Wilson Metropolis Η ιστορία των πόλεων

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 622

BEN WILSON

Metropolis: Η ιστορία των Πόλεων, της


μεγαλύτερης ανακάλυψης του ανθρώπου
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ
Τίτλος πρωτοτύπου: Metropolis - The Story of Humankind's Greatest Invention /
Ben Wilson

Copyright © Ben Wilson, 2020 / First published as Metropolis by Jonathan Cape,


an imprint of Vintage. / Published by agreement with Vintage (The Random
House Group Limited) / © Για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο: ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΔΙΟΠΤΡΑ, 2022 / Εκδίδεται κατόπιν συμφωνίας με το Vintage (The Random House
Group Limited)

Απαγορεύεται η αναπαραγωγή ή ανατύπωση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου σε


οποιαδήποτε μορφή, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.

ISBN: 978-960-653-494-2

Πρώτη ελληνική ψηφιακή έκδοση: Φεβρουάριος 2022

Μετάφραση: Βιολέττα Ζεύκη / Επιμέλεια κειμένου: Ροδάνθη Παπαδομιχελάκη /


Σχεδιασμός εξωφύλλου: Ελένη Οικονόμου, Εκδόσεις Διόπτρα / Ηλεκτρονική
σελιδοποίηση: Ηλίας Σούφρας, Εκδόσεις Διόπτρα

Εκδόσεις Διόπτρα: ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ: Αγ. Παρασκευής 40, 121 32 Περιστέρι / Τηλ.:
210 380 52 28, Fax: 210 330 04 39 / ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ books & life: Σόλωνος 93-95,
106 78, Αθήνα / Τηλ.: 210 330 07 74 / www.dioptra.gr / e-mail: sales@dioptra.gr /
info@dioptra.gr
Εισαγωγή - Ο Αιώνας των Μητροπόλεων

Τη σημερινή μέρα μόνο, ο παγκόσμιος αστικός πληθυσμός


αυξήθηκε κατά περίπου 200.000 ανθρώπους. Το ίδιο θα συμβεί
και αύριο και μεθαύριο και ούτω καθεξής. Το 2050 τα δύο τρίτα
της ανθρωπότητας θα ζουν σε πόλεις. Βιώνουμε τη μεγαλύτερη
μετανάστευση στην ιστορία, την κορύφωση μιας διαδικασίας που
διήρκεσε 6.000 χρόνια, μέσω της οποίας θα αποτελούμε πλέον
ένα αστικοποιημένο ζωικό είδος στο τέλος του αιώνα που
διανύουμε.1
Το πώς και πού ζούμε είναι ένα από τα πιο σημαντικά
ερωτήματα που μπορούμε να θέσουμε στον εαυτό μας. Μεγάλο
μέρος όσων κατανοούμε σχετικά με την ανθρώπινη ιστορία αλλά
και την εποχή μας απορρέει από τη διερεύνηση αυτού του
θέματος. Από τους πρώτους αστικούς οικισμούς στη
Μεσοποταμία γύρω στο 4000 π.Χ. και εξής, οι πόλεις έχουν
λειτουργήσει ως κολοσσοί ανταλλαγής πληροφοριών· μέσα από τη
δυναμική αλληλεπίδραση των ανθρώπων στην
πυκνοκατοικημένη, ασφυκτική μητρόπολη δημιουργήθηκαν οι
ιδέες και οι τεχνικές, οι επαναστάσεις και οι καινοτομίες που
έθεσαν σε κίνηση την ιστορία. Ως το έτος 1800, μόλις το 3-5%
του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε ευμεγέθεις αστικές περιοχές·
αλλά αυτή η απειροελάχιστη μειονότητα άσκησε δυσανάλογη
επίδραση στην παγκόσμια ανάπτυξη. Οι πόλεις ανέκαθεν ήταν τα
εργαστήρια της ανθρωπότητας, οι κινητήριες δυνάμεις της
ιστορίας. Παρασυρμένος κι εγώ από τη σαγηνευτική δύναμη της
πόλης –όπως και τόσα εκατομμύρια άνθρωποι κάθε εβδομάδα–
άρχισα να ερευνώ και να γράφω το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια
σας με αυτό ακριβώς το δεδομένο: ότι το παρελθόν και το
μέλλον μας, καλώς ή κακώς, είναι συνδεδεμένα με την πόλη.
Βυθίστηκα σε αυτό το αχανές, πολύπλευρο, περίπλοκο θέμα σε
μια εποχή που χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακή αστική
αναγέννηση αλλά και από πρωτόγνωρες προκλήσεις για τον
αστικό ιστό. Στις αρχές του 20ού αιώνα η παραδοσιακή πόλη
ήταν ένας τόπος απαισιοδοξίας και όχι ελπίδας· η αδηφάγα
βιομηχανική μητρόπολη φυλάκιζε τους ανθρώπους της,
δηλητηριάζοντας σώμα και νου· οδηγούσε στην κοινωνική
κατάρρευση. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα η αντίδραση
στους εφιάλτες της εκβιομηχάνισης ήταν στο απόγειό της:
ήμαστε σε μια διαδικασία μάλλον διασποράς παρά συγκέντρωσης.
Οι μεγαλύτερες μητροπόλεις, όπως η Νέα Υόρκη και το Λονδίνο,
βίωναν μείωση του πληθυσμού τους. Αυτοκίνητα, τηλέφωνα,
φθηνά αεροπορικά εισιτήρια, οι απρόσκοπτες ροές κεφαλαίου σε
ολόκληρο τον πλανήτη και, πρόσφατα, το διαδίκτυο μας
επέτρεψαν να «απλωθούμε», ακυρώνοντας το παραδοσιακό
πυκνόκτιστο, γεμάτο ένταση κέντρο της πόλης. Σε τι ωφελούν τα
αστικά κοινωνικά δίκτυα όταν έχουμε απεριόριστα εικονικά
κοινωνικά δίκτυα; Το κέντρο της πόλης –το οποίο, σε κάθε
περίπτωση, μαστιζόταν από κύματα εγκληματικότητας και υλική
εξαθλίωση– άρχισε να αντικαθίσταται από προαστιακά
επιχειρησιακά πάρκα, πανεπιστημιουπόλεις, γραφεία κατ’ οίκον
και εμπορικά κέντρα εκτός πόλης. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια
του προηγούμενου αιώνα και οι πρώτες δεκαετίες της χιλιετίας
που διανύουμε ανέτρεψαν αυτές τις προβλέψεις.
Κυρίως στην Κίνα, μια σειρά από πολύ παλιές πόλεις –αλλά και
μερικές ολοκαίνουριες– γνώρισαν νέα ζωή και ανάπτυξη,
τροφοδοτούμενες από 440 εκατομμύρια ανθρώπους που
μετακινήθηκαν από τις αγροτικές περιοχές στα αστικά κέντρα,
μέσα σε τρεις δεκαετίες, στη σκιά μιας μανιώδους ανέγερσης
ουρανοξυστών. Σε όλο τον κόσμο, οι πόλεις ανέκτησαν την
κεντρική οικονομική τους θέση. Αντί να διευκολύνουν τη
διασπορά, η οικονομία της γνώσης και οι ταχύτατες επικοινωνίες
ενθαρρύνουν μεγάλες εταιρείες, μικρές επιχειρήσεις, νεοφυείς
επιχειρήσεις (start-ups) και ανεξάρτητους δημιουργούς να
συναθροίζονται σαν μέλισσες στην κυψέλη. Τεχνολογικές,
καλλιτεχνικές και οικονομικές καινοτομίες προκύπτουν όταν οι
εμπειρογνώμονες συγκεντρώνονται σε ομάδες: οι άνθρωποι
ακμάζουν όταν μοιράζονται τη γνώση, συνεργάζονται ή
συναγωνίζονται πρόσωπο με πρόσωπο – και ιδιαίτερα σε
περιβάλλοντα που ευνοούν τη ροή πληροφοριών. Εκεί που
κάποτε οι πόλεις προσπαθούσαν να προσελκύσουν τα μεγάλα
εργοστάσια παραγωγής ή να αποσπάσουν ένα μερίδιο από το
παγκόσμιο εμπόριο, τώρα ανταγωνίζονται για την απόκτηση
εγκεφάλων.
Η εξάρτηση από το ανθρώπινο κεφάλαιο και από τα
οικονομικά οφέλη της αστικής πυκνοκατοίκησης στις
μεταβιομηχανικές κοινωνίες δημιουργούν εκ νέου τη σύγχρονη
μητρόπολη. Οι επιτυχημένες πόλεις μεταμορφώνουν ολόκληρες
οικονομίες – όπως υποδεικνύει η αξιοζήλευτη ανάπτυξη της
Κίνας με πρωτοπόρους τα αστικά κέντρα. Κάθε φορά που σε μια
περιοχή διπλασιάζεται η πυκνότητα του πληθυσμού, αυτή
γίνεται πιο παραγωγική κατά 2-5%: το ενεργειακό δυναμικό των
πόλεων μάς καθιστά πιο ανταγωνιστικούς και επιχειρηματικούς
σε συλλογικό επίπεδο. Αυτή η δύναμη μεγεθύνεται όχι μόνο σε
πυκνότητα αλλά και σε έκταση.2
Μία από τις σπουδαιότερες αλλαγές που ταλάνισαν τον
πλανήτη τις τρεις τελευταίες δεκαετίες είναι ο εντυπωσιακός
τρόπος με τον οποίο οι μείζονες μητροπόλεις απομακρύνονται
από τις χώρες όπου ανήκουν. Η πλάστιγγα της παγκόσμιας
οικονομίας κλίνει προς λίγες πόλεις και αστικές περιοχές: ως το
2025, 440 πόλεις με συνολικό πληθυσμό 600 εκατομμυρίων (το
7% όλης της ανθρωπότητας) θα αντιπροσωπεύουν το μισό του
παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Μεμονωμένες
πόλεις σε πολλές αναδυόμενες αγορές, σαν το Σάο Πάολο, το
Λάγκος, τη Μόσχα και το Γιοχάνεσμπουργκ, από μόνες τους
παράγουν από το ένα τρίτο ως το μισό του εθνικού πλούτου της
χώρας όπου ανήκουν. Το Λάγκος, που φιλοξενεί το 10% του
πληθυσμού της Νιγηρίας, αντιπροσωπεύει το 60% των
βιομηχανικών και εμπορικών δραστηριοτήτων σε εθνικό επίπεδο·
αν τυχόν ανακήρυσσε την ανεξαρτησία του και γινόταν πόλη-
κράτος, θα ήταν η πέμπτη πλουσιότερη χώρα στην Αφρική. Στην
Κίνα, το 40% της συνολικής εγχώριας οικονομικής ανάπτυξης
παράγεται από μόλις τρεις περιοχές μεγαλουπόλεων. Αυτό δεν
είναι νέο φαινόμενο. Πράγματι, παρατηρούμε μια επιστροφή σε
μια κατάσταση πολύ συνήθη στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας
μας – τον υπερμεγέθη ρόλο της πρωταγωνίστριας πόλης στα
ανθρώπινα πράγματα. Στην αρχαία Μεσοποταμία ή στην
Κεντρική Αμερική πριν από τον Κολόμβο, κατά την ακμή της
αρχαιοελληνικής πόλεως ή στο απόγειο της μεσαιωνικής πόλης-
κράτους, μια επίλεκτη ομάδα μητροπόλεων μονοπωλούσαν το
εμπόριο και υπερίσχυαν ολόκληρων εθνικών κρατών.
Σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, αυτή η απόκλιση μεταξύ
μεγάλων πόλεων και χωρών δεν αφορά μόνο τον οικονομικό
τομέα. Η μεγάλη επιτυχία τους σημαίνει ότι απομυζούν τις
λιγότερο προνομιούχες κωμοπόλεις και περιφέρειες αποσπώντας
ταλέντα και πλούτο· και, όπως οι ιστορικές πόλεις,
χαρακτηρίζονται από μια ποικιλομορφία όσο ποτέ και πουθενά
ως τώρα. Η αναλογία μεταξύ ξένων και γηγενών κατοίκων σε
μερικές από τις πιο ισχυρές μητροπόλεις των ημερών μας
κυμαίνεται μεταξύ 35% και 50%. Νεότερες, με υψηλότερο
μορφωτικό επίπεδο, πλουσιότερες και πιο πολυεθνικές από τον
αντίστοιχο πληθυσμό της χώρας όπου ανήκουν, οι λεγόμενες
παγκόσμιες πόλεις έχουν περισσότερα κοινά μεταξύ τους. Σε
πολλές σύγχρονες κοινωνίες το βαθύτερο χάσμα δεν αφορά την
ηλικία, τη φυλή, την κοινωνική τάξη ή την αστική ιδιότητα
έναντι της αγροτικής: δημιουργείται ανάμεσα στις μεγάλες
μητροπόλεις και τα χωριά, τα προάστια, τις κωμοπόλεις και τις
πόλεις που έμειναν πίσω στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία της
γνώσης. Υπό κάποιες έννοιες η λέξη «μητροπολιτικός»
υποδηλώνει αίγλη και ευκαιρίες· αλλά είναι και συνώνυμο ενός
είδους ελιτισμού –πολιτικού, πολιτιστικού και κοινωνικού– ο
οποίος προκαλεί όλο και μεγαλύτερη δυσαρέσκεια. Το μίσος για
τη μεγαλούπολη δεν είναι κάτι καινούριο, φυσικά· σπαταλήσαμε
μεγάλο κομμάτι της ιστορίας μας ανησυχώντας για τη
διαβρωτική επίδραση της μητρόπολης στην ηθική και την
ψυχική μας υγεία.
Η εκπληκτική ταχύτητα εξάπλωσης του Covid-19 κατά τα έτη
2019-21 σε όλο τον πλανήτη ήταν ένας σκοτεινός, θα λέγαμε,
φόρος τιμής στον θρίαμβο της πόλης κατά τον 21ο αιώνα· ο ιός
εξαπλώθηκε μέσω των σύνθετων κοινωνικών δικτύων –τόσο
εντός όσο και μεταξύ πόλεων–, κάτι που τα καθιστά εξίσου
επιτυχή και επικίνδυνα για εμάς. Όταν οι κάτοικοι των αστικών
κέντρων άρχισαν να εγκαταλείπουν πόλεις σαν το Παρίσι ή τη
Νέα Υόρκη, προτιμώντας την προφανή ασφάλεια της υπαίθρου,
συχνά αντιμετωπίζονταν εχθρικά και δέχονταν υβριστικούς
χαρακτηρισμούς όχι μόνο για το γεγονός ότι ήταν φορείς της
ασθένειας, αλλά και επειδή εγκατέλειψαν τους συμπολίτες τους.
Αυτή η αντίδραση ήταν μια υπενθύμιση του ανταγωνισμού
μεταξύ πόλης και μη πόλης που διατρέχει ολόκληρη την ιστορία
– οι μητροπόλεις ως τόποι προνομίων και εστίες μόλυνσης· τόποι
που τηρούν την υπόσχεση του πλούτου, αλλά και τόποι από
τους οποίους σπεύδει κάποιος να δραπετεύσει με το πρώτο
σημάδι κινδύνου.
Λοιμοί, πανδημίες και ασθένειες ακολουθούσαν τους
εμπορικούς δρόμους και ρήμαζαν δίχως έλεος τις
πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές ήδη από την ίδρυση των
πρώτων πόλεων. Το 1854, το 6% του πληθυσμού του Σικάγου
πέθανε από χολέρα. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους ανθρώπους να
συγκεντρώνονται σε αυτή τη θαυματουργή μητρόπολη του 19ου
αιώνα: ο πληθυσμός της εκτοξεύτηκε από 30.000 στις αρχές της
δεκαετίας του 1850 σε 112.000 στο τέλος της ίδιας δεκαετίας.
Ομοίως και επί των ημερών μας, η αστική χιονοστιβάδα δεν
δείχνει να επιβραδύνεται ακόμα και απέναντι στις πανδημίες·
ανέκαθεν πληρώναμε υψηλό τίμημα για να μοιραζόμαστε τα
προνόμια της πόλης, ακόμα κι όταν η εξωστρέφεια, η
ποικιλομορφία και η πυκνότητά της στρέφονται εναντίον μας.
Η έκταση της πρόσφατης αστικοποίησής μας είναι ορατή από
το διάστημα, ως σταγόνες φωτός που στιγματίζουν την
επιφάνεια της Γης τη νύχτα. Η αναγέννηση είναι προφανής σε
ό,τι αφορά τους δρόμους. Πολλές πόλεις, επικίνδυνες και κάπως
παραμελημένες στα μέσα και προς το τέλος του 20ού αιώνα,
έγιναν πιο ασφαλείς και περιζήτητες, πιο «μοδάτες» και πιο
ακριβές, αναγεννημένες με μια ποικιλία από εστιατόρια
πολυτελείας, «φαγητό δρόμου», καφέ, αίθουσες τέχνης και
μουσικές εκδηλώσεις. Ταυτόχρονα, η ψηφιακή επανάσταση μας
υπόσχεται άφθονες νέες τεχνολογίες που θα εξαλείψουν πολλά
από τα μειονεκτήματα της ζωής στην πόλη, δημιουργώντας
φουτουριστικές «έξυπνες πόλεις», βασιζόμενες σε δεδομένα, με
εκατομμύρια ενσωματωμένους αισθητήρες που θα επιτρέπουν
στην τεχνητή νοημοσύνη να διαχειρίζεται τη ροή της
κυκλοφορίας στους δρόμους, τον συντονισμό των μέσων μαζικής
μεταφοράς, την εξάλειψη του εγκλήματος και τη μείωση της
ρύπανσης. Οι πόλεις, για άλλη μια φορά, έγιναν τόποι όπου
σπεύδουμε να ζήσουμε και όχι να δραπετεύσουμε από αυτούς. Η
αστική αναγέννηση της εποχής μας είναι εύκολα ορατή στο
άοκνο αστικό τοπίο – στον «εξευγενισμό» υποβαθμισμένων
περιοχών, στην αύξηση των ενοικίων, την αλλαγή χρήσης των
κτιρίων και, σχεδόν παντού, τη στρατιά από ουρανοξύστες που
στοχεύουν τον ουρανό.
Η Σαγκάη, από πνιγμένος στην αιθαλομίχλη «τριτοκοσμικός
βάλτος» (σύμφωνα με μια τοπική εφημερίδα) στις αρχές της
δεκαετίας του 1990, μεταμορφώθηκε σε σύμβολο της
μεταβιομηχανικής μητροπολιτικής επανάστασης του 21ου αιώνα
με τους αστραφτερούς υπερμεγέθεις ουρανοξύστες της. Κατά
μίμηση της Σαγκάης και άλλων κινεζικών μητροπόλεων, η
κατασκευή ουρανοξυστών σε παγκόσμια κλίμακα έχει αυξηθεί
κατά 402% από την αλλαγή της χιλιετίας, αυξάνοντας τον
συνολικό αριθμό κτιρίων ύψους μεγαλύτερου των 150 μέτρων
και με τουλάχιστον σαράντα ορόφους, από 600 και κάτι σε 3.251
μέσα σε 18 χρόνια· στα μέσα του αιώνα που διανύουμε, 41.000
τέτοια κτίρια θα δεσπόζουν στις πόλεις του κόσμου. Η απότομη
καθετοποίηση του αστικού τοπίου είναι εμφανής σε όλο τον
πλανήτη, από τις μητροπόλεις με παραδοσιακά χαμηλά κτίρια,
όπως το Λονδίνο και η Μόσχα, ως τις πόλεις με εκρηκτική
ανάπτυξη, όπως η Αντίς Αμπέμπα και το Λάγκος, οι οποίες στο
σύνολό τους μοιράζονται μια ασυγκράτητη επιθυμία να
διαφημίσουν τη δύναμή τους στον ορίζοντα της πόλης.3
Και καθώς οι πόλεις εκτοξεύονται σε ύψος, ταυτόχρονα
κατακτούν περαιτέρω εδάφη της επικράτειας. Η παλιά διάκριση
μεταξύ κέντρου της πόλης και προαστίου έχει καταρρεύσει. Κάθε
άλλο παρά μονολιθικά, ανιαρά και στερεοτυπικά, πολλά
προάστια αστικοποιούνται σταθερά όλο και περισσότερο από τη
δεκαετία του 1980 με θέσεις εργασίας, μεγαλύτερη εθνοτική
πολυμορφία, ζωή στους δρόμους, εγκληματικότητα και
κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών – με άλλα λόγια, έχουν
κληρονομήσει πολλές από τις αρετές και τα μειονεκτήματα του
κέντρου της πόλης. Η παραδοσιακά μικρή σε μέγεθος πόλη που
πλαισιώνεται από περίχωρα με προαστιακές κατοικίες έχει πια
απελευθερωθεί και αναπτυχθεί ταχύτατα. Ως αποτέλεσμα, οι
μητροπόλεις καταλαμβάνουν ολόκληρες περιφέρειες. Ο
διαχωρισμός, από οικονομική άποψη, μεταξύ του Λονδίνου και
μεγάλου μέρους της νοτιοανατολικής Αγγλίας είναι δυσδιάκριτος.
Η Ατλάντα, στην Τζόρτζια, απλώνεται σε έκταση μεγαλύτερη των
5.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων (το Παρίσι, αντίθετα,
καταλαμβάνει περίπου 100 τετραγωνικά χιλόμετρα). Η
μεγαλύτερη μητρόπολη στον κόσμο, το Τόκιο, φιλοξενεί 40
εκατομμύρια ανθρώπους σε περίπου 13.500 τετραγωνικά
χιλιόμετρα. Ακόμα και αυτός ο κολοσσός θα επισκιαστεί από τις
οργανωμένες αστικές μεγα-περιφέρειες της Κίνας, όπως το
Τζινγκ-Τζιν-Τζι, ένα συγκρότημα αλληλοσυνδεόμενων πόλεων
που θα περιλαμβάνει τις πόλεις Πεκίνο, Χεμπέι και Τιαντζίν, θα
καλύπτει 217.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και θα φιλοξενεί 130
εκατομμύρια ανθρώπους. Όταν μιλάμε για «μητρόπολη» κατά
τον 21ο αιώνα, δεν μιλάμε για την κεντρική επιχειρηματική
συνοικία του Μανχάταν ή του κεντρικού Τόκιο –δηλαδή, την
κλασική ιδέα περί της έδρας της εξουσίας και του πλούτου–,
αλλά για ευρύτατες αλληλοσυνδεόμενες περιφέρειες που
συνενώνονται σχηματίζοντας άλλες πόλεις.
Είναι εύκολο να γοητευτούμε από τη λαμπερή όψη αυτών των
νέων, γεμάτων αυτοπεποίθηση πόλεων. Η εμμονή με την
«κάθετη διαβίωση» έχει γίνει προνόμιο των πολύ πλούσιων· είναι
σύμπτωμα μιας επιθυμίας απόδρασης από τους χαοτικούς,
γεμάτους συμφόρηση και σύγχυση δρόμους της πόλης και της
αναζήτησης ενός καταφυγίου στα σύννεφα. Σύμφωνα με τα
Ηνωμένα Έθνη, οι παραγκουπόλεις και οι άτυποι οικισμοί που
στερούνται βασικών παροχών και υποδομών γίνονται ο
«κυρίαρχος και χαρακτηριστικός τύπος οικισμού» της
ανθρωπότητας. Ο μελλοντικός τρόπος ζωής της πλειονότητας
του είδους μας θα μοιάζει μάλλον με τις υπερκατοικημένες,
αυτοσχέδιες και αυτο-οργανωμένες περιοχές του Μουμπάι ή του
Ναϊρόμπι και όχι με τις αστραφτερές κεντρικές συνοικίες της
Σαγκάης ή της Σεούλ ούτε με την αφειδή εξάπλωση του
Χιούστον ή της Ατλάντα. Σήμερα, 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι –
ένας στους τέσσερις κατοίκους πόλης– ζουν σε παραγκούπολη,
favela, ισπανόφωνη γειτονιά, οριοθετημένη περιοχή για
έγχρωμους, kampung, campamento, gecekondu, villa miseria,
ή όπως αλλιώς αποκαλούνται αυτού του είδους οι άναρχες,
αυτοσχέδιες αστικές περιοχές. Το 61% του παγκόσμιου εργατικού
δυναμικού –2 δισεκατομμύρια άνθρωποι– βγάζουν τα προς το
ζην με «μαύρη εργασία», στην παραοικονομία, και πολλοί από
αυτούς παρέχουν τροφή, ένδυση και στέγη σε ολοένα
επεκτεινόμενους αστικούς πληθυσμούς. Αυτό το είδος
αυτοσχέδιου αστισμού γεμίζει τα κενά που αφήνουν οι
κυβερνήσεις των πόλεων, οι οποίες είναι απλώς ανίκανες να
διαχειριστούν τον χείμαρρο του εισερχόμενου πληθυσμού.
Δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή στους καινοτόμους ανθρώπους της
οικονομίας της γνώσης, που μεγαλουργούν στα κέντρα των
παγκόσμιων πόλεων. Αλλά υπάρχουν και άλλοι καινοτόμοι –
εκείνοι που εργάζονται στη βάση και φροντίζουν ώστε οι πόλεις
να επιβιώνουν μέσα από σκληρή δουλειά και επινοητικότητα.4
Η ταχύτατη εξάπλωση ουρανοξυστών και παραγκουπόλεων
προαναγγέλλει τον «αστικό αιώνα» που διανύουμε. Οι πολίτες
ακόμα και της πιο υπερφορτωμένης μεγαλούπολης βγάζουν
περισσότερα χρήματα, παρέχουν καλύτερη μόρφωση στα παιδιά
τους και απολαμβάνουν μεγαλύτερες υλικές ανέσεις απ’ ό,τι τα
ξαδέλφια τους οι αγρότες. Στην πρώτη γενιά των αγροτικο-
αστικών μεταναστών προς τις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο τα
ποσοστά αναλφαβητισμού ήταν 79%· σήμερα το 94% των
εγγονών τους είναι εγγράμματοι. Στις υποσαχάριες πόλεις με
πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους, η βρεφική θνησιμότητα
είναι κατά ένα τρίτο χαμηλότερη απ’ ό,τι σε μικρότερους
οικισμούς. Μόλις το 16% των κοριτσιών του αγροτικού
πληθυσμού της Ινδίας, ηλικίας 13-18 ετών, των οποίων οι
οικογένειες έχουν εισόδημα μικρότερο των 2 δολαρίων, φοιτούν
στο σχολείο, σε σύγκριση με το 48% στο Χαϊντεραμπάντ. Μετά
την ιλιγγιώδη αστικοποίηση της Κίνας, το μέσο προσδόκιμο ζωής
έχει αυξηθεί κατά οκτώ έτη. Αν ζεις στη Σαγκάη, το προσδόκιμο
της ζωής σου είναι τα 83 χρόνια, δέκα περισσότερα απ’ ό,τι στις
αγροτικές επαρχίες της δυτικής Κίνας.5
Μεταξύ των 200.000 ανθρώπων που μετανάστευσαν σε κάποια
πόλη τη σημερινή μέρα που πέρασε, υπάρχουν άνθρωποι που
δραπετεύουν από τη φτώχεια του αγρότη. Καθώς είναι
εκδιωγμένοι από τη γη τους, η πόλη γίνεται η μοναδική τους
εναλλακτική για να βγάλουν τα προς το ζην. Ωστόσο οι πόλεις
προσφέρουν και ευκαιρίες που δεν είναι διαθέσιμες αλλού, όπως
συνέβαινε ανέκαθεν. Επίσης, απαιτούν επινοητικότητα και
ψυχικό σθένος. Οι άθλιες, ανθυγιεινές παραγκουπόλεις στις
αναπτυσσόμενες πόλεις είναι από τους πιο εφευρετικούς τόπους
στον πλανήτη. Παρ’ όλα αυτά, προάγουν σύνθετα δίκτυα
αμοιβαίας υποστήριξης που απαλύνουν τους κλυδωνισμούς και
τις πιέσεις της ζωής στη μεγαλούπολη. Μία από τις μεγαλύτερες
παραγκουπόλεις στην Ασία, το Νταράβι στη Βομβάη, συνθλίβει
σχεδόν 1 εκατομμύριο ανθρώπους μέσα σε μόλις 2 τετραγωνικά
χιλιόμετρα. Περίπου 15.000 μονόχωρα εργαστήρια και χιλιάδες
μικροεπιχειρήσεις συνθέτουν συνολικά μια εγχώρια οικονομία της
τάξης του 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων τον χρόνο. Μεγάλος
αριθμός ανθρώπων ασχολούνται με την ανακύκλωση των
«βουνών» από απορρίμματα που δημιουργούν τα 20 και πλέον
εκατομμύρια συμπολιτών τους στη Βομβάη. Παρά την
υπερκατοίκηση και την απουσία αστυνόμευσης (ή άλλων
βασικών υπηρεσιών), το Νταράβι, όπως και άλλες μεγάλες
παραγκουπόλεις της Ινδίας, είναι αισθητά ασφαλές να το
περπατήσει κανείς. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, μια
χούφτα αυτοδίδακτων κομπιουτεράδων μετέτρεψαν έναν δρόμο
του Λάγκος στη μεγαλύτερη αγορά τεχνολογίας πληροφορίας και
επικοινωνιών στην Αφρική: το Χωριό Πληροφορικής Οτίγκμπα,
με χιλιάδες επιχειρηματίες και ημερήσιο κύκλο εργασιών της
τάξης των 5 εκατομμυρίων δολαρίων. Η δημιουργία
συνεργατικών σχηματισμών δεν ευνοεί μόνο τραπεζίτες στη
Γουόλ Στριτ ή στη Νέα Περιοχή Πουντόνγκ στη Σαγκάη ή
ειδήμονες στο διαφημιστικό δημιουργικό στο Σόχο του Λονδίνου
ή μηχανικούς λογισμικού στη Σίλικον Βάλεϊ και την
Μπανγκαλόρ· μεταμορφώνει τις ζωές και τον τρόπο ζωής
εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο καθώς η
αστικοποίηση εξαπλώνεται και εντατικοποιείται. Η άτυπη
«ιδιοκατασκευαστική» αστική οικονομία –είτε στους δρόμους του
ραγδαία αναπτυσσόμενου Λάγκος είτε σε μια πλουσιότερη
μητρόπολη σαν το Λος Άντζελες– είναι μάρτυρας της ικανότητας
του ανθρώπου να χτίζει πόλεις από το μηδέν και να οργανώνει
λειτουργικές κοινωνίες μέσα σε προφανές χάος. Είναι η
πεμπτουσία της αστικής εμπειρίας έξι χιλιετιών.
Παρ’ όλες αυτές τις επιτυχίες τους, οι πόλεις είναι
περιβάλλοντα σκληρά, ανελέητα. Προσφέρουν μεν την ευκαιρία
για υψηλότερα εισοδήματα και εκπαίδευση, αλλά μπορούν και να
στρεβλώσουν την ψυχή μας, να διαλύσουν το μυαλό μας και να
μολύνουν τους πνεύμονές μας. Είναι τόποι όπου καλούμαστε να
επιβιώσουμε και να διαπραγματευτούμε όσο καλύτερα μπορούμε
– τεράστια καζάνια γεμάτα θόρυβο, ρύπανση και υπερπληθυσμό
που κάνουν τα νεύρα μας κουρέλια. Ένας τόπος σαν το Νταράβι
–με τον λαβύρινθο από ελισσόμενα σοκάκια, την ακραία
πολυπλοκότητα της ανθρώπινης δραστηριότητας και
αλληλεπίδρασης, τον συνεχή αγώνα για επιβίωση, την
υπερβολική συγκέντρωση ανθρώπων, το προφανές χάος και την
αυθόρμητη τάξη του– είναι ανάλογος με την αστική ζωή
διαχρονικά στην ιστορία, είτε πρόκειται για τον λαβύρινθο μιας
πόλης της Μεσοποταμίας είτε για την άσχημη άναρχη δόμηση
της αρχαίας Αθήνας είτε για το ασφυκτικό χάος μιας ευρωπαϊκής
μεσαιωνικής πόλης ή μιας παραγκούπολης στο βιομηχανικό
Σικάγο του 19ου αιώνα. Η ζωή στην πόλη είναι καταιγιστική· οι
ενέργειες, η ακατάπαυστη αλλαγή και τα εκατομμύρια των
ταλαιπωριών της, μεγάλων και μικρών, μας ωθούν στα όριά μας.
Σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, οι πόλεις έχουν θεωρηθεί
θεμελιωδώς αντίθετες με τη φύση και τα ένστικτά μας, τόποι
που θρέφουν την ανηθικότητα, επωάζουν ασθένειες και
προκαλούν κοινωνικές παθολογίες. Ο μύθος της Βαβυλώνας
αντηχεί στους αιώνες: όσο εντυπωσιακά επιτυχείς κι αν είναι, οι
πόλεις μπορούν να συνθλίψουν το άτομο. Μαζί με όλα τα
συναρπαστικά της, η μητρόπολη έχει και πολλά τερατώδη
πράγματα.
Οι τρόποι με τους οποίους παραλαμβάνουμε αυτό το αντίξοο
περιβάλλον και το μετασχηματίζουμε ώστε να ταιριάξει στις
δικές μας χρήσεις είναι εντυπωσιακοί. Η προσέγγισή μου στο
βιβλίο αυτό δεν είναι μόνο να δούμε τις πόλεις ως τόπους
εξουσίας και κέρδους, αλλά ως ανθρώπινους βιότοπους με βαθιά
επίδραση στη διαμόρφωση των ανθρώπων που ζουν σε αυτές. Δεν
είναι ένα βιβλίο που αφορά μόνο μεγάλα κτίρια ή πολεοδομικούς
σχεδιασμούς· αφορά τους ανθρώπους που εγκαταστάθηκαν στις
πόλεις και τους τρόπους τους οποίους οι ίδιοι ανακάλυψαν για
να αντεπεξέλθουν και να επιβιώσουν μέσα στη χύτρα ταχύτητας
που λέγεται αστική ζωή. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αρχιτεκτονική
δεν είναι σημαντική: η αλληλεπίδραση μεταξύ του δομημένου
περιβάλλοντος και των ανθρώπων βρίσκεται στην καρδιά της
αστικής ζωής, αλλά και αυτού του βιβλίου. Με ενδιαφέρει
περισσότερο ο συνδετικός ιστός που διατηρεί ενωμένο ολόκληρο
τον οργανισμό και όχι απλώς η εξωτερική του εμφάνιση ή τα
ζωτικά του όργανα.
Καθώς δομούνται πάνω σε αλλεπάλληλα επίπεδα ανθρώπινης
ιστορίας, στη σχεδόν άπειρη και ακατάπαυστη συνύφανση
ανθρώπινων ζωών και εμπειριών, οι πόλεις είναι εξίσου
συναρπαστικές και ακατάληπτες. Με την ομορφιά και την
ασχήμια, τη χαρά και τη θλίψη και με το άτακτο και χαοτικό
εύρος της πολυπλοκότητας και των αντιθέσεών τους, οι πόλεις
είναι ένας ζωγραφικός πίνακας της ανθρώπινης φύσης, με όλα
τα αξιαγάπητα και τα αξιομίσητα σε ίση ποσότητα. Είναι ρευστές
περιοχές, σε μια αέναη διαδικασία αλλαγής και προσαρμογής. Την
αστάθειά τους την κρύβουν πίσω από επιβλητικά κτίρια και
τοπόσημα, αυτό είναι βέβαιο· αλλά γύρω από αυτά τα σύμβολα
μονιμότητας περιστρέφεται αμείλικτη η αλλαγή. Η συνεχής
καταστροφή και ανοικοδόμηση που προξενεί η δύναμη της
παλίρροιας καθιστά τις πόλεις ακαταμάχητες μα και απελπιστικά
δυσνόητες. Προσπάθησα, σε ολόκληρο το βιβλίο, να συλλάβω τις
πόλεις εν κινήσει και όχι εν στάσει.
Στο πλαίσιο της έρευνας γι’ αυτό το βιβλίο, ταξίδεψα σε
διάφορες πόλεις στην Ευρώπη, την αμερικανική ήπειρο, την
Αφρική και την Ασία – σε πόλεις τόσο αντιφατικές μεταξύ τους
όπως η Βομβάη και η Σιγκαπούρη, η Σαγκάη και η Πόλη του
Μεξικού, το Λάγκος και το Λος Άντζελες. Μέσα από την
αφήγηση κατά χρονική ακολουθία επέλεξα μια σειρά από πόλεις
που έχουν κάτι να μας πουν όχι μόνο για την εποχή τους αλλά
και για την αστική συνθήκη γενικότερα. Μερικές από αυτές τις
πόλεις –όπως η Αθήνα, το Λονδίνο ή η Νέα Υόρκη– είναι
προφανείς επιλογές· άλλες –όπως οι Ουρούκ, Χαράπα, Λίμπεκ και
Μελάκα– ίσως να μην είναι τόσο οικείες. Εξετάζοντας την
ιστορία των πόλεων, αναζήτησα υλικό σε αγορές, σουκ6 και
παζάρια· σε πισίνες, στάδια και πάρκα· σε υπαίθριες καντίνες,
καφετέριες και καφενεία· σε μικρά μαγαζάκια, εμπορικά κέντρα
και πολυκαταστήματα. Έψαξα να βρω πληροφορίες σε
ζωγραφικούς πίνακες, μυθιστορήματα, ταινίες και τραγούδια,
καθώς και σε επίσημα αρχεία, αναζητώντας τη βιωμένη εμπειρία
των πόλεων και την ένταση της καθημερινής ζωής τους. Πρέπει
να βιώσεις μια πόλη με τις αισθήσεις σου –να κοιτάξεις, να
οσμιστείς, να αγγίξεις, να διαβάσεις και να φανταστείς– για να
την καταλάβεις στο σύνολό της. Σε μεγάλο μέρος της
ανθρώπινης ιστορίας, η αστική ζωή στρέφεται γύρω από τις
αισθήσεις – τροφή και ποτό, σεξ και αγορές, κουτσομπολιό και
παιχνίδι. Όλα εκείνα τα πράγματα που συνθέτουν το σκηνικό
της ζωής στην πόλη βρίσκονται στο επίκεντρο αυτού του
βιβλίου.
Οι πόλεις είναι επιτυχείς, ως επί το πλείστον, επειδή
προσφέρουν ευχαρίστηση, ενθουσιασμό, λάμψη και ίντριγκα
εξίσου με εξουσία, χρήμα και ασφάλεια. Επί 6.000 και πλέον
χρόνια, όπως θα δούμε, η ανθρωπότητα πειραματίζεται συνεχώς
με ποικίλους τρόπους ζωής μέσα στην αστική δίνη. Είμαστε
καλοί στο να ζούμε σε πόλεις, και οι πόλεις είναι ανθεκτικά
δημιουργήματα ικανά να αντιστέκονται σε πολέμους και
καταστροφές. Ταυτόχρονα, είμαστε πολύ κακοί στο να χτίζουμε
πόλεις· έχουμε χωροθετήσει και κατασκευάσει, στο όνομα της
προόδου, τόπους που αιχμαλωτίζουν αντί να απελευθερώνουν,
που εξαχρειώνουν αντί να εξυψώνουν. Μεγάλη και
αδικαιολόγητη τραγωδία έχουν προκαλέσει οι ειδικοί που
κυνηγούν το όνειρο της τέλειας, επιστημονικά σχεδιασμένης
μητρόπολης. Ή πάλι, αν και με λιγότερο δραστικό τρόπο, ο
σχεδιασμός συχνά δημιουργεί αποστειρωμένα περιβάλλοντα,
αποστραγγισμένα από τις ενέργειες για τις οποίες αξίζει να ζει
κανείς στην πόλη.
Σε μια εποχή στην οποία δεν υπάρχουν μόνο μεγάλες πόλεις
αλλά και μεγάλες ακατοίκητες εκτάσεις που μετατρέπονται σε
αστικές, το ζήτημα του πώς πρέπει να ζούμε στις πόλεις είναι
επιτακτικό όσο ποτέ. Μόνο αν κατανοήσουμε το υπέροχο εύρος
της αστικής εμπειρίας διαχρονικά και σε όλους τους πολιτισμούς
μπορούμε να παλέψουμε με τις μεγαλύτερες προκλήσεις της
τρίτης χιλιετίας. Οι πόλεις ουδέποτε ήταν και ποτέ δεν θα
μπορέσουν να γίνουν τέλειες. Πράγματι, μεγάλο μέρος της
τέρψης και του δυναμισμού που χαρακτηρίζουν τις πόλεις
προκύπτει από τη χωρική ακαταστασία τους. Και λέγοντας αυτό,
εννοώ την ποικιλομορφία των κτιρίων, των ανθρώπων και των
δραστηριοτήτων, που τυλίγονται όλα μαζί σε ένα κουβάρι και
αναγκάζονται να αλληλεπιδράσουν. Η ευταξία είναι ουσιαστικά
αντι-αστική. Εκείνο που συναρπάζει σε μια πόλη είναι η
αυξητική της ανάπτυξη – η διαδικασία μέσω της οποίας έχει
χτιστεί, και ξαναχτιστεί, από το μηδέν, γενιά τη γενιά,
παράγοντας έναν πυκνοϋφασμένο, πλούσιο αστικό ιστό.
Αυτή ακριβώς η ακαταστασία βρίσκεται στον πυρήνα της
έννοιας του αστικού. Φανταστείτε μια πόλη σαν το Χονγκ Κονγκ
ή το Τόκιο, όπου οι ουρανοξύστες δεσπόζουν πάνω από δρόμους
γεμάτους με πεζούς, αγορές, μικρά μαγαζάκια, πλανόδιους
πωλητές φαγητού, εστιατόρια, καθαριστήρια, μπαρ, καφέ,
βιοτεχνίες και εργαστήρια. Ή φανταστείτε έναν οικισμό σαν το
Νταράβι σε μια κακόφωνη μεγαλούπολη, σκηνικό μιας συνεχούς,
φρενήρους δραστηριότητας στους δρόμους – η οποία καλύπτει
όλες τις βασικές ανάγκες εντός κοντινών αποστάσεων. Όπως
υποστήριξε η Αμερικανοκαναδή συγγραφέας Τζέιν Τζέικομπς τη
δεκαετία του 1960, η πυκνοκατοίκηση μιας πόλης και η ζωή
στους δρόμους της παράγει την αστικότητα, την τέχνη τού να
είναι κάποιος πολίτης. Οι φιλικές στους πεζούς γειτονιές της
πόλης είναι ένα από τα κύρια συστατικά της κατοίκησης σε
αυτή. Έπειτα, σκεφτείτε τις σύγχρονες πόλεις σε όλο τον κόσμο,
όπου το λιανεμπόριο, η ελαφρά βιομηχανία, οι οικιστικές ζώνες
και τα γραφεία διαχωρίζονται με σαφή όρια. Σε πολλές
περιπτώσεις, αυτός ο διαχωρισμός λειτουργιών σε διακριτές
περιοχές έχει ως συνέπεια οι πόλεις να αποστειρώνονται και να
είναι μεν τακτοποιημένες και νοικοκυρεμένες, αλλά και
αποστραγγισμένες από ενέργεια. Ο σχεδιασμός μπορεί να έχει
αυτό το αποτέλεσμα. Το ίδιο και τα αυτοκίνητα. Η έλευση της
μαζικής ιδιοκτησίας αυτοκινήτων –αρχικά στις Ηνωμένες
Πολιτείες, έπειτα στην Ευρώπη και πρόσφατα στη Λατινική
Αμερική, την Ασία και την Αφρική– έχει αναμορφώσει εκ
βάθρων τις πόλεις. Οι αυτοκινητόδρομοι όχι μόνο ευνόησαν την
προαστικοποίηση και το λιανεμπόριο εκτός πόλης αλλά, ακόμα
και στα κέντρα των πόλεων, οι ευρείς, πολυσύχναστοι δρόμοι και
τα στρέμματα χώρων στάθμευσης φρόντισαν να εξοντώσουν και
τα τελευταία απομεινάρια της ζωής στον δρόμο.
Όταν κάνουμε λόγο για αστικοποίηση του παγκόσμιου
πληθυσμού σε ποσοστό πάνω από 50%, δεν αποκλείεται να
υποπίπτουμε σε σφάλμα. Μεγάλο ποσοστό των σύγχρονων
κατοίκων των αστικών μορφωμάτων δεν ζουν αστικά ούτε έχουν
αστικό τρόπο ζωής – αν, δηλαδή, αυτό σημαίνει να ζουν σε
φιλικές για τον πεζό γειτονιές, να έχουν εύκολη πρόσβαση στον
πολιτισμό, τη διασκέδαση, την αναψυχή, την ψυχαγωγία, την
απασχόληση, τους δημόσιους χώρους και τις αγορές. Πολλοί από
αυτό το 50+% έχουν υπο-αστικό τρόπο ζωής, είτε σε πολυτελείς
οικογενειακές μονοκατοικίες είτε στις λεγόμενες «πόλεις άφιξης»
– καταυλισμούς αστέγων που προσκολλώνται στις παρυφές
ταχέως αναπτυσσόμενων μητροπόλεων.
Το πρόβλημα σε ό,τι αφορά τον 21ο αιώνα δεν είναι ότι
αστικοποιούμαστε ταχύτατα, αλλά ότι δεν αστικοποιούμαστε
επαρκώς. Και γιατί είναι πρόβλημα αυτό; Δεν θα ήταν, αν
μπορούσαμε να είμαστε όσο γενναιόδωροι θα θέλαμε απέναντι
στον πλανήτη μας. Το γεγονός ότι 200.000 άνθρωποι συρρέουν
καθημερινά στις πόλεις –ή ότι γίναμε κατά πλειονότητα αστικά
όντα γύρω στο 2010– είναι εντυπωσιακό. Όμως δεν συμβαίνει
μόνο αυτό. Πολύ πιο ανησυχητική είναι η γνώση ότι, ενώ ο
αστικός πληθυσμός αναμένεται να διπλασιαστεί μεταξύ 2000 και
2030, η επιφάνεια που θα καταλαμβάνει η ζούγκλα του
τσιμέντου θα τριπλασιαστεί. Μόνο μέσα σε αυτές τις τρεις
δεκαετίες θα έχουμε επεκτείνει το αστικό μας αποτύπωμα κατά
επιφάνεια ίση με το μέγεθος της Νότιας Αφρικής.7
Αυτή η παγκόσμια αστική εξάπλωση ωθεί τις πόλεις μας σε
υγρότοπους, στην άγρια φύση, σε τροπικά δάση, εκβολές
ποταμών, μαγκρόβια δάση, πλημμυρικές πεδιάδες και
καλλιεργήσιμη γη – με ολέθριες συνέπειες για τη βιοποικιλότητα
και το κλίμα. Ολόκληρα βουνά μετακινούνται προκειμένου να
εξασφαλιστεί χώρος για αυτή την ασύστολη αστικοποίηση επικών
διαστάσεων. Και μιλώ κυριολεκτικά: από το 2012, πάνω από 700
κορυφές βουνών ισοπεδώθηκαν ανελέητα στην απομακρυσμένη
βορειοδυτική Κίνα και το υλικό εναποτέθηκε σε πεδιάδες για τη
δημιουργία μιας τεχνητής επίπεδης επιφάνειας πάνω στην οποία
υψώθηκε μια ολοκαίνουρια και απαστράπτουσα πόλη
ουρανοξυστών, η λεγόμενη Νέα Περιοχή Λαντζού, ένας
ενδιάμεσος σταθμός στη Νέα Οδό του Μεταξιού.
Οι κινεζικές πόλεις –όπως και οι αμερικανικές πριν από αυτές–
γίνονται όλο και λιγότερο πυκνοκατοικημένες στους πυρήνες
τους, καθώς το οδικό δίκτυο και τα κτιριακά συγκροτήματα
γραφείων ωθούν τους ανθρώπους έξω από τις πυκνόκτιστες
γειτονιές ποικίλων χρήσεων προς τα προάστια. Αυτό εντάσσεται
σε μια παγκόσμια τάση για αραιοκατοικημένη και εξαρτώμενη
από τα αυτοκίνητα αστικοποίηση και εξάπλωση. Όταν οι
άνθρωποι γίνονται πλουσιότεροι, απαιτούν περισσότερο ζωτικό
χώρο. Αν οι Κινέζοι και οι Ινδοί κάτοικοι των πόλεων επιλέξουν
να ζήσουν με τις γενναιόδωρες πληθυσμιακές πυκνότητες των
Αμερικανών, οι απαιτήσεις τους σε χρήση οχημάτων και ενέργεια
θα αυξήσουν τις παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα
κατά 139%.8 Το ξέσπασμα του κορονοϊού το 2020 και η απειλή
μελλοντικών πανδημιών θα μπορούσαν να γείρουν την
πλάστιγγα εναντίον των πόλεων για άλλη μια φορά,
ενθαρρύνοντας τους ανθρώπους να δραπετεύσουν μακριά από
τις μητροπόλεις, όπου οι μακρές περίοδοι καραντίνας και
εγκλεισμού είναι σχεδόν ανυπόφορες και οι κίνδυνοι μόλυνσης
μεγαλύτεροι. Αν συμβεί αυτό, το οικολογικό πλήγμα θα είναι
μεγάλο.
Σε ένα πιο ζεστό, πιο υγρό και πιο δριμύ κλίμα οι πόλεις θα
μπορούσαν να προσφέρουν μια διέξοδο στο πρόβλημα. Όπως
εκθέτω στη μακρόχρονη ιστορία που παρουσιάζεται στο βιβλίο
αυτό, οι πόλεις είναι ανθεκτικές, ευπροσάρμοστες οντότητες,
ικανές να αντισταθούν και να ανταποκριθούν σε κάθε είδους
καταστροφές, κι εμείς είμαστε ένα ευπροσάρμοστο αστικό είδος
που εδώ και καιρό έχει συνηθίσει στις πιέσεις και στις
δυνατότητες της ζωής στην πόλη. Και καλό θα ήταν να
συνεχίσουμε να καινοτομούμε. Στον αιώνα που διανύουμε, τα
δύο τρίτα των μεγαλύτερων μητροπόλεων με πληθυσμό πάνω
από 5 εκατομμύρια, μεταξύ αυτών το Χονγκ Κονγκ, η Νέα
Υόρκη, η Σαγκάη, η Τζακάρτα και το Λάγκος, απειλούνται από
την αύξηση της στάθμης της θάλασσας· πολύ περισσότερες
βράζουν κυριολεκτικά, καθώς οι θερμοκρασίες εκτοξεύονται στα
ύψη, και πλήττονται από καταστροφικές καταιγίδες. Οι πόλεις
μας βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της επικείμενης
περιβαλλοντικής καταστροφής· για αυτόν ακριβώς τον λόγο θα
μπορούσαν να ηγούνται των προσπαθειών να περιοριστούν οι
επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Ένα από τα πιο εκπληκτικά
στοιχεία των πόλεων είναι η ικανότητά τους να
μεταμορφώνονται. Οι πόλεις, σε όλο τον ρου της ιστορίας,
προσαρμόστηκαν σε κλιματικές αλλαγές, μετατοπίσεις εμπορικών
δρόμων, αλλαγές στην τεχνολογία, πολέμους, ασθένειες και
πολιτικές αναταραχές. Οι μεγάλες πανδημίες του 19ου αιώνα, για
παράδειγμα, διαμόρφωσαν τις σύγχρονες πόλεις οδηγώντας
αναγκαστικά σε βελτιώσεις στη μηχανική, την υγιεινή και τον
πολεοδομικό σχεδιασμό. Οι πανδημίες του 21ου αιώνα θα
αλλάξουν τις πόλεις με τρόπους που δεν μπορούμε ακόμα να
διανοηθούμε. Εξ ανάγκης, θα προσαρμοστούν σε μια εποχή
κλιματικής κρίσης.
Τι μορφής θα είναι άραγε η εξέλιξη αυτή; Όσο υπάρχουν
πόλεις, το μέγεθός τους εξαρτάται από το εκάστοτε κυρίαρχο
μέσο μεταφοράς, τις εξωτερικές απειλές, τη διαθεσιμότητα πόρων
και την αγοραστική αξία της παρακείμενης καλλιεργήσιμης γης.
Στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, οι παράγοντες
αυτοί συγκράτησαν την ανάπτυξη των πόλεων· μόνο οι εύπορες
και ειρηνικές κοινωνίες μπόρεσαν να απλωθούν λιγάκι. Στον
αιώνα που ζούμε, η απειλή για την ασφάλειά μας δεν είναι
κάποια στρατεύματα εισβολής, αλλά ένα ασταθές κλίμα. Οι
πυκνοκατοικημένες πόλεις με δημόσια μέσα μεταφοράς, γειτονιές
φιλικές στους πεζούς και μια σειρά από καταστήματα και
υπηρεσίες παράγουν πολύ λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα και
καταναλώνουν πολύ λιγότερους πόρους απ’ ό,τι οι οικισμοί που
εξαπλώνονται διαρκώς. Το μικρό τους μέγεθος επιβραδύνει, ως
έναν βαθμό, την πορεία σύγκρουσης με τη φύση, γιατί
αποφεύγονται οι αμαρτίες της άναρχης εξάπλωσης. Δεν προτείνω
να στοιβαχτούμε σαν κοπάδια μέσα στα κέντρα των πόλεων:
είναι σαφές ότι ο χώρος δεν επαρκεί. Αυτό που προτείνω είναι η
αστικοποίηση των μητροπολιτικών συνοικιών –των προαστίων
και των περιφερειακών συνοικιών– ώστε να λάβουν τις μορφές
και λειτουργίες, την πυκνότητα, τις ποικίλες χρήσεις και τη
χωρική ακαταστασία που χαρακτηρίζουν τα κέντρα των πόλεων.
Κατά τους εγκλεισμούς του 2020 η αστική πυκνότητα
μετατράπηκε από προνόμιο σε απειλή. Οι κοινωνικές επαφές –
μία από τις χαρές της ζωής στην πόλη– έγινε κάτι που έπρεπε να
αποφεύγεται με κάθε κόστος, λες και οι συμπολίτες μας ήταν
θανάσιμοι εχθροί μας. Αντί να είναι όλοι μαζί συγκεντρωμένοι,
δισεκατομμύρια άνθρωποι έλαβαν την οδηγία να
αποστασιοποιηθούν· η ζωή στην πόλη αναστράφηκε. Αλλά, παρά
το ευάλωτο των πληθυσμών των πόλεων απέναντι στην ασθένεια
και τις επιπτώσεις των εγκλεισμών, δεν πρέπει να παραβλέψουμε
το γεγονός ότι η οικιστική πύκνωση είναι ένας ζωτικός τρόπος
επίτευξης της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας. Οικονομολόγοι και
πολεοδόμοι δικαίως επαινούν τη «δημιουργία συνεργατικών
σχηματισμών» που κατέστησε τις σύγχρονες μητροπόλεις τόσο
επιτυχείς στην οικονομία της γνώσης. Ωστόσο αυτή λειτουργεί με
πολλούς διαφορετικούς τρόπους και δεν αφορά μόνο τις
τεχνολογικές νεοφυείς επιχειρήσεις (start-ups). Οι μικρές σε
μέγεθος αστικές περιοχές πυροδοτούν κάθε είδους καινοτομίες
και δημιουργικότητα, μεταξύ άλλων, σε επίπεδο γειτονιάς – στο
επίπεδο όχι ανώτερων οικονομικών και τεχνολογικού δαιμονίου,
αλλά της καθημερινής ζωής. Αυτό μας έχει δείξει η ιστορία. Με
άλλα λόγια, οι λειτουργικές και επινοητικές κοινότητες μπορούν
να κάνουν τις πόλεις πιο ανθεκτικές, ειδικά σε μια περίοδο που
έχουμε ανάγκη από ανθεκτικές, ευπροσάρμοστες πόλεις, έτοιμες
να αντιμετωπίσουν τις σοβαρές νέες προκλήσεις της κλιματικής
αλλαγής και των πανδημιών. Η ενέργεια του Νταράβι, του
Χωριού Πληροφορικής Οτίγκμπα στο Λάγκος και χιλιάδων άλλων
άγνωστων κοινοτήτων αποδεικνύει στην πράξη αυτή την αστική
εφευρετικότητα σε καθημερινή βάση.
Η λύση αυτού του είδους απαιτεί μια αστικοποίηση της ζωής σε
πραγματικά μαζική κλίμακα. Πάνω απ’ όλα, απαιτεί τη
διεύρυνση της φαντασίας μας ώστε να αποδεχτούμε την
ποικιλομορφία των μελλοντικών πόλεων. Η ιστορία είναι ένας
ζωτικός τρόπος να ανοίξουμε τα μάτια μας σε ολόκληρο το
φάσμα της αστικής εμπειρίας.
1
UN Habitat, State of the World’s Cities 2008/9: harmonious cities (Λονδίνο,
2008), σελ. 11· UN Habitat, State of the World’s Cities 2012/2013: prosperity of
cities (NY, 2013), σελ. 29.
2
Jaison R. Abel, Ishita Dey & Todd M. Gabe, «Productivity and the Density of
Human Capital», Federal Reserve Bank of New York Sta Reports, 440 (Μάρτιος
2010)· OECD, The Metropolitan Century: understanding urbanisation and its
consequences (Παρίσι, 2015), σελ. 35 κ.ε.· Maria P. Roche, «Taking Innovation to
the Streets: microgeography, physical structure and innovation», Review of
Economics and Statistics, 21/8/2019,
https://www.mitpressjournals.org/doi/abs/10.1162/rest_a_00866
3
Jonathan Auerbach & Phyllis Wan, «Forecasting the Urban Skyline with
Extreme Value Theory», 29/10/2018, https://arxiv.org/abs/1808.01514
4
A. T. Kearney, Digital Payments and the Global Informal Economy (2018), σελ. 6,
7.
5
Janice E. Perlman, «The Metamorphosis of Marginality: four generations in the
favelas of Rio de Janeiro», Annals of the American Academy of Political and
Social Science, 606, Ιούλιος 2006), 167· Sanni Yaya et al., «Decomposing the
Rural–Urban Gap in the Factors of Under-Five Mortality Rate in Sub-Saharan
Africa? Evidence from 35 countries», BMC Public Health, 19 (Μάιος 2019)· Abhijit
V. Banerjee & Esther Du o, «The Economic Lives of the Poor», Journal of
Economic Perspectives, 21:1 (Χειμώνας 2007), table 9· Maigeng Zhou et al., «Cause-
Speci c Mortality for 240 Causes in China during 1990–2013: a systematic
subnational analysis for the Global Burden of Disease Study 2013», Lancet, 387
(Ιανουάριος 2016), σελ. 251–72.
6
Αραβική παραδοσιακή αγορά. (Σ.τ.Μ.)
7
Karen C. Seto, Burak Güneralp & Lucy R. Hutyra, «Global Forecasts of Urban
Expansion to 2030 and Direct Impacts on Biodiversity and Carbon Pools», PNAS,
109:40 (Οκτ. 2012).
8
Edward Glaeser, The Triumph of the City: how urban space makes us human
(Λονδίνο, 2012), σελ. 15.
1 - Η αυγή της πόλης - Ουρούκ, 4000-1900
π.Χ.

Ο Ενκίντου ζει σε αρμονία με τη φύση. Δυνατός σαν «βράχος εξ


ουρανού» και με θεϊκή ομορφιά, η καρδιά του αγαλλιάζει καθώς
εκείνος τρέχει ελεύθερος ανάμεσα στα άγρια ζώα. Όλα αυτά,
όμως, τελειώνουν μόλις αντικρίζει τη γυμνή μορφή της Σάματ
που παίρνει το λουτρό της στον νερόλακκο. Μαγεμένος στο
πρώτο αντίκρισμα μιας γυναίκας, ο Ενκίντου κάνει έρωτα στη
Σάματ επί έξι μέρες και επτά νύχτες.
Χορτασμένος από την αχαλίνωτη, γεμάτη ένταση σεξουαλική
ένωσή τους, ο Ενκίντου επιχειρεί να επιστρέψει στην ελευθερία
της άγριας φύσης. Αλλά η δύναμή του πάνω στη φύση έχει
ατονήσει. Τα άγρια ζώα τον αποφεύγουν, η σωματική ρώμη του
έχει ελαττωθεί και νιώθει τον πόνο της μοναξιάς για πρώτη
φορά. Σαστισμένος, επιστρέφει στη Σάματ. Εκείνη μιλά στον
εραστή της για την πατρίδα της, την παραμυθένια πόλη της
Ουρούκ, έναν τόπο με μνημειώδη κτίρια, σκιερά δάση από
φοινικόδεντρα και μεγάλα πλήθη ανθρώπων πίσω από
πανίσχυρα τείχη. Στην πόλη οι άνθρωποι μοχθούν και με τον
νου, όχι μόνο με τη σωματική τους δύναμη. Φορούν πανέμορφα
ρούχα ενώ κάθε μέρα υπάρχει και μια γιορτή, όταν «τα τύμπανα
δίνουν τον ρυθμό». Εκεί ζουν οι πιο όμορφες γυναίκες του
κόσμου, «προικισμένες με γοητεία και γεμάτες χάρες». Η Σάματ
διδάσκει στον Ενκίντου πώς να τρώει ψωμί και να πίνει ζύθο.
Στην πόλη, λέει η Σάματ στον Ενκίντου, το θεϊκό δυναμικό του
θα μεταφραστεί σε αληθινή εξουσία. Αφού ξύρισε το τριχωτό του
σώμα, έχρισε με λάδια το δέρμα του και κάλυψε τη γύμνια του
με ακριβά ρούχα, ο Ενκίντου παίρνει τον δρόμο για την Ουρούκ.
Έχει απαρνηθεί την ελευθερία του και τα ένστικτα της φύσης
παρασυρμένος στην πόλη από το δέλεαρ της ερωτικής πράξης,
της τροφής και της πολυτέλειας.
Οι πόλεις, από την Ουρούκ και τη Βαβυλώνα ως τη Ρώμη, την
Τεοτιχουακάν και το Βυζάντιο, από τη Βαγδάτη και τη Βενετία
ως το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη και τη Σαγκάη, γοήτευσαν τους
ανθρώπους ως οι ιδεατές πόλεις μιας φαντασίας που γίνεται
πραγματικότητα, το αποκορύφωμα της ανθρώπινης
δημιουργικότητας. Ο Ενκίντου συμβολίζει την ανθρωπότητα σε
μια αγνή κατάσταση της φύσης, που αναγκάζεται να επιλέξει
ανάμεσα στην ελευθερία της άγριας φύσης και την αφύσικη
πόλη. Η Σάματ είναι η προσωποποίηση της εκλεπτυσμένης
αστικής κουλτούρας. Όπως και η ίδια, αυτού του είδους οι
πόλεις παραπλανούν και σαγηνεύουν· υπόσχονται την
πραγμάτωση των δυνάμεων και των δυνατοτήτων μας.9
Με την ιστορία του Ενκίντου ξεκινά το Έπος του Γκιλγκαμές,
το αρχαιότερο σωζόμενο λογοτεχνικό έργο της ανθρωπότητας, η
γραπτή μορφή του οποίου χρονολογείται τουλάχιστον στο 2100
π.Χ. Το έπος ήταν έργο των εγγράμματων, έντονα
αστικοποιημένων Σουμερίων, που ζούσαν στη Μεσοποταμία,
δηλαδή στο σημερινό Ιράκ. Όποιος επισκεπτόταν για πρώτη
φορά την Ουρούκ στο απόγειό της γύρω στο 3.000 π.Χ., όπως ο
Ενκίντου του παραμυθιού, θα συγκλονιζόταν. Με πληθυσμό
μεταξύ 50.000 και 80.000 κατοίκων και με επιφάνεια 7,7
τετραγωνικών χιλιομέτρων, η Ουρούκ ήταν ο πιο
πυκνοκατοικημένος τόπος στον πλανήτη. Σαν μυρμηγκοφωλιά, η
πόλη βρισκόταν πάνω σε ένα ύψωμα που είχε διαμορφωθεί από
τη δραστηριότητα γενεών και γενεών, καθώς οι στρώσεις
απορριμμάτων και απορριφθέντων οικοδομικών υλικών είχαν
δημιουργήσει μια ανθρωπογενή ακρόπολη που δέσποζε στις
επίπεδες πεδιάδες και ήταν ορατή από απόσταση χιλιομέτρων.
Πολύ πριν φτάσει κάποιος στην πόλη, θα αντιλαμβανόταν την
παρουσία της. Οι κάτοικοι της Ουρούκ είχαν καλλιεργήσει τη
γύρω γη, αξιοποιώντας την ύπαιθρο για να εξυπηρετήσουν τις
ανάγκες τους. Σε εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα αγρών, με
τεχνητή άρδευση μέσω καναλιών, παράγονταν σιτάρι, πρόβατα
και χουρμάδες που έθρεφαν τη μητρόπολη καθώς και κριθάρι
από το οποίο παρασκευαζόταν η μπίρα, το ποτό του λαού.
Εντυπωσιακότεροι όλων ήταν οι πανύψηλοι ναοί, αφιερωμένοι
στη θεά του έρωτα και του πολέμου, την Εάνα, και στον Άνου,
τον θεό του ουρανού, και χτισμένοι πάνω σε γιγάντιες εξέδρες
ψηλά, πάνω από την πόλη. Σαν τα κωδωνοστάσια και τους
τρούλους της Φλωρεντίας ή σαν το δάσος από ουρανοξύστες στη
Σαγκάη του 21ου αιώνα, ήταν ένα αδιαμφισβήτητο οπτικό
στοιχείο. Χτισμένος από ασβεστόλιθο και επενδυμένος με
γυψοκονίαμα, ο Μεγάλος Ναός του Άνου αντανακλούσε το φως
του ήλιου εξίσου εντυπωσιακά με οποιονδήποτε σύγχρονο
ουρανοξύστη. Σαν φάρος της στεριάς στις πεδιάδες, εξέπεμπε ένα
μήνυμα πολιτισμού και ισχύος.
Για τους αρχαίους κατοίκους της Μεσοποταμίας, η πόλη
αντιπροσώπευε τον θρίαμβο της ανθρωπότητας επί της φύσης·
αυτό ήταν σαφές από το επιβλητικό τεχνητό τοπίο. Τα τείχη της
πόλης, κατάσπαρτα με πύλες και πύργους που εξείχαν, είχαν
περίμετρο εννέα χιλιόμετρα και ύψος επτά μέτρα. Μπαίνοντας
από κάποια πύλη, αμέσως θα έβλεπε κάποιος τον τρόπο με τον
οποίο οι κάτοικοι της πόλης είχαν κατανικήσει τη φύση. Την
κυρίως πόλη περιέβαλλαν περιποιημένοι κήποι που παρήγαν
φρούτα, βότανα και λαχανικά. Ένα εκτεταμένο δίκτυο καναλιών
μετέφερε νερό από τον Ευφράτη στην καρδιά της πόλης. Ένα
υπόγειο σύστημα πήλινων αγωγών διοχέτευε τα απόβλητα
δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων εκτός των τειχών. Οι κήποι και τα
φοινικόδεντρα σταδιακά έδιναν τη θέση τους στο επεκτεινόμενο
κέντρο της πόλης. Λαβύρινθοι από στενούς, ελικοειδείς δρόμους
και σοκάκια ασφυκτικά γεμάτα με μικρά σπίτια χωρίς παράθυρα,
που θα έμοιαζαν αφόρητα πυκνόκτιστα, με ελάχιστους
υπαίθριους χώρους, αλλά αυτή η διάταξη ήταν ειδικά
σχεδιασμένη ώστε να δημιουργεί ένα αστικό μικροκλίμα όπου ο
ίσκιος και το αεράκι από τα στενά σοκάκια και τα πυκνόκτιστα
σπίτια μετρίαζαν την ένταση του ήλιου της Μεσοποταμίας.10
Θορυβώδης, ασφυκτικά γεμάτη, πολύβουη, η Ουρούκ και οι
αδελφές πόλεις της στη Μεσοποταμία ήταν μοναδικές στη γη. Σε
ένα λογοτεχνικό έργο περίπου της ίδιας περιόδου με το Έπος του
Γκιλγκαμές ο συγγραφέας φαντάζεται τη θεά Ινάνα να
εξασφαλίζει τα εξής:
Οι αποθήκες θα είναι γεμάτες προμήθειες· κατοικίες θα
χτίζονται στην πόλη· ο λαός της θα τρώει εξαίρετη τροφή· ο
λαός της θα πίνει εξαίρετα ποτά· οι λουόμενοι τις ημέρες της
σχόλης θα διασκεδάζουν στις αυλές· οι άνθρωποι θα συρρέουν
στους τόπους εορτασμών· οι γνωστοί θα δειπνούν μαζί· οι ξένοι
θα περιφέρονται όλοι μαζί σαν παράξενα πουλιά στον
ουρανό… πίθηκοι, πανίσχυροι ελέφαντες, νεροβούβαλοι,
εξωτικά ζώα, καθώς και καθαρόαιμα λιοντάρια, αγριοκάτσικα
του βουνού και πρόβατα alum με μακρύτριχο μαλλί θα
συνωστίζονται στις δημόσιες πλατείες.

Ο συγγραφέας συνεχίζει περιγράφοντας μια πόλη με τεράστιους


σιτοβολώνες και σιταποθήκες, από χρυσό, ασήμι, χαλκό,
κασσίτερο και λάπις λάζουλι. Όλα τα αγαθά του κόσμου
κατέληγαν στην πόλη για να τα απολαύσουν οι κάτοικοί της,
σύμφωνα με αυτή την ιδιαίτερα εξιδανικευμένη αναφορά. Στο
μεταξύ, «μέσα στην πόλη ηχούσαν τύμπανα tigi· έξω από αυτή,
αυλοί και μουσικά όργανα zamzam. Το λιμάνι της με τα
αγκυροβολημένα πλοία ήταν πλημμυρισμένο από χαρά».11
«Ουρούκ» σημαίνει απλώς «η πόλη». Ήταν η πρώτη πόλη του
κόσμου και το πιο ισχυρό αστικό κέντρο του για πάνω από 1.000
χρόνια. Όταν οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν σε μεγάλες
κοινότητες, τα πράγματα άλλαξαν με απίστευτη ταχύτητα· οι
πολίτες της Ουρούκ υπήρξαν πρωτοπόροι σε τεχνολογίες που
άλλαξαν τον κόσμο και βίωσαν ριζικά νέους τρόπους ζωής,
ένδυσης, διατροφής και σκέψης. Η εφεύρεση της πόλης στις
όχθες του Ευφράτη και του Τίγρη απελευθέρωσε μία νέα,
ασυγκράτητη δύναμη στην ιστορία.

Το πέρας της τελευταίας Εποχής των Παγετώνων, πριν από


11.700 χρόνια περίπου, άλλαξε σε βάθος τη ζωή του ανθρώπου
στη γη. Σε όλο τον κόσμο, κοινωνίες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών
άρχισαν να καλλιεργούν και να εξημερώνουν άγρια φυτά τα
οποία επωφελούνταν από έναν πλανήτη που πλέον θερμαινόταν.
Αλλά η Εύφορη Ημισέληνος – ένα ημικύκλιο που εκτείνεται από
τον Νείλο στα δυτικά ως τον Περσικό Κόλπο στα ανατολικά,
όπου σήμερα βρίσκονται τα σύγχρονα κράτη της Αιγύπτου, της
Συρίας, του Λιβάνου, του Ισραήλ, της Παλαιστίνης, της
Ιορδανίας, του Ιράκ, το νοτιοανατολικό τμήμα της Τουρκίας και
το δυτικό άκρο του Ιράν– ήταν εκείνη που πρόσφερε την πιο
ευνοϊκή περιοχή για την ανάπτυξη της γεωργίας. Αυτή η σχετικά
μικρή περιοχή περιλάμβανε μια μεγάλη ποικιλία από
γεωμορφολογίες, κλίματα και υψόμετρα τα οποία, με τη σειρά
τους, παρείχαν μια εξαιρετική βιοποικιλότητα. Επίσης, και αυτό
είναι το πιο σημαντικό για την ανθρώπινη κοινωνική ανάπτυξη,
περιλάμβανε τις άγριες προγονικές μορφές μεγάλου μέρους των
σύγχρονων καλλιεργειών –δίκοκκο σιτάρι, μονόκοκκο σιτάρι,
κριθάρι, λινάρι, ρεβίθια, μπιζέλια, φακές και πικρό βίκο– καθώς
και μεγάλα θηλαστικά κατάλληλα για εξημέρωση: αγελάδες,
κατσίκες, πρόβατα και χοίρους. Μέσα σε λίγες χιλιετίες το λίκνο
της γεωργίας έγινε το λίκνο της αστικοποίησης.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές ξεκίνησαν το 1994 στο Γκεμπεκλί
Τεπέ (που σημαίνει Λόφος της Κοιλιάς) στην Τουρκία υπό τη
διεύθυνση του Κλάους Σμιτ. Αποκαλύφθηκε ένα εκτεταμένο
τελετουργικό κτιριακό συγκρότημα, που αποτελούνταν από
ογκώδεις λίθινους στύλους σε σχήμα Τ και σε κυκλική διάταξη.
Αυτή η εντυπωσιακή δομή δεν χτίστηκε από μια προηγμένη και
μόνιμα εγκατεστημένη κοινότητα. Οι μεγάλοι λίθοι, βάρους
είκοσι τόνων, λατομήθηκαν και μεταφέρθηκαν στον λόφο πριν
από 12.000 χρόνια (αντίθετα, η κατασκευή του Στόουνχεντζ
άρχισε πριν από 5.000 χρόνια). Η ανακάλυψη αυτή ανέτρεψε τη
συμβατική σκέψη μας. Είχαμε πλέον τεκμήρια ότι κάποιοι
κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες συνενώθηκαν και συνεργάστηκαν σε
πραγματικά μαζική κλίμακα. Υπολογίζεται ότι απαιτήθηκε η
συλλογική εργασία 500 ατόμων από διαφορετικές ομάδες ή
φυλές για την εξόρυξη και τη μεταφορά των ασβεστολιθικών
μεγαλίθων στον λόφο. Κίνητρό τους ήταν η λατρεία ενός ή
περισσότερων θεών που σήμερα μας είναι άγνωστοι και η
εκπλήρωση του ιερού τους καθήκοντος. Δεν υπάρχουν ενδείξεις
για οποιαδήποτε ανθρώπινη κατοίκηση στο Γκεμπεκλί Τεπέ: ήταν
ένας τόπος προσκυνήματος και λατρείας.
Σύμφωνα με τη συμβατική ερμηνεία, τέτοιου είδους
επιτεύγματα προέκυπταν μόνο αφότου ένα πλεόνασμα σιτηρών
απάλλασσε μία μερίδα της κοινότητας από το βάρος του
καθημερινού βιοπορισμού και της επέτρεπε να αναλαμβάνει
εξειδικευμένες, μη παραγωγικές εργασίες. Δηλαδή, μιλάμε για μια
περίοδο μετά την ανάπτυξη της γεωργίας και των οικισμών.
Αλλά το Γκεμπεκλί Τεπέ ανατρέπει τελείως αυτόν τον τρόπο
σκέψης. Οι αρχαιότατοι οικοδόμοι και λάτρεις στην κορυφή του
λόφου συντηρούνταν από μια εκπληκτική αφθονία θηραμάτων
και φυτών. Αυτή η αφθονία άγριας τροφής, όταν συνυπήρξε με
ένα προηγμένο σύστημα θρησκείας, ενθάρρυνε τον Homo
sapiens να προβεί σε ριζικές αλλαγές σε τρόπους ζωής και
φυλετικές δομές που είχαν υπάρξει επί 150.000 και πλέον
χρόνια.
Ο ναός προηγήθηκε του αγροκτήματος· ίσως, μάλιστα, και να
κατέστησε αναγκαίο το αγρόκτημα για να τραφεί ένας
εγκατεστημένος πληθυσμός που ήταν αφιερωμένος στη λατρεία.
Η γενετική χαρτογράφηση δείχνει ότι τα πρώτα στελέχη
δίκοκκου σιταριού που εξημερώθηκαν ποτέ προήλθαν από μια
θέση σε απόσταση 32 χιλιομέτρων από το Γκεμπεκλί Τεπέ
περίπου 500 χρόνια μετά τη θεμελίωση του ιερού. Ως τότε,
στύλοι σε σχήμα Τ είχαν ανεγερθεί σε κορυφές λόφων στην
ευρύτερη περιοχή και είχαν ιδρυθεί οικισμοί σε μικρή απόσταση
από αυτούς.
Το Γκεμπεκλί Τεπέ διατηρήθηκε ως την εποχή των σύγχρονων
αρχαιολόγων γιατί θάφτηκε σκόπιμα, για κάποιον άγνωστο λόγο,
γύρω στο 8000 π.Χ. Δεν έγινε καμία παρόμοια προσπάθεια
ανέγερσης μνημειωδών κτιρίων αυτής της κλίμακας ως την
κατασκευή των σουμεριακών ναών στη νότια Μεσοποταμία,
5.000 χρόνια αργότερα. Στις χιλιετίες που μεσολάβησαν ο
ανθρώπινος πολιτισμός της Εύφορης Ημισελήνου πειραματιζόταν
με νέους τρόπους ζωής.
Η νεολιθική επανάσταση ήταν ταχύτατη. Γύρω στο 9000 π.Χ.
οι περισσότεροι άνθρωποι στην Εύφορη Ημισέληνο ζούσαν
καταναλώνοντας άγρια τροφή· το 6000 π.Χ. η γεωργία είχε
καθιερωθεί στην περιοχή. Οι φυλές των κυνηγών-
τροφοσυλλεκτών, με την ποικίλη διατροφή και τον νομαδικό
τρόπο ζωής, έπειτα από πολλές γενεές παραχώρησαν τη θέση
τους σε μόνιμα εγκατεστημένες γεωργικές κοινότητες
αφιερωμένες στην καλλιέργεια λίγων ειδών πρώτης ανάγκης και
στην κτηνοτροφία. Η Ιεριχώ γεννήθηκε ως ένας καταυλισμός
που κατασκεύασαν άνθρωποι οι οποίοι συνδύαζαν το κυνήγι με
την καλλιέργεια άγριων σιτηρών· μέσα σε 700 χρόνια
φιλοξενούσε πολλές εκατοντάδες ανθρώπους που καλλιεργούσαν
συστηματικά δίκοκκο σιτάρι, κριθάρι και όσπρια· τους
προστάτευε ένα ισχυρό τείχος κι ένας πύργος. Το Τσατάλ
Χουγιούκ στη σημερινή Τουρκία, με πληθυσμό μεταξύ 5.000 και
7.000 κατοίκων κατά την 7η χιλιετία π.Χ., ήταν μία κοινότητα
υπερμεγέθης για τα προϊστορικά δεδομένα.
Ωστόσο, ούτε η Ιεριχώ ούτε το Τσατάλ Χουγιούκ έκαναν το
άλμα που θα τις μετέτρεπε σε πόλεις. Παρέμειναν εκτεταμένα
χωριά, χωρίς να έχουν πολλά από τα χαρακτηριστικά και τον
σκοπό που εμείς συνδέουμε με την αστικοποίηση. Οι πόλεις,
καθώς φαίνεται, δεν ήταν προϊόν προνομιακών τοποθεσιών, με
πλούσιους και παραγωγικούς αγρούς και πρόσβαση σε υλικά
δόμησης. Ίσως η ζωή να ήταν υπερβολικά καλή εκεί. Η γη
παρείχε όλα όσα χρειάζονταν αυτές οι κοινότητες και το εμπόριο
κάλυπτε τυχόν ελλείψεις.
Πόλεις εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στη νότια Μεσοποταμία,
στην άκρη της Εύφορης Ημισελήνου. Μια μακροχρόνια θεωρία
εξηγούσε τους λόγους. Εδώ το έδαφος και το κλίμα δεν είναι
τόσο ευνοϊκά. Η βροχόπτωση είναι μειωμένη· η γη είναι στεγνή
και επίπεδη. Μόνο με την αξιοποίηση των νερών των ποταμών
Ευφράτη και Τίγρη θα μπορούσε να αποδεσμευτεί το δυναμικό
αυτού του χερσότοπου. Οι άνθρωποι συνεργάστηκαν στην
πραγματοποίηση αρδευτικών έργων για τη μεταφορά νερού από
τους ποταμούς και την επακόλουθη δημιουργία αγρών. Ξαφνικά
η γη μπορούσε να παράγει τεράστια πλεονάσματα σιτηρών.
Επομένως, οι πόλεις δεν προέκυψαν από εύκρατα περιβάλλοντα
γεμάτα αφθονία, αλλά από περιοχές με περισσότερες δυσκολίες
που ώθησαν στο έπακρο την επινοητικότητα και τη συνεργασία.
Οι πρώτες πόλεις του κόσμου, συνεπώς, γεννήθηκαν στη νότια
Μεσοποταμία ως αποτέλεσμα του θριάμβου του ανθρώπου επί
των αντιξοοτήτων. Στο κέντρο βρισκόταν ο ναός και η ιερατική
και γραφειοκρατική ελίτ που συντόνιζε τη μεταμόρφωση του
τοπίου και τη διαχείριση ενός πληθυσμού ιδιαίτερα μεγάλης
συγκέντρωσης.
Πρόκειται για μια βάσιμη θεωρία. Ωστόσο, όπως πολλές από τις
αντιλήψεις μας σχετικά με την πρώιμη ανάπτυξη του
πολιτισμού, ανατράπηκε και αυτή πρόσφατα. Οι συνθήκες που
έθρεψαν τις ρίζες της πόλης ήταν στο σύνολό τους πιο ταπεινές
και πιο εξισωτικές.
Οι Σουμέριοι, καθώς και οι λαοί που τελικά μοιράστηκαν την
ίδια θρησκεία, πίστευαν ότι η πρώτη πόλη αναδύθηκε από τον
αρχέγονο βάλτο. Οι ιστορίες τους έκαναν λόγο για έναν υδάτινο
κόσμο, όπου οι άνθρωποι μετακινούνταν με πλοιάρια· στις
πινακίδες τους εικόνιζαν βατράχους, υδρόβια πτηνά, ψάρια και
καλαμιές. Σήμερα οι πόλεις τους είναι θαμμένες κάτω από
αμμοθίνες σε μια μονότονη, αφιλόξενη έρημο μακριά από τη
θάλασσα και τους μεγάλους ποταμούς. Οι αρχαιολόγοι του
παρελθόντος απλώς αδυνατούσαν να πιστέψουν τον μύθο της
βαλτώδους γένεσης αυτών των πόλεων της ερήμου. Αλλά ο
μύθος των αμφίβιων απαρχών της πόλης συνάδει με κάποιες
πρόσφατες ανακαλύψεις σχετικά με τη μεταβαλλόμενη οικολογία
της νότιας Μεσοποταμίας.
Η κλιματική αλλαγή συνέβαλε στην έναρξη της αστικοποίησης.
Την 5η χιλιετία π.Χ. ο Περσικός Κόλπος ανυψώθηκε κατά δύο
μέτρα πάνω από τα σημερινά του επίπεδα, ως αποτέλεσμα της
υψίθερμης κλιματικής περιόδου της Ολοκαίνου, κατά την οποία
οι παγκόσμιες θερμοκρασίες εκτοξεύτηκαν προς τα πάνω και
ανέβηκε η στάθμη της θάλασσας. Το πάνω μέρος του Κόλπου
εισχώρησε κατά 200 χιλιόμετρα βορειότερα απ’ ό,τι σήμερα,
καλύπτοντας τις άνυδρες περιοχές του νότιου Ιράκ με μεγάλες
ελώδεις εκτάσεις. Αυτοί οι υγρότοποι του δέλτα των εκβολών του
Τίγρη και του Ευφράτη έγιναν ένας μαγνήτης για τα
μεταναστευτικά φύλα αμέσως μετά τη μεταμόρφωσή τους από
αυτό το μεταλλαγμένο κλίμα. Περιλάμβαναν μια πλούσια
ποικιλία εύκολα προσβάσιμης και θρεπτικής τροφής. Τα αλμυρά
νερά ήταν γεμάτα από ψάρια και μαλάκια· η πλούσια βλάστηση
στις όχθες των ρεμάτων και των χειμάρρων στο δέλτα πρόσφερε
προστασία στα θηράματα. Αυτός ο τόπος δεν είχε μόνο ένα, αλλά
πολλά οικοσυστήματα. Η κατάφυτη αλλούβια πεδιάδα ευνοούσε
την καλλιέργεια σιτηρών και η ημιέρημος την εκτροφή ζώων. Το
δέλτα συντηρούσε φύλα προερχόμενα από διάφορους
πολιτισμούς της Εύφορης Ημισελήνου· αυτά τα ξένα φύλα
κόμιζαν γνώσεις από τον βορρά σχετικά με τη δόμηση με
πλίνθους, την άρδευση και την παραγωγή κεραμικών. Οι έποικοι
έχτισαν οικισμούς σε αμμώδη νησιωτικά υψώματα στον βάλτο,
σταθεροποιώντας το έδαφος με την κατασκευή θεμελίων από
καλάμια ενισχυμένα με πίσσα.12
Πολλές χιλιετίες νωρίτερα, στο Γκεμπεκλί Τεπέ, κοινότητες
τροφοσυλλεκτών είχαν εκμεταλλευτεί τον κυνηγετικό τους
παράδεισο για να οικοδομήσουν κάτι μεγαλύτερο από τους
ίδιους. Κάτι παρόμοιο συνέβη πριν από το 5400 π.Χ. σε έναν
αμμοσύρτη δίπλα σε λιμνοθάλασσα στο σημείο συνάντησης της
ερήμου με τους βάλτους της Μεσοποταμίας. Ίσως αρχικά οι
άνθρωποι να θεώρησαν αυτόν τον τόπο ιερό γιατί η
λιμνοθάλασσα ήταν μια ζωογόνος δύναμη. Τα αρχαιότερα ίχνη
ανθρώπινης ζωής εδώ, στο αμμώδες νησί που έμελλε να
ονομαστεί Εριντού, ήταν οστά από ψάρια και άγρια ζώα καθώς
και κελύφη από μύδια, υποδηλώνοντας ότι αυτός ο ιερός τόπος
ήταν ένας χώρος τελετουργικού γεύματος. Με την πάροδο του
χρόνου, ανεγέρθηκε ένα μικρό ιερό για τη λατρεία του θεού του
γλυκού νερού.
Από γενιά σε γενιά, αυτό το πρωτόγονο ιερό ανοικοδομούνταν
και κάθε φορά γινόταν μεγαλύτερο και πιο σύνθετο· τελικά ο
ναός ανυψώθηκε πάνω από το γύρω τοπίο εδραζόμενος σε μια
πλίνθινη εξέδρα. Το δώρο της ανάμεικτης διατροφής με άγριες
και καλλιεργημένες φυτικές ποικιλίες από το δέλτα υποστήριξε
αυτά τα πιο φιλόδοξα οικοδομικά προγράμματα. Το Εριντού
θεωρήθηκε, με σεβασμό, ως η ακριβής τοποθεσία όπου
δημιουργήθηκε ο κόσμος.
Στο σύστημα πεποιθήσεων των Σουμερίων, ο κόσμος ήταν ένα
υδάτινο χάος ώσπου ο θεός Ένκι κατασκεύασε ένα πλαίσιο από
καλάμι και το γέμισε με λάσπη. Οι θεοί μπορούσαν τώρα να
εγκατασταθούν στην ξηρά που δημιουργήθηκε από καλάμι και
λάσπη – κατά τον ίδιο τρόπο που οι πρώτοι κάτοικοι των ελών
είχαν χτίσει τους οικισμούς τους. Ο Ένκι επέλεξε να ιδρύσει τον
ναό του στο Εριντού, όπου το νερό έγινε στεριά. Προκειμένου
«να εγκαταστήσουν τους θεούς στην κατοικία που ποθούσε η
καρδιά τους» –με άλλα λόγια, στους ναούς τους– ο Ένκι
δημιούργησε την ανθρωπότητα για να τους υπηρετεί.
Τα έλη, μεταξύ της θάλασσας και της ερήμου, αντιπροσώπευαν
το σταυροδρόμι της τάξης και του χάους, της ζωής και του
θανάτου. Οι εξαιρετικοί πόροι του δέλτα, μια όαση μέσα σε
εχθρικά περιβάλλοντα, ενίσχυσαν την πεποίθηση ότι αυτός ήταν
ο πιο ιερός τόπος κατά την εξέλιξη της θεϊκής δημιουργίας.
Ωστόσο, παρά την αφθονία που πρόσφερε, ήταν ένας επικίνδυνος
τόπος για να ζει κάποιος. Όταν ο ανοιξιάτικος ήλιος έλιωνε
μεγάλους όγκους χιονιού στις απομακρυσμένες οροσειρές της
Αρμενίας, του Ταύρου και του Ζάγρου, οι ποταμοί στο δέλτα
γίνονταν απρόβλεπτοι και επικίνδυνοι. Οικισμοί με σπίτια από
καλάμια, αλλά και ολόκληροι αγροί, μπορούσαν να παρασυρθούν
από βίαιες μετατοπίσεις υδάτων. Σε άλλες περιπτώσεις,
σχηματίζονταν ξαφνικά αμμόλοφοι και σκέπαζαν τα πάντα με
άμμο. Ο ναός, ακλόνητος πάνω στην εξέδρα του και ασφαλής
από την πλημμύρα, πρέπει να ήταν ένα ισχυρό σύμβολο
σταθερότητας μέσα στον ιδιόρρυθμο στρόβιλο της φύσης. Όχι
μόνο το Εριντού ήταν ο τόπος όπου αποκαλυπτόταν ο κόσμος,
αλλά ο ναός τελικά θεωρήθηκε ως ο πραγματικός τόπος
κατοικίας του Ένκι. Η πλινθοδομή απαιτεί συνεχή συντήρηση
και άρα οι άνθρωποι που τελούσαν λατρεία στο Εριντού
παράλληλα βοηθούσαν τον Ένκι να κρατήσει το χάος μακριά
τους.13
Αυτοί οι εργάτες του θεού, με τη σειρά τους, είχαν ανάγκη από
προμήθειες και στέγαση και η διανομή των μεριδίων απαιτούσε
ένα είδος ιερατικής εξουσίας. Γύρω από τον ναό αναπτύχθηκαν
εργαστήρια για τη φιλοτέχνηση ενός διάκοσμου αντάξιου του
οίκου του θεού. Το Εριντού ουδέποτε έγινε πόλη. Ο σουμεριακός
μύθος εξηγεί τον λόγο. Αντί να μοιραστεί τα δώρα του
πολιτισμού και της αστικοποίησης, ο Ένκι, ενεργώντας
εγωιστικά, τα κράτησε κλειδωμένα μέσα στον ναό του. Ώσπου η
Ινάνα, ιερή κλέφτρα και θεά του έρωτα, της σεξουαλικής πράξης,
της γονιμότητας και του πολέμου, έφτασε με ένα πλοιάριο στο
Εριντού και κατάφερε να μεθύσει τον Ένκι. Και όσο ο Ένκι
κοιμόταν έπειτα από τόσες μπίρες, η Ινάνα έκλεψε την ιερή
γνώση και την πήρε μαζί της πλέοντας στα υφάλμυρα ύδατα
προς το δικό της νησί του βάλτου, την Ουρούκ. Όταν έφτασε
εκεί, απελευθέρωσε τη θεϊκή γνώση.
Η αφήγηση αυτή μυθοποιεί ό,τι συνέβη στην πραγματικότητα.
Το Εριντού ενέπνευσε κι άλλους μιμητές· παρόμοιες ιερές
τοποθεσίες έκαναν την εμφάνισή τους και σε άλλες λοφώδεις
νησίδες στον βάλτο. Σε έναν τεχνητό λόφο στις όχθες του
Ευφράτη χτίστηκε ένας ναός για την Ινάνα. Ήταν γνωστός ως
Εάνα, ο «Οίκος του Ουρανού». Σε μικρή απόσταση υπήρχε ένας
ακόμη ναός σε έναν γήλοφο με το όνομα Κουλάμπα, η κατοικία
του Άνου, του θεού του ουρανού. Οι άνθρωποι του βάλτου
άρχισαν να τελούν λατρείες και να εγκαθίστανται σε αυτή την
τοποθεσία γύρω στο 5000 π.Χ.
Τους αμέσως επόμενους αιώνες αυτές οι δύο ναϊκές περιφέρειες
της Εάνα και της Κουλάμπα ανοικοδομήθηκαν επανειλημμένα,
κάθε φορά με όλο και μεγαλύτερες φιλοδοξίες και ακόμα
περισσότερη αρχιτεκτονική τόλμη. Οι δύο νησίδες, που άλλοτε
απείχαν γύρω στα 800 μέτρα η μία από την άλλη, συνενώθηκαν
για να δημιουργήσουν μία μεγάλη κατοικημένη περιοχή, γνωστή
ως Ουρούκ. Αν και ο ναός του Εριντού ανοικοδομούνταν
διαδοχικά αλλά πάντα στις ίδιες διαστάσεις, οι κάτοικοι της
Ουρούκ τον αντικατέστησαν με κάτι συνολικά μεγαλύτερο και
μεγαλοπρεπέστερο. Ήταν ένας πολιτισμός που τον χαρακτήριζαν
η κατεδάφιση και ο δυναμισμός.
Η κινητήρια δύναμη ήταν μια συλλογική προσπάθεια για τη
δημιουργία λαμπρών έργων μεγάλης κλίμακας. Το δέλτα
πρόσφερε, με φυσικό τρόπο, πλεόνασμα τροφής, εξοικονομώντας
πολλά εργατικά χέρια από τις απαιτητικές εργασίες και πολλά
μυαλά για να σχεδιάσουν τα δημόσια έργα. Το υδάτινο
περιβάλλον επίσης εξασφάλιζε εύκολες μεταφορές με πλεούμενα.
Οι υγρότοποι έδωσαν το έναυσμα για την αστικοποίηση· αλλά
εκείνο που την προώθησε πραγματικά ήταν μια ισχυρή ιδεολογία.
Πώς αλλιώς να εξηγήσει κάποιος την τεράστια επένδυση σε
σωματική εργασία και χρόνο; Τα ναϊκά συμπλέγματα στην Εάνα
και την Κουλάμπα δεν πρόσφεραν το παραμικρό σε πρακτικό
επίπεδο. Οι πρώτοι ναοί έμοιαζαν με εκείνον του Εριντού. Αλλά
οι χτίστες της Ουρούκ έκαναν θεαματικά άλματα στην
αρχιτεκτονική, αναπτύσσοντας τελείως νέες τεχνικές.
Χρησιμοποιούσαν πατημένη γη, αδιαβροχοποιημένη με την
προσθήκη πίσσας, για να κατασκευάσουν τα άνδηρά τους.
Έχτιζαν θεμέλια και τοίχους με λιθόπλινθους από ασβεστόλιθο
(που τον εξόρυσσαν από λατομεία σε απόσταση μεγαλύτερη των
ογδόντα χιλιομέτρων από την πόλη) και προκατασκευασμένο
σκυρόδεμα. Η πλίνθινη επιφάνεια των εξωτερικών τοίχων και
κιόνων ήταν διακοσμημένη με ψηφιδωτά γεωμετρικά μοτίβα,
αποτελούμενα από εκατομμύρια χρωματισμένους πήλινους
κώνους.
Όταν γινόταν η ανάθεση για την ανέγερση ενός νέου ναού, ο
παλαιότερος γεμιζόταν με οικοδομικό υλικό από τα ερείπια. Στη
συνέχεια, αυτός αποτελούσε τον πυρήνα του ανδήρου πάνω στο
οποίο κατασκευαζόταν ο νέος ναός. Αυτές οι γιγάντιες
ακροπόλεις, απόλυτα συνεπείς με τον συλλογικό χαρακτήρα της
κατασκευής τους, σχεδιάζονταν για να είναι προσβάσιμες, όχι
μακριά από τον απλό λαό. Τεράστιες πομπικές κλίμακες και
αναβάθρες τις συνέδεαν με το επίπεδο του εδάφους· τα κυρίως
κτίρια πλαισιώνονταν από κιονοστοιχίες που παρουσίαζαν το
εσωτερικό τους στον έξω κόσμο· περιστοιχίζονταν από αυλές,
διαδρόμους, αίθρια, εργαστήρια και αρδευόμενους κήπους. Αυτά
τα σπουδαία οικοδομήματα αποτέλεσαν τον πυρήνα γύρω από
τον οποίο αναπτύχθηκε ολόκληρη η πόλη των 4 τετραγωνικών
χιλιομέτρων με τα στενά πυκνόκτιστα δρομάκια που
φιλοξενούσε δεκάδες χιλιάδες πολίτες.14
Αλλά στη συνέχεια, στο δεύτερο μισό της 4ης χιλιετίας π.Χ., η
νότια Μεσοποταμία βίωσε ένα ακόμα επεισόδιο αιφνίδιας
κλιματικής αλλαγής. Μια ταχεία άνοδος στις ετήσιες
θερμοκρασίες, σε συνδυασμό με τη μείωση των βροχοπτώσεων,
είχε ως αποτέλεσμα ο όγκος των δύο μεγάλων ποταμών να
μειωθεί σημαντικά. Η ακτογραμμή του Περσικού Κόλπου
υποχώρησε από το μέγιστο σημείο της μέσης περιόδου της
Ολοκαίνου. Οι βάλτοι και τα ποταμάκια που είχαν οδηγήσει στη
δημιουργία της Ουρούκ άρχισαν να λασπώνουν και να
αποξηραίνονται.
Η μεταμόρφωση αυτού του τοπίου πριν από 5.000 χρόνια
απέκρυψε για μια μεγάλη χρονική περίοδο τη βαλτώδη
προέλευση της αστικοποίησης. Αλλά, αν την εξετάσουμε σε
παγκόσμιο πλαίσιο και υπό το φως μερικών πολύ πρόσφατων
ανακαλύψεων, η εμπειρία της Μεσοποταμίας δεν είναι καθόλου
μοναδική. Όπου εμφανίστηκαν μεμονωμένες πόλεις, ήταν στις
ιδανικές συνθήκες των υγρότοπων. Το πρώτο αστικό κέντρο στην
αμερικανική ήπειρο, το Σαν Λορέντζο στο σημερινό Μεξικό,
ιδρύθηκε πάνω σε υπερυψωμένο έδαφος με θέα ένα δίκτυο
ποταμών που ελίσσονταν στο ελώδες δέλτα για να καταλήξουν
στον Κόλπο του Μεξικού. Όπως και οι αρχαίοι δημιουργοί του
Εριντού και της Ουρούκ, οι Ολμέκοι του Σαν Λορέντζο στη 2η
χιλιετία π.Χ. ήταν ψαράδες και κτηνοτρόφοι, που επωφελούνταν
από το ζεστό και υγρό υδάτινο περιβάλλον τους· και όπως το
Εριντού, ήταν επίσης ένας τόπος λατρείας, περίφημος για τις
κολοσσιαίες λίθινες κεφαλές θεών. Οι πρώτες πόλεις στην Κίνα
επί της δυναστείας Σανγκ, την ίδια εποχή με τους Ολμέκους
(1700-1050 π.Χ.), εμφανίστηκαν στην ελώδη προσχωσιγενή
πεδιάδα του κάτω Κίτρινου Ποταμού. Και στην αρχαία Αίγυπτο,
η μεγάλη πρωτεύουσα Μέμφιδα ιδρύθηκε στο σημείο όπου το
δέλτα συναντούσε τον Νείλο. Παρόμοια πορεία ακολουθεί η
ιστορία και στην υποσαχάρια Αφρική, όπου η αρχαιότερη
αστικοποίηση συντελέστηκε στη θέση Τζενέ-Τζένο από το 250
π.Χ. περίπου, στους βαλτότοπους του εσωτερικού Δέλτα του
Νίγηρα, στο σημερινό Μάλι15.
Φυσικά, οι πρώτες πόλεις δεν αναδύθηκαν από τον βάλτο
πλήρως διαμορφωμένες· ούτε προέκυψαν χωρίς σημαντική
αλληλεπίδραση με άλλες κοινωνίες σε άλλες περιοχές. Αντίθετα,
αυτοί οι δελεαστικοί υγρότοποι απορρόφησαν ανθρώπους από
διάφορες κουλτούρες· ερχόμενοι αυτοί, κόμιζαν τεχνικές
δόμησης, πεποιθήσεις, εργαλεία, γεωργία, τέχνες, εμπόριο και
ιδέες. Το μεταβαλλόμενο κλίμα είχε ως αποτέλεσμα η
Μεσοποταμία να γίνει ο πιο πυκνοκατοικημένος τόπος της γης.
Σε αυτά τα υγρά και απρόβλεπτα περιβάλλοντα, οι μόνιμες
πόλεις αποτελούσαν ιδιαίτερα ελκυστικές προτάσεις.
Τεκμηρίωναν τον θρίαμβο της ανθρωπότητας έναντι της φύσης.
Το Εριντού δημιουργήθηκε από τη σύγκρουση μεταξύ πίστης και
τοπογραφίας. Οι υπεράφθονοι, θρεπτικοί, ανανεώσιμοι πόροι των
υγρότοπων όχι μόνο οδήγησαν στη δημιουργία των πόλεων
αρχικά, αλλά τους παρείχαν και την ενέργεια για να γίνουν
εκτενέστερες και πιο σύνθετες από οποιαδήποτε άλλη μορφή
ανθρώπινης εγκατάστασης.16
Όταν το περιβάλλον άλλαξε ριζικά στη νότια Μεσοποταμία, ο
τρόπος ζωής που συνδεόταν με τους υγρότοπους εξαφανίστηκε.
Ωστόσο, ο αστικός πολιτισμός, έπειτα από χιλιετή εξέλιξη, είχε
πλέον ωριμάσει. Η υποχώρηση των βάλτων μετέτρεψε την
Ουρούκ σε ένα άνυδρο ύψωμα. Όμως η ιστορία της
αστικοποίησης είναι, σε μεγάλο βαθμό, η προσαρμογή του
ανθρώπου στο περιβάλλον του που διαρκώς μεταβάλλεται αλλά
και η προσαρμογή του περιβάλλοντος από τον ίδιο τον άνθρωπο
ώστε να καλύπτει τις ανάγκες του.
Έχοντας πλέον στερηθεί τον προηγούμενο τρόπο επιβίωσής
τους, οι αγρότες των υγρότοπων αναζήτησαν καταφύγιο στην
πόλη, με αποτέλεσμα την αστικοποίηση του πληθυσμού της
κάτω Μεσοποταμίας κατά 90%. Αυτή η μεγάλη συγκέντρωση
ανθρώπων, με μια μακρά παράδοση στην αρχιτεκτονική και τη
μηχανική, ήταν ικανή να υπερνικήσει την πρόκληση της
κλιματικής αλλαγής και να εξερευνήσει τις νέες δυνατότητες των
προσχωσιγενών πεδιάδων κατασκευάζοντας αρδευτικά συστήματα
μεγάλης κλίμακας, ικανά να θρέψουν μεγάλους πληθυσμούς.
Οπωσδήποτε, η γεωργία προηγήθηκε της πόλης· αλλά η γεωργική
επανάσταση αυτού του μεγέθους ήταν προϊόν της αστικής
επανάστασης.

*
Μια πόλη δεν είναι ποτέ μόνο ένα σύνολο κτιρίων: δεν είναι
τόσο η υλική της υπόσταση που τη διαφοροποιεί από άλλες
μορφές εγκατάστασης όσο οι ανθρώπινες δραστηριότητες που η
πόλη επωάζει. Στην πόλη, οι άνθρωποι μπορούν να ασχοληθούν
με επαγγέλματα που είναι αδύνατον να αναπτυχθούν σε έναν
μικρό οικισμό ή σε ένα αγρόκτημα. Η Ουρούκ ήταν γνωστή ως
«το χαλκευτήριο των θεών», ένας τόπος περίφημος για τους
ικανότατους χρυσοχόους, χυτευτές χαλκού, μεταλλουργούς και
κοσμηματοποιούς. Σημαντικό μέρος του πληθυσμού ήταν
ειδικευμένοι τεχνίτες που κατεργάζονταν διάφορα υλικά, όπως
λίθο, μέταλλα και πολύτιμους λίθους. Οι πολυτελείς πρώτες ύλες
που χρειαζόταν η μεγάλη πόλη δεν ήταν διαθέσιμες στη γύρω
περιοχή. Ωστόσο, η κλιματική αλλαγή δεν είχε προσφέρει μόνο
πλούσιες σοδειές. Τα κανάλια των μικρών χειμάρρων που κάποτε
διέσχιζαν τον λασπερό βάλτο σαν υδάτινα φίδια μετατράπηκαν
σε ένα δίκτυο αστικών καναλιών που συνέδεαν την πόλη με τον
γνωστό ισχυρό κεντρικό αγωγό εμπορίου, τον Ευφράτη.17
Τα νησιά που σήμερα είναι γνωστά ως Μπαχρέιν παρείχαν
μαργαροκόγχη και σπάνια κοχύλια. Ο χρυσός, ο άργυρος, ο
μόλυβδος και ο χαλκός έρχονταν από την ανατολική Μικρά
Ασία, το Ιράν και την Αραβία. Οι τεχνίτες της Ουρούκ
αναζητούσαν απεγνωσμένα οψιανό, χαλαζία, σερπεντινίτη,
σαπωνόλιθο, αμέθυστο, ίασπη, αλάβαστρο, μάρμαρο και άλλα
επιθυμητά υλικά. Από τα βουνά του Αφγανιστάν και του
βόρειου Πακιστάν, σε απόσταση πάνω από 2.400 χιλιόμετρα,
ερχόταν ο περιζήτητος λάπις λάζουλι με το βαθύ μπλε χρώμα· ο
σάρδιος λίθος και ο αχάτης έρχονταν από ακόμα πιο μακριά, από
την Ινδία. Οι οίκοι των θεών απαιτούσαν τόσο βαρύτιμα υλικά
για τη διακόσμησή τους. Αλλά και οι απλοί θνητοί μπορούσαν
να απολαμβάνουν πλούσια διακοσμημένα κοσμήματα, όπλα,
αγγεία πόσεως και άλλα σκεύη. Επίσης, μπορούσαν να γεύονται
κρασί και λάδι, που κατέφταναν μέσα στα κατάφορτα πλοία.18
Η αρχαία Ουρούκ είχε σκόπιμα διαιρεθεί σε επιμέρους
συνοικίες, η καθεμία από τις οποίες χαρακτηριζόταν από ένα
συγκεκριμένο εξειδικευμένο επάγγελμα. Τα άτομα και οι
οικογένειες εργάζονταν στις αυλές των σπιτιών τους ή σε
εργαστήρια. Οι πυκνόκτιστες κατοικίες και ο σχεδιασμός της
πόλης, με τους δροσερούς, σκιερούς δρόμους, ενθάρρυναν την
κοινωνικότητα και τις συναναστροφές – και μαζί με αυτές την
ανταλλαγή ιδεών, τον πειραματισμό, τη συνεργασία και τον
έντονο ανταγωνισμό. Ο άκρατος δυναμισμός και η ταχεία
ανάπτυξη της Ουρούκ όφειλαν πολλά στον ρόλο της ως
δημιουργού των εμπορικών συναλλαγών.
Το Έπος του Γκιλγκαμές θέτει κάποια ερωτήματα σχετικά με
την πόλη τα οποία μοιάζουν εκπληκτικά σύγχρονα. Πώς και
γιατί οι άνθρωποι επέλεξαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του
Ενκίντου και να εγκατασταθούν σε πόλεις; Και ποιο τίμημα
πλήρωσαν για να ανταλλάξουν την πρωτόγονη ελευθερία τους με
τις ανέσεις της πόλης; Η δημιουργία της πόλης είναι σχετικά
πρόσφατη και η εμπειρία μας αναφορικά με αυτήν
αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρό κομμάτι της παρουσίας μας στη
γη. Γιατί να αντικαταστήσουμε τον ελεύθερο και ανέμελο τρόπο
ζωής με κάτι στατικό σε ένα συνωστισμένο οικιστικό περιβάλλον;
Πώς είναι δυνατόν ένα είδος που εξελίχθηκε στη διάρκεια
άπειρων χιλιετιών για ένα συγκεκριμένο περιβάλλον να
προσαρμόζεται σε ένα άλλο που είναι εντελώς διαφορετικό; Και
με ποιο ψυχολογικό κόστος;
Οι δημιουργοί του Έπους του Γκιλγκαμές αναρωτήθηκαν
σχετικά με διάφορες παραλλαγές αυτών των ερωτημάτων. Όπως
και πολλοί άλλοι σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, ο ημίθνητος,
ημίθεος βασιλιάς της Ουρούκ Γκιλγκαμές θεωρεί επαχθή τη ζωή
στην πόλη. Καταδυναστεύει τον λαό της πόλης με την ενέργεια
άγριου ταύρου. Ο αγριάνθρωπος Ενκίντου δημιουργήθηκε από
τους θεούς για να βοηθήσει στην «εξημέρωση» του Γκιλγκαμές.
Κατά κάποιο τρόπο, ο Ενκίντου και ο Γκιλγκαμές σχηματίζουν
ένα δίπολο – το αγροτικό, φυσικό ένστικτό μας που αντιμάχεται
τον πολιτισμένο, αστικό εαυτό μας. Καθώς ο ένας συμπληρώνει
τις δυνάμεις και την ενέργεια του άλλου, ο αστός Γκιλγκαμές και
ο απολίτιστος Ενκίντου γίνονται στενοί φίλοι. Ο Ενκίντου
ενθαρρύνει τον Γκιλγκαμές να βρει εκτόνωση για τα πάθη του
ριψοκινδυνεύοντας να διανύσει εκατοντάδες χιλιόμετρα ως το
δάσος των κέδρων στο όρος Λίβανος –τη μυστική και
απαγορευμένη έδρα των θεών– για να πολεμήσει τον θηριώδη
τεράστιο φύλακα Χουμπάμπα. Ο άνθρωπος είναι στ’ αλήθεια
άνθρωπος, καθώς μας λένε, όταν στέκεται αντιμέτωπος με τη
φύση, μακριά από τις αποχαυνωτικές πολυτέλειες της πόλης. Η
κατάκτηση του δάσους θα προσφέρει στον Γκιλγκαμές την
αιώνια φήμη και τιμή που ποθεί.
Αλλά θα φέρει και κάτι ακόμα. Οι πόλεις στη νότια
Μεσοποταμία, σαν την Ουρούκ, δεν είχαν οικοδομικά υλικά και
ο κέδρος του όρους Λίβανος ήταν ένα περιζήτητο αγαθό για τους
αρχιτέκτονες και τους κτίστες. Για παράδειγμα, μία μόνο οροφή
από τους πολυάριθμους ναούς της Ουρούκ απαιτούσε 3.000-
6.000 μέτρα ξυλείας. Ο Γκιλγκαμές και ο Ενκίντου ξεκίνησαν
τον πόλεμο ενάντια στη φύση για λογαριασμό της πόλης. Ο άρτι
εκπολιτισμένος Ενκίντου ορκίζεται να υλοτομήσει τον πιο
υπέροχο κέδρο και να τον μεταφέρει με σχεδία σε απόσταση
εκατοντάδων χιλιομέτρων πλέοντας στον Ευφράτη. Όταν
επιστρέφει στον αστικό κόσμο, τον μεταμορφώνει σε μια
μεγαλοπρεπή θύρα ναού.
Οι ήρωες κατάφεραν να νικήσουν και να θανατώσουν τον
γίγαντα και να υλοτομήσουν μια εξαιρετική καλλιέργεια κέδρων
για την πόλη. Κομπάζοντας, ωστόσο, οι δυο ήρωες προσβάλλουν
ακόμα περισσότερο τους θεούς. Ο Γκιλγκαμές απορρίπτει τις
σεξουαλικές προτάσεις μιας θεάς, η οποία τον εκδικείται
στέλνοντας τον Ουράνιο Ταύρο να καταστρέψει την Ουρούκ και
να σκοτώσει τον Γκιλγκαμές. Αλλά ο Γκιλγκαμές και ο Ενκίντου
θανατώνουν το κτήνος. Αυτή η τελευταία πράξη ύβρης εξοργίζει
πραγματικά τους θεούς· και συντρίβουν τελικά τον Ενκίντου με
την ασθένεια.
Καθώς αργοπεθαίνει, ο Ενκίντου καταριέται τη Σάματ, το
παλιοθήλυκο εκείνο που τον αποπλάνησε και τον παρέσυρε
μακριά από την ελεύθερη και ευτυχισμένη ζωή στη φύση.
Καταριέται τη θύρα που κατασκεύασε από το ιερό δέντρο του
κέδρου. Η απόφαση που πήρε να ανταλλάξει τη ζωή στη φύση
με τη ζωή στον πολιτισμό τον εξασθένισε και τον
αποδυνάμωσε.19
Οι πόλεις υπήρξαν θανάσιμοι δολοφόνοι. Μια πόλη σαν την
Ουρούκ, με τόνους ανθρώπινων και ζωικών λυμάτων που
απορρίπτονταν σε ανοιχτά, στάσιμα νερά, μπορεί να μοιάζει
σκόπιμα χτισμένη ειδικά προς όφελος των μικροβίων. Στις
βιομηχανικές πόλεις του Μάντσεστερ και του Σικάγου τον 19ο
αιώνα, το 60% των νηπίων πέθαιναν πριν συμπληρώσουν τα
πέντε έτη και το προσδόκιμο ζωής ήταν τα 26 έτη, σε σύγκριση
με τις αντίστοιχες τιμές 32% και 40 στην ύπαιθρο. Στο
μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, οι πόλεις ήταν τόποι
από τους οποίους ήθελε κάποιος να δραπετεύει. Τον 20ό αιώνα
στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη παρατηρήθηκε μια
βιαστική φυγή μακριά από τη μαστιζόμενη από την
εγκληματικότητα και πυκνόκτιστη πόλη προς τη γη της
επαγγελίας, τα κατάφυτα προάστια. Τη δεκαετία του 1990,
έπειτα από δεκαετίες αστικής κρίσης, το 60% των Νεοϋορκέζων
και το 70% των Λονδρέζων δήλωναν ότι θα προτιμούσαν να
ζουν κάπου αλλού. Πρόσφατες έρευνες με χρήση μαγνητικών
τομογραφιών, για την κατανόηση των νευρωνικών διαδικασιών
που σχετίζονται με την αστική ζωή, έδειξαν πως όσοι έχουν
μεγαλώσει μέσα στο κοινωνικό στρες του αστικού περιβάλλοντος
με τους φρενήρεις ρυθμούς παρουσίασαν μείωση φαιάς ουσίας
στον δεξιό ραχιοπλευρικό προμετωπιαίο φλοιό και στον πρόσθιο
φλοιό του προσαγωγίου. Πρόκειται για δύο πολύ σημαντικές
περιοχές του εγκεφάλου που ρυθμίζουν την ικανότητά μας να
επεξεργαζόμαστε συναισθήματα και στρες. Η πόλη
επανακαλωδιώνει τον εγκέφαλό μας: οι αστικοί πληθυσμοί,
λοιπόν, είναι πολύ πιθανότερο να πάσχουν από διαταραχές
διάθεσης και άγχους απ’ ό,τι οι κάτοικοι της υπαίθρου. Το
έγκλημα, η ασθένεια, ο θάνατος, η κατάθλιψη, η φυσική φθορά,
η φτώχεια και ο συνωστισμός συχνά μετατρέπουν την πόλη σε
έναν τόπο όπου υποφέρουμε και επιβιώνουμε όπως μπορούμε.20
Ως την πρόοδο της ιατρικής και τη βελτίωση των συνθηκών
υγιεινής τον 20ό αιώνα, οι πόλεις είχαν ανάγκη από μια συνεχή
ροή εισερχόμενων κατοίκων για την υποστήριξη του πληθυσμού
και ως αντιστάθμισμα στις απώλειες (κυρίως βρεφών, νηπίων και
παιδιών) λόγω ασθένειας. Όπως και τόσοι άλλοι, ο Ενκίντου
ανακαλύπτει το βαρύ τίμημα που πρέπει να πληρώσει για την
είσοδό του στην πόλη. Ο θάνατός του ραγίζει την καρδιά του
αγαπημένου του συντρόφου, του Γκιλγκαμές. Ο συντετριμμένος
ήρωας τώρα βλέπει την πόλη όχι ως το μεγαλύτερο ανθρώπινο
επίτευγμα, αλλά ως θάνατο. Απαρνιέται την Ουρούκ και
αναζητά παρηγοριά στη φύση, περιδιαβαίνοντας την άγρια
ύπαιθρο ντυμένος με δέρματα άγριων ζώων, μιμούμενος τον
νεκρό φίλο του.
Ο Γκιλγκαμές πιστεύει ότι μπορεί να εξαπατήσει τον θάνατο
προσπαθώντας να γίνει ένα με τη φύση. Η αναζήτηση της
αιώνιας ζωής τον στέλνει στην άκρη του κόσμου, όπου αναζητά
τον Ουτναπιστίμ. Στις απαρχές του χρόνου, ο θεός Ενλίλ είχε
ενοχληθεί από τον θόρυβο και τον σαματά που έκαναν οι
άνθρωποι στις πόλεις τους· αναζητώντας τη γαλήνη και την
ηρεμία, έστειλε μια μεγάλη πλημμύρα για να τους αφανίσει. Στο
σχέδιό του εναντιώθηκε ένας άλλος θεός, ο Ένκι, που πρόσταξε
τον Ουτναπιστίμ να κατασκευάσει μια μεγάλη κιβωτό και να τη
γεμίσει με την οικογένειά του μαζί με σπόρους και ζεύγη ζώων.
Όταν υποχώρησαν τα νερά της πλημμύρας, στους επιζήσαντες
επιτράπηκε να εγκατασταθούν ξανά στον πλανήτη, γιατί οι θεοί
ανακάλυψαν ότι, χωρίς τους ανθρώπους για να τους υπηρετούν,
οι ίδιοι πεινούσαν. Σε αντάλλαγμα της διατήρησης της ζωής,
στον Ουτναπιστίμ και στη γυναίκα του δόθηκε η αθανασία· ο
Γκιλγκαμές θέλει να μάθει το μυστικό τους. Έπειτα από πολλές
περιπέτειες, ο Γκιλγκαμές φτάνει στην κατοικία του
Ουτναπιστίμ. Εκεί ο ήρωας τελικά διδάσκεται το οδυνηρό
μάθημα ότι ο θάνατος είναι μια αναπόφευκτη συνθήκη της
ζωής.
Το έπος αρχίζει με έναν εγκωμιαστικό ύμνο στην Ουρούκ. Στο
τέλος του, ο Γκιλγκαμές έχει αλλάξει τελείως άποψη. Μετά τις
κακουχίες της αναζήτησής του και την απόρριψη του πολιτισμού
από πλευράς του, επιστρέφει στην πόλη του και τελικά φτάνει
στην αληθινή συνειδητοποίηση. Οι μεμονωμένοι άνθρωποι
μπορεί να είναι θνητοί, αλλά οι συλλογικές δυνάμεις της
ανθρωπότητας επιβιώνουν μέσω των κτιρίων που οικοδομούν και
της γνώσης που χαράζουν σε πήλινες πινακίδες. Ο Γκιλγκαμές
χτίζει ισχυρά τείχη για την Ουρούκ και χρησιμοποιεί τον γραπτό
λόγο (ο οποίος επινοήθηκε επίσης στην Ουρούκ) για να αφηγηθεί
την ιστορία του στις μελλούμενες γενιές. Τόσο τα τείχη όσο και
το έπος είναι αιώνια μνημεία τα οποία του εγγυώνται την
αθανασία που τόσο απεγνωσμένα είχε αναζητήσει στην άγρια
φύση.
Ακόμα κι αν ταξίδεψε ως τα πέρατα της γης, η μαγνητική
δύναμη της Ουρούκ τον τραβά κοντά της: η πόλη γίνεται πλέον
η δύναμη που ελέγχει το ανθρώπινο πεπρωμένο. Προς το τέλος
του έπους ο Γκιλγκαμές, γεμάτος περηφάνια, προσκαλεί τον
βαρκάρη που τον έφερε πίσω στην πατρίδα του από τα πέρατα
του κόσμου να «περπατήσει στα τείχη της Ουρούκ… ποιο
ανθρώπινο δημιούργημα μπορεί να συγκριθεί με αυτά; Εμπρός,
ανέβα· περπάτησέ τα – κοίταξε τα θεμέλια. Δεν είναι εξαιρετικά;
Δεν τα σχεδίασαν άραγε οι ίδιοι οι Επτά Σοφοί;»21
Ο Γκιλγκαμές επιστρέφει από τα πέρατα του κόσμου για να
θυμίσει στους πολίτες της Ουρούκ ότι η πόλη τους ήταν ένα
δώρο από τους θεούς και ό,τι πιο όμορφο δημιουργήθηκε ποτέ
στον κόσμο: η αναζήτησή του τελικά οδηγεί στην ανανέωση της
πίστης στον αστικό τρόπο ζωής.
Οι θεότητες των Σουμερίων δεν κατοικούσαν σε πηγές ή σε
ξέφωτα του δάσους ή στα σύννεφα, αλλά στην καρδιά των
αληθινών, χειροπιαστών πόλεων σαν την Ουρούκ. Οι Σουμέριοι
ήταν ο εκλεκτός λαός που κατοικούσε μαζί με τους θεούς στις
υπερπροηγμένες πόλεις, ενώ η υπόλοιπη ανθρωπότητα
φυτοζωούσε με τα μέλη της να ζουν ως γουνοφορεμένοι νομάδες
ή αυτοσυντήρητοι αγρότες. Παρ’ όλες τις εντάσεις της αστικής
ζωής, οι κάτοικοι της πόλης απολάμβαναν τη γενναιοδωρία των
θεών – τον γραπτό λόγο, για παράδειγμα, καθώς και μια σειρά
προνομίων, όπως μπίρα, εξωτικές τροφές, τεχνολογίες, είδη
πολυτελείας και περίτεχνα έργα τέχνης.
Για τους Σουμέριους, η πόλη και η ανθρωπότητα
δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα, τη στιγμή που γεννήθηκε ο
κόσμος. Δεν υπήρχε Κήπος της Εδέμ· η πόλη ήταν παράδεισος,
όχι τιμωρία, ένα οχυρό ενάντια στην απρόβλεπτη φύση και στη
βαρβαρότητα άλλων ανθρώπων. Αυτή η πεποίθηση της θεϊκής
καταγωγής των πόλεων έδωσε στον αστικό τους πολιτισμό μια
πραγματικά αξιοθαύμαστη διάρκεια.22
Σε όλες τις τοποθεσίες όπου πρωτοεμφανίστηκε η αστικοποίηση,
οι πόλεις σχεδιάζονταν ως ένας τρόπος ευθυγράμμισης των
ανθρώπινων δραστηριοτήτων με την προϋπάρχουσα τάξη και τις
ενέργειες του σύμπαντος. Οι πρώιμες κινεζικές πόλεις, σε
τετράγωνη διάταξη και χωρισμένες σε εννέα μικρότερα τετράγωνα
με ένα οδικό δίκτυο προσανατολισμένο στα σημεία του ορίζοντα,
αντικατόπτριζαν την ουράνια γεωμετρία. Στις πόλεις καθ’
ομοίωση των ουράνιων, η θεϊκή ενέργεια (qi) ακτινοβολούσε από
το κέντρο προς την περιφέρεια. Αυτό το πρότυπο επιβίωσε στην
Κίνα από τη δεύτερη ή πρώτη χιλιετία π.Χ. ως το 1949, όταν
ανακηρύχθηκε Λαϊκή Δημοκρατία. Οι πόλεις των Μάγια
ευθυγράμμιζαν τη διάταξη των οδών τους με την ισημερία και
αξιοποιούσαν τις δυνάμεις του σύμπαντος αναπαράγοντας τη
διάταξη των άστρων. Όλες αυτές δεν ήταν απλώς ιερές πόλεις:
όπως και οι μητροπόλεις της Μεσοποταμίας, ήταν ο τόπος όπου
οι θνητοί συνδέονταν άμεσα με τους θεούς. Αυτή η παρόρμηση
να κατασκευάσουν ένα εύτακτο ομοίωμα του ουρανού –μια
οργανωμένη κατασκευή που δάμαζε τις αρχέγονες δυνάμεις του
χάους– εν μέρει εξηγεί για ποιο λόγο οι λαοί, σε διαφορετικά
μέρη του κόσμου και ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, άρχισαν
να χτίζουν οικισμούς.
Οι πόλεις είναι μεγάλες, απρόσωπες και αποξενώνουν τους
ανθρώπους. Βασίζονται στη συνεργασία μεταξύ χιλιάδων (και
αργότερα εκατομμυρίων) ανθρώπων άγνωστων μεταξύ τους· η
πυκνότητα και η κλίμακά τους ωθούν στα όρια την ικανότητά
μας να ανεχόμαστε ξένους. Είναι ευάλωτες σε λιμούς, λοιμούς
και στον πόλεμο. Απαιτούνταν βάναυσες μορφές καταναγκασμού
για να ανεγερθούν τείχη και ναοί, να σκαφτούν και να
συντηρηθούν συστήματα άρδευσης. Συνεπώς, δεν θα έπρεπε να
έχουν επιτυχία.
Και όμως έχουν, και μάλιστα μεγάλη. Η ιστορία της Ουρούκ
και οι λόγοι της γένεσης των πρώτων πόλεων οδηγούν σε μια
απάντηση σχετικά με αυτό. Ο μεσοποτάμιος αστικός πολιτισμός
με αφετηρία την Ουρούκ διήρκεσε σχεδόν 4.000 χρόνια,
επιβιώνοντας από πολέμους, περιβαλλοντικές καταστροφές και
οικονομικές καταρρεύσεις· βίωσε την άνοδο και την πτώση
πολυάριθμων αυτοκρατοριών και βασιλείων και στάθηκε
μακροβιότερος από αυτά τα πανίσχυρα δημιουργήματα. Ένας
τέτοιος πολιτισμός δεν εξαρτιόταν τόσο από τα ανθεκτικά κτίριά
του όσο από τη στιβαρή ιδεολογία του. Η ζωή στην πόλη είναι
κάτι δύσκολο και βαθιά αφύσικο. Ο μύθος του Γκιλγκαμές ήταν
μία από τις ιστορίες που αφηγούνταν οι αστοί, από γενιά σε
γενιά, για να μη λησμονήσουν την εξουσία και τη δύναμη των
πόλεών τους. Η ζωή στην πόλη –ένας τρόπος ζωής που τον
στερήθηκε η πλειονότητα της ανθρωπότητας– ήταν θεϊκό
προνόμιο, όχι κατάρα.

Μια πόλη με τόσο πολλές ανάγκες και τόσο λίγους πόρους


έπρεπε να βρει τρόπο να επιβιώσει. Σε όλη τη διάρκεια της
λεγόμενης «Περιόδου Ουρούκ», που κάλυπτε όλη την 4η χιλιετία
π.Χ., τα τεχνουργήματα από την Ουρούκ διαδόθηκαν ευρύτατα
σε ολόκληρη τη Μεσοποταμία, την Ανατολία, το Ιράν, τη Συρία
ως το μακρινό Πακιστάν. Η πόλη εμπορευόταν ακριβά
αντικείμενα πολυτελείας, δημιουργήματα των ικανότατων
τεχνιτών της. Αλλά εξήγε και χρηστικά αντικείμενα. Λόγω του
μεγάλου πληθυσμού της και της υιοθέτησης νέων τεχνολογιών, η
Ουρούκ μπόρεσε να το κάνει αυτό σε μια κλίμακα αδύνατη ως
τότε, χρησιμοποιώντας τις πρώτες τεχνικές μαζικής παραγωγής.
Μια σειρά από ορύγματα και λάκκους που αποκαλύφθηκαν
στην Ουρούκ υποδηλώνουν την ύπαρξη ενός χυτηρίου χαλκού
μεγάλης κλίμακας που πρέπει να απασχολούσε γύρω στα
σαράντα άτομα. Πολλές από τις γυναίκες κατοίκους της πόλης
ύφαιναν το μαλλί δημιουργώντας υφάσματα υψηλής ποιότητας
σε οριζόντιους αργαλειούς, μια μέθοδος που εξασφάλιζε υψηλά
επίπεδα παραγωγής. Η κοινότητα των αγγειοπλαστών της
Ουρούκ ανέπτυξε δύο καθοριστικές καινοτομίες: τον
μεσοποτάμιο ημισφαιρικό κεραμικό κλίβανο και τον γρήγορο
κεραμικό τροχό. Ο κλίβανος εξασφάλιζε πολύ υψηλότερες
θερμοκρασίες όπτησης και παράλληλα προστάτευε τα αγγεία από
τις φλόγες. Σε αρχαιότερες εποχές οι αγγειοπλάστες
χρησιμοποιούσαν μια χειροκίνητη περιστρεφόμενη επιφάνεια,
έναν λίθινο δίσκο στερεωμένο σε έναν χαμηλό άξονα-στροφέα.
Στην περίοδο της Ουρούκ ο τροχός κινούνταν με ραβδί ή με το
πόδι· ο τροχός συνδεόταν μέσω ενός άξονα με έναν υπερκείμενο
τροχό εργασίας, πάνω στον οποίο έπλαθαν τον πηλό. Με αυτή
την τεχνολογία οι τεχνίτες της Ουρούκ μπορούσαν να
κατασκευάζουν αγγεία πιο γρήγορα και σε πολύ ανώτερη
ποιότητα. Κατασκεύαζαν λεπτότεχνα, ελαφριά σκεύη για το
εμπόριο ειδών πολυτελείας. Αλλά μπορούσαν επίσης να
κατασκευάζουν μαζικά μεγάλες ποσότητες πιο χονδροειδών
αγγείων, όπως τυποποιημένα σκεύη και μεγάλα αποθηκευτικά
αγγεία που ήταν χρήσιμα για τις μαζικές εξαγωγές.
Αυτή η σειρά αιφνίδιων εφευρέσεων και βελτιώσεων κατέστη
δυνατή όταν οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν σε ένα
πυκνοκατοικημένο και ανταγωνιστικό περιβάλλον. Η καινοτομία
γέννησε την καινοτομία. Η υψηλή θερμοκρασία του κεραμικού
κλιβάνου χρησιμοποιήθηκε για πειραματισμούς στη
μεταλλουργία και τις χημικές διεργασίες. Οι Μεσοποτάμιοι
βαρκάρηδες ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν ιστίο. Αποτελεί
αξιομνημόνευτο και ανατρεπτικό γεγονός το ότι η εφεύρεση της
πόλης προηγήθηκε κατά πολύ της εφεύρεσης του τροχού.
Πράγματι, η πόλη κατά πάσα πιθανότητα δημιούργησε την
ανάγκη και παρείχε τόσο την τεχνολογία όσο και τη συλλογική
νοημοσύνη που οδήγησαν στον συνδυασμό τροχού/άξονα
περιστροφής. Η Ουρούκ είχε εξοπλίσει τους ξυλουργούς με τα
καλύτερα και πιο προηγμένα χυτά χάλκινα εργαλεία ώστε να
μπορούν να σμιλεύουν απόλυτα κυκλικές οπές και άξονες
τροχού. Οι κάτοικοι της Ουρούκ είχαν επίσης την ανάγκη να
κατασκευάζουν μεγάλες ποσότητες αγγείων για να τα
ανταλλάσσουν με πολύτιμες πρώτες ύλες και για να μεταφέρουν
τα εξαγώγιμα αγαθά τους.
Η πληροφορία διαδιδόταν σε τεράστιες αποστάσεις: τροχοί από
μεταφορικές άμαξες έχουν αποκαλυφθεί στην Ουκρανία, την
Πολωνία, τον Καύκασο και τη Σλοβενία, καθώς και στα αστικά
κέντρα της νοτιοδυτικής Ασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά την 4η
χιλιετία π.Χ. σημειώθηκε απότομη αύξηση στην τεχνολογική
πρόοδο και διάδοση ιδεών σε πολλές περιοχές. Τα εκτεταμένα
εμπορικά δίκτυα που απλώνονταν ακτινωτά σε όλη την
ευρύτερη περιοχή ήταν φορείς ιδεών. Έμποροι από την Ουρούκ
ταξίδευαν σε αυτούς τους εμπορικούς δρόμους, ιδρύοντας
εμπορικούς σταθμούς στις περιοχές όπου προμηθεύονταν τις
πρώτες ύλες τους και πωλούσαν τα εμπορεύματά τους. Και αυτά
δεν συνοδεύονταν μόνο από τη γοητεία του πλούτου αλλά και
από ριζοσπαστικές ιδέες σχετικά με τον τρόπο ζωής.
Η ραγδαία ανάπτυξη στην Ουρούκ ενθάρρυνε πολλούς μιμητές
οι οποίοι έσπευσαν να επιβιβαστούν στο τρένο της
αστικοποίησης. Στα βορειοδυτικά της Ουρούκ είχαν ήδη ιδρυθεί
πόλεις με πληθυσμούς ποικίλης πυκνότητας: η Ιεριχώ, το
Τσατάλ Χουγιούκ και το Τελ Μπρακ είναι τα καλύτερα
παραδείγματα εκτεταμένων οικισμών. Αλλά η Ουρούκ ανήκε σε
μία τελείως διαφορετική κατηγορία. Σε πολυάριθμες θέσεις στα
σημερινά κράτη του Ιράκ, του Ιράν, της Τουρκίας και της Συρίας
οι αρχαιολόγοι εντοπίζουν ναούς και δημόσια κτίρια
κατασκευασμένα κατά το πρότυπο της Ουρούκ και με τα υλικά
που πρωτοχρησιμοποιήθηκαν στην Ουρούκ. Στις εύφορες
πεδιάδες της νότιας Μεσοποταμίας δεκάδες νέες πόλεις
ιδρύθηκαν από το μηδέν, μερικές από τις οποίες σταδιακά
ανταγωνίστηκαν την Ουρούκ και την ξεπέρασαν – πόλεις όπως
οι Ουρ, Κις, Νιπούρ, Ούμα Λαγκάς και Σουρουπάκ. Αν η Ουρούκ
ήταν ένα πείραμα για το πώς οι άνθρωποι θα μπορούσαν να
ζουν και να ευημερούν μαζί, αυτό αποδείχτηκε εξαιρετικά
γοητευτικό. Οι άνθρωποι υιοθέτησαν τη θρησκευτική ιδεολογία
της Ουρούκ, τις διατροφικές συνήθειες και τις κοινωνικές δομές
της. Σαν μια ισχυρή ταξικαρπία, η Ουρούκ μετέδωσε τον
πολιτισμό της σε τεράστιες αποστάσεις. Ήταν η μητέρα των
πόλεων, η πρώτη μητρόπολη του κόσμου.23
Δεν πρόκειται πια για την ιστορία μιας πόλης αλλά ενός
δικτύου αλληλοσυνδεόμενων πόλεων, που μοιράζονται τον ίδιο
πολιτισμό και το ίδιο εμπορικό σύστημα. Ένας αστερισμός
αστικοποιημένων οικισμών πολλαπλασίασε τις ευκαιρίες
αλληλεπίδρασης και τη γόνιμη ανταλλαγή ιδεών και
τεχνολογιών. Και αυτή η διαρκώς αυξανόμενη πολυπλοκότητα
της ανθρώπινης δραστηριότητας οδήγησε σε σημαντική πρόοδο,
όπως στην ανακάλυψη του τροχού.
Τα στοιχεία που πιστοποιούν την πολιτισμική επιρροή της
Ουρούκ είναι δύο ειδών. Ο λεγόμενος «σκύφος με λοξότμητο
χείλος», πρόχειρης κατασκευής, υποδηλώνει την ταχύτητα της
μαζικής παραγωγής του, αν όχι το πόσο αναλώσιμος ήταν.
Καθώς τον απέρριπταν μετά τη χρήση, είναι η προϊστορική
εκδοχή του δικού μας χάρτινου κυπέλλου για τον καφέ.
Κατασκευασμένος στην Ουρούκ, ο σκύφος με λοξότμητο χείλος
απαντά σε αμέτρητες ποσότητες σε τοποθεσίες όλης της
νοτιοδυτικής Ασίας.
Οι σκύφοι είχαν τυποποιημένο μέγεθος και σχήμα. Η χρήση
τους είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη. Φαίνεται βέβαιο ότι η αρχική
τους χρήση ήταν θρησκευτική. Γεμάτοι με τροφές ή μπίρα,
χρησιμοποιούνταν ως δοχεία για καθημερινές προσφορές στον
ναό. Με τη σειρά του, το προσωπικό του ναού τούς
χρησιμοποιούσε ως μονάδες μέτρησης για τη διανομή τροφής ως
αμοιβής για την πραγματοποίηση εργασιών και την παροχή
υπηρεσιών. Οι ναοί βρίσκονταν στο επίκεντρο ενός σύνθετου και
άκρως τελετουργικού δικτύου διανομής τροφής, στο οποίο τα
μέλη της κοινότητας αμείβονταν σύμφωνα με τη συνεισφορά
τους. Ο κοινότατος σκύφος με λοξότμητο χείλος είχε κι άλλη μία
χρήση. Το μέτρο ενός τυποποιημένου σκύφου λεγόταν sila. Το
sila έγινε το οικουμενικό μέγεθος μέτρησης, ένα είδος
νομίσματος με βάση το κριθάρι που καθόριζε την αξία, για
παράδειγμα, ενός ημερομισθίου, ενός προβάτου ή ενός πιθαριού
με λάδι. Το σύστημα του sila πρωτοξεκίνησε στην Ουρούκ και
διαδόθηκε σε όλη την ευρύτερη περιοχή ως ένα μέσο
διευκόλυνσης του εμπορίου. Εδώ έχουμε το παράδειγμα μιας
άλλης εφεύρεσης που προέκυψε από τη δημιουργική ζύμωση της
πόλης: του χρήματος.
Αλλά η μεταφορά μεγάλης ποσότητας σιτηρών ως τρόπου
πληρωμής δεν είναι αποτελεσματική. Και αυτό μας οδηγεί στο
δεύτερο αντικείμενο της Ουρούκ που εντοπίζεται σε αφθονία
στους ανεσκαμμένους χώρους των αρχαίων πόλεων: στον
σφραγιδοκύλινδρο.
Κατασκευασμένοι από ποικίλες ύλες –ασβεστόλιθο, μάρμαρο,
λάπις λάζουλι, σάρδιο λίθο και αχάτη, μεταξύ άλλων– αυτοί οι
κύλινδροι ύψους 2,5 εκατοστών έφεραν χαραγμένες
μικροσκοπικές και περίτεχνες διακοσμήσεις, όπως θεούς, σκηνές
από την καθημερινή ζωή, πλοιάρια, ναούς και ζώα, αληθινά και
φανταστικά. Όταν τους κυλούσαν πάνω σε νωπό πηλό, άφηναν
ένα δισδιάστατο αποτύπωμα της εικόνας. Οι πήλινες πινακίδες
με αυτά τα αποτυπώματα ήταν διακριτικά σημεία και φορείς
πληροφοριών. Σε αυτόν τον νέο κόσμο εξ αποστάσεως εμπορίου,
αυτού του είδους οι πινακίδες χρησίμευαν ως εμπορικά λογότυπα
για εξαγωγές, ως αποδείξεις αγορών και ως σφραγίδες που
προστάτευαν φορτία σιτηρών και άλλων αγαθών από νοθείες.
Τα σφραγίσματα απαντούν επίσης σε μικρά πήλινα
περιβλήματα, τις λεγόμενες bullae. Στα δοχεία αυτά
αποθηκεύονταν πήλινα διακριτικά αντικείμενα σε σχήμα που
παρίστανε κάποιο αγαθό – ένα τόπι ύφασμα, για παράδειγμα, ή
ένα πιθοειδές αγγείο με λάδι ή σπόρους. Οι bullae ήταν
συμφωνητικά που αφορούσαν αγαθά προς παράδοση ή εργασίες
προς πραγματοποίηση στο μέλλον, και οι συμφωνίες κλείνονταν
με τα σφραγίσματα των δύο συμβαλλόμενων μερών σε νωπό
πηλό. Στην Ουρούκ οι αποθήκες αυτών των «συμβολαίων» και
των χρεογράφων ήταν οι ναοί, χρηματοπιστωτικά προπύργια
εξίσου πανίσχυρα με την Τράπεζα της Αγγλίας σε μεταγενέστερες
εποχές. Η πίστη στους θεούς και η πίστη στο χρηματοπιστωτικό
σύστημα πορεύονταν χέρι χέρι. Πράγματι, οι άνθρωποι προφανώς
προτίμησαν να ζήσουν στην πόλη για να είναι σε φυσική
γειτνίαση με τον τόπο όπου πραγματοποιούνταν και
αποθηκεύονταν οι χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Όταν
ολοκληρωνόταν η συναλλαγή, οι bullae σπάζονταν για να
ανοίξουν και τα λογιστικά περιβλήματα αφαιρούνταν ώστε να
διασφαλιστεί ότι το συμβόλαιο είχε εκπληρωθεί, τερματίζοντας
τη συμφωνία.
Αν οι σκύφοι με λοξότμητο χείλος είναι οι απαρχές του
χρήματος στην ανθρώπινη κοινωνία, οι bullae σηματοδοτούν τη
γένεση των χρηματοοικονομικών. Αλλά η αστική ζωή έγινε τόσο
σύνθετη ώστε τα διακριτικά σήματα και οι σφραγίδες δεν ήταν
αρκετά για να παρακολουθούνται τα πάντα. Οι σφραγίδες και οι
bullae άρχισαν να κωδικοποιούν όλο και περισσότερες
πληροφορίες. Αρχικά εφευρέθηκε ένας τρόπος εξακρίβωσης
ποσοτήτων χρόνου και αγαθών. Στις bullae και στις πήλινες
πινακίδες άρχισαν να καταγράφονται ποσά σε έναν αφηρημένο
αριθμητικό κώδικα, το πρώτο αριθμητικό σύστημα στην
ανθρώπινη ιστορία. Αλλά οι αριθμοί από μόνοι τους ήταν
άχρηστοι. Κάθε αγαθό –σιτηρά, για παράδειγμα, ή μπίρα,
υφάσματα και μέταλλα– που αποθηκευόταν ή διακινούνταν στο
εμπόριο είχε ένα εικονόγραμμα και μία αριθμητική αξία που
δήλωνε την ποσότητα, την εργασία που απαιτήθηκε, τις
καταβληθείσες μερίδες, τις αποστάσεις των εμπορικών
συναλλαγών. Στην πρώιμη μορφή τους, αυτά τα σύμβολα ήταν
απλές απεικονίσεις του εκάστοτε αγαθού –ένα στέλεχος
καλαμποκιού, ένα πρόβατο, ένα αγγείο ή μια κυματοειδής
γραμμή που δηλώνει κάποιο υγρό– ζωγραφισμένες στον νωπό
πηλό με καλοξυσμένη γραφίδα και πάντα μαζί με έναν αριθμό.
Αλλά ο πηλός δεν είναι καλό υλικό για τη σχεδίαση εικόνων με
ακρίβεια και κάποια «πράγματα» απλώς δεν μπορούν να
ζωγραφιστούν· με την πάροδο του χρόνου τα εικονογράμματα
μετατράπηκαν σε σύμβολα πολύ διαφορετικά από το αντικείμενο
το οποίο υποτίθεται ότι αναπαριστούσαν. Οι κάτοικοι της
Ουρούκ, χρησιμοποιώντας τριγωνική γραφίδα, εντύπωναν στον
πηλό σφηνοειδείς χαρακτήρες βασισμένους σε ήχους της
ομιλούσας γλώσσας. Με αυτό το άλμα προόδου, ο γραφέας
μπορούσε να μεταφέρει πολύ περισσότερες πληροφορίες απ’ ό,τι
με τα εικονογράμματα. Αυτά τα σφηνοειδή σύμβολα –γνωστά ως
σφηνοειδής γραφή– ήταν τα πρώτα βήματα προς τη γραφή.
Η Ουρούκ δεν ήταν απλώς μια αποθήκη της ανθρωπότητας:
έγινε ένα κέντρο επεξεργασίας δεδομένων. Καμία κοινωνία στην
ιστορία δεν είχε καταφέρει ως τότε να διαχειριστεί τόσο τεράστιες
ποσότητες πληροφορίας. Τα σύμβολα πάνω στον πηλό
εφευρέθηκαν από λογιστές στην Ουρούκ για να αντισταθμιστεί η
ανεπάρκεια της ανθρώπινης μνήμης, που δεν μπορούσε πλέον να
συγκρατήσει τόσο μεγάλες ποσότητες δεδομένων. Μιάμιση
χιλιετία αργότερα ο συγγραφέας του Έπους του Γκιλγκαμές
εξύμνησε τα τείχη και τα μνημειώδη κτίρια της Ουρούκ. Αμέσως
μετά το εγκώμιο στην πραγματική πόλη με την οποία αρχίζει η
αφήγηση, ακολουθεί το εξής χωρίο: «Αναζήτησε το χάλκινο
κιβώτιο της πινακίδας, ξεκλείδωσε τη χάλκινη κλειδαριά του,
άνοιξε την πόρτα στο μυστικό του, πάρε στα χέρια σου την
πινακίδα από λάπις λάζουλι και διάβασέ τη, διάβασε την ιστορία
αυτού του άνδρα, του Γκιλγκαμές, που πέρασε όλα τα δεινά του
κόσμου».
Ιδού, λοιπόν, τα δύο δώρα που χάρισε η Ουρούκ στον κόσμο:
αστικοποίηση και γραπτός λόγος. Το πρώτο επίτευγμα οδήγησε
στο δεύτερο. Δεν ήταν μια κοινωνία που έβλεπε με φόβο τις
ριζικές καινοτομίες ή τις «επιθέσεις» σε καθιερωμένους τρόπους
σκέψης. Η γραφή και τα μαθηματικά αναδύθηκαν μέσα από το
αστικό καζάνι ως μια διοικητική τεχνική για τη διαχείριση της
πολυπλοκότητας. Μία από τις αρχαιότερες πινακίδες που έχουν
ανακαλυφθεί είναι μια απόδειξη είσπραξης χαραγμένη σε πηλό.
Αναφέρει: «29.086 μονάδες κριθάρι. 37 μήνες. Κουσίμ».24
Δηλώνεται η ποσότητα του αγαθού, το χρονικό διάστημα στο
οποίο παραδόθηκε ή αναμενόταν και το όνομα του λογιστή ως
υπογραφή. Το απόλυτο στερεότυπο, δηλαδή. Αλλά θυμηθείτε το
όνομα: ο Κουσίμ είναι ο πρώτος άνθρωπος στην ιστορία που
γνωρίζουμε το όνομά του. Ο Κουσίμ δεν ήταν βασιλιάς ή ιερέας,
πολεμιστής ή ποιητής. Τίποτα το ένδοξο, λοιπόν: το αρχαιότερο
πρόσωπο που μας είναι γνωστό στην ανθρώπινη ιστορία ήταν
ένας επιμελής λογιστάκος της Ουρούκ που πέρασε όλη του τη
ζωή στην πόλη αθροίζοντας ποσά και γράφοντας αποδείξεις.
Ο Κουσίμ και οι όμοιοί του ήταν το βαρύ πεζικό σε μια ριζική
επίθεση ενάντια στους παλαιούς τρόπους διαχείρισης των
πραγμάτων. Όπως και οι αρχιτέκτονες, οι μεταλλουργοί, οι
ζυθοποιοί, οι υφαντουργοί και οι αγγειοπλάστες στην
αναπτυσσόμενη πόλη, ο Κουσίμ και οι συνάδελφοί του λογιστές
αναζητούσαν τρόπους να βελτιώσουν τις τεχνικές τους. Στην
περίπτωση του Κουσίμ αυτό σήμαινε να πειραματιστεί με τις
αρχαιότερες μορφές γραπτού λόγου και μαθηματικών. Μπορούσε
ίσως να τηρεί σχολαστικά αρχεία καταγράφοντας λεπτομερώς το
ιδιοκτησιακό καθεστώς και τη μετακίνηση αγαθών· μπορούσε να
συνάπτει νομικά συμβόλαια και να κάνει πληρωμές, να
προβλέπει την απόδοση της καλλιέργειας, να υπολογίζει τόκους
και να διαχειρίζεται οφειλές· αλλά ο Κουσίμ δεν μπορούσε να
καταγράψει τις πιο μύχιες σκέψεις του. Απαιτήθηκαν γενιές και
γενιές από περισσότερους Κουσίμ, που η καθεμία πρόσθετε το
λιθαράκι της στην αποθήκευση της γνώσης και προσάρμοζε
σταδιακά τη σημειογραφία, ώσπου η στενογραφική γραφή του
λογιστή να εξελιχθεί σε ένα πλήρες κείμενο, ικανό να εκφράσει
το συναισθηματικό βάθος και την ποιητική δημιουργικότητα του
Γκιλγκαμές.
Μέσα στον ορυμαγδό της επεκτεινόμενης πόλης, οι άνθρωποι
σαν τον Κουσίμ ήταν κάτι εντελώς νέο στις ανθρώπινες
υποθέσεις: επαγγελματίες διοικητές και γραφειοκράτες. Μπόρεσαν
να διαχειριστούν την άνθηση του εμπορίου, δημιουργώντας και
εκτελώντας συμβόλαια, εξασφαλίζοντας πληρωμή και
δικαιοσύνη. Οι σφραγίδες τους έρχονται στο φως κατά μήκος
όλων των εμπορικών οδών. Αλλά είχαν ακόμα βαθύτερο
αντίκτυπο στην κοινωνία τους. Τα γραπτά αρχεία
σηματοδότησαν τη μετατόπιση από μια κοινωνία προσωπικών
διά ζώσης επαφών, βασισμένη στην προφορική επικοινωνία και
τη μνήμη, σε μια πιο ανώνυμη κοινωνία, βασισμένη σε
καταγραφές και αρχεία.
Ολόκληρες γενιές διοικητικών σαν τον Κουσίμ συνέβαλαν στη
δημιουργία ενός καλά οργανωμένου διοικητικού συστήματος. Η
Ουρούκ κατά την 4η χιλιετία π.Χ. ήταν ένα θερμοκήπιο
τεχνολογικών καινοτομιών. Φυσικά, ήδη υπήρχαν οι τεχνολογίες
της παραγωγής και της μετακίνησης, όπως ο αργαλειός και ο
τροχός. Αλλά οι τεχνικές ελέγχου ίσως να ήταν πιο σημαντικές.
Η γραφή, τα μαθηματικά και τα χρηματοοικονομικά ήταν
τεχνικές υπό αυστηρή επιτήρηση, η διατήρηση μιας διοικητικής
και ιερατικής ελίτ. Όσοι κατείχαν τα παραπάνω διέθεταν και
εξουσία.
Και αυτή η εξουσία διαμορφωνόταν καθώς η κοινωνία γινόταν
όλο και πιο σύνθετη με την πάροδο των αιώνων. Ένας
επαγγελματίας γραφειοκράτης σαν τον Κουσίμ κατείχε δεξιότητες
εξαιρετικής ειδίκευσης, που αυξάνονταν με τη διά βίου
κατάρτισή του. Το ίδιο μπορούμε να πούμε για έναν χρυσοχόο,
έναν αρχιτέκτονα, έναν καλλιτέχνη ή έναν αγγειοπλάστη και
πολλούς άλλους καθώς η πόλη επεκτεινόταν και το εμπόριο
ανθούσε. Σε μία πόλη βασισμένη στη διανομή τροφής από το
ιερατείο, έγινε προφανές ότι κάποιοι άξιζαν να λαμβάνουν
περισσότερα από άλλους. Η Ουρούκ απέκτησε κοινωνική
διαστρωμάτωση, με κριτήρια τον πλούτο, τις δεξιότητες και την
πολιτική δύναμη.
Αυτή, λοιπόν, είναι η πιο σκοτεινή πλευρά της αστικοποίησης
στην ανθρώπινη ιστορία. Ό,τι ξεκίνησε μάλλον ως ένα
συναινετικό, κοινοτικό εγχείρημα εξελίχθηκε σε μια κοινωνία
υψηλού συγκεντρωτισμού και ανισότητας. Πιθανώς δεν
σημειώθηκε κάποια ξαφνική αλλαγή ή αρπαγή εξουσίας: κάθε
γενιά πρόσθετε σε ό,τι είχε κάνει η προηγούμενη και τα άλματα
στην αποτελεσματικότητα είχαν ως τίμημα μικρές θυσίες στην
ελευθερία και την ισότητα. Η αμοιβή της εργασίας με χορήγηση
τροφής από τον καλοκάγαθο ναό έγινε, με την πάροδο του
χρόνου, ένας τρόπος εξαναγκαστικής σκληρής εργασίας μέσω του
ελέγχου των μερίδων. Τα γραπτά αρχεία καθιέρωσαν την
ιδιοκτησία, δημιούργησαν χρέος και επέβαλαν υποχρεώσεις. Αν η
εργασία σου βασιζόταν στη σωματική ρώμη και όχι στον νου,
ήσουν πιο φτωχός και ανήκες σε χαμηλότερη κοινωνική τάξη σε
σύγκριση με τους ειδικευμένους επαγγελματίες και τους
διοικητικούς υπαλλήλους.
Πόλεις του μεγέθους της Ουρούκ πάντα χρειάζονταν
περισσότερα εργατικά χέρια για τις δύσκολες εργασίες απ’ ό,τι η
ίδια η φύση μπορούσε να προμηθεύσει μέσω της αναπαραγωγής.
Σε μια λογιστική πινακίδα αναφέρονται τρία επιπλέον ονόματα
μετά τον Κουσίμ: Γκαλ Σαλ, Εν-Παπ Χ και Σουκαλγκίρ. Και, σαν
τον Κουσίμ, μας δείχνουν πόσο γρήγορα άλλαζε η ανθρώπινη
κοινωνία μέσα στο αστικό καζάνι. Ο Εν-Παπ Χ και ο Σουκαλγκίρ
ήταν δούλοι και ανήκαν στον Γκαλ Σαλ. Η εξαναγκαστική
εργασία έγινε βασικό αγαθό καθώς η πόλη απαιτούσε όλο και
περισσότερη μυϊκή δύναμη για να οικοδομεί τους ναούς της, να
σκάβει τα αρδευτικά της κανάλια, να οργώνει τους αγρούς της
και απλώς να διατηρεί σε λειτουργία τη σύνθετη αστική μηχανή.
Στο τέλος της 4ης χιλιετίας π.Χ. οι παραστάσεις στις σφραγίδες
της Ουρούκ αρχίζουν να απεικονίζουν μια απειλητική πτυχή της
αστικής ζωής: τρομαγμένους κρατούμενους, με δεμένα χέρια, υπό
την αυστηρή επίβλεψη ένοπλων φρουρών.
Αυτοί οι δυστυχείς δούλοι αποτελούσαν τεκμήριο μιας άλλης
«παρενέργειας» της πόλης: του οργανωμένου πολέμου. Τα τείχη
της Ουρούκ ανεγέρθηκαν στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ.
Σηματοδοτούσαν μια νέα πραγματικότητα: τότε ακριβώς η
στιγμή της Ουρούκ ως απαράμιλλης δύναμης είχε λάβει τέλος.
Το σύστημά της, που αφορούσε το εμπόριο και τη βασισμένη
στους ναούς γραφειοκρατία, ήταν αδύνατον να επιβιώσει σε έναν
σκληρότερο κόσμο. Οι σπόροι της Ουρούκ είχαν βλαστήσει και η
πόλη θέριζε πικρή σοδειά· νέοι αντίπαλοι άκμαζαν στην κοιλάδα
της Μεσοποταμίας. Η γέννησή τους σηματοδότησε μια νέα
εποχή, με ανταγωνιστικές στρατιωτικές τεχνολογίες, όπλα και
πολέμαρχους.
Στα ερείπια των ναών της Ουρούκ οι αρχαιολόγοι
ανακαλύπτουν ρόπαλα, σφεντόνες και αιχμές βελών. Ο ίδιος ο
μεγαλειώδης ναός της Εάνα καταστράφηκε, είτε σε πόλεμο είτε σε
κάποια λαϊκή εξέγερση. Η Μεσοποταμία κατά την 3η χιλιετία
π.Χ. βίωσε μια σειρά ρευστών συνασπισμών και συμμαχιών
μεταξύ περίπου μιας δεκάδας εξαιρετικά οργανωμένων πόλεων-
κρατών. Η ειρήνη διαταρασσόταν συχνά καθώς αυτές
συγκρούονταν για τη διαφιλονικούμενη γη και το νερό. Ο
πόλεμος τροφοδότησε την ανάπτυξη της πόλης: όλο και
περισσότεροι άνθρωποι συνέρρεαν στην προστατευτική αγκαλιά
της. Τα μεγάλα αμυντικά τείχη ήταν στοιχείο αυτής της
περιόδου βίας μεταξύ πόλεων και μη αστικών νομαδικών
επιδρομέων που εξαπέλυαν επιθέσεις από τα βουνά και τις
στέπες. Το ίδιο και η βασιλεία.
Στην αρχαία γλώσσα των Σουμερίων «λου» σημαίνει άνδρας και
«γκαλ» σημαίνει μεγάλος. Ο Λουγκάλ, ή Μεγάλος Άνδρας,
αναδείχθηκε ηγέτης μιας ομάδας ημιεπαγγελματιών πολεμιστών,
επιφορτισμένων με το καθήκον να προστατεύουν την πόλη και
την ύπαιθρό της από άρπαγες, να παίρνουν εκδίκηση για
σφάλματα που τυχόν διέπραξε μια αντίπαλη πόλη και να
διαφυλάσσουν τη λεία από επιδρομές. Η εξουσία μετατέθηκε από
τον ναό στο ανάκτορο, από τους ιερείς και γραφειοκράτες στους
πολέμαρχους. Σταδιακά η λέξη «Λουγκάλ» πήρε την έννοια του
κληρονομικού βασιλιά.25
Θαυμάσια θραύσματα γλυπτών, που σήμερα βρίσκονται στο
Μουσείο του Λούβρου, αποκαλύπτουν τα αιματοκυλίσματα της
3ης χιλιετίας π.Χ. Η Στήλη των Γυπών μνημονεύει τη μάχη
μεταξύ των πόλεων Ούμα και Λαγκάς για μια διαφιλονικούμενη
έκταση καλλιεργήσιμης γης που βρισκόταν ανάμεσα στις
αντίπαλες σφαίρες επιρροής. Η Στήλη είναι ένας πλακοειδής
ασβεστόλιθος ύψους δύο μέτρων· η πάνω πλευρά της είναι
αποστρογγυλεμένη και φέρει λαξευμένες ανάγλυφες παραστάσεις
στις πλευρές της. Οι παραστάσεις απεικονίζουν τον βασιλιά του
Λαγκάς πάνω σε άρμα, να κρατά δόρυ και να ηγείται μιας
φάλαγγας οπλισμένων ανδρών που οδεύει προς τη μάχη. Οι
στρατιώτες βαδίζουν πάνω στα πτώματα των ηττημένων εχθρών
τους· γύπες πετούν κάνοντας κύκλους, με τα κεφάλια των
εχθρών της πόλης στα ράμφη τους. Εδώ έχουμε τα επιτεύγματα
της πόλης κατά την 3η χιλιετία π.Χ.: τον τροχό που
χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της τεχνολογίας του πολέμου·
στρατεύματα και οργανωμένη διεξαγωγή μάχης· γραφή και τέχνη
στην υπηρεσία της κρατικής προπαγάνδας.

Πολύ πριν υπάρξουν χώρες ή αυτοκρατορίες ή βασιλείς, υπήρχαν


οι πόλεις. Ως θεμέλιος λίθος πολιτικής οργάνωσης, η πόλη
οδήγησε στη δημιουργία της θρησκείας και της γραφειοκρατίας,
που οργάνωσε τους ανθρώπους σε μια επιχειρηματική οντότητα,
καθώς και στους βασιλείς και στα στρατεύματα που απαιτούνταν
για την άμυνά της και την προβολή της ισχύος της. Η αγάπη για
την πόλη, η περηφάνια για τα επιτεύγματά της και ο φόβος των
ξένων καλλιέργησαν την αίσθηση της συλλογικής ταυτότητας η
οποία, με την πάροδο των χρόνων, επεκτάθηκε σε επικράτειες και
αυτοκρατορίες. Έπειτα από πολλούς αιώνες, η γραφή εξελίχθηκε
από ένα σύστημα συμβόλων για την καταγραφή συναλλαγών σε
μια γραπτή γλώσσα. Τα πρώτα λογοτεχνικά έργα προέρχονται
από τη Μεσοποταμία της 3ης χιλιετίας π.Χ., έπη που δοξάζουν
τους βασιλείς, τις πόλεις και τους θεούς τους. Το Έπος του
Γκιγλγκαμές αποκαλεί επανειλημμένα τη γενέτειρα του ήρωα
«Ουρούκ, στάνη των προβάτων», ένα ασφαλές καταφύγιο και
έναν τόπο που, σε έναν αντίξοο κόσμο, πρόσφερε την αίσθηση
του ανήκειν – όλοι ενωμένοι κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του
βοσκού. Αν το ανθρώπινο ένστικτο της φυλής εξακολουθούσε να
επιθυμεί την προστασία και την αλληλεγγύη της μικρής
φυλετικής ομάδας, η πόλη –με τον πόλεμο να την απειλεί αλλά
και να τη διαμορφώνει– αναπαρήγαγε πολλά από τα στοιχεία της
φυλής. Η πόλη προβαλλόταν ως διευρυμένη οικία και οικογένεια,
ένας τόπος προστασίας και ένα νέο είδος φυλετικής ομάδας. Το
Έπος του Γκιλγκαμές φιλοδοξεί να είναι ένα εγκώμιο τόσο για
την πόλη, την έδρα ισχυρών βασιλέων και παντοδύναμων θεών,
όσο και για μια ομοιογενή ιδιότητα του πολίτη. Οι πόλεις, όπως
και οι χώρες που θα αναδύονταν μέσα από αυτές, χρειάζονταν
αυτούς τους μύθους για να συνδέσουν τον λαό τους σε μία υπερ-
φυλή.
Σε αυτόν τον ατέρμονο αγώνα δρόμου, η απόλυτη εξουσία δεν
είχε μεγάλη διάρκεια· κάποιες πόλεις εξεγέρθηκαν εναντίον της
υποταγής τους και μια άλλη πόλη-κράτος άκμασε για να
διεκδικήσει το σκήπτρο. Το 2296 π.Χ. ο Λουγκάλ-Ζάγκε-σι,
βασιλιάς της Ούμα, κατέκτησε το Κις, την Ουρ και την Ουρούκ
καθώς και πολλές άλλες πόλεις-κράτη. Λόγω της ιερότητας και
της αρχαίας γενεαλογίας της, ο Λουγκάλ-Ζάγκε-σι επέλεξε την
Ουρούκ ως πρωτεύουσά του, αποκαθιστώντας για άλλη μια φορά
τον χαμένο μητροπολιτικό χαρακτήρα της. Από εκεί κυβερνούσε
το μεγαλύτερο μέρος της Μεσοποταμίας ως ενιαίο βασίλειο. Αλλά
στη συνέχεια ο Λουγκάλ-Ζάγκε-σι αντιμετώπισε μια πρόκληση
από μια νεογέννητη πόλη, τη λεγόμενη Ακκάδ, και από τον
χαρισματικό, αυτοδημιούργητο κυβερνήτη της, τον Σαργκόν. Ο
διεκδικητής του στέμματος πολιόρκησε την Ουρούκ, κατέστρεψε
τα τείχη της και φυλάκισε τον Λουγκάλ-Ζάγκε-σι. Έπειτα ο
Σαργκόν νίκησε τις πόλεις Ουρ, Λαγκάς και Ούμα.
Η Ακκαδική Αυτοκρατορία του Σαργκόν –η πρώτη στην
ιστορία– ήταν δημιούργημα του ώριμου και αρχαίου σουμεριακού
αστικού πολιτισμού· ήταν η επέκταση της εξουσίας που
επωάστηκε επί δύο περίπου χιλιετίες εντός των τειχών της πόλης.
Με κέντρο την πολυτελή πόλη Ακκάδ –την πρώτη που
οικοδομήθηκε σκόπιμα ως πρωτεύουσα– το δίκτυο των πόλεων
της αυτοκρατορίας εκτεινόταν από τον Περσικό Κόλπο ως τη
Μεσόγειο. Η Ακκάδ περιγράφεται όπως πολλές άλλες
αυτοκρατορικές μεγαλουπόλεις στη διάρκεια των αιώνων: μια
πόλη με μνημειακή αρχιτεκτονική, κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και
απίστευτο πλούτο. Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της αρχαίας
Μεσοποταμίας η Ακκάδ αναφερόταν στη μυθολογία ως κάτι
παρόμοιο με το θρυλικό Κάμελοτ και το όνομα του Σαργκόν ως
το αρχέτυπο ενός ισχυρού και δίκαιου κυβερνήτη. Η Ακκαδική
Αυτοκρατορία ευημερούσε επί δύο αιώνες περίπου με επικεφαλής
τον Σαργκόν και τους διαδόχους του.
Πολύς λόγος γίνεται για τα αίτια της πτώσης αυτής της
μεγάλης αυτοκρατορίας. Φαίνεται ότι, ως έναν βαθμό
τουλάχιστον, υπαίτια ήταν άλλη μία περίοδος κλιματικής
αλλαγής σε παγκόσμια κλίμακα, γνωστή ως «συμβάν των 4,2
χιλιετιών» (4.2 kiloyear event). Οι μειωμένες βροχοπτώσεις στις
ορεινές περιοχές οδήγησαν στη μείωση του ρου του Ευφράτη και
του Τίγρη, κάτι που απέβη ολέθριο για την αρδευόμενη γεωργία,
τη βάση της αστικής ζωής. Πολεμικές φυλές, οι λεγόμενοι
Γκούτιοι, κατέβηκαν μέσω των ποταμών από τα όρη του Ζάγρου
σαν πεινασμένοι λύκοι που μύρισαν ένα θήραμα αδύναμο αλλά
καλοθρεμμένο.
«Ποιος ήταν βασιλιάς; Ποιος δεν ήταν βασιλιάς;»
αναρωτιούνται τα αρχεία απελπισμένα. Οι Γκούτιοι εγκαινίασαν
μια περίοδο χάους· το εμπόριο έσβησε· η αστική μηχανή
κατέρρευσε. «Για πρώτη φορά από τότε που οικοδομήθηκαν και
θεμελιώθηκαν οι πόλεις, οι απέραντοι αγροί δεν απέδωσαν
σιτηρά, οι τεχνητές λίμνες δεν απέδωσαν ψάρια, οι αρδευόμενοι
οπωρώνες δεν απέδωσαν μήτε σιρόπια μήτε κρασί». Σε καθεστώς
κατοχής και καταστροφής, κάθε ίχνος της Ακκάδ χάθηκε από
προσώπου γης.26
Οι πόλεις είναι δημιουργήματα με αξιοθαύμαστο πείσμα. Η
πτώση της Ακκαδικής Αυτοκρατορίας ήταν καταστροφή για
κάποιους αλλά μια εξαιρετική ευκαιρία για κάποιους άλλους. Οι
Γκούτιοι δεν κυβερνούσαν ακριβώς τη Μεσοποταμία. Αντίθετα,
κατέστρεφαν την ύπαιθρο επί δεκαετίες. Η εναπομείνασα
αδύναμη φλόγα του πολιτισμού παρέμεινε άσβεστη μέσα στα
τείχη λίγων πόλεων οι οποίες, αν και μειώθηκαν, διατήρησαν
κάποια ψήγματα ανεξαρτησίας. Τελικά η Ουρ αναδύθηκε ως
επικεφαλής ενός επαρχιακού βασιλείου. Πλούσια χάρη στον
ηγετικό της ρόλο στο εμπόριο μεγάλων αποστάσεων ως την Ινδία
και όχι μόνο, η Ουρ δήλωσε την ισχύ της με το τεράστιο
ζιγκουράτ, έναν πανύψηλο κλιμακωτό ναό που έγινε το σύμβολο
του σουμεριακού πολιτισμού.
Αλλά καθώς η Ουρ άγγιζε το απόγειο της εξουσίας και της
μεγαλοπρέπειας, είχε την ίδια μοίρα με την Ακκάδ. Υπαίτιοι αυτή
τη φορά ήταν οι Αμορίτες. Μέλη νομαδικής φυλής από τη
σημερινή Συρία, άρχισαν να μεταναστεύουν μαζικά τον
τελευταίο αιώνα της 3ης χιλιετίας π.Χ. ως αποτέλεσμα της
παρατεταμένης χρονικά ξηρασίας την οποία προκάλεσε η
κλιματική αλλαγή. Αυτοί οι καταπατητές, «ένας λαός
καταστροφικός, με κτηνώδη ένστικτα» για τα δεδομένα των
Σουμερίων, «που δεν γνωρίζει τι είναι σπίτι ή πόλη… που τρώει
ωμό κρέας», άρχισαν να κατατρώνε την αυτοκρατορία της Ουρ.
Απορροφημένη στην αντιμετώπιση των μεταναστευτικών φύλων,
η Ουρ ήταν ανίσχυρη απέναντι σε έναν ακόμα επιθετικό λαό,
τους Ελαμίτες από το σημερινό Ιράν.27
Τα τείχη της πλουσιότερης και μεγαλύτερης πόλης στη γη
παραβιάστηκαν από τους βαρβάρους το 1940 π.Χ. Οι ναοί
λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν· οι οικιστικές συνοικίες
κάηκαν ολοσχερώς. Οι επιζώντες σύρθηκαν στην αιχμαλωσία ή
αφέθηκαν να πεθάνουν από την πείνα στο σεληνιακό τοπίο της
σφυροκοπημένης πόλης. «Στους μεγάλους δρόμους όπου άλλοτε
πραγματοποιούνταν γιορτές, τώρα κείτονταν κεφάλια εδώ κι
εκεί. Όλοι οι δρόμοι όπου άλλοτε έκανε περίπατο ο κόσμος, ήταν
γεμάτοι πτώματα. Στους τόπους όπου άλλοτε λάμβαναν χώρα οι
γιορτές της Γης, άνθρωποι ήταν στοιβαγμένοι σε σωρούς». Ακόμα
και οι σκύλοι εγκατέλειψαν τα χαλάσματα.28
Η πραγματικότητα της ακμής, της πτώσης, της εξαφάνισης και
της ανάκαμψης των πόλεων ήταν βαθιά συνδεδεμένη με την
ψυχή της Μεσοποταμίας. Κατ’ αρχάς, η οπτή πλίνθος
αποσαθρώνεται πολύ γρήγορα και αυτό σημαίνει ότι ακόμα και
τα μεγάλα μνημειώδη κτίρια δεν είχαν μεγάλη διάρκεια ζωής.
Έπειτα, ας μην ξεχνάμε το οικοσύστημα. Πολύ συχνά ο
Ευφράτης και ο Τίγρης άλλαζαν ξαφνικά τον ρου τους,
εγκαταλείποντας την πόλη. Έπειτα από χρόνια –ή ακόμα και
έπειτα από αιώνες– ο ποταμός επέστρεφε, η πόλη επανιδρυόταν
και το κουφάρι της ζωντάνευε ξανά.29
Το έτος 1940 π.Χ. η Ουρούκ και η Ουρ ήταν, έπειτα από 2.000
χρόνια, αρχαίες πόλεις από κάθε άποψη (εξίσου ή πιο αρχαίες
από το Λονδίνο και το Παρίσι σήμερα). Απέναντι στα θυελλώδη
ρεύματα της ιστορίας, τις καταιγίδες και τις συγκρούσεις του
πολέμου, την ακμή και την πτώση πανίσχυρων αυτοκρατοριών,
τις εισβολές των βαρβάρων, τις μαζικές μεταναστεύσεις και τις
κλιματικές αλλαγές, αυτές οι πόλεις είχαν μείνει ακλόνητες. Αντί
να κατακλυστούν και να καταστραφούν από μέλη νομαδικών
φυλών, απορρόφησαν και εκπολίτισαν τους «βαρβάρους». Οι
Αμορίτες εγκαταστάθηκαν στις αρχαίες πόλεις και υιοθέτησαν
τους αστικούς τρόπους ζωής, τη θρησκεία, τους μύθους και τη
γνώση των λαών που είχαν οι ίδιοι κατακτήσει. Οι υποτιθέμενοι
άγριοι νικητές ανοικοδόμησαν την Ουρ με εννέα νέους ναούς και
πολυάριθμα μνημεία· άλλες πόλεις-κράτη υποτάχθηκαν στις
πρώην νομαδικές φυλές και νυν ηγεμόνες τους. Ο αστικός
πληθυσμός που ίδρυσαν οι Σουμέριοι στην Ουρούκ επιβίωσε στη
Μεσοποταμία και μεταδόθηκε σε νέους λαούς: τους Αμορίτες,
τους Ασσύριους και τους Χετταίους. Μεγάλες νέες πόλεις, όπως η
Νινευί και η Βαβυλώνα, διατήρησαν τις ίδιες οικοδομικές
τεχνικές, τη μυθολογία και τη θρησκεία, των οποίων οι πρώτες
διδάξασες ήταν η Ουρούκ και η Ουρ.
Η Ουρούκ, συγκεκριμένα, εισήλθε σε μια μακρά περίοδο
παρακμής, αν και παρέμεινε μια λειτουργική και ιερή πόλη για
εκπληκτικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Κοντά στη γέννηση του
Χριστού, υπέστη περιβαλλοντική καταστροφή όταν ο Ευφράτης
άρχισε να απομακρύνεται. Εκείνη τη χρονική στιγμή, η θρησκεία
που είχε καταστήσει τόσο πολύτιμες την Ουρούκ και άλλες
πόλεις ήταν πια νεκρή· δεν υπήρχε κανένας λόγος να παραμένει
ζωντανή η πόλη κι έτσι το 300 μ.Χ. ελάχιστα είχαν απομείνει
από αυτή. Ο συνδυασμός ήλιου, ανέμων, βροχής και άμμου
μετέτρεψε σε σκόνη τα μεγάλα πλίνθινα κτίρια· το 700 μ.Χ. τα
μυστηριώδη ερείπια εγκαταλείφθηκαν πλήρως, περίπου 5.000
χρόνια αφότου η Ουρούκ είχε κατακτήσει το μεγαλείο
αναδυόμενη μέσα από τους βάλτους.
Χωρίς άρδευση, τα απέραντα σιτοχώραφα τα κατάπιε η έρημος.
Όταν η πόλη ανακαλύφθηκε εκ νέου το 1849, ήταν ένας
θαμμένος ερειπιώνας πλαισιωμένος από αμμοθίνες. Αυτοί που
τον ανακάλυψαν αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι ένας σπουδαίος
αστικός πολιτισμός μπορούσε να έχει ακμάσει τόσο πολλά χρόνια
πριν από τους βιβλικούς χρόνους και σε ένα τόσο αντίξοο
περιβάλλον. Από τότε οι χαμένες ιρακινές πόλεις έχουν
προσφέρει –κι ακόμα το κάνουν– όλο και περισσότερα από τα
μυστικά και τα διδάγματά τους σχετικά με έναν ξεχασμένο, από
καιρό, πολιτισμό και την αφετηρία της διαδρομής μας προς την
αστικοποίηση, παρά τη βία και τους πολέμους που έχουν
ταλανίσει το Ιράκ.
Η Ουρούκ και οι πόλεις της Μεσοποταμίας μάς διδάσκουν με
έναν τρόπο δυναμικό. Τα φαντάσματα αλλοτινών ισχυρών
κέντρων που ερειπώθηκαν από την κλιματική αλλαγή και την
οικονομική παρακμή μάς στοιχειώνουν και μας υπενθυμίζουν
την ύστατη μοίρα όλων των πόλεων. Η μακραίωνη ιστορία τους
αφορά εντυπωσιακές ανακαλύψεις, ανθρώπινα επιτεύγματα, τη
δίψα για εξουσία και την προσαρμοστικότητα των σύνθετων
κοινωνιών. Ήταν μια εισαγωγή όλων όσα έμελλε να
ακολουθήσουν.

9
Andrew George (επιμέλεια και μετάφραση), The Epic of Gilgamesh (Λονδίνο, 2013),
I:101 κ.ε.
10
Paul Kriwaczek, Babylon: Mesopotamia and the birth of civilisation, σελ. 80·
Mary Shepperson, «Planning for the Sun: urban forms as a Mesopotamian
response to the sun», World Archaeology, 41:3 (Σεπτέμβριος 2009), σελ. 363–78.
11
Jeremy A. Black et al., The Literature of Ancient Sumer (Οξφόρδη, 2006), σελ.
118 κ.ε.
12
P. Sanlaville, «Considerations sur l’évolution de la basse Mésoptamie au cours
des derniers illénaires», Paléorient, 15:5 (1989), σελ. 5–27· N. Petit-Maire, P.
Sanlaville & Z.W. Yan, «Oscillations de la limite nord du domaine des moussons
africaine, indienne, et asiatique, au cours du dernier cycle climatique», Bulletin
de la Societé Géologique de France, 166 (1995), σελ. 213–20· Harriet Crawford, Ur:
the city of the Moon God (Λονδίνο, 2015), σελ. 4 κ.ε.· Guillermo Algaze, Ancient
Mesopotamia at the Dawn of Civilization: the evolution of the urban landscape
(Σικάγο, 2008), σελ. 41 κ.ε.· Hans J. Nissen, The Early History of the Ancient Near
East, 9000–2000 bc (Σικάγο, 1988).
13
Gwendolyn Leick, Mesopotamia: the invention of the city (Λονδίνο, 2001), σελ.
2–3, 8–9, 19 κ.ε.
14
Ibid., σελ. 35 κ.ε., 50, 54.
15
Thomas W. Killion, «Nonagricultural Cultivation and Social Complexity: the
Olmec, their ancestors, and Mexico’s Southern Gulf Coast lowlands», Current
Anthropology, 54:5 (Οκτώβριος 2013), σελ. 569–606· Andrew Lawler, «Beyond the
Family Feud», Archaeology, 60:2 (Μάρτιος/Απρίλιος 2007), σελ. 20–5· Charles
Higham, «East Asian Agriculture and Its Impact», στο Christopher Scarre (επιμ.),
The Human Past: world prehistory and the development of human societies
(Λονδίνο, 2005), σελ. 234–63· Roderick J. McIntosh, «Urban Clusters in China and
Africa: the arbitration of social ambiguity», Journal of Field Archaeology, 18:2
(Καλοκαίρι 1991), σελ. 199–212.
16
Jennifer Pournelle & Guillermo Algaze, «Travels in Edin: deltaic resilience and
early urbanism in Greater Mesopotamia», στο H. Crawford (επιμ.), Preludes to
Urbanism: studies in the late Chalcolithic of Mesopotamia in honour of Joan
Oates (Οξφόρδη, 2010), σελ. 7–34.
17
H. Weiss, «The Origins of Tell Leilan and the Conquest of Space in Third
Millennium North Mesopotamia», στο H. Weiss (επιμ.), The Origins of Cities in
Dry-Farming Syria and Mesopotamia in the Third Millennium bc (Γκίλφορντ, CT,
1986).
18
10 Guillermo Algaze, «The Uruk Expansion: cross-cultural exchange in early
Mesopotamian civilisation», Current Anthropology, 30:5 (Δεκέμβριος 1989), σελ.
581.
19
William Blake Tyrrell, «A Note on Enkidu’s Enchanted Gate», Classical Outlook,
54:8 (Απρίλιος 1977), σελ. 88.
20
Guillermo Algaze, «Entropic Cities: the paradox of urbanism in ancient
Mesopotamia», Current Anthropology, 59:1 (Φεβρ. 2018), σελ. 23–54· Florian
Lederbogen et al., «City-Living and Urban Upbringing A ect Neural Social
Stress Processing in Humans», Nature, 474 (2011), σελ. 498–501· Leila Haddad et
al., «Brain Structure Correlates of Urban Upbringing, an Environmental Risk
Factor for Schizophrenia», Schizophrenia Bulletin, 41:1 (Ιανουάριος 2015), σελ.
115–22.
21
George, XI:323–6.
22
Leick, σελ.1 κ.ε., 29.
23
Geo Emberling & Leah Minc, «Ceramics and Long-Distance Trade in Early
Mesopotamian States», Journal of Archaeological Science, Reports: 7 (Μάρτιος
2016)· Giacomo Benati, «The Construction of Large-Scale Networks in Late
Chalcolithic Mesopotamia: emergent political institutions and their strategies»,
στο Davide Domenici & Nicolo Marchetti, Urbanized Landscapes in Early Syro-
Mesopotamia and Prehispanic Mesoamerica (Βισμπάντεν, 2018).
24
Hans J. Nissen, Peter Damerow & Robert K. Englund, Archaic Bookkeeping:
early writing and techniques of economic administration in the ancient Near
East (Σικάγο, 1993), σελ. 36.
25
Leick, σελ. 89 κ.ε.
26
Ibid., σελ. 106.
27
Kriwaczek, σελ. 162.
28
Ibid., σελ. 161–2.
29
Leick, σελ. 139, 146, 268.
2 - Ο Κήπος της Εδέμ και η Πόλη της
Αμαρτίας - Χαράπα και Βαβυλώνα, 2000-539
π.Χ.

«Αλίμονο στην πόλη του αίματος», κραυγάζει το Βιβλίο του


Ναούμ στην Εβραϊκή Βίβλο, «γεμάτη ψέματα, γεμάτη λεηλασίες,
ποτέ δίχως θύματα! Ο κρότος των μαστιγίων, ο θόρυβος των
τροχών, άλογα που καλπάζουν και άρματα που τραντάζονται!»
Στη Βίβλο ο παράδεισος είναι ένας κήπος. Σύμφωνα με την
Εβραϊκή Βίβλο, η πόλη γεννήθηκε μέσα στην αμαρτία και την
εξέγερση. Αφού τον εξόρισαν από τη γη του και τον έδιωξαν
στην άγρια φύση επειδή σκότωσε τον αδελφό του, ο Κάιν λέγεται
ότι έχτισε την πρώτη πόλη και την ονόμασε Ενώχ (όπως και τον
γιο του) ως καταφύγιο από την κατάρα που έριξε ο Θεός πάνω
του. Η εξέγερση και οι πόλεις συνδέονται στενά στην Εβραϊκή
Βίβλο. Ο Νίμροντ, στην Εποχή του Χαλκού, έγινε τύραννος γιατί
κατάφερε να αποπλανήσει τους ανθρώπους και να τους
απομακρύνει από τον Θεό παρέχοντάς τους πόλεις. Ο Νίμροντ
λέγεται ότι έχτισε τέτοιου είδους ασεβή πράγματα στη
Μεσοποταμία, μεταξύ αυτών τις πόλεις Ερέκ (Ουρούκ), Ακκάδ
και Βαβέλ.
Στη Γένεση η πόλη είναι το υπέρτατο σύμβολο της ύβρης για
την ανθρωπότητα. Ο Θεός διέταξε τους ανθρώπους να
αυξάνονται και να πληθύνονται στη γη. Αλλά, στον αντίποδα
της διαταγής αυτής, οι άνθρωποι άρχισαν να συγκεντρώνονται σε
πόλεις και να τις παραγεμίζουν με σύμβολα αλαζονείας.
«Εμπρός, ας χτίσουμε μια πόλη για εμάς, με έναν πύργο που να
αγγίζει τον ουρανό», λένε οι άνθρωποι της Βαβέλ, «κι έτσι θα
γίνουμε ξακουστοί και δεν θα είμαστε πια διασκορπισμένοι σε
κάθε γωνιά του κόσμου». Ο Θεός κατέστρεψε την πόλη, και δεν
ήταν η τελευταία φορά. Διαχώρισε τον εξεγερμένο λαό της Βαβέλ,
του έδωσε διαφορετικές γλώσσες και τον διέσπειρε. Η πόλη είναι
συνώνυμο της διαφθοράς, της σύγχυσης και του
κατακερματισμού.
Άρα η θέση της Εβραϊκής Βίβλου ευσταθεί: οι πόλεις της 2ης
και της 1ης χιλιετίας π.Χ. ήταν πηγές βίας και λαγνείας, η
αντιπάθεια του βουκολικού ειδυλλίου και της αγαθής ζωής. Η
ιδέα αυτή έχει επηρεάσει τις απόψεις περί της πόλης ως τις μέρες
μας. Υπάρχει μια βαθιά τάση αντι-αστισμού στον δυτικό
πολιτισμό. Σαν άλλος προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης που
κοιτάζει την πόλη με αηδία, ο Ζαν Ζακ Ρουσό έγραψε ότι η
παραφουσκωμένη μεγαλούπολη ήταν «γεμάτη από δολοπλόκους
και αδρανείς ανθρώπους χωρίς θρησκεία ή αρχές, η φαντασία
των οποίων, εξαχρειωμένη από τη νωθρότητα, την απραξία, την
αγάπη για τις ηδονές και τις αυξημένες ανάγκες, μόνο τέρατα
δημιουργεί και μόνο εγκλήματα εμπνέει».30
Καθώς οι πόλεις μεγάλωσαν και έγιναν υπερπλήρεις με
διαδοχικές επιστρωματώσεις ανθρώπινης δραστηριότητας,
θεωρήθηκαν παραφουσκωμένες, παρωχημένες και χωρίς συνοχή.
Ένας συγγραφέας που παρατηρούσε το Παρίσι τη δεκαετία του
1830 είδε «έναν τεράστιο σατανικό χορό, καταμεσής του οποίου
ρίχνονται άτακτα άντρες και γυναίκες, συνωστισμένοι σαν τα
μυρμήγκια, με τα πόδια βουτηγμένα στη λάσπη, ανασαίνοντας
έναν νοσηρό αέρα, προσπαθώντας να βαδίσουν σε
συνωστισμένους δρόμους και δημόσιους χώρους». Η ρυπαρότητα
της πόλης δημιουργούσε ρυπαρούς ανθρώπους, ψυχικά και
σωματικά παραμορφωμένους.31
Τη δεκαετία του 1950 ο Αμερικανός εθνολόγος και ειδικός στη
συμπεριφορική έρευνα Τζον Μ. Καλούν κατασκεύασε περίτεχνες
«πόλεις αρουραίων» όπου τοποθετήθηκαν τρωκτικά που
αναγκάστηκαν να ζήσουν συνωστισμένα σε συνθήκες αστικού
τύπου. Με την πάροδο του χρόνου η «ουτοπία των αρουραίων»
εκφυλίστηκε σε «κόλαση». Οι θηλυκοί αρουραίοι κακοποιούσαν
και παραμελούσαν τα μωρά τους. Οι νεαροί αρουραίοι έγιναν
φαύλοι «νεαροί εγκληματίες» ή αποσύρθηκαν ως αδιάφοροι
«κοινωνικά απροσάρμοστοι» και «περιθωριακοί». Επωφελούμενα
του κοινωνικού χάους, τα κυρίαρχα ζώα αναδύθηκαν ως τοπικά
«αφεντικά». Η ένταση της πόλης έκανε πολλούς από τους
αστούς αρουραίους υπερσεξουαλικούς, πανσεξουαλικούς ή
ομοφυλόφιλους.
Οι αρουραίοι, όπως και οι άνθρωποι, ζουν καλά μέσα στην
πόλη· αλλά η πόλη τούς καθιστά διεστραμμένους γιατί το
εξελικτικό τους υπόβαθρο δεν τους έχει προετοιμάσει για τα σοκ
και τις ταραχές της διαβίωσης με τόση εγγύτητα και σε τόσο
χαοτικά δομημένα περιβάλλοντα. Ή τουλάχιστον αυτό
αποκόμισαν πολλοί αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι από τα
αποτελέσματα του Καλούν. Η σύγχρονη πόλη, γι’ αυτούς,
προκαλούσε στους ανθρώπους τις ίδιες παθολογίες με εκείνες των
αρουραίων. Τα πειράματα καταδείκνυαν την έλευση μιας εποχής
πλήρους κοινωνικής κατάρρευσης στις πόλεις.
Ο αρουραίος είναι ένα σύμβολο της αστικής ζωής. Και οι
απειλητικές, πολυπληθείς μάζες που κατοικούν στις σκοτεινές
γωνιές της πόλης συχνά παρομοιάζονται με τους αρουραίους:
εγκλωβισμένοι στην υπερπλήρη μεγαλούπολη, αποκομμένοι από
τη φύση, γίνονται υπάνθρωποι και συνιστούν απειλή για τη
συνολική τάξη της κοινωνίας. Ωστόσο, σε κάθε εποχή υπήρχε η
πεποίθηση ότι η χαοτική, μη σχεδιασμένη, αυτο-οργανωμένη
πόλη μπορεί να τελειοποιηθεί αν την γκρεμίσουμε και την
ξαναχτίσουμε σύμφωνα με επιστημονικές ή φιλοσοφικές αρχές: η
πόλη, αν τη σχεδιάσουμε σωστά, μπορεί να μας κάνει καλύτερους
ανθρώπους. Παρόλο που η λογοτεχνία και οι κινηματογραφικές
ταινίες βρίθουν από εφιαλτικές εικόνες δυστοπικών πόλεων,
υπάρχουν και κάποια οράματα τελειότητας που αφορούν πόλεις
όπου η τεχνολογία ή η αρχιτεκτονική μάς έχουν απαλλάξει από
όλο το χάος που μας δυσχεραίνει. Το δίπολο αυτό διατρέχει
ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία.32
Η Βίβλος –ιδιαίτερα εχθρική απέναντι στις αληθινές πόλεις–
οραματίζεται μια εξιδανικευμένη πόλη, τη Νέα Ιερουσαλήμ,
απαλλαγμένη από τη φαυλότητα των ανθρώπων και γεμάτη από
τη λατρεία του Θεού. Η Βίβλος αρχίζει μέσα σε έναν κήπο και
τελειώνει σε μια ουράνια πόλη. Ο Πλάτωνας και ο Τόμας Μουρ
χρησιμοποίησαν τον φιλοσοφικό λόγο για να περιγράψουν την
ιδανική πόλη. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι σχεδίασε μια λειτουργική,
υγιεινή πόλη ως απάντηση στους ολέθριους λοιμούς που έπληξαν
το Μιλάνο του 15ου αιώνα. Οι απεικονίσεις της Βενετίας από τον
Καναλέτο παρουσιάζουν την ακμή του αστικού πολιτισμού σε
όλη του τη δόξα, μια ουτοπική απόδοση της ιδανικής πόλης,
αρχιτεκτονικά υπέροχης αλλά και εντυπωσιακά ζωντανής, δίχως
βρομιά και αθλιότητα.
Αν σχεδιάσεις την πόλη, θα έχεις καλύτερους ανθρώπους. Ο σερ
Κρίστοφερ Ρεν ήθελε να ξεριζώσει το κουβάρι από στενοσόκακα
του μεσαιωνικού Λονδίνου και να δημιουργήσει μια πόλη με
πλατιές λεωφόρους και ευθείες γραμμές που θα διευκόλυναν τις
μετακινήσεις και την εμπορική δραστηριότητα και θα εξέφραζαν
τον σύγχρονο ορθολογισμό. Ο Ελβετός αρχιτέκτονας Λε
Κορμπιζιέ ονειρευόταν να γκρεμίσει όλα τα κουβάρια της
ιστορίας, που κατέπνιξαν και στραγγάλισαν τις πόλεις, και να τα
αντικαταστήσει με ορθολογικά σχεδιασμένα, γεωμετρικά
σύγχρονα αστικά περιβάλλοντα. «Ο κόσμος μας, σαν άλλο
οστεοφυλάκιο, είναι διάσπαρτος από τα συντρίμμια νεκρών
εποχών», έλεγε. Ο Άγγλος κοινωνικός μεταρρυθμιστής σερ
Εμπενέζερ Χάουαρντ ήθελε να κάνει κομμάτια τη μολυσμένη,
βιομηχανική, ψυχοφθόρα μεγαλούπολη και να δημιουργήσει
προαστιακές κηπουπόλεις με όριο 30.000 κατοίκων, οργανωμένη
βιομηχανία, ευχάριστες αγροικίες και άφθονους χώρους
πρασίνου. «Η πόλη και η ύπαιθρος πρέπει να παντρευτούν»,
δήλωνε, «και από αυτή την ευτυχή ένωση θα προκύψει μια νέα
ελπίδα, μια νέα ζωή, ένας νέος πολιτισμός».33
Η ιστορία βρίθει από ουτοπικά σχέδια για την κατάργηση της
χαοτικής πόλης και την αντικατάστασή της από μια
επιστημονικά οργανωμένη εναλλακτική. Ο Λε Κορμπιζιέ δεν είχε
ποτέ την ευκαιρία να κατεδαφίσει το Παρίσι ή τη Νέα Υόρκη και
να ξαναρχίσει από το μηδέν. Αλλά κάποια πειράματα στη
μοντερνιστική αρχιτεκτονική –πολυώροφες πολυκατοικίες στο
πάρκο– άλλαξαν την όψη των πόλεων σε όλο τον κόσμο και τη
ζωή των ανθρώπων που ζούσαν μέσα σε αυτές μετά τον Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το όραμα της τελειοποίησης του ανθρώπινου χαρακτήρα μέσω
του ουτοπικού αστισμού έχει περιγραφεί με την έκφραση «Τα
τούβλα θα μας σώσουν». Αν και με ποικίλες μορφές, ο
πολεοδομικός σχεδιασμός από πάνω προς τα κάτω γοήτευε σε
κάθε εποχή. Σπάνια, όμως, στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Σε
πολλές περιπτώσεις, ο πολεοδομικός σχεδιασμός, παρά τις καλές
προθέσεις του, έχει προκαλέσει χάος στην αστική ζωή. Η έως
τώρα ιστορία δεν μας δίνει και πολλές ελπίδες. Αν, όμως, είχε
υπάρξει ένας αστικός πολιτισμός ο οποίος ήταν εξαρχής
απαλλαγμένος από τα ελαττώματα και τις καταχρήσεις των
κοινωνιών που βασίζονται στην πόλη; Οι αρχαιολόγοι έχουν
αποκαλύψει –και συνεχίζουν να το κάνουν– τα κατάλοιπα αυτού
ακριβώς του είδους πολιτισμού.
Πάνω από 1.500 οικισμοί έχουν αποκαλυφθεί κατά τόπους σε
επιφάνεια τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου τετραγωνικών
χιλιομέτρων, στα εδάφη όπου βρίσκονται τα σημερινά κράτη του
Πακιστάν, του Αφγανιστάν και της Ινδίας. Ιδιαίτερα προηγμένες
μικρές και μεγαλύτερες πόλεις ιδρύθηκαν σε στρατηγικά σημεία
των εμπορικών οδών – στα παράλια και στις όχθες ποταμών·
παρείχαν στέγη σε πέντε εκατομμύρια ανθρώπους και
αναπτύχθηκαν γύρω από πέντε κεντρικές μητροπόλεις, που
σήμερα μας είναι γνωστές ως Χαράπα, Μοχέντζο Ντάρο,
Ρακιγκάρι, Ντολαβίρα και Γκανεριβάλα, όλες τους με δεκάδες
χιλιάδες πληθυσμό. (Ο πολιτισμός ονομάστηκε Πολιτισμός
Χαράπα, από την ομώνυμη πόλη.) Μόλις τη δεκαετία του 1920
έγινε γνωστή η κλίμακα αυτών των πόλεων· από τότε, αν και
έχουμε πραγματοποιήσει και άλλες ανακαλύψεις, η γνώση μας
για αυτή την κοινωνία παραμένει σε νηπιακή ηλικία.34
Οι φορείς του Πολιτισμού Χαράπα προμηθεύονταν χρυσό,
άργυρο, μαργαριτάρια, όστρακα, κασσίτερο, χαλκό, σάρδιο λίθο,
λάπις λάζουλι και πολλά άλλα περιζήτητα υλικά από την Ινδική
χερσόνησο και την κεντρική Ασία. Ήταν περίφημοι για τα
περίτεχνα και καλαίσθητα κοσμήματα και μεταλλικά αντικείμενα
που κατασκεύαζαν, επεξεργαζόμενοι με εργαλεία ακριβείας αυτές
τις εισαγόμενες πρώτες ύλες. Οι έμποροι του πολιτισμού εκείνου
ταξίδευαν στην καρδιά της αστικοποίησης στη Μεσοποταμία για
να ιδρύσουν εκεί τα καταστήματά τους. Οι βασιλείς, οι αυλικοί,
οι θεοί και οι ελίτ σε πόλεις σαν τις Ακκάδ, Ουρούκ, Ουρ και
Λαγκάς είχαν ιδιαίτερη προτίμηση στα αντικείμενα πολυτελείας
που κατασκευάζονταν σε εργαστήρια της Ινδικής Κοιλάδας,
καθώς και στα εξωτικά ζώα, τα υφάσματα και τα λεπτότεχνα
κεραμικά αγγεία. Η άνθηση των πόλεων-κρατών της
Μεσοποταμίας συνέπεσε χρονικά με τη σύντομη χρονική περίοδο
της ανέγερσης πόλεων στην Ινδική Κοιλάδα από το 2600 π.Χ.
και εξής. Είναι βέβαιο ότι οι έμποροι από την Ινδική Κοιλάδα,
κατά την επιστροφή τους, είχαν να αφηγηθούν πολλές ιστορίες
για τις φανταστικές πόλεις που ήταν διάσπαρτες στις κοιλάδες
του Τίγρη και του Ευφράτη. Η αστικοποίηση εκεί πυροδότησε
μια παρόμοια ανάπτυξη αλλού. Πόλεις σαν τη Χαράπα και το
Μοχέντζο Ντάρο αναπτύχθηκαν ως απάντηση στην έντονη
ζήτηση αγαθών πολυτελείας στη Μεσοποταμία και στον Περσικό
Κόλπο.35
Αλλά οι τυχοδιώκτες του εμπορίου ευρείας κλίμακας, που
διέσχιζαν τη θάλασσα και περπατούσαν στους δρόμους της
Ουρούκ ή της Ουρ, με την επιστροφή τους κόμιζαν μια ιδέα, όχι
ένα σχέδιο. Οι κάτοικοι του Πολιτισμού Χαράπα ζούσαν σε
μόνιμους οικισμούς με καλοχτισμένα σπίτια και απολάμβαναν
μια ποικιλία από άγριους και καλλιεργημένους διατροφικούς
πόρους. Το σύστημα του Ινδού ποταμού, όπως κι εκείνα του
Τίγρη, του Ευφράτη, του Κίτρινου Ποταμού, του Νίγηρα και του
Νείλου, παρήγε μεγάλα πλεονάσματα σιτηρών. Διέθεταν
προηγμένη τεχνολογία, σύστημα γραφής και τεχνίτες εξαιρετικά
υψηλής εξειδίκευσης. Αλλά κυρίως, και αυτό είναι το πιο
σημαντικό απ’ όλα, αυτή η τόσο διευρυμένη κοινωνία
διατηρούνταν σε συνοχή μέσω ενός εξελιγμένου συστήματος
πεποιθήσεων που καθόριζε τις σχέσεις της κοινότητας. Αν και
δανείστηκαν τη γενική ιδέα των πόλεων από τις ιστορίες που
κόμιζαν ερχόμενοι από τη Μεσοποταμία, οι πόλεις που
δημιούργησαν ήταν εξ ολοκλήρου προϊόν του δικού τους
πολιτισμού και της δικής τους επινοητικότητας. Κατά πολλούς
τρόπους ξεπέρασαν τους «συμπολίτες» τους στην Κίνα, τη
Μεσοποταμία και την Αίγυπτο. Οι αρχαιολόγοι θεωρούν πλέον
ότι το Μοχέντζο Ντάρο φιλοξενούσε 100.000 ανθρώπους,
αριθμός που το καθιστούσε τη μεγαλύτερη πόλη της Εποχής του
Χαλκού και ίσως τον πιο καινοτόμο, από άποψη τεχνολογίας,
τόπο στη γη εκείνη την περίοδο.36
Αλλά, σε πλήρη αντίθεση με τους άλλους μείζονες πολιτισμούς
της Εποχής του Χαλκού, αυτές οι πόλεις του Πολιτισμού Χαράπα
δεν είχαν ανάκτορα ή ναούς ούτε αξιοθαύμαστα ζιγκουράτ ή
πυραμίδες· πράγματι, δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη για την
ύπαρξη ιερέων ή βασιλέων. Τα μεγάλα δημόσια κτίρια ήταν λιτά
και όχι μνημειώδη. Και ήταν αστικού τύπου τόσο στη λειτουργία
όσο και στο πνεύμα τους: σιταποθήκες, αποθηκευτικά κτίρια,
αίθουσες συνελεύσεων, λουτρά, χώροι αγοράς, κήποι και
αποβάθρες. Οι άνθρωποι αυτοί πιθανότατα δεν είχαν δούλους
στην κατοχή τους ούτε έντονα διαφοροποιημένη κοινωνική
ιεραρχία: τα σπίτια της πόλης δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη
ποικιλία σε μέγεθος ή σε τεχνουργήματα οικιακού εξοπλισμού.
Αν και οι πόλεις-κράτη στη Μεσοποταμία παρήκμασαν πολύ
γρήγορα έπειτα από ατέρμονες αδελφοκτόνες συγκρούσεις μεταξύ
φατριών, ολοσχερή καταστροφή πόλεων και μεγαλομανία, οι
πόλεις της Κοιλάδας του Ινδού δεν κατείχαν όπλα, παρά μόνο
όσα ήταν απαραίτητα για το κυνήγι· δεν έχουν αποκαλυφθεί
απεικονίσεις πολεμικών σκηνών και τα αρχαιολογικά κατάλοιπα
δεν τεκμηριώνουν κανένα ίχνος εχθροπραξιών. Ομοίως, δεν
υπάρχουν άμεσα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη
ηγεμόνων ή γραφειοκρατίας.
Οι κάτοικοι των πόλεων του Πολιτισμού Χαράπα ήταν πολύ
μπροστά από την εποχή τους σε ό,τι αφορά τις υποδομές και τα
δημόσια έργα. Οι μεγαλύτερες πόλεις ανυψώνονταν από τη
στάθμη της πλημμύρας στην Κοιλάδα του Ινδού πάνω σε
τεράστια πλίνθινα άνδηρα· το άνδηρο στο Μοχέντζο Ντάρο
εκτιμάται ότι απαίτησε 4 εκατομμύρια εργατοώρες για την
κατασκευή του. Κεντρικές οδοί τεμνόμενες σε ορθή γωνία
διαμόρφωναν ένα πολεοδομικό σύστημα σαν σκακιέρα,
προσανατολισμένο στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Αυτές οι
κύριες οδοί χώριζαν την πόλη σε οικιστικές περιοχές, με πιο
στενούς δρόμους και πολυώοροφες οικίες. Η ομοιομορφία
επικρατούσε παντού, από τη διάταξη των δρόμων και την όψη
των σπιτιών ως τις διαστάσεις των πλίνθων. Μάλιστα, υπήρχαν
ακόμα και δημόσιοι κάδοι απορριμμάτων. Αλλά το πιο
εντυπωσιακό απ’ όλα ήταν η κορωνίδα του πολεοδομικού
σχεδιασμού στην Κοιλάδα του Ινδού, το αποχετευτικό σύστημα
σε όλη την έκταση της πόλης.
Ξεχάστε τα μεγάλα δημόσια κτίρια που δεσπόζουν πάνω από
τις στέγες. Το πιο σημαντικό στοιχείο της πόλης του Μοχέντζο
Ντάρο βρισκόταν κάτω από το επίπεδο των δρόμων. Ελάχιστα
πράγματα συμβολίζουν τη συλλογική προσπάθεια των πολιτών
του άστεως όσο η σοβαρότητα με την οποία μια πόλη
διαχειρίζεται τον καθημερινό όγκο των ανθρώπινων αποβλήτων.
Οι δημιουργοί των πόλεων του Ινδού αυτό το έθεσαν σε απόλυτη
προτεραιότητα. Κάθε οικία είχε τουαλέτα με καζανάκι την 3η
χιλιετία π.Χ., κάτι που δεν ισχύει σήμερα στην ίδια περιοχή του
Πακιστάν, τουλάχιστον 4.000 χρόνια αργότερα. Μάλιστα, αυτό
δεν ίσχυε ούτε καν στις βιομηχανικές πόλεις της Ευρώπης του
19ου αιώνα: ένας κάτοικος σε φτωχογειτονιά του Μάντσεστερ
στη δεκαετία του 1850 αναγκαζόταν να μοιράζεται μία δημόσια
τουαλέτα μαζί με εκατό ακόμα συμπολίτες του. Μόλις στα μέσα
του 19ου αιώνα οι δύο ισχυρότερες πόλεις του κόσμου, το
Λονδίνο και το Παρίσι, άρχισαν να εγκαθιστούν συστήματα
υγιεινής σε μεγάλη κλίμακα. Στο Μοχέντζο Ντάρο και στη
Χαράπα τα απόβλητα των οικιακών αποχωρητηρίων
απορρίπτονταν μέσω πήλινων αγωγών σε αποχετευτικούς
αγωγούς στους μικρότερους δρόμους, που με τη σειρά τους
κατέληγαν σε ένα εκτεταμένο σύστημα υπονόμων κάτω από τις
κύριες οδούς. Αυτοί οι μεγάλοι αποχετευτικοί αγωγοί, μέσω της
αξιοποιούμενης βαρύτητας, απέρριπταν τα απόβλητα εκτός των
τειχών της πόλης. Επίσης, διοχέτευαν εκτός πόλης το βρόμικο
νερό από την τουαλέτα κάθε σπιτικού.
Η καθαριότητα δεν ήταν κάτι παρόμοιο με την ευσέβεια· ήταν
η ίδια η ευσέβεια. Η δύναμη του νερού να πραγματοποιεί
καθαρμό της ψυχής αποτελούσε κεντρικό στοιχείο του
συστήματος πεποιθήσεων. Ο λαός στο Μοχέντζο Ντάρο, και σε
άλλες πόλεις, απολάμβανε ντους κατ’ οίκον σε ειδικά
σχεδιασμένα αδιάβροχα δωμάτια λουτρού. Το κεντρικό στοιχείο
σε αυτή τη μητρόπολη ήταν μία μεγάλη αδιάβροχη δεξαμενή,
διαστάσεων 12 επί 7 μέτρων και βάθους 2,4 μέτρων, η πρώτη
του είδους της στην ανθρώπινη ιστορία, η οποία χρησίμευε ως
δημόσιο λουτρό. Οι πόλεις αυτές δεν είχαν ναούς. Αλλά ίσως η
ίδια η πόλη –ή τουλάχιστον η υποδομή των αποχετευτικών
αγωγών, των πηγαδιών, των δεξαμενών και των λουτρών– να
αποτελούσε έναν υδάτινο ναό.
Νέα αρχαιολογικά στοιχεία υποδηλώνουν ότι η αστικοποίηση
στον Πολιτισμό Χαράπα καθορίστηκε από μια σειρά
προσαρμογών στην κλιματική αλλαγή. Ενώ αυτές οι πόλεις ήταν
στο απόγειό τους γύρω στο 2500-1900 π.Χ., το περιβάλλον έγινε
απρόβλεπτο, με ποταμούς που μετατοπίζονταν και εποχιακές
βροχοπτώσεις ποικίλης έντασης. Η ανακάλυψη νέων τρόπων
συλλογής και αποθήκευσης του νερού, κατά συνέπεια, υπήρξε
καθοριστικός παράγοντας για την αστικοποίηση στην Κοιλάδα
του Ινδού. Οι πόλεις σχεδιάζονταν έτσι ώστε να είναι ανθεκτικές
σε ένα όλο και πιο ζεστό και ξηρό περιβάλλον.37
Η πόλη Ντολαβίρα, που είχε ιδρυθεί στην αφιλόξενη έρημο,
κατασκεύασε ένα προηγμένο σύστημα αποταμίευσης νερού. Ένα
δίκτυο τεχνητών φραγμάτων διοχέτευε την ετήσια πλημμύρα
των μουσώνων μέσα σε δεκαέξι μεγάλους ορθογώνιους
ταμιευτήρες με λίθινη επένδυση. Εκεί παρέμενε κατά τη διάρκεια
της πολύμηνης ξηρασίας και μέσω υδραγωγείων μεταφερόταν
στην πόλη ή χρησιμοποιούνταν στην άρδευση των αγρών. Το
νερό των βροχοπτώσεων των μουσώνων επίσης συλλεγόταν σε
δεξαμενές στην κορυφή μιας υπερυψωμένης ακρόπολης, όπου με
την αξιοποίηση της βαρύτητας μεταφερόταν στην κάτω πόλη,
εάν υπήρχε ανάγκη. Στο Μοχέντζο Ντάρο τουλάχιστον 700
πηγάδια αξιοποιούσαν τα υπόγεια ύδατα. Τα πηγάδια αυτά ήταν
τόσο βαθιά και καλοφτιαγμένα, ώστε όταν ανασκάφηκαν, τα
τελευταία χρόνια, έμοιαζαν με ψηλούς πύργους.38
Η πολύπλοκη διαχείριση του νερού έπρεπε να συντηρείται με
κάθε κόστος. Οι πόλεις, από υλικής πλευράς, χτίζονταν πάνω
από τα ήδη σχεδιασμένα υδραυλικά συστήματά τους· αλλά από
πλευράς ιδεολογίας εδράζονταν στα θεμέλια ενός ιερού σεβασμού
για το νερό και σε μια αποστροφή απέναντι στη ρύπανση. Οι
εμπορικές επιτυχίες, σε συνδυασμό με τα προηγμένα δημόσια
έργα, υπήρξαν αναμφίβολα καθοριστικές για τη διαμόρφωση
μιας ισότιμης, ειρηνικής κοινωνίας.
Οι πόλεις της Μεσοποταμίας –παρά το γεγονός ότι ήταν
εντυπωσιακές– δεν διέθεταν τόσο εξελιγμένο πολεοδομικό
σχεδιασμό, πόσο μάλλον υδραυλική εγκατάσταση και κεντρικό
σύστημα διάθεσης λυμάτων. Μόνο οι Ρωμαίοι –2.000 χρόνια
μετά την ακμή αυτών των πόλεων– ξεπέρασαν τους λαούς της
Κοιλάδας του Ινδού στην υδραυλική μηχανική και στον αστικό
σχεδιασμό. Οι πρώτοι αρχαιολόγοι πίστευαν ότι αυτές ήταν
πόλεις προορισμένες για παιδιά λόγω της πληθώρας ατομικών
και ομαδικών παιχνιδιών που ανακάλυψαν. Οι κάτοικοι των
πόλεων του Πολιτισμού Χαράπα χρησιμοποιούσαν μεγάλη
ποικιλία τροφών και καρυκευμάτων, μεταξύ άλλων, κουρκουμά,
τζίντζερ και σκόρδο. Τα ανθρωπολογικά στοιχεία του σκελετικού
υλικού δεν υποδηλώνουν ότι κάποια μέλη της κοινωνίας
τρέφονταν καλύτερα από άλλα· πράγματι, το προσδόκιμο ζωής
στις πόλεις του Πολιτισμού Χαράπα ήταν υψηλό. Επίσης, οι
άνθρωποι ήταν καλοντυμένοι: τα αρχαιότερα μάλλινα νήματα
που έχουν ποτέ ανακαλυφθεί προέρχονται από αυτές τις
πόλεις.39
Το Μοχέντζο Ντάρο και η Χαράπα παρείχαν ένα εξαιρετικά
υψηλό βιοτικό επίπεδο όχι μόνο για την εποχή τους αλλά
διαχρονικά. Και ποιος δεν θα γοητευόταν από την ευταξία και
την καθαριότητα σε μια κοινωνία αυτού του είδους; Ίσως αυτός
ο πολιτισμός να είναι όντως η ξεχασμένη ουτοπία, ένα χαμένο
σημείο καμπής στο αστικό μας ταξίδι. Ίσως ο Κήπος της Εδέμ να
ήταν στην πραγματικότητα μία πόλη, ένας τόπος όπου οι
ανάγκες των ανθρώπων ήταν καλυμμένες και η ασφάλειά τους
εγγυημένη χωρίς να απαιτείται να πληρώνουν υψηλό τίμημα.
Οι πόλεις άρχισαν να εγκαταλείπονται από το 1900 π.Χ. και
εξής. Δεν υπάρχουν ίχνη κάποιου κατακλυσμιαίου γεγονότος,
έξωθεν εισβολής ή μαζικών θανάτων. Οι πληθυσμοί εκούσια
εγκατέλειψαν τις πόλεις τους, με μια απο-αστικοποίηση εξίσου
ειρηνική και ουτοπική με την αστικοποίησή τους. Οι μουσώνες
άρχισαν να αραιώνουν καθώς μετατοπίζονταν προς τα
ανατολικά. Οι τεράστιες μητροπόλεις, που πεινούσαν για σιτηρά
και διψούσαν για καθαρό νερό, δεν ήταν βιώσιμες σε αυτό το νέο
κλίμα. Αντί να συγκρουστούν μεταξύ τους λόγω των
περιορισμένων πόρων, οι πληθυσμοί των μεγαλουπόλεων
διασκορπίστηκαν σε μικρότερες αγροτικές κοινότητες και άρχισαν
να μεταναστεύουν προς την Κοιλάδα του Γάγγη. Αποστερημένη
πια από το οξυγόνο της αστικής ζωής, η γραφή της Κοιλάδας
του Ινδού περιέπεσε σε αχρησία. Οι ίδιες οι πόλεις
εξαφανίστηκαν κάτω από την άμμο τής ολοένα επεκτεινόμενης
ερήμου παίρνοντας μαζί τους τα μυστικά τους.
Ο αινιγματικός Πολιτισμός Χαράπα δεν έχει πάψει να μας
γοητεύει. Νέες ανακαλύψεις στα ερείπια των πόλεων
δημοσιεύονται ευρέως σε όλο τον κόσμο. Καθώς φαίνεται,
πρόκειται για ένα παράδειγμα τεχνολογικά προηγμένης, ειρηνικής
κοινωνίας. Δεν είναι καθόλου τυχαία η πολύ πρόσφατη
αναβίωση του ενδιαφέροντος γι’ αυτή την καταφανή ουτοπία.
Στην εποχή μας επικρατεί ανησυχία σχετικά με τον σχεδιασμό
μιας δικής μας Νέας Ιερουσαλήμ – της ιδανικής πόλης που θα
είναι μια απάντηση στα προβλήματά μας. Ένα πρόσφατο
πρωτοσέλιδο αναφέρει: «Όχι πια επιστημονική φαντασία: η
τέλεια πόλη είναι υπό κατασκευή». Η αστικοποίηση του
Πολιτισμού Χαράπα τηρεί αυτή την υπόσχεση: αν μπορείς να τη
σχεδιάσεις σωστά εξαρχής, η πόλη σου θα γίνει ο τόπος που θα
ανασύρει στην επιφάνεια ό,τι καλύτερο έχει να δώσει η
ανθρωπότητα και θα επιτρέψει στους κατοίκους της να
ανθήσουν. Οι κάτοικοι της Κοιλάδας του Ινδού προφανώς
έλυσαν αυτό το αίνιγμα – κάτι που δεν μπόρεσαν να κάνουν ο
Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Χάουαρντ και ο Λε Κορμπιζιέ. Αλλά
υπάρχει η πεποίθηση ότι οι σύγχρονες τεχνολογίες μας μπορούν
να ανασυστήσουν το πνεύμα του Μοχέντζο Ντάρο. Αν οι φορείς
του Πολιτισμού Χαράπα θεμελίωναν τις πόλεις τους στον
σεβασμό απέναντι στο νερό, εμείς θεμελιώνουμε τις δικές μας
στην πίστη στο ψηφιακό μέλλον.40
Φανταστείτε μια πόλη με τον συναρπαστικό ορίζοντα και την
πληθυσμιακή πυκνότητα του Μανχάταν, αλλά σε μια κλίμακα
οικεία, που να μπορείς να την περπατάς, όπως το κέντρο της
Βοστόνης. Φανταστείτε την πόλη γεμάτη με κανάλια που
διασταυρώνονται, σαν της Βενετίας, και με καταπράσινους
κήπους. Οι λεωφόροι με τρεις λωρίδες, όπως στο Παρίσι, δεν θα
πνίγονται στα αυτοκίνητα αλλά θα σφύζουν από τη ζωή του
δρόμου και τη δημιουργική ζωντάνια του Σόχο. Τα αυτοκίνητα
δεν θα είναι απαραίτητα – θα μπορούμε να πηγαίνουμε παντού
στην πόλη, στην εργασία ή στο σχολείο με τα πόδια ή με
ποδήλατο. Δεν θα χρειάζονται απορριμματοφόρα ούτε και
φορτηγά τροφοδοσίας· τα απορρίμματα θα απορροφώνται μέσα
σε αγωγούς πεπιεσμένου αέρα και θα περνούν από διαλογή προς
ανακύκλωση, ενώ ντρόουν και πλοιάρια θα προμηθεύουν όλα τα
απαραίτητα. Τα ανθρώπινα απόβλητα θα μετατρέπονται σε
ενέργεια βιομάζας για την ηλεκτροδότηση της πόλης.
Εκατομμύρια αισθητήρες και κάμερες παρακολούθησης,
ενσωματωμένα σε αυτό το πυκνόφυτο τεχνολογικό ονειρικό
τοπίο –παντού, από τις ιδιωτικές κατοικίες και τα γραφεία ως
τους δρόμους και τους αγωγούς ύδρευσης– θα παρέχουν σε
πραγματικό χρόνο δεδομένα σχετικά με τη λειτουργία της πόλης
σε έναν αστικό υπολογιστή μιας ενιαίας πλατφόρμας. Στην
κορυφή ενός ουρανοξύστη, ένα δωμάτιο ελέγχου υψηλής
τεχνολογίας με τεράστιες οθόνες δεδομένων θα προστατεύει με το
άγρυπνο βλέμμα του την πόλη. Θα κατεβάζουμε μια εύχρηστη
εφαρμογή πόλης στο έξυπνο κινητό μας και θα γινόμαστε μια
κουκκίδα που αναβοσβήνει στην οθόνη του υπολογιστή καθώς
θα μετακινούμαστε στην πόλη, οι περιπλανήσεις μας θα
μετρώνται και θα καταγράφονται για να παρέχουν δεδομένα
σχετικά με το πώς θα έπρεπε να εξελιχθεί η πόλη. Αυτή η πόλη
ονομάζεται «πανταχού παρούσα»· οι αισθητήρες είναι οι νευρικές
απολήξεις και ο υπολογιστής είναι ο εγκέφαλός της. Το
λειτουργικό σύστημα θα ελέγχει τη χρήση ενέργειας και νερού,
διακόπτοντας αυτόματα ενδεχόμενη σπατάλη, σβήνοντας τα
φώτα, τον κλιματισμό και τις συσκευές. Το νερό που δεν μπορεί
να επαναχρησιμοποιηθεί θα αρδεύει τους κυρίαρχους πράσινους
χώρους. Ακόμα και μια βρύση που στάζει θα ενημερώνει τον
κεντρικό υπολογιστή. Μόλις ανιχνευτεί ένα ατύχημα, ένα
έγκλημα ή μια πυρκαγιά, θα αποστέλλονται οι υπηρεσίες άμεσης
δράσης χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Αυτή η πόλη είναι μάλλον
ευαίσθητη παρά ευφυής.
Μέχρι στιγμής, πρόκειται για επιστημονική φαντασία. Αλλά
αυτή η ουτοπική (ή δυστοπική, ανάλογα με τις προτιμήσεις του
καθενός) πόλη υπάρχει ήδη, ή υπάρχει σύμφωνα με το
διαφημιστικό υλικό και τις μαζορέτες της, και υπάρχει σε μια
χώρα που είναι περίφημη τόσο για την πανίσχυρη οικονομική
της ανάπτυξη όσο και για την αφθονία της σε πόλεις άψυχες, με
ατέλειωτες σειρές από πανομοιότυπες κυβόσχημες πολυκατοικίες.
Το Σόνγκντο στη Νότια Κορέα χτίστηκε από το μηδέν, σύμφωνα
με τις παραπάνω προδιαγραφές, σε μια περιοχή που ανακτήθηκε
από την Κίτρινη Θάλασσα έναντι 35 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Χαρακτηρίστηκε ως η «ουτοπία υψηλής τεχνολογίας» του 21ου
αιώνα και είναι μια ζωντανή πόλη, που εκθειάζεται ως η
επείγουσα απάντηση στις υπερπληθείς μητροπόλεις της Ασίας. Ο
πληθυσμός του Σόνγκντο αναμένεται να φτάσει τις 600.000 (τη
στιγμή που γράφω το βιβλίο είναι λίγο παραπάνω από 100.000)·
οι πολίτες προσελκύονται με υποσχέσεις περί υψηλού βιοτικού
επιπέδου. Αλλά, κυρίως, πρόκειται ταυτόχρονα για εργαστήριο
και αστικό εκθεσιακό χώρο, όπου παρουσιάζεται ένα καθαρό,
αειφόρο, ασφαλές, φιλικό προς το περιβάλλον μέλλον προς
πώληση στον υπόλοιπο κόσμο. Το Σόνγκντο έχει σχεδιαστεί
κατάλληλα ώστε να μπορεί να αναπαραχθεί οπουδήποτε. Πολλοί
σχεδιαστές νέων πόλεων και σωτήρες των παλιών πόλεων
σπεύδουν στο Σόνγκντο για να δουν τα τελευταία αστικά
«μαραφέτια» που υποβάλλονται σε δοκιμασία. Μπορείς να
αγοράσεις από το ράφι το λειτουργικό σύστημα ολόκληρης της
πόλης, σε τιμή που αγγίζει τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια.41

Μια αστική ουτοπία είναι βεβαίως παραδοξολογία. Μια


απρόσωπη πόλη όπως η Χαράπα ή το Σόνγκντο μπορεί να
ικανοποιεί κάποιες από τις ανάγκες μας αλλά αφήνει κατά μέρος
πολύ περισσότερα. Πράγματι, δεν επιθυμούμε πάντα να μας
κάνουν οι πόλεις καλύτερους ανθρώπους. Συνήθως συμβαίνει το
αντίθετο· κάποιοι θα έλεγαν ότι το όλο νόημα των πόλεων είναι
να παρέχουν ανωνυμία και ένα λαβυρινθώδες μυστήριο –
δηλαδή, ένα μοναδικό είδος ελευθερίας. Τον 16ο αιώνα ένας
επισκέπτης στη Βενετία, μια πόλη με πάνω από 100.000
κατοίκους, παρατήρησε το εξής: «Κανείς εκεί δεν επισημαίνει τις
πράξεις του άλλου ούτε … ανακατεύεται στη ζωή κάποιου
άλλου… Κανείς δεν θα σε ρωτήσει γιατί δεν έρχεσαι στην
εκκλησία… Αν ζεις παντρεμένος ή ανύπαντρος, κανείς δεν θα σε
ρωτήσει γιατί… Και γενικά, πάνω απ’ όλα, αν δεν προσβάλεις
κανέναν κατ’ ιδίαν, κανείς δεν θα προσβάλει ούτε εσένα».42
Οι πόλεις επίσης προσφέρουν πράγματα που απευθύνονται στις
βασικές ανθρώπινες ορμές μας όπως ο υλισμός, ο ηδονισμός και
η σεξουαλική πράξη. Αυτό αποτελεί μέρος της γοητείας τους και
της δύναμης που ασκούν πάνω μας. Το Γκρίνουιτς Βίλατζ στη
Νέα Υόρκη, η Μονμάρτρη στο Παρίσι, το Τέντερλοϊν στο Σαν
Φρανσίσκο, οι ανυπόληπτες «Σαγκάες» και τα «Βερολίνα» του
μεσοπολέμου, το σύγχρονο Άμστερνταμ, η Μπανγκόκ και η
κατεξοχήν Πόλη της Αμαρτίας –το Λας Βέγκας– παρείχαν, ή
εξακολουθούν να παρέχουν, την άγρια πλευρά και την απόδραση
από τα συμβατικά ήθη που επιθυμούμε από τις πόλεις.
Η ταύτιση της ανώνυμης ζωής στην πόλη με παράνομες
δραστηριότητες πήρε σάρκα και οστά στις αρχές του 18ου αιώνα
στο Λονδίνο, όταν η συγκεκριμένη πόλη συνταιριάστηκε σε
μεγάλο βαθμό με το ερωτικό στοιχείο. Εμπορευματοποιημένοι
χοροί μεταμφιεσμένων και καρναβάλια έγιναν εξαιρετικά
δημοφιλή. Η κοινωνική ιεραρχία, οι κοινωνικές διακρίσεις, η
εθιμική ηθική και η εγκράτεια κατέρρευσαν μέσα σε μια μάζα
χιλιάδων ανθρώπων μεταμφιεσμένων με ευφάνταστα κοστούμια,
που συναναστρέφονταν όλοι μαζί. Ποιος ήταν ποιος;
«Διαπίστωσα ότι η φύση γύρισε τα πάνω κάτω», έγραφε ένας
δημοσιογράφος, «οι γυναίκες έγιναν άντρες και οι άντρες
γυναίκες, τα παιδιά ήταν τελείως εκτός ελέγχου, οι αυλικοί
μεταμορφώθηκαν σε παλιάτσους, οι κυρίες της νύχτας σε αγίες,
οι πρώτης τάξης άνθρωποι σε άγρια θηρία ή πουλιά, θεούς ή
θεές».43
Για όσους ανησυχούσαν ότι οι πόλεις διαστρέβλωναν την
ανθρώπινη φύση και ανέτρεπαν την καθεστηκυία ηθικότητα,
αυτός ο χορός μεταμφιεσμένων ήταν μια γλαφυρή μεταφορά και
μια εφιαλτική ψευδαίσθηση των εναλλασσόμενων ταυτοτήτων
και μεταμορφώσεων που ορίζουν την αστική ζωή. Η πόλη που
ενσωματώνει περισσότερο τη σύγχυση, τον υλισμό, την υπερβολή
και τη φαυλότητα είναι η Βαβυλώνα, η δόξα του αρχαίου
κόσμου και η πρωταρχική Πόλη της Αμαρτίας. Η Βαβέλ (όπως
λέγεται στην εβραϊκή γλώσσα η Βαβυλώνα), όπου βρισκόταν ο
πύργος που οι δημιουργοί του τιμωρήθηκαν από τον Θεό με τη
σύγχυση των γλωσσών επειδή προσπάθησαν να φτάσουν ως τον
ουρανό, έγινε μια ακατανόητα εκτεταμένη πόλη που
χαρακτηριζόταν από κοσμοπολιτισμό, εντυπωσιακή
αρχιτεκτονική, σύμβολο της ωμής αυτοκρατορικής εξουσίας, και
από ιερόσυλο αισθησιασμό. «Τι μοναδική αυτή η μεγαλειώδης
πόλη!» μνημονεύεται με δέος στο Βιβλίο της Αποκάλυψης, όπου
παρατίθενται τα διαθέσιμα προϊόντα: χρυσός, άργυρος, πολύτιμοι
λίθοι, μαργαριτάρια, εκλεκτό λινό, μεταξωτά, ελεφαντόδοντο,
μάρμαρο, αρώματα, κρασί, λάδι, αλεύρι, ζώα, άρματα και δούλοι.
Επίσης, προς πώληση ήταν και οι «ψυχές των ανθρώπων».
Η Βαβυλώνα είχε «αμαρτίες στοιβαγμένες ως τον ουρανό». Η
κορυφαία μεταξύ αυτών ήταν ο παράνομος έρωτας και οι
«ασεβείς πόθοι», όπως συνέβαινε και σε άλλα απεχθή πορνεία
σαν τη Νινευί, τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Μία από τις θεότητες
της Βαβυλώνας ήταν η Ιστάρ, η έκφυλη θεά του έρωτα που
περνά την ώρα της με «τους ανθρώπους της, τα κορίτσια που
χορεύουν και τραγουδούν, τις ιερόδουλες του ναού, τις εταίρες».
Ο Ηρόδοτος διηγήθηκε λάγνες ιστορίες πορνείας στους ναούς.
Σύμφωνα με την περιγραφή του, οι νεαρές γυναίκες της
Βαβυλώνας έχαναν την παρθενιά τους πουλώντας τον εαυτό
τους για έρωτα στον δρόμο. Η κοπέλα αναγκαζόταν να καθίσει
έξω από τον Ναό της Ιστάρ ώσπου ένας άντρας έριχνε ένα
αργυρό νόμισμα στα πόδια της εξαγοράζοντας έτσι το δικαίωμα
να προβεί σε σεξουαλική πράξη μαζί της. Μετά την ολοκλήρωση
της πράξης, η κοπέλα ήταν ελεύθερη να επιστρέψει στο σπίτι
της. «Οι ψηλές και γοητευτικές γυναίκες καταφέρνουν σύντομα
να επιστρέψουν στο σπίτι τους, αλλά οι άσχημες περιμένουν
πολύ καιρό… μερικές ακόμα και τρία ή τέσσερα χρόνια». Στο
Βιβλίο Βαρούχ, αναφέρεται μια σκηνή έξω από έναν
βαβυλωνιακό ναό. Οι πόρνες πλήρους απασχόλησης (σε αντίθεση
με τα εφάπαξ θυσιαστήρια θύματα που αναφέρει ο Ηρόδοτος)
περιμένουν στον δρόμο φορώντας ταινίες γύρω από τη μέση
τους: «Όταν κάποια τη διαλέγει ένας περαστικός και πλαγιάζει
μαζί του, τότε κομπάζει στη γειτόνισσά της που δεν θεωρούνταν
ισάξιά της και που δεν κόπηκε η δική της ζώνη στη μέση».
Η Βαβυλώνα δεν απαλλάχτηκε ποτέ από την ποταπή φήμη
της. Το Βιβλίο της Αποκάλυψης προσωποποιούσε την πόλη ως
Πόρνη της Βαβυλώνας: «Η Μεγάλη Βαβυλώνα, η Μητέρα των
Πορνών και των Εκτρωμάτων της Γης». Αν οι φορείς του
Πολιτισμού Χαράπα θεωρήθηκαν ως οι κάτοικοι της αστικής
ουτοπίας, η Βαβυλώνα είναι το σύμβολο της αστικής δυστοπίας
από την εποχή της ως τις μέρες μας.
Η αντίληψη της ιστορίας περί μεγάλων πόλεων της 1ης
χιλιετίας π.Χ. διαμορφώθηκε από αναφορές στην Εβραϊκή Βίβλο,
που εναρμονίζονται με τις αρχαιοελληνικές γραφές. Η
Αυτοκρατορία της Βαβυλωνίας κυρίευσε την Ιερουσαλήμ το 588
π.Χ. και κατέστρεψε τον Ναό του Σολομώντα. Τα μέλη της ελίτ
των Ιουδαίων εκτοπίστηκαν ως αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα. Αυτό
το κατακλυσμιαίο γεγονός διαμόρφωσε αποφασιστικά τον τρόπο
θεώρησης του κόσμου, πόσο μάλλον τον τρόπο θεώρησης των
πόλεων. Ένα μεγάλο μέρος της Εβραϊκής Βίβλου ήταν προϊόν
βαβυλωνιακής επιρροής. Με ομήρους στην πρωτεύουσα του
εχθρού, μια τεράστια και πολυποίκιλη μητρόπολη 250.000
κατοίκων, η Βαβυλώνα ήταν η επιτομή όλων των κακών και της
διαφθοράς επί της γης. Ο Ιερεμίας έγραψε ότι «τα έθνη ήπιαν το
κρασί της και άρα τρελάθηκαν». Ο Απόστολος Ιωάννης πρόσθεσε
μια σεξουαλική διάσταση σε αυτές τις λέξεις: «Όλα τα έθνη
πίνουν το κρασί που τους ποτίζουν οι μοιχείες της και
τρελαίνονται».
Η σεξουαλική πράξη και η αρχαία πόλη βάδιζαν χέρι χέρι. Οι
ένδοξες μέρες της Βαβυλώνας βρίσκονται σχεδόν στη μέση του
χρονολογικού εύρους του παρόντος βιβλίου. Με άλλα λόγια, η
θεμελίωση της Εριντού απείχε χρονικά από τη Βαβυλώνα όσο
απέχει η Βαβυλώνα από εμάς. Παρ’ όλα αυτά, οι Βαβυλώνιοι
γνώριζαν πολύ καλά την ιστορία τους και τις αστικές παραδόσεις
και πρακτικές που τους συνέδεαν διαμέσου των χιλιετιών με τις
πρώτες πόλεις, Εριντού και Ουρούκ. Θυμηθείτε, στο Γκιλγκαμές
(ένα κείμενο πολύ αγαπητό στους Βαβυλώνιους) η υπόσχεση του
αχαλίνωτου έρωτα είναι εκείνη που δελεάζει τον αγριάνθρωπο
Ενκίντου παρασύροντάς τον από την αθωότητα της φύσης στις
ηδονές της Ουρούκ.

