Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 164

Η Μ Ε ΡΗ Σ ΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

Ημερήσια διάταξη

στο εξώφυλλο:
Gustav K rupp v. Bohlen u n d H aibach
© Bundesarchiv, Bild 102-12331 / Foto: Georg Pahl

μακέτα εξωφύλλου-σχεδιασμός έκδοσης:


Μαρία Τσουμαχίδου

διόρθωση:
Δημήτρης Αλεξάκης

σελιδοποίηση:
Κωνσταντίνος Καπένης

τυπώθηκε τον Μάρτιο του 2018

Éric Vuillard, L’ordre dujour


© 2017, Actes Sud

© 2018, για την ελληνική γλώσσα, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ

Αιόλου 33, 105 51 Αθήνα


τη λ.: 210 36 43 382, fax: 210 36 36 501
e-m ail: in fo@ polis-ed.gr
facebook: Εκδόσεις Πόλις

isbn: 978-960-435-604-1
ÉRIC VUILLARD

Η Μ Ε Ρ Η Σ Ι Α ΔΙΑΤΑ
Α φ ήγημα

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ

ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΙΜΠΛΗΣ

ΠΟΛΙΣ
ΣτονΛοράν Εβράρ
Μια μυστική σύσκεψη

Ο ήλιος είναι ένα άστρο κρύο. Η καρδιά του, αγκάθια


από πάγο. Το φως του, ανελέητο. Τον Φεβρουάριο τα
δέντρα είναι νεκρά, το ποτάμι πετρωμένο, λες και η
πηγή του δεν ξερνούσε πια νερό και η θάλασσα δεν μπο­
ρούσε να καταπιεί άλλο. Ο χρόνος παγώνει. Το πρωί,
ούτε ένας θόρυβος, ούτε ένα κελάηδισμα πουλιού, τί­
ποτα. Έπειτα, ένα αυτοκίνητο, ένα άλλο, και ξαφνικά
βήματα, σιλουέτες που δεν μπορείς να διακρίνεις. Ο
υπεύθυνος σκηνής χτύπησε το τρίτο κουδούνι αλλά η
αυλαία δεν άνοιξε.
Είναι Δευτέρα, η πόλη βρίσκεται σε κίνηση πίσω
από το πέπλο της ομίχλης. Οι άνθρωποι πάνε στη δου­
λειά όπως κάθε μέρα, παίρνουν το τραμ, το λεωφο­
ρείο, ελίσσονται με κατεύθυνση την ανοιχτή οροφή,
ύστερα ρεμβάζουν μέσα στο ψύχος. Αλλά η 20ή Φ ε­
βρουάριου εκείνης της χρονιάς δεν ήταν μια ημερομη­
νία σαν τις άλλες. Ωστόσο, οι περισσότεροι πέρασαν
ÊRIC VUILLARD

εκείνο το πρωί μοχθώντας, βυθισμένοι στο μεγάλο, κα­


θωσπρέπει ψέμα της εργασίας, με τις μικρές εκείνες
κινήσεις στις οποίες συμπυκνώνεται μια βουβή, ευ ­
πρεπής αλήθεια και όπου όλη η εποποιία της ύπαρξής
μας συνοψίζεται σε μια επιμελημένη παντομίμα. Η
μέρα κύλησε έτσι, ήσυχη, φυσιολογική. Και ενώ οι άν­
θρωποι πήγαιναν πέρα-δώθε από το σπίτι στο εργοστά­
σιο, από τη λαϊκή στη μικρή αυλή όπου κρεμάνε την
μπουγάδα, και ύστερα, το βράδυ, από το γραφείο στο
καφενείο και, τέλος, γύριζαν σπίτι τους, κάποιοι κύ­
ριοι στις όχθες του Σπρέε, μίλια μακριά από την καθω­
σπρέπει εργασία, μίλια μακριά από τον συνηθισμένο
βίο, έβγαιναν από τα αυτοκίνητά τους μπροστά σ’ ένα
μέγαρο. Τους άνοιξαν δουλοπρεπώς την πόρτα, κατέ­
βηκαν από τις μεγάλες, μαύρες λιμουζίνες τους και
παρέλασαν ο ένας πίσω από τον άλλον ανάμεσα στις
βαριές, ψαμμιτικές κολόνες.
Ήταν είκοσι τέσσερις, δίπλα στα νεκρά δέντρα της
όχθης, είκοσι τέσσερα μαύρα, καφέ ή στο χρώμα του
κονιάκ πανωφόρια, είκοσι τέσσερα ζευγάρια ώμων πα­
ραγεμισμένων με μαλλί, είκοσι τέσσερα σακάκια με γι­
λέκα και αντίστοιχος αριθμός παντελονιών με πιέτες
και φαρδύ στρίφωμα. Οι σκιές μπήκαν στον μεγάλο
προθάλαμο του μεγάρου του προέδρου του Κοινοβου­
λίου· αλλά σε λίγο δεν θα υπάρχει πια Κοινοβούλιο, δεν
θα υπάρχει πια πρόεδρος και σε μερικά χρόνια δεν θα
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

υπάρχει ούτε καν κτίριο της Βουλής, μόνο ένας σωρός


από συντρίμμια που καπνίζουν.
Για την ώρα, ξηλώνουν είκοσι τέσσερα τσόχινα κά­
πελα και αποκαλύπτονται είκοσι τέσσερα φαλακρά κε­
φάλια ή στεφάνια από άσπρα μαλλιά. Σφίγγουν με αξιο­
πρέπεια τα χέρια πριν να ανεβούν στη σκηνή. Οι σεβά­
σμιοι πατρίκιοι βρίσκονται εκ εί, στον μεγάλο προθά­
λαμο· ανταλλάσσουν φιλοφρονήσεις, λόγους σεβαστι-
κούς· θα έλεγε κανείς ότι παρίσταται στα όλο επιτήδευ­
ση προεόρτια ενός γκάρντεν πάρτι.
Οι είκοσι τέσσερις σιλουέτες ανέβηκαν φιλότιμα μια
πρώτη σειρά από σκαλοπάτια, έπειτα κατάπιαν μία μία
τις αναβαθμίδες της φοβερής σκάλας, σταματώντας
κάθε τόσο για να μην καταπονήσουν τη γέρικη καρδιά
τους, και με το χέρι γραπωμένο από τη χάλκινη κουπα­
στή, αναρριχήθηκαν, με τα μάτια μισόκλειστα, χωρίς
να θαυμάσουν ούτε την καλαίσθητη μπαλουστράδα ού­
τε τους θόλους, σαν να πατούσαν πάνω σε έναν αόρα­
το σωρό πεσμένων φύλλων. Τους κατηύθυναν προς τα
δεξιά, από τη μικρή είσοδο, κι εκεί, έπειτα από μερι­
κά βήματα στο νταμωτό πάτωμα, σκαρφάλωσαν στα
καμιά τριανταριά σκαλοπάτια που οδηγούν στον δεύ­
τερο όροφο. Αγνοώ ποιος ορειβάτης προπορευόταν,
και κατά βάθος έχει ελάχιστη σημασία, αφού αυτοί
οι είκοσι τέσσερις υποχρεώθηκαν να κάνουν ακριβώς
το ίδιο πράγμα, να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο, να
ÊRIC VUILLARD

στρίψουν δεξιά κάνοντας τον γύρο του κλιμακοστα­


σίου, μπαίνοντας, επιτέλους, στα αριστερά τους, κα­
θώς τα περιστρεφόμενα φύλλα των θυρών ήταν ορθά­
νοιχτα, μες στο σαλόνι.
Η λογοτεχνία τα επιτρέπει όλα, λένε. Θα μπορού­
σα, λοιπόν, να τους βάλω να στριφογυρίζουν επ’ άπει­
ρον στη σκάλα του Πένροουζ, ποτέ δεν θα μπορούσαν
πια να κατεβούν ή να ανεβούν, θα έκαναν πάντοτε ταυ­
τοχρόνους και το ένα και το άλλο. Και στην πραγματι­
κότητα αυτή είναι κάπως η εντύπωση που μας προκα-
λούν τα βιβλία. Ο χρόνος των λέξεων, συμπαγής ή ρευ­
στός, αδιαπέραστος ή θυσανωτός, πυκνός, τεντωμέ­
νος, τραχύς, απολιθώνει τις κινήσεις, αποσβολώνει. Οι
χαρακτήρες μας μένουν στο μέγαρο για πάντα, σαν σε
μαγεμένο κάστρο. Να που κι αυτοί κεραυνοβολήθηκαν
μόλις μπήκαν, πέτρωσαν, πάγωσαν. Οι θύρες είναι ταυ­
τόχρονα ανοιχτές και κλειστές, τα υπέρθυρα φθαρμέ­
να, πεταμένα, ξεχαρβαλωμένα ή ξαναβαμμένα. Το κλι­
μακοστάσιο λάμπει αλλά είναι άδειο, ο πολυέλαιος
αστράφτει αλλά είναι νεκρός. Βρισκόμαστε την ίδια
στιγμή παντού στον χρόνο. Έτσι, ο Άλμπερτ Φέγκλερ
ανέβηκε τα σκαλοπάτια μέχρι το πρώτο πλατύσκαλο
και εκεί έφερε το χέρι στο κολάρο του, ιδρώνοντας, στά­
ζοντας μάλιστα από ιδρώτα, νιώθοντας ελαφριά ζάλη.
Κάτω από το μεγάλο χρυσάφι φανάρι που φωτίζει τις
σκάλες, φτιάχνει το γιλέκο του, ξεκουμπώνει ένα κου­
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

μπί, ξεσφίγγει το κολάρο του. Ίσως και ο Γκούσταφ


Κρουπ να έκανε μια στάση στο πλατύσκαλο και αυτός,
και να απηύθυνε μια λέξη παρηγοριάς στον Άλμπερτ,
ένα μικρό απόφθεγμα περί γηρατειών, τέλος πάντων,
να έδειξε συμπαράσταση. Έπειτα ο Γκούσταφ πήρε πά­
λι τον δρόμο του και ο Άλμπερτ Φέγκλερ έμεινε εκεί για
μερικά λεπτά ακόμα, μόνος κάτω από τον πολυέλαιο,
έναν μεγάλο επίχρυσο βλαστό που στη μέση διαθέτει
μια τεράστια φωτεινή σφαίρα.
Χώθηκαν, επιτέλους, στο μικρό σαλόνι. Ο Βολφ-Ντί-
τριχ, ο ιδιαίτερος γραμματέας του Καρλφον Ζίμενς, χα­
σομέρησε για λίγο δίπλα στην μπαλκονόπορτα, αφή­
νοντας το βλέμμα του να περιπλανηθεί στο λεπτό στρώ­
μα πάχνης που κάλυπτε το μπαλκόνι. Κι έτσι, χαζεύο­
ντας ανάμεσα στις νιφάδες βαμβακιού, δραπετεύει για
λίγο από τα χαμερπή μαγειρέματα του κόσμου. Και ενώ
οι υπόλοιποι φλυαρούν και καπνίζουν M ontecristo,
φαφλατίζοντας περί του κρεμ ή γκρι-καφέ χρώματος
του περιτυλίγματος του, άλλος έχοντας προτίμηση στη
βελούδινη γεύση, άλλος σε έναν πιο πικάντικο τόνο,
όντας όλοι υπέρμαχοι των τεράστιων διαμέτρων, κοκά-
λες κανονικές, ζορίζοντας αφηρημένοι τα επιχρυσω­
μένα με ατόφιο χρυσάφι δαχτυλίδια, εκείνος, ο Βολφ-
Ντίτριχ, ονειροπολεί μπροστά στο παράθυρο, γυροβο-
λάει ανάμεσα στα γυμνά κλαδιά και πλέει στον Σπρέε.
Αίγα βήματα πιο κει, ο Βίλχεμ φονΌπελ σηκώνει και
ÉRIC VUILLARD

ξανακατεβάζει τα μεγάλα στρογγυλά του γυαλιά, θαυ­


μάζοντας τα λεπτεπίλεπτα γύψινα αγαλματίδια που
στολίζουν το ταβάνι. Ακόμα ένας του οποίου η οικογέ­
νεια έφτασε μέχρι τη δική μας εποχή από τα βάθη του
χρόνου, από τον μικρό γαιοκτήμονα της ενορίας του
Μπράουμπαχ, μέσω ανέλιξης και συσσώρευσης τηβέν­
νων και φασκών, ζευγολατειών και αξιωμάτων, πρώτα
δημόσιοι λειτουργοί, μετά δήμαρχοι, μέχρι τη στιγμή
που ο Ανταμ -βγαλμένος από τα σκοτεινά σπλάχνα της
μητέρας του και έχοντας αργότερα αφομοιώσει όλα τα
μυστικά της κλειθροποιίας- επινόησε μια εκπληκτική
ραπτομηχανή, η οποία αποτέλεσε το πραγματικό ση­
μείο εκκίνησης της βασιλείας τους. Ωστόσο ο ίδιος δεν
εφηύρε τίποτα. Μπήκε στη δούλεψη ενός κατασκευα­
στή, παρατήρησε, έβαλε το κεφάλι κάτω, έπειτα εξέ­
λιξε λιγάκι τα μοντέλα. Παντρεύτηκε τη Σόφι Σέλερ,
που του έφερε σημαντική προίκα, και έδωσε το όνομα
της συζύγου του στην πρώτη του ραπτομηχανή. Η πα­
ραγωγή δεν σταματούσε να μεγαλώνει. Χρειάστηκαν
λίγα μόλις χρόνια για να γενικευτεί η χρήση της ραπτο­
μηχανής, να μπει στην καμπύλη του χρόνου και να εντα­
χθεί στις ανθρώπινες συνήθειες. Οι αληθινοί της εφευ­
ρέτες είχαν έρθει πολύ νωρίς. Μόλις εξασφάλισε την
επιτυχία των ραπτομηχανών του, ο Άνταμ Όπελ άρχι­
σε να ασχολείται με το ποδήλατο. Αλλά μια νύχτα, μια
παράξενη φωνή εισέβαλε από τη μισάνοιχτη πόρτα·
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

ένιωσε την καρδιά του παγωμένη, τόσο παγωμένη. Δεν


ήταν οι εφευρέτες της ραπτομηχανής που ζητιάνευαν
δικαιώματα εκμετάλλευσης, δεν ήταν οι εργάτες του
που διεκδικούσαν το μερίδιό τους από τα κέρδη, ήταν
ο Θεός που ζητούσε την ψυχή του· και υποχρεωτικά
έπρεπε να τη δώσει.
Αλλά οι επιχειρήσεις δεν πεθαίνουν σαν τους ανθρώ­
πους. Πρόκειται για μυστηριακά σώματα που δεν απο­
βιώνουν ποτέ. Η μάρκα Όπελ συνέχισε να πουλάει πο­
δήλατα και μετά αυτοκίνητα. Η εταιρεία αριθμούσε
ήδη χίλιους πεντακόσιους υπαλλήλους όταν πέθανε ο
ιδρυτής της. Και δεν σταματούσε να μεγαλώνει. Οι εται­
ρείες είναι πρόσωπα των οποίων όλο το αίμα συγκε­
ντρώνεται στο κεφάλι. Και αυτά τα αποκαλούμε νομι­
κά πρόσωπα. Οι ζωές τους κρατούν πολύ περισσότερο
από τις δικές μας. Έτσι, εκείνη την 20ή Φεβρουάριου,
την ώρα που ο Βίλχεμ συλλογίζεται στο μικρό σαλόνι
του Μεγάρου του προέδρου του Ράιχσταγκ, η εταιρεία
Όπελ είναι ήδη μια ηλικιωμένη κυρία. Σήμερα είναι
απλώς μια αυτοκρατορία μέσα σε μια άλλη αυτοκρα­
τορία και δεν έχει πια παρά μια πολύ μακρινή σχέση με
τις ραπτομηχανές του γερο-Άνταμ. Και αν η εταιρεία
Όπελ είναι μια πολύ πλούσια ηλικιωμένη κυρία, είναι
εντούτοις τόσο ηλικιωμένη, που τώρα πια περνάει σχε­
δόν απαρατήρητη, αποτελεί πλέον κομμάτι της καθη-
μερινότητάς μας. Και πράγματι, σήμερα η εταιρεία
ERIC VUILLARD

Όπελ είναι πολύ παλαιότερη από ένα σωρό κράτη, πα-


λαιότερη από τον Λίβανο, παλαιότερη ακόμα και από
τη Γερμανία, παλαιότερη από τα περισσότερα κράτη
της Αφρικής, παλαιότερη και από το Μπουτάν, κι ας
έχουν πάει εκεί οι θεοί να χαθούν μέσα στα σύννεφα.
Οι μάσκες

Θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε, με τον ίδιο τρόπο


τον καθένα με τη σειρά του, αυτούς τους είκοσι τέσσε­
ρις κυρίους που εισέρχονται στο Μέγαρο, να χαϊδέψου­
με το άνοιγμα της λαιμόκοψής τους, τον κόμπο της γρα­
βάτας τους, να αφαιρεθούμε στα μουστάκια τους που
τα δαγκώνουν, να περιπλανηθούμε ανάμεσα στις ρίγες
των σακακιών τους, να βυθιστεί το βλέμμα μας στα λυ­
πημένα τους μάτια και εκεί, στα κατάβαθα του κίτρι­
νου και αγκαθωτού λουλουδιού της άρνικας, θα βρί­
σκαμε την ίδια πορτούλα· θα τραβούσαμε το κορδόνι
του κουδουνιού και θα πηγαίναμε πάλι πίσω στον χρό­
νο, όπου θα συναντούσαμε συνεχώς ξανά και ξανά τα
ίδια κόλπα, τους ίδιους καλούς γάμους, τις ίδιες ύπο­
πτες συναλλαγές - την ίδια μονότονη εξιστόρηση των
κατορθωμάτων τους.
Εκείνη την 20ή Φεβρουάριου, ο Βίλχεμ φονΌπελ,
ο γιος του Άνταμ, έχει αφαιρέσει μια για πάντα το
ÊRIC VUILLARD

κολλημένο γράσο κάτω από τα νύχια του, έχει βάλει


στην άκρη το ποδήλατό του, έχει ξεχάσει τη ραπτομη­
χανή του και φέρει έναν τίτλο ευγενείας στον οποίο συ­
νοψίζεται όλη η οικογενειακή του διαδρομή. Με την
αλαζονεία των εξήντα δύο του χρόνων, βήχει ελαφρά
και κοιτάζει το ρολόι του. Περιεργάζεται την ομήγυρη
με σφιγμένα χείλη. Ο Χιάλμαρ Σαχτ έχει κάνει καλά τη
δουλειά του - σε λίγο θα διοριστεί διοικητής της Ράιχ-
σμπανκ και υπουργός Οικονομικών. Γύρω από το τρα­
πέζι είναι μαζεμένοι οι Γκούσταφ Κρουπ, Άλμπερτ Φέ-
γκλερ, Γκύντερ Κουάντ, ΦρίντριχΦλικ, ΕρνστΤέγκελ-
μαν, Φριτς Σπρινγκόρουμ, Άουγκουστ Ρόστεργκ, Ερνστ
Μπράντι, ΚαρλΜπύρεν, Γκύντερ Χόιμπελ, Γκέοργκ
φον Σνίτσλερ, Ούγκο Στίνες Τζούνιορ, Έντουαρντ Σούλ-
τε, Αούντβιχφον Βίντερφελντ, Βολφ-Ντίτριχφον Βιτσ-
λέμπεν, Βόλφγκανγκ Ρόιτερ, Άουγκουστ Ντιν, Έριχ Φί-
κλερ, Χανς φον Αεβενστάιν τσου Δεβενστάιν, Αούντβιχ
Γκράουερτ, ΚουρτΣμιτ, Άουγκουστ φον Φινκ και ο δρ
Στάιν. Βρισκόμαστε στον παράδεισο της βιομηχανίας
και των χρηματοοικονομικών. Είναι τώρα σιωπηλοί,
πολύ φρόνιμοι, λίγο ζαβλακωμένοι έπειτα από είκοσι
λεπτά αναμονής· ο καπνός από τα χοντρά τους πούρα
τούς προκαλεί τσούξιμο στα μάτια.
Κάποιες σκιές σταματούν ευλαβικά μπροστά σε έναν
καθρέφτη και διορθώνουν τον κόμπο της γραβάτας τους·
κοιτάνε να βολευτούν στο μικρό σαλόνι. Κάπου, σε ένα
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

από τα τέσσερα βιβλία του για την αρχιτεκτονική, ο


Παλλάντιο ορίζει περίπου το σαλόνι σαν μια αίθουσα
δεξιώσεων, σκηνή στην οποία παίζονται τα κωμειδύλ-
λια της ζωής μας· και στην περίφημη βίλα Γκόντι Μα-
λινβέρνι, ξεκινώντας από την Αίθουσα του Ολυμπου,
όπου οι γυμνοί θεοί χοροπηδούν ανάμεσα σε υποτιθέ­
μενα ερείπ ια , και περνώντας από την Αίθουσα της
Αφροδίτης, στην οποία ένα παιδί και ένας νεαρός ακό­
λουθος το σκάνε από μια ζωγραφισμένη ψεύτικη πόρ­
τα, φτάνουμε στο κεντρικό σαλόνι, όπου βρίσκουμε σε
πλαίσιο, πάνω από την είσοδο, το τέλος μιας προσευ­
χής: «άλλά ρΰσαι ήμάς άπό τού πονηρού». Μα στο Μ έ­
γαρο του προέδρου της Βουλής, εκεί όπου λάμβανε χώ­
ρα η μικρή μας δεξίωση, μάταια θα αναζητούσε κανείς
μια τέτοια επιγραφή· δεν προβλεπόταν από την ημερή­
σια διάταξη.
Μερικά ακόμα λεπτά κύλησαν αργά κάτω από το
ψηλό ταβάνι. Αντηλλάγησαν χαμόγελα. Ανοίχτηκαν
δερμάτινοι χαρτοφύλακες. Ο Σαχτ ανασήκωνε κάθε τό­
σο τα λεπτά του γυαλιά και έτριβε τη μύτη του, με τη
γλώσσα βγαλμένη ελαφρά έξω. Οι προσκεκλημένοι πα­
ρέμεναν ήσυχα καθισμένοι, στοχεύοντας προς την πόρ­
τα με τα μικρά τους μάτια της καραβίδας. Ακούγονταν
φταρνίσματα και, ανάμεσα, κάποιοι ψίθυροι. Κάποιος
ξεδίπλωνε ένα μαντίλι, τα ρουθούνια του ακούγονταν
σαν τρομπέτες μέσα στη σιωπή, έπειτα έπαιρνε πάλι
ERIC VUILLARD

την αρμόζουσα στάση, περιμένοντας υπομονετικά να


αρχίσει η σύσκεψη. Και ήξεραν καλά από συσκέψεις,
όλοι τους είχαν στην πλάτη τους ένα σωρό διοικητικά ή
ελεγκτικά συμβούλια, όλοι τους ήταν μέλη κάποιου ερ-
γοδοτικού σωματείου. Για να μη μιλήσουμε για τις θλι­
βερές οικογενειακές συγκεντρώσεις τούτων των εκπρο­
σώπων μιας αυστηρής και πληκτικής πατριαρχίας.
Στην πρώτη σειρά, ο Γκούσταφ Κρουπ σκουπίζει με
το γάντι του το κατακόκκινο πρόσωπό του, καθαρίζει
τον λαιμό του και φτύνει προσεκτικά τα φλέματα μέ­
σα στο μυξομάντιλό του, είναι κρυωμένος. Με την ηλι­
κία, τα λεπτά του χείλη αρχίζουν να σχηματίζουν μιαν
απωθητική, ανάποδη ημισέληνο. Δείχνει θλιμμένος και
ανήσυχος· περιστρέφει μηχανικά με τα δάχτυλά του ένα
όμορφο χρυσό δαχτυλίδι, βυθισμένος στην ομίχλη των
ελπίδων και των υπολογισμών,του - και μπορεί, στη δι­
κή του περίπτωση, οι λέξεις αυτές να έχουν μία και μό­
νη σημασία, σαν να είχαν σιγά σιγά μαγνητίσει η μία
την άλλη.

Ξαφνικά τρίζουν πόρτες και πατώματα· ακούγονται


ομιλίες στον προθάλαμο. Οι είκοσι τέσσερις σαύρες ση­
κώνονται στα πίσω τους πόδια και στέκονται ευθυτε­
νείς. Ο Χιάλμαρ Σαχτ καταπίνει το σάλιο του, ο Γκού­
σταφ βάζει πάλι το μονόκλ του. Πίσω από τα φύλλα της
πόρτας ακούγονται πνιχτές φωνές, μετά ένα βούισμα.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

Και επιτέλους, ο πρόεδρος του Ράιχσταγκ μπαίνει χα­


μογελαστός στην αίθουσα- είναι ο Χέρμαν Γκαίρινγκ.
Και αυτό που δεν μας προκαλεί καμία απολύτως έκ­
πληξη , κατά βάθος δεν είναι παρά ένα πολύ τετριμμέ­
νο γεγονός, ρουτίνα. Στον κόσμο των επιχειρήσεων, οι
κομματικές έριδες δεν έχουν και πολλή σημασία. Πο­
λιτικοί και βιομήχανοι το ’χουν συνήθειο να βλέπονται
συχνά.
Ο Γκαίρινγκ έκανε, λοιπόν, τον γύρο του σαλονιού,
έχοντας κάτι καλό να πει στον καθένα ξεχωριστά, σφίγ­
γοντας με θέρμη το κάθε χέρι. Αλλά ο πρόεδρος του Ράιχ-
σταγκ δεν ήρθε μόνο και μόνο για να τους υποδεχτεί,
λέει μέσα απ’ τα δόντια του μερικά λόγια καλωσορί­
σματος και αναφέρεται ευθύς αμέσως στις επερχόμε-
νες εκλογές της 5ης Μαρτίου. Οι είκοσι τέσσερις σφίγ­
γες τον ακούνε προσεκτικά. Η προεκλογική εκστρα­
τεία προμηνύεται καθοριστική, δηλώνει ο πρόεδρος
του Ράιχσταγκ, πρέπει να βάλουμε τέλος στην αστά­
θεια του καθεστώτος· η οικονομική δραστηριότητα
απαιτεί ηρεμία και αποφασιστικότητα. Οι είκοσι τέσ­
σερις κύριοι κουνάνε επιδοκιμαστικά το κεφάλι. Τα
ηλεκτρικά κεριά του πολυέλαιου τρεμοπαίζουν, ο με­
γάλος ήλιος που είναι ζωγραφισμένος στο ταβάνι λά­
μπει περισσότερο από πριν. Και αν το ναζιστικό κόμ­
μα πάρει την πλειοψηφία, προσθέτει ο Γκαίρινγκ, οι
εκλογές αυτές θα είναι o l τελευταίες των δέκα επόμενων
ERIC VUILLARD

χρόνων· και μάλλον -προσθέτει γελώντας- των εκατό


επόμενων χρόνων.
Ένα βουητό επιδοκιμασίας απλώθηκε στον χώρο.
Την ίδια στιγμή ακούστηκαν θόρυβοι από πόρτες και ο
νέος καγκελάριος μπήκε, επιτέλους, στο σαλόνι. Αυ­
τοί που δεν τον είχαν ακόμα συναντήσει ήταν περίερ­
γοι να τον δουν. Ο Χίτλερ ήταν χαμογελαστός, άνετος,
καθόλου όπως τον φαντάζονταν, προσηνής, ναι, μέχρι
και ευγενικός, πολύ πιο ευγενικός απ’ ό,τι θα πίστευε
κανείς. Είχε για όλους κάποια λόγια ευχαριστίας, μια
ζωηρή χειραψία. Μόλις ολοκληρώθηκαν οι συστάσεις,
πήραν όλοι πάλι θέση στις αναπαυτικές τους πολυθρό­
νες. Ο Κρουπ καθόταν μπροστά, τραβώντας νευρικά
με τα δάχτυλα το μικροσκοπικό του μουστάκι· ακριβώς
πίσω του, δύο διευθυντικά στελέχη της IC Farben, αλ­
λά και ο φον Φινκ, ο Κουάντ και μερικοί ακόμα σταύ­
ρωσαν τα πόδια με σπουδαιοφάνεια. Ακούστηκε ένα
σπηλαιώδες βήξιμο, το καπάκι ενός στυλό που έκανε
ένα απειροελάχιστο κλικ. Σιωπή.
Ακόυσαν. Τα πιο ουσιώδη συνοψίζονται στα εξής:
έπρεπε να μπει τέλος σε ένα αδύναμο καθεστώς, να
απομακρυνθεί η κομμουνιστική απειλή, να διαλυθούν
τα συνδικάτα και να επιτραπεί σε κάθε εργοδότη να γ ί­
νει Φύρερ στην επιχείρησή του. Η ομιλία κράτησε μι-
σή ώρα. Όταν ο Χίτλερ τελείωσε, ο Γκούσταφ σηκώθη­
κε, έκανε ένα βήμα μπροστά και, στο όνομα όλων των
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

παρόντων προσκεκλημένων, τον ευχαρίστησε για την


ξεκάθαρη εικόνα που δόθηκε, επιτέλους, ως προς το
πολιτικό τοπίο. Ο καγκελάριος χαιρέτισε ξανά στα γρή­
γορα τους παρευρισκομένους πριν φύγει. Τον συνεχά-
ρησαν, έδειξαν αβρότητα. Οι ηλικιωμένοι βιομήχανοι
φαίνονταν ανακουφισμένοι. Μόλις εκείνος αποχώρη­
σε, ο Γκαίρινγκ πήρε τον λόγο, ξαναδιατυπώνοντας
ζωηρά κάποιες ιδέες, ύστερα μίλησε πάλι για τις εκλο­
γές της 5ης Μαρτίου. Ήταν μια μοναδική ευκαιρία να
βγουν από το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονταν. Αλλά για
να κάνεις προεκλογική εκστρατεία, χρειάζονται χρή­
ματα· όμως το ναζιστικό κόμμα δεν είχε πια ούτε δε­
κάρα τσακιστή και οι εκλογές πλησίαζαν. Εκείνη τη
στιγμή, ο Χιάλμαρ Σαχτ σηκώθηκε, χαμογέλασε στην
ομήγυρη και φώναξε: «Και τώρα, κύριοι, περάστε από
το ταμείο!»
Αυτό το κάλεσμα, το αναμφίβολα κάπως αύθαδες,
δεν αποτελούσε, πάντως, κάτι το ιδιαίτερα καινούριο
γ ι’ αυτούς τους άνδρες· ήταν συνηθισμένοι στα λαδώ­
ματα και στις μίζες. Οι μεγάλες εταιρείες πάντα βά­
ζουν στην άκρη ένα κονδύλι για να κάνουν τις δουλειές
τους: λόμπινγκ, δώρα, χρηματοδότηση των κομμάτων.
Η πλειονότητα των προσκεκλημένων κατέβαλε, λοι­
πόν, αμέσως μερικές εκατοντάδες χιλιάδες μάρκα, ο
Γκούσταφ Κρουπ έδωσε ένα εκατομμύριο, ο Γκέοργκ
φον Σνίτσλερ τετρακόσιες χιλιάδες, και μαζεύτηκε έτσι
ένα συμπαθητικό ποσό. Αυτή η σύσκεψη της 20ής Φε­
βρουάριου 1933, την οποία μπορεί κανείς να δει σαν
μοναδική στιγμή της εργοδοτικής ιστορίας, σαν αδια­
νόητο συμβιβασμό με τους ναζί, δεν είναι για τους
Κρουπ, τους Όπελ, τους Ζίμενς τίποτα περισσότερο
από ένα αρκετά σύνηθες συμβάν της επιχειρηματικής
ζωής, μια κοινή πρόσκληση για καταβολή κεφαλαίων.
Όλοι θα επιβιώσουν και μετά την πτώση του καθεστώ­
τος και θα χρηματοδοτήσουν στο μέλλον και άλλα πολ­
λά κόμματα, ανάλογα με τις επιδόσεις τους.
Αλλά για να καταλάβουμε καλύτερα τι ακριβώς ε ί­
ναι αυτή η σύσκεψη της 20ής Φεβρουάριου, για να αντι-
ληφθούμε τη διαχρονική της διάσταση, πρέπει στο εξής
να αποκαλούμε αυτούς τους ανθρώπους με τα αληθι­
νά τους ονόματα. Δεν είναι πια ο Γκύντερ Κουάντ, ο
Βίλχεμ φον Ό πελ, ο Γκούσταφ Κρουπ, ο Αουγκουστ
φον Φινκ που βρίσκονται εκεί, το απόγευμα εκείνο της
20ής Φεβρουάριου 1933, στο Μέγαρο του προέδρου
του Ράιχσταγκ· άλλα ονόματα πρέπει να χρησιμοποιού­
με. Γιατί το Γκύντερ Κουάντ κρύβει ένα άλλο όνομα,
κρύβει κάτι εντελώς διαφορετικό από τούτο το χοντρό
ανθρωπάκι που χαϊδεύει το γλοιώδες μουστάκι του και
που κάθεται ήσυχα στη θέση του, στο τραπέζι, ανάμε­
σα στους τιμώμενους. Πίσω του, ακριβώς πίσω του,
στέκεται μια σιλουέτα πολύ πιο επιβλητική, μια κηδεμο-
νεύουσα σκιά, ψυχρή και απρόσιτη σαν πέτρινο άγαλμα.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

Ναι, πάνω από τη μορφή του Κουάντ μπορούμε να τη


διακρίνουμε να δεσπόζει, με όλη της την άγρια, ανώ­
νυμη ισχύ, δίνοντάς του την ακαμψία της μάσκας, αλ­
λά μιας μάσκας που είναι κολλημένη στο πρόσωπο κα­
λύτερα και από το ίδιο του το δέρμα: είναι η Accumu-
latoren-Fabrik AG, η μελλοντική Varta, που τη γνωρί­
ζουμε γιατί τα νομικά πρόσωπα έχουν τα άβατάρ τους,
με τον ίδιο τρόπο που οι παλιές θεότητες έπαιρναν διά­
φορες μορφές και, με το πέρασμα του χρόνου, αφομοίω­
ναν και άλλους θεούς.
Αυτό είναι, λοιπόν, το αυθεντικό όνομα των Κουάντ,
το όνομά τους ως δημιουργών, αφού εκείνος, ο Γκύ­
ντερ, δεν είναι παρά ένας πολύ μικρός σωρός από σάρ­
κες και κόκαλα, όπως εσείς κι εγώ, και αφού μετά απ’
αυτόν θα καθίσουν στον θρόνο οι γιοι του και οι γιοι των
γιων του. Αλλά αυτός ο θρόνος εξακολουθεί να υπάρ­
χει, όταν ο μικρός σωρός από σάρκες και κόκαλα σαπί­
ζει στο χώμα. Έτσι λοιπόν, οι είκοσι τέσσερις αυτοί δεν
λέγονται ούτε Σνίτσλερ, ούτε Βιτσλέμπεν, ούτε Σμιτ,
ούτε Φινκ, ούτε Ρόστεργκ, ούτε Χόιμπελ, όπως θέλει
να μας κάνει να πιστεύουμε το ληξιαρχείο. Λέγονται
Basf, Bayer, Agfa, Opel, IC Farben, Siem ens, Allianz,
Telefunken. Με αυτά τα ονόματα τους ξέρουμε. Και
τους ξέρουμε, μάλιστα, πολύ καλά. Είναι εδώ, μαζί
μας, ανάμεσά μας. Είναι τα αυτοκίνητά μας, τα πλυ­
ντήριά μας, τα απορρυπαντικά μας, τα ξυπνητήρια
ERIC VUILLARD

μας, η ασφάλεια του σπιτιού μας, η μπαταρία του ρο­


λογιού μας. Είναι εδώ, παντού, με τη μορφή διαφόρων
πραγμάτων. Η καθημερινότητά μας είναι δική τους.
Μας γιατρεύουν, μας ντύνουν, μας φωτίζουν, μας με­
ταφέρουν στους δρόμους του κόσμου, μας νανουρί­
ζουν. KaL οι είκοσι τέσσερις τύποι που είναι παρόντες
στο Μέγαρο του προέδρου του Ράιχσταγκ, εκείνη την
20ή Φεβρουάριου, δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι εντο-
λοδόχοι τους, οι βαρόνοι της μεγάλης βιομηχανίας· εί­
ναι οι ιερείς του Φθα. Και στέκονται εκεί ατάραχοι, σαν
είκοσι τέσσερις αριθμομηχανές μπροστά στις πύλες της
κολάσεως.
Επίσκεψη αβροφροσύνης

Ένα σκοτεινό ένστικτο μας παρέδωσε στον εχθρό, πα­


θητικούς και περιδεείς. Από τότε, τα βιβλία μας της
Ιστορίας επανέρχονται ξανά και ξανά σε αυτό το τρομα­
κτικό γεγονός, στο οποίο φαίνεται πως συναρμόστηκαν
ο αιφνιδιασμός με τη λογική. Έτσι, άπαξ και προσηλυ­
τίστηκαν οι βαρόνοι της βιομηχανίας και των τραπεζών,
κι έπειτα οι αντιτιθέμενοι φιμώθηκαν, οι μοναδικοί σο­
βαροί αντίπαλοι του καθεστώτος ήταν οι ξένες δυνά­
μεις. Οι τόνοι ανέβαιναν ολοένα και περισσότερο με τη
Γαλλία και την Αγγλία, με τα ωραία λόγια και τις επιδεί­
ξεις δύναμης να εναλλάσσονται. Και σε αυτό το πλαί­
σιο, τον Νοέμβριο του 1937, ανάμεσα σε δύο ξεσπά­
σματα οργής, έπειτα από μερικές διαμαρτυρίες καθα­
ρά τυπικού χαρακτήρα για το θέμα της προσάρτησης
του Ζάαρλαντ, της επαναστρατιωτικοποίησης της Ρη­
νανίας ή του βομβαρδισμού της Γκερνίκα από τη λεγεώ­
να Κόνδωρ, ο Χάλιφαξ, λόρδος πρόεδρος του Συμβουλίου,
ÉRIC VUILLARD

πήγε ιδιωτικά στη Γερμανία, έπειτα από πρόσκληση του


Χέρμαν Γκαίρινγκ, υπουργού της Αεροπορίας, αρχηγού
της Λουφτβάφε, υπουργού του Ράιχ για τα δάση και το
κυνήγι, προέδρου του συγχωρεμένου του Ράιχσταγκ -
δημιουργού της Γκεστάπο. Δεν είναι και λίγα όλα αυ­
τά, και όμως ο Χάλιφαξ δεν ενοχλείται, δεν του φαίνε­
ται περίεργος αυτός ο λυρικός και πληθωρικός τύπος,
ο διαβόητος αντισημίτης, με πλάκα τα παράσημα. Και
δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι τον Χάλιφαξ τον
τύλιξε κάποιος που κρατούσε κλειστά τα χαρτιά του, ότι
δεν παρατήρησε πως ντυνόταν σαν δανδής, δεν παρα­
τήρησε τους ατελείωτους τίτλους, την παραληρηματι­
κή, δυσνόητη ρητορική, το οιδαλέο σουλούπι· όχι. Εκεί­
νη την εποχή ήμασταν ήδη πολύ μακριά από τη σύσκε­
ψη της 20ής Φεβρουάριου, οι ναζί είχαν χάσει κάθε αυ­
τοσυγκράτηση. Κι επιπλέον, πήγαν κυνήγι παρέα, γέ­
λασαν παρέα, δείπνησαν παρέα· και ο Χέρμαν Γκαί-
ρινγκ, που δεν ήταν φειδωλός σε εκδηλώσεις τρυφερό­
τητας και καλοσύνης, εκείνος που μάλλον είχε ονειρευ­
τεί να γίνει ηθοποιός και που με τον τρόπο του είχε εντέ-
λει γίνει, μπορεί και να του είχε δώσει ένα φιλικό χτύ­
πημα στον ώμο, ίσως και να τον είχε λοιδορήσει λιγάκι,
τον γερο-Χάλιφαξ, και να του είχε πετάξει κατάμουτρα
και κάτι διφορούμενα παραμύθια, από αυτά που αφή­
νουν τον αποδέκτη τους άναυδο, κάπως αμήχανο, όπως
όταν αφήνεις σεξουαλικά υπονοούμενα.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

Να τον είχε τυλίξει ο Μέγας Κυνηγεσιάρχης στην


εσάρπα του από καταχνιά και σκόνη; Ωστόσο, ο λόρ­
δος Χάλιφαξ, όπως βέβαια και οι είκοσι τέσσερις βα­
ρόνοι της γερμανικής βιομηχανίας, δεν μπορεί παρά
να ήξερε αρκετά πράγματα για τον Γκαίρινγκ, δεν μπο­
ρεί παρά να γνώριζε έστω και λίγο την ιστορία του, τη
ζωή του ως πραξικοπηματία, την αγάπη τούγια τις φα-
νταχτερές στολές, τη μορφινομανία του, τον εγκλεισμό
του σε ψυχιατρείο στη Σουηδία, τη με συντριπτικά στοι­
χεία διάγνωση περί βίαιης συμπεριφοράς, νοητικών δια­
ταραχών, κατάθλιψης, τις αυτοκτονικές του τάσεις.
Δεν ήταν δυνατόν να στέκεται μόνο στον ήρωα των αι­
θέρων, στον πιλότο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου,
στον έμπορο αλεξίπτωτων, στον βετεράνο στρατιώτη.
Δεν ήταν αφελής ούτε ερασιτέχνης, ο Χάλιφαξ, και λο­
γικά ήταν εξαιρετικά πληροφορη μένος για να μη βρει
κάπως παράξενη αυτήν τη βόλτα, στη διάρκεια της
οποίας διακρίνονται οι δυο τους, σε μια μικρή ταινία,
να θαυμάζουν το πάρκο με τους βίσονες και όπου ένας
Γκαίρινγκ, απίστευτα χαλαρός, δίνει μαθήματα ευ ε­
ξίας. Δεν μπορεί να μην έχει διακρίνει το γελοίο μικρό
φτερό που έχει στο καπέλο του, τον γούνινο γιακά, την
αλλόκοτη γραβάτα. Ίσως και να του αρέσει και εκείνου
το κυνήγι, του Χάλιφαξ, όπως άρεσε στον γέρο πατέ­
ρα του, και τότε σίγουρα θα ευχαριστήθηκε στο Σορφ-
χάιντε, αλλά δεν μπορεί να μην είδ ε το παράξενο
ÉRIC VUILLARD

δερμάτινο μπουφάν που φορούσε ο Χέρμαν Γκαίρινγκ,


ούτε το στιλέτο στη ζώνη του, να μην άκουσε τα απαί­
σια υπονοούμενα που κρύβονταν κάτω από χοντροκομ­
μένα αστειάκια. Ίσως και να τον είδε να ρίχνει βέλη,
μεταμφιεσμένος σε σαλτιμπάγκο· πιθανότατα είδε και
τα άγρια ζώα που είχε εξημερώσει, το λιονταράκι που
ήρθε να γλείψει το πρόσωπο του αφεντικού του. Αλλά
ακόμα και αν δεν είδε τίποτε απ’ όλα αυτά, ακόμα και
αν πέρασε μονάχα ένα τέταρτο με τον Γκαίρινγκ, είχε
αναμφίβολα ακούσει για τα παιδικά ηλεκτρικά τρενά-
κια που κυκλοφορούσαν παντού στο υπόγειο του σπι­
τιού του και τον άκουσε αναπόφευκτα να ψιθυρίζει ένα
σωρό ανοησίες. Κι έπειτα, αυτή η γριά αλεπού ο Χάλι­
φαξ δεν ήταν δυνατόν να μην έλαβε υπόψη την παρα­
ληρηματική του εγωπάθεια· μπορεί, μάλιστα, και να
τον είδε να αφήνει ξαφνικά το τιμόνι του καμπριολέ
του και να ουρλιάζει στον άνεμο! Ναι, δεν είναι δυνα­
τόν να μη διέκρινε κάτω από το πλαδαρό και πρησμέ­
νο προσωπείο τον τρομακτικό πυρήνα. Κι έπειτα συ­
νάντησε και τον Φύρερ· ούτε εκεί δεν είδε τίποτα ο Χά­
λιφαξ! Παραμερίζοντας τις επιφυλάξεις τουΉ ντεν,
άφησε μάλιστα να εννοηθεί στον Χίτλερ ότι οι γερμανι­
κές αξιώσεις στην Αυστρία και ένα μέρος της Τσεχοσλο­
βακίας δεν φαίνονταν αθέμιτες στην κυβέρνηση της
Αυτού Μεγάλειότητος, υπό τον όρο ότι αυτό θα γινό­
ταν ειρηνικά και μετά από διαβούλευση. Έχει κοινωνι­
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

κότητα ο Χάλιφαξ. Αλλά μία ακόμα πινελιά δίνει την


πλήρη εικόνα του ανθρώπου. Μπροστά στο Μπέρχτεσ-
γκαντεν, όπου τον άφησαν, ο λόρδος Χάλιφαξ διέκρι-
νε μια σιλουέτα δίπλα στο αυτοκίνητο, την οποία πέ­
ρασε για υπηρέτη. Φαντάστηκε ότι ο άνθρωπος αυτός
είχε έρθει προς το μέρος του για να τον βοηθήσει να
ανεβεί τα σκαλοπάτια του πρόθυρου. Οπότε, ενώ του
άνοιγαν την πόρτα, του έδωσε το παλτό του. Αλλά, αμέ­
σως, ο φον Νόιρατ ή κάποιος άλλος, μπορεί κι ένας
υπηρέτης, του ψιθύρισε στ’ αυτί με βραχνή φωνή: «Ο
Φύρερ!» Ο λόρδος Χάλιφαξ σήκωσε το βλέμμα. Πράγ­
ματι, ήταν ο Χίτλερ. Τον είχε περάσει για λακέ! Ο λό­
γος ήταν ότι δεν είχε καταδεχτεί να σηκώσει το κεφά­
λι, όπως θα αναφέρει ο ίδιος αργότερα στο βιβλιαράκι
με τα απομνημονεύματά του, Πληρότητα των ημερών:
αρχικά είδε ένα παντελόνι και κάτω κάτω ένα ζευγάρι
παπούτσια. Το ύφος είναι ειρωνικό, ο λόρδος Χάλιφαξ
θέλει να μας κάνει να γελάσουμε. Αλλά αυτό εγώ δεν
το βρίσκω αστείο. Ο Άγγλος αριστοκράτης, ο διπλωμά­
της που στέκει περήφανα ως ο τελευταίος μιας ολόκλη­
ρης σειράς θεόκουφων, βλαμμένων, στενόμυαλων προ­
γόνων, είναι κάτι που με αφήνει αδιάφορο. Δεν είναι,
άλλωστε, ο εντιμότατος πρώτος υποκόμης Χάλιφαξ που
ως υπουργός Οικονομικών αντιτάχθηκε σθεναρά σε κά­
θε πρόσθετη βοήθεια προς την Ιρλανδία, καθ’ όλη τη
διάρκεια της θητείας του; Ο λιμός είχε ως αποτέλεσμα
ÉRIC VUILLARD

ένα εκατομμύριο νεκρούς. Και ο εντιμότατος δεύτερος


υποκόμης, ο πατέρας του Χάλιφαξ, εκείνος που ήταν
αξιωματούχος στην υπηρεσία του βασιλιά, συλλέκτης
ιστοριών φαντασμάτων, τις οποίες δημοσίευσε, μετά
τον θάνατό του, ένας από τους γιους-φαντάσματα που
είχε, μπορεί άραγε να οχυρωθεί κανείς πίσω από τέ­
τοιους ανθρώπους; Επιπλέον, αυτή η αδεξιότητα δεν
είναι τίποτα ιδιαίτερο, δεν πρόκειται για την γκάφα κά­
ποιου επιπόλαιου γέρου, μαρτυρεί κοινωνική τύφλω­
ση, μαρτυρεί έπαρση. Απάτην άλλη, όμως, σε ό,τι έχει
να κάνει με ιδέες, ο Χάλιφαξ είναι ελάχιστα σεμνότυ­
φος. Έτσι, για τη συνάντησή του με τον Χίτλερ, θα γρά­
ψ ει στον Μπάλντουιν: «Ο εθνικισμός και ο ρατσισμός
είναι ισχυρές δυνάμεις, αλλά δεν τις θεωρώ ούτε παρά
φύσιν, ούτε ανήθικες!»· και λίγο αργότερα: «Δεν αμφι­
βάλλω ότι αυτοί οι άνθρωποι μισούν πραγματικά τους
κομμουνιστές. Και σας διαβεβαιώνω ότι αν ήμασταν
στη θέση τους, θα αισθανόμασταν το ίδιο πράγμα». Τέ­
τοια ήταν τα προμηνύματα αυτού που και σήμερα ακό­
μα ονομάζουμε πολιτική κατευνασμού.
Εκφοβισμοί

Είχαμε μείνει, λοιπόν, στις επισκέψεις αβροφροσύνης.


Ωστόσο, στις 5 Νοεμβρίου, ούτε ένα δωδεκαήμερο πριν
έρθει ο λόρδος Χάλιφαξ να μιλήσει για ειρήνη με τους
Γερμανούς, ο Χίτλερ είχε εμπιστευθεί στους αρχηγούς
των ενόπλων δυνάμεων με ποιον τρόπο σκόπευε να κα­
ταλάβει διά της βίας ένα μέρος της Ευρώπης. Θα εισέ­
βαλαν πρώτα στην Αυστρία και στην Τσεχοσλοβακία.
Είναι που στη Γερμανία ήσαν λίγο στριμωγμένοι, και
αφού δεν φτάνει κανείς ποτέ μέχρι τον πάτο των επ ι­
θυμιών του, αφού το κεφάλι πάντοτε στρέφεται προς
ορίζοντες ξεθωριασμένους και αφού ακόμη και μια υπο­
ψία μεγαλομανίας αν προστεθεί σε παρανοϊκές διατα­
ραχές κάνει τον κατήφορο ακόμη πιο ακαταμάχητο,
μετά τα παραληρήματα του Χέρντερ και την ομιλία του
Φίχτε, μετά την εξύμνηση του πνεύματος ενός λαού
από τον Χέγκελ και το όνειρο του Σέλλινγκ για μια κοι­
νότητα ψυχών, η έννοια του ζωτικού χώρου δεν ήταν
ÉRIC VUILLARD

κάτι το καινούργιο. Φυσικά, αυτή η συνάντηση είχε μεί­


ν ει μυστική, αλλά καταλαβαίνει κάπως κανείς ποια
πρέπει να ήταν η ατμόσφαιρα στο Βερολίνο, ακριβώς
πριν από την έλευση του Χάλιφαξ. Και το πράγμα δεν
τελειώνει εδώ. Στις 8 Νοεμβρίου, εννέα ημέρες πριν
από την επίσκεψή του, ο Γκαίμπελς είχε εγκαινιάσει
μια μεγάλη έκθεση τέχνης στο Μόναχο, με θέμα τον
«Αιώνιο Εβραίο». Ιδού ποιο ήταν το σκηνικό. Κανείς
δεν μπορούσε να αγνοήσει τα σχέδια των ναζί, τις
άγριες διαθέσεις τους. Ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ,
στις 27 Φεβρουάριου 1933, η δημιουργία του Νταχάου
την ίδια χρονιά, η στείρωση των ψυχασθενών την ίδια
χρονιά, η Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών την επόμε­
νη χρονιά, οι νόμοι για την προστασία του γερμανικού
αίματος και της γερμανικής τιμής, η καταγραφή των
φυλετικών χαρακτηριστικών το 1935· όλα αυτά ήταν
ήδη πάρα πολλά.
Στην Αυστρία, προς την οποία στράφηκαν ευθύς αμέ­
σως οι φιλοδοξίες του Ράιχ, ο καγκελάριος Ντόλφους,
που είχε σφετεριστεί -με το ένα πενήντα μπόι που διέ­
θετε- όλες τις εξουσίες, είχε δολοφονηθεί από Αυστρια­
κούς ναζί ήδη από το 1934. ΟΣούσνιγκ, ο διάδοχός του,
είχε συνεχίσει την αυταρχική του πολιτική. Η Γερμανία
άσκησε τότε και για πολλά χρόνια μια υποκριτική δ ι­
πλωματία, ένα μείγμα δολοφονιών, εκβιασμών και σα­
γήνευσης. Μέχρι που ο Χίτλερ, τρεις μήνες μετά την
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

επίσκεψη του Χάλιφαξ, ανεβάζει τους τόνους. Ο Σούσ-


νιγκ, ο δεσποτάκος της Αυστρίας, κλήθηκε να παρου­
σιαστεί στη Βαυαρία, είναι η ώρα της επιβολής διά της
δύναμης· η εποχή των ραδιουργιών τελείωσε.

Στις 12 Φεβρουάριου 1938, ο Σούσνιγκ πάει, λοι­


πόν, στο Μπέρχτεσγκαντεν για μια συνάντηση με τον
Αδόλφο Χίτλερ. Φτάνει στον σταθμό μεταμφιεσμένος
σε σκιέρ - το άλλοθι του ταξιδιού του είναι πως πάει να
κάνει χειμερινά σπορ. Και ενώ φορτώνεται στο τρένο ο
εξοπλισμός του σκι, η γιορτινή ατμόσφαιρα στη Βιέν­
νη βρίσκεται στο αποκορύφωμά της. Γιατί είναι το Καρ­
ναβάλι· οι πιο χαρούμενες μέρες συμπίπτουν έτσι με τα
πιο θλιβερά ραντεβού της Ιστορίας. Μπάντα, καντρί­
λια, πυροτεχνήματα. Κάτω από μια βροχή από κομφετί
παίζουν ένα από τα εκατόν πενήντα βαλς του Στράους,
όλο κομψότητα και γοητεία. Το καρναβάλι της Βιέννης
είναι ασφαλώς λιγότερο γνωστό από εκείνα της Β ε­
νετίας ή του Ρίο. Οι άνθρωποι εκ εί δεν φορούν τόρο
ωραίες μάσκες ούτε επιδίδονται σε τόσο παθιασμένους
χορούς. Όχι. Είναι απλά και μόνο μια σειρά από χορο­
εσπερίδες. Αλλά όπως και να ’χει, είναι μια πολύ μ ε­
γάλη γιορτή. Τις εορταστικές εκδηλώσεις οργανώνουν
τα διάφορα συλλογικά όργανα αυτού του μικρού κρά­
τους στο οποίο βασιλεύουν οι συντεχνίες και ο καθολι­
κισμός. Έ τσι, την ώρα που η Αυστρία ψυχορραγεί,
ÉRIC VUILLARD

ο καγκελάριός της εξαφανίζεται διακριτικά μες στη νύ­


χτα, ντυμένος σκιέρ, για να κάνει ένα παράξενο ταξί­
δι, και οι Αυστριακοί διασκεδάζουν.

Το πρωί, στον σταθμό του Σάλτσμπουργκ, υπάρχουν


μόνο μια χούφτα χωροφύλακες. Ο καιρός είναι υγρός
και κρύος. Το αυτοκίνητο που μεταφέρει τον Σούσνιγκ
κινείται πλάι στο αεροδρόμιο και μετά μπαίνει στην
εθνική οδό· ο μεγάλος γκρι ουρανός τον βάζει σε σκέ­
ψ εις. Η ονειροπόλησή του αφήνεται να παρασυρθεί
από τους κλυδωνισμούς του αυτοκινήτου, ανακατεύε­
ται με τις κρυσταλλοποιημένες νιφάδες της πάχνης.
Κάθε μορφή ζωής δείχνει άθλια και μοναχική· όλοι οι
δρόμοι είναι θλιβεροί. Πλησιάζουν τα σύνορα, ένα αιφ­
νίδιο άγχος κυριεύει τον Σούσνιγκ· έχει το συναίσθημα
ότι ήρθε η ώρα της αλήθειας- το βλέμμα του καρφώνε­
ται στο κεφάλι του σοφέρ του.
Στα σύνορα ήρθε να τον υποδεχτεί ο φον Πάπεν. Το
κομψό στενόμακρο πρόσωπό του καθησυχάζει τον κα­
γκελάριο. Την ώρα που μπαίνει στο αυτοκίνητο, ο φον
Πάπεν τού αναγγέλλει ότι στη σύσκεψη θα πάρουν μέ­
ρος και τρεις Γερμανοί στρατηγοί - «Δεν έχετε αντίρρη­
ση, ελπίζω», λέει δήθεν αθώα. Η επιχείρηση εκφοβι­
σμού είναι απροκάλυπτη. Οι ωμότερες προκλήσεις ε ί­
ναι και αυτές που σου κόβουν τη λαλιά. Δεν τολμάς να
πεις τίποτα. Από μέσα μας βαθιά βγαίνει ένα πλάσμα
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

υπερβολικά ευγενικό, υπερβολικά ντροπαλό και απα­


ντάει αντί για μας· λέει το αντίθετο από αυτό που θα
έπρεπε να ειπωθεί. Κι έτσι, ο Σούσνιγκ δεν διαμαρτύ­
ρεται και το αυτοκίνητο ξεκινάει και πάλι, σαν να μην
είχε συμβεί τίποτα. Ενώ το απονεκρωμένο του βλέμμα
ταξιδεύει στην άκρη του δρόμου, τους προσπερνάει ένα
στρατιωτικό φορτηγό που ακολουθείται από δύο τεθω­
ρακισμένα οχήματα των Ες-Ες. Τον Αυστριακό καγκε­
λάριο καταλαμβάνει μια ακαθόριστη ανησυχία. Τι ήρ­
θε να κάνει σε αυτήν τη σφηκοφωλιά; Αρχίζει σιγά σι­
γά η ανάβαση προς το Μπέρχτεσγκαντεν. Ο Σούσνιγκ
καρφώνει το βλέμμα του στις κορφές των ελάτων, πα­
σχίζοντας να ελέγξει το άγχος του. Σιωπά. Και ο φον
Πάπεν, επίσης, δεν λέει λέξη. Μέχρι που το αυτοκίνη­
το φτάνει στο Μπέργκχοφ, η πύλη ανοίγει και ξανα­
κλείνει. Ο Σούσνιγκ διακατέχεται από το αίσθημα ότι
έχει πέσει σε μια φριχτή παγίδα.
Η συνάντηση στο Μπέργκχοφ
{fe

Κατά τις έντεκα το πρωί, έπειτα από μερικές αβρές χει­


ρονομίες, οι πόρτες του γραφείου του Αδόλφόυ Χίτλερ
κλείνουν πίσω από τον καγκελάριο της Αυστρίας. Και
τότε έλαβε χώρα μία από τις πιο απίθανες και γκροτέ-
σκες σκηνές όλων των εποχών. Έχουμε μόνο μία σχετι­
κή μαρτυρία. Τη μαρτυρία του Κουρτ φον Σούσνιγκ.
Είναι στο πιο οδυνηρό κεφάλαιο των απομνημονευ­
μάτων του, του Αυστριακού Ρέκβιεμ, όπου έπειτα από
ένα λίγο επιτηδευμένο παράθεμα του Τορκουάτο Τάσ-
σο αρχίζει τη μικρή του αφήγηση μπροστά από ένα πα­
ράθυρο του Μπέργκχοφ. Ο καγκελάριος της Αυστρίας
έχει μόλις καθίσει κατόπιν προτροπής του Φύρερ, σταυ­
ρώνει και ξεσταυρώνει τα πόδια, κάπως αμήχανος. Νιώ­
θει σαν μουδιασμένος, σαν να τον έχουν εγκαταλείψει
οι δυνάμεις του. Το άγχος που αισθάνθηκε πρωτύτερα
είναι εκ εί, κρεμασμένο από τα φατνώματα της ορο­
φής, κρυμμένο κάτω από τις πολυθρόνες. Μη ξέροντας
ÉRIC VUILLARD

και πολύ τι να πει, ο Σούσνιγκ γυρίζει το κεφάλι και


θαυμάζει τη θέα· έπειτα ανακαλεί ενθουσιωδώς τις ου­
σιαστικές συζητήσεις που έχουν γίνει σε αυτό το γρα­
φείο. Ευθύς αμέσως, ο Χίτλερ τον βάζει στη θέση του:
«Δεν είμαστε εδώ για να μιλήσουμε για τη θέα, ούτε
για τον καιρό!» Ο Σούσνιγκ παραλύει· δοκιμάζει τότε,
με ένα λογύδριο επιτηδευμένο και αδέξιο, να ξαναβρεί
την αυτοκυριαρχία του, θυμίζοντας τη θλιβερή γερμανο-
αυστριακή συμφωνία του Ιουλίου 1936, σαν να είχε
πάει εκεί μόνο και μόνο για να ξεπεραστούν κάποιες
παροδικές δυσκολίες. Και εντέλει, σε μια απέλπιδα
προσπάθεια, προσπαθώντας να γραπωθεί από την κα­
λή του πίστη σαν να ήταν σωσίβιο της συμφοράς, ο Αυ­
στριακός καγκελάριος δηλώνει ότι τα τελευταία χρόνια
έχει ακολουθήσει μια πολιτική γερμανική, αποφασι­
στικά γερμανική! Εκεί ακριβώς ήταν που του την είχε
στημένη ο Αδόλφος Χίτλερ.
«Α! Αυτό εσείς το ονομάζετε γερμανική πολιτική,
κύριε Σούσνιγκ; Αντιθέτως, έχετε κάνει το παν για να
αποφύγετε τη γερμανική πολιτική!» ουρλιάζει. Και με­
τά από μια αδέξια απόπειρα του Σούσνιγκ να δικαιο­
λογηθεί, ο Χίτλερ, εκτός εαυτού, ανεβάζει ακόμα πε­
ρισσότερο τους τόνους: «Αλλωστε η Αυστρία δεν έκα­
νε ποτέ τίποτα που να υπηρετεί το Ράιχ. Η ιστορία της
είναι μια αδιάκοπη εναλλαγή προδοσιών».
Οι παλάμες του Σούσνιγκ ίδρωσαν αμέσως· και πόσο
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

μεγάλη του φαίνεται ξαφνικά η αίθουσα! Ωστόσο όλα


μοιάζουν ήρεμα. Οι πολυθρόνες είναι καλυμμένες με
ταπετσαρία, τα μαξιλάρια παραείναι μαλακά, οι μπουα-
ζερί είναι συνηθισμένες, από τα αμπαζούρ κρέμονται
φουντάκια. Ξαφνικά, ο Σούσνιγκ βρίσκεται μόνος του
στο παγωμένο γρασίδι, κάτω από τον μεγάλο χειμωνιά­
τικο ουρανό, απέναντι στα βουνά. Το παράθυρο γίνε­
ται τεράστιο. Ο Χίτλερ τον κοιτάζει με τα ξεθωριασμέ­
να του μάτια. Ο Σούσνιγκ σταυρώνει πάλι τα πόδια του
και στηρίζει καλύτερα τα γυαλιά του.

Προς ώρας, ο Χίτλερ τον αποκαλεί «κύριο» και ο Σού-


σνιγκ, απτόητος, συνεχίζει να τον αποκαλεί «καγκελά­
ριο»· ο Χίτλερ τον έστειλε από κει που ’ρθε, και ο Σού-
σνιγκ, για να δικαιολογηθεί, καυχήθηκε πως ακολού­
θησε γερμανική πολιτική· και τώρα να που ο Γερμανός
καγκελάριος καθυβρίζει την Αυστρία, φθάνοντας, μά­
λιστα, στο σημείο να ουρλιάζει ότι η συμβολή της στη
γερμανική ιστορία είναι μηδενική, και ο Σούσνιγκ, με
ανεκτικότητα, με μεγαθυμία, αντί να του γυρίσει την
πλάτη και να βάλει τέλος στη συζήτηση, ψάχνει απελ­
πιστικά στη μνήμη του, σαν καλός μαθητής, ένα πα­
ράδειγμα της εν λόγω αυστριακής συμβολής στην Ιστο­
ρία. Ψαχουλεύει με βιάση, σε πλήρη σύγχυση, τις τσέ­
πες των αιώνων. Αλλά το μνημονικό του είναι άδειο, ο
κόσμος είναι άδειος, η Αυστρία είναι άδεια. Και τα μάτια
ÉRIC VUILLARD

του Φύρερ δεν σταματούν να τον κοιτάζουν. Τι βρίσκει,


λοιπόν, υπό την πίεση της απελπισίας του; Τον Μπε-
τόβεν. Βρίσκει τον καλό Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, τον
κουφό που αρπαζόταν εύκολα, τον δημοκρατικό, τον
μονήρη που είχε βουτηχτεί στην απελπισία. Είναι τον
Μπετόβεν που θα ξεθάψει από το ησυχαστήριό του, τον
γιο του αλκοολικού, τον μαυριδερό· αυτόν είναι που ο
Κουρτ φον Σούσνιγκ, ο καγκελάριος της Αυστρίας, ο
ασήμαντος αριστοκράτης, ο ρατσιστής και άτολμος,
βγάζει από την τσέπη της Ιστορίας και τον κραδαίνει
ξαφνικά σαν λευκή σημαία μπροστά στα μούτρα του
Χίτλερ. Ο καημένος ο Σούσνιγκ. Πάει και βρίσκει έναν
μουσικό απέναντι στο παραλήρημα, πάει και βρίσκει
την Ενάτη Συμφωνία απέναντι στην απειλή στρατιωτι­
κής επίθεσης, πάει και βρίσκει τις τρεις μίζερες νότες
τηςΑπαοιονάτας, για να αποδείξει ότι η Αυστρία έπαι­
ξε στ’ αλήθεια έναν ρόλο στην Ιστορία.
«Ο Μπετόβεν δεν είναι Αυστριακός», του ανταπα­
ντά τότε ο Χίτλερ -με μια απρόσμενη βολή- «είναι Γερ­
μανός». Και είναι σωστό. Ο Σούσνιγκ δεν το είχε καν
σκεφτεί. Ο Μπετόβεν είναι Γερμανός, αδιαμφισβήτη­
τα. Γεννήθηκε στη Βόννη. Και η Βόννη, απ’ όπου και
να το πιάσεις, ακόμα και αν φέρεις τα πράγματα στα
μέτρα σου, ακόμα και αν ξεψαχνίσεις όλα τα ιστορικά
χρονικά, η Βόννη δεν υπήρξε ποτέ αυστριακή πόλη,
ποτέ απολύτως. Η Βόννη είναι το ίδιο μακριά από την

- 42 -
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

Αυστρία όσο και το Παρίσι! Είναι σαν να πεις ότι ο Μπε­


τόβεν είναι Ρουμάνος, ή ακόμα και Ουκρανός, δεν εί­
ναι πιο μακριά. Και γιατί όχι Κροάτης, μιας και το λέ­
με, ή Μασσαλιώτης, αφού στο κάτω κάτω η Μασσαλία
δεν είναι πολύ πιο μακριά από τη Βιέννη.
«Σωστά», ψελλίζει ο Σούσνιγκ, «αλλά είναι πολιτο-
γραφημένος Αυστριακός». Είμαστε πραγματικά πολύ
μακριά από μια συζήτηση μεταξύ αρχηγών κρατών.

Ο καιρός ήταν μουντός. Η συζήτηση πήρε τέλος.


