Professional Documents
Culture Documents
ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ -Λ-480
ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ -Λ-480
ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ -Λ-480
σίντην· θῶες μέν τε διέτρεσαν, αὐτὰρ ὃ δάπτει· πα στο βουνό κι η τύχη το 'φέρε να ξεπροβάλει λιόντας
ὥς ῥα τότ᾽ ἀμφ᾽ Ὀδυσῆα δαΐφρονα ποικιλομήτην αρπαχτικός, κι ως κείνα εσκόρπισαν, το τρώει με βιάση ετούτος'
Τρῶες ἕπον πολλοί τε καὶ ἄλκιμοι, αὐτὰρ ὅ γ᾽ όμοια και τότε τον πολύβουλο πολέμαρχο Οδυσσέα
ἥρως Τρώες αντρειωμένοι πλήθος κύκλωναν, κι αυτός με το κοντάρι
ἀΐσσων ᾧ ἔγχει ἀμύνετο νηλεὲς ἦμαρ. χιμώντας πάσκιζε απ᾿ τον άσπλαχνο πώς να γλιτώσει Χάρο.
Κι ήρθεν ο Αίας με το σκουτάρι του, περίτρανο σαν πύργος,
485 Αἴας δ᾽ ἐγγύθεν ἦλθε φέρων σάκος ἠΰτε πύργον,
και στάθη δίπλα του, και σκόρπισαν οι Τρώες εδώθε εκείθε.
στῆ δὲ παρέξ· Τρῶες δὲ διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος.
Τότε ο Μενέλαος ο πολέμαρχος κρατώντας του το χέρι
ἤτοι τὸν Μενέλαος ἀρήϊος ἔξαγ᾽ ὁμίλου
τον έβγαλε έξω, ωσόπου ο ακράνης του του ζύγωσε τ᾿ αμάξι,
χειρὸς ἔχων, εἷος θεράπων σχεδὸν ἤλασεν
Κι ο μέγας Αίας στους Τρώες χιμίζοντας τον Πάνδοκο σκοτώνει
ἵππους.
Αἴας δὲ Τρώεσσιν ἐπάλμενος εἷλε Δόρυκλον
500 ἀνδρῶν πῖπτε κάρηνα, βοὴ δ᾽ ἄσβεστος ὀρώρει πέφταν πολλά στο χώμα κι άσβηστος ο αλαλητός σκωνόταν
Νέστορά τ᾽ ἀμφὶ μέγαν καὶ ἀρήϊον Ἰδομενῆα. τρογύρα στον τρανό το Νέστορα, στο γαύρο Ιδομενέα.
Ἕκτωρ μὲν μετὰ τοῖσιν ὁμίλει μέρμερα ῥέζων Μέσα σ᾿ αυτούς ο μέγας Έχτορας, σ᾿ έργα φριχτά μπλεγμένος,
ἔγχεΐ θ᾽ ἱπποσύνῃ τε, νέων δ᾽ ἀλάπαζε φάλαγγας· κοντάρι κυβερνούσε κι άλογα, και σκότωνε αντρειωμένους.
οὐδ᾽ ἄν πω χάζοντο κελεύθου δῖοι Ἀχαιοὶ Μα κι έτσι οι Αργίτες οι αρχοντόγεννοι δε θα 'στρεφαν να φύγουν
αν της Ελένης της ωριόμαλλης το ταίρι, ο Πάρης, πάνω
505 εἰ μὴ Ἀλέξανδρος Ἑλένης πόσις ἠϋκόμοιο
στο δεξιόν ώμο δεν ελάβωνε με τρίκοχη σαγίτα
παῦσεν ἀριστεύοντα Μαχάονα ποιμένα λαῶν,
το ρήγα το Μαχάονα, κόβοντας την περισσήν αντρεία του.
ἰῷ τριγλώχινι βαλὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον.
Κι ο φόβος έζωσε τους άτρομους Αργίτες όλους τότε,
τῷ ῥα περίδεισαν μένεα πνείοντες Ἀχαιοὶ
μη γείρει η ζυγαριά του πόλεμου κι οι Τρώες τους τον σκοτώσουν.
μή πώς μιν πολέμοιο μετακλινθέντος ἕλοιεν.
510 αὐτίκα δ᾽ Ἰδομενεὺς προσεφώνεε Νέστορα δῖον· Κι ευτύς ο Ιδομενέας στο Νέστορα το θείο μιλάει γυρνώντας:
ὦ Νέστορ Νηληϊάδη μέγα κῦδος Ἀχαιῶν « Γιε του Νηλέα, ρηγάρχη Νέστορα, των Αχαιών η δόξα,
ἄγρει σῶν ὀχέων ἐπιβήσεο, πὰρ δὲ Μαχάων ομπρός, ανέβα πα στο αμάξι σου και το Μαχάονα πάρε
βαινέτω, ἐς νῆας δὲ τάχιστ᾽ ἔχε μώνυχας ἵππους· μαζί, και τρέξε τα μονόνυχα τ᾿ άτια στα πλοία με βιάση·
ἰητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων τι ένας γιατρός αξίζει σίγουρα πολλούς ανθρώπους άλλους·
σαγίτες άνασπάει και βότανα μαλαχτικά απιθώνει.»
515 ἰούς τ᾽ ἐκτάμνειν ἐπί τ᾽ ἤπια φάρμακα πάσσειν.
Αυτά είπε, κι ο γερήνιος Νέστορας ακούει ο αλογολάτης,
ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ.
κι ευτύς στο αμάξι ανέβη παίρνοντας και το Μαχάονα δίπλα,
αὐτίκα δ᾽ ὧν ὀχέων ἐπεβήσετο, πὰρ δὲ Μαχάων
τον Ασκληπιό που 'χε, τον άψεγο το γιατρευτή, πατέρα.
βαῖν᾽ Ἀσκληπιοῦ υἱὸς ἀμύμονος ἰητῆρος·
Δίνει βιτσιά μεμιάς στ᾿ αλόγατα, πού πρόθυμα πέταξαν
μάστιξεν δ᾽ ἵππους, τὼ δ᾽ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην