Professional Documents
Culture Documents
Calvino Italo Οι αόρατες πόλεις - ocr
Calvino Italo Οι αόρατες πόλεις - ocr
01 ΑΟΡΑΤΕΣ ΠΟΛΕΙΣ
Α φήγημα
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ Κ Α Σ Τ Α Ν Ι Ω Τ Η
ΑΛΛΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ
ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με ο-
ποιονόήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποίον δήποτε τρόπο α
ναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης
Βερνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας,
σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, μ« φωτοτυπικές, ηλε
κτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο συγγραφέας για το έργο τ ο υ ............................................. 11
I
..................................................................................... 21
Οι πόλεις και η μνήμη. 1.......................................................... 23
Οι πόλεις και η μνήμη. 2.......................................................... 24
Οι πόλεις και η επιθυμία. 1. 25
Οι πόλεις και η μνήμη. 3.......................................................... 27
Οι πόλεις και η επιθυμία. 2. 29
Οι πόλεις και τα σημάδια. 1. 31
Οι πόλεις και η μνήμη. 4.......................................................... 33
Οι πόλεις και η επιθυμία. 3. 35
Οι πόλεις και τα σημάδια. 2. 37
Οι λεπτές πόλεις. 1. 39
............................................................................................... 41
II
.............................................................................................. 47
Οι πόλεις και η μνήμη. 5.......................................................... 51
Οι πόλεις και η επιθυμία. 4. 53
Οι πόλεις και τα σημάδια. 3. 55
7
Οι λεπτές πόλεις. 2.................................................................. 57
Οι πόλεις και οι ανταλλαγές. 1. 59
................................................................................................. 61
III
................................................................................................. 65
Οι πόλεις και η επιθυμία. 5. 67
Οι πόλεις και τα σημάδια. 4. 69
Οι λεπτές πόλεις. 3................................................................... 71
Οι πόλεις και οι ανταλλαγές. 2. 73
Οι πόλεις και τα μάτια. 1. 75
................................................................................................. 77
IV
................................................................................................. 81
Οι πόλεις και τα σημάδια. 5. 83
Οι λεπτές πόλεις. 4................................................................... 85
Οι πόλεις και οι ανταλλαγές. 3. 87
Οι πόλεις και τα μάτια. 2. 89
Οι πόλεις και το όνομα. 1......................................................... 90
................................................................................................. 93
V
................................................................................................. 97
Οι λεπτές πόλεις. 5................................................................... 99
Οι πόλεις και οι ανταλλαγές. 4.....................................................100
Οι πόλεις και τα μάτια. 3. 101
Οι πόλεις και το όνομα. 2............................................................ 102
Οι πόλεις και οι νεκροί 1.............................................................104
................................................................................................... 107
8
VI
................................................................................................................... 111
Οι πόλεις και οι ανταλλαγές. 5. 115
Οι πόλεις και τα μάτια. 4. 117
Οι πόλεις και το όνομα. 3...........................................................119
Οι πόλεις και οι νεκροί. 2........................................................... 121
Οι πόλεις και ο ουρανός. 1. 124
............................................................................................... 127
VII
............................................................................................... 131
Οι πόλεις και τα μάτια. 5. 133
Οι πόλεις και το όνομα. 4........................................................... 134
Οι πόλεις και οι νεκροί. 3........................................................... 137
Οι πόλεις και ο ουρανός. 2. 140
Οι συνεχόμενες πόλεις. 1. 143
............................................................................................... 147
VIII
............................................................................................... 151
Οι πόλεις και το όνομα. 5........................................................... 155
Οι πόλεις και οι νεκροί. 4. 157
Οι πόλεις και ο ουρανός. 3. 158
Οι συνεχόμενες πόλεις. 2. 159
Οι κρυφές πόλεις. 1....................................................................160
............................................................................................... 163
IX
.............................................................................................. 167
Οι πόλεις και οι νεκροί. 5........................................................... 173
Οι πόλεις και ο ουρανός. 4..................................................... 177
Οι συνεχόμενες πόλεις. 3. 179
9
Οι κρυφές πόλεις. 2..................................................................... 181
Οι πόλεις και ο ουρανός. 5.......................................................... 183
Οι συνεχόμενες πόλεις. 4. 185
Οι κρυφές πόλεις. 3..................................................................... 187
Οι συνεχόμενες πόλεις. 5. 189
Οι κρυφές πόλεις. 4..................................................................... 192
Οι κρυφές πόλεις. 5..................................................................... 194
................................................................................................. 197
Ε Ρ Γ Ο Β ΙΟ Γ Ρ Α Φ ΙΑ ..................................................................................................... 199
Ε ΡΓΑ ΤΟΥ ΙΤΑ ΛΟ Κ Α Λ Β ΙΝ Ο
Μ ΕΤΑΦ ΡΑ ΣΜ ΕΝ Α Σ Τ Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Α ..........................................................211
ίο
Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ
Ο Σ Υ Γ Γ Ρ Α Φ Ε Α Σ Γ Ι Α Τ Ο Ε Ρ Γ Ο Τ Ο Υ *
11
να φάκελο για τις τέσσερις εποχές και ένα για τις πέντε αισθή
σεις· στον ένα συγκεντρώνω σελίδες για τις πόλεις και τα τοπία
της ζωής μου και σ’ έναν άλλο πόλεις φανταστικές, εκτός τό
που και χρόνου. Όταν ένας φάκελος αρχίζει να γεμίζει με χαρ
τιά, αρχίζω κι εγώ να σκέφτομαι το βιβλίο που θα μπορούσα
να εκμαιεύσω από το φάκελο αυτό.
Έτσι τα τελευταία χρόνια έσερνα πίσω μου αυτό το βιβλίο με
τις πόλεις γράφοντας πού και πού ένα κομματάκι κάθε φορά,
περνώντας από διάφορες φάσεις. Τύχαινε για ένα χρονικό διά
στημα να σκέφτομαι μονάχα θλιμμένες πόλεις και ύστερα μο
νάχα χαρούμενες· υπήρξε μια περίοδος στην οποία συνέκρινα
τις πόλεις με τον έναστρο ουρανό, ενώ σε μια άλλη περίοδο εί
χα τη διάθεση να μιλώ για τα σκουπίδια που ξεχειλίζουν καθη
μερινά έξω από τις πόλεις. Είχε γίνει ένα είδος ημερολογίου
που παρακολουθούσε τις διαθέσεις και τους προβληματισμούς
μου· όλα κατέληγαν να μεταμορφώνονται σε εικόνες πόλεων:
τα βιβλία που διάβαζα, οι εκθέσεις τέχνης που επισκεπτόμου
να, οι συζητήσεις με φίλους.
Όλες αυτές όμως οι σελίδες μαζί δεν έφτιαχναν, ακόμα, ένα
βιβλίο: ένα βιβλίο (πιστεύω εγώ) είναι κάτι με αρχή και τέλος
(ακόμα κι αν δεν πρόκειται για μυθιστόρημα με τη στενή έν
νοια), είναι ένας χώρος στον οποίο ο αναγνώστης πρέπει να
μπει, να τριγυρίσει, ίσως και να χαθεί, αλλά από τον οποίο κά
ποια στιγμή πρέπει να βρει μια έξοδο, ίσως και πολλές εξό
δους, τη δυνατότητα να ανοίξει μπροστά του ένα δρόμο για να
ξεφύγει. Κάποιοι από εσάς ίσως να μου πουν ότι ο ορισμός αυ
τός μπορεί να ισχύει για ένα μυθιστόρημα με πλοκή, κι όχι για
ένα βιβλίο σαν αυτό που πρέπει να διαβαστεί όπως διαβάζο
νται τα βιβλία με ποιήματα, ή με δοκίμια, ή το πολύ πολύ με
διηγήματα. Κι όμως, αυτό ακριβώς θέλω να πω: ότι ακόμα κι
ένα τέτοιο βιβλίο, για να είναι βιβλίο, πρέπει να έχει μια δομή.
12
δηλαδή πρέπει να επινοήσεις γι’ αυτό μια πλοκή, μια διαδρο
μή, μια λύση.
Βιβλία με ποιήματα δεν έβγαλα ποτέ αλλά βιβλία με διηγή
ματα έκανα αρκετά και βρέθηκα μπροστά στο πρόβλημα να
δώσω μια τάξη στα ξεχωριστά κείμενα, πρόβλημα που μπορεί
να σου δημιουργήσει όχι λίγο άγχος. Αυτή τη φορά ήδη από την
αρχή είχα βάλει με το νου μου σε κάθε σελίδα τον τίτλο μιας σει
ράς: Οι πόλεις και η μνήμη, Οι πόλεις και η επιθυμία, Οι πόλεις
και τα σημάδια· μια τέταρτη σειρά την είχα ονομάσει Οι πόλεις
και η μορφή, τίτλος που στη συνέχεια αποδείχτηκε υπερβολικά
γενικός και τελικά χωρίστηκε σε τρεις άλλες κατηγορίες. Για
κάποιο χρονικό διάστημα, κι ενώ συνέχιζα να γράφω για πό
λεις, έμενα αναποφάσιστος αν έπρεπε να πολλαπλασιάσω τις
σειρές ή αν έπρεπε να τις μειώσω ή και να τις εξαφανίσω όλες
μαζί. Πολλά κομμάτια δεν ήξερα πού να τα ταξινομήσω και τό
τε έψαχνα να βρω καινούργιους ορισμούς. Μπορούσα να φτιά
ξω μια ομάδα πόλεων κάπως αφηρημένων, αέρινων, που κατέ
ληξα να ονομάσω Λεπτές πόλεις. Μερικές μπορούσα να τις ορί
σω ως Οι δνϊκές πόλεις, ύστερα όμως αποφάσισα να τις μοιρά
σω σε άλλες ομάδες. Κάποιες άλλες σειρές δεν τις είχα προβλέ-
ψει από την αρχή: εμφανίστηκαν την τελευταία στιγμή, ανακα
τανέμοντας κομμάτια που είχα ταξινομήσει διαφορετικά, κυ
ρίως ως «μνήμη» και ως «επιθυμία», για παράδειγμα Οι πόλεις
και τα μάτια (που χαρακτηρίζονται από οπτικές ιδιότητες) και
Οι πόλεις και οι ανταλλαγές, που χαρακτηρίζονται από ανταλ
λαγές: ανταλλαγές αναμνήσεων, επιθυμιών, διαδρομών, πεπρω
μένων. Οι συνεχόμενες και οι κρυφές, αντίθετα, είναι δύο σειρές
που έγραψα σκόπιμα, δηλαδή με συγκεκριμένη πρόθεση, όταν
είχα ήδη αρχίσει να καταλαβαίνω ποια μορφή και ποιο περιε
χόμενο θα έδινα στο βιβλίο. Μελέτησα την καλύτερη δομή στη
βάση του υλικού που είχα συγκεντρώσει, γιατί ήθελα οι σειρές
!3
να εναλλάσσονται και να διασταυρώνονται* ταυτόχρονα ήθελα
η διαδρομή του βιβλίου να μην απομακρυνθεί πολύ από τη χρο
νολογική σειρά με την οποία τα επιμέρους κείμενα είχαν γρα
φτεί. Στο τέλος αποφάσισα να περιοριστώ σε έντεκα σειρές των
πέντε κομματιών η καθεμία, ομαδοποιημένες σε κεφάλαια τα ο
ποία διαμορφώνονταν από κομμάτια διαφορετικών σειρών που
είχαν κοινό κάποιο σχετικό κλίμα. Το σύστημα με το οποίο οι
σειρές εναλλάσσονται είναι το απλούστερο δυνατό, αν και πολ
λοί το μελέτησαν πολύ για να το εξηγήσουν.
Δεν είπα ακόμη αυτό που έπρεπε να πω πρώτο: Οι αόρατες
πόλεις παρουσιάζονται σαν μια σειρά ταξιδιωτικών αναφορών
που ο Μάρκο Πόλο κάνει στον Κουμπλάι Χαν, αυτοκράτορα
των Ταρτάρων. (Στην ιστορική πραγματικότητα, ο Κουμπλάι,
απόγονος του Τζένγκις Χαν, ήταν αυτοκράτορας των Μογγό-
λων, αλλά ο Μάρκο Πόλο στο βιβλίο του τον ονομάζει Μεγά
λο Χαν των Ταρτάρων, και έτσι έμεινε στη λογοτεχνική παρά
δοση.) Δεν είχα θέσει στον εαυτό μου την υποχρέωση να ακο
λουθήσω την πορεία του τυχερού Βενετού εμπόρου που τον 13ο
αιώνα είχε φτάσει μέχρι την Κίνα, και από εκεί, ως πρέσβης
του Μεγάλου Χαν, είχε επισκεφτεί ένα μεγάλο τμήμα της Άπω
Ανατολής. Η Ανατολή είναι ένα θέμα που πρέπει να αφήνουμε
στους ειδήμονες κι εγώ δεν είμαι ειδήμων. Σε όλους όμως τους
αιώνες υπήρξαν ποιητές και συγγραφείς που εμπνεύστηκαν α
πό το Εκατομμύριο αντιμετωπίζοντάς το σαν μια φανταστική
και εξωτική σκηνογραφία: ο Κόλεριτζ σε ένα περίφημο ποίημά
του, ο Κάφκα στο Μήνυμα τον αυτοκράτορα, ο Μπουτζάτι στην
Ερημο των Ταρτάρων. Μονάχα οι Χίλιες και μία νύχτες μπο
ρούν να υπερηφανευτούν ότι ανήκουν σ’ εκείνα τα βιβλία που
λειτουργούν ως φανταστικές ήπειροι και στις οποίες άλλα λο
γοτεχνικά έργα έρχονται να βρουν τον δικό τους χώρο* ήπει
ροι του «αλλού», σήμερα που το «αλλού» μπορούμε να πούμε
*4
πως δεν υπάρχει πλέον, και όλος ο κόσμος τείνει να ομογενο-
ποιηθεί.
Σε αυτόν τον μελαγχολικό αυτοκράτορα, που κατάλαβε ότι
η τεράστια εξουσία του μετράει λίγο, αφού έτσι κι αλλιώς ο κό
σμος πάει κατά διαβόλου, ένας οραματιστής ταξιδιώτης περι
γράφει απίθανες πόλεις, για παράδειγμα μια μικροσκοπική πό
λη που διευρύνεται συνεχώς και αποδεικνύεται πως αποτελεί-
ται από πολλές ομόκεντρες πόλεις που επεκτείνονται διαρκώς,
μια πόλη-αράχνη που αιωρείται πάνω από μια άβυσσο, ή μια
δισδιάστατη πόλη σαν τη Μοριάνα.
Πριν και μετά από κάθε κεφάλαιο του βιβλίου υπάρχει ένα
κείμενο σε πλάγια γράμματα στο οποίο ο Μάρκο Πόλο και ο
Κουμπλάι Χαν συλλογίζονται και σχολιάζουν. Το πρώτο κομ
μάτι του Μάρκο Πόλο και του Κουμπλάι Χαν το είχα γράψει
πρώτο και μονάχα αργότερα, όταν είχα ήδη προχωρήσει με τις
πόλεις, σκέφτηκα να γράψω άλλα. Ή, για να το πω καλύτερα,
το πρώτο κομμάτι το είχα δουλέψει πολύ και μου είχε περισσέ
ψει άφθονο υλικό, και κάποια στιγμή σκέφτηκα να προχωρή
σω σε διάφορες παραλλαγές αυτών των υπολειμμάτων (οι γλώσ
σες των πρεσβευτών, οι χειρονομίες του Μάρκο) και να έχω
διαφορετικά θέματα. Σιγά σιγά, κι όσο συνέχιζα να γράφω για
πόλεις, άρχισα να αναπτύσσω κάποιες σκέψεις γύρω από τη
δουλειά μου ως σχόλια του Μάρκο Πόλο και του Χαν, κι αυτές
οι σκέψεις με τραβούσαν η καθεμιά προς το δικό της μέρος· ε
γώ προσπαθούσα να αφήσω το κάθε θέμα να αναπτυχθεί μόνο
του. Έτσι, στο τέλος είχα ένα ιδιαίτερο υλικό το οποίο προσπά
θησα να αφήσω να εξελιχτεί παράλληλα με το υπόλοιπο υλικό
και έτσι έκανα επίσης ένα είδος μοντάζ, με την έννοια ότι ορι
σμένοι διάλογοι σταματάνε και ύστερα συνεχίζονται· με άλλα
λόγια, το βιβλίο συζητάει και θέτει ερωτήματα στον εαυτό του
ενώ ακόμα γράφεται.
!5
Πιστεύω πως το βιβλίο αυτό δεν αναφέρεται μονάχα σε μια
αχρονική ιδέα της πόλης αλλά και πως περιλαμβάνει, άλλοτε
φανερά και άλλοτε όχι, μια συζήτηση για τη σύγχρονη πόλη.
Ακούω από μερικούς φίλους πολεοδόμους ότι το βιβλίο αγγί
ζει διάφορα σημεία της προβληματικής τους, κι αυτό δεν είναι
τυχαίο αφού η ενδοχώρα είναι ίδια. Και δεν είναι μόνο προς το
τέλος που η μητρόπολη των «big numbers» εμφανίζεται στο βι
βλίο μου* ακόμα και ό,τι μοιάζει να αναφέρεται σε κάποια αρ
χαϊκή πόλη, έχει έννοια μόνο εφόσον η έμπνευσή του και η
γραφή του οφείλονται στη σύγχρονη πόλη.
Τι είναι όμως σήμερα η πόλη για μας; Σκέφτομαι ότι έγραψα
κάτι σαν τελευταίο ποίημα αγάπης για τις πόλεις, τη στιγμή
που γίνεται όλο και πιο δύσκολο να τις ζήσουμε. Ίσως να πλη
σιάζουμε σε μια στιγμή κρίσης της αστικής ζωής, και Οι αόρα
τες πόλεις να είναι ένα όνειρο που γεννιέται από την καρδιά
των αόρατων πόλεων. Σήμερα γίνεται λόγος με την ίδια εμμο
νή για την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος όσο και
για το πόσο εύθραυστα είναι τα μεγάλα τεχνολογικά συστήμα
τα, γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει αλυσιδωτές βλάβες,
παραλύοντας ολόκληρες μητροπόλεις. Η κρίση της πολύ μεγά
λης πόλης είναι η άλλη όψη της κρίσης της φύσης. Η εικόνα
της «μεγαλούπολης», η ομοιόμορφη, συνεχής πόλη που αρχίζει
να καλύπτει όλο τον κόσμο, κυριαρχεί και στο βιβλίο μου. Βι
βλία όμως που προφητεύουν καταστροφές και αποκαλύψεις υ
πάρχουν ήδη πολλά* το να γράψει κανείς ακόμα ένα θα ήταν
πλεονασμός, και κάτι τέτοιο δεν ταιριάζει στο χαρακτήρα μου.
Αυτό που ο δικός μου Μάρκο Πόλο θέλει να ανακαλύψει είναι
οι κρυφές αιτίες που οδήγησαν τους ανθρώπους να ζήσουν
στις πόλεις, αιτίες που μπορούν να ισχύουν πέρα και πάνω α
πό οποιαδήποτε κρίση. Οι πόλεις είναι ένα σύνολο πραγμάτων:
απομνημονεύσεων, επιθυμιών, σημείων μιας γλώσσας* οι πό
ι6
λεις είναι τόποι ανταλλαγών, όπως εξηγούν όλα τα βιβλία της
ιστορίας της οικονομίας, αλλά οι ανταλλαγές αυτές δεν είναι
μονάχα ανταλλαγές εμπορευμάτων, είναι και ανταλλαγές λέξεων,
πόθων, αναμνήσεων. Το βιβλίο μου ανοίγει και κλείνει με εικό
νες ευτυχισμένων πόλεων που συνεχώς αλλάζουν σχήμα και
χάνονται, κρυμμένες μέσα σε δυστυχισμένες πόλεις.
Σχεδόν όλοι οι κριτικοί κοντοστάθηκαν στην τελική φράση
του βιβλίου: «να προσπαθήσουμε και να μάθουμε να αναγνω
ρίζουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και
να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο».
Επειδή πρόκειται για τις τελευταίες γραμμές, όλοι θεώρησαν
ότι αυτή είναι η κατακλείδα, το «ηθικό δίδαγμα». Αυτό όμως εί
ναι ένα βιβλίο φτιαγμένο σαν τα πολύεδρα, και από κατακλεί
δες έχει άφθονες και παντού, γραμμένες κατά μήκος της κάθε
ακμής του· μερικές μάλιστα είναι περισσότερο επιγραμματικές
και επιγραφικές από αυτή την τελευταία. Βεβαίως, δεν είναι τυ
χαίο ότι η φράση αυτή βρέθηκε στο τέλος του βιβλίου, αλλά ας
προσθέσουμε ότι αυτό το τελευταίο κεφάλαιο έχει μια διπλή
κατάληξη, τα στοιχεία της οποίας είναι αναγκαία: γύρω από
την πόλη της ουτοπίας (που ακόμα και αν δεν διακρίνουμε δεν
παύουμε να ψάχνουμε) και γύρω από την πόλη της κόλασης.
Ακόμα: αυτό είναι μονάχα το τελευταίο τμήμα του κειμένου σε
πλάγια γράμματα για τους άτλαντες του Μεγάλου Χαν, το ο
ποίο πέρασε μάλλον απαρατήρητο από τους κριτικούς, και που
από το πρώτο μέχρι το τελευταίο κομμάτι δεν κάνει άλλο από
το να προτείνει διάφορες πιθανές «κατακλείδες» σε όλο το βι
βλίο. Υπάρχει όμως και ο άλλος δρόμος, αυτός που υποστηρί
ζει ότι η κεντρική ιδέα ενός συμμετρικού βιβλίου πρέπει να α
ναζητηθεί κάπου στη μέση του: υπάρχουν ψυχαναλυτικοί κριτι
κοί που εντόπισαν τις βαθιές ρίζες του βιβλίου στις βενετσιάνι-
κες αναδρομές του Μάρκο Πόλο, ως μια επιστροφή στα πρώτα
!7
αρχέτυπα της μνήμης* άλλοι μελετητές της δομικής σημειολο
γίας είπαν ότι είναι στο κεντρικότερο σημείο ταυ βιβλίου που
πρέπει να ψάξει κανείς: και βρήκαν μια εικόνα απουσίας, την
πόλη που ονομάζεται Βαυκίδα. Στο σημείο αυτό είναι φανερό
ότι η γνώμη του συγγραφέα περισσεύει: το βιβλίο, όπως έχω ε
ξηγήσει, φτιάχτηκε κάπως από μόνο του, και είναι μονάχα το υ-
πάρχον κείμενο αυτό που μπορεί να εγκρίνει ή να απορρίψει
αυτή ή εκείνη την ανάγνωση. Ως ένας απλός αναγνώστης, μπο
ρώ να πω ότι στο πέμπτο κεφάλαιο, που αναπτύσσει στην καρ
διά του βιβλίου ένα ελαφρύ θέμα που παραδόξως συνδέεται με
το θέμα πόλη, υπάρχουν μερικά κομμάτια που θεωρώ καλύτερα
από την άποψη της φαντασίας, και ίσως αυτές οι νηματοειδείς
μορφές («Λεπτές πόλεις» ή άλλες) να είναι η πιο φωτεινή ζώνη
του βιβλίου. Δεν θα μπορούσα να πω τίποτα περισσότερο.