Ήταν υποχρεωμένοι να γευματίσουν μαζί. Κατέβηκαν
τη σκάλα δίπλα δίπλα. Πριν να μπουν στην τραπεζα­
ρία του Μπέργκχοφ, ένα πορτρέτο του Μπίσμαρκ τρά­
βηξε την προσοχή του Σούσνιγκ: το αριστερό βλέφαρο
του μεγάλου καγκελάριου πέφτει αμείλικτα στο μάτι,
το βλέμμα είναι ψυχρό, γυμνό από αυταπάτες· το δέρ­
μα δείχνει πλαδαρό. Μπήκαν στην αίθουσα, κάθισαν·
ο Χίτλερ στη μέση του τραπεζιού, ο καγκελάριος της
Αυστρίας απέναντι του. Το γεύμα κύλησε ομαλά. Ο Χίτ­
λερ έμοιαζε χαλαρωμένος, ήταν μέχρι και φλύαρος. Με
παιδικό ενθουσιασμό, είπε ότι στο Αμβούργο θα έχτι­
ζε τη μεγαλύτερη γέφυρα του κόσμου. Ύστερα πρόσθεσε,
ανίκανος βέβαια να συγκρατηθεί, ότι θα κατασκεύαζε
σε λίγο τους ψηλότερους ουρανοξύστες και ότι οι Αμερι­
κανοί θα έβλεπαν τότε ότι στη Γερμανία χτίζονται με­
γαλύτερα και πολύ καλύτερα κτίρια απ’ ό,τι στις Ηνω­
ÉRIC VUILLARD

μένες Πολιτείες. Μετά απ’ αυτό πέρασαν στο σαλόνι.


Τον καφέ τον σέρβιραν νεαροί Ες-Ες. Επιτέλους, ο Χίτ­
λερ αποχώρησε και ο καγκελάριος της Αυστρίας βάλ-
θηκε αμέσως να καπνίζει σαν φουγάρο.
Οι φωτογραφίες του Σούσνιγκ που διαθέτουμε μας
δείχνουν δύο πρόσωπα: ένα πρόσωπο μαγκωμένο, αυ­
στηρό, και ένα άλλο πιο ντροπαλό, συνεσταλμένο, σχε­
δόν ονειροπόλο. Σε μια διάσημη φωτογραφία του έχει
σφιγμένα χείλη, χαμένο ύφος, με ένα είδος σωματικής
εγκατάλειψης, κατάπτωσης. Αυτή η φωτογραφία τρα­
βήχτηκε το 1934, στη Γενεύη, στο διαμέρισμά του. Ο
Σούσνιγκ στέκεται όρθιος, ανήσυχος ίσως. Υπάρχει στα
χαρακτηριστικά του κάτι το μαλθακό, το αναποφάσι­
στο. Μοιάζει να κρατάει στο χέρι ένα φύλλο χαρτί, αλ­
λά η εικόνα είναι θολή και ένας σκούρος λεκές καλύ­
πτει το κάτω μέρος της φωτογραφίας. Αν κοιτάξει κα­
νείς προσεκτικά, θα παρατηρήσει ότι το κάλυμμα μιας
τσέπης του σακακιού του το τσαλακώνει το μπράτσο
του, και επίσης διακρίνουμε ένα παράξενο αντικείμε­
νο, ίσως φυτό, που μπαίνει από δεξιά απρόσκλητο στο
κάδρο. Αλλά αυτή τη φωτογραφία, όπως την περιέγρα-
ψα μόλις, κανείς δεν τη γνωρίζει. Πρέπει να πας στην
Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, στο Τμήμα Χαρακτι­
κής και Φωτογραφίας, για να τη δεις. Αυτή που γνωρί­
ζουμε έχει κοπεί και ξανακαδραριστεί. Έτσι, εκτός από
μερικούς αρχειοθέτες επιφορτισμένους με την ταξινό­
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

μηση και τη συντήρηση των ντοκουμέντων, κανείς δεν


είδε ποτέ το κάλυμμα της τσέπης του Σούσνιγκ να πε-
τάει, ούτε το παράξενο αντικείμενο -ένα φυτό ή ποιος
ξέρει τι- στη δεξιά πλευρά της φωτογραφίας, ούτε το
φύλλο χαρτί. Από την ώρα που ξανακαδραρίστηκε, η
φωτογραφία δίνει μιαν πολύ διαφορετική εντύπωση.
Διαθέτει ένα είδος επισημότητας, καθωσπρεπισμού.
Αρκούσε να κοπούν μερικά ασήμαντα χιλιοστά, ένα
κομματάκι αλήθειας, ώστε ο καγκελάριος της Αυστρίας
να δείχνει πιο σοβαρός, λιγότερο σαστισμένος απ’ ό,τι
στην αρχική εκδοχή· λες και το γεγονός ότι περιορίστη­
κε λίγο το πλάνο, ότι σβήστηκαν μερικά χαοτικά στοι­
χεία, φέρνοντας αυτόν στο επίκεντρο της προσοχής,
έδινε στον Σούσνιγκ κάποια βαρύτητα. Έτσι είναι η τέ­
χνη της αφήγησης, τίποτα σε αυτήν δεν είναι αθώο.
Αλλά τούτη τη στιγμή στο Μπέργκχοφ το θέμα δεν
είναι ούτε η βαρύτητα ούτε ο καθωσπρεπισμός. Εδώ,
ένα μόνο καδράρισμα υπάρχει, μια μόνο τέχνη πειθούς
υπάρχει, ένας μόνο τρόπος υπάρχει να αποκτήσεις αυ­
τό που επιθυμείς - ο φόβος. Ναι, εδώ βασιλεύει ο φό­
βος. Τέρμα οι υπαινικτικές ευγένειες, η τήρηση των τύ­
πων στην άσκηση εξουσίας, τα προσχήματα. Εδώ ο τα­
πεινός προύχοντας τρ έμ ει. Ο Σούσνιγκ δεν μπορεί,
πρώτ’ απ’ όλα, να πιστέψει ότι κάποιος τολμάει να του
μιλήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Θα το εκμυστηρευθεί,
άλλωστε, λίγο αργότερα σε έναν από τους δικούς του,
ÉRIC VUILLARD

νιώθει προσβεβλημένος. Ωστόσο όμως δεν φεύγει, δεν


εκδηλώνει καμία δυσαρέσκεια, καπνίζει. Καπνίζει το
ένα τσιγάρο πίσω απ’ τ ’ άλλο.
Περνούν δύο ατέλειωτες ώρες. Έπειτα, κατά τις τέσ­
σερις το απόγευμα, ο Σούσνιγκ και ο σύμβουλός του
προσκαλούνται να συναντήσουν τον Ρίμπεντροπ και τον
φον Πάπεν σε ένα διπλανό δωμάτιο. Τους παρουσιά­
ζουν μερικά άρθρα μιας νέας συμφωνίας μεταξύ των
δύο χωρών, διευκρινίζοντας πως πρόκειται για τις τε­
λευταίες δυνατές υποχωρήσεις από τη μεριά του Φύρερ.
Αλλά τι ακριβώς απαιτήσεις εγείρει αυτή η συμφωνία;
Απαιτεί αρχικά -με μια διατύπωση κενή περιεχομένου
και χωρίς μεγάλη αξία- η Αυστρία και το Ράιχνα διαβου-
λεύονται για διεθνή θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος.
Απαιτεί -και εκεί είναι που τα πράγματα περιπλέκονται-
την ελεύθερη διακίνηση των εθνικοσοσιαλιστικών ιδεών
στην Αυστρία και τον διορισμό του Ζάις-Ίνκβαρτ, ενός
ναζί, ως υπουργού Εσωτερικών με πλήρεις αρμοδιότη­
τες - απίστευτα ωμή ξένη παρέμβαση. Απαιτεί ακόμα
τον διορισμό στην κυβέρνηση και του δρος Φίσμπεκ, δια­
βόητου ναζί. Απαιτεί κατόπιν τη χορήγηση αμνηστίας
σε όλους τους ναζί που βρίσκονται στις αυστριακές φυ­
λακές, συμπεριλαμβανομένων και των εγκληματιών του
κοινού ποινικού δικαίου. Απαιτεί την επαναφορά όλων
των απολυμένων εθνικοσοσιαλιστών δημοσίων υπαλλή­
λων και αξιωματικών, με τα δικαιώματα που είχαν πριν.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

Απαιτεί την άμεση ανταλλαγή καμιάς εκατοστής αξιω­


ματικών μεταξύ των δύο στρατευμάτων και τον διορι­
σμό του ναζί Γκλάιζε-Χορστενάου ως υπουργού Πολέ­
μου της Αυστρίας. Τέλος, απαιτεί -έσχατη προσβολή
αυτή- την απόλυση των διευθυντών της αυστριακής προ­
παγάνδας. Αυτά τα μέτρα θα πρέπει να τεθούν σε εφαρ­
μογή εντός οκτώ ημερών και σε αντάλλαγμα -οποία εξαι­
ρετική παραχώρηση- «η Γερμανία επιβεβα ιώ νει εκ
νέου την ανεξαρτησία της Αυστρίας και την προσήλωσή
της στη σύμβαση του Ιουλίου 1936», που μόλις κενώθη­
κε από κάθε της περιεχόμενο. Και στη συνέχεια, ως επι­
στέγασμα, μια άνευ προηγουμένου διατύπωση ύστερα
από όσα μόλις διαβάσαμε: «Η Γερμανία παραιτείται από
κάθε ανάμειξη στην εσωτερική πολιτική της Αυστρίας».
Τρίβεις τα μάτια σου.
Τότε είναι που ξεκινάει η συζήτηση, και ο Σούσνιγκ
επιχειρεί να μετριάσει τις γερμανικές απαιτήσεις· αλ­
λά πριν απ’ όλα θέλει να σώσει τα προσχήματα. Διυλί-
ζουν τον κώνωπα. Λες και είναι φρύνοι γύρω από μια
λιμνούλα που μοιράζονται ένα μόνο μάτι και ένα μόνο
δόντι, τα οποία και χρησιμοποιούν ο καθένας με τη σει­
ρά του. Τελικά, οΡίμπεντροπ δέχεται να τροποποιήσει
τρία άρθρα, εισάγοντας, έπειτα από επίμοχθες διαπραγ­
ματεύσεις, κάποιες ασήμαντες αλλαγές. Ξαφνικά, η
συζήτηση διακόπτεται: ο Χίτλερ ζητάει τον Σούσνιγκ.
ÉRIC VUILLARD

Το γραφείο είναι λουσμένο στο φως που βγάζουν οι


λάμπες. Ο Χίτλερ περπατάει πέρα-δώθε με μεγάλες
δρασκελιές. Και πάλι, ένα συναίσθημα αμηχανίας δια­
κατέχει τον Αυστριακό καγκελάριο. Μόλις κάθεται, ο
Χίτλερ τού επιτίθεται, αναγγέλλοντάς του ότι δέχεται
να κάνει μια ύστατη προσπάθεια συμβιβασμού. Λέει:
«Ιδού το σχέδιο, δεν θα υπάρξουν διαπραγματεύσεις.
Δεν θα αλλάξω ούτε κόμμα! Είτε υπογράφετε, είτε δεν
έχει νόημα να συνεχίσουμε τις συζητήσεις μας. Θα πά­
ρω τις αποφάσεις μου εντός της νυκτός». Ο Φύρερ έχει
πάρει το πιο αυστηρό και το πιο απειλητικό ύφος του.

Ο καγκελάριος Σούσνιγκ βρίσκεται πλέον μπροστά


στην κρίσιμη στιγμή που πρέπει να επιλέξει ανάμεσα
στον εξευτελισμό και στην αποθέωσή του. Πρόκειται
να υποκύψει σε αυτές τις γελοίες ραδιουργίες και να
δεχτεί το τελεσίγραφο: Το σώμα είναι όργανο ηδονής.
Το σώμα του Αδόλφου Χίτλερ βρίσκεται σε υπερδιέγερ­
ση. Είναι άκαμπτο σαν ρομπότ και δριμύ σαν φτυσιά.
Το σώμα του Χίτλερ πρέπει να έχει διεισδύσει στα όνει­
ρα και στις συνειδήσεις, νιώθεις να το ξανασυναντάς
μέσα στις σκιές του χρόνου, στους τοίχους των φυλα­
κών, να σέρνεται κάτω από τα ράντζα, παντού όπου οι
άνθρωποι έχουν χαράξει τις μορφές που τους στοιχειώ­
νουν. Έτσι, μπορεί και την ώρα που ο Χίτλερ εκτοξεύει
το τελεσίγραφό του στα μούτρα του Σούσνιγκ, την ώρα
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

που η μοίρα του κόσμου, διαμέσου των καπριτσιόζι-


κων συντεταγμένων του χρόνου και του χώρου, βρίσκε­
ται για μία στιγμή, για μία μόνο στιγμή, στα χέρια του
Κουρτ φον Σούσνιγκ, μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα
πιο πέρα, στο φρενοκομείο του Μπαλέγκ, ο Λουί Σού-
τερ μπορεί, λοιπόν, και να σχεδίαζε με τα δάχτυλά του,
σε ένα χάρτινο τραπεζομάντιλο, έναν από τους σκοτει­
νούς χορούς του. Αποκρουστικές και τρομακτικές μα-
ριονέτες χοροπηδούν στον ορίζοντα του κόσμου, όπου
γλιστράει ένας μαύρος ήλιος. Τρέχουν και τό σκάνε
προς όλες τις κατευθύνσεις, ξεπροβάλλοντας μέσα από
την ομίχλη, σκελετοί, φαντάσματα. Τον καημένο τον
Σούτερ. Είχε ήδη περάσει πάνω από δεκαπέντε χρόνια
στο φρενοκομείο του, δεκαπέντε χρόνια να ζωγραφί­
ζει τα άγχη του σε πρόχειρα χαρτάκια, σε χρησιμοποιη­
μένους φακέλους που βούταγε από το καλάθι των σκου-
πιδιών. Και εκείνη τη στιγμή που η μοίρα της Ευρώπης
διακυβεύεται στο Μπέργκχοφ, τα μικρά σκοτεινά αν­
θρωπάκια του, που περιστρέφονται σαν σύρματα, απο­
τελούν για μένα οιωνό.
Ο Σούτερ, έπειτα από μακρόχρονη παραμονή μα­
κριά, πολύ μακριά, στο εξωτερικό, στην άλλη άκρη του
κόσμου, είχε επιστρέφει στο σπίτι του σε κατάσταση
κατάρρευσης. Έπειτα είχε ζήσει κάνοντας δουλειές του
ποδαριού. Πήγαινε να παίξει μουσική σε τσαγερίες που
οργάνωναν απογευματινούς χορούς κατά την τουριστική
ÉRIC VUILLARD

περίοδο, και παντού είχε αρχίσει να τον ακολουθεί η


φήμη του τρελού. Στο πρόσωπό του χαράχτηκε μια βα­
θιά μελαγχολία. Και τον έκλεισαν στο φρενοκομείο του
Μπαλέγκ. Κάθε τόσο το έσκαγε· τον έφερναν πίσω λι­
πόσαρκο, μισοπεθαμένο από το κρύο. Πάνω, στο δω­
μάτιό του, συσσώρευε σχέδια το ένα μετά το άλλο, σχη­
ματίζοντας μια τεράστια στοίβα, που αναπαρίσταναν
μαύρα, δύσμορφα πλάσματα, μεγάλους τρεμάμενους
σακάτηδες. Το σώμα του ήταν πολύ αδύνατο, κουρα­
σμένο από μεγάλους περιπάτους στην εξοχή. Τα μά­
γουλά του ήταν μπασμένα, σπηλαιώδη· δεν είχε πια δό­
ντια. Στο τέλος, μη καταφέρνοντας πια να κρατήσει πι­
νέλο ή πένα για να σχεδιάσει, εξαιτίας της οστεοαρθρί­
τιδας που παραμόρφωνε τα χέρια του, σχεδόν τυφλός,
άρχισε να ζωγραφίζει με τα δάχτυλα, βουτώντας τα
απλώς στο μελάνι, αυτό κατά το 1937. Ήταν κοντά στα
εβδομήντα. Τότε έκανε τα πιο ωραία του έργα· άρχισε
να ζωγραφίζει πλήθος από μαύρες, ανήσυχες, φρενι­
τιώδεις μορφές. Μοιάζουν με τσαμπιά αίμα. Με σμή­
νη ακρίδων. Και τούτη η τρελή νευρικότητα ζούσε μέ­
σα στο μυαλό του Αουί Σούτερ, ένα είδος φοβίας που
τον τρομοκρατούσε. Αλλά, αν αναλογιστούμε τι συνέ-
βαινε στην Ευρώπη, γύρω του, όλα αυτά τα χρόνια του
εγκλεισμού του στο Μπαλέγκ, στον Ιούρα, μπορούμε
να σκεφτούμε ότι τούτο το μακρύ ρυάκι από μαύρα,
παραμορφωμένα, πάσχοντα και υπερκινητικά σώμα­
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

τα, ότι τούτα τα κολιέ πτωμάτων προμηνύουν κάτι.


Έχεις την αίσθηση ότι ο καημένος ο Σούτερ, αιχμάλω­
τος στο παραλήρημά του, χωρίς μάλλον να το ξέρει, κι­
νηματογράφε ί με τα δάχτυλα το αργό ψυχορράγημα του
κόσμου που τον περιβάλλει. Έχεις την αίσθηση ότι ο
γερο-Σούτερ έβαζε να παρελάσει ολόκληρος ο κόσμος,
τα φαντάσματα ολόκληρου του κόσμου πίσω από μια
άθλια νεκροφόρα. Όλα μεταμορφώνονται σε φλόγες
και πυκνούς καπνούς. Βουτάει τα παραμορφωμένα
του δάχτυλα στο μικρό μελανοδοχείο και μας αποκα­
λύπτει τη θανατερή αλήθεια της εποχής του. Έναν με­
γάλο μακάβριο χορό.
Στο Μπέργκχοφ βρισκόμαστε πολύ μακριά από τον
Λουί Σούτερ, πολύ μακριά από την αλλόκοτη συστολή
του, πολύ μακριά από την τραπεζαρία του Μπαλέγκ.
Εδώ πραγματοποιούνταν μια πιο ευτελής εργασία. Τη
στιγμή αυτή που ο Λουί Σούτερ μπορεί να βουτούσε τα
τραυματισμένα του δάχτυλα μέσα στο δοχείο με το μαύ­
ρο μελάνι, ο Σούσνιγκ κάρφωνε το βλέμμα του στον
Αδόλφο Χίτλερ. Θα γράψει αργότερα, στα απομνημο­
νεύματά του, ότι ο Χίτλερ ασκούσε στους ανθρώπους
μια μαγική επίδραση. Και προσθέτει: «Ο Φύρερ προσέλ-
κυε τους άλλους χάρη σε μια μαγνητική δύναμη, ύστε­
ρα τους απωθούσε με τόση βία, που ανοιγόταν τότε μια
άβυσσος, την οποία τίποτα δεν μπορούσε να καλύψει».
Βλέπει κανείς ότι δεν φείδεται μεταφυσικών εξηγήσεων
ÉRIC VUILLARD

ο Σούσνιγκ. Αυτό δικαιολογεί τις αδυναμίες του. Ο κα­


γκελάριος του Ράιχ είναι ένα υπερφυσικό ον, έτσι όπως
η προπαγάνδα του Γκαίμπελς ήθελε να μας τον παρου­
σιάσει, χιμαιρικό πλάσμα, τρομακτικό, εμπνευσμένο.

Και, εντέλει, ο Σούσνιγκ υπέκυψε. Έκανε, μάλιστα,


κάτι χειρότερο. Τραύλισε. Ύστερα δήλωσε ότι ήταν έτοι­
μος να υπογράψει, αλλά διατύπωσε μιαν ένσταση, την
πιο αιδήμονα και την πιο άβουλη δυνατή, την πιο πλα­
δαρή επίσης: «Θα ήθελα μόνο να σας επισημάνω», πρό-
σθεσε, με ένα ευδιάκριτο μείγμα πονηριάς και αδυνα­
μίας που σίγουρα παραμόρφωσε το πρόσωπό του, «ότι
αυτή η υπογραφή δεν ωφελεί σε κάτι». Εκείνη τη στιγ­
μή πρέπει να απόλαυσε την έκπληξη του Χίτλερ. Πρέ­
πει να απόλαυσε τη μόνη μικρή αναλαμπή υπεροχής
έναντι του Αδόλφου Χίτλερ που μπόρεσε να κλέψει από
το πεπρωμένο. Ναι, πρέπει να έφτασε σε οργασμό, και
εκείνος, αλλά με άλλον τρόπο, σαν το σαλιγκάρι ίσως,
με τις μαλθακές του κεραίες. Ναι, πρέπει να έφτασε
σε οργασμό. Η σιωπή έπειτα από την ατάκα του κρά­
τησε μια αιωνιότητα. Ο Σούσνιγκ ένιωσε να έχει και αυ­
τός μιαν ακατάβλητη πλευρά, έστω μικροσκοπική. Και
στριφογύρισε στο κάθισμά του.
Ο Χίτλερ τον κοίταξε ξαφνιασμένος. Τι του έλεγε τώ­
ρα; «Σύμφωνα με το Σύνταγμά μας», συνέχισε τότε ο
Σούσνιγκ, με δασκαλίστικο τόνο στη φωνή, «εκείνος
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

που διορίζει τα μέλη της κυβέρνησης είναι η ανώτατη


αρχή του κράτους, δηλαδή ο πρόεδρος της Δημοκρα­
τίας. Και η χορήγηση αμνηστίας, επίσης, ανήκει και
αυτή στις προνομίες του». Αυτό ήταν λοιπόν, δεν του
ήταν αρκετό που υπέκυπτε στον Αδόλφο Χίτλερ, έπρε­
πε επιπλέον να κρυφτεί και πίσω από έναν άλλον. Να,
λοιπόν, που εκείνος, ο μικρός τύραννος, ξάφνου, τη
στιγμή που η εξουσία του μετατρεπόταν σε κακό μπε­
λά, δεχόταν να τη μοιραστεί.
Αλλά ακόμα πιο παράξενη ήταν η αντίδραση του Χίτ­
λερ. Ψέλλισε και αυτός, με τη σειρά του: «Οπότε έχετε
το δικαίωμα...» σαν να μην καταλάβαινε καλά τι συνέ-
βαινε. Οι ενστάσεις συνταγματικής φύσεως τού ήταν
ακατανόητες. Και αυτός που, θέλοντας να μην τρωθεί
η προπαγανδιστική του εικόνα, επιθυμούσε να σώσει
τα προσχήματα, πρέπει να ένιωσε ξαφνικά αποπροσα­
νατολισμένος. Το συνταγματικό δίκαιο είναι σαν τα μα­
θηματικά, δεν μπορείς να κλέψεις. Και συνέχισε να
ψελλίζει: «Πρέπει να...» Και ο Σούσνιγκ, το δίχως άλ­
λο, θα απόλαυσε τη νίκη του· επιτέλους, τον είχε στο
χέρι! Με τη νομική του, με τις σπουδές του στα νομι­
κά, με το πτυχίο του, τον είχε στο χέρι! Επιτέλους, ο λα­
μπρός δικηγόρος είχε στο χέρι τον μικρό αδαή ταραχο­
ποιό. Ναι, το συνταγματικό δίκαιο υπάρχει, και δεν ε ί­
ναι για τους τερμίτες ή τα ποντικάκια, όχι, είναι για
τους καγκελάριους, για τους αληθινούς ηγέτες, γιατί μια
ÉRIC VUILLARD

συνταγματική πρόβλεψη, κύριε, σας κόβει τον δρόμο


το ίδιο αποτελεσματικά με έναν κορμό δέντρου ή ένα
μπλόκο της Αστυνομίας!
Και τότε ο Χίτλερ, σε κατάσταση απόλυτης έξαψης,
άνοιξε βίαια την πόρτα του γραφείου του και ούρλιαξε
στον προθάλαμο: «Στρατηγέ Κάιτελ!» Ύστερα, γυρίζο­
ντας προς το μέρος του Σούσνιγκ, του είπ ε: «Θα σας
καλέσω πάλι αργότερα». Ο Σούσνιγκ βγήκε, και η πόρ­
τα έκλεισε.

Στη Δίκη της Νυρεμβέργης, ο στρατηγός Κάιτελ αφη­


γήθηκε τη σκηνή που ακολούθησε. Ήταν ο μοναδικός
μάρτυράς της. Όταν ο στρατηγός μπήκε στο γραφείο
του, ο Χίτλερ τού ζήτησε απλώς να καθίσει, και κάθι­
σε και αυτός με τη σειρά του. Πίσω από τις μυστηριώ­
δεις ξύλινες πόρτες, ο Φύρερ τού δήλωσε ότι δεν είχε
τίποτα ιδιαίτερο να του πει, έπειτα έμεινε για ώρα ακί­
νητος και σιωπηλός. Κανείς δεν κουνιόταν. Ο Χίτλερ
ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του και ο Κάιτελ παρέ­
μενε καθισμένος δίπλα του, χωρίς να λέει τίποτα. Για­
τί ο καγκελάριος έβλεπε τον Κάιτελ ως πιόνι, ένα απλό
πιόνι και τίποτα παραπάνω, και τον χρησιμοποιούσε
ως τέτοιο. Ιδού γιατί, όσο παράξενο κι αν φαίνεται, στη
διάρκεια αυτών των ατέλειωτων λεπτών που κράτησε
αυτή η διαβούλευση, δεν έγινε τίποτα, απολύτως τίπο­
τα. Αυτό τουλάχιστον είπε ο Κάιτελ.
Εν τω μεταξύ, ο Σούσνιγκ και ο σύμβουλός του φο­
βούνται τα χειρότερα. Νιώθουν, μάλιστα, να αντιμε­
τωπίζουν το φάσμα της σύλληψής τους. Περνούν σα­
ράντα πέντε λεπτά... Συνεχίζουν να συζητούν, μηχανι­
κά, με τον Ρίμπεντροπ και τον φον Πάπεν, για τις ρή­
τρες της συμφωνίας· αλλά ποιο το νόημα, αφού ο Χίτ­
λερ δήλωσε ότι δεν θα αλλάξει ούτε κόμμα. Αυτός είναι
μάλλον για τον Σούσνιγκ ένας τρόπος να καθησυχάσει
τον εαυτό του, πρέπει η κατάσταση να δείχνει οπωσ­
δήποτε ως η πιο φυσιολογική του κόσμου. Συνεχίζουν,
λοιπόν, να φέρονται σαν να επρόκειτο για αληθινή σύ­
σκεψη μεταξύ αρχηγών κυβερνήσεων, σαν εκείνος να
ήταν ακόμα εκπρόσωπος μιας κυρίαρχης χώρας. Αλλά
στην πραγματικότητα, το μόνο που κάνει είναι να απο­
φεύγει να δώσει στη θλιβερή του κατάσταση τον επίση­
μο εκείνο τόνο που θα την καθιστούσε τελεσίδικη.

Επιτέλους, ο Χίτλερ ζητάει και πάλι να καλέσουν τον


Κουρτ φον Σούσνιγκ. Και τότε, οποίο μυστήριο στην
τέχνη της γοητείας, όπου εναλλάσσονται ζέστη και
κρύο, όπου ο τόνος της φωνής αλλάζει από τη μια θεα­
τρική πράξη στην άλλη, τα αγκάθια έχουν αίφνης εξα­
φανιστεί. «Αποφάσισα, για πρώτη φορά στη ζωή μου,
να πάρω πίσω μια απόφασή μου», λέει ο Αδόλφος Χίτ­
λερ σαν να παραχωρούσε ένα τεράστιο προνόμιο. Εκεί­
νη τη στιγμή, ο Χίτλερ μπορεί και να χαμογέλασε. Όταν
ÉRIC VUILLARD

οι γκάνγκστερ ή οι τρελοί για δέσιμο χαμογελούν, δύ­


σκολα τους αντιστέκεσαι· θες να τελειώνεις όσο πιο γρή­
γορα γίνεται με την πηγή της δυστυχίας σου, θες τη γα­
λήνη. Κι έπειτα, ανάμεσα σε δύο επεισόδια ψυχολογι­
κών μαρτυρίων, ένα χαμόγελο διαθέτει αναμφίβολα
μια ιδιαίτερη γοητεία, είναι σαν όαση. «Όμως, σας επα­
ναλαμβάνω», πρόσθεσε ο Χίτλερ, αναμειγνύοντας ξαφ­
νικά αυστηρότητα με εκμυστήρευση, «είναι η εντελώς
τελευταία προσπάθεια. Περιμένω την εκτέλεση αυτής
της συμφωνίας μέσα σε τρεις ημέρες». Και εκ εί, ενώ
όχι μόνο τίποτα δεν είχε αλλάξει, ενώ δεν επρόκειτο
καν να ληφθούν υπόψη οι επουσιώδες τροποποιήσεις
που είχαν κερδηθεί και η προθεσμία λήξης του τελεσι­
γράφου είχε μόλις και χωρίς καμία δικαιολογία μειω­
θεί κατά πέντε ημέρες, ο Σούσνιγκ δέχεται χωρίς κα­
μία αντίδραση. Εντελώς εξουθενωμένος, σαν να είχε
κερδίσει κάποια υποχώρηση, συντάσσεται με μια συμ­
φωνία ακόμα πιο ολέθρια από την πρώτη.

