Professional Documents
Culture Documents
Wilson Metropolis Η ιστορία των πόλεων
Wilson Metropolis Η ιστορία των πόλεων
Wilson Metropolis Η ιστορία των πόλεων
ISBN: 978-960-653-494-2
Εκδόσεις Διόπτρα: ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ: Αγ. Παρασκευής 40, 121 32 Περιστέρι / Τηλ.:
210 380 52 28, Fax: 210 330 04 39 / ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ books & life: Σόλωνος 93-95,
106 78, Αθήνα / Τηλ.: 210 330 07 74 / www.dioptra.gr / e-mail: sales@dioptra.gr /
info@dioptra.gr
Εισαγωγή - Ο Αιώνας των Μητροπόλεων
*
Μια πόλη δεν είναι ποτέ μόνο ένα σύνολο κτιρίων: δεν είναι
τόσο η υλική της υπόσταση που τη διαφοροποιεί από άλλες
μορφές εγκατάστασης όσο οι ανθρώπινες δραστηριότητες που η
πόλη επωάζει. Στην πόλη, οι άνθρωποι μπορούν να ασχοληθούν
με επαγγέλματα που είναι αδύνατον να αναπτυχθούν σε έναν
μικρό οικισμό ή σε ένα αγρόκτημα. Η Ουρούκ ήταν γνωστή ως
«το χαλκευτήριο των θεών», ένας τόπος περίφημος για τους
ικανότατους χρυσοχόους, χυτευτές χαλκού, μεταλλουργούς και
κοσμηματοποιούς. Σημαντικό μέρος του πληθυσμού ήταν
ειδικευμένοι τεχνίτες που κατεργάζονταν διάφορα υλικά, όπως
λίθο, μέταλλα και πολύτιμους λίθους. Οι πολυτελείς πρώτες ύλες
που χρειαζόταν η μεγάλη πόλη δεν ήταν διαθέσιμες στη γύρω
περιοχή. Ωστόσο, η κλιματική αλλαγή δεν είχε προσφέρει μόνο
πλούσιες σοδειές. Τα κανάλια των μικρών χειμάρρων που κάποτε
διέσχιζαν τον λασπερό βάλτο σαν υδάτινα φίδια μετατράπηκαν
σε ένα δίκτυο αστικών καναλιών που συνέδεαν την πόλη με τον
γνωστό ισχυρό κεντρικό αγωγό εμπορίου, τον Ευφράτη.17
Τα νησιά που σήμερα είναι γνωστά ως Μπαχρέιν παρείχαν
μαργαροκόγχη και σπάνια κοχύλια. Ο χρυσός, ο άργυρος, ο
μόλυβδος και ο χαλκός έρχονταν από την ανατολική Μικρά
Ασία, το Ιράν και την Αραβία. Οι τεχνίτες της Ουρούκ
αναζητούσαν απεγνωσμένα οψιανό, χαλαζία, σερπεντινίτη,
σαπωνόλιθο, αμέθυστο, ίασπη, αλάβαστρο, μάρμαρο και άλλα
επιθυμητά υλικά. Από τα βουνά του Αφγανιστάν και του
βόρειου Πακιστάν, σε απόσταση πάνω από 2.400 χιλιόμετρα,
ερχόταν ο περιζήτητος λάπις λάζουλι με το βαθύ μπλε χρώμα· ο
σάρδιος λίθος και ο αχάτης έρχονταν από ακόμα πιο μακριά, από
την Ινδία. Οι οίκοι των θεών απαιτούσαν τόσο βαρύτιμα υλικά
για τη διακόσμησή τους. Αλλά και οι απλοί θνητοί μπορούσαν
να απολαμβάνουν πλούσια διακοσμημένα κοσμήματα, όπλα,
αγγεία πόσεως και άλλα σκεύη. Επίσης, μπορούσαν να γεύονται
κρασί και λάδι, που κατέφταναν μέσα στα κατάφορτα πλοία.18
Η αρχαία Ουρούκ είχε σκόπιμα διαιρεθεί σε επιμέρους
συνοικίες, η καθεμία από τις οποίες χαρακτηριζόταν από ένα
συγκεκριμένο εξειδικευμένο επάγγελμα. Τα άτομα και οι
οικογένειες εργάζονταν στις αυλές των σπιτιών τους ή σε
εργαστήρια. Οι πυκνόκτιστες κατοικίες και ο σχεδιασμός της
πόλης, με τους δροσερούς, σκιερούς δρόμους, ενθάρρυναν την
κοινωνικότητα και τις συναναστροφές – και μαζί με αυτές την
ανταλλαγή ιδεών, τον πειραματισμό, τη συνεργασία και τον
έντονο ανταγωνισμό. Ο άκρατος δυναμισμός και η ταχεία
ανάπτυξη της Ουρούκ όφειλαν πολλά στον ρόλο της ως
δημιουργού των εμπορικών συναλλαγών.
Το Έπος του Γκιλγκαμές θέτει κάποια ερωτήματα σχετικά με
την πόλη τα οποία μοιάζουν εκπληκτικά σύγχρονα. Πώς και
γιατί οι άνθρωποι επέλεξαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του
Ενκίντου και να εγκατασταθούν σε πόλεις; Και ποιο τίμημα
πλήρωσαν για να ανταλλάξουν την πρωτόγονη ελευθερία τους με
τις ανέσεις της πόλης; Η δημιουργία της πόλης είναι σχετικά
πρόσφατη και η εμπειρία μας αναφορικά με αυτήν
αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρό κομμάτι της παρουσίας μας στη
γη. Γιατί να αντικαταστήσουμε τον ελεύθερο και ανέμελο τρόπο
ζωής με κάτι στατικό σε ένα συνωστισμένο οικιστικό περιβάλλον;
Πώς είναι δυνατόν ένα είδος που εξελίχθηκε στη διάρκεια
άπειρων χιλιετιών για ένα συγκεκριμένο περιβάλλον να
προσαρμόζεται σε ένα άλλο που είναι εντελώς διαφορετικό; Και
με ποιο ψυχολογικό κόστος;
Οι δημιουργοί του Έπους του Γκιλγκαμές αναρωτήθηκαν
σχετικά με διάφορες παραλλαγές αυτών των ερωτημάτων. Όπως
και πολλοί άλλοι σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, ο ημίθνητος,
ημίθεος βασιλιάς της Ουρούκ Γκιλγκαμές θεωρεί επαχθή τη ζωή
στην πόλη. Καταδυναστεύει τον λαό της πόλης με την ενέργεια
άγριου ταύρου. Ο αγριάνθρωπος Ενκίντου δημιουργήθηκε από
τους θεούς για να βοηθήσει στην «εξημέρωση» του Γκιλγκαμές.
Κατά κάποιο τρόπο, ο Ενκίντου και ο Γκιλγκαμές σχηματίζουν
ένα δίπολο – το αγροτικό, φυσικό ένστικτό μας που αντιμάχεται
τον πολιτισμένο, αστικό εαυτό μας. Καθώς ο ένας συμπληρώνει
τις δυνάμεις και την ενέργεια του άλλου, ο αστός Γκιλγκαμές και
ο απολίτιστος Ενκίντου γίνονται στενοί φίλοι. Ο Ενκίντου
ενθαρρύνει τον Γκιλγκαμές να βρει εκτόνωση για τα πάθη του
ριψοκινδυνεύοντας να διανύσει εκατοντάδες χιλιόμετρα ως το
δάσος των κέδρων στο όρος Λίβανος –τη μυστική και
απαγορευμένη έδρα των θεών– για να πολεμήσει τον θηριώδη
τεράστιο φύλακα Χουμπάμπα. Ο άνθρωπος είναι στ’ αλήθεια
άνθρωπος, καθώς μας λένε, όταν στέκεται αντιμέτωπος με τη
φύση, μακριά από τις αποχαυνωτικές πολυτέλειες της πόλης. Η
κατάκτηση του δάσους θα προσφέρει στον Γκιλγκαμές την
αιώνια φήμη και τιμή που ποθεί.
Αλλά θα φέρει και κάτι ακόμα. Οι πόλεις στη νότια
Μεσοποταμία, σαν την Ουρούκ, δεν είχαν οικοδομικά υλικά και
ο κέδρος του όρους Λίβανος ήταν ένα περιζήτητο αγαθό για τους
αρχιτέκτονες και τους κτίστες. Για παράδειγμα, μία μόνο οροφή
από τους πολυάριθμους ναούς της Ουρούκ απαιτούσε 3.000-
6.000 μέτρα ξυλείας. Ο Γκιλγκαμές και ο Ενκίντου ξεκίνησαν
τον πόλεμο ενάντια στη φύση για λογαριασμό της πόλης. Ο άρτι
εκπολιτισμένος Ενκίντου ορκίζεται να υλοτομήσει τον πιο
υπέροχο κέδρο και να τον μεταφέρει με σχεδία σε απόσταση
εκατοντάδων χιλιομέτρων πλέοντας στον Ευφράτη. Όταν
επιστρέφει στον αστικό κόσμο, τον μεταμορφώνει σε μια
μεγαλοπρεπή θύρα ναού.
Οι ήρωες κατάφεραν να νικήσουν και να θανατώσουν τον
γίγαντα και να υλοτομήσουν μια εξαιρετική καλλιέργεια κέδρων
για την πόλη. Κομπάζοντας, ωστόσο, οι δυο ήρωες προσβάλλουν
ακόμα περισσότερο τους θεούς. Ο Γκιλγκαμές απορρίπτει τις
σεξουαλικές προτάσεις μιας θεάς, η οποία τον εκδικείται
στέλνοντας τον Ουράνιο Ταύρο να καταστρέψει την Ουρούκ και
να σκοτώσει τον Γκιλγκαμές. Αλλά ο Γκιλγκαμές και ο Ενκίντου
θανατώνουν το κτήνος. Αυτή η τελευταία πράξη ύβρης εξοργίζει
πραγματικά τους θεούς· και συντρίβουν τελικά τον Ενκίντου με
την ασθένεια.
Καθώς αργοπεθαίνει, ο Ενκίντου καταριέται τη Σάματ, το
παλιοθήλυκο εκείνο που τον αποπλάνησε και τον παρέσυρε
μακριά από την ελεύθερη και ευτυχισμένη ζωή στη φύση.
Καταριέται τη θύρα που κατασκεύασε από το ιερό δέντρο του
κέδρου. Η απόφαση που πήρε να ανταλλάξει τη ζωή στη φύση
με τη ζωή στον πολιτισμό τον εξασθένισε και τον
αποδυνάμωσε.19
Οι πόλεις υπήρξαν θανάσιμοι δολοφόνοι. Μια πόλη σαν την
Ουρούκ, με τόνους ανθρώπινων και ζωικών λυμάτων που
απορρίπτονταν σε ανοιχτά, στάσιμα νερά, μπορεί να μοιάζει
σκόπιμα χτισμένη ειδικά προς όφελος των μικροβίων. Στις
βιομηχανικές πόλεις του Μάντσεστερ και του Σικάγου τον 19ο
αιώνα, το 60% των νηπίων πέθαιναν πριν συμπληρώσουν τα
πέντε έτη και το προσδόκιμο ζωής ήταν τα 26 έτη, σε σύγκριση
με τις αντίστοιχες τιμές 32% και 40 στην ύπαιθρο. Στο
μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, οι πόλεις ήταν τόποι
από τους οποίους ήθελε κάποιος να δραπετεύει. Τον 20ό αιώνα
στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη παρατηρήθηκε μια
βιαστική φυγή μακριά από τη μαστιζόμενη από την
εγκληματικότητα και πυκνόκτιστη πόλη προς τη γη της
επαγγελίας, τα κατάφυτα προάστια. Τη δεκαετία του 1990,
έπειτα από δεκαετίες αστικής κρίσης, το 60% των Νεοϋορκέζων
και το 70% των Λονδρέζων δήλωναν ότι θα προτιμούσαν να
ζουν κάπου αλλού. Πρόσφατες έρευνες με χρήση μαγνητικών
τομογραφιών, για την κατανόηση των νευρωνικών διαδικασιών
που σχετίζονται με την αστική ζωή, έδειξαν πως όσοι έχουν
μεγαλώσει μέσα στο κοινωνικό στρες του αστικού περιβάλλοντος
με τους φρενήρεις ρυθμούς παρουσίασαν μείωση φαιάς ουσίας
στον δεξιό ραχιοπλευρικό προμετωπιαίο φλοιό και στον πρόσθιο
φλοιό του προσαγωγίου. Πρόκειται για δύο πολύ σημαντικές
περιοχές του εγκεφάλου που ρυθμίζουν την ικανότητά μας να
επεξεργαζόμαστε συναισθήματα και στρες. Η πόλη
επανακαλωδιώνει τον εγκέφαλό μας: οι αστικοί πληθυσμοί,
λοιπόν, είναι πολύ πιθανότερο να πάσχουν από διαταραχές
διάθεσης και άγχους απ’ ό,τι οι κάτοικοι της υπαίθρου. Το
έγκλημα, η ασθένεια, ο θάνατος, η κατάθλιψη, η φυσική φθορά,
η φτώχεια και ο συνωστισμός συχνά μετατρέπουν την πόλη σε
έναν τόπο όπου υποφέρουμε και επιβιώνουμε όπως μπορούμε.20
Ως την πρόοδο της ιατρικής και τη βελτίωση των συνθηκών
υγιεινής τον 20ό αιώνα, οι πόλεις είχαν ανάγκη από μια συνεχή
ροή εισερχόμενων κατοίκων για την υποστήριξη του πληθυσμού
και ως αντιστάθμισμα στις απώλειες (κυρίως βρεφών, νηπίων και
παιδιών) λόγω ασθένειας. Όπως και τόσοι άλλοι, ο Ενκίντου
ανακαλύπτει το βαρύ τίμημα που πρέπει να πληρώσει για την
είσοδό του στην πόλη. Ο θάνατός του ραγίζει την καρδιά του
αγαπημένου του συντρόφου, του Γκιλγκαμές. Ο συντετριμμένος
ήρωας τώρα βλέπει την πόλη όχι ως το μεγαλύτερο ανθρώπινο
επίτευγμα, αλλά ως θάνατο. Απαρνιέται την Ουρούκ και
αναζητά παρηγοριά στη φύση, περιδιαβαίνοντας την άγρια
ύπαιθρο ντυμένος με δέρματα άγριων ζώων, μιμούμενος τον
νεκρό φίλο του.
Ο Γκιλγκαμές πιστεύει ότι μπορεί να εξαπατήσει τον θάνατο
προσπαθώντας να γίνει ένα με τη φύση. Η αναζήτηση της
αιώνιας ζωής τον στέλνει στην άκρη του κόσμου, όπου αναζητά
τον Ουτναπιστίμ. Στις απαρχές του χρόνου, ο θεός Ενλίλ είχε
ενοχληθεί από τον θόρυβο και τον σαματά που έκαναν οι
άνθρωποι στις πόλεις τους· αναζητώντας τη γαλήνη και την
ηρεμία, έστειλε μια μεγάλη πλημμύρα για να τους αφανίσει. Στο
σχέδιό του εναντιώθηκε ένας άλλος θεός, ο Ένκι, που πρόσταξε
τον Ουτναπιστίμ να κατασκευάσει μια μεγάλη κιβωτό και να τη
γεμίσει με την οικογένειά του μαζί με σπόρους και ζεύγη ζώων.
Όταν υποχώρησαν τα νερά της πλημμύρας, στους επιζήσαντες
επιτράπηκε να εγκατασταθούν ξανά στον πλανήτη, γιατί οι θεοί
ανακάλυψαν ότι, χωρίς τους ανθρώπους για να τους υπηρετούν,
οι ίδιοι πεινούσαν. Σε αντάλλαγμα της διατήρησης της ζωής,
στον Ουτναπιστίμ και στη γυναίκα του δόθηκε η αθανασία· ο
Γκιλγκαμές θέλει να μάθει το μυστικό τους. Έπειτα από πολλές
περιπέτειες, ο Γκιλγκαμές φτάνει στην κατοικία του
Ουτναπιστίμ. Εκεί ο ήρωας τελικά διδάσκεται το οδυνηρό
μάθημα ότι ο θάνατος είναι μια αναπόφευκτη συνθήκη της
ζωής.
Το έπος αρχίζει με έναν εγκωμιαστικό ύμνο στην Ουρούκ. Στο
τέλος του, ο Γκιλγκαμές έχει αλλάξει τελείως άποψη. Μετά τις
κακουχίες της αναζήτησής του και την απόρριψη του πολιτισμού
από πλευράς του, επιστρέφει στην πόλη του και τελικά φτάνει
στην αληθινή συνειδητοποίηση. Οι μεμονωμένοι άνθρωποι
μπορεί να είναι θνητοί, αλλά οι συλλογικές δυνάμεις της
ανθρωπότητας επιβιώνουν μέσω των κτιρίων που οικοδομούν και
της γνώσης που χαράζουν σε πήλινες πινακίδες. Ο Γκιλγκαμές
χτίζει ισχυρά τείχη για την Ουρούκ και χρησιμοποιεί τον γραπτό
λόγο (ο οποίος επινοήθηκε επίσης στην Ουρούκ) για να αφηγηθεί
την ιστορία του στις μελλούμενες γενιές. Τόσο τα τείχη όσο και
το έπος είναι αιώνια μνημεία τα οποία του εγγυώνται την
αθανασία που τόσο απεγνωσμένα είχε αναζητήσει στην άγρια
φύση.
Ακόμα κι αν ταξίδεψε ως τα πέρατα της γης, η μαγνητική
δύναμη της Ουρούκ τον τραβά κοντά της: η πόλη γίνεται πλέον
η δύναμη που ελέγχει το ανθρώπινο πεπρωμένο. Προς το τέλος
του έπους ο Γκιλγκαμές, γεμάτος περηφάνια, προσκαλεί τον
βαρκάρη που τον έφερε πίσω στην πατρίδα του από τα πέρατα
του κόσμου να «περπατήσει στα τείχη της Ουρούκ… ποιο
ανθρώπινο δημιούργημα μπορεί να συγκριθεί με αυτά; Εμπρός,
ανέβα· περπάτησέ τα – κοίταξε τα θεμέλια. Δεν είναι εξαιρετικά;
Δεν τα σχεδίασαν άραγε οι ίδιοι οι Επτά Σοφοί;»21
Ο Γκιλγκαμές επιστρέφει από τα πέρατα του κόσμου για να
θυμίσει στους πολίτες της Ουρούκ ότι η πόλη τους ήταν ένα
δώρο από τους θεούς και ό,τι πιο όμορφο δημιουργήθηκε ποτέ
στον κόσμο: η αναζήτησή του τελικά οδηγεί στην ανανέωση της
πίστης στον αστικό τρόπο ζωής.
Οι θεότητες των Σουμερίων δεν κατοικούσαν σε πηγές ή σε
ξέφωτα του δάσους ή στα σύννεφα, αλλά στην καρδιά των
αληθινών, χειροπιαστών πόλεων σαν την Ουρούκ. Οι Σουμέριοι
ήταν ο εκλεκτός λαός που κατοικούσε μαζί με τους θεούς στις
υπερπροηγμένες πόλεις, ενώ η υπόλοιπη ανθρωπότητα
φυτοζωούσε με τα μέλη της να ζουν ως γουνοφορεμένοι νομάδες
ή αυτοσυντήρητοι αγρότες. Παρ’ όλες τις εντάσεις της αστικής
ζωής, οι κάτοικοι της πόλης απολάμβαναν τη γενναιοδωρία των
θεών – τον γραπτό λόγο, για παράδειγμα, καθώς και μια σειρά
προνομίων, όπως μπίρα, εξωτικές τροφές, τεχνολογίες, είδη
πολυτελείας και περίτεχνα έργα τέχνης.
Για τους Σουμέριους, η πόλη και η ανθρωπότητα
δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα, τη στιγμή που γεννήθηκε ο
κόσμος. Δεν υπήρχε Κήπος της Εδέμ· η πόλη ήταν παράδεισος,
όχι τιμωρία, ένα οχυρό ενάντια στην απρόβλεπτη φύση και στη
βαρβαρότητα άλλων ανθρώπων. Αυτή η πεποίθηση της θεϊκής
καταγωγής των πόλεων έδωσε στον αστικό τους πολιτισμό μια
πραγματικά αξιοθαύμαστη διάρκεια.22
Σε όλες τις τοποθεσίες όπου πρωτοεμφανίστηκε η αστικοποίηση,
οι πόλεις σχεδιάζονταν ως ένας τρόπος ευθυγράμμισης των
ανθρώπινων δραστηριοτήτων με την προϋπάρχουσα τάξη και τις
ενέργειες του σύμπαντος. Οι πρώιμες κινεζικές πόλεις, σε
τετράγωνη διάταξη και χωρισμένες σε εννέα μικρότερα τετράγωνα
με ένα οδικό δίκτυο προσανατολισμένο στα σημεία του ορίζοντα,
αντικατόπτριζαν την ουράνια γεωμετρία. Στις πόλεις καθ’
ομοίωση των ουράνιων, η θεϊκή ενέργεια (qi) ακτινοβολούσε από
το κέντρο προς την περιφέρεια. Αυτό το πρότυπο επιβίωσε στην
Κίνα από τη δεύτερη ή πρώτη χιλιετία π.Χ. ως το 1949, όταν
ανακηρύχθηκε Λαϊκή Δημοκρατία. Οι πόλεις των Μάγια
ευθυγράμμιζαν τη διάταξη των οδών τους με την ισημερία και
αξιοποιούσαν τις δυνάμεις του σύμπαντος αναπαράγοντας τη
διάταξη των άστρων. Όλες αυτές δεν ήταν απλώς ιερές πόλεις:
όπως και οι μητροπόλεις της Μεσοποταμίας, ήταν ο τόπος όπου
οι θνητοί συνδέονταν άμεσα με τους θεούς. Αυτή η παρόρμηση
να κατασκευάσουν ένα εύτακτο ομοίωμα του ουρανού –μια
οργανωμένη κατασκευή που δάμαζε τις αρχέγονες δυνάμεις του
χάους– εν μέρει εξηγεί για ποιο λόγο οι λαοί, σε διαφορετικά
μέρη του κόσμου και ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, άρχισαν
να χτίζουν οικισμούς.
Οι πόλεις είναι μεγάλες, απρόσωπες και αποξενώνουν τους
ανθρώπους. Βασίζονται στη συνεργασία μεταξύ χιλιάδων (και
αργότερα εκατομμυρίων) ανθρώπων άγνωστων μεταξύ τους· η
πυκνότητα και η κλίμακά τους ωθούν στα όρια την ικανότητά
μας να ανεχόμαστε ξένους. Είναι ευάλωτες σε λιμούς, λοιμούς
και στον πόλεμο. Απαιτούνταν βάναυσες μορφές καταναγκασμού
για να ανεγερθούν τείχη και ναοί, να σκαφτούν και να
συντηρηθούν συστήματα άρδευσης. Συνεπώς, δεν θα έπρεπε να
έχουν επιτυχία.
