Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 155

Περιεχόμενα

Κεφάλαιο 1 Υπόθεση καφέ. 2


Κεφάλαιο 2 Η Μαρία. 6
Κεφάλαιο 3 Η υπόθεση έκλεισε? 9
Κεφάλαιο 4 Η μαύρη γάτα. 14
Κεφάλαιο 5 Καινούριος δρόμος. 19
Κεφάλαιο 6 Τα μαραμένα πέταλα. 24
Κεφάλαιο 7 Υπόθεση αυτοκτονίας. 30
Κεφάλαιο 8 Η υπόθεση δεν έκλεισε. 33
Κεφάλαιο 9 Πρώτα από όλα το γράμμα. 38
Κεφάλαιο 10 Ένα βήμα πιο μπροστά 1. 41
Κεφάλαιο 11 Ένα βήμα πιο μπροστά 2. 45
Κεφάλαιο 12 Βρίσκοντας πληροφορίες. 49
Κεφάλαιο 13 Ανοίγοντας τις υποθέσεις. 55
Κεφάλαιο 14 Συνάντηση μεγάλων. 59
Κεφάλαιο 15 Από υπόθεση σε υπόθεση. 65
Κεφάλαιο 16 Χωρίς δρόμο. 70
Κεφάλαιο 17 Η Αφροδίτη. 73
Κεφάλαιο 18 Ο Γίρμαν. 79
Κεφάλαιο 19 Ένα ρομαντικό ραντεβού… και όχι μόνο. 83
Κεφάλαιο 20 Υπόθεση αυτοκίνητο. 88
Κεφάλαιο 21 Πάλι στο τμήμα. 94
Κεφάλαιο 22 Η επανένωση. 98
Κεφάλαιο 23 Η πρώτη υπόθεση. 107
Κεφάλαιο 24 Συνάντηση με το παρελθόν. 112
Κεφάλαιο 25 Ο εκβιασμός 1. 117
Κεφάλαιο 26 Ο εκβιασμός 2. 121
Κεφάλαιο 27 Μην προχωράς. 124
Κεφάλαιο 28 Μετά τα μεσάνυχτα. 127
Κεφάλαιο 29 Όχι άλλοι ηρωισμοί. 132
Κεφάλαιο 30 Υπόθεση εκδίκησης. 138
Κεφάλαιο 31 B.J. 141
Κεφάλαιο 32 Ανάμεσα σε δύο κόσμους. 146
Κεφάλαιο 33 Διαίρει και βασίλευε. 150
Κεφάλαιο 34 Λύση της συνεργασίας. 154

[1]
Κεφάλαιο 1 Υπόθεση καφέ.
Ένα συνηθισμένο πρωί ξύπνησε σήμερα στην Αθήνα, με τον ήλιο να
βρίσκεται πίσω από τα κτήρια. Άλλη μία Τετάρτη, χωρίς τίποτα
διαφορετικό. Όχι για όλους όμως. Ήταν κάπου στο κέντρο της Αθήνας
στο Παγκράτι σε ένα διαμέρισμα σε μια μικρή και ψηλή πολυκατοικία. Η
ώρα έγραφε εφτά, για την ακρίβεια παρά δέκα και το ξυπνητήρι
χτυπούσε. Ωστόσο, στο κρεβάτι δεν βρισκόταν κανείς, μα ούτε και σε όλο
το ακατάστατο δωμάτιο. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε από το χολ ένα
αγόρι, όχι πολύ ψηλό, φορώντας μπλε πιτζάμες και με την
οδοντόβουρτσα στο στόμα.
Αφού κοίταξε καλά το ξυπνητήρι το έκλεισε και πήγε πάλι στο μπάνιο,
όπου έφτυσε ότι είχε στο στόμα του και έβαλε σε ένα μικρό κυπελάκι που
είχε και άλλα ψιλοπράγματα, όπως οδοντόκρεμες μία χτένα. Αφού
έπλυνε την μούρη του και χτένισε τα ανακατεμένα του μαλλιά, πήγε
μέσα στο δωματιάκι. Ντύθηκε γρήγορα στο πόδι και τράβηξε την τσάντα
του που ήταν πάνω στο γραφείο του.
Αφού κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά βγήκε έξω, ανοίγοντας με δυσκολία
την παλιά πόρτα. Όταν βγήκε, είδε το ρολόι του και στάθηκε για λίγο
ακίνητος. Τότε, έπεσε λίγο νερό μπροστά στην είσοδο από πάνω. Μόλις
έπεσε όλο το νερό συνέχισε να περπατά μέχρι την καγκελόπορτα, που
ήταν η πρώτη πόρτα για να μπεις στην πολυκατοικία. <<Καλημέρα!!>>
ακούστηκε από πάνω από την πολυκατοικία. Μόλις το άκουσε γύρισε
πίσω το πρόσωπο του, χωρίς να φαίνεται παραξενευμένος.
Ήταν μια κυρία, μεγάλη σε ηλικία με μία ρόμπα που φορούσε. Στα χέρια
της κρατούσε ένα κουβά μεγάλο με σαπούνι δίπλα και έπλενε στο χέρι
από ότι φαινόταν τα ρούχα της. Μπροστά της υπήρχε ένα σύρμα που είχε
φτιάξει εκείνη και μερικά μανταλάκια πιασμένα πάνω σε αυτό. Ο νεαρός
σήκωσε το χέρι του και την χαιρέτησε χωρίς να την κοιτάει καλά, με την
κυρία να χαμογελάει.
Όσο περπατούσε ο ήλιος έκανε σιγά σιγά την εμφάνιση μέσα στους
δρόμους. Ο ίδιος ωστόσο δεν κοιτούσε προς τον ίδιο αλλά ευθεία, ενώ
από πάνω του υπήρχαν τα φώτα τα οποία είχαν κλείσει τώρα. Δεν
υπήρχαν πολλά άτομα στον δρόμο, με τον ίδιο να περπατά με την τσάντα
στην πλάτη και τα χέρια στις τσέπες, έχοντας ο δρόμος αριστερά και
δεξιά παρκαρισμένα αυτοκίνητα, που με δυσκολία μπορούσες να δεις το
πεζοδρόμιο αν ήσουν στο δρόμο.
Στο τέλος του πεζοδρομίου είδε μπροστά του, στεκώμενος σε μία
πινακίδα του STOP, ένα συνομήλικο του. Είχε ξανθά μαλλιά και ήταν λίγο
πιο ψηλός από τον ίδιο, έχοντας στον ώμο την τσάντα που. Μόλις εκείνος
είδε ότι έρχεται σήκωσε το χέρι, μα ο ίδιος συνέχισε να περπατά. Μόλις

[2]
είδε ότι τον προσπέρασε τότε έτρεξε εκνευρισμένος κοντά του και τον
έπιασε από τον ώμο.
-<Ο κόσμος συνήθως λέει καλημέρα Τομ.>>
-<<Η μέρα δεν έχει αρχίσει ακόμη.>> απάντησε ο Τομ, προσπαθώντας
να ξυπνήσει το μάτι του τρίβοντάς το.
-<<Και τότε γιατί ξυπνάς τόσο νωρίς?>> είπε με παράπονο. <<Το
σχολείο αρχίζει στις 8.>>
-<<Ναι. Αλλά η μέρα ξεκινά πάντα από εκεί Γιάννη.>> είπε και έδειξε
ένα μαγαζί στην άλλη πλευρά του δρόμου.
Ήταν ένα μαγαζί μικρό, με λίγα τραπεζάκια έξω και πολλά μέσα. Πάνω
είχε μία τέντα κόκκινη που έγραφε <<Caffè>> με άσπρα γράμματα και
από κάτω το όνομά του ιδιοκτήτη με πιο μικρά που δεν μπορούσες να
καταλάβεις το όνομά. Όπως μπήκαν στο μαγαζί είδαν έναν μπαρίστα
μεγάλο σε ηλικία και ένας πελάτης ο οποίος φορούσε ένα μαύρο παλτό
και του άφησε χρήματα, ευχαριστώντας τον για τον καφέ και έφυγε.
Το μαγαζί δεν είχε πολύ κόσμο από ότι φαινόταν το πρωί, με ένα να
βρίσκεται προς την γωνία να πίνει και εκείνος τον καφέ του και ένα
ζευγάρι κοντά στα 50 να τρώνε το πρωινό τους. Η ησυχία υπήρχε και
κυριαρχούσε στον χώρο, με την συζήτηση του ζευγαριού να ακούγεται
σαν ψίθυρος στα αυτιά τους. Μόλις ο μπαρίστας είδε τους δύο νεαρούς
μέσα χαμογέλασε, καθαρίζοντας με ένα άσπρο πανί τον πάγκο του.
-<<Τι κάνουν οι νεαροί μου?>>
-<<Buongiorno signore.>> είπε ο Τομ και έκατσε σε μία από τις
καρέκλες που βρίσκονταν μπροστά στον πάγκο.
-<< Buongiorno.>> είπε με χαμόγελο. <<Cosa ti piacerebbe?>> ρώτησε ο
μπαρίστας με τον Γιάννη να τον κοιτάει με περιέργεια.
-<<Τι θα θέλατε στα ιταλικά.>> είπε ο Τομ και κοίταξε τον μπαρίστα.
<<Εγώ το γνωστό για το πρωί.>>
-<<Για μένα χτύπα ένα φραπέ μέτριο.>> είπε ο Γιάννης και πέταξε
ελαφρά την τσάντα του κάτω, με τον μπαρίστα να κουνάει με χαμόγελο
καταφατικά το κεφάλι και να αρχίζει την δουλειά του.
Ο Τομ τότε έβγαλε ένα βιβλίο από την τσάντα του και άρχιζε να
διαβάζει. Μόλις το είδε ο Γιάννης ξίνισε, όταν κατάλαβε ότι ήταν
μαθηματικών και έβγαλε το κινητό του, χαζεύοντας πάνω σε αυτό. Ο Τομ
διάβαζε και ξεφύλλιζε τις σελίδες κοιτώντας τες με προσοχή με τον
Γιάννη να κουνάει τον αντίχειρά του πάνω στην οθόνη. Μόλις έφτιαξε ο

[3]
μπαρίστας τον φραπέ, πήγε και τον έδωσε, βλέποντας το ζευγάρι από
πίσω ο άντρας να του κάνει νόημα να έρθει.
Μόλις γύρισε και πήρε τα χρήματα, έβγαλε από την παλιά μηχανή της
δεκαετίας του 50’ μετά από λίγο το καφέ και το έχυσε σε ένα μικρό
φλυτζάνι. Αφού έβαλε και λίγη κρέμα από πάνω το σέρβιρε στον Τομ, ο
οποίος μόλις το είδε άφησε το βιβλίο και το μύρισε για λίγο. Αμέσως ήπιε
το μισό, με το ύφος του να χαλαρώνει τώρα και όλο του το σώμα.
-<<Η αντίδραση σου τα λέει όλα Τρίστε.>> είπε χαρούμενος ο
μπαρίστας.
-<<Αφού ξέρεις ότι το φτιάχνεις τέλειο εσπρέσο. Πως το κάνεις?>>
αναρωτήθηκε, ακουμπώντας τα χέρια του στον πάγκο.
-<<Είναι η αγάπη μου ο καφές.>> είπε και τον κοίταξε. <<Δεν
περιγράφεται κάτι τέτοιο.>>
Τότε ο Τρίστε πήγε να ξανά πιεί άλλη μία γουλιά από το φλυτζάνι και
είδε δίπλα του το προηγούμενο φλυτζάνι, το οποίο ήταν λίγο πιο μικρό
από το δικό του. Το είδε καλά, κοιτάζοντας το με περιέργεια. <<τι
παρήγγειλε αυτός που έφυγε πριν?>>
-<< Εσπρέσο ristretto.>>
-<<Και έκανε πολύ ώρα να τον πιεί?>>
-<<Θα έλεγα ναι. Βρισκόταν για περίπου μία ώρα εδώ. Όταν άνοιξα το
μαγαζί θα έλεγα ήρθε μετά από λίγο. Γιατί ρωτάς?>>
-<<Ο Εσπρέσο πίνετε γρήγορα. Τι έκανε τόση ώρα εδώ? Και δεν τον
ήπιε όλον από ότι φαίνεται.>>
-<<Δεν ξέρω μικρέ. Καθόταν και χάζευε το βλέμμα του από εδώ και από
εκεί, χωρίς να αγγίζει σχεδόν καθόλου τον καφέ. Δεν ξέρουν όλοι να
πίνουν καφέ σαν και σένα.>>
-<<Δεν είναι όλοι Ιταλοί σαν και σένα Τομ.>>είπε, μα συνέχιζε να
κοιτάει το κινητό του.
-<<Μισός Ιταλός Γιάννη.>> είπε βάζοντας το βιβλίο πάλι πίσω στην
τσάντα και ήπιε το υπόλοιπο που του είχε μείνει στο φλιτζάνι.
-<<Ιταλέ για δες εδώ.>> είπε και του έδειξε το κινητό του. Μόλις είδε ο
Τομ την εικόνα δεν κατάλαβε στην αρχή. Ήταν μια κοπέλα που είχε
ντυθεί ωραία, με βραδινά ρούχα και με ένα ποτό στο χέρι.
-<<Ποια είναι αυτή?>> ρώτησε με παραξενευμένο ύφος.
-<<Η Τζένη από το σχολείο βρε. Ωραία εε?>> είπε με ένα πονηρό ύφος.

[4]
-<<Δεν την αναγνώρισα καν με το μακιγιάζ.>> είπε έκπληκτος.
-<<Πως να την αναγνωρίσεις αφού δεν έχεις λογαριασμό.>> είπε και το
ζευγάρι σηκώθηκε σιγά σιγά από τις θέση του και πήγαιναν προς την
πόρτα.
Από πίσω του άκουσαν κάποιον να βήχει και όσο άρχιζε πιο δυνατά.
Μόλις τελείωσε ο Γιάννης την φράση του είδε ο Τομ αυτόν από πίσω του
να βήχει πιο δυνατά.
Κάποια στιγμή έπιασε την καρδιά του και έβηχε με όλη του την δύναμη,
σφίγγοντας τα δόντια του. Ο Τομ τότε πήγε κοντά του γρήγορα και
προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε ακριβώς, με τον άντρα να τον βλέπει
και να του απλώνει το χέρι.<<Αγκάθια…>> είπε με όση δύναμη είχε. Όλοι
είχαν παγώσει γύρω του, έχοντας μείνει σαν αγάλματα στις θέσεις τους,
με τον άντρα να χάνει τις αισθήσεις του και να πέφτει το κεφάλι του
κάτω στο τραπέζι.
Ο Τομ τότε πήγε και σήκωσε το κεφάλι του μα ο άντρας δεν αντιδρούσε.
Κοιτούσε έκπληκτος, βάζοντας τα δύο δάχτυλα του ανάμεσα στο λαιμό
και το κεφάλι. Αφού περίμενε για μερικά δευτερόλεπτα είδε ότι δεν
ζούσε, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του. <<Κάλεσε την αστυνομία!>>
είπε ο Τομ με τον μπαρίστα να πιάνει γρήγορα το τηλέφωνο.
Ο Τομ τότε πήρε ένα σακουλάκι πλαστικό και διαφανές που είχε ο
μπαρίστας στον πάγκο δίπλα και με ένα κουταλάκι έβαλε γρήγορα λίγο
από τον καφέ.

[5]
Κεφάλαιο 2 Η Μαρία.
Η αστυνομία δεν άργησε να έρθει και μαζί ήρθε και ένα ασθενοφόρο, το
οποίο πήρε το πτώμα και με τους αστυνόμους να κλείνουν το μαγαζί. Ο
μπαρίστας ανήσυχος μαζί με τον Τομ και τους άλλους οδηγήθηκαν στο
κοντινότερο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Μόλις έφτασαν ο
μπαρίστας εξήγησε τι συνέβη στους αστυνόμους. Βρίσκονταν σε μία
αίθουσα κλειστή και εξηγούσε για λίγη ώρα. Ωστόσο έχασαν σχεδόν όλη
την μέρα τους εκεί, καθώς περίμεναν και άλλες υποθέσεις, έχοντας πάει
μεσημέρι.
Ο Τομ καθόταν με τον Γιάννη σε δύο καθίσματα απέξω, βλέποντας τους
αστυνομικούς από εδώ και από εκεί να περπατούν ανησυχία, με μία
διαρκή φασαρία να υπάρχει σε όλο το τμήμα από τις δουλείες που είχαν.
Αντίθετα το ζευγάρι καθόταν απέναντι από τους νεαρούς, ανήσυχοι λίγο
για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί. Κάποια στιγμή ήρθε και ένας
αστυνόμος, προσφέροντας τους λίγα κουλούρια, με τον Τομ να κουνάει
διακριτικά το χέρι του ότι δεν ήθελε.
Σκεφτόταν τι είχε συμβεί, κρατώντας με τα χέρια του το πρόσωπό του.
Ο Γιάννης αντίθετα δεν ήταν τόσο ήρεμος. Κουνούσε νευρικά το πόδι του
και το δεξί του χέρι, κοιτώντας τον φίλο του που ήταν ήρεμος. <<Πως και
δεν ανησυχείς Τομ?>> είπε έκπληκτος.
-<<Δεν τον σκότωσα εγώ. Γιατί να ανησυχώ?>> είπε με τον Γιάννη να
είχε μείνει έκπληκτος από τον Τομ.
-<<Πας καλά?! Πέθανε ένας άνθρωπος μπροστά σου.>> είπε ο άντρας
από το ζευγάρι, κοιτάζοντας τον ο Τομ με ένα βλέμμα σαν να μην τον
καταλαβαίνει.
-<<Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε.>>είπε ο μπαρίστας αφού βγήκε από
την αίθουσα την μικρή, με τους άλλους να τον κοιτάνε έκπληκτοι.
-<<Δηλαδή?>> ρώτησε ανήσυχη η γυναίκα.
-<<Μου είπαν ότι μάλλον θα έπαθε μια ανακοπή καρδιάς και για αυτό
πέθανε.>> είπε και ανακουφίστηκαν. <<Α ναι. Τομ, θέλουν να σε
ρωτήσουν και εσένα μου είπαν.>>
-<<Ας είναι.>> είπε με χασμουρητό και σηκώθηκε, μπαίνοντας στην
αίθουσα.
Μόλις μπήκε ένας αστυνόμος έκλεισε την πόρτα καλά, με τον Τομ να
γυρίζει απότομα το κεφάλι του. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο το οποίο είχε
ένα τραπέζι στην μέση και μάλιστα λίγο φως, και δύο καρέκλες. Μόλις
πήγε να κάτσει άνοιξε ξανά η πόρτα και είδε μια αστυνόμο να μπαίνει,
κρατώντας μερικά χαρτιά.

[6]
-<<Καλημέρα.>> είπε με λίγο χαμόγελο.
-<<Καλημέρα.>> απάντησε, προσπαθώντας να ξεπιάσει τον ώμο του.
-<<Τελικά περίεργη μέρα σήμερα εε?>> είπε αφού κάθισε, ανοίγοντας
το στυλό της.
-<<Κάπως.>> είπε με μικρό χαμόγελο.
-<< Συγγνώμη που σε καθυστερούμε από το σχολείο αλλά θα ήθελα να
μας πεις τι συνέβη ακριβώς? Ο μπαρίστας μας ανέφερε ότι λίγο πριν
πεθάνει εσύ πήγες κοντά του.>>
Ο Τομ άρχισε τότε να εξηγεί στην αστυνόμο τι συνέβη από τότε που
πήγε μέχρι και πριν έρθει η αστυνομία. Η κοπέλα είχε ένα μικρό κινητό
με το οποίο ηχογραφούσε τα λόγια του νεαρού. Όσο εξηγούσε τόσο η
κοπέλα έκανε σημειώσεις στο χαρτί, με τα λεπτά να περνάνε γρήγορα.
-<<Ωραία σε ευχαριστώ. Η βοήθεια σου είναι σημαντική. Είμαι σίγουρη
ωστόσο ότι θα ήταν μια ανακοπή. Από ότι μου είπαν ο άντρας δεν ήταν
και μικρός στην ηλικία του.>>
-<<Δεν νομίζω να ήταν έτσι.>> είπε με σοβαρό ύφος.
-<<Τι εννοείς?>> είπε με τον Τομ να κλείνει το κινητό της.
-<<Σας είπα. Ο άντρας μου είπε μια λέξη πριν πεθάνει. Δεν είναι τυχαίο
αυτό.>>
-<<Είμαι σίγουρη ότι η εξέταση θα μας δείξει.>> είπε χαμογελώντας
ευγενικά, με τον Τομ να ξεφυσάει.
Τότε ο Τομ σηκώθηκε, παίρνοντας την τσάντα του από κάτω και πήγε
να φύγει. Ωστόσο, όπως πήγε να ανοίξει την πόρτα σαν κάτι να θυμήθηκε
και πήγε πάλι προς την κοπέλα, η οποία μάζευε και εκείνη τα πράγματα
της. <<Τηλεφώνησε μου όταν βγουν τα αποτελέσματα αν μπορείς.>> είπε
και εκείνη τον κοίταξε με περιέργεια.
-<<Πως και τόσο ενδιαφέρον να μάθεις?>> τον κοίταξε έκπληκτη
χαμογελώντας.
-<<Έγινε ενδιαφέρον η μέρα σήμερα.>> είπε με χαμόγελο και πήγε να
φύγει, αφήνοντας της ένα χαρτάκι με το τηλέφωνό του, με εκείνη να τον
κοιτάει με περιέργεια. Μόλις άνοιξε την πόρτα είδε τον Γιάννη απέξω που
τον κοίταξε κατευθείαν, όταν ο Τομ άνοιξε την πόρτα.
-<<Το όνομά σου?>> ρώτησε η αστυνόμος, με εκείνον να γυρνάει πίσω
το βλέμμα του. <<Πως θα σε γράψω στο κινητό?>>
-<<Τομ… Τομ Τρίστε.>>

[7]
-<<Μαρία.>> είπε και έδωσαν τα χέρια, με τον Γιάννη να έρχεται προς
το μέρος του.
Μόλις ήρθε έφυγαν από το τμήμα και τότε πέρασε ένας αστυνόμος από
το μέρος την Μαρίας, μπαίνοντας στην αίθουσα με έναν άλλον για την
επόμενη ανάκριση για άλλο φόνο, με τον αστυνομικό να σπρώχνει τον
άντρα.

[8]
Κεφάλαιο 3 Η υπόθεση έκλεισε?
Οι μέρες περνούσαν γρήγορα μέσα στην Αθήνα. Λίγες μέρες αργότερα,
αφού έγιναν έρευνες στην καφετέρια του Ιταλού μπαρίστα δεν βρέθηκε
κανένα στοιχείο που να τον ενοχοποιεί, και έτσι συνέχισε να λειτουργεί
κανονικά. Ο Τομ βρισκόταν κανονικά στο σχολείο του εκείνο το
απόγευμα το μεσημέρι, έχοντας μείνει το προτελευταίο μάθημα. Ήταν το
μάθημα της Γλώσσας, με τους μαθητές να έχουν σχεδόν όλοι ανοιχτά τα
βιβλία τους και τον καθηγητή να κάνει ανάγνωση ένα κείμενο.
Πολλοί ήταν αυτοί που είχαν κουραστεί και κοίταζαν το βιβλίο με
δυσκολία και κρατούσαν σημειώσεις, ή όπως ο Γιάννης ο οποίος είχε το
βιβλίο της Φυσικής από κάτω του φροντιστηρίου και έλυνε ασκήσεις.
Μόλις ωστόσο περνούσε από δίπλα του ο καθηγητής το έκρυβε κάτω από
το θρανίο, τοποθετώντας το στα πόδια του. Αντίθετα ο Τομ ήταν αυτός
που δεν φαινόταν να είχε άλλες αντοχές μέσα στην τάξη. Κάθε σειρά που
διάβαζε ο καθηγητής ή ακόμα και λέξη φαινόταν να κούραζε τον νεαρό, ο
οποίος είχε πιάσει με το δεξί χέρι το κεφάλι του και προσπαθούσε να το
κρατήσει σηκωμένο και να μην κοιμηθεί. Έβλεπε και ξανά έβλεπε το
ρολόι, το οποίο ήταν κρεμασμένο πάνω από τον παλιό πίνακα της τάξης
και περίμενε να χτυπήσει το κουδούνι. Μερικά αγόρια, τα οποία
βρίσκονταν πιο πίσω από αυτόν γελούσαν που τον έβλεπαν να πάει να
κοιμηθεί.
Ένα αγόρι από αυτά πήρε ένα χαρτί από το τσαλακωμένο τετράδιο του
και αφού το τσαλάκωσε καλά το έριξε πάνω στο κεφάλι του. Μόλις το
χτύπησε σαν να ξύπνησε και τότε γύρισε το κεφάλι τους και τους είδε.
Γελούσαν τότε περισσότερο αλλά στα κρυφά, το ίδιο όμως και τα άλλα
άτομα στην τάξη. Σήκωσε τότε το χαρτί από κάτω και το άνοιξε.
Ήταν μουτζουρωμένο και με μία ιταλική βρισιά, με τον Τομ να το
καταλαβαίνει με δυσκολία όπως ήταν γραμμένο. Δεν έδωσε ωστόσο
σημασία και συνέχιζε να κοιτάει το βιβλίο του με προσοχή λίγο
περισσότερη. Τότε ο καθηγητής σταμάτησε και κοίταξε τους μαθητές.
-<<Ποιος θα ήθελε να συνεχίσει την ανάγνωση?>> ρώτησε ο καθηγητής
και τότε μερικοί σήκωσαν τα χέρια τους.
-<<Κύριε κύριε.>> είπε ένα αγόρι από εκείνη την παρέα και τον
κοίταξε. <<Μπορεί να το κάνει ο Τρίστε. >> συμπλήρωσε και με τον ίδιο
να ξεφυσάει.
-<<Καλή ιδέα. Τι λες Τομ?>> είπε και τότε πήγε να αρχίσει την
ανάγνωση μα πετάχτηκε ένα άλλο αγόρι από εκείνη την παρέα.

[9]
-<<Τομ, κάνε και μετάφραση στα ιταλικά μπας και καταλάβεις
καλύτερα.>> είπε χλευάζοντας τον και άρχισαν να γελάνε αυτοί και οι
φίλοι του και λίγοι συμμαθητές ακόμη.
Ο Τομ δεν έδωσε σημασία στους συμμαθητές του αλλά τους αγνοούσε. Ο
καθηγητής βλέποντας την συμπεριφορά τους ήταν έτοιμος να φωνάξει,
μα εκείνη την στιγμή χτύπησε το κουδούνι του σχολείου και τον
σταμάτησε και πολλούς να σηκώνονται από τις θέσεις τους. Όπως
έφτιαχνε την τσάντα του για να πάνε σε άλλη αίθουσα, περνώντας δίπλα
του. Τότε, το αγόρι το πιο ψηλό τον σκούντησέ στον ώμο και συνέχισε. Ο
Γιάννης μόλις το είδε αυτό πήγε κοντά στον Τομ, χωρίς όμως ο Τομ να
αντιδράει αλλά να συνεχίζει την δουλειά του.
Μόλις πήγε στην πόρτα είδε ότι μετακινόντουσαν και άλλα παιδιά σε
άλλη τάξη, με αποτέλεσμα να αργούν να πάνε στην τάξη τους. Στην
διαδρομή, όπως περπατάγανε ανάμεσα ο Γιάννης κοιτούσε
προβληματισμένος τον φίλο του. <<Γιατί δεν έκανες κάτι πριν?>>
-<<Τι εννοείς?>> τον ρώτησε χωρίς να καταλαβαίνει.
-<<Πριν που σε έσπρωξε ο Δημήτρης λέω.>> είπε αγανακτισμένος.
<<Από τότε που ήρθες στο σχολείο δεν σε έχουν αφήσει σε ησυχία.>>
-<<Δεν θα καταλάβουν Γιάννη. Δεν έχει νόημα.>>
-<<Μα αν τους αφήσεις δεν έχει νόημα.>> είπε μα ο Τομ συνέχισε να
περπατάει και να πηγαίνει γρήγορα στην τάξη για τα μαθηματικά, και ο
Γιάννης να μην μιλάει αλλά αφού πάγωσε λίγο πήγε στην δική του.
Μέσα δεν ήταν πολλά άτομα παρά μόνο όσα για την κατεύθυνσή τους,
με τον καθηγητή να έχει την τσάντα του πάνω στην έδρα. Άλλα παιδιά
ασχολούνταν με τα κινητά τους και άλλοι μιλούσαν, με μερικούς να είναι
στα θρανία πάνω καθισμένοι και άλλοι στα παράθυρα κοντά. Μόλις
μπήκε μέσα και ακούμπησε την τσάντα του, έβγαλε έναν φάκελο και
αφού είδε το όνομά πήγε στην καθηγητή, ο οποίος έβγαλε και αυτός τα
πράγματα του.
-<<Κύριε έτοιμες οι ασκήσεις.>> είπε ακουμπώντας τον πάνω στην
έδρα.
-<<Κιόλας?!>> είπε έκπληκτος
-<<Ναι. Αν και ήταν δύσκολες μόνο την τελευταία δεν είμαι
σίγουρος.>> είπε με αβέβαιο ύφος.
-<<Είσαι απίστευτος μικρέ. >> είπε έχοντας το ίδιο βλέμμα. <<Μόνο
λίγους μήνες εδώ και λύνεις πολύ γρήγορα ασκήσεις.>>
-<<Σας ευχαριστώ πολύ κύριε.>> είπε με ένα μικρό χαμόγελο.

[10]
-<<Τις επόμενες τις έχω ετοιμάσει. Είναι λίγο παραπάνω από αυτές που
έφερες αλλά δεν βιάζομαι. Με το πάσο σου. Στο τέλος της άλλης
βδομάδας αν μπορείς φέρε τες μου.>>
-<<Και νωρίτερα. Μείνετε ήσυχος.>> είπε και πήγε να καθίσει.
Αφού χτύπησε παλαμάκια με το χέρι του ο καθηγητής οι μαθητές
άφησαν ότι έκαναν και κάθισαν στα θρανία τους, με τον ίδιο να πιάνει
την κιμωλία και να αρχίζει να παραδίδει. Ο Τομ είχε πιάσει το στυλό και
σημείωνε με προσοχή ότι έγραφε ακριβώς. Σαν να ήταν διαφορετικό
άτομο τώρα σε σχέση με το προηγούμενο μάθημα, το οποίο τον είχε
πάρει ο ύπνος.
Οι περισσότεροι αντίθετα δεν φαινόντουσαν να είχαν καμία όρεξη αλλά
να χαζεύουν, άλλοι με κινητό κρυφά από κάτω και άλλοι στα παράθυρα.
Το πιο φυσιολογικό ήταν αυτό καθώς ήταν τελευταία ώρα και μετά
τέλος. Ωστόσο ο καθηγητής δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα για αυτό, σαν να
είχε αρκεστεί ότι τουλάχιστον ένα άτομο προσέχει στο μάθημα. Κάποια
στιγμή, όπως έγραφε και πάλι στον πίνακα, είδε έξω ο Τομ κάποιον να
βλέπει το μάθημα μέσα από την πόρτα.
Ήταν ο γραμματέας, ο οποίος καθόταν λίγο πιο μακριά από την πόρτα
και έβλεπε τι γινόταν μέσα. Ωστόσο, μετά από λίγα λεπτά κατάλαβε ο
Τομ ότι τον κοιτούσε συγκεκριμένα καθώς είχε εστιάσει περισσότερο το
βλέμμα του σε εκείνον. Δεν κατάλαβε ακριβώς τον λόγο γιατί τον
κοιτούσε και συνέχισε να παρακολουθεί το μάθημα.

Το ίδιο βράδυ, στο αστυνομικό τμήμα που είχε πάει ο Γιάννης και ο Τομ
επικρατούσε ησυχία. Έφτανε 11 η ώρα με μερικούς να ετοιμάζονται να
φύγουν, όπως και η Μαρία και να μαζεύει τα πράγματά της στην τσάντα
της. Φάκελοι, βιβλία και χαρτιά τα έβαζε όλα στην θέση τους. Λίγο πιο
μπροστά από το γραφείο της ήταν και ένας άλλος αστυνομικός, ο οποίος
μάζευε και εκείνος τα πράγματα του πιο γρήγορα. Μόλις τελείωσε με ένα
μεγάλο φάκελο που το έβαλε σε ένα μεγάλο ράφι, τεντώθηκε για να
ξεπιαστεί.
-<<Κουραστική μέρα και αυτή. Δεν τελειώνουν οι υποθέσεις με
τίποτα.>>
-<<Εγώ τελείωσα σήμερα σχεδόν όλες ευτυχώς. Μόνο μία έμεινε.>>
είπε η Μαρία χαρούμενη.
-<<Πως πρόλαβες?! Δεν έχουν τελειωμό.>>
-<<Το ξέρω. Αλλά αν συγκεντρωθείς βγαίνουν.>> είπε και τότε μπήκε
μέσα μία αστυνομικός.

[11]
-<<Στέλιο, Μαρία, σας θέλει ο αρχηγός επάνω.>> είπε στεκόμενη στην
πόρτα.
-<<Εμάς?! >> είπε έκπληκτος ο Στέλιος. <<Τέτοια ώρα τι ακριβώς
θέλει?>>
-<<Δεν ξέρω. Το μόνο που μου είπε είναι ότι σας θέλει κάτι σημαντικό
και ήθελε να σας προλάβω.>>
Τότε οι δυο τους κοιτάχτηκαν με περιέργεια, χωρίς να έχουν καταλάβει
τι ακριβώς έχει συμβεί, με τον Στέλιο να ανασηκώνει αδιάφορα τους
ώμους του. <<Ας είναι.>> είπε και πήγανε.
Αφού περπάτησαν και πήγαν στο τελευταίο όροφο, είδαν το αρχηγό να
κάθεται μόνος στο γραφείο, με μερικά χαρτιά σε στοίβα αριστερά και
δεξιά από εκείνον, και ένα μικρό ταμπελάκι πάνω στο γραφείο που
έγραφε το όνομά του. <<Καθίστε.>> είπε, δείχνοντας τους τις δύο
καρέκλες που ήταν μπροστά από το γραφείο του, με τους δύο να
φαίνονται λίγο προβληματισμένοι.
-<<Τι συνέβη αρχηγέ?>> ρώτησε η Μαρία, σταυρώνοντας τα χέρια της.
-<<Εσείς δεν ήσασταν που αναλάβατε την υπόθεση με τον Ιταλό
μπαρίστα στο Παγκράτι?>>
-<<Αυτός που είχε ένα πελάτη που πέθανε ξαφνικά ένα πρωί στο
μαγαζί του?>>
-<<Σωστά σωστά.>> είπε και σταύρωσε τα χέρια του. << Βγήκαν τα
αποτελέσματα και τελικά πέθανε από ανακοπή καρδιάς. Είχε και
πρόβλημα με την καρδιά του μεγάλο οπότε ήταν αναμενόμενο.>>
-<<Κρίμα ο άνθρωπος…>> είπε η Μαρία σφίγγοντας λίγο τα χείλη της.
-<<Αυτός δεν ήταν και μεγαλοεπιχειρηματίας?>>
-<<Σωστά Στέλιο. Είχε σχέση με την μετακίνηση των καραβιών για τις
αγορές. Μεγάλο πρόσωπο παλιά στον κλάδο του. Για αυτό τον λόγο σας
κάλεσα σήμερα εδώ. >> είπε έπιασε ένα μπαλάκι του Newton και το
άφησε. Το ένα μπαλάκι χτύπησε τα άλλα τρία και το τελευταίο μετά
μετακινήθηκε και συνέχιζε αυτή η επανάληψη. <<Θα ήθελα αυτήν την
υπόθεση να μην μιλήσετε για αυτήν σε κανέναν, και μάλιστα να την
ξεχάσετε όσο γίνετε.>> είπε ο αρχηγός κοιτάζοντας τους με σοβαρό
ύφος.
-<<Πείτε το και έγινε αρχηγέ.>> είπε ο Στέλιος και έβαλε το χέρι του
στο κεφάλι.

[12]
-<<Χαίρομαι. Καλό σας βράδυ και καλή σας ξεκούραση.>> είπε και
σηκώθηκαν.
Ο Στέλιος πήγε πρώτος στην πόρτα και ακολούθησε και η Μαρία από
πίσω. Όπως πήγε στην πόρτα στάθηκε για λίγο και κοίταξε τον αρχηγό
της, ο οποίος τώρα έγραφε στα χαρτιά του. Φαινόταν προβληματισμένη,
χωρίς να είχε καταλάβει τι εννοούσε να το ξεχάσουν.

[13]
Κεφάλαιο 4 Η μαύρη γάτα.
Είχαν περάσει δύο βδομάδες από τότε που είχε συμβεί το συμβάν στο
ιταλικό μαγαζάκι, μα τώρα λειτουργούσε κανονικά. Εκείνο το μεσημέρι ο
Τομ είχε σχολάσει νωρίτερα από το σχολείο και πήγε σε ένα μικρό
παντοπωλείο της γειτονιάς του, όπου αγόρασε μερικά πράγματα και
έφυγε, πηγαίνοντας σπίτι του. Στο δρόμο έβλεπε την φασαρία από την
κίνηση στο δρόμο τον κεντρικό και έτσι πήγε από τους μικρούς δρόμους.
Πολλές φορές οι δρόμοι ήταν ανηφόρες και κατηφόρες, με αποτέλεσμα
να αργεί να φτάσει σπίτι του.
Ωστόσο στην διαδρομή, εκεί που περπατούσε έφτασε ξαφνικά να βλέπει
μια όμορφη θέα. Ήταν στο δρόμο της Βουτσινάς, όπου σε μία ανηφόρα
είδε το ηλιοβασίλεμα και στάθηκε βλέποντας το. Σαν να τον είχε
παγώσει η εικόνα. Όμως, εκείνη την στιγμή ένας ήχος τον έκανε να
ξεκολλήσει.
Άκουσε ένα νιαούρισμα ξαφνικά, χωρίς να ξέρει από που προέρχεται.
Κοιτούσε αριστερά και δεξιά αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Αφού περίμενε
λίγο είδε έναν πράσινο κάδο στην γωνία του δρόμου, χωρίς ωστόσο να
είναι εντελώς γεμάτος. Όσο πήγαινε κοντά του, τόσο το νιαούρισμα
ακουγόταν πιο δυνατά και είδε ότι από πίσω υπήρχε μια γάτα, όχι πολύ
μεγάλη στο μέγεθος.
Ήταν μαύρη και με πράσινα μάτια, τα οποία κοιτούσαν τον Τομ. Μόλις
την είδε ο Τομ την κοίταξε με σοβαρό ύφος, αλλά κάτι σαν να του
τράβηξε την προσοχή. Στο πίσω πόδι της φαινόταν σαν να είχε μία
πληγή, η οποία ήταν πρόσφατή όταν την είδε. Έτσι, αποφάσισε να την
πάρει. Όπως πήγε να απλώσει τα χέρια του αυτή νεύριασέ, κάνοντας
έναν χαρακτηριστικό ήχο με εκείνον να κάνει προς τα πίσω. Αφού
σκέφτηκε λίγο, έβγαλε την ζακέτα του και την έπιασε γρήγορα, με το
γατί να προσπαθεί να φύγει αλλά μάταια.
Αφού έφτασε στο διαμέρισμά του έβαλε αμέσως την γάτα, η οποία
τινάχτηκε μέσα από την ζακέτα και έκλεισε απότομα την πόρτα ώστε να
μην βγει. Αφού πήγε στο ψυγείο έβγαλε αμέσως λίγο ζαμπόν και με ένα
χαρτί της το έβαλε σε μία γωνία του σαλονιού. Η γάτα ήταν πολύ
επιφυλακτική και δεν το πλησίαζε αλλά αντίθετα προσπαθούσε να βρει
τρόπο να βγει αλλά μάταια. Ποιο έξυπνος ήταν ο Τομ από εκείνη. Έτσι,
αφού έβγαλε μερικά πράγματα από το ψυγείο και τις σακούλες και
άρχισε να μαγειρεύει στην κουζίνα κάτι πρόχειρο.

[14]
Μετά από λίγο ήρθε και εκείνος στην κουζίνα, βάζοντας το φαγητό του
στο τραπέζι και άνοιξε την τηλεόραση να δει τι έχει, έστω κάτι
ενδιαφέρον. Ειδήσεις, τηλεοπτικά σόου και παιχνίδια δεν το ενδιέφεραν
τόσο πολύ, με αποτέλεσμα να αλλάζει γρήγορα τα κανάλια. Αφού μετά
από λίγο βρήκε μια ωραία σειρά, άρχισε να τρώει.
Όπως έτρωγε είδε και την γάτα να κάνει και εκείνη το ίδιο, κάνοντας
του εντύπωση και χαμογέλασε λίγο. Ωστόσο είδε και πάλι το φρέσκο
χτύπημα από πίσω και κατάλαβε ότι έπρεπε να κάνει κάτι. Έτσι, άφησε
την πιρουνιά του και έπιασε από το μπάνιο ένα βαμβάκι, μία γάζα και
ένα bedadine.
Αφού το άπλωσε λίγο πάνω στο βαμβάκι πήγε να το ακουμπήσει στην
πληγή του. Μα τότε τον κατάλαβε και γύρισε το πρόσωπο του σε αυτόν,
με τον Τομ γρήγορα να κατεβάζει το κεφάλι της και να την ρίχνει κάτω,
βάζοντας το φάρμακο με το γατί τώρα να κουνιέται και να νιαουρίζει πιο
δυνατά.
Μετά από λίγη ώρα, αφού έδεσε και την γάζα το άφησε με εκείνο να το
κοιτάει με άγριο ύφος, δεν ήξερε τι να κάνει. Ξαφνικά, ακούστηκε ένας
ήχος από το κινητό του που ήταν πάνω στο τραπέζι και πήγε γρήγορα.
Μόλις το άνοιξε είδε ότι είχε ένα SMS από την αστυνομικό και το άνοιξε
κατευθείαν με αγωνία.
΄΄ Καλησπέρα Τομ και συγγνώμη για την ενόχληση.

Πριν λίγες μέρες έμαθα τα ιατρικά αποτελέσματα και τελικά έδειξαν


ότι ο κύριος αυτός είχε σοβαρά θέματα με την καρδιά του και έτσι
υπέστη ανακοπή καρδιάς με αποτέλεσμα να πεθάνει.

Αν έχω κάτι νεότερο θα σε ενημερώσω. Καλή συνέχεια.΄΄

Μόλις το είδε ο Τομ προβληματίστηκε για λίγο, πιάνοντας το πηγούνι


του. Σαν να μην το πίστευε. Θυμήθηκε τότε την λέξη που του είχε πει ο
κύριος, λίγα δευτερόλεπτα πριν πεθάνει. ΄΄Αγκάθια΄΄. Τι άραγε θα
μπορούσε να σήμαινε αυτό το πράγμα.
Αγνόησε έτσι το μήνυμα της Μαρίας και πήγε γρήγορα στο γραφείο του.
Πήρε γρήγορα χαρτιά και μολύβι μαζί με έναν πίνακα που είχε πάρει από
το μαγαζί και άρχισε να γράφει ότι πληροφορίες είχε μαζέψει, από την
ημέρα μέχρι και την ώρα του συμβάντος.

[15]
Μόλις κάρφωσε τα δύο χαρτάκια, είδε ότι οι πληροφορίες ήταν. Σαν να
έμοιαζε μια χούφτα στην άμμο. Τότε κατάλαβε ότι δεν ήταν αρκετό αυτό
που είχε και έπρεπε να κάνει κάτι αλλά τι. Σκέφτηκε για λίγο,
περπατώντας από εδώ και από εκεί αλλά τίποτα. Τότε, αφού σκέφτηκε
για λίγο θυμήθηκε ότι είχε ήδη ένα δείγμα του καφέ από το οποίο είχε
πιει ο άντρας εκείνη την μέρα.
Έτσι, πήγε γρήγορα στην ζακέτα του και έβγαλε αμέσως το δείγμα.
Αφού το κούνησε λιγάκι το σακουλάκι είδε ότι ήταν ακόμα εντάξει,
κοιτάζοντας το καλά καλά. << Μία μόνο λύση υπάρχει να μάθω…>>> είπε
ξεφυσώντας, χωρίς να φαίνεται χαρούμενος για το τι σκέφτηκε στο
μυαλό του.

Το βράδυ εκείνο ήταν λίγο τσουχτερό, με όσους έβγαιναν να φορούν μια


ζακέτα το λιγότερο έστω. Είχε πάει μια η ώρα, με κανέναν να μην
κυκλοφορεί σχεδόν έξω. Στο Κολωνάκι το μόνο που άκουγες ήταν λίγο ο
αέρας και τα ζωύφια στα δέντρα στα πάρκα.
Ήταν και ένας άντρας, ο οποίος ζούσε σε ένα μεγάλο διαμέρισμα σε
εκείνη την περιοχή και βρισκόταν στο δωμάτιο του. Φαινόταν λίγο
ανήσυχος, ενώ όσο ντυνόταν έπαιρνε βαθιές ανάσες και με τα χέρια του
να τρέμουν από το άγχος του. Κάποια στιγμή, εκεί που ανέβαζε το
φερμουάρ από το παλτό του κόλλησε. Από το άγχος και τα νεύρα του το
έσπρωχνε όλο και με περισσότερη δύναμη, μέχρι που κάποια στιγμή
ανέβηκε.
Αφού ετοιμάστηκε πήγε από το σαλόνι στο γραφείο του. Όπως και το
σπίτι έτσι και το γραφείο του ήταν στην εντέλεια, έχοντας αριστερά και
δεξιά στον τοίχο δύο αγάλματα. Πίσω από το μεγάλο γραφείο υπήρχε με
τεράστια βιβλιοθήκη, η οποία ήταν γεμάτη σχεδόν με βιβλία, ενώ στους
τοίχους ήταν κρεμασμένα και διάφορα πτυχία και πιστοποιητικά, με το
ένα να γράφει ΄΄Νομική Αθηνών΄΄.
Αφού πήγε στο γραφείο του, με ένα μικρό κλειδάκι άνοιξε ένα συρτάρι
και έβγαλε από μέσα ένα όπλο καινούριο και το ξανάκλεισε. Αφού το
κοίταξε λίγο και ειδικότερα την τρύπα πάγωσε, αλλά το έβαλε μέσα στο
παλτό του. Όπως πήγε να φύγει και να κλειδώσει την πόρτα, είδε τον
εαυτό του σε ένα καθρέπτη που ήταν λίγο πριν την πόρτα.
Φαινόταν ένας εύσωμος κύριος στον καθρέπτη, με λίγα μαύρα μαλλιά
στο κεφάλι και όχι ιδιαίτερα ψηλός, κοντά στα 65. Μόλις είδε τον εαυτό
του κατάπιε το σάλιο του και με μια βαθιά ανάσα άνοιξε την πόρτα και
έφυγε.

[16]
Μόλις κατέβηκε με το ασανσέρ πήγε να ανοίξει την πόρτα την μεγάλη,
μα τότε κάτι τον σταμάτησε. Ήταν η καθαρίστρια της πολυκατοικίας, η
οποία σφουγγάρισε σε μία γωνία του ισογείου. Ήταν λίγο πιο μικρή από
εκείνον στην ηλικία, η οποία φορούσε ένα μικρό σκούφο για να πιάνει τα
μαλλιά της και την στολή της. <<Προσέξτε κύριε Γεωργίου! Έχω
σφουγγαρίσει εκεί πριν λίγο.>>
-<<Σας ευχαριστώ πολύ.>> είπε γρήγορα και ανήσυχος.
-<<Για που το βάλατε κύριε τέτοια ώρα?>> ρώτησε αμέσως,
σταματώντας την δουλεία της.
-<<Να πάρω εμ…. λίγο αέρα θέλω απλώς.>>
-<<Τέτοια ώρα? Δεν το βρίσκετε λίγο αργά για αέρα.>> ρώτησε με ένα
ύποπτο ύφος.
-<<Καθόλου. Μια χαρά ώρα είναι.>> είπε και άνοιξε την πόρτα.<< Δεν
χρειάζεται να σου δίνω και αναφορά.>> συμπλήρωσε νευριασμένος.
-<<Μπα!!>> είπε σηκώνοντας το κεφάλι της. <<Μην μας κάνετε και
μήνυση μόνο.>> συμπλήρωσε με πιο δυνατή φωνή.
-<<Καλάα… >> απάντησε ο δικηγόρος και έφυγε από την πόρτα.
-<<Πως λένε έστω το όνομα της κοπελιάς?>> ρώτησε γρήγορα η
καθαρίστρια, τρέχοντας προς την πόρτα και ανοίγοντάς την.
-<<Έλεος κυρά Τασούλα.>> φώναξε εκνευρισμένος και έφυγε με γοργό
βήμα, μη κοιτάζοντας πίσω.
Ο ίδιος συνέχιζε να περπατάει μέσα στην πόλη βιαστικός, με τα φώτα να
φωτίζουν όσο μπορούν τον δρόμο. Έχοντας βάλει τα χέρια στις τσέπες,
περπατούσε σιγά σιγά, βλέποντας γύρω του με κοφτά βήματα, σαν κάτι
να περίμενε.
Κάποια στιγμή έφτασε σε ένα κήπο, στο οποίο δεν υπήρχε σχεδόν
κανένας, παρά μόνο λίγοι περαστικοί που συνέχιζαν στο δρόμο. Αφού
περπάτησε και άλλο, σιγά σιγά απομακρύνθηκε από το ορατό σημείο, με
αποτέλεσμα κανένας να μην τον βλέπει. Μετά από λίγη ώρα έφτασε σε
σημείο που ούτε το φως δεν ερχόταν εύκολα. Όσο έφτανε τόσο το άγχος
του μεγάλωνε, που μπορούσε να ακούσει και τον χτύπο της καρδιάς του.
Όταν σταμάτησε είδε το ρολόι του. Έγραφε μία μίση, για την ακρίβεια
και 28. Έβγαλε τότε το κινητό του και είδε ένα μήνυμα από απόκρυψη,
που έγραφε ΄΄Έλα στον Εθνικό Κήπο στις 1:30. Μόλις φτάσεις, πήγαινε
στην λίμνη και εκεί θα με βρεις.΄΄ Στάθηκε και περίμενε, βλέποντας το
όμορφο τοπίο γύρω γύρω. Όμως φαινόταν πολύ ανήσυχος για να το
απολαύσει.

[17]
Περπάτησε και πέρασε μια γέφυρα, με τα βήματα του να μην
ακούγονται. Κοιτούσε με αγωνία στο πρόσωπο του αριστερά και δεξιά
μα δεν έβλεπε κανέναν, και αυτό τον θύμωνε. Μόλις πέρασε στην άλλη
πλευρά είδε και πάλι το ρολόι του μα τώρα είχε περάσει την ώρα, όχι
όμως για πολλά λεπτά.
Αποφάσισε ωστόσο να σταθεί εκεί και να μην συνεχίσει, περιμένοντας
να τον συναντήσει. Περίμενε και περίμενε, χαζεύοντας γύρω του μα δεν
φαινόταν πολύ υπομονετικός. Τότε, αφού είδε ότι πέρασε μετά πολύ η
ώρα, έβαλε πίσω το κινητό του εκνευρισμένος. <<Τον ηλίθιο. Τελικά δεν
ήρθε.>> είπε και άρχισε να περπατάει.
Ξαφνικά, εκεί που έκανε λίγα βήματα κάτι σαν να άκουσε πίσω του.
Πάγωσε τότε και άρχισε να τον πιάνει σαν ιδρώτας, με τον ήχο να μην
ακούγεται πολύ μακριά του. Αφού έσφιξε τα δόντια του κοίταξε γρήγορα
από πίσω του και έβγαλε το όπλο, σημαδεύοντας. Τίποτα όμως δεν
υπήρχε από πίσω, παρά μόνο ένας σκύλος ο οποίος είχε πατήσει . Τότε
ξεφύσησέ σαν να χαλάρωσε και κοίταξε μπροστά του.
Είδε μισό μέτρο εκείνη την στιγμή έναν άντρα μπροστά του, με μία
μαύρη μάσκα, χωρίς να φαίνεται το πρόσωπο του. Ο άντρας φαινόταν
πιο ψηλός και πιο αδύνατος, φορώντας μαύρα γάντια, στρέφοντας προς
το κεφάλι του άλλου άντρα το πιστόλι. Τότε ο εύσωμος άντρας από τον
φόβο του πήγε να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, μα τότε ο άλλος άντρας
τον πυροβόλησε, σημαδεύοντας τον στο αριστερό πάνω μέρος του
κεφαλιού του.
Ο άντρας έπεσε κατευθείαν κάτω στο έδαφος, με τα μάτια του να είναι
ανοικτά. Τότε πήγε κοντά του και με τα δάχτυλα του έκλεισε τα μάτια
του, ακουμπώντας το μπιστόλι που κρατούσε στο αριστερό του χέρι.
Τότε σηκώθηκε και πήγε να φύγει, μα σαν να θυμήθηκε κάτι και έκανε
λίγα βήματα πίσω. Είδε το ρολόι του, το χρυσό που είχε πολλούς
διάφορους δείκτες, δείχνοντας και την ημερομηνία σε μία γωνία και το
σταμάτησε.

[18]
Κεφάλαιο 5 Καινούριος δρόμος.
Η επόμενη μέρα έφτασε πολύ γρήγορα, με τον καιρό να είναι
ηλιόλουστος όπως και στην Ιταλία. Στην Ιταλία υπήρχε πολύ κίνηση,
ειδικά στους δρόμους της Ρώμης, με πολλούς να πηγαίνουν στις δουλείες
τους, ενώ άλλοι να περπατάνε στους εμπορικούς δρόμους. Ήταν μια
συνηθισμένη μέρα όπως πάντα.
Σε έναν και από αυτούς τους δρόμους υπήρχε και ένα μαύρο
αυτοκίνητο, το οποίο είχε γύρω και άλλα λίγα αυτοκίνητα που το
περικύκλωναν. Δεν πήγαιναν γρήγορα, αλλά σαν να έφταναν στον
προορισμό τους. Ξαφνικά, σταμάτησαν μπροστά από ένα μεγάλο κτήριο,
το οποίο μπροστά είχε πορτιέρηδες, που άνοιξαν την πόρτα του
κεντρικού αυτοκινήτου που σταμάτησε μπροστά. Από μέσα βγήκε ένας
άντρας με μαύρα γυαλιά και μακριά μαλλιά, τα οποία ήταν λίγο γκρίζα
και τα είχε δέσει προς τα πίσω.
Φορούσε ένα μαύρο κουστούμι με άσπρη μπλούζα από μέσα, με το
ντύσιμο του να ήταν επίσημο από πάνω μέχρι κάτω. Έξω από την πόρτα
τον περίμεναν και πολλοί δημοσιογράφοι, οι οποίοι μόλις τον είδαν ήταν
έτοιμοι να πέσουν πάνω του. Ευτυχώς για εκείνον μπήκαν μπροστά οι
μπράβοι του, μα εκείνοι άπλωναν τα μικρόφωνά τους και τον
βομβάρδιζαν με ερωτήσεις στα ιταλικά. <<Είστε έτοιμος να
προχωρήσετε σε μία καινούρια συμφωνία σήμερα με τον κύριο Ριχ?>>
ρώτησε ένας νεαρός δημοσιογράφος.
-<<Μπορεί.>> απάντησε με σοβαρό ύφος.
-<<Η προηγούμενη ταινία έγινε υπερπαραγωγή. Σκέφτεστε να υπάρξει
και συνέχεια στην συνεργασία σας με τον σκηνοθέτη για συνέχεια της
ταινίας?>> ρώτησε μία νεαρή δημοσιογράφος.
-<<Γιατί όχι.>> απάντησε με χαμόγελο.
-<<Κύριε. Ποια σκέφτεστε να είναι η επόμενη σας επένδυση?>> ρώτησε
και ένας τρίτος.
-<<Θα δείξει.>> είπε και τότε σήκωσε λίγο το χέρι του.
Μόλις το σήκωσε το χέρι, διάφοροι μπράβοι πήγαν από πίσω του και
έκαναν ένα τοίχος, με κανέναν δημοσιογράφο να μην μπορούσε να τους
περάσει. Ο χώρος μέσα ήταν μεγάλος, με πολλά καθίσματα και ένα
μεγάλο γραφείο για την εξυπηρέτηση του κόσμου, ενώ πολλοί ήταν και
οι υπάλληλοι που πηγαινοέρχονταν. Όταν μπήκε και έκλεισε η πόρτα, και
με πέντε μπράβους στο πλευρό κατευθύνονταν προς το ασανσέρ.

[19]
-<<Σαν τα κοράκια κράζουν οι δημοσιογράφοι.>> είπε λίγο
εκνευρισμένος ο καλοντυμένος κύριος σε έναν μπράβο που ήταν δίπλα
του.
-<<Είναι όντως. Αν θέλετε να κάνουμε κάτι θα το τακτοποιήσουμε.>>
είπε ο μπράβος, σφίγγοντας την γραβάτα του.
-<<Όχι όχι. Τους θέλουμε αυτούς. Αποτελούν πηγή δύναμης.>> είπε και
έκλεισε η πόρτα του ασανσέρ, με τον μπράβο να τον κοιτάει με ύφος
απορίας.
Το ασανσέρ ανέβαινε πολύ γρήγορα, με όσους ήταν μέσα να μπορούν να
βλέπουν τους ορόφους που διανύουν, καθώς αποτελούταν από ειδικό
γυαλί όλο, βλέποντας ακόμη και από κάτω τους. Κάποια στιγμή έφτασαν
στον προτελευταίο όροφο, όπου και σταμάτησε. Μόλις βγήκαν, είδαν
έναν μεγάλο διάδρομο με μία πόρτα στο τέρμα, και ένα μικρό γραφείο
που καθόταν μια νεαρή γυναίκα, καλά ντυμένη, και φορώντας γυαλιά
έγραφε στον υπολογιστή.
Μόλις άνοιξε το ασανσέρ τους παρατήρησε και τους χαμογέλασε. Ο
κύριος πήγε να μιλήσει αλλά η νεαρή τον σταμάτησε, λέγοντας του πως
ήξερε ποιος ήταν και ότι το αφεντικό τον περίμενε. Μόλις το άκουσε
χαμογέλασε και πήγε προς την πόρτα. Μόλις την άνοιξαν, είδε μπροστά
του μία τεράστια αίθουσα με μεγάλα παράθυρα αριστερά και δεξιά, με
ένα γραφείο προς το τέλος. Πίσω από αυτό, σε μία μεγάλη καρέκλα
καθόταν ένας άντρας, πιο νεαρός από τον κύριο, με κουστούμι και πολύ
καλό περιποιημένο ντύσιμο.
Μόλις τον είδε τον άλλον χαμογέλασε, και σηκώθηκε από την καρέκλα,
ενώ ερχόταν προς το μέρος του. <<Καλημέρα Στέφαν.>> είπε,
ακουμπώντας τον στην πλάτη.
-<<Καλημέρα Χοσέ. Δεν νομίζω να άργησα.>> είπε με ύπουλο ύφος.
-<<Μα φυσικά και όχι. Πάντα στην ώρα.>> είπε και χαμογέλασαν και οι
δύο κύριοι.
Τότε ο Στέφαν έκανε νόημα με το χέρι του στους μπράβους του να πάνε
έξω από την πόρτα, με τον μπράβο που του μίλησε πριν να κάτσει κοντά
του. Μόλις έκατσαν και οι δύο στο γραφείο τους ο άντρας άνοιξε ένα
κουτί χρυσό με καφέ, το οποίο μέσα περιείχε πούρα. <<Καλή ποιότητα
από την Κούβα. Χθες μου τα έφεραν. Νομίζω θα σας αρέσουν.>> είπε με
σιγουριά.
-<<Φαίνονται ωραία. Όμως σε ώρα δουλειάς δεν αγγίζω ποτέ, εκτός
όμως αν εξελιχθεί καλά η δουλειά.>>

[20]
-<<Μην φοβάστε. >> είπε κλείνοντας το κουτί. <<Θα φύγετε
ευχαριστημένος.>>
-<<Τέλεια. Πες μου πως πάνε τα καράβια Χοσέ.>>
-<<Πολύ καλά. Τώρα κατάφερε να ανοίξει ο δρόμος και στην Κούβα για
την εταιρεία, για αυτό μου έφεραν και τα πούρα ως δώρο.>>
-<<Σπουδαία νέα.>> είπε ευχαριστημένος ο Στέφαν.
-<<Το ξέρω. Έχω βάλει μπρος και τις διαδικασίες για την Βενεζουέλα.
Αν καταφέρουμε και να έχουμε δρόμο τότε η Βραζιλία θα είναι
παιχνιδάκι.>> είπε και φάνηκε προβληματισμένος. <<Όμως υπάρχει και
ένα μικρό προβληματάκι.>>
-<<Να φανταστώ για αυτό με φώναξες εδώ σήμερα.>>
-<<Ναι. Αν δεν δοθεί έναυσμα καλό δεν αρχίζουν οι διαδικασίες.>> είπε
κοιτάζοντας τον Στέφαν, σφίγγοντας λίγο τα χίλια του, σαν να κατάλαβε
ο ίδιος τι ήθελε ο Χοσέ.
-<<Πες το και έγινε. >> είπε με τον Χοσέ να χάρηκε. <<Για τι ποσό
μιλάμε ακριβώς?>>
-<<Για 13.Είναι πρόβλημα?>>
-<<Καθόλου. Είσαι από τους καλύτερους πελάτες μου οπότε μην
αγχώνεσαι. Θα είναι στο λογαριασμό σου τα 13 εκατομμύρια αύριο και
όλας.>> είπε και έπιασε λίγο προβληματισμένος το πηγούνι του. <<Η
Βενεζουέλα όμως έχει καλό εμπόρευμα να μας δώσει?>>
-<<Από τα καλύτερα. Το έχουν ψάξει οι δικοί μου. Ειδικά η κάνναβη
είναι από τα καλύτερα από όσο μου έχουν πει. Πρέπει να είναι
εξαιρετικής ποιότητας.>>
-<<Τέλεια. Αυτά μου αρέσουν να ακούω. Θα είναι καλό κομμάτι στην
αγορά.>>
-<<Ακριβώς. Όσο για την μεταφορά, αν πραγματοποιηθεί η συμφωνία,
είμαστε έτοιμοι να αρχίσουμε.>> είπε με βλέμμα βεβαιότητας ο Χοσέ,
χαλαρώνοντας πίσω στην καρέκλα του.
-<<Έκλεισε τότε.>> είπε και έδωσαν τα χέρια οι δύο άντρες με
χαμόγελα, με τον μπράβο σε όλη την συζήτηση να παραμένει ακίνητος,
πίσω από το αφεντικό του. <<Τώρα που έκλεισε η συμφωνία, φέρε και
από αυτά τα πούρα που μου έδειξες. Λέω να το δοκιμάσω κάποια
στιγμή.>> είπε, έχοντας κερδίσει το ενδιαφέρον του και με τον Χοσέ να
του ανοίγει το κουτί. Ο Στέφαν πήρε ένα και σηκώθηκε, με τους άντρες
του να τον περιμένουν έξω.