Άπαξ και τα έγγραφα έφυγαν για τη Γραμματεία, η


συζήτηση συνεχίστηκε ευγενικά. Το αποκορύφωμα
ήταν ότι ο Χίτλερ αποκαλούσε τώρα τον Σούσνιγκ «κύ­
ριε καγκελάριε». Τέλος, υπέγραψαν τα δακτυλογρα­
φημένα αντίτυπα, και ο καγκελάριος του Ράιχ πρότει-
νε στον Σούσνιγκ και στον σύμβουλό του να μείνουν για
το δείπνο. Αυτοί αρνήθηκαν ευγενικά την πρόσκληση.
Πώς να μην αποφασίζεις

Τις επόμενες μέρες ο γερμανικός στρατός επιδόθηκε


σε στρατιωτικά γυμνάσια για εκφοβισμό. Ο Χίτλερ ε ί­
χε ζητήσει από τους καλύτερους στρατηγούς του να κά­
νουν σε προσομοίωση προετοιμασίες εισβολής. Να,
λοιπόν, κάτι το ιδιαίτερα ασυνήθιστο· έχουμε, φυσικά,
ήδη γνωρίσει κάθε είδους τεχνάσματα στη διάρκεια της
στρατιωτικής ιστορίας, αλλά τούτο δω είναι άλλης φύ-
σεως. Δεν πρόκειται για σκέλος κάποιας στρατηγικής
ή τακτικής, όχι, κανείς δεν βρίσκεται, προς το παρόν,
σε εμπόλεμη κατάσταση. Πρόκειται απλώς για ψυχο­
λογικό ελιγμό, για απειλή. Είναι δύσκολο να φαντα­
στείς τους Γερμανούς στρατηγούς να συγκατατίθενται
στη σκηνοθεσία μιας δήθεν επίθεσης. Θα έδωσαν μάλ­
λον εντολή σε κάποιους να μαρσάρουν τις μηχανές, να
βάλουν μπροστά τους έλικες για να ακουστεί ο βόμβος
τους, και έπειτα, κοροϊδευτικά, θα έστειλαν τα φορτη­
γά να γυροφέρνουν αδειανά κοντά στα σύνορα.
ÉRIC VUILLARD

Στη Βιέννη, στο γραφείο του προέδρου Μίκλας, οι


φόβοι εντείνονται. Τα στρατιωτικά γυμνάσια φέρνουν
αποτελέσματα. Η αυστριακή κυβέρνηση φαντάζεται
πως οι Γερμανοί ετοιμάζονται στ’ αλήθεια να εισβάλουν.
Εξετάζουν, λοιπόν, διάφορα τρελά σχέδια. Νομίζουν
πως μπορούν να εξευμενίσουν τον Χίτλερ, δωρίζοντάς
του τη γενέθλια πόλη του, το Μπραουνάου αμ Ιν, μαζί
με τις δέκα χιλιάδες κατοίκους του, την Κρήνη των Ψα­
ράδων της, το νοσοκομείο της, τις ζυθοποιίες της. Ναι,
να του δώσουμε τη γενέθλια πόλη του, το σπίτι που γεν­
νήθηκε, με τα όμορφά του τα υπέρθυρα σε σχήμα κο-
χυλιού. Να του δώσουμε ένα κομμάτι από τις αναμνή­
σεις του και να μας αφήσει ήσυχους! Ο Σούσνιγκ δεν ξέ­
ρει πια τι άλλο να εφεύρει για να περισώσει τον μικρό
του θρόνο. Τρέμοντας την επικείμενη γερμανική επί­
θεση , ικετεύει τον Μίκλας να δεχτεί τη συμφωνία και
να διορίσει τον Ζάις-Ίνκβαρτ υπουργό Εσωτερικών. Δεν
είναι τέρας ο Ζάις-Ίνκβαρτ, τον καθησυχάζει ο Σούσνιγκ,
είναι ένας μετριοπαθής ναζί, ένας αληθινός πατριώτης.
Και στο τέλος τέλος, από καλή οικογένεια είναι κι αυ­
τός· γιατί ο Ζάις-Ίνκβαρτ, ο ναζί, και ο Σούσνιγκ, ο δι-
κτατορίσκος που τυραννάει ο Χίτλερ, είναι σχεδόν φί­
λοι. Έκαναν και οι δύο νομικές σπουδές, ξεφύλλισαν το
Institutes του Ιουστινιανού, συνέταξαν ο ένας ένα μ ι­
κρό εμπεριστατωμένο σημείωμα για τα αδέσποτα πράγ­
ματα, μυστηριώδες νομικό αντικείμενο που μας κλη­
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

ρονομήθηκε από τους Ρωμαίους, ο άλλος μια έκθεση


που έκανε εντύπωση για κι εγώ δεν ξέρω ποιο αμφισβη­
τούμενο ζήτημα του κανονικού δικαίου. Και επιπλέον
αγαπούν τη μουσική, τρελά. Είναι θαυμαστές του
Μπρούκνερ και κουβεντιάζουν μαζί καμιά φορά για τη
μελωδική του γλώσσα, στα γραφεία της Καγκελαρίας,
εκεί όπου πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο της Βιέννης,
στους διαδρόμους όπου ο Ταλλεϋράνδος έσερνε τα μυ­
τερά του μποτάκια και τη φαρμακόγλωσσά του. Ο Σού-
σνιγκ και ο Ζάις-Ίνκβαρτ μιλούν για τον Μπρούκνερ στη
σκιά του Μέττερνιχ, του άλλου εκείνου ειδικού της ει­
ρήνης· μιλούν για τη ζωή του Άντον Μπρούκνερ, για τη
ζωή του της ευλάβειας και της ταπεινοφροσύνης. Στο
άκουσμα αυτών των λέξεων, τα γυαλιά του Σούσνιγκ
θολώνουν, η φωνή του βραχνιάζει. Ίσως να σκέφτεται
την πρώτη του σύζυγο, το τραγικό τροχαίο ατύχημα, τα
χρόνια των τύψεων και της θλίψης. Ο Ζάις-Ίνκβαρτ ανα-
σηκώνει τα μικρά στρογγυλά του γυαλιά και μηρυκάζει
μεγάλες φράσεις, περνώντας σύρριζα από τα παράθυ­
ρα του προθαλάμου. Ψιθυρίζει, με κάποια συγκίνηση,
ότι τον Μπρούκνερ -τον καημένο- τον είχαν κλείσει σε
ψυχιατρείο για τρεις μήνες· ο Σούσνιγκ χαμηλώνει τότε
το κεφάλι· και ο Ζάις-Ίνκβαρτ, συλλογισμένος, έχοντας
στο μέτωπο μια φλέβα που πάλλεται κι εγώ δεν ξέρω
πώς, διηγείται ότι ο Άντον Μπρούκνερ, στις μεγάλες,
πολύ μεγάλες και μονότονες βόλτες του, μετρούσε τα
ÉRIC VUILLARD

φύλλα των δέντρων και ότι με κάτι σαν ένα μύχιο και
στείρο πείσμα περνούσε από το ένα δέντρο στο άλλο και
έβλεπε με άγχος να μεγαλώνει ο αριθμός που τον ανα­
στάτωνε. Αλλά καταμετρούσε και τους κυβόλιθους στον
δρόμο, τα παράθυρα των κτιρίων και, όταν μιλούσε με
μια κυρία, δεν μπορούσε να μη μετρήσει στα γρήγορα
και τα μαργαριτάρια του κολιέ της. Μετρούσε τις τρί­
χες του σκύλου του, τις τρίχες στα μαλλιά των περαστι­
κών, τα σύννεφα στον ουρανό. Αυτό χαρακτηρίστηκε
ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση· ήταν κάτι σαν μια φω­
τιά που τον έκαιγε. Κατά τον ίδιο τρόπο, προσθέτει ο
Ζάις-Ίνκβαρτ, καρφώνοντας το βλέμμα του στους πο­
λυέλαιους του κεντρικού προθαλάμου, ο Μπρούκνερ
χώριζε τα μουσικά του μοτίβα με σιωπηλά χαχανητά.
Και φαίνεται, μάλιστα, ότι οι συμφωνίες του προκύ­
πτουν μέσα από μια περισπούδαστη διάταξη, από μια
τακτική ακολουθία μοτίβων. Βρίσκουμε σε αυτές, ψ ι­
θυρίζει ο Ζάις-Ίνκβαρτ, αφήνοντας το χέρι του να γλι­
στρήσει στην κουπαστή της μεγάλης σκάλας, ιδιαιτε­
ρότητες στην εναλλαγή αυτή, οι οποίες υπακούουν σε
ένα ορθολογικό υπόβαθρο τόσο σταθερό, τόσο αμείλι­
κτο, που του ήταν αδύνατον να ολοκληρώσει την Ενα­
τη Συμφωνία του. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το τε­
λευταίο μέρος για δύο χρόνια· και οι αδιάκοπες διορθώ­
σεις που έκανε άφησαν κάποιες φορές μέχρι και δεκα­
επτά παραλλαγές του ίδιου αποσπάσματος.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

Ο Σούσνιγκ πρέπει να είχε μαγευτεί από αυτό το τρε­


λό σύστημα, που ήταν αποτέλεσμα δισταγμών και
διορθώσεων. Αυτός είναι ίσως ο λόγος που στον Ζάις-
Ίνκβαρτ και σ’ εκείνον άρεσε, πάνω απ’ όλα, να κου­
βεντιάζουν, όπως μας μεταφέρει μια μαρτυρία, για την
Ενάτη Συμφωνία του Μπρούκνερ, με τα επιβλητικά πνευ­
στά της, την απίστευτη σιωπή της, και έπειτα με το φύ­
σημα του κλαρινέτου, και με εκείνη τη στιγμή όπου τα
βιολιά, αργά αργά, φτύνουν τα μικρά τους αιμάτινα
αστέρια. Επίσης ανέφεραν συχνά τον Φούρτβενγκλερ,
το πολύ φαρδύ μέτωπό του, το πολύ γλυκό ύφος μου­
σικού που τον χαρακτήριζε, και αυτήν τη μικρή μπα­
γκέτα που κρατάει σαν κλαδάκι. Από κει κατέληγαν
στον Νίκις· και διαμέσου του Αρτουρ Νίκις, που έπαι­
ξε Μπετόβεν υπό τη διεύθυνση του Ρίχαρντ Βάγκνερ,
διαμέσου του πολύ απλού στυλ του Αρτουρ Νίκις να δί­
νει το τέμπο, στυλ ωστόσο ικανού να αποσπάσει από
την ορχήστρα τους πιο πλούσιους ήχους, σαν να μπο­
ρούσε με μια μικροσκοπική και καθ’ όλα αποτελεσμα­
τική κίνηση να απελευθερώσει τα ίδια τα σπλάχνα του
έργου από τους μελανούς χαρακτήρες της παρτιτού­
ρας, διαμέσου του Νίκις, που τον διεύθυνε ο Λιστ, ένας
από τους δασκάλους του οποίου ήταν και ο Σαλιέρι, το
πεπρωμένο τούς κατεύθυνε προς τον Μ πετόβεν, τον
Μότσαρτ και, στο ακρότατο όριο του παραληρήματος
τους, κατέληγαν στον Χάυντν, και μαζί του στην πιο
ÉRIC VUILLARD

ακραία εξαθλίωση. Γιατί ο Χάυντν, πολύ πριν γίνει ο


παραγωγικότατος συνθέτης που γνωρίζουμε, αυτός
που έγραφε όπερες, συμφωνίες, λειτουργίες, ορατό­
ρια, κοντσέρτα, εμβατήρια και χορούς, ήταν ο φτωχός
γιος ενός καροποιού και μιας μαγείρισσας, ένας εξα­
θλιωμένος αλήτης στους δρόμους της Βιέννης, τις υπη­
ρεσίες του οποίου μπορούσε κανείς να μισθώσει επ’ ευ­
καιρία γάμων και κηδειών. Αλλά τούτη η εξαθλίωση δεν
ανήκει στις αρμοδιότητες των Σούσνιγκ και Ζάις-
Ίνκβαρτ, όχι, προτιμούν να ακολουθήσουν άλλη δια­
κλάδωση και να διατρέξουν, με τον Λιστ, τα σαλόνια
της όμορφης Ευρώπης.
Για τον Ζάις-Ίνκβαρτ, ο περίπατος θα τελειώ σει,
ωστόσο, πολύ χειρότερα απ’ ό,τι για τον Σούσνιγκ, κα­
θώς έχοντας πρώτα υπηρετήσει στην Κρακοβία και στη
Χάγη, θα ολοκληρώσει την αξιοθρήνητη αυτή διαδρο­
μή κομπάρσου στη Νυρεμβέργη. Και εκεί, φυσικά, αρ-
νείται τα πάντα. Αυτός, που θα καταστεί ένας από τους
βασικούς πρωταγωνιστές στην ενσωμάτωση της Αυ­
στρίας στο Τρίτο Ράιχ, δεν έκανε τίποτα· αυτός, στον
οποίο θα απονεμηθεί ο βαθμός Gruppenführer των Ες-
Ες, δεν είδε τίποτα· αυτός, που θα γίνει υπουργός άνευ
χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση του Χίτλερ, δεν άκου­
σε τίποτα· αυτός, που θα οριστεί αναπληρωτής κυβερ­
νήτης της Πολωνίας, με εμπλοκή στη βίαιη καταστολή
του κινήματος της πολωνικής αντίστασης, δεν έδωσε
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

καμία εντολή· αυτός, που θα γίνει εντέλει επίτροπος


του Ράιχ στην Ολλανδία και που θα διατάξει την εκτέ­
λεση, σύμφωνα με το κατηγορητήριο στη Νυρεμβέρ­
γη , άνω των τεσσάρων χιλιάδων ανθρώπων, ένθερμος
αντισημίτης που εκδίωξε τους Εβραίους απ’ όλες τις θέ­
σεις ευθύνης, αυτός, που δεν είναι ξένος προς τα μέ­
τρα που θα οδηγήσουν στον θάνατο περί τις εκατό χι­
λιάδες Ολλανδούς Εβραίους, δεν ήξερε τίποτα. Και ενώ
οι σάλπιγγες ηχούν, τούτη τη φορά για εκείνον όμως,
ξαναθυμάται το δικηγορικό του παρελθόν, αγορεύει,
επικαλείται ένα έγγραφο, μετά ένα άλλο, ξεφυλλίζει,
ευσυνείδητα, πάκα με στοιχεία.

Στις 16 Οκτωβρίου 1946, στα πενήντα τέσσερά του


χρόνια, αυτός, ο γιος του διευθυντή σχολείου Εμίλ
Ζάιτιχ, ο οποίος θα αλλάξει αυτό το όνομα χάριν ενός
επωνύμου πιο γερμανικού, αυτός, που είχε περάσει
όλα τα παιδικά του χρόνια στο Στάνερν της Μοραβίας
και που είχε εγκατασταθεί στη Βιέννη σε ηλικία εννέα
ετών, να τον που βρίσκεται τώρα όρθιος πάνω από το
κενό, στη Νυρεμβέργη. Και εκεί, στο ικρίωμα, έχοντας
πρώτα περάσει πολλές εβδομάδες στο κελί του, παρα-
κολουθούμενος μέρα και νύχτα, υπό το φως ενός προ­
βολέα εκτυφλωτικού που έμοιαζε με ήλιο από πάγο,
και έχοντας ενημερωθεί, μέσα στη νύχτα, ότι είχε έρ­
θει η ώρα του, έχοντας μετά κατεβεί τα λίγα σκαλοπάτια
ÉRIC VUILLARD

που οδηγούν στην αυλή, έχοντας προχωρήσει με αστα­


θές βήμα, στην ουρά, με στρατιώτες γύρω του, και έχο­
ντας ανεβεί στο ικρίωμα τελευταίος, αφού ήταν πια νε­
κροί οι εννέα άλλοι κατάδικος να τος με τη σειρά του
κι αυτός να ακολουθεί τον Χάρο τρεκλίζοντας. Στον χώ­
ρο στον οποίο στήθηκαν οι κρεμάλες, που μοιάζει με
μεγάλη πρόχειρη αποθήκη, πρώτος πέρασε ο Ρίμπε-
ντροπ. Όχι πια αγέρωχος, όπως ήταν συχνά, όχι πια
αδιάλλακτος όπως στις διαπραγματεύσεις του Μπέρ-
γκχοφ, αλλά τσακισμένος μπροστά στο άγγιγμα του
θανάτου. Ένα χωλό γερόντιο.
Έπειτα πέρασαν οι οκτώ άλλοι, μέχρι να έρθει η σει­
ρά του, του Άρτουρ Ζάις-Ίνκβαρτ. Κάνει ένα βήμα προς
την κατεύθυνση του δήμιου. ΟΤζονΚ. Γουντς θα γίνει
ο τελευταίος άνθρωπος που τον είδε. Και κάτω από τους
προβολείς, ο Ζάις-Ίνκβαρτ, σαν τυφλωμένη πεταλού­
δα, διακρίνει ξαφνικά το χοντρό πρόσωπο του Γουντς.
Μια ιατρική έκθεση υποδηλώνει, με ιδιόλεκτο αντιφα­
τική και επιτηδευμένη, ότι ο Γουντς ήταν λιγάκι καθυ­
στερημένος - αλλά και ποιος θα άντεχε, αλλιώς, να κά­
νει μια τέτοια δουλειά; Άλλες μαρτυρίες μιλούν για έναν
κακομοίρη, αλκοολικό και φανφαρόνο. Λέγεται, λοι­
πόν, ότι όταν σταμάτησε να δουλεύει ως δήμιος, έπει­
τα από δεκαπέντε χρόνια προσφοράς των καλών του
υπηρεσιών, καυχιόταν, αφού πρώτα κατέβαζε τα δέ­
κα ουίσκια του, ότι είχε εκτελέσει δΓ απαγχονισμού
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

τριακόσιους σαράντα επτά κατάδικους, αριθμός που


αμφισβητείται. Όπως και να ’χει, εκείνη τη μέρα του
Οκτωβρίου είχε ήδη απαγχονίσει μπόλικο κόσμο από
την εποχή που πραγματοποιούσε το ταπεινό του ντε-
μπούτο· και μια φωτογραφία μάς τον δείχνει μια άλλη
ημέρα του 1946, όπου, με τη βοήθεια του Γιόχαν Ράι-
χαρτ, ενός ακόμα ανθρώπου του σκοινιού και του πα­
λουκιού, προέβη στην εκτέλεση καμιά τριανταριά κα­
ταδίκων· η αριστερή σειρά ήταν για τον Γουντς, η δε­
ξιά για τον Ράιχαρτ, που είχε ήδη, από τη μεριά του,
εκτελέσει χιλιάδες ανθρώπους στη διάρκεια του Τρίτου
Ράιχ και τον οποίο είχαν προσλάβει οι Αμερικανοί, κά­
νοντας την ανάγκη φιλοτιμία. Αυτό λοιπόν το πρόσω­
πο, το φλογοκόκκινο και στρουμπουλό, γιατί ο θάνα­
τος μας προσφέρει στο, τέλος τέλος, ό,τι έχει πρόχει­
ρο, υπήρξε για τον Ζάις-Ινκβαρτ ο Χάρος.
Και τότε ο Ζάις-Ίνκβαρτ ψάχνει τι μπορεί να πει· μα
πού είναι οι λέξεις; Τέρμα τα αλαμπουρνέζικα των σα-
λονιών, οι διαταγές, τα επιχειρήματα της δικαστικής αί­
θουσας, μένει μόνο μια φράση. Μια ασήμαντη φράση.
Λέξεις τόσο φτενές που εξαϋλώνονται αμέσως και που
καταλήγουν σε μιαν αλλόκοτη διατύπωση: «Πιστεύω στη
Γερμανία». Και ο Γουντς του φοράει, επιτέλους, την κου­
κούλα καί του περνάει τη θηλιά στον λαιμό, πριν να ανοί­
ξει την καταπακτή. Και ο Ζάις-Ίνκβαρτ -εν μέσω ενός
κόσμου ερειπίων- εξαφανίζεται απότομα στην τρύπα.
Απέλπιδα προσπάθεια

Αλλά δεν είμαστε ακόμη παρά στις 16 Φεβρουάριου


1938. Μ ερικές ώρες πριν την εκπνοή του τελεσιγρά­
φου, ο Μίκλας, που έχει απομονωθεί στο Προεδρικό
Μέγαρο, υποκύπτει και αυτός με τη σειρά του. Αμνη­
στεύουν τους δολοφόνους του Ντόλφους, ο Ζάις-
Ίνκβαρτ διορίζεται υπουργός Εσωτερικών και οι Ες-Α
παρελαύνουν στους δρόμους του Λιντς με μεγάλες ση­
μαίες. Στα χαρτιά, η Αυστρία είναι νεκρή· περιέπεσε
σε γερμανική κηδεμονία. Αλλά, όπως παρατηρεί κα­
νείς, τίποτα εδώ δεν μαρτυρά το βάρος του εφιάλτη,
ούτε το μεγαλείο του δέους. Μόνο την αηδιαστική πτυ­
χή της κομπίνας και της εξαπάτησης. Ούτε βίαια ιδα­
νικά, ούτε λόγοι τρομακτικοί και απάνθρωποι, τίποτε
άλλο πέρα από μια απειλή, ωμή, μια επαναλαμβανό­
μενη και χυδαία προπαγάνδα.
Κι όμως, μερικές μέρες αργότερα, να που ξαφνι­
κά ο Σούσνιγκ εκνευρίζεται· αυτή η καταναγκαστική
ÉRIC VUILLARD

συμφωνία τού έκατσε στον λαιμό. Σε ένα έσχατο ξέσπα­


σμα, δηλώνει στη Βουλή ότι η Αυστρία θα παραμείνει
ανεξάρτητη και ότι οι υποχωρήσεις δεν θα συνεχιστούν.
Το κλίμα οξύνεται. Μέλη του ναζιστικού κόμματος κα­
τεβαίνουν στον δρόμο σπέρνοντας τον τρόμο. Η Αστυ­
νομία δεν παρεμβαίνει, αφού ο Ζάις-Ίνκβαρτ, ο ναζί,
είναι ήδη υπουργός Εσωτερικών.
Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από αυτά τα πικρόχο­
λα πλήθη, από αυτούς τους πολιτοφύλακες με τα περι­
βραχιόνιά τους, τα στρατιωτικά τους σήματα, από μια
νεολαία μπλεγμένη σε ψευτοδιλήμματα, που κατασπα­
ταλάει τον θυμό της σε μια φριχτή περιπέτεια. Εκείνη
τη στιγμή, ο Σούσνιγκ, ο Αυστριακός δικτατορίσκος,
παίζει το τελευταίο του χαρτί. Ω, θα έπρεπε, όμως, να
ξέρει ότι σε κάθε παρτίδα υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο
πέρα από το οποίο γίνεται πια αδύνατον να ρεφάρεις·
το μόνο που σου μένει είναι να κοιτάζεις τον αντίπαλο
να ανοίγει τα δυνατά χαρτιά του το ένα πίσω απ’ τ ’ άλ­
λο και να μαζεύει όλες τις μπάζες: τις ντάμες, τους ρη­
γάδες, όλα όσα δεν ήξερες να τα παίξεις την κατάλλη­
λη στιγμή και που τα κράτησες αγωνιωδώς πάνω σου,
με την ελπίδα να μην τα χάσεις. Γιατί ο Σούσνιγκ δεν
είναι τίποτα. Δεν φέρνει μαζί του τίποτα, δεν είναι φί­
λος κανενός, δεν είναι ελπίδα κανενός. Έχει μάλιστα
όλα τα πιθανά ελαττώματα, ο Σούσνιγκ, την έπαρση
της αριστοκρατίας και πολιτικές αντιλήψεις εντελώς
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

οπισθοδρομικές. Όποιος τέθηκε επικεφαλής, οκτώ χρό­


νια πριν, μιας παραστρατιωτικής οργάνωσης καθολι­
κών νέων, όποιος χόρεψε πάνω στο πτώμα της ελευθε­
ρίας, δεν μπορεί να ελπίζει ότι αυτή θα σπεύσει ξαφνι­
κά να τον βοηθήσει! Ούτε μια ηλιαχτίδα δεν θα τρυπή-
σει ξάφνου το σκοτάδι του, ούτε ένα χαμόγελο δεν θα
σχηματιστεί στο πρόσωπο του φαντάσματος, ώστε να
τον ενθαρρύνει να εκπληρώσει το τελευταίο του καθή­
κον. Ούτε μια μαρμάρινη λέξη δεν θα βγει από το στό­
μα του, ούτε ίχνος ευμένειας, ούτε σταγονίτσα φωτός,
τίποτα. Τα δάκρυα δεν θα πλημμυρίσουν το πρόσωπό
του. Δεν είναι παρά ένας χαρτοπαίχτης ο Σούσνιγκ,
ένας αποτυχημένος μηχανορράφος· φαίνεται, μάλιστα,
ότι πίστεψε στην ειλικρίνεια του γείτονά του, του Γερ­
μανού, στην εντιμότητα της συμφωνίας, την οποία,
εντούτοις, μόλις του είχαν αποσπάσει. Κάπως αργά τον
πιάνει η ανησυχία· επικαλείται τις θεές που χλεύασε,
διεκδικεί γελοίες υποσχέσεις για μιαν ανεξαρτησία ήδη
νεκρή. Δεν θέλησε να δει την αλήθεια κατάματα. Αλ­
λά να την τώρα που έρχεται εκείνη σ’ αυτόν σε απόστα­
ση αναπνοής, φριχτή, αναπόφευκτη. Και του πετάει
στα μούτρα το οδυνηρό μυστικό των συμβιβασμών του.
Οπότε, σε μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια, πάει
να ζητήσει τη στήριξη των συνδικάτων και του Σοσιαλ­
δημοκρατικού Κόμματος, που έχουν, ωστόσο, απαγο­
ρευτεί εδώ και τέσσερα χρόνια. Μπροστά στον κίνδυνο,

- 69 -
ÉRIC VUILLARD

οι Σοσιαλιστές δέχονται παρ’ όλα αυτά να τον υποστη­


ρίξουν. Ο Σούσνιγκ καταθέτει αμέσως πρόταση τέλε­
σης δημοψηφίσματος, με θέμα την ανεξαρτησία της
χώρας. Ο Χίτλερ γίνεται πυρ και μανία. Την Παρασκευή
11 Μαρτίου, στις πέντε το πρωί, τον Σούσνιγκ ξυπνάει
ο υπηρέτης του για την πιο μεγάλη σε διάρκεια μέρα
της ζωής του. Ακουμπάει τα πόδια του κάτω. Το παρ-
κέ είναι κρύο. Φοράει τις παντόφλες του. Του αναγγέλ­
λουν ότι υπάρχουν τεράστιες κινήσεις γερμανικών στρα­
τευμάτων. Τα σύνορα στο Σάλτσμπουργκ έχουν κλείσει
και διακόπηκε η κυκλοφορία των σιδηροδρομικών συρ­
μών μεταξύ Γερμανίας και Αυστρίας. Ένα φίδι γλιστράει
στο σκοτάδι. Η κόπωση του να ζει και μόνο τού είναι
ανυπόφορη. Ξαφνικά νιώθει πολύ γέρος, τρομακτικά
γέρος· αλλά θα έχει όλο τον καιρό να τα σκεφτεί όλα αυ­
τά, θα μείνει επτά χρόνια φυλακή επί Τρίτου Ράιχ, και
επί επτά χρόνια θα μπορεί να αναρωτιέται αν έκανε κα­
λά άλλοτε, όταν έστηνε τη μικρή παραστρατιωτική του
οργάνωση χριστιανών καθολικών, επτά χρόνια προκει-
μένου να μάθει τι είναι πραγματικά καθολικό και τι δεν
είναι, προκειμένου να ξεχωρίσει το φως από τις στά­
χτες. Ακόμα και με κάποια προνόμια, ο εγκλεισμός ε ί­
ναι μια τρομερή δοκιμασία. Και γ ι’ αυτό, όταν θα τον
ελευθερώσουν οι Σύμμαχοι, θα ζήσει, επιτέλους, μια
ήρεμη ζωή. Και -σαν να ήταν δυνατόν για τον καθένα
μας να ζει δυο ζωές, σαν το παιχνίδι του θανάτου να
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

μπορούσε να καταστρέφει τα όνειρά μας, σαν μέσα


από τη σκιά αυτών των επτά χρόνων να είχε ρωτήσει
τον Θεό: «Ποιος είμ α ι;» και να του είχε απαντήσει ο
Θεός: «Κάποιος άλλος»- ο πρώην καγκελάριος θα εγκα­
τασταθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και θα γίνει ένας
υποδειγματικός Αμερικανός, ένας υποδειγματικός κα­
θολικός, ένας υποδειγματικός καθηγητής πανεπιστη­
μίου, στο καθολικό Πανεπιστήμιο του Σεν Λουί. Λίγο
έλειψε και θα προλάβαινε να συζητήσει, φορώντας τη
ρόμπα του, με τον Μάρσαλ Μακ Λούαν για τον Γαλα­
ξία του Γουτεμβέργιου!
Μια μέρα στο τηλέφωνο

Κατά τις δέκα το πρωί, ενώ ο Αλμπέρ Αεμπρέν, πρόε­


δρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, μονογραφεί ένα διά­
ταγμα σχετικά με την προστατευόμενη ονομασία προ­
έλευσης juliénas (το περίφημο διάταγμα της 11ης Μαρ­
τίου 1938), και αναρωτιέται, καθώς το βλέμμα του γλι­
στράει κατά μήκος των φύλλων του παραθύρου του γρα­
φείου του, αν πράγματι τα κρασιά του Εμερένζ και του
Προυζιγί αξίζουν αυτήν την ονομασία, ενώ βρέχει και
οι μικρές σταγόνες χτυπούν τα τζάμια σαν κομμάτι για
πιάνο εκτελεσμένο από αρχάριο χέρι -σκέφτεται ο Αλ­
μπέρ Αεμπρέν σε μια στιγμή ποιητικού οίστρου-, ενώ
βάζει το διάταγμα πάνω σε μια τεράστια στοίβα, σκέ­
το χάος! και παίρνει ένα άλλο που καθορίζει τον προϋ­
πολογισμό του Εθνικού Λαχείου για το επόμενο οικονο­
μικό έτος - πρέπει να είναι το πέμπτο ή έκτο που υπο­
γράφει από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, γιατί
μερικά διατάγματα επιστρέφουν στο γραφείο του κάθε
ÉRIC VUILLARD

χρονιά, σαν τις μαυροσταχτάρες στα μεγάλα δέντρα στις


όχθες· και έτσι, ενώ ο Αλμπέρ Αεμπρέν ονειροπολεί με
τις ώρες κάτω από τον απύθμενο εγωισμό του αμπα­
ζούρ του, στη Βιέννη, ο καγκελάριος Σούσνιγκ λαμβά­
νει ένα τελεσίγραφο του Αδόλφου Χίτλερ. Είτε αποσύ­
ρει το σχέδιό του για δημοψήφισμα, είτε η Γερμανία
εισβάλλει στην Αυστρία. Οποιαδήποτε συζήτηση απο­
κλείεται. Τέλος τα ενάρετα οράματα, πρέπει τώρα να
αφαιρέσει το μακιγιάζ του και να βγάλει το κουστούμι
του. Περνούν τέσσερις ατέλειωτες ώρες. Στις δύο το με­
σημέρι, μην έχοντας καν καταφέρει να γευματίσει, ο
Σούσνιγκ ακυρώνει, επιτέλους, το δημοψήφισμα. Ουφ.
Θα μπορέσουν να συνεχιστούν όλα όπως πριν: οι βόλ­
τες στις όχθες του Δούναβη, η κλασική μουσική, η ανού­
σια πολυλογία, τα γλυκά του Ντέμελ ή του Ζάχερ.
Αλλά όχι. Το τέρας είναι πιο λαίμαργο από αυτόν.
Απαιτεί τώρα την παραίτηση του Σούσνιγκ και την αντι­
κατάστασή του από τον Ζάις-Ίνκβαρτ, στη θέση του κα­
γκελάριου της Αυστρίας. Αυτό απλώς. «Τι εφιάλτης,
δεν θα μπει ποτέ, λοιπόν, ένα τέλος!» Την εποχή που,
νεαρός ακόμα, είχε πιαστεί αιχμάλωτος των Ιταλών,
στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Σούσνιγκ θα ήταν
καλύτερα να διάβαζε τα άρθρα του Γκράμσι, αντί για
ερωτικά μυθιστορήματα· και τότε θα είχε ενδεχομένως
πέσει πάνω σε αυτές τις γραμμές: «Όταν συζητάς με
έναν αντίπαλο, προσπάθησε να μπεις στο πετσί του».
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

Αλλά δεν μπήκε ποτέ στο πετσί κανενός, το πολύ πολύ


να φόρεοε το κοστούμι του Ντόλφους, αφού πρώτα τον
έγλειφε για κάποια χρόνια. Να έμπαινε στη θέση κά­
ποιου άλλου; Δεν μπορεί καν να καταλάβει ποιο το νόη­
μα! Δεν μπήκε στο πετσί των ξυλοκοπηθέντων εργα­
τών, ούτε των συλληφθέντων συνδικαλιστών, ούτε των
βασανισθέντων δημοκρατών· οπότε, τώρα, αυτό έλει­
πε να κατάφερνε να μπει στο πετσί των τεράτων! Δ ι­
στάζει. Είναι το τελευταίο τελευταίο λεπτό της τελευ­
ταίας του ώρας. Και μετά, κατά τα συνήθη, παραδίδε-
ται. Αυτός, με την ισχύ και τη θρησκεία, αυτός, με την
τάξη και την εξουσία, να που λέει ναι σε ό,τι και να του
ζητούν. Αρκεί να μην του το ζητούν ευγενικά. Είπε όχι
στην ελευθερία των Σοσιαλδημοκρατών, με αποφασι­
στικότητα. Είπε όχι στην ελευθερία του Τύπου, με γεν­
ναιότητα. Είπε όχι στη διατήρηση ενός εκλεγμένου κοι­
νοβουλίου. Είπε όχι στο δικαίωμα απεργίας, όχι στο δι­
καίωμα του συνέρχεσθαι, όχι στην ύπαρξη άλλων κομ­
μάτων, πέρα από το δικό του. Εντούτοις, είναι ο ίδιος
τούτος άνθρωπος που το ευυπόληπτο Πανεπιστήμιο
του Σεν Λουί, στο Μιζούρι, θα τον προσλάβει μετά τον
πόλεμο ως καθηγητή πολιτικών επιστημών. Φυσικά και
ήταν βαθύς γνώστης των πολιτικών επιστημών, αυτός
που ήξερε τόσο καλά να λέει όχι σε όλες τις δημόσιες
ελευθερίες. Έτσι λοιπόν, έπειτα από ένα μόνο λεπτό δι­
σταγμού -και ενώ ένα τσούρμο από ναζί εισβάλλει στην
ÊRIC VUILLARD

Καγκελαρία-, ο Σούσνιγκ ο ασυμβίβαστος, ο άνθρω­


πος του όχι, η δικτατορική προσωποποίηση της άρνη­
σης, στρέφεται προς τη Γερμανία, με πνιχτή φωνή, κόκ­
κινη μύτη, υγρά μάτια και προφέρει ένα ασθενικό «ναι».
Και επιτέλους! τι άλλο μπορούσε κανείς να κάνει, μας
εκμυστηρεύεται στα απομνημονεύματά του. Παρηγοριέ-
ται κανείς όπως μπορεί. Πηγαίνει, λοιπόν, στο Προε­
δρικό Μέγαρο, ανακουφισμένος κατά βάθος, πληγωμέ­
νος αλλά ανακουφισμένος. Προσέρχεται να υποβάλει
την παραίτησή του στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον
Βίλχελμ Μίκλας. Αλλά εκεί, οποία έκπληξη, κοίτα που
ο Μίκλας, τούτος ο γιος ενός υπαλληλίσκου του ταχυ­
δρομείου, τον οποίο είχε διατηρήσει πρόεδρο της Δημο­
κρατίας για τα μάτια του κόσμου, για την έξωθεν καλή
μαρτυρία, και που περιοριζόταν, κατά κανόνα, να στέ­
κεται φρόνιμα δίπλα στον Ντόλφους, έπειτα δίπλα στον
Σούσνιγκ, στη διάρκεια των τελετών, κοίτα, λοιπόν, που
αυτός ο άχρηστος ο Μίκλας δεν αποδέχεται την παραί­
τησή του. Να πάρει! Παίρνουν στο τηλέφωνο τον Γκαί-
ρινγκ. Δεν τους αντέχει άλλο ο Γκαίρινγκ αυτούς τους
ηλίθιους τους Αυστριακούς! Θα ήθελε πολύ να τον πα­
ρατήσουν ήσυχο! Αλλά ο Χίτλερ δεν το βλέπει έτσι· ο Μί­
κλας πρέπει να αποδεχτεί αυτή την παραίτηση, ουρλιά­
ζει, κρατώντας από ένα ακουστικό σε κάθε χέρι· το απαι­
τεί. Είναι παράξενο πώς οι πιο αμετανόητοι τύραννοι
τηρούν κάπως τους τύπους μέχρι τέλους, λες και θέλουν
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

να δώσουν την εντύπωση ότι δεν καταστρατηγούν τις


διαδικασίες, τη στιγμή ακριβώς που παραβιάζουν ανοι­
χτά όλες τις παγιωμένες πρακτικές. Λες και δεν τους αρ­
κεί η ισχύς και θέλουν να έχουν την επιπρόσθετη ικανο­
ποίηση ότι υποχρεώνουν τον εχθρό τους να τηρήσει, για
μια τελευταία φορά, και για χάρη τους, το πρωτόκολλο
μιας εξουσίας την οποία ταυτόχρονα καταλύουν.
Μα την αλήθεια, είναι μακριά αυτή η 11η Μαρτίου!
Τικ-τακ, τικ-τακ, ο δείκτης του ρολογιού πάνω από το
γραφείο του Μίκλας συνεχίζει, ατάραχος, να δουλεύει
ανεπαίσθητα το σαράκι του. Δεν είναι και κανένας με­
γάλος μαχητής ο Μίκλας, άφησε τον Ντόλφους να εγκα-
ταστήσει τη μικρή του δικτατορία στην Αυστρία και κα-
τάφερε να διατηρήσει χωρίς να πει κουβέντα το αξίωμα
του προέδρου. Λέγεται ότι για τις παραβιάσεις του Συ­
ντάγματος, ο Μίκλας ασκούσε, κατ’ ιδίαν, κριτική - χα­
ρά στο πράγμα! Και παρ’ όλα αυτά είναι περίεργος τύ­
πος αυτός ο Μίκλας, αφού τη χειρότερη στιγμή, κατά
τις δύο το μεσημέρι, στις 11 Μαρτίου, όταν όλοι έχουν
αρχίσει να τα χρειάζονται, ενώ μάλιστα ο Σούσνιγκ λέει
ναι, ναι, ναι κάθε τρεις και λίγο, να κι ο Μίκλας που
λέει όχι. Και δεν λέει όχι σε τρεις συνδικαλιστές, σε δύο
εκδότες εφημερίδων, σε μια μικρή αντιπροσωπεία ευ­
γενικών σοσιαλδημοκρατών βουλευτών· λέει όχι στον
Αδόλφο Χίτλερ. Παράξενος άνθρωπος ο Μίκλας. Αυ­
τός που ήταν τόσο άχρωμος και άοσμος, ένας απλός
ÉRIC VUILLARD