Ίσως να υπάρχει κάτι παραπάνω από μια δόση αλήθειας στην


ιστορία του Ενκίντου στο Έπος του Γκιλγκαμές. Οι ηδονές του
έρωτα είναι ιδιαίτερα δελεαστικές και μπορεί να αποτελούν ένα
αντιστάθμισμα στα μειονεκτήματα της αστικής ζωής. Ό,τι άλλο
κι αν έχουν κάνει για εμάς, οι πόλεις μάς έχουν προσφέρει νέους
τρόπους εξεύρεσης ηδονών. Η συγκέντρωση ανθρώπων με
ποικίλα υπόβαθρα σε πυκνοκατοικημένα αστικά θυλάκια είναι
καλή για την ανθρώπινη επινοητικότητα· είναι επίσης καλή για
να ανοίξουμε τα μάτια μας (και τα πόδια μας) σε πρωτάκουστες
σεξουαλικές πρακτικές και ομοϊδεάτες συντρόφους.
Οι πόλεις στεγάζουν έναν ποικιλόμορφο πληθυσμό ώστε ο
καθένας να μπορεί να γνωρίσει συμβατούς συνανθρώπους·
επίσης, παρέχουν ιδιωτικότητα και ανωνυμία για παράνομες
συνευρέσεις. Για να πάρουμε ένα παράδειγμα από τα πολλά, οι
σύγχρονοι στατιστικοί ανακάλυψαν ότι τον 18ο αιώνα στο
Τσέστερ της Μεγάλης Βρετανίας το 8% του πληθυσμού κάτω των
35 ετών είχε κάποιου είδους σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα τη
δεκαετία του 1770, σε σύγκριση με το 1% στη γύρω ύπαιθρο. Το
Τσέστερ δεν ήταν πόλη της αμαρτίας επειδή κατείχε έναν
ασυνήθιστα υψηλό αριθμό ιερόδουλων. Άνδρες και γυναίκες
νόσησαν από ευλογιά σε ίσους αριθμούς, γεγονός που
υποδηλώνει ότι η σεξουαλική πράξη εκτός γάμου ήταν κοινός
τόπος. Ομοίως, μία μελέτη το 2019 έδειξε ότι ενώ στη βελγική
και ολλανδική ύπαιθρο τον 19ο αιώνα τα ποσοστά παρανομίας
ήταν 0,5%, στις βιομηχανικές πόλεις ήταν 6%. Είναι μάλλον
αμφίβολο οι κάτοικοι της πόλης να ήταν πιο επιρρεπείς στην
αμαρτία απ’ ό,τι τα ξαδέλφια τους στην εξοχή· απλώς είχαν
περισσότερες ευκαιρίες (και περισσότερες κρυψώνες) για
παράνομες συνευρέσεις.44
Η κυρίαρχη θεότητα της Ουρούκ, και μετέπειτα σημαντική
μορφή στο βαβυλωνιακό πάνθεον, ήταν η Ινάνα. Αισθησιακή,
σαγηνευτική, σπινθηροβόλα, η Ινάνα ήταν μια θεότητα που
όμοιά της δεν υπήρχε. Έφερε τη σεξουαλική ελευθερία και τη
λάγνα ενέργεια στην Ουρούκ. Κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί
στη γοητεία της, ούτε καν οι άλλοι θεοί. Όταν βασίλευε ο ήλιος,
εκείνη περιπλανιόταν στους δρόμους με προκλητική ενδυμασία,
αναζητώντας τη λεία της: να αρπάξει έναν άνδρα από το
καπηλειό. Επισκεπτόταν αυτά τα καπηλειά, όπου νεαροί άνδρες
και γυναίκες, κοινοί θνητοί, συναντιούνταν για περιστασιακές
σεξουαλικές επαφές. Αν και δεν κυριολεκτούμε λέγοντας ότι η
θεά παραμόνευε στους δρόμους τη νύχτα, η Ουρούκ ήταν
γνωστή για τη σεξουαλική της ελευθερία και για τον «πληθυσμό
της από όμορφες και πληθωρικές γυναίκες με πλούσια σγουρά
μαλλιά και γενικά από πρόθυμες γυναίκες». Η σεξουαλική πράξη
στους δρόμους ήταν προφανώς κάτι το σύνηθες όταν έπεφτε το
σκοτάδι.45
Η νυχτερινή πόλη ως σεξουαλική παιδική χαρά δεν θα
μπορούσε να βρει καλύτερο ή πιο ειλικρινή χρονικογράφο από
τον Τζέιμς Μπόσγουελ τον 18ο αιώνα. «Στο βάθος της αγοράς
του Χεϊμάρκετ», έγραφε στο ημερολόγιό του στις 10 Μαΐου 1763,
«ψάρεψα μια ακμαία νεαρή ομορφούλα, την πήρα αγκαζέ, την
πήγα στη Γέφυρα του Γουεστμίνστερ κι έπειτα εν πλήρει
εξαρτήσει [δηλαδή, φορώντας προφυλακτικό] έσμιξα μαζί της
κάτω απ’ αυτό το ευγενές οικοδόμημα. Η ξαφνική επιθυμία να
το κάνουμε εκεί, με τον Τάμεση να κυλά από κάτω μας, με
ενθουσίασε». Οι περισσότερες από τις συνευρέσεις του Μπόσγουελ
ήταν με φτωχές γυναίκες στις οποίες έδινε μικρά χρηματικά
ποσά ή τις κερνούσε ένα ποτό. Αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Καθώς
περπατούσε ένα βράδυ στην οδό Στραντ, τον χτύπησε απαλά
στον ώμο μια «κοπελιά σαν τα κρύα τα νερά», κόρη ενός
αξιωματικού του στρατού. «Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στο να
επιδοθώ στην απόλαυσή της», έγραψε ο Μπόσγουελ,
αναφέροντας πώς πήγαν μαζί στο σπίτι του για μια περιπέτεια
της μιας νύχτας.46
Οι περιστασιακές συνευρέσεις σαν του Μπόσγουελ αποτελούσαν
στοιχείο της αστικής ζωής από την Ουρούκ και εξής. Ο
Μπόσγουελ ήταν απλώς ο πρώτος που έγραψε γι’ αυτές. Οι
περισσότερες αστικές περιοχές είχαν κάποιου είδους συνοικία των
κόκκινων φαναριών, περιοχές όπου δεν ίσχυαν η εγκράτεια και
οι καλοί τρόποι που επικρατούσαν στην υπόλοιπη πόλη. Αιώνες
πριν από τα νυχτοπερπατήματα του Μπόσγουελ, το Λονδίνο είχε
το Σάουθγουορκ, μια συνοικία στη νότια όχθη του Τάμεση, όπου
δεν ίσχυαν οι γραφές της πόλης. Οι άνθρωποι κατέφευγαν εκεί
γιατί υπήρχαν θέατρα, ζωομαχίες ανάμεσα σε αρκούδες και
σκύλους, κακόφημα καπηλειά και πορνεία. Τα πορνεία ήταν
μισθωμένα από τον Επίσκοπο του Γουίντσεστερ (ο οποίος
λάμβανε ένα μερίδιο από τα νυχτοκάματα της αμαρτίας) και τη
λειτουργία τους ρύθμιζαν τα «Διατάγματα που άπτονται του
ελέγχου των ιδιοκτητών οίκων ανοχής στο Σάουθγουορκ» τα
οποία εξέδωσε ο Ερρίκος Β΄ το 1161. Το μεσαιωνικό Σάουθγουορκ
είχε οδωνύμια του τύπου «Τρύπα της Τσούλας», «Πλατεία του
Κερατά», «Οδός Καβάλου» και «Πορνοφωλιά». Αλλού στο
Λονδίνο υπήρχαν διάφορες οδοί με το όνομα «Οδός Πεόχουφτα»,
όπως και στα κέντρα πολλών άλλων πόλεων και εμπορικών
κωμοπόλεων της Αγγλίας.
Το Στενό των Σοδομιστών, ένα σκοτεινό πέρασμα στην περιοχή
Μούρφιλντς του Λονδίνου, πήρε το όνομά του από τους άνδρες
σε αναζήτηση σεξ με άλλους άνδρες που εργάζονταν στις
«βρομοδουλειές» της πόλης. Οι πόλεις ήταν τόποι εξίσου
προστατευτικοί και επικίνδυνοι για τους ομοφυλόφιλους, ιδίως
όταν η ομοφυλοφιλία ήταν παράνομη. Το 1726 σημειώθηκε
επίθεση σε μια λέσχη ομοφυλόφιλων – molly house, όπως ήταν
η αγγλική ονομασία της εποχής· τρεις άνδρες δικάστηκαν και
εκτελέστηκαν για σοδομισμό. Ο ηθικός πανικός που ακολούθησε
οδήγησε στην αποκάλυψη, από πλευράς σκανδαλοθηρικών
δημοσιογράφων, πολλών τέτοιων λεσχών που ήταν διάσπαρτες σε
όλη την πόλη, καθώς και άλλων σεξουαλικών χώρων, όπως
λέσχες σαδομαζοχιστών και παρενδυτικών. Όπως δήλωσε ένας
έξαλλος δημοσιογράφος, «Στα Σόδομα ένα μόνο αμάρτημα ήταν
διαβόητο· αλλά το Λονδίνο είναι ένα σκεύος κοινό για κάθε
είδους αχρειότητες».47
Για τους ηθικολόγους, τα αποδεικτικά στοιχεία μιας κρυφής
και διαδεδομένης κουλτούρας ομοφυλοφιλίας που θέριευε σε όλη
την πόλη επιβεβαίωναν όλα όσα ήδη γνώριζαν σχετικά με την
αστική ζωή: ήταν ο θηριώδης εχθρός της αρσενικής εξουσίας και
των οικογενειακών αξιών· ενθάρρυνε τη σεξουαλική υπερβολή
και τη διαστροφή. Οι ομοφυλόφιλοι αντιπροσώπευαν την αστική
συνθήκη, καθώς αξιοποιούσαν τη σύγχυση που επικρατούσε στη
μητρόπολη για να αναζητήσουν τη δική τους ηδονή κατά
παράβαση της συμβατικής ηθικής. Αλλά η περίπτωση αυτή
αποκαλύπτει, επίσης, μια εναλλακτική πόλη, έναν υπόγειο κόσμο
με μέρη όπου ήταν ασφαλές να είναι κανείς ο εαυτός του, και με
ένα δίκτυο ανθρώπων που πρόσφεραν προστασία. Η
ομοφυλόφιλη πόλη υπήρχε παράλληλα με την ετεροφυλόφιλη
πόλη. Η διαπραγμάτευσή της σήμαινε τη δημιουργία ενός
εντελώς διαφορετικού νοητού χάρτη της πόλης και κώδικα
συμπεριφοράς για να αποφευχθούν οι κίνδυνοι της βίας, του
εκβιασμού και της σύλληψης. Όφειλες να γνωρίζεις ποιες παμπ,
ποια καφέ, ποιες λέσχες και ποια λουτρά ήταν ασφαλή· όφειλες
να μάθεις μια σειρά από οπτικούς κώδικες και ατάκες και
εκφράσεις. Υπήρχαν γνωστές τοποθεσίες όπου οι άντρες
μπορούσαν να βρουν άνδρες παρόμοιας τάσης. Με άλλα λόγια,
ένας ομοφυλόφιλος θα όφειλε να γνωρίζει την πόλη καλύτερα
από οποιονδήποτε άλλον, αξιοποιώντας μια ποικιλία από
δημόσιους και ημιδημόσιους χώρους ως τόπους ηδονής,
συντροφικότητας και ασφάλειας απέναντι στην ομοφοβική βία,
τους οποίους μόνο μια μεγάλη πόλη μπορεί να παρέχει.48
Στην ομοφυλοφιλική λογοτεχνία πριν από την απελευθέρωση
της δεκαετίας του 1960, οι πόλεις παρουσιάζονται ως τόποι
φορτισμένοι τόσο με ερωτική ενέργεια όσο και με ερωτικούς
κινδύνους. Αλλά επίσης περιγράφονται ως τόποι όπου η
σεξουαλική ικανοποίηση είναι μόνο φευγαλέα και πρέπει να
λαμβάνει χώρα βιαστικά σε άθλιες τοποθεσίες. Σε βιβλία,
ποιήματα και απομνημονεύματα που εκδόθηκαν πριν από τους
πιο ανεκτικούς καιρούς, ο έρωτας στην πόλη είναι μοναχικός για
τους ομοφυλόφιλους άνδρες. Στα ποιήματα του Κωνσταντίνου
Καβάφη για την Αλεξάνδρεια στο τέλος του 19ου και στις αρχές
του 20ού αιώνα, οι εραστές συναντιούνται σε καφέ, σε
καταστήματα, έξω στον δρόμο· η προσφυγή τους στη σεξουαλική
πράξη γίνεται σε δωμάτια νοικιασμένα με την ώρα. Η ηδονή
είναι υπερβολικά σύντομη πάντα· οι άγνωστοι χωρίζουν· αλλά
για τον Καβάφη η ανάμνηση μπορεί να διαρκέσει μια ολόκληρη
ζωή. Η ομοφυλόφιλη υποκουλτούρα του μεταπολεμικού Τόκιο
στο έργο Απαγορευμένα Χρώματα του Γιούκιο Μισίμα είναι, κατά
παρόμοιο τρόπο, ένα πεδίο όπου η σεξουαλική πράξη συμβαίνει
ευκαιριακά σε μπαρ, κλαμπ και δημόσια πάρκα κατά τη διάρκεια
της νύχτας: «Οι ομοφυλόφιλοι έχουν ζωγραφισμένη στα
πρόσωπά τους μια μοναξιά που δεν λέει να σβηστεί». Στη
«Σήραγγα», ένα τμήμα του ποιήματος Η Γέφυρα που έγραψε ο
Αμερικανός ποιητής Χαρτ Κρέιν το 1930, ο έρωτας περιγράφεται
ως «ένα καμένο σπίρτο μέσα σε ουρητήριο» ενός σταθμού του
μετρό – μια αναφορά στην εφήμερη φύση της περιστασιακής
σεξουαλικής πράξης σε μια δημόσια τουαλέτα στην υπόγεια
πόλη.
Τα συχνά άθλια σκηνικά και η ανωνυμία των ομοφυλόφιλων
συνευρέσεων έκαναν τις πόλεις να μοιάζουν, για πολλούς, με
τόπους απειλητικούς σεξουαλικά, ειδικά τη νύχτα. Η επιδημία
του AIDS που ρήμαξε πόλεις σαν τη Νέα Υόρκη και το Σαν
Φρανσίσκο τη δεκαετία του 1980 χρησιμοποιήθηκε από τα μέσα
μαζικής ενημέρωσης και τους πολιτικούς για να στιγματίσει
περαιτέρω την ομοφυλόφιλη πόλη ως ασύδοτη και επικίνδυνη.
Για ακόμα μια φορά, ήταν ένας στιγματισμός βαθιά άδικος: η
συναλλακτική φύση του έρωτα ήταν επίσης χαρακτηριστικό της
ετεροφυλοφιλικής αστικής εμπειρίας. Στην ανθρώπινη ιστορία,
ως επί το πλείστον, οι πόλεις κυριαρχούνταν από τους άνδρες. Οι
δρόμοι της πόλης συχνά θεωρούνταν απαγορευμένες περιοχές για
ασυνόδευτες αξιοσέβαστες γυναίκες. Συνακολούθως, οι γυναίκες
που κυκλοφορούσαν μόνες στους δρόμους θεωρούνταν από τους
άνδρες σεξουαλικά διαθέσιμες· έπεφταν θύματα ληστρικών και
σεξουαλικών επιθέσεων. Τις μικρές ώρες, την πόλη διαπερνούσε
πάντα ο σεξουαλικός κίνδυνος – ή τουλάχιστον η πανταχού
παρούσα αίσθηση του κινδύνου. Οι πόλεις, με τους μεγάλους
πληθυσμούς φτωχών και μεταναστών, επέτρεπαν στους
πλούσιους να νοικιάζουν τα κορμιά γυναικών και νεαρών
ανδρών από καπρίτσιο. Αυτό ίσχυε ιδίως σε πόλεις σεξουαλικά
καταπιεσμένων κοινωνιών, όταν άνδρες και γυναίκες δεν
μπορούσαν να συναντιούνται επί ίσοις όροις, πόσο μάλλον να
εμπλέκονται σε περιστασιακές περιπέτειες χωρίς λογοκρισία. Η
παροδική φύση της σεξουαλικής πράξης στην πόλη, και η
εμπορευματοποίησή της, έκανε τις μητροπόλεις να μοιάζουν με
τόπους όπου ο έρωτας είναι απλώς ένα εμπορεύσιμο προϊόν σε
αντίθεση με την υποτιθέμενη αθωότητα της υπαίθρου.
Ο εμπορευματοποιημένος έρωτας και ο ηδονισμός είναι
κεντρικής σημασίας για την οικονομία μερικών πόλεων – ή
μερικών συνοικιών. Τον 19ο αιώνα, το ποταπό και παραμελημένο
Σόχο, με πληθυσμό από μποέμ τύπους και μετανάστες και με
θέατρα, παμπ, καφέ και εστιατόρια, κληρονόμησε τη σκυτάλη
από το Σάουθγουορκ ως μια συνοικία νυχτερινής περιπέτειας και
αιφνιδιασμού, όπου οι κανόνες της συμβατικής οικιακής και
επιχειρηματικής ζωής παραμερίζονταν πρόσκαιρα. Αργότερα έγινε
το κέντρο της βιομηχανίας του σεξ και κύριος προορισμός τόσο
για τους κατοίκους της πόλης όσο και για τους τουρίστες, μια
πόλη μέσα στην πόλη. Σήμερα οι άνθρωποι φεύγουν από την
πατρίδα τους για να επιδοθούν σε αταξίες στη συνοικία με τα
κόκκινα φανάρια του Άμστερνταμ, που λειτουργεί βάσει
κανονισμών, για παράδειγμα, ή στο Λας Βέγκας ή στη
Μπανγκόκ, όπου η σεξουαλική περιπέτεια έχει οικονομικά οφέλη.
Το Σαν Φερνάντο Βάλεϊ στο Λος Άντζελες –με τα χαμηλά
ενοίκια, τη λιακάδα και τη γειτνίασή του με το Χόλιγουντ– έγινε
«Σαν Πορνάντο Βάλεϊ» ή «Σίλικον Βάλεϊ», η προαστιακή
πρωτεύουσα μιας ακμάζουσας βιομηχανίας ψυχαγωγίας ενηλίκων
πολλών εκατομμυρίων δολαρίων.
Η διαθεσιμότητα της ερωτικής πράξης στις πόλεις θα μπορούσε
να αποτελεί κίνητρο για τους ανθρώπους ώστε να
εγκατασταθούν σε αυτές. Όταν η Ουρούκ περιγραφόταν ως
«πόλη από πόρνες, εταίρες και βιζιτούδες», αυτό δεν λεγόταν με
επικριτικό αλλά με επαινετικό χαρακτήρα για τις σεξουαλικές
ελευθερίες της. Οι πόρνες ήταν ακόλουθοι της φλογερής μοιραίας
γυναίκας Ινάνα, ελεύθερες από τους περιορισμούς του γάμου.
Αλλά την υπηρετούσαν και άλλοι, μεταξύ αυτών «πλέι μπόι και
γλεντζέδες που μετέτρεπαν την αρρενωπότητά τους σε
θηλυκότητα για να κάνουν τον κόσμο … να λατρέψει εκείνη». Η
έξαλλη ακολουθία εταίρων, ανδρών και γυναικών ιερόδουλων,
ομοφυλόφιλων και τραβεστί αναγκάζει τους ένοπλους φρουρούς
«να προβαίνουν σε απεχθείς πράξεις» για να ευφράνουν την
καρδιά της θεάς τους κατά τη διάρκεια των εορτασμών. Η Ινάνα
της Ουρούκ έγινε η Ιστάρ της Βαβυλώνας και η Αφροδίτη της
αρχαίας Ελλάδας.49
Τίποτε απ’ όλα τα παραπάνω δεν σημαίνει πως η Ουρούκ και η
Βαβυλώνα ήταν κοινότητες ελεύθερου έρωτα. Ή ότι είχαν
ιδιαίτερα «ανοιχτές» στάσεις απέναντι στο σεξ ή στα δικαιώματα
των γυναικών. Αντίθετα, μάλλον υποδεικνύουν ότι η ερωτική
φόρτιση ήταν καθοριστικό στοιχείο της πρώιμης αστικής ζωής,
ιδίως σε πλαίσιο δημόσιας ζωής και θρησκείας. Η πόλη και ο
αισθησιασμός ήταν αδιαχώριστα: ήταν ένας τόπος όχι μόνο
σωματικής οικειότητας αλλά και θεάματος, εορτασμών και
ποικιλομορφίας, και όλα αυτά επιτείνουν το συναίσθημα και
προκαλούν πόθο. Ωστόσο, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί κατά
πόσο ικανοποιούνταν αυτός ο πόθος. Η ανασύνθεση της
ερωτικής ζωής των κατοίκων της Ουρούκ και των Βαβυλωνίων
είναι σχεδόν αδύνατη. Αλλά γνωρίζουμε ότι υπήρχε μια ανοιχτή
προσέγγιση του σεξ χωρίς τη σιχασιά που επέδειξαν οι
μεταγενέστερες γενιές και μια σχετικά υψηλή ανεκτικότητα σε
συγκεκριμένα περιβάλλοντα. Οι ναοί περιείχαν πήλινες
απεικονίσεις ανδρικών και γυναικείων γεννητικών οργάνων και
παραστάσεις συνευρέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών και
μεταξύ ανδρών μόνο. Το πρωκτικό σεξ ήταν συνιστώμενη
μέθοδος αντισύλληψης. Ένας κατάλογος με τα εκατό πιο
σημαντικά πράγματα στη ζωή της Μεσοποταμίας περιλαμβάνει
τους θεούς, θρησκευτικές πρακτικές, σοφία, τέχνες και βασιλεία.
Η ερωτική πράξη είναι εικοστή τέταρτη στην κατάταξη και η
πορνεία εικοστή πέμπτη. Μάλιστα, ο πρώτος γραπτός κώδικας
νόμων στην ιστορία –ο Κώδικας του Χαμουραμπί, βασιλιά της
Βαβυλώνας την περίοδο 1792-1750 π.Χ.– δεν μνημονεύει την
ομοφυλοφιλία ως έγκλημα, έστω κι αν γνωρίζουμε πως ήταν
αρκετά συνήθης στις μητροπόλεις της Μεσοποταμίας.50
Εκείνο που γνωρίζουμε, ωστόσο, από αυτούς τους κώδικες
νόμων είναι ότι οι παντρεμένες γυναίκες τιμωρούνταν με θάνατο
όχι μόνο για μοιχεία αλλά και για οποιαδήποτε άλλη πράξη που
μπορεί να ήταν ντροπιαστική για τους συζύγους τους δημοσίως.
Η παρθενία ήταν ένα αγαθό που ανήκε στον πατέρα μιας
κοπέλας· την πωλούσε στον γάμο ή, αν είχε κλαπεί παρανόμως, ο
ένοχος έπρεπε να καταβάλει επαχθή αποζημίωση. Λόγω της
μυστικοπαθούς φύσης της πόλης, με κάθε λογής γωνιές και
χαραμάδες για παράνομες συνευρέσεις, οι σκληρές κυρώσεις ήταν
αναγκαίες για την προστασία θυγατέρων και συζύγων. Οι πόλεις
δημιουργούν εντελώς νέα ταμπού και απαγορεύσεις, αφήνοντας,
μάλιστα, τους πολίτες ελεύθερους. Και πυροδοτούν τη λαγνεία
ωθώντας τους ανθρώπους σε στενή φυσική εγγύτητα,
προκαλώντας μια δίψα που είναι δύσκολο να τη σβήσει κάποιος
παρά τη φαινομενικά εύκολα διαθέσιμη ανακούφιση από αυτή.
Λόγω της υψηλής αξίας που αποδιδόταν στη γυναικεία
αγνότητα στη Μεσοποταμία, σε συνδυασμό με την υψηλή αξία
που αποδιδόταν στη γενετήσια ορμή, η πορνεία ως πρακτική
ήταν πολύ διαδεδομένη. Η ίδια αντίφαση ίσχυε στις πόλεις
διαχρονικά. Οι πόλεις, αν μη τι άλλο, είναι δελεαστικές.
Συχνότατα, πριν από τη σεξουαλική επανάσταση του 20ού
αιώνα, φιλοξενούσαν μεγάλο αριθμό σεξουαλικά ανικανοποίητων
αγοριών αλλά και κοριτσιών υπό αυστηρή επιτήρηση. Στην
Ουρούκ, τη Βαβυλώνα και στις άλλες μεγάλες πόλεις οι
ιερόδουλοι του ναού, είτε άνδρες είτε γυναίκες, ήταν οι πιο
ακριβοί, ποθητοί και επιδέξιοι.
Ο πνευματικός σκοπός που εξυπηρετούσε η ιερή πορνεία
παραμένει άγνωστος, ειδικά για τον εκδιδόμενο άνδρα, αν και
παρείχε ένα υγιές εισόδημα για τους ναούς. Πιθανώς, είχε κάποια
λογική σε μια κοινωνία όπου οι θεοί ήταν σεξουαλικοί
εκμεταλλευτές και η συνουσία αντιμετωπιζόταν ως κεντρικό
στοιχείο της αστικής ζωής. Οι περισσότεροι άνδρες κατέφευγαν σε
φθηνότερα μέσα σεξουαλικής ικανοποίησης – δούλες και δούλους
νεαρής ηλικίας, φτωχούς κι εκτοπισμένους που αποτελούσαν το
κατώτατο κοινωνικό στρώμα και όσους σύχναζαν στα καπηλειά
και στα κρασοπουλιά των σκοτεινών στενοσόκακων. Η Βαβυλώνα
φιλοξενούσε πλήθος μεταναστών από την ύπαιθρο ή κατοίκους
ερχόμενους από τόπους μακρινούς. Πολλοί από αυτούς τους
νεαρούς άνδρες και γυναίκες, κορίτσια και αγόρια, ήταν
αναγκασμένοι να πωλούν το κορμί τους για να επιβιώσουν.
Ελάχιστες ενδείξεις έχουμε ότι οι Μεσοποτάμιοι άνδρες
υφίσταντο οποιουδήποτε είδους λογοκρισία για εξωσυζυγικές
ετεροφυλοφιλικές ή ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές συνευρέσεις.

Δικαίως, λοιπόν, οι πόλεις είναι μισητές. Η Βίβλος αρέσκεται


ιδιαίτερα στην καταστροφή τους σε διάφορες συντέλειες: «Ακόμα
και τα Σόδομα και τα Γόμορρα, και ομοίως οι γύρω πόλεις, που
παραδόθηκαν στην πορνεία και επιδίωξαν παρά φύσιν επιθυμίες,
χρησιμεύουν ως παράδειγμα, αφού υπέστησαν την εκδίκηση της
αιώνιας φωτιάς».
Η επιδίωξη «παρά φύσιν επιθυμιών» περιλαμβάνει την
ομοφυλοφιλία, αλλά και τις παρά φύσιν μορφές
σεξουαλικότητας και τάσεις κάθε είδους. Υπήρχε μια ηδονή στην
εξαφάνιση των πόλεων από προσώπου γης. Ήταν οι εχθροί της
πνευματικής ζωής, καθιστώντας αδύνατη τη θεία, τη
θρησκευτική ζωή. Και φυσικά, η Βαβυλώνα ήταν η επιτομή της
Πόλης της Αμαρτίας. Οι Εβραίοι αιχμάλωτοι που είχαν
εκτοπιστεί εκεί από τον Ναβουχοδονόσορα βρέθηκαν στην πιο
ισχυρή πόλη του κόσμου που είχαν δει ποτέ. Πίστευαν ότι η
εξορία τους στη Βαβυλώνα ήταν απλώς μια τιμωρία που τους
επιφύλαξε ο Θεός για τις αμαρτίες τους. Δικαίως, λοιπόν,
αντέδρασαν τόσο έντονα εναντίον της πόλης της αιχμαλωσίας
τους, ενός τόπου με εκατοντάδες ειδωλολατρικούς ναούς, ένα
τεράστιο και ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων και με κάθε εικόνα
και ήχο μιας μείζονος μητρόπολης. Έπρεπε να αντισταθούν με
όλη τους τη δύναμη στο πλούσιο μενού των κοσμικών
πειρασμών της Βαβυλώνας.
Μέσω ενός τεράστιου οδικού δικτύου, η Βαβυλώνα διέσχιζε τον
Ευφράτη, με μια παλιά πόλη στην ανατολική όχθη και μια πιο
σύγχρονη πόλη στη δυτική. Τα εκτεταμένα τείχη που την
περιέκλειαν, κατάσπαρτα με πύργους κάθε είκοσι μέτρα, είχαν
τόσο μεγάλο πάχος, μας λέει ο Ηρόδοτος, ώστε ένα τέθριππο
μπορούσε να κάνει αναστροφή. Από τις εννέα οχυρωμένες πύλες,
η εντυπωσιακή Πύλη της Ιστάρ ήταν μακράν η πιο μεγαλειώδης.
Σήμερα μπορούμε να δούμε μια αναπαράστασή της από
αυθεντικές πλίνθους στο Μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο. Η
μεγαλοπρέπειά της είναι το κατεξοχήν σύμβολο του πολιτισμού
της Μεσοποταμίας. Άστραφτε σαν κόσμημα από λάπις λάζουλι,
χάρη στην εντυπωσιακή μπλε εφυάλωση και τους χρυσούς
δράκους, ταύρους και λέοντες σε χαμηλό ανάγλυφο. Όποιος
δρασκέλιζε το κατώφλι αυτής της πύλης βρισκόταν σε μια
Πομπική Οδό, έναν τελετουργικό δρόμο μήκους 800 μέτρων
περίπου, πλαισιωμένο με ανάγλυφες απεικονίσεις λιονταριών, το
σύμβολο της Ιστάρ/Ινάνα.
Οι επισκέπτες που βάδιζαν κατά μήκος της μεγάλης Πομπικής
Οδού περνούσαν από τα μεγάλα μνημεία του αρχαίου αστισμού,
κτίρια που αποτελούσαν την κορύφωση μιας διαδικασίας
δημιουργίας της πόλης διάρκειας 3.000 χρόνων που ξεκίνησε στο
Εριντού. Το εξαιρετικά εκτεταμένο βασιλικό ανάκτορο βρισκόταν
αμέσως στα δεξιά, μεταξύ του επισκέπτη και του Ευφράτη.
Ακολουθούσε το Ετεμενάνκι, το τεράστιο ζιγκουράτ που δέσποζε
ψηλά πάνω από τη μεγάλη πόλη. Το όνομά του σήμαινε «Οίκος
Θεμελίωσης Ουρανού και Γης»· έδωσε το όνομά του στον Πύργο
της Βαβέλ, το κατεξοχήν σύμβολο της αστικής ύβρης και
σύγχυσης. Αυτός ο ουρανοξύστης της αρχαιότητας ήταν
κατασκευασμένος από 17 εκατομμύρια πλίνθους· η βάση του είχε
διαστάσεις 91 x 91 μέτρα και πιθανότατα είχε όμοιο ύψος και
πλάτος. Η κορυφή του ήταν το σημείο συνάντησης της πόλης με
τον ουρανό.
Το κέντρο της Βαβυλώνας ονομαζόταν Εριντού, λες και η
πρωταρχική πόλη του έλους, όπου ξεκίνησε ο κόσμος, είχε
μεταφυτευτεί στη νέα πρωτεύουσα. Περιλάμβανε πολυάριθμους
μεγάλους ναούς, ο μεγαλύτερος και ιερότερος των οποίων ήταν
το Εσαγκίλ («Οίκος με Υψηλή Κορυφή»), ο Ναός του Μαρντούκ,
προστάτη θεού της Βαβυλώνας και επικεφαλής του πανθέου της
Μεσοποταμίας. Αν οι πρώιμες μητροπόλεις όπως η Ουρούκ και η
Ουρ είχαν φιλοξενήσει έναν θεό, η Βαβυλώνα φιλοξένησε ένα
ολόκληρο δίκτυο τοπικών θεοτήτων. Με τα συναρπαστικά
ανάκτορα, τους μεγαλοπρεπείς ναούς, τις επιβλητικές πύλες, τα
κολοσσιαία ζιγκουράτ και τις μεγάλες τελετουργικές οδούς, η
Βαβυλώνα είχε δημιουργηθεί ως ενσωμάτωση της υπέρτατης
θεϊκής και κοσμικής εξουσίας. Οι χάρτες τοποθετούν τη
Βαβυλώνα στο κέντρο του σύμπαντος. Σε μια πινακίδα αυτής
της περιόδου θριάμβου της μητρόπολης, ήταν γραμμένο το εξής:

Βαβυλώνα, πόλη της αφθονίας,


Βαβυλώνα, πόλη με πολίτες φορτωμένους πλούτη,
Βαβυλώνα, πόλη εορτασμών, χαράς και χορού,
Βαβυλώνα, πόλη που οι πολίτες της αδιάκοπα γιορτάζουν,
Βαβυλώνα, πόλη προνομιακή που τους αιχμαλώτους
λευτερώνει,
Βαβυλώνα, πόλη αγνή.51

Το όνομα της πόλης είναι συνώνυμο της παρακμής. Αλλά σε


ό,τι αφορά την ιστορία της πόλης, κάτι τέτοιο θα ήταν εξίσου
αληθές με τον διαχρονικό χαρακτηρισμό του Άμστερνταμ με
βάση την εικόνα του από έναν τουρίστα που θα είχε επισκεφτεί
μόνο τη συνοικία Ντε Βάλεν με τα κόκκινα φανάρια και όχι το
Εθνικό Μουσείο της Ολλανδίας. Στις δόξες της, η Βαβυλώνα
θεωρούνταν ιερή πόλη, μια απαράμιλλη πρωτεύουσα του
πνεύματος και της τέχνης. Ο Ιπποκράτης, ο Πατέρας της
Ιατρικής, βασίστηκε σε βαβυλωνιακές πηγές, ενώ οι μαθηματικοί
και οι αστρονόμοι της πόλης είχαν σημειώσει τεράστια πρόοδο.
Οι Βαβυλώνιοι είχαν πάθος με την ιστορία: σαν τους
αρχαιολόγους του 19ου αιώνα, ειδικοί επιστήμονες σάρωναν τη
Μεσοποταμία σε μια προσπάθεια να κατανοήσουν την
τρισχιλιετή ιστορία της και το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά από
μουσεία, βιβλιοθήκες και αρχεία. Άλλο ένα αποτέλεσμα ήταν μια
ακμάζουσα μεσοποτάμια λογοτεχνία, βασισμένη στους μύθους
και τους θρύλους που είχαν συλλέξει οι ειδικοί από τις έρευνές
τους.
Η Βαβυλώνα είχε την ατυχία να απαθανατιστεί από έναν
μεταξύ των πολλών αιχμάλωτων πληθυσμών της, έναν λαό που
την έβλεπε ως πληγή σταλμένη από τον Θεό για να τον
τιμωρήσει για τις αμαρτίες του και του οποίου τα βιβλία
αποτέλεσαν τη βάση για τις τρεις μεγαλύτερες θρησκείες του
κόσμου. Η τερατώδης εικόνα της πόλης κληροδοτήθηκε στη
Χριστιανοσύνη. Η Βαβυλώνα έγινε συνώνυμο της αμαρτίας, της
διαφθοράς και της τυραννίας, ακόμα κι αν η πόλη είχε χάσει τη
δύναμή της την εποχή του Χριστού. Και πιο πολύ απ’ όλα, το
Βιβλίο της Αποκάλυψης, με τη ζωντανή, παραισθησιακή
περιγραφή της αποκαλυπτικής καταστροφής, της αμαρτίας και
της λύτρωσης, έμελλε να εντυπώσει για πάντα τη Βαβυλώνα στη
συλλογική μνήμη της Χριστιανοσύνης και στους πολιτισμούς
που προέκυψαν από αυτή. Ο τρόπος που την περιέγραψαν οι
εχθροί και τα θύματά της, από τότε μέχρι σήμερα, έχει επηρεάσει
σε βάθος τον τρόπο που βλέπουμε τις μεγάλες πόλεις.

Η περίοδος του απαράμιλλου μεγαλείου της Βαβυλώνας μετά την


πτώση της Ιερουσαλήμ δεν διήρκεσε περισσότερο από μισή
ανθρώπινη ζωή. Το 539 π.Χ. την κατέλαβε ο Κύρος ο Μέγας της
Περσίας, που απελευθέρωσε τους Εβραίους. Ωστόσο, πολλοί από
αυτούς, καταγοητευμένοι από την πόλη, παρέμειναν στη
Βαβυλώνα για να επωφεληθούν του πολιτισμού και του πλούτου
της. Όσοι εκπλήρωσαν το καθήκον τους και επέστρεψαν στη
θεϊκή πόλη της Ιερουσαλήμ έσταζαν δηλητήριο για τον τόπο
αιχμαλωσίας τους και αρέσκονταν στη σκέψη της ολοσχερούς
καταστροφής της. Ο Ιερεμίας οραματίστηκε την επικείμενη
πτώση της Βαβυλώνας με απόλυτη χαιρεκακία: «Γι’ αυτό σ’
εκείνη θα φωλιάσουν σκίουροι και τσακάλια, κουκουβάγιες της
ερήμου θα τη στοιχειώσουν· ποτέ πια δεν θα την κατοικήσει
κανείς και, γενιά τη γενιά, κανείς εκεί δεν θα φωλιάσει. Θα είναι
όπως όταν ο Θεός κατέστρεψε τα Σόδομα και τα Γόμορρα και τα
περίχωρά τους, λέει ο Κύριος· κανείς δεν θα ζει σ’ αυτή, κανένας
άνθρωπος δεν θα στήσει εκεί το σπιτικό του».
Η πτώση της υπερφίαλης Βαβυλώνας ως τιμωρία για την
υβριστική φιλοδοξία της έγινε αλληγορία στη λογοτεχνία και την
τέχνη. Η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Η Βαβυλώνα
παρέμεινε μια σπουδαία πόλη ακόμα και μετά την πτώση της
αυτοκρατορίας της υπό τους Πέρσες. Ο Κύρος δεν κατέκλεψε
ούτε λεηλάτησε τη μητρόπολη. Το 331 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος
νίκησε τους Πέρσες και σκόπευε να κάνει τη Βαβυλώνα
πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του, κι έτσι την ανακαίνισε με
ακόμα μεγαλύτερα κτίρια κι ένα γιγάντιο νέο ζιγκουράτ. Πέθανε
στην πόλη πριν καν αρχίσει η αναγέννησή της.
Η Βαβυλώνα επιβίωνε ακόμα στην αυγή της 1ης χιλιετίας π.Χ.
Η κατάρρευσή της ήταν αποτέλεσμα της αλλαγής των
οικονομικών συνθηκών. Η Σελεύκεια, μια νέα πόλη στον ποταμό
Τίγρη, έγινε ο εμπορικός κόμβος της περιοχής. Ωστόσο, η
Βαβυλώνα παρέμεινε ακαδημαϊκό κέντρο, ο τελευταίος
θεματοφύλακας του αστικού πολιτισμού και των παραδόσεων
που ανάγονταν χρονικά στο Εριντού, και ο τόπος όπου οι
τελευταίοι λιγοστοί ειδικοί μπορούσαν ακόμα να
αποκρυπτογραφούν τη σφηνοειδή γραφή. Αλλά ο αστικός
κολοσσός είχε γίνει θρύψαλα· πλίνθο την πλίνθο, η αλλοτινή
πρωτεύουσα του κόσμου αφανίστηκε και κάθε πλίνθος
ανακυκλώθηκε προς χρήση σε αγροκτήματα, οικισμούς και νέες
πόλεις. Τον 10ο αιώνα μ.Χ. είχε συρρικνωθεί σε ένα μικρό χωριό
και δύο αιώνες αργότερα είχε χαθεί από προσώπου γης. Το τέλος
της Βαβυλώνας ήταν ένας αναστεναγμός διάρκειας 1.500 χρόνων,
όχι ένας ξαφνικός κρότος.
Αλλά ο μύθος υπερσκέλισε την πραγματικότητα. Καχύποπτοι
για οτιδήποτε αφορούσε την Ανατολή, οι αρχαίοι Έλληνες
έσπευσαν να παρουσιάσουν τις πόλεις της Μεσοποταμίας όσο πιο
δεσποτικές, πολυτελείς και παρακμιακές μπορούσαν ώστε να
μεγεθύνουν τη δόξα του δικού τους αστικού πολιτισμού και να
υποκρύψουν όσα όφειλαν στους γείτονές τους στην Ανατολή. Η
προπαγάνδα τους είχε τεράστιο αντίκτυπο στη δυτική
καλλιτεχνική παράδοση, στην οποία η Βαβυλώνα απεικονιζόταν
ως μια πόλη πορνογραφικής φαυλότητας, όπου κυριαρχούσαν
σαδιστικές γυναίκες και υπερσεξουαλικοί τύραννοι. Ο Θάνατος
του Σαρδανάπαλου του Ντελακρουά (1827) και Το Νυφοπάζαρο
της Βαβυλώνας του Έντουιν Λονγκ (1875) αποτελούν κλασικά
παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο οι ζωγράφοι του 19ου
αιώνα «καταβρόχθισαν» τη Βαβυλώνα για ερωτικούς σκοπούς.
Η Βαβυλώνα της Εβραϊκής Βίβλου έγινε το αρχέτυπο μιας
μεγάλης μητρόπολης στη δυτική σκέψη. Πάνω απ’ όλα, παρείχε
το πιο ισχυρό παράδειγμα του τι πήγαινε αναπόφευκτα στραβά
στις μεγάλες πόλεις. Στις χριστιανικές γραφές η Βαβυλώνα
συνδέθηκε με τη Ρώμη και, μάλιστα, με όλες τις μεγάλες πόλεις
ως μια μεταφορά για κάθε εγκόσμια αμαρτία και αδυναμία. Η
Βαβυλώνα έγινε το κυριολεκτικό και συμβολικό αντίθετο της
Ιερουσαλήμ. Γράφοντας κατά τον 5ο αι. μ.Χ., ως απάντηση στη
λεηλασία της Ρώμης από τους Βησιγότθους, ο Αυγουστίνος της
Ιππώνας φαντάστηκε δύο πόλεις. Η πρώτη ήταν η «πόλη των
ανθρώπων που επιλέγουν να ζήσουν σαρκικά», μια επίγεια πόλη
όπου ο Θεός περιφρονείται. Οι «πόλεις του ανθρώπου» είναι η
Βαβυλώνα και η Ρώμη, η Νέα Βαβυλώνα· αργότερα στην ιστορία
η σκυτάλη της Βαβυλώνας παραδόθηκε από τη μία μητρόπολη
στην άλλη. Το αντίθετό της είναι η «πόλη του Θεού» ή η
ουράνια πόλη, όπου οι άνθρωποι αποστρέφονται τα εγκόσμια και
ζουν αρμονικά. Η Βαβυλώνα είναι η αρχετυπική «πόλη του
ανθρώπου», που τη χαρακτηρίζουν ο υλισμός, η λαγνεία και η
οχλαγωγία.
Και φυσικά, η εικόνα της Βαβέλ/Βαβυλώνας, των Σοδόμων και
Γομόρρων, έδωσε ισχυρά όπλα στους εχθρούς της πόλης. Ο
διαχωρισμός μεταξύ της μεγάλης μητρόπολης αφενός και της
μικρής πόλης ή του χωριού αφετέρου ήταν ένα χαρακτηριστικό
της ανθρώπινης ιστορίας. Η αρετή θεωρείται ότι κατοικεί στα
δεύτερα, ενώ η ανήθικη κοσμόπολη, με τη γλωσσική της Βαβέλ,
τη σύγκρουση πολιτισμών, τις πολυεθνικές ομάδες, την ακολασία
και την απληστία της, είναι ο διαφθορέας των ψυχών και της
πολιτικής. Το ραγδαία αναπτυσσόμενο Λονδίνο του ύστερου 17ου
αιώνα θεωρήθηκε από τους ηθικολόγους ως καταβόθρα αμαρτίας
και έδαφος αναπαραγωγής της θρησκευτικής δυσπιστίας· ένας
επισκέπτης από την ύπαιθρο, προς μεγάλη του έκπληξη,
ανακάλυπτε «πολύ αθεϊσμό… και μεγάλη ψυχρότητα στη
θρησκεία, σε μια τέτοια συνάθροιση ανθρώπων που συχνάζουν
στην πόλη». Τα συναισθήματά του έχουν εκφραστεί άπειρες
φορές, τόσο πριν όσο και μετά από αυτόν, σχετικά με
οποιαδήποτε πόλη θέλουμε να αναφέρουμε.52
Ο Τόμας Τζέφερσον είναι φημισμένος για τη δήλωσή του
σχετικά με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής: «Όταν
στοιβαζόμαστε ο ένας πάνω στον άλλο σε μεγάλες πόλεις, όπως
στην Ευρώπη, θα γίνουμε διεφθαρμένοι όσο και η Ευρώπη». Η
πεποίθηση του Τζέφερσον ότι η υγεία της δημοκρατίας
εξαρτιόταν από την υπεροχή της γεωργίας είναι ένα συναίσθημα
που διατρέχει την αμερικανική ιστορία και κουλτούρα,
διαπλάθοντας μια κοινωνία βαθιά αντι-αστική. Πολύ αργότερα, ο
Γκάντι θεώρησε το αύταρκες χωριό ως τον μοναδικό αληθινό
τόπο όπου θα μπορούσαν να πραγματωθούν οι ινδικές
πνευματικές και ηθικές αξίες. Η εξιδανίκευση του αγροτικού
χωριού από τον ίδιο θα μπορούσε να έχει ολέθριες συνέπειες
στην ανεξαρτητοποιημένη Ινδία, όταν παραμελήθηκε η αστική
ανάπτυξη. Η ψυχή μιας χώρας –οι παραδόσεις, οι αξίες, η
θρησκεία, η ηθική, η εθνική ταυτότητα και η κουλτούρα–
ανήκουν, για πολλούς ανθρώπους, στην ύπαιθρο, όχι σε μια
πολυπολιτισμική μητρόπολη σαν το Λος Άντζελες ή το Λονδίνο.
Σε πολυάριθμους ζωγραφικούς πίνακες του Μεσαίωνα και της
Αναγέννησης, η Βαβυλώνα απεικονίζεται ως μια άψογη, από
αρχιτεκτονική άποψη, πόλη, με ασύγκριτα όμορφα κτίρια που
είναι αλλόκοτα παρόμοια με κτίρια δυτικού τύπου. Η λάμψη της
πόλης, ωστόσο, επιδιώκει να επιτείνει την αχρειότητα που
στρατοπεδεύει στο εσωτερικό της. Πολύ συχνά η Βαβυλώνα στη
μορφή που απεικονίζεται αντανακλά τις τρέχουσες ανησυχίες
του εκάστοτε καλλιτέχνη. Οι περίφημοι πίνακες του Πίτερ
Μπρέγκελ του πρεσβύτερου που παριστάνουν την καταστροφή
του Πύργου της Βαβέλ παρουσιάζουν ένα κτίριο που είναι
κλασικό στην αρχιτεκτονική του, αλλά υψώνεται πάνω από την
Αμβέρσα της δεκαετίας του 1560. Την περίοδο της
Μεταρρύθμισης, η Βαβυλώνα έγινε η Ρώμη του παπικού
κράτους, ένας τόπος διεφθαρμένος και πνευματικά
χρεοκοπημένος.
Ο Πύργος της Βαβέλ είναι μία από τις πιο ισχυρές αλληγορικές
εικόνες της ανθρωπότητας. Όταν το Λονδίνο υπερέβη το
πληθυσμιακό ορόσημο του ενός εκατομμυρίου κατοίκων στα
τέλη του 18ου αιώνα, ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή μητρόπολη που
κατάφερε κάτι τέτοιο μετά την αυτοκρατορική Ρώμη. Δεν είχε
υπάρξει ποτέ παρόμοια πόλη όσον αφορά την εμπορική δύναμη
και την ακραία ανισότητα. Για πολλούς από όσους βίωσαν την
ακμάζουσα κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη εκείνης της εποχής, το
Λονδίνο ήταν όντως μια νέα Βαβυλώνα. Όλα έμοιαζαν εκτός
κλίμακας, μεγαλύτερα και πιο υπερβολικά από οπουδήποτε
αλλού. Διέθετε εντυπωσιακά κτίρια, μεγαλοπρεπείς οικίες,
σύγχρονες πλατείες, πολυτελή καταστήματα και προϊόντα από
όλο τον κόσμο· ήταν μια πόλη βρομερή και τρισάθλια, σκοτεινή
και επικίνδυνη, στοιχειωμένη από ζητιάνους και πόρνες, κλέφτες
και απατεώνες. Το σεξ ήταν εμφανές παντού στο Λονδίνο της
Γεωργιανής εποχής. Σύμφωνα με υπολογισμούς της δεκαετίας
του 1790 ο αριθμός των επαγγελματιών ιερόδουλων και των
ιερόδουλων μερικής απασχόλησης ανερχόταν στις 50.000, σε
συνολικό πληθυσμό ενός εκατομμυρίου. Σαν τον μύθο της
Βαβυλώνας, όλα ήταν προς πώληση, μεταξύ αυτών τα σώματα
και οι ψυχές ανδρών και γυναικών.
Νεαρός φυγάς από το σπίτι του, με συντροφιά τους διαβάτες
του δρόμου και άλλους ανθρώπους του περιθωρίου, εθισμένος
στο όπιο, ο Τόμας Ντε Κουίνσι περιδιάβαινε το Λονδίνο το 1803
και βυθίστηκε στην καρδιά του απέραντου σκότους του.
Προσπαθώντας να επιστρέψει στο σπίτι του, έπειτα από μια
νύχτα περιπλάνησης στον ψυχεδελικό υπόκοσμο πάνω σε νέφη
οπίου, ο Ντε Κουίνσι «ξαφνικά αντίκρισε τόσα μπερδεμένα
κουβάρια από σοκάκια, σοκάκια δίχως ήχους, τόσες αινιγματικές
εισόδους και τόσους γρίφους της Σφίγγας καμωμένους από
δρόμους χωρίς πρόδηλες διεξόδους ή περάσματα» και, μάλιστα,
σε τέτοια έκταση ώστε ένιωσε πως είχε πατήσει σε εδάφη που
κανείς δεν είχε εξερευνήσει ως τότε, παρά μόνο οι κάτοικοί τους,
εδάφη άφαντα στους χάρτες. Αργότερα στη ζωή του, όταν
βρισκόταν υπό την επήρεια του οπίου, ονειρευόταν τα τερατώδη
πράγματα που είχε δει και τα πρόσωπα των ανθρώπων που είχε
συναντήσει, θαρρείς και ο παρανοϊκός λαβύρινθος της πόλης είχε
δημιουργήσει νέες συνδέσεις στο δίκτυο των νευρώνων του. Και
όλο αυτό ο ίδιος το αποκάλεσε «βαβυλωνιακή σύγχυση».
Ο Τόμας Ντε Κουίνσι έδωσε φρικώδη σάρκα και οστά σε αυτή
τη σκοτεινή απελπισία εξιστορώντας τη φιλία του με μια
καλόκαρδη, στα όρια της λιμοκτονίας, άστεγη ανήλικη πόρνη με
το όνομα Ανν. Είχαν μια αδελφική σχέση και φώτιζαν αμοιβαία
τη δεινή ύπαρξή τους με μικρές πράξεις καλοσύνης. Όταν
κλήθηκε να φύγει από το Λονδίνο για μια σύντομη χρονική
περίοδο, ο Ντε Κουίνσι και η Ανν συμφώνησαν να πηγαίνουν σε
ένα συγκεκριμένο σημείο μια προκαθορισμένη ώρα κάθε νύχτα
μετά την επιστροφή του ώσπου να συναντηθούν ξανά. Αλλά δεν
είδε ποτέ ξανά την Ανν, παρόλο που την περίμενε κάθε νύχτα
και την αναζητούσε απεγνωσμένα. Αυτή η ξαφνική απώλεια τον
βασάνισε για το υπόλοιπο της ζωής του: «Αναμφίβολα πρέπει ο
καθένας μας να αναζήτησε ενίοτε τον άλλο, την ίδια ακριβώς
στιγμή, στους τρομερούς λαβύρινθους του Λονδίνου· ίσως ακόμα
και σε απόσταση λίγων μέτρων μεταξύ μας – ένα εμπόδιο τόσο
δα μικρό, σε έναν δρόμο του Λονδίνου, που συχνά οδηγεί τελικά
σε παντοτινό χωρισμό!»
Το σύμβολο της πόλης γίνεται το χαμένο αγόρι και η έφηβη
πόρνη, δυο δύστυχες ψυχές χαμένες στη Βαβυλώνα. Η Βαβυλώνα
συνθλίβει τους πολίτες της, ισοπεδώνει το άτομο μέσα σε μια
απέραντη και άγρια ερημιά. Μόλις έρθεις στο Λονδίνο, έγραφε ο
Ντε Κουίνσι, «συνειδητοποιείς ότι γίνεσαι πλέον απαρατήρητος:
κανείς δεν σε βλέπει· κανείς δεν σε ακούει· κανείς δεν σου δίνει
σημασία· ούτε καν εσύ δεν δίνεις σημασία στον εαυτό σου». Ο
κάτοικος της πόλης δεν είναι τίποτε παραπάνω από «μια
δύστυχη μονάδα που ριγεί στο σύνολο της ανθρώπινης ζωής».
Όλοι στη Βαβυλώνα του 19ου αιώνα («αυτό το κολοσσιαίο
εμπορείο ανθρώπων») είναι εμπόρευμα: η πόλη πρόσφερε
πολυάριθμους πειρασμούς, μεταξύ αυτών ψυχοτρόπα ναρκωτικά·
οι φτωχές οικογένειες που συναντούσε ο Ντε Κουίνσι τη νύχτα
είχαν καταλήξει στην ασημαντότητα, την ανασφάλεια και την
απεχθή εξάρτηση· η Ανν, όπως και δεκάδες χιλιάδες άλλοι, δεν
είχε κάτι άλλο να πουλήσει παρά μόνο το κατασπαταλημένο
εφηβικό σώμα της.53

Η Βαβυλώνα –ή τουλάχιστον η ιουδαιοχριστιανική άποψη για τη


Βαβυλώνα– έγινε το πρίσμα μέσα από το οποίο οι άνθρωποι
είδαν τις μεγάλες πόλεις. Ο Αυγουστίνος της Ιππώνας έγραψε για
την «πόλη αυτού του κόσμου, μια πόλη που στοχεύει στην
κυριαρχία, αλλά η ίδια κυριαρχείται από τον πόθο της
κυριάρχησης». Με άλλα λόγια, η πόλη γίνεται μια τερατώδης
δύναμη εκτός ανθρώπινου ελέγχου, που καταβροχθίζει τα παιδιά
της. Η ιδέα ότι η Βαβυλώνα ήταν ο μεγάλος δυνάστης και πόλη
της αμαρτίας ανέκαθεν αναπτύχθηκε με δυναμικό τρόπο στα
κηρύγματα από τον άμβωνα. Αλλά το πιο ενδιαφέρον είναι η
διαρκής επικράτηση της Βαβυλώνας στην κοσμική μορφή της.
Όχι μόνο ο Ντε Κουίνσι αλλά και ο Μπλέικ, ο Γουέρντσγουορθ
και ο Ντίκενς είδαν το Λονδίνο υπό αυτή τη βιβλική έννοια της
Βαβυλώνας – ως τόπο αμαρτίας, ενοχής, καταπίεσης, αδικίας και
διαφθοράς.
Από τους Ρομαντικούς ως και το Χόλιγουντ –την περίοδο
ακριβώς που η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες βίωναν
άκρατη αστικοποίηση– υπήρχε ισχυρή αντι-αστική προκατάληψη
στη δυτική κουλτούρα, που θεωρούσε την πόλη ως μια δύναμη η
οποία κονιορτοποιεί ανθρώπους, καταστρέφει κοινότητες και
παραμορφώνει το «φυσικό» στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Τον
20ό αιώνα οι κοινωνιολόγοι έκαναν το ίδιο, ερευνώντας τις
παθολογίες που προκαλούσε η ζωή στην πόλη. Οι
Δυτικοευρωπαίοι και οι Αμερικανοί κληρονόμησαν μια
αντιπάθεια για την αστική ζωή που δεν απαντάται σε πολλές
άλλες κουλτούρες, όπου ο αστικός τρόπος ζωής είναι πιο
πρόθυμα αποδεκτός. Στις κοινωνίες της Μεσοποταμίας, στην
Κεντρική Αμερική, στην Κίνα και στη νοτιοανατολική Ασία η
πόλη έχει θεωρηθεί ιερή, δώρο των θεών στην ανθρωπότητα.
Στην ιουδαιοχριστιανική κοσμοθεωρία, οι πόλεις είναι το
αντίθετο του Θεού, ένα αναγκαίο κακό. Αυτή η διάκριση
διατρέχει ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία.
Και τι συμβαίνει στη Βαβυλώνα; Το 1831, λίγα χρόνια αφότου
ο Ντε Κουίνσι δημοσίευσε τις Εξομολογήσεις ενός Άγγλου
οπιοφάγου, ο δημοφιλέστερος καλλιτέχνης της εποχής του, ο
Τζον Μάρτιν, φιλοτέχνησε μια περίφημη χαλκογραφία με τίτλο
Η πτώση της Βαβυλώνας βασισμένη σε παλαιότερο πίνακά του,
το 1819. Σε αυτήν, οι άνθρωποι, πεσμένοι στα γόνατα, ωχριούν
μπροστά στη μεγαλοπρεπή κλίμακα των κτιρίων και των
ζιγκουράτ, καθώς ζαρώνουν αντικρίζοντας την εκδίκηση του
Θεού που ενέσκηψε στην πόλη τους. Το κοινό επαναστάτησε με
τις αποκαλυπτικές σκηνές του Μάρτιν· οι μελοδραματικοί
πίνακές του που απεικόνιζαν την καταστροφή πόλεων όπως η
Τύρος, τα Σόδομα, η Νινευί και η Πομπηία είχαν να πουν πολλά
σε μια ανήσυχη εποχή που βίωνε ταχύτατη αστικοποίηση. Η
πόλη, μοιραία και αναπόφευκτα, θα καταστραφεί από την
αδηφάγα «λαγνεία της κυριάρχησης», τις άφθονες αμαρτίες και
διαστροφές της και από το χάος που η ίδια δημιούργησε.
Η ανακάλυψη των ερειπίων της Νινευί και της ίδιας της
Βαβυλώνας τον 19ο αιώνα πρόσθεσε περαιτέρω στην
περιφρόνηση που εξέφραζαν αυτά τα αποκαλυπτικά οράματα. Οι
ιστορίες από τη Βαβυλώνα –και η μεταφορική εικόνα της
Βαβυλώνας– εξακολούθησαν να γοητεύουν τα πλήθη ανά τον
κόσμο και να διαμορφώνουν τον τρόπο κατανόησης των οικείων
πόλεων. Εδώ κείτονταν τα αληθινά κατάλοιπα κάποιων άλλοτε
πανίσχυρων μητροπόλεων, που ήταν τόσο μεγαλοπρεπείς όσο τις
περιέγραψαν η Βίβλος και οι αρχαίοι Έλληνες και όπως τις είχαν
ζωγραφίσει ο Μπρίγκελ και ο Μάρτιν. Τίποτα δεν διαρκεί για
πάντα. Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που το Λονδίνο είχε
ακολουθήσει το παράδειγμά τους καταρρέοντας υπό το βάρος
των αμαρτιών του και των αντιθέσεων του χάους του;
Η ασίγαστη δύναμη της Βίβλου επηρέασε τον μεγάλο εκφραστή
της επιστημονικής φαντασίας. Το μυθιστόρημα του Χ. Τζ. Γουέλς
Πόλεμος στον αέρα, του 1908, είναι ασφυκτικά γεμάτο με
λεξιλόγιο βιβλικής προφητείας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε ό,τι
αφορά τη στάση του απέναντι στη μητρόπολη. Στο μυθιστόρημα,
η Νέα Υόρκη δέχεται μια καταστροφική επίθεση από αέρος. Η
περιγραφή της μητρόπολης από πλευράς του κληρονομείται από
την Εβραϊκή Βίβλο, μέσα από καλλιτεχνικούς εξωραϊσμούς
αιώνων. Η Νέα Υόρκη, κατά τον Γουέλς, έχει σφετεριστεί από το
Λονδίνο τον τίτλο «της σύγχρονης Βαβυλώνας», ως νέο
παγκόσμιο κέντρο εμπορίου, χρηματοοικονομικών και
διασκέδασης. Η Νέα Υόρκη ήπιε μονορούφι όλο τον πλούτο μιας
ηπείρου όπως άλλοτε η Ρώμη είχε πιει τον πλούτο της Μεσογείου
και η Βαβυλώνα τον πλούτο της Ανατολής. Στους δρόμους της
συναντούσες τα δύο άκρα της μεγαλοπρέπειας και της
αθλιότητας, του πολιτισμού και της αταξίας. Σε μία συνοικία,
μαρμάρινα μέγαρα, κοσμημένα και στεφανωμένα με φως και
φλόγα και άνθη· σε μία άλλη, ένας μαύρος και μοχθηρός
πολύγλωσσος πληθυσμός βυθισμένος σε απερίγραπτο συνωστισμό
μέσα σε λαβύρινθους και σκάμματα πέρα από την εξουσία και τη
γνώση της κυβέρνησης. Η αμαρτία της, το έγκλημά της και ο
νόμος της ήταν εμπνευσμένα από μια άγρια και φριχτή ενέργεια.
Το ενδιαφέρον εδώ είναι ο τρόπος που ο Γουέλς βλέπει τη
σύγχρονη πόλη, μέσα από ένα πρίσμα που ήταν κατασκεύασμα
μιας βιβλικής απεικόνισης σχεδόν 3.000 χρόνων· η πόλη είναι
γοητευτική και αποκρουστική ταυτόχρονα. Ο Γουέλς περιγράφει,
με μεγάλη του ικανοποίηση, πώς η αλαζονική, λάγνα,
πολυπολιτισμική Νέα Υόρκη καταστρέφεται εξ ουρανού, όπως
ακριβώς τα Σόδομα και τα Γόμορρα που έγιναν σκόνη στις
βιβλικές καταστροφές. Σαν τον φλύαρο πολυεθνικό Πύργο της
Βαβέλ, η «εθνική δίνη» της Νέας Υόρκης είναι καταδικασμένη σε
βίαιη κατάλυση.
Φυσικά, επρόκειτο για μυθοπλασία. Αλλά η Νέα Υόρκη που
έκανε την εμφάνισή της τη δεκαετία του 1920 ήταν
βαβυλωνιακή όσο ποτέ. Οι χαρακτηριστικοί πολυώροφοι
ουρανοξύστες ήταν η αναγέννηση των βαθμιδωτών ζιγκουράτ
της Μεσοποταμίας. Λόγω του τρόπου ζωής και της χλιδής, όπως
και λόγω των ουρανοξυστών, η Νέα Υόρκη απέσπασε τον τίτλο
της βαβυλώνιας πόλης εξίσου αβίαστα όπως το Λονδίνο έναν
αιώνα νωρίτερα. Μετά τη φανταστική ιστορία του Γουέλς η Νέα
Υόρκη έχει ισοπεδωθεί εκ βάθρων δεκάδες φορές σε
κινηματογραφικές ταινίες, μεταξύ αυτών στις ταινίες Οι
τελευταίες στιγμές της γης (1951), Μέρα Ανεξαρτησίας (1996) και
Οι εκδικητές (2012).
Λίγα χρόνια μετά την αποκαλυπτική μυθοπλασία του Γουέλς,
ένας άλλος επισκέπτης μοιράστηκε το όνειρο της ισοπέδωσης της
Νέας Υόρκης. Αλλά είχε τον σκοπό του. Ο Λε Κορμπιζιέ δεν είδε
στη Νέα Υόρκη τη λαμπερή υπερσύγχρονη μητρόπολη του
μέλλοντος. Είδε πάρα πολύ μεγάλη συγκέντρωση, σύγχυση και
έλλειψη σκοπού. Η πόλη ήταν υπερβολικά μπερδεμένη· οι
ουρανοξύστες της είχαν ανεγερθεί, θέλοντας και μη, χωρίς ένα
λογικό πολεοδομικό σχέδιο. Η πόλη μπορεί να ήταν
«συγκλονιστική, υπέροχη, συναρπαστική, βίαια ζωντανή», αλλά
ήταν χαοτική και υπερπλήρης από κάθε άποψη. Για εκείνον, οι
Νεοϋορκέζοι ζούσαν «χωμένοι σε τρύπες σαν αρουραίοι» σε
«φρικιαστικούς», «άναρχους δρόμους». Ήθελε να βγάλει από τη
μέση τη νεκρή παλιά πόλη που είχε αφεθεί «να στοιβάζει όσα
εγκυμονεί το παρόν». Η Νέα Υόρκη δεν ήταν το μέλλον· αλλά
έδειχνε τον δρόμο. Σαν άλλος βιβλικός προφήτης, ο Λε Κορμπιζιέ
πίστευε ότι η Βαβυλώνα έπρεπε προηγουμένως να καταστραφεί
για να μπορέσει να ανεγερθεί η Νέα Ιερουσαλήμ. Ο αφανισμός
θα γεννούσε την ουτοπία.54
Στην καινούρια Νέα Υόρκη «γυάλινοι ουρανοξύστες θα
υψώνονται σαν κρύσταλλοι, διαυγείς και διάφανοι ανάμεσα από
τα φυλλώματα των δέντρων». Για τον Λε Κορμπιζιέ θα ήταν μια
«φανταστική, σχεδόν μυστικιστική πόλη… μια κατακόρυφη
πόλη, στον αστερισμό των νέων καιρών». Απαλείφοντας το
παρελθόν, θα αναδυόταν μια νέα ορθολογική μητρόπολη – η
«Απαστράπτουσα Πόλη», που θα τέμνεται από ανυψωμένους
αυτοκινητοδρόμους οι οποίοι θα συνδέουν πολυώροφα κτίρια
μέσα σε κατάφυτα πάρκα. Αυτοί οι νέοι «πύργοι των πάρκων»
θα ήταν ουσιαστικά μηχανήματα για τη διαβίωση, την εργασία,
τις αγορές και το παιχνίδι· η υπερυψωμένη Απαστράπτουσα
Πόλη θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας νέας αστικής ουτοπίας,
απαλλάσσοντας εκατομμύρια ανθρώπους από τη βαβυλωνιακή
σύγχυση.
Η αυθόρμητα ανεπτυγμένη Νέα Υόρκη δεν ισοπεδώθηκε για
χάρη της προσχεδιασμένης Απαστράπτουσας Πόλης. Αλλά οι
ιδέες του Λε Κορμπιζιέ επηρέασαν πολλές γενιές πολεοδόμων.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι μηχανοκίνητοι εκσκαφείς
αφέθηκαν ελεύθεροι να δράσουν σε πόλεις όλου του κόσμου, όχι
μόνο σε τόπους κατεστραμμένους από τον πόλεμο αλλά και σε
μητροπόλεις που είχαν μείνει αλώβητες από τους βομβαρδισμούς,
όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πολύ συχνά ήταν οι φτωχότερες
συνοικίες των πόλεων που επιλέγονταν για «εκκαθάριση
υποβαθμισμένων περιοχών» και «πολεοδομική ανάπλαση». Οι
τακτοποιημένες, αυτο-οργανωμένες κοινότητες της εργατικής
τάξης έγιναν φύλλο και φτερό καθώς τα πειράματα του Λε
Κορμπιζιέ για «ανυψωμένη» ζωή στους αυτοκινητόδρομους
δοκιμάζονταν σε αυτές. Οι συγκεκριμένες συνοικίες έμοιαζαν
ακατάστατες και άσχημες. Η ιδέα της πόλης ως τόπου άγριου και
επικίνδυνου διαδόθηκε μέσω της θρησκείας, της πολιτικής και
της κουλτούρας, από τον Ντε Κουίνσι, ο οποίος χαρακτήρισε την
πόλη ως κάτι κακό, και τις περιγραφές του Ντίκενς περί αστικής
εξαχρείωσης, έως τα χολιγουντιανά φιλμ νουάρ, που
απεικονίζουν την πόλη ως έναν τόπο γεμάτο διαφθορά, και τα
πειράματα του Τζον Μπ. Καλούν στην πόλη των αρουραίων του.
Η επιτακτική ανάγκη να ισοπεδωθεί η Βαβυλώνα και να
ξαναρχίσει από το μηδέν είναι μεταδοτική.
Στην πρόσφατη μαζική αστικοποίηση της Κίνας, οι
πυκνοκατοικημένοι, υπερπλήρεις πυρήνες πόλεων όπως το
Πεκίνο και η Σαγκάη ισοπεδώθηκαν με εκσκαφείς και οι κάτοικοί
τους μετοίκησαν σε προαστιακά πολυώροφα κτίρια. Αυτό
συντελέστηκε στο όνομα της δημιουργίας λαμπρών, εύτακτων
πόλεων με την όψη και την αίσθηση της νεωτερικότητας και της
οργάνωσης. Σε πόλεις όπως η Βομβάη και το Λάγκος, οι άτυποι
οικισμοί προορίζονται για κατεδάφιση σε μια προσπάθεια να
δοθεί στις πόλεις η λάμψη των παγκόσμιων μητροπόλεων. Η ιδέα
ότι ένα επιστημονικά δομημένο περιβάλλον μπορεί να μας
απελευθερώσει όλους από τη σύγχυση του παράλογου
υπερμεγέθους αστικού χάους παραμένει ισχυρή.
Ωστόσο, τι δίνει στις πόλεις την «αναρχική επιχειρηματικότητά»
τους και τη «σφοδρή και τρομερή ενέργειά» τους (κατά τα
λεγόμενα του Χ. Τ. Γουέλς) αν όχι το χάος και η σύγχυσή τους;
Οι αστικοποιημένοι αρουραίοι του Καλούν μπορεί να
κατρακύλησαν στη βία και τη βαναυσότητα υπό τις πιέσεις της
πυκνοκατοίκησης, αλλά οι άνθρωποι είναι πολύ πιο
προσαρμόσιμοι. Οι μεγάλες μητροπόλεις θεμελιώνονται πάνω σε
στρώματα ιστορίας και σε μυριάδες εσωτερικές αντιθέσεις. Κανείς
δεν γνωρίζει πώς λειτουργούν στ’ αλήθεια, παρά τις θεωρίες που
διατυπώνονται γι’ αυτές εδώ και κάποιες χιλιετίες. Μοιάζουν
τόσο ευάλωτες και αναξέλεγκτες, αψηφώντας τη λογική και στο
χείλος της αναρχίας και της κατάρρευσης. Τροφοδοτούνται από
τους πόθους, τις αμαρτίες και τον εγωισμό μας όσο και από τους
έλλογους εγκεφάλους και τις καλές προθέσεις μας. Είναι
τρομακτικές και ακατάληπτες όσο και αναζωογονητικές και
εμψυχωτικές. Είναι τόποι μεγάλοι, κακοί και αδυσώπητοι· αλλά
είναι παράλληλα επιτυχείς και πανίσχυροι. Έχουν καταστήματα
ερωτικών βοηθημάτων αλλά και όπερες, καθεδρικούς ναούς αλλά
και καζίνα, στριπτιζάδικα αλλά και πινακοθήκες. Φυσικά,
θέλουμε καλούς υπονόμους και λιγότερες πόρνες· αλλά μια
καθαρμένη πόλη χάνει τον ηλεκτρικό της σπινθήρα. Η
τραχύτητα, οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις μιας πόλης είναι
εκείνες που της προσδίδουν έντονο ενθουσιασμό και παλλόμενη
ενέργεια. Χρειάζεται τη βρομιά όσο και την καθαριότητα. Ως
τόποι χαμηλής ηθικής και ακόμη χαμηλότερων καταγωγίων,
αλλά και ως τόποι αίγλης και πλούτου, ο παράφωνος και
ανησυχητικός χαρακτήρας των μεγάλων πόλεων είναι οι
τροφοδότες της ενέργειάς της. Η πόλη είναι ουτοπία και
δυστοπία μαζί.
30
Jean-Jacques Rousseau, Politics and the Arts: letter to M. d’Alembert on the
theatre, μετάφραση A. Bloom (Ίθακα, 1968), σελ. 58–9.
31
Victoria E. Thompson, «Telling “Spatial Stories”: urban space and bourgeois
identity in nineteenth-century Paris», Journal of Modern History, 75:3
(Σεπτέμβριος 2003), σελ. 542.
32
Jon Adams & Edmund Ramsden, «Rat Cities and Beehive Worlds: density and
design in the modern city», Comparative Studies in Society and History, 53:4
(Οκτώβριος 2011), σελ. 722–756.
33
Le Corbusier, The City of Tomorrow and Its Planning (NY, 1987), σελ. 244·
Ebenezer Howard, Garden Cities of Tomorrow (Λονδίνο, 1902), σελ. 18.
34
Jonathan M. Kenoyer, Ancient Cities of the Indus Valley Civilization (Οξφόρδη,
1998)· R. K. Pruthi, Indus Civilisation (Νέο Δελχί, 2004)· Andrew Robinson, The
Indus: lost civilisations (Λονδίνο, 2015).
35
Asko Parpola, Deciphering the Indus Script (Κέιμπριτζ, 1994), σελ. 21· πρβλ.
Dilip K. Chakrabarti (επιμ.), Indus Civilisation Sites in India: new discoveries
(Μουμπάι, 2004), σελ. 11 και Hans J. Nissen, «Early Civilisations in the Near and
Middle East», στο Michael Jansen, Máire Mulloy & Günter Urban (επιμ.),
Forgotten Cities in the Indus: early civilisation in Pakistan from the 8th to the
2nd millennium bc (Μάιντς, 1991), σελ. 33.
36
Robinson, σελ. 47.
37
Liviu Giosan et al., «Fluvial Landscapes of the Harappan Civilization»,
Proceedings of the National Academy of Sciences, 109:26 (2012), E1688–E1694·
Peter D. Clift & Liviu Giosan, «Holocene Evolution of Rivers, Climate and Human
Societies in the Indus Basin», στο Yijie Zhuang & Mark Altaweel (επιμ.), Water
Societies and Technologies from Past and Present (Λονδίνο, 2018)· Liviu Giosan et
al., «Neoglacial Climate Anomalies and the Harappan Metamorphosis», Climate
of the Past, 14 (2018), σελ. 1669–86.
38
Cameron A. Petrie et al., «Adaptation to Variable Environments, Resilience to
Climate Change: investigating land, water and settlement in Indus Northwest
India», Current Anthropology, 58:1 (Φεβρουάριος 2017), σελ. 1–30.
39
Arunima Kashyap & Steve Weber, «Starch Grain Analysis and Experiments
Provide Insights into Harappan Cooking Practices», στο Shinu Anna Abraham,
Praveena Gullapalli, Teresa P. Raczek & Uzma Z. Rizvi (επιμ.), Connections and
Complexity: new approaches to the archaeology of South Asia (Walnut Creek,
2013)· Andrew Lawler, «The Mystery of Curry», Slate.com, 29/1/2013,
https://slate.com/human-interest/2013/01/indus-civilization-food-how-scientists-are-
guring-out-what-curry-was-like-4500–years-ago.html
40
Will Doig, «Science Fiction No More: the perfect City is under construction»,
Salon.com, 28/4/2012.
41
«An Asian Hub in the Making», New York Times, 30/12/2007.
42
William Thomas, The History of Italy (1549) (Νέα Υόρκη, 1963), σελ. 83.
43
Terry Castle, «Eros and Liberty at the English Masquerade», Eighteenth-Century
Studies, 17:2 (Χειμώνας 1983–4), 159· Stephanie Dalley, Myths from Mesopotamia:
Creation, The Flood, Gilgamesh, and others (Οξφόρδη, 1989), σελ. 305.
44
Simon Szreter, «Treatment Rates for the Pox in Early Modern England: a
comparative estimate of the prevalence of syphilis in the city of Chester and its
rural vicinity in the 1770s», Continuity and Change, 32:2 (2017), σελ. 183–223·
Maarten H. D. Larmuseau et al., «A Historical-Genetic Reconstruction of Human
Extra-Pair Paternity», Current Biology, 29:23 (Δεκέμβριος 2019), σελ. 4102–7.
45
Leick, σελ. 59–60.
46
James Boswell, Boswell’s London Journal (1952), σελ. 249–50, 257, 320.
47
Farid Azfar, «Sodomites and the Shameless Urban Future», Eighteenth Century,
55:4 (Χειμώνας 2014), σελ. 391–410.
48
Randolph Trumbach, «London’s Sodomites: homosexual behaviour and western
culture in the eighteenth century», Journal of Social History, 11:1 (Φθινόπωρο
1977), 1–33· Gavin Brown, «Listening to the Queer Maps of the City: gay men’s
narratives of pleasure and danger in London’s East End», Oral History, 29:1
(Άνοιξη 2001), σελ. 48–61.
49
Leick, σελ. 59.
50
Vern L. Bullough, «Attitudes towards Deviant Sex in Ancient Mesopotamia»,
Journal of Sex Research, 7:3 (Αύγουστος 1971), σελ. 184–203.
51
Leick, σελ. 264.
52
Brian Cowan, «What Was Masculine about the Public Sphere? Gender and the
co ee house milieu in post-Restoration England», History Workshop Journal, 51
(Άνοιξη 2001), σελ. 140.
53
The Collected Writings of Thomas De Quincey, Τόμ. I, σελ. 181.
54
H. Brock, «Le Corbusier Scans Gotham’s Towers», New York Times, 3/11/1935, Le
Corbusier, The Radiant City: elements of a doctrine of urbanism to be used as the
basis of our Machine Age Civilization (Λονδίνο, 1967), σελ. 230.
3 - Κοσμόπολη - Αθήνα και Αλεξάνδρεια,
507-30 π.Χ.

Οι πόλεις Σιγκαπούρη, Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες, Άμστερνταμ,


Λονδίνο, Τορόντο, Βανκούβερ, Όκλαντ και Σίδνεϊ έχουν κάτι
κοινό: το 35% ως 51% των κατοίκων τους δεν είναι γηγενείς.
Αυτές οι παγκόσμιες υπερδυνάμεις δεν είναι τίποτα σε σύγκριση
με τις Βρυξέλλες, όπου το 62% των κατοίκων είναι γεννημένοι
στο εξωτερικό, καθώς και με το Ντουμπάι, όπου το αντίστοιχο
ποσοστό ανέρχεται σε 83%.
Τα ποσοστά αυτά, από μόνα τους, δεν δίνουν την πλήρη εικόνα
της ποικιλομορφίας. Για παράδειγμα, δεν προσδιορίζουν την
αναλογία παιδιών ή εγγονών μεταναστών στον πληθυσμό της
πόλης· ούτε παρέχουν κάποια ένδειξη του εύρους των εθνοτήτων
ή της θέσης τους εντός της πόλης. Στο Ντουμπάι μία μειονότητα
κατοίκων γεννημένων στο εξωτερικό αποτελείται από μικρές
ομάδες ανθρώπων από όλο τον κόσμο, με υψηλή ειδίκευση και
πλούτο· αλλά η πλειονότητα είναι, σε συντριπτικό βαθμό,
χαμηλόμισθοι εργάτες από το Πακιστάν, την Ινδία, το
Μπαγκλαντές, τη Σρι Λάνκα και τις Φιλιππίνες. Αντίθετα, ο
πληθυσμός των μεταναστών στο Τορόντο –51% του συνόλου–
κατάγεται από 230 εθνότητες, χωρίς να κυριαρχεί καμία ομάδα.
Ένα επιπλέον 29% των κατοίκων του Τορόντο έχουν
τουλάχιστον έναν γονέα γεννημένο εκτός Καναδά.
Ο δυναμισμός των πόλεων είναι, σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα
συνεχούς εισροής ιδεών, αγαθών και ανθρώπων. Οι επιτυχημένες
πόλεις διαχρονικά χαρακτηρίζονταν από λεγεώνες αλλοεθνών
που χτυπούσαν τις πόρτες τους. Οι κάτοικοι που μεταναστεύουν
σε αυτές από το εξωτερικό όχι μόνο εισάγουν νέες ιδέες και
τρόπους, αλλά κομίζουν δεσμούς με τις πατρίδες τους. Οι πόλεις-
λιμάνια ήταν ανέκαθεν καινοτόμες γιατί, ακόμα κι αν δεν
χαρακτηρίζονταν από μεγάλο και μόνιμο πληθυσμό μεταναστών,
ήταν τόποι που συνδέονταν με άλλους τόπους, ένα προσωρινό
καταφύγιο για ανθρώπους και πράγματα που κυκλοφορούσαν σε
όλο τον πλανήτη. Η εντυπωσιακή επιτυχία της Αθήνας τον 5ο
αι. π.Χ. έχει αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι ήταν
ανοιχτή στις εξωτερικές επιρροές και ότι περισσότεροι από το ένα
τρίτο των ελεύθερων πολιτών της ήταν γεννημένοι εκτός
Αθηνών. Το ίδιο ισχύει και για τον εμμονικό εκλεκτικισμό των
Αθηναίων: «Καθώς άκουγαν κάθε λογής διαλέκτους, όλο και κάτι
πήραν από την καθεμία· άλλοι Έλληνες τείνουν μάλλον να
χρησιμοποιούν τη δική τους διάλεκτο, τον δικό τους τρόπο ζωής
και τη δική τους ενδυμασία, αλλά οι Αθηναίοι χρησιμοποιούν
έναν συνδυασμό από όλους τους Έλληνες και τους βαρβάρους».55
Όταν ρωτήθηκε σχετικά με την καταγωγή του, ο Έλληνας
φιλόσοφος Διογένης απάντησε πως ήταν κοσμοπολίτης, πολίτης
του κόσμου. Μια τέτοιου είδους απάντηση τον 4ο αι. π.Χ.
συνιστούσε ριζοσπαστική δήλωση σε μια εποχή άκρως
ξενοφοβικών κρατών. Η Πολιτεία του Πλάτωνα αρχίζει μέσα
στην οικία ενός μετοίκου –ενός μη γηγενούς κατοίκου της
Αθήνας– στο επίνειο της Αθήνας, τον Πειραιά, συνδέοντας
συνεπώς τη φιλοσοφική αναζήτηση με τη μετανάστευση, το
εμπόριο και τον ευρύτερο κόσμο εκτός της πόλης.56
Αυτό το αστικό σκηνικό, στην πιο κοσμοπολίτικη συνοικία της
πιο κοσμοπολίτικης μητρόπολης της Ελλάδας, παραπέμπει σε ό,τι
κατέστησε τόσο νεωτεριστικό τον ελληνικό αστικό πολιτισμό και
ιδιαίτερα την Αθήνα. Ήταν ένας νέος τύπος αστικοποίησης – η
αστικοποίηση του θαλασσοπόρου. Τα παράλια της Μεσογείου –με
πολιτισμούς που αλληλοεπικαλύπτονταν, διασταυρούμενες
εμπορικές οδούς κι ένα σύστημα διακίνησης ιδεών– βίωσαν τη
δημιουργία αισθητά διαφορετικών πόλεων από όσες είχαν
αναπτυχθεί επί χιλιετίες στην ενδοχώρα. Οι Έλληνες υπήρξαν
διάδοχοι μιας διαδικασίας δημιουργίας πόλεων με προέλευση τη
νοτιοδυτική Ασία. Στην ελληνική μυθολογία ο Δίας άρπαξε την
πριγκίπισσα Ευρώπη από τα ανατολικά παράλια της Μεσογείου
και τη μετέφερε στην Κρήτη. Η ιστορία μυθοποιεί την
πραγματικότητα: η αστικοποίηση στη νοτιοδυτική Ασία και την
Αίγυπτο μεταφέρθηκε στην Κρήτη όχι από τον λάγνο Δία αλλά
από θαλασσοπόρους που σάλπαραν από το λιμάνι της Βύβλου
στην ανατολική Μεσόγειο.
Στο σταυροδρόμι που συνδέει την Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία
και τη Μεσόγειο, το λιμάνι της Βύβλου, στον σημερινό Λίβανο,
ήταν μία από τις σπουδαιότερες πόλεις-κόμβους του αρχαίου
κόσμου. Η πόλη ήταν περίφημη για τις εξαγωγές παπύρου και
από το όνομά της οι Έλληνες εμπνεύστηκαν τη λέξη για το
βιβλίο, αλλά και για τη Βίβλο. Ο εμπορικός λαός των
Χαναανιτών της Βύβλου προμήθευε και άλλα αγαθά στους δύο
μεγάλους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου,
μεταξύ αυτών τον περιζήτητο κέδρο του Όρους του Λιβάνου.
Ήταν ένας λαός αεικίνητων θαλασσοπόρων. Ναυτικοί από τη
Βύβλο ωθήθηκαν προς τα δυτικά στη Μεσόγειο κατά την πρώιμη
2η χιλιετία π.Χ. κι έφτασαν στην Κρήτη. Ένας νέος αστικός
πολιτισμός, ο πρώτος στην ήπειρο που αργότερα θα έπαιρνε το
όνομά της από την Ευρώπη, ρίζωσε εκεί γύρω στο 2700 π.Χ. και
ο λαός του έγινε γνωστός ως Μινωίτες. Οι Μινωίτες, με τη σειρά
τους, εξήγαγαν την έννοια της πόλης στην ηπειρωτική Ευρώπη,
στους Μυκηναίους της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Η θάλασσα μετέφερε αγαθά και ιδέες. Αλλά τα κύματα έφεραν
και τον κίνδυνο. Από το 1200 π.Χ. περίπου οι μυστηριώδεις Λαοί
της Θάλασσας κατέστρεψαν τους μεσογειακούς πολιτισμούς. Ο
μυκηναϊκός πολιτισμός καταστράφηκε από αυτή τη
συνομοσπονδία ανέστιων πειρατών αφήνοντας πίσω του
ανακτορικά ερείπια. Οι γενιές Ελλήνων που ακολούθησαν
λάτρεψαν τους προγόνους τους ως τους ήρωες του Τρωικού
πολέμου. Η Ελλάδα μπήκε στην αποκαλούμενη περίοδο των
«Σκοτεινών Χρόνων», μια εποχή που χαρακτηρίζεται από
κατακερματισμό και κοινότητες μικρότερης κλίμακας.
Αυτή η απότομη διακοπή και κατάρρευση των πόλεων
εξαπέλυσε ένα νέο κύμα αστικοποίησης. Οι πόλεις στα ανατολικά
παράλια της Μεσογείου καταλάμβαναν μια στενή λωρίδα γης
μεταξύ της Μεσογείου και των βουνών στις σημερινές περιοχές
της Τουρκίας, της Συρίας, του Λιβάνου και του Ισραήλ. Ο λαός
αυτός είναι γνωστός ως Φοίνικες, αν και η Φοινίκη δεν ήταν ένα
βασίλειο ή μια ξεχωριστή οντότητα αλλά μάλλον μια
συνομοσπονδία σημιτικών πόλεων-κρατών με συνδετικά στοιχεία
τη γλώσσα, τον πολιτισμό, τη θρησκεία και ένα αδίστακτο
επιχειρηματικό πνεύμα. Η Βύβλος, η Τύρος και η Σιδώνα ήταν
τα τρία κυριότερα κέντρα. Ο προφήτης Ησαΐας έγραψε ότι η
Τύρος ήταν η «περίλαμπρη πόλη, που οι έμποροι και οι ηγεμόνες
και οι πραματευτές της είναι της γης οι τιμημένοι». Οι πόλεις
σαν την Τύρο ήταν μικρές σε εμβαδόν και πληθυσμό (περίπου
40.000). Αλλά η ισχύς τους ήταν πολλαπλάσια του μεγέθους
τους.
Δεινοί ναυτικοί, θαλασσοπόροι και επιχειρηματίες, οι Φοίνικες
προωθήθηκαν στη δυτική Μεσόγειο όσο κανείς. Στα ταξίδια τους
μετέφεραν τους σπόρους των μελλοντικών πόλεων από τη
νοτιοδυτική Ασία. Η εξάπλωση των φοινικικών εμπορικών
σταθμών και αποικιών οδήγησε στην έκρηξη του αστικού κόσμου
στα παράλια της Ευρώπης και της Αφρικής. Η πιο γνωστή από
αυτές τις φοινικικές θέσεις ονομάστηκε «Νέα Πόλη», χτίστηκε
στη σημερινή Τυνησία ως πιστό αντίγραφο της Τύρου και
κατοικήθηκε από τους απόδημους πολίτες της. Η Νέα Πόλη είναι
πιο γνωστή ως Καρχηδόνα, κάτι σαν φοινικική δικαιοχρησία
(franchise) η οποία, έπειτα από αιώνες, έφτασε να
ανταγωνίζεται τη Ρώμη στον έλεγχο της Μεσογείου. Οι Φοίνικες
ίδρυσαν εμπορικούς σταθμούς στην Ιταλία, τη Σικελία και την
Ιβηρία· διάβηκαν τις Ηράκλειες Στύλες και βγήκαν στον
Ατλαντικό ασκώντας εμπορικές συναλλαγές κατά μήκος της
ακτής του Μαρόκου. Οι μελλοντικές πόλεις Κάδιθ και Λισαβόνα
ξεκίνησαν ως φοινικικοί εμπορικοί σταθμοί. Αντάλλασσαν
ελαιόλαδο, αρώματα, αρωματικά έλαια, υφάσματα και
κοσμήματα με άλλα πολύτιμα αγαθά τα οποία πωλούσαν στις
μακρινές αγορές της Νινευί και της Βαβυλώνας: ασήμι, χρυσό,
κασσίτερο, χαλκό, ελεφαντόδοντο, παστά ψάρια, προϊόντα
φάλαινας – και το όστρακο της πορφύρας.
Το όστρακο αυτό ήταν ο πολύτιμος θησαυρός που ώθησε τους
τυχοδιώκτες εμπόρους στην άγνωστη απεραντοσύνη του
Ατλαντικού. Από τη βλέννα του οστράκου παράγεται μια βαφή
γνωστή ως «πορφυρό της Τύρου», το ανεκτίμητο βασιλικό χρώμα
που ποθούσαν οι ηγεμόνες και οι αρχιερείς της Βαβυλώνας αλλά
και άλλων μεγάλων πόλεων. Για τη βαφή μόνο του διακόσμου
ενός ενδύματος απαιτούνταν η προσεκτική εξαγωγή των
εκκρίσεων από 12.000 όστρακα· δικαίως, λοιπόν, τα 30
γραμμάρια αυτής της ύλης είχαν τιμή τουλάχιστον εικοσαπλάσια
του αντίστοιχου βάρους σε χρυσό. Η αγοραστική δύναμη των
μητροπόλεων της Μεσοποταμίας ώθησε τους Φοίνικες στον
Ατλαντικό, οι οποίοι άφησαν μια λωρίδα αστικών οικισμών στη
διαδρομή τους, μήκους 3.200 χιλιομέτρων, σε αναζήτηση του
οστράκου.
Οι Έλληνες δεν συμπαθούσαν ιδιαίτερα τους Φοίνικες. Ο
Όμηρος αναφέρει πως ο Οδυσσέας λίγο έλειψε να χάσει την
περιουσία του και τη ζωή του εξαιτίας ενός ασυνείδητου Φοίνικα
εμπόρου. Οι Έλληνες θεώρησαν τους μακρινούς θαλασσοπόρους
πολίτες της Τύρου, της Βύβλου και της Σιδώνας ως αντιπάλους
που όφειλαν να εκτοπίσουν με κάθε κόστος. Αλλά οι Φοίνικες
χάρισαν στους Έλληνες δύο δώρα ασύγκριτης αξίας.
Αντί να χρησιμοποιούν την αδέξια και χρονοβόρα ιερογλυφική
και σφηνοειδή γραφή, οι πεισματάρηδες Φοίνικες επιχειρηματίες
ανέπτυξαν τα γράμματα. Το φοινικικό αλφάβητο –το πρώτο του
είδους του– ήταν η λιτή, αποτελεσματική γραφή των εμπόρων
που βρίσκονταν εν κινήσει· από τότε έγινε η βάση για την
ελληνική, τη λατινική και τελικά για όλες σχεδόν τις
αλφαβητικές γραφές του κόσμου. Εξαπλώθηκε καθώς τα
πλοκάμια της εμπορικής αυτοκρατορίας των Φοινίκων έφταναν
ως τον Ατλαντικό μέσω της βόρειας ακτής της Αφρικής και
αιχμαλώτισαν το Αιγαίο. Εκεί, μέσα από αλληλεπιδράσεις μεταξύ
εμπόρων, το αλφάβητο κληροδοτήθηκε στους Έλληνες κάποια
στιγμή μεταξύ του 800 και του 750 π.Χ.
Η υιοθέτηση από τους Έλληνες της δικής τους γραφής είχε
σημαντικές επιπτώσεις στην αστικοποίηση. Άποικοι από την
ηπειρωτική Ελλάδα προωθήθηκαν στα νησιά του Αιγαίου και τα
μικρασιατικά παράλια, ιδρύοντας νέες πόλεις όπως τη Φώκαια,
τη Μίλητο και την Έφεσο. Οι ίδιοι έφερναν μαζί τους μύθους,
ιστορίες, τραγούδια, θεατρικά έργα, αθλήματα και τελετουργίες –
όλα όσα θα τους κρατούσαν ενωμένους τόσο μακριά από την
πατρίδα ώστε να διατηρήσουν την ελληνική τους ταυτότητα.
Επίσης, κόμιζαν ένα άκρως ανταγωνιστικό πνεύμα – ιδίως σε ό,τι
αφορούσε τους εμπορικούς αντιπάλους τους, τους Φοίνικες.
Όπως και οι Φοίνικες, οι ελληνικές πόλεις άρχισαν να ιδρύουν
εκατοντάδες πανομοιότυπες πόλεις-αντίγραφα από την Κριμαία
ως το Κάδιθ, μπολιασμένες με το ήθος και τον αυτοδιοικητικό
χαρακτήρα της μητέρας πόλης τους –της μητρόπολής τους– και
ενταγμένες στο δίκτυο των πόλεων.57
Η διαδικασία αυτή περιγράφεται σε μια αφήγηση. Οι Έλληνες
από την πόλη της Φώκαιας, μια μεγάλη μητρόπολη στα παράλια
της σημερινής Τουρκίας, σε αναζήτηση της ίδρυσης ενός
εμπορικού σταθμού βρέθηκαν μπροστά σε έναν όρμο που τον
τροφοδοτούσε ένας χείμαρρος, στην περιοχή που σήμερα
ταυτίζεται με τη νότια Γαλλία. Έφτασαν εκεί τη στιγμή που ο
φύλαρχος της τοπικής φυλής των Λιγύων παρέθετε γεύμα για να
επιλέξει σύζυγο για την κόρη του. Εντυπωσιασμένη, δίχως άλλο,
από τους εξωτικούς επισκέπτες, η κοπέλα πρόσφερε το
τελετουργικό κύπελλο στον αρχηγό των Ελλήνων αποίκων,
δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο τον σύζυγο της επιλογής της. Ο
καρπός της ένωσής τους ήταν η πόλη που σήμερα αποκαλείται
Μασσαλία.58
Στη νότια Ιταλία του 7ου αι. π.Χ. Ετρούσκοι έμποροι ήρθαν σε
επαφή με τους Έλληνες αποίκους. Ως αποτέλεσμα, οι ετρουσκικές
φυλές άρχισαν να οικοδομούν τις δικές τους πόλεις-κράτη στην
Κοιλάδα του Πάδου και στην περιοχή που αργότερα ονομάστηκε
Τοσκάνη. Λίγο νοτιότερα, στον ποταμό Τίβερη, οι λατινόφωνοι
πληθυσμοί που ζούσαν σε έναν οικισμό από καλύβες στον
Παλατίνο Λόφο αποστράγγισαν την ελώδη κοιλάδα που
απλωνόταν από κάτω τους και άρχισαν να την επιχώνουν με
τόνους γης. Οι Λατίνοι είχαν επηρεαστεί από τους Ετρούσκους
γείτονές τους και από Έλληνες εμπόρους, που δεν αποκλείεται
να είχαν ιδρύσει μια μικρή αποικία κάτω από τον Παλατίνο
Λόφο. Η πόλη τους, την οποία αποκαλούσαν Ρώμη, δεν ήταν
αποτέλεσμα μιας αργής εξέλιξης από χωριό σε κωμόπολη ή σε
πόλη: ήταν το αποτέλεσμα των ιδεών που έφτασαν εκεί μέσω
των πλοίων που είχαν διασχίσει τη Μεσόγειο.
Ο ελληνικός πολιτισμός εξελίχθηκε μέσα σε ένα σύνολο 1.000
ελληνικών πόλεων χτισμένων σε ακτές και νησιά σε ολόκληρη τη
Μεσόγειο, οι οποίες, όπως τόσο αξιομνημόνευτα το έθεσε ο
Πλάτωνας, έμοιαζαν με βατράχους γύρω από μια λίμνη. Η
ανάμειξη Ελλήνων κι ενός πλήθους διαφορετικών φύλων –όπως
στις περιπτώσεις της Μασσαλίας και της Ρώμης– άνοιξε το
ελληνικό πνεύμα σε πολιτισμούς σε όλα τα μήκη και πλάτη της
Μεσογείoυ. Στη Μικρά Ασία άντλησαν ασιατικές ιδέες και
τεχνικές· ήταν ανοιχτοί σε επιρροές από τη Φοινίκη, τη
Μεσοποταμία, την Περσία και την Αίγυπτο και στις παραδόσεις
των διαφόρων λαών μεταξύ των οποίων εγκαθίσταντο. Δεν είναι
καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η πνευματική ζέση του ελληνικού
κόσμου είχε ως αφετηρία τις ιωνικές πόλεις της Ανατολίας,
πορώδεις μητροπόλεις που συνδέονταν με την Ασία. Τα έργα του
Εκαταίου του Μιλήσιου και του Ηροδότου μαρτυρούν την
περιέργεια για άλλες κουλτούρες, η οποία ήταν προϊόν ενός
πολιτισμού που συμβίωνε μαζί με πολλούς άλλους
διαφορετικούς λαούς στα δαντελωτά παράλια της Μεσογείου,
ανταλλάσσοντας στοιχεία και βελτιώνοντας τις θεωρίες τους
σχετικά με τη ναυσιπλοΐα, την αστρονομία, την ιατρική και τη
φιλοσοφία. Ο Δημόκριτος, περίφημος για τη διατύπωση της
ατομικής θεωρίας του σύμπαντος, γεννήθηκε στη Θράκη και
έζησε όλη του τη ζωή εν κινήσει, ταξιδεύοντας στις διάφορες
ελληνικές πόλεις, την Ασία και την Αίγυπτο πριν εγκατασταθεί
στην Αθήνα.
Στην καρδιά της ελληνικής κοινωνίας ήταν η πόλις. Είναι η
ρίζα λέξεων που συνδηλώνουν οτιδήποτε αστικό –«μητρόπολη»,
«μητροπολιτικός» και «κοσμοπολίτης»– αλλά και οτιδήποτε έχει
να κάνει με την οργάνωση της ίδιας της ανθρώπινης κοινωνίας –
«πολίτευμα», «πολιτική» και «πολιτικός». Η πολιτική φιλοσοφία
έχει τις ρίζες της στην αναζήτηση της ορθολογικής πόλης. Η λέξη
πόλις θα μπορούσε απλώς να ερμηνευτεί ως «άστυ» ή «πόλη-
κράτος»· αλλά ο πλήρης ορισμός της λέξης όπως την εκλάμβαναν
οι Έλληνες δεν μπορεί να διατυπωθεί τόσο άψογα. Με απλά
λόγια, η πόλις ήταν μια πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική και
οικονομική κοινότητα ελεύθερων (ανδρών) πολιτών οργανωμένη
μέσα σε ένα αστικό περιβάλλον.59
Η πόλις με την πολιτική της έννοια δεν υπάρχει στα έπη που
συνέθεσε ο Όμηρος τον 8ο/7ο αι. π.Χ. αλλά ήταν ευρέως
κατανοητή τον 6ο αι. π.Χ. Με άλλα λόγια, άρχισε να
χρησιμοποιείται κατά την περίοδο της ελληνικής εξάπλωσης.
Είναι πιθανό οι Έλληνες άποικοι μακριά από την πατρίδα να
ανέπτυξαν την έννοια των αυτόνομων κοινοτήτων πολιτών,
καθώς αυτοί συνεργάζονταν για να ιδρύσουν πόλεις σε εχθρικά
εδάφη, και αυτή την έννοια να την εξήγαγαν εκ νέου στην
Ελλάδα. Ή ίσως να υπήρξε αποτέλεσμα της ταχύτατης
αστικοποίησης τόσο στην πατρίδα όσο και εκτός αυτής, να ήταν
μια απάντηση σε κάποιο πρόβλημα. Η δημιουργία μιας πόλεως
λεγόταν συνοικισμός – «συνένωση διαφόρων νοικοκυριών».60
Όταν ο Αριστοτέλης έγραψε ότι «ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως
πολιτικό ον» δεν εννοούσε απαραίτητα ότι αγαπάμε το πολιτικό
δράμα στον πυρήνα του. Μια καλύτερη απόδοση θα μπορούσε να
είναι ότι είμαστε εκ φύσεως «αστικά όντα»: τείνουμε να
συνενωνόμαστε για να ικανοποιούμε τις ανάγκες μας και να
δημιουργούμε πολιτισμό. Για τους αρχαίους Έλληνες, η πόλη
ήταν η φυσική κατάσταση της ανθρωπότητας και, αφ’ εαυτής,
κάτι το ιερό. Πράγματι, ήταν απείρως ανώτερη από τη φύση,
γιατί η πόλη από μόνη της παρείχε τις συνθήκες για την ευζωία
και τη δικαιοσύνη. Στην αρχαιοελληνική σκέψη η πόλις δεν ήταν
πρωτίστως μια φυσική τοποθεσία· ήταν μια κοινότητα. Οι
Έλληνες, όταν μιλούσαν για την πόλη, αναφέρονταν στους
«Αθηναίους» και όχι στην «Αθήνα». Αυτή είναι μια σημαντική
διάκριση.
Βαθιά ενσωματωμένα στην εικόνα που είχαν οι Έλληνες για
την ταυτότητά τους δεν ήταν μόνο ο ενθουσιασμός για την
αστική ζωή αλλά και η ιδέα της προσωπικής ανεξαρτησίας κι ένα
μίσος για τη ζωή υπό συνθήκες υποτέλειας στην εξουσία. Οι
περισσότερες πόλεις-κράτη ανέτρεψαν τους βασιλείς τους κατά
τον 9ο και 8ο αι. π.Χ. Μέσα από τη συμμετοχή στους θεσμούς
της πόλεως οι Έλληνες θεωρούσαν τους εαυτούς τους πιο
ελεύθερους και πιο ολοκληρωμένους ανθρώπους απ’ ό,τι τους
βαρβάρους. Οι Έλληνες δεν είχαν μόνο κοινή γλώσσα και
πολιτισμό, όπως παραδέχονται οι ίδιοι, αλλά και έναν μοναδικό
τρόπο να οικίζουν πόλεις που τους κρατούσαν ενωμένους είτε
ζούσαν στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας είτε στην Ισπανία·
«υπάρχει μόνο μία Ελλάς», είπε ο ποιητής Ποσείδιππος, «αλλά
πολλές πόλεις».61
Ο αρχαιοελληνικός κόσμος δεν ήταν μια αυτοκρατορία υπό τον
έλεγχο μιας κεντρικής εξουσίας· ήταν ένας πολιτισμός
αποτελούμενος από εκατοντάδες αυτοδιοικούμενες πόλεις – με
πληθυσμούς πολιτών που κυμαίνονταν από 1.000 ως 50.000.
Ήταν τόποι μέσα στους οποίους δοκιμάστηκαν οι θεωρίες
σχετικά με τον τρόπο ζωής στην πόλη. Πήραν τη μορφή
ολιγαρχιών, μοναρχιών, δικτατοριών, αριστοκρατιών και
δημοκρατιών· άλλαξαν ανταποκρινόμενες σε νέες ανάγκες και
απειλές. Αυτή η περίοδος έντονου πειραματισμού σε μια
πληθώρα αστικών εργαστηρίων έθεσε τα θεμέλια της πολιτικής
σκέψης. Επίσης, είχε μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υλική
διάσταση της πόλης.

Η δολοφονία ενός δεκαπεντάχρονου αγοριού, του Αλέξανδρου


Γρηγορόπουλου, από την αστυνομία έβγαλε στους δρόμους της
Αθήνας χιλιάδες ανθρώπων για διαμαρτυρία. Ως αποτέλεσμα, τον
Δεκέμβριο του 2008 η πόλη βίωσε βίαιες ταραχές και λεηλασίες.
Στον απόηχο των ταραχών, και στο ξεκίνημα της ελληνικής
οικονομικής κρίσης, μια ομάδα ακτιβιστών κατέλαβε ειρηνικά
έναν πρώην χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων στην καρδιά της
συνοικίας των Εξαρχείων στην κεντρική Αθήνα, κοντά στο
σημείο όπου πυροβολήθηκε θανάσιμα ο Αλέξανδρος.
Το οικόπεδο επρόκειτο να μετατραπεί σε δημόσιο χώρο το 1990.
Αλλά οι αρχές της πόλης δεν κατάφεραν να το απαλλοτριώσουν
ως το 2009 και έτσι επιλέχθηκε ως χώρος προοριζόμενος για
ανάπτυξη. Οι καταληψίες έσπευσαν να ξηλώσουν την άσφαλτο
και να φυτέψουν δέντρα και λουλούδια· διοργάνωσαν μια
εορταστική δημόσια εκδήλωση και κάποιοι παρέμειναν εκεί για
να φρουρούν το Πάρκο Ναυαρίνου κατά των αρχών. Στους
μήνες και στα χρόνια που ακολούθησαν, η γειτονιά
συγκεντρωνόταν για να αποφασίσει σχετικά με την τύχη του
πάρκου. Στο μεταξύ έχει μετατραπεί σε ένα κόσμημα πρασίνου
στην καρδιά της Αθήνας, ένας τόπος για παιχνίδι, αναψυχή και
χαλάρωση, δημόσιες συζητήσεις αλλά και χώρος διεξαγωγής
πολυάριθμων δημόσιων εκδηλώσεων.62
Η ιστορία του Πάρκου Ναυαρίνου αποτελούσε μέρος ενός
ευρύτερου παγκόσμιου κινήματος στο οποίο οι διαμαρτυρόμενοι
ανακτούσαν και επαναπροσδιόριζαν τη χρήση δημόσιων χώρων
και κτιρίων σε πόλεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Το 2011
διαδηλωτές κατέλαβαν την Πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο και την
πλατεία Πουέρτο ντελ Σολ στη Μαδρίτη. Το Κίνημα «Occupy
Wall Street» (Κατάληψη της Γουόλ Στριτ) κατασκήνωσε στο
Πάρκο Τζουκότι στη Νέα Υόρκη και παρόμοιες διαμαρτυρίες
καταλήψεων ξέσπασαν σε πόλεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Το
2013 οι διαδηλωτές είχαν κατασκηνώσει επί μήνες στο Πάρκο
Γκεζί της Κωνσταντινούπολης.
Όλα αυτά τα παραδείγματα θυμού ενάντια στην εξουσία είχαν
πολλά και διάφορα αίτια. Αλλά είχαν και πολλά κοινά στοιχεία.
Μας λένε πολλά σχετικά με το πώς οι πόλεις έχουν αλλάξει τις
τελευταίες δεκαετίες. Κατά πολλούς τρόπους, οι κοινωνίες έχουν
γίνει πιο εσωστρεφείς, με τον ιδιωτικό χώρο να προηγείται πλέον
του κοινόχρηστου, δημόσιου χώρου. Η εποχή μετά την
τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους έχει αναγάγει
την ασφάλεια και την επιτήρηση σε πρώτιστο στοιχείο στα
κέντρα των πόλεων, που είναι τόποι ελέγχου της κίνησης και
των δραστηριοτήτων. Σε ολόκληρο τον πλανήτη, οι δημόσιοι
χώροι έχουν σε πολλές περιπτώσεις ιδιωτικοποιηθεί, εξυγιανθεί
και ελεγχθεί. Εμπορικά κέντρα, οικονομικά κέντρα και δρόμοι με
καταστήματα δεν είναι ούτε πλήρως δημόσιοι χώροι ούτε
ιδιωτικοί, αλλά κάτι ενδιάμεσο. Η κατάληψη και η μεταμόρφωση
του Πάρκου Ναυαρίνου –και άλλων χώρων στάθμευσης και
κτιρίων στην Αθήνα– συνέβη έπειτα από μια μακρά περίοδο στην
οποία ο δημόσιος χώρος στην πόλη είχε διαβρωθεί. Οι
διαμαρτυρίες στην Τουρκία το 2013 πυροδοτήθηκαν από το
γεγονός ότι η κυβέρνηση του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν
ήθελε να σκάψει έναν από τους τελευταίους εναπομείναντες
χώρους πρασίνου στην Κωνσταντινούπολη και να τον
αντικαταστήσει με ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο. Η Πλατεία
Ταχρίρ –που σημαίνει «Πλατεία Απελευθέρωσης»– ήταν το
επίκεντρο πολυάριθμων διαμαρτυριών επί χρόνια. Αλλά υπό το
καθεστώς του Προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ ο «δημόσιος χώρος»
ήταν ισοδύναμος με τον όρο «κυβερνητικός χώρος»: τόποι που
τελούσαν υπό αυστηρή πειθαρχία και όπου οτιδήποτε σχετικό με
την πολιτική ήταν απαγορευμένο.
Άνθρωποι με αποκλίνουσες θρησκευτικές και πολιτικές απόψεις
και με διαφορετικά υπόβαθρα και εισοδήματα συγκεντρώθηκαν
στην Πλατεία Ταχρίρ. «Η πλατεία σταδιακά μεταμορφώθηκε σε
μια πόλη μέσα στην πόλη. Μέσα σε τρεις μέρες δημιουργήθηκαν
χώροι κατασκήνωσης, αίθουσες Τύπου, ιατρικές εγκαταστάσεις,
πύλες εισόδου, σκηνές για παραστάσεις, αποχωρητήρια, πάγκοι με
τρόφιμα και ποτά, περίπτερα πώλησης εφημερίδων και εκθέσεις
τέχνης». Κάθε μέρα, οι διαδηλωτές ψυχαγωγούνταν με
«συναυλίες, διαγωνισμούς, συζητήσεις, διαλέξεις από σημαντικές
προσωπικότητες των μέσων ενημέρωσης». Οι καταλήψεις σε
πλατείες και πάρκα σε ολόκληρο τον πλανήτη ήταν μια σκόπιμη
άσκηση κριτικής στις σύγχρονες μητροπόλεις και μια προσπάθεια
επαναδημιουργίας μιας ιδανικής, ουτοπικής πόλης εντός της
υπάρχουσας πόλης –τόπων όπου οι πολιτικές διαφωνίες και
συζητήσεις συνυπάρχουν με παραστάσεις, σάτιρα, φαγητό,
αναψυχή, αγορές και κοινωνική αλληλεπίδραση– σε μια εποχή
που η αστική δημόσια ζωή φάνηκε να υποτάσσεται στις ανάγκες
της ασφάλειας, των αυτοκινήτων και του εμπορίου.63
Οι χώροι που τελούσαν υπό προσωρινή κατάληψη κοντά στο
επίκεντρο της οικονομικής εξουσίας (όπως το Πάρκο Τζουκότι) ή
της πολιτικής εξουσίας (Πλατεία Ταχρίρ), μεταμορφωμένοι σε
τόπους δημοκρατικής διαμαρτυρίας, εξυπηρετούσαν ιδεολογικούς
σκοπούς. Στο Πάρκο Γκεζί οι άνθρωποι υπογράμμισαν τους
ευρύτερους τρόπους με τους οποίους η Κωνσταντινούπολη
άλλαζε ενάντια στη βούληση των πολιτών της. Αλλά σε πολλούς
τόπους οι αστικές περιοχές έχουν μεταμορφωθεί από τους
κατοίκους τους γιατί οι ίδιοι θέλουν να εισαγάγουν εκ νέου τη
δημόσια ζωή στην καρδιά της μητρόπολης. Στη Μαδρίτη, οι
κάτοικοι της συνοικίας Λα Λατίνα κατέλαβαν ένα εργοτάξιο και
αποφάσισαν πώς πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Κατά τη διάρκεια
του καλοκαιριού, το Ελ Κάμπο δε Θεβάδα (Αγρός Κριθαριού),
όπως μετονομάστηκε, είναι γεμάτο με φουσκωτές πισίνες·
υπάρχουν συναντήσεις της γειτονιάς, συζητήσεις δύο φορές την
εβδομάδα, λέσχες πρωινού των πολιτών, υπαίθριες θεατρικές
παραστάσεις και κινηματογραφικέρς προβολές· οι κάτοικοι
έστησαν ένα γήπεδο μπάσκετ και δημιούργησαν κήπους. Επί
δεκαετίες στο Χονγκ Κονγκ, χιλιάδες Φιλιππινέζες μετανάστριες
οικιακές βοηθοί κάθε Κυριακή κατακλύζουν τους δρόμους γύρω
από τις τράπεζες, τα επώνυμα καταστήματα και τα πεντάστερα
ξενοδοχεία της πόλης για να κάνουν πικνίκ, να χορέψουν, να
κοινωνικοποιηθούν και να διαμαρτυρηθούν. Μια άλλη πόλη,
διαφορετική, προβάλλει για λίγες ώρες καθώς οι φτωχότεροι και
λιγότερο ασφαλείς άνθρωποι οικειοποιούνται προσωρινά το
λαμπερό οικονομικό κέντρο και το προσαρμόζουν αναλόγως
εξυπηρετώντας τους δικούς τους σκοπούς.
Ο δημόσιος χώρος είναι ένας διαφιλονικούμενος χώρος. Στα
αυταρχικά καθεστώτα –από τις μητροπόλεις της Μεσοποταμίας
ως τις μεσαιωνικές μοναρχίες και έπειτα τα κομμουνιστικά
κράτη– οι υπαίθριοι χώροι στα κέντρα των πόλεων έχουν
χρησιμοποιηθεί ως επί το πλείστον ή αποκλειστικά για επίδειξη
κρατικής ισχύος ή στρατιωτικής δύναμης, αρένες μάλλον για
θέαμα και όχι για συμμετοχή. Στις πόλεις που επηρεάστηκαν από
τον κομφουκιανισμό, ο δημόσιος χώρος είναι ιερός και διέπεται
από τελετουργίες καθήκοντος, αφήνοντας ελάχιστο πεδίο για την
καθημερινή αλληλεπίδραση. Κατά τη διάρκεια της δυναστείας
Τζοσεόν (1392-1897), ενοχλημένοι από το γεγονός ότι ήταν
υποχρεωμένοι να υποκλίνονται διαρκώς σε έφιππους ευγενείς στο
Τζονγκ-ρο, τον κεντρικό δρόμο της Σεούλ, οι απλοί άνθρωποι
κατέφευγαν στα στενοσόκακα που βρίσκονταν παράλληλα στις
κύριες λεωφόρους. Γνωστά και ως Πιμαγκόλ –«Οδός αποφυγής
των αλόγων»– αυτά τα στενά περάσματα, με τα εστιατόρια και
τα καταστήματά τους, έγιναν χώροι συνάθροισης, συνομιλιών και
συναντήσεων – ένας ανεπίσημος δημόσιος χώρος μακριά από
τους κανόνες που διείπαν το επίσημο κομμάτι της μητρόπολης.64
Η δραστηριότητα στους δρόμους αποτελεί αναπόσπαστο
στοιχείο της δημόσιας φύσης των πόλεων. Ωστόσο, ανέκαθεν
υπήρχαν εντάσεις σχετικά με τις διαφορετικές χρήσεις του
δρόμου. Είναι άραγε ένας τόπος όπου η κοινότητα
κοινωνικοποιείται, εργάζεται, κάθεται, κάνει περιπάτους και
παίζει; Ή μήπως προορίζεται για κυκλοφορία οχημάτων και
κοινωνικό έλεγχο; Αυτή η ένταση υπάρχει διαχρονικά στην
ιστορία των πόλεων. Για την Τζέιν Τζέικομπς, ο συνοικιακός
δρόμος πολλαπλών χρήσεων με κυρίαρχους τους πεζούς κατείχε
πάντοτε κεντρική θέση στην αστικότητα. Όπως η ίδια επεσήμανε
εμφατικά, η αυθόρμητη τάξη που προκύπτει στις πόλεις είναι
αποτέλεσμα χιλιάδων καθημερινών δραστηριοτήτων και
αλληλεπιδράσεων στο επίπεδο των δρόμων. Και αυτά τα έγραφε
τις δεκαετίες του 1950 και 1960, όταν ο παλμός της ζωής στα
πεζοδρόμια του Μανχάταν απειλούνταν από αστικές οδούς
ταχείας κυκλοφορίας. Η έλευση του αυτοκινήτου λειτούργησε
κατασταλτικά για τη ζωτικότητα του δρόμου ως τόπου
κοινωνικοποίησης περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Η
καταπολέμηση αυτής της καταπάτησης του αστικού χώρου
αποτελεί, ωστόσο, μέρος μιας ευρύτερης μάχης για την
υπεράσπιση της ψυχής της πόλης τον 21ο αιώνα.
Ο δημόσιος χώρος αποτελεί κοινόχρηστο έδαφος, προσβάσιμο σε
όλους, όπου παίρνει μορφή η κοινωνία των πολιτών. Οι πόλεις
έχουν γίνει εργαστήρια πολιτικού πειραματισμού και ενίοτε τόποι
ριζικών αλλαγών· γι’ αυτό και το δικαίωμα πρόσβασης στην πόλη
έχει αμφισβητηθεί με τόσο πάθος. Εκείνο που διέκρινε τις
αρχαίες ελληνικές πόλεις από τις πόλεις που είχαν προηγηθεί –κι
εκείνο που τις καθιστά τόσο σημαντικές στην ιστορία της
αστικοποίησης– είναι ο τρόπος με τον οποίο η πολιτική
ανάπτυξη της πόλεως έπλασε την ίδια τη φυσική διάταξη της
πόλης. Η ελληνική λέξη αγοράζω αλλά και η λέξη αγορεύω
προέρχονται από τη λέξη «αγορά». Η αγορά, η παλλόμενη καρδιά
της πόλεως, ήταν ο τόπος όπου η συλλογική ενέργεια της πόλεως
–το εμπόριο, η ψυχαγωγία, το κουτσομπολιό, οι δικαστικές
διαδικασίες και η πολιτική– συγχωνεύονταν μέσα σε ένα βουητό
συνομιλιών. Σε ένα μέρος της αγοράς κάποιοι χόρευαν και
τραγουδούσαν· σε ένα άλλο κάποιος κατάπινε ξίφη,
προσπαθώντας απεγνωσμένα να αποσπάσει την προσοχή εις
βάρος ενός ανταγωνιστή δεξιοτέχνη. Πάνω σε μια σειρά από
τραπέζια τοποθετημένα έξω στον ήλιο, οι τραπεζίτες
πραγματοποιούσαν τις καθημερινές συναλλαγές τους,
πασχίζοντας να ακουστούν μες στις κραυγές των ψαράδων και
των οπωροπωλών. Στα καταστήματα και στους πάγκους των
πλανόδιων πωλητών κάθε πολιτισμένος άνθρωπος μπορούσε να
βρει ό,τι ποθούσε η ψυχή του. Στην Κίνα, την Κεντρική
Αμερική, τη Βαβυλωνία, την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία,
αντίθετα, η καρδιά της πόλης ήταν ένας τόπος προορισμένος για
την επιβολή της ιερής εξουσίας, όχι για τους ανθρώπους.
Ο ποιητής Εύβουλος συνέλαβε τη μεγαλοπρεπή φύση της
δημόσιας και ιδιωτικής, πολιτικής και εμπορικής ζωής της
αθηναϊκής αγοράς: «Εκεί θα βρεις να πωλούνται τα πάντα στο
ίδιο σημείο στην Αθήνα: σύκα, κλητήρες, τσαμπιά με σταφύλια,
γογγύλια, αχλάδια, μήλα, μάρτυρες, τριαντάφυλλα, μούσμουλα,
χυλός, κερήθρες, ρεβίθια, αγωγές, πηγμένο πρωτόγαλα, μελόπιτες,
μυρτιά, κληρωτήρια, ίριδες, αρνιά, κλεψύδρες, νόμοι,
καταγγελίες». Στο έργο Νεφέλαι ο Αριστοφάνης αστειευόμενος
αναφέρει ότι οι Αθηναίοι πήγαιναν στην αγορά για να κάνουν
«βρόμικα χωρατά για το κρεβάτι των άλλων». Επίσης,
συζητούσαν την επικαιρότητα και τις πολιτικές υποθέσεις της
πόλης. Οι συζητήσεις και η ανταλλαγή πληροφοριών δημοσίως –
από τις μοιχείες ως τη διοίκηση– ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της
αστικής ζωής.65
Ο χώρος της αθηναϊκής αγοράς, 150 στρεμμάτων περίπου,
«εκκαθαρίστηκε» από τον λαϊκιστή τύραννο Πεισίστρατο και τον
γιο του Ιππία, που κυβέρνησαν επί μακρόν κατά το χρονικό
διάστημα μεταξύ 561 και 510 π.Χ., για να φιλοξενήσει τα
συνήθη επιδεικτικά κτίρια που κοσμούν τις δικτατορίες. Επί
Κλεισθένη, αυτού του ριζοσπαστικού αριστοκράτη που απέσπασε
την εξουσία το 507 π.Χ., η αγορά απέκτησε όψη πιο
δημοκρατική, αν όχι χαοτική. Υπό την κυριαρχία της
δημοκρατίας, οι πάγκοι πλανόδιων πωλητών και τα
καταστήματα ήταν ευπρόσδεκτα στον ιερό περίβολο.
Κιονοστοιχίες, γνωστές ως στοαί, πρόσφεραν προσωρινή
ανακούφιση από τον ήλιο του καλοκαιριού και τους ανέμους του
χειμώνα. Νέα δημόσια κτίρια έκαναν την εμφάνισή τους, μεταξύ
αυτών το Βουλευτήριο και τα δικαστήρια. Η αστική κυβέρνηση
αναμειγνυόταν και γινόταν ένα με τη βρόμικη οχλοβοή των
καθημερινών εργασιών της κοινότητας.66
Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις ήταν μικρές κοινωνίες όπου οι
άνθρωποι έρχονταν σε άμεση επαφή και όλοι γνωρίζονταν
μεταξύ τους. Η Αθήνα –με 40.000-50.000 ενήλικους άνδρες
πολίτες σε συνολικό πληθυσμό 250.000 ατόμων– ήταν μια πόλη
άλλου μεγέθους. Με τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις του
Κλεισθένη, η αρχαία φυλετική κοινωνία της Αττικής είχε
κατακερματιστεί βίαια· τη θέση της πήραν δέκα τεχνητές αστικές
φυλές – απαλλαγμένες από φατρίες και τοπικές πελατειακές
εξαρτήσεις. Αυτή η δημοκρατική πόλις ήταν μια πόλη αγνώστων
μεταξύ τους που τους είχε ζητηθεί να συνεργαστούν στη
διακυβέρνηση του κράτους. Η λειτουργία ενός τόσο περίπλοκου
συστήματος ήταν εφικτή με την αλλαγή του ίδιου του ιστού της
πόλης.
Τα 500 μέλη της Βουλής, που επιλέγονταν ετησίως με κλήρωση
από ολόκληρο το σώμα των πολιτών, συνεδρίαζαν στο δικό τους
κτίριο στην αγορά. Από εκεί μέσα, πίσω από τους ψηλούς
τοίχους του κτιρίου, διοικούνταν η πόλη. Τα δικαστήρια, ωστόσο,
ήταν τελείως διαφορετικά. Ο χώρος του δικαστηρίου ήταν
ασκεπής και είχε έναν χαμηλό τοίχο. Κάθε πολίτης είχε το
δικαίωμα να συμμετάσχει ως δικαστής και οι δικαστές
επιλέγονταν με κλήρωση για τις δίκες της συγκεκριμένης ημέρας.
Το σώμα των ενόρκων αποτελούνταν από τουλάχιστον 201
πολίτες για μια συνήθη δίκη, αλλά για μια δίκη του κράτους ο
ελάχιστος αριθμός ήταν 501 και ανερχόταν στον μέγιστο αριθμό
που μπορούσε να φιλοξενήσει το κτίριο, δηλαδή σε 1.500. Το
δικαστήριο ήταν σκόπιμα ανοιχτό στο αλισβερίσι και στην
ένταση της αγοράς· οι αγωγές προφανώς παρείχαν θέματα για τις
ατελείωτες συζητήσεις στην πλατεία καθώς ο κόσμος έμπαινε κι
έβγαινε από το κτίριο. Συζητήσεις, εκδικάσεις αγωγών και
εμπόριο, όλα τους αλληλοσυγκρούονταν και συνυπήρχαν στην
πόλη, ανεπίσημο και επίσημο αναμειγνύονταν απρόσκοπτα σε
ένα αμάλγαμα· ως αποτέλεσμα, δημόσιος και ιδιωτικός βίος
συνυφαίνονταν σε βαθμό που να είναι σχεδόν δυσδιάκριτοι.
Καθώς έλεγαν, όποιος δεν είχε άποψη για τα δημόσια πράγματα,
δεν είχε καν λόγο να παραμένει στην πόλη.
Στις περισσότερες πόλεις η συνέλευση των πολιτών
πραγματοποιούνταν στην αγορά. Η μαζική κλίμακα του
αθηναϊκού δημοκρατικού πειράματος οδήγησε σε καινοτομία
στην πολιτική τοπογραφία της πόλης. Σε απόσταση δέκα λεπτών
με τα πόδια από την αγορά, στις παρυφές ενός πεταλόσχημου
λόφου, εργάτες λάξευσαν σκαλοπάτια πάνω σε έναν βράχο
δημιουργώντας ένα βήμα. Ο λόφος έγινε χώρος συνελεύσεων
χωρητικότητας (περίπου) 6.000 πολιτών· όλοι είχαν το δικαίωμα
να ανέβουν στο βήμα και να απευθυνθούν στους συμπολίτες
τους. Αυτό το σημείο, ο χώρος συνέλευσης των Αθηναίων,
ονομάστηκε Πνύκα. Η δημιουργία του το 507 π.Χ., με την
έναρξη των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη, εγκαθίδρυσε σε
φυσική μορφή την πραγματικότητα της λαϊκής κυριαρχίας και
της μαζικής συμμετοχικότητας.67
Στις συνελεύσεις οι πολίτες είχαν τον τελευταίο λόγο σε ό,τι
αφορούσε τη νομοθεσία· εξέλεγαν και καλούσαν σε λογοδοσία
τους άρχοντες και τους στρατηγούς της πόλης· και ψήφιζαν
σχετικά με την εξωτερική πολιτική, τα στρατιωτικά θέματα και
τις εσωτερικές υποθέσεις της πόλης. Για τη συνήθη
δραστηριότητα της εκκλησίας του δήμου απαιτούνταν απαρτία
6.000 συμμετεχόντων κι έτσι η πλαγιά του λόφου θα ήταν εξ
ολοκλήρου γεμάτη μία φορά την εβδομάδα για τη
διαπραγμάτευση και την επικύρωση δημόσιων υποθέσεων. Το
όνομα αυτού του χώρου, Πνύκα, συνδέεται με τη λέξη «πυκνός».
Σε μια τόσο εκτεταμένη πόλιν, όπου οι δημόσιες ευθύνες
μοιράζονταν μεταξύ αγνώστων, η σημασία της προσωπικής και
δημόσιας ορατότητας και διαφάνειας ήταν τεράστια. Η Πνύκα
επέτρεπε στους ανθρώπους να βλέπουν πώς οι συμπολίτες τους
αντιδρούσαν σε μια δημηγορία, πώς ψήφιζαν, πώς
συμπεριφέρονταν.
Ο Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός Περικλής, στην περίφημη
αγόρευσή του το 431 π.Χ., παρότρυνε τους συμπολίτες του να
αγαπούν την πόλη τους. Αλλά δεν έκανε λόγο για «αγάπη» ως
μια γενική και συνήθη έννοια ούτε ως ένα είδος πατριωτικού
ζήλου. Η ακριβής έννοια της «αγάπης» του ήταν των εραστών,
το πάθος που νιώθουν οι ερωτικοί σύντροφοι.68
Όλοι οι Έλληνες είχαν έναν παθιασμένο δεσμό με την πόλη
τους. Οι άνδρες πολίτες ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν και να
πεθάνουν για την πόλιν τους. Οι διαγωνιζόμενοι στους
Ολυμπιακούς Αγώνες εκπροσωπούσαν την πόλιν τους· ο δεσμός
με την πόλη ήταν το θεμέλιο της προσωπικής ταυτότητας και,
όπως επισημαίνει ο Περικλής, ήταν κάτι βαθιά συναισθηματικό.
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να λειτουργήσει μια πόλις; Σε έναν
κόσμο όπου κυριαρχούσαν τύραννοι, ιερείς και ευγενείς
πολεμιστές, η αυτοδιακυβέρνηση ήταν μια νέα ιδέα στα
ανθρώπινα πράγματα· η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν ακόμα πιο
ριζοσπαστική. Η δημιουργία δημόσιου χώρου βοήθησε στην
ενίσχυση της συλλογικής ενέργειας που απαιτούνταν για τη
λειτουργία της πόλης. Υπήρχαν οι θεσμοί του δημοτικού
δημοκρατισμού· υπήρχαν επίσης γυμνάσια, θέατρα και στάδια,
χώροι συνάθροισης και συγχρωτισμού των πολιτών. Αλλά το
πάθος εκείνο για το οποίο έκανε λόγο ο Περικλής γεννήθηκε από
άλλα μέσα. Ένας επικριτής της δημοκρατίας παραπονέθηκε ότι
οι δημόσιες υποθέσεις της Αθήνας συχνά διακόπτονταν στην
πράξη γιατί «έπρεπε να διοργανώσουν περισσότερες εορτές από
οποιαδήποτε άλλη ελληνική πόλη». Μία στις τρεις μέρες στο
αθηναϊκό ημερολόγιο υπήρχε κάποια υπαίθρια εορτή, πομπή,
αθλητική εκδήλωση ή θρησκευτική τελετή.
Τα Παναθήναια, «η εορτή όλων των Αθηναίων», ήταν η πιο
λαμπρή και ιερή περίσταση στο ημερολόγιο και η εκδήλωση που
οδηγούσε την πόλη σε μια ευφορία ενότητας. Εξίσου
συναρπαστικά –αν όχι ακόμα περισσότερο– ήταν τα Διονύσια,
που πραγματοποιούνταν την άνοιξη. Συμμετείχαν όλοι οι τομείς
της αθηναϊκής κοινωνίας και πολλοί μετέφεραν φαγητό, μεγάλα
καρβέλια ψωμί και τεράστιους ασκούς με κρασί για το συμπόσιο
που θα ακολουθούσε. Οι άνδρες πολίτες μετέφεραν φαλλούς από
ξύλο, χρυσό και ορείχαλκο πάνω σε ιστούς ή τεράστια ανδρικά
μόρια σε στύση που τα έσερναν πάνω σε άρματα. Μετά την
πομπή ακολουθούσαν εξαιρετικά ανταγωνιστικοί χορικοί αγώνες
μεταξύ μεγάλων ομάδων πολιτών που τραγουδούσαν. Ερμήνευαν
άγρια και εκστατικά τραγούδια και πραγματοποιούσαν χορούς
προς τιμήν του Διονύσου, στους οποίους συμμετείχαν 500 άτομα
ταυτόχρονα. Έπονταν συμπόσια και μια νυχτερινή πομπή
γνωστή ως κομός, ένα ξέφρενο γλέντι μασκοφόρων και
μεταμφιεσμένων στους φωτισμένους από δαυλούς δρόμους ως
τις μικρές ώρες.
Τη στιγμή που άρχιζε ο πονοκέφαλος από το ξενύχτι,
πραγματοποιούνταν η κύρια εκδήλωση των Διονυσίων. Από το
440 π.Χ. τελούνταν στο Ωδείον, μια αίθουσα που ιδρύθηκε από
τον Περικλή και προοριζόταν για μουσικούς αγώνες. Εκεί, ο
επώνυμος άρχων παρουσίαζε τους τρεις δραματικούς ποιητές που
είχαν επιλεγεί για να διαγωνιστούν τις αμέσως επόμενες μέρες.
Κάθε δραματικός ποιητής όφειλε να ανεβάσει τρεις τραγωδίες και
ένα σατυρικό δράμα, γεμάτο φάρσες και ικανό να σπάει ταμπού.
Τις μέρες που ακολουθούσαν, οι θεατρικές παραστάσεις
παρουσιάζονταν η μία μετά την άλλη στο Θέατρο του Διονύσου.
Έτσι, μέσα σε μερικές δεκαετίες, το κοινό παρακολούθησε τις
πρεμιέρες καθοριστικών δραμάτων από δημιουργούς όπως ο
Αισχύλος, ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής.
«Η οδός που οδηγεί στην Αθήνα είναι ευχάριστη», έγραψε ο
φιλόσοφος Δικαίαρχος σχετικά με την προσέγγισή του στη
θρυλική πόλη των φιλοσόφων, των ποιητών και των πολιτικών
προσωπικοτήτων, «διασχίζοντας καλλιεργημένους αγρούς σε όλη
τη διαδρομή». Αλλά η ίδια η πόλη δεν είχε επαρκή παροχή
νερού. Οι δρόμοι ήταν «βρόμικα παλιά σοκάκια» και οι οικίες
ήταν ως επί το πλείστον αφρόντιστες και άθλιες, ακόμα κι
εκείνες των πλουσίων. Οποιοσδήποτε επισκεπτόταν για πρώτη
φορά την πόλη, σημείωσε άναυδος ο Δικαίαρχος, «θα
δυσκολευόταν να πιστέψει πως αυτή είναι η Αθήνα για την
οποία είχε τόσα ακούσει». Η αρχαιολογία τον δικαιώνει: οι οικίες
ήταν αδρά κατασκευασμένες, μικρές και σκοτεινές. Ήταν
συνωστισμένες όλες μαζί, σαν σε παραγκούπολη, με πολύ
στενούς δρόμους και αδιέξοδα σοκάκια. Δεν υπήρχε σύστημα
αποχέτευσης και άρα το νερό της βροχής κατέληγε στους
γεμάτους λακκούβες δρόμους.
Η Αθήνα ήταν πολύ πυκνοκατοικημένη και με πολύ «στενές»
σχέσεις. Η ιδιωτική ζωή ήταν πολύ πιο υποβιβασμένη σε σχέση
με τη δημόσια. Το μπερδεμένο κουβάρι των δρόμων και ο
σαματάς της αγοράς ωθούσαν τους ανθρώπους στη μεταξύ τους
προσέγγιση. Η οργανική ανάπτυξη της Αθήνας, όσο κι αν ήταν
παράλογη και φύρδην μίγδην, μπορεί να αποτέλεσε και ένα από
τα πιο δυνατά της σημεία. Οι Αθηναίοι, αφηγείται ο Ηρόδοτος,
είχαν «παραιτηθεί και χαλαρώσει» κατά τη διάρκεια της
τυραννίας. Αλλά μετά τον Κλεισθένη και την έλευση της
δημοκρατίας, συνεχίζει ο Ηρόδοτος, έγιναν υπερδύναμη: «Όχι
μόνο σε έναν τομέα, αλλά σε οτιδήποτε έβαζαν με τον νου τους,
αποδείκνυαν με εύγλωττο τρόπο τι μπορούν να καταφέρουν η
ισότητα και η ελευθερία». Προκειμένου να είναι αποτελεσματική,
η δημοκρατία και οι τρόποι λειτουργίας της έπρεπε να
«φετιχοποιηθούν». Η ελεύθερη έκφραση και η απεριόριστη
διερεύνηση του νοήματος της ζωής είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο
για τις ανθρώπινες κοινωνίες, γιατί είναι επικίνδυνο και
αποσταθεροποιητικό. Αλλά ήταν αποδεκτό γιατί λειτουργούσε. Η
Αθήνα υπερείχε τον 5ο αι. π.Χ. ως οικονομική, στρατιωτική και
αυτοκρατορική υπερδύναμη. Σε μια πόλη που έκανε τα πάντα
για να πετύχει, καταμεσής μιας πολύβουης φλυαρίας από ιδέες
και ατρόμητη απέναντι στα τολμηρά πειράματα, η φιλοσοφία
είχε απτά οφέλη.
Γράφοντας πολύ αργότερα, ο Κικέρωνας παρατήρησε ότι ο
Σωκράτης εφάρμοζε τη φιλοσοφία στην «καθημερινή ζωή»,
«κατευθύνοντας τις αναζητήσεις του σε αρετές και ελαττώματα».
Στις χαοτικές, μπερδεμένες ζωές των «απλών» ανθρώπων
μπορούσε κάποιος να ανακαλύψει γενικές αλήθειες σχετικά με
την ανθρώπινη υπόσταση. Οι δρόμοι και η αγορά πρόσφεραν
αυτό ακριβώς το είδος ενόρασης – ειδικά ο λαβύρινθος της
Αθήνας με την κουλτούρα της υπαίθριας συναναστροφής. Ο
Σωκράτης σύχναζε στη συνοικία του Κεραμεικού στην Αθήνα –
στην ταπεινή γειτονιά των κεραμέων και των πορνών. Καθώς δεν
επιτρεπόταν η είσοδος της νεολαίας στην αγορά, περιδιάβαινε τα
εργαστήρια στα όρια της αγοράς, όπου οι τεχνίτες
απασχολούνταν με την εργασία τους και οι υποδηματοποιοί
έμπηγαν καρφιά σε δερμάτινα σανδάλια. Ασκούνταν στο
κατώτερο γυμνάσιο του Κυνοσάργους εκτός των τειχών της
πόλης, όπου ήταν επιτρεπτό να ασκούνται οι «νόθοι πολίτες»,
αγόρια και άνδρες που είχαν έναν γονέα μη γηγενή. Ο Σωκράτης
περιφερόταν στην πόλη θέτοντας ερωτήματα και πιάνοντας
κουβέντα με τους ανθρώπους που συναντούσε, από την κορυφή
ή τη βάση της κοινωνίας, ελεύθερους πολίτες, γυναίκες και
δούλους· όταν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία, αγόρευε μπροστά
σε πλήθη ακροατών στην αγορά.
Ο νεαρός Σωκράτης συνάντησε τον φιλόσοφο Παρμενίδη, αλλά
και τον συμπολίτη του Ζήνωνα, στην ταπεινή γειτονιά του
Κεραμεικού, όπου έμεναν. Οι στοχαστές αυτοί είχαν έρθει από τη
νότια Ιταλία. Η Αθήνα δεν ήταν ως τότε ξακουστή για τη
λογοτεχνική δημιουργία, τους φιλοσόφους ή τους επιστήμονές
της: μεγάλο μέρος της πνευματικής και καλλιτεχνικής ενέργειας
της Ελλάδας προερχόταν από τη Μικρά Ασία και άλλες αποικίες.
Η νεόπλουτη Αθήνα –με την πειραματική δημοκρατία της, τις
στρατιωτικές επιτυχίες και τον ταχύτατα αυξανόμενο πλούτο–
προσέλκυε ανθρώπους από ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Οι
πατέρες της ιστορίας και της ιατρικής –ο Ηρόδοτος και ο
Ιπποκράτης αντίστοιχα– ήταν μη γηγενείς κάτοικοι που τους είχε
προσελκύσει η Αθήνα, όπως και ο επιστήμονας Αναξαγόρας, ο
θεωρητικός πολιτικός Πρωταγόρας, ο μαθηματικός Θεόδωρος, ο
ρήτορας Γοργίας, ο ποιητής Σιμωνίδης και ο φιλόσοφος
Αριστοτέλης. Πολύ περισσότεροι μη γηγενείς κάτοικοι της
Αθήνας συνεισέφεραν ως δεινοί γλύπτες, καλλιτέχνες, τεχνίτες
και έμποροι. «Η πόλη μας είναι διάπλατα ανοιχτή στον κόσμο»,
καμάρωνε ο Περικλής. «Λόγω του μεγαλείου της πόλης μας οι
καρποί ολόκληρης της γης συρρέουν εδώ σε εμάς· έτσι
απολαμβάνουμε αγαθά από άλλους τόπους εξίσου ελεύθερα με
τα δικά μας».
Ο δυναμισμός της Αθήνας το πρώτο μισό του 5ου αι. π.Χ.
ήταν, σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα ενός πλήθους πολιτών που
εκτοξεύτηκε από 30.000 περίπου το 480 π.Χ. σε 50.000 το 450
π.Χ., ως συνέπεια της μετανάστευσης και της αιφνίδιας
εισαγωγής νέων τρόπων σκέψης. Η κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα
που συναντούσε ο Σωκράτης κατά τις περιπλανήσεις του στην
πόλη οφειλόταν στο γεγονός ότι η Αθήνα ήταν δεκτική, μέσω
των δημόσιων χώρων της και των ανοιχτών θεσμών της, σε μια
σειρά νεόκοπων πολιτών. Η συμφόρηση και οι στενές σχέσεις του
αστικού περιβάλλοντος ευνόησαν την κυκλοφορία και την
ανταλλαγή ιδεών· το μείγμα πολιτικής, φιλοσοφίας, τέχνης,
λιανεμπορίου και επιχειρηματικότητας στους δρόμους της
Αθήνας της προσέδωσε αυτόν ακριβώς τον αξιοθαύμαστο
αναβρασμό της.
Τα πράγματα άλλαξαν στα μέσα του αιώνα. Το 451–450 π.Χ. οι
νόμοι του Περικλή για τους πολίτες δημιούργησαν μία νέα
κατηγορία, τον ελεύθερο μη Αθηναίο κάτοικο ή μέτοικο. Ως
απάντηση στη μετανάστευση, το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη
περιοριζόταν σε όσους πολίτες ήταν γηγενείς Αθηναίοι. Οι
μετανάστες εξακολουθούσαν να είναι ευπρόσδεκτοι –άλλωστε,
ήταν απαραίτητοι ως ενεργειακό δυναμικό της πόλης– αλλά οι
επήλυδες και οι απόγονοί τους δεν μπορούσαν πλέον να
συμμετέχουν στην πολιτική διαδικασία ή να απολαμβάνουν
ιδιοκτησιακά δικαιώματα· δεν μπορούσαν να συνάψουν γάμους
με τον «αυτόχθονα» πληθυσμό. Οι πολίτες της Αθήνας
αντιστοιχούσαν σε μόλις 15% του συνολικού πληθυσμού. Και,
ακόμα και σε αυτή την ιερή ελίτ, υπήρχε σημαντικός αριθμός
φτωχών και περιθωριοποιημένων ανθρώπων. (Πολλές είναι οι
ομοιότητες μεταξύ της Αθήνας του 5ου αι. π.χ. και του
Ντουμπάι των ημερών μας. Στην πόλη του Κόλπου, μόλις το
15% του πληθυσμού είναι γηγενείς. Η πόλη έχει τους δικούς της
μετοίκους – προνομιούχους μετανάστες που απολαμβάνουν το
δικαίωμα να βγάζουν χρήματα και να τα ξοδεύουν. Από την
άλλη, υπάρχει μια τεράστια δεξαμενή μεταναστών που ζουν μέσα
σε ένδεια και ανασφάλεια, οι οποίοι χτίζουν την πόλη και
εξυπηρετούν τις πολλαπλές ανάγκες των εύπορων κατοίκων της.
Στην αρχαία Αθήνα, όπως και στο Ντουμπάι, υπήρχαν δύο
πόλεις: η πόλη του πολίτη και η πόλη του
περιθωριοποιημένου69.)
Οι γυναίκες στην Αθήνα ήταν αποκλεισμένες από την
εκπαίδευση και όσες ήταν πλούσιες και αξιοσέβαστες παρέμεναν
αποκομμένες από την υπόλοιπη κοινωνία. Η οχλαγωγία στην
αγορά περιλάμβανε φυσικά και γυναίκες, αλλά αυτές ήταν
δούλες, μέτοικοι και γυναίκες που ανήκαν σε κατώτερα
κοινωνικά στρώματα, οι οποίες αγόραζαν και πωλούσαν αγαθά κι
έκαναν διάφορα θελήματα. Οι εορτασμοί και τα ιδιωτικά
συμπόσια περιλάμβαναν και γυναίκες, αλλά επρόκειτο για
χορεύτριες και εταίρες που ήταν στην απόλυτη διάθεση των
ανδρών. Ήταν μια αρσενική πόλη, μια πόλη όπου οι άνδρες
καταπίεζαν τις γυναίκες με τρόπο ενεργό.
Η χρυσή εποχή της Αθήνας ήταν βραχύβια. Με την ολοένα και
πιο δεσποτική στάση της απέναντι στους ξένους τόσο εντός όσο
και εκτός της πόλης, απέκτησε εχθρούς. Το 430 π.Χ. ο λοιμός
σάρωσε την πόλη. Η επιδημία εισχώρησε στην Αθήνα, το
σταυροδρόμι της αρχαίας Μεσογείου, μέσω του πολυσύχναστου
λιμανιού της, του Πειραιά, και ερήμωσε την πόλη. Η μετάδοσή
της επιταχύνθηκε από τις άσχημες συνθήκες υγιεινής, τον
συνωστισμό και τη συνήθεια των αδιάκοπων συναναστροφών.
Από το ένα τρίτο ως τα δύο τρίτα του πληθυσμού υπέκυψαν.
Ακολούθησαν δεκαετίες πολέμου. Το 404 π.Χ. –μόλις έναν αιώνα
αφότου οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη την είχαν εκτοξεύσει
στο απόλυτο μεγαλείο της– η ισχύς της Αθήνας χάθηκε και το
σύνταγμά της καταργήθηκε.

«Κάθε πόλη», έγραφε ο Πλάτωνας, «βρίσκεται εκ φύσεως σε


πόλεμο με όλες τις άλλες, ακήρυχτο αλλά αιώνιο». Μέσα από τον
μακρόχρονο μεταξύ τους ανταγωνισμό οι πόλεις-κράτη
βελτιώθηκαν και αναδείχθηκαν σε μερικές από τις πιο σπουδαίες
πόλεις στην ιστορία. Αλλά μια σειρά από αταίριαστες,
ανταγωνιστικές και διεσπαρμένες πόλεις-κράτη οδηγεί σε μεγάλη
αδυναμία. Ο πόλεμος μεταξύ των πόλεων ήταν ενδημικός. Ως
διοικητική μονάδα, η ανεξάρτητη πόλη-κράτος πρόσφερε στους
πολίτες της πολλά οφέλη. Τελικά όμως δεν μπορούσε να τους
προστατέψει από τις δυνάμεις των μεγάλων, πυκνοκατοικημένων
εδαφικών επικρατειών.
Ο Φίλιππος ο Μακεδόνας σάρωσε την Ελλάδα, συνθλίβοντας τις
τελευταίες ανεξάρτητες πόλεις-κράτη ως το 338 π.Χ. Επί της
βασιλείας του γιου του, οι ελληνικές ιδέες και πόλεις συνέχισαν
να ακμάζουν – στα βάθη της Ασίας αυτή τη φορά. Ο Μέγας
Αλέξανδρος υπέταξε την Περσική Αυτοκρατορία. Κατέλαβε τη
Βαβυλώνα. Προέλασε στην Ινδία. Καθ’ οδόν, από τα Βαλκάνια ως
την Πουντζάμπ, ιδρύθηκαν δεκάδες πόλεις από Έλληνες
αποίκους και βετεράνους του στρατού που κόμιζαν τα ιδεολογικά
και φυσικά αποτυπώματα της αρχαίας πόλεως. Η φιλόδοξη
πόλη-κράτος άρχισε να εξαπλώνεται στην ενδοχώρα.
Οι Έλληνες απορρόφησαν την αρχαία γνώση σε τόπους όπως η
Βαβυλώνα και η αρχαία περσική πόλη Σούσα. Ίσως το πιο
ενδιαφέρον παράδειγμα ελληνικής υβριδοποίησης να
παρατηρήθηκε στο ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής, που
προέκυψε πολύ μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου. Εκτεινόμενο
από την Κασπία Θάλασσα μέσω μεγάλων περιοχών των
σημερινών Ιράν, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Αφγανιστάν,
Τατζικιστάν και Πακιστάν, στη μέγιστη ακμή του κατά τον 2ο
και 1ο αι. π.Χ., θεωρούνταν ένας από τους πιο πλούσιους τόπους
του κόσμου και η «αυτοκρατορία των χιλίων πόλεων». Στο Άι-
Χανούμ, στο σημερινό βόρειο Αφγανιστάν, υπήρχε ένα ανάκτορο
που συνδύαζε περσική και ελληνική αρχιτεκτονική και ναοί
αφιερωμένοι στον Δία οι οποίοι είχαν κατασκευαστεί κατά τα
ζωροαστρικά πρότυπα. Εκεί, 4.000 χιλιόμετρα από την Αθήνα,
υπήρχε μία αγορά, ένα από τα μεγαλύτερα γυμνάσια του αρχαίου
κόσμου και ένα θέατρο με χωρητικότητα έως και 6.000 θεατών.
Η ελληνική αρχιτεκτονική και τέχνη επηρέασε την Ινδία και, σε
μικρότερο βαθμό, την Κίνα. Οι πρώτες απεικονίσεις του Βούδα
ήταν εμπνευσμένες από ελληνικά αγάλματα του Απόλλωνα. Τα
δράματα του Σοφοκλή και του Ευριπίδη παρουσιάζονταν στην
Περσία και στην Κοιλάδα του Ινδού ποταμού, ενώ η Ιλιάδα
συνέβαλε στη διαμόρφωση των πρώιμων σανσκριτικών επών· σε
ολόκληρη την κεντρική Ασία διάβαζαν Αριστοτέλη και
συζητούσαν για τα γραπτά του.
Η μνήμη του Αλεξάνδρου είχε αφήσει τη σφραγίδα της σε όλο
το μονοπάτι των κατακτήσεών του. Η Βουκέφαλος Αλεξάνδρεια
στο σημερινό Πακιστάν οφείλει το όνομά της στο αγαπημένο
άλογο του Αλεξάνδρου· η Αλεξάνδρεια Προφθασία (μεταξύ του
Χεράτ και του Κανταχάρ) ονομάστηκε έτσι (η λέξη έχει την
έννοια του «προλαμβάνειν») γιατί εκεί ακριβώς ο αυτοκράτορας
ανακάλυψε μια συνωμοσία ενάντια στη ζωή του. Η Αλεξάνδρεια
στον Ινδό ιδρύθηκε με την πρόθεση να γίνει μία από τις
μεγαλύτερες πόλεις-λιμάνια του κόσμου. Η πόλη που ίδρυσε μια
ομάδα απόμαχων στην Κοιλάδα της Φεργκάνα, στο σημερινό
Τατζικιστάν, ονομάστηκε Αλεξάνδρεια Εσχάτη, σηματοδοτώντας
την τελική έκταση της διείσδυσης της πόλεως στην κεντρική
Ασία. Η Αλεξάνδρεια Νίκαια στην Πουντζάμπ σηματοδοτεί τη
νίκη του Αλεξάνδρου και ήταν η ανατολικότερη Αλεξάνδρεια
όλων.
Η μακροβιότερη Αλεξάνδρεια βρίσκεται στην Αίγυπτο. Μετά
την κατάκτηση του αρχαίου βασιλείου από τον Αλέξανδρο το
332 π.Χ., ο ίδιος είδε στον ύπνο του ότι τον επισκέφτηκε ο
Όμηρος και του απήγγειλε ένα μέρος της Οδύσσειας. Οι στίχοι
αφορούσαν το νησί του Φάρου στη μεσογειακή ακτή. Ο
Αλέξανδρος πήγε σε εκείνο το απομακρυσμένο βραχώδες σημείο
και συνέλαβε νοερά την πιο συναρπαστική πόλη που θα
μπορούσε ποτέ να υπάρξει. Ο Δεινοκράτης ο Ρόδιος, ο
πολεοδόμος του Αλεξάνδρου, σχημάτισε με σπόρους δημητριακών
τον κάνναβο του οδικού δικτύου. Όταν τα πουλιά εφόρμησαν
για να καταβροχθίσουν τα δημητριακά, κάποιοι είπαν ότι ήταν
κακός οιωνός. Αλλά ο μάντης του Αλεξάνδρου είχε άλλη άποψη:
κάποτε αυτή η πόλη θα έθρεφε τον πλανήτη.70
Το σύνθετο σχέδιο από δρόμους και σοκάκια που χαρακτήριζε
το οδικό δίκτυο της Αθήνας και την έκανε τόσο δυναμική
συνδέθηκε με την αναρχία της δημοκρατίας που είχε
καταστρέψει την πόλη. Ο Πλάτωνας ζούσε στη σκιά του
μεγαλείου της Αθήνας, όταν οι δόξες της εποχής του Περικλή
είχαν πια τελειώσει. Φαντάστηκε τη δημιουργία μιας Ιδανικής
Πολιτείας από το μηδέν, βασισμένης σε μια φιλοσοφική
κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και στις μαθηματικές αρχές
της κατανομής του αστικού χώρου. Το είδος της πόλης που κατά
τον Πλάτωνα άρμοζε στις ανθρώπινες ανάγκες είχε αυστηρή τάξη
– την τάξη του νόμου, την τάξη μιας ισχυρής κυβέρνησης και
την τάξη της γεωμετρικής τελειότητας που χαρακτηρίζει το
πρωτότυπο σχέδιό της.
Τα άκαμπτα και μονότονα συστήματα καννάβου μπορεί να
μοιάζουν σύγχρονα αλλά η επιθυμία για γεωμετρική τάξη είναι
τόσο αρχαία όσο και οι πρώτες πόλεις. Στην Κίνα οι πόλεις
χτίζονταν σύμφωνα με αρχές της γεωμαντείας, ή του φενγκ σούι,
που υπαγόρευε το δομημένο περιβάλλον να εναρμονίζεται με τη
φύση. Οι πόλεις σχεδιάζονταν κατά τρόπο ώστε να
μεγιστοποιούν τη ροή της φυσικής ενέργειας (τσι), δηλαδή της
ζωτικής ενέργειας, που κατακλύζει ολόκληρο το σύμπαν. Οι
δάσκαλοι του φενγκ σούι καθόριζαν πού έπρεπε να χτιστεί μια
πόλη και ρύθμιζαν την τοπογραφική διάστασή της. Οι δρόμοι
χαράσσονταν κατά μήκος των σημείων του ορίζοντα προκειμένου
να συλλαμβάνουν το τσι, δημιουργώντας συμμετρικές
τετράγωνες οχυρωμένες πόλεις σε διάταξη καννάβου. Οι πιο
σημαντικές τοποθεσίες μέσα στην πόλη –τειχισμένοι ναοί,
ανάκτορα, κωδωνοστάσια και πύργοι με τύμπανα,
γραφειοκρατικές υπηρεσίες και αρχεία– βρίσκονταν στην καρδιά
της πόλης, στο κεντρικό και βόρειο τμήμα της, όπου υπήρχε
συγκέντρωση του τσι πριν ρεύσει προς τα έξω. Αυτή η
κυψελοειδής διάταξη της πόλης, των τετραγώνων εντός ενός
ευρύτερου τετραγώνου, δημιουργούσε μια αστική τοπογραφία
οργανωμένη γύρω από μια αυστηρή ιεραρχία που κινούνταν με
τρόπο φυγόκεντρο, από το ιερό κέντρο προς την περιφέρεια.
Όπως και στις εξαιρετικά οργανωμένες, απολυταρχικές κοινωνίες
στην Κεντρική Αμερική, την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία, η
κινεζική πόλη αναπαρήγαγε, με πλίνθους, την εξουσία του
κράτους.
Από τον 5ο αι. π.Χ. το αβακωτό αστικό πρότυπο επικράτησε
στον ελληνικό κόσμο. Αλλά για τους Έλληνες, σε απόλυτη
αντίθεση με τις πόλεις των Μάγια και τις κομφουκιανές πόλεις,
ο κάνναβος είχε ως στόχο να δώσει απάντηση σε ανθρώπινα
πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα και όχι να συμφωνεί με
κοσμολογικές θεωρίες. Ο πρώτος αστικός τεχνοκράτης του οποίου
το όνομα γνωρίζουμε είναι ο Ιππόδαμος από τη Μίλητο, ο
άνθρωπος που σχεδίασε τον Πειραιά, το επίνειο της Αθήνας, και
πολλές άλλες νέες πόλεις σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Για τον
Ιππόδαμο, η φυσική μορφή της πόλης και ο χαρακτήρας της
διοίκησής της ήταν δύο πράγματα άρρηκτα συνδεδεμένα: αν
σχεδιάσεις μια καλή πόλη, θα λύσεις τα προβλήματα της
ανθρωπότητας και θα απελευθερώσεις το δυναμικό της.
Μέχρι τις μέρες μας, μια ορθογώνια μητρόπολη όπως το
Μανχάταν λέγεται ότι έχει χτιστεί κατά το «ιπποδάμειο
σύστημα». Ωστόσο, ο Ιππόδαμος δεν ήταν ο εμπνευστής του
καννάβου. Ήταν εκείνος που άλλαξε ριζικά τον τρόπο με τον
οποίο οργανωνόταν ο αστικός χώρος. Μια πόλη με κάνναβο
υποστήριζε την ισότητα, πίστευε ο ίδιος, γιατί παρήγε μονάδες
πανομοιότυπου σχήματος που θα μπορούσαν να νέμονται οι
πολίτες της πόλεως. Σε αντίθεση με μια χαοτική, αυθόρμητη
πόλη σαν την Αθήνα, ο κάνναβος προσέδωσε ορθολογική τάξη
στην αστική σφαίρα επιτρέποντας στην πόλη να είναι διαιρεμένη
σε ζώνες ανάλογα με τις εκάστοτε λειτουργίες. Ο Ιππόδαμος και
οι υποστηρικτές του πίστευαν ότι μια πόλη πρέπει να είναι
διαχωρισμένη σε δημόσιες, ιδιωτικές, εμπορικές, βιοτεχνικές,
θρησκευτικές και οικιστικές ζώνες. Στο κέντρο θα βρισκόταν η
αγορά, με τη χαρακτηριστική συνύπαρξη πολιτικής, νόμου και
επιχειρηματικότητας.
Η ιπποδάμεια πόλη ήταν εμπνευσμένη όχι μόνο από τη
δημοκρατία αλλά και από τις ελληνικές έννοιες της μαθηματικής
και της γεωμετρικής αρμονίας. Στο έργο του Όρνιθες ο
Αριστοφάνης χλευάζει αυτή τη νέα «φυλή» πολεοδόμων,
εξοπλισμένων με κανόνα και διαβήτη, που ονειρεύονταν τη
συμμετρική τελειότητα: «Με αυτόν τον ίσιο κανόνα στρώνομαι
στη δουλειά για να εγγράψω ένα τετράγωνο εντός αυτού του
κύκλου· στο κέντρο του θα βρίσκεται η αγορά, στην οποία θα
οδηγούν όλοι οι ευθείς δρόμοι, συγκλίνοντας σε αυτό το κέντρο
σαν ένα άστρο, το οποίο… εκπέμπει τις ακτίνες του σε ευθεία
γραμμή από όλες τις πλευρές».71
Στην Αλεξάνδρεια αυτή η επιμονή στη σχηματικότητα –αν όχι
κομψότητα– έφτασε στο απόγειό της. Οι δρόμοι χαράσσονταν
τεμνόμενοι σε ορθή γωνία ώστε να κυκλοφορεί ελεύθερα η
θαλασσινή αύρα. Οι ευθείς δρόμοι, με ομοιόμορφο πλάτος 5,80
μέτρα, ευνοούσαν επιπλέον την κυκλοφορία εισαγόμενων αγαθών
καθώς και τον διαχωρισμό των εθνοτικών πληθυσμών της πόλης.
Άλλωστε, η Αλεξάνδρεια ήταν το πιο πολυσύχναστο λιμάνι του
κόσμου· τα εμπορεύματα έπρεπε να διακινούνται απρόσκοπτα
και οι διάφορες κοινότητες να έχουν στέγη. Ζούσαν σε πέντε
διαχωρισμένες επικράτειες που αποκαλούνταν, με ευφάνταστο
τρόπο, Άλφα, Βήτα, Γάμμα, Δέλτα και Έψιλον.
Ο Αλέξανδρος δεν έμελλε να δει το όνειρό του να
πραγματοποιείται: πέθανε στο ανάκτορο του Ναβουχοδονόσορα
Β΄ στη Βαβυλώνα. Ένας από τους στρατηγούς του Αλεξάνδρου, ο
Πτολεμαίος Α΄ ο Σωτήρ, έκλεψε τη σορό του κατά τη μεταφορά
της προς τη Μακεδονία για ενταφιασμό. Με τον Μέγα Αλέξανδρο
να κείτεται σε έναν πλουσιοπάροχο τάφο στην πόλη που έφερε
το όνομά του, η Αλεξάνδρεια ήταν διαποτισμένη με το άγγιγμα
του θεού. Και ήδη τα πήγαινε πολύ καλά. Το υπερσύγχρονο
λιμάνι της πόλης-κράτους –με τον μεγάλο Φάρο του– άνοιξε την
Αίγυπτο στον έξω κόσμο. Έγινε ο μοχλός του προσοδοφόρου
εμπορίου που άνθησε ανάμεσα στην Κίνα, την υποήπειρο της
Ινδίας, την Αραβία, τον Νείλο, το Κέρας της Αφρικής και τη
Μεσόγειο. Η Αλεξάνδρεια έγινε το κέντρο του κόσμου και η
μεγαλύτερη πόλη του, με 300.000 κατοίκους μόλις εβδομήντα
χρόνια αφότου τη δημιούργησε ο Αλέξανδρος.
Η διάταξη της πόλης, με κανονικότητα και τάξη, ήταν η
αρχιτεκτονική της απολυταρχίας. Οι δρόμοι, μεγάλου μήκους και
πλάτους, παρείχαν το ιδανικό σκηνικό για κάτι που έμελλε να
αποτελέσει χαρακτηριστικό της Ρώμης: τον Θρίαμβο. Επί
βασιλείας του Πτολεμαίου Β΄ του Φιλάδελφου, τη δεκαετία του
270 π.Χ., στην Αλεξάνδρεια γινόταν ένας εξαιρετικός εορτασμός.
Ένα κολοσσιαίο άγαλμα του Διονύσου μεταφερόταν πάνω σε
άμαξα που την έσερναν 180 άνδρες στους ανθόσπαρτους
δρόμους. Ακολουθούσαν ιερείς, νεαροί άνδρες και γυναίκες με
πολυτελείς ενδυμασίες, χρυσά άρματα, μουσικοί και μια πομπή
από άλλα άρματα όπου παριστάνονταν σε ταμπλό βιβάν σκηνές
από τη μυθολογία. Τα άρματα αυτά σέρνονταν από ελέφαντες,
καμήλες και βουβάλια· μεταξύ των εξωτικών ζώων υπήρχαν
επίσης λεοπαρδάλεις, γατόπαρδοι, πάνθηρες, λιοντάρια, αρκούδες,
στρουθοκάμηλοι, ρινόκεροι, καμηλοπαρδάλεις και ζέβρες. Πίσω
από αυτή την πομπή ακολουθούσε μια υπενθύμιση των λόγων
που καθιστούσαν τη δυναστεία των Πτολεμαίων τόσο ισχυρή:
50.000 στρατιώτες και 23.000 ιππείς. Εκεί οι ελληνικές
παραδόσεις χρησιμοποιήθηκαν για να υπηρετήσουν τον
Μακεδόνα θεό-βασιλιά που κυβερνούσε σαν φαραώ. Η πομπή
πραγματοποιούνταν προς τιμήν του Διονύσου. Αλλά, σε αντίθεση
με την έμφαση στη συμμετοχή των πολιτών που χαρακτήριζε τα
Αθηναϊκά Διονύσια, αυτή ήταν μια βασιλική υπερπαραγωγή υπό
κρατική διαχείριση και οργάνωση.
Ακόμα και στις καθημερινές στιγμές η αίσθηση, η όψη και η
ατμόσφαιρα της Αλεξάνδρειας ήταν ένα εξίσου μεθυστικό μείγμα
επιρροών. Η απόλυτα ευθεία Κανοπική Οδός, μήκους 7.315
μέτρων και πλάτους 30 μέτρων, διχοτομούσε την πόλη κατά τον
άξονα ανατολής-δύσης, από την Πύλη της Σελήνης ως την Πύλη
του Ηλίου. Πλαισιωμένη από μεγαλειώδεις προσόψεις, ναούς,
γυμνάσια και μαρμάρινους κίονες, η οδός συνδύαζε διάφορες
αρχιτεκτονικές και τεχνοτροπίες: ανάκτορα και τελετουργικές
οδούς, θέατρα και γυμνάσια, ναούς του Δία και αιγυπτιακών
θεοτήτων όπως η Ίσιδα και ο Όσιρις, εβραϊκές συναγωγές,
ελληνικά αγάλματα, σφίγγες και αιγυπτιακές αρχαιότητες. Η ιερή
καρδιά της πόλης ήταν το μαυσωλείο όπου ήταν ενταφιασμένη η
σορός του Αλεξάνδρου. Βρισκόταν στη διασταύρωση των δύο
μεγάλων λεωφόρων, της Κανοπικής Οδού και της Οδού του
Σώματος, που αποτελούσε τον άξονα της πόλης.
Η Αθήνα μπορεί να ήταν «ανοιχτή στον κόσμο», μια αγορά
ιδεών και αγαθών από όλη την υφήλιο. Αλλά ως προς αυτό δεν
ήταν τίποτα συγκρινόμενη με την Αλεξάνδρεια. Αυτή η μεγάλη
εμπορική πόλη παρείχε ένα πολύμορφο θέαμα ανθρώπων στα
ταραχώδη παζάρια της: Έλληνες, Εβραίους, Αιγύπτιους, Πέρσες,
Μεσοποτάμιους, Βαβυλώνιους, Μικρασιάτες, Σύριους, Ιταλούς,
Ίβηρες, Καρχηδόνιους, Φοίνικες, Γαλάτες, Αιθίοπες και πολλούς
άλλους, εκτός ίσως από Ινδούς και υποσαχάριους Αφρικανούς. Η
Αλεξάνδρεια έγινε, σύμφωνα με τον Έλληνα ιστορικό Δίωνα
Χρυσόστομο, «μια αγορά που συγκεντρώνει στον ίδιο τόπο κάθε
λογής ανθρώπους, τους φανερώνει τον έναν στον άλλο και, κατά
το δυνατόν, τους καθιστά συγγενείς». Καλώς ορίσατε στην
εμπορική κοσμόπολη.72
Οι άνεμοι που έπνεαν πάνω στον ετερόκλητο πληθυσμό της
Αλεξάνδρειας έφεραν μαζί τους και τους σπουδαιότερους
επιστήμονες της εποχής, ιδίως τον Ευκλείδη και τον Αρχιμήδη.
Οι συνάδελφοί τους στην Αλεξάνδρεια περιλάμβαναν δύο ακόμα
σπουδαίους στοχαστές, τον μαθηματικό και αστρονόμο Κόνωνα
από τη Σάμο και τον Ερατοσθένη από την Κυρήνη. Ο Ηρόφιλος
από τη Χαλκηδόνα άλλαξε τον τρόπο με τον οποίοι οι άνθρωποι
κατανοούσαν το σώμα τους. Πριν από εκείνον, η καρδιά
θεωρούνταν το όργανο που έλεγχε το σώμα, όπως είχε ισχυριστεί
ο Αριστοτέλης· αλλά ο Ηρόφιλος το ταύτισε με τον εγκέφαλο,
ανιχνεύοντας τη σύνδεσή του με τη σπονδυλική στήλη και το
νευρικό σύστημα. Ομοίως, η έρευνα αιώνων στην αστρονομία και
τη γεωγραφία κορυφώθηκε με τις ανακαλύψεις του Κλαύδιου
Πτολεμαίου στην Αλεξάνδρεια τον 1ο αι. μ.Χ. Όπως και με τον
Ευκλείδη στον τομέα των μαθηματικών και της γεωμετρίας, η
διδασκαλία του Πτολεμαίου έμελλε να κυριαρχήσει στην
κατανόηση του σύμπαντος για πάνω από μιάμιση χιλιετία.
Οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν στην Αλεξάνδρεια επειδή ήταν το
μοναδικό αποθετήριο όλων των γραπτών έργων. Ο Πτολεμαίος Α´
και οι διάδοχοί του συνειδητά είχαν σκοπό να κάνουν την
Αλεξάνδρεια τη σπουδαιότερη πόλη που είχε δει ποτέ ο κόσμος.
Καθοριστικό γι’ αυτή τη φιλοδοξία ήταν να την καταστήσουν
ένα κέντρο διανόησης και έρευνας που όμοιό του δεν υπήρχε.
Έχοντας στη διάθεσή τους απεριόριστους χρηματικούς πόρους,
απεσταλμένοι των Πτολεμαίων όργωναν τον τότε γνωστό κόσμο
για κάθε ειλητάριο που μπορούσαν να έχουν στα χέρια τους. Με
επικεφαλής τον Δημήτριο Φαληρέα –έναν Αθηναίο πολιτικό και
πρώην μαθητή του Αριστοτέλη– η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας
άρχισε να οργανώνει συστηματικά την παγκόσμια γνώση για
πρώτη φορά. Ο γραμματικός Ζηνόδοτος ήρθε από την Έφεσο για
να επιμεληθεί τα σωζόμενα ομηρικά κείμενα. Ο Καλλίμαχος,
πολυγραφότατος ποιητής και συγγραφέας, κλήθηκε από την
Κυρήνη για την οργάνωση και την καταλογογράφηση της
αρχαιοελληνικής γραμματείας. Τα σπουδαία ποιητικά,
επιστημονικά και φιλοσοφικά έργα, τα οποία σε άλλη περίπτωση
θα είχαν χαθεί για πάντα, αρχειοθετήθηκαν μέσα στους
ανακτορικούς περιβόλους του μουσείου.
Η Αθήνα και η Αλεξάνδρεια παρέχουν τα υπέρτατα
παραδείγματα δύο πολύ διαφορετικών πόλεων. Η ακανόνιστη
διάταξη του αθηναϊκού αστικού τοπίου και η ανοιχτή κουλτούρα
της πόλης ενθάρρυναν τη συζήτηση και την ανταλλαγή απόψεων
στους δρόμους. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο Σωκράτης δεν
κατέγραψε τίποτα απολύτως γιατί θεωρούσε τη φιλοσοφία ως
κάτι το οποίο διεξάγεται μέσα από τον διάλογο με συμπολίτες,
στους δημόσιους χώρους της πόλης. Η Αλεξάνδρεια, αντίθετα, με
το ορθολογικό, ευθύγραμμο οδικό της δίκτυο, περιγράφεται ως
μια πόλη συστηματικά οργανωμένη, όπου οι ιδέες φυλακίζονταν
σε ακαδημαϊκά ιδρύματα, μακριά από τη ζωή της πόλης. Αν η
Αθήνα χαρακτηριζόταν από αυθορμητισμό και πειραματισμό, η
Αλεξάνδρεια είχε μια νοοτροπία εγκυκλοπαιδική και
κομφορμιστική. Η Αθήνα θριάμβευσε στη φιλοσοφία, την
πολιτική και το θέατρο· η Αλεξάνδρεια στις επιστήμες, τα
μαθηματικά, τη γεωμετρία, τη μηχανική και την ιατρική.
Αλλά αν η Αλεξάνδρεια ήταν ειδικά σχεδιασμένη για να ελέγχει
τη λαϊκή τάξη και να διαφημίζει την απόλυτη εξουσία, δεν θα
μπορούσε να το κάνει επ’ αόριστον. Το πλήθος στην
Αλεξάνδρεια, με την πάροδο του χρόνου, γινόταν όλο και
λιγότερο πειθήνιο, όλο και περισσότερο ενθουσιώδες και
θορυβώδες. Η αιγυπτιακή μητρόπολη δεν ήταν φυλακισμένη
μέσα στην ασφυκτική δομή του καννάβου· είχε τη δική της ζωή
ως σημαντικός τόπος μάθησης αλλά και περιβόητης ηδονιστικής
υπερβολής και αστικού αναβρασμού. Ο κοσμοπολιτισμός αυτής
της αυτοκρατορικής μεγαλούπολης της προσέδωσε έναν
ξεχωριστό πνευματικό χαρακτήρα. Η Αθήνα διατήρησε τη συνοχή
της γιατί μεταμορφώθηκε σε μια υπερφυλή που παρέμενε
ενωμένη λόγω της αγάπης για την πόλη, του μαχητικού
πατριωτισμού, της δημοκρατικής συμμετοχικότητας και της
φυλετικής αποκλειστικότητας. Η Αλεξάνδρεια, στην
απεραντοσύνη και την ποικιλομορφία της, ήταν σαν ένας
μικρόκοσμος του κόσμου. Η ανοχή της νεωτεριστικής σκέψης –
αρκεί να μην ολισθαίνει σε επικίνδυνη φιλοσοφική ή πολιτική
εικασία– έφερνε διανοούμενους από όλο τον γνωστό κόσμο σε
επαφή με άλλους διανοούμενους. Οι μεταφραστές, συλλογείς και
επιμελητές της Βιβλιοθήκης δεν ήταν εγκλωβισμένοι σε
τοπικιστικές ιδέες σχετικά με το τι συνιστούσε, και τι όχι,
πολιτισμό και γνώση. Απολάμβαναν κείμενα βαβυλωνιακά,
φοινικικά, αιγυπτιακά και εβραϊκά (μεταξύ άλλων), καθώς και
ελληνικά.
Η Αλεξάνδρεια πλημμύριζε από ανθρώπινη ζωή· ήταν μια
αληθινή κοσμόπολη, μια πόλη 500.000 κατοίκων και ένα
υβρίδιο από διαφορετικές φυλές και παραδόσεις που
διατηρούνταν ενωμένες χάρη στην απολυταρχία. Επέτρεπε και
ενθάρρυνε την αντιπαράθεση παραδόσεων και πολιτισμών με
έναν τρόπο που ήταν άγνωστος οπουδήποτε αλλού σε τέτοιο
βαθμό και θα ήταν αδύνατος σε μια συμμετοχική δημοκρατία η
οποία βλέπει τους αλλοδαπούς με καχυποψία. Ο μεθυστικός
εξωτισμός έγινε ένα ακαταμάχητο δέλεαρ για την ανερχόμενη
παγκόσμια υπερδύναμη.
Καθώς η ρωμαϊκή δύναμη προωθούνταν αναπότρεπτα απ’ άκρη
σ’ άκρη στη Μεσόγειο, οι Πτολεμαίοι έπεσαν σε παρακμή. Η
Αλεξάνδρεια, με τη σειρά της, έμελλε να διαδραματίσει
καθοριστικό ρόλο στην πολιτική κρίση που ενέσκηψε στη Ρώμη.
Οι μεθυστικές επιρροές της πόλης δρούσαν σαν ναρκωτική ουσία
στον νου μιας σειράς Ρωμαίων πολιτικών. Όταν ο Ιούλιος
Καίσαρας επενέβη στον Πτολεμαϊκό εμφύλιο πόλεμο, όχι μόνο
ήρθε σε επαφή με έναν μυστηριώδη πολιτισμό και με την
πλουσιότερη πόλη του κόσμου, αλλά και ερωτεύτηκε. Ίσως όχι
κάποια καλλονή· αλλά η Κλεοπάτρα ήταν η αληθινή κόρη της
πόλης της Αλεξάνδρειας. Πνευματώδης, εξαιρετικά μορφωμένη
και, καθώς μιλούσε άπταιστα τα ελληνικά, τα λατινικά, τα
εβραϊκά, τα αιθιοπικά, τα αραμαϊκά και τα αιγυπτιακά, η γλώσσα
της ήταν, όπως έγραψε ο Πλούταρχος, «σαν πολύχορδο μουσικό
όργανο».
Κοιτάζοντας το ιστορικό τους παρελθόν, οι Ρωμαίοι αργότερα
θεώρησαν ότι η Κλεοπάτρα και η Αλεξάνδρεια είχαν μαγέψει
τους σπουδαιότερους άνδρες της και τους είχαν ωθήσει προς τον
θάνατο της δημοκρατίας τους. Ο Καίσαρας όχι μόνο ερωτεύτηκε
την Κλεοπάτρα αλλά γοητεύτηκε από τον υβριδικό ελληνιστικό
και αιγυπτιακό πολιτισμό που συνάντησε εκεί. Το ίδιο συνέβη
και με την ιδέα της θεϊκής μοναρχίας. Μετά τη δολοφονία του
Καίσαρα το 44 π.Χ. και τους εμφύλιους πολέμους που
ακολούθησαν, η Κλεοπάτρα συμμάχησε με τον Μάρκο Αντώνιο,
έναν από τους τρεις υποστηρικτές του Καίσαρα που κυβερνούσαν
τη Ρώμη. Η Κλεοπάτρα και ο Αντώνιος έγιναν εραστές στην
Αλεξάνδρεια τον χειμώνα του 41–40 π.Χ. και ήταν μια εποχή
ατελείωτων εορτών, συμποσίων και οργίων. «Θα ήταν ανιαρό να
εκθέσουμε ένα χρονικό του πλήθους των απερισκεψιών του
Αντωνίου στην Αλεξάνδρεια», δήλωνε αναστενάζοντας ο
Πλούταρχος, συγκλονισμένος. Όπως και ο Καίσαρας πριν από
αυτόν, ο Αντώνιος υπέκυψε στην υπέροχη πολυτέλεια της
μεγάλης πόλης. Διοικούσε το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας από την Αλεξάνδρεια· το δυτικό τμήμα της
αυτοκρατορίας είχε στο μεταξύ περάσει υπό τον έλεγχο του
υιοθετημένου γιου του Καίσαρα, Οκταβιανού. Η Ρώμη
παρακολουθούσε με τρόμο και απέχθεια τον Αντώνιο να
βυθίζεται στον πολιτικό κόσμο της Αλεξάνδρειας και να
καταπιάνεται με τη δημιουργία μιας νέας ασιατικής
αυτοκρατορίας. Πλήρως «αλεξανδρειοποιημένος», ο Αντώνιος
επευφημούνταν ως ο ζωντανός θεός Διόνυσος· η Κλεοπάτρα
λατρευόταν ως μετενσάρκωση της Αφροδίτης και της
αιγυπτιακής θεότητας Ίσιδας. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν οι
Δωρεές της Αλεξάνδρειας, διακηρύξεις που διαμοίραζαν τμήματα
της Ανατολικής Αυτοκρατορίας στην Κλεοπάτρα και στα παιδιά
της: τον γιο της με τον Ιούλιο Καίσαρα και τα τρία παιδιά που
είχε αποκτήσει με τον Αντώνιο.
Η Ρωμαϊκή Σύγκλητος αρνήθηκε να επικυρώσει αυτά τα
εξωφρενικά σχέδια. Ο Οκταβιανός, από την πλευρά του, δεν
ανεχόταν επ’ ουδενί τη νομιμοποίηση του γιου του Καίσαρα και
της Κλεοπάτρας, γιατί αυτό θα καθιστούσε τον μικρό
Αλεξανδρινό φαραώ διάδοχο του ρωμαϊκού κόσμου. Κοιτάξτε
κατάντια ο Αντώνιος, έλεγαν οι εχθροί του, που αξιώνει να
θεωρείται θεότητα της Ανατολής και αγαπά την Αλεξάνδρεια
έναντι της Ρώμης. Στη Ρώμη ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος και η
Αλεξάνδρεια διαδραμάτισε βασικό ρόλο σε αυτόν. Όταν ο
Οκταβιανός νίκησε τον Αντώνιο στη ναυμαχία στο Άκτιο το 31
π.Χ., ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα διέφυγαν στο τελευταίο τους
καταφύγιο, τη μεγάλη πρωτεύουσα των Πτολεμαίων. Εκεί, το 30
π.Χ., καθώς ο στρατός του Οκταβιανού αποσπούσε τον έλεγχο
της πόλης, εκείνοι αυτοκτόνησαν. Η Αίγυπτος έχασε την
ανεξαρτησία της και έγινε μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας· η
Αλεξάνδρεια από πρωτεύουσα αυτοκρατορίας κατέληξε να γίνει
μία από τις πολλές μεγάλες πόλεις σε τροχιά γύρω από τη Ρώμη.
Αυτή ακριβώς τη στιγμή του θριάμβου του στην Αλεξάνδρεια,
με τους εχθρούς του νεκρούς, ο Οκταβιανός έγινε ανώτατος
άρχοντας της Ρώμης. Αργότερα θα μεταμορφωνόταν σε Καίσαρα
Αύγουστο, αυτοκράτορα σε όλα εκτός από το όνομα. Όπως και
άλλοι Ρωμαίοι πριν από εκείνον, ο Οκταβιανός/Αύγουστος
θαύμαζε το μέγεθος, το κάλλος και το μεγαλείο της
Αλεξάνδρειας. Είναι γνωστό πως ο ίδιος μεταμόρφωσε τη Ρώμη
από πλίνθινη σε μαρμάρινη πόλη, αναμφίβολα εμπνευσμένος
από όσα είχε δει στην Αίγυπτο.
Η Αλεξάνδρεια παρέμεινε επί πολύ καιρό πνευματική πηγή.
Αλλά σταδιακά η Βιβλιοθήκη οδηγήθηκε σε αποσύνθεση, ο
θησαυρός της γνώσης σε παπύρους χάθηκε με τον καιρό από
πυρκαγιές, πολέμους, αυτοκράτορες-αρπακτικά, επισκόπους που
έκαιγαν βιβλία και υγρασία. Το 365 μ.Χ. ό,τι είχε απομείνει από
τις δόξες της πτολεμαϊκής κοσμόπολης ισοπεδώθηκε από ένα
τσουνάμι που προκλήθηκε από έναν υποθαλάσσιο σεισμό.
Η Ρώμη έγινε, όπως και η Αλεξάνδρεια στο παρελθόν, η
οικουμενική πόλη του κόσμου. Πρόσφατες έρευνες DNA σε
σώματα που αποκάλυψαν οι αρχαιολόγοι στην πόλη
καταδεικνύουν ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου ακμής της ως
το 27 π.Χ. ο πληθυσμός της αποτελούνταν από έναν συνδυασμό
Ιταλών και ανθρώπων με καταγωγή από την ανατολική Μεσόγειο
και τη Βόρεια Αφρική. Στο αυτοκρατορικό της απόγειο ήταν «ένα
γενετικό σταυροδρόμι της Ευρώπης και της Μεσογείου», με
ανθρώπους καταγόμενους από τη βόρεια Ευρώπη ως την
κεντρική Ασία. Σύμφωνα με τον Έλληνα ρήτορα Αίλιο
Αριστείδη, ήταν «μια ακρόπολη όπου κατοικούσαν όλοι οι λαοί
της γης».

55
«Old Oligarch», The Constitution of the Athenians, σελ. 2.7–8.
56
Demetra Kasimis, The Perpetual Immigrant and the Limits of Athenian
Democracy (Κέιμπριτζ, 2018), σελ. 22.
57
Edith Hall, The Ancient Greeks: ten ways they shaped the modern world
(Λονδίνο, 2016), Εισαγωγή, Κεφάλαιο 3.
58
Ibid., Κεφάλαιο 3.
59
Mogens Herman Hansen, «The Hellenic Polis», στο Hansen (επιμ.), A
Comparative Study of Thirty City-State Cultures: an investigation conducted by
the Copenhagen Polis Centre (Κοπεγχάγη, 2000), σελ. 141 κ.ε.
60
Ibid., σελ. 146 κ.ε.
61
Ibid., σελ. 145.
62
Stavros Stavrides, «The December 2008 Youth Uprising in Athens: spatial
justice in an emergent “city of thresholds”», spatial justice, 2 (Οκτώβριος 2010)·
Ursula Dimitriou, «Commons as Public: re-inventing public spaces in the centre
of Athens», στο Melanie Dodd (επιμ.), Spatial Practices: modes of action and
engagement with the city (Abingdon, 2020)· Helena Smith, «Athens’ Uno cial
Community Initiatives O er Hope after Government Failures», Guardian, 21/9/
2016.
63
Hussam Hussein Salama, «Tahrir Square: a narrative of public space»,
International Journal of Architectural Research, 7:1 (Μάρτιος 2013), σελ. 128–38·
Joshua E. Keating, «From Tahrir Square to Wall Street», Foreign Policy,
5/10/2011, https://foreignpolicy.com/2011/10/05/from-tahrir-square-to-wall-street/
64
Je rey Hou, «(Not) Your Everyday Public Space», στο Hou (επιμ.), Insurgent
Public Space: guerrilla urbanism and the remaking of contemporary cities
(Λονδίνο, 2010), σελ. 3–5.
65
R. E. Wycherley, The Stones of Athens (Πρίνστον, 1978), σελ. 91–2.
66
Judith L. Shear, Polis and Revolution: responding to oligarchy in classical
Athens (Κέιμπριτζ, 2011), σελ. 113 κ.ε.· Gabriel Herman, Morality and Behaviour in
Democratic Athens: a social history (Κέιμπριτζ, 2006), σελ. 59 κ.ε.
67
Shear, σελ. 178 κ.ε.
68
Ibid., σελ. 50.
69
James Watson, «The Origin of Metic Status at Athens», Cambridge Classical
Journal, 56 (2010), σελ. 259–78.
70
Justin Pollard & Howard Reid, The Rise and Fall of Alexandria, Birthplace of
the Modern World (Λονδίνο, 2006), σελ. 1 κ.ε., 24–6.
71
Abraham Akkerman, «Urban Planning and Design as an Aesthetic Dilemma:
void versus volume in city-form», στο Sharon M. Meagher, Samantha Noll &
Joseph S. Biehl (επιμ.), The Routledge Handbook of Philosophy of the City (NY,
2019).
72
Δίων Χρυσόστομος, Λόγοι, 32:36.
4 - Αυτοκρατορική μεγαλούπολη - Ρώμη, 30
π.Χ. - 537 μ.Χ.

Για τους Ρωμαίους, όσο μεγαλύτερο τόσο το καλύτερο:


μεγαλύτερες πόλεις, μεγαλύτερα δημόσια κτίρια, μεγαλύτερες
φιλοδοξίες, περισσότερα εδάφη, περισσότερες πολυτέλειες,
περισσότερη εξουσία, περισσότερα πράγματα γενικώς.
Προσπαθούμε να αποκτήσουμε μια αίσθηση της κλίμακας αυτής
της εκτεταμένης μεγαλούπολης και της τεράστιας αστικής
αυτοκρατορίας που διαφέντευε και δεν τη χωράει ο νους μας.
Αν θέλουμε να βιώσουμε τη δόξα της Ρώμης στο έπακρό της,
υπάρχει ένα κτίριο που ενσωματώνει τις «γαργαντουανές» ορέξεις
της. «Με μόχθο και φροντίδα, αναχώρησε!» εγκωμίαζε ο ποιητής
Στάτιος. «Υμνώ τα λουτρά που λαμποκοπούν με τα αστραφτερά
τους μάρμαρα!»73
Τον 3ο αιώνα, οι Ρωμαίοι είχαν ήδη να επιλέξουν μεταξύ
έντεκα εκτεταμένων αυτοκρατορικών δημόσιων λουτρών (θέρμες
ή στη λατινική thermae) και περίπου 900 μικρότερων και συχνά
ιδιωτικών βαλανείων (balneae). Οι πιο εντυπωσιακές όλων ήταν
οι θέρμες που έχτισε ο ψυχοπαθής και αδελφοκτόνος
αυτοκράτορας Καρακάλλας το 212–16 μ.Χ. Τα κτίριά τους ήταν
επενδυμένα με 6.300 κυβικά μέτρα μαρμάρου, βάρους 17.000
τόνων. Το κτιριακό συγκρότημα βρισκόταν μέσα σε μια έκταση
με κήπους· στο κέντρο του μεγάρου υπήρχε μια τεράστια θόλος –
σχεδόν ισομεγέθης με τη θόλο στο Πάνθεον.
Ο Ρωμαίος λουόμενος ακολουθούσε μία συγκεκριμένη
διαδικασία όταν επισκεπτόταν τα λουτρά. Αφού γδυνόταν, ο
λουόμενος είχε την επιλογή να ασκηθεί πριν μπει στο νερό. Το
πρώτο σε σειρά ήταν το frigidarium, η βύθιση σε κρύο νερό. Τα
πράγματα γίνονταν κάπως πιο ζεστά όταν κολυμπούσε στο
tepidarium και, οπωσδήποτε, καυτά στο calidarium. Αφού
ακολουθούσε αυτή τη σειρά μετάβασης από το ψυχρό στο καυτό,
ο λουόμενος στη συνέχεια δεχόταν ένα μασάζ με έλαια και
αρωματικές αλοιφές. «Αλείφομαι με λάδι, ασκούμαι και παίρνω
το λουτρό μου», όπως συνόψισε τις διαδικασίες με ιδιαίτερη
σαφήνεια ο Πλίνιος ο Νεότερος. Αυτό ήταν το βασικό μοτίβο του
ρωμαϊκού λουτρού, είτε λάμβανε χώρα στην αυτοκρατορική
πρωτεύουσα, τη Μικρά Ασία, τη Βόρεια Αφρική είτε στην
παγωμένη άγρια φύση της βόρειας Αγγλίας.
Στα Λουτρά του Καρακάλλα, ωστόσο, η εμπειρία αυτή
βιωνόταν σε υπέρτατο βαθμό. Η είσοδος στα δροσερά νερά του
frigidarium πραγματοποιούνταν στο κέντρο του κτιρίου, κάτω
από μια μνημειώδη θολωτή οροφή με τριπλά σταυροθόλια,
ύψους σαράντα μέτρων. Η τεράστια οροφή στηριζόταν σε
γιγάντιους δωρικούς κίονες από γκρίζο αιγυπτιακό γρανίτη,
βάρους πενήντα τόνων και ύψους έντεκα μέτρων, οι οποίοι
επιστέφονταν από λευκά μαρμάρινα κιονόκρανα με περίτεχνο
διάκοσμο. Αυτή η κολοσσιαία θολωτή οροφή ήταν επενδεδυμένη
με κονίαμα, επιζωγραφισμένη με έντονα χρώματα και
διακοσμημένη με τοιχογραφίες και λαμπερά ψηφιδωτά από
γυαλί. Οι στιλβωμένοι μαρμάρινοι τοίχοι αντανακλούσαν το φως
του ήλιου που απλωνόταν στον χώρο μέσα από τα μεγάλα
τοξωτά παράθυρα. Αγάλματα θεών και αυτοκρατόρων σε κόγχες
ανάμεσα στους επιβλητικούς κίονες επέβλεπαν τα πάντα από
ψηλά. Το frigidarium επίσης περιλάμβανε, στο επίπεδο του
εδάφους, μια συλλογή επιβλητικών αγαλμάτων, μεταξύ αυτών
τον Ηρακλή του Φαρνέζε, ύψους τριών μέτρων. Τα ψηφιδωτά, οι
τοιχογραφίες και τα αγάλματα παρίσταναν, με εκπληκτική
λεπτομέρεια, θεούς, αυτοκράτορες, μυθικούς ήρωες, δημοφιλείς
αθλητές, παλαιστές και μονομάχους.
Τα Λουτρά του Καρακάλλα, και αργότερα τα λουτρά του
Διοκλητιανού, αποτέλεσαν πρότυπο για μελλοντικά
μεγαλεπήβολα οικοδομικά έργα, μεταξύ αυτών τους μεγάλους
γοτθικούς καθεδρικούς ναούς του Μεσαίωνα. Σχεδιασμένος ως
πύλη προς τη μεγαλύτερη πόλη σε όλη τη γη, ο σταθμός
«Πενσιλβάνια» της Νέας Υόρκης εγκαινιάστηκε το 1910 και, ως
την αδικαιολόγητη κατεδάφισή του το 1963, ήταν ένας από τους
αρχιτεκτονικούς θριάμβους του 20ού αιώνα, ένας ναός όχι μόνο
της δόξας της πόλης αλλά της ίδιας της ιδέας των σύγχρονων
μέσων μεταφοράς. Η πρόσοψή του ήταν εμπνευσμένη από το
Κολοσσαίο της Ρώμης, αλλά η σπηλαιώδης κεντρική αίθουσα
ήταν αντίγραφο των Λουτρών του Καρακάλλα. Φωτισμένη μέσω
τεράστιων τοξωτών παραθύρων, η αίθουσα αυτή ήταν ο
μεγαλύτερος και επιβλητικότερος εσωτερικός χώρος της Νέας
Υόρκης. «Όταν έπαιρνες ή συναντούσες ένα τρένο στον σταθμό
“Πενσιλβάνια”», ανακαλούσε ο ιστορικός αρχιτεκτονικής
Ρίτσαρντ Γκάι Γουίλσον, «γινόσουν κι εσύ μέρος ενός θεάματος –
πράξεις και κινήσεις αποκτούσαν σημασία όταν κάποιος
κινούνταν μέσα σε τέτοιους επιβλητικούς χώρους».74
Οι Ρωμαίοι που απολάμβαναν την πολυτέλεια των λουτρών
συμμετείχαν σε ένα παρόμοιο θέαμα. Τα Λουτρά του Καρακάλλα
ήταν ένα από τα πολυάριθμα επιβλητικά αρχιτεκτονικά
συγκροτήματα. Κάθε μέρα του χρόνου τα κάλλη τους ήταν
προσβάσιμα σε όλους τους Ρωμαίους – πατρικίους και πληβείους,
πλούσιους και φτωχούς, αλλοεθνείς και γηγενείς, πολίτες και
απελεύθερους. Τον 4ο αι. μ.Χ. υπολογίζεται ότι πάνω από 60.000
Ρωμαίοι μπορούσαν να απολαμβάνουν ένα λουτρό οποιαδήποτε
στιγμή. Ο Αγρίππας (το 25 π.Χ.) και οι αυτοκράτορες Νέρωνας
(62 μ.Χ.), Τίτος (81 μ.Χ.), Τραϊανός (109 μ.Χ.) και Κόμμοδος (183
μ.Χ.) είχαν ήδη κληροδοτήσει στην πόλη τεράστιες δημόσιες
θέρμες· μεγαλύτερα και πολυτελέστερα λουτρά θα χτίζονταν τους
επόμενους αιώνες από τον Αλέξανδρο Σεβήρο, τον Δέκιο, τον
Διοκλητιανό και τον Κωνσταντίνο. Τα περίτεχνα λουτρά ήταν,
πάνω απ’ όλα, δηλώσεις εξουσίας – της εξουσίας του
αυτοκράτορα, της εξουσίας της Ρώμης επί του κόσμου και της
εξουσίας της πόλης επί της φύσης. Ευγενείς και ταπεινοί πολίτες
μπορούσαν να μοιράζονται τη δόξα του μεγαλείου και της
γενναιοδωρίας της Ρώμης σε έναν κοινό τόπο – στα λουτρά. Ό,τι
πιο εξευγενισμένο από την αστική κουλτούρα εκδηλωνόταν
ανάμεσα στα μάρμαρα και στα ψηφιδωτά.
Το νερό ήταν μόνο ένα μέρος των παρεχόμενων αγαθών. Τα
λουτρά διέθεταν σάουνες και χώρους για μασάζ, αρωματισμό,
καλλωπισμό και υπηρεσίες προσωπικής φροντίδας (ο Σενέκας
αναφέρει τον ενοχλητικό ήχο από τα ουρλιαχτά των πελατών
που τους αποτρίχωναν τις μασχάλες). Σωστή εκγύμναση –άρση
βαρών, πάλη, πυγμαχία και ξιφασκία– λάμβανε χώρα μέσα στα
δύο μεγάλα γυμνάσια, υπό το άγρυπνο βλέμμα ακόμα
περισσότερων αριστουργημάτων της αρχαίας γλυπτικής· το μόνο
που σώζεται σήμερα είναι ένα κολοσσιαίο σύμπλεγμα, γνωστό ως
Ταύρος του Φαρνέζε, λαξευμένο σε ένα ενιαίο κομμάτι
μαρμάρου. Έξω στους κήπους, όσοι επιθυμούσαν να ασκηθούν,
συμμετείχαν σε αθλητικές δραστηριότητες και αγώνες. Όσοι από
τους λουόμενους είχαν μια πιο πνευματική προσέγγιση
μπορούσαν να παρακολουθήσουν διαλέξεις σε ειδικά
διαμορφωμένες αίθουσες ή να διαβάσουν στο αναγνωστήριο το
λατινικό ή αρχαιοελληνικό κείμενο της επιλογής τους από δύο
βιβλιοθήκες. Υπήρχαν χώροι για μικρογεύματα και καταστήματα
πώλησης αρωμάτων και άλλων αντικειμένων προσωπικής
περιποίησης. Κάτω από όλα αυτά, ένα δίκτυο σηράγγων παρείχε
αποστράγγιση και πρόσβαση στους κλιβάνους, όπου
καταναλώνονταν δέκα τόνοι ξυλείας καθημερινά για να
θερμαίνονται οι πισίνες και οι σάουνες.
Και μόνο περιγράφοντας τα Λουτρά του Καρακάλλα, μας
έρχονται στον νου ιαματικά λουτρά ή σανατόρια. Κάθε άλλο
παρά αυτό ήταν. «Βρίσκομαι καταμεσής μιας πολύβουης Βαβέλ.
Κατοικώ πάνω από τα λουτρά!» παραπονιόταν ο Σενέκας.
Σημαντικές προσωπικότητες έμπαιναν με βήμα υπεροπτικό στα
λουτρά, με συνοδεία γυμνών ακολούθων, με την πρόθεση να
υπενθυμίσουν στον κόσμο την κοινωνική θέση και τον πλούτο
τους. Οι άνθρωποι πήγαιναν εκεί για να διεκπεραιώσουν τα
επαγγελματικά τους, να συζητήσουν περί πολιτικής, να
κουτσομπολέψουν και να αποσπάσουν προσκλήσεις σε δείπνα.
Πήγαιναν εκεί για να δουν και για να τους δουν. Έτρωγαν,
έπιναν, λογομαχούσαν, φλέρταραν και, κάθε τόσο,
συνευρίσκονταν ερωτικά σε σκοτεινές κόγχες· έγραφαν
ορνιθοσκαλίσματα σαν γκράφιτι πάνω στο μάρμαρο. Άνθρωποι
που αργότερα θα γευμάτιζαν μαζί είχαν μια πρώτη συνάντηση
πριν από το γεύμα. Το κρασί ήταν άμεσα διαθέσιμο. Στα
ευρύχωρα αυτοκρατορικά λουτρά αντηχούσε ο θόρυβος από την
κακοφωνία χιλιάδων συνομιλιών και ενίοτε λογομαχιών, ως τις
αναγγελίες πωλητών που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους:
γλυκά, ζαχαρωτά, ποτά και αλμυρά μικρογεύματα. Οι
θολοσκέπαστες αίθουσες πλημμύριζαν από φασαρία: αρσιβαρίστες
βογκούσαν και άσθμαιναν ή αναγελλόταν το τρέχον σκορ σε ένα
παιχνίδι με τόπι ή ακουγόταν ο ήχος των χεριών που ράπιζαν
γυμνές σάρκες κατά τη διαδικασία του μασάζ. Κάποιοι
ενοχλητικοί τύποι αρέσκονταν να τραγουδούν την ώρα που
έπαιρναν το λουτρό τους. Πλήθη συγκεντρώνονταν γύρω από
θεατρίνους όπως ζογκλέρ, γελωτοποιούς, ταχυδακτυλουργούς,
μάγους και ακροβάτες.
Ο Οβίδιος γράφει ότι τα λουτρά ήταν ιδανικός τόπος
συνάντησης νεαρών εραστών στη Ρώμη της εποχής του
Αυγούστου: «Τα πολυάριθμα λουτρά κρύβουν μυστικές και
φευγαλέες διασκεδάσεις». Ομοίως, ο Μαρτιάλης θεωρούσε τα
λουτρά έναν τόπο όπου άνδρες και γυναίκες μπορούσαν εύκολα
να ξεκινήσουν σεξουαλικές συνευρέσεις. Ο Μαρτιάλης περιγράφει
έναν ανώνυμο άνδρα που χρησιμοποιεί το λουτρό του ως
δικαιολογία για να κοιτάζει επίμονα και απροκάλυπτα τα μόρια
νεαρών ανδρών, ενώ μια αγνή γυναίκα με το όνομα Λεβίνα
διεφθάρη τόσο πολύ από την ερεθιστική εμπειρία του μεικτού
λουτρού ώστε το έσκασε με έναν νεαρό εραστή. Ένα
συμπαθέστατο γκράφιτι στα λουτρά λέει: «Ο Απελλής… και ο
Δέξτρος απόλαυσαν το γεύμα τους εδώ και ταυτόχρονα έβγαλαν
τα μάτια τους». Μια επόμενη φορά το ίδιο ζευγάρι έγραψε
άτεχνα: «Εμείς, ο Απελλής ο Ποντικός και ο αδελφός του ο
Δέξτρος, κουτουπώσαμε υπέροχα δυο γυναίκες δυο φορές».75
Τα λουτρά πρόσφεραν μια μοναδική και πλήρη αστική
εμπειρία. Πάνω απ’ όλα, ήταν μια δραστηριότητα της
κοινότητας. Πλούσιοι και φτωχοί έρχονταν σε στενή επαφή·
φιλίες γεννιούνταν και παγιώνονταν· επιχειρησιακές συμφωνίες
συνάπτονταν· συνομιλίες έδιναν κι έπαιρναν. Αυτή η ευκαιρία
κοινωνικοποίησης στην πόλη, σε οποιαδήποτε μορφή, συνιστούσε
πιθανώς την κύρια απόλαυση και άξιζε κατά πολύ τον χρόνο
που αφιέρωναν οι Ρωμαίοι στο λουτρό τους. «Πρέπει να πάω για
ένα λουτρό», έγραψε ένας ενθουσιασμένος νεαρός Ρωμαίος
μαθητής όταν τελείωσε τα μαθήματά του. «Ναι, ήρθε η ώρα.
Φεύγω· παίρνω μερικές πετσέτες και ακολουθώ τον υπηρέτη μου.
Τρέχω να συναντήσω τους άλλους που πηγαίνουν στα λουτρά
και λέω σε όλους ανεξαιρέτως: “Τι κάνεις; Να έχεις ένα όμορφο
λουτρό! Κι ένα όμορφο γεύμα!”»76

Ένα βασανιστικό ερώτημα αφορά ανέκαθεν την προτίμηση των


Ρωμαίων για το λουτρό. Ήταν άραγε ένα μοιραίο ελάττωμα; Όσο
περνούσε ο καιρός τόσο πιο έντονη γινόταν η μανία για το
λουτρό – και τις δραστηριότητες που σχετίζονταν με αυτό. Όλη
αυτή η περιποίηση, η εμμονή και ο καλλωπισμός δεν είναι άραγε
στον αντίποδα του λιτού και στωικού πνεύματος χάρη στο οποίο
η Ρώμη αναδείχθηκε κυρίαρχη της Μεσογείου και της δυτικής
Ευρώπης;
Τα ευρύχωρα κτίρια των λουτρών έρχονταν σε αντίθεση με
πολλά από τα υπόλοιπα δημόσια κτίρια στην αυτοκρατορική
πρωτεύουσα. Οι δημόσιοι χώροι της Ρώμης αφηγούνταν την
ιστορία της εξέλιξης της πόλης-κράτους, από μια άτακτη
συγκέντρωση καλύβων γαντζωμένων στον Παλατινό Λόφο σε μια
υπερδύναμη που κυριαρχούσε σε όλο τον κόσμο. Όπως όλες οι
μεγαλύτερες παγκόσμιες μητροπόλεις, η Ρώμη αντλούσε ενέργεια
από τους μύθους και την ιστορία της. Ο τεράστιος ναός του
Jupiter Optimus Maximus στον Λόφο του Καπιτωλίου, ο
μεγαλύτερος ναός του κόσμου, θεμελιώθηκε από τον τελευταίο
βασιλιά της Ρώμης, τον Λεύκιο Ταρκύνιο Υπερήφανο· αλλά,
σύμφωνα με τον μύθο, αποπερατώθηκε και αφιερώθηκε το έτος
κατά το οποίο οι Ρωμαίοι ανέτρεψαν τη μοναρχία και
εγκαθίδρυσαν τη δημοκρατία, το 509 π.Χ. Στις μάχες ενάντια
στον εκθρονισμένο βασιλιά, κάποιοι είδαν τους θεούς Κάστορα
και Πολυδεύκη να μάχονται στις γραμμές των υπερασπιστών της
δημοκρατίας. Ο ναός προς τιμήν τους παρέμεινε ένα από τα πιο
χαρακτηριστικά κτίρια στη Ρωμαϊκή Αγορά, ένα μνημείο στον
αγώνα των Ρωμαίων για libertas –ελευθερία– και σύνταγμα της
πόλης που τύγχανε θεϊκής έγκρισης.
Η ιστορία ήταν διάχυτη σε ολόκληρη την πόλη. Ο περίπατος
στο κέντρο της ήταν μια υπενθύμιση των επιτευγμάτων της
Ρώμης, ιδιαίτερα όσων συνέβησαν, το ένα μετά το άλλο, μεταξύ
του 4ου και 5ου αι. π.Χ. Οι Ρωμαίοι είχαν τη συνήθεια να
κοιτάζουν πίσω στο παρελθόν και να συγκρίνονται, υποτιμώντας
τους εαυτούς τους, με τους υποτιθέμενους τραχείς και
αυστηρούς προγόνους τους, φοβούμενοι ότι γίνονταν πιο
μαλθακοί και πιο θηλυπρεπείς. Η δημιουργία μιας τεράστιας
αυτοκρατορίας έφερε στο προσκήνιο αυτές τις ανησυχίες.
Πολυτέλειες κάθε είδους εισέρρεαν στη Ρώμη καθώς αυτή
μεγεθυνόταν από μια ταπεινή αλλά φιλόδοξη αγροτική
κωμόπολη σε μια πλήρως ανεπτυγμένη αυτοκρατορική
μητρόπολη. Οι εισαγωγές περιλάμβαναν εξωτικές τροφές, θέατρα,
δούλους, έργα τέχνης, μετανάστες, πολύτιμα μέταλλα,
κοσμήματα και όλα όσα μπορούσαν να παρέχουν τα
ποικιλόμορφα εδάφη των νέων κατακτήσεών τους. Σε αυτά
συμπεριλαμβάνονταν και τα λουτρά.
Η συνήθεια του λουτρού εισήχθη στη Ρώμη ταυτόχρονα με την
αύξηση του μεγέθους της ίδιας της πόλης. Κατά την περίοδο των
κατακτήσεών της, η Ρώμη υστερούσε σε σχέση με τις μεγάλες
πόλεις της εποχής της σε ό,τι αφορά την πολυτέλεια του αστικού
τοπίου. Η Αντιόχεια, η Αλεξάνδρεια, η Καρχηδόνα και η
Κόρινθος ήταν σαφώς πιο εντυπωσιακές πόλεις. Πράγματι, οι
εξελιγμένοι Μακεδόνες χαρακτήριζαν υποτιμητικά τη Ρώμη ως
υπανάπτυκτη, άποψη που επιβεβαιώθηκε όταν ένας πρέσβης
έπεσε μέσα σε έναν ανοιχτό υπόνομο. Όλα αυτά άλλαξαν το
δεύτερο μισό του 2ου αι. π.Χ., την περίοδο στην οποία η Ρώμη
υπέστη εκτεταμένη αναμόρφωση, όπως άρμοζε στη μητρόπολη
μιας κολοσσιαίας αυτοκρατορίας. Οι επιφανείς προσωπικότητες
του 1ου αι. π.Χ. –ο Σύλλας, ο Κράσσος, ο Πομπήιος και ο
Καίσαρας– εκδήλωσαν τη γενναιοδωρία τους με ναούς, αγορές,
βασιλικές, θριαμβικές αψίδες, βωμούς, θέατρα, κήπους και άλλα
κοσμικά και θρησκευτικά οικοδομήματα. Αλλά τα λουτρά
θεωρούνταν κάτι μη αξιοπρεπές. Αν ήθελες να πάρεις το λουτρό
σου, έπρεπε να το κάνεις ολομόναχος.
Την επαύριο των εμφύλιων πολέμων, που διήρκεσαν δεκαετίες,
και μετά τον θάνατο του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας, ο
Οκταβιανός πρόβαλλε ως ο μοναδικός ηγεμόνας της Ρώμης, ο
μόνος ισχυρός άνδρας που μπορούσε να εγγυηθεί τη συνοχή της.
Το 27 π.Χ. του απονεμήθηκαν οι τίτλοι του Αυγούστου και του
princeps· η δημοκρατία υπήρχε πλέον μόνο κατ’ όνομα. Δεξί χέρι
του Αυγούστου ήταν ο πολιτικός και στρατηγός Μάρκος
Βιψάνιος Αγρίππας. Όπως και οι σπουδαίοι άνδρες των
προηγούμενων ετών του αιώνα, ο Αύγουστος και ο Αγρίππας
εξέφρασαν την εξουσία τους με μνημειώδη κτίρια. Ο Αγρίππας
ανέθεσε τη δημιουργία το Πανθέου και της Βασιλικής του
Ποσειδώνα, μεταξύ πολλών άλλων επιβλητικών μαρμάρινων
κτιρίων. Ωστόσο, άρχισε επίσης να επεξεργάζεται την ίδρυση ενός
συγκροτήματος λουτρών το 25 π.Χ., το οποίο τροφοδοτούνταν
με 100.000 κυβικά μέτρα τρεχούμενου νερού, σε καθημερινή
βάση, από το ιδιωτικής χρήσης υδραγωγείο του Αγρίππα (το
«Aqua Virgo», το οποίο τροφοδοτεί τη Φοντάνα Ντι Τρέβι
ακόμα και σήμερα). Το γεγονός αυτό σηματοδότησε μια απότομη
μετάβαση, στην ύστερη περίοδο της δημοκρατίας, από τα λιτά
ιδιωτικά balneae στις πολυτελείς δημόσιες thermae.
Όταν ο Αγρίππας πέθανε το 12 π.Χ., το συγκρότημα των
λουτρών του κληροδοτήθηκε στον λαό της Ρώμης. Η κληρονομιά
αυτή αναβάθμισε τα λουτρά σε αποδεκτά δημόσια κτίρια που
άρμοζαν στις αρχιτεκτονικές φιλοδοξίες μνημειακού χαρακτήρα.
Το επόμενο μεγαλειώδες δημόσιο οικοδόμημα ανεγέρθηκε από
τον Νέρωνα τη δεκαετία του 60 μ.Χ. Η μοναδική πολιτική
δυναμική της Ρώμης είχε ανέκαθεν λειτουργήσει, σε μεγάλο
βαθμό, λόγω των τρόπων με τους οποίους ανταγωνίζονταν οι
ελίτ και οι μάζες για να απολαύσουν τα προνόμια που
συσσώρευε η πόλη-κράτος τους. Καθώς η δημοκρατία
παραχωρούσε τη θέση της στην αυτοκρατορική περίοδο, οι
εκτεταμένοι και υψηλής τεχνολογίας χώροι αναψυχής που
παρείχε το κράτος έγιναν κεντρικός άξονας της δημόσιας ζωής
των Ρωμαίων.77
Στον πρώιμο 1ο αι. μ.Χ. ο Σενέκας επισκέφτηκε την οικία του
Σκιπίωνα Αφρικανού, του ήρωα που είχε νικήσει τον Αννίβα το
202 π.Χ. Τα λουτρά του μεγάλου στρατηγού ήταν μικρού
μεγέθους και σκοτεινά. Εκείνη την εποχή, όπως έγραψε ο
Σενέκας, οι Ρωμαίοι έπαιρναν το λουτρό τους μόνο περιστασιακά
και εξ ανάγκης, «όχι μόνο για απόλαυση».
Μέσα σε δύο αιώνες επήλθε μεγάλη αλλαγή στον λιτό και
ανδροπρεπή χαρακτήρα του Ρωμαίου:

νομίζουμε πως είμαστε φτωχοί και αγριάνθρωποι αν οι τοίχοι


μας δεν αστράφτουν με μεγάλους και ακριβούς καθρέφτες· αν
τα μάρμαρά μας από την Αλεξάνδρεια δεν αναδεικνύονται από
ψηφιδωτά με πέτρες της Νουμιδίας… αν οι θολωτές οροφές
μας δεν πνίγονται στο γυαλί [ψηφιδωτά]· αν οι πισίνες μας δεν
είναι επενδεδυμένες με μάρμαρο Θάσου, ένα άλλοτε σπάνιο και
δαπανηρό υλικό που βλέπαμε μόνο σε ναούς… και, τέλος, αν
το νερό δεν ρέει μέσα από ασημένιους κρουνούς… Τι πλήθος
αγαλμάτων, κιόνων που υποβαστάζουν το τίποτα και
υψώνονται μόνο χάριν διακόσμησης, απλώς για να δαπανηθούν
χρήματα! Και πόσες πτώσεις νερού από επίπεδο σε επίπεδο!
Ζούμε πια μέσα σε τόση χλιδή που βαδίζουμε ακόμα και πάνω
σε πολύτιμους λίθους.

Ένας σύγχρονος του Σενέκα θα έλεγε σχετικά με τους


δημοκρατικούς προγόνους τους: «Ναι· προφανώς και ήταν πολύ
βρόμικοι άνθρωποι! Θα βρομοκοπούσαν ολόκληροι!» Αλλά ο
Σενέκας είχε την εξής απάντηση να δώσει στους σχολαστικούς
συμπατριώτες του: «Είχαν τη μυρωδιά του αγρού, του χωραφιού
και του ηρωισμού». Η ρυπαρότητα της καθημερινής εργασίας
τους, κοντολογίς, ήταν η έκφραση του ανόθευτου δημοκρατικού
ήθους και του ηρωισμού τους. Ο Σενέκας παρέδωσε ένα μάθημα
βαθύτερης ηθικής σχετικά με την καθαριότητα. «Τώρα που έχουν
κατασκευαστεί πεντακάθαρες εγκαταστάσεις λουτρών», κατέληξε,
«οι άνθρωποι είναι στ’ αλήθεια πιο μοχθηροί απ’ ό,τι στο
παρελθόν».78
Η απόρριψη του λουτρού ως συνήθειας που ενθαρρύνει την
εξαχρείωση και την παρακμή επηρέασε πολλές γενιές ιστορικών,
που διέκριναν σε αυτήν τους σπόρους της παρακμής και της
πτώσης της Ρώμης. Οι αυτοκράτορες, καθώς λένε, νάρκωναν με
πολυτελή δώρα τους Ρωμαίους σε μια απαθή υποταγή, και τα
μεγαλειώδη δημόσια λουτρά ανήκουν σε αυτήν ακριβώς την
κατηγορία. Αλλά θα μπορούσαμε, αντίθετα, να θεωρήσουμε ότι η
συνήθεια του δημόσιου λουτρού κατά τον τρόπο των Ρωμαίων
σηματοδοτούσε την κορύφωση του αστικού πολιτισμού. Η
καθαριότητα διαφοροποιούσε τους Ρωμαίους από τους αγροίκους
άπλυτους βαρβάρους. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, το
λουτρό προσδιόριζε τι σήμαινε να είναι κανείς Ρωμαίος: αβρός,
εκλεπτυσμένος και μοντέρνος.79
Ωστόσο, υπάρχει κι άλλος ένας τρόπος θεώρησης του ρωμαϊκού
φαινομένου του λουτρού. Η Ρώμη της εποχής του Σενέκα ήταν
πολύ διαφορετική από εκείνη του Σκιπίωνα Αφρικανού. Ήταν
μια πόλη με πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους, η πρώτη του
μεγέθους και της κλίμακας αυτής στην ιστορία. Αντί να
θεωρήσουμε τη συνήθεια του λουτρού ως ένα τεκμήριο παρακμής
ή ακόμα και ακραίας αστικής ευγένειας, είναι λογικότερο να το
δούμε ως μια βασική ανθρώπινη ανάγκη για αστικές αβρότητες.
Για να αφηγηθούμε αυτή την πλευρά της ιστορίας, πρέπει να
φύγουμε από τη Ρώμη και να διηγηθούμε μια οικουμενική
ιστορία του νερού και της πόλης.