Και όμως έχουν, και μάλιστα μεγάλη. Η ιστορία της Ουρούκ
και οι λόγοι της γένεσης των πρώτων πόλεων οδηγούν σε μια
απάντηση σχετικά με αυτό. Ο μεσοποτάμιος αστικός πολιτισμός
με αφετηρία την Ουρούκ διήρκεσε σχεδόν 4.000 χρόνια,
επιβιώνοντας από πολέμους, περιβαλλοντικές καταστροφές και
οικονομικές καταρρεύσεις· βίωσε την άνοδο και την πτώση
πολυάριθμων αυτοκρατοριών και βασιλείων και στάθηκε
μακροβιότερος από αυτά τα πανίσχυρα δημιουργήματα. Ένας
τέτοιος πολιτισμός δεν εξαρτιόταν τόσο από τα ανθεκτικά κτίριά
του όσο από τη στιβαρή ιδεολογία του. Η ζωή στην πόλη είναι
κάτι δύσκολο και βαθιά αφύσικο. Ο μύθος του Γκιλγκαμές ήταν
μία από τις ιστορίες που αφηγούνταν οι αστοί, από γενιά σε
γενιά, για να μη λησμονήσουν την εξουσία και τη δύναμη των
πόλεών τους. Η ζωή στην πόλη –ένας τρόπος ζωής που τον
στερήθηκε η πλειονότητα της ανθρωπότητας– ήταν θεϊκό
προνόμιο, όχι κατάρα.
9
Andrew George (επιμέλεια και μετάφραση), The Epic of Gilgamesh (Λονδίνο, 2013),
I:101 κ.ε.
10
Paul Kriwaczek, Babylon: Mesopotamia and the birth of civilisation, σελ. 80·
Mary Shepperson, «Planning for the Sun: urban forms as a Mesopotamian
response to the sun», World Archaeology, 41:3 (Σεπτέμβριος 2009), σελ. 363–78.
11
Jeremy A. Black et al., The Literature of Ancient Sumer (Οξφόρδη, 2006), σελ.
118 κ.ε.
12
P. Sanlaville, «Considerations sur l’évolution de la basse Mésoptamie au cours
des derniers illénaires», Paléorient, 15:5 (1989), σελ. 5–27· N. Petit-Maire, P.
Sanlaville & Z.W. Yan, «Oscillations de la limite nord du domaine des moussons
africaine, indienne, et asiatique, au cours du dernier cycle climatique», Bulletin
de la Societé Géologique de France, 166 (1995), σελ. 213–20· Harriet Crawford, Ur:
the city of the Moon God (Λονδίνο, 2015), σελ. 4 κ.ε.· Guillermo Algaze, Ancient
Mesopotamia at the Dawn of Civilization: the evolution of the urban landscape
(Σικάγο, 2008), σελ. 41 κ.ε.· Hans J. Nissen, The Early History of the Ancient Near
East, 9000–2000 bc (Σικάγο, 1988).
13
Gwendolyn Leick, Mesopotamia: the invention of the city (Λονδίνο, 2001), σελ.
2–3, 8–9, 19 κ.ε.
14
Ibid., σελ. 35 κ.ε., 50, 54.
15
Thomas W. Killion, «Nonagricultural Cultivation and Social Complexity: the
Olmec, their ancestors, and Mexico’s Southern Gulf Coast lowlands», Current
Anthropology, 54:5 (Οκτώβριος 2013), σελ. 569–606· Andrew Lawler, «Beyond the
Family Feud», Archaeology, 60:2 (Μάρτιος/Απρίλιος 2007), σελ. 20–5· Charles
Higham, «East Asian Agriculture and Its Impact», στο Christopher Scarre (επιμ.),
The Human Past: world prehistory and the development of human societies
(Λονδίνο, 2005), σελ. 234–63· Roderick J. McIntosh, «Urban Clusters in China and
Africa: the arbitration of social ambiguity», Journal of Field Archaeology, 18:2
(Καλοκαίρι 1991), σελ. 199–212.
16
Jennifer Pournelle & Guillermo Algaze, «Travels in Edin: deltaic resilience and
early urbanism in Greater Mesopotamia», στο H. Crawford (επιμ.), Preludes to
Urbanism: studies in the late Chalcolithic of Mesopotamia in honour of Joan
Oates (Οξφόρδη, 2010), σελ. 7–34.
17
H. Weiss, «The Origins of Tell Leilan and the Conquest of Space in Third
Millennium North Mesopotamia», στο H. Weiss (επιμ.), The Origins of Cities in
Dry-Farming Syria and Mesopotamia in the Third Millennium bc (Γκίλφορντ, CT,
1986).
18
10 Guillermo Algaze, «The Uruk Expansion: cross-cultural exchange in early
Mesopotamian civilisation», Current Anthropology, 30:5 (Δεκέμβριος 1989), σελ.
581.
19
William Blake Tyrrell, «A Note on Enkidu’s Enchanted Gate», Classical Outlook,
54:8 (Απρίλιος 1977), σελ. 88.
20
Guillermo Algaze, «Entropic Cities: the paradox of urbanism in ancient
Mesopotamia», Current Anthropology, 59:1 (Φεβρ. 2018), σελ. 23–54· Florian
Lederbogen et al., «City-Living and Urban Upbringing A ect Neural Social
Stress Processing in Humans», Nature, 474 (2011), σελ. 498–501· Leila Haddad et
al., «Brain Structure Correlates of Urban Upbringing, an Environmental Risk
Factor for Schizophrenia», Schizophrenia Bulletin, 41:1 (Ιανουάριος 2015), σελ.
115–22.
21
George, XI:323–6.
22
Leick, σελ.1 κ.ε., 29.
23
Geo Emberling & Leah Minc, «Ceramics and Long-Distance Trade in Early
Mesopotamian States», Journal of Archaeological Science, Reports: 7 (Μάρτιος
2016)· Giacomo Benati, «The Construction of Large-Scale Networks in Late
Chalcolithic Mesopotamia: emergent political institutions and their strategies»,
στο Davide Domenici & Nicolo Marchetti, Urbanized Landscapes in Early Syro-
Mesopotamia and Prehispanic Mesoamerica (Βισμπάντεν, 2018).
24
Hans J. Nissen, Peter Damerow & Robert K. Englund, Archaic Bookkeeping:
early writing and techniques of economic administration in the ancient Near
East (Σικάγο, 1993), σελ. 36.
25
Leick, σελ. 89 κ.ε.
26
Ibid., σελ. 106.
27
Kriwaczek, σελ. 162.
28
Ibid., σελ. 161–2.
29
Leick, σελ. 139, 146, 268.
2 - Ο Κήπος της Εδέμ και η Πόλη της
Αμαρτίας - Χαράπα και Βαβυλώνα, 2000-539
π.Χ.
55
«Old Oligarch», The Constitution of the Athenians, σελ. 2.7–8.
56
Demetra Kasimis, The Perpetual Immigrant and the Limits of Athenian
Democracy (Κέιμπριτζ, 2018), σελ. 22.
57
Edith Hall, The Ancient Greeks: ten ways they shaped the modern world
(Λονδίνο, 2016), Εισαγωγή, Κεφάλαιο 3.
58
Ibid., Κεφάλαιο 3.
59
Mogens Herman Hansen, «The Hellenic Polis», στο Hansen (επιμ.), A
Comparative Study of Thirty City-State Cultures: an investigation conducted by
the Copenhagen Polis Centre (Κοπεγχάγη, 2000), σελ. 141 κ.ε.
60
Ibid., σελ. 146 κ.ε.
61
Ibid., σελ. 145.
62
Stavros Stavrides, «The December 2008 Youth Uprising in Athens: spatial
justice in an emergent “city of thresholds”», spatial justice, 2 (Οκτώβριος 2010)·
Ursula Dimitriou, «Commons as Public: re-inventing public spaces in the centre
of Athens», στο Melanie Dodd (επιμ.), Spatial Practices: modes of action and
engagement with the city (Abingdon, 2020)· Helena Smith, «Athens’ Uno cial
Community Initiatives O er Hope after Government Failures», Guardian, 21/9/
2016.
63
Hussam Hussein Salama, «Tahrir Square: a narrative of public space»,
International Journal of Architectural Research, 7:1 (Μάρτιος 2013), σελ. 128–38·
Joshua E. Keating, «From Tahrir Square to Wall Street», Foreign Policy,
5/10/2011, https://foreignpolicy.com/2011/10/05/from-tahrir-square-to-wall-street/
64
Je rey Hou, «(Not) Your Everyday Public Space», στο Hou (επιμ.), Insurgent
Public Space: guerrilla urbanism and the remaking of contemporary cities
(Λονδίνο, 2010), σελ. 3–5.
65
R. E. Wycherley, The Stones of Athens (Πρίνστον, 1978), σελ. 91–2.
66
Judith L. Shear, Polis and Revolution: responding to oligarchy in classical
Athens (Κέιμπριτζ, 2011), σελ. 113 κ.ε.· Gabriel Herman, Morality and Behaviour in
Democratic Athens: a social history (Κέιμπριτζ, 2006), σελ. 59 κ.ε.
67
Shear, σελ. 178 κ.ε.
68
Ibid., σελ. 50.
69
James Watson, «The Origin of Metic Status at Athens», Cambridge Classical
Journal, 56 (2010), σελ. 259–78.
70
Justin Pollard & Howard Reid, The Rise and Fall of Alexandria, Birthplace of
the Modern World (Λονδίνο, 2006), σελ. 1 κ.ε., 24–6.
71
Abraham Akkerman, «Urban Planning and Design as an Aesthetic Dilemma:
void versus volume in city-form», στο Sharon M. Meagher, Samantha Noll &
Joseph S. Biehl (επιμ.), The Routledge Handbook of Philosophy of the City (NY,
2019).
72
Δίων Χρυσόστομος, Λόγοι, 32:36.
4 - Αυτοκρατορική μεγαλούπολη - Ρώμη, 30
π.Χ. - 537 μ.Χ.
Θα σου πω εγώ για τις φασαρίες, δικέ μου. Οι τύποι είπαν ότι
οι βρομολατίνοι απαγορεύεται να περνούν ανατολικά της Παρκ
Άβενιου. Αλλά υπήρχε μόνο μία πισίνα και αυτή ήταν η
Τζέφερσον στην 112η Οδό και στο Ιστ Ρίβερ. Δηλαδή, ρε φίλε,
έπρεπε να διασχίσεις το Παρκ, το Λέξινγκτον, το Θερντ, το
Σέκοντ, το Φερστ, το Πλέζαντ. Τίγκα στους βρομοϊταλούς. Οι
μεγαλύτεροι στέκονταν μπροστά στα σκαλιά και στα
καταστήματα, μας στραβοκοίταζαν, όλοι με το φανελάκι· τα
παιδιά ήταν σκαρφαλωμένα στις στέγες με σκουπιδοτενεκέδες
και στα υπόγεια με μπαστούνια και αλυσίδες ποδηλάτου…
Φάγαμε τρελό ξύλο – ήταν τσιφλίκι τους, ήταν και πολλοί...
Προσπαθούσαμε να γίνουμε ένα με αυτούς αλλά δεν μας
άφηναν να μπούμε στην πισίνα. Hijos de puta.92,93
73
Fikret K. Yegül, Baths and Bathing in Classical Antiquity (Κέιμπριτζ, MA, 1995),
σελ. 31.
74
Richard Guy Wilson, McKim, Mead and White Architects (NY, 1983), σελ. 211–12.
75
Garret G. Fagan, Bathing in Public in the Roman World (Ann Arbor, 1999), σελ.
34–5.
76
Yegül, σελ.30.
77
Ibid., σελ. 32.
78
Σενέκας, Ηθικαί Επιστολαί προς Λουκίλιον, 86:4–12.
79
Fagan, σελ. 317.
80
Janet Smith, Liquid Assets: the lidos and open-air swimming pools of Britain
(Λονδίνο, 2005), σελ. 19.
81
Ronald A. Davidson & J. Nicholas Entrikin, «The Los Angeles Coast as a Public
Place», Geographical Review, 95:4 (Οκτώβριος 2005), σελ. 578–93.
82
Προάστια. (Σ.τ.Μ.)
83
Michele de la Pradelle & Emmanuelle Lallement, «Paris Plage: “the city is
ours”«, Annals of the American Academy of Political and Social Sciences, 595
(Σεπτέμβριος 2005), σελ. 135.
84
Peter Ackroyd, Thames: sacred river (Λονδίνο, 2007), σελ. 339· The Works of the
Rev. Jonathan Swift (Λονδίνο, 1801), Vol. XV, σελ. 62· The Times, 24/6/1865.
85
Pall Mall Gazette, 13/7/1869.
86
Andrea Renner, «A Nation that Bathes Together: New York City’s progressive
era public baths», Journal of the Society of Architectural Historians, 67:4
(Δεκέμβριος 2008), σελ. 505.
87
Je rey Turner, «On Boyhood and Public Swimming: Sidney Kingsley’s Dead
End and representations of underclass street kids in American cultural
production», στο Caroline F. Levander & Carol J. Singley (επιμ.), The American
Child: a cultural studies reader (New Brunswick, 2003)· Marta Gutman, «Race,
Place, and Play: Robert Moses and the WPA swimming pools in New York City»,
Journal of the Society of Architectural Historians, 67:4 (Δεκέμβριος 2008), σελ. 536.
88
Σειρά από προγράμματα, δημόσια έργα, οικονομικές μεταρρυθμίσεις και ρυθμιστικές
αρχές που νομοθετήθηκαν επί της προεδρικής θητείας του Φράνκλιν Ντ. Ρούζβελτ στις
ΗΠΑ κατά το χρονικό διάστημα 1933-1939. (Σ.τ.Μ.)
89
Marta Gutman, «Equipping the Public Realm: rethinking Robert Moses and
recreation», στο Hilary Ballon & Kenneth T. Jackson (επιμ.), Robert Moses and the
Modern City: the transformation of New York (NY, 2007).
90
Gutman (2008), σελ. 540· Smith (2005), σελ. 30.
91
Je Wiltse, Contested Waters: a social history of swimming pools in America
(Τσάπελ Χιλ, 2007), σελ. 94.
92
Edwin Torres, Carlito’s Way: rise to power (NY, 1975), σελ. 4–6.
93
Πουτάνας γιοι. Ισπανικά στο κείμενο. (Σ.τ.Μ.)
94
Fagan, σελ. 32.
95
Jeremy Hartnett, The Roman Street: urban life and society in Pompeii,
Herculaneum, and Rome (Κέιμπριτζ, 2017), σελ. 1.
96
Γιουβενάλης, Σάτιραι, III:190–204.
97
Κικέρωνας, Ad Attica, 14.9· Στράβωνας, V:III, 235· Mary Beard, SPQR: a history of
ancient Rome (Λονδίνο, 2015), σελ. 455 κ.ε.· Jerry Toner, Popular Culture in
Ancient Rome (Κέιμπριτζ, 2009), σελ. 109 κ.ε.
98
Stade de France, γαλλικά στο κείμενο. (Σ.τ.Μ.)
99
Louise Revell, «Military Bathhouses in Britain: a comment», Britannia, 38
(2007), σελ. 230–7.
100
Ian Blair et al., «Wells and Bucket-Chains: unforeseen elements of water
supply in early Roman London», Britannia, 37 (2006).
101
Fagan, σελ. 188, Piers D. Mitchell, «Human Parasites in the Roman World:
health consequences of conquering an empire», Parasitology, 144:1 (Ιανουάριος
2017), σελ. 48–58· A. M. Devine, «The Low Birth-rate in Ancient Rome: a possible
contributing factor», Rheinisches Museum für Philologie (1985), σελ. 313 κ.ε.
102
David Frye, «Aristocratic Responses to Late Roman Urban Change: the
examples of Ausonius and Sidonius in Gaul», Classical World, 96:2 (Χειμώνας
2003), σελ. 185–96.
103
Yegül, σελ. 314.
104
Matthew Kneale, Rome: a history in seven sackings (Λονδίνο, 2017), σελ. 40.
105
Ibid., σελ. 94–5.
5 - Γαστρόπολη - Βαγδάτη, 537-1258 μ.Χ.
106
Ολοθούρια ή Ολοθουροειδή: θαλάσσια εχινόδερμα με επίμηκες σώμα που απαντούν
στις θερμές και εύκρατες θάλασσες. (Σ.τ.Μ.)
107
Regina Krahl, John Guy, J. Keith Wilson & Julian Raby (επιμ.), Shipwrecked:
Tang treasures and monsoon winds (Σιγκαπούρη, 2010)· Alan Chong & Stephen A.
Murphy, The Tang Shipwreck: art and exchange in the 9th century (Σιγκαπούρη,
2017).
108
Ανήκει στην οικογένεια τροπικών δέντρων Afzelia, που χρησιμοποιούνται κυρίως
για την ξυλεία τους λόγω της ανθεκτικότητας και της μεγάλης φυσικής της διάρκειας.
Στην Ελλάδα το υποείδος Afzelia Africana ονομάζεται κοινώς «ντουσιέ» («doussie»).
(Σ.τ.Μ.)
109
Βλ. Krahl et al. και Chong και Murphy.
110
Justin Marozzi, Baghdad: city of peace, city of blood (Λονδίνο, 2014), σελ. 92.
111
Το αντίστοιχο του Αρχαγγέλου Γαβριήλ στο Κοράνι. (Σ.τ.Μ.)
112
Hugh Kennedy, «From Polis to Madina: urban change in late antiquity and
early Islamic Syria», Past and Present, 106 (Φεβρουάριος 1985), σελ. 3–27.
113
Ibid.· Besim Hakim, «Law and the City», στο Salma K. Jayyusi (επιμ.), The City
in the Islamic World (Λάιντεν, 2008), σελ. 71–93.
114
Marozzi, σελ. 92.
115
Lincoln Paine, The Sea and Civilisation: a maritime history of the world
(Λονδίνο, 2015), σελ. 265.
116
Xinru Liu, The Silk Road in World History (Οξφόρδη, 2010), σελ. 101.
117
Nawal Nasrallah, Annals of the Caliphs’ Kitchens: Ibn Sayyar al-Warraq’s
tenth-century Baghdadi cookbook (Βοστόνη, MA, 2007), σελ. 35.
118
David Waines, «“Luxury Foods” in Medieval Islamic Societies», World
Archaeology, 34:3 (Φεβρουάριος 2003), σελ. 572.
119
International Labour O ce, Women and Men in the Informal Sector: a
statistical picture (Γενεύη, 2002)· «Mumbai Street Vendors», Guardian, 28/11/2014·
Henry Mayhew, London Labour and the London Poor, 4 τόμοι (Λονδίνο, 1861–2),
Τόμ. I, σελ. 160, 165.
120
Omiko Awa, «Roasted Corn: satisfying hunger returns good pro t», Guardian
(Νιγηρία), 21/9/2015.
121
Σατιρικό περιοδικό του Λονδίνου που ιδρύθηκε το 1841. (Σ.τ.Μ.)
122
Mayhew, Τόμ. I, σελ. 158.
123
Charles Manby Smith, Curiosities of London Life; or, phrases, physiological
and social of the great metropolis (Λονδίνο, 1853), σελ. 390.
124
Καντίνες πώλησης μεξικανικού φαγητού. (Σ.τ.Μ.)
125
Teju Cole, Every Day Is for the Thief (Λονδίνο, 2015), σελ. 57.
126
S. Frederick Starr, Lost Enlightenment: central Asia’s golden age from the Arab
conquest to Tamerlane (Πρίνστον, 2013), σελ. 132 κ.ε.
127
Marozzi, σελ. 65.
128
Starr, σελ. 167 κ.ε.
129
Ibid., σελ. 37 κ.ε., 62 κ.ε.
130
Georgina Herman & Hugh N. Kennedy, Monuments of Merv: traditional
buildings of the Karakum (Λονδίνο, 1999), σελ. 124.
131
Starr, σελ. 28–9.
132
Δηλαδή, «ασυναρτησίες, αρλούμπες, αλαμπουρνέζικα, βλακείες». (Σ.τ.Μ.)
133
Ibid., σελ.162–3.
134
Hyunhee Park, Mapping the Chinese and Islamic Worlds: cross-cultural
exchange in pre-modern Asia (Κέιμπριτζ, 2012), σελ. 77.
135
Glen Dudbridge, «Reworking the World System Paradigm», Past and Present,
238, Supplement 13 (Νοέμβριος 2018), σελ. 302 κ.ε.
136
Pius Malekandathil, Maritime India: trade, religion and polity in the Indian
Ocean (Δελχί, 2010), σελ. 39 κ.ε.
137
Paine, σελ. 273.
138
Ibid., σελ. 306.
139
Kanakalatha Mukund, Merchants of Tamilakam: pioneers of international
trade (Νέο Δελχί, 2012), σελ. 164–6.
140
Dashu Qin & Kunpeng Xiang, «Sri Vijaya as the Entrepôt for Circum-Indian
Ocean Trade: evidence from documentary records and materials from
shipwrecks of the 9th–10th centuries», Étudies Océan Indien, σελ. 46–7 (2011), σελ.
308–36.
6 - Πόλεις του πολέμου - Λούμπεκ, 1226-
1491
141
Horst Boog, The Global War: Germany and the Second World War, Τόμος VI
(Οξφόρδη, 2015), σελ. 565.
142
Paine, σελ. 332, Helmond von Bosau, Slawenchronik, H. Stoob (επιμ.)
(Ντάρμστατ, 1983)· A. Graßmann (επιμ.), Lübeckische Geschichte (Λούμπεκ, 2008),
σελ. 1–123· H. Stoob, Lübeck (Αλτενμπέκεν, 1984).
143
Νησί της Σουηδίας. (Σ.τ.Μ.)
144
Bosau, σελ. 304, David Abula a, The Boundless Sea: a human history of the
oceans (Οξφόρδη, 2019), σελ. 424.
145
Peter Johanek, «Seigneurial Power and the Development of Towns in the Holy
Roman Empire», στο Anngret Simms & Howard B. Clarke (επιμ.), Lords and
Towns in Medieval Europe: the European Historic Towns Atlas Project (Λονδίνο,
2015), σελ. 142.
146
Πόλη της Μεσοποταμίας. (Σ.τ.Μ.)
147
Roger Crowley, City of Fortune: how Venice won and lost a naval empire
(Λονδίνο, 2011), σελ. 66.
148
O City of Byzantium: annals of Niketas Choniates, μεταγραφή Harry J.
Magoulias (Ντιτρόιτ, 1984), σελ. 317.
149
Ανακατάκτηση, ισπανικά στο κείμενο. Η σταδιακή κατάκτηση και ανάκτηση των
μουσουλμανικών εδαφών στην Ιβηρική χερσόνησο εκ μέρους των χριστιανικών
βασιλείων της βόρειας Ευρώπης σε μια περίοδο που καλύπτει συμβατικά περίπου 800
έτη (718-1492). (Σ.τ.Μ.)
150
M. Schmidt, Verö entlichungen zur Geschichte der Freien und Hansestadt
Lübeck (Λούμπεκ, 1933), Τόμος XII, σελ. 42–3· Ernst Deecke, Der Lübeckischen
Gesellschaft zur Beförderung gemeinnütziger Thätigkeit (Λούμπεκ, 1939), σελ. 33.
151
Μακάβριος χορός, γαλλικά στο κείμενο. (Σ.τ.Μ.)
152
Rhiman A. Rotz, «The Lubeck Uprising of 1408 and the Decline of the
Hanseatic League», Proceedings of the American Philosophical Society, 121:1
(Φεβρουάριος 1977), σελ. 17 κ.ε., 24.
153
Ibid., σελ. 31.
154
J. Kathirithamby-Wells, «The Islamic City: Melaka to Jogjakarta, c.1500–1800»,
Modern Asian Studies, 20:2 (1986), σελ. 333–51.
155
Johanek, σελ. 146–8, Athanasios Moulakis, Republican Realism in Renaissance
Florence: Francesco Guicciardini’s Discorso di Logrogno (Λάνχαμ, 1998), σελ. 119.
156
Νέο Νεώριο, ιταλικά στο κείμενο. (Σ.τ.Μ.)
