Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 3

Ραψ.Ὠ στ.

659-800
ῥέζω: κάνω, πράττω, ενεργώ, εκτελώ,
καταφέρνω, κατορθώνω
εἴλω: περικλείω, πιέζω
δεδμημένος: <δάμνημι =δαμάζω, καταβάλλω
μάρπτω: συλλαμβάνω, αρπάζω, πιάνω
ὁρμαίνω:ορμή ανακινώ κάτι στο μυαλό μου, •
σκέπτομαι, συλλογίζομαι
δήϊος, -η, -ον (Α) . δάιος.εχθρικός, ολέθριος
δινήεις, -εσσα, -εν (δίνη: κυκλική περιστροφή,
στρόβιλος, υδατοστρόβιλος) 1. (για ρεύματα)
αυτός που έχει πολλές δίνες, ορμητικός
εἰσνοέω: παρατηρώ, διακρίνω
τίλλω :τραβαω τα μαλλια μου
ὅμῑλος: ὁ (ὁμός, ἴλη),· κάθε συναθροισμένο
πλήθος
οὐρεύς: -ῆος, ὁ, Ιων. αντί ὀρεύς· I. μουλάρι,
II. = οὖρος, φύλακας, φρουρός
ἄσεσθε: βʹ πληθ. Μέσ. μέλ. του ἄω, χορταίνω.
τρητός: γεμάτος τρύπες, διάτρητος
ῥύσκευ : < ῥύομαι (αποθ.) απαλλάσσω
κάποιον από κίνδυνο, λυτρώνω, διασώζω
οχέομαι: κουβαλώ
ὀδάξ : με τα δόντια, δαγκωτά. [ Το επίρρ. ὀ
δάξ, κατά την επικρατέστερη άποψη,
προέρχεται από συμφυρμό του ὀ δών και του
ρ. δάκνω «δαγκώνω»]
ἄσπετος: -ον (εἰπε ῖν), ανείπωτος,
ανέκφραστος, απερίγραπτα μεγάλος
οὖδας: η επιφάνεια της γης, έδαφος, χώμα
ἀρᾱτός: Ιων. (ἀράομαι) , καταραμένος,
επικαράτατος, ολέθριος
πέρνασχ' :(πέρνασκε) πέρνημι=εξάγω προς
πώληση, πουλώ ως σκλάβο
ἀτρύγετος: -η, -ον (τρ ῠγάω), αυτός που δεν
παρέχει σοδειά, άκαρπος, λέγεται για τη
θάλασσα
τανάηκες: (για λόγχη ή ξίφος) αυτός που έχει
επιμήκη ή οξεία αιχμή, κοφτερός
ῥυστάζω: θαμιστικό του *ρύω = ἐρύω, σύρω
πέρα δώθε, περιφέρω βιαίως, τραβολογώ
ερσήεις: δροσερός
ἀγᾰνός: -ή, -όν, ήπιος, γλυκός, μαλακός,
πράος, ευγενικός, ήρεμος πόσις: σύζηγος,
άντρας
παραιφαμενος : παράφημι = π-οιητ. μιλώ
ευγενικά, συμβουλεύω
πῆμα: -ατος, τό (πρβλ. πάσχω),· πόνος,
δυστυχία, συμφορά, θλίψη
ἠριγένεια: (για την Ηώ) αυτή που γεννήθηκε
πρωί. ἦρι: Επικ. επίρρ., πρωί, νωρίς,
καταστορέννυμι: εκτείνω, απλώνω κάτι από
πάνω, καλύπτω, σκεπάζω με κάτι [κατ(α)- +
στορέννυμι «στρώνω»]
κίον: Επικ. αντί ἔκιον, παρατ. του κίω=
πηγαίνω, πορεύομαι

You might also like