Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 212

ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ

01 ΑΟΡΑΤΕΣ ΠΟΛΕΙΣ
Α φήγημα

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ


Α ΝΤΑΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗΣ

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ Κ Α Σ Τ Α Ν Ι Ω Τ Η
ΑΛΛΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ
ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη (μυθιστόρημα), 1989


Λίγο πριν πεις «Εμπρός» (διηγήματα), 1999
Ο ανύπαρκτος ιππότης (μυθιστόρημα), 1999
Ο αναρριχώμενοςβαρόνος (μυθιστόρημα), 2000
Ο διχοτομημένος υποκόμης (μυθιστόρημα), 2002
Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς (δοκίμια), 2003
Οι αόρατες πόλεις (αφήγημα), 2004
Η είσοδος στον πόλεμο (τρία αφηγήματα), 2005
Η συλλογή της άμμου (αφηγήματα), 2007
Οι δύσκολοι έρωτες (διηγήματα), 2008
Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης (μυθιστόρημα), 2009
Τελευταίο έρχεται το κοράκι (διηγήματα), 2010
Οι πρόγονοί μας (Ο διχοτομημένος υποκόμης/
Ο αναρριχώμενος βαρόνος/Ο ανύπαρκτος ιππότης), 2010
Πάλομαρ (αφηγήματα), 2011
Τα αμερικανικά μαθήματα (δοκίμια), 2013
Τα κοσμοκωμικά (διηγήματα), 2015
Οι αόρατες πόλεις
ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Italo Calvino, Le città invisibili

e Copyright The Estate of Italo Calvino 2002. Ail rights reserved.


° Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2003

Έτος 1ης έκδοσης: 2004

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με ο-
ποιονόήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποίον δήποτε τρόπο α­
ναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης
Βερνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας,
σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, μ« φωτοτυπικές, ηλε­
κτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α,Ε.


Ζαλόγγου 11,106 78 Αθήνα
® 210-330.12.08- 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com
www.kastaniotis.com ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟ
XAPTIQWK
ISBN 978-960-03-3689-4
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο συγγραφέας για το έργο τ ο υ ............................................. 11

I
..................................................................................... 21
Οι πόλεις και η μνήμη. 1.......................................................... 23
Οι πόλεις και η μνήμη. 2.......................................................... 24
Οι πόλεις και η επιθυμία. 1. 25
Οι πόλεις και η μνήμη. 3.......................................................... 27
Οι πόλεις και η επιθυμία. 2. 29
Οι πόλεις και τα σημάδια. 1. 31
Οι πόλεις και η μνήμη. 4.......................................................... 33
Οι πόλεις και η επιθυμία. 3. 35
Οι πόλεις και τα σημάδια. 2. 37
Οι λεπτές πόλεις. 1. 39
............................................................................................... 41

II
.............................................................................................. 47
Οι πόλεις και η μνήμη. 5.......................................................... 51
Οι πόλεις και η επιθυμία. 4. 53
Οι πόλεις και τα σημάδια. 3. 55

7
Οι λεπτές πόλεις. 2.................................................................. 57
Οι πόλεις και οι ανταλλαγές. 1. 59
................................................................................................. 61

III
................................................................................................. 65
Οι πόλεις και η επιθυμία. 5. 67
Οι πόλεις και τα σημάδια. 4. 69
Οι λεπτές πόλεις. 3................................................................... 71
Οι πόλεις και οι ανταλλαγές. 2. 73
Οι πόλεις και τα μάτια. 1. 75
................................................................................................. 77

IV
................................................................................................. 81
Οι πόλεις και τα σημάδια. 5. 83
Οι λεπτές πόλεις. 4................................................................... 85
Οι πόλεις και οι ανταλλαγές. 3. 87
Οι πόλεις και τα μάτια. 2. 89
Οι πόλεις και το όνομα. 1......................................................... 90
................................................................................................. 93

V
................................................................................................. 97
Οι λεπτές πόλεις. 5................................................................... 99
Οι πόλεις και οι ανταλλαγές. 4.....................................................100
Οι πόλεις και τα μάτια. 3. 101
Οι πόλεις και το όνομα. 2............................................................ 102
Οι πόλεις και οι νεκροί 1.............................................................104
................................................................................................... 107

8
VI
................................................................................................................... 111
Οι πόλεις και οι ανταλλαγές. 5. 115
Οι πόλεις και τα μάτια. 4. 117
Οι πόλεις και το όνομα. 3...........................................................119
Οι πόλεις και οι νεκροί. 2........................................................... 121
Οι πόλεις και ο ουρανός. 1. 124
............................................................................................... 127

VII
............................................................................................... 131
Οι πόλεις και τα μάτια. 5. 133
Οι πόλεις και το όνομα. 4........................................................... 134
Οι πόλεις και οι νεκροί. 3........................................................... 137
Οι πόλεις και ο ουρανός. 2. 140
Οι συνεχόμενες πόλεις. 1. 143
............................................................................................... 147

VIII
............................................................................................... 151
Οι πόλεις και το όνομα. 5........................................................... 155
Οι πόλεις και οι νεκροί. 4. 157
Οι πόλεις και ο ουρανός. 3. 158
Οι συνεχόμενες πόλεις. 2. 159
Οι κρυφές πόλεις. 1....................................................................160
............................................................................................... 163

IX
.............................................................................................. 167
Οι πόλεις και οι νεκροί. 5........................................................... 173
Οι πόλεις και ο ουρανός. 4..................................................... 177
Οι συνεχόμενες πόλεις. 3. 179

9
Οι κρυφές πόλεις. 2..................................................................... 181
Οι πόλεις και ο ουρανός. 5.......................................................... 183
Οι συνεχόμενες πόλεις. 4. 185
Οι κρυφές πόλεις. 3..................................................................... 187
Οι συνεχόμενες πόλεις. 5. 189
Οι κρυφές πόλεις. 4..................................................................... 192
Οι κρυφές πόλεις. 5..................................................................... 194
................................................................................................. 197

Ε Ρ Γ Ο Β ΙΟ Γ Ρ Α Φ ΙΑ ..................................................................................................... 199
Ε ΡΓΑ ΤΟΥ ΙΤΑ ΛΟ Κ Α Λ Β ΙΝ Ο
Μ ΕΤΑΦ ΡΑ ΣΜ ΕΝ Α Σ Τ Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Α ..........................................................211

ίο
Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

Ο Σ Υ Γ Γ Ρ Α Φ Ε Α Σ Γ Ι Α Τ Ο Ε Ρ Γ Ο Τ Ο Υ *

Στις Αόρατες πόλεις δεν υπάρχουν αναγνωρίσιμες πόλεις. Εί­


ναι όλες επινοημένες· έδωσα στην καθεμία ένα γυναικείο όνο­
μα* το βιβλίο αποτελείται από σύντομα κεφάλαια, το καθένα α­
πό τα οποία θέλει να προσφέρει ερεθίσματα για στοχασμούς
που να ισχύουν για κάθε πόλη ή την πόλη γενικότερα.
Το βιβλίο γεννήθηκε κομμάτι κομμάτι, με διαλείμματα που
μερικές φορές ήταν μεγάλα, σαν ποιήματα που έριχνα στο χαρ­
τί ακολουθώντας τις πιο διαφορετικές εμπνεύσεις. Όταν γρά­
φω, μου αρέσει να ταξινομώ σε κατηγορίες τη δουλειά μου: κρα-
τάω διάφορους φακέλους στους οποίους βάζω τις σελίδες που
μου τυχαίνει να γράψω, σύμφωνα με τις ιδέες που τριγυρνούν
στο μυαλό μου, ή και απλές σημειώσεις για τα πράγματα που
θα ήθελα να γράψω. Έχω ένα φάκελο για αντικείμενα, ένα φά-
*{ελο για ζώα, ένα για πρόσωπα, έναν άλλο για τα ιστορικά
πρόσωπα και έναν άλλο για τους ήρωες της μυθολογίας· έχω έ-

* Το κείμενο αυτό βασίστηκε σε μια διάλεξη που έδωσε στα αγγλικά ο


Καλβίνο στους μαθητές του Graduate Writing Division του Πανεπιστημίου
Columbia της Νέας Υόρκης με θέμα τις Αόρατες πόλεις στις 29 Μαρτίου
1983, έντεκα χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση του βιβλίου από τον εκδο­
τικό οίκο Einaudi. Η διάλεξη αυτή δημοσιεύτηκε ως προλογικό σημείωμα σε
μια από τις νέες εκδόσεις του βιβλίου, που α πό το 1993 κυκλοφορούν από
τον εκδοτικό οίκο Mondadori (Σ.τ.Μ.).

11
να φάκελο για τις τέσσερις εποχές και ένα για τις πέντε αισθή­
σεις· στον ένα συγκεντρώνω σελίδες για τις πόλεις και τα τοπία
της ζωής μου και σ’ έναν άλλο πόλεις φανταστικές, εκτός τό­
που και χρόνου. Όταν ένας φάκελος αρχίζει να γεμίζει με χαρ­
τιά, αρχίζω κι εγώ να σκέφτομαι το βιβλίο που θα μπορούσα
να εκμαιεύσω από το φάκελο αυτό.
Έτσι τα τελευταία χρόνια έσερνα πίσω μου αυτό το βιβλίο με
τις πόλεις γράφοντας πού και πού ένα κομματάκι κάθε φορά,
περνώντας από διάφορες φάσεις. Τύχαινε για ένα χρονικό διά­
στημα να σκέφτομαι μονάχα θλιμμένες πόλεις και ύστερα μο­
νάχα χαρούμενες· υπήρξε μια περίοδος στην οποία συνέκρινα
τις πόλεις με τον έναστρο ουρανό, ενώ σε μια άλλη περίοδο εί­
χα τη διάθεση να μιλώ για τα σκουπίδια που ξεχειλίζουν καθη­
μερινά έξω από τις πόλεις. Είχε γίνει ένα είδος ημερολογίου
που παρακολουθούσε τις διαθέσεις και τους προβληματισμούς
μου· όλα κατέληγαν να μεταμορφώνονται σε εικόνες πόλεων:
τα βιβλία που διάβαζα, οι εκθέσεις τέχνης που επισκεπτόμου­
να, οι συζητήσεις με φίλους.
Όλες αυτές όμως οι σελίδες μαζί δεν έφτιαχναν, ακόμα, ένα
βιβλίο: ένα βιβλίο (πιστεύω εγώ) είναι κάτι με αρχή και τέλος
(ακόμα κι αν δεν πρόκειται για μυθιστόρημα με τη στενή έν­
νοια), είναι ένας χώρος στον οποίο ο αναγνώστης πρέπει να
μπει, να τριγυρίσει, ίσως και να χαθεί, αλλά από τον οποίο κά­
ποια στιγμή πρέπει να βρει μια έξοδο, ίσως και πολλές εξό­
δους, τη δυνατότητα να ανοίξει μπροστά του ένα δρόμο για να
ξεφύγει. Κάποιοι από εσάς ίσως να μου πουν ότι ο ορισμός αυ­
τός μπορεί να ισχύει για ένα μυθιστόρημα με πλοκή, κι όχι για
ένα βιβλίο σαν αυτό που πρέπει να διαβαστεί όπως διαβάζο­
νται τα βιβλία με ποιήματα, ή με δοκίμια, ή το πολύ πολύ με
διηγήματα. Κι όμως, αυτό ακριβώς θέλω να πω: ότι ακόμα κι
ένα τέτοιο βιβλίο, για να είναι βιβλίο, πρέπει να έχει μια δομή.

12
δηλαδή πρέπει να επινοήσεις γι’ αυτό μια πλοκή, μια διαδρο­
μή, μια λύση.
Βιβλία με ποιήματα δεν έβγαλα ποτέ αλλά βιβλία με διηγή­
ματα έκανα αρκετά και βρέθηκα μπροστά στο πρόβλημα να
δώσω μια τάξη στα ξεχωριστά κείμενα, πρόβλημα που μπορεί
να σου δημιουργήσει όχι λίγο άγχος. Αυτή τη φορά ήδη από την
αρχή είχα βάλει με το νου μου σε κάθε σελίδα τον τίτλο μιας σει­
ράς: Οι πόλεις και η μνήμη, Οι πόλεις και η επιθυμία, Οι πόλεις
και τα σημάδια· μια τέταρτη σειρά την είχα ονομάσει Οι πόλεις
και η μορφή, τίτλος που στη συνέχεια αποδείχτηκε υπερβολικά
γενικός και τελικά χωρίστηκε σε τρεις άλλες κατηγορίες. Για
κάποιο χρονικό διάστημα, κι ενώ συνέχιζα να γράφω για πό­
λεις, έμενα αναποφάσιστος αν έπρεπε να πολλαπλασιάσω τις
σειρές ή αν έπρεπε να τις μειώσω ή και να τις εξαφανίσω όλες
μαζί. Πολλά κομμάτια δεν ήξερα πού να τα ταξινομήσω και τό­
τε έψαχνα να βρω καινούργιους ορισμούς. Μπορούσα να φτιά­
ξω μια ομάδα πόλεων κάπως αφηρημένων, αέρινων, που κατέ­
ληξα να ονομάσω Λεπτές πόλεις. Μερικές μπορούσα να τις ορί­
σω ως Οι δνϊκές πόλεις, ύστερα όμως αποφάσισα να τις μοιρά­
σω σε άλλες ομάδες. Κάποιες άλλες σειρές δεν τις είχα προβλέ-
ψει από την αρχή: εμφανίστηκαν την τελευταία στιγμή, ανακα­
τανέμοντας κομμάτια που είχα ταξινομήσει διαφορετικά, κυ­
ρίως ως «μνήμη» και ως «επιθυμία», για παράδειγμα Οι πόλεις
και τα μάτια (που χαρακτηρίζονται από οπτικές ιδιότητες) και
Οι πόλεις και οι ανταλλαγές, που χαρακτηρίζονται από ανταλ­
λαγές: ανταλλαγές αναμνήσεων, επιθυμιών, διαδρομών, πεπρω­
μένων. Οι συνεχόμενες και οι κρυφές, αντίθετα, είναι δύο σειρές
που έγραψα σκόπιμα, δηλαδή με συγκεκριμένη πρόθεση, όταν
είχα ήδη αρχίσει να καταλαβαίνω ποια μορφή και ποιο περιε­
χόμενο θα έδινα στο βιβλίο. Μελέτησα την καλύτερη δομή στη
βάση του υλικού που είχα συγκεντρώσει, γιατί ήθελα οι σειρές

!3
να εναλλάσσονται και να διασταυρώνονται* ταυτόχρονα ήθελα
η διαδρομή του βιβλίου να μην απομακρυνθεί πολύ από τη χρο­
νολογική σειρά με την οποία τα επιμέρους κείμενα είχαν γρα­
φτεί. Στο τέλος αποφάσισα να περιοριστώ σε έντεκα σειρές των
πέντε κομματιών η καθεμία, ομαδοποιημένες σε κεφάλαια τα ο­
ποία διαμορφώνονταν από κομμάτια διαφορετικών σειρών που
είχαν κοινό κάποιο σχετικό κλίμα. Το σύστημα με το οποίο οι
σειρές εναλλάσσονται είναι το απλούστερο δυνατό, αν και πολ­
λοί το μελέτησαν πολύ για να το εξηγήσουν.
Δεν είπα ακόμη αυτό που έπρεπε να πω πρώτο: Οι αόρατες
πόλεις παρουσιάζονται σαν μια σειρά ταξιδιωτικών αναφορών
που ο Μάρκο Πόλο κάνει στον Κουμπλάι Χαν, αυτοκράτορα
των Ταρτάρων. (Στην ιστορική πραγματικότητα, ο Κουμπλάι,
απόγονος του Τζένγκις Χαν, ήταν αυτοκράτορας των Μογγό-
λων, αλλά ο Μάρκο Πόλο στο βιβλίο του τον ονομάζει Μεγά­
λο Χαν των Ταρτάρων, και έτσι έμεινε στη λογοτεχνική παρά­
δοση.) Δεν είχα θέσει στον εαυτό μου την υποχρέωση να ακο­
λουθήσω την πορεία του τυχερού Βενετού εμπόρου που τον 13ο
αιώνα είχε φτάσει μέχρι την Κίνα, και από εκεί, ως πρέσβης
του Μεγάλου Χαν, είχε επισκεφτεί ένα μεγάλο τμήμα της Άπω
Ανατολής. Η Ανατολή είναι ένα θέμα που πρέπει να αφήνουμε
στους ειδήμονες κι εγώ δεν είμαι ειδήμων. Σε όλους όμως τους
αιώνες υπήρξαν ποιητές και συγγραφείς που εμπνεύστηκαν α­
πό το Εκατομμύριο αντιμετωπίζοντάς το σαν μια φανταστική
και εξωτική σκηνογραφία: ο Κόλεριτζ σε ένα περίφημο ποίημά
του, ο Κάφκα στο Μήνυμα τον αυτοκράτορα, ο Μπουτζάτι στην
Ερημο των Ταρτάρων. Μονάχα οι Χίλιες και μία νύχτες μπο­
ρούν να υπερηφανευτούν ότι ανήκουν σ’ εκείνα τα βιβλία που
λειτουργούν ως φανταστικές ήπειροι και στις οποίες άλλα λο­
γοτεχνικά έργα έρχονται να βρουν τον δικό τους χώρο* ήπει­
ροι του «αλλού», σήμερα που το «αλλού» μπορούμε να πούμε

*4
πως δεν υπάρχει πλέον, και όλος ο κόσμος τείνει να ομογενο-
ποιηθεί.
Σε αυτόν τον μελαγχολικό αυτοκράτορα, που κατάλαβε ότι
η τεράστια εξουσία του μετράει λίγο, αφού έτσι κι αλλιώς ο κό­
σμος πάει κατά διαβόλου, ένας οραματιστής ταξιδιώτης περι­
γράφει απίθανες πόλεις, για παράδειγμα μια μικροσκοπική πό­
λη που διευρύνεται συνεχώς και αποδεικνύεται πως αποτελεί-
ται από πολλές ομόκεντρες πόλεις που επεκτείνονται διαρκώς,
μια πόλη-αράχνη που αιωρείται πάνω από μια άβυσσο, ή μια
δισδιάστατη πόλη σαν τη Μοριάνα.
Πριν και μετά από κάθε κεφάλαιο του βιβλίου υπάρχει ένα
κείμενο σε πλάγια γράμματα στο οποίο ο Μάρκο Πόλο και ο
Κουμπλάι Χαν συλλογίζονται και σχολιάζουν. Το πρώτο κομ­
μάτι του Μάρκο Πόλο και του Κουμπλάι Χαν το είχα γράψει
πρώτο και μονάχα αργότερα, όταν είχα ήδη προχωρήσει με τις
πόλεις, σκέφτηκα να γράψω άλλα. Ή, για να το πω καλύτερα,
το πρώτο κομμάτι το είχα δουλέψει πολύ και μου είχε περισσέ­
ψει άφθονο υλικό, και κάποια στιγμή σκέφτηκα να προχωρή­
σω σε διάφορες παραλλαγές αυτών των υπολειμμάτων (οι γλώσ­
σες των πρεσβευτών, οι χειρονομίες του Μάρκο) και να έχω
διαφορετικά θέματα. Σιγά σιγά, κι όσο συνέχιζα να γράφω για
πόλεις, άρχισα να αναπτύσσω κάποιες σκέψεις γύρω από τη
δουλειά μου ως σχόλια του Μάρκο Πόλο και του Χαν, κι αυτές
οι σκέψεις με τραβούσαν η καθεμιά προς το δικό της μέρος· ε­
γώ προσπαθούσα να αφήσω το κάθε θέμα να αναπτυχθεί μόνο
του. Έτσι, στο τέλος είχα ένα ιδιαίτερο υλικό το οποίο προσπά­
θησα να αφήσω να εξελιχτεί παράλληλα με το υπόλοιπο υλικό
και έτσι έκανα επίσης ένα είδος μοντάζ, με την έννοια ότι ορι­
σμένοι διάλογοι σταματάνε και ύστερα συνεχίζονται· με άλλα
λόγια, το βιβλίο συζητάει και θέτει ερωτήματα στον εαυτό του
ενώ ακόμα γράφεται.

!5
Πιστεύω πως το βιβλίο αυτό δεν αναφέρεται μονάχα σε μια
αχρονική ιδέα της πόλης αλλά και πως περιλαμβάνει, άλλοτε
φανερά και άλλοτε όχι, μια συζήτηση για τη σύγχρονη πόλη.
Ακούω από μερικούς φίλους πολεοδόμους ότι το βιβλίο αγγί­
ζει διάφορα σημεία της προβληματικής τους, κι αυτό δεν είναι
τυχαίο αφού η ενδοχώρα είναι ίδια. Και δεν είναι μόνο προς το
τέλος που η μητρόπολη των «big numbers» εμφανίζεται στο βι­
βλίο μου* ακόμα και ό,τι μοιάζει να αναφέρεται σε κάποια αρ­
χαϊκή πόλη, έχει έννοια μόνο εφόσον η έμπνευσή του και η
γραφή του οφείλονται στη σύγχρονη πόλη.
Τι είναι όμως σήμερα η πόλη για μας; Σκέφτομαι ότι έγραψα
κάτι σαν τελευταίο ποίημα αγάπης για τις πόλεις, τη στιγμή
που γίνεται όλο και πιο δύσκολο να τις ζήσουμε. Ίσως να πλη­
σιάζουμε σε μια στιγμή κρίσης της αστικής ζωής, και Οι αόρα­
τες πόλεις να είναι ένα όνειρο που γεννιέται από την καρδιά
των αόρατων πόλεων. Σήμερα γίνεται λόγος με την ίδια εμμο­
νή για την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος όσο και
για το πόσο εύθραυστα είναι τα μεγάλα τεχνολογικά συστήμα­
τα, γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει αλυσιδωτές βλάβες,
παραλύοντας ολόκληρες μητροπόλεις. Η κρίση της πολύ μεγά­
λης πόλης είναι η άλλη όψη της κρίσης της φύσης. Η εικόνα
της «μεγαλούπολης», η ομοιόμορφη, συνεχής πόλη που αρχίζει
να καλύπτει όλο τον κόσμο, κυριαρχεί και στο βιβλίο μου. Βι­
βλία όμως που προφητεύουν καταστροφές και αποκαλύψεις υ­
πάρχουν ήδη πολλά* το να γράψει κανείς ακόμα ένα θα ήταν
πλεονασμός, και κάτι τέτοιο δεν ταιριάζει στο χαρακτήρα μου.
Αυτό που ο δικός μου Μάρκο Πόλο θέλει να ανακαλύψει είναι
οι κρυφές αιτίες που οδήγησαν τους ανθρώπους να ζήσουν
στις πόλεις, αιτίες που μπορούν να ισχύουν πέρα και πάνω α­
πό οποιαδήποτε κρίση. Οι πόλεις είναι ένα σύνολο πραγμάτων:
απομνημονεύσεων, επιθυμιών, σημείων μιας γλώσσας* οι πό­

ι6
λεις είναι τόποι ανταλλαγών, όπως εξηγούν όλα τα βιβλία της
ιστορίας της οικονομίας, αλλά οι ανταλλαγές αυτές δεν είναι
μονάχα ανταλλαγές εμπορευμάτων, είναι και ανταλλαγές λέξεων,
πόθων, αναμνήσεων. Το βιβλίο μου ανοίγει και κλείνει με εικό­
νες ευτυχισμένων πόλεων που συνεχώς αλλάζουν σχήμα και
χάνονται, κρυμμένες μέσα σε δυστυχισμένες πόλεις.
Σχεδόν όλοι οι κριτικοί κοντοστάθηκαν στην τελική φράση
του βιβλίου: «να προσπαθήσουμε και να μάθουμε να αναγνω­
ρίζουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και
να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο».
Επειδή πρόκειται για τις τελευταίες γραμμές, όλοι θεώρησαν
ότι αυτή είναι η κατακλείδα, το «ηθικό δίδαγμα». Αυτό όμως εί­
ναι ένα βιβλίο φτιαγμένο σαν τα πολύεδρα, και από κατακλεί­
δες έχει άφθονες και παντού, γραμμένες κατά μήκος της κάθε
ακμής του· μερικές μάλιστα είναι περισσότερο επιγραμματικές
και επιγραφικές από αυτή την τελευταία. Βεβαίως, δεν είναι τυ­
χαίο ότι η φράση αυτή βρέθηκε στο τέλος του βιβλίου, αλλά ας
προσθέσουμε ότι αυτό το τελευταίο κεφάλαιο έχει μια διπλή
κατάληξη, τα στοιχεία της οποίας είναι αναγκαία: γύρω από
την πόλη της ουτοπίας (που ακόμα και αν δεν διακρίνουμε δεν
παύουμε να ψάχνουμε) και γύρω από την πόλη της κόλασης.
Ακόμα: αυτό είναι μονάχα το τελευταίο τμήμα του κειμένου σε
πλάγια γράμματα για τους άτλαντες του Μεγάλου Χαν, το ο­
ποίο πέρασε μάλλον απαρατήρητο από τους κριτικούς, και που
από το πρώτο μέχρι το τελευταίο κομμάτι δεν κάνει άλλο από
το να προτείνει διάφορες πιθανές «κατακλείδες» σε όλο το βι­
βλίο. Υπάρχει όμως και ο άλλος δρόμος, αυτός που υποστηρί­
ζει ότι η κεντρική ιδέα ενός συμμετρικού βιβλίου πρέπει να α­
ναζητηθεί κάπου στη μέση του: υπάρχουν ψυχαναλυτικοί κριτι­
κοί που εντόπισαν τις βαθιές ρίζες του βιβλίου στις βενετσιάνι-
κες αναδρομές του Μάρκο Πόλο, ως μια επιστροφή στα πρώτα

!7
αρχέτυπα της μνήμης* άλλοι μελετητές της δομικής σημειολο­
γίας είπαν ότι είναι στο κεντρικότερο σημείο ταυ βιβλίου που
πρέπει να ψάξει κανείς: και βρήκαν μια εικόνα απουσίας, την
πόλη που ονομάζεται Βαυκίδα. Στο σημείο αυτό είναι φανερό
ότι η γνώμη του συγγραφέα περισσεύει: το βιβλίο, όπως έχω ε­
ξηγήσει, φτιάχτηκε κάπως από μόνο του, και είναι μονάχα το υ-
πάρχον κείμενο αυτό που μπορεί να εγκρίνει ή να απορρίψει
αυτή ή εκείνη την ανάγνωση. Ως ένας απλός αναγνώστης, μπο­
ρώ να πω ότι στο πέμπτο κεφάλαιο, που αναπτύσσει στην καρ­
διά του βιβλίου ένα ελαφρύ θέμα που παραδόξως συνδέεται με
το θέμα πόλη, υπάρχουν μερικά κομμάτια που θεωρώ καλύτερα
από την άποψη της φαντασίας, και ίσως αυτές οι νηματοειδείς
μορφές («Λεπτές πόλεις» ή άλλες) να είναι η πιο φωτεινή ζώνη
του βιβλίου. Δεν θα μπορούσα να πω τίποτα περισσότερο.

ι8
I
Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι ο Κονμπλάι Χαν πι­
στεύει όλα όσα τον λέει ο Μάρκο Πόλο όταν του περιγράφει τις
πόλεις που γνώρισε στις αποστολές του, αλλά σίγουρα ο αυτο-
κράτορας των Ταρτάρων συνεχίζει να ακούει τον νεαρό Βενετό
με μεγαλύτερη περιέργεια και προσοχή από όσο οποιονδήποτε
άλλον απεσταλμένο ή ανιχνευτή του. Στη ζωή των αυτοκρατό-
ρων υπάρχει πάντα μια στιγμή κατά την οποία την περηφάνια
για την κατάκτηση τόσων απέραντων εκτάσεων έρχεται να δια­
δεχτεί η μελαγχολική και ανακουφιστική διαπίστωση ότι πολύ
σύντομα θα πάψουμε να θέλουμε να τις γνωρίσουμε και να τις
κατανοήσουμε■μια αίσθηση κενού μάς πλημμυρίζει τη νύχτα, μα­
ζί με τη μυρωδιά που αναδίδουν οι ελέφαντες μετά τη βροχή και
η στάχτη του σανδαλόξυλου που κρυώνει στα μαγκάλια· μια αί­
σθηση ιλίγγου κάνει να τρέμει ο πάπυρος με τα ποτάμια και τα
βουνά που εικονογραφούν την πυρρόξανθη καμπουρωτή ράχη
των επιπεδοσφαιρίων, και να τυλίγει το ένα μετά το άλλο σε ρο­
λά τα μηνύματα που μας εξαγγέλλουν την κατάρρευση των τε­
λευταίων εχθρικών στρατιών μετά από αλλεπάλληλες ήττες, και
να σπάει το βουλοκέρι από τις σφραγίδες παντελώς άγνωστων
βασιλιάδων που ικετεύουν να εξασφαλίσουν την προστασία των
προελαυνουσών στρατιών μας, προσφέροντας ως αντάλλαγμα ε­
τήσιες εισφορές σε πολύτιμα μέταλλα, αργασμένα δέρματα, καύ-

21
καλα χελωνών: είναι η απελπισμένη στιγμή όποιου ανακαλύπτει
ότι τούτη η αυτοκρατορία, που μας φαινόταν η συνισταμένη ό­
λων των θαυμάτων, δεν ήταν παρά μια διαλυμένη έκταση χωρίς
μορφή και τέλος, ότι η διαφθορά της έχει μετατραπεί πλέον σε έ­
να καρκίνωμα από το οποίο δεν μπορεί να μας σώσει ούτε το
σκήπτρο μας, ότι ο θρίαμβος εναντίον κάθε αντίπαλου βασιλιά
μάς μετέτρεψε σε κληρονόμους της ατέρμονής καταστροφής τους.
Μονάχα στις αναφορές του Μάρκο Πόλο ο Κουμπλάι Χαν κα­
τόρθωνε να διακρίνει, πίσω από τείχη και πύργους προορισμέ­
νους να καταρρεύσουν, το φιλιγκράν ενός σχεδίου τόσο λεπτού,
ώστε να ξεφεύγει από το δάγκωμα των τερμιτών.
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι η μ ν ή μ η . 1.

Αν ένας άνθρωπος ξεκινήσει από εκεί και προχωρήσει για


τρεις μέρες προς την ανατολή, θα βρεθεί στη Διομίρα, πόλη με
εξήντα ασημένιους τρούλους, μπρούντζινα αγάλματα όλων των
θεών, δρόμους τέλεια λιθοστρωμένους, ένα κρυστάλλινο θέα­
τρο, έναν χρυσό πετεινό που τραγουδά κάθε πρωί πάνω σ’ έναν
πύργο. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει ήδη όλες αυτές τις ομορφιές για­
τί τις είδε και σε άλλες πόλεις. Το χαρακτηριστικό όμως αυτής
της πόλης είναι πως όποιος φτάνει εδώ μια βραδιά του Σεπτέμ­
βρη, όταν οι μέρες μικραίνουν και οι πολύχρωμες λάμπες ανά­
βουν όλες μαζί στις πόρτες των 'ψητοπωλείων και από ένα μπαλ­
κόνι μια γυναικεία φωνή φωνάζει: «αχ!», αρχίζει να ζηλεύει ε­
κείνους που πιστεύουν πως έχουν ήδη ζήσει μια νύχτα ίδια με
αυτή και πως εκείνη τη φορά ήταν ευτυχισμένοι.
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι η μ ν ή μ η . 2.

Ο άντρας που ιππεύει για μέρες πολλές σε άγρια εδάφη ποθεί


να συναντήσει μια πόλη. Κάποτε φτάνει στην Ισιδώρα, πόλη ό­
που τα μέγαρα έχουν κρεμαστές ελικοειδείς κλίμακες καλυμμέ­
νες από θαλάσσιους κοχλίες, πόλη όπου κατασκευάζονται με
όλους τους κανόνες της τέχνης κιάλια και βιολιά, πόλη όπου ό­
ταν ο ξένος είναι αναποφάσιστος ανάμεσα σε δύο γυναίκες συ­
ναντάει πάντα μια τρίτη, πόλη όπου οι κοκορομαχίες εκφυλίζο­
νται σε αιματηρούς καβγάδες ανάμεσα σ’ αυτούς που βάζουν
στοιχήματα. Ό λα αυτά τα πράγματα σκεφτόταν κάθε φορά
που ποθούσε μια πόλη. Η Ισιδώρα είναι επομένως η πόλη των
ονείρων του: με μία μόνο διαφορά. Η ονειρεμένη πόλη τον ε­
μπεριείχε νεαρό· στην Ισιδώρα φτάνει σε προχωρημένη ηλικία.
Στην πλατεία είναι το πεζούλι των γέρων που κοιτάζουν τη νεο­
λαία να περνά· βρίσκεται καθισμένος στη σειρά μαζί τους. Οι
επιθυμίες έχουν ήδη γίνει μνήμες.

24
^^φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ^

Ο ι π ό λ ε ις κ α ι η ε π ιθ υ μ ία . 1.

Για την πόλη της Δωροθέας μπορεί κανείς να μιλήσει με δυο


τρόπους: να πει ότι τέσσερις αλουμινένιοι πύργοι ορθώνονται
από τα τείχη της πλαισιώνοντας τις εφτά πύλες γύρω από την
κρεμαστή γέφυρα που δρασκελίζει την τάφρο- τα νερά της τρο­
φοδοτούν τα τέσσερα πράσινα κανάλια που διασχίζουν την πό­
λη και τη χωρίζουν σε εννέα συνοικίες, η καθεμία από τριακό­
σια σπίτια και εφτακόσιες καμινάδες- και αν λάβουμε υπόψη
μας ότι τα κορίτσια κάθε συνοικίας που είναι σε ηλικία γάμου
παντρεύονται με νέους άλλων συνοικιών και ότι οι οικογένειές
τους ανταλλάσσουν τα εμπορεύματα που η καθεμία έχει σε απο­
κλειστικότητα -περγαμόντα, αυγά οξύρυγχου, αστρολάβους,
αμέθυστους-, οι υπολογισμοί πρέπει να γίνονται με βάση αυτά
τα στοιχεία μέχρι να μάθει κανείς οτιδήποτε θέλει σε σχέση με
την πόλη για το παρελθόν το παρόν το μέλλον* ή να πει όπως
ο καμηλιέρης που με οδήγησε μέχρι εκεί κάτω: «Έφτασα εδώ
σχεδόν παιδί, ένα πρωί, κόσμος πολύς έτρεχε βιαστικός στους
δρόμους της αγοράς, οι γυναίκες είχαν ωραία δόντια και σε
κοίταζαν κατευθείαν στα μάτια, τρεις στρατιώτες πάνω σ’ ένα
πάλκο έπαιζαν σάλπιγγα, παντού γύρω μου γύριζαν ρόδες και
ανέμιζαν έγχρωμες επιγραφές. Μέχρι τότε δεν είχα γνωρίσει
παρά μόνο την έρημο και τους δρόμους των καραβανιών. Εκεί­
νο το πρωί στη Δωροθέα ένιωσα πως δεν υπήρχε αγαθό στη

25
ζωή που δεν θα μπορούσα να προσδοκώ. Στη συνέχεια, με το
πέρασμα των χρόνων, τα μάτια μου ξανάρχισαν να παρατη­
ρούν την απεραντοσύνη της ερήμου και τους δρόμους των κα-
ραβανιών μα τώρα ξέρω πως αυτός είναι ένας μονάχα από
τους πολλούς δρόμους που ανοίγονταν μπροστά μου εκείνο το
πρωί στη Δωροθέα».

2 6
Ο ι πόλεις και η μνήμη. 3.

Ματαίως, μεγαλόθυμε Κουμπλάι, θα προσπαθήσω να σου πε-


ριγράψω την πόλη της Ζαΐρας με τις ψηλές επάλξεις. Θα μπο­
ρούσα να σου πω από πόσα σκαλιά αποτελούνται οι κλιμακω­
τοί της δρόμοι, ποιο είδος καμπύλης έχουν οι αψίδες της κάθε
πύλης, από πόσα τσίγκινα ελάσματα είναι σκεπασμένες οι σκε­
πές· ξέρω όμως ήδη πως θα είναι σαν να μη σου λέω τίποτα.
Δεν είναι αυτά τα πράγματα που κάνουν μια πόλη αλλά οι α­
ναλογίες των μέτρων της έκτασής της και τα γεγονότα του πα­
ρελθόντος της: η απόσταση ενός φανοστάτη από το χώμα και
τα αιωρούμενα πόδια ενός κρεμασμένου σφετεριστή· το τεντω­
μένο σύρμα που φτάνει από το φανοστάτη στο απέναντι κά­
γκελο και τα φεστόνια που στολίζουν τη διαδρομή της γαμή­
λιας πομπής της βασίλισσας· το ύψος εκείνου του κάγκελου και
το άλμα του μοιχού που το πηδάει τα ξημερώματα· η κλίση
μιας υδρορροής και το κορδωμένο περπάτημα ενός γάτου που
χώνεται στο ίδιο παράθυρο· η τροχιά βολής της κανονιοφόρου
που εμφανίζεται ξαφνικά πίσω από το ακρωτήρι και η βόμβα
που καταστρέφει την υδρορροή· τα τρύπια δίχτυα και οι τρεις
γέροι που καθισμένοι στο μόλο τα μπαλώνουν καθώς διηγείται
ο ένας στον άλλο για πολλοστή φορά την ιστορία της κανονιο­
φόρου του σφετεριστή που λέγεται πως ήταν νόθο παιδί της
βασίλισσας και το βρήκαν εγκαταλειμμένο από τα γεννοφά­
σκια του εκεί, στο μόλο.

27
Από αυτό το κύμα των αναμνήσεων που πάει κι έρχεται, η
πόλη βρέχεται σαν σφουγγάρι και φουσκώνει. Μια περιγραφή
της Ζαΐρας όπως είναι σήμερα θα μπορούσε να περιλαμβάνει
όλο το παρελθόν της Ζαΐρας. Η πόλη όμως δεν φανερώνει το
παρελθόν της, το περιλαμβάνει όπως τις γραμμές ενός χεριού,
γραμμένο στις γωνίες των δρόμων, στις γρίλιες των παραθυ-
ριών, στις κουπαστές των κλιμακοστασίων, στις αντένες των α­
λεξικέραυνων, στα κοντάρια των λαβάρων, το κάθε κομμάτι
χαραγμένο με τη σειρά του από γρατζουνίσματα, πριονίσματα,
εγκοπές, βίαια χτυπήματα.

2 8
Ο ι πόλεις και η επι9υμία. 2.

Αν προχωρήσεις προς το νότο, μέσα σε τρεις μέρες θα συνα­


ντήσεις την Αναστασία, πόλη που βρέχεται από ομόκεντρα κα­
νάλια και πάνω από την οποία πετούν αετοί. Θα έπρεπε τώρα
να απαριθμήσω τα εμπορεύματα που συμφέρει να αγοράσει
κανείς εδώ: τον αχάτη τον όνυχα το χρυσοπράσιο και τις άλλες
ποικιλίες του χαλκηδόνιου· να εξυμνήσω το κρέας του χρυσα­
φένιου φασιανού που εδώ μαγειρεύουν σε φωτιά από ξύλα ώ­
ριμης κερασιάς, με πολλή ρίγανη· να αναφερθώ στις γυναίκες
που είδα να κάνουν το μπάνιο τους στη στέρνα του κήπου και
που μερικές φορές προσκαλούν -έτσι τουλάχιστον λέγεται- τον
περαστικό να γδυθεί και να πέσει μαζί τους στο νερό. Αλλά με
αυτές τις πληροφορίες δεν θα σου αποκάλυπτα τον πραγματι­
κό χαρακτήρα της πόλης: γιατί, ενώ η περιγραφή της Αναστα­
σίας δεν κάνει τίποτε άλλο από το να ξυπνά τη μία μετά την
άλλη τις επιθυμίες για να σε αναγκάσει να τις καταπνίξεις, αν
βρεθείς ένα πρωινό στο κέντρο της Αναστασίας, οι επιθυμίες
ξυπνάνε όλες μαζί και σε περικυκλώνουν. Η πόλη εμφανίζεται
σαν ένα σύνολο στο οποίο καμιά επιθυμία δεν πρέπει να πάει
χαμένη, και του οποίου εσύ αποτελείς τμήμα, και επειδή εκεί­
νη απολαμβάνει όλα όσα δεν απολαμβάνεις εσύ, σ’ εσένα δεν
απομένει παρά να αποδεχτείς την επιθυμία αυτή και να είσαι
ευχαριστημένος. Τέτοια δύναμη, που άλλοτε χαρακτηρίζουν

29
κακόβουλη και άλλοτε καλόβουλη, έχει η Αναστασία, πόλη
πλανεύτρα: αν δουλεύεις καθημερινά για ένα οκτάωρο ως κό-
πτης αχάτη όνυχα χρυσοπράσιου, ο μόχθος σου, που δίνει μορ­
φή στην επιθυμία, παίρνει από την επιθυμία τη μορφή της, κι
εσύ νομίζεις ότι έχεις κατακτήσει την Αναστασία ενώ δεν είσαι
παρά ο σκλάβος της.

3ο
Οι πόλεις και τα σημάδια. 1.