ι8
I
Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι ο Κονμπλάι Χαν πι
στεύει όλα όσα τον λέει ο Μάρκο Πόλο όταν του περιγράφει τις
πόλεις που γνώρισε στις αποστολές του, αλλά σίγουρα ο αυτο-
κράτορας των Ταρτάρων συνεχίζει να ακούει τον νεαρό Βενετό
με μεγαλύτερη περιέργεια και προσοχή από όσο οποιονδήποτε
άλλον απεσταλμένο ή ανιχνευτή του. Στη ζωή των αυτοκρατό-
ρων υπάρχει πάντα μια στιγμή κατά την οποία την περηφάνια
για την κατάκτηση τόσων απέραντων εκτάσεων έρχεται να δια
δεχτεί η μελαγχολική και ανακουφιστική διαπίστωση ότι πολύ
σύντομα θα πάψουμε να θέλουμε να τις γνωρίσουμε και να τις
κατανοήσουμε■μια αίσθηση κενού μάς πλημμυρίζει τη νύχτα, μα
ζί με τη μυρωδιά που αναδίδουν οι ελέφαντες μετά τη βροχή και
η στάχτη του σανδαλόξυλου που κρυώνει στα μαγκάλια· μια αί
σθηση ιλίγγου κάνει να τρέμει ο πάπυρος με τα ποτάμια και τα
βουνά που εικονογραφούν την πυρρόξανθη καμπουρωτή ράχη
των επιπεδοσφαιρίων, και να τυλίγει το ένα μετά το άλλο σε ρο
λά τα μηνύματα που μας εξαγγέλλουν την κατάρρευση των τε
λευταίων εχθρικών στρατιών μετά από αλλεπάλληλες ήττες, και
να σπάει το βουλοκέρι από τις σφραγίδες παντελώς άγνωστων
βασιλιάδων που ικετεύουν να εξασφαλίσουν την προστασία των
προελαυνουσών στρατιών μας, προσφέροντας ως αντάλλαγμα ε
τήσιες εισφορές σε πολύτιμα μέταλλα, αργασμένα δέρματα, καύ-
21
καλα χελωνών: είναι η απελπισμένη στιγμή όποιου ανακαλύπτει
ότι τούτη η αυτοκρατορία, που μας φαινόταν η συνισταμένη ό
λων των θαυμάτων, δεν ήταν παρά μια διαλυμένη έκταση χωρίς
μορφή και τέλος, ότι η διαφθορά της έχει μετατραπεί πλέον σε έ
να καρκίνωμα από το οποίο δεν μπορεί να μας σώσει ούτε το
σκήπτρο μας, ότι ο θρίαμβος εναντίον κάθε αντίπαλου βασιλιά
μάς μετέτρεψε σε κληρονόμους της ατέρμονής καταστροφής τους.
Μονάχα στις αναφορές του Μάρκο Πόλο ο Κουμπλάι Χαν κα
τόρθωνε να διακρίνει, πίσω από τείχη και πύργους προορισμέ
νους να καταρρεύσουν, το φιλιγκράν ενός σχεδίου τόσο λεπτού,
ώστε να ξεφεύγει από το δάγκωμα των τερμιτών.
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι η μ ν ή μ η . 1.
24
^^φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ^
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι η ε π ιθ υ μ ία . 1.
25
ζωή που δεν θα μπορούσα να προσδοκώ. Στη συνέχεια, με το
πέρασμα των χρόνων, τα μάτια μου ξανάρχισαν να παρατη
ρούν την απεραντοσύνη της ερήμου και τους δρόμους των κα-
ραβανιών μα τώρα ξέρω πως αυτός είναι ένας μονάχα από
τους πολλούς δρόμους που ανοίγονταν μπροστά μου εκείνο το
πρωί στη Δωροθέα».
2 6
Ο ι πόλεις και η μνήμη. 3.
27
Από αυτό το κύμα των αναμνήσεων που πάει κι έρχεται, η
πόλη βρέχεται σαν σφουγγάρι και φουσκώνει. Μια περιγραφή
της Ζαΐρας όπως είναι σήμερα θα μπορούσε να περιλαμβάνει
όλο το παρελθόν της Ζαΐρας. Η πόλη όμως δεν φανερώνει το
παρελθόν της, το περιλαμβάνει όπως τις γραμμές ενός χεριού,
γραμμένο στις γωνίες των δρόμων, στις γρίλιες των παραθυ-
ριών, στις κουπαστές των κλιμακοστασίων, στις αντένες των α
λεξικέραυνων, στα κοντάρια των λαβάρων, το κάθε κομμάτι
χαραγμένο με τη σειρά του από γρατζουνίσματα, πριονίσματα,
εγκοπές, βίαια χτυπήματα.
2 8
Ο ι πόλεις και η επι9υμία. 2.
29
κακόβουλη και άλλοτε καλόβουλη, έχει η Αναστασία, πόλη
πλανεύτρα: αν δουλεύεις καθημερινά για ένα οκτάωρο ως κό-
πτης αχάτη όνυχα χρυσοπράσιου, ο μόχθος σου, που δίνει μορ
φή στην επιθυμία, παίρνει από την επιθυμία τη μορφή της, κι
εσύ νομίζεις ότι έχεις κατακτήσει την Αναστασία ενώ δεν είσαι
παρά ο σκλάβος της.
3ο
Οι πόλεις και τα σημάδια. 1.
3*
^φφφφφφφφφφφφφφφφφ^^φφφφφφφφφψφφφφφφφφφφφφφφφφφφψφφφφφφφφφφφψφ^^
32
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι η μ ν ή μ η . 4.
Πέρα από τους έξι ποταμούς και τις τρεις οροσειρές ορθώνεται
η Ζόρα, πόλη που όποιος είδε έστω και μία φορά δεν μπορεί
πλέον να ξεχάσει. Ό χι όμως επειδή αφήνει, όπως άλλες αξιο
μνημόνευτες πόλεις, αναμνήσεις που ξεφεύγουν από το συνη
θισμένο. Η Ζόρα έχει την ιδιότητα να μένει ζωντανή στη μνή
μη σημείο προς σημείο, στην ακολουθία των δρόμων, και στα
σπίτια κατά μήκος των δρόμων, και στις πόρτες και στα παρά
θυρα των σπιτιών, παρότι δεν έχει να επιδείξει σε αυτά ιδιαί
τερες και σπάνιες ομορφιές. Το μυστικό της είναι ο τρόπος με
τον οποίο το βλέμμα τρέχει πάνω σε μορφές που ακολουθούν
η μία την άλλη όπως σε μια μουσική παρτιτούρα, στην οποία
δεν μπορεί κανείς να αλλάξει ή να μετατοπίσει ούτε μία νότα.
Ο άνθρωπος που ξέρει απέξω πώς είναι φτιαγμένη η Ζόρα, ό
ταν δεν μπορεί να κοιμηθεί τη νύχτα, φαντάζεται τον εαυτό του
να περπατά στους δρόμους της και θυμάται τη σειρά με την ο
ποία διαδέχονται το ένα το άλλο το χάλκινο ρολόι, η ριγέ τέντα
του κουρέα, το σιντριβάνι με τους εννέα πίδακες, ο γυάλινος
πύργος του αστρονόμου, το κιόσκι του πωλητή καρπουζιών, το
άγαλμα του ερημίτη και του λιονταριού, το τούρκικο χαμάμ, το
καφενείο στη γωνία, η διαγώνιος που οδηγεί στο λιμάνι. Η πό
λη αυτή που δεν διαγράφεται από τη μνήμη είναι σαν μια πα
νοπλία ή ένα δίχτυ στις τρύπες του οποίου ο καθένας μπορεί να
33
τοποθετήσει τα πράγματα που θέλει να θυμάται: ονόματα επι
φανών ανδρών, αρετές, αριθμούς, ταξινομήσεις φυτών και ο
ρυκτών, ημερομηνίες μαχών, αστερισμούς, αποσπάσματα μιας
ομιλίας. Ανάμεσα σε κάθε έννοια και σε κάθε σημείο της δια
δρομής θα μπορέσει να ορίσει μια σχέση συγγένειας ή αντίθε
σης, ώστε να μπορεί να ανακαλεί άμεσα το καθετί στη μνήμη
του. Έτσι, οι πιο σοφοί άνθρωποι του κόσμου είναι εκείνοι που
γνωρίζουν από μνήμης τη Ζόρα.
Ματαίως όμως βάλθηκα να ταξιδεύω για να επισκεφτώ την
πόλη: αναγκασμένη να παραμένει αναλλοίωτη και ίδια με τον
εαυτό της για να τη θυμούνται καλύτερα, η Ζόρα μαράζωσε,
διαλύθηκε και εξαφανίστηκε. Η Γη την ξέχασε.
34
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι η ε π ιθ υ μ ία . 3.
Γ ? !ί4 » « ίίΓ »
35
ασκιά και δισάκια γεμάτα γλασαρισμένα φρούτα, μπουκάλια με
κρασί από χουρμάδες, φύλλα καπνού, και ήδη βλέπει τον εαυ
τό του επικεφαλής ενός μεγάλου καραβανιού που τον πηγαίνει
μακριά από την έρημο της θάλασσας, προς οάσεις με γλυκό νε
ρό στην οδοντωτή σκιά των φοινίκων, προς παλάτια με χο
ντρούς ασβεστωμένους τοίχους, με εσωτερικές αυλές από πλα
κάκια πάνω στα οποία χορεύουν ξυπόλυτες οι χορεύτριες, και
κουνάνε τα χέρια τους λίγο μέσα και λίγο έξω από το πέπλο.
Η κάθε πόλη παίρνει το σχήμα από την έρημο στην οποία α
ντιστέκεται* έτσι βλέπουν τη Δέσποινα, πόλη-σύνορο ανάμεσα
σε δύο ερήμους, ο καμηλιέρης και ο ναύτης.
36
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ α σ η μ ά δ ια . 2.
37
διαστάσεων να κάνει αέρα με τη βεντάλια της μέσα σ’ ένα βα
γόνι. Η μνήμη είναι στομφώδης: επαναλαμβάνει τα σημάδια ώ
στε η πόλη να αρχίσει να υπάρχει.
38
Ο ι λ ε π τ έ ς π ό λ ε ις . 1.
39
Σταλμένοι να επιθεωρήσουν τις μακρινές επαρχίες, οι μαντατο-
φόροι και οι εισπράκτορες τον Μεγάλου Χαν επέστρεφαν στην
ώρα τους στο παλάτι τον Κεμενφού και στους κήπους με τις μα-
νόλιες, στη σκιά των οποίων σεργιάνιζε ο Κονμπλάι ακούγοντας
τις μακροσκελείς αναφορές τους. Οι πρέσβεις ήταν Πέρσες Αρμέ
νιοι Σύριοι Κόππες Τονρκομάνου ο αυτοκράτορας όμως είναι ξέ
νος για τον καθένα από τους υπηκόους του και μονάχα μέσα α
πό ξένα μάτια και αυτιά η αυτοκρατορία μπορούσε να δηλώσει
την παρουσία της στον Κονμπλάι. Σε γλώσσες ακατανόητες για
τον Χαν, οι μαντατοφόροι έφερναν ειδήσεις κατανοητές μονάχα
σε γλώσσες ακατανόητες σε αυτούς: από αυτό το αδιαπέραστο η
χητικό φράγμα αναδύονταν τα ποσά των αυτοκρατορικών φό
ρων, τα ονόματα και τα πατρώνυμα των απολυμένων και αποκε
φαλισμένων υπαλλήλων, οι διαστάσεις των αρδευτικών καναλιών
που οι ισχνοί ποταμοί τροφοδοτούσαν σε περιόδους ξηρασίας.
Όταν όμως ερχόταν η σειρά του νεαρού Βενετού να δώσει την α
ναφορά του, μια διαφορετική επικοινωνία υπήρχε μεταξύ του
αυτοκράτορα και του ίδιου. Νεοφερμένος και ανίδεος όσον αφο
ρά τις γλώσσες της Ανατολής, ο Μάρκο Πόλο δεν μπορούσε πα
ρά να εκφράζεται με νεύματα, άλματα, φωνές που έδειχναν έκ
πληξη και φρίκη, με αλυχτήματα ή γρυλίσματα ζώων, ή με αντι
κείμενα που έβγαζε από τα δισάκια του: φτερά στρουθοκάμηλου,
4*
ιφ φφφφφφφ ί^ φ φ φίΦ φφφφφΙφφφφφφφφφφφφφφφφφφφΙΗ ΙφφφφφφφφφΙΙφφΗ
42
σκιαγραφήσει εκείνον τον τόπο. Κάθε νέο στοιχείο αποκτούσε
έννοια από εκείνο το έμβλημα και ταυτόχρονα πρόσθετε στο έμ
βλημα μια νέα έννοια. Ίσως η αυτοκρατορία, σκέφτηκε ο Κου-
μπλάι, να μην είναι τίποτε άλλο από έναν ζωδιακό κύκλο φαντα
σμάτων του νου.
«Τη μέρα που θα μάθω όλα τα εμβλήματα», ρώτησε τον Μάρ
κο, «θα καταφέρω επιτέλους να κάνω δική μου την αυτοκρατο
ρία μου;»
Και ο Βενετός: «Μεγαλειότατε, μην πιστέψεις ποτέ κάτι τέτοιο:
εκείνη τη μέρα θα έχεις γίνει εσύ ο ίδιος ένα έμβλημα μεταξύ των
εμβλημάτων».
43
II
«Οι άλλοι απεσταλμένοι με προειδοποιούν για λιμούς, δωρολη
ψίες, συνωμοσίες, ή με ενημερώνουν για κοιτάσματα με πέτρες
τιρκουάζ που μόλις ανακαλύφθηκαν, συμφέρουσες τιμές στις
γούνες μινκ, προτάσεις για προμήθειες με δαμασκηνουργημένες
λάμες. Ενώ εσύ;» ρώτησε τον Πόλο ο Μεγάλος Χαν. «Επιστρέ
φεις από χώρες εξίσου μακρινές και το μόνο που ξέρεις να μου
διηγείσαι είναι οι σκέψεις που κάνει όποιος κάθεται να δροσιστεί
στο κατώφλι του σπιτιού του το βράδυ. Σε τι λοιπόν σου χρησι
μεύουν τα τόσα ταξίδια;»
«Είναι βράδυ, καθόμαστε στα σκαλοπάτια του παλατιού σου,
φυσάει ένα ελαφρύ αεράκι», απάντησε ο Μάρκο Πόλο. «Όποια
χώρα κι αν σου φέρνουν στο μυαλό τα λόγια μου, θα τη δεις από
ένα παρατηρητήριο σαν το δικό σου, ακόμα κι αν στη θέση του
παλατιού θα υπάρχει ένα χωριό με σπίτια στηριγμένα σε πασσά
λους κι αν το αεράκι θα φέρνει τη μυρωδιά ενός ποταμίσιου
βούρκου».
«Το παραδέχομαι, το βλέμμα μου είναι του ανθρώπου που έ
χει πέσει σε βαθιά σκέψη. Αλλά το δικό σου; Εσύ διασχίζεις αρ-
χιπέλαγα, τούνδρες, οροσειρές, μα έχεις το βλέμμα του ανθρώ
που που δεν μετακινήθηκε ποτέ από εδώ».
Ο Βενετός ήξερε ότι, όταν ο Κουμπλάι τα ’β άζε μαζί του, το
’κάνε για να παρακολουθήσει καλύτερα την άκρη μιας σκέψης
του*και ότι οι απαντήσεις και οι αντιρρήσεις του εύρισκαν τη θέ-
47
φ4φ4φφφφφ*φ4***φφφφφ4*Φ4ΦιΗϊΦΜΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦφφφψφψφφφφφφφφφφφφφφ*
ση τους σε μια συζήτηση που είχε ήδη πάρει το δρόμο της μέσα
στο κεφάλι τον Μεγάλου Χαν. Με άλλα λόγια, μεταξύ τους δεν εί
χε διαφορά αν τα ερωτήματα και οι λύσεις λέγονταν μεγαλόφωνα
ή αν ο καθένας τους συνέχιζε να τις στριφογυρίζει στο νου τον
σιωπηλός. Πράγματι, έμεναν βουβοί, με μισόκλειστα μάτια, ξα
πλωμένοι σε μαξιλάρια, λικνιζόμενοι σε αιώρες, καπνίζοντας μα
κριές κεχριμπαρένιες πίπες.
Ο Μάρκο Πόλο φανταζόταν ότι απαντούσε (ή ο Κονμπλάι
Χαν φανταζόταν την απάντησή τον) πως όσο περισσότερο χανό
ταν σε άγνωστους μαχαλάδες μακρινών πόλεων, τόσο περισσότε
ρο καταλάβαινε τις άλλες πόλεις που είχε διασχίσει για να φτάσει
μέχρι εκεί, και ανέτρεχε πάλι στους ενδιάμεσους σταθμούς των
ταξιδιών τον, και μάθαινε να γνωρίζει από την αρχή το λιμάνι α
πό το οποίο είχε σαλπάρει, και τους οικείους τόπους των νεανι
κών τον χρόνων, και τις γειτονιές γύρω από το σπίτι τον, και μια
μικρή πλατεία στη Βενετία όπου έτρεχε σαν ήταν μικρό παιδί.
Στο σημείο αυτό ο Κονμπλάι Χ αν τον διέκοπτε ή φανταζόταν
πως τον διέκοπτε, ή ο Μάρκο Πόλο φανταζόταν πως τον διέκο
πτε, με μια ερώτηση σαν αυτή: «Μα προχωράς με το κεφάλι πά
ντα στραμμένο προς τα πίσω;» Ή: «Πώς συμβαίνει όλα όσα βλέ
πεις να βρίσκονται πάντα πίσω σου;» Ή ακόμα: «Το ταξίδι σου
ξετυλίγεται μονάχα στο παρελθόν;»
Όλα αυτά ώστε ο Μάρκο Πόλο να μπορέσει να εξηγήσει ή να
φανταστεί ότι εξηγεί ή να τον φαντάζεται κάποιος άλλος να εξη
γεί ή να κατορθώνει επιτέλους να εξηγεί στον εαυτό του ότι αυτό
που ο ίδιος αναζητούσε βρισκόταν πάντα μπροστά του και ότι, α
κόμα κι αν επρόκειτο για παρελθόν, ήταν ένα παρελθόν που άλ
λαζε όσο προχωρούσε σιγά σιγά στο ταξίδι του, γιατί το παρελθόν
του ταξιδιώτη αλλάζει ανάλογα με τη διαδρομή που έχει διανί'σει
- και δεν αναφερόμαστε στο πρόσφατο παρελθόν στο οποίο η κά
θε μέρα που περνάει προσθέτει μια μέρα, αλλά στο πιο μακρινό
48
ΦΦ Φ φΦ ΐφ ^ φ φ φ Φ Ι ^ ,φ φ φ Ι ι ϊ Φ ϊ ι φ φ φ φ φ ΙΜ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Λ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ *
49
Ο ι πόλεις και η μνήμη. 5.
5*
με το ίδιο όνομα, ότι γεννιούνται και πεθαίνουν χωρίς να γνω
ρίσει η μία την άλλη, χωρίς να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.
Μερικές μάλιστα φορές ακόμα και τα ονόματα των κατοίκων
παραμένουν ίδια, ακόμα και η προφορά των λέξεων, ακόμα
και οι γραμμές των προσώπων τους· αλλά οι θεοί που κατοι
κούν πίσω από τα ονόματα και πάνω από τους τόπους έφυγαν
χωρίς να πουν τίποτα, και στη θέση τους κούρνιασαν ξένοι θεοί.
Είναι μάταιο να αναρωτηθεί κανείς αν αυτοί είναι καλύτεροι ή
χειρότεροι από τους αρχαίους, αφού μεταξύ τους δεν υπάρχει
καμιά σχέση, έτσι όπως οι παλιές καρτποστάλ δεν απεικονί
ζουν τη Μαυριλία όπως ήταν αλλά μια άλλη πόλη που όλως
τυχαίως ονομαζόταν Μαυριλία σαν αυτή.
52
Οι πόλεις και η επιθυμία. 4.
53
βρουν τη θέση τους τόσο η μεγάλη πέτρινη Φεδώρα όσο και οι
μικρές Φεδώρες των γυάλινων σφαιρών. Οχι γιατί είναι όλες το
ίδιο πραγματικές αλλά γιατί είναι όλες υποθετικές. Η μία περι
κλείει μέσα της ό,τι γίνεται αποδεκτό ως αναγκαίο, ενώ δεν εί
ναι ακόμα· οι άλλες αυτό που φαντάζεται κανείς ως πιθανό και
μια στιγμή αργότερα δεν είναι πλέον.
54
Οι πόλεις και τα σημάδια. 3.
55
τορθώνοντας να ξεχωρίσει τα διάφορα σημάδια της πόλης, μπερ
δεύει ακόμα κι εκείνα που είχε ξεκάθαρα στο μυαλό του. Και
βγάζει το εξής συμπέρασμα: Αν η ίδια είναι σε κάθε στιγμή ο
εαυτός της, η πόλη της Ζωής είναι ο τόπος της αδιαίρετης ύπαρ
ξης. Γιατί όμως τότε να υπάρχει ως πόλη; Ποια γραμμή χωρί
ζει το μέσα από το έξω, το μουγκρητό της ρόδας από το ουρ
λιαχτό του λύκου;
56
4/4/φ4ΦΦΦ**+**11*Φ4*Φ**ΦΦΦΦ4***Φ4*ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΨ4Φ4ΦΦΦΦ*
Ο ι λ ε π τ έ ς π ό λ ε ις . 2.
Τώρα θα μιλήσω για την πόλη της Ζηνοβίας, που έχει το εξής
θαυμαστό χαρακτηριστικό: αν και χτισμένη σε στεγνό έδαφος,
υψώνεται ολόκληρη πάνω σε πανύψηλους πασσάλους, και τα
σπίτια είναι από μπαμπού και από τσίγκο, με πολλά χαγιάτια
και μπαλκόνια, χτισμένα σε διαφορετικό ύψος, πάνω σε ξύλι
να στηρίγματα φτιαγμένα έτσι ώστε το ένα να ξεπερνά το άλ
λο, και συνδέονται μεταξύ τους με ανεμόσκαλες και κρεμαστές
ράμπες και οδηγούν σε πανοραμικά σημεία σκεπασμένα από
κωνικές στέγες, βαρέλια με αποθηκευμένο νερό, περιστρεφό
μενους ανεμοδείκτες, προεξέχουσες τροχαλίες, αρμίδια και γε
ρανούς.
Ποια ανάγκη ή εντολή ή επιθυμία ώθησε τους ιδρυτές της
Ζηνοβίας να δώσουν τέτοια μορφή στην πόλη τους, κανείς δεν
θυμάται, γι’ αυτό και κανείς δεν μπορεί να πει αν η ανάγκη αυ
τή ικανοποιήθηκε από την πόλη έτσι όπως την κοιτάζουμε σή
μερα, που μεγάλωσε ίσως από επόμενες υπερκαλύψεις σε σχέ
ση με το πρώτο και ακατανόητο πλέον σχέδιο. Το σίγουρο πά
ντως είναι ότι όποιος κατοικεί στη Ζηνοβία και του ζητήσουν
να περιγράψει πώς εννοεί ο ίδιος την ευτυχισμένη ζωή, είναι
πάντα μια πόλη σαν τη Ζηνοβία που αυτός θα φανταστεί, με
τους πασσάλους της και τις αιωρούμενες σκάλες της, μια Ζη
νοβία ίσως εντελώς διαφορετική, με λάβαρα και κορδέλες να
57
ανεμίζσυν, αλλά πάντα ως συνέπεια ταυ συνδυασμού των στοι
χείων εκείνου του πρώτου μοντέλου.
