η άρνηση των μερών, και

ακολούθως να τους χορηγείται ο προκείμενος λόγος εναντίωσης στην παρέμβαση του τρί-

του. Παρατηρείται, βέβαια, ότι κατ’ ουσίας δεν πρόκειται για επιχείρημα στηριζόμενο στην

παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, αλλά για επιχείρημα στηριζόμενο στην έλλειψη

συναίνεσης112. Αν η συναίνεση δεν απαιτούταν εξ αρχής, τότε δεν θα υπήρχε χώρος για

εναντίωση στην παρέμβαση του τρίτου. Όμως, όταν η παρέμβαση γίνεται προς υπερά-

σπιση ενός των μερών, και όχι για έγερση νέων αξιώσεων από τον τρίτο, τότε αφορά την

ήδη υπάρχουσα διαφορά και όχι την επίλυση νέας ώστε να μην απαιτείται συναίνεση.

Μοναδική περίπτωση που θα μπορούσε να θεμελιώσει ίσως την προσβολή της ισό-

τητας και της ίσης μεταχείρισης αποτελεί η μη δυνατότητα διορισμού διαιτητή από το τρίτο

111
Kim Keechang/Mitchenson Jason, οπ. π., σελ. 424.
112
Kim Keechang/Mitchenson Jason, οπ. π., σελ. 424

36
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

μέρος. Όμως, η παρέμβαση μετά τη συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου συνεπάγεται

ότι ο παρεμβαίνων αποδέχεται το διαιτητικό δικαστήριο όπως αυτό έχει συγκροτηθεί και

παραιτείται σιωπηρώς, ή και ρητώς, από οποιοδήποτε εναντίωση που μπορεί να έχει για

αυτή τη συγκρότηση.

Αναφορικά με το επιχείρημα της χρονικής και οικονομική επιβάρυνση τόσο της δια-

δικασίας όσο και των μερών, πρέπει να λεχθεί ότι όντως αυτό καταρχήν είναι ορθό. Όμως,

με αυτό τον τρόπο αποφεύγετε η πιθανή έναρξη αργότερα αρκετών διμερών διαιτητικών

διαδικασιών, οι οποίες θα έχουν πυροδοτηθεί εξαιτίας της αρχικής αυτής διαιτητικής διαδι-

κασίας και απόφασης113. Επίσης, με αυτό τον τρόπο αποφεύγεται η μετέπειτα εκδίκαση εκ

νέου διαφοράς η οποία βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά και την ίδια νομική βάση.

Αποτρέπεται, δηλαδή, με αυτό τον τρόπο η εκδίκαση αργότερα διαφοράς η οποία, έστω και

εν μέρει, ταυτίζεται με την αρχική διαφορά.

γγ. Η ενέργεια της παρεμβάσεως

Από άποψη αποτελεσμάτων, ενώ η δικαστική απόφαση παράγει δεδικασμένο η πα-

ρέμβαση γεννά την ενέργεια της παρεμβάσεως και αφορά μόνο τις σχέσεις του παρεμβαί-

νοντα και του υπέρ ου η παρέμβαση. Ειδικότερα, ο προσθέτως παρεμβαίνων δεν μπορεί

να αμφισβητήσει τις πραγματικές και νομικές διαπιστώσεις απόφασης που εκδόθηκε με τη

συμμετοχή του, εκτός αν στηριχθεί σε πραγματικά στοιχεία που δεν μπορούσαν να ληφ-

θούν υπόψη στη σχετική δίκη114.

Παρατηρούμε λοιπόν ότι η ενέργεια της παρέμβασης μοιάζει με την ενέργεια του δε-

δικασμένου χωρίς όμως να ταυτίζεται με αυτήν. Ενώ το δεδικασμένο έχει ως αντικείμενο

την κρίση του δικαστηρίου για το επίδικο δικαίωμα, η ενέργεια της παρέμβασης επεκτείνεται

στην ορθότητα της δικαστικής κρίσης που αφορά τις πραγματικές και νομικές διαπιστώσεις

113
Kim Keechang/Mitchenson Jason, οπ. π., σελ. 425-426
114
Γέσιου-Φαλτσή, Η πολιτική δίκη σε κίνηση, ΙΙα, σελ. 108.

37
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

του δικανικού συλλογισμού115. Εξάλλου, σε αντίθεση με το δεδικασμένο η ενέργεια της πα-

ρέμβασης εξουδετερώνεται με την ένσταση πλημμελούς διεξαγωγής της δίκης.

Βέβαια, η ενέργεια της παρέμβασης είναι παράλληλη προς αυτή του δεδικασμένου,

υπό την έννοια ότι επιδιώκουν εν μέρει ίδιους σκοπούς· την μη έκδοση αντιφατικών απο-

φάσεων και τη δέσμευση του δικαστηρίου που θα επιληφθεί αργότερα της ίδιας διαφοράς.

Πράγματι, η δέσμευση του παρεμβαίνοντα καμία συνέπεια δεν θα είχε αν δεν οδηγούσε σε

κατ’ ουσίαν δέσμευση του μετέπειτα επιληφθέντος δικαστηρίου. Άλλωστε η ενέργεια της

παρέμβασης ομοιάζει και με το σχετικό δεδικασμένο. Το τελευταίο καλύπτει τη μείζονα και

ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και αποβλέπει στη θωράκιση του συμπε-

ράσματος από έμμεσες αμφισβητήσεις116. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι αν εξέλιπε η ενέργεια

της παρέμβασης ο παρεμβαίνων θα δεσμευόταν από το σχετικό δεδικασμένο της απόφα-

σης, αν δεχτούμε ότι οι τρίτοι που παρεμβαίνουν δεσμεύονται από μέρος του δεδικασμένου.

Επειδή λοιπόν η ενέργεια της παρέμβασης και δεδικασμένο είναι ενέργειες αλληλο-

συμπληρούμενες και κατατείνουν προς τον ίδιο σκοπό, δεν φαίνεται να υπάρχει λόγος μη

εφαρμογής της ενέργειας της παρέμβασης και επί διαιτησίας117. Άλλωστε, σε τελευταία α-

νάλυση, με την άσκηση της παρέμβασης ο τρίτος αποδέχεται την δέσμευσή του από το

διαιτητικό δικαστήριο και τις κρίσεις αυτού118.

Επίσης, επειδή η ανακοίνωση δίκης αφορά μόνο στη σχέση μεταξύ διαδίκου και πα-

ρεμβαίνοντας, γίνεται δεκτό ότι ενδεχόμενη συμφωνία μεταξύ των αρχικών μερών της διαι-

τητικής δίκης με την οποία αποκλείεται η νέα παρέμβαση του τρίτου δεν παράγει έννομα

αποτελέσματα119. Αντίθετα, τέτοια συμφωνία είναι επιτρεπτή μόνο μεταξύ του παρεμβαίνο-

ντα και του διαδίκου ο οποίος γνωστοποίησε την εκκρεμή διαιτητική δίκη, έχοντας τη

115
Γέσιου-Φαλτσή, οπ.π.· Νίκας, Πολιτική δικονομία, §29.IV.3, πλαγιαρ. 17επ., σελ. 184-186.
116
Νίκας, Πολιτική δικονομία, §96.Ι.3, πλαγιαρ. 16επ., σελ. 616επ.
117
Νίκας σε Απαλαγάκη, ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τ. Ι, 84.5, σελ. 196.

118 Έτσι οι Ρόβλιας/Σταφυλοπάτης, Διαιτησία – Θεωρία, Νομοθεσία, Νομολογία, σελ. 54 υποστηρί-

ζουν ότι επιπλέον πρέπει ο τρίτος να αποδέχεται ρητά την δεσμευτική ενέργεια της παρέμβασης.

119 Ρόβλιας/Σταφυλοπάτης, οπ.π., σελ. 54.

38
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

δυνατότητα να αποφασίσουν τον αποκλεισμό ή τον περιορισμό της ενέργειας τις παρεμβά-

σεις120. Ας μας επιτραπεί όμως να διατηρούμε ορισμένες επιφυλάξεις ως προς την θέση

αυτή, δεδομένου ότι η ενέργεια της παρέμβασης, ακριβώς λόγω των σκοπών της και της

συσχέτισης της με το δεδικασμένο, κινείται εκτός της διαθετικής αρχής των μερών, ώστε να

μην μπορούν να αποφασίσουν τα μέρη τον αποκλεισμό ή τον περιορισμό της.

iv. Τελικά συμπεράσματα

Κατόπιν των παραπάνω παρατηρήσεων, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η πρό-

σθετη παρέμβαση είναι επιτρεπτή. θεμέλιο θα είναι είτε η διαιτητική συμφωνία από την ο-

ποία θα καταλαμβάνεται ο τρίτος, είτε το έννομο συμφέρον του λόγω της δέσμευσής του

από την διαιτητική απόφαση.

Τα μέρη της διαιτητικής συμφωνίας, είτε είναι τα συμβαλλόμενα (signatories) είτε όχι

(non-sugnatories), δεσμεύονται από το δεδικασμένο της διαιτητικής απόφασης παρά μόνο

αν έλαβαν μέρος στην διαιτητική διαδικασία και αποτέλεσαν διαδίκους. Και από την άλλη,

υπάρχει η περίπτωση η διαιτητική απόφαση να δεσμεύει με το δεδικασμένο της πρόσωπα

που δεν αποτέλεσαν ούτε διαδίκους, ούτε όμως καταλαμβάνονται από τα υποκειμενικά όρια

της διαιτητικής συμφωνίας.

Θα μπορούσαμε, έτσι, να παραλληλίσουμε τα υποκειμενικά όρια της διαιτητικής συμ-

φωνίας και αυτά της διαιτητικής απόφασης με δύο κύκλους. Κατά το μέρος στο οποίο αυτοί

οι δύο κύκλοι τέμνονται έχουμε τους διαδίκους (που αποτελούν έναν μικρότερο κύκλο) και

όσους εμπίπτουν στο υποκειμενικό βεληνεκές τόσο της συμφωνίας διαιτησίας όσο και της

απόφασης. Όλοι όσοι εμπίπτουν στα όρια καθενός από τους κύκλους και δεν είναι διάδικοι,

δηλαδή μέρος του μικρότερου κύκλου, έχουν δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση (βλ. σχη-

ματική απεικόνιση παρακάτω).

120
Ρόβλιας/Σταφυλοπάτης, οπ.π., σελ. 54

39
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

Σχηματική Απεικόνιση

Δεσμευόμενοι από τα υποκειμενικά όρια διαιτητικής συμφωνίας


Δεσμευόμενοι/επηρεαζόμενοι από το βεληνεκές της διαιτητικής απόφασης
Διάδικοι
Περιπτώσεις δέσμευσης από την διαιτητική συμφωνία και επηρεασμού
από την απόφαση

4. Δέσμευση από την απόφαση

Τα άρθ. 35 ν. 2735/1999 σχετικά με το δεδικασμένο της διαιτητικής απόφασης παρα-

πέμπει στην ΚΠολΔ 896. Με την σειρά της, η τελευταία αυτή διάταξη ορίζει τα υποκειμενικά

και αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου. Πιο συγκεκριμένα, βάσει της περαιτέρω παραπο-

μπής που κάνει στις ειδικότερες διατάξεις του δεδικασμένου, προκύπτει ότι το δεδικασμένο

της διαιτητικής απόφασης κατά τα αντικειμενικά του όρια σχεδόν ταυτίζεται με αυτό της

δικαστικής απόφασης, εξαιρουμένων των προδικαστικών ζητημάτων, ενώ ως προς τα υ-

ποκειμενικά ταυτίζεται πλήρως. Ενδελεχής ανάπτυξη όλων των περιπτώσεων επέκταση

των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου βρίσκεται έξω από τους σκοπούς της παρού-

σας εργασίας. Αυτό, όμως, που θα μας απασχολήσει είναι μια υποστηριζόμενη θέση που

προσπαθεί να ταυτίσει τα υποκειμενικά όρια της διαιτητικής συμφωνίας με αυτά του δεδι-

κασμένου της διαιτητικής απόφασης.

Ειδικότερα, υποστηρίζεται121 ότι μόνο τότε καταλαμβάνονται τρίτα πρόσωπα από το

δεδικασμένο της διαιτητικής απόφασης, όταν αυτοί οι τρίτοι εμπίπτουν και στο υποκειμενικό

βεληνεκές της διαιτητικής συμφωνίας. Η θέση αυτή προσπαθεί να μετριάσει τον επηρεασμό

121
Κουσούλης, Θεμελιώδη προβλήματα, Β, §10.Β.VII.2, σελ. 188· ο ίδιος, Δίκαιο της διαιτησίας, §15,

πλαγιαρ. 27, σελ. 143· Μπέης, ΠολΔ, τ. 20, 887, 3.3.4, σελ. 362επ., που υποστηρίζει ότι «η διαι-

τητική απόφαση σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αναπτύξει έννομες συνέπειες, και ιδίως δεδι-

κασμένο ή/και εκτελεστότητα έναντι τρίτων προσώπων»· Καργάδος, οπ.π σελ. 1428.

40
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

τρίτων από διαιτητική απόφαση, στην οποία διαιτησίας όμως ουδέποτε συναίνεσαν. Ενώ

όμως εκκινεί από θεμιτό σκοπό, η θέση αυτή καταλήγει, κατά την γνώμη μας, να είναι πολ-

λαπλώς προβληματική122.

Κατ’ αρχήν παραβλέπει το ίδιο το γράμμα του νόμου. Το άρθ. 896 ΚΠολΔ ρητά προ-

έβλεψε ποιες από τις διατάξεις του δεδικασμένου ισχύουν επί διαιτητικών αποφάσεων και

ποιες όχι. Αν ο νομοθέτης ήθελε να περιορίσει την επέκτασή του σε εκείνους μόνο τους

τρίτους που δεσμεύονται από την διαιτητική συμφωνία, θα το έκανε ρητά με την παράλειψη

των αντίστοιχων άρθρων του δεδικασμένου για τα υποκειμενικά όρια, όπως ακριβώς έκανε

και με τα προδικαστικά ζητήματα. Δεν θα ενέτασσε π.χ. την ΚΠολΔ 328 που αφορά την

επέκταση του ευνοϊκού δεδικασμένου στον εγγυητή ή τον οφειλέτη, ή την ΚΠολΔ 329, η

οποία ουδεμία χρησιμότητα θα είχε αν εφαρμοζόταν η θεωρία περί άρσης της αυτοτέλειας

του νομικού προσώπου. Μια τέτοια προσέγγιση του ζητήματος οδηγεί σε contra legem ερ-

μηνεία της διάταξης, ούτε καν σε secundum.

Έπειτα, η θεώρηση ότι τα υποκειμενικά όρια της διαιτητικής συμφωνίας θα καθορί-

σουν και τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου, ουσιαστικά μετακυλίει την επέκταση του

δεδικασμένου στην διάθεση των μερών. Όσους περισσότερους αποφασίσουν τα μέρη να

εντάξουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στο υποκειμενικό βεληνεκές της διαιτητικής συμ-

φωνίας, τόσοι περισσότεροι θα δεσμεύονται και από το δεδικασμένο, ακριβώς επειδή αυ-

τούς επέλεξαν τα μέρη. Και από την άλλη, συμβαλλόμενο μέρος σε πολυμερή συμφωνία,

το οποίο δεν έχει λάβει μέρος στην διαιτητική δίκη για τον λόγο ότι δεν εμπλεκόταν στην

διαφορά που ανέκυψε θα δεσμεύεται κατ’ αποτέλεσμα από το δεδικασμένο. Φυσικά κάτι

τέτοιο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, αφού το δεδικασμένο, ως θεσμός δημόσιας φύσης και

τάξεως, εκφεύγει της διαθετικής αρχής των μερών.

Άλλωστε, η υπό κρίση θέση φαίνεται να συγχέει τα υποκειμενικά όρια της διαιτητικής

απόφασης με το ζήτημα της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης προς άσκηση

122
Βλ. Μαντάκου, οπ.π., σελ. 260, υποσημ. 442, όπου αναφέρει ότι η τάση είναι τα δύο μεγέθη της

υποκειμενικής εμβέλειας διαιτητικής συμφωνίας και διαιτητικής απόφασης να μην ταυτίζονται, με

εκεί παραπομπή σε ξενόγλωσση βιβλιογραφία.

41
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

διαιτητικής προσφυγής. Πράγματι, προς τούτο νομιμοποιούνται μόνο οι συμβαλλόμενοι

από την διαιτητική συμφωνία. Όμως, αν δεχτούμε ότι έχει χωρέσει ειδική διαδοχή μετά την

έκδοση της διαιτητικής απόφασης, ο ειδικός διάδοχος, με την εδώ συζητούμενη άποψη, δεν

θα καταλαμβάνεται από το δεδικασμένο της απόφασης, αφού κατά τη στιγμή έκδοσης αυ-

τής δεν καταλαμβανόταν και από την διαιτητική συμφωνία, ειδικά μάλιστα αν υιοθετηθεί και

η άποψη περί ανάλωσης της διαιτητικής ρήτρας. Και αντίστροφα, το άρθ. 325 ΚΠολΔ δεν

θα καταλαμβάνει τον ειδικό διάδοχο που απέκτησε τον επίδικο αντικείμενο πριν την έναρξη

της διαιτητικής δίκης, αλλά δεν έλαβε μέρος σε αυτήν123.

IV. Υπάρχουν άλλες περιπτώσεις επηρεαζόμενων τρίτων μερών;

1. Γενικά σχόλια

Αναφέραμε παραπάνω ότι η διαιτητική απόφαση, όπως και η δικαστική, παράγει δε-

δικασμένο και εκτελεστότητα, παρότι θεωρείται και αντιμετωπίζεται από την κρατούσα θέση

ως μια απλή πράξη ιδιωτών124. Οι δικαστικές όμως αποφάσεις εξοπλίζονται και με άλλες

ενέργειες, πέρα από δεδικασμένο και εκτελεστότητα. Συγκεκριμένα, οι δικαστικές αποφά-

σεις παράγουν διαπλαστική ενέργεια -εν προκειμένω οι διαπλαστικές, αν και υποστηρίζεται

και για τις αναγνωριστικές125-, έχουν ορισμένες παρεπόμενες συνέπειες, οι οποίες επηρε-

άζουν τρίτους και όχι μόνο τους διαδίκους, ενώ αμφισβητείται αν το δεδικασμένο τους τρι-

τενεργεί.

Κατ’ αντιστοιχία προς τα ανωτέρω, έτσι και οι διαιτητικές αποφάσεις, από την στιγμή

που αναβλύζουν δεδικασμένο και εξοπλίζονται με εκτελεστότητα, παράγουν ακριβώς τα

ίδια αποτελέσματα και συνέπειες με τις δικαστικές αποφάσεις126. Από την στιγμή, λοιπόν,

123
Έτσι Μαντάκου, οπ.π., σελ. 260, υποσημ. 442.
124
Για το αν η διαιτητική απόφαση αποτελεί απλή πράξη ιδιωτών ή εμπίπτει στην έννοια της δικαστι-

κής απόφασης βλ. παρακάτω υπό VII.2.β.


125
Βλ. Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 22, με εκεί περαιτέρω παραπομπές σε γαλλική θεωρία.
126
Για την σύγκριση διαιτητικών αποφάσεων και αποφάσεων πολιτειακών δικαστηρίων βλ. παρα-

κάτω υπό VII.β.ii.

42
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

που οι ενέργειές τους ταυτίζονται με αυτές των αποφάσεων των πολιτειακών δικαστηρίων,

χρήζει ανάγκης η περαιτέρω εξέταση, έστω και σύντομη για την πληρότητα της εργασίας,

των ενεργειών αυτών, αν μπορούν και σε τι βαθμό να επηρεάσουν πρόσωπα τρίτα ως

προς τους διαδίκους127.

2. Η διαπλαστική ενέργεια

Οι διαπλαστικές αποφάσεις, εκτός από δεδικασμένο128 –ενέργεια που αναβλύζει από

όλες τις δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις– αναπτύσσουν και μία ακόμη ενέργεια, την

διαπλαστική. Διαφέρει όμως το δεδικασμένο από την διαπλαστική ενέργεια κατά τούτο: το

δεδικασμένο έχει την έννοια τόσο του αμάχητου τεκμηρίου ορθής διάγνωσης της ύπαρξης

ή ανυπαρξίας του υπό κρίση διαπλαστικού δικαιώματος, όσο και του απαραδέκτου νέας

αγωγής μεταξύ των ίδιων διαδίκων, υπό την ίδια ιδιότητα και με το αυτό αντικείμενο δίκης

(άρθ. 324 ΚΠολΔ)· έχει δε σχετική ενέργεια, αφού καταλαμβάνει μόνο τους διαδίκους (άρθ.

325 ΚΠολΔ).

Από την άλλη, η διαπλαστική ενέργεια της απόφασης συνίσταται στην κατ’ ουσία σύ-

σταση, αλλοίωση ή κατάργηση της έννομης σχέσης που αποτελεί το αντικείμενο της εν

λόγω απόφασης, όπως π.χ. την ακύρωση σύμβασης λόγω πλάνης κ.λπ.129.

127
Για το ότι πράγματι οι διαιτητικής αποφάσεις παράγουν όλες τις ενέργειες που παράγουν και οι

δικαστικές, βλ. Κουσούλης, Δίκαιο της διαιτησίας, §15.Ι, σελ. 137.


128
Κατά άρχουσα θέση οι διαπλαστικές αποφάσεις εξοπλίζονται μόνο με δεδικασμένο και όχι με

εκτελεστότητα, όπως οι καταψηφιστικές, λόγω της αυτόματης νομικής (και όχι υλικής, η οποία

υλική μεταβολή είναι ίδιον της εκτελεστότητας) μεταβολής την οποία επιφέρει, δίχως τη συνδρομή

της εκτελεστικής εξουσίας. Βλ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία §38.ΙΙΙ.1, σελ. 435επ· Νίκας, Ανα-

γκαστική Εκτέλεση, §10.Ι.1 σελ. 127επ.·Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης – Γενικό

Μέρος, 20172, §15.Ι, σελ. 258-259· Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό, 115, σελ. 298· Ο Μπέης, Θε-

μελιακές Έννοιες, 281, και ΠολΔ, τ. 21, 904, σελ. 112επ , δέχεται ότι και οι διαπλαστικές, όπως

και οι αναγνωριστικές, εξοπλίζονται και με εκτελεστότητα.


129
Βλ. για την διαπλαστική ενέργεια των αποφάσεων Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία §38.ΙΙΙ.3, σελ.

690επ.· Νίκας, Πολιτική Δικονομία, §100, σελ. 652επ.· Καλαβρός/Κολοτούρος, Η δίκη διαζυγίου

43
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

Χαρακτηρίζεται δε η διαπλαστική ενέργεια, στον χώρο του δημοσίου δικαίου, από το (μα-

χητό) τεκμήριο νομιμότητας, και άρα εγκυρότητας, της διάπλασης που έλαβε χώρα130. Από

την φύση αυτή της διαπλαστικής ενέργειας, προκύπτει ότι αυτή ισχύει έναντι όλων. Όπως

χαρακτηριστικά λέγεται «οι διαπλαστικές αποφάσεις ενεργούν υπέρ και κατά πά-

ντων»131,132. Αυτή, δηλαδή, η ισχύς της διαπλαστικής ενέργειας υπέρ και κατά πάντων έχει

την έννοια ότι οι τρίτοι και ο δικαστής κάθε μεταγενέστερης δίκης δεν μπορούν κατ’ αρχήν

να αμφισβητήσουν ότι η διάπλαση της εκάστοτε έννομης σχέσης έχει ήδη συντελεστεί με

την διαπλαστική απόφαση133,134. Αυτή η μη δυνατότητα αμφισβήτησης της διάπλασης είναι

αποτέλεσμα του προαναφερθέντος τεκμηρίου εγκυρότητας της συντελεσθείσας διάπλασης,

και όχι της σύμπραξης σ’ αυτήν της δικαστικής εξουσίας, όπως υποστηρίζεται135. Αν

– Αντικείμενο δίκης και διαδικασία, 2001, Μέρος Πρώτο, IV.A, σελ. 73επ.· Κεραμεύς, Αστικό Δι-

κονομικό, 115, σελ. 298· Μπέης, Θεμελιακές Έννοιες, 282.


130
Μπέης, Θεμελιακές Έννοιες, 8.3.4, σελ. 283· Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 24.
131
Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία οπ.π.· ο ίδιος, Τα υποκειμενικά όρια των ενεργειών των διαπλα-

στικών αποφάσεων, Δ 1983, 352· ο ίδιος, Ζητήματα δεδικασμένου, διαπλαστικής ενέργειας και

τριτανακοπής, ΕλλΔνη 1987, 1185επ.


132
Και αναφερόμαστε την διαπλαστική ενέργεια και όχι στην ουσιαστική διάπλαση. Ως ουσιαστική

διάπλαση εννοείται η διάπλαση μιας έννομης σχέσης στον χώρο του ουσιαστικού δικαίου, και η

οποία ενεργεί σχετικά. Μόνο κατ’ εξαίρεση η ουσιαστική διάπλαση ενεργεί και έναντι τρίτων, όταν

τίθεται ζήτημα πολυμερούς έννομης σχέσης. Βλ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία οπ.π.,· ο ίδιος,

Τα υποκειμενικά όρια των ενεργειών των διαπλαστικών αποφάσεων, Δ 1983, 352· ο ίδιος, Ζητή-

ματα δεδικασμένου, διαπλαστικής ενέργειας και τριτανακοπής, ΕλλΔνη 1987, 1185επ.


133
Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 24.
134
Ως προς τον χρόνο της διάπλασης, αυτή συντελείται, κατά κανόνα με την τελεσιδικία της απόφα-

σης (άρθ. 321 ΚΠολΔ), κατ’ εξαίρεση με το αμετάκλητο αυτής, όπου προβλέπεται (άρθ. 613

ΚΠολΔ), και όλως εξαιρετικώς ανατρέχει στο παρελθόν, όπως π.χ. συμβαίνει με την αναπροσαρ-

μογή μισθώματος. Βλ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία οπ.π.,· Νίκας, Πολιτική Δικονομία, §100.ΙΙ,

πλαγιαρ. 8, σελ. 654.


135
Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, §38.ΙΙΙ.3.β.αα, πλαγιαρ. 828, σελ. 692· ο ίδιος, Η δίκη διαζυγίου,

IV.Α.1.α, σελ. 75.

44
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

πράγματι ίσχυε το τελευταίο, θα καταλήγαμε στο παράδοξο, αν όχι άτοπο, να μην αμφισβη-

τείται η συντελεσθείσα διάπλαση των αποφάσεων πολιτειακών δικαστηρίων, αλλά να αμ-

φισβητείται αυτή των διαιτητικών δικαστηρίων, μιας και τα τελευταία δεν εμπίπτουν στην

έννοια της δικαστικής εξουσίας, όπως αυτή προβλέπεται από το Σύνταγμα136.

Έχοντας καταλήξει, λοιπόν, στην διαπίστωση ότι η διαπλαστική ενέργεια έχει από-

λυτη ισχύ, έναντι όλων, με την έννοια που αναπτύχθηκε παραπάνω, προκύπτει το περαι-

τέρω ζήτημα της προστασίας τρίτων προσώπων. Υπάρχει το ενδεχόμενο τρίτοι είτε να με-

τέχουν ουσιαστικά στην έννομη σχέση είτε να είναι φορείς έννομων σχέσεων που εξαρτώ-

νται από την σχέση που διαπλάσθηκε137. Προς επίταση μάλιστα του υπό κρίση ζητήματος,

παρατηρείται ότι δεν είναι δυνατή ούτε η πρόσκληση κάθε τρίτου στην δίκη του επίδικου

διαπλαστικού δικαιώματος, καθότι η διάπλαση αυτή απευθύνεται σε αόριστο αριθμό, ώστε

να μην είναι δυνατός ο ακριβής καθορισμός του συγκριμένου τρίτου που τυχόν θίγεται138.

Ούτε όμως ο τρίτος μπορεί να μείνει απροστάτευτος, λόγω της συνταγματικής επιταγής για

προστασία των εννόμων συμφερόντων του.

Ακολούθως, και για τον λόγο αυτό, χορηγείται σε κάθε τρίτο που έχει έννομο συμφέ-

ρον το ένδικο βοήθημα της τριτανακοπής, τουλάχιστον ως προς τις δικαστικές αποφάσεις

των κρατικών δικαστηρίων. Έχοντας όμως ως δεδομένο ότι, κατά την κρατούσα θέση, οι

διαιτητικές αποφάσεις δεν προσβάλλονται με τριτανακοπή, απομένει ως μοναδικό ένδικο

βοήθημα του τρίτου η αγωγή ακύρωσης του άρθ. 34 ν. 2735/1999 και του άρθ. 897 ΚΠολΔ.

Αν μάλιστα θεωρηθεί το ένδικο αυτό βοήθημα ανεπαρκές, τότε κατ’ ουσία μένει μετέωρη η

ένδικη προστασία του, και παραμένει αυτός εκτεθειμένος στις βλαπτικές για τούτον ενέρ-

γειες της διαιτητικής απόφασης139.

136
Για κριτική αυτής της θέσης βλ. παρακάτω υπό VII.2.
137
Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 26.
138
Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 27.
139
Ανάλυση των ζητημάτων αυτών γίνεται παρακάτω, υπό VΙ και V.

45
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

3. Οι παρεπόμενες συνέπειες της απόφασης

Οι παραπάνω εκφάνσεις των ενεργειών των δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων,

όπως τις είδαμε, αποτελούν τις πρωταρχικές και βασικότερες συνέπειες αυτών. Υπάρχουν

όμως και ορισμένες δευτερεύουσες συνέπειες, οι οποίες προκύπτουν όχι ηθελημένα. Αυτές

οι δευτερεύουσες συνέπειες διακρίνονται σε αντανακλαστικές, όταν αφορούν τους ίδιους

τους διαδίκους, και παρεπόμενες όταν αφορούν τρίτους140.

Οι παρεπόμενες αυτές ενέργειες είναι ενδεχόμενες συνέπειες της απόφασης, οι ο-

ποίες εμφανίζονται είτε στο ιδιωτικό δίκαιο, είτε στο δημόσιο, στις οποίες όμως συνέπειες

δεν απέβλεψαν οι διάδικοι. Οι συνέπειες αυτές δεν πηγάζουν από την απόφαση, δηλαδή

άμεσα από το περιεχόμενό της, αλλά από κανόνες δικαίου που περιλαμβάνουν στο πραγ-

ματικό τους την οντολογική ύπαρξη της απόφασης141. Με άλλα λόγια, εν προκειμένω, οι

συνέπειες της απόφασης επέρχονται λόγω της ύπαρξης της απόφασης ως γεγονότος, ως

ιστορικού συμβάντος, και όχι ως διαδικαστικής πράξης142. Οι παρεπόμενες αυτές συνέπειες

ή ενέργειες δεν είναι απόρροια του διατακτικού της απόφασης, δεν στηρίζονται στην δε-

σμευτικότητα της απόφασης, ούτε δημιουργούν δεδικασμένο ή διαπλαστική ενέργεια143.

Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα των παρεπόμενων συνεπειών μπορούν να ανα-

φερθούν η ενεργοποίηση της εγγυητικής ευθύνης του πωλητή (ΑΚ 514) από την απόφαση

που έκανε δεκτή διεκδικητική αγωγή τρίτου κατά του αγοραστή, και η δυνατότητα του

140
Είναι αλήθεια ότι δεν επικρατεί ομοφωνία ως προς τον ορολογική διάκριση των συνεπειών αυτών.

Έτσι οι μεν Μπέης, Θεμελιακές έννοιες οπ.π., και Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 34 θεω-

ρούν αντανακλαστικές αυτές που αφορούν τους διαδίκους, και παρεπόμενες αυτές που αφορούν

τρίτους, ο δε Κουσούλης, Κύρια παρέμβαση, σελ. 133 υιοθετεί αντίστροφη ορολογία, ακολουθώ-

ντας αυτήν του καθηγητή Ράμμου. Από την άλλη, οι Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, §39.ΙΙΙ.4, σελ.

712επ., Νίκας, Πολιτική Δικονομία §100, σελ. 654, και Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό, 115.IV, σελ.

298 χρησιμοποιούν εν γένει τον όρο «παρεπόμενες» ενέργειες ή συνέπειες.


141
Νίκας, Πολιτική Δικονομία, §100.ΙΙΙ, πλαγιαρ. 9, σελ. 655.
142
Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 35-36.
143
Μπέης, ΠολΔ, τ. 14, σελ. 185· Καλαβρός, Δ 14, 361· Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 35.

46
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

εγγυητή να απαιτήσει από την πρωτοφειλέτη ασφάλεια στην περίπτωση που ο πρώτος

καταδικαστεί στην καταβολή της οφειλής.

Οι παρεπόμενες συνέπειες, ενώ κατά κανόνα ενεργούν μεταξύ των διαδίκων (αντα-

νακλαστικές συνέπειες144), κατ’ εξαίρεση ενεργούν και μεταξύ των διαδίκων και τρίτων. Οι

τρίτοι, οι οποίοι σε αντίθεση με την διαπλαστική ενέργεια είναι συγκεκριμένα και μεμονω-

μένα πρόσωπα επηρεάζονται από την απόφαση κατά τον τρόπο αυτό είτε επειδή το προ-

βλέπει ο νομοθέτης, είτε επειδή αυτό έχει συμφωνηθεί μεταξύ του τρίτου και ενός των δια-

δίκων145. Τέτοιο παράδειγμα συμφωνίας αποτελεί ο όρος των ασφαλιστήριων συμβολαίων,

κατά τον οποίο το ύψους του ασφαλιζόμενου κινδύνου περιορίζεται στο καταψηφισθέν

ποσό της τελεσίδικης εις βάρος του ασφαλισμένου απόφασης146. Παρατηρούμε, δηλαδή,

ότι κατ’ εξοχήν περίπτωση εκδήλωσης των παρεπόμενων συνεπειών απόφασης έναντι τρί-

των είναι αυτή της δικονομικής εγγύησης147.

Ακολούθως, στις περιπτώσεις αυτές που τρίτος επηρεάζεται από τις εν λόγω παρε-

πόμενες συνέπειες και ενέργειες μιας δικαστικής απόφασης, του παρέχεται τόσο η δυνατό-

τητα άσκησης απλής πρόσθετης παρέμβασης (ΚΠολΔ 80), σε προληπτικό επίπεδο, όσο

και η άσκηση τριτανακοπής (ΚΠολΔ 586 §2), σε κατασταλτικό148. Στον χώρο όμως της διαι-

τησίας, ανακύπτουν για ακόμη μία φορά τα προβλήματα που αναφέραμε και παραπάνω.

144
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντανακλαστικής συνέπειας είναι η επιμήκυνση της παραγραφής στα

20 έτη.
145
Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 36-37.
146
Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, οπ.π..
147
Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 37.
148
Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 37· Κουσούλης, Κύρια Παρέμβαση, §4.IV, σελ. 135-138·

Μπέης, ΠολΔ, τ. 2, 83, ΙΙΙ.3.δ, σελ. 452. Αντίθετα η Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία εις την πολιτική

δίκη, σελ. 47 υποστηρίζει ότι ο τρίτος στην περίπτωση αυτή δύναται να ασκήσει αυτοτελή πρό-

σθετη παρέμβαση, και όχι απλή.

47
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

4. Τριτενέργεια του δεδικασμένου

Ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα ζητήματα στον χώρο του δεδικασμένου αποτελεί

αυτό της τριτενέργειάς του. Η θεωρία της τριτενέργειας του δεδικασμένου πρωτοδιατυπώ-

θηκε στην Γερμανία, αποκρούεται όμως τόσο από την γερμανική όσο και την Ελληνική θε-

ωρία149. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, ενώ το δεδικασμένο ισχύει καταρχήν μόνο μεταξύ

των διαδίκων, εντούτοις παρουσιάζει απόλυτη ισχύ με την έννοια ότι κάθε τρίτος υποχρε-

ούται να αναγνωρίζει αυτά που κρίθηκαν τελεσίδικα μεταξύ των διαδίκων150. Η τριτενέργεια

του δεδικασμένου απαγορεύει την επανεξέταση του τελεσίδικος κριθέντος δικαιώματος, και

ούτε μπορεί το δικαίωμα αυτό να καταστρατηγηθεί με την επαναφορά προς κρίση του από

έναν τρίτο.

Ειδικότερα, άμεσα θιγόμενος από την τριτενέργεια του δεδικασμένου είναι ο τρίτος

όταν είναι φορέας μιας έννομης σχέσης εξαρτημένης από αυτήν που αποτέλεσε αντικείμενο

τελεσίδικης διάγνωσης151. Έτσι, ο τρίτος υφίσταται ένα νομικό επηρεασμό του δικαιώματος

του, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τον εγγυητή που δεν μπορεί να αμφισβητήσει την

τελεσιδίκως αναγνωρισθείσα απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη. Υποστηρίζεται ό-

μως ότι ο επηρεασμός αυτός του δικαιώματος του τρίτου μπορεί να είναι και πραγματι-

κός152.

Από τις νομικές ενέργειες της απόφασης ο τρίτος προστατεύεται τόσο προληπτικά,

όσο και κατασταλτικά. Από τις πραγματικές όμως ενέργειες της απόφασης ως εκδήλωσης

της τριτενέργειας του δεδικασμένου, αυτός προστατεύεται μόνο κατασταλτικά με την ά-

σκηση ακυρωτικής τριτανακοπής153. Η προστασία εν προκειμένω του τρίτου έχει τον χαρα-

κτήρα άρνησης δέσμευσής του από την τριτενέργεια.

149
Κύριος εκφραστής της σε εμάς είναι ο Κουσούλης, Η δέσμευση τρίτου από το δεδικασμένο, 2007.
150
Κουσούλης, Κύρια παρέμβαση, §4.V.1 σελ. 139· Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 38.
151
Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 39.
152
Κουσούλης, Κύρια παρέμβαση, §4.V.2 σελ. 140· Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 41.
153
Κουσούλης, οπ.π.· Πανταζόπουλος, οπ.π..

48
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του τρίτου

Η τριτενέργεια του δεδικασμένου γίνεται δεκτό ότι απορρέει και από διαιτητική από-

φαση, υπό τον ορισμό ότι επηρεάζονται αυτοί έναντι των οποίων τριτενεργεί και η διαιτητική

συμφωνία154. Αυτός όμως ο περιορισμός είναι απόρροια της θέσης ότι τα υποκειμενικά όρια

της τελευταίας ταυτίζονται με τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου της διαιτητικής από-

φασης, και δεν πρέπει να γίνει δεκτός.

154
Κουσούλης, Δίκαιο της διαιτησίας, §15.ΙΙ.3, πλαγιαρ. 29, σελ. 144.

49
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

Μέρος Δεύτερο:
Έννομη προστασία του τρίτου

50
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

Έχοντας αναλύσει την έννοια του τρίτου μέρους σε σχέση με την διαιτητική συμφω-

νία, διαδικασία και απόφαση, προκύπτει το περαιτέρω ερώτημα αν η αγωγή ακύρωσης,

όπως προβλέπεται στον ν. 2735/1999 και τον ΚΠολΔ παρέχει επαρκή προστασία για τα

βλαπτόμενα συμφέροντα του τρίτου. Σε περίπτωση δε που η απάντηση είναι αρνητική,

γεννάται το ζήτημα με ποιόν τρόπο μπορεί ο βλαπτόμενος τρίτος να προστατευτεί· του

παρέχεται κάποιο άλλο ένδικο βοήθημα;

Πριν προχωρήσουμε, όμως, στην παρουσίαση των παραπάνω ζητημάτων, ενδιαφέ-

ρον παρουσιάζει η θέση που έχουν υιοθετήσει αλλοδαπά εθνικά δίκαια, όπως το βελγικό,

το γαλλικό και το ιταλικό και άλλα, ως προς το αν ένα τρίτο μέρος έχει δικαίωμα να θέση σε

κίνηση διαδικασίες προσβολής της διαιτητικής απόφασης, διάφορες της κλασικής αγωγής

ακύρωσης.

V. Συγκριτικό Δίκαιο

1. Βέλγιο

Στον Βελγικό Δικαστικό Κώδικα, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί από τον βελγικό νόμο

περί διαιτησίας155, δεν προβλέπεται η δυνατότητα ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης βά-

σει άλλου ενδίκου βοηθήματος πέρα από την αγωγή ακύρωσης, ενώ δεν προβλέπεται και

κάποια ειδικότερη προστασία του τρίτου απέναντι στην διαιτητική απόφαση που βλάπτει τα

έννομα συμφέροντά του156. Ωστόσο το Ανώτατο Δικαστήριο δέχεται ότι η διαιτητική από-

φαση μπορεί να ακυρωθεί από κάποιον τρίτον (μέσω τριτανακοπής), σε εξαιρετικές περι-

πτώσεις όπου η απόφαση είναι αποτέλεσμα απάτης εις βάρος του τρίτου αυτού μέρους157.

Αξίζει, όμως, να παρατηρήσουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόσφατη απόφαση του

Βελγικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο έθεσε το ζήτημα υπό το πρίσμα της αρχής

155
Ο οποίος έχει εναρμονιστεί με τον Πρότυπο Νόμο της UNCITRAL.
156
Caroline Verbruggen, “Commentary on Part VI of the Belgian Judicial Code, Chapter VII: Article

1717”, σε Niuscha Bassiri/Maarten Draye (eds), Arbitration in Belgium, 2016, σελ. 462.
157
Caroline Verbruggen, οπ. π, με παραπομπή στην απόφαση του Βελγικού Ανώτατου Δικαστηρίου

της 29ης Ιανουαρίου 1993, Pas., 1993, I, 119, R.C.J.B., 1994, σελ. 647

51
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

της ισότητας. Τον Φεβρουάριο του 2017, το Συνταγματικό Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ.

21/2017 απόφασή του, έκρινε ότι τρίτο μέρος πρέπει να μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή

(third party opposition – tierce opposition) κατά διαιτητικής απόφαση.

Ειδικότερα, η υπόθεση αφορούσε μία ελληνική εταιρεία, η οποία δεν ήταν ένα από τα

μέρη της διαιτητικής διαδικασίας, αλλά παρ’ όλα αυτά θεωρούσε ότι τα συμφέροντά της

προσβάλλονται, και η οποία έθεσε, ως τρίτη, σε κίνηση ενώπιον του Πρωτοδικείου των

Βρυξελλών διαδικασίες ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης. Το Πρωτοδικείο, έχοντας αμ-

φιβολίες περί του αν οι σχετικές διατάξεις του Βελγικού Δικαστικού Κώδικα επιτρέπουν σε

τρίτα μέρη να εκκινήσουν τέτοιες διαδικασίες, παρέπεμψε το ζήτημα στο Συνταγματικό δι-

καστήριο για προδικαστική απόφαση.

Αρχικά, το Πρωτοδικείο έθεσε το ερώτημα κατά πόσο το άρθ. 1122 του Βελγικού

Δικαστικού Κώδικα158 παραβιάζει τα άρθρα 10 και 11 του Βελγικού Συντάγματος, δηλαδή

τις διατάξεις του Βελγικού Συντάγματος για την ισότητα και την μη διάκριση, καθώς επιτρέ-

πει σε τρίτα μέρη να προσβάλλουν, με την έννοια της τριτανακοπής, το κύρος αποφάσεων

εκδοθεισών από πολιτικά και ποινικά δικαστήρια, αλλά δεν παρέχει την ίδια δυνατότητα σε

μέρη που είναι τρίτα στις διαιτητικής διαδικασίες.

158
Το άρθ. 1122 του Βελγικού Δικαστικού Κώδικα ορίζει ότι:

«Κάθε πρόσωπο που δεν έχει προσηκόντως προσκληθεί ή δεν έχει συμμετάσχει στην υπόθεση

με την ίδια ιδιότητα μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή κατά της απόφασης, ακόμα και αν είναι προ-

δικαστική, η οποία ζημιώνει τα δικαιώματά του και η οποία έχει εκδοθεί από πολιτικό δικαστήριο,

ή από ποινικό στο μέτρο που αφορά αστικές αξιώσεις.

Εντούτοις, στην τριτανακοπή δεν νομιμοποιούνται: 1) οι καθολικοί αιτούντες, μόνον εφόσον έχουν

αναγνωρίσει το δικαίωμα το οποίο έχουν επικαλεστεί· 2) οι αιτούντες με ιδιωτικό τίτλο, μόνο σε

περίπτωση απάτης από τον συντάκτη του ή εάν έχουν αποκτήσει το δικαίωμά τους πριν από την

ημερομηνία της απόφασης· 3) οι πιστωτές, μόνο σε περίπτωση απάτης του οφειλέτη τους ή εάν

μπορούν να επικαλεσθούν υποθήκη, εμπράγματη ασφάλεια ή άλλο δικαίωμα διαφορετικό από το

δικαίωμά τους να απαιτήσουν· 4) τα εκπροσωπούμενα πρόσωπα, μόνο σε περίπτωση απάτης του

νομικού, νομικού ή συμβατικού αντιπροσώπου τους.

Μόνο η απάτη που διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μπορεί να επικαλεστεί».

52
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

Το Συνταγματικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η αρχή της ισότητας και της μη διάκρισης

δεν αποκλείει την διαφορετική μεταχείριση, εφόσον αυτή στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτή-

ρια και είναι δικαιολογημένη. Ακολούθως, έκρινε πως το γεγονός ότι το άρθ. 1122 του Βελ-

γικού Δικαστικού Κώδικα επιτρέπει σε τρίτα μέρη να προσβάλλουν, μέσω τριτανακοπής, το

κύρος αποφάσεων που εκδόθηκαν από πολιτικά ή ποινικά δικαστήρια ενώ δεν παρέχει την

ίδια δυνατότητα σε διαιτητικής διαδικασίες βασίζεται πράγματι σε ένα αντικειμενικό κριτήριο·

αυτό της φύσης του εκάστοτε οργάνου που εκδίδει την απόφαση, δηλαδή του πολιτειακού

δικαστηρίου και του διαιτητικού δικαστηρίου. Ωστόσο, το Συνταγματικό Δικαστήριο προσέ-

θεσε ότι αυτή η διάκριση είναι εσφαλμένη υπό το πρίσμα του σκοπού των μέτρων, διότι

αφενός οι αποφάσεις των πολιτειακών δικαστηρίων και οι διαιτητικές αποφάσεις έχουν ό-

μοιες ενέργειες σε τρίτους, αφετέρου η επιλογή για παραπομπή της υπόθεσης σε διαιτησία

γίνεται από τα εμπλεκόμενα στην διαφορά μέρη, ενώ τα επηρεαζόμενα από την διαιτητική

απόφαση τρίτα μέρη δεν έχουν επιρροή πάνω στην επιλογή αυτή.

Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η διαφορετική μεταχείριση των τρί-

των μερών στις διαιτητικές διαδικασίες και στις διαδικασίες ενώπιον των πολιτειακών δικα-

στηρίων δεν δικαιολογείται και ότι το άρθ. 1122 του Βελγικού Δικαστικού Κώδικα παραβιάζει

το Βελγικό Σύνταγμα. Κατέληξε, λοιπόν, στην θέση ότι η τριτανακοπή κατά διαιτητικών α-

ποφάσεων πρέπει να είναι επιτρεπτή και παραδεκτή.

Επί του δεύτερου ερωτήματος, το Πρωτοδικείο των Βρυξελλών έθεσε το ζήτημα αν

το άρθρο 1717 του Βελγικού Δικαστικού Κώδικα159 αντίκειται και αυτό στα άρθ. 10 και 11

159
Το άρθ. 1717 του Βελγικού Δικαστικού Κώδικα ορίζει ότι:

§ 1. The application to set aside the award is admissible only if the award can no longer be con-

tested before the arbitrators.

§ 2. The arbitral award may only be contested before the Court of First Instance, by means of a

writ of summons, and it may be set aside solely for a cause mentioned in this Article.

§ 3. The arbitral award may only be set aside if:

a) the party making the application furnishes proof that:

53
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

i) a party to the arbitration agreement referred to in Article 1681 was under some incapacity; or

the said agreement is not valid under the law to which the parties have subjected it or, failing any

indication thereon, under the law of Belgium; or

ii) the party making the application was not given proper notice of the appointment of an arbitrator

or of the arbitral proceedings or was otherwise unable to present his case; in this case, the award

may not be set aside if it is established that the irregularity has had no effect on the arbitral award;

or

iii) the award deals with a dispute not provided for in, or not falling within, the terms of the arbitra-

tion agreement, or contains decisions on matters beyond the scope of the arbitration agreement,

provided that, if the provisions of the award on matters submitted to arbitration can be separated

from those not so submitted, only that part of the award which contains decisions on matters not

submitted to arbitration may be set aside; or

iv) if the award is not reasoned; or

v) the composition of the arbitral tribunal or the arbitral proceedings were not in accordance with

the agreement of the parties, unless such agreement was in conflict with a provision of Part 6 of

this Code from which the parties cannot derogate, or, failing such agreement, was not in accord-

ance with Part 6 of this Code; with the exception of an irregularity affecting the composition of the

arbitral tribunal, such irregularities may however not give rise to a setting aside of the arbitral

award if it is established that they have had no effect on the award; or

vi) the arbitral tribunal has exceeded its powers; or

b) the Court of First Instance finds:

i) that the subject-matter of the dispute is not capable of settlement by arbitration; or

ii) that the award is in conflict with public policy; or

iii) that the award was obtained by fraud;

§ 4. Except in the case mentioned in Article 1690, § 4(1), an application for setting aside may not

be made after three months have elapsed from the date on which the party making that application

had received the award in accordance with Article 1678, § 1(a) or, if an application had been

made under Article 1715, from the date on which the party making the application for setting aside

received the arbitral tribunal’s decision on the application made under Article 1715, in accordance

with Article 1678, § 1(a).

54
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

του Βελγικού Συντάγματος, καθώς απαριθμεί τις προϋποθέσεις προσβολής διαιτητικής α-

πόφασης αλλά δεν παρέχει αυτή την δυνατότητα και σε τρίτους. Σε αντίθεση όμως με την

τριτανακοπή, η προσβολή διαιτητικής απόφασης επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης επί

τη βάσει πλημμελειών που αφορούν την ίδια την απόφαση ή την διαιτητική διαδικασία.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο στήριξε την απόφασή του σε νομολογία του Βελγικού

Ανώτατου Δικαστηρίου της 29ης Ιανουαρίου 1993, κατά την οποία τα τρίτα μέρη σε διαιτησία

αποκλείονταν από το πεδίο εφαρμογής του άρθ. 1717 του Βελγικού Δικαστικού Κώδικα

εκτός αν τα τρίτα μέρη αποδείξουν ότι η διαιτησία διεξήχθη με σκοπό να υπονομευτούν τα

δικαιώματα τους. Ως εκ τούτου, τα τρίτα μέρη μπορούν να επιδιώξουν την ακύρωση διαιτη-

τικής απόφασης σε περίπτωση απάτης.

Σε σχέση λοιπόν με το ερώτημα που έθεσε το Πρωτοδικείο, το Συνταγματικό Δικα-

στήριο κατέληξε πως το γεγονός ότι το άρθ. 1717 επιτρέπει μόνο στα μέρη της διαιτησίας

να προσβάλλουν την διαιτητική απόφαση είναι δικαιολογημένο και δεν εισάγει διακρίσεις.

Έκανες, όμως, σαφές ότι η προσβολή της διαιτητικής απόφασης με σκοπό την ακύρωσή

της δεν πρέπει να συγχέεται με έφεση. Τόνισε, επίσης, ότι η προσβολή διαιτητικής απόφα-

σης είναι μια εξαιρετική και μοναδική διαδικασία στα πλαίσια της διαιτησίας και παρέχεται

πρωτίστως στα μέρη της διαιτησίας ώστε να αμφισβητήσουν μια διαιτητική απόφαση λόγω

πλημμελειών που επηρεάζουν είτε την απόφαση καθ’ εαυτήν είτε την διαδικασία. Ακολού-

θως, το Συνταγματικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι, από την άλλη, τα τρίτα μέρη ενδιαφέρονται

μόνο για την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης και δεν μπορούν να προσβάλλουν ευθέως

§ 5. The causes mentioned in § 3(a), (i), (ii), (iii) and (v) shall not give rise to the setting aside of

the arbitral award, whenever the party that invokes them has learned of the said cause in the

course of the proceedings but failed to invoke it at that time.

§ 6. The Court of First Instance, when asked to set aside an arbitral award, may, where appropri-

ate and if so requested by a party, suspend the setting aside proceedings for a period of time

determined by it in order to give the arbitral tribunal an opportunity to resume the arbitral proceed-

ings or to take such other action as in the latter’s opinion will eliminate the grounds for setting

aside.»

55
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

διαιτητικές αποφάσεις, καθώς δεν τους αφορούν τα ελαττώματα της απόφασης ή της διαι-

τητικής διαδικασίας.

Κατέληξε, επομένως, το Συνταγματικό Δικαστήριο ότι μπορεί να μην προσβάλλεται η

αρχή της ισότητας και μη διάκρισης βάσει του άρθ. 1717 του Βελγικού Δικαστικού Κώδικα,

τα τρίτα μέρη όμως προστατεύονται επαρκώς μέσω της δυνατότητας άσκησης τριτανακο-

πής κατά της διαιτητικής απόφασης. Η ιδιαίτερη σημαντικότητα αυτής της απόφασης έγκει-

ται στο ότι εκδόθηκε επί ζητήματος που αφορούσε διεθνή εμπορική διαιτησία, καθώς προ-

σβαλλόμενη ήταν μία απόφαση του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητήριου.

2. Γαλλία

Η Γαλλία εκσυγχρόνισε το δίκαιό της περί διαιτησίας με το υπ’ αριθ. 2011-48 Διά-

ταγμα της 13ης Ιανουαρίου 2011, το οποίο αναμόρφωσε τις διατάξεις τόσο για την εσωτε-

ρική διαιτησία, όσο και για την διεθνή, ενώ παράλληλα εισήγαγε και νέες διατάξεις160.

Ειδικότερα, το άρθρο 1501 του ΓαλΚΠολΔ (πρώην άρθρο 1481161) προβλέπει τη δυ-

νατότητα άσκησης τριτανακοπής, σε περίπτωση που τα δικαιώματα και συμφέροντα τρίτου

προσβάλλονται από την διαιτητική απόφαση162. Η δε τριτανακοπή εισάγεται ενώπιον του

δικαστηρίου163 που θα είχε δικαιοδοσία αν δεν υπήρχε η διαιτησία (άρθ. 588 §1 ΓαλΚΠολΔ).

Αυτή η πρόβλεψη υπάρχει όμως μόνο στην περίπτωση της εσωτερικής διαιτησίας.

160
Yves Derains/Laurence Kiffer, 'National Report for France (2013)', σε Jan Paulsson/Lise Bosman

(eds), ICCA International Handbook on Commercial Arbitration, 1984, Συμπλήρωμα No. 74, May

2013, σελ. 1
161
Pieter Sanders (ed), Yearbook Commercial Arbitration 1982-Τόμος VII, σελ. 271επ., [France, De-

cree no. 81-500 of May 12, 1981, inserting Arts. 1442-1507 into the New Code of Civil Procedure

(Αγγλική Μετάφραση)]
162
Yves Derains/Laurence Kiffer, οπ.π..
163
Το άρθρο κάνει λόγω για «court or tribunal» στην έννοια του δικαστηρίου.

56
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

Αντίθετα, για την διεθνή εμπορική διαιτησία δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη, ώστε

να μην γίνεται δεκτή η δυνατότητα τριτανακοπής κατά απόφασης διεθνούς διαιτησίας164. Οι

λόγοι που, κατά τη γαλλική νομική φιλολογία, οδηγούν σε αυτή την θέση είναι ότι κάτι τέτοιο

θα είχε ως αποτέλεσμα την αναδίκαση της ουσίας της διεθνούς διαφοράς και ότι, κατά το

νομοθέτη, κανένα γαλλικό δικαστήριο δεν θα είχε δικαιοδοσία αν έλειπε η διαιτητική συμ-

φωνία. Βέβαια η θέσεις αυτές δεν είναι άνευ αντιλόγου165.Την στάση αυτή ακολουθεί και η

γαλλική νομολογία166.

3. Ιταλία

Στο ίδιο μήκος κύματος με την Γαλλία κινείται και η Ιταλία. Σύμφωνα με το άρθρο 831

§3 του ΙταλΚΠολΔ167, η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε τριτανακοπή στις περιπτώσεις

164
Jean Rouche/Gerald H. Pointon, et al., French Arbitration Law and Practice: A Dynamic Civil Law

Approach to International Arbitration, 20092 σελ. 277επ.· Emmanuel Gaillard/John Savage (eds),

Fouchard Gaillard Goldman on International Commercial Arbitration, 1999, σελ. 918.


165
Jean Rouche/Gerald H. Pointon, et al., οπ.π., σελ. 278-279 και υποσημ. 666.
166
Cour de cassation - Chambre commmerciale, financière et économique -ECLI: FR: CCASS: 2015:

CO00424, απόφαση υπ’ αριθ. 425/05.05.2015 (14-16.644)· Παρίσι, 15.02.2007, Heresma SA v.

Société Granitalia SpA, Rev. arb. 2009.158, n. Callé.


167
Το άρθρο 831 του ΙταλΚΠολΔ ορίζει ότι:

«Notwithstanding any waiver, the award may be revoked in the cases indicated in Article 395,

numbers (1), (2), (3) and (6), within the time-limit and according to the formalities provided for in

Book II.

If the cases mentioned in the first paragraph arise during the nullity proceedings, the time-limit for

filing a request for revocation shall be suspended until notification of the judgment on the nullity.

The award is subject to third party opposition in the cases indicated in Article 404.

The request for revocation and third-party opposition shall be filed with the court of appeal of the

district in which the arbitration has its seat.

The court of appeal may consolidate setting aside, revocation and third-party opposition proceed-

ings, unless the stage reached by the proceedings filed first does not allow an exhaustive discus-

sion of and decision on the other recourses.»

57
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

που ορίζονται στο άρθρο 404 ΙταλΚΠολΔ168, το οποίο προβλέπει την δυνατότητα άσκησης

τριτανακοπής κατά δικαστικής απόφασης, όταν προσβάλλονται δικαιώματα τρίτων, ενώ ει-

δικά προβλέπεται η προσβολή δικαστική απόφαση όταν αυτή είναι προϊόν απάτης ή συ-

μπαιγνίας169. Κατατίθεται δε στο εφετείο της περιοχής όπου βρίσκεται ο τόπος της διαιτη-

σίας.

Επομένως, βάσει του ιταλικού δικαίου, ένα τρίτο μέρος μπορεί να ασκήσει τριτανα-

κοπή κατά διαιτητικής απόφασης όταν αυτή προσβάλει δικαιώματά του, με κλασική περί-

πτωση αυτήν της δόλιας έκδοσης απόφασης εις βάρος του τρίτου. Στην τελευταία αυτή

περίπτωση, ο τρίτος θα πρέπει να ασκήσει την τριτανακοπή μέσα σε προθεσμία 30 ημερών

από την ημέρα που έλαβε γνώση του δόλου και της συμπαιγνίας· σε κάθε άλλη περίπτωση,

η τριτανακοπή είναι απρόθεσμη, και κατατίθεται ενώπιον δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Αν

η τριτανακοπή κριθεί βάσιμη, η τροποποίηση της διαιτητικής απόφασης γίνεται είτε από το

ίδιο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στην περίπτωση που το τρίτο μέρος δεν ήταν συμβαλ-

λόμενο μέρος στην διαιτητική συμφωνία, είτε από το διαιτητικό δικαστήριο.

Αναφορικά όμως με την διεθνή εμπορική διαιτησία, ρητά (άρθρο 838 ΙταλΚΠολΔ) α-

ποκλείει τη δυνατότητα άσκησης τριτανακοπής κατά απόφασης διεθνούς εμπορικής διαιτη-

σίας. Σκοπός του νομοθέτη ήταν ο περιορισμός της δυνατότητας προσβολής ημεδαπών

168
Το άρθρο 404 ορίζει ότι:

«A third party may object to a judgment rendered in court or, in any event, pronounced execution

between other persons when it prejudices its rights.

The assignees and creditors of either party may lodge an objection to the judgment, when it is the

effect of fraud or collusion against them».


169
'The Italian Arbitration Law reform the new text of the Code of civil procedure as amended by law

no 25 of 5 january 1994', ASA Bulletin, 1994, Τόμος 12 Τεύχος 1, pp. 82 - 96· Piero Bernardini,

'National Report for Italy (2007)', σε Jan Paulsson and Lise Bosman (eds), ICCA International

Handbook on Commercial Arbitration, 1984, Συμπλήρωμα No. 49, April 2007, σελ. 46· Giorgio

Bernini, 'Italy', σε Albert Jan van den Berg (ed), Yearbook Commercial Arbitration 1994 - Τόμος

XIX (19), 1994, σελ. 455.

58
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

αποφάσεων διεθνούς εμπορικής διαιτησίας170. Όμως, σύμφωνα με το άρθρο 35 §2 του

Διατάγματος 366 της 2ας Οκτωβρίου 2001 που αφορά την διαιτητική επίλυση εταιρικών δια-

φορών, στην περίπτωση που διαιτητές έχουν κρίνει επί μη διαιτητεύσιμου ζητήματος ως

παρεμπίπτοντος, τότε η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε τριτανακοπή, ακόμα και στην πε-

ρίπτωση της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, χωρίς μάλιστα να γίνεται δεκτή εκ των προτέ-

ρων παραίτηση από το εν λόγω δικαίωμα171.