[21]
Στην Αθήνα στο κέντρο φαινόταν να υπήρχε ανησυχία. Ειδικότερα,
στον Εθνικό Κήπο βρίσκονταν το απόγευμα αστυνομικοί, οι οποίοι με
κορδέλες είχαν αποκλείσει την περιοχή, με τα περιπολικά και μερικούς
να μην αφήνουν να μπουν και να δουν μέσα.
Μέσα στον κήπο είχε φτάσει και ο Στέλιος, ο οποίος έδειξε το σήμα του
στους συναδέλφους και τον άφησαν να περάσει, μέσα από το
συνωστισμένο πλήθος που ήθελε να δει μέσα τι είχε συμβεί. Όσο
περπατούσε πιο μέσα, τόσο βρίσκονταν περισσότερη που έψαχναν από
εδώ και από εκεί για οτιδήποτε με σκυλιά, είτε άλλη που τραβάγανε
φωτογραφίες. Κάποια στιγμή είδε κοντά στην λίμνη μερικούς
αστυνομικούς μαζεμένους, σαν να έχουν μαζευτεί γύρω από κάτι.
Μόλις πήγε κοντά τους είδε έναν άνθρωπο πεσμένο κάτω, που τον
κάλυπταν τα πόδια των αστυνομικών. <<Τι συνέβη? Ο αρχηγός μου είπε
να έρθω γρήγορα.>>
-<<Βρήκαμε ένα πτώμα σήμερα το μεσημέρι. Ωστόσο πρέπει να έχει
πεθάνει πιο αργά από ότι είπε ένας περαστικός, ο οποίος πέρασε το πρωί
και είδε το πτώμα από μακριά. Όμως δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν και δεν
το πλησίασε.>> είπε ένας αστυνομικός ο οποίος βρισκόταν στον κύκλο.
-<<Για δολοφονία πρόκειται σίγουρα.>> είπε, σκύβοντας καλύτερα
προς το πτώμα.
-<<Δεν θα το έλεγα.>>
-<<Γιατί?>> είπε έκπληκτος.
-<<Αν δεις στο χέρι του κρατάει ένα όπλο. Επίσης τα μάτια του είναι
κλειστά.>> είπε, δείχνοντας τον νεκρό άντρα.
-<<Και τι σημαίνει αυτό?!>> είπε χωρίς να καταλαβαίνει τι θέλει να πει.
-<<Αν τον είχε πυροβολήσει άλλος θα το έκανε απότομα. Αν δεις η
σφαίρα είναι στο κεφάλι αριστερά, έχοντας μπει μέσα στον εγκέφαλο. Ο
θάνατος θα ήταν πολύ σίγουρα ακαριαίος, και αν δεν τον είχε αντιληφθεί
τον δολοφόνο θα το έκανε έκπληξη με τα μάτια του να είναι ανοιχτά.>>
-<<Και αν ήταν από μακριά? Δεν θα μπορούσε να κλείσει τα μάτια του
από τον φόβο τον ήχο?>> αναρωτήθηκε ο Στέλιος, πιάνοντας το πηγούνι
του.
-<<Υπολογίσαμε πόσο μέσα έχει μπει η σφαίρα και μιλάμε το πιστόλι
ήταν κοντά στο πρόσωπο του.>> είπε και έκανε ένα βήμα κοντά στο
πρόσωπό του. <<Νομίζω μου φαίνεται γνωστή η μούρη του. Εσένα?>>
-<<Και εμένα κάτι μου λέει αλλά μου ξεφεύγει αυτήν την στιγμή.>>
είπε ο Στέλιος προσπαθώντας να θυμηθεί.

[22]
-<<Τέλος πάντων. Έρχονται και τα παιδιά να τον πάρουν.>> είπε και
είδε από πίσω του να έρχονται δύο αστυνομικοί που κρατούσαν ένα
μαύρο κάλυμμα.
-<<Μισό λεπτό να βγάλω φωτογραφίες.>>
-<<Μην φοβάσαι.>> είπε ένας άλλος αστυνομικός.<< Τραβήξαμε ήδη
εμείς πριν.>>
-<<Δεν πειράζει. Απλώς θέλω να τραβήξω και εγώ να τις μελετήσω.>>
είπε και έβγαλε την φωτογραφική του μηχανή.
Άρχισε σιγά σιγά να βγάζει με την φωτογραφική του μηχανή από
διάφορα σημεία, κοντά και μακριά, όσα πίστευε ότι ήταν ιδανικά. Μετά
από λίγα λεπτά πήραν τον πτώμα οι δύο αστυνομικοί, αφού πρώτα το
κάλυψαν με το μαύρο κάλυμμα.

[23]
Κεφάλαιο 6 Τα μαραμένα πέταλα.
Είχε περάσει περίπου τρεις βδομάδες από τον θάνατο του άντρα στο
καφέ του Ιταλού μπαρίστα, έχοντας ξεχαστεί η υπόθεση τώρα. Από την
αστυνομία θεωρούταν ως ανακοπή καρδιάς, η οποία δεν προχώρησε
περαιτέρω σε έρευνες. Ωστόσο δεν την είχαν ξεχάσει όλη την υπόθεση.
Εκείνο το απόγευμα ο Τομ βρισκόταν σε ένα γήπεδο μπάσκετ,
καθισμένος στις κερκίδες.
Είχε το τετράδιο των μαθηματικών του και έγραφε πάνω σε αυτό.
Δίπλα, είχε μερικά φυλλάδια που είχαν ασκήσεις, με τον ίδιο να λύνει
προσεκτικά. Στο γήπεδο φαινόταν να ήταν μια ομάδα του μπάσκετ, η
οποία μάλλον έπαιζαν μεταξύ τους. Οι μεν φορούσαν μαύρες φανέλες και
οι δε κίτρινες, έχοντας χωριστή σε δύο ομάδες παίζοντας διπλό. Ο
προπονητής βρισκόταν απέξω από το γήπεδο και έδινε οδηγίες στους
παίκτες. Πολλές φορές μάλιστα θα διέκοπτε το παιχνίδι προκειμένου να
κάνει παρατηρήσεις για λάθη, ή να δώσει καλύτερες συμβουλές στους
παίκτες για το πως θα έπρεπε να παίξουν σε κάθε περίπτωση.
Μάλιστα ένας από τους καλούς παίκτες ήταν ο Γιάννης, ο οποίος ήταν
και ο αρχηγός της ομάδας. Ντυμένος στα κίτρινα περνούσε εύκολα τους
αντιπάλους του και είτε θα σούταρε σε δίποντο από κοντά ή τρίποντο.
Ωστόσο οι περισσότερες προσπάθειες του ήταν βέβαια επιτυχημένες σε
σχέση με πολλούς από τους συμπαίκτες του. Πολλές ήταν και οι κοπέλες
που έρχονταν μέσα στο γήπεδο να παρακολουθήσουν.
Ο Τομ καθόταν προς τα κάτω στις κερκίδες, με τις ίδιες να ανεβαίνουν
προς τα πάνω πάνω. Άκουγε τα σχόλια τους και ειδικά για τον Γιάννη,
για το πόσο όμορφος ή καλός ήταν στο παιχνίδι. Όμως δεν σχολίαζαν
μόνο αυτόν. Μόλις είδαν το Τομ που έγραφε τον σχολίαζαν ως φυτό ή και
ως περίεργο. Έβαζαν τα χέρια τους μπροστά ώστε να μην ακούγονται,
αλλά ο Τομ είχε καλύτερη ακοή από όσο νόμιζαν.
Ωστόσο δεν τον ενδιέφερε καθόλου αυτό. Σαν να το είχε συνηθίσει
συμπεριφερόταν. Έστυβε το μυαλό του σε κάθε άσκηση από πάνω για να
την λύσει, έχοντας κανένα ενδιαφέρον εκείνη την στιγμή. Με το μολύβι
του όσο σκεφτόταν σαν να πήγαινε από εδώ και από εκεί, γράφοντας
λίγα από πάνω κάτι γραμμές προσπαθώντας να φανταστεί την άσκηση
στο μυαλό του ή μπροστά του.
Ξαφνικά, το σφύριγμα του προπονητή και μάλιστα δύο φορές τον
έκανε να ξυπνήσει, και να πεταχτεί λίγο από την θέση του. Σαν να είχε
κοιμηθεί για λίγο και τώρα να ξύπνησε. Μόλις κοίταξε μπροστά του είδε
τους παίκτες να πάνε προς τους πάγκους, βγάζοντας τα πράγματα τους.
Αντίθετα ο Γιάννης δεν τους ακολούθησε και πήγε προς τον Τομ, ο
οποίος έβαζε τώρα μέσα στην τσάντα του το τετράδιο και τα φυλλάδια

[24]
του. Μόλις πήγε έβγαλε από το σακίδιο του που είχε δίπλα στον Τομ μια
εναλλακτική μπλούζα. Μόλις έβγαλε της ομάδας από πάνω του και
φάνηκε μισός γδυτός, τα κορίτσια έμειναν έκπληκτες.
Το είχε καταλάβει βέβαια ο Γιάννης, γελώντας αμήχανα βλέποντας τις
αντιδράσεις τους. Ο Τομ αντίθετα δεν έδινε καμία σημασία στις
εκφράσεις τους, παρά μόνο ετοίμαζε τα πράγματα του. Κάποια στιγμή,
όπως είχε βάλει την μπλούζα του ο Γιάννης ήρθε μια παρέα τριών
κοριτσιών προς αυτούς, με τα κορίτσια να κοιτάνε και να χαμογελάνε
προς τον Γιάννη. Μάλιστα, μία ήταν και η κοπέλα που είχε δείξει ο
Γιάννης στον Τομ όταν ήταν στο καφέ.
-<<Γειά σου Γιάννη. Πολύ ωραίος φάνηκες σήμερα.>>
-<<Ευχαριστώ Τζένη. Κάνω ότι μπορώ.>> είπε και σκούπισε το
πρόσωπο του με μία πετσέτα.
-<<Πότε είναι το επόμενο παιχνίδι?>> ρώτησε μια άλλη κοπέλα.
-<<Δεν είμαι σίγουρος αλλά αν δεν κάνω λάθος την επόμενη βδομάδα.
Θα παίξουμε εκτός έδρας εναντίον του Βύρωνα αν δεν κάνω λάθος για
τον ημιτελικό στο κύπελλο.>>
-<<Σίγουρα θα τους νικήσετε.>> είπε με σιγουριά η τρίτη κοπέλα.
-<<Το ελπίζω. Μετά κατευθείαν ο τελικός. Θα είναι δύσκολος αλλά
πιστεύω θα τα καταφέρουμε.>> είπε με χαμόγελο.
-<<Που λες Γιάννη, τι θα έλεγες κάποια στιγμή να πάμε μαζί κέντρο?>>
ρώτησε η Τζένη, κοιτώντας τον Γιάννη στα μάτια, κάτι που δεν έπεσε
απαρατήρητο στον Τομ.
-<<Φυσικά. Τι λες το Σαββατοκύριακο?>> είπε ο Γιάννης όλο χαρά
ξαφνικά.
-<<Ωραία. Τα λέμε στις 6. Θα σου στείλω ποια μέρα ακριβώς και μέρος
συνάντησης.>> είπε με χαρά, χαιρετώντας τα κορίτσια τα δύο αγόρια.
Για την ακρίβεια τον Γιάννη, με τον Τομ να μην αντιδράει καθόλου, όπως
στην συζήτηση.
Μετά από λίγο, οι δύο φίλοι έφυγαν, με τον προπονητή να κλείνει το
γήπεδο, καθώς τώρα είχε βραδιάσει. Είχαν και οι δύο τα πράγματα στην
πλάτη τους, περπατώντας στο πεζοδρόμιο της πόλης. Ακόμη στον δρόμο
υπήρχε κόσμος, ο οποίος είτε μιλούσε μεταξύ τους, είτε κάθονταν πολλοί
για φαγητό σε διάφορα μαγαζιά.

[25]
Ωστόσο ο Γιάννης όσο περπατούσαν μιλούσε συνεχώς για την Τζένη.
Φαινόταν πολύ χαρούμενος από τότε που του μίλησε, με τον Τομ να μην
μιλάει σχεδόν καθόλου. Δεν φαινόταν να τον πολύ ενδιαφέρει η καψούρα
του για την κοπέλα.
-<<Παίζει να είναι πάντως η τυχερή μου μέρα σήμερα.>>
-<<Γιατί το λες αυτό?>> ρώτησε ο Τομ, ξέροντας όμως τι θα απαντήσει.
-<<Μίλησα στην Τζένη για πρώτη φορά, και μάλιστα μου μίλησε
εκείνη.>> είπε με ενθουσιασμό. <<Κανονίσαμε ακόμα και ραντεβού.>>
συμπλήρωσε, σηκώνοντας τα χέρια του από χαρά επάνω στον αέρα.
-<<Δεν αντιστάθηκες όμως και εσύ να μην αλλάξεις μπλούζα μπροστά
τους.>> είπε με ύπουλο ύφος ο Τομ, γελώντας λίγο.
-<<Δεν μπορούσα να μην το κάνω.>> απάντησε με το ίδιο ύφος.
-<<Πάντως την παραδέχομαι.>> είπε με έκπληκτο ύφος. <<Το έπαιξε
και εκείνη πολύ ωραία.>>
-<<Τι εννοείς?>> ρώτησε ο Γιάννης, κοιτώντας τον φίλο του με απορία.
-<<Πολύ απλό. Πρώτα από όλα έφερε και τις φίλες τις για αρχή. Τις
έφερε για ενίσχυση. Το να στο έλεγε ενώ ήταν μόνη της θα ήταν πιο
δύσκολο. Επίσης σε ρώτησε κοιτώντας σε στα μάτια. Ξέρει πόσο όμορφή
είναι και με αυτόν τον τρόπο ήξερε ότι δεν θα μπορούσες να αρνηθείς.>>
είπε δείχνοντας προς τα πάνω με το δείκτη. Ο Γιάννης μόλις άκουσε τον
φίλο του έμεινε έκπληκτος. Για λίγο δεν μίλησε, σαν να επεξεργαζόταν τα
λόγια του φίλου του.
-<<Έχεις ένα δίκιο.>> είπε βάζοντας το χέρι στο πηγούνι του. Μα μου
φαίνεται πολύ περίεργο όλο αυτό σαν σκέψη. Δεν κουράζεσαι να
σκέφτεσαι τόσο περίπλοκα?>> ρώτησε, κοιτώντας τον με λίγο
παράπονο.
-<<Όχι. Μου φαίνεται αντίθετα πολύ ωραίο. Δεν είναι τόσο περίπλοκο
αλλά βγάζει λογική καθώς το βλέπεις μπροστά σου. Το θέμα είναι να το
δεις και να το σκεφτείς.>> είπε με χαμόγελο.
Μετά από λίγο περπάτημα φτάσανε σιγά σιγά μπροστά από ένα μικρό
μαγαζάκι στον κεντρικό δρόμο. Αφού χτύπησαν λίγο τις γροθιές του, με
τον Γιάννη να φεύγει προς το σπίτι του και τον Τομ να μπαίνει μέσα για
να αγοράσει λίγα πράγματα.
Αφού περπάτησε για λίγο μέσα στο μαγαζί και αγόρασε μερικά τρόφιμα
βγήκε και συνέχισε στον δρόμο του. Κάποια στιγμή, ο δρόμος τον
οδήγησε προς την μικρή καφετέρια του Ιταλού μπαρίστα, ο οποίος τώρα
είχε πιάσει ήδη μία σκούπα και καθάριζε, χωρίς να υπάρχει κανένας

[26]
πελάτης μέσα στο μαγαζί. Σκέφτηκε τότε ο Τομ να κάτσει για λίγο, και
αφού είδε ότι είχε χρόνο από την ώρα του κινητού, μπήκε μέσα,
ακούγοντας ένα μικρό καμπανάκι όταν άνοιγε την πόρτα, αποτελώντας
έναν χαρακτηριστικό ήχο για αυτόν κάθε φορά που έμπαινε μέσα στο
μαγαζί.
Μόλις τον είδε ο μπαρίστας του χαμογέλασε, βλέποντας ο Τομ την
γυναίκα του να βρίσκεται η ίδια στον πάγκο. Η γυναίκα του ήταν λίγο
εύσωμη, με ένα μαντήλι στο κεφάλι και πάντα με μία ευχάριστη αύρα.
Μόλις έβλεπε τον Τομ πάντα του χαμογελούσε, με τον ίδιο να κάθεται
στην καρέκλα στον πάγκο και κάθε φορά να του πειράζει τα μαλλιά. Δεν
φαινόταν να του αρέσει πάρα πολύ αλλά της χαμογελούσε. Ήξερε ότι του
φερόταν καλά, καθώς νοιαζόταν πάντα για εκείνον.
-<<Πως πήγε σήμερα το σχολείο μικρέ?>> ρώτησε η ίδια, καθαρίζοντας
τον πάγκο.
-<<Μια χαρά. Κουραστικά αλλά πέρασε ευτυχώς σήμερα η μέρα πιο
γρήγορα.>> είπε ενώ τεντώθηκε στην καρέκλα, ανεβάζοντας τα χέρια
του ψηλά.
-<<Μακάρι να ήμουν στην θέση σου Τομ.>> είπε ο μπαρίστας,
αφήνοντας λίγο την σκούπα. << Να τελείωνα πιο γρήγορα να πάω σπίτι
μακριά από την γυναίκα μου για λίγο.>>
-<<Μπα..>> γύρισε και του αποκρίθηκε η γυναίκα με ένα ειρωνικό
ύφος. <<Και πολύ σου πέφτω νομίζεις?!>> είπε με τον Τομ να ήθελε να
γελάσει με το ζευγάρι, με τον άντρα να ξεφυσάει και να γυρνάει πάλι στο
σκούπισμα. <<Τι θα ήθελες να σε κεράσω Τομ?>>
-<<Α δεν χρειάζεται. Θα φάω σε λίγο στο σπίτι αν είναι κάτι μικρό.>>
-<<Όχι όχι.>> είπε η γυναίκα σταματώντας τον. <<Τώρα που ήρθες
κάτι θα σε φιλέψω. Έχω λίγη Torta Della Nonna να σου φέρω αν είναι.>>
-<<Σας ευχαριστώ πολύ. Ξέρετε πόσο μου αρέσουν τα γλυκά αλλά θα
φάω σπίτι δεν χρειάζεται.>>
-<<Ξέχνα το. Τώρα που ήρθες τώρα θα φας. Το σπίτι μπορεί να
περιμένει ακόμη.>> είπε και πήγε πίσω στην κουζίνα. <<Μην τολμήσεις
και φύγεις.>> φώναξε από μέσα με τον Τομ να κουνάει αμήχανα τα χέρια
του από άρνηση.
Μετά από λίγο η κυρία ήρθε, κρατώντας σε ένα μικρό ταψί το γλυκό,
φέρνωντας του και ένα μικρό πιατάκι να φάει. Ο Τομ την ευχαρίστησε
και άρχισε να τρώει. Φαινόταν να του αρέσει πάρα πολύ, που σε κάθε
μπουκιά να χαμογελάει και να τη τρώει όλη.

[27]
Έδωσε τα συγχαρητήρια του όπως έτρωγε, με εκείνη να τον ευχαριστεί
και να κοκκινίζει λίγο. Κάποια στιγμή έβγαλε το κινητό του, σαν να
ένιωσε μία δόνηση από αυτό. Είδε ένα μήνυμα από το ταχυδρομείο που
έγραφε ΄΄Το δέμα σας παραδόθηκε στον προορισμό του.΄΄ Μόλις το είδε
ξεφύσηξε για λίγο και κατάπιε λίγο το σάλιο του. Όπως άλλαξε το βλέμμα
του στον πάγκο είδε κάτι περίεργο για εκείνον. Ήταν ένα φυτό που τώρα
ήταν μαραμένο και δεν μπορούσε να το ξεχωρίσει, καθώς τα πέταλα του
είχαν μαραθεί πολύ.
-<<Τι είναι αυτό?>> ρώτησε, δείχνοντας ένα μαραμένο φυτό προς την
άκρη του πάγκου, που ήταν προς την άκρη.
-<<Ένα τριαντάφυλλο.>> απάντησε ο μπαρίστας. <<Μου το έφερε
αυτός ο άντρας τις προάλλες, ο οποίος πέθανε από καρδιακή ανακοπή.>>
είπε και το κοίταξε καλύτερα. Είχε εστιάσει τώρα το βλέμμα του πάνω σε
αυτό, κοιτάζοντας το με προσοχή. Τότε του ήρθε κάτι στο μυαλό,
κοιτάζοντας τώρα τον μπαρίστα που είχε σχεδόν τελειώσει το
σκούπισμα. <<Τι σου είπε ακριβώς θυμάσαι?>>
-<<Όχι πολλά πολλά καθώς είχε περάσει καιρός αν θυμάμαι καλά. Στην
αρχή καθόταν ανήσυχος στο τραπέζι και κοιτούσε το ρολόι του. Ωστόσο
θυμάμαι με ρώτησε αν είχε έρθει ένας άντρας με κόκκινο τριαντάφυλλο
στο μαγαζί. Του απάντησα όχι και τότε, επειδή λέει δεν είχε τι να το
κάνει μου το έδωσε. Φαινόταν κάπως ανήσυχος τότε και σκέφτηκα να
τον ηρεμήσω. Για αυτό τον ρώτησε τι καφέ θέλει να του φτιάξω αν ήταν
να χαλαρώσει λίγο. Όμως δεν είχα έξω ακόμη καφέ πολύ και άργησα να
φέρω από την αποθήκη ενώ ήταν ζεστό το νερό.>>
-<<Αυτό είναι!!>> είπε και έβγαλε από τον ενθουσιασμό του το κινητό,
βγάζοντας το μια φωτογραφία το φυτό.
-<<Όλα καλά Τομ?>> τον ρώτησε με απορία η γυναίκα του μπαρίστα.
-<<Ναι. Σας ευχαριστώ πολύ για το γλυκό αλλά πρέπει να φύγω. Σας
ευχαριστώ και για το φυτό.>> είπε με ενθουσιασμό, και αφού πήρε
γρήγορα την τσάντα του άρχισε να τρέχει προς το σπίτι του.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι έμεινε με την απορία στα πρόσωπα τους. <<Σας
ευχαριστώ για το φυτό?>> αναρωτήθηκε ο άντρας και κοίταξε το φυτό
με περιέργεια, με εκείνο να του πέφτει ένα πέταλο ακόμη.
Ο Τομ πήγε γρήγορα σπίτι, τρέχοντας τώρα πολύ γρήγορα τα σκαλιά.
Μόλις μπήκε μέσα είδε την γάτα που περίμενε στην γωνία, που καθόταν
κουλουριασμένη και κοιμόταν. Μόλις όμως άκουσε την πόρτα να ανοίγει
σήκωσε γρήγορα το κεφάλι της από τον φόβο της.

[28]
Πήγε γρήγορα στο δωμάτιο του και έβγαλε το καλώδιο του φορτιστή,
μεταφέροντας σε δευτερόλεπτα στο λάπτοπ του την φωτογραφία που
μόλις τράβηξε από την καφετέρια.
Μόλις την εκτύπωσε έτρεξε κατευθείαν στο σαλόνι, πηδώντας πάνω
από ένα μαξιλάρι που είχε αφήσει και πήγε προς τον πίνακα. Τράβηξε μία
από τις πινέζες που ήταν ελεύθερες από την γωνία και κάρφωσε την
φωτογραφία κάτω από την λέξη αγκάθια. Σαν να κατάλαβε τι ήθελε να
πει τότε και το κοιτούσε τον πίνακα με χαμόγελο, με την γάτα να τον
κοιτάει με περιέργεια από την γωνία.

[29]
Κεφάλαιο 7 Υπόθεση αυτοκτονίας.
Την επόμενη μέρα φαινόταν να ήταν πολυάσχολη για πολλούς πολίτες,
όπως ακόμη και για τους αστυνομικούς, οι οποίοι δούλευαν στα γραφεία
τους. Πρωί πρωί και όμως η δουλειά είχε ήδη αρχίσει στα γραφεία, με
πολλούς να καταφτάνουν όσο πέρναγε η ώρα σιγά σιγά. Στο αστυνομικό
τμήμα το πρωί η Μαρία είχε πάει από νωρίς, με ένα καφέ στο χέρι και
καθόταν στο γραφείο της και άνοιξε τον υπολογιστή, βλέποντας ότι είχε
πολύ δουλειά τελικά.
Το ίδιο ωστόσο είχαν και άλλοι συνάδελφοί της. Η δουλειά δεν φαινόταν
να τελείωνε σχεδόν ποτέ, με τον κόσμο να έρχεται παράλληλα για
διάφορες υποθέσεις. Αργότερα, κάποια στιγμή όπως γυρνούσε από την
τουαλέτα που είχαν εκεί πέρασε από δίπλα από τον υπολογιστή του
Στέλιου, ο οποίος δεν βρισκόταν τότε εκεί.
Το γραφείο του είχε μερικά διασκορπισμένα χαρτιά, ενώ δεν έλειπαν
και φωτογραφίες που είχε κολλήσει στον τοίχο. Στο υπολογιστή
παρατήρησε την οθόνη της του της έκανε εντύπωση. Είδε την
φωτογραφική του μηχανή που ήταν συνδεδεμένη με τον υπολογιστή με
ένα καλώδιο. Στην οθόνη μπροστά υπήρχαν διάφορες φωτογραφίες, οι
οποίες άλλες μεγαλύτερες και άλλες μικρότερες. Της έκαναν εντύπωση
όπως τις έβλεπε, οι οποίες από ότι φαινόταν ήταν από σκηνή φόνου.
-<<Σου αρέσουν οι φωτογραφίες?>> ακούστηκε ο Στέλιος, ο οποίος
ερχόταν από πίσω με δύο καφέδες στο χέρι.
-<<Από που είναι?>> ρώτησε η Μαρία.
-<<Μια υπόθεση της προάλλες. Το πτώμα βρέθηκε στον Εθνικό Κήπο.>>
είπε, δίνοντας τον έναν καφέ σε εκείνη, με την ίδια να πίνει μία γουλιά.
Φάνηκε λίγο σαν να ξίνισε η μούρη της, αφήνοντας τον καφέ στην άκρη
για λίγο.
-<<Δεν είχε μέτριο?>>
-<<Όχι. Μόνο σκέτο είχε το μηχάνημα.>> είπε ο Στέλιος με την ίδια να
συνεχίζει να βλέπει καλύτερα τις φωτογραφίες στον υπολογιστή.
-<<Πως πέθανε αυτός ξέρουμε?>>
-<<Καλό το ερώτημά σου. Ακόμη περιμένω τα αποτελέσματα. Πάντως
υπάρχουν δύο ενδεχόμενα.>> είπε, πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ
του. <<Το ένα και πιο πιθανό είναι αυτοκτονία. Δηλαδή, η σφαίρα
βρέθηκε στο πλάι στο κεφάλι του. Μάλιστα, ότι μου είπαν πρέπει να ήταν
κοντά άρα πρέπει να το είχε πάρει απόφαση να πεθάνει και έτσι
τοποθέτησε κοντά το όπλο στο κεφάλι.>> είπε με την ίδια να κοιτάζει
τον υπολογιστή και εκείνον προβληματισμένη.

[30]
-<<Και το δεύτερο ενδεχόμενο?>>
-<<Το δεύτερο ενδεχόμενο, αν και δεν βρίσκει τόσο έδαφος είναι να
έχουμε δολοφονία. Το σκέφτηκα αλλά δεν βρήκα τόσα στοιχεία να
αποδεικνύουν αυτό το ενδεχόμενο. Οι άστεγοι δεν είδαν κανέναν να
ήταν εκεί το προηγούμενο βράδυ. Μάλιστα, ρώτησα αν υπήρξε κανένας
το πρωί να πήγε κοντά στο πτώμα μα μου είπαν ότι κανείς δεν είχε
αντιληφθεί ότι σε εκείνο το σημείο υπήρχε κάποιο πτώμα.>>
-<<Μα πως γίνεται να μην το είδαν? Εννοώ ο Εθνικός Κήπος είναι πολύ
μεγάλος και πολύ άστεγοι μένουν εκεί τα βράδια. Θα μπορούσαν να δουν
αν υπήρχε δολοφόνος.>>
-<<Δεν ξέρω Μαρία. Αν ήταν όντως δολοφονία τότε ο δολοφόνος
πρέπει να ήταν πολύ καλός από το να υπολογίσει την απόσταση που θα
ρίξει την σφαίρα από τόσο κοντά μέχρι και να μην τον αντιληφθεί
κανείς.>> είπε και κοίταξε καλύτερα στην οθόνη, βάζοντας το χέρι του
στο πηγούνι του. <<Αυτό που μου κάνει μάλιστα εντύπωση είναι ότι
βρισκόταν σε άκρη της γέφυρας. Θα μπορούσε να δει έστω κάποιος αν
πρόκειται για δολοφονία, εκτός να μιλάμε για άριστο δολοφόνο από
γέννα.>>
-<<Δεν πρόκειται. Πολλές ταινίες βλέπεις τώρα τελευταία.>> απάντησε
με ειρωνικό ύφος.
-<<Το ξέρω.>> είπε, ξύνοντας λίγο το κεφάλι του από πίσω καθώς η
Μαρία τον είχε καταλάβει. <<Αυτά ούτε στα πιο τρελά μας όνειρα. Για
αυτόν τον λόγο κυριαρχεί το πρώτο ενδεχόμενο, αυτό της αυτοκτονίας.
Τώρα μόνο τα αποτελέσματα μένουν να βγουν και ξεμπέρδεψα.>> είπε
και ξεπιάστηκε, τεντώνοντας λίγο προς τα πίσω τα χέρια του, με την
καρέκλα να πάει και αυτή προς τα πίσω.
-<<Ευτυχώς. Γρήγορη υπόθεση.>> είπε και πήγε να φύγει, με τον Στέλιο
να την σταματάει.
-<<Εμμ… Ήθελα να σε ρωτήσω και κάτι.>> είπε με λίγο άγχος, με την
Μαρία να τον κοιτάει με απορία. <<Τι θα έλεγες κάποια στιγμή να βγούμε
για κανέναν καφέ?>> είπε με την ίδια να καταλαβαίνει ότι του είχε
κεντρίσει το ενδιαφέρον. Πάγωσε τότε μην ξέροντας τι να πει.
Εκείνη την στιγμή τότε πλησίασαν δύο αστυνομικοί συνάδελφοί τους,
οι οποίοι ήρθαν προς το μέρος του Στέλιου. Η ίδια έφυγε σιγά σιγά, με
εκείνον να καταλαβαίνει ότι μάλλον δεν έκανε κάτι σωστά. Μόλις πήγε
στο γραφείο της άρχισε και πάλι την δουλειά στον υπολογιστή.
Όσο δούλευε άκουσε κάτι από πίσω στο γραφείο του Στέλιου και άφησε
λίγο τον υπολογιστή, προσπαθώντας να καταλάβει τι λένε. Από όσο
άκουγε στην αρχή έλεγαν για διάφορα θέματα και γενικά έκαναν πλάκα,

[31]
αλλά δεν την ενδιέφερε αυτό. Αυτό που άκουσε και την έκανε να ακούσει
την συζήτηση από το απέναντι γραφείο ήταν όταν άκουσε την φράση
΄΄άφησε την υπόθεση΄΄.
Μιλούσαν για την υπόθεση που πριν ο Στέλιος εξηγούσε στην Μαρία, με
την ίδια να δίνει περισσότερη έμφαση. Έλεγαν ότι τα αποτελέσματα
έδειξαν ότι τελικά μιλάμε για υπόθεση αυτοκτονίας. Ωστόσο, αυτό που
της έκανε πιο πολύ εντύπωση ήταν ο δεύτερος που ζήτησε να διαγράψει
τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει από την υπόθεση. Μάλιστα, ήταν
εντολή του αρχηγού, σύμφωνα με εκείνον, με τον Στέλιο να δέχεται να το
κάνει εκείνη την στιγμή, χωρίς όμως να καταλαβαίνει τι συμβαίνει. Του
φαινόταν και αυτουνού περίεργο αλλά δεν είπε κάτι.
Εκεί που η Μαρία άκουγε τι έλεγαν, άκουσε κάποια να λέει το όνομά της
και με εκείνη να γυρνάει. Ήταν μια συνάδελφός της που κρατούσε στα
δύο χέρια χαρτιά, με την Μαρία να κάνει γρήγορα χώρο σε μία γωνία και
την ίδια να ακουμπάει τα χαρτιά. Μόλις τα άφησε έφυγε, με εκείνη να
ξεφυσάει και να πιάνει το πρώτο, συνεχίζοντας την δουλειά, που τώρα
φαινόταν πιο πολύ και μάλλον δεν φαινόταν να τελειώνει και γρήγορα.
Ήπιε έτσι μία γουλιά από τον πικρό καφέ της, και αφού ξίνισε λίγο
συνέχισε.

[32]
Κεφάλαιο 8 Η υπόθεση δεν έκλεισε.
Το ίδιο πρωί ο Τομ είχε μάθημα στο σχολείο, και μάλιστα Γλώσσα.
Πολλοί από τους μαθητές στην διάρκεια του μαθήματος σημείωναν
διάφορα πράγματα τα οποία έγραφε ο καθηγητής την ώρα του
μαθήματος, με την κιμωλία να μην σταματάει καθόλου. Ο ίδιος αντίθετα
δεν φαινόταν να είχε την ίδια όρεξη και περίμενε πως και πως να
χτυπήσει το κουδούνι, κοιτάζοντας με ένα κουρασμένο και απεγνωσμένο
ύφος το ρολόι.
Λένε ότι όσο βαριέσαι κάτι, τόσο πιο αργά περνάει. Το ίδιο ακριβώς
ίσχυε και στην περίπτωση του Τομ, με τον ίδιο να μην φαίνεται να
αντέχει αλλά να κρατάει με το ένα χέρι το κεφάλι του, προσπαθώντας να
αντέξει. Ξαφνικά, μόλις πήγε έντεκα η ώρα χτύπησε το κουδούνι, με τον
Τομ να σηκώνει απότομα το κεφάλι του. Τότε σηκώθηκαν πολλοί όπως
και εκείνος και πήγαν προς την πόρτα και έπειτα προς το προαύλιο.
Μόλις βγήκε πήγε προς το γήπεδο του βόλεϊ, και συγκεκριμένα προς τις
εξέδρες. Μόλις πήγε κοιτούσε τα παιδιά που έπαιζαν, έχοντας ένα
χαμόγελο.
Η μπάλα πήγαινε από εδώ και από εκεί, με τα μάτια του να την
ακολουθούν. Είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες των πέντε ατόμων αγόρια
κορίτσια ανάμεικτα. Μάλιστα μία φάση του έκανε και εντύπωση, με ένα
κορίτσι να πηδάει ψηλά και να χτυπάει με δύναμη με το ένα χέρι την
μπάλα να περνάει το τείχος από την άλλη ομάδα ενός αγοριού και
κοριτσιού. Από την τόση δύναμη ανοιγόκλεισε τρεις φορές τα μάτια του,
με ένα αγόρι από την άλλη ομάδα για λίγο να μην καταφέρνει αν
εμποδίσει την μπάλα να ακουμπήσει στο έδαφος.
Πίσω από τις ομάδες είδε και τον Γιάννη, ο οποίος μόλις τον είδε του
έκανε νόημα με το χέρι του και πήγε προς το μέρος του. Μόλις έφτασε
έκατσε κοντά του, δίνοντας του ένα από τα δύο φαγητά που είχε στα
χέρια του. Ο Τομ μόλις το πήρε, κοίταξε πέρα το κυλικείο του σχολείο το
οποίο φαινόταν να είχε πολλά άτομα που περίμεναν απέξω για να
πάρουν φαγητό.
-<<Πως το καταφέρνεις κάθε φορά να παίρνεις φαγητό με τόσο
κόσμο?>> ρώτησε με απορία ο Τομ.
-<<Εύκολο. Πριν αρχίσουν τα μαθήματα λέω στον υπεύθυνο τι θέλω και
εκείνος μου τα φυλάει με εμένα να του τα πληρώνω εκείνη την στιγμή.
Έτσι εξοικονομώ πάρα πολύ χρόνο.>> είπε με χαμόγελο, ανοίγοντας το
φαγητό του.
-<<Καλή ιδέα.>>είπε ο Τομ και δάγκωσε και εκείνος το δικό του.

[33]
-<<Τελικά ποια είναι τα ωραία νέα που μου είπες ότι θα μου πεις από
κοντά από το κινητό?>>
-<<Θυμάσαι όταν ήμασταν στο ιταλικό καφέ την μέρα που πέθανε
κάποιος?>>
-<<Αν λες για έναν που πέθανε από ανακοπή καρδιάς ναι. Θυμάμαι ότι
ήταν περίεργη μέρα εκείνη.>> είπε κοιτάζοντας τον προβληματισμένος.
-<<Θυμάσαι που πριν πεθάνει μου είχε πει κάτι?>>
-<<Θυμάμαι ότι κάτι σου είπε αλλά δεν θυμάμαι τι ακριβώς. Που θες να
καταλήξεις?>> είπε λίγο νευριασμένος ο Γιάννης, έχοντας μπερδευτεί
τώρα. Ο Τομ τότε του χαμογέλασε και κοίταξε προς το γήπεδο, με την
μπάλα τώρα να χτυπάει σε ένα τείχος τριών ατόμων και να καταλήγει
έξω.
-<<Δεν ήταν ανακοπή καρδιάς αλλά δολοφονία.>> είπε , κοιτάζοντας
ακόμη προς τα παιδιά που έπαιζαν. Μόλις τον άκουσε ο Γιάννης έμεινε
έκπληκτος, καταπίνοντας το σάλιο του.
-<<Γιατί το λες αυτό?>> είπε φωνάζοντας, τραβώντας μερικά
βλέμματα προς το μέρος τους.
-<<Ο άντρας πριν πεθάνει μου είπε την λέξη ΄΄Αγκάθια΄΄. Χθες που πήγα
στο καφέ πριν κλείσουν, είδα στον πάγκο σε μία άκρη ένα τριαντάφυλλο,
πολύ μαραμένο. Ο κύριος μου είπε ο άντρας όταν ήρθε στο μαγαζί
ρώτησε εκείνον αν είχε έρθει ένας άντρας με κόκκινο τριαντάφυλλο στο
μαγαζί.>> απάντησε με τον Γιάννη να τον κοιτάει με περιέργεια στο
βλέμμα του.
-<<Και τελικά ήρθε?>>
-<<Όχι. Αυτό είναι το περίεργο. Μην έχοντας τι να το κάνει το
τριαντάφυλλο ο άντρας το έδωσε στον μπαρίστα και το έβαλε εκεί σε μία
γωνία. Μάλιστα μου είπε ότι φαινόταν κάπως αγχωμένος από την στιγμή
που πάτησε στο μαγαζί. Δεν σου φαίνεται περίεργο όλο αυτό?>>
-<<Όχι πολύ. Μπορεί ο άνθρωπος να περίμενε ένα σημαντικό του
πρόσωπο και για αυτό να ήταν αγχωμένος. Όμως όντως είναι περίεργο
το γεγονός ότι σου μίλησε.>>
-<<Αυτό ακριβώς.>> είπε με ενθουσιασμό ο Τομ. <<Ο άντρας πριν
πεθάνει δεν είπε τυχαία την λέξη αγκάθια. Τι όμως να σημαίνει το
τριαντάφυλλο?>> είπε, βάζοντας το χέρι στο πηγούνι του.
-<<Δεν ξέρω. Αλλά γενικά δεν πιστεύω να ήταν δολοφονία. Θα μας το
έλεγε η αστυνομία.>> είπε χωρίς να δίνει μεγάλη σημασία στα λόγια του
φίλου του.

[34]
-<<Δεν ξέρω Γιάννη. Δεν το εμπιστεύομαι τόσο αυτό το πόρισμα. Είμαι
σίγουρος ότι κάτι δεν πάει καλά από την στιγμή που μου μίλησε. Για κάθε
ενδεχόμενο πάντως, έστειλα ένα δείγμα από τον καφέ σε έναν γνωστό να
μου απαντήσει.>>
-<<Αν ισχύουν όμως όλα αυτά που λες πως είσαι σίγουρος ότι θα σου
απαντήσει κάτι διαφορετικό από την αστυνομία?>>
-<<Αυτός είναι πιο πάνω από την αστυνομία και σίγουρα δεν θα μου πει
ψέματα.>>
Ο Γιάννης εκείνη την στιγμή φάνηκε λίγο μπερδεμένος από τα λόγια του
φίλου του. Ωστόσο δεν του έκανε μόνο αυτό εντύπωση. Πιο πέρα από το
γήπεδο είδε κάτι αγόρια να έρχονται προς το μέρος τους. Ήταν η ίδια
παρέα που τις προάλλες κορόιδευε τον Τομ στο μάθημα. <<Μυρίζομαι
προβλήματα πάλι Τομ.>> είπε με τον Τομ να κοιτάει μπροστά του,
καταλαβαίνοντας τα λόγια του φίλου του.
Τα αγόρια δεν άργησαν να έρθουν και μάλιστα προς το μέρος τους.
Έρχονταν με ένα γρήγορο βήμα, με μερικούς να έχουν τα χέρια στις
τσέπες και άλλους να σχολιάζουν και να λένε διάφορα. Ο Τομ μόλις τους
είδε να έρχονται σοβάρεψε το ύφος του, με τα αγόρια να έρχονται δίπλα
και μπροστά στον Τομ και τον Γιάννη.
-<<Τι έγινε Ιταλέ? Δεν είχε σήμερα πίτσα για φαγητό το κυλικείο και
προτίμησες σάντουιτς?>> είπε ένα αγόρι και τα άλλα από την παρέα να
γελάνε επιδοκιμάζοντας τον. Ο Τομ τότε σοβάρεψε περισσότερο μα δεν
αντέδρασε, με τον Γιάννη να τον κοιτάει με περιέργεια. Τα αγόρια δεν
φαίνονταν να τα παρατάνε και. συνέχιζαν τα σχόλια, με τον Τομ να
συνεχίζει να τρώει.
Προσπαθούσε να μην τους δώσει σημασία κοιτάζοντας μπροστά όσο
μπορούσε. Ξαφνικά, είδε και τον γραμματέα του σχολείου να τον κοιτάει
από μακριά και γενικά όλο το γήπεδο. <<Τομ σου μιλάω!>> φώναξε ο
Δημήτρης, ένα από τα αγόρια της παρέας, ψηλός με ξανθά μαλλιά και
φαινόταν λίγο γυμνασμένος. Ο Τομ δεν του μίλησε τότε μα συνέχισε να
τρώει. Όταν πήγε να βάλει την μπουκιά στο στόμα του ο Δημήτρης με
δύναμη έριξε το φαγητό από το χέρι του κάτω.
-<<Τι έκανες!!>> είπε θυμωμένος ο Γιάννης και σηκώθηκε κοιτάζοντας
τον.
-<<Τίποτα βλαμμένο.>> του απάντησε ο Δημήτρης κοιτάζοντας τον με
ένα ύφος μαγκιάς, θέλοντας να του σπάσει τα νεύρα.

[35]
-<<Δεν χρειάζεται Γιάννη.>> είπε και ο Τομ σηκώθηκε, κοιτάζοντας τον
με ένα πολύ σοβαρό ύφος. Τότε πήρε και το φαγητό που ήταν κάτω,
τυλίγοντας το.
-<<Συνέβη κάτι εδώ πέρα?>> ακούστηκε η φωνή του γραμματέα λίγα
μέτρα πιο πίσω από τον Δημήτρη.
-<<Τίποτα κύριε.>> είπε ο Δημήτρης και έπιασε στον ώμο τον Τομ.
<<Εδώ μιλάμε με τους φίλους μας στο διάλλειμα.>> συμπλήρωσε,
κοιτάζοντας τον με ένα ψεύτικο χαμόγελο. Ο Γιάννης πήγε να μιλήσει
αλλά του έσφιξε ο Τομ το χέρι.
-<<Τότε συγγνώμη που επεμβαίνω στην συζήτηση σας αλλά θα
χρειαστώ τον κύριο Τρίστε. Μπορείτε να πηγαίνετε εσείς.>> είπε και η
παρέα των αγοριών έφυγε, κοιτάζοντας ο Δημήτρης με ένα θυμωμένο
ύφος τον Τομ, με εκείνον να μην το δίνει σημασία.
-<<Τομ θα χρειαστεί να έρθεις μαζί μου στον διευθυντή. Εσύ Γιάννη
μπορείς να παραμείνεις εδώ. >>
-<< Τα λέμε Τομ.>> είπε ο Γιάννης και έφυγε.
Ο Τομ τότε ακολούθησε τον γραμματέα, ο οποίος ήταν από μπροστά του
και τον κατεύθυνε προς τον τρίτο όροφο του σχολείου, όπου βρισκόταν
ο διευθυντής. Σε όλη την διάρκεια της διαδρομής ο ίδιος δεν μιλούσε,
αλλά το μόνο που ακουγόταν από εκείνον ήταν τα βήματα του. Κάποια
στιγμή έφτασαν μπροστά από μία καφέ πόρτα, με μία μικρή ταμπέλα
κάτω από το μικρό παραθυράκι που έγραφε ΄΄Γραφείο Διευθυντή΄΄.
Μόλις μπήκε μέσα με τον γραμματέα του σχολείου, είδε τον διευθυντή ο
οποίος καθόταν στο γραφείο, με μία βιβλιοθήκη αριστερά του και από
πίσω ένα παράθυρο. Το δωμάτιο φαινόταν τόσο παλιό όσο και η ηλικία
του. Φαινόταν εξήντα και περισσότερο χρονών με λίγα άσπρα μαλλιά,
στο κέντρο όχι πολλά και ένα σοβαρό βλέμμα, σαν να φαινόταν η
βαρεμάρα όχι μόνο στο πρόσωπο του.
Μόλις είδε τον Τομ κοίταξε προς το μέρος του και του έκανε νόημα να
καθίσει στην μπροστινή καρέκλα, με τον γραμματέα να κλείνει την
πόρτα. Μόλις έκατσε ο Τομ δεν τον κοίταξε αλλά κοιτούσε μόνο το
παράθυρο από δίπλα του, με τον διευθυντή να βγάζει κάτι χαρτιά από το
συρτάρι του. Το κλίμα για λίγο ήταν παγωμένο μεταξύ τους, με τον Τομ
να αναπνέει ήρεμα και να περιμένει.
-<<Συγγνώμη κύριε Τρίστε που σας διέκοψα από το διάλλειμα αλλά
ήθελα να μιλήσουμε.>> είπε και άνοιξε τον έναν φάκελο. << Πρώτα από
όλα μερικοί από τους καθηγητές έχουν πολλά παράπονα. Δεν προσέχεται,
δεν παρακολουθείται στο μάθημα. Μερικές φορές κοιμάστε κιόλας.>>

[36]
-<<Συγγνώμη κύριε αλλά δεν είναι σε όλα.>> είπε ο Τομ διακόπτοντας
τον
-<<Ναι! Μόνο σε ένα μάθημα δεν είναι στα μαθηματικά. Όμως δεν είναι
συμπεριφορά αυτή κύριε Τρίστε. Εδώ είναι σχολείο και όχι χώρος για
ύπνο.>> είπε νευριασμένος.
-<<Συγγνώμη κύριε δεν θα ξαναγίνει.>>
-<<Ωραίο το αστείο! Αυτό να σας θυμίσω το λέτε από πέρυσί από τότε
που ήρθατε στο σχολείο. Ωστόσο το μόνο που βλέπω από εσάς δεν είναι
πράξεις αλλά μόνο λόγια.>> είπε αφήνοντας με δύναμη τον φάκελο στο
γραφείο και έπιασε έναν άλλον. <<Βλέπω κύριε Τρίστε ότι τώρα
αρχίσαμε και τις απουσίες τελευταία χρονιά?>> είπε με ειρωνικό ύφος,
προκαλώντας τον να δει πως θα αντιδράσει.
-<<Να σας εξηγήσω. >>
-<<Δεν χρειάζεται. Είμαι σίγουρος ότι θα έχεις αρκετές δικαιολογίες.>>
είπε με δυνατή φωνή με τον Τομ να μην μιλάει τότε, σαν να τον είχε
επιβεβαιώσει. <<Γιατί μικρέ έρχεσαι σχολείο?>> ρώτησε ο διευθυντής, με
τον Τομ να παγώνει.
-<<Για να μάθω.>> απάντησε με τον ίδιο να τον κοιτάει καλά καλά. Τον
κοίταζε σαν να τον εξέταζε με τα μάτια του για λίγο, με τον Τομ να μην
δίνει τόση σημασία.
-<<Ξέρω ότι έχεις κοφτερό μυαλό μικρέ. Μου το έχει πει ο μαθηματικός
του σχολείου. Όμως αν θες όντως να τα καταφέρεις θα πρέπει να είσαι
πιο συνεπής, και μάλιστα να έρχεσαι στην ώρα σου. Αρχή της χρονιάς και
έχεις ήδη απουσίες που αργείς.>> είπε κοιτάζοντας τον με ένα σοβαρό
ύφος, ξεφυσώντας και βάζοντας τον φάκελο προς το συρτάρι του.
Ο Τομ τότε έφυγε από το γραφείο του διευθυντή, με τον γραμματέα να
ρωτάει αν θα ήθελε κάτι άλλο από εκείνον. Ο διευθυντής του έδωσε μια
δουλειά με εκείνον να φεύγει, πηγαίνοντας στο γραφείο την εκτελέσει.

[37]
Κεφάλαιο 9 Πρώτα από όλα το γράμμα.
Την ίδια μέρα το απόγευμα κύλησε ήρεμα για τον Τομ, χωρίς να
αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα πάλι με τα αγόρια. Αντίθετα δεν
φαινόταν να ήταν το ίδιο ήρεμα και στην Ιταλία. Πιο συγκεκριμένα, ο
Στέφαν βρισκόταν σε ένα εστιατόριο με μεγάλη συνοδεία γύρω του από
μπράβους. Δεν φαινόταν για την ακρίβεια ένα συνηθισμένο κινέζικο
εστιατόριο αλλά ένα διάσημο του είδους του. Καλοντυμένοι σερβιτόροι
με μαύρα και άσπρα ρούχα, με τακτικές και σύντομες κινήσεις ενώ όλα
βρίσκονταν σε άριστη ποιότητα. Μόνο που το εστιατόριο δεν είχε παρά
μόνο δύο πελάτες στον δεύτερο όροφο σε αντίθεση με τον πρώτο, ο
οποίος είχε σχεδόν γεμίσει.
Απέναντι του βρισκόταν ένας μεγαλύτερος σε ηλικία, με λίγα άσπρα
μαλλιά αλλά με ένα χαμόγελο και χαρούμενο ύφος, ενώ πίσω του ήταν
αντίστοιχα μπράβοι δικοί του. Σαν δύο στρατόπεδα αντρών γύρω από το
τραπέζι, με σοβαρά και απειλητικά βλέμματα, και το χέρι τους το ένα να
βρίσκεται πάντα μέσα στην ζακέτα. Οι δύο κύριοι αντίθετα στο τραπέζι
φαίνονταν πιο χαλαροί, με τον σερβιτόρο να έρχεται, κρατώντας ένα
μεγάλο δίσκο με φαγητά. Αφού το τοποθέτησε στο δίπλα τραπέζι, άρχισε
να τοποθετεί σιγά σιγά τα πιάτα μπροστά στους άντρες.
Μόλις τελείωσε, ένας άλλος έφερε μέσα σε ένα κουβά σιδερένιο που είχε
πάγο, ένα άσπρο κρασί, το οποίο φαινόταν εξαιρετικής ποιότητας και
τους σέρβιρε, με τον ηλικιωμένο να πίνει κατευθείαν. Οι δύο άντρες
άρχισαν να τρώνε και λίγο να σχολιάζουν την ποιότητα του φαγητού, η
οποία είχε ενθουσιάσει από ότι φαινόταν τον Στέφαν. Μάλιστα, στο
μπράβο που ήταν και την προηγούμενη φορά δίπλα του σήκωσε το
πιρούνι και του έδωσε να δοκιμάσει, με τον ίδιο να μένει και εκείνος
έκπληκτος από τον φαγητό και τον ηλικιωμένο κύριο να κάνει ένα
χαρούμενο νεύμα.
-<<Σε παραδέχομαι κύριε Γινγκ, το εστιατόριο είναι καταπληκτικό όσο
φαίνεται όπως και το φαγητό.>> είπε αφήνοντας για λίγο τα
μαχαιροπίρουνα. Τότε ο μπράβος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του
στο αφεντικό του. <<Ακόμη και του Βόλντακ του άρεσε.>>
-<<Το ξέρω Στέφαν. Κάθε φορά που έρχομαι στην Ιταλία πάντα το
επισκέπτομαι. >>με εκείνον να τρώει άλλη μία μπουκιά με τα δύο
ξυλάκια που είχε μπροστά του.
-<<Δεν πιστεύω να ήρθες μόνο για το φαΐ ωστόσο εδώ πέρα.>> είπε
ακουμπώντας πιο πίσω με την καρέκλα του.
-<<Ακριβώς.>> απάντησε ο κύριος Γινγκ και χτύπησε λίγο τα χέρια του.
Τότε ένας από τους μπράβους του έβγαλε ένα φάκελο, δίνοντας το στο
αφεντικό του. Εκείνος το άνοιξε και έβγαλε από μέσα διάφορες

[38]
φωτογραφίες, με άλλα να δείχνουν ανθρώπους και άλλα τοπία. <<Έχω
μία πολύ σοβαρή υπόθεση να συζητήσουμε Στέφαν. Βλέπεις, έχω ένα
τεράστιο πρόβλημα εδώ και μερικά χρόνια.>> είπε με προβληματισμό.
-<<Δεν έχεις προβλήματα ποτέ Γινγκ. Πάντα αντιμετώπιζες τις
δυσκολίες στην δουλειά μας. Ακόμη και την κυβέρνηση της Κίνας
κατάφερες να φέρεις πολλές φορές σε δύσκολη θέση και να υποχωρήσει
στα δικά σου ζητήματα.>> είπε, έχοντας κάνει ο προβληματισμός του.
-<<Το ξέρω. Όμως όσο και δυνατός να είσαι, με το πέρασμα των
χρόνων όμως υπάρχουν και προβλήματα τα οποία δεν μπορείς να
αντιμετωπίσεις.>> ανέφερε και του έδειξε μια φωτογραφία που του
έκανε εντύπωση του Στέφαν και την πήρε στα χέρια του. <<Εδώ βλέπεις
ένα από τα πιο δυνατά άτομα της ομάδας μου ή μάλλον ήταν.>> με τον
ίδιο να βλέπει το νεκρό σώμα του έξω από ένα ανθοπωλείο. <<Τον
σκότωσε ένα πρωί, πυροβολώντας τον από μακριά στο κεφάλι.>>
-<<Μάθατε ποιος κρύβεται από πίσω?>>
-<<Δεν θα τον άφηνα. Με πολύ δουλειά έμαθα ότι ήταν ένας αντίπαλός
μου ο οποίος ήθελε να με βγάλει από την μέση και να αποκτήσει την
κυριαρχία. >>
-<<Μην μου πεις ότι δεν μπορείς να τον σκοτώσεις?>> είπε με απορία ο
Στέφαν.
-<<Φυσικά και όχι. Μέσα σε μία νύχτα η ομάδα του και η βάση του
εξαφανίστηκαν, με την ίδια να γίνεται προσάναμμά για το τζάκι.>> είπε
πιάνοντας τα χέρια του. <<Ωστόσο το πρόβλημα δεν ήταν εκείνος αλλά
το άτομο που σκότωσε το μέλος της ομάδας μας. Δεν θέλω να πάρω
εκδίκηση μόνο για αυτόν που έβαλε να σκοτώσει ένα μέλος της
οικογένειάς μου αλλά και το άτομο που το έκανε. Για αυτό ήρθα και σε
σένα, και βοήθεια. Ο δολοφόνος από όσο ξέρω αποτελεί έναν από τους
καλύτερους δολοφόνους που υπάρχουν.>>
-<<Είμαι σίγουρος ότι με την ομάδα σου μπορείς να τον νικήσεις.>>
-<<Δεν είναι τόσο απλό Στέφαν. Έστειλα περίπου τριάντα άντρες μου
σε ομάδες να τον σκοτώσουν μα κανένας δεν επίστρεψε πίσω.>> είπε
σκύβοντας το κεφάλι του. <<Μετά από λίγο καιρό δεν βρήκαμε ίχνη
πουθενά στην Κίνα και με διάφορες πληροφορίες μάθαμε ότι ταξίδεψε
στην Ευρώπη, πιθανόν για μία καινούρια δουλειά και μάλιστα νότια.>>
-<<Μην αγχώνεσαι Γινγκ, δεν έχω προσλάβει κανέναν μισθοφόρο
δολοφόνο. Επίσης, κανένα μέλος της οικογένειάς δεν φεύγει.>> είπε
κάνοντας νόημα με τα χέρια του μπροστά του ως άρνηση.