Έχοντας πει αυτά, είναι μάταιο να ορίσουμε αν η Ζηνοβία
πρέπει να ταξινομηθεί ανάμεσα στις ευτυχισμένες ή τις δυστυ
χισμένες πόλεις. Δεν είναι σε αυτά τα δύο είδη που έχει νόημα
να χωρίζουμε τις πόλεις, μα σε άλλα δύο: εκείνες που συνεχί
ζουν μέσα από τα χρόνια και τις αλλαγές να δίνουν μορφή στις
επιθυμίες και εκείνες στις οποίες οι επιθυμίες είτε κατορθώ
νουν να αναιρέσουν την πόλη είτε να αναιρεθούν οι ίδιες.
5«
Οι πόλεις και οι ανταλλαγές. 1.
59
ρους, για ψώρες, για εραστές, για μάχες. Κι εσύ ξέρεις ότι στο
μακρύ ταξίδι που σε περιμένει, όταν για να μείνεις ξύπνιος στο
λίκνισμα της καμήλας ή της τζόγκας θα αρχίσεις να ξαναφέρ
νεις στο μυαλό σου όλες τις αναμνήσεις σου τη μία μετά την άλ
λη, ο λύκος σου θα έχει γίνει ένας άλλος λύκος, η αδελφή σου
μια διαφορετική αδελφή, η μάχη σου άλλες μάχες, καθώς θα ε
πιστρέφεις από την Ευφημία, την πόλη στην οποία οι άνθρω
ποι ανταλλάσσουν τις αναμνήσεις τους σε κάθε ηλιοστάσιο και
σε κάθε ισημερία.
6ο
... Νεοφερμένος και εντελώς ανίδεος όσον αφορά τις γλώσσες
της Ανατολής, ο Μάρκο Πόλο δεν μπορούσε να εκφραστεί παρά
βγάζοντας αντικείμενα από τις βαλίτσες του: ταμπούρλα, αλατι
σμένα ψάρια, κολιέ από δόντια φακόχοιρου, και επιδεικνύοντάς
τα με νεύματα, πηδήματα, κραυγές έκπληξης ή φρίκης, ή μιμού
μενος το αλύχτισμα του τσακαλιού και το γρούξιμο του μπούφου.
Δεν είναι πάντα σαφής στον αυτοκράτορα η σχέση που συν
δέει το ένα και το άλλο στοιχείο της αφήγησης■τα αντικείμενα
μπορεί να ήθελαν να πουν διαφορετικά πράγματα: μια φαρέτρα
γεμάτη βέλη άλλοτε ήθελε να πει έναν επικείμενο πόλεμο, άλλοτε
ότι υπήρχε πληθώρα κυνηγιού, ίσως όμως και το κατάστημα ενός
οπλοπώλη*μια κλεψύδρα μπορούσε να υποδεικνύει το χρόνο
που περνά ή που έχει περάσει, ή την άμμο, ή ένα εργαστήρι στο
οποίο κατασκευάζονται κλεψύδρες.
Αυτό όμως που έκανε την κάθε πληροφορία του άναρθρου
πληροφοριοδότη του να φαντάζει πολύτιμη στον Κουμπλάι, ή
ταν αυτό που την περιέβαλλε, ένα κενό που δεν το γέμιζαν οι λέ
ξεις. Οι περιγραφές των πόλεων που είχε επισκεφτεί ο Μάρκο
Πόλο είχαν το εξής χαρακτηριστικό: ότι μπορούσε κανείς να τρι
γυρίζει νοερά ανάμεσά τους, να χαθεί σε αυτές, να σταματήσει να
δροσιστεί ή να το βάλει στα πόδια τρέχοντας.
Με το πέρασμα του χρόνου, στις αφηγήσεις του Μάρκο οι λέ
ξεις άρχισαν να αντικαθιστούν τα αντικείμενα και τα νεύματα:
6ι
φ φ φ φ φ φ φ ΐ,φ φ φ ^ψ ^ψ φ φ φ ψ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ ίιί************
6 2
Ill
Ο Κουμπλάι Χαν είχε συνειδητοποιήσει ότι οι πόλεις του Μάρκο
Πόλο έμοιαζαν μεταξύ τους, λες και το πέρασμα από τη μια στην
άλλη δεν συνεπαγόταν ένα ταξίδι αλλά απλώς μια αλλαγή των
στοιχείων τους. Τώρα, από κάθε πόλη που ο Πόλο του περιέγρα
φε, το μυαλό του Μεγάλου Χαν ταξίδευε για δικό του λογαρια
σμό και, αφού αποδομούσε την πόλη κομμάτι κομμάτι, την ξα
νάχτιζε με έναν άλλο τρόπο, αντικαθιστώντας στοιχεία, μετακι
νώντας τα, αναστρέφοντάς τα.
Στο μεταξύ ο Μάρκο συνέχιζε να διηγείται το ταξίδι του αλλά
ο αυτοκράτορας δεν τον άκουγε πλέον, τον διέκοπτε:
«Από εδώ και στο εξής θα περιγράφω εγώ τις πόλεις κι εσύ θα
επαληθεύεις αν υπάρχουν κι αν είναι όπως τις σκέφτηκα εγώ. Θα
αρχίσω να σε ρωτώ για μια κλιμακωτή πόλη, εκτεθειμένη στο σι
ρόκο, σε έναν κόλπο που έχει σχήμα μισοφέγγαρου. Τώρα θα σου
πω μερικά από τα θαύματα που περιέχει: μια γυάλινη δεξαμενή
ψηλή όσο και ένας καθεδρικός ναός για να μπορεί κανείς να πα
ρακολουθεί το κολύμπι και το πέταγμα των χελιδονόψαρων και
να ερμηνεύει τους οιωνούς*μια χουρμαδιά που με τα φύλλα της
στον άνεμο παίζει άρπα· μια πλατεία που περιστοιχίζεται από έ
να μαρμάρινο τραπέζι σε σχήμα πέταλου, με το τραπεζομάντιλο
επίσης μαρμάρινο, στρωμένο με φαγητά και ποτά, όλα από μάρ
μαρο».
«Κύριε, ήσουν αφηρημένος. ΓΤ αυτήν ακριβώς την πόλη σού
μιλούσα όταν με διέκοψες».
65
5 - Οι αόρατες πόλεις
«Τη γνωρίζεις; Πού βρίσκεται; Ποιο είναι το όνομά της;»
«Δεν έχει όνομα, ούτε τόπο. Σου επαναλαμβάνω το λόγο για
τον οποίο σου την περιέγραφα: από τον αριθμό των πόλεων που
μπορεί κανείς να φανταστεί, πρέπει να αποκλείσουμε εκείνες των
οποίων τα στοιχεία αθροίζονται χωρίς να υπάρχει κάτι που να τα
συνδέει, χωρίς έναν εσωτερικό κανόνα, μια προοπτική, μια λογι
κή. Στις πόλεις είναι όπως στα όνειρα: ό,τι είναι δυνατό να φα
νταστεί κανείς μπορεί και να το ονειρευτεί, αλλά και το πιο ανα
πάντεχο όνειρο είναι ένας γρίφος που κρύβει μια επιθυμία, ή το
αντίστροφό της, μια φοβία. Οι πόλεις, όπως τα όνειρα, είναι χτι
σμένες με επιθυμίες και φοβίες, παρότι το νήμα που τις συνδέει εί
ναι μυστικό, οι κανόνες τους παράλογοι, οι προοπτικές παραπει
στικές, και κάθε πράγμα κρύβει ένα άλλο πράγμα».
«Εγώ δεν έχω επιθυμίες ούτε φοβίες», δήλωσε ο Χαν, «και τα
όνειρά μου γεννιούνται είτε από το μυαλό είτε από την τύχη».
«Μα και οι πόλεις νομίζουν ότι είναι έργο του μυαλού ή της
τύχης, αλλά ούτε το ένα ούτε η άλλη αρκούν να κρατήσουν όρ
θια τα τείχη τους. Α πό μια πόλη δεν απολαμβάνεις τα εφτά ή τα
τριάντα εφτά θαύματα, αλλά την απάντηση που δίνει σε κάποιο
ερώτημά σου».
«Ή το ερώτημα που σου θέτει αναγκάζοντάς σε να απαντή
σεις, όπως η Θήβα διά στόματος Σφιγγός».
66
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι η ε π ιθ υ μ ία . 5.
Από εκεί, μετά από έξι μέρες και εφτά νύχτες, ο άνθρωπος
φτάνει στη Ζοβεΐδα, πόλη λευκή, εκτεθειμένη ολόκληρη στο
φεγγάρι, με δρόμους που γυρίζουν γύρω από τον εαυτό τους
σαν σε κουβάρι. Για την ίδρυσή της διηγούνται τα εξής: άν
θρωποι από διαφορετικά έθνη είχαν το ίδιο όνειρο, είδαν μια
γυναίκα να τρέχει νυχτιάτικα σε μια άγνωστη πόλη, από πίσω,
με μακριά μαλλιά, γυμνή. Ονειρεύτηκαν πως την πήραν στο
κατόπι. Τρέχοντας γύρω γύρω, εν τέλει όλοι την έχασαν. Μετά
το όνειρο άρχισαν να ψάχνουν στην πόλη* δεν τη βρήκαν αλλά
βρέθηκαν μεταξύ τους* αποφάσισαν να χτίσουν μια πόλη όμοια
με αυτή του ονείρου τους. Στη διάταξη των δρόμων ο καθένας
επανέλαβε τη διαδρομή που είχε κάνει καταδιώκοντας τη γυ
ναίκα* στο σημείο όπου είχε χάσει τα ίχνη της φυγάδας διευθέ
τησε διαφορετικά από ό,τι στο όνειρο χώρους και τείχη, έτσι ώ
στε εκείνη να μην μπορεί να ξεφύγει.
Αυτή ήταν η πόλη της Ζοβεΐδας, στην οποία εγκαταστάθη
καν περιμένοντας ότι κάποια νύχτα θα επαναληφθεί η ίδια
σκηνή. Κανένας τους, ούτε στον ύπνο του ούτε στον ξύπνιο
του, είδε ποτέ ξανά τη γυναίκα. Οι δρόμοι της πόλης έγιναν οι
καθημερινοί δρόμοι της δουλειάς και δεν είχαν πλέον σχέση με
την ονειρική καταδίωξη. Η οποία άλλωστε είχε, εδώ και καιρό
πολύ, ξεχαστεί.
67
^φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ /^ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ ^φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ ^
68
\/φ φ φ φ φ φ φ §φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ ^
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ α σ η μ ά δ ια . 4.
69
νΦφφΦΦΦΦίϊΦϊνΦΦΦΦΪΦΛνΦΦΦΪϊνΦϊΨΦΦΦΦΦΦΦΦΦ***********************
70
Ο ι λ ε π τ έ ς π ό λ ε ις . 3.
7*
^φφφ^φφφφφφφφ4ΦΦ4^ίΦΦΦΦΦΦΦΦ4ΦΨΦΦΦΦ4ΦΨΦΦΦΦΨΦΦΦΨΦ€ΦΦΦ4Φ^ΦΦΦΦΦΦΦΦ€
72
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ι α ν τ α λ λ α γ έ ς . 2.
73
στοά για να προφυλαχθεί από τη βροχή, ή στριμώχνεται κάτω
από μια τέντα στο παζάρι, ή κοντοστέκεται για να ακούσει την
μπάντα στην πλατεία, πραγματοποιούνται συναντήσεις, απο
πλανήσεις, συνευρέσεις, όργια, χωρίς να ανταλλάζουν ο ένας
με τον άλλον έστω μία λέξη, χωρίς να αγγίζουν ο ένας τον άλ
λον έστω με το μικρό τους δάχτυλο, χωρίς να ανασηκώσουν έ
στω για λίγο το βλέμμα τους.
Μια δόνηση φιληδονίας ταρακσυνά συνεχώς τη Χλόη, την
πιο αγνή από όλες τις πόλεις. Αν οι άντρες και οι γυναίκες άρ
χιζαν να ζουν τα εφήμερα όνειρά τους, το κάθε φάντασμα θα
μετατρεπόταν σε ένα άτομο με το οποίο θα μπορούσε κανείς να
ξεκινήσει μια ιστορία καταδιώξεων, προσποιήσεων, παρεξηγή
σεων, συγκρούσεων, καταπιέσεων, και το γαϊτανάκι των φα
ντασιώσεων θα σταματούσε εκεί.
74
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ α μ ά τ ια . 1.
Γ ^ ΙΜ ««^
75
μαχαίρι στις μαύρες φλέβες ταυ λαιμού κάνοντας να πεταχτεί
όσο περισσότερο αίμα μπορούν, καθώς η λάμα γλιστράει όλο
και περισσότερο ανάμεσα στους τένοντες, δεν είναι τόσο το
ζευγάρωμα ή το σφάξιμο αυτό που τους ενδιαφέρει όσο το ζευ
γάρωμα ή το σφάξιμο των διαυγών και ψυχρών εικόνων τους
στον καθρέφτη.
Ο καθρέφτης άλλοτε μεγαλώνει την αξία των πραγμάτων
και άλλοτε την αρνείται. Ό σα πράγματα μοιάζουν να αξίζουν
πάνω από τον καθρέφτη δεν έχουν πάντα την ίδια αξία στο κα-
θρέφτισμά τους. Οι δύο δίδυμες πόλεις δεν είναι ίδιες, αφού
ό,τι υπάρχει ή συμβαίνει στη Βαλδράδα δεν είναι συμμετρικό:
σε κάθε πρόσωπο, σε κάθε χειρονομία, απαντούν από τον κα
θρέφτη σημείο προς σημείο ένα αντίστροφο πρόσωπο, μια α
ντίστροφη χειρονομία. Οι δύο Βαλδράδες ζουν η μία για την
άλλη, κοιτάζοντας η μια την άλλη συνεχώς στα μάτια αλλά χω
ρίς να αγαπιούνται.
7θ
Ο Μεγάλος Χαν ονειρεύτηκε μια πόλη: την περιγράφει στον
Μάρκο Πόλο:
«Το λιμάνι είναι εκτεθειμένο στο βορρά, στη σκιά. Οι αποβά
θρες είναι ψηλές πάνω από το μαύρο νερό που χτυπάει στα πλευ
ρά τους’ πέτρινα σκαλιά, γλιστερά από τα φύκια, κατεβαίνουν
μέσα στο νερό. Βάρκες πασαλειμμένες με κατράμι περιμένουν
στο αγκυροβόλιο εκείνους που είναι να φύγουν και καθυστερούν
στην προκυμαία για να πουν αντίο στις οικογένειες τους. Οι α
ποχαιρετισμοί γίνονται μέσα στη σιωπή αλλά με δάκρυα. Κάνει
κρύο’ όλοι έχουν καλυμμένο το κεφάλι τους. Το κάλεσμα του
βαρκάρη διακόπτει τα χασομέρια’ ο ταξιδιώτης κουλουριάζεται
στην πλώρη, απομακρύνεται κοιτάζοντας τη σύναξη αυτών που
μένουν’ ήδη δεν διακρίνονται οι γραμμές των προσώπων στην α
κτή’ έχει καταχνιά’ η βάρκα πλευρίζει ένα αγκυροβολημένο κα
ράβι- στη σκαλίτσα ανεβαίνει μια μικροσκοπική φιγούρα*εξαφα
νίζεται- ακούγεται να σηκώνεται η σκουριασμένη αλυσίδα που
γδέρνει τις επωτίδες. Λυτοί που έμειναν βγαίνουν στα πρανή πά
νω από τους βράχους του μόλου, για να ακολουθήσουν με το
βλέμμα το καράβι μέχρι αυτό να καβατζάρει το ακρωτήρι- κου
νάνε για τελευταία φορά ένα λευκό κουρέλι.
»Να αρχίσεις να ταξιδεύεις, να εξερευνήσεις όλες τις ακτές και
να βρεις αυτή την πόλη», λέει ο Χαν στον Μάρκο. «Ύστερα γύρνα
και πες μου αν το όνειρό μου αντιστοιχεί στην πραγματικότητα».
77
«Σνγχώρεσέ με, κύριε: δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αργά ή γρή
γορα θα φτάσω σ ’ εκείνο το μόλο», λέει ο Μάρκο, «αλλά δεν θα
επιστρέφω για να σου το αναφέρω. Η πόλη υπάρχει και έχει ένα
απλό μυστικό: γνωρίζει μόνο αναχωρήσεις και όχι επιστροφές».
IV
Με τα χείλη σφιγμένα στο κεχριμπαρένιο στόμιο της πίπας, τα γέ
νια πιεσμένα κάτω από το περιδέραιο από αμέθυστο, τα μεγάλα
δάχτυλα κυρτωμένα νευρικά μέσα στις μεταξωτές παντόφλες, ο
Κουμπλάι Χαν άκουγε τις αναφορές του Μάρκο Πόλο χωρίς να
ανασηκώνει ούτε ένα φρύδι. Ήταν μια από τις βραδιές στις οποίες
μια σκιά υποχονδρίας βάραινε την καρδιά του.
«Οι πόλεις σου δεν υπάρχουν. Ίσως να μην υπήρξαν ποτέ. Το
σίγουρο είναι ότι δεν Θα υπάρξουν ποτέ. Γιατί βαυκαλίζεσαι με
παρήγορα παραμύθια; Ξέρω καλά ότι η αυτοκρατορία μου σαπί
ζει σαν πτώμα σε βάλτο, η επαφή με το οποίο αρρωσταίνει τόσο
τα κοράκια που το τρυπάνε όσο και τα μπαμπού που μεγαλώ
νουν λιπασμένα από τα λύματά του. Γιατί δεν μου μιλάς γι ’αυτό;
Γιατί λες ψέματα στον αυτοκράτορα των Ταρτάρων, ξένε;»
Ο Πόλο ήξερε να σιγοντάρει τη μαύρη διάθεση του ηγεμόνα.
«Ναι, η αυτοκρατορία είναι άρρωστη και, το χειρότερο, προσπα
θεί να συνηθίσει τις πληγές της. Ο σκοπός των εξερευνήσεών μου
είναι αυτός: παρατηρώντας τα ίχνη ευτυχίας που ακόμα διακρί-
νονται, μετρώ τη σπανιότητά τους. Α ν Θέλεις να μάθεις πόσο
σκοτάδι έχεις γύρω σου, πρέπει να ακονίσεις το βλέμμα στα αδύ
ναμα μακρινά φώτα».
Άλλες φορές, αντίθετα, ο Χαν βρισκόταν υπό την επίδραση ξε
σπασμάτων χαράς. Ανακαθόταν στα μαξιλάρια, μετρούσε με με
γάλα βήματα τα απλωμένα κάτω από τα πόδια του χαλιά, έβγαι-
8ι
6 - Οι αόςατες πόλεις
νε στα καγκελωτά μπαλκόνια για να καθυποτάξει με βλέμμα Θο
λωμένο την έκταση των κήπων τον παλατιού που φωτίζονταν α
πό φανάρια κρεμασμένα στους κέδρους.
«Κι όμως εγώ ξέρω», έλεγε, «ότι η αυτοκρατορία μου είναι
φτιαγμένη από το υλικό των κρυστάλλων και κρατάει ενωμένα
τα μόριά της σύμφωνα με ένα αψεγάδιαστο σχέδιο. Καθώς τα
στοιχεία βρίσκονται σε αναβρασμό, ένα εξαίσιο και σκληρό δια
μάντι παίρνει μορφή, ένα τεράστιο διάφανο και πολύεδρο βουνό.
Γιατί οι ταξιδιωτικές σου εντυπώσεις σταματούν στα απογοητευ-
τικά φαινόμενα και δεν αντιλαμβάνονται αυτή την αδιάκοπη
διεργασία; Γιατί χάνεις το χρόνο σου σε ασήμαντες μελαγχολίες;
Γιατί κρύβεις από τον αυτοκράτορα τη μεγαλοσύνη του πεπρω
μένου του;»
Και ο Μάρκο: «Ενώ σε ένα σου νεύμα, μεγαλειότατε, η πρώτη
και μοναδική πόλη ορθώνει τα τείχη της ακηλίδωτη, εγώ μαζεύω
τις στάχτες των άλλων πιθανών πόλεων που εξαφανίζονται για
να αφήσουν ελεύθερο χώρο και δεν Θα μπορέσουν ποτέ πια να
χτιστούν και να χαραχτούν στη μνήμη μας. Μονάχα αν γνωρίσεις
το απομεινάρι δυστυχίας που καμιά πολύτιμη πέτρα δεν πρόκει
ται να απαλύνει, Θα μπορέσεις να υπολογίσεις το ακριβές βάρος
σε καράτια που πρέπει να έχει το τελικό διαμάντι, κι έτσι δεν Θα
κάνεις από την αρχή λάθος στους υπολογισμούς σου».
8 2
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ α σ η μ ά δ ια . 5.
Κανείς δεν ξέρει καλύτερα από σένα, σοφέ Κουμπλάι, ότι πο
τέ δεν πρέπει να μπερδεύουμε μια πόλη με την περιγραφή της.
Κι όμως, ανάμεσα στη μία και την άλλη, υπάρχει μια σχέση. Αν
σου περιγράφω την Ολιβία, πόλη πλούσια σε προϊόντα και
κέρδη, για να δείξω την ευμάρειά της δεν έχω άλλο τρόπο από
το να μιλήσω για χρυσοστόλιστα παλάτια, για μαξιλάρια με κρόσ
σια στα περβάζια των δίλοβων παραθυριων* πίσω από το κα
φασωτό ενός πάτιο ένας περιστρεφόμενος πίδακας ραντίζει
ένα λιβάδι στο οποίο ένα λευκό παγόνι ανοίγει την ουρά του.
Από αυτή μου όμως την αφήγηση εσύ αμέσως καταλαβαίνεις
ότι η Ολιβία είναι τυλιγμένη σε ένα νέφος καπνιάς και λίγδας
που κολλάει στους τοίχους των σπιτιων* ότι στο στριμωξίδι των
δρόμων τα ρυμουλκά που κάνουν μανούβρες συνθλίβουν τους
πεζούς στους τοίχους. Αν χρειαστεί να σου μιλήσω για τη φι-
λοπονία των κατοίκων, θα περιγράφω τα καταστήματα των σα
μαράδων που μυρίζουν δέρμα, τις γυναίκες που φλυαρούν πλέ
κοντας χαλιά από ίνες ραφίας, τα κρεμαστά κανάλια που με
τους καταρράκτες τους δίνουν κίνηση στα φτερά των μύλων: η
εικόνα όμως που οι λέξεις αυτές αναδίδουν στη φωτισμένη σου
συνείδηση είναι η κίνηση που οδηγεί τον εκτονωτήρα στα δό
ντια του εκγλύφανου, κίνηση που επαναλαμβάνεται χιλιάδες
φορές από χιλιάδες χέρια στον προκαθορισμένο για τις βάρ-
»3
φφφφφφφφφφφψφφφφφφφφφφφφφφ4φφφ4φψφ4φφφφφφφφφφφφφφψφψ
84
1
ί/ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ Λ ^ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ ^
Ο ι λ ε π τ έ ς π ό λ ε ις . 4.