157
Manuel Eisner, «Interactive London Medieval Murder Map», University of
Cambridge: Institute of Criminology (2018),
https://www.vrc.crim.cam.ac.uk/vrcresearch/london-medievalmurder-map
7 - Πόλεις του κόσμου - Λισαβόνα, Μελάκα,
Τενοχτιτλάν, Άμστερνταμ,1492-1666
*
Μία από τις μεγάλες πόλεις της εποχής, το κέντρο του εμπορίου
μπαχαρικών, η Καλικούτ, απλωνόταν από την ακτή ως τους
πρόποδες της οροσειράς Γκατ. Τα ασβεστωμένα σπίτια των
εμπόρων και τα ξύλινα παλάτια των ευγενών, με θέα στη
θάλασσα, κρυφοκοίταζαν πίσω από φοίνικες. Οι μιναρέδες
υψώνονταν ως τον ουρανό από τεμένη που βρίσκονταν κοντά σε
μεγάλους ινδουιστικούς ναούς. Όταν οι εξαντλημένοι και
νευρικοί άνδρες του Ντα Γκάμα έφτασαν σε αυτή την τεράστια,
πυκνόκτιστη πόλη –αφελείς Ευρωπαίοι καθώς ήταν– θα νόμισαν
ότι έμπαιναν σε μια παράξενη εξωτική, ανεξερεύνητη γη. Σε μία
από αυτές τις ειρωνείες της ιστορίας, οι πρώτοι άνθρωποι που
συνάντησαν ήταν δύο έμποροι από την Τυνησία, σε μικρή
απόσταση από την Πορτογαλία. «Μπα που να σε πάρει ο
διάβολος!» αναφώνησε ένας από αυτούς τους κουρασμένους
ταξιδιώτες στην καταλανική διάλεκτο. «Πώς βρέθηκες εδώ;»
Η απάντηση ήταν απλή: ήρθαν, καθώς είπαν, σε αναζήτηση
χριστιανών και μπαχαρικών. Οι παρείσακτοι μάλλον δεν
σκέφτηκαν, όταν τους απευθύνθηκαν σε ευρωπαϊκές γλώσσες, ότι
ο κόσμος ήταν πολύ πιο διασυνδεδεμένος και οικονομικά
ενοποιημένος απ’ ό,τι μπορούσαν να φανταστούν. Οι άντρες του
Ντα Γκάμα είχαν έρθει από τον δύσκολο δρόμο, μέσω του
Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Οι Τυνήσιοι απλώς
ακολούθησαν τους πεπατημένους ισλαμικούς δρόμους απευθείας
από την πατρίδα τους.
Δεν υπήρχε κανένας χριστιανός βασιλιάς. Και τα μπαχαρικά
έπρεπε να τα πληρώσουν. Τι διέθεταν για να ανταλλάξουν οι
Πορτογάλοι; Ο Ντα Γκάμα άνοιξε τα δώρα του για να
εντυπωσιάσει τον βασιλιά, τον ινδουιστή Ζαμορίν, «τον Άρχοντα
της Θάλασσας»: δώδεκα κομμάτια ριγέ ύφασμα, τέσσερις άλικες
κουκούλες, έξι καπέλα, τέσσερις αλυσίδες κοραλλιών, έξι λεκάνες,
ένα κιβώτιο ζάχαρης, δύο βαρέλια με μέλι και δύο με λάδι.
Όταν τα είδε, ο αξιωματούχος του Ζαμορίν γέλασε· ακόμα κι ο
φτωχότερος έμπορος της Μέκκας κόμιζε καλύτερα δώρα από τον
βασιλιά της Πορτογαλίας. Αρνήθηκε ακόμη και να τα
παρουσιάσει ενώπιον του κυρίου του.
Αυτή ήταν μια εμπορική πόλη και ο ηγεμόνας της ήταν ένας
εμπορικός βασιλιάς. Η Καλικούτ, με τους τεράστιους ναούς και
τα παλάτια της, τα αμέτρητα πλήθη της και ένα μείγμα από
Εβραίους, μουσουλμάνους, ινδουιστές και βουδιστές, έκανε τη
Λισαβόνα να φαντάζει επαρχιακή. Οι έμποροι έρχονταν από όλες
τις θάλασσες των μουσώνων, όπως έκαναν επί μια χιλιετία,
φέρνοντας εμπορεύματα αξίας. Ο Ζαμορίν επωφελήθηκε από το
ελεύθερο εμπόριο, συλλέγοντας δασμούς από εκατοντάδες πλοία
που χρησιμοποιούσαν την Καλικούτ ως τη μεγαλύτερη
μητρόπολη μεταφόρτωσης στον Ινδικό Ωκεανό. Δεν είχε κανένα
ενδιαφέρον να αντιμετωπίσει με διπλωματική ευγένεια τον
εκπρόσωπο ενός βασιλιά μιας μακρινής χώρας που δεν είχε
τίποτα να προσφέρει σε επιχειρηματικό επίπεδο.
Και δεν ήταν μόνο ο Ζαμορίν. Όταν είδαν τα πορτογαλικά
αγαθά, οι μουσουλμάνοι έμποροι της Καλικούτ απλώς έφτυσαν
και σφύριξαν αποδοκιμαστικά: «Πορτογαλία! Πορτογαλία!» Σε
μια πόλη όπου ο πλούτος του κόσμου, από την Κίνα ως τη
Βενετία, συσσωρευόταν στα παζάρια, κανείς δεν ήθελε να
αγοράσει αυτό που είχαν φέρει οι Ευρωπαίοι· δεν είναι να απορεί
κανείς που ένα όμορφο πουκάμισο αξίας 300 reis στη Λισαβόνα
απέφερε τριάντα reis164 στην Καλικούτ. Αντίθετα, ένας σάκος με
μπαχαρικά κόστιζε δύο cruzados165 στην Καλικούτ και τριάντα
στη Λισαβόνα.
Μην μπορώντας να κατανοήσει την οικονομική
πραγματικότητα, ο Ντα Γκάμα, με την καχυποψία και τη
μνησικακία που είχε αποκτήσει από την Ευρώπη, υπέθεσε ότι οι
μουσουλμάνοι έμποροι συνωμοτούσαν εναντίον του,
εμποδίζοντας την πώληση πορτογαλικών βραχιολιών,
υφασμάτων και πουκαμίσων. Και τα πράγματα χειροτέρεψαν
όταν ο βασιλιάς ζήτησε την πληρωμή των λιμενικών δασμών
που απαιτούνταν από όλους τους επισκέπτες εμπόρους. Ο Ντα
Γκάμα δεν μπορούσε να πληρώσει σε χρυσό και τα ασήμαντα
εμπορεύματά του δεν είχαν αρκετή αξία για να καλύψουν τα
έξοδα. Αποφάσισε να φύγει χωρίς να πληρώσει. Πριν το κάνει,
απήγαγε έξι ινδουιστές εμπόρους από υψηλή κάστα. Όταν
απέπλευσε ο πορτογαλικός στολίσκος, καταδιώχθηκε από ένα
πλήθος πολεμικών πλοίων του Ζαμορίν. Καθώς δεν μπορούσαν
να συναγωνιστούν την πορτογαλική δύναμη πυρός, υπέστησαν
σοβαρές καταστροφές από κανονιοβολισμούς.166
Ο Ντα Γκάμα επέστρεψε με μια μικρή ποσότητα μπαχαρικών
και την πληροφορία ότι τα πορτογαλικά πλοία ήταν μακράν τα
ισχυρότερα σκάφη στα ασιατικά ύδατα. Η Βενετία και η Γένοβα
ανέμεναν την καταστροφή όταν οι ειδήσεις για την επιτυχία του
Ντα Γκάμα διαδόθηκαν σε όλη την Ευρώπη. Ο Μανουέλ, που
πλέον αυτοαποκαλείται «Άρχοντας της κατάκτησης, της
πλοήγησης και του εμπορίου της Αιθιοπίας, της Αραβίας, της
Περσίας και της Ινδίας», έστειλε μια άλλη αποστολή υπό τον
Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ το 1500.
Πλέοντας στον Ατλαντικό για να βρει τους δυτικούς ανέμους, ο
Καμπράλ ανακάλυψε τη γη που θα ονομαζόταν Βραζιλία. Στα
ύδατα της Ινδίας άρχισε να επιτίθεται σε μουσουλμανικά πλοία.
Οι σχέσεις με τον νέο Ζαμορίν της Καλικούτ διαλύθηκαν. Ένα
πλήθος μουσουλμάνων επιτέθηκε στον πορτογαλικό εμπορικό
σταθμό στην πόλη. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, οι
Πορτογάλοι ισχυρίστηκαν ότι «σκότωσαν ένα βουνό ανθρώπων»
στους δρόμους της Καλικούτ με τα τόξα τους. Ο Καμπράλ
σφαγίασε 600 Άραβες εμπόρους και ναυτικούς που είχαν
αγκυροβολήσει στην Πόλη των Μπαχαρικών. Λεηλάτησε τα
αγαθά τους, έκαψε τα πλοία τους και αιχμαλώτισε τρεις
πολεμικούς ελέφαντες (τους οποίους οι Πορτογάλοι έφαγαν). Στη
συνέχεια, έστρεψε το πανίσχυρο κανόνι του προς την ίδια την
πόλη και βομβάρδισε την Καλικούτ. Για άλλη μια φορά οι
Πορτογάλοι ανέφεραν με ευθυμία ότι «εξολοθρεύσαμε έναν
ατελείωτο αριθμό ανθρώπων και κάναμε [στην πόλη] μεγάλη
ζημιά».167
Τώρα ο Ινδικός Ωκεανός βίωσε, κατά διαδοχικά κύματα, πλοία
που αναχωρούσαν από τη Λισαβόνα. Ο Βάσκο ντα Γκάμα
επέστρεψε. Στην Κίλουα, το κύριο εμπορικό λιμάνι της
ανατολικής Αφρικής, προειδοποίησε τον σουλτάνο ότι «αν το
επιλέξω, σε μία και μοναδική ώρα η πόλη σας θα μπορούσε να
μετατραπεί σε στάχτη». Είπε σε άλλες πόλεις ότι ο Μανουέλ ήταν
τώρα «ο άρχοντας της θάλασσας» και κυρίαρχος της ακτής τους.
Έστειλε ωστικά κύματα σε ολόκληρο τον Ινδικό Ωκεανό όταν
λεηλάτησε και κατέστρεψε ένα ιστιοφόρο πλοίο με 380 επιβάτες,
συμπεριλαμβανομένων μερικών από την επιχειρηματική ελίτ των
θαλασσών των μουσώνων. Όλοι εκτός από τα παιδιά
σφαγιάστηκαν.168
Επιστρέφοντας στην πολυσύχναστη Καλικούτ, διέταξε τον
Ζαμορίν να απελάσει όλους τους μουσουλμάνους εμπόρους και
να απαγορεύσει το εμπόριο μαζί τους. Ο ινδουιστής βασιλιάς
απάντησε ότι οι Πορτογάλοι ήταν, λίγο ως πολύ, πειρατές και ότι
το δικό του «λιμάνι ήταν πάντα ανοιχτό». Η απάντηση του Ντα
Γκάμα ήταν «μια συνεχής καταιγίδα και βροχή από σιδερένιες
σφαίρες και πέτρες» στην πόλη. Κατά τη διάρκεια αυτού του
τρομερού βομβαρδισμού, ο Ντα Γκάμα απαγχόνισε τριάντα
τέσσερις μουσουλμάνους εμπόρους και ινδουιστές ψαράδες στις
κεραίες των ιστών του πλοίου του. Μέσα σε λίγα χρόνια, η
Καλικούτ, μία από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου,
μετατράπηκε σε ερείπια. Οι άνθρωποι έφευγαν όσο πιο γρήγορα
μπορούσαν.169
Αντιμέτωπες με αυτόν τον βάναυσο και επίμονο εκφοβισμό,
και χωρίς τα μέσα για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, οι
πόλεις της ακτής Μάλαμπαρ άρχισαν να συνθηκολογούν με τους
βίαιους επήλυδες. Οι Πορτογάλοι ανέπτυξαν μια παράνομη
δραστηριότητα προστασίας σε ολόκληρο τον ωκεανό,
υποχρεώνοντας τα πλοία να αγοράζουν πιστοποιητικά αν δεν
ήθελαν να αντιμετωπίσουν τον αφανισμό. Ένας μουσουλμάνος
πλοίαρχος είπε με τρόμο: «Είναι ανήκουστο να απαγορεύεται σε
οποιονδήποτε να πλέει στις θάλασσες». Τώρα, με την έλευση των
Πορτογάλων, αυτό δεν ήταν ανήκουστο. Οι μουσουλμανικές
εμπορικές κοινότητες, κατανοώντας ότι το παιχνίδι είχε λάβει
τέλος, επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Το μεγαλύτερο μέρος των
ακτών Σουαχίλι και Μάλαμπαρ τελούσε υπό πορτογαλικό έλεγχο.
Κατασκευάστηκαν οχυρώσεις και απαγορεύτηκε στους τοπικούς
ηγέτες να ασκούν εμπόριο με οποιονδήποτε εκτός από τους
Πορτογάλους και, μάλιστα, μόνο σε τιμές που όριζαν οι
εισβολείς.170
Το αστικό αρχιπέλαγος του Ινδικού Ωκεανού που είχε
αναπτυχθεί ειρηνικά επί αιώνες αντιμετώπιζε τη βίαιη
καταστροφή. Θορυβημένος από τις πορτογαλικές εισβολές, ο
σουλτάνος Μαμελούκος στο Κάιρο οργάνωσε (με την κρυφή
βοήθεια της Βενετίας) έναν στόλο για να αντιμετωπίσει τους
καταπατητές. Η Κίλουα, μια μικρή αλλά πολύ πλούσια πόλη με
τεμένη αντάξια εκείνων της Κόρδοβα, λεηλατήθηκε το 1505· η
Μομπάσα, μια μεγάλη, όμορφη εμπορική πόλη, λεηλατήθηκε και
κάηκε ολοσχερώς λίγο αργότερα. Το Ορμούζ, μια μεγάλη ναυτική
πόλη, κυριεύτηκε και καταλήφθηκε. Η ινδική πόλη Κοτσί, όπου
δεσπόζει ένα μεγάλο πορτογαλικό κάστρο, έγινε το κύριο λιμάνι
των μπαχαρικών.
Έχοντας ως βάση αυτή την πόλη, η στρατιωτική ιδιοφυΐα
ονόματι Αφόνσο ντε Αλμπουκέρκε σχεδίασε και ηγήθηκε μιας
νέας επίθεσης το 1510. Η πόλη της Γκόα λεηλατήθηκε και
«καθαρίστηκε» (κατά την έκφραση του Αλμπουκέρκε) από τον
μουσουλμανικό πληθυσμό και τα ισλαμικά κτίριά της. Στη
συνέχεια, έβαλε στο μάτι μια άλλη πόλη, τη μεγαλύτερη από
όλες τις πόλεις-κράτη, το κόσμημα του Ινδικού Ωκεανού – «το
Μάτι του Ήλιου», όπως ήταν το παρωνύμιό της.
Ο Πορτογάλος συγγραφέας Τομέ Πίρες υπολόγισε ότι ογδόντα
τέσσερις διαφορετικές γλώσσες ομιλούνταν στη Μελάκα, αυτή τη
γιγαντιαία πόλη των 120.000 ανθρώπων. Εκτεινόμενη σαν
κορδέλα επί περίπου 17 χιλιόμετρα, περιτριγυρισμένη από
ζούγκλα από τη μία πλευρά και θάλασσα από την άλλη, ήταν
μια πόλη χάρμα οφθαλμών από τα εισερχόμενα πλοία, με
χιλιάδες σπίτια κατάφυτα με φοίνικες, με αποθήκες, ναούς και
τεμένη. Το λιμάνι της, καθώς έλεγαν, είχε χώρο για 2.000 πλοία,
από γιγαντιαία κινεζικά φορτηγά μέχρι μικρά κωπήλατα σκάφη.
Με ηλικία μόλις ενός αιώνα, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία,
σύμφωνα με τον Πίρες, «ότι η Μελάκα χαρακτηρίζεται από τόσο
μεγάλη σημασία και κέρδος ώστε μου φαίνεται ότι δεν υπάρχει
ισάξιά της στον κόσμο».171
Το Μάτι του Ήλιου ήταν ένα εύστοχο παρωνύμιο. Όπως το
Πάλεμπανγκ πριν από αυτή και η Σιγκαπούρη μετά, η
συγκεκριμένη πόλη ήταν το κέντρο ενός εμπορικού δικτύου που
απλωνόταν στην Κίνα και την Ιαπωνία, τα Νησιά των
Μπαχαρικών και την Ιάβα, την Ταϊλάνδη και τη Βιρμανία, την
Ινδία και την Κεϋλάνη, την Αφρική, την Ευρώπη και τον
Περσικό Κόλπο. Βρισκόταν στο τέλος ενός συστήματος μουσώνων
και στην αρχή ενός άλλου, οπότε όλο το εμπόριο ήταν
συγκεντρωμένο εδώ. Μπαχαρικά, υφάσματα, λακαριστά
αντικείμενα, δούλοι, ναρκωτικά, αρώματα, πολύτιμοι λίθοι,
πορσελάνη, ελεφαντόδοντο και χρυσός έρχονταν εδώ από την
Ασία και την Αφρική· το ίδιο συνέβαινε και με τα καλύτερα
ευρωπαϊκά εμπορεύματα, τα οποία έφταναν μέσω της Βενετίας
και του Καΐρου. Η Μελάκα βρισκόταν στη μέση του κόσμου.
Ο Πίρες ανέπτυξε έναν εξαντλητικό κατάλογο ξένων εμπόρων:
προέρχονταν από το Κάιρο, τη Μέκκα, το Ορμούζ και το Άντεν·
από την Αβησσυνία και την Κίλουα· υπήρχαν Τούρκοι και
χριστιανοί Αρμένιοι που συναναστρέφονταν Κινέζους,
Βιρμανούς, εμπόρους από την Ιάβα και το Σιάμ, από την
Καμπότζη, από το Κουτζαράτ, από τη Βεγγάλη, με Μπούγκι και
Μαλαισιανούς· υπήρχαν ινδουιστές από την Καλικούτ και Ταμίλ
από την Κεϋλάνη· έμποροι από το Μπρουνέι, τα Νησιά
Μολούκες, το Τιμόρ, τη Σούντα, το Πεγκού, τις Μαλδίβες… και
η λίστα δεν είχε τέλος. Οι διάφοροι έμποροι σύστησαν μεγάλες
εμπορικές εταιρείες και συντεχνίες, μοιραζόμενοι τον κίνδυνο και
διαπραγματευόμενοι τιμές και τελωνειακά τέλη, όπως η
γερμανική Χάνσα.
Σε μια μητρόπολη όπου κάθε δρόμος και σπίτι αποτελούσε
μέρος ενός ατελείωτου παζαριού, μπορούσε κανείς να αγοράσει
ό,τι ποθούσε η ψυχή του ή να στοιχηματίσει στην πιο προηγμένη
χρηματαγορά που υπήρχε στον πλανήτη. Διοικούμενη από έναν
σουλτάνο, είχε γίνει μια υπέροχη πλούσια πόλη από τους φόρους
που επιβάλλονται στο διεθνές εμπόριο. Η Μελάκα ξεπέρασε
ακόμη και τις αστραφτερές πόλεις που οι Πορτογάλοι είχαν
καταστρέψει ή κυριεύσει στην Ινδία. «Οι άνθρωποι δεν μπορούν
να εκτιμήσουν την αξία της Μελάκα, όσον αφορά το μεγαλείο
και το κέρδος της. Η Μελάκα είναι μια πόλη καμωμένη για
εμπόριο, πιο κατάλληλη από οποιαδήποτε άλλη στον κόσμο». Οι
Πορτογάλοι εισβολείς όπως ο Τομέ Πίρες άρχισαν να
καταλαβαίνουν τη διασύνδεση του κόσμου: «Όποιος είναι κύριος
της Μελάκα έχει τα χέρια του πάνω στο λαρύγγι της Βενετίας».172
Επομένως, δεν αποτέλεσε έκπληξη όταν ένας πορτογαλικός
στόλος έφτασε έξω από τη Μελάκα την 1η Ιουλίου του 1511,
έχοντας αφήσει στα απόνερά του ένα μονοπάτι κατεστραμμένων
φορτηγών πλοίων. Επί τρεις εβδομάδες τα πολεμικά πλοία του
Αλμπουκέρκε στέκονταν απειλητικά έξω από την πόλη,
κάνοντας αυστηρά αιτήματα στον σουλτάνο και βομβαρδίζοντας
την πόλη για την υποβάλουν σε συνεχή πίεση. Στις 24 του μήνα
ο Αλμπουκέρκε επιτέθηκε. Το κλειδί για τη Μελάκα ήταν η
γέφυρα που διέσχιζε τον ποταμό ο οποίος διχοτομούσε τη μεγάλη
πόλη, ένα είδος τροπικού Ριάλτο όπου διεξάγονταν οι
επιχειρήσεις. Στη μάχη για τη γέφυρα, κάτω από τον καυτό ήλιο,
οι βαριά οπλισμένοι Πορτογάλοι στρατιώτες αντιμετώπισαν ένα
μπαράζ πυροβολικών, έναν κατακλυσμό από βέλη, θανατηφόρα
δηλητηριώδη μικρότερα βέλη που εκτοξεύονταν από φυσητήρες
και είκοσι θυμωμένους πολεμικούς ελέφαντες που τους
ποδοπατούσαν. Κατέλαβαν για λίγο τη γέφυρα, αλλά,
εξασθενημένοι από τη ζέστη και την υγρασία, αναγκάστηκαν να
υποχωρήσουν.
Οι οδομαχίες ήταν εξίσου έντονες. Οι περισσότεροι από τους
διοικητές του Αλμπουκέρκε, φοβισμένοι από τα δηλητηριώδη
βέλη και τον καυτό ήλιο, ήθελαν να τα παρατήσουν. Αλλά ο
Αλμπουκέρκε επέμενε στην προοπτική να καταλάβει την
πλουσιότερη πόλη της γης. Στις 10 Αυγούστου επιτέθηκαν ξανά.
Αυτή τη φορά δεν θα υπήρχε αιφνιδιαστική κάθοδος στη
γέφυρα· η επίθεση θα αφορούσε τη σιδηρά πειθαρχία του
Αλμπουκέρκε. Με την κάλυψη του κανονιού που ήταν
τοποθετημένο έτσι ώστε να σαρώνει τους δρόμους, οι Πορτογάλοι
στρατιώτες, οπλισμένοι με δόρατα, παρατάχθηκαν σε
τετράγωνους σχηματισμούς, έξι άνδρες σε κάθε πλευρά, και
προχώρησαν, εκατοστό το εκατοστό, στο δίκτυο από δρόμους και
σοκάκια. Δεν γλίτωσε ούτε ένας μουσουλμάνος, άνδρας, γυναίκα
ή παιδί. Επί εννέα μέρες αυτοί οι σχηματισμοί εκκαθάριζαν
συστηματικά τους αντιπάλους τους από την πόλη. Έπειτα,
επιτράπηκε στους Πορτογάλους να προβούν σε λεηλασίες, και
πάλι με το ίδιο σύστημα αυστηρής πειθαρχίας. Ο εμπρησμός
απαγορεύτηκε και σηματοδοτήθηκαν με σημαίες ορισμένα σπίτια
ώστε να γλιτώσουν από τη λεηλασία. Σε μικρές ομάδες, με
πρώτους τους ναύτες, δόθηκε στους Πορτογάλους καθορισμένος
χρόνος για λεηλασία· όταν ηχούσε η σάλπιγγα, η βάναυση
σαρωτική εκκαθάρισή τους έπρεπε να τελειώσει ώστε η επόμενη
ομάδα να πάρει σειρά και να λεηλατήσει το μεγαλύτερο παζάρι
στον κόσμο.