Ο άνθρωπος προχωρά μέρες ολόκληρες ανάμεσα σε δένδρα


και πέτρες. Σπανίως το μάτι σταματά σε κάποιο πράγμα, και
τούτο συμβαίνει μόνο όταν το αναγνωρίζει ως σημάδι ενός άλ­
λου πράγματος: ένα χνάρι στην άμμο υπονοεί το πέρασμα της
τίγρης, ένας βούρκος προαναγγέλλει μια φλέβα νερού, το άν­
θος του ιβίσκου το τέλος του χειμώνα. Όλα τα υπόλοιπα είναι
βουβά και ανταλλάξιμα· μονάχα τα δένδρα και οι πέτρες είναι
αυτό που είναι.
Το ταξίδι καταλήγει στην πόλη της Ταμάρας. Μπαίνει κανείς
στην πόλη μέσα από δρόμους γεμάτους επιγραφές που εξέχουν
από τους τοίχους. Το μάτι δεν βλέπει πράγματα αλλά μορφές
πραγμάτων που σημαίνουν άλλα πράγματα: η τανάλια δείχνει
το σπίτι του οδοντοβγάλτη, η κανάτα την ταβέρνα, το αλάβαρ-
δον τη φρουρά, το καντάρι το μανάβικο. Αγάλματα και θυρεοί
απεικονίζουν λιοντάρια δελφίνια πύργους αστέρια: ένδειξη ότι
κάτι -ποιος ξέρει τι- έχει ως σήμα ένα λιοντάρι ή ένα δελφίνι ή
έναν πύργο ή ένα αστέρι. Αλλα σήματα προειδοποιούν για ό,τι
απαγορεύεται -να μπεις στο στενοσόκακο με το κάρο, να κα-
τουρήσεις πίσω από το περίπτερο, να ψαρέψεις με το αγκίστρι
από τη γέφυρα- και για ό,τι επιτρέπεται - να δίνεις νερό στις
ζέμπρες, να παίζεις με ξύλινες μπάλες, να καις τα πτώματα των
συγγενών. Από την πόρτα των ναών φαίνονται τα αγάλματα

3*
^φφφφφφφφφφφφφφφφφ^^φφφφφφφφφψφφφφφφφφφφφφφφφφφφψφφφφφφφφφφφψφ^^

των θεών, ο καθένας με τα δικά του χαρακτηριστικά σύμβολα:


το κέρας της Αμάλθειας, την κλεψύδρα, τη μέδουσα, ώστε ο πι­
στός να μπορεί να τους αναγνωρίσει και να τους απευθύνει τις
σωστές προσευχές. Αν ένα κτήριο δεν φέρει καμιά ένδειξη ή α­
πεικόνιση, το ίδιο του το σχήμα και η θέση που κατέχει στη
διαρρύθμιση της πόλης αρκούν για να δείξουν τη λειτουργία
του: το βασιλικό παλάτι, η φυλακή, το νομισματοκοπείο, η πυ­
θαγόρεια σχολή, το μπορντέλο. Αλλά και τα εμπορεύματα που
οι πωλητές εκθέτουν στους πάγκους αξίζουν όχι για αυτό που
είναι αλλά ως σήματα άλλων πραγμάτων: το κεντημένο πέπλο
για το μέτωπο σημαίνει κομψότητα, το επιχρυσωμένο φορείο ε­
ξουσία, οι τόμοι του Αβερόη γνώση, το κόσμημα στον αστρά­
γαλο φιληδονία. Το βλέμμα διατρέχει τους δρόμους σαν να
πρόκειται για γραμμένες σελίδες: η πόλη λέει όλα όσα πρέπει
να σκεφτείς, σε βάζει να επαναλάβεις την κουβέντα της, κι ενώ
νομίζεις ότι επισκέπτεσαι την Ταμάρα, δεν κάνεις τίποτε άλλο
από το να καταχωρείς τα ονόματα με τα οποία η ίδια χαρακτη­
ρίζει τον εαυτό της και όλα της τα κομμάτια.
Το πώς είναι πραγματικά η πόλη κάτω από αυτό το πυκνό
περίβλημα σημαδιών, τι ακριβώς περιέχει και τι κρύβει, ο άν­
θρωπος φεύγει από την Ταμάρα χωρίς να το έχει μάθει. Έξω
εκτείνεται κενή η γη μέχρι τον ορίζοντα, και ανοίγει ο ουρα­
νός στον οποίο τρέχουν τα σύννεφα. Στη μορφή που η τύχη και
ο άνεμος δίνουν στα σύννεφα, ο άνθρωπος έχει την προδιάθε­
ση να αναγνωρίζει φιγούρες: ένα ιστιοφόρο, ένα χέρι, έναν ε­
λέφαντα...

32
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι η μ ν ή μ η . 4.

Πέρα από τους έξι ποταμούς και τις τρεις οροσειρές ορθώνεται
η Ζόρα, πόλη που όποιος είδε έστω και μία φορά δεν μπορεί
πλέον να ξεχάσει. Ό χι όμως επειδή αφήνει, όπως άλλες αξιο­
μνημόνευτες πόλεις, αναμνήσεις που ξεφεύγουν από το συνη­
θισμένο. Η Ζόρα έχει την ιδιότητα να μένει ζωντανή στη μνή­
μη σημείο προς σημείο, στην ακολουθία των δρόμων, και στα
σπίτια κατά μήκος των δρόμων, και στις πόρτες και στα παρά­
θυρα των σπιτιών, παρότι δεν έχει να επιδείξει σε αυτά ιδιαί­
τερες και σπάνιες ομορφιές. Το μυστικό της είναι ο τρόπος με
τον οποίο το βλέμμα τρέχει πάνω σε μορφές που ακολουθούν
η μία την άλλη όπως σε μια μουσική παρτιτούρα, στην οποία
δεν μπορεί κανείς να αλλάξει ή να μετατοπίσει ούτε μία νότα.
Ο άνθρωπος που ξέρει απέξω πώς είναι φτιαγμένη η Ζόρα, ό­
ταν δεν μπορεί να κοιμηθεί τη νύχτα, φαντάζεται τον εαυτό του
να περπατά στους δρόμους της και θυμάται τη σειρά με την ο­
ποία διαδέχονται το ένα το άλλο το χάλκινο ρολόι, η ριγέ τέντα
του κουρέα, το σιντριβάνι με τους εννέα πίδακες, ο γυάλινος
πύργος του αστρονόμου, το κιόσκι του πωλητή καρπουζιών, το
άγαλμα του ερημίτη και του λιονταριού, το τούρκικο χαμάμ, το
καφενείο στη γωνία, η διαγώνιος που οδηγεί στο λιμάνι. Η πό­
λη αυτή που δεν διαγράφεται από τη μνήμη είναι σαν μια πα­
νοπλία ή ένα δίχτυ στις τρύπες του οποίου ο καθένας μπορεί να

33
τοποθετήσει τα πράγματα που θέλει να θυμάται: ονόματα επι­
φανών ανδρών, αρετές, αριθμούς, ταξινομήσεις φυτών και ο­
ρυκτών, ημερομηνίες μαχών, αστερισμούς, αποσπάσματα μιας
ομιλίας. Ανάμεσα σε κάθε έννοια και σε κάθε σημείο της δια­
δρομής θα μπορέσει να ορίσει μια σχέση συγγένειας ή αντίθε­
σης, ώστε να μπορεί να ανακαλεί άμεσα το καθετί στη μνήμη
του. Έτσι, οι πιο σοφοί άνθρωποι του κόσμου είναι εκείνοι που
γνωρίζουν από μνήμης τη Ζόρα.
Ματαίως όμως βάλθηκα να ταξιδεύω για να επισκεφτώ την
πόλη: αναγκασμένη να παραμένει αναλλοίωτη και ίδια με τον
εαυτό της για να τη θυμούνται καλύτερα, η Ζόρα μαράζωσε,
διαλύθηκε και εξαφανίστηκε. Η Γη την ξέχασε.

34
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι η ε π ιθ υ μ ία . 3.

Γ ? !ί4 » « ίίΓ »

Με δύο τρόπους φτάνει κανείς στη Δέσποινα: με το πλοίο ή με


την καμήλα. Η πόλη παρουσιάζεται διαφορετικά σε όποιον έρ­
χεται από τη στεριά και σε όποιον έρχεται από τη θάλασσα.
Ο καμηλιέρης που βλέπει να εμφανίζονται στον ορίζοντα
του οροπεδίου οι κορυφές από τους ουρανοξύστες, οι κεραίες
από τα ραντάρ, να χτυπάνε στον άνεμο οι λευκοί και κόκκινοι
ανεμοδείκτες, να βγάζουν καπνό οι καπνοδόχοι, βάζει με το
νου του ένα πλοίο· ξέρει ότι πρόκειται για μια πόλη αλλά τη
σκέφτεται σαν ένα καράβι που τον παίρνει μακριά από την έ­
ρημο, ένα ιστιοφόρο έτοιμο να σαλπάρει, με τον άνεμο που ή­
δη φουσκώνει τα άλυτα ακόμα πανιά του, ή τον ατμό στο λε­
βητοστάσιο που δονεί τη σιδερένια καρίνα, και σκέφτεται όλα
τα λιμάνια, τα υπερπόντια εμπορεύματα που οι γερανοί αδειά­
ζουν πάνω στους μόλους, τα καπηλειά στα οποία πληρώματα
από διαφορετικές σημαίες σπάνε μπουκάλια στα κεφάλια ο έ­
νας του άλλου, τα φωτισμένα παράθυρα των ισογείων, το κα­
θένα με μια γυναίκα που χτενίζεται.
Στην καταχνιά της ακτής ο ναυτικός ξεχωρίζει το σχήμα της
καμπούρας μιας καμήλας, τα λαμπερά κρόσσια της κεντημένης
σέλας ανάμεσα σε δύο πιτσιλωτές καμπούρες που προχωρούν
λικνιζόμενες, ξέρει πως πρόκειται για μια πόλη αλλά τη φα­
ντάζεται σαν μια καμήλα από το σαμάρι της οποίας κρέμονται

35
ασκιά και δισάκια γεμάτα γλασαρισμένα φρούτα, μπουκάλια με
κρασί από χουρμάδες, φύλλα καπνού, και ήδη βλέπει τον εαυ­
τό του επικεφαλής ενός μεγάλου καραβανιού που τον πηγαίνει
μακριά από την έρημο της θάλασσας, προς οάσεις με γλυκό νε­
ρό στην οδοντωτή σκιά των φοινίκων, προς παλάτια με χο­
ντρούς ασβεστωμένους τοίχους, με εσωτερικές αυλές από πλα­
κάκια πάνω στα οποία χορεύουν ξυπόλυτες οι χορεύτριες, και
κουνάνε τα χέρια τους λίγο μέσα και λίγο έξω από το πέπλο.
Η κάθε πόλη παίρνει το σχήμα από την έρημο στην οποία α­
ντιστέκεται* έτσι βλέπουν τη Δέσποινα, πόλη-σύνορο ανάμεσα
σε δύο ερήμους, ο καμηλιέρης και ο ναύτης.

36
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ α σ η μ ά δ ια . 2.

Από την πόλη της Ζίρμας οι επισκέπτες επιστρέφουν με πολύ


διακριτές αναμνήσεις: ένας τυφλός νέγρος που φωνάζει στο
πλήθος, ένας τρελός που κρέμεται από το γείσο ενός ουρανο­
ξύστη, μια κοπέλα που σεργιανάει με ένα πούμα δεμένο σ’ ένα
λουρί. Στην πραγματικότητα πολλοί από τους τυφλούς που
χτυπάνε το μπαστούνι τους στα λιθόστρωτα της Ζίρμας είναι
νέγροι, σε κάθε ουρανοξύστη υπάρχει πάντα κάποιος που τρε­
λαίνεται, όλοι οι τρελοί περνάνε τον καιρό τους σ’ ένα γείσο,
και δεν υπάρχει πούμα που να μη μεγαλώνει χάρη στο καπρί­
τσιο μιας κοπέλας. Η πόλη είναι στομφώδης: επαναλαμβάνεται
έως ότου κάτι από αυτή καρφωθεί στο μυαλό μας.
Επιστρέφω κι εγώ από τη Ζίρμα: οι αναμνήσεις μου περι­
λαμβάνουν αερόπλοια που πετάνε προς όλες τις κατευθύνσεις
στο ύφος των παραθυριών, δρόμους με μαγαζιά στα οποία
σχεδιάζουν τατουάζ στο δέρμα των ναυτικών, υπόγεια τρένα
μέσα στα οποία στριμώχνονται παχύσαρκες γυναίκες που υ­
ποφέρουν από την κουφόβραση. Οι συνταξιδιώτες μου, αντί­
θετα, ορκίζονται ότι είδαν μονάχα ένα αερόπλοιο να αιωρείται
ανάμεσα στις οξυκόρυφες στέγες της πόλης, έναν μονάχα τε­
χνίτη του τατουάζ να έχει πάνω στον πάγκο του βελόνες και με­
λάνια και διάτρητα σχέδια, μια μονάχα γυναίκα τεραστίων

37
διαστάσεων να κάνει αέρα με τη βεντάλια της μέσα σ’ ένα βα­
γόνι. Η μνήμη είναι στομφώδης: επαναλαμβάνει τα σημάδια ώ­
στε η πόλη να αρχίσει να υπάρχει.

38
Ο ι λ ε π τ έ ς π ό λ ε ις . 1.

Λέγεται ότι η Ισαύρα, η πόλη των χιλίων πηγαδιών, είναι χτι­


σμένη πάνω σε μια βαθιά υπόγεια λίμνη. Η πόλη εκτείνεται μέ­
χρι εκεί όπου οι κάτοικοι, μόλις σκάψουν μεγάλες κάθετες τρύ­
πες στο χώμα, κατορθώνουν και βγάζουν νερό: η πρασινωπή
της περίμετρος επαναλαμβάνει την περίμετρο των σκοτεινών
οχθών της θαμμένης λίμνης, ένα αόρατο τοπίο επηρεάζει το ο­
ρατό, ό,τι κινείται κάτω από τον ήλιο εξαρτάται από το κύμα
που χτυπάει εγκλωβισμένο κάτω από τον ασβεστώδη ουρανό
του βράχου.
Συνεπώς δύο λογιών θρησκείες βρίσκει κανείς στην Ισαύρα.
Σύμφωνα με κάποιους, οι θεοί της πόλης κατοικούν στα βάθη
της γης, στη μαύρη λίμνη που τρέφει τις υπόγειες φλέβες. Σύμ­
φωνα με κάποιους άλλους, οι θεοί κατοικούν στους κάδους που
ανεβαίνουν κρεμασμένοι από το σκοινί πάνω από το φρόχειλο,
στις τροχαλίες που γυρίζουν, στα βαρούλκα της κάθε νόριας,
στους λεβιέδες των αντλιών, στις φτερωτές των ανεμόμυλων
που τραβάνε πάνω το νερό των γεωτρήσεων, στους πύργους
που στηρίζουν τα περιστρεφόμενα τρυπάνια, στις δεξαμενές
που κρέμονται με τρίποδα πάνω από τις στέγες, στις λεπτές α­
ψίδες των υδραγωγείων, στους πίδακες, στους κάθετους σωλή­
νες, στους μοχλούς, στους υπερχειλιστήρες, ψηλά μέχρι και
στους ανεμοδείκτες που ξεπερνούν τις αέρινες σκαλωσιές της
Ισαύρας, πόλης που κινείται ολόκληρη προς τον ουρανό.

39
Σταλμένοι να επιθεωρήσουν τις μακρινές επαρχίες, οι μαντατο-
φόροι και οι εισπράκτορες τον Μεγάλου Χαν επέστρεφαν στην
ώρα τους στο παλάτι τον Κεμενφού και στους κήπους με τις μα-
νόλιες, στη σκιά των οποίων σεργιάνιζε ο Κονμπλάι ακούγοντας
τις μακροσκελείς αναφορές τους. Οι πρέσβεις ήταν Πέρσες Αρμέ­
νιοι Σύριοι Κόππες Τονρκομάνου ο αυτοκράτορας όμως είναι ξέ­
νος για τον καθένα από τους υπηκόους του και μονάχα μέσα α­
πό ξένα μάτια και αυτιά η αυτοκρατορία μπορούσε να δηλώσει
την παρουσία της στον Κονμπλάι. Σε γλώσσες ακατανόητες για
τον Χαν, οι μαντατοφόροι έφερναν ειδήσεις κατανοητές μονάχα
σε γλώσσες ακατανόητες σε αυτούς: από αυτό το αδιαπέραστο η­
χητικό φράγμα αναδύονταν τα ποσά των αυτοκρατορικών φό­
ρων, τα ονόματα και τα πατρώνυμα των απολυμένων και αποκε­
φαλισμένων υπαλλήλων, οι διαστάσεις των αρδευτικών καναλιών
που οι ισχνοί ποταμοί τροφοδοτούσαν σε περιόδους ξηρασίας.
Όταν όμως ερχόταν η σειρά του νεαρού Βενετού να δώσει την α­
ναφορά του, μια διαφορετική επικοινωνία υπήρχε μεταξύ του
αυτοκράτορα και του ίδιου. Νεοφερμένος και ανίδεος όσον αφο­
ρά τις γλώσσες της Ανατολής, ο Μάρκο Πόλο δεν μπορούσε πα­
ρά να εκφράζεται με νεύματα, άλματα, φωνές που έδειχναν έκ­
πληξη και φρίκη, με αλυχτήματα ή γρυλίσματα ζώων, ή με αντι­
κείμενα που έβγαζε από τα δισάκια του: φτερά στρουθοκάμηλου,

4*
ιφ φφφφφφφ ί^ φ φ φίΦ φφφφφΙφφφφφφφφφφφφφφφφφφφΙΗ ΙφφφφφφφφφΙΙφφΗ

ακονσηκά κέρατα, χαλαζίες, τα οποία τακτοποιούσε μπροστά


τον σαν να ήταν πιόνια σκακιού. Επιοτρέφοντας από τις αποστο­
λές που τον ανέθετε ο Κονμπλάι, ο επινοητικός ξένος αυτοσχέ­
διαζε παντομίμες που ο ηγεμόνας έπρεπε να ερμηνεύσει: μια πό­
λη είχε σχεδιαστεί από το άλμα ενός ψαριού που προσπαθώντας
να ξεφύγει από το στόμα ενός κορμοράνου έπεφτε σε ένα δίχτυ,
μια άλλη πόλη από έναν γυμνό άνθρωπο που περνούσε μέσα α­
πό τη φωτιά χωρίς να καίγεται, μια τρίτη από ένα κρανίο που έ­
σφιγγε ανάμεσα στα πρασινισμένα από τη μούχλα δόντια του μια
στρογγυλή, πάλλενκη πέρλα. Ο Μεγάλος Χ αν αποκωδικοποιού-
σε τα σημάδια, όμως ο δεσμός ανάμεσα σε αυτά και τους ταξιδε­
μένους τόπους παρέμενε αβέβαιος: δεν ήξερε ποτέ αν ο Μάρκο
ήθελε να του απεικονίσει μια περιπέτεια που του είχε λάχει στο
ταξίδι, κάποιο από τα κατορθώματα του ιδρυτή της πόλης, την
προφητεία ενός αστρολόγου, ένα αίνιγμα ή έναν συλλαβόγριφο
απλώς για να υποδείξει ένα όνομα. Είτε όμως ήταν ξεκάθαρα εί­
τε αινιγματικά, όλα όσα ο Μάρκο έδειχνε είχαν τη δύναμη των
εμβλημάτων, που έτσι και τα δεις μια φορά δεν μπορείς πλέον να
τα ξεχάσεις ή να τα μπερδέψεις. Στο μυαλό του Χαν η αυτοκρα­
τορία αντικαθρεφτιζόταν σε μια έρημο από ευμετάβλητα και α­
νταλλάξιμα μεταξύ τους στοιχεία, όπως είναι οι κόκκοι της άμ­
μου, από τα οποία αναδύονταν για κάθε πόλη και επαρχία οι φι­
γούρες που υπονοούσαν οι λογόγριφοι του Βενετού.
Με τις εποχές και τις αποστολές να ακολουθούν η μια την άλ­
λη, ο Μάρκο έμαθε τη ταρτάρικη γλώσσα καθώς και πολλά εθνι­
κά ιδιώματα και διαλέκτους φυλών. Τώρα οι αφηγήσεις του ήταν
οι πλέον ακριβείς και λεπτομερείς που θα μπορούσε ποτέ να επι­
θυμήσει ο Μεγάλος Χαν, και δεν υπήρχε ερώτημα ή αξιοπερίερ­
γο που να μην εύρισκε την απάντησή του. Κι όμως, η κάθε είδη­
ση γύρω από έναν τόπο έφερνε στο νου του αυτοκράτορα εκείνΐ]
την πρώτη κίνηση ή το αντικείμενο με το οποίο ο Μάρκο είχε

42
σκιαγραφήσει εκείνον τον τόπο. Κάθε νέο στοιχείο αποκτούσε
έννοια από εκείνο το έμβλημα και ταυτόχρονα πρόσθετε στο έμ­
βλημα μια νέα έννοια. Ίσως η αυτοκρατορία, σκέφτηκε ο Κου-
μπλάι, να μην είναι τίποτε άλλο από έναν ζωδιακό κύκλο φαντα­
σμάτων του νου.
«Τη μέρα που θα μάθω όλα τα εμβλήματα», ρώτησε τον Μάρ­
κο, «θα καταφέρω επιτέλους να κάνω δική μου την αυτοκρατο­
ρία μου;»
Και ο Βενετός: «Μεγαλειότατε, μην πιστέψεις ποτέ κάτι τέτοιο:
εκείνη τη μέρα θα έχεις γίνει εσύ ο ίδιος ένα έμβλημα μεταξύ των
εμβλημάτων».

43
II
«Οι άλλοι απεσταλμένοι με προειδοποιούν για λιμούς, δωρολη­
ψίες, συνωμοσίες, ή με ενημερώνουν για κοιτάσματα με πέτρες
τιρκουάζ που μόλις ανακαλύφθηκαν, συμφέρουσες τιμές στις
γούνες μινκ, προτάσεις για προμήθειες με δαμασκηνουργημένες
λάμες. Ενώ εσύ;» ρώτησε τον Πόλο ο Μεγάλος Χαν. «Επιστρέ­
φεις από χώρες εξίσου μακρινές και το μόνο που ξέρεις να μου
διηγείσαι είναι οι σκέψεις που κάνει όποιος κάθεται να δροσιστεί
στο κατώφλι του σπιτιού του το βράδυ. Σε τι λοιπόν σου χρησι­
μεύουν τα τόσα ταξίδια;»
«Είναι βράδυ, καθόμαστε στα σκαλοπάτια του παλατιού σου,
φυσάει ένα ελαφρύ αεράκι», απάντησε ο Μάρκο Πόλο. «Όποια
χώρα κι αν σου φέρνουν στο μυαλό τα λόγια μου, θα τη δεις από
ένα παρατηρητήριο σαν το δικό σου, ακόμα κι αν στη θέση του
παλατιού θα υπάρχει ένα χωριό με σπίτια στηριγμένα σε πασσά­
λους κι αν το αεράκι θα φέρνει τη μυρωδιά ενός ποταμίσιου
βούρκου».
«Το παραδέχομαι, το βλέμμα μου είναι του ανθρώπου που έ­
χει πέσει σε βαθιά σκέψη. Αλλά το δικό σου; Εσύ διασχίζεις αρ-
χιπέλαγα, τούνδρες, οροσειρές, μα έχεις το βλέμμα του ανθρώ­
που που δεν μετακινήθηκε ποτέ από εδώ».
Ο Βενετός ήξερε ότι, όταν ο Κουμπλάι τα ’β άζε μαζί του, το
’κάνε για να παρακολουθήσει καλύτερα την άκρη μιας σκέψης
του*και ότι οι απαντήσεις και οι αντιρρήσεις του εύρισκαν τη θέ-

47
φ4φ4φφφφφ*φ4***φφφφφ4*Φ4ΦιΗϊΦΜΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦφφφψφψφφφφφφφφφφφφφφ*

ση τους σε μια συζήτηση που είχε ήδη πάρει το δρόμο της μέσα
στο κεφάλι τον Μεγάλου Χαν. Με άλλα λόγια, μεταξύ τους δεν εί­
χε διαφορά αν τα ερωτήματα και οι λύσεις λέγονταν μεγαλόφωνα
ή αν ο καθένας τους συνέχιζε να τις στριφογυρίζει στο νου τον
σιωπηλός. Πράγματι, έμεναν βουβοί, με μισόκλειστα μάτια, ξα­
πλωμένοι σε μαξιλάρια, λικνιζόμενοι σε αιώρες, καπνίζοντας μα­
κριές κεχριμπαρένιες πίπες.
Ο Μάρκο Πόλο φανταζόταν ότι απαντούσε (ή ο Κονμπλάι
Χαν φανταζόταν την απάντησή τον) πως όσο περισσότερο χανό­
ταν σε άγνωστους μαχαλάδες μακρινών πόλεων, τόσο περισσότε­
ρο καταλάβαινε τις άλλες πόλεις που είχε διασχίσει για να φτάσει
μέχρι εκεί, και ανέτρεχε πάλι στους ενδιάμεσους σταθμούς των
ταξιδιών τον, και μάθαινε να γνωρίζει από την αρχή το λιμάνι α­
πό το οποίο είχε σαλπάρει, και τους οικείους τόπους των νεανι­
κών τον χρόνων, και τις γειτονιές γύρω από το σπίτι τον, και μια
μικρή πλατεία στη Βενετία όπου έτρεχε σαν ήταν μικρό παιδί.
Στο σημείο αυτό ο Κονμπλάι Χ αν τον διέκοπτε ή φανταζόταν
πως τον διέκοπτε, ή ο Μάρκο Πόλο φανταζόταν πως τον διέκο­
πτε, με μια ερώτηση σαν αυτή: «Μα προχωράς με το κεφάλι πά­
ντα στραμμένο προς τα πίσω;» Ή: «Πώς συμβαίνει όλα όσα βλέ­
πεις να βρίσκονται πάντα πίσω σου;» Ή ακόμα: «Το ταξίδι σου
ξετυλίγεται μονάχα στο παρελθόν;»
Όλα αυτά ώστε ο Μάρκο Πόλο να μπορέσει να εξηγήσει ή να
φανταστεί ότι εξηγεί ή να τον φαντάζεται κάποιος άλλος να εξη­
γεί ή να κατορθώνει επιτέλους να εξηγεί στον εαυτό του ότι αυτό
που ο ίδιος αναζητούσε βρισκόταν πάντα μπροστά του και ότι, α­
κόμα κι αν επρόκειτο για παρελθόν, ήταν ένα παρελθόν που άλ­
λαζε όσο προχωρούσε σιγά σιγά στο ταξίδι του, γιατί το παρελθόν
του ταξιδιώτη αλλάζει ανάλογα με τη διαδρομή που έχει διανί'σει
- και δεν αναφερόμαστε στο πρόσφατο παρελθόν στο οποίο η κά­
θε μέρα που περνάει προσθέτει μια μέρα, αλλά στο πιο μακρινό

48
ΦΦ Φ φΦ ΐφ ^ φ φ φ Φ Ι ^ ,φ φ φ Ι ι ϊ Φ ϊ ι φ φ φ φ φ ΙΜ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Λ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ *

παρελθόν. Όταν φτάνει σε μία νέα πόλη, ο ταξιδιώτης ξαναβρί­


σκει ένα παρελθόν του που δεν ήξερε πλέον ότι είχε: η ξένη φύση
αυτού που έπαψες πλέον να είσαι ή να έχεις σου έχει στήσει καρ­
τέρι στα πιο ξένα και άγνωστα μέρη.
Ο Μάρκο μπαίνει σε μια πόλη ·βλέπει κάποιον σε μια πλατεία
να ζει μια ζωή ή μια στιγμή που θα μπορούσαν να είναι δικές του-
στη θέση εκείνου του ανθρώπου τώρα θα μπορούσε να είναι ο ί­
διος, αν είχε σταματήσει το χρόνο πολύ καιρό πριν, ή αν πολύ
καιρό πριν, σε μια διασταύρωση, αντί να πάρει τον ένα δρόμο εί­
χε πάρει τον αντίθετο και μετά από έναν μεγάλο γύρο βρισκόταν
στη θέση εκείνου του ανθρώπου σ’εκείνη την πλατεία. Τώρα πια,
από εκείνο το αληθινό ή υποθετικό του παρελθόν, ο ίδιος είναι α­
ποκλεισμένος δεν μπορεί να σταματήσει*πρέπει να συνεχίσει μέ­
χρι να φτάσει σε μια άλλη πόλη όπου τον περιμένει ένα άλλο πα­
ρελθόν του, ή κάτι που ίσως να ήταν ένα πιθανό του μέλλον και
τώρα είναι το παρόν κάποιου άλλου. Ένα απραγματοποίητο μέλ­
λον είναι μονάχα ένα κλαδί του παρελθόντος: ένα ξερό κλαδί.
«Ταξιδεύεις για να ξαναζήσεις το παρελθόν σου;» ήταν στο
σημείο εκείνο η ερώτηση του Χαν, ερώτηση που θα μπορούσε να
διατυπωθεί και ως εξής: «Ταξιδεύεις για να ξαναβρείς το μέλλον
σου;»
Και η απάντηση του Μάρκο: «Το αλλού είναι ένας αντίστρο­
φος καθρέφτης. Ο ταξιδιώτης αναγνωρίζει το λίγο που είναι δικό
του, ανακαλύπτοντας το πολύ που ποτέ δεν είχε και που ποτέ δεν
θα έχει».

49
Ο ι πόλεις και η μνήμη. 5.

Στη Μαυριλία, ο ταξιδιώτης καλείται να επισκεφτεί την πόλη


και ταυτόχρονα να παρατηρήσει μερικές παλιές καρτποστάλ
που τη δείχνουν όπως ήταν παλιά: η ίδια κι απαράλλακτη πλα­
τεία με μια κότα στη θέση του σταθμού των λεωφορείων, το πε­
ρίπτερο της μουσικής στη θέση της ανισόπεδης διάβασης, δύο
δεσποινίδες με λευκές ομπρέλες εκεί όπου είναι το εργοστάσιο
των εκρηκτικών. Για να μην απογοητεύσει τους κατοίκους, ο
ταξιδιώτης οφείλει να επαινέσει την πόλη των καρτποστάλ και
να την προτιμήσει από τη σημερινή, προσέχοντας όμως να κρα­
τήσει την προτίμησή του αυτή στα όρια συγκεκριμένων κανό­
νων: να αναγνωρίσει, για παράδειγμα, ότι, αν συγκριθούν το με­
γαλείο και η ευμάρεια της σημερινής Μαυριλίας, που έγινε πλέον
μητρόπολη, με την παλιά επαρχιώτικη Μαυριλία, το αποτέλε­
σμα βεβαίως και δεν αποζημιώνει τη χαμένη χάρη, χάρη που ό­
μως μπορεί να χαρεί κανείς σήμερα στις παλιές καρτποστάλ, ε­
νώ πριν, με την επαρχιώτικη Μαυριλία μπροστά στα μάτια του,
τίποτα το γραφικό δεν θα υπήρχε, κι ούτε γραφική θα φαινό­
ταν σήμερα αν η Μαυριλία παρέμενε όπως ήταν, άλλωστε μια
μητρόπολη έχει κι αυτό το καλό, ότι μέσα από αυτό που έγινε
μπορείς να θυμάσαι με νοσταλγία αυτό που ήταν.
Καλά θα κάνετε να μην τους πείτε ότι μερικές φορές διαφο­
ρετικές πόλεις διαδέχονται η μία την άλλη στον ίδιο χώρο και

5*
με το ίδιο όνομα, ότι γεννιούνται και πεθαίνουν χωρίς να γνω­
ρίσει η μία την άλλη, χωρίς να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.
Μερικές μάλιστα φορές ακόμα και τα ονόματα των κατοίκων
παραμένουν ίδια, ακόμα και η προφορά των λέξεων, ακόμα
και οι γραμμές των προσώπων τους· αλλά οι θεοί που κατοι­
κούν πίσω από τα ονόματα και πάνω από τους τόπους έφυγαν
χωρίς να πουν τίποτα, και στη θέση τους κούρνιασαν ξένοι θεοί.
Είναι μάταιο να αναρωτηθεί κανείς αν αυτοί είναι καλύτεροι ή
χειρότεροι από τους αρχαίους, αφού μεταξύ τους δεν υπάρχει
καμιά σχέση, έτσι όπως οι παλιές καρτποστάλ δεν απεικονί­
ζουν τη Μαυριλία όπως ήταν αλλά μια άλλη πόλη που όλως
τυχαίως ονομαζόταν Μαυριλία σαν αυτή.

52
Οι πόλεις και η επιθυμία. 4.

Στο κέντρο της Φεδώρας, μητρόπολης από γκρίζα πέτρα, βρί­


σκεται ένα μεταλλικό μέγαρο με μια γυάλινη σφαίρα σε κάθε
δωμάτιο. Κοιτάζοντας μέσα στην κάθε σφαίρα φαίνεται μια
γαλάζια πόλη η οποία είναι το μοντέλο μιας άλλης Φεδώρας.
Είναι οι μορφές που η πόλη θα μπορούσε να πάρει αν δεν είχε
γίνει, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, αυτό που βλέπουμε σήμερα.
Σε κάθε εποχή κάποιος, κοιτάζοντας πώς πραγματικά ήταν η
Φεδώρα, είχε φανταστεί τον τρόπο να τη μετατρέψει σε ιδανι­
κή πόλη· ενώ όμως έφτιαχνε το πρότυπό του σε μινιατούρα, η
Φεδώρα δεν ήταν πλέον ίδια με πριν, και εκείνο που μέχρι χθες
ήταν ένα πιθανό μέλλον της, αποτελούσε πλέον απλώς ένα παι­
χνίδι σε μια γυάλινη σφαίρα.
Σήμερα η Φεδώρα φιλοξενεί στο μέγαρο με τις σφαίρες το
μουσείο της: ο κάθε κάτοικος το επισκέπτεται, διαλέγει την πό­
λη που αντιστοιχεί στις επιθυμίες του, τη θαυμάζει φανταζόμε-
νος τον εαυτό του να καθρεφτίζεται στο ενυδρείο με τις μέδου­
σες που θα έπρεπε να συγκεντρώσει τα νερά του καναλιού (αν
δεν είχε αποξηρανθεί), να διατρέχει τη λεωφόρο που ήταν α­
φιερωμένη στους ελέφαντες (τώρα πλέον εξοβελισμένοι από
την πόλη), να γλιστρήσει κατά μήκος της σπειροειδούς σκάλας
του μιναρέ (που δεν βρήκε πλέον βάση για να υψωθεί).
Στο χάρτη της αυτοκρατορίας σου, ω μεγάλε Χαν, πρέπει να

53
βρουν τη θέση τους τόσο η μεγάλη πέτρινη Φεδώρα όσο και οι
μικρές Φεδώρες των γυάλινων σφαιρών. Οχι γιατί είναι όλες το
ίδιο πραγματικές αλλά γιατί είναι όλες υποθετικές. Η μία περι­
κλείει μέσα της ό,τι γίνεται αποδεκτό ως αναγκαίο, ενώ δεν εί­
ναι ακόμα· οι άλλες αυτό που φαντάζεται κανείς ως πιθανό και
μια στιγμή αργότερα δεν είναι πλέον.

54
Οι πόλεις και τα σημάδια. 3.

Ο άνθρωπος που ταξιδεύει και δεν γνωρίζει ακόμα την πόλη


που τον περιμένει στο δρόμο του αναρωτιέται πώς θα είναι το
ανάκτορο, το στρατόπεδο, ο μύλος, το θέατρο, το παζάρι. Σε
κάθε πόλη της αυτοκρατορίας το κάθε κτήριο είναι διαφορετι­
κό και τοποθετημένο με μια διαφορετική τάξη: μόλις όμως ο
ξένος φτάσει στην άγνωστη πόλη και ρίξει το βλέμμα ανάμεσα
σ’ εκείνο το κωνικό δάσος από παγόδες και σοφίτες και αχυ­
ρώνες, ακολουθώντας τα ζικ ζακ των καναλιών των λαχανόκη­
πων των σκουπιδότοπων, αμέσως θα ξεχωρίσει ποια είναι τα
πριγκιπικά παλάτια, ποιοι οι ναοί των μεγάλων ιερέων, το παν­
δοχείο, η φυλακή, η κακόφημη γειτονιά. Έτσι -λέει κάποιος- ε­
πιβεβαιώνεται η υπόθεση πως ο κάθε άνθρωπος κουβαλά στο
μυαλό του μια πόλη φτιαγμένη μονάχα από διαφορές, μια πό­
λη χωρίς σχήματα και χωρίς μορφή, μια πόλη γεμάτη μόνο με
ιδιαιτερότητες.
Δεν συμβαίνει το ίδιο με τη Ζωή. Σε κάθε μέρος αυτής της
πόλης θα μπορούσε κανείς να κοιμηθεί, να κατασκευάσει ερ­
γαλεία, να μαγειρέψει, να μαζέψει χρυσά νομίσματα, να γδυθεί,
να βασιλέψει, να πουλήσει, να ζητήσει χρησμούς. Οποιαδήπο­
τε πυραμοειδής σκεπή θα μπορούσε να σκεπάζει τόσο το λε­
προκομείο όσο και τα λουτρά για τις οδαλίσκες. Ο ταξιδιώτης
γυρίζει και ξαναγυρίζει και δεν έχει παρά αμφιβολίες: μην κα-

55
τορθώνοντας να ξεχωρίσει τα διάφορα σημάδια της πόλης, μπερ­
δεύει ακόμα κι εκείνα που είχε ξεκάθαρα στο μυαλό του. Και
βγάζει το εξής συμπέρασμα: Αν η ίδια είναι σε κάθε στιγμή ο
εαυτός της, η πόλη της Ζωής είναι ο τόπος της αδιαίρετης ύπαρ­
ξης. Γιατί όμως τότε να υπάρχει ως πόλη; Ποια γραμμή χωρί­
ζει το μέσα από το έξω, το μουγκρητό της ρόδας από το ουρ­
λιαχτό του λύκου;

56
4/4/φ4ΦΦΦ**+**11*Φ4*Φ**ΦΦΦΦ4***Φ4*ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΨ4Φ4ΦΦΦΦ*

Ο ι λ ε π τ έ ς π ό λ ε ις . 2.

Τώρα θα μιλήσω για την πόλη της Ζηνοβίας, που έχει το εξής
θαυμαστό χαρακτηριστικό: αν και χτισμένη σε στεγνό έδαφος,
υψώνεται ολόκληρη πάνω σε πανύψηλους πασσάλους, και τα
σπίτια είναι από μπαμπού και από τσίγκο, με πολλά χαγιάτια
και μπαλκόνια, χτισμένα σε διαφορετικό ύψος, πάνω σε ξύλι­
να στηρίγματα φτιαγμένα έτσι ώστε το ένα να ξεπερνά το άλ­
λο, και συνδέονται μεταξύ τους με ανεμόσκαλες και κρεμαστές
ράμπες και οδηγούν σε πανοραμικά σημεία σκεπασμένα από
κωνικές στέγες, βαρέλια με αποθηκευμένο νερό, περιστρεφό­
μενους ανεμοδείκτες, προεξέχουσες τροχαλίες, αρμίδια και γε­
ρανούς.
Ποια ανάγκη ή εντολή ή επιθυμία ώθησε τους ιδρυτές της
Ζηνοβίας να δώσουν τέτοια μορφή στην πόλη τους, κανείς δεν
θυμάται, γι’ αυτό και κανείς δεν μπορεί να πει αν η ανάγκη αυ­
τή ικανοποιήθηκε από την πόλη έτσι όπως την κοιτάζουμε σή­
μερα, που μεγάλωσε ίσως από επόμενες υπερκαλύψεις σε σχέ­
ση με το πρώτο και ακατανόητο πλέον σχέδιο. Το σίγουρο πά­
ντως είναι ότι όποιος κατοικεί στη Ζηνοβία και του ζητήσουν
να περιγράψει πώς εννοεί ο ίδιος την ευτυχισμένη ζωή, είναι
πάντα μια πόλη σαν τη Ζηνοβία που αυτός θα φανταστεί, με
τους πασσάλους της και τις αιωρούμενες σκάλες της, μια Ζη­
νοβία ίσως εντελώς διαφορετική, με λάβαρα και κορδέλες να

57
ανεμίζσυν, αλλά πάντα ως συνέπεια ταυ συνδυασμού των στοι­
χείων εκείνου του πρώτου μοντέλου.
Έχοντας πει αυτά, είναι μάταιο να ορίσουμε αν η Ζηνοβία
πρέπει να ταξινομηθεί ανάμεσα στις ευτυχισμένες ή τις δυστυ­
χισμένες πόλεις. Δεν είναι σε αυτά τα δύο είδη που έχει νόημα
να χωρίζουμε τις πόλεις, μα σε άλλα δύο: εκείνες που συνεχί­
ζουν μέσα από τα χρόνια και τις αλλαγές να δίνουν μορφή στις
επιθυμίες και εκείνες στις οποίες οι επιθυμίες είτε κατορθώ­
νουν να αναιρέσουν την πόλη είτε να αναιρεθούν οι ίδιες.


Οι πόλεις και οι ανταλλαγές. 1.

Αφού διέσχισε ογδόντα μίλια αντιμέτωπος με το μαΐστρο, ο τα­


ξιδιώτης φτάνει στην πόλη της Ευφημίας, όπου σε κάθε ηλιο-
στάσιο και ισημερία οι έμποροι εφτά εθνών συρρέουν εκεί. Το
καράβι που αράζει με ένα φορτίο πιπερόριζας και βαμβακιού
θα ξανασαλπάρει με το αμπάρι γεμάτο φιστίκια και παπαρου-
νόσπορους, και το καραβάνι που μόλις ξεφόρτωσε σακιά με
μοσχοκάρυδο και γλυκάνισο ήδη δένει τα σαμάρια του για την
επιστροφή με τόπια χρυσοκεντημένης μουσελίνας. Αυτό όμως
που σε κάνει να ανεβαίνεις ποτάμια και να διασχίζεις ερήμους
για να φτάσεις μέχρι εδώ δεν είναι μόνο η δυνατότητα να α­
νταλλάξεις εμπορεύματα που μπορείς να βρεις ίδια σε όλα τα
παζάρια, μέσα κι έξω από την αυτοκρατορία του Μεγάλου
Χαν, απλωμένα καταγής στις ίδιες κίτρινες ψάθες, στη σκιά
πανομοιότυπων σκηνών που λειτουργούν και ως μυγοπαγίδες,
και που προσφέρονται με τις ίδιες ψεύτικες εκπτώσεις πάνω
στην τιμή. Δεν έρχεται κανείς στην Ευφημία μονάχα για να
πουλήσει και να αγοράσει, αλλά και γιατί τη νύχτα, δίπλα στις
φωτιές γύρω από την αγορά, καθισμένοι στα σακιά ή στα βα­
ρέλια ή ξαπλωμένοι σε μια στοίβα από χαλιά, σε κάθε λέξη που
λέει κάποιος -όπως «λύκος», «αδελφή», «κρυμμένος θησαυ­
ρός», «μάχη», «ψώρα», «εραστές»- οι άλλοι διηγούνται ο κα­
θένας τη δική του ιστορία για λύκους, για αδελφές, για θησαυ-

59
ρους, για ψώρες, για εραστές, για μάχες. Κι εσύ ξέρεις ότι στο
μακρύ ταξίδι που σε περιμένει, όταν για να μείνεις ξύπνιος στο
λίκνισμα της καμήλας ή της τζόγκας θα αρχίσεις να ξαναφέρ­
νεις στο μυαλό σου όλες τις αναμνήσεις σου τη μία μετά την άλ­
λη, ο λύκος σου θα έχει γίνει ένας άλλος λύκος, η αδελφή σου
μια διαφορετική αδελφή, η μάχη σου άλλες μάχες, καθώς θα ε­
πιστρέφεις από την Ευφημία, την πόλη στην οποία οι άνθρω­
ποι ανταλλάσσουν τις αναμνήσεις τους σε κάθε ηλιοστάσιο και
σε κάθε ισημερία.