85
σμένο τρενάκι, και αρχίζει να μετρά πόσους μήνες, πόσες μέ
ρες θα πρέπει να περιμένει πριν επιστρέφει το καραβάνι και
ξαναρχίσει να κυλά ολοκληρωμένη η ζωή.
86
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ι α ν τ α λ λ α γ έ ς . 3.
87
ματα* η ποικιλία εξασφαλίζεται από τις πολλαπλές ευθύνες,
και στο διάστημα μιας ζωής σπανίως κάποιος επιστρέφει σε έ
να επάγγελμα που κάποτε ήταν ξανά δικό του.
Έτσι η πόλη επαναλαμβάνει ίδια και απαράλλακτη τη ζωή
της μετακινούμενη πάνω και κάτω στην άδεια σκακιέρα της. Οι
κάτοικοι καταλήγουν να παίζουν τις ίδιες σκηνές με διαφορετι
κούς ηθοποιούς* επαναλαμβάνουν τα ίδια λόγια με ποικιλότρο-
πους συνδυαζόμενους τόνους* ανοίγουν τα στόματά τους με τα
ίδια χασμουρητά. Μόνη ανάμεσα σε όλες τις πόλεις της αυτο
κρατορίας, η Ευτροπία παραμένει ολόιδια με τον εαυτό της. Εί
ναι ο Ερμής, ο θεός των άστατων, στον οποίο η πόλη είναι α
φιερωμένη, αυτός που έκανε τούτο το διφορούμενο θαύμα.
88
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ α μ ά τ ια . 2.
»9
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ ο ό ν ο μ α . 1.
9ο
νιας πιστός σε όσα είδα και βίωσα προσωπικώς, θα πρέπει να
σσυ πω ότι είναι μια πόλη ξεθωριασμένη, χωρίς χαρακτήρα,
χτισμένη χωρίς σχέδιο. Ούτε αυτό όμως ισχύει: κάποιες ώρες,
σε κάποια κομμάτια του δρόμου, βλέπεις να φανερώνεται μπρο
στά σου η υποψία για κάτι το μοναδικό, το σπάνιο, ίσως και εκ
πληκτικό· θα ήθελες να πεις τι είναι, αλλά ό,τι έχει λεχθεί μέχρι
σήμερα για την Αγλαύρα σού φυλακίζει τις λέξεις και σε ανα
γκάζει να ξαναπείς αντί να πεις.
Γι’ αυτό οι κάτοικοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ζουν σε
μια Αγλαύρα που μεγαλώνει μονάχα στο όνομα Αγλαύρα και
δεν λαβαίνουν υπόψη τους την Αγλαύρα που μεγαλώνει στη
γη. Ακόμα κι εγώ, που θα ήθελα να κρατήσω διαφοροποιημέ
νες στη μνήμη μου τις δύο πόλεις, αναγκάζομαι να σου μιλήσω
για τη μία, αφού η ανάμνηση της άλλης, μην έχοντας λέξεις για
να την αδράξω, έχει χαθεί.
9*
«Από εδώ και στο εξής θα είμαι εγώ αυτός που θα περιγράφει τις
πό}£ΐς», είχε πει ο Χαν. «Εσύ, στα ταξίδια σου, θα επαληθεύεις
αν πράγματι υπάρχουν».
Αλλά οι πόλεις που επισκεπτόταν ο Μάρκο Πόλο ήταν πάντα
διαφορετικές από εκείνες που φανταζόταν ο αυτοκράτορας.
«Κι όμως εγώ έχτισα στο μυαλό μου ένα πρότυπο πόλης από
το οποίο μπορούν να προκόψουν όλες οι πιθανές πόλεις», είπε ο
Κουμπλάι. «Το πρότυπο αυτό περιέχει μέσα του όλα όσα αντι
στοιχούν στον κανόνα. Κι επειδή οι υπαρκτές πόλεις απομακρύ
νονται από τον κανόνα, η καθεμία σε διαφορετικό βαθμό, αρκεί
να προβλέψω τις εξαιρέσεις του κανόνα και να υπολογίσω τους
πιθανότερους συνδυασμούς τους».
«Σκέφτηκα κι εγώ ένα πρότυπο πόλης από το οποίο μπορώ να
αντλήσω όλες τις άλλες», απάντησε ο Μάρκο. «Είναι μια πόλη
φτιαγμένη μονάχα από εξαιρέσεις, αποκλίσεις, αντιφάσεις, ανα
κολουθίες, παραξενιές. Α ν μια τέτοια πόλη είναι ό,τι πιο παρά
λογο υπάρχει, μόλις μειώσουμε τον αριθμό των ανώμαλων στοι
χείων, θα αυξηθούν οι πιθανότητες η πόλη αυτή να υπάρχει αλη
θινά. Αρκεί επομένως να αφαιρέσω κάποιες εξαιρέσεις από το
πρότυπό μου ώστε, με οποιοδήποτε τρόπο και αν προχωρήσω, να
βρω μπροστά μου μια από τις πόλεις που, μολονότι λειτουργούν
κι αυτές ως εξαιρέσεις, υπάρχουν αληθινά. Δεν μπορώ όμως να
93
ωθήσω αυτή μου την πράξη πέρα από κάποια όρια: θα εύρισκα
μπροστά μου πόλεις υπερβολικά αληθοφανείς για να είναι αλη
θινές».
94
V
Από τον ψηλότερο εξώστη τον παλατιού ο Μεγάλος Χαν κοιτά
ζει την αυτοκρατορία του να μεγαλώνει. Κάποτε ήταν η γραμμή
των συνόρων αυτή που όιενρυνόταν ενσωματώνοντας τα κατα-
κτημένα εδάφη, αλλά τα στρατιωτικά συντάγματα, στην προέλα
σή τους, συναντούσαν μισοέρημες εκτάσεις, φτωχικά καλυβοχώ
ρια, βάλτους στους οποίους μεγάλωνε δύσκολα το ρύζι, πληθυ
σμούς αδύναμους, ξεροπόταμα, καλαμιές. «Ήρθε ο καιρός η αυ
τοκρατορία μου, που ήδη μεγάλωσε υπερβολικά προς τα έξω»,
σκεφτόταν ο Χαν, «να αρχίσει να μεγαλώνει και προς τα μέσα»,
και ονειρευόταν δάση από ώριμες ροδιές με καρπούς που σκάνε
τη φλούδα τους, ροδαλά ζεμπού στη σούβλα και λαρδιά που στά
ζουν τους χυμούς τους, μεταλλοφόρες φλέβες που φέρνουν στην
επιφάνεια μια σειρά από λαμπερά ψήγματα.
Εποχές παχιών αγελάδων ξεχείλισαν τώρα τους σιτοβολώνες.
Τα φουσκωμένα ποτάμια παρέσυραν τα δάση των ξύλινων υπο
στυλωμάτων που σκοπό είχαν να στηρίξουν τις μπρούντζινες σκε
πές ναών και παλατιών. Καραβάνια σκλάβων μετατόπισαν βου
νά σερπεντινομάρμαρου και τα έφεραν στην ενδοχώρα. Ο Μεγά
λος Χαν παρατηρεί μια αυτοκρατορία καλυμμένη από πόλεις
που πιέζουν με το βάρος τους τη γη και τους ανθρώπους, μια αυ
τοκρατορία πνιγμένη στα πλούτη και στην κυκλοφοριακή συμ
φόρηση, κατάφορτη από διακοσμήσεις και καθήκοντα, πολύ-
97
7 - Οι αόρατες ,τόλεις
4 4 4 4 4 4
ν ΦΦΦΦΦ ΦΦψ φφφφφφφΦ Φ Η Μ νφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ*φφφφφφ *
98
* Μ * * * * ***Φ ηΜ Φ Μ **Φ Φ Λ*+Φ **Φ Η ^Φ Φ *Ψ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ *Φ ****Φ **++*Φ Φ ΛΦ Φ *
Ο ι λ ε π τ έ ς π ό λ ε ις . 5.
99
,φΦΦίμ^φΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΨΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ^ΦΦΨΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ^,
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ι α ν τ α λ λ α γ έ ς . 4.
ιοο
¡ΙφΦΦΦΦΦΦΦ^^ ^^^ιφφφψϊιφΙφφφίΜφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφϊ
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ α μ ά τ ια . 3.
ιο ί
**ΦΦ4**#ΦΦΦΦΦΦΦΦ****Φ4ΦΦΦ4*ΦΦ4*ΦΦΦ*ΦΦ4ΦΦΦΦΦΦΦ4*ΦΦΦ4*ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΛ'
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ ο ό ν ο μ α . 2.
102
κογένειας, καβγαδίζουν εύκολα, μπορούν όμως και να ζήσαυν
μονιασμένοι για χρόνια* βλέποντας τους έτσι, στη σειρά, δύσκο
λα διακρίνεις ποιος είναι ο ένας και ποιος ο άλλος. Οι Λάρητες
είδαν να περνάνε μέσα από τα τείχη τους Πενάτες με τις πιο
διαφορετικές προελεύσεις και συνήθειες* και οι Πενάτες ανα
γκάζονται να μοιράζονται πλάι πλάι το χώρο στριμωγμένοι με
σοβαροφανείς Λάρητες περίφημων ξεπεσμένων μεγάρων, ή με
οξύθυμους και δύσπιστους Λάρητες τενεκεδένιων καλυβιών.
Ο αληθινός χαρακτήρας της Λεάνδρας γίνεται θέμα ατέρμο-
νων συζητήσεων. Οι Πενάτες πιστεύουν ότι είναι αυτοί η ψυχή
της πόλης, ακόμα κι αν έφτασαν την προηγούμενη χρονιά, κι ό
τι παίρνουν μαζί τους τη Λεάνδρα κάθε φορά που μεταναστεύ
ουν. Οι Λάρητες θεωρούν τους Πενάτες προσωρινούς, ενοχλη
τικούς, φορτικούς φιλοξενούμενους* η αληθινή Λεάνδρα είναι
η δική τους, που δίνει μορφή σε οτιδήποτε αυτή περιλαμβάνει,
η Λεάνδρα που υπήρχε πριν όλοι αυτοί οι παρείσακτοι έρθουν,
και θα υπάρχει όταν όλοι αυτοί θα έχουν φύγει.
Κοινό έχουν το εξής: πως για ό,τι συμβαίνει στην οικογένεια
και στην πόλη έχουν πάντα να πουν το δικό τους, οι Πενάτες α
νακατεύοντας τους γέρους, τους προπάππους, τις θείες των θείων,
την οικογένεια του παρελθόντος, οι Λάρητες το περιβάλλον ό
πως ήταν πριν καταστραφεί. Δεν είναι όμως βέβαιο ότι ζούνε
μονάχα με αναμνήσεις: ονειροπολούν κάνοντας σχέδια για το
τι καριέρα θα κάνουν τα παιδιά σαν μεγαλώσουν (οι Πενάτες),
ή φαντάζονται τι θα μπορούσε να γίνει εκείνο το σπίτι ή εκείνη
η περιοχή αν βρίσκονταν σε καλά χέρια (οι Λάρητες). Αν στή
σεις αυτί, ειδικά τη νύχτα, στα σπίτια της Λεάνδρας, θα τους α
κούσεις να μουρμουρίζουν, να πατάνε τις φωνές ο ένας στον
άλλο, να πειράζονται, να ξεφυσάνε, να γελάνε ειρωνικά.
103
^φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφψφφφφφ^
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ι ν ε κ ρ ο ί. 1.
105
Ο Μάρκο Πόλο περιγράφει μια γέφυρα, πέτρα την πέτρα.
«Μα ποια είναι η πέτρα που στηρίζει τη γέφυρα;» ρωτάει ο
Κουμπλάι Χαν.
«Η γέφυρα δεν στηρίζεται σ' αυτή ή σ' εκείνη την πέτρα», α
παντάει ο Μάρκο, «αλλά στη γραμμή του τόξου που σχηματίζουν
όλες μαζί».
Ο Κουμπλάι Χαν μένει σιωπηλός και σκέφτεται. Ύστερα προ
σθέτει: «Γιατί μου μιλάς για πέτρες; Εμένα, μονάχα το τόξο με εν
διαφέρει».
Ο Πόλο απαντάει; «Χωρίς πέτρες δεν υπάρχει τόξο».
\οη
VI
«Έτνχε ποτέ να δεις μια πόλη που να μοιάζει με αυτή;» ρωτούσε
ο Κουμπλάι τον Μάρκο Πόλο βγάζοντας το γεμάτο δαχτνλίδια
χέρι έξω από το μεταξωτό κουβούκλιο του αυτοκρατορικού βου-
κένταυρου για να δείξει τις γέφυρες που κυρτώνουν πάνω από
τα κανάλια, τα πριγκιπικά παλάτια με τα μαρμάρινα κατώφλια
που βυθίζονται στο νερό, το πηγαινέλα των ελαφρών πλεούμε
νων που σεργιανάνε σε τεθλασμένες γραμμές σπρωγμένα από μα
κριά κουπιά, τις φορτηγίδες που ξεφορτώνουν καλάθια με ζαρ
ζαβατικά στις πλατείες των αγορών, τα μπαλκόνια, τις αλτάνες,
τους τρούλους, τα καμπαναριά, τους κήπους των νησιών που
πρασινίζουν στο γκρίζο της λιμνοθάλασσας.
Ο αυτοκράτορας, συνοδευόμενος από τον ξένο αξιωματούχο
του, επισκεπτόταν την Κινσάι, αρχαία πρωτεύουσα εκθρονισμέ
νων δυναστειών, τελευταία πέρλα της κορόνας του Μεγάλου
Χαν.
«Όχι, κύριε», απάντησε ο Μάρκο, «ποτέ δεν θα φανταζόμου
να ότι υπάρχει μια πόλη σαν κι αυτή».
Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να διαβάσει τα μάτια του. Ο ξέ
νος χαμήλωσε το βλέμμα. Ο Κουμπλάι έμεινε σιωπηλός όλη την
υπόλοιπη μέρα.
Μετά το δειλινό, στις ταράτσες του παλατιού, ο Μάρκο Πόλο
εξέθετε στον άρχοντα τα αποτελέσματα των αποστολών του. Ο
Μεγάλος Χαν συνήθιζε να τελειώνει τις βραδιές του απολαμβά-
111
1^φφφφφφΦ4ΙφφφφφφφφφφφΐΗΙψφφ4Φ4Ιφφψφφφ4* ν 4*ΐΜ*****ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΨΦ€
112
κλαση τον αρχαίου παλατιού τωνΣουνγκ θρυμματίζεται σε σπιν-
θηροβόλες ανταύγειες θυμίζοντας φύλλα που επιπλέουν.
«Οι εικόνες της μνήμης, μόλις σταθεροποιηθούν με λέξεις, σβή
νονται», είπε ο Πόλο. «Ίσως να φοβάμαι ότι θα χάσω μονομιάς ό
λη τη Βενετία αν μιλήσω γι’ αυτήν. Ή ίσως, μιλώντας για άλλες
πόλεις, να την έχω ήδη σιγά σιγά χάσει».
“ 3
4 4
% ***+ *Φ ++++++++ΦΦ**ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ **********
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι α ν τ α λ λ α γ έ ς . 5.
Στη Σμαραγδίνα, πόλη του νερού, ένα πλέγμα από κανάλια και
ένα πλέγμα από δρόμους επικαλύπτονται και διασταυρώνο
νται μεταξύ τους. Για να πας από το ένα μέρος στο άλλο έχεις
πάντα να επιλέξεις μεταξύ μιας στεριανής διαδρομής και μιας
διαδρομής με βάρκα: και επειδή η πιο σύντομη γραμμή ανάμε
σα σε δύο σημεία στη Σμαραγδίνα δεν είναι μια ευθεία αλλά έ
να ζικ ζακ που διακλαδώνεται σε ελικοειδείς παραλλαγές, οι
δρόμοι που έχει να διαλέξει ο κάθε οδοιπόρος δεν είναι μονά
χα δύο αλλά πολλοί, και αυξάνονται ακόμα περισσότερο για ό
ποιον εναλλάσσει διαπορθμεύσεις με βάρκα και μετεπιβιβάσεις
στο έδαφος.
Έτσι οι κάτοικοι της Σμαραγδίνας δεν βαριούνται να δια
σχίζουν κάθε μέρα τους ίδιους δρόμους. Και δεν είναι μόνο αυ
τό: το δίχτυ των περασμάτων δεν καλύπτει μόνο ένα στρώμα
αλλά ακολουθεί τα κλιμακοστάσια που ανεβοκατεβαίνουν, τις
γαλαρίες, τις σαμαρωτές γέφυρες, τους κρεμαστούς δρόμους. Συν
δυάζοντας κομμάτια διαφορετικών δρόμων που είναι υπερυ
ψωμένοι ή βρίσκονται στην επιφάνεια, ο κάθε κάτοικος μπορεί
κάθε μέρα να διασκεδάζει κάνοντας μια νέα διαδρομή για να
πάει στα ίδια μέρη. Οι πιο συνηθισμένες και ήσυχες ζωές στη
Σμαραγδίνα περνάνε χωρίς επαναλήψεις.
Μεγαλύτερους περιορισμούς έχουν, εδώ όπως αλλού, οι μυ
“ 5
ιφφφφφφφϊφ φ Ιφ φ ίνΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ
ιι6
¡ΡφΙφφφφφφφφφφφφφφΙφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ,Μ φφφφΜ
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ α μ ά τ ια . 4.
"7
πας από τον ένα δρόμο στον άλλο, ξεχωρίζεις τις ηλιόλουστες
από τις σκιερές περιοχές, εδώ μια πόρτα, εκεί μια σκάλα, ένα
παγκάκι όπου μπορείς να αποθέσεις το καλάθι, ένα χαντάκι
στο οποίο αν δεν προσέξεις μπορεί να σκοντάψεις το πόδι σου.
Όλη η υπόλοιπη πόλη είναι αόρατη. Η Φιλίδα γίνεται ένας χώ
ρος στον οποίο χαράζονται διαδρομές ανάμεσα σε σημεία που
αιωρούνται στο κενό, ο πιο σύντομος δρόμος για να φτάσεις
στην τέντα εκείνου του εμπόρου αποφεύγοντας την πόρτα ε
κείνου του δανειστή. Τα βήματά σου κυνηγάνε αυτό που δεν
βρίσκεται έξω από το οπτικό σου πεδίο αλλά μέσα, θαμμένο
και σβησμένο: αν ανάμεσα σε δύο υπόστεγα το ένα εξακολου
θεί να σου φαίνεται περισσότερο χαρούμενο, είναι επειδή πριν
από τριάντα χρόνια περνούσε από εκεί μια κοπέλα με φαρδιά
κεντημένα μανίκια ή επειδή σε μια συγκεκριμένη ώρα λούζεται
στο φως, όπως εκείνο το άλλο υπόστεγο το οποίο δεν θυμάσαι
πλέον που βρισκόταν.
Εκατομμύρια βλέμματα ορθώνονται πάνω σε παράθυρα, γέ
φυρες, φυτά κάππαρης, κι είναι σαν να διατρέχουν μια λευκή
σελίδα. Πολλές είναι οι πόλεις σαν τη Φιλίδα που ξεφεύγουν
από το βλέμμα σου, εκτός κι αν μπορέσεις να τις αιφνιδιάσεις.
ιι8
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ ο ό ν ο μ α . 3.
Για καιρό πολύ η Πίρρα ήταν για μένα μια οχυρωμένη πόλη
στις πλαγιές ενός κόλπου, με ψηλά παράθυρα και πύργους,
κλειστή σαν κύπελλο, με μια βαθιά σαν πηγάδι πλατεία στο κέ
ντρο της και ένα πηγάδι στο κέντρο της πλατείας. Δεν την είχα
δει ποτέ. Ήταν μια από τις πολλές εκείνες πόλεις στις οποίες
δεν έφτασα ποτέ, και τις οποίες φαντάζομαι μονάχα μέσα από
το όνομά τους: Ευφρασία, Οδίλη, Μαργάρα, Γετουλία. Η Πίρ
ρα είχε τη δική της θέση ανάμεσά τους, διαφορετική από όλες
τις άλλες, αφού η καθεμία είναι ξεχωριστή στα μάτια του μυα
λού μου.
Ήρθε όμως η μέρα όπου τα ταξίδια μου με έφεραν στην Πίρ
ρα. Μόλις πάτησα το πόδι μου εκεί, όλα όσα φανταζόμουνα ξε-
χάστηκαν η Πίρρα είχε μετατραπεί σε αυτό που είναι η Πίρρα*
κι εγώ πίστεψα πως ήξερα από πάντα ότι η θάλασσα δεν είναι
ορατή από την πόλη, έτσι όπως κρύβεται πίσω από έναν αμ
μόλοφο της χαμηλής και οφιοειδούς ακτής* ότι οι δρόμοι τρέ
χουν μακρείς και ίσιοι· ότι τα χαμηλά της σπίτια είναι χτισμένα
κατά ομάδες και χωρίζονται κατά διαστήματα από αποθήκες
ξυλείας και πριονιστήρια* ότι ο άνεμος κινεί τα φτερά των υ
δραυλικών αντλιών. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, το όνομα
Πίρρα φέρνει στο νου μου αυτή τη θέα, αυτό το φως, αυτό το
θόρυβο, αυτό τον αέρα στον οποίο πετά μια κίτρινη σκόνη: εί
«9
ναι σαφές τι σημαίνει και δεν θα μπορούσε να σημαίνει τίποτε
άλλο πέρα από αυτό.
Το μυαλό μου συνεχίζει να περιλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό
πόλεων που δεν είδα και που δεν θα δω, ονόματα που φέρνουν
μαζί τους μια μορφή ή ένα τμήμα ή το λαμπύρισμα μιας μορ
φής που φαντάστηκα: Γετουλία, Οδίλη, Ευφρασία, Μαργάρα.
Αλλά και η χτισμένη ψηλά στον κόλπο πόλη είναι πάντα εκεί,
με την κλειστή πλατεία της γύρω από ένα πηγάδι, όμως δεν
μπορώ πλέον να τη φωνάζω με ένα όνομα, ούτε να θυμάμαι
πώς θα μπορούσα να της δώσω ένα όνομα που να σημαίνει κά
τι εντελώς διαφορετικό.
120
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ι ν ε κ ρ ο ί. 2.
Ποτέ, στα ταξίδια μου, δεν είχα φτάσει μέχρι την Αδέλμα. Ή
ταν δειλινό όταν ξεμπάρκαρα. Ο ναυτικός στην προβλήτα, που
άρπαξε στον αέρα το σκοινί και το έδεσε στη δέστρα, έμοιαζε
με κάποιον που είχε κάνει μαζί μου στρατιώτης και που είχε
πια πεθάνει. Ήταν η ώρα που αγόραζες ψάρια στη χοντρική.
Ένας γέρος φόρτωνε ένα καλάθι με αχινούς πάνω σε ένα κά
ρο* είχα την εντύπωση πως τον γνώριζα* όταν γύρισα το κεφά
λι μου, είχε εξαφανιστεί σε ένα στενοσόκακο, αλλά κατάλαβα
πως έμοιαζε με έναν ψαρά που ήταν ήδη γέρος όταν εγώ ήμουν
μικρός, δεν ήταν δυνατόν να κυκλοφορεί ακόμη ανάμεσα στους
ζωντανούς. Η θέα ενός άρρωστου από πυρετό που καθόταν ζα
ρωμένος καταγής με μια κουβέρτα στο κεφάλι με τάραξε: λίγες
μέρες πριν πεθάνει, ο πατέρας μου είχε κίτρινα μάτια και βρό
μικα γένια όπως αυτός ο άγνωστος. Έστρεψα αλλού το βλέμμα
μου* δεν τολμούσα πλέον να κοιτάξω κανέναν κατάματα.