Βέβαια η ανωτέρω επιλογή του ΙταλΚΠολΔ να αποκλείσει την τριτανακοπή στις απο-

φάσεις διεθνούς διαιτησίας έχει επικριθεί. Υποστηρίζεται συγκεκριμένα ότι η προκείμενη

διάταξη είναι αντίθετη με βασικές αρχές του Ιταλικού Συντάγματος, καθώς με αυτόν τον

τρόπο τα μέρη κατ’ ουσίαν στερούν από τους τρίτους, που δεν δεσμεύονται από την διαι-

τητική συμφωνία, το δικαίωμα να υπερασπιστούν τα δικαιώματα τους172, ώστε η πλειοψη-

φία της θεωρίας να θεωρεί ότι και αποφάσεις διεθνούς διαιτησίας προσβάλλονται παραδε-

κτά με τριτανακοπή173.

4. Λοιπές χώρες

Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τις χώρες του ηπειρωτικού δικαίου, στο αγγλοσαξο-

νικό δίκαιο ο θεσμός της τριτανακοπής είναι άγνωστος. Μερικές φορές, ο όρος «tierce op-

position», αποδίδεται ως «third-party action». Όμως αυτός ο τελευταίος όρος,

170
Mauro Rubino-Sammartano, “New International Arbitration Legislation in Italy”, Journal of Inter-

national Arbitration, 1994, Τόμος 11, Τεύχος 3, σελ. 82.


171
Piero Bernardini, “National Report for Italy, Arbitration in Company Matters (2007)”, σε Jan Pauls-

son and Lise Bosman (eds), ICCA International Handbook on Commercial Arbitration, 1984, Συ-

μπλήρωμα No. 48, Φεβρουάριος 2007, σελ.12.


172
Tiziana Tampieri, “International Arbitration and Impartiality of Arbitrators-The Italian Perspective”,

Journal of International Arbitration, 2001, Τόμος 18, Τεύχος 5, σελ. 559, υποσημ. 38.
173
Gianfranco Di Garbo / Emanuela Banfi, “Chapter III: The Award and the Courts, Challenging of

Foreign Awards in Italy”, σε Christian Klausegger, Peter Klein, et al. (eds), Austrian Yearbook on

International Arbitration 2014, Τόμος 2014 (© Manz’sche Verlags- und Universitätsbuchhandlung;

Manz’sche Verlags- und Universitätsbuchhandlung 2014) σελ. 327.

59
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

χρησιμοποιείται από τις χώρες του κοινοδικαίου για να αποδώσει την παρέμβαση τρίτου σε

εκκρεμή δίκη174. Την θέση της Γαλλίας ακολουθούν και άλλες χώρες, οι οποίες έχουν υιο-

θετήσει το δίκαιό της, όπως για παράδειγμα το Λίβανο175 και το Μαρόκο176.

5. Ελλάδα

Είδαμε λοιπόν ότι ο νομοθέτης των παραπάνω χωρών είχε προνοήσει για την προ-

στασία τρίτων από την βλαπτική για τα συμφέροντάς τους διαιτητική απόφαση, κατ’ αρχήν

για την εσωτερική διαιτησία. Για την δε διεθνή το απαγόρευσε είτε ρητά, όπως στην Ιταλία

αν και με εξαιρέσεις, είτε συνάγεται ερμηνευτικώς αυτή η θέση. Και στις δύο όμως περιπτώ-

σεις υπάρχει ισχυρός αντίλογος, ο οποίος φαίνεται μάλλον ορθός.

Αντίθετα με τα ανωτέρω, ο Έλληνας νομοθέτης δεν προέβλεψε τίποτα σχετικά με το

εν λόγω ζήτημα. Αρκέστηκε μόνο να αποκλείσει την προσβολή διαιτητικής απόφασης με

ένδικα μέσα (άρθ. 35 ν. 2735/1999 και 895 ΚΠολΔ). Παρ’ όλα αυτά, όμως, κρατούσα σε

εμάς φαίνεται να είναι η θέση ότι ένας τρίτος δεν μπορεί να ασκήσει άλλο ένδικο βοήθημα

κατά της διαιτητικής απόφασης που προσβάλει τα συμφέροντά του, πέρα από την προβλε-

πόμενη αγωγή ακύρωσης (άρθ. 34 του ν. 2735/1999 και άρθ. 897 και 899 ΚΠολΔ)177. Με-

ρικοί μόνο θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι μπορεί να ασκηθεί και η γενική ανακοπή του 583

174
Hanotiau/Schwartz, Multiparty Arbitration, 2010, σελ. 39-40.

175 Βλ. El Ahdab Abdul Hamid/Jalal El-Ahdab, Arbitration with the Arab Countries, 2011, σελ. 428.
176
Βλ. El Ahdab Abdul Hamid/Jalal El-Ahdab, οπ.π., σελ. 523.
177
Βλ. ενδ. Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Φουστούκος), ΚΠολΔ ΙΙ, 2001, 895 αριθ. 3, και 899 αριθ. 1·

Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, άρθ. 895, αριθ. 2· Μπρακατσούλας, Ανακοπή Ερημοδικίας, Ανακοπή και

Τριτανακοπή,, §221.α.2, σελ. 395· Φουστούκος, Δ 14, 421· Μπέης, ΠολΔ, τ. 20 άρθ. 895, σελ.

423·.

60
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

ΚΠολΔ178, ενώ μεμονωμένα υποστηρίζεται και η δυνατότητα άσκησης τριτανακοπής179. Πα-

ρακάτω, θα γίνει προσπάθεια προσέγγισης της δογματικά ορθότερη θέσης, δεδομένου ότι

ουδεμία ρητή νομοθετική πρόβλεψη υπάρχει.

VI. Αγωγή ακύρωσης: επαρκεί;

1. Νομιμοποίηση

Προτού εξεταστεί η δυνατότητα ή μη άσκησης άλλου ένδικου βοηθήματος, πρέπει

αρχικά να διαπιστωθεί αν όντως η αγωγή ακύρωσης διαιτητικής απόφασης, με τους προ-

βλεπόμενους, περιοριστικά αναφερόμενους, λόγους ακύρωσης, αρκεί για να προστατέψει

επαρκώς τον τρίτο, τα δικαιώματα του οποίου προσβάλλονται. Και τίθεται αυτό το ζήτημα,

καθότι η ΚΠολΔ 899 §1 προβλέπει ότι η αγωγή ακύρωσης ασκείται από εκείνους που συ-

νομολόγησαν τη συμφωνία διαιτησίας, καθώς και από καθέναν που έχει έννομο προς τούτο

συμφέρον. Ελλείψει δε ειδικότερης ρύθμισης από τον ν. 2735/1999, η ΚΠολΔ 899 εφαρμό-

ζεται και επί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας.

Από την διατύπωση της διάταξης αυτής, κρατεί ομοφώνως η ερμηνευτική εκδοχή ότι

νομιμοποιούνται προς άσκηση της αγωγής ακύρωσης αφενός εκείνοι που κατήρτισαν την

διαιτητική συμφωνία, υπό την -ερμηνευτικώς τιθέμενη- προϋπόθεση ότι ήταν και διάδικοι

στην διαιτητική δίκη, και αφετέρου τρίτοι, που ενώ δεν συνομολόγησαν την διαιτητική συμ-

φωνία, δεσμεύονται από την διαιτητική απόφαση180. Φυσικά, και στις δύο περιπτώσεις

178
Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία, § 1.Ι.1.γ.ββ, πλαγιαρ. 18επ., σελ. 13επ.· Κουσούλης, Διαι-

τησία, Α., 899.3, σελ. 125· Ράμμος, Εχγειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, Δ, 1985, σελ. 2184.

179
Πανταζόπουλος, Η τριτανακοπή κατά τον ΚΠολΔ, 1989, σελ. 186επ.· ο ίδιος, Η τριτανακοπή κατά

της διαιτητικής απόφασης, Αρμ 1988, σελ. 513επ· Νίκας, Εγχειρίδιο πολιτικής δικονομίας (Πολι-

τική Δικονομία), 2017, §123, πλαγιαρ. 5, χωρίς όμως να αιτιολογεί περαιτέρω την θέση του αυτή.

Πρβλ. όμως και Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Μαργαρίτης), ΚΠολΔ Ι (2000) 586, αριθ. 8.

180
Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία, §1.Ι, πλαγιαρ. 14, 24 και 42, σελ. 10, 16 και 25 αντίστοιχα·

Κουσούλης, Διαιτησία, Α., 899, Ι.1, σελ. 124, Β. 34, ΙΙΙ.8, σελ. 271· Μπέης, ΠολΔ, τ. 20, 899, σελ.

557επ. Από τη νομολογία βλ. ενδεικτ. ΑΠ 1438/2007, ΝοΒ 2008, 175· ΑΠ 745/1982, ΝοΒ 1983

61
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

πρέπει να υφίσταται έννομο συμφέρον προς ακύρωση της διαιτητικής απόφασης. Ειδικό-

τερα, ως προς την νομιμοποίηση των τρίτων, γίνεται λόγος για «σπάνια περίπτωση μη α-

ναγνωριστικής αγωγής, στην οποία το έννομο συμφέρον δρα νομιμοποιητικά»181.

2. Οι επιμέρους λόγοι ακύρωσης

Περαιτέρω, το άρθ. 34 του ν. 2735/1999 και το άρθ. 897 ΚΠολΔ παραθέτουν περιο-

ριστικά τους λόγους που μπορεί να ακυρωθεί μία διαιτητική απόφαση, Όλοι αυτοί οι λόγοι,

συστηματικά μπορούν να καταταγούν σε 4 γενικές κατηγορίες182: α) λόγοι που αφορούν τη

διαιτητική συμφωνία (άρθ. 34 §2.α.αα· 897 περ. 1 και 2· 901 περ. α’ και β’), β) λόγοι που

αφορούν το διαιτητικό δικαστήριο (άρθ. 34 §2.α.ββ, γγ και δδ· 897 περ. 3 και 4183), γ) λόγοι

που αφορούν τη διαιτητική διαδικασία (άρθ. 34 §2.α.ββ και δδ· 897 περ. 5), και δ) λόγοι

που αφορούν τη διαιτητική απόφαση (άρθ. 34 §2.β.αα και ββ· 897 περ. 6, 7 και 8· 901

περ. γ’). Εν προκειμένω, δεν θα προβούμε σε ιδιαίτερη και εκτενή ερμηνευτική ανάπτυξη

όλων των λόγων ακύρωσης και ανυπαρξίας των διαιτητικών αποφάσεων, αφού κάτι τέτοιο

βρίσκεται έξω από τους σκοπούς τους παρόντος.

(31), 662 ΕφΑθ 4830/2012, ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 6020/2011, ΔΕΕ 2012, 375 ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ

6720/2004, ΝΟΜΟΣ· ΕφΠατρ 1182/2002, ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 8781/1997, ΕλλΔνη 1998, 482· ΕφΑθ

6176/1990, ΝΟΜΟΣ.
181
Καλαβρός, οπ.π., σελ. 11· Ράμμος, Εγχειρίδιον αστικού δικονομικού δικαίου, Δ, 1985, σελ. 2194.
182
Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία, §2.Ι, σελ. 77επ· Κουσούλης, Διαιτησία, Α., 897, σελ. 109επ.,

Β. 34, σελ. 265επ.· Κασιμάτης, Ο δικαστικός έλεγχος των διαιτητικών αποφάσεων, 1998, σελ.

19επ.· Καΐσης, Ακύρωση διαιτητικών αποφάσεων, Δογματική θεμελίωση των λόγων ακύρωσης

που αφορούν στη συμφωνία περί διαιτησίας και στο διαιτητικό δικαστήριο 1989 2, σελ. 56επ.
183
Ο Καλαβρός κατατάσσει την περ. 4 της υπέρβασης εξουσίας στην κατηγορία των λόγων που

αφορούν την διαιτητική απόφαση, αναγνωρίζοντας βέβαια ότι έτσι δεν καταλαμβάνει την περί-

πτωση υπέρβασης εξουσίας που παρέχει ο νόμος. Δικαιολογείται όμως τονίζοντας ότι η τελευταία

αυτή περίπτωση συναντάται ελάχιστα στην πράξη (Ακύρωση και ανυπαρξία, οπ.π., υποσημ. 230,

σελ. 77).

62
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

α. Λόγοι που αφορούν τη διαιτητική συμφωνία

Σύμφωνα με τον νόμο περί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, η απόφαση ακυρώνεται

αν συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία διαιτησίας δεν ήταν προς τούτο ικανό με βάση το

δίκαιο που το διέπει (ΑΚ 7, 9, 10) ή ότι η συμφωνία διαιτησίας δεν είναι έγκυρη σύμφωνα

με το δίκαιο στο οποίο τα μέρη την υπήγαγαν ή αν δεν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις

αυτές, κατά το ελληνικό δίκαιο (άρθ. 34 §2.α.αα). Από την άλλη, για την εσωτερική διαιτησία,

ως λόγος ακύρωσης προβλέπεται η ακυρότητα της διαιτητικής συμφωνίας184 και η έκδοση

απόφασης μετά την παύση της συμφωνίας (ΚΠολΔ 897 περ. 1 και 2), ενώ ως λόγοι ανα-

γνώρισης της ανυπαρξίας της διαιτητικής απόφασης προβλέπονται η μη συνομολόγηση

συμφωνίας διαιτησίας και η έκδοση απόφασης επί μη διαιτητεύσιμης διαφοράς(ΚΠολΔ 901

περ. α’ και β’).

Ειδικότερα ως προς την παύση, το άρθ. 885 ΚΠολΔ ορίζει ότι η συμφωνία για διαιτη-

σία παύει να ισχύει, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από την ίδια, λόγω θανάτου ή μη

αποδοχής του διορισμού των διαιτητών, λόγω παρέλευσης της προθεσμίας185 της ισχύος

της συμφωνίας που ορίστηκε από την ίδια τη συμφωνία ή της προθεσμίας για την έκδοση

της διαιτητικής απόφασης ή της προθεσμία που τάσσεται κατά το άρθρο 884, και λόγω της

κατάργησης της συμφωνίας, την οποία κατάργηση συνομολόγησαν εγγράφως οι συμβαλ-

λόμενοι. Διχογνωμία υπάρχει για το αν η αναφορά των λόγων παύσης στο άρθρο είναι

184
Γίνεται ερμηνευτικά δεκτό ότι εμπίπτει και η ακυρωσία. Βλ. Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία,

§2.Ι.1.ε.αα., πλαγιαρ. 253, σελ. 251· Μπέης, ΠολΔ, τ. 20, 897, σελ. 516· Κουσούλης, Διαιτησία,

Α. 885, Ι.1, σελ. 72· Καΐσης, οπ.π., σελ. 156επ.


185
Βλ. ΑΠ 1894/2014, ΤΝΠ Ισοκράτης· ΑΠ 1975/2009, ΤΝΠ Ισοκράτης· ΑΠ 1616/1995, ΤΝΠ Ισο-

κράτης.

63
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

περιοριστική ή όχι186, ενώ γίνεται δεκτό ότι η διαιτητική συμφωνία μπορεί να παύσει και για

τους ίδιους λόγους που παύουν και οι συμβάσεις κατά το ουσιαστικό δίκαιο187.

β. Λόγοι που αφορούν το διαιτητικό δικαστήριο

Αναφορικά με τους λόγους ακύρωσης περί του διαιτητικού δικαστηρίου, το άρθ. 34

προβλέπει ότι μπορεί να αιτηθεί η ακύρωση της απόφασης όταν ο διάδικος που δεν ειδο-

ποιήθηκε, κατά τον προσήκοντα τρόπο, για τον ορισμό διαιτητή (περ. ββ) ή η διαιτητική

απόφαση αφορά διαφορά, που δεν εμπίπτει στη συμφωνία διαιτησίας ή περιέχει διατάξεις,

που υπερβαίνουν τα όρια της συμφωνίας (περ. γγ) ή η συγκρότηση του διαιτητικού δικα-

στηρίου δεν ήταν σύμφωνη με τη συμφωνία των μερών ή το νόμο (περ. δδ). Τις δύο αυτές

τελευταίες περιπτώσεις ακύρωσης (γγ και δδ) προβλέπει και ο ΚΠολΔ στις περ. 3 και 4 του

άρθ. 897.

Ειδικότερα, ως προς την υπέρβαση εξουσίας υποστηρίζεται ότι αυτή εκδηλώνεται

τόσο αντικειμενικά188, όσο και υποκειμενικά189, προς τον σκοπό της προστασίας της ιδιωτι-

κής αυτονομίας190. Περαιτέρω, υποστηρίζεται191 ότι η έλλειψη προσήκουσας ενημέρωσης

για τον ορισμό διαιτητή δυσχερών θεμελιώνει αυτοτελή λόγο ακύρωσης. Μερική ακύρωση

186
Υπέρ της περιοριστικής απαρίθμησης οι Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία, §2.Ι.1.γ, σελ. 206·

ο ίδιος, Θεμελιώδη ζητήματα, ΙΙΙ.2.δ, σελ. 168επ., και Οικονομόπουλος, Τα δικονομικά αποτελέ-

σματα της συμφωνίας περί διαιτησίας επί πολιτικής δίκης η οποία έχει το αυτό με την συμφωνίαν

αντικείμενο, Δ 1978, 542, υποσημ. 45. Υπέρ της ενδεικτικής απαρίθμησης τάσσονται οι Κουσού-

λης, Διαιτησία, Α., 885, Ι.2, σελ. 72· Μπέης, ΠολΔ, τ. 20, 885, σελ. 288επ.· Καΐσης, οπ.π., σελ.

137επ., και Παρασκευόπουλος, Η διαιτησία κατά τον ΚΠολΔ, 1982, σελ. 67.
187
Αυτή ήταν και η βασική αφετηρία των συντακτών του ΚΠολΔ, βλ. Οικονομόπουλος, ΣχΠολΔ, V,

299. Βλ. και Μπέης/Μπέης/Μπαλογιάννη Δ 31 (2000), 327επ.


188
ΑΠ 1807/2014, ΤΝΠ Ισοκράτης· ΑΠ 1601/2009, ΤΝΠ Ισοκράτης· ΕφΑθ 201/1995, ΕλλΔνη 38

(1997), 882, ΕφΠειρ 1199/1995, ΔΕΕ 1995, 1091επ.. Βλ. και Καΐσης, οπ.π., σελ. 207.
189
ΑΠ 2292/2009, ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 4609/1990, ΕλλΔνη 32 (1991), 1039επ.
190
Κουσούλης, Διαιτησία, Α, 897. ΙΙΙ.8, σελ. 114.

191 Κουσούλης, Διαιτησία, Β, 34. ΙΙ.5, σελ. 269.

64
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

της διαιτητικής απόφασης είναι δυνατή αν με αυτήν επιλύονται διακριτά και νομικώς αυτο-

τελή ζητήματα.

γ. Λόγοι που αφορούν τη διαιτητική διαδικασία

Λόγοι ακυρώσεις που αφορούν την διαιτητική διαδικασία αναφέρονται στην μη προ-

σήκουσα ειδοποίηση του ενάγοντος για τη διαιτητική διαδικασία, στην ανυπαίτια αδυναμία

του να προβάλει τους ισχυρισμούς του, στην διαμόρφωση της διαδικασίας κατά τέτοιο

τρόπο που να μην ανταποκρίνεται στη συμφωνία των μερών η διαδικασία αυτή είναι αντί-

θετη προς τις διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και τις ρυθμίσεις του νόμου. Ορισμένοι εντάσ-

σουν εδώ και το ακατάληπτο ή το αντιφατικό των διατάξεων192.

Παρατηρείται ότι καθ’ εαυτή η μη προσήκουσα ενημέρωση μπορεί να οδηγήσει σε

ακύρωση μόνο αν είχε ως αποτέλεσμα ορισμένη βλάβη193. Επίσης, η επιλογή των διαιτη-

τών να αποφασίσουν για τη διαδικασία χωρίς να ακούσουν τα μέρη δεν θεμελιώνει λόγο

ακύρωσης194. Σχετικά με το αντιφατικό ή ακατάληπτο των διατάξεων γίνεται δεκτό ότι ο

λόγος αυτός δεν αφορά τις αιτιολογίες της διαιτητικής απόφασης195 αλλά εντοπίζεται στο

διατακτικό της196.

δ. Λόγοι που αφορούν την διαιτητική απόφαση

Τέλος, τη διαιτητική απόφαση αφορούν οι αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενοι λόγοι του μη

διαιτητεύσιμου της διαφοράς και της πρόσκρουσης στη διεθνή δημόσια τάξη. Ως δημόσια

τάξη εκλαμβάνεται αυτή του άρθ. 33 ΑΚ197, δηλαδή το σύνολο των βασικών και θεμελιωδών

192
Κουσούλης, Διαιτησία, Α, 897. ΙΙΙ.14, σελ. 116.
193
Κουσούλης, Διαιτησία, Β, 34. ΙΙ.6, σελ. 270.
194
ΕφΑθ 1304/1997, ΔΕΕ 1998, 1215επ.
195
ολΑΠ 13/1995, ΝοΒ 44 (1996), 404επ.· ΕφΑθ 2948/1994, ΝοΒ 42 (1994), 1179.
196
ΑΠ 187/1994, ΕλλΔνη 36 (1995), 1077· ΑΠ 906/1993, ΤΝΠ Ισοκράτης.
197
Για την σχετική διακύμανση της νομολογίας και την εν γένει προβληματική της δημόσιας τάξης,

αντί άλλων βλ. Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία, §2.Ι4.β, πλαγιαρ. 415επ, σελ. 337επ.

65
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

αρχών που διέπουν το βιοτικό ρυθμό της χώρας. Στην έννοια αυτή εμπίπτει τόσο η ουσια-

στική διεθνή δημόσια τάξη όσο και δικονομική.

3. Κριτική

Η παρουσίαση των λόγων ακύρωσης, έστω και έτσι συνοπτικά, δεν έγινε επί ματαίω,

ούτε φυσικά για την συγγραφή μερικών ακόμα αράδων. Μέσα από το ρυθμιστικό πεδίο

καθενός από τους λόγους ακύρωσης θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε αν όντως η αγωγή

ακύρωσης, σαν μοναδικό παρεχόμενο ένδικο βοήθημα, είναι αρκετή για να προστατέψει

τρίτους που επηρεάζονται από την απόφαση, όπως αναπτύχθηκε στα οικεία σημεία της

εργασίας παραπάνω.

Καταρχάς, είναι ευκόλως νοητό ότι ο τρίτος που θέλει να προσβάλει την διαιτητική

απόφαση με αγωγή ακύρωσης δεν μπορεί να προτείνει λόγους που αφορούν την διαιτητική

συμφωνία. Η ακυρότητα της διαιτητικής συμφωνίας δρα μόνο υπέρ και κατά των συμβαλ-

λομένων ατόμων. Από την στιγμή μάλιστα που δεν μπορούν να προβάλλουν λόγο ακύρω-

σης που αφορά την ειδική συμφωνία τα ίδια τα συμβαλλόμενα μέρη παρά μόνο αν υπήρξαν

διάδικοι, πολύ περισσότερο δεν μπορούν να προβάλουν τους ίδιους λόγους οι τρίτοι που

δεν εμπλέκονται στη συμφωνία. Το αυτό πρέπει να γίνει δεκτό και στους λόγους που αφο-

ρούν το διαιτητικό δικαστήριο. Δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον ο τρίτος δεν μετείχε στην

διαδικασία να προβάλλει λόγο που αφορά τη συγκρότηση του διοικητικού δικαστηρίου.

Κατά αποτέλεσμα ίδια θα πρέπει να είναι και απάντηση για τους λόγους που αφορούν

τα ελαττώματα τη διαιτητικής διαδικασίας. Αλυσιτελώς θα προβαλλόταν ένας οποιοσδήποτε

τέτοιος λόγος, αφού απαιτείται άλλωστε το ελάττωμα να οδήγησε το μέρος σε ορισμένη

βλάβη198 όπως απώλεια της δυνατότητας προσκόμισης μέσου απόδειξης. Άλλωστε, σε

κάθε άλλη περίπτωση το ελάττωμα θα πρέπει να αφορά την προσβολή της ίσης μεταχείρι-

σης και του δικαιώματος ακρόασης, τέτοιο δικαίωμα ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου

ουδέποτε είχε ο τρίτος που δεν αποτέλεσε μέρος της διαδικασίας.

198
ΑΠ 1807/2014, ΤΝΠ Ισοκράτης.

66
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

Μοναδικό ίσως μέσο ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης από τον τρίτο θα μπο-

ρούσε να αποτελέσει ο ισχυρισμός της προσβολής της δημόσιας τάξης. Ειδικότερα ,ο τρίτος

θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αντίκειται στην διεθνή δημόσια τάξη η δέσμευση του από

διαιτητική απόφαση στην οποία διαιτησία ουδέποτε συναίνεσε και φυσικά δεν έλαβε μέρος.

Πράγματι ένας τέτοιος ισχυρισμός καταρχήν φαίνεται ορθώς. Όμως, τέτοια δέσμευση μπο-

ρεί να υφίσταται και από δικαστική απόφαση τακτικού δικαστηρίου. Φυσικά ούτε εκεί υπάρ-

χει η συναίνεση του δεσμευμένου ούτε έχει λάβει αυτός μέρος στις διαδικασίες ενώπιον του

δικαστηρίου. Μία συνέπεια όπως αυτή, όταν είναι ανεκτή ως απόρροια δικαστικής απόφα-

σης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσβάλλει την δημόσια τάξη της χώρας μας.

Γεννάται, έτσι, το περαιτέρω ερώτημα για ποιο λόγο προβλέπεται ότι μπορεί να α-

σκήσει αγωγή ακύρωσης καθένας που έχει έννομο συμφέρον από τη στιγμή που αλυσιτε-

λώς θα προέβαλε τον οποιοδήποτε από τους προβλεπόμενους λόγους ακύρωσης. Άλλω-

στε, τίθεται ως προϋπόθεση για την ενεργητική νομιμοποίηση τόσο του διαδίκου, όσο και

του τρίτου, ο απαράβατος όρος ότι αυτός βλάπτεται από τον επικαλούμενο ακυρωτικό

λόγο199.

Ο νομοθέτης για ακόμη μία φορά εκφράστηκε ευρύτερα από όσο θα έπρεπε. όπως

ακριβώς τίθεται ο περιορισμός της συμμετοχής του συμβαλλομένου στη διαιτητική δίκη,

έτσι ο ίδιος περιορισμός πρέπει να τεθεί και στην νομιμοποίηση οποιουδήποτε έχει έννομο

συμφέρον. Μάλιστα η προϋπόθεση της συμμετοχής του συμβαλλομένου χαρακτηρίζεται

και ως αυτονόητη200. Όταν όμως χαρακτηρίζεται ως αυτονόητη η συμμετοχή αυτού που

κατήρτισε τη διαιτητική συμφωνία για ποιο λόγο παραγνωρίζεται αυτή η αυτονόητη συμμε-

τοχή και στον τρίτο; Πράγματι, η νομιμοποίηση τρίτου με το γενικό περιεχόμενο που έχει

τεθεί στην ΚΠολΔ 899, είναι άνευ αντικειμένου, όπως κατά δείξαμε παραπάνω, αν αυτός ο

τρίτος δεν έχει συμμετάσχει στην διαιτητική διαδικασία201.

199
Μπέης, ΠολΔ, τ. 20, 899.1, σελ. 557.
200
Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, 899, 2, σελ. 876
201
Βλ. και την ΑΠ 1438/2007, ΤΝΠ Ισοκράτης, η οποία έκρινε ότι ο ενάγων πρέπει να απευθύνει την

αγωγή, επί ποινή απαραδέκτου, κατά όλων όσων ήταν αντίδικοί του στην διαιτητική δίκη.

67
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

Στην ορθή αυτή κατεύθυνση, κινήθηκε η υπ’ αριθ. 1807/2014 απόφαση του Αρείου

Πάγου202, η μόνη μέχρι στιγμής, όπως έχει υποπέσει στην αντίληψή μας. Συγκεκριμένα,

αναφορικά με την ΚΠολΔ 899 §1 παρατηρεί ότι «κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης

τα μέρη της συμφωνίας για τη διαιτησία νομιμοποιούνται ενεργητικά ή παθητικά στη δίκη

ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, με την προϋπόθεση ότι υπήρξαν διάδικοι στη διαιτη-

τική δίκη, οπότε και δεσμεύονται κατά το άρθρ. 896 ΚΠολΔ από το δεδικασμένο της διαιτη-

τικής απόφασης. Δηλαδή για τη νομιμοποίηση προσώπου στην ακυρωτική δίκη δεν αρκεί

να συνομολόγησε τη συμφωνία για τη διαιτησία, αλλά θα πρέπει να υπήρξε και διάδικος στη

διαιτητική δίκη. Μάλιστα όποιος υπήρξε διάδικος στη δίκη αυτή νομιμοποιείται έστω και αν

δεν συμμετείχε στη συμφωνία για τη διαιτησία, ενώ αυτονόητη περαιτέρω προϋπόθεση για

την άσκηση της ακυρωτικής αγωγής είναι η ύπαρξη βλάβης του ενάγοντος από τη διαιτητική

απόφαση, ώστε να δικαιολογείται το έννομο συμφέρον του για την άσκησή της».

Επομένως, κατ’ ορθή ερμηνεία της διάταξης, μόνο όσοι έχουν συμμετάσχει στην διαι-

τητική διαδικασία, είτε υπήρξαν συμβαλλόμενοι στην διαιτητική συμφωνία, είτε όχι, μπο-

ρούν να ασκήσουν παραδεκτώς αγωγή ακύρωσης κατά της διαιτητικής απόφασης. Παρα-

πάνω δε, στο πρώτο μέρος της εργασίας καταδείξαμε πώς γίνεται κάποιος να συμμετάσχει

στην διαιτητική δίκη χωρίς να είναι συμβαλλόμενο μέρος. Ακολούθως, αφού η αγωγή ακύ-

ρωσης είναι επαρκής μόνο για όσους έλαβαν μέρος στην διαδικασία, πρέπει να αναζητηθεί

ένα άλλο ένδικο βοήθημα για όσους επηρεάζονται από τις ενέργειες της διαιτητικής από-

φασης.

VII. Επιτρεπτό ή μη άσκησης ανακοπής ή τριτανακοπή

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Αναφέραμε παραπάνω203 ότι στο ελληνικό δίκαιο άρχουσα είναι η θέση ότι κατά της

διαιτητικής απόφασης χωρεί μόνο η προβλεπόμενη εκ του νόμου (άρθ. 36 ν. 2735/1999 και

202
ΤΝΠ Ισοκράτης = ΧρΙΔ 2015, 286.
203
Υπό V.5.

68
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

893 ΚΠολΔ) αγωγή ακύρωσης και κανένα άλλο ένδικο βοήθημα. Άλλωστε έχει αποκλειστεί

και η άσκηση ενδίκων μέσων, αφού το άρθ. 895 ΚΠολΔ το ορίζει ρητά. Δεδομένου όμως

ότι η διαιτητική απόφαση έχει κοινά με τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, ώστε

από την πρώτη να επηρεάζονται και τρίτοι, εγείρονται προβληματισμοί από αυτή την κυρί-

αρχη θέση. Γιατί άραγε να αποκλείεται η δυνατότητα άσκησης ανακοπής ή τριτανακοπής,

την στιγμή μάλιστα που η αγωγή ακύρωσης παρέχει στον τρίτο μειωμένη προστασία, όπως

καταδείξαμε αμέσως παραπάνω;

Φυσικά, τα ζητήματα αυτά δεν περιορίζονται σε θεωρικό επίπεδο, αλλά έχουν και

πολύ μεγάλη πρακτική σημασία. Και αυτό διότι αν θεωρηθεί ότι μπορεί να ασκηθεί ανακοπή

ή τριτανακοπή κατά διαιτητικής απόφασης, τότε ανοίγει δίοδος για δυνατότητα ακύρωσης,

ή ανενέργειας, της διαιτητικής απόφασης, και μάλιστα δίχως καμία προθεσμία ως προς την

άσκηση του αρμόζοντος ενδίκου βοηθήματος. Αλλά και σε δεύτερο χρόνο, επιτρέπονται και

πρόσθετοι λόγοι, κάτι που δεν συμβαίνει επί αγωγής ακύρωσης204.

Όλες αυτές τις προβληματικές θα καταδείξουμε ευθύς παρακάτω, προσπαθώντας να

δώσουμε την αρμόζουσα λύση σε κάθε μία απ’ αυτές.

2. Επιτρέπεται γενικά άλλο ένδικο βοήθημα;

Το Σύνταγμά μας, στο άρθ. 20 §1 ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έν-

νομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για

τα δικαιώματα ή συμφέροντά του. Το άρθ. 20Σ κατοχυρώνει, με άλλα λόγια, το θεμελιώδες

204
Την δυνατότητα πρόσθετων λόγων ακύρωσης με αναλογική εφαρμογή της ΚΠολΔ 585 § υποστη-

ρίζουν οι Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία, §1.Ι.1.β, πλαγιαρ. 10, σελ. 9· Πανταζόπουλος,

Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής κατά τον ΚΠολΔ, 2014, σελ. 10. Νομολογιακά έχει γίνει εν μέρει δεκτή

η θέση αυτή, με την δυνατότητα άσκησης συμπληρωματικής αγωγής, εφόσον δεν έχει παρέλθει

η τρίμηνη προθεσμία, ΕφΠατρ 1182/2002, ΝΟΜΟΣ. Από την άλλη ο Μπέης, ΠολΔ, τ. 11, πριν το

άρθρο 583, σελ. 2411 υποστηρίζει την ευθεία εφαρμογή της διάταξης αυτής, θεωρώντας την α-

γωγή ακύρωσης ως ειδικότερη μορφή της γενικής ανακοπής. Για κρίση της θέσης αυτής βλ. πα-

ρακάτω.

69
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

δικονομικό δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια και παροχής προστασίας απ’ αυτά205. Η

ατομική αυτή ελευθερία στρέφεται κατά του Κράτους, και ως εκ τούτου, μόνο μέσω των

κρατικών, πολιτειακών δικαστηρίων μπορεί να εκπληρωθεί η προβλεπόμενη συνταγματική

εγγύηση, ώστε τα διαιτητικά δικαστήρια να εκφεύγουν, κατ’ αρχήν, της προκείμενης διάτα-

ξης.

Για την πληρότητα του ζητήματος, ενδιαφέρον έχει να εξεταστεί μήπως τα διαιτητικά

δικαστήρια μπορούν να υπαχθούν στην έννοια του δικαστηρίου, όπως αυτή έχει διαμορ-

φωθεί και προσεγγιστεί μέσα από τη νομολογία του ΔΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, το ΔΕΕ έχει

αναπτύξει, μέσω των αποφάσεών του, κριτήρια για τον καθορισμό της έννοιας του «δικα-

στηρίου κράτους μέλους» κατά το άρθ. 267 ΣΛΕΕ, σχετικά με την δυνατότητα υποβολής

προδικαστικού ερωτήματος. Η πρώτη προσέγγιση της έννοιας του δικαστηρίου έγινε στην

υπόθεση G. Vaassen, χήρα Göbbels, και Διευθύνσεως του «Beambtenfonds fori het

Mijnbedrijf» (Vaassen–Göbbels)206. Η ιδιαιτερότητα της υπόθεσης έγκειται στην ίδια την

φύση του δικαστηρίου που υπέβαλε το προδικαστικό ερώτημα, αφού επρόκειτο για διαιτη-

τικό δικαστήριο. Το (τότε) ΔΕΚ, λοιπόν, σκιαγράφησε στην υπόθεση αυτή τα πρώτα βασικά

κριτήρια για τον χαρακτηρισμό ενός οργάνου ως δικαστηρίου, τα οποία συνοψίζονται στη

1) νομότυπη σύσταση του οργάνου, δηλαδή στην ύπαρξη νομοθετικού ερείσματος, 2) τον

μόνιμο χαρακτήρα του, 3) την υποχρεωτική δικαιοδοσία του οργάνου αυτού, 4) την κατ’

αντιμωλία διεξαγωγή της διαδικασίας ενώπιόν του, και τέλος 5) την εφαρμογή από μέρους

του κανόνων δικαίου. Έκτοτε, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έμεινε πιστό στα

κριτήρια που έθεσε, δίνοντας κατά περίπτωση προτεραιότητα σε μερικά απ’ αυτά207.

Βάσει των παραπάνω, λοιπόν, κριτηρίων, μπορεί μετά βεβαιότητας να ειπωθεί ότι το

εκάστοτε διαιτητικό δικαστήριο πληροί κατ’ αρχήν τα τρία από τα πέντε αυτά κριτήρια: τα

205
Βλ. Μπέης στους Κασιμάτης/Μαυριάς, ΕρμΣ, άρθρο 20§1, 2001· Δαγτόγλου, Συνταγματικό δίκαιο,

Ατομικά Δικαιώματα, 2012, πλαγιαρ. 1518επ.


206
ΔΕΚ, Απόφαση της 30.06.1966, Vaassen-Göbbels, Υπόθεση C-61/65, Ελληνική ειδική έκδοση,

σ. 337επ.
207
Βλ. και την πρόσφατη ΔΕΕ Απόφαση της 24.05.2016, Υπόθεση C-396/14, ΝΟΜΟΣ.

70
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

διαιτητικά δικαστήρια έχουν νομοθετικό έρεισμα· βάση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας

αποτελεί το ίδιο το Σύνταγμα, με το άρθ. 8§1, που ορίζει ότι κανένας δεν στερείται χωρίς τη

θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος. Ως νόμιμος δικαστής δεν νοείται μόνο

το κατά νόμο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, αλλά και το όργανο εκείνο το οποίο, κατά ρητή

νομοθετική παραπομπή, μπορεί να καταστεί αρμόδιο προς επίλυση μιας διαφοράς208, Επι-

πλέον, πληρείται και το κριτήριο της κατ’ αντιμωλία διεξαγωγής της διαδικασίας ενώπιόν

του. Προς τούτο, υπάρχουν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου που διασφαλίζουν την δυνατό-

τητα και των δύο μερών να ακουστούν, να προβάλουν και να υποστηρίξουν τις απόψεις

τους ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου (βλ. άρθ. 18, 24, 25 και 34 §2ββ του ν. 2735/1999

και 886επ. ΚΠολΔ)209. Τέλος, το διαιτητικό δικαστήριο εφαρμόζει κανόνες δικαίου για την

επίλυση της διαφοράς (βλ. άρθ. 28 §§2 και 3 του ν. 2735/1999), με μοναδική εξαίρεση την

περίπτωση που λειτουργεί ως amiable compositeur, δηλαδή κρίνοντας κατά δίκαιη κρίση

(άρθ. 28 §4)210. Αλλά ακόμη και σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν

λειτουργεί βάσει κανόνων δικαίου, καθότι κρίνει με γνώμονα ανεθνικό δικαιϊκό σύστημα, και

σε κάθε περίπτωση αποφασίζει σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης και αφού λάβει

υπόψη τις εμπορικές συνήθειες που αρμόζουν στη συγκεκριμένη συναλλαγή.

Προβλήματα όμως ανακύπτουν όμως με τα κριτήρια του μόνιμου χαρακτήρα και της

υποχρεωτικής δικαιοδοσίας. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα ad hoc

διαιτητικό δικαστήριο διαθέτει μόνιμο χαρακτήρα. Μοιάζει όμως αρκετά κοντόφθαλμο το να

στηριχθεί κανείς στην διάρκεια ζωής ενός εκάστοτε ad hoc διαιτητικού δικαστηρίου, το ο-

ποίο συστήνεται για την επίλυση μιας συγκεκριμένης διαφοράς και παύει να υπάρχει με την

έκδοση της διαιτητικής απόφασης. Αυτό που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για να κριθεί

208
Καλαβρός, Διαιτησία, σελ. 41.
209
Πλέον, το ΔΕΕ δεν προσδίδει το κριτήριο αυτό την ιδιότητα του προαπαιτούμενου, όμως το εκτιμά

υπέρ του χαρακτηρισμού του οργάνου ως δικαστηρίου. Βλ. Κόμνιος, Η υποβολή προδικαστικού

ερωτήματος από διαιτητικά δικαστήρια, ΕφΑΔ 5 (2016), 355επ.


210
Κουσούλης, Διαιτησία, Β, 28, Ι.3, σελ. 246-247.

71
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

τελικά αν πληρείται και το κριτήριο της μονιμότητας είναι ο ίδιος ο θεσμός της διαιτησίας211.

Και δεν τίθεται ουδεμία αμφιβολία ότι πρόκειται περί ενός μόνιμου θεσμού, ειδικά στις διε-

θνείς συναλλαγές όπου αποτελεί και τον κανόνα για την επίλυση διαφορών212. Δεν αποτε-

λεί, λοιπόν, η διαιτησία ένα μεμονωμένο φαινόμενο ούτε μπορεί να συγκριθεί με τυχόν έ-

κτακτα δικαστήρια ή ad hoc επιτροπές, που συστήνονται για την επίλυση ενός μεμονωμέ-

νου προβλήματος (παράβ. και άρθ. 8 §2Σ όπου δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστή-

ρια, με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν).

Προς επίρρωση της θέσης αυτής κατατείνει και η διαπίστωση ότι το ΔΕΕ δεν έχει

απορρίψει προδικαστικό ερώτημα μόνο λόγω έλλειψης του μόνιμου χαρακτήρα του εθνικού

οργάνου213. Άλλωστε, το Δικαστήριο έχει μόνο του προβεί με την πάροδο του χρόνου σε

μια σχετικοποίηση του κριτηρίου αυτού με την επιχειρηματολογία ότι «το γεγονός ότι η ύ-

παρξη ενός ορισμένου διαιτητικού δικαστηρίου είναι σύντομης διάρκειας δεν έχει σημασία.

Αντιθέτως, είναι ουσιώδες το να αποτελεί η διαιτησία διαρκή θεσμό της δικαιοδοτικής λει-

τουργίας»214. Ενώ, σε άλλη απόφασή του, το ΔΕΕ κατέληξε ότι «[…] δεδομένου ότι η ίδρυση

του εν λόγω δικαστηρίου έχει νόμιμη βάση, ότι διαθέτει, μονίμως, δεσμευτική αρμοδιότητα

και, επίσης, ότι η εθνική νομοθεσία καθορίζει και προβλέπει του εφαρμοστέους από το δι-

καστήριο αυτό δικονομικούς κανόνες, πρέπει να θεωρηθεί ότι, εν προκειμένω, πληρούται

η προϋπόθεση της μονιμότητας»215.

211
Βλ. Pinsolle P., Private enforcement of European Community competition rules by arbitrators, Int.

ALR, 2004 (7), σ. 16· Καΐση, Προδικαστική Παραπομπή ad hoc Διαιτητικών Δικαστηρίων, Αφιέ-

ρωμα στον Κωνσταντίνο Βαβούσκο, Β’ τόμος, 1990, σ. 168.


212
Βλ. Born, International Commercial Arbitration, τ. Ι, σελ. 94επ. όπου αναφέρει ότι το 2011 διεξή-

χθησαν 7776 διαιτησίας μόνο από μεγάλους διαιτητικούς θεσμούς, ενώ κατά ορισμένους το 90%

των συμβάσεων διεθνούς εμπορικής συναλλαγής περιέχουν ρήτρα διαιτησίας.


213
Κόμνιος, οπ.π., σελ. 358.
214
Απόφαση της 23ης Μαρτίου 1982, C-102/81 (Nordsee).
215
Διάταξη της 13ης Φεβρουαρίου 2014, C-555/13 (Merck Canada), σκέψη 24.

72
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

Δυσχερέστερο, βέβαια, όλων φαίνεται να είναι το τελευταίο κριτήριο της υποχρεωτι-

κής (δηλαδή του δεσμευτικού χαρακτήρα) δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου. Και

αυτό διότι, από την φύση του, ο θεσμός της διαιτησίας στηρίζεται στην ελεύθερη επιλογή

των μερών. Και πάνω σε αυτήν ακριβώς την ελευθερία επιλογής των μερών στηρίζεται το

ΔΕΕ, ως επί το πλείστον, ώστε να απορρίπτει προδικαστικές παραπομπές από διαιτητικά

δικαστήρια, με την αιτιολογία ότι ελλείπει απ’ αυτά η υποχρεωτικότητα της δικαιοδοσίας

τους, ώστε να θεωρηθούν «δικαστήρια κράτους μέλους» κατά άρθ. 267 ΣΛΕΕ.

Ας μας επιτραπεί σε αυτό το σημείο, όμως, να διατηρούμε ορισμένες επιφυλάξεις ως

προς την στάση τούτη του ΔΕΕ. Πλέον, η υποχρεωτική δικαιοδοσία ως κριτήριο φαντάζει

ως ένα βαθμό αναχρονιστική. Οι σύγχρονες μέθοδοι εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών,

όχι μόνο έχουν αυξηθεί σε αριθμό, αλλά έχουν αρχίσει όλο και περισσότερο να κερδίζουν

έδαφος, κυρίως στο εξωτερικό, σταδιακά δε και στην χώρα μας. Η διαιτησία και η διαμεσο-

λάβηση, θεσμοί αλληλοσυμπληρούμενοι, έχουν ενταχθεί σε ένα αρκετά ευρύ πεδίο διαφο-

ρών (όπως για παράδειγμα διαφορές οικογενειακού δικαίου όπου μπορούν να επιλυθούν

με -επιτυχημένη- διαμεσολάβηση), ώστε πλέον μόνο ορισμένες διαφορές έχουν απομένει

στην «υποχρεωτική δικαιοδοσία» των πολιτειακών δικαστηρίων (χαρακτηριστικότερο πα-

ράδειγμα οι διαφορές ποινικού δικαίου, όπου και εκεί έχει ήδη εισχωρήσει ο θεσμός της

ποινικής συνδιαλλαγής – παράβ. άρθ. 308Β ΚΠοινΔ). Επομένως, δεν μπορούμε να κά-

νουμε λόγο για υποχρεωτική υπαγωγή μιας διαφοράς σε ένα δικαστήριο, όταν εκ του νόμου

παρέχεται η δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο ισάξιων, ισοδύναμων και παράλληλων θε-

σμών που αποσκοπούν στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή την έκδοση δεσμευτικής απόφασης

για την οριστική επίλυση διαφοράς. Όταν υπάρχει δικαίωμα επιλογής, δεν μπορεί να συνυ-

πάρξει και η έννοια της υποχρεωτικότητας. Άλλωστε, η υποχρεωτικότητα της δικαιοδοσίας

των τακτικών δικαστηρίων έχει υποστεί ήδη ένα ακόμη σοβαρό πλήγμα με την δυνατότητα

κατάρτισης από μέρους των διαδίκων συμβάσεων παρέκτασης δικαιοδοσίας.

Πέραν δε τούτου, ως προς την διεθνή εμπορική διαιτησία ειδικότερα, το άρθ. 8 του ν.

2735/1999 ορίζει ότι το πολιτειακό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου έχει ασκηθεί αγωγή σε

υπόθεση για την οποία υπάρχει συμφωνία διαιτησίας, παραπέμπει την υπόθεση στη διαι-

τησία μετά από το αίτημα ενός από τους διαδίκους, εφόσον υποβάλλεται κατά την συζήτηση

73
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

στο ακροατήριο· εξάλλου κατά την §2 του αυτού άρθρου η εκκρεμοδικία της παραγράφου

1 δεν εμποδίζει την έναρξη ή τη συνέχιση της διαιτητικής διαδικασίας και την έκδοση διαι-

τητικής απόφασης. Βλέπουμε λοιπόν ότι κατ’ αρχήν η δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστη-

ρίου δεν υποχωρεί έναντι του πολιτειακού, αν τυχόν το τελευταίο επιληφθεί αρχικά της υ-

ποθέσεως. Δεν θα πρέπει όμως να μας προβληματίσει ούτε η πρώτη παράγραφος κατά

την οποία μόνο κατόπιν σχετικού αιτήματος παραπέμπεται η υπόθεση σε διαιτησία, δηλαδή

δεν γίνεται η παραπομπή αυτεπαγγέλτως. Και ναι μεν, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις το

πολιτειακό δικαστήριο (πρέπει να) εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν έχει δικαιοδοσία και αν υ-

πάρχει εκκρεμοδικία, στην πράξη όμως αυτό αποτελεί μάλλον την εξαίρεση, παρά τον κα-

νόνα. Πράγματι, με τον όγκο υποθέσεων που έχουν να διαχειριστούν τα ελληνικά δικαστή-

ρια, περισσότερο βασίζονται στην επιμέλεια των διαδίκων για την προβολή όλων των ανα-

γκαίων αρνήσεων και ενστάσεων, παρά στην εκ του νόμου υποχρέωσή τους για οίκοθεν

έλεγχο των διαδικαστικών αυτών προϋποθέσεων. Επομένως, κατ’ ουσίαν και εν τοις πράγ-

μασι, ακόμα και εκεί που η δικαιοδοσία κρίνεται ως υποχρεωτική από το ΔΕΕ, δηλαδή στα

πολιτειακά δικαστήρια, ώστε να εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως η ύπαρξή της, τα ρήγματα

είναι τόσα ώστε το αυτεπάγγελτο να έχει καταστεί «κατ’ ένσταση προτεινόμενο», και ακο-

λούθως η υποχρεωτικότητα να χάνει τον αυστηρό αυτό της χαρακτήρα. Εξάλλου, σύμφωνα

με το άρθ. 16 § 2, μετά την υποβολή της απάντησης εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η

αίτηση προσφυγής στη διαιτησία δεν μπορεί να προβληθεί ένσταση έλλειψης δικαιοδοσίας

του διαιτητικού δικαστηρίου.

Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, κάνοντας λόγο για διεθνή εμπορική διαιτησία,

εμπλέκονται και αλλοδαπές έννομες τάξεις, όπως αυτές του αγγλοσαξονικού δικαίου. Και

σε αυτές υπάρχει ο θεσμός των αντιαγωγικών εντολών (anti-suit injunctions/orders), δη-

λαδή εντολών (συνήθως εκδοθεισών με την μορφή ασφαλιστικών μέτρων), με τις οποίες

απαγορεύεται σε ένα μέρος να ξεκινήσει διαδικασίες για την ίδια υπόθεση ενώπιον είτε πο-

λιτειακού δικαστηρίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) είτε άλλου διαιτητικού δικαστηρίου 216.

216
Βλ. και Υπόθεση C- 185/07, Απόφαση ΔΕΚ της 10.2.2009. Μετά από προδικαστικό ερώτημα του

House of Lords (Ηνωμένο Βασίλειο) το ΔΕΚ ερμήνευσε τον Κανονισμό 44/2001 για τη διεθνή

74
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

Έτσι, όταν έχει εκδοθεί μία τέτοια αντιαγωγική εντολή, η ενέργεια της δικαιοδοσίας του διαι-

τητικού δικαστηρίου είναι τόσο έντονη που στερεί αυτήν από τα τακτικά δικαστήρια.

Άλλοτε, το ΔΕΕ αντιλαμβάνεται τον δεσμευτικό χαρακτήρα της δικαιοδοσίας του ορ-

γάνου με την έννοια ότι η απόφαση που θα εκδοθεί από το όργανο θα είναι δεσμευτική για

τους διαδίκους217. Νομίζουμε ότι είναι περιττό ως αυτονόητο να αποδείξουμε ότι αυτό όντως

συμβαίνει με τις διαιτητικές αποφάσεις.

Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι σε θεσμικό, τόσο ημεδαπό όσο διεθνές, επίπεδο, η δικαι-

οδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου για την εκάστοτε υπό κρίση διαφορά αντιμετωπίζεται

μάλλον ως υποχρεωτική, παρά ως δυνητική. Από την στιγμή που τα μέρη επιλέξουν να

επιλύσουν την διαφορά τους με διαιτησία, το διαιτητικό δικαστήριο φαίνεται να αποκτά υ-

ποχρεωτική δικαιοδοσία. Και η έννοια της επιλογής δεν πρέπει να αποτελέσει εμπόδιο,

αφού τα ίδια τα πολιτικά δικαστήρια στηρίζονται και κινούνται, κατά το μάλλον ή ήττον, βάσει

της αρχής της διαθέσεως, η οποία αποτελεί και την αφετηρία για να επιληφθούν ορισμένης

διαφοράς.

Παρατηρείται218 δε πολύ ορθά ότι η απροθυμία του ΔΕΕ να επιτρέψει την πρόσβαση

στα διαιτητικά δικαστήρια δεν είναι συνεπής με την κεντρική νομοθετική επιλογή της Ένω-

σης να ενισχύσει τους μηχανισμούς εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών εν γένει,

δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις

σε σχέση με τη διεθνή σύμβαση για την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών απο-

φάσεων (Σύμβαση της Νέας Υόρκης). Σύμφωνα με το ΔΕΚ, δικαιοδοτικό όργανο κράτους μέλους

δεν μπορεί να απαγορεύσει σε ένα πρόσωπο να κινήσει τη διαδικασία ενώπιον πολιτικού δικα-

στηρίου άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έστω κι αν μια τέτοια διαδικασία ενδέ-

χεται να αντιβαίνει προς συμφωνία διαιτησίας. Η έκδοση μιας τέτοιας διαταγής δικαστηρίου κρά-

τους μέλους θεωρείται ότι είναι ασύμβατη με τον εν λόγω Κανονισμό.


217
Απόφαση της 21ης Μαρτίου 2000, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-110/98 έως C-147/98

(Gabalfrisa SL κ.λπ.) σκέψη 36.


218
Κόμνιος, οπ.π. σελ. 366.

75
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

στόχευση που αγγίζει ακόμα και την επίτευξη μιας ισόρροπης σχέσης μεταξύ της εναλλα-

κτικής επίλυσης των διαφορών και της τακτικής δικαιοσύνης.

Αυτές οι παραπάνω επισημάνσεις, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το ΔΕΕ αντι-

λαμβάνεται την υποχρεωτικότητα αρκετά στενά, και σίγουρα όπως ίσχυε μισό αιώνα πριν,

αφού η απόφαση Vaassen–Göbbels που έθεσε τα κριτήρια αυτά εκδόθηκε το 1966, ώστε,

κατά την γνώμη μας, το διαιτητικό δικαστήριο πρέπει να εμπίπτει, πλέον, στην έννοια του

«δικαστηρίου κράτους μέλους» όπως διατυπώνεται στο άρθ. 267 της ΣΛΕΕ. Ακολούθως,

το διαιτητικό δικαστήριο, υπό την εκδοχή αυτή, μπορεί να αποτελέσει αποδέκτη της συ-

νταγματικής επιταγή για παροχή προστασίας σε περίπτωση που θίγονται τα συμφέροντα

κάποιου.

Στην παραπάνω παραδοχή, όμως, τίθεται από ορισμένους ένας σημαντικός περιο-

ρισμός· ο τρίτος δεν μπορεί να αξιώσει προστασία από το διαιτητικό δικαστήριο, αν δεν είχε

αποτελέσει και αυτός μέρος της διαιτητικής συμφωνίας219,220. Η παραδοχή αυτή είναι ορθή

καθότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου για παροχή έννο-

μης προστασίας δίχως συναίνεση προς τούτο. Δεν πρέπει όμως να γίνει σύγχυση με την

δυνατότητα άσκησης πρόσθετης παρέμβασης από τρίτο, διότι αναφέραμε ότι δεν εισάγο-

νται με αυτήν νέα αντικείμενα δίκης και νέες αξιώσεις προς κρίση.

Πέραν όλων των παραπάνω ερμηνευτικών και θεωρητικών προσεγγίσεων, αξίζει να

παρατηρήσουμε και την ΑΠ 1791/2014221 η οποία έκρινε ότι η διαιτησία συνιστά η ίδια α-

πονομή δικαιοσύνης καλυπτόμενη από το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, με παραπο-

μπή και στις ΑΠ 356/1991 και ΑΠ 1684/1986, καθώς το δημόσιο δικαίωμα κάθε προσώπου

για ακρόαση και έννομη προστασία από τα δικαστήρια, παρέχεται με την επιφύλαξη «όπως

ο νόμος ορίζει».

219
Μπέης, ΠολΔ, τ. 20, 895. 3.2, σελ. 422επ.
220
Για την ανάγκη γενικά συναίνεσης βλ. Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία, §1.Ι.γ.ββ.b, σελ. 16επ.·

Καργάδος, Η ανακοίνωσις της διαιτητικής δίκης, 1430· Μπέης, ΠολΔ, τ, 2, 79, σελ. 432· Γέσιου-

Φαλτσή, Η πολιτική δίκη σε κίνηση, ΙΙα, σελ. 70· Κουσούλης, Κύρια παρέμβαση, 172επ.
221
ΤΝΠ Ισοκράτης.

76
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

3. Ανακοπή ή Τριτανακοπή;

α. Σημαίνουσες διαφορές ανακοπής και τριτανακοπής

Προτού διερευνήσουμε ποιο ένδικο βοήθημα είναι το αρμόζον για την προστασία του

τρίτου, ορθό φαίνεται, για την καλύτερη κατανόηση του ζητήματος, να δούμε λίγο προσε-

κτικότερα τα ένδικα βοηθήματα της ανακοπής του άρθ. 583 ΚΠολΔ και της τριτανακοπής

του άρθ. 586 ΚΠολΔ.

Η ανακοπή συνίσταται στην προσβολή ορισμένης δικαστικής ή εξώδικης πράξης, έ-

χοντας ως αίτημα την ακύρωση των έννομων και βλαπτικών συνεπειών που προκαλούνται

στον χώρο του δημόσιου, και δη δικονομικού, δικαίου σε βάρος του ανακόπτοντα, ο οποίος

δεν συμμετείχε ή προσκλήθηκε να συμμετάσχει στην έκδοση της προσβαλλόμενης πρά-

ξης222. Συνιστά δηλαδή η ανακοπή μια μορφή διαπλαστικής αγωγής με ακυρωτικό αί-

τημα223, ενώ ασκείται κυρίως από τρίτον, χωρίς όμως να αποκλείεται και η άσκησή της από

πρόσωπο που έχει συμπράξει στην έκδοση της ανακοπτόμενης πράξης224.

Από την άλλη, η τριτανακοπή αποτελεί ειδικότερη μορφή της γενικής ανακοπής, στρέ-

φεται όμως μόνο κατά δικαστικής απόφασης, και όχι κατά οποιασδήποτε δικαστικής ή εξώ-

δικης πράξης. Ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την τριτανακοπτόμενη από-

φαση, ενώ η ανακοπή εισάγεται στο δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του ανακόπτοντα.

222
Νίκας, Πολιτική Δικονομία, §122, Ι.1, σελ. 945· Κεραμεύς, Ένδικα μέσα, 20043, §48, σελ. 139επ.·

Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), ΚΠολΔ Ι (2000), 583, αρ. 1, σελ. 1084· Μπέης, ΠολΔ

11, πριν το άρθρο 583, σελ. 2409επ· ο ίδιος, Μαθήματα πολιτικής δικονομίας - Ένδικα μέσα και

ανακοπές (Ένδικα μέσα και ανακοπές), 1983, §7, σελ. 172· Μπρακατσούλας, Ανακοπή ερημοδι-

κίας, Ανακοπή και Τριτανακοπή, §133, σελ. 303· ΑΠ 815/2013, ΤΝΠ Ισοκράτης· ΑΠ 1827/2012,

Αρμ 2013, 1870· ΑΠ 1628/2002, ΕλλΔνη 2003, 712· ΕφΘεσ 986/2012, ΝοΒ 2013, 1548· ΜονΠρ-

Θεσ 22258/2012, Αρμ 2013, 516· ΜονΠρΘεσ 6540/2005, Αρμ 2006, 275.
223
Μπέης, ΠολΔ 11, οπ.π..
224
Π.χ. οφειλέτης που, αν και έχει υπογράψει την έκθεση της κατάσχεσης κινητών του (954 §3

ΚΠολΔ), έχει δικαίωμα να εναντιωθεί με ανακοπή (933 ΚΠολΔ) (παράδειγμα από Μπέης, ΠολΔ,

τ. 11, οπ.π.).

77
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

Πρέπει όμως σαφώς να αντιδιαστείλουμε την ανακοπή και τριτανακοπή από την α-

νακοπή ερημοδικίας (501επ ΚΠολΔ). Η τελευταία βάλει κατά του νομικού συλλογισμού της

ανακοπτόμενης απόφασης, έχοντας ως αίτημα την αναδίκαση της ουσίας της διαφοράς,

ασκείται δε από κάποιον (εν προκειμένω τον διάδικο) που ενώ προσκλήθηκε στην διαδικα-

σία έκδοσης της απόφασης, αυτός δεν συμμετείχε225. Ενώ, λοιπόν, ομοιάζει η ανακοπή

ερημοδικίας τόσο με την γενική ανακοπή όσο και με την τριτανακοπή, διαφέρει πρωτίστως

στο αίτημα τής, καθώς και στη νομιμοποίηση προς άσκησή της. Διαφέρει δε και ως προς

την φύση τους, αφού η ανακοπή ερημοδικίας συνιστά ένδικο μέσο, ενώ οι άλλες δύο ανα-

κοπές ένδικο βοήθημα, μιας και αποβλέπουν σε πρωτογενή παροχή δικαστικής προστα-

σίας, μιας και δεν ασκούνται από διάδικο της αρχικής δίκης226.

Γίνεται, επομένως, σαφές ότι η βασική διαφορά μεταξύ της γενικής ανακοπής και της

τριτανακοπής είναι η πράξη που προσβάλει η κάθε μία. Η μεν πρώτη προσβάλει δικαστικές

ή εξώδικες πράξεις, όπως η διαταγή πληρωμής, ο πίνακας κατάταξης και η δήλωση του

τρίτου, ενώ η τελευταία προσβάλει μόνο δικαστικές αποφάσεις. Αυτό θα πρέπει να είναι το

κριτήριο και για την περαιτέρω εξέταση των υπό κρίση ζητημάτων. Αν δηλαδή η διαιτητική

απόφαση αποτελεί εξώδικη πράξη ή δικαστική απόφαση.