Το λουτρό είναι μια αρχέγονη επαφή με τη φύση, μια


απολαυστική εμπειρία σωματικής απελευθέρωσης από τις φυσικές
παραμορφώσεις και τα πρότυπα ευπρέπειας που βιώνουμε
καθημερινά διαβαίνοντας στενούς χώρους ως μέρος ενός
πορευόμενου πλήθους, αναγκασμένοι να βρισκόμαστε σε στενή
εγγύτητα με οσμές και σώματα ανθρώπων που μας είναι τελείως
άγνωστοι. Η γυμνότητα, ή κάτι πολύ κοντινό σε αυτή, όταν
βγάζουμε προσωρινά τα ενδύματα που δηλώνουν την κοινωνική
μας θέση, είναι επίσης μια σπάνια εμπειρία «εξισωτική».
Γράφοντας το 1936, όταν οι υπαίθριες πισίνες σημείωναν
άνθηση σε παγκόσμια κλίμακα στον ανεπτυγμένο κόσμο, ο
οικονομολόγος και τραπεζίτης σερ Τζοσάια Σταμπ δήλωνε ότι «Το
λουτρό περιορίζει τον πλούσιο και τον φτωχό, τον υψηλά και
χαμηλά ιστάμενο, σε ένα κοινό επίπεδο απόλαυσης και υγείας.
Όταν μιλάμε για κολύμβηση, μιλάμε για δημοκρατία».80
Η παραλία της Κοπακαμπάνα παρέχει ακριβώς μια τέτοια
λαμπρή διέξοδο για τα 7,5 εκατομμύρια κατοίκους του Ρίο ντε
Τζανέιρο. Αυτή η λωρίδα άμμου και οι άλλες παραλίες του Ρίο
δεν παρέχουν μόνο νερό και ανάπαυλα από τη ζοφερή
πραγματικότητα της αστικής ζωής, αλλά μια ολόκληρη αστική
κουλτούρα από μόνες τους – ένα κέρας αφθονίας γεμάτο
πρωταθλήματα ποδοσφαίρου και βόλεϊ, τυχαίες συναντήσεις και
οικογενειακές συναθροίσεις, γιορτές και φεστιβάλ. Η παραλία δεν
είναι τόσο ένας άνετος δημόσιος χώρος όσο ένα θέαμα χωρίς
σταματημό. Οι ντόπιοι εύχονται «Tenha uma boa praia» –να
έχεις μια καλή παραλία– αντί για «Να έχεις μια καλή μέρα». Σε
μια βαθύτατα άνιση πόλη, η παραλία απογυμνώνει από τα
εξωτερικά χαρακτηριστικά της ιεραρχίας. Η παραλία παρουσιάζει
πολλές ομοιότητες με το Λος Άντζελες, μια μητρόπολη φτωχή σε
δημόσιους χώρους που λειτουργούν χωρίς αποκλεισμούς. Το
δικαίωμα στην πρόσβαση και την απόλαυση της ακτογραμμής,
μήκους 65 χιλιομέτρων, που εκτείνεται από το Μαλιμπού ως το
Πάλος Βέρντες διασφαλίζεται με σθένος έναντι της καταπάτησης
των πολυτελών κατοικιών.81
Υπάρχουν και άλλες μητροπόλεις με παραλίες σε άμεση
γειτνίαση –όπως το Κόνεϊ Άιλαντ της Νέας Υόρκης– αλλά είναι
σπάνιο οι παραλίες να βρίσκονται μέσα στην ίδια την πόλη και
να είναι εύκολα προσβάσιμες από όλους τους πολίτες της. Γιατί,
όμως, να μη φέρουμε την παραλία στην πόλη; Από το 2003 στο
Παρίσι ιδρύθηκαν αστικές παραλίες ώστε οι άνθρωποι,
παγιδευμένοι στο καυτό καζάνι του καλοκαιριού, να μπορούν να
δροσίζονται και να χαλαρώνουν. Ένα τμήμα του
αυτοκινητόδρομου Ζορζ Πομπιντού δίπλα στον Σηκουάνα είναι
κλειστό στην κυκλοφορία τους καλοκαιρινούς μήνες και
καλύπτεται με άμμο, φοίνικες, αιώρες και ξαπλώστρες. Ο
σοσιαλιστής δήμαρχος της πόλης συνέλαβε την «Πλαζ του
Παρισιού» ως έναν τρόπο ώστε οι Παριζιάνοι «να οικειοποιηθούν
τον δημόσιο χώρο και να βιώσουν την πόλη διαφορετικά», ιδίως
οι Παριζιάνοι που είναι περιορισμένοι σε θλιβερά banlieues82 και
δεν διαθέτουν τα μέσα για να κάνουν διακοπές. Η ίδρυση αυτής
της παραλίας ήταν μια πολιτική πράξη. Σύμφωνα με τον
δήμαρχο εκείνης της εποχής, «Η “Πλαζ του Παρισιού” θα είναι
ένας ευχάριστος τόπος συνάντησης όπου θα σμίγουν οι
άνθρωποι, παρά τις διαφορές τους. Είναι μια φιλοσοφία της
πόλης, ένας ποιητικός χρόνος μοιράσματος και αδελφοσύνης».83
Ήταν μια προσπάθεια να δημιουργηθεί κάτι που άλλοτε
αποτελούσε μια εγγενή –και από καιρό λησμονημένη– πτυχή της
ζωής στην πόλη. Διαχρονικά στην ιστορία του Λονδίνου ο
Τάμεσης και οι ημιαγροτικοί ποταμοί σε προάστια όπως τα
Άιλινγκτον, Πέκαμ και Κάμπεργουελ χρησιμοποιούνταν από
ορδές λουόμενων ανδρών τις Κυριακές. Ένα ποίημα του 17ου
αιώνα εξυμνούσε το θέαμα χιλιάδων Λονδρέζων που
απολάμβαναν την ανακουφιστική δροσιά του Τάμεση «τις
θερινές πιο γλυκιές βραδιές». Ο Τζόναθαν Σουίφτ ανέφερε τις
ολόγυμνες βουτιές του στα πέριξ του Τσέλσι: «Έχω μια άγρια
δίψα με αυτόν τον ζεστό καιρό, στο λεπτό θα πάω για κολύμπι»,
έγραφε σε μια επιστολή. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ο
Μπέντζαμιν Φράνκλιν κολύμπησε από το Τσέλσι ως τη Γέφυρα
Μπλακφράιαρς (μια απόσταση 5,5 χιλιομέτρων) επιδεικνύοντας
απλωτές, πρόσθιο και ύπτιο. Έναν αιώνα αργότερα ένας
βικτοριανός συγγραφέας αναφέρθηκε απαξιωτικά σε «εκείνο το
άθλιο υποκατάστατο υποτιμητικού πολιτισμού που ονομάζεται
λουτρό». Το πραγματικό κολύμπι, σύμφωνα με τον ίδιο, έπρεπε
να το κάνει κάποιος γυμνός και «σε ζωντανό ή τρεχούμενο
νερό… ή ας μην το κάνει καθόλου».84
Αλλά στα μέσα του 19ου αιώνα η αστική κολύμβηση και η
αίσθηση της ευπρέπειας δεν ήταν πλέον συμβατές. Οι οικίες και
οι γυμνοί λουόμενοι προφανώς δεν ταίριαζαν μεταξύ τους.
Έγραψε κάποιος σε μια εφημερίδα, με σεμνοτυφία, ότι είχε
αναγκαστεί να κρατήσει τη σύζυγο και την κόρη του μακριά από
τα παράθυρα που είχαν θέα στον Τάμεση λόγω της «αηδιαστικής
έκθεσης» κολυμβητών, οι οποίοι «επιδίδονται σε κάθε είδους
κινήσεις χωρίς τον παραμικρό έλεγχο» (απλώς κολυμπούσαν προς
ένα ατμόπλοιο και πίσω πάλι). Κάποιος άλλος άνδρας
παραπονέθηκε για τις «κραυγές και τον παράφωνο θόρυβο» τον
οποίο έκαναν «εκατοντάδες γυμνοί άνδρες και αγόρια» που
κολυμπούσαν στη λίμνη Σέρπενταϊν στο Χάιντ Παρκ. Μάταια οι
λουόμενοι της πόλης ανταπαντούσαν ότι η αναψυχή τους αυτή
επιτρεπόταν από αμνημονεύτων χρόνων.85
Ο καθωσπρεπισμός παρενέβη προτού η Βιομηχανική
Επανάσταση μετατρέψει σε επικίνδυνο εγχείρημα τη γυμνή
ενθουσιώδη κολύμβηση σε ποταμούς των πόλεων. Τη δεκαετία
του 1850 ο Τάμεσης ήταν μια δυσώδης δεξαμενή απορροής
αποχετευτικών αγωγών που εκκένωναν τα περιττώματα τριών
εκατομμυρίων ανθρώπων απευθείας στο εσωτερικό του. Μέχρι
την έντονη αστικοποίηση του 19ου αιώνα πολλοί κάτοικοι των
πόλεων είχαν εύκολη πρόσβαση στην ύπαιθρο και στα ποταμάκια
και τις λίμνες της. Η καθιέρωση δημόσιων πισίνων συνέπεσε
χρονικά με την εποχή κατά την οποία αυτή η πρόσβαση στη
φύση από το κέντρο της πόλης ήταν πλέον αδύνατη. Οι
ανησυχίες σχετικά με την έκθεση της σάρκας σε κοινή θέα και
την ανάρμοστη ανάμειξη ανδρών και γυναικών (ειδικά ανδρών
και γυναικών από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις) οδήγησαν
αναγκαστικά στον περιορισμό της αστικής κολύμβησης σε
ελεγχόμενους και απομονωμένους χώρους. Τα πρώτα σύγχρονα
δημοτικά λουτρά άνοιξαν στο Λίβερπουλ το 1829, σχεδιασμένα
με το μεγαλείο και τη μνημειακή λογική ενός μουσείου ή ενός
δημοτικού μεγάρου. Συμβόλιζαν την προσήλωση της πόλης στη
δημόσια υγεία και αναψυχή και πυροδότησαν έναν ανταγωνισμό
μεταξύ των βρετανικών πόλεων για τη δημιουργία μεγαλύτερων,
ομορφότερων και καλύτερων λουτρών, καλαίσθητων κτισμάτων
που υψώνονταν επιβλητικά εντός της αστικής έκτασης.
Ακολούθησαν η Γερμανία τη δεκαετία του 1860 και οι Ηνωμένες
Πολιτείες της Αμερικής τη δεκαετία του 1890.
Η κατάσταση στις παραγκουπόλεις της Νέας Υόρκης στα τέλη
του 19ου αιώνα αποκαλύπτει το υψηλό τίμημα που πληρώνουν
οι άνθρωποι ώστε να ικανοποιήσουν τον πόθο τους για μια
βουτιά στο νερό. Ένας κάτοικος παραγκούπολης ανέφερε ότι,
λόγω του ότι δεν υπήρχαν πάρκα, «η μοναδική δραστηριότητα
αναψυχής ήταν να κατέβουμε στον ποταμό Ιστ Ρίβερ όπου
βρίσκονταν οι φορτηγίδες. Εκεί οι άνθρωποι κολυμπούσαν αλλά,
επίσης, εκεί άφηναν και το περιεχόμενο των εντέρων τους. Στις
δεκαετίες του 1870 και του 1880 εγκαταστάθηκαν 23 πλωτά
λουτρά στους ποταμούς Χάντσον και Ιστ για τους πιο φτωχούς
και βρόμικους κατοίκους της πόλης. Το πρόσθιο είδος
κολύμβησης ήταν υποχρεωτικό ώστε «να σπρώχνουν μακριά τα
απορρίμματα». Παρ’ όλα αυτά, η κολύμβηση εξακολούθησε να
είναι εξαιρετικά δημοφιλής, ιδίως για τους φτωχούς αστούς σε
πόλεις σε όλο τον κόσμο. Οι δημοτικές αρχές που επιχείρησαν να
απαγορεύσουν τη δημόσια κολύμβηση συνάντησαν την έντονη
αντίδραση των μελών της εργατικής τάξης, που ήταν
αποφασισμένα να υπερασπιστούν μία από τις ελάχιστες ευκαιρίες
για άσκηση και παιχνίδι που είχαν στη διάθεσή τους.86
Στο ίδιο πνεύμα κινούνταν και η επιτυχία του Μπρόντγουεϊ
Δρόμος χωρίς διέξοδο του 1935, που άρχιζε με ημίγυμνα έφηβα
αγόρια του δρόμου από τις λαϊκές συνοικίες του Λόουερ Ιστ
Σάιντ στην άκρη μιας προκυμαίας στον ποταμό Ιστ. Τα σκληρά
αγόρια του δρόμου μπορεί να μην έχουν σπουδαίο μέλλον στο
Μεγάλο Κραχ, αλλά έχουν τα λυγερά, γυμνασμένα κορμιά τους
και την ευκαιρία να αποδράσουν από το αστικό καμίνι στο
δροσερό νερό. Η μόνη διαθέσιμη δραστηριότητα αναψυχής για
αυτά τα αγόρια θα έδωσε ένα ισχυρό μήνυμα στους θεατές που
έσπευσαν να δουν τον Δρόμο χωρίς διέξοδο. Ένα έτος νωρίτερα,
η χρονιά ξεκίνησε με τον πνιγμό 450 ανθρώπων στο ποτάμι
(όσοι περίπου πέθαιναν κάθε χρόνο κολυμπώντας στον Τάμεση,
στο Λονδίνο του τέλους της βικτοριανής εποχής). Αλλά ακόμα
και αν δεν πνιγόσουν, θα σε ξέκαναν τα βακτήρια: οι λουόμενοι
κολυμπούσαν μέσα σε ακατέργαστα λύματα, πετρελαιοκηλίδες
και βιομηχανικά απόβλητα· η πολιομυελίτιδα και ο τυφοειδής
πυρετός θέριζαν σε αυτό το περιβάλλον. Σε κάθε περίπτωση, η
ευκαιρία για κολύμβηση περιοριζόταν από ό,τι αποκαλούμε
«αστικό εξευγενισμό». Στον Δρόμο χωρίς διέξοδο ο παρθένος
χώρος παιχνιδιού των αγοριών στην ακροποταμιά απειλείται από
νέες πολυκατοικίες πολυτελείας που αποίκιζαν την όχθη του
ποταμού σε αναζήτηση όμορφης θέας και μόλων για ιδιωτικά
σκάφη.87
Έναν χρόνο μετά την πρεμιέρα του Δρόμου χωρίς διέξοδο στο
Μπρόντγουεϊ, στον πρωτόγνωρο καύσωνα του καλοκαιριού του
1936, εγκαινιάστηκαν έντεκα τεράστια υπαίθρια συγκροτήματα
με πισίνες στις πιο πυκνοκατοικημένες και φτωχοποιημένες
συνοικίες με κόστος ένα εκατομμύριο δολάρια έκαστο στο
πλαίσιο της Νέας Συμφωνίας (New Deal).88 Εκείνο το
αποπνικτικό καλοκαίρι περισσότεροι από 1,79 εκατομμύρια
άνθρωποι χρησιμοποίησαν πισίνες για κολύμβηση, κατάδυση και
τσαλαβουτήματα. Την ίδια εποχή στη Βρετανία, ο επικεφαλής
του Δημοτικού Συμβουλίου του Λονδίνου, Χέρμπερτ Μόρισον,
ήθελε να μετατρέψει το Λονδίνο σε μια «πόλη γεμάτη υπαίθριες
πισίνες», όπου κάθε πολίτης θα μπορούσε να πάει με τα πόδια σε
τουλάχιστον μία υπαίθρια πισίνα.89
Οι οικογένειες της αμερικανικής εργατικής τάξης που ζούσαν σε
πυκνόκτιστες και αποπνικτικές λαϊκές συνοικίες μπορούσαν να
συναθροίζονται στη λιακάδα δίπλα σε καθαρό νερό και να
κάνουν πικνίκ συντροφιά με άλλους από την ίδια γειτονιά. Η
πισίνα του Πάρκου Τόμας Τζέφερσον στο Ανατολικό Χάρλεμ είχε
χωρητικότητα 1.450 ατόμων· η πισίνα στο Πάρκο Κολόνιαλ στο
κεντρικό Χάρλεμ μπορούσε να χωρέσει 4.500 ανθρώπους και το
Κέντρο Αναψυχής Μπέτσι Χεντ στο Μπρούκλιν 5.500. Υπήρχαν
χώροι για παιχνίδι, όπου συνυπήρχαν αγόρια και κορίτσια και
γεννιούνταν φιλίες και ειδύλλια. Οι καινούριες πισίνες ήταν το
κεντρικό στοιχείο των δημόσιων πάρκων, που είχαν
μεταμορφωθεί καθώς σε αυτά προστέθηκε εξοπλισμός για
παιχνίδι αλλά και γήπεδα μπέιζμπολ, διαδρομές για τρέξιμο,
εξέδρες για συναυλίες και χώροι γυμναστικής.90
Τα μνημειώδη λουτρά της Ευρώπης του 19ου αιώνα ήταν
επίσης χώροι κοινωνικοποίησης και συναναστροφών, και όχι
μόνο χώροι καθαριότητας· ήταν σκοπίμως κομψά και έφτιαχναν
τη διάθεση, τα κατεξοχήν σύμβολα της αστικής υπερηφάνειας. Οι
υπαίθριες πισίνες και τα πάρκα της Νέας Συμφωνίας στη Νέα
Υόρκη –μαζί με τις φημισμένες υπαίθριες πισίνες σε στιλ αρ
ντεκό που άνοιξαν την ίδια περίπου εποχή στις ευρωπαϊκές
πόλεις– διακήρυσσαν κάτι άλλο. Έφεραν το παιχνίδι στο κέντρο
της πόλης. Και κάτι ακόμα πιο ριζοσπαστικό: για πρώτη φορά
έδωσαν στους εφήβους έναν χώρο που ήταν όλος δικός τους, μια
ανάπαυλα από την τσιμεντένια ζούγκλα της καρδιάς της πόλης.
Όταν ο δήμαρχος Φιορέλο Λα Γκουάρντια εγκαινίασε την πισίνα
του Πάρκου Τόμας Τζέφερσον στο Ανατολικό Χάρλεμ, φώναξε
προς τα πλήθη των ανυπόμονων παιδιών: «Εντάξει, παιδιά, όλη
δική σας!» Σε μια πόλη δίχως χώρους για πολλούς από τους
φτωχότερους κατοίκους της, οι πισίνες σύντομα έγιναν η
ζωντανή καρδιά της κοινότητας και, συγκεκριμένα, το κέντρο
της νεογέννητης νεανικής κουλτούρας στις δεκαετίες του 1930
και του 1940. Στις συντηρητικές, από κοινωνική άποψη,
συνοικίες μεταναστών όπως το Ανατολικό Χάρλεμ, οι υπαίθριες
πισίνες γκρέμισαν τα όρια των φύλων, επιτρέποντας σε αγόρια
και κορίτσια όχι μόνο να συναναστρέφονται μεταξύ τους ισότιμα
αλλά να το πράττουν αυτό χωρίς να φορούν πολλά ρούχα και
μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των γονιών τους.91
Οι πισίνες δεν ήταν επισήμως φυλετικά διαχωρισμένες. Ωστόσο,
βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή των αστικών φυλετικών
ζητημάτων. Όταν παραδόθηκε η πισίνα του Πάρκου Τόμας
Τζέφερσον, ήταν η όαση της λευκής εργατικής τάξης, ειδικά των
Ιταλοαμερικανών. Οι αφροαμερικανικές οικογένειες του Χάρλεμ
σύχναζαν στην πισίνα του Κολόνιαλ Παρκ. Οι λουόμενοι επί
μακρόν ήταν διαχωρισμένοι ανάλογα με το φύλο. Αλλά με την
άφιξη των μεικτών λουτρών τη δεκαετία του 1930 και τα άκρως
αποκαλυπτικά μπανιερά (που διαδόθηκαν από τον
κινηματογράφο), οι ανησυχίες για τη συναναστροφή
Αφροαμερικανών ανδρών και λευκών γυναικών στην πισίνα
οξύνθηκαν. Αυτό δεν συνέβη σε όλες τις πισίνες, κυρίως στο
Μπέτσι Χεντ στο Μπρούκλιν, όπου ο κυρίως εβραϊκός
πληθυσμός της εργατικής τάξης ερχόταν σε επαφή με
Αφροαμερικανούς τη δεκαετία του 1930.
Τη δεκαετία του 1950 ξέσπασαν καβγάδες μεταξύ μαύρων και
λευκών εφήβων σχετικά με την πρόσβαση στις πισίνες. Στο
Ανατολικό Χάρλεμ, οι Ιταλοαμερικανοί έφηβοι άνδρες
απεχθάνονταν τους άρτι αφιχθέντες Πορτορικανούς μετανάστες
που προσπαθούσαν να μπουν στη δική τους πισίνα στο Πάρκο
Τόμας Τζέφερσον για να φλερτάρουν τα δικά τους κορίτσια. Στο
μυθιστόρημα Υπόθεση Καρλίτο, που έγραψε ο Έντουιν Τόρες το
1975, ο Πορτορικανός πρωταγωνιστής και κάτοικος του
Ισπανικού Χάρλεμ θυμάται τις μάχες για τις εδαφικές
επικράτειες της πισίνας:

Θα σου πω εγώ για τις φασαρίες, δικέ μου. Οι τύποι είπαν ότι
οι βρομολατίνοι απαγορεύεται να περνούν ανατολικά της Παρκ
Άβενιου. Αλλά υπήρχε μόνο μία πισίνα και αυτή ήταν η
Τζέφερσον στην 112η Οδό και στο Ιστ Ρίβερ. Δηλαδή, ρε φίλε,
έπρεπε να διασχίσεις το Παρκ, το Λέξινγκτον, το Θερντ, το
Σέκοντ, το Φερστ, το Πλέζαντ. Τίγκα στους βρομοϊταλούς. Οι
μεγαλύτεροι στέκονταν μπροστά στα σκαλιά και στα
καταστήματα, μας στραβοκοίταζαν, όλοι με το φανελάκι· τα
παιδιά ήταν σκαρφαλωμένα στις στέγες με σκουπιδοτενεκέδες
και στα υπόγεια με μπαστούνια και αλυσίδες ποδηλάτου…
Φάγαμε τρελό ξύλο – ήταν τσιφλίκι τους, ήταν και πολλοί...
Προσπαθούσαμε να γίνουμε ένα με αυτούς αλλά δεν μας
άφηναν να μπούμε στην πισίνα. Hijos de puta.92,93

Οι πισίνες έγιναν χώροι ζωτικής σημασίας στην πόλη της


εργατικής τάξης, περιοχές που όφειλε κάποιος να τις
υπερασπιστεί (οι εγκατεστημένες ομάδες) ή να τις πολιορκήσει (οι
ξενόφερτοι). Πολύ αργότερα, οι Πορτορικανοί ανέφεραν τη
συμβολική σημασία της πισίνας και την αποφασιστικότητά τους
να μην υποκύψουν στους εκφοβισμούς. Πιο συγκεκριμένα,
ήθελαν να απολαύσουν την πισίνα και να γίνουν κι εκείνοι
μέρος της κοινωνικής ζωής της, όπως όλοι οι άλλοι. Πολλοί από
αυτούς το κατάφεραν παρά τον εκφοβισμό που επικρατούσε
στους δρόμους· με την πάροδο του χρόνου η πισίνα έγινε
λατινοαμερικανική, όσο είχε υπάρξει και ιταλική νωρίτερα. Η
ιστορία τους είναι μια μαρτυρία της διαχρονικής σημασίας που
είχε για τους κατοίκους της πόλης η βύθιση στο νερό. Η πισίνα
(ή το ποτάμι ή η παραλία) δεν αποτελεί μια προσθήκη ή ένα
προσάρτημα στην πόλη: είναι ένας από τους πιο αγαπημένους
δημόσιους χώρους και ένα ανεκτίμητο υγρό περιουσιακό στοιχείο.

Lavari est vivere, διαβάζουμε σε ένα ρωμαϊκό γκράφιτι: «Το


λουτρό είναι ζωή!» Η εμπειρία του καθαρτήριου ζεστού νερού,
των υδρατμών, των καλαίσθητων μαρμάρων, της αρωματισμένης
ατμόσφαιρας και της πολυτελούς περιποίησης συνέβαλλε στην
ψυχική και φυσική ευδαιμονία που οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν
voluptas. «Τα λουτρά, το κρασί και η ερωτική πράξη ρημάζουν
τα κορμιά μας», λέει ένα ρωμαϊκό επιτύμβιο επίγραμμα, «αλλά
τα λουτρά, το κρασί και η ερωτική πράξη είναι η πεμπτουσία της
ζωής».94
Ίσως να μην είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι αυτοκρατορικές
thermae πρωτοεμφανίστηκαν την περίοδο κατά την οποία η
Ρώμη έγινε μια πόλη ενός εκατομμυρίου ψυχών. Ο
περιπλεγμένος λαβύρινθος των δρόμων ήταν θορυβώδης και
ασφυκτικά γεμάτος από ανθρώπους και οχήματα μέρα και
νύχτα. Ο αέρας ήταν γεμάτος καπνούς από τους κλιβάνους, τα
ταχυφαγεία, τα αρτοπωλεία, τα χυτήρια και τις φωτιές που
θέρμαιναν τα λουτρά. Ο Τίβερης ήταν μολυσμένος με
βοθρολύματα, βιοτεχνικά λύματα και χρησιμοποιημένο νερό από
τα λουτρά. Πολλοί από τους φτωχούς ζούσαν κοντά στο ποτάμι,
σε συνθήκες υγρασίας που προτιμούν μόνο τα κουνούπια·
επιδημίες ελονοσίας ξεσπούσαν κάθε λίγα χρόνια. Η κλίμακα της
αστικοποίησης δεν άφηνε πια χειμάρρους ή ποτάμια για τους
φτωχούς της πόλης.
Πώς θα μπορούσε κανείς να γράφει ποίηση μέσα στην πόλη;
αναρωτιόταν ο Οράτιος τον 1ο αιώνα. Ο νους κατακλυζόταν από
κάρα που τρέκλιζαν, τεράστιους γερανούς που ανύψωναν δοκούς
στον ουρανό, σκυλιά που γυρόφερναν και λασπωμένα γουρούνια
που έκλειναν τα περάσματα. Οι αγορές και οι γωνιές των δρόμων
ήταν πάντα γεμάτες με ανθρώπους που πιάνονταν στα χέρια σε
«άγριους καβγάδες» για το ένα ή το άλλο θέμα καθώς και
ανθρώπους που εμπλέκονταν σε ατέρμονες συζητήσεις. Κάπως
έτσι περιέγραφε, γύρω στο 110 μ.Χ., ο Γιουβενάλης τους δρόμους
της Ρώμης, με «άμαξες να περιδιαβαίνουν με σαματά τα στενά
ελικοειδή δρομάκια και με τις βλαστήμιες των οδηγών που
κολλούσαν στην κίνηση». Η ανθρώπινη κυκλοφορία ήταν ακόμα
χειρότερη: «Με έχει ακινητοποιήσει ένα κύμα ανθρώπων μπροστά
μου και άλλοι άπειροι άνθρωποι με σπρώχνουν χτυπώντας την
πλάτη μου. Ένας μου χώνει αγκωνιά· ένας άλλος με χτυπά με
ένα σκληρό ραβδί. Ένας άνδρας κοπανάει το κεφάλι μου με μια
ξυλοσανίδα κι ένας άλλος με μια κρασοκανάτα. Τα πόδια μου
είναι καλυμμένα με λάσπη. Έπειτα, μια σειρά από τεράστια
πέλματα με κλοτσούν από όλες τις πλευρές κι ένας στρατιώτης
χώνει το σπιρούνι της μπότας του ακριβώς πάνω στο δάχτυλο
του ποδιού μου».95
Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Ρώμης στριμωχνόταν
σε λαϊκές πολυκατοικίες γνωστές ως insulae, λατινική λέξη που
σημαίνει «νησίδες». Τον 4ο αι. μ.Χ., όταν ο πληθυσμός της
Ρώμης δεν ήταν πια στο απόγειό του, υπολογίζεται ότι υπήρχαν
46.000 insulae, σε σύγκριση με μόλις 1.790 μονοκατοικίες. Όπως
πολλοί κάτοικοι των κομβικών κέντρων της παγκόσμιας
οικονομίας σήμερα, κατέβαλλαν εξωφρενικά ενοίκια για πολύ
μικρούς χώρους. Οι insulae της Ρώμης, οι οποίες ενίοτε έφταναν
τους οκτώ, εννέα ή ακόμα και δέκα ορόφους, ήταν γνωστές για
την κακή κατασκευή τους, την ελλιπή συντήρησή τους και την
ευαισθησία τους στη φωτιά. Όντως, σύμφωνα με τον
Γιουβενάλη, οι λαϊκές πολυκατοικίες «σείονταν με κάθε ριπή
ανέμου». Αν ξεσπούσε πυρκαγιά «ο τελευταίος που θα καιγόταν
θα ήταν όποιος δεν έχει τίποτα για να προστατευτεί από τη
βροχή παρά μόνο τα κεραμίδια, όπου τα ευγενή περιστέρια
γεννούν τα αβγά τους».96
Οι κανονισμοί όριζαν το πλάτος του δρόμου πρόσβασης γύρω
από τις insulae να είναι μόλις εβδομήντα εκατοστά, άρα τα
κτίρια συνωστίζονταν ασφυκτικά σε οικοδομικά τετράγωνα. Στο
ισόγειο, προς τον δρόμο, βρίσκονταν καταστήματα και ταβέρνες
(tabernae) και στους άνω ορόφους τα διαμερίσματα· ο πρώτος
όροφος είχε τις πιο ευρύχωρες και ακριβές κατοικίες, αλλά τα
δωμάτια γίνονταν προοδευτικά μικρότερα και φθηνότερα (αλλά
και πιο επικίνδυνα) όσο ψηλότερα βρίσκονταν στο κτίριο. Τα
ενοικιαζόμενα δωμάτια δεν παρείχαν και πολλά σε ό,τι αφορά τις
κουζίνες ή τις τουαλέτες. Οι ένοικοι χρησιμοποιούσαν δοχεία
νυκτός για τις ανάγκες τους, το περιεχόμενο των οποίων
απέρριπταν σε βαρέλια στο ισόγειο του κλιμακοστασίου· τα
άδειαζαν μόνο περιστασιακά. Για τα γεύματά τους πήγαιναν στα
πολυάριθμα μαγειρεία και ταχυφαγεία που ήταν διάσπαρτα
στους δρόμους της πόλης.97
Με περίπου ένα εκατομμύριο κάθιδρους ανθρώπους να ζουν
υπό άθλιες, λίγο ως πολύ, συνθήκες δεν αποτελεί έκπληξη το
γεγονός ότι η ζωή λάμβανε χώρα εκτός σπιτιού, στις στοές με τα
καταστήματα, τις αγορές, τις γωνιές των δρόμων και τα δημόσια
πάρκα. Η ρωμαϊκή μέρα άρχιζε με το πρώτο φως, όταν οι άνδρες
έφευγαν από τις λαϊκές πολυκατοικίες για να επισκεφτούν τους
προστάτες τους, μια καθημερινή ρουτίνα απόδοσης σεβασμού
στους ισχυρούς που διαρκούσε δύο ώρες. Η τρίτη, τέταρτη και
πέμπτη ώρα αφιερώνονταν στα negotia –επιχειρήσεις– πριν από
το γεύμα και τον μεσημεριανό ύπνο την έκτη ώρα. Έπειτα
ακολουθούσε η ευχαρίστηση, η voluptas.
Ο Μαρτιάλης ισχυριζόταν πως η καλύτερη ώρα για το λουτρό
ήταν η όγδοη, όταν το νερό είχε φτάσει στην ιδανική
θερμοκρασία, ούτε πολύ καυτό ούτε και πολύ κρύο. Εκείνη την
ώρα, κατά τις δύο το μεσημέρι, τα μεγάλα λουτρά άρχιζαν να
γεμίζουν με την ολοένα αυξανόμενη ανθρώπινη μάζα της Ρώμης.
Τα πολυτελή λουτρά έρχονταν σε αντίθεση με την
πραγματικότητα της καθημερινής ζωής. Σε μία μητρόπολη
παραγεμισμένη με ένα εκατομμύριο κατοίκους, οι δεσμοί και οι
ευκαιρίες συμμετοχικότητας που θα διατηρούσαν ενωμένη μια
πιο απλή και πιο μικρή πόλη δεν ήταν πλέον δυνατοί. Στο
λουτρό, ο πολίτης μπορούσε να νιώσει εμφανώς Ρωμαίος, μέρος
της κοινότητας και όχι χαμένος στο πλήθος. Η ιδιωτική
ρυπαρότητα αντισταθμιζόταν από το δημόσιο μεγαλείο.
Η ρωμαϊκή έκφραση teatrum mundi μεταφράστηκε από τον
Ουίλιαμ Σαίξπηρ ως «όλος ο κόσμος μια σκηνή». Τα λουτρά
παρείχαν το βασικό σκηνικό για το θέατρο της αστικής ζωής,
μέρος μιας κουλτούρας που έδινε πρωταγωνιστικό ρόλο στην
ευχαρίστηση και την αναψυχή. Τον 1ο αι. μ.Χ., οι 93 από τις
ημέρες του έτους αφιερώνονταν σε πολυτελείς δημόσιους αγώνες·
τον 4ο αι. ο αριθμός αυτός αυξήθηκε σε 175 ανά έτος. Ολόκληρη
η πόλη ψυχαγωγούνταν ταυτόχρονα σε πολυάριθμες αρένες σε
κάποια από αυτές τις συχνές αργίες. Ο Μεγάλος Ιππόδρομος, στη
μορφή του επί Τραϊανού (ο οποίος ανήγειρε και λουτρά), είχε
χωρητικότητα 150.000-200.000 θεατών· το κοινό του
Κολοσσαίου υπερέβαινε τους 50.000 θεατές. Τα τρία κύρια
θέατρα της πόλης μπορούσαν να φιλοξενήσουν συνολικά 50.000
θεατές.
Τα Λουτρά του Καρακάλλα ήταν κεντρικής σημασίας για μια
νέα έννοια προβολής της Ρώμης. Βρίσκονταν σε έναν νεόδμητο
και όμορφο δρόμο, ο οποίος σκόπιμα οδηγούσε τον νέο
επισκέπτη της πόλης σε μια διαδρομή με τα πιο επιβλητικά και
συναρπαστικά κτίρια της Ρώμης: τα ίδια τα λουτρά, τον Μεγάλο
Ιππόδρομο, τον Παλατίνο λόφο και το Κολοσσαίο. Παρατηρήστε
τον σκοπό αυτών των κτιρίων: αναψυχή. Ιπποδρομίες,
αρματοδρομίες, αναμετρήσεις μονομάχων, αναπαραστάσεις
ναυμαχιών, σφαγές άγριων θηρίων, θεατρικά υπερθεάματα,
στρατιωτικοί θρίαμβοι: ήταν ένας τόπος αδιάκοπου θεάματος και
ψυχαγωγίας, σε μεγάλο βαθμό αιμοδιψούς και σαδιστικού
χαρακτήρα.
Οι Ρωμαίοι γνώριζαν ότι η αναψυχή και η υπερπαραγωγή δεν
είναι πολυτέλειες ή επιπολαιότητες· είναι τα βασικά συστατικά
οποιασδήποτε μεγάλης και επιτυχημένης πόλης, ίσως εξίσου
αναντικατάστατα με τα δικαστήρια και τα δημόσια μνημεία. Το
να ανήκει κάποιος σε ένα πλήθος που κραυγάζει
κατενθουσιασμένο –είτε στο Κολοσσαίο τον 2ο αιώνα είτε στο
Στάδιο της Γαλλίας98 τον 21ο αιώνα– είναι μια μεθυστική
εμπειρία. Μπορείς να υποταχθείς στο πλήθος και να νιώσεις
μέρος της πόλης. Στον σύγχρονο κόσμο, το ποδόσφαιρο έχει
δώσει μια φυλετική ταυτότητα σε μέλη κοινοτήτων που
αριθμούν πολλά εκατομμύρια ψυχές. Η ικανότητα μιας πόλης να
διοργανώνει Ολυμπιακούς Αγώνες, μεγάλες ποπ συναυλίες ή
μαραθωνίους και να παρέχει σχεδόν συνεχή ψυχαγωγία με τη
μορφή αθλημάτων, θεάτρου, μουσείων, πάρκων και νυχτερινών
κέντρων είναι θεμελιώδης για τον σκοπό και τη διεκδίκηση του
μεγαλείου. Η Μεγάλη Πόλη προσφέρει πλούτο και δυνατότητες·
επίσης, μας δίνει την ευκαιρία να γίνουμε μέρος σε κάτι
μεγαλύτερο από τον εαυτό μας. Γι’ αυτό ακριβώς μπορούμε να
ανεχτούμε μια ζωή υπό άθλιες συνθήκες μέσα στο γενικότερο
μεγαλείο ή να πληρώνουμε εξωφρενικά ενοίκια για έναν
μικροσκοπικό χώρο διαβίωσης. Οι πόλεις που μπορούν να τα
παρέχουν αυτά πάντα καρπώνονται τα οφέλη υπό τη μορφή
μιας κοσμοπλημμύρας από χαρισματικούς εισερχόμενους και
πολυέξοδους περιηγητές.

Τα λουτρά έγιναν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ρωμαϊκής


αστικής εξάπλωσης σε μέρη του κόσμου που ως τότε δεν είχαν
γνωρίσει, δει ή βιώσει πόλεις. Η συνήθεια του λουτρού ήταν, κατ’
ουσίαν, ο τρόπος με τον οποίο ένας Γερμανός, ένας Γαλάτης ή
ένας Βρετανός πραγματοποιούσε τον καθαρμό του από τον
βαρβαρισμό και γινόταν όχι μόνο Ρωμαίος αλλά και αστός.
Οι Βρετανικές Νήσοι, αν και απαριθμούσαν 10.000 χρόνια
ανθρώπινης εγκατάστασης πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτησή
τους, στερούνταν οποιασδήποτε δομής που να μοιάζει με πόλη.
Η Βρετανία πλησίασε όσο ποτέ την πόλη με το oppidum,
δηλαδή, την οχυρωμένη πόλη. Από τον πρώιμο 1ο αι. π.Χ. οι
Βρετανοί άρχισαν να κατηφορίζουν από τα ορεινά οχυρά στις
πεδινές εκτάσεις για να χτίσουν oppida, οικισμούς
προστατευμένους με αναχώματα. Συχνά αυτοί ιδρύονταν κοντά
σε διασταυρώσεις και εκβολές ποταμών ή κατά μήκος εμπορικών
οδών της ενδοχώρας· κάποιες πόλεις άρχισαν να κόβουν δικό
τους νόμισμα. Περιγράφονται ακριβέστερα μάλλον ως «πρωτο-
αστικοί» παρά ως αστικοί οικισμοί. Το πιο εκτεταμένο από αυτά
τα βρετανικά oppida βρισκόταν στις όχθες του ποταμού Κολν
στο σημερινό Έσεξ. Γνωστό με το όνομα Καμουλόδουνον
(Camulodunon), «Το Οχυρό του Κάμουλου», του βρετανικού
θεού του πολέμου, διέθετε τη φυσική οχύρωση του ποταμού
Κολν, ο οποίος εξασφάλιζε πρόσβαση στις θαλάσσιες εμπορικές
διαδρομές.
Το 43 μ.Χ. αυτός ο ακμάζων οικισμός ήρθε αντιμέτωπος με την
πιο σκληρά οργανωμένη πολεμική δύναμη στον κόσμο, που
περιλάμβανε ελέφαντες, πυροβολικό και τον ίδιο τον Ρωμαίο
αυτοκράτορα. Ο Καρατάκος, βασιλιάς της φυλής των
Κατουβελάουνων, έσπευσε να λιποτακτήσει ενώπιον αυτού του
πανίσχυρου στρατού: ο αυτοκράτορας Κλαύδιος αποδέχτηκε την
άνευ όρων παράδοση πολλών άλλων Βρετανών βασιλέων στην
πρώην πρωτεύουσα του Καρατάκου, το Καμουλόδουνον.
Αμέσως μετά την αναχώρηση του Κλαύδιου, άρχισαν οι
εργασίες στην πρώτη πόλη της Βρετανίας, που είναι σήμερα
γνωστή ως Κόλτσεστερ. Ξεκίνησε ως ρωμαϊκό στρατιωτικό οχυρό,
χτισμένο πάνω από το υπάρχον oppidum με αμυντικό τείχος
και οδικό δίκτυο σε διάταξη καννάβου. Πολλά κτίρια
αποτελούνταν από επιμήκη ορθογώνια κτίσματα διατεταγμένα
με στρατιωτική ακρίβεια για να φιλοξενήσουν την 20ή λεγεώνα,
ένα σύνταγμα ιππικού από Θράκες και την 1η Κοόρτη των
Βαγκιόνων.
Μέσα σε έξι χρόνια το οχυρό κατεδαφίστηκε και εγκαθιδρύθηκε
νέος πολεοδομικός κάνναβος. Στη νέα πρωτεύουσα της
ολοκαίνουριας ρωμαϊκής επαρχίας της Βρετανίας, διπλάσια σε
μέγεθος καθότι πόλη αμάχων, κατοικούσε ως επί το πλείστον
ένας πληθυσμός αποτελούμενος από αστικοποιημένους
βετεράνους του στρατού, το βοηθητικό προσωπικό τους, καθώς
και τις τοπικές ελίτ που σταδιακά εκρωμαΐζονταν. Στο κέντρο
της πόλης δέσποζε ένας ρωμαϊκός ναός επενδεδυμένος με
μεσογειακό μάρμαρο. Υπήρχαν δημόσια κτίρια, αγορά, θέατρο και
μια μνημειώδης πύλη με διπλή αψίδα. Τα κατάλοιπα των
δημόσιων λουτρών δεν έχουν ακόμα εντοπιστεί. Πρέπει να
βρίσκονται κάτω από τη σύγχρονη πόλη. Δεν υπήρχε περίπτωση
τον 1ο και 2ο αιώνα μια ρωμαϊκή πόλη ή κωμόπολη, οπουδήποτε
στην αυτοκρατορία, να μην έχει περίτεχνα λουτρά, από μικρές
ιδιωτικές εγκαταστάσεις επιχειρηματιών ως αχανείς δημοτικές
thermae όπως τα Αδριάνεια Λουτρά στη Λέπτις Μάγκνα της
Τυνησίας, τα Λουτρά της Κονιμβρίγας στην Πορτογαλία και τα
Λουτρά του Κλινί στο Παρίσι, καθένα από τα οποία ήταν
εφάμιλλο των λουτρών στην ίδια τη Ρώμη.
Οι Ρωμαίοι στρατιώτες προσδοκούσαν, ως ελάχιστη προϋπόθεση,
να παίρνουν το λουτρό τους και να ψυχαγωγούνται σαν να ήταν
στη Ρώμη, ή τουλάχιστον στις γενέτειρές τους στην Ιταλία, τη
νότια Γαλλία ή αλλού στην αυτοκρατορία. Στον ψυχρό, υγρό
βορρά τα λουτρά παρείχαν την πολυπόθητη ζεστασιά στα
στρατεύματα τα οποία στερούνταν τη μεσογειακή λιακάδα. Κατά
συνέπεια, τα πρώτα λίθινα κτίρια που κατασκευάζονταν σε έναν
ρωμαϊκό στρατιωτικό καταυλισμό, όπως το Έξετιρ ή το Γιορκ,
ήταν τα λουτρά κι ένα αμφιθέατρο για αγώνες και παραστάσεις.
Όπως και το Κόλτσεστερ, αυτά τα στρατιωτικά οχυρά σύντομα
έγιναν coloniae, ή πόλεις για τους βετεράνους. Με το 10% του
αχανούς ρωμαϊκού στρατού στρατοπεδευμένο στη Βρετανία τον
2ο αιώνα, οι νεοσύλλεκτοι για το πρόγραμμα οικοδόμησης της
πόλης υπήρχαν σε αφθονία.99
Η εμπειρία της Βρετανίας στις πρώτες δεκαετίες της ρωμαϊκής
κατάκτησης ήταν μια επανάληψη όσων είχαν συμβεί αλλού στον
μη αστικοποιημένο κόσμο, στην Ιβηρία, τη Γαλατία, τη
Γερμανία, την Παννονία (η περιοχή όπου σήμερα βρίσκονται η
Ουγγαρία και η Αυστρία) και στη Δακία (Ρουμανία και
Μολδαβία). Αρχικά σημειώθηκε το συγκλονιστικό τσουνάμι της
βίαιης εισβολής και κατοχής, που άφησε στο κατόπι του νεκρούς
ανθρώπους αλλά και τρόπους ζωής. Στη συνέχεια ακολούθησε
μια διαδικασία αστικοποίησης.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν μια δικτυωμένη αστική
αυτοκρατορία· χιλιάδες πόλεις χτίστηκαν κατά το μεσογειακό
πρότυπο και συνδέθηκαν μεταξύ τους με δρόμους και γέφυρες.
Όπως καταδεικνύει η περίπτωση της Βρετανίας, η αστικοποίηση
παρείχε όχι μόνο στρατιωτικά-διοικητικά κέντρα στα
νεοκατακτηθέντα εδάφη αλλά και σπιτικά για τους απόστρατους
στρατιώτες που παρέμεναν ως επικουρική παρουσία σε περίπτωση
τοπικών ταραχών. Επιπλέον, εξυπηρετούσαν και έναν ακόμα
σκοπό. Οι πόλεις πρόσφεραν στους κατακτημένους λαούς, ειδικά
στις ελίτ, ισχυρά κίνητρα ώστε να αποδεχτούν τη ρωμαϊκή
κυριαρχία και να υιοθετήσουν τον ρωμαϊκό τρόπο ζωής. Η
αγγλική λέξη για τον πολιτισμό, «civilization», προέρχεται από
τη λατινική λέξη civis, δηλαδή πόλη, ενώ η αγγλική λέξη που
δηλώνει τον αβρό, «urbane», προέρχεται από τη λέξη urbanitas,
μία από τις σημασίες της οποίας είναι η τέχνη της μετατροπής
της τοπικής γλώσσας σε μια ευφυώς ευπρεπή και εκλεπτυσμένη
ομιλία, ένα επίτευγμα που μπορεί να κατακτηθεί μόνο όταν
κάποιος ζει εναγκαλισμένος με την πολυφωνία άλλων ανθρώπων
στην πόλη. Η λατινική λέξη για τον καλλιεργημένο, cultus, από
την οποία παράγεται η λέξη «culture», κουλτούρα, πολιτισμός,
σημαίνει «εκλέπτυνση» και «επιτήδευση», το αντίθετο της
rusticitas, που σημαίνει «ανοησία της υπαίθρου».
Η ακμάζουσα πόλη Λοντίνιουμ ήταν μια πύλη εισόδου για τις
εξωτερικές επιρροές που εφόρμησαν στη Βρετανία, ένα σύνολο
εξωτικών αγαθών και ανθρώπων από κάθε γωνιά του ρωμαϊκού
κόσμου. Γεννήθηκε στην πλημμυρίδα της αυτοκρατορίας. Από
ναυάγια που ανακαλύφθηκαν στη Μεσόγειο και από τη μελέτη
της ρύπανσης στην παγοκάλυψη της Γροιλανδίας γνωρίζουμε ότι
το εμπόριο και η μεταλλουργία κατά τον 1ο και 2ο αι. μ.Χ.
βρίσκονταν στο υψηλότερο επίπεδό τους στην Ευρώπη πριν από
τη Βιομηχανική Επανάσταση στα τέλη του 18ου και στον 19ο
αιώνα.
Οι εγκαταστάσεις λουτρών ήταν υλικά επιβλητικά σύμβολα
ενός «πολιτισμού» και θα δέσποζαν στις πρώτες αστικές δομές
της απώτερης δυτικής Ευρώπης. Μια λουτρική εγκατάσταση στο
Λοντίνιουμ που χρονολογείται στις τελευταίες δεκαετίες του 1ου
αι. μ.Χ., όταν η πόλη έπαιρνε μορφή, γνωστή ως Λουτρά Χάγκιν
Χιλ (λίγα μόλις μέτρα νοτιοανατολικά της περιοχής του
καθεδρικού ναού του Αγίου Παύλου), ήταν ένα τεράστιο
συγκρότημα σε μια σχετικά μικρή αστική περιοχή, που
εξυπηρετούσε μια μεικτή πελατεία Ρωμαίων εμπόρων και
Βρετανών αριστοκρατών οι οποίοι επίσης βυθίζονταν σε ένα
λουτρό ρωμαϊκότητας.100

Κάτι που δεν έκαναν τα λουτρά ήταν να καθαρίζουν τους


ανθρώπους. Ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος σχολίαζε: «Τι
είναι το λουτρό αν το καλοσκεφτείς – έλαιο, ιδρώτας, βρομιά,
λιπαρά ύδατα, ό,τι πιο αποκρουστικό…» Παραμένει άγνωστο
πόσο συχνά άλλαζαν το νερό στις αυτοκρατορικές thermae.
Χιλιάδες καθημερινοί λουόμενοι θα άφηναν πίσω τους νερά
ακόμα χειρότερα από αυτά που περιγράφει ο Μάρκος Αυρήλιος·
βυθίζονταν μέσα σε έναν ζεστό αόρατο ζωμό από βακτήρια,
μικρόβια και αβγά παρασίτων. Ευρήματα από χτένες, ενδύματα,
ακόμα και περιττώματα απ’ άκρη σ’ άκρη στην αυτοκρατορία
αποδεικνύουν ότι οι Ρωμαίοι, παρά τα προηγμένα υδραυλικά
συστήματα και τα αποχωρητήρια, προσβάλλονταν από εντερικά
παράσιτα, ψύλλους και ψείρες εξίσου με τις κοινωνίες που δεν
είχαν λουτρά, ίσως και περισσότερο. Το νερό των αγωγών
προκαλούσε δηλητηρίαση από μόλυβδο, που αποδυναμώνει το
ανοσοποιητικό σύστημα, ενώ το κοινόχρηστο νερό συντελούσε
στην εξάπλωση της δυσεντερίας και άλλων ασθενειών. Μπορεί η
Ρώμη να ήταν μια πόλη με εκατοντάδες αστραφτερά λουτρά,
αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να μαστίζεται από λοιμούς σε τακτά
χρονικά διαστήματα. Όλες εκείνες οι ώρες βύθισης στην
πολυτέλεια του ζεστού νερού ενδέχεται να επηρέαζαν την
ποιότητα του σπέρματος, μειώνοντας τον δείκτη των γεννήσεων.
Αν αυτό αληθεύει, τότε προστίθεται μια τελείως διαφορετική
διάσταση στη σύνδεση μεταξύ της συνήθειας του λουτρού και
της παρακμής και πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.101
Ωστόσο, με την πάροδο των χρόνων, έχουν προταθεί
εκατοντάδες θεωρίες για την πτώση της αυτοκρατορίας. Τον 3ο
αιώνα, η αυτοκρατορία βίωσε σοβαρή κρίση με εχθρικές εισβολές
στους ποταμούς Ρήνο, Δούναβη και Ευφράτη, περιοδικούς
εμφύλιους πολέμους, βίαιες πανδημίες και ανεπανόρθωτες
διαταράξεις των εμπορικών δικτύων. Αν και η Ρώμη συνήλθε, οι
πρώτες νύξεις μιας μακροπρόθεσμης παρακμής ήταν έκδηλες
στον ευρύτερο καμβά του ρωμαϊκού κόσμου – τα αστικά τοπία
του. Μετά την κρίση του 3ου αιώνα η ίδια η ιδέα της ρωμαϊκής
πόλης υπονομεύθηκε στη Δύση. Στο Παρίσι το επιβλητικό
αμφιθέατρο κατεδαφίστηκε και οι λίθοι του
επαναχρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή ενός τείχους για την
προστασία της πόλης από τις βαρβαρικές επιδρομές. Παρόμοια
λαφυραγώγηση μνημειωδών κτισμάτων συνέβη στη μία πόλη
μετά την άλλη τόσο στη Γαλατία όσο και αλλού. Όπου
επιβίωσαν, οι αγορές, τα αμφιθέατρα και οι μεγάλες κεντρικές
οδοί σταδιακά κατακλύστηκαν από μικρά αυτοσχέδια
καταστήματα. Στη Βρετανία, ένα στρώμα «μελανού χώματος»
μέσα στις πόλεις υποδηλώνει ότι η κηπευτική καλλιέργεια άρχισε
να εισβάλλει στην αστική σφαίρα από τον 4ο αιώνα και εξής.
Το εμπόριο που είχε οδηγήσει στη γέννηση των πόλεων δεν
ανέκαμψε ποτέ. Πίκτες, Γότθοι, Σάξονες, Ούννοι και Βησιγότθοι
πίεζαν στα σύνορα. Αποστερημένες από τις υπέροχες ανέσεις τους
και υποβιβαζόμενες σε υπερπλήρεις ακροπόλεις, οι πόλεις δεν
πρόσφεραν πλέον πολιτισμό σε ολόκληρο το φάσμα του. Η
επένδυση που απαιτούνταν για τη λειτουργία των λουτρών δεν
ήταν πλέον διαθέσιμη. Δύο από τα πιο μεγαλειώδη λουτρικά
συγκροτήματα στη δυτική Ευρώπη –στο Παρίσι και στο Τρίερ–
ερειπώθηκαν τον 3ο αιώνα. Οι ελίτ στις επαρχίες της δυτικής
Ευρώπης αναζήτησαν άλλους τρόπους για να αποκαταστήσουν
τη ρωμαϊκή τους ταυτότητα – μέσα σε πολυτελείς ιδιωτικές
επαύλεις, με κρήνες, αγάλματα, κίονες, ψηφιδωτά και
θερμαινόμενα λουτρά. Σε μια εποχή κατά την οποία οι πόλεις
κυριολεκτικά και μεταφορικά αποξηλώνονταν, η έπαυλη έγινε το
έσχατο προπύργιο της ρωμαϊκότητας, ένα είδος ιδιωτικού
φανταστικού τόπου που ανακαλούσε τις παλιές καλές εποχές για
ελάχιστους τυχερούς.102
Οι πόλεις είναι εύθραυστα δημιουργήματα. Χωρίς συνεχή
επένδυση, ανανέωση και κοινωνικό πνεύμα ο κατακερματισμός
τους είναι εξαιρετικά γρήγορος. Στο έργο του On the Ruin of
Britain (Περί του Ερειπίου της Βρετανίας), ο μοναχός Χίλντας
σημείωνε την καταστροφή και των 28 ρωμαϊκών πόλεων αμέσως
μετά την αποχώρηση των τελευταίων ρωμαϊκών στρατευμάτων
το 407. Αλλά ως τότε, αυτές οι «πόλεις», έπειτα από δύο αιώνες
σταδιακής αποαστικοποίησης, ήταν πια κουφάρια. Το Λοντίνιουμ
είχε εγκαταλειφθεί πλήρως στα τέλη του αιώνα. Πολύ αργότερα,
ένα σαξονικό χωριό με το όνομα Λούντενβικ ιδρύθηκε σε
απόσταση 1,5 χιλιομέτρου περίπου από αυτό το μητροπολιτικό
ερείπιο-φάντασμα στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα το
Κόβεντ Γκάρντεν. Στη Γαλατία και τη Γερμανία οι ρωμαϊκές
πόλεις συρρικνώθηκαν στο μέγεθος υπεραναπτυγμένων χωριών.
Το Τρίερ, άλλοτε πρωτεύουσα επαρχίας με πληθυσμό 100.000
κατοίκων, κατακερματίστηκε σε πολλά χωριά, κατά συστάδες
γύρω από έναν καθεδρικό ναό· ακόμα και το έτος 1300 ο
πληθυσμός του είχε μόλις ανέλθει στους 8.000. Η Οτέν, την
οποία ίδρυσε ο Αύγουστος στη Γαλατία, από μια πόλη δεκάδων
χιλιάδων κατοίκων και επιφάνειας περίπου εκατό στρεμμάτων
κατέληξε να είναι ένα χωριό δέκα στρεμμάτων. Στις πόλεις Νιμ
και Αρλ οι κάτοικοι αναζητούσαν καταφύγιο μέσα στους
προστατευτικούς τοίχους των αμφιθεάτρων, όπου έχτισαν τις
κωμοπόλεις τους. Οι πόλεις ήταν τώρα μαγνήτες για
λαφυραγωγούς και επιδρομείς· οι δρόμοι δεν ήταν πια φορείς
εμπορίου αλλά λεωφόροι εισβολών. Στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια
και στην Ιταλία, οι άνθρωποι εγκατέλειψαν τις παρόδιες πόλεις
στα πεδινά προτιμώντας τα χωριά στις κορυφές λόφων που
έμοιαζαν με εκείνα όπου κατοικούσαν οι πρόγονοί τους πριν από
την έλευση της Ρώμης. Ομοίως, στη βόρεια Ευρώπη
επανεμφανίστηκε κάτι παρόμοιο με το oppidum, με
προστατευτικά αναχώματα και ξύλινες καλύβες.
Η οικοδόμηση με λίθους εγκαταλείφθηκε. Τα ποσοστά
αλφαβητισμού έπεσαν κατακόρυφα. Σύμφωνα με τις μετρήσεις
της ρύπανσης στις παγοκαλύψεις της Γροιλανδίας, η
μεταλλοτεχνία μειώθηκε στα επίπεδα της προϊστορικής εποχής.
Χωρίς την υποστήριξη του εμπορίου μεγάλων αποστάσεων, οι
μεγάλες πόλεις έγιναν οικονομικά μη βιώσιμες. Η ισχύς και ο
πλούτος αποχώρησαν από την πόλη και εγκαταστάθηκαν σε
μοναστήρια, αρχοντικά και κάστρα. Η Ευρώπη δεν θα
αποκαθιστούσε την έκταση της ρωμαϊκής αστικοποίησης –την
υποδομή, την τεχνολογία, την υγιεινή, τα συστήματα ύδρευσης,
τον πληθυσμό, την πολιτική κουλτούρα, τα βιοτικά επίπεδα και
την εκλέπτυνσή της– για τουλάχιστον 1.300 χρόνια ακόμα.
Καμία πόλη δεν υπερέβη το ένα εκατομμύριο πληθυσμό ως το
έτος 1800. Από τη στιγμή που εξέλιπαν, τα συγκροτήματα των
λουτρών –το έμβλημα της αστικής επιτήδευσης– δεν
επανεμφανίστηκαν για μαζική χρήση παρά μόνον όταν
εγκαινιάστηκαν τα λουτρά Πίερ Χεντ στο Λίβερπουλ το 1829.
«Όποιος βαπτίζεται εν Χριστώ δεν χρειάζεται να βαπτιστεί
ξανά». Τάδε έφη ο Άγιος Ιερώνυμος. Πλέον απουσίαζαν όχι μόνο
οι δεξιότητες και η τεχνολογία για την οικοδόμηση λουτρών,
αλλά και η ίδια η κουλτούρα του δημόσιου λουτρού. Οι
χριστιανοί απέρριπταν τη γυμνότητα· απεχθάνονταν τη
ματαιοδοξία και τον σπαταλημένο χρόνο σε όλες αυτές τις
περιποιήσεις και τους καλλωπισμούς των Ρωμαίων· θεωρούσαν
τα περιττά λουτρά ως εστία ανηθικότητας και αμαρτίας. Ό,τι
απέμεινε ήταν μια θρησκευτική παράδοση που αφορούσε το
πλύσιμο των προσκυνητών· η κοινωνική και κοινοτική
κουλτούρα του αστικού λουτρού, για να μην πούμε και οι
απολαύσεις του, είχαν πλέον πεθάνει.103
Στη Ρώμη, ωστόσο, τα μεγάλα υδραγωγεία συνέχισαν να
γεμίζουν τις θερμαινόμενες πισίνες των ανακτορικών λουτρών.
Το 408 οι Ρωμαίοι πολίτες εξακολουθούσαν να πηγαίνουν στα
λουτρά του Αγρίππα ή του Καρακάλλα ή του Διοκλητιανού,
όπως έκαναν και οι γενιές πριν από εκείνους. Στις αρχές του 5ου
αιώνα, όταν ο αστικός ιστός της Ευρώπης είχε γίνει κομμάτια, η
Ρώμη παρέμεινε ένας αναμμένος πυρσός εκπροσωπώντας όσα
μπορούσε και θα έπρεπε να είναι μια μεγάλη μητρόπολη. Σιτηρά
από τη Σικελία και τη βόρεια Αφρική, ελαιόλαδο, κινεζικό
μετάξι, ινδονησιακά μπαχαρικά και πολλά άλλα συνέχιζαν να
καταφθάνουν. Με την αυτοκρατορία χωρισμένη στα δύο και με
απόντες επί χρόνια τους αυτοκράτορες σε ό,τι είχε απομείνει από
το δυτικό μισό της, η πόλη της Ρώμης είχε μια αμυδρή σκιά της
αλλοτινής δύναμής της. Η σύγκλητος, που άλλοτε ήταν ο
διαιτητής της ισχυρότερης αυτοκρατορίας στον πλανήτη,
κατέληξε να είναι κάτι ελάχιστα μεγαλύτερο από ένα δημοτικό
συμβούλιο· η αγορά της, που κάποτε ήταν το σκηνικό ενός
συγκλονιστικού πολιτικού θεατρικού έργου, είχε μετατραπεί σε
πλατεία· οι παγανιστικοί ναοί της είχαν σφαλιστεί κατά διαταγή
των χριστιανικών αρχών. Αλλά παρέμενε η μεγαλύτερη πόλη στη
γη, με το μεγαλύτερο μέρος του μεγαλείου και των ανέσεών της
ακόμα σε λειτουργία. Ο πληθυσμός, που είχε συρρικνωθεί στις
800.000, ήταν ένα εθνοτικά ποικιλόμορφο πλήθος,
καλοταïσμένο και καλοζωισμένο. Η πόλη αριθμούσε 2 κεντρικές
αγορές, 2 αμφιθέατρα, 2 ιπποδρόμους, 3 θέατρα, 4 σχολές
μονομάχων, 5 λίμνες για αναπαραστάσεις ναυμαχιών, 6
οβελίσκους, 7 εκκλησίες, 8 γέφυρες, 10 βασιλικές, 11 χώρους
συνελεύσεων, 11 αυτοκρατορικές thermae, 19 υδραγωγεία, 28
βιβλιοθήκες, 29 λεωφόρους, 36 μαρμάρινες αψίδες θριάμβου, 37
πύλες, 46 πορνεία, 144 δημόσια αποχωρητήρια, 254 αρτοποιεία,
290 αποθήκες, 423 γειτονιές, 500 κρήνες, 856 ιδιωτικά λουτρά,
1.790 οικίες, 10.000 αγάλματα και 46.602 πολυκατοικίες.104
Το έτος 408 ήταν επίσης η χρονιά που η Ρώμη πολιορκήθηκε
από ένα τεράστιο στράτευμα Βησιγότθων με επικεφαλής τον
Αλάριχο. Δύο χρόνια αργότερα, και οκτώ αιώνες από την
τελευταία φορά που οι οχυρώσεις της πόλης είχαν προσβληθεί
από βαρβαρικό στρατό, ο Αλάριχος λεηλάτησε τη Ρώμη. Οι
Βησιγότθοι έμειναν στη Ρώμη μόλις τρεις ημέρες κι έτσι η ζημιά
που υπέστη η πόλη και οι κάτοικοί της ήταν σχετικά μικρή.
Ωστόσο, η ψυχολογική καταστροφή ήταν μη αναστρέψιμη. «Η
πόλη που είχε κυριεύσει όλο τον κόσμο κυριεύτηκε η ίδια»,
έγραφε έκπληκτος ο Άγιος Ιερώνυμος. Τα πράγματα χειροτέρεψαν
όταν εισέβαλαν οι Βάνδαλοι και ίδρυσαν βασίλεια στη Σικελία, τη
Σαρδηνία και την επαρχία της Αφρικής (Λιβύη). Αυτοί ήταν οι
σιτοβολώνες της Ρώμης. Αποστερημένη από τα εισαγόμενα
φορτία σιτηρών, η Ρώμη δεν μπορούσε να θρέψει τον τεράστιο
πληθυσμό της. Οι Βάνδαλοι λεηλάτησαν τη Ρώμη το έτος 455,
κατά τη διάρκεια του οποίου καταληστεύτηκαν πολλοί από τους
θησαυρούς της σε μια λεηλασία που διήρκεσε πάνω από 14
ημέρες. Καθώς ο πληθυσμός της έφθινε, καταλήγοντας από
650.000 ψυχές στα μέσα του αιώνα στις 100.000 στο τέλος του,
στη Ρώμη δεν είχε απομείνει παρά μόνο η κληρονομιά της για να
τη διατηρεί στη ζωή. Και ήταν μια πολύ βαριά κληρονομιά. Η
πόλη άρχισε να τρώει τον εαυτό της.
Όσοι απέμειναν να ζουν ανάμεσα στα ερειπωμένα ετοιμόρροπα
κτίρια των λαϊκών πολυκατοικιών και στα φθαρμένα μνημεία,
μάρτυρες ενός μεγαλείου από καιρό χαμένου, άρχισαν να
αφαιρούν λίθους, μάρμαρο, χαλκό και μόλυβδο από τα ευγενή
αυτοκρατορικά οικοδομήματα. Στην Αγορά του Αυγούστου
έστησαν ασβεστοκαμίνους όπου έκαιγαν μαρμάρινα αγάλματα,
πλίνθους και κίονες για να παρασκευάσουν γύψο. Το οικοδομικό
υλικό της πόλης, προϊόν κανιβαλισμού, είτε πωλούνταν είτε
χρησιμοποιούνταν για την ανέγερση εκκλησιών. Στους αιώνες
που ακολούθησαν οι Ρωμαίοι εξασφάλιζαν τα προς το ζην
πουλώντας τις αρχαιότητες και τα έργα τέχνης τους. Όπου δεν
πραγματοποιήθηκαν απελπισμένες επισκευές με κλεμμένο λίθινο
υλικό, η πόλη έπεσε σε παρακμή, με τεράστιες μισογκρεμισμένες
στοές, ακρωτηριασμένους κίονες, κομμάτια αγαλμάτων και
σωρούς από πλάκες λιθόστρωσης ατάκτως ερριμμένες· η
βλάστηση αναπτύχθηκε παντού, ακόμα και μέσα στον Μεγάλο
Ιππόδρομο. Αλλά παρά τη συνεχιζόμενη παρακμή της, όπως
έγραφε ο Κασσιόδωρος, «η Ρώμη στο σύνολό της είναι ένα
θαύμα». Ήταν «ένα πανέμορφο δάσος από κτίρια» που
περιλάμβανε «το τεράστιο Κολοσσαίο, η κορυφή του οποίου
υπερβαίνει σχεδόν την ανθρώπινη αντίληψη· το Πάνθεον με την
αγέρωχη και όμορφη θόλο του, μεγάλη όσο μια ολόκληρη
συνοικία της πόλης». Επίσης, εξακολουθούσαν να είναι σε χρήση
«τα λουτρά, τεράστια όσο ολόκληρες επαρχίες».105
Οι Ρωμαίοι συνέχισαν να απολαμβάνουν τα πολύτιμα λουτρά
τους – μέχρι τη μοιραία εκείνη μέρα του 537 που έσταξε η
τελευταία σταγόνα νερού στα Λουτρά του Καρακάλλα και στις
άλλες thermae. Ο στρατός των Οστρογότθων που πολιορκούσε τη
Ρώμη είχε καταστρέψει τα υδραγωγεία. Το νερό έπαψε να ρέει·
αλλά τα μνημειώδη κτίρια παρέμειναν ουσιαστικά αλώβητα επί
πολλούς αιώνες, η τοιχοδομία τους και οι τεράστιες θολωτές
οροφές τους ήταν εντυπωσιακά ορατά τεκμήρια του ρωμαϊκού
πολιτισμού που είχε πια εκλείψει. Αρκετά από αυτά έμελλαν να
απαθανατιστούν από καλλιτέχνες ως τον 16ο και τον 17ο αιώνα.
Τα Λουτρά του Καρακάλλα, καθώς βρίσκονταν εκτός πόλης,
σταδιακά μετατράπηκαν σε επιβλητικά ερείπια. Τα λουτρά του
Διοκλητιανού ενσωματώθηκαν σε νέα κτίσματα. Ο Μικελάντζελο
μετέτρεψε το frigidarium αυτών των λουτρών, την κολοσσιαία
αίθουσα με τα σταυροθόλια της οροφής και τους σωζόμενους
κίονες από κόκκινο γρανίτη, σε κλίτος της βασιλικής της Σάντα
Μαρία ντέλι Άντζελι ε ντέι Μάρτιρι (Παναγία των Αγγέλων και
των Μαρτύρων). Αργότερα, άλλα τμήματα του επιβλητικού
κτιρίου χρησιμοποιήθηκαν ως σιταποθήκες και ακόμα αργότερα
ενσωματώθηκαν στο Εθνικό Ρωμαϊκό Μουσείο. Το σχήμα της
τεράστιας ημικυκλικής εξέδρας διατηρήθηκε στη χωροθέτηση της
Πιάτσα ντέλα Ρεπούμπλικα.
Η Ρώμη είχε πάψει από καιρό να αποτελεί ισχυρή δύναμη στον
κόσμο. Το σφράγισμα των λουτρών το 537 είναι μια ημερομηνία
ορόσημο στην ιστορία της. Η πηγή του αστικού πολιτισμού της
αρχαίας Ρώμης είχε πια στερέψει. Χωρίς τα υδραγωγεία της, η
Ρώμη μπορούσε να υποστηρίξει έναν πληθυσμό μόλις 30.000
κατοίκων περίπου. Αν ήθελε κάποιος να πλυθεί στη Ρώμη, είχε
τον Τίβερη. Ως έδρα του παπικού κράτους, κέντρο
προσκυνήματος για τη Χριστιανοσύνη και χώρος θαυμάσιων
ερειπιώνων που εξάπτουν τη φαντασία (ή προσφέρονται για
επικερδή λεηλασία), η Ρώμη επέζησε για να γοητεύσει και τις
επόμενες γενιές. Η δυτική Ευρώπη έχασε την τελευταία της
μεγάλη μητρόπολη. Σε πόλεις της ανατολικής Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας –στη βόρεια Αφρική και τη νοτιοδυτική Ασία– οι
τοπικοί δήμοι εξακολούθησαν να εξασφαλίζουν τρεχούμενο νερό·
το λουτρό παρέμεινε θεμελιώδες στοιχείο της αστικής εμπειρίας.
Η παράδοση και οι ανέσεις του δημόσιου λουτρού σε ζεστό νερό
κληρονομήθηκαν και προσαρμόστηκαν από εκατοντάδες
ισλαμικές πόλεις. Τα δημόσια λουτρά –τα λεγόμενα χαμάμ– ήταν
θεμελιώδη για τον απαιτούμενο καθαρμό πριν από την
προσευχή. Επίσης, χρησίμευαν ως βασικοί τόποι
κοινωνικοποίησης για άνδρες και γυναίκες. Στις ισλαμικές πόλεις,
το χαμάμ, το τέμενος και το παζάρι ήταν η τριάδα των θεσμών
που αποτελούσαν το θεμέλιο της αστικής ζωής. Τα χαμάμ
αφθονούσαν στις πόλεις της νοτιοδυτικής Ασίας, της βόρειας
Αφρικής και της Ιβηρίας· η Δαμασκός, για παράδειγμα, είχε 85
χαμάμ εντός της πόλης και 127 στα προάστια. Ομοίως, στην
Ιαπωνία η πρακτική του λουτρού ξεκίνησε στους ναούς ως
τελετουργικός καθαρμός σε νερό. Τον 13ο αιώνα, εμπορικά
δημόσια λουτρά και για τα δύο φύλα –τα λεγόμενα sentos– με
μεγάλες πισίνες και αίθουσες ατμόλουτρων αποτελούσαν πλέον
χαρακτηριστικό στοιχείο των πόλεων και μια τελετουργία της
καθημερινής ζωής. Χρησίμευαν ως τόποι αλληλεπίδρασης σε
κοινοτικό επίπεδο, μια μορφή κοινωνικοποίησης και δημιουργίας
δεσμών γειτνίασης γνωστή ως hadaka no tsukiai, δηλαδή
«γυμνή συναναστροφή», που βρισκόταν στον πυρήνα της
ιαπωνικής κοινωνίας. Τον 20ό αιώνα αυτού του είδους η
οικειότητα σε φυσικό επίπεδο μετονομάστηκε σε sukinshippu
(«σωματική επαφή»). Τον 18ο αιώνα στο Έντο (Τόκιο), με
πληθυσμό κοντά ένα εκατομμύριο, υπήρχαν περίπου 600
δημόσια sentos· το 1968 ο συνολικός τους αριθμός στην πόλη
εκτοξεύτηκε στα 2.687. Ο ορίζοντας του Τόκιο ήταν διάστικτος
από χαρακτηριστικές σειρές από καπνοδόχους που υψώνονταν
προς τον ουρανό, εντυπωσιακό οπτικό τεκμήριο του κεντρικού
χαρακτήρα του λουτρού στην κοινωνική ζωή της πόλης.
Η πρακτική του λουτρού αποτελεί μέτρο της αστικής
ζωτικότητας. Σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης τα χαλάσματα των
λουτρών και των υδραγωγείων σηματοδότησαν την κατάρρευση
της αστικότητας. Η επιβίωσή τους στις μουσουλμανικές
μητροπόλεις αλλά και σε μικρότερες πόλεις σε ολόκληρη την
Ασία συμβόλιζε την ακμή της αστικής ζωής. Ενώ το δυτικό
κομμάτι της Ευρασίας βυθίστηκε εκ νέου στην ασημαντότητα, το
μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου βίωσε με σαρωτικό
τρόπο μια περίοδο ασυγκράτητης ενέργειας και αστικοποίησης.

73
Fikret K. Yegül, Baths and Bathing in Classical Antiquity (Κέιμπριτζ, MA, 1995),
σελ. 31.
74
Richard Guy Wilson, McKim, Mead and White Architects (NY, 1983), σελ. 211–12.
75
Garret G. Fagan, Bathing in Public in the Roman World (Ann Arbor, 1999), σελ.
34–5.
76
Yegül, σελ.30.
77
Ibid., σελ. 32.
78
Σενέκας, Ηθικαί Επιστολαί προς Λουκίλιον, 86:4–12.
79
Fagan, σελ. 317.
80
Janet Smith, Liquid Assets: the lidos and open-air swimming pools of Britain
(Λονδίνο, 2005), σελ. 19.
81
Ronald A. Davidson & J. Nicholas Entrikin, «The Los Angeles Coast as a Public
Place», Geographical Review, 95:4 (Οκτώβριος 2005), σελ. 578–93.
82
Προάστια. (Σ.τ.Μ.)
83
Michele de la Pradelle & Emmanuelle Lallement, «Paris Plage: “the city is
ours”«, Annals of the American Academy of Political and Social Sciences, 595
(Σεπτέμβριος 2005), σελ. 135.
84
Peter Ackroyd, Thames: sacred river (Λονδίνο, 2007), σελ. 339· The Works of the
Rev. Jonathan Swift (Λονδίνο, 1801), Vol. XV, σελ. 62· The Times, 24/6/1865.
85
Pall Mall Gazette, 13/7/1869.
86
Andrea Renner, «A Nation that Bathes Together: New York City’s progressive
era public baths», Journal of the Society of Architectural Historians, 67:4
(Δεκέμβριος 2008), σελ. 505.
87
Je rey Turner, «On Boyhood and Public Swimming: Sidney Kingsley’s Dead
End and representations of underclass street kids in American cultural
production», στο Caroline F. Levander & Carol J. Singley (επιμ.), The American
Child: a cultural studies reader (New Brunswick, 2003)· Marta Gutman, «Race,
Place, and Play: Robert Moses and the WPA swimming pools in New York City»,
Journal of the Society of Architectural Historians, 67:4 (Δεκέμβριος 2008), σελ. 536.
88
Σειρά από προγράμματα, δημόσια έργα, οικονομικές μεταρρυθμίσεις και ρυθμιστικές
αρχές που νομοθετήθηκαν επί της προεδρικής θητείας του Φράνκλιν Ντ. Ρούζβελτ στις
ΗΠΑ κατά το χρονικό διάστημα 1933-1939. (Σ.τ.Μ.)
89
Marta Gutman, «Equipping the Public Realm: rethinking Robert Moses and
recreation», στο Hilary Ballon & Kenneth T. Jackson (επιμ.), Robert Moses and the
Modern City: the transformation of New York (NY, 2007).
90
Gutman (2008), σελ. 540· Smith (2005), σελ. 30.
91
Je Wiltse, Contested Waters: a social history of swimming pools in America
(Τσάπελ Χιλ, 2007), σελ. 94.
92
Edwin Torres, Carlito’s Way: rise to power (NY, 1975), σελ. 4–6.
93
Πουτάνας γιοι. Ισπανικά στο κείμενο. (Σ.τ.Μ.)
94
Fagan, σελ. 32.
95
Jeremy Hartnett, The Roman Street: urban life and society in Pompeii,
Herculaneum, and Rome (Κέιμπριτζ, 2017), σελ. 1.
96
Γιουβενάλης, Σάτιραι, III:190–204.
97
Κικέρωνας, Ad Attica, 14.9· Στράβωνας, V:III, 235· Mary Beard, SPQR: a history of
ancient Rome (Λονδίνο, 2015), σελ. 455 κ.ε.· Jerry Toner, Popular Culture in
Ancient Rome (Κέιμπριτζ, 2009), σελ. 109 κ.ε.
98
Stade de France, γαλλικά στο κείμενο. (Σ.τ.Μ.)
99
Louise Revell, «Military Bathhouses in Britain: a comment», Britannia, 38
(2007), σελ. 230–7.
100
Ian Blair et al., «Wells and Bucket-Chains: unforeseen elements of water
supply in early Roman London», Britannia, 37 (2006).
101
Fagan, σελ. 188, Piers D. Mitchell, «Human Parasites in the Roman World:
health consequences of conquering an empire», Parasitology, 144:1 (Ιανουάριος
2017), σελ. 48–58· A. M. Devine, «The Low Birth-rate in Ancient Rome: a possible
contributing factor», Rheinisches Museum für Philologie (1985), σελ. 313 κ.ε.
102
David Frye, «Aristocratic Responses to Late Roman Urban Change: the
examples of Ausonius and Sidonius in Gaul», Classical World, 96:2 (Χειμώνας
2003), σελ. 185–96.
103
Yegül, σελ. 314.
104
Matthew Kneale, Rome: a history in seven sackings (Λονδίνο, 2017), σελ. 40.
105
Ibid., σελ. 94–5.
5 - Γαστρόπολη - Βαγδάτη, 537-1258 μ.Χ.

Στις καταδύσεις τους αναζητούσαν αγγούρια της θάλασσας.106


Αυτό που ανέσυραν όμως από τον βυθό ήταν ένα μεγάλο
κοράλλι, με ενσωματωμένα θραύσματα αρχαίων πήλινων
αγγείων. Το 1998 Ινδονήσιοι ψαράδες ανακάλυψαν τυχαία ένα
από τα πιο συναρπαστικά ναυάγια όλων των εποχών. Για
περισσότερα από 1.100 χρόνια το πλοίο, μαζί με το φορτίο του,
κειτόταν θαμμένο κάτω από στρώματα ιζήματος στη Θάλασσα
της Ιάβας, προστατευμένο από τη φθορά που προξενούν οι
θαλάσσιοι μικροοργανισμοί· 60.000 αντικείμενα ανασύρθηκαν
από το ναυάγιο. Κάποια από αυτά, μάλιστα, ήταν εξαιρετικής
αισθητικής και αρκετά πολύτιμα: χάλκινα, χρυσά, ασημένια και
πήλινα διακοσμητικά αντικείμενα, που προορίζονταν για
πάμπλουτους πελάτες. Επίσης, ήρθαν στο φως και δεκαοκτώ
τάλαντα αργύρου.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος αυτού του εμπορικού φορτίου δεν
αποτελούσε πολύτιμο θησαυρό την εποχή της κατασκευής του,
γύρω στο 826 – κατά 98% αφορούσε φθηνά προϊόντα
καθημερινής χρήσης, που είχαν κατασκευαστεί στην Κίνα και
προορίζονταν για πελάτες που δεν ανήκαν σε ελίτ. Όμως, για
τους αρχαιολόγους και τους ιστορικούς το φορτίο αυτό είναι
ανεκτίμητης αξίας γιατί ρίχνει άπλετο φως στο ζήτημα της
καθημερινής ζωής κατά τον Μεσαίωνα. Κάποια από αυτά τα
κεραμικά αντικείμενα εκτίθενται στο Μουσείο Ασιατικών
Πολιτισμών της Σιγκαπούρης. Τα μαζικής παραγωγής αγγεία
Τσανγκσά από το Χουνάν, με τα πανέμορφα στιλπνά υαλώματα
και τα αφαιρετικά μοτίβα, μοιάζουν τόσο σύγχρονα που νομίζεις
πως βρίσκεσαι στο σημερινό πωλητήριο του μουσείου. Και αυτά
αποτελούν ένα μικρό μόνο δείγμα από τα 55.000 παρόμοια
αγγεία που εντοπίστηκαν στο ναυάγιο. Τοποθετημένα πλέον σε
περίοπτη θέση εντός του μουσείου, προκαλούν δέος και
ενθουσιασμό στον επισκέπτη· στέκουν εκεί ως μάρτυρες ενός
μεσαιωνικού συστήματος εμπορίου και ενός αστικού πολιτισμού
που άνθησαν επί σειρά αιώνων.
Το ιστιοφόρο πιθανότατα θα μετέφερε μπαχαρικά, υφάσματα,
μετάξι και προϊόντα από την κινεζική ζούγκλα, που δεν
διατηρούνται για μια χιλιετία κάτω από την επιφάνεια του
νερού (παρ’ όλα αυτά, ανιχνεύτηκε σημαντική ποσότητα
αστεροειδούς γλυκάνισου). Επίσης, υπήρχαν και άλλα προϊόντα
μαζικής παραγωγής: 763 πανομοιότυπα μελανοδοχεία, 915 σκεύη
για μπαχαρικά και 1.635 υδρίες. Η όπτηση των αγγείων αυτών
γινόταν σε όλη την κινεζική επικράτεια και ο σχεδιασμός τους
αφορούσε σταθερά την παγκόσμια αγορά, καθώς διοχετεύονταν
στα λιμάνια μέσω ενός δικτύου ποταμών και καναλιών.
Περιλάμβαναν σύμβολα άνθους του λωτού για βουδιστές πελάτες
στη νοτιοανατολική Ασία και μοτίβα που ταίριαζαν σε κατοικίες
της Περσίας και της κεντρικής Ασίας. Τα περισσότερα αγγεία
τροφοδοτούσαν την τεράστια ισλαμική αγορά με τα γεωμετρικά
και ρομβοειδή μοτίβα τους, επιγραφές από το Κοράνι και
αραβικές λέξεις. Οι περίπου 10.000 ξένοι έμποροι που ζούσαν
στο Γκουανγκτσού παράγγελναν τέτοιου είδους αντικείμενα με
βάση όσα γνώριζαν σχετικά με τα προϊόντα που ήταν του
συρμού στη Βαγδάτη, για παράδειγμα, ή στη Σαμαρκάνδη ή στην
Κόρδοβα. Ο λευκός κεραμικός ρυθμός και τα αγγεία με πράσινες
κηλίδες ήταν δημοφιλή στην Περσία, ενώ η εκπληκτική γαλάζια
και λευκή κινεζική πορσελάνη, τόσο οικεία σε εμάς,
υπαγορευόταν εξ ολοκλήρου από τις προτιμήσεις των κατοίκων
της Βαγδάτης.
Το ναυαγισμένο πλοίο του Μπελιτούνγκ (όπως το αποκάλεσαν,
από το ομώνυμο νησί κοντά τον τόπο εύρεσης) περιείχε ένα
πολύτιμο φορτίο που προοριζόταν για τα πολυτελή παζάρια της
μεγαλύτερης πόλης στη γη, της Βαγδάτης. Είχε παραλάβει το
εμπόρευμα από μια άλλη τεράστια μητρόπολη του παγκόσμιου
εμπορίου, τη Γκουανγκτσού, το 828 (ή λίγο αργότερα), πιθανώς
με αντάλλαγμα μαργαριτάρια από τον Κόλπο, γυαλικά και
αρώματα από τη Μέση Ανατολή, καθώς και φορτία μπαχαρικών
και σπάνιων ειδών που παραλάμβανε στην πορεία του ταξιδιού.
Το εμπόριο μεταξύ Βαγδάτης και Γκουανγκτσού απαιτούσε μια
κυκλική ρότα μήκους 20.280 χιλιομέτρων η οποία, ξεκινώντας
από τον Περσικό Κόλπο, διέσχιζε την Αραβική Θάλασσα, τον
Ινδικό Ωκεανό, τον Κόλπο της Βεγγάλης, τη Θάλασσα Ανταμάν,
τα Στενά της Μελάκα και τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας.107
Ένα συνηθισμένο εμπορικό πλοίο που ταξιδεύει σε μία μόνο
σεζόν περιγράφει με εντυπωσιακά χρώματα έναν κόσμο στενών
διασυνδέσεων. Το πολυποίκιλο εμπόρευμα δείχνει τον βαθμό
εξάπλωσης και υβριδοποίησης των προτιμήσεων τόσο στα οικιακά
σκεύη όσο και στα είδη διατροφής. Το ιστιοφόρο ταξίδευε από
λιμάνι σε λιμάνι, όπου εμπορευόταν και αντάλλασσε τα
κατάλληλα αγαθά για την εκάστοτε τοπική αγορά στο ταξίδι του
προς τον Κόλπο. Η βύθισή του στη Θάλασσα της Ιάβας
αντιπροσώπευε απώλειες τόσο σε χρήμα όσο και σε ανθρώπινες
ζωές, αναμφίβολα· αλλά η πρόσφατη ανακάλυψή του ανέτρεψε
με τρόπο επαναστατικό το πώς βλέπαμε τον Μεσαίωνα. Το ίδιο
το πλοίο έκλεινε στα σπλάχνα του τη διασυνδεσιμότητα του
κόσμου που διέπλεε. Είχε κατασκευαστεί στην εξειδικευμένη
ναυπηγική πόλη του Σιράφ, στο σημερινό Ιράν, με νομείς από
αφρικανικό μαόνι, τρόπιδα από Afzelia bipindensis108 εισηγμένη
από το μακρινό Ζαΐρ και δοκούς από ινδικό ξύλο τικ. Το σχοινί
που τα συγκρατούσε όλα αυτά πιθανώς ήταν κατασκευασμένο
από θαλάσσιο ιβίσκο Μαλαισίας, αντικαθιστώντας αναμφίβολα
την παλαιότερη κάνναβη που ερχόταν από τον Καύκασο ή την
Ινδία. Τα αποθηκευτικά αγγεία κατασκευάζονταν στο Βιετνάμ
και, όπως διαπιστώθηκε από τα προσωπικά αντικείμενα που
εντοπίστηκαν στο πλοίο, το πλήρωμα και οι επιβάτες ήταν
Άραβες, νοτιοδυτικοί Ασιάτες και Κινέζοι. Μερικά από τα
μαγειρικά εργαλεία ήταν κατασκευασμένα στην Ταϊλάνδη και
άλλα αντικείμενα προέρχονταν από τη Σουμάτρα.109
Αλλά σε αυτόν τον κόσμο του εμπορίου μεγάλων αποστάσεων
και των ολοένα αυξανόμενων εμπορικών διασυνδέσεων, υπήρχε
ένας τόπος αρκετά πλούσιος και ισχυρός για να διατηρεί ενεργό
το παγκόσμιο εμπόριο. To φορτίο που διασώθηκε στο ναυάγιο
του Μπελιτούνγκ αντιστοιχεί σε ένα πολύ μικρό κομμάτι των
εξωτικών υπέροχων προϊόντων που κατέφθαναν στη Βαγδάτη,
όχι μόνο από την Κίνα και τη νοτιοανατολική Ασία αλλά και
από την κεντρική Ασία, τις στέπες, την Εγγύς Ανατολή, την
Αφρική και τη Μεσόγειο.
Ο πρόγονος των μεγάλων πόλεων του τέλους του 20ού και των
αρχών του 21ου αιώνα με τους απαστράπτοντες ουρανοξύστες
που υψώνονται σε χρόνο μηδέν, σαν το Ντουμπάι ή το Σεντσέν,
είναι η Βαγδάτη. Μόλις 67 χρόνια πριν σαλπάρει το πλοίο του
ναυαγίου στο Μπελιτούνγκ για να επιστρέψει με μια πλούσια
συλλογή από εξωτικά και χρηστικά αγαθά, ο Αββασίδης χαλίφης
αλ-Μανσούρ είχε χαράξει με κάρβουνο πάνω στο χώμα το
σχεδιάγραμμα της παγκόσμιας πρωτεύουσας του λόγου, του
πνεύματος και του εμπορίου όπως την όριζε ο ίδιος. Σκόπιμα
κατασκευασμένη σύμφωνα με τον πιο προηγμένο και
εντυπωσιακό πολεοδομικό σχεδιασμό, από μια στρατιά 100.000
αρχιτεκτόνων, τοπογράφων, μηχανικών, ξυλουργών,
σιδηρουργών και οικοδόμων, η πόλη αποπερατώθηκε μόλις
τέσσερα χρόνια μετά τη θεμελίωσή της από τον αλ-Μανσούρ το
762. Μέσα σε λίγες δεκαετίες ο πληθυσμός της ξεπέρασε το ένα
εκατομμύριο και στο απόγειό του μπορεί και να άγγιζε τα δύο
εκατομμύρια. «Δεν ήταν άραγε η Βαγδάτη η πιο όμορφη όλων
των πόλεων;» αναρωτιόταν ο ποιητής Αλί ιμπν Ταλίμπ, «Ένα
θέαμα που μάγευε το βλέμμα;».110
Η Βαγδάτη, στο κέντρο μιας τεράστιας αστικής αυτοκρατορίας
που απλωνόταν σε τρεις ηπείρους, σχεδιάστηκε για να εκφράσει
τον θρίαμβο ενός νέου παγκόσμιου πολιτισμού. Το Ισλάμ είχε
διαδοθεί στα πέρατα του κόσμου από τις νομαδικές φυλές των
Βεδουίνων στην Αραβική χερσόνησο· αλλά είχε τις ρίζες του στον
αστικό πολιτισμό. Έχοντας πλουτίσει από το κερδοφόρο εμπόριο
πολύτιμων αγαθών με τις πόλεις της Εγγύς Ανατολής και της
Περσίας, η Μέκκα ήταν μια πλούσια πόλη εμπόρων κατά τον 6ο
αιώνα. Με το εμπόριο μεταξύ του Ινδικού Ωκεανού και της
Μεσογείου ασχολούνταν κι ένας νεαρός άνδρας με το όνομα
Μωάμεθ. Πόλη της ερήμου, με ελάχιστη γεωργία για να μπορέσει
να συντηρηθεί, η Μέκκα βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στο
διεθνές εμπόριο. Ωστόσο, οι καλές εποχές έφτασαν στο τέλος τους
όταν οι αγορές της Εγγύς Ανατολής και της Περσίας στέρεψαν
λόγω των εκτεταμένων πολέμων μεταξύ των Βυζαντινών της
Κωνσταντινούπολης και της Περσικής Αυτοκρατορίας.
Όχι μόνο στην Αραβία, αλλά και σε ό,τι είχε απομείνει από τη
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το εμπόριο έσβησε λόγω πολέμων και
λοιμών. Η κατάσταση θύμιζε την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας δύο αιώνες νωρίτερα. Η Κόρινθος και η Αθήνα
εγκαταλείφθηκαν τελείως. Η πόλη της Αντιόχειας, μία από τις
τέσσερις μεγαλύτερες μητροπόλεις του κόσμου, λεηλατήθηκε και
καταστράφηκε από τους Πέρσες το 538· 300.000 από τους
πολίτες της εκτοπίστηκαν. Κάποιες βυζαντινές πόλεις της
Μικράς Ασίας, όπως η Έφεσος και οι Σάρδεις, αναδιπλώθηκαν σε
οχυρωμένα φρούρια με λίγα χαμόσπιτα διάσπαρτα μέσα στο
μεγαλείο αλλοτινών εποχών το οποίο είχε πέσει σε μαρασμό. Τρία
χρόνια μετά τη λεηλασία της Αντιόχειας, το 541, η βουβωνική
πανώλη ξέσπασε στην Αλεξάνδρεια· οι δρόμοι της γέμισαν με
χιλιάδες πτώματα σε αποσύνθεση. Τα εμπορικά πλοία διέδωσαν
τη θανατηφόρα ασθένεια σε πόλεις ολόκληρης της Μεσογείου,
εξοντώνοντας το ένα τρίτο του πληθυσμού της. Η
Κωνσταντινούπολη, η λαμπερή πρωτεύουσα της Ανατολικής
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γνώρισε απότομη δημογραφική μείωση
τον 7ο αιώνα.
Σε αυτό το σκηνικό απόλυτου ολέθρου –κατεστραμμένες πόλεις,
αυτοκρατορίες που παρέπαιαν και κοινωνικές αναταραχές– ο
Μωάμεθ άρχισε να λαμβάνει αποκαλύψεις από τον Θεό μέσω του
αρχαγγέλου Τζιμπρίλ.111 Ξεκινώντας από το 610, οι αποκαλύψεις
όχι μόνο εξηγούσαν τι συνέβαινε σε αυτόν τον κόσμο, που
ρήμαζε από τους πολέμους και τους λοιμούς, αλλά πρόσφεραν
και ένα σύντομο μονοπάτι προς την κοσμική επιτυχία και την
πνευματική σωτηρία για όσους επέλεγαν να υπηρετήσουν τον
Αλλάχ. Πάνω απ’ όλα, ήταν ένα μήνυμα ενότητας για τις
διχασμένες, εριστικές και απόλυτα ανεξάρτητες φυλές της ερήμου
της Αραβίας. Αλλά δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος. Οι
πολυθεϊστικές ελίτ της Μέκκας αντέδρασαν εχθρικά απέναντι στο
ριζοσπαστικό μονοθεϊστικό μήνυμα του Μωάμεθ. Ο ιεροκήρυκας
και οι ακόλουθοί του αναγκάστηκαν να δραπετεύσουν στην
αγροτική πόλη Γιαθρίμπ (τη σημερινή Μεδίνα) το 622.
Εκεί το Ισλάμ πήρε μορφή, όλο και περισσότεροι
προσηλυτισμένοι ασπάζονταν το δόγμα και σημειώθηκαν οι
πρώτες κατακτήσεις. Η Μέκκα έπεσε το 630 και, πριν από τον
θάνατο του Προφήτη το 632, το μεγαλύτερο μέρος της Αραβίας
τελούσε πια υπό μουσουλμανικό έλεγχο. Με εκπληκτική
ταχύτητα, απορρόφησε σχεδόν ό,τι είχε απομείνει από δύο
εξουθενωμένες παγκόσμιες αυτοκρατορίες – της Ανατολικής
Ρωμαϊκής και της Περσικής. Στις δεκαετίες και στους αιώνες που
ακολούθησαν η προέλαση του Ισλάμ σε ό,τι αφορά τις
κατακτήσεις και τον προσηλυτισμό κατέληξε τόσο στη Δύση,
αρχικά κατά μήκος της βορειοαφρικανικής ακτής και
διασχίζοντας τα Στενά του Γιβραλτάρ προς την Ισπανία, όσο και
στην Ανατολή, κατά μήκος των Οδών του Μεταξιού ως τα
σύνορα με την Κίνα και την Ινδία.
Αφού κατέκτησαν με εντυπωσιακό τρόπο τους βαρβάρους που
είχαν διαμελίσει τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οι Άραβες
εισβολείς, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν ακόμα
αστικοποιηθεί, προσαρμόστηκαν στη ζωή στην πόλη. Άλλωστε, τα
αστικά κέντρα ήταν καθοριστικά για την επιτυχία του Ισλάμ από
τα πρώτα του βήματα. Ένας τόπος όπου άνθρωποι διαφορετικής
προέλευσης μπορούσαν να ασκούν λατρεία όλοι μαζί βοήθησε
στη διάλυση των φυλετικών και εθνικών ταυτοτήτων και
ισχυροποίησε την έννοια της ούμα (ummah) –της ευρύτερης
μουσουλμανικής κοινότητας όπου ανήκαν άνθρωποι από τον
Ινδό ως τον Ατλαντικό και από τη Σαχάρα ως τον Καύκασο– με
μόνο ενοποιό στοιχείο την πίστη.
Μία ρωμαϊκή πόλη ήταν αμέσως αναγνωρίσιμη ως τέτοια. Η
ομοιομορφία αυτή δεν ήταν προφανής στην ισλαμική πόλη. Το
νταρ αλ-Ισλάμ (που σημαίνει «οίκος του Ισλάμ»), κατά πρώτον,
ήταν μια παγκόσμια αυτοκρατορία, η οποία ενσωμάτωνε
επικράτειες που περιλάμβαναν μερικές από τις παλαιότερες
πόλεις και αστικούς πολιτισμούς, από τις πόλεις-κράτη της
κεντρικής Ασίας ως τις μητροπόλεις του Ιράν και του Ιράκ και
τις κλασικές πόλεις της λεκάνης της Μεσογείου. Οι
μουσουλμάνοι κληρονόμησαν πόλεις με μακροχρόνια αστικά
θεμέλια και εγκατεστημένους πληθυσμούς χριστιανών, Εβραίων,
βουδιστών και πιστών του ζωροαστρισμού. Αλλά ο υλικός ιστός
της κλασικής πόλης ήταν ήδη σε διαδικασία μεταμόρφωσης πολύ
πριν από την περίοδο της ισλαμικής εξάπλωσης.
Στις ανατολικές πόλεις της πρώην Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας,
τους πλατιούς δρόμους, τους υπαίθριους δημόσιους χώρους, τα
μνημειώδη κτίρια και τα ορθογωνικά πολεοδομικά συστήματα τα
είχαν καταπιεί οι άνθρωποι με την απληστία τους για όλο και
περισσότερο χώρο. Σε μια μακρά διαδικασία δόμησης και
πύκνωσης που συνέβη στους αιώνες πριν από την ισλαμική
κατάκτηση, οι λεωφόροι που πλαισιώνονταν από κιονοστοιχίες
έγιναν στενότερες καθώς τις καταβρόχθιζαν τα καταστήματα και
οι κατοικίες, δημιουργώντας ένα σύμφυρμα από ελικοειδή
δρομάκια· τα φόρα, οι αγορές και οι δημόσιοι χώροι έχασαν τον
υπαίθριο χαρακτήρα τους και δομήθηκαν· τα κτίρια
διαχωρίστηκαν σε μικρότερα. Επιπλέον, οι ισλαμικές αρχές, σε
αντίθεση με τις προγενέστερες ρωμαϊκές δημοτικές κυβερνήσεις,
συχνά τηρούσαν λιγότερο παρεμβατική στάση σε ό,τι αφορούσε
τον πολεοδομικό σχεδιασμό, παραχωρώντας σε ιδιοκτήτες κτιρίων
και ολόκληρων συνοικιών μεγάλα περιθώρια να οικοδομούν όπως
οι ίδιοι επιθυμούσαν και η πόλη να αναπτύσσεται οργανικά
ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες.112
Οι πόλεις τείνουν να διαμορφώνονται γύρω από το κύριο μέσο
μεταφοράς τους – ανθρώπινα πόδια, άλογα, τρένα, τραμ,
υπόγειοι σιδηρόδρομοι ή αυτοκίνητα. Την εποχή της κυριαρχίας
του Ισλάμ, την τροχοφόρο άμαξα (που απαιτεί φαρδιούς
δρόμους) σταδιακά αντικατέστησε ένας πιο αποδοτικός
μεταφορέας φορτίων – η καμήλα. Οι κανόνες όριζαν οι δρόμοι
να έχουν απλώς το απαραίτητο πλάτος ώστε να μπορούν να
διασταυρώνονται δύο καμήλες. Οι ιδιοκτήτες οικιών μπορούσαν
επίσης να χτίζουν επεκτάσεις οι οποίες συνέδεαν τους άνω
ορόφους κτιρίων μεταξύ των οποίων διερχόταν δρόμος. Έτσι, οι
δρόμοι μετατράπηκαν σε στεγασμένους διαδρόμους μέσα στο
πυκνόκτιστο αστικό τοπίο. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η
αραβική λέξη που προσδιορίζει την αγορά –su – προέρχεται από
την ακκαδική λέξη που δηλώνει τον «δρόμο» –suqu–, η οποία,
με τη σειρά της, προέρχεται από τη λέξη saqu, στενός. Η
υπαίθρια αγορά έγινε ο γραμμικός εμπορικός δρόμος του σουκ
που απλωνόταν ακτινωτά σε όλη την πόλη κατά μήκος ενός
περίπλοκου δικτύου από στενοσόκακα.113
Το φαινομενικό χάος και η συμφόρηση δεν έκαναν την πόλη
να ασφυκτιά· κάθε άλλο, μάλιστα, η υπερβολική πυκνότητα
απελευθέρωσε ένα νέο είδος δυναμισμού. Η ακατάστατη φύση
της δεν την κατέστησε μια πόλη αποτυχημένη αλλά επιτυχή – ο
κόσμος συνέρρεε στην πόλη για θρησκευτικούς και
επιχειρηματικούς λόγους, καλύπτοντας κάθε διαθέσιμο κενό. Η
εμπορική περιοχή του σουκ, με τους εξειδικευμένους τομείς της
όπου συγκεντρώνονταν οι έμποροι, ήταν πολύ πιο σύνθετη και
προηγμένη από την αρχαιοελληνική αγορά και το ρωμαϊκό
φόρουμ. Στα κέντρα των ισλαμικών πόλεων κυριαρχούσαν δύο
θεσμοί, πρωτοφανείς στην ιστορία του άστεως – το σουκ και το
τέμενος. Το δεύτερο εξυπηρετούσε πολλές αστικές λειτουργίες –
ήταν τόπος άσκησης λατρείας, διεξαγωγής δικαστηρίων και
εκπαίδευσης της κοινότητας.
Η άσκηση λατρείας στο τέμενος έδινε πρόσβαση στον άπειρο
υλικό πλούτο του σουκ, που προερχόταν από το παγκόσμιο
σύστημα εμπορικών συναλλαγών. Η ισλαμική πόλη ήταν ανοιχτή
σε ολόκληρη την κοινότητα (ummah) ανεξάρτητα από την
εθνικότητα και την πόλη καταγωγής του πολίτη ή από το εάν
ήταν προσηλυτισμένος ή όχι. Η Αραβική Αυτοκρατορία
ενσωμάτωνε τα πιο παραγωγικά μέρη του πλανήτη και τον
αστικοποιημένο πυρήνα του: τη Μεσόγειο, τη Συρία, την
Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία. Οι εμπορικές οδοί της
εισχωρούσαν βαθιά στη Σαχάρα, κατά μήκος των Οδών του
Μεταξιού ως την κεντρική Ασία και την Κίνα, και μέσω
θαλάσσης στην Ανατολική Αφρική, την Ινδία και τη
νοτιοανατολική Ασία. Ο έλεγχος του οικονομικού κέντρου του
κόσμου και η απόλαυση όλων των καρπών του θεωρούνταν από
τους μουσουλμάνους ως το δίκαιο αποτέλεσμα της υπακοής στον
Αλλάχ.
Σε όλη την περίοδο του Μεσαίωνα, 19 από τις 20 μεγαλύτερες
πόλεις του κόσμου ήταν μουσουλμανικές ή ανήκαν στην
Κινεζική Αυτοκρατορία. (Η μοναδική μη μουσουλμανική και μη
κινεζική πόλη σε αυτόν τον κατάλογο ήταν η
Κωνσταντινούπολη.) Ο πλούτος και η ενέργεια του ανθρώπινου
κόσμου ήταν συγκεντρωμένα σε ένα δίκτυο πόλεων που
απλώνονταν σαν μια σειρά από μαργαριτάρια σε στεριά και
θάλασσα, από την Κόρδοβα στην Ισπανία ως την πόλη της
Γκάνα στη Δυτική Αφρική και το Γκουανγκτσού στην Κίνα, με
κέντρο τη Βαγδάτη. Η Ευρώπη βίωνε τους Σκοτεινούς Χρόνους
της· ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου
απολάμβανε μια χρυσή εποχή.

«Είδα τις μεγάλες πόλεις, ακόμα κι όσες ήταν ξακουστές για τα


ανθεκτικά κτίριά τους», έγραφε ο δοκιμιογράφος αλ-Τζαχίζ τον
9ο αιώνα. «Έχω δει πόλεις αυτού του είδους στις περιοχές της
Συρίας, στη βυζαντινή επικράτεια και σε άλλες επαρχίες, μα άλλη
πόλη δεν είδα μεγαλύτερη σε ύψος, τελειότερη σε κυκλικότητα,
πιο προικισμένη με ανώτερα προσόντα ή με πλατύτερες πύλες ή
με τελειότερα τείχη από αυτή [τη Βαγδάτη]». Θαυμαστής του
Ευκλείδη, ο Αββασίδης χαλίφης αλ-Μανσούρ πρόσταξε η πόλη
του να είναι απολύτως κυκλική. Την περιφέρεια του ογκώδους
τείχους διέκοπταν τέσσερις πύλες που ισαπείχαν μεταξύ τους.
Τέσσερις απόλυτα ευθείς δρόμοι οδηγούσαν από αυτές τις
γιγάντιες πύλες σε ένα κέντρο, μία κυκλική πόλη εντός της
κυκλικής πόλης. Οι άνθρωποι της Βαγδάτης διέκριναν την
πελώρια πράσινη θόλο των αυτοκρατορικών ανακτόρων και το
Μεγάλο Τέμενος μέσα σε αυτόν τον κυκλικό περίβολο. Αλλά δεν
μπορούσαν να περιπλανηθούν σε αυτή την ιδιωτική περιοχή,
που προοριζόταν μόνο για την αυλή του χαλίφη, την οικογένειά
του, τους φύλακες και την αυτοκρατορική γραφειοκρατία.
Έμοιαζε με την Απαγορευμένη Πόλη του Πεκίνου, έναν χώρο
ιερής κυριαρχίας στον πυρήνα της πόλης. Σκόπιμα και ειδικά
σχεδιασμένη, η Βαγδάτη ήταν η έκφραση της γεωμετρικής και
αστικής τελειότητας. «Θαρρείς και τη χύτευσε κάποιος σε
καλούπι», έγραφε με θαυμασμό ο αλ-Τζαχίζ.114
Οι Αββασίδες χαλίφες θεωρούσαν την πόλη τους ως «ομφαλό
του σύμπαντος» και το απόλυτο κυκλικό σχήμα της ενσωμάτωνε
ακριβώς αυτόν τον παραλληλισμό. Η Μεσοποταμία θεωρούνταν
το κέντρο του κόσμου και η Βαγδάτη το κέντρο της
Μεσοποταμίας. Η πόλη ήταν μια σειρά από ομόκεντρους
κύκλους που αναπαριστούσαν τη διάταξη του σύμπαντος, με το
ανάκτορο στην καρδιά της, να απέχει εξίσου από όλες τις χώρες
και τους λαούς. Όλοι οι δρόμοι, χερσαίοι, ποτάμιοι και
θαλάσσιοι, οδηγούσαν στη Βαγδάτη. Με τις τέσσερις πύλες και
τους τέσσερις ευθείς δρόμους που οδηγούσαν στο κέντρο αυτού
του αστικού καντράν, η Βαγδάτη ήταν κυριολεκτικά και
μεταφορικά το σταυροδρόμι του κόσμου. Η Πύλη της Δαμασκού
ή Πύλη Σαμ οδηγούσε προς τη Συρία και τη Μεσόγειο και η
Πύλη Κούφα προς την Αραβική Χερσόνησο και τη Μέκκα. Στα
βορειοανατολικά, η Πύλη Χορασάν συνέδεε την πόλη με το Ιράν,
την κεντρική Ασία και, τέλος, την Κίνα· στο νοτιοανατολικό
τεταρτημόριο η Πύλη Μπάσρα έδειχνε τον δρόμο προς τον
ναυτικό κόσμο του Ινδικού Ωκεανού και της ανατολικής Ασίας.
Ο γεωγράφος του 9ου αιώνα Αχμάντ αλ-Γιακούμπι παρουσιάζει
τον αλ-Μανσούρ να λέει, κοιτάζοντας τον ποταμό δίπλα στον
οποίο είχε χτιστεί η Βαγδάτη: «Αυτός είναι ο Τίγρης· δεν υπάρχει
κανένα εμπόδιο ανάμεσα σ’ εμάς και την Κίνα· όλα όσα
βρίσκονται στη θάλασσα μπορούν να φτάσουν ως εμάς μέσω
αυτού».115
Φυσικά, η Βαγδάτη δεν ήταν το κέντρο του σύμπαντος από
γεωγραφική άποψη αλλά λόγω εξουσίας και χρήματος. Ο
πλούτος του κόσμου, με τη μορφή φόρων που εισπράττονταν
από την πιο εύπορη εμπορική αυτοκρατορία του πλανήτη, έρεε
στη νέα αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Η Βαγδάτη έγινε σημαντικό
στρατιωτικό οπλοστάσιο και χώρος κατοικίας της ελίτ των
αυτοκρατορικών αξιωματούχων. Λόγω της τεράστιας αγοραστικής
δύναμης και της δίψας τους για πολυτελή αντικείμενα, η πόλη
έγινε ένας σημαντικός πόλος έλξης για μετανάστες, οι οποίοι
κατέφθαναν κατά εκατοντάδες χιλιάδες από την Αραβία και την
Περσία.
Με την πάροδο του χρόνου σε αυτούς προστέθηκαν
μουσουλμάνοι από κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας, καθώς και
μικρότερες ομάδες Ευρωπαίων, Αφρικανών και Ασιατών, μεταξύ
άλλων και κάποιοι Κινέζοι χρυσοχόοι, ζωγράφοι και μεταξουργοί.
Όλοι τους δελεάστηκαν από την υπεραφθονία πλούτου που
συγκεντρωνόταν στην αυτοκρατορική μητρόπολη. Ο πληθυσμός
των δούλων ήταν ίσως ακόμα πιο κοσμοπολίτικος,
αποτελούμενος –μεταξύ άλλων– από Σλάβους, Νούβιους,
Αιθίοπες, Σουδανούς, Σενεγαλέζους, Φράγκους, Έλληνες,
Τούρκους, Αζέρους και Βέρβερους άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Υπήρχε μία χριστιανική συνοικία με εκκλησίες και μονές. Η πόλη
φιλοξενούσε, επίσης, γύρω στους 45.000 Εβραίους. Ελάχιστοι
μόνο από τους πολυπολιτισμικούς κατοίκους της πόλης ζούσαν
στη λεγόμενη Κυκλική Πόλη. Ήταν αξιωματούχοι και διοικητές
της αυτοκρατορίας που διέμεναν κοντά στο ανάκτορο του
χαλίφη μέσα σε έναν δακτύλιο οικιστικών περιοχών, σαν
κουλούρι, που ασφυκτιούσε ανάμεσα στο εξωτερικό τείχος και
στον τοίχο του ανακτόρου. Η αληθινή πόλη, η πόλη όπου
ζούσαν και εργάζονταν οι άνθρωποι, απλωνόταν έξω από τα
τείχη της κυκλικής μητρόπολης. Η Βαγδάτη ήταν μια πόλη με
πολλές πόλεις.
Οι δεινοί πολεοδόμοι του αλ-Μανσούρ εγκατέστησαν τέσσερις
μεγάλες συνοικίες έξω από την Κυκλική Πόλη,
πυκνοκατοικημένες γειτονιές με λεωφόρους, δρόμους,
πολυκατοικίες, καταστήματα, τεμένη, ιπποδρόμους, λουτρά και
σουκ. Η Βαγδάτη επεκτάθηκε και στην απέναντι όχθη του Τίγρη,
με μια ανατολική πόλη η οποία αναπτυσσόταν παράλληλα με
την αρχική δυτική καθώς συνδέονταν μεταξύ τους με την
περίφημη γέφυρα πλοίων. Οι διάδοχοι χαλίφες και ευγενείς
μετανάστευσαν έξω από το κουκούλι της Κυκλικής Πόλης,
κατασκευάζοντας ανάκτορα και τεμένη για τους ίδιους και τις
πολυπληθείς οικογένειές τους σε διάφορα σημεία της πόλης.
«Όλα όσα παράγει η γη είναι διαθέσιμα εδώ», έγραφε ο Ντου
Χουάν, ένας Κινέζος αιχμάλωτος. «Οι άμαξες μεταφέρουν ένα
σωρό αγαθά στις αγορές, όπου όλα είναι διαθέσιμα και φθηνά.
Υφάσματα μπροκάρ, ολοκέντητα μετάξια, μαργαριτάρια και άλλα
πολύτιμα πετράδια εκτίθενται στα παζάρια και τα καταστήματα
των δρόμων». Ένας συγγραφέας που περιγράφει την πόλη στην
ακμή της ανέφερε: «Εδώ κάθε έμπορος και κάθε εμπόρευμα είχαν
τον δικό τους δρόμο: και υπήρχαν σειρές από καταστήματα και
κιόσκια και αυλές σε όλα εκείνα τα δρομάκια».116
Τα παζάρια αυτά περιλάμβαναν όλο τον πλούτο του κόσμου:
πήλινα και πορσελάνες από την Κίνα· μετάξια, χαλιά και
υφάσματα από την κεντρική Ασία· δαμάσκηνα από το Σιράζ·
κυδώνια από την Ιερουσαλήμ· σύκα από τη Συρία· αιγυπτιακά
γλυκίσματα· ινδικό πιπέρι και κάρδαμο· μπαχαρικά από την
ανατολική Ασία. Υπήρχαν δρόμοι και σουκ προορισμένα μόνο για
ζωντανά, άλογα, δούλους, πολύτιμα μέταλλα και λίθους,
κοσμήματα, χαλιά, ξυλουργική, σιδηρικά, ψάρια, ψωμί, πίτες,
τυριά, ζαχαρωτά, σαπούνια και απορρυπαντικά, βότανα και
μπαχαρικά, ό,τι λαχταρούσε η ψυχή σου, δηλαδή, στον δικό του
προκαθορισμένο χώρο. Τα καρπούζια, για παράδειγμα,
συσκευασμένα μέσα σε χιόνι για να διατηρούνται φρέσκα,
μεταφέρονταν με συνοπτικές διαδικασίες από την Μπουχάρα.
Στην ιστορία «Ο αχθοφόρος και οι τρεις κυρίες της Βαγδάτης»
από τις Χίλιες και μία νύχτες, ένας αχθοφόρος προσλαμβάνεται
για να συνοδεύσει μια γυναίκα όσο θα κάνει τα ψώνια της στην
πόλη. Η πρώτη στάση είναι για ένα πιθαράκι με εκλεκτό κρασί.
Η επόμενη είναι στον οπωροπώλη για «Μήλα Σαμ και κυδώνια
Οσμάν και ροδάκινα Ομάν και αγγούρια καλλιεργημένα στον
Νείλο και αιγυπτιακά μοσχολέμονα και πορτοκάλια του
Σουλτάνου και κίτρα, αλλά και γιασεμί από το Χαλέπι,
αρωματισμένα μύρτιλλα, άνθη λωτού από τη Δαμασκό, άνθη
αγριομυρτιάς και χαμομήλι, άλικες ανεμώνες, βιολέτες και άνθη
ροδιάς, αγριοτριανταφυλλιά και νάρκισσους». Έπειτα, στον
κρεοπώλη για προβατίνα. Η επόμενη στάση σε άλλο οπωροπώλη
για ξηρούς καρπούς, φιστίκια, σταφίδες από την Τιχάμα,
αμύγδαλα αποφλοιωμένα· έπειτα στο ζαχαροπλαστείο για «τάρτες
και τηγανίτες με άρωμα μόσχου και “σαπωνότουρτες” και
φραντζόλες με άρωμα λεμονιού και κομπόστα πεπονιού και
“χτένια της Ζαϊνάμπ” και μπισκότα “δάxτυλα κυριών” και
“μπουκίτσες Καζί” και κάθε λογής λιχουδιές». Ο αχθοφόρος έχει
πια κουραστεί, αλλά η γυναίκα έχει δρόμο ακόμα: ο
αρωματοποιός τής πουλάει «δέκα είδη νερού, ροδόνερο με μόσχο,
νερό με άνθη πορτοκαλιού, με νούφαρα, με άνθη ιτιάς, με
βιολέτες και πέντε ακόμα… δύο ράβδους ζάχαρη, ένα φιαλίδιο
για ψεκασμό αρώματος, ένα σωρό ανδρικά θυμιάματα, ξύλο
αλόης, γκρίζο κεχριμπάρι και μόσχο και κεριά από κηρό της
Αλεξάνδρειας». Η τελευταία στάση είναι στον λαχανοπώλη για
«πίκλες σε θολά υγρά και ελιές, σε άλμη και λάδι, με εστραγκόν
και κρέμα τυριού και σκληρό τυρί Συρίας». Είναι μια οργιαστική
φαντασίωση από βρώσιμες λιχουδιές που μετατρέπεται σε
σεξουαλικό όργιο όταν ο αχθοφόρος επιστρέφει στην πολυτελή
οικία της κυρίας στη Βαγδάτη.
Μεταμφιεσμένος σε κοινό εργάτη, ο χαλίφης του 9ου αιώνα αλ-
Μαμούν συνήθιζε να το σκάει από το παλάτι για να πάρει μια
γεύση από την περίφημη οδό με τα φαγητά. Προς τρόμο των
αυλικών του, οι αγαπημένοι του σταθμοί ήταν τα μαγειρεία της
αγοράς που πωλούσαν γιουντάμπα (judhaba), ένα είδος
κοτόπουλου, πάπια ή λιπαρό κομμάτι αρνιού ψημένα σε
υπαίθριο πήλινο φούρνο τανούρ (tannur) πάνω από ένα καρβέλι
από γλυκό ψωμί-πίτα με μέλι, ροδόνερο, αποξηραμένα φρούτα,
μπαχάρια και σαφράν. Τα λίπη και οι χυμοί του κρέατος που
σιγοψηνόταν έσταζαν πάνω στο γλυκό ψωμί, με αποτέλεσμα τη
δημιουργία ενός ακαταμάχητα νόστιμου γλυκού και αλμυρού
πιάτου που ήταν δημοφιλές ως φαγητό δρόμου στα παζάρια και
τα πεζοδρόμια για τον απλό λαό της πόλης και, περιστασιακά,
για τον ινκόγκνιτο χαλίφη.117
Ο ανιψιός του αλ-Μαμούν, ο αλ-Μουταβακίλ, ο δέκατος
Αββασίδης χαλίφης, κάποτε μύρισε σικμπάγια (sikbaja) που
ετοίμαζε ένας ναύτης πάνω σε ένα πλοίο. Μην μπορώντας να
αντισταθεί, διέταξε να φέρουν μπροστά του τη χύτρα. Το
σικμπάγια, μια σπεσιαλιτέ της Βαγδάτης, ήταν βραστό γλυκόξινο
κρέας ή ψάρι μαγειρεμένο μέσα σε ξίδι, μέλι, αποξηραμένα
φρούτα και μπαχαρικά και γαρνιρισμένο με πικάντικα
λουκάνικα· ήταν ένα πιάτο που αγαπούσαν τόσο οι ζάμπλουτοι
όσο και οι πιο ταπεινοί. Ο αλ-Μουταβακίλ έφαγε το δείπνο
αυτού του άνδρα και επέστρεψε τη χύτρα γεμάτη με χρήματα· το
χαρακτήρισε ως το πιο νόστιμο σικμπάγια που είχε δοκιμάσει
ποτέ.118
Από τις γαστρονομικές υπερπαραγωγές των χαλίφηδων, από
τους πιο πλούσιους ως και τους πιο φτωχούς, οι κάτοικοι της
Βαγδάτης έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στο φαγητό,
χρησιμοποιώντας σπάνια και ακριβά συστατικά. Ήταν η πόλη
όπου οι χαλίφηδες επέβλεπαν προσωπικά την προετοιμασία των
αγαπημένων τους πιάτων, όπου οι ποιητές συνέθεταν από
ελεγείες έως συνταγές και όπου οι σεφ γίνονταν διασημότητες.
Μπορούσες να γευτείς ένα πικάντικο και χυμώδες σαβάρμα
(shawarma) από πρόβειο κρέας, τον πρόγονο του ντονέρ
κεμπάπ, ή ένα μπαζμαβάρντ (bazmaward), κάτι σαν μπουρίτο
με κοτόπουλο του 9ου αιώνα με ψιλοκομμένους ξηρούς καρπούς
και μυρωδικά. Άλλο ένα αγαπημένο φαγητό δρόμου ήταν το
μπαντιντζάν μαχσί (badhinjan mahshi), μαγειρεμένο με
ψιλοκομμένη μελιτζάνα, κοπανισμένα καρύδια και αμύγδαλα,
καραμελωμένα κρεμμύδια, φρέσκα αρωματικά φυτά, ξίδι, κανέλα
και σπόρους αγριοκύμινου.

Όπως θα σας έλεγε και ο χαλίφης αλ-Μαμούν, το φαγητό


δρόμου μπορεί να είναι από τα καλύτερα που θα φάτε. Σε μια
μεγαλούπολη σαν τη Ρώμη του 2ου αι. μ.Χ. ή τη Νέα Υόρκη του
19ου αιώνα, ο αστικός τρόπος ζωής δεν άφηνε πολύ χώρο για
οικιακές κουζίνες με τεράστιους και ογκώδεις φούρνους. Κατά
συνέπεια, το φαγητό δρόμου προέκυψε ως ανάγκη και, σε
οποιαδήποτε πόλη καυχιόταν για τις γαστρονομικές απολαύσεις
της, ήταν υψηλού επιπέδου. Επιπλέον, ο ρόλος του φαγητού
δρόμου και του φαγητού σε πακέτο είναι θεμελιώδης για την
οικονομία των μεγαλουπόλεων, ιδιαίτερα για την ανεπίσημη
οικονομία χάρη στην οποία επιβιώνουν οι ξένοι και οι
περιθωριοποιημένες ομάδες. Η παρασκευή φαγητού είναι συχνά
το εισιτήριο πολλών μεταναστών στην πόλη, οι οποίοι δεν έχουν
και πολλά άλλα αγαθά να πουλήσουν. Τόσο η Πόλη του Μεξικού
όσο και η Βομβάη έχουν περίπου 250.000 πλανόδιους πωλητές η
καθεμία, ένα υψηλό ποσοστό του εργαζόμενου πληθυσμού τους.
Το Λονδίνο στα μέσα του 19ου αιώνα είχε δεκάδες χιλιάδες
πλανόδιους πωλητές φαγητού, μεταξύ αυτών 500 που πωλούσαν
μόνο μπιζελόσουπα και ζεστά χέλια και 300 που ειδικεύονταν
στο τηγανητό ψάρι.119
Η ολοένα εξαπλωνόμενη πόλη του σημερινού Λάγκος μοιάζει
με μια τεράστια αγορά και υπαίθρια κουζίνα καταμεσής της
κυκλοφοριακής συμφόρησης. Ένα από τα πιο συνήθη θεάματα
είναι οι πωλητές ψωμιού Αγκέγκε. Το ψωμί αυτό ψήνεται σε
εκατοντάδες μικρά αρτοποιεία στην ομώνυμη περιοχή του
Λάγκος και διανέμεται σε χιλιάδες πλανόδιους εμπόρους για να
το πουλήσουν στους πρωινούς ταξιδιώτες. Οι πλανόδιοι πωλητές
μεταφέρουν τα ψωμιά στα κεφάλια τους, τυλιγμένα μέσα σε
σελοφάν και στοιβαγμένα σαν πυραμίδα, μαζί με βούτυρο και
μαγιονέζα σε σωληνάρια, και τριγυρίζουν στην πόλη με τη
χαρακτηριστική κραυγή τους: Ψωμί Αγκέγκε τι ντε ο! Συχνά
συνοδεύονται από κάποιον που πουλάει φασολάδα με το όνομα
έβα αγιόγκιν. Ακόμα πιο διαδεδομένα είναι τα καλαμπόκια πάνω
σε τρίποδα με ψησταριές στους δρόμους. Οι πωλητές
καλαμποκιού υπολογίζουν ότι το κόστος εκκίνησης είναι κάτω
από 30 δολάρια για ψησταριά, τρίποδο, κάρβουνο, σκεύη και
καλαμπόκι· μπορείς να βγάλεις κέρδος γύρω στα 4 δολάρια την
ημέρα –λίγο περισσότερο από το μέσο ημερομίσθιο– πουλώντας
το σε διερχόμενους μοτοσικλετιστές, μαζί με τα παραδοσιακά
συνοδευτικά του: καρύδα, αχλάδια και ψίχα ξηρών καρπών. Το
καλαμπόκι είναι είδος πρώτης ανάγκης στο Λάγκος. Όπως είπε
μία έμπορος: «Η επιχείρηση … με βγάζει στον δρόμο, φέρνει
φαγητό στο τραπέζι μου, μου πληρώνει το νοίκι και μου
επέτρεψε να μορφώσω τα παιδιά μου ως χήρα. Οι Νιγηριανοί δεν
αντέχουν χωρίς καλαμπόκι και δεν μπορούμε ποτέ να πάψουμε
να βγάζουμε χρήματα από τη γεύση του».120
Το φαγητό σε πακέτο είναι σημαντικό σε μια μεγάλη,
πυκνοκατοικημένη πόλη, όπου όλοι βρίσκονται σε συνεχή
κίνηση. Τα περισσότερα γεύματα στις αναπτυσσόμενες χώρες
καταναλώνονται στους δρόμους. Αν δεν υπήρχε η παραοικονομία
και η στρατιά των απασχολούμενων σε αυτή, πολλοί άνθρωποι
δεν θα έτρωγαν καθόλου. Ευέλικτοι και ευκίνητοι, οι πωλητές
του δρόμου μπορούν να στήνουν νέες αγορές σε μέρη της πόλης
που δεν τροφοδοτούνται επαρκώς από την επίσημη οικονομία.
Είναι μια επικίνδυνη ζωή για τους πωλητές του Λάγκος –
γυναίκες στην πλειονότητά τους– που απειλούνται από
αντιπάλους ή από την αστυνομία. Στο βικτοριανό Λονδίνο, όπως
και στο Λάγκος, οι πλανόδιοι πωλητές φαγητού αποτελούνταν
από τους ανέργους, τους αναλφάβητους, τους παρίες, τους
περιστασιακά φτωχούς και τους νεοεισερχόμενους· τους έβλεπαν
ως ανατρεπτικά στοιχεία και ως απειλή της τάξης στους δρόμους,
ενώ τους έβαζαν στο ίδιο καζάνι με τους ζητιάνους, τις πόρνες,
τους απατεώνες και τους κλέφτες.
Οι Λονδρέζοι τρέφονταν από μια στρατιά πλανόδιων πωλητών
φαγητού, κυρίως γυναίκες, που όργωναν τους δρόμους με
καροτσάκια ή καλάθια στο κεφάλι. Ζεστές πίτες, ξηροί καρποί,
φράουλες, κεράσια, ψάρια, στρείδια, γλυκά, γάλα – όλα αυτά και
πολλά άλλα ήταν διαθέσιμα. Οι πωλητές τηγανητού λουκάνικου
στα πεζοδρόμια και οι πωλητές ψητών μήλων ανταγωνίζονταν
ένα πλήθος άλλων πλανόδιων πωλητών: λούστρους υποδημάτων,
ακονιστές μαχαιριών, μεταποιητές ενδυμάτων, τραγουδιστές του
δρόμου και πωλητές μεταχειρισμένων ενδυμάτων.
Ο υποστηρικτής της μεταρρύθμισης, συγγραφέας και
συνιδρυτής του Punch121 Χένρι Μέιχιου παρέθεσε τα πιο
δημοφιλή φαγητά και ποτά του δρόμου στη δεκαετία του 1850:
τηγανητό ψάρι, ζεστά χέλια, θαλασσινά χτένια τουρσί, ποδαράκια
προβάτων, σάντουιτς με χοιρομέρι, μπιζελόσουπα, ζεστά φρέσκα
μπιζέλια, πίτες, πουτίγκα δαμάσκηνου, πουτίγκες με κρέας,
ψητές πατάτες, κέικ με μπαχαρικά, μάφιν, τηγανίτες,
σταφιδόψωμα, ζαχαρωτά, γλυκάκια με άρωμα μπράντι, τσάι,
καφές, τζιτζιμπίρα, λεμονάδα, ζεστό κρασί, φρέσκο γάλα, γάλα
γαϊδούρας, τυρόπηγμα και τυρόγαλα και διάφορα σερμπέτια. Για
τους φτωχούς που εργάζονταν, το πρωινό στον δρόμο
αποτελούνταν από καφέ και ζεστό φαγητό από πάγκο ή
καροτσάκι· αχιβάδες «πολλών ειδών» ήταν το μεσημεριανό τους·
για το βραδινό επέλεγαν ζεστό χέλι ή μια μερίδα μπιζελόσουπα,
ψητή πατάτα, διάφορα κέικ, τάρτες, αρτοσκευάσματα, ξηρούς
καρπούς και πορτοκάλια. Αργά τη νύχτα, όσοι πήγαιναν στο
θέατρο, αναζητούσαν διασκεδάσεις και πήγαιναν από γιορτή σε
γιορτή μπορούσαν να ξανανιώσουν με λίγο καφέ, σάντουιτς,
πουτίγκες με κρέας ή ποδαράκι.122
Σε μια πόλη γεμάτη με πωλητές φαγητού, οι ιδιαίτερες, λυρικές
φωνές και τα τραγούδια τους έμεναν ανεξίτηλα στη συλλογική
μνήμη. Ήταν μέρος της ποίησης του δρόμου, μια οχλοβοή
ανακατεμένη με μυρωδιές μαγειρεμένου φαγητού. «Ώριμα τα
κεράσια, λέμε!», «Ζεστές πουτίγκες και πίτες ζεστές!», «Μπαλάκια
με μπράντι, μπαλάκια! Ορίστε! Μπαλάκια με μπράντι, μία πένα
τα τέσσερα! Πικάντικα μπισκότα με τζίντζερ –τα αυθεντικά–
καίνε σαν τη φωτιά!», ήταν μερικά από τα τραγουδιστά
συνθήματα.123
Η ιστορία του φαγητού δρόμου είναι μια ιστορία της ίδιας της
πόλης. Είναι η ιστορία των μεταναστεύσεων που τροφοδότησαν
την αστική ανάπτυξη. Οι Λονδρέζοι της εποχής του Μέιχιου,
όπως και οι προκάτοχοί τους στους ρωμαϊκούς χρόνους,
κατανάλωναν εκατοντάδες στρείδια κάθε χρόνο. «Ήταν πολύ
αξιοσημείωτο, κύριε», επισημαίνει ο Σαμ στα Μεταθανάτια
χαρτιά του Πίκγουϊκ Κλαμπ (1836) του Καρόλου Ντίκενς, «ότι η
φτώχεια και τα στρείδια φαίνεται να πηγαίνουν πάντα μαζί».
Αυτό συνέβαινε ως το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα όταν οι
οστρεοκαλλιέργειες που είχαν θρέψει γενιές και γενιές Λονδρέζων
εξαντλήθηκαν από τη ζήτηση μιας μεγαλούπολης τριών
εκατομμυρίων κατοίκων· από τότε και στο εξής το μαλάκιο έγινε
είδος πολυτελείας και ο κόσμος αλλαξοπίστησε και ασπάστηκε το
πιο βρετανικό από όλα τα φαγητά δρόμου: ψάρι και τηγανητές
πατάτες. Η πρακτική του τηγανίσματος ψαριού σε μεγάλη
ποσότητα λαδιού ήρθε στο Λονδίνο κι έγινε δημοφιλής μέσω των
Σεφαραδιτών Εβραίων προσφύγων που προσπαθούσαν να
γλιτώσουν από τους διωγμούς στην Ισπανία και την Πορτογαλία
από τον 16ο αιώνα· το πάντρεμά του με τις τηγανητές πατάτες
χρονολογείται στη δεκαετία του 1860, όταν ο Τζόζεφ Μάλιν,
ένας έφηβος Ασκενάζι Εβραίος από την ανατολική Ευρώπη,
εγκατέλειψε την οικογενειακή επιχείρηση ύφανσης χαλιών έπειτα
από μια επιφοίτηση έμπνευσης που τον οδήγησε στον παραπάνω
γευστικό συνδυασμό. Τα πουλούσε στον δρόμο μέσα από έναν
δίσκο κρεμασμένο από τον λαιμό του· η επιτυχία του ως
πλανόδιου τον οδήγησε σε ένα μόνιμο κατάστημα στο Γουέστ
Εντ.
Ως τη δεκαετία του 1920 αυτό ήταν το πανταχού παρόν
φαγητό σε πακέτο της εργατικής τάξης, με 35.000 καταστήματα
με ψάρι και τηγανητές πατάτες στη Βρετανία. Οι γεύσεις
διαφοροποιήθηκαν και πάλι με το πέρασμα των χρόνων. Προς τα
τέλη του 20ού αιώνα το τηγανητό κοτόπουλο κατέκλυσε την
αγορά φαγητού δρόμου σε πολλές πόλεις της βρετανικής
ενδοχώρας, αντανακλώντας τις προτιμήσεις και τις κουζίνες
Αφρικανών, Αφρικανών της Καραϊβικής, Ασιατών και
Ανατολικοευρωπαίων, καθώς επίσης και την κουλτούρα της
κατανάλωσης ποτού αργά τη νύχτα. Στις πολυπολιτισμικές
πόλεις το τηγανητό κοτόπουλο διαπερνά τις εθνικές,
θρησκευτικές και ταξικές διαφορές. Το ψάρι με τηγανητές
πατάτες, που πρωτοέφεραν στο Λονδίνο οι Εβραίοι πρόσφυγες,
αργότερα το μαγείρευαν και το πουλούσαν διαδοχικά διάφορες
ομάδες μεταναστών καθώς έφταναν στην πόλη: Ιταλοί, Κινέζοι,
Κύπριοι, Ινδοί, Πολωνοί και Ρουμάνοι. Ομοίως, στο Λόουερ Ιστ
Σάιντ της Νέας Υόρκης πολλά βασικά πιάτα των φαστφούντ
πωλούνταν αρχικά από καροτσάκια στους εργάτες των
εργοστασίων παραγωγής ενδυμάτων από καινοτόμους μετανάστες
που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να βγάλουν τα προς το ζην:
εβραϊκό βοδινό, κουλούρια, τυρί κρέμα, καπνιστός σολομός,
φαλάφελ, πίκλες και παστράμι· χάμπουργκερ, χοτ ντογκ, πρέτζελ
από τη Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία· ιταλικές πίτσες
και παγωτά· ελληνικό σουβλάκι. Από τις αρχές του 20ού αιώνα,
οι επίσημες προσπάθειες για την εξυγίανση της πόλης και την
ανάκτηση των χώρων των πεζοδρομίων ανάγκασε τα καροτσάκια
να αποχωρήσουν από τους δρόμους του Λόουερ Ιστ Σάιντ. Μια
παράδοση στις υπαίθριες συναναστροφές γύρω από το φαγητό
που διατηρούσε σε συνοχή τις κοινότητες μεταναστών έφτασε
στο τέλος της. Τα επόμενα κύματα των συρμών στο φαγητό
δρόμου μαρτυρούν τις κοινωνικές αλλαγές που σάρωσαν τις
σύγχρονες πόλεις. Τα καροτσάκια των Εβραίων και των
Ανατολικοευρωπαίων έδωσαν τη θέση τους στην κινεζική,
βιετναμέζικη, Τεξ-Μεξ, ιαπωνική και κορεατική κουζίνα και
πρόσφατα σε Αφγανούς, Αιγύπτιους και Μπαγκλαντεσιανούς
που πωλούν πιάτα χαλάλ.
Ο δρόμος προς την καρδιά μιας πόλης περνάει από το στομάχι
της. Και το φαγητό αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται μια
πόλη ως εμπειρία. Το Λος Άντζελες είχε μακρόχρονο ειδύλλιο με
το φαγητό δρόμου, αρχής γενομένης με τις μεξικανικές άμαξες
(tamaleros) και τους Κινέζους πλανόδιους πωλητές στα τέλη του
19ου αιώνα. Από τη δεκαετία του 1960, τα φορτηγάκια
loncheros (λοντσέρος)124 από παγωτατζίδικα κατέληξαν να
πωλούν τάκος, τοστάδας, μπουρίτος, γορδίτας, σεβίτσε και
τόρτας για την ολοένα αυξανόμενη λατινόφωνη κοινότητα του
Ίστσαϊντ της πόλης. Η ταχύτατη ανάπτυξη και διασπορά της
λατινόφωνης κοινότητας του Λος Άντζελες από τη δεκαετία του
1980 και εξής άλλαξε το γαστρονομικό προφίλ της πόλης. Η
δημοτικότητα των λοντσέρος εξαπλώθηκε από τις συνοικίες των
μεταναστών στις πανεπιστημιουπόλεις, στις συνοικίες με έντονη
νυχτερινή ζωή κι έπειτα στην ευρύτερη μητρόπολη.
Ο συνδυασμός της οικονομικής κρίσης του 2008 και της
έλευσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης οδήγησε σε εκρηκτική
αύξηση τα φορτηγά-καντίνες στο Λος Άντζελες. Οι σεφ που δεν
είχαν την οικονομική δυνατότητα να ανοίξουν εστιατόρια, οι
πελάτες με πολύ μειωμένο εισόδημα και οι τεχνολογίες που
έκαναν γνωστές γκουρμέ επιχειρήσεις είχαν ως αποτέλεσμα ο
αριθμός των καντινών να αυξηθεί σε πάνω από 3.000,
πουλώντας φαγητό δρόμου σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η
επανάσταση αυτή συντελέστηκε σε πείσμα των αυστηρών νόμων
και της επίσημης αποδοκιμασίας, μια στάση που καταδίκαζε το
φαγητό δρόμου ως προχειροφτιαγμένο, επιβαρυντικό και
ανθυγιεινό. Η εξάπλωση των λατινόφωνων πωλητών φαγητού –
και άλλων που μπήκαν στον χορό– δημιούργησε θύλακες ζωής
στον δρόμο σε μια μητρόπολη όπου επί μακρόν κυριαρχούσε το
αυτοκίνητο. Ο κόσμος ταξίδευε σε περιοχές που δεν είχε
φανταστεί ποτέ ότι θα επισκεφτεί, υποκύπτοντας στον πειρασμό
της πιο πρόσφατης εκπομπής για το γκουρμέ φαγητό στα
γαστρονομικά μπλογκ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το
δέλεαρ του φαγητού πυροδότησε μια κουλτούρα φαγητού,
ποτού, μουσικής και συναναστροφών σε χώρους στάθμευσης και
πεζοδρόμια, σε σημεία όπου δεν είχε υπάρξει στο παρελθόν.
Οι πλανόδιοι πωλητές του Λάγκος, σαν τους αντίστοιχους
προκατόχους τους στο βικτοριανό Λονδίνο, τους πωλητές με τα
καροτσάκια στη Νέα Υόρκη και τους σεφ στις καντίνες του Λος
Άντζελες, είναι από τους πιο καινοτόμους ανθρώπους στην πόλη.
Καταστήματα, φθηνά καφέ, καροτσάκια με πιάτα φαστφούντ,
λοντσέρος και τα όμοια συνιστούν την παλλόμενη καρδιά της
αστικής κοινότητας και οικονομίας. Τον 21ο αιώνα μία πόλη
κρίνεται από την ποιότητα και την ποικιλομορφία του φαγητού
της· οι τουρίστες προσελκύονται από τις αγορές, τα εστιατόρια
και το φαγητό του δρόμου εξίσου με τα μουσεία και τα τοπία
της πόλης. Συχνά γνωρίζουμε την πόλη τρώγοντας, μαθαίνουμε
τη γεωγραφία της από την κατανομή της κουζίνας και των
καταστημάτων κάθε εθνότητας.
Όπως περιγράφει η ιστορία του αχθοφόρου από τις Χίλιες και
μία νύχτες, ένα γεύμα παίρνει σταδιακά μορφή διασχίζοντας την
πόλη, από τη μία συνοικία με εξειδικευμένα προϊόντα στην
άλλη. Στις περισσότερες περιπτώσεις πόλεων, στο μεγαλύτερο
μέρος της ιστορίας, η πόλη είναι μια τεράστια αγορά και
υπαίθρια κουζίνα, μια παράταξη εξωτερικών και εσωτερικών
χώρων αφιερωμένων στη λιανική πώληση διαφόρων ειδών.
Παραμένοντας ανοιχτές όλη τη νύχτα όταν η πόλη κοιμάται, οι
μεγάλες χονδρικές αγορές τροφίμων, όπως η ιχθυαγορά Τσουκίτζι
στο Τόκιο, το Λεζ Αλ στο Παρίσι και το Κόβεντ Γκάρντεν στο
Λονδίνο, οδήγησαν στη δημιουργία ενός οικοσυστήματος από
ολονύχτια μπαρ, καφέ, σημεία πώλησης φαγητού στον δρόμο και
εστιατόρια. Οι νυχτερινές δραστηριότητες της πώλησης φαγητού
ενθάρρυναν την αστική νυχτερινή ζωή. Τα περισσότερα γεύματα,
στο πέρασμα τον αιώνων, μαγειρεύονταν στον δρόμο και
καταναλώνονταν «στο πόδι». Η ζωή και ο θόρυβος των πόλεων
δημιουργούνται ως ένα μέρος της διαδικασίας που γεμίζει την
κοιλιά μας και προκαλεί τους γευστικούς μας κάλυκες. Για τους
πολίτες της Βομβάης ή του Λάγκος, η κοινωνικότητα, η ευγένεια
και η συντροφικότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη
διαχρονική δραστηριότητα της προμήθειας ειδών πρώτης
ανάγκης και πολυτελείας καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και
της νύχτας, ουσιαστικά σε κάθε δρόμο. Οι πόλεις που
«εξυγιάνθηκαν» από υπαίθριες αγορές και πλανόδιους πωλητές
έχουν χάσει ένα από τα πιο σημαντικά συστατικά στοιχεία τους
για τη δημιουργία της αστικής κοινωνικότητας.
Στο μυθιστόρημά του, το 2015, σχετικά με το σημερινό Λάγκος,
Every Day Is for the Thief (Κάθε μέρα είναι για τον κλέφτη) ο
Τετζού Κόουλ περιγράφει τον κεντρικό χαρακτήρα που έχει η
αγορά της πόλης για την αστική ζωή: «Πηγαίνουμε στην αγορά
για να συμμετάσχουμε στον κόσμο. Όπως συμβαίνει με όλα τα
πράγματα που αφορούν τον κόσμο, η παρουσία στην αγορά
απαιτεί προσοχή. Η αγορά –ως η ουσία της πόλης– διατηρείται
στη ζωή με δυνατότητες και κινδύνους. Άγνωστοι άνθρωποι
μεταξύ τους συναντιούνται μέσα στην άπειρη ποικιλία του
κόσμου· απαιτείται επαγρύπνηση. Όλοι βρίσκονται εκεί όχι μόνο
για να αγοράσουν ή να πουλήσουν, αλλά γιατί αυτό είναι το
καθήκον τους. Αν καθόσουν στο σπίτι σου, αν αρνιόσουν να πας
στην αγορά, πώς θα αντιλαμβανόσουν την ύπαρξη των άλλων;
Πώς θα αντιλαμβανόσουν την ύπαρξη τη δική σου;»125

Η Βαγδάτη δεν ήθελε μόνο να τρώει υπέροχες συνταγές· ήθελε


και να διαβάζει γι’ αυτές. Το Σουκ αλ-Γουαρακίν περιείχε πάνω
από εκατό βιβλιοπώλες. Πολλοί από τους τόμους ήταν
αφιερωμένοι σε κάθε πτυχή της γαστρονομικής κουλτούρας. Η
εμμονή με τη μαγειρική ήταν καθοριστική γιατί ενθάρρυνε μια
νέα και επαναστατική τεχνολογία: τη χαρτοποιία.
Η ίδρυση της Βαγδάτης συνέπεσε χρονικά με την εισαγωγή της
χαρτοποιίας από την Κίνα, επιτρέποντας τη διάδοση γραπτού
υλικού σε πρωτοφανή κλίμακα. Η πρώτη μονάδα χαρτοποιίας
ιδρύθηκε στη Βαγδάτη από τους Βαρμακίδες, μια φυλή της
κεντρικής Ασίας που είχε γνωρίσει το απόγειο του πλούτου και
της ισχύος της κατά τη δυναστεία των Αββασιδών (στην Ευρώπη
θα κατασκευαζόταν χαρτί περίπου μισή χιλιετία αργότερα, τον
13ο αιώνα). Γεννήθηκε ένα νέο επάγγελμα αντιγραφέων για να
ικανοποιήσει την εμμονή στη λογοτεχνία.126
Ως «σταυροδρόμι του σύμπαντος», η Βαγδάτη προσέλκυε τον
πλούτο του κόσμου και, μαζί με αυτόν, τη γνώση του κόσμου.
Στην πόλη αυτή –«τόπο εκλεπτυσμένων ανθρώπων και πηγή
διανοουμένων»– οι πετυχημένοι ποιητές μπορούσαν να γίνουν
πλούσιες διασημότητες αν αποσπούσαν την προστασία της
υψηλής αριστοκρατίας ή του ίδιου του χαλίφη. Μεταξύ των
αντικειμένων από το ναυάγιο στο Μπελιτούνγκ ανασύρθηκαν
εκατοντάδες μελανοδοχεία, ένα εντυπωσιακό τεκμήριο της
εκρηκτικής ανάπτυξης του γραμματισμού.127
Ωστόσο, η ώθηση δόθηκε από την κεφαλή. Στα μέσα του 9ου
αιώνα η Βαγδάτη ήταν, μακράν, η μεγαλύτερη αποθήκη γνώσης
στον κόσμο. Το Μπαΐτ αλ-Χίκμα –ο Οίκος της Σοφίας– ήταν ένα
τεράστιο βασιλικό αρχείο χειρογράφων και βιβλίων. Η Βαγδάτη
δεν χαρακτηρίστηκε «σταυροδρόμι του σύμπαντος» μόνο για το
εμπόριο. Η γεωγραφική θέση της πρωτεύουσας των Αββασιδών
είχε σημαντικές συνέπειες. Δεν έρχονταν μόνο οι λόγιοι από τη
Δύση, κομίζοντας την πληθώρα ελληνικής και λατινικής γνώσης
με ρίζες στις διδασκαλίες της Αθήνας, της Αλεξάνδρειας και της
Ρώμης, αλλά και από την Περσία, την Ινδία, την κεντρική Ασία
και την Κίνα. Χάρη στην εισαγωγή του χαρτιού και στην
παμφάγα περιέργεια των κατοίκων της Βαγδάτης, μεγάλο μέρος
της γνώσης των προηγούμενων αιώνων, το οποίο διαφορετικά θα
είχε χαθεί, διατηρήθηκε και αυξήθηκε. Ανοιχτή σε όλα τα σημεία
του ορίζοντα, η Βαγδάτη ήταν το σημείο συνάντησης όχι μόνο
για κουζίνες και ανθρώπους, αλλά και για ιδέες.
Η εισροή της γνώσης από Ανατολή και Δύση, και άρα η
σύγκρουσή τους, περιγράφεται εξαιρετικά με τα μεγαλειώδη
κατορθώματα του Μοχάμεντ ιμπν Μουσά αλ-Χουαρίζμι (περ.
780 - περ. 850). Περσικής καταγωγής και οπαδός του
ζωροαστρισμού, ο αλ-Χουαρίζμι γεννήθηκε σε μια όαση της
Χορασμίας, στο σημερινό Ουζμπεκιστάν, και, όπως πολλά από τα
ισχυρότερα πνεύματα της εποχής, ένιωσε ακατανίκητη έλξη για
τον Οίκο της Σοφίας στη Βαγδάτη. Εκεί έσβησε τη δίψα του για
γνώση με τις τεράστιες συλλογές έργων από την Ελλάδα, τη
Βαβυλωνία, την Περσία, την Ινδία και την Κίνα πάνω στα
μαθηματικά, τη γεωμετρία, τη φυσική και την αστρολογία, ένα
εύρος γνώσης που συνδυαζόταν για πρώτη φορά στη Βαγδάτη.128
Με το Συνοπτικό βιβλίο για τον υπολογισμό με μεταφορά και
απλοποίηση, το επαναστατικό αποτέλεσμα της μελέτης του, ο αλ-
Χουαρίζμι έκανε ένα τεράστιο άλμα στην εξέλιξη της κατανόησης
των μαθηματικών. Σε αυτό το αριστούργημά του (magnum
opus) συνδύασε και αξιοποίησε την αρχαιοελληνική γεωμετρία,
τα κινεζικά μαθηματικά και την ινδική θεωρία των αριθμών για
να θέσει τα θεμέλια της σημερινής άλγεβρας και, μαζί με αυτή,
μια μέθοδο επίλυσης γραμμικών και τετραγωνικών εξισώσεων. Το
δεύτερο σπουδαίο έργο του στην αριθμητική, το Βιβλίο
πρόσθεσης και αφαίρεσης σύμφωνα με τους ινδικούς
υπολογισμούς, είχε μία σημαντική συνέπεια: εισήγαγε το ινδικό
αριθμητικό σύστημα στον αραβικό κόσμο και αργότερα στην
Ευρώπη. Η εκλατινισμένη εκδοχή του ονόματός του, Αλγκορίτμι,
υποδηλώνει τη συμβολή του στους υπολογισμούς· σήμερα οι
αλγόριθμοι κυριαρχούν στη ζωή μας. Στον Μεσαίωνα, ωστόσο,
«Αλγοριστής» θεωρούνταν όποιος υιοθετούσε το σύστημα του αλ-
Χουαρίζμι που αφορούσε την κωδικοποίηση των αριθμών με
εννέα αριθμητικά και ένα μηδέν. Πολύ σύντομα, οι Αλγοριστές
(ή οπαδοί του αλ-Χουαρίζμι) άρχισαν να χρησιμοποιούν δεκαδικά
κλάσματα.
Το γεγονός ότι ο αλ-Χουαρίζμι καταγόταν από μία όαση του
Ουζμπεκιστάν δίνει την εντύπωση ότι ανασύρθηκε από την
αφάνεια και στάλθηκε στη Μεγάλη Πόλη για να γίνει μεγάλος
και τρανός. Δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Η κεντρική Ασία, αν και
επί μακρόν παραμελήθηκε ή αγνοήθηκε τελείως από τη σύγχρονη
ιστορία, που εστίαζε στις ρωμαϊκές, ελληνικές ή αραβικές πόλεις,
είχε έναν από τους πιο προηγμένους αστικούς πολιτισμούς και
μερικές από τις πιο εξελιγμένες πόλεις του πλανήτη.129
Το εμπόριο από και προς την Κίνα είχε ως αποτέλεσμα την
εξαιρετική ευημερία εμπορικών κέντρων όπως το Μπαλχ, η
Σαμαρκάνδη και η Μερβ· οι σημαντικότερες θέσεις της
εκτεταμένης αυτής περιοχής διαμορφώθηκαν και
αναδιαμορφώθηκαν από ταξιδιώτες και μετανάστες με το
πέρασμα των αιώνων, καθώς κάθε ομάδα –από τους Έλληνες,
τους Εβραίους και τους Κινέζους ως τους Ινδούς, τους Ιρανούς,
τους Τούρκους, τους Σύριους και τους Άραβες– κόμιζε την
κουλτούρα, τις τεχνικές, τα τεχνολογικά επιτεύγματα και τις
θρησκείες της. Οι πόλεις αυτές λειτουργούσαν επίσης ως
μαγνήτες για τις νομαδικές φυλές της στέπας, οι οποίες έφερναν
στην αγορά μέλι, κερί, γεράκια και δέρματα ζώων, προβειές και
γούνες. Οι πόλεις άνθησαν. Η Μερβ, για παράδειγμα,
περιγράφηκε από τον Άραβα ιστορικό αλ-Μουκαντάσι στα τέλη
του 10ου αιώνα ως μια «υπέροχη, εκλεπτυσμένη, κομψή,
λαμπερή, εκτεταμένη και ευχάριστη πόλη». Όπως και πολλές
άλλες πόλεις κατά μήκος των Οδών του Μεταξιού, είχε
μνημειώδη αρχιτεκτονική και υποδομές προηγμένης
τεχνολογίας.130
Πρώην βουδιστές που ασπάστηκαν το Ισλάμ, από την πόλη
Μπαλχ στην Κοιλάδα του Ώξου (στο σημερινό βόρειο
Αφγανιστάν), οι Βαρμακίδες ήταν, μετά τους χαλίφες, η
πλουσιότερη και ισχυρότερη δυναστεία στη Βαγδάτη. Αυτοί
έφεραν στη νέα μητρόπολη όχι μόνο το χαρτί αλλά και την
πνευματική ενέργεια και το ανοιχτό μυαλό της πατρίδας τους.
Ένας σωρός ερειπίων σήμερα, το Μπαλχ ήταν μία από τις
σπουδαιότερες πόλεις της ύστερης αρχαιότητας, γνωστή ως μία
πόλη απερίγραπτου πλούτου για τους Ρωμαίους και
απαράμιλλης ομορφιάς για τους Άραβες.131
Αυτές οι μεγάλες ποικιλόμορφες και κοσμοπολίτικες πόλεις
άνθησαν ως πνευματικά κέντρα, με ιδιαίτερα ικανούς φυσικούς,
αστρονόμους, γιατρούς και μαθηματικούς και με πάθος για τα
βιβλία. Με στόχο να γίνει ο μητροπολιτικός κολοσσός του
πλανήτη, ήταν φυσικό η Βαγδάτη να αξιοποιήσει την
πνευματική ενέργεια που είχε από καιρό καλλιεργηθεί στις πόλεις
της κεντρικής Ασίας. Ο αλ-Χουαρίζμι ήταν ένας από τους
πολλούς που προσέλκυσε η πρωτεύουσα του χαλιφάτου από τις
μητροπόλεις της κεντρικής Ασίας. Η ακμή των Βαρμακιδών είχε
ως αποτέλεσμα η πνευματική ενέργεια της κεντρικής Ασίας να
αποτελέσει το θεμέλιο της πρωτοφανούς ανάπτυξης της
Βαγδάτης.
Στους αιώνες πριν και αμέσως μετά την έναρξη της μετά
Χριστόν εποχής, η Αλεξάνδρεια παρείχε το σκηνικό για μια σειρά
από γιγάντια άλματα στη γνώση. Από τη δεκαετία του 1660, το
Λονδίνο έσφυζε από επιστημονικό ενθουσιασμό όταν η ίδρυση
της «Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου για την προαγωγή της
φυσικής γνώσης» πρόσφερε το σημείο συνάντησης για τους
Ισαάκ Νιούτον, Ρόμπερτ Μπόλι, Τζον Λοκ, Κρίστοφερ Ρεν και
Ρόμπερτ Χουκ, μεταξύ άλλων φωστήρων. Η Βαγδάτη, ανάμεσα
σε αυτές τις δύο επιστημονικές επαναστάσεις από χρονολογική
άποψη, ανήκει, μαζί με την Αλεξάνδρεια και το Λονδίνο, στην
τριάδα των τόπων με τη μεγαλύτερη επιστημονική ανάπτυξη
πριν από τη σύγχρονη εποχή. Γιατί άραγε αυτά τα επεισόδια
επιτάχυνσης της ανθρώπινης γνώσης λαμβάνουν χώρα σε αυτές
τις πόλεις και στις συγκεκριμένες χρονικές στιγμές; Η απάντηση
δεν είναι εύκολη, φυσικά, αλλά τουλάχιστον αυτές οι τρεις
πόλεις μοιράζονταν μια σειρά από κοινούς παράγοντες που
συνέπεσαν και άναψαν το φιτίλι. Ήταν ισχυρές τόσο πολιτικά
όσο και εμπορικά. Είχαν φιλόδοξες ελίτ, πρόθυμες να βάλουν
βαθιά το χέρι στην τσέπη για να χρηματοδοτήσουν τους
επιστημονικούς πειραματισμούς. Επίσης, είχαν δραστήρια και
φιλοπερίεργα πλήθη, που βοήθησαν στη δημιουργία μιας
κουλτούρας έρευνας. Αλλά πάνω απ’ όλα, άνοιξαν τις πόρτες
τους σε νέες ιδέες και ανθρώπους.
Ο εξαιρετικός πλούτος της Βαγδάτης, και το πάθος της για
γνώση, συγκέντρωσαν μια εντυπωσιακή σειρά από ευρυμαθείς
ανθρώπους που εργάζονταν, σκέφτονταν και (προφανώς, για τη
Βαγδάτη) έτρωγαν μαζί. Στην καρδιά της πνευματικής ζωής της
Βαγδάτης βρισκόταν ο Οίκος της Σοφίας και το αστρονομικό
παρατηρητήριο της πόλης. Οι επιστήμονες της Βαγδάτης, μεταξύ
άλλων, έκαναν εξαιρετική δουλειά στην οπτική επιστήμη, την
ιατρική, τη χημεία, τη μηχανική, τη μεταλλουργία, τη φυσική,
τη μουσική θεωρία και την αρχιτεκτονική. Ο σπουδαίος
ευρυμαθής επιστήμονας Αμπού Μουσά Τζαμπίρ ιμπν Χαγιάν
(γνωστός στη Δύση με το εκλατινισμένο όνομα Γκέμπερ)
θεωρείται ο «πατέρας της αλχημείας» και σκαπανέας του
εργαστηριακού πειραματισμού· θεωρείται ισάξιος του Ρόμπερτ
Μπόιλ και του Αντουάν Λαβουαζιέ στην ιστορία της επιστήμης.
Η συμβολή του συχνά παραβλέπεται. Ήταν αλχημιστής που
έγραφε σε μυστικιστική γλώσσα και ενίοτε σε κώδικα, ενώ το
εκλατινισμένο όνομά του είναι η ρίζα της αγγλικής λέξης
«gibberish».132,133
Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ισλαμικής
αναγέννησης ήταν ο τρόπος με τον οποίο ένας τεράστιος όγκος
γνώσεων –τόσο αρχαίων όσο και σύγχρονων– συγκεντρώθηκαν,
συνδυάστηκαν και απλοποιήθηκαν για καθημερινή χρήση. Τα
μαθηματικά, η αστρονομία και η γεωγραφία ήταν το κλειδί για
την παγκόσμια κυριαρχία γιατί παρήγαγαν, μεταξύ άλλων,
χάρτες και βοηθήματα πλοήγησης. Κατά την έρευνα για τη
συγγραφή του βιβλίου Οι καλύτεροι τομείς για τη γνώση του
κόσμου (985 μ.Χ.), ο γεωγράφος αλ-Μουκαντάσι ταξίδεψε στα
λιμάνια του Περσικού Κόλπου και της Ερυθράς Θάλασσας και
πήρε συνεντεύξεις από πολλούς «καραβοκύρηδες, υπεύθυνους
φορτίου, ακτοφύλακες, εμπορικούς πράκτορες και εμπόρους, και
τους θεώρησα από τους πιο διορατικούς ανθρώπους». Όλοι αυτοί
ήταν ειδικευμένοι χειριστές σύνθετων οργάνων και μαθηματικών
και αστρονομικών υπολογισμών.134

Η θαλάσσια Οδός του Μεταξιού που συνέδεε τον Περσικό Κόλπο


με τον Μαργαριταρένιο ποταμό αποτελούνταν από διαδρομές
που είχαν ακολουθήσει επί αιώνες βουδιστές ιεραπόστολοι και
έμποροι. Δεν ήταν μόνο δρόμοι εμπορίου αλλά και μάθησης. Ο
Κορεάτης βουδιστής μοναχός Χίε-τσο ταξίδεψε από την πατρίδα
του στο Γκουανγκτσού για να σπουδάσει σε ένα μοναστήρι. Από
εκεί επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο, ίσως με ιδιοκτήτη και πλήρωμα
Πέρσες, και ταξίδευε από πόλη σε πόλη σε ολόκληρη τη
νοτιοανατολική Ασία στη δεκαετία του 720. Διέσχισε την Ινδία
και επέστρεψε στην Κίνα μέσω των χερσαίων δρόμων. Μοναχοί
σαν τον Χίε-τσο ήταν μέρος μιας ανταλλαγής πληροφοριών που
διέδιδε τη γνώση μέσα από το δίκτυο των ασιατικών πόλεων. Η
θρησκεία, οι ιδέες και το εμπόριο μεταδίδονταν μέσω της νέας
τεχνολογίας – του χαρτιού.135
Το Κουιλόν, μία από τις μεγάλες πόλεις του μεσαιωνικού
κόσμου, κάθε άλλο παρά γνωστό είναι σήμερα. Η παράξενη
ιστορία του, ωστόσο, διαφωτίζει την αστική άνθηση στην αλλαγή
της χιλιετίας και τον αλλόκοτο, ποικιλόμορφο, εξωτικό κόσμο
της ασιατικής αστικοποίησης στις δόξες του. Το Κουιλόν (που
σήμερα ονομάζεται Κολάμ) βρίσκεται στην Ακτή Μαλαμπάρ της
Κεράλα στη νότια Ινδία. Πριν ακόμα από τον 9ο αιώνα είχε ήδη
μακρά και ένδοξη ιστορία ως λιμάνι. Αλλά στις αρχές του 9ου
αιώνα αντιμετώπιζε προβλήματα. Ο Ουντάγια Μαρτάντα Βάρμα,
βασιλιάς των Ταμίλ, κάλεσε δύο χριστιανούς μοναχούς από τη
Συρία, τον Μαρ Σαμπόρ και τον Μαρ Προθ, να ανοικοδομήσουν
το λιμάνι και να αναλάβουν το εμπόριό του.136
Οι χριστιανοί ανάδοχοι έκαναν καλή δουλειά: όταν άνοιξε το
λιμάνι του Κουιλόν το 825, όχι μόνο έγινε το πιο πολυσύχναστο
στην Ινδία, αλλά και ένα από τα τέσσερα γιγάντια εμπορικά
κέντρα του κόσμου στον πρώιμο Μεσαίωνα, δίπλα στην
Αλεξάνδρεια, το Κάιρο και το Γκουανγκτσού. Το Κουιλόν είχε
μια σημαντική κοινότητα εκπατρισμένων Κινέζων· φιλοξενούσε
νεστοριανούς χριστιανούς, Άραβες και Πέρσες μουσουλμάνους,
Εβραίους, τζαϊνιστές, ινδουιστές, βουδιστές και ανθρώπους από
κάθε γωνιά του Ινδικού Ωκεανού. Ο Πέρσης έμπορος Σουλεϊμάν
αλ-Τατζίρ περιέγραψε το Κουιλόν τον 9ο αιώνα ως γεμάτο με
μεγάλα κινεζικά εμπορικά πλοία που χρησιμοποιούσαν το λιμάνι
ως κόμβο μεταφόρτωσης ανάμεσα στο Γκουανγκτσού και τη
Βαγδάτη. Ο πλούτος της πόλης αυτής στηρίχθηκε στη θεμελιώδη
παγκόσμια λειτουργία της: επί αιώνες ήταν το κέντρο του
εμπορίου για ένα από τα πιο περιζήτητα αγαθά της
ανθρωπότητας, το μαύρο πιπέρι.137
Το φαγητό και οι διαρκώς μεταβαλλόμενες γαστρονομικές
προτιμήσεις μας αλλάζουν τον κόσμο. Σύμφωνα με τον μοναχό Ι
Τσινγκ, το κινεζικό φαγητό επί γενιές ολόκληρες ήταν αδιάφορο
και μη εμπνευσμένο. Η ανακάλυψη της ινδικής κουζίνας και
των συστατικών της έφεραν την επανάσταση στον κινεζικό
τρόπο μαγειρέματος και, κατά συνέπεια, οδήγησαν στην άνθηση
του εμπορίου. Με τη σειρά του, αυτό το δίκτυο αλληλένδετου
εμπορίου σε έκταση που ξεπερνούσε τα 20.000 χιλιόμετρα έδωσε
νέα ζωή σε μείζονες παγκόσμιες μητροπόλεις σαν το Κουιλόν.138
Διάφορες πόλεις στα παράλια των θαλασσών των μουσώνων,
από τη Μομπάσα ως το Γκουανγκτσού, χαρακτηρίζονταν από
παρόμοια αστικοποίηση και κοσμοπολιτισμό σε εκπληκτικό
βαθμό. Η πολυμορφία του Κουιλόν δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο·
ήταν ο κανόνας για τις πόλεις στις θάλασσες των μουσώνων.
Μαζί με τον γηγενή πληθυσμό του Σέιμουρ, μιας πόλης 60
χιλιόμετρα νότια της σημερινής Βομβάης, ζούσαν 10.000
μετανάστες πρώτης γενιάς από το Ομάν, το Σιράφ, τη Μπάσρα
και τη Βαγδάτη καθώς και οι γεννημένοι στην Ινδία απόγονοί
τους. Το Σέιμουρ ήταν μία από τις πολλές πόλεις στα παράλια
του Γκουτζαράτι και του Κονκάν που περιλάμβαναν ένα
τεράστιο πλήθος θρησκειών και γλωσσών.
Το Μογκαντίσου στη σημερινή Σομαλία εξελίχθηκε σε μια
πλούσια και ισχυρή εμπορική μητρόπολη, περίφημη για τις
εξαγωγές υφασμάτων, λιβανιού και χρυσού και για την εύπορη
εμπορική κοινότητά της. Τα αρχαιολογικά τεκμήρια είναι
δηλωτικά της έκτασης των επαφών της: έχουν εντοπιστεί
νομίσματα από τη Σρι Λάνκα, το Βιετνάμ και την Κίνα. Με την
πάροδο του χρόνου, το Μογκαντίσου επισκιάστηκε από την
Κίλουα, μια πόλη-κράτος που ίδρυσαν Πέρσες άποικοι τον 10ο
αιώνα σε ένα μικροσκοπικό νησάκι στα ανοιχτά της σημερινής
Τανζανίας. Οι πολίτες της Κίλουα ήταν μεσάζοντες: έμποροι,
χρηματιστές και ναυλωτές, που εισήγαν αγαθά από την Ινδία,
την Κίνα και την Αραβία και τα πουλούσαν σε αγορές της
ενδοχώρας με αντάλλαγμα χρυσό, ελεφαντόδοντο, κέρατα
ρινόκερων, δέρματα αιλουροειδών, ταρταρούγα, μαγκρόβια ξυλεία
και σίδηρο από την Αφρική, τα οποία εξήγαν σε όλη την Ασία
και ιδιαίτερα στην Κίνα. Η παρουσία μιας κυρίαρχης εμπορικής
πόλης στα ανοιχτά της ακτής οδήγησε στην ίδρυση δορυφορικών
πόλεων στην ενδοχώρα που επεξεργάζονταν τα εμπορεύματα από
τα βάθη της Αφρικής και προμήθευαν την υπεράκτια πόλη με
τρόφιμα.
Ο πλούτος του εμπορικού συστήματος των μουσώνων
διοχετευόταν, όπως και σήμερα, μέσα από τα στενά της Μελάκα
και των Νησιών Σούνδες. Στη Μαλαϊκή Χερσόνησο, τη Σουμάτρα
και την Ιάβα έκαναν την εμφάνισή τους πολυάριθμες πόλεις-
κράτη διεκδικώντας μερίδιο από τα κέρδη των εμπορικών
στόλων. Δεύτερη μετά τη Βαγδάτη, και στη συνέχεια το Κάιρο, η
περιοχή αυτή ήταν η πλουσιότερη στον μεσαιωνικό κόσμο. Το
καλοκαίρι οι μουσώνες έφερναν εμπόρους από τα Νησιά των
Μπαχαρικών (Μολούκες) στην Ινδονησία μαζί με τα φορτία τους
από γαρίφαλο και μοσχοκάρυδο. Αλλά δεν υπήρχαν πελάτες για
να πραγματοποιήσουν άμεσες συναλλαγές γιατί οι έμποροι από
την Ινδία, την Αραβία και την Κίνα έρχονταν με τους μουσώνες
του χειμώνα. Ως αποτέλεσμα, τα μπαχαρικά και άλλα
εμπορεύματα έπρεπε να αποθηκευτούν για το χρονικό διάστημα
που μεσολαβούσε ως τη μεταφόρτωσή τους στις αγορές του
κόσμου.
Επί εκατοντάδες χρόνια η κυρίαρχη δύναμη σε αυτό το
σημαντικό παγκόσμιο σταυροδρόμι ήταν η σχεδόν λησμονημένη
συνομοσπονδία πόλεων-κρατών με το όνομα Σρι Βιτζάγια. Η
κυρίαρχη μητρόπολή της ήταν το Πάλεμπαγκ στη Σουμάτρα, το
οποίο, από τον 8ο αιώνα, κατάφερε να ελέγχει μια ένωση πόλεων
που εκτείνονταν στη Σουμάτρα, τη Μαλαϊκή Χερσόνησο, την
Ιάβα και σε τμήματα της Μπούρμα και της Ταϊλάνδης. Αραβικά
ιστιοφόρα, ινδικά πλοία και κινεζικές τζόγκες κατέφθαναν σε
αυτό το βουδιστικό εμπορικό κέντρο για να πραγματοποιήσουν
εμπορικές συναλλαγές και να ανεφοδιάσουν τα πλοία τους. Το
Πάλεμπαγκ ήταν ο τόπος συνάντησης των εμπόρων από τις δύο
μεγαλύτερες αυτοκρατορίες στη γη, το χαλιφάτο των Αββασιδών
και τη δυναστεία Τανγκ.
Το Πάλεμπαγκ, ένας τόπος ακμαίος, πολυσύχναστος και
κοσμοπολίτικος επί αιώνες, κατατάσσεται στις μεγάλες χαμένες
παγκόσμιες μητροπόλεις της ιστορίας. Δυστυχώς, δεν σώζονται
πολλά από την πόλη· η Αυτοκρατορία της Σρι Βιτζάγια
εξαφανίστηκε από προσώπου γης τον 13ο αιώνα και το
Πάλεμπαγκ στις εκβολές του ποταμού λεηλατήθηκε
ολοκληρωτικά κι έπειτα θάφτηκε κάτω από τις ιζηματογενείς
εναποθέσεις. Στην ακμή του ήταν ένας τόπος εξαιρετικού
πλούτου και ένα πνευματικό κέντρο διεθνούς κύρους· αλλά,
στην πραγματικότητα, περισσότερα γνωρίζουμε για την Ουρούκ
της 4ης χιλιετίας π.Χ. παρά για το Πάλεμπαγκ του 11ου αι. μ.Χ.
Πράγματι, μεγάλο μέρος του μεσαιωνικού αστικού κόσμου στον
Ινδικό Ωκεανό είναι κάτι παρόμοιο: ένας πολιτισμός σε διαρκή
μετατόπιση, με ελεύθερη ροή και εξωστρέφεια, που άφησε
ελάχιστα κατάλοιπα στο πέρασμά του.
Είναι πιθανό το Πάλεμπαγκ, ακόμα και στο ζενίθ του, να
αποτελούνταν κυρίως από ξύλινες πλωτές οικίες: ήταν ένας
ευκίνητος αστικός πολιτισμός, έτοιμος να τα μαζέψει και να
φύγει αν κάτι τέτοιο υπαγόρευε η φύση ή τα μετατοπιζόμενα
εμπορικά ρεύματα. Ωστόσο, παρ’ όλα όσα χάθηκαν στην ιστορία,
μπορούμε να φανταστούμε έναν τόπο γεμάτο εμπόρους που
παζαρεύουν από κάθε γωνιά της Ασίας και της Ανατολικής
Αφρικής, πάνω από σακιά με μπαχαρικά, τόπια υφασμάτων και
κιβώτια με πορσελάνες. Το σκηνικό αυτό ήταν οικείο σε όλη την
αλυσίδα των διασυνδεόμενων πόλεων των μουσώνων. Οι
σταθεροί, με ακρίβεια ρολογιού, εποχιακοί άνεμοι έπνεαν
οδηγώντας αρμάδες ξένων εμπόρων σε αυτά τα λιμάνια· οι
έμποροι έμεναν εκεί επί μήνες, επιδίδονταν σε επιχειρηματικές
δοσοληψίες, εμβάθυναν περαιτέρω τις επαφές τους,
συναναστρέφονταν κοινωνικά και αντάλλασσαν ιδέες πριν οι
άνεμοι των μουσώνων τούς οδηγήσουν και πάλι στις πατρίδες
τους. Μερικοί έμεναν σε ξένη πόλη επί χρόνια και πολλοί
επιδίδονταν σε επιγαμίες με τους τοπικούς πληθυσμούς.
Ένας Πέρσης έμπορος κατέγραψε έναν τεράστιο πληθυσμό και
«αναρίθμητες αγορές» στο Πάλεμπαγκ· είδε 800 αργυραμοιβούς
σε ένα μόνο παζάρι. Στο έπος των Ταμίλ Μανιμεκαλάι, του 6ου
αιώνα, περιγράφεται η πόλη Καντσιπουράμ (κοντά στη σημερινή
πόλη Τσενάι). Εκεί υπήρχαν καταστήματα που στέγαζαν
ιχθυοπώλες, αγγειοπλάστες, χρυσοχόους, χαλκουργούς,
ξυλουργούς, χτίστες, ζωγράφους, βυρσοδέψες, ράφτες, μουσικούς,
κοσμηματοποιούς, τεχνίτες που σκάλιζαν κοχύλια ή
κατασκεύαζαν γιρλάντες, καθώς και κρεοπώλες και πωλητές
γλυκών, πρόχειρου φαγητού, φύλλων ινδοκάρυδου και
αρωματικών στον κεντρικό πλατύ δρόμο. Και, πέρα από αυτόν,
απλώνονταν δρόμοι για τους εμπόρους δημητριακών, δρόμοι για
μενεστρέλους και διασκεδαστές, ο δρόμος «όπου ζούσαν οι
εταίρες που πρόσφεραν σεξουαλική ηδονή», ένας δρόμος για
εξημερωτές ελεφάντων κι άλλος ένας για εκπαιδευτές αλόγων,
ένας δρόμος όπου ζούσαν οι φρουροί ασφαλείας των
καταστημάτων. Επιπλέον, υπήρχαν «δρόμοι με τις όμορφες
κατοικίες των δοκιμαστών χρυσού· δρόμοι όπου ζούσαν οι
πωλητές πολύτιμων λίθων· όπου ζούσαν οι Βραχμάνοι· η
κεντρική βασιλική οδός· ο δρόμος όπου ζούσαν οι υπουργοί και
οι σημαντικοί κρατικοί αξιωματούχοι· ο δημόσιος χώρος όπου
τελούνταν οι συνελεύσεις της πόλης και πλατείες και γωνιές των
δρόμων».139
Το Πάλεμπαγκ ήταν επίσης γεμάτο με αποθήκες. Τα 500.000
αντικείμενα από το φορτίο ενός ναυαγισμένου πλοίου της
Μαλαισίας-Ινδονησίας που εντοπίστηκε το 2003 στα ανοιχτά της
Ιάβας, τα οποία χρονολογούνται στον ύστερο 10ο αιώνα, είναι
δηλωτικά της πολυτέλειας στις αποθήκες και στις αγορές του
Πάλεμπαγκ: κινεζικά πράσινα επισμαλτωμένα κεραμικά,
καθρέφτες και χρήματα· ακριβά αρωματοδοχεία από τη δυτική
Ασία και την Αίγυπτο· χαλαζίας από την Αφρική και το Κασμίρ·
λάπις λάζουλι από το Αφγανιστάν· πολύτιμοι λίθοι από τη Σρι
Λάνκα· ναρκωτικές ουσίες από την Αραβία· λεπτότεχνα κεραμικά
από την Ταϊλάνδη. Πιθανότατα, το φορτίο θα περιλάμβανε
επίσης τρόφιμα, μπαχαρικά και υφάσματα.140
Το πλοίο του Μπελιτούνγκ επίσης βυθίστηκε κοντά στο
Πάλεμπαγκ. Ίσως να ετοιμαζόταν να αράξει εκεί για να
ανταλλάξει μέρος του φορτίου του· ή ίσως να αναχωρούσε αφού
έκλεισε μερικές συμφέρουσες συμφωνίες και φόρτωσε μπαχαρικά.
Το ναυάγιο απέδωσε ένα νόμισμα και κρεμαστές ζυγαριές από τη
Σρι Βιτζάγια. Πιθανότατα το ιστιοφόρο θα πραγματοποιούσε
εμπορικές συναλλαγές και σε άλλες αναπτυσσόμενες πόλεις-
λιμάνια στην Καμπότζη της περιόδου Άνγκορ, στην Μπούρμα,
στην Ιάβα, στην Ταϊλάνδη, στη Μαλαισία και στο Βιετνάμ.
Η απόφαση του Μουσείου Ασιατικών Πολιτισμών να στεγάσει
τα ευρήματα του ναυαγίου στο Μπελιτούνγκ λέει πολλά. Η
Σιγκαπούρη θεωρεί τον εαυτό της ως τον σύγχρονο κυριότερο
εκφραστή ενός αστικού πολιτισμού που εξακολουθεί να ανθεί
στα Στενά εδώ και χιλιετίες και ως φυσικό κληρονόμο των
ισχυρών πόλεων-κρατών σαν το Πάλεμπαγκ. Για τους κατοίκους
της Σιγκαπούρης το ναυάγιο στο Μπελιτούνγκ, αλλά και άλλα
ναυάγια που ανασύρθηκαν τον 21ο αιώνα, αποκαλύπτουν μια
μακραίωνη ασιατική αστική παράδοση. Η Σιγκαπούρη, όπως και
το Πάλεμπαγκ πριν από εκείνη, κυριαρχεί στον τεράστιο όγκο
των θαλάσσιων μεταφορών που διέρχονται από τα Στενά και
παρέχει προηγμένες λιμενικές εγκαταστάσεις. Όπως και ο
προκάτοχός της, φιλοξενεί έναν τεράστιο και κυμαινόμενο
απόδημο πληθυσμό από κάθε γωνιά του πλανήτη ο οποίος
χρηματοδοτεί το εμπόριο, παρέχει ψυχαγωγία, φτιάχνει κοκτέιλ
και μαγειρεύει γκουρμέ γεύματα. Σαν τις παλαιότερες
μητροπόλεις των μουσώνων, διαθέτει ένα ευρύ φάσμα θρησκειών
σε στενή συνύπαρξη: ταοϊστικούς, ινδουιστικούς και
τζαϊνιστικούς ναούς δίπλα σε τεμένη· βουδιστικούς ναούς και
συναγωγές· πολλά χριστιανικά δόγματα, μαζί με ζωροάστρες, σιχ
και αθεϊστές.
Πάνω απ’ όλα, σπεύδοντας να ταυτιστεί με την ιστορική της
κληρονομιά, η Σιγκαπούρη ισχυρίζεται ότι είναι φάρος μιας
ιδιαίτερης μορφής αστισμού, η οποία οφείλει λιγότερα στη Δύση
και στη βρετανική αποικιοκρατία και περισσότερα στις αρχαίες
πανασιατικές έννοιες της ανέγερσης πόλεων. Η Σιγκαπούρη
ανέκαθεν θεωρούνταν βρετανικό δημιούργημα, με χρονολογία όχι
πρωιμότερη του 1819. Η ανακάλυψη του ναυαγίου στο
Μπελιτούνγκ το άλλαξε αυτό, επιτρέποντας στη Σιγκαπούρη να
οικειοποιηθεί τον ρόλο του διαδόχου των πόλεων-κρατών που
άκμασαν από τον 9ο ως τον 16ο αιώνα.
Αυτή η αστική παράδοση προσθέτει μια βαθύτερη διάσταση στις
αστικές φιλοδοξίες της Σιγκαπούρης και αξιώνει την ηθική
πρωτοκαθεδρία στη διαχείριση του αστικού μέλλοντος στη
χιλιετία που διανύουμε. Μέσα από πρωτοποριακές τεχνολογίες
έξυπνης πόλης και πράσινες πολιτικές και διατυμπανίζοντας την
αρχιτεκτονική, την καθαριότητα, την ασφάλεια και την ποιότητα
ζωής της, προσφέρει μια ασιατική εναλλακτική στη Δύση.
Σκόπιμα τοποθετημένο στο κέντρο του Μουσείου Ασιατικών
Πολιτισμών, το ναυάγιο του Μπελιτούνγκ, και ο κόσμος που
αντιπροσωπεύει, φέρνει στο προσκήνιο μια εποχή κατά την
οποία η Ασία ήταν η αστική υπερδύναμη του κόσμου και η
Ευρώπη, μη εξελιγμένη ακόμα και περιθωριακή, βρισκόταν στα
μετόπισθεν.
Η πλούσια ιστορία των μεσαιωνικών χερσαίων και θαλάσσιων
εμπορικών διαδρομών χρησιμοποιείται επίσης για να
νομιμοποιήσει τη σύγχρονη ανανέωση των Οδών του Μεταξιού
από την Κίνα – τη λεγόμενη πρωτοβουλία «Μία ζώνη ένας
δρόμος». Τόσο τα ταχύτατα τρένα μεγάλων αποστάσεων όσο και
οι θαλάσσιες διαδρομές που συνδέουν την Κίνα με τη δυτική
Ευρώπη είναι, σαν τους προκατόχους τους, δυνάμεις
αστικοποίησης. Τοποθεσίες βαθιά στην ενδοχώρα, όπως οι
Λαντσόου, Ουρούμκι και Κόργκος, μετατρέπονται σε εμπορικές
πόλεις, με μια αλαζονεία που θυμίζει το Ντουμπάι του 21ου
αιώνα. Επίσης, κατά μήκος των θαλάσσιων διαδρομών, το
Γκουαντάρ στο Πακιστάν, η Χαμπαντότα στη Σρι Λάνκα, το
Κιάουκ Φίου στη Μιανμάρ και το Μπαγκαμόγιο στην Τανζανία
αναπτύσσονται από τους Κινέζους με τελικό στόχο να γίνουν
πόλεις-λιμάνα με λαμπρούς ουρανοξύστες.
Είναι ακόμα πολύ νωρίς για να πει κάποιος αν αυτές οι πόλεις
θα αναπαράξουν τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, την πνευματική
ζωτικότητα και τον ενθουσιασμό των προκατόχων τους. Τα
τρισεκατομμύρια δολάρια που διατίθενται αφειδώς για να
κατασκευαστούν σιδηρόδρομοι υψηλής ταχύτητας, λιμενικές
εγκαταστάσεις, ηλεκτροπαραγωγικοί σταθμοί, αγωγοί, γέφυρες και
αεροδρόμια, παρ’ όλα αυτά, ενθαρρύνουν την ίδρυση πόλεων σε
μια προσπάθεια να μετατοπιστεί το παγκόσμιο οικονομικό
κέντρο βάρους στην Ασία για άλλη μια φορά. Δηλαδή, όπως ήταν
τα πράγματα πριν από τον Κολόμβο.

Τα πρώτα χρόνια του 13ου αιώνα, ο Τζένγκις Χαν εδραίωσε την


κυριαρχία του στις μογγολικές πεδιάδες, συγκεντρώνοντας
πολυάριθμες φυλές υπό τον έλεγχό του είτε με τη δύναμη των
όπλων είτε με διαπραγματεύσεις. Χωρίς πολιορκητικό εξοπλισμό,
οι πόλεις κυριεύονταν με πρωτοφανείς πράξεις τρόμου και
αγριότητας. Η αυτοκρατορική πρωτεύουσα Τζονγκντού (το
σημερινό Πεκίνο) κατέληξε υπό πολιορκία από τους Μογγόλους
το 1213. Το Τζονγκντού θεωρούνταν απόρθητο. Έπειτα από έναν
χρόνο, ο αυτοκράτορας Τζιν εγκατέλειψε το Τζονγκντού,
αφήνοντας πίσω τους κατοίκους του να λιμοκτονούν. Τον Ιούνιο
οι πύλες της πόλης επιτέλους άνοιξαν. Οι Μογγόλοι εφόρμησαν
μέσα σε αυτή την τεράστια, και ως τότε ανίκητη, πόλη. Χιλιάδες
σφαγιάστηκαν· μέρη της πόλης καίγονταν επί μήνες στη
συνέχεια. Ο Τζένγκις κατείχε τον έλεγχο της βόρειας Κίνας στο
μεγαλύτερο μέρος της. Καμία πόλη δεν μπορούσε να είναι
ασφαλής τώρα που οι Μογγόλοι είχαν μάθει τις ανελέητες
πολιορκητικές τεχνικές. Επιπλέον, οι νομάδες είχαν αποκομίσει
από τις κινεζικές πόλεις ένα στοιχείο ζωτικής σημασίας: ένα
οπλοστάσιο προηγμένων πολιορκητικών τεχνολογιών.
Ο μογγολικός στρατός εφόρμησε στην αστική ενδοχώρα της
κεντρικής Ασίας, 6.500 χιλιόμετρα από το Τζονγκντού. Η πρώτη
μεγάλη πόλη που έπεσε ήταν η Μπουχάρα, μία από τις
μεγαλύτερες μητροπόλεις στον κόσμο με 300.000 κατοίκους,
κέντρο πλούτου και μάθησης. Η εξωτερική αστική ζώνη κάηκε
στο μεγαλύτερο μέρος της. Η εσωτερική ακρόπολη αναγκάστηκε
σε υποχώρηση από μία πυροβολαρχία με τις πιο προηγμένες
πολιορκητικές μηχανές. Μεταξύ των επιζώντων, οι νεαροί άνδρες
εξαναγκάστηκαν σε υποχρεωτική στράτευση, τα γυναικόπαιδα
πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα και οι τεχνίτες εκτοπίστηκαν
στη Μογγολία. Οι Μογγόλοι στη συνέχεια επιτέθηκαν στη
Σαμαρκάνδη, η οποία είχε την ίδια τύχη. Ομοίως, το Νισαπούρ
σφυροκοπήθηκε από 3.000 γιγάντια τόξα, 3.000 καταπέλτες και
700 φλογοβόλα· αφού αποδεκατίστηκε ο πληθυσμός της, η πόλη
ισοπεδώθηκε και οργώθηκε σε όλη της την έκταση. Το Μπαλχ, η
σπουδαία πνευματική κοιτίδα και γενέτειρα των Βαρμακιδών,
ισοπεδώθηκε το 1220.
Η Μόσχα καταστράφηκε το 1238, το Κίεβο το 1240. Με
πληθυσμό πάνω από 100.000, το Κίεβο ήταν μία από τις
μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου και σημαντικός κόμβος στις
εμπορικές διαδρομές που συνέδεαν τις Οδούς του Μεταξιού, τις
στέπες και τη Σκανδιναβία. Οι Μογγόλοι εξωθήθηκαν ακόμη
περισσότερο στην Ευρώπη, λεηλατώντας το Λούμπλιν, την
Κρακοβία, τη Βούδα και την Πέστη και καταστρέφοντας πόλεις
ως τα Βαλκάνια. Το 1258 οι Μογγόλοι εισβολείς εισέβαλαν στη
Βαγδάτη και «σαν πεινασμένα γεράκια που επιτίθενται σε ένα
σμήνος από περιστέρια ή σαν οργισμένοι λύκοι που ορμούν στα
πρόβατα» αφήνιαζαν στους δρόμους σκοτώνοντας τους
κατοίκους της πόλης. Τύλιξαν τον Αββασίδη χαλίφη μέσα σε ένα
χαλί και τον άφησαν να ποδοπατηθεί μέχρι θανάτου κάτω από
τις οπλές των αλόγων τους. Η εξαίρετη πόλη της μάθησης και
της πολυτέλειας κειτόταν σε ερείπια.
Η καταστροφή, τον 13ο αιώνα, διάφορων παγκόσμιων πόλεων
–Παλεμπάγκ, Μερβ, Κίεβο, Βαγδάτη και Κωνσταντινούπολη–
διέκοψε πανάρχαια συστήματα του παγκόσμιου εμπορίου. Αλλά
αυτή η τιτάνια διακοπή πυροδότησε την εμφάνιση νέων πόλεων
και αστικών πολιτισμών. Ο 13ος αιώνας έμελλε να είναι
καταλυτικός στην ιστορία της αστικοποίησης.

106
Ολοθούρια ή Ολοθουροειδή: θαλάσσια εχινόδερμα με επίμηκες σώμα που απαντούν
στις θερμές και εύκρατες θάλασσες. (Σ.τ.Μ.)
107
Regina Krahl, John Guy, J. Keith Wilson & Julian Raby (επιμ.), Shipwrecked:
Tang treasures and monsoon winds (Σιγκαπούρη, 2010)· Alan Chong & Stephen A.
Murphy, The Tang Shipwreck: art and exchange in the 9th century (Σιγκαπούρη,
2017).
108
Ανήκει στην οικογένεια τροπικών δέντρων Afzelia, που χρησιμοποιούνται κυρίως
για την ξυλεία τους λόγω της ανθεκτικότητας και της μεγάλης φυσικής της διάρκειας.
Στην Ελλάδα το υποείδος Afzelia Africana ονομάζεται κοινώς «ντουσιέ» («doussie»).
(Σ.τ.Μ.)
109
Βλ. Krahl et al. και Chong και Murphy.
110
Justin Marozzi, Baghdad: city of peace, city of blood (Λονδίνο, 2014), σελ. 92.
111
Το αντίστοιχο του Αρχαγγέλου Γαβριήλ στο Κοράνι. (Σ.τ.Μ.)
112
Hugh Kennedy, «From Polis to Madina: urban change in late antiquity and
early Islamic Syria», Past and Present, 106 (Φεβρουάριος 1985), σελ. 3–27.
113
Ibid.· Besim Hakim, «Law and the City», στο Salma K. Jayyusi (επιμ.), The City
in the Islamic World (Λάιντεν, 2008), σελ. 71–93.
114
Marozzi, σελ. 92.
115
Lincoln Paine, The Sea and Civilisation: a maritime history of the world
(Λονδίνο, 2015), σελ. 265.
116
Xinru Liu, The Silk Road in World History (Οξφόρδη, 2010), σελ. 101.
117
Nawal Nasrallah, Annals of the Caliphs’ Kitchens: Ibn Sayyar al-Warraq’s
tenth-century Baghdadi cookbook (Βοστόνη, MA, 2007), σελ. 35.
118
David Waines, «“Luxury Foods” in Medieval Islamic Societies», World
Archaeology, 34:3 (Φεβρουάριος 2003), σελ. 572.
119
International Labour O ce, Women and Men in the Informal Sector: a
statistical picture (Γενεύη, 2002)· «Mumbai Street Vendors», Guardian, 28/11/2014·
Henry Mayhew, London Labour and the London Poor, 4 τόμοι (Λονδίνο, 1861–2),
Τόμ. I, σελ. 160, 165.
120
Omiko Awa, «Roasted Corn: satisfying hunger returns good pro t», Guardian
(Νιγηρία), 21/9/2015.
121
Σατιρικό περιοδικό του Λονδίνου που ιδρύθηκε το 1841. (Σ.τ.Μ.)
122
Mayhew, Τόμ. I, σελ. 158.
123
Charles Manby Smith, Curiosities of London Life; or, phrases, physiological
and social of the great metropolis (Λονδίνο, 1853), σελ. 390.
124
Καντίνες πώλησης μεξικανικού φαγητού. (Σ.τ.Μ.)
125
Teju Cole, Every Day Is for the Thief (Λονδίνο, 2015), σελ. 57.
126
S. Frederick Starr, Lost Enlightenment: central Asia’s golden age from the Arab
conquest to Tamerlane (Πρίνστον, 2013), σελ. 132 κ.ε.
127
Marozzi, σελ. 65.
128
Starr, σελ. 167 κ.ε.
129
Ibid., σελ. 37 κ.ε., 62 κ.ε.
130
Georgina Herman & Hugh N. Kennedy, Monuments of Merv: traditional
buildings of the Karakum (Λονδίνο, 1999), σελ. 124.
131
Starr, σελ. 28–9.
132
Δηλαδή, «ασυναρτησίες, αρλούμπες, αλαμπουρνέζικα, βλακείες». (Σ.τ.Μ.)
133
Ibid., σελ.162–3.
134
Hyunhee Park, Mapping the Chinese and Islamic Worlds: cross-cultural
exchange in pre-modern Asia (Κέιμπριτζ, 2012), σελ. 77.
135
Glen Dudbridge, «Reworking the World System Paradigm», Past and Present,
238, Supplement 13 (Νοέμβριος 2018), σελ. 302 κ.ε.
136
Pius Malekandathil, Maritime India: trade, religion and polity in the Indian
Ocean (Δελχί, 2010), σελ. 39 κ.ε.
137
Paine, σελ. 273.
138
Ibid., σελ. 306.
139
Kanakalatha Mukund, Merchants of Tamilakam: pioneers of international
trade (Νέο Δελχί, 2012), σελ. 164–6.
140
Dashu Qin & Kunpeng Xiang, «Sri Vijaya as the Entrepôt for Circum-Indian
Ocean Trade: evidence from documentary records and materials from
shipwrecks of the 9th–10th centuries», Étudies Océan Indien, σελ. 46–7 (2011), σελ.
308–36.
6 - Πόλεις του πολέμου - Λούμπεκ, 1226-
1491

Στα νερά των ποταμών Τράφε και Βάκενιτς αντιφέγγιζε η


πανσέληνος εκείνη την ξάστερη παγωμένη νύχτα της 28ης προς
29η Μαρτίου του 1942. Οι ασημένιες γραμμές των ποταμών που
έρεαν πρόσφεραν στα 234 βομβαρδιστικά της Βασιλικής
Πολεμικής Αεροπορίας μια σαφή πορεία προς τον στόχο τους. Η
μεσαιωνική καρδιά της πόλης-λιμανιού του Λούμπεκ
καταστράφηκε ολοσχερώς από τις 25.000 εμπρηστικές βόμβες
που εκτόξευσε εναντίον της η ΡΑΦ εκείνη τη νύχτα.
Το Λούμπεκ ήταν η πρώτη γερμανική πόλη που γεύτηκε την
εκστρατεία βομβαρδισμών της Βρετανίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο, ένας σκόπιμα εύκολος στόχος με ελάχιστη στρατηγική
αξία. Οι ναζί ως αντίποινα απάντησαν με το λεγόμενο
«Μπέντεκερ Μπλιτς», αεροπορικές επιδρομές σε πόλεις ειδικά
επιλεγμένες λόγω μάλλον της ιστορικής παρά της στρατιωτικής
αξίας τους: Έξετιρ, Μπαθ, Γιορκ, Κάντερμπερι, Νόργουιτς,
Ίπσγουιτς και Κόλτσεστερ, μεταξύ άλλων. Τον Μάιο του 1942 η
Κολωνία ήταν η πρώτη πόλη που αντιμετώπισε επιδρομή από
1.000 βομβαρδιστικά. Η μεσαιωνική αστική κληρονομιά της
βόρειας Ευρώπης τυλίχτηκε στις φλόγες.141
Πιθανότατα ο Χίτλερ δεν θα έχυσε ούτε ένα δάκρυ το πρωί της
29ης Μαρτίου. Το 1932, στις προεδρικές εκλογές, η γερουσία του
Λούμπεκ είχε απαγορεύσει την αγόρευση ομιλιών από ναζί, η
μοναδική πόλη στη Γερμανία που έκανε κάτι τέτοιο.
Αναγκασμένος να εκφωνήσει την προεκλογική του ομιλία στα
περίχωρα, σε ένα χωριό με το όνομα Μπαντ Σβαρτάου, ο Χίτλερ
στο εξής αρνήθηκε να αναφέρεται στο Λούμπεκ με το όνομά του·
το προσδιόριζε ως «τη μικρή πόλη κοντά στο Μπαντ Σβαρτάου».
Την ταπείνωση αυτή ο Χίτλερ ουδέποτε τη λησμόνησε ή τη
συγχώρησε. Όταν ανέλαβε την εξουσία, έπαψε το καθεστώς
ανεξαρτησίας «της μικρής πόλης κοντά στο Μπαντ Σβαρτάου», η
οποία είχε επιβιώσει από πολέμους, κατακτήσεις και πολιτικές
αναταραχές επί 711 χρόνια, και οδήγησε την πολιτική ηγεσία της
στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Το κέντρο της πόλης αποκαταστάθηκε μετά τον πόλεμο και το
Λούμπεκ είναι σήμερα μία από τις πιο όμορφες πόλεις σε
ολόκληρη τη βόρεια Ευρώπη, ένας λαβύρινθος από μεσαιωνικά
σοκάκια διάστικτα με λαμπρά αρχιτεκτονήματα γοτθικού
ρυθμού. Οι τουρίστες συρρέουν στις περίφημες οινοθήκες, στα
εστιατόρια με θαλασσινά και τα ζαχαροπλαστεία του. Τα
τελευταία ειδικεύονται στα ζαχαρωτά από αμυγδαλόπαστα, τα
οποία η πόλη ισχυρίζεται ότι παρασκεύασε πρώτη.
Κρασί, ρέγγες και αμυγδαλωτά: σε αντίθεση με τα φαινόμενα,
τα αγαθά αυτά μπορούν να εξηγήσουν όχι μόνο γιατί το
Λούμπεκ αναδείχθηκε σε μία από τις πλουσιότερες μητροπόλεις
της Ευρώπης, αλλά και γιατί η Ευρώπη αναδύθηκε από την
οπισθοδρομικότητα σε μια έκρηξη αστικοποίησης από τον 12ο
αιώνα και εξής.

Το Λούμπεκ αποτελεί το κατεξοχήν παράδειγμα μιας «ελεύθερης


πόλης»: μια μικρή, αποτελεσματική, ευημερούσα και
στρατιωτικοποιημένη αυτοδιοικούμενη οντότητα που παρείχε το
κατάλληλο υπόβαθρο για την ανάδειξη της Ευρώπης σε
παγκόσμια κυρίαρχη δύναμη. Όπως πολλές ευρωπαϊκές πόλεις,
σκληραγωγήθηκε και σφυρηλατήθηκε πάνω στο αμόνι του
πολέμου.
Η αρχική εγκατάσταση του Λούμπεκ ονομαζόταν Λιούμπιτσε,
που σημαίνει «αξιαγάπητη». Ένας δυτικοσλαβικός οχυρωμένος
οικισμός, ιδρύθηκε στη συνοριογραμμή μεταξύ πολυάριθμων
εμπόλεμων παγανιστικών και χριστιανικών φυλών. Το ίδιο το
Λούμπεκ ήρθε στη ζωή το 1143, σε απόσταση τεσσάρων
χιλιομέτρων από το Λιούμπιτσε, με ιδρυτή τον Αδόλφο Β΄ του
Χόλσταϊν σε ένα ποτάμιο νησί με φυσική οχύρωση, στο πλαίσιο
μιας εκστρατείας αντικατάστασης των Σλάβων με Γερμανούς και
Δανούς αποικιστές. Τα σλαβικά εδάφη ήταν πλούσια σε πόρους
και βρίσκονταν σε σημαντικούς εμπορικούς δρόμους που είχαν
χαράξει οι Βίκινγκ αιώνες νωρίτερα. Πρόσφεραν δελεαστικές
προοπτικές για την αύξηση των πληθυσμών στα γερμανικά
βασίλεια καθώς και για τους Φλαμανδούς, Φρισίους και
Ολλανδούς που διψούσαν για λεηλατημένη γη. Τέσσερα χρόνια
μετά την ίδρυση του Λούμπεκ η εκστρατεία για απόσπαση
σλαβικών εδαφών πήρε την επίσημη μορφή σταυροφορίας, με τη
νεογέννητη πόλη να παραμένει ακλόνητη στο μέτωπο των
εχθροπραξιών. Σύμφωνα με την παπική βούλα που εξέδωσε ο
Πάπας Ευγένιος Γ΄, οι σταυροφόροι έλαβαν συγχωροχάρτια για
τις αμαρτίες τους· επίσης διατάχθηκαν να πολεμήσουν χωρίς
έλεος προκειμένου να καθυποτάξουν ή να εξαναγκάσουν τους
παγανιστές να αλλαξοπιστήσουν.
Το Λούμπεκ αποτελούνταν από ένα κάστρο χτισμένο από ξύλο
και χώμα· η «πόλη», πιθανώς ένα σύνολο από καλύβες,
απανθρακώθηκε το 1157. Η πορεία προς το μεγαλείο άρχισε όταν
επανιδρύθηκε και ανοικοδομήθηκε δύο χρόνια αργότερα από τον
Ερρίκο τον Λέοντα, Δούκα της Σαξονίας και της Βαυαρίας, και
παραχωρήθηκε στην πόλη iura civitatis honestissima, «ο πιο
τιμητικός καταστατικός χάρτης των δικαιωμάτων της πόλης».
Κυρίαρχη δύναμη στις σταυροφορίες κατά των Σλάβων, ο
Ερρίκος ο Λέων ήταν λάτρης των κατασκευών, ιδρύοντας και
αναπτύσσοντας όχι μόνο το Λούμπεκ αλλά και το Μόναχο, το
Άουγκσμπουργκ και το Μπρούνσγουικ, μεταξύ άλλων πόλεων.
Ειπώθηκε για αυτόν ότι σε όλες τις σταυροφορίες του «δεν
υπήρχε ποτέ η παραμικρή αναφορά στη χριστιανοσύνη, αλλά
μόνο στο χρήμα». Οι νέες πόλεις έδωσαν στον ίδιο –και σε
άλλους άρχοντες– ακριβώς αυτό που ποθούσε: άμεση οικονομική
απόδοση.142
Ιερός πόλεμος και οικοδόμηση πόλεων πήγαιναν μαζί. Τις
χρησιμοποιούσαν όσοι μετανάστευαν από τη Δύση ως σταθμούς
για περαιτέρω κατακτήσεις, προσηλυτισμό και αποικισμό. Ως
αποτέλεσμα, ο Ερρίκος ο Λέων ήταν προετοιμασμένος να δώσει
στους πρώτους εποίκους του Λούμπεκ μια αυτονομία ευρέος
φάσματος. Η iura civitatis honestissima παραχωρούσε στους
πρώτους πολίτες το δικαίωμα να θεσπίζουν τους δικούς τους
νόμους και να ασκούν οι ίδιοι την εξουσία. Ο Ερρίκος έστειλε
απεσταλμένους στη Δανία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία, το
Γκότλαντ143 και τη Ρωσία προσφέροντας στους εμπόρους το
δικαίωμα της ελεύθερης πρόσβασης στο Λούμπεκ χωρίς την
καταβολή διοδίων. Ίδρυσε νομισματοκοπείο και μια αγορά. Αλλά
το πιο σπουδαίο απ’ όλα ήταν το γεγονός ότι στους εμπόρους
του Λούμπεκ παραχωρήθηκε το σημαντικό δικαίωμα να ασκούν
εμπόριο στη Βαλτική. «Από εκείνη την εποχή και εξής», σημείωνε
ένας Γερμανός χρονικογράφος, «υπήρχε όλο και περισσότερη
δραστηριότητα στην πόλη και ο αριθμός των κατοίκων της
αυξήθηκε σημαντικά».144
Σε αυτό το πρώιμο στάδιο ως παραμεθόρια πόλη, το Λούμπεκ
ευημερούσε εξυπηρετώντας τις ανάγκες των περαιτέρω
κατακτήσεων. Προμήθευε όπλα, τρόφιμα και μεταφορά στα νέα
κύματα σταυροφόρων. Ήταν το εφαλτήριο για πολεμιστές,
εμπόρους και μετανάστες που συμμετείχαν στο λεγόμενο Drang
nach Osten – στην πορεία προς την Ανατολή. Δεκαετίες και
αιώνες επιθέσεων και εθνοκάθαρσης από τους Τεύτονες ιππότες
και τη Λιβονική Αδελφότητα του Ξίφους κατά των σλαβικών και
βαλτικών φύλων οδήγησαν στη δημιουργία μιας σειράς ισχυρών
γερμανικών πόλεων στην περιοχή που σήμερα αντιστοιχεί στη
Γερμανία, την Πολωνία, τη Λιθουανία, τη Λετονία και την
Εσθονία.
Υπάρχει μια στενή σχέση μεταξύ του ιερού πολέμου και της
αλματώδους αστικής ανάπτυξης της Ευρώπης, που ξεκίνησε τον
12ο αιώνα και επιταχύνθηκε τον 13ο αιώνα. Το δεύτερο μισό του
13ου αιώνα 300 περίπου νέες πόλεις ιδρύονταν στην κεντρική
Ευρώπη κάθε δεκαετία. Διψώντας για γη, αδυσώπητους ρυθμούς
και δραστήρια οικοδόμηση πόλεων, οι οικιστές των νέων εδαφών
της Ευρώπης έμοιαζαν με τους πρώτους εποίκους που κινήθηκαν
δυτικά στις Ηνωμένες Πολιτείες τον 19ο αιώνα.145
Ως ένα γεγονός μεγάλης κλίμακας που προκαλεί αναστάτωση, οι
σταυροφορίες πυροδότησαν αυτές τις εξελίξεις. Η εκστρατεία με
σκοπό την ανάκτηση των Αγίων Τόπων στην ανατολική
Μεσόγειο από το Ισλάμ και την επιστροφή τους στη
Χριστιανοσύνη, που άρχισε τον 11ο αιώνα, οδήγησε τους
πολεμοχαρείς Δυτικοευρωπαίους, με αφετηρία τόπους σαν τη
Νορμανδία, τη Γαλλία, τη Φλάνδρα, τη Γερμανία και την
Αγγλία, σε μια επαφή με το ισλαμικό αστικό αρχιπέλαγος,
αφήνοντάς τους έκθετους στις εκλεπτυσμένες πόλεις, στον
πνευματικό πλούτο και στη συναρπαστική αφθονία των αγορών
του.
Οι μοίρες των δημοκρατιών της Ιταλίας όπως της Γένοβας, της
Βενετίας και της Πίζας μεταμορφώθηκαν ριζικά με τις
σταυροφορίες, κατά τη διάρκεια των οποίων έχτισαν αμύθητες
περιουσίες ως ναυπηγικές και ναυτικές δυνάμεις. Οι πόλεις-
λιμάνια απέκτησαν όχι μόνο μια θερμή λάμψη ευσέβειας αλλά
και πολύτιμα εμπορικά προνόμια με τη μορφή των άμεσων
εμπορικών διασυνδέσεων με την ανατολική Μεσόγειο. Η
κατάληψη της Αντιόχειας (το 1098), της Έδεσσας146 (1099), της
Γιάφα (1099), της Ιερουσαλήμ (1099), της Άκρα (1104), της
Τρίπολης (1109) και της Τύρου (1124) πρόσφερε στους Ιταλούς
εμπόρους βάσεις, από τις οποίες μπορούσαν να ασκήσουν το
εμπόριο απευθείας με μουσουλμάνους και Εβραίους μεσάζοντες
των οποίων τα συμφέροντα απλώνονταν, μέσω της Ερυθράς
Θάλασσας, ακόμη περαιτέρω στο εκτενέστατο και ώριμο εμπορικό
σύστημα των μουσώνων. Αγαθά πολυτελείας –μπαχαρικά και
υφάσματα– άρχισαν να εισάγονται και πάλι στις πόλεις-κράτη
της Ιταλίας και από εκεί στα πέρατα της Ευρώπης, στις
γερμανικές αγορές, στις Κάτω Χώρες και στην Αγγλία.
Οι πόλεις-κράτη της Ιταλίας ήταν εγκλωβισμένες σε μια έντονη
και βίαιη ανταγωνιστικότητα καθώς συγκρούονταν για το
μονοπώλιο του εμπορίου. Το 1099, για παράδειγμα, οι Ενετοί
βύθισαν 28 πλοία της Πίζας σε μια ναυμαχία έξω από τη Ρόδο.
Η Πίζα λεηλάτησε το αντίπαλο Αμάλφι σε δύο περιπτώσεις τη
δεκαετία του 1130. Αυτές οι πεινασμένες, αρπακτικές ιταλικές
πόλεις εξακολουθούσαν να τελούν υπό τη σκιά της μεγαλύτερης
πόλης της Χριστιανοσύνης και της κυρίαρχης αυτοκρατορίας της
Μεσογείου. Φθονώντας αλλήλους και αποφασισμένοι να
εξασφαλίσουν μονοπώλια για τις γενέτειρές τους, οι Πιζανοί, οι
Γενοβέζοι και οι Ενετοί συγκρούονταν μεταξύ τους στους
δρόμους της Κωνσταντινούπολης.
Η σχέση μεταξύ της μεγάλης μητρόπολης και των επιθετικών
Ιταλών ήταν τεταμένη. Στη δεκαετία του 1170 οι Βυζαντινοί
ήρθαν σε σύγκρουση με τη Βενετία και φυλάκισαν τους
εμπόρους της που κατοικούσαν εκεί. Επί δύο δεκαετίες το
εμπόριο μεταξύ της Βενετίας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
εξέλιπε. Η εκδίκηση δεν άργησε. Καθ’ οδόν προς τους Αγίους
Τόπους το 1203 στο πλαίσιο της Δ΄ Σταυροφορίας, οι Ενετοί
κατάφεραν να ανακατευθύνουν τον χριστιανικό στρατό στην
Κωνσταντινούπολη ώστε να την πολιορκήσει με το πρόσχημα
της παρέμβασης σε μια διαμάχη μεταξύ δυναστειών.
Οι άγριοι και απολίτιστοι σταυροφόροι «είχαν βάλει εδώ και
καιρό στο μάτι την Κωνσταντινούπολη γιατί δεν μπορούσαν να
πιστέψουν ότι υπήρχε μια τόσο τεράστια πόλη σε ολόκληρο τον
κόσμο». Εκείνη την εποχή, καμία πόλη της δυτικής Ευρώπης δεν
υπερέβαινε σε πληθυσμό τις 20.000 κατοίκους· οι οικισμοί ακόμα
και 10.000 κατοίκων ήταν σπάνιοι. Η Κωνσταντινούπολη
φιλοξενούσε περίπου μισό εκατομμύριο κατοίκους. Οι
σταυροφόροι κοίταζαν με δέος το αστικό τοπίο: τα ογκώδη τείχη
και τους προμαχώνες, τις τεράστιες εκκλησίες, τα ανάκτορα, τους
μαρμάρινους δρόμους και τους αρχαίους κίονες και φυσικά τον
τεράστιο και αιθέριο τρούλο της Αγίας Σοφίας.147
«Ὦ πόλις, πόλις, πόλεων πασῶν ὀφθαλμέ, ἄκουσμα παγκόσμιον,
θέαμα ὑπερκόσμιον… καλοῦ παντὸς ἐνδιαίτημα. Ὦ ἡ ἐκ χειρὸς
Κυρίου τὸ τοῦ θυμοῦ πιοῦσα ποτήριον!» θρηνούσε ο Φρύγιος
ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης, ο οποίος βρισκόταν στην
Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της.
Μερικοί από τους σημαντικότερους θησαυρούς της πόλης
αποσπάστηκαν για να στολίσουν τις νεόπλουτες ιταλικές πόλεις·
πολύ περισσότεροι κάηκαν και καταστράφηκαν από
μεθυσμένους, άρπαγες στρατιώτες. Οι γυναίκες βιάστηκαν,
μεταξύ αυτών και μοναχές, και τα παιδιά εγκαταλείφθηκαν να
πεθάνουν αβοήθητα στους δρόμους. Όταν ολοκληρώθηκε το έργο
της λεηλασίας, της σφαγής και των βιασμών, το ένα τρίτο των
400.000 κατοίκων της Κωνσταντινούπολης ήταν άστεγοι· η
μητρόπολη βίωσε μια ταχύτατη μείωση πληθυσμού από την
οποία έμελλε να μην ανακάμψει ποτέ. Εγκατεστημένη στο
κουφάρι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η μεγάλη ιταλική πόλη
διασφάλισε μια επικράτεια ζωτικής σημασίας από στρατηγική
άποψη – νησιά και βάσεις από όπου μπορούσε να κυριαρχεί στα
πελάγη.148
Αν και επρόκειτο για έναν σχετικά μικρό παίκτη στην
παγκόσμια οικονομία, η μαγεία της ασιατικής χλιδής σαγήνευσε
την Ευρώπη. Η αστικοποίηση, ως τότε μια αδρανοποιημένη
δύναμη σε εκείνη την αραιοκατοικημένη και υπανάπτυκτη γωνιά
του κόσμου, εκτινάχθηκε και πάλι στα ύψη στην Ιταλία με τη
διείσδυση του διηπειρωτικού εμπορίου. Χωρίς τις εισαγωγές ειδών
πολυτελείας όπως τα μπαχαρικά και τα υφάσματα, πόλεις σαν
τη Βενετία και τη Γένοβα θα είχαν παραμείνει μικρά ψαροχώρια.
Ωστόσο, τον 13ο αιώνα, οι πόλεις αυτές απέκτησαν μεγαλείο. Ο
πληθυσμός της Γένοβας εκτοξεύτηκε στις 60.000· η Φλωρεντία
από 30.000 κατοίκους στα μέσα του αιώνα έφτασε τις 120.000
στις αρχές του 14ου αιώνα. Το 1300 κάθε σπιθαμή ελεύθερου
χώρου στη Βενετία είχε καλυφθεί από κτίσματα ενώ οι νησίδες
συνδέονταν μεταξύ τους με γέφυρες. Ο πληθυσμός της ανήλθε
στις 100.000 τον 14ο αιώνα.
Η πρόσοψη της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου κοσμούνταν με
κίονες, κιονόκρανα και ανάγλυφες παραστάσεις, προϊόντα
λεηλασίας από την Κωνσταντινούπολη. Οι βυζαντινές επιρροές
διαπότισαν ολόκληρη τη Βενετία· αλλά μεγάλο μέρος του
αστικού σχεδιασμού και της αρχιτεκτονικής της ήταν δάνειο από
τις ισλαμικές πόλεις. Τα νέα μέγαρα, με τα εσωτερικά αίθρια, τις
ελικοειδείς κλίμακες, τις υπόγειες δεξαμενές και τα παράθυρα
τύπου mashrabiyyah, όπως και ο εξωτερικός σχεδιασμός τους,
μιμούνταν οικίες της Μέσης Ανατολής. Η ίδια η πόλη, με τα
στενά δρομάκια της, έμοιαζε με παζάρι. Το Παλάτι του Δόγη, που
χτίστηκε το 1340, δανείστηκε σκόπιμα στοιχεία από το Τέμενος
Ιμπν Τουλούν στο Κάιρο. Το περίφημο «Αρσενάλε» της Βενετίας,
ένα κρατικό συγκρότημα ναυπηγείων και οπλοστασίων, οφείλει
το όνομά του στο αραβικό dar al-sin’ah (βιομηχανική
εγκατάσταση). Στην Ανδαλουσία η «Reconquista»149 που
πραγματοποίησαν οι χριστιανοί μαχητές κατά του Ισλάμ απέδωσε
επιπλέον θησαυρούς στους Δυτικοευρωπαίους. Η γνώση που
συλλέχθηκε στη Βαγδάτη του 9ου αιώνα και μελετήθηκε και
διαφυλάχθηκε στο Τολέδο, την Κόρδοβα και τη Γρανάδα
διαδόθηκε στην Ευρώπη, παράλληλα με τη χαρτοποιία.
Το 1252 τραπεζίτες από τη Γένοβα και τη Φλωρεντία άρχισαν
να κόβουν χρυσά νομίσματα. Στην ευρωπαϊκή ήπειρο δεν
κόβονταν χρυσά νομίσματα επί τουλάχιστον πέντε αιώνες. Ο
χρυσός, η έννοια της πίστωσης και το παγκόσμιο εμπόριο
προανήγγειλαν την τόνωση της ευρωπαϊκής οικονομίας και την
αναγέννηση των πόλεων.

Η λέξη «bourgeois» (αστός) προέρχεται από τη γερμανική λέξη


burg, που σημαίνει οχυρό. Στην Αγγλία του 10ου αιώνα ο
Αλφρέδος ο Μέγας ίδρυσε οχυρωμένους οικισμούς, τους
λεγόμενους burhs, για άμυνα ενάντια στις επιδρομές των
Βίκινγκ· εξού και το «borough», ο όρος που δηλώνει τις
δημοτικές διοικητικές επικράτειες στο Ηνωμένο Βασίλειο, την
Αυστραλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού. Στις Βρετανικές
Νήσους οι τοποθεσίες με τοπωνύμια που λήγουν σε «-burgh», «-
bury», «-borough» και «-brough» –όπως τα Edinburgh
(Εδιμβούργο), Canterbury (Καντέρμπερι), Middlesbrough
(Μίντλσμπρο)– αυτό ακριβώς απηχούν. Ο γαλλικός όρος bourg
έχει την ίδια καταγωγή –Strasbourg (Στρασβούργο),
Luxembourg (Λουξεμβούργο)–, όπως και ο σκανδιναβικός borg,
ο ιταλικός borgo και ο ιβηρικός burgo. Είναι πιθανό η λέξη
«γκέτο» να προέρχεται από τη λέξη borghetto, που στα ιταλικά
σημαίνει «μικρή πόλη». Τα τοπωνύμια και η λέξη «bourgeois»
απηχούν τις απαρχές της αστικοποίησης στην Ευρώπη με φόντο
περιοδικές νομαδικές επιδρομές, κατακτήσεις και εχθροπραξίες.
Όλα έχουν τις ρίζες τους στην ιδέα της αμυντικότητας.
Αν ήσουν «bourgeois» (αστός) κατά τον Μεσαίωνα, αυτό
σήμαινε ότι ζούσες σε ένα borough, ένα burgh, ένα bourg ή ένα
burg: χαρακτηριζόσουν ως ένας κάτοικος αστικός,
πολιτογραφημένος σε μια αυτοδιοικούμενη κοινότητα, σε
αντίθεση με έναν αγρότη που ήταν υπόχρεος σε κάποιον
φεουδάρχη. Η διάκριση μεταξύ του αστικού και του αγροτικού,
από την άποψη του τρόπου ζωής, της ποιότητας ζωής, της
απασχόλησης, των ευκαιριών και της ατομικής ελευθερίας, ήταν
σαφέστατη κατά τον Μεσαίωνα.
Το Λούμπεκ είναι το πρότυπο της αστικοποίησης αυτού του
νέου είδους. Stadtluft macht frei: «η πόλη σε καθιστά
ελεύθερο». Έτσι έλεγαν στη Γερμανία τον Μεσαίωνα. Η φράση
είχε μια ιδιαίτερη νομική έννοια: οποιοσδήποτε δουλοπάροικος
διέμενε σε μία πόλη για ένα έτος και μία επιπλέον μέρα
αυτομάτως γινόταν απελεύθερος. Αλλά είχε και μια γενικότερη
σημασία. Απαλλαγμένο από τον έλεγχο που ασκούσαν μαργράβοι,
κόμητες, κληρονομικοί δούκες, επίσκοποι ή βασιλείς, το Λούμπεκ
άρχισε να ευημερεί το 1226, έτος κατά το οποίο έγινε Ελεύθερη
Αυτοκρατορική Πόλη. Όφειλε ονομαστική υπακοή στην
απομακρυσμένη Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία· η εξουσία,
σύμφωνα με το σύνταγμά του, ήταν στα χέρια του Rat, του
συμβουλίου του, που αποτελούνταν από είκοσι Ratshern
(συμβούλους), καθένας από τους οποίους διοριζόταν από τις
συντεχνίες εμπόρων της πόλης. Οι κληρικοί και οι ιππότες
αποκλείονταν όχι μόνο από το συμβούλιο αλλά και από την
αγορά αστικής γης. Το Rat ανέθετε την εκτελεστική εξουσία σε
τέσσερις, το μέγιστο, Bürgermeister (δημάρχους). Οι δήμαρχοι
του Λούμπεκ ήταν, για αρκετούς αιώνες, μεταξύ των ηγετικών
πολιτικών προσωπικοτήτων της Ευρώπης, ασκώντας περισσότερη
επιρροή από πολλούς βασιλείς των οποίων τα ονόματα είναι
γνωστότερα στην ιστορία.
Το εταιρικό αστικό ιδανικό ήταν αποτυπωμένο με τούβλα. Οι
πολίτες του Λούμπεκ, που είχαν μόλις αποκτήσει την
ανεξαρτησία τους, έχτισαν τη δική τους ενοριακή εκκλησία, την
Marienkirche, στην καρδιά της συνοικίας των εμπόρων, κοντά
στην αγορά και στις αποθήκες τους. Δεν ήταν η συνήθης
ενοριακή εκκλησία: ήταν η μεγαλύτερη εκκλησία που είχε χτιστεί
ποτέ από τούβλα. Ένα πανύψηλο αριστούργημα του γοτθικού
ρυθμού με οπτοπλίνθους, που βασίστηκε σε σχέδια ναών από τη
Γαλλία και τη Φλάνδρα αλλά με μια νέα βαλτική όψη. Η
πρόσοψη με τους δύο πύργους υψώνεται 125 μέτρα προς τον
ουρανό πάνω από τις πεδιάδες της βόρειας Ευρώπης· επί αιώνες
παρέμενε ένα από τα πιο ψηλά κτίρια στον κόσμο.
Δίπλα της, ο γειτονικός καθεδρικός ναός ρωμανικού ρυθμού,
έδρα του επισκόπου του Λούμπεκ, έδειχνε μικρός και ασήμαντος.
Η Marienkirche ήταν ένας γοτθικός χαιρετισμός με το σήμα της
νίκης προς τον επίσκοπο, με τον οποίο οι πολίτες ήταν διαρκώς
σε διαμάχη. Έλεγε: εδώ κατοικεί πλέον η εξουσία σε αυτή την
πόλη. Ο καθεδρικός ναός βρισκόταν στην άκρη της πόλης· η
Marienkirche των πολιτών βρισκόταν στο κέντρο της.
Συνδεόταν με το Rathaus (το δημαρχείο), το «πιλοτήριο» της
εμπορικής εξουσίας, το επίκεντρο της κοινοτικής ζωής των
πολιτών κι ακόμα ένα επιδεικτικό πείραμα σε γοτθικό ρυθμό με
οπτοπλίνθους, που δέσποζε στο βόρειο τμήμα της αγοράς. Η ίδια
η εκκλησία εξυπηρετούσε και έναν κοσμικό, εμπορικό σκοπό·
ήταν αποθηκευτικός χώρος σιτηρών και χρησίμευε ως
χρηματιστήριο τις εργάσιμες ημέρες. Οι πολυάριθμοι πράσινοι
πυργίσκοι με την αιχμηρή απόληξη πάνω από την πόλη
διακηρύσσουν ότι το Λούμπεκ, μια άσημη πόλη που είχε μόλις
κάνει την εμφάνισή της στην περιφέρεια της Χριστιανοσύνης,
ήταν το κέντρο όλων όσα ήταν νέα και τολμηρά.
Το Λούμπεκ, όπως και πολλές άλλες πόλεις στην Ευρώπη,
γεννήθηκε ως παραμεθόριο οχυρό. Και όπως οι αμερικανικές
πόλεις τον 19ο αιώνα, χτίστηκε από οικιστές και μετανάστες που
αναζητούσαν καλή τύχη και φήμη. Οι σύμβουλοι και οι έμποροι
που έχτισαν την πόλη στις αρχές του 13ου αιώνα ήταν άνδρες
που είχαν ταξιδέψει, είχαν ασκήσει εμπόριο και είχαν
διαπραγματευτεί στη Γαλλία, τη Φλάνδρα και την Ιταλία.
Επιστρέφοντας κόμιζαν τις πιο πρόσφατες ιδέες του
πολεοδομικού σχεδιασμού και της αστικής αρχιτεκτονικής. Το
Rathaus τους ήταν βασισμένο σε δημαρχιακά μέγαρα άλλων
τόπων· αλλά, όπως και η γοτθική εκκλησία τους, όφειλε να είναι
πιο μεγάλο και πιο όμορφο.
Είναι ένα από τα ωραιότερα δείγματα μεσαιωνικού
δημαρχιακού μεγάρου, ένα επιβλητικό κτίριο με άφθονους
κυκλικούς πυργίσκους που χτίστηκε αρχικά σε αστικό γοτθικό
ρυθμό με οπτοπλίνθους και βελτιώθηκε με αναγεννησιακές
προσθήκες. Οι άνθρωποι και τα πράγματα που εξυμνούνται εδώ
δεν είναι πολεμιστές, αριστοκράτες και βασιλείς αλλά έμποροι,
πολιτικοί αξιωματούχοι και συντεχνίες, των οποίων τα αγάλματα
και τα οικόσημα κοσμούν το συγκρότημα. Διάφορα αγαθά,
μεταξύ αυτών και υφάσματα, διακινούνταν εκεί. Το συμβούλιο
συνεδρίαζε σε δική του θολοσκέπαστη αίθουσα για να νομοθετεί
και να καθοδηγεί την πορεία της πόλης· το δημοτικό δικαστήριο
συνεδρίαζε στη Μακρά Οικία, σε μια αίθουσα πάνω από μια
ανοιχτή καμαροσκέπαστη στοά όπου έμποροι και τεχνίτες,
μεταξύ αυτών και χρυσοχόοι, διεκπεραίωναν τις δουλειές τους.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι μια σειρά τεράστιων
θολοσκέπαστων υπόγειων χώρων όπου αποθηκεύονταν
υφάσματα και άλλα αγαθά. Ο πιο σημαντικός και ο παλαιότερος
υπόγειος θολωτός χώρος ήταν το Ratsweinkeller, η δημοτική
υπόγεια οινοθήκη. Εκεί κάτω, υπό την εποπτεία δύο δημοτικών
συμβούλων που υπηρετούσαν ως Weinmeister, δοκίμαζαν το
κρασί που εμπορεύονταν στο Λούμπεκ, το αξιολογούσαν και
απένεμαν βραβεία. Αλλά επιπλέον, εκείνος ήταν ο χώρος των
εορτασμών, των γευμάτων και της οινοποσίας της κοινότητας. Οι
συντεχνίες, τα σωματεία και οι σύλλογοι των ναυτικών
συναντιούνταν στο Ratskeller, όπως και ο Zirkelgesellschaft, ο
«Κυκλικός Σύλλογος» που ήταν γνωστός και ως Αδελφότητα των
Ασκούντων Εξωτερικό Εμπόριο, μια λέσχη της ελίτ
αποτελούμενη από την τάξη των πατρικίων της πόλης οι οποίοι
σύναπταν γάμους μεταξύ τους, κοινωνικοποιούνταν,
συνεταιρίζονταν επαγγελματικά και διοικούσαν την πόλη.
Τέσσερις φορές τον χρόνο ο δήμαρχος ή ο αρχιθαλαμηπόλος
έβγαινε στον εξώστη της αίθουσας της γερουσίας για μια τελετή
γνωστή ως Burspraken. Η συγκεκριμένη γερμανική λέξη είναι η
αντίστοιχη της λατινικής civiloquium, δηλαδή «πολιτική
αγόρευση». Αλλά το Burspraken είναι κάτι παραπάνω από αυτό·
η καταγωγή του από την κάτω γερμανική γλώσσα και από την
αγροτική τάξη της Γερμανίας υποδηλώνει έναν διάλογο ακόμα
και με τον κατώτατο αστό, σε μια γλώσσα που θα ήταν
κατανοητή και σε εκείνον. Στην τελετή του Burspraken
πραγματοποιούνταν η ανάγνωση των νόμων του Λούμπεκ
ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθους στην αγορά, καθώς και
ζητημάτων που αφορούσαν την καθημερινή ζωή της πόλης:
πρόσφατοι κανονισμοί, απαγορεύσεις, νομικές αποφάσεις,
ψηφίσματα του Συμβουλίου, φόροι, κανονισμοί περί ναυτιλίας
και εμπορίου και άλλα θέματα που έχρηζαν κοινοποίησης. Το
Burspraken δεν αποτελούσε συμμετοχική δημοκρατία. Κάθε
άλλο, ήταν η συνδετική ύλη που διατηρούσε τη συνοχή της
αστικής κοινότητας –της bourgeoisie–, ένα σύνολο διαρκώς
επικαιροποιημένων κανόνων που αφορούσαν οτιδήποτε, από το
εξωτερικό εμπόριο ως τη διαχείριση των απορριμμάτων.150
Αυτή η διαδικασία δημιουργίας δεσμών ήταν θεμελιώδης για
την επιτυχία πόλεων σαν το Λούμπεκ. Εξέχον παράδειγμα είναι
το Νοσοκομείο του Αγίου Πνεύματος, ένα από τα παλαιότερα και
σπουδαιότερα ιδρύματα κοινωνικής πρόνοιας στην Ευρώπη, το
οποίο εγκαινιάστηκε το 1286. Ήταν ένα δώρο προς τους πολίτες
του Λούμπεκ από τους πλουσιότερους εμπόρους του. Σε αυτό το
κτίριο τιμάται ένας από τους συνιδρυτές, ο Μπέρτραμ
Μόρνεβεγκ, έμπορος και δημοτικός σύμβουλος. Ορφανός,
υιοθετήθηκε από έναν πολίτη του Λούμπεκ. Ο Μπέρτραμ άρχισε
να εξερευνά τον κόσμο και έχτισε μια επιχειρηματική
αυτοκρατορία που εκτεινόταν από το Νόβγκοροντ ως το Κινγκς
Λιν στην Αγγλία μέσω της Ρίγας. Αν και απών επί μακρά
διαστήματα από τη γενέτειρά του, συμμετείχε στην πολιτική ζωή
του Λούμπεκ και άφησε το νοσοκομείο κληρονομιά από τα
αμύθητα πλούτη του. Η χήρα του, η Γκέρτρουντ, αύξησε την
οικογενειακή περιουσία δανείζοντας χρήματα στην πόλη και στον
λαό του Λούμπεκ με το ασυναγώνιστο επιτόκιο ύψους 6,5%. Ο
γιος τους ο Χέρμαν, όπως και πολλοί νεαροί έμποροι, έμαθε να
κινεί τα νήματα του διεθνούς εμπορίου με τον δύσκολο τρόπο,
ως εκπατρισμένος σε έναν εμπορικό σταθμό στο εξωτερικό. Ο
Χέρμαν εργαζόταν στο Κινγκς Λιν πριν επιστρέψει στην πατρίδα
του για να υπηρετήσει ως δημοτικός σύμβουλος κι έπειτα ως
δήμαρχος. Διεθνείς επιχειρηματίες, πολιτικοί αξιωματούχοι,
διπλωμάτες και ευεργέτες της πόλης, η δυναστεία των Μόρνεβεγκ
συνέχισε να κοσμεί το Λούμπεκ και να υπηρετεί στο δημοτικό
συμβούλιο της πόλης από γενιά σε γενιά.
Ο πλούτος και η πολιτική συνείδηση που έκαναν το Λούμπεκ
μία από τις πλουσιότερες πόλεις στον κόσμο είναι ακόμα και
σήμερα έκδηλα στις πολυώροφες οικίες με τις βαθμιδωτές
προσόψεις, τις επικλινείς στέγες σε σχήμα Α και τα διακοσμητικά
παράθυρα που έχτισε η αστική τάξη μετά τη μεγάλη πυρκαγιά
του 1276. Μπορούμε να τις δούμε στο Salzspeicher, στις
κρατικές, περίτεχνες αποθήκες άλατος του Λούμπεκ. Αυτός ο
αρχιτεκτονικός ρυθμός είναι όμορφος. Αλλά πρόκειται για ένα
βορειοευρωπαϊκό είδος ομορφιάς: η φαινομενική ταπεινότητά
του έρχεται σε αντίθεση με την υποδηλούμενη εξουσία και τον
πλούτο. Οι όμορφες οικίες του Λούμπεκ με τις βαθμιδωτές
προσόψεις ήταν χώροι κατοίκησης, γραφεία και αποθήκες
ταυτόχρονα. Πολύ αργότερα το Άμστερνταμ, που κατά πολλούς
τρόπους είναι ο διάδοχος του Λούμπεκ, θα υιοθετούσε μία
σχεδόν πανομοιότυπη αρχιτεκτονική. Πίσω από τις επιβλητικές
εμπορικές αστικές οικίες κρύβονταν αυλές και σοκάκια,
προσβάσιμα μέσα από στενά περάσματα. Εκεί οι υπάλληλοι της
επιχείρησης ζούσαν σε μικρά διαμερίσματα.
Μια διαδοχική σειρά από γερμανικές πόλεις ιδρύθηκαν, ακριβώς
σαν το Λούμπεκ, στη θέση σλαβικών οικισμών ή οχυρών των
σταυροφόρων, και κατοικήθηκαν από οικιστές προερχόμενους
από τη Ρηνανία, τη Βεστφαλία και τη Σαξονία. Εκατό πόλεις,
μικρότερες ή μεγαλύτερες, υιοθέτησαν τον νόμο του Λούμπεκ,
μεταξύ άλλων οι πόλεις Ρίγα (1201), Ροστόκ (1218), Γκντανσκ
(1224), Βίσμαρ (1229), Στράλσουντ (1234), Έμπλινγκ (1237),
Στέτιν (1243), Γκράιφσβαλντ (1250) και Κένιγκσμπεργκ (1255),
και επιπλέον πήραν τη χαρακτηριστική όψη της μητρικής πόλης
τους: τον γοτθικό ρυθμό με οπτοπλίνθους και τους πανύψηλους
πράσινους πύργους που χρησίμευαν ως ορόσημα για τους
ναυτικούς. Οι πόλεις αυτές, όπως και η μητρική πόλη τους,
έχτιζαν μεγάλα κτίσματα – μεγαλύτερα από οτιδήποτε είχε χτίσει
κανείς ως τότε (ή απ’ ό,τι θα έχτιζε πάλι ως την εποχή των
ουρανοξυστών), διακηρύσσοντας τη νεοαποκτηθείσα εξουσία τους
και την άφιξή τους στη διεθνή σκηνή. Ο πυργίσκος της
εκκλησίας Marienkirche στο Στράλσουντ έφτανε τα 151 μέτρα·
μεγαλύτερος από τη Μεγάλη Πυραμίδα της Γκίζας, ήταν μόλις
κατά λίγα μέτρα χαμηλότερος από τον Καθεδρικό Ναό του
Λίνκολν, το υψηλότερο κτίσμα στον κόσμο που έχει
δημιουργηθεί από ανθρώπινα χέρια.

