Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 9

Ραψ.

Ω στ 77-216

ωρτο :(<ρ. όρνυμι: κινώ , παρακινώ ,


σηκώνομαι ) κίνησε
παιπαλοέσσα:
παιπαλόεις, -εσσα, -εν τραχύς, απότομος,
απόκρημνος,αυτός που έχει πολλές στροφές,
ανώμαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παιπάλη: αχνη, σκόνη, ψιλό
αλεύρι]
πόντος: Επικ. (γεν. ποντόφιν·) θάλασσα, ιδίως,
ανοιχτό πέλαγος
ικέλη: (<ίκελος: Ιωνικό κ επικό του είκελος:
σαν/όμοια όπως)
μολυβδαίνη: το μολυβδένιο βαρίδιο που
βάζουν στο αγγίστρι
όρουσεν: (<ρ.
ὀρούω):
(ὄρνυμι:κινώ,ανακινώ,διεγείρω,σηκώνω,παπαρ ),
παροτρύνω)
Επικ. ὄ ρουσα· σηκώνομαι και ορμώ βίαια σε,
κινούμαι γρήγορα, εφορμώ, σπεύδω, ορμώ
προς τα μπρος
εμβεβαυία:(εμβαίνω: μπαίνω,εισέρχομαι
ωμιστής: αυτός που τρώει ωμό κρέας, ο
σκληρός, ο απάνθρωπος
ομηγερέες:(ομός + αγείρω:) συναθροισμένος,
συγκεντρωμένος
αμύμων: άμεμπτος, άμωμος, ευγενής,
εξαίρετος, αξιότιμος, αξιοσέβαστος
ἐριβώλαξ, ὁ, ἡ
1. αυτός που έχει μεγάλους βώλους χώματος
(για εύφορη γη)
2. πολύ εύφορος, γόνιμος
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + βώλαξ «όγκος
χώματος»].
ἀγχοῦ :(ἄγχι: ἐγγύς ,πλησίων) κοντά , πλησίον
ὄρσο : (< ὄ ρνυμι)
ἐμπρος,σηκω
άφθιτα :(<φθίνω) άφθαρτος, ακατάλυτος,
αθάνατος, αιώνιος
ακαταγώνιστος, αμετάβλητος,
αμετάτρεπτος,ακατάπαυστος, αδιάλειπτος.
μήδεα : (<μήδος)σκεψη,βούληση
ἄνωγα:(πρκμ. επικ. με σημασία ενεστ.)
1. (για βασιλείς και άρχοντες) παραγγέλλω,
διατάσσω
2. (μεταξύ ίσων και για κατώτερους)
συμβουλεύω, παρακινώ, προτρέπω
άχέω: θρηνώ (αχεύω)
άλιος: ανώφελος, άστοχος
λιάζετο:(<λιαζομαι) υποχωρω,
ἀϊχθήτην : (<ἀΐσσω ) κινούμαι με αστραπιαία
κι ορμητική κίνηση, ορμώ, ρίχνομαι,
απαστράπτω όπως το φως
εὔφρηνα :(<ευφραίνω) εὐθυμα ,χαρόυμενα
ἐπέεσσι : <έπος
ὤρεξε: (<ὀρέγω)
α) εκτείνω, απλώνω
β) δίνω απλώνοντας τα χέρια, παρέχω
ἄλαστος: (για καταστάσεις)
α. αλησμόνητος, αξέχαστος
β.αφόρητος, δεινός
πτολίπορθος: [ῐ], -ον (πέρθω), αυτός που
λεηλατεί ή κυριεύει πόλεις [ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις,
επικ. τ. του πόλις + -πορθος (< πέρθω
«ερημώνω, αφανίζω, λεηλατώ»)]
κῦδος: -εος, τό, δόξα, φήμη, ιδίως στον
πόλεμο
προτιάπτω: δωρικό του προσάπτω / εδώ δίνω
σε κάποιον κάτι, παρέχω, χορηγώ ή απονέμω
αἶψα: ταχέως, μετὰ ταχύτητος, αἴ φνης, ε ὐ
θύς
επίτειλον:(<ἐπιτέλλω) διατάσσω, δίνω εντολή,
παραγγέλλω
σκύζομαι: Επικ. είμαι θυμωμένος ή οργισμένος
με κάποιον, αγανακτώ, κακιώνω,
χολόω: μέλ. -ώσω, Επικ. απαρ. χολωσέμεν,
αόρ. αʹ ἐ κεχολ ῶ σθαι : χολόω · κάνω
κάποιον να θυμώσει, προκαλώ, εξοργίζω
κορωνίς: -ίδος, ἡ, αιτ. -νίν (κορωνός), με
λυγισμένο ράμφος, καμπυλωτός, κυρτός,
λέγεται για πλοία, από το σχήμα της πλώρης
και της πρύμνης
μεγαλήτωρ: μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ (ο)- + -ήτωρ (< ἦ τορ
«καρδιά»)]
εφήσω: (<εφίημι) στέλνω σε κάποιον ιήνη :