Να παρατηρήσουμε στο σημείο τούτο, ότι ο Μπέης θεωρεί την αγωγή ακύρωσης ως

μια ειδική μορφή ανακοπής227. Πλεονέκτημα αυτής της θέσης αποτελεί η δυνατότητα προ-

βολής πρόσθετων λόγων ακύρωσης, και μετά την πάροδο της προβλεπόμενης προθε-

σμίας, είτε με ευθεία εφαρμογή της ΚΠολΔ 585 §2228, είτε με αναλογική εφαρμογή της229. Η

225
Μπέης, Ένδικα μέσα και ανακοπές, 7.5.1, σελ. 12επ.
226
Νίκας, Πολιτική Δικονομία, §122, Ι.1, σελ. 945, και §123, Ι, σελ. 950· Κεραμεύς, Ένδικα μέσα, §,

3, περ. ζ’ και θ’, σελ. 10-11.


227
Μπέης, ΠολΔ, τ. 11, πριν το άρθρο 583, σελ. 2413.
228
Μπέης, ΠολΔ, τ. 11, οπ.π..
229
Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία, §1.Ι.1.β, πλαγιαρ. 10, σελ. 9· Πανταζόπουλος, Πρόσθετοι

λόγοι ανακοπής κατά τον ΚΠολΔ, 2014, σελ. 10. Νομολογιακά έχει γίνει εν μέρει δεκτή η θέση

78
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

θεώρηση της αγωγής ακύρωσης ως ειδική μορφή ανακοπής, πρέπει μάλλον να αποκρου-

στεί. Ήδη οι υποστηρικτές αυτής την θέσης παρατηρούν διαφορές μεταξύ των δύο αυτών

ενδίκων βοηθημάτων, αναφέροντας χαρακτηριστικά «ότι ονομάζεται αγωγή και […] ότι ο

αιτούμενος την ακύρωση δεν είναι τρίτος»230. Πέρα από αυτό όμως, δεν πληρείται ούτε το

υπόλοιπο πραγματικό της ανακοπής περί μη συμμετοχής ή πρόσκλησης σε συμμετοχή του

ανακόπτοντα κατά την έκδοση της ανακοπτόμενης πράξης, δεδομένου ότι νομιμοποιούνται

κατεξοχήν οι διάδικοι της διαιτητικής διαδικασίας, δηλαδή πρόσωπα που συνέπραξαν στην

έκδοση της διαιτητικής απόφασης. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι η προϋπόθεση αυτή καλύ-

πτεται από το εδ. α’ του άρθ. 899 ΚΠολΔ με την νομιμοποίηση προς άσκησης της αγωγής

από όποιον έχει έννομο συμφέρον, αφού αυτή η προστασία είναι ελλιπής, όπως καταδεί-

ξαμε. Έπειτα, η αγωγή ακύρωσης προϋποθέτει, για τη νομιμοποίηση προς άσκηση αυτής,

την συμμετοχή του ενάγοντα στην διαιτητική διαδικασία231. Επομένως, η τυχόν δυνατότητα

προβολής πρόσθετων λόγων ακύρωσης θα πρέπει να αναζητηθεί σε άλλη βάση και θεμε-

λίωση. Στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγει και ο Πανταζόπουλος, με επιχειρήματα, την επιλογή

από το νομοθέτη του όρου αγωγή αντί για ανακοπή, την σαφή χρονική οριοθέτηση προς

άσκηση της αγωγής ακύρωσης και τον δικαιολογητικό λόγο της φύσης της αγωγής που

συνηγορεί υπέρ του συγκεντρωτικού συστήματος232.

β. Η φύση της διαιτητικής απόφασης ως κριτήριο για τον καθορισμό του ένδικου

βοηθήματος

Το βασικότερο κριτήριο για τον καθορισμό του ένδικου βοηθήματος που αρμόζει για

την προσβολή διαιτητικής απόφασης από τρίτους, αποτελεί η φύση της διαιτητικής απόφα-

σης. Αν θεωρηθεί ότι αυτή συνιστά απλή πράξη ιδιωτών, τότε θα κάνουμε λόγο για

αυτή, με την δυνατότητα άσκησης συμπληρωματικής αγωγής, εφόσον δεν έχει παρέλθει η τρί-

μηνη προθεσμία, ΕφΠατρ 1182/2002, ΝΟΜΟΣ.


230
Μπέης, ΠολΔ, τ. 11, οπ.π..
231
Βλ. παραπάνω σε VI.3
232
Πανταζόπουλος, Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, σελ. 36.

79
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

ανακοπή. Αντίθετα, αν θεωρηθεί δικαστική απόφαση, τότε θα μπορεί να προσβληθεί από

τον τρίτο με τριτανακοπή. Η πρακτική σημασία είναι μεγάλη, αφού η μεν πρώτη εισάγεται

στην γενική δωσιδικία του ανακόπτοντος, η δε τελευταία εισάγεται στο δικαστήριο που εξέ-

δωσε την ανακοπτόμενη απόφαση. Και τίθεται έτσι το περαιτέρω ερώτημα: σε περίπτωση

που γίνει δεκτή η δυνατότητα άσκησης τριτανακοπής, αυτή θα ασκηθεί ενώπιον του διαιτη-

τικού δικαστηρίου που εξέδωσε την τριτανακοπτόμενη απόφαση ή όχι; Και αν ναι, υπό την

ίδια σύνθεση;

Άρχουσα, λοιπόν, σε εμάς φαίνεται να είναι η άποψη ότι η διαιτητική απόφαση δεν

είναι τίποτα άλλο παρά μια απλή πράξη ιδιωτών233. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η

θεωρία παρά την διαπίστωση σημαντικών ομοιοτήτων μεταξύ της διαιτητικής και της δικα-

στικής απόφασης. Πιο συγκεκριμένα, ενώ γίνεται δεκτό ότι η διαιτητική απόφαση παράγει

δικαιοδοτικά αποτελέσματα όμοια με αυτά των δικαστικών αποφάσεων, και ειδικότερα α-

ναβλύζει δεδικασμένο, παράγει εκτελεστότητα, και εν γένει επιλύει κατά τρόπο δεσμευτικό

για τα μέρη την διαφορά τους234, εν τούτοις αντιμετωπίζεται ως μια απλή, εξώδικη πράξη

ιδιωτών, χωρίς να γίνεται ιδιαίτερη μνεία στους λόγους αυτής της διάκρισης. Μάλιστα χα-

ρακτηρίζεται τόσο ως ιδιωτικό έγγραφο, που υπογράφεται ιδιοχείρως από τους διαιτητές,

χωρίς όμως να έχει αποδεικτικό χαρακτήρα και να μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικά με βάση

το άρθ. 559 περ. 20 ΚΠολΔ235, όσο και ως διαδικαστικό έγγραφο που μπορεί να ελεγχθεί

αναιρετικά βάσει του άρθ. 561 §2 ΚΠολΔ236. Ας δούμε, όμως, λίγο πιο προσεκτικά τις έν-

νοιες που αποδίδονται στην διαιτητική απόφαση για τον χαρακτηρισμό της φύσης της.

233
Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία, σελ 21· Κουσούλης, Διαιτησία, Α, άρθ. 899, σελ. 125.
234
Βλ. Καλαβρός, Θεμελιώδη ζητήματα, σελ. 48.
235
Κουσούλης, Διαιτησία, Α, άρθ. 892, σελ. 97-98· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Φουστούκος), ΠολΔ

ΙΙ, 897.9.
236
Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Φουστούκος), ΚΠολΔ ΙΙ, 892.5, σελ. […]· Τριάντος, Διαταγή πληρω-

μής, 2014, πλαγιαρ. 42, σελ. 17· Παπαδάκης, Διαταγή πληρωμής, 2012, §112, σελ. 475.

80
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

i. Η διαιτητική απόφαση ως έγγραφο

Αρχικά, λοιπόν, η διαιτητική απόφαση χαρακτηρίζεται ως έγγραφο. Και δεν υπάρχει

ουδεμία αμφιβολία ότι η κρίση των διαιτητών αποτυπώνεται σε έγγραφη μορφή. Και αυτό

το ίδιο το έγγραφο, με την περιεχόμενη σε αυτό κρίση και δικανικό συλλογισμό, δεσμεύει

τα μέρη και παράγει τα δικαιοδοτικά αποτελέσματα που αναφέραμε μόλις παραπάνω. Έ-

πειτα χαρακτηρίζεται ως έγγραφο, που υπογράφεται ιδιοχείρως από τους διαιτητές237. Και

όντως, αυτό είναι ορθό, αφού άλλωστε το ορίζει ρητά και ο νόμος τόσο στο άρθ. 31 § του

ν. 2735/1999 όσο και στο άρθ. 892 §1 ΚΠολΔ με σχεδόν ταυτόσημη διατύπωση («Η διαι-

τητική απόφαση συντάσσεται εγγράφως και υπογράφεται από το διαιτητή ή τους διαιτητές.

[…]» και «Η διαιτητική απόφαση πρέπει να συντάσσεται εγγράφως και να υπογράφεται ι-

διοχείρως από τους διαιτητές. […]», αντίστοιχα).

Ακολούθως, η πλειονότητα της νομικής φιλολογίας προβαίνει στον χαρακτηρισμό της

διαιτητικής απόφασης ως ιδιωτικού εγγράφου, δίχως αποδεικτική δύναμη. Και μάλιστα,

προβαίνει στον παραπάνω χαρακτηρισμό είτε χωρίς καμία περαιτέρω αιτιολόγηση της θέ-

σης της238, είτε αρκούμενη στην αναφορά της ιδιότητας των διαιτητών ως ιδιωτών239.

αα. Είναι ιδιωτικό έγγραφο;

Ειδικότερα, κατά την ΚΠολΔ 445, έγγραφα ιδιωτικά, συνταγμένα κατά τους νόμιμους

τύπους, εφόσον η γνησιότητά τους αναγνωρίσθηκε ή αποδείχθηκε, αποτελούν πλήρη από-

δειξη ότι η δήλωση που περιέχουν προέρχεται από τον εκδότη του εγγράφου, ενώ με τους

ίδιους όρους αυτά αποτελούν πλήρη απόδειξη και ως προς το περιεχόμενο των δικαιοπρα-

κτικών δηλώσεων. Εξάλλου, κατά την ΚΠολΔ 443, για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό

έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη. Ως εκδότης εν προκειμένω

237
Βλ. ολΑΠ 11/2009, ΝοΒ 57 (2009) σελ. 1416, 2342.
238
Κουσούλης, Διαιτησία, Α, 892, Ι.1, σελ. 97.
239
Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, 892, 2, σελ. 837-838.

81
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

νοείται αυτός που αναλαμβάνει τις απορρέουσες από αυτά υποχρεώσεις240, και όχι απλώς

ο συντάκτης τους, ο οποίος ουδεμία υποχρέωση αναλαμβάνει απ’ αυτά. Επομένως, αν ο

εκδότης δεν αναλαμβάνει κάποια υποχρέωση, το ιδιωτικό έγγραφο που αυτός συντάσσει

και υπογράφει, δεν παράγει καμία αποδεικτική δύναμη, παρά μόνο ως δικαστικό τεκμήριο

μπορεί να χρησιμεύσει. Ακολούθως, η διαπίστωση ότι η διαιτητική απόφαση, ως έγγραφο,

δεν έχει αποδεικτική ισχύ, φαίνεται κατ’ αρχήν ορθή, αφού οι διαιτητές, όντας εκδότες και

συντάκτες αυτής, δεν αναλαμβάνουν κάποια υποχρέωση. Με άλλα λόγια η διαιτητική από-

φαση δεν συνιστά δήλωση βούλησης και οι έννομες συνέπειες της δεν πηγάζουν από αντί-

στοιχη βούληση παραγωγής έννομων συνεπειών εκ μέρους των προσώπων που συγκρο-

τούν το διαιτητικό δικαστήριο. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί όντως να ελεγχθεί αναιρετικά κατά

άρθ. 559 περ. 20. Φυσικά ούτε ως ιδιωτικό έγγραφο μαρτυρίας μπορεί να λειτουργήσει.

Τα προβλήματα αυτής της θεώρησης, όμως, δεν αργούν να φανούν, όταν καταπια-

στούμε με το στάδιο της εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης, και πιο συγκεκριμένα των

αναγνωριστικών διαιτητικών αποφάσεων. Αναλυτικότερα, όπως και επί δικαστικών αποφά-

σεων, έτσι και διαιτητικές αποφάσεις μπορούν να είναι είτε αναγνωριστικές, είτε καταψηφι-

στικές, είτε διαπλαστικές, ανάλογα με το αντίστοιχο αίτημα που υπάρχει στην αίτηση προ-

σφυγής στην διαιτησία. Κατά δ’ άρχουσα θέση, βάσει της ΚΠολΔ 904, εκτελεστό τίτλο μπο-

ρούν αν αποτελέσουν μόνο καταψηφιστικές αποφάσεις241· οι αναγνωριστικές και οι

240
Νικολόπουλος, Δίκαιο Αποδείξεως (Απόδειξη), 20122, σελ. 286, υποσημ. 34. ΕφΑθ 1503/2010,

ΕφΑΔ 2011, 212· ΕφΑθ 6459/2008, ΕλλΔνη 2009, 1466· ΕφΘεσ 1479/2007, Αρμ 2008, 593·

ΕφΑθ 1157/1996, ΕλλΔνη 1997, 892· ΕφΑθ 1601/1992, ΝοΒ 1993, 92.
241
Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως - Γενικό Μέρος (Αναγκαστική Εκτέλεση),

20172, §15.Ι.1, σελ. 258επ.· Νίκας, Εγχειρίδιο Δικαίου Αναγκαστικής Εκτελέσεως (Αναγκαστική

Εκτέλεση), 2012, §10.Ι.1, σελ. 127· Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεση, τ. Α, σελ. 56-57. ΑΠ

1387/1997, ΝοΒ 1998, 214· ΜονΠρΛαρ 214/2010, ΤΝΠ Ισοκράτης· ΕφΠατρ 1107/2007, ΑχΝομ

2008, 455· ΕφΠατρ 21/2006 ΑχΝομ 2007· ΕφΑθ 628/2003 ΕλλΔν 2004, 1470, 142. Μόνο ο

Μπέης, ΠολΔ 21, σελ. 112, θεωρεί ότι τόσο οι αναγνωριστικές όσο και διαπλαστικές αποφάσεις

μπορούν να στηρίξουν αναγκαστική εκτέλεση. Περαιτέρω ανάλυση βρίσκεται έξω από τους σκο-

πούς του παρόντος.

82
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

διαπλαστικές αποφάσεις δεν εκτελούνται, εκτός από τη διάταξή τους για τη δικαστική δα-

πάνη, καθότι η εκτέλεση προϋποθέτει απαίτηση βέβαιη και εκκαθαρισμένη (άρθ. 915, 916,

924 παρ. 4 ΚΠολΔ) οπότε και μόνο είναι δυνατή και επιτρέπεται στον εξωτερικό κόσμο

μεταβολή κατά τρόπο που αντιστοιχεί προς το περιεχόμενο της απόφασης, έτσι ώστε να

μην τίθεται ζήτημα εκτέλεσης των αναγνωριστικών και διαπλαστικών αποφάσεων242. Τ’

αυτό ισχύει, φυσικά, και επί διαιτητικών αποφάσεων243, ώστε μόνο οι καταψηφιστικές διαι-

τητικές αποφάσεις να μπορούν να εκτελεστούν. Ακολούθως, σε περίπτωση αναγνωριστι-

κής διαιτητικής απόφασης, αυτή δεν μπορεί να εκτελεστεί, με μόνη διέξοδο την δικαστική

οδό μέσω της έκδοσης διαταγής πληρωμής244. Περαιτέρω, το άρθ. 623 ΚΠολΔ έχει ως

προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής την απόδειξη της απαίτησης και του ο-

φειλόμενου ποσού με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Μόλις παραπάνω, όμως, καταδείξαμε

ότι η διαιτητική απόφαση, αν τουλάχιστον θεωρηθεί ιδιωτικό έγγραφο, δεν έχει καμία απο-

δεικτική δύναμη, με συνέπεια να μην είναι δυνατόν να στηρίξει την έκδοση διαταγής πλη-

ρωμής. Καταλήγουμε έτσι στο παράδοξο, από την μία η καταψηφιστική διαιτητική απόφαση

να αποτελεί αυτή καθαυτήν εκτελεστό τίτλο, από την άλλη όμως η αναγνωριστική διαιτητική

απόφαση ούτε διαταγή πληρωμής να μην μπορεί να στηρίξει, αντίφαση η οποία δεν εμφα-

νίζεται σε κανέναν από τους υπόλοιπους εκτελεστούς τίτλους245. Κατά την άποψή μας,

242
Ενδ. ΣυμβΑΠ 4/2011, ΝΟΜΟΣ.
243
Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση, §17.ΙΙΙ.1, σελ. 334επ.· Νικολόπουλος, Αναγκαστική Εκτέ-

λεση, 20122, σελ. 60επ.· Νίκας, Αναγκαστική Εκτέλεση, §18.Ι.1, σελ. 235. ΑΠ 148/2010, ΝοΒ

2011 (59), 956· ΑΠ 791/1996, ΕΕΝ 1997 (64), 102επ.


244
Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, άρθ. 623, αριθ. 21. ΑΠ 44/1999, ΕΕΝ 2000 (67), 372· ΑΠ 409/96, Δνη

38, 573· ΑΠ 1060/1989, Δνη 31, 1447· ΑΠ 97/1978, Δ 9, 505· ΑΠ 148/1977, ΝοΒ 1977 (25),

1153· ΜονΠρΑθ 6941/1988, ΑρχΝ 39, 762.


245
Είναι άλλο το ζήτημα αν δεν μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής π.χ. βάσει συμβολαιογραφικού

εγγράφου λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, μιας και αυτό είναι εκ του νόμου εκτελεστός τίτ-

λος. Εξαίρεση θα μπορούσε να υπάρχει αν ο οφειλέτης βάλει κατά του τίτλου ή το ίδιο το (συμ-

βολαιογραφικό, στο παράδειγμά μας) έγγραφο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εκτελεστός τίτ-

λος.

83
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

λοιπόν, αυτό το αποτέλεσμα σε καμία περίπτωση δεν ικανοποιεί, ώστε να πρέπει να διε-

ρευνηθεί μήπως εν τέλει η διαιτητική απόφαση συνιστά δημόσιο έγγραφο.

ββ. Είναι δημόσιο έγγραφο;

Η ΚΠολΔ 438 ορίζει συγκεκριμένα ότι έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμι-

μους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία

ή λειτουργία αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται ότι έγιναν

από το πρόσωπο που συνέταξε ο έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό

είναι καθ’ ύλης και κατά τόπο αρμόδιο να κάνει την βεβαίωση αυτή.

Βασική, λοιπόν, προϋπόθεση για την έννοια του δημοσίου εγγράφου είναι η σύνταξη

και έκδοση αυτού από καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή

πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία. Βλέπουμε ότι ο νόμος προχωράει

από την στενότερη αντίληψη του δημοσίου υπαλλήλου246 σταδιακά σε μια αρκετά πιο διευ-

ρυμένη, αρκούμενος ακόμη και σε πρόσωπο που, ενώ δεν είναι δημόσιος υπάλληλος ή

λειτουργός, ασκεί, στα πλαίσια ορισμένων αρμοδιοτήτων του, καθήκοντα ίδια με των ανω-

τέρω προσώπων. Προς τούτο, αξίζει να αντιδιαστείλουμε τα παραπάνω με την αντίστοιχη

διάταξη της ΠολΔικ του Maurer που όριζε τα δημόσια έγγραφα ως ακολούθως: «δημόσιον

έγγραφον είναι παν έγγραφον, συντασσόμενον κατά τον δια το αντικείμενον και την πράξιν

νομίμως απαιτούμενον τύπον παρά δημοσίου υπαλλήλου, εντός των ορίων των καθηκό-

ντων του, κατά τόπον, όπου ούτος έχει το δικαίωμα να συντάσσει τοιαύτα» (άρθ. 398)247.

Ενώ λοιπόν, υπό το καθεστώς της ΠολΔικ απαιτούταν η δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα του

εκδότη για την σύνταξη και έκδοση του δημοσίου εγγράφου, υπό τον ΚΠολΔ κάτι τέτοιο δεν

246
Ήδη υποστηρίζεται ότι ο όρος του δημοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού εκλαμβάνεται υπό ευρεία

έννοια (Νικολόπουλος, Απόδειξη, §18.IV.α, σελ. 292).


247
Μπέης, ΠολΔ, τ. 12, 623, 2.2.5, σελ. 166.

84
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

είναι απαραίτητο248. Και αντίστροφα, μόνη η δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα του εκδότη δεν

είναι πάντοτε αρκετή για τον χαρακτηρισμό του εγγράφου ως δημοσίου249.

Από την άλλη, οι διαιτητές είναι αυτονόητο ότι σε καμία περίπτωση δεν είναι δημόσιοι

υπάλληλοι ή λειτουργοί. Θα μπορούσαν όμως να εμπίπτουν στην έννοια των προσώπων

που ασκούν δημόσια λειτουργία; Η κύρια υποχρέωση των διαιτητών είναι η έκδοση δεσμευ-

τικής και εκτελεστής απόφασης, με οριστική κρίση της έννομης σχέσης και επίλυση της

επίδικης διαφοράς των μερών που προσφεύγουν σ’ αυτούς. Έχουν αμιγώς δικαιοδοτικές

αρμοδιότητες και εκδίδουν αποφάσεις που έχουν δημοσίου δικαίου έννομες συνέπειες, δη-

λαδή παράγουν δεδικασμένο και εκτελεστότητα250. Παρατηρούμε λοιπόν, ότι, ενώ οι διαι-

τητές είναι ιδιώτες, όταν αυτοί λειτουργούν υπό την θεσμική τους ιδιότητα και στο πλαίσιο

των διαιτητικών καθηκόντων τους, ασκούν λειτουργία εφάμιλλη και ισάξια με αυτή των τα-

κτικών δικαστών251. Επομένως, η διαιτητική απόφαση, ακριβώς λόγω της ιδιότητας υπό την

οποία οι διαιτητές την εκδίδουν, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται και να χαρακτηρίζεται ως

δημόσιο έγγραφο, και όχι ως ιδιωτικό, όπως εσφαλμένα υποστηρίζεται.

Προς επίρρωση μάλιστα της θέσης αυτής, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ως εκτε-

λεστός τίτλος ορίζεται το δημόσιο εκείνο έγγραφο από το οποίο προκύπτει ότι η

248
Γέσιου – Φαλτσή, Απόδειξη, §17.ΙΙΙ.256, σελ. 277· Μπέης, ΠολΔ 623, 2.2.5, σελ. 166.
249
Βλ. ΑΠ 1267/1997, ΤΝΠ Ισοκράτης, κατά την οποία δεν αποτελεί δημόσιο έγγραφο εκείνο το

οποίον αφορά στην εσωτερική υπηρεσία των αρχών και σ’ αυτό παρέχονται γενικές πληροφορίες

περί της προόδου μιας υποθέσεως ή εκφέρονται κρίσεις, χωρίς να περιλαμβάνεται η βεβαίωση

περιστατικού, ασκούντος επιρροή υπό τη μορφή των εννόμων συνεπειών.


250
Μπέης, ΠολΔ 623, 2.2.5, σελ. 166.
251
Αυτή μάλιστα η ιδιότητα των διαιτητών τονίζεται εντόνως από τον Καλαβρό, Ακύρωση και ανυ-

παρξία, §2.Ι.2, πλαγιαρ. 313, σελ. 285, και ο ίδιος, Θεμελιώδη ζητήματα, σελ. 15επ. Ενώ, όμως,

παρατηρείται από τον Καλαβρό ότι ο διαιτητής είναι φορέας λειτουργήματος, με μία μάλιστα

εξαιρετική και εκτενέστατη ανάλυση, εντούτοις, αρνείται τον χαρακτήρα της διαιτητικής απόφασης

ως δημόσιου εγγράφου, κάνοντας συνεχώς λόγο για «απλή πράξη ιδιωτών». Στην ίδια αβλεψία

έχουν υποπέσει και άλλοι, που αντίστοιχα δέχονται το λειτούργημα των διαιτητών, όπως π.χ.

Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, 871, 9, σελ. 733.

85
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

συγκεκριμένη αξίωση μπορεί να πραγματωθεί μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης252. Άλλωστε,

στο άρθ. 904 ΚΠολΔ δεν προβλέπεται κανένα ιδιωτικό έγγραφο ως εκτελεστό τίτλο. Ακο-

λούθως, και η διαιτητική απόφαση, όντας τίτλος εκτελεστός, αποτελεί δημόσιο έγγραφο253.

Έτι περαιτέρω, η αποδεικτική δύναμη της διαιτητικής απόφασης ως δημοσίου εγγρά-

φου είναι η ίδια με αυτή των δικαστικών αποφάσεων254. Είναι αλήθεια ότι η διαιτητική από-

φαση περιλαμβάνει αυθεντική διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης των μερών, δεσμευ-

τική κρίση επ’ αυτής απαγγέλοντας τις αντίστοιχες συνέπειες255· χαρακτηριστικά και απο-

τελέσματα όμοια δηλαδή με αυτά των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων256. Έτσι, και

οι διαιτητικές αποφάσεις (το περιεχόμενό τους δηλαδή), παράγουν πλήρη απόδειξη για ό,τι

αφορά την εμφάνιση και την εκπροσώπηση των διαδίκων, για την προβολή ισχυρισμών και

την υποβολή αιτήσεων καθώς και για τη γνώμη που έχει εκφέρει το δικαστήριο, όπως και

οι αποφάσεις των τακτικών δικαστηρίων κατά άρθ. 312 ΚΠολΔ. Και είναι βέβαια αυτονόητο

ότι δεν παράγουν απόδειξη ως προς την αιτιολογία τους, η οποία άλλωστε μπορεί και να

παραλείπεται257, καθότι τα πραγματικά γεγονότα που κατά την κρίση των διαιτητών

252
Νίκας, Αναγκαστική Εκτέλεση, §9.Ι.1, σελ. 124 · Μπέης, ΠολΔ 623, 2.2.5, σελ. 166 · ο ίδιος, Μα-

θήματα πολιτικής δικονομίας – Αναγκαστική Εκτέλεση, 19842, §3.1, σελ. 22.


253
Δεν πρέπει όμως να υπάρξει σύγχυση με εκείνες τις περιπτώσεις όπου ένα κατ’ αρχήν ιδιωτικό

έγγραφο καθίσταται εκτελεστός με την κατάθεσή του στην γραμματεία του Πρωτοδικείου, όπως

το πρακτικό διαμεσολάβησης. Στην περίπτωση αυτή, η κατάθεση είναι που του προσδίδει την

ενέργεια της εκτελεστότητας. Αντίθετα, η διαιτητική απόφαση άμα τη σύνταξή της αποτελεί εκτε-

λεστό τίτλο, δίχως να απαιτείται κατάθεση.


254
Ως προς την αποδεικτική δύναμη των δικαστικών αποφάσεων βλ. ενδεικ. ΑΠ 328/2017, ΤΝΠ

Ισοκράτης· ΑΠ 254/2016, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 128/2014, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1681/2012, ΔΕΕ 2013, 38· ΑΠ

650/2011, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 594/2010, ΝοΒ 58 (2010), 1720.


255
Μπέης, ΠολΔ, τ. 20, 892, 3.1, σελ. 401επ.
256
Βλ. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, §93, Ι, πλαγιαρ. 1 και 2, σελ. 590.
257
Άρθ. 31 §2 ν. 2735/1999, και ΚΠολΔ 892 §2 εδ. β. Πρβλ. όμως και άρθ. 31 §2 των Κανόνων

διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC Arbitration Rules), κατά το οποίο «the

award shall state the reasons upon which it is based».

86
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

αποδείχθηκαν, δεν συνέβησαν ενώπιόν τους, ώστε να μπορούν να τα βεβαιώσουν. Και

αυτή η αποδεικτική τους δύναμη είναι απόρροια της ιδιότητάς τους ως δημόσια έγγραφα,

αφού η ΚΠολΔ 312 αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της αρχής τους άρθ. 438 ΚΠολΔ258.

Σε αυτό το σημείο, αξίζει να παρατηρήσουμε την ΑΠ 148/1977259, η οποία, με αφορμή

την έκδοση διαταγής πληρωμής για την αμοιβή των διαιτητών βάσει της διαιτητικής από-

φασης, αναφέρει συγκεκριμένα «εξ’ άλλου εφ’ όσον, κατά το νόμον αρκεί προς σύστασιν

της ενοχής ο εν τη διαιτητική αποφάσει προσδιορισμός της αμοιβής των διαιτητών, πρόδη-

λον είναι ότι και αποδεικνύεται το περιστατικόν τούτο δι’ αυτής της εγγράφως συντασσομέ-

νης κατά το άρθρ. 892 ΚΠολΔ διαιτητικής αποφάσεως, ήτις καίτοι μη φέρουσα εν τούτω

χαρακτήρα δημοσίου εγγράφου υπό την έννοιαν του άρθρ. 438 του ιδίου Κώδικος υπο-

γραφομένη όμως υπό των εκδόσαντων ταύτην και δικαιουμένων προς προσδιορισμόν της

αμοιβής διαιτητών, αποτελεί, ως ιδιωτικόν έγγραφον, κατά τ’ άρθρ. 443 και 445 του αυτού

ΚΠολΔ πλήρη απόδειξιν περί του ότι εγένετο παρά των δικαιουμένων εις τούτο ο προσδιο-

ρισμός, μη ευρίσκοντος, ούτω, έδαφος εφαρμογής του άρθρ. 447 ΚΠολΔ […]» (υπογράμ-

μιση δική μας). Η εν λόγω απόφαση, όσον αφορά στην φύση της διαιτητικής απόφασης ως

προς την αμοιβή των διαιτητών (εν τούτω), προβαίνει σε μία αντιπαραβολή με την υπόλοιπη

διαιτητική απόφαση (καίτοι), στην οποία δεν θα προέβαινε αν θεωρούσε ότι η φύση τους

είναι κοινή, δηλαδή ιδιωτικό έγγραφο στο σύνολό τους. Η αντιδιαστολή αυτή, λοιπόν, αφήνει

να εννοηθεί ότι η διαιτητική απόφαση φέρει χαρακτήρα δημοσίου εγγράφου, χωρίς να προ-

βαίνει σε πανηγυρική διαπίστωση αυτού, καθιστώντας όμως αυτό το συμπέρασμα λογικώς

αναγκαίο λόγω της διάκρισης που έκανε.

Την ίδια θέση ακολούθησε αργότερα και η ΕφΑθ 5981/1985260 κατά την οποία «η

διαιτητική απόφασις, κατά την περί αμοιβής του διαιτητού διάταξίν της, αποτελεί ιδιωτικόν

έγγραφον, εξ ου παρέπεται ότι, και εν ακυρώσει ταύτης, δια λόγον προβλεπόμενον υπό του

άρθ. 897 του ΚΠολΔ δεν χάνει την ισχύν της ως εγγράφου, αποδεικνύοντας την μεταξύ

258
Μπέης, ΠολΔ, 312, σελ. 1281.
259
ΝοΒ 25 (1977), 1153.
260
ΝΟΜΟΣ.