Για τους ταξιδιώτες μεγάλων αποστάσεων, οι πόλεις αυτές, με τα


σχεδόν πανομοιότυπα αστικά τοπία τους, τη γοτθική κομψότητα,
τις διακοσμητικές βαθμιδωτές προσόψεις και τους πανύψηλους
πύργους, πρέπει να ήταν ένα θέαμα καθησυχαστικό. Ένας
αστικός πολιτισμός, βασισμένος σε μία κοινή γλώσσα –την
κατώτερη γερμανική– καθώς και σε παρόμοιους νόμους,
αρχιτεκτονική και εμπορευματικές αξίες αναδύθηκε κατά μήκος
των εμπορικών διαδρομών του βορρά.
Οι Γερμανοί έμποροι οργανώθηκαν σε συντεχνίες μέσα από τις
οποίες συντόνιζαν τις δραστηριότητές τους ώστε να
εκμεταλλεύονται τη λιγότερο ανεπτυγμένη και πιο επικίνδυνη
ανατολική Βαλτική και να παρέχουν αμοιβαία άμυνα στην
ανοιχτή θάλασσα. Σε εχθρικά εδάφη, συσπειρώνονταν σε κλειστές
γερμανικές κοινότητες, προστατευμένες με τείχη και όπλα. Η
γερμανική λέξη για αυτού του είδους τη συντεχνία είναι Hanse,
ένας όρος που αρχικά είχε την έννοια της οπλισμένης φάλαγγας.
Εμπόριο και ξίφος πορεύονταν αχώριστα σε έναν κόσμο όπου
κανένα κράτος δεν μπορούσε να παρέχει ασφάλεια σε ένα
ανταλλακτικό εμπόριο μεγάλων αποστάσεων. Οι έμποροι της
Χάνσα, εξαπλωμένοι σε ολόκληρη τη βόρεια Ευρώπη και
συνδεόμενοι με δεσμούς συγγένειας, μείωναν τα κόστη του
εμπορίου μεγάλων αποστάσεων συναθροίζοντας κινδύνους και
ανταμοιβές.
Ο Ινδικός Ωκεανός και η Μεσόγειος διακινούσαν μπαχαρικά και
μετάξια, αγαθά μικρού όγκου αλλά εξαιρετικά επικερδή. Οι
έμποροι από το Λούμπεκ και άλλες εμπορικές πόλεις-κράτη
αναζητούσαν διάφορα εμπορεύσιμα είδη. Η Ρωσία προμήθευε
κηρήθρα μελισσών, περιζήτητη για τα κεριά που
χρησιμοποιούνταν σε εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς, καθώς
και γούνες σε τεράστιες ποσότητες. Οι έμποροι της Χάνσα
ανέπτυξαν τα μεγαλύτερα φορτηγά πλοία στην Ευρώπη, τις
λεγόμενες «κόγκες» (cogs): μεγάλα, οικονομικής ναυπήγησης
πλοία με κλιμακωτή αρμολογία, ανθεκτικά στα μεγάλα ταξίδια.
Ήταν πλοία για χύδην εμπορεύματα: κερί, γούνες, ξυλεία,
ρητίνες, λινάρι, σιτάρι και σίκαλη από την ανατολική Βαλτική·
μαλλί, υφάσματα, κρασί, αλάτι, βούτυρο, χαλκό και σίδηρο από
τη Σκανδιναβία και τη δυτική Ευρώπη. Προϊόντα ταπεινά ίσως,
αλλά ζωτικής σημασίας για την καθημερινή ζωή. Οι κόγκες της
Χάνσα μετέφεραν σταυροφόρους και αποικιστές, καθώς και
προμήθειες τροφίμων και όπλων για να υποστηρίξουν τις
εκστρατείες τους στην Ανατολή.
Το Λούμπεκ αναδείχτηκε σε πρωταγωνιστή σε αυτή την
ταχύτατη κατάκτηση και εκμετάλλευση της Βαλτικής. Ως πρώτη
γερμανική πόλη της Βαλτικής ακτής, η εσωτερική της δύναμη
και τα νομικά δικαιώματα τής εξασφάλισαν μια ηγεμονική θέση
επί των νεότερων πόλεων. Αν κάποια άλλη πόλη τολμούσε να
εμφανιστεί ως αντίπαλός της, την καθυπότασσε, μια μοίρα που
σφράγισε το Στράλσουντ το 1249 όταν το Λούμπεκ το έκαψε
ολοσχερώς. Κάποιοι μεμονωμένοι έμποροι υπήρξαν πρωτοπόροι
στο σύστημα της Χάνσα· πολύ σύντομα οι πόλεις τους
ακολούθησαν το παράδειγμα. Το Λούμπεκ σύναψε συμμαχία με
το Αμβούργο το 1241, προσχωρώντας σε έναν συντονισμό των
εμπορικών και στρατιωτικών δραστηριοτήτων τους.
Το Λούμπεκ έλεγχε τις εμπορικές συναλλαγές στη Βαλτική και
εξασφάλιζε τη ροή αγαθών από και προς τη γερμανική ενδοχώρα·
το Αμβούργο είχε άμεση πρόσβαση στη Βόρεια Θάλασσα (ή
Γερμανική Θάλασσα, όπως την αποκαλούσαν). Οι δύο μεγάλες
πόλεις γειτνίαζαν με τα αλατωρυχεία του Λούνεμπουργκ. Η
πρόσβαση στη θάλασσα και στο αλάτι μετέτρεψε αυτές τις δύο
πόλεις σε μεγάλες μητροπόλεις καθώς προμήθευαν μεγάλο μέρος
της υπόλοιπης Ευρώπης με την κινητήρια πρώτη ύλη της
αστικοποίησης.
Είναι απλό: οι πόλεις δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς συνεχή
τροφοδοσία καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Η ταπεινή αλλά
πλούσια σε πρωτεΐνη ρέγγα, κονσερβοποιημένη ως τουρσί,
προμήθευε στις μεσαιωνικές πόλεις της ψυχρής βόρειας Ευρώπης
τα μέσα για να υφίστανται και να αναπτύσσονται. Το αλάτι που
εξορυσσόταν από το Λούνεμπουργκ μεταφερόταν στο Λούμπεκ,
το οποίο το εξήγε στο Σκόνε, στη νότια Σουηδία, όπου η ρέγγα
πήγαινε να γεννήσει. Το 1360, 250 πλοία με ρέγγες
ελλιμενίστηκαν μόνο στο Λούμπεκ, μεταφέροντας τόνους αυτής
της ασημένιας λιχουδιάς. Από εκεί τα ψάρια επανεξάγονταν στην
αστική ενδοχώρα της βόρειας Ευρώπης, σε ακμάζουσες πόλεις
όπου κατασκευάζονταν υφάσματα, όπως η Γάνδη, η Ιπρ, το
Αράς και η Μπριζ, που βασίζονταν σε συντηρημένη τροφή.
Οι εισαγωγές ρέγγας συμπληρώνονταν με βακαλάο ο οποίος
αλιευόταν σε μεγάλη κλίμακα στα ανοιχτά των ακτών της
Νορβηγίας, της Ισλανδίας και της Γροιλανδίας και μεταφερόταν
στο Λούμπεκ. Ο συντηρημένος βακαλάος βρήκε αγορές όχι μόνο
στη βόρεια Ευρώπη αλλά και στην Ιβηρική χερσόνησο και τη
Μεσόγειο. Το μεσαιωνικό Λούμπεκ ήταν κάτι ανάλογο με ένα
σύγχρονο σεϊχάτο πλούσιο σε πετρέλαιο, με τη διαφορά ότι τότε
το καύσιμο ήταν το ψάρι και το αλάτι.
Οι έμποροι από το Λούμπεκ ειδικεύονταν στα μεγάλα, χύδην
φορτία· ασχολούνταν με τα απολύτως απαραίτητα της
καθημερινής ζωής, τα προϊόντα που έθρεφαν τις πόλεις. Οι
ρέγγες ήταν μόνο ένα από αυτά. Το ψωμί σίκαλης, που
εξακολουθεί να αποτελεί είδος πρώτης ανάγκης στη
βορειοανατολική Ευρώπη σήμερα, είναι μια υπενθύμιση των
μεγάλων φορτίων σίκαλης και σίτου που εισάγονταν από τα
νεοκατακτηθέντα εδάφη της ανατολικής Βαλτικής. Η ξυλεία,
περιζήτητη για τον κατασκευαστικό τομέα, προερχόταν επίσης
από την ίδια περιοχή. Η μπίρα, η απόλαυση της βόρειας
Ευρώπης, μεταφερόταν με τα γερμανικά πλοία βοηθώντας στη
συντήρηση των ολοένα αυξανόμενων αστικών πληθυσμών. Το
κρασί της Ρηνανίας ανταλλασσόταν με διάφορα προϊόντα. Το
αγγλικό μαλλί και οι ρωσικές γούνες παρείχαν ζεστασιά και
κομψότητα στους δρόμους των ευρωπαϊκών κωμοπόλεων και
πόλεων, μια βέβαιη ένδειξη της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου.
Το Λούμπεκ ασφαλώς και δεν ήταν ο εφευρέτης της
αμυγδαλόπαστας (όπως ισχυριζόταν συχνά), η οποία αποτελείται
από μέλι και αλεσμένα αμύγδαλα, αλλά εξακολουθεί να παράγει
την καλύτερη ποιότητα αμυγδαλόπαστας. Η απολαυστική
κατανάλωση ενός ζαχαρωτού αμυγδαλόπαστας στο Café
Niederegger, απέναντι από το Rathaus, είναι από μόνη της ένα
μάθημα ιστορίας της γαστρονομίας. Μας μιλά για την ευημερία
του μεσαιωνικού Λούμπεκ. Τα αμύγδαλα κατέφθαναν στην πόλη
της Μπριζ μέσα στα πλοία που είχαν ταξιδέψει στη μακρινή
Μεσόγειο. Γενοβέζικες, βενετσιάνικες και φλωρεντινές γαλέρες,
καθώς και σκάφη από την Καταλονία, τη Χώρα των Βάσκων και
την Πορτογαλία έρχονταν στη Μπριζ από τα τέλη του 13ου
αιώνα μεταφέροντας πιπέρια, πιπερόριζα, μοσχοκάρυδο,
γαρίφαλο και αμύγδαλα. Το μέλι εισαγόταν μέσω των εμπορικών
δρόμων που ξεκινούσαν από τον Κόλπο της Φινλανδίας.
Το 1356 οι αντιπρόσωποι διάφορων γερμανικών πόλεων
συναντήθηκαν στο Rathaus του Λούμπεκ. Αυτό σηματοδότησε
την εμφάνιση μιας από τις ισχυρότερες πολιτικές δυνάμεις της
Ευρώπης, της Χανσεατικής Ένωσης, και το απόγειο της εκ των
πραγμάτων πρωτεύουσάς της, του Λούμπεκ.
Οι απαρχές της Χανσεατικής Ένωσης, ή αλλιώς Χάνσα,
ανάγονταν στη συμμαχία που είχαν συνάψει το Αμβούργο και το
Λούμπεκ το 1241, η οποία κατέδειξε τη δύναμη που μπορούσαν
να έχουν οι ενωμένες πόλεις. Ο δήμαρχος του Λούμπεκ, Χέρμαν
Χόγιερ, και ο δημοτικός συμβολαιογράφος του Αμβούργου
διαπραγματεύτηκαν εμπορικά προνόμια στην Μπριζ το 1252. Το
1266 o Ερρίκος Γ΄ της Αγγλίας παραχώρησε στο Λούμπεκ και στο
Αμβούργο μία χάρτα άσκησης εμπορικών συναλλαγών στο
βασίλειό του χωρίς διόδια. Ανυπομονώντας να συμμετάσχουν κι
εκείνες σε ένα αναδυόμενο δίκτυο πόλεων που απολάμβαναν
παρόμοια προνόμια, άλλες πόλεις όπως το Βίσμαρ, το Ροστόκ, η
Κολωνία, η Βρέμη, το Στέτιν (Στσέτσιν στη σημερινή Πολωνία), η
Ρίγα, το Ρεβάλ (σημερινό Ταλίν) και το Στράλσουντ σύντομα
προσχώρησαν στη συμμαχία· εν καιρώ δημιουργήθηκε ένα δίκτυο
αποτελούμενο από 200 κωμοπόλεις, πόλεις και πόλεις-κράτη.
Η συλλογική δύναμη αυτών των πόλεων ενίσχυσε τους
εμπορικούς αποκλεισμούς εναντίον της Φλάνδρας το 1280 και
της Νορβηγίας το 1284, ώσπου κέρδισαν εμπορικά προνόμια και
στις δύο αυτές πόλεις. Επίσης, απέκλεισαν εκτός Βαλτικής τους
βασικούς ανταγωνιστές τους, τους Άγγλους, τους Φρίσιους και
τους Φλαμανδούς. Με τη ρευστή δομή της, η Χανσεατική Ένωση
ήταν μια ευέλικτη συνομοσπονδία ομοφρονούντων πόλεων χωρίς
επίσημη ταυτότητα ως το 1356, την ημερομηνία του πρώτου
Hansetag (Χανσεατική Δίαιτα ή συνέλευση) στο Λούμπεκ.
Η διατήρηση ανοιχτών εμπορικών οδών απαιτούσε διαρκή,
σχεδόν, διπλωματία και διαπραγμάτευση. Αυτή ήταν η
προτιμώμενη μέθοδος· αν δεν τελεσφορούσε, ο εξαναγκασμός
καθίστατο αναγκαίος. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, μετά
την πτώση των αυτοκρατοριών της Δύσης, μια χούφτα ισχνών
αλλά ευέλικτων πόλεων, όπως το Χονγκ Κονγκ, η Σιγκαπούρη
και το Μακάο, κατάφεραν να ξεπεράσουν για λίγες δεκαετίες τις
πολύ μεγαλύτερες χώρες στην περιοχή τους κι έγιναν οικονομικοί
και ναυτιλιακοί κολοσσοί. Η Χάνσα μπόρεσε να έχει πρόσβαση σε
αγορές και να αποκομίσει ζωτικά εμπορικά προνόμια σε μερικές
από τις πλουσιότερες περιοχές της βόρειας Ευρώπης –Φλάνδρα,
Ρωσία και Αγγλία– λόγω του «στραγγαλισμού» που είχε επιβάλει
στο διεθνές εμπόριο. Πανίσχυρα βασίλεια υποτάχθηκαν στο
καρτέλ μερικών μικρών γερμανικών πόλεων.
Η Ένωση ενεπλάκη σε πόλεμο εναντίον της Δανίας τη δεκαετία
του 1360, καταστρέφοντας την Κοπεγχάγη και αποσπώντας ένα
πλήρες μονοπώλιο της αλιείας ρέγγας. Η στρατιωτική μηχανή
της Χανσεατικής Ένωσης αναπτύχθηκε κατά των πειρατών που
δραστηριοποιούνταν στη Βαλτική, τη Βόρεια Θάλασσα και τη
Μάγχη. Εμπλεκόταν κατά διαστήματα σε πόλεμο στη θάλασσα
κατά του βασιλείου της Αγγλίας τον 15ο αιώνα.
Η Χάνσα έσυρε την Αγγλία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων
στην Ουτρέχτη το 1474. Ο Χίνρικ Κάστορπ, δήμαρχος του
Λούμπεκ, μαζί με τον Γιοχάνες Οστούζεν, κυβερνήτη του
Αμβούργου, υπαγόρευσαν όρους στον βασιλιά της Αγγλίας. Οι
Άγγλοι αναγκάστηκαν να καταβάλουν 10.000 στερλίνες ως
αποζημίωση· αποκλείστηκαν από τις εμπορικές ανταλλαγές στη
Βαλτική και παραχώρησαν στους εμπόρους της Χάνσα πλήθος
εμπορικών προνομίων και εμπορικών σταθμών. Δεν τα έβαζε
κανείς με έναν οργανισμό σαν τη Χάνσα.
Η Χάνσα ήταν μισητή γιατί κρατούσε την Αγγλία σε
οικονομική υποταγή επί δύο αιώνες περίπου. Η εξουσία της
αυξήθηκε περαιτέρω στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Ένας από
τους πλουσιότερους καρπούς της κολοσσιαίας συλλογικής
διαπραγματευτικής δύναμης της Ένωσης ήταν η ικανότητά της
να ιδρύει τα λεγόμενα kontor –γραφεία και εμπορικούς
σταθμούς, των οποίων το ουσιαστικό σημαίνει «καταμετρητής»–
σε ξένες κωμοπόλεις και πόλεις. Και λίγα λέμε· στην
πραγματικότητα, τα kontor ήταν τειχισμένες πόλεις εντός των
πόλεων, αυτοδιοικούμενες κοινότητες με δικές τους ξεχωριστές
οικίες, εκκλησίες, έδρες καταμέτρησης και ζύγισης, λιμενικές
εγκαταστάσεις, αίθουσες με υφάσματα, δημαρχεία, φρουρούς και
κελάρια με κρασί. Οι Γερμανοί έμποροι που διέμεναν σε ένα
χανσεατικό kontor απολάμβαναν τόσο την προστασία της
Ένωσης όσο και τα προνόμια που η ίδια διαπραγματευόταν για
εκείνους, συνήθως με τη μορφή ελεύθερης πρόσβασης στις αγορές
και ευνοϊκών δασμών και φορολογικών συντελεστών.
Μετά τη συνθηκολόγηση της Αγγλίας στον Αγγλο-χανσεατικό
πόλεμο, το kontor του Λονδίνου ανοικοδομήθηκε στη θέση του
σημερινού Σταθμού Κάνον Στριτ. Γνωστό ως Stalhof ή
Steelyard, το kontor ήταν ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά
συγκροτήματα στην Ευρώπη, μια εκτεταμένη περιτειχισμένη
ζώνη ελεύθερου εμπορίου στην καρδιά του Σίτι του Λονδίνου
από την οποία τα αγαθά μπορούσαν να φορτώνονται απευθείας
σε γερμανικά πλοία. Ο εκπληκτικός πλούτος των Χανσεατών
εμπόρων που δραστηριοποιούνταν από το Στίλγιαρντ ήταν
πρόδηλος σε μια σειρά από προσωπογραφίες που οι ίδιοι
ανέθεσαν στον Χανς Χόλμπαϊν τη δεκαετία του 1530. Οι έμποροι
έμοιαζαν με πρίγκιπες: σοβαροί και επιβλητικοί, ντυμένοι με
πανάκριβο κόκκινο μετάξι και πλαισιωμένοι από τεχνουργήματα
δηλωτικά του πλούτου τους, όπως χάλκινα ρολόγια,
βενετσιάνικα κρυστάλλινα βάζα και τουρκικά χαλιά.
Από το Λονδίνο και τα λιμάνια της Βόρειας Θάλασσας η Χάνσα
έλεγχε το εμπόριο της κύριας πλουτοπαραγωγικής πηγής στην
Αγγλία, του λευκού χρυσού της: του μαλλιού. Οι κόγκες από το
Λούμπεκ και αλλού εξήγαν αυτό το βασικό αγαθό και το
πωλούσαν στις βιομηχανικές πόλεις της Φλάνδρας για να
μετατραπεί σε ύφασμα. Το αυτοδιοικούμενο Στίλγιαρντ, κοντά
στη Γέφυρα του Λονδίνου, με τις συλλογές έργων τέχνης, τους
γερανούς, τον έκδηλο πλούτο και τον ψηλό πύργο του, που
επιστεφόταν από έναν γαλάζιο τρούλο, ήταν μια καθημερινή
επονείδιστη υπενθύμιση για τους φιλόδοξους Άγγλους εμπόρους
που θα ποθούσαν όσο τίποτε άλλο να συναλλάσσονται απευθείας
και για λογαριασμό τους με τη Σκανδιναβία, την Πρωσία και τη
Ρωσία.
Το μαλλί αποτελούσε έναν από τους πιο πολύτιμους πόρους
της Ευρώπης. Το kontor της Χάνσα στο Μπέργκεν της
νορβηγικής ακτής επέτρεπε στο Λούμπεκ να ελέγχει το εξαιρετικά
πολύτιμο εμπόριο βακαλάου. Το kontor στο Νόβγκοροντ άνοιξε
την πύλη προς τη Ρωσία και τις Οδούς του Μεταξιού. Το
τέταρτο μεγάλο kontor, στην Μπριζ, ήταν ίσως το πιο σπουδαίο
απ’ όλα. Η Μπριζ εξασφάλισε στους Χανσεάτες εμπόρους
πρόσβαση στη μεγαλύτερη συγκέντρωση πόλεων της βόρειας
Ευρώπης και στην καρδιά της βιομηχανίας παραγωγής
υφασμάτων.
Η Χάνσα φυλούσε ως κόρη οφθαλμού τον θύλακά της στην
Μπριζ, την κύρια αγορά μπαχαρικών και υφασμάτων στην
Ευρώπη, τη γέφυρα ανάμεσα στη Μεσόγειο και τη βόρεια
Ευρώπη. Αλλά πρόσφερε κάτι παραπάνω από πολυτέλειες και
ανέσεις. Η πόλη-λιμάνι εξασφάλισε πρόσβαση στις τεράστιες
αγορές των βιομηχανικών πόλεων της Φλάνδρας, που ποθούσαν
ρέγγες, μπίρα, σίκαλη και μαλλί. Επίσης, πρόσφερε άλλες,
ολοκαίνουριες μορφές εμπορικών συναλλαγών. Η πρωτοποριακή
καπιταλιστική πόλη της βόρειας Ευρώπης, η Μπριζ, ήταν η
πρώτη μείζονα χρηματαγορά βόρεια των Άλπεων, έδρα των
εκπατρισθέντων Ιταλών τραπεζιτών που κόμιζαν νέες ιδέες
σχετικά με την ανταλλαγή συναλλάγματος και τους
διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους.
Οι αλλαγές που κατέκλυσαν την Ευρώπη από τον 12ο αιώνα
και εξής δημιουργήθηκαν στον αστικό χώρο, ιδιαίτερα σε εκείνες
τις μικρές, περιτειχισμένες πόλεις σαν το Λούμπεκ που
απολάμβαναν πολιτική αυτονομία και ήταν ειδικά
διαμορφωμένες για εμπόριο και πόλεμο, παρέχοντας έναν
προμαχώνα ενάντια στο άτακτο χάος. Από άποψη υλικών
ανέσεων και πολιτικών δικαιωμάτων, οι κάτοικοι των πόλεων
προηγούνταν κατά πολύ από τους αγρότες της υπαίθρου, τους
χωρικούς και τους κατοίκους κωμοπόλεων, που συναποτελούσαν
πάνω από το 90% του πληθυσμού.

Οι βόμβες που κατακρεούργησαν το Λούμπεκ το 1942


κατέστρεψαν επίσης ένα από τα σπουδαιότερα έργα τέχνης του
Ύστερου Μεσαίωνα, έναν ζωγραφικό πίνακα μήκους 30 μέτρων
που παρίστανε τον Χορό του Θανάτου. Φιλοτεχνημένος από τον
Μπερντ Νότκε το 1463, απεικόνιζε με εξαιρετική λεπτομέρεια το
αστικό τοπίο του Λούμπεκ, το δάσος από πύργους, τις οικίες με
τις βαθμιδωτές προσόψεις, τα τείχη που προστάτευαν την πόλη
και τα πλοία που εξασφάλιζαν τον πλούτο της. Σε πρώτο πλάνο,
ο θάνατος, με τη μορφή σκελετών που χοροπηδούν
μορφάζοντας, οδηγεί κάθε τμήμα της κοινωνίας σε έναν εύθυμο
χορό προς τον τάφο. Εκεί είναι παρόντες ο Πάπας, ο
αυτοκράτορας, καρδινάλιοι και επίσκοποι, βασιλείς και κόμητες,
ο δήμαρχος και οι δημοτικοί σύμβουλοι, τοκογλύφοι και
έμποροι, γιατροί και ιερείς, κρατικοί υπάλληλοι και τεχνίτες,
βοσκοί, μοναχές, κοπέλες και παιδιά.
Καθώς οδηγούνται προς την τελική κρίση, όλοι εκλιπαρούν για
μία τελευταία ευκαιρία λύτρωσης. «Δεν το ’χα σκοπό να είμαι
απροετοίμαστος», δηλώνει κολακευτικά ο έμπορος του Λούμπεκ.
«Κοπίασα πολύ [να αποκτήσω] αγαθά, σε στεριά και θάλασσα, σε
άνεμο, βροχή και χιονιά. Κανένα ταξίδι δεν ήταν υπερβολικά
δύσκολο για μένα. [Αλλά] η τελική κρίση μου δεν είναι έτοιμη.
Αν είχα ολοκληρώσει την κρίση μου, ευχαρίστως να ερχόμουν
μαζί σας». Ίσως να ήταν αρκετά καλός στα λογιστικά του αλλά
όχι και τόσο στην έκθεση των οφειλών και των πιστώσεων της
αθάνατης ψυχής του. Ιδού το μήνυμα: όσο σπουδαίος και
πλούσιος κι αν είσαι, μοιράζεσαι το ίδιο πεπρωμένο με τους
πάμφτωχους και τους αδύναμους την ώρα της κρίσης.
Ο Μαύρος Θάνατος εξαπλώθηκε από την κεντρική Ασία και
ακολούθησε τις Οδούς του Μεταξιού αρχικά προς την Κίνα και
την Ινδία για να στραφεί στη συνέχεια προς τα δυτικά. Έφτασε
στην Κάφα (Θεοδοσία, στην Κριμαία) κι έπειτα ταξίδεψε πάνω σε
μια γενοβέζικη γαλέρα που αναχώρησε από την Κάφα το 1347. Η
μετέπειτα εξέλιξή του ακολούθησε τον χάρτη του εμπορικού
οδικού δικτύου μεταξύ των πόλεων της Ευρώπης. Από τη Γένοβα
και τη Βενετία ταξίδεψε ως τη Μασσαλία κι από εκεί στις πόλεις
των ακτών του Ατλαντικού στην Ιβηρική χερσόνησο και τη
Γαλλία· από εκεί στο Καλαί και στην Αγγλία. Έπειτα πήρε ένα
πλοίο του χανσεατικού δικτύου φτάνοντας στην Μπριζ και στο
Λούμπεκ. Από το Λούμπεκ εξαπλώθηκε στο Μπέργκεν, στην
Κοπεγχάγη και σε όλο το μήκος της Βαλτικής ως το Νόβγκοροντ.
Επίσης, ακολούθησε τις γερμανικές εμπορικές οδούς προς την
ενδοχώρα ως την Κολωνία και το κέντρο της Ευρώπης.
Το μεγαλύτερο πλήγμα δέχτηκαν οι ευημερούσες,
πυκνοκατοικημένες εμπορικές πόλεις. Ο πληθυσμός της
Φλωρεντίας καταποντίστηκε από 120.000 σε 50.000 και της
Βενετίας μειώθηκε κατά 60%· οι μισοί από τους 100.000
κατοίκους του Παρισιού υπέκυψαν. Ο πληθυσμός του Λούμπεκ
επίσης μειώθηκε στο μισό. Συνολικά, 25 εκατομμύρια άνθρωποι –
πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ευρώπης– έχασαν τη
ζωή τους.
Ο θάνατος χλευάζει την ανθρώπινη τρέλα στον danse
macabre151 του Λούμπεκ και οι πολίτες ενθαρρύνονταν να
γελούν κι εκείνοι όταν είδαν το έργο εκτεθειμένο στην εκκλησία
Marienkirche. Απεικονίζεται ένας διεφθαρμένος δήμαρχος που
εισπράττει τα οφειλόμενα· το ίδιο ισχύει και για τον οκνηρό
ευγενή που κακοποίησε τους χωρικούς του. Τίποτα δεν σε σώζει,
όσο πλούσιος κι αν είσαι. Ο θάνατος, η ασθένεια και ο πλούτος
ζούσαν το ένα πλάι στο άλλο. Πρόκειται για την τέχνη μιας
εποχής αβεβαιότητας, μιας εποχής επαναλαμβανόμενων πολέμων
και λοιμών. Αλλά επίσης πρόκειται για μια τέχνη για τον
έμπορο: η ζωή ενέχει κινδύνους και οι μεγάλες περιουσίες μπορεί
να τιναχτούν στον αέρα σαν τη σκόνη. Ο πρώτος
καταγεγραμμένος danse macabre φιλοτεχνήθηκε στο Παρίσι το
χρονικό διάστημα 1424-5. Το αριστούργημα του Λούμπεκ, το
έτος 1463, ήταν ένα από τα πιο γνωστά· το αναπαρήγαγαν σε
πολλά έντυπα βιβλία όπου το σύνολο των χαρακτήρων
διευρυνόταν για να συμπεριλάβει, μεταξύ άλλων,
μαθητευόμενους τεχνίτες και εμπόρους.
Αποκαλύπτει την ευθραυστότητα της αστικής ζωής. Ως το
1800, το προσδόκιμο ζωής στην Ευρώπη ήταν 50% υψηλότερο
στην ύπαιθρο σε σύγκριση με την πόλη. Στην Κίνα δεν υπήρχε
τέτοιου είδους τίμημα για να κατοικήσει κάποιος στην πόλη· εκεί
οι αστοί ζούσαν κατά μέσο όρο περισσότερο απ’ ό,τι τα ξαδέλφια
τους οι αγρότες. Οι ευρωπαϊκές πόλεις ήταν παγίδες θανάτου
γιατί ήταν βρόμικες· οι κινεζικές πόλεις ήταν φάροι
καθαριότητας. Οι Ευρωπαίοι προτιμούσαν την κρεοφαγία και
ζούσαν κοντά στα γουρούνια και τα κοτόπουλά τους· οι Ασιάτες
ακολουθούσαν ως επί το πλείστον χορτοφαγική διατροφή και δεν
στρίμωχναν μέσα στις αστικές οικίες τους θορυβώδη ζώα. Επειδή
οι Ευρωπαίοι ζούσαν μονίμως στα πρόθυρα πολέμου, οι πόλεις
τους περιβάλλονταν από οχυρωματικά τείχη και, συνεπώς, δεν
είχαν τη δυνατότητα επέκτασης στον χώρο και αυτό επέτεινε την
πυκνοκατοίκηση προς όφελος των μικροβίων. Ο πόλεμος
ανάγκαζε ολόκληρα στρατεύματα να μετακινούνται σε όλη την
ήπειρο, διαδίδοντας μικρόβια. Στην Κίνα η ισχυρή κεντρική
εξουσία ελάττωσε τις συγκρούσεις, επιτρέποντας στις πόλεις να
επεκταθούν εκτός των τειχών τους, κατανέμοντας ανθρώπους
και αγορές σε μια ευρύτερη περιοχή. Οι πληθυσμοί της
ανατολικής Ασίας είχαν ανώτερα πρότυπα προσωπικής υγιεινής·
τα απορρίμματα μεταφέρονταν στους γειτονικούς αγρούς για να
χρησιμοποιηθούν ως λίπασμα. Οι Ευρωπαίοι κάτοικοι των
πόλεων ζούσαν μαζί με τη βρομιά τους.
Αλλά η εξάπλωση του Μαύρου Θανάτου άσκησε μια
αποφασιστική επίδραση στην οικοδόμηση των πόλεων στην
Ευρώπη. Η κατάρρευση του αστικού πληθυσμού, ιδιαίτερα
μεταξύ των βιοτεχνών, ενθάρρυνε τους χωρικούς, πρόθυμους να
αποδράσουν από την αγροτική φεουδαρχία, ώστε να
μεταναστεύσουν στις πόλεις σε αναζήτηση υψηλόμισθης
εργασίας. Ο μειωμένος πληθυσμός οδήγησε σε μείωση των
ενοικίων και σε αύξηση των αμοιβών. Στο Λούμπεκ η ανώτερη
τάξη των βιοτεχνών –ζυθοποιοί, κρεοπώλες, τεχνίτες
κεχριμπαριού, σιδηρουργοί, κατασκευαστές γαντιών και
υφαντουργοί– απομακρύνθηκαν κατά πολύ από τη δυναστική
ελίτ των εμπόρων και αποκλείστηκαν από την εξουσία. Αλλά
απολάμβαναν πλούτο σε υψηλό βαθμό. Ο Έλερτ Στάνγκε, ένας
οπλουργός που υπηρέτησε ως δήμαρχος σε μια περίοδο
αναταραχών όταν επιτράπηκε για μικρό χρονικό διάστημα στους
βιοτέχνες να συμμετέχουν στο δημοτικό συμβούλιο, είχε ακίνητη
περιουσία που περιλάμβανε ένα αστικό αρχοντικό, μία αποθήκη,
πέντε αστικές οικίες και δύο διαμερίσματα. Οι βιοτέχνες σαν τον
Στάνγκε ευημερούσαν χάρη στην εκρηκτική άνοδο του εμπορίου
μετά τον όλεθρο του Μαύρου Θανάτου.152
Με έναν ολοένα μειούμενο αγροτικό πληθυσμό, οι πόλεις
χρειάζονταν περισσότερη τροφή όπως ρέγγες και βακαλάο, σίκαλη
και σιτάρι, μπίρα και κρασί. Τον 15ο αιώνα πάνω από 1.000
σιταγωγά πλοία αναχωρούσαν κάθε χρόνο από το Γκντανσκ για
να θρέψουν τις πόλεις της Ολλανδίας. Οι επιζώντες της πανώλης
στις πόλεις και η γενιά που ακολούθησε τρέφονταν καλύτερα,
έχτιζαν πιο ανθεκτικές οικίες και είχαν ανώτερο βιοτικό επίπεδο
απ’ ό,τι οι πρόγονοί τους. Τα κέρδη διοχετεύονταν στη
δημιουργία μεγαλοπρεπών κτιρίων –η σημερινή μορφή της
Βενετίας και του Λούμπεκ είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα
αυτής της εκρηκτικής ευημερίας– καθώς και πολυτελών έργων
τέχνης. Μεταξύ των σπουδαιότερων χονδρεμπορικών κέντρων, το
Λούμπεκ επωφελήθηκε από αυτή τη ζήτηση αγαθών όπως μπίρα,
κερί, σιτάρι, ρέγγα, υφάσματα και γούνες.
Ο Χορός του Θανάτου αντανακλά αυτές τις ζοφερές
πραγματικότητες και αμφισημίες. Έλα στην πόλη για να
πλουτίσεις, λέει· αλλά η πυκνοκατοικημένη, ανθυγιεινή πόλη
είναι ο ηδονικός τόπος του θανάτου. Όμως, μην απελπίζεσαι:
χόρεψε όσο το μπορείς, γιατί ο θάνατος χορεύει μαζί σου. Ήταν
επίσης τέχνη για μια σχετικά νέα τάξη στην Ευρώπη: ένα
γνωστικό και υποψιασμένο αστικό κοινό. Ο τεράστιος πίνακας
αντανακλούσε τη ζώσα εμπειρία της πόλης: οι πολίτες του
Λούμπεκ όντως χόρευαν. Η πόλη ήταν περίφημη για τα
καρναβάλια της, σε μια περίοδο που η κοινωνική ιεραρχία
ανατρεπόταν από κακοδιοικούντες άρχοντες, καθώς και για τις
δημόσιες παραστάσεις που σατίριζαν την απληστία των εύπορων
οικογενειών των εμπόρων. Η εποχή του καρναβαλιού παρείχε την
ευκαιρία για μια πληθώρα θεατρικών έργων και ποιημάτων.
Υπήρχαν παραστάσεις για όλα τα γούστα: ηθικές αλληγορίες ή
άσεμνο χιούμορ, διάλεγες κι έπαιρνες. Η εποχή του καρναβαλιού
έκλεινε με νυχτερινούς χορούς και πολύ πιοτό. Με επικεφαλής
τον δήμαρχο και τους δημοτικούς συμβούλους οι πολίτες
χόρευαν στους φωτισμένους με δαυλούς δρόμους, πλαισιωμένοι
από τυμπανιστές που κρατούσαν έναν άγριο ρυθμό.
Ο θάνατος μπορεί να έρθει ανά πάσα στιγμή· όλος ο πλούτος
των ανθρώπων είναι εφήμερος· χόρεψε και βγάλε χρήματα όσο
μπορείς να το κάνεις. Αυτές οι αβεβαιότητες ροκάνιζαν τον
αστικό νου. Η αναγνώριση του εύθραυστου χαρακτήρα της πόλης
ίσως να αποτελούσε και την ισχυρότερη συνεκτική της δύναμη.
Άλλωστε, το Λούμπεκ ξεκίνησε ως επιχειρηματικό σχέδιο και
όφειλε την ίδια του την επιβίωση στο γεγονός ότι ήταν μια
αποτελεσματική επιχειρηματική οντότητα. Η αστική νοοτροπία,
έκφραση της οποίας αποτελούσαν η δημοτική αρχιτεκτονική, οι
τελετουργίες Burspraken και τα καρναβάλια, συνέδεε τους
ανθρώπους με το κοινοτικό τους εγχείρημα. Ήταν μια μικρή
πόλη 20.000 κατοίκων όπου κυριαρχούσαν οι εταιρικές
συντεχνίες, οι οποίες εκπροσωπούσαν τα κύρια είδη εμπορίου και
επαγγέλματα: φορτωτές πλοίων, παπουτσήδες, έμποροι ρέγγας,
υφασματέμποροι, έμποροι μεγάλων αποστάσεων, αρτοποιοί,
ζυθοποιοί, ράφτες, σιδηρουργοί και άλλοι. Υπήρχαν αδελφότητες
όπου συνασπίζονταν έμποροι οι οποίοι ταξίδευαν στο Μπέργκεν,
τη Ρίγα, το Νόβγκοροντ και τη Στοκχόλμη. Οι εταιρείες, με έδρα
τα δημαρχεία τους, οργανωμένες ως αδελφότητες, κυριαρχούσαν
στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή της πόλης.
Η πανώλη και ο λοιμός, όπως κατέστησε σαφές ο Μπερντ
Νότκε στο αριστούργημά του, δεν προσπερνούν τους ισχυρούς
και τους εύπορους. Κατά συνέπεια, το κυβερνών δημοτικό
συμβούλιο ουδέποτε έγινε προνόμιο μιας κληρονομικής ελίτ
αλλά δεχόταν νέα αιρετά μέλη, πολλά από τα οποία είχαν
γεννηθεί σε άλλους τόπους. Από τα αρχεία προκύπτει ότι μεταξύ
του 1360 και του 1408 ουδέποτε η πλειοψηφία του δημοτικού
συμβουλίου σχετιζόταν εξ αίματος με προηγούμενους
συμβούλους. Αυτοί οι άνδρες αποκαλούνταν «άρχοντες» εξίσου
με τον Κάρολο Δ΄, τον επικεφαλής της Αγίας Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας, όταν επισκέφτηκε την πόλη το 1375.153
Η τύχη ευνόησε τους τολμηρούς· ο θάνατος εκτόπισε τα
παγιωμένα προνόμια. Οι δραστήριοι έμποροι που πλούτισαν με
ριψοκίνδυνες περιπέτειες μεγάλων αποστάσεων μπορούσαν να
γίνουν προύχοντες, υπεύθυνοι για τη διακυβέρνηση της πόλης
και για τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης της Χανσεατικής
Ένωσης, «άρχοντες» του εμπορίου και της χρηματοοικονομίας. Η
υπηρεσία ως δημοτικός σύμβουλος έδινε σε έναν άνδρα κύρος και
πολλοί κατάγονταν από οικογένειες που δεν είχαν ποτέ ως τότε
αποκτήσει εξουσία στην πόλη. Πολλοί έμποροι από το Λούμπεκ,
σκληραγωγημένοι από επικίνδυνες εμπορικές επιχειρήσεις στη
Ρωσία και στην ανατολική Βαλτική, ανέλαβαν ηγετικούς ρόλους
ως διπλωμάτες, απεσταλμένοι και διαπραγματευτές στη σκακιέρα
της πολιτικής της εξουσίας στη βόρεια Ευρώπη· μερικοί από
αυτούς διοικούσαν τους χανσεατικούς στόλους στον πόλεμο.
Πάνω απ’ όλα η επιχείρηση. Η Χάνσα πολεμούσε για χρυσάφι και
κέρδος, όχι για τον Θεό και την πατρίδα· με επικεφαλής όχι
βασιλείς και κόμητες και ιππότες αλλά εμπόρους, δημοτικούς
συμβούλους και δημάρχους.

Παρά τη γαλήνη και τη λιτή και όμορφη όψη του, το Λούμπεκ


διατήρησε την ευημερία του επειδή μπόρεσε να προκαλέσει λιμό
στη Νορβηγία και οικονομική καταστροφή στη Φλάνδρα και την
Αγγλία. Οι τεχνίτες του ήταν πλούσιοι γιατί το Λούμπεκ και οι
φιλικά προσκείμενες πόλεις ήταν αρκετά ισχυρές για να
μονοπωλήσουν το εμπόριο και να ελέγξουν πλήρως τη διακίνηση
των σπουδαιότερων αγαθών, βγαίνοντας νικήτριες σε κάθε
ανταγωνισμό μέσω της οικονομικής κυριαρχίας, της πολιτικής
ρώμης και ενίοτε μέσω της βίας των όπλων.
Η αστικοποίηση στην Ευρώπη είχε μια ιδιαίτερη χροιά, πολύ
διαφορετική απ’ ό,τι σε άλλους πιο ανεπτυγμένους τόπους του
κόσμου. Ο Ινδικός Ωκεανός επί αιώνες ήταν μια αχανής ζώνη
ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών. Αν και κάθε άλλο παρά
γαλήνια –την περιοχή ταλάνιζαν οι πειρατές και ο έντονος
ανταγωνισμός για ένα μερίδιο στα τεράστια κέρδη– τα πελάγη
αυτά ήταν ανοιχτά σε όλους τους εμπόρους που αψηφούσαν
τους κινδύνους τους, είτε ήταν Άραβες ή Κινέζοι, μουσουλμάνοι
ή βουδιστές, Εβραίοι ή ινδουιστές. Κατά συνέπεια, οι πόλεις
γεύτηκαν κι εκείνες την ελευθερία και τον κοσμοπολιτισμό των
ανοιχτών θαλάσσιων δρόμων· οι θρησκευτικοί, εθνικοί και
πολιτικοί διαχωρισμοί καθυποτάχθηκαν στη σοβαρή επιχείρηση
του πλουτισμού. Οι μεικτές φυλετικά μητροπόλεις της
νοτιοανατολικής Ασίας δεν ήταν περιτειχισμένες όπως οι
ευρωπαϊκές πόλεις-κράτη· εξαπλώνονταν αφειδώς.154
«Εις το όνομα του Θεού και του Κέρδους». Αυτό το σύνθημα
ήταν γραμμένο στις εκατοντάδες λογιστικών βιβλίων που ανήκαν
στον Ιταλό μεγαλέμπορο Φραντσέσκο Ντατίνι. Έπαιζε κι ο Θεός
έναν ρόλο: η εκ νέου αστικοποίηση στην Ευρώπη ήταν στενά
συνδεδεμένη με τον πόλεμο, ιδιαίτερα με τους θρησκευτικούς
πολέμους στην Εγγύς Ανατολή, τη Βαλτική και την Ιβηρική
χερσόνησο. Και το κέρδος ήταν συνδεδεμένο με την τάση των
Ευρωπαίων να εξασφαλίζουν μονοπώλια, καταστέλλοντας, με
κάθε μέσο, τον ανταγωνισμό· η κουλτούρα του ελεύθερου
εμπορίου στο αστικό δίκτυο του Ινδικού Ωκεανού ήταν άγνωστη
σε εκείνη τη γωνιά του κόσμου. Η Βενετία και η Γένοβα
αναμετρήθηκαν σε μια σειρά από εξαιρετικά αιματηρές μάχες για
να διασφαλίσουν εμπορικά προνόμια στη Βαλτική Θάλασσα. Και
οι δύο αυτές πόλεις θεωρούσαν ότι είχαν το δικαίωμα του
απόλυτου ελέγχου της Αδριατικής Θάλασσας (στην περίπτωση
της Βενετίας) και της Θάλασσας της Λιγουρίας (στην περίπτωση
της Γένοβας), όπως ακριβώς η Χάνσα έλεγχε τη Βαλτική,
απαγορεύοντας οποιονδήποτε παρείσακτο. Οι δυο τους
αποτελούσαν τις πιο προηγμένες στρατιωτικές μηχανές στην
Ευρώπη.
Με ή χωρίς το εμπόριο, ο εγγενής εύθραυστος χαρακτήρας των
πόλεων τις ανάγκασε να στρατιωτικοποιηθούν. Η μεσαιωνική
Ευρώπη, κατακερματισμένη σε χιλιάδες ανταγωνιστικές πόλεις,
πόλεις-κράτη, αυτόνομες κωμοπόλεις, δημοκρατίες, μαρκιωνίες,
επισκοπές, δουκάτα, πριγκιπάτα, βασίλεια και αυτοκρατορίες,
έγινε εξαιρετικά καλή στον πόλεμο. Η Βενετία, το Παρίσι και το
Μιλάνο ήταν η εξαίρεση με πληθυσμό γύρω στις 100.000 ή και
παραπάνω· καμία άλλη ευρωπαϊκή πόλη δεν έφτασε αυτό το
μέγεθος (τόσο σύνηθες στην Κίνα, τη νοτιοανατολική Ασία και
τη Μεσοαμερική) ως τον 17ο αιώνα.
Σε αυτόν τον μοχθηρό κόσμο του αλληλοσπαραγμού, οι πόλεις
έπρεπε να αξιοποιήσουν και να τελειοποιήσουν την επιστήμη του
πολέμου. «Η πόλη πρέπει, κατ’ αρχάς, να έχει επαρκείς
στρατιωτικές δυνάμεις για να αμύνεται και να είναι
απαλλαγμένη από τον διαρκή φόβο της έξωθεν επίθεσης»,
έγραφε ο ιστορικός και πολιτικός Φραντσέσκο Γκουιτσαρντίνι. «Η
ευταξία στο εσωτερικό και το κράτος δικαίου θα ήταν άχρηστα
αν η πόλη υπερνικηθεί με τη βία». Η αστική ελευθερία, ο
δημοτικός πλούτος και η στρατιωτική δύναμη συμπορεύονταν
στη μαστιζόμενη από τους πολέμους Ευρώπη. Η εύθραυστη
πόλη, όσο πλούσια κι αν ήταν, είχε πάντα αντιπάλους
πρόθυμους να της επιτεθούν.155
Η γενέτειρα του Γκουιτσιαρντίνι, η Δημοκρατία της
Φλωρεντίας, σε διαρκείς πολεμικές συγκρούσεις με αντίπαλες
πόλεις όπως η Σιένα, η Λούκα, η Πίζα και το Μιλάνο και με
αυτοκράτορες και πάπες, έχωσε βαθιά το χέρι στη μεγάλη τσέπη
της για να προσλάβει την αφρόκρεμα των Ευρωπαίων
μισθοφόρων, επαγγελματιών αξιωματικών, τοξοτών,
λογχοφόρων, χειριστών βαλλίστρας, ιππέων και πεζικού. Η
Φλωρεντία κατάπιε ανελέητα πολλές από τις γειτονικές πόλεις-
κράτη πριν αυτές προλάβουν να γίνουν αντίπαλοί της. Στην
ανάπτυξη σύγχρονων τακτικών μάχης, στρατιωτικής
αρχιτεκτονικής και μηχανικής, πυρομαχικών και πυροβόλων οι
πλούσιες πόλεις-κράτη της Ιταλίας υπήρξαν πρωτοπόρες.
Ωστόσο, εκεί που αρίστευσαν οι μεσαιωνικές πόλεις ήταν στην
ανάπτυξη της πιο τεχνολογικά περίπλοκης μηχανής στην
ανθρωπότητα πριν από το διαστημόπλοιο: του πλοίου. Η εξέλιξη
της ενετικής μεγάλης γαλέρας, της χανσεατικής κόγκας, της
πορτογαλικής καραβέλας και της καράκας ως εκ περιτροπής
πολεμικών και εμπορικών πλοίων οφείλεται πρωτίστως στις
ανταγωνιζόμενες ευρωπαϊκές ναυτικές πόλεις. Οι μεσογειακές
πόλεις-κράτη ήταν οι πρώτες που εγκατέστησαν πυροβολικό στις
γαλέρες των στόλων τους, μια ρηξικέλευθη εξέλιξη στον ναυτικό
πόλεμο. Το μεγαλύτερο συγκρότημα στρατιωτικής βιομηχανίας
στον κόσμο πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση βρισκόταν σε
μία πόλη, τη Βενετία. Το Αρσενάλε Νουόβο156 (1320), με εργατικό
δυναμικό 16.000 ανθρώπων, μπορούσε να καθελκύσει ένα πλοίο
σε καθημερινή βάση, κάτι το απίστευτο σε μια εποχή κατά την
οποία ακόμα και τα ναυτικά βασίλεια όπως η Αγγλία δεν
διέθεταν μόνιμες ναυπηγικές εγκαταστάσεις γιατί δεν είχαν, ούτε
κατά διάνοια, τον πλούτο, τις οργανωτικές ικανότητες ή τη
συνοχή μιας πόλης-κράτους. Πουθενά αλλού δεν δηλώνεται με
τόσο σαφή τρόπο η μεσαιωνική πόλη με την ιδιότητα του
πολεμικού προμαχώνα.

Από όλα τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο Παρίσι τη


δεκαετία του 1410, μόλις το 7% αφορούσαν κλοπές· ο
επικρατέστερος τύπος εγκλήματος –πάνω από το 76%– ήταν
αυθόρμητες, παρορμητικές πράξεις βίας μεταξύ πολιτών. Τα
αρχεία των ιατροδικαστών στο μεσαιωνικό Λονδίνο
αποκαλύπτουν μια υποβόσκουσα βία σε δημόσιους χώρους,
ιδιαίτερα στις πολυσύχναστες αγορές όπου νεαροί, ένοπλοι
άνδρες συγκρούονταν μέσα στην οχλαγωγία της εμπορικής
πόλης. Καθώς χρησιμοποιούσε τα ουρητήρια στην κορυφή της
οδού Φόστερ Λέιν, ο Γουίλιαμ Ρόου άθελά του ούρησε πάνω στα
υποδήματα ενός άλλου νεαρού άνδρα. Όταν ο άνδρας
διαμαρτυρήθηκε, ο Ρόου τον χτύπησε. Τότε παρενέβη ο Φίλιπ
του Άσεντον, επιπλήττοντας τον Ρόου. Το κρανίο του Φίλιπ
έγινε κομμάτια κάτω από το τσεκούρι του Ρόου. Σε άλλη
περίπτωση, ξέσπασε καβγάς ανάμεσα στον Γουόλτερ λε Κλερκ
του Έντελμετον και τον Αλεξάντερ ντε Στόνφορντ στην οδό
Γκρέιστσερτς Στριτ στην είσοδο του τραπεζικού οίκου του
Φλόρενταϊν Μπάρντι· ο Γουόλτερ έχασε τη ζωή του από ένα
σφοδρό χτύπημα στο κεφάλι με το ραβδί του Αλεξάντερ. Ο
λαιμός του Ρόμπερτ Πόντσαρντ κόπηκε από έναν μάγειρα κατά
τη διάρκεια ενός καβγά μετά το νυχτερινό κλείσιμο μιας
ταβέρνας. Ιππεύοντας επικίνδυνα στους δρόμους και απειλώντας
διερχόμενες γυναίκες και παιδιά, ένας νεαρός ευγενής σκότωσε
έναν αγγειοπλάστη που τον παρακάλεσε να ιππεύει πιο
προσεκτικά. Ένας ιερέας που έκλεψε μήλα μαχαιρώθηκε από τον
κηπουρό που του έβαλε τις φωνές. Οι νεαροί άνδρες συμετείχαν
σε συμπλοκές και αλληλοσκοτώνονταν για γυναίκες και για
ζητήματα «τιμής». Οι συμμορίες ξεκινούσαν καβγάδες στις
ταβέρνες, οι οποίοι απλώνονταν και στους δρόμους. Ο κατάλογος
ασήμαντων καβγάδων που κατέληγαν σε ανθρωποκτονίες
συνεχίζεται, μια απαρίθμηση τυχαίων δολοφονιών.157
Από τις δολοφονίες στο μεσαιωνικό Λονδίνο ανάμεσα στο 1320
και το 1340, το 56% ήταν εγκλήματα με μαχαίρι· το 87%
συνέβησαν μεταξύ 5:00 μ.μ. και 2:00 π.μ.· και το 68%
σημειώθηκαν στο ύπαιθρο, σε κάποιον δημόσιο χώρο. Η
μητρόπολη ήταν μια αρένα καθημερινής θερμόαιμης βίας. Ένας
σιδηρουργός δούλευε πάνω στο αμόνι στην Πόρτα ντι Σαν Πιέρο
στη Φλωρεντία τραγουδώντας χαρωπά. Ξαφνικά όρμησε μέσα
ένας άνδρας κι άρχισε να εκτοξεύει τα εργαλεία του –το σφυρί,
τις πλάστιγγες και πάει λέγοντας– έξω στον δρόμο.
«Τι διάβολο κάνεις;» φώναξε ο σιδηρουργός. «Είσαι τρελός;»
«Εσύ τι κάνεις;» ρώτησε ο τρελός.
«Προσπαθώ να κάνω τη δουλειά μου. Αλλά εσύ μου χαλάς τα
εργαλεία και τα πετάς στον δρόμο».
«Τότε», είπε ο άγνωστος, που δεν ήταν άλλος από τον Δάντη,
«αν δεν θέλεις να χαλάω τα πράγματά σου, να μη χαλάς κι εσύ
τα δικά μου».
Ο άμοιρος ο σιδηρουργός τραγουδούσε προηγουμένως ένα από
τα ποιήματα του Δάντη και το είχε κατακρεουργήσει, ξεχνώντας
κάποιες λέξεις και προσθέτοντας άλλες. Άλλο ένα παράδειγμα
αστικής βίας στον δρόμο σε μια πόλη όπου, όπως έγραψε ο ίδιος
ο Δάντης, «η απληστία, ο φθόνος, η περηφάνια, αυτοί οι
θανάσιμοι σπινθήρες, έβαζαν φωτιά στις καρδιές όλων».
Ο έντονος ανταγωνισμός σε μια πόλη σαν τη Φλωρεντία
ασφαλώς και συντόμευε τη διάρκεια ζωής, αλλά ήταν και η θεϊκή
σπίθα της δημιουργικότητας. Ο Δάντης και ο Βοκάκιος έγραψαν
με φόντο έναν θανάσιμο φραξιονισμό. Το αστικό καζάνι, με τις
καταιγίδες αντιπαραθέσεων, τις πολιτικές μηχανορραφίες και
τους πολέμους, εξανάγκασε τους ανθρώπους σε μια ανατομία της
ανθρώπινης φύσης και των πολιτικών κινήτρων. Ποιος είναι ο
καλύτερος τρόπος για να εξημερώσει κάποιος μια τίγρη σαν τη
Φλωρεντία, με τα δολοφονικά φέουδα, τους υπερβολικά
πλούσιους άρχοντες, τις πολιτικά συνειδητοποιημένες κατώτερες
κοινωνικές τάξεις και τη δημοκρατική προσκόλληση στην
ελευθερία; Πώς να ισορροπήσει κανείς όλα αυτά τα
ανταγωνιστικά στοιχεία εντός της πόλης; Με τους συγγραφείς
της αρχαιότητας, όπως ο Αριστοτέλης και ο Λίβιος, από τη μια
και την πρόσφατη, πικρή ιστορία της Φλωρεντίας από την άλλη,
συγγραφείς όπως ο Νικολό Μακιαβέλι, κληρονόμοι μιας
μακραίωνης δημοκρατικής παράδοσης, έθεσαν τα θεμέλια όχι
μόνο της σύγχρονης δυτικής πολιτικής σκέψης αλλά και της
μελέτης της ιστορίας. Η αντιπαλότητα μεταξύ των πόλεων στην
Ιταλία, καθώς και το ανταγωνιστικό πνεύμα στο εσωτερικό τους,
παρείχαν το προσάναμμα για μια χρυσή εποχή στην τέχνη και
την αρχιτεκτονική.
Έχοντας φτάσει στο απόγειο του μεγαλείου τους τον 15ο
αιώνα, οι μικρές και αποδοτικές πόλεις σαν το Λούμπεκ –μεταξύ
αυτών πολλές δημοκρατίες– βρέθηκαν σε όλο και πιο μειονεκτική
θέση απέναντι στα συγκεντρωτικά κράτη, με τα τεράστια
αποθέματα ανθρώπινου δυναμικού. Τα άλλοτε απόρθητα τείχη
δεν μπορούσαν να αναμετρηθούν με το σύγχρονο πυροβολικό. Ο
Φραγκίσκος Α´, βασιλιάς της Γαλλίας, «κατάπιε» το Μιλάνο το
1515. Ο επικεφαλής της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Κάρολος
Ε΄ ανέκτησε το Μιλάνο από τη Γαλλία το 1525, λεηλάτησε τη
Ρώμη δύο χρόνια αργότερα και πολιόρκησε τη Φλωρεντία το
1530, καταστρέφοντας τη δημοκρατία. Η Γένοβα υπέκυψε στους
Γάλλους κι έπειτα έγινε δορυφόρος της Ισπανικής
Αυτοκρατορίας. Παγιδευμένη ανάμεσα στις ισχυρές δυνάμεις της
Γαλλίας και της Ισπανίας σε ιταλικό έδαφος και απειλούμενη
από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη θάλασσα, η Βενετία έπεσε
σε πολύχρονη παρακμή. Η Χανσεατική Ένωση, τον 16ο αιώνα,
είχε έρθει πλέον αντιμέτωπη με ισχυρότερα και καλύτερα
οργανωμένα βασίλεια όπως η Αγγλία, η Σουηδία και η Δανία.
Πολλές από τις πόλεις-μέλη της έχασαν την αυτονομία τους
παρασυρόμενες από τον μαγνήτη άλλων χωρών σε μια διαδικασία
εσωτερικής σταθεροποίησης, όπως η Πολωνία και η Πρωσία.
Όταν πραγματοποιήθηκε η τελευταία Χανσεατική Δίαιτα το 1669
(όπου συμμετείχαν εννέα εναπομείνασες πόλεις-μέλη), η Ένωση
είχε πάψει πια να έχει την παραμικρή σημασία.
Ωστόσο, οι πόλεις παρέμειναν στην πρώτη γραμμή του
ευρωπαϊκού πολέμου. Κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα οι
εχθροπραξίες στην ευρωπαϊκή ήπειρο είχαν γίνει μια επιστήμη
πολιορκίας και αντιπολιορκίας, ένας αγώνας εξοπλισμών μεταξύ
πυροβολητών και μηχανικών εντός κι εκτός των τειχών της
πόλης. Κολοσσιαίες οχυρώσεις σε σχήμα άστρου χτίστηκαν γύρω
από πόλεις σαν το Λούμπεκ με στόχο να είναι ανίκητες απέναντι
στους βομβαρδισμούς πυροβολικού. Αυτοί οι μακρόχρονοι,
εξουθενωτικοί πόλεμοι κατέστησαν τους Ευρωπαίους μηχανικούς
ειδήμονες στην πολιορκητική τέχνη· οι εκστρατείες στο πλαίσιο
της στρατηγικής φθοράς χάρισαν στα ευρωπαϊκά στρατεύματα
μια τεχνολογία μακράν πιο προηγμένη από οπουδήποτε αλλού
στον κόσμο. Η αστικοποίηση στην Ευρώπη έφτασε στα ύψη ως
αποτέλεσμα του επιχειρηματικού πνεύματος των λαών της, αυτό
είναι αδιαμφισβήτητο· αλλά ο δυναμισμός της προέκυψε από
λιγότερο θετικές πηγές: τον Μαύρο Θάνατο, τις σταυροφορίες,
τις ενδημικές εχθροπραξίες και τη θανάσιμη αντιπαλότητα
μεταξύ των πόλεων.
Η ευρωπαϊκή μητρόπολη που προέκυψε από όλα αυτά διέφερε
σημαντικά από τις πόλεις οπουδήποτε αλλού. Δεν ήταν πόλεις
δημοκρατικές όπως τις εννοούμε εμείς σήμερα· αλλά επέτρεπαν
μεγαλύτερη πολιτική συμμετοχή και κοινωνική κινητικότητα σε
σχέση με τα βασίλεια και τις γραφειοκρατικά διοικούμενες
κινεζικές και ιαπωνικές πόλεις. Ο αλφαβητισμός δεν ίσχυε σε
καθολικό ποσοστό· αλλά στις ευρωπαϊκές πόλεις ανάγνωση
γνώριζαν περισσότεροι από οπουδήποτε αλλού. Αν και μικρές και
ευάλωτες, οι πόλεις πραγματοποίησαν μια στρατιωτική και
εμπορική επανάσταση που απλώθηκε σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Η παρακμή του Λούμπεκ, όπως και της Βενετίας, οφειλόταν
στη δραματική μετατόπιση των τρόπων διεξαγωγής του
παγκόσμιου εμπορίου στο τέλος του 15ου αιώνα. Με την
ανακάλυψη της αμερικανικής ηπείρου και των συντομότερων
διαδρομών προς την ανατολική Ασία, νέες τεράστιες αγορές
ανοίχτηκαν για την Ευρώπη. Πιο κοντά στην πατρίδα, η
κυριαρχία του Λούμπεκ στο εμπόριο αναιρέθηκε από το νέο
αίμα, την ανερχόμενη πόλη του Άμστερνταμ. Μπορεί η
Χανσεατική Ένωση να παρήκμασε με γοργούς ρυθμούς· αλλά η
παρακαταθήκη της των πανούργων εμπορικών συνηθειών, του
μονοπωλιακού εμπορίου και της τακτικής εκφοβισμού
εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο.

141
Horst Boog, The Global War: Germany and the Second World War, Τόμος VI
(Οξφόρδη, 2015), σελ. 565.
142
Paine, σελ. 332, Helmond von Bosau, Slawenchronik, H. Stoob (επιμ.)
(Ντάρμστατ, 1983)· A. Graßmann (επιμ.), Lübeckische Geschichte (Λούμπεκ, 2008),
σελ. 1–123· H. Stoob, Lübeck (Αλτενμπέκεν, 1984).
143
Νησί της Σουηδίας. (Σ.τ.Μ.)
144
Bosau, σελ. 304, David Abula a, The Boundless Sea: a human history of the
oceans (Οξφόρδη, 2019), σελ. 424.
145
Peter Johanek, «Seigneurial Power and the Development of Towns in the Holy
Roman Empire», στο Anngret Simms & Howard B. Clarke (επιμ.), Lords and
Towns in Medieval Europe: the European Historic Towns Atlas Project (Λονδίνο,
2015), σελ. 142.
146
Πόλη της Μεσοποταμίας. (Σ.τ.Μ.)
147
Roger Crowley, City of Fortune: how Venice won and lost a naval empire
(Λονδίνο, 2011), σελ. 66.
148
O City of Byzantium: annals of Niketas Choniates, μεταγραφή Harry J.
Magoulias (Ντιτρόιτ, 1984), σελ. 317.
149
Ανακατάκτηση, ισπανικά στο κείμενο. Η σταδιακή κατάκτηση και ανάκτηση των
μουσουλμανικών εδαφών στην Ιβηρική χερσόνησο εκ μέρους των χριστιανικών
βασιλείων της βόρειας Ευρώπης σε μια περίοδο που καλύπτει συμβατικά περίπου 800
έτη (718-1492). (Σ.τ.Μ.)
150
M. Schmidt, Verö entlichungen zur Geschichte der Freien und Hansestadt
Lübeck (Λούμπεκ, 1933), Τόμος XII, σελ. 42–3· Ernst Deecke, Der Lübeckischen
Gesellschaft zur Beförderung gemeinnütziger Thätigkeit (Λούμπεκ, 1939), σελ. 33.
151
Μακάβριος χορός, γαλλικά στο κείμενο. (Σ.τ.Μ.)
152
Rhiman A. Rotz, «The Lubeck Uprising of 1408 and the Decline of the
Hanseatic League», Proceedings of the American Philosophical Society, 121:1
(Φεβρουάριος 1977), σελ. 17 κ.ε., 24.
153
Ibid., σελ. 31.
154
J. Kathirithamby-Wells, «The Islamic City: Melaka to Jogjakarta, c.1500–1800»,
Modern Asian Studies, 20:2 (1986), σελ. 333–51.
155
Johanek, σελ. 146–8, Athanasios Moulakis, Republican Realism in Renaissance
Florence: Francesco Guicciardini’s Discorso di Logrogno (Λάνχαμ, 1998), σελ. 119.
156
Νέο Νεώριο, ιταλικά στο κείμενο. (Σ.τ.Μ.)
157
Manuel Eisner, «Interactive London Medieval Murder Map», University of
Cambridge: Institute of Criminology (2018),
https://www.vrc.crim.cam.ac.uk/vrcresearch/london-medievalmurder-map
7 - Πόλεις του κόσμου - Λισαβόνα, Μελάκα,
Τενοχτιτλάν, Άμστερνταμ,1492-1666

«Περικλεής και ένδοξη» η Λισαβόνα εξέπληξε τον γιατρό και


γεωγράφο Ιερώνυμο Μίντσερ από τη Νυρεμβέργη όταν την
επισκέφτηκε το 1494. Μεταμορφωμένη από έναν άσημο και
επαρχιακό ευρωπαϊκό οικισμό στην πιο συναρπαστική πόλη της
ηπείρου, η Λισαβόνα βρισκόταν στο κατώφλι μιας νέας εποχής.
Στις αποβάθρες ο Μίντσερ είδε όχι μόνο τεράστιες ποσότητες
από φουντούκια, καρύδια, λεμόνια, αμύγδαλα, σύκα, μήλα και
ζάχαρη, αλλά μια σχεδόν «άπειρη ποικιλία αγαθών» από την
Αφρική: πανέμορφα χρωματισμένα υφάσματα, χαλιά, χάλκινα
καζάνια, κάρδαμο, αμέτρητες ποσότητες από κόκκους πιπεριού,
χαυλιόδοντες ελέφαντα και χρυσάφι. Είδε έναν τεράστιο
κροκόδειλο αναρτημένο πάνω από το ψαλτήρι στη μονή Σάντα
Τρινιδάδ, θαύμασε το ράμφος ενός πελεκάνου και συνάντησε
κλουβιά με λιοντάρια στο Κάστρο του Αγίου Γεωργίου· τον
εντυπωσίασαν τα δρακόδεντρα158 από τον Κόλπο της Γουινέας,
τα οποία είδε να αναπτύσσονται σε όλη τη Λισαβόνα. Επιθεώρησε
τεράστια ζαχαροκάλαμα, αφρικανικά όπλα και πελώρια πριόνια
από κόκαλα μεγάλων ψαριών.
Ένα μουσείο του κόσμου στη μορφή που είχε ανακαλυφθεί στα
τέλη του 15ου αιώνα, η Λισαβόνα ήταν μια πόλη διαφορετική
από οποιαδήποτε άλλη στην Ευρώπη. Στην αλλαγή του αιώνα,
περίπου το 15% του πληθυσμού αποτελούνταν από Αφρικανούς
δούλους. Υπήρχε μια σημαντική μουσουλμανική κοινότητα. Ο
Μίντσερ σημείωσε τον μεγάλο αριθμό «εξαιρετικά πλούσιων»
Εβραίων εμπόρων. Πολλοί από αυτούς θα είχαν μετακομίσει στη
Λισαβόνα μετά τη μαζική απέλασή τους από την Ισπανία το
1492. Ακόμα πλουσιότεροι ήταν οι Ολλανδοί και Γερμανοί
έμποροι που ζούσαν στη Ρούα Νόβα δος Μερκαδόρες159,
«χτισμένη στο γερμανικό στιλ».160
Η Λισαβόνα διέθετε έναν αισθησιασμό και έναν εξωτισμό
ανέφικτο σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Λίγο μετά την επίσκεψη
του Μίντσερ, ένας τολμηρός τύπος αρχιτεκτονικής μεταμόρφωσε
ακόμα περισσότερο την πόλη. Ο περίτεχνος ρυθμός που είναι
γνωστός ως Μανουελίνο, ορατός ακόμα και σήμερα στον Πύργο
Μπελέμ και στη Μονή Χερόνιμος, είναι εμβληματικός για τα
εκλεκτικά δάνεια της Λισαβόνας από όλο τον πλανήτη. Ο ρυθμός
είναι μια πομπώδης σύνθεση ύστερου γοτθικού, μαυριτανικού,
αφρικανικού, ιταλικού και φλαμανδικού αστικού σχεδιασμού
καθώς και ινδικών ναϊκών διακοσμήσεων διανθισμένων με
ναυτικά θέματα και σύμβολα ανακάλυψης: σφαιρικοί
αστρολάβοι, μοτίβα συστρεφόμενων σχοινιών, διακοσμητικοί
κόμβοι, άγκυρες, σκαλιστές εικόνες ρινόκερων, ελέφαντες και
άλλα εξωτικά θηρία.
Τα αγαθά, οι άνθρωποι και τα κτίρια που θα έβλεπε κάποιος
στα τέλη του 15ου αιώνα στη Λισαβόνα ήταν εντυπωσιακά
επειδή καμία άλλη ευρωπαϊκή πόλη δεν ασκούσε το άμεσο
εμπόριο με την Αφρική και την Ασία· μόνο λίγοι Βενετοί είχαν
ταξιδέψει εκτός ευρωπαϊκής ηπείρου. Τον 16ο αιώνα επτά από
τις δώδεκα μεγαλύτερες μητροπόλεις του κόσμου –
Βιτζαγιαναγκάρα, Γκάουντα, Γκουανγκτσού, Πεκίνο,Ναντσίνγκ,
Χανγκτσόου και Ταμπρίζ– βρίσκονταν στην Ασία. Τόσο η πόλη
του Μπενίν στη σύγχρονη Νιγηρία, η μεγαλύτερη πόλη της
υποσαχάριας Αφρικής, όσο και η Τενοχτιτλάν στη Μεσοαμερική
ήταν μεγαλύτερες από το Παρίσι, το οποίο με 185.000 κατοίκους
αποτελούσε τη μόνη χριστιανική ευρωπαϊκή πόλη στην κορυφαία
δωδεκάδα. Ο αστικός πυρήνας του κόσμου παρέμεινε στην Ασία.
Και αν η Ευρώπη ήταν απομονωμένη, η Πορτογαλία επί αιώνες
ήταν ένας παραμεθόριος τόπος στην άκρη της ηπείρου,
στριμωγμένη απέναντι στην άγνωστη απεραντοσύνη του
Ατλαντικού. Η πολεμική αριστοκρατία της ήταν αφοσιωμένη
στις σταυροφορίες στη Βόρεια Αφρική. Η Λισαβόνα, αντιθέτως,
ήταν ουσιαστικά μια πόλη-κράτος σε μια βαθιά συντηρητική,
φτωχή χώρα. Οι έμποροί της, πολλοί από τους οποίους ήταν
Εβραίοι ή απόγονοι μουσουλμάνων, είχαν ισχυρούς εμπορικούς
δεσμούς με την Ισλαμική Βόρεια Αφρική, την Ιταλία και τη
βόρεια Ευρώπη. Καθώς οι αγροτικοί και αστικοί πληθυσμοί ήταν
αμοιβαία εχθρικοί, οι φαινομενικά αντίθετες απόψεις τους για
τον κόσμο –η λαχτάρα για θρησκευτικό πόλεμο και ο πόθος για
κοσμικό πλούτο– έμελλαν να συγχωνευτούν.
Το 1415 η αριστοκρατία πήρε αυτό που ήθελε: μια σταυροφορία
στο Μαρόκο. Η μικροσκοπική Πορτογαλία συγκλόνισε την
Ευρώπη και τον ισλαμικό κόσμο με την κατάληψη της Θέουτα
στις αφρικανικές ακτές της Μεσογείου. Οι ιεροί πολεμιστές της
Πορτογαλίας ήρθαν αντιμέτωποι με μια πόλη συναρπαστική. Το
«άνθος όλων των άλλων πόλεων της Αφρικής» έκανε τη
Λισαβόνα να φαντάζει άθλια. Οι έμποροι ζούσαν σε παλάτια και
έκαναν συναλλαγές σε αφρικανικό χρυσό, ελεφαντόδοντο και
δούλους και ασιατικά μπαχαρικά. Σύμφωνα με έναν Πορτογάλο
χρονογράφο, οι έμποροι προέρχονταν από την «Αιθιοπία, την
Αλεξάνδρεια, τη Συρία, την Μπαρμπαριά, την Ασσυρία
[Τουρκία], καθώς και από την Ανατολή, οι οποίοι ζούσαν στην
άλλη πλευρά του ποταμού Ευφράτη και από τις Ινδίες … και
από πολλούς άλλους τόπους που υπάρχουν πέρα από τον άξονα
και απλώνονται πέρα από τα μάτια μας».161
Αυτή ήταν όντως μια ματιά σε έναν άλλο κόσμο, έναν άγνωστο
κόσμο αποκλεισμένο από την Ευρώπη. Ο πρίγκιπας Ερρίκος, γιος
του Ζοάο Α´ της Πορτογαλίας, πολέμησε στη Θέουτα. Τα πλούτη
αυτής της πόλης, σε συνδυασμό με τον σταυροφορικό πόθο του,
του γέννησαν την επιθυμία να καταστρέψει το Ισλάμ και να
καταστήσει την Πορτογαλία μεγάλη ανοίγοντας μια διαδρομή
προς ό,τι βρισκόταν πέρα από τη Σαχάρα: όχι μόνο χρυσός και
μπαχαρικά, αλλά –καθώς πίστευαν– ένα μυστηριώδες χαμένο
χριστιανικό βασίλειο. Ο Ιωάννης ο Πρεσβύτερος, ο μυθικός
χριστιανός αυτοκράτορας της Αιθιοπίας, βρισκόταν «πέρα από
τον άξονα»· το ίδιο, προφανώς, συνέβαινε και με τα χριστιανικά
βασίλεια που ήταν διάσπαρτα στον Ινδικό Ωκεανό. Αν
αποκτούσαν πρόσβαση προς αυτά τα εδάφη, αντί η Ευρώπη να
στραγγαλίζεται από το Ισλάμ, το Ισλάμ θα περικυκλωνόταν από
την ενωμένη Χριστιανοσύνη.
Υπό την αιγίδα του ινφάντη Ντομ Ερρίκου (ο οποίος αργότερα
ονομάστηκε Ερρίκος ο Θαλασσοπόρος), καραβέλες αναχώρησαν
από τη Λισαβόνα για να εξερευνήσουν την ατλαντική ακτή της
Αφρικής. Ως το 1470 έμποροι, δουλέμποροι και εξερευνητές από
τη Λισαβόνα είχαν προωθηθεί μέχρι τον Κόλπο της Γουινέας· την
επόμενη δεκαετία έφτασαν μέχρι το Κονγκό. Στη συνέχεια, το
1487, μια αποστολή με επικεφαλής τον Μπαρτολομέου Ντιάζ
ωθήθηκε δυτικά της ακτής της Ναμίμπια προς τον Ατλαντικό. Η
τολμηρή αυτή απόφαση έλυσε επιτέλους τον γρίφο της
πρόσβασης στον Ινδικό Ωκεανό. Καθώς έπλεαν στον ωκεανό, οι
δυτικοί άνεμοι ώθησαν τα μικρά πλοία του Ντιάζ προς τα
ανατολικά, κυκλώνοντας αυτό που ο ίδιος ονόμασε το
Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Ο Ντιάζ κατέρριψε τη θεωρία του
Πτολεμαίου ότι ο Ινδικός Ωκεανός ήταν μια περίκλειστη
θάλασσα. Ήταν προσβάσιμος από την Ευρώπη.
Ή, ακριβέστερα, ήταν προσβάσιμος από τη Λισαβόνα.
Η πόλη έγινε μαγνήτης για όσους επιθυμούσαν να
επωφεληθούν από την εποχή της εξερεύνησης και για όσους
ήθελαν να καταλάβουν τον κόσμο καθώς αυτός μεταβαλλόταν
κάτω από τα πόδια τους. Ο Χριστόφορος Κολόμβος από τη
Γένοβα ήρθε στην αυλή του Ζοάο Β΄, γοητευμένος από τη δίψα
για ανακαλύψεις και τις ομάδες εμπειρογνωμόνων που
μελετούσαν κάθε νέο χάρτη και κάθε νέα πληροφορία που
έφερναν οι εξερευνητές κατά την επιστροφή τους. Ο Μάρτιν
Μπέχαϊμ, έμπορος της Νυρεμβέργης και ταλαντούχος
χαρτογράφος και κοσμογράφος, ήταν φυσικό να γοητευτεί από
τη Λισαβόνα τη δεκαετία του 1480, όπου έκανε βελτιώσεις στον
αστρολάβο και μελέτησε πίνακες πλοήγησης. Ο αστρολάβος
μεταφέρθηκε στον Κόλπο της Γουινέας από τον Εβραίο
επιστήμονα Χοσέ Βιζίνιο το 1483 για να μετρήσει το ύψος του
ήλιου. Από τα ταξίδια αυτά προέκυψαν λεπτομερείς χάρτες του
άγνωστου ως τότε ανατολικού Ατλαντικού. Ο Μπέχαϊμ
δημιούργησε μια υδρόγειο σφαίρα μεταξύ του 1491 και του 1493
η οποία ονομάστηκε Erdapfel (μήλο της γης), μια σύνοψη της
κατανόησης του κόσμου από τους Δυτικούς τις παραμονές της
ανακάλυψης της Αμερικής.162
Επιστήμονες όπως ο Μπέχαϊμ και ο Βιζίνιο μαθήτευσαν κοντά
στον σπουδαίο Αβραάμ Ζακούτο, ραβίνο και βασιλικό αστρονόμο.
Γεννημένος στην Ισπανία, ο Ζακούτο βρήκε καταφύγιο στη
Λισαβόνα μετά την απέλαση των Εβραίων από τη χώρα
καταγωγής του. Οι αστρονομικοί πίνακες του Ζακούτο, οι οποίοι
συγκεντρώθηκαν υπό τον τίτλο Almanach Perpetuum, έφεραν
επανάσταση στην εξερεύνηση των ωκεανών επιτρέποντας στους
ναυτικούς να καθορίζουν τη θέση τους στη θάλασσα. Η επιτροπή
εμπειρογνωμόνων του Ζοάο, με επικεφαλής τον Βιζίνιο και τον
Μπέχαϊμ, απέρριψε την πρόταση του Κολόμβου να ταξιδέψει
δυτικά διασχίζοντας τον Ατλαντικό προς τις Ινδίες, κρίνοντας
πολύ σωστά ότι είχε υποτιμήσει σε σοβαρό βαθμό το μέγεθος του
κόσμου.
Ο Ιερώνυμος Μίντσερ θαύμασε τη στρατιωτική υποδομή της
Λισαβόνας με τα εργοστάσιά της, με επικεφαλής τους Γερμανούς
και Φλαμανδούς ιδρυτές και πυροβολητές, που την εφοδίαζαν με
μια ευρεία ποικιλία προηγμένου οπλισμού. Τα πορτογαλικά
πλοία ήταν εξοπλισμένα με υπερσύγχρονα πυροβόλα, μεγάλα
κανόνια που οπλίζονταν πάνω στις καραβέλες, και ελαφριά,
ταχυβόλα περιστρεφόμενα όπλα, τα λεγόμενα berços, που ήταν
τοποθετημένα στις λέμβους του πλοίου. Τροφοδοτούμενη από τα
όνειρα ενός οραματιστή βασιλιά, από την επιθυμία για πλούτο
πέρα από τον ορίζοντα και από τον θρησκευτικό ζήλο, η
Λισαβόνα είχε προωθηθεί από τη σχετική αφάνεια στην πρώτη
θέση των ευρωπαϊκών μητροπόλεων.
Μετά τον θάνατο του Ζοάο το 1495, ο διάδοχός του Μανουέλ
Α´ παρέμεινε αφοσιωμένος στον ίδιο στόχο. Μέσα σε δύο χρόνια
αναχώρησε μια άλλη αποστολή, πλούσια εξοπλισμένη με τα
καλύτερα πλοία και όπλα που μπορούσαν να παραγάγουν τα
ναυπηγεία της Λισαβόνας και με τα πιο σύγχρονα βοηθήματα
πλοήγησης. Ο αρχηγός της αποστολής, Βάσκο ντα Γκάμα, έλαβε
εντολή να φτάσει στη μεγάλη πόλη των μπαχαρικών, την
Καλικούτ, όπου όφειλε να αναζητήσει χριστιανούς βασιλείς και
να εγκαθιδρύσει ένα εμπόριο μπαχαρικών. Σύμφωνα με το
Παπικό Χρυσόβουλο Inter caetera, ο κόσμος εκτός της Ευρώπης
χωρίστηκε από μια γραμμή στον άξονα Βορρά-Νότου στον
Ατλαντικό. Όλη η γη στα δυτικά ανήκε στην Ισπανία· οι
Πορτογάλοι κατείχαν την Ανατολή. Αυτή η νοητή γραμμή
τροποποιήθηκε αργότερα από τη Συνθήκη του Τορδεσίγιας·
ουσιαστικά σήμαινε ότι οι Πορτογάλοι έπλεαν σε ό,τι οι ίδιοι
θεωρούσαν δική τους ιδιωτική περιοχή, κατά παραχώρηση του
Πάπα.
Ακολουθώντας την πορεία του Μπαρτολομέου Ντιάζ, ο Ντα
Γκάμα κατευθύνθηκε δυτικά, στον Ατλαντικό, για να στρίψει
ανατολικά κάτω από το άκρο της Αφρικής. Ανηφόρισε ως τα
παράλια της Ανατολικής Αφρικής. Όταν ο στολίσκος σταμάτησε
στην πόλη-λιμάνι της Μοζαμβίκης, οι Πορτογάλοι πήραν μια
πρώτη γεύση του νέου κόσμου στον οποίο είχαν μόλις εισέλθει.
Εδώ βρίσκονταν περίτεχνα ντυμένοι Άραβες έμποροι, με τα πλοία
τους φορτωμένα με χρυσό, ασήμι, γαρίφαλα, πιπέρι, τζίντζερ,
μαργαριτάρια, ρουμπίνια και άλλους πολύτιμους λίθους. Στη
συνέχεια προωθήθηκαν σε άλλες πόλεις: στη Μομπάσα και έπειτα
στο Μαλίντι. Παντού έβλεπαν πλούσιες πόλεις και ανθηρό
εμπόριο. Πουθενά δεν υπήρχαν ίχνη των χριστιανικών πόλεων
που περίμεναν να βρουν.
Οι Ευρωπαίοι ναύτες, που έπασχαν από σκορβούτο, με το
τιποτένιο φορτίο τους από μπιχλιμπίδια, δεν είχαν και πολλά να
προσφέρουν σε αυτόν τον περίπλοκο, πολυεθνικό αστικό κόσμο
όπου ο πλούτος της Ασίας και της Αφρικής διακινούνταν από
πόλη σε πόλη. Αυτό που πράγματι είχαν ήταν η προεπιλεγμένη
επιθετικότητα και το μίσος για όλα τα ισλαμικά πράγματα που
είχαν μάθει κατά τις εξαντλητικές σταυροφορίες στο Μαρόκο και
την Τυνησία. Τα πλοία τους ήταν γεμάτα με την πιο προηγμένη
στρατιωτική τεχνολογία στον κόσμο. Και χρησιμοποίησαν αυτά
τα όπλα από τη στιγμή που έφτασαν στον Ινδικό Ωκεανό για να
πάρουν αυτό που ήθελαν. Γεμάτοι καχυποψία για αυτόν τον
παράξενο ωκεανό, με τις μεγάλες πόλεις και τα περίπλοκα
εμπορικά δίκτυα, οι Πορτογάλοι άνοιξαν πυρ σε αφρικανικά
χωριά και στην πόλη της Μοζαμβίκης. Η δυσπιστία και ο
φιλοπόλεμος χαρακτήρας των εισβολέων ήταν μια πρώτη γεύση
από ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει.163

*
Μία από τις μεγάλες πόλεις της εποχής, το κέντρο του εμπορίου
μπαχαρικών, η Καλικούτ, απλωνόταν από την ακτή ως τους
πρόποδες της οροσειράς Γκατ. Τα ασβεστωμένα σπίτια των
εμπόρων και τα ξύλινα παλάτια των ευγενών, με θέα στη
θάλασσα, κρυφοκοίταζαν πίσω από φοίνικες. Οι μιναρέδες
υψώνονταν ως τον ουρανό από τεμένη που βρίσκονταν κοντά σε
μεγάλους ινδουιστικούς ναούς. Όταν οι εξαντλημένοι και
νευρικοί άνδρες του Ντα Γκάμα έφτασαν σε αυτή την τεράστια,
πυκνόκτιστη πόλη –αφελείς Ευρωπαίοι καθώς ήταν– θα νόμισαν
ότι έμπαιναν σε μια παράξενη εξωτική, ανεξερεύνητη γη. Σε μία
από αυτές τις ειρωνείες της ιστορίας, οι πρώτοι άνθρωποι που
συνάντησαν ήταν δύο έμποροι από την Τυνησία, σε μικρή
απόσταση από την Πορτογαλία. «Μπα που να σε πάρει ο
διάβολος!» αναφώνησε ένας από αυτούς τους κουρασμένους
ταξιδιώτες στην καταλανική διάλεκτο. «Πώς βρέθηκες εδώ;»
Η απάντηση ήταν απλή: ήρθαν, καθώς είπαν, σε αναζήτηση
χριστιανών και μπαχαρικών. Οι παρείσακτοι μάλλον δεν
σκέφτηκαν, όταν τους απευθύνθηκαν σε ευρωπαϊκές γλώσσες, ότι
ο κόσμος ήταν πολύ πιο διασυνδεδεμένος και οικονομικά
ενοποιημένος απ’ ό,τι μπορούσαν να φανταστούν. Οι άντρες του
Ντα Γκάμα είχαν έρθει από τον δύσκολο δρόμο, μέσω του
Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Οι Τυνήσιοι απλώς
ακολούθησαν τους πεπατημένους ισλαμικούς δρόμους απευθείας
από την πατρίδα τους.
Δεν υπήρχε κανένας χριστιανός βασιλιάς. Και τα μπαχαρικά
έπρεπε να τα πληρώσουν. Τι διέθεταν για να ανταλλάξουν οι
Πορτογάλοι; Ο Ντα Γκάμα άνοιξε τα δώρα του για να
εντυπωσιάσει τον βασιλιά, τον ινδουιστή Ζαμορίν, «τον Άρχοντα
της Θάλασσας»: δώδεκα κομμάτια ριγέ ύφασμα, τέσσερις άλικες
κουκούλες, έξι καπέλα, τέσσερις αλυσίδες κοραλλιών, έξι λεκάνες,
ένα κιβώτιο ζάχαρης, δύο βαρέλια με μέλι και δύο με λάδι.
Όταν τα είδε, ο αξιωματούχος του Ζαμορίν γέλασε· ακόμα κι ο
φτωχότερος έμπορος της Μέκκας κόμιζε καλύτερα δώρα από τον
βασιλιά της Πορτογαλίας. Αρνήθηκε ακόμη και να τα
παρουσιάσει ενώπιον του κυρίου του.
Αυτή ήταν μια εμπορική πόλη και ο ηγεμόνας της ήταν ένας
εμπορικός βασιλιάς. Η Καλικούτ, με τους τεράστιους ναούς και
τα παλάτια της, τα αμέτρητα πλήθη της και ένα μείγμα από
Εβραίους, μουσουλμάνους, ινδουιστές και βουδιστές, έκανε τη
Λισαβόνα να φαντάζει επαρχιακή. Οι έμποροι έρχονταν από όλες
τις θάλασσες των μουσώνων, όπως έκαναν επί μια χιλιετία,
φέρνοντας εμπορεύματα αξίας. Ο Ζαμορίν επωφελήθηκε από το
ελεύθερο εμπόριο, συλλέγοντας δασμούς από εκατοντάδες πλοία
που χρησιμοποιούσαν την Καλικούτ ως τη μεγαλύτερη
μητρόπολη μεταφόρτωσης στον Ινδικό Ωκεανό. Δεν είχε κανένα
ενδιαφέρον να αντιμετωπίσει με διπλωματική ευγένεια τον
εκπρόσωπο ενός βασιλιά μιας μακρινής χώρας που δεν είχε
τίποτα να προσφέρει σε επιχειρηματικό επίπεδο.
Και δεν ήταν μόνο ο Ζαμορίν. Όταν είδαν τα πορτογαλικά
αγαθά, οι μουσουλμάνοι έμποροι της Καλικούτ απλώς έφτυσαν
και σφύριξαν αποδοκιμαστικά: «Πορτογαλία! Πορτογαλία!» Σε
μια πόλη όπου ο πλούτος του κόσμου, από την Κίνα ως τη
Βενετία, συσσωρευόταν στα παζάρια, κανείς δεν ήθελε να
αγοράσει αυτό που είχαν φέρει οι Ευρωπαίοι· δεν είναι να απορεί
κανείς που ένα όμορφο πουκάμισο αξίας 300 reis στη Λισαβόνα
απέφερε τριάντα reis164 στην Καλικούτ. Αντίθετα, ένας σάκος με
μπαχαρικά κόστιζε δύο cruzados165 στην Καλικούτ και τριάντα
στη Λισαβόνα.
Μην μπορώντας να κατανοήσει την οικονομική
πραγματικότητα, ο Ντα Γκάμα, με την καχυποψία και τη
μνησικακία που είχε αποκτήσει από την Ευρώπη, υπέθεσε ότι οι
μουσουλμάνοι έμποροι συνωμοτούσαν εναντίον του,
εμποδίζοντας την πώληση πορτογαλικών βραχιολιών,
υφασμάτων και πουκαμίσων. Και τα πράγματα χειροτέρεψαν
όταν ο βασιλιάς ζήτησε την πληρωμή των λιμενικών δασμών
που απαιτούνταν από όλους τους επισκέπτες εμπόρους. Ο Ντα
Γκάμα δεν μπορούσε να πληρώσει σε χρυσό και τα ασήμαντα
εμπορεύματά του δεν είχαν αρκετή αξία για να καλύψουν τα
έξοδα. Αποφάσισε να φύγει χωρίς να πληρώσει. Πριν το κάνει,
απήγαγε έξι ινδουιστές εμπόρους από υψηλή κάστα. Όταν
απέπλευσε ο πορτογαλικός στολίσκος, καταδιώχθηκε από ένα
πλήθος πολεμικών πλοίων του Ζαμορίν. Καθώς δεν μπορούσαν
να συναγωνιστούν την πορτογαλική δύναμη πυρός, υπέστησαν
σοβαρές καταστροφές από κανονιοβολισμούς.166
Ο Ντα Γκάμα επέστρεψε με μια μικρή ποσότητα μπαχαρικών
και την πληροφορία ότι τα πορτογαλικά πλοία ήταν μακράν τα
ισχυρότερα σκάφη στα ασιατικά ύδατα. Η Βενετία και η Γένοβα
ανέμεναν την καταστροφή όταν οι ειδήσεις για την επιτυχία του
Ντα Γκάμα διαδόθηκαν σε όλη την Ευρώπη. Ο Μανουέλ, που
πλέον αυτοαποκαλείται «Άρχοντας της κατάκτησης, της
πλοήγησης και του εμπορίου της Αιθιοπίας, της Αραβίας, της
Περσίας και της Ινδίας», έστειλε μια άλλη αποστολή υπό τον
Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ το 1500.
Πλέοντας στον Ατλαντικό για να βρει τους δυτικούς ανέμους, ο
Καμπράλ ανακάλυψε τη γη που θα ονομαζόταν Βραζιλία. Στα
ύδατα της Ινδίας άρχισε να επιτίθεται σε μουσουλμανικά πλοία.
Οι σχέσεις με τον νέο Ζαμορίν της Καλικούτ διαλύθηκαν. Ένα
πλήθος μουσουλμάνων επιτέθηκε στον πορτογαλικό εμπορικό
σταθμό στην πόλη. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, οι
Πορτογάλοι ισχυρίστηκαν ότι «σκότωσαν ένα βουνό ανθρώπων»
στους δρόμους της Καλικούτ με τα τόξα τους. Ο Καμπράλ
σφαγίασε 600 Άραβες εμπόρους και ναυτικούς που είχαν
αγκυροβολήσει στην Πόλη των Μπαχαρικών. Λεηλάτησε τα
αγαθά τους, έκαψε τα πλοία τους και αιχμαλώτισε τρεις
πολεμικούς ελέφαντες (τους οποίους οι Πορτογάλοι έφαγαν). Στη
συνέχεια, έστρεψε το πανίσχυρο κανόνι του προς την ίδια την
πόλη και βομβάρδισε την Καλικούτ. Για άλλη μια φορά οι
Πορτογάλοι ανέφεραν με ευθυμία ότι «εξολοθρεύσαμε έναν
ατελείωτο αριθμό ανθρώπων και κάναμε [στην πόλη] μεγάλη
ζημιά».167
Τώρα ο Ινδικός Ωκεανός βίωσε, κατά διαδοχικά κύματα, πλοία
που αναχωρούσαν από τη Λισαβόνα. Ο Βάσκο ντα Γκάμα
επέστρεψε. Στην Κίλουα, το κύριο εμπορικό λιμάνι της
ανατολικής Αφρικής, προειδοποίησε τον σουλτάνο ότι «αν το
επιλέξω, σε μία και μοναδική ώρα η πόλη σας θα μπορούσε να
μετατραπεί σε στάχτη». Είπε σε άλλες πόλεις ότι ο Μανουέλ ήταν
τώρα «ο άρχοντας της θάλασσας» και κυρίαρχος της ακτής τους.
Έστειλε ωστικά κύματα σε ολόκληρο τον Ινδικό Ωκεανό όταν
λεηλάτησε και κατέστρεψε ένα ιστιοφόρο πλοίο με 380 επιβάτες,
συμπεριλαμβανομένων μερικών από την επιχειρηματική ελίτ των
θαλασσών των μουσώνων. Όλοι εκτός από τα παιδιά
σφαγιάστηκαν.168
Επιστρέφοντας στην πολυσύχναστη Καλικούτ, διέταξε τον
Ζαμορίν να απελάσει όλους τους μουσουλμάνους εμπόρους και
να απαγορεύσει το εμπόριο μαζί τους. Ο ινδουιστής βασιλιάς
απάντησε ότι οι Πορτογάλοι ήταν, λίγο ως πολύ, πειρατές και ότι
το δικό του «λιμάνι ήταν πάντα ανοιχτό». Η απάντηση του Ντα
Γκάμα ήταν «μια συνεχής καταιγίδα και βροχή από σιδερένιες
σφαίρες και πέτρες» στην πόλη. Κατά τη διάρκεια αυτού του
τρομερού βομβαρδισμού, ο Ντα Γκάμα απαγχόνισε τριάντα
τέσσερις μουσουλμάνους εμπόρους και ινδουιστές ψαράδες στις
κεραίες των ιστών του πλοίου του. Μέσα σε λίγα χρόνια, η
Καλικούτ, μία από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου,
μετατράπηκε σε ερείπια. Οι άνθρωποι έφευγαν όσο πιο γρήγορα
μπορούσαν.169
Αντιμέτωπες με αυτόν τον βάναυσο και επίμονο εκφοβισμό,
και χωρίς τα μέσα για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, οι
πόλεις της ακτής Μάλαμπαρ άρχισαν να συνθηκολογούν με τους
βίαιους επήλυδες. Οι Πορτογάλοι ανέπτυξαν μια παράνομη
δραστηριότητα προστασίας σε ολόκληρο τον ωκεανό,
υποχρεώνοντας τα πλοία να αγοράζουν πιστοποιητικά αν δεν
ήθελαν να αντιμετωπίσουν τον αφανισμό. Ένας μουσουλμάνος
πλοίαρχος είπε με τρόμο: «Είναι ανήκουστο να απαγορεύεται σε
οποιονδήποτε να πλέει στις θάλασσες». Τώρα, με την έλευση των
Πορτογάλων, αυτό δεν ήταν ανήκουστο. Οι μουσουλμανικές
εμπορικές κοινότητες, κατανοώντας ότι το παιχνίδι είχε λάβει
τέλος, επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Το μεγαλύτερο μέρος των
ακτών Σουαχίλι και Μάλαμπαρ τελούσε υπό πορτογαλικό έλεγχο.
Κατασκευάστηκαν οχυρώσεις και απαγορεύτηκε στους τοπικούς
ηγέτες να ασκούν εμπόριο με οποιονδήποτε εκτός από τους
Πορτογάλους και, μάλιστα, μόνο σε τιμές που όριζαν οι
εισβολείς.170
Το αστικό αρχιπέλαγος του Ινδικού Ωκεανού που είχε
αναπτυχθεί ειρηνικά επί αιώνες αντιμετώπιζε τη βίαιη
καταστροφή. Θορυβημένος από τις πορτογαλικές εισβολές, ο
σουλτάνος Μαμελούκος στο Κάιρο οργάνωσε (με την κρυφή
βοήθεια της Βενετίας) έναν στόλο για να αντιμετωπίσει τους
καταπατητές. Η Κίλουα, μια μικρή αλλά πολύ πλούσια πόλη με
τεμένη αντάξια εκείνων της Κόρδοβα, λεηλατήθηκε το 1505· η
Μομπάσα, μια μεγάλη, όμορφη εμπορική πόλη, λεηλατήθηκε και
κάηκε ολοσχερώς λίγο αργότερα. Το Ορμούζ, μια μεγάλη ναυτική
πόλη, κυριεύτηκε και καταλήφθηκε. Η ινδική πόλη Κοτσί, όπου
δεσπόζει ένα μεγάλο πορτογαλικό κάστρο, έγινε το κύριο λιμάνι
των μπαχαρικών.
Έχοντας ως βάση αυτή την πόλη, η στρατιωτική ιδιοφυΐα
ονόματι Αφόνσο ντε Αλμπουκέρκε σχεδίασε και ηγήθηκε μιας
νέας επίθεσης το 1510. Η πόλη της Γκόα λεηλατήθηκε και
«καθαρίστηκε» (κατά την έκφραση του Αλμπουκέρκε) από τον
μουσουλμανικό πληθυσμό και τα ισλαμικά κτίριά της. Στη
συνέχεια, έβαλε στο μάτι μια άλλη πόλη, τη μεγαλύτερη από
όλες τις πόλεις-κράτη, το κόσμημα του Ινδικού Ωκεανού – «το
Μάτι του Ήλιου», όπως ήταν το παρωνύμιό της.
Ο Πορτογάλος συγγραφέας Τομέ Πίρες υπολόγισε ότι ογδόντα
τέσσερις διαφορετικές γλώσσες ομιλούνταν στη Μελάκα, αυτή τη
γιγαντιαία πόλη των 120.000 ανθρώπων. Εκτεινόμενη σαν
κορδέλα επί περίπου 17 χιλιόμετρα, περιτριγυρισμένη από
ζούγκλα από τη μία πλευρά και θάλασσα από την άλλη, ήταν
μια πόλη χάρμα οφθαλμών από τα εισερχόμενα πλοία, με
χιλιάδες σπίτια κατάφυτα με φοίνικες, με αποθήκες, ναούς και
τεμένη. Το λιμάνι της, καθώς έλεγαν, είχε χώρο για 2.000 πλοία,
από γιγαντιαία κινεζικά φορτηγά μέχρι μικρά κωπήλατα σκάφη.
Με ηλικία μόλις ενός αιώνα, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία,
σύμφωνα με τον Πίρες, «ότι η Μελάκα χαρακτηρίζεται από τόσο
μεγάλη σημασία και κέρδος ώστε μου φαίνεται ότι δεν υπάρχει
ισάξιά της στον κόσμο».171
Το Μάτι του Ήλιου ήταν ένα εύστοχο παρωνύμιο. Όπως το
Πάλεμπανγκ πριν από αυτή και η Σιγκαπούρη μετά, η
συγκεκριμένη πόλη ήταν το κέντρο ενός εμπορικού δικτύου που
απλωνόταν στην Κίνα και την Ιαπωνία, τα Νησιά των
Μπαχαρικών και την Ιάβα, την Ταϊλάνδη και τη Βιρμανία, την
Ινδία και την Κεϋλάνη, την Αφρική, την Ευρώπη και τον
Περσικό Κόλπο. Βρισκόταν στο τέλος ενός συστήματος μουσώνων
και στην αρχή ενός άλλου, οπότε όλο το εμπόριο ήταν
συγκεντρωμένο εδώ. Μπαχαρικά, υφάσματα, λακαριστά
αντικείμενα, δούλοι, ναρκωτικά, αρώματα, πολύτιμοι λίθοι,
πορσελάνη, ελεφαντόδοντο και χρυσός έρχονταν εδώ από την
Ασία και την Αφρική· το ίδιο συνέβαινε και με τα καλύτερα
ευρωπαϊκά εμπορεύματα, τα οποία έφταναν μέσω της Βενετίας
και του Καΐρου. Η Μελάκα βρισκόταν στη μέση του κόσμου.
Ο Πίρες ανέπτυξε έναν εξαντλητικό κατάλογο ξένων εμπόρων:
προέρχονταν από το Κάιρο, τη Μέκκα, το Ορμούζ και το Άντεν·
από την Αβησσυνία και την Κίλουα· υπήρχαν Τούρκοι και
χριστιανοί Αρμένιοι που συναναστρέφονταν Κινέζους,
Βιρμανούς, εμπόρους από την Ιάβα και το Σιάμ, από την
Καμπότζη, από το Κουτζαράτ, από τη Βεγγάλη, με Μπούγκι και
Μαλαισιανούς· υπήρχαν ινδουιστές από την Καλικούτ και Ταμίλ
από την Κεϋλάνη· έμποροι από το Μπρουνέι, τα Νησιά
Μολούκες, το Τιμόρ, τη Σούντα, το Πεγκού, τις Μαλδίβες… και
η λίστα δεν είχε τέλος. Οι διάφοροι έμποροι σύστησαν μεγάλες
εμπορικές εταιρείες και συντεχνίες, μοιραζόμενοι τον κίνδυνο και
διαπραγματευόμενοι τιμές και τελωνειακά τέλη, όπως η
γερμανική Χάνσα.
Σε μια μητρόπολη όπου κάθε δρόμος και σπίτι αποτελούσε
μέρος ενός ατελείωτου παζαριού, μπορούσε κανείς να αγοράσει
ό,τι ποθούσε η ψυχή του ή να στοιχηματίσει στην πιο προηγμένη
χρηματαγορά που υπήρχε στον πλανήτη. Διοικούμενη από έναν
σουλτάνο, είχε γίνει μια υπέροχη πλούσια πόλη από τους φόρους
που επιβάλλονται στο διεθνές εμπόριο. Η Μελάκα ξεπέρασε
ακόμη και τις αστραφτερές πόλεις που οι Πορτογάλοι είχαν
καταστρέψει ή κυριεύσει στην Ινδία. «Οι άνθρωποι δεν μπορούν
να εκτιμήσουν την αξία της Μελάκα, όσον αφορά το μεγαλείο
και το κέρδος της. Η Μελάκα είναι μια πόλη καμωμένη για
εμπόριο, πιο κατάλληλη από οποιαδήποτε άλλη στον κόσμο». Οι
Πορτογάλοι εισβολείς όπως ο Τομέ Πίρες άρχισαν να
καταλαβαίνουν τη διασύνδεση του κόσμου: «Όποιος είναι κύριος
της Μελάκα έχει τα χέρια του πάνω στο λαρύγγι της Βενετίας».172
Επομένως, δεν αποτέλεσε έκπληξη όταν ένας πορτογαλικός
στόλος έφτασε έξω από τη Μελάκα την 1η Ιουλίου του 1511,
έχοντας αφήσει στα απόνερά του ένα μονοπάτι κατεστραμμένων
φορτηγών πλοίων. Επί τρεις εβδομάδες τα πολεμικά πλοία του
Αλμπουκέρκε στέκονταν απειλητικά έξω από την πόλη,
κάνοντας αυστηρά αιτήματα στον σουλτάνο και βομβαρδίζοντας
την πόλη για την υποβάλουν σε συνεχή πίεση. Στις 24 του μήνα
ο Αλμπουκέρκε επιτέθηκε. Το κλειδί για τη Μελάκα ήταν η
γέφυρα που διέσχιζε τον ποταμό ο οποίος διχοτομούσε τη μεγάλη
πόλη, ένα είδος τροπικού Ριάλτο όπου διεξάγονταν οι
επιχειρήσεις. Στη μάχη για τη γέφυρα, κάτω από τον καυτό ήλιο,
οι βαριά οπλισμένοι Πορτογάλοι στρατιώτες αντιμετώπισαν ένα
μπαράζ πυροβολικών, έναν κατακλυσμό από βέλη, θανατηφόρα
δηλητηριώδη μικρότερα βέλη που εκτοξεύονταν από φυσητήρες
και είκοσι θυμωμένους πολεμικούς ελέφαντες που τους
ποδοπατούσαν. Κατέλαβαν για λίγο τη γέφυρα, αλλά,
εξασθενημένοι από τη ζέστη και την υγρασία, αναγκάστηκαν να
υποχωρήσουν.
Οι οδομαχίες ήταν εξίσου έντονες. Οι περισσότεροι από τους
διοικητές του Αλμπουκέρκε, φοβισμένοι από τα δηλητηριώδη
βέλη και τον καυτό ήλιο, ήθελαν να τα παρατήσουν. Αλλά ο
Αλμπουκέρκε επέμενε στην προοπτική να καταλάβει την
πλουσιότερη πόλη της γης. Στις 10 Αυγούστου επιτέθηκαν ξανά.
Αυτή τη φορά δεν θα υπήρχε αιφνιδιαστική κάθοδος στη
γέφυρα· η επίθεση θα αφορούσε τη σιδηρά πειθαρχία του
Αλμπουκέρκε. Με την κάλυψη του κανονιού που ήταν
τοποθετημένο έτσι ώστε να σαρώνει τους δρόμους, οι Πορτογάλοι
στρατιώτες, οπλισμένοι με δόρατα, παρατάχθηκαν σε
τετράγωνους σχηματισμούς, έξι άνδρες σε κάθε πλευρά, και
προχώρησαν, εκατοστό το εκατοστό, στο δίκτυο από δρόμους και
σοκάκια. Δεν γλίτωσε ούτε ένας μουσουλμάνος, άνδρας, γυναίκα
ή παιδί. Επί εννέα μέρες αυτοί οι σχηματισμοί εκκαθάριζαν
συστηματικά τους αντιπάλους τους από την πόλη. Έπειτα,
επιτράπηκε στους Πορτογάλους να προβούν σε λεηλασίες, και
πάλι με το ίδιο σύστημα αυστηρής πειθαρχίας. Ο εμπρησμός
απαγορεύτηκε και σηματοδοτήθηκαν με σημαίες ορισμένα σπίτια
ώστε να γλιτώσουν από τη λεηλασία. Σε μικρές ομάδες, με
πρώτους τους ναύτες, δόθηκε στους Πορτογάλους καθορισμένος
χρόνος για λεηλασία· όταν ηχούσε η σάλπιγγα, η βάναυση
σαρωτική εκκαθάρισή τους έπρεπε να τελειώσει ώστε η επόμενη
ομάδα να πάρει σειρά και να λεηλατήσει το μεγαλύτερο παζάρι
στον κόσμο.
Όταν τελείωσαν, τα ματωμένα σοκάκια της Μελάκα ήταν
γεμάτα με υπολείμματα, πράγματα στα οποία οι νικητές δεν
έδιναν σημασία επειδή ήταν φορτωμένοι με ακόμη πιο πλούσια
πράγματα. Κοσμήματα που είχαν απορρίψει λαμποκοπούσαν μες
στο χώμα· εκλεκτές κινεζικές πορσελάνες κείτονταν σπασμένες
και παραμελημένες· δαμασκηνά, μεταξωτά και ταφταδένια
υφάσματα τσαλαπατούνταν· βάζα με μόσχο κείτονταν
εγκαταλειμμένα. Αυτά τα πράγματα από μόνα τους θα
αποτελούσαν βασιλικά λύτρα στη Βενετία. Έπειτα, έπιασαν πάλι
δουλειά. Αποδεκατισμένοι από την ελονοσία, οι άντρες του
Αλμπουκέρκε μοχθούσαν κάτω από την ανελέητη κάψα για να
φτιάξουν ένα φρούριο χρησιμοποιώντας λίθους από τα
κατεστραμμένα τεμένη. Η Μελάκα ανήκε πλέον στην
Πορτογαλία. Περίπου 900 Ευρωπαίοι είχαν νικήσει έναν στρατό
20.000 αμυνόμενων. Εκτός από τη θέση της ως υπομόχλιο του
παγκόσμιου εμπορίου, χρησίμευσε ως εφαλτήριο για την ώθηση
της Πορτογαλίας προς τα Νησιά των Μπαχαρικών, την Κίνα και
την Ιαπωνία.

«Όποιος είναι κύριος της Μελάκα έχει τα χέρια του πάνω στο
λαρύγγι της Βενετίας». Και όχι μόνο της Βενετίας: είχε επίσης τα
χέρια του και στο λαρύγγι του Καΐρου, της Αλεξάνδρειας και της
Μέκκας. Η κατάληψη της πόλης σηματοδότησε ένα σημείο
καμπής στην παγκόσμια ιστορία. Με στρατηγικά λιμάνια σαν τη
Μελάκα, την Γκόα, το Κοτσί και το Ορμούζ υπό τον έλεγχό της,
η Πορτογαλία θα μπορούσε να εκδιώξει τους μουσουλμάνους
εχθρούς της και να ελέγξει το εμπόριο του Ινδικού Ωκεανού.
Στη Λισαβόνα έπεφτε βροχή όλος ο πλούτος του κόσμου, σε
αυτή τη νέα πρωτεύουσα του παγκόσμιου εμπορίου: πολυτελή
αγαθά από τη Βραζιλία, την Αφρική και την Ασία. Περίφημη
είναι η ρήση του Καρόλου: «Αν ήμουν βασιλιάς της Λισαβόνας,
σύντομα θα κυβερνούσα ολόκληρο τον κόσμο». Να σημειωθεί ότι
είπε «της Λισαβόνας» και όχι «της Πορτογαλίας».
Το 1498 ο Μανουέλ αποψίλωσε μια περιοχή στις όχθες του
Τάγου για ένα τεράστιο παλάτι, το λεγόμενο Paço da Ribeira,
το Παλάτι της Ακροποταμιάς. Εξαίρετο παράδειγμα του
πληθωρικού ρυθμού Μανουελίν, ήταν ένα από τα κυριότερα
αντιπροσωπευτικά έργα της Αναγέννησης όχι μόνο για την
εξωτική υβριδική αρχιτεκτονική του αλλά και για τον ρόλο του
ως τόπου συνάντησης ποιητών, δραματουργών, καλλιτεχνών,
φιλοσόφων, λογίων και επιστημόνων από όλη την Ευρώπη. Το
ανακτορικό συγκρότημα στέγαζε επίσης τις μείζονες διοικητικές
υπηρεσίες που ρύθμιζαν τα εκτεταμένα παγκόσμια εμπορικά
μονοπώλια της Πορτογαλίας: η Casa da Índia (Οίκος της
Ινδίας), η Casa dos Escravos (Οίκος των Δούλων), η Casa da
Flandres (Οίκος της Φλάνδρας), η Casa da Guiné (Οίκος της
Γουινέας) και το τελωνείο. Το ανάκτορο συνδέθηκε με το ισχυρό
οπλοστάσιο, το βασιλικό νομισματοκοπείο, αποθήκες όπως οι
Armazéns de Índia (Αποθήκες της Ινδίας) και τα ναυπηγεία. Ως
εν μέρει βασιλική κατοικία και εν μέρει εμπορική έδρα, το νέο
ανάκτορο επέτρεπε στον Μάνουελ να παρακολουθεί τον τεράστιο
πλούτο του κόσμου καθώς αραδιαζόταν στο κατώφλι του και να
μυρίζει τα μπαχαρικά που αρωμάτιζαν τον αέρα της Λισαβόνας.
Οι ανακτορικές αποθήκες του περιείχαν σάκους με ζάχαρη,
γαρίφαλο και πιπέρι. Τελείως υποτιμητικά, ο Φραγκίσκος Α´ της
Γαλλίας τον ονόμασε le roi épicier, «ο βασιλιάς παντοπώλης».
Αλλά αυτά ήταν λόγια φθόνου. Μέχρι το 1510 ο Ντομ
Μανουέλ ο Παντοπώλης αποκόμιζε καθαρά 10 εκατομμύρια
cruzados ετησίως από το εμπόριο μπαχαρικών και μόνο. Όποιον
έφτανε με πλοίο στη Λισαβόνα τον καλωσόριζαν πολυτελή κτίρια
δίπλα στο ποτάμι, όπως ο Πύργος Μπελέμ και η τεράστια Μονή
Χερόνιμος, ένα θαύμα της εποχής, που χτίστηκε, καθώς έλεγαν,
από πιπέρι ή τουλάχιστον από μια εισφορά 5% επί των
μπαχαρικών και ένα δώρο από τον τραπεζίτη της Φλωρεντίας και
τον δουλέμπορο Μπαρτολομέου Μαρκιόνε. Η γεωργική γη
εκκαθαρίστηκε για να ανοίξει ο δρόμος για το τεράστιο
νοσοκομείο Real de Todos-os-Santos.173,174
Το νέο ανάκτορο κατέβασε τη Λισαβόνα από τους λόφους και
προς την ακροποταμιά, ανακτώντας εδάφη από τον Τάγο σαν να
λαχταρούσε να φτάσει πιο κοντά στους νέους κόσμους της. Οι
έμποροι δημιούργησαν δικά τους παραποτάμια μέγαρα. Καθώς ο
πληθυσμός της Λισαβόνας αυξήθηκε λόγω του πλούτου,
αποψιλώθηκαν εκτάσεις γης με στόχο την προαστιακή ανάπτυξη
υπό την καθοδήγηση ενός βασιλικού αστικού σχεδιασμού.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Μπάριο Άλτο –το
τουριστικό και νυχτερινό κέντρο της Λισαβόνας σήμερα–, που
χτίστηκε με βάση ένα γεωμετρικό μοτίβο ώστε να στεγάσει τον
αυξανόμενο αριθμό εξειδικευμένων θαλάσσιων τεχνιτών – τους
καλαφάτες, τους σχοινοποιούς, τους ράφτες ιστίων και τους
σιδηρουργούς που απαιτούσε μια εμπορική μητρόπολη. Η
Λισαβόνα φημίζεται για τους ψηφιδωτούς πεζοδρόμους της. Η
ιστορία τους χρονολογείται από τον 16ο αιώνα όταν η Ρούα
Νόβα δος Μερκαδόρες και άλλες μεγάλες οδοί επενδύθηκαν με
κομμάτια ακριβού γρανίτη προερχόμενου από την περιοχή του
Οπόρτο.175
Τα «άπειρα καταστήματα» και οι στοές της Ρούα Νόβα
βρίσκονταν κάτω από πολυώροφα κτίρια, στα οποία οι άνθρωποι
ζούσαν σαν «σαρδέλες». Η Ρούα Νόβα έγινε η εμπορική καρδιά
της Λισαβόνας· εκεί μπορούσε κάποιος να αγοράσει, μεταξύ
άλλων, μαϊμούδες, γαλοπούλες και παπαγάλους, ιαπωνικά
λακαριστά σκεύη και πορσελάνες Μινγκ, πολύτιμους λίθους και
τζίντζερ, ελεφαντόδοντο και έβενο από τη δυτική Αφρική, πιπέρι
και μαργαριτάρια, περσικά χαλιά και αμερικανικές καυτερές
πιπεριές τσίλι, μετάξια από την Ασία, ταπισερί από τη Φλάνδρα
και βελούδο από την Ιταλία. Περιείχε γραφεία τραπεζών και
ανταλλαγών συναλλάγματος· κάθε μέρα οι συμβολαιογράφοι
έστηναν τα γραφεία τους σε υπαίθριους πάγκους για να
καταγράψουν συναλλαγές. Δεν υπήρχε πιο εξωτικός ή δυναμικός
δρόμος σε όλη την Ευρώπη.176
Σε μια επίσκεψή του το 1514 ο Φλαμανδός ευγενής Γιαν
Τακόεν έμεινε έκπληκτος με αυτή τη δίνη της ζωής. «Μπορείτε
να δείτε πολλά ζώα και περίεργους ανθρώπους στη Λισαβόνα»,
έγραψε. Υπήρχαν ελέφαντες που έβλεπε κάθε μέρα στους
δρόμους. Υπήρχαν συχνές πομπές του Μανουέλ, στις οποίες
προπορευόταν σε όλη την πόλη ένας ρινόκερος και
ακολουθούσαν πέντε ελέφαντες καλυμμένοι με χρυσά μπροκάρ
υφάσματα, ένα αραβικό άλογο και ένας ιαγουάρος. Κατά τη
διάρκεια της επίσκεψης του Τακόεν, ο Μανουέλ έκανε επίδειξη
του πλούτου και της ισχύος του στέλνοντας στον Πάπα ένα
δώρο: έναν λευκό ελέφαντα που ονομαζόταν Άννωνας, μαζί με
παπαγάλους, λεοπαρδάλεις και έναν πάνθηρα. Έναν χρόνο
αργότερα έστειλε έναν λευκό ρινόκερο.
Ο Τακόεν θαμπώθηκε από τους χιλιάδες δούλους της Αφρικής
και της Βραζιλίας· είδε ένα πλοίο να ξεφορτώνει ένα φορτίο
μπαχαρικών και 300 γυμνούς αιχμαλώτους. Ο Τακόεν συνάντησε
ελεύθερους Αφρικανούς, οι οποίοι είχαν έρθει για διπλωματικές
εργασίες, και Ινδούς κατάφορτους με πολύτιμους λίθους.
Μερικοί ταξίδευαν από πολύ μακριά όπως από την Ιαπωνία και
την Κίνα· περισσότεροι ήταν όσοι συνέρρεαν εδώ από τη
Γερμανία, τη Φλάνδρα, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία και
αλλού για να ιδρύσουν επιχειρήσεις που αντάλλασσαν αγαθά σε
όλη την Ευρώπη. Ο Τακόεν βρήκε κατάλυμα στου Ζιλ ντε
Μπάκερε, έναν άνθρωπο που είχε εγκαταλείψει το εμπόριο της
παραγωγής βαρελιών στην Μπριζ, καταγοητευμένος από τον
θρυλικό πλούτο της Λισαβόνας. Ο Ζιλs είχε γίνει έμπορος και
απέκτησε μεγάλη περιουσία στην πόλη των ονείρων. «Κάθε μέρα
χρησιμοποιεί ασημένιες πιατέλες, δίσκους και πιάτα και πολλά
χρυσά κύπελλα».
Για τον Τακόεν, η Λισαβόνα ήταν μια άγρια, θορυβώδης πόλη
υπό ραγδαία ανάπτυξη. Αλλά δεν μπορούσαν να τη χτίσουν
αρκετά γρήγορα· οι οικογένειες συγκατοικούσαν συνωστισμένες σε
μικρά σπίτια τα οποία, σύμφωνα με τον Τακόεν, συχνά δεν είχαν
τουαλέτες ή καμινάδες. Ο απίστευτος πλούτος συμβίωνε με τη
φτώχεια. Οι δούλοι και οι μετανάστες εργάτες έκαναν τις
δυσάρεστες εργασίες της πόλης ως καθαριστές, μάγειρες,
βαρκάρηδες, πωλητές πρόχειρου φαγητού, εργάτες, τσαγκάρηδες
και σιδηρουργοί· κάθε πρωί οι δρόμοι μέχρι τον Τάγο γέμιζαν με
δούλους που μετέφεραν δοχεία νυκτός και τα άδειαζαν στο
ποτάμι.177
Εάν υπήρχε ένας τόπος στη γη που να συμβολίζει το σοκ του
νέου στοιχείου της Αναγέννησης και τη σύγκρουση των
πολιτισμών, ήταν σίγουρα αυτή η πόλη. Ο θρίαμβος της
Λισαβόνας σήμαινε την παρακμή της Βενετίας και μιας σειράς
από ασιατικές μητροπόλεις, κυρίως της Μελάκα. Πρόκειται για
την ιστορία μιας πόλης του κόσμου που καταβρόχθιζε τους
ανταγωνιστές της και πάχαινε από τα κουφάρια τους. Και όπως
και άλλες πόλεις του κόσμου, η Λισαβόνα έγινε το κέντρο ενός
δικτύου πόλεων-δορυφόρων που εκτεινόταν σε ολόκληρο τον
πλανήτη: Αμβέρσα, Μακάο, Γκόα, Κοτσί, Μελάκα και άλλες.
Ήταν η πρώτη περίπτωση ενός νέου τύπου πόλης, η
αυτοκρατορική μητρόπολη που μπορούσε να εκμεταλλευτεί
αγορές σε παγκόσμια κλίμακα. Τέτοια μεγαθήρια κατέστησαν
παρωχημένες κάποιες πόλεις-κράτη σαν το Λούμπεκ και τη
Βενετία. Και το πιο σημαντικό, εκτόπισαν τις μεγάλες πόλεις της
Ασίας και της Αμερικής, τόπους που είχαν υψώσει το λάβαρο του
αστικού πολιτισμού για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η προτίμηση του μονοπωλίου έναντι του ελεύθερου εμπορίου, το


ακόνισμα των πολεμικών εργαλείων και η μισαλλοδοξία απέναντι
σε άλλα δόγματα. Όλα αυτά είχαν καλλιεργηθεί σε ευρωπαϊκές
πόλεις κατά την επαναστικοποίηση που είχε συντελεστεί από τον
12ο αιώνα και εξής. Σε μια εποχή που οι μεγάλες παγκόσμιες
πόλεις μοιάζουν όλο και περισσότερο μεταξύ τους, αξίζει να
θυμηθούμε ότι ο κόσμος κάποτε περιείχε μια ποικιλία από
ανόμοιες πόλεις. Η Λισαβόνα εξήγαγε ευρωπαϊκές πρακτικές και
στάσεις και, με αυτόν τον τρόπο, διέκοψε μοιραία έναν άλλο
αστικό πολιτισμό, θεμελιωμένο στο ελεύθερο εμπόριο και τον
κοσμοπολιτισμό. Αλλά στο Μεξικό οι Ευρωπαίοι ήρθαν τελικά
αντιμέτωποι με έναν αστικό πολιτισμό που είχε αναπτυχθεί
ανεξάρτητα από τις επιρροές της Μεσοποταμίας, της Κίνας, της
Αθήνας ή της Ρώμης.
Για τον Ισπανό στρατιώτη Μπερνάλ Ντίας ντελ Καστίγιο, το
πρώτο αντίκρισμα της Τενοχτιτλάν το 1519 ήταν σαν «ένα
μαγικό όραμα». Χρόνια αργότερα ομολόγησε: «Ήταν τόσο
υπέροχο που δεν ξέρω πώς να περιγράψω αυτή την πρώτη ματιά
σε πράγματα που δεν είχα ακούσει, δει ή ονειρευτεί ποτέ πριν».
Ήταν μια πόλη της φαντασίας, μια μητρόπολη που αριθμούσε
200.000 ανθρώπους σε μια χρονική στιγμή που η μεγαλύτερη
πόλη της Ευρώπης, το Παρίσι, στέγαζε 185.000. Μεγάλα πλήθη
συγκεντρώθηκαν για να παρακολουθήσουν τους Ισπανούς
κατακτητές καθώς εισέρχονταν στην πόλη. Εντυπωσιασμένος, ο
Ισπανός διένυε έφιππος στην κεντρική οδό, προσπαθώντας να
αντικρίσει το θέαμα με τους πύργους, τους ναούς και τα μεγάλα
κτίρια που έμοιαζαν να αναδύονται από τα νερά της λίμνης
πάνω στην οποία στεκόταν η πόλη. Τα ασβεστωμένα σπίτια,
στιλβωμένα σε βαθμό που έλαμπαν σαν ασήμι, έμοιαζαν με
κοσμήματα που λαμποκοπούσαν στον ήλιο. Στην απόληξη της
υπερυψωμένης οδού, τους 450 Ισπανούς, με επικεφαλής τον
Ερνάν Κορτές, υποδέχθηκε ο Μοντεζούμα Β΄, ένατος tiatoani178
της Τενοχτιτλάν και ηγεμόνας της Αυτοκρατορίας των
Αζτέκων.179
Οι Ισπανοί είχαν μόλις εισέλθει σε μία από τις πιο
εντυπωσιακές πόλεις του πλανήτη. «Πλούσια Βενετία» την
αποκάλεσαν με δέος. Οι Μεξικανοί, από την πλευρά τους,
αντίκρισαν πράγματα που δεν είχαν συναντήσει ποτέ πριν:
άλογα και πανοπλίες, αρκεβούζια και ατσάλινα ξίφη, τον τροχό
και το κανόνι.
Η πόλη-κράτος ήταν χτισμένη πάνω σε ένα βραχώδες νησί στη
λίμνη Τεξκόκο, μία από τις πέντε διασυνδεδεμένες λίμνες ενός
οροπεδίου· αφού αποστραγγίστηκε τον 17ο αιώνα, ο αργιλώδης
πυθμένας της παρείχε τώρα τα θεμέλια για την Πόλη του
Μεξικού. Μεγάλες γέφυρες και ανυψωμένες οδοί συνέδεαν την
Τενοχτιτλάν με την ηπειρωτική χώρα και παράλληλα υπήρχαν
chinampas, υδροπονικοί πλωτοί κήποι. Εξαιρετικής γονιμότητας,
εκεί καλλιεργούνταν τα λαχανικά που έθρεφαν την πόλη.
Η ίδια η μητρόπολη διασχιζόταν από κανάλια, διακρινόταν σε
επιμέρους συνοικίες από τις μεγάλες λεωφόρους και
διαχωριζόταν σε είκοσι διοικητικές περιοχές, τις λεγόμενες
calpulli. Οι οικίες των ευγενών ήταν λιθόχτιστες· οι οικίες των
πλουσίων ήταν πλινθόχτιστες. Η συντριπτική πλειονότητα των
ανθρώπων ζούσε σε σπίτια με αχυροσκεπή, κατασκευασμένα από
καλάμια και σοβατισμένα με λάσπη. Αυτές οι κατοικίες ήταν
ασβεστωμένες ή βαμμένες με έντονα χρώματα. Οι Ισπανοί
θαύμαζαν τα διάσπαρτα με άνθη σπίτια, τον διάκοσμό τους και
τον οικιακό τους εξοπλισμό. Καλύτερα από τέτοιου είδους
οικιστικά πρότυπα, καθώς έλεγαν, δεν υπήρχαν πουθενά.180
Στο κέντρο της πόλης βρίσκονταν τα δημόσια κτίρια, οι ναοί,
τα δικαστήρια και τα ανάκτορα σε μια περιτοιχισμένη πλατεία,
που την αποκάλεσαν Templo Mayor.181 Πάνω από όλα τα κτίρια
δέσποζε ο Μέγας Ναός, ύψους εξήντα μέτρων. Εδώ, χιλιάδες
άνθρωποι θυσιάζονταν στους θεούς κάθε χρόνο. Η τεράστια
κεντρική αγορά της Τενοχτιτλάν λέγεται ότι ήταν διπλάσια σε
μέγεθος από την ισπανική πόλη Σαλαμάνκα. Ο Μπερνάλ Ντίας
σημείωσε την έκπληξή του για τον τεράστιο αριθμό ατόμων που
έκαναν εκεί τις αγορές τους «και για την τάξη που επικρατούσε,
καθώς και τις τεράστιες ποσότητες εμπορευμάτων». Ακόμη και οι
αγορές της Γρανάδας δεν μπορούσαν να προμηθεύσουν ένα τόσο
μεγάλο εύρος υφασμάτων. Υπήρχαν πολλά πράγματα που οι
Ευρωπαίοι έβλεπαν για πρώτη φορά: πιπεριές τσίλι και
σοκολάτα, ντομάτες και γαλοπούλες. Όπως και η Λισαβόνα, η
Τενοχτιτλάν ήταν μια αυτοκρατορική πρωτεύουσα και οι αγορές
της κατακλύζονταν από τρόφιμα, σκεύη και ανθρώπους από όλη
την Κεντρική Αμερική και μέχρι την Αυτοκρατορία των Ίνκας.
Η τάξη που βασίλευε στην Τενοχτιτλάν επιθεωρούνταν από τον
επικεφαλής πολεοδόμο της που αποκαλούνταν calmimilocatl.
Καθήκον του συγκεκριμένου αξιωματούχου ήταν να επιβάλλει
τα πρότυπα δόμησης και να διατηρεί το οδικό δίκτυο καθώς η
πόλη επεκτεινόταν πέρα από το αρχικό βραχώδες νησί της προς
περαιτέρω νησίδες και επιπλέον εδάφη. Περισσότερο από ένα
αστικό λειτούργημα, η εργασία του calmimilocatl ήταν ιερή. Οι
πόλεις των Αζτέκων ήταν δώρα από τους θεούς· η Τενοχτιτλάν
ήταν το «θεμέλιο του ουρανού», το κέντρο του σύμπαντος. Η
τοποθεσία επιλέχθηκε από τον θεό Χουιτζιλοπόχτλι, που
σηματοδότησε την επιλογή του τοποθετώντας έναν χρυσό αετό ο
οποίος, κουρνιασμένος σε μια αγκαθωτή αγριαπιδιά,
καταβρόχθιζε έναν κροταλία· ο θρύλος αυτός απεικονίζεται στη
σημερινή σημαία του Μεξικού. Η ορθογωνική διάταξη της πόλης
και ο προσανατολισμός των κύριων οδών και των κτιρίων της
σχεδιάστηκαν ως ένας κοσμολογικός χάρτης που αντικατοπτρίζει
τις κινήσεις των άστρων και των πλανητών. Η νησιωτική πόλη
που επιπλέει στη λίμνη ήταν ένας μικρόκοσμος του κόσμου – «η
ρίζα, ο ομφαλός και η καρδιά κάθε παγκόσμιας τάξης».
Σχεδιασμένη ως μια τέλεια πόλη, η Τενοχτιτλάν ήταν το
πνευματικό και πολιτικό κέντρο μιας αχανούς αυτοκρατορίας, ο
τόπος από τον οποίο η εξουσία απλωνόταν ακτινωτά από το
κέντρο προς την περιφέρεια.
Οι πολεοδόμοι όφειλαν να διατηρήσουν την ιερή συμμετρία της
πόλης, τουλάχιστον στο κέντρο της. Η Τενοχτιτλάν ήταν σαν μια
μηχανή, καλοταϊσμένη από την οργανωμένη γεωργία της και
ποτισμένη από μεγάλα πήλινα υδραγωγεία, τα οποία μετέφεραν
πόσιμο νερό από τα βουνά. Οι τέσσερις μεγάλες λεωφόροι
διατηρούνταν στην αρχική τους μορφή από μια στρατιά
εργατών· οι πολίτες είχαν στη διάθεσή τους δημόσιες τουαλέτες
οι οποίες αδειάζονταν τακτικά και τα περιεχόμενα
χρησιμοποιούνταν στη βυρσοδεψία και για στη λίπανση των
chinampas182. Σε σύγκριση με τις άθλιες πόλεις της Ευρώπης, η
Τενοχτιτλάν ήταν υπερσύγχρονη όσον αφορά την τεχνολογία και
την αποχέτευση. Αυτό φυσικά δεν σήμαινε πως οποιοσδήποτε
Ευρωπαίος ενδιαφέρθηκε να πάρει μαθήματα.
Χτισμένη από νομάδες μετανάστες πάνω σε έναν βράχο στη
λίμνη, αντιμέτωπη με γειτονικές εχθρικές πόλεις-κράτη της
Λεκάνης του Μεξικού, η πρώιμη επιβίωση της Τενοχτιτλάν ήταν
κάθε άλλο παρά εγγυημένη· μόλις τον 15ο αιώνα, έπειτα από μια
σειρά πολέμων, η Τενοχτιτλάν απαλλάχτηκε από την υποτέλεια
και πρόβαλε ως μια μεγάλη μητρόπολη και επικεφαλής μιας
ένωσης πόλεων-κρατών γνωστών ως Τριπλή Συμμαχία ή
Αυτοκρατορία των Αζτέκων. Όταν προέλασε ο Κορτές, η ιστορία
της ως μιας αχανούς, αυτοκρατορικής μητρόπολης ήταν σχετικά
πρόσφατη. Οπωσδήποτε, επρόκειτο για μια σύγχρονη πόλη, αλλά
ήταν ο κληρονόμος και η τελευταία ακμή μιας αρχαίας αστικής
παράδοσης.
Στη Μεσοαμερική είχε προηγηθεί η άνοδος και η πτώση πολλών
προηγμένων αστικών πολιτισμών πολύ πριν η Ευρώπη ιδρύσει
τις πρώτες της πόλεις. Οι Ολμέκοι ήταν οι πρώτοι που
κατασκεύασαν πόλεις στη Μεσοαμερική από το 1200 π.Χ. Όπως
και οι πρωτοπόροι της Μεσοποταμίας, οι πολυπλοκότητες που
προκάλεσε η αστική ζωή οδήγησαν στην ανάπτυξη τεχνολογιών
πληροφορίας οι οποίες εξελίχθηκαν σε γραφή. Οι Μάγια έχτισαν
μεγαλοπρεπείς τελετουργικές πόλεις, από τις οποίες έχουν
εντοπιστεί 230· η μεγαλύτερη από αυτές, η Τικάλ, η οποία
έφτασε στο απόγειό της μεταξύ 200 και 900 μ.Χ., πιθανότατα
είχε πληθυσμό ως και 90.000 κατοίκους. Ακόμα βορειότερα, η
Τεοτιουακάν έφτασε σε πληθυσμό μεταξύ 150.000 και 200.000
περίπου γύρω στο το 450 μ.Χ. Μετά την κατάρρευση της
Αυτοκρατορίας της Τεοτιουακάν, το κεντρικό Μεξικό
διασπάστηκε σε πολλές πόλεις-κράτη. Αλλά η Τεοτιουακάν
παρέμεινε το αρχέτυπο της μεσοαμερικανικής αστικοποίησης,
επηρεάζοντας τις πόλεις-κράτη που εμφανίστηκαν τους
επόμενους αιώνες: οι Τολτέκοι, με έδρα την πρωτεύουσά τους
Τούλα, οι Τεπανέκοι στην Τλακοπάν και, τέλος, οι Μεξικανοί και
η λαμπρή πόλη τους, η Τενοχτιτλάν.
Η εκλέπτυνση του μεσοαμερικανικού αστικού συστήματος μετά
βίας επιβίωσε μετά την πρώτη της συνάντηση με τους
Ευρωπαίους. Ο πληθυσμός της Τενοχτιτλάν μειώθηκε κατά το
ένα τρίτο αφού ξέσπασε η ευλογιά μετά την άφιξη των Ισπανών.
Το 1521 ο Κορτές επέστρεψε με στρατό, προηγμένα πολιορκητικά
όπλα και ναυπηγούς. Η Τενοχτιτλάν άντεξε επί εβδομήντα πέντε
ημέρες. Όπως και στη Μελάκα μία δεκαετία νωρίτερα,
σημειώθηκαν εξαιρετικά βάναυσες οδομαχίες. Η κατάληψη της
Τενοχτιτλάν εξασφαλίστηκε μόνο όταν ο Κορτές κατέστρεψε
κάθε σπίτι και κάθε κτίριό της. Πάνω στα ερείπια της τελευταίας
μεγάλης μεσοαμερικανικής πόλης ανέθεσε στον πολεοδόμο
Αλόνσο Γκαρσία Μπράβο να κατασκευάσει μια ευρωπαϊκή πόλη·
έγινε γνωστή ως η Πόλη του Μεξικού.
Οι πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα χαρακτηρίστηκαν σε όλο
τον κόσμο από την εξάλειψη ή την ανατροπή των αστικών
πολιτισμών. Έτσι, η επικράτηση του ευρωπαϊκού τύπου πόλης,
σε παγκόσμια κλίμακα, ξεκίνησε στα ερείπια των πόλεων
Τενοχτιτλάν, Καλικούτ, Μομπάσα, Μελάκα και άλλων. Πόλεις
όπως το Ρίο ντε Τζανέιρο, η Πόλη του Μεξικού, το Κέιπ Τάουν,
η Βομβάη, η Καλκούτα, η Σιγκαπούρη, η Μπατάβια (Τζακάρτα),
η Σαγκάη, το Χονγκ Κονγκ, η Μελβούρνη και η Νέα Υόρκη
αντιπροσώπευαν, στους επόμενους αιώνες, έναν νέο τύπο πόλης
του κόσμου με πρότυπο τις ευρωπαϊκές αυτοκρατορικές
μητροπόλεις.

Κάτω από το προσωπείο του φαινομενικού ελεύθερου


κοσμοπολιτισμού της Λισαβόνας παραμόνευε κάτι πολύ σκοτεινό.
Η πόλη καλωσόρισε χιλιάδες Εβραίους πρόσφυγες από την
Ισπανία το 1492. Αλλά υπό τον όρο ότι, μαζί με τη
μουσουλμανική κοινότητα, όφειλαν είτε να φύγουν είτε να
προσηλυτιστούν έως το 1497. Απρόθυμος να χάσει τον πλούτο,
το ταλέντο και τις διεθνείς σχέσεις των Εβραίων υπηκόων του, ο
Μανουέλ εξανάγκασε χιλιάδες από αυτούς να αλλαξοπιστήσουν.
Οι λεγόμενοι Νέοι Χριστιανοί, ζωτικής σημασίας για την
οικονομία, αντιμετώπιζαν συνεχή εχθρότητα. Το Πάσχα του 1506
αυτό το άγριο μίσος εξερράγη με τη μορφή βίας στους δρόμους
της Λισαβόνας. Εβραίοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά
συνελήφθησαν και σκοτώθηκαν από όχλους· πολλοί κάηκαν σε
πυρές στην Πλατεία Ρόσιο. Στη συνέχεια, το 1536, έφτασε στη
Λισαβόνα η Ιερά Εξέταση. Μέσα σε δύο χρόνια οι Νέοι Χριστιανοί
που θεωρούνταν ύποπτοι ως κρυπτοεβραίοι κάηκαν δεμένοι
στους πασσάλους έξω από το Paço da Ribeira.
Η Λισαβόνα παρέμεινε, χάρη στην αυτοκρατορία της
Πορτογαλίας, ένα μείζον ευρωπαϊκό λιμάνι. Αυτό που έχασε ήταν
πιο πολύτιμο από όλα τα μπαχαρικά του κόσμου: το ανθρώπινο
κεφάλαιό της. Πολλοί από τους Νέους Χριστιανούς απογόνους
των Σεφαραδιτών Εβραίων στην Ισπανία και την Πορτογαλία,
ιδιαίτερα οι πλούσιοι και με καλές διασυνδέσεις έμποροι,
μετανάστευσαν σε άλλες πόλεις. Πήγαν στο Αμβούργο και στη
Βενετία, στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη, στη
Μασσαλία και στο Μπορντό. Υπήρχε όμως μια πόλη, που
κατέκτησε την παγκόσμια υπεροχή και ήταν ιδιαίτερα ελκυστική
για τους Πορτογάλους Εβραίους πρόσφυγες τις τελευταίες
δεκαετίες του 16ου αιώνα: το Άμστερνταμ.
Ένα υπερανεπτυγμένο χωριό, χτισμένο σε ένα μετακινούμενο
λασπώδες έλος με πληθυσμό 4.000 κατοίκους το 1450, το
Άμστερνταμ είχε μετατραπεί σε μείζονα παγκόσμια μητρόπολη
μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα, σε μια πόλη μεταναστών. Μεγάλο
μέρος της εμπορικής και τραπεζικής ελίτ της Αμβέρσας –της
οικονομικής πρωτεύουσας της Ευρώπης– είχε καταφύγει εκεί τη
δεκαετία του 1580, κατά τη διάρκεια της Ολλανδικής
Επανάστασης, προερχόμενο από την Ισπανική Αυτοκρατορία.
Τους ακολούθησαν Σεφαραδίτες Εβραίοι από τη Λισαβόνα και
άνθρωποι από όλη την Ευρώπη που προσπαθούσαν να
διαφύγουν από διώξεις και πολέμους. Το 1570 ο πληθυσμός
ήταν 30.000· έως το 1620 είχε φτάσει τις 88.000 και είκοσι
χρόνια αργότερα ήταν 139.000. Στο απόγειό του, το Άμστερνταμ
είχε την ίδια έκταση με εκείνη του 1450· η πόλη ήταν πλέον
υπερπλήρης. Μια ετοιμόρροπη παραγκούπολη αναπτύχθηκε έξω
από τα τείχη, τόπος κατοικίας των εργατών «που βρίσκονται εκεί
σε μεγάλο αριθμό και δεν είναι σε θέση να πληρώσουν τα υψηλά
ενοίκια για σπίτια εντός της πόλης». Ο Άγγλος πρέσβης σημείωσε
το 1616 ότι «τα πλήθη όλων των εθνών, όλων των
επαγγελμάτων και όλων των θρησκειών συγκεντρώθηκαν εκεί
ακριβώς, αλλά για μία μόνο επιχείρηση, αυτή του εμπορίου. Η
νέα τους πόλη μεγαλώνει με ταχύτατο ρυθμό».183
Αυτή η ελάχιστα υποσχόμενη ελώδης πόλη έγινε πλούσια
επειδή προσέλκυσε ανθρώπινο κεφάλαιο από πιο επιτυχημένες
πόλεις. Το Άμστερνταμ, όπως έγραψε ένας ξένος διπλωμάτης,
«θριαμβεύει πάνω στα λάφυρα της Λισαβόνας και της Αμβέρσας».
Η ραγδαία άνοδος ήταν εν μέρει αποτέλεσμα της γεωπολιτικής
αλλά βασίστηκε στα θεμέλια του βορειοευρωπαϊκού αστισμού – ο
δημοτικός εκδημοκρατισμός της Χανσεατικής Ένωσης που είχε
επηρεάσει πόλεις στις Κάτω Χώρες, οι οποίες, με τη σειρά τους,
είχαν αναπτυχθεί με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο. Με ένα
πυκνό σύμπλεγμα πόλεων μετρίου μεγέθους, οι Κάτω Χώρες
ήταν το πιο αστικοποιημένο τμήμα της Ευρώπης, με σχεδόν το
ένα τρίτο του πληθυσμού τους να κατοικεί σε πόλεις στις αρχές
του 16ου αιώνα, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ηπείρου, που
ήταν μόλις 9%. Κατά τη διάρκεια του ίδιου αιώνα, ενώ το
ποσοστό των αστικοποιημένων Ευρωπαίων παρέμεινε, λίγο ως
πολύ, στάσιμο, στις Κάτω Χώρες εκτοξεύτηκε στα ύψη· στην
Ολλανδία, μέχρι το 1675 το ποσοστό αστικοποίησης ήταν 61% .184
Η ολλανδική έκφραση schuitpraatje σημαίνει «κουβέντα
μαουνιέρηδων». Οι φορτηγίδες των καναλιών ήταν πανταχού
παρούσες στις πόλεις· κινούνταν αργά και μετέφεραν κάθε είδους
επιβάτες – άρα ήταν ιδανικές για πολύωρες συζητήσεις σχετικά
με την πολιτική, τη φιλοσοφία και τη θρησκεία. Η φράση είναι
εξαιρετικά δηλωτική: οι Ολλανδοί ήταν ενθουσιώδεις στη
συζήτηση περί νέων ιδεών. Η ασυνήθιστη επικράτηση της
αστικής ζωής βοήθησε στον τρόπο διαμόρφωσης μιας κοινωνίας
ευγενών, καθιστώντας τις Κάτω Χώρες κάτι το ασυνήθιστο στην
Ευρώπη. Σε άλλα κράτη, η αριστοκρατία των γαιοκτημόνων –με
την κυριαρχία της στη γεωργία– διατήρησε την πολιτική της
δύναμη. Ωστόσο, δεν συνέβη το ίδιο στην Ολλανδική
Δημοκρατία, όπου η εγχώρια παραγωγή τροφίμων είχε
παραχωρήσει τον κεντρικό για την οικονομία ρόλο της σε αστικές
δραστηριότητες όπως η ναυτιλία, το εμπόριο, οι συναλλαγές και
η βιομηχανία. Οι ελίτ των πόλεων θεωρούσαν εαυτούς
κληρονόμους των αρχαίων ελληνικών πόλεων και των ελεύθερων
πόλεων της Χανσεατικής Ένωσης. Πόλεις και πολίτες, έμποροι
και εμπορευόμενοι, απολάμβαναν σημαντική αυτονομία και
πολιτική εξουσία εντός της δημοκρατίας. Ο εντυπωσιακός
ατομικισμός και οι εμφανείς ελευθερίες στην ολλανδική αστική
κοινωνία δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα του εκδημοκρατισμού και
των ιδιαιτεροτήτων της εθνικής πολιτικής. Σε αντίθεση με άλλες
χώρες, οι Κάτω Χώρες ήταν ένα ψηφιδωτό ποικίλων θρησκειών,
χωρίς να κυριαρχεί καμία μεταξύ αυτών, καθιστώντας την
ανεκτικότητα απαραίτητη. Οι ολλανδικές πόλεις ήταν ανοιχτές
σε μετανάστες. Τα ποσοστά αλφαβητισμού ήταν εξαιρετικά
υψηλά στις πόλεις· τα βιβλιοπωλεία ήταν ευρέως διαδεδομένα·
και το Άμστερνταμ καθιερώθηκε ως το επίκεντρο των εκδόσεων
της βόρειας Ευρώπης.
Η ελευθερία της ιδιότητας του πολίτη, της συνείδησης και του
εμπορίου κατέστησε τις Κάτω Χώρες –και ιδιαίτερα την πόλη του
Άμστερνταμ– εξαιρετικά ελκυστικές για τους ελεύθερους
στοχαστές, τους αντιφρονούντες και τους επιχειρηματίες. Το
Άμστερνταμ έγινε ένα καζάνι ριζοσπαστικών ιδεών. Οι εκδότες
της πόλης ξεχώριζαν τα πιο αμφιλεγόμενα βιβλία της εποχής,
όπως αυτά του φιλόσοφου Τόμας Χομπς, τα οποία είχαν
λογοκριθεί στην Αγγλία, καθώς και του Γαλιλαίου, του Σπινόζα
και του Ντεκάρτ. Καθώς ο Τζον Λοκ ήταν εξόριστος στο
Άμστερνταμ εξαιτίας πολιτικών αναταραχών στην Αγγλία, η
σκέψη του για την πολιτική και θρησκευτική ανεκτικότητα, την
αστική κυβέρνηση και την εμπειρική φιλοσοφία διαμορφώθηκε
μεταξύ των κύκλων των ελεύθερα σκεπτόμενων προτεσταντών
αντιφρονούντων που είχαν συσχετιστεί με τον Σπινόζα.
Εκθειάζοντας τις αρετές του Άμστερνταμ ως τόπου κατάλληλου
για φιλοσοφία, ο Ντεκάρτ έγραψε σχετικά με την τέρψη του
καθώς έβλεπε τα πλοία να καταφτάνουν φορτωμένα με προϊόντα
από ολόκληρο τον πλανήτη: «Πού αλλού στη γη θα μπορούσατε
να βρείτε, τόσο εύκολα όσο εδώ, όλες τις ανέσεις της ζωής και
όλα τα παράξενα που θα ελπίζατε να δείτε; Σε ποια άλλη χώρα
θα μπορούσατε να βρείτε τόσο πλήρη ελευθερία ή θα
κοιμόσασταν με λιγότερο άγχος ή θα είχατε στρατούς πρόθυμους
να σας προστατεύσουν ή θα συναντούσατε λιγότερες
δηλητηριάσεις ή πράξεις προδοσίας ή συκοφαντίας;»185
Η καινοτόμος σκέψη συνέβαλε ώστε οι Κάτω Χώρες, από τη
σχετική αφάνεια, να εξελιχθούν στο πιο ισχυρό κράτος στην
Ευρώπη, ίσως και στον κόσμο. Οι άνθρωποι που έρχονταν στο
Άμστερνταμ αναζητώντας καταφύγιο από τον πόλεμο και τις
διώξεις έφερναν μαζί τις δεξιότητές τους και τις διεθνείς
διασυνδέσεις τους. Το 1595 μια κοινοπραξία εμπόρων του
Άμστερνταμ –πολλοί από αυτούς πρόσφατοι μετανάστες στην
πόλη με εμπορικές διασυνδέσεις με τη Βαλτική, την Πορτογαλία,
την Ισπανία, τη Βενετία και την Ανατολική Μεσόγειο– επένδυσε
σε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο ταξίδι στην Ινδονησία. Αντί να
ενεργούν ως μεσάζοντες για τους Πορτογάλους, πουλώντας
μπαχαρικά και άλλα ασιατικά προϊόντα για λογαριασμό τους,
πήγαν οι ίδιοι κατευθείαν να παραλάβουν τα καλούδια. Η
επιτυχία του εγχειρήματος εκτόξευσε το Άμστερνταμ στην πρώτη
γραμμή του παγκόσμιου εμπορίου. Δώδεκα νέες εταιρείες
δημιουργήθηκαν τα επόμενα επτά χρόνια· το Άμστερνταμ έστειλε
πενήντα πλοία στην Ασία, ενώ άλλα 30 απέπλευσαν από άλλα
λιμάνια της Ολλανδικής Δημοκρατίας.
Αντί να ρευστοποιηθούν μετά τα ταξίδια, οι εταιρείες αυτές
έσπευσαν να επενδύσουν τα κέρδη τους σε νέες αποστολές και
συγχωνεύθηκαν μεταξύ τους για να μεγιστοποιήσουν την
κερδοφορία τους. Η συγχώνευση απασών των συγχωνεύσεων
πραγματοποιήθηκε στο Άμστερνταμ το 1602 με τη δημιουργία
της πρώτης επίσημα εισηγμένης εταιρείας στον κόσμο. Η
Vereenigde Oostindische Compagnie (VOC), δηλαδή η
Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, χρηματοδοτήθηκε από
μετοχές που προσφέρθηκαν προς πώληση στο ευρύ κοινό της
Ολλανδικής Δημοκρατίας. Σχεδόν το 60% του επενδυθέντος
κεφαλαίου προήλθε από το Άμστερνταμ, όπου έδρευε αυτός ο
εταιρικός κολοσσός. Στην Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών
Ινδιών παραχωρήθηκε από την ολλανδική κυβέρνηση το
μονοπώλιο στο εμπόριο μπαχαρικών και της δόθηκε το δικαίωμα
να διατηρεί στρατό, να χτίζει οχυρά, να διενεργεί πολέμους και
να συνάπτει συνθήκες με ξένες δυνάμεις. Πάνω απ’ όλα, έπρεπε
να αντικαταστήσει τους Πορτογάλους ως ο κύριος παίκτης στην
Ασία. Το 1641 η Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών
απέσπασε τη Μελάκα από τους Πορτογάλους.
Η Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών έγινε μια
αυτοκρατορική δύναμη, υποστηριζόμενη από την κυβέρνηση με
στόχο την κερδοφορία, η οποία διοικούνταν από τα κεντρικά
γραφεία της στο Άμστερνταμ. Ίδρυσε αποικίες και εμπορικές
βάσεις στις ακτές Κορομάντελ και Μάλαμπαρ της Ινδίας· στην
Κεϋλάνη και στη Βεγγάλη· στο Βιετνάμ, στην Ταϊλάνδη, την
Ινδονησία, τη Μαλαισία, την Ταϊβάν και την Ιαπωνία· στον Άγιο
Μαυρίκιο και στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Το 1619 η
Κορομάντελ ίδρυσε την Μπατάβια στην Ινδονησία, μια
ευρωπαϊκή πόλη στην Ιάβα. Η Μπατάβια ήταν μία από τις
πρώτες ολλανδικές πόλεις που ιδρύθηκαν σκόπιμα σε όλο τον
κόσμο. Το Νέο Άμστερνταμ στο νοτιότερο άκρο του Μανχάταν
ιδρύθηκε το 1624. Το Κέιπ Τάουν γεννήθηκε το 1652 ως
ενδιάμεσος σταθμός στην πορεία προς τις Ινδίες.
Διαχρονικά στην ιστορία τα πλούτη της Ασίας είχαν ενεργήσει
ως η πιο ισχυρή δύναμη οικοδόμησης πόλεων στον κόσμο. Τώρα,
στις αρχές του 17ου αιώνα, η ροή των εμπορευμάτων μετέτρεψε
το Άμστερνταμ σε Λεβιάθαν. Οι εξόριστοι από την Αμβέρσα
κόμιζαν μεγάλα κεφάλαια αλλά και εξελιγμένες
χρηματοοικονομικές τεχνικές που υπήρξαν πρωτοπόρες σε εκείνη
την πόλη. Η Amsterdamsche Wisselbank (Τράπεζα
Συναλλάγματος του Άμστερνταμ), που ιδρύθηκε το 1609, εφηύρε
πολλά από όσα σήμερα θεωρούμε δεδομένα στις σύγχρονες
τραπεζικές συναλλαγές – το σύστημα επιταγών, άμεσων χρεώσεων
και μεταφορών μεταξύ λογαριασμών. Με έδρα το δημαρχείο της
πόλης, ήταν ένας δημόσιος, δημοτικός θεσμός, η αξιοπιστία του
οποίου είχε δημιουργηθεί μέσα από την ευημερία, τη
σταθερότητα και τις δυνατότητες πλουτισμού του ίδιου του
Άμστερνταμ.
Η εταιρεία και η τράπεζα αντιπροσωπεύουν δύο από τους
πυλώνες της σύγχρονης οικονομίας. Η τριάδα συμπληρώθηκε με
το χρηματιστήριο του Άμστερνταμ. Η εισαγωγή στο
χρηματιστήριο της πρώτης μεγάλης δημόσιας εταιρείας στον
κόσμο –της Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών–
δημιούργησε, εν μία νυκτί, την πρώτη παγκόσμια αγορά κινητών
αξιών. Το χρηματιστήριο του Άμστερνταμ βίωσε μια ταχεία
ανάπτυξη των συναλλαγών αξιών, των προθεσμιακών και των
συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, των δικαιωμάτων αγοράς
και πώλησης, των στοιχημάτων αντιστάθμισης κινδύνου, της
προαίρεσης, της αγοράς περιθωρίων και των βραχυπρόθεσμων
πωλήσεων. Οι κάτοικοι του Άμστερνταμ αποκάλεσαν αυτό το
είδος προθεσμιακού εμπορίου windhandel – δηλαδή,
διαπραγμάτευση στον άνεμο. Δεν ασχολούνταν με ρέγγες, σιτηρά,
μπαχαρικά ή κάτι απτό· ούτε καν είχαν στην κατοχή τους ό,τι
πουλούσαν· μπορούσαν να ανταλλάσσουν ακόμα και τον άνεμο
που φυσά ή τον αέρα που ανέπνεαν. Τίποτα δεν δημιουργούσε
μεγαλύτερη σύγχυση στους αμύητους της εποχής από αυτή την
πρωτοποριακή ρευστή μορφή καπιταλισμού στο Άμστερνταμ,
όπου ολόκληρες περιουσίες δημιουργούνταν και χάνονταν σε
χαρτί και το ίδιο το μέλλον αγοραζόταν και πωλούνταν στη
φαντασία. Ο Χοσέ Πένσο δε λα Βέγκα, ένας Ισπανοεβραίος
έμπορος και χρηματιστής που είχε μεταναστεύσει στο
Άμστερνταμ, έγραψε ένα βιβλίο για τις δραστηριότητες στο
χρηματιστήριο. Είχε τον τίτλο Η Σύγχυση των Συγχύσεων.
Τα μεγάλα ψάρια στην αγορά ήταν οι χρηματιστές που
εκπροσωπούσαν τους πλουσιότερους κερδοσκόπους και
χρηματοδότες. Αυτοί οι ισχυροί μεσίτες κορδώνονταν, ντυμένοι
με τρόπο ώστε να εντυπωσιάζουν και να εμπνέουν εμπιστοσύνη.
Κάτω από αυτή την αμφίεση δεν ήταν παρά οι μεσίτες που
αγόραζαν και πουλούσαν για λογαριασμό των μεγάλων εμπόρων
και εμπορευομένων της πόλης. Αυτοί οι επαγγελματίες παίκτες
του χώρου εργάζονταν γρήγορα, αγοράζοντας και πουλώντας τις
μετοχές των πελατών τους, παρακολουθώντας τις τιμές,
παρακολουθώντας ο ένας τον άλλον, αποσπώντας πρώτοι
πληροφορίες, εντοπίζοντας δονήσεις στην αγορά. Τις προσφορές
χτυπούσε ένας πωλητής ανοίγοντας την παλάμη του για να
κάνει χειραψία με τον αγοραστή· δινόταν η προσφορά και, όταν
γινόταν δεκτή, η τιμή επιβεβαιωνόταν από μια δεύτερη χειραψία.
Ωστόσο, η αγορά κινούνταν υπερβολικά γρήγορα για μια μακράς
διάρκειας χειραψία: το τελετουργικό μετατράπηκε σε ένα άγριο
και ταχύτατο χτύπημα από παλάμες προς κάθε κατεύθυνση
καθώς γίνονταν προσφορές, αντισταθμίζονταν τα στοιχήματα
και καθορίζονταν οι τιμές μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ο Δε λα
Βέργκα έγραψε ότι «τα χέρια κοκκινίζουν από τα χτυπήματα…
Οι χειραψίες ακολουθούνται από φωνές, οι φωνές από
προσβολές, οι προσβολές από αναίδεια και περισσότερες
προσβολές, φωνές, πιέσεις και χειραψίες έως ότου τελειώσει η
επιχείρηση». Αυτός δεν ήταν χώρος για διστακτικούς ή
ντροπαλούς ανθρώπους.186
Ακολουθώντας κατά πόδας τους μεγάλους παίκτες εν μέσω
αυτού του φρενοκομείου των ανταλλαγών, υπήρξαν πολλοί
μικρότεροι γόνοι, άνθρωποι που τζόγαραν πυρετωδώς στις
μικροδιακυμάνσεις της αγοράς, με μετοχές τις οποίες στην
πραγματικότητα δεν κατείχαν. Ένας τέτοιος κερδοσκόπος μικρής
κλίμακας θα ξεχώριζε μέσα στον σαματά, σύμφωνα με τον δε λα
Βέγκα, καθώς «μασά τα νύχια του, τραβά τα δάχτυλά του,
κλείνει τα μάτια του, περπατάει πέρα δώθε τέσσερις φορές κι
άλλες τόσες μονολογεί, ακουμπά το χέρι του στο μάγουλό του
σαν να έχει πονόδοντο, παίρνει μια στοχαστική όψη, σηκώνει με
έμφαση το δάχτυλό του, τρίβει το φρύδι του» προτού σπεύσει
«με βίαιες χειρονομίες προς το πλήθος, κροταλίζει με τα δάχτυλα
του ενός χεριού ενώ με το άλλο κάνει μια περιφρονητική
χειρονομία και αρχίζει να διαπραγματεύεται με μετοχές σαν να
μιλάει για κρέμα».187
Έξω από το χρηματιστήριο, συμμετείχαν όλοι,
συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και των παιδιών,
κερδοσκοπώντας επί μετοχών εκχύλισης – μετοχών που είχαν
υποδιαιρεθεί σε μικροσκοπικά μέρη ώστε να είναι προσιτές ακόμη
και σε σχολιαρόπαιδα. Η διαπραγμάτευση φθηνών μετοχών σε
ταβέρνες, σε καφενεία ή στη γωνιά του δρόμου ήταν τόσο
εθιστική όσο και η συμμετοχή στο βιαστικό πάρε δώσε του
χρηματιστηρίου. Σύμφωνα με τον δε λα Βέγκα: «Αν κάποιος
συνόδευε έναν ξένο στους δρόμους του Άμστερνταμ και τον
ρωτούσε πού βρισκόταν, εκείνος θα απαντούσε “Μεταξύ
κερδοσκόπων”, γιατί δεν υπάρχει γωνιά όπου δεν μιλούν για
μετοχές».188
Σε μια εποχή που ο πλούτος υπολογιζόταν με βάση τη
γαιοκτησία και τη συσσώρευση χρυσού και άλλων φυσικών
αγαθών, η επανάσταση που έλαβε χώρα στο Άμστερνταμ ήταν
πραγματικά εντυπωσιακή. Οι σύγχρονοι επισκέπτες
προβληματίζονταν για ποιο λόγο μια μικρή πλημμυρισμένη πόλη
θα μπορούσε να γίνει τόσο πλούσια και ισχυρή τόσο γρήγορα. Η
απάντηση σχετιζόταν κατά πολύ με την ίδια την πόλη. Η
νοοτροπία της πόλης ήταν η δημιουργία χρημάτων και η άρση
των εμποδίων που ορθώνονται στην εκπλήρωσή της. Οι
θρησκευτικές διώξεις ήταν κακές για την επιχειρηματικότητα· η
ελεύθερη συζήτηση και οι πολιτικές ελευθερίες ήταν καλές γι’
αυτή. Η δημιουργία σύγχρονης τραπεζικής και
χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας, η Ολλανδική Εταιρεία
Ανατολικών Ινδιών και ένα εμπορικό σύστημα παγκόσμιας
εμβέλειας ήταν πράγματα καινοτόμα και ανορθόδοξα,
αποτέλεσμα της κουλτούρας μιας πόλης που εστιάζει στο κέρδος
και δεν φοβάται την ελεύθερη σκέψη. Το πνεύμα του
συγκεκριμένου τόπου, με τους φιλόδοξους επήλυδες και
αδίστακτους επιχειρηματίες του, ήταν δυναμικό και
κερδοσκοπικό. Η πόλη αντιπροσώπευε ένα τεράστιο κοινωνικό
δίκτυο, ένα μέρος όπου οι ιδέες και οι πρακτικές διαδίδονταν
μέσω του συστήματος με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο,
πυροδοτώντας αλλαγές.
Το Άμστερνταμ λειτουργούσε ως μια περίπλοκη ανταλλαγή
πληροφοριών. Από τους επαγγελματίες μεσίτες στο
χρηματιστήριο έως τους κερδοσκόπους τεχνίτες, η πόλη
απολάμβανε τη γνώση των παγκόσμιων γεγονότων. Αν μάθεις
πρώτος τα νέα, θα σκίσεις στο χρηματιστήριο. Οι πληροφορίες
έρχονταν μέσω διπλωματικών καναλιών· έρχονταν με ξένους
επιχειρηματίες και μέσω αλληλογραφίας μεταξύ επιχειρηματικών
οίκων σε όλο τον κόσμο. Το 1618 το Άμστερνταμ απέκτησε την
πρώτη παγκοσμίως αναγνωρίσιμη σύγχρονη εφημερίδα ευρείας
κυκλοφορίας, η Courante uyt Italien, Duytslandt, & c, η οποία
συνόψιζε πολιτικά και οικονομικά νέα που προέρχονταν από την
ανταλλαγή πληροφοριών στην πόλη.
Το Άμστερνταμ δεν ήταν τόσο μια συλλογή κτιρίων και
ανθρώπων όσο ένα κυκλοφορικό σύστημα. Έθετε σε κυκλοφορία
αφηρημένα πράγματα –ιδέες, νέα, μελλούμενα και χρήματα–
μέσω του κοινωνικού δικτύου αλλά ήταν σχεδιασμένο να θέτει σε
κυκλοφορία και υλικά πράγματα. Το Schuitpraatje –κουβέντα
μαουνιέρηδων– συνενώνει με εύγλωττο τρόπο το απτό και το
άυλο, την πόλη της ανταλλαγής πληροφοριών και την πόλη της
σκληρής επιχείρησης. Το 1610 η κυβέρνηση της πόλης ανέπτυξε
ένα σχέδιο για να μεταμορφώσει το Άμστερνταμ. Ο ξυλουργός
της πόλης Χέντρικ Γιάκομπζουν Στετς σχεδίασε μια λειτουργική
πόλη που αναπτύσσεται γύρω από το grachengordel, μια ζώνη
ομόκεντρων καναλιών που απλώνεται ακτινωτά προς τα έξω από
το κέντρο. Αγορές και αποθήκες σε όλη την αναπτυσσόμενη πόλη
συνδέθηκαν με το λιμάνι μέσω του δικτύου των υδάτινων οδών.
Εκπληκτικά σύγχρονη τον 17ο αιώνα, η πόλη σε σχήμα
βεντάλιας αντικατόπτριζε την εμπορική νοοτροπία που είχε
ωθήσει το Άμστερνταμ στο μεγαλείο. Ωστόσο, ήταν σχεδιασμένη
όχι μόνο γύρω από την αποδοτικότητα αλλά και σύμφωνα με τις
ιδέες της βιωσιμότητας.
Το Άμστερνταμ ήταν μια αυτοκρατορική μητρόπολη, χτισμένη
πάνω στον πλούτο που κατέφθανε από την Ασία, την Αφρική
και την Αμερικανική ήπειρο. Ωστόσο, διόλου δεν έμοιαζε με
τέτοια πόλη. Είναι λίγες οι μεγάλες πλατείες, τα πομπώδη
αγάλματα, οι μεγάλες λεωφόροι, τα παλάτια ή τα επιβλητικά
κτίρια στην κλίμακα, για παράδειγμα, μιας Ρώμης ή μιας
Λισαβόνας. Οι κάτοικοι του Άμστερνταμ προτιμούσαν μια
βιώσιμη και προσεκτικά σχεδιασμένη πόλη – με κανονικούς,
τακτοποιημένους δρόμους, κομψές γέφυρες, προηγμένο οδικό
φωτισμό και εξυπηρετικά κανάλια. Στην Ευρώπη επικρατούσε
εμμονή για τις πόλεις με μεγάλες λεωφόρους και επιβλητικά
μνημεία – σαν σκηνικά για τη θεατρικότητα της απόλυτης
μοναρχίας. Ωστόσο, στη δημοκρατική ολλανδική πόλη δεν
υπήρχε καμία εξουσία ικανή να ισοπεδώσει τα δικαιώματα
ατομικής ιδιοκτησίας και τις επιθυμίες των πολιτών της. Όπως
και στην Τενοχτιτλάν, οι επιθεωρητές δημοτικών κτιρίων της
πόλης είχαν μεγάλη επιρροή, αποφασίζοντας για τα πάντα, από
την ανέγερση νέων κτιρίων ως το μέγιστο μέγεθος των
σκαλοπατιών στην είσοδο ενός σπιτιού. Όταν χτίζονταν νέες
κατοικίες, οι προσόψεις τους όφειλαν «να συμμορφώνονται με το
σχέδιο του αρχιτέκτονα της πόλης». Τα σπίτια με πρόσοψη στα
κανάλια υπόκειντο σε αυστηρούς κανονισμούς από τον επίσημο
σχεδιασμό, προκειμένου να διατηρηθεί η εξωτερική εμφάνιση του
Άμστερνταμ.189
Σε μια εποχή βρομερών και τρισάθλιων δρόμων, ένας Άγγλος
ταξιδιώτης θα έγραφε δίχως να πιστεύει στα μάτια του: «Η
ομορφιά και η καθαριότητα των δρόμων είναι τόσο εξαιρετική
ώστε τα άτομα όλων των τάξεων όχι μόνο δεν διστάζουν αλλά
χαίρονται να περπατούν σε αυτούς». Οι κάτοικοι καθάριζαν όχι
μόνο τα σκαλοπάτια στην είσοδό τους αλλά και το πεζοδρόμιο
μπροστά από τα σπίτια τους. Το φτύσιμο απαγορευόταν. Οι
άνθρωποι πλένονταν συχνά. Η μόλυνση των καναλιών ήταν
ταμπού. Οι φτελιές και ο ιξός πλαισίωναν τους δρόμους και τα
κανάλια και θεωρούνταν ως το «κόσμημα» της πόλης. Ένα
διάταγμα του 1612 απαγόρευσε την καταστροφή των δέντρων
επειδή ήταν απαραίτητα για τον «ευχάριστο αέρα, τον στολισμό
και την τέρψη» του Άμστερνταμ. Ήταν μια πόλη σχεδιασμένη
γύρω από τις ανάγκες των πολιτών της, όχι γύρω από τη
μνημειακότητα ή την επίδειξη εξουσίας. Αυτό ακριβώς καθιστά
το Άμστερνταμ τόσο ριζοσπαστικό στην ιστορική ανάπτυξη της
μητρόπολης: μια πόλη στα μέτρα του πολίτη.190
Η τερπνή ηρεμία του Άμστερνταμ, οι φιλόπονοι, λιτά ντυμένοι
πολίτες του και η ομοιομορφία της αρχιτεκτονικής έκρυβαν τη
φρενήρη ενέργεια του τόπου. Εφόσον το Άμστερνταμ δεν είχε
μνημεία και λεωφόρους, η πραγματική δόξα του έγκειτο στα
σπίτια των πολιτών του. Επισκεπτόμενος το Άμστερνταμ το
1640, ο Άγγλος ταξιδιώτης Πίτερ Μούντι εντυπωσιάστηκε από
τις «τακτοποιημένες και καθαρές» κατοικίες ακόμη και των
απλών πολιτών, οι οποίες «ήταν γεμάτες από ευχαρίστηση και
σπιτική ευτυχία». Υπήρχαν τα «δαπανηρά και περίεργα» έπιπλα
και στολίδια, όπως πλούσια ερμάρια και ντουλάπια, ζωγραφικοί
πίνακες και στάμπες, πορσελάνες και «πανάκριβα ωραία κλουβιά
με πουλιά». Οι απλές ολλανδικές οικογένειες ήταν άπληστοι
καταναλωτές τέχνης· ο Μούντι δήλωσε πως όχι μόνο κάθε
σπιτικό ήταν γεμάτο με πίνακες, αλλά ακόμα και το πιο μικρό
μαγαζάκι κρεοπώλη και σιδηρουργού είχε από μια ελαιογραφία.
Εκατομμύρια πίνακες φιλοτεχνούνται τον 17ο αιώνα.191
Σε αυτή την αφθονία καλλιτεχνικού ταλέντου, βλέπουμε για
πρώτη φορά τη ζωή μιας πόλης και το χάος των δρόμων της. Οι
μεθύστακες στην ταβέρνα γίνονται πρωταγωνιστές εξίσου με
τους μεγαλεμπόρους στο χρηματιστήριο. Οι πίνακες απεικονίζουν
την τραχιά πραγματικότητα της ζωής στην πόλη –ή την
εντύπωση του καλλιτέχνη γι’ αυτή– παρά το εξιδανικευμένο
αστικό τοπίο του παρελθόντος. Η αστική ζωή –με τα κωμικά
ατυχήματα, τα μυστήρια, την αντίθεση χαρακτήρων, τον σαματά
και την ενέργεια– αποτελεί το βασικό στοιχείο της σύγχρονης
τέχνης, της λογοτεχνίας, της μουσικής και των ταινιών. Όλο
αυτό είχε την προέλευσή του στη ζωγραφική κατά την
ολλανδική τεχνοτροπία τον 17ο αιώνα, ιδιαίτερα σε απεικονίσεις
πικάντικων σκηνών στις ταβέρνες του Άμστερνταμ: οι άνθρωποι
πίνουν, καπνίζουν, φλερτάρουν, φιλιούνται, τσακώνονται,
παίζουν μουσική ή τυχερά παιχνίδια, καταβροχθίζουν φαγητό,
αποκοιμιούνται. Αυτό το κλάσμα δευτερολέπτου που αφορά το
χάος, τη σύγχυση και την κίνηση το συλλαμβάνει ο καλλιτέχνης.
Αυτοί οι ολλανδικοί πίνακες ζωγραφικής διακηρύσσουν έναν
νέο τρόπο ζωής στην πόλη. Οι ταβέρνες μπορεί να προσφέρουν
ευκαιρίες για χιούμορ και ηθικολογίες· αλλά το ωραίο,
τακτοποιημένο σπίτι της μεσαίας τάξης φετιχοποιείται. Μας
οδηγεί σε μια οικεία γειτνίαση με την αστική κατοικία, για να
θαυμάσουμε ως προσκεκλημένοι την καθαρότητα και την
εσωτερική αρμονία. Νοικοκυρές και υπηρέτριες σκουπίζουν και
τρίβουν· τα λευκά είδη είναι διπλωμένα· δοχεία και τηγάνια είναι
πλυμένα· οι οικιακές δουλειές γίνονται με μεγάλη επιμέλεια· τα
παιδιά παίζουν ήσυχα· δεν υπάρχει ούτε ένας κόκκος σκόνης. Οι
κάτοικοι του Άμστερνταμ ήταν διάσημοι για την επιμέλειά τους
σε θέματα υγιεινής και καθαριότητας. Πολλοί από τους πίνακες
εξυμνούν τις εξιδανικευμένες αρετές της τάξης και της οικιακής
τελειότητας ως προμαχώνα ενάντια στις εξαχρειωτικές επιπτώσεις
μιας πλούσιας, υλιστικής παγκόσμιας πόλης. Το καθαγιασμένο
νοικοκυριό ήταν σαν ένα ανάχωμα που συγκρατούσε ένα
παλιρροϊκό κύμα αστικής φαυλότητας, το αντίδοτο στον κόσμο
του καπιταλισμού όπου κυριαρχεί το «ο θάνατός σου η ζωή μου»
και στις εξαχρειωτικές επιπτώσεις της ταβέρνας. Πρόκειται,
επίσης, για έναν νέο αστικό κόσμο όπου οι αξιοσέβαστες, εύπορες
γυναίκες κρατούνται μακριά από την ακατάστατη, αστεία,
ανήθικη ζωή της πόλης. Οι επικίνδυνοι δρόμοι αφορούν έναν
κόσμο πλασμένο για άνδρες και είναι ακατάλληλοι για μια κυρία,
της οποίας το καθήκον ήταν να δημιουργήσει το ιδανικό
σπιτικό.192
Πρόκειται, λοιπόν, για τέχνη που απευθύνεται στην αστική
μεσαία τάξη, επιδεικνύοντας τις καλές συνήθειές της, τη
λιτότητα και την ικανοποίησή της ακόμη και απέναντι σε
πειρασμούς και στον υπερβολικό πλούτο. Εξάλλου, τα μέλη της
είχαν γίνει οι διαιτητές της καλλιτεχνικής κρίσης μέσω της
δύναμης των χρημάτων τους στην καλλιτεχνική αγορά· οι
προτιμήσεις τους αντανακλούσαν το είδος της πόλης που ήθελαν
να δημιουργήσουν. Όσο εξιδανικευμένες κι αν ήταν αυτές οι
εικόνες, δεν παύουν να μεταδίδουν ένα ισχυρό μήνυμα: το σπίτι
των κατοίκων της πόλης ήταν το θεμέλιο των πολιτικών αξιών.
Από τη γέννηση των πόλεων η αστική ζωή ήταν δημόσια ζωή. Οι
κοινωνικές συναναστροφές και η επιχειρηματική δραστηριότητα
λάμβαναν χώρα σε κοινόχρηστους χώρους, σε αγορές και
εμπορικά κέντρα, σε αμφιθέατρα, λουτρά και πλατείες της
πόλης, σε ναούς και εκκλησίες. Τώρα το κοινό άρχισε να
αντικαθιστά το ιδιωτικό.
Οι απεικονίσεις των σπιτιών του Άμστερνταμ έδειχναν ότι
διέθεταν πλούσιο περιεχόμενο. Τούρκικα χαλιά, κινεζικές
πορσελάνες, πλακίδια από το Ντελφτ, καπέλα από δέρμα
κάστορα από τον Καναδά, ινδικά βαμβακερά υφάσματα,
ιαπωνικά λακαριστά σκεύη, βενετσιάνικο γυαλί: όλα αυτά και
πολλά άλλα τραβούν το βλέμμα στους πίνακες ολλανδικής
τεχνοτροπίας από τα μέσα του 17ου αιώνα. Τέτοια αντικείμενα –
πολυτελή και εξωτικά– στόλιζαν το σπίτι με την ομορφιά τους,
εξασφαλίζοντας επιπλέον την κεντρική θέση του στην αστική
κοινωνία. Από τα αρχοντικά των πλούσιων εμπόρων –
παραγεμισμένα με ακριβά αντικείμενα από όλο τον κόσμο– μέχρι
τους τεχνίτες και τους μάστορες, με τις λίγες πολυαγαπημένες
τους πολυτέλειες, η εικαστική τέχνη μετέτρεψε το νοικοκυριό σε
σκηνικό για το μεγαλείο και την παγκόσμια δύναμη του
Άμστερνταμ. Η ικανότητα να αποκτήσουν τέτοια υλικά αγαθά
ήταν ένα δώρο που απολάμβαναν οι Ολλανδοί κάτοικοι της
πόλης και, μάλιστα, το απολάμβαναν στο έπακρο.
Το Άμστερνταμ υπήρξε ο προάγγελος ενός νέου είδους πόλης,
βασισμένης στον καταναλωτισμό και τον ατομικισμό, καθώς και
στον οικονομικό καπιταλισμό. Οι πολυπληθείς πόλεις ανέκαθεν
δημιουργούσαν αγορές· αλλά μια πόλη όπως το Άμστερνταμ
ήταν επιτυχημένη σε μεγάλο βαθμό διότι στην απόκτηση και
διατήρηση του πλούτου συμμετείχε ένα μεγάλο ποσοστό των
πολιτών της, μετατρέποντάς τους σε καταναλωτές ειδών
πολυτελείας και τέχνης. Η πόλη του μέλλοντος θα παρείχε
ικανοποίηση και διέξοδο στη λαϊκή κουλτούρα, η οποία και
διαφωτιζόταν. Πρόκειται για ένα νέο αστικό κοινό – ευγενείς,
επιτηδευμένοι, εγγράμματοι, ενημερωμένοι και απαιτητικοί σε
δραστηριότητες αναψυχής και νέες ψυχαγωγίες. Η καταναλωτική
κοινωνία ήταν προ των πυλών και το Άμστερνταμ ήταν η πρώτη
πόλη που την αντιμετώπισε. Ο διάδοχός του –το Λονδίνο– θα
εκτόξευε τα πράγματα σε νέα ύψη.

158
Δέντρα των Καναρίων Νήσων, γνωστά για τη μακροζωία τους (μπορούν να ζήσουν
ως και πάνω από χίλια χρόνια). Χαρακτηρίζονται από διαμήκη λογχοειδή φύλλα με
αιχμηρές απολήξεις, σε πυκνή διάταξη. (Σ.τ.Μ.)
159
Νέα Οδός των Εμπόρων. (Σ.τ.Μ.)
160
Judith B. Sombré (μτφρ.), «Hieronymus Munzer: journey through Spain and
Portugal», http://munzerama.blogspot.com/2017/04/hieronymous-munzer-journey-
through.html
161
Roger Crowley, Conquerors: how Portugal seized the Indian Ocean and forged
the rst global empire (Λονδίνο, 2015), σελ. 4.
162
Ibid., σελ. 19.
163
Ibid., σελ. 64–5.
164
Πορτογαλικό νόμισμα της εποχής. (Σ.τ.Μ.)
165
Ασημένιο νόμισμα της εποχής. (Σ.τ.Μ.)
166
E. G. Ravenstein (μτφρ.), A Journal of the First Voyage of Vasco da Gama,
1497–1499 (Λονδίνο, 1898), σελ. 48 κ.ε.
167
William Brooks Greenlee, The Voyage of Pedro álvares Cabral to Brazil and
India (Λονδίνο, 1937), σελ. 83–5.
168
Gaspar Correa, The Three Voyages of Vasco da Gama, and His Viceroyalty
(Λονδίνο, 1896), σελ. 295· Crowley, κεφάλαιο 7.
169
Ibid., σελ. 131 κ.ε.
170
Ibid., σελ. 128.
171
Tomé Pires, The Suma Oriental, 2 τόμοι, επιμέλεια και μετάφραση Armando
Cortesáo (Λονδίνο, 1944), σελ. 285.
172
Ibid., σελ. 287.
173
Βασιλικό Νοσοκομείο των Αγίων Πάντων. (Σ.τ.Μ.)
174
Barry Hatton, Queen of the Sea: a history of Lisbon (Λονδίνο, 2018), σελ. 55 κ.ε.
175
Annemarie Jordan Gschwend & Kate Lowe, «Princess of the Seas, Queen of
the Empire: con guring the city and port of Renaissance Lisbon», στο Gschwend
& Lowe (επιμ.), The Global City: on the streets of Renaissance Lisbon (Λονδίνο,
2015).
176
Annemarie Jordan Gschwend, «Reconstructing the Rua Nova: the life of a
global street in Renaissance Lisbon», στο Gschwend & Lowe (επιμ.), The Global
City: on the streets of Renaissance Lisbon (Λονδίνο, 2015).
177
Hatton, σελ. 71 κ.ε.
178
Κυβερνήτης, δήμαρχος. (Σ.τ.Μ.)
179
Michael Wood, Conquistadors (Berkeley, CA, 2000), σελ. 53.
180
Georgia Butina Watson & Ian Bentley, Identity by Design (Άμστερνταμ, 2007),
σελ. 74.
181
Μεγάλος Ναός. (Σ.τ.Μ.)
182
Ορθογώνιες προσχωσιγενείς καλλιεργήσιμες επιφάνειες, στις όχθες υγρότοπων
χαρακτηριστικές στη Μεσοαμερική. (Σ.τ.Μ.)
183
Anne Goldgar, Tulipmania: money, honour, and knowledge in the Dutch Golden
Age (Σικάγο, 2007), σελ. 10.
184
William Temple, The Works of Sir William Temple, 2 τόμοι (Λονδίνο, 1731), Τόμ.
II, σελ. 60.
185
The Philosophical Writings of Descartes: volume III, the correspondence, μτφρ.
John Cottingham, Robert Stootho , Dugald Murdoch & Anthony Kenny
(Κέιμπριτζ, 1991), σελ. 32.
186
Joseph de la Vega, Confusion de Confusiones (Βοστόνη, MA, 1957), σελ. 21.
187
Ibid., σελ. 11.
188
Ibid., σελ. 28.
189
R. E. Kistemaker, «The Public and the Private: public space in sixteenth- and
seventeenth-century Amsterdam», στο Arthur K. Wheelock Jr & Adele See , The
Public and Private in Dutch Culture of the Golden Age (Νιούαρκ, 2000), σελ. 22.
190
Ibid., σελ. 21.
191
The Travels of Peter Mundy, in Europe and Asia, 1608–1667, Sir Richard
(επιμ.), Carnac Temple (Λονδίνο, 1914), Τόμ. IV, σελ. 70–1.
192
Simon Schama, The Embarrassment of Riches: an interpretation of Dutch
culture in the Golden Age (Μπέρκλεϊ, CA, 1987).
8 - Η κοινωνική μητρόπολη - Λονδίνο, 1666-
1820

Η καφεΐνη ρέει άφθονη στις φλέβες της σύγχρονης πόλης. Αρκεί


να κοιτάξετε την πόλη σας, μικρή ή μεγάλη, και θα δείτε την
επιρροή του μαύρου αυτού υγρού.
Ο καφές τροφοδοτεί ένα συγκεκριμένο είδος κοινωνικής
αλχημείας στις πόλεις. Η αναβίωση των καφέ από τη δεκαετία
του 1990 και εξής γέμισε ένα κενό στην αστική ζωή – ένα κενό
κοινωνικότητας που είχε γίνει έντονο σε κάποιες πόλεις και
ιδιαίτερα στη Βρετανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την
Αυστραλία, όπου τα κέντρα των πόλεων είχαν φτωχοποιηθεί. Τα
Starbucks ισχυρίζονταν ότι τα καφέ συνιστούσαν έναν «τρίτο
τόπο» στην πόλη193 – «ένα άνετο, κοινωνικό σημείο
συγκέντρωσης μακριά από το σπίτι και τη δουλειά, σαν επέκταση
της μπροστινής βεράντας».194
Στη Νότια Κορέα, έπιναν καφέ στο πόδι και τον αγόραζαν
φθηνά από μηχανήματα αυτόματης πώλησης ώσπου το
Starbucks μπήκε ορμητικά στο παιχνίδι το 1999. Δημιούργησε
νέες αστικές φυλές: k’ap’emam (καφεμαμάδες), k’op’isŭjok
(καφεγραφείο) και k’ap’ebŭrŏrijok (καφεθήκη, για όσους
χρησιμοποιούν το καφέ ως βιβλιοθήκη). Σε έναν πολιτισμό χωρίς
πολλούς αστικούς δημόσιους χώρους και ακόμα λιγότερoυς για
τις γυναίκες, τα Starbucks παρείχαν ένα άνετο, μοντέρνο
περιβάλλον όπου οι νέες γυναίκες μπορούσαν να περνούν την
ώρα τους και να συναναστρέφονται κόσμο εκτός των
περιορισμών και των προσδοκιών που αφορούν το φύλο τους
στο σπίτι της οικογένειας. Όχι μόνο στη Νότια Κορέα, αλλά και
παντού, οι καφετέριες είναι τόποι όπου μπορούμε να πάμε μόνοι
στην πόλη· όπου μπορούμε να παρακολουθούμε τους άλλους
γύρω μας· ή όπου μπορούμε να αφεθούμε στον χείμαρρο της
αστικής ζωής.195
Οι καφετέριες είναι το πιο ισχυρό σύμβολο ιδιωτικού-δημόσιου
αστικού χώρου. Αν και είναι ανοιχτές σε όλους, διατηρούν έναν
ατομικό χαρακτήρα που βοηθά στο χτίσιμο της κοινότητας. Στην
Τεχεράνη, όπως και σε άλλες πόλεις, υπάρχουν καφετέριες που
εξυπηρετούν διαφορετικές αστικές φυλές: διανοούμενους,
αναγνώστες, λάτρεις της τζαζ ή της κλασικής μουσικής, λάτρεις
των ταινιών, πολιτικούς αντιφρονούντες, φοιτητές και πάει
λέγοντας. Κάποιος επιλέγει μια καφετέρια κι εκείνη του παρέχει
την ατμόσφαιρα και την αίσθηση της κοινότητας. Οι καφετέριες
στην Τεχεράνη φαίνονται συχνά αδιάφορες εξωτερικά, αλλά
υπόσχονται ασφάλεια και καταφύγιο σε ανθρώπους παρόμοιας
νοοτροπίας· στο εσωτερικό υπάρχει διαθέσιμο ένα «κοινωνικό
τραπέζι» για όσους θέλουν να συναντηθούν και να
κουβεντιάσουν. Είναι κεντρικής σημασίας για τη διαμόρφωση της
ταυτότητας της μητροπολιτικής νεολαίας στην πόλη, καταφύγια
από τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις της επίσημης
πόλης.196
Ως τέτοιες, ωστόσο, δέχονται εφόδους από την αστυνομία της
ηθικής· το 2012 έκλεισαν 87 καφέ επειδή «δεν ακολουθούσαν τις
ισλαμικές αξίες». Έναν χρόνο αργότερα, το Café Prague –
δημοφιλές σε φοιτητές, διανοούμενους και αντιφρονούντες–
προτίμησε να κλείσει αντί να συμμορφωθεί με τον νόμο που
απαιτεί από τις καφετέριες να εγκαθιστούν κάμερες
παρακολούθησης για την «παρακολούθηση πολιτών».
Η κεντρική θέση της καφετέριας στη σύγχρονη αστική
κουλτούρα είναι βαθιά ενσωματωμένη στην ιστορία και στα
ειδύλλια. Το Παρίσι έγινε η πολιτιστική πρωτεύουσα του 19ου
αιώνα, έγραψε ο Ραλφ Γουάλντο Έμερσον, επειδή «η υπέρτατη
αξία του είναι ότι αποτελεί την πόλη της συνομιλίας και των
καφέ». Από τη δεκαετία του 1860 τα καφέ από το κέντρο της
πόλης εξαπλώθηκαν στις λεωφόρους. Ένας Αμερικανός τουρίστας
το 1869 έμεινε έκπληκτος όταν είδε ανθρώπους όλων των τάξεων
στους πεζοδρόμους «να καπνίζουν, να πίνουν, να
κουβεντιάζουν, να διαβάζουν εφημερίδες». «Εδώ βρίσκεται η
αληθινή δημοκρατία», συμπέρανε. Και εδώ βρισκόταν η
σύγχρονη κοινωνική πόλη σε πλήρη δράση: ένας τόπος για
τυχαίες συναντήσεις, με ανθρώπους που χαζεύουν άλλους
ανθρώπους ή που συναναστρέφονται ο ένας τον άλλον στο
διαρκώς αναπτυσσόμενο σκηνικό των δρόμων. Μέχρι το 1880
υπήρχαν 40.000 καφέ, που πρόσφεραν ένα τεράστιο φάσμα
επιλογών για το πού και με ποιους να συναντηθεί κάποιος.
Υπήρχαν πολυτελή καφέ του συρμού στις λεωφόρους και πιο
σκοτεινές, τραχιές εκδοχές για την εργατική τάξη αλλά και πολλά
ενδιάμεσου τύπου. Μπορούσε κάποιος να πάει σε ένα καφέ που
θύμιζε καφενείο του χωριού ή σε κάποιο άλλο όπου θα μπορούσε
να κάνει κόρτε σε ένα κορίτσι. Πάνω απ’ όλα, λειτουργούσαν
στην καρδιά της κάθε γειτονιάς, μέρη γεμάτα καπνό που μύριζαν
καφέ και κρασί, όπου ακούγονταν ήχοι από ντόμινο, τάβλι,
εφημερίδες που διπλώνονταν, «καλή διάθεση και άμιλλα και
δαιδαλώδεις συνομιλίες». Η φράση της εργατικής τάξης «φίλος
του καφέ» δήλωνε έναν τακτικό συνδαιτυμόνα στο καφέ της
γειτονιάς τον οποίο δεν θα συναντούσε κανείς ποτέ έξω από
αυτό το περιβάλλον. Η ένταση της αστικής ζωής θα ήταν
ανυπόφορη χωρίς την επίδραση της κοινωνικής δικτύωσης στα
καφέ.197
Ο Εντγκάρ Ντεγκά και ο Τζέιμς ΜακΝιλ Γουίσλερ πήγαιναν
στο Café Molière. Το Café Gerbois προσέλκυσε τους Κλοντ
Μονέ, Άλφρεντ Σίσλεϊ, Καμίλ Πιζαρό, Πολ Σεζάν, Πιερ Ογκίστ
Ροντέν, Ροντμίλ Ζολά, Λουί Εντμόντ Ντιραντί και Στεφάν
Μαλαρμέ. Ο ιμπρεσιονισμός γεννήθηκε μέσα από την κοινωνία
των καφέ, όπως επίσης και ο κυβισμός και ο μοντερνισμός στη
λογοτεχνία. Ο Μονέ λάτρευε τη «διαρκή σύγκρουση απόψεων»
στο Café Gerbois, η οποία «ακόνιζε το μυαλό μας». Η
κουλτούρα του καφέ ήταν η σπίθα της συνομιλίας· και οι
συνομιλίες ήταν η καύσιμη ύλη της τέχνης. «Μέσα από αυτά»,
έγραψε ο Μονέ, «βγαίναμε με ανεβασμένη διάθεση, με πιο
σθεναρή βούληση, με τις σκέψεις μας πιο ξεκάθαρες και πιο
διακριτές».198
Το εκλεπτυσμένο κλίμα των καφέ και οι συσχετισμοί τους με
την καλλιτεχνική λάμψη και τον μποεμισμό τα καθιστούν
κεντρικής σημασίας για το υπόβαθρο της αστικής ζωής του
συρμού. Σήμερα η άφιξη των μοδάτων καφέ στα κέντρα των
πόλεων είναι ένας βέβαιος προάγγελος της αναβάθμισης και της
αύξησης των τιμών των ακινήτων· η ιδανική στιγμή για τους
επενδυτές ακινήτων θεωρείται όταν ο αριθμός των καφέ
ταιριάζει με τον αριθμό των εστιατορίων φαστφούντ σε μια έως
τώρα παραμελημένη περιοχή. Στο Χάρλεμ της δεκαετίας του
2010 οι μεσίτες ακινήτων επένδυσαν κρυφά σε καφετέριες για να
επιταχύνουν τεχνητά τον αστικό εξευγενισμό και να
πυροδοτήσουν μια έκρηξη στις τιμές των ακινήτων. Ήταν κάτι
ανάλογο με τα χωριά Ποτέμκιν σε ό,τι αφορά την
αναβάθμιση.199,200
Στοιχεία όπως τα εργοστάσια, οι σιδηρόδρομοι, τα αυτοκίνητα,
η ηλεκτρική ενέργεια και το οπλισμένο σκυρόδεμα έχουν
προφανώς διαμορφώσει πόλεις. Ο καφές πρέπει να
συμπεριλαμβάνεται σε αυτή τη λίστα. Το σημαντικότερο είναι το
αποτέλεσμα του μετασχηματισμού του σε ένα από τα πιο ζωτικά
δομικά στοιχεία των πόλεων – την κοινωνικότητα.

Το ταξίδι του καφέ μέχρι αυτός να διαδοθεί παντού ξεκίνησε


από την Αιθιοπία, όπου καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά. Από
τον 15ο αιώνα οι έμποροι της Υεμένης τον εξήγαγαν σε
μοναστήρια των Σούφι, προκειμένου να βοηθήσουν τους
προσκυνητές να παραμένουν ξάγρυπνοι κατά τη διάρκεια της
ολονύκτιας λατρείας τους. Ο καφές στη συνέχεια εξαπλώθηκε
στη Μέκκα και τη Μεδίνα, αλλά και στο Κάιρο, το Χαλέπι και τη
Δαμασκό. Τη δεκαετία του 1550 έκαναν την εμφάνισή τους τα
πρώτα καφενεία στην Κωνσταντινούπολη· μέχρι το τέλος του
αιώνα υπήρχαν παντού στην πόλη.
Ο Άγγλος Τζορτζ Σάντις, που επισκέφτηκε την
Κωνσταντινούπολη το 1610, απογοητεύτηκε που δεν έβρισκε
ταβέρνες για να δικτυωθεί με εμπόρους και να κάνει επαφές.
Αντ’ αυτού, βρήκε ένα μέρος που ονομάζεται «Οίκος Κόφα»:
«Εκεί κάθονται και κουβεντιάζουν σχεδόν όλη μέρα· και πίνουν,
γουλιά γουλιά, ένα ποτό που ονομάζεται κόφα (από τον καρπό
από τον οποίο είναι φτιαγμένο) σε μικρά πορσελάνινα φλιτζάνια,
τόσο ζεστό όσο μπορούν να αντέξουν: μαύρο σαν αιθάλη και με
γεύση όχι πολύ διαφορετική από της αιθάλης».201
Τα καφενεία μεταμόρφωσαν την Κωνσταντινούπολη επειδή
παρείχαν έναν νέο χώρο στην πόλη για συναντήσεις και
κουβέντα πέρα από τα παραδοσιακά όρια του τεμένους και του
σπιτιού. Άγγλοι έμποροι σε πόλεις όπως το Χαλέπι, η Σμύρνη και
η Κωνσταντινούπολη άρχισαν να πίνουν το ποτό και, όπως
δισεκατομμύρια ακόμη άνθρωποι τα επόμενα χρόνια, εθίστηκαν
σε αυτό το είδος. Επιστρέφοντας από τη Σμύρνη το 1651, ο
έμπορος Ντάνιελ Έντουαρντς έφερε μαζί του μια συσκευή
παρασκευής καφέ και κόκκους καφέ. Στο σπίτι του πλούσιου
πεθερού του στην καρδιά της πόλης του Λονδίνου, ο
Έντουαρντς προμήθευε καφέ στους συναδέλφους του εμπόρους.
Τόσο δημοφιλές ήταν το παρασκευαστήριο αυτό, ώστε οι συνεχείς
εκκλήσεις εθισμένων στην καφεΐνη ανδρών στο Σίτι που
αναζητούσαν τη δόση τους έγιναν ενοχλητικές. Έτσι, ο
Έντουαρντς αποφάσισε να ανοίξει ένα μαγαζάκι στην αυλή μιας
εκκλησίας στο Σεντ Μάικλς Άλεϊ, το οποίο διηύθυνε ο ελληνικής
καταγωγής υπηρέτης του Έντουαρντς Πασκουά Ροζέ. Το 1654 ο
Ροζέ μετακόμισε σε μια οικία στην απέναντι πλευρά του δρόμου,
στο πρώτο καφέ της δυτικής Ευρώπης.202
Το εξωτικό ποτό προσέλκυσε τους περίεργους, μεταξύ άλλων
τον πολυμαθή Σάμιουελ Χάρτλιμπ, που ανέφερε: «Είναι ένα
τουρκικό ποτό φτιαγμένο από νερό και κάποιο είδος μούρου ή
τούρκικου φασολιού… Είναι κάπως ζεστό και δυσάρεστο αλλά
και ωραίο για μετά το φαγητό, και προκάλεσε αφθονία
αερίων».203
Αυτό αποτελούσε καινοτομία, αναμφίβολα, σε μια πόλη που
γοητευόταν από τις διασκεδάσεις και τα θεάματα. Αλλά λίγοι θα
είχαν στοιχηματίσει στη μελλοντική επιτυχία του καφέ. Μέχρι τη
δεκαετία του 1660 υπήρχαν πάνω από 80 καφέ στο Σίτι του
Λονδίνου και περισσότερα στο Γουεστμίνστερ και το Κόβεντ
Γκάρντεν. Στο τέλος του αιώνα ο αριθμός τους άγγιζε τα 1.000.
Τα καφέ είχαν εξαπλωθεί και σε πόλεις σε όλη την Αγγλία, τη
Σκοτία και την Ιρλανδία, πέρα από τον Ατλαντικό έως τη
Βοστόνη, τη Νέα Υόρκη και τη Φιλαδέλφεια, και πέρα από τα
στενά, στο Παρίσι, το Άμστερνταμ, τη Βιέννη και τη Βενετία.
Μέσα σε λίγα χρόνια από την εμφάνιση των καφέ στο Λονδίνο
«όλη γειτονιά συγκεντρωνόταν κατά σμήνη [στα καφέ] σαν τις
μέλισσες και, μάλιστα, βούιζε σαν κι αυτές».204
«Τι χαμπάρια;… Φέρτε ένα φλιτζάνι καφέ», απαιτούσε ένας
παπαγάλος τσιρίζοντας σε κάθε νέο πελάτη που έμπαινε σε ένα
συγκεκριμένο καφέ του Λονδίνου. Αντέγραφε την
επαναλαμβανόμενη επωδό εκατοντάδων καθημερινών
επισκεπτών που αναζητούσαν ένα φλιτζάνι με το ολοκαίνουριο
αυτό ρόφημα. Η έκφραση «Τι χαμπάρια;» ήταν η αρχική φράση
του θαμώνα του καφενείου. Έναντι μιας δεκάρας μπορούσε
κάποιος να πιει τον καφέ του σε ένα τεράστιο τραπέζι γεμάτο με
εφημερίδες, σατιρικά έντυπα, λιβέλλους και πίπες για
κάπνισμα.205
Οι ειδήσεις, στα τέλη του 17ου αιώνα στο Λονδίνο, άρχισαν να
αποτελούν πολύτιμο αγαθό και το καφέ έγινε ο κύριος κόμβος
ειδήσεων. Στο έλεος ενός εμφυλίου πολέμου το 1640 ο οποίος
οδήγησε στην εκτέλεση του βασιλιά, η Αγγλία και η Σκοτία
βρίσκονταν σε αναβρασμό όταν ο Πασκουά Ροζέ έστησε το
κατάστημά του. Το 1659/60 η χώρα βρισκόταν και πάλι σε κρίση
καθώς οι φατρίες μάχονταν για να αποσπάσουν τον έλεγχο. Το
καφέ καταξιώθηκε ως φόρουμ συζήτησης και ανταλλαγής
ειδήσεων κατά τη διάρκεια αυτών των δύσκολων ημερών. Ο
νεαρός Σάμιουελ Πιπς206, αδημονώντας για νέα, κουτσομπολιό
και διασυνδέσεις με τους ισχυρούς, άρχισε να συχνάζει στα καφέ
για να ακούει τις συζητήσεις. Στο καφενείο Του Τούρκου το
Κεφάλι στο Γουεστμίνστερ καθόταν δίπλα σε ευγενείς,
πολιτικούς φιλόσοφους, εμπόρους, στρατιώτες και λογίους που
διαφωνούσαν για τη μελλοντική κατεύθυνση της χώρας.
Ο Πιπς και άλλοι εντυπωσιάζονταν από τις γνώσεις που
μπορούσαν να αποκομίσουν από τις συζητήσεις αυτές στα καφέ
και από την ευγένεια της συζήτησης. Μια ταβέρνα ή πανδοχείο
δεν μπορούσε να δημιουργήσει αυτή την ατμόσφαιρα· υπήρχε
κάτι μέσα σ’ εκείνο το ζεστό, σκούρο ποτό που ενθάρρυνε την
ηρεμία και τη λογική. Όλοι συμπεριφέρονταν με έναν ξεχωριστό
μητροπολιτικό τρόπο, καθώς σιγόπιναν αυτό το ξεχωριστό
μητροπολιτικό ποτό τους.
Η πελατεία των καφέ κατανάλωνε ειδήσεις· αλλά και τις
δημιουργούσε. Οι δημοσιογράφοι συνέλεγαν μεγάλο μέρος των
ειδήσεών τους από τις συζητήσεις της πόλης μέσα σε
φασαριόζικα καφέ. Οι κυβερνητικοί κατάσκοποι τούς ψάρευαν
για να λάβουν τις τελευταίες πληροφορίες. Η συζήτηση περί της
κατάστασης του κόσμου είχε λάβει δημόσιο χαρακτήρα και,
μάλιστα, σε ένα πολύ ιδιαίτερο σκηνικό.
Σε ένα καφέ όλοι όφειλαν να καθίσουν στην πρώτη διαθέσιμη
θέση, δίπλα σε οποιονδήποτε βρισκόταν ήδη εκεί· δεν γίνονταν
κρατήσεις ειδικών θέσεων για άνδρες της ανώτερης τάξης. Ένα
καφέ, είπε ο Σάμιουελ Μπάτλερ, είναι ο τόπος όπου
«συναντιούνται άνθρωποι κάθε ιδιότητας και κατάστασης για να
ανταλλάξουν ξενόφερτα ποτά και ειδήσεις, μπίρες, καπνό και
αντιπαραθέσεις». Ο ιδιοκτήτης «παραδέχεται ότι δεν γίνεται
διάκριση προσώπων, αλλά ο αριστοκράτης, ο μηχανικός, ο λόρδος
και ο κακοποιός αναμειγνύονται σε ένα ενιαίο σώμα, σαν να
είχαν αναλυθεί στα βασικά συστατικά τους στοιχεία».207
Η κυβέρνηση φοβόταν τον αντίκτυπο αυτού του νέου
ριζοσπαστικού δημόσιου χώρου, πιστεύοντας ότι τα καφέ ήταν
φυτώρια ανταρσίας και εκδημοκρατισμού. Η νέα μόδα δέχθηκε
επανειλημμένα επικριτικές επιθέσεις από τον Τύπο. Συχνά
επρόκειτο για χτυπήματα κάτω από τη μέση. Σύμφωνα με τη
συγγραφέα της Εκστρατείας των Γυναικών κατά του Καφέ, «η
υπερβολική χρήση αυτού του νεότευκτου, αποτρόπαιου,
εθιστικού ποτού που ονομάζεται καφές… έχει ευνουχίσει τόσο
πολύ τους συζύγους μας και σακατέψει τους ευγενέστερους
κυρίους μας, ώστε έχουν γίνει τόσο ανίκανοι όσο οι ηλικιωμένοι
και τόσο άκαρποι όσο οι έρημοι από τις οποίες λέγεται πως
έρχεται αυτός ο δυσάρεστος καρπός».208
Ωστόσο, ακόμη και αυτοί οι ισχυρισμοί δεν έβλαψαν τον καφέ:
μάλλον τον ενίσχυσαν παρά τον αποδυνάμωσαν. Εκτός από το
γεγονός ότι τα καφέ βοήθησαν στην έναρξη της επιχείρησης
διάδοσης των ειδήσεων, είχαν και σημαντικό οικονομικό
αποτέλεσμα. Οι χρηματιστές θεωρήθηκαν υπερβολικά εριστικοί
για το Βασιλικό Χρηματιστήριο κι έτσι η πρώτη ανταλλαγή
κινητών αξιών του Λονδίνου πραγματοποιήθηκε στο πιο
ευχάριστο περιβάλλον του Καφέ του Τζόναθαν στην οδό Τσέιντζ
Άλεϊ. Οι καφετέριες παρείχαν ειδήσεις κάθε είδους: ενημερωμένοι
κατάλογοι με τις τιμές των εμπορευμάτων, των μετοχών και των
νομισμάτων δημοσιεύονταν τακτικά στο καφέ του Τζόναθαν. Οι
καφετέριες ξεφύτρωσαν σαν τα μανιτάρια στο Τσέιντζ Άλεϊ,
παρέχοντας περιβάλλοντα κοινωνικών συναναστροφών όπου θα
μπορούσαν να πραγματοποιούνται χρηματιστηριακές συναλλαγές
και όπου κάθε είδους άνθρωποι θα μπορούσαν να έχουν
πρόσβαση στην αγορά. Η καφετέρια του Γκάραγουεϊ, επίσης στο
Τσέιντζ Άλεϊ, διεξήγε δημοπρασίες στις οποίες οι χονδρέμποροι
διέθεταν νεοαφιχθέντα διεθνή φορτία κατευθείαν από την
αποβάθρα.
Δανειζόμενο ιδέες που πρωτοεμφανίστηκαν στο Άμστερνταμ, το
Λονδίνο τα πρώτα χρόνια του 18ου αιώνα αναδιαμόρφωσε τον
καπιταλισμό. Η Τράπεζα της Αγγλίας ιδρύθηκε το 1694
προκειμένου να συγκεντρώσει τεράστια δάνεια για το βρετανικό
κράτος. Η δημιουργία ενός εθνικού χρέους χρηματοδοτούμενου
από το δημόσιο εκτόξευσε τη Βρετανία σε καθεστώς παγκόσμιας
υπερδύναμης. Επίσης, μετέτρεψε τις καφετέριες του Τζέιντζ Άλεϊ
σε αγορές κρατικών και τραπεζικών μετοχών, καθώς και
μερισμάτων σε τεράστιες εταιρείες. Η εμφάνιση αυτού του
σύγχρονου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού απαιτούσε σύναψη
συμφωνιών διά ζώσης· το καφέ ήταν η φυσική του γενέτειρα. Οι
χρηματιστές και οι μεσίτες (αντιπρόσωποι) έδιναν ζωή στα καφέ
που γέμιζαν το δρομάκι, χορταίνοντας ειδήσεις, φήμες και
κουτσομπολιά που διέρρεαν μέσα από αυτά.
Αυτός ο κερδοσκοπικός κόσμος υποστηριζόταν από μια νέα
βιομηχανία που έμελλε να βοηθήσει το Λονδίνο να εξελιχθεί
ακόμα περισσότερο ως εμπορικός γίγαντας. Η καφετέρια του
Έντουαρντ Λόιντ ειδικευόταν στην απόκτηση των πιο
αξιόπιστων ναυτιλιακών ειδήσεων πριν από οπουδήποτε αλλού,
προσελκύοντας ναυτικούς, φορτωτές και εμπόρους μεγάλων
αποστάσεων για να συναντηθούν, να κουβεντιάσουν και να
κάνουν συναλλαγές. Από ένα ψηλό βάθρο ένας σερβιτόρος
διάβαζε τις τελευταίες ναυτιλιακές ειδήσεις. Στη συνέχεια τις
αναρτούσαν σε έναν τοίχο πριν προωθηθούν ευρύτερα στην
πόλη. Μέσα στον σαματά αυτού του καφέ, έμποροι και φορτωτές
συνεργάζονταν για να αντισταθμίσουν τους κινδύνους των
παγκόσμιων εμπορικών επιχειρήσεων. Το καφέ του Λόιντ έγινε η
κύρια ασφαλιστική αγορά όχι μόνο του Λονδίνου αλλά όλου του
κόσμου· όλη μέρα οι μεσίτες διαπραγματεύονταν με τους
ασφαλιστές, αναζητώντας τις καλύτερες συμφωνίες για τους
πελάτες τους.
Η οικονομική επανάσταση πραγματοποιήθηκε εξωθεσμικά· ήταν
αβίαστη, διά ζώσης και κοινωνική. Το καφέ διέφερε από την
αγορά, το φόρουμ, το παζάρι ή ακόμη και από το ρωμαϊκό
λουτρό· βρισκόταν μεταξύ της δημόσιας και της ιδιωτικής
σφαίρας, μια προέκταση της οικίας του ιδιοκτήτη του αλλά
ανοιχτό σε όλους. Οι καφετέριες που ειδικεύονταν σε διάφορες
συναλλαγές και δραστηριότητες έφεραν κοντά ανθρώπους οι
οποίοι διαφορετικά δεν θα είχαν συναντηθεί, επιτρέποντάς τους
να ανταλλάσσουν πληροφορίες και να δημιουργούν δίκτυα.
Λειτουργώντας ως χρηματιστηριακές, πιστωτικές και
ασφαλιστικές αγορές, χώροι συναλλαγών, χρηματιστήρια
εμπορευμάτων, χονδρέμποροι και ειδησεογραφικά πρακτορεία,
ήταν ταυτόχρονα το γραφείο επιχειρήσεων και η αίθουσα
συνεδριάσεων του αναπτυξιακού καπιταλισμού. Με άλλα λόγια,
ο γαλαξίας των καφέ στο Λονδίνο παρείχε έναν δυναμικό,
αβίαστο, ανεπίσημο δημόσιο χώρο ο οποίος δεν υπήρχε ως τότε.
Στα τέλη του 17ου αιώνα το Λονδίνο ήταν ένα κέντρο τόσο
επιστημών όσο και επιχειρήσεων. Η ίδρυση της «Βασιλικής
Εταιρείας του Λονδίνου για τη Βελτίωση της Φυσικής Γνώσης»
κατέστησε την επιστήμη αντικείμενο δημόσιου διαλόγου. Η
κινητήρια δύναμη της Βασιλικής Εταιρείας ήταν εθισμένη στα
καφέ. Τα ημερολόγια του Ρόμπερτ Χουκ αποκαλύπτουν ότι ο
ίδιος επισκέφτηκε 64 διαφορετικές καφετέριες στο Λονδίνο
μεταξύ 1672 και 1680, πηγαίνοντας σε τουλάχιστον μία την
ημέρα, ενίοτε σε τρεις και σε μία περίπτωση σε πέντε. Η δημόσια
φύση της επιστήμης του τέλους του 17ου αιώνα έγινε
πραγματικότητα μέσα στα καφέ. Οι τόποι αυτοί ήταν το σκηνικό
για την παράσταση της αριστοτεχνικής επιστήμης. Τις επίσημες
διαλέξεις του Χουκ στο Κολέγιο Γκρέσαμ τις παρακολουθούσαν
ελάχιστοι, ενίοτε και κανείς. Στα πιο χαλαρά και κοινωνικά
περιβάλλοντα ενός καφέ μπορούσε να βασίζεται σε ένα πολύ πιο
πρόθυμο κοινό.209
Ο Τζέιμς Χότζσον έδινε δωρεάν διαλέξεις περί μαθηματικών και
αστρονομίας του Νεύτωνα στο Ναυτικό Καφέ και παρουσίασε
μια σειρά από αεραντλίες, μικροσκόπια, τηλεσκόπια, πρίσματα
και άλλες συσκευές που δεν είχε ξαναδεί ποτέ κανείς εκτός της
Βασιλικής Εταιρείας. Οι άνδρες του Σίτι έδειχναν ενδιαφέρον για
τα μαθηματικά και την επιστήμη επειδή αυτά υπόσχονταν να
βελτιώσουν τη ναυσιπλοΐα, ένα θέμα πολύ αγαπητό στους
εμπόρους αλλά και στους ασφαλιστές στο καφέ του Λόιντ. Η
κουλτούρα των καφέ έφερε τους θεωρητικούς σε επαφή με
ναυτικούς που διέθεταν πλούτο πρακτικών γνώσεων. Η
Οικονομική Επανάσταση και η Επιστημονική Επανάσταση
συναντήθηκαν πάνω από ένα φλιτζάνι καφέ.210
Ακριβώς όπως κάθε κλάδος του εμπορίου είχε τους
αγαπημένους του τόπους συνάντησης, έτσι και τα καφέ
κάλυπταν πληθώρα δραστηριοτήτων και επιθυμιών. Μπορούσε
κάποιος να προσφέρει μαθήματα ξιφασκίας και ένας άλλος
μαθήματα γαλλικών. Αν πήγαινες στου Γουίλ στο Κόβεντ
Γκάρντεν και αργότερα στου Μπάτον, θα συναντούσες τους
σπουδαίους ποιητές και συγγραφείς της πόλης. Αν πήγαινες στου
Ντιουκ, θα καθόσουν μεταξύ ηθοποιών και συγγραφέων· στου
Ολντ Σλότερ θα συναντούσες μια συντροφιά καλλιτεχνών.
Άνδρες της μόδας και αυλικοί συγκεντρώνονταν στου Γουάιτ
στην οδό Σεντ Τζέιμς Στριτ. Οι βιβλιοπώλες και οι εκδότες
συγκεντρώνονταν στου Τσάιλντ, δίπλα στον καθεδρικό ναό του
Αγίου Παύλου. «Στα καφέ όλοι οι τύποι ανθρώπων γίνονται
κοινωνικοί, οι πλούσιοι και οι φτωχοί συναντιούνται, όπως και
οι πολυμαθείς», σχολίαζε ο Τζον Χάουτον, συνεργάτης της
Βασιλικής Εταιρείας.211
Ο Πιπς δεν αγαπούσε ιδιαίτερα τον καφέ. Μικρές ποσότητες
αλεσμένων κόκκων βράζονταν σε καζάνι· ήταν μια πιο ήπια και
λιγότερο νόστιμη εκδοχή του ροφήματος που παρασκευάζουμε
σήμερα. Αλλά τότε το ποτό δεν ήταν ποτέ το κύριο θέλγητρο.
«Βρίσκω μεγάλη ευχαρίστηση [στα καφέ]», είπε ο Πιπς, «λόγω της
ποικιλομορφίας της συντροφιάς – και της συνομιλίας». Τα καφέ
παρείχαν μια λειτουργία ζωτικής σημασίας για τις πόλεις,
προσφέροντας το κίνητρο και την τοποθεσία για αυθόρμητες
συναντήσεις και για την εμφάνιση άτυπων δικτύων. Στην
εξάπλωση της γνώσης των οικονομικών, της επιστήμης και της
τέχνης στα τέλη του 17ου αιώνα στο Λονδίνο, μπορούμε να
δούμε πολύ καθαρά πώς οι πόλεις μεγιστοποιούν τις ευκαιρίες
για τυχαίες συναντήσεις, απρόβλεπτες συνευρέσεις και
ανταλλαγή πληροφοριών. Η αφθονία των τόπων
κοινωνικοποίησης και αναψυχής κατέστησε τις πόλεις πιο
δυναμικές από ποτέ.
Ο καφές ασκούσε τη μαγεία του με έναν διαφορετικό τρόπο. Η
καφετέρια, με τα τελετουργικά της κοινωνικότητας και την
άτυπη ανταλλαγή πληροφοριών, ενσάρκωνε μια νεοσύστατη
αστική κοινωνία.

Μια πόλη ασήμαντη και περιθωριακή επί μακρόν, το Λονδίνο


ευημερούσε στα τέλη του 17ου αιώνα και έμελλε να γίνει η
κυρίαρχη παγκόσμια μητρόπολη του 18ου αιώνα, παίρνοντας το
σκήπτρο από το Άμστερνταμ καθώς γινόταν πιο διεκδικητικό ως
διεθνές εμπορικό κέντρο και αυτοκρατορική μητρόπολη. Ο
πληθυσμός του Λονδίνου διπλασιαζόταν κάθε αιώνα: πάνω από
250.000 στις αρχές του 17ου και 500.000 στα τέλη του ίδιου
αιώνα· στο τέλος του 18ου αιώνα ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή πόλη
που υπερέβαινε το ένα εκατομμύριο κατοίκους αφότου είχε
συμβεί το ίδιο στη Ρώμη τον 2ο αιώνα μ.Χ.
Και δεν ήταν μόνο ο πληθυσμός που αυξανόταν. Το κατά
κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε κατά τουλάχιστον ένα τρίτο μεταξύ
των ετών 1650 και 1700, την περίοδο κατά την οποία τα καφέ
μπήκαν δυναμικά στο προσκήνιο. Οι άνθρωποι είχαν χρήματα
για να ξοδεύουν. Δεν τα ξόδεψαν μόνο σε καινούρια καφέ αλλά
σε μια ολόκληρη γκάμα καταναλωτικών ειδών, μόδας και
λογοτεχνίας. Και πάνω απ’ όλα, κατασπαταλούσαν τα χρήματά
τους σε δραστηριότητες αναψυχής.212
Αυτή η ταχεία ανάπτυξη του πλούτου συνοδεύτηκε από το
σαράκι του άγχους. Η μεγάλη επέκταση του Λονδίνου, οι
νεόπλουτες μεσαίες κοινωνικές τάξεις, η επιδεικτική
καταναλωτική κουλτούρα και οι κύκλοι ανόδου και πτώσης
αποτελούσαν μια τρομερή απειλή για το συμβατικό κοινωνικό
σύστημα. Για μερικούς τα καφέ μπορεί να ήταν προπύργια
ευγενικού διαλόγου και αβρής κοινωνικοποίησης· για άλλους
αντιπροσώπευαν τη φρίκη της ίδιας της σύγχρονης πόλης – μια
παράφωνη Βαβέλ από ακατάπαυστες συνομιλίες, ένα
συνονθύλευμα κοινωνικών τάξεων που αναμειγνύονταν
αδιακρίτως και ένας εμπορευματοποιημένος τόπος που
αψηφούσε τις παραδοσιακές αρχές της Εκκλησίας και του
κράτους.
Όταν καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1666, το Σίτι στο κέντρο
του Λονδίνου που γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες ήταν εντελώς
διαφορετικό από οποιαδήποτε πόλη ως τότε. Πυκνόκτιστο και
εξαιρετικά πλούσιο, ήταν η αναγεννημένη Βαβυλώνα, ένας
δαιδαλώδης τερατόμορφος τόπος πολιορκούμενος από σμήνη
ανθρώπων και ασταμάτητη κίνηση. «Η πόλη του Λονδίνου είναι
σαν ένα μεγάλο Δάσος Άγριων Θηρίων», προειδοποιούσε ένας
ηθικολόγος, «όπου οι περισσότεροι από εμάς περιφερόμαστε στο
έλεος της τύχης και είμαστε εξίσου άγριοι και καταστροφικοί ο
ένας για τον άλλον».213
Οι «περίεργες φούριες και η αμετροέπεια», οι «διαρκείς τρεχάλες
και οι υπονομεύσεις» ήταν αρκετά δυσάρεστες. Πολύ πιο
ανησυχητικός ήταν ο τρόπος με τον οποίο μια τεράστια
μητρόπολη καθιστούσε τους ανθρώπους ανώνυμους,
επιτρέποντάς τους να αποκρύπτουν την πραγματική ταυτότητά
τους έτσι ώστε «φαυλότητες, εξαπατήσεις και απατεωνιές» να
αφθονούν στην πόλη.214
Ανοησίες, θα ήταν η απάντηση. Η πόλη κάθε άλλο παρά
εκφύλιζε την ηθική· ήταν μια μηχανή προόδου. Στην πόλη
«λειαίνουμε ο ένας τον άλλον και στρογγυλεύουμε τις γωνίες και
τις τραχιές πλευρές μας με ένα είδος φιλικής σύγκρουσης»,
έγραφε ο κόμης του Σάφτεσμπερι το 1711. Αργότερα τον ίδιο
αιώνα ο Σκοτσέζος φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιουμ έκρινε ότι οι
άνδρες και οι γυναίκες που «συρρέουν στις πόλεις» βίωναν μια
ανάπτυξη της ανθρωπιάς τους, από τη συνήθεια να συνομιλούν
όλοι μαζί και να συμβάλλουν στην ευχαρίστηση και την
ψυχαγωγία ο ένας του άλλου».215
Συνομιλία, ευχαρίστηση και ψυχαγωγία: ο ελεύθερος χρόνος
ήταν πρώτιστης σημασίας μεταξύ των πραγμάτων που βοήθησαν
στη βελτίωση της κοινωνίας στη σύγχρονη μητρόπολη. Η
βρετανική αστική κουλτούρα, από τα τέλη του 17ου αιώνα,
κυριαρχούνταν όλο και περισσότερο από «ευγένεια» και
«αβροφροσύνη». Εκατοντάδες βιβλία συμπεριφοράς κατέκλυσαν
την αγορά προσφέροντας συμβουλές για το πώς να
συμπεριφέρεται κάποιος στη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα.
Οι παραδοσιακές ιδέες των καλών τρόπων και της αβροφροσύνης
είχαν προέλθει από τις βασιλικές αυλές και τις μεγάλες επαύλεις
της αριστοκρατίας, καθοδηγώντας τις προσδοκίες για διαγωγή και
συνομιλία. Μέχρι τη στιγμή της ακμής των καφέ, η ευγένεια
συσχετιζόταν με κάτι εντελώς διαφορετικό. Οι τρόποι που είχαν
δημιουργηθεί από την αστική ζωή υπερσκέλιζαν τη μεγαλομανή
και οριοθετημένη από κανόνες ευγενή κουλτούρα του
παρελθόντος. Ακριβώς όπως η επιστημονική συζήτηση, ο
πολιτικός διάλογος και οι επιχειρήσεις είχαν δραπετεύσει από
τους κλειστούς κόσμους του πανεπιστημίου, του κοινοβουλίου
και των συντεχνιών σε ανοιχτούς χώρους συζήτησης όπως τα
καφέ, έτσι και η κουλτούρα και η καλλιτεχνική δραστηριότητα
εμπορευματοποιούνταν όλο και περισσότερο και έβρισκαν
έκφραση στη δημόσια σφαίρα.216
Η ευγένεια και η αβροφροσύνη ήταν αστικές και ιδιαίτερα
μοντέρνες. Το Λονδίνο πρόσφερε μυριάδες ευκαιρίες για το είδος
της κοινωνικότητας που οδηγούσε τους ανθρώπους στην
εκλέπτυνση. Με τη σειρά της, η ευγένεια έκανε ευκολότερη τη
διαβίωση στην πόλη διότι λειτουργούσε ως μέσο αλληλεπίδρασης
μεταξύ αγνώστων στο ασφυκτικά γεμάτο αστικό περιβάλλον. «Η
συνομιλία δημιουργεί εκείνους τους ευχάριστους δεσμούς που
μας ενώνουν μεταξύ μας», όπως πρόσταζε μια πραγματεία που
ονομάζεται The Polite Gentleman (Ο Ευγενικός Κύριος). Ένας
άλλος συγγραφέας δήλωσε ότι ο πραγματικός στόχος της
ευγένειας ήταν «να καταστήσει τη συντροφιά και τη συζήτηση
εύκολη και ευάρεστη».217
Η πόλη είναι ένα από τα θαύματα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Αυτό που εμποδίζει την ανθρώπινη μυρμηγκοφωλιά να
εκφυλιστεί προς τη βία είναι η ευγένεια, οι ρητοί και άρρητοι
κώδικες που διέπουν τις καθημερινές αλληλεπιδράσεις μεταξύ
των ανθρώπων. Κάθε στιγμή οι δρόμοι οποιασδήποτε πόλης είναι
μάρτυρες περίπλοκων, μη ενορχηστρωμένων φαινομένων
συμπεριφοράς, καθώς οι άνθρωποι διαπραγματεύονται για
καταστήματα, δρόμους, γραφεία και συστήματα μαζικής
μεταφοράς.
Η αποδεκτή συμπεριφορά μεταλλάσσεται με την πάροδο του
χρόνου. Ο τρόπος με τον οποίο αλληλεπιδρούν δημοσίως άτομα
διαφορετικών φυλών, εθνοτήτων, σεξουαλικού προσανατολισμού,
φύλων και ταυτοτήτων αμφισβητήθηκε έντονα. Στα μπαρ του
Λος Άντζελες (για παράδειγμα) ορίζεται μια ελάχιστη αστική
συμπεριφορά για όλους τους πελάτες: «Δεν θα υπάρχει
απολύτως: κανένας σεξισμός· κανένας ρατσισμός· καμία διάκριση
υπέρ αρτιμελών· καμία ομοφοβία· καμία τρανσφοβία ή καμία
εχθρότητα μέσα σε αυτό το κατάστημα, διαφορετικά θα σας
ζητηθεί να αποχωρήσετε». Η κυβέρνηση της Σαγκάης εξέδωσε μια
δημοσίευση με τίτλο Πώς να Είσαι ένας Ευχάριστος Κάτοικος της
Σαγκάης, στο πλαίσιο των προετοιμασιών για την Παγκόσμια
Έκθεση το 2010. Κάλυπτε τα πάντα, από το πώς να ντύνεται
κάποιος μέχρι αυστηρές συμβουλές για τη συμπεριφορά γύρω
από ένα τραπέζι. Ο κατάλογος της πόλης με τίτλο «Επτά
πράγματα που ΔΕΝ πρέπει να κάνεις», ο οποίος περιγράφει
«πρότυπα πολιτισμού και αστικούς ηθικούς κανόνες»,
δημοσιεύτηκε και αναρτήθηκε παντού το 1995, καθώς η Σαγκάη
υπόκειντο σε γοργούς μετασχηματισμούς και δεχόταν
εκατομμύρια μετανάστες, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν
από αγροτικές περιοχές: μη φτύνετε, μην πετάτε σκουπίδια στο
έδαφος, μην καταστρέφετε τη δημόσια περιουσία, μην
καταστρέφετε το πράσινο, μην περπατάτε μιλώντας
ακατάπαυστα, μην καπνίζετε σε δημόσιους χώρους, μη λέτε
άσεμνες λέξεις. Η επικαιροποίησή του για το έτος 2017 είναι
δηλωτική για το πώς η πόλη άλλαξε στο πέρασμα 22 χρόνων:
εξαιρέθηκαν οι περιοριστικές διαταγές για το φτύσιμο, τη
βλασφημία και τους βανδαλισμούς (θεωρήθηκε ότι είχαν
αφομοιωθεί επαρκώς)· εισήχθησαν εντολές για να σταθμεύουν οι
άνθρωποι με τρόπο που να μην επιδεικνύει αδιαφορία, να μην
επιτρέπουν στα κατοικίδια ζώα τους να ενοχλούν τους γείτονες,
να μην παρακάμπτουν τη σειρά αναμονής, να μην ενοχλούν
όταν μιλούν.
Για τους ανερχόμενους άνδρες στο Λονδίνο την εποχή της
ακμής του ήταν απολύτως απαραίτητο να βρουν έναν τρόπο να
αποσπάσουν την εύνοια των κοινωνικών ή επιχειρηματικών
προϊσταμένων τους. Εάν δεν είχαν την αρμόζουσα συμπεριφορά,
δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Η ευγένεια ήταν εν μέρει μια
αντίδραση ενάντια στις ανησυχίες που δημιουργήθηκαν από την
ιλιγγιώδη ανάπτυξη του Λονδίνου, ένα αντίδοτο στους φόβους
για μια εμπορευματοποιημένη πόλη και μια ελεύθερη αγορά
όπου η συνδετική ουσία που ένωνε την κοινωνία ολοένα
αποδυναμωνόταν. Αν οι καλοί τρόποι δεν υπαγορεύονταν από
την αυλή ή την Εκκλησία, είπαν συγγραφείς όπως ο Άντισον και
ο Στιλ, τότε προέρχονταν από την ίδια τη σύγχρονη εμπορική
κοινωνία. Ομοίως, το βασιλικό Λονδίνο δεν χρησίμευε πλέον ως
επίκεντρο της τέχνης, της λογοτεχνίας, του θεάτρου και της
μουσικής· η πολιτιστική παραγωγή και κατανάλωση
μετατοπίστηκαν στην αστική σφαίρα. Η αγορά έγινε ο κριτής
των προτιμήσεων.
Και η αγορά ανταποκρίθηκε σε αυτό με τρόπους εκπληκτικούς.
Άφησε στο Λονδίνο ένα υλικό αποτύπωμα εμφανέστατο μέχρι
σήμερα. Η διάταξη του αναπτυσσόμενου μοντέρνου Γουέστ Εντ
του Λονδίνου από κερδοσκόπους κατασκευαστές, με τις βεράντες
των όμορφων κατοικιών και τους καταπράσινους τετράγωνους
κήπους, ήταν η απόλυτη έκφραση της ευγένειας. Ο περίτεχνος
επιδεικτικός διάκοσμος στην οικιστική αρχιτεκτονική εξέλιπε·
επικράτησε η κλασική εκλέπτυνση. Η ομοιομορφία και η
εγκράτεια του κυρίαρχου νεοκλασικού παλλαντιανού ρυθμού
αντικατόπτριζε την αυτοκυριαρχία και την απλότητα της
ατομικής ευγένειας. Ένας αρχιτέκτονας της ίδιας εποχής ονόμασε
τη γεωργιανή ρυμοτομία «το σκηνικό του ευγενικού κόσμου»,
μια σειρά από διασυνδεδεμένες πλατείες, δρόμους, κήπους,
πάρκα, καφέ, αίθουσες συναθροίσεων, θέατρα, μουσεία, εκκλησίες
και τόπους περιπάτου που συνέβαλλαν συλλογικά σε μια
«ευγενή» δημόσια σφαίρα η οποία ενθάρρυνε την κοινωνικότητα
και τις συναναστροφές.218
Πρόκειται πλέον για τη σύγχρονη πόλη, που δεν διεπόταν από
παλιές αρχές αλλά από δυνάμεις της αγοράς και διαμορφωνόταν
γύρω από δραστηριότητες αναψυχής, τάσεις και προτιμήσεις των
πολιτών της. Ένα νέο είδος πόλης, άμεσα αναγνωρίσιμο σήμερα:
με τα εστιατόρια, τις καφετέριες, τα μπαρ, τα μουσεία, τις
αίθουσες τέχνης, τα νυχτερινά κέντρα, τα θέατρα, τα εμπορικά
κέντρα, τα πολυκαταστήματα, τις αρένες και ένα ποτ πουρί
ψυχαγωγικών ασχολιών που υπάρχουν για να μας διασκεδάζουν
και δίνουν στην ίδια την πόλη λόγο ύπαρξης. Ωστόσο, μια τέτοια
αστική εμπειρία, με τη δημόσια σφαίρα της που έχει σχεδιαστεί
γύρω από τις μεταβαλλόμενες προτιμήσεις και τα διαθέσιμα
εισοδήματα των πολιτών της, είναι πολύ πρόσφατη από ιστορική
άποψη. Εμφανίστηκε ξαφνικά στο προσκήνιο καθώς το Λονδίνο
αναδύθηκε από τη στασιμότητα και την απομόνωση σε
παγκόσμια μητρόπολη.