κομπάρσος, πρόεδρος μιας Δημοκρατίας που είχε πα-


ραδώσει το πνεύμα εδώ και πέντε χρόνια, να που εξε-
γείρεται. Με τη χοντρή προυχοντική του φάτσα, το μπα­
στούνι, το κοστούμι του, το μελόν καπέλο του και το ρο­
λόι τσέπης, έχει ξεχάσει πώς να λέει ναι. Ποτέ δεν μπο­
ρείς να είσαι σίγουρος με τον άνθρωπο· κι ένας φουκα­
ράς μπορεί ξαφνικά να πάει να σκάψει βαθιά μέσα του,
να βρει έναν παράδοξο τρόπο αντίστασης, ένα καρφά-
κι, μια ακίδα. Και να που ένας τύπος κατά τα φαινόμε­
να χωρίς πολλές αρχές, ένας αγαθιάρης χωρίς αυτοσε­
βασμό, τσινάει. Ε, όχι και για πολύ καιρό, αλλά και πά­
λι. Η μέρα θα αργήσει πολύ να τελειώσει για τον Μίκλας.
Σε μια πρώτη φάση, έπειτα από πολλές ώρες πίεσης,
καταλήγει να υποχωρήσει. Οι ναζί ανακουφίζονται· αυ­
τοί που περνούν πάνω από τα κόκκινα χαλιά με τα
τανκς, ήθελαν οπωσδήποτε να αποσπάσουν τη σύμφω­
νη γνώμη του Μίκλας. «Ναι, ο Σούσνιγκ μπορεί να πα­
ραιτηθεί, σύμφωνοι, δεν θα επανέλθω επ’ αυτού». Αξιο­
σημείωτη παλινωδία. Πολύ περισσότερο που, λίγο αφό-
του έδωσε τη συγκατάθεσή του, κατά τις επτά και μι-
σή το βράδυ, λίγο αφότου ο Σούσνιγκ είχε μπει στο χρο­
νοντούλαπο της Ιστορίας, την ώρα που οι ναζί, καθη­
συχασμένοι, ετοιμάζονται να ανοίξουν έναν χρυσίζο-
ντα αφρώδη οίνο για την ενθρόνιση του Ζάις-Ινκβαρτ,
ο καλός Μίκλας τούς τραβάει από το μανίκι στις επτά
και τριάντα ένα, για να τους πει ότι, ναι μεν έδωσε τη
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

συγκατάθεσή του για την παραίτηση αυτού του κουφιο­


κέφαλου του Σούσνιγκ, από την άλλη όμως αρνείται
κατηγορηματικά να διορίσει τον Ζάις-Ινκβαρτ.
Είναι οκτώ και βάλε. Και τότε, οι Γερμανοί, που, όπως
λένε τα εγχειρίδια, είχαν ως πρώτο τους μέλη μα να σώ­
σουν τα προσχήματα, ώστε να μην τρομάξουν τη διεθνή
κοινότητα (που, εννοείται, δεν υποψιάζεται τίποτα),
έχοντας βαρεθεί να απειλούν τον Μίκλας, αποφασίζουν
να τον αψηφήσουν. Καθόλου δεν π ειρ ά ζει που ο
Ζάις-Ινκβαρτ δεν είναι ακόμα καγκελάριος, θα ζητήσουν
τη συνδρομή του με την ιδιότητά του ως υπουργού των
Εσωτερικών. Για να μπορέσουν να δώσουν εντολή στη
Βέρμαχτ να περάσει τα αυστριακά σύνορα, χωρίς να δώ­
σει και πολύ την εντύπωση ότι παραβιάζει τους κανό­
νες του διεθνούς δικαίου, ζητούν από τον Ζάις-Ίνκβαρτ
να ευαρεστηθεί να καλέσει τους Γερμανούς στην όμορ­
φη χώρα του, και να το κάνει τάχιστα και επισήμως. Ω!
φυσικά, δεν είναι παρά ένας υπουργός, αλλά αφού ο
πρόεδρος Μίκλας δεν θέλει να τον ονομάσει καγκελά­
ριο, είναι υποχρεωμένοι να ανατρέψουν κάπως το πρω­
τόκολλο. Όσο απαρέγκλιτα και αν θέλουν να τηρούν τις
αρχές του συνταγματικού δίκαιου, οι περιστάσεις είναι
κατεπείγουσες, τίποτα δεν υπερισχύει έναντι αυτών.
Π εριμένουν, λοιπόν, την πρόσκληση του Ζάις-
Ίνκβαρτ, το μικρό τηλεγράφημα με το οποίο θα ζητάει
από τους ναζί να έρθουν να δώσουν χείρα βοήθειας.

- 79 -
ÉRIC VUILLARD

Είναι οκτώ και μισή, τίποτα δεν συμβαίνει. Ο αφρώ­


δης οίνος ξεθυμαίνει στα ποτήρια. Τι στο καλό κάνει,
για όνομα του Θεού, ο Ζάις-Ίνκβαρτ; Ήλπιζαν πως τα
πράγματα θα έτρεχαν, ότι θα έσπευδε να γράψει το μι­
κρό τηλεγράφημά του και ότι θα μπορούσαν, επ ιτέ­
λους, να πάνε να δειπνήσουν. Ο Χίτλερ είναι έξαλλος,
περιμένει ώρες! χρόνια πιθανότατα! Οπότε, στα πρό­
θυρα νευρικού κλονισμού, στις οκτώ και σαράντα πέ­
ντε ακριβώς, δίνει διαταγή να εισβάλουν στην Αυστρία.
Στο διάολο και η πρόσκληση του Ζάις-Ίνκβαρτ. Μπο­
ρούν και χωρίς αυτήν! Στο διάολο το δίκαιο, στο διάο­
λο οι διακηρύξεις, τα συντάγματα και οι συνθήκες, στο
διάολο και οι νομοθεσίες, αυτές οι κανονιστικές και
αφηρημένες σκουληκαντέρες, ol τόσο γενικές και απρό­
σωπες, οι παλλακίδες του Χαμουραμπί, αυτές που εί­
ναι, έτσι λένε τουλάχιστον, ίδιες για όλους, οιτσούλες!
Το τετελεσμένο γεγονός δεν είναι, άραγε, το πιο ισχυ­
ρό από όλα τα δικαιώματα; Θα εισβάλουν στην Αυστρία
χωρίς την άδεια κανενός και θα το κάνουν από αγάπη.
Εντούτοις, μόλις δρομολογήθηκε η εισβολή, είπαν
πως, παρ’ όλα αυτά, θα ήταν ασφαλέστερο να υπήρχε
μια πρόσκληση με όλους τους τύπους. Συντάσσουν τό­
τε ένα τηλεγράφημα, εκείνο που θα ήθελαν να είχαν
λάβει- οι αγάπες είναι έτσι φτιαγμένες που μερικοί αρέ-
σκονται να υπαγορεύουν στην ερωμένη τους τα ραβα­
σάκια τα οποία ονειρεύονται. Τρία λεπτά αργότερα, ο
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

Ζάις-Ίνκβαρτ λαμβάνει, λοιπόν, το κείμενο του τηλε­


γραφήματος που θα πρέπει να στείλει στον Αδόλφο Χίτ­
λερ. Και έτσι, χάρη σε ένα ευφυές τέχνασμα αναδρο­
μικής ισχύος, η εισβολή θα μεταμορφωνόταν σε πρό­
σκληση. Ο άρτος πρέπει να γίνει σώμα. Ο οίνος πρέπει
να γίνει αίμα. Αλλά να που -άλλη μια έκπληξη αυτή- ο
πολύ εξυπηρετικός Ζάις-Ίνκβαρτ δεν μοιάζει ακριβώς
έτοιμος να πουλήσει το τομάρι της Αυστρίας. Τα λεπτά
κυλούν, το τηλεγράφημα δεν φτάνει.
Μέχρι που, στο τέλος ενός μεγάλου διαδρόμου συ­
ζητήσεων, ανασηκώνοντας τους βαριούς του ώμους,
κουρασμένος, το δίχως άλλο αηδιασμένος, ο γερο-Μί-
κλας, κατά τα μεσάνυχτα, ενώ οι ναζί έχουν ήδη κατα­
λάβει τα κυριότερα κέντρα εξουσίας, ενώ ο Ζάις-Ίνκβαρτ
αρνείται πάντα πεισματωδώς να υπογράψει το τηλε­
γράφημα, ενώ στην πόλη της Βιέννης εκτυλίσσονται
σκηνές παραλογισμού, με στασιαστές φονιάδες, με
εμπρησμούς, με ουρλιαχτά, με Εβραίους που τους σέρ­
νουν από τα μαλλιά σε δρόμους γεμάτους θραύσματα,
ενώ οι μεγάλες Δημοκρατίες μοιάζουν να μη βλέπουν
τίποτα, ενώ η Αγγλία πήγε για ύπνο και ροχαλίζει γα­
λήνια, ενώ η Γαλλία βλέπει γλυκά όνειρα, ενώ κανείς
δεν δίνει δεκάρα, ο γερο-Μίκλας, με βαριά καρδιά, διο­
ρίζει, τελικά, τον ναζί Ζάις-Ίνκβαρτ καγκελάριο της
Αυστρίας. Συχνά στις μεγάλες καταστροφές οδηγού­
μαστε με μικρά βήματα.
Αποχαιρετιστήριο γεύμα στην Ντάουνινγκ Στριτ

Την επόμενη μέρα, στο Λονδίνο, ο Ρίμπεντροπ είχε προ­


σκληθεί από τον Τσάμπερλεν για ένα αποχαιρετιστή­
ριο γεύμα. Έπειτα από πολλά χρόνια στην Αγγλία, ο
πρέσβης του Ράιχ είχε μόλις πάρει προαγωγή. Στο εξής
θα ήταν υπουργός Εξωτερικών. Είχε, λοιπόν, επιστρέ­
φει για μερικές μέρες στο Λονδίνο, προκειμένου να προ-
βεί στους τελευταίους αποχαιρετισμούς και να δώσει
πίσω τα κλειδιά του σπιτιού του. Γιατί λέγεται ότι πριν
από τον πόλεμο, ο Τσάμπερλεν, που διέθετε κάποια δια­
μερίσματα, είχε τον Ρίμπεντροπ ως ενοικιαστή. Από
αυτό το άνευ σημασίας γεγονός, από αυτήν την παρά­
ξενη διάσταση ανάμεσα στην εικόνα και στον άνθρω­
πο, από αυτό το μισθωτήριο συμβόλαιο, με το οποίο ο
ΝέβιλΤσάμπερλεν, ο αποκαλούμενος «εκμισθωτής»,
δεσμεύτηκε, με αντάλλαγμα μια τιμή, «το μίσθωμα»,
να εξασφαλίσει στον Γιόαχιμ φον Ρίμπεντροπ την
ακώλυτη χρήση του σπιτιού του στην Ήτον Σκουέαρ,
ÉRIC VUILLARD

κανείς δεν εξήγαγε ποτέ το παραμικρό συμπέρασμα.


Ο Τσάμπερλεν πρέπει να λάμβανε το ενοίκιο ανάμεσα
σε δύο κακά νέα, ανάμεσα σε δύο χτυπήματα κάτω απ’
τη μέση. Αλλά οι δουλειές είναι δουλειές. Κανείς, λοι­
πόν, δεν διέκρινε σ’ αυτό την παραμικρή ανωμαλία,
δεν δόθηκε απολύτως κανένα νόημα σε αυτό το υποκε­
φάλαιο του ρωμαϊκού δικαίου, τίποτα. Ο φτωχοδιάβο-
λος που δικάζεται για κλοπή, βλέπει να του καταλογί­
ζουν όλο του το ιστορικό, και τα γεγονότα μιλούν ξαφ­
νικά από μόνα τους. Αλλά αν τα γεγονότα έχουν να κά­
νουν με τον Τσάμπερλεν, τότε πρέπει να είμαστε νου­
νεχείς. Μια κάποια κοσμιότητα είναι επιβεβλημένη, η
πολιτική του κατευνασμού που ακολούθησε δεν είναι
πάρα ένα πολύ θλιβερό λάθος, και οι δραστηριότητές
του ως εκμισθωτού δεν αποτελούν στην Ιστορία τίπο­
τα παραπάνω από μια υποσημείωση.
Το πρώτο μέρος του γεύματος πέρασε στο πλέον ευ-
διάθετο δυνατό κλίμα. Ο Ρίμπεντροπ άρχισε να διηγεί­
ται τα κατορθώματά του στον αθλητισμό και έπειτα,
μετά από μερικά αυτοσαρκαστικά σχόλια, επισήμανε
τις χάρες του τένις· ο Σερ Αλεξάντερ Κάντογκαν τον
άκουγε στωικά. Στην αρχή απεραντολογούσε μιλώντας
για το σερβίς, και γ ι’ αυτόν το μικρό λαστιχένιο πλανή­
τη που είναι καλυμμένος με λευκή τσόχα, το μπαλάκι,
η διάρκεια ζωής του οποίου είναι πολύ σύντομη, επέ-
μεινε, δεν κρατάει καν έναν αγώνα! Ύστερα έκανε μνεία
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

στον μεγάλο Μπιλ Τίλντεν που σέρβιρε σαν ημίθεος,


όπως είπε, και που ήταν ο κυρίαρχος στο τένις τη δε­
καετία του 1920, έτσι όπως κανείς άλλος δεν θα τα κα-
τάφερνε στο μέλλον. Επί πέντε χρόνια ο Τίλντεν δεν
έχασε ούτε έναν αγώνα και κέρδισε επτά φορές συνέ­
χεια το Κύπελλο Ν τέιβις. Είχε αυτό που τότε αποκα-
λούσαν σερβίς οβίδα, με τη σωματική του διάπλαση να
είναι φτιαγμένη απολύτως γ ι’ αυτήν την έξοχη επίδο­
ση: ήταν ψηλός, αδύνατος, με φαρδείς ώμους και τε­
ράστια χέρια. Ο Ρίμπεντροπ διάνθιζε τον χειμαρρώδη
λόγο του με συναρπαστικές αποκαλύψεις και ανέκδο­
τα· έτσι, ο Τίλντεν, στην αρχή του πιο αποδοτικού του
σερί νικών, είχε χάσει κομμάτι ενός δαχτύλου· το είχε
γδάρει ατυχώς σε συρματόπλεγμα. Μετά την εγχείρη­
ση άρχισε να παίζει ακόμα καλυτέρα, λες και αυτό το
ακροδάχτυλο ήταν ένα λάθος της φυσικής επιλογής που
το είχε διορθώσει η σύγχρονη χειρουργική. Αλλά ο Τίλ­
ντεν ήταν, πάνω απ’ όλα, ένας ευφυής τακτικιστής -
τόνισε ο Ρίμπεντροπ, σκουπίζοντας τα χείλη του με την
πετσέτα- και το βιβλίο του, Η τέχνη του τένις στο χόρτο,
είναι θησαυρός γνώσεων και οδηγιών για το τένις, όπως
το βιβλίο του Οβίδιου για την τέχνη του έρωτα. Μα προ­
παντός -πεμπτουσία του όντος για κάποιον που οι φί­
λοι των νεανικών του χρόνων αποκαλούσαν κοροϊδευ­
τικά Ρίμπενσνομπ- ο Μπιλ Τίλντεν ήταν χαλαρός, εξαι­
ρετικά χαλαρός. Και κομψός, το ρεβέρ του έμοιαζε με
ÉRIC VUILLARD

υπόκλιση. Εντούτοις, μέσα στο γήπεδο του τένις ήταν


απόλυτος μονάρχης, κανείς δεν μπορούσε να τον νική­
σει, και ακόμα και οι νίκες των αντιπάλων του, όταν
πια είχε ξεπεράσει τα σαράντα του χρόνια, δεν του στέ­
ρησαν την πρωτιά, εκείνη που το αγέρωχο του στιλ τού
έδινε σε κάθε αγώνα που έπαιζε. Ύστερα, ο Ρίμπεντροπ
μίλησε λίγο για τον εαυτό του, για το δικό του παίξιμο.
Για να πούμε την αλήθεια, ο Σερ Κάντογκαν δεν άντε-
χε άλλο αυτές τις ιστορίες με το τένις, και άκουγε τον
υπουργό του Ράιχ χαμογελώντας. Η κυρία Τσάμπερ­
λεν είχε, και εκείνη, παγιδευτεί από την αρχή του φα­
γητού και υφίστατο στωικά τούτο τον ποταμό των λέ­
ξεων. Ο Ρίμπεντροπ αφηγούνταν τώρα το ταξίδι που
είχε κάνει νέος στον Καναδά, όταν με λευκό πουκάμι­
σο και λευκό παντελόνι, κακομεταχειριζόμένος τα μο-
κασίνια του στα γήπεδα, σέρβιρε άσους σχεδόν κατά
βούληση. Έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να σηκωθεί
και να μιμηθεί μιαλόμπα, και λίγο έλειψε να χύσει ένα
ποτήρι, αλλά όχι, το έπιασε εγκαίρως, κάτι που οδή­
γησε στο να εκληφθεί αυτό ως πλάκα. Βάλθηκε και πά­
λι για λίγο ακόμα να μιλάει για τον Τίλντεν, για τις δώ­
δεκα χιλιάδες ανθρώπους που είχαν έρθει να τον δουν
να παίζει περίπου το 1920, πράγμα που ήταν αδιαμ­
φισβήτητο ρεκόρ για εκείνη την εποχή και που παρα­
μένει ακόμα και σήμερα εξωπραγματικό νούμερο. Αλ­
λά, πάνω απ’ όλα, είχε παραμείνει number one, επα­
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

ναλάμβανε ο Ρίμπεντροπ συνεχώς, είχε παραμείνει


number one για πολλά χρόνια. Δόξατω Θεώ, έφτασε το
κυρίως πιάτο.
Για ορεκτικό είχε σερβιριστεί πεπόνι σαραντέ σε πα-
γάκια, και ο Ρίμπεντροπ είχε καταβροχθίσει το δικό του
χωρίς να του δώσει την παραμικρή προσοχή. Το κυρίως
πιάτο ήταν μια πουλάδα από το Λουάν α λα Λυσιέν Τα-
ντρέ. Ο Τσώρτσιλ έκανε ένα κομπλιμέντο και, ίσως και
για να κοροϊδέψει τον Ρίμπεντροπ και να πειράξει τον
Κάντογκαν, έστρεψε πάλι το ενδιαφέρον του υπουργού
του Ράιχ στο τένις. Δεν υπήρξε και ηθοποιός του Μπρο-
ντγουέι αυτός ο Μπιλ Τίλντεν αλλά και συγγραφέας δύο
ελεεινών μυθιστορημάτων, που το ένα λεγόταν Ο δρό
μος-φάντασμα και το άλλο Το ξεθυμασμένο σφρίγος, ή κά­
τι τέτοιο; Ο Ρίμπεντροπ το αγνοούσε. Αγνοούσε, άλ­
λωστε, πολλά πράγματα για τον Τίλντεν.
Το φαγητό συνεχίστηκε έτσι. Ο πρεσβευτής του Ράιχ
έμοιαζε εντελώς άνετος. Είχε, άλλωστε, ελκύσει την
προσοχή του Αδόλφαυ Χίτλερ ακριβώς για την άνεσή
του αυτή, την old fashion κομψότητα και την αβροφρο­
σύνη του, στους κόλπους,ενός ναζιστικού κόμματος
που δεν ήταν παρά ένας συρφετός από απατεώνες και
εγκληματίες. Η υπεροπτική του στάση, που πήγαινε
μαζί με ένα ψυχικό υπόβαθρο απολύτως δουλοπρεπές,
τον είχε εκτοξεύσει στη θέση του υπουργού Εξωτερι­
κών, θέση ζηλευτή· και βρισκόταν τότε -εκείνη τη 12η
ÉRIC VUILLARD

Μαρτίου 1938, στην Ντάουνινγκ Στριτ- στο απόγειο


όσων τού επιφύλασσε η ζωή. Είχε αρχίσει την επαγγελ­
ματική του καριέρα ως εισαγωγέας σαμπανιών M um m
και Pommery, και ο Χίτλερ τον είχε στείλει στην Αγγλία
για να κάνει εκεί λόμπινγκ για λογαριασμό του Ράιχ, για
να σφυγμομετρήσει διαθέσεις και για να συλλέξει, από
δω και από κει, κάποιες πληροφορίες. Δεν έπαψε πο­
τέ, στη διάρκεια αυτής της ταραγμένης περιόδου, να
διαβεβαιώνει τον Χίτλερ ότι οι Άγγλοι ήταν εντελώς ανί­
κανοι να αντιδράσουν. Έσπρωχνε πάντα τον Φύρερ να
προβεί στις πιο ριψοκίνδυνες ενέργειες, ενθαρρύνο-
ντας την τάση του προς τη μεγαλομανία και τη βιαιό­
τητα. Και με αυτόν τον τρόπο μπόρεσε να ανεβεί όλα
τα σκαλοπάτια της ναζιστικής δόξας, αυτός που, εν
αγνοία του, ο Χίτλερ αποκαλούσε μερικές φορές «μ ι­
κρέμπορο σαμπάνιας», τόσο οι προκαταλήψεις είναι
βαθιά ριζωμένες ακόμα και μεταξύ των αποδεδειγμέ­
να μεγαλύτερων καταστροφέων της κοινωνίας.

Στη μέση του φαγητού, όπως αναφέρει ο Τσώρτσιλ


στα Απομνημονεύματά του, παρουσιάστηκε ένας απε­
σταλμένος του ΦόρεϊνΌφις. Ίσως μοιράζονταν εκείνη
τη στιγμή ένα τελευταίο μπούτι της πουλάδας, αν δεν
είχαν ήδη φτάσει στα κορνιότ ντε φρομάζ μπλαν, συ-
νοδευμένα από γκαζόζα, ή πάλι αν δεν απολάμβαναν
μια ταρτ ο σιόν: διακόσια γραμμάρια αλεύρι, εκατό
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

γραμμάρια βούτυρο, ένα ή δύο αυγά, μια πρέζα αλά­


τι, λίγη ζάχαρη, ένα τέταρτο του λίτρου γάλα, σιμιγδά­
λι και νερό για να δέσουν όλα αυτά. Προσπερνώ τις λε­
πτομέρειες της εκτέλεσης και του ψησίματος. Γιατί μα­
γείρευαν συχνά γαλλικές συνταγές στην Ντάουνινγκ
Στρπ:· ο πρωθυπουργός, ΝέβιλΤσάμπερλεν, τρελαινό­
ταν γι’ αυτές. Και, στο κάτω κάτω, γιατί να μην ασχο­
ληθούμε και με τη μαγειρική ; αφού κάπου στην Historia
Augusta γίνεται λόγος ότι η ρωμαϊκή Σύγκλητος συζη­
τούσε επί ώρες ολόκληρες για την κατάλληλη σως του
καλκανιού. Ανάμεσα, λοιπόν, σε δύο κουδουνίσματα
πιρουνιού είναι που ο απεσταλμένος του Φόρεϊν Όφις
ενεχείρισε διακριτικά έναν φάκελο στον Σερ Κάντογκαν.
Επικράτησε αμήχανη σιωπή. Ο Σερ Κάντογκαν έμοια­
ζε να διαβάζει με μεγάλη προσοχή. Άρχισαν σιγά σιγά
και πάλι να κουβεντιάζουν. Ο Ρίμπεντροπ έκανε σαν
να μη συνέβαινε τίποτα· ψιθύρισε δύο τρία κομπλιμέ-
ντα στο αυτί της οικοδέσποινας. Τότε ο Κάντογκαν ση­
κώθηκε και παρέδωσε το σημείωμα στον Τσάμπερλεν.
Ο Κάντογκαν δεν έδειχνε ούτε ξαφνιασμένος ούτε ενο­
χλημένος από αυτό που είχε μόλις διαβάσει. Σκεφτό­
ταν. Ο Τσάμπερλεν διάβασε και αυτός με τη σειρά του,
με ύφος ανήσυχο. Εν τω μεταξύ, ο Ρίμπεντροπ συνέ­
χιζε την πολυλογάδικη παράστασή του. Μόλις είχε
σερβιριστεί το επιδόρπιο, καρδιναλωμένες αγριο-
φράουλες, όπως ήξερε να τις κάνει ο Εσκοφιέ. Αληθι­
ÉRIC VUILLARD

νή απόλαυση. Τις έφαγαν ευλαβικά και ο Κάντογκαν


κάθισε πάλι στη θέση του, παίρνοντας μαζί του το ση­
μείωμα. Αλλά ο Τσώρτσιλ, ανοίγοντας ένα από τα μ ε­
γάλα, σαν του κόκερ μάτια του και στρέφοντάς το προς
τον Τσάμπερλεν, παρατήρησε μια βαθιά ρυτίδα ανάμε­
σα στα μάτια του· συμπέρανε από αυτήν ότι επρόκειτο
για κάποιο ανησυχητικό νέο. Ο Ρίμπεντροπ, από τη με­
ριά του, δεν έβλεπε τίποτα. Διασκέδαζε το δίχως άλλο
περιχαρής που ήταν πλέον υπουργός. Έπειτα από πρό­
σκληση της κυρίας Τσάμπερλεν, πέρασαν στο σαλόνι.
Σερβίρισαν τον καφέ. Ο Ρίμπεντροπ άρχισε τότε να
μιλάει για τα γαλλικά κρασιά, που ήταν ειδικότητά του,
και συντήρησε έτσι για μεγάλο διάστημα μια κατατο-
νική συζήτηση. Πανα δείξει παραστατικά κάτι, ποιος
ξέρει πια τι, έπιασε ένα αόρατο ποτήρι σαμπάνιας που
ήταν ακουμπισμένο στην κορυφή μιας αόρατης πυρα­
μίδας ποτηριών και έκανε καμαρωτά μια πρόποση. Το
αόρατο ποτήρι ήταν δροσερό, η αόρατη σαμπάνια ήταν
στους έξι βαθμούς, θερμοκρασία ιδανική. Με το μα­
χαίρι για το επιδόρπιο χτυπάει ελαφρά το ποτήρι· ο Ρί­
μπεντροπ κουνάει το κεφάλι, χαμογελάει. Έξω έχει
βρέξει, τα δέντρα είναι μουσκεμένα, τα πεζοδρόμια
λαμπυρίζουν.
Οι Τσάμπερλεν εκδηλώνουν την ανυπομονησία τους,
αλλά ευγενικά. Δεν γίνεται να συντομεύσεις μια δεξίω­
ση τέτοιου τύπου, με καλεσμένο υπουργό μιας ευρω­
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

παϊκής δύναμης. Χρειάζεται διακριτικότητα, να βρε­


θεί μια ευκαιρία να αποσυρθούν. Σύντομα, και οι κα­
λεσμένοι επίσης πρέπει να αισθάνθηκαν πως κάτι συ-
νέβαινε, και ότι λάμβανε χώρα μια υπόγεια συνεννόη­
ση μεταξύ του Τσάμπερλεν και της συζύγου του, συ­
νεννόηση η οποία περιλάμβανε όλο και περισσότερους
από τους παρόντες: τον Κάντογκαν, τον Τσώρτσιλ και
τη σύζυγό του, όπως και μερικούς ακόμα. Υπήρξε τό­
τε ένα πρώτο κύμα αποχωρήσεων. Αλλά οι Ρίμπεντροπ
παρέμεναν εκ εί, χωρίς να έχουν συνείδηση ότι ενο­
χλούν, αυτός προπαντός τον οποίο τούτη η αποχαιρε­
τιστήρια ημέρα έμοιαζε να τον έχει μεθύσει και να τον
έχει οδηγήσει στο σημείο να μη διαθέτει ούτε το στοι­
χειώδες τακτ. Ήταν ανυπόμονοι. Και πάλι με ευγένεια,
χωρίς να το δείχνουν. Ήταν ασφαλώς αδύνατον να διώ­
ξουν έναν τιμώμενο καλεσμένο· έπρεπε απλώς να κα­
ταλάβει από μόνος του πως είχε έρθει η στιγμή να αφή­
σει το σαλόνι, να φορέσει το πανωφόρι του και να μπει
στη μεγάλη του Μερσεντές με τις σβάστικες.
Αλλά ο Ρίμπεντροπ δεν καταλάβαινε τίποτα, απο­
λύτως τίποτα· φλυαρούσε. Η σύζυγός του είχε, και εκεί­
νη, αρχίσει μόλις μια ζωηρή συνομιλία με την κυρία
Τσάμπερλεν. Η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να γίνεται εξω­
πραγματική· καθώς οι οικοδεσπότες εκδήλωναν, χάρη
σε πολύ ελαφρές διακυμάνσεις του τόνου της φωνής
τους, μιαν ανυπομονησία ελάχιστα αισθητή, την οποία
ERIC VUILLARD

όμως οι πραγματικά καλοί τρόποι θα έπρεπε να την


έχουν αντιληφθεί. Σε τέτοιου είδους στιγμές αναρωτιέ­
ται κανείς αν έχει τρελαθεί, ή αν είναι υπερβολικά σχο­
λαστικός, αν ο άλλος νιώθει την αμηχανία που σε μας
φαίνεται τόσο απτή· αλλά όχμ τίποτα. Το μυαλό είναι
ένα όργανο απροσπέλαστο. Τα μάτια δεν φανερώνουν
τη σκέψη, οι μόλις αντιληπτές εκφράσεις είναι δυσνόη­
τες για τους άλλους· θα έλεγε κανείς ότι ολόκληρο το
σώμα είναι ένα ποίημα που φλέγεται, από το οποίο,
μάλιστα, οι διπλανοί μας δεν καταλαβαίνουν λέξη.

Ξαφνικά, παίρνοντάς το απόφαση, ο Τσάμπερλεν


λέει στον Ρίμπεντροπ: «Σας παρακαλώ να με συγχωρέ-
σετε, μια επείγουσα υπόθεση με αναγκάζει να αποχω­
ρήσω». Ήταν κάπως απότομο αυτό, αλλά δεν βρήκε
άλλον τρόπο για να βάλει τέλος στη συζήτηση. Σηκώ­
νονται όλοι, οι περισσότεροι καλεσμένοι χαιρέτησαν
τους οικοδεσπότες και εγκατέλειψαν την Ντάουνινγκ
Στριτ. Αλλά οι Ρίμπεντροπ καθυστέρησαν κι άλλο με
όσους είχαν απομείνει. Η συζήτηση κράτησε ακόμα
αρκετά. Κανείς δεν ανέφερε το σημείωμα που ο Κάντο-
γκαν και ο Τσάμπερλεν είχαν διαβάσει κατά τη διάρ­
κεια του φαγητού, το οποίο πλανιόταν ανάμεσά τους
σαν ένα μικρό χάρτινο φάντασμα, σαν μια άγνωστη
ατάκα που όλοι θα ήθελαν να έχουν ακούσει και το
οποίο ήταν εντέλει το πραγματικό κείμενο τούτου του
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

παράξενου κωμειδύλλιου. Τελικά, αποσύρθηκαν όλοι,


αλλά όχι πριν ο Ρίμπεντροπ κατεβάσει όλο του τον κα­
τάλογο από ανούσιες τυπικότητες. Κι αυτό γιατί ο πρώην
ερασιτέχνης ηθοποιός έπαιζε εκείνη τη στιγμή έναν
από τους μυστικούς του ρόλους στη μεγάλη σκηνή της
Ιστορίας. Πρώην πατινέρ, γκολφέρ, βιολονίστας, ο Ρί­
μπεντροπ ξέρει να κάνει τα πάντα! Τα πάντα! Ακόμα
και να κάνει ένα επίσημο γεύμα να τραβήξει όσο πιο
πολύ γίνεται. Πρόκειται πράγματι για περίεργο τύπο,
ένα παράξενο μείγμα άγνοιας και φινέτσας. Έκανε,
απ’ ό,τι λένε, φριχτά συντακτικά λάθη· και ο φον Νόι-
ρατ, για να τον βλάψει, όταν περνούσαν από τα χέρια
του οι αναφορές που ο Ρίμπεντροπ συνέτασσε για τον
Φύρερ, απέφευγε προσεκτικά να τις διορθώσει.