6ο
... Νεοφερμένος και εντελώς ανίδεος όσον αφορά τις γλώσσες
της Ανατολής, ο Μάρκο Πόλο δεν μπορούσε να εκφραστεί παρά
βγάζοντας αντικείμενα από τις βαλίτσες του: ταμπούρλα, αλατι­
σμένα ψάρια, κολιέ από δόντια φακόχοιρου, και επιδεικνύοντάς
τα με νεύματα, πηδήματα, κραυγές έκπληξης ή φρίκης, ή μιμού­
μενος το αλύχτισμα του τσακαλιού και το γρούξιμο του μπούφου.
Δεν είναι πάντα σαφής στον αυτοκράτορα η σχέση που συν­
δέει το ένα και το άλλο στοιχείο της αφήγησης■τα αντικείμενα
μπορεί να ήθελαν να πουν διαφορετικά πράγματα: μια φαρέτρα
γεμάτη βέλη άλλοτε ήθελε να πει έναν επικείμενο πόλεμο, άλλοτε
ότι υπήρχε πληθώρα κυνηγιού, ίσως όμως και το κατάστημα ενός
οπλοπώλη*μια κλεψύδρα μπορούσε να υποδεικνύει το χρόνο
που περνά ή που έχει περάσει, ή την άμμο, ή ένα εργαστήρι στο
οποίο κατασκευάζονται κλεψύδρες.
Αυτό όμως που έκανε την κάθε πληροφορία του άναρθρου
πληροφοριοδότη του να φαντάζει πολύτιμη στον Κουμπλάι, ή­
ταν αυτό που την περιέβαλλε, ένα κενό που δεν το γέμιζαν οι λέ­
ξεις. Οι περιγραφές των πόλεων που είχε επισκεφτεί ο Μάρκο
Πόλο είχαν το εξής χαρακτηριστικό: ότι μπορούσε κανείς να τρι­
γυρίζει νοερά ανάμεσά τους, να χαθεί σε αυτές, να σταματήσει να
δροσιστεί ή να το βάλει στα πόδια τρέχοντας.
Με το πέρασμα του χρόνου, στις αφηγήσεις του Μάρκο οι λέ­
ξεις άρχισαν να αντικαθιστούν τα αντικείμενα και τα νεύματα:


φ φ φ φ φ φ φ ΐ,φ φ φ ^ψ ^ψ φ φ φ ψ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ ίιί************

στην αρχή ήταν επιφωνήματα, απομονωμένα ονόματα, ξερά ρή­


ματα, ύστερα περιφράσεις, προτάσεις παραφορτωμένες και με
πολλές διακλαδώσεις, μεταφορές και παρομοιώσεις. Ο ξένος είχε
μάθει να μιλάει τη γλώσσα του αυτοκράτορα, και ο αντοκράτο-
ρας να καταλαβαίνει τη γλώσσα του ξένου.
Θα έλεγε όμως κανείς ότι η επικοινωνία μεταξύ τους ήταν τώ­
ρα λιγότερο ευτυχής από ό,τι ήταν κάποτε: βεβαίως οι λέξεις ή­
ταν πιο χρήσιμες από τα αντικείμενα και τα νεύματα για να απα­
ριθμήσουν τα σημαντικότερα πράγματα της κάθε επαρχίας και
της κάθε πολιτείας: μνημεία, παζάρια, κοστούμια, χλωρίδα και
πανίδα*παρ’ όλα αυτά, όταν ο ΤΤόλο άρχιζε να περιγράφει πώς
ήταν η ζωή σ ’εκείνα τα μέρη, μέρα τη μέρα, βραδιά τη βραδιά, Οί
λέξεις τον ικανοποιούσαν όλο και λιγότερο, και σιγά σιγά ξανα­
γέμιζε στα νεύματα, στις’γκριμάτσες, στις ματιές.
Έτσι, στις βασικές πληροφορίες που έδινε για την κάθε πόλη
με συγκεκριμένες λέξεις, πρόσθετε έναν βουβό σχολιασμό, σηκώ­
νοντας τα χέρια είτε με την παλάμη είτε με τη ράχη είτε με την κό­
ψη, σε κινήσεις ίσιες ή πλάγιες, σπασμωδικές ή αργόσυρτες. Ένα
νέο είδος διαλόγου θεσπίστηκε ανάμεσά τους: τα λευκά χέρια του
Μεγάλου Χαν, φορτωμένα με δαχτυλίδια, απαντούσαν με κό-
σμιες κινήσεις στα ευκίνητα και γεμάτα ρόζους χέρια του εμπό­
ρου. Κι όσο καλύτερη γινόταν η συνεννόηση μεταξύ τους, τα χέ­
ρια απέκτησαν συμπεριφορές σταθερές, που αντιστοιχούσε η κα­
θεμιά σε μια διαφορετική ψυχολογική κατάσταση, στην εναλλα­
γή και την επανάληψή τους. Κι ενώ το λεξιλόγιο των πραγμάτων
ανανεωνόταν με το δειγματισμό των εμπορευμάτων, το ρεπερτό­
ριο των βουβών σχολίων έτεινε να περιοριστεί και να μονιμοποιη­
θεί. Ακόμα και η ευχαρίστηση της αναφοράς σε αυτά μειωνόταν
και στους δύο■στις συζητήσεις τους παρέμεναν την περισσότερη
ώρα σιωπηλοί και ακίνητοι.

6 2
Ill
Ο Κουμπλάι Χαν είχε συνειδητοποιήσει ότι οι πόλεις του Μάρκο
Πόλο έμοιαζαν μεταξύ τους, λες και το πέρασμα από τη μια στην
άλλη δεν συνεπαγόταν ένα ταξίδι αλλά απλώς μια αλλαγή των
στοιχείων τους. Τώρα, από κάθε πόλη που ο Πόλο του περιέγρα­
φε, το μυαλό του Μεγάλου Χαν ταξίδευε για δικό του λογαρια­
σμό και, αφού αποδομούσε την πόλη κομμάτι κομμάτι, την ξα­
νάχτιζε με έναν άλλο τρόπο, αντικαθιστώντας στοιχεία, μετακι­
νώντας τα, αναστρέφοντάς τα.
Στο μεταξύ ο Μάρκο συνέχιζε να διηγείται το ταξίδι του αλλά
ο αυτοκράτορας δεν τον άκουγε πλέον, τον διέκοπτε:
«Από εδώ και στο εξής θα περιγράφω εγώ τις πόλεις κι εσύ θα
επαληθεύεις αν υπάρχουν κι αν είναι όπως τις σκέφτηκα εγώ. Θα
αρχίσω να σε ρωτώ για μια κλιμακωτή πόλη, εκτεθειμένη στο σι­
ρόκο, σε έναν κόλπο που έχει σχήμα μισοφέγγαρου. Τώρα θα σου
πω μερικά από τα θαύματα που περιέχει: μια γυάλινη δεξαμενή
ψηλή όσο και ένας καθεδρικός ναός για να μπορεί κανείς να πα­
ρακολουθεί το κολύμπι και το πέταγμα των χελιδονόψαρων και
να ερμηνεύει τους οιωνούς*μια χουρμαδιά που με τα φύλλα της
στον άνεμο παίζει άρπα· μια πλατεία που περιστοιχίζεται από έ­
να μαρμάρινο τραπέζι σε σχήμα πέταλου, με το τραπεζομάντιλο
επίσης μαρμάρινο, στρωμένο με φαγητά και ποτά, όλα από μάρ­
μαρο».
«Κύριε, ήσουν αφηρημένος. ΓΤ αυτήν ακριβώς την πόλη σού
μιλούσα όταν με διέκοψες».

65

5 - Οι αόρατες πόλεις
«Τη γνωρίζεις; Πού βρίσκεται; Ποιο είναι το όνομά της;»
«Δεν έχει όνομα, ούτε τόπο. Σου επαναλαμβάνω το λόγο για
τον οποίο σου την περιέγραφα: από τον αριθμό των πόλεων που
μπορεί κανείς να φανταστεί, πρέπει να αποκλείσουμε εκείνες των
οποίων τα στοιχεία αθροίζονται χωρίς να υπάρχει κάτι που να τα
συνδέει, χωρίς έναν εσωτερικό κανόνα, μια προοπτική, μια λογι­
κή. Στις πόλεις είναι όπως στα όνειρα: ό,τι είναι δυνατό να φα­
νταστεί κανείς μπορεί και να το ονειρευτεί, αλλά και το πιο ανα­
πάντεχο όνειρο είναι ένας γρίφος που κρύβει μια επιθυμία, ή το
αντίστροφό της, μια φοβία. Οι πόλεις, όπως τα όνειρα, είναι χτι­
σμένες με επιθυμίες και φοβίες, παρότι το νήμα που τις συνδέει εί­
ναι μυστικό, οι κανόνες τους παράλογοι, οι προοπτικές παραπει­
στικές, και κάθε πράγμα κρύβει ένα άλλο πράγμα».
«Εγώ δεν έχω επιθυμίες ούτε φοβίες», δήλωσε ο Χαν, «και τα
όνειρά μου γεννιούνται είτε από το μυαλό είτε από την τύχη».
«Μα και οι πόλεις νομίζουν ότι είναι έργο του μυαλού ή της
τύχης, αλλά ούτε το ένα ούτε η άλλη αρκούν να κρατήσουν όρ­
θια τα τείχη τους. Α πό μια πόλη δεν απολαμβάνεις τα εφτά ή τα
τριάντα εφτά θαύματα, αλλά την απάντηση που δίνει σε κάποιο
ερώτημά σου».
«Ή το ερώτημα που σου θέτει αναγκάζοντάς σε να απαντή­
σεις, όπως η Θήβα διά στόματος Σφιγγός».

66
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι η ε π ιθ υ μ ία . 5.

Από εκεί, μετά από έξι μέρες και εφτά νύχτες, ο άνθρωπος
φτάνει στη Ζοβεΐδα, πόλη λευκή, εκτεθειμένη ολόκληρη στο
φεγγάρι, με δρόμους που γυρίζουν γύρω από τον εαυτό τους
σαν σε κουβάρι. Για την ίδρυσή της διηγούνται τα εξής: άν­
θρωποι από διαφορετικά έθνη είχαν το ίδιο όνειρο, είδαν μια
γυναίκα να τρέχει νυχτιάτικα σε μια άγνωστη πόλη, από πίσω,
με μακριά μαλλιά, γυμνή. Ονειρεύτηκαν πως την πήραν στο
κατόπι. Τρέχοντας γύρω γύρω, εν τέλει όλοι την έχασαν. Μετά
το όνειρο άρχισαν να ψάχνουν στην πόλη* δεν τη βρήκαν αλλά
βρέθηκαν μεταξύ τους* αποφάσισαν να χτίσουν μια πόλη όμοια
με αυτή του ονείρου τους. Στη διάταξη των δρόμων ο καθένας
επανέλαβε τη διαδρομή που είχε κάνει καταδιώκοντας τη γυ­
ναίκα* στο σημείο όπου είχε χάσει τα ίχνη της φυγάδας διευθέ­
τησε διαφορετικά από ό,τι στο όνειρο χώρους και τείχη, έτσι ώ­
στε εκείνη να μην μπορεί να ξεφύγει.
Αυτή ήταν η πόλη της Ζοβεΐδας, στην οποία εγκαταστάθη­
καν περιμένοντας ότι κάποια νύχτα θα επαναληφθεί η ίδια
σκηνή. Κανένας τους, ούτε στον ύπνο του ούτε στον ξύπνιο
του, είδε ποτέ ξανά τη γυναίκα. Οι δρόμοι της πόλης έγιναν οι
καθημερινοί δρόμοι της δουλειάς και δεν είχαν πλέον σχέση με
την ονειρική καταδίωξη. Η οποία άλλωστε είχε, εδώ και καιρό
πολύ, ξεχαστεί.

67
^φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ /^ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ ^φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ ^

Νέοι άνθρωποι ήρθαν από άλλες χώρες, έχοντας δει κι αυτοί


ένα όνειρο σαν το δικό τους, και στην πόλη της Ζοβεΐδας ανα­
γνώριζαν κάτι από τους δρόμους του ονείρου, και άλλαζαν θέ­
ση σε στοές και σε σκάλες ώστε να θυμίζουν περισσότερο την
πορεία της καταδιωκόμενης γυναίκας, και στο σημείο στο οποίο
εκείνη είχε εξαφανιστεί να μην της μείνει δίοδος διαφυγής.
Οι πρώτοι αφιχθέντες δεν καταλάβαιναν τι ήταν εκείνο που
είχε ελκύσει τους ανθρώπους αυτούς στη Ζοβεΐδα, σ’ αυτή την
άσκημη πόλη, σ’ αυτή την πόλη-παγίδα.

68
\/φ φ φ φ φ φ φ §φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ ^

Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ α σ η μ ά δ ια . 4.

Από όλες τις αλλαγές γλώσσας που είναι αναγκασμένος να α­


ντιμετωπίσει ο ταξιδιώτης στις μακρινές χώρες, καμιά δεν συ-
γκρίνεται με αυτό που τον περιμένει στην πόλη της Ιπαθίας, για­
τί δεν αφορά τις λέξεις αλλά τα πράγματα. Μπήκα στην Ιπαθία
ένα πρωί, ένας κήπος με μανόλιες καθρεφτιζόταν σε γαλάζιες
λιμνοθάλασσες, εγώ άρχισα να τριγυρνώ πίσω από φράχτες σί­
γουρος ότι θα ανακάλυπτα ωραίες και νέες κοπέλες να κάνουν
μπάνιο: αλλά στο βάθος του νερού τα καβούρια δάγκωναν τα
μάτια των γυναικών που είχαν αυτοκτονήσει με μια πέτρα δε­
μένη στο λαιμό, και τα πράσινα από τα φύκια μαλλιά τους.
Ένιωθα αδικημένος και θέλησα να ζητήσω το δίκιο μου στον
σουλτάνο. Ανέβηκα τις σκάλες από πορφυρίτη του παλατιού
με τους ψηλότερους τρούλους, διέσχισα έξι αυλές πλακοστρω­
μένες με μαγιόλικες και στολισμένες με σιντριβάνια. Η μεσαία
αίθουσα ήταν κλεισμένη με κάγκελα: οι καταδικασμένοι, με
μαύρες αλυσίδες στα πόδια, ανέβαζαν βράχους βασάλτη από έ­
να νταμάρι που βρισκόταν κάτω από τη γη.
Δεν μου έμενε παρά να ρωτήσω τους φιλόσοφους. Μπήκα
στη μεγάλη βιβλιοθήκη, χάθηκα ανάμεσα στα ράφια που κα-
τέρρεαν από τις δεμένες περγαμηνές, ακολούθησα την αλφα­
βητική σειρά χαμένων αλφαβήτων, πάνω και κάτω σε διαδρό­
μους, σκάλες και γέφυρες. Στην πιο μακρινή αίθουσα, αυτή των

69
νΦφφΦΦΦΦίϊΦϊνΦΦΦΦΪΦΛνΦΦΦΪϊνΦϊΨΦΦΦΦΦΦΦΦΦ***********************

παπύρων, σε ένα σύννεφο καπνού, εμφανίστηκαν μπροστά μου


τα ζαβλακωμένα μάτια ενός έφηβου, ξαπλωμένου σε μια ψά­
θα, που δεν ξεκολλούσε τα χείλη του από μια πίπα όπισυ.
«Πού είναι ο σοφός;» Ο καπνιστής έδειξε έξω από το παρά­
θυρο. Ήταν ένας κήπος με παιδικά παιχνίδια: την τσούνια, την
κούνια, τη σβούρα. Ο φιλόσοφος ήταν καθισμένος στη χλόη.
Είπε: «Τα σημάδια διαμορφώνουν μια γλώσσα, αλλά όχι εκεί­
νη που νομίζεις ότι γνωρίζεις». Κατάλαβα πως έπρεπε να απε­
λευθερωθώ από τις εικόνες που μέχρι εδώ μου προαναγγέλλα­
νε τα πράγματα που έψαχνα: μονάχα τότε θα κατόρθωνα να
κατανοήσω τη γλώσσα της Ιπαθίας.
Τώρα μου είναι αρκετό να ακούσω το χλιμίντρισμα των α­
λόγων και το πλατάγισμα των μαστιγίων και αμέσως με πιάνει
μια ερωτική λαχτάρα: στην Ιπαθία πρέπει να μπεις στους στά­
βλους και στις σχολές ιππασίας για να δεις ωραίες γυναίκες να
ανεβαίνουν στη σέλα με γυμνούς τους μηρούς και μπότες ψη­
λές ως τις γάμπες τους, και μόλις πλησιάσει ένας ξένος νεαρός,
τον ρίχνουν πάνω στα δεμάτια σανού ή άχυρου και τον πιέζουν
με τις δυνατές τους ρώγες.
Κι όταν η ψυχή μου δεν θέλει άλλες τροφές και ερεθίσματα
πέρα από τη μουσική, ξέρει ότι θα τη βρει στα νεκροταφεία: οι
μουσικοί κρύβονται στους τάφους- από τον ένα λάκκο στον άλ­
λο ακούγονται τρίλιες από φλάουτα, ακόρντα από άρπες.
Βεβαίως θα έρθει και στην Ιπαθία η μέρα που η μόνη μου ε­
πιθυμία θα είναι να φύγω. Ξέρω πως δεν θα αναγκαστώ να κα-
τέβω στο λιμάνι αλλά να ανέβω στην πιο ψηλή κορυφή του
βράχου και να περιμένω πότε θα περάσει κάποιο καράβι από
εκεί πάνω. Θα περάσει όμως ποτέ; Δεν υπάρχει γλώσσα χωρίς
απάτη.

70
Ο ι λ ε π τ έ ς π ό λ ε ις . 3.

Αν η Αρμίλα είναι έτσι απλώς επειδή έμεινε ανολοκλήρωτη ή


επειδή γκρεμίστηκε, ή αν πίσω από όλα αυτά κρύβονται κά­
ποια μάγια ή μονάχα ένα καπρίτσιο, το αγνοώ. Γεγονός πά­
ντως είναι ότι δεν έχει τοίχους, ούτε σκεπές, ούτε πατώματα:
δεν έχει τίποτα που να την κάνει να μοιάζει με πόλη, εκτός α­
πό τις σωληνώσεις του νερού, που ανεβαίνουν κάθετα εκεί ό­
που θα έπρεπε να υπάρχουν σπίτια και διακλαδίζονται εκεί ό­
που θα έπρεπε να υπάρχουν όροφοι: ένα δάσος από σωλήνες
που καταλήγουν σε βρύσες, ντους, σιφόνια, τροπλέν. Κόντρα
στον ουρανό ασπροβολούν ένας νιπτήρας ή μια μπανιέρα ή κά­
ποιο άλλο σκεύος, σαν όψιμα φρούτα που έμειναν κρεμασμένα
στα κλαδιά. Θα έλεγε κανείς ότι οι υδραυλικοί ολοκλήρωσαν
τη δουλειά τους και έφυγαν πριν να έρθουν οι κτίστες· ή ότι οι
εγκαταστάσεις τους, άφθαρτες, αντιστάθηκαν σε μια κατα­
στροφή, σ’ έναν σεισμό, ή στην υπονόμευση των τερμιτών.
Εγκαταλειμμένη πριν ή μετά την κατοίκησή της, η Αρμίλα
δεν μπορεί να θεωρηθεί έρημη. Οποιαδήποτε ώρα, αν ορθώ­
σεις το βλέμμα ανάμεσα στις σωληνώσεις, δεν είναι σπάνιο να
διακρίνεις μία ή περισσότερες λυγερόκορμες μα όχι ψηλές νεα­
ρές γυναίκες να χουχουλίζουν στις μπανιέρες, να σκύβουν κά­
τω από τα αιωρούμενα στο κενό ντους, να πλένονται ή να
σκουπίζονται ή να αρωματίζονται ή να χτενίζουν τα μακριά

7*
^φφφ^φφφφφφφφ4ΦΦ4^ίΦΦΦΦΦΦΦΦ4ΦΨΦΦΦΦ4ΦΨΦΦΦΦΨΦΦΦΨΦ€ΦΦΦ4Φ^ΦΦΦΦΦΦΦΦ€

μαλλιά τους στον καθρέφτη. Στον ήλιο λαμπυρίζουν τα νερά


που τρέχουν από τα ντους ανοίγοντας σαν βεντάλια κι εκείνα
που αναβλύζουν από τις βρύσες, οι πίδακες, τα πιτσιλίσματα,
οι αφροί των σφουγγαριών.
Η εξήγηση στην οποία κατέληξα είναι η εξής: στο νερό που
ρέει στις σωληνώσεις της Αρμίλας παρέμειναν αφεντικά οι
νύμφες και οι ναϊάδες. Συνηθισμένες να ανεβαίνουν τις υπό­
γειες φλέβες, ήταν γι’ αυτές εύκολο να εισχωρήσουν στο νέο υ­
δάτινο βασίλεια, να αναπηδήσουν από τις πολλαπλασιασμένες
πηγές, να βρουν καινούργιους καθρέφτες, καινούργια παιχνί­
δια, καινούργιους τρόπους να απολαμβάνουν το νερό. Είναι
πιθανό η νέα τους εισβολή να έδιωξε τους ανθρώπους, ή είναι
πιθανό οι άνθρωποι να έχτισαν την Αρμίλα ως ένα ανάθημα
για να ευχαριστήσουν τις προσβεβλημένες από τη χειραγώγη­
ση των νερών νύμφες. Πάντως σήμερα μοιάζουν ευχαριστημέ­
νες οι μικρόσωμες αυτές γυναίκες: κάθε πρωί τις ακούς να τρα­
γουδάνε.

72
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ι α ν τ α λ λ α γ έ ς . 2.

Στη Χλόη, τη μεγάλη πόλη, τα άτομα που περπατάνε στους


δρόμους δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Σε κάθε τους συναπά-
ντημα φαντάζονται χίλια πράγματα ο ένας για τον άλλον, τις
συναντήσεις που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μεταξύ
τους, τις συζητήσεις, τις εκπλήξεις, τα χάδια, τις δαγκωματιές.
Κανένας όμως δεν χαιρετά κανέναν, τα βλέμματα διασταυρώ­
νονται για μια στιγμή, ύστερα δραπετεύουν, ψάχνουν άλλα
βλέμματα, δεν σταματάνε πουθενά.
Περνάει μια κοπέλα που κουνάει την ομπρέλα που έχει α­
κουμπισμένη στον ώμο της, όπως κουνάει τις καμπύλες των γο­
φών της. Περνάει μια μαυροντυμένη γυναίκα που δείχνει όλα
τα χρόνια της, με τα μάτια ανήσυχα πίσω από το βέλο και τα
χείλη της να τρέμουν. Περνάει ένας γίγαντας γεμάτος τατουάζ*
ένας νεαρός άντρας με άσπρα μαλλιά* μια γυναίκα νάνος· δύο
δίδυμες ντυμένες σε κοράλλι χρώμα. Κάτι τρέχει ανάμεσά τους,
μια ανταλλαγή βλεμμάτων σαν γραμμές που συνδέουν τη μια
μορφή με την άλλη και σχηματίζουν τόξα, αστεράκια, τρίγωνα,
μέχρι που όλες οι παραλλαγές, σε μια στιγμή, εξαντλούνται και
άλλα πρόσωπα μπαίνουν στη σκηνή: ένας τυφλός με έναν γα-
τόπαρδο δεμένο σε μια αλυσίδα, μια εταίρα με μια βεντάλια α­
πό φτερά στρουθοκαμήλου, ένας έφηβος, μια νταρντανογυναί­
κα. Έτσι, ανάμεσα σε όποιον τυχαία βρίσκεται κάτω από μια

73
στοά για να προφυλαχθεί από τη βροχή, ή στριμώχνεται κάτω
από μια τέντα στο παζάρι, ή κοντοστέκεται για να ακούσει την
μπάντα στην πλατεία, πραγματοποιούνται συναντήσεις, απο­
πλανήσεις, συνευρέσεις, όργια, χωρίς να ανταλλάζουν ο ένας
με τον άλλον έστω μία λέξη, χωρίς να αγγίζουν ο ένας τον άλ­
λον έστω με το μικρό τους δάχτυλο, χωρίς να ανασηκώσουν έ­
στω για λίγο το βλέμμα τους.
Μια δόνηση φιληδονίας ταρακσυνά συνεχώς τη Χλόη, την
πιο αγνή από όλες τις πόλεις. Αν οι άντρες και οι γυναίκες άρ­
χιζαν να ζουν τα εφήμερα όνειρά τους, το κάθε φάντασμα θα
μετατρεπόταν σε ένα άτομο με το οποίο θα μπορούσε κανείς να
ξεκινήσει μια ιστορία καταδιώξεων, προσποιήσεων, παρεξηγή­
σεων, συγκρούσεων, καταπιέσεων, και το γαϊτανάκι των φα­
ντασιώσεων θα σταματούσε εκεί.

74
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ α μ ά τ ια . 1.

Γ ^ ΙΜ ««^

Οι αρχαίοι έχτισαν τη Βαλδράδα στις ακτές μιας λίμνης με σπί­


τια γεμάτα βεράντες χτισμένες τη μία πάνω από την άλλη και
δρόμους ψηλούς που έχουν στο επίπεδο του νερού τα καγκε­
λωτά τους στηθαία. Έτσι, φτάνοντας, ο επισκέπτης βλέπει δύο
πόλεις: μία όρθια πάνω από τη λίμνη και μία αναποδογυρισμέ­
νη που καθρεφτίζεται σ’ αυτή. Δεν υπάρχει ή δεν συμβαίνει τί­
ποτα στη μία Βαλδράδα που να μην επαναλαμβάνεται στην
άλλη Βαλδράδα, αφού η πόλη χτίστηκε έτσι ώστε το κάθε της
σημείο να αντανακλάται στον καθρέφτη της, και η Βαλδράδα
του νερού περιλαμβάνει όχι μόνο τις αυλακώσεις και τα ανά­
γλυφα των προσόψεων που ορθώνονται πάνω από τη λίμνη
αλλά και τα εσωτερικά των δωματίων με τις οροφές και τα πα­
τώματα, την προοπτική των διαδρόμων, τους καθρέφτες των
ντουλαπιών.
Οι κάτοικοι της Βαλδράδας ξέρουν ότι όλες οι πράξεις τους
είναι ταυτόχρονα η ίδια η πράξη και η εικόνα της στον καθρέ­
φτη, που έχει την ιδιαίτερη εκείνη αξιοπρέπεια των εικόνων,
και αυτή τους η συνειδητοποίηση τους απαγορεύει να αφεθούν
έστω για μια στιγμή στην τύχη και στη λήθη. Ακόμα και όταν
οι εραστές με τα γυμνά τους κορμιά προσπαθούν να δουν ποια
στάση θα πάρουν για να αντλήσουν τη μεγαλύτερη ηδονή ο έ­
νας από τον άλλον, ακόμα κι όταν οι δολοφόνοι σπρώχνουν το

75
μαχαίρι στις μαύρες φλέβες ταυ λαιμού κάνοντας να πεταχτεί
όσο περισσότερο αίμα μπορούν, καθώς η λάμα γλιστράει όλο
και περισσότερο ανάμεσα στους τένοντες, δεν είναι τόσο το
ζευγάρωμα ή το σφάξιμο αυτό που τους ενδιαφέρει όσο το ζευ­
γάρωμα ή το σφάξιμο των διαυγών και ψυχρών εικόνων τους
στον καθρέφτη.
Ο καθρέφτης άλλοτε μεγαλώνει την αξία των πραγμάτων
και άλλοτε την αρνείται. Ό σα πράγματα μοιάζουν να αξίζουν
πάνω από τον καθρέφτη δεν έχουν πάντα την ίδια αξία στο κα-
θρέφτισμά τους. Οι δύο δίδυμες πόλεις δεν είναι ίδιες, αφού
ό,τι υπάρχει ή συμβαίνει στη Βαλδράδα δεν είναι συμμετρικό:
σε κάθε πρόσωπο, σε κάθε χειρονομία, απαντούν από τον κα­
θρέφτη σημείο προς σημείο ένα αντίστροφο πρόσωπο, μια α­
ντίστροφη χειρονομία. Οι δύο Βαλδράδες ζουν η μία για την
άλλη, κοιτάζοντας η μια την άλλη συνεχώς στα μάτια αλλά χω­
ρίς να αγαπιούνται.


Ο Μεγάλος Χαν ονειρεύτηκε μια πόλη: την περιγράφει στον
Μάρκο Πόλο:
«Το λιμάνι είναι εκτεθειμένο στο βορρά, στη σκιά. Οι αποβά­
θρες είναι ψηλές πάνω από το μαύρο νερό που χτυπάει στα πλευ­
ρά τους’ πέτρινα σκαλιά, γλιστερά από τα φύκια, κατεβαίνουν
μέσα στο νερό. Βάρκες πασαλειμμένες με κατράμι περιμένουν
στο αγκυροβόλιο εκείνους που είναι να φύγουν και καθυστερούν
στην προκυμαία για να πουν αντίο στις οικογένειες τους. Οι α­
ποχαιρετισμοί γίνονται μέσα στη σιωπή αλλά με δάκρυα. Κάνει
κρύο’ όλοι έχουν καλυμμένο το κεφάλι τους. Το κάλεσμα του
βαρκάρη διακόπτει τα χασομέρια’ ο ταξιδιώτης κουλουριάζεται
στην πλώρη, απομακρύνεται κοιτάζοντας τη σύναξη αυτών που
μένουν’ ήδη δεν διακρίνονται οι γραμμές των προσώπων στην α­
κτή’ έχει καταχνιά’ η βάρκα πλευρίζει ένα αγκυροβολημένο κα­
ράβι- στη σκαλίτσα ανεβαίνει μια μικροσκοπική φιγούρα*εξαφα­
νίζεται- ακούγεται να σηκώνεται η σκουριασμένη αλυσίδα που
γδέρνει τις επωτίδες. Λυτοί που έμειναν βγαίνουν στα πρανή πά­
νω από τους βράχους του μόλου, για να ακολουθήσουν με το
βλέμμα το καράβι μέχρι αυτό να καβατζάρει το ακρωτήρι- κου­
νάνε για τελευταία φορά ένα λευκό κουρέλι.
»Να αρχίσεις να ταξιδεύεις, να εξερευνήσεις όλες τις ακτές και
να βρεις αυτή την πόλη», λέει ο Χαν στον Μάρκο. «Ύστερα γύρνα
και πες μου αν το όνειρό μου αντιστοιχεί στην πραγματικότητα».

77
«Σνγχώρεσέ με, κύριε: δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αργά ή γρή­
γορα θα φτάσω σ ’ εκείνο το μόλο», λέει ο Μάρκο, «αλλά δεν θα
επιστρέφω για να σου το αναφέρω. Η πόλη υπάρχει και έχει ένα
απλό μυστικό: γνωρίζει μόνο αναχωρήσεις και όχι επιστροφές».
IV
Με τα χείλη σφιγμένα στο κεχριμπαρένιο στόμιο της πίπας, τα γέ­
νια πιεσμένα κάτω από το περιδέραιο από αμέθυστο, τα μεγάλα
δάχτυλα κυρτωμένα νευρικά μέσα στις μεταξωτές παντόφλες, ο
Κουμπλάι Χαν άκουγε τις αναφορές του Μάρκο Πόλο χωρίς να
ανασηκώνει ούτε ένα φρύδι. Ήταν μια από τις βραδιές στις οποίες
μια σκιά υποχονδρίας βάραινε την καρδιά του.
«Οι πόλεις σου δεν υπάρχουν. Ίσως να μην υπήρξαν ποτέ. Το
σίγουρο είναι ότι δεν Θα υπάρξουν ποτέ. Γιατί βαυκαλίζεσαι με
παρήγορα παραμύθια; Ξέρω καλά ότι η αυτοκρατορία μου σαπί­
ζει σαν πτώμα σε βάλτο, η επαφή με το οποίο αρρωσταίνει τόσο
τα κοράκια που το τρυπάνε όσο και τα μπαμπού που μεγαλώ­
νουν λιπασμένα από τα λύματά του. Γιατί δεν μου μιλάς γι ’αυτό;
Γιατί λες ψέματα στον αυτοκράτορα των Ταρτάρων, ξένε;»
Ο Πόλο ήξερε να σιγοντάρει τη μαύρη διάθεση του ηγεμόνα.
«Ναι, η αυτοκρατορία είναι άρρωστη και, το χειρότερο, προσπα­
θεί να συνηθίσει τις πληγές της. Ο σκοπός των εξερευνήσεών μου
είναι αυτός: παρατηρώντας τα ίχνη ευτυχίας που ακόμα διακρί-
νονται, μετρώ τη σπανιότητά τους. Α ν Θέλεις να μάθεις πόσο
σκοτάδι έχεις γύρω σου, πρέπει να ακονίσεις το βλέμμα στα αδύ­
ναμα μακρινά φώτα».
Άλλες φορές, αντίθετα, ο Χαν βρισκόταν υπό την επίδραση ξε­
σπασμάτων χαράς. Ανακαθόταν στα μαξιλάρια, μετρούσε με με­
γάλα βήματα τα απλωμένα κάτω από τα πόδια του χαλιά, έβγαι-

6 - Οι αόςατες πόλεις
νε στα καγκελωτά μπαλκόνια για να καθυποτάξει με βλέμμα Θο­
λωμένο την έκταση των κήπων τον παλατιού που φωτίζονταν α­
πό φανάρια κρεμασμένα στους κέδρους.
«Κι όμως εγώ ξέρω», έλεγε, «ότι η αυτοκρατορία μου είναι
φτιαγμένη από το υλικό των κρυστάλλων και κρατάει ενωμένα
τα μόριά της σύμφωνα με ένα αψεγάδιαστο σχέδιο. Καθώς τα
στοιχεία βρίσκονται σε αναβρασμό, ένα εξαίσιο και σκληρό δια­
μάντι παίρνει μορφή, ένα τεράστιο διάφανο και πολύεδρο βουνό.
Γιατί οι ταξιδιωτικές σου εντυπώσεις σταματούν στα απογοητευ-
τικά φαινόμενα και δεν αντιλαμβάνονται αυτή την αδιάκοπη
διεργασία; Γιατί χάνεις το χρόνο σου σε ασήμαντες μελαγχολίες;
Γιατί κρύβεις από τον αυτοκράτορα τη μεγαλοσύνη του πεπρω­
μένου του;»
Και ο Μάρκο: «Ενώ σε ένα σου νεύμα, μεγαλειότατε, η πρώτη
και μοναδική πόλη ορθώνει τα τείχη της ακηλίδωτη, εγώ μαζεύω
τις στάχτες των άλλων πιθανών πόλεων που εξαφανίζονται για
να αφήσουν ελεύθερο χώρο και δεν Θα μπορέσουν ποτέ πια να
χτιστούν και να χαραχτούν στη μνήμη μας. Μονάχα αν γνωρίσεις
το απομεινάρι δυστυχίας που καμιά πολύτιμη πέτρα δεν πρόκει­
ται να απαλύνει, Θα μπορέσεις να υπολογίσεις το ακριβές βάρος
σε καράτια που πρέπει να έχει το τελικό διαμάντι, κι έτσι δεν Θα
κάνεις από την αρχή λάθος στους υπολογισμούς σου».

8 2
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ α σ η μ ά δ ια . 5.

Κανείς δεν ξέρει καλύτερα από σένα, σοφέ Κουμπλάι, ότι πο­
τέ δεν πρέπει να μπερδεύουμε μια πόλη με την περιγραφή της.
Κι όμως, ανάμεσα στη μία και την άλλη, υπάρχει μια σχέση. Αν
σου περιγράφω την Ολιβία, πόλη πλούσια σε προϊόντα και
κέρδη, για να δείξω την ευμάρειά της δεν έχω άλλο τρόπο από
το να μιλήσω για χρυσοστόλιστα παλάτια, για μαξιλάρια με κρόσ­
σια στα περβάζια των δίλοβων παραθυριων* πίσω από το κα­
φασωτό ενός πάτιο ένας περιστρεφόμενος πίδακας ραντίζει
ένα λιβάδι στο οποίο ένα λευκό παγόνι ανοίγει την ουρά του.
Από αυτή μου όμως την αφήγηση εσύ αμέσως καταλαβαίνεις
ότι η Ολιβία είναι τυλιγμένη σε ένα νέφος καπνιάς και λίγδας
που κολλάει στους τοίχους των σπιτιων* ότι στο στριμωξίδι των
δρόμων τα ρυμουλκά που κάνουν μανούβρες συνθλίβουν τους
πεζούς στους τοίχους. Αν χρειαστεί να σου μιλήσω για τη φι-
λοπονία των κατοίκων, θα περιγράφω τα καταστήματα των σα­
μαράδων που μυρίζουν δέρμα, τις γυναίκες που φλυαρούν πλέ­
κοντας χαλιά από ίνες ραφίας, τα κρεμαστά κανάλια που με
τους καταρράκτες τους δίνουν κίνηση στα φτερά των μύλων: η
εικόνα όμως που οι λέξεις αυτές αναδίδουν στη φωτισμένη σου
συνείδηση είναι η κίνηση που οδηγεί τον εκτονωτήρα στα δό­
ντια του εκγλύφανου, κίνηση που επαναλαμβάνεται χιλιάδες
φορές από χιλιάδες χέρια στον προκαθορισμένο για τις βάρ-

»3
φφφφφφφφφφφψφφφφφφφφφφφφφφ4φφφ4φψφ4φφφφφφφφφφφφφφψφψ

δίες της ομάδας χρόνο. Αν χρειαστεί να σου εξηγήσω πώς το


πνεύμα της Ολιβίας τείνει προς μια ελεύθερη ζωή και έναν εκλε­
πτυσμένο πολιτισμό, θα σου μιλήσω για κυράδες που πλέουν
τραγουδώντας τις νύχτες πάνω σε φωτισμένα κανό ανάμεσα στις
πράσινες όχθες ενός ποταμόκολπου* αλλά θα είναι απλώς για
να σου θυμίσω ότι στα προάστια όπου κάθε βράδυ ξεμπαρκά­
ρουν άντρες και γυναίκες σαν στρατός από υπνοβάτες υπάρχει
πάντα εκείνος που μέσα στο σκοτάδι ξεσπά σε γέλια δίνοντας
το σύνθημα για αστεία και σαρκασμούς.
Αυτό όμως ίσως να μην το ξέρεις: ότι για να μιλήσω για την
Ολιβία δεν θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω άλλη περιγραφή.
Αν υπήρχε πραγματικά μια Ολιβία με δίλοβα παράθυρα και
παγόνια, με σαμαράδες και ταπητουργούς και κανό και ποτα­
μόκολπους, θα ήταν μια μίζερη μαύρη τρύπα γεμάτη μύγες, και
για να σου την περιγράφω, θα έπρεπε να σου πω τι σημαίνει η
ύπαρξη της καπνιάς, οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις των τρο­
χών, οι σαρκασμοί. Το ψέμα δεν βρίσκεται στην περιγραφή,
βρίσκεται στα ίδια τα πράγματα.

84
1
ί/ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ Λ ^ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ ^

Ο ι λ ε π τ έ ς π ό λ ε ις . 4.

Η πόλη της Σωφρονίας αποτελείται από δύο μισές πόλεις. Στη


μία υπάρχουν το μεγάλο τρενάκι του τρόμου με τις απότομες
καμπούρες του, το γαϊτανάκι με τις ακτινωτές αλυσίδες, η ρόδα
με τα περιστρεφόμενα κλουβιά, ο γύρος του θανάτου με τους
μοτοσικλετιστές που βρίσκονται με το κεφάλι προς τα κάτω, ο
τρούλος του τσίρκου με τους ακροβάτες που κρέμονται σαν
τσαμπιά από τα σκοινιά τους. Η άλλη μίση πόλη είναι από πέ­
τρα και μάρμαρο και τσιμέντο, με την τράπεζα, τα εργοστάσια,
τα μέγαρα, το σφαγείο, το σχολείο και όλα τα συναφή. Η μία α­
πό τις δύο μισές πόλεις είναι σταθερή, η άλλη είναι προσωρινή
και, όταν ο χρόνος της παραμονής της τελειώνει, την ξεβιδώ­
νουν, την αποσυναρμολογούν και την παίρνουν, για να τη με-
ταμοσχεύσουν στα αόριστα εδάφη μιας άλλης μισής πόλης.
Έτσι κάθε χρόνο φτάνει η μέρα όπου οι ανειδίκευτοι εργά­
τες βγάζουν τα μαρμάρινα αετώματα, κατεβάζουν τους πέτρι­
νους τοίχους, τους τσιμεντένιους πυλώνες, αποσυναρμολογούν
το υπουργείο, το μνημείο, τα ντοκ, το διυλιστήριο, το νοσοκο­
μείο, τα φορτώνουν στα φορτηγά για να ακολουθήσουν πλα­
τεία πλατεία τη διαδρομή που κάνουν κάθε χρόνο. Εδώ παρα­
μένει η μισή Σωφρονία με τα σκοπευτήρια και τα γαϊτανάκια,
με τις μετέωρες κραυγές που ακούγονται από το αναποδογυρι­

85
σμένο τρενάκι, και αρχίζει να μετρά πόσους μήνες, πόσες μέ­
ρες θα πρέπει να περιμένει πριν επιστρέφει το καραβάνι και
ξαναρχίσει να κυλά ολοκληρωμένη η ζωή.