[39]
-<<Μην φοβάσαι Στέφαν, ξέρω την πολιτική που ακολουθείς και πολύ
καλά κάνεις για την ασφάλεια της ομάδας. Ξέρεις όμως δεν θα μπορέσω
να κάτσω για πολύ καιρό στην Ευρώπη, καθώς με περιμένουν δουλειές
πίσω. Ξέρεις πόσα προβλήματα δημιουργούνται όταν φεύγεις από την
βάση σου.>> είπε με τον Στέφαν να κουνάει αργά αλλά καταφατικά το
κεφάλι του. <<Για αυτόν τον λόγο θα ήθελα να αναλάβεις εσύ να τον
βρεις και να τον επιστρέψεις, ζωντανό ή νεκρό. >> συμπλήρωσε και
χτύπησε τα χέρια του. Τότε ένας από τους μπράβους ήρθε προς το
μέρους τους και έφερε μπροστά τους μία μεγάλη. Μόλις την άνοιξε ο
μπράβος του είδαν μέσα που υπήρχαν διάφορες ράβδους χρυσού, με τον
Στέφαν αν μένει έκπληκτος.
-<<Δεν τα βρίσκεται λίγο πολλά για μια απλή αναζήτηση?>> ρώτησε ο
Στέφαν, κοιτάζοντας καλά τις ράβδους.
-<<Δεν σου εγγυώμαι ότι θα τα καταφέρεις Στέφαν. Μιλάμε για έναν
άντρα πολύ δυνατό να βρεις. Όμως, είσαι ο μόνος που θα μπορούσα να
εμπιστευτώ αυτήν την στιγμή. Η βοήθεια σου θα ήταν πολύ μεγάλη για
μένα.>> είπε και ο Ιταλός δεν έβγαζε το βλέμμα του από την αμοιβή που
είχε μπροστά του.
-<<Μην φοβάστε. Δεν υπάρχει δουλειά που να μην τα έχω καταφέρει
και δεν σκοπεύω να σας απογοητεύσω.>>
-<<Ήξερα ότι θα μπορούσα να σε εμπιστευτώ.>> είπε με ύφος
ικανοποίησης ο κύριος Γινγκ. <<Για οτιδήποτε πληροφορία χρειαστείς
θα την βρεις στο φάκελο. Συγγνώμη που δεν έχω περαιτέρω
πληροφορίες να σε βοηθήσω.>>
-<<Δεν αποτελεί πρόβλημα. Είμαι σίγουρος ότι θα επαρκούν. >> είπε
και με τούς δύο άντρες να δίνουν τα χέρια εκείνη την στιγμή, με την
συμφωνία να κλείνει και με έναν από τους μπράβους του Στέφαν να
παίρνει την βαλίτσα. Ξαφνικά, εκεί που έδωσαν τα χέρια ο μπράβος που
είχε δοκιμάσει πριν από το φαγητό του αφεντικού του Στέφαν, είχε
βάλει το χέρι του το ένα στο αυτί. Σε ένα από τα αυτιά του είχε και ένα
ακουστικό, από το οποίο λάμβανε μηνύματα αντί να ανοίγει το κινητό
του. Μόλις έλαβε όμως ένα μήνυμα του έκανε εντύπωση και χτύπησε
ελαφρά στον ώμο του είπε κάτι στο αυτί. Μόλις τελείωσε την εξήγηση ο
Στέφαν έμεινε έκπληκτος, ρωτώντας τον αν είναι σίγουρα αυτά που του
είπε και εκείνον να κουνάει το κεφάλι του καταφατικά.
-<<Όλα καλά?>> ρώτησε ο κύριος Γινγκ βλέποντας τον έκπληκτο.
-<<Ναι…. Απλώς θα πρέπει να δώσω προτεραιότητα σε ένα γράμμα από
ένα πρόσωπο που περίμενα καιρό.>>

[40]
Κεφάλαιο 10 Ένα βήμα πιο μπροστά 1.
Το βράδυ ήταν πιο ψυχρό εκείνη την μέρα, με πολλούς να μην
περπατάνε έξω αλλά τα σπίτια να έχουν γεμίσει με φώτα. Πλησίαζε
χειμώνας και μάλιστα από ότι έλεγαν θα είναι βαρύς, με τα σύννεφα
τώρα να είναι τόσα πολλά, ώστε να έχει μαυρίσει ο ουρανός. Σε έναν από
τους δρόμους, που ήταν πλακόστρωτος, περπατούσε και ένα μικρό παιδί,
το οποίο φορούσε έναν καφέ παλτό.
Περπατούσε με ένα χαρούμενο βλέμμα, έχοντας το ένα χέρι του στην
τσέπη και με το άλλο κρατούσε έναν κύριο. Ο κύριος δίπλα του φορούσε
ένα μεγάλο μαύρο παλτό, που όμως δεν φαινόταν και το πρόσωπό του.
Φαινόταν να μιλούσε με το παιδί, μα η συζήτηση δεν ήταν ξεκάθαρη.
Όμως, όπως περπατούσαν βρέθηκαν σε ένα πάρκο με λίγα φώτα γύρω. Ο
άντρας κοίταξε καλά το πάρκο με το παιδί να στέκεται από δίπλα του.
Ξαφνικά, σαν να άκουσε ένα θόρυβο από πίσω του και το παιδί γύρισε
το βλέμμα του. Το μόνο που είδε ήταν τα κλαδιά ενός δέντρου να
κουνιούνται από τον αέρα. Μόλις όμως γύρισε το βλέμμα του είδε
ξαφνικά μπροστά του έναν άντρα, του οποίου το πρόσωπο δεν ήταν πολύ
καθαρό και δεν φαινόταν από μακριά. Μετά, ακούστηκε ένα δυνατό
μπαμ, με τον Τομ να ξυπνάει απότομα.
Σήκωσε απότομα το κεφάλι από το γραφείο και είδε μπροστά του τα
βιβλία του. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα μολύβι, με τον ίδιο να είχε
αποκοιμηθεί πάνω στο τετράδιο, του οποίου η σελίδα ήταν λίγο
τσαλακωμένη από το κεφάλι του. Σηκώθηκε λίγο τότε και πήγε προς το
παράθυρο. Είδε απέξω ένα σκουπιδιάρικο να κάνει δυνατό θόρυβο όσο
γέμιζε με σκουπίδια. Ο θόρυβος ήταν σαν αυτός που άκουσε στο όνειρό
του και τον ξύπνησε.
Είδε απέξω ότι ο ήλιος έδυε σιγά σιγά και βλέποντας το τετράδιο από το
γραφείο του κατάλαβε ότι μάλλον θα τον πήρε ο ύπνος όπως σκεφτόταν
πως να λύσει τις ασκήσεις. Δεν είχε ανοίξει ακόμα το μάτι του και πήγε
προς το μπάνιο όπου και έπλυνε το πρόσωπό του. Μόλις τελείωσε και
βγήκε είδε την γάτα να κοιμόταν κουλουριασμένη στην γωνία και το
ρολόι από κάτω. Είδε την ώρα έκπληκτος. 6:45 έδειχνε το ρολόι. <<Ωχ,
άργησα!!>> είπε και άρχισε να τρέχει να βάζει τα παπούτσια του.
Μάλιστα, το ένα παπούτσι δεν έμπαινε κατευθείαν από την βιασύνη του.
Έβαλε γρήγορα λίγο φαί στην γάτα και έκλεισε την πόρτα, τρέχοντας
προς τον δρόμο, έχοντας μια τσάντα από πίσω στην πλάτη του.
Περνούσε μέσα από τους ανθρώπους με πολλούς να τον κοιτάνε με
περιέργεια όπως ο νεαρός περνούσε ανάμεσα τους.
Αφού έτρεχε σε αγώνα δρόμου με τον χρόνο έφτασε μπροστά από το
νεκροταφείο της πόλης. Είδε μερικούς, πιο πολύ ηλικιωμένοι να βγαίνουν

[41]
από εκεί και τον φύλακα να έρχεται προς την πόρτα για να την κλείσει. Ο
Τομ μόλις τον είδε έτρεξε προς την πόρτα κοντά του.
-<<Που πας μικρέ?>> φώναξε ο φύλακας σταματώντας τον.
-<<Πρέπει αν επισκεφθώ ένα σημαντικό πρόσωπο σας παρακαλώ.>>
-<<Συγγνώμη νεαρέ αλλά είναι η ώρα να κλείσουμε.>>
-<<Σας παρακαλώ είναι ανάγκη. Σας υπόσχομαι δεν θα αργήσω.>> είπε
με τον φύλακα να τον κοιτάει με δισταγμό.
-<<Ήθελα να πάω πιο νωρίς σπίτι μου και κανονικά είναι να κλείσω σε
λίγη ώρα.>> είπε ξεφυσώντας. <<Επειδή σε έχω ξαναδεί να περνάς από
εδώ αν είναι νεαρέ. Μόνο μην κάνεις πολύ ώρα μέσα.>>
-<<Σας το υπόσχομαι!>> είπε χαρούμενος λίγο ο Τομ και έτρεξε μέσα.
Το νεκροταφείο έμοιαζε πάρα πολύ σαν λαβύρινθος, μόνο που σε αυτήν
την περίπτωση μπορούσες να δεις γύρω σου που ήταν η έξοδος. Μόνο
που το δύσκολο ήταν ότι σε μερικά σημεία ήταν λίγο πιο στενά ο χώρος
και με αποτέλεσμα να ήταν δύσκολο να περάσει μέσα εύκολα από εκεί
κάποιος.
Αφού περπάτησε για λίγο σταμάτησε σε ένα τάφο, ο οποίος βρισκόταν
προς το κέντρο και πάνω. Αφού σταμάτησε κατέβασε την τσάντα του
και έβγαλε μερικά πράγματα από μέσα. Πρώτα έβγαλε μία μικρή
ανθοδέσμη με γαρύφαλλά και τα άπλωσε μπροστά στον τάφο.
Μετά έβγαλε ένα πανί και με ένα καθαριστικό άρχιζε να καθαρίζει
μερικά σημεία. Κάποια στιγμή έφτασε και στην εικόνα του νεκρού, που
απεικονιζόταν μία νεαρή γυναίκα. Ήταν όμορφή και σύμφωνα με την
εικόνα κοντά στα τριάντα, με μαύρα μαλλιά και καστανά μάτια, έχοντας
ένα γλυκό χαμόγελο στην φωτογραφία.
Από κάτω έγραφε με χρυσά γράμματα ΄΄Ιωάννα Τσαπανίδου. Ετών 28.
20-11-2000΄΄. Ήταν πριν πολλά χρόνια, περίπου 18 χρόνια πριν αυτή η
ημερομηνία, με τον Τομ να κοιτάει την εικόνα και να χαμογελάει,
αναπνέοντας πιο αργά. Τότε είδε ότι η ώρα σιγά σιγά περνούσε και πήγε
να φύγει, μα άκουσε ξαφνικά το κινητό του να χτυπάει. Μόλις το έβγαλε
από την τσέπη του είδε να είναι με απόκρυψη ο αριθμός με τον ίδιο να
μην είναι σίγουρος αν θα έπρεπε να το σηκώσει, όπου και το έκανε. Μόλις
το σήκωσε πάγωσε λίγο, καθώς δεν ακουγόταν τίποτα παρά ο αέρας που
περνούσε από το αυτί του. <<Ποιος είναι?>> ρώτησε διστακτικά,
περιμένοντας μία απάντηση.
-<<Δεν περίμενα να το σηκώσεις.>> είπε η φωνή, με τον ίδιο να
παγώνει. Την αναγνώριζε αυτήν την φωνή καλύτερα από τον ίδιο του

[42]
τον εαυτό, αλλά δεν μιλούσε, έχοντας βγάλει το κινητό λίγο από το αυτί
του. Το ξανά έβαλε αλλά αυτήν την φορά με δισταγμό. <<Τομ, είσαι
εκεί?>> ρώτησε η φωνή.
-<<Εδώ είμαι.>> είπε διστακτικά.
-<<Μην μου πεις ότι ξέχασες την φωνή μου μικρέ.>> είπε με χαρούμενο
τόνο η φωνή.
-<<Όχι θείε Στέφαν... Απλώς μου έκανε εντύπωση πως βρήκες το
τηλέφωνο μου.>>
-<<Νομίζω εγώ θα έπρεπε να ήμουν ο πρώτος που να μην σου κάνει
εντύπωση. Μάντεψε που βρίσκομαι μικρέ αυτήν την στιγμή.>>
-<<Που ακριβώς?>> ρώτησε, χωρίς να προσπαθεί να το βρει.
-<<Θα σου δώσω μια βοήθεια. Είμαι στο μέρος που πολλές φορές σε
έφερνα να δεις όλη την Ρώμη.>>
-<<Συγγνώμη αλλά δεν θυμάμαι ακριβώς.>>
-<<Έλεος μικρέ. Τέσσερα χρόνια λείπεις και ξέχασες το σπίτι σου?!>>
είπε και αναστέναξε. <<Στο γραφείο μου είμαι και τώρα τελειώνω κάτι
υποθέσεις που έχω με διάφορες δουλειές.>> είπε και έφερε στα χέρια του
δύο χαρτιά. <<Πριν λίγες μέρες παρέλαβα και ένα γράμμα από σένα.
Μέσα αν δεν κάνω λάθος είχες βάλει και ένα μικρό σακουλάκι με ένα
υγρό σωστά?>>
-<<Σωστά. Το έλεγξες όπως σου έγραψα?>> ρώτησε βιαστικά ο Τομ.
-<<Ναι, μόλις ήρθε στα χέρια μου. Είχα να πω όμως ότι μου έκανε
εντύπωση αυτό που έγραφες, να το εξετάσω πολύ προσεκτικά. Και είχες
δίκιο. Στην αρχή φαινόταν ένα φυσιολογικό μείγμα ιταλικού καφέ. Όμως
με περαιτέρω μελέτες των ανθρώπων μου ανακαλύψαμε κάτι ακόμη. Το
μείγμα περιείχε μέσα ρεατίνη και στρυχνίνη, ένα ισχυρό δηλητήριο το
οποίο μπορεί να οδηγήσει σε αναπνευστική ανακοπή μέσα σε δύο λεπτά
και μπορεί ακόμη να προκαλέσει καρδιακή προσβολή αν δεν το
καταλάβεις εγκαίρως και δεν το αντιμετωπίσεις.>> είπε, κοιτάζοντας τα
χαρτιά που είχε στα χέρια του.
-<<Κάτι άλλο που να περιείχε μέσα το μείγμα?>>
-<<Όχι όχι. Δεν βρήκανε κάτι άλλο αλλά η ποσότητα που υπήρχε μέσα
ήταν αρκετή για να προκαλέσει σίγουρο θάνατο μικρέ.>> είπε και πήρε
στα χέρια του το δείγμα που του είχε στείλει ο Τομ. Το κοιτούσε καλά
καλά και το κούνησε λίγο, με το ίδιο να αλλάζει λίγο χρώμα. <<Που το
βρήκες αυτό μικρέ?>> αναρωτήθηκε ο Τομ.

[43]
-<<Είναι από μια υπόθεση που παλεύω να λύσω. Όμως από ότι έχω
καταλάβει δεν θα είναι τόσο απλό.>> είπε σφίγγοντας λίγο τα χίλια του.
-<<Αλήθεια?! Μην ανησυχείς, ότι χρειαστείς από βοήθεια κάλεσε τον
θείο Στεφ στο νούμερο που θα σου στείλω.>> είπε χαρούμενος.
-<<Ευχαριστώ. Ήδη με βοήθησες πάρα πολύ με αυτό που έκανες.>> είπε
χαρούμενος ο Τομ και αποχαιρετίστηκαν.
Φαινόταν πιο σίγουρος τώρα, βάζοντας το χέρι στο πηγούνι του και
σκεφτόταν ποια θα ήταν η επόμενη του κίνηση. Ξαφνικά, εκεί που
σκεφτόταν είδε πάλι την εικόνα της κοπέλας στον τάφο και χτύπησε τα
χέρια του σαν να του ήρθε ιδέα. Εκείνη την στιγμή όμως άκουσε μία
δυνατή φωνή από μακριά. <<Τομ!! Τομ!! Έλα τελείωσε η ώρα!!>> φώναζε
ο φύλακας με τον Τομ να μαζεύει γρήγορα τα πράγματα του και να
τρέχει προς την πύλη του νεκροταφείου. Είχε όντως περάσει η ώρα, με
τον ήλιο τώρα σχεδόν να είχε δύσει εντελώς και τα φώτα σιγά σιγά
στους δρόμους της Αθήνας να ανάβουν, σηματοδοτώντας το βράδυ που
έρχεται.

[44]
Κεφάλαιο 11 Ένα βήμα πιο μπροστά 2.
Η εβδομάδα αυτή πέρασε αρκετά γρήγορα με το Σαββατοκύριακο να
έρχεται γρήγορα. Το Σάββατο ήταν ηλιόλουστο με τον καιρό να ωθεί τον
κόσμο να βγαίνει έξω. Το κέντρο της Αθήνας είχε γεμίσει κόσμο τόσο στα
μέσα μαζικής μεταφοράς όσο και από αυτούς που είχαν αποφασίσει να
κάνουν την βόλτα τους.
Τόσο μεγάλοι όσο και παιδιά περπατούσαν μέσα στους μεγάλους
κεντρικούς δρόμους, σαν να είχε σχηματιστεί ένας μεγάλος όχλος ο
οποίος δεν είχε μια συγκεκριμένη πορεία. Πολλοί ήταν αυτοί που θα
είχαν το κινητό τους στο αυτί ή έστω τα ακουστικά στα αυτιά και θα
μιλούσαν, ενώ άλλοι θα κρατούσαν τις τσάντες από τα ψώνια και θα
προχωρούσαν, ο καθένας στον δικό του προορισμό.
Όπως και οι δρόμοι έτσι και οι καφετέριες ήταν γεμάτες από κόσμο και
κυρίως νεαρούς συνήθως. Σε μία από αυτές ήταν και ο Τομ, ο οποίος είχε
πιάσει το βιβλίο των μαθηματικών του. Διάβαζε για ένα θεώρημα το
οποίο είχε ένα σχήμα γεωμετρίας από δίπλα και με το δάχτυλο του από
την μια έδειχνε αυτό και από την άλλη τα λόγια. Διάβαζε με προσοχή και
προσπαθούσε να καταλάβει τι εξηγούσε το βιβλίο, ενώ μπροστά του είχε
έρθει γρήγορα ο σερβιτόρος και του άφησε βιαστικά τον κατάλογο με το
μενού.
Ξαφνικά, εκεί που έβγαινε ένα ζευγάρι από το καφέ μπήκε μία γυναίκα
με μαύρα γυαλιά ηλίου, κοιτώντας αριστερά και δεξιά, σαν να
προσπαθούσε να βρει κάποιον. Μόλις έκανε λίγο βήματα μπροστά είδε
τον Τομ και πήγε προς το μέρος του, με τον ίδιο να μην την καταλαβαίνει
που ήρθε κοντά του. <<Συγγνώμη που άργησα.>> είπε η Μαρία η
κοιτώντας με απολογητικό ύφος τον Τομ. Ήταν η αστυνόμος που είχε
συναντήσει ο Τομ την μέρα μετά το συμβάν στο ιταλικό καφέ.
-<<Δεν πειράζει. Μάλλον εγώ ήρθα λίγο πιο σύντομα από ότι σου είχα
στείλει.>> είπε, ξύνοντας το πίσω μέρος του κεφαλιού του επειδή έκανε
λάθος.
-<<Μην αγχώνεσαι.>> είπε με χαμόγελο και κοίταξε με περιέργεια το
βιβλίο που κρατούσε ο Τομ. <<Τι βιβλίο είναι αυτό που κρατάς?>>
-<<Μαθηματικά από το σχολείο.>> είπε και το άφησε στο τραπεζάκι.>>
-<<Μα καλά, δεν βαριέσαι να διαβάζεις μαθηματικά που είσαι έξω?!>>
είπε έκπληκτη.
-<<Όχι. Είναι από τα μόνα πράγματα που είναι πραγματικά
ενδιαφέρον.>>

[45]
-<<Πως και έτσι? Εγώ πριν μέχρι και τρία χρόνια δεν τα μπορούσα να
τα βλέπω στο σχολείο και με δυσκολία τα διάβαζα.>>
-<<Μάλλον δεν κατάλαβες την αξία τους.>> είπε και τον κοίταξε με
περιέργεια. <<Βλέπεις, τα μαθηματικά τα βλέπουν πολλοί ως ασκήσεις με
αριθμούς που εσύ πρέπει να τα βρεις. Δεν είναι ωστόσο έτσι. Βλέπεις, τα
μαθηματικά είναι ουσιαστικά ως ένας τρόπος σκέψης πολλές φορές.
Έχεις διάφορα προβλήματα και με συγκεκριμένα δεδομένα προσπαθείς
να βρεις τον δρόμο να τα λύσεις. Έτσι ακριβώς και στην
πραγματικότητα, μόνο που εκεί δεν έχουμε αριθμούς πολλές φορές.>>
έλεγε και με την ίδια να τον κοιτάζει έκπληκτη.
Όπως όμως μιλούσε τον διέκοψε ο σερβιτόρος, ο οποίος τους ζήτησε
την παραγγελία, φέρνοντας τους δύο ποτήρια με νερό. Ο Τομ
ξαφνιάστηκε λίγο τότε και σταμάτησε απότομα, με τους δύο να
παραγγέλνουν και τον σερβιτόρο να φεύγει με δύο παραγγελίες στο χέρι.
<<Τι είναι τελικά αυτό το πολύ σημαντικό που μου έστειλες στο κινητό
ότι ήθελες να συναντηθούμε?>> ρώτησε η Μαρία και ήπιε λίγο από το
ποτήρι της.
-<<Για την υπόθεση.>> είπε και έπιασε και εκείνος το ποτήρι του.
<<Δεν πέθανε τελικά από απλή ανακοπή καρδιάς ο άντρας. Γιατί μου
είπες ψέματα?>> είπε και με την αστυνομικό να φτύνει λίγο το νερό από
το στόμα της όπως έπινε.
-<<Τι εννοείς? Ο ιατροδικαστής μας είπε ότι από την καρδιά του
κατάλαβε ότι είχε διάφορα προβλήματα. Δεν ήταν και μικρός κιόλας
στην ηλικία του ο άντρας οπότε λογικό.>> είπε, προσπαθώντας να
δικαιολογηθεί.
-<<Είσαι σίγουρη?>> ρώτησε ο Τομ κοιτάζοντας με ένα πονηρό βλέμμα.
-<<Ναι….>> είπε τώρα λίγο ανήσυχη η Μαρία, καταπίνοντας το σάλιο
της.
-<<Δεν θα έπρεπε.>> είπε ο Τομ και έβγαλε εκείνη την στιγμή ένα
φυλλάδιο σε ζελατίνα που είχε στην τσάντα του δίπλα. <<Αυτό που
βλέπεις είναι η πραγματική αιτία θανάτου του άντρα.>> συμπλήρωσε,
δίνοντας το στην Μαρία. Το διάβαζε και διάβαζε σιγανά το όνομα του
δηλητηρίου καθώς και τις παρενέργειες που έχει στον ανθρώπινο
οργανισμό. Όσο το διάβαζε τόσο τα μάτια της γινόταν και πιο μεγάλα,
κάνοντας της εντύπωση.
-<<Ρεατίνη και στρυχνίνη?!>> είπε έκπληκτη η Μαρία.
-<<Ακριβώς. Και μάλιστα πολύ καλό δηλητήριο για να τον σκοτώσει
ειδικά αν είχε προβλήματα καρδιάς.>> είπε σταυρώνοντας τα χέρια του.

[46]
<<Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. >> είπε και έβγαλε το κινητό του,
δείχνοντας της την φωτογραφία του τριαντάφυλλου από το μαγαζί.
<<Αυτό το τριαντάφυλλο που βλέπεις το βρήκα στο καφέ που πέθανε ο
άντρας. Ο μπαρίστας μου είπε ότι του το έδωσε ο άντρας όταν ήρθε το
πρωί, ο οποίος φαινόταν ανήσυχος.>>
-<<Δεν σε καταλαβαίνω.>> είπε η Μαρία προσπαθώντας να τον
καταλάβει.
-<<Είναι απλό. Ο άντρας μάλλον είχε δώσει ραντεβού σε εκείνο το καφέ
με τον δολοφόνο του. Λογικά αν ψάξουμε το κινητό του ή κάποια
στοιχεία θα βρούμε την συνομιλία τους. Για να τον καταλάβει ο
δολοφόνος θα του είπε να κρατάει ένα τριαντάφυλλο, αλλά αφού δεν
είχε έρθει κανείς με τριαντάφυλλο που περίμενε έτσι το έδωσε το δικό
του.>>
-<<Για αυτό άραγε και τα ΄΄αγκάθια΄΄?!>> τότε είπε με χαμηλή φωνή,
συνειδητοποιώντας την σκέψη του Τομ. <<Πως όμως θα μπορούσε να
είχε βάλει το δηλητήριο ο δολοφόνος από την στιγμή που δεν είχε
υπάρξει ένας άλλος με τριαντάφυλλο?>> αναρωτήθηκε.
-<<Αυτό αλήθεια με προβλημάτισε πολύ αλλά υπήρχε κάτι στα λόγια
του μπαρίστα που μου έδωσε την πιο πιθανή λύση. Σύμφωνα με τον
κύριο, όταν πήγε να του φτιάξει καφέ, είχε βράσει και ετοιμάσει το νερό
αλλά δεν του έφτανε ο καφές και έτσι πήγε πίσω να πάρει και άλλον.
Οπότε ο δολοφόνος θα είχε μπει διακριτικά στο μαγαζί και θα είχε βάλει
το δηλητήριο ήδη μέσα, φεύγοντας αργότερα.>> είπε και τον κοίταξε
έκπληκτη η αστυνόμος. Εκείνη την στιγμή ήρθε και ο σερβιτόρος με τους
καφέδες, τοποθετώντας τους στο τραπέζι. Η ίδια δεν τον άγγιξε αλλά
σκεφτόταν όλα αυτά που είχε πει ο Τομ με προσοχή, με τον ίδιο να πίνει
λίγο από τον καφέ του.
-<<Είναι πολύ τρελό!...>>
-<<Και πολύ πιθανό ωστόσο.>> συμπλήρωσε ο Τομ κοιτάζοντας τον με
ένα σίγουρο ύφος.
-<<Δεν λέω για το σενάριο μόνο.>> είπε και έβαλε το χέρι της στο
πηγούνι της. <<Έχω ξαναδεί σε μία ακόμα υπόθεση ένα τριαντάφυλλο.>>
είπε και προσπάθησε να σκεφτεί, με τον Τομ να περιμένει μία απάντηση.
<<Ααα ναι!!>> φώναξε, ξαφνιάζοντας τον Τομ. <<Έχεις ακούσει για μία
αυτοκτονία στον Εθνικό κήπο?>>
-<<Ναι. Αν δεν κάνω λάθος αφορούσε έναν δικηγόρο.>> είπε, χωρίς να
φαίνεται τόσο σίγουρος.

[47]
-<<Ήταν ένας συνάδελφός μου που είχε μια υπόθεση και μου είχε δείξει
τις φωτογραφίες στον υπολογιστή του. Από ότι είδα τις φωτογραφίες
της υπόθεσης ο άντρας είχε μέσα στο παλτό του ένα κόκκινο
τριαντάφυλλο, το οποίο το είχε πιάσει λίγο με το χέρι του στο έδαφος.>>
-<<Η σύνδεση δεν πρέπει να είναι τυχαία. >> είπε και ήπιε γρήγορά μια
γουλιά από τον καφέ του. <<Δεν πρέπει να την αφήσουμε ούτε αυτήν την
υπόθεση και είσαι η μόνη που μπορείς να βοηθήσεις.>>
-<<Τι θες να κάνω?>>
-<<Θέλω να ζητήσεις από τον συνεργάτη σου να σου δώσει ότι υλικό
έχει από την αυτοκτονία. Μόνο έτσι θα δούμε αν συνδέονται τα δύο
γεγονότα.>> είπε και ο νους της πήγε στην ημέρα στο γραφείο.
Θυμήθηκε που κρυφάκουσε να λένε δύο άντρες στον Στέλιο να
διαγράψει τα αρχεία που είχε στον υπολογιστή του. Φάνηκε κάπως
διστακτική το πρόσωπο της. <<Δεν μπορείς να ψάξεις?>> ρώτησε ο Τομ
ξαφνικά.
-<<Θα μου είναι λίγο δύσκολο….. αλλά θα δω τι μπορώ να κάνω.>> είπε
χαμογελώντας του λίγο. Θυμήθηκε τότε ότι είχαν ζητήσει από τον Στέλιο
να διαγράψει ότι υλικό είχε.

[48]
Κεφάλαιο 12 Βρίσκοντας πληροφορίες.
Οι μέρες περνούσαν και ο χειμώνας είχε μπει για τα καλά. Ο Στέφαν
βρισκόταν σε μία μεγάλη αποθήκη, όπου φαινόταν να είχε διαμορφωθεί
κατάλληλα για γυρίσματα ταινιών. Διάφοροι τοίχοι με πράσινα πανιά
μεγάλα και από αριστερά και δεξιά σκηνικά. Ο σεναριογράφος και ο
σκηνοθέτης καθόντουσαν σε δύο καρέκλες και παρακολουθούσαν την
διαδικασία, με λίγους ηθοποιούς να παίζουν κοντά στα σκηνικά.
Κοντά τους ήταν και λίγοι άνθρωποι με ειδικά διαμορφωμένα πράσινα
κοστούμια, χωρίς να μιλάνε αλλά να κάνουν κινήσεις. Ακόμη, στα
καμαρίνια είχε πολύ δουλειά, με πολλούς ηθοποιούς να ντύνονται και να
βάφονται. Ο δυνατός άντρας παρακολουθούσε από πιο πέρα την
δημιουργία της ταινίας, έχοντας τα χέρια του σταυρωμένα. Του άρεσε
από ότι φαινόταν όπως έπαιζαν οι ηθοποιοί, κάνοντας μερικές κινήσεις
με τα χέρια του, σαν να φαντάζεται την ταινία να εμφανίζεται μπροστά
του.
Ξαφνικά, εκεί που είχε και τα δύο χέρια του μπροστά, τον σκούντησέ
από πίσω ο σκηνοθέτης με εκείνον να ξαφνιάζεται. <<Συγγνώμη κύριε
Στέφαν. Δεν ήθελα να σας ενοχλήσω.>> είπε λίγο μαγκωμένος ο
σκηνοθέτης.
-<<Τι συνέβη με την ταινία?>> ρώτησε ο Στέφαν με σοβαρό ύφος στα
ιταλικά.
-<<Όλα καλά κύριε. Βλέπετε, έχουμε κάνει ήδη το 25% των
γυρισμάτων σε εξωτερικούς χώρους και το 50% για τους εσωτερικούς.
Επίσης, διάφορα σκηνικά δεν φαίνεται να έχουν ετοιμαστεί ακόμη όπως
και κουστούμια.>> είπε, δείχνοντας του παράλληλα σε χαρτιά που
κρατούσε με τον Στέφαν να κοιτάει προβληματισμένος.
-<<Έχουμε ήδη αργήσει το ξέρεις αυτό?>> είπε, κοιτώντας τον με
σοβαρό ύφος.
-<<Ναι κύριε. Αν και περνάει από το χέρι σας να γίνουν πιο γρήγορα οι
διαδικασίες.>> ανέφερε ο σκηνοθέτης, κοιτώντας τον με χαμόγελο.
-<<Κατάλαβα. >> είπε ξεφυσώντας ο παραγωγός, βγάζοντας ένα
βιβλιαράκι επιταγών από την τσέπη του. Με ένα στυλό έγραψε γρήγορα
ένα ποσό και την υπογραφή του, καθώς και ότι άλλο χρειαζόταν.
<<Ορίστε. Εδώ υπάρχει όσα θα χρειαστείς για τα διαδικαστικά καθώς και
για σένα.>> είπε, με τον ίδιο να κοιτάζει έκπληκτος και χαρούμενος
παράλληλα το ποσό.
-<<Μείνετε ήσυχος. Και νωρίτερα θα είναι έτοιμη.>>

[49]
-<<Πρόσεχε όμως. Ξέρεις τι θα πάθεις αν αργήσεις…>> είπε ο Στέφαν,
κοιτώντας τον με ένα ύπουλο ύφος. Ο σκηνοθέτης κούνησε καταφατικά
το κεφάλι του, έχοντας τρομοκρατηθεί λίγο και καταπίνοντας το σάλιο
του. Όπως γύρισε και πήγε να φύγει έπεσε κατά λάθος πάνω στον
μπράβο του παραγωγού. Μόλις είδε το τρομακτικό-σοβαρό ύφος του
Βόλντακ του κόπηκαν τα πόδια, πηγαίνοντας κατευθείαν στην θέση του.
Ο ίδιος τον κοίταξε αδιάφορα και πήγε προς το αφεντικό του.
-<<Κότες. Πρώτα ζητάνε χρήματα και μετά δεν έχουν τα κότσια.>> είπε
ο Βόλντακ, κοιτώντας υποτιμητικά τον σκηνοθέτη.
-<<Για αυτό υπάρχουν και τρόποι να μην τους αφήνεις να ξεφύγουν.>>
είπε, σταυρώνοντας τα χέρια του και έπειτα γύρισε το βλέμμα του στον
μπράβο. <<Ήθελες να μου πεις κάτι?>>
-<<Ναι. Πήρε τηλέφωνο ο ποντικός για την υπόθεση του Γινγκ.>>
-<<Και? Ποιος είναι ο δολοφόνος?>> ρώτησε με περιέργεια.
-<<Θέλει να έρθετε από εκεί να σας πει καλύτερα. Είναι λέει
σημαντικό.>> είπε, κάνοντας του εντύπωση.
Ο Στέφαν τότε γύρισε προς την πόρτα με τον Βόλντακ, κάνοντας νόημα
σε άλλους δύο ακόμη μπράβους που στέκονταν στην πόρτα να τον
ακολουθήσουν. Μπήκαν σε ένα μαύρο αμάξι και πέρασαν μέσα από την
πόλη. Μετά από λίγη ώρα έφτασαν μέσα σε κάτι μικρά σοκάκια, με τις
πολυκατοικίες να είναι πολύ κοντά η μία στην άλλη και με τον δρόμο να
μην είναι πολύ μεγάλος.
Οι μπράβοι είδαν έναν άντρα που έβγαινε από μια πολυκατοικία και
πριν κλείσει η πόρτα την κράτησαν, ώστε να μπει το αφεντικό τους.
Μόλις μπήκαν ανέβηκαν πολλά σκαλιά και διαμερίσματα, μέχρι που
έφτασαν σε μία ξύλινη πόρτα. Τότε, στεκόμενος στην μέση ο Στέφαν
χτύπησε την πόρτα, αλλά με συγκεκριμένο ρυθμό ήταν ο ήχος. Μόλις
τελείωσε, άκουσε από πίσω από την πόρτα κάποιον να ανοίγει την
πόρτα.
Στην πόρτα μπροστά εμφανίστηκε ένας νεαρός άντρας, ο οποίος
φορούσε μπλε ριγέ πιτζάμες, οι οποίες ήταν και λίγο λερωμένες. Τα
μαλλιά του και όλο γενικά το πρόσωπο του δεν ήταν περιποιημένο, ενώ
από κάτω φορούσε μαύρες παντόφλες. <<Δεν περίμενα να έρθεις τόσο
γρήγορα?>> είπε ξαφνιασμένος.
-<<Έμαθα ότι βρήκες τον δολοφόνο. Ισχύει?>> ρώτησε ο Στέφαν, με
τον απεριποίητο άντρα να κοιτάει τους μπράβους από πίσω.
-<<Περάστε.>> είπε ο άντρας, αφήνοντας του χώρο για να μπουν.

[50]
Το σπίτι μέσα ήταν περισσότερο απεριποίητο από την εξωτερική
εμφάνιση του άντρα. Ένα μικρό διαμέρισμα που είχε διάφορα
περιτυλίγματα παντού από φαγητά, καθώς και καλύμματα από τα
έπιπλα. Ωστόσο, και η μυρωδιά δεν ήταν και η καλύτερη, καθώς μέσα σε
όλο το διαμέρισμα μύριζε ένας συνδυασμός από φαγητά και η κλεισούρα
γενικά, με το άντρα να μην είχε ανοίξει από ότι φαινόταν πολλές φορές
τα παράθυρα.
Αφού έκαναν μεγάλα βήματα για να περάσουν πάνω από τα μικρά
΄΄εμπόδια΄΄ που υπήρχαν, έφτασαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο που διέφερε
από όλα τα άλλα. Μεν και αυτό ακατάστατο αλλά πιο καθαρό από τα
προηγούμενα. Γύρω γύρω υπήρχαν μηχανήματα, εκτυπωτές,
υπολογιστές και πολλά ακόμη, πάνω και κάτω από ένα μεγάλο γραφείο
που έπιανε περιμετρικά όλο τον χώρο. Τα περισσότερα μηχανήματα και
συσκευές φαίνονταν ολοκαίνουρια και καθαρά, σε σχέση με όλο το
υπόλοιπο διαμέρισμα. Από πίσω από τα μηχανήματα ήταν ανακατεμένα
τα καλώδια, με μερικά να εμφανίζονται μπροστά, ενώ πάνω από τα λίγα
μηχανήματα υπήρχαν παράθυρα, με κλειστά τα παντζούρια απέξω.
-<<Δεν θα ήταν κακό να βάλεις και καμία σκούπα στο υπόλοιπο
σπίτι.>>
-<<Δεν χρειάζεται. Εδώ είναι το βασίλειό μου.>> είπε ο άντρας
καθισμένος, γυρνώντας τώρα προς τον υπολογιστή μπροστά του. Αφού
τεντώθηκε λίγο, σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά, άρχισε να γράφει
γρήγορα στον υπολογιστή του. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένα μαύρο
πεδίο στον υπολογιστή, με διάφορα γράμματα γρήγορα και μια μπάρα
μπροστά. Τότε έβαλε ένα στικάκι σε μία θύρα και έκατσε και περίμενε.
-<<Τι είναι αυτό?>> ρώτησε με περιέργεια ο Στέφαν.
-<<Το εθνικό σύστημα της Κίνας.>> είπε, με όλους τους άντρες να
εκπλήσσονται. Τότε η μπάρα εξαφανίστηκε και μπροστά εμφανίστηκε
μία άσπρη οθόνη, διάφορες επιλογές και πολλά αρχεία, και όλα στα
κινέζικα. <<Και μόλις έσπασε.>> είπε, βάζοντας τώρα ο άντρας ένα
ακόμη στικάκι. Τα γράμματα τότε από κινέζικα έγιναν αγγλικά, με τον
ίδιο τώρα να επιλέγει διάφορες επιλογές που του εμφάνισε μπροστά του.
<<Έχω να πω αφεντικό ότι αυτό που μου ζήτησες ήταν πολύ δύσκολο.
Όχι να ξεκλειδώσω το σύστημα, αυτό είναι παιχνιδάκι. Το πιο δύσκολο
από όλα ήταν να βρω τον εγκληματία. Έψαξα παντού και βρήκα χιλιάδες
έως και εκατομμύριά που πέρασαν από την χώρα με ποινικό μητρώο.
Ευτυχώς όμως που μου είπες ότι ο άντρας πήγε στην Ευρώπη και
μάλιστα νότια. Αυτό έκανε τα πράγματα πιο εύκολα.
-<<Ελπίζω να έχεις το όνομά του.>> είπε, έχοντας τώρα το βλέμμα
προσκολλημένο στον υπολογιστή και ειδικότερα στην οθόνη.

[51]
-<<Φυσικά. >> είπε ο νεαρός και πάτησε δυνατά ένα κουμπί. Ξαφνικά,
εμφανίστηκαν διάφορες φωτογραφίες με ονόματά, διατεταγμένα και
πολλά. <<Εδώ έχεις όσους ταξίδεψαν για νότια Ευρώπη. Είναι κοντά
στους πεντακόσιους. Δεν τους λες και λίγους. Όμως, βρήκα την περιοχή
που πέθανε ο άντρας που είπες και με δυσκολία κατέληξα σε τρεις.>>
είπε και εμφανίστηκαν μπροστά του όλα εκείνα τα πρόσωπα.
-<<Ξέρεις ότι μπορεί να μην είναι όλα τα πραγματικά τους ονόματα
σωστά?>> είπε ο Στέφαν.
-<<Βέβαια. Όμως δεν σταμάτησα εδώ.>> είπε και πληκτρολόγησε κάτι
ακόμη και εμφανίστηκε στον δίπλα υπολογιστή ένα βίντεο. <<Αυτός
είναι ο Τζορτζ Φιρ. Βέβαια πρόκειται για ψεύτικο όνομά από ότι έψαξα.
Όμως θα πρέπει να δείτε το βίντεο.>> είπε και πάτησε ένα κουμπί, με το
βίντεο ξαφνικά να αρχίζει να παίζει.
Στο βίντεο εμφανιζόταν ένας άντρας, όχι πολύ καλά καθώς η κάμερα
του αεροδρομίου δεν τον είχε τραβήξει καλά. Μέσα από τον πολύ κόσμο
σε ένα σημείο δεν φαινόταν καλά, αλλά όταν βγήκε από τον κόσμο
φαινόταν ψηλός, με μαύρα ρούχα και γυαλιά, πηγαίνοντας με γοργό
βήμα προς την έξοδο. Ο Στέφαν τον παρατήρησε πολύ καλά, σαν να του
ερχόταν κάποιος στο μυαλό.
Και όμως είχε δίκιο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έβγαλε μέσα από το
παλτό του τον φάκελο που του είχε δώσει ο Γινγκ. Τον έβαλε μπροστά
του και κοιτούσε παράλληλα τον άντρα που εμφανιζόταν στο βίντεο.
Έσφιξε τότε την γροθιά του και παράλληλα τα χίλια του. <<Δεν χωράει
αμφιβολία ποιος είναι.>> είπε, με τον άντρα που κάθεται στον
υπολογιστή να κουνάει καταφατικά το κεφάλι του.
-<<Το ξέρω. Και εγώ δεν το πίστευα αυτό αλλά είναι αλήθεια.>>
-<<Ξέρουμε που ταξίδεψε ακριβώς?>> τον ρώτησε, θέλοντας να μάθει,
παίρνοντας βαθιές ανάσες. Σαν να είχε θυμώσει ξαφνικά, αλλά
κατάφερνε να το συγκρατήσει.
-<<Ασφαλώς. Όλες τις πληροφορίες θα στις στείλω σε ηλεκτρονικό
μήνυμα αργότερα.>>
-<<Τέλεια.>> είπε και κοίταξε τότε ο μεγάλος άντρας τον Βόλντακ.
<<Θέλω να μιλήσεις στα κεφάλια και να τους καλέσεις σε σύσκεψη
άμεσα. Πρέπει να είμαι σίγουρος.>> είπε με τον ίδιο να κουνάει
καταφατικά το κεφάλι του. <<Ορίστε!>> είπε στον άντρα, πετώντας του
δύο δεσμίδες χρημάτων. Τότε, λίγο πριν φύγει, χτύπησε τα χέρια του και
δυο μπράβοι άνοιξαν τα παντζούρια, με τον ποντικό να είναι έτοιμος να
πέφτει από την καρέκλα, έχοντας τυφλωθεί. <<Και λίγο φως ως δώρο.>>

[52]
Η μέρα πέρασε πολύ γρήγορα, με την Μαρία να μην καταλαβαίνει στο
αστυνομικό τμήμα πότε πήγε δύο η ώρα το μεσημέρι. Κοίταξε το ρολόι
που ήταν κρεμασμένο σε ένα τοίχο. Οι δείκτες πήγαιναν σιγά σιγά,
κάνοντας συνεχώς τον ίδιο ήχο που δεν της άρεσε και πολύ. Δεν είχε
πολλά πράγματα να κάνει, καθώς καθόταν όρθια, κοντά στο παράθυρο
του ορόφου.
Χάζευε τα αυτοκίνητα που πήγαιναν πολύ γρήγορα έξω, το ένα πιο
γρήγορα από το άλλο δημιουργώντας κίνηση στον δρόμο. Με ένα
ρόφημα στο χέρι, κοιτούσε το γεμισμένο δρόμο, με τους ανθρώπους να
φαίνονται βιαστικοί. Στο φανάρι υπήρχαν και οι επαίτες, οι οποίοι
περισσότεροι ήταν από άλλη χώρα, με άλλους να ζητάνε χρήματα απλώς
και κάποιοι να προσφέρουν κάτι. Μάλιστα, ένας από αυτούς πρόσφερέ
ανθοδέσμες, τυλιγμένες καλά και σφιχτά. Μία από αυτές ήταν και
κόκκινη, με τα λουλούδια σε εκείνη να είναι τριαντάφυλλά.
Της έκανε εντύπωση εκείνη την στιγμή, καθώς θυμήθηκε τα λόγια του
Τομ στην καφετέρια. Όντως είχε δίκιο, και έφερε στο νου της την ημέρα
που τον γνώρισε, όταν βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο. Η συμπεριφορά του
της κίνησε το ενδιαφέρον, πως από μία λέξη τα βρήκε όλα αυτά.
Ξαφνικά, εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε ο Στέλιος, ο οποίος κρατούσε
και εκείνος ένα ρόφημα, πηγαίνοντας στο γραφείο του. Τότε θυμήθηκε
τον Τομ και έτσι πήγε κοντά του. <<Στέλιο πως πάει?>> ρώτησε η Μαρία
από πίσω του, με εκείνον να είχε πιάσει το πληκτρολόγιο του υπολογιστή
του.
-<<Καλά. Έχω κάτι ακόμη υποθέσεις να τελειώσω και μετά
ξεμπέρδεψα. Εσύ?>> ρώτησε με χαμόγελο.
-<<Μια χαρά. Εγώ τελείωσα σχεδόν για σήμερα και μετά σπίτι.>> είπε
και εκείνη με ένα ψεύτικο χαμόγελο. Τότε ο συνάδελφός της την κοίταξε
για λίγο, και βλέποντας ότι δεν είπε κάτι παραπάνω, τράβηξε πάλι το
βλέμμα του στον υπολογιστή του. <<Στέλιο!>> είπε απότομα, με εκείνον
να γυρνάει. <<Να ήθελα να σε ρωτήσω αν έχεις το κινητό του άντρα που
πέθανε στο καφέ πριν έναν μήνα.>>
-<<Το ιταλικό μαγαζάκι λες?>>
-<<Ναι. Ξέρεις που βρίσκεται το κινητό?>> ρώτησε, με εκείνον να
βγάζει κάτι από το συρτάρι του.
-<<Μάλλον θα λες για αυτό. Ξέχναγα να το πετάξω και το έλεγα κάθε
μέρα όταν το έβλεπα στο συρτάρι. Τι το χρειάζεσαι όμως?>> ρώτησε,
κοιτώντας την με απορία.
-<<Τίποτα σημαντικό. Απλώς ήθελα να μελετήσω κάτι.>> είπε με
αμηχανία. <<Ευχαριστώ πολύ πάντως. Επίσης.>> είπε πάλι απότομα.

[53]
<<Μήπως έχεις τα αρχεία με τις φωτογραφίες που μου είχες δείξει για
εκείνη την υπόθεση στον Εθνικό Κήπο?>>
-<<Δυστυχώς όχι…Βλέπεις, ο αρχηγός μου είπε να τα διαγράψω όλα και
έτσι έκανα.>> είπε, βάζοντας το χέρι στο πηγούνι του. <<Περίεργο
πάντως να θέλει να τα διαγράψω. Ούτε που πρόλαβα να ασχοληθώ με
αυτήν. Τι τα ήθελες μόνο αυτά τα αρχεία?>>
-<<Τίποτα σημαντικό. Απλώς ήθελα να μελετήσω κάτι σε εκείνη την
υπόθεση. Μακάρι να τα είχες όμως, θα μπορούσαμε να βγούμε αυτό το
ραντεβού που μου είχες ζητήσει τις προάλλες.>> είπε με ένα μικρό,
πονηρό ύφος.
-<<Μην φοβάσαι θα τα βρω.>> είπε με σιγουριά.
-<<Είσαι σίγουρος?>> είπε με απορία η Μαρία.
-<<Φυσικά. Πες το και έγινε. Θα σου τις στείλω σύντομα.>>
-<<Ευχαριστώ πολύ!>> είπε και τον αγκάλιασε, με εκείνον να
κοκκινίζει. Μετά από λίγο τον άφησε, και αφού πήρε τα πράγματα της
από το γραφείο της πήγε προς την πόρτα. Τον χαιρέτησε γρήγορα και
έφυγε, με εκείνον να χαιρετάει πιο αργά. Είχε παγώσει εντελώς,
ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του λίγο γρήγορα για να συνέλθει. <<Τι
συνέβη?>> αναρωτήθηκε μέσα του, κοιτώντας λίγο το γραφείο του.

[54]
Κεφάλαιο 13 Ανοίγοντας τις υποθέσεις.
Η μέρες περνούσαν γρήγορα με τον χειμώνα να γίνετε πιο αισθητός.
Ωστόσο, δεν περνούσε ο καιρός τόσο γρήγορα για όλους. Ο Τομ ανέβαινε
τα σκαλιά της πολυκατοικίας με ένα σοβαρό και χαμένο βλέμμα στο
πρόσωπο του, με σκυμμένο κεφάλι ανέβαινε σιγά σιγά. Τα βλέφαρα του
φαίνονταν πολύ κουρασμένα, ενώ φαίνονταν να είχε και κατεβασμένους
τους ώμους. Μόλις πήγε κοντά στην πόρτα του διαμερίσματος του,
άκουσε μία πόρτα να ανοίγει. Είδε από πίσω του την γιαγιά, η οποία είχε
ένα χαρούμενο βλέμμα. Ήταν η γιαγιά που τον χαιρετούσε πολλές φορές
όταν έφευγε για το σχολείο κάθε πρωί. Στα χέρια της κρατούσε ένα
μικρό ταψί το οποίο είχε πάνω αλουμινόχαρτο.
-<<Γεια σου Τομ. Πως πήγε η μέρα σου?>> ρώτησε, κοιτώντας τον με
απορία. <<Φαίνεσαι κάπως κουρασμένος.>>
-<<Όλα καλά. Απλώς ήταν κουραστική η μέρα στο σχολείο και έπρεπε
να πάω και σήμερα στο νεκροταφείο.>>
-<<Πως είναι ο τάφος της? Είναι σε καλή κατάσταση?>> ρώτησε με
απορία, σαν να ήξερε για ποια μιλούσε.
-<<Μια χαρά είναι. Μην φοβάστε, πηγαίνω τακτικά και τον
περιποιούμαι μία με δύο φορές την βδομάδα.>>
-<<Είμαι σίγουρη.>> είπε και κατέβασε το βλέμμα της λίγο προς τα
κάτω. <<Κρίμα που δεν την γνώρισες Τομ. Ήταν καλή κοπέλα.>>
-<<Μακάρι να την είχα γνωρίσει… αλλά δεν πειράζει…>> είπε με ένα
λίγο δυσαρεστημένο ύφος. κοιτώντας λίγο με το βλέμμα του προς τα
κάτω.
-<<Ορίστε.>> είπε η γιαγιά και του έδωσε το ταψί. <<Είναι
σπανακόπιτα. Την έφτιαξα με συνταγή από τον τόπο μου. Θα σου φτιάξει
την διάθεση.>> είπε με τον Τομ να την πιάνει από κάτω, νιώθοντας την
ακόμη ζεστή.
-<<Σας ευχαριστώ πολύ.>> είπε και αφού έσκυψε το κεφάλι του από
ευγένεια με σοβαρό ύφος, πήγε προς την πόρτα και μπήκε μέσα. Τότε
πήγε προς την κουζίνα, η οποία ήταν δίπλα στο σαλόνι χωρίς να τους
διαχωρίζει κάτι, ενώ εκεί τον περίμενε η γάτα. Μόλις μπήκε πέταξε και
την τσάντα προς τον καναπέ και ήρθε κοντά του. <<Γεια σου Βέρντε.>>
είπε, πηγαίνοντας να την χαϊδέψει μα εκείνη πήγε να τον γρατζουνίσει.
Τότε είδε από πίσω της προς τον τοίχο, όπου το μικρό πιάτο που της
είχε βάλει εκεί ήταν άδειο, όπως και το διπλανό που είχε το νερό.
Κατάλαβε τι ήθελε και αφού άνοιξε το ψυγείο, πήγε και της έφτιαξε το

[55]
βραδινό της. Όμως, όπως έτρωγε είχε πάρει και τα φάρμακα και της
άλλαζε την γάζα, με εκείνη να μην αντιδράει.
Αφού πήγε γρήγορα στο μπάνιο να πλύνει τα χέρια του, μόλις βγήκε
άνοιξε λίγο από την πίτα που του έδωσε πριν η γιαγιά. Μόλις έβγαλε το
αλουμινόχαρτο είδε να βγαίνει λίγος καπνός από την ζέστη, με την
μυρωδιά να του φτιάχνει λίγο την διάθεση. Αφού άνοιξε την τηλεόραση
άρχισε να ψάχνει γρήγορα τα κανάλια, το ένα μετά το άλλο. Δελτία
ειδήσεων, ποδόσφαιρο, μόδα και οτιδήποτε που το περνούσε γρήγορα
χωρίς να του αρέσει κανένα από αυτά.
Τότε χτύπησε το κινητό του και το άνοιξε, βλέποντας ότι τον έπαιρνε ο
φίλος του τηλέφωνο. <<Τι είναι Γιάννη και με παίρνεις τόσο αργά
τηλέφωνο?>> ρώτησε, κοιτάζοντας το ρολόι παράλληλα.
-<<Δεν είναι αργά. Ακόμη νωρίς είναι.>> είπε φωνάζοντας. Ο Τομ τότε
είδε την ώρα που πήγαινε μεσάνυχτα. Τότε άκουσε και μία δυνατή
μουσική από πίσω.
-<<Που είσαι τώρα??>>
-<<Στο Λόχαν. Ήθελα να σου πω να έρθεις. Είμαστε αρκετοί.>> είπε και
ακούστηκε μία δυνατή φωνή από μια κοπέλα που είχε πιει πολύ.
-<<Το κατάλαβα… Συγγνώμη Γιάννη δεν θα μπορέσω να έρθω από εκεί.
Έχω πολύ δουλειά.>>
-<<Μπορείς να αφήσεις για λίγο το διάβασμα. Χαλάρωσε λιγάκι.>>
-<<Δεν γίνεται. Έχει μαζευτεί πολύ δουλειά.>> είπε, νιώθοντας λίγο
άσχημα που του έλεγε ψέματα, βλέποντας παράλληλα τα βιβλία που τα
είχε βάλει μέσα.
-<<Εντάξει. Καλό διάβασμα τότε.>> είπε και το έκλεισε, φαινόνταν στο
πρόσωπο του λίγο η δυσαρέσκεια. Όμως έφυγε όταν ήρθε η κοπέλα του
και τον πήρε να χορέψουν. Έτσι, μετά από μία γρήγορη αναζήτηση την
έκλεισε και αφού το έβαλε σε ένα πιάτο, άνοιξε την μπαλκονόπορτα και
βγήκε έξω.
Το μπαλκόνι ήταν μικρό, έχοντας μόνο μία καρέκλα και ένα τραπέζι.
Όμως, η θέα προς τα κάτω στον δρόμο που οδηγούσε προς το κέντρο η
θέα ήταν πολύ ωραία. Το βράδυ τα φώτα φώτιζαν τους μικρούς δρόμους
της Αθήνας με ένα κιτρινωπό φως, από τα φώτα που κρέμονταν στο
κέντρο των δρόμων. Όμως, επειδή το διαμέρισμα του Τομ βρισκόταν πιο
πάνω από τα φώτα, είχε και ένα ακόμη θετικό στοιχείο. Τα φώτα δεν
ήταν τόσο δυνατά και εκεί που ήταν δεν τα έβλεπε πολύ ο Τομ. Έτσι,
έβλεπε πέρα το κέντρο ακριβώς με τα φώτα να φωτίζουν την πόλη, ενώ

[56]
έβλεπε και την Ακρόπολη από μακριά, οι οποία φωτιζόταν από μεγάλους
προβολείς.
Όπως καθόταν με το μπουφάν του, η γάτα πέρασε από την
μπαλκονόπορτα που δεν την είχε κλείσει καλά ο Τομ, και πήγε μπροστά
στα πόδια του. Μόλις την είδε ξαφνιάστηκε λίγο, με την ίδια να
τριγυρνάει αριστερά και δεξιά, μέχρι που έκατσε, κλείνοντας τα μάτια
της. Εκείνη την στιγμή ένιωσε το κινητό του λίγο να δονείται. Την
πρώτη φορά δεν έδωσε σημασία αλλά μετά ακούστηκε και πάλι και ξανά,
κάνοντας τον θόρυβο πιο δυνατά. Μόλις το άνοιξε είδε ότι του είχαν
σταλθεί πολλές φωτογραφίες στο κινητό, ανοίγοντάς τες.
Ήταν από την Μαρία, οι οποίες εμφάνιζαν φωτογραφίες από την
υπόθεση στον Εθνικό Κήπο. Ήταν οι φωτογραφίες που είχε βγάλει ο
Στέλιος, οι οποίες πολλές έδειχναν κυρίως το πτώμα του άντρα, έχοντας
το χέρι του από μέσα στο παλτό το ένα. Τότε σηκώθηκε και πήγε προς
την άκρη του μπαλκονιού. Κοίταξε προς το κέντρο που βρισκόταν το
φεγγάρι και κοίταξε έπειτα την γάτα. Χαμογέλασε λίγο και κοίταξε και
πάλι μια από τις φωτογραφίες που είχε στείλει εκείνη <<Καλά θα
περάσουμε αυτό το βράδυ.>>

Το βράδυ περνούσε και όλοι και πιο πολλοί φαίνονταν να πήγαιναν για
ύπνο, με τα φώτα από τα παράθυρα να κλείνουν σιγά σιγά. Σε ένα από τα
σπίτια φαινόταν να ήταν και ένας κύριος, ο οποίος καθόταν στο γραφείο
του αλλά είχε ένα μικρό φως ανοιχτό. Εκείνο το διαμέρισμα είχε μεγάλα
παράθυρα, τα οποία μπορούσες να δεις από μακριά αλλά τώρα ήταν
κλειστά. Έγραφε κάτι χαρτιά με ένα στυλό που είχε στο χέρι του,
κοιτάζοντας τα πριν τα υπογράψει. Κάποια στιγμή ακούστηκε το
κουδούνι και μόλις είδε την ώρα, πατώντας ένα κουμπί που υπήρχε κάτω
από το συρτάρι του άνοιξε την πόρτα.
Εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα στο δωμάτιο ένας άντρας με μαύρα
γάντια, έχοντας μια μάσκα που φαινόταν να εξέχει από το παλτό του.
Ήρθε κοντά του σιγά σιγά, με τον άντρα που καθόταν να του δείχνει
ευγενικά με το χέρι του την θέση που βρισκόταν μπροστά του. Ο άντρας
όμως με τα μαύρα γάντια δεν έκατσε αλλά στάθηκε όρθιος μπροστά του,
με το πρόσωπο του να μην φαίνεται καθόλου καθώς το κάλυπτε το
σκοτάδι, όπως και του άντρα στο γραφείο.
-<<Πως πήγε η δουλειά?>> ρώτησε ο άντρας στην καρέκλα,
κοιτάζοντας για μια φορά ακόμη τα χαρτιά του.
-<<Τελείωσε. Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε αν θα βρουν τίποτα.>> είπε
με σοβαρή φωνή, βάζοντας τα χέρια προς τα πίσω.

[57]
-<<Τέλεια. Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα με απογοήτευες.>> είπε τώρα ο
άλλος, κοιτάζοντας το με χαμόγελο.
-<<Στο επάγγελμά μου είμαι εξαιρετικός. Όλα γίνονται ήσυχα και
αποτελεσματικά. Βέβαια πρέπει να υπάρχει και το κατάλληλο
κίνητρο…>> είπε ο άντρας με τα γάντια, κοιτάζοντας τον άλλον που
καθόταν.
-<<Ασφαλώς.>> είπε, βγάζοντας από το συρτάρι του ένα δεματάκι με
χρήματα. <<Ορίστε. 15 χιλιάδες που συμφωνήσαμε και άλλα 5 για τα
έξοδα σου.>> είπε με εκείνον να τα παίρνει, και αφού τα μέτρησε με μία
γρήγορη κίνηση με το χέρι τα έβαλε μέσα. <<Είσαι έτοιμος να αναλάβεις
την επόμενη υπόθεση?>> ρώτησε ο άντρας στην καρέκλα, κοιτάζοντας
τον σκεπτικός. Ο άντρας απέναντι του δεν μίλησε παρά μόνο κούνησε
ελαφρά με το σοβαρό του ύφος το κεφάλι του.
-<<Τέλεια. >> είπε βγάζοντας έναν φάκελο από το συρτάρι του.<<Εδώ
έχω όλες τις πληροφορίες τις οποίες θα χρειαστείς.>>
-<<Κατάλαβα.>> Είπε και κοίταξε το χαρτί που ήταν μέσα στο φάκελο
με μία ματιά, βάζοντας το πάλι πίσω στην τσέπη του. <<Και πως θα
θέλατε να φανεί αυτήν την φορά?>> είπε με σοβαρό τόνο.
-<<Ατύχημα θα προτιμούσα. Το μέρος το ξέρεις. Το πως σε αφήνω να
επιλέξεις εσύ.>> είπε, με τον άλλον άντρα να χαμηλώνει λίγο το κεφάλι.
-<<Αφήστε το πάνω μου. Όλα θα γίνουν όπως πρέπει.>> είπε και έφυγε
προς την πόρτα. Ο άντρας στην καρέκλα πήρε ένα μπλοκάκι το οποίο
είχε στο συρτάρι του και διέγραψε με κόκκινο στυλό ένα όνομά. Πάνω
και κάτω υπήρχαν και άλλα ονόματα αλλά το ένα από πάνω ήταν
σβησμένο με κόκκινο στυλό. Μόλις το έσβησε το έβαλε πάλι στο συρτάρι,
κλείνοντας το φως με ένα διακόπτει, το οποίο βρισκόταν στον τοίχο.

[58]
Κεφάλαιο 14 Συνάντηση μεγάλων.
Ο Στέφαν βρισκόταν στο γραφείο του, με το βράδυ να είχε πέσει τώρα
στην Ρώμη. Στο γραφείο του φαινόταν από έξω τα φώτα από την πόλη
που έλαμπαν, κάνοντας την νύχτα μέρα βλέποντας από πάνω. Ο ίδιος
καθόταν στην καρέκλα του και διάβαζε με προσοχή μερικά έγγραφα.
Κάποια στιγμή όπως έγραφε είδε ότι του τελείωσε το μελάνι από το
στυλό και άνοιξε το συρτάρι να πιάσει ένα άλλο. Μόλις το άνοιξε πήρε
ένα άλλο, αλλά τότε έβγαλε και μία φωτογραφία, η οποία εξείχε κάτω
από τα χαρτιά που βρισκόταν στο συρτάρι.
Ήταν μια μικρή φωτογραφία η οποία ήταν λίγο καφέ ανοιχτό, έχοντας
λίγα σκισίματα από πίσω και όχι πολύ μεγάλη. Την έβγαλε και την έφερε
μπροστά του, ενώ παράλληλα σηκώθηκε από το γραφείο του και
κατευθύνθηκε προς ένα από τα παράθυρα, εκείνο που έδειχνε προς το
Κολοσσαίο. Η φωτογραφία έδειχνε δύο άντρες μπροστά στο Κολοσσαίο,
με λίγους περαστικούς να βρίσκονται από πίσω. Ο ένας ήταν
αδιαμφισβήτητα ο Στέφαν, καθώς φαινόταν από τα μαζεμένα μαλλιά τα
οποία είχε ο ένας από τους δύο. Ο άλλος ήταν άγνωστος για μας, γνωστός
για τον ίδιο ωστόσο, καθώς μόλις στράφηκε το βλέμμα του προς αυτόν
χαμογέλασε λίγο.
Και οι δύο άντρες ντυμένοι με καλά, μαύρα κουστούμια και άσπρη
μπλούζα από μέσα, φορώντας παράλληλα μαύρα γυαλιά. Όμως, παρόλο
το καλό τους ντύσιμο και οι δύο είχαν ένα χαμόγελο, πιάνοντας στον
ώμο ο ένας τον άλλον και κοιτάζοντας την κάμερα. Κοίταξε και πάλι το
Κολοσσαίο και στάθηκε για λίγο αμίλητος τότε. Σαν να του είχε έρθει στο
μυαλό εκείνη η στιγμή από τότε που έβγαλε την φωτογραφία με τον
συγκεκριμένο άντρα. Τα χαμόγελα και τα πειράγματα μεταξύ τους αλλά
τίποτα άλλο. Τότε, ένα δάκρυ σαν να φάνηκε να κύλησε από το δεξί του
μάτι από την ανάμνηση αυτής της στιγμής. Όχι όμως χαράς αλλά λύπης,
το οποίο μόλις το κατάλαβε πήρε γρήγορα την πετσέτα την οποία είχε
στην τσέπη από το κουστούμι του.
Πήρε μια ανάσα γρήγορα και σύνελθε εκείνη την στιγμή, έχοντας χαθεί
λίγο από τις σκέψεις του. Εκείνη την στιγμή ακούστηκε να χτυπά η
πόρτα γρήγορα τρεις φορές και να μπαίνει μέσα ο μπράβος του ο
Βόλντακ. Μόλις μπήκε μέσα στάθηκε στην είσοδο, κοιτάζοντας λίγο
έκπληκτος το αφεντικό του που είχε σταθεί ακίνητος και κοιτούσε την
πόλη. Τότε, ακούστηκε και το ρολόι της πόλης, το οποίο χτύπησε δώδεκα
φορές.
-<<Τι συνέβη Βόλντακ?>> ρώτησε, στρέφοντας το βλέμμα του προς
εκείνον.