Όταν τελείωσαν, τα ματωμένα σοκάκια της Μελάκα ήταν
γεμάτα με υπολείμματα, πράγματα στα οποία οι νικητές δεν
έδιναν σημασία επειδή ήταν φορτωμένοι με ακόμη πιο πλούσια
πράγματα. Κοσμήματα που είχαν απορρίψει λαμποκοπούσαν μες
στο χώμα· εκλεκτές κινεζικές πορσελάνες κείτονταν σπασμένες
και παραμελημένες· δαμασκηνά, μεταξωτά και ταφταδένια
υφάσματα τσαλαπατούνταν· βάζα με μόσχο κείτονταν
εγκαταλειμμένα. Αυτά τα πράγματα από μόνα τους θα
αποτελούσαν βασιλικά λύτρα στη Βενετία. Έπειτα, έπιασαν πάλι
δουλειά. Αποδεκατισμένοι από την ελονοσία, οι άντρες του
Αλμπουκέρκε μοχθούσαν κάτω από την ανελέητη κάψα για να
φτιάξουν ένα φρούριο χρησιμοποιώντας λίθους από τα
κατεστραμμένα τεμένη. Η Μελάκα ανήκε πλέον στην
Πορτογαλία. Περίπου 900 Ευρωπαίοι είχαν νικήσει έναν στρατό
20.000 αμυνόμενων. Εκτός από τη θέση της ως υπομόχλιο του
παγκόσμιου εμπορίου, χρησίμευσε ως εφαλτήριο για την ώθηση
της Πορτογαλίας προς τα Νησιά των Μπαχαρικών, την Κίνα και
την Ιαπωνία.
«Όποιος είναι κύριος της Μελάκα έχει τα χέρια του πάνω στο
λαρύγγι της Βενετίας». Και όχι μόνο της Βενετίας: είχε επίσης τα
χέρια του και στο λαρύγγι του Καΐρου, της Αλεξάνδρειας και της
Μέκκας. Η κατάληψη της πόλης σηματοδότησε ένα σημείο
καμπής στην παγκόσμια ιστορία. Με στρατηγικά λιμάνια σαν τη
Μελάκα, την Γκόα, το Κοτσί και το Ορμούζ υπό τον έλεγχό της,
η Πορτογαλία θα μπορούσε να εκδιώξει τους μουσουλμάνους
εχθρούς της και να ελέγξει το εμπόριο του Ινδικού Ωκεανού.
Στη Λισαβόνα έπεφτε βροχή όλος ο πλούτος του κόσμου, σε
αυτή τη νέα πρωτεύουσα του παγκόσμιου εμπορίου: πολυτελή
αγαθά από τη Βραζιλία, την Αφρική και την Ασία. Περίφημη
είναι η ρήση του Καρόλου: «Αν ήμουν βασιλιάς της Λισαβόνας,
σύντομα θα κυβερνούσα ολόκληρο τον κόσμο». Να σημειωθεί ότι
είπε «της Λισαβόνας» και όχι «της Πορτογαλίας».
Το 1498 ο Μανουέλ αποψίλωσε μια περιοχή στις όχθες του
Τάγου για ένα τεράστιο παλάτι, το λεγόμενο Paço da Ribeira,
το Παλάτι της Ακροποταμιάς. Εξαίρετο παράδειγμα του
πληθωρικού ρυθμού Μανουελίν, ήταν ένα από τα κυριότερα
αντιπροσωπευτικά έργα της Αναγέννησης όχι μόνο για την
εξωτική υβριδική αρχιτεκτονική του αλλά και για τον ρόλο του
ως τόπου συνάντησης ποιητών, δραματουργών, καλλιτεχνών,
φιλοσόφων, λογίων και επιστημόνων από όλη την Ευρώπη. Το
ανακτορικό συγκρότημα στέγαζε επίσης τις μείζονες διοικητικές
υπηρεσίες που ρύθμιζαν τα εκτεταμένα παγκόσμια εμπορικά
μονοπώλια της Πορτογαλίας: η Casa da Índia (Οίκος της
Ινδίας), η Casa dos Escravos (Οίκος των Δούλων), η Casa da
Flandres (Οίκος της Φλάνδρας), η Casa da Guiné (Οίκος της
Γουινέας) και το τελωνείο. Το ανάκτορο συνδέθηκε με το ισχυρό
οπλοστάσιο, το βασιλικό νομισματοκοπείο, αποθήκες όπως οι
Armazéns de Índia (Αποθήκες της Ινδίας) και τα ναυπηγεία. Ως
εν μέρει βασιλική κατοικία και εν μέρει εμπορική έδρα, το νέο
ανάκτορο επέτρεπε στον Μάνουελ να παρακολουθεί τον τεράστιο
πλούτο του κόσμου καθώς αραδιαζόταν στο κατώφλι του και να
μυρίζει τα μπαχαρικά που αρωμάτιζαν τον αέρα της Λισαβόνας.
Οι ανακτορικές αποθήκες του περιείχαν σάκους με ζάχαρη,
γαρίφαλο και πιπέρι. Τελείως υποτιμητικά, ο Φραγκίσκος Α´ της
Γαλλίας τον ονόμασε le roi épicier, «ο βασιλιάς παντοπώλης».
Αλλά αυτά ήταν λόγια φθόνου. Μέχρι το 1510 ο Ντομ
Μανουέλ ο Παντοπώλης αποκόμιζε καθαρά 10 εκατομμύρια
cruzados ετησίως από το εμπόριο μπαχαρικών και μόνο. Όποιον
έφτανε με πλοίο στη Λισαβόνα τον καλωσόριζαν πολυτελή κτίρια
δίπλα στο ποτάμι, όπως ο Πύργος Μπελέμ και η τεράστια Μονή
Χερόνιμος, ένα θαύμα της εποχής, που χτίστηκε, καθώς έλεγαν,
από πιπέρι ή τουλάχιστον από μια εισφορά 5% επί των
μπαχαρικών και ένα δώρο από τον τραπεζίτη της Φλωρεντίας και
τον δουλέμπορο Μπαρτολομέου Μαρκιόνε. Η γεωργική γη
εκκαθαρίστηκε για να ανοίξει ο δρόμος για το τεράστιο
νοσοκομείο Real de Todos-os-Santos.173,174
Το νέο ανάκτορο κατέβασε τη Λισαβόνα από τους λόφους και
προς την ακροποταμιά, ανακτώντας εδάφη από τον Τάγο σαν να
λαχταρούσε να φτάσει πιο κοντά στους νέους κόσμους της. Οι
έμποροι δημιούργησαν δικά τους παραποτάμια μέγαρα. Καθώς ο
πληθυσμός της Λισαβόνας αυξήθηκε λόγω του πλούτου,
αποψιλώθηκαν εκτάσεις γης με στόχο την προαστιακή ανάπτυξη
υπό την καθοδήγηση ενός βασιλικού αστικού σχεδιασμού.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Μπάριο Άλτο –το
τουριστικό και νυχτερινό κέντρο της Λισαβόνας σήμερα–, που
χτίστηκε με βάση ένα γεωμετρικό μοτίβο ώστε να στεγάσει τον
αυξανόμενο αριθμό εξειδικευμένων θαλάσσιων τεχνιτών – τους
καλαφάτες, τους σχοινοποιούς, τους ράφτες ιστίων και τους
σιδηρουργούς που απαιτούσε μια εμπορική μητρόπολη. Η
Λισαβόνα φημίζεται για τους ψηφιδωτούς πεζοδρόμους της. Η
ιστορία τους χρονολογείται από τον 16ο αιώνα όταν η Ρούα
Νόβα δος Μερκαδόρες και άλλες μεγάλες οδοί επενδύθηκαν με
κομμάτια ακριβού γρανίτη προερχόμενου από την περιοχή του
Οπόρτο.175
Τα «άπειρα καταστήματα» και οι στοές της Ρούα Νόβα
βρίσκονταν κάτω από πολυώροφα κτίρια, στα οποία οι άνθρωποι
ζούσαν σαν «σαρδέλες». Η Ρούα Νόβα έγινε η εμπορική καρδιά
της Λισαβόνας· εκεί μπορούσε κάποιος να αγοράσει, μεταξύ
άλλων, μαϊμούδες, γαλοπούλες και παπαγάλους, ιαπωνικά
λακαριστά σκεύη και πορσελάνες Μινγκ, πολύτιμους λίθους και
τζίντζερ, ελεφαντόδοντο και έβενο από τη δυτική Αφρική, πιπέρι
και μαργαριτάρια, περσικά χαλιά και αμερικανικές καυτερές
πιπεριές τσίλι, μετάξια από την Ασία, ταπισερί από τη Φλάνδρα
και βελούδο από την Ιταλία. Περιείχε γραφεία τραπεζών και
ανταλλαγών συναλλάγματος· κάθε μέρα οι συμβολαιογράφοι
έστηναν τα γραφεία τους σε υπαίθριους πάγκους για να
καταγράψουν συναλλαγές. Δεν υπήρχε πιο εξωτικός ή δυναμικός
δρόμος σε όλη την Ευρώπη.176
Σε μια επίσκεψή του το 1514 ο Φλαμανδός ευγενής Γιαν
Τακόεν έμεινε έκπληκτος με αυτή τη δίνη της ζωής. «Μπορείτε
να δείτε πολλά ζώα και περίεργους ανθρώπους στη Λισαβόνα»,
έγραψε. Υπήρχαν ελέφαντες που έβλεπε κάθε μέρα στους
δρόμους. Υπήρχαν συχνές πομπές του Μανουέλ, στις οποίες
προπορευόταν σε όλη την πόλη ένας ρινόκερος και
ακολουθούσαν πέντε ελέφαντες καλυμμένοι με χρυσά μπροκάρ
υφάσματα, ένα αραβικό άλογο και ένας ιαγουάρος. Κατά τη
διάρκεια της επίσκεψης του Τακόεν, ο Μανουέλ έκανε επίδειξη
του πλούτου και της ισχύος του στέλνοντας στον Πάπα ένα
δώρο: έναν λευκό ελέφαντα που ονομαζόταν Άννωνας, μαζί με
παπαγάλους, λεοπαρδάλεις και έναν πάνθηρα. Έναν χρόνο
αργότερα έστειλε έναν λευκό ρινόκερο.
Ο Τακόεν θαμπώθηκε από τους χιλιάδες δούλους της Αφρικής
και της Βραζιλίας· είδε ένα πλοίο να ξεφορτώνει ένα φορτίο
μπαχαρικών και 300 γυμνούς αιχμαλώτους. Ο Τακόεν συνάντησε
ελεύθερους Αφρικανούς, οι οποίοι είχαν έρθει για διπλωματικές
εργασίες, και Ινδούς κατάφορτους με πολύτιμους λίθους.
Μερικοί ταξίδευαν από πολύ μακριά όπως από την Ιαπωνία και
την Κίνα· περισσότεροι ήταν όσοι συνέρρεαν εδώ από τη
Γερμανία, τη Φλάνδρα, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία και
αλλού για να ιδρύσουν επιχειρήσεις που αντάλλασσαν αγαθά σε
όλη την Ευρώπη. Ο Τακόεν βρήκε κατάλυμα στου Ζιλ ντε
Μπάκερε, έναν άνθρωπο που είχε εγκαταλείψει το εμπόριο της
παραγωγής βαρελιών στην Μπριζ, καταγοητευμένος από τον
θρυλικό πλούτο της Λισαβόνας. Ο Ζιλs είχε γίνει έμπορος και
απέκτησε μεγάλη περιουσία στην πόλη των ονείρων. «Κάθε μέρα
χρησιμοποιεί ασημένιες πιατέλες, δίσκους και πιάτα και πολλά
χρυσά κύπελλα».
Για τον Τακόεν, η Λισαβόνα ήταν μια άγρια, θορυβώδης πόλη
υπό ραγδαία ανάπτυξη. Αλλά δεν μπορούσαν να τη χτίσουν
αρκετά γρήγορα· οι οικογένειες συγκατοικούσαν συνωστισμένες σε
μικρά σπίτια τα οποία, σύμφωνα με τον Τακόεν, συχνά δεν είχαν
τουαλέτες ή καμινάδες. Ο απίστευτος πλούτος συμβίωνε με τη
φτώχεια. Οι δούλοι και οι μετανάστες εργάτες έκαναν τις
δυσάρεστες εργασίες της πόλης ως καθαριστές, μάγειρες,
βαρκάρηδες, πωλητές πρόχειρου φαγητού, εργάτες, τσαγκάρηδες
και σιδηρουργοί· κάθε πρωί οι δρόμοι μέχρι τον Τάγο γέμιζαν με
δούλους που μετέφεραν δοχεία νυκτός και τα άδειαζαν στο
ποτάμι.177
Εάν υπήρχε ένας τόπος στη γη που να συμβολίζει το σοκ του
νέου στοιχείου της Αναγέννησης και τη σύγκρουση των
πολιτισμών, ήταν σίγουρα αυτή η πόλη. Ο θρίαμβος της
Λισαβόνας σήμαινε την παρακμή της Βενετίας και μιας σειράς
από ασιατικές μητροπόλεις, κυρίως της Μελάκα. Πρόκειται για
την ιστορία μιας πόλης του κόσμου που καταβρόχθιζε τους
ανταγωνιστές της και πάχαινε από τα κουφάρια τους. Και όπως
και άλλες πόλεις του κόσμου, η Λισαβόνα έγινε το κέντρο ενός
δικτύου πόλεων-δορυφόρων που εκτεινόταν σε ολόκληρο τον
πλανήτη: Αμβέρσα, Μακάο, Γκόα, Κοτσί, Μελάκα και άλλες.
Ήταν η πρώτη περίπτωση ενός νέου τύπου πόλης, η
αυτοκρατορική μητρόπολη που μπορούσε να εκμεταλλευτεί
αγορές σε παγκόσμια κλίμακα. Τέτοια μεγαθήρια κατέστησαν
παρωχημένες κάποιες πόλεις-κράτη σαν το Λούμπεκ και τη
Βενετία. Και το πιο σημαντικό, εκτόπισαν τις μεγάλες πόλεις της
Ασίας και της Αμερικής, τόπους που είχαν υψώσει το λάβαρο του
αστικού πολιτισμού για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
158
Δέντρα των Καναρίων Νήσων, γνωστά για τη μακροζωία τους (μπορούν να ζήσουν
ως και πάνω από χίλια χρόνια). Χαρακτηρίζονται από διαμήκη λογχοειδή φύλλα με
αιχμηρές απολήξεις, σε πυκνή διάταξη. (Σ.τ.Μ.)
159
Νέα Οδός των Εμπόρων. (Σ.τ.Μ.)
160
Judith B. Sombré (μτφρ.), «Hieronymus Munzer: journey through Spain and
Portugal», http://munzerama.blogspot.com/2017/04/hieronymous-munzer-journey-
through.html
161
Roger Crowley, Conquerors: how Portugal seized the Indian Ocean and forged
the rst global empire (Λονδίνο, 2015), σελ. 4.
162
Ibid., σελ. 19.
163
Ibid., σελ. 64–5.
164
Πορτογαλικό νόμισμα της εποχής. (Σ.τ.Μ.)
165
Ασημένιο νόμισμα της εποχής. (Σ.τ.Μ.)
166
E. G. Ravenstein (μτφρ.), A Journal of the First Voyage of Vasco da Gama,
1497–1499 (Λονδίνο, 1898), σελ. 48 κ.ε.
167
William Brooks Greenlee, The Voyage of Pedro álvares Cabral to Brazil and
India (Λονδίνο, 1937), σελ. 83–5.
168
Gaspar Correa, The Three Voyages of Vasco da Gama, and His Viceroyalty
(Λονδίνο, 1896), σελ. 295· Crowley, κεφάλαιο 7.
169
Ibid., σελ. 131 κ.ε.
170
Ibid., σελ. 128.
171
Tomé Pires, The Suma Oriental, 2 τόμοι, επιμέλεια και μετάφραση Armando
Cortesáo (Λονδίνο, 1944), σελ. 285.
172
Ibid., σελ. 287.
173
Βασιλικό Νοσοκομείο των Αγίων Πάντων. (Σ.τ.Μ.)
174
Barry Hatton, Queen of the Sea: a history of Lisbon (Λονδίνο, 2018), σελ. 55 κ.ε.
175
Annemarie Jordan Gschwend & Kate Lowe, «Princess of the Seas, Queen of
the Empire: con guring the city and port of Renaissance Lisbon», στο Gschwend
& Lowe (επιμ.), The Global City: on the streets of Renaissance Lisbon (Λονδίνο,
2015).
176
Annemarie Jordan Gschwend, «Reconstructing the Rua Nova: the life of a
global street in Renaissance Lisbon», στο Gschwend & Lowe (επιμ.), The Global
City: on the streets of Renaissance Lisbon (Λονδίνο, 2015).
177
Hatton, σελ. 71 κ.ε.
178
Κυβερνήτης, δήμαρχος. (Σ.τ.Μ.)
179
Michael Wood, Conquistadors (Berkeley, CA, 2000), σελ. 53.
180
Georgia Butina Watson & Ian Bentley, Identity by Design (Άμστερνταμ, 2007),
σελ. 74.
181
Μεγάλος Ναός. (Σ.τ.Μ.)
182
Ορθογώνιες προσχωσιγενείς καλλιεργήσιμες επιφάνειες, στις όχθες υγρότοπων
χαρακτηριστικές στη Μεσοαμερική. (Σ.τ.Μ.)
183
Anne Goldgar, Tulipmania: money, honour, and knowledge in the Dutch Golden
Age (Σικάγο, 2007), σελ. 10.
184
William Temple, The Works of Sir William Temple, 2 τόμοι (Λονδίνο, 1731), Τόμ.
II, σελ. 60.
185
The Philosophical Writings of Descartes: volume III, the correspondence, μτφρ.
John Cottingham, Robert Stootho , Dugald Murdoch & Anthony Kenny
(Κέιμπριτζ, 1991), σελ. 32.
186
Joseph de la Vega, Confusion de Confusiones (Βοστόνη, MA, 1957), σελ. 21.
187
Ibid., σελ. 11.
188
Ibid., σελ. 28.
189
R. E. Kistemaker, «The Public and the Private: public space in sixteenth- and
seventeenth-century Amsterdam», στο Arthur K. Wheelock Jr & Adele See , The
Public and Private in Dutch Culture of the Golden Age (Νιούαρκ, 2000), σελ. 22.
190
Ibid., σελ. 21.
191
The Travels of Peter Mundy, in Europe and Asia, 1608–1667, Sir Richard
(επιμ.), Carnac Temple (Λονδίνο, 1914), Τόμ. IV, σελ. 70–1.
192
Simon Schama, The Embarrassment of Riches: an interpretation of Dutch
culture in the Golden Age (Μπέρκλεϊ, CA, 1987).
8 - Η κοινωνική μητρόπολη - Λονδίνο, 1666-
1820
Στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα το ένα τρίτο του πληθυσμού
της Βρετανίας ήταν αστικοποιημένο. Μέχρι το 1851, περισσότεροι
από τους μισούς ζούσαν σε κωμοπόλεις και σε μεγαλύτερες
πόλεις, η πρώτη ανθρώπινη κοινωνία στην ιστορία του κόσμου
που ήταν περισσότερο αστική παρά αγροτική. Μέσα σε τρεις
μόλις δεκαετίες δύο στους τρεις Βρετανούς είχαν αστικοποιηθεί.
Η πρώτη αστική επανάσταση ξεκίνησε στη Μεσοποταμία. Η
δεύτερη άρχισε στη Βρετανία προς τα τέλη του 18ου αιώνα και
εξαπλώθηκε με ξέφρενο ρυθμό, αρχικά στη συγκεκριμένη χώρα
και στη συνέχεια σε παγκόσμια κλίμακα.
«Ό,τι κάνει το Μάντσεστερ σήμερα, ο υπόλοιπος κόσμος το
κάνει αύριο», δήλωσε ο Μπέντζαμιν Ντισραέλι. Ο πληθυσμός του
Μάντσεστερ διπλασιάστηκε μεταξύ του 1801 και της δεκαετίας
του 1820 και διπλασιάστηκε ξανά ως τη δεκαετία του 1850,
αγγίζοντας τις 400.000 τη συγκεκριμένη δεκαετία και τις
700.000 μέχρι το τέλος του αιώνα. Η πρώιμη ιστορία του
Σικάγου ήταν ακόμα πιο εκρηκτική· ξεκινώντας από λιγότερους
από εκατό ανθρώπους το 1830, έφτασε τις 109.000 το 1860, τις
503.000 το 1880 και τα 1,7 εκατομμύρια το 1900. Καμία πόλη
στην ιστορία του κόσμου δεν είχε μεγαλώσει τόσο γρήγορα.
Η Βιομηχανική Επανάσταση παρείχε τα τρόφιμα, την ένδυση,
τα εργαλεία, τα σκεύη, τα δομικά υλικά, τα δίκτυα μεταφορών
και την ισχύ που κατέστησαν δυνατή την ταχεία μαζική
αστικοποίηση. Την υπεροψία, τη φρεσκάδα και τη νεωτερικότητα
του Σικάγου επέτεινε κάτι εντελώς διαφορετικό – οι
ουρανοξύστες που υψώνονταν μέσα από τους λειμώνες τη
δεκαετία του 1880. Ο ουρανοξύστης ήταν (και είναι) σύμβολο
του καπιταλιστικού θριάμβου και της τεχνολογικής κυριαρχίας.
Το Φροντίερ Σικάγκο, χτισμένο από ξύλο, κάηκε ολοσχερώς στη
Μεγάλη Πυρκαγιά του 1871. Η κεντρική επιχειρηματική συνοικία
του ανοικοδομήθηκε γρήγορα και στη συνέχεια ανοικοδομήθηκε
ξανά, αυτή τη φορά με την πιο καινοτόμο αρχιτεκτονική και
μηχανική στον κόσμο, σηματοδοτώντας την ιδιότητα του
Σικάγου ως εμβληματικής παγκόσμιας μητρόπολης του αιώνα. Η
πρόοδος στην επεξεργασία του χάλυβα που σημείωσε η
προηγμένη σιδηροδρομική βιομηχανία του Σικάγου παρείχε
δοκούς χάρη στις οποίες οι τοίχοι μπορούσαν να είναι πιο
λεπτοί. Ο εγκιβωτισμός τους σε σκυρόδεμα τους καθιστούσε
πυρίμαχους. Η ηλεκτρική ενέργεια οδήγησε σε ανελκυστήρες,
λαμπτήρες, τηλέγραφους και τηλέφωνα, νέες εφευρέσεις που
κατέστησαν δυνατή την εργασία σε έναν πύργο, μαζί με τα
συστήματα θέρμανσης και εξαερισμού. Ο ουρανοξύστης ήταν
τόσο μια μηχανή όσο και ένα κτίριο, το αποκορύφωμα της
τεχνολογίας του 19ου αιώνα. Η λιτή, απλή πρόσοψη ενός
δεκαώροφου κτιρίου όπως το Μόναντνοκ (1889-92) συχνά
περιγραφόταν πως προσομοιάζει με μηχανή.240
Το 1800 μόλις το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού είχε
αστικοποιηθεί. Μεταξύ 1850 και 1950, ενώ ο παγκόσμιος
πληθυσμός αυξήθηκε κατά δυόμισι φορές, ο αστικός πληθυσμός
αυξήθηκε κατά είκοσι φορές. Μέχρι την τελευταία από τις
παραπάνω χρονολογίες, το 30% των ανθρώπων (751
εκατομμύρια ψυχές) κατοικούσαν σε πόλεις· σήμερα, οι πόλεις
του κόσμου φιλοξενούν 4,2 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Το
Μάντσεστερ και το Σικάγο ήταν οι «πόλεις σοκ» του 19ου αιώνα.