87
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

διαδίκων και διαιτητού σύμβασιν και τα εξ αυτής δικαιώματα του τελευταίου». Έτσι, κατά τον

Μπέη, είχε κινηθεί και η ΜονΠρΑθ 325/1975261.

γγ. Δικαστικά έξοδα και αμοιβή διαιτητών

Όμως, η διαιτητική απόφαση, εκτός από την κρίση για την επίδικη έννομη σχέση,

κάνει αναφορά και στα δικαστικά έξοδα. Ειδικότερα, ορίζεται ότι «αν τα μέρη δεν έχουν

συμφωνήσει διαφορετικά, το διαιτητικό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά της

υπόθεσης και ιδιαίτερα την έκβαση της διαιτησίας, επιμερίζει στα μέρη με απόφασή του τη

δαπάνη της διαιτησίας […]» (άρθ. 33 §4 ν. 2735/1999), ενώ και στην εσωτερική διαιτησία

προβλέπεται ότι «με τη διαιτητική απόφαση γίνεται ο τελικός καθορισμός της αμοιβής και

των εξόδων της διαιτησίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του γραμματέα» (ΚΠολΔ

882 §3).

Τα δικαστικά, επομένως, έξοδα, καθώς και η αμοιβή των διαιτητών καθορίζονται, ε-

κτός αντίθετης συμφωνίας, από τους τελευταίους· έχουμε δηλαδή εφαρμογή της ΑΚ 371,

σύμφωνα με την οποία είναι δυνατός ο προσδιορισμός της παροχής (εν προκειμένω της

παροχής των διαδίκων που όρισαν τους διαιτητές) από έναν από τους συμβαλλόμενους

(συμβαλλόμενους στην σύμβαση παροχής διαιτητικών υπηρεσιών262). Ο προσδιορισμός

αυτός της αμοιβής από μέρους των διαιτητών αποτελεί μονομερή απευθυντέα δήλωση

προς τον αντισυμβαλλόμενό τους, με δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, αφού συμπληρώνει την

λειτουργία των δικαιοπρακτικών δηλώσεων των συμβαλλομένων263, και αντίστοιχα η αξί-

ωση αμοιβής γίνεται ορισμένη και απαιτητή.

261
Μπέης, ΠολΔ, τ.12, 623, 2.2.5, σελ. 164.
262
Κουσούλης, Διαιτησία, Α, άρθ. 880 αριθ. 2, 4, και Β, άρθ. 14, αριθ. 1.
263
Δώρης στους Γεωργιάδης/Σταθόπουλος, ΕρμΑΚ, άρθ. 371-373, ΙΙΙ.3 πλαγιαρ. 31, σελ. 327· Στα-

θόπουλος, Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου, 2012, §10.ΙΙ, σελ. 208επ, πλαγιαρ. 12επ.· Γεωρ-

γιάδης Αστ., Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, Ι, 20075, §15.VII, σελ. 316επ.· Ζέπος, Ενοχικόν δί-

καιον, Α’, Γενικό Μέρος, 1969, §6.IV, σελ. 86.

88
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

Δεδομένου ότι παραπάνω καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η διαιτητική απόφαση

αποτελεί δημόσιο έγγραφο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοιο στο σύνολό της, ακόμα

και ως προς την διάταξη της αμοιβής των διαιτητών; Αρμόζουσα απάντηση είναι μάλλον η

αρνητική. Η επιχειρηματολογία υπέρ του δημόσιου χαρακτήρα του εγγράφου στηρίχθηκε

σε 3 βασικά σημεία: α) την έλλειψη αποδεικτικής δύναμης και ως εκ τούτου το άτοπο ανα-

φορικά με την διάκριση καταψηφιστικής και αναγνωριστικής απόφασης· β) την δημόσια

λειτουργία που ασκούν οι διαιτητές, ως ιδιώτες μεν, υπό την θεσμική τους ιδιότητα δε· και

γ) την αναφορά της διαιτητικής απόφασης στους εκτελεστούς τίτλους, όπου τέτοιοι είναι

μόνο δημόσια έγγραφα.

Οι διαιτητές, εκτός αν είχε συμφωνηθεί κάτι άλλο, έχουν εκ του νόμου την υποχρέωση

να προσδιορίσουν την αμοιβή τους, και να καταστήσουν έτσι την αξίωσή τους ορισμένη και

απαιτητή, βάσει της ΑΚ 371, όπως αναφέραμε παραπάνω. Επομένως η υποχρέωση που

ανέλαβαν περί προσδιορισμού εκπληρώνεται μόλις με την έκδοση της διαιτητικής απόφα-

σης στην οποία γίνεται η εκκαθάριση της αμοιβής τους, αφού τότε αίρεται η αοριστία της

παροχής της αμοιβής, μέσω της συμπλήρωσης της δικαιοπρακτικής δήλωσης των διαδί-

κων.

Επιπλέον, η δικαιοδοτική αρμοδιότητα των διαιτητών, ενεργώντας υπό τον θεσμικό

τους μανδύα, εξαντλείται στην επίλυση της διαφοράς των διάδικων μερών και την έκδοση

αντίστοιχης δεσμευτικής και εκτελεστής απόφασης. Ο προσδιορισμός της αμοιβής τους ό-

μως, εκφεύγει του παραπάνω σκοπού τους, διότι δεν αποτελεί διαφορά και μάλιστα την

επίδικη, δεδομένου ότι οι διαιτητές δεν αποτέλεσαν ούτε συμβαλλόμενα μέρη στην διαιτη-

τική συμφωνία αλλά ούτε και διαδίκους. Ο προσδιορισμός της αμοιβής γίνεται προς ολο-

κλήρωση των δικαιοπρακτικών δηλώσεων των μερών στην σύμβαση παροχής διαιτητικών

υπηρεσιών, σύμβαση με αντικείμενο άλλο από αυτό στο οποίο αναφέρεται η διαιτητική συμ-

φωνία και διαιτητική δίκη. Πολύ δε περισσότερο, η διάταξη της δικαστικής αμοιβής δεν α-

ποτελεί αυθεντική διάγνωση έννομης συνέπειας, μέσω κατά τεκμήριο ορθού δικανικού συλ-

λογισμού, ώστε να μπορεί να παράγει δεδικασμένο και εκτελεστότητα.

Περαιτέρω, οι διαιτητικές αποφάσεις αποτελούν εκτελεστούς τίτλους, των οποίων τα

υποκειμενικά όρια εκτελεστότητας προσδιορίζονται από την ΚΠολΔ 919 περ. α· η

89
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

αναγκαστική εκτέλεση επί διαιτητικών αποφάσεων γίνεται υπέρ και κατά των προσώπων,

έναντι των οποίων ισχύει το δεδικασμένο. Με άλλα λόγια, τα υποκειμενικά όρια της εκτελε-

στότητας ταυτίζονται με τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου· κατ’ αρχήν δε καταλαμβά-

νονται από το δεδικασμένο οι διάδικοι (ΚΠολΔ 325). Οι διαιτητές όμως δεν αποτέλεσαν

διάδικα μέρη, και ως εκ τούτου δεν τους καταλαμβάνει ούτε το δεδικασμένο ούτε και η εκτε-

λεστότητα της διαιτητικής απόφασης που εξέδωσαν. Ακολούθως, η διαιτητική απόφαση ως

προς το κομμάτι της που αφορά την αμοιβή τους δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο, και αντιστοί-

χως ούτε και δημόσιο έγγραφο. Έτσι και η κρατούσα θέση, δέχεται ότι η διαιτητική απόφαση

δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο ως προς την αμοιβή των διαιτητών264.

Υποστηρίζεται, όμως, και η θέση ότι η διαιτητική απόφαση αποτελεί εκτελεστό τίτλο

και ως προς την αμοιβή των διαιτητών, αντλώντας επιχείρημα από την §6 του άρθ. 882

ΚΠολΔ, όπου προβλέπεται η άσκηση προσφυγής κατά της διάταξης για τον καθορισμό του

ύψους την αμοιβής, ή και για τον ίδιο τον καθορισμό265. Η θέση αυτή κατά την κρίση μας

δεν είναι ορθή και έχει παρασυρθεί από την άτυχη διατύπωση της διάταξης266. Ο όρος

«προσφυγή» δεν συναντάται πουθενά αλλού στον ΚΠολΔ ως έννοια ενδίκου

264
Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση, §17.ΙΙΙ.1, πλαγιαρ. 7, σελ. 335· Νίκας, Αναγκαστική

εκτέλεση, §18.Ι, πλαγιαρ. 5, σελ. 235. Από νομολογία βλ. ενδεικτ. ολΑΠ 69/1990, ΕΕΝ 58, 1991,

σελ. 330· ΑΠ 44/1999, ΕΕΝ 2000, 372· ΑΠ 408/1996, ΕλλΔικ 38, 1997, σελ. 82, και ΑΠ 409/1996,

ΕλλΔικ 38, 1997, σελ. 573· ΑΠ 1060/1989, Δνη 31, 1447· ΑΠ 97/1978, Δ 9, 505· ΑΠ 148/1977,

ΝοΒ 1977 (25), 1153· ΜονΠρΑθ 6941/1988, ΑρχΝ 39, 762. Παράβ. όμως και την ΑΠ 2273/2009,

ΝοΒ 2010 (58), σελ. 1468, κατά την οποία νομιμοποιείται να ζητήσει την κήρυξη εκτελεστής αλ-

λοδαπής διαιτητικής απόφασης, ως προς τη διάταξή της περί αμοιβής των διαιτητών και ο διάδι-

κος που ενέχεται εις ολόκληρον σε καταβολή της αμοιβής των διαιτητών.
265
Κουσούλης, Διαιτησία, Α, άρθρο 882Α, ΙΙΙ.10, σελ. 59.
266
Στο ίδιο σφάλμα υπέπεσε και η ΑΠ 1601/2009, ΝοΒ 58 (2010), 442, η οποία αναφέρει ότι «παρέ-

χεται δυνατότητα καθορισμού ή ανακαθορισμού τούτων, σε περίπτωση παραλείψεως ή σφάλμα-

τος της διαιτητικής αποφάσεως, κατόπιν προσφυγής στο μονομελές πρωτοδικείο, κατά τη διαδι-

κασία και την προθεσμία που ορίζει το άρθρο 882 παρ. 6 Κ.Πολ.Δικ».

90
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

βοηθήματος267. Ο νομοθέτης, απέδωσε ατυχώς την έννοια της αίτησης παροχής δικαστικής

προστασίας. Και αυτή η αίτηση δεν είναι άλλη από την κλασική αγωγή, η οποία εν προκει-

μένω είναι μια αγωγή με διαπλαστικό αίτημα, αφού έχει ως αίτημα είτε τον προσδιορισμό

της αμοιβής των διαιτητών είτε την εν μέρει ακύρωση της σχετικής στην διαιτητική απόφαση

διάταξης. Άλλωστε, η διάταξη της §6, αποτελεί κατ’ ουσίαν δικονομική εξειδίκευση της ου-

σιαστικού δικαίου διάταξης του άρθ. 371 εδ. β’ ΑΚ, γεγονός που διέφυγε της προσοχής των

υποστηρικτών της παραπάνω, μη ορθής, θέσης.

Δεν πρέπει όμως να υπάρξει, στο σημείο αυτό, σύγχυση με τα δικαστικά έξοδα της

πολιτικής δίκης, όπου η διάταξη για αυτά αποτελεί τίτλο εκτελεστό, ακόμα και σε αναγνω-

ριστικές αποφάσεις. Και τούτο διότι τα δικαστικά αυτά έξοδα δεν αποτελούν την αμοιβή των

τακτικών δικαστών, αλλά αποτελούν μία πρόσθετη οικονομική δαπάνη για την κίνηση του

κρατικού μηχανισμού απονομής δικαιοσύνης268.

Η διαιτητική απόφαση, ως προς το τμήμα των δικαστικών δαπανών, αποτελεί ιδιω-

τικό έγγραφο διαθέσεως269, όπως αυτό εννοιολογικά υπάρχει στο άρθ. 445 εδ. β’ ΚΠολΔ.

Παράγει, δηλαδή, αυτή πλήρη απόδειξη σχετικά με το περιεχόμενο της δικαιοπρακτικής

δήλωσης των διαιτητών, ως προς τα δικαστικά έξοδα, έχοντας έτσι ίδια αποδεικτική βαρύ-

τητα με τα δημόσια έγγραφα270. Κατ’ ακολουθία, όντας ιδιωτικό έγγραφο με πλήρη

267
Πέρα από την αίτηση προσφυγής στην διαιτησία.
268
Νίκας, Πολιτική Δικονομία, §101.Ι, σελ. 657επ.· Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό, §133, σελ. 342επ.
269
Για τα ιδιωτικά έγγραφα διαθέσεως πριν το ν. 3994/2011 βλ. Μπέης, ΠολΔ, 445, σελ. 1750· Γέ-

σιου-Φαλτσή, Δίκαιο Απόδειξης (Απόδειξη), 1986, 289επ.· η ίδια, Η προσβολή των εγγράφων ως

πλαστών εις την πολιτικήν δίκη, τιμ. Τόμος Γ.Θ.Ράμμου Ι, σελ. 192· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-

Τέντες), ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθ. 445, αριθ. 4· Κουσούλης, Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής,

1992, σελ. 100-101 με θεμελίωση της θέσης του στην εγγυητική λειτουργία της υπογραφής. Μετά

τον ν. 3994/2011 βλ. Μπαλογιάννη/Ρεντούλης σε Απαλαγάκη, ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος

Ι, 2016, άρθ. 445 · Νικολόπουλος, Δίκαιο αποδείξεως, 20122, σελ. 308επ.· Νίκας, Πολιτική Δικο-

νομία, §85, VII.3, πλαγιαρ. 34επ., σελ. 538επ.


270
Μπαλογιάννη/Ρεντούλης σε Απαλαγάκη, ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος Ι, 2016, άρθ. 445,

πλαγιαρ. 3, σελ. 1123· Μπέης, ΠολΔ, 445, σελ. 1750επ.

91
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

αποδεικτική δύναμη, ως προς τα δικαστικά έξοδα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως το απα-

ραίτητο εκείνο έγγραφο για την έκδοση διαταγής πληρωμής, κατά τις διατάξεις των 623

ΚΠολΔ271.

ii. Η διαιτητική απόφαση ως διαδικαστική πράξη και διαδικαστικό έγγραφο

Έπειτα, η διαιτητική απόφαση είναι διαδικαστικό έγγραφο. Διαδικαστικό έγγραφο εί-

ναι κάθε έγγραφο που προβλέπεται από το δικονομικό δίκαιο και έχει συνταχθεί για την

πιστοποίηση διαδικαστικών πράξεων272· διαδικαστικές δε πράξεις είναι αυτές των οποίων

κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα συνίσταται στην άμεση ή έμμεση διάπλαση είτε των δικο-

νομικών σχέσεων των υποκειμένων της δίκης είτε της διαδικασίας παροχής έννομης προ-

στασίας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Μπέης273. Με άλλα λόγια, διαδικα-

στικές πράξεις θεωρούνται οι πράξεις του δικαστηρίου ή των διαδίκων που επιδρούν στη

διαδικασία της δίκης. Έπεται, ακολούθως, ότι η έκδοση της διαιτητικής απόφασης συνιστά

διαδικαστική πράξη, και μάλιστα την κορυφαία αυτών, όπως ακριβώς συμβαίνει και επί τα-

κτικών δικαστηρίων.

Όμως, οι διαδικαστικές πράξεις διακρίνονται σε αυτές που προέρχονται από τα κρα-

τικά όργανα274, και σε αυτές που προέρχονται από τους διαδίκους, και τα αντίστοιχα διαδι-

καστικά έγγραφα διακρίνονται σε δημόσια και ιδιωτικά. Και ακριβώς επειδή οι διαιτητές δεν

αποτελούν κρατικό όργανο, αλλά είναι ιδιώτες, αντιστοίχως η διαιτητική απόφαση χαρακτη-

ρίζεται ως ιδιωτικό διαδικαστικό έγγραφο δίκης. Παραπάνω, όμως, καταδείξαμε ότι οι διαι-

τητές δεν λειτουργούν ως ιδιώτες κατά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, αλλά υπό την

271
Έτσι ολΑΠ 69/1990, ΝοΒ 1991 (39), 1201· ΑΠ 44/1999 (αδημ., αναφερόμενη από τον Κουσούλη)·

ΑΠ 409/1996, ΕλλΔικ 38 (1997), 573· ΑΠ 408/1996, ΕλλΔικ 38 (1997), 82· ΑΠ 97/1978, Δ 1978

(9), 496·.
272
Βλ. Νικολόπουλος, Δίκαιο Αποδείξεως, σελ. 285· Γέσιου-Φαλτσή, Απόδειξη, σελ. 273
273
Μπέης, Η ανίσχυρος διαδικαστική πράξις, 1968, § 1 ΙΙΙ 3, σελ. 17· ο ίδιος, ΠολΔ, πριν το άρθ. 117,

σελ. 620επ.
274
Νίκας, Πολιτική Δικονομία, §52.Ι, σελ. 285 επ., πλαγιαρ. 1επ.

92
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

θεσμική τους ιδιότητα. Ως εκ τούτου, το διαδικαστικό έγγραφο της απόφασης είναι δημόσιο

και όχι ιδιωτικό.

Προς τούτο, αξίζει να γίνει και η παρακάτω επισήμανση. Η διαδικαστική πράξη της

απόφασης παράγει έννομες συνέπειες, τόσο εξώδικα, με την οριστική επίλυση της διαφο-

ράς, όσο και ενδοδιαδικαστικά, με την περάτωση της εκκρεμούς δίκης· έχει δηλαδή διαπλα-

στικό χαρακτήρα. Και όντως τα χαρακτηριστικά αυτά, είναι πρόδηλο ότι τα έχει και η διαιτη-

τική απόφαση. Ως δε διαδικαστικό έγγραφο, η αποδεικτική της δύναμη είναι αυτή που ανα-

φέρεται στο άρθ. 312 ΚΠολΔ, ό,τι ισχύει δηλαδή και επί διαιτητικών αποφάσεων, όπως

αναφέραμε παραπάνω.

iii. Η διαιτητική απόφαση ως πράξη ιδιωτών

Υποστηρίζεται, λοιπόν, από την αντίστοιχη μερίδα της θεωρίας ότι η διαιτητική από-

φαση δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά μια απλή εξώδικη πράξη ιδιωτών, ώστε να μπορεί

να προσβληθεί από τρίτο μόνο με ανακοπή. Πράγματι, η ΚΠολΔ 583 ορίζει ότι αν κάποιος

δεν έλαβε μέρος ή δεν προσκλήθηκε σε δικαστική ή εξώδικη πράξη που του προκαλεί

βλάβη ή θέτει σε κίνδυνο τα ενδιαφέροντά του, μπορεί να ασκήσει ανακοπή κατά της πρά-

ξης αυτής. Και υπό αυτό το πλαίσιο, η κρατούσα άποψη εντάσσει την διαιτητική απόφαση

στις εξώδικες πράξεις, ώστε να μπορεί να προσβληθεί με απλή ανακοπή275.

Αφετηρία της παραπάνω άποψης αποτελεί μάλλον η συμβατική θεωρία, κατά την

οποία τόσο η διαιτητική συμφωνία, όσο και η διαιτητική απόφαση δεν είναι τίποτα περισ-

σότερο από συμβάσεις μεταξύ ιδιωτών. Προς τούτο συνέκλινε και η ΠολΔ του Maurer που

όριζε στο άρθ. 105 ότι το συνυποσχετικό της διαιτησίας είναι είδος συμβιβασμού «και κρί-

νεται εν γένει κατά τας περί τoύτου αρχάς»276. Έτσι, υποστηριζόταν και υπό το παλαιό κα-

θεστώς ότι και η διαιτητική απόφαση είναι μια σύμβαση, όντως δηλαδή απλή πράξη

275
Εφόσον γίνεται, φυσικά, δεκτό ότι χωρεί και άλλο ένδικο βοήθημα πλην της αγωγής ακύρωσης,

και της αγωγής ανυπαρξίας για την εσωτερική διαιτησία, θέση ορθότερη, όπως καταδείξαμε και

παραπάνω.
276
Μπέης, ΠολΔ, τ. 12, 623 §2.2.5, σελ. 166.

93
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

ιδιωτών. Και ακριβώς λόγω της ιδιότητας αυτής, προβλεπόταν διαδικασία κήρυξης των διαι-

τητικών αποφάσεων ως εκτελεστών από τον πρόεδρο Πρωτοδικών (άρθ. 118 και 119 ΠολΔ

1835)277.

Αυτή η θέση είχε υποστηριχθεί και σε διεθνές επίπεδο, έχοντας κατά περίπτωση ο-

ρισμένες παραλλαγές278, πλέον βέβαια έχει εγκαταλειφθεί. Αξίζει να προσέξουμε και δύο

αποφάσεις του Ιταλικού Ανώτατου Δικαστηρίου, του 2000 και 2002, κατά τις οποίες η διαι-

τητική απόφαση -στην εσωτερική διαιτησία- έχει συμβατική φύση, υπό την έννοια ότι δεν

παράγει δεδικασμένο279. Φυσικά μια τέτοια θέση δεν μπορεί να βρει έρεισμα στο δικό μας

δίκαιο, αφού τόσο στην διεθνή όσο και την εσωτερική διαιτησία προβλέπεται η ύπαρξη δε-

δικασμένου εκ της διαιτητικής απόφασης.

Καταλήξαμε όμως παραπάνω στο συμπέρασμα ότι οι διαιτητές δεν δρουν ως ιδιώτες

κατά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, αλλά υπό την θεσμική τους ιδιότητα, ασκώντας

δημόσια λειτουργία, χωρίς παράλληλα να είναι δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι. Γι’ αυτό

και η διαιτητική απόφαση συνιστά δημόσιο έγγραφο και όχι ιδιωτικό280.

Από την άλλη, η «απλή πράξη» αυτή της διαιτητικής απόφασης, έχει τα ίδια χαρα-

κτηριστικά με τις αποφάσεις των τακτικών δικαστηρίων. Έχουμε παραπάνω δει και τονίσει

ότι η διαιτητική απόφαση παράγει δημοσίου δικαίου έννομες συνέπειες, δηλαδή δεδικα-

σμένο και εκτελεστότητα281. Τα αυτά αποτελέσματα παράγει και η δικαστική απόφαση και

277
Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση, §17.II, σελ. 333.
278
Lew/Mistelis et al., Comparative International Commercial Arbitration, 2003, σελ. 77, όπου εκεί

περαιτέρω παραπομπές σε εκτενή διεθνή βιβλιογραφία.


279
Corte di cassazione, 3 Αυγούστου 2000, Comune di Cinisello Balsamo v AEM, Rivista di diritto

processuale (Riv dir proc) 254 (2001), Riv arb 699 (2000)· και Corte di cassazione, 27 Νοεμβρίου

2001, Aeroporto di Roma v Ministero dei Transporti, Riv dir proc 238 (2002) (βλ. υποσημ. 28 σε

Lew/Mistelis et al., οπ.π.).


280
Βλ. υπό VII.3.β.i.ββ.
281
Έτσι και ο Πανταζόπουλος, Η τριτανακοπή κατά διαιτητικής απόφασης, Αρμ 5, 1988, σελ. 515.

94
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

μόνον· όχι οποιαδήποτε δικαστική ή εξώδικη, όπως επί παραδείγματι η διαταγή πληρω-

μής282 ή η αρνητική δήλωση τρίτου κατά άρθ. 986 ΚΠολΔ.

Ειδικότερα, ως δικαστική απόφαση ορίζεται η διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου,

που εκδίδεται σε εκκρεμή δίκη και έχει ως αντικείμενο την αυθεντική διάγνωση της επέλευ-

σης ή μη των έννομων συνεπειών που επικαλούνται η αποκρούουν οι διάδικοι283, δηλαδή

την καταφατική ή αρνητική αυθεντική διάγνωση μιας ουσιαστικής ή δικονομικής έννομης

συνέπειας. Κύριο χαρακτηριστικό, επομένως, της δικαστικής απόφασης είναι η αυθεντική

αυτή διάγνωση μέσω εξειδίκευσης των κανόνων δικαίου. Και ως προς αυτό διαφέρει η δι-

καστική απόφαση από τις διοικητικές πράξεις ή τις δικαιοπραξίες ιδιωτικού δικαίου, κατά το

ότι περιέχεται σιωπηρά και αυθεντική διάγνωση ότι η διάπλαση των υπό κρίση εννόμων

σχέσεων βασίζεται επί ορθής υπαγωγής284. Αυτή δε η αυθεντική διάγνωση της εξειδίκευσης

του αφηρημένου κανόνα δικαίου κατοχυρώνεται μέσω του δεδικασμένου.

Κατά την γνώμη μας, είναι μάλλον προφανής η ταύτιση -και όχι απλώς ομοιότητα-

της διαιτητικής απόφασης με την δικαστική, ως προς τα παραπάνω285. Είδαμε ότι η διαιτη-

τική απόφαση αποτελεί πράγματι διαδικαστικό έγγραφο, που εκδίδεται επί εκκρεμούς δί-

κης286. Περιέχει δε αυθεντική διάγνωση περί της ύπαρξης ή μη ουσιαστικής ή δικονομικής

έννομης σχέσης, καθώς και αυθεντική διάγνωση της εξειδίκευσης αφηρημένου κανόνα δι-

καίου μέσω ορθής υπαγωγής, διαγνώσεις κατοχυρωμένες με δεδικασμένο (άρθ. 35 ν.

2735/1999 και 896 ΚΠολΔ). Και αυτό το δεδικασμένο είναι που δεσμεύει μετέπειτα άλλο

δικαστήριο (τακτικό ή διαιτητικό) να δεχθεί την έννομη συνέπεια, όπως αυτή κρίθηκε από

282
Η διαταγή πληρωμής παράγει κατ’ αρχήν εκτελεστότητα, και μόνο υπό τις προϋποθέσεις της

ΚΠολΔ 633 §2 αποκτά δεδικασμένο.


283
Μπέης, Η έννοια, λειτουργεία και φύσις της δικαστικής αποφάσεως,1972, §1.ΙΙΙ.10· Νίκας, O δι-

καστικός συμβιβασμός, 1984, §6.Ι.1.α, σελ. 249.


284
Μπέης, οπ.π.· Νίκας, οπ.π..
285
Πάνω εκεί στηρίζει την επιχειρηματολογία του και ο Πανταζόπουλος, Η τριτανακοπή κατά διαιτη-

τικής απόφασης, Αρμ 5, 1988, 513επ.


286
Κατά τον Μπέης, ΠολΔ τ. 20, 886, 3.1, σελ. 294επ. υπάρχει εκκρεμοδικία και επί διαιτησίας.

95
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

το αρχικό διαιτητικό δικαστήριο, με την υπαγωγή που έγινε απ’ αυτό, έχοντας τεκμήριο ορ-

θότητας του νομικού του συλλογισμού και διατακτικού.

Περαιτέρω, ως προς την εκτελεστότητα, αξίζει να τονίσουμε ότι οι διαιτητικές αποφά-

σεις αποτελούν εκ του νόμου και αφ’ εαυτές εκτελεστό τίτλο, δίχως να απαιτείται καμία άλλη

διατύπωση και διαδικασία, τουλάχιστον ως προς τις ημεδαπές (άρθ. 904 §2 β’ ΚΠολΔ)· για

τις αλλοδαπές απαιτείται η κήρυξή τους ως εκτελεστές. Η δε περιαφή του εκτελεστήριου

τύπου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκείνη η διαδικασία που θα προσδώσει την εκτελεστό-

τητα στην διαιτητική απόφαση, αφού η περιαφή αποτελεί απλή διαταγή εκτέλεσης των τίτ-

λων που έχουν ήδη την εκτελεστότητα, προς τα όργανα της εκτέλεσης287. Παρατηρούμε,

λοιπόν, μία βασική διαφορά μεταξύ της ρύθμισης του ΚΠολΔ και της ΠολΔ του 1835, ότι

δηλαδή, υπό το ισχύον καθεστώς δεν απαιτείται η κήρυξη της διαιτητικής απόφασης ως

εκτελεστής, όπως παλαιότερα.

Στο σημείο αυτό ενδιαφέρον έχει να αντιπαραβάλουμε την διαιτητική απόφαση με μια

κατεξοχήν πράξη ιδιωτών, αυτή του πρακτικού διαμεσολάβησης, του άρθρου 9 του ν.

3898/2010. Το πρακτικό αυτό της διαμεσολάβησης, στο οποίο αποτυπώνεται η τελική συμ-

φωνία των μερών, αποτελεί κατ’ ουσίαν την συνήθη συμφωνία συμβιβασμού του ΑΚ

(871επ)288. Συνιστά δηλαδή μια κατεξοχήν πράξη ιδιωτών, όπως και η διαιτητική απόφαση

υπό το καθεστώς της ΠολΔ, όπου όμως ο νόμος της απονέμει το στοιχείο της εκτελεστότη-

τας εκ των υστέρων και υπό προϋποθέσεις. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 9 ορίζει ότι το

πρακτικό διαμεσολάβησης κατατίθεται, εφόσον ένα τουλάχιστον των μερών το ζητήσει, με

επιμέλεια του διαμεσολαβητή στη γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέ-

ρειας, όπου διεξήχθη η διαμεσολάβηση, ενώ από την κατάθεση στη γραμματεία του μονο-

μελούς πρωτοδικείου το πρακτικό διαμεσολάβησης αποτελεί εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με

το άρθρο 904 παράγραφος 2 εδάφιο γ' ΚΠολΔ. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι το πρακτικό

287
Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση, §24.Ι, σελ. 369· Νίκας, Αναγκαστική Εκτέλεση, §21.Ι.1,

σελ. 281· Μπέης, ΠολΔ 22, 918, σελ. 866επ.


288
Χριστοδούλου, Η Οδηγία 2008/52 για τη διαμεσολάβηση στις ιδιωτικές διαφορές, ΝοΒ 2010, σελ.

289. Βλ. και Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, §31.ΙΙΙ.4, πλαγιαρ. 52επ., σελ. 22.

96
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

διαμεσολάβησης παράγει εκτελεστότητα, όμως μόνο υπό τις εξής δύο προϋποθέσεις: υπό

την προϋπόθεση ότι θα κατατεθεί στην γραμματεία, και ότι επιθυμεί ένα από τα μέρη την

κατάθεση αυτή. Μόνο μετά την πλήρωση αυτών των προϋποθέσεων, το πρακτικό μεσολά-

βησης αποτελεί εκτελεστό τίτλο, και όχι ipso facto, όπως η διαιτητική απόφαση υπό τον

ΚΠολΔ. Έτι περισσότερο, το πρακτικό διαμεσολάβησης δεν παράγει δεδικασμένο, σε αντί-

θεση με την διαιτητική απόφαση, αφού όπως είπαμε το δεδικασμένο είναι αποτέλεσμα της

αυθεντικής διάγνωσης της έννομης σχέσης και του αμάχητου τεκμηρίου της ορθής δικαστι-

κής κρίσης289. Τα μέρη μόνο ενοχικώς δεσμεύονται από το πρακτικό διαμεσολάβησης290.