Σκέφτηκα: «Αν η Αδέλμα είναι μια πόλη που βλέπω στα ό
νειρά μου, στην οποία δεν συναντάει κανείς παρά νεκρούς, το
όνειρο με φοβίζει. Αν η Αδέλμα είναι μια αληθινή πόλη, που
κατοικείται από ζωντανούς, θα είναι αρκετό να συνεχίσω να
τους παρατηρώ ώστε οι ομοιότητες να διαλυθούν και να εμφα-
121
φφφφφφ φφφφφφφφ φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ^,
122
φτάνει κανείς όταν πεθαίνει και στην οποία ξαναβρίσκει τα ά
τομα που είχε γνωρίσει. Αυτό σημαίνει πως έχω πεθάνει κι ε
γώ». Σκέφτηκα επίσης: «Σημαίνει ακόμα πως στο υπερπέραν
δεν υπάρχει ευτυχία».
123
,φ φ φ φ φ ίμ ί ψ ϊ , φ φ ^ ^ φ φ φ ψ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ ψ ί Η μ φ φ ψ φ Ι φ ψ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ο υ ρ α ν ό ς . 1.
124
Είναι εύκολο να χαθείς στην Ευδοξία: όταν όμως συγκε
ντρωθείς και παρατηρήσεις καλά το χαλί, αναγνωρίζεις το δρό
μο που έψαχνες σε μια κρεμεζιά ή λουλακιά ή κόκκινη του α
μάραντου κλωστή η οποία, αφού κάνει έναν μεγάλο γύρο, σε
βάζει σε έναν περίβολο πορφυρού χρώματος που για σένα εί
ναι και το αληθινό τερματικό σημείο. Ο κάθε κάτοικος της Ευ
δοξίας παραβάλλει στην ακίνητη τάξη του χαλιού μια δική του
εικόνα της πόλης, μια δική του αγωνία, και ο καθένας μπορεί
να βρει κρυμμένη ανάμεσα στα αραβουργήματα μια απάντηση,
την αφήγηση της ζωής του, τις μεταστροφές του πεπρωμένου.
Ρώτησαν ένα μαντείο για τη μυστηριώδη αυτή σχέση δύο τό
σο διαφορετικών πραγμάτων όπως είναι το χαλί και η πόλη.
Ένα από τα δύο πράγματα -ήταν η απάντηση- έχει τη μορφή
που οι θεοί έδωσαν στον έναστρο ουρανό και στις τροχιές που
ακολουθούν, καθώς γυρίζουν, οι κόσμοι* το άλλο είναι απλώς
μια κατά προσέγγιση αντανάκλαση, όπως το κάθε ανθρώπινο
έργο.
Οι οιωνοσκόποι ήδη από καιρό ήταν σίγουροι ότι το αρμο
νικό σχέδιο του χαλιού ήταν θεϊκής κατασκευής* με αυτή την
έννοια ερμηνεύτηκε ο χρησμός, και χωρίς να υπάρξουν αντίθε
τες γνώμες. Με τον ίδιο όμως τρόπο μπορείς να βγάλεις το α
ντίθετο συμπέρασμα: ότι ο αληθινός χάρτης του σύμπαντος εί
ναι η πόλη της Ευδοξίας έτσι όπως αυτή είναι, μια κηλίδα που
απλώνεται άμορφα, με δρόμους που πάνε ζικ ζακ, σπίτια που
καταρρέουν το ένα πάνω στο άλλο μέσα στη σκόνη, πυρκαγιές,
κραυγές στο σκοτάδι.
125
«... Επομένως είναι πράγματι ένα ταξίδι στη μνι)μη, το ταξίδι
σου!» Ο Μεγάλος Χαν, πάντα με ανοιχτά τα αυτιά, αναπηδούσε
στην αιώρα κάθε φορά που στην κουβέντα του Μάρκο αντιλαμ
βανόταν ένα νοσταλγικό τσάκισμα της φωνής. «Είναι λοιπόν για
να ξεπεράσεις τη νοσταλγία σου που ταξίδεψες τόσο μακριά!» α
ναφωνούσε, κι ύστερα: «Επιστρέφεις από τις αποστολές σου με έ
να φορτίο ενοχές!» προσθέτοντας με σαρκασμό: «Ισχνές αγορές,
για να λέμε την αλήθεια, για έναν έμπορο της Γαληνοτάτης!»
Στο σημείο αυτό όλες οι ερωτήσεις του Κουμπλάι στρέφονταν
προς το παρελθόν και το μέλλον, είχε ήδη περάσει μια ώρα στ?/
διάρκεια της οποίας έπαιζαν τη γάτα με το ποντίκι, και επιτέλους
τώρα είχε στριμώξει τον Μάρκο πέφτοντας πάνω του, πατώντας
τον με το γόνατο στο στήθος, αρπάζοντάς τον από τα γένια:
«Αυτό είναι που ήθελα να μάθω από σένα! Τώρα θα ομολογήσεις
τι ακριβώς λαθρεμπορεύεσαι: ψυχικές καταστάσεις, εύνοιες, ελε-
γείες!»
Φράσεις και πράξεις που είχαν υπάρξει ίσως μονάχα στο μυα
λό τους, ενώ οι δύο, σιωπηλοί και ακίνητοι, κοίταζαν τον καπνό
να ανεβαίνει αργά από τις πίπες τους. Το συννεφάκι άλλοτε δια
λυόταν σε ένα φύσημα του ανέμου και άλλοτε έμενε να αιωρείται
στη μέση του δωματίου· και η απάντηση βρισκόταν σ’ εκείνο το
συννεφάκι. Στο φύσημα που έπαιρνε μακριά τον καπνό ο Μάρκο
σκεφτόταν τους ατμούς που θαμπώνουν την επιφάνεια της θά-
12?
ΦΦΦΦΦΦΦΪΪ^ΦΦΪΦΦΦΦΦΪΦΦΦΙΗΙΦΦΛΜΦΨΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΪΗΦΦΦΦΦ*********
λασσας και τις οροσειρές και όταν διαλύονται αφήνουν τον αέρα
στεγνό και διάφανο αποκαλύπτοντας μακρινές πολιτείες. Ήταν
πέρα από εκείνο το παραπέτασμα των φτερωτών διαθέσεων που
το βλέμμα του ήθελε να φτάσει: το σχήμα των πραγμάτων δια-
κρίνεται καλύτερα από μακριά.
Άλλοτε πάλι το συννεφάκι σταματούσε μόλις έβγαινε από τα
χείλη, πυκνό και αργό, και σε παρέπεμπε σε ένα άλλο όραμα: τις
αναθυμιάσεις που βαλτώνουν στις σκεπές των μητροπόλεων, τον
πυκνό καπνό που δεν διαλύεται, το μανδύα των μιασμάτων που
βαραίνει πάνω από τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Δεν εί
ναι οι ασταθείς ομίχλες της μνήμης ούτε η στεγνή διαφάνειά τους
αυτή που δημιουργεί μια κρούστα πάνω από την πόλη αλλά τα α
ποκαΐδια από τις καμένες ζωές, το φουσκωμένο σφουγγάρι ζωικής
ύλης που δεν κυλάει πια, η συμφόρηση παρελθόντος παρόντος
μέλλοντος που μπλοκάρει τις αποτιτανωμένες από την ψευδαί
σθηση της κίνησης υπάρξεις: αυτό έβρισκες στο τέρμα κάθε ταξι
διού σου.
1 2 8
V II
9 - Οι αό ςα χες π ό λ εις
%
ΚΟΥΜΠΛΑΪ: «Δεν ξέρω πότε βρήκες το χρόνο να επισκεφτείς ό
λες τις χώρες που μου περιγράφεις. Έχω την αίσθηση πως δεν
έφυγες ποτέ από αυτόν εδώ τον κήπο».
ΠΟΛΟ: «Το κάθε πράγμα που βλέπω και κάνω αποκτά έννοια σε
έναν χώρο του μυαλού όπου βασιλεύει η ίδια ηρεμία με εδώ,
το ίδιο ημίφως, η ίδια σιωπή, που διακόπτεται μονάχα από το
θρόισμα των φύλλων. Κάθε φορά που συγκεντρώνομαι για να
σκεφτώ ξαναβρίσκομαι σε τούτον εδώ τον κήπο, βραδάκι τέ
τοια ώρα, μπροστά στην αγχώδη παρουσία σου, μολονότι συ
νεχίζω χωρίς να παύω ούτε στιγμή να ανεβαίνω ένα ποτάμι
πράσινο από κροκόδειλους ή να μετράω τα βαρέλια με τα πα
στά ψάρια που κατεβάζουν στο αμπάρι».
ΚΟΥΜΠΛΑΪ: «Ούτε εγώ είμαι σίγουρος ότι βρίσκομαι εδώ, ότι
σεργιανώ ανάμεσα στις κρήνες από πορφυρίτη και ακούω την
ηχώ των σιντριβανιών. ότι δεν τρέχω με το άλογό μου βου
τηγμένος στον ιδρώτα και το αίμα επικεφαλής του στρατού
μου, κατακτώντας τις χώρες που εσύ θα πρέπει να περιγρά
φεις, ή κόβοντας τα δάχτυλα των εισβολέων που κατορθώ
νουν να ανέβουν τα τείχη ενός πολιορκημένου κάστρου».
ΠΟΛΟ: «Ίσως αυτός ο κήπος να υπάρχει μονάχα στη σκιά των
χαμηλωμένων μας βλεφάρων, και να μη διακόψαμε ποτέ, εσύ
να σηκώνεις κουρνιαχτό στα πεδία της μάχης, εγώ να δια
πραγματεύομαι σακιά με πιπέρι σε μακρινές αγορές, αλλά κά-
»3»
θε φορά που μισοκλείνουμε τα μάτια μέσα στο σαματά και
την πολυκοσμία μπορούμε να αποτραβιόμαστε εδώ φορώ
ντας μεταξωτά κιμονό και να αναλογιζόμαστε ό,τι βλέπουμε
και ζούμε, να βγάζουμε συμπεράσματα, να παρατηρούμε από
μακριά».
ΚΟΥΜ ΠΛΑΪ: « Ίσως ο διάλογός μας αυτός να εκτυλίσσεται ανά
μεσα σε δύο κουρελήδες που έχουν τα παρατσούκλια Κου-
μπλάι Χαν και Μάρκο Πόλο, που ψαχουλεύουν σε ένα φορ
τίο σκουπιδιών, μαζεύοντας σκουριασμένα σιδερικά, κουρέ
λια, παλιόχαρτα, και έτσι μεθυσμένοι όπως είναι από λίγες
γουλιές κακού κρασιού βλέπουν γύρω τους να λάμπουν όλοι
οι θησαυροί της Ανατολής».
ΠΟΛΟ : «Ίσως από τον κόσμο να έμεινε μονάχα ένα ασαφές έδα
φος καλυμμένο από σκουπίδια και οι κρεμαστοί κήποι του α
νακτόρου του Μεγάλου Χαν. Είναι μόνο τα βλέφαρά μας που
τα ξεχωρίζουν, αλλά κανείς δεν ξέρει ποια είναι μέσα και ποια
έξω».
1 3 2
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ α μ ά τ ια . 5.
*33
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ ο ό ν ο μ α . 4.
!34
παίρνει μορφή η Κλαρίσα της επιβίωσης, μια πόλη γεμάτη
τρώγλες και φτωχοκάλυβα, μολυσμένους οχετούς, κλουβιά για
κουνέλια. Κι όμως, από την παλιά λάμψη της Κλαρίσας δεν εί
χε χαθεί σχεδόν τίποτα, όλα ήταν εκεί, τοποθετημένα απλώς με
μια διαφορετική τάξη, προσαρμοσμένη όπως και πριν στις α
νάγκες των κατοίκων.
Τις εποχές της ένδειας ακολουθούσαν εποχές πιο χαρούμε
νες: μια Κλαρίσα μεγαλοπρεπής πεταλούδα έβγαινε από το
κουκούλι μιας Κλαρίσας άθλιας χρυσαλλίδας· η νέα αφθονία
έκανε την πόλη να ξεχειλίζει από καινούργια υλικά κτήρια α
ντικείμενα* νέοι πληθυσμοί συνέρρεαν από άλλα μέρη· τίποτα
και κανείς δεν είχε πλέον σχέση με την Κλαρίσα ή τις προη
γούμενες Κλαρίσες· και όσο περισσότερο η νέα πόλη κατα
κτούσε θριαμβευτικά τον τόπο και το όνομα της πρώτης Κλα
ρίσας, τόσο περισσότερο αντιλαμβανόταν πως απομακρυνό
ταν από αυτή, πως την κατέστρεφε το ίδιο γρήγορα με τα πο
ντίκια και τη μούχλα: παρά την περηφάνια που ένιωθε για τη
νέα χλιδή, στο βάθος της καρδιάς της ένιωθε ξένη, ασυνεπής,
σφετερίστρια.
Να λοιπόν που όσα υπολείμματα της πρώτης λάμψης είχαν
σωθεί προσαρμοζόμενα σε πιο σκοτεινές ανάγκες, τώρα γίνο
νταν αντικείμενα νέων μετακινήσεων: τα φύλαγαν σε γυάλινες
βιτρίνες, τα έκλειναν σε προθήκες, τα απόθεταν πάνω σε βελου
δένια μαξιλάρια, και όχι πλέον επειδή μπορούσαν να φανούν α
κόμα χρήσιμα αλλά γιατί μέσω αυτών ήθελαν να ανασυνθέσουν
μια πόλη για την οποία κανείς πια δεν ήξερε τίποτα.
Η Κλαρίσα γνώρισε και άλλες παρακμές, και άλλες ακμές.
Οι πληθυσμοί και τα ήθη άλλαξαν πολλές φορές· παραμένουν
το όνομα, η τοποθεσία, και όσα αντικείμενα καταστρέφονται
πιο δύσκολα. Κάθε νέα Κλαρίσα, συμπαγής σαν ένα ζωντανό
σώμα με τις μυρωδιές και την ανάσα του, επιδεικνύει σαν να ή
*35
\φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ^
«36
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ι ν ε κ ρ ο ί. 3.
»37
του· μια κοπέλα με γελαστό κρανίο αρμέγει το σκελετό μιας α
γελάδας.
Βεβαίως πολλοί είναι εκείνοι που ζητούν για μετά το θάνα
το ένα διαφορετικό πεπρωμένο από εκείνο που τους είχε λάχει
στη ζωή: η νεκρόπολη είναι γεμάτη από κυνηγούς λιονταριών,
μετζοσοπράνο, τραπεζίτες, βιολονίστες, δούκισσες, μετρέσες,
στρατηγούς, περισσότερους από όσους είχε ποτέ η ζώσα πόλη.
Την υποχρέωση να συνοδεύουν τους νεκρούς στον κάτω κό
σμο και να τους τακτοποιούν στην προκαθορισμένη θέση έχει
αναλάβει μια αδελφότητα κουκουλοφόρων. Κανένας άλλος
δεν έχει δικαίωμα εισόδου στην Ευσαπία των νεκρών και ό,τι
γίνεται γνωστό για τον κάτω κόσμο οφείλεται σε αυτούς.
Λένε ότι η αδελφότητα έχει μέλη ανάμεσα στους νεκρούς και
ότι φροντίζει συνεχώς να τους βοηθάει· μετά το θάνατό τους οι
κουκουλοφόροι αυτοί θα συνεχίσουν να εργάζονται στο ίδιο
γραφείο και στην άλλη Ευσαπία* αφήνουν μάλιστα να διαρ-
ρεύσει η φήμη πως μερικοί από αυτούς είναι ήδη νεκροί και ε
ξακολουθούν να πηγαινοέρχονται μια πάνω και μια κάτω. Εν
νοείται πως η εξουσία που έχει η αδελφότητα στην Ευσαπία
των ζωντανών είναι επίσης πολύ μεγάλη.
Λένε ότι κάθε φορά που κατεβαίνουν βρίσκουν κάτι να έχει
αλλάξει στην κάτω Ευσαπία* οι νεκροί ανακαινίζουν συνεχώς
την πόλη τους· ίσως δεν κάνουν πολλά πράγματα, αλλά ό,τι κά
νουν το κάνουν μετά από φρόνιμη σκέψη, κι όχι λόγω κάποιου
περαστικού καπρίτσιου. Από τον ένα χρόνο στον άλλο, λένε, η
Ευσαπία των νεκρών γίνεται αγνώριστη. Και οι ζωντανοί, για
να μη μείνουν πίσω, θέλουν να κάνουν όλα όσα οι κουκουλο-
φόροι διηγούνται για τους νεωτερισμούς των νεκρών. Έτσι η
Ευσαπία των ζωντανών άρχισε να αντιγράφει το υπόγειο αντί
γραφό της.
Λένε ότι αυτό δεν συμβαίνει μονάχα τώρα: λένε ότι στην
πραγματικότητα είναι οι νεκροί αυτοί που έχτισαν την πάνω
Ευσαπία κατ’ εικόνα και ομοίωση της πόλης τους. Λένε ακόμα
ότι στις δύο δίδυμες πόλεις δεν υπάρχει πλέον τρόπος για να
ξεχωρίσει κανείς ποιοι είναι οι ζωντανοί και ποιοι οι νεκροί.
»39
1 4 4 4
^ )φφφφφφφψφφφφφφϊ φ φφφφφφφφφ φφφφφφ φφφφφφφφφφφφ ***φ ****< **ψ*4 4
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ο υ ρ α ν ό ς . 2.
140
ΦΦΦΦΦΙ Μ Φ ΙΦ ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΗ
141
ρια του τραμ, κομμένα νύχια, κομμένους κάλσυς, τσόφλια αυ
γών. Η ουράνια πόλη είναι αυτή, και στον ουρανό της συρρέουν
κομήτες με μακριά ουρά που περιστρέφονται στο διάστημα α
πό τη μοναδική ελεύθερη και ευτυχισμένη πράξη για την οποία
είναι ικανοί οι κάτοικοι της Βερσαβέας, πόλης που μονάχα ό
ταν κάνει κακά της δεν είναι τσιγγούνα υπολογίστρια συμφε
ροντολόγα.
1 4 2
Ο ι σ υ ν ε χ ό μ ε ν ε ς π ό λ ε ις . 1.
*43
^φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφψφφφφφφφψφφ^
*44
τρόπολη που εκρήγνυται συνεχώς. Τα σύνορα μεταξύ δύο ξέ
νων και εχθρικών πόλεων είναι ακάθαρτοι προμαχώνες στους
οποίους τα απορρίμματα της μιας και της άλλης μπερδεύονται,
αλληλοστηρίζονται, αλληλοϋπονομεύονται.
Όσο περισσότερο αυξάνεται το ύψος τους, τόσο πιο έντονος
γίνεται ο κίνδυνος των κατολισθήσεων: αρκεί ένα κουτί κον
σέρβας, ένα παλιό λάστιχο, μια νταμιζάνα χωρίς ψάθα να κυ
λήσει προς την πλευρά της Λεονίας, και μια χιονοστιβάδα από
παράταιρα παπούτσια, παλιά καλαντάρια, ξερά λουλούδια θα
βουλιάξει την πόλη στο ίδιο της το παρελθόν, εκείνο το παρελ
θόν που ματαίως προσπαθούσε να αποκρούσει, μπερδεύοντάς
το με εκείνο των καθαρών παρακείμενων πόλεων: ένας κατα
κλυσμός θα ισοπεδώσει τη βρομερή αλυσίδα των βουνών, θα
σβήσει κάθε ίχνος της ντυμένης μονίμως με καινούργια ρούχα
μητρόπολης. Ήδη από τις διπλανές πόλεις είναι έτοιμοι να ι
σοπεδώσουν με οδοστρωτήρες το έδαφος, να επεκταθούν στο
νέο έδαφος, να διευρύνουν την έκτασή τους, να απομακρύνουν
τους νέους σκουπιδότοπους.
*45
* %
ΠΟΛΟ: «... Ίσως οι εξώστες αυτού τον κήπον να βλέπουν μονά
χα στη λίμνη τον μυαλού μας...»
ΚΟΥΜΠΛΑΪ: «... Κι όσο μακριά κι αν μας οδηγούν τα κατορθώ-
ματά μας, ως στρατηλάτες και έμποροι, φυλάγουμε και οι δυο
μέσα μας αυτή τη γεμάτη σιωπή σκιά, αυτή τη γεμάτη παύσεις
συζήτηση, αυτή την ίδια πάντα νύχτα».
ΠΟΛΟ: «Εκτός κι αν κάνουμε την αντίθετη υπόθεση: ότι όσοι τα
λαιπωρούνται στους καταυλισμούς και στα λιμάνια υπάρχουν
μονάχα γιατί τους σκεφτόμαστε εμείς οι δύο, κλεισμένοι ανά
μεσα σ ’ αυτούς τους φράχτες από μπαμπού, ακίνητοι από πά
ντα».
ΚΟΥΜΠΛΑΪ: «Ότι δεν υπάρχει η κούραση, τα ουρλιαχτά, οι μά
στιγες, η βρόμα, αλλά μονάχα αυτό το φυτό της αζαλέας».
ΠΟΛΟ: « Οτι οι βαστάζοι, οι πετράδες, οι σκουπιδιάρηδες, οι μα
γείρισσες που καθαρίζουν τα εντόσθια των κοτόπουλων, οι
σκυμμένες στην πέτρα πλύστρες, οι μητέρες που ανακατεύουν
το ρύζι θηλάζοντας τα νεογέννητα, υπάρχουν μονάχα γιατί
τους σκεφτόμαστε εμείς».
ΚΟΥΜΠΛΑΪ: «Για να λέμε την αλήθεια, εγώ δεν τους σκέφτομαι
ποτέ».
ΠΟΛΟ: «Τότε δεν υπάρχουν».
ΚΟΥΜΠΛΑΪ: « Λ ε ν νομίζω ότι αυτή είναι μια εικασία που μας ται
ριάζει. Χωρίς αυτούς δεν θα μπορέσουμε ποτέ πια να λικνι
ζόμαστε στις αιώρες μας, κλεισμένοι στο καβούκι μας».
»47
ΠΟΛΟ : «Επομένως, πρέπει να αποκλείσονμε αυτή την υπόθεση.
Άρα θα ισχύει η επόμενη υπόθεση: ότι υπάρχουν εκείνοι και
όχι εμείς».
ΚΟΥΜ ΠΛΑΪ: «Έχουμε αποδείξει ότι αν υπήρχαμε, δεν θα ήμα
σταν εμείς».
ΠΟΛΟ : «Πράγματι, να μας εδώ».