86
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ι α ν τ α λ λ α γ έ ς . 3.

Μόλις πατήσει τη χώρα που έχει την Ευτροπία πρωτεύουσα, ο


ταξιδιώτης βλέπει όχι μία αλλά πολλές πόλεις, που έχουν το ί­
διο μέγεθος, μοιάζουν μεταξύ τους και είναι σπαρμένες σε ένα
πλατύ, σγουρό οροπέδιο. Η Ευτροπία είναι όχι μία αλλά όλες
οι πόλεις μαζί· μία μόνο κατοικείται, οι άλλες είναι κενές* κι αυ­
τό γίνεται εκ περιτροπής. Τώρα θα σας πω το πώς. Τη μέρα κα­
τά την οποία οι κάτοικοι της Ευτροπίας αισθάνονται να τους
καταβάλλει η κούραση, και κανείς δεν ανέχεται πλέον το ε­
πάγγελμά του, τους συγγενείς του, το σπίτι του και τη ζωή του,
τα χρέη, τον κόσμο που πρέπει να χαιρετά ή που χαιρετά, τότε
όλοι οι πολίτες αποφασίζουν να μετακινηθούν στη διπλανή πό­
λη που βρίσκεται εκεί και τους περιμένει, άδεια και σαν και­
νούργια, στην οποία ο καθένας θα διαλέξει ένα άλλο επάγγελ­
μα, μια άλλη σύζυγο, θα βλέπει ένα άλλο τοπίο καθώς θα α­
νοίγει το παράθυρο, θα περνά τα βράδια με άλλες ασχολίες φι­
λίες κακογλωσσιές. Έτσι, από μετακόμιση σε μετακόμιση, η
ζωή τους ανανεώνεται, ανάμεσα σε πόλεις που λόγω της ανά-
πτυξης ή της κλίσης ή των ρευμάτων του νερού ή των ανέμων
παρουσιάζονται η κάθε μία με κάποιες διαφορές από τις άλλες.
Και επειδή η κοινωνία τους είναι έτσι οργανωμένη ώστε να μην
έχει μεγάλες διαφορές πλούτου ή δύναμης, τα περάσματα από
τη μια λειτουργία στην άλλη γίνονται χωρίς μεγάλα τραντάγ­

87
ματα* η ποικιλία εξασφαλίζεται από τις πολλαπλές ευθύνες,
και στο διάστημα μιας ζωής σπανίως κάποιος επιστρέφει σε έ­
να επάγγελμα που κάποτε ήταν ξανά δικό του.
Έτσι η πόλη επαναλαμβάνει ίδια και απαράλλακτη τη ζωή
της μετακινούμενη πάνω και κάτω στην άδεια σκακιέρα της. Οι
κάτοικοι καταλήγουν να παίζουν τις ίδιες σκηνές με διαφορετι­
κούς ηθοποιούς* επαναλαμβάνουν τα ίδια λόγια με ποικιλότρο-
πους συνδυαζόμενους τόνους* ανοίγουν τα στόματά τους με τα
ίδια χασμουρητά. Μόνη ανάμεσα σε όλες τις πόλεις της αυτο­
κρατορίας, η Ευτροπία παραμένει ολόιδια με τον εαυτό της. Εί­
ναι ο Ερμής, ο θεός των άστατων, στον οποίο η πόλη είναι α­
φιερωμένη, αυτός που έκανε τούτο το διφορούμενο θαύμα.

88
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ α μ ά τ ια . 2.

Είναι η διάθεση με την οποία κάποιος την κοιτάζει, αυτό που


δίνει στην πόλη της Ζεμρούδης τη μορφή της. Αν περάσεις
σφυρίζοντας, με τη μύτη σου να ακολουθεί το σφύριγμά σου,
θα τη γνωρίσεις από κάτω προς τα πάνω: κατώφλια, κουρτίνες
που ανεμίζουν, πίδακες. Αν περπατάς με το πιγούνι ακουμπι­
σμένο στο στήθος, με τα νύχια χωμένα στις παλάμες, τα βλέμ­
ματά σου θα σκαλώσουν στο επίπεδο του χώματος, στα ρυάκια
της βροχής, στους βόθρους, στα ψαροκόκκαλα, στα παλιόχαρ­
τα. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι η μία όψη της πόλης είναι πιο
αληθινή από την άλλη, όμως για την πάνω Ζεμρούδη ακούς να
μιλάνε περισσότερο εκείνοι που τη θυμούνται βουλιάζοντας
στην κάτω Ζεμρούδη, ενώ διασχίζουν καθημερινά τα ίδια κομ­
μάτια δρόμου και ξαναβρίσκουν το πρωί την κακή διάθεση της
προηγούμενης μέρας να έχει διαβρώσει τους γύρω τοίχους. Για
όλους αργά ή γρήγορα έρχεται η μέρα στην οποία χαμηλώνου­
με το βλέμμα μας στο ύψος των αυλακιών του δρόμου και δεν
κατορθώνουμε να το ξεκολλήσουμε από το λιθόστρωτο. Η α­
ντίθετη περίπτωση δεν αποκλείεται αλλά είναι πιο σπάνια: γι'
αυτό εξακολουθούμε να γυρνάμε στους δρόμους της Ζεμρού­
δης με μάτια που τώρα πια σκάβουν κάτω από τις αποθήκες,
στα θεμέλια, στα φρεάτια.

»9
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ ο ό ν ο μ α . 1.

Λίγα ξέρω να σου πω για την Αγλαύρα πέρα από τα πράγμα­


τα που οι ίδιοι οι κάτοικοι της πόλης αυτής επαναλαμβάνουν
από πάντα: μια σειρά από παροιμιώδεις αρετές, από εξίσου
παροιμιώδη ελαττώματα, κάποιες παραξενιές, κάποιο πεισμα­
τάρικο σεβασμό στους κανόνες. Παλιοί παρατηρητές, που δεν
έχουμε λόγο να μη θεωρούμε αξιόπιστους, απέδωσαν στην
Αγλαύρα αυτή τη συλλογή προτερημάτων, σίγουρα συγκρίνο-
ντάς τα με εκείνα άλλων πόλεων της εποχής. Ούτε η Αγλαύρα
που ακούμε ούτε η Αγλαύρα που βλέπουμε άλλαξαν πολύ από
τότε, αυτό όμως που κάποτε ήταν εκκεντρικό τώρα θεωρείται
συνηθισμένο, ιδιοτροπία εκείνο που κάποτε ήταν κανόνας, και
οι αρετές και τα ελαττώματα έχασαν την ιδιαιτερότητα και την
αυθάδειά τους σε ένα κοντσέρτο αρετών και ελαττωμάτων που
η ζωή μοιράζει πλέον διαφορετικά. Με αυτή την έννοια τίποτε
από όσα λέγονται για την Αγλαύρα δεν είναι αληθινό, κι όμως
από αυτά δημιουργείται μια στιβαρή και ομοιογενής εικόνα
της πόλης, ενώ μικρότερη βαρύτητα αποκτούν οι σκόρπιες κρί­
σεις που μπορεί να έχει κανείς όταν τη ζει. Το συμπέρασμα εί­
ναι το εξής: η φημολογούμενη πόλη έχει πολλά από όσα χρειά­
ζεται για να υπάρξει, ενώ η πόλη που υπάρχει πραγματικά στη
θέση της, είναι λιγότερο υπαρκτή.
Αν λοιπόν θα ήθελα να σου περιγράφω την Αγλαύρα μένο-

9ο
νιας πιστός σε όσα είδα και βίωσα προσωπικώς, θα πρέπει να
σσυ πω ότι είναι μια πόλη ξεθωριασμένη, χωρίς χαρακτήρα,
χτισμένη χωρίς σχέδιο. Ούτε αυτό όμως ισχύει: κάποιες ώρες,
σε κάποια κομμάτια του δρόμου, βλέπεις να φανερώνεται μπρο­
στά σου η υποψία για κάτι το μοναδικό, το σπάνιο, ίσως και εκ­
πληκτικό· θα ήθελες να πεις τι είναι, αλλά ό,τι έχει λεχθεί μέχρι
σήμερα για την Αγλαύρα σού φυλακίζει τις λέξεις και σε ανα­
γκάζει να ξαναπείς αντί να πεις.
Γι’ αυτό οι κάτοικοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ζουν σε
μια Αγλαύρα που μεγαλώνει μονάχα στο όνομα Αγλαύρα και
δεν λαβαίνουν υπόψη τους την Αγλαύρα που μεγαλώνει στη
γη. Ακόμα κι εγώ, που θα ήθελα να κρατήσω διαφοροποιημέ­
νες στη μνήμη μου τις δύο πόλεις, αναγκάζομαι να σου μιλήσω
για τη μία, αφού η ανάμνηση της άλλης, μην έχοντας λέξεις για
να την αδράξω, έχει χαθεί.

9*
«Από εδώ και στο εξής θα είμαι εγώ αυτός που θα περιγράφει τις
πό}£ΐς», είχε πει ο Χαν. «Εσύ, στα ταξίδια σου, θα επαληθεύεις
αν πράγματι υπάρχουν».
Αλλά οι πόλεις που επισκεπτόταν ο Μάρκο Πόλο ήταν πάντα
διαφορετικές από εκείνες που φανταζόταν ο αυτοκράτορας.
«Κι όμως εγώ έχτισα στο μυαλό μου ένα πρότυπο πόλης από
το οποίο μπορούν να προκόψουν όλες οι πιθανές πόλεις», είπε ο
Κουμπλάι. «Το πρότυπο αυτό περιέχει μέσα του όλα όσα αντι­
στοιχούν στον κανόνα. Κι επειδή οι υπαρκτές πόλεις απομακρύ­
νονται από τον κανόνα, η καθεμία σε διαφορετικό βαθμό, αρκεί
να προβλέψω τις εξαιρέσεις του κανόνα και να υπολογίσω τους
πιθανότερους συνδυασμούς τους».
«Σκέφτηκα κι εγώ ένα πρότυπο πόλης από το οποίο μπορώ να
αντλήσω όλες τις άλλες», απάντησε ο Μάρκο. «Είναι μια πόλη
φτιαγμένη μονάχα από εξαιρέσεις, αποκλίσεις, αντιφάσεις, ανα­
κολουθίες, παραξενιές. Α ν μια τέτοια πόλη είναι ό,τι πιο παρά­
λογο υπάρχει, μόλις μειώσουμε τον αριθμό των ανώμαλων στοι­
χείων, θα αυξηθούν οι πιθανότητες η πόλη αυτή να υπάρχει αλη­
θινά. Αρκεί επομένως να αφαιρέσω κάποιες εξαιρέσεις από το
πρότυπό μου ώστε, με οποιοδήποτε τρόπο και αν προχωρήσω, να
βρω μπροστά μου μια από τις πόλεις που, μολονότι λειτουργούν
κι αυτές ως εξαιρέσεις, υπάρχουν αληθινά. Δεν μπορώ όμως να

93
ωθήσω αυτή μου την πράξη πέρα από κάποια όρια: θα εύρισκα
μπροστά μου πόλεις υπερβολικά αληθοφανείς για να είναι αλη­
θινές».

94
V
Από τον ψηλότερο εξώστη τον παλατιού ο Μεγάλος Χαν κοιτά­
ζει την αυτοκρατορία του να μεγαλώνει. Κάποτε ήταν η γραμμή
των συνόρων αυτή που όιενρυνόταν ενσωματώνοντας τα κατα-
κτημένα εδάφη, αλλά τα στρατιωτικά συντάγματα, στην προέλα­
σή τους, συναντούσαν μισοέρημες εκτάσεις, φτωχικά καλυβοχώ­
ρια, βάλτους στους οποίους μεγάλωνε δύσκολα το ρύζι, πληθυ­
σμούς αδύναμους, ξεροπόταμα, καλαμιές. «Ήρθε ο καιρός η αυ­
τοκρατορία μου, που ήδη μεγάλωσε υπερβολικά προς τα έξω»,
σκεφτόταν ο Χαν, «να αρχίσει να μεγαλώνει και προς τα μέσα»,
και ονειρευόταν δάση από ώριμες ροδιές με καρπούς που σκάνε
τη φλούδα τους, ροδαλά ζεμπού στη σούβλα και λαρδιά που στά­
ζουν τους χυμούς τους, μεταλλοφόρες φλέβες που φέρνουν στην
επιφάνεια μια σειρά από λαμπερά ψήγματα.
Εποχές παχιών αγελάδων ξεχείλισαν τώρα τους σιτοβολώνες.
Τα φουσκωμένα ποτάμια παρέσυραν τα δάση των ξύλινων υπο­
στυλωμάτων που σκοπό είχαν να στηρίξουν τις μπρούντζινες σκε­
πές ναών και παλατιών. Καραβάνια σκλάβων μετατόπισαν βου­
νά σερπεντινομάρμαρου και τα έφεραν στην ενδοχώρα. Ο Μεγά­
λος Χαν παρατηρεί μια αυτοκρατορία καλυμμένη από πόλεις
που πιέζουν με το βάρος τους τη γη και τους ανθρώπους, μια αυ­
τοκρατορία πνιγμένη στα πλούτη και στην κυκλοφοριακή συμ­
φόρηση, κατάφορτη από διακοσμήσεις και καθήκοντα, πολύ-

97

7 - Οι αόρατες ,τόλεις
4 4 4 4 4 4
ν ΦΦΦΦΦ ΦΦψ φφφφφφφΦ Φ Η Μ νφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ*φφφφφφ *

πλοκή στους μηχανισμούς και στις ιεραρχίες της, πρησμένη, τσι­


τωμένη, βαριά.
«Είναι το ίδιο της το βάρος αυτό που πλακώνει την αυτοκρα­
τορία», σκέφτεται ο Κουμπλάι, και τώρα, στα όνειρά του, εμφα­
νίζονται πόλεις ελαφρές σαν χαρταετοί, πόλεις γεμάτες τρύπες
σαν δαντέλες, πόλεις διαφανείς σαν κουνουπιέρες, πόλεις σαν τις
νευρώσεις των φύλλων, πόλεις σαν γραμμές χεριού, πόλεις υδα-
τογραφήματα που μπορείς να δεις μέσα από το θαμπό και ψεύ­
τικο τους πάχος.
«Θα σου διηγηθώ τι ονειρεύτηκα χθες βράδυ», είπε στον Μάρ­
κο. «Κατάμεστες μιας επίπεδης και κίτρινης γης, σπαρμένης με με­
τεωρίτες και πλάνητες λίθους, έβλεπα να υψώνονται από μακριά
τα βέλη μιας πόλης με λεπτές οξυκόρυφες σκεπές, φτιαγμένα έτσι
ώστε η Σελήνη στο ταξίδι της να μπορεί να ακουμπά πότε στο έ­
να και πότε στο άλλο, ή να κάνει κούνια κρεμασμένη στα σύρμα­
τα των γερανών».
Και ο Πόλο: «Η πόλη που ονειρεύτηκες είναι η Λαλάγη. Οι κά­
τοικοί της φρόντισαν έτσι ώστε ο νυχτερινός ουρανός να κοντο­
στέκεται σε αυτή και η Σελήνη να επιτρέπει στο κάθε στοιχείο της
πόλης να μεγαλώνει και να ξαναμεγαλώνει χωρίς τέλος».
«Είναι όμως κάτι που ούτε εσύ ξέρεις», πρόσθεσε ο Χαν. «Ευ­
γνωμονούσα η Σελήνη έδωσε στην πόλη της Ααλάγης ένα ακόμα
πιο σπάνιο προνόμιο: να μεγαλώνει με ελαφρότητα».

98
* Μ * * * * ***Φ ηΜ Φ Μ **Φ Φ Λ*+Φ **Φ Η ^Φ Φ *Ψ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ *Φ ****Φ **++*Φ Φ ΛΦ Φ *

Ο ι λ ε π τ έ ς π ό λ ε ις . 5.

Αν θέλετε να με πιστέψετε, καλώς. Τώρα θα σας πω πώς είναι


φτιαγμένη η Οκταβία, η πόλη-αράχνη. Υπάρχει ένα βάραθρο
ανάμεσα σε δύο απόκρημνα βουνά: η πόλη βρίσκεται στο κενό,
δεμένη στις δύο άκρες με σχοινιά και αλυσίδες και πεζογέφυ-
ρες. Περπατάς σε ξύλινες δοκούς, προσεκτικά μην πατήσεις
στα διάκενα, ή γραπώνεσαι από την πλέξη του κανναβόσκοι­
νου. Από κάτω δεν υπάρχει τίποτα για εκατοντάδες και εκατο­
ντάδες μέτρα: μερικά σύννεφα μόνο που τρέχουν πιο χαμηλά
διακρίνεται ο πάτος του βάραθρου.
Η βάση της πόλης είναι ένα δίχτυ που χρησιμεύει ως πέρα­
σμα και ως στήριγμα. Όλα τα υπόλοιπα, αντί να υψώνονται
προς τα πάνω, κρέμονται από κάτω: σχοινένιες σκάλες, αιώρες,
σπίτια φτιαγμένα σαν σακιά, κρεμαστάρια, μπαλκόνια σαν μι­
κρά καράβια, ασκοί νερού, καυστήρες υγραερίου, σούβλες, κα­
λάθια κρεμασμένα σε σπάγγους, αναβατήρες, ντους, εφαλτή­
ρια και κρίκοι για παιχνίδια, τελεφερίκ, λαμπτήρες, γλάστρες
με αναρριχώμενα φυτά.
Κρεμασμένη πάνω από την άβυσσο, η ζωή των κατοίκων της
Οκταβίας είναι λιγότερο αβέβαιη από ό,τι στις άλλες πόλεις.
Ξέρουν ότι το δίχτυ δεν θα αντέξει περισσότερο από όσο είναι
να αντέξει.

99
,φΦΦίμ^φΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΨΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ^ΦΦΨΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ^,

Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ι α ν τ α λ λ α γ έ ς . 4.

Στην Ερσιλία, για να οριοθετήσουν τις σχέσεις που στηρίζουν


τη ζωή της πόλης, οι κάτοικοι τραβάνε κλωστές ανάμεσα στις
γωνίες των σπιτιών, άσπρες ή μαύρες ή γκρίζες ή ασπρόμαυρες
ανάλογα αν δηλώνουν σχέσεις συγγένειας, συναλλαγής, εξου­
σίας, εκπροσώπησης. Όταν οι κλωστές γίνουν πολλές και δεν
μπορεί κανείς να περάσει ανάμεσά τους, οι κάτοικοι φεύγουν:
τα σπίτια ξεμοντάρονται· μένουν μονάχα οι κλωστές και τα
στηρίγματα των κλωστών.
Από τη ράχη ενός βουνού, κατασκηνωμένοι με όλα τα συ­
μπράγκαλά τους, οι πρόσφυγες της Ερσιλίας κοιτάζουν το πλέγ­
μα των τεντωμένων κλωστών και των πασσάλων που ορθώνε­
ται στην πεδιάδα. Το πλέγμα αυτό είναι ακόμα η πόλη της Ερ­
σιλίας, κι αυτοί ένα τίποτα.
Ξαναχτίζουν την Ερσιλία αλλού. Υφαίνουν με τις κλωστές
μια παρόμοια μορφή, που θα την ήθελαν πιο σύνθετη και ταυ­
τόχρονα πιο κανονική από την άλλη. Ύστερα την εγκαταλείπουν
και μεταφέρουν ακόμα πιο μακριά τους εαυτούς τους και τα
σπίτια τους.
Έτσι, σαν ταξιδέψεις στη χώρα της Ερσιλίας, θα συναντή­
σεις τα ερείπια των εγκαταλειμμένων πόλεων, χωρίς τα φθαρ­
τά τους τείχη, χωρίς τα οστά των νεκρών που ο άνεμος τσου-
λάει μακριά: μόνο αραχνοϊστούς από μπλεγμένες σχέσεις που
ψάχνουν να βρουν σχήμα.

ιοο
¡ΙφΦΦΦΦΦΦΦ^^ ^^^ιφφφψϊιφΙφφφίΜφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφϊ

Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ α μ ά τ ια . 3.

Μετά από πεζοπορία εφτά ημερών μέσα από ρουμάνια, ο τα­


ξιδιώτης φτάνει στη Βαυκίδα αλλά παρ’ όλα αυτά δεν τη βλέ­
πει. Τα ψηλόλιγνα ξυλοπόδαρα, που ορθώνονται από το έδα­
φος σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο και χάνονται α­
νάμεσα στα σύννεφα, στηρίζουν την πόλη. Ανεβαίνεις στην πό­
λη με σκάλες. Οι κάτοικοι εμφανίζονται σπανίως στη γη: έχουν
ήδη ό,τι χρειάζονται εκεί πάνω και προτιμούν να μην κατεβαί­
νουν. Τίποτε από την πόλη δεν αγγίζει το έδαφος εκτός από ε­
κείνα τα μακριά, σαν φοινικόπτερου, πόδια στα οποία στηρί­
ζεται και, στις φωτεινές μέρες, εκείνη τη διάτρητη και γεμάτη
γωνίες σκιά που σχεδιάζεται πάνω στα φύλλα των δένδρων.
Τρεις εκδοχές υπάρχουν για τους κατοίκους της Βαυκίδας:
ότι μισούν τη Γη· ότι τη σέβονται τόσο πολύ ώστε αποφεύγουν
κάθε επαφή μαζί της- ότι την αγαπούν όπως ήταν πριν εμφανι­
στούν αυτοί, και με κιάλια και τηλεσκόπια στραμμένα προς τα
κάτω δεν κουράζονται να την επιθεωρούν, φύλλο το φύλλο, πέ­
τρα την πέτρα, μυρμήγκι το μυρμήγκι, θαυμάζοντας γοητευμέ­
νοι την απουσία τους.

ιο ί
**ΦΦ4**#ΦΦΦΦΦΦΦΦ****Φ4ΦΦΦ4*ΦΦ4*ΦΦΦ*ΦΦ4ΦΦΦΦΦΦΦ4*ΦΦΦ4*ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΛ'

Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ ο ό ν ο μ α . 2.

Θεοί δύο ειδών προστατεύουν την πόλη της Λεάνδρας. Τόσο οι


μεν όσο και οι δε είναι τόσο μικροί που δεν φαίνονται, και τό­
σο πολλοί που δεν είναι δυνατό να μετρηθούν. Οι μεν κατοι­
κούν στις πόρτες των σπιτιών, από μέσα, κοντά στην κρεμά­
στρα και στην ομπρελοθήκη* στις μετακομίσεις ακολουθούν τις
οικογένειες και εγκαθίστανται στους νέους τόπους διαμονής με
την παράδοση των νέων κλειδιών. Οι άλλοι κατοικούν στην
κουζίνα, κρύβονται κατά προτίμηση πίσω από τις κατσαρόλες,
ή στη φούσκα του τζακιού ή στην αποθήκη με τις σκούπες: εί­
ναι τμήμα του σπιτιού, κι όταν η οικογένεια που κατοικούσε σε
αυτό φεύγει, εκείνοι μένουν με τους νέους νοικάρηδες* ίσως να
ήταν εκεί ήδη πριν χτιστεί το σπίτι, ανάμεσα στα παλιόχορτα
του οικοπέδου, κρυμμένοι σε ένα σκουριασμένο κουτί κονσέρ­
βας* αν ρίξει κανείς το σπίτι και στη θέση του χτίσει μια πολυ­
κατοικία για πενήντα οικογένειες, θα τους ξαναβρεί πολλα-
πλασιασμένσυς στην κουζίνα των αντίστοιχων διαμερισμάτων.
Για να τους ξεχωρίσουμε, θα ονομάσουμε Πενάτες τους μεν και
Λάρητες τους δε.
Σε ένα σπίτι δεν είναι δεδομένο ότι οι Λάρητες βρίσκονται
μόνο με τους Λάρητες και οι Πενάτες με τους Πενάτες: κάνουν
παρέα μεταξύ τους, σεργιανάνε μαζί στις γύψινες κορνίζες,
στους σωλήνες των καλοριφέρ, σχολιάζουν τις υποθέσεις της οι­

102
κογένειας, καβγαδίζουν εύκολα, μπορούν όμως και να ζήσαυν
μονιασμένοι για χρόνια* βλέποντας τους έτσι, στη σειρά, δύσκο­
λα διακρίνεις ποιος είναι ο ένας και ποιος ο άλλος. Οι Λάρητες
είδαν να περνάνε μέσα από τα τείχη τους Πενάτες με τις πιο
διαφορετικές προελεύσεις και συνήθειες* και οι Πενάτες ανα­
γκάζονται να μοιράζονται πλάι πλάι το χώρο στριμωγμένοι με
σοβαροφανείς Λάρητες περίφημων ξεπεσμένων μεγάρων, ή με
οξύθυμους και δύσπιστους Λάρητες τενεκεδένιων καλυβιών.
Ο αληθινός χαρακτήρας της Λεάνδρας γίνεται θέμα ατέρμο-
νων συζητήσεων. Οι Πενάτες πιστεύουν ότι είναι αυτοί η ψυχή
της πόλης, ακόμα κι αν έφτασαν την προηγούμενη χρονιά, κι ό­
τι παίρνουν μαζί τους τη Λεάνδρα κάθε φορά που μεταναστεύ­
ουν. Οι Λάρητες θεωρούν τους Πενάτες προσωρινούς, ενοχλη­
τικούς, φορτικούς φιλοξενούμενους* η αληθινή Λεάνδρα είναι
η δική τους, που δίνει μορφή σε οτιδήποτε αυτή περιλαμβάνει,
η Λεάνδρα που υπήρχε πριν όλοι αυτοί οι παρείσακτοι έρθουν,
και θα υπάρχει όταν όλοι αυτοί θα έχουν φύγει.
Κοινό έχουν το εξής: πως για ό,τι συμβαίνει στην οικογένεια
και στην πόλη έχουν πάντα να πουν το δικό τους, οι Πενάτες α­
νακατεύοντας τους γέρους, τους προπάππους, τις θείες των θείων,
την οικογένεια του παρελθόντος, οι Λάρητες το περιβάλλον ό­
πως ήταν πριν καταστραφεί. Δεν είναι όμως βέβαιο ότι ζούνε
μονάχα με αναμνήσεις: ονειροπολούν κάνοντας σχέδια για το
τι καριέρα θα κάνουν τα παιδιά σαν μεγαλώσουν (οι Πενάτες),
ή φαντάζονται τι θα μπορούσε να γίνει εκείνο το σπίτι ή εκείνη
η περιοχή αν βρίσκονταν σε καλά χέρια (οι Λάρητες). Αν στή­
σεις αυτί, ειδικά τη νύχτα, στα σπίτια της Λεάνδρας, θα τους α­
κούσεις να μουρμουρίζουν, να πατάνε τις φωνές ο ένας στον
άλλο, να πειράζονται, να ξεφυσάνε, να γελάνε ειρωνικά.

103
^φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφψφφφφφ^

Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ι ν ε κ ρ ο ί. 1.

Στη Μελανία, κάθε φορά που μπαίνεις στην πλατεία, βρίσκε­


σαι μπροστά σε ένα διάλογο: ο καυχησιάρης στρατιώτης και ο
αργόμισθος βγαίνοντας από μια πόρτα συναντιούνται με τον
άσωτο νεαρό και την πόρνη* ή ο φιλάργυρος πατέρας δίνει στο
κατώφλι τις τελευταίες συμβουλές στην ερωτευμένη κόρη του
και τον διακόπτει ο ανόητος υπηρέτης που πηγαίνει να παρα-
δώσει ένα σημείωμα στη μαστρωπό. Επιστρέφεις στη Μελανία
μετά από χρόνια και βρίσκεις να συνεχίζεται ο ίδιος διάλογος*
στο μεταξύ έχουν πεθάνει ο αργόμισθος, η μαστρωπός, ο φι­
λάργυρος πατέρας* τη θέση τους πήραν ο καυχησιάρης στρα­
τιώτης, η ερωτευμένη κόρη, ο ανόητος υπηρέτης, οι οποίοι με
τη σειρά τους αντικαταστάθηκαν από τον υποκριτή, από την
καταδότρια, από τον αστρολόγο.
Ο πληθυσμός της Μελανίας ανανεώνεται: οι συνομιλητές
πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο, και στο μεταξύ γεννιούνται ε­
κείνοι που θα πάρουν με τη σειρά τους θέση στο διάλογο, άλ­
λος από τη μια πλευρά και άλλος από την άλλη. Κάθε φορά
που κάποιος αλλάζει πλευρά ή εγκαταλείπει την πλατεία για
πάντα ή κάνει σε αυτή την πρώτη του εμφάνιση, παράγονται α­
λυσιδωτές αλλαγές, μέχρι να ξαναμοιραστούν όλοι οι ρόλοι α­
πό την αρχή* στο μεταξύ, στον οργισμένο γέρο εξακολουθεί να
απαντά η ετοιμόλογη γκαρσόνα, ο τοκογλύφος δεν σταματά να
Μ ^ + + * * ** ** * ** + + ** * ^ Φ 4 4 4
ΦΦ ΦΦΨ ΦΦ ΦΦΦ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Λ*Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ *

καταδιώκει τον απόκληρο νεαρό, η τροφός να παρηγορεί την


προγονή της, μολονότι κανένας από αυτούς δεν διατηρεί το
βλέμμα και τη φωνή που είχε στην προηγούμενη σκηνή.
Συμβαίνει μερικές φορές ένας μόνο συνομιλητής να κρατάει
ταυτόχρονα δύο ή και περισσότερους ρόλους: τον τύραννο, τον
ευεργέτη, τον αγγελιοφόρο· ή ένας ρόλος να χωρίζεται στα δύο,
να πολλαπλασιάζεται, να δίνεται σε εκατό, χίλιους κατοίκους
της Μελανίας: τρεις χιλιάδες για το ρόλο του υποκριτή, τριάντα
χιλιάδες για του τρακαδόρου, εκατό χιλιάδες για τα παιδιά ξε­
πεσμένων βασιλιάδων που περιμένουν την αναγνώρισή τους.
Με το πέρασμα του χρόνου ακόμα και οι ρόλοι δεν είναι πλέον
ίδιοι με πριν σίγουρα η δράση που αυτοί προωθούν μέσα από
ίντριγκες και ανατροπές οδηγεί προς κάποια τελική λύση, η ο­
ποία μοιάζει όλο και πιο κοντινή ακόμα και όταν το κουβάρι
μοιάζει να μπερδεύεται όλο και περισσότερο και τα εμπόδια να
αυξάνονται. Όποιος βρεθεί στην πλατεία λίγο αργότερα νιώθει
πως, από πράξη σε πράξη, ο διάλογος αλλάζει, αν και οι ζωές
των κατοίκων της Μελανίας είναι υπερβολικά σύντομες για να
το συνειδητοποιήσουν.

105
Ο Μάρκο Πόλο περιγράφει μια γέφυρα, πέτρα την πέτρα.
«Μα ποια είναι η πέτρα που στηρίζει τη γέφυρα;» ρωτάει ο
Κουμπλάι Χαν.
«Η γέφυρα δεν στηρίζεται σ' αυτή ή σ' εκείνη την πέτρα», α­
παντάει ο Μάρκο, «αλλά στη γραμμή του τόξου που σχηματίζουν
όλες μαζί».
Ο Κουμπλάι Χαν μένει σιωπηλός και σκέφτεται. Ύστερα προ­
σθέτει: «Γιατί μου μιλάς για πέτρες; Εμένα, μονάχα το τόξο με εν­
διαφέρει».
Ο Πόλο απαντάει; «Χωρίς πέτρες δεν υπάρχει τόξο».

\οη
VI
«Έτνχε ποτέ να δεις μια πόλη που να μοιάζει με αυτή;» ρωτούσε
ο Κουμπλάι τον Μάρκο Πόλο βγάζοντας το γεμάτο δαχτνλίδια
χέρι έξω από το μεταξωτό κουβούκλιο του αυτοκρατορικού βου-
κένταυρου για να δείξει τις γέφυρες που κυρτώνουν πάνω από
τα κανάλια, τα πριγκιπικά παλάτια με τα μαρμάρινα κατώφλια
που βυθίζονται στο νερό, το πηγαινέλα των ελαφρών πλεούμε­
νων που σεργιανάνε σε τεθλασμένες γραμμές σπρωγμένα από μα­
κριά κουπιά, τις φορτηγίδες που ξεφορτώνουν καλάθια με ζαρ­
ζαβατικά στις πλατείες των αγορών, τα μπαλκόνια, τις αλτάνες,
τους τρούλους, τα καμπαναριά, τους κήπους των νησιών που
πρασινίζουν στο γκρίζο της λιμνοθάλασσας.
Ο αυτοκράτορας, συνοδευόμενος από τον ξένο αξιωματούχο
του, επισκεπτόταν την Κινσάι, αρχαία πρωτεύουσα εκθρονισμέ­
νων δυναστειών, τελευταία πέρλα της κορόνας του Μεγάλου
Χαν.
«Όχι, κύριε», απάντησε ο Μάρκο, «ποτέ δεν θα φανταζόμου­
να ότι υπάρχει μια πόλη σαν κι αυτή».
Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να διαβάσει τα μάτια του. Ο ξέ­
νος χαμήλωσε το βλέμμα. Ο Κουμπλάι έμεινε σιωπηλός όλη την
υπόλοιπη μέρα.
Μετά το δειλινό, στις ταράτσες του παλατιού, ο Μάρκο Πόλο
εξέθετε στον άρχοντα τα αποτελέσματα των αποστολών του. Ο
Μεγάλος Χαν συνήθιζε να τελειώνει τις βραδιές του απολαμβά-

111
1^φφφφφφΦ4ΙφφφφφφφφφφφΐΗΙψφφ4Φ4Ιφφψφφφ4* ν 4*ΐΜ*****ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΨΦ€

νοντας με μισόχλειστα μάτια αυτές τις αφηγήσεις μέχρι που το


πρώτο χασμουρητό έδινε το σήμα στη στρατιά των ακολούθων
του να ανάψουν τους πυρσούς για να οδηγήσουν τον αυτοκρά-
τορα στο Περίπτερο του Αυγούστου Ύπνου. Α υτή τη φορά όμως
ο Κουμπλάι δεν φαινόταν διατεθειμένος να παραδοθεί στην κού­
ραση. «Μίλησέ μου για μια πόλη ακόμα», επέμενε.
«... Και τότε ο άντρας φεύγει και καλπάζει για τρεις μέρες α­
νάμεσα στον γρέγο και στον λεβάντε...» συνέχιζε να λέει ο Μάρ­
κο, και να απαριθμεί ονόματα και συνήθειες και εμπορεύματα ε­
νός μεγάλου αριθμού χωρών. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το
ρεπερτόριό του ήταν ανεξάντλητο, τώρα όμως ήρθε η δική του σει­
ρά να παραδοθεί. Είχε πάρει να χαράζει όταν είπε: «Κύριε, σου
μίλησα πλέον για όλες τις πόλεις που γνωρίζω».
«Απομένει μία για την οποία δεν μιλάς ποτέ».
Ο Μάρκο Πόλο έσκυψε το κεφάλι.
«Η Βενετία», είπε ο Χαν.
Ο Μάρκο χαμογέλασε. «Και για τι άλλο νόμιζες ότι σου μιλού­
σα;»
Ο αυτοκράτορας δεν κούνησε ούτε βλέφαρο. «Κι όμως, δεν σε
άκουσα ποτέ να λες το όνομά της».
Και ο Πόλο: «Κάθε φορά που περιγράφω μια πόλη, λέω κάτι
για τη Βενετία».
«Όταν ζητώ να μάθω για άλλες πόλεις, θέλω να ακούω να μου
λες γι' αυτές. Και για τη Βενετία, όταν σου ζητώ για τη Βενετία».
«Για να ξεχωρίσω τα χαρακτηριστικά των άλλων, πρέπει να
ξεκινώ κάθε φορά από μια πρώτη πόλη που μένει στη σκιά. Για
μένα η πόλη αυτή είναι η Βενετία».
«Θα έπρεπε τότε να ξεκινάς την αφήγηση των ταξιδιών σου α­
πό την αφετηρία, περιγράφοντας τη Βενετία έτσι όπως είναι, ολό-
κληρη, χωρίς να παραλείπεις τίποτε από όσα θυμάσαι γι ’ αυτήν».
Το νερό της λίμνης έχει μόλις ανατριχιάσει*η χάλκινη αντανά­

112
κλαση τον αρχαίου παλατιού τωνΣουνγκ θρυμματίζεται σε σπιν-
θηροβόλες ανταύγειες θυμίζοντας φύλλα που επιπλέουν.
«Οι εικόνες της μνήμης, μόλις σταθεροποιηθούν με λέξεις, σβή­
νονται», είπε ο Πόλο. «Ίσως να φοβάμαι ότι θα χάσω μονομιάς ό­
λη τη Βενετία αν μιλήσω γι’ αυτήν. Ή ίσως, μιλώντας για άλλες
πόλεις, να την έχω ήδη σιγά σιγά χάσει».

“ 3
4 4
% ***+ *Φ ++++++++ΦΦ**ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ **********

Ο ι π ό λ ε ις κ α ι α ν τ α λ λ α γ έ ς . 5.

Στη Σμαραγδίνα, πόλη του νερού, ένα πλέγμα από κανάλια και
ένα πλέγμα από δρόμους επικαλύπτονται και διασταυρώνο­
νται μεταξύ τους. Για να πας από το ένα μέρος στο άλλο έχεις
πάντα να επιλέξεις μεταξύ μιας στεριανής διαδρομής και μιας
διαδρομής με βάρκα: και επειδή η πιο σύντομη γραμμή ανάμε­
σα σε δύο σημεία στη Σμαραγδίνα δεν είναι μια ευθεία αλλά έ­
να ζικ ζακ που διακλαδώνεται σε ελικοειδείς παραλλαγές, οι
δρόμοι που έχει να διαλέξει ο κάθε οδοιπόρος δεν είναι μονά­
χα δύο αλλά πολλοί, και αυξάνονται ακόμα περισσότερο για ό­
ποιον εναλλάσσει διαπορθμεύσεις με βάρκα και μετεπιβιβάσεις
στο έδαφος.
Έτσι οι κάτοικοι της Σμαραγδίνας δεν βαριούνται να δια­
σχίζουν κάθε μέρα τους ίδιους δρόμους. Και δεν είναι μόνο αυ­
τό: το δίχτυ των περασμάτων δεν καλύπτει μόνο ένα στρώμα
αλλά ακολουθεί τα κλιμακοστάσια που ανεβοκατεβαίνουν, τις
γαλαρίες, τις σαμαρωτές γέφυρες, τους κρεμαστούς δρόμους. Συν­
δυάζοντας κομμάτια διαφορετικών δρόμων που είναι υπερυ­
ψωμένοι ή βρίσκονται στην επιφάνεια, ο κάθε κάτοικος μπορεί
κάθε μέρα να διασκεδάζει κάνοντας μια νέα διαδρομή για να
πάει στα ίδια μέρη. Οι πιο συνηθισμένες και ήσυχες ζωές στη
Σμαραγδίνα περνάνε χωρίς επαναλήψεις.
Μεγαλύτερους περιορισμούς έχουν, εδώ όπως αλλού, οι μυ­

“ 5
ιφφφφφφφϊφ φ Ιφ φ ίνΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ

στικές και περιπετειώδεις ζωές. Οι γάτοι της Σμαραγδίνας, οι


κλέφτες, οι παράνομοι εραστές μετακινούνται από πιο ψηλούς
και ασυνεχείς δρόμους, πηδώντας από τη μια σκεπή στην άλ­
λη, περνώντας από μια σκεπαστή ταράτσα σε μια βεράντα,
περπατώντας πάνω σε υδρορροές με βήμα σχοινοβάτη. Πιο
χαμηλά οι ποντικοί τρέχουν στο σκοτάδι των υπονόμων ο ένας
πίσω από την ουρά του άλλου μαζί με συνωμότες και λαθρέ­
μπορους: ξεμυτίζουν από βόθρους και οχετούς, ξεγλιστρούν
πάνω από διαχωριστικά στεγανά και στενωπούς, σέρνουν από
τη μια κρυψώνα στην άλλη κρούστες τυριών, απαγορευμένα ε­
μπορεύματα, βαρέλια με μπαρούτι, διασχίζουν το συμπαγές
κομμάτι της πόλης που έχει τρυπήσει από το πλέγμα των υπό­
γειων στοών.
Ένας χάρτης της Σμαραγδίνας θα έπρεπε να περιλαμβάνει,
σημειωμένους με μελάνια διαφορετικού χρώματος, όλους αυ­
τούς τους δρόμους, στερεούς και υγρούς, φανερούς και κρυ­
φούς. Πιο δύσκολο είναι να βάλει κανείς στο χάρτη τους δρό­
μους των χελιδονών, τα οποία κόβουν στα δυο τον αέρα πάνω
από τις σκεπές, κατεβαίνουν κάνοντας αόρατες παραβολές με
ακίνητα φτερά, βγαίνουν από το δρόμο τους για να καταπιούν
ένα κουνούπι, ξανανεβαίνουν σπειροειδώς εφάπτοντας μια ο­
ξυκόρυφη σκεπή, επιβλέπουν από κάθε σημείο των αέρινων
μονοπατιών τους όλα τα σημεία της πόλης.

ιι6
¡ΡφΙφφφφφφφφφφφφφφΙφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ,Μ φφφφΜ

Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ α μ ά τ ια . 4.