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι η διαιτητική απόφαση, εκ των αποτελεσμάτων της κρινό-

μενη, πολύ λιγότερο προσιδιάζει σε απλή πράξη ιδιωτών, όπως αυτή του πρακτικού διαμε-

σολάβησης, πολύ δε περισσότερο ταυτίζεται με την δικαστική απόφαση. Όπως άλλωστε

χαρακτηριστικά λέγεται, ο χαρακτήρας του δέντρου αναγνωρίζεται από τους καρπούς

του291. Δογματικά ορθότερο, επομένως, είναι να κατατάξουμε την διαιτητική απόφαση στις

δικαστικές αποφάσεις, αφού, σε τελευταία ανάλυση, αυτή δεν είναι τίποτα περισσότερο -

και σίγουρα τίποτα λιγότερο- από απόφαση που έχει εκδοθεί από άλλο δικαστήριο, κατά

την έννοια του άρθ. 1 περ. α ΚΠολΔ292.

γ. Τελικές παρατηρήσεις

Από τις παραπάνω διαπιστώσεις παρατηρούμε ότι δίχως λόγο η διαιτητική απόφαση

αντιμετωπίζεται ως ιδιωτικό έγγραφο χωρίς αποδεικτική δύναμη, και ως απλή πράξη ιδιω-

τών. Η θεώρηση αυτή μοιάζει αρκετά επιφανειακή, χωρίς να έχει εξεταστεί στην ουσία της

η νομική φύση της διαιτητικής απόφασης. Κατ’ ορθή, λοιπόν, θέση, η διαιτητική απόφαση,

κατά το μέρος που αποτελεί δικαιοδοτική κρίση στην επίδικη διαφορά, επιλύοντάς την

289
Μπέης, Η έννοια, λειτουργεία και φύσις της δικαστικής αποφάσεως,1972, §1.ΙΙΙ.10· Νίκας, ο δικα-

στικός συμβιβασμός, 1984, §6.Ι.1.α, σελ. 249


290
Θεοχάρης, Η διαμεσολάβηση ως μέσο εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών, 2015, σελ. 282.
291
Νίκας, Πολιτική Δικονομία, §52.ΙΙ.2, πλαγιαρ. 4, σελ. 286.
292
Μπέης, Η έννοια, λειτουργεία και φύσις της δικαστικής αποφάσεως,1972, §1.ΙΙΙ.1.

97
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

οριστικά και δεσμευτικά, αποτελεί δημόσιο έγγραφο. Αυτή η ιδιότητά της έρχεται σε πλήρη

αρμονία με όλες τις άλλες ιδιότητες και τα αποτελέσματά της, κάτι που δεν μπορεί να επι-

τύχει η κρατούσα μέχρι τώρα θέση. Από την άλλη, η διαιτητική απόφαση, κατά το μέρος

που καθορίζει την αμοιβή των διαιτητών, δεν μπορεί να αποτελεί δημόσιο έγγραφο, για

τους λόγους που αναπτύξαμε στην οικεία θέση· αποτελεί δε ιδιωτικό έγγραφο, με πλήρη

αποδεικτική δύναμη. Αντίστοιχα, κατά το μέρος που αποτελεί αυθεντική διάγνωση έννομης

σχέσης, μέσω ορθού κατά τεκμήριο νομικού συλλογισμού, αποτελεί απόφαση, με την έν-

νοια της δικαστικής απόφασης, παράγοντας δεδικασμένο και εκτελεστότητα.

Θα μπορούσε έτσι κανείς να διακρίνει σε διαιτητική απόφαση εν στενή και εν ευρεία

εννοία αντίστοιχα. Και πράγματι, εκ πρώτης όψεως φαίνεται να προβληματίζει αυτή η θέση.

Όποιος ενδοιασμός όμως υπάρχει, εξαφανίζεται αν αναλογιστούμε την ιδιαιτερότητα της

φύσης του θεσμού της διαιτησίας, η οποία έχει συμβατική αρχή και δικαιοδοτικό τέλος, ό-

πως χαρακτηριστικά λέγεται293. Προς τούτο, αξίζει να θυμηθούμε την ίδια την διαιτητική

συμφωνία, η οποία, κατ’ ορθή θέση, είναι sui generis, με προέχοντα χαρακτήρα αυτόν της

δικονομικής συμβάσεως, και δευτερευόντως τον χαρακτήρα ουσιαστικής συμβάσεως294.

Άλλωστε, αυτή η διάκριση ανταποκρίνεται πλήρως στον χαρακτήρα της διαιτητικής απόφα-

σης, όπως αυτός παρουσιάστηκε παραπάνω, καθιστώντας την θέση τούτη εννοιολογικώς

και δογματικώς ορθή.

Ακολούθως, για να δοθεί και απάντηση στο αρχικό ερώτημα της ενότητας αυτής, η

τριτανακοπή είναι το κατάλληλο όχημα για την προστασία του τρίτου από τις βλαπτικές εις

βάρος του συνέπειες της διαιτητικής απόφασης. Γι’ αυτό και θα εξεταστούν παρακάτω οι

κατ’ ιδίαν προϋποθέσεις της. Και να τονίσουμε ότι, όπως πολύ χαρακτηριστικά έχει παρα-

τηρηθεί295, ότι είναι λογικά ύστερο το ζήτημα της αρμοδιότητας του διαιτητικού δικαστηρίου

προς εκδίκαση της ανακοπής. Πρώτα ερευνώνται το αν μπορεί να ασκηθεί τριτανακοπή,

293
Βλ. Κουσούλης, Θεμελιώδη προβλήματα, Β, §10.Β.VII.1, σελ. 186.
294
Καλαβρός, Θεμελιώδη ζητήματα, ΙΙ.1.δ, σελ. 46επ., και Διαιτησία, σελ. 85επ.
295
Πανταζόπουλος, Η τριτανακοπή κατά διαιτητικής απόφασης, Αρμ 42 (1988), σελ. 515.

98
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

και σε καταφατική απάντηση ερευνάται η αρμοδιότητα, το πού ασκείται. Και με αυτή την

σειρά θα εξεταστεί και το ζήτημα αυτό.

VIII. Τριτανακοπή κατά διαιτητικής απόφασης

1. Προϋποθέσεις παραδεκτού

α. Τρίτος που δεν συμμετείχε ή δεν προσκλήθηκε να συμμετάσχει

Η ΚΠολΔ 586 στην §1 προβλέπει τη δυνατότητα άσκησης τριτανακοπής, πρόκειται

δε για την λεγόμενη γνήσια ακυρωτική τριτανακοπή. Ορίζει, λοιπόν, ότι τριτανακοπή κατά

οριστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί με τις προϋποθέσεις του άρθρου 583. Το τελευταίο

θέτει ως προϋπόθεση για τη νομιμοποίηση προς άσκηση ανακοπής την μη συμμετοχή ή

μη πρόσκληση του ανακόπτοντα.

Προκύπτει, λοιπόν, ότι νομιμοποιούμενα προς άσκηση τριτανακοπή κατά διαιτητικής

απόφασης είναι εκείνα τα πρόσωπα που δεν συμμετείχαν στην διαιτητική διαδικασία και

δεν δεσμεύονται από το δεδικασμένο της απόφασης αυτής. Έτσι μπορούν να ασκήσουν

τριτανακοπή όσοι δεσμεύονται από την διαιτητική συμφωνία αλλά δεν υπήρξαν διάδικοι,

εφόσον έχουν έννομο συμφέρον προς τούτο296, καθώς και όσοι επηρεάζονται από τις ενέρ-

γειες τις αποφάσεις, και συγκεκριμένα την διαπλαστική ενέργεια, τις παρεπόμενες ενέργειες

και την τριτενέργεια του δεδικασμένου297. Όσοι δεσμεύονται από το δεδικασμένο της διαι-

τητικής απόφασης δεν νομιμοποιούνται προς άσκηση της γνήσιας ακυρωτικής τριτανακο-

πής. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι τα όρια της ενεργητικής νομιμοποίησης προς άσκηση της

γνήσιας τριτανακοπής είναι ελαφρώς στενότερα των ορίων του υποκειμενικού βεληνεκούς

της διαιτητικής απόφασης.

Στους δεσμευμένους όμως από το δεδικασμένο, παρέχεται από το νόμο η δυνατό-

τητα να ασκήσουν την λεγόμενη καταχρηστική τριτανακοπή. Στην περίπτωση αυτή, η

296
Το έννομο συμφέρον αυτών των τρίτων κατά κανόνα, αν όχι πάντα, θα πηγάζει από τις ενέργειες

της απόφασης και όχι από την δέσμευσή τους από την διαιτητική συμφωνία.
297
Βλ. παραπάνω υπό IV, σελ. 41επ.

99
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

απόφαση μπορεί να προσβληθεί από τρίτον που δεν συμμετείχε στη διαδικασία ή δεν προ-

σκλήθηκε σε αυτήν, εφόσον αυτός ο τρίτος δεσμεύεται από το δεδικασμένο και επικαλείται

δόλο ή συμπαιγνία των διαδίκων. Σημαντική εξαίρεση αποτελούν οι καθολικοί και ειδικοί

διάδοχοι των διαδίκων, οι οποίοι δεν νομιμοποιούνται προς άσκηση τριτανακοπής ακριβώς

επειδή ταυτίζονται με τους τελευταίους298. Επομένως, καταχρηστική τριτανακοπή μπορούν

να ασκήσουν όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα που δεσμεύονται από το δεδικασμένο κατά τα

άρθ. 325 περ. 3 και 326-329 ΚΠολΔ.

Αν, από την άλλη, γινόταν δεκτή η άποψη ότι τρίτοι καταλαμβάνονται από τα υποκει-

μενικά όρια του δεδικασμένου μόνο αν δεσμεύονται από την διαιτητική συμφωνία299, τότε

αυτοί θα στερούνταν του ένδικου βοηθήματος της γνήσιας τριτανακοπής και θα μπορούσαν

να προσβάλλουν την τυπική απόφαση μόνο επικαλούμενοι δόλο και συμπαιγνία των διαδί-

κων. Η θέση αυτή, όμως, είναι εσφαλμένη, όπως καταδείξαμε στο πρώτο μέρος, ενώ οδηγεί

σε αποστέρηση της ευκολότερα προσβάσιμης παροχής έννομης προστασίας από την γνή-

σια τριτανακοπή.

β. Οριστική απόφαση δικαστηρίου

Στα πλαίσια της τριτανακοπής κρίσιμη είναι η έννοια της οριστικής απόφασης Αφού

μόνο αυτή μπορεί να προσβληθεί. Στο δικονομικό μας δίκαιο, οι αποφάσεις διακρίνονται σε

οριστικές και μη οριστικές· ως οριστικές δε χαρακτηρίζονται αυτές με τις οποίες το δικαστή-

ριο κρίνει τελειωτικά κάθε αυτοτελές αίτημα παροχής έννομης προστασίας ανεξάρτητα αν

καταργείται ή όχι η όλη δίκη300. Με άλλα λόγια με την οριστική απόφαση το δικαστήριο

απεκδύεται κάθε περαιτέρω αρμοδιότητας του ορισμένη αίτηση παροχής έννομης προστα-

σίας.

298
Νίκας, Πολιτική δικονομία,§123.ΙΙ.2, σελ. 950επ. Αντίθετος ο .Πανταζόπουλος.
299
Βλ. παραπάνω υπό III.4, υποσημ. 115, σελ. 39επ.
300
Νίκας, Πολιτική Δικονομία, §93.ΙΙ, πλαγιαρ. 7, σελ. 591· Καλαβρός Πολιτική Δικονομία, §38.ΙΙ.1,

πλαγιαρ. 39επ., σελ. 430 επ· Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικά, 109, σελ. 280-281· Γεωργιάδης Αστ.,

Εισαγωγή και θεμελιώδεις έννοιες αστικού δικονομικού δικαίου, 2004 3, §6.ΙΙ.2, σελ. 93.

100
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

Στη διαιτησία υποστηρίζεται ότι ισχύει η ίδια διάκριση των διαιτητικών αποφάσεων με

αυτή των δικαστικών301. Παρατηρούνται όμως ορισμένοι ενδοιασμοί όσο προς αυτή τη

θέση, κατά το ότι δεν προκύπτει από τα νομοθετικά κείμενα μία τέτοια διάκριση302. Έτσι

προτείνεται μία άλλη διάκριση , δηλαδή σε αυτές που εκδίδονται στο πλαίσιο της δικαιο-

πλαστικής εξουσίας του διαιτητικού δικαστηρίου κατά τον καθορισμό και γενικότερα την

οργάνωση της ακολουθητέας διαιτητικής διαδικασίας, και σε αυτές που εκδίδονται επί της

ουσίας της υπαχθείσας στην διαιτησία διαφοράς303. Οι μεν πρώτες είναι κατά κανόνα μη

οριστικές, οι δε δεύτερες είναι πάντοτε οριστικές διαιτητικές αποφάσεις304.

Επανερχόμενοι στο θέμα της τριτανακοπής, από τις παραπάνω παρατηρήσεις προ-

κύπτει ότι με τριτανακοπή προσβάλλονται οι οριστικές διαιτητικές αποφάσεις που αποφαί-

νονται επί της ουσίας της υπαχθείσας στην διαιτησία διαφορά. Δεδομένου ότι μόνο αυτές

παράγουν δεδικασμένο, εκτελεστότητα και τις λοιπές ενέργειες των αποφάσεων, δεν δικαι-

ολογείται η προσβολή αποφάσεων που αφορούν την ακολουθητέα διαδικασία. Άλλωστε οι

τελευταίες δεν μπορούν να αποτελέσουν ούτε το αντικείμενο αυτοτελής προσβολής με α-

γωγή ακύρωσης, ενώ εξάλλου ενσωματώνονται στην οριστική απόφαση επί της ουσίας.

Δεδομένου ότι αυτοτελώς με αγωγή ακύρωσης προσβάλλεται και η απόφαση του

διαιτητικού δικαστηρίου ως προς την δικαιοδοσία του, πρέπει να διερευνηθεί αν αυτή μπο-

ρεί να προσβληθεί με τριτανακοπή, αφού άλλωστε και αυτή αποτελεί οριστική απόφαση

έστω και αν αφορά κατά κανόνα305 στο δικονομικό ζήτημα της δικαιοδοσίας. Είναι αλήθεια

301
Κουσούλης, Διαιτησία, Α, 897.Ι.1, σελ. 110· Μαρκουλάκης, Το διαδικαστικό πλαίσιο του δικαστι-

κού ελέγχου των διαιτητικών αποφάσεων, 2014, σελ. 21επ.


302
Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία, §1.IV.1 πλαγιαρ. 86-89, σελ. 50-51.
303
Η θέση αυτή ανταποκρίνεται και στον ορισμό των οριστικών αποφάσεων που παραθέτει ο Μπέης,

Θεμελιακές έννοιες, 8.1,, κατά τον οποίο οριστική είναι η απόφαση που περιέχει καταφατική ή

αρνητική διάγνωση μιας ουσιαστικής (ή δικονομικής) έννομης σχέσης.


304
Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία, §1.IV.1, πλαγιαρ. 91-93, σελ. 52-54.
305
Λέμε κατά κανόνα, διότι μπορεί να αποτελεί και απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς όταν το

διαιτητική δικαστήριο διαπιστώνει την έλλειψη δικαιοδοσίας του.

101
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

ότι η απόφαση παράγει δεδικασμένο και ως προς το δικονομικό ζήτημα. Δεν παράγεται,

όμως, ως προς αυτό και εκτελεστότητα, ούτε όμως φαίνεται να απορρέουν από την από-

φαση του δικονομικού ζητήματος και οι λοιπές οι ενέργειες των δικαστικών αποφάσεων.

Ακολούθως είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορούν να επηρεαστούν, είτε σε νομικό είτε σε

πραγματικό επίπεδο, τα έννομα συμφέροντα κάποιου τρίτου από μία απόφαση επί δικονο-

μικού ζητήματος. καταλήγουμε έτσι το συμπέρασμα ότι ενώ η απόφαση επί δικονομικού

ζητήματος μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς με αγωγή ακύρωσης δεν μπορεί να προσβλη-

θεί με τριτανακοπή.

γ. Έννομο συμφέρον

Το έννομο συμφέρον ως απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση τριτανακοπής

προβλέπεται στο άρθρο 583 στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 586. Το έννομο συμφέρον

αποτελεί και εδώ αυτοτελή διαδικαστική προϋπόθεση που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλ-

τως, πρέπει δε να είναι ατομικό, έννομο και άμεσο, όπως προβλέπεται από το άρθ. 68

ΚΠολΔ. Η βλάβη ή η διακινδύνευση των συμφερόντων του τριτανακοπή τότε θα πρέπει να

είναι σε κάθε περίπτωση νομική. Σε αντίθεση όμως με ότι συμβαίνει επί της ανακοπής κατά

δικαστικής απόφασης, Όπου η προσβολή των συμφερόντων του τρίτου μπορεί να προκύ-

πτει τόσο από το διατακτικό όσο και από τις αιτιολογίες όταν αυτές έχουν προσόντα διατα-

κτικού, στην τριτανακοπή κατά διαιτητικής απόφασης η βλάβη είναι απόρροια μόνο του

διατακτικού. και αυτό διότι η έχει αποκλειστεί η επέκταση του δεδικασμένου στα προδικα-

στικά ζητήματα. Πιθανή βλάβη του τρίτου από τις αιτιολογίες της διαιτητικής απόφασης θα

μπορούσε να στηριχθεί μόνο αν γινόταν δεκτή η θεωρία του σχετικού δεδικασμένου306.

Όπως αναφέραμε διεξοδικά σε άλλο σημείο της παρούσας εργασίας, ιδιωτική από-

φαση εξοπλίζεται με δεδικασμένο εκτελεστότητα ενώ παράγονται και η διαπλαστική ενέρ-

γεια οι παρεπόμενες ενέργειες και τριτενέργεια του δεδικασμένου. Η μη αμφισβήτηση της

διάπλασης της συγκεκριμένης ουσιαστικής έννομης σχέσης όπως αυτή προέκυψε από την

306
Αρνείται γενικά την ύπαρξη προσβολής έννομου συμφέροντος από τις αιτιολογίες της απόφασης

ο Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 256.

102
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

δικαστική απόφαση, και από την οποία απορρέει από την αντίστοιχη ενέργεια, δικαιολογεί

τη συνδρομή του έννομου συμφέροντος, χωρίς όμως να είναι αρκετή για τη δικαιολόγηση

της άσκηση τριτανακοπής. Απαιτείται περαιτέρω ο τρίτος να έχει σχέση με το αντικείμενο

της δίκης δηλαδή την έννομη σχέση που διαπλαστική και να μην μπορεί να θεωρηθεί απλά

ως ένας ολοκληρωτικά ξένος307 ή κατά άλλη διατύπωση ο τρίτος να είναι φορέας μιας έν-

νομης σχέσης εξαρτημένης από την επίδικη308.

Περαιτέρω έννομο συμφέρον στην περίπτωση των παρεπόμενων συνεπειών της α-

πόφασης υπάρχει όταν ο τρίτος συνδέεται με ουσιαστική έννομη σχέση με τον ηττηθέντα

διάδικο. Κατεξοχήν αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις της δικονομικής εγγύησης. Έτσι, και

μόνο η έκδοση της καταδικαστικής απόφασης ενεργοποιεί την ευθύνη του δικονομικού εγ-

γυητή, ο οποίος μπορεί να προσβάλλει τη διαιτητική απόφαση μόνο επικαλούμενος δόλο ή

συμπαιγνία των διαδίκων309.

Εφόσον δεχτούμε την ύπαρξη τριτενέργειας του δεδικασμένου310, τότε ο τρίτος, εξαι-

τίας της δεσμευτικότητα που απαγορεύει την επανεξέταση της έννομης σχέσης, επηρεάζε-

ται, είτε σε νομικό επίπεδο είτε σε πραγματικό, και έτσι νομιμοποιείται προς άσκηση τριτα-

νακοπής με επίκληση δόλου ή συμπαιγνίας των διαδίκων. Θα είναι δε πραγματικός ο επη-

ρεασμός του, όταν αυτός είναι φορέας δικαιώματος ανεξάρτητου και σύμφωνου με αυτό

που κρίθηκε311.

307
Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 254.
308
Κουσούλης, Κύρια παρέμβαση, §4.V.2, σελ. 140.
309
Πανταζόπουλος, Τριτανακοπής, σελ. 255.
310
Βλ. παραπάνω υπό IV.4, σελ. 47.
311
Το δικαίωμα του τρίτου είναι ανεξάρτητο από το επίδικο με την έννοια ότι η υπόστασή του δεν

εξαρτάται απ’ αυτό. Είναι από την άλλη σύμφωνο με το επίδικο εννοώντας ότι καταρχήν είναι

δυνατή η ταυτόχρονη ικανοποίηση και των δύο δικαιωμάτων. Ως παράδειγμα αναφέρεται η οικο-

νομική ζημία του Γ, δανειστή του Α, σε περίπτωση μη δυνατότητας ικανοποιήσεως της απαίτησής

του, κατόπιν ικανοποίησης του Β, έτερου δανειστή του Α. (βλ. Κουσούλης, Κύρια παρέμβαση,

§3.ΙΙΙ.2.β, σελ. 118).

103
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

2. Αρμόδιο δικαστήριο

Σύμφωνα με το άρθρο 587, η τριτανακοπή εισάγεται στο δικαστήριο που εξέδωσε

την προσβαλλόμενη απόφαση και παρεμπιπτόντως στο δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η

κύρια δίκη αν το δικαστήριο αυτό είναι ισόβαθμο ή ανώτερο από εκείνο που εξέδωσε την

προσβαλλόμενη απόφαση. Η διάταξη αυτή είναι που δημιουργεί ένα από τα βασικότερα

ζητήματα σχετικά με την τριτανακοπή κατά διαιτητικής απόφασης, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα

ώστε να υποστηρίζεται η εξαγωγή συμπεράσματος από την διάταξη αυτή περί του μη επι-

τρεπτού της τριτανακοπής312. Ειδικότερα, κατά την θέση αυτή το ζήτημα του παραδεκτού

της τριτανακοπής και της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου είναι ζητήματα αλληλένδετα ώστε

ακριβώς έλλειψη ειδικής νομοθετικής ρύθμισης να μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι

κατά αποτέλεσμα και εμμέσως απαγορεύεται η άσκηση της τριτανακοπής κατά των απο-

φάσεων.

Κατά την άποψή μας η θέση αυτή είναι εσφαλμένη. Εξάγει συμπεράσματα περί του

επιτρεπτού της τριτανακοπής από ένα λογικά ύστερο στάδιο, αυτό της δικαιοδοσίας και της

αρμοδιότητας313. Αντίθετα το επιτρεπτό της τριτανακοπής θα έπρεπε να αναζητηθεί από το

άρθ. 333 ΚΠολΔ. Πράγματι, ο νομοθέτης, ενώ ρητά απέκλεισε την επέκταση του δεδικα-

σμένου στα προδικαστικά ζητήματα (331 ΚΠολΔ), εντούτοις διατήρησε τη διάταξη του άρθ.

333 ΚΠολΔ, κατά την οποία τρίτοι απέναντι στους οποίους ισχύει το δεδικασμένο μπορούν

να το προσβάλλουν μόνο εξαιτίας δόλου των διαδίκων (§2). Είναι δε αναντίρρητη η συσχέ-

τιση της §2 με την καταχρηστική τριτανακοπή της §2 του άρθ. 586 ΚΠολΔ, αφού η νομοθε-

τική βούληση και ο επιδιωκόμενος σκοπός παρουσιάζεται κοινός και στις δύο αυτές διατά-

ξεις314. Από αυτή την επιλογή του νομοθέτη συνάγεται ότι η θέση του ήταν υπέρ του

312
Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία, πλαγιαρ. 17, σελ. 12-13.
313
Την θέση του λογικά ύστερου σταδίου υιοθετεί ο Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή κατά διαιτητικής

απόφασης, 517.
314
Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 284, όπου αναφέρει μάλιστα ότι η Αναθεωρητική Επιτροπή

θεωρούσε ότι οι δύο αυτές διατάξεις συμπολιτεύονται.

104
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

επιτρεπτού τριτανακοπής, παρά την έλλειψη ρητής νομοθετικής πρόβλεψης, η οποία ίσως

να οφείλεται σε απλή αβλεψία.

Δεδομένου ότι το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί να αποτελέσει αποδέκτη της συνταγ-

ματικής επιταγής για παροχή έννομης προστασίας315, φαίνεται καταρχήν επιτρεπτή η ά-

σκηση τριτανακοπής ενώπιον του από τρίτο ο οποίος δεσμεύεται από τη διαιτητική συμφω-

νία316. Αυτή η δυνατότητα θα πρέπει μάλλον να παρέχεται και σε τρίτον ο οποίος δεν δε-

σμεύεται από την διαιτητική συμφωνία. Κατά της θέσης αυτής προβάλλονται τα επιχειρή-

ματα αφενός της εκδίκασης της υπόθεσης κατά την διαιτητική διαδικασία στην οποία δεν

έχει συμφωνήσει, αφετέρου της αποστέρησης των ένδικων μέσων κατά της απόφασης επί

της τριτανακοπής317. Βέβαια τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι άνευ αντιλόγου. Αν στο τρίτο

παρέχεται απλώς η δυνατότητα εισαγωγής της τριτανακοπής στο δικαστήριο και όχι υπο-

χρεωτική εισαγωγή της σ’ αυτό, στην περίπτωση που ο τρίτος όντως επιλέξει να ασκήσει

τριτανακοπή ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου τότε αφενός έχει συναινέσει στην διαιτη-

τική επίλυση της διαφοράς318, αφετέρου έχει αποδεχτεί τη μη άσκηση ένδικων μέσων.

Υποστηρίζεται περαιτέρω ότι αρμόδιο για την εκδίκαση τριτανακοπής κατά διαιτητι-

κής απόφασης θα πρέπει να είναι το εφετείο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρ. 898

ΚΠολΔ319. Και αυτή η θέση, όμως, κατά την κρίση μας είναι εσφαλμένη, αφού παραγνωρίζει

την ουσία της αναλογικής εφαρμογής στο δίκαιο. Θεμελιωτικός λόγος της αναλογικής ερ-

μηνείας είναι η ισότιμη μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων, δυνάμει της γενικής

315
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήξαμε παραπάνω υπό VII.2.
316
Έτσι ο Μπέης, ΠολΔ, τ. 20, 895, 3.2 σελ. 422επ.
317
Πανταζόπουλος, Η τριτανακοπή κατά διαιτητικής απόφασης, σελ. 517.
318
Δέχεται βέβαια ο Πανταζόπουλος, οπ.π., ότι τίποτα δεν αποκλείει την άσκηση τριτανακοπής ενώ-

πιον διαιτητικού δικαστηρίου αν εκ των υστέρων συμφώνησαν σε αυτό οι διάδικοι της τριτανακο-

πής ή όταν ο τρίτος θέλει να εισάγει την τριτανακοπή στο διαιτητική δικαστήριο που εξέδωσε την

τριτανακοπτόμενη απόφαση.
319
Πανταζόπουλος, οπ.π., σελ. 517, ο οποίο κάνει λόγο για Πολυμελές Πρωτοδικείο, όμως τότε αρ-

μόδιο ήταν αυτό και όχι το εφετείο.

105
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

αρχής της ισότητας320. Μπορεί όμως να υποστηριχθεί ότι η τριτανακοπή και αγωγή ακύρω-

σης αποτελούν ουσιωδώς όμοιες καταστάσεις; Η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική. Ναι

μεν και τα δύο αυτά ένδικα βοηθήματα βάλλουν κατά της διαιτητικής απόφασης, όμως στη-

ρίζονται σε διαφορετικούς λόγους και έχουν εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα, ασυμβί-

βαστα μεταξύ τους. Η μεν αγωγή ακύρωσης οδηγεί σε εξαφάνιση της διαιτητικής απόφασης

από το νομικό κόσμο, η δε τριτανακοπή κατατείνει στο να καταστήσει ανενεργό την διαιτη-

τική απόφαση ως προς τις συνέπειες και τα αποτελέσματά της αναφορικά με έναν τρίτο,

του οποίου τα συμφέροντα επηρεάζονται από αυτήν. Επομένως, μία τέτοια αναλογική ε-

φαρμογή της διάταξης σχετικά με την αρμοδιότητα του εφετείου είναι αντίθετη με το ίδιο το

πνεύμα της αναλογικής εφαρμογής ως ερμηνείας δικαίου και πλήρωσης κενών.

Παραμένει, λοιπό, αναπάντητο το αρχικό ερώτημα σε ποιο δικαστήριο θα εισαχθεί η

τριτανακοπή κατά της διαιτητικής απόφασης. Την απάντηση ίσως μπορέσουν να μας δώ-

σουν αλλοδαπά δίκαια τα οποία προβλέπουν την άσκηση τριτανακοπής κατά διαιτητικής

απόφασης. Δεδομένου ότι η τριτανακοπή είναι ιστορικά και νομικά θεσμός γαλλικής έ-

μπνευσης και προέλευσης321, το γαλλικό δίκαιο φαίνεται να είναι το πλέον κατάλληλο για

να μας υποδείξει την λύση στο πρόβλημά μας. Πράγματι, το γαλλικό δίκαιο προβλέπει ότι

στην περίπτωση αυτό αρμόδιο είναι το δικαστήριο που θα είχε αρμοδιότητα αν δεν υπήρχε

η διαιτητική συμφωνία322. Η θέση αυτή είναι απόλυτα λογική, αφού η διαιτητική συμφωνία

είναι αυτή που αποστερεί από τα τακτικά δικαστήρια την αρμοδιότητα για εκδίκαση της δια-

φοράς. Έτσι, αν εξέλειπε η διαιτητική συμφωνία, και για την αγωγή ήταν αρμόδιο π.χ. το

Πολυμελές Πρωτοδικείο, η τριτανακοπή θα έπρεπε να ασκηθεί ενώπιόν του.

Κατόπιν όλων των παραπάνω, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η

τριτανακοπή κατά διαιτητικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί είτε ενώπιον του διαιτητικού

δικαστηρίου, ανεξάρτητα αν ο τρίτος δεσμεύεται από την διαιτητική συμφωνία, είτε ενώπιον

320
Βλ. Σταμάτης, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, 20098, σελ. 294.
321
Βλ. Ρεντούλης, Η τριτανακοπή στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο, Δ 36 (2005), σελ. 1082επ.
322
Βλ. παραπάνω υπό V.2.

106
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

του τακτικού εκείνου πολιτικού δικαστηρίου που θα ήταν αρμόδιο σε περίπτωση που εξέ-

λειπε η διαιτητική συμφωνία.