1 4 8
V III
Στα πόδια τον θρόνον τον Μεγάλον Χαν απλωνόταν ένα πάτω
μα από μαγιόλικες. Ο Μάρκο Πόλο, βονβός πληροφοριοδότης, έ
δειχνε τα δείγματα των εμπορενμάτων πον είχε φέρει από τα τα
ξίδια τον στα σύνορα της αντοκρατορίας: ένα κράνος, ένα κοχν-
λι, μια καρύδα, μια βεντάλια. Διενθετώντας με μια σνγκεκριμένη
τάξη τα αντικείμενα πάνω στα μαύρα και άσπρα πλακάκια και
κοννώντας τα σιγά σιγά με μελετημένες κινήσεις, ο απεσταλμένος
προσπαθούσε να απεικονίσει στα μάτια τον μονάρχη τα γεγονό
τα τον ταξιδιού τον, την κατάσταση της αντοκρατορίας, τα χα
ρακτηριστικά κάθε μακρινής πρωτεύονσας. Ο Κονμπλάι ήταν έ
νας προσεκτικός σκακιστής·ακολονθώντας τις κινήσεις τον Μάρ
κο παρατηρούσε ότι κάποια κομμάτια σννεπάγονταν ή απέρρι-
πταν τη γειτνίαση άλλων κομματιών και μετακινούνταν σύμφω
να με κάποιες γραμμές. Παραβλέποντας την ποικιλία των μορ
φών των αντικειμένων, ρύθμιζε τον τρόπο τοποθέτησης των μεν
σε σχέση με τα δε στο πάτωμα με τα πλακάκια. Σκέφτηκε: «Αν η
κάθε πόλη είναι σαν ένα παιχνίδι σκακιαύ, τη μέρα πον θα κατα
φέρω να μάθω τονς κανόνες, θα γίνω επιτέλονς και κάτοχος της
αντοκρατορίας μον, παρόλο πον ποτέ δεν θα καταφέρω να γνω
ρίσω όλες τις πόλεις πον περιλαμβάνονται σ’ αντήν».
Κατά βάθος, δεν νπήρχε λόγος ο Μάρκο να καταφεύγει σε τό
σες τζιριτζάντζονλες προκειμένον να τον μιλήσει για τις πόλεις
τον: ήταν αρκετή μια σκακιέρα με τα κομμάτια της, κομμάτια με
*5 *
Ιφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφΐφφφφφφφφφφφψφφφφφψφφ^
*5 2
Τώρα πια ο Κονμπλάι Χαν δεν είχε ανάγκη να στέλνει τον Μάρ
κο Πόλο σε μακρινές αποστολές: τον κρατούσε να παίζει ατέλειω
τες παρτίδες σκακιού. Η γνώση της αυτοκρατορίας ήταν κρυμ
μένη στο σχέδιο που χάραζαν τα απότομα άλματα του αλόγου,
τα διαγώνια περάσματα του τρελού, το σερνάμενο και επιφυλα
κτικό βήμα του βασιλιά και του ταπεινού στρατιώτη, οι αδυσώ
πητες εναλλακτικές λύσεις του κάθε παιχνιδιού.
Ο Μεγάλος Χαν προσπαθούσε να ταυτιστεί με το παιχνίδι: αυ
τό όμως που τώρα του διέφευγε ήταν ο ίδιος ο λόγος ύπαρξης
του παιχνιδιού. Το τέλος της κάθε παρτίδας είναι μια νίκη ή μια
ήττα: αλλά τίνος; Ποιος ήταν ο αληθινός στόχος; Κάθε φορά που
γίνεται ματ, κάτω από το πόδι του βασιλιά που το χέρι του νικη
τή έχει πετάξει χάμω, παραμένει ένα μαύρο ή λευκό τετράγωνο.
Από το πολύ να εξαϋλώνει τις κατακτήσεις του προκειμένου να
φτάσει στην ουσία των πραγμάτων, ο Κουμπλάι είχε καταλήξει
στο άλλο άκρο: η οριστική κατάκτηση, της οποίας οι πολυποίκι
λοι θησαυροί της αυτοκρατορίας δεν ήταν παρά απατηλά περι
βλήματα, τώρα συρρικνωνόταν σε ένα κομμάτι πλαναρισμένου
ξύλου: στο τίποτα...
*53
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι τ ο ό ν ο μ α . 5.
*55
^φφφφφφφφφφφφφΐ^φφφφφφφφφφφφφφφφφφ^ιφφ^Ιφφφφφ^ιφφ^Ιφ^Ιφφφφφ^ΦΦΦΦΦΦ^'
156
φφφφφφφφΛφφΙ^ φΛφφφφφφφ^Ιφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ι ν ε κ ρ ο ί. 4.
Αυτό που διαφοροποιεί την Αργεία από τις άλλες πόλεις είναι
ότι στη θέση του αέρα έχει χώμα. Οι δρόμοι είναι παραχωμένοι
στη γη, τα δωμάτια είναι γεμάτα άργιλο μέχρι την οροφή, στις
σκάλες ακουμπά μια άλλη ανάποδη σκάλα, πάνω από τις στέ
γες των σπιτιών βαραίνουν στρώματα βραχώδους εδάφους, ό
πως ουρανοί με σύννεφα. Αν οι κάτοικοι κατορθώνουν να γυ
ρίζουν στην πόλη διευρύνοντας τα λαγούμια των σκουληκιών
και τις σχισμές στις οποίες παρεισφρέουν οι ρίζες, δεν το ξέ
ρουμε: η υγρασία διαλύει τα κορμιά και τους αφήνει ελάχιστες
δυνάμεις· συμφέρει να μένουν ακίνητοι και χαλαροί, έτσι κι αλ
λιώς είναι παντού σκοτάδι.
Από εδώ πάνω δεν βλέπουμε τίποτε από την Αργεία* κά
ποιοι λένε: «Είναι εκεί κάτω» και είμαστε αναγκασμένοι να τους
πιστέψουμε· τα μέρη είναι έρημα. Κάποιες φορές, τη νύχτα, αν
πλησιάσουμε το αυτί μας στην επιφάνεια της γης, ακούγεται
μια πόρτα που χτυπάει.
*57
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ο υ ρ α ν ό ς . 3.
1 5 8
Ο ι σ υ ν ε χ ό μ ε ν ε ς π ό λ ε ις . 2.
*59
Ο ι κ ρ υ φ έ ς π ό λ ε ις . 1.
ι6 ο
1
\ΗΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ ΙΦΦΦΦΪ
ρούν τις αναλογίες τους σε έναν πιο ευρύ ορίζοντα στα σύνορα
της πόλης* περικυκλώνουν τις λιγότερο παλιές συνοικίες, που
επίσης έχουν μεγαλώσει την περίμετρό της και έχουν αδυνατί
σει για να αφήσουν θέση στις πιο πρόσφατες συνοικίες, που πιέ
ζουν από μέσα* κι αυτό συνεχίζεται μέχρι την καρδιά της πόλης:
μια ολοκαίνουργια Ολίνδη, που στις συρρικνωμένες της δια
στάσεις διατηρεί τα χαρακτηριστικά και τη ροή των χυμών της
πρώτης Ολίνδης και καθεμιάς από όλες τις Ολίνδες που ξεφύ
τρωσαν η μια μετά την άλλη* και μέσα σ’ αυτόν τον πιο εσωτε
ρικό κύκλο ξεφυτρώνουν ήδη -αλλά είναι δύσκολο να τις ξε
χωρίσεις- η μελλοντική Ολίνδη και όλες εκείνες που θα ανα
πτυχθούν στη συνέχεια.
ιβι
%
... Ο Μεγάλος Χαν προσπαθούσε να ταυτιστεί με το παιχνίδι: αυ
τό όμως που τώρα του διέφευγε ήταν ο ίδιος ο λόγος ύπαρξης
του παιχνιδιού. Το τέλος της κάθε παρτίδας είναι μια νίκη ή μια
ήττα: αλλά τίνος; Ποιος ήταν ο αληθινός στόχος; Κάθε φορά που
γίνεται ματ, κάτω από το πόδι του βασιλιά που το χέρι του νικη
τή έχει πετάξει χάμω, παραμένει ένα μαύρο ή λευκό τετράγωνο.
Από το πολύ να εξαϋλώνει τις κατακτήσεις του προκειμένου να
φτάσει στην ουσία των πραγμάτων, ο Κουμπλάι είχε καταλήξει
στο άλλο άκρο: η οριστική κατάκτηση, της οποίας οι πολυποίκι
λοι θησαυροί της αυτοκρατορίας δεν ήταν παρά απατηλά περι
βλήματα, τώρα συρρικνωνόταν σε ένα κομμάτι πλαναρισμένου
ξύλου.
Τότε μίλησε ο Μάρκο Πόλο: «Η σκακιέρα σου, μεγαλειότατε,
είναι το προϊόν της ένθεσης δύο ξύλων, του έβενου και του σφε
νταμιού. Αυτό το κομμάτι ξύλου πάνω στο οποίο έχει καρφωθεί
το φωτεινό σου βλέμμα κόπηκε από το στρώμα ενός κορμού που
μεγάλωσε σε μια χρονιά ξηρασίας: βλέπεις πώς είναι διατεταγμέ
νες οι ίνες του; Εδώ διακρίνεται ένας μόλις διαγραφόμενος ρό
ζος: ένας οφθαλμός πήγε να ξεπεταχτεί μια πρώιμη ανοιξιάτικη
μέρα αλλά η πάχνη της νύχτας τον ανάγκασε να υποχωρήσει». Ο
Μεγάλος Χαν δεν είχε μέχρι τότε συνειδητοποιήσει ότι ο ξένος ή
ξερε να εκφράζεται με τόση άνεση στη γλώσσα του, δεν ήταν ό
μως αυτό που τον εξέπληξε. «Να ένας πιο μεγάλος πόρος: ίσως
163
να υπήρξε η φωλιά ενός σκουληκιού■όχι ενός σαρακιού, γιατί αυ
τό μόλις γεννιέται συνεχίζει να σκάβει, αλλά μιας κάμπιας που
ροκάνισε τα φύλλα και υπήρξε η αιτία που διάλεξαν να κόψουν
αυτό το δένδρο... Το περιθώριο αυτό χαράχτηκε από τον εβε-
νουργό με το γλύφανο ώστε να ταιριάξει με το διπλανό τετράγω
νο που προεξέχει...»
Η ποσότητα των πραγμάτων που μπορούσε κανείς να διαβά
σει σε ένα κομματάκι λείου και κενού ξύλου έπνιγε τον Κου-
μπλάν ήδη ο Πόλο είχε αρχίσει να μιλάει για δάση από έβενο, για
σχεδίες από κορμούς που κατεβαίνουν τα ποτάμια, για αραξο
βόλια, για γυναίκες στα παράθυρα...
164
IX
Ο Μεγάλος Χαν έχει στην κατοχή του έναν άτλαντα όπου όλες οι
πόλεις της αυτοκρατορίας και των κοντινών βασιλείων είναι σχε
διασμένες μέγαρο το μέγαρο και δρόμο το δρόμο, με όλα τα τεί
χη, τα ποτάμια, τα γεφύρια, τα λιμάνια, τα βράχια. Ξέρει ότι από
τις αναφορές του Μάρκο Πόλο είναι μάταιο να περιμένει κανείς
ειδήσεις από εκείνα τα μέρη που άλλωστε ο ίδιος γνωρίζει καλά:
όπως ότι στο Καμπαλούκ, πρωτεύουσα της Κίνας, τρεις τετρά
γωνες πόλεις βρίσκονται η μία μέσα στην άλλη, με τέσσερις ναούς
η καθεμία και τέσσερις πύλες που ανοίγουν ανάλογα με την επο
χή του χρόνου *όπως ότι στη νήσο της Ιάβας μαίνεται ο ρινόκερος
με το φονικό του κέρατο■όπως ότι στις ακτές του Μααμπάρ ψα
ρεύουν πέρλες στο βυθό της θάλασσας.
Ο Κουμπλάι ρωτάει τον Μάρκο: «Οταν θα επιστρέφεις στη
Δύση, θα επαναλάβεις στον κόσμο σου τις ίδιες αφηγήσεις που
κάνεις σ ’ εμένα;»
«Εγώ μιλώ, μιλώ», λέει ο Μάρκο, «μα όποιος με ακούει συ
γκρατεί στο μυαλό του μονάχα τις λέξεις που περιμένει να ακού
σει. Άλλη είναι η περιγραφή του κόσμου όταν την ακούς με καλή
διάθεση, άλλη εκείνη που θα κάνει το γύρο των χαμάληδων και
των γονδολιέρηδων στο ισόγειο του σπιτιού μου τη μέρα της επι
στροφής μου, άλλη εκείνη που θα μπορούσα να υπαγορεύσω σε
προχωρημένη ηλικία, αν συνέβαινε να φυλακιστώ από Γενοβέ
ζους πειρατές και να με ρίξουν στα κάτεργα στο ίδιο κελί με έναν
ι6η
συγγραφέα βιβλίων περιπέτειας. Αυτός που κυβερνά την αφήγη
ση δεν είναι η φωνή: είναι το αυτί».
«Είναι φορές που μου φαίνεται ότι η φωνή σου έρχεται σ' εμέ
να από μακριά, ενώ εγώ είμαι φυλακισμένος σ' ένα φανταχτερό
και αβίωτο παρόν, στο οποίο όλες οι μορφές της ανθρώπινης
συμβίωσης έφτασαν στα άκρα του κύκλου τους και κανείς δεν
μπορεί να φανταστεί ποιες νέες μορφές θα πάρουν. Και ακούω α
πό τη φωνή σου τις αόρατες αιτίες για τις οποίες οι πόλεις ζού-
σαν, και για τις οποίες ίσως, μετά το θάνατό τους, θα ξαναζή
σουν».
*68
γκέτα ψωμί. Σε πολύχρωμες μινιατούρες ο άτλαντας απεικονίζει
κατοικημένους τόπους που έχουν μια ασυνήθιστη μορφή: η κρυμ
μένη σε μια πτυχή της ερήμου όαση από την οποία ξεπροβάλλουν
μονάχα οι κορυφές των χουρμαδιών είναι σίγουρα η Νέφτα· ένα
κάστρο ανάμεσα σε κινητές άμμους και αγελάδες που βόσκουν σε
λιβάδια αλμυρά από τις παλίρροιες δεν μπορεί να μη θυμίζει το
Όρος Σεν Μισέλ*και δεν μπορεί παρά να είναι στο Ουρμπίνο ε
κείνο το παλάτι που, αντί να ορθώνεται μέσα στα τείχη της πόλης,
περιλαμβάνει μια πόλη ανάμεσα στα δικά του τείχη.
Ο άτλαντας απεικονίζει επίσης πόλεις για τις οποίες ούτε ο
Μάρκο ούτε οι γεωγράφοι ξέρουν εάν και πού υπάρχουν αλλά
που δεν μπορούσαν να λείπουν από τα σχήματα των πιθανών πό
λεων: μια πόλη Κούσκο με ακτινωτή και πολυαφετηριακή κάτοψη
που αντανακλά την τέλεια τάξη των εμπορικών συναλλαγών της,
μια Πόλη του Μεξικού που πρασινίζει στα νερά της λίμνης του
βασιλείου του Μοντεζούμα, μια Νόβγκοροντ με τους τρούλους σε
σχήμα βολβού, μια Λάσα που ορθώνει λευκές σκεπές πάνω από
τη συννεφιασμένη σκεπή του κόσμου. Ακόμα και γι' αυτές, ο
Μάρκο δίνει ένα όνομα, δεν έχει σημασία ποια, και αναφέρεται
στη διαδρομή που χρειάζεται για να πάει κανείς εκεί. Είναι γνω
στό ότι τα ονόματα των τοποθεσιών αλλάζουν τόσες φορές, όσες
είναι και οι ξένες γλώσσες· και ότι στο κάθε μέρος μπορεί κανείς
να φτάσει από άλλα μέρη, από τις πιο διαφορετικές στράτες και
ρότες, για όποιον μετακινείται με άλογο κάρο καράβι αεροπλάνο.
«Έχω την εντύπωση ότι αναγνωρίζεις καλύτερα τις πόλεις στον
άτλαντα παρά όταν τις επισκέφτεσαι αυτοπροσώπως», λέει στον
Μάρκο ο αυτοκράτορας κλείνοντας ξαφνικά το βιβλίο.
Ο Πόλο απαντά: «Ταξιδεύοντας συνειδητοποιείς ότι οι διαφο
ρές χάνονται: η κάθε πόλη αρχίζει να μοιάζει με όλες τις πόλεις,
οι τοποθεσίες ανταλλάσσουν μορφή τάξη αποστάσεις, ένας άμορ
φος κονιορτός κατακτά τις ηπείρους. Ο άτλαντάς σου διατηρεί ά-
169
Φ ψ φ φ φ Φ ΙΗ ^ ΪΦ Φ Φ ϊΦ Φ φ φ φ φ ^ψ φ φ ϊΦ Μ Φ Φ Φ ϊφ φ φ φ ϊνφ φ φ ,ΙϊίΜ Ψ Ϊφ φ φ φ φ φ φ Μ Ιΐμ ίφ ΙΗ Ι
Ο Μεγάλος Χαν έχει στην κατοχή τον έναν άτλαντα στον οποίο
είναι συγκεντρωμένοι οι χάρτες όλων των πόλεων: εκείνων που
ορθώνουν τα τείχη τους πάνω σε σταθερά θεμέλια, εκείνων που
έγιναν ερείπια και τις κατάπιε η άμμος, εκείνων που θα υπάρ
ξουν μια μέρα και στη θέση των οποίων σήμερα υπάρχουν μονά
χα φωλιές κουνελιών.
Ο Μάρκο Πόλο ξεφυλλίζει τους χάρτες, αναγνωρίζει την Ιερι
χώ, την Ουρ, την Καρθαγένη, δείχνει τα αραξοβόλια στην εκβο
λή του Σκάμανδρου όπου τα καράβια των Αχαιών περίμεναν για
δέκα χρόνια την αποβίβαση των πολιορκητών, μέχρι που ένα μα
νταλωμένο από τον Οδυσσέα άλογο σύρθηκε με βαρούλκα μέσα
από τις Σκαιές Πύλες. Μιλώντας όμως για την Τροία, του ερχόταν
να της αποδώσει τη μορφή της Κωνσταντινούπολης και να προ
βλέπει την πολιορκία που για πολλούς μήνες θα της επέβαλλε ο
Μωάμεθ, ο οποίος, πανούργος σαν τον Οδυσσέα, θα έσερνε τα
πλοία τη νύχτα στους χειμάρρους, από τον Βόσπορο στο Χρυσό
Κέρας, παρακάμπτοντας το Πέραν και τον Γαλατά. Και από τη
μείξη αυτών των δύο πόλεων προέκυπτε μια τρίτη που θα μπο
ρούσε να ονομάζεται Σαν Φραντσίσκο και να απλώνει τις μα
κριές και ελαφρές γέφυρές της πάνω από τη Χρυσή Πύλη και τον
κόλπο, και να κάνει να σκαρφαλώνουν τραμ και τελεφερίκ σε ό
λους τους ανηφορικούς δρόμους και να ανθίσει ως πρωτεύουσα
του Ειρηνικού μετά από μια χιλιετία, μετά από μια ατέλειωτη πο
λιορκία τριακοσίων χρόνων που θα ωθούσε τις φυλές των κίτρι
νων και των μαύρων και των κόκκινων να ανακατευτούν με π/ν
επιβιώσασα γενιά των λευκών σε μια αυτοκρατορία πιο μεγάλη
από εκείνη του Μεγάλου Χαν.
Ο άτλαντας έχει αντί) την ιδιότητα: αποκαλύπτει το σχήμα των
πόλεων που ακόμα δεν απέκτησαν ούτε σχήμα ούτε όνομα. Υ
πάρχει μια πόλη στο σχήμα τον Άμστερνταμ, ένα ημικύκλιο στραμ
μένο προς το βορρά, με ομόκεντρα κανάλια: των Πριγκίπων, τον
Αντοκράτορα, των Ενγενών υπάρχει η πόλη στο σχήμα της Υόρ-
κης τοποθετημένη ανάμεσα σε ρεικότοπονς, οχυρωμένη, γεμάτη
πύργους■υπάρχει η πόλη στο σχήμα τον Νέου Άμστερνταμ, η ε
πονομαζόμενη και Νέα Υόρκη, γεμάτη πύργους από γυαλί και α
τσάλι πάνω σε ένα μακρόστενο νησί ανάμεσα σε δύο ποτάμια, με
τους δρόμους σαν βαθιά κανάλια να είναι ολόισιοι εκτός από αυ
τόν του ΜπρόντγουεΙ
Ο κατάλογος των σχημάτων είναι ατέλειωτος: μέχρι που το κά
θε σχήμα δεν θα έχει βρει την πόλη τον, νέες πόλεις θα εξακο
λουθήσουν να γεννιούνται. Εκεί όπου τα σχήματα εξαντλούν τις
παραλλαγές τους και αποδιαρθρώνονται, αρχίζει το τέλος των
πόλεων. Στους τελευταίους χάρτες του άτλαντα βλέπει κανείς να
διαλύονται πολεοδομικοί ιστοί που δεν έχουν αρχή και τέλος, πό
λεις στο σχήμα του Λος Άντζελες, στο σχήμα τον Κιότο-Οζάκα,
πόλεις χωρίς κανένα σχήμα.
*7·
%
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ι ν ε κ ρ ο ί. 5.
Κάθε πόλη, όπως η Λαυδομία, έχει στο πλευρό της μια άλλη
πόλη στην οποία οι κάτοικοι έχουν τα ίδια ονόματα: είναι η
Λαυδομία των νεκρών, το νεκροταφείο. Αλλά η ιδιαιτερότητα
της Λαυδομίας εντοπίζεται στο γεγονός ότι αντί για διπλή εί
ναι τριπλή, ότι περιλαμβάνει δηλαδή μια τρίτη Λαυδομία, αυ
τή όσων δεν έχουν ακόμα γεννηθεί.
Τα χαρακτηριστικά της διπλής πόλης είναι γνωστά. Όσο πε
ρισσότερο η Λαυδομία των ζωντανών γεμίζει από κόσμο και
μεγαλώνει, τόσο περισσότερο μεγαλώνει και η έκταση των τά
φων έξω από τα τείχη. Οι δρόμοι της Λαυδομίας των νεκρών
είναι φαρδείς μόνο όσο χρειάζεται για να περάσει το κάρο του
νεκροθάφτη, και τα οικοδομήματα που ορθώνονται στις δύο
πλευρές τους είναι χωρίς παράθυρα· η χάραξη όμως των δρό
μων και η διάταξη των κατοικιών επαναλαμβάνουν εκείνες της
ζωντανής Λαυδομίας, και όπως σε αυτήν, οι οικογένειες ζουν
όλο και πιο στριμωγμένες, σε πυκνοδομημένα διαμερίσματα το
ένα πάνω από το άλλο. Τα απογεύματα, όταν κάνει καλό και
ρό, ο ζωντανός πληθυσμός επισκέπτεται τους νεκρούς και α
ποκρυπτογραφεί τα ονόματά τους στις πέτρινες πλάκες: κατ’
εικόνα και ομοίωση της πόλης των ζωντανών, έχει κι αυτή να
αφηγηθεί μια ιστορία με βάσανα, θυμούς, ψευδαισθήσεις, συ
»73
ναισθήματα· μονάχα που εδώ όλα έχουν γίνει υποχρεωτικά,
καθόλου τυχαία, ταξινομημένα, τακτοποιημένα. Και για να
νιώσει σίγουρη, η Λαυδομία των ζωντανών έχει ανάγκη να βρει
στη Λαυδομία των νεκρών την εξήγηση του εαυτού της, ακόμα
και διακινδυνεύοντας να βρει εξηγήσεις για περισσότερες από
μία Λαυδομίες, για διαφορετικές πόλεις που θα μπορούσαν να
έχουν υπάρξει και δεν υπήρξαν, ή εξηγήσεις αποσπασματικές,
αντιφατικές, απογοητευτικές.