Οι εντελώς τελευταίοι καλεσμένοι αποχώρησαν κά­


ποτε κι αυτοί, και το ζεύγος Ρίμπεντροπ ξεκόλλησε,
επιτέλους, από την καρέκλα. Ο σοφέρ τούς άνοιξε την
πόρτα. Η κυρία Ρίμπεντροπ μάζεψε προσεκτικά το φό­
ρεμά της και μπήκαν στο αυτοκίνητό τους. Και τότε εκ­
δήλωσαν ανεμπόδιστα τη χαρά τους. Οι Ρίμπεντροπ
γέλασαν που είχαν δουλέψει τους πάντες ψιλό γαζί. Εί­
χαν, φυσικά, αντιληφθεί πλήρως ότι μετά την παράδο­
ση του σημειώματος από τον απεσταλμένο του Φόρεϊν
Όφις, ο Τσάμπερλεν έδειχνε ανήσυχος, εξαιρετικά ανή­
συχος. Και, βέβαια, ήξεραν με ακρίβεια τι περιείχε αυτό
ERIC VUILLARD

το σημείωμα ol Ρίμπεντροπ, και αποστολή τους ήταν


να χάσει ο Τσάμπερλεν και η υπόλοιπη ομάδα του όσο
περισσότερο χρόνο γινόταν. Είναι ο λόγος για τον οποίο
είχαν κάνει αυτό το γεύμα να τραβήξει σε μάκρος ξε-
περνώντας κάθε όριο, ο λόγος που έκαναν το ίδιο και
με τον καφέ, και ύστερα με τις συζητήσεις στο σαλόνι.
Σε όλο αυτό το διάστημα ο Τσάμπερλεν δεν μπορούσε
να κάνει τις πρώτες απαραίτητες ενέργειες, ήταν απα­
σχολημένος με το να κουβεντιάζει για τένις και να τρώει
μακαρόν. Οι Ρίμπεντροπ, ποντάροντας στην υπερβο­
λική του ευγένεια, μια ευγένεια σχεδόν παθολογική,
αφού ακόμα και το εθνικό συμφέρον μπορούσε να πε­
ριμένει, τον είχαν, λίαν επωφελώς γ ι’ αυτούς, αποσπά-
σει από τα καθήκοντά του. Γιατί αυτό το σημείωμα που
είχε φέρει ο απεσταλμένος του ΦόρεϊνΌφις, το μυστή­
ριο γύρω από το οποίο διατηρήθηκε καθ’ όλη τη διάρ­
κεια αυτού του ατελείωτου γεύματος, περιείχε ένα τρο­
μακτικό νέο: τα γερμανικά στρατεύματα είχαν μόλις
εισβάλει στην Αυστρία.
Μπλίτσκριγκ

ife

Το πρωί της 12ης Μαρτίου, οι Αυστριακοί περίμεναν


την άφιξη των ναζί με αδημονία, σε κατάσταση ανάρ­
μοστης ευθυμίας. Σε πολλές ταινίες εποχής βλέπουμε
ανθρώπους να τεντώνουν το χέρι μπροστά στον πάγκο
ενός περιπτέρου, μπροστά σε ένα πανηγυριώτικο φορ­
τηγάκι, αναζητώντας ένα σημαιάκι με σβάστικα. Πα­
ντού, άνθρωποι σηκώνονται στις μύτες των ποδιών,
σκαρφαλώνουν στις στέγες, στις μάντρες, πάνω στους
φανοστάτες, όπου να ’ναι, αρκεί να μπορούν να δουν.
Αλλά οι Γερμανοί καθυστερούν. Το πρωί πέρασε... έπει­
τα κύλησε και το μεσημέρι, περίεργο- κατά διαστήμα­
τα ένας δυνατός θόρυβος μηχανών πλημμύριζε την εξο­
χή, τα σημαιάκια ανέμιζαν, τα χαμόγελα άνθιζαν στα
πρόσωπα, «Έρχονται! Έρχονται!», άκουγες να ουρλιά­
ζουν από παντού. Τα γουρλωμένα μάτια καρφώνονταν
στην άσφαλτο... τίποτα. Έλπιζαν για λίγο ακόμα, έπει­
τα χαλάρωναν, με τα χέρια κρεμασμένα, και μετά από

- 95 -
ERIC VUILLARD

ένα τέταρτο ήταν και πάλι χάμω, κουβεντιάζοντας ανα­


κούρκουδα στο γρασίδι.
Τη 12η Μαρτίου το βράδυ, οι Βιεννέζοι ναζί είχαν
προγραμματίσει μια λαμπαδηφορία για να καλωσορί­
σουν τον Αδόλφο Χίτλερ. Η τελετή επρόκειτο να είναι
συγκινητική και μεγαλοπρεπής. Περίμεναν μέχρι αρ­
κετά αργά, κανείς δεν ήρθε. Δεν καταλάβαιναν τι συ-
νέβαινε. Οι άντρες έπιναν μπύρα και τραγουδούσαν,
τραγουδούσαν, αλλά κάποια στιγμή δεν είχαν πια και
τόση όρεξη για τραγούδια, ήταν κάπως απογοητευμέ­
νοι. Οπότε, όταν εμφανίστηκαν τρεις Γερμανοί στρα­
τιώτες, που είχαν έρθει με το τρένο, υπήρξε μια στιγμή
αγαλλίασης. Γερμανοί στρατιώτες; Θαύμα! Ήταν φιλο­
ξενούμενοι ολόκληρης της πόλης· ποτέ δεν τους αγά­
πησε κανείς τόσο όσο εκείνη τη νύχτα οι Βιεννέζοι! Βιέν­
νη! Τους πρόσφεραν όλες τις σοκολάτες σου, όλα τα
κλαδιά απ’ τα έλατά σου, όλο το νερό του Δούναβη,
όλους τους ανέμους των Καρπαθίων, το Ρινγκ σου, το
Ανάκτορο Σένμπρουν σου, το κινέζικο σαλόνι του, το
δωμάτιο του Ναπολέοντα, το λείψανο του βασιλιά της
Ρώμης, το σπαθί των Πυραμίδων! Όλα! Δεν επρόκειτο,
όμως, παρά για τρεις φαντάρους που είχαν εντολή να
ασχοληθούν με την κατάλυση του στρατεύματος. Αλλά
οι Αυστριακοί ανυπομονούσαν τόσο πολύ να υποστούν
εισβολή, που τους σεργιάνισαν στην πόλη κουβαλώ­
ντας τους θριαμβευτικά στους ώμους. Και δεν πολυκα-
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

ταλάβαιναν οι τρεις αυτοί φουκαράδες γιατί προκαλού-


σαν τόσο ενθουσιασμό. Αγνοούσαν ότι κάποιοι μπο­
ρούσαν να τους αγαπήσουν τόσο. Μάλιστα φοβήθηκαν
και λίγο... Η αγάπη είναι μερικές φορές τρομακτική. Ο
κόσμος άρχιζε, ωστόσο, να αναρωτιέται. Πού ήταν η
γερμανική πολεμική μηχανή; αναρωτιούνταν. Τι έκα­
ναν τα τανκς, τα ελαφρά τεθωρακισμένα οχήματα; Και
όλα αυτά τα μυθικά τέρατα που μας είχαν υποσχεθεί-
πού ήταν; Μήπως δεν ήθελε πια ο Φύρερ τη γενέθλια
Αυστρία του; Όχι, όχι, δεν ήταν αυτό, αλλά... μια φή­
μη άρχιζε να κυκλοφορεί, δεν τολμούσαν στ’ αλήθεια
να το κουβεντιάσουν δυνατά. Έπρεπε, παρ’ όλα αυτά,
να προσέχουν τους ναζί που τα άκουγαν όλα... Λεγόταν
-δεν ήταν σίγουρο, αλλά η κατάσταση επιβεβαίω νε
εντούτοις τα κουτσομπολιά- ότι μόλις πέρασε τα σύνο­
ρα, με απίστευτη ορμή, η μυθική γερμανική πολεμική
μηχανή κλάταρε κατά τρόπον οικτρό.
Αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα είναι ότι ο
γερμανικός στρατός είχε υπέρμετρα ζοριστεί για να πε­
ράσει τα σύνορα. Το κατάφερε εντέλει αλλά με απερί­
γραπτη αταξία, με τρομακτική βραδύτητα. Και, για
την ώρα, ήταν σταματημένος κοντά στο Λιντς, μόλις
εκατό χιλιόμετρα πιο πέρα. Εντούτοις ο ουρανός ήταν
αίθριος, απ’ ό,τι φαίνεται. Εκείνη τη 12η Μαρτίου εί­
χε έναν καιρό ονειρεμένο.
Όλα είχαν αρχίσει τόσο καλά! Στις εννέα η ώρα

- 97 -
ÉRIC VUILLARD

σηκώνουν την μπάρα των τελωνειακών και, ωπ, βρίσκο­


νται στην Αυστρία! Δεν χρειάζονται καν βιαιότητες ή
αστραπόβροντα, όχι, εδώ, είμαστε ερωτευμένοι, κατα­
κτάμε άκοπα, γλυκά, με το χαμόγελο. Τα τανκς, τα φορ­
τηγά, το βαρύ πυροβολικό, και όλα τα συμπαρομαρτού-
ντα, προχωρούν αργά προς τη Βιέννη, για τη μεγάλη γα­
μήλια πομπή. Η νύφη συναινεί, δεν πρόκειται για βια­
σμό, όπως ισχυρίστηκε, είναι γάμος. Οι Αυστριακοί ξε-
λαρυγγιάζονται, κάνουν όσο καλύτερα μπορούν τον να-
ζιστικό χαιρετισμό σε ένδειξη καλωσορίσματος· προπο­
νούνται εδώ και πέντε χρόνια. Αλλά ο δρόμος προς το
Λιντς είναι δύσκολος, τα οχήματα φτύνουν καπνό, οι
μοτοσικλέτες ρετάρουν σαν βενζινοκίνητες φρέζες. Α!
Πόσο καλύτερα θα ήταν να το ’χαν ρίξει οι Γερμανοί στην
κηπουρική, να ’χαν κάνει μια βολτίτσα στην Αυστρία
και να ’χαν επιστρέφει στο Βερολίνο, φρόνιμα, για να
μετατρέψουν όλον αυτόν τον εξοπλισμό σε τρακτέρ, και
για να φυτέψουν λάχανα στο πάρκο του Τίεργκαρντεν.
Γιατί στα περίχωρα του Λιντς όλα αρχίζουν να πηγαί­
νουν στραβά. Και ας είναι ο ουρανός αίθριος, γαλήνιος,
ένας από τους πιο ωραίους δυνατούς ουρανούς.

Το ωροσκόπιο της 12ης Μαρτίου ήταν εξαιρετικό για


τους Ζυγούς, τους Καρκίνους και τους Σκορπκ>ύς. Ο
ουρανός, αντίθετα, ήταν ολέθριος για τους υπόλοιπους
ανθρώπους. Οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες, αποσβολω­
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

μένες, αντιμετώπισαν την εισβολή στην Αυστρία μοι­


ρολατρικά. Οι Άγγλοι, που γνώριζαν ότι επέκειτο, ε ί­
χαν προειδοποιήσει τον Σούσνιγκ. Ήταν το μόνο που
έκαναν. Οι Γάλλοι, από τη μεριά τους, δεν είχαν κυβέρ­
νηση, η κυβερνητική κρίση είχε έρθει πάνω στην ώρα.
Στη Βιέννη, εκείνο το πρωί της 12ης Μαρτίου, μό­
νον ο Έ μιλ Λεμπλ, αρχισυντάκτης της Neues Wiener
Tagblatt, θα δημοσιεύσει ένα άρθρο που αποτίνει φό­
ρο τιμής στον δικτατορίσκο Σούσνιγκ - πράγμα που
αποτελούσε απειροελάχιστη πράξη αντίστασης- θα εί­
ναι περίπου η μοναδική. Το ίδιο πρωί, μια συμμορία
θα μπουκάρει στην εφημερίδα και θα τον υποχρεώσει
βιαίως να εγκαταλείψει τον χώρο. Οι Ες-Α ορμούν στα
γραφεία και ξυλοκοπούν τους υπαλλήλους, τους δημο­
σιογράφους, τους αρχισυντάκτες. Ωστόσο δεν μιλάμε
για αριστεριστές στη Neues Wiener, δεν είχαν βγάλει
άχνα όταν το Κοινοβούλιο εξαϋλώθηκε, επιδοκίμασαν
χωρίς δισταγμό τον αυταρχικό καθολικισμό του νέου
καθεστώτος, δέχτηκαν τις εκκαθαρίσεις δημοσιογρά­
φων επί Ντόλφους- και η αποχώρηση των Σοσιαλδημο­
κρατών, που φυλακίστηκαν, που τους αφαιρέθηκε το
δικαίωμα εργασίας, δεν τους ενόχλησε και πολύ. Αλλά
ο ηρωισμός είναι κάτι το περίεργο, το σχετικό και, σε
τελική ανάλυση, είναι ταυτόχρονα συγκινητικό και ανη­
συχητικό που ο Έμιλ Λεμπλ, το πρωί εκείνο, είναι ο μο­
ναδικός που διαμαρτύρεται.
ÉRIC VUILLARD

Στο Λιντς, τα πράγματα δεν ήταν και πολύ διαφορε­


τικά. Είχαν προβεί και εκεί σε τρομακτικές εκκαθαρί­
σεις, και η πόλη είχε γίνει πλέον εντελώς ναζί. Παντού
υπήρχαν άνθρωποι που τραγουδούσαν, λαχανιασμέ­
νοι, έχοντας κάθε στιγμή την ελπίδα ότι θα δούνε τον
Φύρερ να καταφθάνει. Θα έλεγες ότι δεν λείπει κανείς,
ο ήλιος λάμπει και η μπύρα ρέει άφθονη. Έπειτα το
πρωί περνάει, κάποιοι λαγοκοιμούνται στον πάγκο ενός
μπαρ και, αφού τίποτα δεν σταματάει τον χρόνο, ξαφ­
νικά είναι δώδεκα, ο ήλιος βρίσκεται στο ζενίθ πάνω
από το Πέστλινγκμπεργκ. Οι κρήνες σιγούν, οι οικογέ­
νειες γυρίζουν σπίτι για το μεσημεριανό, ο Δούναβης
ταξιδεύει τα νερά του. Στον βοτανικό κήπο, η θαυμα­
στή συλλογή από κάκτους είναι γεμάτη κομφετί, οι αρά­
χνες τα παίρνουν για μύγες. Στη Βιέννη, στα τραπέζια
του Καφέ Τσεντράλ, ψιθυρίζεται ότι οι Γερμανοί δεν
έφτασαν ακόμα στο Βελς, ότι δεν έχουν φτάσει καν στο
Μεγκενχόφεν! Οι κακοπροαίρετοι καγχάζουν, λέγο­
ντας ότι πήραν λάθος κατεύθυνση, ότι πάνε προς τα
Σούσα ή τη Δαμιέτη, ότι θα τους δουν του χρόνου στο
Bobino! Αλλά μερικοί λένε χαμηλόφωνα ότι έμειναν,
ότι έμειναν από καύσιμα, μιλούν για μεγάλο πρόβλη­
μα ανεφοδιασμού.
Ο Χίτλερ έφυγε από το Μόναχο με αυτοκίνητο, ένας
παγωμένος αέρας τού μαστίγωνε το πρόσωπο. Η Μερ-
σεντές του προχωράει μέσα από πυκνά δάση. Είχε προ­

- 100 -
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

γραμματίσει να περάσει πρώτα από το Μπραουνάου,


την πόλη που γεννήθηκε, μετά από το Αιντς, την πόλη
των νεανικών του χρόνων και, τέλος, από το Λέοντινγκ,
όπου είναι θαμμένοι οι γονείς του. Ήταν, σαν να λέμε,
ένα ωραίο ταξίδι. Κατά τις τέσσερις το απόγευμα, ο
Χίτλερ είχε περάσει τα σύνορα στο Μπραουνάου· η μέ­
ρα ήταν ηλιόλουστη αλλά έκανε πολύ κρύο, η πομπή
αποτελούνταν από είκοσι τέσσερα αυτοκίνητα και κα­
μιά εικοσαριά ημιφορτηγά. Είναι όλοι εκεί: οι Ες-Ες,
οι Ες-Α, η Αστυνομία, όλα τα σώματα του στρατού. Γί­
νονται ένα με το πλήθος. Σταματούν μια στιγμή μπρο­
στά στο γενέθλιο σπίτι του Φύρερ, αλλά δεν έχουν και­
ρό για χάσιμο! Άργησαν ήδη πολύ. Κοριτσάκια προσφέ­
ρουν ανθοδέσμες, το πλήθος ανεμίζει σημαιάκια με
σβάστικες, όλα πάνε καλά. Νωρίς το απόγευμα, η πο­
μπή είχε ήδη διασχίσει πολλά χωριά, ο Χίτλερ χαμογε­
λάει, κουνάει το χέρι, η έξαψη είναι φανερή στο πρό­
σωπό του· χαιρετάει ναζιστικά κάθε τρεις και λίγο ομά­
δες αγροτών ή νεαρών κοριτσιών. Αλλά, γενικά, αρέ-
σκεται να κάνει αυτήν την παράξενη χειρονομία που ο
Τσάπλιν τόσο καλά μιμήθηκε, με το μπράτσο διπλωμέ­
νο και μια κίνηση ανέμελη, κάπως γυναικεία.
Μποτιλιάρισμα πάντσερ

Το Μπλίτοκριγκ είναι απλώς ένας τρόπος διατύπωσης,


μια λέξη που η διαφήμιση τη συνέδεσε με την καταστρο­
φή . Ο θεωρητικός αυτής της επιθετικής στρατηγικής
λέγεται Γκουντέριαν. Στο βιβλίο του Achtung - Panzer! ,
με τον κοφτό και εντυπωσιακό τίτλο, ο Γκουντέριαν ανέ­
πτυξε τη θεωρία για τον κεραυνοβόλο πόλεμο. Βέβαια,
είχε διαβάσει τον Τζων Φρέντερικ Τσαρλς Φούλερ· λά­
τρεψε το κακό βιβλίο του για τη γιόγκα, διάβασε ενθου-
σιωδώς τις τρελές του προφητείες, στις οποίες πίστεψε
ότι ανακάλυψε το φοβερό μυστήριο του κόσμου· αλλά
πιο πολύ είναι τα άρθρα του για την εκμηχάνιση του
στρατού που του στέρησαν τον ύπνο για πολλές νύχτες.
Και τον έβαλαν σε σκέψεις τον Γκουντέριαν τα βιβλία
του Φούλερ, του άρεσαν αυτές οι παθιασμένες αναφο­
ρές σε έναν ηρωικό και βίαιο πόλεμο. Γιατί ο Τζων Φρέ-
ντερικ Τσαρλς Φούλερ είναι παθιασμένος, τόσο παθια­
σμένος που λίγο αργότερα θα συναντήσει τον Μόσλεϊ,
ERIC VUILLARD

θρηνώντας για τη νωθρότητα των κοινοβουλευτικών δη­


μοκρατιών και προσβλέποντας με θέρμη σε καθεστώ­
τα που σε συνεπαίρνουν περισσότερο. Έτσι θα ενταχθεί
στη Nordic League, σκοπός της οποίας ήταν η προβο­
λή του ναζισμού. Τα μέλη της μικρής συνόδου συνα­
ντιούνταν κρυφά σε κάποιο πολύ αγγλικό αρχοντικό και
περνούσαν ώρες ολόκληρες μιλώντας για τους Εβραίους.
Αλλά συμπαθούντες δεν ήταν μόνο έμποροι του Μέιφερ,
α, όχι, ήταν και η λαίδη Ντάγκλας-Χάμιλτον, που αγα­
πούσε τόσο πολύ τα ζώα· γιατί, όπως ξέρουμε, οι δυστυ­
χίες όλες εδρεύουν στην ανθρώπινη ψυχή. Υπήρχε εκεί
και ο καλός δούκας του Ουέλινγκτον, ο Άρθουρ Ουέλ-
σλι, ο σταρ των σαλονιών, απόφοιτος του'Ητον, που εί­
χε τύχει όλων των διευκολύνσεων του κόσμου, άρα αδι­
καιολόγητος, γνώστης του Προπέρτιου και του Λουκα-
νού, που έβγαινε σίγουρα περίπατο τα χαράματα, παί­
ζοντας φλογέρα στο πάρκο του αρχοντόσπιτού του, ανά­
μεσα στους βοσκούς του Θεόκριτου, συλλέκτης έργων
τέχνης, ίσως όχι των καλύτερων, αλλά εν πάση περιπτώ-
σει συλλέκτης. Και που είχε όμως στενό κεφάλι, κρεμα­
στό κάτω χείλος και άδειο βλέμμα, έτσι που, αν είχε γεν­
νηθεί σε κανένα φτωχό προάστιο του Λονδίνου, πιθανό­
τατα δεν θα είχαμε ακούσει ποτέ τίποτα γ ι’ αυτόν.

Achtung - Panzer! Εκείνη τη 12η Μαρτίου 1938, τα


τεθωρακισμένα άνοιγαν την παρέλαση· ο Χάιντς Γκου-
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

ντέριαν, επικεφαλής του 16ου Σώματος, θα πραγμα­


τοποιούσε, επιτέλους, το όνειρό του. Το πρώτο γερμα­
νικό τεθωρακισμένο είχε κατασκευαστεί το 1918 σε κα­
μιά εικοσαριά κομμάτια· ήταν ένα βαρύ σιδερένιο κέ-
λυφος, ένα κουτί διακοσίων ίππων, ένα μεγάλο, πολύ
αργό, καροτσάκι, δύσκολο στον χειρισμό του. Ένα από
αυτά, στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου,
αντιμετώπισε σε μονομαχία ένα αγγλικό τεθωρακισμέ­
νο και καταστράφηκε μια και καλή. Και έστω κι αν έπει­
τα από αυτό το πρώτο βάπτισμα τα τανκς είχαν βελτιω­
θ εί πολύ, έμεναν πολλά ακόμα να γίνουν. Έτσι, το
Πάντσερ IV, που θα αποτελέσει για μια περίοδο τον βα­
σιλιά στο πεδίο της μάχης, εκείνη την ημέρα του Μαρ­
τίου 1938 βρισκόταν ακόμα στα πρώτα του βήματα.
Αυτό το μικρό τεθωρακισμένο, που είχε φτιαχτεί από
την Κρουπ, ήταν ένα πολύ μέτριο άρμα μάχης. Με θω-
ράκιση υπερβολικά ελαφριά, ανίκανη να αντέξει στις
αντιαρματικές οβίδες, και με κανόνι που του επέτρε­
πε να επιτεθεί μόνο σε μη στρατιωτικούς στόχους. Το
Πάντσερ II ήταν ακόμα μικρότερο, αληθινό κονσερβο­
κούτι. Ήταν γρήγορο, ελαφρύ, αλλά ανίκανο να τρυ-
πήσει τη θωράκιση ενός εχθρικού άρματος, ενώ ταυτό­
χρονα το ίδιο ήταν πολύ ευάλωτο. Μόλις βγήκε από το
εργοστάσιο ήταν ήδη ξεπερασμένο. Αρχικά επρόκειτο
να είναι εκπαιδευτικό άρμα, αλλά η παραγωγή καθυ­
στέρησε· ο πόλεμος ήρθε γρηγορότερα απ’ το προβλε-
ERIC VUILLARD

πόμενο, οπότε χρειάστηκε να υπηρετήσει τη θητεία


του. Όσο για το Πάντσερ I, ήταν ένα πολύ μικρό άρμα,
χωρούσαν εκεί μέσα μόνο δύο άνδρες, καθισμένοι κα­
τευθείαν στο μεταλλικό πάτωμα, σαν δάσκαλοι γιό­
γκας. Ήταν υπερβολικά ευπρόσβλητο και ο οπλισμός
του πολύ μικρής ισχύος, από την άλλη ήταν όμως πολύ
φθηνό, όχι πολύ πιο ακριβό από ένα τρακτέρ.
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών απαγόρευε στους Γερ­
μανούς την κατασκευή αρμάτων, και έτσι οι γερμανι­
κές εταιρείες τα έφτιαχναν μέσα από εταιρείες-βιτρί-
νες στο εξωτερικό. Βλέπουμε πως η χρηματοοικονομι­
κή μηχανική χρησιμοποιείται ανέκαθεν για λίαν επιζή­
μιους σκοπούς. Και έτσι, στα κρυφά, η Γερμανία είχε
δημιουργήσει, απ’ ό,τι λεγόταν, μιαν εντυπωσιακή πο­
λεμική μηχανή. Αυτόν, λοιπόν, ακριβώς τον νέο στρα­
τό, αυτήν την υπόσχεση που είχε, επιτέλους, υλοποιη­
θεί και βγει στο φως της ημέρας, ήταν που όλοι οι Αυ­
στριακοί περίμεναν στην άκρη του δρόμου, εκείνη τη
12η Μαρτίου 1938. Οπότε πρέπει να ήταν κάπως ανή­
συχοι, κάπως νευρικοί κάτω από τον λαμπερό ουρανό.

Τότε ακριβώς είναι που ένα επουσιώδες γεγονός


μπλόκαρε την τρομερή γερμανική πολεμική μηχανή.
Υπήρχε αρχικά μια ολόκληρη γραμμή από τεθωρακι­
σμένα, σταματημένα στην άκρη του δρόμου. Ο Χίτλερ,
η Μερσεντές του οποίου αναγκάστηκε να παρεκκλίνει
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

από την πορεία της, τα κοίταξε με περιφρόνηση. Πιο


πέρα υπήρχαν και άλλα οχήματα του βαρέως πυροβο­
λικού, ακινητοποιημένα στη μέση του δρόμου· αλλά
παρά τις κόρνες και τις φωνές ότι έπρεπε να περάσει ο
Φύρερ, δεν γινόταν τίποτα, τα άρματα είχαν βγάλει ρί­
ζες. Ένα μοτέρ είναι κάτι το υπέροχο, αν το καλοσκε-
φτείς είναι ένα πραγματικό θαύμα. Λίγο καύσιμο, μια
σπίθα και ωπ! η πίεση αυξάνεται, σπρώχνει το έμβολο,
που προκαλεί την περιστροφή του στροφαλοφόρου άξο­
να και φύγαμε! Αλλά να, είναι απλό μόνο στα χαρτιά,
γιατί μόλις πάθει βλάβη, τι μπελάς! Δεν καταλαβαίνεις
γρυ. Πρέπει να βουτήξεις τα χέρια σου μέσα στα φρι­
χτά γράσα, να ξεβιδώσεις, να ξαναβιδώσεις... Αλλά
εκείνη τη 12η Μαρτίου 1938, παρά τον λαμπερό ήλιο,
έκανε ψοφόκρυο. Δεν ήταν, λοιπόν, αστείο να βγάλεις
την εργαλειοθήκη σου έξω, στην άκρη του δρόμου. Ο
Χίτλερ είναι έξαλλος, αυτή η μέρα που έπρεπε να είναι
ένδοξη, μια εκστρατεία αστραπιαία και καθηλωτική,
μετατρέπεται σε κυκλοφοριακή συμφόρηση. Αντί για
ταχύτητα, πήξιμο. Αντί για ζωηράδα, ασφυξία· αντί
για ορμή, μποτιλιάρισμα.
Στις μικρές πόλεις Αλτχάιμ, Ριντ, οι νεαροί Αυστρια­
κοί περιμένουν, σκορπισμένοι παντού στον δρόμο, με
πρόσωπα μπλαβισμένα από τον άνεμο. Μερικοί κλαί-
ν ε από το κρύο. Στο μεγάλο παζάρι των σταρ της
εποχής εκείνης, οι Γαλλίδες ήθελαν να ψωνίσουν στην

- 107 -
ERIC VUILLARD

Γκαλερί Λαφαγιέτ χον Τίνο Ρόσι και οι Αμερικανίδες να


χορέψουν σουίνγκ με τις επιτυχίες του Μπένι Γκούντμαν·
αλλά οι Αυστριακές δεν έδιναν δεκάρα τσακιστή για τον
Τίνο Ρόσι και τον Μπένι Γκούντμαν· αυτό που ζήτησαν
ήταν ο Αδόλφος Χίτλερ. Οπότε, στις εισόδους των χω­
ριών άκουγες κάθε τόσο να φωνάζουν: «Der Führer
kom m t!» Και μετά, αφού δεν έρχεται κανείς, άρχιζαν
πάλι να κουβεντιάζουν περί ανέμων και υδάτων.
Γιατί δεν ήταν μόνο μερικά μεμονωμένα τανκς που
είχαν πάθει βλάβη, δεν επρόκειτο απλώς για μερικά
σκόρπια μικρά τεθωρακισμένα εδώ κι εκεί, όχι, ήταν η
συντριπτική πλειονότητα των αρμάτων του ένδοξου
γερμανικού στρατού· και ο δρόμος τώρα είχε κλείσει
εντελώς. Α! είναι σαν κινηματογραφική κωμωδία: ένας
Φύρερ έξαλλος από θυμό, μηχανικοί που τρέχουν πά-
νω-κάτω στο οδόστρωμα, διαταγές που εκτοξεύονται
με φούρια σε αυτήν την τραχιά και υστερική γλώσσα
του Τρίτου Ράιχ. Κι έπειτα ένας στρατός, όταν ορμάει
καταπάνω σου, όταν παρελαύνει με τριάντα πέντε χι­
λιόμετρα την ώρα κάτω από τον λαμπερό ήλιο, σε αφή­
νει ενεό. Αλλά ένας στρατός που μένει στον δρόμο δεν
αξίζει τίποτα. Ένας στρατός που μένει στον δρόμο ε ί­
ναι η απόλυτη γελοιοποίηση. Ο στρατηγός άκουσε τα
σχολιανά του! Ουρλιαχτά, βρισιές· ο Χίτλερ τον θεωρεί
υπεύθυνο για το φιάσκο. Αναγκάστηκαν να απομακρύ­
νουν τα βαριά οχήματα, να ρυμουλκήσουν μερικά
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

τανκς, να σπρώξουν στην άκρη μερικά αυτοκίνητα,


ώστε να μπορέσει ο Φύρερ να περάσει. Όταν, επ ιτέ­
λους, έφτασε στο Λιντς, είχε ήδη πέσει η νύχτα.

Στο μεταξύ, κάτω από το παγωμένο φεγγάρι, τα γερ­


μανικά στρατεύματα φόρτωσαν στα γρήγορα πάνω σε
πλατφόρμες τρένου όσα περισσότερα τανκς μπορού­
σαν. Έφεραν, χωρίς αμφιβολία, ειδικούς από το Μό­
ναχο, μηχανοδηγούς και χειριστές γερανών. I<aL μετά
τα τρένα μετέφεραν τα τεθωρακισμένα, όπως θα μετέ­
φεραν τον εξοπλισμό ενός τσίρκου. Γιατί έπρεπε με κά­
θε τρόπο να είναι στη Βιέννη για τις επίσημες τελετές,
για το μεγάλο θέαμα! Π ρέπει να ήταν μια αλλόκοτη
σκηνή να βλέπεις αυτές τις τρομακτικές σιλουέτες, τα
τρένα αυτά να προχωρούν μέσα στη νύχτα, σαν νεκρο­
φόρες, να διασχίζουν την Αυστρία με το φορτίο τους
από ελαφρά τεθωρακισμένα και τανκς.
Τηλεφωνικές παρακολουθήσεις

ife

Στις 13 Μάρτιου, την επομένη του Άνσλους, οι βρετα­


νικές μυστικές υπηρεσίες έπεσαν πάνω σε μια παρά­
ξενη τηλεφωνική κωμωδία μεταξύ Αγγλίας και Γερμα­
νίας - «Κύριε Ρίμπεντροπ», παραπονιόταν ο Γκαίρινγκ,
που είχε αναλάβει τις τύχες του Ράιχ όσο ο Χίτλερ είχε
βγάλει φτερά για την πατρίδα του, «αυτή η ιστορία του
τελεσιγράφου, με το οποίο υποτίθεται πως απειλήσα­
με την Αυστρία, είναι ένα φριχτό ψέμα. Ο Ζάις-Ίνκβαρτ,
τον οποίο έφερε στην εξουσία η λαϊκή συναίνεση, ζη­
τάει τη βοήθειά μας. Αν ξέρατε πόσο βίαιο ήταν το κα­
θεστώς του Σούσνιγκ!» Μ ε τον Ρίμπεντροπ να απα­
ντάει: «EivaL αδιανόητο! Πρέπει να το μάθει ολόκλη­
ρος ο κόσμος». Η κουβέντα συνεχίστηκε στο ίδιο ύφος
για μισή ώρα τουλάχιστον. Φαντάσου τα μούτρα αυτών
που σημείωναν τούτες τις παράξενες φράσεις και που
πρέπει να είχαν την εντύπωση ότι βρέθηκαν ξαφνι­
κά στα παρασκήνια ενός θεάτρου. Έπειτα ο διάλογος
ÉRIC VUILLARD

ολοκληρώνεται. Ο Γκαίρινγκ μιλάει για τον θαυμάσιο


καιρό. Για τον γαλανό ουρανό. Για τα πουλιά. Είναι στο
μπαλκόνι του, λέει, και μπορεί να ακούσει στο ραδιό­
φωνο τον ενθουσιασμό των Αυστριακών. «Είναι κατα­
πληκτικό!» αναφωνεί ο Ρίμπεντροπ.
Επτά χρόνια αργότερα, στις 29 Νοεμβρίου 1945,
ακούστηκε και πάλι ο ίδιος διάλογος. Ήταν ο ίδιος λό­
γος, λιγότερο διατακτικός ίσως, πιο γραπτός· αλλά ήταν
ακριβώς οι ίδιες αναιδείς λέξεις, η ίδια χλευαστική αί­
σθηση . Αυτά γίνονται στη Νυρεμβέργη, στο διεθνές δι­
καστήριο. ΟΣίντνεϊ Άλντερμαν, που απήγγειλε για λο­
γαριασμό των Ηνωμένων Πολιτειών το κατηγορητήριο,
προκειμένου να τεκμηριώσει την κατηγορία της συνω­
μοσίας κατά της ειρήνης, βγάζει από τον φάκελό του
ένα μάτσο χαρτιά. Αυτή η συζήτηση μεταξύ Ρίμπεντροπ
και Γκαίρινγκ τού φαίνεται ιδιαίτερα διαφωτιστική·
ακούει κανείς εκεί ένα είδος «διπλής γλώσσας», λέει,
που έχει σκοπό να παραπλανήσει τα άλλα έθνη.
Ο Άλντερμαν ξεκίνησε, λοιπόν, την ανάγνωση. Δια­
βάζει τον μικρό διάλογο, όπως διαβάζει κανείς θεατρι­
κές ατάκες. Τόσο καλά που, μόλις πρόφερε το όνομα
του Γκαίρινγκ, κατονομάζοντας έτσι τον πρώτο από
τους δύο πρωταγωνιστές, ο αληθινός Γκαίρινγκ, στο
εδώλιο του κατηγορουμένου, έκανε να σηκωθεί. Αλλά
πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι δεν τον φώναζαν, ότι απλώς
θα υποδύονταν τον ίδιο μπροστά του και θα διάβαζαν
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

τον ρόλο του. Ο Άλντερμαν, μονότονα και βαριά, απήγ­


γειλε τη μικρή σκηνή.