Υπήρξαν προάγγελοι, καθώς φάνηκε, όχι μόνο της Βιομηχανικής
αλλά και της Αστικής Επανάστασης. Ως τέτοιοι, μελετήθηκαν
εντατικά για να προβλεφθεί το μέλλον της ανθρωπότητας.
Τρία χρόνια μετά την καυστική περιγραφή της πόλης από τον
στρατηγό Νάπιερ, ο εικοσιδυάχρονος Φρίντριχ Ένγκελς έφτασε
στο Μάντσεστερ από τη Γερμανία για να εργαστεί στα γραφεία
της Έρμεν & Ένγκελς, μιας εταιρείας βαμβακονηματουργίας, που
ανήκε εν μέρει στον πατέρα του. Τον έστειλαν εκεί για να
«θεραπευτεί» από τις κομμουνιστικές πεποιθήσεις του. Αντ’
αυτού, ήρθε αντιμέτωπος με τις συνέπειες του βιομηχανικού
καπιταλισμού στη γενέτειρά του.
Επισκέφτηκε το Έιντζελ Μέντοου (Λιβάδι του Αγγέλου), την
πιο διαβόητη παραγκούπολη του Μάντσεστερ. «Παντού βλέπεις
σωρούς απορριμμάτων, σκουπιδιών και βρομιάς», έγραψε.
«Περπατάς σε ένα πολύ δύσβατο μονοπάτι στην όχθη του
ποταμού, ανάμεσα σε στύλους για ρούχα και απλωμένες
μπουγάδες, για να φτάσεις σε μια χαοτική ομάδα μικρών,
ισόγειων και μονόχωρων καλυβιών. Οι περισσότερες δεν έχουν
δάπεδο αλλά πατημένο χώμα, και οι άνθρωποι εργάζονται, ζουν
και κοιμούνται μέσα στο ίδιο δωμάτιο». Το κέντρο της
υπερσύγχρονης μητρόπολης ήταν ένα σκηνικό γεμάτο «βρομιά,
χαλάσματα, μη κατοικήσιμο». Οι παρατηρήσεις του Ένγκελς για
τις φριχτές συνθήκες στην πρωτοποριακή βιομηχανική πόλη του
κόσμου δημοσιεύθηκαν το 1845 με τον τίτλο Die Lage der
arbeitenden Klasse in England (Η κατάσταση της εργατικής
τάξης στην Αγγλία), ένα από τα πιο καταλυτικά βιβλία του
αιώνα και μια ματιά σε έναν νέο τρόπο ζωής που ο Ένγκελς
απεικόνισε ως «το ζοφερό μέλλον του καπιταλισμού και της
βιομηχανικής εποχής». Το Έιντζελ Μέντοου, για τον Ένγκελς,
ήταν απλώς «η Κόλαση επί Γης».241
Αν το Μάντσεστερ είχε το Έιντζελ Μέντοου, το Σικάγο είχε το
«Λιτλ Χελ» (Μικρή Κόλαση), ένα αστικό νησί στο κέντρο της
πόλης που δημιουργήθηκε από τον ποταμό Σικάγο και το κανάλι
της βόρειας διακλάδωσής του. Ένας τόπος με τεράστια
εργοστάσια, αναρίθμητες άθλιες παράγκες και δρόμους γεμάτους
σκουπίδια, πήρε το αποκαλυπτικό όνομά του από τη βροχή της
αιθάλης που έπεφτε από τον ουρανό και την άσβεστη φλεγόμενη
σφαίρα που έκαιγε στη Λαϊκή Εταιρεία Φυσικού Αερίου, Φωτός
και Άνθρακα η οποία φώτιζε τον καπνισμένο ουρανό με μια
καταχθόνια λάμψη. Το Λιτλ Χελ γέννησε αρχικά την ιρλανδική
μαφία του Σικάγου κι έπειτα τον Ιταλό διάδοχό της. Είναι μια
καταραμένη γη: στη δεκαετία του 1940 το πιο κακόφημο
δημόσιο πρόγραμμα στέγασης της Αμερικής, το Καμπρίνι-Γκριν,
ξεφύτρωσε σαν μανιτάρι μέσα από το δηλητηριασμένο έδαφός
του. Τα πολυώροφα κτίρια ήταν μια νέα ενσάρκωση του Λιτλ
Χελ, χώροι βίας, με άφθονους αρουραίους και κατσαρίδες,
γκράφιτι, φραγμένους αποχετευτικούς αγωγούς, πολέμους
συμμοριών και πυροβολισμούς από ελεύθερους σκοπευτές.
Πόλεις όπως το Μάντσεστερ και το Σικάγο αναπτύχθηκαν τόσο
γρήγορα και είχαν τόση εμμονή για κέρδος ώστε δεν διέθεταν τις
αστικές ανέσεις, την αποχέτευση, τους δημόσιους χώρους και
τους κοινοτικούς ομίλους που είχαν χαρακτηρίσει τις πόλεις από
τότε που πρωτοεμφανίστηκαν στη Μεσοποταμία 6.000 χρόνια
νωρίτερα. Σε φτωχογειτονιές σαν το Έιντζελ Μέντοου, τα σπίτια
χτίζονταν κατά το «φριχτό σύστημα συνωστισμένων καλυβιών,
το ένα κολλητά στο άλλο, σε δρόμους χωρίς αποστραγγιστικά
αυλάκια ή οποιοδήποτε μέσο απομάκρυνσης των απορριμμάτων
από τις πόρτες των σπιτιών». Η πολλαπλή συγκατοίκηση ήταν
κάτι σύνηθες (κάθε ιρλανδική παράγκα στέγαζε κατά μέσο όρο
8,7 άτομα)· ο υπερπληθυσμός οδήγησε αναγκαστικά πολλούς
περιστασιακά εργαζόμενους σε υγρά κοινόχρηστα κελάρια σπιτιών
όπου συχνά κοιμούνταν τρία άτομα σε ένα κρεβάτι. Υπήρχαν δύο
υπαίθριες τουαλέτες για κάθε 250 κατοίκους του Έιντζελ
Μέντοου.242
Σε χαμηλό υψόμετρο, η φτωχογειτονιά της Μικρής Ιρλανδίας
του Μάντσεστερ (τον πυρήνα της οποίας αποτελούσε το Έιντζελ
Μέντοου) ήταν ένα υγρό περιβάλλον και τα ποτάμια της ήταν
γεμάτα με περιττώματα και μαύρα από τη ρύπανση. Στο Σικάγο
τα αποστραγγιστικά αυλάκια παραπλεύρως των δρόμων γέμιζαν
με ανθρώπινα και ζωικά απόβλητα, «σχηματίζοντας μόνιμους
λάκκους με ένα απερίγραπτο υγρό». Αυτά τα χαντάκια ήταν
τόσο ελεεινά που «ακόμα και οι χοίροι ζαρώνουν τη μύτη τους
από την αηδία». Τα ιδιωτικά αποχωρητήρια μόλυναν τα πηγάδια
στις πίσω αυλές που χρησιμοποιούνταν για πόσιμο νερό.
Χτισμένο σε επίπεδο έδαφος πάνω από στρώμα σκληρού αργίλου,
το Σικάγο ήταν μια υγρή και μολυσμένη πόλη, με τις λεγόμενες
«ομίχλες θανάτου» που ανέδιδαν οι σωροί ακαθαρσιών. Ο
ποταμός έρεε μεταφέροντας ακαθαρσίες από τους υπονόμους και
βιομηχανικά λύματα. Καθώς το Σικάγο εξελίχθηκε σε
«Γουρουνόπολη» –την παγκόσμια πρωτεύουσα συσκευασίας
κρέατος– το αίμα και τα εντόσθια άνω των τριών εκατομμυρίων
ζώων που σφάζονταν ετησίως επιβάρυνε περαιτέρω την κρίσιμη
κατάσταση σε επίπεδο υγιεινής και ρύπανσης.243
Αυτό το βρομερό, λιπαρό νερό κατέληγε στη λίμνη όπου
απορροφιόταν και πάλι και διοχετευόταν στην πόλη μέσω του
αγωγού εισαγωγής των εγκαταστάσεων ύδρευσης. Η πόλη
δηλητηριαζόταν από «τα μεγάλα βάθη λάσπης και γλίτσας και
αδιανόητης βρόμας. Από τις μονάδες εκτροφής μιασμάτων και
θανατηφόρας ομίχλης». Κατά μήκος των όχθεων του βρόμικου
ποταμού υπήρχαν «μπαλώματα» – παραγκουπόλεις που στέγαζαν
σε ξύλινες καλύβες τους περιθωριακούς της πόλης και τους
νεοαφιχθέντες μετανάστες. Από τα πιο διαβόητα ήταν το
Κόνλεϊς Πατς –όπου σήμερα βρίσκονται τα κτίρια «Ρίγκλεϊ» και
«Τρίμπιουν»– ένα άντρο εγκλήματος, πορνείας και ιρλανδικών
συμμοριών, υπό την κυριαρχία της αλκοολικής και μητριαρχικής
Μητέρας Κόνλεϊ244. Μεταξύ των ετών 1862 και 1872, μόνο στο
Γουέστ Σάιντ του Σικάγου ο πληθυσμός αυξήθηκε από 57.000 σε
214.000. Η συντριπτική πλειονότητα έπρεπε να τα βγάλει πέρα
με οποιαδήποτε διαθέσιμη στέγη, προσωρινές καλύβες χτισμένες
πάνω σε έλη. Ο μεγαλύτερος από τους αυθαίρετους οικισμούς
ήταν το Κίλγκαμπιν, μια ιρλανδική συνοικία που εδραζόταν
πάνω σε έναν παραποτάμιο βάλτο και «αριθμούσε… πολλές
χιλιάδες κατοίκους, κάθε ηλικίας και συνήθειας, μαζί με μεγάλες
ομάδες από χήνες, νεοσσούς, χοίρους και αρουραίους».245
Το Πάκινγκταουν, μια φτωχογειτονιά που ιδρύθηκε για να
εξυπηρετήσει τη βιομηχανία κρέατος, ήταν μία από τις πιο
εξαχρειωμένες φτωχογειτονιές της Αμερικής του 19ου αιώνα. Με
την πάροδο των χρόνων στέγασε πολλά κύματα μη αγγλόφωνων
κοινοτήτων μεταναστών, των οποίων οι μοναδικές ευκαιρίες για
εργασία αφορούσαν τα άθλια εργοστάσια συσκευασίας κρέατος,
τη φρίκη των οποίων απαθανάτισε ο Άπτον Σινκλέρ στο
μυθιστόρημά του Η Ζούγκλα το 1904. Στη μία πλευρά συνόρευε
με τα σφαγεία, στην άλλη με έναν τεράστιο σκουπιδότοπο, στην
τρίτη με τις σιδηροδρομικές γραμμές και στην τέταρτη με τον
λεγόμενο Μπάμπλι Κρικ (Όρμος των Φυσαλίδων), που πήρε το
όνομά του καθώς άφριζε από τα αέρια που εκλύονταν κατά την
αποσύνθεση αίματος και εντοσθίων. Το καλοκαίρι τα κουνούπια
έκαναν επιδρομές, μαγνητισμένα από το ακαταμάχητο δέλεαρ
των σκουπιδιών, των παραπροϊόντων και των περιττωμάτων.
Το μολυσμένο νερό, τα περιττώματα και οι αρουραίοι
εξαπέλυαν τυφοειδή πυρετό, τύφο, δυσεντερία, διφθερίτιδα,
ευλογιά και βρεφική διάρροια. Στις αγροτικές περιοχές της
Βρετανίας, το 32% των παιδιών πέθαιναν πριν από τα πέμπτα
γενέθλιά τους και το προσδόκιμο ζωής ήταν σχεδόν τα 40 έτη.
Στο Μάντσεστερ και το Σικάγο, οι αντίστοιχες τιμές ήταν 60%
και 26· στο Λονδίνο και το Μπέρμιγχαμ, το προσδόκιμο ζωής
ήταν 37 έτη. Πουθενά στα μέσα του 19ου αιώνα δεν υπήρχε
ποσοστό θανάτου συγκρίσιμο με αυτές τις εξαθλιωμένες
βιομηχανικές πόλεις. Από τη δεκαετία του 1830 και εξής η
ασιατική χολέρα αποδεκάτισε τις παραγκουπόλεις. Το 1854 το 6%
του πληθυσμού του Σικάγου υπέκυψε στην επιδημία, το έκτο
κατά σειρά έτος που η πόλη ερήμωνε από τις ασθένειες.246
Η αστική τοπογραφία κατέστησε επείγον αυτό το πρόβλημα στη
βιομηχανική εποχή. Όπως το έθεσε μια εφημερίδα του
Μάντσεστερ, το εμπορικό κέντρο ήταν εγκλωβισμένο «σε έναν
τεράστιο κλοιό κτηνωδίας και βρομιάς, αρκετής για να
προκαλέσει φόβο στην καρδιά κάθε πολιτισμένου κατοίκου», κι
έτσι κατέληξε να είναι ένα μικρό νησί περιτριγυρισμένο από
φτωχογειτονιές. Φοβούμενες μη νοθευτούν από το προλεταριάτο,
οι οικογένειες της μεσαίας τάξης κατέφυγαν στα προάστια. Και
δεν σταμάτησαν εκεί: καθώς ο πληθυσμός της εργατικής τάξης
σημείωσε εκρηκτική αύξηση, οι φτωχογειτονιές καταπάτησαν την
προαστιακή ουτοπία, εξαναγκάζοντας ένα ακόμη κύμα
απόδρασης σε νέους, πιο απομακρυσμένους ημιαγροτικούς
τόπους διαφυγής. Στην ανθρώπινη ιστορία, ως επί το πλείστον, η
λέξη «προάστιο» ήταν συνώνυμο του χειρότερου τμήματος της
πόλης· ήταν το σημείο απόρριψης των αποβλήτων, των
απορριμμάτων και ό,τι πιο ανθυγιεινού. Τώρα ήταν μια
υπόσχεση για διαφυγή.247
Το Μάντσεστερ σημείωσε πολλές πρωτιές στην αστική ιστορία,
μεταξύ των οποίων η πρώτη υπηρεσία «Omnibus»248 (1824) και ο
πρώτος επιβατικός σιδηροδρομικός σταθμός (1830). Λεωφορεία,
τρένα και, αργότερα, τραμ διευκόλυναν όσους είχαν καταφύγει
στην αμιγώς οικιστική ζώνη προαστίων να μεταβούν στον χώρο
εργασίας τους στο κέντρο. Μεγάλοι δρόμοι πλαισιωμένοι με
καταστήματα έκρυβαν από την κοινή θέα τις παραγκουπόλεις
ακριβώς από πίσω τους. Το Σικάγο, μετά τη Μεγάλη Πυρκαγιά
του 1871, αναπτύχθηκε ακολουθώντας ένα παρόμοιο μοτίβο, με
μια κεντρική επιχειρηματική περιοχή –τον Δακτύλιο– όπου
ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια οι ουρανοξύστες, περιστοιχισμένη
όμως από έναν βάρβαρο πολιορκητικό στρατό εργοστασίων και
παραγκουπόλεων· πέρα από αυτόν τον δακτύλιο ερήμωσης
υπήρχαν ακόμη περισσότεροι δακτύλιοι στέγασης, που γνώριζαν
όλο και μεγαλύτερη ευημερία όσο απομακρύνονταν από τον
κεντρικό Δακτύλιο. Οι σύγχρονες μητροπολιτικές μεταφορές
κατέστησαν δυνατό αυτό το μοτίβο διαχωρισμού: οι φτωχοί
πήγαιναν στην εργασία τους πεζή και συμβίωναν με τη ρύπανση·
η μεσαία τάξη και οι πλούσιοι μπορούσαν να μεταβούν στην
εργασία τους από τα προάστια προς την πόλη ή, αν ήταν πολύ
τυχεροί, από τους γραφικούς οικισμούς με θέα στα ανοιχτά της
Βόρειας Ακτής.249
Για τους έξωθεν παρατηρητές, αυτός ο κατακερματισμός της
αστικής κοινότητας και η διαίρεση της πόλης σε ερμητικά
κλειστές ζώνες κατοίκησης με βάση την κοινωνική τάξη
επέτειναν περαιτέρω τον εφιάλτη. Όταν οι μηχανές σιγούσαν και
τα λογιστήρια έκλειναν για την ημέρα, υπήρχε η αίσθηση ότι η
«ηθική τάξη» αναχωρούσε από την πόλη προς τα γαλήνια
προάστια, υποβαθμίζοντας την αστική ευθύνη και παραδίδοντας
το κέντρο της στη μοχθηρία και στο έγκλημα.
Για τους τρομοκρατημένους κατοίκους των βιομηχανικών
πόλεων, οι νυχτερινές ώρες στο κέντρο της πόλης φάνταζαν σαν
αποκάλυψη των ζόμπι, με μια «αυξανόμενη μάζα ανθρώπων να
ξεχειλίζει» μέσα από τις φτωχογειτονιές και να καταλαμβάνει
την κεντρική επιχειρηματική συνοικία. Και χωρίς την παραμικρή
φειδώ οι εφημερίδες και τα βιβλία προέβαιναν σε εμβρόντητες
αναφορές περιγράφοντας λεπτομερώς τι συνέβαινε στην πόλη τη
νύχτα. Ο Άνγκους Μπέτουν Ριτς έγραψε μια σειρά από
περιγραφές για το νυχτερινό Μάντσεστερ το 1849.
«Επιστρέφοντας από μια περιήγησή μου, την περασμένη Κυριακή
το βράδυ, από την οδό Όλντχαμ, προς έκπληξή μου άκουσα
δυνατούς ήχους μουσικής και ευθυμίας μέσα από τα παράθυρα
ενός λαϊκού σπιτιού. Στον δρόμο συνωστίζονταν μεθυσμένοι
άνδρες και γυναίκες καθώς και νεαρές εργάτριες εργοστασίων που
φώναζαν, φλέρταραν και κορόιδευαν ο ένας τον άλλον. Ο Ριτς
δήλωνε «έκπληκτος και θλιμμένος» από τη «θέα της…
κτηνώδους και γενικής ακολασίας»: «Τα καπηλειά και τα
καταστήματα που σέρβιραν τζιν ξεχείλιζαν. Καβγάδες και
συμπλοκές και συγκρούσεις πραγματοποιούνταν κάθε ώρα και
στιγμή στο εσωτερικό τους αλλά και στους δρόμους. Ολόκληρος ο
δρόμος αντηχούσε με φωνές, κραυγές και βλασφημίες και
γινόταν ένα με την άθλια μουσική που ακουγόταν από πεντέξι
μπάντες».250
Ένα κυριακάτικο βράδυ του 1854 εθελοντές της Αμερικανικής
Εταιρείας Εγκράτειας251 πραγματοποίησαν δειγματοληψία σε 350
παμπ και καταμέτρησαν 215.000 πελάτες: 120.000 άνδρες,
72.000 γυναίκες και 23.000 παιδιά. Στο Πάκινκγταουν του
Σικάγου υπήρχαν 500 μπαρ σε μόλις 16 οικοδομικά τετράγωνα,
που αντιστοιχούν σε ένα ποτοπωλείο για κάθε 70 άτομα.
Εμβρόντητες από τα θορυβώδη ιρλανδέζικα ποτοπωλεία ουίσκι
και τις γερμανικές υπαίθριες μπιραρίες –που με τόσο
ενθουσιασμό γέμιζαν κόσμο τα Σάββατα– οι αρχές απαγόρευσαν
την πώληση αλκοόλ τις Κυριακές και αύξησαν το κόστος της
άδειας πώλησης ποτών από 50 σε 300 δολάρια ετησίως. Χιλιάδες
εργαζόμενοι, κυρίως Ιρλανδοί και Γερμανοί, βγήκαν στους
δρόμους στην αιματηρή «Εξέγερση της Ξανθιάς Μπίρας» το 1855
για να υπερασπιστούν τον τρόπο ζωής τους.252
«Η Όλνταμ Στριτ την Κυριακή το βράδυ μοιάζει να
παραδίνεται στις καρναβαλικές κραιπάλες των αλητών του
Μάντσεστερ», σύμφωνα με έναν ερευνητή δημοσιογράφο. «Εδώ
μπορούν να παρατηρηθούν σκηνές που όμοιές τους δεν
υπάρχουν σε οποιαδήποτε κωμόπολη ή μεγαλύτερη πόλη στην
Αγγλία». Τα κυριακάτικα βράδια, νεαροί εργάτες, γυναίκες και
έφηβοι ντυμένοι με τα καλύτερα ρούχα τους, τα αγόρια με
«έτοιμα κοστούμια με το πιο τρομακτικό πατρόν και την πιο
ακραία ραφή» και οι νεαρές εργάτριες «πανέμορφες μέσα σε
φθηνά κοσμήματα, πούπουλα και μετάξι», ξεχύνονταν από το
Άνκοουτς και άλλες φτωχογειτονιές για να σουλατσάρουν στην
Όλνταμ Στριτ και τη Μάρκετ Στριτ, κατά μήκος των οδών Χάιντ
Ρόουντ και Στρέτφορντ Ρόουντ, επιδεικνύοντας τα στολίδια τους
και ζευγαρώνοντας μεταξύ τους σε ένα τελετουργικό γνωστό ως
«Κυνηγητό Μαϊμούδων».253 Οι πληθυσμοί σε πόλεις όπως το
Σικάγο και το Μάντσεστερ ήταν νεαρής ηλικίας: στο δεύτερο,
κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, το 40% ήταν κάτω των 20
ετών. Είχαν τη δουλειά τους, άρα και χρήματα για το ποτό, τις
διασκεδάσεις και τη μόδα. Ήταν δυναμικοί και σεξουαλικά
ενεργοί.254
Η μέθη και η σεξουαλική ευχαρίστηση ήταν όντως μια
πραγματικότητα. Το έγκλημα ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Ο
κίνδυνος καταδίωκε την πόλη της εργατικής τάξης. «Όπως ένα
τεράστιο κονικλοτροφείο, περιστοιχιζόταν από μια σειρά από
στενά και σκοτεινά περάσματα και δρόμους», έγραφε ένας
εργαζόμενος σε φιλανθρωπική οργάνωση του Έιντζελ Μέντοου.