Η ριζοσπαστική κουλτούρα των καφέ από τη δεκαετία του 1660


και εξής ήταν ο προάγγελος αυτής της αλλαγής. Αλλά το καφέ
ήταν μόνο μία από τις πολλές νέες εμπορικές επιχειρήσεις που
εξυπηρετούσαν τις επικρατούσες έννοιες της ευγένειας και της
κοινωνικότητας. Οι Κήποι Αναψυχής του Βόξχολ, στη νότια
όχθη του Τάμεση, εγκαινιάστηκαν επίσης τη δεκαετία του 1660.
Το 1729 τη διαχείρισή τους ανέλαβε ο Τζόναθαν Τάιερς,
κατασκευαστής ακινήτων και ιμπρεσάριος. Ο Τάιερς
αναδιαμόρφωσε τους κήπους ώστε να ανταποκρίνονται στις
προτιμήσεις της εποχής, ως ένα περίτεχνο σκηνικό για ευγενή
διαβίωση και δημόσια αλληλεπίδραση χωρίς επισημότητες.
Ο Τάιερς παρέλαβε ένα δάσος με μια ταβέρνα στο κέντρο και το
μετέτρεψε σε ένα αστικό θεματικό πάρκο του 18ου αιώνα. Οι
επισκέπτες που έφταναν σε αυτό με σκάφος έμπαιναν στο
Βόξχολ και περπατούσαν σε χαλικόστρωτους δρόμους
φωτισμένους από εκατοντάδες φανούς αναρτημένους στα
δέντρα. Το δίκτυο αυτών των διαδρομών ενθάρρυνε τις τυχαίες
συναντήσεις. Οι διαβάτες μπορούσαν να θαυμάσουν μια σειρά
από πίνακες μέσα σε γυάλινες προθήκες και να ακούσουν
μουσική από μια ορχήστρα σε μια οκταγωνική σκηνή μέσα στο
δασος. Οι πιο πλούσιοι επισκέπτες κάθονταν σε ένα από τα
ημιυπαίθρια περίπτερα δείπνου που ήταν τοποθετημένα κοντά
στην ορχήστρα ή σε ημικυκλικές κιονοστοιχίες κατά μήκος των
περιπάτων. Εδώ καθόταν η αριστοκρατία και ο καθωσπρέπει
κόσμος, γευματίζοντας δημοσίως αλλά και έχοντας ταυτόχρονα
έναν ημι-ιδιωτικό χώρο, απ’ όπου μπορούσαν να βλέπουν
τριγύρω αλλά και να είναι ορατοί στα πλήθη των Λονδρέζων,
ενώ διατηρούσαν ένα είδος αποκλειστικότητας. Μην ξεχνάμε ότι
η ιδέα της κατανάλωσης φαγητού δημοσίως ήταν κάτι πολύ
νεωτεριστικό αλλά και σκανδαλώδες. Η ευγένεια, η συνομιλία και
το φαγητό με τη συνοδεία μουσικής ήταν εξίσου μέρος της
παράστασης με όλα όσα είχε προσθέσει στο σκηνικό ο Τάιερς.
Ήταν μια πτυχή του Λονδίνου του 18ου αιώνα σε μικρόκοσμο:
άτομα διαφορετικών τάξεων μοιράζονταν την ίδια εμπειρία αλλά
διαχωρισμένα από αόρατα φράγματα κοινωνικής τάξης και
θέσης.
Όσοι δεν ήταν αρκετά κομψοί για τα περίπτερα έτρωγαν στο
ύπαιθρο, σε τραπέζια για πικνίκ κάτω από τα δέντρα. Εάν ο
καιρός δεν ήταν καλός, η ορχήστρα έπαιζε στη μεγάλη ροτόντα,
φωτισμένη με έναν από τους μεγαλύτερους πολυελαίους της
χώρας, και οι επισκέπτες γευμάτιζαν στο εξωτικό Τουρκικό
Αντίσκηνο. Σε άλλα σημεία των κήπων υπήρχαν κιόσκια,
αγάλματα, ευφάνταστα διακοσμητικά κτίρια και αψίδες
θριάμβου. Στην άκρη του πάρκου υψώνονταν σκηνικοί
ζωγραφικοί πίνακες trompe l’oeil219, που έδιναν την
ψευδαίσθηση του όμορφου αγροτικού τοπίου που έσβηνε
σταδιακά στο βάθος. Κάθε σεζόν ο Τάιερς έπρεπε να προσθέτει
κάποια στοιχεία στους μαγεμένους κήπους ώστε να προσφέρουν
καινοτομία και θέαμα. Ο Μότσαρτ έκανε το ντεμπούτο του στην
Αγγλία στο Βόξχολ, ένας από τους πολλούς κορυφαίους
μουσικούς της εποχής που έπαιξαν εκεί. Ομοίως, ο χώρος ήταν
μια βιτρίνα της σύγχρονης τέχνης, μια δημόσια γκαλερί πριν καν
αυτές κάνουν την εμφάνισή τους. Τα φώτα, η μουσική, οι
πίνακες ζωγραφικής, τα κτίρια, τα πυροτεχνήματα, η κομψή
διαμόρφωση του χώρου και το πλήθος των ανθρώπων είχαν
ισχυρό αντίκτυπο. Όπως το έθεσε ο Χένρι Φίλντινγκ, «Οφείλω να
το ομολογήσω, διαπίστωσα πως όλη μου η ψυχή, καθώς
φαίνεται, έλιωσε από ευχαρίστηση… Η συζήτηση, όσο ήμουν εκεί,
ήταν μια ραψωδία χαράς και θαυμασμού… Αδυνατώ να πιστέψω
ότι αυτό το μαγευτικό σκηνικό ήταν αληθινό».220
Οι Κήποι Αναψυχής του Βόξχολ σηματοδότησαν την αρχή της
σύγχρονης μαζικής ψυχαγωγίας. Ήταν το νυχτερινό κέντρο
διασκέδασης του Λονδίνου το οποίο, σύμφωνα με έναν Γερμανό
τουρίστα, ήταν «μια διασκέδαση, που ισάξιά της δεν έχω ακούσει
στην Ευρώπη». Σε μια συνήθη βραδιά υπήρχαν 2.000 επισκέπτες,
συχνά πολύ περισσότεροι, ίσως περίπου 7.000 άτομα, και όλοι
συγκεντρώνονταν για να γευματίσουν. Το βράδυ της πρεμιέρας
της Μουσικής για τα Βασιλικά Πυροτεχνήματα του Χέντελ το
1749, 12.000 άνθρωποι στοιβάχτηκαν στους κήπους. Προς το
τέλος του αιώνα, μέσα σε ένα σαββατόβραδο τις πύλες του
Βόξχολ διάβαιναν ίσως και 16.000 άνθρωποι, καταβάλλοντας το
προσιτό τίμημα εισόδου που ήταν μόλις ένα σελίνι.221
Οι κήποι αναψυχής και τα καφέ ήταν από τα αξιοθέατα που
προσέλκυσαν τους ανθρώπους στη μεθυστική μητρόπολη. Οι
πλούσιοι γαιοκτήμονες ήθελαν να ξοδέψουν τα χρήματά τους
στην πρωτεύουσα – σε αυτούς τους νεόδμητους δημόσιους
χώρους κατανάλωσης και αναψυχής. Στις αρχές του αιώνα
υπήρχαν μόνο δύο θέατρα στο Λονδίνο, το Βασιλικό Θέατρο στο
Ντρέρι Λέιν και το Θέατρο Λίνκολνς Ιν. Η λειτουργία και των
δύο τελούσε υπό βασιλικά δικαιώματα. Από τη δεκαετία του
1720 άρχισαν να ξεφυτρώνουν όλο και περισσότερα θέατρα,
ανταποκρινόμενα στη μανία για ψυχαγωγία,
συμπεριλαμβανομένου του τεράστιου Θεάτρου του Κόβεντ
Γκάρντεν. Τα σκηνικά γίνονταν όλο και πιο περίπλοκα και
τεχνολογικά προηγμένα για να εντυπωσιάσουν και να
προσελκύσουν τα πλήθη. Οι νέες θεατρικές αίθουσες χτίστηκαν
στον τύπο που γνωρίζουμε και σήμερα, με ιδιωτικά θεωρεία,
χώρους για την ορχήστρα και εξώστες, καθώς και προβολείς και
πλευρικά φώτα που φώτιζαν τη σκηνή.
Μέχρι το τέλος του ίδιου αιώνα πάνω από 3.000 άνθρωποι
επισκέπτονταν κάθε βράδυ το Θέατρο του Κόβεντ Γκάρντεν, ενώ
το Λονδίνο διέθετε συνολικά 29.500 θέσεις σε χώρους θεάτρων.
Τα λίγο μικρότερα θέατρα από το Κόβεντ Γκάρντεν –όπως τα
Σάντλερς Γουέλς, Αντέλφι ή Ρόγιαλτι στο Τάουερ Χάμλετς–
δέχονταν κατά μέσο όρο 1.800 θεατές κάθε νύχτα. Ένας Γάλλος
τουρίστας περιέγραψε πώς οι Λονδρέζοι των κατώτερων
κοινωνικών στρωμάτων –ναύτες, υπηρέτες, «μικροέμποροι» με
τις συζύγους και τις ερωμένες τους– «διασκεδάζουν όπως
θέλουν» στους επάνω εξώστες του Κόβεντ Γκάρντεν. Καθώς
κάθονταν ψηλά στις «θεϊκές θέσεις» του θεάτρου, ενεργούσαν και
οι ίδιοι σαν θεοί «εκτοξεύοντας τους κεραυνούς τους τόσο στους
ηθοποιούς όσο και στους θεατές με τη μορφή φλούδας από μήλα
και πορτοκάλια». Η παρατήρηση της αριστοκρατίας στα θεωρεία,
ιδιαίτερα των κυριών και τους ευγενών των ανώτερων
κοινωνικών τάξεων, θεωρούνταν από μόνη της μια παράσταση· η
υψηλή κοινωνία ήταν εκτεθειμένη σε γιουχαΐσματα και
πικάντικα σεξιστικά αστεία όσο και οι ηθοποιοί στη σκηνή. Εδώ
διαδραματίζονταν αριστοκρατικές έριδες, περιφρονητικές
αντιδράσεις και ίντριγκες· ήταν το κέντρο του κουτσομπολιού
της πόλης.222
Οι Λονδρέζοι απολάμβαναν το θέατρο επειδή ήταν ένας τόπος
όπου αναμειγνύονταν άνθρωποι όλων των τάξεων, από υπηρέτες
και ταξιδιώτες μέχρι έμποροι του Σίτι και δικηγόροι και
πλουτοκράτες και αριστοκράτες. Όσοι ανήκαν στις μεσαίες και
οικονομικά ασταθείς τάξεις πλήρωναν ένα σελίνι για να
επισκεφτούν τα θέατρα και τους κήπους αναψυχής εν μέρει «με
σκοπό να ξεχάσουν τον [κοινωνικό] διαχωρισμό τους», καθώς
μοιράζονταν την ίδια ψυχαγωγία με την υψηλή κοινωνία. Το
θέατρο ήταν ένας τόπος όπου ένιωθε κάποιος πως ήταν σαν να
συγκεντρώθηκε η πόλη εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτό του
έδωσε τη δύναμή του. Και αλίμονο σε όποιον έμπαινε στον
δρόμο του. Οι Λονδρέζοι υπηρέτες στασίασαν το 1737 όταν
έγιναν προσπάθειες να απαγορευτεί η είσοδος των υπηρετών
στην γκαλερί στο Ντράρι Λέιν. Το Θέατρο Κόβεντ Γκάρντεν έζησε
εξήντα επτά νύχτες διαδοχικής διαμαρτυρίας το 1809, όταν
αύξησε τις τιμές των εισιτηρίων. Κανείς δεν ήθελε να αποκλειστεί
από την καρδιά της πόλης.
Ένα βιβλίο του 1728 που φέρεται να γράφηκε από τον A.
Πρίμροκ με τίτλο Λυδία λίθος223 καταγράφει τις «κυρίαρχες
διασκεδάσεις της πόλης». Η περιοδεία του Πρίμροκ στις «νέες
εμπορικές διασκεδάσεις» του Λονδίνου περιλαμβάνει τα
κορυφαία είδη ψυχαγωγίας της πόλης, τους χώρους μουσικής και
χορού, τα θέατρα, τις όπερες, τις αίθουσες συναντήσεων και τους
χορούς μεταμφιεσμένων. Αλλά μαζί με την «υψηλή» κουλτούρα
συμπεριέλαβε μια ολόκληρη γκάμα από άλλες διασκεδάσεις που
προσφέρονταν στους Λονδρέζους: παραστάσεις κουκλοθέατρου,
γυμναστικές επιδείξεις, χορευτές πάνω σε σχοινί, ζογκλέρ,
υπαίθριες φαρσοκωμωδίες, μπουλούκια, πυγμαχίες, κοκορομαχίες
και αρκουδομαχίες. Υπήρχαν μουσεία κέρινων ομοιωμάτων,
εκθέσεις τεράτων, ακροβάτες, θαυματοποιοί, άνθρωποι-λάστιχο,
θηριοτροφεία, λούνα παρκ, εκθέσεις παράξενων αντικειμένων,
παραστάσεις Παντς και Τζούντι,224 τραγουδιστές του δρόμου. Οι
δρόμοι ζωντάνευαν από πολυάριθμους τραγουδοποιούς, που
πουλούσαν και τραγουδούσαν δημοφιλή τραγούδια, πολλά από
τα οποία ήταν άσεμνα. Από τους αγώνες κρίκετ της δεκαετίας
του 1730 άρχισε να προσελκύεται πλήθος 10.000 θεατών που
κατέβαλλαν αντίτιμο για την είσοδο στο Αρτίλερι Γκράουντ,
σηματοδοτώντας την έλευση των εμπορευματοποιημένων
μαζικών αθλητικών διοργανώσεων. Το Αμφιθέατρο Άστλεϊ στο
Λάμπερθ ήταν ένας πολύ προσοδοφόρος χώρος θεάματος που
ειδικεύτηκε σε επιδείξεις και κόλπα ιππασίας. Στο The Female
Spectator η Ελίζα Χέιγουντ καταδίκασε τους «σύγχρονους
εμπόρους διασκέδασής μας», τους επιχειρηματίες που
αναδιαμόρφωναν την πόλη γύρω από την αναψυχή.225
*

Άξεστη συμπεριφορά στο θέατρο, βασανισμοί αρκούδων και


ταύρων, κοκορομαχίες: αυτή δεν ήταν μια ευγενής πόλη, παρά
τα όσα ήθελαν να πιστεύουν οι άνθρωποι. Καθώς το Λονδίνο
έγινε η μεγαλύτερη μητρόπολη στον κόσμο, προσέλκυσε χιλιάδες
εργάτες για να κατασκευάσουν τις κομψές νέες πλατείες, να
υπηρετήσουν τις αναπτυσσόμενες τάξεις, να επανδρώσουν τις
αποβάθρες και να αναλάβουν όλες τις υπόλοιπες δύσκολες και
βρόμικες δουλειές ενός εμπορικού Λεβιάθαν. Ο λαβύρινθος των
σάπιων μεσαιωνικών κτιρίων που συσσωρεύονταν στον ναό Σεντ
Τζιλ των Αγρών έμοιαζε με μια άθλια συλλογή από
κορακοφωλιές, γεμάτη με αποικίες οικογενειών. Η
«κορακοφωλιά» του Σεντ Τζιλ, όπως ήταν γνωστή, φιλοξένησε
κοινότητες φτωχών Ιρλανδών εργατών: οικοδόμους, κτίστες,
βαρκάρηδες, αχθοφόρους, ανθρακωρύχους και πλανόδιους
πωλητές των οποίων το δυναμικό συνέχιζε να κρατά την πόλη
σε κίνηση.
Αυτή η μικρή, βρόμικη, ετοιμόρροπη και βίαιη κορακοφωλιά
ήταν μία από τις χειρότερες παραγκουπόλεις στην ιστορία. Ένα
από τα εγκαταλειμμένα κτίριά της ήταν γνωστό ως «Κάστρο του
Αρουραίου». Τα κοντινά χωράφια ήταν χώρος πυγμαχίας με
γυμνά χέρια και κυνομαχιών. Όπως οι φτωχογειτονιές σε πόλεις
σαν τη Βομβάη σήμερα, το Σεντ Τζιλ ήταν χαρακτηριστικό μιας
μητρόπολης της οποίας ο πληθυσμός αυξανόταν γρηγορότερα απ’
ό,τι οι φθηνές κατοικίες της. Υπήρχαν πολυάριθμα καταλύματα,
στα οποία στοιβάζονταν εκατοντάδες προσωρινοί ένοικοι που
προσελκύονταν από το Λονδίνο με την υπόσχεση της εργασίας. Η
κορακοφωλιά του Σεντ Τζιλ ήταν ένας κλειστός αστικός κόσμος
μέσα στην πόλη, ένα μέρος όπου λίγοι τόλμησαν να πατήσουν.
Ωστόσο, βρισκόταν πολύ κοντά σε μία από τις νεότερες και πιο
μοντέρνες συνοικίες του Λονδίνου, το Μπλούμσμπερι, με τις
αριστοκρατικές πλατείες του, τα μεγάλα αρχοντικά και το
Βρετανικό Μουσείο (ιδρύθηκε το 1753).
Εκείνα τα μέρη του Σίτι που είχαν παραδοθεί στη Μεγάλη
Φωτιά του 1666, ξαναχτίστηκαν με τούβλα και πέτρα, με
όμορφα σπίτια, πιο φαρδιούς δρόμους και μεγάλα δημόσια
κτίρια, όπως ο καθεδρικός ναός του Αγίου Παύλου, πενήντα
περίπου εκκλησίες που χτίστηκαν από τον Κρίστοφερ Ρεν, η
Τράπεζα της Αγγλίας και το Μάνσιον Χάουζ226. Αλλά μέσα στην
ολοκαίνουρια πόλη υπήρχαν δρόμοι και σοκάκια που είχαν
γλιτώσει από την καταστροφική φωτιά και φιλοξενούσαν ορατές
αναμνήσεις από το παλιό, άχαρο Λονδίνο με τα ξεχαρβαλωμένα
ξύλινα κτίρια, τις στενές αυλές και τα σοκάκια. Οι εξωτερικοί
δρόμοι του Φάρινγκτον και του Κλέρκενγουελ ήταν
χαρακτηριστικές κορακοφωλιές στην πλουσιότερη πόλη της γης,
με τις φτωχογειτονιές, τα στενά περάσματα και τα «τραχιά
παιχνίδια» των κατοίκων τους. Μέχρι τη δεκαετία του 1750, το
Χόκλι-ιν-δε-Χόουλ, στο Κλέρκενγουελ, ήταν το κέντρο άγριων
αγώνων πάλης, ξιφομαχιών, πυγμαχίας με γυμνά χέρια,
βασανισμού ταύρων και αναπαραγωγής άγριων σκυλιών για
κυνομαχίες.
Το Λονδίνο του 18ου αιώνα ήταν μια θορυβώδης,
συνωστισμένη πόλη, που μαστιζόταν από συμμορίες,
λαθρεμπόριο, μικροεγκλήματα, κακοποίηση ζώων και βιαιότητα.
Ήταν επίσης μια εργατική πόλη. Σχεδόν κάθε επισκέπτης του
Λονδίνου σχολίαζε την αδιάκοπη πίεση του πλήθους, την
κυκλοφοριακή συμφόρηση και την ταραχώδη βοή των δρόμων
που τον κατέκλυζαν μόλις έφτανε εκεί. Τα φορητά καθίσματα
μεταφοράς των ευγενών, οι άμαξες, οι πλανόδιοι πωλητές που
τραγουδούσαν και οι τραγουδοποιοί επέτειναν την κακοφωνία.
Ο χώρος της πλατείας του Αγίου Ιακώβου, όπου είκοσι από τα
είκοσι τρία σπίτια ήταν κατοικίες αριστοκρατών, ήταν σαν ένας
«κοινός σωρός κοπριάς» στη δεκαετία του 1720, ένας σωρός από
σκουπίδια, χώμα, στάχτες, εντόσθια, ακόμη και νεκρά σκυλιά. Το
Λονδίνο ήταν ένα μέρος όπου η ευγένεια συνυπήρχε με τη
ρυπαρότητα, τόσο τη σωματική όσο και την ηθική. Η εργατική
τάξη του Σόχο βρισκόταν πλάι στην ανώτερη τάξη του Μέιφερ.
Η τοπογραφία του Λονδίνου καθιστούσε δύσκολο για τους
«ευγενείς» να απομονωθούν από την πραγματικότητα της πόλης.
Όσο μεγάλο κι αν ήταν για τα πρότυπα της εποχής, κάποιος
χρειαζόταν μόλις μία ώρα για να το διανύσει με τα πόδια από τα
βόρεια ως τα νότια της πόλης και ίσως τρεις ώρες από τα
ανατολικά προς τα δυτικά. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου
αιώνα, οι κύριοι εμπορικοί δρόμοι ήταν το Στραντ, η Φλιτ Στριτ,
το Τσίπσαϊντ και το Κόρνχιλ, πράγμα που σημαίνει ότι οι
μοδάτοι κάτοικοι του Γουέστ Εντ έπρεπε να διασχίσουν
διαφορετικές περιοχές του Λονδίνου για να κάνουν τις αγορές
τους. Προς μεγάλη έκπληξη των ξένων επισκεπτών, τα βασιλικά
πάρκα ήταν ανοιχτά σε όλους: άνδρες και γυναίκες της ελίτ που
έκαναν τη βόλτα τους μαζί με όλα τα είδη των Λονδρέζων.
Οι ξένοι επισκέπτες εκπλήσσονταν από τον τρόπο με τον οποίο
το Λονδίνο φαινόταν να ισοπεδώνει τις κοινωνικές διακρίσεις,
τουλάχιστον στους δημόσιους χώρους της πόλης. Ένας Γερμανός
τουρίστας παρατήρησε πως κανένας κυβερνητικός υπουργός ή
αριστοκράτης δεν θα τολμούσε να επιβάλει στους φτωχότερους
να παραμερίσουν στον δρόμο, «ωστόσο περνούν καθημερινά πεζή
στους καλύτερους και πιο πολυσύχναστους δρόμους του
Λονδίνου, όπου πιέζονται και δέχονται αγκωνιές και λερώνονται,
χωρίς ούτε μία φορά να τείνουν να παραπονεθούν».227
Υπό το πρίσμα των εξισωτικών απαιτήσεων της αστικής ζωής, η
αριστοκρατία και οι ευγενείς του Λονδίνου άρχισαν να ντύνονται
ανεπίσημα στους δρόμους, αποφεύγοντας τη διάκριση της τάξης
τους. «Στις παλαιότερες εποχές», είχε γραφτεί τη δεκαετία του
1780, «ένας τζέντλεμαν διακρινόταν εύκολα από το πλήθος από
το ένδυμά του. Στην παρούσα περίοδο, έχουν εκλείψει όλες οι
εξωτερικές ενδείξεις κοινωνικής τάξης μεταξύ των ανδρών». Τα
ξίφη παραχώρησαν τη θέση τους σε μπαστούνια και ομπρέλες.
Μέχρι το τέλος του αιώνα, η ανδρική μόδα ήταν λιγότερο
φανταχτερή· οι πλούσιοι στην κοινωνική μητρόπολη φορούσαν
πιο σκούρα, πιο απλά ρούχα που δεν ξεχώριζαν. Αυτό
σηματοδότησε την αρχή της ανδρικής αστικής εμφάνισης που θα
κυριαρχούσε τους επόμενους αιώνες: σοβαρά κοστούμια και
γραβάτες.228
Ένα σύνθετο μωσαϊκό διαφόρων τύπων ανθρώπων και
συνοικιών, με τη φτώχεια και τη δυστυχία να ζουν πλάι στη
χλιδή και στο μεγαλείο, το Λονδίνο ήταν ένας ταραχώδης
συνδυασμός. Αλλά παρότι η «ευγένεια» δεν κατέκτησε αυτή την
τραχιά και φουριόζα πόλη, η αστική κουλτούρα βρισκόταν
παντού. Ο 18ος αιώνας ήταν η χρυσή εποχή της αστικής
κοινωνικότητας.
Ο καφές απέτυχε να μειώσει την κατανάλωση αλκοόλ, το οποίο
παρέμεινε ο βασικός παράγοντας της κοινωνικότητας του
Λονδίνου. Το 1737 υπήρχαν 531 καφετέριες, σε σύγκριση με 207
πανδοχεία, 447 ταβέρνες και 5.975 μπιραρίες. Αυτό
ισοδυναμούσε με μία για κάθε 13,4 ιδιωτικές κατοικίες στο
Λονδίνο. Και σε αυτές δεν περιλαμβάνονταν και άλλα περίπου
7.000 μέρη που πωλούσαν τζιν μεταξύ του 1720 και του 1750.
Όπως και οι καφετέριες, οι παμπ του Λονδίνου ήταν χώροι
αναψυχής, συνομιλίας και εφημερίδων· ήταν χρηματιστήρια
εργασίας για όλα τα είδη Λονδρέζων, συμπεριλαμβανομένων
εμπόρων και επαγγελματιών, μικροεμπόρων, τεχνιτών και
εργατών. Μία από τις βασικές λειτουργίες των παμπ ήταν να
φιλοξενούν λέσχες στα πίσω δωμάτια.
Οι αρχές του 17ου αιώνα σημαδεύτηκαν από τον
πολλαπλασιασμό των συλλόγων και λεσχών, όπου άνθρωποι κάθε
λογής μπορούσαν να βρίσκονται σε παμπ και να πίνουν μεγάλες
ποσότητες. Υπήρχαν σύλλογοι όπως η Λέσχη του Πέρδεσθαι, η
Λέσχη των Άσχημων, η Λέσχη των Κοντών (για άντρες με ύψος
κάτω από ενάμισι μέτρο), η Λέσχη των Ψηλών, η Λέσχη της
Πάλης, η Λέσχη των Εύσωμων, η Λέσχη των Μονόφθαλμων,
λέσχες για άτομα με μεγάλες μύτες και ούτω καθεξής. Υπήρχαν
λέσχες επιστημονικές, πολιτικές και φιλοσοφικές. Για τους
λιγότερο εύπορους υπήρχαν λέσχες για παντς (μεθύστε όσο
θέλετε για ένα σελίνι) και λέσχες τραγουδιού. Μαθητευόμενοι και
νεαρές γυναίκες συναντιούνταν σε λέσχες για Κόκορες και Κότες,
όπου χόρευαν και έβρισκαν ταίρι. Ένας διάσημος σύλλογος
δημόσιων συζητήσεων πραγματοποιούσε τις συνατήσεις του στο
Ρόμπιν Χουντ ακριβώς έξω από το Στραντ, προσελκύοντας
«κτίστες, ξυλουργούς, σιδεράδες και άλλους» που είχαν στη
διάθεσή τους πέντε λεπτά για να εκφράσουν τη γνώμη τους.
Υπήρχαν σύλλογοι ομοϊδεατών, φίλων, επαγγελματιών, γειτόνων,
σύλλογοι φιλανθρωπικοί και αθλητικοί. Σε μια πόλη
μεταναστών, σύλλογοι ανθρώπων από τη Σκοτία ή το
Στάφορντσιρ, για παράδειγμα, παρείχαν μια εύκαιρη μορφή
σύμπραξης για να μετριάσουν τη μοναξιά της πουλύβουης
μητρόπολης. Υπήρχε μια λέσχη για τα πάντα, σε μια πόλη που
χαρακτηριζόταν από την επιθυμία για συναναστροφή.
Η ψυχαγωγία λάμβανε χώρα δημοσίως, σε μια άξεστη, αισχρή,
ανδροκρατούμενη κουλτούρα κατανάλωσης ποτού. Ο Τζόζεφ
Μπράσμπριτζ, ένας αργυροχόος που είχε την έδρα του στη Φλιτ
Στριτ, αναθυμόταν με ντροπή ότι όταν ήταν νέος και ανέπτυσσε
την επιχείρησή του, ήταν αποφασισμένος να είναι «ευχάριστος
συνεργάτης», πίνοντας μέχρι το ξημέρωμα σε μια λέσχη στην
ταβέρνα Γκλομπ με τους φίλους του: έναν χειρουργό, έναν
τυπογράφο, έναν δημοσιογράφο του κοινοβουλίου, έναν
υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών και τον φύλακα των
φυλακών Νιούγκεϊτ. Αυτοί δεν ανήκαν με κανέναν τρόπο σε
κατώτερη τάξη· ένας από αυτούς θα λάμβανε τον τίτλο του
δημάρχου.
Ο Μπράσμπριτζ περιέγραψε μια πόλη την οποία αμαύρωναν
απολαύσεις υψηλού αλλά και χαμηλού επιπέδου. Ένα
παράδειγμα ήταν οι Κήποι του Βόξχολ, η επιτομή της
κομψότητας. Στην αναζήτησή του για αρχοντιά, ο Τζόναθαν
Τάιερς φωταγωγεί τα μονοπάτια. Όλα, δηλαδή, εκτός από ένα, το
Σκοτεινό Μονοπάτι. Θα μπορούσαμε να δούμε τους λεγόμενους
«αξιοσέβαστους» άνδρες να βγαίνουν από το προστατευτικό
σκοτάδι του κουμπώνοντας τα παντελόνια τους έπειτα από μια
συνεύρεση με κάποια πόρνη. Ο επιχειρηματίας Τάιερς γνώριζε
καλύτερα από οποιονδήποτε ότι, παρά τη ζήτηση για ευγένεια, το
σεξ πουλούσε, και πουλούσε σε φαινομενικά «ευγενή» μέρη.
Θέατρα, χοροί μεταμφιεσμένων και δημόσιοι κήποι έσφυζαν από
πόρνες και προαγωγούς.
Παγιδευμένος ανάμεσα στις «κομψές απολαύσεις» της ευγενούς
υψηλής κοινωνίας και στη δίψα για τον εναλλακτικό,
σκληρότερο κόσμο της αχαλίνωτης ευχαρίστησης και των
«ερωτικών περιπετειών», ο Τζέιμς Μπόσγουελ δεν ήταν ο μόνος
που ένιωθε ότι η μητρόπολη προκαλούσε μια αδιέξοδη
σύγκρουση ανάμεσα στις επιθυμίες του. Το Λονδίνο ήταν η «έδρα
της αναψυχής», αλλά, με τις πολυάριθμες πόρνες και ηθοποιούς
του να αποτελούν συνεχή πειρασμό, ήταν, ακριβέστερα, η έδρα
της σεξουαλικής ευχαρίστησης των ανδρών. Σε όλη τη
μητρόπολη, η πορνεία συγκεντρώθηκε ιδιαίτερα στο Κόβεντ
Γκάρντεν, το Στραντ και το Ιν Φιλντς του Λίνκολν. Η ζήτηση
για ευκαιριακό σεξ ήταν τεράστια και έβρισκε ικανοποίηση. Η
πρώτη σκηνή της σειράς ζωγραφικών πινάκων και χαλκογραφιών
του Ουίλιαμ Χόγκαρθ με τίτλο «Η πορεία μιας πόρνης»
απεικονίζει ένα αθώο κορίτσι από την επαρχία, τη «Μολ
Χάκαμπαουτ», που έφτασε ελπίζοντας να εργαστεί ως μοδίστρα
στο Λονδίνο. Αντί γι’ αυτό, όμως, η όμορφη εμφάνισή της
προσελκύει την προσοχή της διαβόητης μαστροπού Μητέρας
Νίνταμ, η οποία τη δελεάζει με το εύκολο κέρδος και τα ωραία
ρούχα της ζωής ως ερωμένης της υψηλής κοινωνίας. Καθώς η
σειρά προχωρεί, η Μολ, με λίγα λόγια, από τη ζωή της
«σπιτωμένης» γυναίκας η οποία ζει στην πολυτέλεια καταλήγει
να γίνει μια κοινή πόρνη και τελικά πεθαίνει από σύφιλη στην
ηλικία των είκοσι τριών ετών. Το μυθιστόρημα του Ντάνιελ
Νταφόε Moll Flanders δείχνει πώς μια γυναίκα επιζούσε σε μια
αδιάφορη ανδρική πόλη, ανταλλάσσοντας σεξ με χρήματα, είτε
στο πλαίσιο του γάμου είτε ως πόρνη.
Ο αριθμός των πορνείων στο Λονδίνο ήταν πάντα
υπερεκτιμημένος. Μια εκτίμηση για 50.000 στα τέλη του 18ου
αιώνα συμπεριλάμβανε γυναίκες που δεν ήταν κατά καμία
έννοια ιερόδουλες – δεκάδες χιλιάδες ανύπαντρες γυναίκες που
ζούσαν με άνδρες συντρόφους. Όμως, η εμφανής παρουσία της
πορνείας την έκανε να φαίνεται ενδημική και η εύκολη
πρόσβαση στο σεξ διαμόρφωσε την ανδρική συμπεριφορά στη
δημόσια σφαίρα.
Στα μυθιστορήματα του 18ου αιώνα, το Λονδίνο απεικονίζεται
επανειλημμένα ως τόπος σεξουαλικού κινδύνου για τις γυναίκες.
Σε ένα οδυνηρό επεισόδιο στο μυθιστόρημα της Φάνι Μπάρνεϊ
Εβελίνα (1778) η κεντρική ηρωίδα σχεδόν βιάστηκε στους Κήπους
του Βόξχολ από μια παρέα μεθυσμένων ανδρών. Οι ασυνόδευτες
γυναίκες που περπατούσαν στους δρόμους θεωρούνταν στόχος
των αρπακτικών αρσενικών. Αυτή ήταν μία από τις
αναπόφευκτες πραγματικότητες του Λονδίνου και άλλων
μεγάλων πόλεων μέχρι και τον 20ό αιώνα αλλά και μετέπειτα. Οι
κοινωνικές ελευθερίες των ανδρών δεν επεκτάθηκαν στις
γυναίκες. Μια γυναίκα των ανώτερων και μεσαίων τάξεων
κινδύνευε να χάσει την υπόληψή της εάν την έβλεπαν μόνη
στους δρόμους της πόλης. Σε μια πόλη με ιππήλατα οχήματα, οι
δρόμοι ήταν βρόμικοι από περιττώματα ζώων· ήταν ασφυκτικά
γεμάτοι, δύσοσμοι και θορυβώδεις. Οι γυναίκες στην πόλη,
ιδιαίτερα τη νύχτα, δεν ήταν ασφαλείς από ανεπιθύμητες
σεξουαλικές προτάσεις ή κάτι ακόμα χειρότερο.
Αλλά η ιδέα ότι οι γυναίκες αποσύρθηκαν από τη δημόσια στην
ιδιωτική ζωή του σπιτιού δεν είναι απολύτως σωστή. Οι ξένοι
τουρίστες επισήμαναν τις ασυνήθιστες ελευθερίες που είχαν
παραχωρηθεί σε πλούσιες γυναίκες σε σύγκριση με άλλες πόλεις
της Ευρώπης. Οι τρόποι με τους οποίους η αναψυχή
αναδιαμορφώνει τη μητρόπολη του 18ου αιώνα παρείχε στις
γυναίκες της μεσαίας και της ανώτερης τάξης τρόπους να
συμμετέχουν στις κοινωνικές εκδηλώσεις της πόλης χωρίς να
χάσουν την κοινωνική τους θέση ή την υπόληψή τους. Αν και
πολλοί ξένοι επισκέπτες θεωρούσαν το Λονδίνο μάλλον σκοτεινό,
εκπλήσσονταν από την πολυτέλεια των καταστημάτων του:
«υφασματοπωλεία, χαρτοπωλεία, ζαχαροπλαστεία,
σφραγιδοπωλεία, αργυροχοεία, βιβλιοπωλεία, τυπογραφεία,
καταστήματα πλεκτών ειδών, οπωροπωλεία, καταστήματα
πορσελάνινων ειδών – το ένα κοντά στο άλλο, χωρίς διακοπή,
ένα κατάστημα σε κάθε σπίτι, σε κάθε δρόμο, σε κάθε μίλι· τα
ίδια τα αντικείμενα είναι τόσο όμορφα και όμορφα
τακτοποιημένα». Τις κύριες εμπορικές οδούς Κόρνχιλ, Φλιτ Στριτ
Στραντ και Τσίπσαϊντ στις αρχές του 18ου αιώνα ακολούθησαν
οι οδοί Κόβεντ Γκάρτεν, Ρίζεντ Στριτ και Όξφορντ Στριτ στις
αρχές του 19ου αιώνα. Πίσω από μεγάλα παράθυρα με διάκοσμο,
οι καταστηματάρχες εξέθεταν με καλλιτεχνικό τρόπο τα
πολυτελή προϊόντα τους, φωτίζοντάς τα τη νύχτα. Αυτά τα
πολυτελή καταστήματα ήταν ασφαλείς και ελκυστικοί χώροι για
τις γυναίκες, οι οποίες ψώνιζαν με παρέα ως μέρος των
καθημερινών δραστηριοτήτων τους.229 Στο μυθιστόρημα του
Μπάρνεϊ, η Εβελίνα παρατήρησε τη «διασκεδαστική» πτυχή του
να κάνεις ψώνια, την τελετουργία που τη συνόδευε και τον
κοινωνικό ρόλο της: «Στα καπελάδικα, οι κυρίες που
συναντήσαμε ήταν τόσο καλοντυμένες, που θα φανταζόμουν
μάλλον ότι είχαν βγει για επίσκεψη παρά για αγορές». Θέατρα,
κήποι αναψυχής, όπερα, φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, εκθέσεις,
χοροί και καταστήματα έφερναν τις γυναίκες της ελίτ σε επαφή
με τη δημόσια σφαίρα και την αναδυόμενη καταναλωτική
μητρόπολη.
Από τους πλανόδιους πωλητές των δρόμων έως τους ιδιοκτήτες
μεγάλων επιχειρήσεων, οι γυναίκες έπρεπε να χαράξουν τη
σταδιοδρομία τους σε μια οικονομία που ήταν ακόμη σεξιστική.
Συχνά αυτές οι θέσεις εργασίας –όπως συμβαίνει σήμερα σε
πολλές αναπτυσσόμενες πόλεις– ανήκαν περισσότερο στην
ανεπίσημη οικονομία παρά στο εμπόριο και στα
χρηματοοικονομικά. Τα δίκτυα ανταλλαγής πληροφοριών και
κοινωνικοποίησης σε καφέ, παμπ και λέσχες –όπου υπήρχαν
ζωτικές επιχειρηματικές διασυνδέσεις– ήταν αποκλειστικά για
άνδρες. Οι γυναίκες έπρεπε να δραστηριοποιηθούν σε
διαφορετικό χώρο της οικονομίας· είχαν επιχειρήσεις που τάιζαν,
έντυναν, καθάριζαν, στέγαζαν, εκπαίδευαν και διασκέδαζαν τη
μητρόπολη. Οι περισσότεροι από τους πλανόδιους πωλητές ήταν
γυναίκες· διηύθυναν καφετέριες, παμπ και πανδοχεία·
μαγείρευαν, καθάριζαν και έπλεναν. Πολλά από τα σχολεία που
παρείχαν στα παιδιά του Λονδίνου στοιχειώδη εκπαίδευση ήταν
επιχειρήσεις που ξεκίνησαν από γυναίκες. Η τεράστια βιομηχανία
ραπτικής βρισκόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου υπό τον έλεγχο των
γυναικών επιχειρηματιών, όπως και ένα μεγάλο κομμάτι των
συναλλαγών λιανικής. Πολλές γυναίκες έβγαζαν χρήματα
διευθύνοντας καταλύματα για χιλιάδες άντρες, γυναίκες και
οικογένειες που νοίκιαζαν ένα ή δύο δωμάτια στην πόλη. Η
έκρηξη που σημειώθηκε στη μαζική ψυχαγωγία οδήγησε σε νέες
ευκαιρίες για τις γυναίκες που εργάζονταν ως ηθοποιοί,
τραγουδίστριες, ερμηνεύτριες και ιμπρεσάριοι. Η Τερέζα Κόρνελις
ήρθε από τη Βενετία στο Λονδίνο ως μικρό κορίτσι στη δεκαετία
του 1720. Μέχρι το 1760, έπειτα από μια σταδιοδρομία στην
όπερα, είχε γίνει εντυπωσιακά πλούσια και διάσημη ως
διοργανώτρια των πολυδάπανων χορών μεταμφιεσμένων στην
πλατεία Σόχο.
Σε αυτόν, όπως και σε πολλούς άλλους τομείς της αστικής
ζωής, το Λονδίνο παρείχε τα μεγαλύτερα, τα πιο κραυγαλέα
παραδείγματα του πώς άλλαξαν οι πόλεις τον 18ο αιώνα στην
Ευρώπη και την Αμερική. Η μετάβαση από την αυλή στη
μητρόπολη έγινε εμφανής για πρώτη φορά στα καφέ του
δεύτερου μισού του 17ου αιώνα. Βοήθησαν στη χάραξη του
κοινωνικού αστικού περιβάλλοντος που υπήρξε καθοριστικό για
τις πόλεις τον επόμενο αιώνα, ένα μέρος όπου οι πολίτες-
καταναλωτές διαμόρφωναν την κουλτούρα και τη μόδα, όπου η
αναψυχή και τα ψώνια αποτελούσαν βασικό στοιχείο της αστικής
εμπειρίας. Θέατρα και όπερες, καφετέριες και εστιατόρια, μουσεία
και γκαλερί έγιναν το απόλυτο κέντρο της σύγχρονης αστικής
εμπειρίας.

«Ας πάμε γρήγορα σε ένα καφέ για να μπορέσω να αποτυπώσω


τις εντυπώσεις μου όσο είναι φρέσκες ακόμα». Έτσι είπε η
Αμερικανίδα καλλιτέχνιδα Τζάνις Μπιάλα στον εραστή της
Φορντ Μάντξ το 1935 όταν αντίκρισε μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή
θέα στο Λονδίνο και ήθελε να τη σχεδιάσει. Όταν ο Φορντ
απάντησε ότι δεν υπήρχαν καφετέριες στο Λονδίνο, έμεινε
εμβρόντητη: «Μα αν το Λονδίνο δεν διαθέτει καφετέριες για
τους καλλιτέχνες του, πώς μπορεί να περιμένει να έχει τέχνες; …
Ή γράμματα; Ή πολιτισμό; Ή οτιδήποτε άλλο;»230
Ενώ οι Ιταλοί, οι Γερμανοί, οι Ισπανοί και οι Γάλλοι
αριστοκράτες (και στην Αμερική, οι «άνθρωποι της φινέτσας»)
απολάμβαναν τη ζωντανή κοινωνία στα τραπεζάκια των
πεζοδρόμων των πόλεών τους, το Λονδίνο –το οποίο είχε
πρωτοστατήσει στην εισαγωγή του αστικού φαινομένου των
καφέ στη δυτική Ευρώπη– τώρα δεν διέθετε τίποτε ανάλογο. Τι
είχε συμβεί;231
Η αλλαγή είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Το White’s Chocolate
House έγινε η αποκλειστική λέσχη White’s το 1736. Στο καφέ
Jonathan’s στο Σίτι ο καθένας θα μπορούσε να γίνει
χρηματιστής για μία μέρα, στην τιμή ενός φλιτζανιού καφέ.
Αυτό για τους χρηματιστές ήταν απαράδεκτο. Το 1761 πλήρωναν
τον ιδιοκτήτη του Jonathan’s 1.500 λίρες ετησίως για
αποκλειστική χρήση της αίθουσας του καφέ για τρεις ώρες κάθε
μέρα. Δοκιμασμένος στα δικαστήρια, ο Λόρδος Αρχηγός της
Δικαιοσύνης αποφάνθηκε ότι το καφέ ήταν μια ελεύθερη και
ανοιχτή αγορά και έλαβε απόφαση σε βάρος των χρηματιστών. Σε
απάντηση, οι μεσίτες δημιούργησαν το δικό τους καφενείο-
χρηματιστήριο, το New Jonathan's στο Σουίτινγκς Άλεϊ.
Σύντομα μετονομάστηκε σε Χρηματιστήριο του Λονδίνου,
ανοιχτό μόνο σε όσους κατέβαλλαν έξι πένες την ημέρα. Το 1801
αποκλείστηκαν όλοι εκτός από τα μέλη της λέσχης που
πλήρωναν ετήσια συνδρομή.232 Σε παράλληλες κινήσεις, οι
ασφαλιστές του Lloyd’s Co ee House μεταφέρθηκαν πρώτα στο
δικό τους καφέ και μετά στον επάνω όροφο του Royal
Exchange το 1773.
Η άτυπη μορφή των καφέ παραχώρησε τη θέση της σε πιο
ρυθμισμένες και ελεγχόμενες χρηματοοικονομικές αγορές. Παρ’
όλα αυτά, ο αντίκτυπός τους είναι ακόμα εμφανής. Παρόλο που
στεγάζεται στον πύργο από ανοξείδωτο χάλυβα του Ρίτσαρντ
Ρότζερς, η Λόιντς του Λονδίνου, η μεγαλύτερη ασφαλιστική
αγορά στον κόσμο, διατηρεί το είδος της προσωπικής
επειχειρηματικής επαφής που το ξεκίνημά της ανάγεται στο
πολύβουο και θορυβώδες καφέ. Οι ασφαλιστές κάθονται ακόμη
σε σκαμνιά και τα μέλη του προσωπικού που φορούν σακάκια με
ουρά ονομάζονται «σερβιτόροι».
Οι επιχειρήσεις και οι συναλλαγές μεταφέρθηκαν από τον
ανοιχτό κόσμο των καφέ σε μια πιο οργανωμένη και ελεγχόμενη
αρένα, με συναλλαγές μόνο μεταξύ μελών, καθώς και σε γραφεία
– μια σύγχρονη επινόηση. Και με πολλούς άλλους τρόπους η
κοινωνικότητα του 18ου αιώνα παραχώρησε τη θέση της σε μια
πιο αποκλειστική μορφή τρόπων. Όπως εύστοχα επισήμανε ο
Χένρι Τέιμς, η απουσία καφέ με τραπεζάκια έξω στο Λονδίνο της
δεκαετίας του 1880 αποτελούσε χαρακτηριστικό μιας κοινωνίας
με ένα άκαμπτο ταξικό σύστημα. Οι κύριοι έπιναν καφέ· αλλά το
έκαναν στο άνετο και απομονωμένο περιβάλλον των λεσχών
τους. Οι φτωχοί έπιναν το μαύρο υγρό από πλανόδιους πωλητές
και πάγκους καθ’ οδόν προς τη δουλειά.
Καθώς ο αιώνας προχωρούσε και το Λονδίνο αναπτύχθηκε σε
έξι εκατομμύρια κατοίκους, η γοητεία ενός ευρύχωρου σπιτιού με
κήπο απορρόφησε ακόμη περισσότερους πολίτες της μεσαίας
τάξης μακριά από το κέντρο. Ενώ οι Παριζιάνοι και άλλοι αστοί
σε πυκνοκατοικημένες ευρωπαϊκές πόλεις ζούσαν σε
διαμερίσματα στο κέντρο, οι Λονδρέζοι ζούσαν στα προάστια. Οι
ευρωπαϊκές καφετέριες ήταν μέρος της κοινωνικής ζωής των
μικρών ευρωπαϊκών πόλεων. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα
το Λονδίνο ξαναχτίστηκε γύρω από τα σύγχρονα μέσα
μεταφοράς. Οι σιδηρόδρομοι, τα οχήματα που τα έσερναν άλογα,
τα τραμ και ο υπόγειος σιδηρόδρομος επέτρεψαν στους
ανθρώπους να εγκατασταθούν πιο μακριά από το κέντρο. Τα
προάστια του Λονδίνου συνέβαλαν στο να εκλείψει η ευχάριστη
πόλη που ήταν τόσο ελκυστική τον 18ο αιώνα, όταν ακόμη
μπορούσες να την περπατήσεις και ο πληθυσμός της ήταν κάτω
από ένα εκατομμύριο.
Η παρακμή των καφέ ακολούθησε την παρακμή της
κοινωνικότητας και την τάση για αποκλειστικότητα στην
κοινωνική, λογοτεχνική, επιστημονική και επιχειρηματική ζωή,
μια μετακίνηση από τη δημόσια κοινωνική ζωή προς τον
κατακερματισμό, τη θεσμοθέτηση και την προαστιοποίηση.
Καθώς τα καφέ εξαφανίστηκαν, το Λονδίνο αναδείχθηκε σε
απαράμιλλη παγκόσμια δύναμη και θριάμβευσε ως εμπορική
μητρόπολη. Το Λονδίνο είχε, για τον Χένρι Τζέιμς που έγραφε
στα τέλη του 19ου αιώνα, έναν «έντονα εμπορικό χαρακτήρα».
Δεν υπήρχε γι’ αυτή την αυτοκρατορική μητρόπολη, με το
επιχειρηματικό πνεύμα και την ταξική συνείδηση, η
επιπολαιότητα και η κοινωνικότητα του παρισινού καφέ. Αυτή η
εποχή είχε παρέλθει.
193
Σε ό,τι αφορά τη δομή μιας κοινότητας, ως τρίτος τόπος θεωρείται ένα κοινωνικό
περιβάλλον που διαφοροποιείται από την οικία («πρώτος τόπος») και από τον χώρο
εργασίας («δεύτερος τόπος»). (Σ.τ.Μ.)
194
Bryant Simon, «Consuming Third Place: Starbucks and the illusion of public
space», στο Miles Orvell & Je rey L. Meikle (επιμ.), Public Space and the
Ideology of Place in American Culture (Άμστερνταμ, 2009), σελ. 243 κ.ε.· Howard
Schultz & Dori Jones, Pour Your Heart into It: how Starbucks built a company
one cup at a time (NY, 1997), σελ. 5.
195
Jee Eun Regina Song, «The Soybean Paste Girl: the cultural and gender
politics of co ee consumption in contemporary South Korea», Journal of Korean
Studies, 19:2 (Φθινόπωρο 2014), σελ. 429–48.
196
Seyed Hossein Iradj Moeini, Mehran Are an, Bahador Kashani & Golnar
Abbasi, Urban Culture in Tehran: urban processes in uno cial cultural spaces (e-
book, 2018), σελ. 26 κ.ε.
197
W. Scott Haine, «“Café Friend”: friendship and fraternity in Parisian working-
class cafés, 1850–1914», Journal of Contemporary History, 27:4 (Οκτώβριος 1992),
607–26· W. Scott Haine, The World of the Paris Café: sociability among the
French working class, 1789–1914 (Βαλτιμόρη, 1998), σελ. 1, 9· Barbara Stern
Shapiro & Anne E. Havinga, Pleasures of Paris: from Daumier to Picasso
(Βοστόνη, MA, 1991), σελ. 123.
198
John Rewald, History of Impressionism (NY, 1946), σελ. 146.
199
Ο Ποτέμκιν, για να εντυπωσιάσει την Αυτοκράτειρα της Ρωσίας, έστηνε ψεύτικους
φορητούς οικισμούς στις όχθες του Δνείπερου τους οποίους μετέφερε κάθε φορά σε
διάφορα σημεία κατά μήκος της διαδρομής της. (Σ.τ.Μ.)
200
Rowley Amato, «Brokers Are Now Opening Their Own Co ee Shops in
Harlem», Curbed New York, 16/8/2014,
https://ny.curbed.com/2014/8/16/10059746/brokers-are-nowopening-their-own-co ee-
shops-in-harlem
201
Markman Ellis, The Co ee-House: a cultural history (Λονδίνο, 2004), σελ. 7–8.
202
Ibid., pp. 29–32; Uğur. Kömeçoğlu, «The Publicness and Sociabilities of the
Ottoman Co eehouse», The Public, 12:2 (2005), σελ. 5–22· A. Caksu, «Janissary
Co ee Houses in Late Eighteenth-Century Istanbul», στο Dana Sajdi (επιμ.),
Ottoman Tulips, Ottoman Co ee: leisure and lifestyle in the eighteenth century
(Λονδίνο, 2007), σελ. 117.
203
Ellis, σημείωση 397, σελ. 32–3.
204
Ibid., σελ. 42· Steve Pincus, «“Co ee Politicians Does Create”: co ee houses
and Restoration political culture», Journal of Modern History 67:4 (Δεκέμβριος
1995), σελ. 811–12.
205
C. John Sommerville, The News Revolution in England: cultural dynamics of
daily information (NY, 1996), σελ. 77.
206
Ο Σάμιουελ Πιπς (1633-1703), διοικητής του Αγγλικού Ναυτικού και Βουλευτής,
έγινε γνωστός για το ημερολόγιο που τηρούσε στα χρόνια της νεότητάς του. Η επιρροή
και οι μεταρρυθμίσεις του ήταν ιδιαίτερα σημαντικές στα πρώτα στάδια της
επαγγελματοποίησης του Βασιλικού Ναυτικού. (Σ.τ.Μ.)
207
Pincus, σελ. 814–15.
208
Ibid., σελ. 824.
209
14 Ellis, σελ. 157–8· Larry Stewart, «Other Centres of Calculation, or, Where
the Royal Society Didn’t Count: commerce, co ee-houses and natural philosophy
in early modern London», British Journal for the History of Science, 32:2 (Ιούνιος
1999), σελ. 133–53.
210
Stewart, σελ. 133–53.
211
Pincus, σελ. 833.
212
Paul Slack, «Material Progress and the Challenge of A uence in Seventeenth
Century England», Economic History Review, n/s, 62:3 (Αύγουστος 2009), σελ.
576–603· Ian Warren, «The English Landed Elite and the Social Environment of
London c.1580–1700: the cradle of an aristocratic culture?», English Historical
Review, 126:518 (Φεβρουάριος 2011), σελ. 44–74.
213
Farid Azfar, «Beastly Sodomites and the Shameless Urban Frontier»,
Eighteenth Century, 55:4 (Χειμώνας 2014), σελ. 402.
214
Aγνώστου, A Trip through the Town: containing observations on the customs
and manners of the age (Λονδίνο, 1735), σελ. 1.
215
R. H. Sweet, «Topographies of Politeness», Transactions of the Royal Historical
Society, 12 (2002), σελ. 356.
216
Ibid., σελ. 355–74· Lawrence E. Klein, «Co ee House Civility, 1660–1714: an
aspect of post-courtly culture in England», Huntington Library Quarterly, 59:1
(1996), σελ. 30–51· Lawrence E. Klein, «Liberty, Manners, and Politeness in Early
Eighteenth-Century England», Historical Journal, 32:3 (Σεπτέμβριος 1989), σελ.
583–605.
217
Markku Peltonen, «Politeness and Whiggism, 1688–1732», Historical Journal,
48:2 (Ιούνιος 2005), σελ. 396–7.
218
Peter Borsay, «Culture, Status, and the English Urban Landscape», History,
67:219 (1982), σελ. 12· Lawrence E. Klein, «Politeness and the Interpretation of
the British Eighteenth Century», Historical Journal, 45:4 (Δεκέμβριος 2002), σελ.
886 κ.ε.· Warren, σελ. 49 κ.ε.
219
Εξαπάτηση του ματιού, οφθαλμαπάτη. Στα έργα ιλουζιονιστικής τεχνικής
επιχειρείται η απόδοση με απόλυτο ρεαλισμό. Ο ιλουζιονισμός (ή ψευδαισθητισμός)
θεωρείται πως ανάγεται στην αρχαιότητα, όταν ο ζωγράφος Ζεύξιππος είχε αποδώσει
τόσο ρεαλιστικά κάποια τσαμπιά σταφύλια ώστε τα πουλιά τσιμπολογούσαν το
ζωγραφικό του έργο. Είναι στενά συνδεδεμένος με τον ρυθμό μπαρόκ του 17ου και
18ου αιώνα. (Σ.τ.Μ.)
220
«A Letter from a Foreigner to his Friend in Paris», Gentleman’s Magazine, 12,
August 1742.
221
Jerry White, London in the Eighteenth Century: a great and monstrous thing
(Λονδίνο, 2012), σελ. 322–3.
222
Ben Wilson, Decency and Disorder: the age of cant (Λονδίνο, 2007), σελ. 17.
223
Η φράση «λυδία λίθος» χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει τρόπο
δοκιμασίας, ελέγχου, εξακρίβωσης. Στην κυριολεξία η πέτρα από την Λυδία, πόλη στα
παράλια της Μικράς Ασίας, ήταν ένα εργαλείο με το οποίο εξακρίβωναν τη γνησιότητα
των πολύτιμων λίθων. (Σ.τ.Μ.)
224
Δημοφιλές ζευγάρι με μαριονέτες της εποχής. (Σ.τ.Μ.)
225
Darryl P. Domingo, «Unbending the Mind: or, commercialized leisure and the
rhetoric of eighteenth-century diversion», Eighteenth-Century Studies, 45:2
(Χειμώνας 2012), σελ. 219.
226
Η επίσημη κατοικία του δημάρχου του Λονδίνου. (Σ.τ.Μ)
227
White, σελ. 130.
228
Paul Langford, «The Uses of Eighteenth-Century Politeness», Transactions of
the Royal Historical Society, 12 (2002), σελ. 330.
229
Robert Southey], Letters from England: by Don Manuel Alvarez Espriella, 2
τόμοι (New York, 1808), Τόμ. I, σελ. 39· Helen Berry, «Polite Consumption:
shopping in eighteenth-century England», Τransactions of the Royal Historical
Society, 12 (2002), σελ. 375–94.
230
Ford Madox Ford, Provence: from minstrels to the machine, John Coyle (επιμ.)
(Μάντσεστερ, 2009), σελ. 24.
231
Ellis, σελ. 205–6.
232
Ibid., σελ. 177–80, 212–14.
9 - Οι πύλες της κολάσεως; - Μάντσεστερ και
Σικάγο, 1830-1914

«Το Μάντσεστερ είναι η καμινάδα του κόσμου», έγραφε ο


Στρατηγός Τσαρλς Νάπιερ το 1839. «Πλούσιοι κατεργάρηδες,
φτωχοί αγύρτες, μεθυσμένοι κουρελήδες και πόρνες
διαμορφώνουν την ηθική· καπνιά που απ’ τη βροχή γίνεται
κόλλα· και η μόνη θέα είναι μια μεγάλη καμινάδα: τι τόπος! η
είσοδος στην κόλαση με σάρκα και οστά!»233
Στο Μάντσεστερ της δεκαετίας του 1840 πάνω από 500
καμινάδες εξήγαν ένα παχύ στρώμα καπνού από άνθρακα,
τροφοδοτώντας με ενέργεια νέες τεχνολογίες μαζικής παραγωγής.
Ο Αλεξίς ντε Τοκβίλ ατένιζε με τρόμο τα «τεράστια κτίρια της
βιομηχανίας» του Μάντσεστερ και τον «θόρυβο των κλιβάνων,
το σφύριγμα του ατμού». Τέτοια πόλη δεν είχε υπάρξει ποτέ ως
τότε. Κάθε μέρα ο ήχος χιλιάδων ηλεκτρικών αργαλειών
αντηχούσε μέσα από την πόλη, σείοντας τα κτίρια. Η Σουηδή
συγγραφέας Φρεντρίκα Μπρέμερ συνέλαβε την ασίγαστη δύναμη
του βιομηχανικού αστικού Φρανκενστάιν και τον αντίκτυπό του
στις αισθήσεις: «Το Μάντσεστερ πρόβαλε στα μάτια μου σαν μια
κολοσσιαία αράχνη, καταμεσής των εργοστασίων, των πόλεων,
των προαστίων και των χωριών του, όπου όλα έμοιαζαν να
υφαίνουν – να υφαίνουν – να υφαίνουν ρούχα για όλους τους
ανθρώπους στον κόσμο. Εκεί, λοιπόν, ήταν θρονιασμένη αυτή η
βασίλισσα αράχνη, περιτριγυρισμένη από μια μάζα άσχημων
σπιτιών και εργοστασίων, καλυμμένη από ένα παχύ σύννεφο
βροχής, και καθόλου δεν διέφερε από τον ιστό της αράχνης. Μου
δημιούργησε μια εντύπωση σκοτεινή, καταπιεστική».234
Η Μπρέμερ επισκέφτηκε και το Σικάγο. Ο αμερικανικός
κολοσσός, έγραφε, ήταν «μία από τις πιο άθλιες και άσχημες
πόλεις» στον κόσμο. Δεν άξιζε τον τίτλο «Βασίλισσα της Λίμνης»,
σχολίαζε δηκτικά, «γιατί, όπως κάθεται εκεί στην όχθη της
λίμνης φορώντας τρισάθλια κουρέλια, μοιάζει μάλλον με
μικροπωλητή παρά με βασίλισσα».235
Όπως και το Μάντσεστερ, το αστικό τοπίο του Σικάγου, με τις
σιδηροδρομικές γραμμές που απλώνονται ακτινωτά από το
κέντρο της πόλης και με το κουβάρι των τηλεγραφικών
γραμμών, τα τεράστια σιλό για τα σιτηρά και τις ξυλαποθήκες,
τα θορυβώδη σφαγεία, τους χαλύβδινους μύλους και τις
καμινάδες των εργοστασίων, ήταν η απόλυτη έκφραση του
βιομηχανισμού του 19ου αιώνα. Οι επισκέπτες σχολίαζαν ότι το
Σικάγο είχε έναν ήχο τελείως διαφορετικό από οποιαδήποτε άλλη
πόλη στον κόσμο, με τον «βαθύ κούφιο βρυχηθμό της
ατμομηχανής και τη διαπεραστική κραυγή του ατμόπλοιου» να
γίνονται ένα με τον θόρυβο της βιομηχανίας, τις τσιρίδες
χιλιάδων γουρουνιών που προορίζονταν για σφαγή και την
αναταραχή από τα ακατάπαυστα πλήθη. Άλλοι βίωναν τη
δύναμη του Σικάγου να σφυροκοπάει «με μια ασυγκράτητη βία».
Ένας Γάλλος επισκέπτης ένιωσε τη μυρωδιά του Σικάγου να τον
αρπάζει από τον λαιμό κατά την άφιξή του.236
Το μέγεθος, η αύξηση του πληθυσμού και η προσβολή των
αισθήσεων ήταν όντως μια πραγματικότητα. Αλλά πολύ πιο
τρομακτικό ήταν αυτό που έκαναν εκείνες οι νέες πόλεις στην
ανθρωπότητα. Το Μάντσεστερ -–«Βαμβακούπολη»– βρισκόταν
στην καρδιά της παγκόσμιας κλωστοϋφαντουργίας, το σημείο
μηδέν στην ιστορία της παγκόσμιας βιομηχανοποίησης. Το θέαμα
των εργοστασίων του Μάντσεστερ ήταν προάγγελος του
μέλλοντος της ανθρωπότητας: «Εδώ η ανθρωπότητα κατακτά
την πιο ολοκληρωμένη αλλά και την πιο βάναυση ανάπτυξή
της», έγραψε ο ντε Τοκβίλ, «εδώ ο πολιτισμός κάνει τα θαύματά
του και ο πολιτισμένος άνθρωπος σχεδόν επιστρέφει στην
αγριότητα».237
Στη μία πλευρά του Ατλαντικού, στον Αμερικανικό Νότο,
επιστρατεύτηκαν σκλάβοι για να καλλιεργούν, να συλλέγουν και
να συσκευάζουν βαμβάκι· στην άλλη πλευρά, ένα βιομηχανικό
εργατικό δυναμικό που αριθμούσε εκατοντάδες χιλιάδες ψυχές
ήταν εξαναγκασμένο να το μετατρέπει σε υφάσματα. Ήταν
μισθωτοί, εξαρτώμενοι από το εργοστασιακό σύστημα. Οι
γυναίκες και τα παιδιά ευνοήθηκαν επειδή μπορούσαν να
αμείβονται λιγότερο και να πειθαρχούν πιο εύκολα, όπως
μαρτυρά η ανάκριση ενός κοριτσιού που εργαζόταν σε εργοστάσιο
από την ηλικία των έξι ετών:
Ερώτηση: Πόσες ήταν οι ώρες εργασίας σου;
Απάντηση: Ως παιδί δούλευα από τις πέντε το πρωί μέχρι τις
εννέα το βράδυ.
Ε: Πόσος χρόνος σου δινόταν για τα γεύματα;
Α: Μας έδιναν σαράντα λεπτά το μεσημέρι.
Ε: Είχατε καθόλου χρόνο να πάρετε πρωινό ή να πιείτε κάτι;
Α: Όχι. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε.
Ε: Είχατε χρόνο να το φάτε;
Α: Όχι· ήμαστε υποχρεωμένοι να το αφήνουμε εκεί ή να το
παίρνουμε στο σπίτι και, όταν δεν το παίρναμε σπίτι, το
έπαιρνε ο επόπτης και το έδινε στα γουρούνια.
E: Αν υποθέσουμε ότι χαλαρώνατε λίγο ή αργοπορούσατε, τι θα
σας έκαναν;
Α: Θα μας μαστίγωναν.
Ε: Εσύ τι δουλειά έκανες;
Α: Ζυγίστρια στην αίθουσα λαναρίσματος.
Ε: Πόσες ώρες εργαζόσουν εκεί;
Α: Από τις πεντέμισι μέχρι τις οκτώ το βράδυ.
Ε: Πώς είναι η αίθουσα λαναρίσματος;
Α: Σκονισμένη. Δεν βλέπει ο ένας τον άλλον, τόση σκόνη.
Ε: Επηρέασε την υγεία σου η εργασία στην αίθουσα
λαναρίσματος;
Α: Ναι· υπήρχε πολλή σκόνη, η σκόνη έμπαινε στα πνευμόνια
μου και η δουλειά ήταν πολύ σκληρή. Κακόπαθε τόσο πολύ η
υγεία μου που, όταν τραβούσα τα καλάθια προς τα κάτω, τα
κόκαλά μου έβγαιναν από τη θέση τους.
Ε: Έχεις παραμορφωθεί σημαντικά ως άτομο ως συνέπεια
αυτής της εργασίας;
Α: Ναι, έχω.
Ε: Πότε συνέβη αυτό;
Α: Ήμουν γύρω στα δεκατρία όταν ξεκίνησε όλο αυτό, αλλά
έχει χειροτερέψει από τότε. Όταν πέθανε η μητέρα μου, έπρεπε
να φροντίζω μόνη τον εαυτό μου.
Ε: Πού βρίσκεσαι τώρα;
Α: Στο πτωχοκομείο.
Ε: Είσαι εντελώς ανίκανη να εργαστείς στα εργοστάσια;
Α: Ναι.

Το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζομένων στα εργοστάσια ήταν


ηλικίας μεταξύ 16 και 24 ετών· πολλοί από αυτούς ήταν
Ιρλανδοί, οικονομικά ευάλωτοι, υφίσταντο διακρίσεις και άρα
ήταν εύκολο να ελεγχθούν. Παράλληλα με τα εργοστάσια
κλωστοϋφαντουργίας αναπτύχθηκαν χημικές βιομηχανίες και
μηχανικά έργα. Αλλά χιλιάδες άτομα ακόμη απασχολούνταν σε
καθεστώς περιστασιακής ή εποχικής εργασίας εκτός των πυλών
του εργοστασίου. Μια έρευνα διαπίστωσε ότι το 40% των ανδρών
«είχαν αντικανονική πρόσληψη» και το 60% απασχολούνταν με
τον ελάχιστο μισθό. «Θα μπορούσε άραγε να υπάρχει κάποιο
είδος ζωής πιο εξωφρενικό, πιο αντίθετο στα φυσικά ένστικτα
του ανθρώπου;» αναρωτήθηκε ο Γάλλος φιλόσοφος Ιππόλυτος
Τεν όταν επισκέφθηκε το Μάντσεστερ.
Τα σφαγεία στο Σικάγο τρομοκρατούσαν τους επισκέπτες με τα
ζώα που τσίριζαν λίγο πριν από τη σφαγή, τις λίμνες αίματος,
τα εντόσθια και τα λίπη. Ωστόσο, ακόμα πιο τρομακτικές ήταν οι
συνθήκες των ανθρώπων που εργάζονταν εκεί, καθώς ήταν
βουτηγμένοι στο αίμα και στο πήγμα και μισοπαγωμένοι. Σε
καθεστώς πλήρους εξάρτησης από τους άθλιους μισθούς, οι
πύλες των εργοστασίων γέμιζαν κάθε πρωί με εργαζόμενους που
έλπιζαν σε ένα μεροκάματο. «Αυτά δεν είναι εργοστάσια
συσκευασίας· αυτά είναι κουτιά συσκευασίας παραγεμισμένα με
σκλάβους του μεροκάματου».238
«Ολόκληρη η Αμερική», έγραφε ένας Γερμανός από το Σικάγο,
«αντικρίζει με φόβο αυτή την πόλη που ξερνάει την απειλή της
πάνω στη χώρα». Η πόλη ήταν το «κέντρο της καταιγίδας του
πολιτισμού», προειδοποιούσε ο Τζοσάια Στρονγκ, ιδρυτής του
κινήματος του Κοινωνικού Ευαγγελίου. «Εδώ συσσωρεύεται…
κοινωνικός δυναμίτης». «Το Μάντσεστερ είναι ένα όνομα βαθιάς
αλλά και απαίσιας σημασίας», τόνιζε ο δημόσιος υπάλληλος και
ευαγγελιστής σερ Τζέιμς Στίβεν. Γι’ αυτόν, η πόλη του
βιομηχανικού πλούτου και η αστική υποβάθμιση ήταν ένα
σημάδι «ότι πλησιάζουμε σε μια μεγάλη κρίση και καταστροφή
στα ανθρώπινα πράγματα».239

Στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα το ένα τρίτο του πληθυσμού
της Βρετανίας ήταν αστικοποιημένο. Μέχρι το 1851, περισσότεροι
από τους μισούς ζούσαν σε κωμοπόλεις και σε μεγαλύτερες
πόλεις, η πρώτη ανθρώπινη κοινωνία στην ιστορία του κόσμου
που ήταν περισσότερο αστική παρά αγροτική. Μέσα σε τρεις
μόλις δεκαετίες δύο στους τρεις Βρετανούς είχαν αστικοποιηθεί.
Η πρώτη αστική επανάσταση ξεκίνησε στη Μεσοποταμία. Η
δεύτερη άρχισε στη Βρετανία προς τα τέλη του 18ου αιώνα και
εξαπλώθηκε με ξέφρενο ρυθμό, αρχικά στη συγκεκριμένη χώρα
και στη συνέχεια σε παγκόσμια κλίμακα.
«Ό,τι κάνει το Μάντσεστερ σήμερα, ο υπόλοιπος κόσμος το
κάνει αύριο», δήλωσε ο Μπέντζαμιν Ντισραέλι. Ο πληθυσμός του
Μάντσεστερ διπλασιάστηκε μεταξύ του 1801 και της δεκαετίας
του 1820 και διπλασιάστηκε ξανά ως τη δεκαετία του 1850,
αγγίζοντας τις 400.000 τη συγκεκριμένη δεκαετία και τις
700.000 μέχρι το τέλος του αιώνα. Η πρώιμη ιστορία του
Σικάγου ήταν ακόμα πιο εκρηκτική· ξεκινώντας από λιγότερους
από εκατό ανθρώπους το 1830, έφτασε τις 109.000 το 1860, τις
503.000 το 1880 και τα 1,7 εκατομμύρια το 1900. Καμία πόλη
στην ιστορία του κόσμου δεν είχε μεγαλώσει τόσο γρήγορα.
Η Βιομηχανική Επανάσταση παρείχε τα τρόφιμα, την ένδυση,
τα εργαλεία, τα σκεύη, τα δομικά υλικά, τα δίκτυα μεταφορών
και την ισχύ που κατέστησαν δυνατή την ταχεία μαζική
αστικοποίηση. Την υπεροψία, τη φρεσκάδα και τη νεωτερικότητα
του Σικάγου επέτεινε κάτι εντελώς διαφορετικό – οι
ουρανοξύστες που υψώνονταν μέσα από τους λειμώνες τη
δεκαετία του 1880. Ο ουρανοξύστης ήταν (και είναι) σύμβολο
του καπιταλιστικού θριάμβου και της τεχνολογικής κυριαρχίας.
Το Φροντίερ Σικάγκο, χτισμένο από ξύλο, κάηκε ολοσχερώς στη
Μεγάλη Πυρκαγιά του 1871. Η κεντρική επιχειρηματική συνοικία
του ανοικοδομήθηκε γρήγορα και στη συνέχεια ανοικοδομήθηκε
ξανά, αυτή τη φορά με την πιο καινοτόμο αρχιτεκτονική και
μηχανική στον κόσμο, σηματοδοτώντας την ιδιότητα του
Σικάγου ως εμβληματικής παγκόσμιας μητρόπολης του αιώνα. Η
πρόοδος στην επεξεργασία του χάλυβα που σημείωσε η
προηγμένη σιδηροδρομική βιομηχανία του Σικάγου παρείχε
δοκούς χάρη στις οποίες οι τοίχοι μπορούσαν να είναι πιο
λεπτοί. Ο εγκιβωτισμός τους σε σκυρόδεμα τους καθιστούσε
πυρίμαχους. Η ηλεκτρική ενέργεια οδήγησε σε ανελκυστήρες,
λαμπτήρες, τηλέγραφους και τηλέφωνα, νέες εφευρέσεις που
κατέστησαν δυνατή την εργασία σε έναν πύργο, μαζί με τα
συστήματα θέρμανσης και εξαερισμού. Ο ουρανοξύστης ήταν
τόσο μια μηχανή όσο και ένα κτίριο, το αποκορύφωμα της
τεχνολογίας του 19ου αιώνα. Η λιτή, απλή πρόσοψη ενός
δεκαώροφου κτιρίου όπως το Μόναντνοκ (1889-92) συχνά
περιγραφόταν πως προσομοιάζει με μηχανή.240
Το 1800 μόλις το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού είχε
αστικοποιηθεί. Μεταξύ 1850 και 1950, ενώ ο παγκόσμιος
πληθυσμός αυξήθηκε κατά δυόμισι φορές, ο αστικός πληθυσμός
αυξήθηκε κατά είκοσι φορές. Μέχρι την τελευταία από τις
παραπάνω χρονολογίες, το 30% των ανθρώπων (751
εκατομμύρια ψυχές) κατοικούσαν σε πόλεις· σήμερα, οι πόλεις
του κόσμου φιλοξενούν 4,2 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Το
Μάντσεστερ και το Σικάγο ήταν οι «πόλεις σοκ» του 19ου αιώνα.
Υπήρξαν προάγγελοι, καθώς φάνηκε, όχι μόνο της Βιομηχανικής
αλλά και της Αστικής Επανάστασης. Ως τέτοιοι, μελετήθηκαν
εντατικά για να προβλεφθεί το μέλλον της ανθρωπότητας.
Τρία χρόνια μετά την καυστική περιγραφή της πόλης από τον
στρατηγό Νάπιερ, ο εικοσιδυάχρονος Φρίντριχ Ένγκελς έφτασε
στο Μάντσεστερ από τη Γερμανία για να εργαστεί στα γραφεία
της Έρμεν & Ένγκελς, μιας εταιρείας βαμβακονηματουργίας, που
ανήκε εν μέρει στον πατέρα του. Τον έστειλαν εκεί για να
«θεραπευτεί» από τις κομμουνιστικές πεποιθήσεις του. Αντ’
αυτού, ήρθε αντιμέτωπος με τις συνέπειες του βιομηχανικού
καπιταλισμού στη γενέτειρά του.
Επισκέφτηκε το Έιντζελ Μέντοου (Λιβάδι του Αγγέλου), την
πιο διαβόητη παραγκούπολη του Μάντσεστερ. «Παντού βλέπεις
σωρούς απορριμμάτων, σκουπιδιών και βρομιάς», έγραψε.
«Περπατάς σε ένα πολύ δύσβατο μονοπάτι στην όχθη του
ποταμού, ανάμεσα σε στύλους για ρούχα και απλωμένες
μπουγάδες, για να φτάσεις σε μια χαοτική ομάδα μικρών,
ισόγειων και μονόχωρων καλυβιών. Οι περισσότερες δεν έχουν
δάπεδο αλλά πατημένο χώμα, και οι άνθρωποι εργάζονται, ζουν
και κοιμούνται μέσα στο ίδιο δωμάτιο». Το κέντρο της
υπερσύγχρονης μητρόπολης ήταν ένα σκηνικό γεμάτο «βρομιά,
χαλάσματα, μη κατοικήσιμο». Οι παρατηρήσεις του Ένγκελς για
τις φριχτές συνθήκες στην πρωτοποριακή βιομηχανική πόλη του
κόσμου δημοσιεύθηκαν το 1845 με τον τίτλο Die Lage der
arbeitenden Klasse in England (Η κατάσταση της εργατικής
τάξης στην Αγγλία), ένα από τα πιο καταλυτικά βιβλία του
αιώνα και μια ματιά σε έναν νέο τρόπο ζωής που ο Ένγκελς
απεικόνισε ως «το ζοφερό μέλλον του καπιταλισμού και της
βιομηχανικής εποχής». Το Έιντζελ Μέντοου, για τον Ένγκελς,
ήταν απλώς «η Κόλαση επί Γης».241
Αν το Μάντσεστερ είχε το Έιντζελ Μέντοου, το Σικάγο είχε το
«Λιτλ Χελ» (Μικρή Κόλαση), ένα αστικό νησί στο κέντρο της
πόλης που δημιουργήθηκε από τον ποταμό Σικάγο και το κανάλι
της βόρειας διακλάδωσής του. Ένας τόπος με τεράστια
εργοστάσια, αναρίθμητες άθλιες παράγκες και δρόμους γεμάτους
σκουπίδια, πήρε το αποκαλυπτικό όνομά του από τη βροχή της
αιθάλης που έπεφτε από τον ουρανό και την άσβεστη φλεγόμενη
σφαίρα που έκαιγε στη Λαϊκή Εταιρεία Φυσικού Αερίου, Φωτός
και Άνθρακα η οποία φώτιζε τον καπνισμένο ουρανό με μια
καταχθόνια λάμψη. Το Λιτλ Χελ γέννησε αρχικά την ιρλανδική
μαφία του Σικάγου κι έπειτα τον Ιταλό διάδοχό της. Είναι μια
καταραμένη γη: στη δεκαετία του 1940 το πιο κακόφημο
δημόσιο πρόγραμμα στέγασης της Αμερικής, το Καμπρίνι-Γκριν,
ξεφύτρωσε σαν μανιτάρι μέσα από το δηλητηριασμένο έδαφός
του. Τα πολυώροφα κτίρια ήταν μια νέα ενσάρκωση του Λιτλ
Χελ, χώροι βίας, με άφθονους αρουραίους και κατσαρίδες,
γκράφιτι, φραγμένους αποχετευτικούς αγωγούς, πολέμους
συμμοριών και πυροβολισμούς από ελεύθερους σκοπευτές.
Πόλεις όπως το Μάντσεστερ και το Σικάγο αναπτύχθηκαν τόσο
γρήγορα και είχαν τόση εμμονή για κέρδος ώστε δεν διέθεταν τις
αστικές ανέσεις, την αποχέτευση, τους δημόσιους χώρους και
τους κοινοτικούς ομίλους που είχαν χαρακτηρίσει τις πόλεις από
τότε που πρωτοεμφανίστηκαν στη Μεσοποταμία 6.000 χρόνια
νωρίτερα. Σε φτωχογειτονιές σαν το Έιντζελ Μέντοου, τα σπίτια
χτίζονταν κατά το «φριχτό σύστημα συνωστισμένων καλυβιών,
το ένα κολλητά στο άλλο, σε δρόμους χωρίς αποστραγγιστικά
αυλάκια ή οποιοδήποτε μέσο απομάκρυνσης των απορριμμάτων
από τις πόρτες των σπιτιών». Η πολλαπλή συγκατοίκηση ήταν
κάτι σύνηθες (κάθε ιρλανδική παράγκα στέγαζε κατά μέσο όρο
8,7 άτομα)· ο υπερπληθυσμός οδήγησε αναγκαστικά πολλούς
περιστασιακά εργαζόμενους σε υγρά κοινόχρηστα κελάρια σπιτιών
όπου συχνά κοιμούνταν τρία άτομα σε ένα κρεβάτι. Υπήρχαν δύο
υπαίθριες τουαλέτες για κάθε 250 κατοίκους του Έιντζελ
Μέντοου.242
Σε χαμηλό υψόμετρο, η φτωχογειτονιά της Μικρής Ιρλανδίας
του Μάντσεστερ (τον πυρήνα της οποίας αποτελούσε το Έιντζελ
Μέντοου) ήταν ένα υγρό περιβάλλον και τα ποτάμια της ήταν
γεμάτα με περιττώματα και μαύρα από τη ρύπανση. Στο Σικάγο
τα αποστραγγιστικά αυλάκια παραπλεύρως των δρόμων γέμιζαν
με ανθρώπινα και ζωικά απόβλητα, «σχηματίζοντας μόνιμους
λάκκους με ένα απερίγραπτο υγρό». Αυτά τα χαντάκια ήταν
τόσο ελεεινά που «ακόμα και οι χοίροι ζαρώνουν τη μύτη τους
από την αηδία». Τα ιδιωτικά αποχωρητήρια μόλυναν τα πηγάδια
στις πίσω αυλές που χρησιμοποιούνταν για πόσιμο νερό.
Χτισμένο σε επίπεδο έδαφος πάνω από στρώμα σκληρού αργίλου,
το Σικάγο ήταν μια υγρή και μολυσμένη πόλη, με τις λεγόμενες
«ομίχλες θανάτου» που ανέδιδαν οι σωροί ακαθαρσιών. Ο
ποταμός έρεε μεταφέροντας ακαθαρσίες από τους υπονόμους και
βιομηχανικά λύματα. Καθώς το Σικάγο εξελίχθηκε σε
«Γουρουνόπολη» –την παγκόσμια πρωτεύουσα συσκευασίας
κρέατος– το αίμα και τα εντόσθια άνω των τριών εκατομμυρίων
ζώων που σφάζονταν ετησίως επιβάρυνε περαιτέρω την κρίσιμη
κατάσταση σε επίπεδο υγιεινής και ρύπανσης.243
Αυτό το βρομερό, λιπαρό νερό κατέληγε στη λίμνη όπου
απορροφιόταν και πάλι και διοχετευόταν στην πόλη μέσω του
αγωγού εισαγωγής των εγκαταστάσεων ύδρευσης. Η πόλη
δηλητηριαζόταν από «τα μεγάλα βάθη λάσπης και γλίτσας και
αδιανόητης βρόμας. Από τις μονάδες εκτροφής μιασμάτων και
θανατηφόρας ομίχλης». Κατά μήκος των όχθεων του βρόμικου
ποταμού υπήρχαν «μπαλώματα» – παραγκουπόλεις που στέγαζαν
σε ξύλινες καλύβες τους περιθωριακούς της πόλης και τους
νεοαφιχθέντες μετανάστες. Από τα πιο διαβόητα ήταν το
Κόνλεϊς Πατς –όπου σήμερα βρίσκονται τα κτίρια «Ρίγκλεϊ» και
«Τρίμπιουν»– ένα άντρο εγκλήματος, πορνείας και ιρλανδικών
συμμοριών, υπό την κυριαρχία της αλκοολικής και μητριαρχικής
Μητέρας Κόνλεϊ244. Μεταξύ των ετών 1862 και 1872, μόνο στο
Γουέστ Σάιντ του Σικάγου ο πληθυσμός αυξήθηκε από 57.000 σε
214.000. Η συντριπτική πλειονότητα έπρεπε να τα βγάλει πέρα
με οποιαδήποτε διαθέσιμη στέγη, προσωρινές καλύβες χτισμένες
πάνω σε έλη. Ο μεγαλύτερος από τους αυθαίρετους οικισμούς
ήταν το Κίλγκαμπιν, μια ιρλανδική συνοικία που εδραζόταν
πάνω σε έναν παραποτάμιο βάλτο και «αριθμούσε… πολλές
χιλιάδες κατοίκους, κάθε ηλικίας και συνήθειας, μαζί με μεγάλες
ομάδες από χήνες, νεοσσούς, χοίρους και αρουραίους».245
Το Πάκινγκταουν, μια φτωχογειτονιά που ιδρύθηκε για να
εξυπηρετήσει τη βιομηχανία κρέατος, ήταν μία από τις πιο
εξαχρειωμένες φτωχογειτονιές της Αμερικής του 19ου αιώνα. Με
την πάροδο των χρόνων στέγασε πολλά κύματα μη αγγλόφωνων
κοινοτήτων μεταναστών, των οποίων οι μοναδικές ευκαιρίες για
εργασία αφορούσαν τα άθλια εργοστάσια συσκευασίας κρέατος,
τη φρίκη των οποίων απαθανάτισε ο Άπτον Σινκλέρ στο
μυθιστόρημά του Η Ζούγκλα το 1904. Στη μία πλευρά συνόρευε
με τα σφαγεία, στην άλλη με έναν τεράστιο σκουπιδότοπο, στην
τρίτη με τις σιδηροδρομικές γραμμές και στην τέταρτη με τον
λεγόμενο Μπάμπλι Κρικ (Όρμος των Φυσαλίδων), που πήρε το
όνομά του καθώς άφριζε από τα αέρια που εκλύονταν κατά την
αποσύνθεση αίματος και εντοσθίων. Το καλοκαίρι τα κουνούπια
έκαναν επιδρομές, μαγνητισμένα από το ακαταμάχητο δέλεαρ
των σκουπιδιών, των παραπροϊόντων και των περιττωμάτων.
Το μολυσμένο νερό, τα περιττώματα και οι αρουραίοι
εξαπέλυαν τυφοειδή πυρετό, τύφο, δυσεντερία, διφθερίτιδα,
ευλογιά και βρεφική διάρροια. Στις αγροτικές περιοχές της
Βρετανίας, το 32% των παιδιών πέθαιναν πριν από τα πέμπτα
γενέθλιά τους και το προσδόκιμο ζωής ήταν σχεδόν τα 40 έτη.
Στο Μάντσεστερ και το Σικάγο, οι αντίστοιχες τιμές ήταν 60%
και 26· στο Λονδίνο και το Μπέρμιγχαμ, το προσδόκιμο ζωής
ήταν 37 έτη. Πουθενά στα μέσα του 19ου αιώνα δεν υπήρχε
ποσοστό θανάτου συγκρίσιμο με αυτές τις εξαθλιωμένες
βιομηχανικές πόλεις. Από τη δεκαετία του 1830 και εξής η
ασιατική χολέρα αποδεκάτισε τις παραγκουπόλεις. Το 1854 το 6%
του πληθυσμού του Σικάγου υπέκυψε στην επιδημία, το έκτο
κατά σειρά έτος που η πόλη ερήμωνε από τις ασθένειες.246
Η αστική τοπογραφία κατέστησε επείγον αυτό το πρόβλημα στη
βιομηχανική εποχή. Όπως το έθεσε μια εφημερίδα του
Μάντσεστερ, το εμπορικό κέντρο ήταν εγκλωβισμένο «σε έναν
τεράστιο κλοιό κτηνωδίας και βρομιάς, αρκετής για να
προκαλέσει φόβο στην καρδιά κάθε πολιτισμένου κατοίκου», κι
έτσι κατέληξε να είναι ένα μικρό νησί περιτριγυρισμένο από
φτωχογειτονιές. Φοβούμενες μη νοθευτούν από το προλεταριάτο,
οι οικογένειες της μεσαίας τάξης κατέφυγαν στα προάστια. Και
δεν σταμάτησαν εκεί: καθώς ο πληθυσμός της εργατικής τάξης
σημείωσε εκρηκτική αύξηση, οι φτωχογειτονιές καταπάτησαν την
προαστιακή ουτοπία, εξαναγκάζοντας ένα ακόμη κύμα
απόδρασης σε νέους, πιο απομακρυσμένους ημιαγροτικούς
τόπους διαφυγής. Στην ανθρώπινη ιστορία, ως επί το πλείστον, η
λέξη «προάστιο» ήταν συνώνυμο του χειρότερου τμήματος της
πόλης· ήταν το σημείο απόρριψης των αποβλήτων, των
απορριμμάτων και ό,τι πιο ανθυγιεινού. Τώρα ήταν μια
υπόσχεση για διαφυγή.247
Το Μάντσεστερ σημείωσε πολλές πρωτιές στην αστική ιστορία,
μεταξύ των οποίων η πρώτη υπηρεσία «Omnibus»248 (1824) και ο
πρώτος επιβατικός σιδηροδρομικός σταθμός (1830). Λεωφορεία,
τρένα και, αργότερα, τραμ διευκόλυναν όσους είχαν καταφύγει
στην αμιγώς οικιστική ζώνη προαστίων να μεταβούν στον χώρο
εργασίας τους στο κέντρο. Μεγάλοι δρόμοι πλαισιωμένοι με
καταστήματα έκρυβαν από την κοινή θέα τις παραγκουπόλεις
ακριβώς από πίσω τους. Το Σικάγο, μετά τη Μεγάλη Πυρκαγιά
του 1871, αναπτύχθηκε ακολουθώντας ένα παρόμοιο μοτίβο, με
μια κεντρική επιχειρηματική περιοχή –τον Δακτύλιο– όπου
ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια οι ουρανοξύστες, περιστοιχισμένη
όμως από έναν βάρβαρο πολιορκητικό στρατό εργοστασίων και
παραγκουπόλεων· πέρα από αυτόν τον δακτύλιο ερήμωσης
υπήρχαν ακόμη περισσότεροι δακτύλιοι στέγασης, που γνώριζαν
όλο και μεγαλύτερη ευημερία όσο απομακρύνονταν από τον
κεντρικό Δακτύλιο. Οι σύγχρονες μητροπολιτικές μεταφορές
κατέστησαν δυνατό αυτό το μοτίβο διαχωρισμού: οι φτωχοί
πήγαιναν στην εργασία τους πεζή και συμβίωναν με τη ρύπανση·
η μεσαία τάξη και οι πλούσιοι μπορούσαν να μεταβούν στην
εργασία τους από τα προάστια προς την πόλη ή, αν ήταν πολύ
τυχεροί, από τους γραφικούς οικισμούς με θέα στα ανοιχτά της
Βόρειας Ακτής.249
Για τους έξωθεν παρατηρητές, αυτός ο κατακερματισμός της
αστικής κοινότητας και η διαίρεση της πόλης σε ερμητικά
κλειστές ζώνες κατοίκησης με βάση την κοινωνική τάξη
επέτειναν περαιτέρω τον εφιάλτη. Όταν οι μηχανές σιγούσαν και
τα λογιστήρια έκλειναν για την ημέρα, υπήρχε η αίσθηση ότι η
«ηθική τάξη» αναχωρούσε από την πόλη προς τα γαλήνια
προάστια, υποβαθμίζοντας την αστική ευθύνη και παραδίδοντας
το κέντρο της στη μοχθηρία και στο έγκλημα.
Για τους τρομοκρατημένους κατοίκους των βιομηχανικών
πόλεων, οι νυχτερινές ώρες στο κέντρο της πόλης φάνταζαν σαν
αποκάλυψη των ζόμπι, με μια «αυξανόμενη μάζα ανθρώπων να
ξεχειλίζει» μέσα από τις φτωχογειτονιές και να καταλαμβάνει
την κεντρική επιχειρηματική συνοικία. Και χωρίς την παραμικρή
φειδώ οι εφημερίδες και τα βιβλία προέβαιναν σε εμβρόντητες
αναφορές περιγράφοντας λεπτομερώς τι συνέβαινε στην πόλη τη
νύχτα. Ο Άνγκους Μπέτουν Ριτς έγραψε μια σειρά από
περιγραφές για το νυχτερινό Μάντσεστερ το 1849.
«Επιστρέφοντας από μια περιήγησή μου, την περασμένη Κυριακή
το βράδυ, από την οδό Όλντχαμ, προς έκπληξή μου άκουσα
δυνατούς ήχους μουσικής και ευθυμίας μέσα από τα παράθυρα
ενός λαϊκού σπιτιού. Στον δρόμο συνωστίζονταν μεθυσμένοι
άνδρες και γυναίκες καθώς και νεαρές εργάτριες εργοστασίων που
φώναζαν, φλέρταραν και κορόιδευαν ο ένας τον άλλον. Ο Ριτς
δήλωνε «έκπληκτος και θλιμμένος» από τη «θέα της…
κτηνώδους και γενικής ακολασίας»: «Τα καπηλειά και τα
καταστήματα που σέρβιραν τζιν ξεχείλιζαν. Καβγάδες και
συμπλοκές και συγκρούσεις πραγματοποιούνταν κάθε ώρα και
στιγμή στο εσωτερικό τους αλλά και στους δρόμους. Ολόκληρος ο
δρόμος αντηχούσε με φωνές, κραυγές και βλασφημίες και
γινόταν ένα με την άθλια μουσική που ακουγόταν από πεντέξι
μπάντες».250
Ένα κυριακάτικο βράδυ του 1854 εθελοντές της Αμερικανικής
Εταιρείας Εγκράτειας251 πραγματοποίησαν δειγματοληψία σε 350
παμπ και καταμέτρησαν 215.000 πελάτες: 120.000 άνδρες,
72.000 γυναίκες και 23.000 παιδιά. Στο Πάκινκγταουν του
Σικάγου υπήρχαν 500 μπαρ σε μόλις 16 οικοδομικά τετράγωνα,
που αντιστοιχούν σε ένα ποτοπωλείο για κάθε 70 άτομα.
Εμβρόντητες από τα θορυβώδη ιρλανδέζικα ποτοπωλεία ουίσκι
και τις γερμανικές υπαίθριες μπιραρίες –που με τόσο
ενθουσιασμό γέμιζαν κόσμο τα Σάββατα– οι αρχές απαγόρευσαν
την πώληση αλκοόλ τις Κυριακές και αύξησαν το κόστος της
άδειας πώλησης ποτών από 50 σε 300 δολάρια ετησίως. Χιλιάδες
εργαζόμενοι, κυρίως Ιρλανδοί και Γερμανοί, βγήκαν στους
δρόμους στην αιματηρή «Εξέγερση της Ξανθιάς Μπίρας» το 1855
για να υπερασπιστούν τον τρόπο ζωής τους.252
«Η Όλνταμ Στριτ την Κυριακή το βράδυ μοιάζει να
παραδίνεται στις καρναβαλικές κραιπάλες των αλητών του
Μάντσεστερ», σύμφωνα με έναν ερευνητή δημοσιογράφο. «Εδώ
μπορούν να παρατηρηθούν σκηνές που όμοιές τους δεν
υπάρχουν σε οποιαδήποτε κωμόπολη ή μεγαλύτερη πόλη στην
Αγγλία». Τα κυριακάτικα βράδια, νεαροί εργάτες, γυναίκες και
έφηβοι ντυμένοι με τα καλύτερα ρούχα τους, τα αγόρια με
«έτοιμα κοστούμια με το πιο τρομακτικό πατρόν και την πιο
ακραία ραφή» και οι νεαρές εργάτριες «πανέμορφες μέσα σε
φθηνά κοσμήματα, πούπουλα και μετάξι», ξεχύνονταν από το
Άνκοουτς και άλλες φτωχογειτονιές για να σουλατσάρουν στην
Όλνταμ Στριτ και τη Μάρκετ Στριτ, κατά μήκος των οδών Χάιντ
Ρόουντ και Στρέτφορντ Ρόουντ, επιδεικνύοντας τα στολίδια τους
και ζευγαρώνοντας μεταξύ τους σε ένα τελετουργικό γνωστό ως
«Κυνηγητό Μαϊμούδων».253 Οι πληθυσμοί σε πόλεις όπως το
Σικάγο και το Μάντσεστερ ήταν νεαρής ηλικίας: στο δεύτερο,
κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, το 40% ήταν κάτω των 20
ετών. Είχαν τη δουλειά τους, άρα και χρήματα για το ποτό, τις
διασκεδάσεις και τη μόδα. Ήταν δυναμικοί και σεξουαλικά
ενεργοί.254
Η μέθη και η σεξουαλική ευχαρίστηση ήταν όντως μια
πραγματικότητα. Το έγκλημα ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Ο
κίνδυνος καταδίωκε την πόλη της εργατικής τάξης. «Όπως ένα
τεράστιο κονικλοτροφείο, περιστοιχιζόταν από μια σειρά από
στενά και σκοτεινά περάσματα και δρόμους», έγραφε ένας
εργαζόμενος σε φιλανθρωπική οργάνωση του Έιντζελ Μέντοου.
«Δεν ήταν ασφαλές για τους καθωσπρέπει ντυμένους ανθρώπους
να περνούν από τους δρόμους ολομόναχοι, ακόμη και μέρα
μεσημέρι». Το Μάντσεστερ είχε τις δικές του βίαιες συμμορίες
εφήβων στις φτωχογειτονιές, ή «συμμορίτες». Οπλισμένοι με
μαχαίρια και ρόπαλα, επιτίθεντο σε άλλους νέους που τριγύριζαν
στην επικράτειά τους και εισέβαλλαν σε άλλες περιοχές της
παραγκούπολης για συγκρουστούν με αντίπαλες συμμορίες.255
Οι Ιρλανδοί τόσο του Μάντσεστερ όσο και του Σικάγου
κατηγορήθηκαν για τις συνθήκες που επικρατούσαν στις
φτωχογειτονιές και για την ηθική υποβάθμιση του συνόλου της
αστικής κοινότητας. Για παράδειγμα, η χολέρα ονομάστηκε
«ιρλανδικός πυρετός». Σύμφωνα με τον Τύπο, οι ιρλανδικές
συμμορίες που συνδέονταν με συγκεκριμένες περιοχές της
πατρίδας τους ήταν διαβόητες για τις περιπολίες στους δρόμους
τους, απαγορεύοντας την πρόσβαση σε όσους εισβολείς
προέρχονταν από άλλα μέρη της Ιρλανδίας. Το 1851, για
παράδειγμα, ένας αστυνομικός συνάντησε δύο ιρλανδικές σπείρες,
τους «ΜακΝιλ» και τους «Κάρολ», που εμπλέκονταν σε βίαιες
συγκρούσεις στους δρόμους: «Ολόκληρη η γειτονιά φαινόταν να
ασχολείται με αυτή την αλλοπρόσαλλη μάχη, πολεμώντας με
τσιμπίδες, ραβδιά και τσεκούρια, σαν δαίμονες με σάρκα και
οστά».256
Οι εφημερίδες του Σικάγου ήταν σε μεγάλο βαθμό αντι-
ιρλανδικές, κατηγορώντας τους Ιρλανδούς ότι διαταράσσουν την
τάξη της πόλης και τρέφουν «μια αξιοσημείωτη και εντυπωσιακή
αγάπη και πάθος για ταραχές και καβγάδες». Όπως και στο
Μάντσεστερ, τοπικές ιρλανδικές συμμορίες σαν τους «Ντιούκις»
και τους «Σίλντερς» συγκρούονταν μεταξύ τους και εκφόβιζαν
γερμανικές, εβραϊκές και πολωνικές ομάδες, αλλά και ομάδες
μαύρων που εγκαθίσταντο εντός ή πλησίον της δικής τους
επικράτειας. Αργότερα, στις αρχές του 20ού αιώνα, οι πολωνικές
συμμορίες διεκδικούσαν την κυριότητα σε ολόκληρα τμήματα
της πόλης, συγκρούονταν μεταξύ τους και μάχονταν ενάντια
στις ιταλικές συμμορίες της «Μικρής Σικελίας». Μια άγρια πόλη
σε εκρηκτική ανάπτυξη, πεινασμένη για ανθρώπινη μυϊκή
δύναμη ώστε να σφάζει γουρούνια, να κατασκευάζει κανάλια, να
χτίζει κτίρια, να μεταφέρει φορτία και να μοχθεί σε εργοστάσια,
ο πληθυσμός του Σικάγου αποτελούνταν από μετανάστες που
γεννήθηκαν στο εξωτερικό (59% του πληθυσμού) και από έναν
διερχόμενο πληθυσμό επισκεπτών επιχειρηματιών, τουριστών,
αγροτών, ναυτικών, περιστασιακών εργατών και διαρκώς
αυξανόμενων αποδήμων. Η χάβρα των ανθρώπων από όλο τον
κόσμο που έλκονταν από αυτή τη θαυμάσια πόλη προσέλκυσε
αγύρτες, κατάδικους, απατεώνες, επαγγελματίες χαρτοπαίκτες,
πορτοφολάδες, προαγωγούς και πόρνες κατά αγέλες.257
Η διαφθορά αποτελούσε σημαντικό μέρος της μαύρης
οικονομίας του Σικάγου, των αδιαπέραστων παραγκουπόλεων και
του ψηφιδωτού των εθνοτικών αποικιών, που τα έβγαζαν
δύσκολα πέρα σε απόσταση αναπνοής από την επιχειρηματική
συνοικία, παρέχοντας πολλές ανθυγιεινές αλλά δελεαστικές ζώνες
ηδονής. Τα κέρδη που προέκυπταν από παράνομες απολαύσεις
ενθάρρυναν την ανάπτυξη συμμοριών οργανωμένου εγκλήματος,
οι οποίες συνεργάζονταν στενά με τους πολιτικούς, τους δικαστές
και τους αστυνομικούς της πόλης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της
ιστορίας του, το Σικάγο υπήρξε μια πόλη συνδεδεμένη με τη
μαφία, τη διαφθορά, την ανηθικότητα και τα παράνομα
ναρκωτικά, σαν να μην μπορούσε ποτέ να ξεπεράσει την
καταγωγή της από τα καλυβόσπιτα. Μια μελέτη που διεξήχθη τη
δεκαετία του 1930 απαριθμούσε στη μητρόπολη 1.313 συμμορίες,
που καταλάμβαναν «την ευρεία ζώνη του λυκόφωτος» με τους
σιδηροδρόμους, τα εργοστάσια, τις υποβαθμισμένες συνοικίες και
τις μετακινούμενες αποικίες των μεταναστών που έκλειναν μέσα
στον ασφυκτικό κλοιό τους την κεντρική επιχειρηματική
συνοικία. Υπήρχε ο επίσημος χάρτης του Σικάγου, αλλά και ένας
εναλλακτικός, φανταστικός χάρτης, ένα περίπλοκο ψηφιδωτό
από οικοδομικά τετράγωνα, γειτονιές και «φέτες» επικράτειας
που βρίσκονταν με διάφορους τρόπους κάτω από την απόλυτη
κυριαρχία μιας συμμορίας όπως οι «Νάιτ Ρέιντερς», οι «Ντεντ
Σοτς», οι «Σάουθ Σάιντερς» ή οι «Τάδε».258
Το 1869, 125 παιδιά κάτω των δέκα ετών συνελήφθησαν για
κακουργήματα και επιπλέον 2.404 μεταξύ δέκα και είκοσι ετών.
Το κύμα της εφηβικής εγκληματικότητας θεωρήθηκε
αναπόφευκτο αποτέλεσμα της άφιξης στην πόλη χιλιάδων
ορφανών ή εγκαταλειμμένων παιδιών μεταναστών τα οποία είτε
έμειναν άστεγα είτε αναγκάστηκαν να στεγαστούν πρόχειρα σε
ξενώνες ή να ενταχθούν στην ασφάλεια την οποία πρόσφερε μια
συμμορία του δρόμου. Η μοίρα των άτακτων παιδιών ήταν η πιο
τρανή απόδειξη μιας αστικής κοινωνίας που νοσούσε. Όπως και
στη βιομηχανική Αγγλία, η βιομηχανική πόλη θεωρήθηκε
υπεύθυνη για την κατάρρευση της οικογένειας που τελούσε υπό
τον πατρικό έλεγχο. Τα παιδιά εγκαταλείφθηκαν στους δρόμους,
σε συμμορίες και σε χειριστικούς ενήλικες εγκληματίες. Η μοίρα
τους συμβόλιζε τους τρόπους με τους οποίους οι σύγχρονες
πόλεις υπονόμευαν τα ίδια τα θεμέλια της κοινωνίας.259
Όπως έγραφε ένας επισκέπτης του Έιντζελ Μέντοους για τους
κατοίκους του, «Η δυστυχία, η διαφθορά και η προκατάληψή
τους θα αποδειχθούν ηφαιστειακά στοιχεία, η εκρηκτική βία των
οποίων μπορεί να καταστρέψει τη δομή της κοινωνίας». Δεν
χρειαζόταν να είσαι ο Φρίντριχ Ένγκελς ή ο Καρλ Μαρξ για να
θεωρήσεις ότι η αθλιότητα της ζωής στην παραγκούπολη και της
βιομηχανικής εργασίας θα οδηγούσαν αναπόφευκτα σε δριμεία
ταξική σύγκρουση. Ο φόβος –του θυμού που ο Ένγκελς έβλεπε
να κακοφορμίζει στη ρυπαρότητα των παραγκουπόλεων οι οποίες
μεγάλωναν παράλληλα με τον βιομηχανικό καπιταλισμό– έπληξε
βίαια τη βικτοριανή κοινωνία. Ο χωροταξικός διαχωρισμός μιας
πόλης όπως το Μάντσεστερ σε εμπορικό κέντρο, σε
φτωχογειτονιές βυθισμένες στον σκοταδισμό και σε προάστια της
μεσαίας τάξης ήταν η ζωντανή και απτή απόδειξη που σφράγισε
το αστικό τοπίο όχι μόνο του αγεφύρωτου αβυσσαλέου χάσματος
μεταξύ του προλεταριάτου και της αστικής τάξης, αλλά και της
επερχόμενης βίαιης πάλης μεταξύ των τάξεων.260
Καθώς έγραψε ο Ένγκελς, η σύγχρονη αστική ζωή, όπως
αναπτύχθηκε στους καπνισμένους γίγαντες του Σικάγου και του
Μάντσεστερ, βοήθησε «ώστε το προλεταριάτο να συνενωθεί σε
μια συμπαγή ομάδα με τον δικό της τρόπο ζωής και σκέψης και
τη δική της προοπτική για την κοινωνία».261

Κάθε ώρα, 85 άνθρωποι μετακομίζουν στο Λάγκος και 53


φτάνουν στη Σαγκάη. Όλοι αυτοί αποτελούν μέρος της πιο
σημαντικής μετανάστευσης στην ανθρώπινη ιστορία. Θα έπρεπε
κάθε χρόνο να χτίζονται οκτώ νέες πόλεις στο μέγεθος της Νέας
Υόρκης ή τρία νέα Λάγκος για να στεγάσουν τον αυξανόμενο
παγκόσμιο αστικό πληθυσμό. Πηγαίνετε σε έναν αυθαίρετο
οικισμό στην Ινδία, για παράδειγμα, ή στη Νιγηρία ή οπουδήποτε
στον αναπτυσσόμενο κόσμο και θα έρθετε στα λόγια του
Ένγκελς: υπαίθριοι αποχετευτικοί αγωγοί, κοινόχρηστες
τουαλέτες, περιορισμένοι χώροι, κατοικίες με κακοτεχνίες που
πλημμυρίζουν σε κάθε νεροποντή, αέρας φορτωμένος με
κηροζίνη και αρουραίοι – πολλοί αρουραίοι. Αυτοί οι τόποι είναι
κλειστοφοβικοί, με οικογένειες που αναγκάζονται να ζουν, να
μαγειρεύουν, να καθαρίζουν, να πλένουν και να μεγαλώνουν τα
παιδιά τους μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο. Καταστρέφονται από το
έγκλημα, τις συμμορίες, τις ασθένειες και, πάνω απ’ όλα, από το
ολέθριο καθημερινό οικονομικό άγχος και τη μόνιμη ανασφάλεια
που καθιστά τη ζωή σχεδόν ανυπόφορη. Οι αυθαίρετοι οικισμοί
μοιάζουν χαοτικοί, επικίνδυνοι, άθλιοι – η χειρότερη παράπλευρη
απώλεια της αστικής μας Οδύσσειας.
Αλλά προσφέρουν ελπίδα. Χτισμένοι από το μηδέν από τις ίδιες
τις κοινότητές τους, αποτελούν σύνθετες, αυτο-υποστηριζόμενες
κοινωνικές δομές –πόλεις μέσα σε πόλεις– που έχουν να δείξουν
το καλύτερο κομμάτι της ανθρωπότητας, ακόμη και ανάμεσα στη
βρομιά και τη ρύπανση. Η λέξη «φτωχογειτονιά» θα μπορούσε
να πει κάποιος ότι τις υποτιμά. Αλλά για πολλούς ανθρώπους
που ζουν σε τέτοιους τόπους, αυτή η λέξη αντιπροσωπεύει πλέον
την υπερηφάνεια και όχι την απελπισία. Και δικαίως· δίνουν
έμφαση στη μοναδική δύναμη και τη συνοχή των κοινοτήτων
τους, που συχνά χτίζονται ως αυτάρκεις οικισμοί ευρύτερων
οικογενειών ή μεταναστών με κοινή καταγωγή από την ίδια
αγροτική περιοχή. Σε αντίθεση με την αποξένωση και την
ανωνυμία πολλών πόλεων, οι παραγκουπόλεις και οι αυθαίρετοι
οικισμοί χαρακτηρίζονται από κοινωνικότητα. Δεν υπάρχει
αμφιβολία πως είναι ζοφεροί και φρικώδεις· αλλά μπορούν να
είναι και τόποι χαράς.
Στη Βομβάη, οι υψηλές τιμές των ακινήτων, η ελάχιστη
διαθέσιμη γη και η αποτυχία του κράτους στον κατασκευαστικό
τομέα είχε ως αποτέλεσμα μια έντονη στεγαστική κρίση,
εξαναγκάζοντας το 55% του πληθυσμού της να ζει σε
αυθαίρετους οικισμούς, οι οποίοι είναι τόσο πυκνοκατοικημένοι
ώστε αντιστοιχούν σε μόλις 12% της συνολικής έκτασης της
πόλης. Στους κατοίκους των παραγκουπόλεων της Βομβάης
περιλαμβάνονται μορφωμένοι άνθρωποι, μεσαίας τάξης, που
εργάζονται στο λαμπερό οικονομικό κέντρο της πόλης αλλά
απλώς δεν μπορούν να βρουν κατοικία πουθενά αλλού. Αυτοί
συνυπάρχουν με ανθρώπους που κερδίζουν ένα δολάριο την
ημέρα κάνοντας τις ταπεινές δουλειές που απαιτούνται για τη
λειτουργία της πόλης ή που απλώς δίνουν καθημερινό αγώνα για
να επιβιώσουν σε μια μητρόπολη άνω των 20 εκατομμυρίων
κατοίκων. Αφιλόξενες και στερούμενες υποδομών, οι
φτωχογειτονιές απαιτούν από τους κατοίκους τους να είναι από
τους πιο επινοητικούς και σκληροτράχηλους ανθρώπους στον
πλανήτη. Ως αποτέλεσμα, είναι τόποι εντυπωσιακής ενέργειας και
επιχειρηματικότητας. Μία από τις μεγαλύτερες παραγκουπόλεις
της Ασίας –το Νταράβι στη Βομβάη, που φιλοξενεί σχεδόν ένα
εκατομμύριο ανθρώπους συνωστισμένους σε 2.100 στρέμματα
γης– έχει εσωτερική οικονομία της τάξης του ενός
δισεκατομμυρίου δολαρίων τον χρόνο. Υπάρχουν 15.000
μονόχωρα εργοστάσια και 5.000 μικρές επιχειρήσεις, από μικρές
βιοτεχνίες ένδυσης και δερμάτινων ειδών έως επιχειρήσεις
συλλογής απορριμμάτων και ανακύκλωσης μικρής κλίμακας.
Εκτιμάται ότι χάρη σε αυτή τη στρατιά των επιχειρηματιών της
η Βομβάη ανακυκλώνει το 80% των στερεών αποβλήτων της, σε
σύγκριση με μόλις το 45% στο Ηνωμένο Βασίλειο.262
Η ακραία φτώχεια στη Βραζιλία επικρατεί περισσότερο στις
αγροτικές περιοχές (25%) απ’ ό,τι στις αστικές (5%). Σε πάνω από
τρεις γενιές στις βραζιλιάνικες φαβέλες, μεταξύ της δεκαετίας
του 1960 και των αρχών του 21ου αιώνα, τα ποσοστά
αναλφαβητισμού μειώθηκαν από 79% στους αγρότες μετανάστες
πρώτης γενιάς σε 45% στη γενιά των παιδιών τους και σε μόλις
6% στα εγγόνια τους. Η υγειονομική περίθαλψη και η
εκπαίδευση είναι πολύ χειρότερες στην αγροτική Ινδία από ό,τι
για τον κάτοικο της παραγκούπολης στη Βομβάη. Τα ποσοστά
βρεφικής θνησιμότητας σε μια υποσαχάρια πόλη ενός
εκατομμυρίου κατοίκων και άνω είναι κατά ένα τρίτο
χαμηλότερα από ό,τι εκτός αυτής. Στις πόλεις του Πακιστάν το
66% των κοριτσιών ηλικίας μεταξύ επτά και δώδεκα ετών, των
οποίων οι γονείς βγάζουν ένα δολάριο ή και λιγότερο την ημέρα,
φοιτούν στο σχολείο σε αντιδιαστολή με το 31% στα χωριά. Οι
αγρότες της Ιρλανδίας του 19ου αιώνα δραπέτευσαν από τη
φτώχεια και την πείνα αναζητώντας μια καλύτερη ζωή στις
παραγκουπόλεις του Μάντσεστερ και του Σικάγου,
κινδυνεύοντας να νοσήσουν από χολέρα και τυφοειδή πυρετό.
Όπως το έθεσε ένας Ιρλανδός, το γεγονός ότι ζούσε και
εργαζόταν στο Μάντσεστερ του έδινε την ευκαιρία να τρώει δύο
γεύματα την ημέρα. Η ζωή στις παραγκουπόλεις μπορεί να ήταν
δύσκολη και ανθυγιεινή, αλλά τότε, όπως και τώρα, πρόσφερε
καλύτερο βιοτικό επίπεδο και περισσότερες ευκαιρίες απ’ ό,τι η
ύπαιθρος. Η αγροτική φτώχεια είναι ένα από τα καθοριστικά
χαρακτηριστικά της εποχής μας και ένας από τους κύριους
λόγους για τους οποίους οι πόλεις αναπτύσσονται με ιλιγγιώδη
ταχύτητα: το 1991 το 44% του παγκόσμιου πληθυσμού
απασχολούνταν στη γεωργία· σήμερα είναι μόλις 28% και
συνεχίζει να μειώνεται με γοργούς ρυθμούς.263
Οι πόλεις δεν προσφέρουν μόνο υλικά οφέλη αλλά και
ενθουσιασμό και την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσει κάποιος τον
εαυτό του. Για πολλούς πολίτες του Μάντσεστερ και του
Σικάγου, η πόλη σήμαινε μια μορφή ελευθερίας. Αυτό ήταν κάτι
που οι επικριτές της βικτοριανής πόλης δεν μπόρεσαν ποτέ να
συλλάβουν: με τόσο σκότος και βρομιά δεν μπόρεσαν να
διακρίνουν τους τρόπους με τους οποίους η κοινότητα
επαναπροσδιοριζόταν μέσα στη σύγχρονη βιομηχανική
μητρόπολη.
Οι κάτοικοι των πόλεων μπορούσαν να υποστηρίξουν
οικονομικά ένα μεγαλύτερο εύρος αγαθών και ψυχαγωγίας από
τους αγρότες συνανθρώπους τους και –τουλάχιστον εξίσου
σημαντικό– ένα μεγαλύτερο εύρος επιλογών για το πώς να ζουν
τη ζωή τους και τι να λατρεύουν (αν φυσικά υπάρχει κάτι
τέτοιο). Παρά τη φρίκη που προκαλούσαν, ο Ένγκελς αναγνώρισε
ότι οι φτωχογειτονιές της πόλης σήμαιναν και απελευθέρωση
από την «ευτυχισμένη βλάστηση στην ύπαιθρο» και ήταν
θεμελιώδεις για την πολιτική αφύπνιση. Ο Ιππόλυτος Τεν
σύγκρινε το πεπρωμένο ενός Γάλλου αγρότη και ενός κατοίκου
παραγκούπολης στο Μάντσεστερ. Ο πρώτος μπορεί να ζήσει
περισσότερο στην «πιο φυσική και λιγότερο περιορισμένη μορφή
ύπαρξης», αλλά ο εργάτης του Μάντσεστερ είχε πιο πλούσια
αντισταθμίσματα: «κατέχει περισσότερες ιδέες και έννοιες κάθε
είδους, περισσότερη ευφυΐα σε κοινωνικά, πολιτικά και
θρησκευτικά ζητήματα· εν ολίγοις, ο ορίζοντάς του είναι
ευρύτερος». Ο Τεν πρόσθεσε ότι ένας εργάτης εργοστασίου στο
Μάντσεστερ διάβαζε περισσότερες εφημερίδες και είχε ευρύτερη
κατανόηση του κόσμου χάρη στον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της
πόλης. «Ένας εργαζόμενος που αποτελεί μονάδα σε έναν μεγάλο
οργανισμό νιώθει πόσο πολύ εξαρτάται από τους άλλους,
συνεπώς συνδέεται με τους συντρόφους του και έτσι δραπετεύει
από μια ζωή απομόνωσης».264
Στη βιομηχανική αστική Βρετανία το 90% των σπιτιών της
εργατικής τάξης περιλάμβαναν εκτεταμένες οικογένειες ή/και
ενοίκους, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στην προβιομηχανική εποχή,
όταν τα νοικοκυριά οικοδομούνταν με κέντρο τα παντρεμένα
ζευγάρια και τα παιδιά τους. Η ζωή του χωριού
αναδημιουργήθηκε έξω στον δρόμο, με στενούς δεσμούς φιλίας,
γάμου, συγγένειας και κοινής γεωγραφικής καταγωγής
σχηματίζοντας δίκτυα αμοιβαίας βοήθειας και κοινωνικότητας.
Ενώ η ιδιωτική ζωή γινόταν σημαντική στα σπίτια της μεσαίας
τάξης τον 19ο αιώνα, η πυκνότητα δόμησης και η έλλειψη
χώρου στις συνοικίες της εργατικής τάξης ανάγκασαν τους
ανθρώπους να συμβιώσουν. Μεγάλο μέρος της ζωής της
εργατικής τάξης λάμβανε χώρα στον δρόμο -– «σε αυτή την
υπέροχη αίθουσα ψυχαγωγίας», σύμφωνα με τον Ρόμπερτ
Ρόμπερτς στο βιβλίο του The Classic Slum (Η κλασική
παραγκούπολη). Οι άνθρωποι κάθονταν στα σκαλιά της εισόδου
του σπιτιού τους ή συγκεντρώνονταν στη γωνία του δρόμου· τα
παιδιά έπαιζαν ομαδικά παιχνίδια και κλοτσούσαν μπάλες
ποδοσφαίρου· κάποιοι έστηναν χορό όταν εμφανιζόταν ο
οργανοπαίχτης κι άλλες φορές τραγουδούσαν. «Ο “Δρόμος” ήταν
ένα κοινωνικό κέντρο», ανακαλούσε η Έντνα Μπολντ από την
παιδική της ηλικία στο Μάντσεστερ, «όπου όλοι συναντιούνταν,
ψώνιζαν, μιλούσαν, περπατούσαν. Ο χασάπης, ο φούρναρης, ο
παντοπώλης, η καπελού, ο υφασματέμπορος, ο κουρέας, ο
μανάβης, ο ενεχυροδανειστής και ο νεκροθάφτης ήταν φίλοι,
αμοιβαίας εμπιστοσύνης και χρυσωρυχεία πληροφοριών». «Τα
βράδια ήταν υπέροχα», έγραφε ο Φρανκ Νόρις για το Σικάγο.
Έβγαζαν καρέκλες και χαλιά στα σκαλοπάτια της εισόδου, τα
πεζοδρόμια ήταν γεμάτα παιδιά που έπαιζαν ομαδικά παιχνίδια,
νεαροί άνδρες και γυναίκες –ντυμένοι με τα καλύτερα ρούχα
τους– έκαναν περιπάτους.265
Οι Βρετανοί κοινωνικοί μεταρρυθμιστές εξέφρασαν την
έκπληξή τους για τη βαθιά προσκόλληση των ανθρώπων στον
δρόμο τους, ακόμη και στις πιο ζοφερές φτωχογειτονιές. Μετά τη
Μεγάλη Πυρκαγιά του Σικάγου, το Δημοτικό Συμβούλιο
προσπάθησε να απαγορεύσει την ανέγερση ξύλινων κτιρίων που
ήταν ιδιαίτερα εύφλεκτα. Μετανάστες εργάτες εισέβαλαν στο
Δημαρχείο, απειλώντας με αιματοχυσία αν δεν τους επιτρεπόταν
να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους και τις κοινότητές τους με τα
μόνα υλικά που μπορούσαν να υποστηρίξουν οικονομικά. Δεν
ήθελαν να ζουν σε διαμερίσματα πολυκατοικιών μέσα σε
φαράγγια από ψαμμίτη, όπως οι Νεοϋορκέζοι· ήθελαν να
επιστρέψουν στη ζωή τους στον δρόμο, γιατί αυτή τους παρείχε
ανεξαρτησία και αλληλεγγύη.266
Με πολλούς τρόπους οι άνθρωποι της εργατικής τάξης,
ξαμολημένοι σε μια εχθρική βιομηχανική ζούγκλα, βοήθησαν στη
δημιουργία –από κάτω προς τα πάνω– των πόλεών τους. Ο
Γουίλιαμ Άιτκεν μπήκε στα εργοστάσια του Μάντσεστερ ως
ανήλικος εργάτης, όπου είδε τις φριχτές ωμότητες του πρώιμου
εργοστασιακού συστήματος. Η ζωή του αφηγούνταν μια ιστορία
πολύ διαφορετική από μια απλή ζωή γεμάτη δυστυχία και
θυσίες. Η εκβιομηχάνιση παρήγαγε, εκτός από τις δυσκολίες,
«υπέροχες βελτιώσεις». Εξίσου σημαντικός ήταν και ο τρόπος με
τον οποίο η βιομηχανική πόλη συνένωσε τους εργαζόμενους
άνδρες και τις γυναίκες. Με τη συζήτηση και τη συνεργασία
ανακάλυψαν πρακτικούς τρόπους για να βελτιώσουν το
πεπρωμένο τους. Εξελίχθηκαν σε μια δύναμη εντός της
Βρετανίας, από πολιτισμική και πολιτική άποψη. Τα μέλη της
εργατικής τάξης δεν ήταν παθητικά θύματα· ήταν, κατά τον
Άιτκεν, «παιδιά της ελευθερίας» κι αυτό επειδή ζούσαν στη
μητρόπολη, με τις κατά πολύ ευρύτερες ευκαιρίες της.267
Στο πλαίσιο της αστικής κουλτούρας της εργατικής τάξης
δημιουργήθηκαν εκατοντάδες εταιρείες αμοιβαίας βοήθειας και
υποστήριξης, συνεργατικά καταστήματα και ταμιευτήρια
αποταμιεύσεων. Τo πιο διάσημο από αυτά, το «Ανεξάρτητο
Τάγμα της Αδελφότητας Αλληλοβοήθειας του Μάντσεστερ»,
αριθμούσε 300.000 μέλη έως το 1860, τα οποία, χωρίς εξαίρεση,
συνεισέφεραν λίγες πένες κάθε εβδομάδα ως αντάλλαγμα για
επίδομα ασθενείας, παροχές εκτός εργασίας, ιατρική βοήθεια,
ασφάλιση ζωής και έξοδα κηδείας. Πολλοί όμιλοι αλληλοβοήθειας
δημιούργησαν βιβλιοθήκες, νυχτερινά σχολεία και λέσχες βιβλίων
και διοργάνωναν δείπνα, συζητήσεις, πικνίκ, εκδρομές με τρένο
και άλλες δραστηριότητες αναψυχής για τα μέλη τους.
Η αμοιβαία βοήθεια της εργατικής τάξης βασίστηκε τόσο στο
αλκοόλ όσο και στην ευθυμία εξίσου με τις δραστηριότητες
αναψυχής. «Το καπηλειό είναι για τον εργάτη ό,τι ήταν οι
δημόσιες πλατείες για τους αρχαίους», σχολίαζε ένας Γάλλος
επισκέπτης στο Μάντσεστερ το 1844. «Εκεί συναντιούνται και
συζητούν τα θέματα που τους ενδιαφέρουν. Οι συναντήσεις
τους, είτε είναι μόνιμες είτε τυχαίες, οι μασονικές στοές τους, οι
εταιρείες αλληλοβοήθειας, οι λέσχες και οι μυστικές εταιρείες
τους, όλα αυτά λαμβάνουν χώρα στα καπηλειά».268
Πολλές από αυτές τις ομάδες που συνέρρευσαν στο Σικάγο από
τα τέλη της δεκαετίας του 1840 δραπέτευαν από την πολιτική
καταστολή και την οικονομική δυσχέρεια στην Ευρώπη, ιδιαίτερα
μετά τα αποτυχημένα επαναστατικά κινήματα του 1848 και του
Μεγάλου Λιμού της Πατάτας στην Ιρλανδία. Γερμανοί
κομμουνιστές και Ιρλανδοί εθνικιστές, δοκιμασμένοι από τις
αγροτικές στερήσεις και με εμπειρία στον επαναστατικό
αναβρασμό, ήρθαν αντιμέτωποι με την επιθετικότητα και την
εχθρική διάθεση των τοπικιστών.269 Καθώς υφίσταντο σωματικές
επιθέσεις και διακρίσεις σε βάρος τους στο Σικάγο, οι δεσμοί τους
σε επίπεδο εθνότητας και η προηγούμενη πολιτική εμπειρία
ακονίζονταν από τη συλλογική αυτοάμυνα και αυτοβοήθεια
καθώς αγωνίζονταν να περιφρουρήσουν τα δικαιώματά τους
μέσα στην πόλη. Όσοι είχαν γεννηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες
αποτελούσαν τη μεγαλύτερη ενιαία ομάδα στο Σικάγο το 1870 –
αλλά και πάλι σε σχετικά μικρό ποσοστό, μόλις 41%. Το
υπόλοιπο 59% της πόλης ήταν κατακερματισμένο σε εθνοτικές
ομάδες, με τους Γερμανούς (23% του συνολικού πληθυσμού) και
τους Ιρλανδούς (21%) να αποτελούν τις επόμενες σε μέγεθος
εθνοτικές κοινότητες.
Κοντά σε ένα βενζινάδικο Shell, στη συμβολή των οδών
Ρούζβελτ και Γουέστερν στο Νίαρ Γουέστ Σάιντ του Σικάγου,
μέσα σε ένα μεταβιομηχανικό αστικό τοπίο με συρμάτινους
φράχτες, κέντρα διανομής, ηλεκτροφόρα καλώδια, μονάδες
ενοικίασης αυτοκινήτων, καταστήματα γρήγορου φαγητού με
παραλαβή από το αυτοκίνητο, ερειπωμένα εργοστάσια πνιγμένα
στον κισσό και μια καχεκτική αδόμητη έκταση γεμάτη ζιζάνια
και αγριολούλουδα, υπάρχει ένα καφέ μέσα σε ένα παράξενο,
εγκαταλειμμένο γερμανικό κτίριο, που μοιάζει με χαμένο
ευρωπαϊκό κάστρο. Το κτίριο με τους πυργίσκους είναι ένα
μοναχικό κατάλοιπο μιας άλλοτε γερμανικής γειτονιάς που
κάποτε συγκεντρώθηκε εδώ. Το σύνθημα Gut Heil –Καλή Υγεία–
ξεχωρίζει σε ένα αέτωμα. Το καφέ είναι μια από τις δύο
εναπομείνασες αίθουσες Turnverein. Turnverein είναι η
γερμανική λέξη που δηλώνει την «ένωση γυμναστικής», ένα
κίνημα το οποίο ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντων
Πολέμων για να προωθήσει τις αρχές της καλής φυσικής
κατάστασης, της πειθαρχίας και της πολιτικής συνείδησης στη
γερμανική νεολαία ως δομικό στοιχείο της εθνικής άμυνας και
αυτοδιάθεσης. Οι Γερμανοί μετανάστες, ιδίως εκείνοι του 1848,
δημιούργησαν το πρώτο τους Turnverein στο Σικάγο το 1852,
στο οποίο κάθε τμήμα ήταν κι ένας τόπος όπου οι μετανάστες
που κατοικούσαν στο κέντρο της πόλης, στις φτωχογειτονιές,
μπορούσαν να ασκούνται, να συμμετέχουν σε αθλητικούς
αγώνες, να παίζουν μπόουλινγκ, να πλένονται, να διαβάζουν, να
συζητούν, να συναναστρέφονται άλλα άτομα και να τιμούν τις
εθνικές ρίζες τους μέσα από το φαγητό, το τραγούδι, το θέατρο
και το ποτό. Στην πρόσοψη της αίθουσας επί των οδών Ρούζβελτ
και Γουέστερν αναγράφονται, περιπλεγμένα, τα γράμματα FFST,
αρχικά των λέξεων Frisch, Fromm, Stark & Treu -–Υγιείς,
Αγέρωχοι, Ισχυροί & Αληθινοί– οι αρχές της αστικής
αυτοβοήθειας.270
Το Σικάγο ήταν η έκτη μεγαλύτερη γερμανόφωνη πόλη στον
κόσμο: δεν ήταν μια μικρή κοινωνική οργάνωση αλλά ένα ισχυρό
αστικό δίκτυο πολιτών. Το Arbeiterverein (λέσχη των Γερμανών
εργατών) διοργάνωνε παρελάσεις, χορούς και πικνίνκ στην όχθη
της λίμνης για 20.000 άτομα ταυτόχρονα. Όπως το έθεσε ένας
Αμερικανός κοινωνιολόγος, «Οι κύριες οδικές αρτηρίες των
εργατικών συνοικιών [του Σικάγου] είναι γεμάτες χαρά όλο το
καλοκαίρι, με πανό που ανακοινώνουν τα πικνίκ της μιας ή της
άλλης από αυτές τις λέσχες. Την Κυριακή, τη μεγάλη εορταστική
μέρα για τους ξένους, αυτές οι εκδρομές είναι αναρίθμητες».
Όπως και στο Μάντσεστερ, η συλλογική αυτοβοήθεια και το
αλκοόλ πήγαιναν χέρι χέρι.271
Η επιθυμία να εκπαιδευτεί η κοινότητα και να προστατευτεί
από την οικονομική εκμετάλλευση αναπτύχθηκε, και με τη σειρά
της τροφοδότησε, ριζοσπαστικές πολιτικές. Η πολιτική και η
κοινωνία των μελών της εργατικής τάξης ήταν συνυφασμένες. Η
συμπαγής ιρλανδική κοινότητα του Σικάγου, που
σκληραγωγήθηκε από εξωτερικές επιθέσεις, έγινε μια
κινητοποιημένη δύναμη, κυρίαρχη στις εκλογές της πόλης, του
Δημοκρατικού Κόμματος, της δημοτικής εξουσίας, της
αστυνομίας και του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Το
Arbeiterverein ήταν σε θέση να οργανώνει εξίσου μεγάλες
απεργίες και πικνίκ· στις μεγάλες αίθουσες των Turnverein
διδασκόταν ο σοσιαλισμός παράλληλα με τη γυμναστική. Το
τελευταίο βοήθησε στην κινητοποίηση του αγώνα για την
οκτάωρη εργασία, για βελτιώσεις στα εργοστάσια, για
μεταρρύθμιση του εργατικού δικαίου, για τα δικαιώματα των
γυναικών και για τη δημόσια ιδιοκτησία. Μπορεί να ήταν
ριζοσπαστικοί αλλά ήταν και πατριωτικά Αμερικανοί: πολλά
μέλη του Turnverein πολέμησαν και πέθαναν για το στρατόπεδο
της Ένωσης κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου
Πολέμου.272
Το Μάντσεστερ απέκτησε φήμη τον 19ο αιώνα όχι μόνο ως μια
συγκλονιστική πόλη της εκβιομηχάνισης και παγκόσμια
πρωτεύουσα της υφαντικής, αλλά και για την ιδεολογία του που
αφορούσε τον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς. Το δόγμα της
«Σχολής του Μάντσεστερ» ότι ο άνευ ορίων καπιταλισμός θα
έφερνε ειρήνη και αρμονία στον κόσμο αποδείχτηκε πως
αποτέλεσε σημαντική δύναμη στη νεότερη παγκόσμια ιστορία,
μια ιδεολογία που έχει διαμορφώσει τη ζωή όλων μας. Παρ’ όλα
αυτά, όμως, οι άνθρωποι στο Μάντσεστερ προώθησαν ενεργά μια
εναλλακτική παγκόσμια θεώρηση. Το 1842, κατά τη διάρκεια της
ύφεσης, η πόλη επλήγη από ταραχές και πολιτικές συγκεντρώσεις
που απαιτούσαν καθολικό δικαίωμα ψήφου. Ως πόλη με
οργανωμένη εργατική δύναμη, συνδικάτα και απεργίες, το
Μάντσεστερ φιλοξένησε την πρώτη Συνδικαλιστική Ομοσπονδία
το 1868 και η ριζοσπαστική πολιτική της πόλης υπήρξε
καθοριστική για την ίδρυση του Εργατικού Κόμματος στο τέλος
του ίδιου αιώνα. Κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου
πολέμου, το εμπάργκο της Ομοσπονδίας στο ακατέργαστο
βαμβάκι που παραγόταν από σκλάβους προκάλεσε ανεργία και
φτώχεια στο Μάντσεστερ. Ωστόσο, οι ίδιοι οι άνθρωποι που
υπέφεραν περισσότερο ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του προέδρου
Λίνκολν και της κατάργησης της δουλείας.
Η πολιτική κουλτούρα του Μάντσεστερ, με τη δυναμική
εργατική τάξη της αλλά και με μια φιλελεύθερη μεσαία τάξη,
βοήθησε ώστε η πόλη να αποτελέσει φυτώριο για νέες ιδέες και
κινήματα. Η Μαίρη Φίλντες (1789-1875), ως πρόεδρος της
«Γυναικείας Εταιρείας Μεταρρυθμίσεων του Μάντσεστερ»,
βρισκόταν σε προεκλογική συνάντηση στο Σεντ Πίτερς Φιλντς το
1819, έτοιμη να απευθυνθεί στο τεράστιο πλήθος που απαιτούσε
πολιτική μεταρρύθμιση, όταν το ιππικό εξαπέλυσε επίθεση και
πραγματοποιήθηκε η λεγόμενη «Σφαγή του Πίτερλου». Η
Ρεμπέκα Μουρ πραγματοποιούσε εκστρατεία εκ μέρους του
«Συλλόγου κυριών του Μάντσεστερ κατά της δουλείας» πριν
γίνει μέλος της εκτελεστικής επιτροπής του «Συλλόγου του
Μάντσεστερ για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών». Του
συλλόγου αυτού ηγούνταν αρχικά η Ελίζαμπεθ Γουόλστενχολμ
(1833-1918) και στη συνέχεια η Λίντια Μπέκερ (1827-90), μια
ακούραστη αγωνίστρια, συγγραφέας και ιδρύτρια του Women’s
Su rage Journal (Περιοδικό για την Ψήφο των Γυναικών) με
έδρα το Μάντσεστερ. Της επόμενης γενιάς αγωνιστριών του
φεμινισμού ηγείται η γεννημένη στο Μάντσεστερ Έμελιν
Πάνκχερστ καθώς και οι κόρες της Κρίσταμπελ και Σίλβια.
Καθώς εμπνεόταν από τις ιστορίες του παππού της από την
πλευρά του πατέρα της, ο οποίος ήταν παρών στο Πίτερλου, η
πολιτική αφύπνιση της Έμελιν πραγματοποιήθηκε μέσα στο
ένθερμο σοσιαλιστικό κλίμα του Μάντσεστερ στα τέλη του 19ου
αιώνα και του φεμινιστικού κινήματος της πόλης με επικεφαλής
τη Λίντια Μπέκερ. Η οργάνωση των Πάνκχερστ, η λεγόμενη
«Κοινωνική και Πολιτική Ένωση Γυναικών», που ιδρύθηκε στο
Μάντσεστερ το 1903, προώθησε την υπόθεση των γυναικείων
δικαιωμάτων μέσα από τη μαχητική δράση που χαρακτήριζε τις
σουφραζέτες.
Η εμπειρία, από πρώτο χέρι, των συνθηκών εργασίας στα
κλωστήρια και στα εργοστάσια του Μάντσεστερ, καθώς και των
συνθηκών στέγασης, υγιεινής και εκπαίδευσης, ενέπνευσε τις
γυναίκες που προέρχονταν από τον χώρο της εργατικής τάξης
ώστε να αναλάβουν δράση με στόχο τη γυναικεία χειραφέτηση.
Άλλωστε, επρόκειτο για μια πόλη και μια εργατική τάξη
διαποτισμένη από μια μακρά ιστορία αντίστασης, βιομηχανικών
απεργιών, μαζικής διαμαρτυρίας και συλλογικής δράσης. Ήταν
μια πόλη ριζοσπαστικών ιδεών, είτε επρόκειτο για τον
ριζοσπαστισμό των φιλελεύθερων που υποστήριζαν τις ελεύθερες
συναλλαγές ενάντια στο οικοδόμημα των αριστοκρατικών
προνομίων ή για τον ριζοσπαστισμό των εργαζομένων που
διαμαρτύρονταν για τις συνθήκες. Ο πατέρας της Έστερ Ρόπερ,
σε μια οικογένεια με έντεκα παιδιά, άρχισε να εργάζεται σε
εργοστάσιο σε ηλικία έντεκα ετών και τελικά έφυγε από τις
φτωχογειτονιές του Μάντσεστερ για να γίνει ιεραπόστολος και
κληρικός. Η μητέρα της ήταν κόρη Ιρλανδών μεταναστών. Η
Ρόπερ έγινε γραμματέας του «Εθνικού Συλλόγου του Μάντσεστερ
για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών», οργανώνοντας τα πρώτα
κινήματα πολιτικής μεταρρύθμισης που αφορούσαν ευθέως τις
εργαζόμενες γυναίκες. Στρατολόγησε εθελόντριες, όπως την Άννι
Χίτον και τη Σελίνα Κούπερ (και οι δύο είχαν εργαστεί στα
ελαιοτριβεία από την παιδική τους ηλικία) για να διανέμουν
φυλλάδια και να μιλούν έξω από τις πύλες των εργοστασίων και
των κλωστηρίων.
Σε αντίθεση με τις κυρίες της μεσαίας τάξης που ηγήθηκαν του
κινήματος για την ψήφο των γυναικών, άνθρωποι όπως η Χίτον
και η Κούπερ μιλούσαν τη γλώσσα των γυναικών της εργατικής
τάξης του βορρά. Η πορεία τους προς την πολιτική αφύπνιση
πραγματοποιήθηκε μέσα από τις ενώσεις, τους συλλόγους και
τους συνεταιρισμούς που δημιούργησαν οι αστικοί εργάτες. Η
Κούπερ μετείχε στην επιτροπή του συνδικάτου της και ήταν
μέλος του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος. Το να πειστούν οι
εργαζόμενοι ότι η κάλπη ήταν ο καλύτερος τρόπος για την
εξασφάλιση καλύτερων μισθών, συνθηκών εργασίας και στέγασης
ήταν το κλειδί για να κινητοποιηθούν οι γυναίκες των πόλεων
και να συστρατευθούν υπέρ της ψήφου.273
Για πρώτη φορά, οι γυναίκες ανέλαβαν ενεργούς, εκλεγμένους
δημόσιους ρόλους στη διαμόρφωση της πόλης γύρω τους. Η
Λίντια Ρόπερ εξελέγη στο πρώτο Σχολικό Συμβούλιο του
Μάντσεστερ το 1870, μια θέση μέσα από την οποία απαίτησε
δωρεάν είσοδο στα σχολεία, καθημερινά γεύματα, βελτιώσεις στα
κτίρια και ισότητα μεταξύ αγοριών και κοριτσιών στο πρόγραμμα
σπουδών.
Οι γυναίκες, επειδή ακριβώς διοικούσαν νοικοκυριά και
μεγάλωναν παιδιά, ήταν οι θεματοφύλακες της ευημερίας της
πόλης. Αυτό υποστήριζε η Τζέιν Άνταμς, συνιδρύτρια της Οικίας
Χαλ στο Σικάγο, που υπήρξε κέντρο αστικής μεταρρύθμισης. Στις
γυναίκες δεν έπρεπε να δοθεί μόνο το δικαίωμα ψήφου αλλά και
το δικαίωμα να έχουν δημόσιο ρόλο στη διακυβέρνηση της
πόλης, αντιμετωπίζοντας το χάος – το ανθρώπινο, το
βιομηχανικό και το ηθικό. Η Οικία Χαλ ήταν ένα ερειπωμένο
αρχοντικό σε μια φτωχή πολυεθνική γειτονιά. Οι γυναίκες
εθελόντριες παρείχαν ιατρική περίθαλψη και μαιευτική φροντίδα
για τους κατοίκους της περιοχής, καθώς και νυχτερινά σχολεία,
ένα γυμναστήριο, ένα λουτρό, μαθήματα τέχνης και άλλες
ζωτικές κοινωνικές υπηρεσίες. Έκαναν σε βάθος έρευνες για την
περιοχή, χρησιμοποιώντας τις πιο εξελιγμένες μεθοδολογίες στη
στατιστική χαρτογράφηση και την κοινωνιολογική έρευνα για
την τεκμηρίωση των συνθηκών στέγασης, του υπερπληθυσμού,
της βρεφικής θνησιμότητας, των εργοστασίων με φθηνά εργατικά
χέρια, των ασθενειών, της χρήσης ναρκωτικών, της παιδικής
εργασίας, της πορνείας και ενός πλήθους αστικών κοινωνικών
δεινών. Η φλογερή Φλόρενς Κέλεϊ (που μετέφρασε στα αγγλικά
το έργο Η κατάσταση της εργατικής τάξης του Ένγκελς),
συνέταξε μια αναφορά για τις συνθήκες στα εργοστάσια φθηνών
εργατικών χεριών της βιομηχανίας ενδυμάτων. Τα συμπεράσματα
της έκθεσης ήταν τόσο καυστικά ώστε οδήγησαν στον
Εργοστασιακό Νόμο του Ιλινόις και στον διορισμό της Κέλεϊ ως
κρατικής επιθεωρήτριας εργοστασίων με προσωπικό έντεκα
ατόμων για την επιβολή του νόμου. Καμία άλλη γυναίκα στον
κόσμο εκείνη την εποχή δεν είχε τέτοια δύναμη σε μια πόλη. Η
Τζέιν Άνταμς έγινε η πρώτη γυναίκα υγειονομική επιθεωρήτρια
της 19ης Πτέρυγας του Σικάγου, μια θέση την οποία
χρησιμοποίησε για να αγωνιστεί ενάντια στο πρόβλημα των
απορριμμάτων της πόλης.
Το έργο της Άνταμς, της Κέλεϊ και άλλων γυναικών αποκάλυψε
τη ζοφερότητα της ζωής και της εργασίας στις φτωχογειτονιές με
σαφήνεια και στατιστική ακρίβεια. Η Άνταμς πίστευε ότι σε μια
πόλη με ποικιλομορφία, η αλληλεπίδραση και οι κοινές
προσπάθειες διαφορετικών τάξεων και εθνοτήτων ενίσχυαν
επαρκώς το κοινοτικό πνεύμα με αποτέλεσμα τις ριζοσπαστικές
αλλαγές. Το κλειδί για να επιτευχθεί όλο αυτό ήταν η ανάπτυξη
των παιδιών. Όπως υποστήριξε η Άνταμς στο The Spirit of
Youth and the City Streets (Το πνεύμα της νεολαίας και οι
δρόμοι της πόλης) (1909), η σύγχρονη πόλη έκλεβε από τα παιδιά
την ίδια τους τη νιότη. Μόνο αν τους παρέχονταν οι κατάλληλοι
χώροι για να παίξουν και να ασκηθούν, θα τους φερόταν δίκαια
η πόλη. Τα παιδιά που έπαιζαν και διαγωνίζονταν στον
αθλητισμό, καθώς έγραψε, έδειχναν «την αδιαμφισβήτητη
δύναμη της δημόσιας αναψυχής [στη συνένωση] όλων των
τάξεων μιας κοινότητας στη σύγχρονη πόλη, η οποία, δυστυχώς,
είναι γεμάτη από κάθε είδους τρόπους που αποξενώνουν τους
ανθρώπους».
Το κίνημα για υπαίθριους χώρους και ψυχαγωγικά
προγράμματα ενθαρρύνθηκε από τη βάση, από τις εθνοτικές
κοινότητες της αστικής εργατικής τάξης δεύτερης γενιάς –όπως η
Γερμανική Turnverein, η Τσεχική Ένωση Σόκολ, τα Πολωνικά
Γεράκια και ο Γαελικός Αθλητικός Όμιλος– που τοποθέτησαν
στον πυρήνα της ζωής τους τη φυσική αγωγή, τα αθλήματα και
τις εκδρομές στο ύπαιθρο. Μια επίδειξη γυμναστικής σε μια
αίθουσα Turnverein μπροστά από το Συμβούλιο Υγείας του
Σικάγου το 1884 είχε ως αποτέλεσμα να διοριστεί ένα από τα
μέλη του ώστε να καταρτίσει ένα πρόγραμμα φυσικής αγωγής
για τα δημόσια σχολεία του Σικάγου. Το Turnverein έκανε
εκστρατεία για τη δημιουργία εγκαταστάσεων φυσικής
ψυχαγωγίας στα δημόσια πάρκα του Σικάγου –πισίνες,
γυμναστική, παιχνίδια με μπάλα και παιδικές χαρές– έτσι ώστε
αυτά να γίνουν τόποι μάλλον για άθληση παρά για χαλαρούς
κυριακάτικους περιπάτους.274

Οι πύλες της κολάσεως; Για τους ξένους τα βιομηχανικά τέρατα


έμοιαζαν με κόλαση. Για τους κατοίκους των παραγκουπόλεων
στο Έιντζελ Μέντοου ή στο Πάκινγκταουν ήταν αναμφίβολα ο
απόλυτος όλεθρος. Αλλά για πολλούς άλλους, αυτή η νέα
προσέγγιση της μητρόπολης πρόσφερε δυνατότητες, καθώς η
φτωχογειτονιά λειτουργούσε ως πύλη εξόδου από την αγροτική
φτώχεια και την απομόνωση και εισόδου σε νέες μορφές
κοινωνικής ζωής και δράσης. Εργάτες, γυναίκες και μετανάστες
έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία νέων πολιτικών
θεσμών και συμπεριφορών σε μια εποχή άγριας αστικής
αναταραχής. Τις περισσότερες φορές, αυτό το έκαναν μόνοι τους,
χωρίς άνωθεν βοήθεια.
Ακόμα και η φυσική μορφή της πόλης άλλαξε γύρω από τη νέα
εργατική τάξη. Από τα μέσα του 19ου αιώνα οι πραγματικοί
μισθοί άρχισαν να αυξάνονται και οι βάρδιες εργασίας
μειώθηκαν, παρέχοντας στους εργάτες των εργοστασίων και
στους χειρώνακτες περισσότερα χρήματα για να τα ξοδεύουν
στον ελεύθερο χρόνο τους. Οι επιχειρήσεις μεταφέρθηκαν στο
κέντρο της πόλης για να καλύψουν αυτή την αναπτυσσόμενη
αγορά. Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας των διακοπών του Αγίου
Πνεύματος του 1850 στο Μάντσεστερ, περίπου 200.000 άτομα
πλήρωσαν για να εκδράμουν με τρένο έξω από την πόλη· κατά
τη διάρκεια των ίδιων διακοπών στο τέλος της δεκαετίας 95.000
επισκέφτηκαν τους κήπους αναψυχής Belle Vue.275 Οι παμπ,
όπως πάντα, παρέμειναν στο επίκεντρο της ζωής, με το
Μάντσεστερ να έχει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση καπηλειών στη
χώρα. Το 1852 εκτιμάται ότι 25.000 άνθρωποι, κυρίως νέοι και
μέλη της εργατικής τάξης, επισκέπτονταν τρεις μεγάλες αίθουσες
παμπ (το Καζίνο, το Βικτόρια Σαλούν και το Πολιτέκνικ Χολ) σε
εβδομαδιαία βάση. Την επόμενη δεκαετία, αυτά τα ποτοπωλεία
είχαν εξελιχθεί σε αίθουσες μουσικής, οι οποίες φιλοξενούσαν
χιλιάδες άτομα που απολάμβαναν ένα μείγμα από δημοφιλή
τραγούδια, κωμικούς με υπαινικτικό χιούμορ, τραβεστί,
ανθρώπους του τσίρκου και καινοτόμα θεατρικά δρώμενα, τα
οποία απαιτούσαν την έντονη συμμετοχή του κοινού. Τη
δεκαετία του 1890, αυτές οι άσεμνες και οργιώδεις μουσικές
αίθουσες άλλαξαν και πάλι και έγιναν πιο οικογενειακές. Το
πολυτελές Θέατρο Βαριετέ Μάντσεστερ Πάλας άνοιξε το 1891,
απευθυνόμενο σε οικογένειες της μεσαίας και της εργατικής
τάξης.276
Η σύγχρονη μαζική ψυχαγωγία και τα πολυδάπανα θεάματα
γεννήθηκαν ακριβώς σε αυτές τις μουσικές αίθουσες. Το
Μάντσεστερ ήταν πάντα πρωτοπόρος στη λαϊκή κουλτούρα, από
τις βικτοριανές μουσικές αίθουσες μέχρι το Χασιέντα, το θρυλικό
νυχτερινό κέντρο διασκέδασης που άνθησε τη δεκαετία του 1980
και του 1990. Σήμερα η πόλη είναι γνωστή παγκοσμίως για τους
δύο ποδοσφαιρικούς συλλόγους-κολοσσούς της Premiere
League, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και τη Μάντσεστερ Σίτι. Η
Γιουνάιτεντ πρωτοδημιουργήθηκε το 1878 ως Νιούτον Χιθ,
ποδοσφαιρική ομάδα του τμήματος μεταφορών και βαγονιών της
Εταιρείας Σιδηροδρόμων Λάνκασαϊρ και Γιόρκσαϊρ. Η αντίπαλή
της ιδρύθηκε δύο χρόνια αργότερα από μέλη της Εκκλησίας του
Αγίου Μάρκου στο Γουέστ Γκόρτον ως ένας τρόπος απόσπασης
των νέων της περιοχής από τις συμμορίες του δρόμου. Τα
ποδοσφαιρικά σωματεία προέκυψαν από το αθλητικό πνεύμα
των κολεγίων και πανεπιστημίων της ελίτ· όταν οι εργαζόμενοι
έπαιζαν ποδόσφαιρο στον δρόμο ή στις αλάνες, θεωρούνταν
αντικοινωνικό. Οι οργανωμένες ομάδες, ωστόσο, έγιναν ένας
τρόπος δημιουργίας κοινοτήτων στην πόλη. Προέκυψαν μέσα
από εκκλησίες, συνδικάτα, γειτονιές και εργοστάσια.
Ο σιδηρόδρομος και η τηλεγραφία κατέστησαν τον αθλητισμό
δυνατό σε τόσο μεγάλη κλίμακα: η ατμοηλεκτρική ενέργεια
έπαιρνε παίκτες και υποστηρικτές για να παίζουν ενάντια σε
άλλες πόλεις και ο τηλέγραφος μετέδιδε τα αποτελέσματα στις
εφημερίδες. Η Ποδοσφαιρική Ένωση νομιμοποίησε τον
επαγγελματισμό το 1885· τρία χρόνια αργότερα ιδρύθηκε το
Αγγλικό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου στο Μάντσεστερ. Οι παλιές
καθωσπρέπει ερασιτεχνικές ομάδες δεν μπορούσαν να
ανταγωνιστούν συλλόγους επικεντρωμένους σε μεγάλες
πληθυσμιακές συγκεντρώσεις που μπορούσαν να πληρώνουν για
να έχουν τους καλύτερους παίκτες. Η ίδια περίπου διαδικασία
συνέβη την ίδια στιγμή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ξεκινώντας ως
άθλημα της ανώτερης τάξης, το μπέιζμπολ υπερκέρασε το κρίκετ
κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Στη μεταπολεμική
Αμερική, το επαγγελματικό μπέιζμπολ έκανε την εμφάνισή του
ως ένα αστικό άθλημα της εργατικής τάξης, στο οποίο
επιδίδονταν με ζήλο οι κοινότητες μεταναστών στις πόλεις.
Πολλά από τα πρώτα αστέρια του μπέιζμπολ ήταν Ιρλανδοί και
Γερμανοί που αναζητούσαν μια διέξοδο από τη φτώχεια. Αυτοί
οι αθλητικοί γίγαντες βοήθησαν στην προσέλκυση ολόκληρων
λεγεώνων από οπαδούς σε αστικά γήπεδα μπέιζμπολ. Η σύνδεση
μεταξύ των γεμάτων κερκίδων και της αθλητικής επιτυχίας
πλέον καθιερώθηκε: οι ομάδες με τα υψηλά εβδομαδιαία έσοδα
και τις βαθιές τσέπες μπορούσαν να υποστηρίξουν οικονομικά
τους καλύτερους παίκτες.
Οι φίλαθλοι αναγκάστηκαν να αγωνιστούν για το δικαίωμά
τους να απολαμβάνουν τον ελεύθερο χρόνο τους. Συνάντησαν
έντονη αντίσταση στην παρακολούθηση αγώνων τις Κυριακές –
τη μοναδική τους αργία– και στην κατανάλωση αλκοόλ από
υπαίθριους πάγκους. Το πρωτάθλημα μπέιζμπολ της
Αμερικανικής Ένωσης είχε αυτοανακηρυχθεί σε «πρωτάθλημα
μπίρας και ουίσκι» ή «πρωτάθλημα χαμηλότερης κατηγορίας» όχι
μόνο γιατί διέθετε προς πώληση θέσεις σε χαμηλότερη τιμή από
τον αντίπαλό του, το Εθνικό Πρωτάθλημα, αλλά και επειδή οι
αγώνες του πραγματοποιούνταν τις Κυριακές και επιτρέπονταν
τα αλκοολούχα αναψυκτικά. Μέχρι το τέλος του αιώνα, οι
δυνάμεις της αγοράς είχαν καταστήσει το μπέιζμπολ ένα
κυριακάτικο παιχνίδι της εργατικής τάξης, με πλήθη από
ενθουσιώδεις και θορυβώδεις οπαδούς.
Η εμφάνιση του κυριακάτικου μαζικού αθλητισμού θεωρήθηκε,
στην Αμερική, ένας θεμελιώδης τρόπος με τον οποίο
αναδιαμορφώθηκε η πουριτανική αγγλοαμερικανική κουλτούρα
μέσω της αγοραστικής δύναμης των μεταναστών των κατώτερων
τάξεων, για τους οποίους η Κυριακή ήταν μια μέρα ποτού,
χαλάρωσης και αναψυχής. Αγωνιζόμενοι στο Γουέστ Σάιντ Παρκ,
οι Σικάγκο Γουάιτ Στόκινγκς (και μετέπειτα Σικάγκο Καμπς)
προσέλκυαν πλήθη άνω των 12.500 θεατών τις Κυριακές του
1890. Το Κομίσκι Παρκ, που χτίστηκε σε μια πρώην τοποθεσία
αποκομιδής απορριμμάτων της πόλης για τους Σικάγκο Γουάιτ
Σοξ το 1909, είχε την πρωτοφανή χωρητικότητα των 32.000
οπαδών, αποσπώντας τον τίτλο «Παλάτι του Παγκόσμιου
Μπέιζμπολ». Τέτοιοι ναοί του αθλητισμού, εστιασμένοι σε ομάδες
που διακρίνοταν σε εθνικό επίπεδο, έδωσαν στα μέλη της
εργατικής τάξης και στις εθνικές μειονότητες μια αίσθηση
πολιτικής υπερηφάνειας αλλά και μια αίσθηση του ανήκειν στην
πόλη, κάτι που έλειπε προφανέστατα από τον παλαιότερο
κατακερματισμένο πολιτισμό της Βιομηχανικής Επανάστασης
που ήταν εστιασμένος στο εργοστάσιο, στον δρόμο, στα
ποτοπωλεία και στις λέσχες. Η στωική άθληση του ερασιτεχνικού
αθλητισμού της μεσαίας τάξης έδωσε τη θέση της στον
εορταστικό, φυλετικό αθλητισμό της εργατικής τάξης σε πόλεις
της Ευρώπης και της Αμερικής.
Η ζήτηση για την παρακολούθηση ποδοσφαίρου στις αγγλικές
πόλεις υπερέβαινε τη χωρητικότητα των αστικών γηπέδων
ποδοσφαίρου, με τους υποτυπώδεις ξύλινους πάγκους. Ο μόνος
χώρος που ήταν αρκετά μεγάλος για τον Τελικό Κυπέλλου που
διεξήχθη μεταξύ Έβερτον και Γουλβς το 1893 ήταν το αθλητικό
στάδιο Φάλοουφιλντ στο Μάντσεστερ, που μπορούσε να
φιλοξενήσει τον πρωτοφανή αριθμό 45.000 οπαδών, αν και
τελικά κατάφεραν να μπουν, σπρώχνοντας, συνολικά 60.000. Η
εμπορική επιτυχία του αγώνα άνοιξε τον δρόμο για τα στάδια. Η
Γουέστ Γκόρτον έγινε επαγγελματική από νωρίς· ως το 1895,
μετονομασμένη σε Σίτι, έπαιζε ενώπιον 20.000-30.000
ανθρώπων. Η Νιούτον Χιθ, στο μεταξύ, λίγο έλειψε να
χρεοκοπήσει και μετονομάστηκε σε Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ το
1902. Το 1910, έχοντας σημειώσει μια σειρά από νίκες, η
Γιουνάιτεντ μετακόμισε στο Ολντ Τράφορντ των 80.000 θέσεων,
«απαράμιλλο στον κόσμο» ως το πρώτο γήπεδο ποδοσφαίρου που
χτίστηκε βάσει ειδικού σχεδιασμού για την εν λόγω χρήση.
Σήμερα το Ολντ Τράφορντ έχει το παρωνύμιο «Θέατρο
Ονείρων». Τα μεγάλα στάδια έχουν πλέον εξελιχθεί σε εμβλήματα
του αστικού τοπίου σε όλο τον κόσμο· η υποστήριξη μιας
αθλητικής ομάδας –είτε πρόκειται για ποδοσφαιρική ένωση είτε
για αμερικανικό ποδόσφαιρο, μπέιζμπολ, μπάσκετ, ράγκμπι,
κρίκετ ή χόκεϊ– ορίζει τον αστικό φυλετισμό. Τα πλήθη, που
αριθμούν δεκάδες χιλιάδες, με τα μέλη, τα τραγούδια, τον
σαματά και τα τελετουργικά τους ανανεώνουν τις κοινές τους
συγγένειες μέσα σε ένα αγαπημένο τους προπύργιο – το
παραδοσιακό, συναισθηματικά φορτισμένο, ερμητικά
σφραγισμένο στάδιο. Οι οπαδοί ξεχύνονται από την περίκλειστη
αρένα σε παμπ, μπαρ, καφετέριες, κλαμπ, πλατείες και δρόμους
για να μιλήσουν και να διαφωνήσουν σχετικά με το παιχνίδι, να
αναλύσουν τακτικές και να τραγουδήσουν τραγούδια. Ο
αθλητισμός, με ρίζες στην ιστορία και τη λαογραφία, ήταν μία
από τις πιο ισχυρές συνεκτικές δυνάμεις της σύγχρονης
μητρόπολης, κεντρικής σημασίας για την αστική εμπειρία
εκατομμυρίων ανθρώπων, ιδιαίτερα –κατά τη διάρκεια του 20ού
αιώνα– των ανδρών της εργατικής τάξης.
Αθλήματα όπως το ποδόσφαιρο και το μπέιζμπολ θεωρούνται
από τους οπαδούς τους ως κατεξοχήν αθλήματα της εργατικής
τάξης, που προέκυψαν από τον τρόπο ζωής τους, την εργασιακή
ζωή, τις κοινότητες και τους μισθούς αντί να επιβληθούν
άνωθεν. Το γήπεδο είναι, κατά πολλούς τρόπους, ένα σύμβολο
της σύγχρονης πόλης. Η ταχεία ανάπτυξη αυτών των πόλεων, με
τη ρύπανση, τις φτωχογειτονιές και τις ασθένειές τους, εξώθησε
τις μεσαίες τάξεις στα κατάφυτα προάστια, επιτρέποντας στο
κέντρο της πόλης να γίνει σχεδόν αποκλειστικά εργατικό και
πολυεθνικό. «Κάτω από την επιβλητική σκιά του ουρανοξύστη,
στο Σικάγο όπως και σε κάθε μεγάλη πόλη», έγραφε ο αστικός
κοινωνιολόγος Χάρβεϊ Γουόρεν Ζόρμπο το 1929, «εκτείνεται μια
ζώνη αστάθειας και αλλαγής – οι παλιρροϊκές ζώνες της αστικής
ζωής». Αθλητικά στάδια, μαζί με καταστήματα της εργατικής
τάξης, πολυκαταστήματα, εστιατόρια, αίθουσες μπιλιάρδου,
μικροεπιχειρήσεις, εργαστήρια, νυχτερινά κέντρα, παμπ, μπαρ,
καταστήματα στοιχημάτων, αίθουσες χορού και αλυσίδες
εστιατορίων γρήγορου φαγητού σταδιακά κυριάρχησαν στην
εσώτερη μητρόπολη. Για μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα, η
μητρόπολη όντως ήταν μια πόλη εργατών και μεταναστών, που
χαρακτηριζόταν από αστικούς τρόπους ζωής σαφώς
διαφορετικούς απ’ ό,τι στα προάστια, τις πολυτελείς οικιστικές
ζώνες και την επιχειρηματική συνοικία. Το να είσαι αστός
σήμαινε, στην καθομιλουμένη, να αποτελείς μέρος αυτής της
σκληροτράχηλης ύπαρξης, κοντά στη γεωγραφική καρδιά της
πόλης αλλά μακριά από την εξουσία και τον πλούτο της.277
Με την πάροδο του χρόνου, αυτές οι «παλιρροϊκές ζώνες» της
εσώτερης πόλης έχουν υποστεί διαρκείς αλλαγές καθώς οι
εργαζόμενοι έχουν και οι ίδιοι μετακινηθεί σε προάστια και τις
θέσεις τους κατέλαβαν νέες κοινότητες μεταναστών με τις δικές
τους ιδιαίτερες προτιμήσεις, την κουζίνα τους και τον τρόπο
ζωής τους. Όπως και οι πρόγονοί τους τον 19ο αιώνα –οι
αγροτικοί μετανάστες στο Μάντσεστερ, οι Ιρλανδοί και οι
Γερμανοί στο Σικάγο– οι νέοι κάτοικοι της εσώτερης πόλης
επέζησαν από το σοκ, την αποξένωση και την εχθρότητα της
πόλης κατασκευάζοντας τις δικές τους αστικές κοινότητες. Το
μισητό, βρόμικο κέντρο της πόλης ήταν ο τόπος της
προσαρμοστικότητας, όπου οι εισερχόμενοι σφυρηλατούσαν τις
κοινοτικές τους ταυτότητες και αναζητούσαν την προσωπική
τους αυτοβελτίωση. Παρομοιάζονται με παλιρροϊκές ζώνες γιατί
διαφορετικές εθνικότητες έχουν παρασυρθεί από αυτές,
μετακομίζοντας και ανεβαίνοντας σκαλοπάτια στην κλίμακα της
στέγασης. Η εφευρετικότητα και το ένστικτο της επιβίωσης σε
αυτές τις αστικές ερημιές έχουν διαμορφώσει σε βάθος τη λαϊκή
κουλτούρα – από τη ριζοσπαστική πολιτική και τον φεμινισμό
ως το μπέιζμπολ, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο και το χιπ χοπ.
Ωστόσο, αυτές οι κοινότητες στις παλιρροϊκές ζώνες είναι οι πιο
ευάλωτες στην πλημμυρίδα και την άμπωτη της ιστορίας,
θύματα οικονομικής δυσπραγίας, «εκκαθάρισης φτωχογειτονιών»,
πειραμάτων δημόσιας στέγασης, κατασκευής δρόμων,
αποβιομηχάνισης και αστικού εξευγενισμού. Οι φρικαλεότητες
της βιομηχανικής πόλης όπως αποκαλύφθηκαν σε πόλεις όπως
το Μάντσεστερ και το Σικάγο προκάλεσαν μια ισχυρή,
ενστικτώδη αντίδραση. Η βιομηχανική πόλη-κόλαση ήταν η
αναγέννηση της Βαβυλώνας, ένας τόπος αμαρτίας και
εκμετάλλευσης. Στην ταινία Mετρόπολις του 1927, του Φριτς
Λανγκ, η πόλη του μέλλοντος απεικονίζεται ως μια πόλη όπου
μια παραχαϊδεμένη ελίτ ζει μέσα σε ηλιόλουστους ουρανοξύστες,
ενώ μια τεράστια τάξη εργατών, υπόγεια και αόρατη, εργάζεται
ασταμάτητα στο σκοτάδι για να χειρίζεται τις μηχανές που
τροφοδοτούν την υπερπροηγμένη μητρόπολη. Σε μία από τις πιο
δυνατές σκηνές της ταινίας, παρουσιάζεται μια παραίσθηση όπου
η μηχανή της πόλης μεταμορφώνεται στον Μολώχ, τον θεό των
Χαναναίων που καταβροχθίζει τα παιδιά του. Στην ταινία
Μετρόπολις, οι εργάτες παραδίδονται ως τροφή ανάμεσα στα
σαγόνια της μηχανής, ως θυσία στο ανεξέλεγκτο χάος της
σύγχρονης αστικοποίησης.
Η ταινία, μία από τις πιο διάσημες ταινίες στην ιστορία του
κινηματογράφου, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε βιβλικούς
μύθους και στην επανερχόμενη εικόνα της Βαβυλώνας που
διατρέχει την ιστορία. Αντανακλούσε τη διάθεση της εποχής, η
οποία χαρακτηριζόταν από μεγάλη απογοήτευση για την αστική
ζωή. Η πόλη είχε αποτύχει. Η αδυσώπητη ζοφερότητα του
οράματος του Λανγκ δεν ήταν κάτι καινούριο. Η λογοτεχνία και
η τέχνη κατακλύζονταν από τη δυστυχία της σύγχρονης αστικής
ζωής. Η έμφαση δινόταν σταθερά στην άθλια, απελπιστική,
αποκλίνουσα, διαβρωτική και εγκληματική πόλη.
Το φως που ρίχνουν στην πόλη οι συγγραφείς, οι ποιητές και
οι καλλιτέχνες μάς βοηθά να προσδιορίσουμε το είδος της πόλης
που μας αναλογεί. Η βαθιά ριζωμένη εχθρότητα απέναντι στην
αστική ζωή –ειδικά στις δύο κυρίαρχες κουλτούρες των
τελευταίων 300 ετών, τη βρετανική και την αμερικανική–
σήμαινε ότι οι πόλεις που εμφανίστηκαν στη φρενήρη περίοδο
της αστικοποίησης ήταν πολύ συχνά κακοσχεδιασμένες και
κακοδιοικούμενες. Οι αισχροί πάντα σκευωρούν ενάντια σε
οτιδήποτε θετικό. Οι φτωχογειτονιές είναι πάντοτε τόποι
εφιαλτικοί και τόποι κοινωνικής κατάρρευσης, όχι
αυτοπεποίθησης, αυτο-οργάνωσης, κοινότητας και καινοτομίας.
Η ιστορία που περιγράφεται σε αυτό το κεφάλαιο, σχετικά με τα
κοινωνικά δίκτυα, τον πολιτικό ακτιβισμό και τη διασκέδαση,
είναι πάντα θαμμένη κάτω από έναν σκουπιδότοπο από σκωρίες
δυστυχίας.
Εάν οι φτωχοί των πόλεων είναι ευάλωτοι σε οικονομικά σοκ,
είναι επίσης ευάλωτοι και στα ουτοπικά όνειρα των άλλων. Είναι
οι πολυμήχανοι επιζώντες των πόλεων· αλλά είθισται να
παρουσιάζονται ως αβοήθητοι. Οι πόλεις και οι κάτοικοι των
πόλεων είναι απίστευτα προσαρμοστικοί· αλλά συχνά
παρουσιάζονται στο χείλος της κατάρρευσης. Αν αφεθούν στην
τύχη τους, οι άνθρωποι είναι πολύ καλοί στην κατασκευή των
δικών τους κοινοτήτων. Αλλά αυτό συμβαίνει σπάνια. Η
αστικοποίηση που προέκυψε στον απόηχο της εκβιομηχάνισης
και σε αντίθεση με αυτή –το «Κίνημα της Όμορφης Πόλης»,278 το
«Κίνημα της Πόλης των Κήπων»,279 το νεωτεριστικό κίνημα–
επιδίωξαν να επιβάλουν την τάξη και την καθαριότητα στις
κακοχτισμένες πόλεις του 19ου αιώνα. Η βαβυλωνιακή σύγχυση
θα αντικατασταθεί από την ορθολογική τάξη· ο σχεδιασμός από
πάνω προς τα κάτω θα πάρει τη θέση της αυτο-οργάνωσης από
τη βάση. Όπως θα δούμε στα επόμενα κεφάλαια, αυτή η
επιθυμία για τη δημιουργία της Νέας Ιερουσαλήμ ήταν σε
μεγάλο βαθμό βαθιά αντι-αστική. Αυτό σήμαινε, σε πολλές
περιπτώσεις, την απόρριψη της παραδοσιακής πόλης –με τον
κυκεώνα των δραστηριοτήτων της, την αυτοσχέδια στέγαση, τους
πλανόδιους πωλητές και τις κατά περίσταση αγορές– προς
όφελος των προαστίων ή την κατασκευή τεράστιων πολυώροφων
κτιρίων και «πύργων στο πάρκο» στη θέση της ασυνάρτητης
ανθρώπινης μυρμηγκοφωλιάς. Αυτό σήμαινε την κατάργηση της
παραδοσιακής μητρόπολης.
Η συναισθηματική αντίδραση ενάντια στο χάος της
εκβιομηχάνισης έμελλε να κυριαρχήσει στη θεώρηση των πόλεων
από τον 20ό αιώνα και εξής, με ουτοπικά σχέδια για νέους
τρόπους ζωής και την επιθυμία εξυγίανσης του αστικού
περιβάλλοντος. Η απόρριψη της παλιάς πόλης υπέρ της
ημιαγροτικής γαλήνης άπλωσε βαθιά τις ρίζες της. Αλλά το
παλαιό αστικό ιδεώδες δεν είχε πεθάνει. Δύο μεγάλες μητροπόλεις
εξέφρασαν τις επιφυλάξεις τους απέναντι στην προαστικοποίηση
του κόσμου και πρόσφεραν μια εναλλακτική εκδοχή της
σύγχρονης πόλης. Το αντίδοτο για τις σοκαριστικές πόλεις του
Μάντσεστερ και του Σικάγου απέκτησε υλική υπόσταση στις δύο
προεξέχουσες μητροπόλεις του 19ου και των αρχών του 20ού
αιώνα: το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη.

233
The Life and Opinions of General Sir Charles James Napier, 4 τ. (Λονδίνο,
1857), Vol. II, σελ. 57.
234
Alexis de Tocqueville, Journeys to England and Ireland (NY, 2003), σελ. 106·
Frederika Bremmer, England in 1851; or, Sketches of a Tour to England
(Βουλόνη, 1853), σελ. 15.
235
Frederika Bremmer, The Homes of the New World: impressions of America, 2 τ.
(NY, 1858), Vol. I, σελ. 605.
236
Isabella Bird, The Englishwoman in America (Λονδίνο, 1856), σελ. 156· Paul
Bourget, Outre-Mer: impressions of America (Λονδίνο, 1895), σελ. 117.
237
Tocqueville, σελ. 108.
238
Donald L. Miller, City of the Century: the epic of Chicago and the making of
America (NY, 1996), σελ. 217.
239
Frederic Trautmann, «Arthur Holitischer’s Chicago: a German traveler’s view
of an American city», Chicago History, 12:2 (Καλοκαίρι 1983), 42· Miller, σελ. 493·
Simon Gunn, «The Middle Class, Modernity and the Provincial City: Manchester,
c.1840–80», στο Alan Kidd & David Nicholls (επιμ.), Gender, Civic Culture and
Consumerism: middle-class identity in Britain, 1800–1940 (Μάντσεστερ, 1999), σελ.
112 κ.ε.
240
Miller, σελ. 301 κ.ε.
241
Friedrich Engels, The Condition of the Working Class in England (Λονδίνο,
1958), σελ. 61, 63, 64.
242
M. Leon Faucher, Manchester in 1844; its present condition and future
prospects (Μάντσεστερ 1844), σελ. 67–8· John M. Werly, «The Irish in Manchester,
1832–49», Irish Historical Studies, 18:71 (Μάρτιος 1973), σελ. 348.
243
Miller, σελ. 123.
244
Η λεγόμενη «Mother Conley» ήταν μια θρυλική γυναίκα της περιοχής, δυναμική,
ανεξάρτητη και αλκοολική, μια «μέγαιρα» της εποχής που έδωσε το όνομά της στη
συνοικία. (Σ.τ.Μ.)
245
Ibid., σελ. 136· Josiah Seymour Currey, Chicago: its history and builders
(Σικάγο, 1912), Vol. III, σελ. 177.
246
Miller, σελ. 122.
247
Gunn, σελ. 118.
248
Είδος άμαξας στην οποία επέβαιναν ακόμα και άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι με
κοινό προορισμό, έναντι κομίστρου. Θεωρούνται τα πρώτα μέσα μαζικής μεταφοράς.
(Σ.τ.Μ.)
249
Miller, σελ. 398, σημειώσεις 273 κ.ε.
250
Angus Bethune Reach, Manchester and the Textile Districts in 1849 (Ρόζεντεϊλ,
1972), σελ. 61.
251
Η Αμερικανική Εταιρεία Εγκράτειας (American Temperance Society – ATS)
ιδρύθηκε το 1826 στη Βοστόνη με στόχο την καλλιέργεια της αποχής από τα
αποσταγμένα ποτά, με εξαίρεση το κρασί και την μπίρα αλλά και τη χρήση των
προϊόντων απόσταξης για θεραπευτικούς σκοπούς. Το έργο της εταιρείας συνδέθηκε με
μεταρρυθμιστικές τάσεις που αφορούσαν την κατάργηση της δουλείας, την επέκταση
των γυναικείων δικαιωμάτων, την εγκράτεια γενικώς και τη βελτίωση της κοινωνίας.
(Σ.τ.Μ.)
252
Andrew Davies, The Gangs of Manchester: the story of scuttlers, Britain’s rst
youth cult (Πρέστον, 2008), κεφάλαιο 2.
253
Ένας χώρος, στεγασμένος ή υπαίθριος, όπου συγκεντρώνονται οι ενδιαφερόμενοι για
να βρουν ταίρι, «νυφοπάζαρο» (Σ.τ.Μ.).
254
Ibid.· Jenny Birchall, «“The Carnival Revels of Manchester’s Vagabonds”:
young working-class women and monkey parades in the 1870s», Women’s
History Review, 15 (2006), σελ. 229–52.
255
Davies, passim· Mervyn Busteed, The Irish in Manchester, c.1750–1921:
resistance, adaptation and identity (Μάντσεστερ, 2016), κεφάλαιο 2.
256
M. A. Busteed & R. I. Hodgson, «Irish Migrant Responses to Urban Life in
Early Nineteenth-Century Manchester», Geographical Journal, 162:2 (Ιούλιος
1996), σελ. 150.
257
Richard Junger, Becoming the Second City: Chicago’s news media, 1833–1898
(Σικάγο, 2010), σελ. 22.
258
Miller, σελ. 137· Frederic M. Thrasher, The Gang: a study of 1,313 gangs in
Chicago (Σικάγο, 1936).
259
Richard C. Lindberg, Gangland Chicago: criminality and lawlessness in the
Windy City (Λάνχαμ, 2016), σελ. 22.
260
James Phillips Kay, The Moral and Physical Condition of the Working Classes
Employed in the Cotton Manufacture in Manchester (Λονδίνο, 1832), σελ. 72.
261
Engels, σελ. 137.
262
Zubair Ahmed, «Bombay’s Billion Dollar Slum»,
http://news.bbc.co.uk/1/hi/business/3487110.stm
263
Janice E. Perlman, «The Metamorphosis of Marginality: four generations in
the favelas of Rio de Janeiro», Annals of the American Academy of Political and
Social Science, 606 (Ιούλιος 2006), σελ. 167· Sanni Yaya, Olalekan A. Uthman,
Friday Okonofua & Ghose Bishwajit, «Decomposing the Rural–Urban Gap in the
Factors of Under-Five Mortality Rate in Sub-Saharan Africa? Evidence from 35
countries», BMC Public Health, 19 (Μάιος 2019)· Abhijit V. Banerjee & Esther
Du o, «The Economic Lives of the Poor», Journal of Economic Perspectives, 21:1
(Χειμώνας 2007), πίν. 9· World Bank, «Employment in Agriculture»,
https://data.worldbank.org/indicator/SL.AGR.EMPL.ZS
264
Hippolyte Taine, Notes on England (Λονδίνο, 1957), σελ. 290 κ.ε.
265
John Burnett (επιμ.), Destiny Obscure: autobiographies of childhood, education
and family from the 1820s to the 1920s (Λονδίνο, 1982), σελ. 107· Frank Norris,
The Pit: a story of Chicago (NY, 1920), σελ. 149 κ.ε.
266
Miller, σελ. 277.
267
Emma Gri n, Liberty’s Dawn: a people’s history of the industrial revolution
(Νιου Χέιβεν, 2013), σελ. 240 κ.ε.
268
Faucher, σελ. 52.
269
John B. Jentz, «The 48ers and the Politics of the German Labor Movement in
Chicago during the Civil War Era: community formation and the rise of a labor
press», στο Elliot Shore, Ken Fones-Wolf, James P. Danky (επιμ.), The German-
American Radical Press: the shaping of a left political culture, 1850-1940 (Σικάγο,
1992), σελ. 49 κ.ε.
270
City of Chicago, Department of Zoning and Planning, «Vorwaerts Turner Hall,
2421 W. Roosevelt Rd: nal landmark recommendation adopted by the
Commission on Chicago Landmarks, September 3 2009»,
https://www.chicago.gov/content/dam/city/depts/zlup/Historic_Preservation/Publicat
ions/Vorwaerts_Turner_ Hall.pdf
271
Royal L. Melendy, «The Saloon in Chicago (II)», American Journal of
Sociology, 6:4 (Ιανουάριος 1901), σελ. 433–4.
272
Eric L. Hirsch, Urban Revolt: ethnic politics in the nineteenth-century Chicago
labor movement (Μπέρκλεϊ, CA, 1990), σελ. 163.
273
Sandra Burman (επιμ.), Fit Work for Women (Άμπινγκτον, 2013), σελ. 100 κ.ε.
274
Gertrud P ster, «The Role of German Turners in American Physical
Education», στο P ster (επιμ.), Gymnastics, a Transatlantic Movement (Άμπινγκτον,
2011)· Gerald Gems, «The German Turners and the Taming of Radicalism in
Chicago», στο P ster (επιμ.)· Gerald Gems, Windy City Wars: labor, leisure, and
sport in the making of Chicago (Λάνχαμ, 1997).
275
Όμορφη θέα. (Σ.τ.Μ.)
276
Dagmar Kift, The Victorian Music Hall: culture, class and con ict, μτφρ. Roy
Kift (Κέιμπριτζ, 1996), σελ. 1.
277
Harvey Warren Zorbaugh, The Gold Coast and the Slum: a sociological study
of Chicago’s Near North Side (Σικάγο, 1929), σελ. 3.
278
Φιλοσοφική μεταρρυθμιστική προσέγγιση στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία
της βόρειας Αμερικής με στόχο τον εξωραϊσμό και τη μνημειοποίηση των πόλεων, στις
δεκαετίες του 1890 και του 1900. Είχε ως απώτερο σκοπό την καλλιέργεια ηθικής και
αστικής αρετής και προωθούσε την αρμονική κοινωνική τάξη και τη βελτίωση της
ποιότητας ζωής (Σ.τ.Μ.).
279
Μέθοδος πολεοδομικού σχεδιασμού σύμφωνα με την οποία αυτόνομες κοινότητες
περιβάλλονται από «πράσινες ζώνες», με συνύπαρξη κατοικιών, βιομηχανιών και
αγροτικών εκτάσεων σε συγκεκριμένες αναλογίες. Εμπνευστής της ήταν ο Εμπενέζερ
Χάουαρντ στη Μεγάλη Βρετανία, ο οποίος και χρίστηκε ιππότης το 1927. Κατά το
συγκεκριμένο πρότυπο έχουν ιδρυθεί αρκετές πόλεις εντός και πέριξ του Λονδίνου
αλλά και σε όλο τον κόσμο. (Σ.τ.Μ.).
10 - Το σύνδρομο του Παρισιού - Παρίσι,
1830-1914

Το 2006 το BBC παρουσίασε ένα ρεπορτάζ για μια μυστηριώδη


σύγχρονη ασθένεια. Κάθε χρόνο δώδεκα περίπου Ιάπωνες
τουρίστες χρειαζόταν να απομακρυνθούν από το Παρίσι.
Μεθυσμένοι καθώς ήταν από το ρομαντικό, εξιδανικευμένο
αστικό τοπίο στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, το σοκ τους
από την επαφή με την πραγματικότητα των αδιάφορων
ντόπιων, των πολυσύχναστων λεωφόρων, των βρόμικων
σταθμών του μετρό και των αγενών σερβιτόρων ήταν τόσο
μεγάλο ώστε οδηγούνταν σε «ψυχιατρική κατάρρευση». Η
ιαπωνική πρεσβεία άνοιξε μια εικοσιτετράωρη τηλεφωνική
γραμμή για τους πάσχοντες από το σύνδρομο του Παρισιού.280
Έτοιμος ήμουν να χλευάσω το λεγόμενο σύνδρομο του
Παρισιού ως αστικό μύθο, ώσπου διάβασα για μια παρόμοια
ψυχική κρίση του Σίγκμουντ Φρόιντ. «Το Παρίσι ήταν για πολλά
χρόνια ο στόχος των επιθυμιών μου», έγραφε το 1885, «και την
ευδαιμονία με την οποία πρωτοπερπάτησα στα πεζοδρόμιά του
την εξέλαβα ως εγγύηση ότι θα πραγματώνονταν και οι άλλες
μου επιθυμίες». Η έξαρση σύντομα ξέφτισε· την πρώτη μέρα του
στην πόλη το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να στέκεται και
να κλαίει στους δρόμους, τόσο απογοητευμένος και
απομονωμένος ένιωθε. Τα πλήθη ήταν τρομακτικά. Οι
Παριζιάνοι ήταν απρόσιτοι και αλαζόνες. Ο Φρόιντ υπέφερε από
παρανοϊκές παραισθήσεις, ελέγχοντας τις κουρτίνες γύρω από το
κρεβάτι του ξενοδοχείου για πιθανά ίχνη αρσενικού.281
Σήμερα σχεδόν 18 εκατομμύρια άνθρωποι από το εξωτερικό
επισκέπτονται το Παρίσι κάθε χρόνο, συνεισφέροντας συνολικά
17 δισεκατομμύρια δολάρια στην οικονομία του και διατηρώντας
το 18% του πληθυσμού σε απασχόληση. Μόνο η Μπανγκόκ (21
εκατομμύρια) και το Λονδίνο (20 εκατομμύρια) έχουν
περισσότερους διεθνείς επισκέπτες. Ανά πάσα στιγμή θα
μπορούσαν να υπάρχουν ως και 50.000 ξένοι τουρίστες στις
λεωφόρους. Είναι μέρος ενός προσκυνήματος που χάνεται στα
βάθη της ιστορίας. Ακόμα και πριν από την έλευση του μαζικού
τουρισμού στη δεκαετία του 1860, το Παρίσι το επισκέπτονταν
κάθε χρόνο 100.000 διεθνείς επισκέπτες. Στην οπερέτα La Vie
Parisienne (Η παρισινή ζωή) του Όφενμπαχ η χορωδία
αποτελείται από τουρίστες: «Θα εισβάλουμε», τραγουδούν, «στην
υπέρτατη πόλη, / στο θέρετρο των απολαύσεων».
Η Αμερικανίδα Έμμα Γουίλαρντ έφτασε στο Παρίσι με άμαξα
ένα βράδυ του Νοεμβρίου το 1830 και δεν μπορούσε να κοιμηθεί
από τον ενθουσιασμό. Όταν πληροφορήθηκε ότι είχαν πλέον
φτάσει, «αναζήτησα μάταια… τα επιβλητικά αντικείμενα που
είχα φανταστεί». Η πρώτη της εμπειρία στο Παρίσι τελούσε υπό
αναμονή, καθώς οι τελωνειακοί υπάλληλοι ερευνούσαν τις
αποσκευές της. «Μας περιέβαλλαν η βρομιά και το χάος –
κουρασμένους, χωρίς καν μια θέση για να καθίσουμε– και
φιλοπερίεργα μάτια έδειχναν να μας καρφώνουν με το βλέμμα».
Οι σκοτεινοί δρόμοι έμοιαζαν με «οτιδήποτε άλλο εκτός από το
κομψό Παρίσι της φαντασίας μου».282
Τον 19ο αιώνα ο μεγάλος καθεδρικός ναός της Νοτρ Νταμ
μοιραζόταν το μικροσκοπικό Île de la Cité283 με περίπου 15.000
φτωχούς Παριζιάνους εργάτες που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες, σε
μια πυκνόκτιστη συστάδα παμπάλαιων σπιτιών. Σχεδόν παντού
στη μητρόπολη, όλο και περισσότεροι άνθρωποι έσπευδαν να
καταλάβουν τον ολοένα φθίνοντα διαθέσιμο χώρο. Οι δρόμοι και
τα σοκάκια του Παρισιού, σκοτεινά και υγρά, έμοιαζαν με «τα
ελικοειδή μονοπάτια των εντόμων στην καρδιά ενός καρπού».
Υπερβολικά πυκνόκτιστη και με κακές συνθήκες υγιεινής, η πόλη
υπέστη σημαντικό πλήγμα από τη χολέρα· το 1832 20.000 από
τους 861.000 κατοίκους της πόλης έχασαν τη ζωή τους από την
ασθένεια. Στις αρχές του 19ου αιώνα το Παρίσι αντιπροσώπευε
«την πρωτόγονη ακάθαρτη πόλη σε όλη την τη μεγαλοπρέπεια…
ο Μεσαίωνας σε επιθανάτια αγωνία».284
Μόνον όταν περπατούσαν στη Ρι ντε Ριβολί, στο Τουιλερί, στη
Μπουλβάρ ντες Ιταλιέν και στην Πλας ντε λα Ρεβολουσιόν, οι
τουρίστες ανακάλυπταν πραγματικά, εισέρχονταν στην άσχημη,
πυκνοκατοικημένη, μεσαιωνική πόλη, έναν «νέο κόσμο υπερ-
πολιτισμένης» αστικής ζωής που δεν ήταν εφικτή οπουδήποτε
αλλού στον πλανήτη. Υπήρχε, φυσικά, η μεγαλύτερη διαθέσιμη
στο κοινό συλλογή έργων τέχνης στο Λούβρο, καθώς και
πινακοθήκες στα Ανάκτορα του Λουξεμβούργου, των Βερσαλλιών
και στο Σεντ Κλουντ. Η μόδα, οι αγορές και η γαστρονομία ήταν
απαράμιλλες. Ο Μπαλζάκ έγραψε ότι το «μεγάλο ποίημα της
επίδειξης ψάλλει τις πολύχρωμες στροφές του από το Εγκλίζ ντε
λα Μαντλέν έως το Πορτ Σεν Ντενί».
Η πραγματική δόξα του Παρισιού δεν ήταν η φυσική του
εμφάνιση αλλά ο τρόπος με τον οποίο τη χρησιμοποίησαν οι
κάτοικοί του· η θεατρικότητα των δρόμων –ένα «τοπίο καμωμένο
από την απόλυτη ζωή»– το καθιστούσε την πιο σαγηνευτική
πόλη του πλανήτη και άγιο δισκοπότηρο για τους τουρίστες.
Ένας ανώνυμος Άγγλος κάτοικος έγραψε ότι το περπάτημα στους
δρόμους ήταν συναρπαστικό: «Είναι η αντανάκλαση της ζωής
και της κίνησης που μας περιβάλλει… για τη γενικότερη ένταση
της ζωής… Άλλο σαν το Παρίσι δεν έχει».285
Ένα αντίδοτο στο σύνδρομο του Παρισιού ήταν να βυθιστεί
κάποιος σε αυτή την παράσταση και να γίνει γνώστης του
αστικού δράματος. Όπως παρατήρησε ένας Αμερικανός ιερέας, η
λεωφόρος «είναι ασφαλώς το καλύτερο μέρος στον κόσμο για να
διασκεδάσει κανείς… Αρκεί να φορέσεις το καπέλο σου και να
περπατήσεις στον δρόμο και θα νιώσεις ευχαρίστηση». Το Παρίσι
πρόσφερε ένα απαράμιλλο συμπόσιο για όλες τις αισθήσεις.
Σύμφωνα με τον Μπαλζάκ, η πόλη είχε γίνει ένα «τεράστιο
μητροπολιτικό εργαστήριο παραγωγής απόλαυσης». Το Παρίσι,
καθώς έγραψε, «προελαύνει διαρκώς προς την πρόοδο… ποτέ δεν
ξεκουράζεται»· είναι «ένα τερατώδες θαύμα, ένα εκπληκτικό
σύνολο κινήσεων, μηχανών και ιδεών, η πόλη των χιλίων
διαφορετικών ειδυλλίων… μια ακάματη βασίλισσα των
πόλεων».286
Οι Παριζιάνοι απολάμβαναν τα πάντα δημοσίως, σε καφετέριες,
κήπους και πάρκα, χορούς, υπαίθριες συναυλίες, θέατρα και
καταστήματα. Οι κίνδυνοι της οδικής κυκλοφορίας οδήγησαν
στην κατασκευή περίπου 300 στοών. Όπως ο Μπαλζάκ το
συλλαμβάνει τόσο επιδέξια στα μυθιστορήματά του, το Παρίσι
ήταν μια πόλη συνεχούς, κακόηχης κίνησης. Στις αρχές του 19ου
αιώνα σημειώθηκε μια λογοτεχνική άνθηση, δημιούργημα
αστικών εξερευνητών που ξεχώριζαν τα αξιοθέατα, τους ήχους,
τις αντιθέσεις και την ποικιλία του Παρισιού. Είναι σαν οδηγοί
γραμμένοι όχι για τουρίστες αλλά για τους κατοίκους της πόλης,
αποκαλύπτοντας τα μυστήρια της κρυμμένης πόλης ώστε να
μπορούν να γίνουν κατανοητά ή να γεννούν τον φόβο. Η ίδια η
πόλη έγινε χαρακτήρας ενός βιβλίου, ένας σύνθετος ζωντανός
οργανισμός που έπρεπε να αναλυθεί και να εξηγηθεί.
Οι Παριζιάνοι είχαν τις δικές τους λέξεις για τους θεατές της
αστικής ζωής. Υπήρχε ο badaud, δηλαδή ο «θαυμάζων» που
περπατούσε ανάμεσα στο πλήθος απολαμβάνοντας το θέατρο της
καθημερινότητας να ξετυλίγεται μπροστά του. «Στο Παρίσι, όλα
αποτελούν συμβάν», έγραφε ο δραματουργός ντε Ζουί: «μια
σειρά από ξύλα που επιπλέουν σε παράταξη και τα παρασέρνει ο
ποταμός, δύο άμαξες που έρχονται αντιμέτωπες στον δρόμο, ένας
άντρας ντυμένος διαφορετικά από άλλους, ένα θωρακισμένο
αυτοκίνητο, μια κυνομαχία, αρκεί όλα αυτά να τα
παρατηρήσουν δύο άτομα και σύντομα θα γίνουν χίλια και το
πλήθος θα αυξάνεται ολοένα, ώσπου κάποια άλλη περίσταση,
εξίσου αξιοσημείωτη, να το απομακρύνει». Στο έργο Les Plaisirs
de Paris (Οι απολαύσεις του Παρισιού) ο Αλφρέντ Ντελβό
έγραψε ότι για έναν Παριζιάνο το να ζει στο σπίτι, να σκέφτεται
στο σπίτι, να τρώει ή να πίνει στο σπίτι, να υποφέρει ή να
πεθαίνει στο σπίτι ήταν εξίσου αδιανόητο και βαρετό:
«Χρειαζόμαστε τον δημόσιο βίο, το φως της ημέρας, τον δρόμο,
το καμπαρέ, το καφέ, το εστιατόριο».287
Ενώ οι Λονδρέζοι περπατούσαν «με σοβαρό και συγκεντρωμένο
ύφος», σημείωνε η Άννα Τζέιμσον (άλλη μία Αμερικανίδα
τουρίστρια της δεκαετίας του 1830), οι Παριζιάνοι περιφέρονταν
και κοιτούσαν «σαν να μην είχαν άλλο σκοπό στη ζωή παρά
μόνο να κοιτάζουν γύρω τους». Εάν η λέξη badaud (θαυμάζων)
περιέκλειε τη συμπεριφορά του παρισινού όχλου στους δρόμους
της πόλης, που τους θεωρούσαν ως δικό τους σουαρέ ή θέατρο,
υπήρχε άλλος ένας όρος που καθόρισε τελικά τη σύγχρονη
αστική φιγούρα, ο âneur.288
«Ο âneur289 είναι για τον badaud ό,τι είναι το γκουρμέ
φαγητό για τον λαίμαργο», έγραφε ο Ογκίστ ντε Λακρουά το
1842. Η λέξη âneur δεν αποδίδεται επακριβώς από
μεταφραστική άποψη. Ενώ ο badaud καταβρόχθιζε άπληστα την
πόλη, ο âneur ήταν ένας οξυδερκής γνώστης, ένας κρυφός,
ψύχραιμος παρατηρητής που εξερευνούσε την πόλη μέσα από το
αστικό πλήθος χωρίς ποτέ να αποτελεί μέρος της. Ο Μπαλζάκ
περιέγραψε τη ânerie ως «γαστρονομία του ματιού». Ο Σαρλ
Μποντλέρ περιέγραφε τον χαρακτήρα ως εξής: «Για τον τέλειο
âneur, για τον παθιασμένο θεατή, αποτελεί τεράστια χαρά να
εγκαθίσταται στην καρδιά του πλήθους, καταμεσής της άμπωτης
και της πλημμυρίδας, εν μέσω του φευγαλέου και του
άπειρου».290
Ο Παριζιάνος âneur ήταν δημιούργημα των δημοσιογράφων
και συγγραφέων τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ως τότε,
âneur ήταν ο νωχελικός αργόσχολος που το μόνο που είχε να
κάνει ήταν να κοιτάζει. Μέχρι τις δεκαετίες του 1820 και του
1830, ο âneur της μεσαίας τάξης είχε γίνει ένα πρόσωπο
εξαιρετικά σοβαρών προθέσεων. Συμβόλιζε τον θρίαμβο της
μπουρζουαζίας ως ιδιοκτητών των δρόμων. «Ποιες
παραδοξότητες μπορείτε να βρείτε όταν ξέρετε πώς να κάνετε
βόλτα και να κοιτάζετε», έγραφε ο Μποντλέρ. «Το σουλάτσο
είναι επιστήμη», δήλωνε ο Μπαλζάκ, καταγράφοντας το
παριζιάνικο πάθος για τη ânerie.291,292
Αυτό ήταν που καθιστούσε το Παρίσι μοναδικό: η ευαισθησία
των ανθρώπων του στην εκτίμησή τους για την καθημερινή ζωή
της πόλης και για τον ιδιόμορφο ρυθμό της.
Βρετανοί και Αμερικανοί επισκέπτες στο Παρίσι έμαθαν να
προσαρμόζονται στους ρυθμούς του, επιβραδύνοντας τον δικό
τους ρυθμό και μειώνοντας την επιφυλακτικότητά τους με
αποτέλεσμα να αρχίζουν να κοιτάζουν στα ίσα άλλους
ανθρώπους στον δρόμο, στα καφέ και στις στοές. Αυτό κάνουμε
σε μια ξένη πόλη όπου δεν γνωρίζουμε τη γλώσσα: προσπαθούμε
να βυθιστούμε σε αυτή με το να γινόμαστε αποστασιοποιημένοι
παρατηρητές μες στην κακοφωνία της αστικής ζωής. Μια
αγγλική περιγραφή του âneur παρομοίαζε τον αστικό
περιπλανώμενο με την πρόσφατα εφευρεθείσα φωτογραφία: «Το
μυαλό του είναι σαν μια ευαίσθητη κενή πλάκα φωτογραφιών,
έτοιμη για οποιαδήποτε εντύπωση μπορεί να εμφανιστεί». Η
σύγχρονη συνήθεια του να κρύβεται κάποιος πίσω από μια
κάμερα ή ένα τηλέφωνο είναι μια έκδοση του
αποστασιοποιημένου âneur, ο οποίος είναι μεν παρών χωρίς να
βρίσκεται εκεί, ένας ανώνυμος παρευρισκόμενος που καταγράφει
εντυπώσεις και πλαισιώνει τη σκηνή, σαν τουρίστας. «Ο
φωτογράφος», έγραφε η Σούζαν Σόνταγκ, «είναι μια πιο
εξοπλισμένη εκδοχή του μοναχικού περιπατητή που κατοπτεύει,
καταδιώκει, ταξιδεύει στην αστική κόλαση, του ηδονοβλεψία
περιπατητή που ανακαλύπτει την πόλη ως τοπίο φιλήδονων
υπερβολών».293
Η σύγχρονη τέχνη, η λογοτεχνία, η φωτογραφία και, αργότερα,
ο κινηματογράφος επηρεάστηκαν από τη ânerie. Πιο
ουσιαστικά, η ânerie μας βοήθησε να εξερευνήσουμε βαθύτερα
την ψυχολογία της ζωής στην πόλη, θέτοντας ερωτήματα
σχετικά με τη σύγχρονη αστική ζωή και συμβάλλοντας στην
απάντησή τους. Αλλά πριν φτάσουμε εκεί, ερχόμαστε στο σημείο
όπου ο κόσμος του Παριζιάνου âneur δέχθηκε σφοδρή επίθεση.

Δεν χρειάζεται να ανεβούμε σε έναν ουρανοξύστη, όπως κάνουμε


σε πολλές άλλες πόλεις, για να εκτιμήσουμε την πανοραμική θέα
του Παρισιού και να την καταστήσουμε εμφανή. Επειδή το
Παρίσι βρίσκεται σε ένα μεγάλο, επίπεδο λεκανοπέδιο, ο
περιπλανώμενος στους δρόμους του διαθέτει έναν εκτεταμένο
οριζόντιο αστικό ορίζοντα που αναδεικνύει τα ιστορικά κτίριά
του. Όταν κοιτάξουμε από ψηλά, από τους λόφους της
Μονμάρτρης και της Μπελβίλ ή από τον Πύργο του Άιφελ,
μπορούμε να δούμε το υπέροχο γεωμετρικό οδικό δίκτυο –ένα
αριστούργημα πολεοδομίας– που απλώνεται μπροστά μας σε όλη
του τη μεγαλοπρέπεια, διάστικτο με τα φυλλώματα των
δέντρων.
Το Παρίσι που κατακτά τη φαντασία με αυτόν τον τρόπο είναι
δημιούργημα της δεκαετίας του 1850 και του μεγαλύτερου
αστικού οραματιστή του σύγχρονου κόσμου, του Ζορζ Εζέν
Οσμάν. Το κυκλοφοριακό σύστημα της πόλης είχε φτάσει στην
απόλυτη συμφόρηση· έπρεπε να αποσυμφορηθεί, αφήνοντας να
εισέλθει φως και αέρας στο σκοτάδι και επιτρέποντας στους
πολίτες του να μετακινούνται πιο ελεύθερα στη μητρόπολη. Η
Ευρώπη αντιμετώπιζε έναν αστικό όλεθρο ασθενειών,
επαναστάσεων και κοινωνικής κατάρρευσης. Ο όλεθρος αυτός
εκδηλώθηκε σε τόπους όπως το Μάντσεστερ κι έφτασε στο
αποκορύφωμά του στο Παρίσι.
Σχολαστικός σε όλα, ο Οσμάν δεν είχε καμία αγάπη για το
μεσαιωνικό Παρίσι, το οποίο συνέδεε με τη βρομιά. Σε όλες τις
πτυχές της ζωής του ήθελε να επιβάλει τάξη στο χάος και
καθαριότητα στον βόρβορο. Ένας «ψηλός, δυνατός, δυναμικός,
ενεργητικός» άντρας και ταυτόχρονα «έξυπνος και ύπουλος», ο
Οσμάν ήταν ένας έμπειρος δημόσιος διοικητής 44 ετών, όταν το
1853 προτάθηκε στον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ ως
υποψήφιος για τη νομαρχία του Σηκουάνα.294
Τον Δεκέμβριο του 1851, αντιμέτωπος με τη λήξη της θητείας
του ως προέδρου, ο Ναπολέων είχε καταλάβει την εξουσία
πραξικοπηματικά. «Το Παρίσι είναι η καρδιά της Γαλλίας»,
δήλωσε λίγους μήνες αργότερα σε μια ομιλία του. «Ας
καταβάλουμε προσπάθεια για να κοσμήσουμε αυτή την υπέροχη
πόλη. Ας ανοίξουμε νέους δρόμους, ας καταστήσουμε πιο
υγιεινές τις συνοικίες της εργατικής τάξης, που στερούνται αέρα
και φωτός, και ας αφήσουμε το ευεργετικό φως του ήλιου να
φτάσει παντού μέσα από τους τοίχους μας».295
Ωστόσο, το έργο ακόμη χώλαινε. Τον Δεκέμβριο του 1852 ο
Ναπολέων ανακήρυξε εαυτόν αυτοκράτορα. Τώρα, με απόλυτη
εξουσία, μπορούσε να θέσει σε κίνηση το όραμά του χωρίς
πολιτικούς περιορισμούς. Λίγες μέρες μετά τη συνάντησή του με
τον Οσμάν, ο αυτοκράτορας του έδειξε έναν χάρτη του Παρισιού,
με ευρείες, ευθείες νέες λεωφόρους σημειωμένες πάνω στο
μεσαιωνικό σχέδιο των δρόμων, δηλαδή τις αρτηρίες που θα
διοχέτευαν τη ζωή στο αποσυντεθειμένο Παρίσι. Ο Ναπολέων Γ΄
ήθελε μια πόλη σύγχρονη, όμορφη, υγιεινή, που εύκολα θα
μπορούσε κάποιος να τη διασχίσει, μια πόλη αντάξια ενός
αυτοκράτορα. Και την ήθελε αμέσως.
Το Παρίσι που προέκυψε ήταν προϊόν τόσο της αυτοκρατορικής
δύναμης του Ναπολέοντα όσο και του συστηματικού εγκεφάλου
του Οσμάν. Αντικατόπτριζε τη σύγχρονη ανάγκη για
κινητικότητα και τη βαθιά ανάγκη του αρχικού σχεδιαστή της
για τάξη και ομοιομορφία. Η ανανέωση του Παρισιού ξεκίνησε
με το grande croisée de Paris, ένα σταυροδρόμι ειδικά
σχεδιασμένο για να διευκολύνει την κίνηση από τα ανατολικά
προς τα δυτικά κατά μήκος της Ρι ντε Ριβολί και της Ρι Σεντ
Αντουάν και από βορρά προς νότο κατά μήκος δύο νέων
λεωφόρων, της Στρασμπούρ και της Σεμπαστοπόλ. Πάνω στο Ιλ
ντε λα Σιτέ, το αρχαίο λίκνο του Παρισιού, η Παναγία των
Παρισίων απαλλάχθηκε από τα παλαιά κτίρια που
συγκεντρώνονταν γύρω από αυτή και το μεγαλύτερο μέρος του
πληθυσμού αναχώρησε από το νησί. Στη θέση τους υψώθηκαν
κτίρια δημοτικής εξουσίας και διοίκησης. «Ήταν ο
εκσπλαχνισμός του παλιού Παρισιού», έγραψε ο Οσμάν.296
Από την Αψίδα του Θριάμβου απλώθηκε σε ακτινωτή διάταξη
ένα άστρο λεωφόρων· τρεις λεωφόροι ακτινώθηκαν από την Πλας
ντι Σατό ντ’ Ο (τη σημερινή Πλας ντε λα Ρεπουμπλίκ)· νέοι
δρόμοι συνέδεσαν το σύστημα με τους σιδηροδρομικούς
σταθμούς της πόλης. Τα αδιαπέραστα, στενά σοκάκια που
κατέληγαν σε αυτούς καταργήθηκαν. Πολλά ιστορικά κτίρια
καταστράφηκαν μαζί με τον κυκεώνα των σπιτιών. Ακόμη και η
βαθιά ιστορία δεν εξαιρέθηκε. Σήμερα όσοι ανεβαίνουν τα
σκαλοπάτια των εκκλησιών Σεν Ζερβέ και Σεν Ζακ ντε λα
Μπουσερί στο Μαρέ πιθανώς δεν συνειδητοποιούν ότι κρύβουν
μέσα τους τα δύο τελευταία απομεινάρια του Παρισιού που είναι
γνωστά ως monceaux,297 όπου κάποτε βρίσκονταν οικισμοί των
Μεροβίγγειων. Τα υπόλοιπα monceaux, μαζί με μεγάλο μέρος
της προϊστορικής και ιστορικής τοπογραφίας του Παρισιού,
ισοπεδώθηκαν από τον Οσμάν για να διαμορφώσει μια επίπεδη
επιφάνεια για τη νέα του πόλη. «Σε μία εβδομάδα ή δύο, άλλη
μια σελίδα θα έχει αφαιρεθεί βίαια από το βιβλίο του ιστορικού
Παρισιού», θρηνούσε ένας Άγγλος κάτοικος. Η συγκέντρωση
επάλληλων κτιρίων, ρυθμών και εποχών, τόσο χαρακτηριστική
στις πόλεις, έχασε τη μάχη ενάντια στους αγαπημένους
γεωμετρικούς δρόμους του Οσμάν, και ανάμεσά τους μια
ομοιόμορφη παρέλαση κτιρίων στον αντίποδα του διακριτικού
παρισινού ασβεστόλιθου με το κιτρινωπό χρώμα του βουτύρου.298
Ενώ πολλοί ήταν τρομοκρατημένοι καθώς καταστρέφονταν τα
σπίτια, οι δρόμοι, οι γειτονιές και τα τοπόσημα τα δικά τους
αλλά και του ιστορικού Παρισιού, ο Οσμάν παρέμεινε ένας
ανυπόμονος τεχνοκράτης, ανησυχώντας ελάχιστα για το
ανθρώπινο κόστος καθώς ξεδίπλωνε τη δραστική επέμβασή του.
«Για να δημιουργηθούν οι τεράστιοι χώροι στα άκρα της πόλης,
οι οποίοι παρέμεναν μη παραγωγικοί, απρόσιτοι και
ακατοίκητοι», έγραψε, «η πρώτη μας δουλειά ήταν να χαράξουμε
δρόμους που διέσχιζαν την πόλη απ’ άκρη σ’ άκρη,
διαμελίζοντας τις κεντρικές συνοικίες». Εκσπλαχνισμός, κοπή και
διαμελισμός: το ιδίωμα του Οσμάν ήταν αυτό της κτηνώδους
δημιουργικής καταστροφής.299
Ως άρρωστο και εύθραυστο παιδί με ασθενικούς πνεύμονες, ο
Οσμάν αναγκαζόταν να περπατά από το σπίτι στο σχολείο μέσα
από έναν λαβύρινθο από στενά δρομάκια και σοκάκια, όπου οι
αισθήσεις του δέχονταν επίθεση από βλαβερές οσμές και βρομιά.
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ως ένας επιμελής ενήλικας,
χωρίς να ξεχνά το γεμάτο παιδικά τραύματα σχολιαρόπαιδο που
κάποτε ήταν, χαμένο μέσα στους μεσαιωνικούς λαβυρίνθους,
ποθούσε μια πόλη υγιεινή και εξορθολογισμένη.300
Το Παρίσι, για τον Οσμάν, ήταν σαν ένα ανθρώπινο σώμα, ένα
σύστημα από αρτηρίες, φλέβες, όργανα και πνεύμονες. Είχε
επίσης έντερα και σωθικά. Το πραγματικό αριστούργημα του
Οσμάν βρίσκεται κάτω από τους δρόμους, στο σύστημα
αποχέτευσης που δημιούργησε. Στο Λονδίνο –όπου οι 200.000
καταβόθρες και ο βρομερός ποταμός ξεχειλίζουν από τα
απόβλητα περισσότερων από 2,6 εκατομμυρίων ανθρώπων– ο
πολιτικός μηχανικός Τζόζεφ Μπαζαλτζέτ κατασκεύασε ένα
τεράστιο δίκτυο υπόγειων υπονόμων μήκους άνω των 132
χιλιομέτρων και οδικών υπονόμων μήκους 1.610 χιλιομέτρων
από το 1858, πλαισιωμένο από αγωγούς λυμάτων, αντλιοστάσια
και συστήματα εκροής. Ως γνωστόν, ο Μπαζαλτζέτ κατασκεύασε
τους υπονόμους με ικανό πλάτος ώστε το σύστημά του να
μπορεί, σε γενικές γραμμές, να διαχειρίζεται τα απόβλητα του
Λονδίνου ακόμα και σήμερα. Καθώς ήταν αδύνατο να
τοποθετήσει κάποιος αγωγούς υπογείως στο Σικάγο, το Σικάγο
υπέστη ανύψωση ώστε να δημιουργηθεί χώρος για τους αγωγούς.
Από το 1858 ολόκληρα κτίρια από τούβλα ανυψώθηκαν κατά
1,80 μέτρα πάνω σε υδραυλικούς γρύλους και ανυψωτικούς
γρύλους με κοχλία. Μέχρι το 1860, 600 εργάτες,
χρησιμοποιώντας 6.000 γρύλους, ανύψωναν μισό οικοδομικό
τετράγωνο. Αφού ανύψωναν μια ολόκληρη σειρά καταστημάτων,
γραφείων, επιχειρήσεων και ξενοδοχείων βάρους 35.000 τόνων
και επιφάνειας 4 στρεμμάτων, η ζωή του δρόμου συνεχιζόταν
ακριβώς σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Όσο οι δρόμοι
θέτονταν εκτός λειτουργίας προσωρινά, δημιουργούνταν νέα
θεμέλια, εξοπλισμένα με αποχετευτικούς αγωγούς.301
Το Σικάγο και το Λονδίνο απέκτησαν τα δικά τους θαύματα
υπόγειου εκσυγχρονισμού στις δεκαετίες του 1850 και του 1860.
Ο Οσμάν ξεπέρασε ακόμη και αυτούς τους θριάμβους της
υγιεινής και της τεχνολογίας. Το αποχετευτικό του δίκτυο
αναπαρήγαγε το ορθογώνιο οδικό δίκτυο και ήταν εξίσου
εξορθολογισμένο, μεγαλοπρεπές και καλά φωτισμένο με τις
υπέργειες λεωφόρους· οι αγωγοί και οι υπόγειες στοές ήταν
αρκετά μεγάλα για να τα περπατήσει κανείς ή ακόμα και να
διέλθει με σκάφος και οι διάδρομοί τους διατηρούνταν
σχολαστικά καθαροί. Οι υπόνομοι εξέφραζαν την άποψη του
Οσμάν για την πόλη όχι πρωτίστως ως ένα ανθρώπινο
κατασκεύασμα διαδοχικών γενεών και επάλληλων επιπέδων αλλά
ως μηχανή. Ή, με άλλα λόγια, ο Οσμάν ασχολήθηκε περισσότερο
με τις αρτηρίες και τα όργανα και λιγότερο με τον συνδετικό
ιστό που κρατά το σώμα σε συνοχή.302
Οι πνεύμονες της πόλης ήταν εξίσου σημαντικοί με το πεπτικό
της σύστημα. Ο Οσμάν έγραψε στα απομνημονεύματά του ότι ο
αυτοκράτορας τον πρόσταξε ως εξής: «Μη χάσετε την ευκαιρία
να χτίσετε σε όλα τα διαμερίσματα του Παρισιού τον μεγαλύτερο
αριθμό πλατειών, προκειμένου να προσφέρετε στους
Παριζιάνους, όπως έχουν κάνει στο Λονδίνο, χώρους χαλάρωσης
και αναψυχής για όλες τις οικογένειες και όλα τα παιδιά,
πλούσιους και φτωχούς». Ο Οσμάν δημιούργησε τέσσερα
τεράστια και υπέροχα πάρκα, προσθέτοντας 600.000 δέντρα και
19.000 στρέμματα υπαίθριου χώρου στην πόλη, και ενσωμάτωσε
24 νέες πλατείες στην κάτοψή της. Κανένας Παριζιάνος δεν
απείχε περισσότερο από δέκα λεπτά με τα πόδια από υπαίθριο
χώρο.303
Σε έναν αιώνα αστικής αποσύνθεσης και απόδρασης από το
πυκνόκτιστο, βρομικο κέντρο της πόλης, το Παρίσι στεκόταν ως
φάρος νεωτερισμού και προόδου, η μητρόπολη που
αναγεννήθηκε στη βιομηχανική εποχή. Ανοιχτό στο φως και
στον αέρα, εξωραϊσμένο με τάξη και κομψότητα και καθαρισμένο
σε σημείο που να καταστεί αγνώριστο, το Παρίσι προσέλκυε
τουρίστες όπως ποτέ άλλοτε. Το Γκραντ Οτέλ ντι Λουβρ άνοιξε
το 1855 για να συμπέσει χρονικά με τη Διεθνή Έκθεση. Το
πρώτο πολυτελές ξενοδοχείο της Γαλλίας και το μεγαλύτερο στην
Ευρώπη, ήταν το αποκορύφωμα του κομψού τουρισμού με 1.250
υπαλλήλους, 700 πολυτελή υπνοδωμάτια και δύο ατμοκίνητους
ανελκυστήρες. Το Γκραντ Οτέλ, που άνοιξε το 1862 κοντά στην
Όπερα, ήταν τόσο μεγαλειώδες και πολυτελές ώστε η
αυτοκράτειρα Ευγενία δήλωσε ότι ένιωθε «απολύτως σαν στο
σπίτι. Νιώθω ότι είμαι στο Κομπιέν ή στο Φοντενεμπλό».
Καταλαμβάνοντας ένα ολόκληρο τριγωνικό οικοδομικό
τετράγωνο, είχε 800 πολυτελή υπνοδωμάτια, 65 καθιστικά,
υδραυλικούς ανελκυστήρες, τουρκικά χαμάμ, υπηρεσία
τηλεγραφίας, γραφείο εισιτηρίων θεάτρου και κάβα με ένα
εκατομμύριο φιάλες.304
Τα μεγάλα ξενοδοχεία συνοδεύονταν από grands magasins,
απαστράπτοντα νέα πολυκαταστήματα χτισμένα σε μνημειακή
κλίμακα. Το Λε Μπον Μαρσέ, που χτίστηκε μεταξύ των ετών
1867 και 1876 με την τεχνική βοήθεια του Γκιστάβ Εφέλ, ήταν
ένα πολυώροφο πολυκατάστημα με σιδερένιο σκελετό,
σχεδιασμένο έτσι ώστε το τεράστιο εσωτερικό του –50.000
τετραγωνικά μέτρα– να είναι λουσμένο στο φως. Κατά μήκος
των τεσσάρων πλευρών του, τεράστια παράθυρα με
υαλοπετάσματα επέτρεπαν τη θέα στο πανέμορφο σκηνικό του
καταναλωτισμού. Κάθε μέρα μια στρατιά 3.500 υπαλλήλων
εξυπηρετούσε 16.000 πελάτες. Τα μεγάλα ξενοδοχεία και τα
grands magasins δεν ήταν απλώς μεγαλύτερα από τους
προκατόχους τους· ήταν σκόπιμα σχεδιασμένα, με τεράστιο
κόστος, ώστε να μοιάζουν με δημόσια κτίρια και μνημεία, πόλοι
έλξης τουριστών αυτά καθαυτά.305
Η ανακατασκευή του Παρισιού δημιούργησε επίσης χώρο για
μεγαλύτερα, πολυτελέστερα καφέ στις λεωφόρους, όπως το Ελ
Ντοράντο στη Μπουλβάρ ντε Σεμπαστοπόλ και το Καφέ ντε λα
Πε στο ισόγειο του Γκραντ Οτέλ. Όπως περιέγραφε ένας
ταξιδιωτικός οδηγός αυτές τις νέες δημιουργίες, «Όταν
φωτίζονται τη νύχτα, το αποτέλεσμα… είναι πέρα για πέρα
εκθαμβωτικό. Καρέκλες και τραπεζάκια τοποθετούνται έξω όπου
και τα δύο φύλα μπορούν να απολαύσουν τη δροσερή βραδιά
και να παρακολουθήσουν τις κινούμενες σκηνές γύρω τους… Το
μάτι θαμπώνεται από τόση μεγαλοπρέπεια και το αποτέλεσμα
επιτείνεται από το υψηλό γούστο και την πολυτέλεια που
χαρακτηρίζουν τη διακόσμηση».306
Ο Μαρξ σχολίασε δηκτικά ότι ο Οσμάν ισοπέδωσε με
οδοστρωτήρα την ιστορική πόλη «για να δημιουργήσει έναν τόπο
για περιηγητές!» Επιβλητικοί νεοκλασικοί σιδηροδρομικοί
σταθμοί, μεγάλα ξενοδοχεία, μεγάλα πολυκαταστήματα, grands
boulevards,307 μεγάλα καφέ, όπερες, θέατρα, μουσεία, αίθουσες
τέχνης, γοτθικοί καθεδρικοί ναοί, πάρκα και δρόμοι για περίπατο
– το τουριστικό μονοπάτι του Παρισιού σχεδιάστηκε ως μια
πολυτελής περιήγηση μέσα από μια ζώνη αστικής απόλαυσης για
διεθνείς επισκέπτες, περιηγητές, παραθεριστές του
Σαββατοκύριακου και αγοραστές, προσφέροντάς τους την
ευκαιρία να συμμετάσχουν σε έναν αστικό τρόπο ζωής που
άλλοτε αφορούσε αποκλειστικά την αριστοκρατία και τους
ζάπλουτους.
Και όλοι αυτοί κατέφθαναν σε μεγάλους αριθμούς καθώς η
τουριστική βιομηχανία απογειώθηκε με την έλευση του
σιδηροδρόμου. Το 1840 υπήρχαν 87.000 διελεύσεις στη Μάγχη·
αυτές αυξήθηκαν σε 344.719 το 1869 και 951.078 το 1899. Ο
ταξιδιωτικός πράκτορας Τόμας Κουκ μετέφερε Βρετανούς στη
Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1867 έναντι του χαμηλού
τιμήματος των 36 σελινιών έκαστος, με το οποίο οι πελάτες
είχαν τέσσερις ημέρες διαμονής με όλα τα έξοδα πληρωμένα. Από
9 έως 11 εκατομμύρια άνθρωποι από τη Γαλλία και απ’ όλο τον
κόσμο επισκέφτηκαν αυτή την Παγκόσμια Έκθεση· η έκθεση του
1876 προσέλκυσε 13 εκατομμύρια και το 1889 (όταν ο Πύργος
του Άιφελ αποκαλύφθηκε στο κοινό) η συμμετοχή ξεπέρασε τα
30 εκατομμύρια.308
Η εποχή του μαζικού τουρισμού είχε πλέον φτάσει και μάλιστα
με πάταγο. Οι πόλεις που παγιδεύτηκαν στη δίνη αυτής της
επανάστασης έχουν αλλάξει σε απροσμέτρητο βαθμό. Μεταξύ
των ετών 2000 και 2015 ο αριθμός των παγκόσμιων τουριστών
διπλασιάστηκε και έφτασε τα 1,3 δισεκατομμύρια· έως το 2030
θα υπάρχουν 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι που θα κάνουν
διακοπές κάθε χρόνο. Σε πολλές πόλεις η κεντρική συνοικία
μοιάζει λιγότερο με ζωντανή οικιστική ζώνη ή επιχειρηματικό
κέντρο και περισσότερο με τουριστικό θεματικό πάρκο·
φανταστείτε τη Νέα Ορλεάνη ή την Μπανγκόκ χωρίς τις
λεγεώνες τουριστών που τις επισκέπτονται. Ακόμα και μεγάλα
χρηματοοικονομικά κέντρα όπως το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη, το
Παρίσι και η Σαγκάη παραχωρούν πολλές από τις κεντρικές
συνοικίες τους σε τουρίστες, παρέχοντάς τους μπαρ, εστιατόρια,
γρήγορο φαγητό και διασκέδαση και στεγάζοντάς τους σε
ξενοδοχεία, ξενώνες και διαμερίσματα Airbnb. Η ισορροπία
απομακρύνεται σταδιακά από τους μόνιμους πολίτες· τα
εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων που αναζητούν
ευχαρίστηση είναι σίγουρα μία από τις σημαντικότερες δυνάμεις
που αναδιαμορφώνουν τις σύγχρονες μητροπόλεις.
Αυτό ελάχιστη έκπληξη μας προκαλεί καθώς ο περιοδικός
πληθυσμός μιας μητρόπολης επισκιάζει τον πληθυσμό των
μόνιμων κατοίκων της. Το Λονδίνο, με περίπου 10 εκατομμύρια
κατοίκους, δέχτηκε 274 εκατομμύρια εγχώριους επισκέπτες χωρίς
διανυκτέρευση το 2014, 11,4 εκατομμύρια εγχώριους επισκέπτες
με μία διανυκτέρευση και 17,4 εκατομμύρια διεθνείς επισκέπτες.
Η Σαγκάη είχε 300 εκατομμύρια επισκέπτες, κυρίως εγχώριους,
κερδίζοντας 35 δισεκατομμύρια δολάρια από όλη αυτή τη
διαδικασία.309
Το Παρίσι υπήρξε ο προάγγελος της εξυγίανσης των
μητροπολιτικών αστικών κέντρων τον τελευταίο ενάμιση αιώνα,
καθώς αυτά μετατρέπονταν σε τόπους για αγορές και αναψυχή.
Η εφημερίδα Le Temps κραύγαζε με οργή το 1867 ότι το
γεωγραφικό κέντρο του Παρισιού του Οσμάν ήταν η Όπερα, ένας
τόπος επιπολαιότητας, όχι ένας καθεδρικός ναός, ένα πολιτικό
οικοδόμημα ή ένα κοινοβούλιο: «Άραγε δεν είμαστε πλέον τίποτα
περισσότερο από την πρωτεύουσα της κομψότητας και της
ευχαρίστησης;»310

