Professional Documents
Culture Documents
ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΟΙΝΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΟΙΝΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΟΙΝΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ
Ο 1ος είναι ο δρόμος του κρασιού του Αταβύρου που θα σας πάει στην καρδιά του
ροδίτικου αμπελώνα, σε 4 οινοποιεία και 1 αποστακτήριο σούμας..
Πρόκειται λοιπόν για ένα πάρα πολύ παλιό αμπελώνα που η μοναδικότητά του έχει
να κάνει με το γεγονός ότι είναι ένας από τους ελάχιστους αμπελώνες παγκοσμίως
που δεν έχει προσβληθεί ποτέ από φυλλοξήρα και επομένως αποτελείται από
αυτόριζα (λόγω του παραπάνω δε φυτεύτηκε με υποκείμενα από την Αμερική, όπως
έγινε παγκοσμίως). Στην πορεία των χρόνων γινόταν φυσική ανανέωση και έτσι τα
αμπέλια δεν έχουν πλέον ηλικία. Λαμβάνοντας υπόψη ταυτόχρονα ότι όσο μεγαλώνει
ο αμπελώνας, μειώνεται η παραγωγή αλλά βγαίνει υψηλότερη ποιότητα σταφυλιού,
καταλαβαίνουμε ότι μιλάμε για μια μοναδική πρώτη ύλη.
Εκτός αυτού το πράγμα που διαφοροποιεί απόλυτα τη Σαντορίνη και δίνει ένα
ξεχωριστό χαρακτήρα στις ποικιλίες μαζί με το μικροκλίμα (ελάχιστες βροχές) είναι
το πορώδες έδαφος του νησιού που είναι πλούσιο σε ελαφρόπετρα και λάβα.
Αμπελοτόπια και οινοποιεία βρίσκονται κυρίως στα δυτικά με επίκεντρο την περιοχή
της Καλλικράτειας αλλά και στη Σιθωνία και στο Άγιο Όρος ενώ τα τελευταία χρόνια
υπάρχει δραστηριότητα στις βόρειες πλαγιές του Χολομώντα (Αρναία, Μαραθούσα)
και στις περιοχές Τρίγλιας και Παναγίας. Οι οινόφιλοι, σε αυτές τις περιοχές θα
εντοπίσουν το ενδιαφέρον τους για οινοτουρισμό στη Χαλκιδική, στην οποία
εξελίσσεται η Διαδρομή του Κρασιού της Χαλκιδικής, μια από τις διαδρομές των
Δρόμων του Κρασιού της Βόρειας Ελλάδας.
Ο αμπελώνας της Χαλκιδικής δίνει τους οίνους ΠΓΕ Χαλκιδική (Τοπικός Οίνος
Χαλκιδικής) αλλά ειδικότερα ο αμπελώνας της Σιθωνίας παράγει τους οίνους
ΠΟΠ (ΟΠΑΠ) Πλαγιές Μελίτωνα και ΠΓΕ Σιθωνία (Τοπικός Οίνος Σιθωνίας) και ο
αμπελώνας του Αγίου Όρους τους οίνους ΠΓΕ Άγιο Όρος (Αγιορείτικος Τοπικός
Οίνος).
Οινοποιία Σάμου: Μία από τις βασικές πηγές εισοδήματος για τη νεότερη Σάμο
προέρχεται από την καλλιέργεια της αμπέλου και την εμπορία των προϊόντων της. Η
αμπελοκαλλιέργεια αποτελούσε ήδη από την Αρχαιότητα μια πολύ καλή και
προσοδοφόρα οικονομική δραστηριότητα, αν και στα Αρχαία χρόνια το σαμιώτικο
κρασί δεν ήταν τόσο φημισμένο όσο στα Νεότερα. Κατά τη μυθολογία, την
αμπελοκαλλιέργεια δίδαξε στους αρχαίους Σαμιώτες ο Διόνυσος, ο οποίος
λατρευόταν στο νησί, ενώ ο πρώτος οικιστής, ο Αγκαίος, ήταν δεινός αμπελουργός
και οινοποιός. Εξάλλου ένα από τα δύο μεγάλα ορεινά συγκροτήματα της Σάμου
ονομαζόταν Άμπελος, όπως και ένα μικρότερο βουνό κοντά στην αρχαία πόλη. Η
καλλιέργεια του αμπελιού στη Σάμο θα πρέπει να τοποθετηθεί στα 1350-1330 π.Χ.