Σαν φτάσεις στη Φιλίδα, παρατηρείς με ικανοποίηση πόσες γέ­


φυρες διαφορετικές η μια από την άλλη διασχίζουν τα κανά­
λια: γέφυρες σαμαρωτές, γέφυρες σκεπαστές, γέφυρες που στη­
ρίζονται σε κολόνες, σε βάρκες, γέφυρες αιωρούμενες, με τρύ­
πια τα παραπέτα τους· πόσα είδη παραθυριών συναντάς στους
δρόμους: δίφορα, μαυριτανικά, λογχοειδή, οξυκόρυφα, πάνω
από καμάρες, πάνω από ρόδακες· πόσα είδη πατωμάτων κα­
λύπτουν το έδαφος: με βότσαλα, με πέτρινες πλάκες, με χαλί­
κια, με λευκά και μπλε πλακάκια. Σε κάθε σημείο της η πόλη
δεν παύει να προσφέρει στο μάτι εκπλήξεις: ένας βλαστός κά­
παρης που εξέχει πάνω στα τείχη του οχυρού, τα αγάλματα τριών
βασιλισσών πάνω σ’ ένα φουρούσι, ένας τρούλος σε σχήμα
κρεμμυδιού με τρία κρεμμυδάκια που ξεφύτρωσαν πάνω στο
βέλος. «Ευτυχής όποιος έχει καθημερινά μπροστά στα μάτια
του τη Φιλίδα και δεν σταματά ποτέ να κοιτά τι περιλαμβάνει
αυτή η πόλη», αναφωνείς, θλιμμένος που πρέπει να την αφή-
σεις, αφού την αγκάλιασες μονάχα με το βλέμμα.
Κι όμως, μπορεί να σου συμβεί να σταματήσεις στη Φιλίδα
και να περάσεις εκεί το υπόλοιπο της ζωής σου. Γρήγορα η πό­
λη χάνει το χρώμα της στα μάτια σου, σβήνουν οι ρόδακες, τα
αγάλματα από τα φουρούσια, οι τρούλοι. Όπως όλοι οι κάτοι­
κοι της Φιλίδας, ακολουθείς κι εσύ ζικ ζακ διαδρομές για να

"7
πας από τον ένα δρόμο στον άλλο, ξεχωρίζεις τις ηλιόλουστες
από τις σκιερές περιοχές, εδώ μια πόρτα, εκεί μια σκάλα, ένα
παγκάκι όπου μπορείς να αποθέσεις το καλάθι, ένα χαντάκι
στο οποίο αν δεν προσέξεις μπορεί να σκοντάψεις το πόδι σου.
Όλη η υπόλοιπη πόλη είναι αόρατη. Η Φιλίδα γίνεται ένας χώ­
ρος στον οποίο χαράζονται διαδρομές ανάμεσα σε σημεία που
αιωρούνται στο κενό, ο πιο σύντομος δρόμος για να φτάσεις
στην τέντα εκείνου του εμπόρου αποφεύγοντας την πόρτα ε­
κείνου του δανειστή. Τα βήματά σου κυνηγάνε αυτό που δεν
βρίσκεται έξω από το οπτικό σου πεδίο αλλά μέσα, θαμμένο
και σβησμένο: αν ανάμεσα σε δύο υπόστεγα το ένα εξακολου­
θεί να σου φαίνεται περισσότερο χαρούμενο, είναι επειδή πριν
από τριάντα χρόνια περνούσε από εκεί μια κοπέλα με φαρδιά
κεντημένα μανίκια ή επειδή σε μια συγκεκριμένη ώρα λούζεται
στο φως, όπως εκείνο το άλλο υπόστεγο το οποίο δεν θυμάσαι
πλέον που βρισκόταν.
Εκατομμύρια βλέμματα ορθώνονται πάνω σε παράθυρα, γέ­
φυρες, φυτά κάππαρης, κι είναι σαν να διατρέχουν μια λευκή
σελίδα. Πολλές είναι οι πόλεις σαν τη Φιλίδα που ξεφεύγουν
από το βλέμμα σου, εκτός κι αν μπορέσεις να τις αιφνιδιάσεις.

ιι8
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ ο ό ν ο μ α . 3.

Για καιρό πολύ η Πίρρα ήταν για μένα μια οχυρωμένη πόλη
στις πλαγιές ενός κόλπου, με ψηλά παράθυρα και πύργους,
κλειστή σαν κύπελλο, με μια βαθιά σαν πηγάδι πλατεία στο κέ­
ντρο της και ένα πηγάδι στο κέντρο της πλατείας. Δεν την είχα
δει ποτέ. Ήταν μια από τις πολλές εκείνες πόλεις στις οποίες
δεν έφτασα ποτέ, και τις οποίες φαντάζομαι μονάχα μέσα από
το όνομά τους: Ευφρασία, Οδίλη, Μαργάρα, Γετουλία. Η Πίρ­
ρα είχε τη δική της θέση ανάμεσά τους, διαφορετική από όλες
τις άλλες, αφού η καθεμία είναι ξεχωριστή στα μάτια του μυα­
λού μου.
Ήρθε όμως η μέρα όπου τα ταξίδια μου με έφεραν στην Πίρ­
ρα. Μόλις πάτησα το πόδι μου εκεί, όλα όσα φανταζόμουνα ξε-
χάστηκαν η Πίρρα είχε μετατραπεί σε αυτό που είναι η Πίρρα*
κι εγώ πίστεψα πως ήξερα από πάντα ότι η θάλασσα δεν είναι
ορατή από την πόλη, έτσι όπως κρύβεται πίσω από έναν αμ­
μόλοφο της χαμηλής και οφιοειδούς ακτής* ότι οι δρόμοι τρέ­
χουν μακρείς και ίσιοι· ότι τα χαμηλά της σπίτια είναι χτισμένα
κατά ομάδες και χωρίζονται κατά διαστήματα από αποθήκες
ξυλείας και πριονιστήρια* ότι ο άνεμος κινεί τα φτερά των υ­
δραυλικών αντλιών. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, το όνομα
Πίρρα φέρνει στο νου μου αυτή τη θέα, αυτό το φως, αυτό το
θόρυβο, αυτό τον αέρα στον οποίο πετά μια κίτρινη σκόνη: εί­

«9
ναι σαφές τι σημαίνει και δεν θα μπορούσε να σημαίνει τίποτε
άλλο πέρα από αυτό.
Το μυαλό μου συνεχίζει να περιλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό
πόλεων που δεν είδα και που δεν θα δω, ονόματα που φέρνουν
μαζί τους μια μορφή ή ένα τμήμα ή το λαμπύρισμα μιας μορ­
φής που φαντάστηκα: Γετουλία, Οδίλη, Ευφρασία, Μαργάρα.
Αλλά και η χτισμένη ψηλά στον κόλπο πόλη είναι πάντα εκεί,
με την κλειστή πλατεία της γύρω από ένα πηγάδι, όμως δεν
μπορώ πλέον να τη φωνάζω με ένα όνομα, ούτε να θυμάμαι
πώς θα μπορούσα να της δώσω ένα όνομα που να σημαίνει κά­
τι εντελώς διαφορετικό.

120
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ι ν ε κ ρ ο ί. 2.

Ποτέ, στα ταξίδια μου, δεν είχα φτάσει μέχρι την Αδέλμα. Ή ­
ταν δειλινό όταν ξεμπάρκαρα. Ο ναυτικός στην προβλήτα, που
άρπαξε στον αέρα το σκοινί και το έδεσε στη δέστρα, έμοιαζε
με κάποιον που είχε κάνει μαζί μου στρατιώτης και που είχε
πια πεθάνει. Ήταν η ώρα που αγόραζες ψάρια στη χοντρική.
Ένας γέρος φόρτωνε ένα καλάθι με αχινούς πάνω σε ένα κά­
ρο* είχα την εντύπωση πως τον γνώριζα* όταν γύρισα το κεφά­
λι μου, είχε εξαφανιστεί σε ένα στενοσόκακο, αλλά κατάλαβα
πως έμοιαζε με έναν ψαρά που ήταν ήδη γέρος όταν εγώ ήμουν
μικρός, δεν ήταν δυνατόν να κυκλοφορεί ακόμη ανάμεσα στους
ζωντανούς. Η θέα ενός άρρωστου από πυρετό που καθόταν ζα­
ρωμένος καταγής με μια κουβέρτα στο κεφάλι με τάραξε: λίγες
μέρες πριν πεθάνει, ο πατέρας μου είχε κίτρινα μάτια και βρό­
μικα γένια όπως αυτός ο άγνωστος. Έστρεψα αλλού το βλέμμα
μου* δεν τολμούσα πλέον να κοιτάξω κανέναν κατάματα.
Σκέφτηκα: «Αν η Αδέλμα είναι μια πόλη που βλέπω στα ό­
νειρά μου, στην οποία δεν συναντάει κανείς παρά νεκρούς, το
όνειρο με φοβίζει. Αν η Αδέλμα είναι μια αληθινή πόλη, που
κατοικείται από ζωντανούς, θα είναι αρκετό να συνεχίσω να
τους παρατηρώ ώστε οι ομοιότητες να διαλυθούν και να εμφα-

121
φφφφφφ φφφφφφφφ φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ^,

νιστούν άγνωστα πρόσωπα, που όμως κι αυτά μου δημιουρ­


γούν άγχος. Είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση είναι κα­
λύτερο να πάψω να τους κοιτάζω».
Μια μανάβισσα ζύγιζε ένα κατσαρό λάχανο στο καντάρι και
το έβαζε μέσα σε ένα κρεμασμένο από σκοινί καλάθι που μια
κοπέλα κατέβαζε από ένα μπαλκόνι. Η κοπέλα ήταν ίδια με
μια από το χωριό μου που είχε τρελαθεί από έρωτα και είχε αυ-
τοκτονήσει. Η μανάβισσα σήκωσε το πρόσωπό της: ήταν η για­
γιά μου.
Σκέφτηκα: «Στη ζωή φτάνεις σε μια στιγμή κατά την οποία,
ανάμεσα στους ανθρώπους που έχεις γνωρίσει, οι νεκροί είναι
περισσότεροι από τους ζωντανούς. Και το μυαλό αρνείται να
δεχτεί άλλες φυσιογνωμίες, άλλες εκφράσεις: σε όλα τα νέα πρό­
σωπα που συναντά, αποτυπώνει τα παλιά εκμαγεία, για το κα­
θένα βρίσκει τη μάσκα που του ταιριάζει καλύτερα».
Οι χαμάληδες ανέβαιναν τις σκάλες ο ένας πίσω από τον άλ­
λο, σκυμμένοι κάτω από νταμιτζάνες και βαρέλια* τα πρόσωπα
ήταν κρυμμένα πίσω από τσουβαλένιες κουκούλες. «Τώρα οι
κουκούλες θα τραβηχτούν και θα τους αναγνωρίσω», σκεφτό­
μουνα, με ανυπομονησία και με φόβο. Αλλά δεν ξεκολλούσα
το βλέμμα μου από πάνω τους* μόλις έστρεφα το βλέμμα μου
στο πλήθος που πλημμύριζε εκείνα τα στενοσόκακα, έβλεπα
να με αιφνιδιάζουν πρόσωπα αναπάντεχα, που επανεμφανίζο­
νταν από παλιά, που με κοιτούσαν έντονα σαν να ήθελαν να τα
αναγνωρίσω, σαν να ήθελαν να με αναγνωρίσουν, σαν να με εί­
χαν ήδη αναγνωρίσει. Ίσως κι εγώ, στον καθένα από αυτούς,
να θύμιζα κάποιον που ήταν νεκρός. Είχα μόλις φτάσει στην
Αδέλμα και ήμουν ήδη ένας από αυτούς, είχα περάσει στη δι­
κή τους πλευρά, μπερδεμένος σ’ εκείνον τον κυματισμό ματιών,
ρυτίδων, μορφασμών.
Σκέφτηκα: «Ίσως η Αδέλμα να είναι μια πόλη στην οποία

122
φτάνει κανείς όταν πεθαίνει και στην οποία ξαναβρίσκει τα ά­
τομα που είχε γνωρίσει. Αυτό σημαίνει πως έχω πεθάνει κι ε­
γώ». Σκέφτηκα επίσης: «Σημαίνει ακόμα πως στο υπερπέραν
δεν υπάρχει ευτυχία».

123
,φ φ φ φ φ ίμ ί ψ ϊ , φ φ ^ ^ φ φ φ ψ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ ψ ί Η μ φ φ ψ φ Ι φ ψ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ

Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ο υ ρ α ν ό ς . 1.

Στην Ευδοξία, που εκτείνεται προς τα πάνω και προς τα κάτω,


με στριφογυριστά σοκάκια, σκάλες, αδιέξοδα, τρώγλες, εκτίθε­
ται ένα χαλί στο οποίο μπορείς να θαυμάσεις το αληθινό σχήμα
της πόλης. Με μια πρώτη ματιά το σχέδιο του χαλιού δεν έχει
απολύτως καμία σχέση με την Ευδοξία, έτσι όπως είναι δια­
μορφωμένο σε συμμετρικές μορφές που επαναλαμβάνουν τα
μοτίβα τους σε ευθείες και κυκλικές γραμμές, υφασμένο από
μαλλιά με λαμπερά χρώματα, την εναλλαγή των οποίων μπο­
ρείς να παρακολουθήσεις σε όλη του την επιφάνεια. Αν όμως
κοντοσταθείς και το παρατηρήσεις με προσοχή, πείθεσαι ότι σε
κάθε σημείο του χαλιού αντιστοιχεί ένα σημείο της πόλης και ε­
πομένως ότι όλα τα πράγματα που περιέχονται στην πόλη πε-
ριέχονται και στο σχέδιο, τοποθετημένα σύμφωνα με τις πραγ­
ματικές τους αναλογίες, αναλογίες που ξεφεύγουν από το σα­
στισμένο από την τόση πολυκοσμία, το τόσο πηγαινέλα, το τό­
σο πατείς με πατώ σε βλέμμα σου. Όλο το κομφούζιο της Ευ­
δοξίας, τα γκαρίσματα των μουλαριών, οι λεκέδες της καπνιάς,
η μυρωδιά του ψαριού, είναι ό,τι περισσότερο μπορεί να δια­
κρίνει η αποσπασματική προοπτική που έχεις· αλλά το χαλί α-
ποδεικνύει ότι υπάρχει ένα μέρος από το οποίο η πόλη δείχνει
τις αληθινές της αναλογίες, ένα γεωμετρικό σχήμα που είναι
σαφές και στην παραμικρή λεπτομέρειά του.

124
Είναι εύκολο να χαθείς στην Ευδοξία: όταν όμως συγκε­
ντρωθείς και παρατηρήσεις καλά το χαλί, αναγνωρίζεις το δρό­
μο που έψαχνες σε μια κρεμεζιά ή λουλακιά ή κόκκινη του α­
μάραντου κλωστή η οποία, αφού κάνει έναν μεγάλο γύρο, σε
βάζει σε έναν περίβολο πορφυρού χρώματος που για σένα εί­
ναι και το αληθινό τερματικό σημείο. Ο κάθε κάτοικος της Ευ­
δοξίας παραβάλλει στην ακίνητη τάξη του χαλιού μια δική του
εικόνα της πόλης, μια δική του αγωνία, και ο καθένας μπορεί
να βρει κρυμμένη ανάμεσα στα αραβουργήματα μια απάντηση,
την αφήγηση της ζωής του, τις μεταστροφές του πεπρωμένου.
Ρώτησαν ένα μαντείο για τη μυστηριώδη αυτή σχέση δύο τό­
σο διαφορετικών πραγμάτων όπως είναι το χαλί και η πόλη.
Ένα από τα δύο πράγματα -ήταν η απάντηση- έχει τη μορφή
που οι θεοί έδωσαν στον έναστρο ουρανό και στις τροχιές που
ακολουθούν, καθώς γυρίζουν, οι κόσμοι* το άλλο είναι απλώς
μια κατά προσέγγιση αντανάκλαση, όπως το κάθε ανθρώπινο
έργο.
Οι οιωνοσκόποι ήδη από καιρό ήταν σίγουροι ότι το αρμο­
νικό σχέδιο του χαλιού ήταν θεϊκής κατασκευής* με αυτή την
έννοια ερμηνεύτηκε ο χρησμός, και χωρίς να υπάρξουν αντίθε­
τες γνώμες. Με τον ίδιο όμως τρόπο μπορείς να βγάλεις το α­
ντίθετο συμπέρασμα: ότι ο αληθινός χάρτης του σύμπαντος εί­
ναι η πόλη της Ευδοξίας έτσι όπως αυτή είναι, μια κηλίδα που
απλώνεται άμορφα, με δρόμους που πάνε ζικ ζακ, σπίτια που
καταρρέουν το ένα πάνω στο άλλο μέσα στη σκόνη, πυρκαγιές,
κραυγές στο σκοτάδι.

125
«... Επομένως είναι πράγματι ένα ταξίδι στη μνι)μη, το ταξίδι
σου!» Ο Μεγάλος Χαν, πάντα με ανοιχτά τα αυτιά, αναπηδούσε
στην αιώρα κάθε φορά που στην κουβέντα του Μάρκο αντιλαμ­
βανόταν ένα νοσταλγικό τσάκισμα της φωνής. «Είναι λοιπόν για
να ξεπεράσεις τη νοσταλγία σου που ταξίδεψες τόσο μακριά!» α­
ναφωνούσε, κι ύστερα: «Επιστρέφεις από τις αποστολές σου με έ­
να φορτίο ενοχές!» προσθέτοντας με σαρκασμό: «Ισχνές αγορές,
για να λέμε την αλήθεια, για έναν έμπορο της Γαληνοτάτης!»
Στο σημείο αυτό όλες οι ερωτήσεις του Κουμπλάι στρέφονταν
προς το παρελθόν και το μέλλον, είχε ήδη περάσει μια ώρα στ?/
διάρκεια της οποίας έπαιζαν τη γάτα με το ποντίκι, και επιτέλους
τώρα είχε στριμώξει τον Μάρκο πέφτοντας πάνω του, πατώντας
τον με το γόνατο στο στήθος, αρπάζοντάς τον από τα γένια:
«Αυτό είναι που ήθελα να μάθω από σένα! Τώρα θα ομολογήσεις
τι ακριβώς λαθρεμπορεύεσαι: ψυχικές καταστάσεις, εύνοιες, ελε-
γείες!»
Φράσεις και πράξεις που είχαν υπάρξει ίσως μονάχα στο μυα­
λό τους, ενώ οι δύο, σιωπηλοί και ακίνητοι, κοίταζαν τον καπνό
να ανεβαίνει αργά από τις πίπες τους. Το συννεφάκι άλλοτε δια­
λυόταν σε ένα φύσημα του ανέμου και άλλοτε έμενε να αιωρείται
στη μέση του δωματίου· και η απάντηση βρισκόταν σ’ εκείνο το
συννεφάκι. Στο φύσημα που έπαιρνε μακριά τον καπνό ο Μάρκο
σκεφτόταν τους ατμούς που θαμπώνουν την επιφάνεια της θά-

12?
ΦΦΦΦΦΦΦΪΪ^ΦΦΪΦΦΦΦΦΪΦΦΦΙΗΙΦΦΛΜΦΨΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΪΗΦΦΦΦΦ*********

λασσας και τις οροσειρές και όταν διαλύονται αφήνουν τον αέρα
στεγνό και διάφανο αποκαλύπτοντας μακρινές πολιτείες. Ήταν
πέρα από εκείνο το παραπέτασμα των φτερωτών διαθέσεων που
το βλέμμα του ήθελε να φτάσει: το σχήμα των πραγμάτων δια-
κρίνεται καλύτερα από μακριά.
Άλλοτε πάλι το συννεφάκι σταματούσε μόλις έβγαινε από τα
χείλη, πυκνό και αργό, και σε παρέπεμπε σε ένα άλλο όραμα: τις
αναθυμιάσεις που βαλτώνουν στις σκεπές των μητροπόλεων, τον
πυκνό καπνό που δεν διαλύεται, το μανδύα των μιασμάτων που
βαραίνει πάνω από τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Δεν εί­
ναι οι ασταθείς ομίχλες της μνήμης ούτε η στεγνή διαφάνειά τους
αυτή που δημιουργεί μια κρούστα πάνω από την πόλη αλλά τα α­
ποκαΐδια από τις καμένες ζωές, το φουσκωμένο σφουγγάρι ζωικής
ύλης που δεν κυλάει πια, η συμφόρηση παρελθόντος παρόντος
μέλλοντος που μπλοκάρει τις αποτιτανωμένες από την ψευδαί­
σθηση της κίνησης υπάρξεις: αυτό έβρισκες στο τέρμα κάθε ταξι­
διού σου.

1 2 8
V II

9 - Οι αό ςα χες π ό λ εις
%
ΚΟΥΜΠΛΑΪ: «Δεν ξέρω πότε βρήκες το χρόνο να επισκεφτείς ό­
λες τις χώρες που μου περιγράφεις. Έχω την αίσθηση πως δεν
έφυγες ποτέ από αυτόν εδώ τον κήπο».
ΠΟΛΟ: «Το κάθε πράγμα που βλέπω και κάνω αποκτά έννοια σε
έναν χώρο του μυαλού όπου βασιλεύει η ίδια ηρεμία με εδώ,
το ίδιο ημίφως, η ίδια σιωπή, που διακόπτεται μονάχα από το
θρόισμα των φύλλων. Κάθε φορά που συγκεντρώνομαι για να
σκεφτώ ξαναβρίσκομαι σε τούτον εδώ τον κήπο, βραδάκι τέ­
τοια ώρα, μπροστά στην αγχώδη παρουσία σου, μολονότι συ­
νεχίζω χωρίς να παύω ούτε στιγμή να ανεβαίνω ένα ποτάμι
πράσινο από κροκόδειλους ή να μετράω τα βαρέλια με τα πα­
στά ψάρια που κατεβάζουν στο αμπάρι».
ΚΟΥΜΠΛΑΪ: «Ούτε εγώ είμαι σίγουρος ότι βρίσκομαι εδώ, ότι
σεργιανώ ανάμεσα στις κρήνες από πορφυρίτη και ακούω την
ηχώ των σιντριβανιών. ότι δεν τρέχω με το άλογό μου βου­
τηγμένος στον ιδρώτα και το αίμα επικεφαλής του στρατού
μου, κατακτώντας τις χώρες που εσύ θα πρέπει να περιγρά­
φεις, ή κόβοντας τα δάχτυλα των εισβολέων που κατορθώ­
νουν να ανέβουν τα τείχη ενός πολιορκημένου κάστρου».
ΠΟΛΟ: «Ίσως αυτός ο κήπος να υπάρχει μονάχα στη σκιά των
χαμηλωμένων μας βλεφάρων, και να μη διακόψαμε ποτέ, εσύ
να σηκώνεις κουρνιαχτό στα πεδία της μάχης, εγώ να δια­
πραγματεύομαι σακιά με πιπέρι σε μακρινές αγορές, αλλά κά-

»3»
θε φορά που μισοκλείνουμε τα μάτια μέσα στο σαματά και
την πολυκοσμία μπορούμε να αποτραβιόμαστε εδώ φορώ­
ντας μεταξωτά κιμονό και να αναλογιζόμαστε ό,τι βλέπουμε
και ζούμε, να βγάζουμε συμπεράσματα, να παρατηρούμε από
μακριά».
ΚΟΥΜ ΠΛΑΪ: « Ίσως ο διάλογός μας αυτός να εκτυλίσσεται ανά­
μεσα σε δύο κουρελήδες που έχουν τα παρατσούκλια Κου-
μπλάι Χαν και Μάρκο Πόλο, που ψαχουλεύουν σε ένα φορ­
τίο σκουπιδιών, μαζεύοντας σκουριασμένα σιδερικά, κουρέ­
λια, παλιόχαρτα, και έτσι μεθυσμένοι όπως είναι από λίγες
γουλιές κακού κρασιού βλέπουν γύρω τους να λάμπουν όλοι
οι θησαυροί της Ανατολής».
ΠΟΛΟ : «Ίσως από τον κόσμο να έμεινε μονάχα ένα ασαφές έδα­
φος καλυμμένο από σκουπίδια και οι κρεμαστοί κήποι του α­
νακτόρου του Μεγάλου Χαν. Είναι μόνο τα βλέφαρά μας που
τα ξεχωρίζουν, αλλά κανείς δεν ξέρει ποια είναι μέσα και ποια
έξω».

1 3 2
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ α μ ά τ ια . 5.

Μόλις περάσει το ποτάμι, μόλις διαβεί το πέρασμα, ο άνθρω­


πος βρίσκει ξαφνικά μπροστά του την πόλη της Μοριάνας, με
τις διαφανείς στο φως του ήλιου αλαβάστρινες πύλες της, τις
κοραλλένιες κολόνες που στηρίζουν αετώματα από σερπεντί-
τη, τις σαν ενυδρεία γυάλινες βίλες στις οποίες κολυμπάνε οι
σκιές των χορευτριών με τα ασημένια λέπια κάτω από πολυέ­
λαιους σε σχήμα μέδουσας. Αν αυτό δεν είναι το πρώτο του τα­
ξίδι, ο άνθρωπος ξέρει ήδη ότι πόλεις σαν κι αυτή έχουν το α­
ντίθετό τους: αρκεί να διατρέξει κανείς ένα ημικύκλιο και θα
δει μπροστά του την κρυφή όψη της Μοριάνας, μια έκταση γε­
μάτη σκουριασμένες λαμαρίνες, τσουβαλόπανα, σανίδες φορ­
τωμένες καρφιά, σωλήνες μαυρισμένους από καπνιά, σωρούς
από τσίγκινα κουτάκια, ψευδότοιχους με ξεθωριασμένες επι­
γραφές, κουφάρια από ξεχαρβαλωμένες ψάθινες καρέκλες, σκοι­
νιά που χρησιμεύουν μόνο για να κρεμαστεί κανείς από ένα σά­
πιο δοκάρι.
Από τη μια μεριά ως την άλλη η πόλη μοιάζει να συνεχίζει
την προοπτική της πολλαπλασιάζοντας το ρεπερτόριο των ει­
κόνων της: κι όμως δεν έχει πάχος, αποτελείται μονάχα από
μια ίσια και μια ανάποδη πλευρά, σαν ένα φύλλο χαρτιού με
μια φιγούρα από εδώ και μια από εκεί, που δεν μπορούν να χω­
ριστούν ούτε να κοιτάξουν η μια την άλλη.

*33
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ ο ό ν ο μ α . 4.

Η Κλαρίσα, η ένδοξη πόλη, έχει μια βασανισμένη ιστορία. Πα-


ρήκμασε και ξανάνθισε πολλές φορές, κρατώντας πάντα την
πρώτη Κλαρίσα ως απαράμιλλο πρότυπο λάμψης, σε σύγκρι­
ση με το οποίο η παρούσα κατάσταση της πόλης δεν παύει να
προκαλεί νέους αναστεναγμούς κάθε που γυρίζουν τ’ άστρα.
Στους αιώνες της υποβάθμισης, η πόλη, ερημωμένη από τους
λοιμούς, χαμηλωμένη από την κατάρρευση ζευκτών και αετω­
μάτων και τις κατολισθήσεις του εδάφους, σκουριασμένη και
μπουκωμένη από αμέλεια ή επειδή οι υπεύθυνοι για τη συντή­
ρηση πήγαν διακοπές, άρχισε να ξαναγεμίζει αργά από τις ορ­
δές όσων επιβίωσαν, ορδές που αναδύθηκαν μέσα από υπό­
γεια και τρύπες και όπως τα ποντίκια έκαναν σαν μανιακοί για
να ψαχουλέψουν και να ροκανίσουν και να συλλέξουν και να
αποθηκεύσουν, σαν πουλιά που χτίζουν τη φωλιά τους. Έ πε­
φταν πάνω σε οτιδήποτε μπορούσε να αφαιρεθεί από κάπου
και να τοποθετηθεί σε ένα άλλο μέρος για να χρησιμεύσει σε
κάτι άλλο: οι κουρτίνες από μπροκάρ κατέληγαν να γίνουν σε­
ντόνια* στις μαρμάρινες τεφροδόχους υδρίες φύτευαν βασιλι­
κό* τα κάγκελα που αφαιρούνταν από τα παράθυρα του κάθε
γυναικωνίτη χρησίμευαν για το ψήσιμο γατίσιου κρέατος πάνω
σε φωτιές από ωραία, σκαλισμένα ξύλα. Στημένη από τα πα­
ράταιρα κομμάτια μιας άχρηστης πλέον Κλαρίσας, άρχισε να

!34
παίρνει μορφή η Κλαρίσα της επιβίωσης, μια πόλη γεμάτη
τρώγλες και φτωχοκάλυβα, μολυσμένους οχετούς, κλουβιά για
κουνέλια. Κι όμως, από την παλιά λάμψη της Κλαρίσας δεν εί­
χε χαθεί σχεδόν τίποτα, όλα ήταν εκεί, τοποθετημένα απλώς με
μια διαφορετική τάξη, προσαρμοσμένη όπως και πριν στις α­
νάγκες των κατοίκων.
Τις εποχές της ένδειας ακολουθούσαν εποχές πιο χαρούμε­
νες: μια Κλαρίσα μεγαλοπρεπής πεταλούδα έβγαινε από το
κουκούλι μιας Κλαρίσας άθλιας χρυσαλλίδας· η νέα αφθονία
έκανε την πόλη να ξεχειλίζει από καινούργια υλικά κτήρια α­
ντικείμενα* νέοι πληθυσμοί συνέρρεαν από άλλα μέρη· τίποτα
και κανείς δεν είχε πλέον σχέση με την Κλαρίσα ή τις προη­
γούμενες Κλαρίσες· και όσο περισσότερο η νέα πόλη κατα­
κτούσε θριαμβευτικά τον τόπο και το όνομα της πρώτης Κλα­
ρίσας, τόσο περισσότερο αντιλαμβανόταν πως απομακρυνό­
ταν από αυτή, πως την κατέστρεφε το ίδιο γρήγορα με τα πο­
ντίκια και τη μούχλα: παρά την περηφάνια που ένιωθε για τη
νέα χλιδή, στο βάθος της καρδιάς της ένιωθε ξένη, ασυνεπής,
σφετερίστρια.
Να λοιπόν που όσα υπολείμματα της πρώτης λάμψης είχαν
σωθεί προσαρμοζόμενα σε πιο σκοτεινές ανάγκες, τώρα γίνο­
νταν αντικείμενα νέων μετακινήσεων: τα φύλαγαν σε γυάλινες
βιτρίνες, τα έκλειναν σε προθήκες, τα απόθεταν πάνω σε βελου­
δένια μαξιλάρια, και όχι πλέον επειδή μπορούσαν να φανούν α­
κόμα χρήσιμα αλλά γιατί μέσω αυτών ήθελαν να ανασυνθέσουν
μια πόλη για την οποία κανείς πια δεν ήξερε τίποτα.
Η Κλαρίσα γνώρισε και άλλες παρακμές, και άλλες ακμές.
Οι πληθυσμοί και τα ήθη άλλαξαν πολλές φορές· παραμένουν
το όνομα, η τοποθεσία, και όσα αντικείμενα καταστρέφονται
πιο δύσκολα. Κάθε νέα Κλαρίσα, συμπαγής σαν ένα ζωντανό
σώμα με τις μυρωδιές και την ανάσα του, επιδεικνύει σαν να ή­

*35
\φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ^

ταν κόσμημα ό,τι απομένει από τις αρχαίες αποσπασματικές


και νεκρές Κλαρίσες. Κανείς δεν ξέρει πότε ακριβώς τα κοριν­
θιακά κιονόκρανα βρίσκονταν στην κορυφή των κιόνων τους:
το μόνο που κάποιοι θυμούνται είναι ότι ένα από αυτά, για
πολλά χρόνια, στήριζε σε ένα κοτέτσι το καλάθι μέσα στο ο­
ποίο οι κότες έκαναν τα αυγά τους, και ότι από το κοτέτσι πέ­
ρασε κατευθείαν στο Μουσείο των Κιονόκρανων, στη σειρά με
τα άλλα δείγματα της συλλογής. Η σειρά διαδοχής των εποχών
είχε χαθεί* το ότι είχε υπάρξει μια πρώτη Κλαρίσα, αυτό αποτε­
λεί μια ευρύτατα διαδεδομένη πεποίθηση αλλά δεν υπάρχουν
στοιχεία που να το αποδεικνύουν* τα κιονόκρανα θα μπορού­
σαν να υπήρχαν πρώτα στα κοτέτσια και μετά στους ναούς, οι
μαρμάρινες υδρίες να φυτεύονταν πρώτα με βασιλικό και μετά
να γέμιζαν με οστά των νεκρών. Το μόνο που ξέρουμε σίγουρα
είναι το εξής: ένας συγκεκριμένος αριθμός αντικειμένων μετα­
τοπίζεται σε έναν συγκεκριμένο χώρο που άλλοτε κατακλύζε­
ται από μια ποσότητα νέων αντικειμένων και άλλοτε αυτοανα-
λίσκεται χωρίς τελειωμό* ο κανόνας είναι να τα ανακατεύει κα­
νείς κάθε φορά και να προσπαθεί να τα ξανατοποθετήσει το έ­
να δίπλα στο άλλο. Ίσως απλώς η Κλαρίσα να υπήρξε πάντα
ο τόπος στον οποίο συνήθιζαν να μετακινούν παράταιρες, ά­
χρηστες παλιατσαρίες.

«36
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ι ν ε κ ρ ο ί. 3.

Δεν υπάρχει πόλη που να θέλει να απολαμβάνει τη ζωή και να


αποφεύγει τα βάσανα περισσότερο από την Ευσαπία. Για να
είναι μάλιστα το πέρασμα από τη ζωή στο θάνατο λιγότερο α­
πότομο, οι κάτοικοι έχτισαν ένα κανονικό αντίγραφο της πόλης
τους κάτω από τη γη. Τα πτώματα, αποξηραμένα έτσι ώστε ο
σκελετός να παραμένει τυλιγμένος με ένα κίτρινο δέρμα, μετα-
φέρονται εκεί για να συνεχίσουν τις κανονικές ασχολίες τους.
Το βάρος, βεβαίως, ρίχνεται στις πιο ανέμελες στιγμές: οι πε­
ρισσότεροι από τους νεκρούς τοποθετούνται καθισμένοι γύρω
από στρωμένα τραπέζια ή σε στάση χορού ή έτοιμοι να παί­
ξουν τρομπέτα. Κάτω από τη γη όμως εξακολουθούν να λει­
τουργούν επίσης οι εμπορικές και επαγγελματικές ασχολίες της
Ευσαπίας των ζωντανών, ή τουλάχιστον αυτές που στους ζω­
ντανούς προσέφεραν μεγαλύτερη ικανοποίηση παρά ενόχλη­
ση: ο ρολογάς, ανάμεσα σε όλα εκείνα τα σταματημένα ρολό­
για του μαγαζιού του, φέρνει ένα ξεκουρδισμένο εκκρεμές στο
αυτί του που έχει πάρει το χρώμα του παλιοκαιρισμένου χαρτιού*
ένας κουρέας σαπουνίζει με το στεγνό του πινέλο το οστό των
ζυγωματικών ενός ηθοποιού, ενώ αυτός ρίχνει μια τελευταία
ματιά στο ρόλο του κοιτάζοντας το σενάριο με τα άδεια μάτια

»37
του· μια κοπέλα με γελαστό κρανίο αρμέγει το σκελετό μιας α­
γελάδας.
Βεβαίως πολλοί είναι εκείνοι που ζητούν για μετά το θάνα­
το ένα διαφορετικό πεπρωμένο από εκείνο που τους είχε λάχει
στη ζωή: η νεκρόπολη είναι γεμάτη από κυνηγούς λιονταριών,
μετζοσοπράνο, τραπεζίτες, βιολονίστες, δούκισσες, μετρέσες,
στρατηγούς, περισσότερους από όσους είχε ποτέ η ζώσα πόλη.
Την υποχρέωση να συνοδεύουν τους νεκρούς στον κάτω κό­
σμο και να τους τακτοποιούν στην προκαθορισμένη θέση έχει
αναλάβει μια αδελφότητα κουκουλοφόρων. Κανένας άλλος
δεν έχει δικαίωμα εισόδου στην Ευσαπία των νεκρών και ό,τι
γίνεται γνωστό για τον κάτω κόσμο οφείλεται σε αυτούς.
Λένε ότι η αδελφότητα έχει μέλη ανάμεσα στους νεκρούς και
ότι φροντίζει συνεχώς να τους βοηθάει· μετά το θάνατό τους οι
κουκουλοφόροι αυτοί θα συνεχίσουν να εργάζονται στο ίδιο
γραφείο και στην άλλη Ευσαπία* αφήνουν μάλιστα να διαρ-
ρεύσει η φήμη πως μερικοί από αυτούς είναι ήδη νεκροί και ε­
ξακολουθούν να πηγαινοέρχονται μια πάνω και μια κάτω. Εν­
νοείται πως η εξουσία που έχει η αδελφότητα στην Ευσαπία
των ζωντανών είναι επίσης πολύ μεγάλη.
Λένε ότι κάθε φορά που κατεβαίνουν βρίσκουν κάτι να έχει
αλλάξει στην κάτω Ευσαπία* οι νεκροί ανακαινίζουν συνεχώς
την πόλη τους· ίσως δεν κάνουν πολλά πράγματα, αλλά ό,τι κά­
νουν το κάνουν μετά από φρόνιμη σκέψη, κι όχι λόγω κάποιου
περαστικού καπρίτσιου. Από τον ένα χρόνο στον άλλο, λένε, η
Ευσαπία των νεκρών γίνεται αγνώριστη. Και οι ζωντανοί, για
να μη μείνουν πίσω, θέλουν να κάνουν όλα όσα οι κουκουλο-
φόροι διηγούνται για τους νεωτερισμούς των νεκρών. Έτσι η
Ευσαπία των ζωντανών άρχισε να αντιγράφει το υπόγειο αντί­
γραφό της.
Λένε ότι αυτό δεν συμβαίνει μονάχα τώρα: λένε ότι στην
πραγματικότητα είναι οι νεκροί αυτοί που έχτισαν την πάνω
Ευσαπία κατ’ εικόνα και ομοίωση της πόλης τους. Λένε ακόμα
ότι στις δύο δίδυμες πόλεις δεν υπάρχει πλέον τρόπος για να
ξεχωρίσει κανείς ποιοι είναι οι ζωντανοί και ποιοι οι νεκροί.

»39
1 4 4 4
^ )φφφφφφφψφφφφφφϊ φ φφφφφφφφφ φφφφφφ φφφφφφφφφφφφ ***φ ****< **ψ*4 4

Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ο υ ρ α ν ό ς . 2.

Στη Βερσαβέα περνάει από γενιά σε γενιά η εξής δοξασία: ότι,


αιωρούμενη στον ουρανό, υπάρχει μια άλλη Βερσαβέα, στην ο­
ποία εξισορροπούνται οι αρετές και τα ανώτερα αισθήματα
της πόλης, και ότι αν η γήινη Βερσαβέα πάρει ως πρότυπό της
την ουράνια θα γίνει ένα πράγμα με αυτή. Η εικόνα που η πα­
ράδοση διαχέει είναι εκείνη μιας πόλης από μασίφ χρυσάφι, με
ασημένιους πίρους και διαμαντένιες πόρτες, μια πόλη-κόσμη-
μα, με μοναδικά δεσίματα και στολίσματα, έτσι όπως μονάχα
το καλύτερο εργαστήριο θα μπορούσε να κατασκευάσει με τα
πολυτιμότερα υλικά. Πιστοί σε αυτή τη δοξασία, οι κάτοικοι
της Βερσαβέας τιμούν οτιδήποτε ανακαλεί στη μνήμη τους την
ουράνια πόλη: συσσωρεύουν ευγενή μέταλλα και σπάνιες πέ­
τρες, αρνούνται τις εφήμερες απολαύσεις, επεξεργάζονται τις
φόρμες μιας σύνθετης ευπρέπειας.
Πιστεύουν, επίσης, οι κάτοικοι αυτοί ότι κάτω από τη γη υ­
πάρχει μια ακόμα Βερσαβέα, αποδέκτης του κάθε αξιοκατα­
φρόνητου και αναξιοπρεπούς που υπάρχει, και η μόνιμη έγνοια
τους είναι να σβήσουν από τη γήινη Βερσαβέα όποια σχέση ή
ομοιότητα υπάρχει με την υπόγεια δίδυμή της. Φαντάζονται ό­
τι η κάτω πόλη, αντί για στέγες, έχει αναποδογυρισμένους σκου-
πιδοτενεκέδες, οι οποίοι ξερνάνε κρούστες τυριών, λιγδιασμέ­
να χαρτιά, ψαροκόκκαλα, απόνερα από πλυσίματα πιάτων, α­

140
ΦΦΦΦΦΙ Μ Φ ΙΦ ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΗ

ποφάγια μακαρονιών, χρησιμοποιημένους επιδέσμους. Ή και


ότι είναι χτισμένη κυρίως από εκείνη τη σκοτεινή και εύκαμπτη
και πυκνή σαν πίσσα ουσία που ρέει στους υπονόμους επιμη­
κύνοντας τη διαδρομή των ανθρώπινων εντοσθίων από μια
μαύρη τρύπα σε μια μαύρη τρύπα, μέχρι να κατακαθίσει στο τε­
λευταίο υπόγειο επίπεδο, και ότι ακριβώς από αυτά τα κου-
λουριασμένα τεμπέλικα κόπρανα ορθώνονται κάθε φορά τα
κτήρια μιας περιττωματικής πόλης, με σπειροειδή αρχιτεκτονι­
κά βέλη.
Στις δοξασίες για τη Βερσαβέα υπάρχει κάτι σωστό και κά­
τι λάθος. Το σωστό είναι ότι πράγματι δύο κόπιες του εαυτού
της συνοδεύουν την πόλη, μια ουράνια και μια της κόλασης· εί­
ναι όμως στην υπόστασή τους που γίνεται το λάθος. Η κόλαση
που υποβόσκει στο βαθύτερο υπέδαφος της Βερσαβέας είναι
μια πόλη σχεδιασμένη από τους πλέον εξέχοντες αρχιτέκτονες,
οικοδομημένη με τα πιο ακριβά υλικά της αγοράς, λειτουργική
σε κάθε της μηχανισμό και ελατήριο και γρανάζι, στολισμένη
με κρόσσια και φράντζες και φραμπαλάδες που κρέμονται σε
κάθε σωλήνα, σε κάθε μπιέλα.
Έχοντας βάλει ως σκοπό της να συσσωρεύει τα καράτια της
τελειότητάς της, η Βερσαβέα θεωρεί προσόν της αυτό που τώ­
ρα πια είναι απλώς μια μανία: να γεμίζει συνεχώς το άδειο δο­
χείο του εαυτού της* δεν ξέρει ότι οι μοναδικές στιγμές γενναιό­
δωρης εγκατάλειψης που ζει είναι εκείνες όταν απομακρύνεται
από τον εαυτό της, όταν παραιτείται, όταν αυτοσπαταλιέται. Κι
όμως, στο ζενίθ της Βερσαβέας υπάρχει ένα ουράνιο σώμα που
αντανακλά όλη την περιουσία της πόλης, όλο το θησαυρό των
πεταγμένων πραγμάτων: ένας πλανήτης που στροβιλίζει φλού­
δες πατάτας, χαλασμένες ομπρέλες, τρύπιες κάλτσες, που σπιν­
θηροβολεί από τα κομμάτια γυαλιού, τα χαμένα κουμπιά, τα
χαρτιά από σοκολάτες, που είναι πλακοστρωμένος από εισιτή­

141
ρια του τραμ, κομμένα νύχια, κομμένους κάλσυς, τσόφλια αυ­
γών. Η ουράνια πόλη είναι αυτή, και στον ουρανό της συρρέουν
κομήτες με μακριά ουρά που περιστρέφονται στο διάστημα α­
πό τη μοναδική ελεύθερη και ευτυχισμένη πράξη για την οποία
είναι ικανοί οι κάτοικοι της Βερσαβέας, πόλης που μονάχα ό­
ταν κάνει κακά της δεν είναι τσιγγούνα υπολογίστρια συμφε­
ροντολόγα.