Γκαίρινγκ: Κύριε Ρίμπεντροπ, όπως γνωρίζετε, ο


Φύρερ μού εμπιστεύθηκε τις τύχες του Ράιχ στο διάστη­
μα της απουσίας του. Ήθελα, λοιπόν, να σας ενημε­
ρώσω για το απέραντο κύμα χαράς που έχει πλημμυρί­
σει την Αυστρία, όπως άλλωστε μπορείτε να ακούσετε
και στο ραδιόφωνο.
Ρίμπεντροπ: Ναι, δεν είναι, πράγματι, καταπλη­
κτικό;
Γκαίρινγκ: Ο Ζάις-Ινκβαρτ φοβόταν ότι η χώρα θα
βυθιζόταν στον τρόμο ή θα οδηγούνταν σε εμφύλιο πό­
λεμο. Μας ζήτησε να σπεύσουμε εκεί, και διαβήκαμε
αμέσως τα σύνορα για να αποφευχθεί το χάος.

Αλλά αυτό που αγνοούσε ο Γκαίρινγκ εκείνη τη στιγ­


μή, στις 13 Μαρτίου 1938, είναι ότι κάποτε θα υπήρχε
πρόσβαση και σε πιο αληθοφανείς συζητήσεις του. Εί­
χε ζητήσει από τις ίδιες του τις υπηρεσίες να καταγρά­
ψουν τις πιο σημαντικές συζητήσεις του· ώστε να μπο­
ρέσει κάποια μέρα η Ιστορία να τις αξιοποιήσει. Ίσως
και να έγραφε στα γεράματά του τα δικά του Απομνη­
μονεύματα περίτου Γαλατικού Πολέμου, ποιος ξέρει; Και
θα μπορούσε τότε να στηριχτεί στις σημειώσεις που εί­
χαν γραφτεί στο φτερό κατά τις μεγάλες στιγμές της
ÉRIC VUILLARD

καριέρας του. Αγνοούσε, όμως, ότι αυτές οι σημειώ­


σεις, αντί να καταλήξουν πάνω στο γραφείο του, όταν
θα έβγαινε στη σύνταξη, θα έπεφταν στα χέρια ενός
εισαγγελέα, εδώ, στη Νυρεμβέργη. Με αποτέλεσμα να
ακουστούν και άλλες σκηνές, εκείνες που παίχτηκαν
μεταξύ Βερολίνου και Βιέννης, δύο μέρες νωρίτερα, τη
νύχτα της 11ης Μαρτίου, όταν πίστευε πως κανείς δεν
τον άκουγε, κανείς άλλος πέρα από τον Ζάις-Ίνκβαρτ
ή τονΝτομπρόφσκι, τον σύμβουλο της πρεσβείας που
έπαιζε ρόλο ενδιάμεσου και, φυσικά, εκείνον που κα­
τέγραφε για τις μέλλουσες γενιές τις τρομερές τους συ­
ζητήσεις. Δεν ήξερε ότι στην πραγματικότητα τον άκου-
γαν όλοι. Ω! όχι τη στιγμή που μιλούσε, όχι, αλλά τον
άκουγαν άνθρωποι από το μέλλον, πράγματι, από αυ­
τές τις μέλλουσες γενιές τις οποίες είχε βάλει στο μάτι.
Έτσι έγιναν τα πράγματα. Όλες οι συζητήσεις που έκα­
νε ο Γκαίρινγκ εκείνο το βράδυ είναι πλήρως ταξινομη­
μένες, διαθέσιμες. Γλίτωσαν ως εκ θαύματος από τις
βόμβες.

Γκαίρινγκ: Πότε πιστεύει ο Ζάις-Ίνκβαρτ ότι θα σχη­


ματίσει την κυβέρνησή του;
Ντομπρόφσκι: Στις 21:15.
Γκαίρινγκ: Αυτή η κυβέρνηση πρέπει να έχει σχημα­
τιστεί στις 19:30.
Ντομπρόφσκι: ...στις 19:30.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

Γκαίρινγκ: Ο Κέπλερ θα σας φέρει τα ονόματα. Ξέ­


ρετε ποιος πρέπει να γίνει υπουργός Δικαιοσύνης;
Ντομπρόφσκι: Ναι, ναι...
Γκαίρινγκ: Πείτε μου το όνομα...
Ντομπρόφσκι: Ο κουνιάδος σας, έτσι δεν είναι;
Γκαίρινγκ: Ακριβώς.

Και έτσι, όσο περνούν οι ώρες, ο Γκαίρινγκ υπαγο­


ρεύει την ημερήσια διάταξη. Βήμα βήμα. Και στις κο­
φτές φράσεις ακούγεται ο αυταρχικός τόνος της φω­
νής, η περιφρόνηση. Η μαφκ>ζικη πλευρά της υπόθε­
σης γίνεται ξαφνικά ολοφάνερη. Ούτε είκοσι λεπτά με­
τά τη σκηνή που μόλις διαβάσαμε, ο Ζάις-Ίνκβαρτ του
τηλεφωνεί. Ο Γκαίρινγκ τον προστάζει να ξαναπάει
στον Μίκλας και να του δώσει με σαφήνεια να καταλά­
βει ότι αν δεν τον διορίσει καγκελάριο πριν από τις επτά
και μισή, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο εισβολής στην
Αυστρία. Το πράγμα απέχει πολύ από την ευγενική συ­
ζήτηση μεταξύ Γκαίρινγκ και Ρίμπεντροπ, που απευ­
θυνόταν στους Αγγλους πράκτορες, απέχει πολύ από
την εικόνα απελευθέρωσης της Αυστρίας. Αλλά υπάρ­
χει ακόμα κάτι άξιο προσοχής· είναι η έκφραση που χρη­
σιμοποιεί ο Γκαίρινγκ, αυτή η απειλή εισβολής στην Αυ­
στρία. Συνδέει αμέσως κανείς μαζί της εικόνες τρομα­
κτικές. Αλλά πρέπει να ξανατυλίξουμε το νήμα για να
καταλάβουμε καλύτερα, πρέπει να ξεχάσουμε όσα
ÉRIC VUILLARD

πιστεύουμε πως γνωρίζουμε, πρέπει να ξεχάσουμε τον


πόλεμο, πρέπει να απαλλαγούμε από τις ειδήσεις εκεί­
νης της εποχής, από τα μοντάζ του Γκαίμπελς, από όλη
την προπαγάνδα του. Πρέπει να θυμόμαστε ότι εκείνη
τη στιγμή το Μπλίτσκριγκ δεν υπάρχει. Δεν είναι παρά
ένα μποτιλιάρισμα πάντσερ. Δεν είναι παρά μια τερά­
στιας έκτασης μηχανική βλάβη στις αυστριακές εθνι­
κές οδούς, δεν είναι τίποτα παραπάνω από ανθρώπινη
οργή, μια λέξη που βγήκε αργότερα από το μανίκι, όπως
μπλοφάρεις στο πόκερ. Και αυτό που εκπλήσσει σε αυ­
τόν τον πόλεμο είναι η ανήκουστη επιτυχία του θρά­
σους, ως προς το οποίο πρέπει να συγκρατήσουμε ένα
πράγμα: ότι ο κόσμος ενδίδει στην μπλόφα. Ότι ακόμα
και ο πιο σοβαρός, ο πιο ανυποχώρητος κόσμος, ακό­
μα και η παλιά τάξη πραγμάτων, έστω και αν δεν ενδί­
δει ποτέ στην απαίτηση για δικαιοσύνη, έστω και αν
δεν υποκύπτει ποτέ μπροστά στον λαό που εξεγείρε-
ται, υποκύπτει μπροστά στην μπλόφα.

Στη Νυρεμβέργη, ο Γκαίρινγκ άκουσε τον Άλντερ-


μαν να διαβάζει, με το πιγούνι στηριγμένο στη γροθιά
του. Κάθε τόσο χαμογελάει. Οι πρωταγωνιστές της σκη­
νής είναι όλοι μαζεμένοι στην ίδια αίθουσα. Δεν βρί­
σκονται πια άλλος στο Βερολίνο, άλλος στη Βιέννη και
άλλος στο Λονδίνο, κάθονται σε απόσταση μερικών μό­
νο μέτρων ο ένας απ’ τον άλλον: ο Ρίμπεντροπ με το
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

αποχαιρετιστήριο γεύμα του, ο Ζάις-Ίνκβαρτ με τη δω-


σιλογική δουλοπρέπειά του, ο Γκαίρινγκ με τις γκαν-
γκστερικές μεθόδους του. Κι εντέλει ο Άλντερμαν, για
να ολοκληρώσει το επιχείρημά του, επέστρεψε στις 13
Μαρτίου. Διάβασε το τέλος του μικρού διαλόγου. Το
διάβασε με αυτήν τη μονοτονία που του αφαιρούσε το
οποιοδήποτε κύρος και που τον επανατοποθετούσε εκεί
όπου ανήκε: στο επίπεδο μιας απλής μπαγαποντιάς.

Γκαίρινγκ: Ο καιρός είναι θαυμάσιος εδώ. Ο ουρα­


νός είναι γαλανός. Κάθομαι στο μπαλκόνι μου, στον
δροσερό αέρα, σκεπασμένος με μια κουβέρτα. Πίνω
καφέ. Τα πουλιά κελαηδούν. Μπορώ και ακούω από
το ραδιόφωνο τον ενθουσιασμό των Αυστριακών.
Ρίμπεντροπ: Είναι καταπληκτικό!

Τη στιγμή εκείνη, κάτω από το ρολόι, στο εδώλιο του


κατηγορουμένου, ο χρόνος σταματάει· κάτι γίνεται.
Ολόκληρη η αίθουσα στρέφεται προς το μέρος τους.
Όπως διηγείται ο Κεσέλ, ανταποκριτής της France^-Soir
στο δικαστήριο της Νυρεμβέργης, στο άκουσμα της λέ­
ξης «καταπληκτικό!», ο Γκαίρινγκ άρχισε να γελάει. Εν­
θυμούμενος αυτό το υπερβολικά παιγμένο επιφώνη­
μα, συναισθανόμενος, ίσως, πόσο αυτή η θεατρική
ατάκα βρισκόταν στους αντίποδες της μεγάλης Ιστο­
ρίας, της κοσμιότητάςτης, της ιδέας που συνηθίζουμε
ERIC VUILLARD

να έχουμε για τα μεγάλα γεγονότα, ο Γκαίρινγκ κοίτα­


ξε τον Ρίμπεντροπ και άρχισε να γελάει. Και τον Ρίμπε­
ντροπ τον έπιασε και αυτόν νευρικό γέλιο. Ενώπιον του
διεθνούς δικαστηρίου, μπροστά σε αυτούς που θα τους
δίκαζαν, μπροστά στους δημοσιογράφους όλου του κό­
σμου, δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα γέλια τους,
εν μέσω ερειπίων.
Το φροντιστήριο των αξεσουάρ

ife

Η αλήθεια είναι σκορπισμένη σε κάθε είδους σκόνη.


Έτσι, πολύ πριν να πάρει το όνομα Άντερς, Άλλος, ο
Γερμανός διανοούμενος Γκύντερ Στερν, αυτοεξόριστος
στις Ηνωμένες Πολιτείες, φτωχός, Εβραίος, αναγκα­
σμένος να ζει από δουλειές του ποδαριού, έχοντας γί­
νει, περασμένα σαράντα, φροντιστής, εργάζεται στο
Hollywood C u stom Palace, του οποίου οι αίθουσες
κρύβουν εντός τους όλο το ενδυματολογικό παρελθόν
των ανθρώπων. Γιατί το Hollywood Custom Palace νοι­
κιάζει κοστούμια, νοικιάζει για τον κινηματογράφο τα
ρούχα της Κλεοπάτρας ή του Δαντόν, τα ρούχα των ζο­
γκλέρ του Μεσαίωνα ή των αστών του Καλαί. Όλα τα
βρίσκεις στο Hollywood Palace, όλο το ενδυματολόγιο
της ανθρωπότητας, ένα θαυμαστό τίποτα, ψίχουλα δό­
ξας σκορπισμένα στα ράφια, παρωδίες αναμνήσεων.
Εδώ αποθηκεύονται τα ξύλινα σπαθιά, τα χαρτονένια
στέμματα, οι χάρτινοι τοίχοι. Είναι όλα ψεύτικα. Το
ÉRIC VUILLARD

κάρβουνο στον γιακά του ανθρακωρύχου, τα φθαρμέ­


να γόνατα στο παντελόνι του ζητιάνου, το αίμα στον
λαιμό του κατάδικου. Η Ιστορία είναι θέαμα. Στο Hol­
lywood Palace συναντάς όλα όσα υπήρξαν: τα ρούχα
των πρωτομαρτύρων έχουν απλωθεί και στεγνώνουν
στο ίδιο σκοινί με τις τηβέννους των πατρικίων. Δεν
υπάρχει διαχωρισμός. Λένε πως οι εικόνες, ο κινημα­
τογράφος, οι φωτογραφίες, δεν είναι ο κόσμος - δεν εί­
μαι και τόσο σίγουρος γ ι’ αυτό. Έτσι, οι όροφοι του κτι­
ρίου, όπου συσσωρεύονται οι εποχές, δίνουν μιαν αί­
σθηση παραλόγου ή τρέλας. Είναι σαν να βρισκόμα­
σταν στην καρδιά του μεγαλείου, αλλά στριμωγμένοι,
ζαρωμένοι, σαν η σκόνη να ήταν πούδρα, η φθορά ψευ­
δαίσθηση , η βρωμιά μακιγιάζ και το φαίνεσθαι η αλή­
θεια των πραγμάτων. Αλλά το να ’χεις μαζεμένη την
ανθρωπότητα ολόκληρη είναι τεράστια υπερβολή. Και
το Hollywood Palace στοιβάζει υπερβολικά πολλά ρού­
χα, συγκεντρώνει υπερβολικά πολλές παραλλαγές, συσ­
σωρεύει υπερβολικά πολλές εποχές. Βρίσκεις εκεί τις
φτηνιάρικες ρωμαϊκές πτυχώσεις, τον Αιγύπτιο μαϊ­
μού, τον Βαβυλώνιο μούφα, τον Έλληνα μάρκα μ ’ έκα­
ψες· αλλά και όλες τις εκδοχές περιζώματος και παρεό,
το πολύχρωμο σάρι των γυναικών της Γκουτζαράτ, το
μεταξωτό baluchari της Βεγγάλης, τα ελαφρά βαμβα­
κερά του Ποντίσερι· βρίσκεις επίσης όλα τα μαλαισια-
νά σαρόνγκ, όλα τα αμάνικα με άνοιγμα για το κεφά­
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

λι, πόντσο, καζάκες, paenuiae· τα πρώτα ενδύματα με


μανίκια, τουνίκ, μπλούζες και πουκάμισα, το καφτά­
νι, τα δέρματα ζώων της προϊστορίας και όλους τους
προγόνους του παντελονιού. To Hollywood Palace εί­
ναι η σπηλιά των θαυμάτων. Φυσικά, η δουλειά εκεί
δεν είναι αξιοζήλευτη, να διπλώνεις τα ρούχα του νε­
κρού Πάντσο Βίγια, να ισιώνεις την κολαρίνα της Μα­
ρίας Στιούαρτ, να ξαναβάζεις στη θέση του, στο ράφι,
το καπέλο του Ναπολέοντα. Αλλά και τι μεγάλο προ­
νόμιο: να είσαι φροντιστής της Ιστορίας.
Στο ημερολόγιό του, ο Γκύντερ Στερν το τονίζει: εκεί
υπάρχουν όλα τα ρούχα, ακόμα και αυτά που έντυσαν
τις μαϊμούδες των τσίρκων ή τα σκυλάκια της Ντοβίλ·
από το φύλλο συκής του Αδάμ μέχρι τις μπότες των
Ες-Α, τα βρίσκεις όλα. Αλλά αυτό που εκπλήσσει πιο
πολύ, δεν είναι ότι βρίσκεις εκεί κάθε πιθανή ενδυμα­
σία στον κόσμο, είναι ότι έβρισκες ήδη τότε τις στολές
των ναζί. Και η ειρωνεία του πράγματος, όπως σημειώ­
νει ο Γκύντερ Στερν, είναι ότι ένας Εβραίος γυαλίζει τις
μπότες τους. Γιατί πρέπει κάποιος να τα συντηρήσει
όλα αυτά τα παλιόρουχα! Και όπως κι οποιοσδήποτε
άλλος υπάλληλος του Hollywood P alace, ο Γκύντερ
Στερν πρέπει να γυαλίσει τις μπότες των ναζί με την
ίδια ευσυνειδησία που βουρτσίζει τους κοθόρνους των
μονομάχων ή τα σανδάλια των Κινέζων. Εδώ τα αληθι­
νά δράματα δεν έχουν θέση, τα κοστούμια πρέπει να
ÉRIC VUILLARD

είναι έτοιμα για τα γυρίσματα, για τη μεγάλη σκηνο­


θεσία του κόσμου. Και θα είναι έτοιμα· και είναι αυθε­
ντικότερα του αυθεντικού, πιο εγγυημένα και απ’ αυ­
τά που βρίσκονται στα μουσεία· πιστά αντίγραφα από
τα οποία δεν λείπει ούτε ένα κουμπί, ούτε μια κλωστή,
και τα οποία, όπως και στα ράφια των μαγαζιών, υπάρ­
χουν για κάθε σωματική διάπλαση. Αλλά αυτά τα ρού­
χα δεν πρέπει να είναι απλώς πιστά αντίγραφα, πρέπει
να είναι επίσης φθαρμένα, τρυπημένα, λερωμένα. Ε
ναι, ο κόσμος δεν είναι επίδειξη μόδας και ο κινημα­
τογράφος πρέπει να σε πλανεύει. Πρέπει, λοιπόν, να
συντηρήσεις ψεύτικα σκισίματα, ψεύτικους λεκέδες,
ψεύτικη σκουριά. Πρέπει να δίνεις την εντύπωση ότι ο
χρόνος έχει περάσει.
Οπότε, πολύ πριν πραγματοποιηθεί η Μάχη του Στά-
λινγκραντ, πριν καταστρωθεί το σχέδιο Μπαρμπαρό-
σα, πριν ακόμα επινοηθεί και αποτελέσει απόφαση-
πριν τη Μάχη της Γαλλίας, πριν ακόμα περάσει από το
μυαλό των Γερμανών να την ξεκινήσουν, ο πόλεμος ε ί­
ναι ήδη εκεί, στα ράφια του θεάματος. Η μεγάλη αμε­
ρικανική μηχανή μοιάζει να έχει ήδη καταπιαστεί με
την τεράστια αντάρα του. Θα αφηγηθεί τον πόλεμο μό­
νο από την πλευρά του ηρωισμού. Θα τον μετατρέψει
σε έσοδα. Σε κινηματογραφικό θέμα. Σε κερδοφόρα
επιχείρηση. Σε τελική ανάλυση, δεν είναι ούτε τα πά­
ντσερ, ούτε τα στούκας, ούτε «το όργανό του Στάλιν»
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

που αναπλάθουν τα πράγματα και τα αναμορφώνουν


και τα στραπατσάρουν. Όχι. Εκεί κάτω είναι, σ’ εκ εί­
νη την αποδοτική Καλιφόρνια, στις ορθές γωνίες των
λεωφόρων, ανάμεσα σε ένα ντόνατ κι ένα βενζινάδικο,
που ο πλούτος της ύπαρξής μας περιορίζεται στις συλ­
λογικές βεβαιότητες. Εκεί πέρα είναι, στα πρώτα σού­
περ μάρκετ, μπροστά στις πρώτες τηλεοράσεις, μετα­
ξύ τοστιέρας και αριθμομηχανής που δόθηκε ο αληθι­
νός ρυθμός αφήγησης του κόσμου, ρυθμός που εντέ-
λει θα υιοθετηθεί και από τον ίδιο τον κόσμο.
Ενώ, λοιπόν, ο Φύρερ ήταν ακόμα στις προετοιμα­
σίες της επίθεσης που θα έκανε κατά της Εαλλίας, ενώ
το επιτελείο του ήταν κολλημένο ακόμα στο παλιό σχέ­
διο Σλίφεν και ενώ οι μηχανικοί του πάσχιζαν ακόμα να
επισκευάσουν τα πάντσερ τους, το Χόλλυγουντ είχε ήδη
τοποθετήσει τις στολές τους στα ράφια του παρελθό­
ντος. Ήταν κρεμασμένες στις ντουλάπες των αρχειοθε­
τημένων υποθέσεων ή διπλωμένες και στοιβαγμένες
στο ράφι με τις παλιατσαρίες. Ναι, πολύ πριν αρχίσει ο
πόλεμος, ενώ ο Αεμπρέν, τυφλός και κουφός, υπογρά­
φει τα διατάγματα περί λαχείων, ενώ ο Χάλιφαξ το παί­
ζει συνεργός και ενώ ο σαστισμένος αυστριακός λαός
νομίζει ότι βλέπει το πεπρωμένο του στη σιλουέτα ενός
τρελού, οι στρατιωτικές στολές των ναζί βρίσκονται ήδη
αποθηκευμένες στο φροντιστήριο των αξεσουάρ.

- 123
Η μελωδία της ευτυχίας
)fe

Στις 15 Μαρτίου, μπροστά στο αυτοκρατορικό παλά­


τι, σε όλη την έκταση της πλατείας, μέχρι και πάνω
στον μεγάλο έφιππο ανδριάντα του Καρόλου της Αυ­
στρίας, το πλήθος, το δύσμοιρο αυστριακό πλήθος,
πάνω στο οποίο ασέλγησαν, που το κακοποίησαν, εντέ-
λει όμως με τη συναίνεσή του, ήρθε να ζητωκραυγά­
σει. Αν ανασηκώσει κανείς τα οικτρά κουρέλια της Ιστο­
ρίας, βρίσκει αυτό: την ιεραρχία απέναντι στην ισότη­
τα και την τάξη απέναντι στην ελευθερία. Έτσι, αυτό
το τεράστιο πλήθος, παραπλανημένο από μιαν ευτε­
λή και επικίνδυνη ιδέα για το έθνος, χωρίς μέλλον, μα­
ταιωμένο από μια προηγούμενη ήττα, τεντώνει το χέ­
ρι ψηλά. Εκεί, στο μπαλκόνι του παλατιού της Σίσι, με
φωνή τρομερά παράξενη, λυρική, εκφοβιστική, ολο­
κληρώνοντας την ομιλία του με μια βραχνή και δυσά­
ρεστη κραυγή, στέκεται ο Χίτλερ. Ωρύεται σε κάτι γερ­
μανικά αρκετά παρόμοια με τη γλώσσα που επινόησε
ÉRIC VUILLARD

αργότερα ο Τσάπλιν, που είναι φτιαγμένη από κατά-


ρες και στην οποία διακρίνονται μόνο κάποιες σκόρ­
πιες λέξεις, «πόλεμος», «Ε βρα ίοι», «κόσμος». Στο
άκουσμά τους το πλήθος κραυγάζει, είναι αμέτρητο.
Ο Φύρερ έχει μόλις ανακοινώσει επίσημα το Άνσλους
από το μπαλκόνι. Ζητωκραυγάζουν με τέτοια ομοψυ­
χία, τέτοια δύναμη, τέτοιον αυθορμητισμό, που μπο­
ρεί κανείς να αναρωτηθεί αν είναι πάντα το ίδιο πλή­
θος που ακούγεται στα επίκαιρα εκείνης της περιόδου,
η ίδια μπάντα ήχου. Γιατί είναι ταινίες αυτό που βλέ­
πουμε, είναι ταινίες ειδήσεων ή προπαγάνδας που μας
παρουσιάζουν αυτήν την ιστορία, αυτές είναι που δια­
μόρφωσαν την προσωπική μας γνώση· και όλα όσα σκε­
φτόμαστε υποτάσσονται σε αυτό το ομοιογενές σκηνι­
κό στο φόντο.
Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Δεν ξέρουμε πια ποιος μι­
λάει. Οι ταινίες εκείνης της εποχής μάς έκαναν απί­
στευτα μάγια και έγιναν οι αναμνήσεις μας. Ο παγκό­
σμιος πόλεμος και τα προμηνύματά του ενσωματώθη­
καν σε αυτήν την ατέλειωτη ταινία, όπου δεν ξεχωρί­
ζεις πια την αλήθεια από το ψ έμα. Και αφού το Ράιχ
προσέλαβε περισσότερους σκηνοθέτες, μοντέρ, καμε-
ραμέν, ηχολήπτες, τεχνικούς από κάθε άλλο πρωτα­
γωνιστή αυτού του δράματος, μπορούμε να πούμε ότι,
μέχρι την είσοδο των Ρώσων και των Αμερικανών στον
πόλεμο, τις εικόνες του πολέμου που διαθέτουμε τις
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

έχει σκηνοθετήσει άπαξ διά παντός ο Γιόζεφ Γκαί-


μπελς. Η Ιστορία ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας
ως μια ταινία του Γιόζεφ Γκαίμπελς. Είναι εκπληκτι­
κό. Τα γερμανικά επίκαιρα γίνονται το πρότυπο της μυ­
θοπλασίας. Έτσι, το Άνσλους δείχνει τεράστια επιτυ­
χία. Αλλά, προφανώς, οι ζητωκραυγές είχαν προστε­
θεί στις εικόνες· υπάρχει, όπως λέμε, εκ των υστέρων
συγχρονισμός. Και μπορεί, μάλιστα, εκείνες οι απί­
στευτες επευφημίες που εκδηλώνονταν σε κάθε εμφά­
νιση του Φύρερ να μην είναι ποτέ αυτές που ακούμε
εμείς.
Τις ξαναείδα αυτές τις ταινίες. Φυσικά, ας μη γελιό­
μαστε, είχαν φέρει εκεί μέλη του ναζιστικού κόμματος
απ’ όλη την Αυστρία, είχαν συλλάβει τους αντιτιθέμε-
νους, όπως και τους Εβραίους, επρόκειτο για πλήθος
διαλεγμένο, εκκαθαρισμένο· ωστόσο βρίσκονται πράγ­
ματι εκεί οι Αυστριακοί, δεν πρόκειται για ψεύτικο πλή­
θος. Βρίσκονται πράγματι εκεί αυτές οι χαρούμενες κο­
πέλες με τις ξανθιές πλεξούδες, κι εκείνο το χαμογελα­
στό ζευγαράκι που ξελαρυγγιάζεται - α, όλα αυτά τα
χαμογέλα! Αυτές οι χειρονομίες! Τα σημαιάκια που κυ­
ματίζουν καθώς περνάει η πομπή! Δεν ακούστηκε ού­
τε μία τουφεκιά. Τι θλίψη!

Κι όμως, δεν έγιναν όλα όπως τα είχαν προβλέψει·


Και «ο καλύτερος στρατός του κόσμου» είχε μόλις
ÉRIC VUILLARD

δείξει ότι δεν ήταν ακόμα τίποτα παραπάνω από ένα


σύμφυρμα μετάλλων, μια κούφια λαμαρίνα. Εντού­
τοις, παρά την έλλειψη προετοιμασίας, παρά τον ελατ­
τωματικό εξοπλισμό, αν και δεν είχε περάσει καιρός
που το ζέπελιν «Χίντενμπουργκ» είχε εκραγεί πριν από
την προσγείωσή του στο Νιου Τζέρσεϋ και που τριάντα
πέντε επιβάτες είχαν βρει τον θάνατο, αν και οι περισ­
σότεροι από τους στρατηγούς της Αουφτβάφε είχαν
ακόμα πολλά να μάθουν για την πολεμική αεροπορία,
αν και ο Χίτλερ είχε κρατήσει για τον εαυτό του την αρ­
χηγία του στρατού, χωρίς να έχει καμία σχετική εμπει­
ρία, τα επίκαιρα αυτής της περιόδου δίνουν την εντύ­
πωση μιας αδυσώπητης πολεμικής μηχανής. Βλέπου­
με σε αυτά, σε πλάνα έντεχνα καδραρισμένα, να κ ι­
νούνται τα γερμανικά τεθωρακισμένα εν μέσω ενός χα­
ρούμενου πλήθους. Ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι
είχαν μόλις πάθει τεράστιες βλάβες; Ο γερμανικός στρα­
τός μοιάζει να προχωράει στον δρόμο της νίκης, μιας
πολύ εύκολης νίκης στρωμένης με λουλούδια και χα­
μογέλα. Ο Σουητώνιος διηγείται ότι ο Καλιγούλας, ο
Ρωμαίος αυτοκράτορας, είχε κι αυτός μετακινήσει τις
λεγεώνες του στον Βορρά, και ότι σε μια στιγμή αμφι­
ταλάντευσης ή έκστασης είχε βάλει τους άνδρες του σε
γραμμή μπροστά στη θάλασσα και τους είχε διατάξει
να μαζέψουν κοχύλια. Ε, λοιπόν, κοιτάζοντας τα γαλ­
λικά επίκαιρα, αποκομίζει κανείς την εντύπωση ότι οι
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

Γερμανοί στρατιώτες πέρασαν τη μέρα τους συλλέγο-


ντας χαμόγελα.