Οινοποιία Κρήτης:
Τα κρασιά της Κάντιας είναι εξαίρετα, κόκκινα, λευκά και ροζέ. Λόγω του
κλίματος, τα κρασιά διαθέτουν αρκετή οξύτητα ώστε ν’ αντισταθμίζεται η γλύκα
τους. Η οποία όχι μόνο δεν είναι γλυφή στη γεύση, αλλά συνοδεύεται από ένα
βάλσαμο τόσο θελκτικό, ώστε όσοι γεύτηκαν τα κρασιά της Κάντιας να περιφρονούν
κάθε άλλο κρασί» (Joseph Pitton de Tournefort, Γάλλος περιηγητής-βοτανολόγος,
1717). Αναφορές αντίστοιχες υπάρχουν πολλές για έναν τόπο τόσο ευλογημένο από
κλιματολογικής άποψης. Η παλαιότερη μαρτυρία χρονολογείται στη δεύτερη προ
Χριστού χιλιετία και αποδεικνύει πως η μινωική οινοποιία ήταν τεχνικά πιο
προηγμένη παρά οπουδήποτε αλλού στην εποχή της. Μέσα από την πάροδο των
αιώνων, η κρητική οινοπαραγωγή φρόντιζε να είναι τουλάχιστον επίκαιρη (αν όχι
πρωτοπόρος, για κάποιες περιόδους) σε σχέση με ό,τι συνέβαινε στην ελληνική
επικράτεια. Αξίζει να σημειωθεί πως, από τις αρχές του 12ου μέχρι τα μέσα του 17ου
αι., το νησί συμμετείχε στην παραγωγή και το εμπόριο του «Μαλβαζία οίνου». Η
περιοχή συνέχισε να παράγει κρασί, αλλά όταν κατά τη δεκαετία του ’90 έγινε η
ποιοτική επανάσταση των υπόλοιπων αμπελουργικών ζωνών, η Κρήτη δεν ήταν
ανάμεσα στις πιο δημοφιλείς επιλογές των καταναλωτών. Η αλήθεια είναι πως το
τελικό αποτέλεσμα ήταν πολύ λιγότερο ενδιαφέρον (ποιοτικά) από τα ανταγωνιστικά
προϊόντα περιοχών όπως η Νεμέα, η Σαντορίνη κ.λπ. Σιγά σιγά αποκτούσε τη φήμη
του κρασιού για εσωτερική κατανάλωση, είτε εντός των ορίων του νησιού είτε μέσω
των αμέτρητων κρητικών delicatessen σε όλη την ελληνική επικράτεια. Κι ενώ
πέρασε κάτι περισσότερο από μια δεκαετία που η ποσότητα δούλευε σε βάρος της
ποιότητας, βρέθηκαν οι κατάλληλοι άνθρωποι στις κατάλληλες θέσεις και πέτυχαν
την ολική επαναφορά. Η Κρήτη πλέον δεν επικοινωνείται μόνο με το χαρακτηριστικό
αυτοκόλλητο στο πίσω μέρος του αυτοκίνητου. Εξωστρέφεια σε όλο της το μεγαλείο,
μέσα από μουσική, φαγητό, κρασί, ενός δηλαδή πολύ συγκεκριμένου τρόπου ζωής. Ο
ντάκος, το γαμοπίλαφο, το λάδι της Σητείας, οι χοχλιοί, η Βηλάνα, το Κοτσιφάλι, οι
Χαΐνηδες, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, ο Χαρούλης και τόσοι άλλοι έχουν μπει
τόσο όμορφα στην καθημερινότητά μας. Σε αυτή τη συλλογική –συμπτωματικά–
προσπάθεια είναι σημαντικό πως κανένας από τους πρωταγωνιστές δεν πάτησε πάνω
στην μπανανόφλουδα της πατριδολαγνείας και δεν βασίστηκε στη μεσογειακή τα-
ξέρω-όλα ιδιοσυγκρασία. Αναπόφευκτα, το αποτέλεσμα της δουλειάς τους
αντανακλά τον τόπο τους, και φαντάζομαι πως τα θεμέλια αυτής της προσπάθειας
είναι γεμάτα από αυτό που λέμε «παράδοση».
Κι όμως, το τελικό αποτέλεσμα είναι σύγχρονο, χωρίς παράλληλα να έχει
κόψει τη γέφυρα επικοινωνίας με το παρελθόν. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι
λίστες κρασιών των εστιατορίων της Αθήνας και κατ’ επέκταση της υπόλοιπης
Ελλάδας είτε αρκούνταν σε μια μικρή αναφορά, είτε δεν αναφέρονταν καθόλου στον
κρητικό αμπελώνα. Το τοπίο πλέον έχει αλλάξει και λόγω της δραματικής αλλαγής
προς το καλύτερο της παραγωγής, αλλά και λόγω της εμφάνισης εστιατορίων καθαρά
τοπικού χαρακτήρα που λειτουργούν ως πρεσβευτές. Αλάτσι, Ντάκος, Κρήσσα Γη,
Κατσούρμπος, Τσουγκρί, είναι μερικά από τα ονόματα που μου έρχονται στο μυαλό.
Έχω την εντύπωση πως δεν είναι άλλη μια περίπτωση μόδας που ήρθε για να φύγει.
Απλώς ωρίμασαν οι συνθήκες για μια κουζίνα τοπικού χαρακτήρα, ξεκάθαρη, χωρίς
φανφάρες και πολυδιάστατες αναμείξεις. Αυτό το άρμα είναι μιας πρώτης τάξεως
ευκαιρία για το κρασί της Κρήτης να βγει εκτός συνόρων.