Δικαίως η Λαυδομία εκχωρεί έναν εξίσου μεγάλο χώρο σε ε
κείνους που πρέπει ακόμα να γεννηθούν βεβαίως ο χώρος δεν
αντιστοιχεί στον αριθμό τους, που θεωρείται τεράστιος, αλλά
επειδή είναι ένας κενός τόπος, περιτριγυρισμένος από αρχιτε-
κτονήματα γεμάτα κόγχες και εσοχές και αυλακώσεις, και ε
πειδή ο καθένας μπορεί να αποδώσει στους αγέννητους τη διά
σταση που επιθυμεί, να τους σκεφτεί μεγάλους σαν ποντικούς
ή σαν μεταξοσκώληκες ή σαν μυρμήγκια ή σαν αυγά μυρμη
γκιών, τίποτα δεν απαγορεύει να τους φανταστεί κανείς όρ
θιους ή καθισμένους ανακούρκουδα σε όποιο πρόβολο ή φου-
ρούσι προεξέχει από τους τοίχους, σε κάθε κιονόκρανο ή πλίν
θο, στη σειρά ή σκορπισμένους, απασχολημένους να σκέφτο
νται τα καθήκοντα της μελλοντικής τους ζωής, και να παρατη
ρούν στα νερά του μάρμαρου ολόκληρη τη Λαυδομία σε εκα
τό ή χίλια χρόνια, πλημμυρισμένη από πλήθη ντυμένα με έναν
πρωτόφαντο και αλλόκοτο τρόπο, όλοι για παράδειγμα με κε-
λεμπίες μελιτζανί χρώματος, ή όλοι με φτερά γαλοπούλας στο
τουρμπάνι, και να αναγνωρίζουν σε αυτά ο καθένας τους απο
γόνους του και τους απόγονους των φιλικών ή εχθρικών οικο
γενειών, των χρεοφειλετών και των πιστωτών, που πηγαινοέρ
χονται συνεχίζοντας τις εμπορικές συναλλαγές, τις βεντέτες,
τους αρραβώνες από έρωτα ή από συμφέρον. Οι ζωντανοί της
Λαυδομίας συχνάζουν στο σπίτι των αγέννητων και τους α
»74
νακρίνουν τα βήματα αντηχούν κάτω από άδεια τόξα· οι ερω
τήσεις διαμορφώνονται μέσα στη σιωπή: κι είναι πάντα για τον
εαυτό τους που ρωτάνε οι ζωντανοί, κι όχι για εκείνους που θα
έρθουν τον έναν απασχολεί η υστεροφημία του, τον άλλο αν
θα ξεχαστούν οι πομπές του* όλοι θα ήθελαν να μάθουν ποιες
συνέπειες θα έχουν οι πράξεις τους· όσο όμως περισσότερο α
κονίζουν το βλέμμα τους, τόσο λιγότερο αναγνωρίζουν να υ
πάρχει μια συνέχεια· οι μελλογέννητοι της Λαυδομίας μοιά
ζουν ίδιοι σαν κόκκοι σκόνης, ξεκομμένοι από το πριν και το
μετά.
Η Λαυδομία των αγέννητων δεν μεταδίδει, όπως εκείνη των
νεκρών, το αίσθημα της ασφάλειας στους κατοίκους της ζω
ντανής Λαυδομίας, αλλά μονάχα πανικό. Στις σκέψεις των ε
πισκεπτών τελικά ανοίγουν δύο δρόμοι, και κανείς δεν ξέρει
ποιος από τους δύο δημιουργεί μεγαλύτερη αγωνία: ή σκέφτο
νται ότι ο αριθμός των μελλογέννητων ξεπερνά κατά πολύ τον
αριθμό όλων των ζωντανών και όλων των νεκρών μαζί, και τό
τε σε κάθε πόρο της πέτρας συνωστίζονται αόρατα πλήθη, στρι-
μωγμένα στις πλαγιές της χοάνης όπως στα σκαλιά ενός στα
δίου, και επειδή σε κάθε γενιά οι απόγονοι της Λαυδομίας πολ-
λαπλασιάζονται, σε κάθε χοάνη ανοίγουν εκατοντάδες χοάνες
η καθεμία με εκατομμύρια άτομα που πρέπει να γεννηθούν και
προτείνουν τους λαιμούς και ανοίγουν τα στόματα για να μη
σκάσουν ή σκέφτονται πως και η Λαυδομία θα εξαφανιστεί,
κανείς δεν ξέρει πότε, μαζί με όλους τους κατοίκους της, με άλ
λα λόγια ότι οι γενιές θα ακολουθούν η μία την άλλη μέχρι να
συμπληρώσουν έναν αριθμό και δεν θα πάνε παραπέρα, και
τότε η Λαυδομία των νεκρών κι εκείνη των αγέννητων θα μοιά
ζουν με τις φιάλες μιας κλεψύδρας που δεν αναποδογυρίζεται,
επομένως το κάθε πέρασμα ανάμεσα στη γέννηση και στο θά
νατο θα είναι ένας κόκκος άμμου που διασχίζει το στένεμα, και
*75
θα υπάρξει ένας τελευταίος κάτοικος της Λαυδομίας που θα
γεννηθεί, ένας τελευταίος κόκκος που θα πέσει και που τώρα
είναι εδώ και περιμένει στην κορυφή του σωρού.
176
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ο υ ρ α ν ό ς . 4.
»77
ναντάς σακάτηδες, νάνους, καμπούρηδες, παχύσαρκους, γυναί
κες με γένια. Τα χειρότερα όμως δεν φαίνονται· τρομερά ουρ
λιαχτά ακούγονται από τα υπόγεια και τις σοφίτες, όπου οι οι
κογένειες κρύβουν τα παιδιά με τα τρία κεφάλια ή τα έξι πόδια.
Οι αστρονόμοι της Περινθίας βρίσκονται μπροστά σε μια
δύσκολη επιλογή: είτε να δεχτούν ότι όλοι οι υπολογισμοί τους
είναι λαθεμένοι και ότι οι κώδικές τους δεν μπορούν να περι
γράφουν τον ουρανό, είτε να αποκαλύψουν ότι η τάξη των θεών
είναι ακριβώς αυτή που αντικαθρεφτίζεται στην πόλη των τε
ράτων.
ιγ8
§*****************
Ο ι σ υ ν ε χ ό μ ε ν ε ς π ό λ ε ις . 3.
Κάθε χρόνο, στα ταξίδια μου, κάνω μια στάση στην Προκοπία
και καταλύω στο ίδιο δωμάτιο του ίδιου πανδοχείου. Ήδη από
την πρώτη φορά κοντοστάθηκα να κοιτάξω το τοπίο που εμ
φανίζεται μπροστά σου μόλις μετακινήσεις την κουρτινούλα
του παραθυριού: μια τάφρος, μια γέφυρα, ένα πεζούλι, μια
σουρβιά, ένα χωράφι φυτεμένο με αραβόσιτο, μια βατομουριά,
ένα κοτέτσι, η πλαγιά ενός κίτρινου λόφου, ένα λευκό σύννεφο,
ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού σε σχήμα τραπεζίου. Είμαι σί
γουρος ότι την πρώτη φορά δεν φαινόταν κανείς· ήταν μονάχα
την επόμενη χρονιά που, με μια κίνηση ανάμεσα στα φύλλα,
μπόρεσα να διακρίνω ένα επίπεδο και στρογγυλό πρόσωπο
που μασουλούσε ένα καλαμπόκι. Ένα χρόνο αργότερα ήταν
τρεις στο πεζούλι και στην επιστροφή μου είδα έξι, καθισμέ
νους στη σειρά, με τα χέρια πάνω στα γόνατά τους και μερι
κούς καρπούς σουρβιάς στο πιάτο. Κάθε χρόνο, μόλις έμπαινα
στο δωμάτιο, σήκωνα την κουρτινούλα και μετρούσα κάποια
παραπάνω πρόσωπα: δεκαέξι, συμπεριλαμβανομένων εκείνων
κάτω στην τάφρο* είκοσι εννέα, από τα οποία οκτώ κουρνια
σμένα πάνω στη σουρβιά* σαράντα εφτά χωρίς να υπολογίζου
με εκείνα στο κοτέτσι. Μοιάζουν μεταξύ τους, φαίνονται ευγε
νικοί, έχουν φακίδες στα μάγουλα, χαμογελάνε, μερικοί έχουν
το στόμα λερωμένο από μούρα. Σύντομα είδα όλη τη γέφυρα
»79
)ψφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφψφφφφφφψ^,
ι8ο
Ο ι κ ρ υ φ έ ς π ό λ ε ις . 2.
ι8ι
στον ομπρελά που γιορτάζει το κλείσιμο μιας καλής δουλειάς,
ένα παρασόλι από λευκή δαντέλα που αγοράστηκε από μια κυ
ρία της καλής κοινωνίας για να καμαρώνει σαν παγόνι στις ιπ
ποδρομίες, ερωτευμένη με έναν αξιωματικό που της χαμογέλασε
ενώ πηδούσε τον τελευταίο φράχτη, ευτυχής ο ίδιος αλλά ακό
μα πιο ευτυχισμένο το άλογό του το οποίο σχεδόν πετούσε πά
νω από τα εμπόδια βλέποντας να πετά στον ουρανό μια πετρο
πέρδικα, ευτυχισμένο πουλί άρτι απελευθερωμένο από το κλου
βί ενός ζωγράφου, ευτυχισμένου που κατάφερε να το ζωγραφί
σει φτερό το φτερό με κηλίδες κόκκινες και κίτρινες στη μινια
τούρα εκείνης της σελίδας του βιβλίου στο οποίο ο φιλόσοφος
λέει: «Και στη Ραισα, πόλη θλιμμένη, υπάρχει ένα αόρατο νήμα
που, για μια στιγμή, δένει ένα ζωντανό πλάσμα με ένα άλλο και
έπειτα κόβεται, ύστερα επανασυνδέει κάποια κινούμενα σημεία
σχεδιάζοντας νέες γρήγορες φιγούρες έτσι ώστε, σε κάθε στιγμή,
η δυστυχισμένη πόλη να περιλαμβάνει μια ευτυχισμένη πόλη
που η ίδια ούτε καν υποψιάζεται ότι υπάρχει».
1 8 2
Ο ι π ό λ ε ις κ α ι ο ο υ ρ α ν ό ς . 5.
*83
^/φφφφψφφφφφφφφφφφψφφφ^φψψ^φφφφ/^φφφφφφφφψφφφφΙ^ιφφφφφφίμ^φ^φψφφ^ι^
184
^μ^φφφφ φφφ^φ φ φΙΙφ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ ^φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φφφφ φφφφφ φφφφφ φφφφφ φφ^
Ο ι σ υ ν ε χ ό μ ε ν ε ς π ό λ ε ις . 4.
185
φφφφψφφψφφφφψφφφφφφφφφφφφφφφψφφφφφφφφφ^^ ^ ^ ^φφφφφφ^φφφφφφφφ^
ι86
Ο ι κ ρ υ φ έ ς π ό λ ε ις . 3.
*»7
^φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ^^φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ
ι88
Ο ι σ υ ν ε χ ό μ ε ν ε ς π ό λ ε ις . 5.
190
σε πολλά μέρη, έπαψε να σε ενδιαφέρει. Η ερώτηση πσυ τώρα
αρχίζει να στριφογυρίζει στο κεφάλι σσυ είναι πιο αγχώδης: έ
ξω από την Πενθεσίλεια υπάρχει ένα έξω; Ή μήπως, όσο κι αν
απομακρύνεσαι από την πόλη, το μόνο πσυ τελικά κάνεις είναι
να περνάς από τη μια αβέβαιη κατάσταση στην άλλη και να
μην καταφέρνεις ποτέ να ξεφύγεις;
‘9*
Ο ι κ ρ υ φ έ ς π ό λ ε ις . 4.
192
νων ποντικιών. Αλλά στο τέλος, με μια τελευταία εκατόμβη, η
φονική και ευπροσάρμοστη ευφυΐα των ανθρώπων νίκησε τις
υπέρτερες ζωτικές ικανότητες των εχθρών.
Η πόλη, μέγα νεκροταφείο του ζωικού βασιλείου, επέστρεψε
στον ασηπτικό εαυτό της βαδίζοντας πάνω από τα τελευταία
κουφάρια που θάφτηκαν μαζί με τους ψύλλους και τα τελευ
ταία μικρόβιά τους. Ο άνθρωπος είχε επιτέλους επαναπροσ
διορίσει την τάξη του κόσμου που ο ίδιος είχε ταράξει: δεν υ
πήρχε πλέον κανένα άλλο ζωντανό είδος που θα μπορούσε να
τον αμφισβητήσει. Ως ανάμνηση αυτού που ήταν κάποτε η πα
νίδα, η βιβλιοθήκη της Θεοδώρας θα φύλαγε στα ράφια της
τους τόμους του Μπιφόν και του Λινναίου.
Αυτά τουλάχιστον πίστευαν οι κάτοικοι της Θεοδώρας, χω
ρίς καθόλου να τους περνάει από το μυαλό η πιθανότητα ότι
μια ξεχασμένη πανίδα είχε αρχίσει να ξυπνά από το λήθαργο
της. Εκτοπισμένη για μεγάλες περιόδους σε απομακρυσμένα
κρησφύγετα, από την εποχή που είχε εξοβελιστεί από το σύ
στημα των ειδών που τώρα εξαφανίστηκαν, η άλλη πανίδα ε
πέστρεφε στο φως μέσα από τα υπόγεια της βιβλιοθήκης όπου
φυλάγονται τα αρχέτυπα, πηδούσε από τα κιονόκρανα και τις
υδρορροές, ερχόταν να κουρνιάσει στα μαξιλάρια των κοιμι
σμένων. Οι σφίγγες, οι γρύπες, οι χίμαιρες, οι δράκοι, οι τραγέ
λαφοι, οι άρπυιες, οι ύδρες, οι μονόκεροι, οι βασιλίσκοι άρχι
ζαν να επανακτούν την πόλη τους.
*93
Ο ι κ ρ υ φ ές π ό λ ε ις . 5.
<94
λίας, ιδιαίτερα από την εκφορά των κομμάτων και των παρεν
θέσεων από τα ήθη τα οποία διατηρούν αυστηρά και αγνά α-
ποφεύγοντας τις πολύπλοκες και σκοτεινές ψυχολογικές κατα
στάσεις· από τη λιτή αλλά εύγευστη μαγειρική τους, που έχει τις
ρίζες της στη χρυσή αρχαία εποχή: σούπες από ρύζι και σέλι
νο, βραστές φάβες, τηγανητούς κολοκυθοανθούς.
Από τα στοιχεία αυτά είναι δυνατό να συμπεράνεις την ει
κόνα της μελλοντικής Βερενίκης, που θα σε φέρει πιο κοντά
στη γνώση της αλήθειας περισσότερο από οποιαδήποτε πλη
ροφορία για την πόλη του σήμερα. Αρκεί να έχεις διαρκώς υ
πόψη σου αυτό που ετοιμάζομαι να σου πω: στο σπέρμα της
πόλης των δικαίων κρύβεται με τη σειρά του ένας κακός σπό
ρος· η βεβαιότητα και η περηφάνια ότι βρίσκονται με το μέρος
του δικαίου -και μάλιστα περισσότερο από τόσους άλλους που
αυτοανακηρύσσονται περισσότερο δίκαιοι από τους δίκαιους-
γεννούν μνησικακίες αντιπαλότητες πείσματα, και ο φυσικός
πόθος μιας ρεβάνς κατά των αδίκων χρωματίζεται από τη μα
νία να βρεθούν στη θέση τους και να κάνουν τα ίδια πράγματα
με αυτούς. Μια άλλη άδικη πόλη, έστω διαφορετική από την
πρώτη, οριοθετεί επομένως το χώρο της μέσα στο διπλό περί
βλημα της άδικης και της δίκαιης Βερενίκης.
Έχοντας πει αυτό, αν τώρα δεν θέλω το βλέμμα σου να α
ποκτήσει μια παραμορφωμένη εικόνα, πρέπει να τραβήξω την
προσοχή σου σε ένα βασικό χαρακτηριστικό αυτής της άδικης
πόλης που φυτρώνει κρυφά μέσα στην κρυφή δίκαιη πόλη: και
είναι το πιθανό ξύπνημα -κάτι σαν νευρικό άνοιγμα των παρα-
θυριών- μιας λανθάνουσας αγάπης για ένα δίκαιο που ακόμα
δεν έχει υποβληθεί σε κανόνες, ένα δίκαιο ικανό να ανασυνθέ-
σει μια ακόμα πιο δίκαιη πόλη από ό,τι ήταν πριν γίνει περιέ
κτης της αδικίας. Αν όμως παρατηρήσει κανείς καλά στο εσω
τερικό αυτό του νέου σπόρου του δικαίου, θα ανακαλύψει μια
»95
μικρή κηλίδα που απλώνεται διαρκώς αυξανόμενη για να επι
βάλει αυτό που είναι δίκαιο μέσα από αυτό που είναι άδικο, και
ίσως είναι ο σπόρος μιας τεράστιας μητρόπολης...
Από την κουβέντα μου αυτή θα έχεις βγάλει το συμπέρασμα
ότι η αληθινή Βερενίκη είναι μια ακολουθία μέσα στο χρόνο
διαφορετικών πόλεων, άλλοτε δίκαιων και άλλοτε άδικων. Ε
κείνο όμως για το οποίο ήθελα να σε προειδοποιήσω είναι άλ
λο: ότι όλες οι μέλλουσες Βερενίκες είναι ήδη παρούσες αυτή
τη στιγμή, τυλιγμένες η μία μέσα στην άλλη, στριμωγμένες ζου
λισμένες αδιαχώριστες.
1 9 6
Ο άτλαντας τον Μεγάλου Χαν περιλαμβάνει επίσης τους χάρτες
των χωρών της Επαγγελίας τις οποίες έχουμε επισκεφτεί με τη
σκέψη αλλά κανείς ακόμα δεν ανακάλυψε ή ίδρυσε: τη Νέα Ατ-
λαντίδα, την Ουτοπία, την Πόλη του Ήλιου, την Ωκεάνα, την Τα-
μοέ, την Αρμονία, τη Νιου-Αανάρκ, την Ικαρία.
Ο Κονμπλάι ρώτησε τον Μάρκο: «Εσύ που κατοπτεύεις γύρω
σου και βλέπεις τα σημάδια, θα ξέρεις να μου πεις σε ποιο μέλλον
μας σπρώχνουν οι ούριοι άνεμοι».
«Για τα λιμάνια αυτά δεν θα ήξερα να χαράξω τη ρότα πάνω
στο χάρτη ούτε να ορίσω μια ημερομηνία προσέγγισής τους. Εί
ναι φορές που μου είναι αρκετή μια αποσπασματική άποψη στη
μέση ενός ασυνάρτητου τοπίου, κάποια φώτα που ξεχωρίζουν
μέσα στην ομίχλη, ο διάλογος δύο περαστικών που συναντιού
νται στο πηγαινέλα του δρόμου, για να σκεφτώ ότι ξεκινώντας α
πό αυτά τα στοιχεία θα φτιάξω κομμάτι κομμάτι την τέλεια πόλη,
μια πόλη φτιαγμένη από θραύσματα ανακατεμένα με όλα τα άλ
λα, από στιγμές χωρισμένες από διαλείμματα, από σινιάλα που
κάποιος στέλνει χωρίς να ξέρει ποιος θα τα συλλέξει. Όταν σου
λέω ότι η πόλη στην οποία τείνει να καταλήξει το ταξίδι μου είναι
ασυνεχής στο χώρο και στο χρόνο, ότι άλλοτε είναι πιο αραιή και
άλλοτε πιο πυκνή, εσύ δεν πρέπει να πιστέψεις ότι μπορεί κανείς
να σταματήσει να την αναζητεί. Ίσως ενώ εμείς μιλάμε να ανα-
*97
δύεται διάσπαρτα μέσα στα σύνορα της αυτοκρατορίας σ ο ν μπο
ρείς να την εντοπίσεις αλλά μόνο με τον τρόπο που σου είπα».
Ήδη ο Μεγάλος Χαν ξεφύλλιζε στον άτλαντά του τους χάρτες
των πόλεων που εμφανίζονται απειλητικές στους εφιάλτες και
στις βλαστήμιες του: η Ενώχ, η Βαβυλώνα, η Γιαχού, η Μπού-
τουα, η Μπρέιβ Νιου Γουέρλντ.
Λέει: «Όλα είναι μάταια, αν το τελευταίο αραξοβόλι δεν μπο
ρεί παρά να είναι η πόλη της κόλασης, και αν είναι εκεί, στα βά
θη της, σε μια όλο και πιο στενή σπείρα, που το ρεύμα της μας
ρουφάει».
Και ο Πόλο: «Η κόλαση των ζωντανών δεν είναι κάτι που α
φορά το μέλλον· αν υπάρχει μια κόλαση, είναι αυτή που υπάρχει
ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε καθημερινά, που διαμορφώ
νουμε με τη συμβίωσή μας. Δύο τρόποι υπάρχουν για να μην υ
ποφέρουμε. Ο πρώτος είναι για πολλούς εύκολος: να αποδε
χθούν την κόλαση και να γίνουν τμήμα της μέχρι να καταλήξουν
να μην τη βλέπουν πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί
συνεχή προσοχή και διάθεση για μάθηση: να προσπαθήσουμε και
να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση,
δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε
χώρο».
1 9 8
ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
1923
Ο Ιταλό Καλβίνο γεννιέται στις 15 Οκτωβρίου, στο Σαντιάγκο της
Κούβας. Ο Μάριο, ο πατέρας του, ένας αγρονόμος που κατάγεται α
πό μια παλιά οικογένεια του Σαν Ρέμο, βρίσκεται στην Κούβα μετά
από εικοσάχρονη παραμονή στο Μεξικό, για να διευθύνει μια αγρο
τική πειραματική μονάδα και μια αγροτική σχολή. Η μητέρα του, η
Εβελίνα Μαμέλι, που κατάγεται από το Σάσαρι της Σαρδηνίας, έχει
σπουδάσει φυσικές επιστήμες και δουλεύει στο τμήμα Βοτανικής του
Πανεπιστημίου της Παβίας.
1925
Η οικογένεια Καλβίνο επιστρέφει στην Ιταλία, στην πόλη Σαν Ρέμο.
«Μεγάλωσα σε μια μικρή πόλη, που διέφερε αρκετά από την υπόλοι
πη Ιταλία την εποχή που ήμουν παιδί: το Σαν Ρέμο εκείνο τον καιρό
ήταν ακόμα γεμάτο από γέρους Εγγλέζους, από Ρώσους δούκες, από
ανθρώπους εκκεντρικούς και κοσμοπολίτες. Αλλά και η οικογένειά
μου ήταν μάλλον μια ασυνήθιστη οικογένεια για το Σαν Ρέμο και γε
νικότερα την Ιταλία της εποχής: επιστήμονες, λάτρεις της φύσης, ε
λεύθεροι διανοητές...» Ο πατέρας του γίνεται διευθυντής του Πειρα
ματικού Σταθμού ανθοκομίας «Οράτσιο Ραϊμόντο», όπου φοιτούν
νέοι από όλο τον κόσμο.