[59]
-<<Κύριε… είναι η ώρα.>> είπε και έκανε νόημα με το κεφάλι του
βγαίνοντας από το γραφείο. Ο Στέφαν είδε για μια ακόμη φορά το
Κολοσσαίο και έβαλε την φωτογραφία στην τσέπη του, ακολουθώντας
τώρα τον μπράβο του.
Ο επιχειρηματίας βγήκε από το κτήριο κρατώντας μια βαλίτσα, ενώ έξω
τον περίμεναν τρία αυτοκίνητα, με το μεσαίο να έχει ανοιχτή την πόρτα
του επιβάτη από πίσω. Ο Στέφαν έκατσε από πίσω ενώ ο μπράβος του
στην θέση του οδηγού, κάνοντας έξω από το παράθυρο νόημα στους
άλλους οδηγούς να ξεκινήσουν. Στον δρόμο δεν υπήρχαν τώρα πολλά
αυτοκίνητα, παρά μόνο ελάχιστα σαν να θύμιζαν την ύπαρξη των
δρόμων.
Τα φώτα από κοντά δημιουργούσαν μια πιο ωραία ατμόσφαιρα στην
Ρώμη. Ο Στέφαν έβλεπε από το παράθυρο του τα παλιά, κλασσικά σπίτια
της πρωτεύουσας τα οποία φωτίζονταν από τις λάμπες, με το φως να
αντανακλάει σε μερικές λακκούβες με νερό που υπήρχαν κάτω από τα
φώτα. Παράλληλα, έξω μπορούσες να δεις και ελάχιστους που
περπατούσαν, που μόλις περνούσε το αυτοκίνητο του επιχειρηματία με
συνοδεία τους έκανε εντύπωση.
Σε όλη την διαδρομή είχε κολλήσει το βλέμμα του έξω στον δρόμο, χωρίς
ωστόσο να μιλάνε και οι δύο άντρες μπροστά του. Εκείνη την στιγμή
πέρασε έξω από το Κολοσσαίο, το οποίο φωτιζόταν με μεγάλους
προβολείς και το φυλούσαν μερικοί φύλακες απέξω. Τώρα φαινόταν πιο
εκθαμβωτικό από πριν, κόβοντας την ανάσα όποιου το έβλεπε, εκτός
μάλλον από τον Στέφαν ο οποίος κατά κάποιον τρόπο το είχε συνηθίσει.
Μετά από λίγη ώρα με το αυτοκίνητο έφτασαν και τα τρία αυτοκίνητα
έξω από ένα κεντρικό ξενοδοχείο, το οποίο φαινόταν υπερπολυτελείας.
Στην είσοδο υπήρχαν μεγάλες, κλασσικές κολώνες και το εξωτερικό ήταν
κυρίως από γυαλί, με τις σκάλες να σχηματίζουν ένα ημικύκλιο. Οι
κολώνες χώριζαν σε τρεις διαδρόμους τις σκάλες, με την κεντρική να
ήταν λίγο πιο μεγάλη ενώ παράλληλα και οι τρεις είχαν πάνω τους από
ένα κόκκινο, περιποιημένο χαλί.
Το αυτοκίνητο του μεγάλου άντρα σταμάτησε μπροστά στο κέντρο, με
τον Βόλντακ να βγαίνει έξω από το αυτοκίνητο και να ανοίγει την είσοδο
του αφεντικού του. Μόλις βγήκε ο Στέφαν, έκανε με το χέρι του να
κάτσουν έξω οι υπόλοιποι, με τους δύο άντρες να κατευθύνονται προς
την είσοδο, περνώντας δίπλα από τον πορτιέρη, που από σεβασμό
χαμήλωσε λίγο το κεφάλι του.
Μέσα στην υποδοχή ο χώρος ήταν ακόμη πιο ωραίος. Το χρυσό με
χρώμα κυριαρχούσε παντού, με φυτά αριστερά και δεξιά καθώς και
πίνακες διάφορους, έχοντας μικρά τραπεζάκια με διακοσμητικά από

[60]
πάνω. Μόλις περνούσες τον μικρό διάδρομο ο χώρος ξαφνικά μεγάλωνε
και από μικρός γινόταν τεράστιος. Ήταν τρεις μεγάλοι κύκλο, ο ένας
ενωμένος με τον άλλον. Ο αριστερός είχε τεράστιες σκάλες που
οδηγούσαν προς τα κάτω, με γύρω, από πάνω από τις σκάλες κάγκελα τα
οποία μπορούσε κα σταθεί κανείς. Ο κάτω χώρος ήταν ένας τεράστιος
χώρος για φαγητό, έχοντας πολυάριθμα τραπέζια με φαγητά που στο
κέντρο και κουζίνα παράλληλα.
Ο δεξιός κύκλος είχε και εκείνο σκάλες που έστριβαν κάθετα και
οδηγούσαν προς τα πάνω, δημιουργώντας από πάνω αν το έβλεπε κανείς
έναν κύκλο σταυρωτό. Ακόμη, πιο πέρα από τις σκάλες υπήρχαν και
διάφοροι καναπέδες που θα μπορούσε να καθίσει κανείς, ενώ απέξω
βρισκόταν και ένας μεγάλος κήπος με ωραία φυτά και αγάλματα, που
μπορούσε κάποιος να περπατήσει στους διαδρόμους που υπήρχαν. Τέλος,
στον μεσαίο κύκλο θα έλεγε κανείς φαινόταν ο πιο απλός, καθώς στην
μία άκρη ήταν η ρεσεψιόν ενώ δίπλα οι ανελκυστήρες, ενώ στο κέντρο
υπήρχε ένας πάρα πολύ μεγάλος πολυέλαιος, αποτελώντας ένα από τα
πιο όμορφα στολίδια του ξενοδοχείου.
Ο Στέφαν πήγε τότε στην ρεσεψιόν, με τις δύο κοπέλες που τον είδαν να
χαμηλώνουν λίγο το κεφάλι τους. <<Τι θα θέλατε κύριε Στέφαν?>>
ρώτησε η μία από τις δύο, με την άλλη να βρίσκετε από πίσω και να
φτιάχνει.
-<<Θέλω να με ενημερώσεις αν ήρθαν οι κύριοι που είχα πει.>>
-<<Ασφαλώς. Σχεδόν όλοι και ήδη βρίσκονται στο δωμάτιο που
ζητήσατε.>> είπε, δίνοντας του το κλειδί με τον Βόλντακ να το παίρνει
αντί για εκείνον.
-<<Σας ευχαριστώ.>> είπε, κάνοντας νόημα με το κεφάλι του στον
Βόλντακ να τον ακολουθήσει.
Αφού πήγαν στον ανελκυστήρα, ο Βόλντακ επίλεξε έναν από τους
τελευταίους αριθμούς, με το ίδιο να πήγαινε γρήγορα προς τα πάνω και
τον Στέφαν να χαζεύει τον εαυτό του στο καθρέπτη. Περιποιούταν λίγο
το κουστούμι του στον καθρέπτη τον μεγάλο που υπήρχε από πίσω τους.
<<Πως σου φαίνομαι?>> ρώτησε εκείνος τον μπράβο του. Τότε ο
Βόλντακ του έφτιαξε λίγο το πλαϊνό μέρος, το οποίο ήταν λίγο
τσαλακωμένο, κάνοντας του νόημα ότι τώρα ήταν εντάξει. Μόλις από το
ασανσέρ, βρέθηκαν μπροστά σε έναν πάλι διάδρομο, ο οποίος ήταν
μεγαλύτερος από τον προηγούμενο σε πλάτος αλλά όχι σε μήκος.
Βρέθηκαν μπροστά από μία πόρτα, με έξω να βρίσκονται μερικοί άντρες,
οι οποίοι κάπνιζαν. Εύσωμοι και ψηλοί όλοι τους, με μερικούς να έχουν
τατουάζ και κοντά στο ίδιο σωματότυπο με τον Βόλντακ. Από πίσω τους
μάλιστα υπήρχε μια πόρτα, ξύλινη και σκαλισμένη.

[61]
Μόλις ο Βόλντακ τους έδειξε το κλειδί, ο ένας από αυτούς έκανε χώρο να
περάσουν, με τον Στέφαν να κάνει νόημα στον μπράβο του να περιμένει.
Μόνο ο ίδιος μπήκε μέσα, με τον άντρα τον άλλον να στέκεται έξω,
κάνοντας ένα τσιγάρο με τους άλλους. Μέσα στο δωμάτιο ήταν εντελώς
διαφορετικός ο χώρος. Ένα τεράστιο δωμάτιο με ένα μπαλκόνι
ημικύκλιο απέξω και τεράστια παράθυρα. Λίγο πιο πέρα από το κέντρο
βρισκόταν και ένα μεγάλο τραπέζι ημικύκλιο, με ένα πράσινο πανί από
πάνω και δύο άντρες που κάθονταν , ενώ μόλις είδαν τον Στέφαν ο ένας
χαμογέλασε <<Καλώς τον.>> είπε με ένα ύφος υπεροψίας.
Ήταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα, έχοντας ξανθά μαλλιά και λίγο
εύσωμος, ελάχιστα ωστόσο. Ήταν και εκείνος με κουστούμι, όπως όλοι οι
άντρες στο δωμάτιο, έχοντας ένα μαύρο καπέλο δίπλα του
ακουμπισμένο. <<Δεν άργησες πολύ.>> είπε ο άλλος άντρας, ο οποίος
φαινόταν λίγο μεγαλύτερο, με ένα γαλλικό λεπτό μουστάκι, με εκείνον
να φαίνεται νεότερος από όλους. Ο Στέφαν τότε του χαμογέλασε λίγο και
έκατσε στην μεσαία καρέκλα, από την πλευρά του μπαλκονιού.
-<<Βλέπω έτοιμο έχετε το παιχνίδι Γερμανέ?!>> είπε λίγο έκπληκτος
προς τον άντρα με τα ξανθά μαλλιά.
-<<Ασφαλώς. Ο Γάλλος ήξερε που ήταν τα πράγματα. Δικιά του ιδέα
ήταν.>>
-<<Δεν μπορεί να προχωρήσει η βραδιά χωρίς ένα παιχνίδι.>> είπε ο
τρίτος άντρας, ο οποίος φαινόταν να ανακατεύει κάτι κάρτες. Τότε,
ακούστηκε η πόρτα πάλι να ανοίγει, με δύο άντρες να εμφανίζονται
τώρα. Ο ένας φορούσε ένα κουστούμι χωρίς μανίκια με άσπρο ρούχο από
μέσα και ένα παπιών μαύρο και περιποιημένα μαλλιά. Από μπροστά του
ήταν ένας άλλος άντρας, με πιο απλά ρούχα. Αυτά που τον ξεχώριζαν
ήταν τα μαύρα του γυαλιά που τα έβγαλε μόλις μπήκε στο δωμάτιο και
το μουστάκι, ενώ ήταν και πιο εύσωμος από όλους.
-<<Καλώς τον Ισπανό!>> είπε ο Γερμανός και χτύπησαν γροθιά με τον
Ισπανό. Πήγε να χτυπήσει και με τον Γάλλο, αλλά εκείνος δεν φαινόταν
να ήθελε, να μην του άρεσε. Όμως από ευγένεια χτύπησε χαλαρά την
γροθιά του και πήγε στην άλλη πλευρά να κάτσει. Μόλις έκατσε,
χαμογέλασε και τον Στέφαν ο οποίος του κούνησε καταφατικά το
κεφάλι. Ο άντρας τώρα με το παπιών πήγε πίσω, στην μέση του
τραπεζιού, με τον Γάλλο να του δίνει τις κάρτες.
Ο άντρας με το παπιών μόλις είδε τις κάρτες, τις χτύπησε λίγο κάτω και
άρχισε να μοιράζει γρήγορα στους παίκτες. Ο Γάλλος μόλις την τραβούσε
την έβαζε γρήγορα κοντά του ώστε να μην την δει κανένας άλλος. Ο
Γερμανός δεν τις έπιασε ακόμη σε αντίθεση με τον Ισπανό, ο οποίος τις
πήρε, κοιτάζοντας τες με ύφος σιγουριάς, ενώ ο Στέφαν απλώς τις

[62]
τραβούσε και τις έφτιαχνε σε σειρά. Τότε, πριν μοιραστούν όλες οι
κάρτες οι άντρες έβγαλαν από τις βαλίτσες τους που είχε ο καθένας,
διάφορα σε χρώματα μάρκες. Μόλις τελείωσαν ο άντρας συνέχισε και
όλοι έδειξαν τα φύλλα τους. <<Έλα στον αρχηγό.>> είπε ο Ισπανός τώρα
πιο χαρούμενος, παίρνοντας τις μάρκες και τον Γάλλο να τσαντίζεται
λίγο.
-<<Τυχερός ήσουν να ξέρεις.>>
-<<Καμία τύχη. Αν ξέρεις να παίζεις από την αρχή φαίνεται.>> είπε με
τον Γάλλο να παίρνει πιο βαθιά ανάσα.
-<<Άστον. Κάτσε να δούμε πως θα πάει στον επόμενο γύρω.>> είπε ο
Γερμανός, με τον άντρα να μαζεύει πάλι τα χαρτιά.
Ο άντρας έφτιαχνε τα χαρτιά και πάλι, με τους άντρες να περιμένουν να
συνεχίσουν, και τον Ισπανό να μετράει τα πούλια του. Όμως, όπως τα
ανέβαζε και τα κατέβαζε κοίταξε τον Στέφαν, ο οποίος δεν φαινόταν να
μιλούσε όσο οι άλλοι δύο. <<Στέφαν, ωραίο το παιχνίδι σήμερα….. αλλά
δεν νομίζω να μας κάλεσες μόνο εδώ για αυτόν τον λόγο σήμερα.>> είπε
αφήνοντας και την τελευταία σειρά με τα πούλια.>>
Ο Στέφαν τότε άλλαξε και κοίταξε τον άντρα με το παπιών, <<Θα σας
πω ιδιαιτέρως…>> κάνοντας του νόημα να φύγει. Ο άντρας μάζεψε
γρήγορα τα πράγματα, βάζοντας τα όλα σε μία ασημένια βαλίτσα και
αφήνοντας την στην θέση τους. Μόλις έκλεισε την πόρτα, ο Στέφαν πήρε
σοβαρό ύφος, κοιτάζοντας λίγο προς τα κάτω.
-<<Η συνάντηση σήμερα πρώτα από όλα ήταν αναγκαία. Συγγνώμη
που σας ενημέρωσα αργά αλλά δεν μπορούσε να πάρει αναβολή.>>
-<<Η συνάντηση των τεσσάρων κεφαλιών στην Ευρώπη νομίζω είναι
πιο σημαντική από όποια άλλη δουλειά.>> είπε ο Γερμανός,
σταυρώνοντας τα χέρια του.
-<<Το ξέρω…>> είπε ο Στέφαν και σηκώθηκε, πηγαίνοντας με αργό
βήμα προς το παράθυρο, το οποίο ήταν ανοιχτό. Στάθηκε ακριβώς στην
γραμμής του μεγάλου παραθύρου, με τις κουρτίνες να κουνιούνται
αριστερά και δεξιά από τον βραδινό αέρα. <<Θα πάω για λίγο πιο
νότια.>> είπε με τους τρεις να σταματάνε ότι έκαναν. Κοιταχτήκανε για
λίγο, σαν να κατάλαβαν το μέρος.
-<<Θα πας για τον μικρό?>> ρώτησε από περιέργεια ο Γάλλος.
-<<Όχι. Ο λόγος μου είναι ξεκάθαρα επαγγελματικός… και προσωπικός
θα έλεγα.>>

[63]
-<<Είναι για τον αδερφό σου?>> ρώτησε ο Ισπανός, ο οποίος είχε ένα
ύφος σιγουριάς όπως και στον τόνο της φωνής του.
-<<Ναι. Αυτός που ψάχνω έχει εμπλακεί και σε άλλη δουλειά. Και τώρα
περίπου ξέρω που βρίσκεται.>> είπε και γύρισε προς το μέρος τους.
<<Για αυτό σας κάλεσα σήμερα εδώ και τους τρεις. Οι άλλες τρεις πιο
μεγάλες ομάδες στην Ευρώπη θα ήθελα να μείνετε άπραγείς σε σοβαρά
θέματα όσο θα λείπω.>>
-<<Δεν μπορούσε να το κάνουμε αυτό.>> είπε ο Γερμανός, έχοντας
αντίρρηση με τα λόγια του. <<Δεν γίνετε να μείνουμε σταθεροί για μια
δουλειά. Πόσο μάλλον από την στιγμή που δεν ξέρουμε πότε θα
τελειώσει.>>
-<<Το ξέρω. Θέλω να βάλετε φρένο σε οποιαδήποτε όμως δουλειά
αφορά την χώρα μου και σοβαρές δουλειές που μπορεί να αφορούν και
εμένα. Όσο για την δουλειά θα κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Δεν θα του
αφήσω πολλά περιθώρια να ξεφύγει.>> είπε ο Ιταλός, κοιτάζοντάς με ένα
άγριο βλέμμα προς τον Γερμανό.
-<<Πες το και έγινε.>> είπε ο Ισπανός χαρούμενος, ενώ σηκώθηκε από
την καρέκλα. <<Ξέρω από τέτοιες δουλειές και πόσο σημαντικές είναι.>>
συμπλήρωσε, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του.
-<<Ελπίζω να μην σου ξεφύγει αυτήν την φορά.>> είπε ο Γάλλος,
σφίγγοντας τα χείλη του.
-<<Μην φοβάσαι νεαρέ. Αυτήν την φορά νιώθω ότι θα είναι η
τελευταία φορά και ότι η υπόθεση θα λήξει πια, μετά από πολύ καιρό.>>
-<<Και πως είσαι τόσο σίγουρος για αυτό Στέφαν?>> ρώτησε ο
Γερμανός, σαν να μην είχε πειστεί ακόμα.
-<<Μην ανησυχείς. Έχω προετοιμαστεί κατάλληλα για αυτήν την
στιγμή. Μάλλον καλύτερα και από οποιαδήποτε υπόθεση είχα ποτέ
συναντήσει.>> απάντησε ο μεγάλος άντρας με χαμόγελο, σαν αυτόν το
χαμόγελο και η φράση του να απάντησαν στην ερώτηση του Γερμανού.

[64]
Κεφάλαιο 15 Από υπόθεση σε υπόθεση.
Η κίνηση στην Αθήνα ήταν αυξημένη εκείνη την μέρα, όπως κάθε πρωί.
Ο Τομ καθόταν σε ένα παγκάκι, έχοντας το τετράδιο του από δίπλα που
διάβαζε τις ασκήσεις του. Όπως περνούσε τις σελίδες είδε από πάνω του
τον ουρανό ο οποίος είχε σκοτεινιάσει λίγο, με τα σύννεφα να
αυξάνονται και ο ήλιος να μην καλύπτεται πίσω από ένα χαλαρό, γκρίζο
πέπλο. Τότε έβγαλε το ρολόι του να δει την ώρα, που είχε φτάσει κοντά
στις έξι η ώρα, με το φως από δίπλα του να αναβοσβήνει. Φαινόταν
χαλασμένος από μέσα και όχι πολύ καινούριος, με το φως στα άλλα φώτα
στον χώρο του περιπάτου να ανάβουν, φωτίζοντας τον δρόμο σε όλους
τους περαστικού εκεί κοντά.
Οι άνθρωποι γύρω του φαίνονταν οι πιο πολλοί να μην απολαμβάνουν
την βόλτα τους αλλά αντίθετα να βιάζονται. Οι περισσότεροι με τα
κινητά τους τηλέφωνα στο χέρι, είτε μιλώντας με κάποιον είτε
κοιτάζοντας το δεν έδιναν τόση σημασία στον χώρο δίπλα τους, παρά
μόνο ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που φορούσαν παλιά χειμωνιάτικα
ρούχα. Περπατούσαν ανάμεσα στους ΄΄απορροφημένους΄΄ ανθρώπους,
βλέποντας γύρω τους και συζητώντας, χωρίς να φαίνεται να τους
νοιάζει οτιδήποτε άλλο. Από πίσω είδε και την Μαρία να φτάνει προς το
μέρος του, τρέχοντας από πίσω τους.
Φορούσε την στολή της, με δεμένα τα μαλλιά της από πίσω και έχοντας
την τσάντα της στο πλάι. Μόλις τον είδε τον χαιρέτησε, με εκείνον να
βάζει στην τσάντα του το τετράδιο του. <<Δεν άργησα αυτήν την
φορά?>> ρώτησε, λαχανιάζοντας λίγο.
-<<Μην ανησυχείς. Έφερες αυτά που σου ζήτησα?>> ρώτησε,
κοιτώντας λίγο γύρω του.
-<<Ναι. Τα χαρτιά και το σήμα μου είναι στην τσάντα.>> είπε
ανοίγοντας την και τα έδειξε γρήγορα.
-<<Τέλεια. Μπορούμε να προχωρήσουμε τότε.>>
-<<Δεν καταλαβαίνω όμως, γιατί έπρεπε να φέρω το σήμα μου?>>
ρώτησε, κοιτώντας τον με απορία.
-<<Μερικές φορές οι άνθρωποι είναι πολύ δύσπιστοι ακόμη και στα πιο
προφανή πράγματα.>> είπε γυρνώντας το βλέμμα του σε αυτήν, με
εκείνη να μην είχε καταλάβει τι ήθελε να πει. <<Θα καταλάβεις σε
λίγο.>> συμπλήρωσε, προχωρώντας πιο μπροστά.

Άρχισαν να περπατάνε, ενώ μετά από λίγο, αφού απομακρύνθηκαν από


τον Εθνικό Κήπο που ήταν κοντά στο Κολωνάκι. Μετά από λίγο

[65]
περπάτημα έφτασαν μπροστά σε ένα σπίτι, με την Μαρία να κοιτάει την
οδό και να αντιλαμβάνεται που την έφερε. Πήγε να του το πει αλλά ο Τομ
κούνησε καταφατικά το κεφάλι του προχωρώντας προς την είσοδο.
Μόλις μπήκαν μέσα είδαν ένα μεγάλο χώρο με καθρέπτες στις γωνίες της
εισόδου. Κοίταξαν γύρω τους και έβλεπαν που πιο πέρα άρχιζαν και οι
σκάλες που οδηγούσαν πιο πάνω, ενώ δίπλα υπήρχε και ένα ασανσέρ.
Ο Τομ προχώρησε λίγο, εκεί που υπήρχαν τα κουδούνια του κάθε
διαμερίσματος, ψάχνοντας για ένα συγκεκριμένο όνομά, όσο η Μαρία
κοιτούσε ακόμα γύρω. Έψαχνε το όνομά αλλά φαινόταν
προβληματισμένος, καθώς δεν το έβρισκε πουθενά. Ξανά έψαξε πάλι
κοιτώντας με σειρά και βάζοντας το δάχτυλο του πάνω αλλά τίποτα, λες
και είχε δεν είχε ζήσει καθόλου εδώ αυτός που έψαχνε. Τότε, όπως είδε
ότι δεν το έβρισκε, κοίταξε από δεξιά του και είδε στο βάθος μια γυναίκα
στο βάθος που καθάριζε με ένα πανί, μπροστά από ένα μικρό δωματιάκι
που μέσα είχε και άλλα πράγματα υγιεινής.
-<<Συγγνώμη. Μπορώ να σας ενοχλήσω?>> φώναξε ο Τομ, με την κυρία
να δείχνει την εαυτό της και τον ίδιο να κουνάει καταφατικά το κεφάλι
της.
-<<Τι θα θέλατε?>> ρώτησε η κυρία, αφήνοντας στην γωνία λίγο την
σκούπα που είχε στο άλλο χέρι.
-<<Μήπως ξέρετε σε ποιο διαμέρισμα μένει ή καλύτερα έμενε ο κύριος
Δημητρίου? Δεν το βρίσκω το κουδούνι του.>> είπε και εκείνη τον
κοίταξε με ένα ύφος αυστηρό.
-<<Ποιοι είστε εσείς και ψάχνετε για τον κύριο Δημητρίου?>> ρώτησε
η καθαρίστρια.
-<<Υπαστυνόμος Μαρία. Κάνουμε μία έρευνα για τον συγκεκριμένο
κύριο.>> είπε με σοβαρό ύφος η Μαρία.
-<<Δεν σας πιστεύω.>> είπε, τραβώντας την σκούπα της. Ο Τομ τότε
πήρε από την τσάντα της το σήμα της και της το έδειξε, με την Μαρία να
κοιτάει λίγο έκπληκτη.
-<<Μπορείτε να το κοιτάξετε όσο θέλετε για να σιγουρευτείτε.>> είπε,
με σοβαρό ύφος και εκείνη να μην είχε κάτι άλλο να πει. Τότε κοίταξε
ανάμεσα από τα δύο άτομα και από πίσω στην σκάλα, βλέποντας ότι δεν
ερχόταν κανένας άλλος.
-<<Ο κύριος Δημητρίου δεν μένει πια εδώ. Πέθανε πριν μέρες στον
Εθνικό Κήπο, αν και συμπεριφερόταν περίεργα εκείνη την μέρα.
Αφαιρέσαμε και το ταμπελάκι του καθώς σε λίγες μέρες θα νοικιαστεί σε
άλλον το διαμέρισμα του. Μπορώ να σας δείξω που είναι ωστόσο.>>

[66]
-<<Ευχαριστούμε πολύ.>> είπε η Μαρία με την καθαρίστρια να
πηγαίνει να φύγει.
-<<Πριν φύγετε θα ήθελα να σας κάνω κάποιες ερωτήσεις.>> είπε ο Τομ
και τον κοίταξε φοβισμένη με τον τόνο της φωνής του, καταπίνοντας το
σάλιο της. <<Θέλω να μου πείτε τι ξέρετε για τον κύριο Δημητρίου?>>
-<<Δεν τον ξέρω προσωπικά τον άνθρωπο. Απλώς δουλεύω σε αυτήν
την θέση και είχε τύχει να τον δω μερικές φορές.>>
-<<Είπατε όμως συμπεριφερόταν περίεργα εκείνη την μέρα. >> είπε η
Μαρία με εκείνη να κοιτάει τώρα καλά καλά και τους δύο. Τότε κράτησε
την σκούπα με τα δύο χέρια, για να στέκεται επάνω της και έσφιξε λίγο
τα χείλια της.
-<<Ήταν δικηγόρος, και μάλιστα πολύ καλός στο επάγγελμά του.
Επειδή βρισκόμουν όμως πολλές φορές κοντά στον όροφό που έμενε
καθώς και στο ισόγειο ήξερα και άλλα πράγματα.>>
-<<Σαν τι ακριβώς?>> είπε και άλλαξε το βλέμμα της αλλού, καθώς
δυσκολευόταν να μιλήσει.
-<<Βλέπετε, είχε μια περίεργη ερωτική ζωή. Είχε παντρευτεί νέος αλλά
δεν ήθελε να κάνει οικογένεια και μετά από κάποια χρόνια χώρισε με την
γυναίκα του. Λίγο αργότερα ωστόσο μετακόμισε εδώ, όταν η πρώην
γυναίκα του πέθανε από κάποια ασθένεια. Ωστόσο, δεν σταμάτησε η
ερωτική ζωή του εκεί. Πήγαινε με διάφορες γυναίκες, τις συναντούσε
έξω και ποτέ δεν θα ερχόταν με καμία στο διαμέρισμά του. Τελευταία, οι
γυναίκες ήταν συνήθως νεαρές κοπέλες, που θα μπορούσε ο ίδιος να
ήταν πατέρας τους. Αυτό το καταλάβαινα καθώς όταν ήταν να βγει θα
κρατούσε ένα δώρο μαζί του, που ήταν το σήμα κατατεθέν ότι θα
πήγαινε να δει μικρότερη.>>
-<<Και εκείνη την μέρα τι κρατούσε?>> ρώτησε ο Τομ.
-<<Αν δεν κάνω λάθος κρατούσε μία ανθοδέσμη με τριαντάφυλλα
κόκκινα. Όταν ωστόσο τον ρώτησα σε ποια θα τα δώσει δεν μου
απάντησε. Συνήθως θα μου έλεγε το όνομά της κοπέλας ή κάτι για
αυτήν.>> είπε και ο Τομ με την Μαρία αλληλοκοιταχτήκαν. <<Συγγνώμη
για πριν νεαρέ για την απότομη συμπεριφορά μου. Απλώς φοβήθηκα
πολύ.>>
-<<Για ποιον λόγο? Δεν χρειάζεται να μας φοβάστε είμαστε από την
αστυνομία.>> είπε η αστυνόμος, με την κυρία να φαίνεται να χαλαρώνει
με αυτό που της είπε.
-<< Απλώς ήξερα καλά τον κύριο Δημητρίου. Όσο περίεργη ζωή και να
είχε δεν θα σκότωνε ποτέ τον εαυτό του. Για αυτό πιστεύω ότι θα

[67]
δολοφονήθηκε, αντίθετα αν λέτε εσείς ότι αυτοκτόνησε. Από τότε πολλοί
άντρες έρχονται εδώ και τον αναζητούν αλλά βρίσκω διάφορες
δικαιολογίες. >> είπε και ο Τομ δεν είπε τίποτα τότε.
-<<Μην ανησυχείτε. Αν οποιαδήποτε στιγμή νιώσετε ότι βρίσκεστε σε
κίνδυνο ή δείτε κάτι περίεργο καλέστε με. Και μην αναφέρετε σε
κανέναν ότι ήρθαμε.>> είπε δίνοντας ένα χαρτάκι με το κινητό της
γραμμένο επάνω.
-<<Θα μπορούσατε να μου πείτε που ακριβώς βρίσκετε το διαμέρισμά
του? Θα ήθελα να δω κάτι αν έχει μείνει ανέπαφο.>>
-<<Ασφαλώς νεαρέ μου. Θα ανεβείτε δύο ορόφους και το τελευταίο
δεξιά θα το βρείτε εκεί.>> είπε δίνοντας του τα κλειδιά, με τον Τομ να
την ευχαριστεί και να ανεβαίνουν επάνω με το ασανσέρ.
Μόλις έφτασαν στο διαμέρισμά του, ο νεαρός είδε ότι έλειπε το
καρτελάκι από το κουδούνι του απέξω, καθώς και ότι φαινόταν ένα
σημάδι μπροστά, που μάλλον θα υπήρχε μια ταμπέλα για το γραφείο του.
Όταν μπήκαν μέσα είδαν μπροστά τους ένα καλό διατηρημένο δωμάτιο,
το οποίο φαινόταν ενός πλούσιου ανθρώπου. Διάφοροι πίνακες, μικρά
αγαλματάκια και ωραία, περίτεχνα φώτα τα οποία διακόμιζαν το
διαμέρισμά του, με το Τομ να περπατάει σε μερικά από τα δωμάτια με
αργό βήμα. Όμως, αυτό που του έκανε πιο πολύ εντύπωση από όλα ήταν
το πόσα πτυχία είχε σε κορνίζες στο γραφείο. Όσο έψαχνε η Μαρία στο
γραφείο του και στην βιβλιοθήκη του ο Τομ τα κοίταζε, βλέποντας ότι
προέρχονταν κυρίως από ευρωπαϊκές χώρες. Όμως, μερικά από αυτά δεν
είχαν το όνομά του αλλά το όνομά και ενός άλλου κυρίου με το ίδιο
επίθετο όμως.
Ήταν κυρίως τα πιο παλιά πτυχία του άλλου κυρίου. Σαν κάτι να του
έλεγε το όνομά του μέσα του, σαν να το είχε ακούσει ξανά κάπου αλλά
δεν μπορούσε να θυμηθεί που και γιατί. Ξαφνικά, όπως κρατούσε το
πτυχίο το άλλο στα χέρια του άκουσε την Μαρία να τον φωνάζει από το
γραφείο του. Μόλις μπήκε είδε ότι ήταν λίγο ακατάστατο, με την Μαρία
να είχε βγάλει μερικά ράφια από το συρτάρι, κάτω από το γραφείο. Η
Μαρία κρατούσε έναν φάκελο στο ένα χέρι και στο άλλο ένα διπλωμένο
χαρτί το οποίο διάβαζε. Το γράμμα ήταν γραμμένο με πολύ καλά
γράμματα, έχοντας από κάτω μία υπογραφή.
-<<Κύριε Δημητρίου. Ξέρω για το ποιος είστε και το έργο σας. Αυτό
σημαίνει ότι ξέρω και πολύ καλά τι συνέβη πολλά χρόνια πριν, περίπου
σαράντα χρόνια πίσω στον χρόνο, κάτι που μάλλον δεν το ξέρουν πολύ
καλά κανένας άλλος πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων. Αν όμως δεν θέλετε
να μαθευτεί από τα ΜΜΕ και να τεθείτε σε κίνδυνο να πρέπει να πράξετε
όπως θα σας πω. Πρώτα από όλα θα ενημερωθείτε με μήνυμα στο κινητό

[68]
σας τα μεσάνυχτα για το τι πρέπει να κάνετε, που πότε και τι ώρα. Η
διαδικασία είναι πολύ απλή έπειτα θα σας στείλω τις πληροφορίες.
Ελπίζω να πράξετε σύμφωνα με τις οδηγίες.
Υ.Γ. Θα σας παρακαλούσα πολύ να μην το πείτε σε κανέναν ούτε καθώς
γνωρίζετε τις συνέπειες.
R.R.>>
Ο Τομ μόλις τελείωσε την ανάγνωση του έβγαλε κατευθείαν τις
συνομιλίες του και διάβασε ξανά τα μηνύματά. Είδε ότι είχαν και αυτά
ακριβώς την ίδια υπογραφή. <<Τα πράγματα αρχίζουν και γίνονται
καλύτερα.>> είπε με χαμηλή φωνή, κοιτώντας χαρούμενος το γράμμα.
-<<Τι εννοείς καλύτερα Τομ? Εδώ η υπόθεση έγινε ακόμα πιο
περίεργη.>> είπε η Μαρία απορώντας με την συμπεριφορά του.
-<<Το γνωρίζω αυτό. Όμως όσο περισσότερα στοιχεία τόσο το
καλύτερο για εμάς. Αν όμως θέλουμε να προχωρήσουμε θα χρειαστούμε
λίγη ακόμα βοήθεια. >> είπε, διπλώνοντας το γράμμα και βάζοντας το
μέσα στην τσάντα του, φτιάχνοντας τώρα τα πράγματα στο γραφείο
όπως ήταν πριν. Όπως όμως έβαζε πίσω τα χαρτιά και τα συρτάρια είδε
την Μαρία προβληματισμένη, έχοντας το χέρι στο πηγούνι της
σκεπτόμενη για κάτι. Είπε τότε το όνομά της για λίγο αλλά εκείνη
φαινόταν να ήταν αφηρημένη σε ό,τι σκεπτόταν. Κάποια στιγμή το είπε
πιο δυνατά, με εκείνη να πετάγεται λίγο.
-<<Μαρία! Τι έγινε?>> ρώτησε, τοποθετώντας και το τελευταίο
συρτάρι πίσω. <<Όλα καλά?>>
-<<Όλα καλά… Απλώς μου πέρασε μία περίεργη σκέψη από το μυαλό
τώρα.>> είπε με τον νεαρό να την κοιτάει περίεργα. <<Στην πρώτη
δολοφονία ο αρχηγός μας, είχε πει σε εμένα και τον συνάδελφό μου να
μην ασχοληθούμε με την υπόθεση άλλο πια καθώς ο κύριος είχε πεθάνει
από καρδιακή προσβολή. Τις προάλλες ο αρχηγός είχε πει στον
συνάδελφό μου που ασχολούταν με την υπόθεση του κυρίου Δημητρίου
να σταματήσει να ασχολείται άλλο. Μάλιστα του είχαν πει να διαγράψει
ότι στοιχείο υπήρχε ή κατείχε και ο ίδιος και αφορούσε την υπόθεση.
Κάτι περίεργο συμβαίνει γενικά.>>
-<<Είναι προφανές τι συμβαίνει.>> είπε ο Τομ με σοβαρό ύφος και
αλληλοκοιταχτήκαν τότε. <<Να προσέχεις έχω να σου πω. Οτιδήποτε και
οπουδήποτε και αν είσαι, και μην πεις τίποτα σε κανέναν.>> είπε ο Τομ
και εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.

[69]
Κεφάλαιο 16 Χωρίς δρόμο.
Ο ήλιος εκείνο το απόγευμα ήταν δυνατός στο κέντρο της Αθήνας,
παρόλο που ερχόταν ο χειμώνας σιγά σιγά. Ένα συνηθισμένο απόγευμα
για πολλούς, όλους σχεδόν εκτός από τον Τρίστε, ο οποίος δεν είχε
συνηθίσει να βρίσκεται έξω από το σπίτι του το απόγευμα εκτός αν ήταν
στο νεκροταφείο. Ήταν σε ένα από τα μικρά μαγαζιά που ήταν κοντά
στον δρόμο, με τον φίλο του μαζί να έχουν βγάλει τα τετράδια. Ο Τομ
εξηγούσε στον Γιάννη τις μία άσκηση στα μαθηματικά, κρατώντας το
βιβλίο μπροστά του και το τετράδιο. Ο Γιάννης προσπαθούσε να
κρατήσει το κεφάλι του, με τον ίδιο να δείχνει κουρασμένος από αυτά
που άκουγε.
-<<Όσο και να το εξηγείς είναι δύσκολο να το καταλάβω Τομ. Ακόμα
δεν καταλαβαίνω που πρέπει να χρησιμοποιήσω αυτήν την ιδιότητα που
λες?>>
-<<Είναι απλό. Απλώς πρέπει να κάνεις κάποιες τροποποιήσεις στην
εξίσωση πρώτα.>> είπε ο Τομ και μέσα σε δύο σειρές του έδειξε πως
τροποποιείται η εξίσωση. <<Τώρα απλώς μπορείς να χρησιμοποιήσεις
την ιδιότητα και θα φτάσεις σε μία λύση.>> είπε δίνοντας το τετράδιο
στον φίλο του.
-<<Όσο βλέπω πως τα λύνεις τόσο νιώθω ένα βήμα ποιο μακριά από τις
εξετάσεις. Νιώθω εντελώς σκράπας.>> είπε ο Γιάννης πιάνοντας το
κεφάλι του.
-<<Μην ανησυχείς. Με πολλές ασκήσεις θα τα καταφέρεις. Εξάσκηση
θέλει.>>
-<<Μα καλά, πως αντέχεις τόσες ασκήσεις? Εγώ έχω φρικάρει μόνο και
που τις βλέπω.>>
-<<Είναι ωραίες. Κάθε άσκηση είναι διαφορετική και θέλει να σε κάνει
να σκεφτείς με διάφορους τρόπους, όπου θα σε οδηγήσουν σε ένα
συγκεκριμένο αποτέλεσμα.>> είπε ο Τομ με ένα μικρό χαμόγελο.
-<<Συγγνώμη αλλά δεν μπορώ να σε ακολουθήσω σε αυτό.>> είπε και
ήπιε λίγο νερό. Όπως έπινε έβλεπε τον Τομ με ένα μικρό χαμόγελο στο
πρόσωπό του που του έκανε εντύπωση. <<Τι συνέβη Τομ? >>
-<<Τι εννοείς?>>
-<<Δεν σε έχω συνηθίσει με χαμόγελο. Όχι ότι είναι κακό, αντίθετα.
Απλώς δεν είναι το συνηθισμένο σου.>>
-<<Τίποτα σημαντικό. Απλώς το τελευταίο καιρό όλα πάνε
καλύτερα.>>

[70]
-<<Ώπα! Μην μου πεις! Βρήκες κοπέλα! Αν και δεν το περίμενα από
σένα ήμουν σίγουρος ότι θα βρεις.>> είπε βιαστικά πολύ χαρούμενος
χτυπώντας τον Τομ στην πλάτη.
-<<Δεν είναι αυτό. Ακόμα καλύτερα. >>
-<<Τι καλύτερο θα μπορούσε να είναι δηλαδή?>> ρώτησε με απορία
πίνοντας λίγο από το νερό του.
-<<Ασχολούμαι και με άλλη μία δολοφονία.>> είπε και τότε ο Γιάννης
έφτυσε το νερό που έπινε δίπλα του. Για κακή του τύχη ένα σερβιτόρος
περνούσε από δίπλα κάνοντας τον μούσκεμα από μπροστά. Ο κόσμος
πάγωσε λίγο από την αντίδρασή του και όπως και ο Γιάννης με τον Τομ.
Τα δύο αγόρια μάζεψαν γρήγορα τα πράγματα τους και έφυγαν, με τον
Γιάννη να τραβάει από το χέρι τον Τομ και να αφήνει τα χρήματα στο
τραπέζι.
Στην διαδρομή ο Τομ εξηγούσε στον φίλο του τι ακριβώς εννοούσε στο
τραπέζι, με τον ίδιο να μην καταλαβαίνει στην αρχή. Φαινόταν
μπερδεμένος και λίγο εκνευρισμένος, αλλά όσο του εξηγούσε τόσο
έδειχνε να καταλάβαινε λίγο τι συνέβη με κάθε λεπτομέρεια, μέχρι που
μετά από λίγο περπάτημα στον δρόμο έφτασαν να ξαποστάσουν στο
μπάσκετ που έκανε προπόνηση ο Γιάννης, αλλά τώρα δεν υπήρχε κανείς
το απόγευμα παρά μόνο μια παρατημένη μπάλα κοντά στο καλάθι από
κάτω.
-<<Ακόμα όμως δεν μπορώ να καταλάβω κάτι. Όχι ότι δεν σε πιστεύω
τώρα, αλλά πως γίνεται και η κοπέλα να μην ήξερε?>>
-<<Δεν ξέρω για αυτό με μπερδεύει. Το γράμμα καθώς και το χαρτί με
το δηλητήριο αποτελούν αποδείξεις. Όμως κάτι βρομάει από πίσω και
αυτό προσπαθώ να καταλάβω. Είμαι σίγουρος ότι ούτε και οι
συνάδελφοί της θα ξέρουν τι συνέβη για ότι ξέρουμε εμείς μέχρι τώρα. Η
μόνη υποψία μου είναι ότι θα το κρύβουν οι ανώτεροι αλλά γιατί? >>
-<<Δεν ξέρω Τομ. Πολύ περίεργη όλη αυτή η υπόθεση. Ήδη πόνεσε το
κεφάλι μου. Αγκάθι, τριαντάφυλλο, δηλητήριο, δολοφονία, γράμμα, οι
ανώτεροι δεν μιλάνε. Φαίνεται μεγάλο μπλέξιμο. >>
-<<Το γνωρίζω. Αυτό το κάνει όμως ακόμα πιο ενδιαφέρον.>> είπε και
τον κοίταξε ο Γιάννης χωρίς να τον καταλαβαίνει. <<Πάντως ακόμη έχω
μπλέξει παρόλο που έχω στοιχεία.>>
-<<Τι εννοείς ακριβώς?>>
-<< Παρόλο που έχω φτάσει σε καλό σημείο και χαίρομαι, δεν μπορώ να
βρω μία σύνδεση μεταξύ στις δολοφονίες εκτός από το τριαντάφυλλο.>>
είπε προβληματισμένος, βάζοντας το χέρι του κάτω από το πηγούνι του.

[71]
-<<Γιατί δεν ψάχνεις στο διαδίκτυο για κάποια πληροφορία μεταξύ
τους? Σίγουρα θα βρεις κάτι.>> είπε μία λύση ο φίλος του, βάζοντας ένα
ακόμη καλάθι από το τρίποντο.
-<<Το δοκίμασα να σου πω την αλήθεια. Βρήκα πληροφορίες αλλά
βασικές, δηλαδή για οικογένεια, δουλειά και άλλα, αλλά τίποτα σχετικά
με κάποια σύνδεση μεταξύ τους. Δεν γίνεται όμως να μην υπάρχει. Δύο
δολοφονίες με ένα κοινό στοιχείο, και δύο δολοφονίες που η αστυνομία
δεν αποκαλύπτει την αλήθεια.>> είπε και φαινόταν να σκεφτόταν
παραπάνω εκείνη την στιγμή τα λόγια του, προσπαθώντας να δώσει μια
απάντηση.
Ο φίλος του δοκίμασε ακόμα ένα σουτ στο καλάθι αλλά η μπάλα
αναπήδησε στην στεφάνι και βγήκε εκτός, πηγαίνοντας προς τον Τομ η
μπάλα. Εκείνη την στιγμή το σκέφτηκε και ο Γιάννης λίγο και πήγε
κοντά στον Τομ. <<Σου έχω λύση και μάλιστα καλή.>> είπε
χαμογελώντας του με τον Τομ να ρίχνει το βλέμμα του προς αυτόν. <<Ο
θείος μου είναι δημοσιογράφος εδώ και χρόνια. Είμαι σίγουρος ότι θα
μπορέσει να μας βοηθήσει. Θα του πω να ψάξει ότι υπάρχει σχετικά με
αυτούς τους δύο. >>
-<<Πως είσαι σίγουρος ότι θα βρει κάτι? Εδώ δεν υπήρχε στο
διαδίκτυο.>>
-<<Είναι πολλά χρόνια στο επάγγελμα. Εξάλλου ξέρω ότι κρατάει
δεδομένα από πολλές υποθέσεις του στο γραφείο του. Αν μάλιστα και οι
δύο ήταν γνωστά άτομα θα υπάρχει κάτι ενδιαφέρον στην βιβλιοθήκη
του που να γράφει για αυτούς. Κάτι θα έχει δε γίνεται.>>
-<<Μακάρι. Ευχαριστώ πολύ για την βοήθεια. >>
-<<Τίποτα. Εμπιστεύομαι το ένστικτό σου, αν και όλα αυτά μου
φαίνονται περίεργα.>> είπε, ρίχνοντας ακόμα ένα σουτ, με εκείνο να
μπαίνει κατευθείαν στο καλάθι.

[72]
Κεφάλαιο 17 Η Αφροδίτη.
Εκείνη την μέρα ο Στέφαν είχε σηκωθεί το πρωί σε ένα δωμάτιο ενός
πλούσιου ξενοδοχείου, με τον ίδιο να είναι ντυμένος και να κάθεται
κοντά στο παράθυρο, βλέποντας έξω την παραλία το απόγευμα. Αν και
δεν μύριζε την αλμύρα της θάλασσας, φαινόταν ευχαριστημένος μόνο με
την θέα, βάζοντας τα μανικετόκουμπα σιγά σιγά. Ξαφνικά, ακούστηκε η
πόρτα να χτυπάει τρεις φορές, με τον Στέφαν να δίνει την άδεια στον
Βόλντακ να περάσει μέσα στο δωμάτιο, ο οποίος μόλις στάθηκε μέσα
ακίνητος με τα χέρια πίσω.
-<<Κύριε όλα έτοιμα. Το αυτοκίνητο σας περιμένει.>>
-<<Τέλεια. >> είπε γυρνώντας προς το μέρος του. Μόλις τον είδε ο
μπράβος του έμεινε λίγο έκπληκτος όπως τον είδε ντυμένο. <<Πως σου
φαίνεται το ντύσιμο μου?>>
-<<Πολύ ωραίος είστε. Έχουμε κάποια συγκεκριμένη περίσταση
σήμερα. Αν είναι να καλέσω την λιμουζίνα.>>
-<<Όχι δεν χρειάζεται. Δεν πρόκειται για κάποια εκδήλωση…>> είπε
σφίγγοντας λίγο παραπάνω την γραβάτα του και ήρθε δίπλα του αλλά
κοιτώντας προς την αντίθετη πλευρά. <<Απλώς έχω να συναντήσω ένα
ιδιαίτερο πρόσωπο εδώ και χρόνια.>> είπε με ένα μικρό χαμόγελο και
βγήκε από το δωμάτιο.
Παράλληλα, έξω από την Αθήνα στον Πειραιά αποβιβάζονταν εκείνη την
μέρα πολλά πλοία. Ο κόσμος που έβγαινε από τα πλοία ήταν πολύς, όπως
και αυτοί που τους περίμεναν από έξω. Όμως, πολλοί ήταν και οι ναύτες
του στρατού με τα άσπρα ρούχα, που έβγαιναν κυρίως σε παρέες και
πήγαιναν μέσα στο κέντρο της πόλης. Άλλοι πήγαιναν με τα πόδια ενώ οι
περισσότεροι πήγαιναν στο λεωφορείο.
Πολλοί από αυτούς πήγαιναν κοντά στα ξενοδοχεία και ειδικότερα σε
κάποια κέντρα τα οποία βρίσκονταν κοντά στα σοκάκια ή στους μικρούς
δρόμους της πόλης. Τα κέντρα αυτά κυρίως είχαν κόκκινα φώτα από
πάνω ή ταμπέλες οι οποίες έγραφαν κάποιους αριθμούς από πάνω.
Μερικοί από αυτούς ήταν και δύο νεαροί που είχαν πάρει ένα ταξί και
πήγαιναν πιο έξω από την πόλη, όπου δεν υπήρχε πολύς κόσμος. Είχαν
φτάσει σε ένα κέντρο το οποίο ήταν μεγαλύτερο από τα άλλα της πόλης,
με μερικά αυτοκίνητα να είναι παρκαρισμένα απέξω. Στην είσοδο τους
περίμεναν δύο γυμνασμένοι άντρες οι οποίοι φορούσαν κουστούμια και
εξέταζαν και άλλους οι οποίοι έμπαιναν μέσα, βάζοντας τα χέρια τους
γρήγορα στα ρούχα τους για να δουν αν κουβαλάνε κάποιο όπλο.
Μόλις τους έλεγξαν, πήγαν οι δύο νεαροί χαρούμενοι να μπουν μέσα,
ενώ ξαφνικά άκουσαν ένα αυτοκίνητο να σταματάει στο πάρκινγκ

[73]
γρήγορα από πίσω τους. Τότε βγήκαν τέσσερις άντρες από μέσα και ένας
ακόμη, ο οποίος φαινόταν να είχε διαφορετικοί στολή από τους
υπόλοιπους, ενώ όλοι τους φορούσαν γυαλιά ηλίου. Τότε σταμάτησα οι
νεαροί αγχωμένοι και τους κοίταξαν που πέρασαν μπροστά τους
ακίνητοι, με ένα βλέμμα παγωμένο χωρίς να ξέρουν πως να αντιδράσουν.
Μόλις ο ένας από τους δύο άντρες είδε εκείνον που είχε διαφορετική
στολή χαμογέλασε. <<Κύριε Στέφαν καλώς ήρθατε. Η κυρία σας
περιμένει. >> είπε με εκείνον να κουνάει καταφατικά το κεφάλι του.
Πρώτος πέρασε ο Βόλντακ ενώ από πίσω από τον Στέφαν ακολούθησαν
οι υπόλοιποι. Όταν μπήκαν μέσα είδαν πολλοί κόσμο και ιδιαίτερα
άντρες να βρίσκονται καθισμένοι σε διάφορα μικρά τραπεζάκια τα
οποία ήταν γύρω από ένα υπερυψωμένο δάπεδο, cμε διάφορες γυναίκες
να έχουν ντυθεί με σχεδόν τα απολύτως απαραίτητα και να χορεύουν. Ο
φωτισμός εκεί ήταν λίγος, με το κόκκινο χρώμα να σου δημιουργεί μια
αίσθηση υπνηλίας και αυτό να συνέχιζε με την μουσική. Όπως οι άντρες
έβλεπαν τις γυναίκες φαίνονταν να χαλαρώνουν στις θέσεις τους, ενώ
ήταν έπιναν ποτό είτε είχα βγάλει τα πορτοφόλια τους και καλούσαν
κάποια κοπέλα κοντά τους.
Όπως περνούσε όμως ο Στέφαν από ανάμεσα τους τρόμαζαν όπως τον
έβλεπαν μαζί με τους μπράβους, κατά πίνοντας μερικοί το σάλιο τους και
τραβώντας το βλέμμα τους από την "σκηνή", με τον ίδιο να
κατευθύνεται στο ασανσέρ και να διαλέγει το τελευταίο όροφο προς τα
κάτω. Μόλις έφτασαν είδαν μπροστά τους έναν μικρό διάδρομο ο οποίος
στην άκρη είχε μια πόρτα με δύο άντρες και αυτούς καλά ντυμένους να
στέκονται μπροστά. Όταν είδαν τον Στέφαν κατέβασαν λίγο το κεφάλι
με την πόρτα να ανοίγει και να περνάει μόνο ο ίδιος και ο Βόλντακ.
Στο δωμάτιο μέσα υπήρχε ένα ξύλινο, μεγάλο, κομψό γραφείο προς το
τέλος ενώ πιο μπροστά τους μια μαύρη, δερμάτινη, διπλή πολυθρόνα,
ενώ αριστερά και δεξιά υπήρχαν δύο βιβλιοθήκες με διαφορά πράγματα
πάνω αλλά ανακατεμένα. Στο γραφείο σε μια πολυθρόνα καθόταν μια
γυναίκα, κοντά στα πενήντα με ξανθά μαλλιά ενώ δίπλα της με έναν
φάκελο στο χέρι μια πιο νεαρότερη γυναίκα, η οποία τις είχε δώσει
κάποια χαρτί ακαι εκείνη έβαζε υπογραφές και σταμάτησε μόλις είδε τον
Στέφαν να κάθεται στην πολυθρόνα.
–<<Γειά σου Αφροδίτη. Πως είσαι? >> είπε μόλις κάθισε με ένα μικρό
χαμόγελο.
–<<Ποιος σου είπε να καθίσεις?>> είπε η γυναίκα με εκείνον να
σηκώνεται απότομα και με τον φύλακα του να καταπίνει το σάλιο του
από τον τόνο της φωνής της. Μετά από λίγο κοίταξε την βοηθό της,

[74]
δίνοντας της το τελευταίο χαρτί στο χέρι της, με εκείνη να φεύγει από το
δωμάτιο, δίνοντας του την άδεια να κάτσει.
–<<Χαίρομαι που σε ξανά βλέπω από καιρό Αφροδίτη. Πάνε περίπου
πέντε χρόνια από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε. Δεν νομίζω
να το ξέχασες. >> είπε μα τότε τον κοίταξε με ένα νευριασμένο ύφος.
–<<Φυσικά και όχι Στέφαν. Που να ξεχάσω ότι με άφησες στην μέση
μιας εμπλοκής στους δρόμους του Παρισιού, μόνο και μόνο γιατί ο
Γάλλος σου ζήτησε να πας στην βίλα του.>>
–<<Ναι αλλά τέλος καλό όλα καλά. >> είπε κατά πίνοντας το σάλιο του
με την ίδια να τον κοιτάει με πιο άγριο ύφος και να κοιτάει αλλού. Τότε
έβγαλε από την τσέπη του μια φωτογραφία.
–<<Τι είναι αυτό? >>
–<<Ένα μέλος του Γινγκ. Πέθανε και τώρα ψάχνω τον δολοφόνο του.
Είσαι η καλύτερη στις πληροφορίες. Έχεις ακούσει τίποτα για το που
βρίσκεται? >>
–<<Από όσο ξέρω το τακτοποίησε το θέμα ο Γινγκ. >>
–<<Δεν μιλάω για αυτόν που τον έβαλε αλλά για αυτόν που τον
σκότωσε.>> είπε με σοβαρό ύφος με εκείνη να κάνει λίγο πιο πίσω με την
καρέκλα της, με ένα πιο ελαφρύ ύφος. Τότε σηκώθηκε και πήγε προς την
βιβλιοθήκη, βγάζοντας ένα από τα βιβλίο της, δίνοντας το στον Στέφαν.
–<<Σελίδα 105.>> είπε και το ξεφύλλισε μέχρι εκεί. Μέσα στο τετράδιο
παρατήρησε διαφορά ονόματα και διάφορες υποθέσεις που θα μπορούσε
να εμπλέκονται. Μόλις έφτασε στην 105 είδε ένα κουτάκι ζωγραφισμένο
με διακεκομμένες γραμμές και από κάτω κάποιες πληροφορίες. Οι
πληροφορίες σε σχέση με τους υπόλοιπους ήταν ελάχιστες. <<Το μόνο
που ξέρω είναι ότι ξέρεις και εσύ. Οι περισσότερες πληροφορίες που έχω
ήταν από την υπόθεση του αδερφού σου.>> είπε πιάνοντας την καρέκλα
με εκείνον να κοιτάει προς το βιβλίο.
–<<Πως γίνεται να μην έχεις ούτε εσύ πληροφορίες? Εσύ ξέρεις τα
πάντα. >> είπε κοιτάζοντας ακόμα το βιβλίο, με την Αφροδίτη να
καταλαβαίνει την λύπη του.
–<<Και όμως Στέφαν είναι ότι έχω. Ούτε το όνομα του δεν έχω. Τόσα
χρόνια ψάχνω από τον θάνατο του αλλά οι κινήσεις του είναι πολύ
προσεκτικές… >>Είπε και τότε τον κοίταξε στα μάτια. <<Δεν έχω αφήσει
την υπόθεση ακόμα. Το μόνο που ξέρω αν και δεν στο λέω με τόση
σιγουριά είναι ότι είναι σε μια άλλη υπόθεση στην Ελλάδα. Αν και δεν
γνωρίζω που, ξέρω κάποιον που θα γνωρίζει κάτι. >>

[75]
–<<Και ποιος είναι αυτός? >> είπε βγάζοντας ένα τσιγάρο.
–<<Ο Γίρμαν. >> είπε με τον Στέφαν να χαμογελάει με ένα ύπουλο ύφος.
–<<Τέλεια. Μου έχει και κάτι χρωστούμενα. Δεν θα την γλιτώσει το
λαμογιο εύκολα. >> είπε με την Αφροδίτη να πάει να βγάλει και εκείνη
ένα τσιγάρο αλλά να της δίνει ένα ο Στέφαν. τότε σηκώθηκε και την
κοίταξε στα μάτια. <<Σε ευχαριστώ Αφροδίτη για την βοήθεια…. και
συγγνώμη για τότε. >> πρόσθεσε, κοιτάζοντας προς τα κάτω.
–<<Παρόλο που είσαι ο πιο σκατάνθρωπος που έχω γνωρίσει, ο
χαρακτήρας σου είναι αυτό που αγάπησα παλιά σε εσένα. >>
–<<Σε ευχαριστώ πολ->>
–<<Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι έχω ξεχάσει τι συνέβη στο παρελθόν.
>> είπε με σοβαρό ύφος πάλι, με εκείνον να σφίγγει τα χείλη του,
ξέροντας τι της έχει κάνει.

Παράλληλα στο Παγκράτι ο Γιάννης είχε μόλις τελειώσει την


προπόνηση, με τα άλλα παιδιά να αλλάζει ρούχα. Όπως είχε ήδη αλλάξει
μπλούζα, είδε τα παιδιά που συζητούσαν με χαρούμενη διάθεση. Ήθελαν
να πάνε για ποτό στο κέντρο, προκαλώντας και τον Γιάννη μαζί. Ήταν
έτοιμος να δεχθεί αλλά τότε είδε με την άκρη του ματιού του την ώρα σε
ένα από τα μαγαζιά έξω. Μόλις είδε ότι είχε πάει ήδη 7 αρνήθηκε και
έβαλε γρήγορα τα πράγματα του, λέγοντας ότι είχε να πάει σε μια
δουλειά. Μόλις τελείωσε έτρεξε προς τον δρόμο και από εκεί μέσα στην
πόλη.
Μετά από λίγο τρέξιμο έφτασε στην πολυκατοικία που έμενε ο Τομ, και
από εκεί ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά για να φτάσει στο διαμέρισμα του.
Μόλις έφτασε μπροστά στην πόρτα του, με τον Τομ να του ανοίγει. Όπως
μπήκαν μέσα ο Γιάννης έμεινε έκπληκτος μόλις είδε μια κοπέλα να είναι
στο τραπέζι του σαλονιού.
–<<Συγγνώμη για την ενόχληση Τομ μπορούμε να μιλήσουμε άλλη ώρα.
Βρήκα εφημερίδες από τον θείο μου αλλά θα στα δώσω άλλη στιγμή από
ότι φαίνεται.>>
–<<Δεν είναι αυτό που νομίζεις… >>του είπε με σοβαρό ύφος
ψιθυρίζοντας, πιάνοντας τον από τον ώμο.
–<<Κάπου σε έχω ξαναδεί εσένα… Αα ναι σωστά. Ήσουν στην υπόθεση
με τον Ιταλό μπαριστα. >> είπε έκπληκτη η Μαρία με τον Γιάννη να μένει
έκπληκτος.