«Απάνθρωπε κατεδαφιστή», έγραφε ο ποιητής Σαρλ Βαλέτ για


τον Οσμάν, «πώς κατάντησες το παρελθόν μου; / Μάταια
αναζητώ το Παρίσι· αναζητώ τον εαυτό μου». Μέσα στον
ανακαινιστικό στρόβιλο του Οσμάν, 350.000 Παριζιάνοι
εκτοπίστηκαν. Καμία πόλη δεν είχε μεταμορφωθεί ποτέ τόσο
γρήγορα σε εποχές ειρήνης. Το «Παλιό» Παρίσι κατακτήθηκε,
αφήνοντας πίσω του πολλούς τραυματίες από τη νέα του
ενσάρκωση. «Δεν υπάρχουν πλέον άναρχοι δρόμοι, που να
εκτείνονται ελεύθερα, παραγεμισμένοι με κόσμο», θρηνούσε ο
Βκτόρ Ουγκό. «Δεν υπάρχουν καπρίτσια· δεν υπάρχουν πλέον
ελικοειδή σταυροδρόμια».311
Το ασύμμετρο δίκτυο από σοκάκια που έδιναν ζωή στο Παρίσι
και το καθιστούσαν μια πόλη ιδανική για « âneurs, badauds
και αναζητητές της απόλαυσης» είχε αντικατασταθεί από μια
ανελέητη γεωμετρία και λεωφόρους που χάνονταν στο βάθος του
ορίζοντα. Η εύτακτη μορφή των λεωφόρων, με άλλα λόγια,
καθήλωνε το βλέμμα προς τα εμπρός αντί να ενθαρρύνει το
περιπλανώμενο μάτι της ânerie. Πολλοί άλλοι θεώρησαν το
συγκεκριμένο οδικό δίκτυο ως εκδήλωση τυραννικού ελέγχου,
ένα τεράστιο αστικό στρατόπεδο σχεδιασμένο ώστε να πειθαρχεί
τις μάζες.312
Εάν το Μάντσεστερ και το Σικάγο πρότειναν μια νέα τάση στις
πόλεις αντιστρέφοντας το μέσα με το έξω, με το κέντρο να
κυριαρχείται από τη βιομηχανία και τις φτωχογειτονιές και τα
προάστια ως ημι-ποιμενικό αναχωρητήριο, το νέο Παρίσι το
αντέστρεψε αυτό θεαματικά. Υπήρχε ένα εξευγενισμένο,
καθαρισμένο κέντρο και μια βιομηχανική περιφέρεια της
εργατικής τάξης. «Οι τεχνίτες και οι εργάτες», έγραφε ο Λουί
Λαζάρ, «είναι κλειδαμπαρωμένοι μέσα σε πραγματικές Σιβηρίες,
διαγραμμισμένες με ελικοειδή, λιθόστρωτα μονοπάτια, χωρίς
φώτα, χωρίς καταστήματα, χωρίς τρεχούμενο νερό, όπου όλα
βρίσκονται σε έλλειψη… Ράψαμε κουρέλια πάνω στον πορφυρό
μανδύα μιας βασίλισσας· χτίσαμε εντός του Παρισιού δύο πόλεις,
εντελώς διαφορετικές και εχθρικές μεταξύ τους: την πόλη της
πολυτέλειας, που πλαισιώνεται και πολιορκείται από την πόλη
της φτώχειας».313
Σε έναν διάσημο πίνακα του νέου Παρισιού –τον μνημειώδη
Δρόμο του Παρισιού μια βροχερή μέρα (1877)– ο Γκιστάβ
Καγιεμπότ απεικονίζει μία από τις πιο χαρακτηριστικές
καινοτομίες του Οσμάν, μια διασταύρωση σε σχήμα άστρου από
την οποία εκτείνονται οι δρόμοι σε ακτινωτή διάταξη. Το
τριγωνικό σημείο του κεντρικού συγκροτήματος διαμερισμάτων
είναι τόσο απέραντο και τόσο εκφοβιστικά απρόσωπο όσο η
πλώρη ενός υπερωκεάνιου που προβάλλει ογκώδης και
απειλητική μπροστά σε μια αβοήθητη σωσίβια λέμβο. Στο βάθος
διακρίνονται σκαλωσιές: πρόκειται για μια πόλη που εξακολουθεί
να «οσμανοποιείται», παρόλο που ο Οσμάν δεν ήταν πλέον στα
πράγματα το 1877. Οι ομπρέλες είναι ανοιχτές, τα λιθόστρωτα
αστράφτουν μετά τη βροχή και κάποιοι άνθρωποι κυκλοφορούν
στον δρόμο. Όμως τους πεζούς σε αυτή την ανοιχτή αστική
έκταση τους χωρίζει η μεταξύ τους απόσταση. Κανείς δεν μιλάει,
ακόμη και όσοι περπατούν ανά ζεύγη. Οι κύριες μορφές είναι η
μπουρζουαζία με μοντέρνα ενδυμασία, οι κάτοικοι των ακριβών
appartements314 που συμπληρώνουν το τοπίο· οι εργάτες είναι
απόμακροι και μόνοι, απλοί υπηρέτες της μητροπολιτικής ελίτ,
μη συμμετέχοντας ενεργά στη ζωή του δρόμου.
Η χωροταξική διάκριση των Παριζιάνων περιπατητών
μετριάζεται από τις ομπρέλες τους, ένα αντικείμενο που
δημιουργεί έναν υλικό κύκλο ιδιωτικότητας. Το κομψό ζευγάρι
στο κέντρο κοιτάζει πέρα από τον μεγαλόσωμο άνδρα που τους
πλησιάζει –τον οποίο βλέπουμε κατά το ήμισυ– αλλά η
επικείμενη σύγκρουση των ομπρελών τους θα πρέπει να οδηγήσει
σε μια πιρουέτα αποφυγής –μια ακόμη πράξη απομάκρυνσης –
εντός ολίγων δευτερολέπτων. Ή αλλιώς πρόκειται να
συγκρουστούν αναζητώντας πέρασμα.
Ένα διαφορετικό σκηνικό έχουμε στον πίνακα Στα περίχωρα
του Παρισιού του Βαν Γκογκ, ένα από τα έργα που φιλοτέχνησε
το 1887, όπου απεικονίζονται σημεία στα οποία η πόλη
συνάντησε την ύπαιθρο. Εδώ είναι η «νόθα ύπαιθρος», οι
εσχατιές του Παρισιού. Οι εργαζόμενοι κάτοικοι των banlieue,315
που εκτοπίστηκαν από το κέντρο της μητρόπολης, αποδίδονται
ως γκρίζες μουντζούρες. Όπως και στον πίνακα του Καγιεμπότ,
υπάρχει ένας μοναχικός φανοστάτης στο κέντρο. Αλλά σε αυτή
την περίπτωση πρόκειται για ένα αστικό τεχνούργημα το οποίο
εκτοπίστηκε παραδόξως στα πεδία αυτής της απόκοσμης
μεταβατικής ζώνης. Οι άνθρωποι βαδίζουν σε διαφορετικές
κατευθύνσεις και σε διάφορα λασπωμένα μονοπάτια κι έτσι
δίνεται έμφαση στη μεταξύ τους αποξένωση αλλά και στην
αποξένωση από το ίδιο το Παρίσι. Εδώ, σε αυτούς τους πίνακες
των Καγιεμπότ και Βαν Γκογκ, παρουσιάζεται με πρόδηλο τρόπο
η μοναξιά της σύγχρονης πόλης.
Το Μάντσεστερ και το Σικάγο, με τη βιομηχανία και τη
φτώχεια τους, ήταν οι σοκαριστικές πόλεις του 19ου αιώνα. Το
Παρίσι δεν ήταν λιγότερο σοκαριστικό. Ο αιφνίδιος
μετασχηματισμός της μητρόπολης από τον Οσμάν, η ισοπέδωση
της παλιάς οικείας πόλης, δραματοποίησε τα αποξενωτικά
αποτελέσματα της αστικής ζωής. Οι πίνακες του Καγιεμπότ για
την αστική μοναξιά αποτελούν έναν σχολιασμό της ψυχολογίας
της σύγχρονης ζωής στην πόλη και όχι απαραίτητα
αναπαραστάσεις της πραγματικότητας του Παρισιού. Στις
περισσότερες γραπτές αναφορές και στους ιμπρεσιονιστικούς
πίνακες, το νέο Παρίσι είναι μια δίνη απόλαυσης, θορύβου,
οχλαγωγίας, πλήθους και άγριας ενέργειας.
Ένας Αμερικανός τουρίστας χαρακτήρισε τους Παριζιάνους ως
«νομαδικούς κοσμοπολίτες», οι οποίοι παραμένουν κατ’ οίκον
μόνο για να κοιμηθούν και τελούν σε αδιάκοπη κίνηση ανάμεσα
σε καφέ, εστιατόρια, πάρκα, θέατρα, χορούς και μυριάδες χώρους
διασκέδασης από την ώρα που θα ξυπνήσουν μέχρι αργά το
βράδυ. Τα φώτα των δρόμων του Οσμάν, τροφοδοτούμενα με
φυσικό αέριο, σήμαιναν ότι η κουλτούρα του πεζοδρομίου θα
μπορούσε να συνεχιστεί στο σκοτάδι. Τα θέατρα, οι όπερες, τα
μπαλέτα και οι μουσικές αίθουσες της πόλης μπορούσαν να
φιλοξενήσουν 54.000 άτομα κάθε βράδυ. Επιπλέον, υπήρχαν
συναυλίες στα καφέ και φωταγωγημένοι με αέριο κήποι για
χορούς. Σύμφωνα με τον Αλφρέντ Ντελβό, οι Παριζιάνοι
«θέλουμε να ποζάρουμε, να κάνουμε θέαμα τον εαυτό μας, να
έχουμε ένα κοινό, ένα θεωρείο, ως μάρτυρες της ζωής μας».316
Οι γρήγορες πινελιές των ιμπρεσιονιστών ζωγράφων είναι οι
αστραπιαίες κινήσεις των ματιών του κατοίκου της πόλης που
δέχονται επίθεση από πυκνά πυρά αισθητήριων δεδομένων. Οι
ζωγράφοι του Παρισιού όπως το έφτιαξε ο Οσμάν –με κυρίαρχες
φυσιογνωμίες τους Μανέ, Ντεγκά, Ρενουάρ, Καγιεμπότ και
Μονέ– συνδέονται απευθείας με το νευρικό σύστημα της
σύγχρονης πόλης. Στενός φίλος του Μποντλέρ, ο Εντουάρ Μανέ
έφερε την ευαισθησία του âneur στη μοντέρνα τέχνη. Ο Μανέ
περπατούσε αδιάκοπα, σκιτσάροντας στην πορεία του τα γρήγορα
στιγμιότυπα της ζωής στην πόλη, σε μια κατάσταση συναγερμού
για ό,τι το φαινομενικά παροδικό και ασήμαντο. Όπως ο âneur,
παρατηρούσε και ζωγράφιζε ως αποστασιοποιημένος
παρατηρητής, από το κέντρο του πλήθους αλλά και
διαχωρισμένος από αυτό.317
Σε πρώτο πλάνο στον πίνακά του Γωνιά ενός μουσικού καφέ
(1878-9), ο Μανέ δείχνει έναν εργάτη που φορά μπλε στολή
εργασίας να καπνίζει πίπα, με το κρασί του μπροστά του, καθώς
κοιτάζει μια χορεύτρια στη σκηνή. Δίπλα του διακρίνεται το πίσω
μέρος ενός άνδρα της μεσαίας τάξης με γκρι στρογγυλό ημίψηλο
και, ακόμα πιο πίσω, μια κομψά ντυμένη γυναίκα· όλοι
κοιτάζουν ψηλά προς τη σκηνή. Αυτοί οι τρεις διαφορετικοί
θεατές είναι ακίνητοι και μόνοι. Γύρω τους υπάρχει
δραστηριότητα. Η χορεύτρια δεν έχει ολοκληρώσει την
παράστασή της· οι μουσικοί παίζουν από μακριά. Σε κατοπτρισμό
με τη χορεύτρια, μια σερβιτόρα απαθανατίζεται σε ένα
στιγμιότυπο σχεδόν χορευτικό, γέρνοντας προς τα εμπρός για να
αφήσει ένα ποτήρι μπίρας με το ένα χέρι, κρατώντας δύο ακόμη
στο άλλο. Ακόμη και όταν παραδίδει μια παραγγελία έχοντας να
παραδώσει κι άλλες, σαρώνει με το βλέμμα τον χώρο για να
εντοπίσει τυχόν διψασμένους πελάτες ή για να παραδώσει έναν
λογαριασμό ή να δει αν κάτι έχει χυθεί και πρέπει να το
σφουγγαρίσει. Στο επόμενο δευτερόλεπτο θα βρίσκεται κάπου
αλλού. Το ενδιαφέρον της είναι εστιασμένο μακριά από τη
σκηνή, σε ένα καφέ γεμάτο κόσμο, ομιλίες και θόρυβο, που δεν
μπορούμε να το δούμε αλλά το φανταζόμαστε πολύ έντονα.
Σχεδόν αγκαλιάζει τον εργαζόμενο καθώς γέρνει από πάνω του·
αλλά κοιτάζουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις και ο καθένας
δεν έχει επίγνωση της παρουσίας του άλλου. Οι τέσσερις κύριες
μορφές καταλαμβάνουν συνολικά έναν πολύ περιορισμένο χώρο
αλλά η καθεμία βρίσκεται στον δικό της, αποσυνδεδεμένο
κόσμο.318
Ο πίνακας Μπαρ στα Φολί Μπερζέρ (1882) του Μανέ είναι
ένας από τους σπουδαιότερους καλλιτεχνικούς σχολιασμούς για
τη σύγχρονη αστική ζωή. Φιάλες σαμπάνιας, άνθη και φρούτα,
δελεαστικά τοποθετημένα πάνω σε ένα μαρμάρινο μπαρ, μας
χωρίζουν από μία verseuse319 που σερβίρει ποτά. Πίσω της
βρίσκεται ένας μεγάλος καθρέφτης, όπου αντανακλάται ένας
τεράστιος πολυέλαιος και το πλήθος στα Φολί Μπερζέρ, το πιο
διάσημο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης και μουσικής του
Παρισιού. Σε χώρους όπως τα Φολί Μπερζέρ, μια μεικτή πελατεία
μπορούσε να κάθεται σε τραπέζια ή στις loges·320 μπορούσαν να
συναναστρέφονται και να περπατούν τριγύρω. Αυτό βλέπουμε
στην αντανάκλαση στον καθρέφτη. Ο Μανέ αναπαριστά το
τσίρκο περιοριζόμενος στα μικροσκοπικά πόδια ενός σχοινοβάτη
πάνω αριστερά. Για τον ζωγράφο, όπως και για τους πελάτες, η
πραγματική ψυχαγωγία ήταν το αστικό πλήθος. Οι πινελιές του
Μανέ μετατρέπουν το πλήθος σε έναν συγκεχυμένο,
μουτζουρωμένο βόρβορο από καπέλα και ακαθόριστες φιγούρες·
αλλά η κακοφωνία και η ζωντάνια του πλήθους είναι σχεδόν
απτή.
Η σχέση μας με τη verseuse είναι κατά πολύ λιγότερο σαφής.
Ο καθρέφτης αποκαλύπτει ότι την πλησιάζει μια ανδρική
φιγούρα με ημίψηλο καπέλο. Άραγε παραγγέλνει ποτό; Της κάνει
κάποια ανήθικη πρόταση; Οι σερβιτόρες και οι πωλήτριες ποτών
υποτίθεται ότι ήταν πόρνες ή σεξουαλικά διαθέσιμες. Αλλά αυτή
η verseuse γέρνει προς τα εμπρός αποφασιστικά· τα μάτια της
είναι θλιμμένα αλλά τα χείλη της σχηματίζουν κάτι παρόμοιο με
χλευασμό. Έχει το βλέμμα της âneuse που απευθύνεται
ακριβώς στον ηδονοβλεψία âneur.
Είναι μια εικόνα που μας προβληματίζει. Ο Μανέ
δακτυλοδείχνει ακριβώς τις ανησυχίες που αφορούν τη σύγχρονη
πόλη. Στον πίνακα Γωνιά ενός μουσικού καφέ, οι πελάτες είναι
μαζί αλλά και χωριστά. Στον πίνακα Μπαρ στα Φολί Μπερζέρ,
μπαίνουμε σε έναν αστικό κόσμο όπου οι ανθρώπινες σχέσεις
είναι εξίσου αβέβαιες και δυσανάγνωστες. Για τον Μανέ η
σύγχρονη πόλη, όπως και το πινέλο του, έχει μουντζουρώσει όλες
αυτές τις βεβαιότητες.
«Ίσως να μην υπάρχει ψυχικό φαινόμενο που να αφορά τόσο
άμεσα και αποκλειστικά την πόλη όσο η αδιάφορη έκφραση»,
έγραφε ο Γερμανός κοινωνιολόγος Γκέοργκ Σίμελ στο δοκίμιό του
«The Metropolis and Mental Life» (1903) (Μητρόπολη και
ψυχολογικός βίος). Για τον Σίμελ, η σύγχρονη αστική
προσωπικότητα διαμορφώθηκε εν μέρει από την «ταχεία και
συνεχή εναλλαγή εξωτερικών και εσωτερικών ερεθισμάτων». Εάν
έπρεπε να ασχοληθείτε με κάθε κομμάτι της χιονοθύελλας των
πληροφοριών, θα «γινόσασταν θρύψαλα μέσα σας και θα
φθάνατε σε μια αδιανόητη ψυχική κατάσταση». Η άλλη δύναμη
που μορφοποίησε το «γενικό ψυχικό γνώρισμα της μητρόπολης»
ήταν η οικονομία του χρήματος και ο προχωρημένος
καταμερισμός της εργασίας που αποπροσωποποίησε τις σχέσεις
μεταξύ των ανθρώπων και ακύρωσε τους παραδοσιακούς δεσμούς
που διατηρούσαν την κοινωνία σε συνοχή. Κατά την εξερεύνηση
του βιομηχανικού Μάντσεστερ τη δεκαετία του 1840, ο Ένγκελς
είχε διακρίνει την ίδια ψυχολογική κρίση. Ο «ίδιος ο αναβρασμός
των δρόμων» ήταν αποκρουστικός για την ανθρώπινη φύση:
«Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ανθρώπων που
στριμώχνονται σε έναν μικροσκοπικό χώρο τόσο πιο
αποκρουστική και επιθετική γίνεται η βίαιη αδιαφορία, η ψυχρή
συγκέντρωση κάθε ατόμου στις προσωπικές του υποθέσεις». Στη
μεγάλη πόλη η απομόνωση στην οποία οδηγεί ο καπιταλισμός
ωθήθηκε στην υπερβολή: «Η διάλυση της ανθρωπότητας σε
μονάδες, καθεμιά από τις οποίες έχει και μια ξεχωριστή αρχή, ο
κόσμος των ατόμων, οδηγείται εδώ στα απόλυτα άκρα».
Ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον Σίμελ, ο κάτοικος της πόλης
έπρεπε να βρει τρόπους για να κατασκευάσει «μια προστασία της
εσωτερικής ζωής από την κυριαρχία της μητρόπολης». Αυτό
εκδηλώθηκε με μια «blasé» (αδιάφορη) στάση και μια
προεπιλεγμένη ύποπτη, επιφυλακτική συμπεριφορά. Σε ένα άλλο
έργο του, με τίτλο «The Stranger» (Ο Άγνωστος) του 1908, ο
Σίμελ ανέπτυξε τη συγκεκριμένη έννοια της επιφυλακτικότητας.
Προέκυψε, καθώς είπε, από την ταυτόχρονη «εγγύτητα και
αποστασιοποίηση» που ήταν εγγενείς στην αστική ζωή:
«εγγύτητα» από την κλειστοφοβία της αστικής ζωής και
«αποστασιοποίηση» από ανώνυμους ξένους.
Το Παρίσι του Καγιεμπότ είναι μια απρόσωπη σφαίρα από
άτομα διασκορπισμένα τα οποία ζωντανεύουν όλο και
περισσότερο από τις υπερμοντέρνες ευθύγραμμες λεωφόρους που
έχουν αντικαταστήσει την κοινωνική συναναστροφή των
παλαιών δρόμων και έχουν διαγράψει την ιστορική μνήμη. Ο
Ντεγκά, ο Ρενουάρ και ο Μανέ συνέλαβαν με εξαιρετικό τρόπο
όχι μόνο τη «γοργή και συνεχή μετατόπιση… ερεθισμάτων» της
σύγχρονης πόλης αλλά και την «εγγύτητα και αποστασιοποίηση»
της εμπορευματοποιημένης αναψυχής στο νέο Παρίσι. Οι
φιγούρες του Μανέ συμπιέζονται κοντά η μία στην άλλη· αλλά
απέχουν ολόκληρους κόσμους μεταξύ τους, θεατές και πελάτες
μιας παράστασης που εκτυλίσσεται γύρω τους. Βρίσκονται στο
κέντρο του πολυσύχναστου Παρισιού· αλλά οι σκηνές
στοιχειώνονται από τη μοναξιά. Είναι –όπως η πόλη που
κατοικούν– αδύνατο να τις αναγνώσει κανείς. Η αναγνωσιμότητα
της πόλης και των πολιτών της έχει μετατραπεί επιμελώς σε μια
ιμπρεσιονιστική μουντζούρα από τις δυνάμεις του
νεωτερισμού.321
Η ένταση μεταξύ της εγγύτητας και της αποστασιοποίησης της
ζωής στην πόλη, καθώς και της αδιάφορης και επιφυλακτικής
συμπεριφοράς των κατοίκων της, εκφράζεται καλύτερα από ποτέ
στο πρόσωπο και στη στάση της αινιγματικής verseuse του Μανέ
στα Φολί Μπερζέρ. Το πρόσωπό της, σαν να λέει «άντε πνίξου»,
είναι ο εξωτερικός αμυντικός μηχανισμός του κατοίκου της
πόλης που εξαναγκάζεται σε συνεχείς αλληλεπιδράσεις με
ανώνυμους ξένους, ανθρώπους που δεν μπορεί να γνωρίζει και
δεν εμπιστεύεται.
Είναι επίσης μια μορφή που εκφράζει βαθιές ανησυχίες σχετικά
με τη θέση των γυναικών στην πόλη. Είναι ντυμένη σύμφωνα με
τη μόδα, σαν μεγαλοαστή κυρία· αλλά, εφόσον εργάζεται σε
μπαρ, δεν μπορεί να είναι μέλος της μπουρζουαζίας. Μοιάζει με
âneuse, μεταμφιεσμένη και αποκομμένη από το πλήθος, που
ατενίζει το σκηνικό της αστικής ζωής. Αυτό επιτείνεται από την
οπτική παραμόρφωση της ανακλώμενης σκηνής. Ο αρσενικός
âneur που προσπαθεί να συνομιλήσει μαζί της ωθείται στο
πλάι· δεν ασκεί κυριαρχία πάνω της.322
Η πανταχού παρούσα ύπαρξη των âneurs στο Παρίσι του
19ου αιώνα θέτει το εξής ερώτημα: Πού είναι οι γυναίκες
âneuses; Οι άνδρες είχαν το προνόμιο να μπορούν να γίνονται
ένα με το πλήθος και να μετακινούνται ελεύθερα στην πόλη. Οι
γυναίκες που κυκλοφορούσαν δημοσίως –ιδιαίτερα οι
ασυνόδευτες σε καφετέριες και μπαρ και στον δρόμο– πάντοτε
προκαλούσαν την υποψία ότι ήταν διαθέσιμες για σεξ. Σε έναν
άλλο πίνακα του Μανέ, το Κονιάκ δαμάσκηνο (1878), ένα
κορίτσι της εργατικής τάξης κάθεται μόνο του σε ένα καφέ.
Μπροστά της είναι ένα ποτήρι κονιάκ δαμάσκηνο, αλλά η
κοπέλα κάθεται μέσα στην ανία και τη μοναξιά, κρατώντας
ανάμεσα στα δάχτυλά της ένα τσιγάρο που δεν έχει ακόμα
ανάψει. Της λείπουν τόσο το κουτάλι για το δαμάσκηνο όσο και
η φωτιά για το τσιγάρο, τονίζοντας την αμηχανία της σε αυτόν
τον δημόσιο χώρο. Στο Μουσικό Καφέ (1878-9) ένα κορίτσι,
αυτή τη φορά με αναμμένο τσιγάρο και μια μπίρα, κάθεται
σκεπτικό. Δίπλα της είναι ένας άνδρας κομψά ντυμένος. Ενώ
εκείνη εκπέμπει αβεβαιότητα, εκείνος αποπνέει αυτοπεποίθηση
και αυτοκυριαρχία. Και οι δύο γυναίκες σε αυτούς τους δύο
πίνακες είναι μοναχικές και νιώθουν άβολα. Το ότι είναι
καπνίστριες δηλώνει την απελευθέρωσή τους από τους
περιορισμούς της κοινωνίας. Ο Μανέ δεν δίνει κανένα στοιχείο
σχετικά με το εάν πρόκειται να πουλήσουν το κορμί τους ή όχι.
Το θέμα είναι πως, όταν κάποιος απολαμβάνει δημοσίως τις
χάρες του Παρισιού, εικάζεται πάντα ότι όντως πρόκειται για
πόρνες. Εξού και η ανησυχία τους. Εάν κάποιος δικαιούται να
νιώθει αποξενωμένος, εγκλωβισμένος μεταξύ της «εγγύτητας και
της αποστασιοποίησης», είναι αυτές οι γυναίκες που προσπαθούν
να διεκδικήσουν μια θέση στην πόλη. Οι άνδρες δεν έχουν
παρόμοιο κοινωνικό άγχος.323
Η verseuse του Μανέ δεν αφήνει κανένα υπονοούμενο πως η
ίδια είναι προς πώληση. Προστατευμένη από τη στάση της και
από τον πάγκο του μπαρ, η απασχόλησή της στα Φολί Μπερζέρ
της εξασφάλιζε μια πλεονεκτική θέση και πρόσβαση στη δημόσια
ζωή. Ομοίως, στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα του Ζολά Στην
ευτυχία των κυριών, που εκδόθηκε έναν χρόνο μετά τον διάσημο
πίνακα του Μανέ αλλά διαδραματίζεται στη δεκαετία του 1860,
η Ντενίζ Μποντού εργάζεται ως πωλήτρια σε ένα από τα νέα
παρισινά πολυκαταστήματα. Όπως και η verseuse, η Μποντού
παρατηρεί τη ζωή πίσω από τον πάγκο. Και οι δύο πωλήτριες,
στο μπαρ και στο κατάστημα, είναι μέρος αυτού του
συναρπαστικού νέου κόσμου της εμπορευματοποιημένης
αναψυχής. Ωστόσο, τα κορίτσια και οι γυναίκες της εργατικής
τάξης είχαν πάντα πρόσβαση στην πόλη, ειδικά στους τομείς του
λιανικού εμπορίου και της ψυχαγωγίας, ακόμα κι αν τις
καθιστούσαν θύματα συνεχούς ανδρικής προσοχής. Η
εμπορευματοποιημένη αναψυχή, ωστόσο, επέτρεπε στις
«αξιοσέβαστες» γυναίκες, μέλη της μπουρζουαζίας, να αρχίσουν
να εισέρχονται εκ νέου στην πόλη με τους δικούς τους όρους.324
Η Γεωργία Σάνδη είπε ότι απολάμβανε τις λεωφόρους επειδή
μπορούσε να περπατήσει «για πολλή ώρα, με τα χέρια στην
τσέπη, χωρίς να χάνεται, χωρίς να χρειάζεται να ζητά συνεχώς
οδηγίες… είναι ευλογία να βαδίζεις σε ένα πλατύ πεζοδρόμιο».
Ένας πολύ συγκλονισμένος άνδρας επισκέφτηκε τα Φολί
Μπερζέρ: «Για πρώτη φορά είδα γυναίκες σε καφέ όπου
επιτρεπόταν το κάπνισμα. Παντού γύρω μας δεν ήταν μόνο
γυναίκες, αλλά και Κυρίες… οι ίδιες οι κυρίες φαίνονταν σχεδόν
εκτός του στοιχείου τους». Οι διαχειριστές των Φολί Μπερζέρ,
από την πλευρά τους, ήταν στην ευχάριστη θέση να
ενθαρρύνουν τις γυναίκες πελάτισσες αναρτώντας διαφημίσεις
στη φεμινιστική εφημερίδα La Gazette des Femmes (Η εφημερίς
των γυναικών) το 1882.325
Το μεγάλο κατάστημα έγινε προορισμός για μια ημερήσια
εκδρομή, ένας μικρόκοσμος της πόλης ή τουλάχιστον μιας
εξιδανικευμένης πόλης. Παρέχοντας μεσημεριανά γεύματα και
κέικ, τσάι και καφέ, αίθουσες ανάγνωσης και τουαλέτες (μια
παροχή ιδιαίτερα σπάνια για τις γυναίκες στην πόλη), τα
καταστήματα αυτά προβάλλονταν ως χώροι δημόσιας
συνάθροισης και αγορών ως κοινωνική δραστηριότητα. Στο
Λονδίνο, οι ασυνόδευτες γυναίκες μπορούσαν να συναντηθούν
στις τσαγιερί Λιόνς Κόρνερ Χάουζες και ABC. Ως το 1909 τα
Λιόνς εξυπηρετούσαν περισσότερους από 300.000 πελάτες την
ημέρα, πολλοί από τους οποίους ήταν άνθρωποι που έκαναν
αγορές αλλά και ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός γυναικών
που απασχολούνταν σε θέσεις γραφείων. Όπως τα
πολυκαταστήματα, τα Λιόνς πρόσφεραν μια απάντηση σε ένα
πολύ στοιχειώδες αλλά και πολύ πραγματικό εμπόδιο στην
κινητικότητα των γυναικών στην πόλη: διέθεταν τουαλέτες.326
Σε όλη την ιστορία, οι αγορές έχουν συνενώσει τους ανθρώπους
σε μια δυναμική αλληλεπίδραση στην πόλη. Βρίσκονται στο
επίκεντρο της αστικής ζωής από την εποχή της Ουρούκ, αν και η
μορφή των αγορών αλλάζει. Στα τέλη του 20ού αιώνα τα
εμπορικά κέντρα των Ηνωμένων Πολιτειών –όπως και σε κάποια
μέρη της Μέσης Ανατολής, της Ευρώπης και της Ασίας–
παρείχαν χώρους για παρατήρηση και συναναστροφή ανθρώπων,
σε όσους, όπως οι γυναίκες της μεσαίας τάξης τον 19ο αιώνα,
εξαιρούνταν εξαιτίας του εγκλήματος, του κακού σχεδιασμού,
της κυκλοφοριακής συμφόρησης και της έλλειψης πρόσβασης
στα κέντρα της πόλης τους: δηλαδή, τους εφήβους. Η γλώσσα
και οι στόχοι της ânerie εξακολουθούν να μας πληροφορούν
σχετικά με το πώς προσλαμβάνουμε την αστική εμπειρία, ακόμα
κι αν το σκηνικό είναι ριζικά διαφορετικό από εκείνο στο Παρίσι.
Σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα Τζον Τζέρντε, στον οποίο
ανατέθηκε να αναθεωρήσει το εμπορικό κέντρο στη δεκαετία του
1980, «Οι Αμερικανοί που ζουν στην πόλη και στα προάστια
σπάνια περπατούν άσκοπα, όπως κάνουν οι Ευρωπαίοι, για να
παρελάσουν και να αγγιχτούν μέσα σε ένα πλήθος. Εμείς
χρειαζόμαστε έναν προορισμό, μια αίσθηση άφιξης σε μια
καθορισμένη τοποθεσία. Στόχος μου, σε συγκροτήματα όπως το
Χόρτον Πλάζα [Σαν Ντιέγκο] και το Γουέστσαϊντ Παβίλιον [Λος
Άντζελες], είναι να προσφέρω έναν προορισμό που να είναι
ταυτόχρονα μια δημόσια παρέλαση και ένα κοινοτικό κέντρο».
Το εμπορικό κέντρο κάλυψε το κενό των αμερικανικών κέντρων
των πόλεων, εστιακών σημείων –με τα καταστήματα, τις
γιγαντοοθόνες, τις κρήνες, τα παγκάκια, τις δημόσιες πλατείες,
τη βλάστηση, τις καφετέριες, τα προαύλια για φαγητό, τους
κινηματογράφους και τα πλήθη– μέσα στον ωκεανό των
προαστίων, που βασίζονται στα αυτοκίνητα, όπου η ânerie
327
συνιστά επί της ουσίας εγκληματική πράξη.
Το πολυκατάστημα (και το εμπορικό κέντρο αργότερα)
αντιπροσώπευε μια νοθευμένη, φτωχοποιημένη μορφή
συμμετοχής στη ζωή της πόλης για συγγραφείς όπως οι Γκέοργκ
Σίμελ και Βάλτερ Μπένγιαμιν. Οι ίδιοι διέκριναν μια
ριζοσπαστική αλλαγή στην αστική ζωή –που συμβολίζεται από
τον ανασχεδιασμό του Παρισιού– η οποία συντελέστηκε στα μέσα
του 19ου αιώνα, καθοδηγούμενη από την απρόσωπη δύναμη του
καπιταλισμού. Στο παρελθόν οι αγορές ανάγκαζαν τους
ανθρώπους να διασχίζουν ολόκληρη την κεντρική πόλη για να
μεταβούν σε εξειδικευμένες τοποθεσίες: με αυτόν τον τρόπο
κατοικούνταν η πόλη. Το παζάρι και η συνομιλία με τους
καταστηματάρχες –συχνά τους ίδιους τους τεχνίτες που είχαν
κατασκευάσει ό,τι θα ήθελε κάποιος να αγοράσει– αποτελούσε
μια βαθιά συμμετοχική κοινωνική δραστηριότητα. Οι εχθροί των
πολυκαταστημάτων έκριναν ότι, εξαναγκάζοντας αυτά τα μέρη
σε παύση λειτουργίας και συγκεντρώνοντας τις αγορές σε έναν
τόπο, οι πελάτες απομακρύνονταν από την παραγωγή· πλέον
συνδιαλέγεστε, πάνω από έναν πάγκο, με έναν πωλητή,
πληρώνοντας μια σταθερή τιμή. Η εμπορευματοποιημένη
αναψυχή με παρόμοιο τρόπο μετέτρεψε τους ανθρώπους σε
αποστασιοποιημένους, παθητικούς παρατηρητές της «κοινωνίας
του θεάματος», εγκλωβισμένους μεταξύ «εγγύτητας και
αποστασιοποίησης».
Η αποξένωση, η μοναξιά και το άγχος που προέκυψαν
αποτυπώνονται έξοχα στην ιμπρεσιονιστική τέχνη, η οποία, αφ’
εαυτής, αποτελεί μανιφέστο του υπερσύγχρονου στοιχείου.
Πρόκειται για έναν κόσμο ψυχαναγκαστικής κατανάλωσης και
συναισθηματικής φτωχοποίησης – μια εποχή αστικής κρίσης.
Αλλά είναι άραγε σωστή αυτή η ερμηνεία;

Οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι εντόπισαν τη δυσφορία της ζωής


στην πόλη –κάτι σαν μία από τις εκδοχές του συνδρόμου του
Παρισιού– αλλά πρότειναν και τη θεραπεία της. Καθώς
απορροφώμαστε μέσα στην πόλη, γινόμαστε κι εμείς οι ίδιοι
âneurs ή badauds, αποκρυπτογράφοι της πόλης και
παρατηρητές του θεάτρου της αστικής ζωής. Η καλύτερη
ψυχολογική αυτοάμυνα για τον αστό είναι να μην είναι
«επιφυλακτικός» ή «αδιάφορος»· είναι να βυθίζεται στα
αξιοθέατα, στους ήχους, στα συναισθήματα και στις αισθήσεις
της πόλης καθώς αυτή ξετυλίγεται γύρω του.
Μπορούμε να διαχωρίζουμε τους âneurs, τους φιλοπερίεργους
badauds ή τους άσκοπους περιπλανώμενους στις λεωφόρους,
τους παθητικούς θεατές ή τους ενεργούς συμμετέχοντες.
Μπορούμε να είμαστε λαίμαργοι και λάτρεις του γκουρμέ.
Μπορούμε να απολαμβάνουμε την «αποστασιοποίηση» καθώς
γινόμαστε κι εμείς ένα με το ανώνυμο, άμορφο πλήθος· αλλά
μπορούμε επίσης να απολαμβάνουμε την «εγγύτητα» όταν
διαμορφώνουμε τους δεσμούς σύνδεσης της επιλογής μας και τις
υποκουλτούρες που διατίθενται απλόχερα στη μητρόπολη –
γειτονιά, κλαμπ, παμπ, μπαρ, καφετέρια, ομάδα, εκκλησία ή
όποια ομάδα μας κεντρίζει το ενδιαφέρον. Η αποξένωση και η
κοινωνικότητα γειτνιάζουν στην πόλη, δύο όψεις του ίδιου
νομίσματος. Μπορείς να είσαι ένας από τους μοναχικούς πότες
του Μανέ σε ένα γεμάτο μπαρ ή ένας μοναχικός περιπατητής σε
έναν πίνακα του Καγιεμπότ, απολαμβάνοντας (για μια στιγμή)
την ιδιωτικότητα της αστικής αποξένωσης· αλλά την επόμενη
στιγμή μπορείς να βυθιστείς στην κοινότητα της επιλογής σου.
Όπως έγραψε η Βιρτζίνια Γουλφ, όταν βαδίζουμε μόνοι στους
δρόμους «αποβάλλουμε τον εαυτό με τον οποίο μας γνωρίζουν οι
φίλοι μας και γινόμαστε μέρος αυτού του τεράστιου
δημοκρατικού στρατού ανώνυμων περιπατητών».
Στο βιβλίο John Barton (Τζον Μπάρτον) της Ελίζαμπεθ
Γκάσκελ, καθώς ο πρωταγωνιστής σπρώχνεται και ωθείται στους
συνωστισμένους δρόμους του Μάντσεστερ, εφευρίσκει ιστορίες
για τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν: «Αλλά… δεν
μπορείς… να διαβάσεις τη μοίρα όσων σε προσπερνούν
καθημερινά στον δρόμο. Πώς να ξέρεις τα άγρια ειδύλλια της
ζωής τους· τις δοκιμασίες, τους πειρασμούς που υπομένουν
ακόμη και τώρα, στους οποίους αντιστέκονται ή βυθίζονται;…
Αποστολές ελέους – αποστολές αμαρτίας – σκεφτήκατε ποτέ σε
ποια μοίρα οδηγούνται όλες αυτές οι χιλιάδες ανθρώπων που
συναντάτε καθημερινά;»
Ο Μποντλέρ έγραψε ότι ο âneur ήταν «σαν ένα καλειδοσκόπιο
προικισμένο με συνείδηση» που ανταποκρίνεται σε όλες τις
κινήσεις και τα στοιχεία της ζωής γύρω του. Η κατανόηση αυτών
των θραυσμάτων, τα οποία μας αφηγούνται ιστορίες, είναι η
πεμπτουσία της αστικής ζωής. Ο κάτοικος της πόλης ως
συλλέκτης μικροσκοπικών περιστατικών περιγράφεται έξοχα από
τον Τσάρλι Τσάπλιν: «Αυτό ήταν το Λονδίνο της παιδικής μου
ηλικίας, των διαθέσεών μου και της αφύπνισής μου: αναμνήσεις
του Λάμπεθ την άνοιξη· ασήμαντα περιστατικά και πράγματα:
να ταξιδεύω με τη μητέρα μου σε ένα ιππήλατο λεωφορείο
προσπαθώντας να αγγίξουμε πασχαλιές – τα πολλά χρωματιστά
εισιτήρια λεωφορείων, πορτοκαλί, μπλε, ροζ και πράσινα, που
σκέπαζαν σαν άλλο χαλί το πεζοδρόμιο όπου σταματούσαν τα
τραμ και τα λεωφορεία… οι μελαγχολικές Κυριακές και οι
χλωμοί γονείς και τα παιδιά που τα συνοδεύουν παιχνίδια
ανεμόμυλοι και χρωματιστά μπαλόνια πάνω από τη Γέφυρα του
Γουεστμίνστερ: και τα ατμόπλοια που χαμήλωναν τα φουγάρα
τους καθώς γλιστρούσαν κάτω από τη γέφυρα… Από τέτοια
μικροπράγματα πιστεύω ότι γεννήθηκε η ψυχή μου».
Η πόλη γίνεται εξίσου κατασκευαστής της φαντασίας και της
εμπειρίας μας αλλά και μια φυσική παρουσία που μας καταπίνει.
Μετακινούμενοι με λεωφορείο, τρένο ή υπόγειο, οδηγώντας ή
περπατώντας, συντάσσουμε τους δικούς μας νοητούς χάρτες της
πόλης. Εάν ταξιδεύεις με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, η δική σου
πόλη μπορεί να αποτελείται από μερικά σύνολα από
γεωγραφικούς τόπους απομακρυσμένους μεταξύ τους, μικρούς
θύλακες που γνωρίζεις στο τεράστιο κενό της υπόλοιπης πόλης.
Εάν οδηγείς, η πόλη σού αποκαλύπτεται με έναν εντελώς
διαφορετικό, γραμμικό τρόπο που καθορίζεται από το οδικό
σύστημα. Οι αστικοί περιπατητές γνωρίζουν εκ του σύνεγγυς την
πόλη επειδή απομακρύνονται από καθιερωμένες διαδρομές,
ανακαλύπτοντας τον συνδετικό ιστό που κρατά σε συνοχή τις
πολύ διαφορετικές περιοχές μιας πόλης, οι οποίες όμως
παραμένουν άγνωστες στην πλειονότητά τους.
Ο ευπροσάρμοστος ανθρώπινος νους θέλει να αναλάβει τον
έλεγχο του τεράστιου, μυστηριωδώς δομημένου περιβάλλοντος
χώρου του. Θέλει να επιβάλει τάξη στο χάος, να κάνει το
δυσανάγνωστο ευανάγνωστο. Το να περπατάς στην πόλη, το να
γράφεις γι’ αυτήν, είναι σημαντικοί τρόποι για την εκπλήρωση
αυτής της ανάγκης. Η ιστορία της κατασκευής υποκειμενικών
αστικών τοπογραφιών απλώνεται βαθιά στον χρόνο. Πριν από
τον 16ο αιώνα οι καλλιτεχνικές απεικονίσεις των πόλεων ήταν
τυποποιημένες, συχνά βασισμένες στη βιβλική εικονογραφία.
Όμως, εκείνο τον αιώνα άρχισαν οι πανοραμικές κατόψεις των
πόλεων, δίνοντας στους θεατές την εντύπωση ότι κοιτάζουν από
ψηλά πραγματικά κτίρια και ανθρώπους. Παρουσιάζει μια
ψευδαίσθηση συνοχής που είναι αδύνατη στο επίπεδο του
δρόμου. Το μυθιστόρημα κληρονόμησε αυτές τις πανοπτικές
φιλοδοξίες αλλά μετατόπισε την προοπτική. Αυτή η νέα μορφή,
η οποία τροφοδοτείται από λανθασμένες και κρυφές ταυτότητες,
ευτυχείς συναθροίσεις, αλληλοσυνδεόμενες ζωές και τυχαία
συναπαντήματα, είναι μια δημιουργία αστικής πολυπλοκότητας.
Το συνονθύλευμα της τοπογραφίας της πόλης αντικατοπτρίζεται
στα περίπλοκα μονοπάτια της πλοκής καθώς το μυθιστόρημα
έκανε την εμφάνισή του τον 18ο αιώνα.
Ο Ντίκενς έγινε ένας από τους σπουδαιότερους ερμηνευτές της
αστικής ζωής επειδή ήταν ένας θαυμάσιος περιπατητής· οι
ενστικτώδεις συναντήσεις του με το φυσικό και ανθρώπινο
αστικό τοπίο διατρέχουν όλο το έργο του. Η αστική λογοτεχνία
συνδέεται στενά με το περπάτημα, γιατί το περπάτημα σε
απομακρύνει από τα οικεία πράγματα, ακολουθώντας
«ατελείωτα, περιπλεκόμενα σοκάκια απάτητα ως τώρα», όπως το
έθεσε ο Τζον Γκέι στο ποίημά του, το 1716, «Μικροπράγματα· ή
η τέχνη του περιπάτου στις οδούς του Λονδίνου». Το ποίημα του
Γκέι δεν ήταν τόσο μια περιήγηση στους δρόμους όσο ένας
οδηγός για την «τέχνη» του περιπάτου σε μια βρόμικη,
επικίνδυνη, χαοτική πόλη – προσφέροντας πρακτικές συμβουλές
για υποδήματα καθώς και υποδεικνύοντας πώς πρέπει να
κοιτάζει κάποιος την πόλη. Πολύ αργότερα, στο σημαντικό
βιβλίο του The London Adventure; οr the art of wandering (Η
περιπέτεια του Λονδίνου· ή η τέχνη της περιπλάνησης) (1924), ο
Άρθουρ Μάχεν έγραψε ότι όλοι γνώριζαν το ιστορικό κέντρο της
πόλης και, αν όχι, ένας οδηγός θα μπορούσε να βοηθήσει. Η
πραγματική ζωή της πόλης, αλλά και το αληθινό θαύμα της,
κείτονται εκτός της πεπατημένης διαδρομής όπου οι
ιδιαιτερότητες της ζωής γίνονται ορατές από απλή σύμπτωση,
πέρα από την άκρη του ματιού. Εδώ είναι που βλέπουμε πώς
λειτουργεί πραγματικά η πόλη· πώς περιπλέκεται· πώς οι
άνθρωποι ζουν, επιβιώνουν και ανταποκρίνονται στο δομημένο
περιβάλλον τους.
Τόσο ο Γκέι όσο και ο Μάχεν, γράφοντας σε διαφορετικές
χρονικές περιόδους, επισημαίνουν ότι η πραγματική ζωή
εκτυλίσσεται εκτός της πεπατημένης, μακριά από τα λαγούμια
των αρουραίων και τις καθιερωμένες διαδρομές που κυριαρχούν
στη ζωή μας. Συγγραφείς στο Λονδίνο και στο Παρίσι τον 18ο
αιώνα και εξής παρήγαν αφειδώς και σε τεράστιες ποσότητες
οδηγούς για περιπατητές, αφηγηματικές αφηγήσεις και ιστορίες
«κατασκοπείας» που σκόπευαν να εκθέσουν το μυστικό
υπογάστριο της πόλης σε ένα αναγνωστικό κοινό πεινασμένο να
κατανοήσει και να χαρτογραφήσει νοερά τις ταχέως
μεταβαλλόμενες, ταραχώδεις μητροπόλεις.
Το Λονδίνο και το Παρίσι έχουν γεννήσει τεράστια
βιβλιογραφία για το αστικό περπάτημα· υπάρχει ένας διάλογος
μεταξύ των δύο πόλεων. Η ιστορία του Έντγκαρ Άλαν Πόε «Ο
Άνθρωπος στο Πλήθος» (1840) -στην οποία ο αφηγητής
ακολουθεί εμμονικά έναν άγνωστο μέσα από τα πλήθη του
Λονδίνου– επηρέασε τον Μποντλέρ, τον προστάτη άγιο της
ânerie. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο οποίος ανήγαγε τη ânerie σε
θεωρία και παραμένει ένας από τους πιο οξυδερκείς παρατηρητές
της αστικής ζωής, έγραψε ότι το Παρίσι, με τις μακρόχρονες
σχέσεις του με την εξερεύνηση του δρόμου και τη θεατρικότητά
του, του δίδαξε την «τέχνη της αποπλάνησης». Τον 20ό αιώνα,
οι σουρεαλιστές και, αργότερα, οι καταστασιακοί328 ανέλαβαν το
μπαστούνι της ânerie. Το Le Paysan de Paris (Ο χωρικός του
Παρισιού) του Λουί Αραγκόν (1926) είναι μια δικανική εξέταση
δύο μικρών περιοχών, του Πασάζ ντε λ’ Οπερά –μιας στοάς
αντιμέτωπης με την κατεδάφιση– και του Παρκ ντε Μπιτ-Σομόν,
όπου και η παραμικρή λεπτομέρεια υπόκειται σε ενδελεχή έλεγχο.
Ο σουρεαλιστής Αντρέ Μπρετόν περιέγραψε έναν περίπατο
συντροφιά με τον Αραγκόν: «Οι τοποθεσίες που διασχίσαμε…
ακόμα και οι πιο άχρωμες, μεταμορφώθηκαν θετικά από μια
μαγευτική ρομαντική εφευρετικότητα που δεν κλονιζόταν ποτέ
και μόνο μία στροφή του δρόμου ή μία βιτρίνα ήταν αρκετές για
να εμπνεύσουν ένα νέο ξέσπασμα… κανείς άλλος δεν θα
μπορούσε να παρασυρθεί από τέτοιους μεθυστικούς ρεμβασμούς
για κάποιο είδος μυστικής ζωής της πόλης».329
Το Παρίσι και το Λονδίνο διαθέτουν πλούσια αστική
λογοτεχνία εν μέρει επειδή έγιναν οι κορυφαίες πολιτιστικές
μητροπόλεις του κόσμου σε μια εποχή που οι άνθρωποι
απορροφούσαν το σοκ της σύγχρονης βιομηχανικής
αστικοποίησης. Το ξέσπασμα εξυπηρετούσε μια ανάγκη
κατανόησης της γιγαντιαίας πόλης τερατώδους μεγέθους.
«Οι δρόμοι της πόλης μπορούν να διαβαστούν όπως και η
γεωλογική καταγραφή στον βράχο». Έτσι έγραψε ο Χάρβεϊ Γ.
Ζόρμπο στην κοινωνιολογική μελέτη του για το Σικάγο The Gold
Coast and the Slum (Χρυσή Ακτή και Φτωχογειτονιά) (1929).
Περπατώντας από το κέντρο της πόλης μέσα από τις
φτωχογειτονιές μπορούσε κανείς να «διαβάσει» τα κτίρια,
ανιχνεύοντας όχι μόνο τα φυσικά ίχνη που άφησαν οι άμπωτες
και οι πλημμυρίδες της οικονομικής ιστορίας αλλά και τις
αλλαγές στην ιδιοκτησία και τη χρήση καθώς έφτασαν οι
κοινότητες των μεταναστών, διεκδίκησαν τη γη και αποχώρησαν,
παραχωρώντας τις γειτονιές στους νεοαφιχθέντες. Κάθε ομάδα
άφηνε τα ίχνη της στο αστικό τοπίο για να
αποκρυπτογραφηθούν από τον αστικό εκσκαφέα. Σε μια
κατάσταση συνεχούς αλλαγής, οι πόλεις συχνά ενταφιάζουν ή
απαλείφουν την ιστορία τους· αλλά η ιστορία και οι
λησμονημένες λαϊκές παραδόσεις αναμένουν την εκ νέου
αποκάλυψή τους. Ο Ζόρμπο ανήκε στη Σχολή Αστικών
Κοινωνιολόγων του Σικάγου, οι οποίοι θεωρούσαν τις πόλεις ως
σύνθετα οικοσυστήματα που θα μπορούσαν να μελετηθούν
επιστημονικά.
Ο περίπατος του Ζόρμπο περιλάμβανε μια περιοχή όχι
μεγαλύτερη από 2,5 χιλιόμετρα σε μήκος και 1,5 χιλιόμετρα σε
πλάτος. Ωστόσο, σε αυτόν τον χώρο δεν υπήρχαν μόνο δεκάδες
μικρο-κοινότητες των οποίων τα μέλη κατάγονταν από κάθε
γωνιά του κόσμου αλλά και ακραίος πλούτος και ακραία
φτώχεια – ένα ολόκληρο οικοσύστημα που αναμένει να
αποκαλυφθεί μέσω της παρατήρησης, μια ζώνη –αν και πολύ
καινούρια– ήδη κορεσμένη από ιστορία. Αυτός ήταν ένας κόσμος
υπερβολικής πολυπλοκότητας που μας αναγκάζει να συλλάβουμε
εκ νέου την αίσθηση που έχουμε για τη γεωγραφία:

Καθώς βαδίζει κάποιος από το Ντρέικ Χοτέλ και το Λέικ Σόρ


Ντράιβ δυτικά κατά μήκος της Όουκ Στριτ, διασχίζοντας τον
κόσμο των επιπλωμένων δωματίων, προς τη φτωχογειτονιά και
τους δρόμους της Ιταλικής Αποικίας, έχει μια αίσθηση
απόστασης… Απόσταση που δεν είναι γεωγραφική αλλά
κοινωνική. Υπάρχουν αποστάσεις γλώσσας και συνηθειών.
Υπάρχουν αποστάσεις που αντιπροσωπεύονται από τον
πλούτο… Υπάρχουν αποστάσεις ορίζοντα – η Χρυσή Ακτή που
ζει σε όλο τον κόσμο ενώ το Λιτλ Χελ (Μικρή Κόλαση)
αναδύεται με αργούς ακόμα ρυθμούς από την προηγούμενη
μορφή των σικελικών οικισμών… Είναι ένας κόσμος που
περιστρέφεται γύρω από το Λέικ Σορ Ντράιβ, με τα αρχοντικά,
τα κλαμπ, τις μηχανές, τα προνόμια και τις λαϊκές συνελεύσεις.
Είναι κι ένας άλλος κόσμος που περιστρέφεται γύρω από το
Ντιλ Πικλ Κλαμπ, τα βάθρα ομιλητών της Πλατείας
Ουάσιγκτον ή το μπαρμπέρικο του Ρομάνο. Και ο κάθε μικρός
κόσμος είναι απορροφημένος στις δικές του υποθέσεις.

Όλα τα δομημένα περιβάλλοντα, ακόμη και τα σχετικά


καινούρια, αποδίδουν ιστορίες καθώς αφαιρεί κάποιος τις
στρώσεις και αποκαλύπτει τα πλούσια στρώματα της ιστορίας,
του μύθου, των λαϊκών παραδόσεων, των αναμνήσεων, της
τοπογραφίας. Όταν ο Χένρι Τζέιμς ήρθε στο Λονδίνο τη δεκαετία
του 1870, το οποίο ήταν τότε η μεγαλύτερη και ισχυρότερη πόλη
στην ιστορία του κόσμου, το θεώρησε έναν «όχι ευχάριστο τόπο»·
ήταν τόσο μεγάλο και άμορφο ώστε ο ίδιος βίωνε τον εαυτό του
ως «μια απρόσωπη μαύρη τρύπα μέσα στην τεράστια γενικότερη
μαυρίλα». Υπήρχε όμως θεραπεία: «Συνήθιζα να κάνω ατελείωτες
βόλτες στη βροχή. Το Λονδίνο το οικειοποιήθηκα».330
Ο Τζέιμς μας δίνει μια σημαντική γνώση. Η ελευθερία και η
απόλαυση από τη διάσχιση της πόλης αναπτύσσουν την
οικειότητα με αυτήν. Σήμερα υπάρχουν πόλεις όπου το
περπάτημα είναι απλώς πολύ επικίνδυνο και αφιλόξενο. Λίγοι
θα περπατούσαν για ευχαρίστηση διασχίζοντας το Λάγκος, το
Καράκας ή το Λος Άντζελες. Και υπάρχουν ομάδες που έχουν
αποκλειστεί από το περπάτημα. Όσοι έχουν πλάσει την πόλη στη
φαντασία τους, οι διαμεσολαβητές της εμπειρίας των δρόμων για
χάρη άλλων σε μυθιστορήματα, πίνακες ζωγραφικής,
φωτογραφίες και δοκίμια, ήταν κυρίως άνδρες – και μάλιστα,
άνδρες της μέσης ή της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Ο Μποντλέρ
έγραψε ότι το περπάτημα στη μητρόπολη ήταν εξίσου επικίνδυνο
με την εξερεύνηση της ζούγκλας ή ενός λιβαδιού: η οικειοποίηση
της πόλης μέσω της περιπλάνησης στα κοινωνικά στρώματα και
στις ετερόκλητες γεωγραφικές περιοχές της ήταν μια πράξη
ανδρισμού. Μέχρι τον 20ό αιώνα, στις πόλεις της Δύσης, οι
περιπλανώμενες γυναίκες θεωρούνταν ότι ζητούσαν ή θήρευαν
σεξουαλικές προτάσεις: όσες περπατούσαν στον δρόμο ήταν
κυριολεκτικά «του δρόμου» και έκθετες στα βλέμματα των
ηδονοβλεψιών âneurs. Η Μαίρη Χιγκς, η οποία μεταμφιέστηκε
σε άπορη και άστεγη γυναίκα για να πραγματοποιήσει κοινωνική
έρευνα στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, έγραψε ότι «το
τολμηρό, ελεύθερο βλέμμα ενός άνδρα σε μια άπορη γυναίκα
πρέπει να το νιώσεις για να το συνειδητοποιήσεις». Το πρόβλημα
παραμένει: οι πόλεις εξακολουθούν να είναι συχνά τόποι
κινδύνου και ανεπιθύμητου ενδιαφέροντος για τις γυναίκες.331
«Αυτό που ποθώ είναι η ελευθερία να τριγυρίζω μόνη μου, να
πηγαινοέρχομαι, να κάθομαι στα παγκάκια του Τουιλερί…332 να
κοντοστέκομαι και να κοιτάζω τα καταστήματα με είδη τέχνης,
να μπαίνω σε εκκλησίες και μουσεία, να περιδιαβαίνω τα παλιά
σοκάκια τη νύχτα· αυτό ποθώ». Αυτός είναι ο θρηνητικός
στεναγμός της καλλιτέχνιδας Μαρί Μπασκιρτσέφ τη δεκαετία
του 1880. Όταν η Γεωργία Σάνδη περπατούσε στους δρόμους του
Παρισιού ντυμένη σαν άνδρας το 1831, αυτό δεν συνιστούσε
απλώς επανάσταση, ήταν παράνομο: απαγορευόταν στις γυναίκες
να φορούν παντελόνι. Η Σάνδη συνέλαβε τη χαρά τού να μπορεί
να βλέπει χωρίς να την κοιτάζουν, ένα ανδρικό προνόμιο:
«Έτρεχα από το ένα άκρο του Παρισιού στο άλλο… Κανείς δεν
με αναγνώριζε, κανείς δεν με κοίταζε, κανείς δεν με κατηγόρησε
για κάτι. Ήμουν ένα άτομο χαμένο μέσα σε αυτό το τεράστιο
πλήθος».333
Η Λίλι Γκερ Γουίλκινσον, σε μια σειρά άρθρων το 1913, είπε ότι
ο μόνος τρόπος για να κατανοήσουμε την πραγματικότητα της
σύγχρονης ζωής στην πόλη ήταν να την περπατήσουμε όπως
ένας âneur. Η Γουίλκινσον, μια αναρχική φεμινίστρια,
προσπαθεί να αποκαλύψει την πόλη μέσα από μια περιήγηση
πεζή. Ήταν μια εποχή που οι γυναίκες άρχιζαν να μπαίνουν
ξανά στην πόλη, ως υπάλληλοι γραφείου ή για αγορές και
περπάτημα· όταν το στίγμα που συνδέεται με τις μόνες,
ασυνόδευτες γυναίκες άρχισε να υποχωρεί. Αλλά τότε ρωτά τις
αναγνώστριές της: «Εάν εσύ, ως γυναίκα, αποφάσιζες να είσαι
ελεύθερη υπό αυτή την κοινωνική έννοια, να βγεις στον κόσμο
σαν μια ελεύθερη γυναίκα, πώς θα το έκανες;… Έστω για μία
φορά μπορείς να περιπλανηθείς απρόσκοπτα, ενθουσιασμένη από
τις σκέψεις της ελευθερίας, αλλά πολύ σύντομα θα ανακάλυπτες
ότι δεν μπορείς να μείνεις για πάντα στα ύψη». Η μόνη
ανάπαυλα από τα «θλιβερά γκρίζα κτίρια και την ατελείωτη
δυσφορία» είναι μια «σκοτεινή» τσαγερί. «Κάθεσαι στην άβολη
γωνιά σου, πίνεις μερικές γουλιές από το άθλιο τσάι, δοκιμάζεις
ένα κουλουράκι και στοχάζεσαι αμφισβητώντας την
αποφασιστικότητά σου να είσαι ελεύθερη». Μια γυναίκα δεν
μπορεί να είναι âneur, καταλήγει, τουλάχιστον όχι με τον ίδιο
τρόπο όπως ένας άνδρας της μεσαίας τάξης που έχει απρόσκοπτη
πρόσβαση στην πόλη και, το πιο σημαντικό, έχει την ευκαιρία να
χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου περιπλανώμενος. Ακούς τον
χτύπο του ρολογιού καθώς πίνεις, παραιτημένη, γουλιά γουλιά
το τσάι σου: «Σε μισή ώρα πρέπει να είμαι στο γραφείο. Τώρα,
λοιπόν, ας είσαι ελεύθερη για μια μέρα αν τολμάς!» Η είσοδος
στον κόσμο ως «γυναίκα με ελευθερία», μια ανώνυμη
εξερευνήτρια της πόλης, είναι αδύνατη για μια εργαζόμενη
γυναίκα, που τη δεσμεύει ο χρόνος και την παρεμποδίζει ένα
αφιλόξενο αστικό τοπίο.334
Η θεώρηση της Γουίλκινσον για το περπάτημα είναι σαφώς
απαισιόδοξη. Εκφράζει όμως τη λαχτάρα να «οικειοποιηθεί» την
πόλη με τον τρόπο που προτείνει ο Χένρι Τζέιμς και να λάβει
την ίδια ευχαρίστηση από κάτι τέτοιο. Το να περπατά κανείς
στην πόλη αποτελεί δικαίωμα· η πρόσβαση σε αυτό το δικαίωμα
αποτελεί πολιτική. Ένα από τα σπουδαιότερα γραπτά σχετικά με
τον αστικό περίπατο είναι το «Street Haunting: A London
Adventure» (Δρόμοι που στοιχειώνουν: μια περιπέτεια στο
Λονδίνο) της Βιρτζίνια Γουλφ, όπου περιγράφει τον χειμερινό
βραδινό της περίπατο στο Λονδίνο για να αγοράσει ένα μολύβι.
«Η βραδινή ώρα… μας δίνει την ανευθυνότητα που μας
επιτρέπουν το σκοτάδι και το φως του φανοστάτη. Δεν είμαστε
πλέον οι ίδιοι». Δημοσιευμένο το 1930, το «Street Haunting: A
London Adventure» είναι ένα αριστούργημα για τη ânerie
γραμμένο σε μια εποχή που ήταν κάτι σχετικά καινοτόμο για τις
γυναίκες της τάξης της Γουλφ να απολαμβάνουν αυτή την
ελευθερία.
Στην ταινία της Ανιές Βαρντά Η Κλεό απ’ τις 5 ως τις 7
(1962), η πρωταγωνίστρια, μια όμορφη τραγουδίστρια, μαθαίνει
να βλέπει το Παρίσι με έναν νέο τρόπο και το Παρίσι, με τη
σειρά του, αλλάζει εκείνη, ενώ περιμένει με αγωνία το
αποτέλεσμα μιας βιοψίας. Οι λήψεις της Βαρντά στα καφέ και
στους δρόμους του Παρισιού θυμίζουν τις κλεφτές ματιές στη
ζωή που βλέπουμε στους πίνακες του Μανέ, την
κατακερματισμένη άποψη των âneurs/ âneuses σε μεταφορά
στην κινηματογραφική ζωή. Η Κλεό ξεκινά την ταινία ως μια
γυναίκα απορροφημένη στον εαυτό της και ματαιόδοξη· καθώς
αφήνεται να την απορροφήσει ο ιστός της πόλης της, καθώς
γίνεται ένα με το πλήθος, η ίδια μεταμορφώνεται. Όμως, πριν
μπορέσει να το κάνει αυτό, πρέπει να καταστεί ανώνυμη. Ως
ερμηνεύτρια και αντικείμενο της ανδρικής επιθυμίας, είναι πιο
συνηθισμένη να την κοιτάζουν παρά να κοιτάζει. Όταν βγάζει
την περούκα της, αντικαθιστά τα κομψά ρούχα της με ένα απλό
μαύρο φόρεμα και φορά σκούρα γυαλιά, μπορεί να επιτύχει
κάποιο βαθμό ανωνυμίας. Είναι μια υπενθύμιση ότι μια γυναίκα
εξακολουθεί να πρέπει να μεταμφιέζεται για να διασχίσει την
πόλη. Το ανεπιθύμητο ανδρικό ενδιαφέρον εξακολουθεί να
αποτελεί απειλή το 1962, όπως και σήμερα. Σαν τη σερβιτόρα
στα Φολί Μπερζέρ του Μανέ, πρέπει να φορέσει το παιχνιδιάρικο
προσωπείο της.335
Το απόσταγμα από το δοκίμιο της Γουλφ και από την ταινία
της Βαρντά δεν είναι μόνο η έντονη απόλαυση της μετακίνησης
με τα πόδια στην πόλη αλλά και ο βαθμός στον οποίο το
περπάτημα εντείνει τη σχέση μας με το δομημένο περιβάλλον.
Όπως ο Χένρι Τζέιμς, «οικειοποιούμαστε» το σημείο όπου ζούμε
όταν βρίσκουμε τρόπους για να το χαρτογραφούμε νοερά. Ως
πλάσματα που προσκολλώνται στην επικράτεια και
διαμορφώνουν μοτίβα, οι άνθρωποι είναι καλοί στο να
επιβάλλουν το δικό τους είδος τάξης στο περιβάλλον τους,
εξανθρωπίζοντας το απαγορευτικά τεράστιο αστικό τοπίο στη
φαντασία τους ώστε να καταστεί κατοικήσιμο. Οι εμπειρίες της
Γεωργίας Σάνδη, της Λίλι Γουίλκινσον, της Βιρτζίνια Γουλφ και
της Ανιές Βαρντά δείχνουν πόσο ισχυρή είναι αυτή η ανάγκη
αλλά και πόσο ενέχει εμπόδια και κινδύνους. Η άφιξη της
âneuse συνέπεσε με τον επικράτηση των αυτοκινήτων και των
συνεπακόλουθων οδικών συστημάτων, καθιστώντας την πόλη
ένα ακόμη λιγότερο φιλόξενο έδαφος για τον πεζό.
Ο Γκέοργκ Σίμελ –όπως και αμέτρητοι άλλοι συγγραφείς και
κοινωνιολόγοι– μπορεί να είχε δει τη σύγχρονη πόλη ως
Βαβυλώνα με ολέθριες για την ψυχή διαστάσεις. Αλλά αυτό
σήμαινε ότι αγνοούσε την ικανότητα του ανθρώπου να μειώνει
τη Βαβυλώνα σε μέγεθος και να την καθιστά κατοικήσιμη.
Η βαθιά αίσθηση της αποξένωσης που αισθάνθηκαν οι
πάσχοντες από το σύνδρομο του Παρισιού –εκείνου του
μείγματος της απογοητευτικής εξέλιξης και της μοναξιάς– είναι
μια υπερβολική εκδοχή του πώς θα μπορούσαμε όλοι μας να
αισθανόμαστε μέσα σε μια πόλη. Είναι επίσης μια ακραία
εκδήλωση του πώς όλοι μας, σε διαφορετικό βαθμό,
μετατρέπουμε κάποιους τόπους σε μυθοπλασίες και τους
εμποτίζουμε με νοήματα. Το γεγονός ότι ευδοκιμούμε εν μέσω
της αναταραχής και της παροδικότητας της σύγχρονης
μητρόπολης είναι μάρτυρας των στρατηγικών αντιμετώπισης που
υιοθετούμε.
Ο Σίγκμουντ Φρόιντ σχεδόν καταρρακώθηκε από το Παρίσι.
Αλλά συμφιλιώθηκε μαζί του μέσα από την απόλυτη βύθιση
στην πόλη, τη σκιαγράφησή της και τη λεπτομερή περιγραφή
της τοπογραφίας της σε επιστολές προς τη μνηστή του. Έπειτα
από λίγους μήνες κατέληξε να το αγαπά, ως αποτέλεσμα της
εξοικείωσής του με αυτό. Η ιστορία και η λογοτεχνία της
ânerie, της ψυχογεωγραφίας, της βαθιάς τοπογραφίας –πείτε το
όπως θέλετε– μας διδάσκει πολλά σχετικά με το πώς να
απολαμβάνουμε τη ζωή στην πόλη και σχετικά με τον αστικό
τουρισμό. Τα επιβλητικά κτίρια και μνημεία δίνουν στην πόλη
την ψευδαίσθηση ότι αυτή είναι στατική και διαχρονική. Αλλά οι
πόλεις αποκαλύπτονται καλύτερα εν κινήσει, στην καθημερινή
ζωή των ανθρώπων τους, στους νευρώνες και στον συνδετικό
ιστό που κρατούν σε συνοχή τον οργανισμό τους. Το περπάτημα
είναι ό,τι καθιστά μια πόλη ζωντανή και, πάνω απ’ όλα,
ευχάριστη. Αυτός είναι ο τρόπος να επιβιώσει κάποιος από μια
πόλη, είτε είναι κάτοικος είτε επισκέπτης της.

280
Caroline Wyatt, «“Paris Syndrome” Strikes Japanese», BBC News, 20/12/2006,
http://news.bbc.co.uk/1/hi/6197921.stm· Katada Tamami, «Re ections on a Case of
Paris Syndrome», Journal of the Nissei Hospital, 26:2 (1998), σελ. 127–32.
281
Sigmund Freud, Life and Work: the young Freud, 1885–1900, Ernest Jones
(επιμ.) (Λονδίνο, 1953), σελ. 200.
282
Emma Willard, Journals and Letters from France and Great Britain (NY, 1833),
σελ. 30.
283
*«Νησί της πόλης», μια νησίδα στον ποταμό Σηκουάνα. (Σ.τ.Μ.)
284
David P. Jordan, σημ. 399 Transforming Paris: the life and labors of Baron
Haussmann (NY, 1995), σελ. 92–3· Victoria E.Thompson, «Telling “Spatial Stories”:
urban space and bourgeois identity in nineteenthcentury Paris», Journal of
Modern History, 75:3 (Σεπτέμβριος 2003), σελ. 540.
285
Aγνώστου, Ten Years of Imperialism in France: impressions of a Flaneur
(Λονδίνο, 1862), σελ. 30.
286
Harvey Levenstein, Seductive Journey: American tourists in France from
Je erson to the Jazz Age (Σικάγο, 1998), σελ. 57· David Harvey, Paris: capital of
modernity (NY, 2006), σελ. 32–3.
287
Gregory Shaya, «The Flaneur, the Badaud, and the Making of a Mass Public
in France, circa 1860–1910», American Historical Review, 109:1 (Φεβρουάριος
2004), σελ. 50· T. J. Clark, The Painting of Modern Life: Paris in the art of Manet
and his followers (Λονδίνο, 1990), σελ. 33.
288
Anna Jameson, Diary of an Ennuyée (Βοστόνη, MA, 1833), σελ. 6· Shaya,
passim.
289
Περιπλανώμενος χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. (Σ.τ.Μ.)
290
Christopher E. Fort, The Dreyfus A air and the Crisis of French Manhood
(Βαλτιμόρη, 2004), σελ. 107· Honoré de Balzac, The Physiology of Marriage, Part 1,
Meditation 3· Charles Baudelaire, The Painter of Modern Life and Other Essays,
μτφρ. Jonathan Mayne (NY, 1986), σελ. 9.
291
Άσκοπη περιπλάνηση. (Σ.τ.Μ.)
292
Thompson, σελ. 532, σημ.34· Shaya, σελ. 51· Balzac, 1:3.
293
Ten Years of Imperialism, πρόλογος· Susan Sontag, On Photography (Λονδίνο,
1979), σελ. 55.
294
Jordan (1995), σελ. 50 κ.ε., σελ. 166–7· David H. Pinkney, «Napoleon III’s
Transformation of Paris: the origins and development of the idea», Journal of
Modern History, 27:2 (Ιούνιος 1955), σελ. 125–34.
295
Patrice de Moncan, Le Paris d’Haussmann (Παρίσι, 2002), σελ. 28.
296
Jordan (1995), σελ. 186 κ.ε.
297
Σωρός, σύμπλεγμα. (Σ.τ.Μ.)
298
Colin Jones, «Theodore Vacquer and the Archaeology of Modernity in
Haussmann’s Paris», Transactions of the Royal Historical Society, 6th series, 17
(2007), σελ. 167· Ten Years of Imperialism, σελ. 7· David P. Jordan, «Baron
Haussmann and Modern Paris», American Scholar, 61:1 (Χειμώνας 1992), σελ. 105
κ.ε.
299
Jordan (1995), σελ. 265, 290.
300
Ibid., σελ. 198 κ.ε.
301
Donald L. Miller, City of the Century: the epic of Chicago and the making of
America (NY, 1996), σελ. 124–7.
302
Jordan (1995), σελ. 274.
303
Moncan, σελ. 107
304
Elaine Denby, Grand Hotels: reality and illusion (Λονδίνο, 1998), σελ. 84.
305
Michael B. Miller, The Bon Marché: bourgeois culture and the department store,
1869–1920 (Πρίνστον, 1981)· Meredith L. Clausen, «Department Stores and Zola’s
“Cathédrale du Commerce Moderne”», Notes in the History of Art, 3:3 (Άνοιξη
1984), σελ. 18–23· Robert Procter, «Constructing the Retail Monument: the
Parisian department store and its property, 1855–1914», Urban History, 33:3
(Δεκέμβριος 2006), σελ. 393–410.
306
Galignani’s New Paris Guide (Παρίσι, 1860), σελ. 13.
307
Μεγάλες λεωφόροι. (Σ.τ.Μ.)
308
Jan Palmowski, «Travels with Baedeker: the guidebook and the middle classes
in Victorian and Edwardian Britain», στο Rudy Koshar (επιμ.), Histories of Leisure
(Οξφόρδη, 2002).
309
London & Partners, «London Tourism Report, 2014–2015»,
https:// les.londonandpartners.com/l-and-p/assets/our-insight-london-tourism-
review-2014–15.pdf
310
Pierre Larousse, Grand Dictionnaire universel (Παρίσι, 1872), Τόμ. VIII, σελ.
436.
311
Robert L. Herbert, Impressionism: art, leisure and Parisian society (Νιου
Χέιβεν, 1988), σελ. 21.
312
Jordan (1995), σελ. 348· Clark, σελ. 34–5· Herbert, σελ. 15.
313
Clark, σελ. 29.
314
Διαμερίσματα. (Σ.τ.Μ.)
315
Προάστια. (Σ.τ.Μ.)
316
Clark, σελ. 207· Herbert, σελ. 33, 58, 66.
317
Ibid., σελ. 35.
318
Katherine Golsan, «The Beholder as Flaneur: structures of perception in
Baudelaire and Manet», French Forum, 21:2 (Μάιος 1996), σελ. 183.
319
Σερβιτόρα. (Σ.τ.Μ.)
320
Θεωρεία. (Σ.τ.Μ.)
321
Herbert, σελ. 50 κ.ε.
322
Clark, σελ. 253.
323
Ibid., σελ. 72 κ.ε.
324
Aruna D’Souza & Tom McDonough (επιμ.), The Invisible Flaneuse? Gender,
public space, and visual culture in nineteenth century Paris (Μάντσεστερ, 2006).
325
Clark, σελ. 208· Ruth E. Iskin, «Selling, Seduction, and Soliciting the Eye:
Manet’s Bar at the Folies-Bergère», Art Bulletin 77:1 (Μάρ. 1995), σελ. 35.
326
Markman Ellis, The Co ee-House: a cultural history (Λονδίνο, 2004), σελ. 201–
11· Krista Lysack, Come Buy, Come Buy: shopping and the culture of consumption
in Victorian women’s writing (Αθήνα, OH, 2008), σελ. 19 κ.ε.
327
Anne Friedberg, «Les Flâneurs du Mal(l): cinema and the postmodern
condition», PMLA, 106:3 (Μάιος 1991), σελ. 425.
328
Οι οπαδοί της καταστασιακής θεωρίας πρεσβεύουν ότι οι άνθρωποι επηρεάζονται
περισσότερο από εξωτερικούς παρά από εσωτερικούς παράγοντες κατάστασης. Αργότερα
συνδέθηκαν με θεωρίες του Μαρξ και του κομμουνισμού. (Σ.τ.Μ.)
329
Louis Aragon, Paris Peasant, μτφρ. Simon Watson Taylor (Βοστόνη, MA, 1994),
σελ. viii.
330
The Notebooks of Henry James, F. O. Matthiessen & Kenneth B. Murdock (επιμ.)
(Σικάγο, 1947), σελ. 28.
331
Rebecca Solnit, Wanderlust: a history of walking (Λονδίνο, 2001), σελ. 204·
Mary Higgs, Glimpses into the Abyss (Λονδίνο, 1906), σελ. 94· Deborah Epstein
Nord, Walking the Victorian Streets: women, representation and the city (Ίθακα,
1995)· Judith R. Walkowitz, City of Dreadful Delight: narratives of sexual danger
in late-Victorian London (Σικάγο, 1992)· Lynda Nead, Victorian Babylon: people,
streets and images in nineteenth-century London (Νιου Χέιβεν, 2000).
332
Το Palais des Tuileries (Ανάκτορο του Κεραμεικού) βρισκόταν στη δεξιά όχθη του
ποταμού Σηκουάνα. Πήρε το όνομά του από τα κεραμοποιεία που υπήρχαν στην
περιοχή. Χτίστηκε το 1864, κατόπιν επιθυμίας της Αικατερίνης των Μεδίκων, και
καταστράφηκε το 1871. (Σ.τ.Μ.)
333
Janet Wol , «The Invisible Flaneuse: women and the literature of modernity»,
στο Feminine Sentences: essays on women 400 notes and culture (Κέιμπριτζ, 1990)·
Jane Rendell, Barbara Penner & Iain Borden (επιμ.), Gender Space Architecture:
an interdisciplinary introduction (Λονδίνο, 2000), σελ. 164.
334
Lily Gair Wilkinson, Woman’s Freedom (Λονδίνο, 1914)· Kathy E. Ferguson,
«Women and the Politics of Walking», Political Research Quarterly, 70:4
(Δεκέμβριος 2017), σελ. 708–19.
335
Janice Mouton, «From Feminine Masquerade to Flaneuse: Agnes Varda’s Cléo
in the City», Cinema Journal, 40:2 (Χειμώνας 2001), σελ. 3–16.
11 - Οι ψυχές των ουρανοξυστών - Νέα
Υόρκη, 1899-1939

Το κλαρινέτο αρχίζει να παίζει και βλέπουμε τον τραχύ ορίζοντα


της πόλης του Μανχάταν και στη συνέχεια μια σειρά από
εμβληματικές ασπρόμαυρες εικόνες σε υψηλή αντίθεση: τη
γέφυρα Κουίνσμπορο, το Μπρόντγουεϊ, πινακίδες νέον που
αναβοσβήνουν, ανθρώπους που γευματίζουν, κλίμακες διαφυγής
από πυρκαγιά, πλήθη και ουρανοξύστες, κι άλλους
ουρανοξύστες, ουρανοξύστες που κυριαρχούν στον ορίζοντα, ένα
μνημειώδες συγκρότημα την ημέρα, μια απαστράπτουσα
παραμυθούπολη τη νύχτα με ένα εκατομμύριο λαμπτήρες.
«Κεφάλαιο ένα. Λάτρευε τη Νέα Υόρκη», ξεκινά η φωνή του
αφηγητή. «Τα εξιδανίκευε όλα πέρα από τα όρια. Ω, όχι, γράψε
λάθος: Αυτός… αυτός… Τα ρομαντικοποιούσε όλα πέρα από τα
όρια. Καλύτερο αυτό. Για εκείνον… ανεξάρτητα από την εποχή,
εξακολουθούσε να είναι μια πόλη που υπήρχε σε άσπρο και
μαύρο και παλλόταν στις υπέροχες μελωδίες του Τζορτζ
Γκέρσουιν».
Έτσι ξεκινά η ταινία του Γούντι Άλεν Μανχάταν (1979). Καθώς
ο ήρωάς του, ο Άικ, εκφράζει μεγαλόφωνα τις διάφορες εκδοχές
του για τις πρώτες λέξεις του νεοϋορκέζικου μυθιστορήματός
του, βλέπουμε την πόλη σε όλο της το μεγαλείο και φωτισμένη
με νέον τη νύχτα, ακούγοντας ως μουσικό χαλί τη συναρπαστική
Γαλάζια Ραψωδία. Οι τσιμεντένιοι βράχοι του Μανχάταν είναι
τραχείς και απαγορευτικοί όσο και μαγευτικοί. Είναι ένα φρούριο
που αναμένει να του επιτεθούν. Ο Άικ ανησυχεί μήπως η πρώτη
φράση του είναι υπερβολική. Μπορεί η πόλη να γίνει ποτέ
αρκετά ρομαντική ή είναι «μια μεταφορά για την παρακμή του
σύγχρονου πολιτισμού»; Είναι άραγε μια αιθέρια, ονειρική πόλη
ή μια πόλη γεμάτη σκουπίδια και συμμορίες; Είναι άραγε μια
πόλη υψηλής κουλτούρας ή «με πανέμορφες γυναίκες και
έξυπνους άνδρες που έδειχναν να γνωρίζουν κάθε γωνιά της»;
Στο τέλος, ο Άικ καταλήγει στην ιδέα ότι ο ήρωάς του είναι μια
αντανάκλαση της πόλης των επάλξεων που λατρεύει και που τον
έχει διαμορφώσει: ζόρικη και ρομαντική.
Η αρχική σεκάνς μάς οδηγεί απευθείας στις πρώτες μέρες του
κινηματογράφου: από τα πρώτα βήματα, η ματιά του
κινηματογράφου στράφηκε προς τα ψηλά κτίρια του 20ού
αιώνα. Ο υπερ-νεωτερισμός του κινηματογράφου καθηλώθηκε
από τον υπερ-νεωτερισμό των πολυώροφων κτιρίων. Για το
Χόλιγουντ, στα πρώτα του χρόνια, πόλη σήμαινε Νέα Υόρκη και
Νέα Υόρκη σήμαινε πόλη – το σύμβολο και η συνεκδοχή κάθε
αστικού και φουτουριστικού στοιχείου.
Τα νέα κατακόρυφα κτίρια του Μανχάταν ήταν ένα τέλειο
θέμα για τον φωτογραφικό φακό. Γεμίζουν την οθόνη. Η αγάπη
της φωτογραφικής μηχανής για τον κατακόρυφο άξονα
προβάλλεται πολύ όμορφα σε μια ταινία μικρού μήκους της 8ης
Οκτωβρίου 1902. Ξεκινά με μια σκηνή της 5ης Λεωφόρου, οι
μυστακοφόροι άνδρες φορούν στρογγυλά και ημίψηλα καπέλα,
οι γυναίκες φορούν μακριές φούστες· υπάρχουν ιππήλατες
άμαξες και κάρα, τραμ και ένα μηχανοκίνητο αυτοκίνητο, με ένα
φαινομενικά κανονικό κτίριο γραφείων στο βάθος. Αλλά τότε η
κάμερα στρέφεται προς τα πάνω… και πιο πάνω… όλο και πιο
πάνω… αφήνοντας πολύ πίσω της τον 19ο αιώνα για να
αποκαλύψει, όροφο τον όροφο, έναν ουρανοξύστη του 20ού
αιώνα που διατρυπά το νέφος, το πρόσφατα αποπερατωμένο
Κτίριο Φούλερ. Όπως δείχνει η ταινία στην εκπληκτική της
αποκάλυψη, το Φλατάιρον (όπως έγινε καλύτερα γνωστό το
κτίριο) ήταν φουτουριστικό με τρόπο πομπώδη και σε
ριζοσπαστική αντίθεση με τον παραδοσιακό δρόμο στη βάση του,
ένας προάγγελος της κατακόρυφης πόλης του νέου αιώνα.
Αν οι θεατές –ιδιαίτερα όσοι δεν ζούσαν στη Νέα Υόρκη–
έβλεπαν αυτή τη σκηνή το 1902, πρέπει να τη θεωρούσαν
ενοχλητική και συναρπαστική ταυτόχρονα· πότε επιτέλους θα
φτάσει η κάμερα στην κορυφή αυτού του απίστευτου πύργου;
Αυτό που ίσως είναι πιο ενδιαφέρον, πάνω από έναν αιώνα
αργότερα, είναι η συμπεριφορά του πλήθους. Κοιτάζουν επίμονα
την κάμερα. Πιθανώς δεν έχουν ξαναδεί κάμερα. Εδώ λοιπόν,
απαθανατισμένη σε λίγο περισσότερο από ένα λεπτό
κινηματογραφικού φιλμ, είναι η συνάντηση δύο εντυπωσιακών
νέων τεχνολογιών, της κινηματογραφικής κάμερας και του
ουρανοξύστη.
Μια άλλη ταινία ντοκιμαντέρ μικρού μήκους που γυρίστηκε
από την εταιρία Thomas A. Edison Inc. λίγους μήνες αργότερα,
Skyscrapers of New York City, from the North River, May 10
1903 (Ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης, από τον Βόρειο Ποταμό,
10 Μαΐου 1903) αποκαλύπτει μια διαφορετική ιστορία: τον
συνδυασμό των κάθετων και οριζόντιων αξόνων που
συλλαμβάνει ο φακός. Με λήψη από ένα σκάφος σε κίνηση, το
εντυπωσιακό περίγραμμα του Μανχάταν ξεδιπλώνεται βαθμιαία,
το ένα γιγαντιαίο κτίριο μετά το άλλο, ένα αστικό θέαμα που
όμοιό του δεν υπάρχει στη γη. Το κωδωνοστάσιο της Τρίνιτι
Τσερτς (Εκκλησία της Αγίας Τριάδας), το οποίο λίγα μόλις χρόνια
πριν ήταν το υψηλότερο κτίριο της πόλης, ίσα που διακρίνεται
μέσα στο δάσος των πύργων. Οι ουρανοξύστες γεμίζουν την
οθόνη με το μνημειώδες μέγεθός τους. Όταν γυρίστηκε αυτό το
πανόραμα, 1,5 εκατομμύριο Νεοϋορκέζοι μετακινούνταν
καθημερινά στο Λόουερ Μανχάταν και γέμιζαν αυτά τα γραφεία.
Το υψηλότερο από αυτά, το Κτίριο Παρκ Ρόου, ύψους 391
μέτρων, φιλοξενούσε καθημερινά έναν πληθυσμό συγκρίσιμο με
εκείνον μιας μεσαίου μεγέθους πόλης, 4.000 ατόμων.
Στην ταινία The Skyscrapers of New York (Οι ουρανοξύστες
της Νέας Υόρκης) (1906), μία από τις πρώτες δραματικές ταινίες,
δεν προβάλλεται τίποτε άλλο παρά οι κορυφές των πολυώροφων
κτιρίων στο βάθος. Εκτός από δύο εσωτερικές σκηνές, η ταινία
γυρίστηκε εξ ολοκλήρου πάνω σε γυμνές χαλύβδινες δοκούς ενός
ημιτελούς ουρανοξύστη ιλιγγιώδους ύψους, στη διασταύρωση
Μπρόντγουεϊ και 12ης Οδού. Οι χτίστες χειρίζονται επιδέξια το
στενό ικρίωμα και κάποια στιγμή μια αδικαιολόγητα μεγάλη
ομάδα από αυτούς γαντζώνεται σε μια αλυσίδα που κρέμεται
από έναν αόρατο γερανό και χάνεται πάνω από το κενό. Η
πλοκή προκύπτει από μια διαφωνία μεταξύ του εργοδηγού και
ενός εργαζομένου, η οποία οδηγεί στην κορύφωση της ταινίας,
«μια συναρπαστική συνάντηση χέρι με χέρι σε ένα από τα
υψηλότερα κτίρια που ανεγέρθηκαν ποτέ στη Νέα Υόρκη».
Τα οικοδομικά τετράγωνα γραφείων του Μανχάταν που
ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια ήταν ένας εύστοχος συμβολισμός
της πόλης. Η αναζήτηση του ουρανού στη στροφή του αιώνα
καθιστούσε εντυπωσιακά ορατά τα προβλήματα της πόλης: στη
Νέα Υόρκη οι άνθρωποι ανταγωνίζονταν για να αποκτήσουν
χώρο. Οι γεωγραφικοί περιορισμοί του νησιού, η ακμάζουσα
επιτυχία του και η μη παρεμβατική στάση του κράτους σε ό,τι
αφορούσε την πολεοδομία είχαν ως αποτέλεσμα να εξωθήσουν
ανθρώπους, επιχειρήσεις και οικονομικές δραστηριότητες σε μια
ανυπόφορη εγγύτητα. Οι αποβάθρες ήταν ένα ασυντόνιστο χάος,
με έντονο ανταγωνισμό για πρόσβαση στην ακτή. Η παροχή
νερού ήταν ανεπαρκής. Κάθε εργάσιμη ημέρα ως το 1920, στα
δύο εκατομμύρια ανθρώπων που ζούσαν στο Μανχάταν
προσθέτονταν επιπλέον δύο εκατομμύρια μετακινούμενοι που
στοιβάζονταν στα ανεπαρκώς ανεπτυγμένα συστήματα δημόσιων
συγκοινωνιών της πόλης για να φτάσουν στο κέντρο της, όπου
κεντρικά γραφεία εταιρειών, τράπεζες, δικηγορικά γραφεία,
εργοστάσια, βιοτεχνίες με άθλιες συνθήκες εργασίας,
πολυκαταστήματα του συρμού και σάπιες κατοικίες
στριμώχνονταν και συνωστίζονταν όλα μαζί. Σε κάποια τμήματα
του Λόουερ Ιστ Σάιντ η πυκνότητα του πληθυσμού ήταν 1.000
άτομα ανά εκτάριο, μια κατάσταση παρόμοια με εκείνη του
Νταράβι στη Βομβάη τον 21ο αιώνα. Εγκλωβισμένη μέσα σε όλες
αυτές τις πιέσεις, η πόλη ανταποκρίθηκε διογκούμενη σε ύψος.336
Κατά τους επικριτές των ουρανοξυστών, η ξαφνική εμφάνισή
τους ήταν ο ανεπιθύμητος θρίαμβος του ελεύθερου
καπιταλισμού επί του δημόσιου χώρου. «Η Νέα Υόρκη δεν έχει
κανέναν ορίζοντα», διαμαρτυρόταν ο κριτικός Μοντγκόμερι
Σκάιλερ. «Διακόπτεται συνεχώς, με διάφορα ύψη, σχήματα και
μεγέθη… με πύργους διάσπαρτους ή σε συστάδες που δεν έχουν
καμία σχέση μεταξύ τους ή με ό,τι απλώνεται από κάτω τους».
Οι δεκαεξαώροφοι ουρανοξύστες που ξεφύτρωναν από το
πουθενά προκαλούσαν στους ανθρώπους τον φόβο ότι οι δρόμοι
θα καταντήσουν τελικά «σκοτεινά μονοπάτια μισοχαμένα
ανάμεσα στις βάσεις κατακόρυφων γκρεμών».337
Η «αεροπειρατεία» της πόλης από τα κερδοσκοπικά κεφάλαια
μετέτρεψε τη Νέα Υόρκη σε μία άστατη ζώνη. Οι ουρανοξύστες
που χτίστηκαν τη δεκαετία του 1880 και του 1890 είχαν ήδη
κατεδαφιστεί τη δεκαετία του 1900 και του 1910 για να
παραχωρήσουν τη θέση τους σε μεγαλύτερες, καλύτερες και πιο
κερδοφόρες εκδοχές τους. Υπαγορευόμενοι από την αγορά, από
τις αξίες της γης και από τις εκάστοτε τάσεις, οι ουρανοξύστες
ήταν το απόλυτα αναλώσιμο αγαθό. Η νέα κατακόρυφη πόλη, με
τον επιχειρηματικό ορίζοντά της, έμοιαζε να αντικατοπτρίζει την
οικονομία: ασταθής, προσωρινή και ρευστή.338
Και τι συνέβη τελικά σε αυτές τις αποκλειστικά αστικές
αετοφωλιές; Στο μικρό του διήγημα «Psyche and the
Pskyscraper» (Η Ψυχή και ο Ψυχοβγάλτης) το 1905 ο O. Χένρι
έρχεται στη θέση ενός άνδρα που κατοικεί σε ουρανοξύστη. Αν
είσαι «επάνω μπορείς… να κοιτάς τους συνανθρώπους σου 300
μέτρα χαμηλότερα και να τους περιφρονείς σαν να ήταν
έντομα». Από αυτή την «αδιανόητη προοπτική» η πόλη αποκτά
μια νέα θέα, «υποβαθμισμένη σε μια ακατανόητη μάζα
διεστραμμένων κτιρίων». Καταφεύγοντας στην ασφάλεια του
πλούτου και της πολυτέλειας, η πόλη υποχωρεί στην
ασημαντότητα. Το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους της:
«Ποιες είναι οι φιλοδοξίες, τα επιτεύγματα, οι μικρές
κατακτήσεις και οι αγάπες αυτών των αεικίνητων μαύρων
εντόμων εκεί κάτω σε σύγκριση με τη γαλήνια και απαίσια
απεραντοσύνη του σύμπαντος που βρίσκεται πάνω και γύρω από
την ασήμαντη πόλη τους;»
Ο ουρανοξύστης έμοιαζε να απομακρύνει τους τυχερούς
κατοίκους του –τους χρηματοοικονομικούς άρχοντες– από την
πόλη και τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί. Γιατί να τους νοιάζει
η πόλη που πατούσαν κάτω από τα πόδια τους;
Παρά τις αντίθετες φωνές, οι πύργοι συνέχισαν να υψώνονται.
Ο Πύργος Σίνγκερ, που αποπερατώθηκε το 1908 για την εταιρεία
των ομώνυμων ραπτομηχανών, έγινε το υψηλότερο κτίριο στον
κόσμο στα 187 μέτρα. Διατήρησε το σκήπτρο μόνο για λίγους
μήνες, προτού τον υπερβεί ο πύργος της ασφαλιστικής εταιρείας
Μετροπόλιταν Λάιφ, με 50 ορόφους και ύψος 213 μέτρα, κατά
το πρότυπο των ιταλικών αναγεννησιακών κωδωνοστασίων. Το
θεόρατο γοτθικό θαύμα των 241 μέτρων που ήταν το Κτίριο
Γούλγουορθ του 1913 έκλεψε τότε τον τίτλο. Φωτισμένο με
προβολείς τη νύχτα, το Κτίριο Γούλγουορθ –με ενοικιαστές τις
πολυάριθμες εταιρείες υψηλού προφίλ, με τις πολυτελείς
εισόδους, τα εστιατόρια, τα καταστήματα, τους ταχύτερους
ανελκυστήρες στον κόσμο και μια πισίνα– ήταν η επιτομή του
αστικού μεγαλείου.
Τα Κτίρια Σίνγκερ, Μετροπόλιταν Λάιφ και Γούλγουορθ
εκφράζουν τις μεγαλομανείς δυνάμεις που διέπουν την
κατακόρυφη πόλη. Και για τις τρεις εταιρείες, τα κτίρια ήταν
χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και διαφημίσεις σε
τεράστια κλίμακα. Προβάλλονταν σε εφημερίδες, περιοδικά,
φωτογραφίες και ταινίες παγκόσμιας διανομής· προβάλλονταν σε
κουτιά δημητριακών, συσκευασίες καφέ, καρτ ποστάλ και άλλα
πολλά.339
Το 1914 ο δήμαρχος Τζον Πέροϊ ανακοίνωσε τον θάνατο του
ουρανοξύστη. Κατά την τοποθέτηση του θεμέλιου λίθου του
νέου Κτιρίου Έκουιταμπλ, ο δήμαρχος δήλωσε ότι μπορεί να
ήταν ο τελευταίος ουρανοξύστης που θα κατασκευαζόταν ποτέ
στη Νέα Υόρκη. Το μεγαλύτερο κτίριο γραφείων στον πλανήτη
βρισκόταν σε οικόπεδο μικρότερο από 4 στρέμματα αλλά παρείχε
112 στρέμματα εμβαδού πάνω σε 36 ορόφους για 15.000
εργαζόμενους. Αν και δεν είναι το υψηλότερο κτίριο της πόλης,
καταλάμβανε ένα ολόκληρο τετράγωνο και άπλωνε τη σκιά του
πάνω σε 30 στρέμματα, καταδικάζοντας σε μόνιμο σκοτάδι τα
παρακείμενα κτίρια που είχαν λιγότερους από 20 ορόφους. Όταν
το Έκουιταμπλ εγκαινιάστηκε το 1915, η οικονομία ήταν σε
ύφεση, με υψηλά ποσοστά κενών θέσεων εργασίας. Σε αυτό το
είδος αγοράς, οι ενοικιαστές επέλεξαν τα νεότερα, υψηλότερα και
φωτεινότερα γραφεία. Το Έκουιταμπλ θεωρήθηκε ως κλέφτης όχι
μόνο του ηλιακού φωτός και του αέρα από τους γείτονές του
αλλά και από τους ενοικιαστές τους. Η κερδοσκοπία του
ουρανοξύστη ήταν μια ανηλεής επιχείρηση.340
Επρόκειτο για το υπέρτατο παράδειγμα του τρόπου με τον
οποίο η ελεύθερη αγορά κατέστρεφε τις πόλεις σε ένα χάος
καπιταλισμού. Αλλά ούτε ο νόμος ούτε η πόλη μπορούσαν να
κάνουν πολλά για να αποτρέψουν την ανέγερση περαιτέρω
υψηλών κτιρίων όπως αυτό. Υπόσχονταν περισσότερους
ουρανοξύστες όπως το Έκουιταμπλ και θα μετέτρεπαν τους
δρόμους του Μανχάταν σε σκοτεινά, στενά φαράγγια καθώς οι
κερδοσκόποι αλληλοσυγκρούονταν για φως και χώρο ψηλά στον
ουρανό. Στην πρωτοποριακή ταινία μικρού μήκους Manhatta
(1921), η κάμερα καταβροχθίζει με λαιμαργία τη Νέα Υόρκη.
Αλλά είναι μια εμπειρία που προκαλούσε σύγχυση. Η κάμερα
κοιτάζει προς τα κάτω απειλητικά, από τις κορυφές ψηλών
κτιρίων, όπως από μια αετοφωλιά ή από τη φωλιά ενός
ελεύθερου σκοπευτή, κοιτάζει τους μικροσκοπικούς ανθρώπους
πολύ χαμηλότερα. Πρόκειται για μια μητρόπολη με έντονες
γεωμετρικές γραμμές, φασματικούς πύργους και ατσάλινες
δοκούς σαν από κελιά. Ατμός βγαίνει από τα γιγαντιαία κτίρια
και από κινητήρες και πλοία· οχήματα καμωμένα να μοιάζουν με
παιχνίδια και πανομοιότυποι άνθρωποι κινούνται με την
κανονικότητα μυρμηγκιών. Αυτό είναι μάλλον μια μηχανή παρά
μια μητρόπολη, ένας παράδεισος κυβιστικών δραματικών
κατακόρυφων γραμμών και αντιθέσεων φωτός/σκοταδιού.
Εάν αυτή είναι η μελλοντική μητρόπολη, πρόκειται για μια
θλιβερή προοπτική. Η απογοήτευση για την κατακόρυφη πόλη
ήταν ευρέως διαδεδομένη. Η Νέα Υόρκη φάνηκε να ξεφεύγει από
τον έλεγχο, θάβοντας τους πολίτες της κάτω από σκυρόδεμα και
ατσάλι. Ο κακός της ιστορίας, το Κτίριο Έκουιταμπλ, ανάγκασε
την παραδοσιακή μη παρεμβατική στάση και τη μη
πολεοδομημένη πόλη να παραχωρήσουν τη θέση τους στον
πρώτο Νόμο Διάκρισης σε Ζώνες το 1916, που ρύθμιζε το ύψος,
το μέγεθος και τη διάταξη των κτιρίων της πόλης. Ο νόμος
εμπόδιζε στα εργοστάσια να εισβάλουν σε συνοικίες με
καταστήματα λιανικής και οικιστικής χρήσης και επίσης
προστάτευε τις τελευταίες από την καταπάτησή τους εκ μέρους
των επιχειρήσεων. Έθεσε εκτός νόμου την κατασκευή κτιρίων
μεγάλου μεγέθους στα περισσότερα μέρη της πόλης. Όπου
επιτρεπόταν η ανέγερση ουρανοξυστών, στο Λόουερ Μανχάταν,
αυτοί έπρεπε να συμμορφώνονται με τους νέους περιορισμούς.
Οποιοδήποτε τμήμα ενός κτιρίου ύψους μεγαλύτερου από
δυόμισι φορές το πλάτος του δρόμου στην πρόσοψή του έπρεπε
να μειώνεται αναλογικά καθ’ ύψος όσο απομακρυνόταν από τον
δρόμο, σε κωνική διάταξη ορόφων, έτσι ώστε το φως και ο αέρας
να μπορούν να φτάνουν στον πεζό. Οι ουρανοξύστες πλέον δεν
θα ανεγείρονταν κατακόρυφα και μονολιθικά, κλέβοντας τον
ήλιο από την πόλη.
Αλλά αντί να ανακόψει το πείραμα της κατακόρυφης
αστικοποίησης, ο Νόμος Διάκρισης σε Ζώνες απελευθέρωσε, άθελά
του, μια χρυσή εποχή του κτιρίου του ουρανοξύστη,
δημιουργώντας την πόλη που εξακολουθούσε να γοητεύει τους
κινηματογραφιστές

«Νέα Υόρκη –πόλη της μαγείας, του παραληρήματος–


τρομακτική, δελεαστική, μαγνητική». Με αυτές τις λέξεις ξεκινά
το αριστούργημα του βωβού κινηματογράφου του 1927 East
Side, West Side (Ανατολική Πλευρά, Δυτική Πλευρά) σε
σκηνοθεσία του Άλαν Ντουάν. Ακολουθεί η πρώτη εικόνα: οι
πύργοι του Μανχάταν την αυγή, πίσω από τη γέφυρα του
Μπρούκλιν. Η κάμερα αποκαλύπτει και άλλους μεγάλους
ουρανοξύστες· τότε εμφανίζονται οι λέξεις: «Η πόλη που αιώνια
κτίζει· απαιτώντας με απληστία χάλυβα και πέτρα, σκυρόδεμα
και τούβλο, σώματα και ψυχές ανθρώπων: γκρεμίζει τον
ουρανοξύστη του χθες για να στρέψει τα όνειρα του αύριο προς
τον ουρανό». Η κάμερα επιστρέφει στην προκυμαία, όπου ένας
όμορφος, μυώδης νεαρός, ο Τζον Μπριν (τον οποίο υποδύεται ο
Τζορτζ Ο’Μπράιεν), κάθεται και ατενίζει αυτό το απίστευτο
σκηνικό πέρα από το ποτάμι.
Το νερό που κυματίζει κάνει την πόλη με τους ουρανοξύστες
να μοιάζει με πλάσμα ζωντανό· είναι μια απίστευτη
ψευδαίσθηση. Ο Τζον μεγάλωσε σε μια παλιά φορτηγίδα που
μεταφέρει τούβλα σε εργοτάξια στο νησί του Νησί του
Μανχάταν. Σκύβει και πιάνει ένα τούβλο. Τότε την οθόνη
κατακλύζει ένας τεράστιος ουρανοξύστης, ο πυργώδης όγκος του
ταιριάζει απόλυτα με το τούβλο. Το ένα και μοναδικό τούβλο
έχει γίνει το κτίριο που ο Τζον ονειρεύεται να κατασκευάσει για
τη Νέα Υόρκη.
Το όραμα σβήνει. Εκείνος στέκεται και βλέπει την πόλη σε μια
δυναμική στάση, με τον άνεμο να φουσκώνει τα κουρελιασμένα
ρούχα του. Αφυπνίζεται και τρέχει κατά μήκος της αποβάθρας,
με τον υπέροχο ορίζοντα του Μανχάταν να δεσπόζει από πάνω
του.
Η ταινία East Side, West Side είναι σημαντική για την
εντυπωσιακή κινηματογράφηση της πόλης. Μετά τον θάνατο
των γονέων του σε ατύχημα, ο Τζον διασχίζει τον ποταμό προς
το Μανχάταν, όπου αφήνεται στη δίνη του Λόουερ Ιστ Σάιντ.
Εργάζεται ως πυγμάχος και εργάτης οικοδομών, βαθιά στα
υπόγεια θεμέλια των νέων ουρανοξυστών. Έπειτα από μια σειρά
περιπετειών, πραγματοποιεί το όνειρό του να γίνει αρχιτέκτονας,
ο μέγας κατασκευαστής της πόλης που ο ίδιος εξιδανικεύει. Στην
τελευταία σκηνή, που γυρίστηκε στην κορυφή ενός ουρανοξύστη,
η αγαπημένη του Τζον, η Μπέκα, σχολιάζει: «Χτίζουμε, Τζον –
πάντα χτίζουμε. Γκρεμίζουμε και ξαναχτίζουμε. Πότε θα πάψει
όλο αυτό;» Κι ο Τζον απαντά: «Όταν θα έχουμε χτίσει την
τέλεια πόλη, Μπέκα… Την πόλη των ονείρων μας!»
«Η αναδημιουργία της Νέας Υόρκης βρίσκεται στο απόγειό της»,
σχολίαζε η εφημερίδα New York Times τον Νοέμβριο του 1925,
καταγράφοντας τον ενθουσιασμό και την πομπώδη
αυτοπεποίθηση του Γκόθαμ Σίτι της εποχής. «Σφυριά σε κάθε
χέρι χτυπούν με δύναμη και σχίζουν τον αέρα. Ελκυστήρες
μετατόπισης σφυρίζουν και τσιρίζουν. Δέσμες από χαλύβδινες
δοκούς ανεβαίνουν σε εντυπωσιακά ύψη, συχνά με έναν εργάτη
του χάλυβα να στέκεται ανάμεσά τους, με το χέρι να ακουμπά
απαλά πάνω στον φορτωτήρα. Κανένα ανθρώπινο γραφείο δεν
θα μπορούσε να μετρήσει τους αναρίθμητους τόνους χάλυβα,
πέτρας και τούβλων που ανυψώνονται μέρα με τη μέρα, τόνο
τον τόνο, έως ότου ένας νέος ουρανοξύστης αντικαταστήσει μια
ταπεινή κατασκευή». Η κατασκευαστική έκρηξη άνοιξε νέες
κινηματογραφικές δυνατότητες. Ταινίες όπως η The Shock
Punch (Η άξαφνη γροθιά) (1925), γυρισμένη με κάμερα χειρός
ψηλά στις γυμνές δοκούς του Κτιρίου Μπάρκλεϊ-Βέσεϊ, ενώ αυτό
ήταν υπό κατασκευή, έρχονται να προστεθούν στις πολυάριθμες
και πολύ διάσημες φωτογραφίες εργατών που ισορροπούσαν σε
ύψος εκατοντάδων μέτρων στον αέρα τρώγοντας μεσημεριανό,
παίζοντας γκολφ και πάει λέγοντας. Η ταινία αφορά έναν
απόφοιτο της ένωσης πανεπιστημίων Άιβι Λιγκ, που θέλει να
αποδείξει την αρρενωπότητά του δουλεύοντας ως πριτσινωτής
πάνω από την πόλη. «Ο υπό κατασκευή ουρανοξύστης είναι ένα
από τα πιο συναρπαστικά αξιοθέατα στη σύγχρονη πόλη»,
έγραψε ένας δημοσιογράφος. «Ίσως πήρε το μάτι σας τους άντρες
που εργάζονταν μέσα και γύρω από το γυμνό ατσάλι… είναι
ένας εργάτης με την ηρεμία ακροβάτη, την ικανότητα ζογκλέρ,
τη δύναμη σιδηρουργού και την ομαδική συνεργασία
ποδοσφαιριστή». Στη φάση ακμής της ανέγερσης ουρανοξυστών,
η νέα μητρόπολη –και οι άνδρες που διακινδύνευαν τη ζωή τους
για να τους χτίσουν– λατρεύονταν ως υπεράνθρωποι.341
Το κέντρο βάρους του κόσμου μετατοπίστηκε στις Ηνωμένες
Πολιτείες. Η Νέα Υόρκη είχε εκτοπίσει το Λονδίνο όχι μόνο ως η
μεγαλύτερη πόλη του κόσμου, αλλά και ως η οικονομική,
εμπορική και πολιτιστική πρωτεύουσα του πλανήτη. Ακριβώς
όπως η αφθονία των ουρανοξυστών της Σαγκάης επιστέγασε την
ταχεία αστικοποίηση της Κίνας στις αρχές του 21ου αιώνα,
καθώς εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι μεταφέρθηκαν από
την αγροτική φτώχεια στις πόλεις, η άνοδος της πόλης Γκόθαμ
σηματοδότησε την ανάδυση της Αμερικής ως αστικής κοινωνίας:
έως το 1920 περισσότεροι από το 50% των πολιτών των ΗΠΑ
ζούσαν για πρώτη φορά σε πόλεις. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας,
υπήρχαν 2.479 πολυώροφα κτίρια στη Νέα Υόρκη, 2.000
περισσότερα από τον πλησιέστερο αντίπαλό της στην
κατακόρυφη δόμηση, το Σικάγο.
Ο τρόπος με τον οποίο αναπτύχθηκε η πόλη Γκόθαμ είχε να
κάνει οπωσδήποτε με τους περιορισμούς του Νόμου Διάκρισης σε
Ζώνες του 1916, ο οποίος ανάγκασε τους αρχιτέκτονες
ουρανοξυστών να επινοήσουν δημιουργικούς τρόπους για τη
διατήρηση του φωτός και του αέρα στο επίπεδο του δρόμου.
Όπως το έθεσε ένας οικοδόμος ουρανοξυστών, η χωροθέτηση σε
ζώνες έδωσε στον «αρχιτεκτονικό σχεδιασμό υψηλών κτιρίων τη
μεγαλύτερη ώθηση που γνώρισε ποτέ», παράγοντας «ένα νέο και
όμορφο πυραμιδικό ορίζοντα». Οι ουρανοξύστες της δεκαετίας
του 1920 –από εκείνους που ο Τζον Μπριν ονειρεύτηκε να χτίσει
στην ταινία East Side, West Side– μειώνονταν βαθμιδωτά καθ’
ύψος με τη μορφή κώνου όσο απομακρύνονταν από τον δρόμο,
με μια σειρά από σκαλοπάτια ή αναβαθμίδες όπως στις οροσειρές,
σαν κάστρα με επάλξεις ή ζιγκουράτ της Μεσοποταμίας. (Η βάση
του Κτιρίου Εμπάιρ Στέιτ, για παράδειγμα, είναι πενταώροφη και
στη συνέχεια το κτίριο αρχίζει να μειώνεται σε κωνική διάταξη.)
Όπως άρμοζε σε μια δεκαετία αμερικανικών θριάμβων, αυτός ο
ριζοσπαστικός ρυθμός χαιρετίστηκε ως μοναδικά αμερικανικός·
«γεννήθηκε μέσα από ένα νέο πνεύμα που δεν είναι ούτε
ελληνικό ούτε ρωμαϊκό ούτε κλασικό ούτε αναγεννησιακό, αλλά
είναι εξόχως σημερινό». Κάποιοι ονόμασαν τους νέους
ουρανοξύστες «νεοαμερικανικούς», συνδέοντάς τους με τις
μεσοαμερικανικές πυραμίδες και σηματοδοτώντας την
αποχώρηση από τη δουλική υπακοή στον Παλαιό Κόσμο.342
Η κινηματογραφική κάμερα κατέστησε τη Νέα Υόρκη μια
φουτουριστική πόλη, έναν τόπο ρομαντισμού και πόθου, και
έδειξε στον κόσμο τη μορφή του μητροπολιτικού κόσμου. «Όταν
ήμαστε είκοσι ετών», θυμόταν ο Ζαν Πολ Σαρτρ στα τέλη της
δεκαετίας του 1920, «ακούγαμε για ουρανοξύστες. Τους
ανακαλύψαμε με έκπληξη στις ταινίες. Ήταν η αρχιτεκτονική
του μέλλοντος, όπως και ο κινηματογράφος ήταν η τέχνη του
μέλλοντος». Οι πύργοι του Μανχάταν δεν ήταν απλώς και μόνο
κτίρια. Ο αρχιτέκτονας, σχεδιαστής και υποστηρικτής των
ουρανοξυστών Χιου Φέρις έγραψε το 1922 ότι «δεν θαυμάζουμε
τη νέα αρχιτεκτονική μιας πόλης, θαυμάζουμε τη νέα
αρχιτεκτονική ενός πολιτισμού».343
Η επιτυχία του νέου κύματος των ουρανοξυστών προκάλεσε το
εξής σπάνιο πράγμα – ένα ξέσπασμα αισιοδοξίας για όλα τα
αστικά πράγματα. Στο βιβλίο του The Metropolis of Tomorrow
(Η μητρόπολη του αύριο) (1929), ο Φέρις παρείχε
εικονογραφήσεις με τις πόλεις του μέλλοντος, όπου κυριαρχούν
ζιγκουράτ στον ρυθμό της Νέας Υόρκης. Εκεί όπου οι
ουρανοξύστες, πριν από το 1916, απειλούσαν με το χάος, εκείνοι
της δεκαετίας του 1920 υπόσχονταν την τάξη και την ομορφιά –
τα δομικά στοιχεία ενός νέου είδους μητρόπολης στον κορεσμένο
20ό αιώνα και μια απάντηση στα προβλήματα της
ανθρωπότητας.
Η ευνοϊκή σχέση μεταξύ του δρόμου στο έδαφος και του
ιλιγγιώδους ύψους ήταν το μέγιστο επίτευγμα της υπεροχής του
ουρανοξύστη της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του 1920. Παρά τον
μνημειακό χαρακτήρα του, δεν έχασε την επαφή του με τον
άνθρωπο. Τον 21ο αιώνα το Χονγκ Κονγκ και το Τόκιο
αποτελούν παραδείγματα πόλεων που κατάφεραν να συνδυάσουν
ουρανοξύστες με μια σφύζουσα ζωή στους δρόμους, διατηρώντας
έναν συνδυασμό καταστημάτων και δραστηριοτήτων στο επίπεδο
του εδάφους, σε έντονη αντίθεση με το αποστειρωμένο και το
ολέθρια αποπνικτικό αποτέλεσμα άλλων πόλεων με
ουρανοξύστες.
Η ψυχολογική σύνδεση μεταξύ του ατόμου στον δρόμο και του
πανύψηλου νέου κτιρίου ήταν κεντρικής σημασίας στη σκέψη
πολλών από τους αρχιτέκτονες της δεκαετίας του 1920. Ο Ραλφ
Γουόκερ, ο αρχιτέκτονας μερικών από τους πιο εντυπωσιακούς
ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης, πίστευε ότι τα τεράστια
σύγχρονα αστικά οικοδομήματα πρέπει να είναι έργα τέχνης που
όχι μόνο δένουν αρμονικά με το αστικό τοπίο αλλά καθιστούν
τους ανθρώπους «σωματικά άνετους και ψυχικά
ευχαριστημένους». Οι ουρανοξύστες του, καθώς ισχυριζόταν,
πρέπει να εξυπηρετούν όχι μόνο τους ιδιοκτήτες και τους
ανθρώπους που εργάζονται σε αυτούς αλλά και τις εκατοντάδες
χιλιάδες ανθρώπων που τους βλέπουν καθημερινά και συνιστούν
το κοινό τους. «Ο αρχιτέκτονας του μέλλοντος», είπε, «θα πρέπει
να είναι ψυχολόγος».344
Εμπνευσμένο από τα σχέδια του Φέρις, το πρώτο σημαντικό
έργο του Γουόκερ ήταν το Κτίριο Μπάρκλεϊ-Βέσεϊ. Ο Γουόκερ
ελάφρυνε με πολλά σκαλιστά ανάγλυφα ό,τι, διαφορετικά, θα
ήταν ένα τεράστιο κτίριο αυστηρού ύφους: αμπέλους, έλικες,
ιππόκαμπους, πτηνά, σκίουρους και κεφαλές ελεφάντων. Το
μεταγενέστερο Κτίριο Γουέστερν Γιούνιον του Γουόκερ υψώνεται
μέσα από 19 διαφορετικά χρώματα από τούβλα, από το σκοτάδι
στο φως, υποδηλώνοντας την ανάπτυξη. Τα λίθινα
τοιχοπετάσματα του ουρανοξύστη του, που χτίστηκε για την
Ίρβινγκ Τραστ Κόμπανι στον αριθμό 1 της Γουόλ Στριτ, ήταν
κατάλληλα λαξευμένα ώστε να μοιάζουν με πραγματικές
κουρτίνες. Οι βεράντες που σχηματίζονταν από τη μειωμένη
δόμηση των υπερκείμενων ορόφων παρείχαν επιφάνεια για
πράσινο και κήπους. Η εξωτερική διακόσμηση και ο στολισμός
εξανθρώπισαν ένα τεράστιο κτίριο, καθιστώντας το μέρος του
συλλογικού αστικού ορίζοντα αλλά και αστικό μέλος του
δρόμου.345
Ο Γουόκερ κατέβαλε ανάλογη προσπάθεια και στο εσωτερικό
των ουρανοξυστών του ώστε να τους καταστήσει ανθρώπινους
και συναισθηματικά εποικοδομητικούς εργασιακούς χώρους. Η
Χίλντρεθ Μεγιέρ, η καλλιτέχνιδα που εργάστηκε σε πολλούς από
τους εσωτερικούς χώρους των ουρανοξυστών του Γουόκερ,
έγραψε: «Οι αρχιτέκτονες που σχεδιάζουν τα κτίριά μας φέρουν
την ευθύνη να μας δώσουν ό,τι απαιτούμε – κάτι εξίσου όμορφο
και αποτελεσματικό». Όταν αποπερατώθηκαν οι εργασίες στο
Κτίριο Ίρβινγκ Τραστ, ο Ραλφ Γουόκερ σχολίασε: «Όλοι
αισθανόμαστε ότι έχουμε δημιουργήσει κάτι που είναι μοντέρνο,
πνευματικά και διανοητικά, παρά φυσικά μοντέρνο… Ο
ουρανοξύστης… είναι το μόνο μέσο διαβίωσης… σε αυτή την
εποχή της μηχανής. Είναι μια έκφραση και μια αντανάκλαση της
εποχής».346
Ο Γερμανός κινηματογραφιστής Φριτς Λανγκ, που έφτασε στη
Νέα Υόρκη το 1924, εξαναγκάστηκε σε μία διανυκτέρευση στο
πλοίο του από την Υπηρεσία Μετανάστευσης. Ατένισε μαγεμένος
την πόλη: «Τα κτίρια έμοιαζαν με κατακόρυφο πέπλο,
απαστράπτον και πανάλαφρο, ένα πολυτελές σκηνικό,
αναρτημένο στο σκοτεινό βάθος του ουρανού για να θαμπώνει,
να αποσπά την προσοχή και να υπνωτίζει… Το θέαμα και μόνο
της Νέας Υόρκης θα πρέπει να είναι αρκετό για να μετατρέψει
αυτόν τον φάρο ομορφιάς σε κεντρικό πρωταγωνιστή ταινίας».347
Ο Λανγκ πήρε μαζί του τις αναμνήσεις του για τον ορίζοντα
της Νέας Υόρκης, επιστρέφοντας στο Βερολίνο, όπου ο ίδιος και
η ομάδα του έχτισαν μια μικρογραφία πόλης. Η πόλη που
προέκυψε στην ταινία Μητρόπολις (1927) είναι εκπληκτική.
Αποτέλεσε μεγάλη καινοτομία στα ειδικά εφέ και μετέφερε στην
οθόνη την πόλη του μέλλοντος – του 2026 για την ακρίβεια. Η
αιθέρια ομορφιά της κατακόρυφης πόλης του Λανγκ
συμπληρώνεται από την εκρηκτική της ενέργεια και συντηρείται
από μια στρατιά δούλων προλετάριων που μοιάζουν με ζόμπι, οι
οποίοι μοχθούν μέσα σε μια μουντή υπόγεια πόλη, βαθιά κάτω
από τους μεγαλόπρεπους ουρανοξύστες.
Το ηθικό δίδαγμα της ταινίας Μητρόπολις έχει τις ρίζες του
στην ιστορία και στις πανάρχαιες επικρίσεις ενάντια στον αστικό
κόσμο· είναι η ιστορία του Πύργου της Βαβέλ και της Βαβυλώνας
που αναπαράγεται στον 20ό αιώνα. Ωστόσο, το βασικό θέλγητρο
της ταινίας για το κινηματογραφικό κοινό το 1927 ήταν το
φουτουριστικό όραμα επιστημονικής φαντασίας για τη Νέα
Υόρκη καθώς και τα προηγμένα ειδικά εφέ. Ιδού η πόλη του
αύριο: είναι μόνο ένα μικρό άλμα από τη Νέα Υόρκη της
δεκαετίας του 1920. Ο Λανγκ χρησιμοποίησε τεχνική καρέ-καρέ
για να δείξει τεράστιους ουρανοξύστες, αεροσκάφη, αυτοκίνητα
σε αυτοκινητόδρομους πολλαπλών λωρίδων, αερογέφυρες και
τρένα που διασχίζουν εναέριες οδογέφυρες μεταξύ των πύργων.
Η πολυτελής μουσική κωμωδία του Χόλιγουντ Just Imagine
(Φαντάσου μόνο) (1930) επινοεί μια Νέα Υόρκη το έτος 1980.
Εμπνευσμένοι από τα ουτοπικά οράματα των Χιου Φέρις και
Χάρβεϊ Γουίλεϊ Κόρμπετ, μια ομάδα 205 σχεδιαστών και
τεχνικών δημιούργησε μια τεράστια μακέτα πόλης με το
ασύλληπτο κόστος των 168.000 δολαρίων. Ενώ η ταινία
Mητρόπολις έδειχνε έναν αστικό εφιάλτη, η ταινία Just Imagine
απεικονίζει μια Νέα Υόρκη με τεράστιους πύργους αρτ ντεκό που
συνδέονται με δρόμους και πεζόδρομους· οι άνθρωποι πετούν
μεταξύ των κτιρίων μέσα σε ατομικά αεροπλάνα. Η ταινία έδωσε
στις αστικές θεωρίες του Φέρις και άλλων τρισδιάστατη μορφή
και χάρισε στους ανθρώπους μια κλεφτή ματιά στο μέλλον. «Στο
μέλλον, όταν η εξέλιξη της πόλης θα έχει πραγματοποιηθεί»,
έγραψε ο Φέρις, «οι άνθρωποι της Νέας Υόρκης θα ζουν
πραγματικά στον ουρανό».348 Είτε πρόκειται για τη μητρόπολη
του Just Imagine ή του Μπλέιντ Ράνερ, η δική μας αίσθηση
του μέλλοντος είναι αλληλένδετη με τις ελπίδες και τους φόβους
μας για την πόλη…

Τον 21ο αιώνα, κάθε βράδυ χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώνονται


στο Μπουντ349 της Σαγκάης για να θαυμάσουν τους
ουρανοξύστες της οικονομικής συνοικίας Λουγιατζούι στο
Πουντόνγκ απέναντι από τον ποταμό, φωταγωγημένους με κάθε
είδους χρώματα, ένα συναρπαστικό, φουτουριστικό,
ασυναγώνιστο θέαμα. Οι κινηματογραφιστές προσελκύονται τόσο
στη Σαγκάη όσο και οι πρόγονοί τους στο Μανχάταν. Οι
υπερσύγχρονοι ουρανοξύστες της πόλης χρησιμοποιήθηκαν στις
ταινίες Επικίνδυνη Αποστολή 5 (2006) και Skyfall (2012). Στην
ταινία Δικός της (2013) δημιουργήθηκε ένα φουτουριστικό Λος
Άντζελες χρησιμοποιώντας πλάνα από τα ήδη υπάρχοντα
υπερσύγχρονα κτίρια της Σαγκάης.
Ακόμη και οι υπερασπιστές της συνοικίας την αποκαλούσαν
«Μετόπισθεν του Τρίτου Κόσμου» καθώς ο 20ός αιώνας έφτανε
στο τέλος του. Έτσι όπως ήταν τυλιγμένη με ένα σάβανο
ρύπανσης και παραμορφωμένη από την παραμέληση, οι ένδοξες
μέρες της Σαγκάης ανήκαν στη μακρινή προ-κομμουνιστική
περίοδο όταν της είχε δοθεί ο τίτλος «Παρίσι της Ανατολής». Στις
αρχές της δεκαετίας του 1990 δεν υπήρχαν σύγχρονα πολυώροφα
κτίρια, εμπορικά κέντρα, ανισόπεδες διαβάσεις ή υπόγειος
σιδηρόδρομος· τα μεγαλύτερα κτίρια ήταν τα παρακμάζοντα αρτ
ντεκό αριστουργήματα της εποχής της τζαζ, ενώ ακόμη και οι
ηλεκτρικοί διακόπτες ήταν προπολεμικοί. Μέχρι το 1983, το
υψηλότερο κτίριο ήταν το Παρκ Χοτέλ στη Ναντζίνγκ Γουέστ
Ρόουντ, που χτίστηκε το 1934 και είχε ύψος 84 μέτρα.350
Αλλά στη συνέχεια, το 1991, ο Τσιάνγκ Ζεμίν ανακοίνωσε ότι η
Σαγκάη θα είναι το «κεφάλι του δράκου» στον εκσυγχρονισμό
της Κίνας και το σημείο επαφής της με τον κόσμο. Σχεδόν εν
μία νυκτί, η φτωχή, ερειπωμένη πόλη έγινε μια ακμάζουσα πόλη
με φρενήρεις ρυθμούς, με ένα εκατομμύριο εργάτες οικοδομών
και το 20% των παγκόσμιων γερανών να εργάζονται ασταμάτητα
σε 23.000 εργοτάξια. Μια λωρίδα βαλτώδους αγροτικής γης που
ονομαζόταν Πουντόνγκ μετατράπηκε σε ένα από τα πιο
φανταστικά αστικά τοπία στον πλανήτη – μια ζούγκλα από
χάλυβα και γυαλί που περιλαμβάνει μερικά από τα πιο
εμβληματικά κτίρια του 21ου αιώνα, συμπεριλαμβανομένου του
στρεβλού κωνικού Πύργου της Σαγκάης. Το κτίριο εγκαινιάστηκε
το 2016 και είναι το δεύτερο υψηλότερο κτίριο στον κόσμο, με
ύψος 631,85 μέτρα. Με πάνω από 25.000 κτίρια δώδεκα ή
περισσότερων ορόφων, η Σαγκάη έχει περισσότερα πολυώροφα
κτίρια από οποιαδήποτε άλλη πόλη του πλανήτη. Ο
πλησιέστερος αντίπαλός της, η Σεούλ, έχει 17.000. Η Σαγκάη
διαθέτει σχεδόν 1.000 κτίρια ύψους μεγαλύτερου των 100
μέτρων και 157 υψηλότερα από 150 μέτρα.
Όπως το Τόκιο, το Χονγκ Κονγκ, η Σιγκαπούρη, η Μπανγκόκ
και το Ντουμπάι πριν από αυτήν, η Σαγκάη έχει χρησιμοποιήσει
τη δύναμη του αστικού της ορίζοντα όχι μόνο για να δώσει
έμφαση στην άνοδο της οικονομικής κυριαρχίας της αλλά και
για να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας παγκόσμιας
επιτυχίας. Από τη δεκαετία του 1980, η Σαγκάη και μια σειρά
από άλλες κινεζικές πόλεις έχουν βιώσει μια φρενίτιδα για
ουρανοξύστες και πολυώροφα κτίρια. Η ταχύτητα της
αστικοποίησης σήμαινε ότι μεταξύ του 2011 και του 2013 η
Κίνα κατανάλωσε περισσότερο μπετόν απ’ ό,τι οι Ηνωμένες
Πολιτείες σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα.351
Οι χαρακτηριστικοί αστικοί ορίζοντες με τους ουρανοξύστες
στις ασιατικές πόλεις, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο,
εγκαθίδρυσαν την εκ νέου εξισορρόπηση της παγκόσμιας
οικονομίας προς την Ασία. Οι πόλεις αντιμάχονταν σε έναν
ακριβό, ολοκληρωτικό, αρχιτεκτονικό πόλεμο. Η αστική εποχή
του 21ου αιώνα καθορίστηκε από αυτόν τον έντονο
ανταγωνισμό, με τις πόλεις να μετατρέπονται σε διαρκώς
μεταβαλλόμενα σκηνικά στην παράσταση του παγκόσμιου
καπιταλισμού. Όπως και με τη Νέα Υόρκη στις αρχές του 20ού
αιώνα, η ιστορία του καπιταλισμού είναι έκδηλη στο ανάγλυφο
περίγραμμα της πόλης. Αυτό που βλέπει κάποιος δεν είναι τόσο
κτίρια γραφείων όσο πανάκριβοι εκτοξευτές πυραύλων που
στοχεύουν σε αντίπαλες πόλεις.
Εκεί όπου κάποτε οι ασιατικές πόλεις δανείζονταν δυτικές ιδέες
σχετικά με την οικοδόμηση πόλεων, τώρα οι δυτικές πόλεις
γίνονται περισσότερο ασιατικές. Ίσως το καλύτερο σχετικό
παράδειγμα αποτελεί το Λονδίνο, μια πρωτεύουσα που είχε σε
μεγάλο βαθμό αντισταθεί στην εισβολή των ουρανοξυστών επί
δεκαετίες. Η ανάγκη της ανέγερσης μνημειωδών κτιρίων, του
επαναπροσδιορισμού της πόλης με έναν τεράστιο αστικό
ορίζοντα, κατέκτησε το κεντρικό Λονδίνο στις αρχές του 21ου
αιώνα, καθώς είχαν πλέον χαλαρώσει οι πολεοδομικοί
κανονισμοί. Ουρανοξύστες και ακριβές πολυώροφες
πολυκατοικίες πολλαπλασιάζονται με ταχύτητα που δεν έχει σε
τίποτα να ζηλέψει εκείνη της Σαγκάης. Στα πρώτα 18 χρόνια του
αιώνα που διανύουμε, ο αριθμός των υπερβολικά υψηλών
ουρανοξυστών σε πόλεις ανά τον κόσμο αυξήθηκε από περίπου
600 σε 3.251· η σύγχρονη μητρόπολη αυξάνεται ταχύτατα σε
ύψος. Οι φιλοδοξίες και η οικονομική δύναμη –για να μην
πούμε και η αρρενωπότητα– συνδέονται σταθερά με
ουρανοξύστες, γραφεία και πολυτελή διαμερίσματα με άπλετη
θέα προς τα φωτογενή στοιχεία μιας πόλης.352
Το να κοιτάζει κανείς απέναντι από τον ποταμό Χουανγκπού
προς το Πουντόνγκ είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά
αξιοθέατα στον κόσμο, ένας θρίαμβος της αστικής φιλοδοξίας
και της πανίσχυρης ανανέωσης. Αλλά όταν στέκεται κάποιος
ανάμεσα στους πύργους είναι σαν να βρίσκεται σε ένα άψυχο,
ερημικό επιχειρηματικό πάρκο στην άκρη της πόλης. Οι πύργοι
απέχουν μεταξύ τους πολύ περισσότερο απ’ ό,τι φαίνεται από
μακριά, είναι πολύ λιγότερο εντυπωσιακοί. Αν όμως μπει κανείς
σε έναν τέτοιο πύργο και ανέβει με τον ανελκυστήρα προς την
πλατφόρμα της θέας, ολόκληρη η πόλη ξεδιπλώνεται μπροστά
του σε ένα πανόραμα αλησμόνητο. Το Πουντόνγκ είναι λίγο
διαφορετικό από εκατοντάδες άλλες περιοχές ουρανοξυστών σε
όλο τον κόσμο. Αποτελεί μέρος μιας παράστασης, ευχάριστης
μόνο από απόσταση ή από μέσα. Η επίδρασή του στην ίδια την
πόλη, από το επίπεδο του δρόμου, είναι τρομακτική. Οι
σύγχρονοι ουρανοξύστες συχνά τοποθετούνται σε κενές πλατείες·
το ανακλαστικό τους γυαλί αποκλείει τους φιλοπερίεργους
θεατές. Η ταχύτατη «Σαγκαοποίηση» των μητροπόλεων του
κόσμου τα τελευταία χρόνια έχει επηρεάσει τον τρόπο της ζωής
και της εργασίας μας στις πόλεις, την όψη αλλά και την αίσθησή
τους.
Η πόλη που γέννησε το όραμα της σύγχρονης παγκόσμιας
κατακόρυφης πόλης είναι εντελώς διαφορετική. Ο αστικός
ορίζοντας της Νέας Υόρκης εξακολουθεί να είναι ο πιο
αγαπημένος στον κόσμο. Αλλά στο επίπεδο του δρόμου το
κέντρο του Μανχάταν δεν είναι τόσο αποστειρωμένο όσο στο
Πουντόνγκ ή στη Σιγκαπούρη. Οι λόγοι για τους οποίους
συμβαίνει αυτό έχουν να κάνουν οπωσδήποτε με τον τρόπο με
τον οποίο χτίστηκαν οι ουρανοξύστες του κατά την περίοδο της
δεκαετίας του 1920. Στο Μανχάταν τα πράγματα, οι άνθρωποι
και οι δραστηριότητες στοιβάζονται το ένα πάνω στο άλλο με
τρόπο πολύ διαφορετικό από ό,τι στην αποστειρωμένη
μητρόπολη ουρανοξυστών του 21ου αιώνα. Ο αστικός ορίζοντας
είναι τόσο τραχύς όσο και ο Τζορτζ Γκέρσουιν· μάλλον
ταραχώδης παρά τακτοποιημένος· τυχαίος και πειραματικός, όχι
προσχεδιασμένος.
Ο υπέροχος ορίζοντας μιας πόλης ουρανοξυστών αυξάνει πάντα
τους παλμούς μας. Αλλά οι ουρανοξύστες μπορούν να κάνουν
μια πόλη να μοιάζει με έναν προμαχώνα προνομίων, απρόσιτων
για τους ξένους. Ο Άλφρεντ Καζίν, τη δεκαετία του 1920, ένα
μικρό αγόρι που ζούσε στη φτώχεια της ρωσικής εβραϊκής
συνοικίας μεταναστών Μπράουνσβιλ στο ανατολικό Μπρούκλιν,
έγραφε: «Ανήκαμε στην πόλη, αλλά κατά κάποιο τρόπο δεν
αποτελούσαμε μέρος της. Όποτε έβγαινα για τον αγαπημένο μου
περίπατο… και ανέβαινα στον λόφο στην παλιά δεξαμενή από
όπου μπορούσα να κοιτάζω κατευθείαν τους ουρανοξύστες του
Μανχάταν, έβλεπα τη Νέα Υόρκη σαν μια ξένη πόλη. Εκεί έξω,
λαμπερή και εξωπραγματική, η πόλη είχε τη δική της ζωή, όπως
το Μπράουνσβιλ ήταν δικό μας».353
*

Υπάρχει μια οικονομική θεωρία με βάση την οποία μπορεί κανείς


να προβλέψει ότι πρόκειται να συμβεί μια οικονομική χρεοκοπία
όταν ανεγείρεται κάθε νέος ουρανοξύστης για να διεκδικήσει τον
τίτλο του υψηλότερου κτιρίου στον κόσμο. Το Κτίριο Σίνγκερ και
το Κτίριο Μετ Λάιφ συνέπεσαν με τον πανικό του 1907. Το
Κτίριο Γούλγουορθ ήρθε την κατάλληλη στιγμή για την ύφεση
του 1913. Το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου και ο Πύργος Σιρς
εγκαινιάστηκαν κατά τη διάρκεια της πετρελαϊκής κρίσης του
1973 και της χρεοκοπίας του χρηματιστηρίου του 1973-4. Οι
Πύργοι Πετρόνας στην Κουάλα Λουμπούρ έγιναν τα υψηλότερα
κτίρια στον κόσμο λίγο πριν από την ασιατική
χρηματοπιστωτική κρίση του 1997. Η κρίση ενυπόθηκων δανείων
έχει το δικό της μνημείο: ο ουρανοξύστης Μπουρτζ Χαλίφα
εγκαινιάστηκε τον Οκτώβριο του 2009. Την ημέρα που
αποπερατώθηκε ο Πύργος της Σαγκάης, η κινεζική
χρηματιστηριακή αγορά βυθίστηκε κατά 7% μέσα σε μισή ώρα.
Η έκρηξη του ουρανοξύστη στη δεκαετία του 1920 ανακόπηκε
από τη χρεοκοπία του 1929 και τη Μεγάλη Ύφεση. Τα μνημεία
της ήταν το Κτίριο του Καταπιστεύματος της Τράπεζας του
Μανχάταν, το οποίο υπερέβη το Γούλγουορθ κι έγινε το
υψηλότερο κτίριο στον κόσμο το 1930· το αιθέριο Κτίριο
Κράισλερ, το οποίο απέσπασε το ρεκόρ λίγους μήνες αργότερα·
και το πανίσχυρο Εμπάιρ Στέιτ, ο επόμενος κάτοχος του
παγκόσμιου ρεκόρ. Ένας δημοσιογράφος έγραψε ότι οι
ουρανοξύστες της δεκαετίας του 1920, ιδίως οι τρεις τελευταίοι
γίγαντες, ήταν «η ενσάρκωση της πρόσφατης αγοράς μετοχών».
Εκτοξεύτηκαν ψηλά πάνω από τα χαμηλότερα κτίρια, όπως στα
διαγράμματα των τιμών των μετοχών. Ωστόσο, το 1930 έστεκαν
ως «τραγικοί μάρτυρες γκρεμισμένων ελπίδων».354
Οι επενδύσεις σε κτίρια κατέρρευσαν από τα 4 δισεκατομμύρια
δολάρια το 1925 σε 1,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 1930 και
μόλις 400 εκατομμύρια δολάρια το 1933. Όταν ολοκληρώθηκε το
Εμπάιρ Στέιτ, ένα εργατικό δυναμικό 3.500 ατόμων βρέθηκαν
άνεργοι από τη μια μέρα στην άλλη. Κατά τη διάρκεια της
ύφεσης το 80% όλων των εργαζομένων στον κατασκευαστικό
κλάδο βρισκόταν εκτός εργασίας, αντιπροσωπεύοντας το 30% του
συνόλου των ανέργων. Στον υψηλότερο πύργο του κόσμου, χωρίς
ενοικιαστές, δόθηκε το παρωνύμιο «Κτίριο Έμπτι Στέιτ» (Κενό
Κτίριο της Πολιτείας).355 Η πεποίθηση ότι η Νέα Υόρκη θα
γινόταν μια εξ ολοκλήρου κατακόρυφη πόλη εξανεμίστηκε με
ένα χτύπημα καθώς ο απίστευτος ρυθμός των πολυώροφων
κτιρίων οδηγήθηκε σε ξαφνική παύση. Σαν τα κέρδη του
χρηματιστηρίου «στα χαρτιά», αποδείχθηκε ότι ήταν προϊόν
αχαλίνωτης κερδοσκοπίας και όχι η εκδήλωση κάποιου γενναίου
νέου αστικού ονείρου. Οι ταινίες κατέγραψαν αυτή την αλλαγή
διάθεσης.356
Η ταινία A Shriek in the Night (Κραυγή μέσα στη νύχτα)
(1933) ξεκινά με τη μελαγχολική παρουσία ενός ουρανοξύστη
στον νυχτερινό ουρανό. Το πρώτο πράγμα που ακούμε είναι μια
φριχτή κραυγή κι αμέσως μετά το σώμα ενός εκατομμυριούχου
καταδύεται στον θάνατό του. Είναι η ώρα της εκδίκησης.
Σύμφωνα με το ρητό, κάθε όροφος ενός ουρανοξύστη κόστιζε τη
ζωή ενός εργάτη λόγω πτώσης κατά τη διάρκεια της κατασκευής
του. Αυτοί οι εργάτες κατασκευών, καθώς φαίνεται, ήταν
καταδικασμένοι να πέφτουν από την ίδια επιχειρηματική
απληστία και λαχτάρα για εξουσία που είχε καταδικάσει και τη
χώρα.
Αυτή η στάση εκφράζεται με ένα πανίσχυρο σκοτάδι στην
ταινία Skyscraper Souls (Ψυχές ουρανοξυστών) του 1932, σε
σκηνοθεσία του Έντγκαρ Σέλγουιν, και αποτελεί μεταφορά του
ομώνυμου μυθιστορήματος της Φέιθ Μπόλντουιν.
Επικεντρώνεται σε έναν φανταστικό ουρανοξύστη –ψηλότερο
από το Εμπάιρ Στέιτ– και καταγράφει τις αλληλοσυνδεόμενες
ζωές των εργατών και των κατοίκων. Ο ιδιοκτήτης του, ο
Ντέιβιντ Ράιτ (Γουόρεν Γουίλιαμ), συνοψίζει τη στάση της
δεκαετίας του 1920 όταν περιγράφει τον ουρανοξύστη του ως
«αυτό το θαύμα μηχανικής, αυτό το πνεύμα της εποχής που
αποκρυσταλλώθηκε σε ατσάλι και πέτρα». Το κτίριο είναι μια
πόλη από μόνη του· οι άνθρωποι συναναστρέφονται και
συναντιούνται στους δημόσιους χώρους· υπάρχουν πολλά μικρά
καταστήματα, φαρμακεία, καφετέριες, εστιατόρια, μικρές
επιχειρήσεις, γυμναστήρια, μία πισίνα, σάουνες και διαμερίσματα.
Οι γυναίκες καριέρας προσπαθούν να χαράξουν τον δρόμο τους,
ζώντας ανεξάρτητα σε διαμερίσματα, ακόμη και όταν
αποφεύγουν τους επιθετικούς άνδρες σε κάθε στροφή.
Το κτίριο εκπροσωπείται από τον μεγαλομανή Ντουάιτ, ο
οποίος χρησιμοποιεί τη θέση του για να αποσπάσει όλη τη
δύναμη και το σεξ που επιθυμεί. Η βοηθός του και εξίσου
σκληροπυρηνική συνεργάτιδά του, η Σάρα Ντένις (Βέρι Τίσντεϊλ),
είναι και ερωμένη του. Εκείνος σαγηνεύει τη γραμματέα της
Σάρα, την αφελή Λιν Χάρντινγκ (Μορίν Ο’Σάλιβαν). Το μόνο
πρόβλημα είναι ότι ο Ντουάιτ δεν κατέχει στην πραγματικότητα
το κτίριο Ντουάιτ, «το μεγάλο μνημείο του εγώ του», όπως το
θέτει ένας από τους ήρωες. Χρησιμοποίησε τη θέση του ως
προέδρου μιας μεγάλης τράπεζας για να χρηματοδοτήσει το
κτίριο με τις αποταμιεύσεις των καταθετών. Όταν το χρέος των
30 εκατομμυρίων δολαρίων καθίσταται απαιτητό, εκείνος
αρνείται να πουλήσει το κτίριο, παρόλο που κάτι τέτοιο θα ήταν
κερδοφόρο και θα έσωζε την τράπεζά του καθώς και τους
μικροεπενδυτές της. Ωθούμενος από την εμμονή του στον
ουρανοξύστη χειραγωγεί τη χρηματιστηριακή αγορά και
σκηνοθετεί μια χρεοκοπία, σπέρνοντας την καταστροφή στους
πάντες γύρω του: τους επιχειρηματικούς εταίρους του, τις
γυναίκες που έχει αποπλανήσει, την τράπεζά του, τους
μικροεπενδυτές –πολλοί από τους οποίους κατοικούν στον
πύργο– που είχαν λάβει δάνεια για να αγοράσουν την
υπερτιμημένη μετοχή του. Όλοι χρεοκοπούν, οι ζωές τους
καταστρέφονται προκειμένου ο Ντουάιτ να μπορεί να έχει τον
ουρανοξύστη του. Καλοπιάνουν, παζαρεύουν, προσφέρουν το
κορμί τους στο επακόλουθο αποκαλυπτικό σενάριο.
Αλλά η επιτυχία οδήγησε τον Ντουάιτ στην παράνοια.
Γελούσαν, καθώς λέει, όταν τους είπε πως ήθελε να χτίσει ένα
κτίριο εκατό ορόφων. «Αλλά εγώ είχα το θάρρος, το όραμα, και
είναι δικό μου, εγώ το κατέχω! Εκτείνεται μεσοστρατίς στην
κόλαση, και κατευθείαν ως τον ουρανό, και είναι όμορφο».
Καυχιέται για το ότι είναι άφθαρτο. Στη συνέχεια, παραληρεί:
«Ένα εκατομμύριο άντρες ίδρωσαν για να το χτίσουν. Ορυχεία,
λατομεία, εργοστάσια, δάση! Οι άντρες έδωσαν τη ζωή τους γι’
αυτό… Δεν θέλετε να ξέρετε πόσα άτομα έπεσαν από τις δοκούς
καθώς αυτές ανυψώνονταν. Αλλά άξιζε τον κόπο! Τίποτα δεν
δημιουργείται χωρίς πόνο και βάσανα – το παιδί που γεννήσαμε,
μια δικαστική υπόθεση που κερδίσαμε, το κτίριο που χτίσαμε!»
Ασφαλής στο ρετιρέ του, απομονωμένος από το χάος που
προκάλεσε, ο Ντουάιτ πιστεύει ότι είναι ανίκητος. Αλλά συναντά
το πεπρωμένο του στα χέρια της βοηθού/ερωμένης του, της Σάρα,
που την απέρριψε, η οποία τον πυροβολεί και πέφτει νεκρός.
Κατόρθωσε να βάλει τέλος στην τρελή επιθυμία του για σάρκα
και δύναμη, αλλά παραδομένη στη θλίψη, κατευθύνεται
τρεκλίζοντας προς το μπαλκόνι. Εκεί βλέπουμε και πάλι αυτόν
τον υπέροχο ορίζοντα του Μανχάταν· σπάνια στο παρελθόν
φαινόταν τόσο όμορφος στον κινηματογράφο. Μόνο που τώρα
ακούμε τους ψυχρούς ανέμους να σφυρίζουν απειλητικά σε αυτό
το μοναχικό περβάζι. Η Σάρα στέκεται εκεί ψηλά, πάνω από
εκατοντάδες ουρανοξύστες. Κι έπειτα αναχωρεί κι εκείνη,
υπερπηδώντας το στηθαίο. Σε μια πραγματικά τρομακτική
στιγμή του κινηματογράφου, βλέπουμε το σώμα της να
εξαφανίζεται και να γίνεται μια κουκκίδα καθώς βουτάει προς
τον δρόμο. Η κραυγή του ανέμου δίνει τη θέση της στις κραυγές
των πεζών μαρτύρων.
Στην τρομαγμένη από την Ύφεση Αμερική του 1932, η ταινία
Skyscraper Souls αποκαλύπτει τα κακόβουλα πάθη που είχαν
σμιλεύσει την πόλη. Η εξαιρετική ομορφιά έρχεται αντιμέτωπη
με την αχαλίνωτη απληστία και την εκμετάλλευση. Ο
ουρανοξύστης είναι μια μηχανή που κομματιάζει το ανθρώπινο
θήραμά της, μετατρέποντάς το σε αγριάνθρωπο. Τη δεκαετία του
1920, ταινίες όπως η East Side, West Side, που ανηφόρισαν
στην κορυφή ενός ουρανοξύστη αντιπροσώπευαν την εκπλήρωση
των επίγειων ονείρων. Πέντε χρόνια αργότερα, στην ταινία
Skyscraper Souls, η ίδια τοποθεσία είναι ο τόπος όπου η
φιλοδοξία συναντά την ύβρη. Ο δημιουργός του πύργου
παρασύρεται από την επιθυμία του για εξουσία και σεξ στον
ολύμπιο παράδεισο που έχει δημιουργήσει για τον εαυτό του. Η
Σάρα Ντένις, η ισχυρή, αποφασιστική γυναίκα που έχει φτάσει
στα ύψη και έχει αναρριχηθεί στην κορυφή της Νέας Υόρκης,
γίνεται –από κάθε άποψη– η έκπτωτη γυναίκα, τιμωρημένη που
αψήφησε τη συμβατικότητα.357
Η πτώση της Σάρα Ντένις είναι προάγγελος μιας πολύ πιο
διάσημης πτώσης από ουρανοξύστη σε μια ταινία που
κυκλοφόρησε έναν χρόνο αργότερα. Στην ταινία Κινγκ Κονγκ
(1933), μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες όλων των
εποχών, το Νησί του Μανχάταν γίνεται ένα είδος ορεινού τοπίου,
ο ανθρωπογενής καθρέφτης του άγριου τόπου προέλευσης του
Κινγκ Κονγκ, της Νήσου του Κρανίου. Αφού αιχμαλωτίζεται και
μεταφέρεται στη Νέα Υόρκη, ο Κινγκ Κονγκ σε έξαλλη
κατάσταση απάγει την Αν Ντάροου (Φέι Ρέι) και ανεβαίνει την
κλίμακα του Κτιρίου Εμπάιρ Στέιτ, το οποίο θεωρεί ότι είναι η
προσομοίωση του θρόνου του στο όρος της Νήσου του Κρανίου.
Καθώς απελευθερώνεται και βρίσκεται μέσα στα πυκνά,
θορυβώδη φαράγγια των δρόμων της πόλης, ο Κονγκ γκρεμίζει
τον υπερυψωμένο σιδηρόδρομο της 6ης Λεωφόρου. Ως παιδί ο
σκηνοθέτης του Κινγκ Κονγκ, ο Μέριαν Κ. Κούπερ, είχε χάσει
τον ύπνο του με αυτά τα τρένα: «Συχνά σκεφτόμουν ότι θα
ήθελα να ξηλώσω αυτό το καταραμένο πράγμα».358
Ο Κονγκ εκπληρώνει αυτή τη φαντασίωση. Είναι μια
θεμελιώδης ζωτική δύναμη που αφήνεται ελεύθερη στην πόλη,
απαιτώντας εκδίκηση. Η αρχέγονη ρώμη του απειλεί τον ίδιο τον
ιστό του χρηματοοικονομικού κέντρου του κόσμου, το επίκεντρο
της Ύφεσης. Η ανάβαση του Κινγκ Κονγκ στα κτίρια της Νέας
Υόρκης, που κορυφώνεται στο Εμπάιρ Στέιτ, εξακολουθεί να
αποτελεί ένα συναρπαστικό θέαμα. Καθώς συντρίβει το τρένο και
γκρεμίζει τον μεγαλύτερο πύργο που κατασκευάστηκε ποτέ από
θνητούς, εκπληρώνει την επιθυμία μας να κυριαρχήσουμε επί
αυτών των απάνθρωπων δημιουργημάτων, να τρέξουμε ξέφρενοι
μέσα σε ένα τεχνητό περιβάλλον και να κατακτήσουμε την
κορυφή του βουνού.
Ωστόσο, όπως και στην ταινία Skyscraper Souls, το τίμημα
της τόλμης μας να κατακτήσουμε το υπέρτατο ύψος είναι ο
θάνατος. Όπως και άλλοι επίδοξοι άρχοντες της πόλης, η
επικίνδυνη άνοδος του Κονγκ στην κορυφή οδηγεί σε
καταστροφική πτώση.
Η ιλιγγιώδης συνάντηση του Κινγκ Κονγκ με τη Νέα Υόρκη
απεικονίζει τη χρονική στιγμή κατά την οποία ο ορίζοντας του
ουρανοξύστη προκαλούσε όλο και μεγαλύτερο προβληματισμό τη
δεκαετία του 1930. Κωδικοποιημένες στο όραμα του Χόλιγουντ
για τη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1930 –ιδιαίτερα η
δραματική παράταξη πύργων ηλικίας μόλις μίας δεκαετίας–
υπήρχαν πολλές νοηματικές διαστρωματώσεις. Το 1933 ήταν μια
εξαιρετική χρονιά για την κινηματογραφική Νέα Υόρκη. Ο Κινγκ
Κονγκ ήταν τεράστια επιτυχία. Το ίδιο ήταν και η 42η Οδός,
στην οποία όλοι είναι φτωχοί υπό τη μέγγενη της Μεγάλης
Ύφεσης αλλά υπάρχει αρκετή, και με το παραπάνω, ενέργεια για
να συνεχίσουν να συμβαίνουν τα πράγματα στην «άτακτη,
ανήθικη, φανταχτερή, επιδεικτική 42η Οδό». Ο ιδρυτικός μύθος
της πόλης –ότι, δηλαδή, ο ξένος μπορεί να πετύχει, αν αυτός ή
αυτή εργαστεί αρκετά σκληρά για να τα καταφέρει–
επιβεβαιώνεται στα λόγια του σκηνοθέτη Τζούλιαν Μαρς προς το
κορίτσι του μπαλέτου, την Πέγκι Σόγιερ (Ρούμπι Κίλερ):
«Φεύγεις κοριτσόπουλο αλλά πρέπει να επιστρέψεις αστέρι!»
Στην εντυπωσιακή τελική σεκάνς, τα κορίτσια του μπαλέτου
μετατρέπονται σε ουρανοξύστες, σχηματίζοντας τον ορίζοντα του
Μανχάταν καθώς ένας τεράστιος ενιαίος πύργος αποκαλύπτεται
με την Πέγκι και τον άρρενα πρωταγωνιστή (Ντικ Πάουελ)
θριαμβευτές στην κορυφή του. Ένας τόπος φιλοδοξίας, ένας
τόπος απληστίας και σκληρότητας, ένας τόπος φαντασίωσης, μια
ενσάρκωση είτε του καλπάζοντα καπιταλισμού είτε της
κοινωνικής κινητικότητας – οι κρημνοί από μπετόν του
Μανχάταν αποτέλεσαν το τέλειο σκηνικό για την προβολή των
φαντασιώσεων του Χόλιγουντ τη δεκαετία του 1930.
Ακαταμάχητα μαγνητισμένη από τα θέλγητρα του ουρανοξύστη,
η Νέα Υόρκη έγινε και πάλι ένας τόπος γοητείας και ονείρων, ένα
σύμβολο της ανάκαμψης της Αμερικής. Στις 2 Μαρτίου 1933, η
ταινία Κινγκ Κονγκ έκανε πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη. Δύο ημέρες
αργότερα ο Φράνκλιν Ντ. Ρούζβελτ ορκίστηκε ως ο 32ος
πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Στις 11 Μαρτίου
ακολούθησε η πρεμιέρα της 42ης Οδού.
Υπήρχε και μια άλλη Νέα Υόρκη που το Χόλιγουντ αγαπούσε
να απεικονίζει: εκείνη των πυκνοκατοικημένων φθηνών
διαμερισμάτων, του ενδημικού εγκλήματος και των βρόμικων
δρόμων, με τη γοητευτική φλυαρία τους, με τις σοφιστίες, με
τους εθνοτικά ανάμεικτους κατοίκους της πόλης και με τα
παιδιά που στρέφονται στον δρόμο. Ο δρόμος των
πολυκατοικιών έγινε η σκοτεινή αντανάκλαση της
απαστράπτουσας φαντασιακής χώρας των ουρανοξυστών της
42ης Οδού. Και όπως ο ουρανοξύστης, αυτές οι πολυκατοικίες
αποτελούσαν ένα ιδανικό κινηματογραφικό σκηνικό, όπου
διαδραματίζεται η ίδια η ζωή· και τα δύο είναι εμβληματικά
στοιχεία της Νέας Υόρκης και άμεσα αναγνωρίσιμα. Μία από τις
πιο σημαίνουσες ταινίες για την καθιέρωση των φθηνών
πολυκατοικιών της Νέας Υόρκης ως πρώτης ύλης του Χόλιγουντ,
ήταν η Street Scene (Σκηνή δρόμου) (1931) του Κινγκ Βίντορ,
που διαδραματιζόταν σε ένα οικοδομικό τετράγωνο της πόλης
μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Όπως και σε πολλές άλλες ταινίες,
η κάμερα χαμηλώνει από τα γειτονικά κτίρια Κράισλερ και
Εμπάιρ Στέιτ σε μια πυκνόκτιστη θάλασσα από στέγες φθηνών
πολυκατοικιών (το Λόουερ Ιστ Σάιντ: φιλοξενεί 400.000
συνωστισμένους κατοίκους) και εστιάζεται στα παιδιά που
παίζουν έξω στον δρόμο ένα αποπνικτικό καλοκαιρινό απόγευμα.
Ο δρόμος γεμίζει ασφυκτικά με ζωή: είναι η ζωή που βιώνεται σε
εξωτερικούς χώρους, ένας τόπος κουτσομπολιού, μικρών
αψιμαχιών, παράνομων ειδυλλίων και παιχνιδιού.359
Εδώ βρισκόμαστε και πάλι στην καρδιά του προβλήματος που
αφορά την Αμερική. Εάν η Γουόλ Στριτ ανέλαβε το μερίδιο της
ευθύνης της, το ίδιο έκανε και ο δρόμος με τις φθηνές
πολυκατοικίες. Πάνω από 50 ταινίες με γκάνγκστερ παρήχθησαν
στο Χόλιγουντ μόνο το έτος 1931. Από πού αλλού προήλθε αυτή
η επιδημία εγκλήματος, φαίνεται να λένε οι ταινίες, αν όχι από
το ίδιο το δομημένο περιβάλλον;360
Ο επεξηγηματικός τίτλος της ταινίας Δρόμος χωρίς διέξοδο
(1937) είναι «Λίκνο του εγκλήματος», όπου λίκνο είναι ο ζοφερός
δρόμος με τις φθηνές πολυκατοικίες δίπλα στο ποτάμι, η
Ανατολική 53η Οδός, στη σκιά του Ροκφέλερ Σέντερ. Με
συνθήκες παραγκούπολης στο σπίτι και χωρίς χώρους για
παιχνίδι, ο δρόμος έχει στρέψει τα παιδιά του σε κακοποιούς που
φιλονικούν, μάχονται, εκφοβίζουν, παίζουν τυχερά παιχνίδια
και βρίζουν, στους γκάνγκστερ του αύριο και στα θύματα της
Ύφεσης. Η αναπόφευκτη πορεία τους προς τη ζωή του
εγκλήματος ενθαρρύνεται από τον διαβόητο όχλο του Χιου
«Μπέιμπι Φέις» Μάρτιν (Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ) –που επέστρεψε
στον δρόμο όπου γεννήθηκε για μία μέρα– ο οποίος διδάσκει στα
παιδιά πώς να χρησιμοποιούν μαχαίρι. Οι έφηβοι «του
αδιέξοδου», με τη σειρά τους, καθοδηγούν τα νεαρότερα παιδιά
της γειτονιάς. Ο αστικός δρόμος –μια συνάθροιση από
παραβάτες, εγκληματίες, πόρνες, μεθύστακες και τζαμπατζήδες–
είναι τόπος κινδύνου και μηδενικής ελπίδας. Ο ήρωας που
υποδύεται ο Μπόγκαρτ διέφυγε από τον δρόμο με το να γίνει
ένας αδίστακτος γκάνγκστερ. Ο παιδικός του φίλος Ντέιβ (Τζόελ
ΜακΚρι) σπουδάζει επί χρόνια για να γίνει αρχιτέκτονας αλλά
ακόμα δεν μπορεί να δραπετεύσει. Ακόμη και η ενάρετη Ντρίνα
(Σίλβια Σίντνεϊ) έχει τη μόνη επιλογή να εγκαταλείψει την
παραγκούπολη μέσω του σεξ – με το να παντρευτεί έναν
εκατομμυριούχο. Το οικοδομικό τετράγωνο είναι η κόλαση επί
της γης· αλλά, όπως σχολιάζει ένας αστυνομικός, είναι καλύτερο
από το Χάρλεμ, υπενθυμίζοντας στον θεατή ότι αυτός είναι ένας
μόνο από τους αμέτρητους «αδιέξοδους δρόμους» χωρίς ελπίδα.
Σε μια πολύ δυνατή σκηνή, η Ντρίνα λέει στον υποψήφιο
αρχιτέκτονα Ντέιβ ότι προσπάθησε να αναθρέψει σωστά τον
μικρό της αδελφό αλλά τον ρούφηξε ο βάλτος του δρόμου. «Δεν
είναι κακό παιδί», λέει.
«Ω! και τι ευκαιρίες έχουν να ξεφύγουν από όλα αυτά;» απαντά
ο Ντέιβ ρίχνοντας το βλέμμα του στη φτωχική πολυκατοικία, με
φωνή πνιγμένη από πικρία και οργή. «Πρέπει να παλέψεις για
βρεις ένα μέρος να παίξεις… Συνήθισαν να πολεμούν… Όλη μου
τη ζωή ονειρεύομαι να τα καταστρέψω όλα αυτά».
«Ναι, πάντα μιλούσες γι’ αυτό», μουρμουρίζει η Ντίνα· «για το
πώς θα τα καταστρέψεις όλα αυτά και όλα τα άλλα μέρη σαν κι
αυτά. Για το ότι θα χτίσεις έναν αξιοπρεπή κόσμο, όπου οι
άνθρωποι θα μπορούσαν να ζουν αξιοπρεπώς και να είναι
αξιοπρεπείς».
Ο επίτιμος προσκεκλημένος στην πρεμιέρα της ταινίας Δρόμος
χωρίς διέξοδο ήταν ο Ρόμπερτ Φ. Βάγκνερ ο Πρεσβύτερος, ο
γερουσιαστής της Νέας Υόρκης του οποίου το νομοσχέδιο περί
στέγασης, που προέβλεπε την εκκαθάριση των παραγκουπόλεων
και τη δημόσια στέγαση, επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ μόλις πέντε
ημέρες αργότερα. Το Χόλιγουντ έπαιξε ζωτικό ρόλο στην
προετοιμασία του κοινού για τη Νέα Συμφωνία της στεγαστικής
μεταρρύθμισης: την ώρα που τέθηκε σε ισχύ το στεγαστικό
νομοσχέδιο, χιλιάδες πολίτες κάθονταν σε κινηματογραφικές
αίθουσες και άκουγαν τον Ντέιβ να φαντασιώνεται την
κατεδάφιση των παραγκουπόλεων. Σε μια άλλη εξαιρετικά
σημαντική ταινία που επιτίθεται στον δρόμο του πυρήνα της
πόλης, με τίτλο One-Third of a Nation (Το ένα τρίτο ενός
έθνους) (1939), ακούμε και πάλι τη φωνή της Σίλβια Σίντνεϊ που
υπόσχεται στον ανάπηρο αδελφό της ότι η πόλη θα κατεδαφίσει
τις φτωχικές πολυκατοικίες και θα χτίσει «αξιοπρεπή» νέα
σπίτια: «δεν θα χρειάζεται πια να παίζεις στους δρόμους. Θα
υπάρχει γρασίδι και δέντρα, καθώς και κανονικές παιδικές χαρές,
με κούνιες και γήπεδο χάντμπολ».361
Οι φθηνές πολυκατοικίες ήταν το όνειρο κάθε σεναριογράφου –
τόποι γεμάτοι ζωή και ενδιαφέρον που προσφέρονταν για την
αφήγηση. Φυσικά, το Χόλιγουντ τους λάτρεψε, ειδικά όταν το
είδος της αφήγησης που τους συνόδευε συνδεόταν με τις
δημοφιλέστατες γκανγκστερικές ταινίες. Σε πιο ψυχογραφικές
ταινίες όπως οι Street Scene, Δρόμος χωρίς διέξοδο και One-
Third, η ιδέα των γειτονιών της εργατικής τάξης ως τόπων
κοινότητας και κοινωνικότητας απουσιάζει εντελώς. Είναι ζώνες
εφιάλτη. Σκληροί και δυσάρεστοι καθώς ήταν, οι φτωχότεροι
όλων των δρόμων της Νέας Υόρκης ήταν στην πραγματικότητα
πυκνόκτιστοι, πολυεθνικοί τόποι που χαρακτηρίζονταν από
ανθεκτικότητα, επιχειρηματικότητα και, περιστασιακά, από χαρά.
Αλλά αυτή την πλευρά δεν την πρόβαλε το Χόλιγουντ. Οι
ταινίες ακολουθούν κατά πόδας τους μεταρρυθμιστές. Όπως ο
Ντέιβ, ήθελαν να τα γκρεμίσουν όλα και να τα χτίσουν εκ νέου.
Το τέλος της ταινίας One-Third δείχνει την κατεδάφιση των
φτωχικών πολυκατοικιών και μια νέα οικιστική ανάπτυξη:
πολυώροφες πολυκατοικίες στις οποίες παρεμβάλλονται χώροι
πρασίνου – μια όαση μακριά από τον δρόμο. Η Βαβυλώνα έπεσε·
χτίζεται η Νέα Ιερουσαλήμ.362
Η επανάσταση είχε ήδη ξεκινήσει όταν η ταινία βγήκε στις
οθόνες του έθνους: οι Παραποτάμιες Οικίες του Χάρλεμ
αποπερατώθηκαν το 1937, οι Οικίες Γουίλιαμσμπεργκ και οι
Οικίες Ρεντ Χουκ, αμφότερες στο Μπρούκλιν, έναν χρόνο
αργότερα και τα σπίτια σε σχήμα Υ, οι αποκαλούμενες Οικίες
Κουίνσμπριτζ, το 1939, το μεγαλύτερο στεγαστικό πρόγραμμα
μέχρι σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες: έξι τεράστια οικοδομικά
τετράγωνα με 3.149 διαμερίσματα και 10.000 κατοίκους.
Η κινηματογραφική βιομηχανία άσκησε σκληρή κριτική στη
σύγχρονη πόλη –για τους ταραχώδεις δρόμους της, το δομημένο
περιβάλλον, την ετερόκλητη ανάμειξη εθνοτήτων, την αθλιότητα
του εγκλήματος, της πορνείας και της νεανικής παραβατικότητας
καθώς και για το ηθικό ποιόν της– όπως και κάθε κοινωνικός
μεταρρυθμιστής ή μοντερνιστής. Η επωαζόμενη απειλή του φιλμ
νουάρ αντικατόπτριζε περαιτέρω την απαισιοδοξία σε ό,τι
αφορούσε την παραδοσιακή πόλη. Κατεδαφίστε τη!
Η Νέα Υόρκη ασχολούνταν με οράματα για το μέλλον εδώ και
δεκαετίες. Η Ύφεση έβαλε τέλος στην αίγλη του ονειρεμένου
τοπίου της πόλης – αλλά μόνο προσωρινά. Οι νεωτεριστικές
πολυκατοικίες των στεγαστικών προγραμμάτων ανταγωνίστηκαν
τους ουρανοξύστες του κέντρου της πόλης ως σύμβολα της
αστικής ουτοπίας του 20ού αιώνα. Η ταινία One-Third of a
Nation και τα εγκαίνια των Οικιών Κουίνσμπριτζ συνέπεσαν
χρονικά, και τα δύο, με την Παγκόσμια Έκθεση της Νέας Υόρκης
το 1939, η οποία έδωσε στα 45 εκατομμύρια των επισκεπτών της
μια προεπισκόπηση της «Μητροπολιτικής πόλης του 1960», που
δημιουργήθηκε από τον σχεδιαστή κινηματογραφικών σκηνικών
και βιομηχανιών Νόρμαν Μπελ Γκέντες για την έκθεση
Φουτουράμα. Κάθε μέρα κατά τη διάρκεια της Έκθεσης, 30.000
άνθρωποι ταξίδευαν σε εναέρια καθίσματα πάνω από την αχανή
κινούμενη μακέτα πόλης του Γκέντες που περιλάμβανε 500.000
κτίρια, ένα εκατομμύριο δέντρα, αυτοκινητόδρομους με
δεκατέσσερις λωρίδες, αεροδρόμια και, κυρίως, 50.000 κινούμενα
μοντέλα αυτοκινήτων.
Η συνοδευτική της Φουτουράμα έγχρωμη ταινία To New
Horizons (Προς νέους ορίζοντες) μας λέει ότι η πολιτιστική
εξέλιξη της ανθρωπότητας καθορίζεται από την ελευθερία που
μας έδωσε η κίνηση. Η εφεύρεση και η διάδοση του
μηχανοκίνητου αυτοκινήτου έχουν επιταχύνει και
εκδημοκρατίσει αυτή την πρόοδο, ισχυρίζεται ο αφηγητής. Ο
Γκέντες φαντασιώθηκε αυτοκινητόδρομους μεταξύ των
πολιτειών που συνδέουν πόλεις των ΗΠΑ και τις
αναδιαμορφώνουν. Τεράστιοι αυτοκινητόδρομοι θα διέσχιζαν
επίσης την πόλη, συνδέοντας μεταξύ τους τις οικιστικές,
επιχειρηματικές και βιομηχανικές περιοχές της. «Με ύψος 400
μέτρων», τονίζει δραματικά ο αφηγητής, «πύργοι ουρανοξυστών,
με άνετη διαμονή και εγκαταστάσεις αναψυχής για όλους. Σε
πολλά από τα κτίρια υπάρχουν χώροι προσγείωσης για
ελικόπτερα και γυροπλάνα. Πλούσια σε ηλιοφάνεια είναι η πόλη
του 1960. Καθαρός αέρας, ωραίες καταπράσινες αλέες, κέντρα
ψυχαγωγίας και δημόσιων υπηρεσιών. Σύγχρονος και
αποτελεσματικός πολεοδομικός σχεδιασμός. Συναρπαστική
αρχιτεκτονική. Κάθε οικοδομικό τετράγωνο αποτελεί μια
ανεξάρτητη μονάδα». Δεν υπάρχουν πια βρόμικοι δρόμοι. Οι
πεζοί σπεύδουν να ανυψωθούν πάνω από την κυκλοφορία
οχημάτων που ολοένα επιταχύνει, σε υπερυψωμένες διαβάσεις
πεζών. Η κάμερα ίπταται πάνω από πολυσύχναστους δρόμους,
εμπορικά κέντρα και πολυώροφα κτίρια μέσα σε καταπράσινα
πάρκα.
Αυτή είναι η αστική ουτοπία που φαντάζονταν σε ό,τι αφορά
την εποχή του αυτοκινήτου. Είναι η πόλη όπως αυτή
προβλέπεται και προωθείται από τον Λε Κορμπιζιέ. «Μια πόλη
φτιαγμένη για την ταχύτητα σημαίνει μια πόλη φτιαγμένη για
την επιτυχία», έγραφε. Ο παραδοσιακός δρόμος της πόλης ήταν
γι’ αυτόν ένα «λείψανο», «μη λειτουργικό», «ξεπερασμένο»,
«αηδιαστικό». Η σύγχρονη ζωή εξαρτάται από την ταχύτητα –
και από την «καθαρή γεωμετρία» μιας εύτακτης και συνεκτικής
πόλης. Ο Λε Κορμπιζιέ αγαπούσε τους ουρανοξύστες· αλλά ήθελε
τεράστιους ομοιόμορφους πύργους –τόσο για εργασία όσο και για
διαβίωση– που χωρίζονταν μεταξύ τους από ένα είδος πάρκου
και συνδέονταν με ανισόπεδους αυτοκινητόδρομους γεμάτους
αυτοκίνητα.
Τα έργα που ξεκινούν τη δεκαετία του 1930, όπως οι
Παραποτάμιες Οικίες του Χάρλεμ, οι Οικίες Γουίλιαμσμπεργκ, οι
Οικίες Ρεντ Χουκ και οι Οικίες Κουίνσμπριτζ, ήταν «μίνι πύργοι»
εντός πάρκων, αποκομμένοι από τον δρόμο. Πολλοί από τους
αρχιτέκτονες που εργάστηκαν σε αυτά τα προγράμματα ήταν είτε
οπαδοί του ευρωπαïκού μοντερνισμού είτε βαθιά επηρεασμένοι
από αυτόν. Ο μη εκλεγμένος «κύριος σχεδιαστής» της Νέας
Υόρκης, ο Ρόμπερτ Μόουζες –θαυμαστής του Λε Κορμπιζιέ–
πίστευε ότι «οι πόλεις δημιουργούνται από και για την κίνηση
στους δρόμους», οι οποίοι πρέπει να τις διασχίζουν και όχι να τις
διατρέχουν περιφερειακά. «Το όραμά του για μια πόλη
αυτοκινητόδρομων και πύργων», έγραφαν οι New York Times,
«επηρέασε τον σχεδιασμό πόλεων σε όλη τη χώρα» και κατέστησε
τη Νέα Υόρκη την πρώτη πόλη της εποχής της αυτοκίνησης.363
Στο μέλλον, οι περισσότεροι Αμερικανοί έμελλαν να γίνουν
ιδιοκτήτες αυτοκινήτων· η παραδοσιακή πόλη και οι δρόμοι και
οι γειτονιές της δεν θα τους ταίριαζαν. Ο Μόουζες επέβλεψε την
κατασκευή 670 χιλιομέτρων υπαίθριων αυτοκινητοδρόμων με
κεντρική νησίδα, 13 λεωφόρων ταχείας κυκλοφορίας που
διέσχιζαν την πόλη και 13 νέων γεφυρών. Χιλιάδες κάτοικοι
εκτοπίστηκαν και οι γειτονιές τους κατακερματίστηκαν και
απομονώθηκαν από τεράστιους νέους δρόμους. Εκκαθάρισε τις
φτωχογειτονιές και μετέφερε 200.000 Νεοϋορκέζους σε
πολυκατοικίες, την πλειονότητα αυτών μακριά από τις γειτονιές
όπου είχαν γεννηθεί. Όταν επανασχεδιάζεις μια πόλη για τη
σύγχρονη εποχή, καθώς είπε, «πρέπει να ανοίγεις δρόμο με τη
χατζάρα του χασάπη».
Με 110 πολυώροφες πολυκατοικίες από κόκκινο τούβλο και
11.250 διαμερίσματα, η πόλη Στάιβεσαντ Τάουν – Πίτερ Κούπερ
Βίλατζ χτίστηκε για να επιτρέψει στους Νεοϋορκέζους «να ζουν
σε πάρκο – να ζουν στην εξοχή μέσα στην καρδιά της Νέας
Υόρκης» και για να δείξει πώς θα μπορούσε να γίνει και πώς
όντως θα γινόταν η ζωή στην πόλη. Έτσι, 11.000 μέλη της
εργατικής τάξης στη γειτονιά έπρεπε να μαζέψουν τα
μπογαλάκια τους και να μετακινηθούν σε ό,τι οι New York
Times αποκάλεσαν «τη μεγαλύτερη και σημαντικότερη μαζική
μετακίνηση οικογενειών στην ιστορία της Νέας Υόρκης». Οι νέες
πολυώροφες πολυκατοικίες με περιφραγμένους κήπους στην
καρδιά της πόλης προορίζονταν για τις «οικογένειες μέτριων
εισοδημάτων (ώστε) να ζουν με υγεία, άνεση και αξιοπρέπεια σε
κοινότητες που μοιάζουν με πάρκα». Και με τη φράση «μέτρια
εισοδήματα» εννοούσαν τους λευκούς της μεσαίας τάξης.364 Η
εργατική τάξη θα έπρεπε να περιμένει για τους δικούς της
«πύργους στο πάρκο». Όταν τελικά ήρθε η ώρα τους, αυτοί
χτίστηκαν με πολύ χαμηλότερο κόστος από τα 50 εκατομμύρια
δολάρια που διατέθηκαν για την πόλη Στάιβεσαντ Τάουν. Και
αυτοί επίσης ωθήθηκαν προς την περιφέρεια. Συγκεκριμένα έργα,
όπως οι Οικίες Κουίνσμπριτζ, ήταν μόνο η αρχή του δράματος
των μπετονένιων πολυκατοικιών της δημόσιας στέγασης.
Η κατακόρυφη πόλη αυτοκινήτων έπαιρνε σχήμα σε όλες τις
ποικίλες μορφές της. Ο συνδυασμός ιδιωτικών αυτοκινήτων και
πύργων τράβηξε την προσοχή των πολεοδόμων σε όλο τον
κόσμο, ειδικά όταν τον έβλεπαν μέσα από τη μεγάλη οθόνη. Η
Νέα Υόρκη παρέμεινε ο φάρος της μητροπολιτικής προόδου.

Σε μια εποχή και σε μια πόλη που επισκιάζονταν από μεγάλα


κτίρια, συμφόρηση, εγκληματικότητα, κοινωνική κατάρρευση και
οικονομική αναταραχή, που πλήττονταν από την αποξένωση, τη
μοναξιά και την ανομία, ήταν ευτυχές που εξακολούθησαν να
υπάρχουν ήρωες οι οποίοι μπορούσαν να υπερβούν την
υπεράνθρωπη κλίμακα της μητρόπολης των μέσων του 20ού
αιώνα. Τέτοιοι άνδρες είδαν τους ουρανοξύστες όχι ως
απαγορευτικά μνημεία, αλλά ως απλά παιχνιδάκια· απτόητοι από
την τσιμεντένια ζούγκλα και τα πλήθη της ανθρωπότητας,
διατήρησαν την προσωπικότητά τους, αν και κρυμμένοι πίσω
από το είδος της διπλής ταυτότητας που οι υπόλοιποι κάτοικοι
της υπερπλήρους μητρόπολης μόνο να μαντέψουν μπορούσαν.
Με πρώτη εμφάνιση τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1939
αντίστοιχα, οι Μπρους Γουέιν και Κλαρκ Κεντ είναι μοναχικοί
άνδρες αφιερωμένοι στην εκκαθάριση των φανταστικών τους
πόλεων, Γκόθαμ και Μετρόπολις, και οι δύο με έδρα τη Νέα
Υόρκη. Με τη μορφή του άλλου εαυτού τους, ο Μπάτμαν και ο
Σούπερμαν είναι μορφές απόδρασης και εκπλήρωσης επιθυμιών.
Είναι εθελοντές που πολεμούν τους μπαμπούλες της αστικής
ζωής: μεγάλες επιχειρήσεις, οργανωμένο έγκλημα, ανέντιμους
πολιτικούς, διεφθαρμένους αστυνομικούς και λαθρέμπορους.
Ο ουρανοξύστης αποκτά ανθρώπινη κλίμακα όταν ο
Σούπερμαν περνά από πάνω του με ένα μόνο άλμα ή όταν ο
Μπάτμαν αναρριχάται με σχεδόν αστεία ευκολία. Και οι δύο
γίνονται ένα με το πλήθος και περνούν στην ανωνυμία όταν
αυτό τους εξυπηρετεί. Ως Κλαρκ Κεντ, ο Σούπερμαν είναι ένας
απλός, ήπιων τόνων, διοπτροφόρος εργαζόμενος που κυκλοφορεί
απαρατήρητος στην πόλη. Δεν είναι τυχαίο ότι η πλευρά του
χαρακτήρα του Κεντ βασίζεται στον Χάρολντ Λόιντ, τον ηθοποιό
του βωβού κινηματογράφου με τη συνηθισμένη όψη που είχε
περιπέτειες πάνω σε ουρανοξύστες. Εκτός από διώκτης των
υπόπτων, ο Σούπερμαν είναι ένας πολεμιστής της πόλης. Η
όρασή του με ακτίνες Χ αποκαλύπτει τα μυστικά της πόλης και,
σε ένα από τα πρώτα κόμικ, σαν άλλος παντοδύναμος
πολεοδόμος, ισοπεδώνει τις φτωχογειτονιές για να αναγκάσει την
κυβέρνηση να παράσχει καλύτερη στέγαση για τους εργαζόμενους
φτωχούς.
Ο Μπάτμαν και ο Σούπερμαν δημιουργήθηκαν την κατάλληλη
στιγμή. Η πόλη υποβίβαζε τα άτομα σε νάνους από άποψη
φυσικού μεγέθους και πληθυσμού: και οι δύο χαρακτήρες
αντιμάχονται τις δυνάμεις που συντρίβουν τον κάτοικο της
πόλης τον 20ό αιώνα. Το πολυώροφο κτίριο θα γίνει ο κανόνας
όχι μόνο ως χώρος εργασίας αλλά και ως κατοικία. Δικαίως αυτοί
οι ήρωες έγιναν τόσο δημοφιλείς και, μάλιστα, τόσο γρήγορα. Ο
Μπάτμαν και ο Σούπερμαν ήταν προϊόντα της Ύφεσης και του
οργανωμένου εγκλήματος, του αστικού ουτοπισμού και της
ανησυχίας για το μέλλον. Αλλά το 1939, αντιπροσώπευαν επίσης
την απόδραση από μεγαλύτερες απειλές που έμελλε να
αντιμετωπίσει η πόλη.

336
Jason M. Barr, Building the Skyline: the birth and growth of Manhattan’s
skyscrapers (Οξφόρδη, 2016).
337
Architectural Record, January–March 1899· Henry Blake Fuller, The Cli -
Dwellers, Joseph A. Dimuro (επιμ.) (Πίτερμπορο, ON, 2010), σελ. 58.
338
Nick Yablon, «The Metropolitan Life in Ruins: architectural and ctional
speculations in New York, 1909–19», American Quarterly, 56:2 (Ιούνιος 2004), σελ.
308–47.
339
Gail Fenske, The Skyscraper and the City: the Woolworth Building and the
making of modern New York (Σικάγο, 2008), σελ. 25 κ.ε.
340
Keith D. Revell, Building Gotham: civic culture and public policy in New York
City, 1898–1939 (Βαλτιμόρη, 2003), σελ. 185 κ.ε.
341
Merrill Schleier, «The Empire State Building, Working-Class Masculinity, and
King Kong», Mosaic: an interdisciplinary journal, 41:2 (Ιούνιος 2008), σελ. 37.
342
Carol Willis, «Zoning and “Zeitgeist”: the skyscraper city in the 1920s»,
Journal of the Society of Architectural Historians, 45:1 (Μάρτιος 1986), σελ. 53, 56.
343
H. Ferriss, «The New Architecture», New York Times, 19/3/1922.
344
Kate Holliday, «Walls as Curtains: architecture and humanism in Ralph
Walker’s skyscrapers of the 1920s», Studies in the Decorative Arts, 16:2 (Άνοιξη–
Καλοκαίρι 2009), 50· Daniel Michael Abramson, Skyscraper Rivals: the AIG
Building and the architecture of Wall Street (Πρίνστον, 2001), σελ. 191.
345
Holliday, σελ. 46 κ.ε.
346
Ibid., σελ. 59, 61–2, 39.
347
James Sanders, Celluloid Skyline: New York and the movies (Λονδίνο, 2001),
σελ. 106.
348
Ibid., σελ. 105 κ.ε.
349
Παραθαλάσσια προστατευόμενη περιοχή, το ιστορικό κέντρο της Σαγκάης. (Σ.τ.Μ.)
350
Shanghai Star, 11/11/2002.
351
Washington Post, 24/3/2015.
352
Deyan Sudjic, The Language of Cities (Λονδίνο, 2017), κεφάλαιο 3.
353
Alfred Kazin, A Walker in the City (Ορλάντο, 1974), σελ. 11.
354
«Bull Market Architecture», New Republic, 8/7/1931, σελ. 192.
355
Λογοπαίγνιο μεταξύ του Empire State Building (Αυτοκρατορικό Κτίριο της
Πολιτείας) και του Empty State Building (Κενό Κτίριο της Πολιτείας). (Σ.τ.Μ.).
356
Gabrielle Esperdy, Modernizing Main Street: architecture and consumer culture
in the New Deal (Σικάγο, 2008), σελ. 53.
357
Lucy Fischer, «City of Women: Busby Berkeley, architecture, and urban
space», Cinema Journal, 49 (Καλοκαίρι 2010), σελ. 129–30.
358
Sanders, σελ. 97.
359
Ibid., σελ. 156 κ.ε.
360
Ibid., σελ. 161 κ.ε.
361
Ibid., σελ. 165 κ.ε.
362
Ibid., σελ. 161 κ.ε.
363
Paul Goldberger, «Robert Moses, Master Builder, Is Dead at 92», New York
Times, 30/7/1981.
364
New York Times, 3/3/1945.
12 - Αφανισμός - Βαρσοβία 1939-45

Σαγκάη: εδώ ξεκίνησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Ουίσταν Χ.


Όντεν και ο Κρίστοφερ Ίσεργουντ επισκέφτηκαν τον θρυλικό
φωτισμένο με νέον, απαστράπτοντα, άσεμνο Διεθνή Οικισμό στη
Σαγκάη τον Μάιο του 1938 και τον βρήκαν εγκαταλειμμένο
καταμεσής «ενός άγονου και γεμάτου κρατήρες σεληνιακού
τοπίου», έναν οικισμό που πρόσφατα ήταν η μεγαλύτερη πόλη
στην Κίνα. Ο απόλυτος τρόμος του Blitzkrieg, του από αέρος
βομβαρδισμού, η παρατεταμένη πολιορκία, οι ελεύθεροι
σκοπευτές και οι μάχες από σπίτι σε σπίτι είχαν επισκεφτεί τη
μεγαλούπολη της Κίνας πολύ πριν οι ευρωπαϊκές πόλεις
αντιμετωπίσουν τον ίδιο εφιάλτη. Λίγους μήνες πριν από τη
μάχη, τα γερμανικά βομβαρδιστικά είχαν ισοπεδώσει την πόλη
των Βάσκων της Γκερνίκα προς υποστήριξη του στρατηγού
Φράνκο κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου. Ο
κόσμος βρισκόταν σε εγρήγορση μετά την Γκερνίκα και τη
Σαγκάη: οι σύγχρονες εναέριες πολεμικές επιχειρήσεις ήταν
ικανές να εξαφανίσουν από προσώπου γης ολόκληρες πόλεις.365
Η αιματοβαμμένη πολιορκία και η μάχη της Σαγκάης ήταν η
συμπλοκή που άνοιξε τον πόλεμο μεταξύ Ιαπωνίας και Κίνας ο
οποίος σιγόβραζε επί χρόνια. Έπειτα από τρεις μήνες
βομβαρδισμών και έντονων αστικών πολεμικών επιχειρήσεων, οι
κινεζικές δυνάμεις λύγισαν. Σε μια ταινία επίκαιρων της Pathé366
τα ιαπωνικά στρατεύματα φαίνονται να προελαύνουν από το
ένα ερειπωμένο σπίτι στο άλλο, διασχίζοντας το κακοποιημένο
κουφάρι της Σαγκάης μέσα σε μια θύελλα από ριπές πυροβόλων
όπλων· σύννεφα καπνού υψώνονται πάνω από τις κεραμοσκεπές·
άρματα μάχης ανοίγουν δρόμο πάνω από απογυμνωμένα
μέταλλα και τούβλα και, σύμφωνα με τη ζοφερή αφήγηση,
«βόμβες πέφτουν από τον αέρα σαν σταγόνες απριλιάτικης
βροχής». Η πιο συγκλονιστική φωτογραφία της δεκαετίας του
1930, το «Ματωμένο Σάββατο», δείχνει ένα μωρό που κλαίει στα
ερείπια του Σταθμού της Νότιας Σαγκάης, αφότου 16 ιαπωνικά
αεροπλάνα είχαν βομβαρδίσει πρόσφυγες που προσπαθούσαν να
εγκαταλείψουν την κατεστραμμένη πόλη. Ο φωτογράφος, Χ. Σ.
Γουόνγκ, έγραψε ότι τα παπούτσια του ήταν μουσκεμένα στο
αίμα καθώς απαθανάτιζε τη σφαγή· η αποβάθρα και οι ράγες των
τρένων ήταν κατάσπαρτα με ανθρώπινα μέλη. Αυτό ήταν το
μαρτύριο που ενέσκηψε στην πέμπτη μεγαλύτερη μητρόπολη του
κόσμου και στον πληθυσμό της των 3,5 εκατομμυρίων.367
«Ο Διεθνής Οικισμός και η Γαλλική Παραχώρηση368 αποτελούν
ένα νησί, μια όαση καταμεσής της άγριας, τρομακτικής ερημιάς
που κάποτε ήταν η κινεζική πόλη», έγραφαν οι Όντεν και
Ίσεργουντ τον Μάιο του 1938. «Σε αυτή την πόλη –η οποία
κατακτήθηκε αλλά δεν καταλήφθηκε ποτέ από τους κατακτητές–
ο μηχανισμός της παλιάς ζωής εξακολουθεί να χτυπά αλλά
μοιάζει καταδικασμένος να σταματήσει, σαν ένα ρολόι που έπεσε
καταγής στην έρημο».369
Αυτό που είχε συμβεί στη Σαγκάη το 1937 ήταν η εκπλήρωση
όλων των φόβων που συσσωρεύονταν από το τέλος του Α´
Παγκοσμίου Πολέμου. Μυθιστορήματα, ταινίες, αμυντικές
εκθέσεις, στρατιωτικές στρατηγικές, ακαδημαϊκές διατριβές και
πολεοδόμοι είχαν εμμονή με τη μοίρα των πόλεων στον επόμενο
πόλεμο. Ο πυρήνας αυτής της σκέψης ήταν η ιδέα ότι οι
σύγχρονες, τεχνολογικές μητροπόλεις ήταν εγγενώς εύθραυστες:
αρκεί να καταστρέψει κάποιος το πολύτιμο και περίπλοκο
σύστημα υποστήριξης της ζωής μιας πόλης –την ενέργεια, τις
προμήθειες τροφίμων και νερού, τις μεταφορές, την πολιτική
διοίκηση– και σύντομα αυτή θα οδηγηθεί σε πρωτόγονο χάος. Δεν
ήταν και πολύ δύσκολο να φανταστεί κάποιος την απόλυτη
κόλαση εκατομμυρίων κατοίκων πόλεων που θα στερούνταν
νερό, τροφή, υγειονομική περίθαλψη και στέγη. Οι πολιτικοί
ήθελαν απελπισμένα να αποφύγουν τον πόλεμο με κάθε
κόστος.370
Η ιστορία της προσπάθειας της ανθρωπότητας να εξαλείψει
ολόκληρες πόλεις μάς διαφωτίζει σχετικά με το πώς λειτουργούν
οι πόλεις περισσότερο από σχεδόν οτιδήποτε άλλο. Εξωθούμενες
στα όριά τους κατά τις δοκιμασίες, οι πόλεις αποκαλύπτονται.
Ακόμα και μπροστά στον κίνδυνο του Αρμαγεδδώνα, το ρολόι
συνεχίζει, με κάποιο τρόπο, να χτυπά στην αστική έρημη χώρα.

Πώς να σκοτώσεις μια πόλη, Μέρος 1: Κατοχή


Πολύ πριν από τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία, είχαν
καταρτιστεί σχέδια για τη μετατροπή της Βαρσοβίας σε πρότυπη
ναζιστική πόλη για 130.000 Άριους Γερμανούς. Θα είχε
μεσαιωνικού τύπου σπίτια με ξύλινο σκελετό και στενά
δρομάκια, εντός ενός εκτεταμένου πάρκου. Εξορισμένοι σε ένα
προάστιο στην ανατολική όχθη του ποταμού Βιστούλα θα
κατοικούσαν οι μόνοι Πολωνοί που θα επιτρέπονταν, 80.000
σκλάβοι που θα υπηρετούσαν τους Γερμανούς κυρίαρχους.371
Σχεδιάζοντας την εκστρατεία πριν από τον πόλεμο, οι
στρατηγοί είχαν υποστηρίξει ότι δεν θα χρειαζόταν να επιτεθούν
στη Βαρσοβία γιατί, από τη στιγμή που θα είχε ηττηθεί ο
πολωνικός στρατός, οι Γερμανοί μπορούσαν απλά να μπουν στην
πόλη σαν να έκαναν περίπατο. «Όχι!» τσίριξε ο Χίτλερ. «Πρέπει
να επιτεθούμε στη Βαρσοβία». Έτρεφε ιδιαίτερο μίσος για την
πολωνική πρωτεύουσα. Σύμφωνα με έναν μάρτυρα, ο Χίτλερ
στοχαζόταν «πώς θα σκοτείνιαζαν οι ουρανοί, πώς εκατομμύρια
κελύφη από βόμβες θα έπεφταν βροχή στη Βαρσοβία, πώς οι
άνθρωποι θα πνίγονταν στο αίμα. Τότε τα μάτια του σχεδόν
πετάγονταν έξω από το κεφάλι του και γινόταν άλλος άνθρωπος.
Ξαφνικά τον κυρίευε μια δίψα για αίμα».372
Τι απαιτείται για να καταστραφεί μια πόλη; Η ανθρωπότητα
έχει επινοήσει πολλά μέσα. Μεταξύ του 1939 και του 1945
σχεδόν καθεμία από αυτές τις τακτικές δοκιμάστηκε στην
πρωτεύουσα της Πολωνίας.
Η Βαρσοβία γνώρισε τον τρόμο των αεροπορικών επιδρομών
την πρώτη ημέρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την 1η
Σεπτεμβρίου 1939. Τις επόμενες εβδομάδες, καθώς ο γερμανικός
στρατός απώθησε τις πολωνικές αμυντικές δυνάμεις και τους
παραζαλισμένους πρόσφυγες που έφτασαν στη Βαρσοβία, η πόλη
υπέστη συνεχείς αεροπορικές επιδρομές. Αυτές έγιναν ακόμη πιο
άγριες καθώς η Βέρμαχτ πίεζε όλο και πιο ασφυκτικά την
πρωτεύουσα. Ο ανεξέλεγκτος βομβαρδισμός από αέρος
συνδυάστηκε με επίθεση του πυροβολικού. «Η ζημιά στη
Βαρσοβία είναι κολοσσιαία», ανέφερε η εφημερίδα Warsaw
Courier στις 28 Σεπτεμβρίου. «Η ηλεκτρική ενέργεια, τα
υδραυλικά συστήματα, τα διυλιστήρια και τα τηλέφωνα είναι
εκτός λειτουργίας. Όλα τα νοσοκομεία έχουν βομβαρδιστεί… δεν
υπάρχει ούτε ένα ιστορικό κτίριο ή μνημείο που να μην έχει
υποστεί πλήρη ή σοβαρή ζημιά. Ολόκληροι δρόμοι δεν υπάρχουν
πια». Αυτή ήταν η μέρα που η Βαρσοβία συνθηκολόγησε με τους
ναζί. Οι άνθρωποι πρόβαλλαν μέσα από τα κελάρια των ερειπίων
που κάπνιζαν, απορημένοι που η πόλη είχε παραδοθεί· αν ήταν
στο χέρι τους, οι κάτοικοι της Βαρσοβίας πιθανότατα θα
συνέχιζαν να πολεμούν. Οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Βαρσοβία και
την κατέλαβαν την 1η Οκτωβρίου. Στις 15 του ίδιου μήνα η
πόλη παραδόθηκε στη ναζιστική αποικιακή διοίκηση, με
επικεφαλής τον Χάινριχ Χίμλερ.373
Σε έναν πόλεμο ενάντια στην αστική ζωή, οι ναζί διέλυσαν την
καρδιά της πόλης, απογυμνώνοντάς τη συστηματικά από την
πολιτισμική, την πολιτική και την οικονομική της σπουδαιότητα
και καταπιέζοντας τους απλούς πολίτες σε μια εκστρατεία
τρόμου. Τα πανεπιστήμια και τα σχολεία έκλεισαν·
κατασχέθηκαν κείμενα, βιβλία ιστορίας και ξενόγλωσση
λογοτεχνία· η όπερα και το θέατρο απαγορεύτηκαν· τα
βιβλιοπωλεία έκλεισαν· οι κινηματογράφοι πρόβαλλαν «αρχαίες»
ταινίες ή υλικό προπαγάνδας· τα τυπογραφεία σίγησαν.
Απαγορεύτηκε να παίζεται οποιαδήποτε μουσική του
αγαπημένου συνθέτη της Πολωνίας, του Σοπέν. Το άγαλμά του
στο Πάρκο Λαζιένκι ανατινάχθηκε εκ βάθρων και ο χαλκός του
παραδόθηκε στον Χίτλερ· το άγαλμα του Κοπέρνικου
αφαιρέθηκε, με τους ναζί να ισχυρίζονται ότι ήταν Γερμανός.374
Λίγο λίγο η μνήμη του πολιτισμού και της ιστορίας της
Βαρσοβίας διαγράφηκε· οι Γερμανοί κατέστρεψαν τμηματικά τόσο
το Εθνικό Μουσείο όσο και την Πινακοθήκη Καλών Τεχνών
Ζατσέτα και κατάσχεσαν ό,τι είχε απομείνει. Τα μόνα βιβλία που
εκδίδονταν αφορούσαν θέματα μαγειρικής, συντήρησης
τροφίμων, καλλιέργειας λαχανικών και εκτροφής κατοικίδιων
ζώων. Με την πρόφαση ότι οι σκλάβοι δεν πρέπει να
καταλαβαίνουν τη γλώσσα των κυρίων τους, στους Πολωνούς
απαγορεύτηκε να μαθαίνουν γερμανικά.375
Μια εκστρατεία εξόντωσης των διανοουμένων της Βαρσοβίας –η
λεγόμενη Επιχείρηση Intelligenzaktion– ξεκίνησε αμέσως μετά
την κατάληψη της Πολωνίας. Ο Χίτλερ είπε στον Χανς Φρανκ,
τον επικεφαλής της Γενικής Κυβέρνησης στην Πολωνία, ότι τα
κατεχόμενα εδάφη ήταν «ένα πολωνικό κέντρο κράτησης, ένα
μεγάλο πολωνικό στρατόπεδο εργασίας». Και τα στρατόπεδα
εργασίας δεν είχαν ανάγκη από διανοούμενους ή καλλιτέχνες.
«Το καλυμμένο φορτηγό της Γκεστάπο είναι η μάστιγα της
Βαρσοβίας», έγραφε ο Ταντέους Τσιλίνσκι, υποπρόξενος των
ΗΠΑ. «Οι άνθρωποι τρέμουν όταν αυτά τα φορτηγά διασχίζουν
τους δρόμους. Τη νύχτα οι συνθήκες χειροτερεύουν· όλοι
προσεύχονται ότι τα φορτηγά δεν θα σταματήσουν μπροστά
στην πόρτα τους. Ο ήχος των φρένων είναι συχνά προάγγελος
τραγωδίας για όσους βρίσκονται σε απόσταση ικανή για να τον
ακούσουν». Μέχρι το 1944, 10.000 μέλη της διανόησης της
Βαρσοβίας είχαν δολοφονηθεί.376
Όσοι επαγγελματίες της μεσαίας τάξης επέζησαν από τις
μαζικές συλλήψεις και τις δολοφονίες αναγκάστηκαν είτε να
αναζητήσουν εργασία ως χειρώνακτες είτε να γίνουν ζητιάνοι.
Στα επαγγέλματά τους τους αντικατέστησαν Γερμανοί άποικοι.
Οι πιο υγιεινές περιοχές προορίζονταν για τους Γερμανούς
αποίκους, γραφειοκράτες και στρατιώτες. Οι νέοι άρχοντες της
Βαρσοβίας –πολλοί από αυτούς χαμηλού κοινωνικού επιπέδου
πριν από τον πόλεμο– δεν μπορούσαν να πιστέψουν την τύχη
τους, επιλέγοντας τα καλύτερα διαμερίσματα, μαζί με έργα
τέχνης, κοσμήματα, χαλιά και έπιπλα. Πινακίδες με την ένδειξη
Nur für Deutsche (Μόνο για Γερμανούς) και Kein Zutritt für
Polen (Χωρίς πρόσβαση για Πολωνούς) εμφανίστηκαν σε τραμ,
πάρκα, παιδικές χαρές και εστιατόρια.377
Καθώς τα περισσότερα παράθυρα ήταν κατεστραμμένα ήδη από
τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου, κλείστηκαν πρόχειρα με
χαρτόνι. Οι κάτοικοι της Βαρσοβίας και οι πρόσφυγες έφυγαν
εσπευσμένα προς τα προάστια, όπου τα σπίτια χωρίζονταν σε
ολοένα και μικρότερα διαμερίσματα. Μέχρι το 1941 μόλις το 15%
του πληθυσμού ζούσε σε μια κατοικία με τρία ή περισσότερα
δωμάτια. Κατά τη διάρκεια του εξαιρετικά ψυχρού πρώτου
χειμώνα της κατοχής, όταν η ημερήσια θερμοκρασία έπεφτε κάτω
από τους -20°C, δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου κάρβουνο για
θέρμανση.378
Ο πληθυσμός πεινούσε και επιβίωνε με τα ελάχιστα συσσίτια. Η
μηνιαία επιτρεπόμενη ποσότητα ήταν 4,3 κιλά ψωμί, 400
γραμμάρια αλεύρι, 400 γραμμάρια κρέας, 75 γραμμάρια καφέ και
ένα αβγό. Η μπίρα, το κρασί, το βούτυρο, το τυρί και τα τσιγάρα
ήταν εντελώς εκτός μενού και η ζάχαρη μόνο σε μικρή
ποσότητα. Αντιμέτωποι με την πείνα, οι κάτοικοι της Βαρσοβίας
στράφηκαν στη μαύρη αγορά, σε λαθρέμπορους τροφίμων και
πωλητές βότκας, όλοι τους καταπιεσμένοι ανελέητα από την
Γκεστάπο. «Οι Πολωνοί έτρωγαν το καταπέτασμα επί είκοσι
χρόνια», θα έλεγαν, «τώρα πρέπει να ζήσουν με ψωμί και νερό».
Ένας Πολωνός θυμήθηκε την παιδική του ηλικία στην
κατεχόμενη Βαρσοβία, όπου μάζευε φλούδες πατάτας από την
κουζίνα ενός κοντινού νοσοκομείου. «Μια φορά… καταφέραμε
να βρούμε λίγο μουχλιασμένο ψωμί, μισοφαγωμένο από τα
ποντίκια, αλλά ήταν πεντανόστιμο».379
Οι κάτοικοι της Βαρσοβίας υποβιβάστηκαν σκόπιμα σε έναν
πληθυσμό σκλάβων που προετοιμάζονταν για την τελική
κατεδάφιση της πόλης τους. Υπήρχαν πολλές δουλειές – αλλά
ήταν σε εργοστάσια που κατασκεύαζαν πυρομαχικά για τον
γερμανικό στρατό ή στην οικοδόμηση αεροδρομίων, οχυρώσεων
και σιδηροδρόμων. Η ζωή στους δρόμους έγινε ζοφερή. Παντού
αντηχούσαν τα ξύλινα τσόκαρα – οι άνθρωποι δεν μπορούσαν
πλέον να υποστηρίξουν οικονομικά τα δερμάτινα υποδήματα. Οι
κάτοικοι της Βαρσοβίας ντύνονταν με άθλια ρούχα· κανείς δεν
ήθελε να τραβήξει την προσοχή. Οι άνθρωποι πωλούσαν τα
υπάρχοντά τους στην άκρη του δρόμου. Χωρίς πλέον ιδιωτικά
αυτοκίνητα, ταξί ή ιππήλατα οχήματα, πολλοί άνεργοι εργάτες
έγιναν οδηγοί σε μικρές χειράμαξες.
Το βράδυ, η απαγόρευση κυκλοφορίας ερήμωνε τους δρόμους.
Την ημέρα, τα ηχεία κραύγαζαν γερμανική στρατιωτική μουσική
και προπαγανδιστικά μηνύματα στην πολωνική γλώσσα. Η
Γκεστάπο περιπολούσε την πόλη, κρατώντας τον πληθυσμό σε
καθεστώς τρομοκρατίας καθώς πλεύριζε σποραδικά και τυχαία
άνδρες και αγόρια και τους μετέφερε σε στρατόπεδα
καταναγκαστικής εργασίας. Γυναίκες και κορίτσια απήχθησαν και
βιάστηκαν. Η Γκεστάπο επιτίθετο στις πολυκατοικίες την αυγή,
πραγματοποιώντας συλλήψεις όσων ήταν ύποπτοι ότι
αντιστέκονταν στην κατοχή.380
Μια δεκαεξάχρονη μαθήτρια κατηγορήθηκε ότι κατέβασε
γερμανικές αφίσες· εκτελέστηκε την επόμενη μέρα και οι
συμμαθητές της συνελήφθησαν και δεν τους ξαναείδε ποτέ
κανείς. Μια ομάδα προσκόπων αποτελούμενη από 15 αγόρια
εκτελέστηκε επιτόπου για άσκηση κριτικής στην Γκεστάπο. Μια
ηλικιωμένη γυναίκα πυροβολήθηκε εν ψυχρώ από έναν
αξιωματικό της Γκεστάπο επειδή εκείνος νόμισε πως είχε γνέψει
σε έναν νεαρό άνδρα για να δραπετεύσει από μια επιχείρηση
παγίδευσης… Και αυτά είναι τρία μόνο παραδείγματα του
καθημερινού τρόμου. Οι κάτοικοι φορούσαν ένα προσωπείο
δουλικότητας και αδιαφορίας στα πρόσωπά τους. Ήταν
381
αναγκασμένοι να το κάνουν.
«Η ζωή εξελίσσεται μες στη σιωπή», έγραφε η Σοφία
Ναλκόφσκα. Με διαλυμένο το μεγαλύτερο μέρος της συνδετικής
ύλης της αστικής κοινωνίας –εφημερίδες, λέσχες, σχολεία,
συνδικάτα, πανεπιστήμια, βιβλία– οι κάτοικοι της Βαρσοβίας
αποσύρθηκαν στη σιωπή. Πολλοί στράφηκαν στο ποτό. Ο πόθος
να παραμείνουν ζωντανοί, να βρουν ζεστασιά, να έχουν αρκετό
φαγητό, ανάλωσε τους ανθρώπους. Ο συγγραφέας Αντρέι
Τρζεμπίνσκι ξέσπασε: «Με καταβροχθίζει η ίδια μου ζωή, που να
πάρει!»382
Από τον Σεπτέμβριο του 1943 ο Κυβερνήτης Φρανκ διέτασσε
τυχαίες εκτελέσεις τριάντα ή σαράντα ανθρώπων, κάθε φορά,
στους δρόμους της Βαρσοβίας σε καθημερινή βάση. Μεταξύ του
1941 και του Αυγούστου 1944, 40.000 κάτοικοι της Βαρσοβίας,
πολωνικής εθνικότητας, εκτελέστηκαν δημόσια και 160.000
απελάθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Η
Βαρσοβία έγινε μια πόλη-φυλακή όπου κυριαρχούσε ο φόβος, με
έναν πληθυσμό σκλάβων να διατηρείται στα όρια της
λιμοκτονίας. Αλλά μέσα σε αυτή την αστική φυλακή υπήρχε μια
άλλη, πολύ χειρότερη. Τους μήνες μετά την κατοχή, οι
γερμανικές αρχές επέβαλαν καταναγκαστική εργασία στην
εβραϊκή κοινότητα, που αριθμούσε 400.000 μέλη, και τους
ανάγκαζαν να καθαρίζουν τα χαλάσματα των βομβαρδισμών· οι
αποταμιεύσεις τους κατασχέθηκαν και απαγορεύτηκε η κοινοτική
θρησκευτική λατρεία. Την 1η Απριλίου 1940 άρχισαν οι εργασίες
για την ανέγερση ενός τείχους γύρω από έκταση 3,4 στρεμμάτων
της πόλης στο βόρειο τμήμα του αστικού κέντρου της. Καθώς
ήταν σαφές ότι προοριζόταν για κλειστή εβραϊκή οικιστική ζώνη,
υπήρχε σύγχυση σχετικά με το τι θα συνέβαινε εκεί. Μόλις τον
Αύγουστο του 1940 διατάχθηκαν οι χριστιανοί Πολωνοί να
βγουν έξω από το τείχος και να μπουν μέσα οι Εβραίοι της
Βαρσοβίας. Καθώς και οι δύο αυτές ομάδες άρχισαν να
μετακινούνται, στην πόλη επικράτησε χάος. «Παντού
επικρατούσε ένας άγριος πανικός, ένας αδιάντροπος υστερικός
τρόμος», θυμόταν ο Μπέρναρντ Γκόλντσταϊν. «Το πλήθος
κατέκλυσε τους δρόμους, ήταν ένα έθνος σε πορεία».383
Στις 15 Νοεμβρίου οι πύλες έκλεισαν. Το 30% του πληθυσμού
της Βαρσοβίας περιορίστηκε στο 2,4% της χερσαίας έκτασης της
πόλης, εντελώς απομονωμένο από τον εξωτερικό κόσμο που
απλωνόταν τρία μέτρα πιο πέρα, πίσω από τούβλα και
συρματοπλέγματα. Ο αιχμάλωτος πληθυσμός στο γκέτο ήταν ένα
χρυσωρυχείο για τους Γερμανούς επιχειρηματίες. Από τον Μάιο
του 1941 η πόλη μέσα στην πόλη άρχισε να γεμίζει με βιοτεχνίες,
εργαστήρια και αποθήκες, που παρήγαγαν στρώματα και ρούχα
και επισκεύαζαν εφόδια για τον γερμανικό στρατό.
Οι προμήθειες τροφίμων διατηρήθηκαν σε επίπεδα λιμοκτονίας,
184 θερμίδες ανά άτομο ανά ημέρα σε σύγκριση με τις (εξίσου
ελάχιστες) 699 θερμίδες που ήταν διαθέσιμες στους χριστιανούς
Πολωνούς. (Ένα άτομο καταναλώνει περίπου 3.000 θερμίδες
κατά τη διάρκεια μιας μέρας με έντονη σωματική εργασία.) Τα
παιδιά απέκτησαν εμπειρία στο να ξετρυπώνουν από το γκέτο
για να εξασφαλίζουν προμήθειες· Εβραίοι και χριστιανοί
επιχειρηματίες επωφελήθηκαν από το λαθρεμπόριο. Το γκέτο
εισήγαγε νόμιμα τρόφιμα αξίας 1,8 εκατομμυρίων ζλότι το 1941,
αλλά λάμβανε είδη λαθρεμπορίου αξίας 80 εκατομμυρίων. Όσοι
μπορούσαν να το υποστηρίξουν οικονομικά –όσοι είχαν
επιχειρήσεις, θέσεις εργασίας, αποταμιεύσεις ή αγαθά προς
πώληση– αποκτούσαν πιο θρεπτικά τρόφιμα. Οι φτωχοί, οι
άνεργοι, τα ορφανά, οι πρόσφυγες και οι ηλικιωμένοι αρκούνταν
σε μια αραιή σούπα.384
Μεταξύ 1940 και 1942, περισσότεροι από 80.000 άνθρωποι,
10.000 από αυτούς παιδιά, πέθαναν από ασθένειες και
κακομεταχείριση στα χέρια των Γερμανών. Ο Μπέρναρντ
Γκόλντσταϊν έγραψε ότι «τα άρρωστα παιδιά κείτονταν,
μισοπεθαμένα, σχεδόν γυμνά, πρησμένα από την πείνα, με
πληγές ανοιχτές να αιμορραγούν, με δέρμα σαν περγαμηνή,
μάτια σε κωματώδη κατάσταση, αναπνέοντας έντονα με έναν
βρόγχο στον λαιμό τους… Ωχρά και λιπόσαρκα, ψιθυρίζοντας
μες στην αδυναμία τους… “Λίγο ψωμί… Λίγο ψωμί”».385

Πώς να σκοτώσεις μια πόλη, Μέρος 2: Βόμβες


Λίγο μετά την πτώση της πόλης, ο Χίτλερ επισκέφτηκε τη
Βαρσοβία. Περιόδευσε στα βομβαρδισμένα ερείπια με μια ομάδα
ξένων ανταποκριτών. «Κύριοι», τους είπε, «βλέπετε και μόνοι
σας τι εγκληματική ανοησία ήταν να προσπαθείτε να
υπερασπιστείτε αυτή την πόλη… Εύχομαι μόνο ορισμένοι
πολιτικοί σε άλλες χώρες, που φαίνεται να θέλουν να
μετατρέψουν ολόκληρη την Ευρώπη σε μια δεύτερη Βαρσοβία, να
έχουν την ευκαιρία να δουν, όπως την είχατε εσείς, το αληθινό
νόημα του πολέμου».386
Η δυτική Ευρώπη γνώρισε την αστική κόλαση από το 1940. Το
κέντρο του Ρότερνταμ καταστράφηκε στις 14 Μαΐου. Όταν οι
Γερμανοί απείλησαν να απονείμουν την ίδια τιμωρία στην
Ουτρέχτη, οι Κάτω Χώρες παραδόθηκαν. Την επόμενη μέρα
Βρετανοί βομβιστές επιτέθηκαν σε γερμανικούς στρατιωτικούς
στόχους στη Ρηνανία. Συνέχισαν να βομβαρδίζουν στόχους στο
Αμβούργο, τη Βρέμη, το Έσεν και άλλες πόλεις της Βόρειας
Γερμανίας.
Στην πραγματικότητα, οι ζημιές που υπέστη η Βαρσοβία είχαν
προκληθεί τόσο από το πυροβολικό όσο και από την αεροπορική
επίθεση. Η βρετανική εκστρατεία βομβαρδισμού κατά των
γερμανικών βιομηχανικών και στρατιωτικών υποδομών είχε
αποδειχτεί θλιβερά ανεπαρκής. Η Λουφτβάφε είχε σχεδιαστεί
κατά τρόπο ώστε να υποστηρίζει στρατιωτικές χερσαίες
επιχειρήσεις και όχι να καταστρέφει πόλεις. Η Βασιλική
Πολεμική Αεροπορία ήταν επικεντρωμένη στην άμυνα. Παρ’ όλα
αυτά, με τις βρετανικές αεροπορικές επιδρομές σε γερμανικές
πόλεις, αν και μη τακτικές το 1940, εκατομμύρια άνθρωποι
αναγκάστηκαν να δραπετεύσουν σε υπόγεια από τον τρόμο. Τη
νύχτα της 25ης Αυγούστου, 95 αεροσκάφη βομβάρδισαν το
Βερολίνο. Ο Χίτλερ ήταν εξοργισμένος: «Όταν εκείνοι δηλώνουν
ότι θα επιτεθούν σε μεγάλη κλίμακα στις πόλεις μας, εμείς θα
αφανίσουμε τις δικές τους πόλεις. Και κάποια στιγμή κάποιος
από εμάς θα λυγίσει – και αυτός δεν θα είναι η Εθνική
Σοσιαλιστική Γερμανία».387
Η επίθεση της Λουφτβάφε εναντίον της Βρετανίας ξεκίνησε ως
αιχμή του δόρατος σε μια αμφίβια απόβαση. Όταν η πιθανότητα
επίγειων επιχειρήσεων υποχώρησε, ο από αέρος βομβαρδισμός
των βρετανικών πόλεων έγινε μια στρατηγική εκστρατεία, με
στόχο την καταστροφή της βιομηχανίας, την κάμψη του ηθικού
των πολιτών και τον εξαναγκασμό της Βρετανίας σε
συνθηκολόγηση. Το Λονδίνο ήταν το πρώτο θύμα: 13.685 τόνοι
ισχυρών εκρηκτικών και 13.000 εμπρηστικοί μηχανισμοί έπεσαν
σαν βροχή στην πρωτεύουσα τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο
του 1940. Στη συνέχεια, επλήγησαν οι πόλεις στα Μίντλαντ και
στο Μέρσισαϊντ. Η επιδρομή εναντίον του Κόβεντρι (Επιχείρηση
Σονάτα του Σεληνόφωτος) ήταν καταστροφική: 503 τόνοι
βομβών, συμπεριλαμβανομένων 139 ναρκών βάρους ενός τόνου.
Ο στόχος ήταν μια βιομηχανική περιοχή που κατασκεύαζε
κινητήρες και εξαρτήματα αεροσκαφών· σύννεφο και καπνός
κάλυπταν τη ζώνη του στόχου και έτσι οι βαριές βόμβες και οι
εμπρηστικοί μηχανισμοί έπεσαν σε κατοικημένες περιοχές, στο
κέντρο της πόλης και στον καθεδρικό ναό. Η αεροπορική
επιδρομή κατέστρεψε 4.300 σπίτια και τα δύο τρίτα των κτιρίων
του Κόβεντρι, σκοτώνοντας 568 άτομα.
Η βρετανική αντεπίθεση ήταν ακόμη σφοδρότερη. Ο
αντιπτέραρχος σερ Άρθουρ Χάρις δήλωσε απερίφραστα ότι ο
στόχος της επίθεσης βομβαρδισμού «πρέπει να δηλωθεί
ξεκάθαρα… [ως] η καταστροφή γερμανικών πόλεων, η δολοφονία
Γερμανών εργατών και η διατάραξη της πολιτισμένης ζωής σε
ολόκληρη τη Γερμανία». Οι βομβαρδισμοί θα πρέπει να
επικεντρώνονται στον μηχανισμό υποστήριξης της ζωής στις
πόλεις –στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας– και στη στέγαση· θα
πρέπει να δημιουργήσουν εκατομμύρια άστεγους πρόσφυγες και
να ξεκοιλιάσουν το ηθικό των Γερμανών. Τόσο έντονος ήταν ο
οραματισμός της καταστροφής των πόλεων ώστε ο Χάρις και
άλλοι στρατηγοί πίστευαν ότι η Γερμανία θα δεχόταν τη
χαριστική βολή στον πόλεμο εντός μηνών.388
Μέχρι το 1942 ήταν σαφές ότι ο βομβαρδισμός των πόλεων δεν
απέδωσε το οριστικό πλήγμα που είχε προβλεφθεί. Αλλά πολλοί
πίστευαν ότι αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις δεν
ήταν αρκετά αποτελεσματικές. Ο πόλεμος στις πόλεις
κλιμακώθηκε ακόμα και όταν οι αεροπορικές επιδρομές απέτυχαν
να οδηγήσουν στα επιθυμητά αποτελέσματα. Ο βομβαρδισμός
των εργοστασίων δεν αρκούσε: η Βρετανία κινήθηκε προς μια
σκόπιμη πολιτική ισοπέδωσης των πόλεων προκειμένου να
μειώσει το ανθρώπινο δυναμικό και να κάμψει το ηθικό του
λαού. Σε έναν χαρακτηριστικά κακοήθη ευφημισμό της περιόδου
του πολέμου, η νέα πολιτική ήταν γνωστή ως «αποστέγαση».389
Ο δοκιμαστικός γύρος του βομβαρδισμού μιας ολόκληρης
περιοχής πραγματοποιήθηκε στην παλαιά χανσεατική
πρωτεύουσα, το Λούμπεκ. Ωστόσο, η επίτευξη παρόμοιων
αποτελεσμάτων σε μια μεγάλη μητρόπολη ήταν πιο δύσκολη. Η
πρώτη επιδρομή 1.000 βομβαρδιστικών πραγματοποιήθηκε κατά
της Κολωνίας τον Μάιο, ισοπεδώνοντας μόλις το 5,2% των
κτιρίων της πόλης. Επιθέσεις του ίδιου μεγέθους στο Έσεν και
στη Βρέμη κατέστρεψαν μόλις 11 κτίρια στο πρώτο και 572 στη
δεύτερη. Αλλά από τον Μάρτιο του 1943, οι Βρετανοί είχαν
αρκετά βαριά βομβαρδιστικά αεροσκάφη, μεγαλύτερες βόμβες,
βελτιωμένη πλοήγηση και τρόπους να εξαπατούν τους χειριστές
των εχθρικών ραντάρ ώστε να μπορούν να οργανώνουν σοβαρές
επιδρομές και βομβαρδισμούς σε ευρύτερες περιοχές πόλεων της
Γερμανίας.
Επίσης, είχαν και την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ. Μακέτες
γερμανικών δρόμων κατασκευάζονταν στο Πόρτον Ντάουν στο
Γουίλτσαϊρ και στο Πεδίο Δοκιμών Ντάγκγουεϊ, στη Γιούτα, για
να προσομοιώνουν εμπρηστικές επιθέσεις και να δοκιμάζουν τις
βέλτιστες συνθήκες για πύρινες λαίλαπες. Η επιστημονική
έρευνα, οι τεχνικές βελτιώσεις και οι στατιστικές μελέτες
διερεύνησαν κάθε πιθανό μέσο που θα ακόνιζε τη μηχανή
εξολόθρευσης πόλεων. Το πιο σημαντικό είναι ότι διαβρώθηκαν
όλες οι ηθικές αναστολές για τη σφαγή αμάχων αδιακρίτως και
την ολική καταστροφή του αστικού περιβάλλοντός τους. Τον
Μάιο και τον Ιούνιο του 1943 τεράστιοι βομβαρδιστικά σμήνη
εξόντωσαν το 80% της αστικής περιοχής του Μπάρμεν και το
94% του Βούπερταλ και κατέστρεψαν την Κολωνία για άλλη μια
φορά.
Η πλήρης επίδειξη των βρετανικών αστικών βομβαρδισμών,
ωστόσο, πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο με την Επιχείρηση
«Γόμορρα», με στόχο τη δεύτερη πόλη της Γερμανίας, το
Αμβούργο. Το κωδικό όνομα προήλθε από την Παλαιά Διαθήκη:
«Καὶ Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμορρα θεῖον, καὶ πῦρ
παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ καὶ κατέστρεψε τὰς πόλεις ταύτας καὶ
πᾶσαν τὴν περίχωρον καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν ταῖς
πόλεσι καὶ τὰ ἀνατέλλοντα ἐκ τῆς γῆς».
Οι υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού και η χαμηλή
υγρασία δημιούργησαν ιδανικές συνθήκες για τα βομβαρδιστικά
αεροσκάφη. Τα εκρηκτικά προκαλούσαν τεράστιες πυρκαγιές οι
οποίες ενώνονταν και έστελναν ένα ζεστό νέφος στον ουρανό. Η
θερμότητα αναρροφούσε αέρα, με ταχύτητες τυφώνα, από τις
γύρω περιοχές, εξωθώντας τις θερμοκρασίες έως και στους 800°C.
Τόσο δυνατός ήταν αυτός ο άνεμος θανάτου που έκανε τα κτίρια
να καταρρεύσουν, αναρροφούσε το οξυγόνο μέσα από τα γεμάτα
αεροπορικά καταφύγια, ξερίζωνε δέντρα και σάρωνε τους
ανθρώπους στην κόλαση. Μέχρι το τέλος της οκταήμερης
επίθεσης στην πόλη, 37.000 άνθρωποι είχαν πεθάνει, 900.000
την είχαν εκκενώσει και το 61% των κτιρίων του Αμβούργου είχε
καταστραφεί.
Έπειτα από κάθε έκδηλα επιτυχημένη βομβιστική επιδρομή,
αξιωματικοί όπως ο Χάρις –περαιτέρω πεπεισμένοι από τη
βελτιωμένη τεχνολογία των βομβαρδισμών– απαιτούσαν
κλιμάκωση, ισχυριζόμενοι ότι οι επιπλέον επιδρομές θα επέφεραν
την «αναπόφευκτη» παράδοση των Γερμανών. Μέχρι το 1945 οι
τεράστιοι αεροπορικοί στόλοι ήταν σε θέση να μετατρέπουν
πόλεις σε σεληνιακά τοπία. Περίπου 25.000 άνθρωποι
αποτεφρώθηκαν στη Δρέσδη το βράδυ της 13ης προς 14η
Φεβρουαρίου και 40 στρέμματα έγιναν στάχτη. Την επόμενη
μέρα ακολούθησε τυφλός βομβαρδισμός στην ίδια περιοχή. Λίγες
μέρες αργότερα, το 83% του Πφόρτσχαϊμ κάηκε, σκοτώνοντας
17.600 ανθρώπους· το 89% του Βίρτσμπουργκ επίσης
αφανίστηκε. Στα τέλη Απριλίου, όταν ο πόλεμος πλησίαζε στο
τέλος του, καταστράφηκε το Πότσδαμ.
Μέχρι το τέλος του πολέμου, 158 γερμανικές πόλεις είχαν
υποστεί σφοδρούς βομβαρδισμούς. Μερικές από αυτές, όπως η
Κολωνία, το Μόναχο και το Βερολίνο, είχαν δεχθεί επιδρομές σε
αναρίθμητες περιπτώσεις. Τα ιστορικά κέντρα των πόλεων είχαν
σφυροκοπηθεί και εκατομμύρια κάτοικοι έμειναν άστεγοι·
350.000 Γερμανοί είχαν πεθάνει και ποσοστό 50-60% της
αστικής Γερμανίας είχε γίνει σκόνη.
Η πόλη είναι σαν ζωντανός οργανισμός. Όπου υπάρχουν ίχνη
ζωής, ανεξάρτητα από το πόσο εκτεταμένη είναι η καταστροφή,
ο οργανισμός μπορεί να επιβιώσει. Από όλους τους υπάρχοντες
τρόπους για να σκοτώσει κάποιος μια πόλη, ο βομβαρδισμός της
ευρύτερης περιοχής ήταν ο λιγότερο αποτελεσματικός. Οι σκηνές
καταστροφής των ευρωπαϊκών πόλεων με τα βομβαρδισμένα
κτίριά τους είναι ένα θέαμα φριχτό. Αλλά το υλικό κομμάτι μιας
πόλης είναι εκείνο που επισκευάζεται πιο εύκολα. Οι μεγάλες
μητροπόλεις αποδείχθηκαν ικανές να απορροφήσουν πολλές
τιμωρίες με τρόπους που ήταν αδιανόητοι προπολεμικά. Δύο
ημέρες μετά τη μετατροπή του Κόβεντρι σε ερειπιώνα, η
ηλεκτρική ενέργεια αποκαταστάθηκε· έπειτα από μία εβδομάδα
το σύστημα ύδρευσης και η τηλεφωνία λειτουργούσαν πλήρως·
και μέσα σε έξι εβδομάδες 22.000 σπίτια είχαν καταστεί
κατάλληλα για κατοίκηση. Μέχρι τον Μάρτιο του 1941, με το
Blitz σε εξέλιξη, μόλις 55.900 κατεστραμμένα σπίτια ανέμεναν
την επισκευή τους στη Βρετανία· σχεδόν ένα εκατομμύριο είχαν
ήδη επισκευαστεί και καταστεί κατοικήσιμα.
Το ίδιο ισχύει και για τη Γερμανία, όπου παρά την καταστροφή
ή τη φθορά 324.000 οικιών, 3,2 εκατομμύρια άνθρωποι είχαν
επανεγκατασταθεί στις κατοικίες τους μέχρι το τέλος του 1943.
Αμέσως μετά τη βομβιστική λαίλαπα στο Αμβούργο, που
αποτέφρωσε το 61% της πόλης, το πόσιμο νερό μεταφερόταν
μέσα σε δεξαμενόπλοια. Από εκείνη την ημέρα και εξής, οι
υπηρεσίες αποκαταστάθηκαν γρήγορα και οι προσωρινές μονάδες
στέγασης παρείχαν βοήθεια για το 90% των 300.000 νοικοκυριών
που απέμειναν, έχοντας όμως χάσει τα πάντα. Αυτό σήμαινε ότι
μόλις τέσσερις μήνες αφού υπέστη τις συνέπειες ενός ισοδύναμου
πυρηνικής βόμβας 5 χιλιοτόνων, η βιομηχανία του Αμβούργου
επανήλθε στο 80%. Το αποκαλυπτικό αστικό τοπίο του
Αμβούργου ήταν εμφανές από τα αναγνωριστικά αεροπλάνα·
αλλά χαμηλά, στο έδαφος, αόρατη, η πόλη έσφυζε από ζωή.390
«Οι κατεστραμμένες πόλεις μπορούν να εκκενωθούν», δήλωσε ο
Γκέρινγκ, «αλλά η κατεστραμμένη βιομηχανία ήταν δύσκολο να
αντικατασταθεί». Η σημαντική μείωση της βιομηχανικής
παραγωγής δεν ήταν προφανής στις πόλεις που είχαν υποστεί
αεροπορικές επιδρομές. Οι βομβαρδισμοί ανακατηύθυναν τους
πόρους αεράμυνας και τα αεροσκάφη στη Γερμανία ενώ υπήρχε
απελπιστική ανάγκη για αυτά αλλού. Αλλά η εκστρατεία
«αποστέγαση» δεν προκάλεσε ούτε στο ελάχιστο κατάρρευση του
ηθικού ούτε και μείωσε σε αξιόλογο βαθμό το ανθρώπινο
δυναμικό στα εργοστάσια.391
Απαιτούνταν πολλά για να σκοτώσει κανείς μια πόλη, παρά τα
φρικιαστικά εργαλεία θανάτου και τις κακουχίες. Εφόσον οι
πολιτικές αρχές λειτουργούσαν για την παροχή υπηρεσιών,
ανέσεων και φαγητού, η αστική ζωή συνεχιζόταν. Ως την
τελευταία στιγμή του πολέμου, καθώς η Γερμανία κατέρρεε, τα
βασικά αγαθά εξακολουθούσαν να φθάνουν σε εκατομμύρια
πολίτες. Τόσο η Βρετανία όσο και η Γερμανία δημιούργησαν
ισχυρά συστήματα που άμβλυναν τις χειρότερες επιπτώσεις των
βομβαρδισμών σε ευρύτερες περιοχές. Αυτά κυμαίνονταν από
καταφύγια αεροπορικών επιδρομών ως και την παροχή
επείγουσας ανάγκης βασικών υπηρεσιών αμέσως μετά τις
επιθέσεις και στο εξής. Και στις δύο χώρες, οι δυνάμεις άμυνας
των πολιτών (όσων δεν ήταν στρατιωτικοί αλλά πολίτες)
συνασπίστηκαν για να υπερασπιστούν τον τρόπο ζωής των
πόλεών τους. Εθελοντές χρησίμευαν ως φύλακες αεράμυνας,
πυροσβέστες, νοσοκόμες, πάροχοι πρώτων βοηθειών,
αγγελιαφόροι, παρατηρητές για πυρκαγιά και πάει λέγοντας. Οι
πληθυσμοί της πόλης ασκούνταν στα μέτρα προφύλαξης από
αεροπορικές επιδρομές και εκπαιδεύονταν στις πρώτες βοήθειες,
την εξουδετέρωση βομβών και την καταστροφή εμπρηστικών
μηχανισμών.
Αυτή η αίσθηση ότι όλοι ήταν μαζί σε αυτό και είχαν κάποιο
ρόλο να παίξουν στον πόλεμο ενίσχυσε την αποφασιστικότητα. Ο
πανικός στην αρχή του πολέμου μετατράπηκε σε μια
κουρασμένη παραίτηση καθώς έφθινε το σοκ των βομβαρδισμών.
Τον Μάρτιο του 1941 σε μια δημοσκόπηση στη Βρετανία
διαπιστώθηκε ότι μόλις το 8% θεωρούσε πως οι αεροπορικές
επιδρομές ήταν το χειρότερο πρόβλημα στον πόλεμο. Όταν
ερωτήθηκαν γιατί ηττήθηκαν στον πόλεμο, μόλις το 15% των
Γερμανών δήλωσε ότι αυτό οφειλόταν στις αεροπορικές
επιδρομές. Το δραματικό θέαμα των κατεστραμμένων κτιρίων δεν
αντικατόπτριζε μια εξίσου κατεστραμμένη κοινωνική συνοχή· το
πνεύμα χιλιάδων πόλεων διατηρήθηκε ζωντανό από τους
ανθρώπους τους.392
Οι άνθρωποι είχαν βαθιά προσκόλληση στις πόλεις τους ως
τόπους των οικείων και των οικιών τους. Μετά τις βομβιστικές
επιδρομές, οι άνθρωποι ήθελαν να επιστρέφουν στις γειτονιές
τους το συντομότερο δυνατόν. Όπως είπε ένας Γερμανός
αξιωματικός σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου το 1945
στους στρατιώτες του, «Η Κολωνία εκκενώθηκε ουκ ολίγες φορές
αλλά οι κάτοικοι εξακολουθούν και καταφέρνουν να
επιστρέφουν στον σωρό των ερειπίων απλώς και μόνο επειδή τον
αποκαλούσαν “σπίτι”. Οι σχέσεις του παρελθόντος είναι τόσο
πολύ ισχυρότερες από τις αναγκαιότητες του πολέμου, ώστε οι
εκτοπισμένοι απεχθάνονται τη φυγή και σπεύδουν να
επιστρέψουν πολύ πριν περάσει ο κίνδυνος».393
Όσο υπάρχουν οι άνθρωποι για να θυμούνται και να
λατρεύουν την πόλη τους, αυτή επιβιώνει και αναδύεται από τις
στάχτες της. Το καλύτερο παράδειγμα για αυτό αποτελεί η
Ιαπωνία, οι πόλεις της οποίας υπέστησαν την πιο σαρωτική από
αέρος επίθεση στον πόλεμο. Ένα από τα πιο καταστροφικά όπλα
που εξαπολύθηκαν ποτέ στις πόλεις ήταν η αμερικανική
εμπρηστική βόμβα M69 των 2,7 κιλών. Εκτοξευμένες σε ομάδες
των 40 τεμαχίων από βομβαρδιστικά αεροσκάφη τύπου B-29
Σούπερ Φόρτρες, ώθησαν τη βραδύκαυστη βόμβα ναπάλμ σε
μορφή φλεγόμενων σφαιρών πάνω από τις ξύλινες στέγες των
ιαπωνικών σπιτιών. «Ξαφνικά… είδα μια λάμψη στον ορίζοντα
σαν τον ανατέλλοντα ήλιο», θυμάται ένας Αμερικανός πιλότος
για τη νύχτα της 9ης Μαρτίου 1945. «Ολόκληρη η πόλη του
Τόκιο απλωνόταν από κάτω μας, από την άκρη του ενός φτερού
έως την άκρη του άλλου, απαστράπτουσα μέσα σε μια τεράστια
φωτιά με ακόμη περισσότερα σιντριβάνια φλόγας να πέφτουν
από τα αεροσκάφη B-29. Ο μαύρος καπνός έφτασε σε ύψος
χιλιάδων ποδιών προκαλώντας ισχυρά θερμικά ρεύματα που
ράπιζαν δυνατά το αεροπλάνο μας, μεταφέροντας τη φριχτή
μυρωδιά της καμένης σάρκας».394
Στην πιο καταστροφική αεροπορική επιδρομή στην ιστορία
σκοτώθηκαν περίπου 100.000 άνθρωποι εκείνο το βράδυ στο
Τόκιο, πολλοί από αυτούς απανθρακώθηκαν· 267.171 κτίρια
καταστράφηκαν, 42 στρέμματα της πόλης εξαφανίστηκαν από
προσώπου γης και ένα εκατομμύριο άνθρωποι έμειναν άστεγοι.
Από τότε ως τον Ιούνιο σχεδόν κάθε ιαπωνική πόλη δέχτηκε
επίθεση με εμπρηστικές βόμβες.
Οι βόμβες έπεσαν σε έναν από τους πιο ανθεκτικούς αστικούς
πολιτισμούς στην ιστορία. Στο Τόκιο, ειδικότερα, το να ζεις στο
χείλος της καταστροφής ήταν τρόπος ζωής· πριν από το 1945
είχε βιώσει κατ’ επανάληψη κύκλους καταστροφής και
ανάκαμψης, καθώς καταστρεφόταν από τακτικές πυρκαγιές,
πλημμύρες, τυφώνες και σεισμούς. Η ετοιμότητα και η
ικανότητα ανάκαμψης ήταν συνυφασμένες με την αστική
κουλτούρα. Το Τόκιο είναι επίσης μια πόλη που δεν είχε ποτέ
ισχυρή παράδοση πολεοδομικού σχεδιασμού και, αντιθέτως,
αναπτυσσόταν ακανόνιστα, γειτονιά τη γειτονιά, κτίριο το
κτίριο. Μετά τις πυρκαγιές που σάρωσαν το Τόκιο τον 19ο
αιώνα, οι συνοικίες ανοικοδομήθηκαν από τους κατοίκους τους.
Το ίδιο ίσχυσε και μετά τον Μεγάλο Σεισμό του Κάντο, ισχύος
7,9 βαθμών, την 1η Σεπτεμβρίου 1923, που σκότωσε 143.000
ανθρώπους και κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Την
εποχή του σεισμού το Τόκιο είχε 452 συνοικιακές κοινότητες
αυτο-οργανωμένων εθελοντών, τις λεγόμενες chōnaikai (τσο-
ναϊκάι), οι οποίες κάλυπταν τη μισή περίπου πόλη. Όταν επήλθε
η καταστροφή, οι κοινότητες αυτές παρείχαν τα θεμέλια για την
ανάκαμψη. Μετά τον σεισμό περισσότερες chōnaikai ιδρύθηκαν
σε ολόκληρο το Τόκιο.395
Η ανοικοδόμηση παραδοσιακών ξύλινων κατασκευών συνέβαινε
πάντα με εκπληκτική ταχύτητα έπειτα από μια καταστροφή.
Ακόμα και μετά την ολέθρια πυρκαγιά του Μαρτίου του 1945, οι
άστεγοι επιζώντες συνέχισαν να κατοικούν στα συντρίμμια της
πόλης τους, χτίζοντας εκατοντάδες χιλιάδες σαθρές ξύλινες
κατασκευές, όπως είχαν κάνει οι πρόγονοί τους ύστερα από τις
περιοδικές πυρκαγιές του Τόκιο. Αμέσως μετά, πολλοί άνθρωποι
ζούσαν σε υπόγειους σιδηροδρόμους, σήραγγες ή κοιλότητες στο
έδαφος· μετέτρεψαν τα κουφάρια των τραμ και των λεωφορείων
σε σπίτια. Αυτοί οι άνθρωποι δεν εγκατέλειψαν την πόλη·
παρέμειναν στα συντρίμμια της και άρχισαν το έργο της
ανοικοδόμησης.
Μέσα σε μια λάμψη αποκαλυπτικού φωτός στις 6 Αυγούστου
1945, στις 8.15 π.μ., 64 κιλά ουρανίου πυροδοτήθηκαν πάνω
από τη Χιροσίμα απελευθερώνοντας το ισοδύναμο 16 χιλιοτόνων
TNT. Η θερμότητα, 4.000°C, προκάλεσε την άμεση καύση
κτιρίων στο υπόκεντρο και «ξεκοίλιασμα» χιλιάδων άλλων
κτιρίων. Το ωστικό κύμα ξέσπασε με ταχύτητα δύο μιλίων ανά
δευτερόλεπτο, ισοπεδώνοντας τα κτίρια στο διάβα του· οι ακτίνες
Γάμμα και η «μαύρη βροχή» εξάπλωσαν ακόμη περισσότερο τη
ραδιενέργεια. Η έκρηξη και η δόνηση εξάλειψαν τα πάντα σε
ακτίνα δύο χιλιομέτρων, σκοτώνοντας 80.000 από τους συνολικά
420.000 κατοίκους της πόλης· άλλοι 60.000 πέθαναν από
τραυματισμούς και μόλυνση από ραδιενέργεια μέχρι το τέλος του
έτους. Χιλιάδες θα υποφέρουν από σωματικά και ψυχολογικά
τραύματα για το υπόλοιπο της ζωής τους. Η περιοχή γύρω από
το «σημείο μηδέν» μετατράπηκε σε μια καμένη έρημο, «μια
ατομική έρημο».
Αλλά η πόλη δεν ήταν νεκρή, παρά την καταστροφή του 70%
των κτιρίων της. Ακόμη και καταμεσής αυτού του τρόμου που
είχε επισκεφτεί τη Χιροσίμα, ιδρύθηκαν μέσα σε λίγες ώρες
νοσοκομεία σε σχολεία και αποθήκες και οργανώθηκαν
προμήθειες τροφίμων έκτακτης ανάγκης. Καθώς οι πυρκαγιές
μαίνονταν, μαθήτριες του Γυμνασίου βοήθησαν στην
κατεδάφιση κτιρίων για να δημιουργηθούν αντιπυρικές ζώνες.
Την ημέρα της επίθεσης, ο Τετσούρο Μουκάι εργαζόταν στα
κεντρικά γραφεία της εταιρείας ηλεκτρικής ενέργειας, περίπου
700 μέτρα από το υπόκεντρο. Επιβίωσε και πέρασε όλη την
ημέρα παλεύοντας με τις φλόγες στον σταθμό παραγωγής
ενέργειας. «Τώρα που το σκέφτομαι [το 2015], δεν θα ήταν
δύσκολο να απομακρυνθώ από αυτή την κατάσταση», θυμάται.
«Αλλά έμεινα γιατί με καθοδήγησε η αίσθηση του καθήκοντος
ώστε να αποκατασταθεί η ηλεκτροδότηση στην πόλη». Την
επόμενη μέρα η ηλεκτρική ενέργεια επανήλθε σε ορισμένες
περιοχές. Παρά την ταλαιπωρία του από τη νόσο της
ραδιενέργειας, ο Μουκάι βοήθησε στην ανέγερση τηλεγραφικών
στύλων σε όλη την κατεστραμμένη περιοχή. Εντός μιάμισης
εβδομάδας το 30% των κατοικιών είχε ηλεκτρικό ρεύμα και μέχρι
τον Νοέμβριο αυτό επεκτάθηκε σε ολόκληρη την πόλη. Ο Κούρο
Χορίνο, ηλικίας 51 ετών και μηχανικός στον Τομέα Ύδρευσης,
κατάφερε να επισκευάσει τις αντλίες νερού της πόλης το
απόγευμα της έκρηξης, παρότι υπέφερε από σοβαρά
εγκαύματα.396
Ως αποτέλεσμα των εξαιρετικών προσπαθειών των πολιτών της
Χιροσίμα, η ζωή τους άρχισε να ομαλοποιείται και να επιστρέφει
στη φυσιολογική κατάσταση παράλληλα με τις βασικές
υπηρεσίες. Ένας ραδιοφωνικός σταθμός άρχισε να εκπέμπει από
τα προάστια την επομένη της επίθεσης. Η Τράπεζα της Ιαπωνίας
άνοιξε ξανά εντός δύο ημερών. Μια ανεπίσημη αγορά άρχισε να
λειτουργεί στη νότια πλευρά του Σταθμού της Χιροσίμα. Τα
σχολεία ξανάρχισαν να διδάσκουν σε παιδιά, πολλά από αυτά
φαλακρά από τη νόσο της ραδιενέργειας, σε αποθήκες ή στους
δρόμους. Εξίσου σημαντική ήταν η επανασύνδεση με συγγενείς
εκτός της πόλης. Πέντε ημέρες μετά τη βόμβα Α, ιδρύθηκε ένα
προσωρινό ταχυδρομείο και οι ταχυδρομικοί υπάλληλοι
περπατούσαν ανάμεσα στα συντρίμμια, προσπαθώντας από
μνήμης να εντοπίσουν κατεστραμμένα σπίτια. Το συντομότερο
δυνατό, οι άνθρωποι άρχισαν να χτίζουν πρόχειρες καλύβες μέσα
και γύρω από το σημείο μηδέν. Γνωρίζοντας την κρίσιμη
σημασία της επικοινωνίας, οι ταχυδρομικοί υπάλληλοι παρέδιδαν
επιστολές σε ανθρώπους στα προσωρινά τους σπίτια που δεν
είχαν διεύθυνση. Άρχισαν να εμφανίζονται ταχυδρομικά κουτιά.
«Αυτά τα κόκκινα ταχυδρομικά κουτιά που έστεκαν ανάμεσα
στα συντρίμμια έμοιαζαν με σύμβολα μιας ειρηνικής ζωής», θα
θυμόταν ένας ταχυδρόμος έπειτα από δεκαετίες.397
Μια στερεότυπη φράση για τις πόλεις είναι ένα παράθεμα του
τριβούνου Σικίνιου από τον Κοριολανό του Σαίξπηρ: «Τι άλλο
είναι η πόλη αν όχι οι άνθρωποι;» Το πραγματικό νόημά της
γίνεται εμφανές στην ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η
ανθεκτικότητα που επέδειξε η Χιροσίμα ήταν μέρος ενός
παγκόσμιου φαινομένου, το οποίο αποκάλυψε τα απίστευτα
δυνατά σημεία, συχνά αγνοημένα ή υποτιμημένα, που κατέχουν
οι μεγάλης κλίμακας ανθρώπινοι οικισμοί.