1926
«Η πρώτη ανάμνηση της ζωής μου είναι ο ξυλοδαρμός ενός σοσια
λιστή από μια φασιστική ομάδα [...]. Πιθανότατα η ανάμνηση αυτή
*99
αναφέρεται στην τελευταία φορά που οι φασιστικές ομάδες χρησιμο
ποίησαν τα κλομπ, μετά από μια απόπειρα κατά του Μουσολίνι...»
1927
Γεννιέται ο αδελφός του Φλοριάνο.
1934
Πηγαίνει στο λύκειο «Κασίνι». Οι γονείς, οι οποίοι είναι άθεοι, ζη
τούν από το σχολείο να εξαιρεθούν τα παιδιά τους από την παρακο
λούθηση του μαθήματος των θρησκευτικών, πράξη ιδιαίτερα τολμη
ρή για εκείνη την εποχή. Αυτό κάνει τον νεαρό Ίταλο να αισθάνεται
συχνά διαφορετικός από τα άλλα παιδιά. «Δεν πιστεύω όμως ότι αυ
τό με έβλαψε: αντίθετα, με έμαθε να επιμένω για το δίκαιο των συνη
θειών μου, να βρίσκομαι απομονωμένος για τους σωστούς λόγους, να
ανέχομαι την αμηχανία της απομόνωσης, να βρίσκω τον σωστό τρόπο
για να διατηρήσω απόψεις που δεν γίνονται αποδεκτές από τους
πολλούς. Έμαθα κυρίως να είμαι ανεκτικός στις απόψεις των άλλων,
ιδιαίτερα στο θρησκευτικό επίπεδο...»
1935-1938
«Ένιωσα την πρώτη αληθινή ευχαρίστηση ενός αληθινού βιβλίου αρ
κετά αργά: ήμουν ήδη δώδεκα ή δεκατριών χρόνων, κι αυτό συνέβη
με τον Κίπλινγκ, με το πρώτο (και κυρίως το δεύτερο) βιβλίο της Ζού
γκλας [...]. Από τότε ήξερα τι πρέπει να ψάξω σε ένα βιβλίο: να δω
αν θα επαναλαμβανόταν η ευχαρίστηση που είχα νιώσει διαβάζοντας
τον Κίπλινγκ». Από το 1936 και μέχρι τον πόλεμο θα πηγαίνει στον κι
νηματογράφο καθημερινά, μερικές φορές ακόμα και δύο φορές την
ημέρα.
1939-1940
Γράφει τα πρώτα του μικρά διηγήματα, θεατρικά έργα και ποιήματα
που προσπαθούν να μιμηθούν τη γραφή του αγαπημένου του ποιητή,
του Μοντάλε.
200
* *****ι4 *ι4 ***ι4ιφ **νφ φ φ φ φ φ *φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ 4> φ φ φ 4
1941-1943
Τελειώνει το λύκειο και γράφεται στη σχολή της Γεωπονικής του Πα
νεπιστημίου του Τορίνο, όπου διδάσκει και ο πατέρας του. Η φιλία
του με τον (μετέπειτα διάσημο δημοσιογράφο) Εσυτζένιο Σκαλφάρι
τον βοηθά να αποκτήσει έντονη αντιφασιστική συνείδηση. Το 1943
αρνείται να παρουσιαστεί στην επιστράτευση που οργανώνει η φασι
στική Δημοκρατία του Σαλό, και μένει για πολλούς μήνες κρυμμένος
μακριά από το σπίτι του.
1944
Γίνεται μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος κι αμέσως με
τά, μαζί με τον δεκαεξάχρονο αδελφό του, αποφασίζει να μπει στο α
ντάρτικο, στη δεύτερη μεραρχία «Γκαριμπάλντι», που πολεμά τους
ναζιφασίστες στην περιοχή των Άλπεων, στα σύνορα με τη Γαλλία.
Οι γονείς του συλλαμβάνονται από τους Γερμανούς.
«Η κομμουνιστική μου επιλογή δεν στηριζόταν σε ιδεολογικές
παραμέτρους [...]. Ένιωθα πως εκείνη τη στιγμή το μόνο που με
τρούσε ήταν η δράση, και οι κομμουνιστές ήταν τότε η πιο δραστήρια
και οργανωμένη δύναμη».
Η παρτιζάνικη περίοδος είναι σχετικά σύντομη αλλά εξαιρετικά
έντονη. «Έζησα μια σειρά από ανεκδιήγητες περιπέτειες και κινδύ
νους, γνώρισα τι σημαίνει φυλακή και τι σημαίνει να δραπετεύεις α
πό τη φυλακή, βρέθηκα πολλές φορές στο χείλος του θανάτου. Είμαι
όμως ικανοποιημένος με τα όσα έζησα, με τις εμπειρίες που συσσώ-
ρευσα, θα ήθελα μάλιστα να είχα ζήσει ακόμα περισσότερες...»
1945
Με την Απελευθέρωση επιστρέφει στο Τορίνο, στις πανεπιστημιακές
του σπουδές, ενώ ταυτόχρονα δουλεύει εντατικά στις γραμμές του ΙΚΚ.
Γνωρίζεται με το συγγραφέα Τσέζαρε Παβέζε, ο οποίος γίνεται ο πρώ
τος αναγνώστης των γραπτών του. Με την επιμονή του Παβέζε δημο
σιεύει σ’ ένα λογοτεχνικό περιοδικό το πρώτο του διήγημα, με τίτλο
«Αγωνία».
201
1946
Δημοσιεύει και άλλα διηγήματα σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ ταυ
τόχρονα πιάνει δουλειά (ως πωλητής βιβλίων με δόσεις) στον εκδο
τικό οίκο Είηβικίΐ. Τις τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη τελειώνει την
πρώτη γραφή του μυθιστορήματος Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές,
βιβλίο που άρχισε να γράφει μετά τις έντονες πιέσεις του Παβέζε.
1947
Κυκλοφορεί Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές, βρίσκοντας μια καλή
ανταπόκριση κοινού και κριτικής. Ο νεαρός Καλβίνο κερδίζει το
βραβείο Ριτσιόνε και βλέπει να του ανοίγονται διάπλατα οι πόρτες
των λογοτεχνικών κύκλων του Τορίνο. Γίνεται φίλος με τον Βιτορίνι,
τη Ναταλία Γκίνζμπουργκ, τον Νορμπέρτο Μπόμπιο.
1948
Εγκαταλείπει τη δουλειά του στον εκδοτικό οίκο ΕίηΒίκϋ και γίνεται
υπεύθυνος της τρίτης σελίδας της τορινέζικης έκδοσης της κομμουνι
στικής εφημερίδας V \Jnita. Ταυτόχρονα συνεργάζεται με το περιοδι
κό Μηβεάίβ του ΙΚΚ.
1949
Κυκλοφορεί η πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Τελευταίο
έρχεται το κοράκι. Αντίθετα, αποφασίζει να μην εκδώσει το μυθιστό
ρημα Το λευκό ιστιοφόρο, μετά τις αρνητικές κρίσεις του Βιτορίνι.
1950
Αναλαμβάνει τη διεύθυνση μιας εκδοτικής σειράς στον Εΐηβικίί. Με
τον Βιτορίνι και τον Παβέζε επιβάλλουν ένα νέο ύφος στην εκδοτική
παραγωγή της εποχής. Ο Παβέζε όμως στις 27 Αυγούστου θα αυτο-
κτονήσει και το γεγονός θα σημαδέψει βαθιά τη ζωή και τη συνείδη
ση του εικοσιεπτάχρονου Καλβίνο.
1951
Τελειώνει η δύσκολη κυοφορία ενός ακόμα ρεαλιστικού μυθιστορή
202
Ι^ φ φ φΜ ΦΦφφφφφφφΐ Φ Μ Μ ΗΦ φ φφ φ φ^Μ φφφίΗμφφφφφϊφφφφφφφφφΙίφφφφφφφφϊ
ματος με τίτλο Οι νέοι τον Πάδον, το οποίο όμως θα δει τα φώτα της
δημοσιότητας το 1958. Αντίθετα, πολύ εύκολα γράφει το καλοκαίρι
της ίδιας χρονιάς το πρώτο βιβλίο της «φανταστικής» τριλογίας του,
Ο διχοτομημένος υποκόμης. Το φθινόπωρο πραγματοποιεί ένα μεγά
λο ταξίδι (50 ημερών) στην ΕΣΣΔ. Τις (αισιόδοξες και θετικές) εντυ
πώσεις του θα τις δημοσιεύσει τον επόμενο χρόνο στη L' Unitá. Κατά
τη διάρκεια της απουσίας του πεθαίνει ο πατέρας του.
1952
Η παρουσίαση του βιβλίου του Ο διχοτομημένος υποκόμης γνωρίζει
μεγάλη επιτυχία αλλά και τις πρώτες αντιρρήσεις κάποιων αριστε
ρών κριτικών. Εξακολουθεί να δημοσιογραφεί (θα παρακολουθήσει
τους Ολυμπιακούς του Ελσίνκι για λογαριασμό της V Unitá), αλλά
αρχίζει να πείθεται πως δεν κάνει για δημοσιογράφος. Δημοσιεύει το
«αυτόνομο» διήγημα «Το αργεντινό μυρμήγκι» (που στη συνέχεια θα
ενσωματωθεί στη συλλογή Η δύσκολη ζωή) καθώς και τις πρώτες
νουβέλες του Μαρκοβάλντο.
1953
Δουλεύει ένα νέο μυθιστόρημα με τίτλο Το κολιέ της βασίλισσας, που
δεν θα το εκδώσει ποτέ.
1954
Κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων του Η είσοδος στην Αντίσταση.
Αρχίζει να δουλεύει πάνω στα Ιταλικά παραμύθια , μεταγράφοντας με
το δικό του ύφος διακόσια παραμύθια της ιταλικής προφορικής λαϊ
κής παράδοσης. Ξεκινά τη συνεργασία του με το κινηματογραφικό
περιοδικό Cinema Νυονο.
1956
Κυκλοφορούν τα Ιταλικά παραμύθια , που ενισχύουν την εικόνα του
«παραμυθά» Καλβίνο. Γράφει ένα μονόπρακτο με τίτλο Το παγκάκι.
Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ τον κάνει να ελπίζει σε μια αλλαγή
πορείας του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος και τον οδηγεί
203
σε μια έντονη αυτοκριτική διάθεση: «Εμείς οι Ιταλοί κομμουνιστές
ήμασταν σχιζοφρενείς. Ναι, νομίζω ότι αυτός είναι ο σωστός όρος.
Με ένα κομμάτι του εαυτού μας ήμασταν και θέλαμε να είμαστε οι
μάρτυρες της αλήθειας, οι εκδικητές κάθε αδικίας εναντίον των α
δύναμων και των καταπιεσμένων, οι υπερασπιστές της δικαιοσύνης
εναντίον οποιασδήποτε τυραννίας. Με ένα άλλο όμως κομμάτι του
εαυτού μας δικαιολογούσαμε τα λάθη, τους αυταρχισμούς, την τυ
ραννία του κόμματος, τον Στάλιν, στο όνομα του Αγώνα...»
Τα γεγονότα της Πολωνίας και της Ουγγαρίας θα σκοτώσουν αυ
τή του την αισιοδοξία. Διαμαρτύρεται στην κομματική του οργάνωση
για τις «ψευδείς» ανταποκρίσεις της V ϋηίύ και ζητάει από το κόμμα
να εκφράσει την αλληλεγγύη του στους δοκιμαζόμενους λαούς της
Πολωνίας και της Ουγγαρίας.
1957
Με επιστολή του στη υ ϋ η ίύ (θα δημοσιευτεί στην εφημερίδα, στις 7
Αυγούστου), στην οποία δηλώνει όχι μόνο τις διαφωνίες του με την
πολιτική γραμμή του κόμματος αλλά και τη θετική επίδραση που εί
χε το κόμμα πάνω του, ο Καλβίνο παραιτείται από μέλος του ΙΚΚ,
χωρίς όμως να απομακρυνθεί ποτέ ολοκληρωτικά από αυτό.
Στο τέλος της χρονιάς κυκλοφορεί το δεύτερο βιβλίο της τριλο
γίας του, Ο αναρριχώμενος βαρόνος.
1958
Δημοσιεύει ένα απόσπασμα από το ανέκδοτο Κολιέ της βασίλισσας,
καθώς και το «αυτόνομο» διήγημα «Το νέφος», που αργότερα θα εν
σωματώσει στη συλλογή Δύσκολη ζωή. Γράφει επίσης στίχους για
τραγούδια.
Κυκλοφορούν με μεγάλη επιτυχία τα διηγήματα που απαρτίζουν
τη συλλογή Οι δύσκολοι έρωτες.
1959
Κυκλοφορεί το τρίτο βιβλίο της τριλογίας, Ο ανύπαρκτος ιππότης.
Πραγματοποιεί ένα μεγάλο, εξάμηνο ταξίδι στις ΗΠΑ και εντυπω
204
σιάζεται ιδιαίτερα από τη Νέα Υόρκη: «Αγαπώ τη Νέα Υόρκη και ο
έρωτας είναι τυφλός. Και βουβός: δεν ξέρω να ανακρούσω τις από
ψεις όσων τη μισούν. Κατά βάθος όμως κανείς ποτέ δεν κατάλαβε
ούτε γιατί ο Σταντάλ αγαπούσε τόσο πολύ το Μιλάνο...»
1961
Είναι πλέον ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας και δέχεται διαρκώς
προτάσεις για συνεργασίες σε εφημερίδες και περιοδικά. Ο ίδιος ό
μως φοβάται μήπως πέσει στην παγίδα να γράφει «μόνο για εφήμε
ρα πράγματα» και κλείνεται στον εαυτό του. Επίσης, την τελευταία
στιγμή, κι ενώ το βιβλίο έχει τυπωθεί, αποφασίζει να μην εκδώσει τις
εντυπώσεις του από τις ΗΠΑ που θα έβγαιναν με τον τίτλο Ένας αι
σιόδοξος στην Αμερική.
1962
Γνωρίζεται στο Παρίσι με την Έσθερ Τζούντιθ Σίνγκερ, Αργεντινή
μεταφράστρια στην «Ουνέσκο». Είναι μια χρονιά διαρκών μετακινή
σεων.
1963
Εκδίδει, σε μια νεανική σειρά, τον Μαρκοβάλντο. Λίγο αργότερα κυ
κλοφορεί τις δύο αυτόνομες νουβέλες του Η ημέρα ενός εκλογικού α
ντιπροσώπου και Η οικοδομική κερδοσκοπία , τα δύο τελευταία «ρεα
λιστικά» έργα του.
1964
Παντρεύεται την Έσθερ. Ταξιδεύει στην Κούβα, όπου συναντιέται με
τον Τσε Γκεβάρα. Με τη σύζυγό του αποφασίζουν να εγκατασταθούν
στη Ρώμη. Θα συνεχίσει όμως να πηγαίνει στο Τορίνο δύο φορές το
μήνα, για τη δουλειά του στον εκδοτικό οίκο ΕΐηΒίκϋ.
Εκδίδεται η συλλογή δοκιμίων του Με μια πέτρα από πάνω , καθώς
και η αναθεωρημένη έκδοση του μυθιστορήματος Το μονοπάτι με τις
αραχνοφωλιές, εμπλουτισμένη με ένα σημαντικό πρόλογο-αυτοβιο-
γραφικό δοκίμιο.
205
1965
Γεννιέται η κόρη του Τζοβάνα: «Η εμπειρία της πατρότητας, για πρώ
τη φορά, μετά τα σαράντα, είναι ένα γεγονός που σου δίνει μια αίσθη
ση πλήρωσης αλλά είναι και ένα έντονα διασκεδαστικό γεγονός...»
Εκδίδει το βιβλίο του Τα κοσμοκωμικά.
1966
Πεθαίνει ο φίλος του συγγραφέας Έλιο Βιτορίνι. Ένα χρόνο αργότε
ρα ο Καλβίνο θα δημοσιεύσει ένα δοκίμιο με τίτλο Βιτορίνι: σχεδια-
σμός και λογοτεχνία.
1967
Μετακομίζει με την οικογένειά του στο Παρίσι, όπου θα μείνει μέχρι
το τέλος του 1980. Μεταφράζει στα ιταλικά το βιβλίο του Ρεϊμόν Κενώ
Τα γαλάζια άνθη.
1968
Ο Κενώ θα τον φέρει σε επαφή με την ομάδα Οιιΐίρο, ενώ αυξάνεται
το ενδιαφέρον του για τη σημειολογία. Παρακολουθεί με ενδιαφέρον
τη φοιτητική εξέγερση του Μάη, αλλά διαφωνεί με τις ιδεολογικές
παραμέτρους της.
1969
Δημοσιεύει στο περιοδικό ΕΜΚ το πρώτο μέρος από το Κάστρο των
διασταυρωμένων πεπρωμένων. Ετοιμάζει μια λογοτεχνική ανθολογία
για τα σχολεία, σε συνεργασία με τον Τζανμπατίστα Σαλινάρι.
1970
Επανεκδίδει τη συλλογή διηγημάτων Οι δύσκολοι έρωτες. Κάτω από
τον ίδιο τίτλο περιλαμβάνονται τώρα και τα δύο διηγήματα της Δ ύ
σκολης ζωής. Παρουσιάζει επίσης το βιβλίο του Ο μαινόμενος Ορλάν-
δος τον Λουδοβίκου Αριόστο σε αφήγηση του Ίταλο Καλβίνο , απο
σπάσματα από το περίφημο ποίημα που είχε ετοιμάσει για μια σειρά
ραδιοφωνικών εκπομπών.
2θ6
1971
Κυκλοφορεί το έργο του Οι αόρατες πόλεις. Στην ιταλική έκδοση του
Playboy δημοσιεύει το κείμενο «Το όνομα, η μύτη», που αποτελεί το
πρώτο μέρος της συλλογής Κάτω από τον ιαγονάρο ήλιο, που θα εκ-
δοθεί μετά το θάνατό του.
1972
Κυκλοφορεί ολοκληρωμένο το Κάστρο των διασταυρωμένων πεπρω
μένων.
1974
Ξεκινά τη συνεργασία του με την εφημερίδα Corriere della sera, δημο
σιεύοντας διηγήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και δοκίμια. Έχει και
πάλι μια έντονη παρουσία στους πολιτικούς προβληματισμούς της ε
ποχής. Γράφει ένα μεγάλο πρόλογο στο βιβλίο Τέσσερις ταινίες του
Φελίνι με τίτλο «Η αυτοβιογραφία ενός θεατή» που, μετά θάνατον, θα
ενσωματωθεί στη συλλογή Ο δρόμος τον Σαν Τζιοβάνι.
1975-1976
Δημοσιεύει στην εφημερίδα Corriere della sera τα πρώτα κομμάτια α
πό το Πάλομαρ. Ταξιδεύει στην Ιαπωνία, στο Μεξικό και στις ΗΠΑ,
όπου δίνει μια σειρά διαλέξεων σε διάφορα πανεπιστήμια.
1978
Πεθαίνει η μητέρα του σε ηλικία ενενήντα δύο χρόνων.
1979
Γίνεται ανάρπαστο μόλις κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία το «μεταμυ-
θιστόρημά» του Αν μια νύχτα τον χειμώνα ένας ταξιδιώτης. Ξεκινά τη
συνεργασία του με την εφημερίδα República, με ένα άρθρο που τιτ
λοφορείται «Υπήρξα άραγε σταλινικός κι εγώ;».
I960
Μετακομίζει στη Ρώμη, σε ένα ρετιρέ κοντά στο Πάνθεον.
207
^φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ^
1981
Του απονέμεται το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής. Επιμελείται μια
συλλογή κειμένων του Κενώ με τίτλο Σημεία, αριθμοί και γράμματα . Δη
μοσιεύει το θεατρικό Οι πόρτες της Βαγδάτης , γράφει το λιμπρέτο για
την ανολοκλήρωτη όπερα του Μότσαρτ Ζαΐδα και γίνεται πρόεδρος
της κριτικής επιτροπής στο 29ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενε
τίας.
1982
Ανεβαίνει στη Σκάλα του Μιλάνου η όπερα Η αληθινή ιστορία σε μου
σική Μπέριο και λιμπρέτο Καλβίνο.
1983
Κυκλοφορεί το έργο του Πάλομαρ. Επίσης επιμελείται μια συλλογή
φανταστικού διηγήματος συγγραφέων του περασμένου αιώνα.
1984
Αλλάζει, για πρώτη φορά στη ζωή του, εκδοτικό οίκο και εκδίδει με
τον οίκο «Γκαρτζάντι» έναν τόμο με συμπληρωμένα τα Κοσμοκωμι
κά. Ταξιδεύει στην Αργεντινή, την Ελλάδα και την Ισπανία, όπου
λαμβάνει μέρος μαζί με τον Μπόρχες σε ένα συμπόσιο με θέμα τη φα
νταστική λογοτεχνία.
1985
Το καλοκαίρι δουλεύει πάνω σε έναν κύκλο έξι διαλέξεων, που σκο
πεύει να δώσει στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Τη νύχτα μεταξύ 18
και 19 Σεπτεμβρίου πεθαίνει μετά από ένα οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο,
χωρίς να καταφέρει να ολοκληρώσει το σχέδιό του για ένα βιβλίο με
τίτλο Οι πέντε αισθήσεις. Πρόφτασε να γράψει μόνο για τις τρεις (όσ
φρηση, γεύση, ακοή) και τα κείμενα αυτά εκδόθηκαν μετά θάνατον
με τον τίτλο Κάτω από τον ιαγονάρο ήλιο.
Μετά θάνατον εκδόθηκαν επίσης ο κύκλος των έξι διαλέξεων με
τίτλο Αμερικανικά μαθήματα , το δοκίμιο Για το παραμύθι, η συλλογή
«ασκήσεων μνήμης» Ο δρόμος τον Σαν Τζιοβάνι, η συλλογή δοκιμίων
2θ8
Γιατί πρέπει να διαβάζουμε τους κλασικούς, η συλλογή διηγημάτων Λί
γο πριν πεις «Εμπρός», καθώς και το αυτοβιογραφικό Ερημίτης στο
Παρίσι.
209
ΕΡΓΑ ΤΟΥ Ι Τ Α Λ Ο Κ Α Λ Β Ι Ν Ο
Μ Ε Τ Α Φ Ρ Α Σ Μ Ε Ν Α Σ ΤΑ Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Α
211
Palomar, 1983 (Πάλομαρ, μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, εκδ. Α-
στάρτη, 1985)
Sotto il sole giaguaro, 1986 (Κάτω από τον ιαγονάρο ήλιο, μτφρ.
Ανταίου Χρυσοστομίδη, εκδ. Αγρα, 1994)
Lezioni americane, 1988 (Έξι προτάσεις για την επόμενη χιλιετία,
μτφρ. Μαρία Σπυριδοπούλου, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1995)
La strada di San Giovanni, 1990 (Ο δρόμος τον Σαν Τζιοβάνι, μτφρ.
Αγγελικής Ξύδη, εκδ. Κριτική, 1991)
Perché leggere i classici, 1991 (Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς,
μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Εκδ. Καστανιώτη, 2003)
Prima che tu dica «Pronto», 1993 (Λίγο πριν πεις «Εμπρός», μτφρ.
Ανταίου Χρυσοστομίδη, Εκδ. Καστανιώτη, 1999)
212