3. Συνέπειες τριτανακοπής

Ένα από τα επιχειρήματα που προβάλλουν υποστηρικτές της μη δυνατότητας ά-

σκηση τριτανακοπής, είναι αυτό της αναδίκασης της ουσίας της διαφοράς323. Υποστηρίζουν

δηλαδή ότι αν επιτραπεί για τριτανακοπής τότε ο δικαστικός έλεγχος εκτείνεται στην ουσία

τέτοια χώρα, γεγονός μη αποδεκτό. Είναι, όμως, όντως έτσι τα πράγματα; Υπάρχει πράγ-

ματι αναδίκαση της ουσίας της διαφοράς όταν δικαστήριο επιληφθεί τριτανακοπής;

Όπως και με κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας, το αντικείμενο της δίκης επί

της τριτανακοπής κρίνεται από τα πραγματικά περιστατικά, τους λόγους δηλαδή στους ο-

ποίους στηρίζει ο τριτανακόπτων την τριτανακοπή του, και φυσικά το αίτημα324. Οι λόγοι

της τριτανακοπής είναι αυτοί άλλωστε που θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον του τρίτου

προς άσκηση αυτής325. Ο τρίτος, αυτό που προτείνει είναι ότι δεν ήταν νόμιμη (ως προς

αυτόν) η συντέλεση της διάπλασης που επήλθε με την έκδοση της προσβαλλόμενης από-

φασης, ή ότι ο ίδιος είναι φορέας ενός ασυμβίβαστου και αυτοτελούς δικαιώματος326. Βλέ-

πουμε δηλαδή ότι ο τρίτος επικαλείται γεγονότα είτε ύστερα της αίτησης προσφυγής στην

323
Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία,§1.Ι.1.γ.αα, πλαγιαρ. 15, σελ. 11· Μπέης, ΠολΔ, τ. 20, 899,

σελ. 558.
324
Πρόκειται για την διμελή δικονομική θεωρία της δίκης, η οποία προσδιορίζει και το αντικείμενο της

διαφοράς.
325
Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 347.
326
Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 348.

107
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

διαιτησία327 είτε διάφορα αυτών που η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη328 της. Κατά

τούτο, το αντικείμενο δίκης δεν ταυτίζεται με αυτό της διαιτητικής προσφυγής.

Παράλληλα, ακριβώς επειδή η τριτανακοπή δεν αποβλέπει στην εξαφάνιση εν γένει

της απόφασης, όπως τα ένδικα μέσα γενικά ή η αγωγή ακύρωσης, οι λόγοι της τριτανακο-

πής δεν αφορούν σε σφάλματα της απόφασης, αλλά, όπως προειπώθηκε, κατατείνουν α-

πλά και μόνο στην δικαιολόγηση του εννόμου συμφέροντος, δικαιολογούν δηλαδή την προ-

κληθείσα βλάβη ή τον κίνδυνο αυτής. Άλλωστε δεν μπορεί ο τρίτος να προτείνει παραδεκτά

με τους λογούς του δικονομικές ακυρότητες ή διαδικαστικά σφάλματα της προσβαλλόμενης

απόφασης, μιας και δεν έχουν αυτές επιρροή στα έννομα συμφέροντά του329.

Αφού, λοιπόν, οι λόγοι της τριτανακοπής δεν αφορούν σε ουσιαστικά και νομικά

σφάλματα της απόφασης, δεν εισάγεται στη νέα δίκη το αυτό αντικείμενο δίκης, ούτε όμως

και οι λόγοι αναφέρονται στο αντικείμενο δίκης της προσβαλλόμενης απόφασης, αίτημα δε

του τρίτου είναι η ανενέργεια απλώς ή ακύρωση της απόφασης ως προς αυτόν και μόνο

και όχι η ε/ν γένει εξαφάνισής της330, πώς μπορεί να γίνει αναδίκαση της ουσίας της διαφο-

ράς; Μετά τις παρατηρήσεις αυτές, μπορούμε να πούμε ότι με την τριτανακοπή δεν επέρ-

χεται αναδίκαση της ουσίας της διαφοράς. Αλλά ακόμα και αν επέρχεται αναδίκαση, αυτή

είναι τόσο περιορισμένη, ανάλογα με τον εκάστοτε προβαλλόμενο λόγο, όσο και αυτή που

έχουμε με την αγωγή ακύρωσης, ώστε να είναι ανεκτή ως αναγκαία.

327
Τέτοια γεγονότα αποτελούν π.χ. ο δόλος και η συμπαιγνία των διαδίκων.
328
Προφανώς η απόφαση δεν έλαβε υπόψη της γεγονότα που θεμελιώνουν το μη νόμιμο της συντε-

λεσθείσας διάπλασης. Ούτε φυσικά έλαβε υπόψη της γεγονότα που στηρίζουν το ασυμβίβαστο

και αυτοτελές του δικαιώματος του τρίτου.


329
Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 348.
330
Είναι άλλο το ζήτημα αν από άλλους λόγους δεν μπορεί να κηρυχθεί η απόφαση ανενεργός ως

προς έναν μόνο, αλλά θα πρέπει να ακυρωθεί ως προς όλους, όπως συμβαίνει π.χ. με τα αδιαίρετα

δικαιώματα

108
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

Αναφέραμε παραπάνω ότι η απόφαση είναι (διαμορφωτική) διαδικαστική πράξη 331

και παράγει έννομες συνέπειες, από τις οποίες και επηρεάζεται ο τρίτος. Έτσι, η ΚΠολΔ

590 προβλέπει ότι αν το δικαστήριο κρίνει παραδεκτή και βάσιμη την τριτανακοπή τότε

«ακυρώνει» ή ανάλογα τις περιστάσεις «αποφαίνεται ανενεργός» η προσβαλλόμενη από-

φαση ως προς τον τριτανακόπτοντα. Αυτό σημαίνει ότι το δικαστήριο ως προς τον τρίτο είτε

ακυρώνει της συνέπειες του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και των παρεπόμενων ε-

νεργειών, είτε κηρύσσει το ανενεργό της διαπλαστικής ενέργειας και της τριτενέργειας του

δεδικασμένου332. Ως προς τους αρχικούς η προσβαλλόμενη απόφαση εξακολουθεί να ι-

σχύει.

4. Τριτανακοπή κατά αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης

Όλα τα παραπάνω ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι μιλάμε για ημεδαπή απόφαση

εσωτερικής ή διεθνούς εμπορικής διαιτησίας. Αν πρόκειται για αλλοδαπή απόφαση διαιτη-

σίας333, τα ζητήματα αυτά θα κριθούν από την αντίστοιχη lex fori, από το δίκαιο δηλαδή που

διέπει το κράτος όπου βρίσκεται ο τόπος διαιτησίας. Στην παρούσα ενότητα θα εξετάσουμε

τη δυνατότητα προστασίας τρίτου όταν ζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπής διαι-

τητικής απόφασης στη χώρα μας. Προτού όμως δούμε πώς μπορεί να προστατευτεί ο τρί-

τος πρέπει να εξετάσουμε σε ποια έκταση αυτός μπορεί να προσβάλλεται από αλλοδαπή

διαιτητική απόφαση.

Σύμφωνα με το άρθ. 3 της ΣΝΥ, κάθε συμβαλλόμενο κράτος οφείλει να αναγνωρίζει

τις διαιτητικές αποφάσεις ως δεσμευτικές. Λέμε δε ότι οφείλει, διότι η ΣΝΥ δεν προβλέπει

αρνητική υποχρέωση μη αναγνώρισης αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθ. 4 και

5. Αντίθετα, η σύμβαση θεσπίζει θετική υποχρέωση του κράτους υποδοχής διαιτητικής α-

πόφασης προς αναγνώριση και εκτέλεση αυτής334. Η θέση αυτή είναι απόρροια της

331 Υπό VII.3.β.ii.


332
Πανταζόπουλος, Τριτανακοπή, σελ. 386επ.
333
Βλ. ΑΠ 899/1985.
334
Βλ. Paulsson, The 1958 New York Convention in Action,2015 σελ. 124επ.

109
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

προκατάληψης υπέρ της διευκόλυνσης της διακίνησης των διαιτητικών αποφάσεων (pro-

arbitration), και προκύπτει από τη χρήση του όρου shall. Έτσι, το δικαστήριο, ακόμα και αν

διαπιστώσει κώλυμα αναγνώρισης, μπορεί παρ’ όλα αυτά να αναγνωρίσει, μιας και έχει

υποχρέωση προς αυτό (άρθ. 3) και μόνο διακριτική ευχέρεια μη αναγνώρισης (άρθ. 5).

Αυτή η αναγνώριση, όμως, έχει την έννοια της αναγνώρισης των έννομων συνεπειών

που προσδίδει την απόφαση το δίκαιο του τόπου έκδοσης. Στο σημείο αυτό ανακύπτει το

περαιτέρω ερώτημα του εύρους αυτής της αναγνώρισης. Το δικαστήριο θα αναγνωρίσει

στην διαιτητική απόφαση έννομες συνέπειες ευρύτερες ή στενότερες από αυτή που είχε

κατά νου του το δίκασαν διαιτητικό δικαστήριο ή τις ίδιες ακριβώς με αυτές;

Αφετηρία της λύσης θα πρέπει να αποτελέσει η αναγωγή στο δίκαιο του τόπου έκδο-

σης της διαιτητικής απόφασης και ακολούθως οι έννομες συνέπειες τις οποίες αυτό της

προσδίδει. Έπειτα, το δίκαιο του τόπου προορισμού δεν μπορεί να δράσει επαυξητικά των

έννομων συνεπειών της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης, για τον απλό λόγο ότι απουσιά-

ζει το θεμέλιο για τις πρόσθετες αυτές έννομες συνέπειες. Και όταν λέμε θεμέλιο εννοούμε

τον ίδιο τον νόμο του τόπου έκδοσης. Όταν σε αυτόν δεν προβλέπεται μία έννομη συνέπεια,

δεν μπορεί το δικαστήριο να προσδώσει στην διαιτητική απόφαση έννομες συνέπειες από

ένα άλλο δίκαιο όπως αυτό του τόπου προορισμού. Απώτατο όριο, όμως, αυτής της αρχι-

κής αναγνώρισης πρέπει να αποτελεί η διεθνής δημόσια τάξη του τόπου προορισμού. Τυ-

χόν έννομες συνέπειες οι οποίες, ναι μεν προβλέπονται από το δίκαιο του τόπου έκδοσης,

είναι όμως ασυμβίβαστες με το δίκιο του τόπου προορισμού προσβάλλουν την διεθνή δη-

μόσια τάξη του τελευταίου.

Έτσι, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η αλλοδαπή διαιτητική απόφαση, όντας και

αυτή μία διαμορφωτική δικαιοδοτική διαδικαστική πράξη, δεν μπορεί να παράξει ευρύτερες

έννομες συνέπειες από εκείνες που είχε κατά νου το διαιτητικό δικαστήριο που την εξέδωσε,

ούτε όμως αυτές μπορούν να αναγνωριστούν στο σύνολό τους από το δίκαιο του τόπου

προορισμού στον βαθμό που προσβάλλουν την διεθνή δημόσια τάξη του.

Η αίτηση αναγνώρισης εκτέλεσης της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης υποβάλλεται

στο μονομελές πρωτοδικείο της κατοικίας του οφειλέτη ή στον τόπο διαμονής του ή αν λεί-

πουν και τα δύο στο μονομελές πρωτοδικείο Αθηνών. Η δε αίτηση εκδικάζεται κατά την

110
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Δηλαδή η διαδικασία είναι αυτή που προβλέπεται

στα άρθρα 905 και 906 ΚΠολΔ335. Η διαπίστωση αυτή βασίζεται στο άρθρο 3 ΣΝΥ από το

οποίο προκύπτει ότι για την κήρυξη της εκτελεστότητας ακολουθείται η διαδικασία που προ-

βλέπεται από τους δικονομικούς κανόνες της χώρας στην οποία ζητείται η εκτέλεση και

αναγνώριση. Σύμφωνα δε με την κρατούσα άποψη, η αίτηση στρέφεται υποχρεωτικά κατά

του προσώπου κατά του οποίου απευθύνεται προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκ μέρους

του επίκληση των κωλυμάτων του άρθρου 5 ΣΝΥ, κατ’ απόκλιση από το άρθ. 748 §2336.

Υποστηρίζεται, όμως, και η άποψη ότι η αίτηση δεν είναι υποχρεωτικό να στρέφεται κατά

του οφειλέτη337. Ορθότερη είναι μάλλον η πρώτη γνώμη, καθώς ανταποκρίνεται περισσό-

τερο στο γράμμα και τους σκοπούς του άρθρου 5 ΣΝΥ.

Αναφορικά τώρα με τον τρίτο, του οποίου τα δικαιώματα ενδέχεται να προσβάλλο-

νται, αυτός δεν μπορεί να καταστεί διάδικος στην διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης

της τυπικής απόφασης παρά μόνο αν ασκήσει παρέμβαση338. Είναι αμφίβολο, όμως, κατά

πόσον αυτός ο τρίτος θα λάβει γνώση του sταδίου αυτού ώστε να παρέμβει. Το πιθανότερο

είναι να ενημερωθεί είτε κατά το στάδιο εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης είτε αργότερα,

όταν έρθει αντιμέτωπος με τις υπόλοιπες ενέργειες που αυτή παράγει.

Στην περίπτωση αυτή, ο τρίτος θα πρέπει να ασκήσει τριτανακοπή κατά της απόφα-

σης που κήρυξε δεσμευτική και εκτελεστή την διαιτητική απόφαση (773 ΚΠολΔ). Και αυτό

διότι αυτή η δεύτερη απόφαση είναι που επέτρεψε την είσοδο των δεσμευτικών ενεργειών

της διαιτητής αποφάσεις στην ημεδαπή δικονομική τάξη. Επομένως, μόνο αυτή μπορεί να

περιορίσει τα αποτελέσματα της διαιτητικής απόφασης στην χώρα του τόπου προορισμού.

Δεδομένου μάλιστα ότι η μη αναγνώριση της δέσμευσης και της εκτελεστότητας της

335
ΕφΘεσ 1158/2008, ΕΠολΔ 1 (2008), 689, με παρατηρήσεις Χατζηιωάννου.

336 ΜονΠρΘεσ 22340/2012, ΕπισκΕΔ 2014, 192 με παρατηρήσεις Άνθιμου· ΜονΠρΘεσ 1292/2002,

ΧρΙΔ 2 (2002), 261· ΕφΑθ 5364/1987, ΕλλΔνη 28 (1987), 1222.


337
ΕφΑθ 29/2010, ΕφΑΔ 3 (2010), 725· ΑΠ 281/1997, ΕΕΝ 1998, 504.
338
ΑΠ 829/91, ΕΕΝ 49, 541· ΑΠ 795/1979, ΝοΒ 28 (1980), 71· ΕφΑθ 5847/1998, ΕλλΔνη 40 (1999),

1376· ΕφΑθ 10601/1995, ΕλλΔνη 39 (1998) 148· ΠολΠρΘεσ 3167/2011, ΕφΑΔ 4 (2011), 217

111
Μέρος Δεύτερο: Έννομη Προστασία του τρίτου

διαιτητικής απόφασης βασίζεται μόνο τους περιοριστικά απαριθμούμενους λόγους του άρθ.

5 ΣΝΥ, μοναδική βάση για τον περιορισμό των δεσμευτικών ενεργειών της απόφασης ως

προς τον τρίτο μπορεί να αποτελέσει η προσβολή της διεθνούς δημόσιας τάξης της Ελλά-

δας. Και αυτό διότι δεν πρέπει να είναι ανεκτό ο τρίτος να δεσμεύεται και να επηρεάζεται

από απόφαση στην οποία δεν είχε το δικαίωμα να προβάλει τους ισχυρισμούς του, χωρίς

παράλληλα να του χορηγείται η δυνατότητα εκ των υστέρων ( κατασταλτικά) να προβεί σε

περιορισμό ως προς αυτόν των ενεργειών τούτων. Από τη στιγμή μάλιστα που η τριτανα-

κοπή έχει συνταγματικό έρεισμα, λόγω του σκοπού στον οποίο κατατείνει, τυχόν αποστέ-

ρησή της φαίνεται να προσβάλει την διεθνή δημόσια τάξη της Ελλάδας.

Βέβαια πρέπει να παρατηρηθεί, ότι ο επηρεαζόμενος τρίτος , στην περίπτωση που

δεν προβλέπεται η άσκηση τριτανακοπής κατά διαιτητικής απόφασης στο δίκαιο του τόπου

έκδοσης αυτής, θα πρέπει να προσβάλλει με τριτανακοπή την απόφαση που κηρύσσει δε-

σμευτική και εκτελεστή την διαιτητική απόφαση σε κάθε χώρα που αυτό ζητείται339, εφόσον

τούτο επιτρέπεται.

339
Hanotiau/Schwartz, Multiparty Arbitration, σελ. 63.

112
Τελικές παρατηρήσεις

Τελικές παρατηρήσεις
Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το νομοθε-

τικό πλαίσιο της προστασίας του τρίτου στην διεθνή εμπορική διαιτησία. Στο πρώτο μέρος

ασχοληθήκαμε με την αρχή του προβλήματος, την έννοια του τρίτου. Διαπιστώσαμε ότι

αυτός μόνο αρνητικά μπορεί να προσδιοριστεί, εφόσον έχουμε καταλήξει στο ποιος θεω-

ρείται μέρος της διαιτητικής συμφωνίας και διάδικος. Παρατηρήσαμε όμως ότι ιδιωτική συμ-

φωνία μπορεί να καταλαμβάνει και πρόσωπα τα οποία δεν υπήρξαν συμβαλλόμενα σε αυ-

τήν, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις της διαδοχής, της σύμβασης υπέρ τρίτου, της

άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου και του ομίλου επιχειρήσεων. Έπειτα δια-

πιστώσαμε ότι μέρος της διαδικασίας μπορεί να είναι όχι μόνο οι αρχικοί διάδικοι, αλλά και

τρίτοι οι οποίοι εκ των υστέρων έχουν παρέμβει σε αυτήν. Θεμέλιο αυτής της παρέμβασης

μπορεί να είναι είτε η διαιτητική συμφωνία από την οποία καταλαμβάνονται, είτε το έννομο

συμφέρον που έχουν εξαιτίας του επηρεασμού τους από την διαιτητική απόφαση. Διακρί-

ναμε όμως την παρέμβαση σε εκούσια και αναγκαστική και καταλήξαμε ότι η πρώτη δεν

είναι δυνατή αν δεν το επιθυμεί ο τρίτος, ελλείψει της συναίνεσης του προς τούτο. Τέλος,

ασχοληθήκαμε με τις έννομες συνέπειες που παράγει μία διαιτητική απόφαση, και παρατη-

ρήσαμε ότι αυτή μπορεί να παράγει τόσο διαπλαστική ενέργεια όσο και παρεπόμενες συ-

νέπειες, ενώ το δεδικασμένο της μπορεί να τριτενεργεί, ώστε τρίτα μέρη να επηρεάζονται

από αυτές τις έννομες συνέπειες και να χρήζουν έννομης προστασίας.

Στο δεύτερο μέρος καταπιαστήκαμε με αυτήν ακριβώς την έννομη προστασία του

τρίτου. Αρχικά διαπιστώσαμε ότι η παρεχόμενη από το νόμο αγωγή ακύρωσης δεν είναι

αρκετή για την προστασία αυτού, ώστε να πρέπει να εξεταστεί αν υπάρχει κάποιο άλλο

ένδικο βοήθημα το οποίο παρέχει επαρκή έννομη προστασία. Έτσι αμφιταλαντευτήκαμε

στο κατά πόσο η ανακοπή ή η τριτανακοπή είναι το αρμόζον όχημα για την έννομη αυτή

προστασία, έχοντας όμως αρχικά διαπιστώσει ότι το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί να απο-

τελέσει αποδεκτή της συνταγματικής επιταγής για παροχή έννομης προστασίας. Στο δί-

λημμα μεταξύ ανακοπής και τριτανακοπής την απάντησή μας έδωσε η φύση της διαιτητικής

απόφασης. Εννοιολογικά, αυτή αποτελεί δημόσιο έγγραφο ενώ εμπίπτει στην έννοια των

113
Τελικές παρατηρήσεις

δικαστικών αποφάσεων. Έχοντας, λοιπόν, καταλήξει ότι η διαιτητική απόφαση μπορεί να

προσβληθεί και με τριτανακοπή, αναφερθήκαμε τις προϋποθέσεις παραδεκτού αυτής και

στο αρμόδιο δικαστήριο. Ως προς το τελευταίο καταλήξαμε ότι αρμόδιο είναι είτε το διαιτη-

τικό δικαστήριο είπε το δικαστήριο το οποίο θα είχε αρμοδιότητα για την εκδίκαση της κύριας

διαφοράς αν έλειπε η διαιτητική συμφωνία. Τέλος, ασχοληθήκαμε και με την περίπτωση

προστασίας του τρίτου από αλλοδαπή διαιτητική απόφαση η οποία κηρύσσεται δεσμευτική

και εκτελεστή στην Ελλάδα.

[…]

114
Βιβλιογραφία

Βιβλιογραφία

Bassiri Niuscha/Maarten Draye (eds), Arbitration in Belgium, 2016

Born, International Arbitration: Law and Practice, 20152

Born, International Commercial Arbitration, τ. Ι-ΙΙΙ, 20142

Brekoulakis/Lew/et al. (eds), The Evolution and Future of International Arbitration, 2016

Dine Janet/Koutsias Marios, Company Law, 20097

El Ahdab Abdul Hamid/Jalal El-Ahdab, Arbitration with the Arab Countries, 2011

Gaillard Emmanuel/John Savage (eds), Fouchard Gaillard Goldman on International Com-

mercial Arbitration, 1999

Hanotiaou/Schwartz (ed), Multiparty Arbitration, 2010

Hanotiau, Complex Arbitrations: Multiparty, Multicontract, Multi-Issue and Class Actions,

International Arbitration Law Library, Volume 14, 2006

ICCA's Guide to the Interpretation of the 1958 New York Convention: A Handbook for

Judges, 2011

Jacob/Hooft, Arbitrating under the 2012 ICC Rules, 2012

Jan van den Berg Albert (ed), Yearbook Commercial Arbitration 1994 - Τόμος XIX (19),

1994

Kim Keechang/Mitchenson Jason, 'Voluntary Third-Party Intervention in International Arbi-

tration for Construction Disputes: A Contextual Approach to Jurisdictional Issues', Jour-

nal of International Arbitration, 2013, Τόμος 30 Τεύχος 4

Klausegger Christian/Peter Klein, et al. (eds), Austrian Yearbook on International Arbitra-

tion 2014

Koch Christopher, Judicial activism and the limits of institutional arbitration in multiparty

disputes, ASA Bulletin, 2010

Lew/Mistelis/et al., Comparative International Commercial Arbitration, 2003

Mayoson/French/Ryan, Company Law, 200926

Paulsson, The 1958 New York Convention in Action,2015

115
Βιβλιογραφία

Paulsson Jan/Lise Bosman (eds), ICCA International Handbook on Commercial Arbitration

Pinsolle P., Private enforcement of European Community competition rules by arbitrators,

Int. ALR, 2004

Poole Jill, Textbook on Contract Law, 20068

Rouche Jean/Gerald H. Pointon, et al., French Arbitration Law and Practice: A Dynamic

Civil Law Approach to International Arbitration, 20092

Rubino-Sammartano Mauro, 'New International Arbitration Legislation in Italy', Journal of

International Arbitration, 1994

Sanders Pieter (ed), Yearbook Commercial Arbitration 1982-Τόμος VII

Sealy/Worthington, Cases and Materials in Company Law, 20078

Tampieri Tiziana, 'International Arbitration and Impartiality of Arbitrators-The Italian Per-

spective', Journal of International Arbitration, 2001

Verbist /Schäfer et al., ICC Arbitration in Practice, 20152

Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιρειών – Προσωπικές και κεφαλαιουχικές εταιρείες,

2012

Απαλαγάκη, ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τ. Ι-ΙΙ, 2006

Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ: Ερμηνευτική-Νομολογιακή ανάλυση κατ’ άρθρο (ΚΠολΔ), τ. Α'-Δ’,

1996

Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, 20172

Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αποδείξεως, 19862

Γέσιου-Φαλτσή, Η πολιτική δίκη σε κίνηση, ΙΙα, 1985

Γέσιου-Φαλτσή, Η προσβολή των εγγράφων ως πλαστών εις την πολιτικήν δίκη, τιμ. Τόμος

Γ.Θ.Ράμμου

Γεωργιάδης Αστ., Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, Ι, 20075

Γεωργιάδης Αστ., Εισαγωγή και θεμελιώδεις έννοιες αστικού δικονομικού δικαίου, 20043

Γεωργιάδης, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, 2007

Γεωργιάδης/Σταθόπουλος, Αστικός Κώδικας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τ. Ι-V

116
Βιβλιογραφία

Γραμματικάκη-Αλεξίου/Παπασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 20104

Δαγτόγλου, Συνταγματικό δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, 2012

Ζέπος, Ενοχικόν δίκαιον, Α’, Γενικό Μέρος, 1969

Θεοχάρης, Η διαμεσολάβηση ως μέσο εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών, 2015

Καΐσης, Ακύρωση διαιτητικών αποφάσεων, Δογματική θεμελίωση των λόγων ακύρωσης

που αφορούν στη συμφωνία περί διαιτησίας και στο διαιτητικό δικαστήριο, 19892

Καΐσης, Προδικαστική Παραπομπή ad hoc Διαιτητικών Δικαστηρίων, Αφιέρωμα στον Κων-

σταντίνο Βαβούσκο, Β’ τόμος, 1990

Καλαβρός, Ακύρωση και ανυπαρξία διαιτητικών αποφάσεων, 2017

Καλαβρός, Δίκαιο της διαιτησίας, Ι. Εσωτερική διαιτησία, τεύχος Α’ Εισαγωγή (Διαιτησία),

2011

Καλαβρός, Ζητήματα δεδικασμένου, διαπλαστικής ενέργειας και τριτανακοπής, ΕλλΔνη

1987

Καλαβρός, Θεμελιώδη ζητήματα του δικαίου της διαιτησίας (Θεμελιώδη ζητήματα), 2011

Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία - Γενικό Μέρος, 2017

Καλαβρός, Τα υποκειμενικά όρια των ενεργειών των διαπλαστικών αποφάσεων, Δ 1983

Καλαβρός/Κολοτούρος, Η δίκη διαζυγίου – Αντικείμενο δίκης και διαδικασία, 2001

Καργάδος, Η ανακοίνωσις της διαιτητικής δίκης – Εν σημείον επαφής ουσιαστικού και δι-

κονομικού δικαίου, ΝοΒ 1977

Κασιμάτης/Μαυριάς, Ερμηνεία του Συντάγματος, 2001

Κασιμάτης, Ο δικαστικός έλεγχος των διαιτητικών αποφάσεων, 1998

Κεραμεύς, Αστικό δικονομικό δίκαιο, Γενικό μέρος, 1986

Κεραμεύς, Ένδικα μέσα, 20043

Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Συνεργάτης), ΚΠολΔ ΙΙ, 2001

Κόμνιος, Η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος από διαιτητικά δικαστήρια, ΕφΑΔ 5 (2016)

Κουσούλης, Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’ άρθρο (Διαιτησία), 2004

Κουσούλης, Δίκαιο της διαιτησίας, 2006

117
Βιβλιογραφία

Κουσούλης, Η δέσμευση τρίτου από το δεδικασμένο, 2007

Κουσούλης, Η κύρια παρέμβαση στην πολιτική δίκη, 1987

Κουσούλης, Θεμελιώδη προβλήματα της διαιτησίας (Θεμελιώδη προβλήματα), 1996

Κουσούλης, Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, 1992

Μαντάκου, Η κατάρτιση της συμφωνίας διαιτησίας στη διεθνή συναλλαγή (δ.δ.), 1998

Μαρκουλάκης, Το διαδικαστικό πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου των διαιτητικών αποφά-

σεων, 2014

Μητσόπουλος/Ποδηματά, Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου διαιτητικής απόφασης - Γνμδ.,

ΝοΒ 2007 (55)

Μπέης, Η ανίσχυρος διαδικαστική πράξις, 1968

Μπέης, Η έννοια, λειτουργεία και φύσις της δικαστικής αποφάσεως,1972

Μπέης, Μαθήματα πολιτικής δικονομίας, Αναγκαστική Εκτέλεση, 19842

Μπέης, Μαθήματα πολιτικής δικονομίας, Θεμελιακές έννοιες, 1984

Μπέης, Παρατηρήσεις υπό την ΑΠ 340/1998, Δ 29 (1998)

Μπέης, Πολιτική Δικονομία - Γενικές αρχές και ερμηνεία των άρθρων, 1973-2005

Μπέης, Μαθήματα πολιτικής δικονομίας, Ένδικα μέσα και ανακοπές, 1983

Μπέης/Καλαβρός/Σταματόπουλος, Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, Ι – Γενικό μέρος,

1999

Μπρακατσούλας, Ανακοπή Ερημοδικίας, Ανακοπή και Τριτανακοπή, 1988

Νίκας, Εγχειρίδιο Δικαίου Αναγκαστικής Εκτελέσεως, 2012

Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2017

Νίκας, Ο δικαστικός συμβιβασμός, 1984

Νικολόπουλος, Αναγκαστική Εκτέλεση, 20122

Νικολόπουλος, Δίκαιο Αποδείξεως, 20122

Οικονομόπουλος, Τα δικονομικά αποτελέσματα της συμφωνίας περί διαιτησίας επί πολιτι-

κής δίκης η οποία έχει το αυτό με την συμφωνίαν αντικείμενο, Δ 9 (1978)

Πανταζόπουλος, Η τριτανακοπή κατά της διαιτητικής απόφασης, Αρμ 5 (1988)

118
Βιβλιογραφία

Πανταζόπουλος, Η τριτανακοπή κατά τον ΚΠολΔ, 1989

Πανταζόπουλος, Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής κατά τον ΚΠολΔ, 2014

Παπαδάκης, Διαταγή πληρωμής, 2012

Παπαδόγιαννης, Ισχύς των ρητρών διαιτησίας και παρεκτάσεως αρμοδιότητας έναντι των

τρίτων εκδοχέων απαιτήσεως ή κομιστού τίτλου εξ οπισθογραφήσεως, ΝοΒ 43 (1995)

Παρασκευόπουλος, Η διαιτησία κατά τον ΚΠολΔ, 1982

Ράμμος, Εχγειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, Δ, 1985

Ράμμος, Περί κυρίας παρεμβάσεως, 1931

Ράμμος, Περί προσθέτου παρεμβάσεως, 1932

Ρεντούλης, Η τριτανακοπή στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο, Δ 36 (2005)

Ρούβλιας/Σταφυλοπάτης, Διαιτησία – Θεωρία, Νομοθεσία, Νομολογία, 2016

Σταθόπουλος, Επίτομο Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004

Σταμάτης, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, 20098

Τριάντος, Διαταγή πληρωμής, 2014

Χριστοδούλου, Η Οδηγία 2008/52 για τη διαμεσολάβηση στις ιδιωτικές διαφορές, ΝοΒ 58

(2010)

119

You might also like