Professional Documents
Culture Documents
ΗΣΥΧΑΣΤΕΣ
ΗΣΥΧΑΣΤΕΣ
asp
Unknown Title
Η μυστική θεολογία
Αθανασίου Ι. Δεληκωστόπουλου,
Ἑλληνικός στοχασμός καί χριστιανική συνείδηση,
Εκδόσεις Αποστολική Διακονία, 1993, σελ. 271-281.
1/9
τρέφει αισθήματα αγιότητος και ποθεί να ενωθεί (1) . Ο
μυστικισμός είναι φαινόμενο που απορρέει από το δεύτερο, ως
ανωτέρω, είδος του θρησκευτικού βιώματος. Αποτελεί μία από
τις μορφές θρησκευτικότητος και συναντάται σε όλους τους
λαούς, όλων των εποχών. Κατά την ουσιαστική έννοια του
μυστικισμού πρόκειται περί άρσεως της διαιρέσεως μεταξύ
υποκειμένου και αντικειμένου, μεταξύ ψυχής και Θεού,
ανθρωπίνου Εγώ και θείου Συ, περί καθαρώς πνευματικών
μέσων, ως είναι η ψυχική συγκέντρωση και περισυλλογή και η
προσευχή. Με τον τρόπο αυτό λαμβάνει χώρα έκσταση, έξοδος
της ψυχής από τον κόσμο των αισθήσεων και άνοδος, δηλ.
συνάντηση της ψυχής με το Θεό. Με τον μυστικισμό αυτό
συνδέεται και ορισμένη μορφή γνώσεως, η οποία
εκπροσωπείται από τον Πλάτωνα και τον Αυγουστίνο, όπως θα
δούμε πιο κάτω στο οικείο κεφάλαιο περί Αυγουστίνου. Είναι η
άμεση, χωρίς τη μεσολάβηση της νοήσεως, γνώση, το απ'
ευθείας βίωμα, η διαίσθηση, η ενόραση. Ο σκοπός του
μυστικισμού είναι ο ίδιος με τον της θρησκείας. Ας σημειωθεί
ότι ο μυστικισμός είναι η άμεση μετάθεση από την περιοχή του
βεβήλου στο μακάριο κόσμο του αγίου ή του θείου, άμεση
μετάσταση στους κόλπους του απέραντου, όπου ο άνθρωπος
αισθάνεται και τον εαυτό του ως απόλυτο, απέραντο και
ολοκληρωμένο. Η πραγματικότης του πόθου του για ένωση ή
συγχώνευση με τη θεότητα, γεννά στη ψυχή μακαριότητα. Το
βίωμα αυτό είναι άρρητο, ανέκφραστο, ανεκδιήγητο. Το
εκφράζει μόνο το φαινόμενο της ιεράς σιγής. Κάτι τέτοιο είχε
συμβεί με τους μαθητές που συνάντησαν τον Κύριο στο δρόμο
προς Εμμαούς. Ο μυστικισμός αποτελεί τα βαθύτατα
ψελλίσματα της μυχιαιτάτης ευσεβείας. Δι' αυτό ακριβώς είναι
και πηγή μεγάλων δημιουργιών στην περιοχή της φιλοσοφίας,
της θρησκείας και της τέχνης.