(<ιαίνω)θεραπεύω, γιατρεύω, ευφραίνω,
ανακουφίζω
Κάρηνον: κεφάλι (λέγεται για τις
βουνοκορφές)
αίξασα :(<ἀΐσσω )
ἁδῐνός: -ή, -όν, συμπιεσμένος,
συμπυκνωμένος, συσσωρευμένος,
συγκεντρωμένος, συμπαγής, πυκνός (ἁ διν ὰ
δάκρυα, άφθονα δάκρυα,) .
2. βίαιος, ηχηρός, λέγεται για ήχους,
δυνατά, βίαια
ἐσσύμενος: . (σεύω) βιαστικός, βίαιος,
σφοδρός, ανυπόμονος, πρόθυμος, ορμητικός
επένοντο:(πένομαι) εδώ μοχθώ,
δουλεύω , κοπιάζω
εντύνοντο: εφοδιάζω, εξοπλίζω
εδώ ετοιμάζω(γεύμα)
ὄϊς : κριάρι , πρόβατο
λάσιος: μαλλιαρός, δασύς, δασύτριχος,
πυκνόμαλλος
ἱερεύω: ( ιων. τ. ἱ ρεύω)
θυσιάζω, σφάζω ζώο για συμπόσιο Πότνια:(ως
τιμητική προσφώνηση θεάς ή εξέχουσας
θνητής γυναίκας) ως ουσ. βασίλισσα,
δέσποινα, κυρία
κατέρεξεν :(καταρρέζω) θωπεύω, χαϊδεύω
δηρός: μακρός, μακράς διάρκειας, πάρα πολύ,
για πολύν καιρό
ξύνες: (ξυνίημι/συνίημι) εννοώ,
αντιλαμβάνομαι, ακούω, καταλαβαίνω
άποινα: λύτρα
ἀπαμείβομαι : απαντώ, αποκρίνομαι
ἄνωγα (πρκμ. επικ. με σημασία ενεστ.)
1. (για βασιλείς και άρχοντες) παραγγέλλω,
διατάσσω
2. (μεταξύ ίσων και για κατώτερους)
συμβουλεύω, παρακινώ, προτρέπω
3. φρ. «αὐτὸν θυμὸς ἀνώγει» — η ψυχή του
τον προτρέπει, τον αναγκάζει
Πρόφρονος: ο πρόθυμος, που έχει πρόθυμη
ψυχή
ἕδος: -εος, τό (ἕ ζομαι)· μέρος που μπορεί να
καθίσει κάποιος. έδρα, θρόνος, κάθισμα,
κατοικία, διαμονή,
ταρβος: φόβος
οπάσσω: επικό του
ὀπάζω = στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως
ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον
να ακολουθήσει
ἐρύκω : συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση
κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω
ἀλιτήμων: αμαρτωλός, ανόσιος, αλιτήριος
ἐνδυκέως: με επιμέλεια, πρόθυμα, εγκάρδια
πεφιδήσεται:
(εφείδομαι) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο,
λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι
κιχάνω: ( και κιγχάνω) συναντώ, βρίσκω,
πετυχαίνω
γόος: θρήνος, βόγγος μοιρολόι
φύρω:ανακατεύω κάτι ξηρό με κάτι υγρό,
κυρίως με την έννοια της καταστροφής, όπως
δηλαδή ρυπαίνω ή μιαίνω, δάκρυσιν εἵ ματ' ἔ
φυρον, έβρεξαν τα ενδύματά τους με δάκρυα
ἐντυπάς: δυνατά, σφιχτά, εντυπωδώς
προσαυδάω: μιλώ, προσφωνώ
τυτθόν: εδώ χαμηλόφωνα
γυῖον: μέλος του σώματος. (τον κατέλαβε
φόβος σε όλα τα μέλη του σώματός του)
ὄσσομαι : βλέπω , προαναγγέλω ,προοιωνίζω
πειρινθα: καλάθι κηώης: αυτός που
μοσχομυρίζει
κεχόνδει : χανδανω= περιλαμβάνω , χωράω
αἰνός: δεινός, φοβερός, τρομερός, σκληρός,
φρικτός, τρομακτικός
κωκύω: θρηνώ, μοιρολογώ, κραυγάζω
(Κωκυτός: κραυγές πένθους, ολυλιγή) οίχομαι:
πηγαίνω ή έρχομαι
εξαναρίζω: σκοτώνω, εξοντώνω επινέω:
γνέθω
ἆσαι: συνηρ. αντί ἀ άσαι, απαρ. αορ. αʹ του ἀ
άω, πληγώνω
χορταίνω· ἄσαιμι,
ἄντῐτος: -ον, ποιητ. αντί ἀντίτιτος,
αμειβόμενος, αποπληρωμένος, τιμωρημένος
Ἀλεωρή : ἀποφυγή ,υποχώρηση

You might also like