Α' ΚΛΙΣΗ

You might also like

Download as odt, pdf, or txt
Download as odt, pdf, or txt
You are on page 1of 3

Α’ ΚΛΙΣΗ

Η α’ κλίση περιλαμβάνει ουσιαστικά μόνο αρσενικού και θηλυκού γένους.

Σε -ας & -ης Σε -α & -η


• Αρσενικά σε -ας

(π.χ. ταμίας, νεανίας, λοχίας, κοχλίας, τραυματίας, κλπ)

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον. ὁ νεανί-ας λοχίας ταμίας κοχλίας τραυματίας
Γεν. τοῦ νεανί-ου λοχίου ταμίου κοχλίου τραυματίου
Δοτ. τῷ νεανί-ᾳ λοχίᾳ ταμίᾳ κοχλίᾳ τραυματίᾳ
Αιτ. τὸν νεανί-αν λοχίαν ταμίαν κοχλίαν τραυματίαν
Κλητ. ὦ νεανί-α λοχία ταμία κοχλία τραυματία

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον. οἱ νεανί-αι λοχίαι ταμίαι κοχλίαι τραυματίαι
Γεν. τῶν νεανι-ῶν λοχιῶν ταμιῶν κοχλιῶν τραυματιῶν
Δοτ. τοῖς νεανί-αις λοχίαις ταμίαις κοχλίαις τραυματίαις
Αιτ. τοὺς νεανί-ας λοχίας ταμίας κοχλίας τραυματίας
Κλητ. ὦ νεανί-αι λοχίαι ταμίαι κοχλίαι τραυματίαι

• Αρσενικά σε -ης

( π.χ. στρατιώτης, κριτής, πολίτης, προδότης, νησιώτης, ποιητής, μαθητής,


βουλευτής, αθλητής, δεσμώτης, προφήτης, κλπ)

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ονομαστική ὁ ποιητ-ής στρατιώτ-ης κριτής
Γενική τοῦ ποιητ-οῦ στρατιώτ-ου κριτοῦ
Δοτική τῷ ποιητ-ῇ στρατιώτ-ῃ κριτῇ
Αιτιατική τὸν ποιητ-ήν στρατιώτ-ην κριτήν
Κλητική ὦ ποιητ-ά στρατιῶτ-α κριτά
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ονομαστική οἱ ποιητ-αί στρατιῶτ-αι κριταί
Γενική τῶν ποιητ-ῶν στρατιωτ-ῶν κριτῶν
Δοτική τοῖς ποιητ-αῖς στρατιώτ-αις κριταῖς
Αιτιατική τοὺς ποιητ-άς στρατιώτ-ας κριτάς
Κλητική ὦ ποιητ-αί στρατιῶτ-αι κριταί

• Θηλυκά σε -ης

( π.χ. τιμή, κώμη, ψυχή, μουσική, κεφαλή, βλάβη , δίκη, κλίνη, νύμφη, κλπ)

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ονομαστική ἡ κώμ-η τιμὴ ψυχ-ή
Γενική τῆς κώμ-ης τιμῆς ψυχ-ῆς
Δοτική τῇ κώμ-ῃ τιμῇ ψυχ-ῇ

Αιτιατική τὴν κώμ-ην τιμὴν ψυχ-ήν


Κλητική ὦ κώμ-η τιμὴ ψυχ-ή

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ονομαστική αἱ κῶμ-αι τιμαί ψυχ-αί
Γενική τῶν κωμ-ῶν τιμῶν ψυχ-ῶν
Δοτική ταῖς κώμ-αις τιμαῖς ψυχ-αῖς
Αιτιατική τὰς κώμ-ας τιμάς ψυχ-άς
Κλητική ὦ κῶμ-αι τιμαί ψυχ-αί

• Θηλυκά σε -α

(π.χ. ὥρα, γλῶσσα, αλήθεια, στρατιά, τράπεζα, πολιτεία, βοήθεια, φρουρά,


θάλασσα, κλπ)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον. ἡ πολιτεί-α ὥρ-α ἀλήθει-ᾰ τράπεζ-α γλῶσσ-α
Γεν. τῆς πολιτεί-ας ὥρ-ας ἀληθεί-ᾱς τραπέζ-ης γλώσσ-ης
Δοτ. τῇ πολιτεί-ᾳ ὥρ-ᾳ ἀληθεί-ᾳ (ᾱ) τραπέζ-ῃ γλώσσ-ῃ
Αιτ. τὴν πολιτεί-αν ὥρ-αν ἀλήθει-ᾰν τράπεζ-αν γλῶσσ-αν
Κλητ. ὦ πολιτεί-α ὥρ-α ἀλήθει-ᾰ τράπεζ-α γλῶσσ-α

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον. αἱ πολιτεῖ-αι ὧρ-αι ἀλήθει-αι τράπεζ-αι γλῶσσ-αι
Γεν. τῶν πολιτει-ῶν ὡρ-ῶν ἀληθει-ῶν τραπεζ-ῶν γλωσσ-ῶν
Δοτ. ταῖς πολιτεί-αις ὥρ-αις ἀληθεί-αις τραπέζ-αις γλώσσ-αις
Αιτ. τὰς πολιτεί-ας ὥρ-ας ἀληθεί-ᾱς τραπέζ-ας γλώσσ-ας
Κλητ. ὦ πολιτεῖ-αι ὧρ-αι ἀλήθει-αι τράπεζ-αι γλῶσσ-αι

Σαν το τραπέζης: μούσα, μούσης / θάλασσα, θαλάσσης / δόξα, δόξης κλπ

You might also like