[76]
–<<Από εδώ η Μαρία. Ήταν στο αστυνομικό τμήμα από την υπόθεση με
τον καφέ. Με βοηθάει στην υπόθεση που σου είχα πει. >> είπε ο Τομ και
έδωσαν τα χέρια οι δυο τους. Τότε ο Τομ πήγε λίγο μέσα στο δωμάτιό του
και όταν γύρισε κρατούσε τον μεγάλο πίνακα. Μόλις τον έφερε τον
ακούμπησε στην καρέκλα τον πίνακα και μαζί του είχε ένα στυλό.
-<<Τι στο καλό είναι όλο αυτό το πράγμα Τομ?>>ρώτησε ο Γιάννης
έκπληκτος.
-<<Είναι ότι στοιχείο έχω σχετικά με τις υποθέσεις. Νομίζω ότι αφού
είστε και οι δύο εδώ θα μπορούσα να σας δείξω για όλα τα πράγματα.>>
-<<Αυτό το πράγμα είναι περίεργο>> είπε εκνευρισμένος ο φίλος του.
-<<Ναι αλλά μην ανησυχείς είναι απλά τα πράγματα.>> είπε και
αρχίζοντας ο Τομ να δείχνει την πρώτη εικόνα. <<Εδώ έχουμε το πρώτο
θύμα μας, το οποίο πέθανε στο καφέ που πηγαίνουμε. Σύμφωνα με
πληροφορίες μου ο καφές του κυρίου Γυφτάκη είχε δηλητηριαστεί.>>
είπε και έβαλε το στυλό στην δεύτερη εικόνα. <<Εδώ έχουμε το δεύτερο
θύμα μας, τον κύριο Δημητρίου. Ο κύριος Δημητρίου, δικηγόρος στο
επάγγελμα μάθαμε ότι πέθανε στον Εθνικό Κήπο. Αν και είχε μια
περίεργη ερωτική ζωή το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν εμπλέκεται με τα
λεγόμενα της καθαρίστριας στην πολυκατοικία.>>
-<<Να φανταστώ θα είναι ο δημοσιογράφος της πολυκατοικίας
αυτή.>> είπε με ειρωνεία ο Γιάννης.
-<<Όπως το είπες.>> συμπλήρωσε η Μαρία <<Ήξερε τα ονόματά των
κοριτσιών που πήγαινε μαζί ο κύριος Δημητρίου.>>
-<<Όμως δεν ήξερε για το γράμμα ότι για τον R.R., τον δολοφόνο και
τον δύο αντρών.>> είπε ο Τομ με τον Γιάννη να τον παίρνει ένα σκεπτικό
ύφος.
-<<Αυτό το όνομά πάντως είναι πολύ περίεργο. Μήπως Μαρία έχετε
ακούσει για κάποιον R.R.?>> ρώτησε ο Γιάννης.
-<<Η αλήθεια είναι πως όχι. Όταν το βρήκαμε το γράμμα με τον Τομ το
έψαξα κατευθείαν στο τμήμα αλλά τίποτα. Όμως στο κινητό του κυρίου
Γυφτάκη που έψαξα βρήκα μήνυμα του δολοφόνου του κυρίου
Δημητρίου. Έλεγε να συναντηθούν στο καφέ, κρατώντας ένα κόκκινο
τριαντάφυλλο.>>
-<<Δεν μου κάνει εντύπωση.>> είπε ο Τομ και κάθισε σε μία καρέκλα,
με την γάτα να έρχεται κοντά του να τρίβεται στα πόδια του. <<Αν ήξερε
το όνομά η αστυνομία θα το έγραφε στο ίντερνετ. Όσο αφορά τον
δολοφόνο μόνο από το τριαντάφυλλο ήμουν σίγουρος. Ο κύριος
Δημητρίου δεν πήγαινε να δει κοπέλα αλλά τον R.R. όπως και ο κύριος

[77]
Γυφτάκης.>> είπε ο Τομ γράφοντας τον R.R. κάτω από τον κύριο
Γυφτάκη.
-<<Αν είναι έτσι Τομ τότε θα ψάξω αν υπάρχουν και άλλες υποθέσεις.
Αν και δεν έχω ξανακούσει για κάποιο τριαντάφυλλο σε κάποια. >>
συμπλήρωσε η αστυνόμος, έχοντας το χέρι της στο πηγούνι της.
-<<Πάντως ο δολοφόνος έκανε και ένα λάθος. Πυροβόλησε στο
αριστερό μέρος ενώ έπρεπε στο δεξί.>>
-<<Δεν νομίζω να τον ένοιαζε τόσο πολύ αυτό.>> είπε ο Γιάννης, χωρίς
να δίνει τόση σημασία.
-<<Θα έπρεπε, γιατί από τα γράμματα του κυρίου Δημητρίου κατάλαβα
ότι ήταν δεξιόχειρας και αν όντως ήθελε να σκοτώσει τον εαυτό του θα
το έκανε με το καλό του χέρι. Έτσι κάνουν συνήθως.>> είπε ο Τομ με τον
Γιάννη και την Μαρία να κουνάνε καταφατικά το κεφάλι τους.
-<<Δεν ήξερα Τομ ότι αγόρασες γάτα?!>> είπε έκπληκτος ο φίλος του,
βλέποντας ξαφνικά την γάτα να έρχεται από το δωμάτιο του Τομ.
-<<Φαίνεται πολύ γλυκιά!>> είπε η Μαρία κοιτώντας την, θέλοντας να
την πιάσει.
-<<Δεν αγόρασα αλλά την βρήκα. Σκέφτηκα να την κρατήσω μέχρι να
γίνει καλά τον τραύμα της γιατί ήταν άγρια στην αρχή αλλά
προσαρμόστηκε.>> είπε και την κοίταξε, με εκείνη να τον κοιτάει μέσα
στα μάτια. <<Και μάλλον από ότι φαίνεται θέλει τροφή.>> είπε και πήγε
μέσα να φέρει φαγητό.
Τότε ο Γιάννης πήγε να την χαϊδέψει αλλά εκείνη πήρε άγριο ύφος,
βγάζοντας έναν ήχο, έτοιμου να του ορμήσει αν συνέχιζε <<Αυτό δεν
σημαίνει Γιάννη ότι είναι καλή εντελώς. Ακόμα το παλεύω.>> είπε ο Τομ
φέρνοντας το φαγητό της. Μόλις το έφερε το πήρε η Μαρία και το έβαλε
στην άκρη που ήταν το πιάτο της, με την γάτα να πέφτει με τα μούτρα
στο φαΐ και έπειτα να την χαϊδεύει. <<Ή απλά να της δώσεις φαγητό.
Μόνο έτσι θα σε αγαπήσει.>>

[78]
Κεφάλαιο 18 Ο Γίρμαν.
Αν και ο χειμώνας έφτανε σιγά σιγά, η Παρασκευή θύμιζε μέρα
καλοκαιριού, με το μεσημέρι να κάνει περισσότερη ζέστη από ότι τις
άλλες μέρες. Αν και έφτανε απόγευμα ο Στέλιος είχε καθίσει παραπάνω
στην δουλειά, μπροστά στον υπολογιστή και ψάχνοντας κάτι αρχεία.
Όπως έψαχνε βρήκε αυτό που έψαχνε και έδωσε εντολή στον εκτυπωτή
να τυπώσει το αρχείο, πηγαίνοντας κοντά στο γραφείο του αρχηγού,
όπου ήταν και το μηχάνημα. Ο εκτυπωτής άρχιζε να βγάζει σιγά σιγά
φωτοτυπίες, με τον αστυνομικό να βλέπει το ρολόι με ανυπομονησία,
κοντεύοντας να πάει τρεις για να σχολάσει.
Εκείνη την στιγμή όπως περίμενε άκουσε μια φωνή από το γραφείο
δίπλα. Ήταν ο αρχηγός, ο οποίος από ότι φαινόταν μιλούσε στο κινητό.
Μόλις το κατάλαβε πήγε να ακούσει αλλά ξαφνικά ακούστηκε ένας
δυνατός ήχος από τον εκτυπωτή. Αγχωμένος ο αστυνομικός προσπάθησε
γρήγορα με διάφορα κουμπιά να τον κλείσει, μέχρι που το κατάφερε.
Μόλις το έκλεισε, έριξε μια κλεφτή ματιά στην πόρτα του γραφείου που
ήταν ελάχιστα ανοικτή. Ξεφύσησέ μόλις είδε τον αρχηγό του να μην είχε
καταλάβει τίποτα από τον θόρυβο, συνεχίζοντας να τον ακούει.
-<<Ναι κύριε. Όλα είναι προγραμματισμένα για το κέντρο. Όχι, μην
ανησυχείτε καθόλου δεν θα κινήσουμε υποψίες. Για την ακρίβεια θα
αντιμετωπισθεί όπως και τις άλλες φορές. Θα φροντίσουμε να ξεχαστεί.
Ναι ναι μείνετε ήσυχος. Ανάλογα την περίπτωση που προκύψει θα
είμαστε έτοιμοι μεθαύριο. >> είπε μιλώντας στο τηλέφωνο ο αρχηγός,
μέχρι που μια ακόμα φορά ακούστηκε ο εκτυπωτής αλλά πιο δυνατά.
Τότε ο Στέλιος έτρεμε εκείνη την στιγμή, παίρνοντας τα φυλλάδια του
και τρέχοντας αλλά μια γρήγορα, σιγανά βήματα στην είσοδο. Ο αρχηγός
όμως βγήκε έξω κοιτάζοντας με σοβαρό βλέμμα αριστερά και δεξιά.
Όταν είδε ότι ήταν ο εκτυπωτής που είχε ανάψει η μηχανή, συνέχισε να
μιλάει στο τηλέφωνο πίσω στο γραφείο του.
Όσο περνούσε το απόγευμα η κίνηση ήταν αυξημένη στην πόλη, όπως
και στα προάστια της, όπως και στην Γλυφάδα. Στο βουνό τα σπίτια ήταν
πιο ανοιχτά από ότι μέσα στην πόλη όπως και οι δρόμοι ενώ υπήρχε και
πολύ ησυχία. Σε ένα και από αυτά τα σπίτια έμενε και ένας άντρας,
καθισμένος στο γραφείο του και μιλώντας στο κινητό. Φαινόταν
χαρούμενος καθώς έκλεινε μια ακόμα δουλειά. Μόλις έκλεισε το κινητό
πήγε στην κάβα, παίρνοντας ένα γυάλινο ποτήρι και βάζοντας λίγο πάγο
με βότκα. Κάθισε πάλι στην αναπαυτική του καρέκλα, βάζοντας τα πόδια
του στο γραφείο επάνω. <<Τέλεια. Πιάσαμε πάλι την καλή!>> είπε και
ήπιε γρήγορα μια γουλιά πριν χτυπήσει το σταθερό τηλέφωνο.
-<<Κύριε Γίρμαν, ήρθε κάποιος να σας συναντήσει.>> είπε ο μπράβος ο
οποίος βρισκόταν στην είσοδο του σπιτιού.

[79]
-<<Ποιος είναι τέτοια ώρα?!>> είπε λίγο νευριασμένος ο άντρας.
-<<Ένας κύριος Στέφαν, ο οποίος ζητάει να σας δει αμέσως.>> είπε μα
τότε κοκκάλωσε ο Γίρμαν. Πάγωσε και δεν ήξερε τι να πει, με τα χέρια
του να τρέμουν μέχρι που το φώναξε ο άντρας στο τηλέφωνο.
-<<Πες του ότι είμαι σε μία σοβαρή συνάντηση, αν μπορεί να περάσει
αύριο.>> είπε γρήγορα και τότε έτρεξε έξω από το γραφείο του. Μέσα σε
κλάσματα ήρθε πάλι στο γραφείο έχοντας μαζί του και μία βαλίτσα
μαύρη, αρχίζοντας να μαζεύει χρήματα μέσα από το χρηματοκιβώτιο
μου. Τότε ξαφνικά ακούστηκε ένας πυροβολισμός από το τηλέφωνο, με
τον Γίρμαν να τινάζεται, τρέχοντας από τον φόβο του να κλείσει το
τηλέφωνο και να συνεχίσει να μαζεύει ότι μπορεί να βρει.
Ξαφνικά άκουσε θόρυβο από πυροβολισμούς από κάτω, με τον ίδιο να
τρέχει προς την βιβλιοθήκη, βάζοντας μέσα με μανία στην βαλίτσα
μερικούς φακέλους. Τότε έσπασε η πόρτα του γραφείου, με μερικούς
άντρες με μαύρα ρούχα να μπαίνουν γρήγορα στο δωμάτιο και να βάζουν
τα όπλα προς τον Γίρμαν, με τον ίδιο να παγώνει από φόβο. Μπροστά του
από μακριά είδε τον Στέφαν, ο οποίος λίγο πιο πίσω από δεξιά τον
Βόλντακ. <<Στέφαν πως από εδώ?!... Δεν σε περίμενα.>> είπε
τρομαγμένος ο Γίρμαν.
-<<Ήρθαν πριν λίγες μέρες. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούσα να
περιμένω άλλη μέρα να σε συναντήσω.>> είπε με σοβαρό ύφος.
-<<Και εγώ το ίδιο Στέφαν…>> είπε καταπίνοντας το σάλιο του. Τότε ο
Στέφαν έγνεψε το κεφάλι του και ο Βόλντακ τον έπιασε και τον έβαλε
στην καρέλα που ήταν μπροστά από την καρέκλα του γραφείου του.
Τότε ο Ιταλός επιχειρηματίας έκατσε στην μεγάλη καρέλα που ήταν
πίσω από το γραφείο, βάζοντας τα πόδια του στραβοπόδη. Ο Γίρμαν δεν
μπορούσε να μιλήσει παρά μόνο κοιτούσε γύρω του τους άντρες, οι
οποίοι κοιτούσαν τον αρχηγό τους, έχοντας τον πιάσει ιδρώτας. Ο
Γίρμαν πήγε να μιλήσει αλλά ο ίδιος τον σταμάτησε σηκώνοντας λίγο το
χέρι του και ανάβοντας ένα πούρο. Μόλις το άναψε τότε κατέβασε το
χέρι του και βάζοντας τα πόδια του κάτω.
-<<Στέφαν τι σε φέρνει πραγματικά εδώ πέρα?>>
-<<Πολλές δουλειές. Βλέπεις έχω πολλά πράγματα να διευθετήσω.
Αλήθεια για πες μου, πότε θα μου δώσεις τα χρωστούμενα?>>
-<<Δεν αργώ! Απλώς δώσε μου αν είναι μια μικρή διορία ακόμα.>>
-<<Να ξέρεις όμως ότι η υπομονή μου εξαντλείται και δεν φημίζομαι
για την υπομονή.>> συμπλήρωσε με ένα ψεύτικο χαμόγελο.

[80]
-<<Το ξέρω το ξέρω! Μην ανησυχείς. Μπορώ να σου δώσω αυτά που
έχω και τα υπόλοιπα όταν τα έχω.>>
-<<Αυτά είναι ψίχουλα… αλλά κάνουν.>> είπε κοιτώντας τα με έναν
από τους άντρες του να παίρνει την βαλίτσα και να φεύγει. <<Δεν ήθελα
όμως να σε συναντήσω για αυτόν τον λόγο. Ξέρεις τον δολοφόνο που
σκότωσε τον αδερφό μου?>>
-<<Μόνο ακουστά.>> είπε και τότε ο Βόλντακ και έβαλε το όπλο στο
κεφάλι του.
-<<Δεν έχεις πολλές επιλογές να ξέρεις.>> είπε ο Στέφαν και το
έσπρωξε ο Βόλντακ το πιστόλι.
-<<Ναι τον ξέρω παραπάνω. Η αλήθεια είναι ότι δεν τον έχω δει από
κοντά. Ο φάκελος του είναι εκεί.>> είπε, δείχνοντας ένα ράφι στην
βιβλιοθήκη.>> τότε πήγε ένας άντρας και πήρε το βιβλίο. Άρχιζε να
υπάρχει μία σιγή στον χώρο, με τον Γίρμαν να κοιτάει νευρικά τον
Στέφαν, έχοντας χαλαρώσει σε σχέση με πριν. Το μόνο που ακουγόταν
ήταν μόνο οι σελίδες που ξεφύλλιζε ο άντρας.
Ξαφνικά, εκεί που ξεφύλλιζε σταμάτησε σε μία σελίδα και την κοίταξε
για λίγο. Αφού έριξε μια καλή ματιά πήγε στο αφεντικό του και άρχιζε να
μιλάει ψιθυριστά στα ιταλικά, με τον Γίρμαν να αγχώνεται και πάλι,
όπως έβλεπε τον Στέφαν να σοβαρεύει. Μόλις τελείωσε να μιλάει κοίταξε
τον ίδιο, κρατώντας τώρα το φάκελο που είχε και βγάζοντας από εκεί
ένα φύλλο. <<Ποια είναι η υπόθεση που ασχολείται τώρα ?>>
-<<Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς.>> του απάντησε ο Γίρμαν αλλά δεν
φαινόταν καλό σημάδι για τον ίδιο.
-<<Μην με κοροϊδεύεις! Είσαι διαμεσολαβητής δολοφόνων. Έρχονται
σε σένα για να κάνουν την δουλειά τους και εσύ συστήνεις δολοφόνους,
ξέροντας τα πάντα για αυτούς και τώρα μου λες δεν ξέρεις τι κάνει?!>>
είπε με τον Γίρμαν να τρομοκρατείται.
-<<Το μόνο που ξέρω είναι ότι έχει μια δουλειά στην Ελλάδα. Ο
αγοραστής είναι ένα ισχυρό πρόσωπο. Μου ζήτησε έναν δολοφόνο,
έμπειρο και να κάνει ήσυχα τις δουλειές του.>>
-<<Πως λέγεται ο αγοραστής?>> ρώτησε ο ιταλός επιχειρηματίας μα
για λίγα δευτερόλεπτα υπήρχε μια περίεργη ησυχία, με τον
διαμεσολαβητή να είχε κοιτούσε νευρικά το πάτωμα. <<Πες μου
ξέβρασμα της κοινωνίας πως λέγεται!! Δεν ήρθα στην Ελλάδα για το
τίποτα!!>> είπε πολύ νευριασμένος και χτυπώντας την γροθιά του στο
γραφείο. Ο Γίρμαν είχε κλείσει τα μάτια του από τον φόβο του,
φοβούμενος ότι η σφαίρα θα καρφωθεί στο κεφάλι του. Ο Βόλντακ τον

[81]
κοιτούσε με ένα κρύο βλέμμα χωρίς να μιλάει, νιώθοντας τον φόβο του
από τον πιστόλι καθώς έτρεμε. <<Ώστε έτσι είσαι?! Από ότι
καταλαβαίνω ο πελάτης σου πρέπει όντως να είναι ισχυρό πρόσωπο.
Καταλαβαίνω ότι σε τέτοιες περιπτώσεις είναι δύσκολο να μιλήσει
κάποιος. Μην αγχώνεσαι, σε τέτοιες περιπτώσεις δείχνω μεγάλη
κατανόηση.>> είπε με τον Γίρμαν να τον κοιτάει έκπληκτος.
-<<Αλήθεια…?>> ρώτησε ο Γίρμαν με ένα μικρό χαμόγελο.
-<<Ναι βέβαια.>> είπε και σηκώθηκε, παίρνοντας μαζί του τα χαρτιά.
<<Για αυτό οι άντρες μου θα σου δείξουν ιδιαίτερη μεταχείριση όπως
κάνουμε στην δουλειά μας.>> συμπλήρωσε, κουνώντας το κεφάλι του
στον έμπιστο μπράβο του. Τότε άρχισαν να τον δένουν στην καρέκλα με
τον ίδιο να φωνάζει προς τον Στέφαν για λύπηση, όσο ο ίδιος έφευγε από
το σπίτι του. Οι άντρες τον έδεσαν σφιχτά με κάτι σχοινιά από πίσω, με
τον ίδιο να μην μπορεί να κουνηθεί από την καρέκλα παρά μόνο να
φωνάξει αλλά ο Βόλντακ του έβαλε μια ταινία στο στόμα, με το μόνο που
να ακούγεται ήταν το μουγκρητό του. Ο μπράβος στάθηκε μπροστά από
τον Γίρμαν, κοιτώντας τον με ένα σοβαρό βλέμμα όσο οι υπόλοιποι
άρχιζαν να ρίχνουν βενζίνη σε όλο τον χώρο.
Μόλις τους είδες άρχιζε να κουνιέται πιο πολύ με τον ίδιο να του φέρνει
ένα κουτί στα πόδια του. <<Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό που γίνεται.
Μπορώ να σου δώσω όμως μία τελευταία ευκαιρία. Το μόνο που θέλω
είναι το όνομά του.>> είπε μα ο διαπραγματευτής έβγαλε ένα δάκρυ,
κοιτάζοντας τον ίδιο ο οποίος άνοιξε το κουτί. Μπροστά του
εμφανίστηκε ένας περίεργος μηχανισμός ο οποίος είχε ένα χρονόμετρο 5
λεπτών. Τότε, έκανε νόημα στους άλλους να φύγουν, κλείνοντας την
πόρτα από όπου μπήκαν. Μόλις κατέβηκαν ο Στέφαν τους περίμενε
απέξω με μερικούς άντρες του, φεύγοντας με τα αμάξια.
Στο αυτοκίνητο ο Στέφαν μελετούσε τον φάκελο που του είχε δώσει ο
Γίρμαν προσεκτικά ενώ μετά από λίγο τον έκλεισε με ένα μικρό
χαμόγελο. <<Τελικά τι λέτε να κάνετε κύριε? >>
-<<Ο Γίρμαν ήταν ηλίθιος. Αλλά μου έδωσε ένα στοιχείο για το που
πρέπει να πάμε. Αλλά όχι σήμερα. Καλύτερα μια άλλη μέρα. Είμαι
σίγουρος πάντως ότι θα χαρεί να με δει μετά από τόσα χρόνια.>> είπε
κοιτώντας το παράθυρό με μικρό χαμόγελο.
-<<Και εγώ το ίδιο κύριε.>> είπε ο Βόλντακ, χαμογελώντας και αυτός
λίγο καταλαβαίνοντας.

[82]
Κεφάλαιο 19 Ένα ρομαντικό ραντεβού… και όχι μόνο.
Το επόμενο βράδυ ήταν πιο τσουχτερό από τα προηγούμενα, με αυτό να
μην εμποδίζει ωστόσο τον κόσμο να βγει έξω για την χειμωνιάτικη
βόλτα, έχοντας μπει ο Δεκέμβρης. Το κέντρο ήταν γεμάτο κόσμο αν και
πολύ ήταν αυτοί που προτιμούσαν να μείνουν μέσα στην ζέστη του
σπιτιού τους. Η Μαρία πάντως δεν ήταν ένας από αυτούς. Βρισκόταν στο
διαμέρισμα της και ειδικότερα στην κρεβατοκάμαρα. Είχε ντυθεί με
ζεστά, ωραία ρούχα και κοιτούσε τον εαυτό της στο ένα ολόσωμο
καθρέπτη που είχε στην πόρτα της ντουλάπας της, βλέποντας τα ρούχα
της αν της ταιριάζουν. Μόλις τελείωσε πήγε στην τουαλέτα ώστε να
βάλλει τις τελευταίες πινελιές. Μετά από λίγο πήγε στο σαλόνι όπου
έβαζε μερικά πράγματα στην τσάντα της με ανυπομονησία.
Όταν όμως έβαλε το κινητό τότε πάγωσε λίγο, είδε ότι είχε πάει εννέα
παρά δέκα, με την ίδια να πηγαίνει γρήγορα στον υπολογιστή της. Τον
άνοιξε στα γρήγορα και έβαλε ένα στικάκι, πληκτρολογώντας έναν
κωδικό και εκεί μετέφερε ένα αρχείο και μερικές φωτογραφίες μέσω του
ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Μόλις τα έστειλα, ακούστηκε ξαφνικά
κάποιος να κορνάρει έξω από την πολυκατοικία δύο φορές. Μόλις βγήκε
έξω είδε τον Στέλιο ο οποίος ήταν μέσα στο αμάξι, κοιτώντας το
παράθυρο της, με εκείνη να κλείνει την πόρτα και να κατεβαίνει με
βιαστικές κινήσεις.
Όταν κατέβηκε ο Στέλιος βγήκε από το αυτοκίνητο και της άνοιξε την
πόρτα, ρίχνοντας ένα χαμόγελο και με την ίδια να χαμογελάει
αυθόρμητα. Ένιωσε από την πρώτη στιγμή την καλή διάθεση που είχε
και που το πήγαινε. Δεν την πείραξε καθόλου. Όταν μπήκε και ο Στέλιος
μέσα και άνοιξε την μηχανή, τον ρώτησε από απορία που θα πάνε αλλά
εκείνος δεν της είπε. <<Θα δεις μην βιάζεσαι.>> της είπε μόνο με εκείνη
να μην μπορούσε να απαντήσει. Πέρασε περίπου μισή ώρα στο
αυτοκίνητο μέχρι να βγουν λίγο πιο μακριά από το κέντρο της Αθήνας,
έχοντας φτάσει πιο μακριά από. Κανένας από τους δύο δεν μιλούσε στο
αυτοκίνητο. Ο Στέλιος φαινόταν σκεπτόμενος σχεδόν σε όλη την
διαδρομή, έχοντας δώσει όλη του την προσοχή στον δρόμο και την
Μαρία να το είχε καταλάβει, βλέποντας εκείνη έξω από το παράθυρο το
κέντρο το οποίο τώρα έβλεπες μόνο τα φώτα. Την είχε απορροφήσει
πολύ η εικόνα του κέντρου με τα φώτα που φαίνονταν πάρα πολλά και
πολύ δυνατά. Όσο πιο μακριά πήγαιναν γινόταν ακόμα πιο ωραίο, με τα
φώτα να θυμίζουν σαν μικρές πυγολαμπίδες από μακριά, οι οποίες είχαν
μείνει ακίνητες. Μόλις όμως πήρε στροφή με τα αμάξι έχασε την εικόνα,
ανοιγοκλείνοντας γρήγορα τα μάτια της, με τον Στέλιο να λέει
<<Φτάσαμε>>, βλέποντας μπροστά τους ένα εστιατόριο.

[83]
Μόλις μπήκαν είδαν έναν σερβιτόρο ο οποίος καθόταν μπροστά σε ένα
μικρό υπόβαθρο στην είσοδο, έχοντας κρατημένες τα ραντεβού. Όταν
έδωσε το όνομα του ο Στέλιος ακολούθησαν το σερβιτόρο ο οποίος τους
οδήγησε στο τραπέζι τους. Το τραπέζι τους ήταν στην άκρη με θέα το
κέντρο της Αθήνας. <<Ήμουν σίγουρος ότι θα σου αρέσει η θέα από εδώ.
>> είπε χαμογελώντας, με εκείνη να κουνάει δύο φορές το κεφάλι της.
Τότε ήρθε ο σερβιτόρος, ο οποίος είχε σοβαρό ύφος, φορώντας κομψά
ρούχα, με τα χρώματα να είναι μαύρα άσπρα. Στο δεξί του χέρι είχε μια
πετσέτα η οποία κρεμόταν στον πήχη, καθώς είχε οριζόντια το χέρι του
ώστε να κρεμιέται και στο αριστερά είχε δύο καταλόγους. Όταν τους
έδωσε υποκλίθηκε ελαφρά και στην συνέχεια έφυγε. Η Μαρία έμεινε
έκπληκτη με τα φαγητά, όπου τα περισσότερα ήταν εκλεπτυσμένα που
είδε αλλά πιο πολύ εντύπωση της έκαναν οι τιμές στα φαγητά. <<Στέλιο,
έχεις έρθει ξανά εδώ?>> είπε κοιτάζοντας με προσοχή τον κατάλογο.
-<<Όχι. Για όλα υπάρχει πρώτα φορά.>> είπε με χαμόγελο. <<Γιατί
ρωτάς? Είδες κάτι που να σου αρέσει?>>
-<<Είναι λίγο ιδιαίτερα τα φαγητά μου φαίνεται.>>
-<<Το βλέπω. Διάλεξε όμως όποιο σου αρέσει. Αναλαμβάνω εγώ.>>
απάντησε ο Στέλιος, με την ίδια να μένει έκπληκτη.
-<<Προφανώς θα αστειεύεσαι τώρα?>> είπε με σοβαρό ύφος.
-<<Καθόλου. Εγώ σου πρότεινα να βγούμε σήμερα. Εγώ θα το
αναλάβω.>>
-<<Δεν νομίζω. Φαίνονται πολύ ακριβά όλα εδώ πέρα.>>
-<<Μην ανησυχείς το έχω φροντίσει.>>
-<<Τουλάχιστον αν είναι θα αναλάβω μέρος της δουλειάς σου στο
τμήμα.>>
-<<Έγινε.>> είπε ο Στέλιος και τότε ήρθε πάλι ο σερβιτόρος παίρνοντας
τους την παραγγελία. Μετά την παραγγελία το κλίμα μεταξύ τους άρχισε
να ζεσταίνει πιο πολύ.
Η συζήτηση άνοιξε πάλι μεταξύ τους με μία πρόφαση, καθώς έβλεπε η
Μαρία εντυπωσιασμένη πολλούς πλούσιους ανθρώπους να έρχονται σιγά
σιγά μέσα στο εστιατόριο. Πιο συγκεκριμένα της έκανε εντύπωση το
ύφος που είχανε αλλά και ιδιαίτερα τα ρούχα τους, με τους κυρίους να
έχουν ντυθεί κομψά ντυμένα, κλασσικά με ένα άσπρο πουκάμισο και
απέξω ένα μαύρο ή άσπρο γιλέκο, ενώ μερικοί φορούσαν και γραβάτα.
Ήταν ένα ντύσιμο που είχαν όλοι οι άντρες σχεδόν που έρχονταν.
Αντίθετα, οι κυρίες τους ήταν πιο κομψά ντυμένες. Οι πιο μεγάλες σε

[84]
ηλικία φορούσαν ωραία ευπρεπή ρούχα αλλά οι νεαρές κοπέλες ήταν πιο
ωραία ντυμένες. Η καθεμιά μία ξεχώριζε με το ντύσιμό της και τα
κοσμήματά της τραβώντας την προσοχή εύκολα από κάποιον άντρα.
<<Πολύ περίεργος σου φαίνεται ο χώρος?>> αναρωτήθηκε ο Στέλιος.
-<<Όχι όχι. Απλώς μου κάνει εντύπωση ο κόσμος.>> είπε η Μαρία,
στρέφοντας το βλέμμα της σε μία γυναίκα η οποία ήταν πολύ ωραία
ντυμένη, κοντά στα 30 με γαλανά μάτια και τα ξανθά μαλλιά της να είναι
πιασμένα πάνω. Δίπλα της την συνόδευε ένας άντρας λίγο μεγαλύτερος
της ωραία ντυμένος με μούσι, με εκείνον να μιλάει με τον σερβιτόρο και
να τους οδηγεί στο τραπέζι τους. <<Είναι τόσο όμορφά ντυμένοι όλοι
τους. >>
-<<Έτσι ντύνονται σχεδόν όλοι οι πλούσιοι όταν έρχονται εδώ πέρα.
Και μάλιστα δεν έρχονται μόνο μια φορά αλλά πολλές φορές.>> είπε ο
Στέλιος πίνοντας λίγο από το νερό του.<< Είναι πολλοί τυχεροί. Δεν
έχουν τις έννοιες τις δικές μας, παρά μόνο πως θα ντυθούν ώστε να
δειπνήσουν ή για να βγουν έξω. Δεν χρειάζεται να τρέχουν από εδώ και
από εκεί κάθε μέρα για να δουλέψουν αλλά τα έχουν όλα στο πιάτο. Και
όμως, κοίτα τους πόσο χαρούμενοι είναι. >>
-<<Μακάρι να μπορούσα να φορούσα και εγώ τέτοια ρούχα…>> είπε η
Μαρία θαυμάζοντας ένα άλλο άσπρο φόρεμα με τον Στέλιο να κοιτάει τα
χέρια της, έχοντας τους αγκώνες στο τραπέζι και σταυρωμένα τα χέρια
στα δάχτυλα, με το πηγούνι από πάνω που στήριζαν το πρόσωπο της.
-<<Θα ήθελες να ήσουν και εσύ στην ψηλή κοινωνία?>> ρώτησε με
απορία με την ίδια να τον κοιτάει για λίγο χωρίς να μιλάει.
-<<Οι άνθρωποι αυτοί είναι πλούσιοι και δυνατοί. Όπως είπες έχουν ότι
επιθυμούν, κουνώντας το μικρό τους δαχτυλάκι μόνο. Αλλά όχι, δεν θα
ήθελα να ανήκω σε εκείνη την τάξη. Όσο δύσκολο να είναι να έχεις μια
απλή δουλειά και να δυσκολεύεσαι να τα βγάλεις πέρα, το προτιμώ σε
σχέση με το να είμαι στην θέση τους. Πολλές φορές κάτι κρύβουν αυτοί
οι άνθρωποι που συνδέεται με την δύναμή τους και όλες αυτές τις φορές
δεν είναι και ευχάριστη έκπληξη.>> έλεγε, κοιτώντας όλους γύρω τους
που διασκέδαζαν και μιλούσαν κάτω από την χαλαρή μουσική που
έπαιζε. <<Δεν ξέρω πόσες δολοφονίες, απάτες ή και ότι άλλο μπορεί να
έχουν κάνει, πάντως κάτι πάντα θα κρύβεται από πίσω που εμείς δεν θα
το μάθουμε και μάλλον ποτέ.>> είπε και τότε ήρθε πάλι ο σερβιτόρος με
έναν δίσκο, έχοντας πάνω τα φαγητά και ένα μικρό ασημένιο κουβαδάκι
με πάγο που μέσα βρισκόταν ένα κόκκινο κρασί.
Όπως άρχισε ο Στέλιος να κόβει το κομμάτι κρέας του στο φαγητό, σαν
να άκουσε την φωνή του αρχηγού τους από το τμήμα. Αμέσως γύρισε
προς τα πίσω το κεφάλι του με λίγο φόβο στο πίσω τραπέζι. Το μόνο που

[85]
είδε ήταν μια κυρία από πίσω του και απέναντι της ένας άντρας
καραφλός, ο οποίος δεν έμοιαζε καθόλου με τον αρχηγό τους. Γύρισε πάλι
και συνέχιζε να κόβει το κομμάτι, όμως τώρα η προσοχή του δεν ήταν
εκεί. Σκεφτόταν τα λόγια του όταν ήταν στο τμήμα το προηγούμενο
τμήμα, κάνοντας τον λίγο αγχωμένο και νευρικό. Δεν μπορούσε να
μιλήσει, προσπαθώντας να καταλάβει τι θα συμβεί και αναλύοντας τα
λόγια του ξανά και ξανά στο μυαλό του. Ξαφνικά, η Μαρία τον φώναξε με
εκείνη να γυρνάει προς το μέρος της και κουνώντας απότομα το χέρι του
να ρίχνει το ποτήρι με το νερό στο τραπεζομάντηλο. Ζήτησε συγγνώμη
και με βιαστικές κινήσεις πήρε μια πετσέτα, αρχίζοντας να καθαρίζει με
την Μαρία να τον βοηθάει.
-<<Στέλιο όλα καλά? Φαίνεσαι κάπως νευρικός από το αυτοκίνητο.>>
-<<Ναι. Τίποτα δεν είναι απλώς η ένταση του χώρου.>>
-<<Ποια ένταση του χώρου?>> είπε ρητορική απορώντας με την ακοή
της. <<Το μόνο που ακούω είναι μια χαλαρή μουσική και τους ανθρώπους
κυρίως να μιλάνε μεταξύ τους. Σίγουρα δεν συμβαίνει κάτι?>> τότε
άρχισε να παίζει με τα δάχτυλα του, κοιτώντας την με δισταγμό. >>
-<<Για την ακρίβεια Μαρία δεν σε έφερα μόνο εδώ για ραντεβού.
Ήθελα να συζητήσουμε κάτι σοβαρό που μόνο σε σένα έχω εμπιστοσύνη
και μπορώ να μιλήσω. Υπόσχεσαι ότι δεν θα μιλήσεις?>> είπε,
περιμένοντας πως και πως μια θετική απάντηση με το νευρικό του ύφος,
με εκείνον να ανακουφίζεται μόλις κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
Έπιασε τότε τα χέρια του και άρχισε να τα τρίβει. <<Πριν λίγες μέρες
έτυχε να είχα καθίσει στην δουλειά λίγο παραπάνω. Όπως μάζευα τα
πράγματα μου και πήγα να εκτυπώσω κάτι χαρτιά που χρειαζόμουν
άκουσα, όλος τυχαία τον αρχηγό να μιλάει στο τηλέφωνο για ένα ζήτημα
πολύ σοβαρό. Δεν κατάλαβα πολλά είναι η αλήθεια αλλά μιλούσε για μια
υπόθεση.>>
-<<Και τι περίεργο έχει αυτό? Μπορεί να μιλούσε με τους ανωτέρους
του για κάποια υπόθεση να δώσει αναφορά.>> ρώτησε η Μαρία
προσπαθώντας να καταλάβει τον προβληματισμό του Στέλιου.
-<<Όχι για μια υπόθεση που έχει γίνει αλλά θα γίνει.>> πρόσθεσε με την
Μαρία να τον κοιτάζει με περιέργεια. <<Άκουσα να μιλάει με κάποιον για
κάτι που ανέφερε θα γίνει λέει στο κέντρο της Αθήνας. Δεν ανέφερε
ποιος και τι αλλά το μόνο που κατάλαβα είναι ότι θα το αναλάβει η
αστυνομία. Του είπε μάλιστα να μείνει ήρεμος και ότι θα ξεχαστεί.>>
-<<Όντως δεν ακούγονται φυσιολογικά όλα αυτά… Είσαι σίγουρος ότι
τα άκουσες αυτά?>> ρώτησε η Μαρία, κοιτώντας τον στα μάτια.

[86]
-<<Ναι. Είμαι σίγουρος για κάθε λέξη…Κάτι δεν μου κολλάει Μαρία.
Στην υπόθεση με τον καφέ ο αρχηγός μας είπε να αφήσουμε την
υπόθεση. Στην δεύτερη υπόθεση μου είπαν δύο αστυνομικοί από εντολή
του αρχηγού να κάνω το ίδιο. Έκατσα και το σκέφτηκα. Δεν μου
φαίνεται τόσο φυσιολογική η αντίδρασή του τόσο λογική.>> είπε με την
Μαρία να είχε χαθεί λίγο στις σκέψεις της.
-<<Ξέρεις…>> για λίγο σκέφτηκε να του πει τα πάντα για τον Τομ και τι
έχουν βρει. Σκέφτηκε όμως και τα λόγια του, να μην πει τίποτα σε
κανέναν. Δεν είχε άδικο ο Τομ. Δεν ήξερες που μπορεί να έχεις
εμπιστοσύνη. <<Ξέρεις πότε θα γίνει?>>
-<<Αν δεν κάνω λάθος αύριο θα γίνει και υποθέτω το πρωί. Μπορώ να
μάθω που ακριβώς από κάποιον φίλο που ανέλαβε εντολή να πάει κέντρο
αύριο από τον αρχηγό για περιπολία. Σκέφτομαι μήπως τον έστειλε ώστε
να υπάρχει ήδη αστυνομία κοντά στο συμβάν.>>
-<<Ωραία. Πάμε τότε το πρωί να το διερευνήσουμε μαζί αν είναι.>> είπε
η Μαρία με τον Στέλιο να την κοιτάει με ένα ερώτημα.
-<<Λες αυτά τα γεγονότα να συνδέονται μεταξύ τους?>>
-<<Μπορεί ναι, μπορεί και όχι.>> είπε η Μαρία ανασηκώνοντας τους
ώμους της σαν να μην ήξερε. Όμως στο πίσω μέρος του μυαλό της είχε τα
στοιχεία που της είχε δείξει ο Τομ. <<Πάντως ξέρω ότι εμείς δεν είμαστε
τα κατάλληλα άτομα να ασχολούμαστε με τέτοιες υποθέσεις. Είναι πολύ
μπλέξιμο.>>
-<<Και αν δεν είμαι εγώ που είμαι αστυνόμος τότε ποιος είναι?>>
ρώτησε έκπληκτος ο Στέλιος έχοντας θυμώσει.
-<<Κάποιοι που μάλλον σκέπτονται ένα βήμα πιο μπροστά από τα
γεγονότα χωρίς να τους καταλαβαίνουμε.>> είπε η Μαρία με τον Στέλιο
να μην μπορεί να την καταλάβει.

[87]
Κεφάλαιο 20 Υπόθεση αυτοκίνητο.
Τα πάντα είχαν σκοτεινιάσει. Ξαφνικά, ένα παιδί άρχισε να τρέχει μέσα
στο σκοτάδι ανάμεσα σε σπίτια. Δεν μιλούσε. Φαινόταν τρομοκρατημένο
και φοβισμένο μα ούτε έκλαιγε. Δεν είχε χρόνο να κάνει τίποτα παρά
μόνο να τρέξει και να τρέξει, όσο μακριά δεν πάει άλλο. Που ήθελε να
πάει άραγε? Κανείς δεν ήξερε, ούτε και εκείνο που έτρεχε μα του μόνο
που ήθελε ήταν να απομακρυνθεί από εκεί που άκουσε τον δυνατό ήχο,
το μπαμ. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα γρήγορα βήματα του που
έτρεχε μέσα στους δρόμους, όπου χτυπούσε με δύναμη τις λακκούβες με
το νερό. Έβλεπε αριστερά και δεξιά μα κανείς δεν ήταν κοντά, κανένας
δεν τον ακολουθούσε μα μόνο μερικά φώτα ενός σπιτιού, έχοντας
φτάσει σε ένα στενάκι. Εκεί είχε ένα σκουπιδοτενεκέ με μάλιστα τις
σακούλες με τα σκουπίδια να είχαν γεμίσει τον σκουπιδοτενεκέ και να
είναι στο πάτωμα. Κοντά είχε και ένα πάπλωμα, σκισμένο σε πολλά
σημεία. Μόλις στάθηκε άρχισε να ανασαίνει βαριά, προσπαθώντας να
ανακτήσει τις δυνάμεις του. Ένιωθε ένα πόνο στα στήθη του όπως
ανέπνεε, κλείνοντας λίγο τα μάτια του. Μόλις τα άνοιξε πάλι είδε το
πάπλωμα πιο πέρα και το πήρε, φέρνοντας το κοντά στα σκουπίδια.
Μάζεψε μερικές σακούλες κοντά του και τις έβαλε κοντά στον τενεκέ. Το
κρύο ήταν πολύ. Άρχισε να τρίβει τα χέρια του και τα φυσούσε,
βλέποντας την ανάσα του που γινόταν άχνα, με τα δόντια του να
ακούγονται που έτρεμε από το κρύο. Δεν μπορούσε όμως να κοιμηθεί. Ο
φόβος και το άγχος κυριαρχούσαν μέσα του. <<Τι έγινε?!>> ήταν η
ερώτηση που τον είχε κατακλύσει. Όμως, όσο και να προσπαθούσε δεν
μπορούσε να παραμείνει ξύπνιος, μέχρι που μετά από λίγο τον πήρε ο
ύπνος.
Κάποια στιγμή πετάχτηκε το βράδυ, σαν να νόμιζε ότι κάποιος τον είχε
βρει, μήπως ο άντρας με το πιστόλι. Όχι, ήταν μια γάτα που είχε ανεβεί
στον σκουπιδοτενεκέ και έψαχνε τα σκουπίδια για κάποιο ψάρι. Την
κοίταξε στα μάτια με εκείνη μόλις τον είδε για λίγο να φεύγει,
αρπάζοντας ένα ψάρι, με το παιδί να πέφτει πάλι για ύπνο. Ξαφνικά
πετάχτηκε και πάλι. Το βράδυ είχε φύγει και το πρωί ήρθε πάλι,
βλέποντας μερικούς άντρες να βρίσκονται μπροστά του. Τότε ένας
άντρας ήρθε από πίσω του. Φορούσε ένα μαύρο καπέλο και είχε μια
μικρή κοτσίδα από πίσω. Ήταν ο Στέφαν πιο νεαρός όμως. <<Ξύπνησες
μικρέ. Καλή κρυψώνα βρήκες.>> είπε με χαμόγελο και του έδωσε το χέρι.
Τότε ο Τομ άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε γύρω του. Βρισκόταν στο
κρεβάτι του, με το φως να περνάει μέσα από το παντζούρι. Το ξυπνητήρι
άρχισε να χτυπάει και εκείνος με μία απότομη κίνηση με το του χέρι το
έκλεισε. Σήκωσε το χέρι του ψηλά και κοίταξε λίγο προς το ταβάνι, λες
και βρισκόταν κάποιος από πάνω του.

[88]
Σχημάτισε ένα μπιστόλι και έκλεισε το ένα του μάτι, λες και σημάδευε
κάποιον, έναν αόρατο εχθρό. Έτοιμος ήταν να πατήσει την σκανδάλη
αλλά δίστασε, δεν μπόρεσε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε προς την
τουαλέτα για να κάνει ένα μπάνιο, προσπαθώντας να ξυπνήσει το
κουρασμένο του σώμα. Μόλις τελείωσε το μπάνιο πήγε στην κουζίνα και
άρχισε να τρώει λίγο ψωμί με βούτυρο. Είχε σηκωθεί πιο νωρίς από τις
άλλες φορές και τώρα είχε πιο πολύ χρόνο. Όπως τελείωνε την δεύτερη
φέτα του ψωμιού άρχισε να χτυπάει το κινητό του στο σαλόνι αλλά όταν
πήγε δεν το πρόλαβε και δεν χτυπούσε άλλο. Μόλις το άνοιξε πάγωσε.
Είδε δέκα κλήσεις από την Μαρία. Έτριψε λίγο τα μάτια του μήπως δεν
έβλεπε καλά. Σκέφτηκε ότι θα ήταν κάτι πολύ σημαντικό και πήγε να την
καλέσει ο ίδιος αλλά πριν πατήσει το κουμπί άρχισε να χτυπάει πάλι το
κινητό του. <<Καλημέρα.>> είπε ο Τομ και χασμουρήθηκε ελαφριά.
-<<ΕΛΑ ΓΡΗΓΟΡΑ ΣΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΊΟ ΧΊΛΤΟΝ.>> είπε η Μαρία δυνατά
στο τηλέφωνο.
-<<Μα καλά, τι έγινε πρωί πρωί?>> απόρησε ο Τομ.
-<<Μην χάσεις χρόνο. Έλα όσο μπορείς πιο σύντομα. Είμαι σίγουρη θα
γίνει και τρίτη δολοφονία.>> είπε η αστυνομικός και ξαφνικά το μάτι
του Τομ άνοιξε. Μάζεψε γρήγορα μερικά βιβλία του και αφού έβαλε την
τσάντα στο ένα του χέρι άρχισε να τρέχει τόσο γρήγορα, με τον Βέρντε
να είχε κοκκαλώσει.
Έτρεξε γρήγορα κάτω από τις σκάλες και βγήκε γρήγορα στην είσοδο. Η
γιαγιά ήταν όπως κάθε πρωί στην είσοδο και τον χαιρέτησε, με εκείνον
να την χαιρετάει γρήγορα και να αρχίζει να τρέχει. Όπως έτρεχε δεν
κοιτούσε τίποτα άλλο πέρα από τον δρόμο. <<Τομ!!>> άκουσε κάποιος να
φωνάζει το όνομά του. Ήταν ο Γιάννης ο οποίος ήταν στο απέναντι
πεζοδρόμιο χωρίς να τον παρατηρεί ο Τομ. <<Μα καλά, τι έπαθες και
τρέχεις έτσι?!>> ρώτησε έκπληκτος. <<Πως και δεν πας στον Ιταλό για
καφέ?>>
-<<Με κάλεσε η Μαρία. Μου είπε να πάω στο Χίλτον γιατί θα συμβεί και
άλλη δολοφονία.>> είπε ο Τομ με τον Γιάννη να μένει έκπληκτος. <<Τι
μένεις ακίνητος. Πάμε!! >> φώναξε ο Τομ με τον Γιάννη να τον
ακολουθεί.
Η Μαρία ήταν έξω από το αυτοκίνητό της έχοντας κλείσει το τηλέφωνο
μόλις ερχόταν ο Στέλιος κοντά της. Κρατούσε δύο καφέδες όπως ερχόταν
κοντά της, δίνοντας της τον ένα. <<Λες να συμβεί κάτι τώρα? Φαίνεται
πολύ ήσυχα το ξενοδοχείο.>> είπε ο αστυνόμος.
-<<Ας ελπίσουμε ότι έτσι θα κυλλήσει όλη η μέρα.>> είπε η Μαρία
πίνοντας τον καφέ της. <<Πάντως πρέπει να φύγεις. >>

[89]
-<<Γιατί? Καλά καλά δεν έχουμε καθίσει εδώ ούτε και μία ώρα.>>
-<<Θα κάτσω εγώ μην ανησυχείς. Αν καθίσουμε και οι δύο θα φανεί πιο
περίεργο ακόμη στον αρχηγό το πως δύο αστυνόμοι που δεν έστειλε εδώ
και μάλιστα ανέλαβαν δύο προηγούμενα περιστατικά, βρέθηκαν έξω από
το ξενοδοχείο. >>
-<<Όντως έχεις δίκιο… Και εσύ πως θα τα μπαλώσεις?>>
-<<Ξέρεις ο αρχηγός ότι έχω μια ξαδέρφη η οποία μένει εδώ κοντά. Θα
του πω ότι έμεινα μαζί της το βράδυ μην ανησυχείς.
-<<Και αν γίνει κάτι τελικά? Αν αρχίζουν να πέφτουν μπιστολιές?>>
είπε με ανησυχία ο Στέλιος.
-<<Δεν νομίζω. Αν ο δολοφόνος έχει συγκεκριμένο θύμα θα σκοτώσει
μόνο αυτό. Ξέρω πως να προστατευτώ.>> είπε και του χαμογέλασε με
εκείνον να χαμογελάει και να πηγαίνει στο αμάξι του. <<Να προσέχεις!>>
της είπε και μπήκε μέσα, πηγαίνοντας προς το τμήμα με εκείνη να τον
χαιρετάει και να κοιτάει πάλι το ξενοδοχείο. Κοιτούσε το ξενοδοχείο
πίνοντας τον καφέ της. Έβλεπε ανθρώπους με καλό ντύσιμο να μπαίνουν
μέσα στο ξενοδοχείο και να βγαίνουν, με τους δύο πορτιέρηδες να είναι
στην διάθεσή τους για οτιδήποτε χρειαστούν. Άλλοι ήταν από άλλη χώρα
ενώ μερικοί είχαν περίεργα ντυσίματα, όπως ένα μοντέλο με κομψό
ντύσιμο, φορώντας μαύρα γυαλιά και έχοντας ένα ντύσιμο που σου
θύμιζε την πασαρέλα. Στο χέρι της κρατούσε ένα λουρί που είχε δεμένο
ένα σκυλάκι, ενώ από πίσω της από το μεγάλο αυτοκίνητο βγήκαν και
δύο μπράβοι και την βοήθησαν να ανεβεί τα σκαλιά, καθώς εκείνη
φορούσε ψηλά τακούνια.
Η ώρα περνούσε και ο ήλιος είχε σχεδόν ανατείλει όλος, έχοντας φύγει
το πρωινό κρύο του χειμώνα. Τα αυτοκίνητα είχαν γίνει τόσα πολλά που
η κίνηση στους δρόμους είχε γίνει λίγο πιο αργή, αλλά για καλή τους
τύχη υπήρχε ένας τροχονόμος ο οποίος ρύθμιζε την κυκλοφορία. Τότε
είδε πιο μακριά της δύο περιπολικά να έρχονται και να σταθμεύουν πολύ
πιο μακριά από το ξενοδοχείο. Οι αστυνομικοί δεν είχαν βγει αλλά
κατάλαβε ότι κάτι δεν θα πάει καλά, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του
Στέλιου. Ξαφνικά, όπως έφτασαν οι συνάδελφοί της, είδε να
κατακλύζουν και την είσοδο διάφοροι δημοσιογράφοι, με τις μεγάλες
κάμερες από πίσω τους και τους ίδιους να κρατούν τα μικρόφωνά τους,
φέρνοντάς τα μπροστά μπροστά. Απόρησε για λίγο τι είχε συμβεί, με
τους πορτιέρηδες να είχαν κλείσει την είσοδο και να μην τους αφήνουν
να μπουν, όμως με εκείνους να πιέζουν. Η ίδια έκανε μερικά βήματα πιο
μπροστά, έχοντας απορία να δει ποιος ήταν.

[90]
Τότε βγήκαν μερικοί μπράβοι μέσα από την πόρτα, τέσσερις ψηλοί
άντρες με μαύρα ρούχα και καλά γυμνασμένοι. Από πίσω τους
εμφανίστηκε μία βουλευτής της κυβέρνησης, η οποία μόλις βγήκε από το
ξενοδοχείο χαμογέλασε και άρχισε να μιλάει στους δημοσιογράφους.
<<ΜΑΡΊΑ!!>> άκουσε κάποιος να την φωνάζει από μακριά. Μόλις κοίταξε
από πίσω της είδε τον Τομ να είχε περάσει στο φανάρι και να τρέχει προς
το μέρος της με τον Γιάννη από πίσω του. Όταν έφτασαν έπιασαν και οι
δύο τα γόνατά τους και άρχισαν να λαχανιάζουν. Δυο μπορούσαν να
μιλήσει κανένας από τους δύο, παίρνοντας πολλές ανάσες.
Όταν σήκωσε ο Τομ το κεφάλι του είδε τους δημοσιογράφους να είναι
μπροστά από το ξενοδοχείο και να έχουν κρύψει την είσοδο.
<<Αργήσαμε?>> ρώτησε ο Τομ ανήσυχος, μην έχοντας ακόμα σηκωθεί.
-<<Όχι. Είναι η κυρία Βασιλείου. Βουλευτής της κυβέρνησης από πολύ
παλιά σε αυτό το κόμμα. Έλειπε για κάποιο διάστημα στο εξωτερικό και
επίστρεψε πάλι μετά από καιρό. Είχε πάει να επισκεφθεί τα εγγόνια της
στην Γαλλία αλλά και για να τακτοποιήσει κάποιες σοβαρές δουλειές και
έπρεπε να λείψει.>> είπε η Μαρία με τον Γιάννη να έχει σηκωθεί.
-<<Δηλαδή τσάμπα ήρθαμε?>> ρώτησε εκνευρισμένος ο Γιάννης.
-<<Όχι. Δες πίσω σου.>> είπε η Μαρία με τον Γιάννη και τον Τομ να
βλέπουν δύο περιπολικά της αστυνομίας να έχουν σταθμεύσει πιο
μακριά. <<Αυτά τα δύο περιπολικά ήρθαν προ ολίγου. Ο άνθρωπος που
μου έδωσε την πληροφορία μου είπε ότι θα έρθουν αστυνομικοί.>>
-<<Και που σχετίζεται αυτό?>> ρώτησε, χωρίς να δείχνει ενδιαφέρον.
-<<Είναι απλό Γιάννη. Όταν φέρνεις εγκαίρως αστυνομία στον τόπο
του εγκλήματος, δεν δίνεις την δυνατότητα σε κανέναν να πλησιάσει
στο σημείο. Έτσι θα έχει την δυνατότητα να μην ψάξει κανείς παραπάνω
ότι συμβεί.>> είπε ο Τομ και κοίταξε το ξενοδοχείο. <<Να έχετε τα μάτια
σας δεκατέσσερα. >> πρόσθεσε και με την Μαρία και τον φίλο του να
κοιτάζουν το ξενοδοχείο.
Η βουλευτής τελείωσε με τους δημοσιογράφους και άρχισε να
περπατάει προς τα κάτω, με τους μπράβους να προσπαθούν να κάνουν
χώρο από αριστερά και δεξιά ώστε να περάσει. Μόλις κατέβηκε τα
σκαλιά την περίμενε ένα μεγάλο, μαύρο αμάξι. Τότε βγήκε ο οδηγός από
μέσα και της άνοιξε την πόρτα από πίσω να καθίσει και με τους
μπράβους να κάθονται στο πίσω αμάξι. Οι δημοσιογράφοι είχαν
σταματήσει να την κυνηγάνε μόλις έκλεισε την πόρτα της, με το αμάξι να
απομακρύνεται από το σημείο.
Ξαφνικά, έπιασε η μηχανή μπροστά του αμαξιού της που βρισκόταν, με
τον οδηγό να σταματάει και όλους να κοιτάζουν έκπληκτοι. Ο οδηγός

[91]
τότε βγήκε γρήγορα από το αμάξι του και πήγε να βγάλει την βουλευτή
έξω, με τους μπράβους να κάνουν το ίδιο. Μόλις όμως πήγε από πίσω από
το αμάξι τότε ξαφνικά ανατινάχθηκε, παρασύροντας τους όλους προς τα
πίσω, με τον οδηγό να χτυπάει με δύναμη στο αμάξι με τους μπράβους να
πέφτουν με δύναμη στο έδαφος. Το αμάξι είχε γύρει προς την δεξιά
πλευρά, κάνοντας αδύνατη την έξοδο της. Όλοι ήταν σοκαρισμένη.
Δημοσιογράφοι, οι πολίτες γύρω, οι πορτιέρηδες του ξενοδοχείου. Όλοι
βγήκαν να δουν τι συνέβη, με τον Γιάννη και την Μαρία να είχαν μείνει
με το στόμα ανοιχτό. Μόλις ακούστηκε το μπαμ, τα δύο περιπολικά
έβαλαν τις σειρήνες τους και πήγαν γρήγορα προς το σημείο
<<Αυτός είναι!!>> φώναξε ο Τομ με την Μαρία να ξαφνιάζεται. Τότε
τους έδειξε έναν άντρα ο οποίος δεν ήταν πολύ μακριά από το
ξενοδοχείο, ο οποίος φαινόταν κάτι σαν να κρατούσε κάτω από το παλτό
του. Το πρόσωπο του δεν φαινόταν καθαρά, λόγω του καπνού από την
φλόγα που ξέσπασε. Τότε έσκυψε και άφησε ένα τριαντάφυλλο,
φεύγοντας σιγά σιγά. <<Μαρία Γιάννη μπείτε στο αμάξι!>> είπε και
μπήκαν γρήγορα στο αμάξι, με τον Γιάννη και τον ίδιο να κάθονται από
πίσω. Τότε έβαλε γρήγορα μπρος την μηχανή και άρχισε να πηγαίνει
κοντά του. Ο άντρας είδε τα περιπολικά να έρχονται προς το μέρος του
και μπήκε σε ένα αμάξι, φεύγοντας γρήγορα από το σημείο. Μόλις
κοίταξε από πίσω του από τον καθρέπτη είδε ξαφνικά ένα αμάξι να τον
ακολουθεί. Δεν έδωσε στην αρχή μεγάλη σημασία και έστριψε, με
εκείνον να τον ακολουθεί πάλι. Τότε κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά
και πάτησε με δύναμη το γκάζι, με εκείνο να το ακολουθεί και πάλι.
<<Μαρία πάτα το!!>> φώναξε ο Τομ, με εκείνη να το πατάει, μην
θέλοντας να τον αφήσει να ξεφύγει. Ένας αγώνας κυνηγητού είχε
ξεσπάσει ανάμεσα τους, με τον άντρα να κάνει γρήγορες προσπεράσεις
ανάμεσα από τα αυτοκίνητα, αλλά αυτό να μην δυσκολεύει την Μαρία.
Τα δύο αμάξια πήγαιναν αριστερά και δεξιά σαν ένα φίδι, με την Μαρία
να είχε εστιάσει όλη της την προσοχή στον μπροστινό της. Ο Τομ και ο
Γιάννης από πίσω προσπαθούσαν να κρατηθούν από κάπου αλλά ήταν
πολύ δύσκολο. Οι δυο τους είχαν λίγο φρικάρει και να προσπαθούν να
σταθούν, με το κυνηγητό δεν είχε τέλος. Ο μπροστινός για να τους χάσει
άρχισε να κάνει προσπεράσεις και στα αμάξι από το αντίθετο ρεύμα.
<<Ακολούθα τον!>> είπε ο Τομ με τον Γιάννη να είχε φρικάρει εντελώς.
<<Είσαι τρελός?!>> φώναξε μα ήταν αργά. Η Μαρία έβαλε τέταρτή
ταχύτητα και άρχισε να τον ακολουθεί παίρνοντας τα αυτοκίνητα, και
τους οδηγούς να τους κορνάρουν. Ο άντρας είδε ότι δεν μπορούσε να της
ξεφύγει με τίποτα και πήρε μια απότομή στροφή, ενώ ήρθε πάλι στο
κανονικό ρεύμα, με την Μαρία να κάνει το ίδιο και τον Τομ να πέφτει
πάνω στο Γιάννη. Όταν έφτασαν στον καινούριο δρόμο ο ήρθε πιο
μπροστά και κοίταξε καλά τον δρόμο. <<Το ξέρω το μέρος Μαρία. Ακουσέ

[92]
με. Στα τριακόσια μέτρα γίνονται έργα σε δύο σημεία. Ένα μπροστά και
ένα από δεξιά μας. >>
-<<Και που κολλάει αυτό?>> ρώτησε η Μαρία, μην χάνοντας την
προσοχή της.
-<<Χαμήλωσε ταχύτητα για λίγο.>>
-<<Τρελάθηκες?! Έτσι θα τον χάσουμε!>> φώναξε η Μαρία.
-<<Μην ανησυχείς. Έχω σχέδιο.>> είπε με την Μαρία να διστάζει λίγο
αλλά τον εμπιστεύτηκε. Τότε ο Τομ πήγε προς το δεξιό μέρος του αμαξιού
και μόλις η Μαρία χαμήλωσε πολύ ταχύτητα ο Τομ πήδηξε έξω, κάνοντας
μερικές τούμπες στην άσφαλτο. Ο άντρας μόλις το είδε αυτό χάρηκε και
πάτησε ακόμα πιο πολύ το γκάζι, μεγαλώνοντας την απόσταση ανάμεσα
τους.
Μόλις τον είδε ο Τομ, τότε άρχισε να τρέχει προς τον άλλον δρόμο, με
τους περαστικούς να κοιτάζουν έκπληκτοι τον νεαρό. Τότε πήγε
γρήγορα στον άλλον δρόμο και άρχισε να μεταφέρει δύο μεγάλους
κάδους απορριμμάτων. Ευτυχώς ο δρόμος δεν ήταν μεγάλος και με δύο
κάδους κατάφερε να τον κλείσει. Μόλις έβαλε τον δεύτερο κάδο είδε το
αμάξι να έρχεται προς το μέρος του. Ο οδηγός δεν έβλεπε από μακριά τι
υπήρχε, αλλά κατάλαβε ότι κάτι έχει μπλοκάρει τον δρόμο. Όμως, για
κακή του τύχη τα αμάξια αριστερά και δεξιά ήταν παρκαρισμένα και
στις άκρες όπου έκαναν δύσκολο να στρίψει. Μόλις είδε τους κάδους
άρχισε να χαμηλώνει ταχύτητα με τον Τομ να σφίγγει χαρούμενα την
γροθιά του.
Ξαφνικά, βγήκε ένα χέρι από την θέση του οδηγού. Δεν κατάλαβε τι
κρατούσε μα κάτι πέταξε προς τους κάδους. Μόλις έφτασε μπροστά στον
Τομ τότε κατάλαβε τι ήταν. Ξαφνικά έσκασε μπροστά του κάνοντας
θολό το τοπίο. Ήταν μια βόμβα καπνού, η οποία έσκασε με δύναμη και
έκανε αδύνατον τον Τομ να δει μπροστά του. Κάλυψε το πρόσωπο του με
την μπλούζα του και άρχισε να βήχει. Όσο μπορούσε έκανε μερικά
βήματα προς τα πίσω στους κάδους, περιμένοντας να καθαρίσει το
τοπίο. Καθάρισε για λίγο μπροστά του αλλά οι καπνοί είχαν πάει προς τα
πίσω, έχοντας κρύψει τώρα το αυτοκίνητο της Μαρίας. Τότε άνοιξε την
πόρτα του οδηγού, με τον ίδιο να είχε εξαφανιστεί, και με τον Τομ να
χτυπάει με δύναμη το χέρι του στο αμάξι. Μετά από λίγο, όταν καθάρισε
το τοπίο βγήκε ο Γιάννης και η Μαρία και πήγαν να δουν και εκείνοι,
χωρίς όμως να δουν κανέναν στην θέση του οδηγού και τον Τομ να
κοιτάει με σκυμμένο το κεφάλι. Ήξερε ότι του είχε ξεφύγει και να έτρεχε
να τον κυνηγήσει, δεν ήξερε που είχε πάει.