Μερικές φορές φαίνεται ότι αυτό που μας συμβαίνει


είναι γραμμένο σε εφημερίδα που κυκλοφόρησε εδώ
και καιρό· ότι είναι ένα κακό όνειρο που έχουμε δει.
Έτσι, μόλις έξι μήνες αργότερα, έξι μήνες μετά το Άν-
σλους, στις 29 Σεπτεμβρίου 1938, βρισκόμαστε στο
Μόναχο για την περίφημη Συμφωνία. Και σαν να μπο­
ρούσαν έτσι να σταματήσουν οι ορέξεις του Χίτλερ, ξε­
πουλάνε την Τσεχοσλοβακία. Οι γαλλικές και αγγλικές
αντιπροσωπείες πηγαίνουν στη Γερμανία. Τυγχάνουν
καλής υποδοχής. Στο μεγάλο χωλ, ο πολυέλαιος κου­
δουνίζει, τα κρεμαστά κρύσταλλα, σαν καμπανάκια
που τα πηγαινοφέρνει ο αέρας, παίζουν την αιθέρια
παρτιτούρα τους πάνω από τους μπαμπούλες. Οι ομά­
δες του Νταλαντιέ και του Τσάμπερλεν προσπαθούν,
μέσω μιας γκροτέσκας αναμέτρησης, να αποσπάσουν
από τον Χίτλερ γελοίες υποχωρήσεις.
Συχνά ψέγουμε την Ιστορία, ισχυριζόμαστε ότι βά­
ζει τους υπαίτιους των δοκιμασιών μας να παίρνουν
πόζα. Δεν θα μας έδειχνε ποτέ το λιγδιάρίκο στρίφω­
μα , το κιτρινισμένο τραπεζομάντιλο, το απόκομμα του
μπλοκ επιταγών, τον λεκέ από τον καφέ.Θα μας έδειχνε
ÉRIC VUILLARD

την καλή πλευρά των γεγονότων. Κι όμως, αν κοιτά­


ξουμε καλά τη φωτογραφία στην οποία βλέπουμε τον
Τσάμπερλεν και τον Νταλαντιέ, στο Μόναχο, ακριβώς
πριν υπογράψουν, δίπλα στον Χίτλερ και στον Μου-
σολίνι, οι πρωθυπουργοί της Αγγλίας και της Γαλλίας
φαίνεται να έχουν χάσει την υπερβολική σιγουριά τους.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, υπογράφουν. Αφού πρώτα έχουν
διασχίσει τους δρόμους του Μονάχου υπό τις ζητωκραυ­
γές ενός τεράστιου πλήθους, που τους υποδεχόταν με
ναζιστικούς χαιρετισμούς, υπογράφουν. Και τους βλέ­
πουμε, τον έναν, τον Νταλαντιέ, με το καπέλο στο κε­
φάλι, κάπως αμήχανο, να κουνάει χαζοχαρούμενα το
χέρι, τον άλλο, τον Τσάμπερλεν, με το hat στο χέρι, να
χαμογελάει πλατιά. Αυτός ο ακαταπόνητος ειρηνοποιός,
όπως τον αποκαλούν στον Τύπο της εποχής, ανεβαίνει
τα σκαλοπάτια του μεγάρου, αποθανατισμένος μια για
πάντα ασπρόμαυρα, ανάμεσα σε δύο σειρές στρατιώ­
τες ναζί.
Τη στιγμή εκείνη ο σχολιαστής, έμπλεος έμπνευσης,
λέει με έρρινη φωνή ότι οι τέσσερις ηγέτες, ο Νταλα­
ντιέ, ο Τσάμπερλεν, οΜουσολίνι και ο Χίτλερ, παρακι­
νούμενοι από την κοινή βούληση για ειρήνη, ποζάρουν
για τις επόμενες γενιές. Η Ιστορία επιστρέφει αυτά τα
σχόλια μαζί με όλη τους την αξιοθρήνητη ασημαντότη-
τα και καθιστά εκ προοιμίου θλιβερά αναξιόπιστες όλες
τις μελλοντικές ειδήσεις. Είπαν πως στο Μόναχο γεν­
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

νήθηκαν τεράστιες ελπίδες. Όσοι τα λένε αυτά αγνοούν


το νόημα των λέξεων. Μιλούν τη γλώσσα του παραδεί­
σου, όπου, όπως λένε, όλες οι λέξεις είναι ισάξιες. Λί­
γο αργότερα, ο Εντουάρ Νταλαντιέ, έπειτα από μερι­
κές νότες μουσικής, μιλάει στο Radio Paris, σε μήκος
κύματος δεκαέξι χιλιάδων εκατόν σαράντα οκτώ μ έ­
τρων στα μακρά. Είναι πεπεισμένος ότι έσωσε την ει­
ρήνη στην Ευρώπη, αυτό τουλάχιστον μας λέει. Δεν το
πιστεύει καθόλου. «Αχ! Και να ήξεραν οι βλαμμένοι!»
λένε ότι ψιθυρίζει κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο,
μπροστά στο πλήθος που τον ζητωκραυγάζει. Σε αυτόν
τον αχταρμά της αθλιότητας, όπου προετοιμάζεται ήδη
το έδαφος για τα χειρότερα δεινά, επικρατεί ένα μυ­
στηριώδες κλίμα σεβασμού προς το ψ έμα. Τα τεχνά­
σματα ισοπεδώνουν την πραγματικότητα· και οι δηλώ­
σεις των αρχηγών των κρατών μας θα παρασυρθούν σε
λίγο σαν τσίγκινη στέγη σε ανοιξιάτικη θύελλα.
Οι νεκροί

Για να επισημοποιηθεί η προσάρτηση της Αυστρίας,


οργανώθηκε ένα δημοψήφισμα. Συνελήφθησαν όσοι
ενάντιοι είχαν απομείνει. Οι ιερείς κάλεσαν από άμβω-
νος τον κόσμο να ψηφίσει υπέρ των ναζί, και οι εκκλη­
σίες στολίστηκαν με σημαίες με αγκυλωτούς σταυρούς.
Ακόμα και ο πρώην αρχηγός των Σοσιαλδημοκρατών
κάλεσε τον κόσμο να ψηφίσει ναι. Δεν υπήρξε σχεδόν
καμία φωνή διαφωνίας. Οι Αυστριακοί ψήφισαν σε πο­
σοστό 99,75% υπέρ της προσάρτησης στο Ράιχ. Και ενώ
οι είκοσι τέσσερις τύποι της αρχής αυτής της ιστορίας,
οι βαρόνοι της μεγάλης γερμανικής βιομηχανίας, μ ε­
λετούσαν ήδη τον τεμαχισμό της χώρας, ο Χίτλερ έκα­
νε, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε, θριαμ­
βευτική περιοδεία στην Αυστρία. Με την ευκαιρία αυ­
τής της συγκλονιστικής επανασύνδεσης, επευφημήθη­
κε παντού.
Εντούτοις, ακριβώς πριν από το Ανσλους, έγιναν
ÉRIC VUILLARD

πάνω από χίλιες επτακόσιες αυτοκτονίες σε μία μόνο


εβδομάδα. Πολύ γρήγορα, το να ανακοινώνει ο Τύπος
μια αυτοκτονία θα αποτελεί πράξη αντίστασης. Μερι­
κοί δημοσιογράφοι θα τολμούν ακόμα να γράφουν
«ξαφνικός θάνατος»· τα αντίποινα θα τους αναγκάσουν,
όμως, σύντομα να σωπάσουν. Θα αναζητηθούν άλλες
γενικές διατυπώσεις, χωρίς συνεπακόλουθα. Έτσι, ο
αριθμός εκείνων που έβαλαν τέλος στη ζωή τους παρα­
μένει άγνωστος και τα ονόματά τους αγνοούνται. Την
επομένη της προσάρτησης μπορούσε ακόμα κανείς να
βρει στη Neue Freie Presse τέσσερις νεκρολογίες: «Στις
12 Μαρτίου, το πρωί, η Άλμα Μπίρο, δημόσιος υπάλ­
ληλος, 40 ετών, έκοψε τις φλέβες της με ξυράφι και με­
τά άνοιξε το υγραέριο. Την ίδια στιγμή, ο συγγραφέας
ΚαρλΣλέσινγκερ, 49 ετών, αυτοπυροβολήθηκε με μια
σφαίρα στον κρόταφο. Μια νοικοκυρά, η Έλεν Κούνερ,
69 ετών, αυτοκτόνησε επίσης. Το μεσημέρι, ο Λέοπολντ
Μπίεν, δημόσιος υπάλληλος, 36 ετών, πήδηξε από το
παράθυρο. Τα κίνητρα της πράξης του είναι άγνωστα».
Αυτή η κοινότοπη σημείωση στο τέλος αποτελεί αίσχος.
Γιατί την 13η Μαρτίου κανείς δεν μπορεί να αγνοεί τα
κίνητρά τους. Κανείς. Δεν πρέπει, άλλωστε, να μιλά­
με για κίνητρα αλλά για μία και μόνη αιτία.
Η Άλμα, ο Καρλ, ο Λέοπολντ ή η Έλεν είδαν ίσως
από το παράθυρό τους εκείνους τους Εβραίους που τους
έσερναν στους δρόμους. Τους ήταν αρκετό να διακρί­
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

νουν αυτούς των οποίων είχαν ξυρίσει τα κεφάλια, για


να καταλάβουν. Τους ήταν αρκετό να διακρίνουν εκεί­
νο τον άνδρα στου οποίου το ινίο οι περαστικοί είχαν
σχεδιάσει έναν σταυρό σε σχήμα τεσσάρων ταυ, τον
σταυρό των σταυροφόρων, και τον οποίο φορούσε ακό­
μα, μία ώρα πριν, ο καγκελάριος Σούσνιγκ στο πέτο
του σακακιού του. Ήταν, μάλιστα, αρκετό να τους το
έχει πει κάποιος, να το έχουν μαντέψει, να το έχουν δι­
αισθανθεί, να το έχουν φανταστεί πριν ακόμα συμβεί.
Ήταν αρκετό να κοιτάξουν τους ανθρώπους να χαμο­
γελούν για να καταλάβουν.
Και λίγο μετράει αν εκείνο το πρωί η Έλεν είδε ή όχι,
ανάμεσα στο ωρυόμενο πλήθος, τους Εβραίους καθι­
σμένους ανακούρκουδα, στα τέσσερα, αναγκασμένους
να καθαρίζουν τα πεζοδρόμια κάτω από το κοροϊδευ­
τικό βλέμμα των περαστικών. Λίγο μετράει αν υπήρξε
ή όχι μάρτυρας αυτών των ελεεινών σκηνών όπου τους
ανάγκαζαν να βόσκουν στο γρασίδι. Ο θάνατός της φα­
νερώνει απλώς αυτό που ένιωσε, τη μεγάλη δυστυχία,
την αποκρουστική αλήθεια, την απέχθειά της για έναν
κόσμο που είδε να ξεδιπλώνεται σε όλο του το φονικό
μεγαλείο. Γιατί, κατά βάθος, το έγκλημα ήταν ήδη εκεί,
στα σημαιάκια, στα χαμογέλα των νεαρών κοριτσιών,
σε ολόκληρη εκείνη την εκμαυλισμένη άνοιξη. Και
μέχρι και στα γέλια, σε αυτήν την ιερή μανία, η Έλεν
Κούνερ πρέπει να αισθάνθηκε το μίσος και την ηδονή.
ÉRIC VUILLARD

Πρέπει να διέκρινε -υπό την επήρεια μιας αιφνίδιας,


βίαιης παρόρμησης-, πίσω από αυτές τις χιλιάδες σι-
λουέτες και τα χιλιάδες πρόσωπα, τα εκατομμύρια αιχ­
μαλώτων των στρατοπέδων. Και προμάντεψε, πίσω από
τη δυσοίωνη τούτη ευφροσύνη, το λατομείο γρανίτη
του Μαουτχάουζεν. Και είδε, τότε, ως μόνη λύση τον
θάνατο. Στο χαμόγελο των κοριτσιών της Βιέννης, στις
12 Μαρτίου 1938, εν μέσω των κραυγών του πλήθους,
μέσα στη γλυκιά μυρωδιά των μυοσωτίδων, στην καρ­
διά αυτής της παράξενης ευθυμίας, όλης αυτής της ζέ­
σης, πρέπει να αισθάνθηκε μαύρη θλίψη.
Σερπαντίνες, κομφετί, σημαιάκια. Τι απέγιναν αυ­
τές οι κοπέλες οι τρελές από ενθουσιασμό, τι απέγινε
το χαμόγελό τους; Η ξεγνοιασιά τους; Τα τόσο ειλικρι­
νή, τόσο χαρούμενα πρόσωπά τους! Όλη αυτή η αγαλ­
λίαση του Μαρτίου του 1938; Αν κάποια απ’ αυτές ανα­
γνωρίσει σή μερα τον εαυτό της ξαφνικά στην οθόνη, τι
θα σκεφτεί; Η αληθινή σκέψη μένει πάντα κρυφή, από
τις απαρχές του κόσμου. Σκεφτόμαστε αποσπασματι­
κά, κλεισμένοι σε γυάλα. Εκεί μέσα η ζωή κυλάει αρ­
γά, υπόγεια, σαν τους χυμούς στα δέντρα. Αλλά τώρα
που οι ρυτίδες έσκαψαν το στόμα της, έκαναν τα βλέ­
φαρά της να ιριδίσουν, έκαναν τη φωνή της να σιγήσει
- με το βλέμμα να περιπλανιέται στην επιφάνεια των
πραγμάτων, κάπου ανάμεσα στην τηλεόραση που προ­
βάλλει εικόνες αρχείου και στο γιαούρτι, ενώ η νοσο­

- 13S -
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

κόμα κάνει αυτά που έχει να κάνει γύρω της χωρίς να


έχει ιδέα πια γι’ αυτά, πολύ μακριά από τον Παγκόσμιο
Πόλεμο, καθώς οι γενιές διαδέχονται η μία την άλλη,
όπως αλλάζουν οι σκοπιές μέσα στη σκοτεινή νύχτα -
πώς να ξεχωρίσεις τη νιότη που έζησες, το φρουτένιο
άρωμα, εκείνο το τρομακτικό σφρίγος, από τη φρίκη;
Δεν το ξέρω. Και στον οίκο ευγηρίας, μέσα στην ενο­
χλητική μυρωδιά αιθέρα και βάμματος ιωδίου, εύθραυ­
στη σαν πουλάκι, αυτή η γριά παιδούλα με το ζαρωμέ­
νο δέρμα που βλέπει τον εαυτό της στην ταινιούλα,
στην κρύα ορθογώνια τηλεόραση, αυτή που είναι ακό­
μα ζωντανή, μετά τον πόλεμο, τα ερείπια, την αμερι­
κανική ή τη ρωσική κατοχή, με τις παντόφλες της να
τρίζουν στο λινόλεουμ, τα χλιαρά, γεμάτα στίγματα χέ­
ρια της να πέφτουν αργά από τα μπράτσα της πολυθρό­
νας ρατάν όταν η νοσοκόμα ανοίγει την πόρτα, να ανα­
στενάζει, άραγε, κάποιες φορές, καθώς βγάζει τις οδυ­
νηρές αναμνήσεις από τη φορμόλη;
Η Άλμα Μ πίρο, ο Καρλ Σλέσινγκερ, ο Λέοπολντ
Μπίεν και η Έλεν Κούνερ δεν έζησαν τόσο πολύ. Πριν
να πηδήξει από το παράθυρο, στις 12 Μαρτίου 1938,
ο Λέοπολντ είχε υποχρεωθεί να αντιμετωπίσει πολλές
φορές την πραγματικότητα, έπειτα την ντροπή. Δεν
ήταν κι εκείνος Αυστριακός; Και δεν είχε υποχρεωθεί
να υφίσταται, χρόνια τώρα, τα καραγκιοζιλίκια του
εθνικό καθολικισμού; Όταν το πρωί δύο Αυστριακοί
ναζί χτύπησαν την πόρτα του, το πρόσωπο του νεαρού
ήταν σαν να γέρασε απότομα. Εδώ KaL κάποιο διάστη­
μα έψαχνε καινούριες λέξεις, αποσυνδεδεμένες από
την εξουσία και τη βία της· δεν μπορούσε να βρει. Πε­
ριπλανιόταν μέρες ολόκληρες στους δρόμους, με τον
φόβο να πέσει πάνω σ’ έναν κακόβουλο γείτονα, σ’ έναν
πρώην συνάδελφο που θα απέστρεφε το βλέμμα. Η ζωή
που αγαπούσε δεν υπήρχε πια. Δεν είχε μείνει τίποτε
απ’ αυτήν: ούτε η ευσυνειδησία της δουλειάς, όπου
έβρισκε μια κάποια ευχαρίστηση στο να την κάνει κα­
λά, ούτε το λιτό μεσημεριανό, ένα κολατσιό που μα-
σουλούσε στα σκαλοπάτια της εισόδου μιας παλιάς πο­
λυκατοικίας κοιτάζοντας τους περαστικούς. Όλα είχαν
καταστραφεί. Οπότε, εκείνο το πρωί της 12ης Μαρ­
τίου, όταν χτύπησε το κουδούνι, οι σκέψεις του τον τύ­
λιξαν μέσα σε ένα σύννεφο, άκουσε για μια στιγμή εκεί­
νη την εσωτερική φωνούλα που πάντα γλιτώνει από τη
διαρκή δηλητηρίαση της ψυχής· άνοιξε το παράθυρο
και πήδηξε.

Σε ένα γράμμα στη Μαργκαρέτε Στέφιν, με μια ζο­


φερή ειρωνεία που με τον χρόνο και τις αποκαλύψεις
της μεταπολεμικής περιόδου αποκτά μιαν ανυπόφορη
διάσταση, ο Βάλτερ Μ πένγιαμιν διηγείται ότι έκοψαν
ξαφνικά το υγραέριο στους Εβραίους της Βιέννης· η κα­
τανάλωση που έκαναν συνεπαγόταν απώλειες για την
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

εταιρεία. Γιατί εκείνοι που κατανάλωναν περισσότερο


ήταν και αυτοί ακριβώς που δεν πλήρωναν τους λογα­
ριασμούς τους, προσθέτει. Σ’ εκείνο το σημείο, το γράμ­
μα του Μπένγιαμιν στη Μαργκαρέτε παίρνει μια πα­
ράξενη τροπή. Δεν είσαι και πολύ σίγουρος ότι κατα­
λαβαίνεις. Διστάζεις. Η έννοιά του πλανάται ανάμεσα
στα κλαδιά, κάτω από τον χλωμό ουρανό και όταν, τε­
λικά, φωτίζεται, σχηματίζοντας ξαφνικά μιαλιμνούλα
νοήματος στη μέση του πουθενά, μετατρέπεται σε μία
από τις πιο τρελές και πιο θλιβερές έννοιες όλων των
εποχών. Γιατί αν η αυστριακή εταιρεία αρνούνταν πλέον
τη σύνδεση στους Εβραίους, είναι γιατί αυτοί προτιμού­
σαν να αυτοκτονούν με υγραέριο και άφηναν απλήρω­
τους τους λογαριασμούς τους. Αναρωτήθηκα αν αυτό
ήταν αλήθεια -τόσες και τόσες φρικαλεότητες παρήγα-
γε εκείνη η εποχή, με ασύλληπτο πραγματισμό-, ή αν
επρόκειτο απλώς γ ι’ αστείο, για νοσηρό αστείο, που ε ί­
χε επινοηθεί υπό το φως πένθιμων κεριών. Αλλά είτε
πρόκειται για υπερβολικά πικρό αστείο, είτε για πραγ­
ματικότητα, μικρή σημασία έχει· όταν το χιούμορ τ εί­
νει τόσο πολύ προς τη μοχθηρία, λέει την αλήθεια.
Μπροστά σε όλες αυτές τις αντιξοότητες, τα πράγ­
ματα χάνουν το νόημά τους. Απομακρύνονται από μας.
Και δεν μπορούμε πια να μιλάμε για αυτοκτονίες. Η
Άλμα Μπίρο δεν αυτοκτόνησε. Ο Καρλ Σλέσινγκερ δεν
αυτοκτόνησε. Ο Λέοπολντ Μπίεν δεν αυτοκτόνησε. Ούτε
ERIC VUILLARD

η Έλεν Κούνερ. Κανένας απ’ αυτούς. Ο θάνατός τους


δεν μπορεί να συνδεθεί απολύτως με την ομιχλώδη
Οδύσσεια των προσωπικών τους συμφορών. Δεν μπο­
ρείς καν να πεις ότι επέλεξαν να πεθάνουν με αξιοπρέ­
πεια. Όχι. Δεν είναι μια εσωτερική απελπισία που τους
αφάνισε. Η δυστυχία τους είναι κάτι το συλλογικό. Και
οι αυτοκτονίες τους, το έγκλημα κάποιου άλλου.

- 140 -
Μα ποιοι είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι;

Μια λέξη αρκεί, μερικές φορές, για να καθηλώσει μια


ολόκληρη φράση, για να μας βυθίσει στον ρεμβασμό·
ο χρόνος, από τη μεριά του, δεν επηρεάζεται. Συνεχί­
ζει ατάραχος την οδοιπορία του στη μέση του χάους.
Έτσι, την άνοιξη του 1944, ο Γκούσταφ Κρουπ, ένας
από τους βαρόνους της βιομηχανίας που είδαμε στην
αρχή αρχή αυτής της ιστορίας να συνεισφέρει τον οβο­
λό του στους ναζί και να υποστηρίζει το καθεστώς από
την πρώτη στιγμή, δειπνούσε μαζί με τη σύζυγό του,
Μπέρτα, και τον πρωτότοκο γιο του, Άλφριντ, τον διά­
δοχο στο Konzern. Ήταν οι τελευταίες του στιγμές στη
Βίλα Χούγκελ, το τεράστιο παλάτι όπου έζησαν όλη
τους τη ζωή και που ενσάρκωνε την εξουσία τους. Η
περιπέτεια αυτή, πλέον, έπαιρνε άσχημη τροπή. Τα
γερμανικά στρατεύματα οπισθοχωρούσαν παντού.
Έπρεπε να το πάρουν απόφαση, να εγκαταλείψουν την
τεράστια ιδιοκτησία και να αποσυρθούν στα βουνά,
ÉRIC VUILLARD

μακριά από το Ρουρ, στο Μπλούνμπαχ, εκεί όπου δεν


θα έφταναν οι βόμβες, στην κρύα και λευκή γαλήνη.
Ξαφνικά, ο γερο-Γκούσταφ σηκώθηκε. Είχε πάθει
από καιρό μαλάκυνση εγκεφάλου. Ήταν ένας ξεκού­
της με ακράτεια που είχε βυθιστεί στη σιωπή για χρό­
νια. Κι όμως εκείνο το βράδυ, στη μέση του φαγητού,
σηκώθηκε απότομα και, σφίγγοντας την πετσέτα πά­
νω του με τρόμο, έδειξε με το μακρύ, κοκαλιάρίκο δά­
χτυλό του το βάθος της αίθουσας, πίσω ακριβώς από
τον γιο του, και μουρμούρισε: «Μα ποιοι είναι όλοι αυ­
τοί οι άνθρωποι ; » Η σύζυγός του γύρισε, ο γιος του έκα­
νε μεταβολή. Τρόμαξαν πάρα πολύ. Η γωνία ήταν βυ­
θισμένη στη σκιά. Θα ’λεγες πως η μαυρίλα σάλευε,
πως υπήρχαν σιλουέτες που σέρνονταν στο σκοτάδι.
Αλλά δεν ήταν τα φαντάσματα της βίλας Χούγκελ που
τον έκαναν να παγώσει από φόβο, όχι, δεν ήταν ούτε
λάμιες ούτε σκουλήκια, αυτοί που τον κοιτούσαν ήταν
αληθινοί άνθρωποι, με αληθινά πρόσωπα. Είδε τερά­
στια μάτια, φιγούρες που έβγαιναν απ’ τον κάτω κό­
σμο. Άγνωστους. Του κόπηκαν τα ήπατα. Όπως ήταν
όρθιος εκεί, μαρμάρωσε. Οι υπηρέτες κοκάλωσαν. Οι
κουρτίνες πάγωσαν. Και είχε την εντύπωση πως για
πρώτη φορά έβλεπε πραγματικά, πως ποτέ δεν είχε δει
όπως έβλεπε τότε. Και αυτό που είδε, αυτό που ξεπρό­
βαλε αργά από τη σκιά, ήταν δεκάδες χιλιάδες πτώμα­
τα, όλοι αυτοί που υποβάλλονταν σε καταναγκαστική

- 142 -
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

εργασία, όλοι αυτοί που τα Ες-Ες έστελναν στα εργο­


στάσιά του. Επέστρεφαν απ’ τον Άδη.
Επί χρόνια έπαιρνε εκτοπισμένους από το Μπούχεν-
βαλντ, το Φλόσενμπεργκ, το Ράβενσμπρουκ, το Ζάξεν-
χαουζεν, το Άουσβιτς και από πολλά άλλα στρατόπε­
δα συγκέντρωσης. Το προσδόκιμο ζωής τους ήταν λί­
γοι μήνες. Αν ο αιχμάλωτος γλίτωνε από τις λοιμώδεις
ασθένειες, πέθαινε κυριολεκτικά από την πείνα. Αλλά
ο Κρουπ δεν ήταν ο μοναδικός που έκανε χρήση τέτοιων
υπηρεσιών. Οι συμπρωταγωνιστές του στη σύσκεψη
εκείνη της 20ής Φεβρουάριου επωφελήθηκαν κι αυτοί·
πίσω από την εγκληματική παραφορά και την κραυγα­
λέα πολιτική στάση βρισκόταν το συμφέρον τους. Ο πό­
λεμος αποδεικνυόταν κερδοφόρος. Η Bayer άντλησε
εργατικό δυναμικό από το Μαουτχάουζεν. Η BMW προσ-
λάμβανε από το Νταχάου, το Πάπενμπουργκ, το Ζά-
ξενχαουζεν, το Νατζβάιλερ-Στρούτχοφ και το Μπού-
χενβαλντ. Η Daimler από το Σίρμεκ. Η IG Farben έπαιρ­
νε εργάτες από το Μίττελμπαου-Ντόρα, το Εκρος-Ρό-
ζεν, το Ζάξενχαουζεν, το Μπούχενβαλντ, το Ράβεν­
σμπρουκ, το Νταχάου, το Μαουτχάουζεν και διέθετε
τεράστιο εργοστάσιο μέσα στο στρατόπεδο του Άου­
σβιτς: το IG Άουσβιτς, που εντελώς ξεδιάντροπα εμ ­
φανίζεται με το όνομα αυτό στο οργανόγραμμα της
εταιρείας. Η Agfa προμηθευόταν εργάτες από το Ντα­
χάου. Η Shell από το Νόιενγκαμμε. Η Schneider από
ÉRIC VUILLARD

το Μπούχενβαλντ. H Telefunken από xo Γκρος-Ρόζεν


και η Sie m e n s από το Μπουχενβαλντ, το Φλόσεν-
μπεργκ, το Νόιενγκαμμε, το Ράβενσμπρουκ, το Ζάξεν­
χαουζεν, το Γκρος-Ρόζεν και το Άουσβιτς. Οι πάντες
είχαν πέσει με τα μούτρα σε αυτό το τόσο φτηνό εργα­
τικό δυναμικό. Επομένως δεν είναι ο Γκούσταφ που
έχει παραισθήσεις εκείνο το βράδυ, στη διάρκεια του
οικογενειακού δείπνου, αυτοί που δεν θέλουν να δουν
τίποτα είναι η Μπέρτα και ο γιος τους. Γιατί αναμφί­
βολα είναι εκεί, στη σκιά, όλοι αυτοί οι νεκροί.
Από μια φουρνιά εξακοσίων εκτοπισμένων που στάλ­
θηκαν το 1943 στα εργοστάσια Κρουπ, έναν χρόνο με­
τά είχαν μείνει μόνο είκοσι. Μία από τις τελευταίες επί­
σημες ενέργειες του Γκούσταφ, πριν αφήσει τα ηνία
στον γιο του, ήταν η δημιουργία της Berthawerk, ενός
εργοστασίου με προσωπικό από εκτοπισμένους, το
οποίο έφερε το όνομα της συζύγου του, προφανώς για
να την τιμήσει. Εκεί οι άνθρωποι ζούσαν μέσα στη βρώ­
μα, γεμάτοι ψείρες, περπατούσαν πέντε χιλιόμετρα χει­
μώνα καλοκαίρι μόνο με ξυλοπάπουτσα για να πάνε
από το στρατόπεδο στο εργοστάσιο και από το εργο­
στάσιο στο στρατόπεδο. Τους ξυπνούσαν στις τέσσερις
και μισή, με φρουρούς Ες-Ες και εκπαιδευμένους σκύ­
λους να τους περιστοιχίζουν, τους χτυπούσαν, τους βα­
σάνιζαν. Όσο για το βραδινό φαγητό, μπορούσε να κρα­
τήσει ακόμα και δύο ώρες· όχι γιατί έτρωγαν με την ησυ­
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

χία τους, αλλά γιατί έπρεπε να περιμένουν· δεν υπήρ­


χαν αρκετές καραβάνες για να σερβίρουν τη σούπα.
Τώρα, ας επιστρέφουμε για λίγο στην αρχή αυτής
της ιστορίας και ας τους κοιτάξουμε και πάλι όλους,
γύρω από το τραπέζι, και τους είκοσι τέσσερις. Μοιά­
ζει με κοινή σύσκεψη επιχειρηματιών. Με τα ίδια κο­
στούμια, τις ίδιες σκούρες ή ριγωτές γραβάτες, τα ίδια
μεταξωτά μαντίλια τσέπης, τα ίδια γυαλιά με χρυσό
σκελετό, τα ίδια καραφλά κεφάλια, τα ίδια συνετά πρό­
σωπα με σήμερα. Κατά βάθος, η μόδα δεν άλλαξε και
πολύ. Έπειτα από λίγο καιρό, αντί για το Χρυσό Παρά­
σημο του Ναζιστικού Κόμματος, μερικοί από αυτούς
θα φορέσουν περήφανα τον Ομοσπονδιακό Σταυρό
Αξίας, όπως στη Γαλλία φορούν το παράσημο της Λε­
γεώνας της Τιμής. Τα καθεστώτα τούς τιμούν με τον
ίδιο πάντα τρόπο. Ας τους κοιτάξουμε που περιμένουν,
εκείνη την 20ή Φεβρουάριου, ήρεμα, συνετά, ενώ ο
διάβολος περνάει ακριβώς από πίσω τους, στις μύτες
των ποδιών. Φλυαρούν· η μικρή αυτή σύνοδος είναι ίδια
ακριβώς με εκατοντάδες άλλες. Ας μη νομίσουμε ότι
όλα αυτά ανήκουν σε κάποιο μακρινό παρελθόν. Δεν
πρόκειται για προκατακλυσμιαία τέρατα, για πλάσμα­
τα που εξαφανίστηκαν τη δεκαετία του ’50, κάτω από
την αθλιότητα όπως την απεικόνισε ο Ροσελίνι, έχοντας
παρασυρθεί μαζί με τα ερείπια του Βερολίνου. Αυτά τα
ονόματα υπάρχουν πάντα. Οι περιουσίες τους είναι
ÉRIC VUILLARD

τεράστιες. Οι εταιρείες τους καμιά φορά μπορεί και να


έχουν συγχωνευθεί και να αποτελούν πανίσχυρα τραστ.
Στην ιστοσελίδα του ομίλου Thyssen-Krupp, μιας από
τις μεγαλύτερες χαλυβουργίες στον κόσμο, που εξακο­
λουθεί να έχει έδρα στοΈσσεν και της οποίας σήμερα
το σλόγκαν είναι ευελιξία και διαφάνεια, βρίσκει κα­
νείς μια μικρή αναφορά στους Κρουπ. Ο Γκούσταφ δεν
υποστήριξε ενεργά τον Χίτλερ πριν από το 1933, μας
λένε, αλλά άπαξ κι εκείνος έγινε καγκελάριος, έδειξε
νομιμόφρων απέναντι στη χώρα του. Έγινε μέλος του
ναζιστικού κόμματος το 1940, διευκρινίζουν, με αφορ­
μή τα εβδομηκοστά του γενέθλια. Δίνοντας μεγάλη
αξία στις παραδόσεις της εταιρείας, ο Γκούσταφ και η
Μπέρτα δεν παρέλειψαν να κρατήσουν ζωντανή, παρ’
όλα τα εμπόδια, την παράδοση της επίσκεψης στα σπί­
τια των πιο πιστών τους υπαλλήλων, με την ευκαιρία
του εορτασμού της χρυσής επετείου του γάμου τους.
Και η βιογραφία τελειώ νει με μια συγκινητική ιστο-
ριούλα: για πολλά χρόνια, η Μπέρτα, όλο αυταπάρνη­
ση , φρόντισε τον ανάπηρο σύζυγό της σε ένα μικρό οί­
κημα δίπλα στην κατοικία τους στο Μπλούνμπαχ. Δεν
γίνεται λόγος ούτε για τα εργοστάσια με προσωπικό
από τους εκτοπισμένους, ούτε για την καταναγκαστι-
κή εργασία, ούτε για τίποτα.
Στη διάρκεια του τελευταίου τους δείπνου στη Βίλα
Χούγκελ, όταν του πέρασε ο φόβος, ο Γκούσταφ κάθισε
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

και πάλι ήρεμα στη θέση του και τα πρόσωπα επέστρε­


ψαν στη σκιά. Βγήκαν από κει μια φορά ακόμα, το
1958. Εβραίοι του Μπρούκλιν ζήτησαν αποζημίωση.
Ήδη στη σύσκεψη της 20ής Φεβρουάριου 1933, ο Γκού­
σταφ είχε προσφέρει χωρίς δισταγμό αστρονομικά πο­
σά στους ναζί, αλλά τώρα ο γιος του, ο Άλφριντ, απο-
δεικνυόταν λιγότερο γαλαντόμος. Εκείνος που διατυ­
μπάνιζε ότι οι δυνάμεις κατοχής συμπεριφέρονταν
στους Γερμανούς «σαν σε νέγρους», δεν θα παραλείψει
να γίνει ένας από τους πιο ισχυρούς ανθρώπους της Κοι­
νής Αγοράς, ο βασιλιάς του άνθρακα και του χάλυβα,
ο στυλοβάτης της ευρωπαϊκής ειρήνης. Πριν δεχτεί ότι
θα πλήρωνε αποζημιώσεις, τρέναρε τις διαπραγματεύ­
σεις για δύο ολόκληρα χρόνια. Κάθε συνάντηση με τους
δικηγόρους του Konzern διανθιζόταν με αντισημιτικά
σχόλια. Έφτασαν, παρ’ όλα αυτά, σε μια συμφωνία. Ο
Κρουπ δεσμεύτηκε να πληρώσει χίλια διακόσια πενή­
ντα δολάρια σε κάθε επιζώντα· πολύ λίγο για οριστική
εκκαθάριση οφειλομένων. Αλλά η χειρονομία του Κρουπ
χαιρετίστηκε από σύσσωμο τον Τύπο. Ακόμα περισσό­
τερο, αποτέλεσε εξαιρετική διαφήμιση γ ι’ αυτόν. Αρ­
κετά γρήγορα, όσο εμφανίζονταν κι άλλοι επιζώντες,
το παρεχόμενο στον καθένα ποσό γινόταν ολοένα και
πιο πενιχρό. Εφτακόσια πενήντα δολάρια, έπειτα πε­
ντακόσια. Και τέλος, όταν παρουσιάστηκαν κι άλλοι
ακόμα εκτοπισμένοι, το Konzern τούς γνωστοποίησε ότι,
ÉRIC VUILLARD

δυστυχώς, δεν ήταν πια σε θέση να πραγματοποιήσει


άλλες εθελοντικές πληρωμές: οι Εβραίοι είχαν κοστίσει
πάρα πολύ.

Δεν πέφτουμε ποτέ δυο φορές στην ίδια άβυσσο. Αλλά


πέφτουμε πάντα με τον ίδιο τρόπο, με γελοιότητα και
τρόμο. Και τόσο πολύ θα θέλαμε να μην ξαναπέσουμε,
που προβάλλουμε αντίσταση, που ουρλιάζουμε. Με το
τακούνι μάς τσακίζουν τα δάχτυλα, με το ράμφος μάς
σπάνε τα δόντια, μας τρώνε τα μάτια. Στο χείλος της
αβύσσου υπάρχουν επιβλητικά αρχοντόσπιτα. Και η
Ιστορία στέκει εκεί, έλλογη θεά, ακίνητο άγαλμα στη
μέση της Πλατείας Δημαρχείου, λαμβάνοντας ως τίμη­
μα, μία φορά τον χρόνο, στεφάνους με μαραμένες παιώ-
νιες και, εν είδει φιλοδωρήματος, κάθε μέρα, ψωμί για
τα πουλιά.
Περιεχόμενα

Μια μυστική σύσκεψη................................................ 9


Οι μάσκες.................................................................... 17
Επίσκεψη αβροφροσύνης . 27
Εκφοβισμοί.................................................................. 33
Η συνάντηση στο Μπέργκχοφ................................. 39
Πώς να μην αποφασίζεις........................................... 57
Απέλπιδα προσπάθεια.............................................. 67
Μια μέρα στο τηλέφωνο........................................... 73
Αποχαιρετιστήριο γεύμα στην Ντάουνινγκ Στριτ . . 83
Μπλίτσκριγκ............................................................... 95
Μποτιλιάρισμα πάντσερ........................................... 103
Τηλεφωνικές παρακολουθήσεις...............................· 111
Το φροντιστήριο των αξεσουάρ................................. 119
Η μελωδία της ευτυχίας.............................................. 125
Οι ν ε κ ρ ο ί.................................................................... 133
Μα ποιοι είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι;.................. 141

- 149 -
ΕΚ Δ ΟΣ Ε Ι Σ Π Ο Λ Ι Σ
ΕΚΔΟΣΕΙ Σ ΠΟΛΙ Σ

ΒΡΑΒΕΙΟ Λ ο γ ο τεχν ίας της


ΒΡΑΒΕΙΟ Μ υ θ ισ τ ο ρ ή μ α τ ο ς M é d ic is
ΕΚΔΟΣΕΙ Σ ΠΟΛΙ Σ

Λυσιέν
Ε Κ Δ ΟΣ Ε Ι Σ ΠΟΛ Ι Σ

You might also like