«Δεν ήταν ασφαλές για τους καθωσπρέπει ντυμένους ανθρώπους
να περνούν από τους δρόμους ολομόναχοι, ακόμη και μέρα
μεσημέρι». Το Μάντσεστερ είχε τις δικές του βίαιες συμμορίες
εφήβων στις φτωχογειτονιές, ή «συμμορίτες». Οπλισμένοι με
μαχαίρια και ρόπαλα, επιτίθεντο σε άλλους νέους που τριγύριζαν
στην επικράτειά τους και εισέβαλλαν σε άλλες περιοχές της
παραγκούπολης για συγκρουστούν με αντίπαλες συμμορίες.255
Οι Ιρλανδοί τόσο του Μάντσεστερ όσο και του Σικάγου
κατηγορήθηκαν για τις συνθήκες που επικρατούσαν στις
φτωχογειτονιές και για την ηθική υποβάθμιση του συνόλου της
αστικής κοινότητας. Για παράδειγμα, η χολέρα ονομάστηκε
«ιρλανδικός πυρετός». Σύμφωνα με τον Τύπο, οι ιρλανδικές
συμμορίες που συνδέονταν με συγκεκριμένες περιοχές της
πατρίδας τους ήταν διαβόητες για τις περιπολίες στους δρόμους
τους, απαγορεύοντας την πρόσβαση σε όσους εισβολείς
προέρχονταν από άλλα μέρη της Ιρλανδίας. Το 1851, για
παράδειγμα, ένας αστυνομικός συνάντησε δύο ιρλανδικές σπείρες,
τους «ΜακΝιλ» και τους «Κάρολ», που εμπλέκονταν σε βίαιες
συγκρούσεις στους δρόμους: «Ολόκληρη η γειτονιά φαινόταν να
ασχολείται με αυτή την αλλοπρόσαλλη μάχη, πολεμώντας με
τσιμπίδες, ραβδιά και τσεκούρια, σαν δαίμονες με σάρκα και
οστά».256
Οι εφημερίδες του Σικάγου ήταν σε μεγάλο βαθμό αντι-
ιρλανδικές, κατηγορώντας τους Ιρλανδούς ότι διαταράσσουν την
τάξη της πόλης και τρέφουν «μια αξιοσημείωτη και εντυπωσιακή
αγάπη και πάθος για ταραχές και καβγάδες». Όπως και στο
Μάντσεστερ, τοπικές ιρλανδικές συμμορίες σαν τους «Ντιούκις»
και τους «Σίλντερς» συγκρούονταν μεταξύ τους και εκφόβιζαν
γερμανικές, εβραϊκές και πολωνικές ομάδες, αλλά και ομάδες
μαύρων που εγκαθίσταντο εντός ή πλησίον της δικής τους
επικράτειας. Αργότερα, στις αρχές του 20ού αιώνα, οι πολωνικές
συμμορίες διεκδικούσαν την κυριότητα σε ολόκληρα τμήματα
της πόλης, συγκρούονταν μεταξύ τους και μάχονταν ενάντια
στις ιταλικές συμμορίες της «Μικρής Σικελίας». Μια άγρια πόλη
σε εκρηκτική ανάπτυξη, πεινασμένη για ανθρώπινη μυϊκή
δύναμη ώστε να σφάζει γουρούνια, να κατασκευάζει κανάλια, να
χτίζει κτίρια, να μεταφέρει φορτία και να μοχθεί σε εργοστάσια,
ο πληθυσμός του Σικάγου αποτελούνταν από μετανάστες που
γεννήθηκαν στο εξωτερικό (59% του πληθυσμού) και από έναν
διερχόμενο πληθυσμό επισκεπτών επιχειρηματιών, τουριστών,
αγροτών, ναυτικών, περιστασιακών εργατών και διαρκώς
αυξανόμενων αποδήμων. Η χάβρα των ανθρώπων από όλο τον
κόσμο που έλκονταν από αυτή τη θαυμάσια πόλη προσέλκυσε
αγύρτες, κατάδικους, απατεώνες, επαγγελματίες χαρτοπαίκτες,
πορτοφολάδες, προαγωγούς και πόρνες κατά αγέλες.257
Η διαφθορά αποτελούσε σημαντικό μέρος της μαύρης
οικονομίας του Σικάγου, των αδιαπέραστων παραγκουπόλεων και
του ψηφιδωτού των εθνοτικών αποικιών, που τα έβγαζαν
δύσκολα πέρα σε απόσταση αναπνοής από την επιχειρηματική
συνοικία, παρέχοντας πολλές ανθυγιεινές αλλά δελεαστικές ζώνες
ηδονής. Τα κέρδη που προέκυπταν από παράνομες απολαύσεις
ενθάρρυναν την ανάπτυξη συμμοριών οργανωμένου εγκλήματος,
οι οποίες συνεργάζονταν στενά με τους πολιτικούς, τους δικαστές
και τους αστυνομικούς της πόλης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της
ιστορίας του, το Σικάγο υπήρξε μια πόλη συνδεδεμένη με τη
μαφία, τη διαφθορά, την ανηθικότητα και τα παράνομα
ναρκωτικά, σαν να μην μπορούσε ποτέ να ξεπεράσει την
καταγωγή της από τα καλυβόσπιτα. Μια μελέτη που διεξήχθη τη
δεκαετία του 1930 απαριθμούσε στη μητρόπολη 1.313 συμμορίες,
που καταλάμβαναν «την ευρεία ζώνη του λυκόφωτος» με τους
σιδηροδρόμους, τα εργοστάσια, τις υποβαθμισμένες συνοικίες και
τις μετακινούμενες αποικίες των μεταναστών που έκλειναν μέσα
στον ασφυκτικό κλοιό τους την κεντρική επιχειρηματική
συνοικία. Υπήρχε ο επίσημος χάρτης του Σικάγου, αλλά και ένας
εναλλακτικός, φανταστικός χάρτης, ένα περίπλοκο ψηφιδωτό
από οικοδομικά τετράγωνα, γειτονιές και «φέτες» επικράτειας
που βρίσκονταν με διάφορους τρόπους κάτω από την απόλυτη
κυριαρχία μιας συμμορίας όπως οι «Νάιτ Ρέιντερς», οι «Ντεντ
Σοτς», οι «Σάουθ Σάιντερς» ή οι «Τάδε».258
Το 1869, 125 παιδιά κάτω των δέκα ετών συνελήφθησαν για
κακουργήματα και επιπλέον 2.404 μεταξύ δέκα και είκοσι ετών.
Το κύμα της εφηβικής εγκληματικότητας θεωρήθηκε
αναπόφευκτο αποτέλεσμα της άφιξης στην πόλη χιλιάδων
ορφανών ή εγκαταλειμμένων παιδιών μεταναστών τα οποία είτε
έμειναν άστεγα είτε αναγκάστηκαν να στεγαστούν πρόχειρα σε
ξενώνες ή να ενταχθούν στην ασφάλεια την οποία πρόσφερε μια
συμμορία του δρόμου. Η μοίρα των άτακτων παιδιών ήταν η πιο
τρανή απόδειξη μιας αστικής κοινωνίας που νοσούσε. Όπως και
στη βιομηχανική Αγγλία, η βιομηχανική πόλη θεωρήθηκε
υπεύθυνη για την κατάρρευση της οικογένειας που τελούσε υπό
τον πατρικό έλεγχο. Τα παιδιά εγκαταλείφθηκαν στους δρόμους,
σε συμμορίες και σε χειριστικούς ενήλικες εγκληματίες. Η μοίρα
τους συμβόλιζε τους τρόπους με τους οποίους οι σύγχρονες
πόλεις υπονόμευαν τα ίδια τα θεμέλια της κοινωνίας.259
Όπως έγραφε ένας επισκέπτης του Έιντζελ Μέντοους για τους
κατοίκους του, «Η δυστυχία, η διαφθορά και η προκατάληψή
τους θα αποδειχθούν ηφαιστειακά στοιχεία, η εκρηκτική βία των
οποίων μπορεί να καταστρέψει τη δομή της κοινωνίας». Δεν
χρειαζόταν να είσαι ο Φρίντριχ Ένγκελς ή ο Καρλ Μαρξ για να
θεωρήσεις ότι η αθλιότητα της ζωής στην παραγκούπολη και της
βιομηχανικής εργασίας θα οδηγούσαν αναπόφευκτα σε δριμεία
ταξική σύγκρουση. Ο φόβος –του θυμού που ο Ένγκελς έβλεπε
να κακοφορμίζει στη ρυπαρότητα των παραγκουπόλεων οι οποίες
μεγάλωναν παράλληλα με τον βιομηχανικό καπιταλισμό– έπληξε
βίαια τη βικτοριανή κοινωνία. Ο χωροταξικός διαχωρισμός μιας
πόλης όπως το Μάντσεστερ σε εμπορικό κέντρο, σε
φτωχογειτονιές βυθισμένες στον σκοταδισμό και σε προάστια της
μεσαίας τάξης ήταν η ζωντανή και απτή απόδειξη που σφράγισε
το αστικό τοπίο όχι μόνο του αγεφύρωτου αβυσσαλέου χάσματος
μεταξύ του προλεταριάτου και της αστικής τάξης, αλλά και της
επερχόμενης βίαιης πάλης μεταξύ των τάξεων.260
Καθώς έγραψε ο Ένγκελς, η σύγχρονη αστική ζωή, όπως
αναπτύχθηκε στους καπνισμένους γίγαντες του Σικάγου και του
Μάντσεστερ, βοήθησε «ώστε το προλεταριάτο να συνενωθεί σε
μια συμπαγή ομάδα με τον δικό της τρόπο ζωής και σκέψης και
τη δική της προοπτική για την κοινωνία».261
233
The Life and Opinions of General Sir Charles James Napier, 4 τ. (Λονδίνο,
1857), Vol. II, σελ. 57.
234
Alexis de Tocqueville, Journeys to England and Ireland (NY, 2003), σελ. 106·
Frederika Bremmer, England in 1851; or, Sketches of a Tour to England
(Βουλόνη, 1853), σελ. 15.
235
Frederika Bremmer, The Homes of the New World: impressions of America, 2 τ.
(NY, 1858), Vol. I, σελ. 605.
236
Isabella Bird, The Englishwoman in America (Λονδίνο, 1856), σελ. 156· Paul
Bourget, Outre-Mer: impressions of America (Λονδίνο, 1895), σελ. 117.
237
Tocqueville, σελ. 108.
238
Donald L. Miller, City of the Century: the epic of Chicago and the making of
America (NY, 1996), σελ. 217.
239
Frederic Trautmann, «Arthur Holitischer’s Chicago: a German traveler’s view
of an American city», Chicago History, 12:2 (Καλοκαίρι 1983), 42· Miller, σελ. 493·
Simon Gunn, «The Middle Class, Modernity and the Provincial City: Manchester,
c.1840–80», στο Alan Kidd & David Nicholls (επιμ.), Gender, Civic Culture and
Consumerism: middle-class identity in Britain, 1800–1940 (Μάντσεστερ, 1999), σελ.
112 κ.ε.
240
Miller, σελ. 301 κ.ε.
241
Friedrich Engels, The Condition of the Working Class in England (Λονδίνο,
1958), σελ. 61, 63, 64.
242
M. Leon Faucher, Manchester in 1844; its present condition and future
prospects (Μάντσεστερ 1844), σελ. 67–8· John M. Werly, «The Irish in Manchester,
1832–49», Irish Historical Studies, 18:71 (Μάρτιος 1973), σελ. 348.
243
Miller, σελ. 123.
244
Η λεγόμενη «Mother Conley» ήταν μια θρυλική γυναίκα της περιοχής, δυναμική,
ανεξάρτητη και αλκοολική, μια «μέγαιρα» της εποχής που έδωσε το όνομά της στη
συνοικία. (Σ.τ.Μ.)
245
Ibid., σελ. 136· Josiah Seymour Currey, Chicago: its history and builders
(Σικάγο, 1912), Vol. III, σελ. 177.
246
Miller, σελ. 122.
247
Gunn, σελ. 118.
248
Είδος άμαξας στην οποία επέβαιναν ακόμα και άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι με
κοινό προορισμό, έναντι κομίστρου. Θεωρούνται τα πρώτα μέσα μαζικής μεταφοράς.
(Σ.τ.Μ.)
249
Miller, σελ. 398, σημειώσεις 273 κ.ε.
250
Angus Bethune Reach, Manchester and the Textile Districts in 1849 (Ρόζεντεϊλ,
1972), σελ. 61.
251
Η Αμερικανική Εταιρεία Εγκράτειας (American Temperance Society – ATS)
ιδρύθηκε το 1826 στη Βοστόνη με στόχο την καλλιέργεια της αποχής από τα
αποσταγμένα ποτά, με εξαίρεση το κρασί και την μπίρα αλλά και τη χρήση των
προϊόντων απόσταξης για θεραπευτικούς σκοπούς. Το έργο της εταιρείας συνδέθηκε με
μεταρρυθμιστικές τάσεις που αφορούσαν την κατάργηση της δουλείας, την επέκταση
των γυναικείων δικαιωμάτων, την εγκράτεια γενικώς και τη βελτίωση της κοινωνίας.
(Σ.τ.Μ.)
252
Andrew Davies, The Gangs of Manchester: the story of scuttlers, Britain’s rst
youth cult (Πρέστον, 2008), κεφάλαιο 2.
253
Ένας χώρος, στεγασμένος ή υπαίθριος, όπου συγκεντρώνονται οι ενδιαφερόμενοι για
να βρουν ταίρι, «νυφοπάζαρο» (Σ.τ.Μ.).
254
Ibid.· Jenny Birchall, «“The Carnival Revels of Manchester’s Vagabonds”:
young working-class women and monkey parades in the 1870s», Women’s
History Review, 15 (2006), σελ. 229–52.
255
Davies, passim· Mervyn Busteed, The Irish in Manchester, c.1750–1921:
resistance, adaptation and identity (Μάντσεστερ, 2016), κεφάλαιο 2.
256
M. A. Busteed & R. I. Hodgson, «Irish Migrant Responses to Urban Life in
Early Nineteenth-Century Manchester», Geographical Journal, 162:2 (Ιούλιος
1996), σελ. 150.
257
Richard Junger, Becoming the Second City: Chicago’s news media, 1833–1898
(Σικάγο, 2010), σελ. 22.
258
Miller, σελ. 137· Frederic M. Thrasher, The Gang: a study of 1,313 gangs in
Chicago (Σικάγο, 1936).
259
Richard C. Lindberg, Gangland Chicago: criminality and lawlessness in the
Windy City (Λάνχαμ, 2016), σελ. 22.
260
James Phillips Kay, The Moral and Physical Condition of the Working Classes
Employed in the Cotton Manufacture in Manchester (Λονδίνο, 1832), σελ. 72.
261
Engels, σελ. 137.
262
Zubair Ahmed, «Bombay’s Billion Dollar Slum»,
http://news.bbc.co.uk/1/hi/business/3487110.stm
263
Janice E. Perlman, «The Metamorphosis of Marginality: four generations in
the favelas of Rio de Janeiro», Annals of the American Academy of Political and
Social Science, 606 (Ιούλιος 2006), σελ. 167· Sanni Yaya, Olalekan A. Uthman,
Friday Okonofua & Ghose Bishwajit, «Decomposing the Rural–Urban Gap in the
Factors of Under-Five Mortality Rate in Sub-Saharan Africa? Evidence from 35
countries», BMC Public Health, 19 (Μάιος 2019)· Abhijit V. Banerjee & Esther
Du o, «The Economic Lives of the Poor», Journal of Economic Perspectives, 21:1
(Χειμώνας 2007), πίν. 9· World Bank, «Employment in Agriculture»,
https://data.worldbank.org/indicator/SL.AGR.EMPL.ZS
264
Hippolyte Taine, Notes on England (Λονδίνο, 1957), σελ. 290 κ.ε.
265
John Burnett (επιμ.), Destiny Obscure: autobiographies of childhood, education
and family from the 1820s to the 1920s (Λονδίνο, 1982), σελ. 107· Frank Norris,
The Pit: a story of Chicago (NY, 1920), σελ. 149 κ.ε.
266
Miller, σελ. 277.
267
Emma Gri n, Liberty’s Dawn: a people’s history of the industrial revolution
(Νιου Χέιβεν, 2013), σελ. 240 κ.ε.
268
Faucher, σελ. 52.
269
John B. Jentz, «The 48ers and the Politics of the German Labor Movement in
Chicago during the Civil War Era: community formation and the rise of a labor
press», στο Elliot Shore, Ken Fones-Wolf, James P. Danky (επιμ.), The German-
American Radical Press: the shaping of a left political culture, 1850-1940 (Σικάγο,
1992), σελ. 49 κ.ε.
270
City of Chicago, Department of Zoning and Planning, «Vorwaerts Turner Hall,
2421 W. Roosevelt Rd: nal landmark recommendation adopted by the
Commission on Chicago Landmarks, September 3 2009»,
https://www.chicago.gov/content/dam/city/depts/zlup/Historic_Preservation/Publicat
ions/Vorwaerts_Turner_ Hall.pdf
271
Royal L. Melendy, «The Saloon in Chicago (II)», American Journal of
Sociology, 6:4 (Ιανουάριος 1901), σελ. 433–4.
272
Eric L. Hirsch, Urban Revolt: ethnic politics in the nineteenth-century Chicago
labor movement (Μπέρκλεϊ, CA, 1990), σελ. 163.
273
Sandra Burman (επιμ.), Fit Work for Women (Άμπινγκτον, 2013), σελ. 100 κ.ε.
274
Gertrud P ster, «The Role of German Turners in American Physical
Education», στο P ster (επιμ.), Gymnastics, a Transatlantic Movement (Άμπινγκτον,
2011)· Gerald Gems, «The German Turners and the Taming of Radicalism in
Chicago», στο P ster (επιμ.)· Gerald Gems, Windy City Wars: labor, leisure, and
sport in the making of Chicago (Λάνχαμ, 1997).
275
Όμορφη θέα. (Σ.τ.Μ.)
276
Dagmar Kift, The Victorian Music Hall: culture, class and con ict, μτφρ. Roy
Kift (Κέιμπριτζ, 1996), σελ. 1.
277
Harvey Warren Zorbaugh, The Gold Coast and the Slum: a sociological study
of Chicago’s Near North Side (Σικάγο, 1929), σελ. 3.
278
Φιλοσοφική μεταρρυθμιστική προσέγγιση στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία
της βόρειας Αμερικής με στόχο τον εξωραϊσμό και τη μνημειοποίηση των πόλεων, στις
δεκαετίες του 1890 και του 1900. Είχε ως απώτερο σκοπό την καλλιέργεια ηθικής και
αστικής αρετής και προωθούσε την αρμονική κοινωνική τάξη και τη βελτίωση της
ποιότητας ζωής (Σ.τ.Μ.).
279
Μέθοδος πολεοδομικού σχεδιασμού σύμφωνα με την οποία αυτόνομες κοινότητες
περιβάλλονται από «πράσινες ζώνες», με συνύπαρξη κατοικιών, βιομηχανιών και
αγροτικών εκτάσεων σε συγκεκριμένες αναλογίες. Εμπνευστής της ήταν ο Εμπενέζερ
Χάουαρντ στη Μεγάλη Βρετανία, ο οποίος και χρίστηκε ιππότης το 1927. Κατά το
συγκεκριμένο πρότυπο έχουν ιδρυθεί αρκετές πόλεις εντός και πέριξ του Λονδίνου
αλλά και σε όλο τον κόσμο. (Σ.τ.Μ.).
10 - Το σύνδρομο του Παρισιού - Παρίσι,
1830-1914
280
Caroline Wyatt, «“Paris Syndrome” Strikes Japanese», BBC News, 20/12/2006,
http://news.bbc.co.uk/1/hi/6197921.stm· Katada Tamami, «Re ections on a Case of
Paris Syndrome», Journal of the Nissei Hospital, 26:2 (1998), σελ. 127–32.
281
Sigmund Freud, Life and Work: the young Freud, 1885–1900, Ernest Jones
(επιμ.) (Λονδίνο, 1953), σελ. 200.
282
Emma Willard, Journals and Letters from France and Great Britain (NY, 1833),
σελ. 30.
283
*«Νησί της πόλης», μια νησίδα στον ποταμό Σηκουάνα. (Σ.τ.Μ.)
284
David P. Jordan, σημ. 399 Transforming Paris: the life and labors of Baron
Haussmann (NY, 1995), σελ. 92–3· Victoria E.Thompson, «Telling “Spatial Stories”:
urban space and bourgeois identity in nineteenthcentury Paris», Journal of
Modern History, 75:3 (Σεπτέμβριος 2003), σελ. 540.
285
Aγνώστου, Ten Years of Imperialism in France: impressions of a Flaneur
(Λονδίνο, 1862), σελ. 30.
286
Harvey Levenstein, Seductive Journey: American tourists in France from
Je erson to the Jazz Age (Σικάγο, 1998), σελ. 57· David Harvey, Paris: capital of
modernity (NY, 2006), σελ. 32–3.
287
Gregory Shaya, «The Flaneur, the Badaud, and the Making of a Mass Public
in France, circa 1860–1910», American Historical Review, 109:1 (Φεβρουάριος
2004), σελ. 50· T. J. Clark, The Painting of Modern Life: Paris in the art of Manet
and his followers (Λονδίνο, 1990), σελ. 33.
288
Anna Jameson, Diary of an Ennuyée (Βοστόνη, MA, 1833), σελ. 6· Shaya,
passim.
289
Περιπλανώμενος χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. (Σ.τ.Μ.)
290
Christopher E. Fort, The Dreyfus A air and the Crisis of French Manhood
(Βαλτιμόρη, 2004), σελ. 107· Honoré de Balzac, The Physiology of Marriage, Part 1,
Meditation 3· Charles Baudelaire, The Painter of Modern Life and Other Essays,
μτφρ. Jonathan Mayne (NY, 1986), σελ. 9.
291
Άσκοπη περιπλάνηση. (Σ.τ.Μ.)
292
Thompson, σελ. 532, σημ.34· Shaya, σελ. 51· Balzac, 1:3.
293
Ten Years of Imperialism, πρόλογος· Susan Sontag, On Photography (Λονδίνο,
1979), σελ. 55.
294
Jordan (1995), σελ. 50 κ.ε., σελ. 166–7· David H. Pinkney, «Napoleon III’s
Transformation of Paris: the origins and development of the idea», Journal of
Modern History, 27:2 (Ιούνιος 1955), σελ. 125–34.
295
Patrice de Moncan, Le Paris d’Haussmann (Παρίσι, 2002), σελ. 28.
296
Jordan (1995), σελ. 186 κ.ε.
297
Σωρός, σύμπλεγμα. (Σ.τ.Μ.)
298
Colin Jones, «Theodore Vacquer and the Archaeology of Modernity in
Haussmann’s Paris», Transactions of the Royal Historical Society, 6th series, 17
(2007), σελ. 167· Ten Years of Imperialism, σελ. 7· David P. Jordan, «Baron
Haussmann and Modern Paris», American Scholar, 61:1 (Χειμώνας 1992), σελ. 105
κ.ε.
299
Jordan (1995), σελ. 265, 290.
300
Ibid., σελ. 198 κ.ε.
301
Donald L. Miller, City of the Century: the epic of Chicago and the making of
America (NY, 1996), σελ. 124–7.
302
Jordan (1995), σελ. 274.
303
Moncan, σελ. 107
304
Elaine Denby, Grand Hotels: reality and illusion (Λονδίνο, 1998), σελ. 84.
305
Michael B. Miller, The Bon Marché: bourgeois culture and the department store,
1869–1920 (Πρίνστον, 1981)· Meredith L. Clausen, «Department Stores and Zola’s
“Cathédrale du Commerce Moderne”», Notes in the History of Art, 3:3 (Άνοιξη
1984), σελ. 18–23· Robert Procter, «Constructing the Retail Monument: the
Parisian department store and its property, 1855–1914», Urban History, 33:3
(Δεκέμβριος 2006), σελ. 393–410.
306
Galignani’s New Paris Guide (Παρίσι, 1860), σελ. 13.
307
Μεγάλες λεωφόροι. (Σ.τ.Μ.)
308
Jan Palmowski, «Travels with Baedeker: the guidebook and the middle classes
in Victorian and Edwardian Britain», στο Rudy Koshar (επιμ.), Histories of Leisure
(Οξφόρδη, 2002).
309
London & Partners, «London Tourism Report, 2014–2015»,
https:// les.londonandpartners.com/l-and-p/assets/our-insight-london-tourism-
review-2014–15.pdf
310
Pierre Larousse, Grand Dictionnaire universel (Παρίσι, 1872), Τόμ. VIII, σελ.