[93]
Κεφάλαιο 21 Πάλι στο τμήμα.
Αργότερα μαζεύτηκαν στο ξενοδοχείο περισσότερα περιπολικά,
βάζοντας κίτρινες κορδέλες γύρω γύρω από το χώρο του δυστυχήματος.
Είχε επικρατήσει μεγάλη βαβούρα έξω από τις πόρτες, με τους
δημοσιογράφους να κατακλύζουν όλοι την περίμετρο και τα συνεργεία,
για να πάρει κάποιος πρώτος την είσοδο. Οι τροχονόμοι είχαν σταθεί
στις δύο άκρες του δρόμου, εμποδίζοντας την όποια έλευση οχήματος
από εκείνο το σημείο ενώ είχε έρθει και η πυροσβεστική γρήγορα στο
σημείο προκειμένου να σβήσει την φωτιά. Η φωτιά κατάφερε να σβήσει
έγκαιρα, αν και οι φλόγες τώρα είχαν σκοτεινιάσει όλο το σημείο. Μόλις
άρχισαν οι πυροσβέστες με λοστούς και ειδικά μηχανήματα να
προσπαθούν να ανοίξουν το αμάξι, οι δημοσιογράφοι άρχισαν την
ζωντανή μετάδοση, πιάνοντας όλο τον χώρο κυκλικά, με τον κόσμο
βρίσκετε από πίσω τους και να βλέπει συγκλονισμένος το συμβάν.
Οι πυροσβέστες προσπαθούσαν να σηκώσουν το αυτοκίνητο μα ήταν
πολύ δύσκολο, καθώς η φωτιά δεν είχε ακόμα σβήσει εντελώς. Πολλά
μάλιστα σημεία του αυτοκινήτου είχαν κολλήσει στην άσφαλτο,
κάνοντας ακόμα πιο δύσκολο το έργο τους. Ωστόσο, έχοντας περάσει
τρεις ώρες κατάφεραν να ανοίξουν την πόρτα του οδηγού οι
πυροσβέστες, με αποτέλεσμα να βγαίνει ένας κατάμαυρος καπνός. Ένας
είχε πιάσει την μάνικα και άρχισε να ρίχνει μέσα προκειμένου να σβήσει
τον καπνό. Όμως ήταν ήδη πολύ αργά αν και το ήξεραν και οι ίδιοι. Η
γυναίκα ήταν νεκρή, με το μόνο που να βρίσκουν είναι μία
απανθρακωμένη σωρός, όπου δυσκολευόσουν να αναγνωρίσεις την
γυναίκα. Μόλις ο πυροσβέστης την είδε, έβγαλε από το αυτοκίνητο
κάνοντας ένα καταφατικό νόημα, με τους συγγενείς της να ξεσπούν σε
κλάματα. Η κόρη της είχε πιάσει την μπλούζα σφιχτά του άντρα της και
άρχισε να κλαίει, με τον ίδιο να την αγκαλιάζει και να την κρατάει
σφιχτά. Όπως ήταν σίγουρο ο φακός έπιασε εκείνη την στιγμή, όπως την
στιγμή του πυροσβέστη, με την είδηση να αρχίζει να παίζει σε όλα τα
κανάλια.
-<<Η Ιωάννα Βασιλείου, ετών 65, βρέθηκε νεκρή σε ένα τρομερό
δυστύχημα. Η κυρία Βασιλείου είχε επιστρέψει από την Γαλλία καθώς
έπρεπε να διευθετήσει σημαντικά ζητήματα μεταξύ των δύο χωρών, ενώ
παράλληλα είχε πάει να επισκεφθεί και τον γιο της ο οποίος είναι
μόνιμος κάτοικος Γαλλίας. Ωστόσο, επίστρεψε σήμερα προκειμένου να
γιορτάσει την εξηντακοστά πέμπτα γενέθλιά της όπου θα τα γιόρταζε σε
στενό οικογενειακό κύκλο, όμως από ότι φαίνεται η μοίρα της επιφύλαξε
άλλα σχέδια. Η αστυνομία έχει βάλει σε προτεραιότητα προσωπικά το
ζήτημα, ώστε να διαλευκάνει την υπόθεση το προς προκλήθηκε το
μοιραίο δυστύχημα. Η ίδια μάλιστα κάνει λόγω για τεχνικές βλάβες μέχρι
στιγμής, ενώ δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να υπήρχε και εκρηκτικός

[94]
μηχανισμός. Όλη η Ελλάδα περιμένει με ανυπομονησία να μάθει τι
προκάλεσε αυτό το γεγονός. Μείνετε συντονισμένοι στο κανάλι του->>
είπε η δημοσιογράφος με τον αρχηγό της αστυνομίας να κλείνει το
κινητό του, όπου είχε βάλει την είδηση, δείχνοντας την στην Μαρία.
Είχε φτάσει το απόγευμα με την είδηση να μην σταματάει να παίζει στα
κανάλια. Η Μαρία βρισκόταν στο τμήμα και μάλιστα στην αίθουσα όπου
είχε πάρει την ανάκριση του Τομ, όταν ήταν η υπόθεση με τον κύριο
Γυφτάκη. Ο αστυνομικός τώρα καθόταν στην καρέκλα όπου εκείνη
καθόταν την προηγούμενη φορά, έχοντας τώρα κλείσει το κινητό του.
-<<Συνάδελφοι μου ανέφεραν ότι βρισκόσουν σε εκείνο το σημείο. Σε
είδαν να κάθεσαι για λίγο πριν γίνει το συμβάν. Πως και βρέθηκες
εκεί?>> ρώτησε ο αρχηγός με ένα σοβαρό ύφος, περιμένοντας μια
απάντηση και την Μαρία να είναι ψύχραιμη.
-<<Κάθε μέρα κύριε περνάω από εκεί. Είναι συνηθισμένο μέρος που
κάθομαι. Συνήθως μπορεί να πάω να πιώ τον καφέ μου σε κάποια
καφετέρια αλλά σήμερα δεν μπορούσα. Ήξερα ότι αν κάτσω παραπάνω
θα αργούσα στην δουλειά και έτσι αποφάσισα να πάρω τον καφέ στο
χέρι. Ωστόσο, είδα ότι είχα παραπάνω χρόνο και αποφάσισα να καθίσω
να απολαύσω ήρεμα έξω από το ξενοδοχείο.>> είπε η Μαρία με ήρεμο
βλέμμα, κοιτάζοντας τον μια εκείνον και μία το φως από πάνω.
-<<Μάλιστα… Και τι είδες ακριβώς ?>>
-<<Σας είπα και πριν. Όπως έπινα τον καφέ μου είδα ξαφνικά το
αυτοκίνητο να τυλίγεται στις φλόγες και με τον οδηγό να βγαίνει
γρήγορα έξω. Μόλις όμως βγήκε, λίγα δευτερόλεπτα αργότερα
ακούστηκε ένας δυνατός ήχος. Τότε είδα να είχε εκραγεί το αυτοκίνητο
της κυρίας Βασιλείου. Ήταν πολύ περίεργο.>>
-<<Και μετά τι έγινε? Οι συνάδελφοί σου μου ανέφεραν ότι έφυγες
βιαστικά από εκείνο το σημείο. Πως και έτσι?>>
-<< Δεν ξέρω. Μου ήρθε σαν σκέψη στο μυαλό. Φοβήθηκα πολύ εκείνη
την στιγμή ότι κάτι πολύ κακό θα συμβεί και σκέφτηκα να φύγω.>>
-<<Κακώς!>> φώναξε ο αρχηγός της. <<Σε τέτοιες περιπτώσεις έπρεπε
να με καλέσεις και να μείνεις στο σημείο.>>
-<<Μα βρίσκονταν ήδη συνάδελφοί μας στο σημείο κύριε.>>
-<<Δεν έχει σημασία. Ήμασταν πολύ τυχεροί όπου βρέθηκαν εκεί. Αν
δεν βρίσκονταν τι θα γινόταν? Ποιος θα κρατούσε το πλήθος ήρεμο όπου
βρισκόταν έξω από το ξενοδοχείο?!>> είπε μα η Μαρία δεν μίλησε. Ο
αρχηγός της την είδε που είχε καταπιεί την γλώσσα της από τον φόβο
της και έκατσε πάλι στην καρέκλα, με τον ίδιο να χαλαρώνει λίγο το

[95]
σώμα του. <<Τουλάχιστον είδες τίποτα περίεργο?>> ρώτησε την Μαρία
με εκείνη να κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. Τότε ο ίδιος έβαλε το χέρι
στο πηγούνι του και σκέφτηκε για λίγο, με την ησυχία να επικρατεί για
λίγα λεπτά.
Ξαφνικά ακούστηκε να χτυπάει κάποιος την πόρτα, με τον Στέλιο να
εμφανίζεται και μάλιστα βιαστικός. <<Κύριε συγγνώμη για την
ενόχληση. Έχουν έρθει έξω κάποιοι δημοσιογράφοι. Θέλουν να πείτε
κάποια πράγματα σχετικά με την εξέλιξη της υπόθεσης σήμερα.>>
-<<Εντάξει. Πές τους ότι έρχομαι τώρα.>> είπε ο αρχηγός και
σηκώθηκε, με τον Στέλιο να φεύγει. Τότε άρχισε να μαζεύει τα πράγματα
του και με την Μαρία να κάθεται ακόμα στην καρέκλα και να σκέφτεται
κάτι.
-<<Κύριε τι έχετε να πείτε για αυτό που είπε η δημοσιογράφος?>>
ρώτησε η αστυνόμος με ένα σκεπτικό ύφος.
-<<Για ποιο πράγμα λες ακριβώς?>>
-<<Ανέφερε ότι το περιστατικό μπορεί να οφείλεται σε τεχνικά
προβλήματα ή ακόμη και σε εκρηχτικό μηχανισμό. Λέτε να ήθελαν να
την σκοτώσουν?>>
-<<Δεν ξέρω αλλά δεν νομίζω. Η βουλευτής δεν είχε καμία έχθρα με
κάποιον, από όσο ξέρω πάντως δεν είχε φτάσει στα αυτιά μου τίποτα.
Είμαι σίγουρος ότι αυτό θα οφείλεται σε τεχνικό λάθος μάλλον. Αυτό θα
μας το διαλευκάνουν πάντως οι εμπειρογνώμονες.>> είπε και έφυγε με
γρήγορο βήμα από την αίθουσα.
Η Μαρία τον κοίταξε και κατάλαβε ότι κάτι έκρυβε. Φάνηκε από το
πόσο γρήγορα το είπε, με εκείνη να φεύγει προς τα έξω. Έξω την
περίμενε ο Στέλιος, ο οποίος περίμενε με ανυπομονησία να της μιλήσει.
<<Τι σου είπε? Να φανταστώ ότι όλο αυτό ήταν τυχαίο θα σου
απάντησε.>> είπε, βλέποντας μέσα στο γραφείο του αρχηγού τους που
ήταν γεμάτο δημοσιογράφους και κάμεραμαν να το έχουν κατακλύσει
-<<Δεν έπεσες έξω. Αντίθετα ήταν όλα υπολογισμένα. Μόλις έφυγες
έστειλε πιο μακριά από εκείνο το σημείο συναδέλφους μας όπου με
είδαν.>> είπε η Μαρία και έβγαλε το κινητό της.
-<<Ήμουν σίγουρος ότι δεν άκουσα λάθος. Τι λες να κάνουμε τώρα?>>
-<<Δεν ξέρω Στέλιο. Πάντως πρέπει να φύγω γιατί ήδη θα βραδιάσει
και έχει τελειώσει η βάρδια μου και πρέπει να πάω σε μία σημαντική
δουλειά. Τα λέμε αύριο.>> είπε και έφυγε βιαστικά με τον Στέλιο να μην
ήξερε τι να πει, με τόσο γρήγορα που έφυγε.

[96]
Όπως πήγε στο ασανσέρ και έκλεισε η πόρτα κάλεσε τον Τομ. <<Έλα,
έκανα όπως μου είπες. Δεν του ανέφερα τίποτα για σένα ούτε και για τον
Γιάννη μην ανησυχείς.>>
-<<Τέλεια. Τι σου είπε για το περιστατικό? Να φανταστώ του φάνηκε
περίεργο που βρέθηκες εκεί χωρίς να το περιμένει σωστά?>>
-<<Ακριβώς. Το κατάλαβα από το ύφος του. Τι λες να κάνουμε?>>
-<<Για αρχή πήγαινε ξεκουράσου. Θα μιλήσουμε αν είναι μην
ανησυχείς. Μόνο ήθελα να σε ρωτήσω κάτι. Πως έμαθες για την
δολοφονία?>>
-<<Μου το είπε ένας φίλος, που είχε κρυφακούσει τον αρχηγό να μιλάει
στο τηλέφωνο προχθές.>>
-<<Και δεν του είπες τίποτα για ότι συνέβη σωστά?>>
-<<Ναι μην αγχώνεσαι. Αν και έχει καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά με
τον αρχηγό.>>
-<<Και πάλι μην του πεις τίποτα, τουλάχιστον μέχρι να σου πω εγώ.
Όσο λιγότεροι τόσο το καλύτερο.>>
-<<Εντάξει μην ανησυχείς, δεν έχει καταλάβει πολλά. Τα λέμε.>> είπε
με τον Τομ να κλείνει το τηλέφωνο. Ο Τομ βρισκόταν στο διαμέρισμά του
και είχε τελειώσει το διάβασμα πριν το τηλέφωνο. Μόλις το έκλεισε είδε
τον πίνακα που είχε με τα στοιχεία με τις υποθέσεις. Πήγε και έβαλε και
την τρίτη υπόθεση, γράφοντας το όνομά της και τον τρόπο που πέθανε.
Όταν το έγραψε έκατσε λίγο πιο πίσω και κοιτούσε τον πίνακα με
προσοχή.
<<Ήδη τρία θύματα και ένα τριαντάφυλλο. Τρεις δυνατοί άνθρωποι
μεγάλοι σε ηλικία.>> ψιθύρισε και άρχισε να χάνεται για λίγο στις
σκέψεις. Ωστόσο, τότε θυμήθηκε τις εφημερίδες που του είχε δώσει ο
φίλος του όταν είχε έρθει σπίτι του και πήγε αμέσως μέσα στο σαλόνι και
άρχιζε να ξεφυλλίζει τις εφημερίδες, με την γάτα να παίζει με μία μικρή,
μάλλινη μπάλα που της είχε δώσει ο Τομ. Είχε πάρει μία μία τις
εφημερίδες και άρχιζε να ξεφυλλίζει. Ήταν εφημερίδες πολύ παλιές,
σχεδόν τέσσερις δεκαετίες πίσω, με διάφορες σημαντικές υποθέσεις και
γεγονότα τα οποία είχαν γραφτεί είτε στην τηλεόραση ακόμα είτε είχε
γράψει στις εφημερίδες ο θείος του Γιάννη. Άρχισε να τις διαβάζει
προσεκτικά, προσπαθώντας να μην χάσει ούτε λέξη. Το σοβαρό του
βλέμμα και προσήλωσή του είχα κεντρίσει το ενδιαφέρον της γάτας, με
την ίδια να τον κοιτάει, έχοντας ανοίξει τις κόρες των ματιών της. Έτσι
σχεδόν έφαγε όλο το βράδυ, διαβάζοντας τις εφημερίδες ώσπου να
ανατείλει ο ήλιος.

[97]
Κεφάλαιο 22 Η επανένωση.
Η μέρα στο σχολείο περνούσε δύσκολα για πολλούς από τους μαθητές
και ειδικότερα η τελευταία ώρα, όπου στην κατεύθυνση που βρισκόταν ο
Τομ πολλοί ήταν οι μαθητές που είχαν κουραστεί. Ήταν από τους λίγους,
αυτός και ένας ακόμα μαθητής που τον άκουγαν και έδιναν προσοχή στα
λόγια του καθηγητή. Οι υπόλοιποι μαθητές δεν φαινόταν να
ενδιαφέρονται τόσο για το μάθημα παρά να τελειώσει η ώρα. Άλλοι
έπαιζαν με το κινητό τους, άλλοι μιλούσαν ενώ και ένας είχε ξαπλώσει το
κεφάλι του πάνω στο βιβλίο, έχοντας καθίσει πίσω πίσω στην αίθουσα. Ο
καθηγητής έγραφε με την κιμωλία το όνομα ενός από τα θεωρήματα που
έπρεπε να μάθουνε. Πιο συγκεκριμένα, στον πίνακα ήταν γραμμένη η
λέξη Bolzano, ενώ από κάτω είχε φτιάξει ένα διάγραμμα που ήταν μια
καμπύλη και την έκοβε μια ευθεία γραμμή.
Μόλις όμως το έγραψε στον πίνακα τότε χτύπησε το κουδούνι, με τα
παιδιά όλα σχεδόν να μαζεύουν γρήγορα τις τσάντες τους και τον
μαθητή που κοιμόταν να ξυπνάει απότομα, βλέποντας με ένα
κουρασμένο ύφος τους υπόλοιπους που μάζευαν γρήγορα τα πράγματα
τους. Ο Τομ άρχισε να μαζεύει τα πράγματα του με τον καθηγητή να
έρχεται προς το μέρος του. <<Πως είδες τις ασκήσεις Τομ? Εύκολες να
φανταστώ.>>
-<<Συγγνώμη κύριε δεν τις έχω δει ακόμη. Για την ακρίβεια δεν έχω
προλάβει καν να διαβάσω το θεώρημα που μας είχατε πει να δούμε.>>
είπε, κάνοντας εντύπωση στον κύριο.
-<<Συνέβη κάτι μικρέ?>> ρώτησε ο καθηγητής του με περιέργεια.
<<Συνήθως δεν αργείς στις ασκήσεις.>>
-<<Όλα καλά κύριε. Τίποτα σημαντικό. Απλώς προσπαθώ να λύσω έναν
γρίφο.>>
-<<Γρίφο? >> είπε έκπληκτος. <<Μήπως θα ήθελες την βοήθεια μου?
Μου αρέσει να ασχολούμαι με γρίφους και αινίγματα.>>
-<<Όχι κύριε, σας ευχαριστώ πάντως. Είναι εύκολες οι ασκήσεις?>>
-<<Οι πρώτες ασκήσεις ναι, όχι πολύ δύσκολες. Μόνο να διαβάσεις το
θεώρημα και θα τις λύσεις μην αγχώνεσαι. >> είπε τότε και σκέφτηκε
λιγάκι. <<Νομίζω το θεώρημα του Bolzano θα μπορούσε να σε βοηθήσει
μικρέ.>>
-<<Πως θα μπορούσε να με βοηθήσει ένα θεώρημα μαθηματικών?>>
απόρησε ο Τομ.
-<<Ως προς την λογική.>> είπε και τότε πήγε προς τον πίνακα, όπου
ζωγράφισε μια γραμμή να ανεβοκατεβαίνει τον κάθετο άξονα.

[98]
<<Σύμφωνα με το θεώρημα, αν μια συνάρτηση όπως αυτή είναι συνεχής
και το γινόμενο των ακρών του y είναι αρνητικό, τότε είμαστε σίγουροι
ότι υπάρχει ένα τουλάχιστον σημείο που διέρχεται από τον κάθετο
άξονα. Όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχουν πολλές λύσεις
όμως στο συγκεκριμένο. Για αυτό μικρέ το θεώρημα κρύβει μέσα του και
ένα ρητό. ‘’Διαίρει και βασίλευε’’. Δηλαδή, για να βρεις εδώ πέρα τις
πολλές λύσεις, θα πρέπει ουσιαστικά να σπάσεις το διάστημα στον
κάθετο άξονα σε μικρότερα διαστήματα.
-<<Όπως το πρόβλημα της διχοτόμησης.>> είπε ο Τομ χωρίς να
σκέφτεται πρώτα.
-<<Ακριβώς. Είναι η ίδια λογική.>>
-<<Και πως θα με βοηθήσει αυτό ακριβώς?>>
-<<Κάνοντας πιο απλή την σκέψη σου. Προσπάθησε αν είναι να
σπάσεις τον γρίφο σε μικρότερα κομμάτια. Μπορεί η λύση να είναι πιο
απλή από ότι φαντάζεσαι.>> είπε και χαμογέλασε, με έναν καθηγητή να
έρχεται στην πόρτα και να τον καλεί.
Μόλις βγήκε έξω στο προαύλιο ο Τομ είδε ότι σχεδόν όλοι είχαν φύγει,
αλλά όταν έφτασε κοντά στην είσοδο του σχολείου είδε ότι είχε μείνει ο
Δημήτρης και η παρέα του. Είχαν στριμώξει ένα παιδί στην γωνία το
οποίο φαινόταν πιο μικρότερο με εκείνο να μην μπορεί να κάνει τίποτα.
Μόλις είδε τις κινήσεις του κατάλαβε ότι ήθελαν χρήματα, με το παιδί να
βγάζει κάτι από την τσέπη του. <<Μικρέ όλα καλά?>> ρώτησε ο Τομ από
μακριά, κοιτάζοντας τον όλοι.
-<<Ναι Τομ μια χαρά μην ανησυχείς. Απλώς έχουμε μια μικρή συζήτηση
με το παιδί.>> είπε ο Δημήτρης κοιτάζοντας το αγόρι.
-<<Δεν ρώτησα εσένα αλλά το παιδί.>> είπε με το παιδί να είχε
κοκκαλώσει με τον τρόπο που τους μιλούσε. Φαινόταν σοβαρός χωρίς να
τους φοβάται, κοιτώντας τους στα μάτια. <<Φύγε μικρέ.>> είπε ο Τομ
και το παιδί έτρεξε γρήγορα με κανέναν να μην προλαβαίνει να
αντιδράσει. Ο Δημήτρης ξαφνιάστηκε για λίγο και τότε κοίταξε τον Τομ
με ένα σοβαρό ύφος ενώ ερχόταν προς το μέρος του.
-<<Από πότε Ιταλέ άρχισες να μπλέκεσαι και στις δουλειές μου?>> είπε
με την παρέα του να τον περικυκλώνει.
-<<Δεν νομίζω να μιλάς σοβαρά. Θεωρείς δουλειά να σου δίνει ένας
μικρότερος σου κατά τρία χρόνια χρήματα?>>
-<<Όχι, έχεις δίκιο. Δώσε μου λοιπόν εσύ τα χρήματα.>> είπε
κοιτάζοντας τον με ένα πονηρό χαμόγελο, με τα παιδία να έρχονται πιο
κοντά του. Τότε ο Τομ έβγαλε το πορτοφόλι του και του το έδωσε, με τον

[99]
ίδιο και τους άλλους να χαμογελάνε, σαν ο Τομ να τους είχε φοβηθεί.
Μόλις όμως το άνοιξε ο Δημήτρης είδε ότι δεν υπήρχε τίποτα μέσα,
κάνοντας τον ακόμα πιο νευρικό.
-<<Με κοροϊδεύεις χαζέ?!>> είπε θυμωμένος και τον έπιασε από το
γιακά, ρίχνοντας κάτω το πορτοφόλι και με τον ίδιο να τον κοιτάει
ακόμα με σοβαρό ύφος.
-<<Τι συνέβη εδώ?>> φώναξε ο γραμματέας από τα σκαλιά, όπως
ερχόταν προς το μέρος του.
-<<Τίποτα κύριε, απλώς είχαμε εδώ μια συζήτηση με τον Ιταλό.>> είπε
και του καθάριζε ελαφρά τη μπλούζα, με την παρέα του να ανοίγει τον
κύκλο και να σπάει.
-<<Πρώτα από όλα ο νεαρός έχει όνομά και δεύτερον δεν μου αρέσουν
οι συζητήσεις σου. Να τις προσέχεις αλλιώς θα έχω και εγώ μια καλή
συζήτηση με τον διευθυντή και μαζί σου.>> είπε με τον Δημήτρη να κάνει
λίγο πιο πίσω.
-<<Θα τα ξαναπούμε Τομ.>> είπε με τον ίδιο να φεύγει και όλη την
παρέα και τον γραμματέα να έρχεται μπροστά του.
-<<Όλα καλά μικρέ?>> ρώτησε ο γραμματέας πιάνοντας τον από τον
ώμο.
-<<Ναι κύριε μην ανησυχείτε. Δεν ήταν κάτι σημαντικό.>> είπε με τον
γραμματέα να χαμογελάει.
-<<Δεν ανησυχώ, είμαι σίγουρος ότι είσαι δυνατό παιδί.>> είπε με τον
Τομ να χαμογελάει.
-<<Σας ευχαριστώ πολύ. Πως και καθίσατε παραπάνω σήμερα? Εννοώ
θυμάμαι δεν κάθεστε τόσο αργά.>>
-<<Σε χρειαζόμουν για κάτι και σε περίμενα να τελειώσεις το μάθημα.
Έρχεσαι λίγο μαζί μου?>> του είπε ο γραμματέας με τον Τομ να τον
κοιτάει περίεργα. Τότε σταμάτησε ξαφνικά μπροστά τους ένα μαύρο
αυτοκίνητο και για την ακρίβεια μία λιμουζίνα, με τον Τομ να παγώνει
εκείνη την στιγμή και τον γραμματέα να τον πιάνει από τον ώμο. Ο Τομ
πήγε να αντιδράσει μα τότε είδε δύο άντρες να βγαίνουν από την πόρτα
της λιμουζίνας με μαύρα ρούχα και γυαλιά, πιάνοντας τον Τομ από ψηλα
στα χέρια και σηκώνοντάς τον, με το Τομ να χτυπιέται πάνω τους μα
εκείνη σαν να μην καταλαβαίνουν τίποτα. <<Αφήστε με!!>> φώναξε ο
Τομ μα τον είχαν βάλει μέσα.
Μόλις τον έβαλαν μέσα ο Τομ πάγωσε. Είδε μπροστά του τον θείο του
και δίπλα του τον μπράβο, ενώ δεξιά του έκατσε ο γραμματέας και

[100]
αριστερά και δεξιά του Τομ οι δύο μπράβοι χωρίς να τον αφήνουν να
φύγει. Ξεφύσησέ τότε και κοίταξε τον θείο του με ένα σοβαρό ύφος.
<<Θα μπορούσες να μου πεις θείε ότι θα έρθεις από το σχολείο?!>> είπε
λίγο νευριασμένος ο Τομ.
-<<Δεν περίμενα ότι μετά από τόσα χρόνια το πρώτο που θα έλεγες θα
ήταν αυτό μόλις με έβλεπες και μάλιστα με παράπονο.>> είπε με
ειρωνεία με τον Βόλντακ να τον κοιτάει με σοβαρό ύφος. <<Εντάξει ναι
το παρατράβηξα λιγάκι. Ήθελα να σου κάνω έκπληξη όμως. Είμαι
σίγουρος ότι δεν κατάλαβες ότι θα ερχόμουν τόσο γρήγορα Ελλάδα.>>
είπε με τον Τομ να σφίγγει τα χείλη του και τον ίδιο να μένει έκπληκτος.
<<Πως?!>>
-<<Ήξερα ότι είχες έρθει. Έμαθα ότι ο Γίρμαν πέθανε στο σπίτι του. Οι
ειδήσεις είπαν ότι η έκρηξη που προκάλεσε το ‘’μοιραίο γεγονός συνέβη
από έκρηξη φυσικού αερίου.>> είπε με πονηρό ύφος.
-<< Και που το περίεργο?>> ρώτησε ο Στέφαν κοιτάζοντας αριστερά
τον Βόλντακ.
-<<Δεν ήξερα ότι η έκρηξη μπόρεσε να φτάσει μέχρι και την είσοδο του
σπιτιού του, όπου βρισκόταν ένας από τους άντρες του και πέθανε
ακαριαία από την έκρηξη.>>
-<<Ποτέ δεν ξέρει Τομ.>>
-<<Και όλος τυχαία μα όλος τυχαία σου είχε χρωστούμενα.>> είπε με
ειρωνικό ύφος με τον Βόλντακ να χαμογελάει.
-<<Δεν είναι πια μικρός κύριε.>> είπε ο μπράβος στον Στέφαν, με
εκείνον να χαμογελάει και να βάζει τις παλάμες του μπροστά, δείχνοντας
ότι το παραδέχεται. Τότε ο Βόλντακ έβγαλε ένα ποτήρι με λίγο κρασί και
το έδωσε στον αρχηγό του, με εκείνον να το κουνάει λίγο.
-<<Δεν είχε προβλέψει όμως ότι σε παρακολουθούσε ο γραμματέας.>>
είπε ο θείος του μένοντας έκπληκτος ο Τομ. <<Όχι! Μα πόσο καιρό?>>
ρώτησε έκπληκτος.
-<<Από τότε που ήρθες στην Ελλάδα Τομ. Ο θείος σου με είχε βάλει να
σε παρακολουθώ όσο γίνεται περισσότερο κάθε εβδομάδα και να τον
ενημερώνω αν κάτι συμβεί περίεργο.>> είπε με τον Στέφαν να πίνει λίγο
από το λευκό του κρασί, νιώθοντας ότι είχε ισοφαρίσει το σκορ τώρα.
-<<Αν τον έβαζα κάθε μέρα ήμουν σίγουρος ότι θα το καταλάβαινες για
αυτό τον έβαλα λιγότερο. Και η θέση του γραμματέα ήταν η καλύτερη
που μπορούσαμε να διαλέξουμε. Για πες μου όμως πως είναι αυτά τα
παιδιά που σε ενοχλούν?>>

[101]
-<<Ένα μάτσο βλάκες θείε μην αγχώνεσαι. Δεν αξίζει να ασχοληθείς
μαζί τους. Κάνουν σαν τους σκύλους που γαυγίζουν αλλά στην πράξη
είναι κουτάβια.>> είπε ο Τομ χωρίς να δίνει μεγάλη σημασία. Ο θείος τότε
κοίταξε τον γραμματέα με τον ίδιο να γνέφει καταφατικά το κεφάλι του
και τον ίδιο να γεμίζει πάλι το ποτήρι του.
Η λιμουζίνα και τα δύο αυτοκίνητα που ήταν κοντά της, ένα μπρος και
ένα πίσω, πήγαιναν προς τον Πειραιά με την κίνηση να μην ήταν
αυξημένη και να φτάνουν σύντομα. Δεν άργησαν να φτάσουν σε μία από
τις μαρίνες, έξω από μια ψαροταβέρνα με έναν άντρα από το ένα
αυτοκίνητο να βγαίνει από το αυτοκίνητο και να ανοίγει την πόρτα στον
Τομ και στους άλλους. Μόλις βγήκαν έξω είδε ο Τομ έναν άντρα να
βγαίνει από το μαγαζί. Φαινόταν κοντά στα εξήντα, έχοντας μια άσπρη
ποδιά η οποία ήταν λίγο λερωμένη και είχε άσπρα μαλλιά τα οποία είχε
πιάσει με ένα δυχτάκι. <<Εσείς είστε ο κύριος Τρίστε?>> ρώτησε ο
άντρας τον Τομ με εκείνον να ήταν έτοιμος να μιλήσει.
-<<Ναι. Και εσείς πρέπει να είστε ο κύριος Γιώργος, ο υπεύθυνος του
μαγαζιού.>> είπε ο θείος του με τον υπεύθυνο να τρίβει τα χέρια του.
-<<Μάλιστα. Και από ότι βλέπω είστε και μεγάλη παρέα. Θα πάω να
στρώσω πολλά τραπέζια.>> είπε και πήγε να φύγει με τον Στέφαν να τον
σταματάει.
-<<Δεν χρειάζεται παρά μόνο ένα. Για τέσσερα άτομα. Οι υπόλοιποι
άντρες έχουν ήδη φάει.>>
-<<Μα εσείς μου είπατε να κάνω κράτηση για όλο το μαγαζί.>>
-<<Μην αγχώνεσαι. Θα πληρώσω για όσα τραπέζια δεν θα καθίσει
κανένας. Όσο για το τι θα φάμε, δώσε μας τέσσερα από τα καλύτερα σου
πιάτα και ελληνική σαλάτα. Την έχω επιθυμήσει μετά από τόσο καιρό.>>
είπε με τον ίδιο να μπαίνει μέσα στην πόρτα του μαγαζιού και τους
άλλους να ακολουθούν με τον υπεύθυνο να μένει έκπληκτος.
Ο Στέφαν όταν μπήκε μέσα στάθηκε και είδε λίγο τα τραπέζια. Διάλεξε
εκείνο που ήταν λίγο πιο δεξιά από την μέση, έχοντας από την πλευρά
τους την θάλασσα, με τον Βόλντακ να συμφωνεί μαζί του. Ο Στέφαν και ο
Βόλντακ έκατσαν από την μία πλευρά και ο γραμματέας με τον Τομ από
την άλλη, με τον θείο του να ακουμπάει μια βαλίτσα προς τα δεξιά του.
Όλοι οι άντρες ήταν διασκορπισμένοι του Στέφαν. Άλλοι ήταν πιο πίσω
από το τραπέζι, άλλοι στην είσοδο ενώ και άλλοι βρίσκονταν έξω από τα
αμάξια. Τότε κοίταξε λίγο προς την θάλασσα με τα καράβια να
κουνιούνται λίγο από εδώ και από εκεί. Οι σημαίες κουνιόντουσαν
ελαφρά καθώς δεν είχε πολύ αέρα ενώ ο ήλιος ήταν ζεστός, θυμίζοντας
μέρα καλοκαιριού. Έκλεισε για λίγο τα μάτια του και άκουσε τα καΐκια

[102]
και τις βάρκες που κουνιόντουσαν όπως και το ελαφρύ κύμα που είχε. Το
βλέμμα του είχε κολλήσει σαν να τον είχε μαγέψει η εικόνα που έβλεπε.
<<Τελικά ο πατέρας σου δεν απορώ γιατί του άρεσε η Ελλάδα τόσο.
Βέβαια εκτός από την μητέρα σου.>> είπε και κοίταξε τον Τομ.
-<<Ο πατέρας μου είχε μείνει στην Ελλάδα?>> ρώτησε ο Τομ από
περιέργεια.
-<<Όχι για πολύ. Θυμάμαι είχε γνωρίσει την μητέρα σου στην Ιταλία
που είχε πάει διακοπές και εκεί την γνώρισε. Αλλά είχε έρθει Ελλάδα
θυμάμαι για πολύ λίγο, μόνο δύο καλοκαίρια αλλά μου είχε πει του άρεσε
πάρα πολύ.>>
-<<Η Ελλάδα πολύ ωραία χώρα είναι κύριε Στέφαν αλλά πολύ δύσκολο
να ζήσεις. >>
-<<Το ξέρω, αλλά εγώ μιλάω για την ομορφιά της χώρας, όχι να μείνεις.
Μην μπερδεύουμε τα πράγματα.>> είπε σηκώνοντας το δάχτυλο και τότε
ήρθαν και τα φαγητά, με τον υπεύθυνο να τα είχε πάνω σε έναν δίσκο
μεγάλο. Μόλις τα είδε ο Τομ τα φαγητά του έκανε εντύπωση. Δεν είχε
ξανά φάει ποτέ τέτοια φαγητά ενώ και οι ποσότητες ήταν μεγάλες. Τότε
ο Τομ πήγε να φάει όπως και οι άλλοι αλλά ο ίδιος σταμάτησε, σαν να
σκέφτεται λίγο. Τότε άφησε το πιρούνι του και κοίταξε τον θείο του.
-<<Θείε, ποιος ήταν ο λόγος που ήρθες στην Ελλάδα?>> ρώτησε
κοιτώντας με σοβαρό βλέμμα.
-<<Το είπες μόνος σου, ήρθα για τον Γίρμαν. Επίσης έχω να σε δω
περίπου τέσσερα χρόνια. Από τότε που μιλήσαμε στο τηλέφωνο σε
σκεφτόμουν.>>
-<<Ναι αλλά θυμάμαι ότι εσύ με τον κύριο Γίρμαν τα βρίσκατε κατά
κάποιον τρόπο. Πες μου τι συμβαίνει.>> είπε ο Τομ και ο θείος του άφησε
το πιρούνι και το μαχαίρι στο πιάτο όπως και οι άλλοι δύο.
-<<Έχω μια σοβαρή δουλειά Τομ, και πρέπει να συνεργαστούμε.>> είπε
με σοβαρό ύφος και ο Τομ τότε εκνευρίστηκε.
-<<Αυτό ξέχνα το! Σου έχω πει θέλω να με διαγράψεις από τις
βρομοδουλειές σου.>>
-<<Μα δεν καταλαβαίνεις μικρέ. Είναι πολύ σημαντικό.>> είπε
προσπαθώντας να τον ηρεμήσει.
-<<Σου είπα όχι πριν τρία χρόνια! Ξέκοψα με την ομάδα σου τι δεν
καταλαβαίνεις?! Θέλω να ζήσω την ζωή μου, μια φυσιολογική ζωή όπως
ο καθένας στην ηλικία μου. Με το διάβασμα, το σχολείο, τις παρέες και
ότι άλλο.>>

[103]
-<<Είσαι ένας Τρίστε, δεν γίνεται να ξεκόψεις τόσο εύκολα από την
ομάδα μικρέ. Μια ομάδα που κρατάει την ιταλική μαφία στα χέρια της
και μια από τις μεγαλύτερες ομάδες στην Ευρώπη. >>
-<<Δεν με νοιάζει καθόλου θείε. Σου είπα όχι τότε, στο λέω και τώρα!
Αν ήρθες να μου πεις να επιστρέψω τότε συγγνώμη αλλά πολύ κόπο
έκανες και μάλιστα αχρείαστο.>> είπε με τον Τομ να βαριανασαίνει από
τα νεύρα του. Τότε ο Βόλντακ και ο Στέφαν αλληλοκοιτάχτηκαν με τον
μπράβο να κουνάει καταφατικά το κεφάλι του.
-<<Η δουλειά που έχω αναλάβει τον δολοφόνο του πατέρα σου
μικρέ.>> είπε ο θείος του με τον Τομ να ξαφνιάζεται λίγο, και εκεί που
είχε τα χέρια του διπλωμένα να τα χαλαρώνει, με τον ίδιο να βγάζει κάτι
από την βαλίτσα. <<Εδώ βλέπεις έναν άντρα νεκρό έξω από ένα
ανθοπωλείο στην Κίνα. Ο κύριος Γινγκ ήρθε και με βρήκε. Ήταν ένας από
τους άντρες του που δολοφονήθηκε. Βέβαια μου είπε ότι καθάρισε
αυτούς που ήταν υπεύθυνοι αλλά δεν βρήκε ποτέ τον δολοφόνο. Μάλιστα
μου είπε ότι έψαξε πολύ καλά αλλά ο δολοφόνος έπρεπε να είχε φύγει
από την χώρα αμέσως.>>
-<<Εν τέλει τον βρήκατε?>> ρώτησε ο Τομ από περιέργεια.
-<<Δεν είναι εύκολο μικρέ. Είναι από τους καλύτερους εκτελεστές που
έχουν υπάρξει. Μετά από έρευνα που έκανα έμαθα ότι ήρθε στην Ελλάδα
και μετά θυμήθηκα το γράμμα που μου είχες στείλει.>> είπε ο Στέφαν,
κοιτάζοντας τον με απορία ο ανιψιός του.
-<<Που σχετίζεται το γράμμα που σου είχα στείλει?>>
-<<Θυμάμαι ότι μου είχες πει ότι ασχολείσαι με μία υπόθεση Τομ. Ο
άντρας που ψάχνεις ξέρω ότι έχει βρεθεί σε τρεις δολοφονίες που έχουν
καλυφθεί από την αστυνομία και μάλιστα πολύ καλά.>>
-<<Ποιος στα είπε όλα αυτά?>> ρώτησε έκπληκτος.
-<<Μην ανησυχείς. Λέγεται εμπειρία χρόνων λόγω του επαγγέλματος.
Όταν ένας πεθαίνει από έκρηξη αυτοκινήτου χωρίς να έχει κάνει ούτε
εκατό μέτρα το αμάξι ή ο άλλος αυτοκτονεί όλος τυχαία στον Εθνικό
Κήπο. Μόνο αυτός που δηλητηριάστηκε δεν θα τον καταλάβαινα αν δεν
είχα ακούσει στις ειδήσεις ότι ένας άντρας πέθανε από ανακοπή καρδιάς
κοντά στην περιοχή σου. Μόνο που αυτόν τον άντρα δεν θα είναι εύκολο
να τον πιάσεις, τουλάχιστον μόνος σου.>> είπε και ο Τομ τότε θυμήθηκε
τι είχε συμβεί με το κυνηγητό και πως του ξέφυγε.
-<<Το ξέρω… Όμως που σχετίζονται όλα αυτά?>> ρώτησε, με τον
Βόλντακ και τον θείο του να τον κοιτάνε με σοβαρό ύφος,
σταυρώνοντας τα δάχτυλά του.

[104]
-<<Βλέπεις… Ο δολοφόνος που ψάχνω είναι ο δολοφόνος του πατέρα
σου, και ονομάζεται R.R.>> είπε με τον Τομ να παγώνει εκείνη την
στιγμή, σαν ένας κρύος αέρας να τον διαπέρασε απότομα, σαν να
σταμάτησε να αναπνέει. Για λίγο υπήρχε ησυχία ανάμεσα τους, με τον
Τομ να μην ήξερε τι να πει, πως να αντιδράσει. Του ήρθε στο μυαλό το
όνειρό του και μετά στο αυτοκίνητο, όπως πήγε να το σταματήσει.
Προσπάθησε να θυμηθεί το πρόσωπό του φέρνοντας ξανά και ξανά την
εικόνα στον νου του αλλά μάταια, δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα γιατί
δεν πρόλαβε να τον δει. Το κλίμα πάγωσε τότε ανάμεσα του, με τον Τομ
να παίρνει μια βαθιά ανάσα τότε. <<Είμαι σίγουρος μικρέ ότι ακόμα
θυμάσαι την νύχτα που σκότωσε τον πατέρα σου. Από θαύμα σώθηκες
και πραγματικά δεν το πίστευα όταν σε βρήκα. Όμως Τομ αυτή είναι η
αλήθεια. Ο λόγος που σκότωσα τον Γίρμαν δεν ήταν για να με ξεχρεώσει.
Για την ακρίβεια έψαχνα τον δολοφόνο που έψαχνε ο κύριος Γινγκ και
ήξερα ότι είχε έρθει στην Ελλάδα. Ο Γίρμαν ήταν ο μόνος που ήξερε που
βρίσκετε. Όπως όμως διάβασα τα στοιχεία που είχε για εκείνον τότε είδα
και το δηλητήριο που μου είχες πει. Οι ημερομηνίες έπεσαν κοντά.>> είπε
και τότε κοίταξε τον ανιψιό του <<Δεν θα τα καταφέρεις μόνος σου
πίστεψε με, όσο κοντά και να φτάσεις. Έχω φτάσει και εγώ πολύ κοντά
πίστεψε με αλλά στην τελική, ακόμα τον κυνηγάω. Για αυτό σε
παρακαλώ, είναι αναγκαίο να συνεργαστούμε, να έρθεις στην ομάδα μας
έστω και για μία φορά.>> είπε με τον ίδιο να κοιτάει παγωμένος το χέρι
του θείου του, όπου του το έφερε μπροστά του. Το σκέφτηκε για λίγο,
χωρίς ακόμα να είχε ηρεμήσει μέσα του.
-<<Ναι θείε. Ας είναι.>> είπε με σοβαρό ύφος σαν να τον έπιασε μέσα
του μια οργή, δίνοντας σφιχτά το χέρι του, με τον Βόλντακ να
χαμογελάει όπως έδωσαν τα χέρια.
-<<Σε ευχαριστώ. Είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρουμε. Ορίστε.>>
είπε και του έδωσε ένα όπλο, με τον ίδιο να το κοιτάει έκπληκτος.
<<Είμαι σίγουρος ότι έχεις να πιάσεις καιρό όπλο, αλλά όχι πως να το
χρησιμοποιείς. Θα σου χρειαστεί, για κάθε ενδεχόμενο.>>
-<<Θα το κρατήσω. Σε ευχαριστώ θείε που μου το είπες.>> είπε
σκύβοντας λίγο το κεφάλι <<Συγγνώμη που σου φώναξα πριν.>>
-<<Μην ανησυχείς μικρέ. Σε κατάλαβα. Δίκιο έχεις. Όμως, μην παίρνεις
βιαστικές αποφάσεις. Εγώ θα έχω πάντα μια πόρτα ανοιχτή για σένα
όπως είχα και έχω ακόμα. Ας είναι έστω και για τώρα.>> είπε και
χαμογέλασε με τον Τομ να χαλαρώνει πιο πίσω το σώμα του. <<Θέλω να
μου πεις όμως, πόσοι ξέρουν Τομ για τον δολοφόνο του πατέρα σου?>>
ρώτησε ο Στέφαν, με τον Τομ να σφίγγει τα χείλια του.

[105]
-<<Μόνο δύο άτομα. Η μία είναι μία αστυνόμος όπου με βοηθάει με την
υπόθεση. Έχει καταλάβει ότι ο αρχηγός της προσπαθεί να καλύψει τις
υποθέσεις. Ωστόσο, με έχει βοηθήσει δίνοντάς μου διάφορα στοιχεία.
Έτσι έφτασα και σε αυτόν. Μετά είναι ένας φίλος μου, ο οποίος ήμασταν
μαζί σε εκείνο το καφέ όπου συνέβη η δηλητηρίαση και έτσι πήρα το
δείγμα.>> είπε με τον Στέφαν να το σκέφτεται για λίγο.
-<<Ωραία, θέλω μια χάρη μικρέ. Είναι ανάγκη τόσο για σένα όσο και για
τους ίδιους. Προσπάθησε αν είναι να τους κάνεις να ξεχάσουν την
υπόθεση, ότι κάνατε μέχρι τώρα.>>
-<<Μα γιατί?! >> είπε με απορία. <<Και οι δυο τους με έχουν βοηθήσει
πάρα πολύ.>>
-<<Αν θες το καλό τους κάνε ότι σου λέω. Βλέπεις, ο R.R. δεν είναι ένας
απλός δολοφόνος. Δεν θα σε λυπηθεί ακόμα και αν είσαι ένα μικρό παιδί.
Το ότι έζησες ήταν θαύμα. Θα μπορούσε να σε είχε σκοτώσει. Αν θέλουν
οι φίλοι σου την ζωή τους, άκουσε με.>> είπε με τον Τομ να πάει να
μιλήσει, μα τότε θυμήθηκε τον τρόμο που είχε όταν είχε κρυφτεί μικρός.
Σκέφτηκε τον Γιάννη και την Μαρία, και τότε κούνησε καταφατικά το
κεφάλι του, ξεφυσώντας.

[106]
Κεφάλαιο 23 Η πρώτη υπόθεση.
Είχαν περάσει περίπου δύο εβδομάδες από την υπόθεση με την
βουλευτή όπου τώρα επικρατούσε ηρεμία στο κέντρο της Αθήνας. Ο
Δεκέμβριος είχε μπει για τα καλά και πλησίαζαν Χριστούγεννα με το
γιορτινό κλίμα να επικρατεί στην πρωτεύουσα. Ο δήμος άρχιζε σιγά σιγά
να στολίζει την πόλη με τα συνεργεία να δουλεύουν από νωρίς το πρωί.
Άρχιζαν να στολίζουν δέντρα αλλά και πάνω στο κεντρικό δρόμο της
Χρεμωνίδου στο Παγκράτι, είχαν κρεμάσει φώτα ο δήμο ενώ επίσης
άρχισε να τοποθετεί σε διάφορα σημεία της πόλης διάφορες μεγάλες,
χριστουγεννιάτικες φιγούρες. Εκτός από τον δήμο είχαν ακολουθήσει
και όλα τα μαγαζιά, τα οποία είχαν στολίσει ήδη από πιο νωρίς μερικά
και με τους κατοίκους να κάνουν το ίδιο.
Αν και ηλιόλουστη μέρα το Σάββατο εκείνο είχε κρύο, με τον Τομ να
φτιάχνει το φαγητό του το πρωί ήδη για το μεσημέρι. Καθόταν στην
κουζίνα και φορώντας μια ποδιά, είχε αρχίσει το μαγείρεμα, ενώ μέσα
ακουγόντουσαν οι ειδήσεις από την τηλεόραση. Είχε μπροστά του ένα
βιβλίο μαγειρικής το οποίο το είχε βάλει σε μια σελίδα και έβλεπε με
προσοχή τι έπρεπε να κάνει, έχοντας τα υλικά μπροστά του και με τον
φούρνο να θερμαίνεται. Άρχισε να χτυπάει αυγά μετά να ανακατεύει και
να ρίχνει λίγο αλεύρι. Μόλις άρχισε να τα χτυπάει και τα τρία μαζί του
πετάχτηκε λίγο στην ποδιά από την δύναμη όπως το έκανε με δύναμη.
Τότε χτύπησε το κουδούνι της πόρτας με εκείνον να βγάζει την ποδιά
και να πηγαίνει στην είσοδο. Μόλις την άνοιξε έμεινε έκπληκτος. Είδε
έξω τον θείο του ο οποίος ήταν μαζί με τον Βόλντακ και δύο άντρες του
πίσω του. <<Δεν νομίζω να έχεις πρόβλημα να περάσω.>> είπε ο Στέφαν
με τον Τομ να τους δείχνει το σπίτι.
Μόλις μπήκε ο Στέφαν κοιτούσε αριστερά και δεξιά, βλέποντας την
ακαταστασία που υπήρχε σε μερικά σημεία στο σπίτι και κάθισε στο
σαλόνι με τον Τομ να είχε πάει λίγο στην κουζίνα ώστε να κλείσει τον
φούρνο. <<Ώστε αυτό εδώ είναι το διαμέρισμα της μητέρας σου. Νόμιζα
ότι σου είχε αφήσει πιο μικρό σπίτι.>>
-<<Μικρό είναι αλλά βολεύει για ένα άτομο.>> είπε με την γάτα να
έρχεται κοντά στον Στέφαν και τους άλλους, βλέποντας τους με
περιέργεια.
-<<Δεν ήξερα ότι είχες κατοικίδιο. Έχει πολύ ωραία μάτια. Πως τον
λένε?>>
-<<Βέρντε.>> είπε με τον Στέφαν να το κοιτάει ακόμα στα μάτια και
τον γάτο το ίδιο. Σαν να τον είχε κεντρίσει για λίγο του βλέμμα του
μεγάλου άντρα.

[107]
-<<Νομίζω ότι του ταιριάζει πάρα πολύ.>> είπε χαμογελώντας, με τότε
να ακούγεται ένας δυνατός θόρυβος από την τηλεόραση.
<<Διακόπτουμε το πρόγραμμά μας για να σας μεταδώσουμε τις
τελευταίες ειδήσεις.>> είπε η δημοσιογράφος του καναλιού, ενώ από
πίσω της έπαιζε το συμβάν που είχε συμβεί με την κυρία Βασιλείου,
επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά το βίντεο από πίσω της. <<Σύμφωνα
με την αστυνομία, μετά την μεγάλη έρευνα και τους εμπειρογνώμονες
αλλά και τους μηχανικούς που συμμετείχαν, αναφέρει ότι το μοιραίο
δυστύχημα που προκάλεσε τον φρικτό θάνατο στην κυρία Βασιλείου
οφείλεται σε τεχνικές βλάβες. Όπως αναφέρουν οι μηχανικοί στην αρχή
προκλήθηκε ζημιά στην μηχανή ώσπου έβγαλε και φωτιά το μηχάνημα
ώσπου μετά από λίγο συνέβη η έκρηξη. Σύμφωνα με τους μηχανικούς, η
ζημιά αυτή που προκλήθηκε είναι σπάνιο να συμβεί και δεν εντοπίζεται
εύκολα. Ο αρχηγός της αστυνομίας του τμήματος Παγκρατίων μάλιστα
εξέφρασε τα συλλυπητήρια του στην οικογένεια της κυρίας Βασιλείου,
τονίζοντας το σπουδαίο έργο της στην πολιτική. Ανέφερε ότι η
αστυνομία θα είναι κοντά στην οικογένεια της για οτιδήποτε χρειαστεί,
δίνοντας χέρι βοηθείας αυτές της δύσκολες ώρες.>> είπε η
δημοσιογράφος με τον Βόλντακ να κλείνει την τηλεόραση.
-<<Δεν περίμενα η αστυνομία να πει κάτι διαφορετικό. Έτσι όπως το
είπε η δημοσιογράφος κανείς δεν κατάλαβε ότι πρόκειται για
μηχανισμό.>>
-<<Είναι απίστευτοι οι δημοσιογράφοι κύριε. Εσείς μου το είχατε πει.>>
του είπε ο Βόλντακ.
-<<Και αυτός ο αρχηγός του τμήματος πολλά πρέπει να γνωρίζει και
μάλιστα πολύ καλά.>> είπε ο θείος του ανάβοντας ένα πούρο.
-<<Όντως γνωρίζει. Πρέπει να είναι ο αρχηγός της Μαρίας. Αυτός της
είχε ζητήσει να αφήσει την πρώτη υπόθεση.>> είπε ο Τομ.
-<<Κατάλαβα… Λοιπόν Τομ, τι με ήθελες ακριβώς και μου είπες να έρθω
τόσο βιαστικά?>>
-<<Βρήκα κάτι το οποίο θα σε ενδιέφερε πολύ για την υπόθεση.>> είπε
και πήγε μέσα στο δωμάτιο του ο Τομ γρήγορα. Μόλις ήρθε πάλι,
κρατούσε τον μεγάλο πίνακα μαζί του με τα στοιχεία από τις τρεις
υποθέσεις, ενώ στο άλλο του χέρι κρατούσε παλιές εφημερίδες.
Τοποθέτησε τότε στο τραπέζι τις εφημερίδες, βάζοντας πάνω σε μία
καρέκλα και τον πίνακα, δείχνοντας τα τρία πρόσωπα. <<Εδώ είναι τα
τρία θύματα μας όπως ξέρεις από τις ειδήσεις. Ξέρεις κανέναν από
αυτούς?>>

[108]
-<<Μόνο τον πρώτο. Το ξέρω το όνομά του καθώς ασχολούταν με τις
μετακινήσεις πλοίων. Γιατί μικρέ?>>
-<<Αν παρατηρήσεις θείε και οι τρεις τους δεν είναι τυχαίοι. Ο καθένας
έχει από πίσω του ένα δυνατό υπόβαθρο. Ο ένας ασχολούταν με καράβια,
ο άλλος δικηγόρος και η τρίτη βουλευτής στην κυβέρνηση. Όμως όλο
αυτό δεν είναι τυχαίο.>>
-<<Μάλλον και οι τρεις τους θα είχαν διαφορές με κάποιον. Μάλλον
κάπου θα είχαν διαφωνίες ή θα είχαν έχθρα.>>
-<<Το σκέφτηκα αλλά δεν μου φαίνεται τόσο απλό. Πήγαινε διάβασε
στην δεύτερη εφημερίδα τι γράφει.>> είπε με τον ένα από τους
μπράβους να δίνει στον Στέφαν την εφημερίδα, και εκείνον να αφήνει το
πούρο για λίγο.
<<Μοιραίο ήταν το πάρτι μια παρέας φοιτητών στην Αθήνα. Η επτά
φοιτητές είχαν συγκεντρωθεί σε ένα σπίτι προκειμένου να γιορτάσουν
τα γενέθλια μια εξ αυτών φοιτήτριας. Ωστόσο, σύμφωνα με τους
φοιτητές η εορτάζουσα βρήκε ξαφνικό θάνατο, πέφτοντας ξαφνικά από
την κεντρική σκάλα του σπιτιού της.>> διάβασε ο Στέφαν κοιτάζοντας
με ύφος απορίας, με τον Τομ να του λέει να διαβάσει την πρώτη
εφημερίδα τώρα. <<Σύμφωνα με εξετάσεις που έγιναν η νεαρή κοπέλα
βρέθηκε να είχε πιει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ με αποτέλεσμα να
στραβοπάτησε, βρίσκοντας ξαφνικό θάνατο. Ωστόσο, ο αδερφός της
κοπέλας, ο οποίος βρισκόταν και ο ίδιος στο πάρτι διαψεύδει το γεγονός,
λέγοντας ότι ο ένας από τους φοιτητές έριξε την κοπέλα από την
σκάλα.>> είπε τελειώνοντας το διάβασμα, αλλά ακόμα δεν μπορούσε να
καταλάβει. <<Δεν σε καταλαβαίνω ακόμα Τομ τι θες να μου πεις.>>
-<<Αν δεις στην πρώτη εφημερίδα που διάβασες, στην δεύτερη σελίδα,
θα δεις ότι και τα τρία θύματα από τα πέντε βρίσκονταν σε εκείνο το
πάρτι. Η μητέρα του κυρίου Δημητρίου είχε αναλάβει την υπόθεση,
υπερασπίζοντας όλη την παρέα, καθώς είχε το ίδιο επάγγελμα με τον γιό
της. Ο πατέρας της κυρίας Βασιλείου και του κυρίου Δημητρίου ήταν
επίσης άτομα με τεράστια δύναμη, όπως τα παιδιά τους.>>
-<<Δηλαδή αυτοί σκότωσαν την κοπέλα ή μάλλον όλοι μαζί κάλυψαν
τον δολοφόνο.>>
-<<Αυτό σκέφτομαι θείε. Αν ψάξεις πληροφορίες για αυτήν την
υπόθεση στο διαδίκτυο δεν θα βρεις πουθενά στοιχεία. Σαν να μην
συνέβη καν. >>
-<<Αν δεν υπάρχει στο διαδίκτυο τότε πως κατάφερες να μάθεις για
αυτήν?>>

[109]
-<<Ο κολλητός μου έχει έναν θείο ο οποίος είχε κρατήσει αυτές τις
εφημερίδες και μου τις έδωσε. Ευτυχώς είναι σε πολύ καλή
κατάσταση.>> είπε μαζεύοντας τες και βάζοντας τες πίσω στον φάκελο.
-<<Οπότε μιλάμε ξεκάθαρα για εκδίκηση…>> είπε ο Στέφαν και
ρούφηξε μια δυνατή από το πούρο. <<Το ξέρουν αυτό οι φίλοι σου?>>
-<<Όχι. Ο φίλος μου μου είχε δώσει πολλές εφημερίδες αλλά χθες τις
διάβασα αυτές. Δεν νομίζω να ξέρει κάτι. Δεν έχει δώσει τόση σημασία σε
όσα έχουν συμβεί.>>
-<<Λοιπόν Τομ.>> είπε και έσβησε το πούρο στο σταχτοδοχείο που
έβγαλε από την τσέπη του. <<Από εδώ και πέρα δουλεύουμε μόνοι μας.
Πρέπει να πάμε να επισκεφθούμε τον αδερφό της κοπέλας. Ξέρεις ποιος
είναι?>>
-<<Ναι. Ονομάζεται Λευτέρης Ζόρζος. Ζει αλλά δεν θα είναι και πολύ
εύκολο. Μετά την υπόθεση θεωρήθηκε τρελός σύμφωνα με τους
γιατρούς από τον θάνατο της αδερφής του. Από ότι έψαξα στο διαδίκτυο
είναι ακόμα στο τρελοκομείο.>>
-<<Τέλεια, τον έβγαλαν και τρελό από πάνω.>> είπε και σηκώθηκε από
την καρέκλα, πηγαίνοντας κοντά στην πόρτα, με τον έναν άντρα από
τους δύο να του είχε ανοίξει την πόρτα. <<Από ότι φαίνεται έχει πιο πολύ
ψωμί από όσο νόμιζα η υπόθεση.>> πρόσθεσε ο θείος του με ένα πονηρό
χαμόγελο.

Αν το πρωί ήταν τσουχτερό το βράδυ έμελλε να ήταν ακόμα


περισσότερο στην πρωτεύουσα, με πολλούς τώρα να μην βγαίνουν από
το σπίτι. Ένας άντρας τότε χτύπησε την πόρτα στο διαμέρισμα ενώ
μπήκε μέσα. Πέρασε το μεγάλο σαλόνι και βρέθηκε μπροστά από την
πόρτα του γραφείου. Είδε την καρέκλα από πίσω από το γραφείο να είναι
στραμμένη αντίθετα, με τον άντρα να του είχε γυρίσει και την πλάτη,
αυτήν την φορά.
-<<Έμαθα για το τι συνέβη R.R.. Είμαι πολύ ικανοποιημένος από την
δουλειά σου.>> είπε, σταυρώνοντας τα χέρια του.
-<<Σας ευχαριστώ πολύ κύριε. Χαίρομαι που το ακούω.>> είπε ο
δολοφόνος, σκύβοντας από σεβασμό το κεφάλι.
-<<Όσο για την αμοιβή σου για αυτήν την υπόθεση την έχω στο
γραφείο μου στον φάκελο, όπως και τα έξοδα σου.>> είπε ο άντρας στην
καρέκλα με τον R.R. να παίρνει το φάκελο και με ένα μαχαίρι να τον
ανοίγει. Όπως πήρε τα χρήματα απόρησε και άρχισε να τα μετράει μια
ακόμα φορά τα μετρητά, τα οποία φαίνονταν πολλά.

[110]
-<<Κύριε. Νομίζω έχετε κάνει κάποιο λάθος στο ποσό που
συμφωνήσαμε.>>
-<<Όχι, μην ανησυχείς. Μέσα περιέχονται και τα χρήματα αλλά και τα
έξοδα για την επόμενη υπόθεση που έχεις να αναλάβεις. Θέλω να
ξεμπερδεύω με τις υποχρεώσεις μου.>> είπε βγάζοντας πάλι το μπλοκάκι
του, σβήνοντας τώρα το όνομα της κυρίας Βασιλείου. Κοίταξε με
χαμόγελο για λίγο το μπλοκάκι, με τον R.R. να βάζει τα λεφτά στην τσέπη
του παλτού του.
-<<Όπως επιθυμείτε κύριε. Πείτε μου που πρέπει να κινηθώ.>>
-<<Δεν χρειάζεται ακόμα. Είναι πολύ νωρίς ακόμα. Θα σε ενημερώσω
για το τι και πως πρέπει να δράσεις στην ώρα σου.>>
-<<Σας ευχαριστώ. Επίσης κύριε έχουμε ένα μικρό πρόβλημα. Όπως
ανατινάχθηκε το αμάξι με εντόπισαν. Με κυνήγησαν για λίγο αλλά
κατάφερα να τους ξεφύγω. Ήταν μια κοπέλα και δύο αγόρια. Όσο για το
πρόσωπο μου δεν με είδαν είμαι σίγουρος για αυτό.>>
-<<Ήταν κανένας τους αστυνομικός?>> ρώτησε με ήρεμο ύφος.
-<<Ναι κύριε. Η μια κοπέλα πρέπει να δουλεύει στο σώμα της περιοχής.
Όσο για τα δύο αγόρια δεν έχω ιδέα. Μπορώ να το τακτοποιήσω αν
θέλετε.>>
-<<Όχι δεν χρειάζεται. Αφού δεν έδωσαν υποψίες θα το αναλάβω εγώ.
Μπορείς να πηγαίνεις.>> υποκλίθηκε και πάλι, φεύγοντας από το
διαμέρισμα, ενώ τώρα υπήρχε πάλι ησυχία στο χώρο, με το μόνο που να
ακούγεται ήταν το μεγάλο, ξύλινο ρολόι, έτοιμο να χτυπήσει μεσάνυχτα.