1 4 2
Ο ι σ υ ν ε χ ό μ ε ν ε ς π ό λ ε ις . 1.

Η πόλη της Λεονίας φρεσκάρει τον εαυτό της καθημερινά: κά­


θε πρωί ο πληθυσμός ξυπνάει σε καθαρά σεντόνια, πλένεται με
αχρησιμοποίητα σαπούνια, φοράει ολοκαίνουργιες ρόμπες, βγά­
ζει από το πλέον τελειοποιημένο ψυγείο σφραγισμένα ακόμα
τενεκεδένια κουτάκια, ακούγοντας τα καινούργια τραγούδια
από το τελευταίο μοντέλο της συσκευής.
Στα πεζοδρόμια, τυλιγμένα σε πεντακάθαρες πλαστικές σα­
κούλες, τα υπολείμματα της χθεσινής Λεονίας περιμένουν το
κάρο του σκουπιδιάρη. Δεν πρόκειται μόνο για πατημένες ο­
δοντόπαστες, καμένες λάμπες, εφημερίδες, άδειες κονσέρβες,
υλικά περιτυλίγματος αλλά και θερμοσίφωνες, εγκυκλοπαίδειες,
πιάνα, πορσελάνινα σερβίτσια: περισσότερο και από τα πράγ­
ματα που κάθε μέρα κατασκευάζονται πουλιούνται αγοράζο­
νται, ο πλούτος της Λεονίας μετριέται από τα πράγματα που
κάθε μέρα πετιούνται για να δώσουν τη θέση τους σε καινούρ­
για. Τόσο που κανείς αναρωτιέται αν το αληθινό πάθος της Λεο­
νίας είναι πράγματι, όπως λένε, να απολαμβάνει καινούργια
και διαφορετικά πράγματα, ή αν είναι μάλλον να αποβάλλει,
να διώχνει μακριά της, να ξεφορτώνεται κάθε περιοδική μια-
ρότητα. Το βέβαιο είναι ότι οι σκουπιδιάρηδες γίνονται αποδε­
κτοί σαν άγγελοι, και η υποχρέωσή τους να μαζεύουν τα χθεσι­
νά απομεινάρια έχει τον σιωπηρό σεβασμό όλων, σαν να πρό­

*43
^φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφψφφφφφφφψφφ^

κειται για μια τελετουργία που εμπνέει ευλάβεια, ή ίοως μονά­


χα επειδή, αφού κάποιος πετάξει ό,τι είναι να πετάξει, δεν θέ­
λει πλέον να έχει την έγνοια τους.
Κανένας δεν αναρωτιέται πού πηγαίνουν οι σκουπιδιάρηδες
καθημερινά το φορτίο τους: σίγουρα, έξω από την πόλη· κάθε
χρόνο όμως η πόλη επεκτείνεται, και οι σκουπιδιάρηδες πρέπει
να πηγαίνουν όλο και πιο μακριά· η ποσότητα των σκουπιδιών
αυξάνεται και οι σωροί τους ψηλώνουν, στρωματοποιούνται,
απλώνονται σε μια μεγαλύτερη περίμετρο. Εδώ πρέπει να προ­
σθέσει κανείς ότι όσο περισσότερο βελτιώνεται η τέχνη της Λεο-
νίας στην παραγωγή νέων υλικών, τόσο περισσότερο βελτιώ­
νεται και η ποιότητα των απορριμμάτων της, και τα σκουπίδια
αντέχουν στο χρόνο, στις καιρικές διαταραχές, στις ζυμώσεις
και τις καύσεις. Είναι ένα οχυρό από άφθαρτα υπολείμματα
αυτό που περικυκλώνει τη Λεονία, που δεσπόζει από κάθε πλευ­
ρά σαν οροπέδιο.
Το αποτέλεσμα; Ό σα περισσότερα πράγματα η Λεονία απο­
διώχνει, τόσα περισσότερα συσσωρεύει* τα λέπια του παρελθό­
ντος της σκληραίνουν και γίνονται μια πανοπλία που δεν μπο­
ρεί πλέον να βγάλει από πάνω της· ανανεώνοντας καθημερινά
τον εαυτό της, η πόλη διατηρείται σε μία και μόνο καθορισμέ­
νη μορφή: εκείνη των χθεσινών σκουπιδιών που έρχονται να
προστεθούν στα σκουπίδια του προχθές, του χθες, της κάθε
μέρας, του κάθε χρόνου, της κάθε πενταετίας που έχει ζήσει.
Τα σκουπίδια της Λεονίας θα κατακτούσαν σιγά σιγά τον
κόσμο αν στον ατέλειωτο σκουπιδότοπο δεν πίεζαν, πέρα από
την τελευταία κορυφογραμμή, οι σκουπιδότοποι άλλων πόλεων,
που με τη σειρά τους διώχνουν μακριά τους βουνά ολόκληρα
από σκουπίδια. Ίσως ολόκληρος ο κόσμος, πέρα από τα σύνο­
ρα της Λεονίας, να είναι σκεπασμένος με κρατήρες σκουπι-
διών, από τους οποίους ο καθένας έχει στο κέντρο του μια μη­

*44
τρόπολη που εκρήγνυται συνεχώς. Τα σύνορα μεταξύ δύο ξέ­
νων και εχθρικών πόλεων είναι ακάθαρτοι προμαχώνες στους
οποίους τα απορρίμματα της μιας και της άλλης μπερδεύονται,
αλληλοστηρίζονται, αλληλοϋπονομεύονται.
Όσο περισσότερο αυξάνεται το ύψος τους, τόσο πιο έντονος
γίνεται ο κίνδυνος των κατολισθήσεων: αρκεί ένα κουτί κον­
σέρβας, ένα παλιό λάστιχο, μια νταμιζάνα χωρίς ψάθα να κυ­
λήσει προς την πλευρά της Λεονίας, και μια χιονοστιβάδα από
παράταιρα παπούτσια, παλιά καλαντάρια, ξερά λουλούδια θα
βουλιάξει την πόλη στο ίδιο της το παρελθόν, εκείνο το παρελ­
θόν που ματαίως προσπαθούσε να αποκρούσει, μπερδεύοντάς
το με εκείνο των καθαρών παρακείμενων πόλεων: ένας κατα­
κλυσμός θα ισοπεδώσει τη βρομερή αλυσίδα των βουνών, θα
σβήσει κάθε ίχνος της ντυμένης μονίμως με καινούργια ρούχα
μητρόπολης. Ήδη από τις διπλανές πόλεις είναι έτοιμοι να ι­
σοπεδώσουν με οδοστρωτήρες το έδαφος, να επεκταθούν στο
νέο έδαφος, να διευρύνουν την έκτασή τους, να απομακρύνουν
τους νέους σκουπιδότοπους.

*45
* %
ΠΟΛΟ: «... Ίσως οι εξώστες αυτού τον κήπον να βλέπουν μονά­
χα στη λίμνη τον μυαλού μας...»
ΚΟΥΜΠΛΑΪ: «... Κι όσο μακριά κι αν μας οδηγούν τα κατορθώ-
ματά μας, ως στρατηλάτες και έμποροι, φυλάγουμε και οι δυο
μέσα μας αυτή τη γεμάτη σιωπή σκιά, αυτή τη γεμάτη παύσεις
συζήτηση, αυτή την ίδια πάντα νύχτα».
ΠΟΛΟ: «Εκτός κι αν κάνουμε την αντίθετη υπόθεση: ότι όσοι τα­
λαιπωρούνται στους καταυλισμούς και στα λιμάνια υπάρχουν
μονάχα γιατί τους σκεφτόμαστε εμείς οι δύο, κλεισμένοι ανά­
μεσα σ ’ αυτούς τους φράχτες από μπαμπού, ακίνητοι από πά­
ντα».
ΚΟΥΜΠΛΑΪ: «Ότι δεν υπάρχει η κούραση, τα ουρλιαχτά, οι μά­
στιγες, η βρόμα, αλλά μονάχα αυτό το φυτό της αζαλέας».
ΠΟΛΟ: « Οτι οι βαστάζοι, οι πετράδες, οι σκουπιδιάρηδες, οι μα­
γείρισσες που καθαρίζουν τα εντόσθια των κοτόπουλων, οι
σκυμμένες στην πέτρα πλύστρες, οι μητέρες που ανακατεύουν
το ρύζι θηλάζοντας τα νεογέννητα, υπάρχουν μονάχα γιατί
τους σκεφτόμαστε εμείς».
ΚΟΥΜΠΛΑΪ: «Για να λέμε την αλήθεια, εγώ δεν τους σκέφτομαι
ποτέ».
ΠΟΛΟ: «Τότε δεν υπάρχουν».
ΚΟΥΜΠΛΑΪ: « Λ ε ν νομίζω ότι αυτή είναι μια εικασία που μας ται­
ριάζει. Χωρίς αυτούς δεν θα μπορέσουμε ποτέ πια να λικνι­
ζόμαστε στις αιώρες μας, κλεισμένοι στο καβούκι μας».

»47
ΠΟΛΟ : «Επομένως, πρέπει να αποκλείσονμε αυτή την υπόθεση.
Άρα θα ισχύει η επόμενη υπόθεση: ότι υπάρχουν εκείνοι και
όχι εμείς».
ΚΟΥΜ ΠΛΑΪ: «Έχουμε αποδείξει ότι αν υπήρχαμε, δεν θα ήμα­
σταν εμείς».
ΠΟΛΟ : «Πράγματι, να μας εδώ».

1 4 8
V III
Στα πόδια τον θρόνον τον Μεγάλον Χαν απλωνόταν ένα πάτω­
μα από μαγιόλικες. Ο Μάρκο Πόλο, βονβός πληροφοριοδότης, έ­
δειχνε τα δείγματα των εμπορενμάτων πον είχε φέρει από τα τα­
ξίδια τον στα σύνορα της αντοκρατορίας: ένα κράνος, ένα κοχν-
λι, μια καρύδα, μια βεντάλια. Διενθετώντας με μια σνγκεκριμένη
τάξη τα αντικείμενα πάνω στα μαύρα και άσπρα πλακάκια και
κοννώντας τα σιγά σιγά με μελετημένες κινήσεις, ο απεσταλμένος
προσπαθούσε να απεικονίσει στα μάτια τον μονάρχη τα γεγονό­
τα τον ταξιδιού τον, την κατάσταση της αντοκρατορίας, τα χα­
ρακτηριστικά κάθε μακρινής πρωτεύονσας. Ο Κονμπλάι ήταν έ­
νας προσεκτικός σκακιστής·ακολονθώντας τις κινήσεις τον Μάρ­
κο παρατηρούσε ότι κάποια κομμάτια σννεπάγονταν ή απέρρι-
πταν τη γειτνίαση άλλων κομματιών και μετακινούνταν σύμφω­
να με κάποιες γραμμές. Παραβλέποντας την ποικιλία των μορ­
φών των αντικειμένων, ρύθμιζε τον τρόπο τοποθέτησης των μεν
σε σχέση με τα δε στο πάτωμα με τα πλακάκια. Σκέφτηκε: «Αν η
κάθε πόλη είναι σαν ένα παιχνίδι σκακιαύ, τη μέρα πον θα κατα­
φέρω να μάθω τονς κανόνες, θα γίνω επιτέλονς και κάτοχος της
αντοκρατορίας μον, παρόλο πον ποτέ δεν θα καταφέρω να γνω­
ρίσω όλες τις πόλεις πον περιλαμβάνονται σ’ αντήν».
Κατά βάθος, δεν νπήρχε λόγος ο Μάρκο να καταφεύγει σε τό­
σες τζιριτζάντζονλες προκειμένον να τον μιλήσει για τις πόλεις
τον: ήταν αρκετή μια σκακιέρα με τα κομμάτια της, κομμάτια με

*5 *
Ιφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφΐφφφφφφφφφφφψφφφφφψφφ^

ταξινομήσιμα σχήματα. Σε κάθε κομμάτι μπορούσε κανείς να α­


ποδώσει την αρμόζουσα σημασία: ένα άλογο μπορούσε να εκ­
φράζει τόσο ένα αληθινό άλογο όσο και μια πομπή από άμαξες,
ένα στρατό σε πορεία, έναν έφιππο ανδριάντα*και μια βασίλισσα
μπορούσε να είναι μια κυρία που έχει βγει στο μπαλκόνι, μια κρή­
νη, μια εκκλησία με σονβλερό τρούλο, μια κυδωνιά.
Επιστρέφοντας από την τελευταία του αποστολή ο Μάρκο
Πόλο βρήκε τον Χ αν να τον περιμένει καθισμένος μπροστά σε
μια σκακιέρα. Με μια κίνηση τον κάλεσε να καθίσει απέναντι του
και να του περιγράφει με μόνη βοήθεια το σκάκι τις πόλεις που
είχε επισκεφτεί. Ο Βενετός δεν έχασε το κουράγιο του. Οι σκα-
κιέρες του Μεγάλου Χ αν ήταν μεγάλα κομμάτια από λειασμένο
ελεφαντόδοντο: βάζοντας πάνω στη σκακιέρα σοβαρούς πύργους
και δύστροπα άλογα, συγκεντρώνοντας ένα σμήνος από πιόνια,
χαράζοντας ίσιες ή πλάγιες λεωφόρους για τον μεγαλοπρεπή βη­
ματισμό της βασίλισσας, ο Μάρκο ανασκεύαζε τις προοπτικές και
τους χώρους λευκών και μαύρων πόλεων στις νύχτες με φεγγάρι.
Παρατηρώντας τα βασικά αυτά τοπία, ο Κουμπλάι αναλογι-
ζόταν την αόρατη τάξη που στηρίζει τις πόλεις, τους κανόνες που
τις κάνει να γεννιούνται, να παίρνουν μορφή, να ευδοκιμούν, να
προσαρμόζονται στις εποχές, να μελαγχολούν, να καταστρέφο-
νται. Κάποιες φορές είχε την αίσθηση πως ακόμα λίγο και θα α­
νακάλυπτε ένα αρμονικό και συνεπές σύστημα που θα υπόκειτο
στις αναρίθμητες ασυμφωνίες και δυσαρμονίες, αλλά κανένα μο­
ντέλο δεν άντεχε τη σύγκριση με εκείνο του σκακιού. Ίσως, αντί
να σπάει το κεφάλι του για να ζωντανέψει με τη βοήθεια των φιλ­
ντισένιων πιονιών εικόνες που έτσι κι αλλιώς προορίζονταν να
ξεχαστούν, ήταν αρκετό να παίξει ένα παιχνίδι σύμφωνα με τους
κανόνες, και να παρατηρεί κάθε επόμενη κατάσταση της σκακιέ-
ρας σαν μια από τις αμέτρητες μορφές που το σύστημα των μορ­
φών συσσωρεύει και καταστρέφει.

*5 2
Τώρα πια ο Κονμπλάι Χαν δεν είχε ανάγκη να στέλνει τον Μάρ­
κο Πόλο σε μακρινές αποστολές: τον κρατούσε να παίζει ατέλειω­
τες παρτίδες σκακιού. Η γνώση της αυτοκρατορίας ήταν κρυμ­
μένη στο σχέδιο που χάραζαν τα απότομα άλματα του αλόγου,
τα διαγώνια περάσματα του τρελού, το σερνάμενο και επιφυλα­
κτικό βήμα του βασιλιά και του ταπεινού στρατιώτη, οι αδυσώ­
πητες εναλλακτικές λύσεις του κάθε παιχνιδιού.
Ο Μεγάλος Χαν προσπαθούσε να ταυτιστεί με το παιχνίδι: αυ­
τό όμως που τώρα του διέφευγε ήταν ο ίδιος ο λόγος ύπαρξης
του παιχνιδιού. Το τέλος της κάθε παρτίδας είναι μια νίκη ή μια
ήττα: αλλά τίνος; Ποιος ήταν ο αληθινός στόχος; Κάθε φορά που
γίνεται ματ, κάτω από το πόδι του βασιλιά που το χέρι του νικη­
τή έχει πετάξει χάμω, παραμένει ένα μαύρο ή λευκό τετράγωνο.
Από το πολύ να εξαϋλώνει τις κατακτήσεις του προκειμένου να
φτάσει στην ουσία των πραγμάτων, ο Κουμπλάι είχε καταλήξει
στο άλλο άκρο: η οριστική κατάκτηση, της οποίας οι πολυποίκι­
λοι θησαυροί της αυτοκρατορίας δεν ήταν παρά απατηλά περι­
βλήματα, τώρα συρρικνωνόταν σε ένα κομμάτι πλαναρισμένου
ξύλου: στο τίποτα...

*53
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ ο ό ν ο μ α . 5.

Η Ειρήνη είναι εκείνη η πόλη που φαίνεται να εξέχει από το


φρύδι ενός οροπεδίου την ώρα που τα φώτα ανάβουν και που,
όταν είναι καθαρή η ατμόσφαιρα, αφήνει να διαφανεί στο βά­
θος η κατοικημένη της περιοχή: εκεί όπου τα παράθυρα είναι
πιο πυκνά, εκεί όπου αραιώνει σε κακοφωτισμένα στενοσόκα­
κα, εκεί όπου συγκεντρώνει τις σκιές των κήπων, εκεί όπου ορ­
θώνει πύργους με τις φωτιές των μηνυμάτων κι αν η βραδιά εί­
ναι γεμάτη καταχνιά, ένα ξεθωριασμένο φέγγος φουσκώνει
σαν ασπριδερό σφουγγάρι στα κράσπεδα ενός βουνού.
Οι ταξιδιώτες του οροπεδίου, οι βοσκοί που μετακινούν τα
κοπάδια, οι πουλολόγοι που παρακολουθούν τα δίχτυα, οι ε­
ρημίτες που μαζεύουν ραδίκια, όλοι κοιτάζουν προς τα κάτω
και μιλάνε για την Ειρήνη. Ο άνεμος κάποιες φορές φέρνει μια
μουσική από τύμπανα και σάλπιγγες, το σκάσιμο των βαρελό­
των στη φωταψία μιας γιορτής* άλλες φορές τις ριπές ενός μυ­
δράλιου, την έκρηξη μιας μπαρουταποθήκης σ’ έναν κιτρινι-
σμένο από τις πυρκαγιές που άναψε ο εμφύλιος πόλεμος ου­
ρανό. Εκείνοι που κοιτάζουν από ψηλά κάνουν υποθέσεις για
το τι μπορεί να συμβαίνει στην πόλη, αναρωτιούνται αν θα ή­
ταν φρόνιμο να βρεθούν στην Ειρήνη εκείνη τη βραδιά. Όχι
πως σκοπεύουν να πάνε -άλλωστε οι δρόμοι που κατεβαίνουν

*55
^φφφφφφφφφφφφφΐ^φφφφφφφφφφφφφφφφφφ^ιφφ^Ιφφφφφ^ιφφ^Ιφ^Ιφφφφφ^ΦΦΦΦΦΦ^'

την κοιλάδα είναι κακοί- αλλά η Ειρήνη προσελκύει βλέμματα


και σκέψεις σε όποιον βρίσκεται ψηλά.
Στο σημείο αυτό ο Κουμπλάι Χαν περιμένει ότι ο Μάρκο θα
μιλήσει για την Ειρήνη έτσι όπως την είδε από μέσα. Ο Μάρ­
κο όμως δεν μπορεί να το κάνει: όποια κι αν είναι η πόλη που
εκείνοι του οροπεδίου ονομάζουν Ειρήνη, ο ίδιος δεν κατόρ­
θωσε να τη γνωρίσει· άλλωστε δεν έχει μεγάλη σημασία: αν τη
δει κανείς ενώ στέκεται στο κέντρο της, είναι μια άλλη πόλη·
Ειρήνη είναι το όνομα μιας πόλης που βλέπεις από μακριά, αν
την πλησιάσεις, αλλάζει.
Άλλη είναι η πόλη για όποιον περνά χωρίς να μπει μέσα, και
άλλη για όποιον εγκλωβίζεται σε αυτή και δεν μπορεί να ξε-
φύγει· άλλη είναι η πόλη στην οποία φτάνει κανείς για πρώτη
φορά, άλλη είναι εκείνη που αφήνει πίσω του για να μην ξανα-
γυρίσει ποτέ· η καθεμιά αξίζει ένα διαφορετικό όνομα* ίσως,
για την Ειρήνη, να μίλησα ήδη χρησιμοποιώντας άλλα ονόμα­
τα· ίσως να μη μίλησα παρά μόνο για την Ειρήνη.

156
φφφφφφφφΛφφΙ^ φΛφφφφφφφ^Ιφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ

Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ι ν ε κ ρ ο ί. 4.

Αυτό που διαφοροποιεί την Αργεία από τις άλλες πόλεις είναι
ότι στη θέση του αέρα έχει χώμα. Οι δρόμοι είναι παραχωμένοι
στη γη, τα δωμάτια είναι γεμάτα άργιλο μέχρι την οροφή, στις
σκάλες ακουμπά μια άλλη ανάποδη σκάλα, πάνω από τις στέ­
γες των σπιτιών βαραίνουν στρώματα βραχώδους εδάφους, ό­
πως ουρανοί με σύννεφα. Αν οι κάτοικοι κατορθώνουν να γυ­
ρίζουν στην πόλη διευρύνοντας τα λαγούμια των σκουληκιών
και τις σχισμές στις οποίες παρεισφρέουν οι ρίζες, δεν το ξέ­
ρουμε: η υγρασία διαλύει τα κορμιά και τους αφήνει ελάχιστες
δυνάμεις· συμφέρει να μένουν ακίνητοι και χαλαροί, έτσι κι αλ­
λιώς είναι παντού σκοτάδι.
Από εδώ πάνω δεν βλέπουμε τίποτε από την Αργεία* κά­
ποιοι λένε: «Είναι εκεί κάτω» και είμαστε αναγκασμένοι να τους
πιστέψουμε· τα μέρη είναι έρημα. Κάποιες φορές, τη νύχτα, αν
πλησιάσουμε το αυτί μας στην επιφάνεια της γης, ακούγεται
μια πόρτα που χτυπάει.

*57
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ο υ ρ α ν ό ς . 3.

Όποιος φτάνει οτη Θέκλα ελάχιστα πράγματα βλέπει από την


πόλη, πίσω από τους ξύλινους φράχτες, τα καραβόπανα, τους με­
ταλλικούς σκελετούς, τις ξύλινες σκαλωσιές που κρέμονται από
σκοινιά ή στηρίζονται σε καβαλέτα, τις ανεμόσκαλες, τα στρω-
ματόπανα. Στην ερώτηση: «Γιατί το χτίσιμο της Θέκλας συνεχί­
ζεται τόσο πολύ καιρό;» οι κάτοικοι, χωρίς να πάψουν να ανε­
βάζουν κουβάδες, να κρατούν αλφάδια, να μετακινούν πάνω κά­
τω τεράστια πινέλα, απαντούν: «Για να μην αρχίσει η καταστρο­
φή». Κι αν ερωτηθούν μήπως φοβούνται ότι μόλις φύγουν οι
σκαλωσιές η πόλη θα αρχίσει να θρυμματίζεται και να διαλύεται,
προσθέτουν βιαστικά, με χαμηλή φωνή: «Όχι μόνο η πόλη».
Αν κάποιος, ανικανοποίητος από τις απαντήσεις, κολλήσει
το μάτι του στη ρωγμή ενός σανιδοφράκτη, θα δει γερανούς να
τραβάνε άλλους γερανούς, υποστυλώματα να στηρίζουν άλλα
υποστυλώματα, δοκάρια να συνδέονται με άλλα δοκάρια. Ε­
ρώτηση: «Τι έννοια έχει αυτό το συνεχές χτίσιμο; Ποιος είναι ο
στόχος μιας υπό κατασκευή πόλης αν όχι μια πόλη; Ποιο είναι
το πρόγραμμα που ακολουθείτε, ποιο είναι το σχέδιο;»
«Θα σου το δείξουμε στο τέλος της μέρας· τώρα δεν μπο­
ρούμε να διακοψου με», απαντούν.
Η δουλειά σταματά το δειλινό. Η νύχτα κατεβαίνει πάνω α­
πό το εργοτάξιο. Είναι μια νύχτα γεμάτη αστέρια. «Να το το
σχέδιό μας», λένε.

1 5 8
Ο ι σ υ ν ε χ ό μ ε ν ε ς π ό λ ε ις . 2.

Αν πατώντας το πόδι μου στην Τρούδη δεν διάβαζα το όνομα


της πόλης γραμμένο με μεγάλα γράμματα, θα πίστευα πως εί­
χα φτάσει στο ίδιο αεροδρόμιο από το οποίο είχα ξεκινήσει. Τα
προάστια που με έβαλαν να διασχίσω δεν ήταν διαφορετικά α­
πό εκείνα τα άλλα, είχαν τα ίδια κιτρινωπά και πρασινωπά σπί­
τια. Ακολουθώντας τις ίδιες ενδείξεις γύριζα στα ίδια παρτέ­
ρια των ίδιων πλατειών. Οι δρόμοι του κέντρου επιδείκνυαν
πραμάτειες συσκευασίες επιγραφές που δεν διέφεραν σε τίπο­
τα μεταξύ τους. Ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν στην Τρού­
δη αλλά γνώριζα ήδη το ξενοδοχείο στο οποίο έτυχε να κατέ-
βω· είχα ήδη ακούσει και πει τους διαλόγους που έκανα με α­
γοραστές και πωλητές παλιοσιδερικών* η μέρα μου τελείωνε ί­
δια με άλλες μέρες, κοιτάζοντας μέσα από τα ίδια ποτήρια τους
ίδιους λικνιζόμενους ομφαλούς.
Γιατί να έρθει κανείς στην Τρούδη; αναρωτιόμουν. Και ήδη
ήθελα να ξαναφύγω.
«Μπορείς να πάρεις το αεροπλάνο όποτε θες», μου είπαν,
«αλλά θα φτάσεις σε μια άλλη Τρούδη, ολόιδια σημείο προς
σημείο· ο κόσμος έχει καλυφθεί από μια μοναδική Τρούδη που
δεν έχει αρχή, δεν έχει τέλος· το μόνο που αλλάζει είναι το ό­
νομά της στο αεροδρόμιο».

*59
Ο ι κ ρ υ φ έ ς π ό λ ε ις . 1.

Στην Ολίνδη, αν πας με ένα φακό και ψάξεις με προσοχή, μπο­


ρεί να βρεις σε κάποιο μέρος ένα σημείο όχι μεγαλύτερο από το
κεφάλι μιας καρφίτσας το οποίο, αν το κοιτάξεις κάπως μεγε­
θυμένο, μπορεί να δεις να περιέχει μέσα του τις σκεπές, τις α-
ντένες, τους φωταγωγούς, τους κήπους, τις στέρνες, τα διαφη­
μιστικά πανό κατά μήκος των δρόμων, τα περίπτερα στις πλα­
τείες, τον ιππόδρομο. Το σημείο αυτό δεν μένει εκεί, ακίνητο*
μετά από ένα χρόνο το βρίσκεις στο μέγεθος μισού λεμονιού, ύ­
στερα σαν ένα μανιτάρι πορτσίνο, ύστερα στο μέγεθος ενός
πιάτου σούπας. Και να που γίνεται μια πόλη σε φυσικό μέγε­
θος, που κλείνει μέσα της την προηγούμενη πόλη: μια νέα πό­
λη που ανοίγει δρόμο μέσα από την προηγούμενη πόλη και τη
σπρώχνει προς τα έξω.
Η Ολίνδη δεν είναι βεβαίως η μόνη πολιτεία που μεγαλώνει
με ομόκεντρους κύκλους, όπως οι κορμοί των δένδρων που κά­
θε χρόνο μεγαλώνουν κατά έναν κύκλο. Στις άλλες όμως πό­
λεις μένει στη μέση ο παλιός κύκλος του στενού τείχους, από
τον οποίο ξεπροβάλλουν στριμωγμένα τα καμπαναριά οι πύρ­
γοι οι σκεπές με τα κεραμίδια οι τρούλοι, ενώ οι νέες συνοικίες
τουρλώνουν γύρω του σαν μετά από το ξεσφίξιμο του ζωνα­
ριού. Στην Ολίνδη όχι: τα παλιά τείχη διευρύνονται παρασύ-
ροντας μαζί τους τις παλιές συνοικίες που, μεγεθυμένες, διατη-

ι6 ο
1
\ΗΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ ΙΦΦΦΦΪ

ρούν τις αναλογίες τους σε έναν πιο ευρύ ορίζοντα στα σύνορα
της πόλης* περικυκλώνουν τις λιγότερο παλιές συνοικίες, που
επίσης έχουν μεγαλώσει την περίμετρό της και έχουν αδυνατί­
σει για να αφήσουν θέση στις πιο πρόσφατες συνοικίες, που πιέ­
ζουν από μέσα* κι αυτό συνεχίζεται μέχρι την καρδιά της πόλης:
μια ολοκαίνουργια Ολίνδη, που στις συρρικνωμένες της δια­
στάσεις διατηρεί τα χαρακτηριστικά και τη ροή των χυμών της
πρώτης Ολίνδης και καθεμιάς από όλες τις Ολίνδες που ξεφύ­
τρωσαν η μια μετά την άλλη* και μέσα σ’ αυτόν τον πιο εσωτε­
ρικό κύκλο ξεφυτρώνουν ήδη -αλλά είναι δύσκολο να τις ξε­
χωρίσεις- η μελλοντική Ολίνδη και όλες εκείνες που θα ανα­
πτυχθούν στη συνέχεια.

ιβι
%
... Ο Μεγάλος Χαν προσπαθούσε να ταυτιστεί με το παιχνίδι: αυ­
τό όμως που τώρα του διέφευγε ήταν ο ίδιος ο λόγος ύπαρξης
του παιχνιδιού. Το τέλος της κάθε παρτίδας είναι μια νίκη ή μια
ήττα: αλλά τίνος; Ποιος ήταν ο αληθινός στόχος; Κάθε φορά που
γίνεται ματ, κάτω από το πόδι του βασιλιά που το χέρι του νικη­
τή έχει πετάξει χάμω, παραμένει ένα μαύρο ή λευκό τετράγωνο.
Από το πολύ να εξαϋλώνει τις κατακτήσεις του προκειμένου να
φτάσει στην ουσία των πραγμάτων, ο Κουμπλάι είχε καταλήξει
στο άλλο άκρο: η οριστική κατάκτηση, της οποίας οι πολυποίκι­
λοι θησαυροί της αυτοκρατορίας δεν ήταν παρά απατηλά περι­
βλήματα, τώρα συρρικνωνόταν σε ένα κομμάτι πλαναρισμένου
ξύλου.
Τότε μίλησε ο Μάρκο Πόλο: «Η σκακιέρα σου, μεγαλειότατε,
είναι το προϊόν της ένθεσης δύο ξύλων, του έβενου και του σφε­
νταμιού. Αυτό το κομμάτι ξύλου πάνω στο οποίο έχει καρφωθεί
το φωτεινό σου βλέμμα κόπηκε από το στρώμα ενός κορμού που
μεγάλωσε σε μια χρονιά ξηρασίας: βλέπεις πώς είναι διατεταγμέ­
νες οι ίνες του; Εδώ διακρίνεται ένας μόλις διαγραφόμενος ρό­
ζος: ένας οφθαλμός πήγε να ξεπεταχτεί μια πρώιμη ανοιξιάτικη
μέρα αλλά η πάχνη της νύχτας τον ανάγκασε να υποχωρήσει». Ο
Μεγάλος Χαν δεν είχε μέχρι τότε συνειδητοποιήσει ότι ο ξένος ή­
ξερε να εκφράζεται με τόση άνεση στη γλώσσα του, δεν ήταν ό­
μως αυτό που τον εξέπληξε. «Να ένας πιο μεγάλος πόρος: ίσως

163
να υπήρξε η φωλιά ενός σκουληκιού■όχι ενός σαρακιού, γιατί αυ­
τό μόλις γεννιέται συνεχίζει να σκάβει, αλλά μιας κάμπιας που
ροκάνισε τα φύλλα και υπήρξε η αιτία που διάλεξαν να κόψουν
αυτό το δένδρο... Το περιθώριο αυτό χαράχτηκε από τον εβε-
νουργό με το γλύφανο ώστε να ταιριάξει με το διπλανό τετράγω­
νο που προεξέχει...»
Η ποσότητα των πραγμάτων που μπορούσε κανείς να διαβά­
σει σε ένα κομματάκι λείου και κενού ξύλου έπνιγε τον Κου-
μπλάν ήδη ο Πόλο είχε αρχίσει να μιλάει για δάση από έβενο, για
σχεδίες από κορμούς που κατεβαίνουν τα ποτάμια, για αραξο­
βόλια, για γυναίκες στα παράθυρα...

164
IX
Ο Μεγάλος Χαν έχει στην κατοχή του έναν άτλαντα όπου όλες οι
πόλεις της αυτοκρατορίας και των κοντινών βασιλείων είναι σχε­
διασμένες μέγαρο το μέγαρο και δρόμο το δρόμο, με όλα τα τεί­
χη, τα ποτάμια, τα γεφύρια, τα λιμάνια, τα βράχια. Ξέρει ότι από
τις αναφορές του Μάρκο Πόλο είναι μάταιο να περιμένει κανείς
ειδήσεις από εκείνα τα μέρη που άλλωστε ο ίδιος γνωρίζει καλά:
όπως ότι στο Καμπαλούκ, πρωτεύουσα της Κίνας, τρεις τετρά­
γωνες πόλεις βρίσκονται η μία μέσα στην άλλη, με τέσσερις ναούς
η καθεμία και τέσσερις πύλες που ανοίγουν ανάλογα με την επο­
χή του χρόνου *όπως ότι στη νήσο της Ιάβας μαίνεται ο ρινόκερος
με το φονικό του κέρατο■όπως ότι στις ακτές του Μααμπάρ ψα­
ρεύουν πέρλες στο βυθό της θάλασσας.
Ο Κουμπλάι ρωτάει τον Μάρκο: «Οταν θα επιστρέφεις στη
Δύση, θα επαναλάβεις στον κόσμο σου τις ίδιες αφηγήσεις που
κάνεις σ ’ εμένα;»
«Εγώ μιλώ, μιλώ», λέει ο Μάρκο, «μα όποιος με ακούει συ­
γκρατεί στο μυαλό του μονάχα τις λέξεις που περιμένει να ακού­
σει. Άλλη είναι η περιγραφή του κόσμου όταν την ακούς με καλή
διάθεση, άλλη εκείνη που θα κάνει το γύρο των χαμάληδων και
των γονδολιέρηδων στο ισόγειο του σπιτιού μου τη μέρα της επι­
στροφής μου, άλλη εκείνη που θα μπορούσα να υπαγορεύσω σε
προχωρημένη ηλικία, αν συνέβαινε να φυλακιστώ από Γενοβέ­
ζους πειρατές και να με ρίξουν στα κάτεργα στο ίδιο κελί με έναν

ι6η
συγγραφέα βιβλίων περιπέτειας. Αυτός που κυβερνά την αφήγη­
ση δεν είναι η φωνή: είναι το αυτί».
«Είναι φορές που μου φαίνεται ότι η φωνή σου έρχεται σ' εμέ­
να από μακριά, ενώ εγώ είμαι φυλακισμένος σ' ένα φανταχτερό
και αβίωτο παρόν, στο οποίο όλες οι μορφές της ανθρώπινης
συμβίωσης έφτασαν στα άκρα του κύκλου τους και κανείς δεν
μπορεί να φανταστεί ποιες νέες μορφές θα πάρουν. Και ακούω α­
πό τη φωνή σου τις αόρατες αιτίες για τις οποίες οι πόλεις ζού-
σαν, και για τις οποίες ίσως, μετά το θάνατό τους, θα ξαναζή­
σουν».

Ο Μεγάλος Χ αν έχει στην κατοχή του έναν άτλαντα του οποίου


τα σχέδια απεικονίζουν ολόκληρη την υδρόγειο και, ήπειρο την
ήπειρο, τα σύνορα των πιο μακρινών βασιλείων, τις ρότες των κα­
ραβιών, τα περιγράμματα των ακτών, τους χάρτες των πιο φημι­
σμένων μητροπόλεων και των πιο πλούσιων λιμανιών. Ξεφυλλί­
ζει τους χάρτες μπροστά στον Μάρκο Πόλο για να βάλει σε δο­
κιμασία τις γνώσεις του. Ο ταξιδιώτης αναγνωρίζει την Κωνστα­
ντινούπολη στην πόλη που στεφανώνει με τις τρεις όχθες της ένα
μακρύ στενό, έναν λεπτό κόλπο και μια κλειστή θάλασσα*θυμά­
ται ότι η Ιερουσαλήμ είναι χτισμένη πάνω σε δύο λόφους ανόμοιου
ύψους και γυρισμένους τον έναν απέναντι στον άλλον δεν δι­
στάζει να δείξει τη Σαμαρκάνδη και τους κήπους της.
Για τις άλλες πόλεις καταφεύγει σε περιγραφές που πέρασαν α­
πό στόμα σε στόμα ή προσπαθεί να μαντέψει βασιζόμενος σε α­
δύναμες ενδείξεις: η Γρανάδα είναι το ιριδίζον μαργαριτάρι των
Χαλίφηδων, το Λίμπεκ ένα καλοβαλμένο βορεινό λιμάνι, το Τι-
μπουκτού παίρνει μαύρο χρώμα από τον έβενο και ασπρίζει από
το ελεφαντόδοντο, το Παρίσι η πόλη όπου εκατομμύρια άνθρω­
ποι επιστρέφουν κάθε μέρα στο σπίτι τους κρατώντας μια μπα­

*68
γκέτα ψωμί. Σε πολύχρωμες μινιατούρες ο άτλαντας απεικονίζει
κατοικημένους τόπους που έχουν μια ασυνήθιστη μορφή: η κρυμ­
μένη σε μια πτυχή της ερήμου όαση από την οποία ξεπροβάλλουν
μονάχα οι κορυφές των χουρμαδιών είναι σίγουρα η Νέφτα· ένα
κάστρο ανάμεσα σε κινητές άμμους και αγελάδες που βόσκουν σε
λιβάδια αλμυρά από τις παλίρροιες δεν μπορεί να μη θυμίζει το
Όρος Σεν Μισέλ*και δεν μπορεί παρά να είναι στο Ουρμπίνο ε­
κείνο το παλάτι που, αντί να ορθώνεται μέσα στα τείχη της πόλης,
περιλαμβάνει μια πόλη ανάμεσα στα δικά του τείχη.
Ο άτλαντας απεικονίζει επίσης πόλεις για τις οποίες ούτε ο
Μάρκο ούτε οι γεωγράφοι ξέρουν εάν και πού υπάρχουν αλλά
που δεν μπορούσαν να λείπουν από τα σχήματα των πιθανών πό­
λεων: μια πόλη Κούσκο με ακτινωτή και πολυαφετηριακή κάτοψη
που αντανακλά την τέλεια τάξη των εμπορικών συναλλαγών της,
μια Πόλη του Μεξικού που πρασινίζει στα νερά της λίμνης του
βασιλείου του Μοντεζούμα, μια Νόβγκοροντ με τους τρούλους σε
σχήμα βολβού, μια Λάσα που ορθώνει λευκές σκεπές πάνω από
τη συννεφιασμένη σκεπή του κόσμου. Ακόμα και γι' αυτές, ο
Μάρκο δίνει ένα όνομα, δεν έχει σημασία ποια, και αναφέρεται
στη διαδρομή που χρειάζεται για να πάει κανείς εκεί. Είναι γνω­
στό ότι τα ονόματα των τοποθεσιών αλλάζουν τόσες φορές, όσες
είναι και οι ξένες γλώσσες· και ότι στο κάθε μέρος μπορεί κανείς
να φτάσει από άλλα μέρη, από τις πιο διαφορετικές στράτες και
ρότες, για όποιον μετακινείται με άλογο κάρο καράβι αεροπλάνο.
«Έχω την εντύπωση ότι αναγνωρίζεις καλύτερα τις πόλεις στον
άτλαντα παρά όταν τις επισκέφτεσαι αυτοπροσώπως», λέει στον
Μάρκο ο αυτοκράτορας κλείνοντας ξαφνικά το βιβλίο.
Ο Πόλο απαντά: «Ταξιδεύοντας συνειδητοποιείς ότι οι διαφο­
ρές χάνονται: η κάθε πόλη αρχίζει να μοιάζει με όλες τις πόλεις,
οι τοποθεσίες ανταλλάσσουν μορφή τάξη αποστάσεις, ένας άμορ­
φος κονιορτός κατακτά τις ηπείρους. Ο άτλαντάς σου διατηρεί ά-

169
Φ ψ φ φ φ Φ ΙΗ ^ ΪΦ Φ Φ ϊΦ Φ φ φ φ φ ^ψ φ φ ϊΦ Μ Φ Φ Φ ϊφ φ φ φ ϊνφ φ φ ,ΙϊίΜ Ψ Ϊφ φ φ φ φ φ φ Μ Ιΐμ ίφ ΙΗ Ι

θικτες τις διαφορές: εκείνη τη συλλογή χαρακτηριστικών που εί­


ναι όπως τα γράμματα σε ένα όνομα».