436.
311
Robert L. Herbert, Impressionism: art, leisure and Parisian society (Νιου
Χέιβεν, 1988), σελ. 21.
312
Jordan (1995), σελ. 348· Clark, σελ. 34–5· Herbert, σελ. 15.
313
Clark, σελ. 29.
314
Διαμερίσματα. (Σ.τ.Μ.)
315
Προάστια. (Σ.τ.Μ.)
316
Clark, σελ. 207· Herbert, σελ. 33, 58, 66.
317
Ibid., σελ. 35.
318
Katherine Golsan, «The Beholder as Flaneur: structures of perception in
Baudelaire and Manet», French Forum, 21:2 (Μάιος 1996), σελ. 183.
319
Σερβιτόρα. (Σ.τ.Μ.)
320
Θεωρεία. (Σ.τ.Μ.)
321
Herbert, σελ. 50 κ.ε.
322
Clark, σελ. 253.
323
Ibid., σελ. 72 κ.ε.
324
Aruna D’Souza & Tom McDonough (επιμ.), The Invisible Flaneuse? Gender,
public space, and visual culture in nineteenth century Paris (Μάντσεστερ, 2006).
325
Clark, σελ. 208· Ruth E. Iskin, «Selling, Seduction, and Soliciting the Eye:
Manet’s Bar at the Folies-Bergère», Art Bulletin 77:1 (Μάρ. 1995), σελ. 35.
326
Markman Ellis, The Co ee-House: a cultural history (Λονδίνο, 2004), σελ. 201–
11· Krista Lysack, Come Buy, Come Buy: shopping and the culture of consumption
in Victorian women’s writing (Αθήνα, OH, 2008), σελ. 19 κ.ε.
327
Anne Friedberg, «Les Flâneurs du Mal(l): cinema and the postmodern
condition», PMLA, 106:3 (Μάιος 1991), σελ. 425.
328
Οι οπαδοί της καταστασιακής θεωρίας πρεσβεύουν ότι οι άνθρωποι επηρεάζονται
περισσότερο από εξωτερικούς παρά από εσωτερικούς παράγοντες κατάστασης. Αργότερα
συνδέθηκαν με θεωρίες του Μαρξ και του κομμουνισμού. (Σ.τ.Μ.)
329
Louis Aragon, Paris Peasant, μτφρ. Simon Watson Taylor (Βοστόνη, MA, 1994),
σελ. viii.
330
The Notebooks of Henry James, F. O. Matthiessen & Kenneth B. Murdock (επιμ.)
(Σικάγο, 1947), σελ. 28.
331
Rebecca Solnit, Wanderlust: a history of walking (Λονδίνο, 2001), σελ. 204·
Mary Higgs, Glimpses into the Abyss (Λονδίνο, 1906), σελ. 94· Deborah Epstein
Nord, Walking the Victorian Streets: women, representation and the city (Ίθακα,
1995)· Judith R. Walkowitz, City of Dreadful Delight: narratives of sexual danger
in late-Victorian London (Σικάγο, 1992)· Lynda Nead, Victorian Babylon: people,
streets and images in nineteenth-century London (Νιου Χέιβεν, 2000).
332
Το Palais des Tuileries (Ανάκτορο του Κεραμεικού) βρισκόταν στη δεξιά όχθη του
ποταμού Σηκουάνα. Πήρε το όνομά του από τα κεραμοποιεία που υπήρχαν στην
περιοχή. Χτίστηκε το 1864, κατόπιν επιθυμίας της Αικατερίνης των Μεδίκων, και
καταστράφηκε το 1871. (Σ.τ.Μ.)
333
Janet Wol , «The Invisible Flaneuse: women and the literature of modernity»,
στο Feminine Sentences: essays on women 400 notes and culture (Κέιμπριτζ, 1990)·
Jane Rendell, Barbara Penner & Iain Borden (επιμ.), Gender Space Architecture:
an interdisciplinary introduction (Λονδίνο, 2000), σελ. 164.
334
Lily Gair Wilkinson, Woman’s Freedom (Λονδίνο, 1914)· Kathy E. Ferguson,
«Women and the Politics of Walking», Political Research Quarterly, 70:4
(Δεκέμβριος 2017), σελ. 708–19.
335
Janice Mouton, «From Feminine Masquerade to Flaneuse: Agnes Varda’s Cléo
in the City», Cinema Journal, 40:2 (Χειμώνας 2001), σελ. 3–16.
11 - Οι ψυχές των ουρανοξυστών - Νέα
Υόρκη, 1899-1939
336
Jason M. Barr, Building the Skyline: the birth and growth of Manhattan’s
skyscrapers (Οξφόρδη, 2016).
337
Architectural Record, January–March 1899· Henry Blake Fuller, The Cli -
Dwellers, Joseph A. Dimuro (επιμ.) (Πίτερμπορο, ON, 2010), σελ. 58.
338
Nick Yablon, «The Metropolitan Life in Ruins: architectural and ctional
speculations in New York, 1909–19», American Quarterly, 56:2 (Ιούνιος 2004), σελ.
308–47.
339
Gail Fenske, The Skyscraper and the City: the Woolworth Building and the
making of modern New York (Σικάγο, 2008), σελ. 25 κ.ε.
340
Keith D. Revell, Building Gotham: civic culture and public policy in New York
City, 1898–1939 (Βαλτιμόρη, 2003), σελ. 185 κ.ε.
341
Merrill Schleier, «The Empire State Building, Working-Class Masculinity, and
King Kong», Mosaic: an interdisciplinary journal, 41:2 (Ιούνιος 2008), σελ. 37.
342
Carol Willis, «Zoning and “Zeitgeist”: the skyscraper city in the 1920s»,
Journal of the Society of Architectural Historians, 45:1 (Μάρτιος 1986), σελ. 53, 56.
343
H. Ferriss, «The New Architecture», New York Times, 19/3/1922.
344
Kate Holliday, «Walls as Curtains: architecture and humanism in Ralph
Walker’s skyscrapers of the 1920s», Studies in the Decorative Arts, 16:2 (Άνοιξη–
Καλοκαίρι 2009), 50· Daniel Michael Abramson, Skyscraper Rivals: the AIG
Building and the architecture of Wall Street (Πρίνστον, 2001), σελ. 191.
345
Holliday, σελ. 46 κ.ε.
346
Ibid., σελ. 59, 61–2, 39.
347
James Sanders, Celluloid Skyline: New York and the movies (Λονδίνο, 2001),
σελ. 106.
348
Ibid., σελ. 105 κ.ε.
349
Παραθαλάσσια προστατευόμενη περιοχή, το ιστορικό κέντρο της Σαγκάης. (Σ.τ.Μ.)
350
Shanghai Star, 11/11/2002.
351
Washington Post, 24/3/2015.
352
Deyan Sudjic, The Language of Cities (Λονδίνο, 2017), κεφάλαιο 3.
353
Alfred Kazin, A Walker in the City (Ορλάντο, 1974), σελ. 11.
354
«Bull Market Architecture», New Republic, 8/7/1931, σελ. 192.
355
Λογοπαίγνιο μεταξύ του Empire State Building (Αυτοκρατορικό Κτίριο της
Πολιτείας) και του Empty State Building (Κενό Κτίριο της Πολιτείας). (Σ.τ.Μ.).
356
Gabrielle Esperdy, Modernizing Main Street: architecture and consumer culture
in the New Deal (Σικάγο, 2008), σελ. 53.
357
Lucy Fischer, «City of Women: Busby Berkeley, architecture, and urban
space», Cinema Journal, 49 (Καλοκαίρι 2010), σελ. 129–30.
358
Sanders, σελ. 97.
359
Ibid., σελ. 156 κ.ε.
360
Ibid., σελ. 161 κ.ε.
361
Ibid., σελ. 165 κ.ε.
362
Ibid., σελ. 161 κ.ε.
363
Paul Goldberger, «Robert Moses, Master Builder, Is Dead at 92», New York
Times, 30/7/1981.
364
New York Times, 3/3/1945.
12 - Αφανισμός - Βαρσοβία 1939-45
365
W. H. Auden & Christopher Isherwood, Journey to a War (NY, 1972), σελ. 240.
366
Η εταιρεία Pathé ή Pathé Frères ιδρύθηκε το 1896 από τους Αδελφούς Πατέ το
1896 και εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη παγκοσμίως εταιρεία προμήθειας
κινηματογραφικού εξοπλισμού και παραγωγής. Το 1908 η εταιρεία εφηύρε το είδος της
μικρής ειδησεογραφικής ταινίας (επίκαιρα) που προβαλλόταν στις κινηματογραφικές
αίθουσες πριν από την ταινία. (Σ.τ.Μ.)
367
John Faber, Great Moments in News Photography: from the historical les of
the National Press Photographers Association (NY, 1960), σελ. 74.
368
Οι Παραχωρήσεις ήταν κομμάτια γης όπου εγκαθίσταντο άποικοι μιας εθνικότητας
και ανέπτυσσαν ελεύθερα κάθε οικονομική και εμπορική δραστηριότητα. Είχαν
εξαιρετική αρχιτεκτονική και ποιότητα ζωής, ασύγκριτα καλύτερες απ’ ό,τι στις
μητροπόλεις τους. (Σ.τ.Μ.)
369
Auden & Isherwood, σελ. 240.
370
Richard Overy, The Bombing War: Europe, 1939–1945 (Λονδίνο, 2013), κεφάλαιο
1, σελ. 19 κ.ε.
371
Alexandra Richie, Warsaw 1944: Hitler, Himmler and the crushing of a city
(Λονδίνο, 2013), σελ. 125 κ.ε.· Ancient Monuments Society, «The Reconstruction of
Warsaw Old Town, Poland», Transactions of the Ancient Monuments Society
(1959), σελ. 77.
372
Hugh Trevor-Roper, The Last Days of Hitler (Λονδίνο, 1982), σελ. 81.
373
Joanna K. M. Hanson, The Civilian Population and the Warsaw Uprising of
1944 (Κέιμπριτζ, 1982), σελ. 6.
374
T. H. Chylinski, «Poland under Nazi Rule» (Central Intelligence Agency
con dential report, 1941), σελ. 49 κ.ε.
375
Ibid.
376
Ibid., σελ. 5.
377
Richie, σελ. 133 κ.ε.
378
Hanson, σελ. 23.
379
Ibid., σελ. 26.
380
Chylinski, σελ. 10.
381
Ibid., σελ. 9.
382
Peter Fritzsche, An Iron Wind: Europe under Hitler (NY, 2016), σελ. 144, 357.
383
David Cesarani, Final Solution: the fate of the Jews 1933–49 (Λονδίνο, 2016),
σελ. 333.
384
Ibid., σελ. 435.
385
Ibid., σελ. 348.
386
Time, 34:2 (1939), σελ. 45.
387
Williamson Murray, Military Adaptation in War: with fear of change
(Κέιμπριτζ, 2011), σελ. 183.
388
Stephen A. Garrett, Ethics and Airpower in World War II: the British bombing
of German cities (Λονδίνο, 1993), σελ. 32–3, σημ. 401.
389
Overy, σελ. 287–8.
390
Ibid., σελ. 337, 433, 436.
391
Ibid., σελ. 400.
392
Ibid., σελ. 172, 478–9.
393
Ibid., σελ. 638–9.
394
Max Hastings, Nemesis: the battle for Japan, 1944–45 (Λονδίνο, 2007), σελ. 320.
395
Henry D. Smith, «Tokyo as an Idea: an exploration of Japanese urban thought
until 1945», Journal for Japanese Studies, 4:1 (Χειμώνας 1978), σελ. 66 κ.ε.· Fujii
Tadatoshi, Kokubō fujinkai (Τόκιο, 1985), σελ. 198–203.
396
Hiroshima Peace Media Centre, «Hiroshima, 70 Years after the Atomic Bomb:
rebirth of the city, part 1 (3): “Workers labored to give the city light amid A-
bomb ruins”», http://www.hiroshimapeacemedia.jp/?p=47982; part 1 (4): «Workers
take pride in uninterrupted water supply», http://www.hiroshimapeacemedia.jp/?
p=47988
397
Ibid., μέρος 1 (5): «Post o ce workers struggle to maintain mail service in
ruined city», http://www.hiroshimapeacemedia.jp/?p=48210
398
Grigore Gafencu, The Last Days of Europe: a diplomatic journey in 1939 (Νιου
Χέιβεν, 1948), σελ. 78.
399
Η τελετουργική ρίψη άλατος σε κατεκτημένες πόλεις ήταν σύμβολο κατάρας για
όσους ενδεχομένως επιχειρούσαν την ανακατοίκησή τους. Η πρακτική αυτή, που
εμφανίστηκε αρχικά στην Εγγύς Ανατολή, συνδέθηκε με την καταστροφή πόλεων και
γνώρισε ιδιαίτερη διάδοση στους μεσαιωνικούς χρόνους. (Σ.τ.Μ.)
400
Max Hastings, All Hell Let Loose: the world at war, 1939–1945 (Λονδίνο, 2011),
σελ. 170.
401
Anna Reid, Leningrad: the epic siege of World War II (Λονδίνο, 2011), σελ. 134–
5.
402
Ibid., σελ. 172· Reid, σελ. 167 κ.ε., 182 κ.ε.
403
Reid, σελ. 176 κ.ε., 233 κ.ε., 288.
404
Γερμανικά άρματα μάχης μεσαίου μεγέθους. (Σ.τ.Μ.)
405
Ο «Κεραυνοβόλος πόλεμος» είναι όρος αναφερόμενος σε πολεμική τακτική που
επινόησε και εφάρμοσε ο Γερμανός στρατηγός Χάιντς Γκουντέριαν κατά τη διάρκεια
του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. (Σ.τ.Μ.)
406
Το Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων ήταν μια κρατική υπηρεσία της ΕΣΣΔ
που συνδύαζε τις αρμοδιότητες των υπουργείων εσωτερικών και δημόσιας τάξης.
Περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τη Δημόσια Αστυνομία, τη Συνοριοφυλακή και τη
Μυστική Αστυνομία. (Σ.τ.Μ.)
407
Anthony Beevor & Luba Vinogradova (επιμ. & μτφρ.), A Writer at War: Vasily
Grossman with the Red Army, 1941–1945 (Λονδίνο, 2005), σελ. 151.
408
Georgii Zhukov, The Memoirs of Marshal Zhukov (Λονδίνο, 1971), σελ. 353.
409
Fritzsche, σελ. 18–19.
410
Cesarani, σελ. 340 κ.ε.
411
Ibid., σελ. 342, 345–6.
412
Ibid., σελ. 342, 487.
413
Ibid., σελ. 493 κ.ε.
414
Ibid., σελ. 605 κ.ε.
415
Richie, σελ. 193–4.
416
Ibid., σελ. 241 κ.ε.
417
Ibid., σελ. 44 κ.ε., 249–50, 252 κ.ε.
418
Ibid., σελ. 275 κ.ε., 305 κ.ε.
419
Ibid., σελ. 591–2.
420
Fritzsche, σελ. 357–8.
421
Reid, σελ. 617 κ.ε.
422
Stanislaw Jankowski, «Warsaw: destruction, secret town planning, 1939–44,
and post-war reconstruction», στο Je ry M. Diefendorf (επιμ.), Rebuilding
Europe’s Bombed Cities (NY, 1990), σελ. 79–80.
423
Λυκόφως των Θεών. (Σ.τ.Μ.)
424
H. V. Lanchester, «Reconstruction of Warsaw», The Builder (1947), 296· Robert
Bevan, The Destruction of Memory: architecture at war (Λονδίνο, 2006), σελ. 97.
425
Ibid.
426
Beevor & Vinogradova (επιμ. & μτφρ.), σελ. 312–13.
427
Richard J. Evans, «Disorderly Cities», London Review of Books, 5/12/2013, σελ.
27–9.
428
Jankowski, 79 κ.ε., Jerzy Elzanowski, «Manufacturing Ruins: architecture and
representation in post-catastrophic Warsaw», Journal of Architecture 15 (2010),
σελ. 6–9.
429
Marian Nowicki, Skarpa Warszawska 1 (Οκτώβριος 1945), παράθεμα από
Magdalena Mostowska, «Post-War Planning and Housing Policy: a modernist
architect’s perspective», European Spatial Research and Policy, 12:2 (2005), 98.
430
Mostowska, σελ. 97.
431
André Sorensen, The Making of Urban Japan: cities and planning from Edo to
the twenty- rst century (Άμπινγκτον, 2002), σελ. 149· C. Hein, J. Diefendorf & I.
Yorifusa (επιμ.), Rebuilding Japan after 1945 (NY, 2003)· Matias Echanove, «The
Tokyo Model: incremental urban development in the post-war city» (2015),
http://www.urbanlab.org/TheTokyoModel-Echanove.02.2015.pdf
13 - Ήχοι από τα προάστια - Λος Άντζελες,
1945-99
Σήμερα κάνουμε λόγο για τον τρόπο ζωής σε έναν κόσμο αστικό.
Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι, για τους περισσότερους από
εμάς, πρόκειται για έναν κόσμο προ-αστιακό, έναν κόσμο που
αποτελεί προϊόν εξάπλωσης.
Από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου η πόλη, στη μορφή
που ήταν γνωστή επί χιλιετίες, υπέστη ταχύτατη και ραγδαία
αλλαγή. Προς τα τέλη του 20ού αιώνα υπήρχε η πρόβλεψη ότι η
παραδοσιακή πόλη θα κατέληγε σε μεγαλουπόλεις επεκτεινόμενες
στο διηνεκές. Το τεράστιο αστικό συνονθύλευμα της ευρύτερης
περιοχής του Λος Άντζελες, που σήμερα εξαπλώνεται σε πάνω
από 88.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα στη νότια Καλιφόρνια, είναι
κατά πολλούς τρόπους η μητρόπολη, η μητέρα πόλη δηλαδή, της
αύξησης των τάσεων φυγής.
Η άνωθεν εικόνα της Λεκάνης του Λος Άντζελες είναι από τις
πιο επιβλητικές εικόνες στη γη, μια τεράστια συγκέντρωση
ανθρώπων, δραστηριοτήτων και ενέργειας. Μεγαλύτερη από τη
Δημοκρατία της Ιρλανδίας και με πληθυσμό 19 εκατομμυρίων
ανθρώπων, δεν είναι πόλη αλλά ένα μητροπολιτικό σύμπαν:
ένας αστερισμός από πόλεις, υπερμεγέθεις οικιστικές περιοχές,
βιομηχανικές ζώνες, εμπορικά κέντρα, συγκροτήματα γραφείων,
κέντρα διανομής, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους, χιλιόμετρο
το χιλιόμετρο, με αυτοκινητόδρομους που μοιάζουν δίχως τέλος
ή όρια. Για πολλούς επισκέπτες στα μεταπολεμικά χρόνια αυτή η
υπερμεγέθης ζώνη της μεγαλούπολης ήταν ένα τερατώδες,
αποκρουστικό πράγμα, ακατανόητο για όσους ήταν συνηθισμένοι
στην παραδοσιακή, συμπαγή πόλη με ένα σαφώς προσδιορισμένο
κέντρο.
Αλλά τον 21ο αιώνα οι πόλεις αυτού του τύπου, όπως και οι
αστικές ζώνες παρόμοιας κλίμακας, είναι κοινός τόπος σε όλες
τις κατοικημένες ηπείρους. Οι κινητήριες δυνάμεις της
παγκόσμιας οικονομίας δεν είναι πλέον οι πόλεις αλλά 29 μεγα-
αστικές ζώνες που περιλαμβάνουν διάφορες μητροπολιτικές
περιοχές· όλα μαζί αυτά τα αστικά συγκροτήματα παράγουν
περισσότερο από τον μισό πλούτο του κόσμου. Υπάρχει ο
διάδρομος Βοστόνη - Νέα Υόρκη - Ουάσιγκτον (BosWash), με
47,6 εκατομμύρια κατοίκους και απόδοση 3,6 τρισεκατομμυρίων
δολαρίων· το Ευρύτερο Τόκιο με 40 εκατομμύρια και 1,8
τρισεκατομμύρια δολάρια· το Χονγκ-Σεν (Χονγκ Κονγκ και
Σεντζέν) με 19,5 εκατομμύρια και 1 τρισεκατομμύριο δολάρια. Το
Χονγκ-Σεν ανήκει, με τη σειρά του, στο Δέλτα του Ποταμού των
Μαργαριταριών, ένα πυκνό δίκτυο πάνω από 100 εκατομμυρίων
ανθρώπων. Η Κίνα σχεδιάζει να κατασκευάσει σιδηροδρομικά
δίκτυα για υπερταχείες που θα συνδέουν ακόμα περισσότερα
συμπλέγματα πόλεων με αχανείς, υπερ-αστικές ζώνες. Το 2014 η
κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε τη δημιουργία του Τζινγκ-Τζιν-
Τζι, μίας ζώνης μεγαλουπόλεων έκτασης 342.000 τετραγωνικών
χιλιομέτρων που θα περιλαμβάνει το Πεκίνο, το Χεμπέι και το
Τιαντζίν, συνολικού πληθυσμού 112 εκατομμυρίων ανθρώπων.
Καλώς ήλθατε στην ατελείωτη πόλη.
Η Νότια Καλιφόρνια βίωσε πρώτη αυτό το φαινόμενο της
αποκεντρωμένης μητρόπολης. Και αν αυτή η ιστορική
επανάσταση έχει μια πνευματική πατρίδα στον ταραγμένο
ωκεανό της στέγασης στο Λος Άντζελες, αυτή είναι η πόλη του
Λέικγουντ, που βρίσκεται περίπου 32 χιλιόμετρα νότια του
κέντρου του Λος Άντζελες. Η Ντόροθι Πάρκερ φέρεται να έχει
πει, αστειευόμενη, ότι το Λος Άντζελες ήταν «72 προάστια που
αναζητούν μια πόλη». Είναι ένας ορισμός του Λος Άντζελες που
επαναλαμβάνεται σε διάφορες μορφές από τους πολλούς
συκοφάντες του. Αλλά αυτό θα ίσχυε μόνο αν το Λος Άντζελες
ήταν μια παραδοσιακή πόλη, με έναν εργασιακό/βιομηχανικό
πυρήνα και δακτυλίους οικιστικών προαστίων που θα
ακτινώνονταν προς τα έξω καθώς η πόλη θα επεκτεινόταν. Πολύ
πριν χτιστεί το Λέικγουντ, το Λος Άντζελες είχε σκόπιμα
αναπτυχθεί ως ένα είδος πόλης για τον 21ο αιώνα: μια πόλη
αποκεντρωμένη.
Με πληθυσμό κάτω από 10.000 ανθρώπους τη δεκαετία του
1870, το Λος Άντζελες εξελίχθηκε σε παγκόσμια μητρόπολη σε
μια εποχή κατά την οποία οι τεχνολογίες έδιναν νέα μορφή στον
αστικό κόσμο – ειδικά οι τεχνολογίες της κινητικότητας. Τη
δεκαετία του 1920 η ευρύτερη περιοχή του Λος Άντζελες είχε το
πιο ανεπτυγμένο ενδοαστικό σιδηροδρομικό σύστημα στον κόσμο,
1.770 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών που συνέδεαν
εκατοντάδες πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά συνθέτοντας ένα
αστικό δίκτυο. Επίσης, άπλωσε τα πλοκάμια του σε μη
ανεπτυγμένες περιοχές, σε έναν εκτεταμένο ιστό αράχνης που
ήταν ο σκελετός μιας μελλοντικής πόλης η οποία ακόμα δεν είχε
αποκτήσει σάρκα και οστά. Εκείνη την εποχή, ένας κάτοικος του
Λος Άντζελες ήταν τέσσερις φορές πιο πιθανό να έχει ιδιόκτητο
αυτοκίνητο απ’ ό,τι ένας άλλος Αμερικανός. Ήταν μια πόλη
βασισμένη στην κινητικότητα, όχι στη συγκέντρωση όπως μια
παραδοσιακή πόλη. Και οι βιομηχανίες που υποστήριζαν τη
μητρόπολη –πετρέλαιο, καουτσούκ, αυτοκινητοβιομηχανία,
διασκέδαση και αεροναυπηγική– χρειάζονταν αρκετή ευρυχωρία.