2/9
πνευματική λειτουργία του. Στην πρώτη ανταποκρίνεται η
θεολογία ως σύστημα αληθειών, ενώ στην δευτέρα ως μέθοδος
εγγίσεως προς το Θεό, άγουσα στην πνευματική τελείωση. Οι
δύο έννοιες συμβάδιζαν επί μακρόν χρόνον και σπανίως
παρετηρήθη μεταξύ τους σύγκρουση, η δε δευτέρα αποτελεί
πεδίο ασχολίας κυρίως των λεγομένων μυστικών θεολόγων (9)
. Η ορθόδοξη μυστική θεολογία στηρίζεται στην υπερβατικότητα
της θείας ουσίας, γεγονός που προφυλάττει τη μυστική
θεολογία από κάθε πανθεϊστική χροιά και τάση, και βλέπει στον
ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού και ανθρώπου, την θεία
χάριτι θέωση αυτού, καθώς τούτο τονίζεται με την γραφίδα του
Μ. Αθανασίου: « αὐτός γάρ ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς
θεοποιηθῶμεν ». Ο ίδιος Πατήρ τονίζει (10) : «... καί αὐτός
ἐφανέρωσεν ἑαυτόν διά σώματος ἵνα , ἡμεῖς τοῦ ἀοράτου
Πατρός ἔννοιαν λάβωμεν . Καί αὐτός ὑπέμεινε τήν παρ'
ἀνθρώπων ὕβριν , ἵνα ἡμεῖς ἀθανασίαν κληρονομήσωμεν ».
Ενώ ο Ωριγένης στην έσχατη βαθμίδα της πνευματικής
τελειώσεως έθετε τη θεωρία και τη γνώση, ο Γρηγόριος ο
Νύσσης έθετε την ένωση με το Θεό. Καθώς ήδη αναφέραμε
στην Αλεξανδρινή σχολή και κατά κάποιο τρόπο στους
Καππαδόκες η μυστική θεωρία της θεώσεως του ανθρώπου
επιτυγχάνει την κλασική της ανάπτυξη.
3/9
την πνευματολογική τάση στην βυζαντινή σκέψη. Ο μυστικισμός
του είναι Χριστοκεντρικός . Ιδιάζουσα θέση σε αυτόν κατέχει η
διδασκαλία του περί «θείου ορατού φωτός», το οποίο ως
δεδομένο της μυστικής εμπειρίας υπέρκειται συγχρόνως των
αισθήσεων και του νοός . Είναι άϋλον και δεν έχει κάτι το
αισθητό. Ο θεωρητικός αυτός μυστικισμός του ανδρός
ανεπτύχθη εν τω μέσω δύο ισχυρών παραγόντων, πρώτον της
υπερβολικής αναπτύξεως στη βυζαντινή κοινωνία του
«εξωτερικού ασκητισμού» και δεύτερον της «ανθρωπιστικής
αναγεννήσεως» του Μιχαήλ Ψελλού και των περί αυτών, ιδίως
του Ιωάννου του Ιταλού. Η αντίδραση, εναντίον του εξωτερικού
ασκητισμού υπέθαλπε την ανάπτυξη του θεωρητικού
ασκητισμού, δηλαδή της «ησυχίας». Ας σημειωθεί ότι η
αντίδραση αυτή των θεωρητικών ταγών είχε ως συνέπεια τους
διωγμούς που υπέστησαν ο Συμεών και ο Νικήτας Στηθάτος . Η
δε ανθρωπιστική αναγέννηση του Μιχαήλ Ψελλού και του
Ιωάννου του Ιταλού, υπερβοήθησε τους δύο πρώτους αφ' ενός
μεν να απαγκιστρώσουν την ορθόδοξη πνευματικότητα από
τον εναγκαλισμό της με τη φιλοσοφία, αφ' ετέρου δε να
αναβαπτίσουν το ορθόδοξο πνευματικό βίωμα στο φως της
Πεντηκοστής και να ανανεώσουν το σύνδεσμο αυτού με την
Παύλειο θεολογία περί της εν Χριστώ ζωής.
4/9
χριστοκεντρική και μυστηριακή πνευματική εμπειρία και τονίζει
την ευχαριστιακή ζωή ως αρχή και τέλος του χριστιανικού βίου.
Αντιληφθείς τη βαθύτητα του χριστοκεντρικού μυστικισμού του
αποστόλου Παύλου, εισάγει με την κοινωνική (17 ) νηπτική του
διδασκαλία την αρχή του πνευματικού ησυχασμού, δηλαδή της
θεώσεως του ανθρώπου υποκειμενικώς μεν δια της ασκήσεως,
δια της παιδείας, της προσευχής και της αγάπης, των έσω
δηλαδή δυνάμεων, επάνω στις οποίες ερείδειται το αγαθόν ή το
κακόν, αντικειμενικώς δε δια της μυστηριακής ζωής στην
Εκκλησία. Η παρατηρούμενη αυτή απομάκρυνση του Ν.