[111]
Κεφάλαιο 24 Συνάντηση με το παρελθόν.
Την επόμενη μέρα ο Τομ πήγαινε στο τρελοκομείο μαζί με τον θείο του
και τον Βόλντακ να οδηγεί ένα μαύρο τζιπ. Μόλις πάρκαραν το αμάξι ο
Στέφαν βγήκε από το αμάξι, δίνοντας εντολή στο δεξί του χέρι να
παραμείνει στο αμάξι. Μόλις μπήκαν μέσα είδαν μπροστά τους μια
μεγάλη αίθουσα, η οποία θα έλεγε κανείς θύμιζε νοσοκομείο. Μόλις
πάτησε μέσα το πόδι του ο Τομ ένιωσε μια ανατριχίλα, βλέποντας
μπροστά του έναν άντρα μεγαλύτερο του, ο οποίος δεν φαινόταν να
καταλαβαίνει πολλά πράγματα, σαν να είχε χάσει την συνείδησή του και
να τον πηγαίνει, κρατώντας το χέρι του μια νοσοκόμα. Τότε πήγαν
μπροστά στην ρεσεψιόν, όπου καθόταν μια γυναίκα με τα ίδια ρούχα
όπως την νοσοκόμα. Είχε ένα βλέμμα κούρασης, κοιτώντας με μισό μάτι
τον Τομ, με τον ίδιο να μην δείχνει καμία έκφραση.
-<<Γεια σας. Ψάχνουμε κάποιον ο οποίος δεν είναι στα καλά του.>> είπε
ο θείος του, ακουμπώντας το ένα χέρι πάνω στον πάγκο.
-<<Γιατί βλέπεις κανέναν εδώ να είναι φυσιολογικός?>> είπε με
ειρωνικό ύφος η γυναίκα, με τον ίδιο να μην δίνει σημασία.
-<<Ψάχνουμε έναν κύριο με το όνομά Λευτέρης Ζόρζος. Είναι ακόμα
εδώ?>> είπε με την κυρία να τον κοιτάει λίγο περίεργα, ψάχνοντας στον
υπολογιστή της. Μετά από λίγο ψάξιμο κοίταξε πάλι τον ψηλό άντρα και
το αγόρι με το ίδιο βλέμμα της περιέργειας.
-<<Συγγενείς του είστε?>>
-<<Μακρινοί θα έλεγα. Μπορούμε να του μιλήσουμε? Είναι
σημαντικό.>>ρώτησε ο Τομ.
-<<Περίεργο. Εδώ μου βγάζει ότι έχουν να τον επισκεφθούν πολλά
χρόνια.>>
-<<Βλέπετε, έλειπα για πολλά χρόνια στο εξωτερικό. Για την ακρίβεια
έλειπα για σημαντικές δουλειές αλλά ήθελα να δω ξανά τον ξάδερφό
μου.>>
-<<Και ο νεαρός? Μην μου πείτε και αυτός ξάδερφος του.>>
-<<Ανιψιός μου. Ήθελε να τον γνωρίσει και ο ίδιος.>> είπε με την
γυναίκα να σηκώνεται και να τους κοιτάζει περίεργα, παίρνοντας μαζί
της μερικά κλειδιά. Περπατήσανε για λίγο μέσα στους μεγάλους
θαλάμους, όπου άκουγαν διάφορες φωνές ανθρώπων που ούρλιαζαν, δεν
ήξεραν τι έλεγαν παρά μόνο είχαν την ανάγκη να βγάλουν τον πόνο από
μέσα τους. Όσο περπατούσαν οι δύο άνδρες έβλεπαν γύρω τους
ανθρώπους που φαίνονταν χαμένοι, άλλοι πάνω στα κρεβάτια τους που
κοιτούσαν το ταβάνι, άλλοι που ήταν στο πάτωμα ξαπλωμένοι ενώ άλλοι

[112]
να ήταν δεμένοι στο κρεβάτι τους, να κουνιούνται σαν λυσσασμένοι και
να θέλουν να βγουν αλλά να μην μπορούν. Αφού περπάτησαν για λίγο,
έφτασαν μπροστά σε ένα θάλαμο, ο οποίος ήταν πιο στενός και πιο
απομονωμένος σε σχέση με τους άλλους. Εκεί έφτασαν μέχρι την άκρη
σχεδόν, με την κυρία να σταματάει. <<Οριστέ, εδώ τον έχετε. Καλές
γνωριμίες.>> είπε απότομα και έφυγε, με τον Στέφαν να κουνάει το
κεφάλι του με ξινό ύφος του κεφάλι του, χωρίς να του αρέσει η
συμπεριφορά της.
Ο άντρας μπροστά τους ήταν καθισμένος στο πάτωμα, έχοντας το σώμα
του όλο σαν κουκούλι από πεταλούδα στην γωνία με το κεφάλι του
στραμμένο προς τα πόδια του. Δεν μιλούσε, δεν ακουγόταν καν, σαν να
μην τους είχε καταλάβει. Ο Τομ πήγε πιο μπροστά, με τα βήματα του να
είναι τα μόνα που να ακουγόντουσαν στον διάδρομο. <<Συγγνώμη, είστε
ο κύριος Ζόρζος?>> ρώτησε ο με ήρεμο τόνο με τον άντρα όμως να μην
αντιδράει. Τότε αλληλοκοιτάχθηκαν θείος και ανιψιός, και ξαφνικά ο
άνδρας σήκωσε το κεφάλι του, κοιτάζοντας με ένα ύφος κουρασμένο τον
Τομ. <<Ποιοι είστε? Τι θέλετε από μένα?>> είπε με μια βαριά φωνή.
-<<Θα θέλαμε να συζητήσουμε κύριε Ζόρζο. Να σας συστηθώ.
Ονομάζομαι Στέφαν Τρίστε και από εδώ ο ανιψιός μου ο Τομ.>>
-<<Θέλουμε να μας βοηθήσετε με κάτι και εσείς είστε ο μόνος που
μπορεί να το κάνει.>> είπε ο Τομ με τον άντρα να καταπίνει το σάλιο του.
-<<Είμαι ανίκανος να σας βοηθήσω. Σας παρακαλώ μπορείτε αν είναι
φύγετε.>>
-<<Κύριε Ζόρζο ξέρουμε ότι δεν είστε τρελός.>> του απάντησε ο
Στέφαν.
-<<Δεν έχει σημασία. Όλοι οι άλλοι το πιστεύουν.>> είπε και έσκυψε
πάλι το κεφάλι του.
-<<Είμαι σίγουρος ότι η αδερφή σας δεν θα το πίστευε αυτό.>> είπε ο
Τομ και ο άντρας σήκωσε και πάλι το κεφάλι του. <<Θέλουμε να σας
κάνουμε κάποιες ερωτήσεις για το τι συνέβη πριν περίπου σαράντα
χρόνια.>>
-<<Αυτοί τον σκότωσαν!! Αυτοί, που τώρα είναι εκεί έξω.>> φώναξε ο
άντρας με τους δύο να παγώνουν τώρα.
-<<Και οι περισσότεροι δεν ζουν τώρα ποια.>> είπε ο Στέφαν με ήρεμο
ύφος, με τα μάτια του άντρα να ανοίγουν παραπάνω, από έκπληξη.
-<<Με πιστεύετε?!>> είπε και σηκώθηκε ο άντρας, κάνοντας μερικά
βήματα κοντά τους.

[113]
-<<Μας σας το είπα, δεν σας θεωρώ τρελό. Αντίθετα, μάλλον και πιο
έξυπνο και από αυτήν την ξινή κυρία που έχετε στην ρεσεψιόν.>>
-<<Πως πέθαναν?>> ρώτησε, κρατώντας τα κάγκελα και με τον
Στέφαν να χαμογελάει.
-<<Ο ένας από ανακοπή, ο άλλος αυτοκτόνησε και η βουλευτής από ένα
ατύχημα στο αυτοκίνητο. Τουλάχιστον αυτά ισχυρίζεται η αστυνομία.
Ξέρουμε ότι και οι τρεις επρόκειτο για δολοφονίες και μάλιστα
σχετίζεται με το τι συνέβη πριν σαράντα χρόνια. Είστε ο μόνος που
μπορεί να μας πει. Θυμάστε ακριβώς τι συνέβη εκείνη την μέρα?>>
-<<Πως δεν θυμάμαι κύριε Στέφαν! Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό
το σκέφτομαι, το κάνω μια εικόνα στο μυαλό μου και μετά κλείνω τα
μάτια μου, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα λυτρωθώ, ότι θα με
πιστέψουν.>> είπε και ξεφύσησε, βγάζοντας για λίγο το συναίσθημα της
αγανάκτησης που ένιωθε. <<Ήταν στα γενέθλια της αδερφής μου, μέσα
Οκτώβρη στο σπίτι μας. Είχαμε οργανώσει ένα μικρό πάρτι όλοι μαζί σαν
παρέα. Ήταν να έρθει και το αγόρι της αλλά έλειπε στο εξωτερικό για
λίγο καιρό. Περνούσαμε καλά, γελάγαμε, πίναμε. Ήταν μια ωραία
ατμόσφαιρα. Κάποια στιγμή ένας από την παρέα παίρνει την Κατερίνα
και πάνε στην σκάλα να μιλήσουν. Μετά από λίγο, ακούμε μια δυνατή
φωνή και πάμε γρήγορα στην σκάλα. Τότε είδαμε την Κατερίνα πεσμένη
από την σκάλα, έχοντας πέσει με το κεφάλι και το άλλο αγόρι να είχε
παγώσει. Όμως ο ίδιος την είχε σκοτώσει.>>
-<<Πως είστε τόσο σίγουρος?>> ρώτησε ο Τομ.
-<<Εκείνο το αγόρι αγαπούσε την αδερφή μου και έκανε τα πάντα για
να την κάνει δική του. Αν και ήξερε ότι η ψυχή της άνηκε αλλού, δεν
σταμάταγε να της το δείχνει. Θυμάμαι τότε ήμουν στην κουζίνα, όπου
άκουγα να τσακώνονται οι δυο τους. Είχα καταλάβει ότι θα της την
έπεφτε, με την ίδια να μην ήθελε. Ήταν καλή κοπέλα και το αγαπούσε το
αγόρι της. Πάνω λοιπόν στον καυγά την έριξε. Αν και δεν είδα τι συνέβη
το είχα καταλάβει. Ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω το παγωμένο βλέμμα
του και το κρυφό χαμόγελο που είχε όταν έπεσε. Αργότερα μίλησε και με
τους άλλους και όλοι τους το κράτησαν μυστικό. Όλοι τους, εκτός από
μένα. Δεν το έκρυψα, δεν τους φοβόμουν καθόλου, ήξερα ότι δεν ήταν
ατύχημα, όπως ισχυρίζονταν. Όμως εγώ ήμουν μόνος μου, με το αγόρι
της να είναι ο μόνος που με πιστεύει. Αν και όμως έλεγα την αλήθεια,
ήμουν ανίκανος. Ποιος θα μπορούσε άραγε να τα βάλει με την δύναμη
τον γονιών τους? Κανείς άραγε. Ο ένας δικηγόρος, ο άλλος στην πολιτική
και ο άλλος στα δικαστήρια.>>

[114]
-<<Αυτοί οι τρεις πέθαναν.>> είπε ο Τομ, με τον άνδρα να τον κοιτάει
έκπληκτος. <<Ο ένας δηλητηριάστηκε, ο άλλος πέθανε εν ψυχρό με το
πιστόλι και η βουλευτής κάηκε μέσα στο αμάξι της. >>
-<<Τελικά υπάρχει θεός για όλους. Καλά να πάθουν τα καθίκια.>> είπε ο
άντρας, νιώθοντας μια ανακούφιση τώρα. <<Σας ευχαριστώ πολύ για τα
λόγια σας. Δεν περίμενα ότι μετά από τόσα χρόνια θα άκουγα ποτέ
τέτοια ευχάριστα νέα.>>
-<<Ποιος από αυτούς ήταν ο δολοφόνος?>> ρώτησε ο Στέφαν.
-<<Κανένας τους. Ο δολοφόνος είναι ο μόνος που ζει ακόμα. Όλοι οι
άλλοι από ότι φαίνεται βρίσκονται κάτω από την γη.>>
-<<Για την ακρίβεια όχι. Υπάρχουν δύο άτομα που ζουν ακόμα.>>
-<<Ένα άτομο ζει ακόμα. Ο άλλος πέθανε πριν μερικά χρόνια από
καρκίνο στο πάγκρεας από ότι είχα ακούσει στις ειδήσεις. Πάλευε μαζί
του για πολλά χρόνια αλλά πέθανε το βράδυ των γενεθλίων του. Ήταν
θυμάμαι ο μόνος που τους είχε προτείνει να πουν την αλήθεια, αλλά δεν
με άκουσαν.>>
-<<Τυχαίνει να θυμάστε πως λέγεται?>>
-<<Ναι. Στεργίου, Νικόλας Στεργίου. Ο πατέρας του είχε διάφορες
επενδύσεις στο εξωτερικό. Αν ψάξετε πληροφορίες στο διαδίκτυο θα τον
βρείτε σίγουρα. Είχε μεγάλη δύναμη και αυτός.>> είπε με τον Τομ να
γράφει το όνομά του.
-<<Το όνομά του αυτού που έριξε την θυμάστε?>>
-<<Όχι νεαρέ μου, δυστυχώς το μυαλό μου το ξέχασε από τον πόνο και
το μίσος που έχω για εκείνον…>> είπε σκύβοντας για λίγο το κεφάλι του.
<<Μακάρι να μπορούσα να τον είχα μπροστά μου, να τον σκότωνα, όπως
αυτός την αδερφή μου. Και ας πήγαινα στην φυλακή, εκεί που θα έπρεπε
να είναι αυτός τώρα όπως και όλη η άλλοι.>>
-<<Σε καταλαβαίνω.>> είπε ο Στέφαν και το κοίταξε στα μάτια. <<Και
εγώ παλεύω για να πάρω εκδίκηση. Σε ευχαριστώ πάντως για όσα μας
είπες, η βοήθεια σου ήταν πολύτιμή πραγματικά. >>
-<<Τίποτα. Εγώ σας ευχαριστώ για τα καλά σας νέα. Να αγιάσει ο
άνθρωπος που κρύβεται πίσω από αυτό. Μακάρι να ήμουν στην θέση
του, να έπαιρνα και εγώ λίγο από το χάπι της εκδίκησης. Όμως, όταν
είσαι μέσα σε ένα δωμάτιο κλειδωμένος, το μόνο που μπορεί να πάρεις
είναι λίγο η σκέψη, από του να βρισκόσουν στην θέση του.>> είπε με τον
Τομ να είχε παγώσει για λίγο όπως τον άκουγε. Κατάλαβε ότι στα λόγια
του δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη, παρά μόνο ένα ψυχρό βλέμμα.

[115]
-<< Αν θυμηθείς κάτι ακόμα κάλεσε με.>> είπε ο Στέφαν και του έδωσε
την κάρτα του, με τον ίδιο και τον Τομ να φεύγουν. Όπως έφευγαν
άκουσαν πάλι τον άνδρα να τους φωνάζει ευχαριστώ για μια ακόμα
φορά.
Περπάτησαν μέχρι έξω όπου είδαν τον Βόλντακ να χαζεύει έξω τα
αυτοκίνητα. Μόλις τους είδε πήρε την στάση του, μπαίνοντας μέσα στο
αμάξι. <<Τελικά κύριε βγάλατε άκρη?>>
-<<Ναι. Ξέρουμε ότι έχει μείνει άλλος ένας και μάλιστα ο δολοφόνος
της κοπέλας. Το τελευταίο θύμα του R.R. λογικά. Δεν έχουμε και πολύ
χρόνο.>> είπε σφίγγοντας λίγο τα χείλια του.

[116]
Κεφάλαιο 25 Ο εκβιασμός 1.
Την επόμενη μέρα ο Γιάννης ήταν στο σχολείο, παίζοντας με τους
συμμαθητές του στο προαύλιο. Ήταν δύο ομάδες στο γήπεδο του
μπάσκετ ανά τρεις, ενώ οι υπόλοιποι καθόντουσαν γύρω γύρω και
έβλεπαν, σχολιάζοντας. Ο Γιάννης ήταν ο καλύτερος από όλους στο
γήπεδο, περνώντας εύκολα τους αντιπάλους του που προσπαθούσαν να
του αμυνθούν αλλά και βάζοντας γρήγορα καλάθια. Σε ένα που κατάφερε
να βάλει από το τρίποντο, έκλεισε το μάτι στην Τζένη με εκείνη να οτυ
ρίχνει ένα πονηρό χαμόγελο.
Οι αντίπαλοι πήγαν να αρχίσουν πάλι την δική τους επίθεση μα τότε το
κουδούνι χτύπησε πάλι ώστε τα παιδιά να μπουν μέσα για μάθημα, με
τον Γιάννη να πιάνει λίγο τα γόνατα του να ξεκουραστεί. Όπως έσκυψε
είδε τον γραμματέα να έρχεται προς το μέρος του. <<Μικρέ σε θέλει ο
διευθυντής?>> είπε με σοβαρό ύφος, με τον Γιάννη να του φαίνεται
περίεργο.
-<<Με θέλει? Τι με θέλει? Δεν έκανα κάτι περίεργο.>>
-<<Όχι μόνο εσένα αλλά και τον Τομ, ξέρεις που είναι?>>
-<<Ναι. Είναι μέσα στην τάξη και διάβαζε. Δεν κατέβηκε καθόλου.>>
-<<Ωραία. Περίμενε έξω από το γραφείο του διευθυντή εσύ.>> είπε και
έφυγε τότε ο γραμματέας με τον ίδιο να ακολουθεί. Μόλις μπήκαν στην
τάξη είδαν τα παιδιά να είναι όρθια και να μιλάνε, ενώ άλλοι ήταν κοντά
στο παράθυρο και είχαν βγάλει τα τσιγάρα. Μόλις όμως μπήκε μέσα ο
διευθυντής υπήρξε για λίγο μία παγωμάρα στην τάξη, με αυτούς που
είχαν βγάλει τα τσιγάρα να τα κρύβουν γρήγορα πίσω από την πλάτη
ενώ όλοι είχαν σταματήσει να μιλάνε, χωρίς να είχε προλάβει να τους δει.
-<<Τομ, σε θέλει ο διευθυντής.>> είπε με κοφτό βλέμμα, με τον Τομ να
κουνάει καταφατικά το κεφάλι. Κατάλαβε ότι δεν θα είναι για καλό από
το βλέμμα του. Μόλις πήγε να φύγει και είχε κλείσει την πόρτα ξαφνικά
την άνοιξε και κοίταξε πάλι τα παιδιά. <<Γιώργο και όλη η παρέα στο
παράθυρο, μην λερώνεται την τάξη με την στάχτη από το τσιγάρο.
Καθαρίστε το πάτωμα μόλις τελειώσετε και όσο για αυτό θα μιλήσετε
άλλη ώρα με τον διευθυντή εσείς.>> είπε με τους ίδιους να σφίγγουν τα
χείλια τους και να σφίγγουν τις γροθιές τους.
-<<Τι συνέβη?>>
-<<Όχι τόσο καλά τα πράγματα μικρέ. Ήρθε ένας αστυνόμος και
μάλιστα με σοβαρό ύφος σας ήθελε.>>
-<<Δεν είναι καλό αυτό.>> είπε με τον ίδιο να ξεφυσάει.
-<<Το ξέρω. Δεν φαινόταν και πολύ χαρούμενος κιόλας.>>

[117]
-<<Ήταν μαζί του μία αστυνόμος μήπως?>> ρώτησε ο Τομ με τον ίδιο
να κουνάει αρνητικά το κεφάλι του, έχοντας φτάσει κοντά στο γραφείο
με τον Τομ να είναι έξω.
Μόλις άνοιξε την πόρτα είδαν μέσα τον αστυνόμο να κάθεται με τα
πόδια το ένα πάνω στο άλλο, μπροστά από τον διευθυντή ο οποίος
συζητούσε μαζί του. Μόλις τον είδε ο Τομ πάγωσε. Ήταν ο αρχηγός της
Μαρίας στην αστυνομία τον οποίο είχε δει από τις ειδήσεις. Όταν είδε τα
παιδιά τότε σταμάτησε να συζητά με τον διευθυντή, επικρατώντας μια
ησυχία στο δωμάτιο για λίγα δεύτερα.
-<<Ποιος είναι ο κύριος Τρίστε?>> ρώτησε ο αστυνόμος.
-<<Εγώ κύριε.>> είπε με σοβαρό τόνο ο Τομ κοιτώντας τον στα μάτια,
με τον ίδιο να τον κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω για λίγο.
-<<Τομ, τι έκανες πάλι?!>> είπε θυμωμένος ο διευθυντής.
-<<Κύριε διευθυντά, θα μπορούσατε να μας αφήσετε για λίγο μόνους?
Πρέπει να συζητήσουμε κάτι σημαντικό.>> είπε με τον ίδιο να κουνάει
καταφατικά το κεφάλι τους γρήγορα, έχοντας φοβηθεί με τον ίδιο και
τον γραμματέα να βγαίνουν. <<Καλή δύναμη μικρέ.>> ψιθύρισε ο
γραμματέας στον Τομ, πιάνοντας τον στον ώμο.
Μόλις έκλεισε η πόρτα υπήρχε και πάλι μία ησυχία στο γραφείο, με τον
ίδιο να σηκώνεται από την καρέκλα και να πηγαίνει πίσω από την
καρέκλα του διευθυντή, πιάνοντας την από πάνω. Κοίταξε για λίγο πάλι
τα παιδιά, βλέποντας τον σοβαρό Τομ και τον Γιάννη, ο οποίος είχε
καταλάβει ότι είχε αγχωθεί.
-<<Κύριε κάναμε κάτι?>> ρώτησε ο Γιάννης καταπίνοντας το σάλιο
του, με τον ίδιο να χαμογελάει.
-<<Εσύ θα μου πεις νεαρέ. Τι γνωρίζετε για την υπόθεση με την
βουλευτή στο Χίλτον?>>
-<<Από τις ειδήσεις το ακούσαμε. Δεν ξέρουμε πολλά.>> είπε μα τότε ο
Τομ τον έπιασε από τον ώμο και ξεφύσησε.
-<<Άστο Γιάννη ξέρει. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα ξεφύγαμε από τις
κάμερες των μαγαζιών.>> είπε με τον Γιάννη να είχε μείνει έκπληκτος.
<<Κυνηγήσαμε έναν άντρα με το αμάξι ο οποίος ήταν κοντά. Είμαι
σίγουρος ότι αυτός θα ήταν ο δολοφόνος.>>
-<<Και πως είσαι τόσο σίγουρος για αυτό μικρέ ότι ένας άντρας που
απλά έτρεχε με το αμάξι του θα ανατίναξε το αμάξι? Οι εμπειρογνώμονες
και μηχανικοί είπαν ότι η έκρηξη προκλήθηκε από τεχνικά
προβλήματα.>>

[118]
-<<Θα συμφωνήσω. Στην αρχή θα μπορούσα να το χάψω όπως
οποιοσδήποτε άλλος σε αυτό το σχολείο. Όμως δεν νομίζω να είναι
τυχαία σε τρεις δολοφονίες να υπάρχει και ένα τριαντάφυλλο.>> του
απάντησε ο Ιταλός με τον ίδιο να σοβαρεύει.
-<<Τις εννοείς μικρέ?>>
-<<Πολύ απλό κύριε. Σε διάστημα λίγων μηνών πέθαναν τρεις
άνθρωποι. Ο πρώτος ήταν και ο πιο εύκολος θάνατος να δικαιολογηθεί
λόγω της ηλικίας του. Ο δεύτερος θάνατος μου κίνησε την περιέργεια
ωστόσο πιο πολύ. Δεν ξέρω πως γίνεται κάποιος που θέλει να
αυτοκτονήσει, να κρατάει το μπιστόλι με το αριστερό χέρι ενώ είναι
δεξιόχειρας. Βέβαια δεν είμαι σίγουρος αλλά αυτό έδειξαν τα γράμματα
του.>> είπε, σκεπτόμενος μερικά φυλλάδια που είχε γράψει ο κύριος
Δημητρίου στο γραφείο του.>>
-<<Βλέπω την έχεις κάνει την ερευνά σου μικρέ και μάλιστα πολύ
προσεκτικά. Οι πιο πολλοί δεν θα έδιναν τόση βάση έχω να πω την
αλήθεια. Μόνο μια ερώτηση, πως το κατάλαβες ότι όλα αυτά πρόκειται
για δολοφονίες?>> ρώτησε ο αρχηγός.
-<<Ας πούμε ότι έχω ασχοληθεί κύριε πολλές φορές με τέτοια
πράγματα.>> είπε με τον Γιάννη να τον κοιτάει έκπληκτος.
-<<Κατάλαβα… Ας κάνουμε λοιπόν μια συμφωνία μικρέ και εσύ που
έχεις καταπιεί την γλώσσα σου.>> είπε και τον κοίταξε, με τους παλμούς
του Γιάννη να αυξάνονται από το άγχος του. Τότε έβγαλε από την τσέπη
του μια κλωστή, την οποία κρατούσε και στις δύο άκρες. <<Η ζωή των
ανθρώπων παιδιά είναι σαν μια κλωστή, οι οποία είναι δεμένη σε δύο
σημεία. Το ένα σημείο είναι σταθερό, δείχνοντας μας βασικά πράγματα
που μας κάνουν χαρούμενους. Το άλλο σημείο δείχνει τις δυσκολίες και
τους κινδύνους, ωστόσο μεταβάλλεται, και όσο τεντώνεται τόσο πιο
δύσκολη γίνεται η ζωή μας. Όμως, από το πολύ τέντωμα κάποια στιγμή
σπάει και από αναπάντεχους κινδύνους που μπορεί να μην είχατε καν
αντιληφθεί ποτέ σας. Δεν νομίζω να θέλατε αυτή η κλωστή να σπάσει.>>
είπε, σπάζοντας την στα δύο και αφήνοντας την κάτω, με τον Γιάννη να
κουνάει το κεφάλι του καταφατικά.
-<<Οπότε κύριε θέλετε να αφήσουμε την υπόθεση?>>
-<<Σωστά κύριε Γιάννη και κύριε Τομ. Για το καλό σας βέβαια θέλω να
αφήσετε την αστυνομία να συνεχίσει και να μην ανακατευτείτε άλλο.>>
είπε, με τον Τομ να κάνει ένα βήμα πιο μπροστά.
-<<Όπως επιθυμείτε κύριε. Ότι ξέραμε και ξέρουμε αποτελεί
παρελθόν.>> είπε με τον ίδιο να χαμογελάει και να περνάει από ανάμεσα
τους, ενώ στάθηκε για λίγο. <<Κύριοι, ευχαριστώ για την συνεργασία.>>

[119]
Μόλις άνοιξε την πόρτα είδε τον διευθυντή με τον γραμματέα να
κάθονται πιο μακριά και να συζητάνε. <<Όλα καλά κύριε αστυνόμε?>>
ρώτησε ο διευθυντής.
-<<Ναι ναι μην ανησυχείτε. Είναι πολύ καλά και συνεργάσιμα παιδιά
και οι δύο. >>
-<<Έγινε τίποτα σοβαρό? Μπορούμε να βοηθήσουμε?>>
-<< Όχι όλα εντάξει. Δεν χρειάζεται παραπάνω συζήτηση δεν ήταν κάτι
σοβαρό. Ένα μικρό ζήτημα μόνο που έπρεπε να διευθετήσουμε νωρίτερα.
Σας αποχαιρετώ.>> είπε και έφυγε με τον Τομ και τον Γιάννη να φεύγουν
από τις σκάλες.
Ο Τομ και ο Γιάννης περπατούσαν προς την τάξη τους, με τον ίδιο να
είχε παγώσει ακόμα. Όπως κατέβηκαν τον τελευταίο όροφο ο Γιάννης
στάθηκε για λίγο στις σκάλες, με τον Τομ να μην είχε καταλάβει. <<Όλα
καλά Γιάννη?>>
-<<Ναι… Απλώς δεν ξέρω, φοβήθηκα πολύ. Με τρόμαξε αυτός.>>
-<<Μην αγχώνεσαι. Δεν χρειάζεται να φοβάσαι. Όσο δεν θα
ασχοληθούμε άλλο τόσο το καλύτερο. >>
-<<Μα εσύ δεν ήθελες να ασχοληθείς παραπάνω? Έκανες ολόκληρες
σημειώσεις προκειμένου να βρεις ποιος κρύβεται πίσω από όλες αυτές τι
δολοφονίες>>
-<<Ναι… Αλλά δεν θα βάλω την ζωή σας σε κίνδυνο. Καλύτερα να
σταματήσουμε εδώ.>> είπε και του έδωσε το χέρι να σηκωθεί, με ένα
μικρό χαμόγελο, ξέροντας μέσα του ότι όλα αυτά ήταν ψέματα.
Τουλάχιστον κράτησε την υπόσχεση στον θείο του, ενώ τώρα έμενε να
πείσει την Μαρία.

[120]
Κεφάλαιο 26 Ο εκβιασμός 2.
Το βράδυ ήρθε γρήγορα, με την ώρα να είχε φτάσει κοντά στης 10, με
τους τελευταίους να ήταν και η Μαρία. Η Μαρία βρισκόταν ακόμα στο
τμήμα, όπου συνέχιζε να φτιάχνει μερικές υποθέσεις που είχε,
αρχειοθετώντας διάφορα αρχεία. Τα φύλλα, αν και ήταν πάρα πολλά τα
τακτοποίησε γρήγορα, έχοντας δημιουργήσει τρεις στοίβες με χαρτιά
πάνω στο γραφείο της, ενώ μόλις τα τελείωσε έπιασε πάλι το
πληκτρολόγιο και γράφοντας κάτι στον υπολογιστή πριν το κλείσει.
Μόλις τελείωσε, είδε γύρω της όπου όλοι είχαν φύγει οι συνάδελφοί της,
με μόνο το χριστουγεννιάτικο δέντρο να είχε μείνει, όπου τα λαμπάκια
του αναβόσβηναν συνεχώς με τον δικό τους τρελό ρυθμό.
Άλλες φορές πιο γρήγορα, άλλες πιο αργά και άλλες με έναν περίεργο
ρυθμό, που ήθελε να το δεις δύο με τρεις φορές τουλάχιστον για να
πιάσεις τον ρυθμό τους. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι θυμίζει την ζωή
των ανθρώπων, η οποία πολλές φορές περιπλέκεται. Άλλες φορές
κυριαρχεί η χαρά, άλλες φορές η λύπη ενώ πάντα αυτά τα δύο
συναισθήματα αμφιταλαντεύονται μεταξύ τους για το ποιο θα
επικρατήσει στο παιχνίδι της ζωής. Έτσι και η Μαρία, τα είχε χάσει για
λίγα λεπτά ακίνητη, χάνοντας για λίγο επαφή με το περιβάλλον, σαν να
είχε μπερδευτεί μέσα της.
Τότε όμως βγήκε ο διευθυντής από το γραφείο του, με την ίδια να
κουνάει λίγο γρήγορα τα μάτια της και σηκώθηκε από το γραφείο.
<<Είχες πολύ δουλειά Μαρία σήμερα?>>
-<<Ναι κύριε. Έπρεπε να αρχειοθετήσω τις υποθέσεις του
προηγούμενου μήνα. Επίσης, όσο αφορά την υπόθεση με την δολοφονία
της γυναίκας του Ελβετού, τελικά κάναμε λάθος. Δεν πρόκειται για
δολοφονία αλλά αυτοκτόνησε η γυναίκα, σύμφωνα με τον ιατροδικαστή.
Θέλετε να τον ενημερώσω εγώ κύριε?>>
-<<Μην αγχώνεσαι, θα στείλω αύριο συνάδελφό σου από το σπίτι
του.>> είπε και τότε έβγαλε ένα φάκελο, πετώντας τον ελαφρά προς το
μέρος της. Η ίδια το κοίταξε με απορία, με εκείνον να την κοιτάει με
σοβαρό ύφος όπως το άνοιξε. Μόλις το άνοιξε έβγαλε διάφορες
φωτογραφίες από μέσα, βλέποντας της έκπληκτη. Έδειχνε την ίδια μέσα
στο αυτοκίνητο την ημέρα που πέθανε η βουλευτής, με το αυτοκίνητό
της να κυνηγάει το αυτοκίνητο του δολοφόνου. <<Πίστευες δεν θα
καταλάβω ότι μου λες ψέματα.>> είπε με την Μαρία να σφίγγει τα χείλια
της.
-<<Δεν ξέρω κύριε τι λέτε.>> είπε με απορία, μη θέλοντας να μιλήσει
όπως της είχε πει ο Τομ.

[121]
-<<Μου είπες ότι μόλις συνέβη η έκρηξη έφυγες κατευθείαν από το
σημείο. Όμως οι φωτογραφίες από τις κάμερες του ξενοδοχείου άλλα
δείχνουν.>>
-<<Δεν βλέπω να δείχνουν κύριε κάτι διαφορετικό. Με δείχνουν απλώς
στο αυτοκίνητο να έρχομαι στην δουλειά.>>
-<<Σταμάτα το παραμύθι Μαρία!!>> φώναξε νευριασμένος ο αρχηγός
της, με την ίδια να παγώνει. <<Πήγα και συνάντησα τον φίλο σου και μου
τα είπε όλα. Οπότε για το καλό σου, πες μου την αλήθεια.>>
-<<Εσείς κύριε πείτε μου την αλήθεια.>> είπε με σοβαρό και άγριο τόνο
ξαφνικά, με την ίδια να τον κοιτάει με θυμωμένο βλέμμα. <<Γιατί κύριε
κρύβετε τον δολοφόνο?>>
-<<Να μην σε νοιάζει αυτό μικρή. Απάντα στο ερώτημά μου. Γιατί μου
είπες ψέματα?>> είπε με πιο άγριο ύφος από πριν, με το κλίμα μεταξύ
τους να γίνετε πιο άγριο.
-<<Γιατί κύριε εσείς μου είπατε ψέματα από την πρώτη στιγμή. Αν δεν
συναντούσα τον Τομ δεν θα καταλάβαινα τίποτα από ότι είχε συμβεί στο
καφέ. Από τότε είχα μερικές αμφιβολίες, αλλά μου το επιβεβαίωσε ο
Στέλιος, όταν του είπατε να σταματήσει την υπόθεση με τον κύριο
Δημητρίου.>>
-<<Και δεν σου πέρασε από το μυαλό ούτε μία στιγμή ότι όλο αυτό
γίνεται για το καλό σου?>> είπε με αγανάκτηση.
-<<Κύριε είμαι αστυνομικός. Έχω μάθει να υπηρετώ την δικαιοσύνη, να
φροντίζω για την ηρεμία των πολιτών και να βοηθάω στην προστασία
της κοινωνίας. Αυτό είναι το καθήκον μου.>>
-<<Το καθήκον σου μικρή είναι να υπακούς εμένα και τις διαταγές μου!
Εγώ φροντίζω για την ηρεμία της κοινωνίας και αν θες την συμβουλή
μου σταμάτα ότι έκανες!>>
-<<Αυτό αποκλείεται. Δεν θα σταματήσω μέχρι να βρω ποιος κρύβετε
από πίσω, ούτε εγώ, ούτε ο Γιάννης, ούτε ο Τομ!>>
-<<Για αυτό μην είσαι τόσο σίγουρη.>> είπε με ύπουλο χαμόγελο. <<Ο
φιλαράκος σου φαίνεται να είναι πιο έξυπνος από σένα.>>
-<<Τι εννοείται?>> ρώτησε, έχοντας ξαφνιαστεί από το ύφος του.
-<<Αυτός και ο φίλος του μου υποσχέθηκαν ότι θα σταματήσουν να
ψάχνουν περαιτέρω για ότι έχει συμβεί. Σκεφτόμουν να τους έχω υπό
παρακολούθηση αλλά από ότι κατάλαβα από τον λόγο και το βλέμμα του
Ιταλού δεν φαινόταν να λέει ψέματα.>>

[122]
-<<Αυτό αποκλείεται!!>>
-<<Σου φαίνεται να λέω ψέματα νεαρή μου?!>> είπε και κάρφωσε τα
χέρια του, κοιτώντας την με το άγριο βλέμμα στα μάτια της. <<Άκουσε
με Μαρία. Είσαι νεαρή κοπέλα και έχεις όλο το μέλλον μπροστά σου.
Έχεις να δεις ακόμα διάφορες υποθέσεις και να πιάσεις πολλούς
εγκληματίες, αλλά αν θες το καλό σου μην συνεχίσεις αυτήν την
χαζομάρα, γιατί αλλιώς δεν σου εγγυώμαι τίποτα. Οπότε, ή θα
σταματήσεις ότι κάνεις ή θα πρέπει να πάρω πιο σοβαρές αποφάσεις.>>
είπε, ενώ για λίγα δευτερόλεπτα υπήρχε ανάμεσα τους μια ησυχία, με τα
βλέμματα τους να είναι έτοιμα να ανταλλάξουν σπίθες.
-<<Δεν σας φοβάμαι κύριε. Δεν θα σταματήσω εδώ.>>
-<<Αφού λοιπόν έτσι το θες…>> είπε άπλωσε το χέρι του μπροστά της.
<<Μαρία, μπαίνεις σε διαθεσιμότητα.>> είπε την ίδια να παίρνει μια
βαριά ανάσα εκνευρισμένη, βγάζοντας το όπλο και το σήμα της,
δίνοντας του με δύναμη στο χέρι. Όπως του τα έδωσε τον κοίταξε με
θυμωμένη ,παίρνοντας απότομα την τσάντα της και κλείνοντας με
δύναμη την πόρτα.
Τότε ο αρχηγός της στάθηκε για λίγο και πήγε προς το παράθυρο, όπου
φαινόταν έξω οι δρόμοι του Παγκρατίου στολισμένοι, βγάζοντας το
κινητό του. <<Ναι κύριε. Έκανα ότι μου είπατε. Μόνο η αστυνομικός
έφερε δεν πείστηκε και έτσι την έβαλα σε διαθεσιμότητα για να μην μας
ενοχλήσει.>>
-<<Ανάθεμα το αίσθημα της δικαιοσύνης.>> ακούστηκε μια φωνή από
το τηλέφωνο.
-<<Αυτό λέω και εγώ.>> είπε και ξεφύσησε. <<Αν θέλετε κύριε μπορώ
να την έχω σε στενή παρακολούθηση.>>
-<<Δεν χρειάζεται. Από εδώ και πέρα θα αναλάβω εγώ. Εσύ συνέχισε
όπως έχουμε συμφωνήσει.>>
-<<Μάλιστα κύριε. Όπως επιθυμείτε.>> είπε ο αρχηγός της Μαρίας και
έκλεισε το τηλέφωνο.

[123]
Κεφάλαιο 27 Μην προχωράς.
Ο Στέφαν και ο Τομ συνεργαζόντουσαν στενά μαζί για την υπόθεση.
Μάλιστα, το Σαββατοκύριακο ο Ιταλός επιχειρηματίας πήγε στο
διαμέρισμα του ανιψιού του μαζί με τον Βόλντακ. Ο Τομ είχε βγάλει τον
πίνακα σε μία καρέκλα, με τον θείο του να κάθεται στο τραπέζι και τον
μπράβο του. Καθόντουσαν και κοιτούσαν τον πίνακα με τα στοιχεία, τα
οποία ο Τομ είχε πάρει μια κόκκινη κλωστή και τα είχε ενώσει με μια
δική του σειρά, όπου ο ίδιος θεωρούσε ότι έβγαζε νόημα. Ακόμα όμως και
έτσι, δεν μπορούσαν να βγάλουν νόημα όσο και να το κοιτούσαν, με τον
Τομ να ξεφυσάει μετά από ένα σημείο, κοιτώντας τον επίμονα.
-<<Δεν είναι τελικά τόσο εύκολο Τομ να σπάσεις το σχέδιο του R.R.>>
του είπε ο θείος του, ο οποίος είχε σταυρώσει τα χέρια και έχοντας το
κεφάλι του επάνω.
-<<Μερικές φορές δεν ξέρω εάν πρόκειται να υπάρχει σχέδιο από
πίσω.>> είπε σφίγγοντας τα χείλια του.
-<<Και όμως υπάρχει.>>
-<<Ο Βόλντακ μικρέ έχει δίκιο. Σε όλες τις υποθέσεις ο R.R. πάντα
κινούταν με βάση ένα πλάνο, και πάντα φρόντιζε οι δολοφονίες του να
είναι όσο πιο δυνατόν γίνεται μη αντιληπτές από κάποιον να γίνουν.
Όμως, το θέμα είναι ότι, πέρα από το πάρτι που έγινε πριν περίπου 40
χρόνια, δεν έχουμε και άλλο στοιχείο. Οι τρεις σκοτώθηκαν και ο ένας
πέθανε.>>
-<<Και το χειρότερο είναι ότι δεν ξέρουμε ποιος σκότωσε την
κοπέλα.>> συμπλήρωσε ο μπράβος του. <<Μπορεί και να έχει πεθάνει.>>
-<<Δεν νομίζω. Αν γινόταν η Μαρία θα μου είχε πει κάτι, ή τουλάχιστον
θα είχε ακούσει.>> είπε ο Τομ και τότε σκέφτηκε για λίγο ο Στέφαν.
-<<Εδώ κάνεις λάθος Βόλντακ.>> είπε ο Στέφαν, τραβώντας τα
βλέμματα και των δύο. Τότε έβγαλε από την τσέπη του παλτού του μία
παλιά ιταλική εφημερίδα διπλωμένη, πετώντας την στον Τομ. <<Στην
δέκατη σελίδα αναφέρει για μία υπόθεση που είχε γίνει στην Ελλάδα,
ακριβώς την ίδια χρονιά και μήνα που σκοτώθηκε η Κατερίνα Ζόρζου. Αν
διαβάσεις θα δεις ότι εμπλέκεται ο γιός του ελληνοιταλού επιχειρηματία
Μαρτινιέλι, Μάριο Μαρτινιέλι. Από όλα τα ονόματα που έχουμε συλλέξει,
είναι το μόνο όνομα που δεν υπάρχει στην λίστα.>>
-<<Μα καλά, πως το βρήκες?>> ρώτησε έκπληκτος ο Τομ.
-<<Πριν τόσα χρόνια είχα ακούσει για ένα σούσουρο που είχε γίνει,
αλλά δεν είχαν πει πολλά. Όμως, αν δεν είχα τον φίλο σου να μου δώσει
την ιδέα με την εφημερίδα, δεν νομίζω να τον είχα βρει.>> είπε και

[124]
ξεφύσησε με παράπονο <<Όμως δεν μπόρεσα να τον βρω. Βλέπεις,
μάλλον μετά την υπόθεση εκείνη ο Μάριο άλλαξε το όνομά του για να
αποφύγει τον κόσμο. Πολλοί τον θεωρούσαν ως ο δολοφόνος της
κοπέλας, με τον θάνατό της να είχε τεράστιο πλήγμα και στον ίδιο, και
στην επιχείρηση. Έτσι, αφού άλλαξε το όνομά του, τα ίχνη του
εξαφανίστηκαν για πάντα.>> είπε με τον Τομ να παίρνει ένα σκεπτικό
ύφος.
-<<Ευχαριστώ πολύ θείε. Το μόνο που είμαι σίγουρος είναι ότι αν είναι
να κινηθεί αυτός που κρύβεται από πίσω θα το κάνει φέτος, όπως τους
υπόλοιπους.>> είπε και κοίταξε τον πίνακα, ενώ τότε ξαφνικά
ακούστηκε το κουδούνι στην πόρτα. Ο Τομ πήγε γρήγορα και κοίταξε
από το ματάκι της πόρτας. Μόλις είδε ότι ήταν η Μαρία έξω, έτρεξε
γρήγορα προς τα μέσα.
-<<Πρέπει να φύγετε. Είναι η Μαρία έξω.>> είπε και τότε σηκώθηκαν.
-<<Δεν μπορούμε μικρέ.>> είπε και σκέφτηκε για λίγο ο Στέφαν
<<Γρήγορα στο δωμάτιό σου! Δώσε μου και τον πίνακα.>> είπε με τον
Βόλντακ να τραβάει τον πίνακα και να πηγαίνουν γρήγορα μέσα με
ελαφρά βήματα, με τον Τομ να φτιάχνει τις καρέκλες και την Μαρία να
χτυπά και πάλι το κουδούνι. Μόλις άνοιξε την πόρτα είδε την Μαρία με
ένα εκνευρισμένο ύφος, σφίγγοντας τα χείλια της, Ο Τομ δεν μίλησε
καθόλου, μόνο έκανε λίγο πιο πίσω για να περάσει. Μόλις μπήκε μέσα
άφησε σε μια καρέκλα την τσάντα της με τον Τομ να έρχεται σιγά σιγά
μπροστά της. <<Πες μου ότι δεν είναι αλήθεια.>> είπε εκνευρισμένη η
Μαρία, κοιτώντας στα μάτια τον Τομ.
-<<Τι έγινε Μαρία?>>
-<<Ο αρχηγός μου… μου τα είπε όλα. Ξέρει τα πάντα για εμάς, για μένα,
για σένα και για τον Γιάννη. Ξέρει ότι ψάχνουμε τον R.R. Μου είπε
μάλιστα, ότι πήγε και σας μίλησε.>> είπε με τον Τομ να σφίγγει τα χείλια.
-<<Κοίτα να δεις Μαρία->>
-<<Γιατί Τομ?! Γιατί θες να τα παρατήσεις από τώρα. Είμαστε πολύ
κοντά. Ξέρουμε το όνομά του και έχουμε επαρκή στοιχεία να τον
βρούμε.>>
-<<Ναι αλλά θα θέσουμε τον εαυτό μας σε κίνδυνο!>> είπε με απότομο
ύφος ο Τομ. <<Δεν θέλω Μαρία να μπεις σε κίνδυνο άλλο.>>
-<<Θες να αφήσεις έναν εγκληματία να ξεφύγει?>> είπε με τον Τομ να
σφίγγει τα χείλια του. <<Ήμουν σίγουρη. Αφού Τομ το βλέπω στο ύφος
σου πόσο θες να συνεχίσεις, δεν χρειάζεται να τα παρατήσει ακόμα. Είμαι

[125]
σίγουρη ότι θα τα καταφέρουμε.>> συμπλήρωσε με τον Τομ να της
πιάνει το χέρι.
-<<Άκουσε με Μαρία. Θα ήθελα πάρα πολύ να συνεχίσω. Ναι πράγματι,
θέλω να βρω τον δολοφόνο αλλά, αν αυτό πρόκειται να διακινδυνέψει
την ζωή και των δυο σας, δεν θέλω να συνεχίσετε. Κανείς από όλους μας.
Θα θεωρήσουμε ότι ό,τι συνέβη, ξεχάστηκε. Έτσι και αλλιώς μπορεί και
να τελείωσε αυτή η υπόθεση και ο R.R. να έχει εξαφανιστεί. Για αυτό
Μαρία, σε παρακαλώ, πήγαινε στον αρχηγό σου και πες του ότι
ξανασκέφτηκες ότι σου είπε και αποδέχεσαι την πρόταση του.>> είπε με
την Μαρία να είχε κοκκαλώσει, κοιτάζοντας έκπληκτη στα μάτια τον
Τομ, ο οποίος δεν μπορούσε να την κοιτάξει στα μάτια. Για λίγο υπήρχε
μια σιγή ανάμεσα τους, χωρίς κανέναν να λέει τίποτα.
-<<Συγγνώμη Τομ, αλλά δεν πρόκειται να σταματήσω εδώ. Κάνε ότι θες
εσύ, αλλά δεν θα αφήσω κανέναν δολοφόνο να κυκλοφορεί έξω
ελεύθερος.>> είπε και τράβηξε με δύναμη την τσάντα της, και πήγε
γρήγορα προς την πόρτα με δυνατό βήμα.
-<<Μαρία!>> είπε ο Τομ και σταμάτησε για λίγο <<Ξέρω πως είναι
τέτοιες δουλειές, καλύτερα από ότι νομίζεις. Δεν θα σε παρεξηγήσει
κανείς αν σταματήσεις τώρα. Ξανασκέψου το.>> είπε με εκείνη να μην
είχε γυρίσει το βλέμμα της, να ανοίγει την πόρτα και να φεύγει. Ο Τομ
τότε πήγε και έκλεισε την πόρτα, με τον θείο του και τον Βόλντακ να
βγαίνουν από το δωμάτιο του Τομ, με τον ίδιο να τους κοιτάει με ένα
βλέμμα, μην ξέροντας τι να κάνει.
-<<Ξεροκέφαλη η φίλη σου έχω να πω. Δεν χρειάζονται ηρωισμοί.>>
-<<Προσπάθησα έστω.>> είπε ο Τομ, με τον ίδιο να ξεφυσάει.
-<<Και καλά έκανες.>> είπε και πήγε προς το παράθυρο, βλέποντας
αυτός και ο Βόλντακ έξω την Μαρία που έμπαινε στο αυτοκίνητό της.
<<Δεν την βλέπω καλά την κοπέλα για πολύ. Βόλντακ! Πάρε τα στοιχεία
του αυτοκινήτου της και στείλε δύο δικούς μας να την προσέχουν
διακριτικά.>> είπε με τον Βόλντακ να κουνάει καταφατικά το κεφάλι
του και να φεύγει.

[126]
Κεφάλαιο 28 Μετά τα μεσάνυχτα.
Μια βδομάδα πέρασε σαν άνεμος, τον νεαρό να είχε αφοσιωθεί πιο πολύ
στο διάβασμα για τις εξετάσεις. Όμως, ένα μήνυμα στο κινητό του όπως
διάβαζε, έκανε τον Τομ να αναστατωθεί. Πιο συγκεκριμένα, ήταν στο
διαμέρισμά του και ντυνόταν γρήγορα, βάζοντας γρήγορα τα ρούχα του,
με τον Βέρντε να τον κοιτάει με τα μάτια του να έχουν σχεδόν κλείσει
από τον ύπνο. Μόλις ετοιμάστηκε, έστειλε γρήγορα μήνυμα στον Γιάννη
και έκλεισε με δύναμη την πόρτα, τρέχοντας από τα σκαλιά της
πολυκατοικίας.
Μετά από λίγο τρέξιμο ο Τομ έφτασε σε μία καφετέρια απέξω στο
κέντρο του Παγκρατίου, όπου εκεί τον περίμενε ο Γιάννης, ο οποίος
στεκόταν απέξω και κοιτούσε το κινητό του. Λαχάνιασε για λίγο χωρίς
να μπορεί να μιλήσει, κρατώντας τα γόνατά του. <<Έφτασα όσο πιο
γρήγορα μπορούσα. Τι συνέβη?>> ρώτησε ο Τομ λαχανιάζοντας με τον
Γιάννη να χαμογελάει.
-<<Μια χαρά σε βλέπω ντυμένο, αν και όχι το καλύτερο σου ντύσιμο
αλλά αρκούμαστε σε αυτό.>> είπε κοιτώντας τον από πάνω μέχρι κάτω
με μία γρήγορη ματιά.
-<<Που σχετίζεται το ντύσιμο?!>> είπε με απορία, έχοντας πάρει
αρκετές ανάσες. <<Εσύ μου είπες ότι χτύπησε άσχημα η μητέρα σου σε
τροχαίο πριν λίγο και ότι τώρα την έχουν πάει στο νοσοκομείο.>>
-<<Έτυχε να είπα ένα μικρό ψεματάκι…>> είπε, ξύνοντας το κεφάλι
του από και τον κοίταξε με ένα χαμόγελο, με τον Τομ να τα είχε χάσει.
<<Η μητέρα μου ευτυχώς είναι μια χαρά, δεν είναι στο νοσοκομείο, ούτε
είχε κάποιο ατύχημα… Μην μου θυμώσεις, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος
προκειμένου να σε βγάλω από το διαμέρισμά σου.>>
-<<Άσε τις εισαγωγές και πες μου τι συμβαίνει.>> είπε με σοβαρό και
απότομο ύφος.
-<<Σήμερα έχει γενέθλια βλέπεις η Τζένη και θα πάμε σε ένα κλαμπ για
να το γιορτάσουμε. Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλή ιδέα να έρθεις και εσύ
μαζί μας.>> του απάντησε με τον Γιάννη να κοιτάει αλλού και τον Τομ να
είχε θυμώσει.
-<<Όχι!>>
-<<Σε παρακαλώ Τομ. Σταμάτησες αυτήν την περίεργη υπόθεση και οι
πανελλήνιες εξετάσεις είναι σε περίπου ένα μισό χρόνο. Πότε θα
ξεφαντώσεις λιγάκι?!>> παραπονέθηκε ο φίλος του.

[127]
-<<Χαλαρώνω και με τον δικό μου τρόπο Γιάννη. Σε ευχαριστώ που με
σκέφτηκες, αλλά τα κλαμπ δεν είναι του τύπου μου να διασκεδάσω. Πιο
πολύ με κουράζουν πάρα με χαλαρώνουν.>>
-<<Αν και δεν σε ξέρω πολλά χρόνια Τομ, δεν σε έχω δει ποτέ σου να
χαλαρώνεις, παρά μόνο να είσαι πάνω από ένα βιβλίο μαθηματικών.
Είμαι σίγουρος ότι δεν έχεις πάει ποτέ σου σε κλαμπ. Δεν έχεις τίποτα να
χάσεις. Σε παρακαλώ, κάνε το για μένα.>> είπε με τον Τομ να τον κοιτάει
λίγο και να σκέφτεται.
-<<Ας είναι. Κέρδισες.>> είπε ξεφυσώντας, με τον Γιάννη να
χαμογελάει. <<Πάμε γρήγορα όμως να μην αργήσουμε και στήσουμε την
φίλη σου.
-<<Έτσι σε θέλω.>> είπε χτυπώντας τον στην πλάτη. <<Να δεις ότι δεν
θα το μετανιώσεις Τομ.>>
Η ώρα είχε φτάσει σχεδόν δώδεκα, με τον κόσμο να είχε αυξηθεί αλλά
όχι στα κεντρικά σημεία. Σε όλες τις γωνίες, σε στάσεις λεωφορείων και
τα στενά έβλεπες νέους, οι οποίοι όλοι σχεδόν ήταν νέα παιδιά πήγαιναν
να διασκεδάσουν. Όπως βγήκαν από την στάση του λεωφορείου οι δύο
φίλοι πήγαιναν μέσα από τα στενά, με τον Τομ να βλέπει γύρω του
παιδιά τα οποία ήταν γεμάτα ενθουσιασμό, με μερικούς να φοράνε
περίεργα ρούχα, για να γιορτάσουν τις γιορτινές ημέρες. Έξω από το
κλαμπ δεν είχε μεγάλη ουρά όταν έφτασαν, σε αντίθεση με άλλα, αλλά
έβλεπε έξω πολλούς οι οποίοι κρατούσαν μπουκάλια, πιασμένοι από τους
ώμους και τραγουδούσαν, προσπαθώντας να πιάσουν τον ρυθμό μέσα
στο κλαμπ.
Όπως ο Τομ και ο Γιάννης έφτασαν μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού,
είδαν δύο άντρες με μαύρα, δερμάτινα μπουφάν απέξω, με έναν από
αυτούς να έχει μούσια και να τους κοιτάνε με ένα σοβαρό ύφος, με τον
Γιάννη να του είχε φύγει για λίγο το θάρρος, αλλά να τους αφήνουν να
περάσουν. Μόλις μπήκαν μέσα, παρατήρησαν έναν χαμό που συνέβαινε
γύρω τους. Στο κέντρο ήταν ένα μεγάλο πλατό, με δύο χορεύτριες να
χορεύουν ενώ στην μέση ήταν ένα μουσικός, ο οποίος φορούσε ένα
καπέλο και καλοκαιρινά ρούχα, ρυθμίζοντας την μουσική αλλά και τα
φώτα.
Γύρω τους, έχοντας περικυκλώσει τον χώρο ήταν ο κόσμος, ο οποίος
κουνιόταν συνεχώς στον ρυθμό της μουσικής, κρατώντας το ποτό του
και ξεφάντωνε, λες και δεν υπήρχε αύριο. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η
δυνατή μουσική που άλλαζε συνεχώς αλλά και οι φωνές από πολλούς,
που τραγουδούσαν και έβγαζαν βίντεο παράλληλα. Τότε ο Γιάννης
τράβηξε το χέρι του Τομ και τον πήγε από τα σκαλιά στο πάνω μέρος του
κλαμπ, όπου με δυσκολία κατάφεραν να περάσουν με τόσο κόσμο που

[128]
υπήρχε. Όταν ανέβηκαν, βρέθηκαν κοντά στο μπαράκι, όπου είδαν τις
φίλες και τους φίλους της κοπέλας, με την Τζένη να βρίσκεται στο
κέντρο και να χορεύουν. Μόλις είδε τον Γιάννη τότε σταμάτησε με τον
ίδιο να πηγαίνει πιο κοντά και να τον αγκαλιάζει, με τον ίδιο να την
πιάνει από την μέση και να χαμογελάει, ενώ της ευχήθηκε της για τα
γενέθλιά της. Τότε είδε και τον Τομ από πίσω της, κάνοντας της
έκπληξη.<<Δεν πίστευα ότι του φίλου σου του άρεσαν τα κλαμπ.>> είπε
έκπληκτη.
-<<Μην τον βλέπεις έτσι, του αρέσει πολύ.>> είπε ο Γιάννης χτυπώντας
τον στην πλάτη, με τον Τομ να τον κοιτάει με ένα κοφτό ύφος, κόβοντας
του τον αέρα.
-<<Χρόνια πολλά Τζένη. Ότι επιθυμείς.>>είπε δίνοντας τα χέρια, με
τότε να αλλάζει το τραγούδι.
-<<Το ξέρω αυτό το κομμάτι.>> φώναξε η Τζένη στον Γιάννη και τον
πήρε να χορέψουν, όπως και η υπόλοιπη παρέα.
Τότε ο Τομ τους είδε που άρχιζαν να χορεύουν στην άκρη του, κοντά
στα κάγκελα, απέναντι από τις χορεύτριες με τον ίδιο να πηγαίνει σε ένα
μπαράκι. Μόλις τον είδε ο μπάρμαν ο Τομ παρήγγειλε ένα μαρτίνι, με τον
ίδιο να του το ετοιμάζει. Μόλις τους το έφτιαξε ο Τομ τον πλήρωσε και
ήπιε μια γρήγορη γουλιά, με έναν άντρα να έρχεται δίπλα του και να
κάθεται, παραγγέλνοντας ένα μπουκάλι για τον εαυτό του.
-<<Απογοήτευση μικρέ?>> είπε με τον Τομ να τον κοιτάει με απορία,
χωρίς να του δίνει πολύ σημασία. <<Μην αγχώνεσαι μικρέ. Οι γυναίκες
έρχονται και φεύγουν. Παίζουν μαζί σου για λίγο και μετά σε
παρατάνε.>> συμπλήρωσε με τον ίδιο να πίνει μια μεγάλη γουλιά από το
μπουκάλι.
-<<Σας ευχαριστώ, αλλά δεν είναι κάτι τέτοιο.>>
-<<Δεν ξέρω μικρέ τι είναι αλλά ξέρω ότι κάτι σε βασανίζει.>> είπε
κοιτώντας τον για λίγο. <<Μην αγχώνεσαι όμως, με ένα ποτό πάντα
καθαρίζει το μυαλό σου, ξεχνάς τα πάντα. Και αν δεν αρκεί αυτό, τότε
πάρε μπουκάλι, εμένα μου αρκεί.>> και τότε ήπιε πάλι μια μεγάλη γουλιά,
αδειάζοντας το μισό σχεδόν μπουκάλι.
-<<Σας ευχαριστώ πολύ.>> είπε και τότε είδε την παρέα που ερχόταν
πάλι προς τα πίσω, με τον Γιάννη να φαινόταν ήδη ξετρελαμένος.
-<<Πως περνάς Τομ? Σου το είπα ότι θα είναι πολύ ωραία.>> φώναξε,
μυρίζοντας λίγο από το αλκοόλ που είχε όσο χόρευε.
-<<Το βλέπω ότι διασκεδάζεις.>> είπε με ένα ψεύτικό χαμόγελο ο Τομ.
Τότε, ήρθε ένας από το μπαρ ο οποίος κρατούσε μία τούρτα με μερικά

[129]
κεριά από πάνω, με την παρέα να είναι γύρω από την Τζένη. Τότε, την
τούρτα πήρε ένας από την παρέα, φέρνοντας την μπροστά στην
εορτάζουσα. Τότε άρχιζαν όλοι να τραγουδάνε, με την ίδια να είναι
έτοιμη να σβήσει τα κεράκια και με την μουσική να δυναμώνει. Τότε, ο
Τομ πάγωσε για λίγο, σταματώντας να τραγουδάει, σαν κάτι να του ήρθε
στο μυαλό. Ξαφνικά, τα μάτια του άνοιξαν πιο πολύ, με διάφορες σκέψεις
να τους έρχονται στο μυαλό εκείνη την στιγμή, με την Τζένη να σβήνει
τα κεράκια και να αγκαλιάζει όλη την παρέα. <<Τελικά ήταν τόσο
απλό!>> φώναξε ο Τομ με όλους να είχαν παγώσει από την παρέα, με τον
ίδιο να κατεβαίνει τα σκαλιά.
-<<Τομ τι συνέβη?>> ρώτησε ο Γιάννης, πιάνοντας τον από το χέρι.
-<<Ευχαριστώ πολύ Γιάννη. Όντως, έπρεπε να έρθω σήμερα αλλά
πρέπει να φύγω τώρα.>> είπε με χαμόγελο, με τον Γιάννη να τα είχε
χάσει και τον Τομ να τρέχει προς την πόρτα.
-<<Ο φίλος σου τα έχει χάσει μου φαίνεται.>> είπε η Τζένη, με τον
Γιάννη να ανασηκώνει τους ώμους του, χωρίς να είχε καταλάβει τι στο
καλό είχε συμβεί.
Πήγε γρήγορα στο σπίτι του, ανεβαίνοντας γρήγορα τα σκαλιά και
ανοίγοντας με δύναμη την πόρτα. Μόλις μπήκε ξύπνησε τον Βέρντε, ο
οποίος τον κοιτούσε με περιέργεια, με τον ίδιο να βγάζει ένα χαρτί και
αρχίζει να σχεδιάζει, έχοντας στο δεξί του χέρι το στυλό και το αριστερό
το κινητό του τηλέφωνο. Είχε όλα τα δεδομένα μπροστά του, με το
βλέμμα του να ακολουθεί το χέρι του, και το χέρι το μυαλό του. Μόλις
τελείωσε, είδε τα στοιχεία και τις σημειώσεις από όλα τα στοιχεία με ένα
έκπληκτο ύφος, σαν να είχε ανοίξει όλη η υπόθεση μπροστά του,
μπροστά στα μάτια. Όλα τα δεδομένα, αν και φαίνονταν ακατάστατα
στον πίνακα, για τον Τομ, όλα είχαν πάρει την σειρά τους. Τότε τράβηξε
μία από τις εφημερίδες, ξεφυλλίζοντας την μέχρι που βρήκε το φύλλο
που ήθελε, με τον γάτο να το κοιτάει με περιέργεια. <<Δεν χωράει
αμφιβολία…>> ψιθύρισε, με τον Βέρντε όμως να φαίνεται μπερδεμένος,
αλλά ο Τομ να κοιτάει με μια μικρή ικανοποίηση τον πίνακα.
Τότε σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο του δωματίου του, βλέποντας
έξω τον ουρανό, σαν να έψαχνε κάτι μέσα στα αστέρια. Μόλις το βρήκε,
κοίταξε το χαρτί που είχε σχεδιάσει. Τι άραγε κοιτούσε ο Τομ?