Από τη φύση τους αυτές οι γιγάντιες εγκαταστάσεις,
πεινασμένες για επιπλέον χώρο, ήταν διεσπαρμένες. Οι
πολυάριθμες πόλεις του Λος Άντζελες είχαν την όψη και την
αίσθηση του προαστίου, αυτό είναι βέβαιο. Αλλά δεν
αναζητούσαν μια κεντρική πόλη. Οι εργασίες δεν ήταν
συγκεντρωμένες σε μία περιοχή αλλά διασκορπισμένες εκτός
κέντρου. Το Ευρύτερο Λος Άντζελες δεν ήταν μια συλλογή
προαστίων που τρέφονταν από έναν πυρηνικό κόμβο αλλά ένα
ψηφιδωτό αλληλοσυνδεόμενων πόλεων που άρχιζαν να
συγχωνεύονται. Η πόλη Σάουθ Γκέιτ, έντεκα χιλιόμετρα νότια
του κέντρου του Λος Άντζελες, αναπτύχθηκε ως προάστιο
εργατών, με ένα εργοστάσιο αυτοκινητοβιομηχανίας της General
Motors και συγκροτήματα κατοικιών. Το Σάουθ Γκέιτ είχε την
αίσθηση της υπαίθρου, με ταπεινά σπιτάκια και κήπους,
κοτέτσια και παρτέρια με λαχανικά. Αξιοποιώντας τις
επεκτεινόμενες διαμετακομιστικές γραμμές και το μητροπολιτικό
οδικό δίκτυο, οι κάτοικοι, μέλη της εργατικής τάξης, μπόρεσαν
να μετακινούνται προς τους τόπους απασχόλησης στον
κατασκευαστικό τομέα σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή.441
Το Λος Άντζελες δεν γνώρισε εκρηκτική ανάπτυξη ως
αποτέλεσμα αλόγιστης επέκτασης ή συσσώρευσης των προαστίων
σαν τα ζόμπι. Η επέκτασή του υπαγορεύτηκε από τις
βιομηχανίες που η ίδια η πόλη υποστήριζε – αλλά και από μια
ουτοπική σύλληψη σχετικά με το πώς πρέπει να είναι μια
σύγχρονη πόλη.
Σύμφωνα με τον Ντάνα Μπάρτλετ, έναν ιερέα
αυτοδιαχειριζόμενης εκκλησίας442 που ήρθε στο Λος Άντζελες το
1896, «Το κλίμα έχει χρηματική αξία». Είχε όντως μια αξία γιατί
προσέλκυε εύπορους τουρίστες στην «εθνική παιδική χαρά».
«Αλλά τη μεγαλύτερη χρηματική αξία το κλίμα την έχει για τον
άνθρωπο που εργάζεται», έγραφε ο Μπάρτλετ στο βιβλίο του The
Better City (Καλύτερη πόλη). Η ζωή στο κλίμα της νότιας
Καλιφόρνια ήταν κάτι ευεργετικό για τους εργαζόμενους: θα
τους γέμιζε με πλούτη, θα τους γλίτωνε από υπέρογκους
λογαριασμούς για καύσιμα τον χειμώνα και θα τους επέτρεπε να
χτίσουν τα δικά τους οικονομικά σπίτια, να καλλιεργούν
λαχανικά και λουλούδια και να μεγαλώνουν κότες. «Εδώ ακόμα
και ο άπορος ζει σαν βασιλιάς».
Γράφοντας το 1907, όταν το Λος Άντζελες ήταν ακόμα πολύ
μικρό, ο Μπάρτλετ φαντάστηκε ένα μέλλον όπου οι οικογένειες
της εργατικής τάξης περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους είτε στα
βουνά είτε στην παραλία. Θα είχαν το δικό τους σπίτι, πλήρες
και ολοκληρωμένο με κήπο, και θα εργάζονταν σε εργοστάσια
διάσπαρτα στη γύρω περιοχή. Ο Μπάρτλετ αποκάλεσε αυτή τη
ζωή «ευγενέστερη», όπου η ομορφιά και η υγεία συνυπήρχαν σε
μία πόλη χωρίς καταπιεστικό συνωστισμό. Ο Μπάρτλετ
διατύπωσε μια ιδέα ευρέως διαδεδομένη σχετικά με τον τρόπο με
τον οποίο θα έπρεπε να αναπτυχθεί το Λος Άντζελες. Αξιοποίησε
το αστικό μέλλον που οραματίστηκε ο Άγγλος Εμπενέζερ
Χάουαρντ, του οποίου το βιβλίο Garden Cities of Tomorrow (Οι
κηπουπόλεις του αύριο), του 1902, είναι ένα από τα πιο
καταλυτικά πονήματα περί πολεοδομικού σχεδιασμού.
Κηπουπόλεις μετρίων διαστάσεων, σε αυτή την πρόταση, θα
χτίζονταν στην ύπαιθρο, πλαισιωμένες από αγρούς και δάση, ως
αντίδοτο στο δηλητήριο της σύγχρονης βιομηχανικής πόλης. Οι
διασκορπισμένες, ημιαγροτικές μητροπόλεις που προφήτευαν για
τον 20ό αιώνα ήταν άμεση απάντηση στις άθλιες, θανατηφόρες
Βαβυλώνες του 19ου αιώνα – το Σικάγο, το Μάντσεστερ, τη Νέα
Υόρκη κι ένα σωρό άλλες πόλεις.
Υπό τη διεύθυνση του αρχιμηχανικού Γουίλιαμ Μαλχόλαντ, το
Λος Άντζελες κατασκεύασε το μεγαλύτερο σε μήκος υδραγωγείο
στον κόσμο, για τη μεταφορά νερού σε απόσταση 375
χιλιομέτρων από το Όουενς Βάλεϊ προς την πόλη. Η αφθονία
νερού δημιούργησε χώρο για αγροτικές εκτάσεις· παρήγε ενέργεια·
και το πιο σημαντικό, τροφοδοτούσε την πόλη με περισσότερο
νερό απ’ ό,τι αυτή χρειαζόταν. Χάρη στην παροχή φθηνού νερού
το Λος Άντζελες μπόρεσε να επεκταθεί προσαρτώντας γειτονικές
κοινότητες. Το Λος Άντζελες απέκτησε λιμάνι το 1909,
επωφελούμενο από το Γουίλμινγκτον και το Σαν Πέντρο και
δημιουργώντας έναν χερσαίο διάδρομο από την πόλη προς τη
θάλασσα. Προσάρτησε το Χόλιγουντ το 1910, το Σαν Φερνάντο
Βάλεϊ το 1915, το Σοτέλ, το Χάιντ Παρκ, το Ιγκλ Ροκ, το Βένις,
το Γουάτς και την Ταχάνγκα τη δεκαετία του 1920 και του
1930. Τη δεκαετία του 1890 η πόλη του Λος Άντζελες
καταλάμβανε 72,5 στρέμματα και είχε πληθυσμό μικρότερο από
100.000· το 1932 είχε φτάσει τα 1.215 στρέμματα (μια αύξηση
κατά 1.575%, με εμβαδό πλέον όμοιο με της Νέας Υόρκης) και
είχε 1,3 εκατομμύρια κατοίκους (σε σύγκριση με τα 7
εκατομμύρια Νεοϋορκέζους που καταλάμβαναν την ίδια χερσαία
επιφάνεια). Η έκταση και η χαμηλής πυκνότητας κατοίκηση
εξηγούνται από το γεγονός ότι τα δύο τρίτα των κατοίκων του
Λος Άντζελες ζούσαν σε μονοκατοικίες, μια τεράστια αναλογία
για πόλη τέτοιου μεγέθους – στη Νέα Υόρκη ήταν 20% και στη
Φιλαδέλφεια 15%. Στο μεταξύ, η επιφάνεια της Κομητείας του
Λος Άντζελες που καλυπτόταν από το γκαζόν των προαστιακών
μονοκατοικιών αυξήθηκε στα 246 τετραγωνικά χιλιόμετρα,
τετραπλάσια σε μέγεθος από εκείνη του Μανχάταν. Και σε αυτή
την επιφάνεια δεν υπολογίζουμε τις εκτεταμένες λέσχες
υπαίθρου, τις λέσχες γκολφ και τις θέσεις στάθμευσης
αυτοκινήτων. Ο ιδανικός τρόπος ζωής απαιτεί ένα σωρό χώρο.
Συνεπώς, η προαστικοποίηση ήταν θέμα εξάπλωσης· και η
εξάπλωση προκαλούσε προαστικοποίηση όσο οι άνθρωποι
αναζητούσαν να προσεγγίσουν όλο και περισσότερο τις
επιθυμητές αγροτικές παρυφές.443
Στις αρχές του 20ού αιώνα, το Λος Άντζελες καλλιέργησε την
εικόνα της πόλης του μέλλοντος, όπου η φύση και η ανθρώπινη
δραστηριότητα συνυπήρχαν, όπου τα προβλήματα που
ταλάνιζαν την υπερπλήρη βιομηχανική πόλη είχαν επιλυθεί.
Βασισμένο στα μέσα μαζικής μεταφοράς, τα αυτοκίνητα, τις
λεωφόρους, τη διασπορά της βιομηχανίας και τις οικογενειακές
μονοκατοικίες, το Ευρύτερο Λος Άντζελες έμοιαζε να είναι ο
προάγγελος του μέλλοντος όλων των μητροπόλεων. Αυτό έβαινε
ενάντια στις απόψεις της εποχής περί του φουτουριστικού
αστισμού. Μα δεν υποτίθεται πως η πόλη του αύριο θα ήταν
κάθετη, μια απαστράπτουσα παράταξη από ουρανοξύστες;
Προφανώς και όχι. Οι πόλεις, αντίθετα, έδειχναν να
αναπτύσσονται κατά τον οριζόντιο άξονα.
«Μια πόλη με προσωπικότητα όχι σπουδαιότερη από εκείνη
ενός χάρτινου ποτηριού», χλεύαζε ο Ρέιμοντ Τσάντλερ
αναφερόμενος στο Λος Άντζελες. Το κέντρο της πόλης και η
ευρύτερη κεντρική περιοχή σταδιακά παραμελούνταν όλο και
περισσότερο καθώς οι άνθρωποι αναζητούσαν θέσεις εργασίας και
κατοικίες στην ευρύτερη περιφέρεια. Ό,τι για κάποιους ήταν μια
απαράδεκτη επέκταση χωρίς χαρακτήρα, για άλλους ήταν μια
ευπρόσδεκτη απόδραση από τους περιορισμούς των πόλεων που
είχαν πέσει σε παρακμή. Καθώς αναπτυσσόταν, μεγάλο μέρος της
Κομητείας του Λος Άντζελες έμοιαζε να δικαιώνει τον μύθο που
προωθούσε τη βουκολική πόλη. Το δέλεαρ της ιδιόκτητης
μονοκατοικίας σε ένα ευχάριστο περιβάλλον προσέλκυσε πάνω
από 2 εκατομμύρια ανθρώπους στην Κομητεία του Λος Άντζελες
πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να εργαστούν στις
ακμάζουσες βιομηχανίες της πόλης: αεροναυπηγική, κατεργασία
καουτσούκ, αυτοκινητοβιομηχανία και πετρελαιοβιομηχανία.
Το τεράστιο Σαν Φερνάντο Βάλεϊ, μέρος της πόλης από το 1913,
μεταμορφώθηκε από άνυδρη περιοχή σε καταπράσινο παράδεισο
ως αποτέλεσμα του υδραγωγείου του Μαλχόλαντ, ένα ψηφιδωτό
από προαστιακές πόλεις, αρδευόμενους αγρούς, ράντσα,
αγροκτήματα, ελαιώνες και γήπεδα γκολφ συνδεόμενα με την
υπόλοιπη πόλη μέσω σιδηροδρομικών γραμμών. Η εξοχική
ομορφιά της κοιλάδας, οι λόφοι και οι βραχώδεις σχηματισμοί
της παρείχαν το κατάλληλο σκηνικό για πολλά από τα
πολυάριθμα γουέστερν που κόσμησαν τις κινηματογραφικές
οθόνες τις δεκαετίες του 1920 και του 1930· τα ράντσα της
έγιναν ανάρπαστα από αστέρες του Χόλιγουντ. Η ιστορικός
Κάθριν Μαλχόλαντ ανακαλούσε την παιδική της ηλικία: «Όταν
σκέφτομαι τα χρόνια που μεγάλωνα στο Βάλεϊ τη δεκαετία του
1930, το μόνο που θυμάμαι είναι μοναξιά: ο μοναδικός ήχος
των τρένων που σφύριζαν μες στη σιωπή της υπαίθρου, η
κραυγή ενός κογιότ, ο μοναχικός λαγός που πεταγόταν στον
δρόμο μου κι έτρεχε μπροστά καθώς πήγαινα στο σχολείο με το
ποδήλατο ακολουθώντας κακοτράχαλους χωματόδρομους.444
432
Marshall Berman, «Among the Ruins», New Internationalist, 5/12/1987.
433
Ibid.· Francesca Russello Ammon, «Unearthing “Benny the Bulldozer”: the
culture of clearance in postwar children’s books», Technology and Culture, 53:2
(Απρίλιος 2012), σελ. 306–7.
434
Conor Friedersdorf, «When the Army Planned for a Fight in US Cities», The
Atlantic, 16/1/2018· William Rosenau, «“Our Ghettos, Too, Need a Lansdale”:
American counter-insurgency abroad and at home in the Vietnam era», στο
Celeste Ward Gventer, M. L. R. Smith & D. Jones (επιμ.), The New Counter-
Insurgency Era in Critical Perspective (Λονδίνο, 2013), σελ. 111 κ.ε.
435
William Jelani Cobb, To the Break of Dawn: a freestyle on the hip hop aesthetic
(NY, 2007), σελ. 142·
https://web.archive.org/web/20110728100004/http://hiphop.sh/juice
436
Michael Eric Dyson & Sohail Daulatzai, Born to Use Mics: reading Nas’s
Illmatic (NY, 2009).
437
NPR συνέντευξη, «Nas on Marvin Gaye’s Marriage, Parenting and Rap
Genius», 20/7/2012, https://www.npr.org/2012/07/22/157043285/nas-on-marvin-
gayes-marriage-parenting-and-rapgenius
438
D. J. Waldie, Holy Land: a suburban memoir (NY, 2005).
439
United States Census Bureau, Patterns of Metropolitan and Micropolitan
Population Change: 2000 to 2010 (2012).
440
Martin J. Schiesl, «The Politics of Contracting: Los Angeles County and the
Lakewood Plan, 1954–1962», Huntington Library Quarterly, 45:3 (Καλοκαίρι 1982),
σελ. 227–43.
441
Becky M. Nicolaides, My Blue Heaven: life and politics in the working-class
suburbs of Los Angeles, 1920–1965 (Σικάγο, 2002).
442
Πολλές προτεσταντικές εκκλησίες στις ΗΠΑ λειτουργούν ανεξάρτητα και αυτόνομα.
(Σ.τ.Μ.)
443
Christopher C. Sellers, Crabgrass Crucible: suburban nature and the rise of
environmentalism in twentieth-century America (Τσάπελ Χιλ, 2012), σελ. 156.
444
Laura R. Barraclough, «Rural Urbanism: producing western heritage and the
racial geography of post-war Los Angeles», Western Historical Quarterly, 39:2
(Καλοκαίρι 2008), σελ. 177–80· Catherine Mulholland, «Recollections of a Valley
Past», στο Gary Soto (επιμ.), California Childhood: recollections and stories of the
Golden State (Μπέρκλεϊ CA, 1988), σελ. 181.
445
Wade Graham, «The Urban Environmental Legacies of the Air Industry», στο
Peter J. Westwick, Blue Sky Metropolis: the aerospace century in Southern
California (Λος Άντζελες, 2012)· Martin J. Schiesl, «City Planning and the Federal
Government in World War II: the Los Angeles experience», California History,
59:2 (Καλοκαίρι 1980), σελ. 126–43.
446
Mark L. Morgan & Mark A. Berhow, Rings of Supersonic Steel: air defenses of
the United States Army, 1950–1979, an introductory history and site guide
(Μποντέγκα Μπέι 2002), σελ. 105 κ.ε.
447
Robert Kargon & Arthur Molella, «The City as Communications Net: Norbert
Wiener, the atomic bomb, and urban dispersal», Technology and Culture, 45:4
(Οκτώβριος 2004), σελ. 764–77· Kathleen A. Tobin, «The Reduction of Urban
Vulnerability: revisiting the 1950s American suburbanization as civil defence»,
Cold War History 2:2 (Ιανουάριος 2002), 1–32· Jennifer S. Light, From Warfare to
Welfare: defense intellectuals and urban problems in Cold War America
(Βαλτιμόρη, 2003).
448
Kenneth Jackson, Crabgrass Frontier: the suburbanization of the United States
(NY, 1985), κεφάλαιο 11· Tom Hanchett, «The Other “Subsidized Housing”: Federal
aid to suburbanization, 1940s–1960s», στο John Bauman, Roger Biles & Kristin
Szylvian (επιμ.), From Tenements to Taylor Homes: in search of urban housing
policy in twentieth-century America (Γιουνιβέρσιτι Παρκ, 2000), σελ. 163–79.
449
Jackson, σελ. 207.
450
Tobin, σελ. 25.
451
Waldie, σελ. 162· William Fulton, The Reluctant Metropolis: the politics of
urban growth in Los Angeles (Βαλτιμόρη, 1997), σελ. 10· David Kushner, Levittown:
two families, one tycoon, and the ght for civil rights in America’s legendary
suburb (NY, 2009), σελ. 190.
452
Josh Sides, «Straight into Compton: American dreams, urban nightmares, and
the metamorphosis of a black suburb», American Quarterly, 56:3 (Σεπτέμβριος
2004), σελ. 583 κ.ε.
453
Richard Elman, Ill at Ease in Compton (NY, 1967), σελ. 23–4· Sides, σελ. 588.
454
Emily E. Straus, Death of a Suburban Dream: race and schools in Compton,
California (Φιλαδέλφεια, 2014), σελ. 107.
455
Edward Soja, Rebecca Morales & Goetz Wol , «Urban Restructuring: an
analysis of social and spatial change in Los Angeles», Economic Geography 59:2
(1983), σελ. 195–230· Sides, σελ. 590 κ.ε.
456
Judith Fernandez & John Pincus, Troubled Suburbs: an exploratory study
(Santa Monica, 1982)· Elizabeth Kneebone & Alan Berube, Confronting Suburban
Poverty in America (Washington DC, 2013), σελ. 8 κ.ε.· «Crime Migrates to the
Suburbs», Wall Street Journal, 30/12/2012
457
Joan Didion, «Trouble in Lakewood», New Yorker, 19/7/1993· Graham, σελ. 263
κ.ε.
458
Edward Soja, Postmodern Geographics: the reassertion of space in critical
theory (Λονδίνο, 1989), σελ. 197 κ.ε.· Edward W. Soja, Thirdspace: journeys to Los
Angeles and other real and imagined places (Κέιμπριτζ, MA, 1996)· Mike Davies,
City of Quartz: excavating the future in Los Angeles (NY, 1990)· Roger Waldinger,
«Not the Promised Land: Los Angeles and its immigrants», Paci c Historical
Review, 68:2 (Μάιος 1999), σελ. 253–72· Michael Nevin Willard, «Nuestra Los
Angeles», American Quarterly, 56:3 (Σεπτέμβριος 2004), σελ. 811.
459
Timothy Fong, The First Suburban Chinatown: the remaking of Monterey Park,
California (Φιλαδέλφεια, 1994)· John Horton (επιμ.), The Politics of Diversity:
immigration, resistance, and change in Monterey Park, California (Φιλαδέλφεια,
1995)· Leland T. Saito, Race and Politics: Asian Americans, Latinos, and whites in
a Los Angeles suburb (Σικάγο, 1998), σελ. 23· Wei Li, «Building Ethnoburbia: the
emergence and manifestation of the Chinese ethnoburb in Los Angeles’s San
Gabriel Valley», Journal of Asian American Studies, 2:1 (Φεβρουάριος 1999), σελ. 1–
28.
460
Fong, passim· Saito, σελ. 23 κ.ε.
461
Saito, σελ. 23.
462
Wei Li, Ethnoburb: the new ethnic community in urban America (Χονολουλού,
2009), σε. 103 κ.ε., 118, 153· Yu Zhou, «Beyond Ethnic Enclaves: location strategies
of Chinese producer service rms in Los Angeles», Economic Geography, 74:3
(Ιούλιος 1998), σελ. 228–51.
463
Denise Lawrence-Zúniga, «Bungalows and Mansions: white suburbs,
immigrant aspirations, and aesthetic governmentality», Anthropological
Quarterly, 87:3 (Καλοκαίρι 2014), σελ. 819–54.
464
Christopher Hawthorne, «How Arcadia is Remaking Itself as a Magnet for
Chinese Money», Los Angeles Times, 3/12/2014
465
Robert Fishman, Bourgeois Utopias: the rise and fall of suburbia (NY, 1987)·
Joel Garreau, Edge City: life on the new urban frontier (NY, 1991)· William
Sharpe & Leonard Wallock, «Bold New City or Built-Up Burb? Rede ning
contemporary suburbia», American Quarterly 46:1 (Μάρτιος 1994), σελ. 1–30·
Robert E. Lang & Jennifer Lefurgy, Boomburbs: the rise of America’s accidental
cities (Ουάσιγκτον DC, 2009).
466
Jim Steinberg, «2015 a Big Year for Warehouse Development in the Inland
Empire», San Bernardino Sun, 6/6/2015.
467
Robert Gotttleib & Simon Ng, Global Cities: urban environments in Los Angeles,
Hong Kong, and China (Κέιμπριτζ, MA, 2017).
468
Elizabeth Becker, «2 Farm Acres Lost per Minute, Study Says», New York
Times, 4/10/2002· A. Ann Sorensen, Julia Freedgood, Jennifer Dempsey & David
M. Theobald, Farms under Threat: the state of America’s farmland (Ουάσιγκτον
DC, 2018)· Farmland Information Centre: National Statistics,
http://www.farmlandinfo.org/statistics
469
Ο τύπος lilong αφορά συνοικίες όπου η κοινότητα αναπτύσσεται γύρω από ένα
σοκάκι ή ένα δίκτυο μικρών δρόμων. Αναπτύχθηκε κυρίως στη Σαγκάη και το Πεκίνο
κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Αντίστοιχα, οι συνοικίες hutong αφορούν
παραδοσιακές οικίες με εσωτερικές αυλές και σχετίζονται περισσότερο με τις πόλεις της
βόρειας Κίνας, κυρίως με το Πεκίνο. (Σ.τ.Μ.)
470
Thomas J. Campanella, The Concrete Dragon: China’s urban revolution (NY,
2008), κεφάλαιο 7.
471
Sellers, σελ. 139 κ.ε.
14 - Μεγαλούπολη - Λάγκος, 1999-2020