Ο Μεγάλος Χαν έχει στην κατοχή τον έναν άτλαντα στον οποίο
είναι συγκεντρωμένοι οι χάρτες όλων των πόλεων: εκείνων που
ορθώνουν τα τείχη τους πάνω σε σταθερά θεμέλια, εκείνων που
έγιναν ερείπια και τις κατάπιε η άμμος, εκείνων που θα υπάρ­
ξουν μια μέρα και στη θέση των οποίων σήμερα υπάρχουν μονά­
χα φωλιές κουνελιών.
Ο Μάρκο Πόλο ξεφυλλίζει τους χάρτες, αναγνωρίζει την Ιερι­
χώ, την Ουρ, την Καρθαγένη, δείχνει τα αραξοβόλια στην εκβο­
λή του Σκάμανδρου όπου τα καράβια των Αχαιών περίμεναν για
δέκα χρόνια την αποβίβαση των πολιορκητών, μέχρι που ένα μα­
νταλωμένο από τον Οδυσσέα άλογο σύρθηκε με βαρούλκα μέσα
από τις Σκαιές Πύλες. Μιλώντας όμως για την Τροία, του ερχόταν
να της αποδώσει τη μορφή της Κωνσταντινούπολης και να προ­
βλέπει την πολιορκία που για πολλούς μήνες θα της επέβαλλε ο
Μωάμεθ, ο οποίος, πανούργος σαν τον Οδυσσέα, θα έσερνε τα
πλοία τη νύχτα στους χειμάρρους, από τον Βόσπορο στο Χρυσό
Κέρας, παρακάμπτοντας το Πέραν και τον Γαλατά. Και από τη
μείξη αυτών των δύο πόλεων προέκυπτε μια τρίτη που θα μπο­
ρούσε να ονομάζεται Σαν Φραντσίσκο και να απλώνει τις μα­
κριές και ελαφρές γέφυρές της πάνω από τη Χρυσή Πύλη και τον
κόλπο, και να κάνει να σκαρφαλώνουν τραμ και τελεφερίκ σε ό­
λους τους ανηφορικούς δρόμους και να ανθίσει ως πρωτεύουσα
του Ειρηνικού μετά από μια χιλιετία, μετά από μια ατέλειωτη πο­
λιορκία τριακοσίων χρόνων που θα ωθούσε τις φυλές των κίτρι­
νων και των μαύρων και των κόκκινων να ανακατευτούν με π/ν
επιβιώσασα γενιά των λευκών σε μια αυτοκρατορία πιο μεγάλη
από εκείνη του Μεγάλου Χαν.
Ο άτλαντας έχει αντί) την ιδιότητα: αποκαλύπτει το σχήμα των
πόλεων που ακόμα δεν απέκτησαν ούτε σχήμα ούτε όνομα. Υ­
πάρχει μια πόλη στο σχήμα τον Άμστερνταμ, ένα ημικύκλιο στραμ­
μένο προς το βορρά, με ομόκεντρα κανάλια: των Πριγκίπων, τον
Αντοκράτορα, των Ενγενών υπάρχει η πόλη στο σχήμα της Υόρ-
κης τοποθετημένη ανάμεσα σε ρεικότοπονς, οχυρωμένη, γεμάτη
πύργους■υπάρχει η πόλη στο σχήμα τον Νέου Άμστερνταμ, η ε­
πονομαζόμενη και Νέα Υόρκη, γεμάτη πύργους από γυαλί και α­
τσάλι πάνω σε ένα μακρόστενο νησί ανάμεσα σε δύο ποτάμια, με
τους δρόμους σαν βαθιά κανάλια να είναι ολόισιοι εκτός από αυ­
τόν του ΜπρόντγουεΙ
Ο κατάλογος των σχημάτων είναι ατέλειωτος: μέχρι που το κά­
θε σχήμα δεν θα έχει βρει την πόλη τον, νέες πόλεις θα εξακο­
λουθήσουν να γεννιούνται. Εκεί όπου τα σχήματα εξαντλούν τις
παραλλαγές τους και αποδιαρθρώνονται, αρχίζει το τέλος των
πόλεων. Στους τελευταίους χάρτες του άτλαντα βλέπει κανείς να
διαλύονται πολεοδομικοί ιστοί που δεν έχουν αρχή και τέλος, πό­
λεις στο σχήμα του Λος Άντζελες, στο σχήμα τον Κιότο-Οζάκα,
πόλεις χωρίς κανένα σχήμα.

*7·
%
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ι ν ε κ ρ ο ί. 5.

Κάθε πόλη, όπως η Λαυδομία, έχει στο πλευρό της μια άλλη
πόλη στην οποία οι κάτοικοι έχουν τα ίδια ονόματα: είναι η
Λαυδομία των νεκρών, το νεκροταφείο. Αλλά η ιδιαιτερότητα
της Λαυδομίας εντοπίζεται στο γεγονός ότι αντί για διπλή εί­
ναι τριπλή, ότι περιλαμβάνει δηλαδή μια τρίτη Λαυδομία, αυ­
τή όσων δεν έχουν ακόμα γεννηθεί.
Τα χαρακτηριστικά της διπλής πόλης είναι γνωστά. Όσο πε­
ρισσότερο η Λαυδομία των ζωντανών γεμίζει από κόσμο και
μεγαλώνει, τόσο περισσότερο μεγαλώνει και η έκταση των τά­
φων έξω από τα τείχη. Οι δρόμοι της Λαυδομίας των νεκρών
είναι φαρδείς μόνο όσο χρειάζεται για να περάσει το κάρο του
νεκροθάφτη, και τα οικοδομήματα που ορθώνονται στις δύο
πλευρές τους είναι χωρίς παράθυρα· η χάραξη όμως των δρό­
μων και η διάταξη των κατοικιών επαναλαμβάνουν εκείνες της
ζωντανής Λαυδομίας, και όπως σε αυτήν, οι οικογένειες ζουν
όλο και πιο στριμωγμένες, σε πυκνοδομημένα διαμερίσματα το
ένα πάνω από το άλλο. Τα απογεύματα, όταν κάνει καλό και­
ρό, ο ζωντανός πληθυσμός επισκέπτεται τους νεκρούς και α­
ποκρυπτογραφεί τα ονόματά τους στις πέτρινες πλάκες: κατ’
εικόνα και ομοίωση της πόλης των ζωντανών, έχει κι αυτή να
αφηγηθεί μια ιστορία με βάσανα, θυμούς, ψευδαισθήσεις, συ­

»73
ναισθήματα· μονάχα που εδώ όλα έχουν γίνει υποχρεωτικά,
καθόλου τυχαία, ταξινομημένα, τακτοποιημένα. Και για να
νιώσει σίγουρη, η Λαυδομία των ζωντανών έχει ανάγκη να βρει
στη Λαυδομία των νεκρών την εξήγηση του εαυτού της, ακόμα
και διακινδυνεύοντας να βρει εξηγήσεις για περισσότερες από
μία Λαυδομίες, για διαφορετικές πόλεις που θα μπορούσαν να
έχουν υπάρξει και δεν υπήρξαν, ή εξηγήσεις αποσπασματικές,
αντιφατικές, απογοητευτικές.
Δικαίως η Λαυδομία εκχωρεί έναν εξίσου μεγάλο χώρο σε ε­
κείνους που πρέπει ακόμα να γεννηθούν βεβαίως ο χώρος δεν
αντιστοιχεί στον αριθμό τους, που θεωρείται τεράστιος, αλλά
επειδή είναι ένας κενός τόπος, περιτριγυρισμένος από αρχιτε-
κτονήματα γεμάτα κόγχες και εσοχές και αυλακώσεις, και ε­
πειδή ο καθένας μπορεί να αποδώσει στους αγέννητους τη διά­
σταση που επιθυμεί, να τους σκεφτεί μεγάλους σαν ποντικούς
ή σαν μεταξοσκώληκες ή σαν μυρμήγκια ή σαν αυγά μυρμη­
γκιών, τίποτα δεν απαγορεύει να τους φανταστεί κανείς όρ­
θιους ή καθισμένους ανακούρκουδα σε όποιο πρόβολο ή φου-
ρούσι προεξέχει από τους τοίχους, σε κάθε κιονόκρανο ή πλίν­
θο, στη σειρά ή σκορπισμένους, απασχολημένους να σκέφτο­
νται τα καθήκοντα της μελλοντικής τους ζωής, και να παρατη­
ρούν στα νερά του μάρμαρου ολόκληρη τη Λαυδομία σε εκα­
τό ή χίλια χρόνια, πλημμυρισμένη από πλήθη ντυμένα με έναν
πρωτόφαντο και αλλόκοτο τρόπο, όλοι για παράδειγμα με κε-
λεμπίες μελιτζανί χρώματος, ή όλοι με φτερά γαλοπούλας στο
τουρμπάνι, και να αναγνωρίζουν σε αυτά ο καθένας τους απο­
γόνους του και τους απόγονους των φιλικών ή εχθρικών οικο­
γενειών, των χρεοφειλετών και των πιστωτών, που πηγαινοέρ­
χονται συνεχίζοντας τις εμπορικές συναλλαγές, τις βεντέτες,
τους αρραβώνες από έρωτα ή από συμφέρον. Οι ζωντανοί της
Λαυδομίας συχνάζουν στο σπίτι των αγέννητων και τους α­

»74
νακρίνουν τα βήματα αντηχούν κάτω από άδεια τόξα· οι ερω­
τήσεις διαμορφώνονται μέσα στη σιωπή: κι είναι πάντα για τον
εαυτό τους που ρωτάνε οι ζωντανοί, κι όχι για εκείνους που θα
έρθουν τον έναν απασχολεί η υστεροφημία του, τον άλλο αν
θα ξεχαστούν οι πομπές του* όλοι θα ήθελαν να μάθουν ποιες
συνέπειες θα έχουν οι πράξεις τους· όσο όμως περισσότερο α­
κονίζουν το βλέμμα τους, τόσο λιγότερο αναγνωρίζουν να υ­
πάρχει μια συνέχεια· οι μελλογέννητοι της Λαυδομίας μοιά­
ζουν ίδιοι σαν κόκκοι σκόνης, ξεκομμένοι από το πριν και το
μετά.
Η Λαυδομία των αγέννητων δεν μεταδίδει, όπως εκείνη των
νεκρών, το αίσθημα της ασφάλειας στους κατοίκους της ζω­
ντανής Λαυδομίας, αλλά μονάχα πανικό. Στις σκέψεις των ε­
πισκεπτών τελικά ανοίγουν δύο δρόμοι, και κανείς δεν ξέρει
ποιος από τους δύο δημιουργεί μεγαλύτερη αγωνία: ή σκέφτο­
νται ότι ο αριθμός των μελλογέννητων ξεπερνά κατά πολύ τον
αριθμό όλων των ζωντανών και όλων των νεκρών μαζί, και τό­
τε σε κάθε πόρο της πέτρας συνωστίζονται αόρατα πλήθη, στρι-
μωγμένα στις πλαγιές της χοάνης όπως στα σκαλιά ενός στα­
δίου, και επειδή σε κάθε γενιά οι απόγονοι της Λαυδομίας πολ-
λαπλασιάζονται, σε κάθε χοάνη ανοίγουν εκατοντάδες χοάνες
η καθεμία με εκατομμύρια άτομα που πρέπει να γεννηθούν και
προτείνουν τους λαιμούς και ανοίγουν τα στόματα για να μη
σκάσουν ή σκέφτονται πως και η Λαυδομία θα εξαφανιστεί,
κανείς δεν ξέρει πότε, μαζί με όλους τους κατοίκους της, με άλ­
λα λόγια ότι οι γενιές θα ακολουθούν η μία την άλλη μέχρι να
συμπληρώσουν έναν αριθμό και δεν θα πάνε παραπέρα, και
τότε η Λαυδομία των νεκρών κι εκείνη των αγέννητων θα μοιά­
ζουν με τις φιάλες μιας κλεψύδρας που δεν αναποδογυρίζεται,
επομένως το κάθε πέρασμα ανάμεσα στη γέννηση και στο θά­
νατο θα είναι ένας κόκκος άμμου που διασχίζει το στένεμα, και

*75
θα υπάρξει ένας τελευταίος κάτοικος της Λαυδομίας που θα
γεννηθεί, ένας τελευταίος κόκκος που θα πέσει και που τώρα
είναι εδώ και περιμένει στην κορυφή του σωρού.

176
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ο υ ρ α ν ό ς . 4.

Όταν κλήθηκαν να υπαγορεύσουν τους κανόνες για την ίδρυ­


ση της Περινθίας, οι αστρονόμοι όρισαν το μέρος και τον τόπο
σύμφωνα με τη θέση των άστρων, χάραξαν τις διασταυρωμένες
γραμμές της δεκουμάνας και του κάρδου προσανατολισμένες
τη μία σύμφωνα με την πορεία του ήλιου και την άλλη σύμφω­
να με τον άξονα γύρω από τον οποίο στρέφονται οι ουρανοί,
μοίρασαν το χάρτη σύμφωνα με τους δώδεκα οίκους του ζω­
διακού κύκλου έτσι ώστε ο κάθε ναός και η κάθε συνοικία να
δέχονται τη σωστή επιρροή από τους κατάλληλους αστερισμούς,
όρισαν τα σημεία των τειχών στα οποία θα άνοιγαν τις πύλες
προβλέποντας ότι η καθεμία θα καδράριζε μια έκλειψη σελή­
νης στα επόμενα χίλια χρόνια. Η Περινθία -βεβαίωναν- θα α­
ντανακλούσε την αρμονία του στερεώματος* η λογική της φύ­
σης και η χάρη των θεών θα έδιναν μορφή στα πεπρωμένα των
κατοίκων.
Η Περινθία χτίστηκε ακολουθώντας με ακρίβεια τους υπο­
λογισμούς των αστρονόμων* διάφοροι πληθυσμοί ήρθαν να την
κατοικήσουν η πρώτη γενιά των γεννημένων στην Περινθία
άρχισε να μεγαλώνει μέσα στα τείχη της* κι αυτοί, με τη σειρά
τους, έφτασαν σε ηλικία να παντρευτούν και ν’ αποκτήσουν
παιδιά.
Σήμερα, στους δρόμους και στις πλατείες της Περινθίας, συ­

»77
ναντάς σακάτηδες, νάνους, καμπούρηδες, παχύσαρκους, γυναί­
κες με γένια. Τα χειρότερα όμως δεν φαίνονται· τρομερά ουρ­
λιαχτά ακούγονται από τα υπόγεια και τις σοφίτες, όπου οι οι­
κογένειες κρύβουν τα παιδιά με τα τρία κεφάλια ή τα έξι πόδια.
Οι αστρονόμοι της Περινθίας βρίσκονται μπροστά σε μια
δύσκολη επιλογή: είτε να δεχτούν ότι όλοι οι υπολογισμοί τους
είναι λαθεμένοι και ότι οι κώδικές τους δεν μπορούν να περι­
γράφουν τον ουρανό, είτε να αποκαλύψουν ότι η τάξη των θεών
είναι ακριβώς αυτή που αντικαθρεφτίζεται στην πόλη των τε­
ράτων.

ιγ8
§*****************

Ο ι σ υ ν ε χ ό μ ε ν ε ς π ό λ ε ις . 3.

Κάθε χρόνο, στα ταξίδια μου, κάνω μια στάση στην Προκοπία
και καταλύω στο ίδιο δωμάτιο του ίδιου πανδοχείου. Ήδη από
την πρώτη φορά κοντοστάθηκα να κοιτάξω το τοπίο που εμ­
φανίζεται μπροστά σου μόλις μετακινήσεις την κουρτινούλα
του παραθυριού: μια τάφρος, μια γέφυρα, ένα πεζούλι, μια
σουρβιά, ένα χωράφι φυτεμένο με αραβόσιτο, μια βατομουριά,
ένα κοτέτσι, η πλαγιά ενός κίτρινου λόφου, ένα λευκό σύννεφο,
ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού σε σχήμα τραπεζίου. Είμαι σί­
γουρος ότι την πρώτη φορά δεν φαινόταν κανείς· ήταν μονάχα
την επόμενη χρονιά που, με μια κίνηση ανάμεσα στα φύλλα,
μπόρεσα να διακρίνω ένα επίπεδο και στρογγυλό πρόσωπο
που μασουλούσε ένα καλαμπόκι. Ένα χρόνο αργότερα ήταν
τρεις στο πεζούλι και στην επιστροφή μου είδα έξι, καθισμέ­
νους στη σειρά, με τα χέρια πάνω στα γόνατά τους και μερι­
κούς καρπούς σουρβιάς στο πιάτο. Κάθε χρόνο, μόλις έμπαινα
στο δωμάτιο, σήκωνα την κουρτινούλα και μετρούσα κάποια
παραπάνω πρόσωπα: δεκαέξι, συμπεριλαμβανομένων εκείνων
κάτω στην τάφρο* είκοσι εννέα, από τα οποία οκτώ κουρνια­
σμένα πάνω στη σουρβιά* σαράντα εφτά χωρίς να υπολογίζου­
με εκείνα στο κοτέτσι. Μοιάζουν μεταξύ τους, φαίνονται ευγε­
νικοί, έχουν φακίδες στα μάγουλα, χαμογελάνε, μερικοί έχουν
το στόμα λερωμένο από μούρα. Σύντομα είδα όλη τη γέφυρα

»79
)ψφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφψφφφφφφψ^,

πλημμυρισμένη από τους τύπους με το στρογγυλό πρόσωπο:


κάθονταν ανακούρκουδα γιατί δεν είχαν πλέον χώρο για να κι­
νηθούν μασουλούσαν καλαμπόκια, ύστερα δάγκωναν τα εν­
δοκάρπια.
Έτσι, τον ένα χρόνο μετά τον άλλο, είδα να εξαφανίζονται η
τάφρος, το δένδρο, η βατομουριά, καθώς κρύφτηκαν πίσω από
μια θάλασσα ήρεμων χαμόγελων, πίσω από στρογγυλά μάγου­
λα που μασουλάνε φύλλα. Δεν έχετε ιδέα πόσος κόσμος μπορεί
να χωρέσει σε ένα χώρο τόσο περιορισμένο όσο ήταν εκείνο το
χωραφάκι με τον αραβόσιτο, ιδιαίτερα αν καθίσουν όλοι με το
πρόσωπο δίπλα στα γόνατα, ακίνητοι. Πρέπει να είναι πολύ
περισσότεροι από όσο φαίνεται: είδα την πλαγιά του λόφου να
καλύπτεται από ένα όλο και πιο πυκνό πλήθος· από τη μέρα ό­
μως που εκείνοι της γέφυρας απέκτησαν τη συνήθεια να κάθο­
νται ο ένας πάνω στους ώμους του άλλου, δεν κατορθώνω να
οδηγήσω το βλέμμα μου μέχρι εκεί κάτω.
Έτσι, φέτος, σαν σηκώσεις την κουρτινούλα, το παράθυρο
καδράρει μονάχα μια έκταση από πρόσωπα: από τη μια γωνιά
ως την άλλη, σε όλα τα επίπεδα και σε όλες τις αποστάσεις,
φαίνονται αυτά τα στρογγυλά επίπεδα πρόσωπα, ακίνητα, με
μια υποψία χαμόγελου, και ανάμεσά τους πολλά χέρια που α-
κουμπάνε στους ώμους αυτών που βρίσκονται μπροστά τους.
Ακόμα και ο ουρανός έχει εξαφανιστεί. Δεν έχει πλέον νόημα
να κάθομαι μπροστά στο παράθυρο.
Ό χι πως οι κινήσεις μου είναι εύκολες. Στο δωμάτιό μου κα­
τοικούμε είκοσι έξι άτομα: για να μετατοπίσω τα πόδια μου εί­
μαι αναγκασμένος να ενοχλήσω αυτούς που κάθονται στο πά­
τωμα, ανοίγω δρόμο ανάμεσα στα γόνατα όσων κάθονται πάνω
στο κομό και στους αγκώνες όσων είναι η σειρά τους να ακου-
μπήσουν στο κρεβάτι: ευτυχώς, πρόκειται για ευγενικά άτομα.

ι8ο
Ο ι κ ρ υ φ έ ς π ό λ ε ις . 2.

Δεν είναι ευτυχισμένη η ζωή στη Ραΐσα. Οι άνθρωποι περπα­


τάνε στους δρόμους συστρέφοντας νευρικά τα χέρια τους, βλα­
στημάνε τα μωρά που κλαίνε, ακουμπάνε στα στηθαία του πο­
ταμού με τους κροτάφους ανάμεσα στις γροθιές τους, το πρωί
ξυπνάνε από ένα άσκημο όνειρο και αμέσως βουλιάζουν σε έ­
να άλλο. Τουλάχιστον σε απαλλάσσουν από τα βλοσυρά τους
βλέμματα έτσι όπως κρατάνε τα κεφάλια τους μονίμως σκυμ­
μένα, είτε βρίσκονται μπροστά στους πάγκους πάνω στους ο­
ποίους χτυπάνε συνεχώς τα δάχτυλά τους με το σφυρί ή τα τρυ-
πάνε με τη βελόνα, είτε μπροστά στις σειρές των θεόστραβων
αριθμών στα κατάστιχα που κρατάνε οι μαγαζάτορες και οι τρα­
πεζίτες, είτε μπροστά στα άδεια ποτήρια του τσίγκινου πάγκου
των καπηλειών. Στα σπίτια είναι χειρότερα, και δεν χρειάζεται να
μπεις μέσα για να το καταλάβεις: τα καλοκαίρια, τα παράθυρα
τραντάζονται από τους καβγάδες και τα σπασμένα πιάτα.
Κι όμως, στη Ραΐσα, κάθε στιγμή υπάρχει ένα παιδί που από
ένα παράθυρο γελάει σε ένα σκυλί που πήδηξε σ’ ένα υπόστε­
γο για να δαγκώσει ένα κομμάτι μπομπότας που έφυγε από τα
χέρια ενός κτίστη ο οποίος ψηλά από το ικρίωμα φώναξε: «Καρ­
δούλα μου, άσε με να βουτήξω στο πιάτο σου!» σε μια νεαρή
ταβερνιάρισσα που κρατάει ένα πιάτο με κρέας ραγκού κάτω
από την πέργκολα, χαρούμενη γιατί πρόκειται να το σερβίρει

ι8ι
στον ομπρελά που γιορτάζει το κλείσιμο μιας καλής δουλειάς,
ένα παρασόλι από λευκή δαντέλα που αγοράστηκε από μια κυ­
ρία της καλής κοινωνίας για να καμαρώνει σαν παγόνι στις ιπ­
ποδρομίες, ερωτευμένη με έναν αξιωματικό που της χαμογέλασε
ενώ πηδούσε τον τελευταίο φράχτη, ευτυχής ο ίδιος αλλά ακό­
μα πιο ευτυχισμένο το άλογό του το οποίο σχεδόν πετούσε πά­
νω από τα εμπόδια βλέποντας να πετά στον ουρανό μια πετρο­
πέρδικα, ευτυχισμένο πουλί άρτι απελευθερωμένο από το κλου­
βί ενός ζωγράφου, ευτυχισμένου που κατάφερε να το ζωγραφί­
σει φτερό το φτερό με κηλίδες κόκκινες και κίτρινες στη μινια­
τούρα εκείνης της σελίδας του βιβλίου στο οποίο ο φιλόσοφος
λέει: «Και στη Ραισα, πόλη θλιμμένη, υπάρχει ένα αόρατο νήμα
που, για μια στιγμή, δένει ένα ζωντανό πλάσμα με ένα άλλο και
έπειτα κόβεται, ύστερα επανασυνδέει κάποια κινούμενα σημεία
σχεδιάζοντας νέες γρήγορες φιγούρες έτσι ώστε, σε κάθε στιγμή,
η δυστυχισμένη πόλη να περιλαμβάνει μια ευτυχισμένη πόλη
που η ίδια ούτε καν υποψιάζεται ότι υπάρχει».

1 8 2
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ο υ ρ α ν ό ς . 5.

Η Ανδρία χτίστηκε με τόση μαστοριά, που ο κάθε δρόμος της


ξετυλίγεται ακολουθώντας την τροχιά ενός πλανήτη ενώ τα
δημόσια κτήρια και οι χώροι επαναλαμβάνουν τη σειρά των α­
στερισμών και τη θέση των πιο φωτεινών άστρων: του Αντάρη,
του Αλφεράτζ, της Αίγας, των Κηφείδων. Το ημερολόγιο της
πόλης είναι ρυθμισμένο έτσι ώστε εργασίες και γραφεία και τε­
λετές να υπάρχουν σε ένα χάρτη που αντιστοιχεί στο στερέωμα
εκείνης της ημερομηνίας: έτσι, οι μέρες στη γη και οι νύχτες
στον ουρανό αλληλοκαθρεφτίζονται.
Αν και με τη βοήθεια ενός λεπτομερούς κανονισμού η ζωή
της πόλης κυλάει ήρεμη μιμούμενη την κίνηση των ουράνιων
σωμάτων και αποκτά την αναγκαιότητα των φαινομένων που
δεν εξαρτώνται από την ανθρώπινη βούληση. Στους κατοίκους
της Ανδρίας, θέλοντας να επαινέσω τις φιλόπονες προσπάθειες
τους και την ευρύτητα του πνεύματος, είπα: «Καταλαβαίνω κα­
λά πώς εσείς, νιώθοντας τμήμα ενός αμετάβλητου ουρανού, γρα­
νάζια ενός μεθοδικού ωρολογιακού μηχανισμού, φροντίζετε ι­
διαιτέρως να μη φέρετε στην πόλη και στις συνήθειές σας την
παραμικρή αλλαγή. Η Ανδρία είναι η μοναδική πόλη που γνω­
ρίζω η οποία μένει ακίνητη στο χρόνο».
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους αποσβολωμένοι. «Και γιατί πα­
ρακαλώ; Ποιος σας είπε κάτι τέτοιο;» Και με παρότρυναν να ε-

*83
^/φφφφψφφφφφφφφφφφψφφφ^φψψ^φφφφ/^φφφφφφφφψφφφφΙ^ιφφφφφφίμ^φ^φψφφ^ι^

πισκεφτώ έναν κρεμαστό δρόμο που δόθηκε πρόσφατα στην


κυκλοφορία πάνω από ένα δάσος μπαμπού, ένα υπό ανέγερση
θέατρο σκιών στη θέση του δημοτικού κυνοτροφείου το οποίο
μετακόμισε πρόσφατα στις πτέρυγες του παλιού λαζαρέτου που
καταργήθηκε μετά την ίαση των τελευταίων ασθενών από πα­
νούκλα, καθώς και ένα ποταμίσιο λιμάνι, ένα άγαλμα του Θα­
λή και μια τσουλήθρα, που εγκαινιάστηκαν πρόσφατα.
«Κι αυτοί οι νεωτερισμοί δεν ενοχλούν τον αστρικό ρυθμό
της πόλης σας;» ρώτησα.
«Είναι τόσο τέλεια η αντιστοιχία μεταξύ της πόλης μας και
του ουρανού», απάντησαν, «που κάθε αλλαγή στην Ανδρία ε­
πιφέρει κάποιους νεωτερισμούς και στα αστέρια». Μετά από
κάθε αλλαγή που συμβαίνει στην Ανδρία, οι αστρονόμοι πα­
ρατηρούν τον ουρανό με τα τηλεσκόπιά τους και σημειώνουν
την έκρηξη μιας νόβας ή το πέρασμα από το πορτοκαλί στο κί­
τρινο χρώμα ενός απομακρυσμένου σημείου του στερεώματος,
την επέκταση ενός νεφελώματος, τη στροφή μιας σπείρας του
γαλαξία. Κάθε αλλαγή συνεπάγεται μια αλυσίδα άλλων αλλα­
γών, τόσο στην Ανδρία όσο και στα αστέρια: η πόλη και ο ου­
ρανός δεν μένουν ποτέ ίδια.
Όσον αφορά το χαρακτήρα των κατοίκων της Ανδρίας αξί­
ζει να θυμόμαστε δύο αρετές: την αυτοπεποίθηση και τη σύνε­
ση. Πεισμένοι ότι ο κάθε νεωτερισμός στην πόλη επηρεάζει το
σχέδιο του ουρανού, πριν από κάθε απόφαση συνυπολογίζουν
τους κινδύνους και τα πλεονεκτήματα γι’ αυτούς αλλά και για
το σύνολο της πόλης και των κόσμων.

184
^μ^φφφφ φφφ^φ φ φΙΙφ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ ^φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φφφφ φφφφφ φφφφφ φφφφφ φφ^

Ο ι σ υ ν ε χ ό μ ε ν ε ς π ό λ ε ις . 4.

Με κατακρίνεις επειδή η κάθε μου αφήγηση σε μεταφέρει στο


κέντρο μιας πόλης χωρίς όμως να σου λέω τίποτα για το διά­
στημα που χωρίζει τη μια πόλη από την άλλη: αν το καλύπτουν
θάλασσες, χωράφια με σίκαλη, δάση από λάρικες, βάλτοι. Θα
σου απαντήσω με μια αφήγηση.
Στους δρόμους της Καικιλίας, πόλης ξακουστής, συνάντησα
μια φορά έναν γιδοβοσκό που έσπρωχνε σύρριζα στους τοίχους
ένα κοπάδι που σε ξεκούφαινε με τα κουδούνια του.
«Άνθρωπε ευλογημένε από τον ουρανό», σταμάτησε και με
ρώτησε, «μήπως ξέρεις το όνομα της πόλης στην οποία βρι­
σκόμαστε;»
«Οι θεοί μαζί σου!» αναφώνησα. «Είναι δυνατόν να μην α­
ναγνωρίζεις την τόσο ξακουστή πόλη της Καικιλίας;»
«Δείξε κατανόηση», απάντησε εκείνος, «είμαι ένας νομάς βο­
σκός. Τυχαίνει μερικές φορές εγώ και οι κατσίκες μου να δια­
σχίζουμε κάποιες πόλεις· δεν ξέρουμε όμως να τις ξεχωρίζου­
με. Ρώτα με τα ονόματα όλων των βοσκότοπων: τους γνωρίζω
όλους, το Λιβάδι των Βράχων, την Πράσινη Πλαγιά, τη Σκιερή
Χλόη. Οι πόλεις όμως για μένα δεν έχουν όνομα: είναι τόποι
χωρίς φύλλα που χωρίζουν τον έναν βοσκότοπο από τον άλλο,
τόποι όπου οι κατσίκες τρομάζουν στις διασταυρώσεις και ξε­

185
φφφφψφφψφφφφψφφφφφφφφφφφφφφφψφφφφφφφφφ^^ ^ ^ ^φφφφφφ^φφφφφφφφ^

στρατίζουν. Εγώ και ο σκύλος τρέχουμε συνεχώς για να κρα­


τήσουμε το κοπάδι ενωμένο».
«Αντίθετα από σένα», τον διαβεβαίωσα, «εγώ αναγνωρίζω
μόνο τις πόλεις και δεν ξεχωρίζω τίποτε από ό,τι υπάρχει πα­
ραέξω. Στα ακατοίκητα μέρη η κάθε πέτρα και το κάθε χόρτο
συγχέεται στα μάτια μου με την οποιαδήποτε πέτρα και το ο-
ποιοδήποτε χόρτο».
Πολλά χρόνια πέρασαν από τότε* στο μεταξύ γνώρισα πολ­
λές άλλες πόλεις και διέσχισα ηπείρους. Μια μέρα περπατούσα
ανάμεσα στις γωνίες κάποιων πανομοιότυπων σπιτιών. Ρώτη­
σα έναν περαστικό: «Είθε οι θεοί να σε έχουν καλά, ξέρεις να
μου πεις πού βρισκόμαστε;»
«Στην Καικιλία, που να μην έσωνε!» μου απάντησε. «Περ­
πατάμε τόσο καιρό στους δρόμους της, εγώ και οι κατσίκες, και
δεν καταφέρνουμε να βγούμε...»
Τον αναγνώρισα, παρά τη μακριά λευκή του γενειάδα: ήταν
ο βοσκός εκείνης της φοράς. Τον ακολουθούσαν λίγες μαδημέ-
νες κατσίκες, που είχαν χάσει κι αυτήν ακόμα τη βρόμα τους,
τόσο πετσί και κόκκαλο ήταν. Βοσκούσαν παλιόχαρτα στους
σκουπιδοτενεκέδες.
«Δεν είναι δυνατόν!» φώναξα. «Κι εγώ, δεν ξέρω πια από
πόσο καιρό, μπήκα σε μια πόλη και από τότε συνέχισα να πε­
ριπλανιέμαι στους δρόμους της. Πώς μπόρεσα όμως να φτάσω
εδώ που λες, αφού βρισκόμουνα σε μια άλλη πόλη, πολύ μα­
κριά από την Καικιλία, και ακόμα δεν βγήκα από αυτή;»
«Τα μέρη έχουν πλέον αναμειχθεί», είπε ο γιδοβοσκός. «Η Και-
κιλία είναι παντού* εδώ κάποτε πρέπει να ήταν ο Κάμπος της
Χαμηλής Φασκομηλιάς. Οι κατσίκες μου αναγνώρισαν τα χόρ­
τα της νησίδας στη μέση του δρόμου».

ι86
Ο ι κ ρ υ φ έ ς π ό λ ε ις . 3.

Μια Σύβιλλα, όταν ρωτήθηκε για το πεπρωμένο της Μαροζίας,


είπε: «Βλέπω δύο πόλεις: μία του ποντικού, μία του χελιδονιού».
Ο χρησμός ερμηνεύτηκε ως εξής: σήμερα η Μαροζία είναι
μια πόλη στην οποία όλοι τρέχουν σε μολυβένια λαγούμια σαν
αγέλες ποντικών και αρπάζουν στα δόντια τους τα ψίχουλα
που έχουν πέσει από τα δόντια των πιο απειλητικών ποντικών
πρόκειται όμως να ξεκινήσει ένας νέος αιώνας στη διάρκεια
του οποίου όλοι στη Μαροζία θα πετάνε όπως τα χελιδόνια
στον καλοκαιρινό ουρανό, προσκαλώντας ο ένας τον άλλο σε
ένα ατέλειωτο παιχνίδι, επιδεικνύοντας τις ικανότητές τους σε
άλματα ακόμα και με κλεισμένα τα φτερά, εκκαθαρίζοντας τον
αέρα από κουνούπια και μυγάκια.
«Είναι καιρός πλέον να τελειώνει ο αιώνας του ποντικού και
να αρχίσει εκείνος του χελιδονιού», είπαν οι πιο αποφασισμέ­
νοι. Και πράγματι, ήδη κάτω από τη θλιβερή και παραδόπιστη
ποντικίσια κυριαρχία είχε αρχίσει να επωάζεται, ανάμεσα στους
λιγότερο επιφανείς ανθρώπους, μια ορμή σαν χελιδονιών που
στρέφονται στον διάφανο αέρα με μια κίνηση της ουράς και
σχεδιάζουν με τη λάμα των φτερών τους την καμπύλη ενός ο­
ρίζοντα που διαρκώς διευρύνεται.
Επέστρεψα στη Μαροζία μετά από χρόνια* η προφητεία της
Σύβιλλας θεωρείται ότι επιβεβαιώθηκε από το χρόνο* ο παλιός

*»7
^φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ^^φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ

αιώνας θάφτηκε* ο νέος βρίσκεται στο απόγειό του. Η πόλη σί­


γουρα έχει αλλάξει, και ίσως προς το καλύτερο. Αλλά τα μόνα
πράγματα που είδα εδώ κι εκεί να πετάνε είναι κάποιες καχύ-
ποπτες ομπρέλες, κάτω από τις οποίες βαριά βλέφαρα σκεπά­
ζουν το βλέμμα των ανθρώπων υπάρχουν βεβαίως άνθρωποι
που νομίζουν ότι πετάνε, αν και το περισσότερο που κάνουν εί­
ναι να ανασηκώνονται από το έδαφος κουνώντας σαν νυχτερί­
δες τις πατατούκες τους.
Συμβαίνει επίσης, καθώς περνάς ξυστά από τους χοντρούς
τοίχους της Μαροζίας, εκεί όπου δεν το περιμένεις, να ανοίγε­
ται μια χαραμάδα και να εμφανίζεται μια διαφορετική πόλη,
που μετά από ένα δευτερόλεπτο έχει ήδη χαθεί. Ίσως το σημα­
ντικό είναι να ξέρει κανείς ποιες λέξεις πρέπει να πει, ποιες κι­
νήσεις να κάνει, και με ποια σειρά και ποιο ρυθμό, ή ίσως αρκεί
το βλέμμα η απάντηση το νεύμα κάποιου, να κάνει δηλαδή κα­
νείς κάτι απλώς γιατί θέλει να το κάνει, ώστε η ευχαρίστηση
που νιώθει να γίνει ευχαρίστηση και των άλλων: σε αυτή την πε­
ρίπτωση όλα αλλάζουν, οι χώροι τα ύψη οι αποστάσεις, η πόλη
μεταμορφώνεται, γίνεται κρυστάλλινη, διάφανη σαν λιμπελού-
λα. Πρέπει όμως όλα αυτά να συμβούν σαν να είναι τυχαία, χω­
ρίς να τους δώσει κανείς ιδιαίτερη σημασία, χωρίς να έχει κανείς
την ψευδαίσθηση ότι συμβαίνει κάτι το σημαντικό, χωρίς να
πάψει να έχει στο μυαλό του ότι, από τη μια στιγμή στην άλλη,
η Μαροζία του παρελθόντος θα ξαναγεμίσει την πέτρινη σκεπή
της με μούχλες και αράχνες πάνω από τα κεφάλια μας.
Να ήταν λάθος ο χρησμός; Δεν είναι βέβαιο. Εγώ τον ερμη­
νεύω ως εξής: η Μαροζία αποτελείται από δύο πόλεις· εκείνη
του ποντικού κι εκείνη του χελιδονιού· αμφότερες αλλάζουν με
το χρόνο· δεν αλλάζει όμως η μεταξύ τους σχέση: η δεύτερη εί­
ναι εκείνη που πάντα ετοιμάζεται να γεννηθεί μέσα από την
πρώτη.

ι88
Ο ι σ υ ν ε χ ό μ ε ν ε ς π ό λ ε ις . 5.

Για να σου μιλήσω για την Πενθεσίλεια θα έπρεπε να αρχίσω


με την περιγραφή της εισόδου της πόλης. Εσύ σίγουρα φαντά­
ζεσαι να ορθώνονται μέσα από τη σκονισμένη πεδιάδα κάποια
τείχη, να πλησιάζεις βήμα το βήμα την πύλη που φρουρείται α­
πό φορατζήδες που ήδη κοιτάζουν στραβά τους μπόγους σου.
Ώσπου να φτάσεις την πύλη, βρίσκεσαι ακόμα έξω από την
πόλη· μέσα θα βρεθείς μόλις περάσεις κάτω από την αψίδα· α­
μέσως θα σε περικυκλώσει η συμπαγής οντότητα της πόλης*
χαραγμένο σε μια πέτρα υπάρχει ένα σχέδιο που θα σου απο­
καλυφθεί αν ακολουθήσεις μια γεμάτη γωνίες διαδρομή.
Αν πιστεύεις όλα αυτά, κάνεις λάθος: στην Πενθεσίλεια εί­
ναι διαφορετικά. Πάνε ώρες που προχωρείς και δεν είναι ακό­
μα ξεκάθαρο αν βρίσκεσαι μέσα στην πόλη ή αν είσαι ακόμα έ­
ξω από αυτή. Όπως μια λίμνη με χαμηλές όχθες που χάνεται σε
βάλτους, έτσι και η Πενθεσίλεια απλώνεται για μίλια γύρω από
μια πόλη-χυλό που διαχέεται στην πεδιάδα: πρόκειται για χλω­
μές λαϊκές κατοικίες που γυρίζουν την πλάτη τους σε κακοτρά­
χαλους κάμπους, ανάμεσα σε ξυλοφράχτες και στέγαστρα από
λαμαρίνα. Κάθε τόσο, στις άκρες του δρόμου τα κτίσματα με
τις φτωχικές προσόψεις που πυκνώνουν, ψηλά ψηλά ή χαμηλά
χαμηλά όπως σε μια ξεδοντιασμένη χτένα, μοιάζουν να υπο­
δεικνύουν ότι από εκεί και πέρα ο ιστός της πόλης πυκνώνει.
^
φφφφφφφφφφφφφφφφφψφφφ^φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ ^ φφφφφ^

Κι όμως εσύ προχωράς και βρίσκεις άλλα αόριστα εδάφη, ύ­


στερα ένα σκουριασμένο προάστιο από βιοτεχνίες και αποθή­
κες, ένα νεκροταφείο, ένα πανηγύρι με λούνα παρκ, ένα σφα­
γείο, κι απομακρύνεσαι σ’ ένα δρόμο με καχεκτικά μαγαζιά
που χάνεται στις κηλίδες μιας ξεφλουδισμένης εξοχής.
Αν ρωτήσεις τους ανθρώπους που συναντάς: «Για την Πεν-
θεσίλεια;» κάνουν ένα νεύμα που δεν ξέρεις αν σημαίνει «Ε­
δώ», ή αν σημαίνει «Παραπέρα», ή «Κάπου εδώ γύρω» ή, ακό­
μα, «Από την αντίθετη πλευρά».
«Η πόλη», επιμένεις να ρωτάς.
«Εδώ ερχόμαστε κάθε πρωί για να δουλέψουμε», σου απα­
ντάνε μερικοί, ενώ κάποιοι άλλοι: «Εδώ επιστρέφουμε για να
κοιμηθούμε».
«Ναι, αλλά η πόλη, το μέρος δηλαδή εκείνο που έχει ζωή;»
ρωτάς.
«Πρέπει να είναι», λένε, «από εκεί», και μερικοί σηκώνουν
το χέρι λοξά προς την κατεύθυνση κάποιων θαμπών πολύε­
δρων, στον ορίζοντα, ενώ άλλοι δείχνουν πίσω από την πλάτη
σου το φάντασμα άλλων οξυκόρυφων σκεπών.
«Επομένως την πέρασα χωρίς να το καταλάβω;»
«Όχι, προσπάθησε να προχωρήσεις κι άλλο».
Έτσι συνεχίζεις, περνώντας από το ένα προάστιο στο άλλο,
και έρχεται η ώρα να φύγεις από την Πενθεσίλεια. Ρωτάς να
μάθεις το δρόμο για να βγεις από την πόλη· ξαναδιασχίζεις τη
σειρά των προαστίων που είναι σκορπισμένα σαν φακίδες σε
πρόσωπο* νυχτώνει* τα παράθυρα, άλλοτε πιο αραιά άλλοτε
πιο πυκνά, φωτίζονται.
Αν υπάρχει, κρυμμένη σε κάποια εσοχή ή σε κάποια πτυχή
αυτής της ξεχειλισμένης γειτονιάς, μια Πενθεσίλεια αναγνωρί­
σιμη από ανθρώπους που έζησαν σ’ αυτή, ή αν η Πενθεσίλεια
είναι μόνο ένα προάστιο του εαυτού της και έχει το κέντρο της

190
σε πολλά μέρη, έπαψε να σε ενδιαφέρει. Η ερώτηση πσυ τώρα
αρχίζει να στριφογυρίζει στο κεφάλι σσυ είναι πιο αγχώδης: έ­
ξω από την Πενθεσίλεια υπάρχει ένα έξω; Ή μήπως, όσο κι αν
απομακρύνεσαι από την πόλη, το μόνο πσυ τελικά κάνεις είναι
να περνάς από τη μια αβέβαιη κατάσταση στην άλλη και να
μην καταφέρνεις ποτέ να ξεφύγεις;

‘9*
Ο ι κ ρ υ φ έ ς π ό λ ε ις . 4.