Καβάσιλα από το μυστικισμό των ησυχαστών και του
Γρηγορίου παλαμά δεν τον τοποθετεί σε δευτερεύουσα θέση.
5/9
του μοναχού Βαρλαάμ εμπαιγμός και μυκτηρισμός της από
τους μοναχούς του Αγίου Όρους ακολουθούμενης μεθόδου
επιτεύξεως στον παρόντα κόσμο της θεοπτίας , ιδιαίτερα όπως
αυτή του παρεστάθη « διά τῶν ἀνοήτων δηλώσεων ἀγροίκου
τινός ἡσυχαστοῦ » (22) . Ο Βαρλαάμ ήτο διακεκριμένος
θεολόγος και φιλόσοφος, κοινωνός της ελληνικής και λατινικής
παιδείας ως επίσης βαθύς μύστης της σχολαστικής φιλοσοφίας.
Η διδασκαλία του εστηρίζετο στην πλατωνίζουσα ιδεοκρατική
αντίληψη περί Θεού. Εδημιούργησε το όλο θέμα αφ' ενός μεν
δια να μειώσει τον ορθόδοξο μοναχισμό αφ' ετέρου δε δια να
προβάλει στο Βυζάντιο το πνεύμα της Λατινικής Εκκλησίας, ως
επίσης τις μεθόδους των σχολαστικών θεολόγων της Δύσεως
στη θεολογική έρευνα. Αντικείμενο της αρχικής ρήξεως ήτο όχι
απλώς η διαφωνία περί την δυνατότητα γνώσεως του Θεού,
αλλά η σχέση της Ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας προς τη
γνώση του θεού. Ο Βαρλαάμ ηρνείτο κυρίως την αυθεντικότητα
και την πληρότητα της ιεράς παραδόσεως. Ανεμίχθη ενεργώς
στις συζητήσεις περί δύο σπουδαιοτάτων προβλημάτων: το
περί της εκπορεύσεως του Αγίου πνεύματος και το περί
μοναχικής ησυχίας. Και ως προς το μεν πρώτο ετάχθη κατά της
ρωμαιοκαθολικής απόψεως, ως προς δε το δεύτερο κατά των
ησυχαστών. Όταν όμως επανήλθε στην Ιταλία μετά από την
καταδίκη του από τη σύνοδο του 1341 απηρνήθη τα
προηγούμενα συγγράμματά του και έγραψε λόγους και
επιστολές υπέρ των λατινικών απόψεων του πρωτείου και του
filioque . Ως ανταμοιβή ο πάπας Κλήμης Ε΄ τον προεχείρισε σε
επίσκοπο Ιέρακος ( Giaraci ) της Καλαβρίας και έκτοτε κατέστη
εντελώς παπικός. Η φυγή του Βαρλαάμ στην Ιταλία αποτελεί
οιωνεί νίκη της ορθοδόξου ανατολικής θεολογίας επί του
σχολαστικισμού και της φιλοσοφίας της Δύσεως δι αυτόν
ακριβώς τον λόγο και τον αναφέρουμε εδώ.
6/9
Θεός κοινωνεί προς τον κόσμον δια της βουλήσεως και των
ενεργειών του, δια της χάριτος δε ο πεπτωκώς άνθρωπος
μετέχει της δόξης του Θεού.
7/9
(1) Βλ. Ν. Λούβαρι , Συμπόσιον Οσίων, σελ. 156-158.
8/9
(20) Βλ . Δ . Ζακυθηνού , ( Επιμ .) Βυζαντινά κείμενα, Αθήναι
1957, σελ. 287.
9/9