Πώς να σκοτώσεις μία πόλη, Μέρος 3: Ολοκληρωτικός


πόλεμος
Ο Χίτλερ αναγνώρισε τους περιορισμούς τού από αέρος
βομβαρδισμού. Αλλά είχε άλλες, πιο τρομακτικές μεθόδους για
την καταστροφή των πόλεων. Η κατάκτηση μιας μεγάλης
μητρόπολης συχνά είναι συνώνυμη με τη νίκη στον πόλεμο. Το
τι θα πράξει κάποιος στη συνέχεια είναι άλλο θέμα. Όσον αφορά
πόλεις όπως το Παρίσι, οι Βρυξέλλες ή το Λονδίνο, ο Χίτλερ δεν
ήθελε να εξαπολύσει την πλήρη καταστροφή: «Τελικά νικητές ή
ηττημένοι, όλοι θα θαφτούμε στα ίδια ερείπια». Αλλά ο
ολοκληρωτικός πόλεμος και οι πόλεμοι αφανισμού διαφέρουν.398
«Την πόλη του Σεναχερίμπ, γιου του Σαργκόν, απόγονου
οικιακού δούλου, κατακτητή της Βαβυλώνας, λεηλατητή της
Βαβυλωνίας, εγώ θα την ξεριζώσω εκ βάθρων από τη γη που θα
αφανίσω». Με αυτά τα ανατριχιαστικά λόγια ο βασιλιάς της
Βαβυλώνας Ναβοπολάσαρ διατάζει την πλήρη καταστροφή της
Νινευί το 612 π.Χ. Delenda est Carthago: Η Καρχηδόνα πρέπει
να καταστραφεί. Στο πλαίσιο της κατάκτησης του
αυτοκρατορικού ελέγχου στη Μεσόγειο, η Ρώμη ήξερε ότι έπρεπε
να αφανίσει από προσώπου γης την αντίπαλό της, την
Καρχηδόνα. Έπειτα από τριετή πολιορκία, το 146 π.Χ., ο
Ρωμαίος στρατηγός Σκιπίωνας ο Αφρικανός συνέτριψε
συστηματικά τη μεγάλη μητρόπολη του αρχαίου κόσμου. Οι
πυρκαγιές μαίνονταν επί 17 ημέρες, αφήνοντας πίσω τους τέφρα
πάχους ενός μέτρου. Ο τόπος ερήμωσε: 140.000 γυναίκες και
παιδιά είχαν εκκενώσει την πόλη· 150.000 πέθαναν κατά την
πολιορκία και οι επιζώντες –55.000– πουλήθηκαν ως δούλοι. Η
θέση της πόλης στρώθηκε με αλάτι399 και ένα άροτρο σχεδιάστηκε
συμβολικά πάνω στο γυμνό έδαφος: όλα όσα ήταν αστικά είχαν
πλέον γίνει αγροτικά. Κάθε στοιχείο ύπαρξης της πόλης
εξαλείφθηκε.
Οι πόλεις είναι τόσο ανθεκτικές ώστε ένας κατακτητής πρέπει
να εξαφανίσει κάθε κομμάτι του συστήματος υποστήριξης της
ζωής τους. Τίποτα δεν μπορεί να μείνει όρθιο, ειδικά οι
αναμνήσεις τους. Η δεύτερη σε μέγεθος πόλη στον κόσμο στην
εποχή της, η Βιτζαγιαναγκάρα στη νότια Ινδία, κάηκε ολοσχερώς
από τους εχθρούς της το 1565. Η μητρόπολη της Ταϊλάνδης Πρα
Ναxόν Σι Αγιουτάγια, η οποία άνθησε τον 17ο αιώνα και
εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες πόλεις του πλανήτη με
ένα εκατομμύριο κατοίκους, εντάχθηκε στον κατάλογο των
πόλεων που εξαφανίστηκαν όταν συνετρίβη από τους Βιρμανούς
το 1767.
Τον Ιούνιο του 1941 ο Χίτλερ εγκαινίασε την Επιχείρηση
Μπαρμπαρόσα, τη μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση στην
ιστορία. Όταν θα ολοκληρωνόταν, η Γερμανία θα κατείχε τους
γεωργικούς πόρους της Σοβιετικής Ένωσης και θα
χρησιμοποιούσε τη γενναιοδωρία της γης της για να θρέψει τους
δικούς της ανθρώπους. Χωρίς προμήθεια τροφής, οι Γερμανοί
υπολόγισαν ότι 30 εκατομμύρια άνθρωποι στη Σοβιετική Ένωση
θα πέθαιναν. Ο ρωσικός αστικός πληθυσμός είχε αυξηθεί κατά
30 εκατομμύρια μεταξύ του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου και του
1939. Συνεπώς, χρησιμοποιώντας τα ρωσικά εδάφη ως πηγή
τροφής και καυσίμων, η Γερμανία θα υποβάθμιζε τη Ρωσία στο
προ-αστικό παρελθόν της ξεκληρίζοντας τον «περιττό» πληθυσμό
της. Τη θέση των κατεστραμμένων σοβιετικών μητροπόλεων θα
έπαιρναν γερμανικές αποικιακές πόλεις περιτριγυρισμένες από
παραγωγικούς αγρούς, ο άριος «Κήπος της Εδέμ».
Η Βέρμαχτ είχε τρία σημεία επίθεσης: το Λένινγκραντ, τη
Μόσχα και την Ουκρανία. Η εισβολή άρχισε τον Ιούνιο· μέχρι το
φθινόπωρο, η Ομάδα Στρατιών «Βορράς» είχε περικυκλώσει το
Λένινγκραντ και η Ομάδα Στρατιών «Νότος» θριάμβευσε στην
Ουκρανία. Οι πτέρυγες της κύριας επίθεσης ήταν ασφαλείς, τα
1,9 εκατομμύρια άνδρες, 1.000 άρματα μάχης και 1.390
αεροσκάφη της Ομάδας Στρατιάς «Κέντρο» θα μπορούσαν να
προωθηθούν ανατολικά για να καταφέρουν το αποφασιστικό
χτύπημα στη Μόσχα. Περίπου 70.000-80.000 πολίτες του
Χάρκοβο εξαναγκάστηκαν στη λιμοκτονία, μια ζοφερή πρόγευση
όσων σκόπευαν να κάνουν οι ναζί σε αμέτρητες πόλεις στη νέα
αυτοκρατορία τους. Εκεί, και σε αμέτρητες άλλες κωμοπόλεις και
πόλεις, οι εβραϊκοί πληθυσμοί συγκεντρώθηκαν και εκτελέστηκαν
ή εξολοθρεύτηκαν μεθοδικά σε φορτηγά αερίου, γνωστά στους
Σοβιετικούς ως «Ψυχοκτόνοι». Μετά την κατάληψη του Μινσκ,
20.000 Εβραίοι δολοφονήθηκαν και άλλοι 100.000
μεταφέρθηκαν διά της βίας σε ένα νεόδμητο γκέτο. Όπως και
στη Βαρσοβία, ο Χίτλερ σχεδίαζε να ισοπεδώσει την πρωτεύουσα
της Λευκορωσίας και να χτίσει μια νέα πόλη, τη λεγόμενη
«Άσγκαρντ», για τη γερμανική ελίτ. Στη σκανδιναβική μυθολογία
η Άσγκαρντ ήταν η ουράνια πόλη των θεών.
Σε αναμονή μιας άμεσης επίθεσης, οι πολίτες του Λένινγκραντ
έσκαψαν τεράστια αμυντικά έργα γύρω από την πόλη τους. Αλλά
οι Γερμανοί είχαν άλλα σχέδια: η πόλη επρόκειτο να πολιορκηθεί
και να λιμοκτονήσει. Μετά την ήττα της Σοβιετικής Ένωσης,
καθώς έλεγε ο Χίτλερ, «δεν θα μπορεί να υπάρξει κανένα
ενδιαφέρον για τη συνέχιση της ύπαρξης αυτού του μεγάλου
αστικού κέντρου». Καμία συνοικία δεν έπρεπε να παραχωρηθεί,
καμία παράδοση δεν έπρεπε να επιτραπεί, γιατί η ναζιστική
Γερμανία δεν πρέπει να ασχολείται με τη μετεγκατάσταση και τη
σίτιση των άστεγων κατοίκων της πόλης: «δεν θα μπορούμε να
έχουμε το παραμικρό ενδιαφέρον ώστε να διατηρήσουμε ακόμη
και ένα μέρος αυτού του πολύ μεγάλου αστικού πληθυσμού». Η
μεγάλη μητρόπολη και οι άνθρωποί της, καθώς είπε ο Χίτλερ,
«πρέπει να εξαφανιστούν από προσώπου γης». Οι Γερμανοί
περίμεναν μια γρήγορη νίκη. Ο στόχος ήταν «να ισοπεδώσουν τη
Μόσχα και το Λένινγκραντ και να τα καταστήσουν
ακατοίκητα».400
Η εντολή του Χίτλερ ήταν να μην πεθάνει σε άσκοπες
οδομαχίες κανένας Γερμανός κατά την εισβολή στο Λένινγκραντ.
Η νίκη θα ήταν δική τους αν ενεργούσαν σαν βόας:
στραγγαλίζοντας την πόλη μέχρι θανάτου. Μόνο ψίχουλα
τροφής θα εισάγονταν στο Λένινγκραντ είτε με πλοιάρια από τη
λίμνη Λαντόγκα είτε με αλεξίπτωτο. Οι αποθήκες τροφίμων, οι
σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και οι εγκαταστάσεις
ύδρευσης καταστράφηκαν. Τρία εκατομμύρια άνθρωποι
εγκλωβίστηκαν στο Λένινγκραντ αναμένοντας τον θάνατό τους
με τον χειμώνα προ των πυλών. «Έχουμε επιστρέψει στους
προϊστορικούς χρόνους», έγραφε η Ελένα Σκριάμπινα μέσα από
το Λένινγκραντ. «Η ζωή έχει υποβιβαστεί σε ένα και μόνο
πράγμα – στην αναζήτηση τροφής».401
Τα νεύρα τους κουρελιάζονταν από τους συνεχείς
βομβαρδισμούς, τόσο του χερσαίου πυροβολικού όσο και από τα
βομβαρδιστικά αεροπλάνα. Οι κάτοικοι του Λένινγκραντ
τρέφονταν με γάτες, περιστέρια, κοράκια, γλάρους και στη
συνέχεια με κατοικίδια ζώα και ζώα από τους ζωολογικούς
κήπους· έβραζαν τις ταπετσαρίες τοίχων για να εξαγάγουν την
κόλλα και έτρωγαν δερμάτινα υποδήματα και βαζελίνη.
Παρασκεύαζαν σούπα και ψωμί από γρασίδι και τα πουλούσαν.
«Όταν περπατάς έξω από το σπίτι σου το πρωί, πέφτεις πάνω σε
πτώματα», έγραφε η Σκριάμπινα στο ημερολόγιό της. «Είναι
παντού: στους δρόμους, στις αυλές. Τα πτώματα κείτονται εκεί
για πολύ καιρό. Δεν υπάρχει κανείς για να τα περισυλλέξει». Το
σκορβούτο έπληξε τον πληθυσμό· οι άνθρωποι παραληρούσαν
αναζητώντας κάθε υπόλειμμα τροφής. Έξυναν τη σκόνη
αλευριού από τους τοίχους και από τις σανίδες στα δάπεδα των
αλευρόμυλων. Τα «πιτάκια» από βαμβακόσπορο, ο οποίος
συνήθως καιγόταν στους καυστήρες των πλοίων,
χρησιμοποιήθηκαν για την παρασκευή ψωμιού. Τα εντόσθια των
προβάτων και τα δέρματα των μοσχαριών βράζονταν για την
παρασκευή «ζελέ κρέατος». Τον Οκτώβριο η μερίδα ψωμιού
μειώθηκε στα 250 γραμμάρια την ημέρα για τους εργαζόμενους
και 125 για όλους τους άλλους.402
Χωρίς προμήθειες τροφίμων, ηλεκτρικό ρεύμα και καύσιμη ύλη,
το Λένινγκραντ, από μια πόλη σε πλήρη λειτουργία,
μετατράπηκε σε μια θανατηφόρα παγίδα μέσα σε λίγες
εβδομάδες. Οι κάτοικοι του Λένινγκραντ παρομοίαζαν τους
εαυτούς τους με τους λιμοκτονούντες λύκους, που τους
απασχολεί μόνο η σκέψη της επιβίωσης και είναι αδιάφοροι
απέναντι σε οτιδήποτε άλλο συμβαίνει γύρω τους. Οι άνθρωποι
έχασαν το ενδιαφέρον τους για την οικογενειακή ζωή, το σεξ,
ακόμη και για τις βόμβες που έπεφταν βροχηδόν καθημερινά·
έγιναν καχύποπτοι με τους άλλους. Χωρίς κανένα σχολείο
ανοιχτό, λίγες μόνο υποχρεώσεις και ελάχιστη ψυχαγωγία, η ζωή
έγινε η απόλυτη μονοτονία στη σειρά αναμονής για ψωμί και
νερό και στην αναζήτηση τροφής. Τον Δεκέμβριο αναφέρθηκαν
οι πρώτες περιπτώσεις κανιβαλισμού. Ανακαλύφθηκαν πτώματα
των οποίων τμήματα σάρκας είχαν αφαιρεθεί. Μέσα σε έναν
χρόνο, 2.015 άτομα συνελήφθησαν για τη «χρήση ανθρώπινου
κρέατος ως τροφής», όπως περιέγραψε η αστυνομία.403
Ενώ το Λένινγκραντ λιμοκτονούσε το φθινόπωρο και τις αρχές
του χειμώνα του 1941, η Ομάδα Στρατιών «Κέντρο» ξεκίνησε την
Επιχείρηση Τυφώνας, την πλήρη επίθεση στη ρωσική
πρωτεύουσα. Η Μόσχα πανικοβλήθηκε, περιμένοντας μια
αιματηρή μάχη ή την εγκατάλειψη της πόλης από τον Στάλιν.
Καθώς άρχισαν οι αεροπορικές επιδρομές και προωθούνταν τα
τμήματα των πάντσερ,404 οι αξιωματούχοι έκαιγαν έγγραφα σε
μεγάλες φωτιές, οι πρόσφυγες πλημμύριζαν τους
σιδηροδρομικούς σταθμούς και άρχισαν να καταρρέουν ο νόμος
και η τάξη. Ο Στάλιν διέταξε το Κομμουνιστικό Κόμμα και την
κυβέρνηση να εκκενώσουν την πόλη και να εγκατασταθούν στο
Κούιμπισεφ· ο ίδιος επρόκειτο να ακολουθήσει. Τα υπάρχοντά
του ήταν ήδη συσκευασμένα· τρένα και αεροπλάνα ήταν σε
αναμονή· το Κρεμλίνο ήταν τρομακτικά άδειο.
Στη συνέχεια, στις 19 Οκτωβρίου, ο Στάλιν έλαβε μία από τις
πιο μοιραίες αποφάσεις του πολέμου. Ανακοίνωσε ότι επρόκειτο
να παραμείνει στην πόλη· η Μόσχα έπρεπε να κρατηθεί με κάθε
κόστος. Σε έναν άθλο εφοδιασμού, 400.000 νέα στρατεύματα,
1.500 αεροπλάνα και 1.700 άρματα μάχης έσπευσαν από
απόσταση περίπου 6.500 χιλιομέτρων, από την Άπω Ανατολή
στη Μόσχα. Με τους Γερμανούς να πλησιάζουν στη μητρόπολη
και τις αεροπορικές επιδρομές να προκαλούν εκτεταμένες ζημιές,
η ετήσια στρατιωτική παρέλαση στην Κόκκινη Πλατεία
πραγματοποιήθηκε στις 7 Νοεμβρίου – μια επίδειξη σημαντικής
υπεροχής που καταγράφηκε σε ταινία και προβλήθηκε σε όλη τη
Σοβιετική Ένωση.
Στο έντονο ψύχος του χειμώνα του 1941-2, η στρατιωτική
μηχανή του Χίτλερ σταμάτησε έξω από τη Μόσχα. Στις 5
Δεκεμβρίου οι Ρώσοι ξεκίνησαν την αντεπίθεσή τους. Μέσα σε
έναν μήνα η ισχυρή Βέρμαχτ του Χίτλερ είχε απωθηθεί κατά 240
χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του κομμουνισμού. Αν και η
Μόσχα εξακολουθούσε να κινδυνεύει, η Επιχείρηση
Μπαρμπαρόσα είχε λάβει τέλος. Σε αυτόν τον θανατηφόρο
αγώνα για μια πόλη, 7 εκατομμύρια άνδρες συμμετείχαν επί έξι
κολασμένους μήνες. Αν ο Τσάρος Αλέξανδρος Α´ είχε θυσιάσει
τον δομημένο ιστό της Μόσχας για να σώσει την πόλη από τον
Ναπολέοντα, ο Στάλιν θυσίασε 926.000 ζωές. Όπως και άλλοι
επίδοξοι κατακτητές σε όλη την ιστορία, ο Χίτλερ θυσίασε εαυτόν
για μια πόλη.
Στο μεταξύ, στο Λένινγκραντ οι θερμοκρασίες έπεσαν στους
-30°C στον πιο ψυχρό χειμώνα του 20ού αιώνα.
Αποδυναμωμένοι από τον υποσιτισμό, τις συνθήκες κατάψυξης
και τη συσσώρευση ανθρώπινων ακαθαρσιών, οι άνθρωποι
υπέκυψαν στη δυσεντερία. Άλλοι απλώς πέθαιναν από την
πείνα. Μέχρι τον Φεβρουάριο του 1942, τον χειρότερο μήνα της
πολιορκίας, 20.000 άνθρωποι πέθαιναν καθημερινά. Τα ορφανά
παιδιά επιβίωναν καταλαμβάνοντας έναν μεταβατικό κόσμο
βομβαρδισμένων κτιρίων. Αλλά ο χειμώνας έφερε και κάποια
ανακούφιση. Όταν η λίμνη Λαντόγκα πάγωσε αρκετά τον
Ιανουάριο, άνοιξε ο «Δρόμος της Ζωής», ένας αυτοκινητόδρομος
πάγου, έξι λωρίδων, που έσπασε τον γερμανικό αποκλεισμό.
Φορτηγά μετέφεραν τροφή στην πόλη και βοήθησαν στην
εκκένωσή της από μισό εκατομμύριο ανθρώπους, κυρίως παιδιά,
γυναίκες και ηλικιωμένους, πριν από τον Απρίλιο.
Αν και η πολιορκία, με τους συνεχείς βομβαρδισμούς της και
με ελάχιστη τροφή για να επιβιώσει κανείς, κράτησε ως τον
Ιανουάριο του 1944, τα χειρότερα είχαν τελειώσει. Μέχρι το τέλος
του 1942, ο πληθυσμός του Λένινγκραντ είχε μειωθεί από 3
εκατομμύρια σε 637.000 κατοίκους, προσδίδοντας στην
ερειπωμένη πόλη την αίσθηση μιας πόλης-φαντάσματος. Πάνω
από τα τρία τέταρτα του πληθυσμού ήταν τότε γυναίκες, οι
οποίες απασχολούνταν σε εργοστάσια πυρομαχικών και
ναυπηγεία. Οι θάνατοι από βομβαρδισμό, ασθένειες και πείνα
ανήλθαν σε τουλάχιστον ένα εκατομμύριο· την πόλη εκκένωσαν
1,4 εκατομμύρια άνθρωποι. Οι αριθμοί των μαχητών του Άξονα
και των Ρώσων αλλά και των αμάχων του Λένινγκραντ που
πέθαναν στον ολέθριο αγώνα για τη μητρόπολη ξεπέρασαν κατά
πολύ τον συνολικό αριθμό ανθρώπων που σκοτώθηκαν σε
αεροπορικές επιδρομές σε ολόκληρο τον κόσμο.
Για έναν στρατό, μια πόλη αποφασισμένη να αντισταθεί έως
τον τελευταίο άνδρα, γυναίκα και παιδί της είναι ίσως το πιο
τρομερό εμπόδιο στον κόσμο, μια δίνη καταστροφής. Οι πόλεις
μπορούν να καταπιούν ολόκληρους στρατούς. Είναι τα
νεκροταφεία των στρατιωτικών φιλοδοξιών. Ο Ναπολέων
κατατροπώθηκε στη Μόσχα το 1812 και στη Λειψία έναν χρόνο
αργότερα. Τον Χίτλερ τον αψήφησε το Λένινγκραντ, η Μόσχα
και, με τρόπο ακόμα πιο καταστροφικό, το Στάλινγκραντ.
Ως το 1942 η Βέρμαχτ χρειαζόταν απεγνωσμένα καύσιμα. Η
κατάληψη των πετρελαιοπηγών του Καυκάσου, η Επιχείρηση
Κυανή Περίπτωση, ήταν απαραίτητη εάν η Γερμανία σκόπευε να
κερδίσει τον πόλεμο. Ωστόσο, η κατάληψη της άχαρης νότιας
βιομηχανικής πόλης του Στάλινγκραντ ήταν δευτερεύουσα σε
αυτόν τον στόχο. Αλλά για άλλη μια φορά, ο Χίτλερ είχε εμμονή
με τον αφανισμό μιας ρωσικής πόλης συμβολικής σημασίας,
εκτρέποντας το ζωτικό πετρέλαιο και τα αεροσκάφη μακριά από
τον Καύκασο στην εκστρατεία κατά του Στάλινγκραντ. Πολλές
πόλεις και κωμοπόλεις της Ρωσίας είχαν παραδοθεί ή
εγκαταλειφθεί μπροστά στο Blitzkrieg.405 Αλλά ο Στάλιν δεν θα
υποχωρούσε ούτε εκατοστό από την πόλη που πήρε το όνομά
του.
Η γερμανική 6η Στρατιά υπό τον Φρίντριχ Πάουλους έφτασε
στο Στάλινγκραντ στα τέλη Αυγούστου του 1942. Στις 23 του
ίδιου μήνα και επί πέντε ακόμα ημέρες ο αεροπορικός στόλος
Luft otte IV εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση στο Στάλινγκραντ και
στους 400.000 κατοίκους του, υποβαθμίζοντας τη βιομηχανική
πόλη σε αστική έρημη χώρα.
Αυτά τα εδάφη, γεμάτα με ερείπια και χαλάσματα, έγιναν ένα
από τα πιο κρίσιμα πεδία μάχης στην ιστορία. Ό,τι συνήθως
έδινε στη Βέρμαχτ την ανωτερότητά της –ολέθρια ταχύτατες
επιθέσεις και ικανότητα ελιγμών– το στερήθηκαν στον πόλεμο
των πόλεων. Το Blitzkrieg υποβαθμίστηκε σε αυτό που οι
Γερμανοί στρατιώτες ονόμασαν Rattenkrieg – πόλεμο αρουραίων.
Κάθε εκατοστό των δρόμων, κάθε σωρός ερειπίων, κάθε κτίριο
και κάθε δωμάτιο μέσα σε αυτό έπρεπε να το διεκδικήσουν σε
μάχες εκ του σύνεγγυς. Οι μάχες πραγματοποιούνταν μέσα σε
υπονόμους· η Βέρμαχτ και ο Κόκκινος Στρατός αντιμάχονταν για
ερειπωμένα ασκεπή κτίρια, όροφο τον όροφο. Σε κάποια σημεία η
πρώτη γραμμή της μάχης ήταν ένας διάδρομος μεταξύ
δωματίων. Τα κουφάρια των εργοστασίων τρακτέρ και των
ανελκυστήρων σιτηρών έγιναν πεδία μάχης μέσα σε ένα ευρύτερο
πεδίο μάχης. Σύμφωνα με τη διαταγή υπ’ αριθμ. 227 του Στάλιν,
οι υπερασπιστές και οι πολίτες του Στάλινγκραντ διατάχθηκαν
να μην κάνουν «ούτε βήμα πίσω». Μια σοβιετική διμοιρία υπό
τη διοίκηση του λοχία Γιάκοφ Παβλόφ οχύρωσε και
υπερασπίστηκε μια βομβαρδισμένη τετραώροφη πολυκατοικία επί
60 ημέρες ενάντια στις επαναλαμβανόμενες γερμανικές επιθέσεις.
Ο Βασίλι Τσουικόφ, διοικητής των ρωσικών δυνάμεων στο
Στάλινγκραντ, αστειευόμενος, είπε ότι οι Γερμανοί έχασαν
περισσότερους άνδρες προσπαθώντας να καταλάβουν το «Σπίτι
του Παβλόφ» παρά όσους έχασαν για να καταλάβουν το Παρίσι.
«Όταν προσέγγιζαν αυτό το μέρος, οι στρατιώτες έλεγαν:
“Μπαίνουμε στην κόλαση”. Και αφού περνούσαν μία ή δύο μέρες
εδώ, έλεγαν: “Όχι, αυτό δεν είναι κόλαση, είναι δέκα φορές
χειρότερο από την κόλαση”». Πολλοί από τους ελεύθερους
σκοπευτές, τους οδηγούς αρμάτων μάχης, τους στρατιώτες και
τους πολίτες που υπερασπίζονταν το Στάλινγκραντ και
πολεμούσαν μέσα από τις ανθρωπογενείς ρεματιές, τις σπηλιές
και τα φαράγγια, ήταν γυναίκες· άντεξαν σε μία από τις πιο
τρομερές όλων των μαχών. Τα αποσπάσματα του ΕNKVD406 («Εν-
Κα-Βε-Ντε») απέκλειαν τα περίχωρα της πόλης, πυροβολώντας
όσους εγκατέλειπαν τον Αρμαγεδδώνα του Στάλινγκραντ. Οι
Γερμανοί σφυροκοπούσαν την πόλη, από σπίτι σε σπίτι, έως ότου
το μεγαλύτερο μέρος του Στάλινγκραντ ήταν στα χέρια τους
μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου, με μόνο μερικούς εναπομείναντες
θύλακες ρωσικής αντίστασης. Σε αυτό το σημείο, πριν οι
Γερμανοί μπορέσουν να διεκδικήσουν την κατοχή της πόλης, οι
Σοβιετικοί εξαπέλυσαν την Επιχείρηση Ουρανός, τη μαζική
αντεπίθεσή τους που περικύκλωσε το Στάλινγκραντ.407
Η γερμανική 6η Στρατιά –270.000 άντρες– παγιδεύτηκε στο
εσωτερικό του. Τον Σεπτέμβριο ο Χίτλερ είχε ορκιστεί να μη
φύγει ποτέ από το Στάλινγκραντ. Στον στρατηγό Πάουλους
απαγορεύτηκε είτε να επιχειρήσει να σπάσει τον κλοιό είτε να
παραδοθεί. Τα τρόφιμα μεταφέρονταν στην πόλη με αερογέφυρα
για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Αλλά στα τέλη Δεκεμβρίου οι
γερμανικές δυνάμεις στον Καύκασο και τη Ρωσία είχαν
υποχωρήσει πλήρως, αφήνοντας την 6η Στρατιά να επιζήσει
ολομόναχη. Με μειωμένα τα αποθέματα τροφίμων και
πυρομαχικών, οι Γερμανοί ήρθαν αντιμέτωποι με μια δεύτερη
περίοδο αστικού πολέμου. Βίωσαν όσα υπέστησαν οι πολίτες του
Λένινγκραντ και του γκέτο της Βαρσοβίας στα χέρια των
Γερμανών: πείνα και καταστροφικές ασθένειες. Στις 31
Ιανουαρίου του 1943 παραδόθηκαν και τα τελευταία
απομεινάρια της 6ης Στρατιάς.
Ο αυτοαποκαλούμενος καταστροφέας πόλεων, ο Χίτλερ,
καταστράφηκε από τις πόλεις. Κατά τη διάρκεια του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου 1.710 ρωσικές πόλεις και 70.000 χωριά
επλήγησαν σε σημείο ερείπωσης. Όσο ο Κόκκινος Στρατός
εξανάγκαζε τους Γερμανούς σε οπισθοχώρηση προς τα δυτικά το
1943 και το 1944 τόσο περισσότερη βία επιδείκνυαν εκείνοι σε
πόλεις και πολίτες. Κατά τη διάρκεια της μεγάλης ρωσικής
επίθεσης το 1944 –Επιχείρηση Μπαγκρατιόν– ένας τεράστιος
ρωσικός στρατός έπληξε εξ απήνης την Ομάδα Στρατιών
«Κέντρο» του Γερμανικού Στρατού στη Λευκορωσία. Αρχικά η
πόλη του Βιτέμπσκ δέχτηκε επίθεση και περικυκλώθηκε από τον
Κόκκινο Στρατό. Οι γερμανικές μονάδες στην πόλη ήθελαν να
υποχωρήσουν. Ο Χίτλερ αντέδρασε με οργή. Το Βιτέμπσκ ήταν
μία από τις πολλές Fester Platz, τις οχυρωμένες πόλεις που
έπρεπε να κρατηθούν με κάθε κόστος, μέχρι και τον τελευταίο
άνθρωπο, για να καθυστερήσουν τη ρωσική επίθεση. Αλλά αντί
να συγκρατήσουν την επίθεση, αυτές οι πόλεις έγιναν
θανατηφόρες παγίδες για τους πολιορκούμενους και αριθμητικά
υποδεέστερους Γερμανούς. Περικυκλωμένες από ρωσικά άρματα
μάχης και πεζικό, βομβαρδισμένες από αέρος, οι μικρότερες
γερμανικές δυνάμεις δεν είχαν καμία πιθανότητα. Η 3η Στρατιά
των Πάντσερ καταστράφηκε στο Βιτέμπσκ. Στις πόλεις-φρούρια
Όρσα και Μογκίλεφ, χιλιάδες Γερμανοί αιχμαλωτίστηκαν ή
σκοτώθηκαν. Έπειτα από αεροπορικές επιδρομές και σύντομες,
μάταιες οδομαχίες, 70.000 Γερμανοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι στο
Μπομπρούισκ και άλλοι 100.000 όταν το Μινσκ –το οποίο τόσο
πρόσφατα προοριζόταν για μελλοντική ναζιστική «πόλη των
θεών»– δέχτηκε επίθεση και καταλήφθηκε.408
Η παρανοϊκή ιδέα του Χίτλερ να εξαναγκάζει τους στρατιώτες
του να αντιστέκονται και να πολεμούν μέσα σε οχυρωμένες
πόλεις οδήγησε σε μισό εκατομμύριο θύματα και στην
αιχμαλωσία 150.000 ανδρών, συμπεριλαμβανομένων δώδεκα
στρατηγών, μέσα σε μόλις δύο εβδομάδες. Ως το τέλος του
πολέμου, 209 κωμοπόλεις και πόλεις της Λευκορωσίας, από τις
270 συνολικά στη χώρα, είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά ή εν
μέρει. Καθώς οι Σοβιετικοί προωθούνταν στη Λιθουανία και την
Πολωνία, η ίδια μοίρα περίμενε ακόμη περισσότερες πόλεις –όπως
το Βίλνιους, το Μπιαλιστόκ, το Λούμπλιν και το
Κένιγκσμπεργκ– τις οποίες ο Χίτλερ είχε προσδιορίσει ως
«φρούρια»· οι πολίτες και οι φρουρές τους αντιμετώπιζαν σφαγή,
φυλάκιση, έλλειψη στέγης, στέρηση και βιασμό καθώς
οδηγούνταν με τη βία στην υπό κατάρρευση πρώτη γραμμή.
Αντιμέτωπος με την αναπόφευκτη ήττα καθώς ο Κόκκινος
Στρατός προήλαυνε προς το Βερολίνο, ο Χίτλερ ήταν έτοιμος να
εξαπολύσει την απόλυτη καταστροφή στην αστική Ευρώπη,
καθιστώντας κάθε πόλη πεδίο μάχης. Την παραμονή των
Χριστουγέννων του 1944 η Βουδαπέστη εντάχθηκε στον
κατάλογο των πόλεων που θυσιάστηκαν και καταστράφηκαν από
τον Χίτλερ, όταν τέθηκε υπό πολιορκία από τον Κόκκινο Στρατό.
Χιλιάδες κωμοπόλεις σιγοκαίγονταν μεταξύ Στάλινγκραντ και
Βερολίνου.

Πώς να σκοτώσεις μία πόλη, Μέρος 4: Γενοκτονία,


απέλαση, λεηλασία και κατεδάφιση
Η καψαλισμένη από την ατομική βόμβα γη της Χιροσίμα
υποτίθεται πως δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει την ανάπτυξη
χλωρίδας για 75 χρόνια. Η επιβίωση των γιγαντιαίων δένδρων
καμφοράς και οι πικροδάφνες που άνθιζαν συμβόλιζαν την
επιμονή της ζωής. Η ανθρώπινη ζωή φάνηκε να ανακτά την
ύπαρξή της, ακόμη και μπροστά στον απόλυτο όλεθρο. Στο
Στάλινγκραντ, οι κάτοικοι της πόλης επέστρεψαν για να ζήσουν
μέσα σε υπόγεια κάτω από τα ερείπια, μόλις παραδόθηκαν οι
Γερμανοί.
Στη Βαρσοβία, για μεγάλο μέρος του πολέμου, οι πολίτες δεν
έρχονταν αντιμέτωποι με βόμβες αλλά με ένα περίτεχνο σύστημα
τρόμου που υπονόμευε ό,τι ακριβώς κρατούσε σε συνοχή τις
κατεστραμμένες από τον πόλεμο και βομβαρδισμένες πόλεις – το
αστικό πνεύμα και την αλληλεγγύη. Η Βαρσοβία ήταν στον
κατάλογο των υποψήφιων προς καταστροφή πόλεων από τους
ναζί· αλλά μόνο με την προϋπόθεση ότι θα αποστράγγιζαν τον
πληθυσμό της από τις τελευταίες σταγόνες ενέργειας παράγοντας
πυρομαχικά και πολεμοφόδια για το Ανατολικό Μέτωπο.
Ωστόσο, ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, υπήρχε μία
μυστική Βαρσοβία παράλληλα με τη Βαρσοβία που έλεγχαν οι
ναζί. Όταν οι ναζί απαγόρευσαν τα πανεπιστήμια, ιδρύθηκε το
υπόγειο Πανεπιστήμιο των Δυτικών Χωρών, με 250 καθηγητές
που απένειμαν 2.000 πτυχία θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια τη
ζωή τους. Οι καθηγητές δίδαξαν παράνομα χιλιάδες μαθητές
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης· όσοι ενήλικες συνελήφθησαν
στάλθηκαν στο Άουσβιτς και τα παιδιά σε εργοστάσια στη
Γερμανία. Εφημερίδες τυπώνονταν και ραδιοφωνικοί σταθμοί
μετέδιδαν μέσα από μυστικά υπόγεια. Παράνομο θέατρο,
αναγνώσεις ποίησης, πολιτικές συζητήσεις και λογοτεχνικές
συναντήσεις κρατούσαν ζωντανό τον πολιτισμό της Πολωνίας
και την ψυχή της πόλης. Οι άνθρωποι ήθελαν να ταξιδεύουν με
το τραμ γιατί εκεί οι επιβάτες ψιθύριζαν μεταξύ τους αστεία και
κουτσομπολιά. «Το τραμ συνέπασχε στο δράμα μας», θυμόταν
ένας κάτοικος της Βαρσοβίας, «κι έγινε κοινωνός του μίσους και
της περιφρόνησής μας». Για μερικούς γενναίους ανθρώπους
υπήρχε η παρηγοριά του σχεδιασμού της ένοπλης αντίστασης.409
Η αστική ζωή ανέκτησε την ύπαρξή της, με όλα τα ελαττώματα
και τις αρετές της, ακόμη και μέσα στη δυστυχία και τη φρίκη
του γκέτο της Βαρσοβίας. Άλλωστε, ήταν μια πόλη 400.000
κατοίκων. Η βρομιά, η ταπείνωση και ο φόβος έκαναν πολλούς
από τους εγκλωβισμένους ανθρώπους πιο αποφασισμένους από
ποτέ να ζήσουν με σκοπό και αξιοπρέπεια. Το Δημοτικό
Συμβούλιο οργάνωσε τη διάθεση αποβλήτων, τις υπηρεσίες
κοινής ωφέλειας, τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, την υγειονομική
περίθαλψη, την εργασία, το εμπόριο και την αστυνόμευση,
επιβάλλοντας φόρους για να καλύπτονται όλα αυτά. Πολλές
φιλανθρωπικές οργανώσεις παρείχαν τροφή και υλική βοήθεια
στα φτωχότερα μέλη της κοινότητας· περίπου 2.000 επιτροπές
πολυκατοικιών και μονοκατοικιών οργάνωσαν τη φροντίδα των
παιδιών και είχαν την υγειονομική εποπτεία. Όπως και τα
παράνομα σχολεία, υπήρχαν κλινικές, ορφανοτροφεία,
βιβλιοθήκες, μαγειρεία σούπας, κέντρα ημερήσιας φροντίδας,
σχεδιασμοί επαγγελματικής εκπαίδευσης και γυμναστήρια.
Κάποια στιγμή το γκέτο είχε σαράντα επτά υπόγειες εφημερίδες.
Η πολιτική επέζησε επίσης, με ενεργές αριστερές σιωνιστικές
ομάδες νέων και συνδικάτα που λειτουργούσαν παράνομα. Αυτά
επρόκειτο να εξελιχθούν σε κινήματα ένοπλης αντίστασης.410
Οι επιχειρηματίες ίδρυσαν επιχειρήσεις που ανταποκρίνονταν
στις ανάγκες της πόλης. Μια ειδικά διαμορφωμένη αμμώδης
«παραλία» όπου μπορούσε κάποιος να κάνει ηλιοθεραπεία με
μαγιό είχε εισιτήριο εισόδου δύο ζλότι. Οι πλούσιοι έτρωγαν καλό
φαγητό σε καφέ και εστιατόρια και φορούσαν μοντέρνα ρούχα,
δημιουργημένα από ράφτες και μοδίστρες. Οι ιμπρεσάριοι
άκμασαν: το γκέτο διέθετε πλήρη συμφωνική ορχήστρα που
έπαιζε στο Μέλοντι Χάουζ καθώς και πολλά θέατρα όπου
εμφανίζονταν 300 επαγγελματίες ηθοποιοί, μουσικοί και
τραγουδιστές. Όπως το έθεσε ένας κάτοικος του γκέτο, «Κάθε
χορός είναι μια διαμαρτυρία ενάντια στους καταπιεστές μας».411
Υπό την έντονη πίεση της γκετοποίησης, τα άκρα της αστικής
ζωής όλο και διευρύνονταν σε αυτή την πόλη μέσα στην πόλη.
Σύμφωνα με έναν επιζώντα, «καμία πόλη στον κόσμο δεν είχε
τόσες όμορφες και κομψές γυναίκες που σέρβιραν σε καφετέριες
σαν το βραχύβιο γκέτο, με το Καφέ ντεζ Αρ, το Σπλεντίντ, το
Νεγκρέσκο κλπ. Αλλά ακριβώς μπροστά από αυτές τις βιτρίνες
περνούσαν ορδές εξαθλιωμένων ζητιάνων, συχνά καταρρέοντας
από την εξάντληση της πείνας». Το έγκλημα και η πορνεία
πολλαπλασιάστηκαν· υπήρχε αχαλίνωτη ανισότητα, κερδοσκοπία
και εκμετάλλευση. Το Δημοτικό Συμβούλιο και η αστυνομία
έπρεπε να ασχολούνται με τους ναζί, ωθώντας τις κοινοτικές
σχέσεις στα άκρα. Και ενώ πολλοί προσπάθησαν να διατηρήσουν
την αστική ζωή, η συνεχής εισροή απελαθέντων από όλη την
Ευρώπη όξυνε την πείνα και ενέτεινε τις συνθήκες της
παραγκούπολης.412
Σε συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 7 και 18
Δεκεμβρίου 1941, ο Χίτλερ κατέστησε σαφές ότι οι Εβραίοι θα
τιμωρούνταν γι’ αυτόν τον πόλεμο. Η Τελική Λύση έμελλε να
βαρύνει τους Εβραίους της Ευρώπης. Στις αρχές του 1942 οι
συνθήκες στο γκέτο της Βαρσοβίας επιδεινώθηκαν ραγδαία, με
39.719 νεκρούς από πείνα και ασθένειες τους πρώτους έξι μήνες
του έτους. Στις 21 Ιουλίου έφτασε ένα διάταγμα που διέταζε την
απομάκρυνση όλων των Εβραίων, εκτός από όσους
απασχολούνταν από τους Γερμανούς ή ήταν κατάλληλοι για
εργασία. Την επόμενη μέρα, κατά τη νηστεία του Τίσα Μπ’ Αβ,
7.200 Εβραίοι μεταφέρθηκαν στον σταθμό κράτησης
Umschlagplatz. Τις επόμενες οκτώ εβδομάδες, οι Γερμανοί
απομόνωναν καθημερινά συγκεκριμένα τμήματα του γκέτο και
περικύκλωναν μεταξύ 5.000 και 10.000 ανθρώπους στα
αντίστοιχα οικοδομικά τετράγωνα.
«Το γκέτο έχει μετατραπεί σε κόλαση», έγραφε ο Χάιμ Κάπλαν
στο ημερολόγιό του, καθώς η απέραντη πόλη-φυλακή
εκκαθαρίστηκε συστηματικά το καλοκαίρι του 1942. «Οι
άνθρωποι έχουν μεταμορφωθεί σε θηρία». Η αστυνομία του
εβραϊκού γκέτο, ως αρμόδια για την τήρηση του αριθμού των
εκτοπισθέντων που επιθυμούσαν οι Γερμανοί, αναγκάστηκε να
στραφεί ενάντια στους Εβραίους συντρόφους της και να τους
ξεριζώσει από τις κρυψώνες τους για να τους μεταφέρει στο
Umschlagplatz. Άνθρωποι σκαρφάλωσαν πάνω σε στέγες και
τοίχους προσπαθώντας να διαφύγουν· ικέτευαν, δωροδοκούσαν
και διαπραγματεύονταν· γυναίκες πρόσφεραν το κορμί τους για
να εξαιρεθούν από τον εκτοπισμό. Όσοι έμειναν λεηλάτησαν το
γκέτο. Η θέληση για επιβίωση έγινε μια προσωπική μάχη στην
οποία καταλύθηκαν οι δεσμοί της κοινότητας, της πίστης, της
φιλίας και της οικογένειας. Κάποια μέλη της αστυνομίας,
αηδιασμένα από ό,τι έπρεπε να κάνουν, λιποτάκτησαν ή
αυτοκτόνησαν. Μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου, 254.000 άτομα
είχαν μεταφερθεί στο Umschlagplatz. Από εκεί, κάθε μέρα,
μεταφέρονταν στο στρατόπεδο θανάτου της Τρεμπλίνκα και
σφαγιάζονταν.413
Οι 36.000 Εβραίοι που παρέμειναν στη Βαρσοβία ως δούλοι
εργάτες μετά τους εκτοπισμούς κατοικούσαν σε μια πόλη-
φάντασμα. Πολλές από τις συζύγους, τα παιδιά, τους συγγενείς
και τους φίλους τους είχαν συρθεί βίαια στην Τρεμπλίνκα. Οι
ίδιοι υπέφεραν από ενοχή και ντροπή. Μέσα σε λίγες εβδομάδες,
ο πληθυσμός μιας ολόκληρης πόλης είχε καταστραφεί από λίγους
Γερμανούς και τους εξαναγκασμένους βοηθούς τους στην
εβραϊκή αστυνομία. Το μόνο που τους απέμενε να κάνουν ήταν
να αντισταθούν. Οι επιζώντες άρχισαν να συσσωρεύουν φαγητό.
Η Żydowska Organizacja Bojowa (Οργανισμός Μαχόμενων
Εβραίων) και η Żydowski Związek Wojskowy (Εβραϊκή
Στρατιωτική Ένωση) κατασκεύασαν αποθήκες και θέσεις μάχης
εξοπλισμένες με αέριο, ηλεκτρικό ρεύμα και τουαλέτες.
Εισήγαγαν λαθραία όπλα και παρασκεύασαν κοκτέιλ Μολότοφ.
Όταν άρχισε ο επόμενος, και τελευταίος, γύρος απελάσεων, τον
Ιανουάριο του 1943, τα SS βρέθηκαν, χωρίς να το περιμένουν,
σε μια ζώνη ανταρτοπόλεμου. Υποχώρησαν.414
Οι μαχητές της αντίστασης ήξεραν ότι θα πέθαιναν· ήθελαν,
ωστόσο, να επιλέξουν τον τρόπο του θανάτου τους και να
σώσουν την τιμή του εβραϊκού λαού. Μερικοί Εβραίοι κατάφεραν
να αποδράσουν και να αναζητήσουν κατά το δυνατόν καταφύγιο
στην πολωνική πόλη. Τα SS επανήλθαν δριμύτερα στις 19
Απριλίου, ενισχυμένα με άρματα μάχης, θωρακισμένα
αυτοκίνητα και ελαφρά κανόνια. Μόνον αφού κατέστρεψαν με
φλογοβόλα το γκέτο, τετράγωνο το τετράγωνο, ανατινάζοντας
υπόγεια και υπονόμους και εκτοξεύοντας καπνογόνες βόμβες σε
αποθήκες, οι Γερμανοί μπόρεσαν τελικά να καταστείλουν την
εξέγερση. Παρ’ όλα αυτά, η άγρια αντάρτικη αντίσταση των
«πολέμων των καπναποθηκών» διήρκεσε έναν μήνα.
Έως το τέλος, οι Γερμανοί είχαν απομακρύνει 53.667 Εβραίους,
η πλειονότητα των οποίων είχε αποσταλεί στο Μαϊντάνεκ και
την Τρεμπλίνκα. Όλο το γκέτο ήταν ένας ερειπιώνας από
χαλάσματα. Ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης χτίστηκε πάνω στα
συντρίμμια και νέες ομάδες Εβραίων που μεταφέρθηκαν από
άλλα σημεία της Ευρώπης αναγκάστηκαν να απομακρύνουν
δεκάδες εκατομμύρια τούβλα έως ότου δεν υπήρχε κανένα ίχνος
της πόλης μέσα στην πόλη.
Έναν χρόνο μετά την εξέγερση του γκέτο εναντίον των
Γερμανών, η υπόλοιπη Βαρσοβία επαναστάτησε. Οι συνθήκες
ήταν εντελώς διαφορετικές. Με τον Κόκκινο Στρατό να πλησιάζει
στην πόλη μετά τις εκπληκτικές επιτυχίες της Επιχείρησης
Μπαγκρατιόν, η πολωνική ηγεσία ένιωσε ότι έπρεπε να
διεκδικήσει το μερίδιό της στο μέλλον της χώρας της πριν τεθεί
υπό σοβιετική κυριαρχία.
Ελαφρώς οπλισμένοι και χρησιμοποιώντας κοκτέιλ Μολότοφ, οι
Πολωνοί μαχητές της αντίστασης εξεγέρθηκαν στις 5 μ.μ. της
1ης Αυγούστου 1944. «Μέσα σε δεκαπέντε λεπτά, η πόλη μας, με
ένα εκατομμύριο κατοίκους, είχε προσχωρήσει στον αγώνα»,
έγραψε ο Ταντέου Μπορ-Κομορόφσκι, διοικητής του Πολωνικού
Στρατού Εσωτερικών. Μεγάλο μέρος της Βαρσοβίας πέρασε σε
πολωνικά χέρια για πρώτη φορά σε πέντε σχεδόν χρόνια. Τα
ηχεία, που από καιρό συνήθιζαν να σφυροκοπούν τους
κατοίκους της Βαρσοβίας με προπαγανδιστικά μηνύματα, απειλές
και διαταγές, έπαιξαν τον Πολωνικό Εθνικό Ύμνο, ο οποίος είχε
να ακουστεί από το 1939. Η πολωνική σημαία κυμάτισε ψηλά
στο Κτίριο Προυντεντιάλ, τον τρίτο υψηλότερο ουρανοξύστη της
Ευρώπης. Επικρατούσε απόλυτη ευφορία. Άνδρες, γυναίκες και
παιδιά όλων των ηλικιών έσπευδαν να βοηθήσουν στην
κατασκευή οδοφραγμάτων, να παρασκευάζουν κοκτέιλ Μολότοφ
και να σκάβουν σήραγγες ανάμεσα στα κτίρια.415
Όταν πληροφόρησαν τον Χίτλερ για την εξέγερση, το κορμί του
έτρεμε ολόκληρο καθώς σήκωσε τις γροθιές του με θυμό. «Σχεδόν
ούρλιαζε, τα μάτια του έμοιαζαν να πετάγονται έξω από το
κεφάλι του και οι φλέβες διαγράφονταν στους κροτάφους του».
Αλλά ο Χίμλερ τον ηρέμησε: η εξέγερση ήταν μια «ευλογία».
«Έπειτα από πεντέξι εβδομάδες θα φύγουμε», είπε ο Χίμλερ.
«Αλλά τότε η Βαρσοβία… θα έχει εξολοθρευτεί». Στην αρχή ο
Χίτλερ ήθελε να αποσύρει τις γερμανικές δυνάμεις, να
περικυκλώσει την πόλη και να τη βομβαρδίσει. Αλλά αυτό ήταν
ανέφικτο από στρατιωτική άποψη. Αντ’ αυτού, ο Χίτλερ και ο
Χίμλερ εξέδωσαν τη Διαταγή για τη Βαρσοβία την 1η Αυγούστου:
«Κάθε πολίτης της Βαρσοβίας πρέπει να σκοτωθεί,
συμπεριλαμβανομένων ανδρών, γυναικών και παιδιών. Η
Βαρσοβία πρέπει να ισοπεδωθεί για να δώσει ένα τρομακτικό
παράδειγμα στην υπόλοιπη Ευρώπη».416
Αυτό που συνέβη στη συνέχεια ήταν η συστηματική
καταστροφή μιας ολόκληρης πόλης.
Η ανακατάληψη και η καταστροφή της Βαρσοβίας τελούσε υπό
την ηγεσία του Ανώτερου Αρχηγού των SS, του Έριχ φον ντεμ
Μπαχ-Ζελέφσκι, ενός άνδρα που είχε επιβλέψει τη μαζική
δολοφονία των Εβραίων κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης
Μπαρμπαρόσα και επιχειρήσεων γενοκτονίας εναντίον των
αντιστασιακών. Ο Χίμλερ του έστειλε μια ανθολογία από τις πιο
φοβερές και αιμοδιψείς μονάδες SS από όλο το Ράιχ. Μεταξύ
αυτών ήταν τα στρατεύματα με επικεφαλής τον Όσκαρ
Ντιρλεβάνγκερ, αποτελούμενα από επικίνδυνους κρατούμενους
που είχαν απελευθερωθεί από τις γερμανικές φυλακές,
στρατιώτες που θεωρούνταν υπερβολικά ανισόρροποι για τον
τακτικό στρατό, λιποτάκτες από τον Κόκκινο Στρατό,
Αζερμπαϊτζανούς και μουσουλμάνους μαχητές από τον Καύκασο.
Η Ταξιαρχία του Ντιρλεβάνγκερ είχε συλήσει, βιάσει, βασανίσει
και κατασφάξει στην πορεία της στην ανατολική Ευρώπη,
σφαγιάζοντας Εβραίους, ύποπτους αντάρτες και αθώα
γυναικόπαιδα σε αριθμούς που θα προκαλούσαν ναυτία.417
Αυτοί οι βιαστές και οι μαζικοί δολοφόνοι εξαπολύθηκαν στην
περιοχή Βόλα της Βαρσοβίας στις 5 Αυγούστου, με εντολή να
σκοτώσουν και να καταστρέψουν όλους και όλα όσα
συναντούσαν στο διάβα τους. Περικύκλωναν τις πολυκατοικίες.
Στη συνέχεια εκτόξευαν χειροβομβίδες και πυρπολούσαν τα
κτίρια. Οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που πρόβαλλαν στις
εξόδους σκοτώνονταν με τα πολυβόλα. Αυτό επαναλαμβανόταν
σε κάθε κτίριο, κάθε φορά. Αλλά έπαιρνε πολύ χρόνο. Η τακτική
αυτή άλλαξε κι έτσι πλήθη αμάχων μεταφέρονταν σε χώρους
εκτέλεσης σε εργοστάσια, αμαξοστάσια τραμ και οδογέφυρες
σιδηροδρόμων, όπου εκτελούνταν μαζικά.
Το modus operandi της Ταξιαρχίας Ντιρλεβάνγκερ ήταν να
βιάζουν πριν σκοτώσουν· δεν είχε για εκείνους καμία σημασία η
σφαγή παιδιών. Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Βόλα, τα SS
είχαν εκτελέσει 40.000 Πολωνούς. Ταυτόχρονα, ο εξίσου
γενοκτόνος Ρωσικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (RONA),
μια ταξιαρχία αντι-Μπολσεβίκων Ρώσων που υπηρετούσαν με
τους Γερμανούς, προκάλεσε παρόμοια φριχτά σκηνικά στην
περιοχή Οτσότα. Στο Ινστιτούτο Ραδίου Μαρί Κιουρί, οι
μεθυσμένοι κακοποιοί της RONA βίασαν το προσωπικό και τους
ασθενείς, συμπεριλαμβανομένων και των νοσούντων από
καρκίνο σε τελικό στάδιο, πριν τους εμποτίσουν με βενζίνη και
τους βάλουν φωτιά. Έπειτα προχώρησαν και σε άλλα
νοσοκομεία. Ακολουθούσαν τις εντολές του Χίτλερ και του
Χίμλερ: πρώτα εκτελούσαν τους πολίτες της Βαρσοβίας κι έπειτα
κατέστρεφαν τα κτίριά τους. Ωστόσο, η αδιάκριτη σφαγή τελικά
σταμάτησε. Οι ναζί ηγέτες αποφάσισαν ότι ήθελαν ολόκληρο τον
πληθυσμό της πόλης ως δούλους-εργάτες. Τώρα φάλαγγες
πολιτών εκτοπίζονταν από τις περιοχές τους και στέλνονταν σε
στρατόπεδα συγκέντρωσης.418
Οι Ταξιαρχίες Ντιρλεβάνγκερ και RONA αποχώρησαν. Ήρθαν
μερικά από τα πιο καταστροφικά στρατιωτικά μέσα που
αναπτύχθηκαν ποτέ στους δρόμους μιας πόλης. Τα στενά
δρομάκια της Παλιάς Πόλης της Βαρσοβίας είχαν απαγορευτικό
πλάτος για τα συνήθη άρματα μάχης. Χιλιάδες Πολωνοί
κρύβονταν εκεί, σε ένα φαινομενικά απόρθητο φρούριο από
κτίρια και σοκάκια. Με εντολή του Χίτλερ, ένα θανατηφόρο
οπλοστάσιο στάλθηκε από μακριά για να βοηθήσει στην
εξουδετέρωση της Βαρσοβίας. Η στρατιωτική αξία της
καταστολής της εξέγερσης της Βαρσοβίας ήταν μικρή. Αλλά ο
Χίτλερ είχε ξεκινήσει μια σταυροφορία μεσσιανικού τύπου για να
ισοπεδώσει τη μητρόπολη με κάθε κόστος. Ο καλύτερος
εξοπλισμός του αποσύρθηκε από το μέτωπο και στάλθηκε εκεί
για να πραγματοποιήσει το μακελειό.
Αυτά τα όπλα είχαν σχεδιαστεί ειδικά για αστικό πόλεμο μετά
το Στάλινγκραντ. Μέσα στην πόλη μπήκαν τέσσερα υπερμεγέθη
ολμοβόλα Καρλ-Γκέρατ, από τα μεγαλύτερα πολιορκητικά όπλα
στην ιστορία, τα οποία εκτόξευαν οβίδες 1.577 κιλών ικανές να
καταστρέψουν ένα ολόκληρο κτίριο. Ένα τεράστιο τεθωρακισμένο
τρένο κατέφθασε για να βομβαρδίσει την Παλιά Πόλη. Σε αυτά
προστέθηκαν σταθεροί εκτοξευτές πυραύλων και μια σειρά από
βαριά ολμοβόλα. Επίσης, μεταφέρθηκαν στη Βαρσοβία τα πιο
προηγμένα κινητά όπλα επίθεσης: δέκα Στουρμπάντσερ IV
οπλισμένα με Χόβιτς μικρής εμβέλειας· δύο γιγάντια
Στουρμτίγκερ οπλισμένα με εκτοξευτές πυραύλων· και 90
άρματα μάχης τύπου Γκόλιατ με τηλεχειρισμό, που θα
μπορούσαν να συντρίψουν τους τοίχους. Το πιο τρομακτικό
όπλο, ωστόσο, ήταν οι εκτοξευτές εξακύλινδρων πυραύλων
Νεμπελβέρφερ, ικανοί να πυροβολούν πολλές εμπρηστικές
βόμβες σε γρήγορη διαδοχή. Οι Πολωνοί τους ονόμαζαν krowy,
αγελάδες, γιατί ακούγονταν σαν κοπάδι που μουγκάνιζε με
αγωνία. Όλα αυτά, η κραταιά δύναμη της πολιορκητικής
τεχνολογίας των ναζί, χρησιμοποιήθηκαν για να καταστρέψουν
τη Βαρσοβία, όλα της τα κτίρια ένα προς ένα. Το πυροβολικό και
τα βομβαρδιστικά κάθετης εφόρμησης Στούκα ισοπέδωσαν την
Παλιά Πόλη μετατρέποντάς τη σε ερείπια. Ακολούθησαν τα
Γκόλιατ για να αφαιρέσουν τα οδοφράγματα και να
κατεδαφίσουν τους υπόλοιπους τοίχους. Έπειτα ήρθαν τα
Στουρμτίγκερ, ακολουθούμενα από πεζικό και φλογοβόλα. Μετά,
τελευταία στη σειρά, ήρθαν η Ταξιαρχία Ντιρλεβάνγκερ και άλλες
μονάδες των SS.
Οι Πολωνοί πολέμησαν γενναία, απειλώντας τους Γερμανούς με
ένα δεύτερο Στάλινγκραντ. Αλλά κανείς δεν μπορούσε να
αψηφήσει τα γερμανικά υπερόπλα. Ολόκληρη η Παλιά Πόλη
καταστράφηκε, με 30.000 ανθρώπους θαμμένους κάτω από
εκατομμύρια τούβλα. Πολλοί Πολωνοί διέφυγαν μέσω των
υπονόμων. Αλλά χιλιάδες παρέμειναν και αντιμετώπισαν τους
γενοκτόνους βιαστές της Ταξιαρχίας Ντιρλεβάνγκερ.
Αμέσως μετά, τα Στούκα και τα υπερόπλα στράφηκαν στο
κέντρο της πόλης, όπου 250.000 Πολωνοί αναγκάστηκαν να
τρυπώσουν σε υπόγεια. Έξω, τα κτίρια καταστρέφονταν «από
πάνω προς τα κάτω, κομμάτι κομμάτι, ή βομβαρδίζονταν ώστε
να γίνουν θρύψαλα από ένα άμεσο χτύπημα». Η αντίσταση
συνέχισε τον αγώνα, συμμετέχοντας σε μερικές από τις πιο
σκληρές μάχες ολόκληρου του πολέμου. Επί 63 ημέρες οι
Γερμανοί αγωνίζονταν για να ανακτήσουν την πόλη. Τελικά, στις
2 Οκτωβρίου, όταν ήταν πλέον σαφές ότι ο Κόκκινος Στρατός
δεν θα ερχόταν να τους σώσει, οι Πολωνοί συνθηκολόγησαν.
Καθώς πρόβαλλαν μέσα από τα καταφύγιά τους, οι κάτοικοι της
Βαρσοβίας έριξαν μια τελευταία ματιά στην πόλη τους: «Ήταν
ένα φοβερό θέαμα, τεράστια οικοδομικά τετράγωνα είχαν γίνει
στάχτη… μπροστά μου απλωνόταν ένα απίστευτο θέαμα, μια
ατελείωτη σειρά ανθρώπων με αποσκευές και άλλα περίεργα
πράγματα, όπως ποδήλατα και βρεφικά καροτσάκια».419
Στην αρχή της εξέγερσης περισσότεροι από 700.000 άνθρωποι
είχαν παραμείνει στη Βαρσοβία. Οι θάνατοι αμάχων στην
εξέγερση ανέρχονταν σε 150.000. Από τους επιζώντες, 55.000
μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς και σε άλλα στρατόπεδα
συγκέντρωσης· 150.000 οδηγήθηκαν ως δούλοι στο Ράιχ· 17.000
φυλακίστηκαν ως αιχμάλωτοι πολέμου· και 350.000 στάλθηκαν
σε άλλα μέρη της Πολωνίας. Σύμφωνα με τη μυθιστοριογράφο
Σοφία Ναλκόφσκα, η Βαρσοβία γίνεται «μία από τις πολυάριθμες
νεκρές πόλεις της ιστορίας» κι οι άνθρωποί της έγιναν «οι νέοι
εξαθλιωμένοι».420
«Η πόλη πρέπει να εξαφανιστεί εντελώς από προσώπου γης»,
διέταξε ο Χίμλερ. «Ούτε μία πέτρα δεν μπορεί να μείνει όρθια.
Κάθε κτίριο πρέπει να ισοπεδωθεί εκ βάθρων». Όλα όσα
μπορούσαν να αφαιρεθούν από την πόλη φορτώθηκαν σε πάνω
από 40.000 σιδηροδρομικά βαγόνια και στάλθηκαν στη
Γερμανία. Όλα τα πήραν, από θησαυρούς και έργα τέχνης έως
σχοινί, χαρτί, κεριά και θραύσματα μετάλλων. Στη συνέχεια,
ήρθαν στην πόλη τα εξειδικευμένα πληρώματα κατεδάφισης που
ονομάστηκαν Verbrennungskommandos (κομάντο αφανισμού).
Τα τελευταία απομεινάρια της πόλης καταστράφηκαν μεθοδικά.
Οι σκαπανείς πυρπολούσαν τα κτίρια με φλογοβόλα και
δυναμίτη· τα άρματα μάχης άνοιγαν πυρ σε άδεια κτίρια. Το
Μέγαρο Κρασίνσκι, η Βιβλιοθήκη Ζαλούσκι, τα Εθνικά Αρχεία, το
Εθνικό Μουσείο, το Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, το Βασιλικό
Κάστρο, μέγαρα, εκκλησίες, μνημεία, νοσοκομεία, πολυκατοικίες,
σχολεία – όλα αφανίστηκαν. Μέχρι τον Ιανουάριο το 93% της
πόλης δεν υπήρχε πλέον.421
Μόνο καταφεύγοντας σε γενοκτονία, μαζική απέλαση και ολική
κατεδάφιση θα μπορούσε να καταστραφεί μια πόλη. Ακόμη κι
έτσι όμως, ήταν πραγματικά νεκρή η Βαρσοβία;
*

Όταν τα σοβιετικά στρατεύματα έφτασαν στη Βαρσοβία στις 17


Ιανουαρίου του 1945, μπήκαν σε μια «πόλη-φάντασμα». «Έχω
δει πολλές πόλεις να καταστρέφονται», δήλωσε ο στρατηγός
Αϊζενχάουερ, «αλλά πουθενά δεν έχω αντικρίσει τόσο μεγάλη
καταστροφή εκτελεσμένη με τόση κτηνωδία».422
Ο πόλεμος ενάντια στη ναζιστική Γερμανία κορυφώθηκε στο
Götterdämmerung423 του αστικού πολέμου τον Απρίλιο καθώς ο
Κόκκινος Στρατός πολεμούσε, λεηλατούσε και βίαζε ένα προς ένα
τα σπίτια, διασχίζοντας ολόκληρο το Βερολίνο, ήδη
κατεστραμμένο από τις συνεχείς συμμαχικές αεροπορικές
επιδρομές και το ρωσικό πυροβολικό. Στις 30 Απριλίου οι Ρώσοι
κατέλαβαν το Ράιχσταγκ. Εκείνο το βράδυ ο Χίτλερ αυτοκτόνησε
στο καταφύγιό του. Στις 2-3 Μαΐου οι Γερμανοί παραδόθηκαν.
«Μια πανσέληνος έλαμψε σε έναν ανέφελο ουρανό», έγραψε ένας
εκπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού, «ώστε να μπορείτε να δείτε
την τρομερή έκταση της ζημιάς. Μια πόλη-φάντασμα των
κατοίκων των σπηλαίων ήταν ό,τι απέμεινε από αυτή τη
μητρόπολη του κόσμου».
Η πεποίθηση πριν από τον πόλεμο ήταν ότι οι πόλεις ήταν
κάτι το εύθραυστο και ευάλωτο στα σύγχρονα όπλα. Όποιος
αντίκριζε τα πλήρως απανθρακωμένα κτίρια και τους σωρούς
από χαλάσματα σε πόλεις κατά μήκος και κατά πλάτος της
ηπειρωτικής Ευρώπης τον Μάιο του 1945, δικαίως θα
αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε ποτέ να αποκατασταθεί η ζημιά.
Το Βερολίνο βρισκόταν κάτω από 55 εκατομμύρια κυβικά μέτρα
ερειπίων· το Αμβούργο κάτω από 35 εκατομμύρια. Αλλά η
ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι η ιστορία της
απίστευτης ανθεκτικότητας των πόλεων, ακόμη και στις πιο
ακραίες συνθήκες.
Η μοίρα που έλαχε στη Βαρσοβία ήταν πέρα από οτιδήποτε είχε
βιώσει οποιαδήποτε πόλη στον σύγχρονο πόλεμο. Εάν το
Βερολίνο έμοιαζε με μετα-αποκαλυπτική πόλη, η πρωτεύουσα της
Πολωνίας είχε υποστεί ζημιές σε διαφορετικό μέγεθος. Βρισκόταν
θαμμένη κάτω από 700 εκατομμύρια κυβικά μέτρα χαλασμάτων.
Περίπου το 81% του Βερολίνου καταστράφηκε· αλλά από αυτό,
το 11% των κτιρίων αφανίστηκαν και το 70% υπέστησαν ζημιές.
Στη Βαρσοβία, αντιθέτως, πάνω από το 80% των κτιρίων της
είχαν εξαλειφθεί πλήρως.424
Ωστόσο, ακόμη και καταμεσής της πλήρους καταστροφής, τα
ίχνη ζωής παρέμειναν. Ενώ οι Verbrennungskommandos
κατέστρεψαν τα κτίρια της πόλης, μικρές ομάδες Εβραίων και
Πολωνών τρύπωσαν υπογείως, βαθιά κάτω από τα ερείπια, σε
κρυμμένα καταφύγια και υπονόμους. Ήταν γνωστοί ως
«Ροβινσώνες Κρούσοι, «Άνθρωποι των Σπηλαίων» και, όπως τους
αποκαλούσαν οι Γερμανοί που τους κυνηγούσαν, «Αρουραίοι»
Μία ομάδα δημιούργησε ακόμη και περιοδικό με μια διαφήμιση
για τους τουρίστες: «Γιατί να πάτε στην Αίγυπτο για να δείτε τις
πυραμίδες – υπάρχουν τόσο πολλά ερείπια στη Βαρσοβία». Οι
«Ροβινσώνες» έζησαν σε αυτό που μία επιζήσασα, η Ελένα
Μίντλερ, ονόμασε «πόλη της αιώνιας νύχτας», κρυμμένη κάτω
από μια αστική έρημη χώρα, όπου αναζητούσαν τροφή ή νερό
υπό την απειλή του θανάτου. Πολλοί λιμοκτονούσαν, πέθαιναν
από το ψύχος ή τους ανακάλυπταν και τους πυροβολούσαν οι
Γερμανοί. Όταν η Βαρσοβία απελευθερώθηκε από τους Ρώσους,
αυτοί οι ελάχιστοι άνθρωποι επανήλθαν στο φως.
Ο πιανίστας Βλάντισλαβ Σπίλμαν περιέγραφε ότι έμπαινε σε
δρόμους που άλλοτε έσφυζαν από ανθρώπους και κίνηση. Τώρα
ήταν μια θάλασσα από τούβλα και έπρεπε να αναρριχάται πάνω
σε βουνά από χαλάσματα «σαν να ήταν πρανή λιθοσωρών. Τα
πόδια μου μπλέκονταν σε ένα συνονθύλευμα από ξηλωμένα
καλώδια τηλεφώνου και γραμμές τραμ και κουρέλια από ύφασμα
που άλλοτε διακοσμούσαν διαμερίσματα ή έντυναν ανθρώπους,
από καιρό νεκρούς».425
Όταν ο Ρώσος πολεμικός ανταποκριτής Βασίλι Γκρόσμαν
έφτασε στη Βαρσοβία στις 17 Ιανουαρίου, ήταν τόσο μεγάλη η
καταστροφή ώστε έπρεπε να αναρριχηθεί σε μια αυτοσχέδια
διαδρομή: «Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που
χρησιμοποίησα πυροσβεστική σκάλα για να μπω σε μια πόλη».
Τον ακολούθησαν στα πρανή των χαλασμάτων: «Μια αράδα
ηλικιωμένοι και νεαροί άνδρες με τσαλακωμένα καπέλα,
μπερέδες, φθινοπωρινά παλτά ή αδιάβροχες καμπαρντίνες
περπατούσαν κι έσπρωχναν μπροστά τους μικρά καρότσια με
μεγάλους τροχούς φορτωμένα με μπόγους, τσάντες και βαλίτσες.
Κορίτσια και νεαρές γυναίκες περπατούσαν, φυσούσαν στα
παγωμένα δάχτυλά τους και κοίταζαν τα ερείπια με μάτια
γεμάτα θλίψη. Είχαν ήδη συγκεντρωθεί κατά εκατοντάδες και
χιλιάδες».426
Οι κάτοικοι της Βαρσοβίας επέστρεψαν στην πόλη τους αμέσως
μόλις ήταν εφικτό μετά την εκδίωξη των ναζί. Αρχικά
στρατοπέδευσαν μες στην ερημιά. Αλλά η παρουσία τους σήμαινε
ότι το πιο ακραίο σύγχρονο παράδειγμα δολοφονίας της πόλης
είχε αποτύχει.
Η εισροή των επαναπατριζόμενων έφερε μια πνοή οξυγόνου
στα αποκαΐδια της Βαρσοβίας. Ξεκίνησαν την ανοικοδόμηση της
πόλης από μόνοι τους, ξαναχτίζοντας σπίτια στο κέντρο.
Έφτασαν τη στιγμή που μαινόταν μια διαφωνία για το μέλλον
των ερειπίων. Οι γνώμες στην κυβέρνηση διχάστηκαν. Κάποιοι
ήθελαν να εγκαταλείψουν τη Βαρσοβία και να μεταφέρουν την
πρωτεύουσα στην Κρακοβία ή στο Λοτζ, αφήνοντας μόνα κι
έρημα τα συντρίμμια της ώστε να διατηρηθούν ως μόνιμο
μνημείο για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά της
Πολωνίας. Άλλοι πίστευαν ότι θα έπρεπε να ανοικοδομηθεί όπως
ήταν πριν από τον Σεπτέμβριο του 1939, τόσο ως μια πράξη
αψήφησης των ναζί όσο και ως τρόπος αποκατάστασης για τους
αγαπημένους και οικείους των επιζώντων κατοίκων της
Βαρσοβίας που είχαν υποστεί τόσο μεγάλο τραύμα. Για μια μικρή
ομάδα πολεοδόμων και αρχιτεκτόνων, όπως ο Γιαν Χμιελέφσκι, ο
οποίος είχε πρόσφατα δραπετεύσει από ένα στρατόπεδο
συγκέντρωσης, το θέαμα της κατεστραμμένης Βαρσοβίας δεν ήρθε
ως φρικτό σοκ αλλά ως «ανακούφιση»: ήταν μια χρυσή ευκαιρία
να χτίσουν μια ολοκαίνουρια πόλη τώρα που το παράλογο χάος
της παλιάς μητρόπολης είχε εξαλειφθεί.427
Τα διλήμματα που αντιμετώπιζε η Βαρσοβία ήταν μια εκδοχή
αυτών που αντιμετώπιζαν πληθυσμοί σε άλλες κατεστραμμένες ή
μερικώς κατεστραμμένες πόλεις – από το Λονδίνο έως το Τόκιο,
από το Μινσκ έως το Αμβούργο, το Κίεβο έως το Κόβεντρι. Μέσα
σε λίγες ημέρες από την απελευθέρωση της Βαρσοβίας,
δημιουργήθηκε το Biuro Odbudowy Stolicy (BOS, Γραφείο
Ανασυγκρότησης της Πρωτεύουσας). Εάν ο αφανισμός της
Βαρσοβίας δεν είχε προηγούμενο στον σύγχρονο πόλεμο, το ίδιο
ίσχυε και για την κλίμακα και την ταχύτητα ανοικοδόμησης των
ιστορικών μνημείων της. Η προσπάθεια της θέλησης ήταν
αξιοσημείωτη, δεδομένου του συνολικού επιπέδου καταστροφής,
της θανάτωσης του 60% του προπολεμικού πληθυσμού της
Βαρσοβίας και της φτώχειας της χώρας. Θεσπίστηκαν κονδύλια
και δωρεές προέρχονταν από όλη την Πολωνία, όπως και
εργαζόμενοι που πρόσφεραν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους.
Μέχρι το 1952 σχεδόν όλη η ιστορική Παλιά Πόλη της Βαρσοβίας
είχε αποκατασταθεί από το μηδέν.
Κατέβαλαν κάθε προσπάθεια ώστε να διασφαλιστεί πως κάθε
λεπτομέρεια ήταν αυθεντική. Ζητήθηκαν πίνακες, σχέδια,
έγγραφα, καρτ ποστάλ, φωτογραφίες του 18ου αιώνα – ίχνη
προερχόμενα από όλο τον κόσμο για να βοηθήσουν τους
συντηρητές του παρελθόντος της Πολωνίας. Υπήρχε και μια άλλη
πηγή. Όλως περιέργως, κατά τη διάρκεια της κατοχής, κάποιοι
αρχιτέκτονες είχαν κρυφά συγκεντρώσει έγγραφα και
κατάρτησαν σχέδια των ιστορικών κτιρίων της Βαρσοβίας πριν
από την προβλεπόμενη καταστροφή τους. Διακινδυνεύοντας να
θανατωθούν, αυτοί οι άνθρωποι είχαν κωδικοποιήσει τις
αναμνήσεις της πόλης ώστε αυτή να μην μπορεί ποτέ να
σκοτωθεί, φυγαδεύοντας λαθραία και κρύβοντας σε μοναστήρια
και στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου τα αποσπασματικά αρχεία
της πόλης και ένα όραμα για το τι θα μπορούσε η πόλη να
γίνει.428
Η παλιά πόλη της Βαρσοβίας είναι ένα από τα ανώτερα
παγκόσμια μνημεία για την ανθεκτικότητα των πόλεων και τον
σεβασμό των ανθρώπων απέναντι στο δομημένο περιβάλλον
τους: όσο μια πόλη υπάρχει σε θραύσματα λαθραίων σχεδίων και
σε ανθρώπινες αναμνήσεις, δεν μπορεί ποτέ να καταστραφεί
πραγματικά. Σε όλη την Ευρώπη συνέβη κάτι παρόμοιο. Στη μια
πόλη μετά την άλλη, τα κέντρα ανοικοδομήθηκαν ως μνημεία
μιας εποχής πριν από τη βαρβαρότητα και τη γενοκτονία. Η
προσκόλληση των ανθρώπων στο παλιό, στο οικείο και στο
ιστορικό είναι εμφανής σε εκατοντάδες πόλεις. Οι χανσεατικές
δόξες του Λούμπεκ αποκαταστάθηκαν αργά και επίπονα στον
πυρήνα της πόλης· στη Φραγκφούρτη μερικώς ξύλινα σπίτια
αντικατέστησαν εκείνα που είχαν βομβαρδιστεί.
«Ολόκληρο το Έθνος Χτίζει την Πρωτεύουσά του». Αυτό ήταν
το σύνθημα που δόθηκε σε αυτό το απίστευτο έργο ανακαίνισης.
Η έκταση της ανοικοδόμησης της Βαρσοβίας δεν είχε όμοιό της.
Αλλά ήταν πολύ σημαντικό το γεγονός ότι το ιστορικό τμήμα
της πόλης που επιλέχθηκε να μνημονευθεί ήταν η μπαρόκ
Παλιά Πόλη του 17ου και 18ου αιώνα. Αλλού, άνθρωποι που
είχαν αρχίσει να ανοικοδομούν τα σπίτια τους και να
ξαναδίνουν ζωή στα όμορφα σοκάκια που διέσχιζαν σταυρωτά το
κέντρο της πόλης διαπίστωσαν ότι ήταν προορισμένα να
καταστραφούν και πάλι. Στη θέση αυτών των κατοικιών
πρόβαλαν μνημειακές νέες κατασκευές, σχεδιασμένες να
προκαλούν δέος. Η πιο διάσημη είναι ο ουρανοξύστης που ήταν
αρχικά γνωστός ως Μέγαρο Πολιτισμού και Επιστήμης του
Ιωσήφ Στάλιν, δωρισμένος από τη Σοβιετική Ένωση.
Κατασκευασμένος κατά το πρότυπο των ουρανοξυστών «Επτά
Αδελφές» της Μόσχας, αλλά ενσωματώνοντας πολωνικά
χαρακτηριστικά σχεδίασης, αναδύθηκε από τα ερείπια της
Βαρσοβίας ως οπτική δήλωση της κομμουνιστικής δύναμης. Ενώ
βρίσκονταν σε εξέλιξη οι εργασίες για την κατασκευή τέτοιων
σοβιετικών τερατουργημάτων, οι απλοί κάτοικοι της Βαρσοβίας
ζούσαν στις σκιές τους, σε καλύβες, ερειπωμένα κτίρια και
παραγκουπόλεις.
Με αυτή την παραφωνία των τεράστιων συμβόλων της
κομμουνιστικής δύναμης στο κέντρο της, η Βαρσοβία έμοιαζε με
δεκάδες άλλες σταλινικές πόλεις. Αλλά η Βαρσοβία ήθελε να είναι
διαφορετική. Πολλοί από τους πρωτοπόρους του Γραφείου
Ανασυγκρότησης της Πρωτεύουσας ήταν αριστεροί μοντερνιστές
οι οποίοι, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, είχαν οδηγήσει τη
Βαρσοβία στην πρωτοπορία του αρχιτεκτονικού ριζοσπαστισμού.
Κατά τη διάρκεια της σκοτεινής νύχτας της ναζιστικής κατοχής,
οι ίδιοι έδρασαν υπόγεια, απονέμοντας πτυχία και διδακτορικά
και σχεδίαζαν κρυφά μια νέα, σύγχρονη μητρόπολη που θα
έκανε την εμφάνισή της όταν θα είχαν εκδιωχθεί οι Γερμανοί.
Μετά το 1945 ήθελαν η Βαρσοβία να ανακτήσει τη θέση της στο
κέντρο της Ευρώπης, ως μια κοσμοπολίτικη, προοδευτική
μητρόπολη.
Και, σε μια ερειπωμένη πόλη που περιμένει την ανάκαμψη,
αυτοί είχαν μεγάλη δύναμη – όπως είχαν και οι ριζοσπαστικοί
αρχιτέκτονες σε πόλεις σε όλη την Ευρώπη. Θεωρούσαν την πόλη
του 19ου αιώνα– με τις κατοικίες, τα σοκάκια και τις λεωφόρους
της– ως έναν βδελυρό κυκεώνα. Ο ριζοσπαστικός αστισμός τους
θα ήταν η μαία ενός νέου κοινωνικού κόσμου, πιο ισότιμου και
συλλογικού από οτιδήποτε είχε υπάρξει ως τότε. Οι πολεοδόμοι
της Βαρσοβίας ήθελαν να κατασκευάσουν μεγάλα πρωτοποριακά
συγκροτήματα κατοικιών αντί των παλιομοδίτικων
πολυκατοικιών και δρόμων.
Ο επικεφαλής του Γραφείου Ανασυγκρότησης της Πρωτεύουσας
πίστευε ότι μέσω της αρχιτεκτονικής θα εμφανιζόταν μια «νέα
μορφή συνύπαρξης», μια πιο δημοκρατική και ισότιμη κοινωνία
που θα βασίζεται σε συλλογικές αρχές. Τα μεγάλα οικιστικά
συγκροτήματα, με τους χώρους πρασίνου, τα σχολεία, τα ιατρεία,
τα καταστήματα και τα μέσα συνεταιρισμού θα σφυρηλατούσαν
αυτάρκεις αστικές κοινότητες της εργατικής τάξης. Για τους
Πολωνούς αρχιτέκτονες, «η ζωή, η εργασία [και] η αναψυχή
σήμερα, από το λίκνο έως τον τάφο, εξελίσσεται μέσα από την
αρχιτεκτονική. Η καλή αρχιτεκτονική διδάσκει συνεχώς την
ευταξία, τη λογική και τη συνακόλουθη σκέψη, αναπτύσσει τη
φαντασία, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατά τα επιτεύγματα». Η
σύγχρονη πόλη θα αποτελούνταν από τσιμεντένιες
πολυκατοικίες μέσα σε πάρκα, από γραφεία και χώρους
στάθμευσης· θα διασχιζόταν από αστικές οδούς ταχείας
κυκλοφορίας και θα περιβαλλόταν από περιφερειακούς δρόμους.
Σύμφωνα με τους μοντερνιστές αρχιτέκτονες Σίμον και Ελένα
Σίρκους, σχεδιαστές πολλών από τα πρώτα μεταπολεμικά
συγκροτήματα κατοικιών στη Βαρσοβία, η νέα μορφή μαζικής
μητροπολιτικής κατοικίας έδωσε στους αστικούς εργαζόμενους
πρόσβαση στις βασικές απολαύσεις της ζωής: «ήλιο, πράσινο και
αέρα».429
Στα αμέσως επόμενα χρόνια, το αστικό πρόσωπο της Ευρώπης
μεταμορφώθηκε εντελώς από τη βία του πολέμου και την
παλίρροια του ιδεαλισμού που τον διαδέχθηκε. Όπως και στη
Βαρσοβία, πολλά από αυτά που δεν είχαν καταστραφεί στον
πόλεμο ισοπεδώθηκαν από μπουλντόζες. Οι περιοχές που
χαρακτηρίζονταν ως «φτωχογειτονιές» ή «κατεστραμμένες
γειτονιές» καθαρίστηκαν και οι κοινότητές τους μεταφέρθηκαν
σε υπερσύγχρονες κατοικίες. Στη Γαλλία, χιλιάδες grands
ensembles –τεράστιες πολυκατοικίες από προχυτευμένο
οπλισμένο σκυρόδεμα– χτίστηκαν στα περίχωρα των πόλεων. Στις
βρετανικές πόλεις, ο πόλεμος διεξήχθη στον «άσχημο,
στρεβλωτικό καθρέφτη της ανθρωπότητας» που είναι προφανής
στην περιοχή του κέντρου της πόλης όπου ζει η εργατική τάξη
και στη «σύγχυση και την κακία του 19ου και του 20ού αιώνα»
χάριν της τάξης, της αποτελεσματικότητας, της ευρυχωρίας και
χάριν των αυτάρκων αστικών κοινοτήτων που ενσωματώνονται
στα νέα πολυώροφα τσιμεντένια τετράγωνα, τα μεγάλα κτίρια
και τις «νέες πόλεις» που δημιουργήθηκαν εκτός πόλεων. Υπήρχε
η αίσθηση μιας επανάστασης, συναρπαστικής και γεμάτης
δυνατότητες και αισιοδοξία, μετά την πιο σκοτεινή ώρα της
ανθρώπινης ιστορίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και του
’50, οι πόλεις βρίσκονταν στη διαδικασία της ταχείας ριζικής
επανεφεύρεσής τους κατά την οποία, όπως η Βαρσοβία,
επιλεγμένες περιοχές διατηρήθηκαν ως κληρονομιά, ενώ άλλες,
γνωστές γειτονιές και ιστορικοί δρόμοι, εξαλείφθηκαν στο όνομα
της προόδου. Σύμφωνα με τον Βέλγο σοσιαλιστή αρχιτέκτονα
Ρέναατ Μπράεμ, «Αυτός θα είναι ένας ολοκληρωτικός πόλεμος
με τον αστισμό ως όπλο για την υλοποίηση του απελευθερωτικού
πλαισίου διαβίωσης». Για πολεοδόμους όπως ο Μπράεμ, ο
συνολικός πόλεμος του 1939-45 θα παραχωρούσε τη θέση του
στη «συνολική αρχιτεκτονική» ως μέσο αναδιοργάνωσης της
κοινωνίας σύμφωνα με ορθολογικές, επιστημονικές
κατευθυντήριες γραμμές.430
Η Βαρσοβία είναι η πόλη-Φοίνικας, μια πόλη που συνεχίζει να
εγείρεται από τις στάχτες της καταστροφής. Υπήρχε, φυσικά, ένα
κενό στην κουλτούρα της πόλης και των πόλεων σε ολόκληρη
την Ευρώπη: ολόκληρος ο εβραϊκός πληθυσμός που κάποτε
αποτελούσε το ένα τρίτο του πληθυσμού της Βαρσοβίας είχε
εκλείψει. Από περίπου 400.000 Εβραίους πολίτες, λιγότεροι από
5.000 επέστρεψαν στην πόλη μετά τον πόλεμο. Αυτή η ζημιά
ήταν ανεπανόρθωτη.
Η ιστορία της Βαρσοβίας αποκαλύπτει επίσης και κάτι άλλο. Αν
όφειλε σε κάτι την επιβίωσή της, αυτό ήταν το πνεύμα του λαού
της, εκείνων που αντιστάθηκαν και εκείνων που επέστρεψαν για
να ξαναδημιουργήσουν την πόλη τους. Οι κάτοικοι των πόλεων
σε όλο τον κόσμο επέδειξαν αυτό το είδος αποφασιστικότητας, σε
διαφορετικές περιστάσεις. Αλλά πολύ σύντομα οι Πολωνοί
διέφυγαν από μια τυραννία και έπεσαν σε μια άλλη. Αυτή η νέα
πραγματικότητα έγινε εμφανής στο αστικό τοπίο. Ενώ οι
κάτοικοι της Βαρσοβίας έδειξαν την προτίμησή τους για την
παλιά, οικεία πόλη στους δρόμους, τα σοκάκια και τα σπίτια,
αυτό που πήραν ήταν οι σταλινικές μνημειακές και μουντές,
γκρίζες τσιμεντένιες κατοικίες.
Η εντυπωσιακή αντίθεση ανάμεσα στα καταχωνιασμένα
σοκάκια της ανακαινισμένης μπαρόκ Παλιάς Πόλης και στις
λιτές νέες κατασκευές κατέστησε ορατή τη δύσκολη θέση της
Πολωνίας, που βρέθηκε ανάμεσα στην Ευρώπη και την ΕΣΣΔ.
Ήταν επίσης ένα ακραίο παράδειγμα του τι συνέβαινε σε
ολόκληρο τον κόσμο. Στη Γερμανία, τη Βρετανία και αλλού,
επικρατούσε πραγματική ένταση μεταξύ της επιθυμίας των
ανθρώπων να επιστρέψουν στο οικείο αστικό τοπίο και της
αντίληψης των αρχών για το τι πρέπει να είναι η σύγχρονη πόλη
στον γενναίο νέο μεταπολεμικό κόσμο. Υπό το ψυχρό φως της
ιστορίας, η ομοιομορφία και ο οικουμενισμός της μοντερνιστικής
αρχιτεκτονικής και η ένθερμη επιθυμία της να αναμορφώσει
ριζικά την κοινωνία ήταν μια επίθεση στην ίδια την ιδέα της
πόλης και στην ίδια την αστικότητα: η λαχτάρα για τάξη σε
αντιπαράθεση με το χάος, την αταξία και η ατομικότητα που
είναι εγγενείς στην αστική ζωή.
Αντίθετα, στο Τόκιο, με τις ισχυρές παραδόσεις της αυτονομίας
και της οργάνωσης της γειτονιάς, η ανοικοδόμηση εξαρτιόταν σε
μεγάλο βαθμό από ατομικά χέρια. Οι περισσότερες νέες δομές σε
κατοικημένες περιοχές πραγματοποιήθηκαν από τους ίδιους τους
ιδιοκτήτες οικιών, που χρησιμοποίησαν παραδοσιακές μεθόδους
κατασκευής, παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τοπικούς
κατασκευαστές. Η μη προσχεδιασμένη, αποσπασματική ανάπλαση
του Τόκιο έθεσε τα θεμέλια για την έγερση της πόλης από την
καταστροφή ώστε να γίνει η μεγάλη παγκόσμια μητρόπολη του
δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Οι άτυποι οικισμοί και οι
πυκνόκτιστες πόλεις με καλύβια έγιναν ο βατήρας για την
αστική ανάπτυξη, δίνοντας στο Τόκιο τον μεθυστικά πυκνό και
διαφοροποιημένο αστικό ιστό του. Η αντίθεση με άλλες πόλεις –
ιδιαίτερα (αλλά όχι αποκλειστικά) με τη Βαρσοβία, όπου λόγω
του αυταρχισμού και του πατερναλισμού τα άτομα και οι
αστικές μικρές κοινότητες δεν μπόρεσαν να διαδραματίσουν ρόλο
στην απόφαση για το μέλλον των πόλεών τους– είναι
εκτυφλωτική.431

365
W. H. Auden & Christopher Isherwood, Journey to a War (NY, 1972), σελ. 240.
366
Η εταιρεία Pathé ή Pathé Frères ιδρύθηκε το 1896 από τους Αδελφούς Πατέ το
1896 και εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη παγκοσμίως εταιρεία προμήθειας
κινηματογραφικού εξοπλισμού και παραγωγής. Το 1908 η εταιρεία εφηύρε το είδος της
μικρής ειδησεογραφικής ταινίας (επίκαιρα) που προβαλλόταν στις κινηματογραφικές
αίθουσες πριν από την ταινία. (Σ.τ.Μ.)
367
John Faber, Great Moments in News Photography: from the historical les of
the National Press Photographers Association (NY, 1960), σελ. 74.
368
Οι Παραχωρήσεις ήταν κομμάτια γης όπου εγκαθίσταντο άποικοι μιας εθνικότητας
και ανέπτυσσαν ελεύθερα κάθε οικονομική και εμπορική δραστηριότητα. Είχαν
εξαιρετική αρχιτεκτονική και ποιότητα ζωής, ασύγκριτα καλύτερες απ’ ό,τι στις
μητροπόλεις τους. (Σ.τ.Μ.)
369
Auden & Isherwood, σελ. 240.
370
Richard Overy, The Bombing War: Europe, 1939–1945 (Λονδίνο, 2013), κεφάλαιο
1, σελ. 19 κ.ε.
371
Alexandra Richie, Warsaw 1944: Hitler, Himmler and the crushing of a city
(Λονδίνο, 2013), σελ. 125 κ.ε.· Ancient Monuments Society, «The Reconstruction of
Warsaw Old Town, Poland», Transactions of the Ancient Monuments Society
(1959), σελ. 77.
372
Hugh Trevor-Roper, The Last Days of Hitler (Λονδίνο, 1982), σελ. 81.
373
Joanna K. M. Hanson, The Civilian Population and the Warsaw Uprising of
1944 (Κέιμπριτζ, 1982), σελ. 6.
374
T. H. Chylinski, «Poland under Nazi Rule» (Central Intelligence Agency
con dential report, 1941), σελ. 49 κ.ε.
375
Ibid.
376
Ibid., σελ. 5.
377
Richie, σελ. 133 κ.ε.
378
Hanson, σελ. 23.
379
Ibid., σελ. 26.
380
Chylinski, σελ. 10.
381
Ibid., σελ. 9.
382
Peter Fritzsche, An Iron Wind: Europe under Hitler (NY, 2016), σελ. 144, 357.
383
David Cesarani, Final Solution: the fate of the Jews 1933–49 (Λονδίνο, 2016),
σελ. 333.
384
Ibid., σελ. 435.
385
Ibid., σελ. 348.
386
Time, 34:2 (1939), σελ. 45.
387
Williamson Murray, Military Adaptation in War: with fear of change
(Κέιμπριτζ, 2011), σελ. 183.
388
Stephen A. Garrett, Ethics and Airpower in World War II: the British bombing
of German cities (Λονδίνο, 1993), σελ. 32–3, σημ. 401.
389
Overy, σελ. 287–8.
390
Ibid., σελ. 337, 433, 436.
391
Ibid., σελ. 400.
392
Ibid., σελ. 172, 478–9.
393
Ibid., σελ. 638–9.
394
Max Hastings, Nemesis: the battle for Japan, 1944–45 (Λονδίνο, 2007), σελ. 320.
395
Henry D. Smith, «Tokyo as an Idea: an exploration of Japanese urban thought
until 1945», Journal for Japanese Studies, 4:1 (Χειμώνας 1978), σελ. 66 κ.ε.· Fujii
Tadatoshi, Kokubō fujinkai (Τόκιο, 1985), σελ. 198–203.
396
Hiroshima Peace Media Centre, «Hiroshima, 70 Years after the Atomic Bomb:
rebirth of the city, part 1 (3): “Workers labored to give the city light amid A-
bomb ruins”», http://www.hiroshimapeacemedia.jp/?p=47982; part 1 (4): «Workers
take pride in uninterrupted water supply», http://www.hiroshimapeacemedia.jp/?
p=47988
397
Ibid., μέρος 1 (5): «Post o ce workers struggle to maintain mail service in
ruined city», http://www.hiroshimapeacemedia.jp/?p=48210
398
Grigore Gafencu, The Last Days of Europe: a diplomatic journey in 1939 (Νιου
Χέιβεν, 1948), σελ. 78.
399
Η τελετουργική ρίψη άλατος σε κατεκτημένες πόλεις ήταν σύμβολο κατάρας για
όσους ενδεχομένως επιχειρούσαν την ανακατοίκησή τους. Η πρακτική αυτή, που
εμφανίστηκε αρχικά στην Εγγύς Ανατολή, συνδέθηκε με την καταστροφή πόλεων και
γνώρισε ιδιαίτερη διάδοση στους μεσαιωνικούς χρόνους. (Σ.τ.Μ.)
400
Max Hastings, All Hell Let Loose: the world at war, 1939–1945 (Λονδίνο, 2011),
σελ. 170.
401
Anna Reid, Leningrad: the epic siege of World War II (Λονδίνο, 2011), σελ. 134–
5.
402
Ibid., σελ. 172· Reid, σελ. 167 κ.ε., 182 κ.ε.
403
Reid, σελ. 176 κ.ε., 233 κ.ε., 288.
404
Γερμανικά άρματα μάχης μεσαίου μεγέθους. (Σ.τ.Μ.)
405
Ο «Κεραυνοβόλος πόλεμος» είναι όρος αναφερόμενος σε πολεμική τακτική που
επινόησε και εφάρμοσε ο Γερμανός στρατηγός Χάιντς Γκουντέριαν κατά τη διάρκεια
του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. (Σ.τ.Μ.)
406
Το Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων ήταν μια κρατική υπηρεσία της ΕΣΣΔ
που συνδύαζε τις αρμοδιότητες των υπουργείων εσωτερικών και δημόσιας τάξης.
Περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τη Δημόσια Αστυνομία, τη Συνοριοφυλακή και τη
Μυστική Αστυνομία. (Σ.τ.Μ.)
407
Anthony Beevor & Luba Vinogradova (επιμ. & μτφρ.), A Writer at War: Vasily
Grossman with the Red Army, 1941–1945 (Λονδίνο, 2005), σελ. 151.
408
Georgii Zhukov, The Memoirs of Marshal Zhukov (Λονδίνο, 1971), σελ. 353.
409
Fritzsche, σελ. 18–19.
410
Cesarani, σελ. 340 κ.ε.
411
Ibid., σελ. 342, 345–6.
412
Ibid., σελ. 342, 487.
413
Ibid., σελ. 493 κ.ε.
414
Ibid., σελ. 605 κ.ε.
415
Richie, σελ. 193–4.
416
Ibid., σελ. 241 κ.ε.
417
Ibid., σελ. 44 κ.ε., 249–50, 252 κ.ε.
418
Ibid., σελ. 275 κ.ε., 305 κ.ε.
419
Ibid., σελ. 591–2.
420
Fritzsche, σελ. 357–8.
421
Reid, σελ. 617 κ.ε.
422
Stanislaw Jankowski, «Warsaw: destruction, secret town planning, 1939–44,
and post-war reconstruction», στο Je ry M. Diefendorf (επιμ.), Rebuilding
Europe’s Bombed Cities (NY, 1990), σελ. 79–80.
423
Λυκόφως των Θεών. (Σ.τ.Μ.)
424
H. V. Lanchester, «Reconstruction of Warsaw», The Builder (1947), 296· Robert
Bevan, The Destruction of Memory: architecture at war (Λονδίνο, 2006), σελ. 97.
425
Ibid.
426
Beevor & Vinogradova (επιμ. & μτφρ.), σελ. 312–13.
427
Richard J. Evans, «Disorderly Cities», London Review of Books, 5/12/2013, σελ.
27–9.
428
Jankowski, 79 κ.ε., Jerzy Elzanowski, «Manufacturing Ruins: architecture and
representation in post-catastrophic Warsaw», Journal of Architecture 15 (2010),
σελ. 6–9.
429
Marian Nowicki, Skarpa Warszawska 1 (Οκτώβριος 1945), παράθεμα από
Magdalena Mostowska, «Post-War Planning and Housing Policy: a modernist
architect’s perspective», European Spatial Research and Policy, 12:2 (2005), 98.
430
Mostowska, σελ. 97.
431
André Sorensen, The Making of Urban Japan: cities and planning from Edo to
the twenty- rst century (Άμπινγκτον, 2002), σελ. 149· C. Hein, J. Diefendorf & I.
Yorifusa (επιμ.), Rebuilding Japan after 1945 (NY, 2003)· Matias Echanove, «The
Tokyo Model: incremental urban development in the post-war city» (2015),
http://www.urbanlab.org/TheTokyoModel-Echanove.02.2015.pdf
13 - Ήχοι από τα προάστια - Λος Άντζελες,
1945-99

Παντού γυαλιά σπασμένα


Ουρούν στα σκαλοπάτια, δεν νοιάζονται, το ξέρεις
Τη βρόμα δεν αντέχω, τον θόρυβο επίσης
Και πού λεφτά να φύγω; Επιλογή δεν έχω
Αρουραίοι στο δωμάτιο μπροστά, κατσαρίδες στο πίσω
Πρεζόνια στο δρομάκι με ένα του μπέιζμπολ ρόπαλο

Το τραγούδι The Message (Το μήνυμα), ένα ηλεκτροράπ σινγκλ


του 1982 από τους «Grandmaster Flash & the Furious Five»,
είναι μια καταγγελία των εντάσεων της ζωής μέσα στην πόλη και
ένα τραγούδι που άλλαξε την πορεία του χιπ χοπ καθώς αυτό
αναδυόταν από τα πάρτι στις γειτονιές της Νέας Υόρκης κι
έπαιρνε τη θέση του στην παγκόσμια μέινστριμ μουσική σκηνή.
Η γέννηση του χιπ χοπ θεωρείται ότι σημειώθηκε στον αριθμό
1520 της Λεωφόρου Σέτζγουικ, στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης,
στις 11 Αυγούστου 1973, όταν ο ντιτζέι Κουλ Χερκ έκανε
πρόγραμμα σε ένα πάρτι στον χώρο αναψυχής του κτιρίου. Τα
κοινότοπα πολυώροφα κτίρια από το 1967 στέκουν σε ένα
σύμπλεγμα παρόμοιων κτιρίων σφηνωμένο ανάμεσα σε δύο
θορυβώδεις αυτοκινητόδρομους – τη Διαπολιτειακή Οδό 81 και
την Οδό Ταχείας Κυκλοφορίας που διασχίζει το Μπρονξ. «Καθώς
ανέβαινα από το μετρό, με περίμενε ένα φριχτό θέαμα: μια σειρά
από υπέροχες πολυκατοικίες με κόκκινα τούβλα… είχαν
μετατραπεί σε μια ατελείωτη μάζα από χαλάσματα. Οι προσόψεις
ήταν καπνισμένες και μαύρες, μερικοί από τους πάνω τοίχους
είχαν γκρεμιστεί, τα τζάμια των παραθύρων είχαν γίνει θρύψαλα
και τα πεζοδρόμια ήταν ακόμα στρωμένα με συντρίμμια.
Καθώς… κατηφόριζα για μισό μίλι περίπου προς τα ανατολικά
είδα ένα ατελείωτο τοπίο από πρόσφατα ερείπια να ξεδιπλώνεται
μπροστά μου». Αυτό το κατεστραμμένο αστικό τοπίο το είχαν
εγκαταλείψει 300.000 από τους κατοίκους του.432
Δεν πρόκειται για την περιγραφή μιας βομβαρδισμένης πόλης
του 1945. Αυτή ήταν η περιγραφή του Μάρσαλ Μπέρμαν όταν
επισκέφτηκε το Μπρονξ, όπου είχε μεγαλώσει, το 1980. Το
Μπρονξ είχε γίνει «σύμβολο όλων των καταστροφών που θα
μπορούσαν να συμβούν ποτέ σε μια πόλη». Η Οδός Ταχείας
Κυκλοφορίας θέρισε ολόκληρες γειτονιές, διασπείροντας βαθιά
ριζωμένες κοινότητες και υψώνοντας αδιαπέραστα φράγματα
ασφάλτου, με κυκλοφοριακή συμφόρηση, ανάμεσα σε διάφορα
μέρη του προαστίου. Όπως και σε πολλές πόλεις του κόσμου τις
δεκαετίες του 1960 και του 1970, οι φτωχότεροι κάτοικοι
μετεγκαταστάθηκαν σε τσιμεντένια πανύψηλα οικιστικά
συγκροτήματα. Αν και έμειναν αλώβητες από τον πόλεμο, οι
αμερικανικές πόλεις υιοθέτησαν τη μεταπολεμική τάση να
ισοπεδώνουν και να ανοικοδομούν εξίσου πρόθυμα με
οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Μεταξύ του 1950 και του 1970,
έξι εκατομμύρια οικιστικές μονάδες κατεδαφίστηκαν στις
Ηνωμένες Πολιτείες. Από αυτές, οι μισές βρίσκονταν σε κέντρα
πόλεων και επηρέασαν ενοικιαστές και μη λευκούς. Ο Μπέρμαν
μπορεί να έγραφε για τους κατοίκους του Μπρονξ αλλά θα
μπορούσε να αναφέρεται στην εργατική τάξη παντού στον
αστικό κόσμο, από το Παρίσι ως τη Γλασκόβη και από το
Ανατολικό Λονδίνο ως τη Βαρσοβία: «Ήταν προετοιμασμένοι
απέναντι στη βασανιστική φτώχεια, όχι όμως και στη θραύση και
την κατάρρευση του δύσκολου κόσμου τους».433
Η κατοίκηση σε πολυώοροφα κτίρια και οι δρόμοι πολλαπλών
λωρίδων ξήλωσαν την καλύτερη άμυνα κατά της φτώχειας στο
κέντρο της πόλης – την κοινότητα του δρόμου. Όπως και πολλές
άλλες ζώνες του αστικού κέντρου, αυτές οι τσιμεντόπλακες στο
Μπρονξ κατακλύστηκαν από τις εγκληματικές συμμορίες και το
εμπόριο ναρκωτικών. Ήδη λαβωμένο από τα οικιστικά
προγράμματα, τη φτώχεια και την ανεργία, το Μπρονξ επλήγη
από ένα κύμα εμπρησμών τη δεκαετία του 1970 καθώς οι
ιδιοκτήτες ακινήτων έκαιγαν τις χαμηλής αξίας περιουσίες τους
για να απαιτήσουν χρήματα από τις ασφαλιστικές εταιρείες. Ο
Μπέρμαν έβλεπε με συμπάθεια τους απλούς ανθρώπους με τους
οποίους είχε μεγαλώσει και παρέμεναν πιστοί στη γειτονιά τους.
«Αυτός ο δοκιμαζόμενος λαός ανήκει σε μία από τις μεγαλύτερες
σκιώδεις κοινότητες του κόσμου, θύμα ενός τεράστιου
εγκλήματος χωρίς όνομα. Ας του δώσουμε επιτέλους ένα όνομα:
αστυκτόνος, ο δολοφόνος της πόλης».
Γράφοντας το 1968, ένας απόστρατος συνταγματάρχης της
υπηρεσίας μυστικών πληροφοριών των ΗΠΑ, κάνοντας μια
σύγκριση ανάμεσα «στις τσιμεντένιες ζούγκλες των πολυώροφων
κτιρίων» στα γκέτο των αμερικανικών αστικών κέντρων –με τα
σοκάκια και τις στέγες– και στις ζούγκλες του Βιετνάμ,
αναρωτιόταν αν τα αμερικανικά στρατεύματα θα είχαν καλύτερη
τύχη στο αστικό περιβάλλον απ’ ό,τι στο τροπικό. Και έδωσε
αρνητική απάντηση. Αλλά η κατάρρευση του αστικού κέντρου
καθιστούσε όλο και πιο πιεστικές τις τακτικές αστικής
καταστολής από τον στρατό. Μεταξύ του 1964 και του 1968,
52.629 άνθρωποι συνελήφθησαν σε εκτεταμένες ταραχές που
ξέσπασαν σε 257 πόλεις των ΗΠΑ. Τον Μάιο του 1968, στον
απόηχο της δολοφονίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, το FBI
προειδοποίησε μυστικά πως οι Ηνωμένες Πολιτείες «πρέπει να
αναμένουν πλήρως ότι θα έρθουν αντιμέτωπες με ουσιαστικές
εξεγέρσεις στις αστικές περιοχές κατά τους επόμενους μήνες».434
Το χιπ χοπ –ένα από τα κυρίαρχα πολιτιστικά είδη στον
πλανήτη σήμερα– προέκυψε από τον αστικό εφιάλτη του
Μπρονξ τη δεκαετία του 1970. «Μη με ζορίζεις / Είμαι στα όριά
μου» λέει κοφτά το θυμωμένο στακάτο ραπ «The Message»·
«Πασχίζω / να μη χάσω το μυαλό μου / Είναι σαν ζούγκλα ώρες
ώρες, απορώ / πώς δεν έχω καταρρεύσει».
Το χιπ χοπ προέκυψε ως η φωνή της περιθωριοποιημένης
νεολαίας των μαύρων που ήταν παγιδευμένη στα ερειπωμένα
μεταβιομηχανικά κέντρα των πόλεων. Μια φωνή θετικότητας,
αυτό το μουσικό είδος, με την εφευρετική λυρική του
επιδεξιότητα, ήταν ως έναν βαθμό μια πληθωρική απάντηση
στην απελπισία του αστικού περιβάλλοντος αλλά και ένα
μήνυμα σε όσους είχαν απορρίψει τους νέους ως εγκληματίες και
τοξικομανείς. Τους πρόσφερε μια εναλλακτική της ζωής μέσα
στις συμμορίες και μια διέξοδο δημιουργικότητας στο, κατά τα
άλλα, ζοφερό κέντρο της πόλης.
Η χιπ χοπ και η ραπ, η άλλοτε εφήμερη μουσική στα πάρτι και
τα νυχτερινά κλαμπ της γειτονιάς, απέκτησαν εμπορικότητα από
το 1979 και εξής. Τις επόμενες δεκαετίες έγιναν μέρος του
πολιτιστικού μέινστριμ, μεταμορφώνοντας στο μεταξύ την ποπ
μουσική και αφήνοντας το αποτύπωμά τους στη μόδα, το
ντιζάιν και την τέχνη. Το The Message είναι ένα σημαντικό
τραγούδι στην ιστορία της χιπ χοπ μουσικής, σηματοδοτώντας
την πορεία της προς τη διαμαρτυρία και τον σχολιασμό της
κοινωνίας. Η ραγδαία παγκόσμια επιτυχία του είδους
αποκατέστησε την αξιοπρέπεια στο γκέτο αλλά και σφράγισε την
εικόνα των αστικών απαγορευμένων περιοχών στη δημόσια
συνείδηση.
Οι Οικίες Κουίνσμπριτζ στο Κουίνς –τα καινοτόμα και
περίφημα τσιμεντένια οικιστικά συγκροτήματα που αναλύσαμε
στο Κεφάλαιο 11– είχαν γίνει τη δεκαετία του 1980 μια αστική
κόλαση φτώχειας και υποβάθμισης και ήταν το κέντρο του
εμπορίου κρακ και ηρωίνης. Ως σκηνικό των συγκρούσεων
μεταξύ συμμοριών, είχε περισσότερους φόνους από οποιαδήποτε
άλλη συνοικία στην πόλη της Νέας Υόρκης. Ωστόσο, έγινε ένα
από τα εκκολαπτήρια της χιπ χοπ καινοτομίας υπό τη διεύθυνση
του Μάρλεϊ Μαρλ. Ραδιοφωνικός ντιτζέι, ο Μαρλ έφερε
επανάσταση στον ήχο του χιπ χοπ και βοήθησε στην ίδρυση της
«Juice Crew» το 1983, μιας κολεκτίβας καλλιτεχνών που
περιλάμβανε μερικά από τα αναδυόμενα ταλέντα της δεκαετίας
του 1980, όπως τους Ροξάν Σαντέ, Μπιζ Μάρκι και Μπιγκ
Ντάντι Κέιν. Η δημιουργική ενέργεια της ανήσυχης συνοικίας
ενέπνευσε έναν έφηβο που είχε παρατήσει το σχολείο, τον Νας
–«τον ποιητή σοφό των συνοικιών του Κουίνσμπριτζ»– ο οποίος
έγινε ένας από τους πιο επιτυχημένους καλλιτέχνες ραπ της
δεκαετίας του 1990. «Όταν μεγάλωνα στο Κουίνσμπριτζ»,
θυμόταν ο Νας το 1998, «ο Μάρλεϊ Μαρλ και το “Juice Crew”
έδινε στους νέγρους σαν εμένα την ελπίδα ότι υπήρχε μια άλλη
ζωή έξω από τo κουκούλι μας… Μας έκανε να πιστέψουμε ότι,
αν και προερχόμασταν από εκείνους τους άγριους δρόμους,
είχαμε ακόμα την ευκαιρία να αλλάξουμε τη ζωή μας».435
Ριζωμένη στους ήχους και στο αίσθημα του δρόμου, η μουσική
χιπ χοπ αντλεί πληροφορίες από την ιδιαιτερότητα του τόπου
της. Είναι επίσης ευέλικτη, υιοθετώντας λογοπαίγνια και αργκό,
άκρατη περηφάνεια, λυρικές πτήσεις φαντασίας, κωμωδία,
κοινωνικό ακτιβισμό και διαμαρτυρία στο πλαίσιο της
αυτοβιογραφίας. Αυτός ο στενός δεσμός με το τοπικό στοιχείο, σε
συνδυασμό με τις αμέτρητες μορφές του, ανέδειξε τη χιπ χοπ σε
ένα παγκόσμιο, οικουμενικό κίνημα, την άρθρωση της
απογοήτευσης που νιώθει κανείς στα ερειπωμένα κέντρα των
πόλεων παντού στον κόσμο. Το πρώτο άλμπουμ του Νας
Illmatic (1994), που κυκλοφόρησε όταν ήταν είκοσι ετών,
αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, με κάθε λεπτομέρεια, την εμπειρία
ενός εφήβου που μεγαλώνει σε ένα από τα πιο περιβόητα
οικιστικά συγκροτήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Όταν έγραψα
το Illmatic ήμουν ένα μικρό παιδί στο Κουίνσμπριτζ,
παγιδευμένο στο γκέτο», θυμόταν λίγα χρόνια αργότερα. «Η
ψυχή μου ήταν παγιδευμένη στις συνοικίες του
Κουίνσμπριτζ».436
Στον εσωτερικό του μονόλογο, ο Νας έγινε ο ποιητής-
χρονικογράφος ενός συγκεκριμένου τόπου. Οι στίχοι του
συνυφαίνονται με την προσωπική του αυτοβιογραφία και την
υλικότητα του Κουίνσμπριτζ, καθώς αναφέρεται σε ονόματα
οδών, σε συμμορίες και στους φίλους του· η αργκό που
χρησιμοποιεί είναι χαρακτηριστική σε αυτή τη μικρή γωνιά της
Νέας Υόρκης. «Θέλω να ξέρετε ποιος είμαι: τι γεύση, τι αίσθηση,
τι μυρωδιά έχουν οι δρόμοι», είπε ο Νας. «Πώς μιλούν, πώς
βαδίζουν, πώς σκέφτονται οι αστυνομικοί. Τι κάνουν τα
πρεζόνια – ήθελα να το μυρίσετε, να το νιώσετε. Ήταν
σημαντικό για μένα να πω την ιστορία με αυτόν τον τρόπο γιατί
πίστευα πως, αν δεν την έλεγα εγώ, δεν θα ακουγόταν ποτέ».437
Το Illmatic είναι μια δαιμονισμένα εύγλωττη καταγγελία του
ουτοπικού μοντερνιστικού στεγαστικού πειράματος που
επιβλήθηκε στους ανθρώπους παγκοσμίως. Όπως και άλλοι
δίσκοι χιπ χοπ, μαρτυρεί όχι μόνο την πτώση της πόλης στο
δεύτερο μισό του 20ού αιώνα αλλά και την καταστροφή του
ίδιου του αστικού ιδεώδους. Ο έφηβος Νας ονειρεύεται να
αποδράσει, αλλά δεν μπορεί.
Η Νέα Υόρκη –το υπέρτατο παράδειγμα της μητρόπολης του
20ού αιώνα– ήταν σε παρακμή. Η Παγκόσμια Έκθεση της Νέας
Υόρκης του 1964 (με τον ανούσιο τίτλο «Τα επιτεύγματα του
ανθρώπου σε έναν συρρικνούμενο πλανήτη και ένα
επεκτεινόμενο σύμπαν») ήταν μια αμήχανη και δαπανηρή
αποτυχία, ένα σύμβολο της ταλανισμένης πόλης. Τη δεκαετία
του 1970 έφτασε πολύ κοντά στη χρεοκοπία. Ο ιστός της ήταν σε
συνεχιζόμενη παρακμή και οι δρόμοι της στοιχειωμένοι από
λαθρεμπόρους, «βαποράκια» και αστέγους. Τη δεκαετία του 1990
μια σφυγμομέτρηση έδειξε ότι το 60% των Νεοϋρκέζων θα
ήθελαν να ζουν κάπου αλλού.
Η παλίρροια αποτραβήχτηκε βίαια μακριά από την πόλη στα
χρόνια που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφήνοντας
εκατομμύρια ανθρώπους έρημους και παγιδευμένους μέσα στο
ναυάγιο. Οι βιομηχανίες που είχαν υποστηρίξει την πόλη
αποχώρησαν. Το ίδιο έκαναν και εκατομμύρια άνθρωποι,
αποστερώντας τη ζωή από τις πρώην γειτονιές τους.
Εγκατέλειψαν την πόλη για έναν άλλο τόπο. Για ένα νέο είδος
μητρόπολης.

Την ονόμασαν «Πόλη του αύριο σήμερα», καθώς η Πόλη του


Λέικγουντ βλάστησε μέσα από 14.000 στρέμματα αγρούς
φασολιών «λίμα» στο νότιο τμήμα της Κομητείας του Λος
Άντζελες το 1950. Κάθε μέρα 4.000 εργάτες αποπεράτωναν
τουλάχιστον πενήντα οικίες σε μία τεράστια υπαίθρια σειρά. Με
άλλα λόγια, κάθε δέκα λεπτά περίπου ολοκληρωνόταν μία
κατοικία. Οι εργάτες ήταν μοιρασμένοι σε τριάντα διαφορετικά
συνεργεία, το καθένα υπεύθυνο για μία συγκεκριμένη εργασία. Σε
ένα κτίριο οι εργάτες έριχναν τσιμέντο, ενώ ταυτόχρονα σε ένα
άλλο οι ξυλουργοί έστηναν προκατασκευασμένους τοίχους και
δοκάρια. Δοκοί καρφώνονταν στη στέγη ενώ οι ελαιοχρωματιστές
ολοκλήρωναν το εσωτερικό.438
Το 1953 είχαν κατασκευαστεί 17.500 λιτά, σοβατισμένα
σπιτάκια, σε στιλ ράντσου, και 225 χιλιόμετρα δρόμων, και οι
κάτοικοι του Λέικγουντ, 70.000 συνολικά, κυρίως οικογένειες
νεαρής ηλικίας, εγκαταστάθηκαν στα σπίτια τους. Στην καρδιά
της πόλης βρισκόταν το Λέικγουντ Σέντερ, ένα γιγαντιαίο
εμπορικό κέντρο πλαισιωμένο από έναν χώρο στάθμευσης 10.000
θέσεων.
Όντως, επρόκειτο για την πόλη του αύριο. Τα νεαρά ζευγάρια
έσπευσαν να πιστέψουν σε έναν σύγχρονο τρόπο ζωής με
επίκεντρο την ιδιωτικότητα μιας ανεξάρτητης οικογενειακής
κατοικίας με κήπο, την αναψυχή και τον καταναλωτισμό. Με
κλίμα ηλιόλουστο, χαλαρές συνήθειες, εύκολη πρόσβαση σε
παραλίες, ύπαιθρο και βουνά, καλά σχολεία, νόστιμο φαγητό και
υψηλόμισθες εργασίες, τους πούλησαν την Εδέμ κι εκείνοι
έσπευσαν να την αγοράσουν.
Το δέλεαρ της Καλιφόρνια προσέλκυσε στο Λέικγουντ
οικογένειες από όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες – όπως και, σε
μικρότερους αριθμούς, από τόπους σαν τον Καναδά, τη Γερμανία
και τη Βρετανία. Σύμφωνα με ένα ντοκιμαντέρ της εποχής,
«Λάτρεψαν την τακτοποιημένη διάταξη των σπιτιών και των
δρόμων γύρω από τα υπερσύγχρονα εμπορικά κέντρα, με τις
τεράστιες εκτάσεις δωρεάν στάθμευσης. Ολόκληρος ο τρόπος
ζωής, εργασίας και αγορών της πόλης επεκτάθηκε στα σύγχρονα
προάστια. Για πολλούς, το Λέικγουντ ήταν ο παράδεισος».
Το πρότυπο του Λέικγουντ, της μαζικής παραγωγής κατοικιών
εξαρτημένων από ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο, αναπαράχθηκε
σε ολόκληρη την Κομητεία του Λος Άντζελες, στη χώρα, στον
κόσμο. Τις δύο δεκαετίες μετά την εγκαινίαση του Λέικγουντ το
1950, οι μεγαλύτερες πόλεις της Αμερικής απέκτησαν 10
εκατομμύρια νέους κατοίκους, ενώ τα προάστια κέρδισαν 85
εκατομμύρια κατοίκους. Η μεγάλη έξοδος από τις πόλεις
συνεχίστηκε: κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
μόλις το 13% των Αμερικανών είχαν προαστικοποιηθεί, αλλά τη
δεκαετία του 1990 πάνω από το μισό του συνολικού πληθυσμού
είχε μεταναστεύσει στα προάστια. Εξίσου σημαντικές ήταν και οι
γεωγραφικές πραγματικότητες αυτού του είδους κατοίκησης. Ενώ
ο αστικός και προαστιακός πληθυσμός της Αμερικής αυξήθηκε
κατά 75%, το αποτύπωμα δόμησης στις αστικές και προαστιακές
μητροπόλεις αυξήθηκε κατά 300%. Ο βασισμένος στο αυτοκίνητο
αστισμός δημιούργησε ένα νέο είδος πόλης, φέρνοντας, στο
μεταξύ, επανάσταση στον τρόπο ζωής. Ο αμερικανικός
πολιτισμός διαμορφωνόταν εκ νέου γύρω από την ιδιωτική
σφαίρα του ατομικού σπιτικού και όχι γύρω από τον δημόσιο βίο
της πόλης.439
Ωστόσο, τα πρωτοποριακά στοιχεία δεν αφορούσαν μόνο την
υλική χωροθέτηση, τον τρόπο ζωής και τις κοινωνικές προσδοκίες
του Λέικγουντ. Το 1953 η γειτονική πόλη του Λονγκ Μπιτς
αποφάσισε να προσαρτήσει το νέο συγκρότημα. Με τον φόβο ότι
το Λονγκ Μπιτς θα επιβάρυνε την ουτοπία τους με βιομηχανίες
και κατοικίες που δεν θα ήταν της αρεσκείας τους, οι κάτοικοι
του Λέικγουντ ενσωμάτωσαν το νεογέννητο συγκρότημά τους ως
δήμο.
Στο πλαίσιο της νέας αυτής ρύθμισης το Λέικγουντ ανέθεσε την
πρόβλεψη για τη συντήρηση του οδικού δικτύου, την παιδεία,
την υγεία και τις αστυνομικές υπηρεσίες στην Κομητεία του Λος
Άντζελες αλλά έλαβε ένα ποσοστό από φόρους πωλήσεων στα
εμπορικά κέντρα και διατήρησε τον έλεγχο στη ζώνη χρήσεων
γης. Με άλλα λόγια, το Λέικγουντ έγινε μία αυτοδιοικούμενη
πόλη, ικανή να αποκλείει ό,τι δεν ήταν της αρεσκείας του –όπως
η βιομηχανία και οι φθηνές κατοικίες– και έμμεσα τους
ανεπιθύμητους ανθρώπους που έρχονταν πακέτο με τα
παραπάνω. Διασφαλίζοντας τον έλεγχο επί των μελλοντικών
οικιστικών συγκροτημάτων, το Λέικγουντ μπορούσε να
αποκλείσει ενοικιαστές που ήταν πιθανότερο να εξαρτώνται από
την εκάστοτε ευημερία· και επιβάλλοντας το μέγεθος των
οικοπέδων και το σχέδιο των νέων κατοικιών, μπορούσε έμμεσα
να εξασφαλίσει ότι οι τιμές των οικιών θα παρέμεναν αρκετά
υψηλές για να διατηρήσουν την αποκλειστικότητά τους.
Αυτός ο έλεγχος επί του υλικού περιβάλλοντος, μαζί με τις
ευκαιρίες του αντίστοιχου τρόπου ζωής, έγινε ένας από τους
κορυφαίους πόλους έλξης του Λέικσαϊντ. Μια πόλη μέσα στην
πόλη, ήταν ένας άλλος κόσμος γεμάτος με ανθρώπους όμοιας
νοοτροπίας: λευκοί, μικρομεσαίοι και καλοπληρωμένοι εργάτες
και σπιτονοικοκύρηδες. Αφού μελετήθηκε επισταμένα σε
ολόκληρες τις ΗΠΑ, το Πρόγραμμα Λέικγουντ έγινε πρότυπο για
εκατοντάδες άλλες κοινότητες. Στη Λεκάνη του Λος Άντζελες,
ξεφύτρωσαν δεκάδες αυτόνομοι ενσωματωμένοι δήμοι με
αυστηρά προστατευμένα και δηλωμένα όρια, καλύπτοντας
εκατοντάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα πρώην υπαίθρου με
αμέτρητα εκτάρια οικιστικής ζώνης και εμπορικών κέντρων.440
Το Λέικγουντ, καθώς και οι πόλεις που διαμορφώθηκαν κατά
το πρότυπό του, φιλοδοξούσε να διατηρήσει τα πράγματα όπως
ακριβώς είχαν. Οι πρωτοπόροι που εγκαταστάθηκαν σε αυτή την
παρθένα γη δραπέτευαν προς έναν κόσμο με νέα ξεκινήματα και
αξιοζήλευτο τρόπο ζωής. Αλλά επίσης δραπέτευαν από κάτι άλλο
– τη φθαρμένη, παλιά πόλη με τις ρυπογόνες βιομηχανίες, τη
βρομιά, το έγκλημα, την ανηθικότητα, το υπερπλήρες και
πολύγλωσσο μείγμα εθνοτήτων. Οικογένειες εργατικές και
μεσοαστικές ευρωπαϊκής καταγωγής που κατέφθασαν από
συμφορημένες περιοχές στη Νέα Υόρκη, το Σικάγο, το Χιούστον,
το Σεντ Λούις και πάει λέγοντας, αναζητώντας έναν ειδυλλιακό
τρόπο ζωής στην ηλιόλουστη, φοινικόφυτη Καλιφόρνια, δεν
ήθελαν το κέντρο της πόλης, βυθισμένο στο κακό, να τους
οδηγήσει σε μια νέα Σάνγκρι-Λα· μαντάλωσαν την πόρτα πίσω
τους και την τριπλοκλείδωσαν.
Σήμερα, εβδομήντα χρόνια μετά την ίδρυσή του, το Λέικγουντ
αντικατέστησε το φουτουριστικό του σύνθημα της δεκαετίας του
1950 με ένα νέο. Καθώς έμπαινα στην πόλη, οδηγώντας στη
Λεωφόρο Ντελ Άμο ένα πρωινό του Αυγούστου, με καλωσόρισε
μια πινακίδα σε μια ανισόπεδη διάβαση πεζών με την επιγραφή:
«Λέικγουντ. Οι καιροί αλλάζουν. Οι αξίες όμως όχι». Το σλόγκαν
πραγματώθηκε καθώς οδηγούσα στους συνοικιακούς δρόμους του
21ου αιώνα στο Λέικγουντ. Είναι όμορφα εκεί: ήσυχες,
δενδρόφυτες λεωφόροι αποκαλύπτουν τακτοποιημένα σπίτια, το
ένα μετά το άλλο, τα περισσότερα με φράχτες, πεντακάθαρα
γκαζόν και καλοφροντισμένα, άφθονα φυτά. Πολλά σπίτια
κοσμούνται με την αμερικανική σημαία· αυτοκίνητα τύπου SUV
και μεγάλα φορτηγάκια είναι πανταχού παρόντα. Δεκαετίες μετά
τα αρχικά ουτοπικά όνειρα, αυτό φαίνεται ως το κατεξοχήν
αμερικανικό προάστιο της εργατικής και μεσοαστικής τάξης,
απόλυτα συνεπές στο πνεύμα της ίδρυσής του.

Σήμερα κάνουμε λόγο για τον τρόπο ζωής σε έναν κόσμο αστικό.
Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι, για τους περισσότερους από
εμάς, πρόκειται για έναν κόσμο προ-αστιακό, έναν κόσμο που
αποτελεί προϊόν εξάπλωσης.
Από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου η πόλη, στη μορφή
που ήταν γνωστή επί χιλιετίες, υπέστη ταχύτατη και ραγδαία
αλλαγή. Προς τα τέλη του 20ού αιώνα υπήρχε η πρόβλεψη ότι η
παραδοσιακή πόλη θα κατέληγε σε μεγαλουπόλεις επεκτεινόμενες
στο διηνεκές. Το τεράστιο αστικό συνονθύλευμα της ευρύτερης
περιοχής του Λος Άντζελες, που σήμερα εξαπλώνεται σε πάνω
από 88.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα στη νότια Καλιφόρνια, είναι
κατά πολλούς τρόπους η μητρόπολη, η μητέρα πόλη δηλαδή, της
αύξησης των τάσεων φυγής.
Η άνωθεν εικόνα της Λεκάνης του Λος Άντζελες είναι από τις
πιο επιβλητικές εικόνες στη γη, μια τεράστια συγκέντρωση
ανθρώπων, δραστηριοτήτων και ενέργειας. Μεγαλύτερη από τη
Δημοκρατία της Ιρλανδίας και με πληθυσμό 19 εκατομμυρίων
ανθρώπων, δεν είναι πόλη αλλά ένα μητροπολιτικό σύμπαν:
ένας αστερισμός από πόλεις, υπερμεγέθεις οικιστικές περιοχές,
βιομηχανικές ζώνες, εμπορικά κέντρα, συγκροτήματα γραφείων,
κέντρα διανομής, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους, χιλιόμετρο
το χιλιόμετρο, με αυτοκινητόδρομους που μοιάζουν δίχως τέλος
ή όρια. Για πολλούς επισκέπτες στα μεταπολεμικά χρόνια αυτή η
υπερμεγέθης ζώνη της μεγαλούπολης ήταν ένα τερατώδες,
αποκρουστικό πράγμα, ακατανόητο για όσους ήταν συνηθισμένοι
στην παραδοσιακή, συμπαγή πόλη με ένα σαφώς προσδιορισμένο
κέντρο.
Αλλά τον 21ο αιώνα οι πόλεις αυτού του τύπου, όπως και οι
αστικές ζώνες παρόμοιας κλίμακας, είναι κοινός τόπος σε όλες
τις κατοικημένες ηπείρους. Οι κινητήριες δυνάμεις της
παγκόσμιας οικονομίας δεν είναι πλέον οι πόλεις αλλά 29 μεγα-
αστικές ζώνες που περιλαμβάνουν διάφορες μητροπολιτικές
περιοχές· όλα μαζί αυτά τα αστικά συγκροτήματα παράγουν
περισσότερο από τον μισό πλούτο του κόσμου. Υπάρχει ο
διάδρομος Βοστόνη - Νέα Υόρκη - Ουάσιγκτον (BosWash), με
47,6 εκατομμύρια κατοίκους και απόδοση 3,6 τρισεκατομμυρίων
δολαρίων· το Ευρύτερο Τόκιο με 40 εκατομμύρια και 1,8
τρισεκατομμύρια δολάρια· το Χονγκ-Σεν (Χονγκ Κονγκ και
Σεντζέν) με 19,5 εκατομμύρια και 1 τρισεκατομμύριο δολάρια. Το
Χονγκ-Σεν ανήκει, με τη σειρά του, στο Δέλτα του Ποταμού των
Μαργαριταριών, ένα πυκνό δίκτυο πάνω από 100 εκατομμυρίων
ανθρώπων. Η Κίνα σχεδιάζει να κατασκευάσει σιδηροδρομικά
δίκτυα για υπερταχείες που θα συνδέουν ακόμα περισσότερα
συμπλέγματα πόλεων με αχανείς, υπερ-αστικές ζώνες. Το 2014 η
κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε τη δημιουργία του Τζινγκ-Τζιν-
Τζι, μίας ζώνης μεγαλουπόλεων έκτασης 342.000 τετραγωνικών
χιλιομέτρων που θα περιλαμβάνει το Πεκίνο, το Χεμπέι και το
Τιαντζίν, συνολικού πληθυσμού 112 εκατομμυρίων ανθρώπων.
Καλώς ήλθατε στην ατελείωτη πόλη.
Η Νότια Καλιφόρνια βίωσε πρώτη αυτό το φαινόμενο της
αποκεντρωμένης μητρόπολης. Και αν αυτή η ιστορική
επανάσταση έχει μια πνευματική πατρίδα στον ταραγμένο
ωκεανό της στέγασης στο Λος Άντζελες, αυτή είναι η πόλη του
Λέικγουντ, που βρίσκεται περίπου 32 χιλιόμετρα νότια του
κέντρου του Λος Άντζελες. Η Ντόροθι Πάρκερ φέρεται να έχει
πει, αστειευόμενη, ότι το Λος Άντζελες ήταν «72 προάστια που
αναζητούν μια πόλη». Είναι ένας ορισμός του Λος Άντζελες που
επαναλαμβάνεται σε διάφορες μορφές από τους πολλούς
συκοφάντες του. Αλλά αυτό θα ίσχυε μόνο αν το Λος Άντζελες
ήταν μια παραδοσιακή πόλη, με έναν εργασιακό/βιομηχανικό
πυρήνα και δακτυλίους οικιστικών προαστίων που θα
ακτινώνονταν προς τα έξω καθώς η πόλη θα επεκτεινόταν. Πολύ
πριν χτιστεί το Λέικγουντ, το Λος Άντζελες είχε σκόπιμα
αναπτυχθεί ως ένα είδος πόλης για τον 21ο αιώνα: μια πόλη
αποκεντρωμένη.
Με πληθυσμό κάτω από 10.000 ανθρώπους τη δεκαετία του
1870, το Λος Άντζελες εξελίχθηκε σε παγκόσμια μητρόπολη σε
μια εποχή κατά την οποία οι τεχνολογίες έδιναν νέα μορφή στον
αστικό κόσμο – ειδικά οι τεχνολογίες της κινητικότητας. Τη
δεκαετία του 1920 η ευρύτερη περιοχή του Λος Άντζελες είχε το
πιο ανεπτυγμένο ενδοαστικό σιδηροδρομικό σύστημα στον κόσμο,
1.770 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών που συνέδεαν
εκατοντάδες πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά συνθέτοντας ένα
αστικό δίκτυο. Επίσης, άπλωσε τα πλοκάμια του σε μη
ανεπτυγμένες περιοχές, σε έναν εκτεταμένο ιστό αράχνης που
ήταν ο σκελετός μιας μελλοντικής πόλης η οποία ακόμα δεν είχε
αποκτήσει σάρκα και οστά. Εκείνη την εποχή, ένας κάτοικος του
Λος Άντζελες ήταν τέσσερις φορές πιο πιθανό να έχει ιδιόκτητο
αυτοκίνητο απ’ ό,τι ένας άλλος Αμερικανός. Ήταν μια πόλη
βασισμένη στην κινητικότητα, όχι στη συγκέντρωση όπως μια
παραδοσιακή πόλη. Και οι βιομηχανίες που υποστήριζαν τη
μητρόπολη –πετρέλαιο, καουτσούκ, αυτοκινητοβιομηχανία,
διασκέδαση και αεροναυπηγική– χρειάζονταν αρκετή ευρυχωρία.
Από τη φύση τους αυτές οι γιγάντιες εγκαταστάσεις,
πεινασμένες για επιπλέον χώρο, ήταν διεσπαρμένες. Οι
πολυάριθμες πόλεις του Λος Άντζελες είχαν την όψη και την
αίσθηση του προαστίου, αυτό είναι βέβαιο. Αλλά δεν
αναζητούσαν μια κεντρική πόλη. Οι εργασίες δεν ήταν
συγκεντρωμένες σε μία περιοχή αλλά διασκορπισμένες εκτός
κέντρου. Το Ευρύτερο Λος Άντζελες δεν ήταν μια συλλογή
προαστίων που τρέφονταν από έναν πυρηνικό κόμβο αλλά ένα
ψηφιδωτό αλληλοσυνδεόμενων πόλεων που άρχιζαν να
συγχωνεύονται. Η πόλη Σάουθ Γκέιτ, έντεκα χιλιόμετρα νότια
του κέντρου του Λος Άντζελες, αναπτύχθηκε ως προάστιο
εργατών, με ένα εργοστάσιο αυτοκινητοβιομηχανίας της General
Motors και συγκροτήματα κατοικιών. Το Σάουθ Γκέιτ είχε την
αίσθηση της υπαίθρου, με ταπεινά σπιτάκια και κήπους,
κοτέτσια και παρτέρια με λαχανικά. Αξιοποιώντας τις
επεκτεινόμενες διαμετακομιστικές γραμμές και το μητροπολιτικό
οδικό δίκτυο, οι κάτοικοι, μέλη της εργατικής τάξης, μπόρεσαν
να μετακινούνται προς τους τόπους απασχόλησης στον
κατασκευαστικό τομέα σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή.441
Το Λος Άντζελες δεν γνώρισε εκρηκτική ανάπτυξη ως
αποτέλεσμα αλόγιστης επέκτασης ή συσσώρευσης των προαστίων
σαν τα ζόμπι. Η επέκτασή του υπαγορεύτηκε από τις
βιομηχανίες που η ίδια η πόλη υποστήριζε – αλλά και από μια
ουτοπική σύλληψη σχετικά με το πώς πρέπει να είναι μια
σύγχρονη πόλη.
Σύμφωνα με τον Ντάνα Μπάρτλετ, έναν ιερέα
αυτοδιαχειριζόμενης εκκλησίας442 που ήρθε στο Λος Άντζελες το
1896, «Το κλίμα έχει χρηματική αξία». Είχε όντως μια αξία γιατί
προσέλκυε εύπορους τουρίστες στην «εθνική παιδική χαρά».
«Αλλά τη μεγαλύτερη χρηματική αξία το κλίμα την έχει για τον
άνθρωπο που εργάζεται», έγραφε ο Μπάρτλετ στο βιβλίο του The
Better City (Καλύτερη πόλη). Η ζωή στο κλίμα της νότιας
Καλιφόρνια ήταν κάτι ευεργετικό για τους εργαζόμενους: θα
τους γέμιζε με πλούτη, θα τους γλίτωνε από υπέρογκους
λογαριασμούς για καύσιμα τον χειμώνα και θα τους επέτρεπε να
χτίσουν τα δικά τους οικονομικά σπίτια, να καλλιεργούν
λαχανικά και λουλούδια και να μεγαλώνουν κότες. «Εδώ ακόμα
και ο άπορος ζει σαν βασιλιάς».
Γράφοντας το 1907, όταν το Λος Άντζελες ήταν ακόμα πολύ
μικρό, ο Μπάρτλετ φαντάστηκε ένα μέλλον όπου οι οικογένειες
της εργατικής τάξης περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους είτε στα
βουνά είτε στην παραλία. Θα είχαν το δικό τους σπίτι, πλήρες
και ολοκληρωμένο με κήπο, και θα εργάζονταν σε εργοστάσια
διάσπαρτα στη γύρω περιοχή. Ο Μπάρτλετ αποκάλεσε αυτή τη
ζωή «ευγενέστερη», όπου η ομορφιά και η υγεία συνυπήρχαν σε
μία πόλη χωρίς καταπιεστικό συνωστισμό. Ο Μπάρτλετ
διατύπωσε μια ιδέα ευρέως διαδεδομένη σχετικά με τον τρόπο με
τον οποίο θα έπρεπε να αναπτυχθεί το Λος Άντζελες. Αξιοποίησε
το αστικό μέλλον που οραματίστηκε ο Άγγλος Εμπενέζερ
Χάουαρντ, του οποίου το βιβλίο Garden Cities of Tomorrow (Οι
κηπουπόλεις του αύριο), του 1902, είναι ένα από τα πιο
καταλυτικά πονήματα περί πολεοδομικού σχεδιασμού.
Κηπουπόλεις μετρίων διαστάσεων, σε αυτή την πρόταση, θα
χτίζονταν στην ύπαιθρο, πλαισιωμένες από αγρούς και δάση, ως
αντίδοτο στο δηλητήριο της σύγχρονης βιομηχανικής πόλης. Οι
διασκορπισμένες, ημιαγροτικές μητροπόλεις που προφήτευαν για
τον 20ό αιώνα ήταν άμεση απάντηση στις άθλιες, θανατηφόρες
Βαβυλώνες του 19ου αιώνα – το Σικάγο, το Μάντσεστερ, τη Νέα
Υόρκη κι ένα σωρό άλλες πόλεις.
Υπό τη διεύθυνση του αρχιμηχανικού Γουίλιαμ Μαλχόλαντ, το
Λος Άντζελες κατασκεύασε το μεγαλύτερο σε μήκος υδραγωγείο
στον κόσμο, για τη μεταφορά νερού σε απόσταση 375
χιλιομέτρων από το Όουενς Βάλεϊ προς την πόλη. Η αφθονία
νερού δημιούργησε χώρο για αγροτικές εκτάσεις· παρήγε ενέργεια·
και το πιο σημαντικό, τροφοδοτούσε την πόλη με περισσότερο
νερό απ’ ό,τι αυτή χρειαζόταν. Χάρη στην παροχή φθηνού νερού
το Λος Άντζελες μπόρεσε να επεκταθεί προσαρτώντας γειτονικές
κοινότητες. Το Λος Άντζελες απέκτησε λιμάνι το 1909,
επωφελούμενο από το Γουίλμινγκτον και το Σαν Πέντρο και
δημιουργώντας έναν χερσαίο διάδρομο από την πόλη προς τη
θάλασσα. Προσάρτησε το Χόλιγουντ το 1910, το Σαν Φερνάντο
Βάλεϊ το 1915, το Σοτέλ, το Χάιντ Παρκ, το Ιγκλ Ροκ, το Βένις,
το Γουάτς και την Ταχάνγκα τη δεκαετία του 1920 και του
1930. Τη δεκαετία του 1890 η πόλη του Λος Άντζελες
καταλάμβανε 72,5 στρέμματα και είχε πληθυσμό μικρότερο από
100.000· το 1932 είχε φτάσει τα 1.215 στρέμματα (μια αύξηση
κατά 1.575%, με εμβαδό πλέον όμοιο με της Νέας Υόρκης) και
είχε 1,3 εκατομμύρια κατοίκους (σε σύγκριση με τα 7
εκατομμύρια Νεοϋορκέζους που καταλάμβαναν την ίδια χερσαία
επιφάνεια). Η έκταση και η χαμηλής πυκνότητας κατοίκηση
εξηγούνται από το γεγονός ότι τα δύο τρίτα των κατοίκων του
Λος Άντζελες ζούσαν σε μονοκατοικίες, μια τεράστια αναλογία
για πόλη τέτοιου μεγέθους – στη Νέα Υόρκη ήταν 20% και στη
Φιλαδέλφεια 15%. Στο μεταξύ, η επιφάνεια της Κομητείας του
Λος Άντζελες που καλυπτόταν από το γκαζόν των προαστιακών
μονοκατοικιών αυξήθηκε στα 246 τετραγωνικά χιλιόμετρα,
τετραπλάσια σε μέγεθος από εκείνη του Μανχάταν. Και σε αυτή
την επιφάνεια δεν υπολογίζουμε τις εκτεταμένες λέσχες
υπαίθρου, τις λέσχες γκολφ και τις θέσεις στάθμευσης
αυτοκινήτων. Ο ιδανικός τρόπος ζωής απαιτεί ένα σωρό χώρο.
Συνεπώς, η προαστικοποίηση ήταν θέμα εξάπλωσης· και η
εξάπλωση προκαλούσε προαστικοποίηση όσο οι άνθρωποι
αναζητούσαν να προσεγγίσουν όλο και περισσότερο τις
επιθυμητές αγροτικές παρυφές.443
Στις αρχές του 20ού αιώνα, το Λος Άντζελες καλλιέργησε την
εικόνα της πόλης του μέλλοντος, όπου η φύση και η ανθρώπινη
δραστηριότητα συνυπήρχαν, όπου τα προβλήματα που
ταλάνιζαν την υπερπλήρη βιομηχανική πόλη είχαν επιλυθεί.
Βασισμένο στα μέσα μαζικής μεταφοράς, τα αυτοκίνητα, τις
λεωφόρους, τη διασπορά της βιομηχανίας και τις οικογενειακές
μονοκατοικίες, το Ευρύτερο Λος Άντζελες έμοιαζε να είναι ο
προάγγελος του μέλλοντος όλων των μητροπόλεων. Αυτό έβαινε
ενάντια στις απόψεις της εποχής περί του φουτουριστικού
αστισμού. Μα δεν υποτίθεται πως η πόλη του αύριο θα ήταν
κάθετη, μια απαστράπτουσα παράταξη από ουρανοξύστες;
Προφανώς και όχι. Οι πόλεις, αντίθετα, έδειχναν να
αναπτύσσονται κατά τον οριζόντιο άξονα.
«Μια πόλη με προσωπικότητα όχι σπουδαιότερη από εκείνη
ενός χάρτινου ποτηριού», χλεύαζε ο Ρέιμοντ Τσάντλερ
αναφερόμενος στο Λος Άντζελες. Το κέντρο της πόλης και η
ευρύτερη κεντρική περιοχή σταδιακά παραμελούνταν όλο και
περισσότερο καθώς οι άνθρωποι αναζητούσαν θέσεις εργασίας και
κατοικίες στην ευρύτερη περιφέρεια. Ό,τι για κάποιους ήταν μια
απαράδεκτη επέκταση χωρίς χαρακτήρα, για άλλους ήταν μια
ευπρόσδεκτη απόδραση από τους περιορισμούς των πόλεων που
είχαν πέσει σε παρακμή. Καθώς αναπτυσσόταν, μεγάλο μέρος της
Κομητείας του Λος Άντζελες έμοιαζε να δικαιώνει τον μύθο που
προωθούσε τη βουκολική πόλη. Το δέλεαρ της ιδιόκτητης
μονοκατοικίας σε ένα ευχάριστο περιβάλλον προσέλκυσε πάνω
από 2 εκατομμύρια ανθρώπους στην Κομητεία του Λος Άντζελες
πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να εργαστούν στις
ακμάζουσες βιομηχανίες της πόλης: αεροναυπηγική, κατεργασία
καουτσούκ, αυτοκινητοβιομηχανία και πετρελαιοβιομηχανία.
Το τεράστιο Σαν Φερνάντο Βάλεϊ, μέρος της πόλης από το 1913,
μεταμορφώθηκε από άνυδρη περιοχή σε καταπράσινο παράδεισο
ως αποτέλεσμα του υδραγωγείου του Μαλχόλαντ, ένα ψηφιδωτό
από προαστιακές πόλεις, αρδευόμενους αγρούς, ράντσα,
αγροκτήματα, ελαιώνες και γήπεδα γκολφ συνδεόμενα με την
υπόλοιπη πόλη μέσω σιδηροδρομικών γραμμών. Η εξοχική
ομορφιά της κοιλάδας, οι λόφοι και οι βραχώδεις σχηματισμοί
της παρείχαν το κατάλληλο σκηνικό για πολλά από τα
πολυάριθμα γουέστερν που κόσμησαν τις κινηματογραφικές
οθόνες τις δεκαετίες του 1920 και του 1930· τα ράντσα της
έγιναν ανάρπαστα από αστέρες του Χόλιγουντ. Η ιστορικός
Κάθριν Μαλχόλαντ ανακαλούσε την παιδική της ηλικία: «Όταν
σκέφτομαι τα χρόνια που μεγάλωνα στο Βάλεϊ τη δεκαετία του
1930, το μόνο που θυμάμαι είναι μοναξιά: ο μοναδικός ήχος
των τρένων που σφύριζαν μες στη σιωπή της υπαίθρου, η
κραυγή ενός κογιότ, ο μοναχικός λαγός που πεταγόταν στον
δρόμο μου κι έτρεχε μπροστά καθώς πήγαινα στο σχολείο με το
ποδήλατο ακολουθώντας κακοτράχαλους χωματόδρομους.444

Η εξοχική ομορφιά δεν θα μπορούσε να έχει διάρκεια. Ένα


παλιρροϊκό κύμα προαστιακής ανάπτυξης συνεπήρε το Σαν
Φερνάντο Βάλεϊ από τη δεκαετία του 1940 με δεκάδες χιλιάδες
κατοικίες τύπου ράντσου που αφάνισαν τα αληθινά ράντσα,
τους χωματόδρομους και τους λαγούς. Έγινε το «Προάστιο της
Αμερικής», ένας πολυπόθητος φαντασιακός κόσμος με
πολυτελείς πισίνες, εσπεριδοειδή, μικρά εμπορικά κέντρα,
κινηματογράφους ντράιβ ιν, περίφημος παγκοσμίως ως η
απόλυτη υλοποίηση του καλιφορνέζικου ονείρου και επίκεντρο
της νεανικής κουλτούρας που βασίζεται στο αυτοκίνητο. Η
περιοχή με τα μεγα-προάστια δημιούργησε το στερεότυπο της
υλίστριας και κουτής «Κοπέλας του Βάλεϊ» που η ανοδική
διακύμανση της φωνής της στο τέλος της πρότασης έχει
ουσιαστικά κατακτήσει όλο τον κόσμο.
Το Σαν Φερνάντο Βάλεϊ ήταν η ταχύτερα αναπτυσσόμενη
περιοχή στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τον πληθυσμό του να
διπλασιάζεται τη δεκαετία του 1940, να διπλασιάζεται εκ νέου τη
δεκαετία του 1950 και να υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο τη
δεκαετία του 1960 καθώς οι μονότονες προαστιακές
μονοκατοικίες εξαπλώνονταν σε όλο το μήκος της κοιλάδας.
Οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί ποτέ δεν αρέσκονταν στις πόλεις
όπως, αντίθετα, ο κόσμος στην Ασία ή στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Η τάση ήταν η προσπάθεια απόδρασης από την πόλη το
συντομότερο δυνατόν, ωθώντας ενστικτωδώς στην αγροτική
περιφέρεια. Η ικανότητα να κάνει κάποιος κάτι τέτοιο
εξαρτιόταν από τον πλούτο του. Μόνο όσοι είχαν οικονομική
δυνατότητα να μετακινηθούν μπορούσαν να δραπετεύσουν από
τον συνωστισμό, τις ασθένειες, τη ρύπανση και το έγκλημα του
κέντρου της πόλης. Οι σιδηρόδρομοι και τα τραμ δημιούργησαν
γραφικά και ακριβά προάστια στις παρυφές των πόλεων για τους
πλούσιους τον 19ο αιώνα.
Ξεκινώντας από τη Βρετανία, η ζωή στα προάστια
επιταχύνθηκε τον 19ο αιώνα και ακόμα περισσότερο τον 20ό
αιώνα, αλλάζοντας παράλληλα την ίδια τη φύση της πόλης. Η
τάση για «Οικίες αντάξιες ηρώων» και η εκκαθάριση των
παραγκουπόλεων στη Βρετανία μετά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο
οδήγησαν στη δημιουργία εκτεταμένων προαστιακών εργατικών
κατοικιών στις παρυφές των μεγάλων πόλεων. Το Μάντσεστερ
κατασκεύασε μια δορυφορική «κηπούπολη», το Γουάιθενσο, με
στόχο τις 25.000 κατοικίες για 100.000 ανθρώπους. Το
Συμβούλιο Κομητείας του Λονδίνου ανέπτυξε οκτώ
«συγκροτήματα αγροικιών» τη δεκαετία του 1920, περιοχές όπου
μπορούσε να μετεγκατασταθεί μεγάλος αριθμός όσων
κατοικούσαν σε «παραγκουπόλεις» των αστικών κέντρων. Το
Συγκρότημα Μπίκοντρι στο Ντάγκεναμ έγινε το μεγαλύτερο
οικιστικό συγκρότημα στον κόσμο, με 25.769 κυρίως
ημιααυτόνομων μονοκατοικιών και έναν πληθυσμό 116.000. Στο
δυτικό Λονδίνο, η Εταιρεία του Μητροπολιτικού Σιδηροδρόμου
δημιούργησε μια σειρά ειδυλλιακών συγκροτημάτων εργαζομένων
της μεσαίας τάξης κατά μήκος των γραμμών της. Εμπνεόμενη
από τις ημιανεξάρτητες μονοκατοικίες μεσοτοιχίας της εποχής
των Τυδώρ, αυτή η επεκτατική προαστιακή περιοχή που
απλωνόταν ακτινωτά γύρω από το Λονδίνο έγινε γνωστή ως
«Μέτρολαντ». Η ολοένα επεκτεινόμενη Μέτρολαντ του
μεσοπολέμου ήταν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της
ασταμάτητης πόλης που εισχωρεί ακόμα περισσότερο στην
ύπαιθρο σε αναζήτηση του βουκολικού ονείρου,
καταβροχθίζοντας με απληστία αγρούς και χωριά στο πέρασμά
της. Αν και ο πληθυσμός του Λονδίνου μεταξύ του 1921 και του
1931 αυξήθηκε κατά 10%, το αποτύπωμά του αυξήθηκε κατά
200%. Το Σαν Φερνάντο Βάλεϊ του Λος Άντζελες επέδειξε την
ίδια διαδικασία εν τη εξελίξει του – αλλά αυτή τη φορά στον
υπέρτατο βαθμό καθώς το αχόρταγο προαστιακό τέρας
κατανάλωνε όλα τα πράγματα που αγαπούσε περισσότερο.
Το όνειρο της ζωής στα προάστια –δηλαδή της οικογενειακής
μονοκατοικίας μέσα σε ημιαγροτικό περιβάλλον– ήταν κοινό
στον αγγλοαμερικανικό κόσμο. Η βαθιά ριζωμένη επιθυμία της
απόδρασης από τον παραφουσκωμένο γίγαντα της σύγχρονης
μητρόπολης υπήρχε σε ολόκληρο τον βιομηχανικό κόσμο. Αλλά η
μορφή που πήρε μεταπολεμικά η ζωή στα προάστια
υπαγορεύτηκε από ισχυρές, και συχνά αόρατες, δυνάμεις.
Η νότια Καλιφόρνια ασχολείται με την κατασκευή ονείρων,
θέτοντας σε περιστροφική κίνηση τους ίδιους τους μύθους της.
Είναι η παγκόσμια πρωτεύουσα των προνομίων της χαλαρής
ζωής, των εναλλακτικών τρόπων ζωής και της ξέγνοιαστης
κουλτούρας της παραλίας. Αλλά το σύγχρονο Λος Άντζελες είναι
η δημιουργία πολέμων. Μεγάλη μερίδα των ανθρώπων που
ζούσαν στο Λέικγουντ εργάζονταν στις εγκαταστάσεις της
Εταιρείας Αεροναυπηγικής Ντάγκλας, εντός και πέριξ του Λονγκ
Μπιτς. Συναρμολογούσαν στρατιωτικά αεροσκάφη, μεταξύ αυτών
και το «Skyknight» (Ιππότης του Ουρανού), ένα από τα οποία
εκτίθεται, στηριζόμενο σε μια ακίδα από σκυρόδεμα, σε δημόσιο
πάρκο στην καρδιά της κοινότητας. Ομοίως, υπήρχε μία
συγκέντρωση αμυντικών βιομηχανιών στο Σαν Φερνάντο Βάλεϊ.
Η Εταιρεία Αεροναυπηγικής Λόκχιντ έγινε ο μεγαλύτερος
εργοδότης στην κοιλάδα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου, παράγοντας χιλιάδες αεροσκάφη τύπου «Flying
Fortresses» (Ιπτάμενα Οχυρά) καθώς και μαχητικά αεροσκάφη.
Μετά τον πόλεμο πέρασε στην προηγμένη αεροναυπηγική,
παράγοντας, μεταξύ άλλων, το κατασκοπευτικό αεροσκάφος
«U2».
Η ουτοπία των προαστίων που αποκαλύφθηκε στο Λέικγουντ
μπορεί να μην το έδειχνε αλλά ήταν προϊόν του Ψυχρού
Πολέμου, ένας κοιτώνας για χιλιάδες κορμιά που ήταν
απαραίτητα για να κατασκευάσουν τα τέχνεργα των σύγχρονων
πολεμικών συγκρούσεων. Οι πρώτοι οικιστές του προαστίου του
Λέικγουντ όχι μόνο είχαν αξιοζήλευτες κατοικίες αλλά
απολάμβαναν και πακέτα αμοιβών μακράν υψηλότερα του
εγχώριου μέσου όρου.445
Επωφελήθηκαν από τον Ψυχρό Πόλεμο αλλά, επίσης,
τοποθετήθηκαν και στην πρώτη του γραμμή. Ως υψηλής
ποιότητας στρατιωτικό κατασκευαστικό και ερευνητικό κέντρο,
το Λος Άντζελες αποτελούσε κύριο στόχο των σοβιετικών
πυρηνικών πυραύλων. Οι προαστιακές πόλεις του Σαν Φερνάντο
Βάλεϊ μπορεί να ήταν αντιπροσωπευτικές των προσδοκιών και
της κοινωνικής αλλαγής της δεκαετίας του 1950, αλλά ακόμα
και όταν τα παιδιά έκαναν βόλτες με τα ποδήλατά τους στα
προάστια και οι έφηβοι πήγαιναν στους κινηματογράφους ντράιβ
ιν, την ηρεμία συχνά διατάρασσαν ήχοι από την υπέρβαση του
φράγματος του ήχου καθώς το Λόκχιντ έκανε δοκιμαστικές
πτήσεις των υπερσύγχρονων αεροσκαφών ακριβώς από πάνω
τους. Αυτή η κατάφυτη Εδέμ της δεκαετίας του 1950
προστατευόταν από μια υπερπληθώρα πυραύλων εδάφους-αέρος
τύπου «Nike» εξοπλισμένων με πυρηνικές κεφαλές. Το Ευρύτερο
Λος Άντζελες πλαισιωνόταν από τις πυραυλικές εγκαταστάσεις,
τον «Δακτύλιο του Υπερηχητικού Χάλυβα» που καθιστούσε το
Λος Άντζελες μία από τις πιο οχυρωμένες πόλεις στον κόσμο.446
Η προαστιακή εξάπλωση και η εποχή της ατομικής ενέργειας
ήταν στενά συνδεδεμένες. Η καταστροφολογική λογοτεχνία και
οι αντίστοιχες ταινίες της δεκαετίας του 1950 παρουσίαζαν τη
ζωή στην πόλη ως τρομακτική, διαποτίζοντας τη ζωή στα
προάστια, τα περίχωρα και τις προαστιακές πόλεις με μια
αίσθηση ψυχολογικής ασφάλειας, λόγω του ότι ήταν
φαινομενικά μακριά από οποιοδήποτε μελλοντικό σημείο
επιθέσεων σε μια μεγάλη πόλη. Αλλά η διαδικασία της εξόδου
προφανώς ενθαρρύνθηκε και από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Οι υπεύθυνοι χάραξης στρατιωτικής πολιτικής και οι πολεοδόμοι
άρχισαν να πιστεύουν ότι η διασπορά ανθρώπων και
βιομηχανιών μακριά από τις ευάλωτες πυκνοκατοικημένες πόλεις
ήταν μια μορφή αμυντικής πρόληψης ενάντια σε ενδεχόμενη
πυρηνική επίθεση. Η διασπορά των πόλεων με τη βία ήταν κάτι
αδύνατο σε μια δημοκρατική χώρα. Ωστόσο, μπορούσε να
επιτευχθεί με έμμεσο τρόπο. Τα φορολογικά κίνητρα καθόρισαν
τη χωροθέτηση των βιομηχανιών. Μέσα από προγράμματα
οδοποιίας μεγάλης κλίμακας τη δεκαετία του 1950 ιδρύθηκαν
οικισμοί σε περιοχές που ως τότε θεωρούνταν πολύ
απομακρυσμένες. Άλλωστε, υπήρχε ο έλεγχος της ομοσπονδιακής
κυβέρνησης στην αγορά ακινήτων.447
Τα ζευγάρια σε αναζήτηση κατοικίας μπορεί να θεωρούσαν ότι
έκαναν ελεύθερες επιλογές αλλά το μονοπάτι που τους οδηγούσε
προς την προαστιακή ζωή ήταν προκαθορισμένο σε μέγιστο
βαθμό. Τα αμερικανικά προάστια, με την ξεχωριστή όψη και
αίσθηση, δεν ήταν δήλωση εθνικών προτιμήσεων ή ατομικών
επιλογών· ήταν σε μεγάλο βαθμό δημιούργημα του κράτους. Η
Ομοσπονδιακή Αρχή Στέγασης (FHA) πρόσφερε δισεκατομμύρια
δολάρια για την ασφάλιση της αγοράς ενυπόθηκων δανείων.
Πριν από τη δεκαετία του 1930, αν ήθελες δάνειο έπρεπε να
παρέχεις εγγύηση περίπου του 50% του ποσού και το ενυπόθηκο
δάνειο εξοφλούνταν μέσα σε δέκα χρόνια. Το θεόρατο δίχτυ
ασφαλείας που παρείχε η Ομοσπονδιακή Αρχή Στέγασης άλλαξε
τα πάντα. Αυτό σήμαινε ότι οι εγγυήσεις ήταν ελάχιστες ή
μηδενικές· ότι οι τιμές των επιτοκίων ήταν χαμηλές· και ότι η
περίοδος εξόφλησης του δανείου μπορούσε να επεκταθεί στα
τριάντα χρόνια. Η αγορά των ενυπόθηκων δανείων εκτινάχθηκε
στα ύψη, παρέχοντας εύκολη πρόσβαση στην ιδιόκτητη κατοικία
για όλους όσοι είχαν το μέσο εισόδημα των νοικοκυριών του
1950, δηλαδή 4.000 δολάρια448.
Αλλά η Ομοσπονδιακή Αρχή Στέγασης δεν ασφάλιζε παλιές
κατοικίες. Έδινε προτεραιότητα σε νεόδμητες μονοκατοικίες σε
πλατείς δρόμους και δρόμους με αδιέξοδο. Όριζε οι κατοικίες να
απέχουν τουλάχιστον 4,5 μέτρα από τον δρόμο και να
περιβάλλονται από κήπο. Η Ομοσπονδιακή Αρχή Στέγασης
ενέκρινε τα ομοιογενή οικιστικά συγκροτήματα και απέρριπτε τις
συνοικίες ποικίλων χρήσεων, όπου υπήρχαν καταστήματα ή
εμπόριο. Προτιμούσε την ευρυχωρία έναντι της πυκνοκατοίκησης
και απέρριπτε τα ενοικιαζόμενα ακίνητα ή την παρουσία παλιών
οικημάτων, θεωρώντας ότι τέτοιου είδους πράγματα «θα
επιτάχυναν την τάση για εγκατάσταση χαμηλότερων κοινωνικών
τάξεων». Ευνοούσε περιοχές κοντά σε κεντρικές αρτηρίες και όχι
σε δημόσιες συγκοινωνιακές γραμμές. Άλλωστε, αυτά ήταν τα
τυποποιημένα, ανταλλάξιμα δάνεια που συνάπτονταν στην
εθνική στεγαστική αγορά· συνεπώς, υπήρχε ανάγκη και για
τυποποιημένες, ανταλλάξιμες κατοικίες.449
Με άλλα λόγια, μπορούσες να έχεις όποιο σπίτι επιθυμούσες,
αρκεί να ήταν μια ολοκαίνουρια μονοκατοικία στα προάστια.
Μπορεί να ήθελες να ζεις στην πόλη, αλλά τότε θα μοχθούσες
για να πάρεις ένα στεγαστικό δάνειο για μια κατοικία εντός της
πόλης. Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν προφανές για τους
αγοραστές· οι κτηματομεσίτες και οι μεσίτες υποθηκών τούς
καθοδηγούσαν προς την ιδανική κατοικία της Ομοσπονδιακής
Αρχής Στέγασης, που ήταν πάντα μέρος ενός νεόδμητου
συγκροτήματος εκτός πόλης. Ο λόγος για τον οποίο η ζωή στα
προάστια σημείωσε εκρηκτική άνοδο τη δεκαετία του 1950 ήταν
επειδή ακριβώς αυτό επιθυμούσε η κυβέρνηση και το επιδοτούσε
με δισεκατομμύρια δολάρια. Η εταιρεία που έχτισε το Λέικγουντ
το έπραξε γνωρίζοντας ότι έπρεπε να παράσχει κατοικίες
προσιτές σε ανθρώπους με μέσο μισθό. Οι μονοκατοικίες, τύπου
ράντσου, με τρία υπνοδωμάτια, πωλούνταν προς 8.255 δολάρια.
Μπορούσαν να τις αγοράσουν άνθρωποι που λάμβαναν
τριακονταετή ενυπόθηκα δάνεια με μηνιαία δόση των 50
δολαρίων και χωρίς προκαταβολή. Η οικοδόμηση κατοικιών εντός
αυτών των περιορισμών, και σε ανταγωνισμό με την
προσοδοφόρα αγορά ενυπόθηκων δανείων, σήμαινε μαζική
παραγωγή προκατασκευασμένων οικιών με ταχύτατους ρυθμούς.
Οι ομοιόμορφες κατοικίες εντός ενός συγκροτήματος –με όμοιες
λεπτομέρειες, εξοπλισμό, πρώτες ύλες και υλικά– σήμαινε ότι οι
κατασκευαστές τους μπορούσαν να μεγιστοποιήσουν τις
οικονομίες κλίμακας· το Λέικγουντ, για παράδειγμα, εφοδιάστηκε
με 200.000 πανομοιότυπες εσωτερικές πόρτες. Όταν περάσει
κανείς οδηγώντας από το Λέικγουντ ή το Σαν Φερνάντο Βάλεϊ
διαπιστώνει ότι η ομοιομορφία των κατοικιών είναι συντριπτική.
Αυτό δεν οφείλεται στην επιθυμία των ενοίκων τους: οφείλεται
στο ότι αυτός ο τύπος στέγασης επιδοτούνταν από την
ομοσπονδιακή κυβέρνηση, ακόμα κι αν αυτό το απέκρυπτε από
τους αναζητητές κατοικιών που απολάμβαναν την ψευδαίσθηση
της ελευθερίας.
Η ωφέλιμη προαστιακή ζωή εξυμνούνταν σε άπειρες
τηλεοπτικές εκπομπές και ταινίες, καθιστώντας την περιζήτητη,
ίσως και ιδεαλιστική. Αλλά η πραγματική αισθητική των
προαστίων υπαγορευόταν από τις επενδυτικές πολιτικές της
Ομοσπονδιακής Αρχής Στέγασης και τα ζητήματα εθνικής
ασφάλειας περί «αμυντικής διασποράς». Ο Στεγαστικός Νόμος
του 1954 όριζε οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες, μεταξύ αυτών και η
Ομοσπονδιακή Αρχή Στέγασης, να διευκολύνουν τη μείωση της
ευαλωτότητας των πόλεων απέναντι σε εχθρικές επιθέσεις. Σε
πρακτικό επίπεδο, αυτό σήμαινε διασπορά μέσω της
προαστικοποίησης. Ο νόμος επίσης προέβλεπε να χορηγούνται
δάνεια μόνο για κατοικίες που «ανταποκρίνονταν στα πρότυπα
αστικής άμυνας». Όταν διάφοροι τύποι κατοικιών εκτέθηκαν σε
δοκιμαστικές ατομικές εκρήξεις στην Επιχείρηση Κιου στην
έρημο της Νεβάδα, διαπιστώθηκε ότι η μονοκατοικία τύπου
ράντσου ήταν η πιο ανθεκτική. Επιπλέον, οι κατοικίες με
περσίδες βενετικού τύπου υπέστησαν τις λιγότερες φθορές στο
εσωτερικό τους. Όχι τυχαία, οι εννέα στις δέκα νεόδμητες
κατοικίες στη νότια Καλιφόρνια τη δεκαετία του 1950 ήταν
μονοκατοικίες τύπου ράντσου.450
Τα αναρχικά προάστια της εργατικής τάξης στο Σάουθ Γκέιτ,
όπου οι εργαζόμενοι έχτιζαν τις κατοικίες τους από το μηδέν,
αντικαταστάθηκαν από τα περιποιημένα γκαζόν του
ομοιόμορφου Λέικγουντ με την υποστήριξη της Ομοσπονδιακής
Αρχής Στέγασης. Τα προάστια έγιναν συνώνυμο της
ομοιομορφίας. Αλλά ήταν μια ομοιομορφία η οποία
προβλεπόταν από την αγορά ακινήτων και τις πολιτικές
προτεραιότητες και δεν ήταν απαραίτητα ατομική επιλογή.
Επιπλέον, ήταν ακαταμάχητη. Οι μηνιαίες δόσεις δανείων των
50 δολαρίων για μία μονοκατοικία, τύπου ράντσου, με τρία
υπνοδωμάτια στα προάστια ήταν σαφώς χαμηλότερες από την
ενοικίαση ενός ερειπωμένου διαμερίσματος στο κέντρο της πόλης.
Όσοι αποκτούσαν ιδιόκτητη οικία, επιπλέον, έμπαιναν στο
μονοπάτι προς την οικονομική ασφάλεια.
Οι κυβερνητικές πολιτικές είχαν ρητά την πρόθεση να
απομακρύνουν τους ανθρώπους από τον αστικό πυρήνα προς
την περιφέρεια των προαστίων. Ο τεράστιος πλούτος της
Αμερικής που γεννήθηκε στον απόηχο του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου διατέθηκε για τη μεταμόρφωση της ζωής μέσω της
ανάπτυξης του προαστίου των αυτοκινήτων. Η δεκαετία του
1950 συχνά περιγράφεται ως μια περίοδος «λευκής φυγής» από
τα χαοτικά, εθνοτικά ανομοιογενή κέντρα των πόλεων προς τη
Σάνγκρι-Λα, ένα φυλετικά διαχωρισμένο προάστιο της μεσαίας
τάξης. Δεν είναι όμως τόσο απλό. Υπήρχε μια πολιτική σκόπιμης
διασποράς από τις πόλεις στα προάστια. Εναρμονιζόταν με τις
γνήσιες επιθυμίες των ανθρώπων να μεγαλώσουν τις οικογένειές
τους στο ιδιόκτητο σπίτι τους, μακριά από πόλεις οι οποίες,
όπως φρόντιζαν να τους υπενθυμίζουν συνεχώς, βρίσκονταν
κάτω από τη σκιά του πυρηνικού πολέμου και της διεισδυτικής
απειλής της «αστικής μάστιγας».
Οι ομοσπονδιακές στεγαστικές πολιτικές επιτάχυναν την ήδη
ταχεία εξωστρεφή εξάπλωση των μητροπολιτικών περιοχών και
παρέσυραν τους πληθυσμούς έξω από τους αστικούς πυρήνες. Αν
φανταστείτε την ευμάρεια της Αμερικής στη δεκαετία του 1950,
θα σκεφτείτε αυτομάτως πυκνόφυτους προαστιακούς δρόμους
και ηθικές αξίες των οικογενειών των προαστίων. Και αυτή η
εικόνα είναι εξαιρετικά λευκή και μεσοαστική. Το στερεότυπο
εναρμονίζεται με την πραγματικότητα. Οι φραγμοί του
φυλετικού διαχωρισμού διαπερνούσαν όλο το Λος Άντζελες όπως
συνέβαινε και σε άλλες αμερικανικές πόλεις που επεκτάθηκαν
οριζοντίως. Ως το 1948 οι ιδιοκτήτες οικιών στα νεόδμητα
προαστιακά κέντρα μπορούσαν να αρνηθούν την πώληση
κατοικιών σε οικογένειες μαύρων· η απόφαση του Ανώτατου
Δικαστηρίου στην υπόθεση Σέλεϊ εναντίον Κρέιμερ την ίδια
χρονιά απαγόρευσε τις περιοριστικές συμφωνίες που απέτρεπαν
τους ιδιοκτήτες οικιών να πωλούν ή να ενοικιάζουν τα ακίνητά
τους σε μειονότητες. Ωστόσο, υπήρχαν και άλλοι τρόποι για να
παραμείνει λευκό ένα προάστιο. Οι κτηματομεσίτες κατηύθυναν
τους αγοραστές που ανήκαν σε μειονότητες μακριά από τα
οικιστικά τους συγκροτήματα. Η Ομοσπονδιακή Αρχή Στέγασης
χρησιμοποίησε την εξουσία της για να ευνοήσει την ανέγερση
οικιστικών συγκροτημάτων φυλετικά και κοινωνικά
ομοιόμορφων, δημιουργώντας προάστια με ως επί το πλείστον
παρόμοια εισοδηματικά επίπεδα και φυλετικές επιδερμίδες. Η
παρουσία έστω και λίγων οικογενειών μη ευρωπαϊκής καταγωγής
σε μια προαστιακή συνοικία ήταν αρκετή για να μειώσει τις τιμές
των κατοικιών καθώς η Ομοσπονδιακή Αρχή Στέγασης
αρνούνταν να ασφαλίσει υποθήκες σε φυλετικά ανάμεικτες
γειτονιές. Δεδομένου αυτού του ωμού οικονομικού γεγονότος –
που ήρθε να προστεθεί στον ήδη ενδημικό ρατσισμό– δεν
αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι σε πολλές προαστιακές περιοχές
του Λος Άντζελες οι μελλοντικοί μαύροι ή Λατίνοι κάτοικοι
εκφοβίζονταν από ένοπλες συμμορίες αυτόδικων ιδιοκτητών
σπιτιών.
Τα ειδυλλιακά προάστια ήταν κατάλευκα σαν κρίνοι και ταξικά
διαχωρισμένα: εξίσου φυλετικά και κοινωνικά μονότονα με τις
ομοιόμορφες κατοικίες τους. Το 1960 το Λέικγουντ αριθμούσε
επτά Αφροαμερικανούς σε σύνολο 70.000 κατοίκων. Και ενώ ο
πληθυσμός του Σαν Φερνάντο Βάλεϊ εκτοξεύτηκε από 300.000
σε 700.000 τη δεκαετία του 1950, ο αφροαμερικανικός
πληθυσμός του μειώθηκε από 1.100 σε 900. Αυτό δεν αποτελεί
έκπληξη δεδομένου ότι, αν και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ως το
1960 παρείχε εγγύηση 120 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τις
νεόδμητες κατοικίες, μόλις το 2% αυτών κατέληξε σε μη
λευκούς. Τα δικαστήρια μπορεί να είχαν κηρύξει παράνομο τον
διαχωρισμό· αλλά η στεγαστική αγορά τον είχε καταστήσει πιο
τρομακτικό από ποτέ.451
Καθώς οι οικογένειες της μέσης και της κατώτερης κοινωνικής
τάξης, ευρωπαϊκής καταγωγής, εγκατέλειπαν την πόλη, τη θέση
τους έπαιρναν νέοι μετανάστες. Κατά τη Β΄ Μεγάλη
Μετανάστευση, περισσότεροι από 5 εκατομμύρια Αφροαμερικανοί
μετακινήθηκαν από τον αγροτικό Νότο στις πόλεις προς τα
βορειοανατολικά, τα μεσοδυτικά και τα δυτικά. Καθώς η λευκή
Αμερική προαστικοποιούνταν με ταχύτατους ρυθμούς, οι μαύροι
Αμερικανοί αστικοποιήθηκαν κατά 80%. Οι πόλεις στις οποίες
μετοίκησαν ήταν στο χείλος της καταστροφής. Πολλές από τις
παλιές κατοικίες απειλούνταν με κατεδάφιση για την κατασκευή
πολυώροφων κτιρίων και λεωφόρων. Οι εργατικές κατοικίες
στριμώχτηκαν στις άλλοτε συνοικίες τύπου παραγκούπολης. Οι
υποθήκες και οι ασφάλειες δύσκολα εφαρμόζονταν σε αυτές τις
περιοχές. Οι θέσεις εργασίας ήταν ελάχιστες καθώς οι βιομηχανίες
ακολουθούσαν τη μεγάλη έξοδο από την πόλη. Στη Βρετανία, τη
Γαλλία, την Ολλανδία και αλλού η κατάσταση ήταν παρόμοια:
το παρακμάζον κέντρο της πόλης έγινε η στέγη των κοινοτήτων
μεταναστών καθώς οι κοινότητες της μέσης και της εργατικής
τάξης έσπευσαν εκτός πόλης με προορισμό τα πιο υγιεινά
προάστια, τις δορυφορικές πόλεις και τις πολεοδομικά
οργανωμένες νέες πόλεις.
Στο Λος Άντζελες, όπως και σε άλλες αμερικανικές πόλεις, οι
Αφροαμερικανοί μετανάστες ήταν περιορισμένοι σε μια μικρή
περιοχή του κέντρου της πόλης με παλαιά κτίρια και οικιστικά
προγράμματα χαμηλής ποιότητας –στα Σάουθ Σέντραλ, Σάουθ
Σάιντ και Γουάτς– σε μια εποχή που η μητροπολιτική περιοχή ως
σύνολο γνώριζε ραγδαία ανάπτυξη με προαστιακές κατοικίες που
ξεφύτρωναν παντού σαν τα μανιτάρια. Η παρακμή του κέντρου
της πόλης –με τις κατοικίες χαμηλής ποιότητας, την ανεργία, τη
βία και το έγκλημα– οφειλόταν εν μέρει στην εξαιρετικά
προωθούμενη προαστικοποίηση και η ίδια, με τη σειρά της,
τροφοδοτούσε τα χωρίς όρια προάστια καθώς όλο και
περισσότεροι άνθρωποι ήθελαν να δραπετεύσουν από την παγίδα
της πόλης και να μην κοιτάξουν ποτέ ξανά πίσω τους. Ο αστικός
εφιάλτης επίσης έκανε τους ανθρώπους σε κοινότητες όπως το
Λέικγουντ πιο αποφασιστικούς από ποτέ όσον αφορά την
προστασία του παραδείσου που είχαν δημιουργήσει και τον
αποκλεισμό των μιαρών επιδράσεων της εσώτερης πόλης
υψώνοντας εικονικά και πραγματικά φράγματα κατά των
ανεπιθύμητων.
*

Προάστια: η λέξη και μόνο είναι κατάφορτη σημασιών. Στη


λογοτεχνία, τη μουσική και τον κινηματογράφο είναι ο αντι-
αστικός χώρος, το πολικό αντίθετο του ενθουσιασμού, της
ελευθερίας και του σύνθετου χαρακτήρα της πόλης: μια απόλυτα
ανούσια, δομημένη πλέον ερημιά, με αποβλακωτική
ομοιομορφία, κενή αποξένωση, καταναγκαστικό καταναλωτισμό
και μια μονότονη μπουρζουαζία λευκών. Η ανία και η
κοινοτοπία της ζωής στα προάστια ήταν ένας από τους πιο
επιτακτικούς πόλους έλξης της: ένας τόπος ασφαλής από τον
θόρυβο της χαοτικής πόλης· μια πόλη χωρίς χαρακτήρα, μια
Πόλη του Οπουδήποτε, χωρίς ιστορία σε έναν επικίνδυνο κόσμο
πυρηνικών όπλων. «Ξέρεις τον δρόμο όπου μένω – οδός Έλσμιρ,
στο Γουέστ Μπλέτσλι;» ρωτά ο πρωταγωνιστής του Τζορτζ
Όργουελ στο μυθιστόρημά του Ανάσες (1939). «Κι αν όχι, ξέρεις
πενήντα άλλους δρόμους ακριβώς σαν αυτόν. Ξέρεις πώς αυτοί οι
δρόμοι θεριεύουν παντού στα εσώτερα και εξώτερα προάστια.
Πάντα οι ίδιοι. Μακριές, ατελείωτες σειρές από μικρές
διπλοκατοικίες… Η σοβατισμένη πρόσοψη, η ξύλινη εξώπορτα με
επικάλυψη πίσσας, οι φυτοφράχτες από λιγούστρο, η πράσινη
πόρτα της εισόδου. Οι Δάφνες, οι Μυρτιές, οι Κράταιγοι, Μον
Αμπρί, Μον Ρεπό, Μπελ Βι».
Υπάρχει μακρά παράδοση στις λογοτεχνικές περιγραφές της
αποβλακωτικής ατμόσφαιρας, των μικροαστικών πνευματικών
φιλοδοξιών και των τετριμμένων αξιών της προαστιακής ζωής:
από το Ημερολόγιο ενός ασήμαντου (1892) των Τζορτζ και
Γουίντον Γκρόσμιθ ως τον Δρόμο της επανάστασης (1961) του
Ρίτσαρντ Γέιτς και τα Ζευγάρια (1968) του Τζον Άπνταϊκ (1968),
από τον Βούδα των Προαστίων (1990) του Χάνιφ Κουρέισι ως
τις Διορθώσεις (2001) του Τζόναθαν Φράνζεν. Τα προάστια
υπήρξαν οι αγαπημένες μούσες των κινηματογραφιστών, τους
οποίους προσέλκυσε το σκοτάδι που προφανώς καραδοκεί πίσω
από την επιφανειακή ομοιομορφία και στειρότητα. Οι ταινίες
Μπλε Βελούδο (1986) του Ντέιβιντ Λιντς, American Beauty
(1999) του Σαμ Μέντες και Οι γυναίκες του Στέπφορντ (1975)
του Μπράιαν Φορμπς έρχονται αμέσως στον νου μας ως
αδιαμφισβήτητες κλασικές ταινίες του είδους. Διάφορες ταινίες
τρόμου εκμεταλλεύονται τα προάστια διανθίζοντάς τα με
σκοτεινά στοιχεία όπως ζόμπι: Εφιάλτης στον δρόμο με τις
λεύκες (1984), Το ξύπνημα των νεκρών (1978). Είναι ένας τόπος
που κρύβει οικογενειακές συγκρούσεις, μυστήρια και έγκλημα –
Νοικοκυρές σε απόγνωση, Οι Σοπράνος. Σε αντίθεση με τη ζωή
στην πόλη, η προαστιακή ζωή διαδραματίζεται πίσω από κλειστές
πόρτες, προσφέροντας πεδίο για μυριάδες αφηγήσεις αλλά
ταυτόχρονα καθιστώντας τες απογοητευτικά άγνωστες. Τι
ακριβώς συμβαίνει πίσω από το περιποιημένο γκαζόν;
Επανειλημμένα, τα προάστια παρουσιάζονται ως ένας
παράδεισος που μεταμορφώνεται σε κόλαση. Μάλιστα, δέχονται
επικρίσεις, και όχι μόνο για το ότι εγκλωβίζουν τις γυναίκες στις
οικιακές εργασίες ενώ οι σύζυγοί τους μετακινούνται στην
εργασία τους. Είναι μια πικάντικη προοπτική για τον
καλλιτέχνη: όλη αυτή η ευταξία, οι αυστηρές οικογενειακές
ιεραρχίες και η ομοιομορφία δεν μπορεί παρά να είναι το
προκάλυμμα της κατανάλωσης αλκοόλ ολημερίς, της χρήσης
χαπιών, των πάρτι ανταλλαγής συντρόφων και πολλών άλλων
χειρότερων πραγμάτων, σωστά;
Στην ποπ μουσική τα προάστια δέχονται το πιο διαρκές και
άνευ όρων σφυροκόπημα. Στο τραγούδι της Μαλβίνα Ρέινολντς
το 1962, η προαστιακή ζωή απαρτίζεται από «μικρά κουτάκια
από ευτελή υλικά». Και οι άνθρωποι, όπως και τα σπίτια τους,
«τοποθετημένοι» μέσα σε κουτιά έχουν παρόμοιο υπόβαθρο,
εκπαίδευση, εργασίες και χόμπι.
Η ανία, η αυταρέσκεια, η ομοιογένεια και η υποκρισία των
προαστίων είναι ένας φυσικός στόχος για την ποπ μουσική. Και
γιατί όχι; Στοχεύοντας, άλλωστε, στο εφηβικό κοινό, η ποπ
μουσική κάνει λόγο για την καθημερινή βίωση της αγγαρείας
τους σε ένα περιβάλλον σκόπιμα αποστειρωμένο και ασφαλές για
τα παιδιά και τους δίνει μια αίσθηση απελευθέρωσης. Στο
αριστούργημα των Green Day «Jesus of Suburbia» (2005), το
προάστιο είναι, από εσχατολογική άποψη, ένα κατασκεύασμα
κούφιο και επιφανειακό· υπάρχει στο τέλος ενός έρημου δρόμου,
στην Πόλη του Πουθενά. Είναι ένας τόπος γεμάτος υποκριτές,
ψυχοθεραπεία και αντικαταθλιπτικά, όπου το κέντρο του
κόσμου είναι το μίνι μάρκετ.
Το τραγούδι «Suburbia» (1986) των Pet Shop Boys αφορά την
πλήξη της ζωής στα προάστια: το μόνο που μπορεί να κάνει
κάποιος εδώ είναι να επιδίδεται σε άσκοπα γκράφιτι για να
ξεδώσει έστω λίγο. Στο βίντεο κλιπ του τραγουδιού θλιβερά
σπίτια τύπου ράντσου στο Λος Άντζελες αντιπαραβάλλονται με
εξίσου θλιβερές διπλοκατοικίες με μεσοτοιχία, σε απομίμηση των
Τυδώρ, στο Λονδίνο: η εμπειρία της παγκόσμιας προαστιακής
ζωής είναι ανταλλάξιμη. Ομοίως, στο τραγούδι «Suburban
Dreams» (1980), το συγκρότημα Martha and the Mu ns
συλλαμβάνει την παγκόσμια εμπειρία της σύγχρονης ζωής: να
περπατά κανείς χωρίς σκοπό μέσα σε ένα εμπορικό κέντρο
φωτισμένο από λάμπες φθορίου πίνοντας συνθετικά ποτά και
αποφεύγοντας τις αδέξιες κινήσεις των γυμνασιόπαιδων. Η
ενήλικη ζωή στα προάστια δεν είναι παρά αποβλακωτικοί
διάλογοι σχετικά με τον καιρό, το ποιος αγόρασε καινούρια
πισίνα ή υπερσύγχρονο αυτοκίνητο, ενώ οι έφηβοι, σε απόλυτο
μηδενισμό, ακούν χέβι μέταλ και σουλατσάρουν στο εμπορικό
κέντρο.
Όλοι οι έφηβοι θέλουν να δραπετεύσουν από το σπίτι και να
βγουν στον έξω κόσμο, και όχι το αντίστροφο που χαρακτηρίζει
τους ενήλικες. Τα προάστια με τρόπο φυσικό σηματοδοτούν ένα
μέτωπο αντιπαράθεσης μεταξύ εφήβων και γονέων, μια
σύγκρουση αξιών και προσδοκιών. Η μόνη επιλογή είναι η
απόδραση. Αλλά με ποιο προορισμό; Στο τραγούδι «Sprawl II»
των Arcade Fire από το άλμπουμ τους The Suburbs το 2010 η
ζωή στα προάστια έχει εξαπλωθεί τόσο σαρωτικά που έχει
κατακτήσει όλο τον κόσμο· μπορείς να δραπετεύσεις αν το θέλεις,
αλλά παντού είναι το ίδιο. Τι άλλο είναι η ροκ και η πανκ αν
όχι κραυγές θυμού απέναντι στην ομοιομορφία και τον
καταναλωτισμό; Ο κλονισμός των μεγαλοαστικών αξιών από
τους εφήβους και η δυνατή κλοτσιά στη ζωή των προαστίων –
δηλαδή στην ενσωμάτωση του παραδοσιακού τρόπου ζωής– είναι
ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στην ποπ μουσική.
Αλλά, ενώ οι ευρέως αποδεκτές αντιλήψεις των προαστίων
έχουν στέρεες ρίζες, τα ίδια τα προάστια, τα τελευταία εβδομήντα
χρόνια, είναι τόποι δυναμικών αλλαγών. Ενώ τα κέντρα των
πόλεων παρέμειναν σταθερά, τα προάστια βίωσαν μία ταχύτατη,
βαρυσήμαντη εξέλιξη. Είναι το σκηνικό της ανθρώπινης ιστορίας
από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και εξής. Αν μια βόλτα με το
αυτοκίνητο στο Λέικγουντ μοιάζει με ταξίδι στον χρόνο τη
δεκαετία του 1950, πρόκειται για μια καλοστημένη ψευδαίσθηση.
Η παλίρροια της ιστορίας συμπαρέσυρε τόπους σαν αυτόν,
αναδιαμορφώνοντας τα πάντα. Για να καταλάβουμε τον
σύγχρονο αστισμό, για να δούμε πώς εξελίσσεται η μητρόπολη,
πρέπει να αφήσουμε πίσω μας το κέντρο της πόλης που
λειτουργεί ως μουσείο/πόλος έλξης τουριστών και να
περιπλανηθούμε στις μυστηριώδεις παρυφές.

Αν και το Λέικγουντ απέχει οδικώς από το Κόμπτον μόλις δέκα


λεπτά, είναι ένα ταξίδι σε άλλο κόσμο. Οι κατοικίες είναι
φαινομενικά όμοιες –μονοκατοικίες ακόμα πιο παρόμοιες με
ράντσα– αλλά πρόκειται για μία από τις πιο διαβόητες
διευθύνσεις στον κόσμο. Η παγκόσμια φήμη της προήλθε από το
παρθενικό άλμπουμ του χιπ χοπ συγκροτήματος του Λος
Άντζελες N.W.A. (Niggaz Wit Attitudes) Straight Outta
Compton (1988), ένα καθοριστικό «γκάνγκστα ραπ» άλμπουμ
που διακήρυττε τη βία και την ωμότητα των συμμοριών στις πιο
βίαιες γειτονιές του Λος Άντζελες. Παρά το ότι δεν
αναμεταδόθηκε ραδιοφωνικά ούτε και στο μουσικό κανάλι MTV,
το άλμπουμ γρήγορα έγινε πλατινένιο.
Η ανεκδιήγητη εμπορική επιτυχία του Straight Outta
Compton οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι το
συγκρότημα N.W.A. φέρεται να συμμετέχει στους άγριους
πολέμους μεταξύ των συμμοριών του Λος Άντζελες και όχι μόνο
να τους καταγράφει. Εξαιρετικά δημοφιλές στους εφήβους της
λευκής μεσαίας τάξης των προαστίων (80% της βάσης των
θαυμαστών τους, σύμφωνα με τη δισκογραφική εταιρεία), το
άλμπουμ –με ήχους από πυροβολισμούς και σειρήνες, με
άσεμνους στίχους και με έξαλλη οργή ενάντια στην αστυνομία–
συγκλόνισε την Αμερική. Οι N.W.A. καμάρωναν για τα ταχύτατα
αμάξια τους αλλά και για τα καλάζνικοφ που είχαν. Στο σινγκλ
«Fuck Tha Police» το μέλος του γκρουπ Άις Κιουμπ εξαπολύει
επίθεση στο Αστυνομικό Τμήμα του Λος Άντζελες για την
ωμότητα και τον ρατσισμό του. Ο Άις Κιουμπ εκστομίζει την
οργή του στους αστυνομικούς που τον συλλαμβάνουν αδίκως για
διακίνηση ναρκωτικών επειδή έχει ακριβά κοσμήματα και
βομβητή, απαντώντας με φαντασιώσεις εκδίκησης. Το ρεφρέν
είναι μια επανάληψη του ρητού τίτλου του σινγκλ.
Η επιτυχία του Straight Outta Compton οφειλόταν εν μέρει
στο ότι έδωσε στους εφήβους των προαστίων παντού στον κόσμο
μια ηδονοβλεπτική επαφή με το γκέτο αλλά και γιατί εξέφρασε
την οργή ενάντια σε ό,τι είχαν απογίνει κάποια κομμάτια του
Λος Άντζελες τη δεκαετία του 1980. Επίσης, χάρισε στην πόλη
του Κόμπτον διεθνή φήμη ως σύμβολο αστικής κατάρρευσης και
μηδενισμού. Τα μέσα αναφέρονταν στο Κόμπτον ως
«παραγκούπολη»· η φήμη του μετά το Straight Outta Compton
κατέστησε το Κόμπτον απαγορευμένο προορισμό.
Επρόκειτο για έναν ανταρτοπόλεμο μεταξύ συμμοριών που
λάμβανε χώρα όχι στους θλιβερούς νεωτεριστικούς πολυώροφους
πύργους σαν το Κουίνσμπριτζ αλλά σε μια προαστιακή περιοχή.
Η Β΄ Μεγάλη Μετανάστευση είχε οδηγήσει χιλιάδες οικογένειες
Αφροαμερικανών στη νότια Καλιφόρνια κατά τη διάρκεια του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου και αμέσως μετά από αυτόν.
Εγκλωβισμένοι σε κακής ποιότητας κατοικίες στο Σάουθ Σέντραλ
και στο Γουάτς, οι κάτοικοι ονειρεύονταν ένα ευχάριστο σπίτι
στα προάστια εξίσου με τον καθένα.
Τα εμπόδια στην πραγματοποίηση αυτού του ονείρου ήταν
τόσο μεγάλα για τους Αφροαμερικανούς και η ζωή στο Σάουθ
Σέντραλ τόσο δυσάρεστη, ώστε ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν
περισσότερα απ’ ό,τι ένα μέλος της λευκής εργατικής τάξης για
ένα σπίτι σε τοποθεσίες σαν το Κόμπτον και το Κρένσο. Το
Κόμπτον στο τέλος της δεκαετίας του 1940 και στη δεκαετία του
1950 ήταν εξίσου λευκό με τα περισσότερα προάστια.
(Κοντολογίς, φιλοξενούσε τον Τζορτζ Χ. Γ. Μπους και την
οικογένειά του το 1949 όταν ο μελλοντικός πρόεδρος εργαζόταν
ως πωλητής στην πολυεθνική εταιρεία «Dresser Industries».)
Κάποιοι λευκοί ιδιοκτήτες οικιών ξυλοκοπήθηκαν από τους
λευκούς γείτονές τους επειδή καταχώρισαν τα ακίνητά τους σε
μεσίτες που πωλούσαν σε μαύρους αγοραστές. Όταν ο Άλφρεντ
και η Λουκουέλα Τζάκσον ξεφόρτωναν το φορτηγάκι
μετακόμισης στο Κόμπτον τον Μάιο του 1953, δέχτηκαν επίθεση
από έναν όχλο λευκών. Αναγκάστηκαν να αμυνθούν με δύο
πιστόλια Colt 45 και μια δωδεκάρα καραμπίνα. Σε άλλα σημεία
συμμορίες λευκών αυτοδίκων έκαψαν σταυρούς στο γρασίδι,
βανδάλισαν κατοικίες και ξυλοκόπησαν μελλοντικούς
Αφροαμερικανούς αγοραστές οικιών.452
Αμέσως μόλις μετακόμιζαν Αφροαμερικανοί σε γειτονιά του
Λος Άντζελες λάμβανε χώρα μια συγκεκριμένη δυναμική. Η ιδέα
ότι οι Αφροαμερικανοί αγοραστές επέφεραν μείωση στις
αντικειμενικές αξίες των ακινήτων έγινε αυτοεκπληρούμενη
προφητεία καθώς οι λευκοί κάτοικοι άρχιζαν να πωλούν
πανικόβλητοι. Αυτό, με τη σειρά του, διεύρυνε τις ευκαιρίες
αγοράς κατοικίας για πολλές μαύρες οικογένειες που
ανυπομονούσαν να δραπετεύσουν από το κέντρο της πόλης. Το
1960 οι Αφροαμερικανοί αποτελούσαν το 40% του Κόμπτον.
Έντρομοι παρατηρητές έβλεπαν προάστια σαν αυτά ως
«εξάπλωση του γκέτο» καθώς το κέντρο της πόλης εισχωρούσε
σταδιακά στους λευκούς θύλακες. Αλλά στην πραγματικότητα
συνέβαινε το αντίθετο: το Κόμπτον αντιπροσώπευε την
απόδραση των Αφροαμερικανών από το κέντρο της πόλης όσο
αυτό ίσχυε και για τα μέλη της λευκής εργατικής τάξης. Ήταν
επαγγελματίες και υπάλληλοι, τεχνίτες, νοσηλεύτριες και
υπεύθυνοι εργοστασίων. Τα παιδιά τους πήγαιναν σε
διαφυλετικά σχολεία και στη συνέχεια σε πανεπιστήμια όπως τα
UCLA και Μπέρκλεϊ. Οι κατοικίες τους ήταν ευρύχωρες με
φροντισμένους κήπους· ήταν εξίσου πιθανό να έχουν
μηχανοκίνητες λέμβους ή τροχόσπιτα σταθμευμένα στην
μπροστινή αυλή τους όπως και οι λευκοί γείτονές τους. Προς
ειλικρινή έκπληξη πολλών λευκών κατοίκων και επισκεπτών, οι
μαύροι κάτοικοι των προαστίων λειτουργούσαν και
συμπεριφέρονταν όπως οποιοσδήποτε άλλος κάτοικος προαστίου
στον κόσμο. Τη δεκαετία του 1960 το Κόμπτον έδειξε πώς θα
μπορούσε να είναι ένα μεικτό φυλετικά προάστιο σε μια εποχή
που το 95% των κατοίκων των αμερικανικών προαστίων ήταν
ευρωπαϊκής καταγωγής. «Επιτέλους», είπε ένας Αφροαμερικανός
στο Κόμπτον, «ο νέγρος δεν μετακόμισε σε παραγκούπολη·
επιτέλους μπήκε σε ένα σπίτι της προκοπής».453
Το υπόβαθρο των ιδρυτών του μουσικού γκρουπ N.W.A. είναι
εντυπωσιακό. Ο πατέρας του Αράμπιαν Πρινς ήταν συγγραφέας
και η μητέρα του δασκάλα πιάνου. Η μητέρα του Ίζι-Ι ήταν
διοικητική υπάλληλος σε δημοτικό σχολείο και ο πατέρας του
ταχυδρομικός υπάλληλος. Ο πατέρας του Εμ Σι Ρεν είχε
ιδιόκτητο κουρείο. Η μητέρα του Άις Κιουμπ ήταν νοσοκομειακή
υπάλληλος και ο ίδιος, πριν γίνει ράπερ, σπούδασε
αρχιτεκτονική. Όλοι τους ήταν δημιουργήματα ενός
επιτυχημένου αφροαμερικανικού προαστίου, αλλά κατέγραψαν
τον πόλεμο των συμμοριών και την κοινωνική κατάρρευση
λιγότερο από τρεις δεκαετίες αφότου το Κόμπτον είχε περιγραφεί
ως το «Μπέβερλι Χιλς της Μαύρης Ζώνης». Τι είχε πάει
στραβά;454
Η διαφυλετική φύση του Κόμπτον έφτασε γρήγορα στο τέλος
της το 1965. Στο γειτονικό Γουάτς, η βάναυση μεταχείριση ενός
Αφροαμερικανού από την αστυνομία οδήγησε σε μια δυσαρέσκεια
που σιγόβραζε απέναντι στη σκληρή αστυνόμευση και τις
συνθήκες παραγκούπολης. Στα επεισόδια που ακολούθησαν στο
Γουάτς, υπήρξαν 34 νεκροί· προκλήθηκαν ζημιές αξίας 40
εκατομμυρίων δολαρίων και 977 κτίρια κάηκαν ή
καταστράφηκαν. Η βία προκάλεσε τη φυγή λευκών κατοίκων και
ευκατάστατων Αφροαμερικανών. Μαζί τους πήραν τις
επιχειρήσεις τους, αφήνοντας πίσω τους μια πόλη-φάντασμα στη
θέση της εμπορικής συνοικίας του Κόμπτον. Επιπλέον, αυτή η
καταστροφή σημειώθηκε τη στιγμή της μετεγκατάστασης των
βιομηχανιών σε νέες, απομακρυσμένες θέσεις. Στις αρχές της
δεκαετίας του 1980 οι περισσότερες μεγάλες κατασκευαστικές
εταιρείες είχαν αποχωρήσει, αφήνοντας πίσω τους μαζική ανεργία
και μια διαβρωμένη φορολογική βάση.455
Οι Ίζι-Ι, Άις Κιουμπ, Εμ Σι Ρεν και Αράμπιαν Πρινς ήταν
παιδιά της δεκαετίας του 1960. Όταν γεννήθηκαν, ο μισός και
πλέον πληθυσμός του Κόμπτον ήταν κάτω των 18 ετών. Οι ίδιοι
βίωσαν την ερείπωση της πόλης και των σχολείων της και οι
γονείς τους απολύθηκαν κι έγιναν εξαρτώμενοι από τα
επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας. Η κατάρρευση της δημόσιας
συγκοινωνίας σήμαινε ότι ο πληθυσμός δεν μπορούσε να
αναζητήσει εργασία. Η ουτοπική ζωή στα προάστια παραχώρησε
τη θέση της, πολύ γρήγορα, σε μια ζώνη καταστροφής όπου δεν
υπήρχε καμία ελπίδα για μια καλή θέση εργασίας· τα εμπορικά
καταστήματα κατέβασαν ρολά και οι δημόσιες υπηρεσίες
οδηγήθηκαν σε ελεύθερη πτώση. Δίχως κανένα μέλλον, οι νεαροί
Αφροαμερικανοί άνδρες εντάχθηκαν σε συμμορίες του δρόμου.
Οι «Crips» (Φρικιά) ιδρύθηκαν στο Λύκειο Φρίμοντ του Σάουθ
Σέντραλ το 1969· οι θανάσιμοι εχθροί τους, οι «Bloods»
(Αίματα), ξεκίνησαν στο Κόμπτον και πήραν το χαρακτηριστικό
κόκκινο χρώμα τους από το τοπικό λύκειο. «Θυγατρικές»
συμμορίες των «Crips» και «Bloods» εξαπλώθηκαν, αριθμώντας
70.000 ως 90.000 εγκληματίες και διακινητές ουσιών ως μέλη
τους. Οι μάχες για τις εδαφικές τους επικράτειες εντάθηκαν τη
δεκαετία του 1980, τροφοδοτούμενες από τις περιουσίες που
είχαν χτιστεί με την επιδημία του κρακ και της κοκαΐνης.
Από το αντίστοιχο των Μπέβερλι Χιλς για τους μαύρους τη
δεκαετία του 1960, το Κόμπτον έγινε το κέντρο του άγριου
πολέμου των συμμοριών στην Κομητεία του Λος Άντζελες τη
δεκαετία του 1980, όπου οι επιθέσεις από διερχόμενα αυτοκίνητα
και οι ανταλλαγές πυρών ήταν κάτι τρομακτικά σύνηθες. Για
τον ράπερ Άις-Τι, στο Λος Άντζελες της δεκαετίας του 1980 το
κρακ, η κοκαΐνη και το χρήμα αφαιρούσαν κάθε νόημα από τη
ζωή. Το χιπ χοπ εξυμνούσε την πτυχή των συμμοριών της
πόλης, τη δήθεν λάμψη της ζωής στον δρόμο και τη σύγκρουση
με την Αστυνομία του Λος Άντζελες αλλά ταυτόχρονα
απεικόνιζε τους κινδύνους και τη θλίψη της ζωής. Ο απειλητικός
ρυθμός και οι αιχμηροί, εριστικοί στίχοι της μουσικής χιπ χοπ
στη Δυτική Ακτή αντανακλούσαν τη θλιβερή πραγματικότητα
της ζωής στον Κόμπτον, ακόμα κι αν οι πλοκές ήταν ουσιαστικά
μυθοπλασίες. Μιλούσε σε μια γενιά που, από τη δεκαετία του
1960, είχε μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον διαποτισμένο με
περιστασιακή βία, με ζωές που χαρακτηρίζονταν από σκληρό
καθημερινό αγώνα για επιβίωση. Το τραγούδι «Colors» (1988)
καταγγέλλει απερίφραστα την πολεμική αγριότητα στους
δρόμους του Λος Άντζελες και τον αγώνα για επιβίωση που είναι
ακατανόητος για τους περισσότερους Αμερικανούς. Οι επιπτώσεις
των ναρκωτικών ουσιών και της βίας είναι αποκτηνωτικές: τι
έχει απομείνει άραγε εκτός από μία μηδενιστική ανάγκη για βία;
Τραγούδια σαν το «Fuck Tha Police» ήταν κραυγές αγωνίας
και πόνου, καθώς και προειδοποιήσεις σχετικά με το τι συνέβαινε
όταν τα προάστια μετατρέπονταν σε αστικοποιημένα γκέτο.
Ήταν επιθέσεις ενάντια στην ωμότητα της Αστυνομίας του Λος
Άντζελες και των στρατιωτικοποιημένων επιχειρήσεων «σκούπα».
Τέσσερα χρόνια αργότερα το Λος Άντζελες γνώρισε και πάλι
ταραχές μετά την αθώωση αξιωματικών της Αστυνομίας του Λος
Άντζελες που κατηγορούνταν για τον ξυλοδαρμό του Ρόντνεϊ
Κινγκ σε μια προαστιακή συνοικία του Σαν Φερνάντο Βάλεϊ.
Το σκοτεινό φως που έπεσε πάνω στο Κόμπτον ανέδειξε ένα
ζήτημα για το οποίοι ελάχιστος λόγος γινόταν τη δεκαετία του
1980. Το 1980 το 8,2% των Αμερικανών κατοίκων προαστίων
(7,4 εκατομμύρια άνθρωποι) ζούσε κάτω από το όριο της
φτώχειας· μέσα στις δύο επόμενες δεκαετίες το ποσοστό αυτό
διπλασιάστηκε, γεγονός που σημαίνει ότι οι φτωχοποιημένοι
κάτοικοι των προαστίων υπερτερούσαν αριθμητικά των απόρων
στο κέντρο της πόλης. Οι δολοφονίες μειώθηκαν στις
αμερικανικές πόλεις κατά 16,7% αλλά αυξήθηκαν κατά 16,9%
στα προάστια. Όπως το Κόμπτον (αλλά σε μικρότερο βαθμό)
πολλά προάστια μαστίζονταν από προβλήματα που είναι κοινά
στις πόλεις. Δεν αποτελούσαν πια το πολικό αντίθετο της πόλης·
τώρα ήταν ενταγμένα στον ιστό της ολοένα επεκτεινόμενης
μητρόπολης: αυτό κατέστη σαφές με την εξάπλωση του
εγκλήματος, των ναρκωτικών ουσιών και της ανεργίας στα
προάστια. Αποκτούσαν σταθερά όλο και περισσότερη εθνοτική
πολυμορφία, αντανακλώντας την τροχιά των παραδοσιακών
πόλεων. Η διάκριση μεταξύ αστικού και προαστιακού άρχισε να
εξαλείφεται. Αυτό σήμαινε ότι δημιουργούνταν ένα νέο είδος
μητρόπολης.456

Στην αρχική σκηνή της σειράς Οι Σοπράνος, ο Τόνι Σοπράνο


βγαίνει οδηγώντας από τη Σήραγγα Λίνκολν. Στον καθρέφτη του
αυτοκινήτου του διακρίνονται οι ουρανοξύστες του Μανχάταν.
Η πόλη εξαφανίζεται καθώς ο Τόνι συνεχίζει να οδηγεί στον
αυτοκινητόδρομο του Νιου Τζέρσεϊ. Όπως κάθε μετακινούμενος
εργαζόμενος που ακολουθεί το ίδιο, παλιό κομμάτι του δρόμου,
αρπάζει δύσθυμος το εισιτήριο από τον σταθμό διοδίων. Και
όπως κάθε μετακινούμενος εργαζόμενος πιθανότατα είναι
απαθής πλέον απέναντι στο τοπίο της διαδρομής του: τα
εταιρικά πάρκα εκτός πόλης, τις εγκαταλειμμένες βιομηχανίες,
τους ελικοειδείς αυτοκινητόδρομους, το αεροδρόμιο, τους
εμπορικούς δρόμους μιας προαστιακής πόλης, τα μαραμένα
σπίτια των προαστίων της δεκαετίας του 1950. Τα παλαιότερα
κτίρια δίνουν τη θέση τους σε ατέλειωτες σειρές πιο μοντέρνων
προαστιακών κατοικιών ώσπου επιτέλους ο Τόνι σταθμεύει στο
ευρύχωρο μεγαθήριό του της δεκαετίας του 1990, όμοιο με
πεταμένο σκουπίδι στην εξοχή.
Η αρχική σκηνή των Σοπράνος είναι αυτό που οι αστικοί
γεωγράφοι αποκαλούν «διατομή» (transect), ένα κομμάτι από το
κέντρο της πόλης που μεταφέρεται στην περιφέρεια
αποκαλύπτοντας ένα εύρος κοινωνικών και υλικών οικοτόπων.
Περιδιαβαίνοντας την άναρχη οικιστική εξάπλωση ο Τόνι
διασχίζει τη στρωματογραφία της ιστορίας της περιοχής. Κατ’
αυτόν τον τρόπο μπορούμε να «διαβάσουμε» κάθε πόλη, να
δούμε ένα τοπίο που αποκαλύπτει το διάβα της πρόσφατης
ιστορίας του αλλά και τους τρόπους με τους οποίους οι πόλεις
μας βρίσκονται σε μια ρευστή κατάσταση, διαρκή και βίαιη.
Εκείνη την αυγουστιάτικη μέρα που επισκέφτηκα το Λέικγουντ
και το Κόμπτον, διέσχισα οδηγώντας ένα αστικό τοπίο σε συνεχή
δημιουργία και αναδιαμόρφωση κατά τη διάρκεια του
ταραχώδους ύστερου 20ού αιώνα. Το Λέικγουντ, η άλλοτε
κατεξοχήν εργατική συνοικία, είναι σήμερα από τα πιο φυλετικά
ισορροπημένα προάστια στην Αμερική: 41% μη ισπανόφωνοι
λευκοί, 8,7% Αφροαμερικανοί, 16% Ασιάτες και 30%
Λατινοαμερικανοί.
Η ιστορία του Λέικγουντ διαμορφώθηκε από τη γεωπολιτική
του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε από την
οικονομική άνθηση της δεκαετίας του 1950 και ενισχύθηκε από
τις υψηλές ομοσπονδιακές αμυντικές δαπάνες κατά τον Ψυχρό
Πόλεμο ώσπου η πτώση του Τείχους του Βερολίνου σήμανε το
τέλος των ονειρικών θέσεων εργασίας στις αμυντικές βιομηχανίες.
Το φάσμα της ανεργίας ενέσκηψε σε όλο το ευρύτερο Λος
Άντζελες ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης της Σοβιετικής
Ένωσης· έγινε ιδιαίτερα αισθητό στο Λέικγουντ. Η πόλη
απέκτησε φήμη ως προαστιακή ουτοπία τη δεκαετία του 1950.
Έγινε διάσημη ξανά το 1993, αλλά αυτή τη φορά ως σύμβολο
προαστιακής δυστοπίας όταν μια συμμορία μαθητών Λυκείου με
το όνομα «Spur Posse» συνελήφθη κατηγορούμενη για πληθώρα
σεξουαλικών εγκλημάτων και βιασμών. Ξαφνικά το Λέικγουντ
έγινε το σύμβολο της κοινωνικής κατάρρευσης των προαστίων –
το σύμβολο της οικογενειακής δυσλειτουργίας, των άγριων
εφήβων και της σεξουαλικής ακολασίας– καθώς τα εμπλεκόμενα
αγόρια εμφανίζονταν από τη μια τηλεοπτική σκανδαλοθηρική
εκπομπή στην άλλη.457
Το Λέικγουντ θυμίζει το τρενάκι του λούνα παρκ που
χαρακτήριζε την Αμερική από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την
άνθηση, τις υφέσεις, την αποβιομηχανοποίηση, την
ποικιλομορφία και τον κουρελιασμένο προαστιακό ιδεαλισμό της.
Η αστική τοπογραφία του Λος Άντζελες είναι σαν ένας
εξελισσόμενος ζωντανός οργανισμός, που προσαρμόζεται στα
εξωτερικά ερεθίσματα της γεωπολιτικής και της
παγκοσμιοποίησης. Ή είναι σαν μια απέραντη παραλία, όπου η
άμπωτη και η πλημμυρίδα της παλίρροιας διαρκώς
αναμορφώνουν την ακτογραμμή, δημιουργώντας ένα ψηφιδωτό
από κοινότητες σε ατέρμονη αλλαγή. Η ενέργεια αυτών των
ισχυρών παλιρροιών είναι προφανής στο προαστιακό τοπίο. Οι
επιπτώσεις της αποβιομηχανοποίησης στο δυτικό τμήμα του
πλανήτη, η αποδόμηση της Σοβιετικής Ένωσης και η ακμή της
Ασίας προβάλλονται μέσα από το παράθυρο του αυτοκινήτου.
Το Κόμπτον, που έγινε το στερεότυπο του αφροαμερικανικού
γκέτο, βίωσε μια τεράστια αύξηση του λατινοαμερικανικού
πληθυσμού του τη δεκαετία του 1980, ο οποίος έγινε η
πλειονότητα στα τέλη του 1990. Λίγο βορειότερα, στο
Χάντινγκτον Παρκ, οι πινακίδες είναι στην ισπανική γλώσσα
αντανακλώντας τη δραματική αλλαγή της πληθυσμιακής
σύνθεσης του προαστίου μεταξύ του 1975 και του 1985 από
σχεδόν αμιγώς λευκούς εργάτες σε 97% Λατινοαμερικανούς.
Πολλοί από όσους εγκαταστάθηκαν στο Χάντινγκτον Παρκ
προέρχονταν από τα ισπανικά γκέτο του Ανατολικού Λος
Άντζελες και τις εργατικές κατοικίες του κέντρου, αναζητώντας
μια καλύτερη ζωή ως ιδιοκτήτες μιας προαστιακής κατοικίας. Το
εύρος των επιχειρήσεων που τροφοδοτούν τις κοινότητες των
Λατινοαμερικανών είναι ένα εκπληκτικό παράδειγμα
επιχειρηματικότητας.
Υπάρχει ένα μοτίβο εδώ: η συνεχής ροή ανθρώπων από τα
παρακμάζοντα στα νέα προάστια με στόχο τη βελτίωση της
κοινωνικο-οικονομικής θέσης τους και την εξασφάλιση ενός
καλύτερου βιοτικού επιπέδου. Οι Αφροαμερικανοί αποχώρησαν
από περιοχές σαν το Κόμπτον με προορισμό κάποια μεικτά
εθνοτικά προάστια που τους παρείχαν καλύτερες ευκαιρίες, όπως
το Σαν Φερνάντο Βάλεϊ, το Σαν Μπερναρντίνο ή το Ρίβερσαϊντ.
Τις θέσεις τους στα κεντρικότερα προάστια του μεσοπολέμου
πήραν μετανάστες που από τη δεκαετία του 1960 και εξής
προσελκύστηκαν στο Λος Άντζελες, όπως και πολλοί άλλοι πριν
από αυτούς: άνθρωποι από το Μεξικό, την Κεντρική Αμερική και
τη Νότια Αμερική.
Όλο αυτό κατέστη δυνατό εξαιτίας των αλλαγών που
εξαπλώθηκαν μέσω της παγκόσμιας οικονομίας. Το Λος Άντζελες
έγινε ο κόμβος της οικονομίας της Ασίας και του Ειρηνικού,
παρέχοντας έδρα σε πολλές χρηματοοικονομικές εταιρείες. Καθώς
είχε παρακμάσει ο κατασκευαστικός τομέας, οι βιομηχανίες
παροχής υπηρεσιών και υψηλής τεχνολογίας επανήλθαν
ορμητικά και τα λιμάνια του Λος Άντζελες και του Λονγκ Μπιτς
έγιναν οι πύλες εισαγωγής αυτοκινήτων, ηλεκτρονικών
εξαρτημάτων και πλαστικών από την Κίνα, το Χονγκ Κονγκ, την
Ιαπωνία, το Βιετνάμ, τη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν. Στη μετα-
βιομηχανική οικονομία, η κοινωνική δομή της πόλης έλαβε τη
μορφή κλεψύδρας: πολλοί εύποροι άνθρωποι στην κορυφή, όχι
πολλοί στη μέση και μια ευρεία πολυπληθής βάση χαμηλόμισθων
μεταναστών. Η νέα οικονομία απαιτούσε εργαζόμενους
χαμηλόμισθους, ελάχιστα ειδικευμένους και μη οργανωμένους σε
σωματεία: κηπουρούς, καθαριστές, οδηγούς, γκουβερνάντες και
εργάτες σε βιοτεχνίες ενδυμάτων. Κατά την απογραφή του 2010,
το 47,7% του πληθυσμού της Κομητείας του Λος Άντζελες ήταν
ισπανόφωνοι· οι μη ισπανόφωνοι λευκοί αντιστοιχούσαν σε μόλις
27,8% του πληθυσμού.458
Οι αλλαγές που αναδιαμόρφωσαν τον πληθυσμό του Λος
Άντζελες δεν αφορούσαν μόνο τη συγκεκριμένη πόλη. Στο
σύνολο των Ηνωμένων Πολιτειών, τα προάστια αποκτούσαν
μεγαλύτερη ποικιλομορφία. Στο τέλος του 20ού αιώνα οι
ταχύτερα αναπτυσσόμενοι προαστιακοί πληθυσμοί ήταν
Λατινοαμερικανοί, Αφροαμερικανοί και Ασιάτες. Επιπλέον, το
50% των μεταναστών έσπευσαν να μετοικήσουν στα προάστια.
Με άλλα λόγια, τα προάστια απέκτησαν περισσότερο αστικό
χαρακτήρα, αντανακλώντας την ποικιλομορφία της
παγκοσμιοποιημένης μητρόπολης.
Το μητροπολιτικό τοπίο πλάθεται από τους διάφορους
ανθρώπους που εγκαθίστανται σε αυτό, ζουν σε αυτό κι έπειτα
αλλάζουν σελίδα. Στον ύστερο 20ό αιώνα αυτή η σταδιακή
διαδικασία απέκτησε πλέον ξέφρενους ρυθμούς. Σε μικρή
απόσταση οδικώς από το Χάντινγκτον Παρκ βρίσκεται το
Μόντερεϊ Παρκ στο Σαν Γκάμπριελ Βάλεϊ. Αυτός ο ήσυχος,
αραιοκατοικημένος τόπος έχει τη γοητεία της μικρής πόλης που
χαρακτηρίζει πολλά αμερικανικά προάστια· αλλά η οικεία μορφή
του έρχεται σε αντίθεση με την καθοριστική του σημασία
προκειμένου να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο οι πόλεις
υπέστησαν ταχύτατες αλλαγές. Το Μόντερεϊ Παρκ –και το
μεγαλύτερο μέρος του Σαν Γκάμπριελ Βάλεϊ– αντιπροσωπεύει
έναν μικρόκοσμο όχι μόνο για την αστική επανάσταση της
εποχής μας αλλά και για τη σύγχρονη παγκοσμιοποίηση.
Όπως και πολλά άλλα προάστια, ήταν συντριπτικά λευκής
σύνθεσης στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Αλλά κατά τη
διάρκεια της δεκαετίας του 1960 το ποσοστό των λευκών
μειώθηκε από 85% σε 50%, με τους Λατινοαμερικανούς να
ανέρχονται στο 34% και τους Αμερικανοασιάτες στο 15%. Πολλοί
από τους νέους κατοίκους ασιατικής καταγωγής αποτελούσαν
οικογένειες με ολοένα αυξανόμενη κινητικότητα κι έτσι διέφυγαν
από τους παραδοσιακούς αστικούς θύλακες του κέντρου της
πόλης –Λιτλ Τόκιο και Τσαϊνατάουν– αναζητώντας ένα καλύτερο
βιοτικό επίπεδο στα προάστια. Τις δύο δεκαετίες που
ακολούθησαν ο νεαρός επενδυτής ακινήτων Φρέντερικ Χσιέ
χρησιμοποίησε τη μέτρια αυτή ασιατική παρουσία για να
προβάλλει το προάστιο σε δυνητικούς Ασιάτες μετανάστες ως το
«Κινεζικό Μπέβερλι Χιλς».459
Ο Χσιέ διέκρινε τη δυναμική που υπήρχε στο Μόντερεϊ Παρκ.
Σε μικρή απόσταση από το κέντρο του Λος Άντζελες, παρείχε
εύκολη πρόσβαση στο χρηματοοικονομικό κέντρο σε μια περίοδο
που αυτό επαναπροσανατολιζόταν στρεφόμενο προς την
οικονομία της Ασίας και του Ειρηνικού. Ο Χσιέ συνέκρινε τους
κυματιστούς λόφους του Σαν Γκάμπριελ Βάλεϊ με την Ταϊπέι·
προώθησε το προάστιο σε ασιατικές εφημερίδες, δηλώνοντας πως
μία διεύθυνση στο Μόντερεϊ Παρκ ήταν συνώνυμη της επιτυχίας
στην Αμερική. Ακόμη και ο ταχυδρομικός κώδικας της περιοχής
εκείνη την εποχή –818– ήταν βοηθητικός γιατί στην κινεζική
αριθμολογία το 8 θεωρείται ότι φέρνει πλούτο. Και είχε επιτυχία:
κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980 δεκάδες
χιλιάδες εύποροι και μορφωμένοι μετανάστες από το Χονγκ
Κονγκ, την Ταϊβάν, το Βιετνάμ και την Κίνα άρχισαν να
αγοράζουν ακίνητα στην περιοχή. Το 1990 είχε γίνει η μοναδική
πόλη των ΗΠΑ με ασιατική πλειονότητα ή, όπως την
αποκάλεσαν κάποιοι, η «Πρώτη Προαστιακή Τσαϊνατάουν».460
Αλλά αυτό το παρωνύμιο ήταν παραπλανητικό. Το Μόντερεϊ
Παρκ διέφερε από τις μονοεθνικές αστικές Τσαϊνατάουν σε
ολόκληρο τον κόσμο. Αν και οι άνθρωποι κινεζικής καταγωγής
ανέρχονταν στο 63% του πληθυσμού, αμερικανοασιατικής
πλειονότητας πλέον, προέρχονταν από ολόκληρη την ηπειρωτική
Κίνα, καθώς και από το Χονγκ Κονγκ και την Ταϊβάν, και
συμβίωναν με οικογένειες από την Ιαπωνία, το Βιετνάμ, την
Κορέα, τις Φιλιππίνες και από άλλες περιοχές της
νοτιοανατολικής Ασίας· επίσης, υπήρξε σημαντική αύξηση των
Λατινοαμερικανών (30%), ενώ το λευκό στοιχείο αντιπροσώπευε
το 12%. Ελάχιστα προάστια άλλαξαν με τόσο ραγδαίους ρυθμούς
– ή με τόσο πρόδηλο τρόπο. Πολλοί από τους νέους Κινέζους
κατοίκους προαστίων ήταν ανώτερης μόρφωσης μηχανικοί,
προγραμματιστές ηλεκτρονικών υπολογιστών, δικηγόροι και
άλλοι επαγγελματίες, οι οποίοι ήταν σε θέση να αγοράσουν
ακίνητα τοις μετρητοίς.461
Όπως και οι προηγούμενες γενιές λευκών Αμερικανών
επαγγελματιών, προσελκύστηκαν στο Μόντερεϊ Παρκ επειδή
ακριβώς αυτό πρόσφερε έναν γοητευτικό τρόπο ζωής, προσιτές
δυνατότητες στέγασης και επαγγελματικές ευκαιρίες σε ένα
προάστιο που ήταν καλά συνδεδεμένο με όλους τους μείζονες
αυτοκινητόδρομους στη νότια Καλιφόρνια. Ενδεικτικά, αυτοί οι
επιχειρηματίες παρέκαμπταν το κέντρο της πόλης και
κατευθύνονταν απευθείας στα προάστια, ενάντια στην
παραδοσιακή τάση κατά την οποία οι κοινότητες μεταναστών
εδραιώνονταν σε λιμάνι ή σε μεγάλη πόλη του εξωτερικού.
Τα προάστια, κατά τη δεκαετία του 1970 και του 1980 στην
Αμερική, παρείχαν τον ιδανικό τόπο για να ξεκινήσει κάποιος
μια επιχείρηση και να επενδύσει σε ακίνητα. Ως αποτέλεσμα της
εισροής όχι μόνο ανθρώπων αλλά και μετρητών, το Μόντερεϊ
Παρκ άλλαξε ταχύτατα προς απογοήτευση πολλών από τους
παλαιότερους κατοίκους του. Τα συνοικιακά καταστήματα που
πωλούσαν ντόνατ ή ελαστικά αυτοκινήτων έγιναν κινεζικές
τράπεζες· οι οικείες αλυσίδες καταστημάτων και τα εμπορικά
κέντρα αντικαταστάθηκαν από ασιατικά καταστήματα και
σουπερμάρκετ. Τα αμερικανικά εστιατόρια παλαιού τύπου
άλλαξαν ιδιοκτήτες και άρχισαν να πωλούν ασιατικό φαγητό
καντονέζικο, Σετσουάν, Σανξί, Σαγκάης και ταϊβανέζικο, από το
καλύτερο στις ΗΠΑ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπήρχαν
πάνω από εξήντα κινεζικά εστιατόρια εντός των είκοσι
τετραγωνικών χιλιομέτρων της πόλης· τα προαστιακά εμπορικά
κέντρα έγιναν η Μέκκα των καλοφαγάδων. Άφθονες κινεζικές
επιγραφές έκαναν την εμφάνισή τους στη λεωφόρο Γκάρβεϊ, το
εμπορικό κέντρο της πόλης, διαφημίζοντας Κινέζους λογιστές,
δικηγόρους, κτηματομεσίτες, κομμωτήρια, ιατρικές υπηρεσίες,
σουπερμάρκετ, ταξιδιωτικούς πράκτορες και, φυσικά, φαγάδικα.
Οι επιχειρήσεις αυτές εξυπηρετούσαν την τοπική κοινότητα κι
έδωσαν νέα ζωή στην πόλη σε μια περίοδο αποβιομηχανοποίησης,
αυτό είναι βέβαιο· επίσης, πρόσφεραν σε όσους είχαν δραπετεύσει
από την πολιτική αβεβαιότητα στο Χονγκ Κονγκ, την Ταϊβάν και
την ηπειρωτική Κίνα έναν τρόπο να μεταφέρουν χρήματα από
την Ασία στις ΗΠΑ. Αλλά η σημασία τους δεν περιοριζόταν μόνο
σε αυτό.
Την εποχή της επανάστασης στην προσωπική και
επιχειρηματική ζωή μέσω της τεχνολογίας της πληροφόρησης,
περίπου το 65% των προϊόντων προσωπικού υπολογιστή που
εισάγονταν στις ΗΠΑ περνούσαν από το Λος Άντζελες. Η
πλειονότητα των κινεζικών εταιρειών που συναρμολογούσαν και
διένεμαν ηλεκτρονικούς υπολογιστές είχαν έδρα στο Σαν
Γκάμπριελ Βάλεϊ. Καθώς η εισροή ανθρώπων, κεφαλαίου και
προϊόντων από το εξωτερικό αυξήθηκε στα τέλη του 20ού αιώνα,
οι προαστιακές πόλεις της κοιλάδας έλαμψαν. Το Σαν Γκάμπριελ
Βάλεϊ, στην επιφάνεια μιας απλής και ταπεινής, κλασικής
προαστιακής περιοχής, ήταν το επίκεντρο της παγκοσμιοποίησης,
όχι μόνο με βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας αλλά και με
χρηματοοικονομικές, νομικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες για τη
διαχείριση των παλιρροιών κεφαλαίου και καταναλωτικών
αγαθών που συνέρρεαν από την Ασία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η
άνθηση της οικονομίας των παραλίων του Ειρηνικού είχε το
επίκεντρό της μέσα σε λίγα εκτάρια με ξύλινες μονοκατοικίες.
Την παγκόσμια πόλη τη γνωρίζουμε: αλλά το παγκόσμιο
προάστιο έχει προβληθεί πολύ λιγότερο.462
Η οικονομική ευημερία του Σαν Γκάμπριελ Βάλεϊ τις δεκαετίες
του 1980 και του 1990, ως κόμβου της τεχνολογίας
υπολογιστών, ήταν ένας μικρόκοσμος όσων συνέβαιναν σε όλες
τις μητροπολιτικές περιοχές. Ως το τελευταίο τέταρτο του 20ού
αιώνα οι περισσότερες πόλεις ήταν σαν γιγάντιες δίνες, που
καταπίνουν εργαζόμενους, χρήματα, επιχειρήσεις και
καταστηματάρχες σε καθημερινή βάση. Αλλά τα πράγματα
αντιστράφηκαν αιφνίδια καθώς οι πόλεις αντέγραψαν τις
φυγόκεντρες τάσεις του Λος Άντζελες.
Ως τη δεκαετία του 1980 πάνω από το 50% των αμερικανικών
εταιρειών είχαν μεταφερθεί στην περιφέρεια και περισσότερες
από το 80% των θέσεων εργασίας τώρα βρίσκονταν εκτός της
παλιάς κεντρικής επιχειρηματικής συνοικίας. Μέσα στις
μεταπολεμικές δεκαετίες οι πόλεις γύρισαν τα μέσα έξω. Όπως η
βιομηχανία υπολογιστών στο Σαν Γκάμπριελ Βάλεϊ, τα προάστια
από υπνωτήρια μετατράπηκαν σε χώρους επιχειρήσεων,
διαβρώνοντας οποιαδήποτε απλή διάκριση μεταξύ προαστίου και
πόλης. Κάποια προάστια που είχαν μεταμορφωθεί στα λεγόμενα
«τεχνοπροάστια», λόγω των σύγχρονων τεχνολογιών –όπως τα
αυτοκίνητα, τα τηλέφωνα και οι υπολογιστές– απάλλαξαν τα
δορυφορικά προάστια από την εξάρτησή τους από τον αστικό
μητρικό πλανήτη τους. Τα προάστια αυτά προσομοίαζαν
περισσότερο σε πόλεις· ως αντάλλαγμα, καθιστούσαν περιττά
πολλά από όσα καθιστούσαν τα πιο πυκνοκατοικημένα κέντρα
πόλεων τόσο απαραίτητα σε όλο τον ρου της ιστορίας: την
προσωπική διά ζώσης επαφή, την παροχή μοναδικών
εξειδικευμένων λειτουργιών και την ανάγκη συγκέντρωσης όλων
αυτών σε κοντινή απόσταση. Ας πάρουμε ως παράδειγμα την
Ατλάντα, στην Τζόρτζια. Το 1960, το 90% των γραφείων ήταν
συγκεντρωμένο στο κέντρο της πόλης. Το 1980 αυτό το ποσοστό
είχε καταποντιστεί σε μόλις 42% καθώς εκατό περίπου
βιομηχανικά πάρκα εξαπλώθηκαν στην περιφέρεια της πόλης.
Σήμερα, η Ατλάντα είναι η λιγότερο πυκνοκατοικημένη πόλη
στον κόσμο με 630 κατοίκους ανά τετραγωνικό μίλι (η Ντάκα, η
πιο πυκνοκατοικημένη πόλη, στοιβάζει 115.000 κατοίκους ανά
τετραγωνικό μίλι· ο παγκόσμιος μέσος όρος είναι 14.000). Σε όλο
τον κόσμο, οι πόλεις προσομοιάζουν περισσότερο στο Λος
Άντζελες, τόποι άμορφοι με όχι ένα αλλά πολλά κέντρα πόλης,
όπου είναι διάσπαρτες οι επιχειρήσεις και οι αστικές λειτουργίες.
Τα είδη επιχειρήσεων στη μετα-βιομηχανική, παγκοσμιοποιημένη
οικονομία –υψηλή τεχνολογία, έρευνα και υπηρεσίες– από τη
φύση τους προτιμούσαν τα προαστιακά επιχειρηματικά πάρκα
έναντι των κέντρων των πόλεων.
Το πιο γνωστό παράδειγμα, φυσικά, είναι η συστάδα πόλεων
στη βόρεια Καλιφόρνια ανάμεσα στο Σαν Χοσέ και το Σαν
Φρανσίσκο με επίκεντρο το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Καμία
άλλη περιοχή στον κόσμο δεν είχε μεγαλύτερη επίπτωση στη ζωή
μας τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτή η παράταξη προαστίων,
ερευνητικών εγκαταστάσεων και επιχειρηματικών πάρκων
φιλοξενεί τις εταιρείες Google, Apple, Twitter, Facebook,
Net ix, Yahoo, Uber, Airbnb, Oracle, eBay και LinkedIn. Το
Σίλικον Βάλεϊ δεν είναι πόλη· αλλά ούτε και προάστιο είναι. Με
την πρωτόγνωρη παγκόσμια δύναμή του, είναι η επιτομή της
σύγχρονης άμορφης, αποκεντρωμένης πόλης.
Επιστρέφοντας στο Λος Άντζελες, η ιστορία του Σαν Γκάμπριελ
Βάλεϊ δεν είναι απλώς η ιστορία κάποιων επιτυχημένων διεθνών
επιχειρηματιών από την Ταϊβάν και την Κίνα που ένωσαν τις
δύο ακτές του Ειρηνικού με εμπορικούς δεσμούς. Οι μετανάστες
στο Μόντερεϊ Παρκ συμπεριλάμβαναν τόσο εύπορους και
καταρτισμένους κατοίκους όσο και φτωχούς και ανειδίκευτους.
Πρόκειται, επίσης, για τη γνωστή ιστορία της αντίστασης των
λευκών σε διεισδύσεις αλλότριων στοιχείων στο προάστιό τους.
Έγιναν προσπάθειες από ομάδες κατοίκων προκειμένου να
απαγορευτούν οι κινεζικές επιγραφές και να ανακηρυχθούν τα
αγγλικά ως η επίσημη γλώσσα της πόλης. Αλλά στην πρώτη
γραμμή της μάχης βρισκόταν η ταπεινή καλιφορνέζικη
μονοκατοικία. Οι νεόπλουτοι Ασιάτες αγοραστές κατοικιών
ήθελαν να μετατρέψουν τις παλιές ξύλινες μονοκατοικίες που
απευθύνονταν σε μικρές πυρηνικές οικογένειες σε μεγαλύτερες,
πιο ευρύχωρες οικίες που αντανακλούσαν τον πλούτο, την
κοινωνική τάξη και τις πολυμελείς οικογένειές τους. Προκειμένου
να στεγάσουν άγαμους και πιο χαμηλόμισθους μετανάστες, οι
κερδοσκόποι άρχισαν επίσης να κατασκευάζουν πολυκατοικίες
στα προάστια. Συνάντησαν την αντίσταση τοπικών
συντηρητικών ομάδων που ήθελαν να περισώσουν ό,τι οι ίδιοι
θεωρούσαν προαστιακή κληρονομιά από την ασιατική
«μεγαροποίηση» και αστικοποίηση σε μια ύστατη προσπάθεια να
διατηρήσουν τον αυθεντικό χαρακτήρα της περιοχής.463
Διασχίζοντας το Σαν Γκάμπριελ Βάλεϊ με κατεύθυνση προς
ανατολικά, τα προπολεμικά προάστια παραχωρούν τη θέση τους
σε εκλεκτικιστικές, λιτές προπολεμικές μονοκατοικίες κι έπειτα σε
πιο ομοιόμορφα προάστια των μεταπολεμικών χρόνων. Καθώς
προχωρούσε ο 20ός αιώνας, το Λος Άντζελες έγινε η πιο
πυκνοκατοικημένη αστική περιοχή στις Ηνωμένες Πολιτείες με
6.000 κατοίκους ανά τετραγωνικό μίλι (το οποίο εξακολουθεί να
μην είναι ιδιαίτερα πυκνό: η πυκνότητα κατοίκησης τόσο στο
Ευρύτερο Λονδίνο όσο και στη Σαγκάη είναι 14.500 και στο
κεντρικό Παρίσι πάνω από 52.000). Ενώ τα προάστια στο
ανατολικό τμήμα των Ηνωμένων Πολιτειών χαρακτηρίζονταν
από υπαίθριους χώρους, το Λος Άντζελες δόμησε το μεγαλύτερο
μέρος της έκτασής του, αφήνοντας ελάχιστη επιφάνεια διαθέσιμη
για πάρκα ή ύπαιθρο. Οι ασιατικές οικογένειες, καθώς πλούτιζαν,
επεκτείνονταν ανατολικότερα μέσω της κοιλάδας, ακριβώς με τον
ίδιο τρόπο με τον οποίο οι οικογένειες λευκών και
Αφροαμερικανών μεταπηδούν από προάστιο σε προάστιο,
κυνηγώντας το όνειρό τους στις παρυφές της μητρόπολης καθώς
τα προάστια γίνονται όλο και πιο πυκνοκατοικημένα, πιο
παραμελημένα και, εξαιτίας των νεόδμητων κατοικιών,
αποκομμένα όσο ποτέ από τον μυθικό ημιαγροτικό τόπο που
χαρακτηρίζει την πολυπόθητη άκρη της πόλης.
Η επέκταση προς τα ανατολικά, προς όλο και πλουσιότερα
προάστια, αντανακλά, επίσης, τη νέα κλίση της παγκόσμιας
οικονομίας προς την Ασία. Οι Κινέζοι αγοραστές οικιών άρχισαν
να μετακομίζουν σε κάποια από τα πιο πλούσια και ακριβά
προάστια του Λος Άντζελες, τα Σαν Μαρίνο και Αρκέντια, δύο
όμορφες πόλεις κατάφυτες με βελανιδιές κάτω από τα Όρη του
Σαν Γκάμπριελ. Άλλοτε αγαπημένα σε λευκούς Αμερικανούς
διευθύνοντες συμβούλους και στελέχη, έγιναν κατά πλειονότητα
ασιατικά από τις αρχές του 21ου αιώνα και εξής. Οι Ασιάτες
νεοεισαχθέντες τυπικά δεν είναι ανερχόμενοι μετακινούμενοι
επιχειρηματίες που έχουν χτίσει περιουσίες στο Λος Άντζελες και
μετακόμισαν όταν αυξήθηκαν τα εισοδήματά τους. Είναι
νεόκοποι πολυεκατομμυριούχοι και δισεκατομμυριούχοι Κινέζοι
διευθύνοντες σύμβουλοι και κυβερνητικοί αξιωματούχοι που
έρχονται κατευθείαν στην Αρκέντια από τη Σαγκάη και το
Πεκίνο.
Κυνηγούν το ίδιο όνειρο που κυνηγούσαν οι Αμερικανοί
προκάτοχοί τους στα προάστια: ένα μεγάλο, αριστοκρατικό σπίτι
σε ευχάριστο περιβάλλον όπου τα σχολεία είναι καλά, το
εμπορικό κέντρο βρίθει από είδη πολυτελείας και τα χρήματά
τους είναι εξασφαλισμένα σε αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία.
Η Αρκέντια, η αρχετυπική αμερικανική μεγαλοαστική κωμόπολη
που αναβλύζει ευημερία σε κάθε δρόμο, κατάφυτη με βελανιδιές,
δεν είναι πια ένα προάστιο του Λος Άντζελες ή της Πασαντένα,
αλλά του παγκοσμιοποιημένου κόσμου. Πολλές παλαιές
μονοκατοικίες τύπου ράντσου με μεγάλους κήπους, της
δεκαετίας του 1940, αγοράστηκαν, κατεδαφίστηκαν και
αντικαταστάθηκαν από τεράστια, εξεζητημένα κινεζικά μέγαρα,
γεμάτα με κρυστάλλινα πολύφωτα, μαρμάρινα εσωτερικά,
μεγάλα κελάρια με κρασιά, κουζίνες με γουόκ, κυκλικούς
δρόμους πρόσβασης και όλα όσα θα μπορούσε να ποθήσει μια
πάμπλουτη ξενιτεμένη οικογένεια Κινέζων.464
Στη δεκαετία του 2010, σε ετήσια βάση, 150 ως 250 κατοικίες
των 185 τετραγωνικών μέτρων, της δεκαετίας του 1940,
γίνονταν τεράστια μέγαρα του 21ου αιώνα, των 1.115
τετραγωνικών μέτρων. Αυτά τα ογκώδη επιδεικτικά τέρατα που
επισκιάζουν τα εναπομείναντα παραδοσιακά σπίτια είναι
συμβολικά της εξουσίας που ασκούν στον σύγχρονο κόσμο οι
προτιμήσεις των Κινέζων και το χρήμα. Επίσης, είναι δηλωτικά
της δύναμης των αμερικανικών προαστίων: επί ολόκληρες γενιές
εκατομμύρια άνθρωποι έχουν συρρεύσει στη νότια Καλιφόρνια,
από διαφορετικά υπόβαθρα και με ποικίλα μέσα, δελεασμένοι
από το τραγούδι της σειρήνας του τρόπου ζωής στα
καλιφορνέζικα προάστια.
Τα μεγαθήρια των εκατομμυριούχων της Αρκέντια αφηγούνται
μια ιστορία παγκοσμιοποίησης. Οδήγησα προς τα ανατολικά για
να αφηγηθώ άλλη μία ιστορία, μια διαδρομή 40 λεπτών μέσα
από μια ατελείωτη προαστιακή εξάπλωση προς τις
απογοητευτικές επαύλεις μιας νέας πόλης που ονομάζεται
Ίστβεϊλ στην Κοιλάδα Τζουρούπα. Πριν από λίγα χρόνια αυτή η
επίπεδη σαν τηγανίτα, γεμάτη σκόνη ημιέρημος δεν είχε παρά
κτηνοτροφικές μονάδες και αμπελώνες. Τώρα είναι ένα
εκτεταμένο πολεοδομικά οργανωμένο προάστιο. Δεν πρόκειται
πλέον για το Λος Άντζελες, το οποίο βρίσκεται 75 χιλιόμετρα
δυτικότερα· πρόκειται για την Αυτοκρατορία της Ενδοχώρας.
Ωστόσο, αποτελεί μέρος της ατελείωτης εξάπλωσης της
μεγαλούπολης στην περιοχή του Ευρύτερου Λος Άντζελες /
νότιας Καλιφόρνια.
Τα υποτονικά υπερμεγέθη προάστια εδώ είναι η εκδοχή του
Λέικγουντ στον 21ο αιώνα – χιλιάδες προκατασκευασμένες
προαστιακές κατοικίες που χτίστηκαν τα τελευταία χρόνια γύρω
από εμπορικά κέντρα. Το Ίστβεϊλ, σαν το Λέικγουντ της
δεκαετίας του 1950, είναι εμβληματικό της τροφοδοτούμενης
από στεροειδή υπεραστικοποίησης στην Αμερική και σε άλλα
μέρη του κόσμου στη στροφή της χιλιετίας. Τα σπίτια
αυξάνονταν σε μέγεθος και εξαπλώνονταν ακόμα περισσότερο
στο ύπαιθρο· οι κλήροι γης απλώνονταν όλο και περισσότερο
κατά μήκος των αυτοκινητόδρομων και γύρω από τις
διασταυρώσεις· με το 100% των ενυπόθηκων δανείων οι
κατοικίες αυτές έγιναν προσιτές σε ακόμα περισσότερους
ανθρώπους. Το Ίστβεϊλ, όπως και πολλοί άλλοι τόποι, έχει
περίπου το μέγεθος μιας πόλης, αλλά δεν διαθέτει πολλά από τα
πράγματα που εμπλουτίζουν τη ζωή στην πόλη – ένα κέντρο με
καταστήματα, καφετέριες και εστιατόρια· δρόμους γεμάτους ζωή
που προσφέρονται για περίπατο· αρχιτεκτονική ποικιλία·
νυχτερινή ζωή.
Οι παραδοσιακές έννοιες της αστικοποίησης και της
προαστικοποίησης έχουν καταρρεύσει. Έχουμε πλέον «πόλεις των
παρυφών» ή «πόλεις απαρατήρητες» – οικισμούς που παρέχουν
στέγαση και εργασία αλλά δεν είναι αστικοί. Στα τέλη του 20ού
αιώνα δημιουργήθηκαν τα «ταχύτατα αναπτυσσόμενα προάστια»
στην Αμερική – τεράστια προάστια με πληθυσμό πάνω από
100.000 άτομα που είχαν μακροπρόθεσμη πληθυσμιακή αύξηση
σε διψήφια ποσοστά. Ο πληθυσμός τους αυξήθηκε και η
ταχύτητα αύξησης της οικονομικής ζωτικότητας ξεπέρασε εκείνη
της πόλης. Η Μέζα, ένα προάστιο στο Φίνιξ της Αριζόνα, για
παράδειγμα, έχει πληθυσμό πάνω από μισό εκατομμύριο που την
καθιστά μεγαλύτερη και από τις πόλεις του Μαϊάμι, του Σεντ
Λούις και της Μινεάπολις. Έχει επιχειρήσεις και βιομηχανίες
αλλά όχι ένα σαφώς ορισμένο κέντρο. Το Ίστβεϊλ διαθέτει τα ίδια
βασικά χαρακτηριστικά: είναι μια πόλη που δεν θέλει να είναι
πόλη.465
Ο πληθυσμός του αυξήθηκε δραματικά την πρώτη δεκαετία της
χιλιετίας, από 6.000 σε 53.668, καθώς η αγροτική κοιλάδα
κατακλύστηκε από ένα κύμα δόμησης οικιστικής ζώνης. Παρ’
όλα αυτά, αυτή η ανώνυμη Πόλη του Οπουδήποτε έχει ήδη
κορεστεί ιστορικά. Το Ίστβεϊλ γεννήθηκε κατά τη διάρκεια μιας
θύελλας ανέγερσης νέων οικιών στην Αμερική: σε ολόκληρη τη
χώρα, μόνο στην τριετία 2003-2006, κατασκευάστηκαν 6,3
εκατομμύρια οικιστικές μονάδες χαμηλής πυκνότητας (όσο το
μέγεθος ολόκληρης της μητροπολιτικής περιοχής του Λος
Άντζελες). Αυτή η τεράστια έκρηξη ήταν εφικτή χάρη στην
επένδυση χρήματος –μεγάλο μέρος του από την Κίνα– που
διοχετεύτηκε στην αμερικανική αγορά ακινήτων και στην αγορά
χρεογράφων διασφαλιζόμενων με υποθήκες στεγαστικών δανείων.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εύκολης πίστωσης, οι
μεγάλες πολυτελείς προαστιακές επαύλεις έγιναν προσιτές σε
ανθρώπους που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα μπορούσαν να
τις υποστηρίξουν. (Είναι περισσότεροι από ένας οι δρόμοι που
συνδέουν τις επαύλεις των Κινέζων στην Αρκέντια με τις
επαύλεις του Ίστβεϊλ.) Δεδομένου ότι αυτές οι οικίες
κατασκευάστηκαν με τη σύναψη ενυπόθηκων στεγαστικών
δανείων υψηλού κινδύνου, οι νέοι κάτοικοι του Ίστβεϊλ
επλήγησαν ιδιαίτερα όταν έσκασε η αμερικανική στεγαστική
φούσκα το 2008 που αποκάλυψε την πραγματική αξία των
υπερτιμημένων ακινήτων τους. Αν και νεαρό ακόμα σε ηλικία,
το Ίστβεϊλ από απαστράπτον νέο προάστιο μετατράπηκε σε μια
μισοερειπωμένη πόλη φάντασμα με τεράστια, ερειπωμένα
κατασχεμένα σπίτια. Επί αρκετά χρόνια μετά την οικονομική
κρίση μεταφέρθηκαν εκεί συμμορίες, μετατρέποντας τις επαύλεις
σε εργαστήρια παραγωγής κρυσταλλικής μεθαμφεταμίνης και
εσωτερικές φυτείες μαριχουάνας.
Οι άνθρωποι μετακόμιζαν στο Λέικγουντ τη δεκαετία του 1950
για να εργαστούν στις σύγχρονες και πολιτικά καθοδηγούμενες
βιομηχανίες της εποχής – κατασκευάζοντας αεροπλάνα και
πυραύλους για τον Ψυχρό Πόλεμο. Οι κάτοικοι του Ίστβεϊλ
έχουν δουλειές εξίσου πρωτοποριακές. Ζουν κοντά σε μερικά από
τα πιο εντυπωσιακά κτίρια του κόσμου.
Επί χιλιόμετρα και χιλιόμετρα, αυτά τα αδιάφορα τεράστια
κουτιά –μερικά στο μέγεθος μιας μικρής πόλης και τα μικρότερα
στις διαστάσεις ενός χωριού– εξαπλώνονται άναρχα στις γύρω
εκτάσεις όπου οι αμπελώνες πασχίζουν να επιβιώσουν. Έχουν
ονόματα οικεία σε όλο τον κόσμο: UPS, FedEx, Costco,
Walmart, Amazon. Αυτά τα κολοσσιαία κέντρα εκτέλεσης
παραγγελιών έκτασης 93 στρεμμάτων έχουν στρογγυλοκαθίσει
ανάμεσα σε κτηνοτροφικές μονάδες, γαλακτοκομεία και
εγκαταλειμμένα οινοποιεία, στο κέντρο ενός σύνθετου ιστού από
αυτοκινητόδρομους, αεροδρόμια, σιδηροδρομικές γραμμές και
προάστια. Κατά τη δεκαετία του 2010 επιπλέον 1.860 στρέμματα
αποθηκευτικών χώρων ενοικιάστηκαν με την πάροδο των χρόνων
σε αυτή την περιοχή της Καλιφόρνια. Είναι ένα τεράστιο
σύγχρονο λιμάνι της ενδοχώρας, όπου αποθηκεύονται
εκατομμύρια τόνοι φθηνών εισαγωγών από την Ασία και
αναδιανέμονται απ’ άκρη σ’ άκρη στις ΗΠΑ για να εκπληρώσουν
τη βαρυσήμαντη υπόσχεση της παράδοσης την επόμενη ημέρα.
Εκατομμύρια κλικαρίσματα ποντικιών σε υπολογιστές ή
αγγίγματα δαχτύλων σε οθόνες έξυπνων κινητών κρατούν τα
μηχανήματα σε συνεχή κίνηση. Η σπουδαιότητα αυτού του
λιμανιού της ενδοχώρας κρύβεται κάτω από τον μανδύα της
οικιακής θαλπωρής των προαστίων που διαποτίζει την περιοχή.466
Το Ίστβεϊλ είναι ένα προάστιο που οφείλει την ύπαρξή του στη
σύνδεσή του με αυτό το παγκόσμιο παζάρι. Οι δυνάμεις που
ώθησαν εκατομμύρια Μεξικανούς, Κεντροαμερικανούς και
Νοτιοαμερικανούς στο Λος Άντζελες, χιλιάδες Ταϊβανέζους
επιχειρηματίες στο Σαν Γκάμπριελ Βάλεϊ και εκατοντάδες
νέοπλουτους Κινέζους εκατομμυριούχους και
δισεκατομμυριούχους στην Αρκέντια, δελέασαν τον κόσμο ώστε
να έρθει στο Ίστβεϊλ και να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο του
προαστιακού ονείρου. Ζουν στο σταυροδρόμι της οικονομίας του
21ου αιώνα, όπως ακριβώς οι κάτοικοι του βυθισμένου στην ανία
Λέικγουντ ζούσαν στο επίκεντρο του Ψυχρού Πολέμου. Και όπως
οι προαστιακοί προκάτοχοί τους στο Λέικγουντ και στο Κόμπτον,
είναι εξίσου ευάλωτοι σε μετατοπίσεις που αφορούν τη
γεωπολιτική, την παγκόσμια οικονομία και την τεχνολογία: αν
στερέψει ο χείμαρρος του φορτίου που καταφθάνει στο λιμάνι
της ενδοχώρας ή πάρει τα ηνία ο αυτοματισμός, θα χάσουν τις
δουλειές τους.467
Οι νταλίκες κατευθύνονται προς αυτή την αχανή περιοχή με
τις αποθήκες μέσω του αυτοκινητοδρόμου ρυμουλκώντας
εμπορευματοκιβώτια με έξυπνα κινητά, πλαστικά παιχνίδια,
εσώρουχα, εξαρτήματα αυτοκινήτων, τηγάνια, εργαλεία και
γκάτζετ που έχουν κατασκευαστεί 20.000 χιλιόμετρα μακριά.
Πήρα την αντίθετη κατεύθυνση, προς τα νοτιοδυτικά από το
σημείο εκκίνησής τους, σε μια διαδρομή 100 χιλιομέτρων μέσα
από ακόμα περισσότερους άναρχα επεκτεινόμενους οικισμούς με
εντυπωσιακά πανομοιότυπες κατοικίες και, διερχόμενος ξανά
από το Λέικγουντ και το Κόμπτον, έφτασα στο Λιμάνι του
Λονγκ Μπιτς, μία από τις κύριες πύλες της Ασίας προς την
αμερικανική αγορά. Η κυκλική μου διαδρομή των 250
χιλιομέτρων (χωρίς να υπολογίζουμε τις παρακάμψεις) περιέκλειε
ένα τοπίο πλούσιο σε ιστορία και νόημα, μια εν κινήσει αφήγηση
που ξεκίνησε την ατομική εποχή της δεκαετίας του 1950 και
κατέληξε στο σημείο μηδέν της παγκοσμιοποίησης του 21ου
αιώνα. Η μονότονη ομοιότητα των προαστίων που εκμηδενίζει
την ιστορία, αν και κάλυπτε κατά κάποιο τρόπο το μέγεθος της
αφήγησης, παράλληλα το δραματοποιούσε. Μερικές φορές η
ιστορία γράφεται σε τόπους ανιαρούς. Στην πραγματικότητα,
συχνά αποδεικνύεται ότι δεν είναι και τόσο ανιαροί τελικά.
Στο Λονγκ Μπιτς ξεφόρτωναν τεράστια πλοία με
εμπορευματοκιβώτια. Συνδέουν την περιφέρεια με τα τεράστια
αστικά κέντρα του Λος Άντζελες και της Καλιφόρνια με τους
άλλους σημαντικούς κόμβους της παγκόσμιας οικονομίας, τις
εμπορικές μεγαλουπόλεις που άνθησαν από τη δεκαετία του 1970
– τα 55 εκατομμύρια πληθυσμού της ευρύτερης περιοχής του
Κόλπου Γκουανγκντόνγκ-Χονγκ Κονγκ-Μακάο· τη μεγαλούπολη
στο δέλτα του ποταμού Γιανγκτσέ (Σαγκάη, Ναντζίνγκ,
Χανγκτζού, Σουτσόου, Τζινγκτζιάνγκ, Βούξι) με 88 εκατομμύρια·
τη Σεούλ-Ίντσεον, με 25 εκατομμύρια· τη Μέγκα Μανίλα, με 41
εκατομμύρια. Η ακροθαλασσιά του Λονγκ Μπιτς, εν μέσω της
ροής αγαθών και κεφαλαίου, είναι το κατάλληλο σημείο για να
κάνουμε μια παύση και να στοχαστούμε τις δυνάμεις που
αστικοποίησαν –και προαστικοποίησαν– αναρίθμητες εκτάσεις
γης σε ολόκληρο τον κόσμο.

Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από μια τερατώδη εξάπλωση


αστικών γιγάντων. Αν και σε αυτό το κεφάλαιο εστιάσαμε στο
Λος Άντζελες και στην όμορη αστική περιοχή, πρόκειται για μια
διήγηση η οποία ισχύει ευρύτερα σε διάφορες πόλεις του κόσμου
που έχουν πάρει τη μορφή τεράστιων, πολυκεντρικών
μεγαλουπόλεων. Η ιστορία του Λος Άντζελες είναι η ιστορία όχι
της προαστικοποίησης αλλά του πώς έχει εξασθενήσει ο αυστηρός
διαχωρισμός μεταξύ προαστίου και πόλης. Αφορά το πώς η πόλη
έχει πάρει μια νέα μορφή, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι μια συνεχής
διαδικασία μεταμόρφωσης.
Καθώς τα προάστια γίνονταν όλο και πιο σύνθετα και
οικονομικά εύρωστα, εξαπλώνονταν ακόμα περισσότερο και
ακόμα ταχύτερα, καταπίνοντας 175 εκατομμύρια στρέμματα
αμερικανικής υπαίθρου (το μέγεθος της Πολιτείας της
Ουάσιγκτον) μεταξύ του 1982 και του 2012. Το 2002, κατά τη
διάρκεια της εκρηκτικής ανάπτυξης της αγοράς ακινήτων, οι
Ηνωμένες Πολιτείες κάθε λεπτό έχαναν οκτώ στρέμματα
καλλιεργήσιμης γης, δασικής έκτασης και υπαίθριου χώρου προς
όφελος της προαστιακής εξάπλωσης.468
Από το Λος Άντζελες ως την Ατλάντα, το Φίνιξ ως το Κάνσας
Σίτι, η Αμερική ήταν το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της
διαφυγής στην αραιοκατοικημένη και εξαρτημένη από τα
αυτοκίνητα αστική εξάπλωση στα τέλη του 20ού αιώνα. Με την
ευρεία χρήση αυτοκινήτων, τους ελικοειδείς αυτοκινητοδρόμους,
το φθηνό χρήμα, τα άφθονα ορυκτά καύσιμα, την περίσσια γη,
τα παρακμάζοντα κέντρα των πόλεων και τον ολοένα
αυξανόμενο πληθυσμό, ο πόθος του κόσμου για
αραιοκατοικημένες, εκτός πόλης οικογενειακές κατοικίες θα
μπορούσε να είναι δικαιολογημένος. Πιθανώς, ακόμα πιο
σημαντικά ήταν τα τεράστια ποσά που διέθεσε η κεντρική
κυβέρνηση επιδοτώντας την εξάπλωση αυτή με φορολογικά
κίνητρα, στεγαστικά δάνεια και αυτοκινητόδρομους ταχείας
κυκλοφορίας μήκους 110.000 χιλιομέτρων. Τα εξαρτώμενα από
τα αυτοκίνητα και διαρκώς επεκτεινόμενα προάστια, το
χαρακτηριστικό στοιχείο του αμερικανικού αστισμού κατά τον
20ό αιώνα, έγιναν το πρότυπο για άλλες κοινωνίες που τελούσαν
υπό ταχεία αστικοποίηση. Σε κάποιες ασιατικές πόλεις όπως οι
Μπανγκόκ, Τζακάρτα, Μανίλα και Κουάλα Λουμπούρ, η δίψα
των ανερχόμενων μεσοαστών για προαστιακή ανάπτυξη του
τύπου του Λος Άντζελες ήταν προφανής κατά τη δεκαετία του
1980. Στο Τόκιο, η αύξηση των τιμών των κατοικιών ανάγκασε
10 εκατομμύρια ανθρώπους από την κεντρική πόλη να
μετακινηθούν στα εξωτερικά προάστια μεταξύ του 1975 και του
1995.
Στην Κίνα, ωστόσο, ελάχιστα σπιτικά είχαν αυτοκίνητα τη
δεκαετία του 1980· το περπάτημα, το ποδήλατο και τα
λεωφορεία ήταν οι κύριες μορφές μετακίνησης και οι πόλεις
παρέμειναν μικρές σε μέγεθος. Εύκολα συνδέουμε την ταχεία
αστικοποίηση της Κίνας με τους εντυπωσιακούς ουρανοξύστες
της. Ωστόσο, η αληθινή ιστορία δεν είναι κάθετη αλλά οριζόντια,
καθώς οι κινεζικές πόλεις εξαπλώνονταν αργά, σαν μια υγρή
μάζα, στην ύπαιθρο. Τη δεκαετία του 1990, η προαστικοποίηση
άρχισε για τα καλά καθώς αυξάνονταν οι ιδιοκτήτες
αυτοκινήτων. Τα μεγάλα αστικά κέντρα έχουν επεκτείνει το
αποτύπωμά τους κατά 450 στρέμματα κατά μέσο όρο από το
1978. Το 60% των οικιών της νέας μεσοαστικής τάξης χτίστηκαν
στα εξωτερικά προάστια και το 70% των φθηνών κατοικιών στα
εσωτερικά προάστια. Η Κίνα έδειχνε να ακολουθεί την
αμερικανική πορεία και ωθήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις ίδιες
δυνάμεις.
Η μαζική προαστικοποίηση πραγματοποιήθηκε σε δύο μέτωπα.
Οι πληθυσμοί των εξαιρετικά πυκνοκατοικημένων, γεμάτων ζωή
συνοικιών lilong και hutong469 στο Πεκίνο και τη Σαγκάη,
ανεπτυγμένες γύρω από ένα δίκτυο από σοκάκια και στενά
δρομάκια, μετεγκαταστάθηκαν κατ’ ανάγκη σε μονότονα
προαστιακά ογκώδη πολυώροφα συγκροτήματα. Ο
επαναπροσανατολισμός της οικονομίας της Κίνας προς τις αγορές
εξαγωγών επέβαλε το είδος εκείνο της αναδιάρθρωσης που είχε
φέρει τα μέσα έξω στο Λος Άντζελες – και σε πόλεις σε όλο τον
κόσμο. Επιχειρηματικά πάρκα υψηλής τεχνολογίας και
κατασκευαστές προσανατολισμένοι στις εξαγωγές
διασκορπίστηκαν στις προαστιακές αναπτυξιακές ζώνες· εμπορικά
κέντρα και πάρκα ξεφύτρωσαν σαν τα μανιτάρια. Ο συσχετισμός
της παγκοσμιοποίησης με την προαστικοποίηση είναι έντονος.
Από την άλλη πλευρά, η ανερχόμενη μεσαία τάξη της Κίνας
μετακόμισε σε πολυτελείς αραιοκατοικημένες προαστιακές
κοινότητες. Κάποια από τα ονόματά τους είναι δηλωτικά της
φαντασίας που τα ενέπνευσε: τα Όραντζ Κάουντι, Παρκ
Σπρινγκς και Λόνγκμπιτς (έξω από το Πεκίνο) ή Ράντσο Σάντα
Φε (Σαγκάη) χτίστηκαν ως ακριβή αντίγραφα των προαστιακών
κατοικιών της νότιας Καλιφόρνια. Ο ονειρικός τρόπος ζωής που
πρόσφεραν τα αμερικανικά προάστια (όπως και οι αμερικανικοί
ουρανοξύστες) υπήρξε ισχυρότατος, καθώς διαδόθηκε σε
παγκόσμιο επίπεδο με μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες του
Λος Άντζελες – εκείνη του κινηματογράφου και της
τηλεόρασης.470
Η μανία για τη ζωή σε προάστια που καταβρόχθιζαν γη και
διψούσαν για όλο και περισσότερο χώρο ήταν προφανής παντού.
Στη Βρετανία το δομημένο περιβάλλον διπλασιάστηκε τις δύο
τελευταίες δεκαετίες της χιλιετίας, παρόλο που η αύξηση του
πληθυσμού ήταν μικρή. Εκείνα τα χρόνια χαρακτηρίζονταν από
επεκτάσεις κάθε είδους. Μεταξύ του 1980 και του 1990 ο
αστικός πληθυσμός στις αναπτυσσόμενες χώρες αυξήθηκε από
972 εκατομμύρια σε 1,385 δισεκατομμύρια. Το 1950 μόνο το
Λονδίνο και η Νέα Υόρκη ήταν μεγαλουπόλεις με πάνω από 8
εκατομμύρια κατοίκους η καθεμία και υπήρχαν 83 πόλεις με
πληθυσμό ενός εκατομμυρίου ή παραπάνω. Το 1990 υπήρχαν 20
μεγαλουπόλεις και 198 πόλεις με πάνω από ένα εκατομμύριο
πληθυσμό. Η απότομη ταχύτητα με την οποία αναπτύχθηκαν
πολλές ασιατικές, αφρικανικές και νοτιοαμερικανικές πόλεις
ώθησε εκατομμύρια φτωχούς αγροτικούς μετανάστες σε
προαστιακές παραγκουπόλεις. Όπως και στις πλουσιότερες
πόλεις, η κίνηση ήταν προς τα έξω και όχι καθ’ ύψος. Το
Λάγκος, μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες πόλεις,
επεκτάθηκε από 762.418 κατοίκους το 1960 σε πάνω από 13
εκατομμύρια στο τέλος του αιώνα. Την ίδια στιγμή, η αστική
περιοχή του εκτοξεύτηκε από 320 σε 1.835 τετραγωνικά
χιλιόμετρα.
Ουδέποτε στην ανθρώπινη ιστορία οι πόλεις και ο αστικός
τρόπος ζωής δεν υπέστησαν τόσο στιγμιαίες αλλαγές. Η περιοχή
της πολυκεντρικής, ολοένα επεκτεινόμενης παγκόσμιας
μεγαλούπολης που έγινε προφανής στο Λος Άντζελες κατά τη
δεκαετία του 1950 έχει, από τότε, κατακτήσει τον κόσμο. Με
οδηγό τον μεταπολεμικό καπιταλισμό, η προαστιακή μητρόπολη
ώθησε στα άκρα τόσο την έννοια της πόλης όσο και τη σχέση της
ανθρωπότητας με τον φυσικό κόσμο.
Το προάστιο είναι ένα εύστοχο μνημείο για τον θρίαμβο του
καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης. Η πολυτελής
επεκτατικότητά του αντανακλά τη θηριώδη καταναλωτική
κουλτούρα μας, που υπόσχεται να εκπληρώσει όλες τις επιθυμίες
μας και βασίζεται στην αρχή της ανάπτυξης δίχως όρια.
Μεταμορφώνει ένα φυσικό περιβάλλον σε ένα περιβάλλον
ελεγμένο, τεχνητό. Κατά τη μεταπολεμική χρυσή εποχή των
προαστίων, το Λος Άντζελες προπορευόταν, μεταξύ άλλων, και
στην εντυπωσιακή ανάπτυξη της βιομηχανίας της κηπουρικής.
Οι τζακαράντες, που ευδοκιμούσαν στον Αμαζόνιο, ήταν
δημοφιλείς στο Λέικγουντ για την υπέροχη ανθοφορία τους. Οι
κάτοικοι του Λέικγουντ φύτευαν επίσης διχόντρα αντί για
γρασίδι στις πρασιές τους γιατί δεν απαιτούσε ιδιαίτερη
χορτοκοπή. Αυτά ήταν δύο μόνο από μια ατελείωτη σειρά
δέντρων, φυτών, λουλουδιών, θάμνων, γρασιδιού και καρπών
που εισάγονταν από κάθε γωνιά του πλανήτη και φυτεύονταν
ελεύθερα στο Λος Άντζελες, μεταμορφώνοντας τα προάστια σε
ένα πλήρως ανθρωπογενές τοπίο που συντηρείται με
εκατομμύρια ψεκαστήρες νερού και τόνους φυτοφαρμάκων.471
Τι άλλο θα μπορούσε να εκφράσει καλύτερα τον κόσμο στην
αυγή της τρίτης χιλιετίας αν όχι ο προαστιακός κήπος; Είναι
ένας μικρόκοσμος του τρόπου με τον οποίο κυριαρχούμε στον
πλανήτη. Αλλά ο αληθινός κίνδυνος της άναρχης επέκτασης δεν
είναι η αναδιοργάνωση του άμεσου περιβάλλοντός μας. Η
απόρριψη της μικρής πόλης από το είδος μας χάριν ενός
πλούσιου χώρου διαβίωσης οδήγησε σε αδηφάγες μητροπόλεις
που ζητούν όλο και περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια, βενζίνη,
πετρέλαιο, νερό, σκυρόδεμα και οδικά συστήματα. Η επέκταση
«τρώει» την ύπαιθρο, αυτό είναι βέβαιο· επίσης, σπαταλά πόρους
σε μνημειακή κλίμακα. Ο σύγχρονος αστισμός που βασίζεται στο
αυτοκίνητο ξερίζωσε τη ζωή από τους δρόμους της πόλης και
ενθάρρυνε την αραιοκατοικημένη επέκταση που καταβροχθίζει
τη φύση. Το αυτοκίνητο υπήρξε ο μεγάλος εχθρός του αστικού
στοιχείου. Απαιτεί περισσότερο χώρο από οτιδήποτε άλλο,
αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 50% της χρήσης γης στις
περισσότερες πόλεις και πολύ μεγαλύτερο ποσοστό στο Λος
Άντζελες. Δώσαμε νέα μορφή στις πόλεις μας με επίκεντρο τις
ανάγκες του αυτοκινήτου.
Η διασκορπισμένη μητρόπολη απαιτεί ώρες οδήγησης για να τη
διανύσει κάποιος· το αποτέλεσμα είναι η ολοένα επιδεινούμενη
κυκλοφοριακή συμφόρηση και ρύπανση. Καθώς οι
μητροπολιτικές περιοχές αναπτύσσονται ταχύτατα προς τα έξω,
η μέση ετήσια οδήγηση των Αμερικανών έχει αυξηθεί στα 20.000
χιλιόμετρα και οι χρόνοι μετακίνησης τριπλασιάστηκαν από τη
δεκαετία του 1960 μέχρι το τέλος του αιώνα. Ταυτόχρονα, το
ποσοστό του εισοδήματος των νοικοκυριών που δαπανάται για
αυτοκίνητα διπλασιάστηκε στο 20%. Κατά τη διάρκεια μιας
περιόδου υπερτροφοδοτούμενης προαστικοποίησης και ταχείας
επέκτασης, διαπιστώθηκε ότι, μόνο στο χρονικό διάστημα 1990-
1995, ο χρόνος οδήγησης των μητέρων με παιδιά μικρής ηλικίας
αυξήθηκε κατά 11%· οι ώρες στο τιμόνι ήταν περισσότερες από
εκείνες που αφιέρωναν στο να ντύσουν, να κάνουν μπάνιο και
να ταΐσουν ένα βρέφος στο σύνολό τους. Το 87% των διαδρομών
πραγματοποιούνται με αυτοκίνητα, ένα στατιστικό στοιχείο που
δεν προκαλεί έκπληξη σε μια χώρα όπου το αυτοκίνητο είναι
βασιλιάς και διαφεντεύει την πόλη. Το τίμημα όμως είναι ότι
40.000 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους ετησίως σε
αυτοκινητιστικά δυστυχήματα. Επίσης, το τίμημα πληρώνει και
η μάζα σώματος των Αμερικανών – τη δεκαετία του 1970 ο ένας
στους δέκα ήταν υπέρβαρος· τώρα είναι ο ένας στους τρεις. Οι
θάνατοι από άσθμα έχουν τριπλασιαστεί από τη δεκαετία του
1990. Σε άλλα σημεία, το Λάγκος είναι το σκηνικό της
καθημερινής κυκλοφοριακής συμφόρησης, καθώς οι
μετακινούμενοι σπαταλούν κατά μέσο όρο 30 ώρες την εβδομάδα
καθηλωμένοι σε οδήγηση χαμηλών ταχυτήτων λόγω συμφόρησης·
στην πόλη του Μεξικού κάθε χρόνο βγαίνουν στους δρόμους
200.000 καινούρια αυτοκίνητα. Τόσο το Λάγκος όσο και η πόλη
του Μεξικού ζουν υπό την απειλή μιας ολέθριας
περιβαλλοντικής κατάρρευσης. Και τώρα που η Κίνα έχει γίνει
ένα έθνος επέκτασης, προαστικοποίησης και ιδιοκτησίας
αυτοκινήτων από τη δεκαετία του 1990, το πρόβλημα αποκτά
πλέον παγκόσμιες διαστάσεις.
Η αραιοκατοικημένη αστική εξάπλωση, οι πόλεις με κέντρο το
αυτοκίνητο και ο καθημερινός τρόπος ζωής που τη συνοδεύει
είναι παράγωγα του φθηνού πετρελαίου και εξαρτώνται
απολύτως από αυτό. Συνεπώς, πρόκειται για έναν τύπο
μητρόπολης πεπερασμένο. Ωστόσο, στο μεταξύ, η εξάρτηση από
το αυτοκίνητο μετέτρεψε τη σύγχρονη πόλη σε μία μηχανή
παραγωγής τοξικής αιθαλομίχλης, περιβαλλοντικού
κατακερματισμού και κλιματικής αλλαγής.

432
Marshall Berman, «Among the Ruins», New Internationalist, 5/12/1987.
433
Ibid.· Francesca Russello Ammon, «Unearthing “Benny the Bulldozer”: the
culture of clearance in postwar children’s books», Technology and Culture, 53:2
(Απρίλιος 2012), σελ. 306–7.
434
Conor Friedersdorf, «When the Army Planned for a Fight in US Cities», The
Atlantic, 16/1/2018· William Rosenau, «“Our Ghettos, Too, Need a Lansdale”:
American counter-insurgency abroad and at home in the Vietnam era», στο
Celeste Ward Gventer, M. L. R. Smith & D. Jones (επιμ.), The New Counter-
Insurgency Era in Critical Perspective (Λονδίνο, 2013), σελ. 111 κ.ε.
435
William Jelani Cobb, To the Break of Dawn: a freestyle on the hip hop aesthetic
(NY, 2007), σελ. 142·
https://web.archive.org/web/20110728100004/http://hiphop.sh/juice
436
Michael Eric Dyson & Sohail Daulatzai, Born to Use Mics: reading Nas’s
Illmatic (NY, 2009).
437
NPR συνέντευξη, «Nas on Marvin Gaye’s Marriage, Parenting and Rap
Genius», 20/7/2012, https://www.npr.org/2012/07/22/157043285/nas-on-marvin-
gayes-marriage-parenting-and-rapgenius
438
D. J. Waldie, Holy Land: a suburban memoir (NY, 2005).
439
United States Census Bureau, Patterns of Metropolitan and Micropolitan
Population Change: 2000 to 2010 (2012).
440
Martin J. Schiesl, «The Politics of Contracting: Los Angeles County and the
Lakewood Plan, 1954–1962», Huntington Library Quarterly, 45:3 (Καλοκαίρι 1982),
σελ. 227–43.
441
Becky M. Nicolaides, My Blue Heaven: life and politics in the working-class
suburbs of Los Angeles, 1920–1965 (Σικάγο, 2002).
442
Πολλές προτεσταντικές εκκλησίες στις ΗΠΑ λειτουργούν ανεξάρτητα και αυτόνομα.
(Σ.τ.Μ.)
443
Christopher C. Sellers, Crabgrass Crucible: suburban nature and the rise of
environmentalism in twentieth-century America (Τσάπελ Χιλ, 2012), σελ. 156.
444
Laura R. Barraclough, «Rural Urbanism: producing western heritage and the
racial geography of post-war Los Angeles», Western Historical Quarterly, 39:2
(Καλοκαίρι 2008), σελ. 177–80· Catherine Mulholland, «Recollections of a Valley
Past», στο Gary Soto (επιμ.), California Childhood: recollections and stories of the
Golden State (Μπέρκλεϊ CA, 1988), σελ. 181.
445
Wade Graham, «The Urban Environmental Legacies of the Air Industry», στο
Peter J. Westwick, Blue Sky Metropolis: the aerospace century in Southern
California (Λος Άντζελες, 2012)· Martin J. Schiesl, «City Planning and the Federal
Government in World War II: the Los Angeles experience», California History,
59:2 (Καλοκαίρι 1980), σελ. 126–43.
446
Mark L. Morgan & Mark A. Berhow, Rings of Supersonic Steel: air defenses of
the United States Army, 1950–1979, an introductory history and site guide
(Μποντέγκα Μπέι 2002), σελ. 105 κ.ε.
447
Robert Kargon & Arthur Molella, «The City as Communications Net: Norbert
Wiener, the atomic bomb, and urban dispersal», Technology and Culture, 45:4
(Οκτώβριος 2004), σελ. 764–77· Kathleen A. Tobin, «The Reduction of Urban
Vulnerability: revisiting the 1950s American suburbanization as civil defence»,
Cold War History 2:2 (Ιανουάριος 2002), 1–32· Jennifer S. Light, From Warfare to
Welfare: defense intellectuals and urban problems in Cold War America
(Βαλτιμόρη, 2003).
448
Kenneth Jackson, Crabgrass Frontier: the suburbanization of the United States
(NY, 1985), κεφάλαιο 11· Tom Hanchett, «The Other “Subsidized Housing”: Federal
aid to suburbanization, 1940s–1960s», στο John Bauman, Roger Biles & Kristin
Szylvian (επιμ.), From Tenements to Taylor Homes: in search of urban housing
policy in twentieth-century America (Γιουνιβέρσιτι Παρκ, 2000), σελ. 163–79.
449
Jackson, σελ. 207.
450
Tobin, σελ. 25.
451
Waldie, σελ. 162· William Fulton, The Reluctant Metropolis: the politics of
urban growth in Los Angeles (Βαλτιμόρη, 1997), σελ. 10· David Kushner, Levittown:
two families, one tycoon, and the ght for civil rights in America’s legendary
suburb (NY, 2009), σελ. 190.
452
Josh Sides, «Straight into Compton: American dreams, urban nightmares, and
the metamorphosis of a black suburb», American Quarterly, 56:3 (Σεπτέμβριος
2004), σελ. 583 κ.ε.
453
Richard Elman, Ill at Ease in Compton (NY, 1967), σελ. 23–4· Sides, σελ. 588.
454
Emily E. Straus, Death of a Suburban Dream: race and schools in Compton,
California (Φιλαδέλφεια, 2014), σελ. 107.
455
Edward Soja, Rebecca Morales & Goetz Wol , «Urban Restructuring: an
analysis of social and spatial change in Los Angeles», Economic Geography 59:2
(1983), σελ. 195–230· Sides, σελ. 590 κ.ε.
456
Judith Fernandez & John Pincus, Troubled Suburbs: an exploratory study
(Santa Monica, 1982)· Elizabeth Kneebone & Alan Berube, Confronting Suburban
Poverty in America (Washington DC, 2013), σελ. 8 κ.ε.· «Crime Migrates to the
Suburbs», Wall Street Journal, 30/12/2012
457
Joan Didion, «Trouble in Lakewood», New Yorker, 19/7/1993· Graham, σελ. 263
κ.ε.
458
Edward Soja, Postmodern Geographics: the reassertion of space in critical
theory (Λονδίνο, 1989), σελ. 197 κ.ε.· Edward W. Soja, Thirdspace: journeys to Los
Angeles and other real and imagined places (Κέιμπριτζ, MA, 1996)· Mike Davies,
City of Quartz: excavating the future in Los Angeles (NY, 1990)· Roger Waldinger,
«Not the Promised Land: Los Angeles and its immigrants», Paci c Historical
Review, 68:2 (Μάιος 1999), σελ. 253–72· Michael Nevin Willard, «Nuestra Los
Angeles», American Quarterly, 56:3 (Σεπτέμβριος 2004), σελ. 811.
459
Timothy Fong, The First Suburban Chinatown: the remaking of Monterey Park,
California (Φιλαδέλφεια, 1994)· John Horton (επιμ.), The Politics of Diversity:
immigration, resistance, and change in Monterey Park, California (Φιλαδέλφεια,
1995)· Leland T. Saito, Race and Politics: Asian Americans, Latinos, and whites in
a Los Angeles suburb (Σικάγο, 1998), σελ. 23· Wei Li, «Building Ethnoburbia: the
emergence and manifestation of the Chinese ethnoburb in Los Angeles’s San
Gabriel Valley», Journal of Asian American Studies, 2:1 (Φεβρουάριος 1999), σελ. 1–
28.
460
Fong, passim· Saito, σελ. 23 κ.ε.
461
Saito, σελ. 23.
462
Wei Li, Ethnoburb: the new ethnic community in urban America (Χονολουλού,
2009), σε. 103 κ.ε., 118, 153· Yu Zhou, «Beyond Ethnic Enclaves: location strategies
of Chinese producer service rms in Los Angeles», Economic Geography, 74:3
(Ιούλιος 1998), σελ. 228–51.
463
Denise Lawrence-Zúniga, «Bungalows and Mansions: white suburbs,
immigrant aspirations, and aesthetic governmentality», Anthropological
Quarterly, 87:3 (Καλοκαίρι 2014), σελ. 819–54.
464
Christopher Hawthorne, «How Arcadia is Remaking Itself as a Magnet for
Chinese Money», Los Angeles Times, 3/12/2014
465
Robert Fishman, Bourgeois Utopias: the rise and fall of suburbia (NY, 1987)·
Joel Garreau, Edge City: life on the new urban frontier (NY, 1991)· William
Sharpe & Leonard Wallock, «Bold New City or Built-Up Burb? Rede ning
contemporary suburbia», American Quarterly 46:1 (Μάρτιος 1994), σελ. 1–30·
Robert E. Lang & Jennifer Lefurgy, Boomburbs: the rise of America’s accidental
cities (Ουάσιγκτον DC, 2009).
466
Jim Steinberg, «2015 a Big Year for Warehouse Development in the Inland
Empire», San Bernardino Sun, 6/6/2015.
467
Robert Gotttleib & Simon Ng, Global Cities: urban environments in Los Angeles,
Hong Kong, and China (Κέιμπριτζ, MA, 2017).
468
Elizabeth Becker, «2 Farm Acres Lost per Minute, Study Says», New York
Times, 4/10/2002· A. Ann Sorensen, Julia Freedgood, Jennifer Dempsey & David
M. Theobald, Farms under Threat: the state of America’s farmland (Ουάσιγκτον
DC, 2018)· Farmland Information Centre: National Statistics,
http://www.farmlandinfo.org/statistics
469
Ο τύπος lilong αφορά συνοικίες όπου η κοινότητα αναπτύσσεται γύρω από ένα
σοκάκι ή ένα δίκτυο μικρών δρόμων. Αναπτύχθηκε κυρίως στη Σαγκάη και το Πεκίνο
κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Αντίστοιχα, οι συνοικίες hutong αφορούν
παραδοσιακές οικίες με εσωτερικές αυλές και σχετίζονται περισσότερο με τις πόλεις της
βόρειας Κίνας, κυρίως με το Πεκίνο. (Σ.τ.Μ.)
470
Thomas J. Campanella, The Concrete Dragon: China’s urban revolution (NY,
2008), κεφάλαιο 7.
471
Sellers, σελ. 139 κ.ε.
14 - Μεγαλούπολη - Λάγκος, 1999-2020

Η πόλη είναι γεμάτη από θηρευτές. Είναι ένα περιβάλλον για


σκληρούς οργανισμούς, εξοπλισμένους με την ικανότητα να
προσαρμόζονται και να ευημερούν. Ευδοκιμούν στον αστικό
κόσμο – πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στην ύπαιθρο. Αλλά
ταυτόχρονα, η ζωή στην πόλη τούς εξημερώνει καθώς προσφέρει
καταφύγιο για τους αδύναμους και τους επιτρέπει να επιβιώσουν
ακόμα και μέσα στη μητρόπολη.
Κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύει για τους ανθρώπους· αλλά είναι
επίσης προφανές σε όλο το αστικό οικοσύστημα. Κογιότ,
αλεπούδες, ρακούν, κίσσες και γεράκια, μεταξύ άλλων, μπορούν
να φτάσουν σε μεγαλύτερες πυκνότητες και πληθυσμούς στις
πόλεις από ό,τι στον φυσικό τους βιότοπο. Η πόλη είναι καλή γι’
αυτά, καθώς φαίνεται. Αφού εισήχθη εκ νέου στο Ηνωμένο
Βασίλειο μόλις πριν από 25 χρόνια, το πτηνό ψαλιδιάρης είναι
πλέον ένας συνήθης επισκέπτης στην νοτιοανατολική Αγγλία.
Καθώς συνηθίζει να φωλιάζει στα βράχια και να χρησιμοποιεί το
ύψος τους για να επιτεθεί στο θήραμά του, το απόκρημνο αστικό
τοπίο της Νέας Υόρκης είναι ιδανικό για τον πετρίτη. Ένα
ζευγάρι μετακόμισε εκεί το 1983· σήμερα η πόλη έχει την
πολυπληθέστερη αποικία με πετρίτες. Ο πετρίτης απαντά σε
πόλεις σε ολόκληρο τον κόσμο και έχει επανεφεύρει τον εαυτό
του ως αστικό πτηνό.
Ωστόσο, παρά την αύξηση των θηλαστικών θηρευτών και
αρπακτικών πτηνών, οι πληθυσμοί των μικρών ζώων και
πουλιών που καταδιώκονται επίσης σημειώνουν αύξηση. Αυτό
είναι γνωστό ως το αστικό «παράδοξο της αρπαγής».
Απολαμβάνοντας την υπερπληθώρα τροφής από τα αποφάγια
των ανθρώπων, οι θηρευτές στρέφουν το ενδιαφέρον τους από
τις φωλιές μικρών θηλαστικών και πτηνών στις περιοχές των
πικνίκ, στους κάδους απορριμμάτων και στα θύματα τροχαίων.
Τα θηρευόμενα είδη –όπως τα ωδικά πτηνά– επωφελούνται από
νέες πηγές τροφής στο ανθρωπογενές περιβάλλον και από την
ανακούφιση από τις αρπακτικές πιέσεις. Ακόμα και οι αστικές
γάτες κυνηγούν λιγότερο. Το φαινόμενο της αστικής
θερμονησίδας και το «παράδοξο της αρπαγής» έχουν λειτουργήσει
ως μαγνήτης για τα χελιδόνια και τους κότσυφες που αναζητούν
ζεστασιά και ασφάλεια. Από τη δεκαετία του 1980, οι περιουσίες
που δαπανήθηκαν από τους κατοίκους των πόλεων και των
προαστίων για την τροφή πτηνών –πάνω από 200 εκατομμύρια
στερλίνες ετησίως στο Ηνωμένο Βασίλειο και 4 δισεκατομμύρια
δολάρια στις ΗΠΑ– αύξησαν τον πληθυσμό των πτηνών και
προσέλκυσαν νέα είδη στο αστικό δοχείο τήξης. Ο ευρασιατικός
μαυροσκούφης έχει τροποποιήσει τη συνήθη οδό μετανάστευσής
του από την Κεντρική Ευρώπη στην Ισπανία και τη Βόρεια
Αφρική, προτιμώντας να κατευθύνεται προς τα δυτικά για να
απολαύσει τα πλούσια συμπόσια που παρατίθενται στους
βρετανικούς προαστιακούς κήπους. Οι πληθυσμοί των αστικών
πτηνών έχουν αυξηθεί και διαφοροποιηθεί. Δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι ο πετρίτης αγαπά το νέο περιβάλλον του,
ατενίζοντας τα τσιμεντένια φαράγγια από τον «βράχο» του
ουρανοξύστη.472
Τα ζώα έχουν πολύ διαφορετική συμπεριφορά στις πόλεις. Όσα
είδη μπορούν να προσαρμόζονται σε ένα εντελώς διαφορετικό
περιβάλλον ευδοκιμούν. Αυτά είναι γνωστά ως συνανθρωπικά
είδη – όσα επωφελούνται από τη σύνδεση με τους ανθρώπινους
πληθυσμούς. Τα αστικά ρακούν στο Σικάγο, με μια εξαιρετικά
πλούσια συγκέντρωση αξιόπιστων πηγών τροφής σε κάδους,
μειώνουν την έκταση των περιοχών περιπλάνησης προς
αναζήτηση τροφής και παράγουν περισσότερους απογόνους. Στο
Λος Άντζελες, τα ορεινά λιοντάρια κατάφεραν να περιοριστούν
στα 65 τετραγωνικά χιλιόμετρα αντί για τα 960 τετραγωνικά
χιλιόμετρα που έχουν συνηθίσει στην έρημο. Τα κογιότ του
Σικάγου έχουν μάθει πώς να διασχίζουν τον δρόμο με ασφάλεια.
Όπως συμβαίνει και με τον πετρίτη, η πόλη τούς παρέχει
καταφύγιο από το κυνήγι και την παγίδευση που υφίστανται
όταν βρίσκονται στη φύση. Το μέσο προσδόκιμο ζωής ενός κογιότ
στην αγροτική Αμερική είναι δυόμισι χρόνια. Στις πόλεις
μπορούν να ζήσουν έως 12 ή 13 χρόνια και να κάνουν
περισσότερα μικρά. Οι μπαμπουίνοι Τσάκμα στο Κέιπ Τάουν, οι
πίθηκοι χάνουμαν λανγκούρ στο Τζοντχπούρ, οι λευκόποδες
πίθηκοι τάμαριν στο Μεντεγίν και οι μακάκοι στην Κουάλα
Λουμπούρ είναι μεταξύ πολλών πιθηκοειδών που ασπάζονται
τον αστικό τρόπο ζωής, με τις ελκυστικές στέγες των κτιρίων,
τους σπάταλους ανθρώπους και την απουσία θηρευτών. Τα
φλαμίνγκο άρχισαν να μεταναστεύουν στη Βομβάη τη δεκαετία
του 1980, προσελκυόμενα από την αφθονία των γαλαζοπράσινων
φυκιών που προκαλούν τα λύματα· ως το 2019 ο πληθυσμός
τους έφτασε τις 120.000, δημιουργώντας ροζ «μπαλώματα» εν
μέσω των υψηλών κτιρίων. Στους άτυπους οικισμούς που
περιβάλλουν τη Βομβάη, οι άπιαστες λεοπαρδάλεις
χρησιμοποιούν την πυκνή αστική ζούγκλα για να κυνηγήσουν
άγρια σκυλιά μες στη μαύρη νύχτα.473
Η πρόκληση του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος αναγκάζει τα
ζώα να μάθουν νέες συμπεριφορές επίλυσης προβλημάτων.
Μαθαίνουν τα μυστικά «της πιάτσας». Ένα κοράκι στην
ιαπωνική πόλη Σεντάι έμαθε, κάποια στιγμή της δεκαετίας του
1980, ότι οι τροχοί ενός αυτοκινήτου, κινούμενου με μικρή
ταχύτητα, είναι ιδανικοί για να σπάνε καρύδια. Τα κοράκια σε
όλη την πόλη έμαθαν να κάνουν το ίδιο. Στη Βιέννη όσες
αράχνες ξεπέρασαν την προτίμησή τους στο σκοτάδι και ύφαναν
ιστούς σε τμήματα μιας γέφυρας φωτιζόμενα από λάμπες
φθορισμού, έπιαναν τέσσερις φορές περισσότερα θηράματα. Τα
ρακούν της Βόρειας Αμερικής είναι πιο γρήγορα στην επίλυση
προβλημάτων –όπως το άνοιγμα θυρών και παραθύρων– από τα
ξαδέλφια τους που ζουν στην εξοχή. Σε εργαστηριακά πειράματα,
οι σπίνοι που αιχμαλωτίστηκαν σε πόλεις αποδείχθηκαν πιο
ικανοί στο να ανοίγουν καπάκια ή να τραβούν συρτάρια για να
πάρουν τροφή απ’ ό,τι όσοι προέρχονταν από αγροτικά
περιβάλλοντα. Τα ζώα που μεγαλώνουν στην πόλη είναι αισθητά
πιο τολμηρά και πιο περίεργα. Μερικά είναι επίσης λιγότερο
επιθετικά ως αποτέλεσμα της ζωής σε μεγαλύτερες πυκνότητες.
Τα ζώα που διαβιώνουν σε θορυβώδη, ενεργητικά μέρη –όπως
ποντίκια κοντά σε υπόγειες σιδηροδρομικές γραμμές–
καταπνίγουν την αντίδρασή τους στο άγχος. Σε μια μελέτη
μικρών αστικοποιημένων θηλαστικών, όπως είναι οι μυγαλές, οι
αρουραίοι, οι νυχτερίδες και οι σκίουροι, διαπιστώθηκε ότι αυτά
είχαν μεγαλύτερα μεγέθη εγκεφάλου, όπως περίπου και οι
εγκέφαλοι των οδηγών ταξί του Λονδίνου, οι οποίοι έχουν
περισσότερη φαιά ουσία στον οπίσθιο ιππόκαμπο, ως αποτέλεσμα
των ετών που έχουν αφιερώσει στην περιπλάνηση στον
λαβύρινθο της πόλης.474
Οι πόλεις κατέχουν τον έλεγχο της εξέλιξης των ζώων που τις
κατοικούν με εκπληκτικούς και ταχύτατους τρόπους. Ως
γνωστόν, η πιπερονυχτοπεταλούδα απέκτησε σκούρο χρώμα ως
αντίδραση στο μολυσμένο περιβάλλον της Βιομηχανικής
Επανάστασης. Το κουνούπι του Υπόγειου του Λονδίνου είναι ένα
εντελώς νέο είδος που εξελίχθηκε πρόσφατα σε υπόγειες περιοχές
πλούσιες σε ανθρώπινο αίμα. Και συνέχισε να εξελίσσεται: τα
κουνούπια στη γραμμή Πικαντίλι είναι γενετικά διαφορετικά
από εκείνα του Μπέικερλου. Το φαινόμενο της αστικής
θερμονησίδας επιτρέπει στα κοτσύφια να παραμένουν στην πόλη
κατά τη διάρκεια του χειμώνα κι έτσι δεν χρειάζεται να
μεταναστεύουν. Εξελίσσονται σε ένα ξεχωριστό είδος από τον
κότσυφα του δάσους, καθώς ζευγαρώνουν νωρίτερα,
αναπτύσσουν μικρότερο ράμφος, επειδή η πόλη παρέχει αφθονία
ευπρόσιτης τροφής, και κελαηδούν σε υψηλότερο τόνο για να
ακούγονται πάνω από τον θόρυβο της κυκλοφοριακής
συμφόρησης. Η φυσική επιλογή ευνοεί τα πτηνά με πιο κοντά
φτερά που μπορούν να αποφύγουν το κυκλοφοριακό χάος, τα
μικρότερα θηλαστικά, τα παχύτερα ψάρια και τα μεγαλύτερα
έντομα που είναι ικανά να διανύουν μεγαλύτερη απόσταση
αναζητώντας κατακερματισμένες πηγές τροφίμων. Στο Τούσον
της Αριζόνα, οι οικιακοί σπίνοι αναπτύσσουν μακρύτερα και
παχύτερα ράμφη επειδή η κύρια πηγή τροφής τους προέρχεται
τώρα από ταΐστρες κήπου. Στις πόλεις του Πουέρτο Ρίκο, τα
δάχτυλα των σαυρών έχουν εξελιχθεί κατάλληλα ώστε να
αγκιστρώνονται σε τούβλα και μπετόν.475
*

Η εξέλιξη υποτίθεται ότι συμβαίνει με ρυθμούς χελώνας, μέσα σε


εκατομμύρια έτη. Η απίστευτη ιστορία της προσαρμογής των
ζώων σε αυτό το ριζικά αλλοιωμένο περιβάλλον είναι μία από τις
πολλές συνέπειες για τον πλανήτη όπου η αστικοποίηση
ξεφύτρωσε σαν το μανιτάρι τις τελευταίες δεκαετίες. Ο
παγκόσμιος αστικός πληθυσμός αυξήθηκε από ένα
δισεκατομμύριο το 1960 σε πάνω από 4 δισεκατομμύρια το 2020.
Οι ρυθμοί ανάπτυξης της αστικής γης ήταν ταχύτεροι από την
αύξηση του πληθυσμού σε μια περίοδο κατά την οποία η
εξάπλωση χαμηλής πυκνότητας έγινε ενδημική. Οι πόλεις
ανάλωσαν 58.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα του πλανήτη μεταξύ
1970 και 2000· θα προστεθούν άλλα 1,2 εκατομμύρια
τετραγωνικά χιλιόμετρα έως το 2030, τριπλασιάζοντας την
αστική περιοχή, ενώ ο αστικός πληθυσμός διπλασιάζεται. Αυτό
είναι σαν να προσθέτουμε κάθε μέρα στο εμβαδό του κόσμου μια
αστική περιοχή μεγαλύτερη από το Μανχάταν. Μέχρι το 2030,
το 65% του παγκόσμιου περιβάλλοντος θα έχει καλυφθεί από
δόμηση, αρχής γενομένης το 2000. Η νέα παγκόσμια πόλη που
θα έχει χτιστεί αυτές τις τρεις δεκαετίες, εάν συγκεντρωνόταν
όλη μαζί, θα κάλυπτε μια έκταση της τάξης μεγέθους της Νότιας
Αφρικής. Ζούμε σε μια εποχή πλανητικής αναταραχής.476 Η πίεση
που ασκούν οι πόλεις στους άγριους βιότοπους και στα μέχρι
πρότινος άθικτα οικοσυστήματα αύξησε την πιθανότητα
μετάδοσης μολυσματικών ασθενειών από ζώα σε ανθρώπους. Από
τις ολοένα αναπτυσσόμενες παρυφές της πόλης, νέες
ζωονοσογόνες ασθένειες μεταδίδονται στις εξαιρετικά
πυκνοκατοικημένες μητροπόλεις και μεταφέρονται μέσω του
παγκόσμιου δικτύου σε άλλες πόλεις όπου επιφέρουν
πανωλεθρία.
Αν και το χερσαίο ποσοστό του πλανήτη που καλύπτεται από
πόλεις θα παραμείνει χαμηλό –περίπου 3%– το σημείο-κλειδί
είναι το πού αστικοποιούμε. Τείνουμε να χτίζουμε τις πόλεις μας
στα ίδια ακριβώς σημεία που προτιμούν τα ζώα και τα φυτά – σε
καταπράσινους, καλοποτισμένους τόπους κοντά σε ακτές, δέλτα,
ποτάμια, λιβάδια και δάση. Η παρούσα και η προβλεπόμενη
αστική ανάπτυξη επικεντρώνεται στα 36 ενεργά σημεία
βιοποικιλότητας στον κόσμο, σε τόπους με τις πλουσιότερες
οικολογίες, όπως τα δάση της Γουινέας της Δυτικής Αφρικής, το
Ανατολικό Αφρομοντάνε, τα Δυτικά Γκατς στην Ινδία, παράκτιες
περιοχές της Κίνας, η Σουμάτρα και το Δάσος του Ατλαντικού
στη Νότια Αμερική. Περίπου 423 ταχέως αναπτυσσόμενες πόλεις
εξαπλώνονται σε αυτά τα καίρια σημεία, απειλώντας σοβαρά
τους βιότοπους όπου κατοικούν πάνω από 3.000 απειλούμενα
είδη.477
Οι μεγαλουπόλεις και οι μεγάλες αστικές περιοχές επίσης
αποσπούν μεγάλα κομμάτια από τα πιο εύφορα καλλιεργήσιμα
εδάφη του κόσμου. Η αστικοποίηση εκ φύσεως απελευθερώνει
τεράστιες ποσότητες άνθρακα μέσω της αποψίλωσης και της
απώλειας βιομάζας βλάστησης, ειδικά όταν αυτό συμβαίνει σε
ζωτικής σημασίας οικολογικά σημεία βιοποικιλότητας και σε
εύφορες αγροτικές περιοχές. Οι πόλεις μεταβάλλουν τις καιρικές
συνθήκες και το κλίμα στην εγγύς περιοχή τους· τα ακτινωτά
οδικά τους συστήματα κατακερματίζουν τοπικά είδη και τοπία.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, το οικολογικό αποτύπωμα μιας
πόλης είναι πολύ μεγαλύτερο από την ίδια την πόλη, πεινασμένη
καθώς είναι για ηλεκτρικό ρεύμα, τροφή, νερό και καύσιμα. Η
ποσότητα του εδάφους που απαιτείται για τη διατήρηση του
Λονδίνου –το οικολογικό αποτύπωμά του– είναι 125 φορές
μεγαλύτερη από το μέγεθος της μητρόπολης.478
Οι επιτυχίες των ειδών που εκμεταλλεύονται το αστικό
περιβάλλον, όπως τα ρακούν, τα πουλιά του κήπου και οι
πετρίτες, είναι σπάνιες. Κάθε χρόνο, από 100 εκατομμύρια ως
600 εκατομμύρια αποδημητικά πτηνά σκοτώνονται καθώς
πέφτουν πάνω σε ουρανοξύστες στις αμερικανικές πόλεις. Η
μοίρα τους αντιπροσωπεύει έναν μικρόκοσμο των οικολογικών
καταστροφών που προκαλούν οι πόλεις. Η ανεξέλεγκτη αστική
ανάπτυξη ευθύνεται για την κλιματική αλλαγή, την εξαφάνιση
ειδών και την ανεπανόρθωτη καταστροφή στη βιοποικιλότητα.
Ενώ οι πόλεις περιέχουν το 50% του ανθρώπινου είδους,
αντιπροσωπεύουν το 75% των εκπομπών άνθρακα. Οι
θορυβώδεις αυτοκινητόδρομοι του Λος Άντζελες εμποδίζουν τη
ροή γονιδίων μεταξύ των κοινοτήτων ερυθρού λύγκα και των
ορεινών λιονταριών κοντά στον Αυτοκινητόδρομο Βεντούρα.
Ένας ερυθρός λύγκας στη μία πλευρά του αυτοκινητόδρομου
είναι τώρα γενετικά διαφορετικός από έναν στην απέναντι
πλευρά του δρόμου, καθώς οι ενδογαμίες είναι συχνές σε ομάδες
που παγιδεύονται λόγω της αστικής ανάπτυξης. Καθώς οι πόλεις
εξαπλώνονται στα πολύτιμα σημεία της βιοποικιλότητας του
πλανήτη, περισσότερα απειλούμενα είδη θα υποστούν τη μοίρα
του ερυθρού λύγκα του Λος Άντζελες, διότι οι σειρές και οι
ομάδες γονιδίων τους θα συρρικνώνονται εξαιτίας του πιο
επικίνδυνου επεμβατικού είδους στον κόσμο – του Homo
urbanus (αστικού ανθρώπου).479
Το σοκ από την αιφνίδια και ιλιγγιώδη αστικοποίησή μας
φαίνεται καλύτερα από οπουδήποτε στα διαρκώς μεταβαλλόμενα
σχήματα στο σώμα κάποιων ζώων του κόσμου καθώς αυτά
πασχίζουν να προσαρμοστούν στον νέο κόσμο ή καθώς οι
γενετικές δομές τους υποφέρουν ως αποτέλεσμα της διαταραχής
του φυσικού τους περιβάλλοντος.
Καλωσορίζουμε τους νέους γείτονές μας –τα ζωηρά γεράκια
πετρίτες, τη λεοπάρδαλη που δεν αφήνει κανέναν σε ησυχία, τα
πλήθη των φλαμίνγκο, τα νέα είδη πτηνών, τους μετανάστες
ασβούς– χαρούμενοι και απορημένοι μαζί. Πρόκειται για τη φύση
που μοιράζεται την τεχνητή πόλη ενάντια στις πιθανότητες·
πρόκειται για τη ζωή μέσα σε εκτάσεις από μπετόν. Οι ειδήσεις
σχετικά με εξελισσόμενα κοτσύφια, εξωφρενικά κογιότ και
αλεπούδες που περιφέρονται στους δρόμους μάς λένε ότι οι
πόλεις αποτελούν μέρος του οικοσυστήματος και δεν είναι κάτι
ξεχωριστό από αυτό. Και, το πιο σημαντικό, μας υπενθυμίζουν
ότι μπορούμε να μοιραζόμαστε την πόλη με τη φύση παρά τα
προβλήματα που έχουμε προκαλέσει, αν κάνουμε κάποιες
τροποποιήσεις στο δομημένο περιβάλλον μας.
Μέχρι πολύ πρόσφατα βλέπαμε την πόλη και την ύπαιθρο ως
δύο διαφορετικά και ασυμβίβαστα πράγματα. Άλλωστε, υπήρχε
πολλή φύση και όχι πολλή πόλη. Σε μεγάλο μέρος της
ανθρώπινης ιστορίας το αστικό θεωρούνταν εχθρός του φυσικού,
μια καταστροφική δύναμη που καταβρόχθιζε την ύπαιθρο. Το
σοκ της μαζικής αστικοποίησης και η επακόλουθη κλιματική
αλλαγή άλλαξαν αυτή την ψυχολογική αντίληψη· τώρα είναι η
πόλη που κυριαρχεί επί της φύσης. Αυτό άλλαξε και τον τρόπο
με τον οποίο βλέπουμε τη μητρόπολη. Προκαλεί έκπληξη το
γεγονός ότι το 47% του Λονδίνου είναι χώρος πρασίνου και
περιέχει εντός των ορίων του το μεγαλύτερο αστικό δάσος στον
κόσμο – υπάρχουν τόσα δέντρα όσοι είναι και οι άνθρωποι (πάνω
από 8 εκατομμύρια) και καλύπτουν το 21% της έκτασης της
πόλης. Επιπλέον, το Λονδίνο διαθέτει τουλάχιστον 14.000 είδη
φυτών, ζώων και μυκήτων και 1.500 τόπους οικολογικής
σημασίας, με το 10% της μητροπολιτικής του περιοχής
προορισμένο για την προστασία της φύσης. Οι Βρυξέλλες
διαθέτουν το 50% των φυτικών ειδών που βρίσκονται στο
Βέλγιο, ενώ το Κέιπ Τάουν διατηρεί το 50% των απειλούμενων
τύπων βλάστησης στη Νότια Αφρική. Η εξαιρετικά
αστικοποιημένη πόλη-κράτος της Σιγκαπούρης είναι ένας από
τους τόπους με τη μεγαλύτερη βιοποικιλότητα στον πλανήτη, με
τα μισά από τα 716 τετραγωνικά χιλιόμετρά της παραχωρημένα
σε δάση, φυσικές προστατευόμενες περιοχές και δίκτυα πράσινων
διαδρόμων που συνδέουν φυσικά περιβάλλοντα. Διψά για όλο
και περισσότερη βλάστηση, με εκατοντάδες κατάφυτες στέγες και
κατακόρυφους κήπους που «αναβλύζουν» από ουρανοξύστες.480
Τώρα μόλις αρχίζουμε να αφυπνιζόμαστε από το γεγονός ότι οι
πόλεις υποστηρίζουν την πλούσια βιοποικιλότητα και ότι αυτή η
οικολογία είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή μας. Οι
τροπικές πόλεις που αναδύονται στα καίρια σημεία της
βιοποικιλότητας του πλανήτη είναι ικανές να συντηρούν είδη
φυτών και ζώων εάν οι πολίτες τους τις σχεδιάζουν με τον
κατάλληλο τρόπο, όπως δείχνει η Σιγκαπούρη. Πράγματι, η
πρόσφατη ιστορία της εξέλιξης των ζώων και των φυτών στην
πόλη ίσως να προαναγγέλλει το μέλλον όχι μόνο της
βιοποικιλότητας του πλανήτη αλλά και της ίδιας της πόλης.
Κάθε μέρα 60.000 άνθρωποι περπατούν δίπλα σε ένα αστικό
ρέμα πλαισιωμένο με βλάστηση, στην καρδιά μιας από τις
μεγαλύτερες μητροπόλεις του κόσμου. Στις αρχές του αιώνα μας
το ρέμα αυτό ήταν ένας φριχτός υπερυψωμένος
αυτοκινητόδρομος που διέσχιζε τη Σεούλ· αυτοκίνητα
διασταυρώνονταν πάνω του, ενώ από κάτω του συνεταιρίζονταν
εγκληματίες και οι άνθρωποι πετούσαν σκουπίδια. Μεταξύ του
2002 και του 2005, ο αυτοκινητόδρομος Τσεονγκιέτσεον
αφαιρέθηκε και μια ρεματιά, θαμμένη κάτω από τόνους
σκυροδέματος, αναβίωσε. Είναι πιο δύσκολο να οδηγήσει κάποιος
με το αυτοκίνητό του στο κέντρο της Σεούλ τώρα που δεν
υπάρχει αυτοκινητόδρομος. Αλλά αυτό δεν είναι κακό – η
απώλεια του δρόμου ενθάρρυνε τη χρήση και την επένδυση στις
δημόσιες συγκοινωνίες. Σήμερα, το ποταμάκι Τσεονγκιέτσεον
είναι μια αξιοθαύμαστη όαση πρασίνου και νερού στο κέντρο της
πόλης. Μειώνει τα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης και
μετριάζει το φαινόμενο της αστικής θερμονησίδας με
θερμοκρασίες κατά 5,9°C χαμηλότερες απ’ ό,τι σε άλλα σημεία
στη μητρόπολη. Και, το πιο σημαντικό, η βλάστησή του αυξάνει
τη βιοποικιλότητα και βελτιώνει την ποιότητα της ζωής των
ανθρώπων στην πόλη.481
Το πρόγραμμα Τσεονγκιέτσεον ήταν δαπανηρό, με ένα τίμημα
που αγγίζει τα εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, το οποίο
επισκιάστηκε από έντονες αντιπαραθέσεις. Παρ’ όλα αυτά,
αποτελεί ένα διεθνές σύμβολο της πράσινης αστικής ανανέωσης.
Μία από τις καθοριστικές πτυχές του σύγχρονου αστισμού είναι
η προσπάθεια εξισορρόπησης των πόλεων και της φύσης κατά
τρόπο αδιανόητο ως τώρα. Ως έναν βαθμό αυτό συμβαίνει επειδή
η άγρια φύση είναι καλή για την ανθρώπινη υγεία και την
ψυχική ευεξία. Προφανώς και οι πόλεις έχουν πάρκα, δέντρα και
ανοιχτούς χώρους εδώ και αιώνες. Αλλά σήμερα πολλές πόλεις
αρχίζουν να διαπιστώνουν ότι η φύση δεν χρειάζεται να
εξοβελίζεται από συγκεκριμένες περιοχές· μπορεί να είναι
συνυφασμένη με όλο τον αστικό ιστό. Δεν χρειάζεται όλα τα
προγράμματα να είναι τόσο πολυτελή όσο το μεγαλεπήβολο έργο
Τσεονγκιέτσεον. Οι επεμβάσεις σε μικρή κλίμακα είναι ακόμη πιο
σημαντικές για την τοπική βιοποικιλότητα. Η δημιουργία
πράσινων διαδρόμων που συνδέουν τις πλευρές των
σιδηροδρομικών γραμμών, οι άκρες των δρόμων, τα μικρά πάρκα,
οι αδόμητοι χώροι, οι ιδιωτικοί κήποι και οι υπαίθριες ζώνες
έχουν γίνει μέρος του πολεοδομικού σχεδιασμού σε όλο τον
κόσμο. Η ενθάρρυνση των επικονιαστικών ειδών και η προστασία
των μελισσών έχει επίσης γίνει προτεραιότητα στις πόλεις, καθώς
οι άνθρωποι δίνουν μεγαλύτερη σημασία στο αστικό
οικοσύστημα.
Όπως και για τα γεράκια πετρίτες, η μητρόπολη του 21ου
αιώνα είναι για τις μέλισσες ένα οικείο περιβάλλον καθώς η
ποικιλία των φυτών το καθιστά έναν παράδεισο θρέψης των
ζωικών ειδών σε σύγκριση με την εντατικά καλλιεργούμενη γη
όπου επικρατεί η μονοκαλλιέργεια. Αναλύσεις στο μέλι έδειξαν
ότι μια αστική μέλισσα στη Βοστόνη της Μασαχουσέτης λαμβάνει
γύρη από 411 διαφορετικά είδη φυτών σε σύγκριση με τις
γειτονικές αγροτικές μέλισσες, των οποίων το μέλι έφερε ίχνη
από μόλις 82 είδη. Ποια άλλα είδη μπορούν να ευδοκιμήσουν
υπό αυτές τις μεταβαλλόμενες αστικές συνθήκες; Και πώς θα
εξελιχθούν; Μια μεγάλη μητρόπολη μπορεί να γίνει ένα
ψηφιδωτό από, ανεπαίσθητους σχεδόν, μικρο-οικοτόπους σε
παράλληλη συνύπαρξη με μεγαλύτερα δημόσια πάρκα τα οποία
μπορούν να προσελκύσουν αποικιστές στην πόλη.482
Η Πόλη του Μεξικού, από το 2008 και εξής, έχει δημιουργήσει
περισσότερα από 21 στρέμματα κήπων δώματος (roof gardens).
Η Βαρκελώνη, μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις της
Ευρώπης, δημιουργεί πράσινους διαδρόμους μέσα στην πόλη, ένα
δίκτυο συνδεδεμένων πάρκων, κήπων στο έδαφος ή σε ταράτσες,
δέντρων, πράσινων τοίχων και αναρριχητικών φυτών που θα
αποδώσουν επιπλέον 1.600 στρέμματα πρασίνου στην πόλη. Η
μικροσκοπική, πυκνόκτιστη Σιγκαπούρη κατάφερε να
δημιουργήσει χώρο πρασίνου ισοδύναμο με το μέγεθος του
Ρίτζεντ’ς Παρκ στο Λονδίνο –1.600 στρέμματα– ψηλά στον
ουρανό, σε δώματα, τοίχους και μπαλκόνια. Οι προσπάθειες της
Πόλης του Μεξικού, της Βαρκελώνης και της Σιγκαπούρης
αποτελούν παραδείγματα για το πώς μια πόλη μπορεί να
προσθέσει πράσινο χωρίς να αφαιρέσει χώρο από τον αστικό ιστό.
Ίσως το πιο εντυπωσιακό αποτέλεσμα πρασίνου μιας πόλης είναι
η λεωφόρος Ρου Γκονσάλο ντε Καρβάλιο στο Πόρτο Αλέγκρε της
Βραζιλίας. Οι ψηλές τζακαράντες του δρόμου, με τις κατάφυτες
καμάρες των κλαδιών τους, σχηματίζουν μια πράσινη ζώνη που
διασχίζει το αστικό περιβάλλον. Αυτός ο δρόμος είναι μία από
τις εβδομήντα πράσινες σήραγγες που διασχίζουν την πόλη.483
Η μορφή της Ρου Γκονσάλο ντε Καρβάλιο θα μπορούσε
κάλλιστα να είναι ένα όραμα της μελλοντικής μητρόπολης. Ας
ελπίσουμε πως όντως αυτό θα είναι. Τα δέντρα δεν φυτεύονται
κατά εκατομμύρια σε πόλεις σε όλο τον κόσμο μόνο για
αισθητικούς λόγους ή για να ωφελήσουν τις μέλισσες και τις
πεταλούδες. Οι άνθρωποι φαίνεται να εκτιμούν τα πράγματα με
μόνο κριτήριο την ετικέτα με την τιμή τους. Στη συγκεκριμένη
περίπτωση αυτό είναι γνωστό ως «δενδροοικονομία». Η παρουσία
δέντρων μπορεί να εκτοξεύσει προς τα πάνω την τιμή ενός
ακινήτου κατά 20%. Το Κέιπ Τάουν αποτίμησε την αστική
οικολογία του μεταξύ 5,13 και 9,78 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Το αστικό δάσος 278 στρεμμάτων στο Λαντσόου παρέχει
οικονομικές υπηρεσίες στην πόλη που εκτιμάται ότι ανέρχονται
σε 14 εκατομμύρια δολάρια ετησίως· τα δέντρα της Νέας Υόρκης
παρέχουν ετήσια οφέλη ύψους 120 εκατομμυρίων δολαρίων. Εκεί
που άλλοτε τα αστικά δέντρα θεωρούνταν διακοσμητικά, τώρα
θεωρούνται απολύτως απαραίτητα. Ένα μεγάλο δέντρο μπορεί να
απορροφήσει 150 κιλά άνθρακα από την ατμόσφαιρα. Επίσης, τα
δέντρα λειτουργούν ως φίλτρα των ατμοσφαιρικών ρύπων
(μεταξύ 20% και 50% των συγκεντρώσεων σωματιδίων) και
δροσίζουν τις υπερθερμαινόμενες πόλεις κατά 2°C έως 8°C,
μειώνοντας τη χρήση κλιματισμού κατά 30%. Εάν τα δέντρα
μπορούν να παρέχουν αυτό το αποτέλεσμα, θα είναι ζωτικής
σημασίας όχι τόσο για να σταματήσουμε την κλιματική αλλαγή
όσο για να μας βοηθήσουν να επιβιώσουμε από τις επιπτώσεις
της. Από το 2000, καθώς οι αστικές θερμοκρασίες έχουν αυξηθεί,
η χρήση του κλιματισμού διπλασιάστηκε και θα τριπλασιαστεί
ξανά έως το 2050. Η απαιτούμενη ισχύς για να μας δροσίζει θα
ισούται με το άθροισμα της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας των
ΗΠΑ και της Γερμανίας μαζί – το 10% της παγκόσμιας
κατανάλωσης. Εάν οι κήποι δώματος στην Πόλη του Μεξικού
και οι πράσινοι τοίχοι στο Κάιρο μπορούν να δροσίζουν κτίρια,
προσφέρουν μια εναλλακτική λύση σε αυτή την
αυτοκαταστροφική εξάρτηση από τον κλιματισμό.484
Όταν νομισματοποιούμε τη φύση, αρχίζουμε να βλέπουμε την
αξία της. Διαφορετικά, μαθαίνουμε «από την ανάποδη» την
εξάρτηση των πόλεων από την οικολογία τους. Η Νέα Ορλεάνη
πλήρωσε για την απώλεια των υγροτόπων της το 2005 όταν
υπέστη καταστροφικές πλημμύρες. Την ίδια χρονιά η Βομβάη
κατέληξε να μετανιώσει για την καταστροφή σαράντα
στρεμμάτων μαγκρόβιων δασών –το τείχος της φύσης μεταξύ
ξηράς και θάλασσας– όταν επίσης πλημμύρισε. Κατά τη διάρκεια
της ταχείας αστικοποίησης της Μπανγκαλόρ, η θερμοκρασία της
έχει αυξηθεί κατά 2,5°C και αντιμετωπίζει συχνές πλημμύρες ως
αποτέλεσμα της καταστροφής τόσο του 88% της βλάστησής της
όσο και του 79% των υγροτόπων της. Το Λούισβιλ, στο Κεντάκι,
είναι από τις πιο θερμόπληκτες πόλεις στις ΗΠΑ, όπου οι
θερμοκρασίες στο κέντρο της πόλης μπορεί να είναι κατά 10°C
υψηλότερες απ’ ό,τι στα προάστια, σε μεγάλο βαθμό επειδή η
κάλυψη της βλάστησης στον αστικό πυρήνα είναι θλιβερά
χαμηλή, περίπου σε ποσοστό 8%. Η πόλη χρειάζεται να φυτεύει
εκατοντάδες χιλιάδες δέντρα ετησίως για να συγκρατήσει τις
καλπάζουσες θερμοκρασίες της· μέχρι στιγμής, ο ιδιωτικός τομέας
της πόλης ήταν απρόθυμος να κάνει το παραμικρό γι’ αυτό.
Αντιμέτωπες με ένα μέλλον γεμάτο υπερκαταιγίδες, λόγω της
εκτεταμένης αδιαπέραστης στρώσης σκυροδέματος οι σύγχρονες
πόλεις και τα προάστιά τους δεν μπορούν να απορροφήσουν
υπερβολική ποσότητα νερού. Το Σικάγο, το Βερολίνο και η
Σαγκάη μαθαίνουν (ή μαθαίνουν εκ νέου) πώς να μιμούνται τη
φυσική υδρολογία ως επείγουσα τακτική πρόληψης των
πλημμυρών. Τα δέντρα είναι ζωτικής σημασίας καθότι ικανά να
απορροφούν μεγάλες ποσότητες νερού. Όμως, όπως και η
περιοχή Λινγκάνγκ της Σαγκάης, οι πόλεις χρησιμοποιούν επίσης
κήπους σε ταράτσες, αστικούς υγρότοπους, πορώδη δάπεδα
πεζοδρόμων, τάφρους απορροής ομβρίων υδάτων με
δενδροκάλυψη και κήπους βροχής485 ως γιγαντιαία σφουγγάρια
που απορροφούν το πλεονάζον βρόχινο νερό και το
απελευθερώνουν σταδιακά. Το νερό φιλτράρεται σε υπόγειους
υδροφορείς και ποτάμια ή τελικά εξατμίζεται στην ατμόσφαιρα,
δροσίζοντας την πόλη κατά τη διαδικασία αυτή.
Είναι ανάγκη να απαλλαγούμε από το πλεονάζον νερό των
πλημμυρών· τα υποπροϊόντα είναι περισσότερα δέντρα και
παρτέρια, υδάτινα στοιχεία και αστικοί υγρότοποι, τα οποία
προάγουν την ανθρώπινη ευημερία και τη βιοποικιλότητα. Σε
πολλά αναπτυσσόμενα μέρη του κόσμου η βιοποικιλότητα έχει
διατηρηθεί σε κάποιο βαθμό από την επέκταση της αστικής
γεωργίας παράλληλα με την αστική ανάπτυξη, ιδίως όταν η
αγροτική παραγωγή τροφίμων δεν έχει ακολουθήσει τον ρυθμό
των αλλαγών. Στην Αβάνα, το 90% των οπωροκηπευτικών
καλλιεργείται σε 200 organopónicos, βιολογικά αστικά
αγροκτήματα, τα οποία ιδρύθηκαν μετά την πτώση του
σοβιετικού μπλοκ το 1991 που ήταν συνώνυμη με την
κατάρρευση των εισαγωγών τροφίμων και λιπασμάτων στην
Κούβα. Τα organopónicos καταλαμβάνουν το 12% της
μητροπολιτικής περιοχής, συχνά σφηνωμένα ανάμεσα σε άσχημα
πολυώροφα κτίρια σε πυκνοκατοικημένες ζώνες της πόλης.486
Σε ολόκληρο τον πλανήτη υπάρχουν 10-200 εκατομμύρια
αστικοί αγρότες, το 65% των οποίων είναι γυναίκες, που
δραστηριοποιούνται σε οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς:
κήπους στην πίσω όψη κτιρίων, εγκαταλειμμένα οικόπεδα και
στέγες μέχρι εγκατεστημένα αστικά αγροκτήματα. Τα Ηνωμένα
Έθνη εκτιμούν ότι μεταξύ 15% και 20% της παραγωγής τροφής
προέρχεται πλέον από μητροπολιτικές περιοχές. Στις πόλεις της
Κένυας το 29% των οικογενειών απασχολούνται στη γεωργία·
στις πόλεις του Βιετνάμ και της Νικαράγουα το 70% των
νοικοκυριών βγάζει κάποια χρήματα από την παραγωγή
τροφής.487
Από την αλλαγή της χιλιετίας και εξής, η αστική γεωργία έχει
γίνει μέρος των μεθόδων επιβίωσης των ανθρώπων σε ταχύτατα
αναπτυσσόμενες πόλεις στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και
την Ασία. Εκατομμύρια άνθρωποι καλλιεργούν φρούτα και
λαχανικά απλώς για να κερδίσουν τα προς το ζην και να
επιβιώσουν. Τα αστικά αγροκτήματα δεν θα καλύψουν ποτέ τις
ανάγκες μιας πόλης. Αλλά είναι σημαντικά για τις τοπικές
οικονομίες και ακόμη περισσότερο για την ενίσχυση του αστικού
περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητάς του, παρέχοντας έναν
βιότοπο για μια ποικιλία αρθρόποδων, μικροβίων, πτηνών και
μικρών θηλαστικών.
Η πιο πράσινη πόλη φαντάζει ουτοπική. Αλλά ήδη συντελείται
με διαφορετικούς τρόπους σε όλο τον κόσμο, μερικές φορές χωρίς
να το αντιλαμβανόμαστε. Στο Σιάτλ τα χωροκατακτητικά είδη
αντικαθίστανται από γηγενή αειθαλή διότι τα τελευταία είναι
καλύτερα στην κατακράτηση των υδάτων των καταιγίδων.
Μεταξύ του 2007 και του 2015 η Νέα Υόρκη φύτεψε ένα
εκατομμύριο επιπλέον δέντρα. Η δενδροκάλυψη της Σαγκάης
αυξήθηκε από 3% το 1990 σε 13% το 2009 και σε 23% το 2020·
το τελευταίο σχέδιο της συγκεκριμένης πόλης υπόσχεται να
αυξήσει αυτό το ποσοστό σε 50% στα μέσα του αιώνα που
διανύουμε. Στο Σαλβαδόρ της Βραζιλίας μια μεγάλη χωματερή
μετατρέπεται σε εκτεταμένο αστικό δάσος, χρησιμοποιώντας ως
λίπασμα επεξεργασμένη ιλύ από το σύστημα αποχέτευσης της
πόλης. Οι άλλοτε άγονοι, γεμάτοι αυτοκίνητα δρόμοι στο
Άμστερνταμ αλλάζουν όψη με δέντρα, κήπους, θαμνώδεις
τριανταφυλλιές, κομποστοποιητές και εξοπλισμό για παιχνίδι,
ενώ καταργούνται 1.500 θέσεις στάθμευσης κάθε χρόνο. Από το
2011 το Λος Άντζελες –μια πόλη φτωχή σε πάρκα– έχει
μετατρέψει εγκαταλειμμένες ιδιοκτησίες και κατασχεμένα
εργοτάξια σε μικροσκοπικά πάρκα. Υπάρχουν επίσης νέα
«παρκάκια», μικροσκοπικές πράσινες εκτάσεις μεταξύ
πεζοδρομίων και δρόμων που ανακτούν θέσεις στάθμευσης προς
όφελος των πεζών.
Το «παρκάκι» του Λος Άντζελες είναι μια μικρή συμβολική
νίκη σε μια πόλη που άλλοτε αποκαλούνταν «ουτοπία των
αυτοκινήτων», μια μητρόπολη χτισμένη γύρω από το
αυτοκίνητο. Τα αυτοκίνητα δεν θα είναι μόνιμο χαρακτηριστικό
των πόλεών μας: η ιστορία σίγουρα διδάσκει ότι οι τεχνολογίες
αντικαθίστανται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ήδη, οι πόλεις
μάχονται εναντίον του αυτοκινήτου, περιορίζοντας και
φορολογώντας τα δικαιώματα στην πρόσβασή τους. Όπως και
στο Άμστερνταμ, τα δέντρα και τα φυτά ενδέχεται να
αντικαταστήσουν τα «γαιοβόρα» αυτοκίνητα. Το Τσενάι διέθεσε
ένα εντυπωσιακό 60% του προϋπολογισμού του για υποδομές
περιπάτων και ποδηλασίας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχει
προγραμματισμός ώστε πολλοί τεράστιοι αστικοί
αυτοκινητόδρομοι πολλαπλών λωρίδων –εκείνα τα τέρατα που
τεμάχισαν ολόκληρες γειτονιές τη δεκαετία του 1960,
απομονώνοντάς τες και καταδικάζοντάς τες σε παρακμή– να
μετατραπούν σε δεντρόφυτες λεωφόρους με πάρκα στο κέντρο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μετάβασης από τα
αυτοκίνητα στη βλάστηση είναι το λεγόμενο Σεούλο 7017, ένας
άλλοτε πολυσύχναστος τεράστιος αυτοκινητόδρομος της πόλης
της Σεούλ, ο οποίος αποκλείστηκε από την κυκλοφορία
οχημάτων το 2015 και μετατράπηκε σε έναν πεζοδρομημένο
ανυψωμένο κήπο μήκους ενός χιλιομέτρου με 24.000 φυτά και
δέντρα.

Οι πόλεις είναι πολύπλοκα ευπροσάρμοστα συστήματα. Όπως


αποδεικνύει η ιστορία, είναι εξαιρετικά καλές στη διασφάλιση της
δικής τους επιβίωσης. Η αύξηση πρασίνου στις πόλεις του 21ου
αιώνα είναι μια πτυχή αυτού του αρχαίου ενστίκτου
αυτοσυντήρησης, μια πτυχή που αφορούσε την άμυνα και την
πρόληψη όσο και τα τείχη, οι πύργοι, οι ακροπόλεις και τα
καταφύγια αεροπορικών επιδρομών στο παρελθόν. Οι πόλεις
είναι οι πρωταγωνιστές στην καταπολέμηση της κλιματικής
αλλαγής, περισσότερο από τα εθνικά κράτη. Η Σαγκάη, η Οζάκα,
το Λάγκος, η Πόλη Χο Τσι Μινχ, η Ντάκα και το Μαϊάμι είναι
μερικές μόνο από τις πολλές πόλεις που αναμένεται να
βυθιστούν λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας κατά 1,5
μέτρο. Σήμερα τα δύο τρίτα των μητροπόλεων με πληθυσμούς
άνω των 5 εκατομμυρίων κατοίκων βρίσκονται σε περιοχές με
υψόμετρο χαμηλότερο των 10 μέτρων από την επιφάνεια της
θάλασσας. Εάν οι πόλεις βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της
καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής, αυτό συμβαίνει ακριβώς
επειδή βρίσκονται κυριολεκτικά στην πρώτη γραμμή της.
Το 2017 επενδύθηκαν 394 δισεκατομμύρια δολάρια στην
πράσινη τεχνολογία σε όλο τον κόσμο και σχεδόν 2
τρισεκατομμύρια δολάρια στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το
Σαν Φρανσίσκο, η Φραγκφούρτη, το Βανκούβερ και το Σαν
Ντιέγκο οδεύουν στο να γίνουν πόλεις που θα καλύπτουν το
100% της ηλεκτρικής ενέργειας μέσω ανανεώσιμων πηγών
ενέργειας. Εταιρείες σε πόλεις όπως το Νιούαρκ και η Σιγκαπούρη
πειραματίζονται με την ελεγχόμενη από υπολογιστές υδροπονική
γεωργία. Αυτοί οι ουρανοξύστες καλλιεργήσιμων επιφανειών
χρησιμοποιούν μόλις το 10% του νερού που απαιτείται στη
συμβατική καλλιέργεια, με σχεδόν καθόλου νιτρικά και
φυτοφάρμακα.
Οι οικοδόμοι πόλεων του 21ου αιώνα έχουν γνωστά ονόματα:
Google, Cisco, Apple, Microsoft, Panasonic, IBM, Siemens,
Huawei. Πιστές στις καταβολές τους, οι εταιρείες τέτοιου είδους
βλέπουν τη μητρόπολη του 21ου αιώνα ως ένα σύστημα που
μπορεί να γίνει πιο αποτελεσματικό –και ως εκ τούτου πιο
βιώσιμο– χρησιμοποιώντας Μεγάλα Δεδομένα και τεχνητή
νοημοσύνη. Ακριβώς όπως οι πόλεις προσαρμόστηκαν στην
τεχνολογική αλλαγή –όπως ήταν η Βιομηχανική Επανάσταση και
ο κινητήρας εσωτερικής καύσης– οι ίδιες θα αναμορφωθούν γύρω
από τον υπολογιστή.
Σε αυτό το όραμα της πόλης του μέλλοντος, οι αισθητήρες
είναι ενσωματωμένοι παντού ενώ τα έξυπνα κινητά μεταφέρουν
ακόμη περισσότερα δεδομένα σε έναν κεντρικό υπολογιστή που
επιτρέπει στην πόλη να παρακολουθεί και να ανταποκρίνεται σε
πραγματικό χρόνο στη ροή της κυκλοφορίας και των δημόσιων
μεταφορών, στη χρήση ενέργειας και στα επίπεδα ρύπανσης
καθώς και στον εντοπισμό του εγκλήματος και των ατυχημάτων.
Στο Ρίο ντε Τζανέιρο ένα σώμα 400 υπαλλήλων στο
επιχειρησιακό κέντρο ελέγχου της πόλης, που θυμίζει τη NASA,
μετρά τα πάντα, από την κυκλοφοριακή συμφόρηση και τη
ρύπανση έως τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης και
καταγραφής εικόνας και ήχου και τις λέξεις-κλειδιά που
χρησιμοποιούνται στα τοπικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το Σαντάντερ, η πιο έξυπνη πόλη της Ευρώπης, έχει ήδη
20.000 αισθητήρες που παρακολουθούν αδιάλειπτα τις
δραστηριότητες της ανθρώπινης κυψέλης. Οι αισθητήρες στους
κάδους αναφέρουν σε απορριμματοφόρα πότε πρέπει να
αδειάσουν· όσοι είναι ενσωματωμένοι σε πάρκα παρακολουθούν
την υγρασία στο έδαφος ενεργοποιώντας και απενεργοποιώντας
τους ψεκαστήρες ανάλογα με τις ανάγκες· οι φωτεινοί
σηματοδότες σβήνουν και ανάβουν αντιδρώντας στους πεζούς
και στον όγκο της κυκλοφορίας οχημάτων. Η τεχνητή
νοημοσύνη που χρησιμοποιείται με αυτόν τον τρόπο μπορεί να
μειώσει το κόστος ενέργειας και νερού κατά 50%. Μπορεί επίσης
να καταστήσει την πόλη πιο αποτελεσματική με άλλους τρόπους.
Οι ακουστικοί αισθητήρες ανιχνεύουν τις σειρήνες ενός
ασθενοφόρου που πλησιάζει και συνδέονται με τους ηλεκτρικούς
σηματοδότες για να ανοίξουν τον δρόμο για την κατάσταση
έκτακτης ανάγκης. Έχει υπολογιστεί ότι το 30% του χρόνου
οδήγησης σπαταλάται σε αναζήτηση χώρου στάθμευσης· οι
ασύρματοι αισθητήρες μπορούν να ανιχνεύσουν μια ελεύθερη
θέση και να κατευθύνουν έναν οδηγό κατευθείαν σε αυτή.
Εξαρτώμενο από τα δεδομένα, αυτό το μοντέλο είναι γνωστό ως
«πόλεις IoT» («IoT» σημαίνει Internet of Things, Διαδίκτυο των
Πραγμάτων), η «πανταχού παρούσα πόλη», η «αισθητήρια πόλη»
και, συνήθως, η «έξυπνη πόλη», όπου η πληροφορία
καταβροχθίζεται συνεχώς από την Τεχνητή Νοημοσύνη με στόχο
την προγνωστική μοντελοποίηση και την ανταπόκριση σε
πραγματικό χρόνο. Η μετα-ανάλυση της χρήσης έξυπνων
κινητών, για παράδειγμα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δει
κάποιος πώς και πότε οι πολίτες μετακινούνται σε μια πόλη,
αλλάζοντας αναλόγως διαδρομές λεωφορείων. Μπορεί επίσης να
χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση της εξάπλωσης
μολυσματικών ασθενειών μέσω της υποχρεωτικής ψηφιακής
παρακολούθησης ολόκληρων αστικών πληθυσμών. Η
παρακολούθηση της συμπεριφοράς εντός της μητρόπολης, που
γίνεται στο όνομα της αποτελεσματικότητας και της διαχείρισης
κρίσεων, είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσει ένα από τα κύρια
χαρακτηριστικά της αστικής ζωής στον αιώνα που διανύουμε.
Ο αυταρχισμός που εφαρμόζουν οι έξυπνες πόλεις και που
επιβάλλεται από τον φόβο θανατηφόρων πανδημιών προκαλεί
βαθιά ανησυχία. Ωστόσο, ενώ οι πόλεις ενσωματώνουν τις
ψηφιακές τεχνολογίες στην υποδομή τους, μία από τις πιο
εντυπωσιακές και σημαντικές πτυχές του σύγχρονου αστισμού
είναι οι τρόποι θεώρησης των πόλεων ως συνυφασμένων με τα
οικοσυστήματά τους και όχι ως τόπων διακριτών από τον
φυσικό κόσμο. Είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τον τρόπο με
τον οποίο τα δέντρα και οι ανοιχτοί χώροι, τα μαγκρόβια δάση
και οι υγρότοποι, οι μέλισσες και τα πτηνά αλληλεπιδρούν με το
αστικό περιβάλλον και το καθιστούν πιο υγιές και πιο ανθεκτικό.
Με αργούς ρυθμούς βλέπουμε τις πόλεις μας ως εξίσου φυσικά
και ανθρωπογενή περιβάλλοντα όπου όλες οι πτυχές τους –
συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών, της διαχείρισης
αποβλήτων, της στέγασης, του νερού, της τροφής, της
βιοποικιλότητας, των βιοτόπων με ζώα, της ζωής των εντόμων,
των υγροτόπων, των αναγκών σε καύσιμα και ούτω καθεξής–
αποτελούν μέρος σύνθετων, αλληλοεξαρτώμενων
οικοσυστημάτων.
Σε έναν ασταθή κόσμο καθίσταται ολοένα και πιο επείγον για
άλλες πόλεις, ιδιαίτερα σε αναπτυσσόμενες περιοχές που
βρίσκονται σε κομβικά σημεία βιοποικιλότητας, να αποφύγουν
τα λάθη που έγιναν κατά την αστικοποίηση των πιο ώριμων
πόλεων. Η Κουριτίμπα αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση. Από
τη δεκαετία του 1970, αυτή η φτωχή, ταχέως αναπτυσσόμενη
και έκθετη στις πλημμύρες πόλη της Βραζιλίας, που βρίσκεται σε
ένα από τα κομβικά σημεία για τη βιοποικιλότητα, έχει
προσθέσει 1,5 εκατομμύριο δέντρα, 400 τετραγωνικά χιλιόμετρα
πάρκων και αρκετές τεχνητές λίμνες και έχει χτίσει έναν
οικολογικό διάδρομο δίπλα στον ποταμό Μπαρίγκουι. Ενώ ο
πληθυσμός τριπλασιάστηκε, η ποσότητα του χώρου πρασίνου
αυξήθηκε από 0,5 τετραγωνικά μέτρα ανά άτομο στο εκπληκτικό
μέγεθος των 50 τετραγωνικών μέτρων. Η Κουριτίμπα δεν
αρκέστηκε στην απλή φύτευση δέντρων· ανέπτυξε ένα σχέδιο
που ενσωμάτωσε τις πολιτικές αειφορίας σε όλες σχεδόν τις
πτυχές του πολεοδομικού σχεδιασμού.
Ενώ οι πόλεις των δεκαετιών του 1960 και του 1970 ξερίζωναν
μεγάλα κομμάτια στο κέντρο της πόλης και τοποθετούσαν
δρόμους στη θέση τους, η Κουριτίμπα έκανε το αντίθετο,
διατηρώντας τον ιστορικό πυρήνα της και πεζοδρομώντας τους
δρόμους της. Η πόλη ανέπτυξε ένα εκτεταμένο και καινοτόμο
δίκτυο ταχείας μεταφοράς με λεωφορεία που χρησιμοποιείται
από το 70% του πληθυσμού, παρότι η πόλη έχει τα περισσότερα
κατά κεφαλήν αυτοκίνητα από οποιαδήποτε άλλη πόλη της
Βραζιλίας. Αντιγραμμένη από 150 πόλεις σε όλο τον κόσμο, η
ταχεία μεταφορά με λεωφορεία μείωσε την κυκλοφορία κατά
30% και είχε ως αποτέλεσμα η πόλη να έχει εξαιρετικά χαμηλά
επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Η Κουριτίμπα πρωτοστάτησε
επίσης σε μια «πράσινη ανταλλαγή» με την οποία
ανταλλάσσονταν ανακυκλώσιμα απορρίμματα με εισιτήρια
λεωφορείων και φαγητό· σήμερα το 70% των απορριμμάτων
ανακυκλώνεται. Η σύνδεση του πολεοδομικού σχεδιασμού και
της οικολογίας είχε οικονομικό αντίκτυπο: ο τριακονταετής
ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της Κουριτίμπα είναι 7,1% σε
σύγκριση με τον εθνικό μέσο όρο του 4,2% και το κατά κεφαλήν
εισόδημά της είναι κατά 66% υψηλότερο. Ένα μεγάλο και
διαρκώς αυξανόμενο ποσοστό του πληθυσμού ζει σε μη
πολεοδομημένες φαβέλες. Αλλά, τουλάχιστον, οι επιτυχίες
καταδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο οι δημιουργικές, χαμηλού
προϋπολογισμού πολιτικές, που συνδέουν τα ανθρώπινα και
φυσικά οικοσυστήματα, μπορούν να μεταμορφώσουν μια πόλη.
Μια «έξυπνη πόλη» δεν είναι απλώς μια πόλη με χιλιάδες
αισθητήρες και ψηφιακή υποδομή. Είναι μια πόλη ειδικά
σχεδιασμένη για να παρέχει έναν ανθεκτικό ανθρώπινο και
φυσικό οικότοπο. Η προσπάθεια με στόχο τη βελτίωση της
βιοποικιλότητας των πόλεων δεν αφορά πρωτίστως την ίδια την
καλοσύνη απέναντι στην άγρια φύση· είναι μια στρατηγική
επιβίωσης. Το να φανταστούμε την πόλη του μέλλοντος αποτελεί
πάντα μια μάταιη άσκηση. Αλλά με βάση τις τρέχουσες τάσεις,
πιθανότατα αυτή θα μοιάζει λιγότερο με το Λος Άντζελες του
Μπλέιντ Ράνερ και περισσότερο με τη σημερινή Σιγκαπούρη, με
κήπους τοίχων που «αναβλύζουν» από ουρανοξύστες, αστικά
δάση, κήπους στα δώματα υψηλών κτιρίων, αγροκτήματα,
καταπράσινους δρόμους, διαδρόμους βιοποικιλότητας, φυσικές
προστατευμένες περιοχές στην εσώτερη πόλη, πανίδα και
φυλλωσιές από διασταυρούμενα κλαδιά δέντρων. Μπορεί να
φαίνεται ωραία, αλλά είναι άμεση συνέπεια του αγώνα της
προσαρμογής μας στις ανθρωπογενείς κλιματικές αλλαγές.
Μια λύση στην παρούσα κρίση που βιώνουμε είναι προφανώς η
επαναφορά της φύσης στην πόλη. Όσο παράδοξο κι αν
ακούγεται, είναι επίσης επιτακτική ανάγκη να γίνει ο κόσμος μας
πιο αστικός.

Οι τόποι δεν μπορούν να γίνουν πιο αστικοί από το Λάγκος και


πλήθος άλλων μεγάλων πόλεων με εκτεταμένους, κορεσμένους
άτυπους οικισμούς – Βομβάη, Μανίλα, Πόλη του Μεξικού, Σάο
Πάολο, Ντάκα. Πρόκειται σαφώς για περίπλοκα ανθρώπινα
οικοσυστήματα – ίσως μερικές από τις πιο περίπλοκες κοινωνίες
που έχει ποτέ δημιουργήσει το είδος μας. Πολλοί πιστεύουν ότι
είναι οι πιο αξιοσημείωτοι τόποι καταστροφής του σύγχρονου
κόσμου. Αποτελούν τα δείγματα ενός κόσμου όπου όλα
εξελίχθηκαν λάθος.
Κατά άλλους, ωστόσο, αποτελούν μαρτυρία της απίστευτης
ικανότητας του είδους μας να προσαρμόζεται στο αστικό
περιβάλλον και να το οικειοποιείται, όσο αφιλόξενο και
τρομακτικό κι αν φαίνεται. Αποκαλύπτουν την ικανότητα της
ανθρωπότητας για αυτοοργάνωση, αυτονομία και αυτοεπιβίωση
απέναντι στο ακραίο χάος.
Στο Λάγκος, ένας πληθυσμός σχεδόν τριπλάσιος εκείνου του
Λονδίνου στοιβάζεται σε μια έκταση ίση με τα δύο τρίτα εκείνης
του Λονδίνου. Προβλέπεται ότι θα είναι η μεγαλύτερη πόλη στον
κόσμο μέχρι τα μέσα του αιώνα που διανύουμε, ότι ο πληθυσμός
της θα διπλασιαστεί σε πάνω από 40 εκατομμύρια κατοίκους ως
το 2040 και ότι στη συνέχεια θα συνεχίσει να αυξάνεται με
εκπληκτικό ρυθμό. Το 2018 ο αριθμός των αστών Νιγηριανών
ξεπέρασε τον αριθμό των αγροτών. Το 2030 η Αφρική θα είναι η
τελευταία κατοικήσιμη ήπειρος που θα γίνει κατά πλειονότητα
αστική – μια κρίσιμη και μοιραία στιγμή στην ιστορία μας ως
είδους.
Αχανές, απροσμέτρητο, θορυβώδες, βρόμικο, χαοτικό,
συνωστισμένο, ενεργητικό, επικίνδυνο, το Λάγκος
αντιπροσωπεύει τα χειρότερα χαρακτηριστικά της σύγχρονης
αστικοποίησης. Αλλά καταδεικνύει και μερικά από τα καλύτερα.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που συμβαίνει στο Λάγκος και σε
άλλες μεγαλουπόλεις στα αναπτυσσόμενα κράτη έχει σημασία
επειδή αυτές φιλοξενούν πρωτοφανείς συγκεντρώσεις της
ανθρωπότητας. Ωθούν τα πάντα στα όρια – την ανθρώπινη
αντοχή αλλά και τη δική τους βιωσιμότητα σε μια εποχή
κλιματικής αστάθειας.
Αυτή η τεράστια αφρικανική μεγαλούπολη είναι διαβόητη για
τις εκτεταμένες παραγκουπόλεις, τη διαφθορά και το έγκλημα,
τις φρικτές υποδομές της και τα χειρότερα μποτιλιαρίσματα στον
κόσμο. Το θέαμα των φορτηγών σε παράταξη στους δρόμους της
πόλης, τους γεμάτους λακκούβες, επί εβδομάδες, που περιμένουν
να παραδώσουν και να παραλάβουν εμπορευματοκιβώτια στο
λιμάνι, είναι απίστευτο. Ακόμα πιο εντυπωσιακά είναι τα
πετρελαιοφόρα και τα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων
που περιμένουν στη θάλασσα, σχηματίζοντας ουρές για μια θέση
ελλιμενισμού στο Λιμάνι Απάπα. Πολλά πλοία παραδίδουν
τελικά το πνεύμα πολύ πριν από τον ελλιμενισμό· η ακτογραμμή
είναι γεμάτη με εγκαταλειμμένα φορτηγά πλοία και ναυάγια.
Στην ξηρά, η πεμπτουσία των ήχων του Λάγκος είναι το
αδιάκοπο βουητό από τις ιδιωτικές γεννήτριες ντίζελ τη νύχτα.
Η εξάπλωση της πόλης στους υγρότοπους, στα μαγκρόβια δάση
και στις προσχωσιγενείς πεδιάδες έχει διαταράξει σοβαρά τη
φυσική υδρολογία, καθιστώντας τους φτωχούς αστούς
ευάλωτους σε όλο και πιο έντονες βροχοπτώσεις και καταιγίδες.
Πρόκειται για μια πόλη που δεν μπορεί να εξασφαλίσει συνεχή
ηλεκτρική ενέργεια για τους ανθρώπους της, να τους παρέχει
επαρκές νερό ή να χειρίζεται τους 10.000 τόνους απορριμμάτων
που παράγονται σε καθημερινή βάση.
Σε αυτό το εξαιρετικά πυκνόκτιστο αστικό βασίλειο λίγα είναι
τα αυτοκίνητα που δεν έχουν βαθουλώματα και χαρακιές. Για
κάθε αυτοκίνητο ανά χιλιόμετρο δρόμου στη Νέα Υόρκη
υπάρχουν δέκα φορές περισσότερα αυτοκίνητα στο Λάγκος. Σε
αυτή την κακοποιημένη κατάσταση, πασχίζοντας για λίγο χώρο
στους άτακτους δρόμους σε έναν πόλεμο δίχως τέλος, τα
αυτοκίνητα του Λάγκος είναι κινούμενα σύμβολα των δυσκολιών
της ζωής στη μεγαλούπολη (ακόμα και αν σπάνια μπορούν να
κινηθούν πολύ γρήγορα) και της μοχθηρής αρχής της επιβίωσης
των ικανότερων που είναι βαθιά ριζωμένη στην καθημερινή
εμπειρία του Λάγκος. Καβγαδίζοντας μια μέρα στους βίαιους
δρόμους, ο φίλος μου από το Λάγκος ζήτησε συγγνώμη
εκνευρισμένος. Αν, όπως είπε, αυτή η εριστική μάζα
αυτοκινητιστών μπορούσε να μεταφερθεί σε μια αγγλική πόλη,
όλη αυτή η οργή θα εξατμιζόταν και όλοι θα γίνονταν
πολιτισμένοι. Ήταν η πόλη, είπε με πικρία και απογοήτευση στη
φωνή του, που τους έκανε τόσο θυμωμένους και επιθετικούς.
Ένα δίκιο το είχε· το Λάγκος είχε μόλις ανακηρυχθεί η δεύτερη
χειρότερη πόλη στον κόσμο για να ζει κανείς, ακριβώς μετά τη
Δαμασκό που έχει διαλυθεί από τον πόλεμο. Ρώτησα τους
ανθρώπους μέσα στο αυτοκίνητο –που όλοι είχαν περάσει πολύ
χρόνο εργαζόμενοι στο εξωτερικό, στις Ηνωμένες Πολιτείες και
στην Ευρώπη– γιατί ζούσαν στο Λάγκος και, μάλιστα, το
λάτρευαν. Η συλλογική απάντηση ήταν ακαριαία και ξεκάθαρη:
«Μα αυτή είναι η πιο διασκεδαστική πόλη στον κόσμο!»
Ήταν Σαββατόβραδο και ήταν δύσκολο να διαφωνήσω. Όσο
έπεφτε το σκοτάδι, η κυκλοφοριακή συμφόρηση αυξανόταν, η
μουσική άρχισε να ουρλιάζει, το φαγητό τσιτσίριζε σε κάθε δρόμο
και εκατομμύρια άνθρωποι άρχισαν να ξεμυτίζουν μέσα από την
αστική κηρήθρα, μετατρέποντας το Λάγκος στη μεγαλύτερη πόλη
για πάρτι στον πλανήτη.
Χωρίς αμφιβολία, αυτή η λαχτάρα για τη ζωή είναι μια
αντίδραση, και μια ανάπαυλα, στη σκληρότητα της πόλης και
στις απαιτήσεις της μανιασμένης της ενέργειας. Τα δύο τρίτα του
πληθυσμού ζουν σε 200 άτυπους οικισμούς. Ο πιο ευδιάκριτος
για όλους τους επισκέπτες του Λάγκος είναι το Μακόκο, μια
τεράστια «πλωτή» παραγκούπολη μεταξύ 100.000 και 300.000
ανθρώπων, όπου ξύλινες καλύβες μοιάζουν να ισορροπούν πάνω
σε ξυλοπόδαρα μέσα στη βρομερή λιμνοθάλασσα. Στο
μυθιστόρημά του The Carnivorous City (Η σαρκοφάγα πόλη)
(2016), ο αυτοαποκαλούμενος «δήμαρχος του Λάγκος», ο Τόνι
Καν, έγραψε: «Το Λάγκος είναι ένα θηρίο που δείχνει τους
κυνόδοντές του αλλά και μια άσβεστη όρεξη για ανθρώπινη
σάρκα. Περπατήστε στις γειτονιές του, από τις περιφραγμένες
κοινότητες του Ικόγι και του Νησιού Βικτόρια ως το Λέκι και
πέρα από τα ταραχώδη σοκάκια και δρομάκια στην ηπειρωτική
χώρα και θα διαπιστώσετε ότι είναι μια σαρκοφάγα πόλη. Η ζωή
δεν είναι απλώς βάναυση – είναι και σύντομη… Ωστόσο, σαν τις
τρελαμένες νυχτοπεταλούδες που περιφρονούν τις μανιασμένες
φλόγες, εξακολουθούμε να μαγνητιζόμαστε από το Λάγκος,
εξαναγκασμένοι από την ίδια φυγόκεντρο δύναμη που αψηφά τη
λογική και τη δύναμη της θέλησης».488
Αυτές οι λέξεις, με τα ονόματα αλλαγμένα, θα μπορούσαν να
γραφτούν για την Ουρούκ την τρίτη χιλιετία π.Χ. ή για τη
Βαγδάτη τον 10ο αιώνα ή για το Μάντσεστερ, το Σικάγο ή για
χιλιάδες πόλεις κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Μεγάλες,
βάναυσες και επικίνδυνες, οι πόλεις λειτουργούσαν πάντα ως
μαγνήτες, ακόμα κι αν δεν νοιάζονται για την ανθρώπινη
καύσιμη ύλη τους. Και υπάρχουν πολύ επιτακτικοί λόγοι για
τους οποίους ένας Νιγηριανός θα ήθελε να ζήσει στο Λάγκος.
Είναι μια πόλη πλούσια σε πετρέλαιο, μια τραπεζική,
χρηματοοικονομική και εμπορική υπερδύναμη, το βασικό κέντρο
παραγωγής της Νιγηρίας και –με τα τρία λιμάνια της και ένα
από τα μεγαλύτερα διεθνή αεροδρόμια της Αφρικής– είναι επίσης
ένας κόμβος μεταφορών στον οποίο πάνω από το 70% του
εξωτερικού εμπορίου της Νιγηρίας διοχετεύεται αργά μέσω της
υπερπλήρους πόλης. Εάν το Λάγκος ήταν χώρα, θα ήταν η
πέμπτη πλουσιότερη στην Αφρική.
Αυτή η πόλη από μόνη της παράγει περισσότερο από το ένα
τρίτο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Νιγηρίας και τα
κατά κεφαλήν εισοδήματα είναι διπλάσια από τον εθνικό μέσο
όρο: φυσικά οι άνθρωποι συνεχίζουν να έρχονται κατά χιλιάδες
κάθε μέρα. Το Λάγκος του 2020 είναι πολύ διαφορετικό από το
Λάγκος του 2000, όταν φάνηκε να ρέπει προς την καταστροφή.
Σήμερα η οικονομία του ακμάζει· το ίδιο ισχύει και για τη
μουσική, τη μόδα, την κινηματογραφική παραγωγή, τη
λογοτεχνία και τις τέχνες. Το Νόλιγουντ με έδρα το Λάγκος είναι
η δεύτερη μεγαλύτερη κινηματογραφική βιομηχανία στον κόσμο
όσον αφορά την παραγωγικότητα, μετά το Μπόλιγουντ. Στη
δεκαετία του 2010 ένας πολύ καινοτόμος τομέας νεοφυών
τεχνολογικών επιχειρήσεων βρήκε επίσης πρόσφορο έδαφος στην
πόλη. Οι ξένες επενδύσεις έχουν εισχωρήσει στο «Γιάμπακον
Βάλεϊ» –που πήρε το όνομά του από το κέντρο νεοφυών
επιχειρήσεων του Λάγκος στην περιοχή Γιάμπα– καθώς εταιρείες
σαν την Google και το Facebook βλέπουν την πόλη ως την
πύλη προς αυτό που αποκαλούν «τα επόμενα δισεκατομμύρια» –
νέοι σε φτωχότερες χώρες που δεν έχουν ακόμη αγκαλιάσει το
κινητό Διαδίκτυο. Ως πόλη όπου κυριαρχούν οι νέοι (το 60%
είναι κάτω των τριάντα ετών), η κουλτούρα της νεολαίας και η
καινοτόμα επιχειρηματικότητά της έχουν δημιουργήσει μια
τεράστια αγορά μουσικής, ψυχαγωγίας, μόδας και τεχνολογίας.
Μεγαλούπολη από κάθε άποψη, το Λάγκος πάλλεται με μια
ξέφρενη ενέργεια· ο δυναμισμός του είναι μεθυστικός. Όπως λέει
ένας Νιγηριανός δημοσιογράφος, ένα ταξίδι σε ένα εικονικό
ερειπωμένο κίτρινο μίνι λεωφορείο ντάνφο, το κύριο μέσο για να
γνωρίσετε την πόλη, είναι ένας μικρόκοσμος του ίδιου του
Λάγκος: «Τρελό και αστείο, συναρπαστικό σε σημείο που να σου
κόβει την ανάσα και εντυπωσιακό και, φυσικά, επικίνδυνο και
απειλητικό για τη ζωή».489
Νιώθει κανείς να πιέζεται από το βάρος και την ενέργεια των
25 εκατομμυρίων ανθρώπων όταν σταθεί στο πλάι του δρόμου
Αχμάντου Μπέλο Γουέι στο νότιο άκρο του Νησιού Βικτόρια του
Λάγκος και κοιτάξει, μέσα από μία περίφραξη από
συρματόπλεγμα, προς μια απέραντη έκταση άμμου και χαλικιού.
Πρόκειται για γη που ανακτήθηκε πρόσφατα από τον Ατλαντικό
Ωκεανό· βρίσκεται πίσω από το «Μέγα Τείχος του Λάγκος»,
100.000 τσιμεντόλιθους πέντε τόνων που το προστατεύουν από
τη θάλασσα. Ήδη μερικοί ουρανοξύστες προβάλλουν μέσα από
την άμμο, οι πρώτοι μιας φουτουριστικής έξυπνης, αειφόρου
πόλης που ονομάζεται Έκο Ατλάντικ. Προωθείται ως μια έκδοση
του Λάγκος για το Πουντόνγκ της Σαγκάης ή το Ντουμπάι – ένα
αφρικανικό Μανχάταν που θα εκτοξεύσει τη νιγηριανή
μεγαλούπολη στη θέση της οικονομικής πρωτεύουσας της
Αφρικής και ενός μείζονος παγκόσμιου κόμβου.
Υπάρχει κάτι σουρεαλιστικό στο να φαντάζεται κανείς τους
απαστράπτοντες ουρανοξύστες, τα πολυτελή θέρετρα διακοπών
και τις μαρίνες γεμάτες από υπερσύγχρονα γιοτ, κι όλα αυτά
εδώ, στην άκρη μιας από τις μεγαλύτερες, φτωχότερες και πλέον
δυσλειτουργικές πόλεις της γης, όπου η πλειονότητα των
κατοίκων επιβιώνει στην παραοικονομία με ένα δολάριο την
ημέρα. Είναι το καλύτερο δυνατό μέρος για να καθίσει κανείς και
να συλλογιστεί τις δυνάμεις που έχουν αναμορφώσει τις
μητροπόλεις μας τα τελευταία χρόνια. Το Έκο Ατλάντικ είναι
μια υπερβολική εκδοχή του τι συμβαίνει σε όλο τον κόσμο.
Στο τέλος του 20ού αιώνα υποτίθεται ότι η πόλη όπως την
ξέραμε πάντοτε ήταν νεκρή ή τουλάχιστον σε προχωρημένη
κατάσταση αποσύνθεσης. Η προαστικοποίηση είχε γυρίσει τα
μέσα έξω· το Διαδίκτυο υποτίθεται ότι θα έδινε τη χαριστική
βολή καθιστώντας παρωχημένη την ανάγκη για φυσική
εγγύτητα. Και συνέβη το αντίθετο. Οι παράλληλες επαναστάσεις
στα παγκόσμια χρηματοοικονομικά και στην οικονομία της
γνώσης ενθάρρυναν όχι τη διασπορά αλλά τη συγκέντρωση
χρημάτων, περιουσιακών στοιχείων, ιδεών, ταλέντων και εξουσίας
σε μια μικρή ομάδα πανίσχυρων παγκόσμιων μητροπόλεων.490
Φυσικά, όλα αυτά έγιναν για να εντείνουν κάτι που συνέβαινε
πάντα στις πόλεις. Η Ουρούκ αναπτύχθηκε τόσο γρήγορα ως η
πρώτη πόλη της ανθρωπότητας, κυρίως επειδή οι οικιακοί
τεχνίτες της συγκεντρώνονταν στις γειτονιές της και
μοιράζονταν γνώσεις, ειδικεύσεις και εργαλεία. Μαζί θα
μπορούσαν να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας και δίκτυα
πληροφοριών εντελώς άγνωστα ως τότε. Η πολυπλοκότητα της
αστικής ζωής οδήγησε στην κωδικοποίηση της γνώσης μέσω της
γραφής. Η κουλτούρα των καφέ του Λονδίνου τον 18ο αιώνα
παρείχε ανεπίσημους χώρους συνάντησης και ανταλλαγής
γνώσεων για εμπόρους, τεχνίτες, επιστήμονες, εξερευνητές,
τραπεζίτες, επενδυτές και συγγραφείς, οι οποίοι από κοινού
σφυρηλάτησαν την πρώτη μεγάλη καπιταλιστική οικονομία μέσω
των ρευστών τους συνεταιρισμών. Στη Νέα Υόρκη του 20ού
αιώνα η συγκέντρωση μεγάλων τραπεζών, μικρών εταιρειών
επενδύσεων, δικηγόρων, ασφαλιστών και διαφημιστών σε μικρή
απόσταση προκάλεσε έντονο ανταγωνισμό και ταχεία καινοτομία
στην αγορά. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις –και σε πολλές ακόμη
στη διάρκεια της ιστορίας και σε όλο τον κόσμο– η πόλη, με τον
δυναμισμό και τα σύνθετα και αλληλοσυνδεόμενα δίκτυά της,
ανέλαβε την οργανωτική λειτουργία μιας μεγάλης εταιρείας ή
ενός πανεπιστημίου, παρέχοντας το πλαίσιο για άτυπες διαιρέσεις
–και υποδιαιρέσεις– της εργασίας, της ανταλλαγής γνώσεων, της
δικτύωσης και των οικονομιών κλίμακας.
Η οικονομία της γνώσης του 21ου αιώνα είναι ομοίως αστική.
Οι εταιρείες και οι βιομηχανίες που τροφοδοτούν τον σύγχρονο
κόσμο –νεοφυείς επιχειρήσεις, τεχνολογικές εταιρείες, εταιρείες
Έρευνας & Ανάπτυξης, μέσα μαζικής ενημέρωσης, μόδα,
χρηματοοικονομική τεχνολογία, διαφήμιση– συγκεντρώνονται
και συμπλέκονται με ακόμα πιο έντονο τρόπο, θρέφονται από τη
φυσική εγγύτητα που μόνο μια πόλη μπορεί να προσφέρει,
ακόμη και σε μια εποχή ταχύτατης ψηφιακής συνδεσιμότητας. Η
δημιουργικότητα γεννάται, σε μεγάλο βαθμό, από τυχαίες και
αυθόρμητες συναντήσεις· είναι συνδεδεμένη με την
αλληλεπίδραση εργασίας και κοινωνικότητας.
Εάν οι δυνάμεις που οδήγησαν στην αστικοποίηση ήταν
φυγόκεντρες τον 20ό αιώνα –αναγκάζοντας τα «ρινίσματα
σιδήρου» σε διασπορά– τον 21ο αιώνα είναι έντονα κεντρομόλες,
έλκοντας αυτά τα ρινίσματα και πάλι πίσω στον μαγνήτη.
Μερικές πόλεις, μετρημένες στα δάχτυλα, που έχουν εξαπλωθεί
σε ολόκληρο τον κόσμο –όπου κατοικεί σχεδόν το 20% του
παγκόσμιου πληθυσμού– παράγουν το 75% της παγκόσμιας
οικονομικής απόδοσης. Και αυτές οι ίδιες πόλεις μονοπωλούν νέα
τεχνολογικά, ψηφιακά και φαρμακευτικά διπλώματα
ευρεσιτεχνίας, καινοτομίες λογισμικού, ψυχαγωγία,
χρηματοοικονομικά, ασφάλιση και έρευνα. Με τόσο μεγάλο μέρος
του πλούτου του πλανήτη συγκεντρωμένο σε λίγες αστικές
περιοχές, οι πόλεις έχουν γίνει και πάλι οι μηχανές της
παγκόσμιας ευημερίας.
Οι πόλεις ευημερούσαν στο παρελθόν επειδή –όπως η Λισαβόνα,
το Λούμπεκ, η Βαγδάτη ή το Άμστερνταμ– χάραξαν εμπορικές
οδούς εντός της τροχιάς τους· σήμερα έχουν εκπληκτική επιτυχία
αν μπορούν να προσελκύσουν, και να συνεχίζουν να
προσελκύουν, ό,τι το άυλο: ταλαντούχα άτομα, τεχνολογικές
επιχειρήσεις, χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, ροές δεδομένων και
επενδυτές σε ακίνητα. Η ενέργεια που ωθεί την οικονομία του
21ου αιώνα προέρχεται από τη συνδεσιμότητα – μεγάλες
ταχύτητες λήψης από το Διαδίκτυο και χωρητικότητα των
αεροδρομίων, οι οποίες καθορίζουν την πρόσβαση μιας πόλης
στις προσοδοφόρες και άστατες παγκόσμιες ροές γνώσεων,
ανθρώπων, κεφαλαίου και δεδομένων. Ένας από τους πιο
ισχυρούς τόπους στη γη είναι το Σίλικον Βάλεϊ, ένας τόπος που
ευδοκιμεί εξαιτίας μυαλών και όχι πραγμάτων. Και το καθιστά
επιτυχημένο η επιχειρηματικότητα την οποία δημιουργεί η διά
ζώσης επαφή και τα προσωπικά δίκτυα. Παρά το γεγονός ότι το
Σίλικον Βάλεϊ δραστηριοποιείται στην κατασκευή τεχνολογιών
εικονικής επικοινωνίας μεγάλων αποστάσεων, ο κυβερνοχώρος
δεν έχει υποκαταστήσει τον χώρο της πόλης.
Ο ανταγωνισμός για ταλέντα απαιτεί από τις πόλεις να
δημιουργήσουν ένα αστικό οικοσύστημα προσαρμοσμένο ειδικά
στην οικονομία της γνώσης. Πρέπει να είναι σε θέση να
προσφέρουν καφετέριες και εστιατόρια παγκόσμιας κλάσης εξίσου
με ταχύτατες οπτικές ίνες και λειτουργικά αεροδρόμια.
Χρειάζονται καταστήματα μπουτίκ, φαγητό του δρόμου,
πολιτιστική ζωντάνια, αγροτικές αγορές, αθλητικές διοργανώσεις
υψηλού επιπέδου, αδιάκοπη ψυχαγωγία και μεθυστική νυχτερινή
ζωή· πρέπει να προσφέρουν κομψές γειτονιές, ένα όμορφο αστικό
τοπίο, καλά σχολεία, αποτελεσματικά μεταφορικά μέσα, καθαρό
αέρα και δυναμικά πανεπιστήμια. Οι πόλεις πρέπει να
αυτοπροωθούνται με επιθετικό τρόπο ως επιθυμητοί,
συναρπαστικοί τόποι διαβίωσης και εργασίας, επιδεικνύοντας τα
θέλγητρά τους σε γυαλιστερές φωτογραφίες, διαφημιστικά βίντεο
και ταινίες, προκειμένου να αρπάξουν το μεγαλύτερο από όλα τα
προϊόντα – το ανθρώπινο κεφάλαιο.
Η σημερινή εντυπωσιακή αστική αναγέννηση καταγράφεται
στον ορίζοντα των πόλεων εξίσου με οπουδήποτε αλλού. Η
εκπληκτική ταχύτητα της αστικής ανάπτυξης της Κίνας
μεταδόθηκε στον κόσμο σε μια σειρά από εμβληματικές πόλεις
ουρανοξυστών που χτίστηκαν ρητά ως οπτικές αναπαραστάσεις
της αστικής επιτυχίας της χώρας. Οι λαμπροί πύργοι δηλώνουν
στον κόσμο ότι η πόλη τους είναι μέλος της εκλεκτής ομάδας
των παγκόσμιων υπερδυνάμεων. Στέκουν εκεί ως μαγνήτες που
προσελκύουν κεφάλαια, επενδύσεις και ανθρώπινο δυναμικό.
Είναι μια στρατηγική εμπορικού σήματος που οι κινεζικές πόλεις
δανείστηκαν από τόπους σαν το Τόκιο, την Κουάλα Λουμπούρ,
το Χονγκ Κονγκ και το Ντουμπάι και η οποία μεταδόθηκε στο
Λονδίνο και στο Λάγκος.
Το Έκο Ατλάντικ του Λάγκος χτίζεται πάνω σε ό,τι άλλοτε
ήταν η πιο δημοφιλής παραλία του Λάγκος. Ο δημόσιος χώρος
έχει αφαιρεθεί από τους ανθρώπους ώστε να δημιουργηθεί μια
πόλη μέσα στην πόλη για 250.000 κατοίκους. Θα είναι μια
ιδιωτική πόλη, προορισμένη να λειτουργήσει ως έδρα τραπεζών,
χρηματοοικονομικών εταιρειών, δικηγορικών εταιρειών και άλλων
πολυεθνικών εταιρειών, διαμερισμάτων σε ουρανοξύστες για τους
εξαιρετικά πλούσιους και πολυτελών ξενοδοχείων που
εξυπηρετούν τους ελίτ τουρίστες: ένα μίνι Ντουμπάι μέσα σε μια
αφρικανική μεγαλούπολη.
Για να το θέσουμε ωμά, το Έκο Ατλάντικ αντιπροσωπεύει την
επιθυμία της απόδρασης από την ακατάστατη, χαοτική πόλη
προς έναν καλά προστατευμένο ιδιωτικό προμαχώνα, ακόμα κι
αν αυτό είναι συνώνυμο του αποικισμού του ωκεανού,
αψηφώντας την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Η
ανυπομονησία μεταξύ των εύπορων και μεσαίων τάξεων να
μετατραπεί το Λάγκος σε «μοντέλο μεγαλούπολης της Αφρικής
και σε [έναν] παγκόσμιο, οικονομικό και χρηματοοικονομικό
κόμβο» είναι έντονη. Προτεραιότητα φαίνεται να αποτελεί η
διαμόρφωση τμημάτων της πόλης σε κάτι που να ταιριάζει με
τις προσδοκίες της. Μέχρι το 2017 υπήρχε ο ισχυρισμός ότι
αρκετοί άτυποι παράκτιοι οικισμοί στη λιμνοθάλασσα –τα σπίτια
300.000 ανθρώπων– είχαν εκκαθαριστεί ή επρόκειτο να
εκκαθαριστούν, σύμφωνα με την κυβέρνηση, η οποία
επικαλούνταν ανησυχίες για το περιβάλλον και την ασφάλεια. Ο
πραγματικός λόγος κατέστη σαφής όταν οι τοποθεσίες αυτών
των αρχαίων χωριών μετατράπηκαν σε πολυτελή παράκτια
διαμερίσματα. Ομοίως, η περίφημη αγορά του Οσόντι
κατεδαφίστηκε και αντικαταστάθηκε από έναν αυτοκινητόδρομο
πολλαπλών λωρίδων και έναν τερματικό σταθμό μέσων μαζικής
μεταφοράς. Ιδιαίτερα ορατές στους επισκέπτες, καθώς βρίσκονταν
κοντά στο αεροδρόμιο, οι εκτεταμένες δραστηριότητες της αγοράς
έμοιαζαν να αντιπροσωπεύουν το είδος του αυθόρμητου αστικού
χάους που ερχόταν σε σύγκρουση με την επιθυμία των αρχών για
τάξη. Οι φτωχοί φαίνεται να αποτελούν προσβολή για τη νέα
εικόνα που δημιουργείται για το Λάγκος.
Λέγοντας αυτά δεν επικρίνουμε απαραίτητα το Έκο Ατλάντικ ή
το Λάγκος, αλλά απλώς ισχυριζόμαστε ότι αυτό που συμβαίνει
αποτελεί μέρος της ευρύτερης εικόνας του τρόπου με τον οποίο
οι πόλεις αλλάζουν στις αρχές του αιώνα που διανύουμε. Η
αστικοποίηση στην Αφρική, καθώς και στην Κίνα και σε
ολόκληρη την Ασία, έχει οδηγήσει στην ταχεία επέκταση της
μεσαίας τάξης. Η αστική αναγέννηση δεν κατανέμεται ισότιμα ως
προς το εισόδημα ή τη γεωγραφία. Ο αστικός ορίζοντας των
πόλεων αντικατοπτρίζει τις διαιρέσεις που κατατέμνουν τις
σύγχρονες μητροπόλεις, όπου όσοι μπορούν να το υποστηρίξουν
οικονομικά καταλαμβάνουν αποκλειστικούς οικιστικούς θύλακες
ή αποσύρονται στα νησιά τους στον ουρανό.
Επιπλέον, το Λάγκος μαρτυρεί και άλλο ένα χαρακτηριστικό
του σύγχρονου αστισμού: την απίστευτη επιτυχία των
μεγαλουπόλεων. Η επέκτασή του από 288.000 κατοίκους το
1950 σε πάνω από 20 εκατομμύρια το 2020 είναι εξαιρετική,
όπως κι αν το δει κανείς. Είναι μια μητρόπολη η οποία
διαμορφώνεται από την αστική επανάσταση που έχει
καταβροχθίσει τον κόσμο. Το Λάγκος αποδεικνύει ότι οι τύχες
ατόμων και εθνών συνδέονται στενά με τη μαζική αστικοποίηση.
Η επιτυχία της πόλης έχει αποδειχτεί μεταμορφωτική για τη
Νιγηρία και για εκατομμύρια ανθρώπους που ξεφεύγουν από τα
δεινά της αγροτικής φτώχειας. Όμως, όπως και πολλές άλλες
πόλεις, η ιλιγγιώδης ανάπτυξή της ξεπέρασε κατά πολύ την
ικανότητά της να κατασκευάζει την απαραίτητη υποδομή ή να
στεγάζει τους νεοεισερχόμενους. Ήρθε αμέσως μετά την
απελευθέρωσή της από τον βρετανικό αυτοκρατορικό έλεγχο και
την επακόλουθη πολιτική αναταραχή, τις στρατιωτικές
δικτατορίες, τη διαφθορά και την πολιτική αστάθεια. Η ταξική
κατάτμηση του Λάγκος σήμερα είναι, σε μεγάλο βαθμό,
κληρονομιά του φυλετικού διαχωρισμού στο πλαίσιο της
αποικιοκρατίας.
Η κατάτμηση είναι αναμφίβολα η κατάρα των μεγαλουπόλεων
στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Εμποδίζει τη ροή του αίματος της
ζωής στις αρτηρίες των μητροπόλεων· η κινητικότητα κάθε
είδους παρεμποδίζεται. Στο Λάγκος η καθημερινή μετακίνηση
είναι γνωστή ως «Πήγαινε αργά». Ξεκινά στις 4:00 π.μ., όταν οι
άνθρωποι ξεκινούν ένα σχετικά σύντομο ταξίδι ως το γραφείο,
το οποίο μπορεί να διαρκέσει έως και τρεις ώρες με ρυθμό
σαλιγκαριού μέσα στο μποτιλιάρισμα. Το 2010 υπήρχε η
εκτίμηση ότι 3 δισεκατομμύρια ώρες εργασίας χάνονταν κάθε
χρόνο στη κυκλοφοριακή συμφόρηση και πιθανότατα θα είναι
πολύ περισσότερες σήμερα, έπειτα από μια δεκαετία. Είναι
υπερβολικά πολλή η ενέργεια που καταναλώνεται στην αναμονή
στην ουρά. Οι προσπάθειες διασύνδεσης της πόλης μέσω ελαφρού
σιδηροδρόμου και ταχείας μεταφοράς με λεωφορείο έχουν
αποτύχει. Η κυκλοφοριακή συμφόρηση είναι το πιο εξόφθαλμο
σύμπτωμα ενός πολύ ευρύτερου προβλήματος που στραγγαλίζει
την πόλη. Η μητροπολιτική ανάπτυξη επιβραδύνεται λόγω
ανεπαρκών υποδομών, εκπαίδευσης, υγειονομικής περίθαλψης
και αστυνόμευσης και από την απουσία βασικών υπηρεσιών και
κοινωνικής ασφάλισης. Αυτές οι πραγματικές και μεταφορικές
συμφορήσεις στο αστικό κυκλοφορικό σύστημα εξουδετερώνουν
ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της μεγαλούπολης: το
τεράστιο μέγεθος και την πυκνότητα.491
Το Λάγκος είναι μια πόλη εκατομμυρίων επιχειρηματιών και
χιλιάδων μικροοικονομιών που ευδοκιμούν μες στην αφάνεια και
την εγκατάλειψη. Παντού στην πόλη οι άνθρωποι
συναλλάσσονται ασταμάτητα, τα καταφέρνουν, επιβιώνουν·
σχηματίζουν περίπλοκα δίκτυα πέρα από τον έλεγχο και την
εποπτεία της επίσημης οικονομίας. Στο Λάγκος το 50% ως 70%
των ανθρώπων συντηρούνται απασχολούμενοι στον άτυπο τομέα
που εξυπηρετεί τις πολυποίκιλες ανάγκες της ταχύτερα
αναπτυσσόμενης μητρόπολης στη γη. Υπάρχουν περίπου 11
εκατομμύρια «μικροεπιχειρήσεις» στο Λάγκος. Οι πιο προφανείς
είναι οι πλανόδιοι πωλητές. Όταν η κίνηση των οχημάτων
κοπάζει, εμφανίζονται από το πουθενά πουλώντας τα πάντα,
από τα απολύτως χρήσιμα –κρύα ποτά, αράπικα φιστίκια,
γλυκοπατάτες, ψωμί Αγκέγκε, ψητό καλαμπόκι, τηλεφωνικές
κάρτες και φορτιστές– μέχρι τα ευκαιριακά και συχνά περίεργα –
κρεμάστρες για καπέλα, φουσκωτά παιχνίδια, στρώματα
θαλάσσης, σιδερώστρες, σκούπες, επιτραπέζια παιχνίδια. Το
κυκλοφοριακό χάος του «Πήγαινε αργά» στο Λάγκος είναι
εφιάλτης για πολλούς, μια τεράστια επιχειρηματική ευκαιρία για
άλλους, πολλοί από τους οποίους είναι νέοι μετανάστες που
αναζητούν εισόδημα για να βοηθηθούν στο νέο τους ξεκίνημα
στην πόλη. Οι δρόμοι του Λάγκος είναι σαν ένα εμπορικό κέντρο
για διερχόμενα οχήματα που εξυπηρετείται από τους πανταχού
παρόντες πλανόδιους πωλητές και τις ατελείωτες αγορές στα
πεζοδρόμια, τις καλύβες, τους πάγκους με τις ομπρέλες, τα
περίπτερα και τα μπάρμπεκιου.
Καθώς οι πόλεις έχουν απορροφήσει δισεκατομμύρια νέους
κατοίκους, το 61% των εργαζομένων παγκοσμίως –2
δισεκατομμύρια άνθρωποι– τώρα εργάζονται σε μικροεπιχειρήσεις
ή σε ατομικές επιχειρήσεις, επιβιώνοντας στη μεγαλούπολη
βάζοντας να δουλέψει το μυαλό τους. Ο Α. Τ. Κέρνεϊ εκτιμά ότι
το ποσό των «μαύρων» χρημάτων που παράγονται παγκοσμίως
ανέρχεται σε 10,7 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως ή 23% του
παγκόσμιου ΑΕΠ. Η σκιώδης οικονομία είναι ζωτικής σημασίας
για τον αστικό κόσμο, παρέχοντας εισόδημα (όσο επισφαλές κι αν
είναι αυτό) για τους πρόσφατους μετανάστες. Οι διαθέσιμες
ευκαιρίες, ακόμα και στα κατώτατα κοινωνικά στρώματα, είναι
καλύτερες σε σύγκριση με όσους ζουν σε συνθήκες αγροτικής
φτώχειας. Ο τομέας του DIY492 καλύπτει το 75% των αναγκών
των αφρικανικών πόλεων. Θρέφει και κάνει μεταφορές στο
Λάγκος. Χιλιάδες χιλιοχτυπημένα, επικίνδυνα κίτρινα μίνι
λεωφορεία ντάνφο διασχίζουν τους δρόμους της πόλης,
μετακινώντας τους ανθρώπους σε περίπλοκα μοτίβα που δεν θα
μπορούσαν να αναπαραχθούν από μια συνήθη, κεντρική
υπηρεσία λεωφορείων. Όπως είπε ένας οδηγός σε μια εφημερίδα
της Νιγηρίας, τα ντάνφο «καταλήγουν βαθιά στα εσώτερα του
Λάγκος για να τραβήξουν έξω από εκεί τους ανθρώπους» και να
τους οδηγήσουν εκε όπου πρέπει να είναι.493
Οι άνθρωποι ανέκαθεν μετακόμιζαν στην πόλη και έβγαζαν τα
προς το ζην στην ανεπίσημη, μη αναγνωρισμένη «γκρίζα ζώνη»·
η διαφορά σήμερα είναι το μέγεθος και η έντασή της. Όπου
συνωστίζονται εκατομμύρια άνθρωποι, η κλίμακα
δραστηριότητας και καινοτομίας αυξάνεται εκθετικά. Οι
φτωχογειτονιές στο Λάγκος, τη Βομβάη, τη Μανίλα, την Ντάκα,
το Ρίο και αλλού είναι μερικά από τα πιο καινοτόμα και
δημιουργικά ανθρώπινα οικοσυστήματα στον πλανήτη. Η
επιβίωση εξαρτάται από τους ίδιους: κανείς άλλος δεν πρόκειται
να τους βοηθήσει.
Το σύμβολο των παραγκουπόλεων του Λάγκος, το Μακόκο, με
τις πασσαλόπηκτες καλύβες του πάνω από τη μολυσμένη
λιμνοθάλασσα, μοιάζει τρομακτικό και χρησιμοποιείται στην
εικονογράφηση αμέτρητων άρθρων περί αστικής δυστοπίας. Αλλά
είναι λιγότερο γνωστό το γεγονός ότι φιλοξενεί μια προσοδοφόρα
αγορά μεταφόρτωσης ξυλείας και πολλές επιχειρήσεις
πριονιστηρίων. Το Μακόκο βρίσκεται στο νερό για έναν λόγο: για
να εκμεταλλεύεται μια επιχειρηματική ευκαιρία. Ένας πριονιστής
δήλωσε στην εφημερίδα Guardian της Νιγηρίας: «Πολλοί από
εμάς έχουμε χτίσει σπίτια, στείλαμε τα παιδιά μας στο
πανεπιστήμιο, έχουμε τζιπ». Πολλοί περισσότεροι είναι φτωχοί
πέρα από κάθε φαντασία και πολύ πρόσφατοι μετανάστες στην
πόλη· αλλά τα πριονιστήρια του Μακόκο τους προσφέρουν
τουλάχιστον μια διαδρομή προς την πόλη και έναν τόπο
διαβίωσης που μπορούν να υποστηρίξουν οικονομικά.494
Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα της ζωτικότητας του
άτυπου τομέα είναι το καταπληκτικό Χωριό Πληροφορικής της
Οτίγκμπα, ένας λαβύρινθος δρόμων στη λαγκοσιανή συνοικία
Ικέγια κοντά στο Αεροδρόμιο Μουρτάλα Μουχάμεντ, μια
κλειστοφοβική περιοχή ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου, γεμάτη
με μαυραγορίτες, εμπόρους, απατεώνες, τεχνικούς, μηχανικούς
λογισμικού, ανεξάρτητους ειδικούς πληροφορικής, αυτοκίνητα,
λεωφορεία ντάνφο, πωλητές τροφίμων, πλανόδιους πωλητές και
σωρούς από πληκτρολόγια, πηνία, καλώδια και βουνά από
οθόνες. Εκ πρώτης όψεως θυμίζει οποιαδήποτε άλλη ζωντανή
άτυπη αφρικανική αγορά εμπορευμάτων. Αλλά είναι πολύ
περισσότερο από αυτό.
Σε αυτό το πολυσύχναστο άναρχο τεχνολογικό χωριό, τη
μεγαλύτερη αγορά γκάτζετ στη Δυτική Αφρική, πάνω από 8.000
μεγάλες, μικρές και ατομικές επιχειρήσεις και 24.000 έμποροι και
σπασίκλες κομπιουτεράδες προσφέρουν προς πώληση τα πιο
πρόσφατα έξυπνα κινητά, φορητούς υπολογιστές και αξεσουάρ
παράλληλα με επισκευασμένες και ανακατασκευασμένες
συσκευές. Επισκευάζουν οθόνες, αναβαθμίζουν το λογισμικό σας,
εκτελούν ανάκτηση δεδομένων και επιδιορθώνουν κεντρικές
πλακέτες υπολογιστών. Ο ανταγωνισμός είναι εξαιρετικά έντονος:
μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας ανταγωνίζονται μεμονωμένους
εμπόρους και τεχνίτες για να προσφέρουν τις καλύτερες τιμές
και να κερδίσουν το δικό τους μερίδιο από τον εντυπωσιακό
ετήσιο κύκλο εργασιών των 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην
αγορά. Η επιχειρηματική δραστηριότητα ξεχειλίζει μέσα από
γραφεία και καλύβες στον δρόμο για να προσελκύσει την
προσοχή των πολυάριθμων πελατών με το ξόρκι των
δημιουργικών πωλήσεων. Υπάρχουν έξυπνες, υπερσύγχρονες
εκθέσεις δίπλα σε μικροσκοπικά καταστήματα, πάγκοι με
ομπρέλες και τεχνικούς που θα επισκευάσουν τη συσκευή σας
πάνω στο καπό ενός αυτοκινήτου. Οι πελάτες προέρχονται από
όλη την πόλη, τη Νιγηρία και την Αφρική· το παζάρεμα είναι
έντονο την ώρα που κλείνονται συμφωνίες για το πιο πρόσφατο
iPhone ή ένα παλιό ποντίκι.495
Κανείς δεν σχεδίασε το Χωριό Πληροφορικής της Οτίγκμπα και
σίγουρα κανείς δεν περίμενε τον εντυπωσιακό ημερήσιο κύκλο
εργασιών του, ο οποίος είναι πάνω από 5 εκατομμύρια δολάρια.
Άλλοτε μια συνοικία με κατοικίες, προσέλκυσε επισκευαστές
γραφομηχανών στη δεκαετία του 1990. Αυτοί οι τεχνικοί έκαναν
το άλμα προς την τεχνολογία υπολογιστών προς το τέλος της
δεκαετίας. Η δημιουργία συστάδων επιχειρήσεων απογειώθηκε
ταχύτατα στο γύρισμα της χιλιετίας, καθώς οι άνθρωποι
πήγαιναν εκεί για να ανταλλάξουν μικροπράγματα, λογισμικό
και ιδέες. Με την ανάπτυξη των προσωπικών υπολογιστών και
την άφιξη του Global System for Mobile (Παγκόσμιο Σύστημα
Κινητών Επικοινωνιών, GSM) στη Νιγηρία το 2001 η αγορά
απογειώθηκε.
Οι πολυεθνικές του GSM δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν
τους καταφερτζήδες της Ικέγια ή την οικιακή βιομηχανία
επισκευών και αναβαθμίσεων, που αποτελούνταν από νέους
επιχειρηματίες, εφοδιασμένους με λιγοστά εργαλεία, οι οποίοι
οσμίστηκαν μια τεράστια επιχειρηματική ευκαιρία κατά την
έλευση της απογείωσης των κινητών επικοινωνιών. Η αγορά της
Οτίγκμπα προμήθευε υλικά πολύ φθηνότερα από τη βιομηχανία
τεχνολογίας, διασφαλίζοντας ότι η υψηλή τεχνολογία
εξακολουθούσε να παραμένει στους δρόμους και στις αγορές, όχι
στις εταιρείες. Η άλλη προωστική ύλη που εγχύθηκε στην
Οτίγκμπα ήταν ο καταιγισμός από ηλεκτρονικά απόβλητα που
προέρχονταν από τον ανεπτυγμένο κόσμο. Αν αναρωτηθείτε ποτέ
πού καταλήγει ο παλιός φορητός υπολογιστής ή το τηλέφωνό
σας, ίσως να πρόκειται για το Χωριό Πληροφορικής του Λάγκος.
Η σπατάλη της Δύσης και η κουλτούρα της μιας χρήσης που τη
χαρακτηρίζει ισοδυναμούσαν με εκρηκτική ανάπτυξη για τους
εμπόρους ηλεκτρονικών αποβλήτων στο Λάγκος, οι οποίοι
εισάγουν απορριφθείσες συσκευές. Δεν μας αρέσει να μιλάμε και
πολύ γι’ αυτό το θέμα, αλλά οι κομψές και γυαλιστερές συσκευές
μας, που τόσο καθαρές και αθώες φαίνονται, παράγουν μία από
τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες και πιο ρυπογόνες μορφές
αποβλήτων στον κόσμο.
Κάθε μήνα μισό εκατομμύριο χρησιμοποιημένες ηλεκτρικές
συσκευές και ανταλλακτικά εισέρχονται στη Νιγηρία από τις
ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ασία, πολλές από αυτές παράνομα.
Αυτοδίδακτοι, ανεξάρτητοι επισκευαστές καταπιάνονται με
αυτές, χρησιμοποιώντας τις δεξιότητές τους για να τις
προωθήσουν προς πώληση στην αγορά. Οι περισσότερες από
αυτές δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Η απόρριψη
ηλεκτρονικών προϊόντων έχει δημιουργήσει άλλες
αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις. Οι ρακοσυλλέκτες αγοράζουν
ολόκληρα φορτία από χαλασμένες συσκευές, τις οποίες
αποσυναρμολογούν, πουλώντας τα ανταλλακτικά και τα υλικά
στους κατασκευαστές. Στη συνέχεια τις εναποθέτουν σε τόπους
όπως η τεράστια χωματερή Ολουσόσουν –μία από τις
μεγαλύτερες στον κόσμο– όπου ακόμα περισσότεροι
ρακοσυλλέκτες «ανασκάπτουν» στα βουνά των απορριμμάτων,
καίνε καλώδια για να πάρουν τον χαλκό τους και αφαιρούν
πολύτιμα υλικά από υπολογιστές. Κατά τη διαδικασία αυτή
μεγάλες ποσότητες μολύβδου και υδραργύρου απελευθερώνονται
στο έδαφος και στο σύστημα ύδρευσης.496
Το Χωριό Πληροφορικής της Οτίγκμπα είναι άναρχο αλλά
διαθέτει δικές του εμπορικές ενώσεις, εσωτερική κυβέρνηση και
σύστημα δικαιοσύνης. Λειτουργεί με βάση τη συνεργασία. Και το
πιο πολύτιμο είναι ότι οι πιο έμπειροι έμποροι και τεχνικοί –
πολλοί από τους οποίους ξεκίνησαν στους δρόμους στην αρχή
της εποχής της τεχνολογίας των κινητών ως πλανόδιοι
κομπιουτεράδες πριν αγοράσουν καταστήματα και εκθεσιακούς
χώρους– προσλαμβάνουν μαθητευόμενους. Όταν «αποφοιτούν»,
αυτοί οι νεαροί άνδρες και γυναίκες ιδρύουν, με τη σειρά τους,
τις δικές τους επιχειρήσεις με τους δικούς τους μαθητευόμενους
είτε στην Οτίγκμπα είτε σε άλλες κωμοπόλεις στη Νιγηρία. Κάτι
παρόμοιο συμβαίνει στην τεράστια Διεθνή Αγορά της Αλάμπα,
όπου εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρηματίες πωλούν και διανέμουν
αγαθά, εισαγόμενα από όλο τον κόσμο, σε ένα εκατομμύριο
καθημερινούς πελάτες από τη Νιγηρία, την Γκάνα, το Μπενίν,
το Τόγκο και αλλού. Η υπερπλήρης άτυπη αγορά, με ετήσιο
κύκλο εργασιών 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων, περιγράφεται
συχνά ως ο μεγαλύτερος εργοδότης της Νιγηρίας και ένα από τα
μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα στην Αφρική· έχει δική της
διοίκηση, εκλεγμένο συμβούλιο, υγειονομικούς επιθεωρητές,
αξιωματικούς ασφαλείας, διαχείριση κυκλοφορίας, ομάδα
παραπόνων, δικαστήρια, τμήμα δημοσίων σχέσεων και ένα
σύστημα μαθητείας. Γύρω της έχει αναπτυχθεί ένα οικοσύστημα
αποτελούμενο από συνεργατικές τραπεζικές και ασφαλιστικές
υπηρεσίες, εταιρείες μικροχρηματοδότησης, λογιστές, τεχνίτες και
τεχνικούς. Μεταξύ των ρακοσυλλεκτών και των εμπόρων
απορριμμάτων στη χωματερή Ολουσόσουν εφαρμόστηκαν οι ίδιες
αρχές. Οι 4.000 αυτοαπασχολούμενοι έχτισαν τη δική τους
κοινότητα, με κινηματογράφο, κουρεία και φαγάδικα· οι
συμφωνημένοι κατ’ ιδίαν κανόνες λειτουργίας της και η
αμοιβαία εμπιστοσύνη επιβλέπονται από έναν εκλεγμένο
πρόεδρο.497
Ο αστισμός του «Φτιάξ’ το μόνος σου» χάρη στον οποίο
επιβιώνει το Λάγκος καταδεικνύει πόσο καλοί είναι οι άνθρωποι
στο να χτίζουν πόλεις από το μηδέν· αυτό που μοιάζει με χάος
είναι συχνά κάτι αυτο-οργανωμένο με σύνθετο και αόρατο τρόπο.
Ο άτυπος τομέας εισχωρεί στο κενό που αφήνει το κράτος. Κάθε
Κυριακή το Λάγκος μεταμορφώνεται στην πιο καλοντυμένη,
ίσως, πόλη της γης καθώς ο πληθυσμός κατευθύνεται σε δρόμους
με λακκούβες, βορβορώδη κράσπεδα, καθ’ οδόν προς τεράστιες
εκκλησίες, πολλές από τις οποίες φιλοξενούν δεκάδες χιλιάδες
ανθρώπους κάθε φορά, καθώς και σε τζαμιά. Πολλές από τις
πεντηκοστιανές εκκλησίες είναι επιχειρηματικά εγχειρήματα που
συλλέγουν ολόκληρες περιουσίες και μετατρέπουν τους σούπερ
σταρ πάστορές τους σε πολυεκατομμυριούχους. Όταν οι
άνθρωποι δεν έχουν άλλη επιλογή πέρα από το «όλα ή τίποτα»,
δεν απορεί κανείς που οι επιχειρήσεις κάθε είδους σπεύδουν να
καλύψουν το κενό. Οι πάστορες επωφελούνται από την απουσία
του κράτους. Ταυτόχρονα, όμως, οι εκκλησίες παρέχουν
κοινότητα σε μια πόλη όπου η αστική συνοχή είναι ανεπαρκής.
Ως δημιουργήματα της πίστης και των ελεύθερων αγορών,
προσφέρουν θρησκεία καθώς και πράγματα που απουσιάζουν
αλλού – αλληλεγγύη, πολιτικό σχολιασμό, εκπαίδευση ηγεσίας,
επιχειρηματικές συμβουλές και μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Όταν οι άνθρωποι συγκεντρώνονται, είναι σε θέση να
οργανώνουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, λειτουργικές
κοινωνίες. Ωστόσο, σε φιλόδοξες πόλεις όπως το Λάγκος, οι
άτυποι οικισμοί και η άτυπη οικονομία θεωρούνται συχνά
επαίσχυντες αλλά και δείκτες καθυστέρησης, κάτι που πρέπει να
εξαλειφθεί. Η επίσημη πόλη βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο
εναντίον του σκιώδους ανεπίσημου ομολόγου της. Μία
εφημερίδα επιτέθηκε στο «θράσος της αναρχίας» που μαστίζει
την πόλη. Τα εκατομμύρια των πλανόδιων πωλητών του Λάγκος
αντιμετωπίζουν μήνες φυλάκισης εξαιτίας της
επιχειρηματικότητάς τους. Οι αυτοσχέδιες αγορές και τα
ανεπίσημα «χωριά μηχανικών», όπου συσσωρεύονται τεχνικοί και
τεχνίτες, παύονται και κατεδαφίζονται. Δεκάδες χιλιάδες
κάτοικοι του Λάγκος που έβγαζαν τα προς το ζην ως
ρακοσυλλέκτες σε χωματερές ανακυκλώσιμων υλικών έχασαν το
εισόδημά τους όταν τη θέση τους ανέλαβαν ιδιωτικές εταιρείες.
Το ανεπίσημο σύμβολο του ίδιου του Λάγκος –το βρομερό μίνι
λεωφορείο ντάνφο που διατηρεί τον πληθυσμό σε κίνηση–
καταργείται και θα αντικατασταθεί από ό,τι υπόσχεται να είναι
ένα «σύστημα μαζικής μεταφοράς παγκόσμιας κλάσης». Για τον
κρατικό κυβερνήτη του Λάγκος, Aκινγούνμι Αμπόντε, τα ντάνφο
αντιπροσωπεύουν για τον ίδιο ό,τι πιο μισητό σχετικά με τη
χαοτική πόλη και την εικόνα που παρουσιάζει στον κόσμο: «Το
όνειρό μου να διασφαλίσω ότι το Λάγκος θα γίνει πραγματική
μεγαλούπολη δεν θα πραγματοποιηθεί με την παρουσία αυτών
των κίτρινων λεωφορείων στους δρόμους του Λάγκος».498
Ακόμα και το εξαιρετικά καινοτόμο Χωριό Πληροφορικής της
Οτίγκμπα αντιμετωπίζει την πιθανότητα να κλείσει καθώς η
κρατική κυβέρνηση προτιμά να μεταφέρει τις λειτουργίες του σε
ένα ήπιο επιχειρηματικό πάρκο εκτός πόλης, κοντά σε
αυτοκινητόδρομο, όπως αρμόζει σε μια παγκόσμια πόλη. Ο
σπουδαίος σούπερ σταρ του Άφρομπιτ και ήρωας του Λάγκος, ο
Φέλα Κούτι, τραγούδησε για τη βαθιά δυσπιστία των ελίτ της
Νιγηρίας: «Τους σπάζουν, ναι, τους κλέβουν, ναι, τους
λεηλατούν, ναι». Αυτή η αίσθηση εξακολουθεί να υπάρχει και
σήμερα, ιδίως σε ό,τι αφορά τη στάση του κράτους απέναντι
στην επιχειρηματικότητα των απλών κατοίκων του Λάγκος. Γιατί
να έχουμε εμπιστοσύνη ότι το κράτος θα διαθέσει λεωφορεία
όταν δεν μπορεί να παρέχει αποτελεσματικά ηλεκτρική ενέργεια
ή νερό; Όπως το έθεσε ένας οδηγός λεωφορείου ντάνφο, «Είμαι
από μόνος μου διευθύνων σύμβουλος, έχοντας δουλέψει μόνος
μου για δέκα χρόνια· το να μου λένε να εργαστώ ως υφιστάμενος
κάποιου άλλου, και ειδικά της κυβέρνησης, δεν θα ήταν
αποδεκτό». Ή όπως παραπονέθηκε ένας πωλητής αξεσουάρ
τηλεφωνίας στο Χωριό Πληροφορικής: «Wetin you want make I
talk now? Government nor dey do wetin we like. Na wetin
dem like dem dey give us». («Τι να σας πω; Η κυβέρνηση
σπάνια μας δίνει αυτό που θέλουμε. Αντίθετα, μας επιβάλλει τη
θέληση και τα συμφέροντά της».)499
Σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξε βαθιά δυσπιστία
όσων χτίζουν την πόλη από μηδενική βάση απέναντι σε όσους
θέλουν να επιβάλουν τάξη από την κορυφή προς τη βάση. Λες
και οι άνθρωποι φοβούνται ότι η πόλη θα καταρρεύσει εάν δεν
διατηρείται υπό αυστηρό έλεγχο. Ο δυναμισμός της άτυπης
οικονομίας του Λάγκος υποδεικνύει κάτι διαφορετικό. Δείχνει
επίσης πώς μπορούν να αναπτυχθούν μεγάλες πόλεις σε όλο τον
κόσμο την εποχή της μαζικής αστικοποίησης. Αυτό μπορεί να
συμβεί όταν οι άτυποι οικισμοί και ο άτυπος τομέας δεν
θεωρούνται προβλήματα αλλά μάλλον δεξαμενές ταλέντων και
εφευρετικότητας.
Η ενέργεια και η δημιουργικότητα του Λάγκος προκύπτουν σε
μεγάλο βαθμό από το φαινομενικό χάος του και την
επινοητικότητα των ανθρώπων του να αποφεύγουν τις παγίδες
της πόλης μέσα από την καινοτομία. «Δεν ήρθα στο Λάγκος για
να μετράω γέφυρες!» λέει μια τοπική έκφραση του Λάγκος.
Αναφέρεται σε έναν άρτι αφιχθέντα Αφρικανό μετανάστη ή έναν
μετανάστη που μόλις αποβιβάστηκε από το λεωφορείο, ερχόμενος
από το χωριό, ο οποίος υποτίθεται ότι δεν μπορεί παρά να μείνει
με το στόμα ανοιχτό λόγω του τεράστιου αριθμού των γεφυρών
στο Λάγκος. Στην πραγματικότητα σημαίνει: «Δεν ήρθα στο
Λάγκος για να χάνω την ώρα μου αλλά για να βγάλω λεφτά». Η
ατέρμονη αναζήτηση του πλούτου σε όλα τα επίπεδα της
κοινωνίας βοηθά στη δημιουργία ενός αστικού οικοσυστήματος
που επωάζει την καινοτομία. Το ανταγωνιστικό περιβάλλον των
δρόμων και των πάγκων στην αγορά της Οτίγκμπα ήταν εκείνο
που πυροδότησε την τεχνολογική επανάσταση της Νιγηρίας, όχι
το κράτος ή το επιχειρηματικό κεφάλαιο. Η ζωντανή κουλτούρα
της νεοφυών εταιρειών στην πόλη προέρχεται σε μεγάλο βαθμό
από εκείνους που πρώτοι υιοθέτησαν και αξιοποίησαν την
τεχνολογία και το λογισμικό αμέσως μόλις κυκλοφόρησε στην
αγορά στις αρχές της χιλιετίας που διανύουμε. Ομοίως, η
εμπορική επιτυχία που αποκαλείται Νόλιγουντ γεννήθηκε στους
δρόμους του Σουρουλέρε στο Λάγκος, χρησιμοποιώντας
στοιχειώδη τεχνολογία και πολλή επινοητικότητα. Οι αγορές της
πόλης και οι οικιακές μοδίστρες τροφοδοτούν την εξαιρετικά
επιτυχημένη παγκόσμια βιομηχανία μόδας του Λάγκος. Το χιπ
χοπ και ο χορός, αντλώντας το ξεχωριστό λαγκοσιανό του ιδίωμα
και τη διασκεδαστική του ενέργεια από την κουλτούρα του
δρόμου των συνοικιών της ενδοχώρας της πόλης, έχει γίνει μια
παγκόσμια δύναμη, επηρεάζοντας την εμφάνιση και το στιλ της
ραπ μουσικής παντού, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ.
Η αλληλεπίδραση μεταξύ της άτυπης και της επίσημης
οικονομίας, μεταξύ συστάδων διαφορετικών ειδών
δραστηριοτήτων διάσπαρτων σε όλη την πόλη, δημιουργεί αυτό
το είδος δημιουργικότητας. Ένα από τα κύρια προβλήματα είναι
τα εμπόδια που αποτρέπουν κάτι τέτοιο από το να συμβεί.
Υπάρχει προφανώς το εμπόδιο των μεταφορών και άλλα λιγότερο
ορατά εμπόδια, όπως η διαφθορά και η έλλειψη υπηρεσιών που
παρεμποδίζουν την κινητικότητα και τη σύνδεση εντός της
πόλης. Υπάρχει το πιο αδιαπέραστο από όλα τα εμπόδια – το
εμπόδιο της ανασφάλειας και της έλλειψης ιδιοκτησίας. Η
αξιοποίηση των πόρων των δρόμων δεν μπορεί απλώς να είναι
μια άσκηση στη λεηλασία των καλύτερων και στην απόρριψη
των υπόλοιπων· πρέπει να είναι αμφίδρομη.
Σε όλο τον κόσμο –στην Κίνα, την Ινδονησία, την Ινδία, τη
Νότια Αμερική και αλλού– οι μεγαλουπόλεις και οι μητροπόλεις
έχουν αντιμετωπίσει τα προβλήματα της ταχύτατης μαζικής
αστικοποίησης. Οι αναπτυσσόμενες μεγαλουπόλεις αντικρίζουν
με φθόνο το θαύμα του ρυθμού αστικής οικονομικής ανάπτυξης
9,5% της Κίνας τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, με σχεδόν ένα
δισεκατομμύριο άτομα (μέχρι στιγμής) να απαλλάσσονται από τη
φτώχεια. Κινεζικό χρήμα ρέει σε αφρικανικά έργα υποδομής. Ο
κινεζικός σχεδιασμός γίνεται το πρωταρχικό μοντέλο στην
Αφρική, την ταχύτερα αστικοποιημένη ήπειρο στην ανθρώπινη
ιστορία, με τους ηγέτες να ονειρεύονται να μετατρέψουν τις
ακατάστατες μεγαλουπόλεις τους σε μια αφρικανική Σαγκάη.
Υπάρχουν οικιστικά συγκροτήματα σε όλη την ήπειρο που
μοιάζουν να έχουν εγερθεί κατευθείαν από τα προάστια μιας
κινεζικής πόλης. Υπάρχουν επίσης Ειδικές Οικονομικές Ζώνες –
πόλεις υψηλής τεχνολογίας μέσα στις ίδιες τις πόλεις– όπως το
Λέκι και το Έκο Ατλάντικ στο Λάγκος – χτισμένα με κινεζικά
χρήματα και από Κινέζους αρχιτέκτονες.
Και υπάρχει λόγος σοβαρός να στρέψουμε το βλέμμα προς τη
νέα μεγάλη υπερδύναμη του κόσμου για έμπνευση. Οι κινεζικές
πόλεις, με τα κολοσσιαία έργα υποδομής και τον έντονο
συγκεντρωτικό γραφειοκρατικό έλεγχό τους, έχουν αποφύγει
πολλές από τις παγίδες της ταχείας ανάπτυξης. Επίσης, υπάρχει
το δρακόντειο σύστημα hukou, το οποίο ρυθμίζει αυστηρά τον
τόπο διαμονής των ανθρώπων. Ο κανονισμός αυτός επέτρεψε στη
Σαγκάη να περιορίσει τον πληθυσμό της στα 25 εκατομμύρια και
το Πεκίνο στα 23 εκατομμύρια και να αναδιανείμει την αστική
ανάπτυξη σε συστάδες πόλεων και σε μεγάλες περιοχές. Η ισχυρή
κεντρική αρχή είχε ως αποτέλεσμα τακτοποιημένες πόλεις, με
εντυπωσιακούς αστικούς ορίζοντες στην επιχειρηματική ζώνη
που πλαισιώνεται από ομοιόμορφα οικιστικά συγκροτήματα.
Ο ακαριαίος οικονομικός μετασχηματισμός και η αστικοποίηση
της Κίνας είναι μοναδικοί στην παγκόσμια ιστορία όχι μόνο για
την καταπληκτική τους κλίμακα αλλά και για τη χορογραφία
τους. Ωστόσο, χώρες με δημοκρατικά πολιτικά συστήματα,
ιδιωτική ιδιοκτησία και κράτος δικαίου απλώς δεν μπορούν να
διαχειριστούν τη μαζική αστικοποίηση με τον τρόπο που το
έπραξε η Κίνα. Σε κάθε περίπτωση, κράτη με αδύναμη κεντρική
εξουσία και με διαφθορά συναντούν εμπόδια στην προσπάθειά
τους να αστικοποιηθούν συστηματικά.
Η εξίσου δραματική αστικοποίηση της Λατινικής Αμερικής στο
δεύτερο μισό του 20ού αιώνα προσφέρει στην Αφρική ένα ακόμη
πρότυπο αλλά και πολλές προειδοποιήσεις. Η δεύτερη
μεγαλύτερη μητρόπολη της Κολομβίας, το Μεντεγίν, ήταν η πιο
βίαιη πόλη στον κόσμο τη δεκαετία του 1980, η παγκόσμια
πρωτεύουσα του εμπορίου κοκαΐνης. Ο άρχοντας των
ναρκωτικών Πάμπλο Εσκομπάρ άντλησε τη δύναμή του από τις
comunas της πόλης – τις παραγκουπόλεις της, τις γαντζωμένες
στις απόκρημνες πλαγιές των λόφων. Ο Εσκομπάρ υποσχέθηκε
στους περιθωριοποιημένους και περιφρονημένους ανθρώπους ένα
«Μεντεγίν χωρίς παραγκουπόλεις», προτείνοντας να τους σώσει
από την «inferno of garbage»500 όπου ζούσαν. Ο εφιάλτης του
Μεντεγίν ήταν το πιο διαβόητο παράδειγμα του τι συμβαίνει
όταν ο κοινωνικός ιστός των πόλεων τελεί υπό διάλυση. Για
πολλά μέλη της τάξης των φτωχών αστών, τα καρτέλ
ναρκωτικών που κυβερνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης
ήταν τα μόνα που πρόσφεραν απασχόληση, προστασία και
ελπίδα. Ο Εσκομπάρ έθεσε την άτυπη πόλη ενάντια στην
αντίστοιχη επίσημη σε έναν φαύλο κύκλο εμφύλιου πολέμου·
αυτός εξακολούθησε να υφίσταται για πολύ καιρό μετά τον
θάνατό του σε μια ταράτσα του Μεντεγίν το 1993.
Σήμερα, μετά από χρόνια στρατιωτικών επιχειρήσεων για να
υποτάξει τη σιδηρά λαβή των καρτέλ, η πόλη αποτελεί πρότυπο
αστικής ανάκαμψης. Υπό την ηγεσία του Σέρχιο Φαχάρντο, ο
οποίος εξελέγη δήμαρχος το 2004, το Μεντεγίν άρχισε να
γκρεμίζει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της επίσημης και της
άτυπης πόλης. Οι πολίτες όφειλαν να θεωρήσουν τους
φτωχότερους γείτονές τους ως ίσα μέλη της πόλης· οι αρχές
όφειλαν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των
περιθωριοποιημένων. Στους κατοίκους των comunas
παραχωρήθηκε ένας βαθμός ελέγχου στον σχεδιασμό και την
οργάνωση των γειτονιών τους. Η διάβρωση των εμποδίων
νοοτροπίας συμπορευόταν παράλληλα με την κατεδάφιση
φυσικών εμποδίων καθώς η πόλη επανεξέτασε ριζικά τον
δημόσιο χώρο της. Δημόσια κτίρια μεγάλης αρχιτεκτονικής
σημασίας, όπως βιβλιοθήκες και κοινοτικά κέντρα,
κατασκευάστηκαν στις comunas ως ισχυρή δήλωση ότι αυτές
αποτελούσαν ισότιμο τμήμα της πόλης. Αυτοί οι οικισμοί στα
όρια της πόλης ενσωματώθηκαν σε αυτή με δρομολόγια
λεωφορείων και τραμ. Η Κομούνα 13, άλλοτε η πιο επικίνδυνη
περιοχή στην πιο επικίνδυνη πόλη του κόσμου, συνδέθηκε με
την υπόλοιπη πόλη με κυλιόμενη σκάλα. Στους νέους κατοίκους
της έδωσαν βαφές και τους ενθάρρυναν να διακοσμήσουν την
κοινότητά τους με γκράφιτι και τέχνη του δρόμου. Το Μεντεγίν
εννοείται ότι δεν έχει λύσει όλα τα προβλήματά του. Ωστόσο, ο
ριζοσπαστικός «κοινωνικός αστισμός» του, σε συνδυασμό με τον
οικολογικό αστισμό, έχει ως συνέπεια να ευημερεί περισσότερο,
να είναι πιο ήρεμο και παγκοσμίως γνωστό.
Η επιτυχία του Μεντεγίν εξαρτήθηκε τόσο από την αλλαγή
στάσης απέναντι στους φτωχούς των πόλεων όσο και από την
επένδυση σε νέες υποδομές. Βασίστηκε στην παραχώρηση στους
ανθρώπους της ιδιοκτησίας πάνω στη ζωή και τη γειτονιά τους.
Είναι ένα σημαντικό μάθημα για τις αφρικανικές πόλεις καθώς
προσπαθούν να αναμετρηθούν με την αύξηση της μεγάλης
φυγής που αναμένεται να εκτοξευτεί στα ύψη τις επόμενες τρεις
δεκαετίες. Καθώς η Αφρική εξελίσσεται στην τελευταία
κατοικημένη ήπειρο που θα γίνει κατά πλειονότητα αστική τα
επόμενα χρόνια, οι μεγαλουπόλεις της θα αναγκαστούν να
κάνουν πολλά με ένα μόνο μέρος των πόρων που η Κίνα
αναγκάστηκε να επενδύσει στο ίδιο πρόβλημα. Εάν οι πόλεις της
Αφρικής είναι φτωχές σε επενδυτικά κεφάλαια και υποδομές, η
τεράστια ενέργεια και επινοητικότητα των πληθυσμών τους
μπορεί να είναι τα πιο πολύτιμα περιουσιακά τους στοιχεία
καθώς η ανάπτυξή τους επιταχύνεται εκτός ελέγχου.
Το παράδειγμα της Κίνας, με την από την κορυφή προς τα
κάτω αστικοποίηση, καθηλώνει τους υπεύθυνους χάραξης
πολιτικής. Αλλά η απλή ισοπέδωση των ανεπίσημων οικισμών
και η μετακίνηση ανθρώπων σε οικιστικά υπερσυγκροτήματα δεν
είναι παρά ο πιο βέβαιος και δοκιμασμένος στον χρόνο τρόπος
εξάλειψης του πολύτιμου κοινωνικού κεφαλαίου και του
δυναμισμού που ευδοκιμεί στο αστικό οικοσύστημα. Υπάρχει ένα
εναλλακτικό μοντέλο του τρόπου με τον οποίο οι μεγαλουπόλεις
μπορούν να αναπτυχθούν και να παραμείνουν ανθεκτικές.
Λιγότερο από τρεις γενιές πριν, το Τόκιο ήταν ένας σωρός
ερειπίων από βομβαρδισμένα κτίρια. Σήμερα είναι η μεγαλύτερη
γνωστή μητροπολιτική περιοχή παγκοσμίως με σχεδόν 40
εκατομμύρια κατοίκους και η πιο επιτυχημένη μεγαλούπολη που
δημιουργήθηκε ποτέ. Σε μεγάλο βαθμό, το Τόκιο άκμασε επειδή
οι πολίτες του ανοικοδόμησαν την κατεστραμμένη πόλη τους
μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε έναν θρίαμβο της αυτο-
οργάνωσης επί του σχεδιασμού από την κορυφή προς τα κάτω
που κυριαρχούσε στην Ευρώπη και την Αμερική, και πρόσφατα
στην Κίνα.
Το Τόκιο, στα χρόνια αμέσως μετά τον πόλεμο, έμοιαζε με μια
τεράστια καλυβούπολη, με αυτοσχέδιους τρόπους στέγασης και
ελάχιστες υπηρεσίες. Σήμερα, μεγάλο μέρος του πυκνού, με τη
χαμηλή δόμηση, αστικού πυρήνα του Τόκιο, με τη μείξη
επιχειρήσεων και κατοικιών και την απελπισμένη αναζήτηση
χώρου σε στενά λαβυρινθώδη σοκάκια, θυμίζει λίγο
παραγκούπολη της Βομβάης, ακόμα κι αν οι κάτοικοί του είναι
πολλαπλάσια πλουσιότεροι. Για τους περισσότερους ανθρώπους
στη Δύση –και πρόσφατα σε τόπους όπως η Κίνα– η αστική
εμπειρία είναι πλέον πολύ εύτακτη και απολυμασμένη, στην
οποία η βιομηχανία, το λιανικό εμπόριο, οι επιχειρήσεις, ο
ελεύθερος χρόνος και η στέγαση διαχωρίζονται και ταξινομούνται
σε ξεχωριστές, διακριτές ζώνες από τους πολεοδόμους. Κατά μία
έννοια, το άγριο αστικό οικοσύστημα γίνεται ένας
διαχειριζόμενος ζωολογικός κήπος, αποστερημένος από τον
δυναμισμό που προκαλεί η αταξία. Το Τόκιο (όπως το Λάγκος ή
η Βομβάη) φαίνεται χαοτικό και βρόμικο στα μάτια των
Δυτικών. Αλλά επρόκειτο για μια «άτυπη» ή οργανική
αστικοποίηση στην πιο επιτυχημένη και ζωτική μορφή της.501
Και με αυτό εννοώ ένα συνονθύλευμα από χώρους οικιστικούς,
εργασιακούς, εμπορικούς, βιομηχανικούς, λιανεμπορίου και
εστίασης που προσδίδει στους δρόμους μια αίσθηση ότι πρόκειται
για ζωντανά, εξελισσόμενα όντα. Οι άτυπες, μη πολεοδομημένες
γειτονιές του Τόκιο παρέμειναν υπό τον έλεγχο των κατοίκων
της πόλης, όχι των Ολύμπιων πολεοδόμων της. Η πόλη μοιάζει
με μια συλλογή από αλληλένδετα αλλά αυτοσυντηρούμενα
χωριά, με μεικτές οικονομικές, κοινωνικές και οικιστικές
λειτουργίες. Οι μικρές επιχειρήσεις, τα οικογενειακά εστιατόρια,
τα πλυντήρια, τα μικροσκοπικά μπαρ izakaya, τα εργαστήρια
τεχνιτών, οι αυλές επισκευής αυτοκινήτων και οι λαϊκές αγορές
συνυπάρχουν με απαστράπτουσες τράπεζες και πολυτελή
γραφεία· τα φτωχόσπιτα συνυπάρχουν με τους ουρανοξύστες. Η
αστική ανάπτυξη –η μετάβαση από την τεράστια, κατεστραμμένη
από τον πόλεμο, πόλη στην υπερσύγχρονη μεγαλούπολη–
συντελέστηκε σταδιακά, καθώς τα κτίρια ανοικοδομούνταν,
αναβαθμίζονταν και επαναπροσδιορίζονταν όσον αφορά τη
χρήση τους. Οι μεμονωμένες, αυτόνομες γειτονιές σταδιακά
συγχωνεύθηκαν με την ευρύτερη πόλη χωρίς να χάσουν τον
τοπικό τους χαρακτήρα και την ποικιλία των δραστηριοτήτων σε
επίπεδο δρόμου.502
Το Τόκιο δεν είναι μια αναρχική, απόλυτα μη πολεοδομημένη
πόλη. Αλλά η ανάπτυξή του ουδέποτε διεπόταν από ένα γενικό
σχέδιο με τον τρόπο που το βίωσαν αυτό η Σιγκαπούρη ή η
Σαγκάη. Το πιο εκτεταμένο και εντατικό σύστημα ενδοαστικών
μεταφορών στον κόσμο, μαζί με άλλες ζωτικές υποδομές,
εγκαταστάθηκε γύρω από την υπάρχουσα πόλη και όχι το
αντίστροφο. Οι συνοικίες της εργατικής τάξης έχουν τις ίδιες
αστικές υπηρεσίες και ανέσεις παγκόσμιας κλάσης με
οποιαδήποτε άλλη. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση της πόλης
παρείχε και συντήρησε το κυκλοφορικό σύστημα – τις αρτηρίες,
τις φλέβες και τα νεύρα της μητρόπολης, αφήνοντας τον
συνδετικό της ιστό να αναπτύσσεται ανεξάρτητα.
Σε αντίθεση με τη δυτική ιδέα της πόλης ως τόπου
μονιμότητας, στην Ιαπωνία τα κτίρια έχουν μικρή διάρκεια ζωής.
Το αποτέλεσμα είναι αυτό που συχνά ονομάζεται υψηλό ποσοστό
αστικού μεταβολισμού – μια διαρκώς εξελισσόμενη διαδικασία
μεταμόρφωσης σε ολόκληρη την πόλη. Ως εκ τούτου, η
μητρόπολη επαναπροσδιορίζεται ως κάτι το προσωρινό ή ως ένα
παλίμψηστο χειρόγραφο, οι αρχικές λέξεις του οποίου
παραμένουν ευανάγνωστες ακόμη και μετά από συνεχείς
διαγραφές και επανεγγραφές. Ή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως
ένας συνεχώς εξελισσόμενος οργανισμός, που δεν φτάνει ποτέ
στην τελική του μορφή αλλά αυξάνεται, συρρικνώνεται, αλλάζει
σχήμα και μορφή ανταποκρινόμενος σε εξωτερικά
περιβαλλοντικά ερεθίσματα.
Οι μεταφορές ως σχήματα λόγου είναι σημαντικές όχι μόνο για
το πώς βλέπουμε την πόλη αλλά και για το πώς τη σχεδιάζουμε,
τη διαχειριζόμαστε και ζούμε σε αυτή. Η ιδέα μιας πόλης που
βρίσκεται σε κατάσταση ροής είναι σημαντική. Οι πιο δυναμικές
πόλεις, όπως το Τόκιο τις μεταπολεμικές δεκαετίες, ήταν σε μια
κατάσταση αεικίνητης μεταμόρφωσης. Αυτή ακριβώς η εγγενής
ευελιξία και προσαρμοστικότητα επιτρέπει στις πόλεις να
ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες και
σε εξωτερικούς κραδασμούς. Την περίοδο της εκρηκτικής της
ανάπτυξης, η Ουρούκ κατεδαφιζόταν και ανοικοδομούνταν
συνεχώς, με μεγαλύτερες και καλύτερες κατασκευές που
καταβρόχθιζαν τα ερείπια των παλαιών. Πόλεις όπως η Ρώμη και
το Λονδίνο έχουν επίσης μεγαλώσει σταδιακά, σχηματίζοντας
κατ’ αυτόν τον τρόπο μια στρωματογραφία ιστορικής μνήμης
που τους προσδίδει ζωντάνια και ενδιαφέρον. Το Τόκιο, όπως και
άλλες ασιατικές πόλεις, είναι κρίσιμης σημασίας επειδή βίωσε
αυτή την ιστορική διαδικασία με υπερβολική ταχύτητα
ανακάμπτοντας από τη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή και
φριχτή φτώχεια του 1945 με πληθυσμό 3,49 εκατομμύρια σε μια
φουτουριστική ζώνη μεγαλούπολης και οικονομικής δύναμης
σήμερα. Χάρη στον ταχύτατο μεταβολικό ρυθμό του το Τόκιο
μπόρεσε να απορροφήσει όλες αυτές τις αλλαγές, παραμένοντας
ουσιαστικά αναλλοίωτο. Σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα Κίσο
Κουροκάβα:

[Το Τόκιο] είναι μια σώρευση τριακόσιων πόλεων… Με την


πρώτη ματιά φαίνεται ότι δεν υπάρχει καμία τάξη αλλά η
ενέργεια, η ελευθερία και η πολλαπλότητα που προέρχονται
από τα επιμέρους κομμάτια της είναι παρούσες. Η δημιουργία
αυτής της νέας ιεραρχίας είναι μια διαδικασία η οποία αξιοποιεί
δυνάμεις που προκύπτουν αυθόρμητα. Γι’ αυτόν τον λόγο,
είναι ίσως πιο ακριβές να πούμε ότι το Τόκιο σήμερα...
βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο πραγματικό χάος και σε μια νέα
κρυφή ευταξία.503

Σε μια εποχή που ο πολεοδομικός σχεδιασμός έχει γίνει πάρα


πολύ σημαντικός η εξέλιξη του Τόκιο στα σαράντα χρόνια μετά
τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι τόσο η επανάληψη της ευρύτερης
ιστορίας της αστικοποίησης των τελευταίων 7.000 χρόνων όσο
και ένα μάθημα για τις μεγαλουπόλεις σε άλλους τόπους. Είτε
πρόκειται για το Άμστερνταμ τον 17ο αιώνα είτε για το Λονδίνο
τον 18ο είτε για τη Νέα Υόρκη τον 20ό, οι πόλεις ευδοκιμούν
όταν υπάρχει μια δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ της μη
πολεοδομημένης, άτυπης πόλης και της επίσημης,
πολεοδομημένης πόλης – όπου υπάρχει χώρος για αυθορμητισμό
και πειραματισμό. Οι μεταφορές στην περιγραφή μιας πόλης ως
ενός μεταβολικού συστήματος ή ως ενός εξελισσόμενου
οργανισμού είναι κάτι περισσότερο από απλώς γλαφυρές: μας
υπενθυμίζουν ότι οι πόλεις είναι τόποι που αλλάζουν γρήγορα
καθώς οι οικονομίες ακμάζουν και σβήνουν, έρχονται νέες
τεχνολογίες, ξεσπούν πόλεμοι και κλιματικές αλλαγές. Όταν
επιτρέπουμε την τοπική αυτο-οργάνωση, δίνουμε χώρο στην
πόλη ώστε να ανταποκρίνεται σε βίαιες αλλαγές με τρόπο που
δεν επιτυγχάνεται με τον αυστηρό πολεοδομικό σχεδιασμό. Η
ζωτικότητα των άτυπων γειτονιών του Τόκιο παρείχε τις
προϋποθέσεις για οικονομική απογείωση.504
Στο Λάγκος η ακαταστασία της άτυπης πόλης συχνά θεωρείται
ένδειξη φτώχειας και ντροπής. Αλλά η ακαταστασία είναι κάτι
που πρέπει να το ασπαστούμε, ειδικά για μια ταχέως
αναπτυσσόμενη πόλη: είναι ένα δυναμικό χαρακτηριστικό της
αστικής ανάπτυξης. Η προσπάθεια ρύθμισης και τυποποίησης
αυτής της δραστηριότητας μπορεί να έχει θανατηφόρα επίδραση
στη δημιουργικότητα. Παρέχοντας τις προϋποθέσεις και την
υποδομή ώστε οι φτωχότεροι να κατασκευάσουν τις δικές τους
κοινότητες, τόσο το Μεντεγίν όσο και το Τόκιο κατόρθωσαν να
σημειώσουν επιτυχία ενσωματώνοντας άτυπους οικισμούς στην
ευρύτερη πόλη και επενδύοντας στο κοινωνικό τους κεφάλαιο.
Αυτό σημαίνει να σταματήσουμε να βλέπουμε τις άτυπες
οικονομίες και τους οικισμούς ως μέρος του προβλήματος και,
αντίθετα, να τα βλέπουμε ως κάτι το απολύτως απαραίτητο για
την επίλυση της διαχείρισης της υπεραστικοποίησης. Η παροχή
βασικών υπηρεσιών, μαζί με την ασφάλεια της μονιμότητας,
είναι το κλειδί για τη μετατροπή των δυσλειτουργικών και
περιθωριακών τόπων σε λειτουργικά περιουσιακά στοιχεία.505
Το Τόκιο εδρεύει σε ένα από τα πιο επικίνδυνα μέρη στον
κόσμο. Σε όλη την ιστορία του καταστράφηκε όχι μόνο από
πυρκαγιές και βόμβες αλλά και από βίαιη σεισμική
δραστηριότητα. Η αυτονομία και η αυτο-οργάνωση έχουν
ενσωματωθεί εδώ και πολύ καιρό στο DNA του. Η οικοδόμηση
της πόλης από τον δρόμο και προς τα πάνω και όχι από την
κορυφή προς τα κάτω έχει προσφέρει τεράστια οφέλη. Οι πολίτες
του Τόκιο μπόρεσαν να απορροφήσουν κάθε καταστροφή και να
ανακάμψουν από αυτές. Τον αιώνα που διανύουμε πολλές από
τις αναδυόμενες μεγαλουπόλεις του παγκόσμιου Νότου είναι
πιθανό να βιώσουν παρόμοιες καταστροφές. Η ανθεκτικότητα με
αφετηρία τη γειτονιά είναι μια από τις πιο σίγουρες άμυνες
ενάντια στην καταστροφή.

Είμαστε πολύ καλοί στο να ζούμε σε πόλεις, ακόμα και σε


ακραίες συνθήκες που αφορούν επικείμενες καταστροφές ή
υπερπληθυσμό. Τουλάχιστον, αυτό αφηγείται η ανθρώπινη
ιστορία. Σε ένα απλούστατο επίπεδο, η συγκέντρωση ανθρώπινων
εγκεφάλων σε κοντινή απόσταση με άλλους εγκεφάλους είναι ο
καλύτερος τρόπος ώστε να προκύψουν ιδέες, τέχνη και
κοινωνική αλλαγή. Η εξαιρετική μας ικανότητα να δημιουργούμε
οικισμούς άτακτης πολυπλοκότητας σημαίνει ότι γινόμαστε ένα
πλήρως αστικοποιημένο είδος.
Το βιβλίο Metropolis ξεκίνησε με τη φιληδονία των πόλεων –
τις απολαύσεις της κοινωνικότητας και της οικειότητας που τους
προσδίδουν ζωντάνια και συλλογική δύναμη. Η διαμονή στην
πόλη έγινε ευχάριστη μέσα από το σεξ, την τροφή, τις αγορές,
την εμφάνιση, τη μυρωδιά, το λουτρό, το περπάτημα και τις
γιορτές. Τα τελετουργικά της αστικής ζωής λάμβαναν χώρα σε
αγορές, παζάρια και σουκ, στις γωνιές των δρόμων, σε πλατείες
και λουτρά, σε καφετέριες, παμπ, πάρκα και στάδια. Στα
τελευταία κεφάλαια περιγράψαμε τις συγκεντρώσεις εξουσίας που
επέτρεψαν σε σχετικά μικρές πόλεις να αλλάξουν ριζικά τον
κόσμο γύρω τους. Η ιστορία των πόλεων από τον 18ο αιώνα και
εξής κατέδειξε τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι έχουν
μάθει να ζουν με τις εντάσεις της σύγχρονης αστικής ύπαρξης.
Από την Ουρούκ και εξής, το αστικό οικοσύστημα βρίσκεται σε
συνεχή εξέλιξη. Χτίζουμε το περιβάλλον μας ώστε αυτό να
ταιριάζει στις ανάγκες μας, αλλά τότε αρχίζει κι εκείνο να μας
διαμορφώνει σε μια πολυγενεακή διαδικασία αλληλεπίδρασης
ανάμεσα σ’ εμάς, στα κτίριά μας και στα στρώματα της ιστορίας
μας. Η Ουρούκ είναι ένα ιδιαίτερα καλό παράδειγμα. Ως η πρώτη
πόλη, και μία από τις μακροβιότερες, η μορφή της και η ζωή
των πολιτών της υπαγορεύτηκαν από την κλιματική αλλαγή που
συνέβαινε στη διάρκεια χιλιετιών. Καθώς τα έλη υποχωρούσαν, η
συχνότητα των βροχοπτώσεων άλλαζε, οι θερμοκρασίες
αυξάνονταν και τα συστήματα των ποταμών γίνονταν
απρόβλεπτα, η Ουρούκ προσαρμόστηκε στο περιβάλλον. Η
ανθεκτικότητα και η προσαρμοστικότητά της, καθώς και η
αστική κουλτούρα που δημιούργησε, ήταν εντυπωσιακές.
Η αύξηση των θερμοκρασιών και οι απρόβλεπτες καταιγίδες
ήδη αλλάζουν τις πόλεις και στην 3η χιλιετία μ.Χ. Οι πόλεις
είναι αισθητά πιο πράσινες και με μεγαλύτερη βιοποικιλότητα.
Το κίνημα του Νέου Αστισμού506 έχει υποστηρίξει, τις τελευταίες
δεκαετίες, ότι πρέπει να καταπολεμήσουμε την εξάρτηση από τα
αυτοκίνητα καθιστώντας τις πόλεις και τα προάστια πιο
συμπαγή, φιλικά προς πεζούς και ποδήλατα και με οικονομική
πολυμορφία. Ακόμα πιο πρόσφατα, το πράσινο κίνημα ήρθε να
αγκαλιάσει την πόλη ως μια λύση για την καταπολέμηση της
κλιματικής αλλαγής αντί να τη βλέπει πλέον ως εχθρό της. Οι
πόλεις που αναπτύσσονται γύρω από τη ζωή στους δρόμους και
όχι γύρω από τα αυτοκίνητα και διαθέτουν προηγμένα
συστήματα μεταφορών, μειώνουν το κυκλοφοριακό χάος της
αυτοκίνησης. Το αποτύπωμα άνθρακα στα νοικοκυριά σε
διασκορπισμένα προάστια είναι από δύο έως τέσσερις φορές
μεγαλύτερο απ’ ό,τι στα νοικοκυριά στα πυκνοκατοικημένα
κέντρα των πόλεων. Οι άνθρωποι που ζουν σε αστικοποιημένες
γειτονιές –όπου κάποιος περπατά ή χρησιμοποιεί δημόσιες
συγκοινωνίες και δεν διαμένει σε πολυτελείς οικίες– εκπέμπουν
λιγότερο άνθρακα, καταναλώνουν λιγότερους πόρους νερού και
καυσίμου, παράγουν λιγότερα απόβλητα και είναι πιο αποδοτικοί
ενεργειακά. Καθώς ο παγκόσμιος πληθυσμός αγγίζει τα 10
δισεκατομμύρια είναι πιο λογικό να συγκεντρώνονται οι
άνθρωποι, ανακουφίζοντας από την πίεση τον κόσμο της φύσης.
Οι μικρότερης κλίμακας πόλεις που χτίζονται γύρω από
ανθρώπους και όχι γύρω από αυτοκίνητα έχουν επίσης
αποδειχθεί ότι είναι καλύτερες για τον άνθρωπο καθώς και για
το περιβάλλον. Όσο πιο κοντά ζείτε στο κέντρο της πόλης τόσο
λιγότερο παχύσαρκοι είστε. Είστε επίσης πιο ευτυχισμένοι.
Σύμφωνα με μια επιστημονική έρευνα, οι άνθρωποι που ζουν σε
πυκνόκτιστα σπίτια, βεράντες και διαμερίσματα όπου περπατούν
και κοινωνικοποιούνται, απολαμβάνουν καλύτερη σωματική και
ψυχική υγεία από τους ανθρώπους που ζουν ακόμη και στα πιο
εύπορα προάστια. Το αυτοκίνητο μας επέτρεψε να
δραπετεύσουμε από την πόλη όταν η εκβιομηχάνιση και η
αποβιομηχάνιση ώθησαν τον αστικό κόσμο σε σημείο
κατάρρευσης· αλλά σήμερα το αυτοκίνητο –με τα προσωπικά,
κοινωνικά και περιβαλλοντικά του έξοδα– υποβαθμίζει την
ποιότητα ζωής στα προάστια. Αυτό δεν αποτελεί τόσο Νέο
Αστισμό αλλά μάλλον παλιό, πολύ παλιό αστισμό. Δραπετεύσαμε
προς την πόλη για πολλούς και καλούς λόγους πριν από 5.000
χρόνια –για την εγγύτητα, τις ευκαιρίες, την κοινωνικότητα και
τις αισθησιακές απολαύσεις που μας πρόσφερε– και συνεχίσαμε
αυτή τη διαδικασία στο πέρασμα των χιλιετιών.507
Οι πόλεις θα αλλάξουν. Ωστόσο, δεν θα είναι παιδιά του
ιδεαλισμού αλλά της αναγκαιότητας. Οι πόλεις δεν είναι μόνο
ανθεκτικές αλλά και προσαρμοστικά συστήματα. Εάν και όταν
αντιμετωπίζουμε μια κρίση πόρων ή μια οικολογική καταστροφή
που προκαλει την αύξηση των τιμών της ενέργειας, οι πόλεις θα
αλλάζουν όπως το έκαναν πάντα. Με λιγότερα αυτοκίνητα,
βανάκια και φορτηγά, οι αστικές περιοχές πιθανότατα θα
επιστρέψουν σε υψηλότερες πυκνότητες και πολυσύχναστους
δρόμους – δηλαδή, θα επιστρέψουν στη μορφή που είχαν στο
μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ξαφνικά θα επιστρέψουμε
συνωστιζόμενοι σε πόλεις ή θα εγκατασταθούμε σε πολυώροφα
κτίρια που εξοικονομούν χώρο. Ούτε θα χτίσουμε βιαστικά νέες
πόλεις. Όχι – αυτό σημαίνει ότι θα κάνουμε τα προάστια πιο
αστικά, προσφέροντας χώρους για περπάτημα και
κοινωνικοποίηση, για αγορές και εργασία. Δεν πρόκειται για ένα
ουτοπικό όνειρο που αφορά τις όμορφες γειτονιές· πρόκειται για
μια περιγραφή του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι και οι
τόποι ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Όταν δεν
μπορείτε να οδηγήσετε προς στην πόλη, το εμπορικό κέντρο ή το
κέντρο αναψυχής, πρέπει να τα φέρετε στο κατώφλι σας. Ήδη
υπάρχει μια τάση προς τα λεγόμενα «αστικά προάστια» στις
Ηνωμένες Πολιτείες: περιοχές μικρού μεγέθους που προσφέρουν
στους μιλένιαλ508 έναν πιο μητροπολιτικό τρόπο ζωής στα
προάστια, με ζωή στον δρόμο, καφετέριες, εστιατόρια, μπαρ,
πάρκα και σχολεία σε κοντινή απόσταση. Είμαστε αστικό είδος: η
επιθυμία μας να ζούμε οργανωμένοι σε κοινότητες θα συνεχίσει
να εξελίσσεται και να παίρνει νέες μορφές.509
Η νέα μορφή της μητρόπολης θα αφορά πολλά, και όχι λίγα,
τοπικά αστικά κέντρα – μια πόλη αποτελούμενη από αυτάρκη
χωριά. Όλως περιέργως, το πιο χαρακτηριστικό σχετικό
παράδειγμα είναι το Λος Άντζελες. Το Λος Άντζελες αναπτύχθηκε
ως η τελειότατη μητρόπολη του 20ού αιώνα. Όχι μόνο ήταν
χαμηλής πυκνότητας, βασίστηκε σε αυτοκίνητα και σχεδιάστηκε
με γνώμονα την προαγωγή της κινητικότητας αλλά οργανώθηκε
στην πολυπλοκότητά του. Με άλλα λόγια, θεωρήθηκε ως το
αντίδοτο της χαοτικής, ακατάστατης μητρόπολης της
Βιομηχανικής Επανάστασης, στην οποία η στέγαση, η
βιομηχανία, το εμπόριο, το λιανικό εμπόριο και η ψυχαγωγία θα
κατηγοριοποιούνταν σε ξεχωριστές, τακτοποιημένες, μονολιθικές
ζώνες. Η μητρόπολη σχηματίστηκε γύρω από τον
αυτοκινητόδρομο και την ιδιωτική κατοικία. Η έλλειψη
χαρακτήρα που επεσήμαναν οι κριτικοί ήταν αποτέλεσμα αυτής
της τάσης –που σε καμία περίπτωση δεν περιορίζεται στο Λος
Άντζελες– της απολύμανσης των πόλεων ξεδιαλύνοντας τον
κυκεώνα.
Αλλά από βασικός φορέας της αστικοποίησης του 20ού αιώνα,
το Λος Άντζελες εξελίσσεται, κατά περίεργο τρόπο, σε πρωτοπόρο
των αλλαγών που πλήττουν την πόλη του 21ου αιώνα. Πολλά
από τα προάστιά του γίνονται όλο και πιο αστικά και
πυκνότερα. Αυτό δεν αποφασίστηκε κεντρικά από κάποιους
πολεοδόμους· ήταν αποτέλεσμα της άτυπης δραστηριότητας στο
επίπεδο του δρόμου και της γειτονιάς.
Ως τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα το Λος Άντζελες είχε
γίνει κατά πλειονότητα μια λατινοαμερικανική πόλη. Τα
εκατομμύρια των νέων Αντζελένος510 κόμιζαν μια εντελώς
διαφορετική αντίληψη για τον τρόπο κατοίκησης μιας πόλης. Οι
Λατινοαμερικανοί μετανάστες και οι απόγονοί τους έχουν
σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά ιδιοκτησίας αυτοκινήτων από
τον υπόλοιπο πληθυσμό. Επίσης, δίνουν πολύ μεγαλύτερη
έμφαση στη δημόσια ζωή του δρόμου και στην κοινωνικότητα.
Προσαρμόστηκαν στο Λος Άντζελες αλλά προσάρμοσαν και τις
γειτονιές τους στις δικές τους ανάγκες. Ο λεγόμενος
Λατινοαμερικανικός Αστισμός έχει μετατρέψει ολόκληρα
τμήματα του Λος Άντζελες ώστε να έχουν το άρωμα των
υπαίθριων χώρων της φυσικής εγγύτητας, όπου οι άνθρωποι
περπατούν, μιλούν και συναθροίζονται. Εκδηλώνεται στις
μπροστινές αυλές, που γίνονται μέρος της κοινωνικής ζωής του
δρόμου, μετατρέποντας την εσωστρεφή μονοκατοικία της
Καλιφόρνια σε μια εξωστρεφή εκλατινισμένη κατοικία που
χρησιμεύει ως χώρος δημόσιας/ιδιωτικής αλληλεπίδρασης. Βρίσκει
έκφραση στα πολύχρωμα εκπτωτικά καταστήματα σε παράταξη
στους δρόμους, στην τέχνη των γκράφιτι, στους πάγκους
πώλησης των τάκο, στα φορτηγά λοντσέρο και στα πάρτι.
Υπάρχουν 50.000 πλανόδιοι πωλητές στο Λος Άντζελες, οι οποίοι
μετατρέπουν δρόμους και πάρκα σε αυτοσχέδιες δημόσιες αγορές
και, εκ των πραγμάτων, σε πλατείες – τόπους όπου οι άνθρωποι
μάλλον θέλουν να παραμένουν παρά να τους διασχίζουν
βιαστικά.511
Ο Λατινοαμερικανικός Αστισμός υπερβαίνει τις καθιερωμένες
έννοιες για το πώς θα έπρεπε να είναι το Λος Άντζελες και
πολλοί έχουν προβάλει αντίσταση σε αυτόν λόγω της αταξίας
του. Ωστόσο, η ενέργεια που κόμιζε ανάγκασε την κυβέρνηση της
πόλης να αναθεωρήσει τον πολεοδομικό σχεδιασμό, δίνοντας
μεγαλύτερη έμφαση στις πεζοδρομήσεις και στην άτυπη λιανική
πώληση. Έκανε τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν ότι οι
δρόμοι δεν αφορούσαν μόνο την κινητικότητα· είναι τόποι όπου
κατοικούμε, τόποι όπου παίζουμε και κινούμαστε. Είναι η ψυχή
της πόλης. Σχεδόν αδιόρατα, οι θεωρητικές αρχές του Νέου
Αστισμού –που υποστηρίζει τις πόλεις μικρού μεγέθους, τις
γειτονιές υψηλής πυκνότητας, τη μεικτή χρήση και την ενεργό
ζωή στον δρόμο– τέθηκαν σε εφαρμογή στους δρόμους στο Λος
Άντζελες και σε μια σειρά από άλλες πόλεις των ΗΠΑ από τους
Λατινοαμερικανούς κατοίκους, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στην
αστική ζωή με τον δικό τους τρόπο και συχνά αδιαφορώντας
απέναντι στην επίσημη αποδοκιμασία. Και είχαν τόσο μεγάλη
επιτυχία ώστε μερικές από αυτές τις γειτονιές εξευγενίζονται από
πλουσιότερους ανθρώπους οι οποίοι προσελκύονται από τον
αστικό και ευγενή χαρακτήρα τους.
Ο Λατινοαμερικανικός Αστισμός είναι ένα παράδειγμα του
λεγόμενου «ακατάστατου αστισμού», μια υπενθύμιση για το πώς
ήταν κάποτε οι πόλεις. Δείχνει επίσης τον τρόπο με τον οποίο ο
άτυπος χαρακτήρας της μεγαλούπολης του παγκόσμιου νότου
μπορεί να επιβληθεί –και όντως το κάνει– σε ολόκληρο τον
πλανήτη. Η ανοικοδόμηση των μικροκοινωνιών εντός πόλεων
και προαστίων είναι ένας από τους πιο σημαντικούς τρόπους με
τους οποίους οι πόλεις θα γίνουν πιο ανθεκτικές και βιώσιμες
τον επόμενο αιώνα. Όταν περιοριστήκαμε κατ’ οίκον, ή σε μια
μικρή ακτίνα γύρω από την κατοικία μας, κατά τη διάρκεια του
παγκόσμιου εγκλεισμού του 2020, η άμεση γειτνίαση με
αξιόπιστες πηγές τροφής, φαρμάκων και καθημερινών αγαθών
πρώτης ανάγκης έγινε εξαιρετικά σημαντική· το ίδιο ίσχυσε και
για τους χώρους αναψυχής και καθαρού αέρα. Η υγεία της
γειτονιάς μας, από κάθε άποψη, απέκτησε νέα σημασία. Οι πόλεις
σε όλο τον κόσμο είδαν οργανώσεις αλληλοβοήθειας να
αναδύονται αυθόρμητα μέσα στις κοινότητες καθώς οι άνθρωποι
επιβεβαίωσαν εκ νέου την αξία της ανθρώπινης σύνδεσης και της
κοινωνικότητας της γειτονιάς, ακόμη και υπό αυστηρές συνθήκες
κοινωνικής απόστασης.
Από την Ουρούκ με μερικές χιλιάδες πρωτοπόρους στο Λάγκος
με τους άνω των 20 εκατομμυρίων κατοίκους, οι βασικές αρχές
της αστικής ζωής δεν έχουν αλλάξει και τόσο πολύ. Κατά τη
διάρκεια αυτής της περιόδου, οι άνθρωποι ονειρεύονταν τις
αστικές ουτοπίες. Πολύ συχνά αυτά τα οράματα της τέλειας
πόλης έχουν οδηγήσει σε τραγικά πειράματα που εφαρμόστηκαν
σε ανθρώπους των οποίων οι κοινότητες τελικά κατέρρευσαν.
Ωστόσο, όπως καταδεικνύουν οι επιχειρηματίες του Χωριού
Πληροφορικής της Οτίγκμπα στο Λάγκος ή οι Λατινοαμερικανοί
στο Λος Άντζελες, οι άνθρωποι είναι πολύ καλοί στην κατασκευή
των δικών τους κοινοτήτων και στον αυτοσχεδιασμό σε ό,τι
αφορά την τάξη. Η ιστορία καταδεικνύει αυτή τη συνεχή ένταση
μεταξύ όσων ευδοκιμούν στην ακατάστατη ανθρώπινη πόλη και
όσων επιθυμούν να επιβάλουν ένα είδος τεχνητής συνοχής σε
αυτήν.
Η επιβίωσή μας ως είδους εξαρτάται από το επόμενο κεφάλαιο
της αστικής μας Οδύσσειας. Αυτή η ιστορία δεν θα
διαδραματιστεί σε λαμπρές παγκόσμιες πόλεις. Δεν θα καθοριστεί
από τεχνοκράτες που σχεδιάζουν ψηφιακές απαντήσεις στα
προβλήματά μας ή από πολεοδόμους που θα ανοικοδομήσουν
την πόλη από τα ολύμπια ύψη. Θα την κατασκευάσουν, και θα
τη βιώσουν πιο έντονα, δισεκατομμύρια άνθρωποι που ζουν σε
μεγαλουπόλεις και ταχέως αναπτυσσόμενες μητροπόλεις στις
αναπτυσσόμενες χώρες. Η πλειονότητα των ανθρώπων θα ζήσει
σε άτυπους οικισμούς και θα εργαστεί στην οικονομία του
«Φτιάξ’ το μόνος σου», όπως συνέβαινε σε αμέτρητους κατοίκους
πόλεων τα τελευταία 5.000 χρόνια. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που
χτίζουν πόλεις και τις διατηρούν σε λειτουργία, επιβιώνοντας
χάρη στην ευφυΐα και την επινοητικότητά τους και
ανταποκρινόμενοι στις αλλαγές του ευρύτερου περιβάλλοντος.
Όταν η ενέργεια μειώνεται και οι πόλεις γίνονται πιο ζεστές και
αντίξοες, εκείνοι θα αυτοσχεδιάσουν επινοώντας λύσεις, αρκεί να
τους επιτραπεί.
Εάν η ιστορία αποτελεί οδηγό, μας λέει ότι θα τα καταφέρουν.
472
Jason D. Fischer et al., «Urbanisation and the Predation Paradox: the role of
trophic dynamics in structuring vertebrate communities», BioScience, 62:9
(Σεπτέμβριος 2012), σελ. 809–18· Amanda D. Rodewald et al., «Anthropogenic
Resource Subsidies Decouple Predator–Prey Relationships», Ecological
Applications, 12:3 (Απρίλιος 2011), σελ. 936–43· Alberto Sorace, «High Density of
Bird and Pest Species in Urban Habitats and the Role of Predator Abundance»,
Ornis Fennica, 76 (2002), σελ. 60–71.
473
Suzanne Prange, Stanley D. Gehrt & Ernie P. Wiggers, «Demographic Factors
Contributing to High Raccoon Densities in Urban Landscapes», Journal of
Wildlife Management, 67:2 (Απρίλιος 2003), σελ. 324–33· Christine Dell’Amore,
«How Wild Animals Are Hacking Life in the City», National Geographic,
18/4/2016· Christine Dell’Amore, «Downtown Coyotes: inside the secret lives of
Chicago’s predator», National Geographic, 21/11/2014· Payal Mohta, «“A Double-
Edged Sword”: Mumbai pollution “perfect” for amingos», Guardian, 26/3/2019·
Alexander R. Braczkowski et al., «Leopards Provide Public Health Bene ts in
Mumbai, India», Frontiers in Ecology and the Environment 16:3 (Απρίλιος 2018),
σελ. 176–82.
474
Menno Schilthuizen, Darwin Comes to Town: how the urban jungle drives
evolution (Λονδίνο, 2018)· Jean-Nicolas Audet, Simon Ducatez & Louis Lefebvre,
«The Town Bird and the Country Bird: problem solving and immunocompetence
vary with urbanisation», Behavioral Ecology 27:2 (Μάρτιος–Απρίλιος 2016), σελ.
637–44· Jackson Evans, Kyle Boudreau & Jeremy Hyman, «Behavioural
Syndromes in Urban and Rural Populations of Song Sparrows», Ethology 116:7
(Ιούλιος 2010), σελ. 588–95· Emile C. Snell-Rood & Naomi Wick, «Anthropogenic
Environments Exert Variable Selection on Cranial Capacity in Mammals»,
Proceedings of the Royal Society B 280:1769 (Οκτώβριος 2013)· E. A. Maguire, K.
Woollett & H. J. Spiers, «London Taxi Drivers and Bus Drivers: a structural MRI
and neuropsychological analysis», Hippocampus 16:12 (2006), σελ. 1091–1101.
475
Schilthuizen· Thomas Merckx et al., «Body-Size Shifts in Aquatic and
Terrestrial Urban Communities», Nature 558 (7/5/2018), σελ. 113–18.
476
Karen C. Seto, Burak Güneralp & Lucy R. Hutyra, «Global Forecasts of Urban
Expansion to 2030 and Direct Impacts on Biodiversity and Carbon Pools», PNAS,
109:40 (Οκτώβριος 2012), σελ. 16083–8· «Hot Spot Cities», http://atlas-for-the-endof-
the-world.com/hotspot_cities_main.html· B. Güneralp & K. C. Seto, «Futures of
Global Urban Expansion: uncertainties and implications for biodiversity
conservation», Environmental Research Letters 8:1 (2013).
477
Seto et al.
478
Christopher Bren d’Amour et al., «Future Urban Land Expansion and
Implications for Global Croplands», PNAS 114:34 (Αύγουστος 2017), σελ. 8939–44·
Mathis Wackernagel et al., «The Ecological Footprint of Cities and Regions:
comparing resource availability with resource demand», Environment and
Urbanizaion 18:1 (2006), σελ. 103–12.
479
Scott R. Loss, Tom Will, Sara S. Loss & Peter M. Marra, «Bird–Building
Collisions in the United States: estimates of annual mortality and species
vulnerability», The Condor, 116:1 (Φεβρουάριος 2014), σελ. 8–23· Kyle G. Horton et
al., «Bright Lights in the Big Cities: migratory birds’ exposure to arti cial light»,
Frontiers in Ecology and the Environment, 17:4 (Μάιος 2019), σελ. 209–14· Laurel
E. K. Serieys, Amanda Lea, John P. Pollinger, Seth P. D. Riley & Robert K.
Wayne, «Disease and Freeways Drive Genetic Change in Urban Bobcat
Populations», Evolutionary Applications, 8:1 (Ιανουάριος 2015), σελ. 75–92.
480
Greenspace Information for Greater London, «Key London Figures»,
https://www.gigl.org.uk/key gures/; London gov.uk, «Biodiversity»,
https://www.london.gov.uk/what-we-do/environment/parksgreen-spaces-and-
biodiversity/biodiversity· Secretariat of the Convention on Biological Diversity,
Cities and Biological Diversity Outlook (Μόντρεαλ, 2012), σελ. 9, 24.
481
Lucy Wang, «How the Cheonggyecheon River Urban Design Restored the
Green Heart of Seoul», https://inhabitat.com/how-the-cheonggyecheon- river-
urban-design-restored-the-greenheart-of-seoul/
482
Claire Cameron, «The Rise of the City Bee», https://daily.jstor.org/rise-city-bee-
urbanites-built-21st-century-apiculture/
483
Sam Jones, «Can Mexico City’s Roof Gardens Help the Metropolis Shrug O
Its Smog?», Guardian, 24/4/2014· Ajuntament de Barcelona, Barcelona Green
Infrastructure and Biodiversity Plan 2020,
https://ajuntament.barcelona.cat/ecologiaurbana/sites/default/ les/Barcelona%20gr
een%20infrastructure%20and%20biodiversity%20plan%202020.pdf· Grace Chua,
«How Singapore Makes Biodiversity an Important Part of Urban Life», Citylab,
https://www.citylab.com/environment/2015/01/how-singapore-makes-biodiversity-
an-important-part-of-urbanlife/ 384799/
484
Cities and Biological Diversity, σελ. 26, 28· Amy Fleming, «The Importance of
Urban Forests: why money really does grow on trees», Guardian, 12/10/2016·
International Energy Agency, The Future of Cooling: opportunities for energy-
e cient air conditioning (Παρίσι, 2018).
485
Οι λεγόμενοι κήποι βροχής διαμορφώνονται σε αδόμητες περιοχές των πόλεων και
περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, αδιαβροχοποιημένες επιφάνειες συλλογής ομβρίων
υδάτων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ποικίλες χρήσεις πέραν της
ύδρευσης. (Σ.τ.Μ.)
486
Andrew J. Hamilton et al., «Give Peas a Chance? Urban agriculture in
developing countries. A review», Agronomy, 34:1 (Ιανουάριος 2014), σελ. 54 κ.ε.
487
Food and Agriculture Organisation of the United Nations, FAO Statistical
Yearbook 2012 (Ρώμη, 2012), σελ. 214· Francesco Orsini et al., «Urban Agriculture
in the Developing World: a review», Agronomy for Sustainable Development 33:4
(2013), σελ. 700.
488
Toni Kan, The Carnivorous City (Abuja, 2016), σελ. 34.
489
David Pilling, «Nigerian Economy: why Lagos works», Financial Times,
24/3/2018· Robert Draper, «How Lagos Has Become Africa’s Boom Town», National
Geographic (Ιανουάριος 2015)· «Lagos Shows How a City Can Recover from a
Deep, Deep Pit: Rem Koolhaas talks to Kunlé Adeyemi», Guardian, 26/2/2016·
«Lagos: the next Silicon Valley», Business Year,
https://www.thebusinessyear.com/nigeria-2018/nurturing-entrepreneurs/interview·
Oladeinde Olawoyin, «Surviving the Inner Recesses of a Lagos Danfo Bus»,
Premium Times, 17/2/2018.
490
Saskia Sassen, The Global City: New York, London, Tokyo (Πρίνστον, 2001).
491
Economic Intelligence Unit, Ministry of Economic Planning and Budget, «The
Socio-Economic Costs of Tra c Congestion in Lagos», Working Paper Series, 2
(Ιούλιος 2013), σελ. 7.
492
Do It Yourself (Φτιάξ’ το μόνος σου), το κίνημα, η τάση για ερασιτεχνικές
(ιδιο)κατασκευές. (Σ.τ.Μ.)
493
A. T. Kearney, Digital Payments and the Global Informal Economy (2018), σελ.
6, 7· Ifeoluwa Adediran, «Mixed Feelings for Lagos Danfo Drivers as Phase-Out
Date Approaches», Premium Times, 15/9/2018.
494
Guardian (Nigeria), 16/7/2017.
495
Victor Asemota, «Otigba: the experiment that grew into a tech market»,
Guardian (Νιγηρία), 15/3/2017.
496
Jack Sullivan, «Trash or Treasure: global trade and the accumulation of e-
waste in Lagos, Nigeria», Africa Today, 61:1 (Φθινόπωρο 2014), σελ. 89–112.
497
T. C. Nzeadibe & H. C. Iwuoha, «Informal waste recycling in Lagos, Nigeria»,
Communications in Waste & Resource Management 9:1 (2008), σελ. 24–30.
498
«Lapido Market and Audacity of Anarchy», Guardian (Νιγηρία), 24/5/2019· Tope
Templer Olaiya, «Fear Grips Danfo Drivers Ahead of Proposed Ban», Guardian
(Νιγηρία), 20/2/2017.
499
Adediran· Ifeanyi Ndiomewese, «Ethnic Bias and Power Tussle Surround
Appointment of New Leadership in Computer Village, Ikeja», Techpoint Africa,
13/5/2019, https://techpoint.africa/2019/05/13/computer-villageiyaloja/
500
Κόλαση των σκουπιδιών. (Σ.τ.Μ.)
501
Manish Chalana & Je rey Hou (επιμ.), Messy Urbanism: understanding the
«other’ cities of Asia (Χονγκ Κονγκ, 2016)· Rahul Srivastava & Matias Echanove,
«What Tokyo Can Teach Us about Local Development», The Hindu, 16/2/2019.
502
Matias Echanove, «The Tokyo Model: incremental urban development in the
post-war city» (2015), http://www.urbanlab.org/TheTokyoModel-
Echanove.02.2015.pdf· Ken Tadashi Oshima, «Shinjuku: messy urbanism at the
metabolic crossroads», στο Chalana & Hou (επιμ.), σελ. 101 κ.ε.
503
Kisho Kurokawa, New Wave in Japanese Architecture (Λονδίνο, 1993), σελ. 11.
504
Oshima· Jan Vranovský, Collective Face of the City: application of information
theory to notes 405 urban behaviour of Tokyo (Tokyo, 2016)· Zhongjie Lin, Kenzo
Tange and the Metabolist Movement: urban utopias of modern Japan
(Άμπινγκτον, 2010).
505
Echanove (2015)· Matias Echanove & Rahul Srivastava, «When Tokyo Was a
Slum», Nextcity.org, 1/8/2013, https://nextcity.org/informalcity/entry/when-tokyo-
was-a-slum· Matias Echanove & Rahul Srivastava, The Slum Outside: elusive
Dharavi (Μόσχα, 2013).
506
Κίνημα πολεοδομικού σχεδιασμού που πρωτοαναπτύχθηκε στις ΗΠΑ τη δεκαετία
του 1980 και προωθεί τη δημιουργία γειτονιών φιλικών προς τους πεζούς
συμπεριλαμβάνοντας ποικίλους τύπους οικιστικών και εργασιακών χρήσεων. Μέσα από
το κίνημα επιχειρείται η αντιμετώπιση των δεινών που έχει προκαλέσει η αστική
εξάπλωση και η προαστικοποίηση, ειδικά μετά τον Β´ Παγκόσμιο πόλεμο. (Σ.τ.Μ.)
507
Chinmoy Sarkar, Chris Webster & John Gallacher, «Association between
Adiposity Outcomes and Residential Density: a full-data, cross sectional analysis
of 419562 UK Biobank adult participants», Lancet Planetary Health, 1:7 (Οκτώβριος
2017), e277–e288· «Inner-City Living Makes for Healthier, Happier People, Study
Finds», Guardian, 6/10/2017.
508
Η δημογραφική ομάδα που αφορά γεννηθέντες μεταξύ των ετών 1981 και 1996.
(Σ.τ.Μ.)
509
Devajyoti Deka, «Are Millennials Moving to More Urbanized and Transit-
Oriented Counties?», Journal of Transport and Land Use, 11:1 (2018), σελ. 443–61·
Leigh Gallagher, The End of the Suburbs: where the American dream is moving
(NY, 2013)· Ellen Dunham-Jones & June Williamson, Retro tting Suburbia: urban
design solutions for redesigning suburbs (Χόμποκεν, 2009).
510
Οι νέοι κάτοικοι του Λος Άντζελες. (Σ.τ.Μ.)
511
Vanit Mukhija & Anastasia Loukaitou-Sideris (επιμ.), The Informal American
City: from taco trucks to day labor (Κέιμπριτζ, MA, 2014)· Jake Wegmann, «The
Hidden Cityscapes of Informal Housing in Suburban Los Angeles and the
Paradox of Horizontal Density», Building’s Landscapes: journal of the Vernacular
Architecture Forum 22:2 (Φθινόπωρο 2015), σελ. 89–110· Michael Mendez, «Latino
New Urbanism: building on cultural preferences», Opolis: an international
journal of suburban and metropolitan studies (Χειμώνας 2005), σελ. 33–48·
Christopher Hawthorne, «“Latino Urbanism” In uences a Los Angeles in Flux»,
Los Angeles Times, 6/12/2014· Henry Grabar, «Los Angeles Renaissance: why the
rise of street vending reveals a city transformed», Salon.com, 18/1/2015,
https://www.salon.com/2015/01/18/los_angeles_food_truck_renaissance_why_the_ris
e_of_street_vending_reveals_a_city_transformed/· Clara Irazábal, «Beyond “Latino
New Urbanism”: advocating ethnurbanisms», Journal of Urbanism, 5:2–3 (2012),
σελ. 241–68· James Rojas, «Latino Urbanism in Los Angeles: a model for urban
improvisation and reinvention», στο Je rey Hou (επιμ.), Insurgent Public Space:
guerrilla urbanism and the remaking of contemporary cities (Άμπινγκτον, 2010),
σελ. 36 κ.ε.

You might also like