Απανωτές επιδρομές είχαν ταλαιπωρήσει την πόλη της Θεο­


δώρας στη διάρκεια των αιώνων της ιστορίας της* στη θέση κά­
θε κατατροπωμένου εχθρού κάποιος άλλος αποκτούσε δύναμη
και απειλούσε την επιβίωση των κατοίκων. Όταν άδειασε ο ου­
ρανός από τους κόνδορες, έπρεπε να αντιμετωπιστεί η αύξηση
των φιδιών* η εξολόθρευση των αραχνών άφησε να πολλα-
πλασιαστούν και να μαυρίσουν τον κόσμο οι μύγες* η νίκη κα­
τά των τερμιτών παρέδωσε την πόλη στο έλεος των σαρακιών.
Το ένα μετά το άλλο, τα ασυμβίβαστα με την πόλη είδη ανα­
γκάστηκαν να υποκύψουν και να εξαφανιστούν. Από το πολύ
να καταστρέφουν λέπια και καύκαλα, να ξεριζώνουν έλυτρα
και φτερά, οι άνθρωποι έδωσαν στη Θεοδώρα την αποκλειστι­
κή εικόνα της πόλης των ανθρώπων, εικόνας που ακόμα την
κάνει και ξεχωρίζει.
Πριν όμως, για πολλά χρόνια, δεν ήταν καθόλου σίγουρο ό­
τι η τελική νίκη δεν θα στεφάνωνε το τελευταίο είδος που έμει­
νε να διεκδικεί από τους ανθρώπους την κατοχή της πόλης:
τους ποντικούς. Από κάθε γενιά τρωκτικών που οι άνθρωποι
κατόρθωναν να εξολοθρεύσουν, οι λίγοι επιζώντες ποντικοί έ­
διναν ζωή σε μια νέα, πιο πολεμική γενιά, άτρωτη στις παγίδες
και ανθεκτική στα διάφορα δηλητήρια. Μέσα σε λίγες εβδομά­
δες, τα υπόγεια της Θεοδώρας γέμιζαν πάλι από ορδές ξέφρε-

192
νων ποντικιών. Αλλά στο τέλος, με μια τελευταία εκατόμβη, η
φονική και ευπροσάρμοστη ευφυΐα των ανθρώπων νίκησε τις
υπέρτερες ζωτικές ικανότητες των εχθρών.
Η πόλη, μέγα νεκροταφείο του ζωικού βασιλείου, επέστρεψε
στον ασηπτικό εαυτό της βαδίζοντας πάνω από τα τελευταία
κουφάρια που θάφτηκαν μαζί με τους ψύλλους και τα τελευ­
ταία μικρόβιά τους. Ο άνθρωπος είχε επιτέλους επαναπροσ­
διορίσει την τάξη του κόσμου που ο ίδιος είχε ταράξει: δεν υ­
πήρχε πλέον κανένα άλλο ζωντανό είδος που θα μπορούσε να
τον αμφισβητήσει. Ως ανάμνηση αυτού που ήταν κάποτε η πα­
νίδα, η βιβλιοθήκη της Θεοδώρας θα φύλαγε στα ράφια της
τους τόμους του Μπιφόν και του Λινναίου.
Αυτά τουλάχιστον πίστευαν οι κάτοικοι της Θεοδώρας, χω­
ρίς καθόλου να τους περνάει από το μυαλό η πιθανότητα ότι
μια ξεχασμένη πανίδα είχε αρχίσει να ξυπνά από το λήθαργο
της. Εκτοπισμένη για μεγάλες περιόδους σε απομακρυσμένα
κρησφύγετα, από την εποχή που είχε εξοβελιστεί από το σύ­
στημα των ειδών που τώρα εξαφανίστηκαν, η άλλη πανίδα ε­
πέστρεφε στο φως μέσα από τα υπόγεια της βιβλιοθήκης όπου
φυλάγονται τα αρχέτυπα, πηδούσε από τα κιονόκρανα και τις
υδρορροές, ερχόταν να κουρνιάσει στα μαξιλάρια των κοιμι­
σμένων. Οι σφίγγες, οι γρύπες, οι χίμαιρες, οι δράκοι, οι τραγέ­
λαφοι, οι άρπυιες, οι ύδρες, οι μονόκεροι, οι βασιλίσκοι άρχι­
ζαν να επανακτούν την πόλη τους.

*93
Ο ι κ ρ υ φ ές π ό λ ε ις . 5.

Αντί να σου μιλήσω για τη Βερενίκη, την πόλη της αδικίας,


που στεφανώνει με τρίγλυφα άβακες μετόπες τα γρανάζια των
κρεατομηχανών της (όταν οι υπεύθυνοι για το λουστράρισμα
ανασηκώνουν το πιγούνι τους πάνω από τα κάγκελα και πα­
ρατηρούν τα αίθρια, τις μνημειακές σκάλες, τους πρόναους,
νιώθουν ακόμα πιο φυλακισμένοι και κοντοί), θα έπρεπε να
σου μιλήσω για την κρυφή Βερενίκη, την πόλη των δικαίων,
που ματαιοπονούν δουλεύοντας με αυτοσχέδια υλικά στη σκιά,
στο πίσω μέρος των μαγαζιών και κάτω από σκάλες, ρίχνοντας
ένα δίχτυ από σύρματα και σωλήνες και τροχαλίες και πιστό­
νια και αντίβαρα που παρεισφρέει σαν αναρριχώμενο φυτό α­
νάμεσα στους μεγάλους οδοντωτούς τροχούς (όταν αυτοί θα
σκοντάψουν, ένα πνιχτό κροτάλισμα θα ειδοποιήσει ότι ένας
νέος ακριβής μηχανισμός κυβερνά την πόλη)* αντί να σου πε­
ριγράφω τις μυρωδάτες γούρνες των λουτρών στις άκρες των
οποίων ξαπλωμένοι οι άδικοι της Βερενίκης υφαίνουν με αρ­
μονική ευγλωττία τις μηχανορραφίες τους και παρατηρούν με
το μάτι του αφέντη τις στρογγυλές καμπύλες των οδαλισκών
που κάνουν μπάνιο, θα έπρεπε να σου πω για τον τρόπο με τον
οποίο οι δίκαιοι, πάντα επιφυλακτικοί προκειμένου να γλυτώ­
νουν από τα καρφώματα των συκοφαντών και τα μπλόκα των
γενίτσαρων, αναγνωρίζονται μεταξύ τους από τον τρόπο ομι­

<94
λίας, ιδιαίτερα από την εκφορά των κομμάτων και των παρεν­
θέσεων από τα ήθη τα οποία διατηρούν αυστηρά και αγνά α-
ποφεύγοντας τις πολύπλοκες και σκοτεινές ψυχολογικές κατα­
στάσεις· από τη λιτή αλλά εύγευστη μαγειρική τους, που έχει τις
ρίζες της στη χρυσή αρχαία εποχή: σούπες από ρύζι και σέλι­
νο, βραστές φάβες, τηγανητούς κολοκυθοανθούς.
Από τα στοιχεία αυτά είναι δυνατό να συμπεράνεις την ει­
κόνα της μελλοντικής Βερενίκης, που θα σε φέρει πιο κοντά
στη γνώση της αλήθειας περισσότερο από οποιαδήποτε πλη­
ροφορία για την πόλη του σήμερα. Αρκεί να έχεις διαρκώς υ­
πόψη σου αυτό που ετοιμάζομαι να σου πω: στο σπέρμα της
πόλης των δικαίων κρύβεται με τη σειρά του ένας κακός σπό­
ρος· η βεβαιότητα και η περηφάνια ότι βρίσκονται με το μέρος
του δικαίου -και μάλιστα περισσότερο από τόσους άλλους που
αυτοανακηρύσσονται περισσότερο δίκαιοι από τους δίκαιους-
γεννούν μνησικακίες αντιπαλότητες πείσματα, και ο φυσικός
πόθος μιας ρεβάνς κατά των αδίκων χρωματίζεται από τη μα­
νία να βρεθούν στη θέση τους και να κάνουν τα ίδια πράγματα
με αυτούς. Μια άλλη άδικη πόλη, έστω διαφορετική από την
πρώτη, οριοθετεί επομένως το χώρο της μέσα στο διπλό περί­
βλημα της άδικης και της δίκαιης Βερενίκης.
Έχοντας πει αυτό, αν τώρα δεν θέλω το βλέμμα σου να α­
ποκτήσει μια παραμορφωμένη εικόνα, πρέπει να τραβήξω την
προσοχή σου σε ένα βασικό χαρακτηριστικό αυτής της άδικης
πόλης που φυτρώνει κρυφά μέσα στην κρυφή δίκαιη πόλη: και
είναι το πιθανό ξύπνημα -κάτι σαν νευρικό άνοιγμα των παρα-
θυριών- μιας λανθάνουσας αγάπης για ένα δίκαιο που ακόμα
δεν έχει υποβληθεί σε κανόνες, ένα δίκαιο ικανό να ανασυνθέ-
σει μια ακόμα πιο δίκαιη πόλη από ό,τι ήταν πριν γίνει περιέ­
κτης της αδικίας. Αν όμως παρατηρήσει κανείς καλά στο εσω­
τερικό αυτό του νέου σπόρου του δικαίου, θα ανακαλύψει μια

»95
μικρή κηλίδα που απλώνεται διαρκώς αυξανόμενη για να επι­
βάλει αυτό που είναι δίκαιο μέσα από αυτό που είναι άδικο, και
ίσως είναι ο σπόρος μιας τεράστιας μητρόπολης...
Από την κουβέντα μου αυτή θα έχεις βγάλει το συμπέρασμα
ότι η αληθινή Βερενίκη είναι μια ακολουθία μέσα στο χρόνο
διαφορετικών πόλεων, άλλοτε δίκαιων και άλλοτε άδικων. Ε­
κείνο όμως για το οποίο ήθελα να σε προειδοποιήσω είναι άλ­
λο: ότι όλες οι μέλλουσες Βερενίκες είναι ήδη παρούσες αυτή
τη στιγμή, τυλιγμένες η μία μέσα στην άλλη, στριμωγμένες ζου­
λισμένες αδιαχώριστες.

1 9 6
Ο άτλαντας τον Μεγάλου Χαν περιλαμβάνει επίσης τους χάρτες
των χωρών της Επαγγελίας τις οποίες έχουμε επισκεφτεί με τη
σκέψη αλλά κανείς ακόμα δεν ανακάλυψε ή ίδρυσε: τη Νέα Ατ-
λαντίδα, την Ουτοπία, την Πόλη του Ήλιου, την Ωκεάνα, την Τα-
μοέ, την Αρμονία, τη Νιου-Αανάρκ, την Ικαρία.
Ο Κονμπλάι ρώτησε τον Μάρκο: «Εσύ που κατοπτεύεις γύρω
σου και βλέπεις τα σημάδια, θα ξέρεις να μου πεις σε ποιο μέλλον
μας σπρώχνουν οι ούριοι άνεμοι».
«Για τα λιμάνια αυτά δεν θα ήξερα να χαράξω τη ρότα πάνω
στο χάρτη ούτε να ορίσω μια ημερομηνία προσέγγισής τους. Εί­
ναι φορές που μου είναι αρκετή μια αποσπασματική άποψη στη
μέση ενός ασυνάρτητου τοπίου, κάποια φώτα που ξεχωρίζουν
μέσα στην ομίχλη, ο διάλογος δύο περαστικών που συναντιού­
νται στο πηγαινέλα του δρόμου, για να σκεφτώ ότι ξεκινώντας α­
πό αυτά τα στοιχεία θα φτιάξω κομμάτι κομμάτι την τέλεια πόλη,
μια πόλη φτιαγμένη από θραύσματα ανακατεμένα με όλα τα άλ­
λα, από στιγμές χωρισμένες από διαλείμματα, από σινιάλα που
κάποιος στέλνει χωρίς να ξέρει ποιος θα τα συλλέξει. Όταν σου
λέω ότι η πόλη στην οποία τείνει να καταλήξει το ταξίδι μου είναι
ασυνεχής στο χώρο και στο χρόνο, ότι άλλοτε είναι πιο αραιή και
άλλοτε πιο πυκνή, εσύ δεν πρέπει να πιστέψεις ότι μπορεί κανείς
να σταματήσει να την αναζητεί. Ίσως ενώ εμείς μιλάμε να ανα-

*97
δύεται διάσπαρτα μέσα στα σύνορα της αυτοκρατορίας σ ο ν μπο­
ρείς να την εντοπίσεις αλλά μόνο με τον τρόπο που σου είπα».
Ήδη ο Μεγάλος Χαν ξεφύλλιζε στον άτλαντά του τους χάρτες
των πόλεων που εμφανίζονται απειλητικές στους εφιάλτες και
στις βλαστήμιες του: η Ενώχ, η Βαβυλώνα, η Γιαχού, η Μπού-
τουα, η Μπρέιβ Νιου Γουέρλντ.
Λέει: «Όλα είναι μάταια, αν το τελευταίο αραξοβόλι δεν μπο­
ρεί παρά να είναι η πόλη της κόλασης, και αν είναι εκεί, στα βά­
θη της, σε μια όλο και πιο στενή σπείρα, που το ρεύμα της μας
ρουφάει».
Και ο Πόλο: «Η κόλαση των ζωντανών δεν είναι κάτι που α­
φορά το μέλλον· αν υπάρχει μια κόλαση, είναι αυτή που υπάρχει
ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε καθημερινά, που διαμορφώ­
νουμε με τη συμβίωσή μας. Δύο τρόποι υπάρχουν για να μην υ­
ποφέρουμε. Ο πρώτος είναι για πολλούς εύκολος: να αποδε­
χθούν την κόλαση και να γίνουν τμήμα της μέχρι να καταλήξουν
να μην τη βλέπουν πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί
συνεχή προσοχή και διάθεση για μάθηση: να προσπαθήσουμε και
να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση,
δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε
χώρο».

1 9 8
ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

1923
Ο Ιταλό Καλβίνο γεννιέται στις 15 Οκτωβρίου, στο Σαντιάγκο της
Κούβας. Ο Μάριο, ο πατέρας του, ένας αγρονόμος που κατάγεται α­
πό μια παλιά οικογένεια του Σαν Ρέμο, βρίσκεται στην Κούβα μετά
από εικοσάχρονη παραμονή στο Μεξικό, για να διευθύνει μια αγρο­
τική πειραματική μονάδα και μια αγροτική σχολή. Η μητέρα του, η
Εβελίνα Μαμέλι, που κατάγεται από το Σάσαρι της Σαρδηνίας, έχει
σπουδάσει φυσικές επιστήμες και δουλεύει στο τμήμα Βοτανικής του
Πανεπιστημίου της Παβίας.

1925
Η οικογένεια Καλβίνο επιστρέφει στην Ιταλία, στην πόλη Σαν Ρέμο.
«Μεγάλωσα σε μια μικρή πόλη, που διέφερε αρκετά από την υπόλοι­
πη Ιταλία την εποχή που ήμουν παιδί: το Σαν Ρέμο εκείνο τον καιρό
ήταν ακόμα γεμάτο από γέρους Εγγλέζους, από Ρώσους δούκες, από
ανθρώπους εκκεντρικούς και κοσμοπολίτες. Αλλά και η οικογένειά
μου ήταν μάλλον μια ασυνήθιστη οικογένεια για το Σαν Ρέμο και γε­
νικότερα την Ιταλία της εποχής: επιστήμονες, λάτρεις της φύσης, ε­
λεύθεροι διανοητές...» Ο πατέρας του γίνεται διευθυντής του Πειρα­
ματικού Σταθμού ανθοκομίας «Οράτσιο Ραϊμόντο», όπου φοιτούν
νέοι από όλο τον κόσμο.

1926
«Η πρώτη ανάμνηση της ζωής μου είναι ο ξυλοδαρμός ενός σοσια­
λιστή από μια φασιστική ομάδα [...]. Πιθανότατα η ανάμνηση αυτή

*99
αναφέρεται στην τελευταία φορά που οι φασιστικές ομάδες χρησιμο­
ποίησαν τα κλομπ, μετά από μια απόπειρα κατά του Μουσολίνι...»

1927
Γεννιέται ο αδελφός του Φλοριάνο.

1934
Πηγαίνει στο λύκειο «Κασίνι». Οι γονείς, οι οποίοι είναι άθεοι, ζη­
τούν από το σχολείο να εξαιρεθούν τα παιδιά τους από την παρακο­
λούθηση του μαθήματος των θρησκευτικών, πράξη ιδιαίτερα τολμη­
ρή για εκείνη την εποχή. Αυτό κάνει τον νεαρό Ίταλο να αισθάνεται
συχνά διαφορετικός από τα άλλα παιδιά. «Δεν πιστεύω όμως ότι αυ­
τό με έβλαψε: αντίθετα, με έμαθε να επιμένω για το δίκαιο των συνη­
θειών μου, να βρίσκομαι απομονωμένος για τους σωστούς λόγους, να
ανέχομαι την αμηχανία της απομόνωσης, να βρίσκω τον σωστό τρόπο
για να διατηρήσω απόψεις που δεν γίνονται αποδεκτές από τους
πολλούς. Έμαθα κυρίως να είμαι ανεκτικός στις απόψεις των άλλων,
ιδιαίτερα στο θρησκευτικό επίπεδο...»

1935-1938
«Ένιωσα την πρώτη αληθινή ευχαρίστηση ενός αληθινού βιβλίου αρ­
κετά αργά: ήμουν ήδη δώδεκα ή δεκατριών χρόνων, κι αυτό συνέβη
με τον Κίπλινγκ, με το πρώτο (και κυρίως το δεύτερο) βιβλίο της Ζού­
γκλας [...]. Από τότε ήξερα τι πρέπει να ψάξω σε ένα βιβλίο: να δω
αν θα επαναλαμβανόταν η ευχαρίστηση που είχα νιώσει διαβάζοντας
τον Κίπλινγκ». Από το 1936 και μέχρι τον πόλεμο θα πηγαίνει στον κι­
νηματογράφο καθημερινά, μερικές φορές ακόμα και δύο φορές την
ημέρα.

1939-1940
Γράφει τα πρώτα του μικρά διηγήματα, θεατρικά έργα και ποιήματα
που προσπαθούν να μιμηθούν τη γραφή του αγαπημένου του ποιητή,
του Μοντάλε.

200
* *****ι4 *ι4 ***ι4ιφ **νφ φ φ φ φ φ *φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ 4> φ φ φ 4

1941-1943
Τελειώνει το λύκειο και γράφεται στη σχολή της Γεωπονικής του Πα­
νεπιστημίου του Τορίνο, όπου διδάσκει και ο πατέρας του. Η φιλία
του με τον (μετέπειτα διάσημο δημοσιογράφο) Εσυτζένιο Σκαλφάρι
τον βοηθά να αποκτήσει έντονη αντιφασιστική συνείδηση. Το 1943
αρνείται να παρουσιαστεί στην επιστράτευση που οργανώνει η φασι­
στική Δημοκρατία του Σαλό, και μένει για πολλούς μήνες κρυμμένος
μακριά από το σπίτι του.

1944
Γίνεται μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος κι αμέσως με­
τά, μαζί με τον δεκαεξάχρονο αδελφό του, αποφασίζει να μπει στο α­
ντάρτικο, στη δεύτερη μεραρχία «Γκαριμπάλντι», που πολεμά τους
ναζιφασίστες στην περιοχή των Άλπεων, στα σύνορα με τη Γαλλία.
Οι γονείς του συλλαμβάνονται από τους Γερμανούς.
«Η κομμουνιστική μου επιλογή δεν στηριζόταν σε ιδεολογικές
παραμέτρους [...]. Ένιωθα πως εκείνη τη στιγμή το μόνο που με­
τρούσε ήταν η δράση, και οι κομμουνιστές ήταν τότε η πιο δραστήρια
και οργανωμένη δύναμη».
Η παρτιζάνικη περίοδος είναι σχετικά σύντομη αλλά εξαιρετικά
έντονη. «Έζησα μια σειρά από ανεκδιήγητες περιπέτειες και κινδύ­
νους, γνώρισα τι σημαίνει φυλακή και τι σημαίνει να δραπετεύεις α­
πό τη φυλακή, βρέθηκα πολλές φορές στο χείλος του θανάτου. Είμαι
όμως ικανοποιημένος με τα όσα έζησα, με τις εμπειρίες που συσσώ-
ρευσα, θα ήθελα μάλιστα να είχα ζήσει ακόμα περισσότερες...»

1945
Με την Απελευθέρωση επιστρέφει στο Τορίνο, στις πανεπιστημιακές
του σπουδές, ενώ ταυτόχρονα δουλεύει εντατικά στις γραμμές του ΙΚΚ.
Γνωρίζεται με το συγγραφέα Τσέζαρε Παβέζε, ο οποίος γίνεται ο πρώ­
τος αναγνώστης των γραπτών του. Με την επιμονή του Παβέζε δημο­
σιεύει σ’ ένα λογοτεχνικό περιοδικό το πρώτο του διήγημα, με τίτλο
«Αγωνία».

201
1946
Δημοσιεύει και άλλα διηγήματα σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ ταυ­
τόχρονα πιάνει δουλειά (ως πωλητής βιβλίων με δόσεις) στον εκδο­
τικό οίκο Είηβικίΐ. Τις τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη τελειώνει την
πρώτη γραφή του μυθιστορήματος Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές,
βιβλίο που άρχισε να γράφει μετά τις έντονες πιέσεις του Παβέζε.

1947
Κυκλοφορεί Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές, βρίσκοντας μια καλή
ανταπόκριση κοινού και κριτικής. Ο νεαρός Καλβίνο κερδίζει το
βραβείο Ριτσιόνε και βλέπει να του ανοίγονται διάπλατα οι πόρτες
των λογοτεχνικών κύκλων του Τορίνο. Γίνεται φίλος με τον Βιτορίνι,
τη Ναταλία Γκίνζμπουργκ, τον Νορμπέρτο Μπόμπιο.

1948
Εγκαταλείπει τη δουλειά του στον εκδοτικό οίκο ΕίηΒίκϋ και γίνεται
υπεύθυνος της τρίτης σελίδας της τορινέζικης έκδοσης της κομμουνι­
στικής εφημερίδας V \Jnita. Ταυτόχρονα συνεργάζεται με το περιοδι­
κό Μηβεάίβ του ΙΚΚ.

1949
Κυκλοφορεί η πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Τελευταίο
έρχεται το κοράκι. Αντίθετα, αποφασίζει να μην εκδώσει το μυθιστό­
ρημα Το λευκό ιστιοφόρο, μετά τις αρνητικές κρίσεις του Βιτορίνι.

1950
Αναλαμβάνει τη διεύθυνση μιας εκδοτικής σειράς στον Εΐηβικίί. Με
τον Βιτορίνι και τον Παβέζε επιβάλλουν ένα νέο ύφος στην εκδοτική
παραγωγή της εποχής. Ο Παβέζε όμως στις 27 Αυγούστου θα αυτο-
κτονήσει και το γεγονός θα σημαδέψει βαθιά τη ζωή και τη συνείδη­
ση του εικοσιεπτάχρονου Καλβίνο.

1951
Τελειώνει η δύσκολη κυοφορία ενός ακόμα ρεαλιστικού μυθιστορή­

202
Ι^ φ φ φΜ ΦΦφφφφφφφΐ Φ Μ Μ ΗΦ φ φφ φ φ^Μ φφφίΗμφφφφφϊφφφφφφφφφΙίφφφφφφφφϊ

ματος με τίτλο Οι νέοι τον Πάδον, το οποίο όμως θα δει τα φώτα της
δημοσιότητας το 1958. Αντίθετα, πολύ εύκολα γράφει το καλοκαίρι
της ίδιας χρονιάς το πρώτο βιβλίο της «φανταστικής» τριλογίας του,
Ο διχοτομημένος υποκόμης. Το φθινόπωρο πραγματοποιεί ένα μεγά­
λο ταξίδι (50 ημερών) στην ΕΣΣΔ. Τις (αισιόδοξες και θετικές) εντυ­
πώσεις του θα τις δημοσιεύσει τον επόμενο χρόνο στη L' Unitá. Κατά
τη διάρκεια της απουσίας του πεθαίνει ο πατέρας του.

1952
Η παρουσίαση του βιβλίου του Ο διχοτομημένος υποκόμης γνωρίζει
μεγάλη επιτυχία αλλά και τις πρώτες αντιρρήσεις κάποιων αριστε­
ρών κριτικών. Εξακολουθεί να δημοσιογραφεί (θα παρακολουθήσει
τους Ολυμπιακούς του Ελσίνκι για λογαριασμό της V Unitá), αλλά
αρχίζει να πείθεται πως δεν κάνει για δημοσιογράφος. Δημοσιεύει το
«αυτόνομο» διήγημα «Το αργεντινό μυρμήγκι» (που στη συνέχεια θα
ενσωματωθεί στη συλλογή Η δύσκολη ζωή) καθώς και τις πρώτες
νουβέλες του Μαρκοβάλντο.

1953
Δουλεύει ένα νέο μυθιστόρημα με τίτλο Το κολιέ της βασίλισσας, που
δεν θα το εκδώσει ποτέ.

1954
Κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων του Η είσοδος στην Αντίσταση.
Αρχίζει να δουλεύει πάνω στα Ιταλικά παραμύθια , μεταγράφοντας με
το δικό του ύφος διακόσια παραμύθια της ιταλικής προφορικής λαϊ­
κής παράδοσης. Ξεκινά τη συνεργασία του με το κινηματογραφικό
περιοδικό Cinema Νυονο.

1956
Κυκλοφορούν τα Ιταλικά παραμύθια , που ενισχύουν την εικόνα του
«παραμυθά» Καλβίνο. Γράφει ένα μονόπρακτο με τίτλο Το παγκάκι.
Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ τον κάνει να ελπίζει σε μια αλλαγή
πορείας του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος και τον οδηγεί

203
σε μια έντονη αυτοκριτική διάθεση: «Εμείς οι Ιταλοί κομμουνιστές
ήμασταν σχιζοφρενείς. Ναι, νομίζω ότι αυτός είναι ο σωστός όρος.
Με ένα κομμάτι του εαυτού μας ήμασταν και θέλαμε να είμαστε οι
μάρτυρες της αλήθειας, οι εκδικητές κάθε αδικίας εναντίον των α­
δύναμων και των καταπιεσμένων, οι υπερασπιστές της δικαιοσύνης
εναντίον οποιασδήποτε τυραννίας. Με ένα άλλο όμως κομμάτι του
εαυτού μας δικαιολογούσαμε τα λάθη, τους αυταρχισμούς, την τυ­
ραννία του κόμματος, τον Στάλιν, στο όνομα του Αγώνα...»
Τα γεγονότα της Πολωνίας και της Ουγγαρίας θα σκοτώσουν αυ­
τή του την αισιοδοξία. Διαμαρτύρεται στην κομματική του οργάνωση
για τις «ψευδείς» ανταποκρίσεις της V ϋηίύ και ζητάει από το κόμμα
να εκφράσει την αλληλεγγύη του στους δοκιμαζόμενους λαούς της
Πολωνίας και της Ουγγαρίας.

1957
Με επιστολή του στη υ ϋ η ίύ (θα δημοσιευτεί στην εφημερίδα, στις 7
Αυγούστου), στην οποία δηλώνει όχι μόνο τις διαφωνίες του με την
πολιτική γραμμή του κόμματος αλλά και τη θετική επίδραση που εί­
χε το κόμμα πάνω του, ο Καλβίνο παραιτείται από μέλος του ΙΚΚ,
χωρίς όμως να απομακρυνθεί ποτέ ολοκληρωτικά από αυτό.
Στο τέλος της χρονιάς κυκλοφορεί το δεύτερο βιβλίο της τριλο­
γίας του, Ο αναρριχώμενος βαρόνος.

1958
Δημοσιεύει ένα απόσπασμα από το ανέκδοτο Κολιέ της βασίλισσας,
καθώς και το «αυτόνομο» διήγημα «Το νέφος», που αργότερα θα εν­
σωματώσει στη συλλογή Δύσκολη ζωή. Γράφει επίσης στίχους για
τραγούδια.
Κυκλοφορούν με μεγάλη επιτυχία τα διηγήματα που απαρτίζουν
τη συλλογή Οι δύσκολοι έρωτες.

1959
Κυκλοφορεί το τρίτο βιβλίο της τριλογίας, Ο ανύπαρκτος ιππότης.
Πραγματοποιεί ένα μεγάλο, εξάμηνο ταξίδι στις ΗΠΑ και εντυπω­

204
σιάζεται ιδιαίτερα από τη Νέα Υόρκη: «Αγαπώ τη Νέα Υόρκη και ο
έρωτας είναι τυφλός. Και βουβός: δεν ξέρω να ανακρούσω τις από­
ψεις όσων τη μισούν. Κατά βάθος όμως κανείς ποτέ δεν κατάλαβε
ούτε γιατί ο Σταντάλ αγαπούσε τόσο πολύ το Μιλάνο...»

1961
Είναι πλέον ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας και δέχεται διαρκώς
προτάσεις για συνεργασίες σε εφημερίδες και περιοδικά. Ο ίδιος ό­
μως φοβάται μήπως πέσει στην παγίδα να γράφει «μόνο για εφήμε­
ρα πράγματα» και κλείνεται στον εαυτό του. Επίσης, την τελευταία
στιγμή, κι ενώ το βιβλίο έχει τυπωθεί, αποφασίζει να μην εκδώσει τις
εντυπώσεις του από τις ΗΠΑ που θα έβγαιναν με τον τίτλο Ένας αι­
σιόδοξος στην Αμερική.

1962
Γνωρίζεται στο Παρίσι με την Έσθερ Τζούντιθ Σίνγκερ, Αργεντινή
μεταφράστρια στην «Ουνέσκο». Είναι μια χρονιά διαρκών μετακινή­
σεων.

1963
Εκδίδει, σε μια νεανική σειρά, τον Μαρκοβάλντο. Λίγο αργότερα κυ­
κλοφορεί τις δύο αυτόνομες νουβέλες του Η ημέρα ενός εκλογικού α­
ντιπροσώπου και Η οικοδομική κερδοσκοπία , τα δύο τελευταία «ρεα­
λιστικά» έργα του.

1964
Παντρεύεται την Έσθερ. Ταξιδεύει στην Κούβα, όπου συναντιέται με
τον Τσε Γκεβάρα. Με τη σύζυγό του αποφασίζουν να εγκατασταθούν
στη Ρώμη. Θα συνεχίσει όμως να πηγαίνει στο Τορίνο δύο φορές το
μήνα, για τη δουλειά του στον εκδοτικό οίκο ΕΐηΒίκϋ.
Εκδίδεται η συλλογή δοκιμίων του Με μια πέτρα από πάνω , καθώς
και η αναθεωρημένη έκδοση του μυθιστορήματος Το μονοπάτι με τις
αραχνοφωλιές, εμπλουτισμένη με ένα σημαντικό πρόλογο-αυτοβιο-
γραφικό δοκίμιο.

205
1965
Γεννιέται η κόρη του Τζοβάνα: «Η εμπειρία της πατρότητας, για πρώ­
τη φορά, μετά τα σαράντα, είναι ένα γεγονός που σου δίνει μια αίσθη­
ση πλήρωσης αλλά είναι και ένα έντονα διασκεδαστικό γεγονός...»
Εκδίδει το βιβλίο του Τα κοσμοκωμικά.

1966
Πεθαίνει ο φίλος του συγγραφέας Έλιο Βιτορίνι. Ένα χρόνο αργότε­
ρα ο Καλβίνο θα δημοσιεύσει ένα δοκίμιο με τίτλο Βιτορίνι: σχεδια-
σμός και λογοτεχνία.

1967
Μετακομίζει με την οικογένειά του στο Παρίσι, όπου θα μείνει μέχρι
το τέλος του 1980. Μεταφράζει στα ιταλικά το βιβλίο του Ρεϊμόν Κενώ
Τα γαλάζια άνθη.

1968
Ο Κενώ θα τον φέρει σε επαφή με την ομάδα Οιιΐίρο, ενώ αυξάνεται
το ενδιαφέρον του για τη σημειολογία. Παρακολουθεί με ενδιαφέρον
τη φοιτητική εξέγερση του Μάη, αλλά διαφωνεί με τις ιδεολογικές
παραμέτρους της.

1969
Δημοσιεύει στο περιοδικό ΕΜΚ το πρώτο μέρος από το Κάστρο των
διασταυρωμένων πεπρωμένων. Ετοιμάζει μια λογοτεχνική ανθολογία
για τα σχολεία, σε συνεργασία με τον Τζανμπατίστα Σαλινάρι.

1970
Επανεκδίδει τη συλλογή διηγημάτων Οι δύσκολοι έρωτες. Κάτω από
τον ίδιο τίτλο περιλαμβάνονται τώρα και τα δύο διηγήματα της Δ ύ­
σκολης ζωής. Παρουσιάζει επίσης το βιβλίο του Ο μαινόμενος Ορλάν-
δος τον Λουδοβίκου Αριόστο σε αφήγηση του Ίταλο Καλβίνο , απο­
σπάσματα από το περίφημο ποίημα που είχε ετοιμάσει για μια σειρά
ραδιοφωνικών εκπομπών.

2θ6
1971
Κυκλοφορεί το έργο του Οι αόρατες πόλεις. Στην ιταλική έκδοση του
Playboy δημοσιεύει το κείμενο «Το όνομα, η μύτη», που αποτελεί το
πρώτο μέρος της συλλογής Κάτω από τον ιαγονάρο ήλιο, που θα εκ-
δοθεί μετά το θάνατό του.

1972
Κυκλοφορεί ολοκληρωμένο το Κάστρο των διασταυρωμένων πεπρω­
μένων.

1974
Ξεκινά τη συνεργασία του με την εφημερίδα Corriere della sera, δημο­
σιεύοντας διηγήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και δοκίμια. Έχει και
πάλι μια έντονη παρουσία στους πολιτικούς προβληματισμούς της ε­
ποχής. Γράφει ένα μεγάλο πρόλογο στο βιβλίο Τέσσερις ταινίες του
Φελίνι με τίτλο «Η αυτοβιογραφία ενός θεατή» που, μετά θάνατον, θα
ενσωματωθεί στη συλλογή Ο δρόμος τον Σαν Τζιοβάνι.

1975-1976
Δημοσιεύει στην εφημερίδα Corriere della sera τα πρώτα κομμάτια α­
πό το Πάλομαρ. Ταξιδεύει στην Ιαπωνία, στο Μεξικό και στις ΗΠΑ,
όπου δίνει μια σειρά διαλέξεων σε διάφορα πανεπιστήμια.

1978
Πεθαίνει η μητέρα του σε ηλικία ενενήντα δύο χρόνων.

1979
Γίνεται ανάρπαστο μόλις κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία το «μεταμυ-
θιστόρημά» του Αν μια νύχτα τον χειμώνα ένας ταξιδιώτης. Ξεκινά τη
συνεργασία του με την εφημερίδα República, με ένα άρθρο που τιτ­
λοφορείται «Υπήρξα άραγε σταλινικός κι εγώ;».

I960
Μετακομίζει στη Ρώμη, σε ένα ρετιρέ κοντά στο Πάνθεον.

207
^φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ^

1981
Του απονέμεται το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής. Επιμελείται μια
συλλογή κειμένων του Κενώ με τίτλο Σημεία, αριθμοί και γράμματα . Δη­
μοσιεύει το θεατρικό Οι πόρτες της Βαγδάτης , γράφει το λιμπρέτο για
την ανολοκλήρωτη όπερα του Μότσαρτ Ζαΐδα και γίνεται πρόεδρος
της κριτικής επιτροπής στο 29ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενε­
τίας.

1982
Ανεβαίνει στη Σκάλα του Μιλάνου η όπερα Η αληθινή ιστορία σε μου­
σική Μπέριο και λιμπρέτο Καλβίνο.

1983
Κυκλοφορεί το έργο του Πάλομαρ. Επίσης επιμελείται μια συλλογή
φανταστικού διηγήματος συγγραφέων του περασμένου αιώνα.

1984
Αλλάζει, για πρώτη φορά στη ζωή του, εκδοτικό οίκο και εκδίδει με
τον οίκο «Γκαρτζάντι» έναν τόμο με συμπληρωμένα τα Κοσμοκωμι­
κά. Ταξιδεύει στην Αργεντινή, την Ελλάδα και την Ισπανία, όπου
λαμβάνει μέρος μαζί με τον Μπόρχες σε ένα συμπόσιο με θέμα τη φα­
νταστική λογοτεχνία.

1985
Το καλοκαίρι δουλεύει πάνω σε έναν κύκλο έξι διαλέξεων, που σκο­
πεύει να δώσει στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Τη νύχτα μεταξύ 18
και 19 Σεπτεμβρίου πεθαίνει μετά από ένα οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο,
χωρίς να καταφέρει να ολοκληρώσει το σχέδιό του για ένα βιβλίο με
τίτλο Οι πέντε αισθήσεις. Πρόφτασε να γράψει μόνο για τις τρεις (όσ­
φρηση, γεύση, ακοή) και τα κείμενα αυτά εκδόθηκαν μετά θάνατον
με τον τίτλο Κάτω από τον ιαγονάρο ήλιο.
Μετά θάνατον εκδόθηκαν επίσης ο κύκλος των έξι διαλέξεων με
τίτλο Αμερικανικά μαθήματα , το δοκίμιο Για το παραμύθι, η συλλογή
«ασκήσεων μνήμης» Ο δρόμος τον Σαν Τζιοβάνι, η συλλογή δοκιμίων

2θ8
Γιατί πρέπει να διαβάζουμε τους κλασικούς, η συλλογή διηγημάτων Λί­
γο πριν πεις «Εμπρός», καθώς και το αυτοβιογραφικό Ερημίτης στο
Παρίσι.

209
ΕΡΓΑ ΤΟΥ Ι Τ Α Λ Ο Κ Α Λ Β Ι Ν Ο
Μ Ε Τ Α Φ Ρ Α Σ Μ Ε Ν Α Σ ΤΑ Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Α

II sendero dei nidi di ragno, 1947 (Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές,


μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, εκδ. Θεμέλιο, 1997)
Il visconte dimezzato, 1952 (Ο διχασμένος υποκόμης, μτφρ. Θόδω­
ρου Ιωαννιδη, Εκδ. Καστανιώτης, 2002)
Il barone rampante, 1957 (Ο αναρριχώμενοςβαρόνος, μτφρ. Ανταίου
Χρυσοστομίδη, Εκδ. Καστανιώτη, 2000)
Gli amorí difficile 1958 ( Δύσκολοι έρωτες, μτφρ. Ανταίου Χρυσο­
στομίδη, εκδ. Αστάρτη, 1982)
Il cavalière inesistente, 1959 (Ο ανύπαρκτος ιππότης, μτφρ. Θόδω­
ρου Ιωαννιδη, Εκδ. Καστανιώτη, 1999)
La giomata d' uno scrutatore, 1963 (Ημέρα ενός εκλογικού αντιπρο­
σώπου, μτφρ. Τόνιας Τσίτσοβιτς-Ραντίν, εκδ. Κριτική, 1988)
Marcovaldo owero Le stagioni in città, 1963 ( Μαρκοβάλντο ή Οι ε­
ποχές στην πόλη, μτφρ. Έφης Καλλιφατίδη, Εκδ. Καστανιώτη, 1989)
Le cosmicomiche, 1965 (Τα κοσμοκωμικά, μτφρ. Ανταίου Χρυσο­
στομίδη, εκδ. Αστάρτη, 1986)
Le città invisibili, 1972 (Οι αόρατες πόλεις, μτφρ. Ανταίου Χρυσο­
στομίδη, Εκδ. Καστανιώτη, 2004)
Il casteüo dei destini incrociati, 1973 (Το κάστρο των διασταυρωμέ­
νων πεπρωμένων, μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, εκδ. Αγρα, 1994)
Se una notte d'invernó un viaggiatore, 1979 (Α ν μια νύχτα του χειμώ­
να ένας ταξιδιώτης, μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, εκδ. Αστάρτη,
1983)

211
Palomar, 1983 (Πάλομαρ, μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, εκδ. Α-
στάρτη, 1985)
Sotto il sole giaguaro, 1986 (Κάτω από τον ιαγονάρο ήλιο, μτφρ.
Ανταίου Χρυσοστομίδη, εκδ. Αγρα, 1994)
Lezioni americane, 1988 (Έξι προτάσεις για την επόμενη χιλιετία,
μτφρ. Μαρία Σπυριδοπούλου, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1995)
La strada di San Giovanni, 1990 (Ο δρόμος τον Σαν Τζιοβάνι, μτφρ.
Αγγελικής Ξύδη, εκδ. Κριτική, 1991)
Perché leggere i classici, 1991 (Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς,
μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Εκδ. Καστανιώτη, 2003)
Prima che tu dica «Pronto», 1993 (Λίγο πριν πεις «Εμπρός», μτφρ.
Ανταίου Χρυσοστομίδη, Εκδ. Καστανιώτη, 1999)

212

You might also like