Παράλληλα, η Μαρία εκείνο το βράδυ οδηγούσε στο κέντρο, φτάνοντας


στο σπίτι της. Όπως πάρκαρε το αυτοκίνητό της, άρχισε να χτυπάει το
κινητό της, με τον Στέλιο να την παίρνει τηλέφωνο. Στην αρχή δεν το
σήκωσε, αλλά όταν πήρε πάλι το σήκωσε. <<Όλα καλά Μαρία?>>

[130]
-<<Ναι, συνέβη τίποτα στο τμήμα?>>
-<<Ανησύχησα γιατί δεν μου είχες απαντήσει στα μηνύματα μου.
Επίσης, άκουσα ότι μπήκες σε διαθεσιμότητα. Όλα εντάξει?>>
-<<Ναι Στέλιο, απλώς συνέβησαν πολλά τελευταία και είπα στον
αρχηγό ότι θέλω να αποσυρθώ για λίγο.>> είπε και τότε ξαφνικά έσπασε
το τζάμι του αυτοκινήτου της, με την ίδια να βγαίνει γρήγορα από το
αμάξι. Άφησε το κινητό της στο κάθισμά και κρύφτηκε πίσω από το
αμάξι, βλέποντας ένα βανάκι να είχε μπλοκάρει τον δρόμο. Μην
μπορώντας να κάνει τίποτα άρχισε να τρέχει, με μερικούς άντρες να την
είχαν περικυκλώσει, και έναν να την πυροβολεί με αναισθητικό πιστόλι,
με την ίδια να λιποθυμάει.
Ο Στέλιος άρχιζε να φωνάζει στο κινητό το όνομά της αλλά κανείς δεν
του απαντούσε, με έναν από τους άντρες να το παίρνει και να το κλείνει.
Τότε, δύο άντρες δυο Στέφαν έφτασαν από πίσω και άρχισαν να
πυροβολούν, με τους άντρες να ανταλλάζουν πυρά. Η κατάσταση είχε
γίνει άγρια μεταξύ τους, με τους άντρες που είχαν επιτεθεί στην Μαρία,
με την κουβαλάνε και να την βάζουν στο βανάκι από πίσω.
Οι άντρες του Στέφαν προσπαθούσαν να κάνουν ότι μπορούσαν, αλλά
ένας από τους άλλες τους κάλυπτε, όσο οι άλλοι έκαναν την δουλειά τους.
Μόλις την έβαλαν άρχισε το βανάκι να τρέχει, με τον άντρα να πυροβολεί
πιο πολύ, με τους άντρες του Στέφαν να μην μπορούσαν να κάνουν
τίποτα. Τότε, ο ένας από τους δύο πήγε, χωρίς να τον καταλάβει ο άλλος
άντρας, καλυπτόμενος από τα αμάξια, απέναντι από τον άλλον άντρα και
τον πυροβόλησε στο πόδι, με τους δύο άντρες τώρα να τρέχουν
καταπάνω του, αφοπλίζοντας τον.

[131]
Κεφάλαιο 29 Όχι άλλοι ηρωισμοί.
Το επόμενο μεσημέρι βρήκε την γειτονιά στο πόδι, με την αστυνομία να
είχε φτάσει τα ξημερώματα έξω από το σπίτι της Μαρίας. Οι αστυνομικοί
είχαν αποκλείσει τον δρόμο και από τις δύο εξόδους, έχοντας
τοποθετήσει διάφορες κορδέλες, με αστυνομικούς να βρίσκονται και
στις δύο πλευρές. Μέσα βρίσκονταν ο Στέλιος και δύο ακόμα συνάδελφοί
του, οι οποίοι συλλέγαν στοιχεία από τον δρόμο, με πολλούς γείτονες να
είχαν βγει, είτε έξω στα μπαλκόνια, είτε να είναι έξω από τις κορδέλες
και να βλέπουν με απορία τι είχε συμβεί.
Μέσα από τις κορδέλες ήταν και ο Βόλντακ με τον Στέφαν, οι οποίοι
ήταν έξω από το αυτοκίνητο και κοιτούσαν τους αστυνομικούς, με τον
Ιταλό επιχειρηματία να κοιτάει νευρικά το ρολόι του. <<Κύριε να τος.>>
είπε ο Βόλντακ στον Στέφαν, δείχνοντας τον Τομ ο οποίος έτρεχε προς
το μέρος τους. <<Συγγνώμη θείε που άργησα. Έκανα όσο πιο γρήγορα
μπορούσα αλλά είχε πολύ κίνηση στους δρόμους.>>
-<<Ίδιος με τον αδερφό μου είσαι. Ποτέ δεν έφτανε στην ώρα του, και
αν αυτό γινόταν θα είχε γκρεμιστεί κανένας φούρνος.>>
-<<Έχουμε κάποιο νέο για την Μαρία?>> ρώτησε ο Τομ, με τον Στέλιο
να έρχεται κοντά τους με γοργό βήμα.
-<<Σας παρακαλώ κύριοι, πρέπει να περάσετε έξω.>> είπε ο Στέλιος, με
τον Στέφαν να μην του είχε δώσει σημασία.
-<<Όχι. Οι άντρες μου προσπάθησαν να τους σταματήσουν αλλά χωρίς
κάποιο αποτέλεσμα. Ήταν περισσότεροι και είχαν μαζί τους ένα
βανάκι.>>
-<<Κύριοι!!>> είπε πιο δυνατά ο Στέλιος, με τον Στέφαν να στρέφει το
πρόσωπό του στον νεαρό αστυνομικό.
-<<Κύριε όλα καλά? Έχουμε κάποιο πρόβλημα μήπως?>> ρώτησε ο
Βόλντακ, μπαίνοντας αναμεσά τους και κοιτώντας με μισό βλέμμα τον
νεαρό αστυνομικό.
-<<Μην ανησυχείς Βόλντακ, όλα είναι μια χαρά. Πήγαινε στο αμάξι και
ερχόμαστε σε λίγο.>> είπε με τον μπράβο του να φεύγει, ρίχνοντας ένα
κοφτό, απότομο βλέμμα στον Στέλιο, ο οποίος τον κοιτούσε ακόμα.
<<Μην ανησυχείς αστυνόμε, θα βρεθεί η Μαρία.>> είπε, πιανοντάς τον
από τον ώμο, με τον Στέλιο να κάνει ένα απότομο βήμα πιο πίσω.
-<<Ποιοι είστε? Τι ξέρετε για την Μαρία?>>
-<<Δεν χρειάζεται να ξέρεις. Απλώς έχε στο νου σου ότι είμαστε με την
πλευρά σου.>> είπε και κοίταξε λίγο από πίσω από τον Στέλιο, ο οποίος

[132]
φαινόταν μπερδεμένος. <<Βλέπω έπεσαν πολλές σφαίρες, ξέρεις τι
συνέβη?>>
-<<Γιατί να πω σε έναν άγνωστο, ο οποίος βρωμάει τσιγάρο και έχει
έναν μπράβο ο οποίος μυρίζει βότκα? Πόσο λογικό σου φαίνεται?>> είπε
απότομα ο Στέλιος, κοιτώντας τον στα μάτια.
-<<Γιατί αυτός ο άγνωστος που έχεις μπροστά σου και βρωμάει πούρο
για την ακρίβεια και ο μπράβος που μυρίζει βότκα, μπορούν να σώσουν
την Ιουλιέτα σου. Κατάλαβες Ρωμαίο? Για αυτό πες μου τι ξέρεις.>> είπε
με τον Στέλιο να είχε καταπιεί την γλώσσα του, με όλο τον εκνευρισμό
να είχε φύγει τώρα.
-<<Χθες μιλούσα με την Μαρία. Δεν είχε έρθει καθόλου στο τμήμα. Κάτι
κατάλαβα ότι είχε συμβεί, κάτι άσχημο. Ρώτησα τον αρχηγό και έμαθα
ότι μπήκε σε διαθεσιμότητα με δική της θέληση μου είπε. Δεν μου
φαινόταν λογικό καθόλου. Την αγαπούσε την δουλειά της. Ήξερα ότι
κάτι δεν πάει καλά, ειδικά με τον αρχηγό του τμήματός μας.>>
-<<Τι εννοείς?>> ρώτησε ο Τομ, με τον Στέλιο να διστάζει για λίγο.
-<<Η Μαρία μου είχε ζητήσει διάφορα στοιχεία από υποθέσεις, τις
οποίες είχαμε κλείσει γρήγορα από εντολή του αρχηγού. Κατάλαβα ότι
κάτι έψαχνε από πίσω. Ήθελα να την ρωτήσω αλλά δίσταζα. Ήξερα ότι
κάτι μου έκρυβε, αλλά είχα τις αμφιβολίες μου αν όντως οι υποψίες της
ήταν σωστές. Μια μέρα όμως κρυφάκουσα τον αρχηγό και κατάλαβα ότι
όντως κάτι υπάρχει από πίσω. Έτσι της είπα να πάμε στο σημείο που θα
γίνει, λίγες ώρες πριν την έκρηξη του αυτοκινήτου της. Ο θάνατος της
βουλευτή Βασιλείου δεν ήταν τυχαίος, και η Μαρία πρέπει να το ήξερε,
αλλά δεν μου είπε τίποτα. Πρέπει όμως να το ανακάλυψε αυτό ο αρχηγός
και να την έβαλε σε διαθεσιμότητα. Έτσι, την πήρα χθες να μιλήσουμε
αλλά την άκουσα κάπως πιεσμένη, δεν είχε όρεξη να μιλήσει. Και τότε,
ακούστηκε κάτι να σπάει, και μετά ακούστηκαν πυροβολισμοί, πολλοί
πυροβολισμοί. Δεν είχα καταλάβει τι είχε συμβεί, φώναζα αλλά τίποτα.>>
είπε με τον Τομ να πηγαίνει στο σημείο που ήταν το αυτοκίνητό της,
βλέποντας διάφορα γυαλιά από το τζάμι σπασμένα. Κοιτούσε με
προσοχή, τις σφαίρες, τα γυαλιά, μέσα στο αυτοκίνητο. Σκέφτηκε για
λίγο και γύρισε πάλι πίσω.
-<<Μην αγχώνεσαι, η Μαρία ζει. >> είπε και τον κοίταξε με απορία.
-<<Πως είσαι τόσο σίγουρος? Εδώ έχουμε βροχή από σφαίρες!>>
-<<Αν δεις όμως δεν υπάρχει αίμα σχεδόν καθόλου. Αν αυτοί που της
επιτέθηκαν ήθελαν να την σκοτώσουν, δεν θα έσπαγαν με πέτρα το
τζάμι της αλλά θα την πυροβολούσαν κατευθείαν. Δεν υπάρχει καμία
σφαίρα μέσα στο αμάξι.

[133]
-<<Θα μπορούσε όμως να αμύνθηκε και να μπήκε πίσω από άλλα
αμάξια, πυροβολώντας τους άλλους.>>
-<<Κάνεις ένα λάθος. Μόνο σου το είπες. Η Μαρία αγαπούσε το
επάγγελμά της. Άρα, όταν μπήκε σε διαθεσιμότητα σίγουρα θα παρέδωσε
το όπλο της στον αρχηγό σας. >> είπε ο Τομ, με τον Στέλιο να είχε μείνει
έκπληκτος από τον Τομ.
-<<Τώρα που το λες έχεις δίκιο. Είχα δει το όπλο της Μαρίας στο
γραφείο του αρχηγού. >> συμπλήρωσε ο Στέλιος και σκέφτηκε για λίγο.
<<Μα γιατί όμως είχαμε πυροβολισμούς?>> αναρωτήθηκε, με τον
Στέφαν να τον πιάνει πάλι στον ώμο πιο δυνατά.
-<<Ποιος ξέρει. Σε ευχαριστούμε πάντως για την βοήθειά σου. Τώρα θα
αναλάβουμε εμείς.>>
-<<Μπορώ να σας βοηθήσω αν είναι.>>
-<<Δεν χρειάζεται. Δεν θέλω και άλλους ηρωισμούς μέσα στα πόδια
μου. Ήδη μου προκάλεσε προβλήματα αρκετά ο πρώτος.>> είπε με
σοβαρό ύφος ο Στέφαν και πήγε στο αμάξι του μαζί με τον Τομ, με τον
Στέλιο να τους κοιτάει, καθώς τα είχε χάσει.
Μόλις μπήκε ο Τομ και ο Στέφαν στο αμάξι, ο επιχειρηματίας έδωσε
εντολή στον Βόλντακ να τους πάει στον Πειραιά. Τότε, άναψε ένα πούρο
και κοίταξε για έβαλε το ένα πόδι του πάνω στο άλλο, απλώνοντας τα
χέρια. Χαμογέλασε για λίγο και γέλασε ελαφρά, κοιτάζοντας τον ανιψιό
του, ο οποίος τον κοιτούσε με απορία.<<Είσαι ξυράφι μικρέ.>>
-<<Ευχαριστώ θείε, αλλά δεν ήταν τίποτα.>>
-<<Φαίνεται σε εκπαίδευσα καλά όλα αυτά τα χρόνια. Αν είχες μείνει
παραπάνω να μάθαινες περισσότερα.>>
-<<Θείε, δεν θέλω να αρχίσουμε πάλι αυτήν την συζήτηση.>> είπε και
κοίταξε έξω από το παράθυρο.
-<<Όπως επιθυμείς μικρέ.>> είπε και πήρε μια ρουφηξιά.
-<<Κύριε, μίλησα με την κυρία και μου είπε ότι δεν έχει λυγίσει
ακόμα.>>
-<<Μην ανησυχείς, για αυτό θα πάμε εμείς εκεί.>>
-<<Που πάμε θείε?>> ρώτησε ο Τομ με απορία.
-<<Φαίνεται ότι όποιος έβαλε να απαγάγουν την Μαρία, δεν ήταν τόσο
προσεκτικός.>> είπε με τον Βόλντακ να το γκαζώνει

[134]
Μετά από πολύ ώρα έφτασαν στον Πειραιά και συγκεκριμένα στο
κέντρο, με τους δρόμους να είχαν πολύ κίνηση. Έφτασαν στα σοκάκια
όπου υπήρχαν πολλά μαγαζιά με κόκκινα φωτάκια. Μόλις βγήκε ο Τομ
και μπήκαν μέσα σε ένα από τα μαγαζιά ανατρίχιασε λίγο, βλέποντας
διάφορες κοπέλες οι οποίες χόρευαν πάνω στην πίστα, με τον ίδιο να μην
δίνει σημασία. Αφού πήραν το ασανσέρ και κατέβηκαν κάτω, πήγαν
γρήγορα προς την Αφροδίτη. Όσο περπατούσε ο Τομ στον διάδρομο,
τόσο ένιωθε πιο άβολα, κοιτώντας αριστερά και δεξιά γρήγορα,
προσπαθώντας να μην δώσει σημασία από τους ήχους στα δωμάτια
γύρω του.
Μπροστά τους στην άκρη ήταν και το δωμάτιο της Αφροδίτης, όπου
μόλις οι δύο άντρες που φυλούσαν απέξω το δωμάτιο είδαν τον Στέφαν
άνοιξαν την πόρτα κατευθείαν. Μέσα βρισκόταν η Αφροδίτη και οι δύο
άντρες του Στέφαν, οι οποίοι είχαν πιάσει έναν από τους άντρες ο οποίος
είχε επιτεθεί στην Μαρία. Ο άντρας ήταν δεμένος σε μία καρέκλα
μπροστά από το γραφείο της Μαρίας, χτυπημένος με μώλωπες στο
πρόσωπο και αλλού, έχοντας δεμένο με ένα πανί την πληγή στο πόδι του,
με το πανί να είχε γίνει κόκκινο από το αίμα. <<Επιτέλους ήρθες. Αυτός
σκάει γάιδαρο.>> είπε η Αφροδίτη εκνευρισμένη, και τότε κοίταξε τον
Τομ. <<Πω πω!! Έχω καιρό να δω τον ανιψιό σου, πως μεγάλωσε τόσο!
Ολόκληρος άντρας έγινε, και μοιάζει πολύ στον αδερφό σου.>> είπε με
τον Τομ να χαμογελάει άβολα. <<Πόσο χρονών είσαι μικρέ?>>
-<<Δεκαεπτά. Σε λίγο καιρό θα κλείσω τα δεκαοχτώ.>>
-<<Πως περνάνε τα χρόνια… Σε θυμάμαι από πολύ μικρό. >> είπε και
πήρε ένα πονηρό ύφος. <<Αν θες πάντως καμία βοήθεια για να πάρεις
κάποια εμπειρία, μην διστάσεις να μου ζητήσεις βοήθεια. Είμαι ειδικός.
Σου έχω τις καλύτερες.>> είπε η Αφροδίτη, με τον Τομ να καταπίνει το
σάλιο του.
-<<Σας ευχαριστώ, αλλά δεν νομίζω να χρειαστεί…>> είπε, κουνώντας
τα χέρια του, δείχνοντας ότι δεν ήθελε.
-<<Και ευγενικός σαν τον πατέρα του και συναισθηματικός. Σε
αντίθεση με τον θείο του…>> είπε και τον κοίταξε με κοφτό βλέμμα.
-<<Δεν είμαι εγώ συναισθηματικός?!>> είπε εκνευρισμένος ο θείος του.
-<<ΚΑΘΌΛΟΥ!! Άξεστος και ρεμάλι σε αντίθεση με τον αδερφό σου.>>
είπε με την Αφροδίτη να ξεφυσάει. <<Τέλος πάντων. Εδώ έχω αυτόν που
μου έστειλες. Πες μου αλήθεια, γιατί πρέπει να σε βοηθήσω?>> είπε με
παράπονο.
-<<Γιατί κατά βάθος με συμπαθείς και επίσης δεν έχω κάπου αλλού να
τον βάλω?...>>

[135]
-<<Κατά πολύ βάθος σε συμπαθώ, πιο βάθος και από τον Καιάδα. Όμως,
ο φίλος σου που μου έστειλες μου έχει σπάσει τα νεύρα. Ότι και να
κάνουμε δεν θα μας πει τίποτα από το πρωί. >> είπε και τον κοιτάξανε
και οι δύο, με τον Στέφαν να πηγαίνει πιο κοντά του.
-<<Πως σε λένε?>>
-<<Γιώργο.>> είπε ο άντρας με κοφτό ύφος, κοιτώντας τον Στέφαν στα
μάτια.
-<<Λοιπόν Γιώργο, δεν έχουμε όλη την μέρα. Πες μας που είναι η
Μαρία?>>
-<<Ποια Μαρία? Δεν ξέρω καμία Μαρία.>>
-<<Μην το κάνεις πιο δύσκολο…>> είπε και έκανε νόημα σε έναν από
τους άντρες του. Τότε, ο άντρας πήγε και πίεσε την πληγή με την σφαίρα
που είχε μέσα, με τον άντρα να βγάζει μια δυνατή κραυγή. Γρήγορα όμως
ο άλλος άντρας του Στέφαν του έκλεισε το στόμα με ένα πανί, με το
ουρλιαχτό να ακούγεται τώρα σαν μουγκρητό, ώσπου για λίγα δεύτερα
μετά σταμάτησε. Ο άντρας τώρα ανάσαινε βαριά, σφίγγοντας τα δόντια
του, έχοντας παράλληλα ιδρώσει. <<Τώρα, θα ήθελες να μου πεις?>>
-<<Δεν μπορώ να σου πω τίποτα.>> είπε ο Γιώργος, με τον Στέφαν να
κάνει ένα κύκλο με το δάχτυλό του, με τους άντρες του πάλι να του
πιέζουν την πληγή αλλά αυτήν την φορά να κρατάει περισσότερο ο
πόνος. Όπως μούγκριζε, ο Τομ έσκυψε το κεφάλι του, χωρίς να του
αρέσει αυτό που έβλεπε. <<Μπορούμε Γιώργο να το συνεχίσουμε όλη
μέρα αυτό το πράγμα αν θες. Εγώ δεν έχω κάποιο πρόβλημα. Πες μου
μόνο που είναι η κοπέλα που απαγάγατε?>> ρώτησε πάλι ο Στέφαν,
πιάνοντας τον από τον γιακά.
-<<Και να σου πω δεν έχεις πολύ χρόνο.>>
-<<Θείε έχει δίκιο.>> είπε ο Τομ με τον Στέφαν να γυρνάει από πίσω
του. <<Έπιασαν την Μαρία για να μην ανακατευτεί στην επόμενη
δολοφονία. >>
-<<Πως είσαι τόσο σίγουρος μικρέ?>>
-<< Ξέρω ποιος κρύβεται από πίσω. Ο στόχος του δεν είναι να την
σκοτώσει αλλά να μην κρατήσει, τουλάχιστον μέχρι αύριο το βράδυ.>>
-<<Παραμονές των Χριστουγέννων? Γιατί?>> ρώτησε η Αφροδίτη.
-<<Γιατί τότε θα χτυπήσει και ο R.R.. Ξέρω που είναι η Μαρία. Είμαι
βέβαιος ότι εκεί θα είναι και ο R.R.>> είπε ο Τομ με τον Στέφαν και την
Αφροδίτη να είχαν μείνει έκπληκτη.

[136]
Τότε ο Στέφαν τον κοίταξε στα μάτια. Κατάλαβε ότι όντως το εννοούσε
και χαμογέλασε, αφήνοντας τον γιακά του Γιώργου. Τότε τον κοίταξε για
λίγο και χαμογέλασε. <<Σε βλέπω κάπως κουρασμένο, σαν να μην έχεις
ξυπνήσει ακόμα.>> είπε με τον Γιώργο να τον κοιτάει με απορία,
παίρνοντας ακόμα ανάσες. <<Κύριοι, βάλτε τον να κάνει ένα μπανάκι
στις μαρίνες του Πειραιά να δροσιστεί. Ο Βόλντακ είναι επάνω και σας
περιμένει.>> είπε και ο Γιώργος πήγε να μιλήσει, με τον έναν από τους
δύο άντρες να τον χτυπάει δυνατά στο πρόσωπο, ρίχνοντάς τον
αναίσθητο, και τον άλλον να φέρνει μια μεγάλή σακούλα. Τότε τον
έβαλαν μέσα δεμένο καλά και τον πήγαν επάνω.
-<<Θείε δεν νομίζω ότι χρειάζεται να->> είπε ο Τομ αλλά ο Στέφαν τον
σταμάτησε.
-<<Σιωπή. Ξέρω ότι δεν συμφωνείς αλλά από εδώ και πέρα είναι η
δουλειά μου.>> είπε και κοίταξε την Αφροδίτη, με τα βλέμματά τους να
συμφωνούν. <<Τώρα πες μου Τομ, που είναι ο R.R.?>>

[137]
Κεφάλαιο 30 Υπόθεση εκδίκησης.
Η επόμενη μέρα ήταν μέρα γιορτής και είχε βρει όλη την πόλη στο πόδι,
με το ημερολόγιο να γράφει 24 Δεκεμβρίου. Ο Στέφαν βρισκόταν στο
αυτοκίνητό του μαζί με τον Βόλντακ και μερικούς από τους άντρες του,
ενώ από μπροστά και από πίσω υπήρχαν αμάξια του. Σε όλη την
διαδρομή ο Στέφαν δεν μιλούσε και κοιτούσε έξω το παράθυρο,
βλέποντας τους στολισμένους δρόμους στις πόλεις της Αθήνας με
ελάχιστο κόσμο να περπατάει. Η ώρα ήταν περίπου έντεκα το βράδυ, με
το κρύο να είναι τόσο πολύ που κανένας σχεδόν να μην πατάει έξω.
Οι άντρες του Στέφαν στο αμάξι ετοίμαζαν από πίσω τα όπλα τους,
φορώντας από μέσα τα αλεξίσφαιρά τους. Ο μπράβος του κάποια στιγμή
σταμάτησε, παρκάροντας και τα τρία αυτοκίνητα έξω από ένα μεγάλο
σπίτι στο κέντρο της Αθήνας, με τα αυτοκίνητα να είχαν σταματήσει σε
σειρά, το ένα πίσω από το άλλο. Τότε βγήκε ο Βόλντακ και οι άντρες του,
με έναν από αυτούς να ανοίγει την πόρτα στον αρχηγό τους. Ο Βόλντακ
όταν βγήκε είδε έξω το σπίτι του και κοίταξε από μακριά τον αριθμό.
<<Κύριε φτάσαμε. Εδώ είναι.>> είπε με τον Στέφαν να φοράει το παλτό
του. Κοιτούσε με σοβαρό ύφος όλους τους άντρες του, οι οποίοι
περίμεναν τον αρχηγό τους να κάνει κάποια κίνηση.
Τότε έβγαλε την φωτογραφία που είχε από την Ρώμη μπροστά στο
Κολοσσαίο, κοιτάζοντας την καλά. <<Για σένα Μπέρτο.>> είπε και την
έβαλε πάλι στην τσέπη του. Τότε έκανε νεύμα στον Βόλντακ, με τον ίδιο
να τους οργανώνει. Μερικοί άντρες έμειναν κάτω στα αυτοκίνητα, με
τους υπόλοιπους να ανεβαίνουν πάνω, παραβιάζοντας την πόρτα που
υπήρχε στην είσοδο. Όταν μπήκαν, ανέβηκαν μερικούς ορόφους μέχρι να
φτάσουν στο όροφο και έξω από την πόρτα. Μόλις βρέθηκαν έξω από την
πόρτα ο Στέφαν είδε για λίγο γύρω του, σιγουρεύοντας ότι κανείς δεν
ήταν έξω ή τους άκουγε. Ο Βόλντακ μέτρησε αντίστροφα, με έναν από
τους άντρες να σπάει την κλειδαριά και τους άντρες να ορμάνε μέσα στο
διαμέρισμα. Μόλις μπήκαν έμειναν έκπληκτοι οι άντρες, με τον Στέφαν
να είχε παγώσει για λίγο.
Όταν μπήκαν μέσα είδαν στην μέσα του σαλονιού την Μαρία, δεμένη σε
μία καρέκλα, όπου τους κοιτούσε έκπληκτη και τρομαγμένη. Τότε είδε
τον Στέφαν, ο οποίος την κοιτούσε έκπληκτος, με εκείνη να είχε παγώσει
με τα όπλα που κρατούσαν. <<Σε περίμενα κύριε Τρίστε.>> ακούστηκε
τότε κάποιος να έρχεται από την άλλη είσοδο, με τους άντρες του
Στέφαν να σημαδεύουν κατά πάνω του. Ο άντρας ήταν ψηλός με γκρίζα
κοντά μαλλιά, με ένα χαλαρό βλέμμα και μικρό χαμόγελο.
-<<Ο κύριος Νικόλαος Μούρκης. Ο αρχηγός της ελληνικής αστυνομίας ή
αλλιώς, πριν σαράντα χρόνια το αγόρι της Κατερίνας Ζόρζου.
Αποφάσισες να πάρεις την εκδίκηση σου σκοτώνοντας μετά από τόσα

[138]
χρόνια τον δολοφόνο της κοπέλας σου αλλά και όσους σε κάλυψαν στην
υπόθεση.>> είπε με τον άντρα να χτυπάει χαλαρά παλαμάκια.
-<<Ήμουν σίγουρος ότι θα έρθεις. Οι άνδρες μου μου είπαν ότι ήταν
θέμα χρόνου να φτάσεις, από την στιγμή που έπιασες έναν από τους
δικούς μου.>>
-<<Ποιοι είστε εσείς?!>> φώναξε τρομαγμένη η Μαρία, με τον Στέφαν
να χαμογελάει.
-<<Μην ανησυχείς κοπέλα. Το όνομά μου είναι Στέφαν Τρίστε. Το
επίθετο θα σου ακούγεται γνωστό. Είμαι ο θείος του Τομ. Και εσύ πρέπει
να είσαι η Μαρία, η αστυνομικός που μου είχε αναφέρει.>>
-<<Εδώ είναι, μπορείς να την έχεις.>> είπε ο κύριος Μούρκης με τον
Στέφαν να κάνει σήμα σε έναν από τους άντρες του να λύσουν την
Μαρία.
-<<Σας ευχαριστώ πολύ κύριε Τρίστε.>> είπε με την Μαρία να τρίβει
τους καρπούς της, οι οποίοι πονούσαν λίγο από τους κόμπους.
-<<Μην ευχαριστείς εμένα αλλά τον Τομ. Αυτός έλυσε την υπόθεση.>>
-<<Ο Τομ? Μα ο Τομ…>>
-<<Σου είπε ψέματα μικρή.>> είπε με απότομο ύφος ο Ιταλός
επιχειρηματίας. <<Απλώς ήθελε να σε προστατέψει από παραπάνω
μπελάδες. Πολλές φορές εσείς οι νέοι βάζετε την μύτη σας εκεί που δεν
πρέπει.>> πρόσθεσε και τότε κοίταξε τον αρχηγό της αστυνομίας στα
μάτια.
-<<Είδατε κύριε Τρίστε, δεν είμαι εκδικητικό άτομο. Πείτε μου όμως,
για ποιον λόγο είστε πραγματικά εδώ?>> ρώτησε ο αρχηγός της
αστυνομίας, με τον Στέφαν να κάθεται στην καρέκλα και να ανάβει ένα
τσιγάρο.
-<<Βλέπετε κύριε, δεν είστε ο μόνος που θέλει να πάρει εκδίκηση. Με
τον άντρα που προσλάβατε έχω μερικές εκκρεμότητες. Βλέπετε, πριν
από πολλά χρόνια έχασα και εγώ ένα αγαπημένο μου πρόσωπο και θέλω
να πάρω εκδίκηση. Νομίζω με καταλαβαίνεται απόλυτα τι λέω. Πείτε
μου λοιπόν κύριε Μούρκη, που έχετε κρύψει τον R.R.?>>
-<<Τι εννοείς να τον έχω κρύψει?>> είπε με απορία.
-<<Μην μου κάνεις τον χαζό. Ο ανιψιός μου μου είπε ότι βρίσκεται
εδώ.>>

[139]
-<<Τότε ο ανιψιός σου μου φαίνεται σε κορόιδεψε.>> είπε με τον
Στέφαν να σηκώνεται απότομα και να πιάνει από τον γιακά τον αρχηγό
της αστυνομίας.
-<<Πρόσεχε τι λες για τον ανιψιό μου.>> είπε με άγριο ύφος.
-<<Ξέρεις ότι δεν έχω κάτι μαζί σου. Μου είναι εντελώς αδιάφορο να σε
προκαλέσω. Όντως όμως, ο ανιψιός σου σου είπε ψέματα. Εφόσον έχει
λύσει την υπόθεση ξέρει και που είναι ο R.R.. Πραγματικά όμως, γιατί δεν
ήρθε μαζί σου?>>
-<<Μου είχε πει ότι θα έρθει λίγο αργότερα. Γιατί ρωτάς?>>
-<<Είσαι σίγουρος ότι θα έρθει?>> είπε με τον Στέφαν να σκέφτεται
γρήγορα, με μία άσχημη ιδέα να του περνάει από το μυαλό.
-<<Βόλντακ. Πάρε γρήγορα τηλέφωνο!>> φώναξε στον Βόλντακ με τον
ίδιο να παίρνει τηλέφωνο τον άντρα στο σπίτι του Τομ, αλλά χωρίς
αποτέλεσμα.
-<<Μην σκας, ο ανιψιός σου δεν θα σου απαντήσει. Πιο πιθανόν να έχει
συναντήσει τον R.R. τώρα.>>
-<<Το κωλόπαιδο… >>μουρμούρισε <<Πες μου που θα γίνει η τελευταία
δολοφονία!>>
-<<Εκεί που συνδέονται η Αριστόνικου και η Τριβωνιακού υπάρχει ένα
εγκαταλελειμμένο σπίτι. Εκεί θα τον βρεις.>> είπε με τον Στέφαν και του
να βγαίνουν έξω, με την Μαρία να έρχεται από πίσω τους.
-<<Τι! Έρχεσαι και εσύ μαζί μας?! Δεν το νομίζω! Αρκετό χρόνο μου
έφαγε να σώσω το τομάρι σου!>>
-<<Θα έρθω. Μαζί αρχίσαμε και μαζί θα τελειώσουμε αυτήν την
υπόθεση με τον Τομ.>> είπε με αποφασιστικό βλέμμα, με τον Στέφαν να
την κοιτάει στα μάτια.
-<<Εντάξει, αλλά πρόσεχε μην μπλεχτείς στα πόδια μου. Μόνο αυτό σου
λέω.>> είπε με αυστηρό βλέμμα, με την Μαρία να κουνάει καταφατικά το
κεφάλι της.

[140]
Κεφάλαιο 31 B.J.
Η ώρα είχε περάσει της δέκα το βράδυ, με λίγα αυτοκίνητα στους
δρόμους. Οι περισσότεροι ήδη βρίσκονταν μέσα με τις οικογένειες τους,
γιορτάζοντας τα Χριστούγεννα, με τα περισσότερα σπίτια να ήταν
γεμάτα φως, ενώ από μέσα ακούγονταν γέλια και φωνές. Κάτω από ένα
σπίτι περνούσε και ένας άντρας, ο οποίος φορούσε ένα γκρίζο παλτό.
Ψηλός και λεπτός με γαλανά μάτια και γκρίζα μαλλιά, έχοντας ένα
σοβαρό ύφος. Μόλις περνούσε κάθε τετράγωνο, κοιτούσε αριστερά και
δεξιά του με μία γρήγορη κίνηση και συνέχιζε.
Είχε σφίξει το παλτό από μπροστά και κρατώντας κάτι στο χέρι του,
φυλάγοντας το μέσα από το παλτό. Το ύφος του ήταν παγωμένο, όχι
μόνο από το κρύο αλλά και από τον φόβο που φαινόταν ότι είχε, με τις
κινήσεις του να είναι γρήγορες και το βλέμμα του κοφτό, όποιον και να
κοιτούσε. Όσο περπατούσε έπαιρνε γρήγορες ανάσες ενώ είχε όλη την
ώρα το βλέμμα του να βλέπει ευθεία και κάτω, βλέποντας το ρολόι και
ψάχνοντας γύρω του.
Μετά από λίγο ψάξιμο είδε λίγο πιο μπροστά του μια οικοδομή, όπου
μέσα βρισκόταν ένα σπίτι πολύ παλιό, ένα κομμάτι που άνηκε στην
παλιά Αθήνα. Ο άντρας κατάπιε τότε το σάλιο του και μπήκε μέσα στο
σπίτι. Η πόρτα ήταν σιδερένια, όχι πολύ μεγάλη, ενώ δεν ήταν και στην
καλύτερη κατάσταση. Όμως, όταν την έσπρωξε άνοιξε προς τα πίσω, ενώ
έτριξε παράλληλα, βγάζοντας ένα τσιριχτό ήχο, με τον ίδιο να κλείνει
λίγο τα μάτια του.
Μέσα υπήρχαν ελάχιστα έπιπλα, σχεδόν τίποτα, με το μόνο που να
φαίνεται ήταν οι ξεθωριασμένοι τείχη, η διάφορες τρύπες κοντά στο
πάτωμα καθώς και η μυρωδιά του κλειστού χώρου που κυριαρχούσε
στον χώρο. Ο άντρας σάστισε για λίγο βλέποντας τον χώρο με αργό
βήμα. Τότε, στο επόμενο δωμάτιο βρήκε μια μεγάλη σκάλα όπου και την
ανέβηκε σιγά σιγά, κοιτώντας προσεκτικά προς τα πάνω. Επάνω ήταν
ένα άδειος χώρος, χωρίς κανένα έπιπλο, με μερικές πόρτες που
οδηγούσαν αλλού και μερικά παράθυρα να είναι ανοικτά με το φως του
φεγγαριού να μπαίνει μέσα. Ο άντρας πήγε κοντά σε ένα από τα
παράθυρα και κοίταξε προς τα έξω την πανσέληνο, η οποία φαινόταν
πολύ καθαρή καθώς κανένα σύννεφο να υπήρχε στον ουρανό. <<Ωραίο
το φεγγάρι εε?>> ακούστηκε μια φωνή και τότε γύρισε απότομα προς το
μέρος της. Είδε έναν άντρα ο οποίος ήταν ψηλός με μία μάσκα, φορώντας
ένα μαύρο παλτό, οποίος είχε στρέψει το πιστόλι προς το μέρος του.
-<<Εσύ είσαι ο R.R.?>> ρώτησε ο άντρας με το γκρίζο παλτό, με τον R.R.
να μην απαντάει, σαν να τον επιβεβαιώνει με την σιωπή του.

[141]
-<<Έφερες αυτό που σου ζήτησα?>> ρώτησε ο δολοφόνος, με τον
άντρα να βγάζει ένα τριαντάφυλλο που είχε μέσα στο παλτό του. Τότε
του έκανε νόημα με το όπλο του να το αφήσει πιο δίπλα στο πάτωμα, με
τον ίδιο να σκύβει σιγά σιγά.
-<<Δεν χρειάζεται να φτάσουμε σε αυτό το σημείο. Μπορώ να σου
δώσω όσα θες.>> είπε με σοβαρό ύφος, κοιτάζοντας τον στα μάτια, μα ο
R.R. τότε ετοίμασε το όπλο του, κάνοντας μια απότομη κίνηση. <<Πόσα
θες? Πεντακόσιες χιλιάδες είναι εντάξει?>> είπε με τον R.R. να τον
κοιτάει στα μάτια με ψυχρό βλέμμα, με τον άντρα να κάνει ένα βήμα
πίσω.
-<<Τους νεκρούς δυστυχώς δεν μπορείς να τους φέρεις πίσω, ακόμα και
με όλα τα χρήματα του κόσμου κύριε Μαρτινιέλι>> ακούστηκε ο Τομ, ο
οποίος τότε ανέβηκε και το τελευταίο σκαλοπάτι. <<Ευτυχώς σας
πέτυχα πάνω στην ώρα.>>
-<<Πως με αποκάλεσες μικρέ?>> ρώτησε έκπληκτος ο άντρας.
-<<Το πραγματικό σας όνομά είναι Μάριο Μαρτινιέλι. Το αλλάξατε πριν
πολλά χρόνια, αφού τελείωσε η δίκη και βγήκατε αθώος.>> είπε με τον
κύριο Μαρτινιέλι να τα είχε χάσει. Ο Τομ στεκόταν λίγο πιο μπροστά από
τις σκάλες με τα χέρια στις τσέπες, με τον R.R. να τον κοιτάζει με απορία,
έχοντας ακόμα το πιστόλι στραμμένο. <<Πριν σχεδόν σαράντα χρόνια σε
αυτό το σπίτι, μια κοπέλα είχε οργανώσει ένα πάρτι για να γιορτάσει σε
αυτό το σπίτι. Αυτή η κοπέλα αργότερα βρέθηκε νεκρή στα σκαλιά του
σπιτιού της, με το δικαστήριο να θεωρεί ότι επρόκειτο για ατύχημα και
με την υπόθεση να τελειώνει γρήγορα. Γιατί άραγε την έσπρωξες?>>
-<<Δεν την σκότωσα εγώ! Το δικαστήριο τα απέδειξε όλα.>> φώναξε
ξαφνικά ο κύριος Μαρτινιέλι.
-<<Σωστά. Ένα δικαστήριο με τους γονείς όλων σας σχεδόν να
αναλαμβάνουν μέρος στην υπόθεση, και ένα αγόρι να μπαίνει στο
τρελοκομείο, επειδή ισχυριζόταν το αντίθετο από ότι λέγατε εσείς. Και
όμως, που να ήξερα ότι μέσα σε όλους τους λογικούς ανθρώπους τότε
υπήρχε και ένα τρελός που έλεγε την αλήθεια. Ένας τρελός άνθρωπος
που παραδόξως ζει ακόμα, σε αντίθεση με όλη την παρέα, εκτός από
εσάς.>> είπε ο Τομ και έστρεψε τότε το βλέμμα του τον R.R. <<Αν δεν
ήταν τα τριαντάφυλλα που αφήνεις κάθε φορά R.R. δεν θα μπορούσα να
ξεκινήσω την υπόθεση. Ήταν το πρώτο πράγμα που σύνδεσα στις δύο
πρώτες δολοφονίες σου, όπως κάνεις πάντα. Όμως, δεν υπήρχε μόνο
αυτό το κοινό στοιχείο. >>
-<<Χαίρομαι που βοήθησα. Μόνο πες μου μικρέ, που το ήξερες αυτό το
στοιχείο μου?>>

[142]
-<<Γνωριζόμαστε από πιο παλιά, μόνο που δεν με θυμάστε.>>
απάντησε ο Τομ και τότε κοίταξε τον άλλον άνδρα. <<Χρόνια σας πολλά
κύριε Μαρτινιέλι. Ο άνθρωπος που αποφάσισε να πάρει εκδίκηση
αποφάσισε να σας σκοτώσει σε μία από τις πιο σημαντικές μέρες της
ζωής, όπως κάνατε και εσείς στην αγαπημένη του.>>
-<<Δεν σε καταλαβαίνω μικρέ. Τι ασυναρτησίες είναι αυτά που λες?>>
-<<Δεν μπορούσατε να δεχθείτε ότι η Κατερίνα είχε άλλο δεσμό.>> είπε
με πιο έντονο τόνο. <<Ξέρατε ότι αγαπούσε κάποιον άλλον, όμως δεν
μπορέσατε να το κρατήσετε μέσα σας. Ήσασταν καλύτερος από το αγόρι
της. Είχατε ένα μεγάλο όνομά, τεράστια περιουσία και φήμη. Θα
μπορούσε να σας πει ναι. Έτσι, εκείνη την μέρα αποφασίσετε να της
μιλήσετε, μα δεν το περιμένατε να πει όχι. Πέσατε από τα σύννεφα.
Φυσιολογικό μου φαίνεται, αλλά όχι για εσάς τότε, ένας νεαρός που είχε
τα πάντα να χάσει από κάποιον που είχε σχεδόν τίποτα σε σχέση με εσάς.
Έτσι, αποφασίσατε να την σκοτώσετε ώστε κανείς να μην έχει την
κοπέλα, εφόσον δεν την είχατε εσείς. Και όλα αυτά στα γενέθλιά της.
Μόνο και μόνο για να καλύψετε το κενό μέσα σας με το μίσος που είχατε
τότε, αφού δεν λάβατε την αγάπη από την Κατερίνα.>> είπε κοιτώντας
στα μάτια τον κύριο Μαρτινιέλι, ο οποίος είχε παγώσει με το στόμα του
να ήταν λίγο ανοικτό. Τότε ο R.R. κοίταξε τον Τομ πως κοιτούσε τον
στόχο του. Τον κοιτούσε στα μάτια, όπως είχαν μείνει παγωμένοι από τα
λόγια του νεαρού, με τον R.R. να κάνει ένα βήμα πιο κοντά έκπληκτος,
σαν να ήθελε να πει κάτι.
-<<B.J.?...>> είπε με τον Τομ να γυρνάει το κεφάλι του προς το μέρος
του, και τον R.R. να βγάζει τότε την μάσκα του. Μόλις τον είδε ο Τομ
πάγωσε τότε, βλέποντας ξανά το ίδιο πρόσωπο, τον δολοφόνο στα
όνειρά του. <<Είσαι ο γιος του Black Jack σωστά?
-<<Ναι Red Rose. Βλέπω θυμάσαι καλά το ψευδώνυμο του πατέρα
μου.>> είπε ο Τομ και τον κοίταξε στα μάτια, βαριανασαίνοντας.
-<<Το πρόσωπό σου αν και άλλαξε πολύ, τα μάτια σου όχι. Ποιο είναι το
ψευδώνυμό σου μικρέ?>>
-<<Δεν έχω ψευδώνυμο. Έχω ξεκόψει από τον κόσμο αυτόν.>>
-<<Αλήθεια? Δεν το περίμενα αυτό από ένα Τρίστε. Ο θείος σου βλέπω
σε μεγάλωσε καλά.>> είπε και τον κοίταξε γρήγορα από πάνω μέχρι
κάτω με χαμόγελο. <<Μου κάνει εντύπωση πως και δεν τον έφερες εδώ.
Πως και έτσι?>>
-<<Δεν νομίζω ότι θα χαιρόταν και αυτός αν σε έβλεπε. Ξέρεις ότι θέλει
να σε σκοτώσει.>>

[143]
-<<Και για αυτόν τον λόγο δεν τον έφερες. Για να είμαστε οι δυο μας.
Πες μου λοιπόν μικρέ, τι θες από μένα?>> είπε με χαμόγελο. Τότε ο
Μαρτινιέλι πήγε να κάνει ένα βήμα, αλλά ο R.R. τον κοίταξε με ένα
απειλητικό ύφος.
-<<Γιατί τον σκότωσες?>> ρώτησε ο Τομ απότομα, με τον R.R. να γελά
εκείνη την στιγμή για λίγο, αλλά το βλέμμα του νεαρού να μην αλλάζει.
-<<Από ότι φαίνεται όντως έχεις ξεκόψει από τον κόσμο του θείου σου.
Βλέπεις γιέ του B.J. , στον κόσμο μας υπάρχουν τεράστιες έχθρες
ανάμεσα στις οικογένειες. Στην Ιταλία υπήρχαν δύο οικογένειες, η μια
των Τρίστε και η άλλη των Μπαρόνε. Πριν πολλά χρόνια αυτές οι δύο
οικογένειες ήρθαν σε σύγκρουση για το ποιος θα κυριαρχήσει στην
Ιταλία. Ο αρχηγός των Μπαρόνε έλεγχε την νότια χώρα και ο πατέρας με
τον θείο σου την βόρεια. Όμως, ο κύριος Μπαρόνε ήθελε όλη την εξουσία
και έτσι άρχισε ένα πόλεμο μέσα στον υπόκοσμό, που όμως το πλήρωσε
με την ζωή του. Ο πατέρας σου και ο θείος σου νίκησαν τον Μπαρόνε και
τον ανάγκασαν να φύγει από όποια εξουσία είχε. Όμως, δεν μπορούσε να
δεχθεί μια τέτοια ήττα. Έτσι, αποφάσισε να πάρει εκδίκηση, ώσπου μου
ανέθεσε την δουλειά να σκοτώσω τον πατέρα σου. Ήταν η μεγαλύτερη
πρόκληση για μένα, ο αρχηγός ενός από τις μεγαλύτερες οικογένειες σε
όλη την Ευρώπη. Δεν μπορούσα όμως να αφήσω αυτήν την ευκαιρία να
πάει χαμένη, ειδικά και με πολλά λεφτά. Όμως, μετά τον θάνατό του ο
θείος σου πήρε εκδίκηση, αφανίζοντας ολόκληρη την οικογένεια από την
χώρα και φτάνοντας μέχρι και τον πιο μακρινό συγγενή, όπου και να
βρισκόταν.>>
-<<Θες να μου πεις ότι σκότωσες τον πατέρα μου μόνο και μόνο για μία
φήμη.>>
-<<Κυρίως ναι. Αλλά και τα δέκα εκατομμύρια που μου είχε δώσει δεν
ήταν και λίγα. Παρά ήταν εύκολο τότε για ένα μεγάλο ποσό. Το παρά
έκανα λιγάκι όσο σκέφτομαι με την τιμή.>> είπε ο R.R. και τότε ο Τομ
έβγαλε γρήγορα το πιστόλι του, στρέφοντας το προς τον R.R..
-<<Δεν σας αξίζει να ζείτε!>> είπε ο Τομ, με τους δύο άντρες να κοιτάνε
το όπλο του. Ο Τομ τον κοιτούσε με μίσος στα μάτια, με τον R.R. να τον
κοιτάει με ένα ύπουλο χαμόγελο τότε, κάνοντας ένα βήμα πιο κοντά
προς αυτόν.
-<<Μου αρέσει η συμπεριφορά σου μικρέ. Πάτα την σκανδάλη, δεν
είναι τόσο δύσκολο. Το είπες μόνος σου, αξίζω να πεθάνω. Ξέχασα όμως,
δεν είσαι σαν εμάς. Δεν είσαι δολοφόνος. Δεν έχεις σκοτώσει ποτέ
κανέναν. Δεν έχεις πάρει ποτέ μια ανθρώπινη ζωή σαν εμάς. Δεν είναι
δύσκολο. Το βλέπω όμως στα μάτια σου μικρέ. Δεν χρειάζεται να
περάσεις και εσύ αυτήν την γραμμή.>> είπε ο R.R. με τον Μαρτινιέλι να

[144]
κάνει μια απότομή κίνηση τότε και να βγάζει από την τσέπη του
γρήγορα ένα πιστόλι, σημαδεύοντας προς τον Τομ, ενώ έτρεμαν να χέρια
του.
-<<Αν με πυροβολήσεις θα σκοτώσω τον μικρό!!>> φώναξε
τρομαγμένος ο επιχειρηματίας προς τον R.R., με τον ίδιο να τον κοιτάει
με ένα απειλητικό βλέμμα.
Τότε υπήρχε μια νεκρική ησυχία ανάμεσα τους. Ο ένας σημάδευε τον
άλλον. Ο καθένας για τον δικό του σκοπό. Ο ένας για να ζήσει, ο άλλος για
να ολοκληρώσει την δουλειά του και ο άλλος για να πάρει εκδίκηση,
σχηματίζοντας ένα τρίγωνο με τρεις διαφορετικούς λόγους. Ο αέρας
πέρασε μέσα από το παράθυρο, σηκώνοντας λίγο την κουρτίνα και
περνώντας ανάμεσα τους, μα με κανέναν να μην κουνιέται, μόνο ο κρύος
ιδρώτας που έπεφτε από τον τρομαγμένο άντρα. <<Τομ!!>> τότε
ακούστηκε μια φωνή από κάτω, με τον R.R. να ρίχνει μια γρήγορη ματιά.
Είδε κάτω τον Στέφαν, με τα βλέμματα τους να συναντιούνται τότε και
πάνω από τον Στέφαν να υπήρχε ένα ρολόι, όπου έδειχνε πριν τα
μεσάνυχτα. Δεν είχε πολύ χρόνο. Ακούστηκε ξαφνικά ένας
πυροβολισμός, με τον R.R. να πυροβολεί τον Μαρτινιέλι κοντά στην
καρδιά, με εκείνον να πέφτει κάτω και τον Τομ να τον κοιτάει
έκπληκτος. Όπως έπεσε στο έδαφος, πυροβόλησε τον Τομ στην κοιλιά,
πιο κάτω από τα πλευρά, ενώ από τον ήχο του δεύτερου πυροβολισμού ο
Τομ πυροβόλησε από αντίδραση, χωρίς να κοιτάει τον R.R., με εκείνο να
πέφτει στο έδαφος.
Ο Τομ τότε άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του, παίρνοντας γρήγορες
ανάσες. Έβλεπε με δυσκολία τον Μαρτινιέλι ο οποίος είχε πεθάνει, ενώ
μπροστά του ήρθε ξαφνικά η Μαρία, καλύπτοντας το οπτικό πεδίο προς
τον R.R. <<Τομ!! Τομ μείνε ξύπνιος!!>> φώναξε η Μαρία μα ο Τομ έκλεισε
τα μάτια του τότε, χωρίς να είχε καταλάβει τι είχε συμβεί.

[145]
Κεφάλαιο 32 Ανάμεσα σε δύο κόσμους.
<<Χθες βράδυ παραμονή των Χριστουγέννων, πριν τα μεσάνυχτα,
γείτονας ανέφερε ότι ακούστηκαν πυροβολισμοί μέσα από αυτό το παλιό
σπίτι που βλέπετε πίσω μας. Οι αστυνομία έσπευσε αμέσως στο σημείο
που όμως δεν βρέθηκε κανένας στο σημείο, ούτε κάποιο όπλο αλλά ούτε
κάποια σφαίρα. Αυτό είναι και το παράδοξο της υπόθεσης. Η αστυνομία
θεωρεί ότι επρόκειτο μάλλον για κάποιο λάθος από κάποιον μέσα στην
γειτονιά ο οποίος θα έβαλε δυνατά την τηλεόρασή του το βράδυ. >> είπε
η δημοσιογράφος, με τον Στέφαν να χαμηλώνει τον ήχο της τηλεόρασης
στο σημείο παραμονής του νοσοκομείου.
-<<Κύριε, καλύτερη δικαιολογία δεν μπορούσε να βρει? Ποιος θα το
πιστέψει?>> είπε ο Βόλντακ με δυσπιστία.
-<<Και αυτή κάνει εφόσον πείθει. Έπρεπε να τους τα δώσω χοντρά για
να τα πουν αυτά. Τουλάχιστον ο αρχηγός της αστυνομίας δεν μου ζήτησε
τίποτα, από την στιγμή που ολοκληρώθηκε η δουλειά του.>>
Τότε άκουσε κάποιον να συνομιλεί έξω από το δωμάτιο του Τομ,
βλέποντας μία νοσοκόμα να μιλάει με την Μαρία. η νοσοκόμα μόλις είχε
βγει από το δωμάτιο του Τομ, κρατώντας την κατάσταση στο δεξί της
χέρι, με την Μαρία να την ρωτάει πως είναι ο Τομ αλλά εκείνη να μην της
λέει. <<Πως είναι το αγόρι?>> ρώτησε ο Στέφαν, πηγαίνοντας μαζί μ εοτν
Βόλντακ μπροστά από την νοσοκόμα, κλείνοντας της τον διάδρομο.
-<<Ποιος είστε κύριε?>>
-<<Τυγχάνει να είμαι ο θεός του αγοριού, που τον έφερε στο
νοσοκομείο το βράδυ. Πείτε μου πως είναι ο μικρός.>>
-<<Εσάς έψαχνα. Ο μικρός είναι σε καλή κατάσταση τώρα. Ευτυχώς η
σφαίρα δεν χτύπησε κάποιο όργανο σοβαρά, με αποτέλεσμα να μην του
προκαλέσει σοβαρή βλάβη. Όμως, έχασε πολύ αίμα από ότι φαίνεται,
αλλά καταφέραμε να το φέρουμε στα φυσιολογικά του. Ευτυχώς είχαμε
αποθέματα από τις αιμοδοσίες, πριν μερικές μέρες. Ο νεαρός τώρα
κοιμάται, αλλά θα μπορεί να σας δει αύριο το πρωί όταν ξυπνήσει
πιθανόν.>> είπε με τον Στέφαν και την Μαρία να ανακουφίζονται, και
τον Βόλντακ να χαμογελάει ελαφρά.
-<<Σας ευχαριστούμε πολύ.>> είπε ο Στέφαν, ευχαριστώντας την
νοσοκόμα, η οποία τον κοιτούσε με ύφος περιέργειας.
-<<Θα θέλατε να μου πείτε πως βρέθηκε μια σφαίρα στην κοιλιά του
παιδιού?>>
-<<Ήταν από ατύχημα.>> είπε με σοβαρό ύφος, με την νοσοκόμα να
τον κοιτάζει στα μάτια.

[146]
-<<Φροντίστε να μην πάθει ξανά κάτι από ατύχημα.>> είπε με σοβαρό
τόνο η νοσοκόμα, σπρώχνοντας την Μαρία για να περάσει να φύγει.
-<<Ευτυχώς είναι όλα καλά κύριε.>> είπε ο Βόλντακ, δείχνοντας στο
πρόσωπο του την ανακούφισή του.
-<<Η Ιωάννα πρέπει να ανακουφίστηκε τώρα.>> είπε με μικρό
χαμόγελο ο Στέφαν, με την Μαρία να τους κοιτάει με περιέργεια.
-<<Ποια είναι η Ιωάννα κύριε Στέφαν?>> ρώτησε η Μαρία, με τον
επιχειρηματία να την κοιτάει.
-<<Μου φαίνεται δεν ξέρεις τόσο καλά τον Τομ. Έλα μαζί μου.>> είπε
και τότε πήγε προς το ασανσέρ, πηγαίνοντας προς τον τελευταίο όροφο.
Όταν βγήκαν, ανέβηκαν μερικά σκαλιά και βρέθηκαν στην ταράτσα του
νοσοκομείου.
Πάνω στην ταράτσα δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα, με την θέα να δείχνει
ένα μεγάλο μέρος της Αθήνας κάτω από το ηλιοβασίλεμα των
Χριστουγέννων. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο λίγος αέρας που
φυσούσε, τα αυτοκίνητα από κάτω αλλά και ελάχιστα οι φωνές των
ανθρώπων. Ο Στέφαν προχώρησε πιο μπροστά, φτάνοντας μέχρι τα
κάγκελα, πηγαίνοντας όσο πιο κοντά στον ήλιο μπορούσε. Μόλις είδε για
λίγο γύρω του, άναψε ένα τσιγάρο, με τον Βόλντακ να είναι κοντά στην
Μαρία, με την ίδια να περιμένει τον επιχειρηματία να μιλήσει.
-<<Αναρωτήθηκες ποτέ μικρή γιατί ο Τομ άρχισε να ψάχνει αυτήν την
υπόθεση?>> είπε, καπνίζοντας λίγο το τσιγάρο του χωρίς να την κοιτάει,
με την Μαρία να σκέφτεται για λίγο, σαν να της ήρθε κάτι στο μυαλό,
κάτι από την πρώτη της γνωριμία με τον Τομ.
-<<Ναι. Είχε πει ότι είχε γίνει πιο ενδιαφέρον η μέρα του από τότε. Για
αυτό δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί μου είχε πει ότι θα αφήσει την
υπόθεση.>> είπε με τον Στέφαν να χαμογελάει.
-<<Τελικά δεν άλλαξαν μερικά πράγματα επάνω του από ότι
φαίνεται.>> είπε ο επιχειρηματίας, φυσώντας τον καπνό από το τσιγάρο
του, βλέποντας το να χάνεται στον αέρα μετά από λίγα δευτερόλεπτα.
<<Ο Τομ ζει ανάμεσα σε δύο κόσμους, από την ημέρα που γεννήθηκε.
Όταν γεννήθηκε, η μητέρα του η Ιωάννα ήξερε ότι θα πεθάνει, καθώς
είχε σοβαρή αιμορραγία. Αποφάσισε όμως να μείνει ζωντανή και τα
κατάφερε, μέχρι να γεννηθεί ο μικρός. Όμως, είχε ζητήσει λίγο πριν
πεθάνει από τον αδερφό μου να μεγαλώσει τον Τομ σε μία φυσιολογική
ζωή όσο γίνεται, να είναι καλός πατέρας. Ο Λορέντζο κράτησε την
υπόσχεσή του, αν και ήξερε ότι ήταν πολύ δύσκολο. >> ανέφερε και τότε
γύρισε προς την Μαρία, η οποία άκουγε με προσοχή τα λόγια του. <<Η
οικογένεια Τρίστε ελέγχει όλη την Ιταλία στον υπόκοσμο, οπότε ο Λόρε

[147]
έπρεπε να αφήσει την ζωή όσο γίνεται του αρχηγού της μαφίας όσο
γίνεται και να ασχοληθεί με τον Τομ. Και όσο παράδοξο και να φαίνεται,
τα είχε καταφέρει. Μέχρι σχεδόν τα πέντε του, ο Τομ είχε μια
φυσιολογική ζωή όπως τα άλλα παιδιά, χωρίς όμως να του λείπει τίποτα,
ενώ ο Λόρε ζούσε δύο ζωές. Όμως, όταν είσαι αρχηγός μια τόσο μεγάλης
οικογένειας πολύ θέλουν να σε εξοντώσουν, μόνο και μόνο για την
ύπαρξή σου. Έτσι, οι εχθροί μας προσπάθησαν να μας εξοντώσουν, μα δεν
τα κατάφεραν, όμως αποφάσισαν να πάρουν εκδίκηση, θέλοντας να
σκοτώσουν τον αδερφό μου, πιστεύοντας ότι μόνο έτσι θα τα
καταφέρουν. Ένα βράδυ λοιπόν, όπως περπατούσε ο αδερφός μου με τον
μικρό, ο R.R. σκότωσε τον Λόρε χωρίς να αμυνθεί, με τον Τομ να είχε
τρέξει να κρυφτεί. >>
-<<Γιατί ο αδερφός σας δεν είχε κάποιον μαζί του να τον προστατεύει?
Θα μπορούσε να σωθεί και να σκοτώσουν τον R.R..>>
-<<Γιατί όταν ήταν μαζί με τον Τομ, δεν είχε κανέναν άλλον ρόλο παρά
μόνο του πατέρα. Έπρεπε να δείχνει ότι όλα είναι φυσιολογικά. Όμως
εγώ διαφωνούσα μαζί του. Όταν ανέλαβα να μεγαλώσω τον Τομ, του
έδειξα πως είναι ο κόσμος της μαφίας. Πως είναι να αναλαμβάνεις
δουλειές, να σκέφτεσαι πονηρά, να χρησιμοποιείς την λογική σου και όχι
μόνο το σώμα σου για να λύσεις πράγματα, να βλέπεις πράγματα που
στον κόσμο σας δεν βλέπει κάποιος, να ξεκαθαρίζεις λογαριασμούς. Ο
Τομ δέκα χρόνια είχε μάθει τα πάντα, πράγματα που εγώ χρειάστηκα
πολλά χρόνια να μάθω. Το μυαλό του ήταν το πιο δυνατό του σημείο. Από
μικρός το είχα αναγνωρίσει, βλέποντας ότι μπορούσε πολύ εύκολα να
λύσει υποθέσεις. Ήταν το μόνο πράγμα που του άρεσε. Όμως, δεν ήταν
ακόμα κατάλληλος…>> είπε με ένα σοβαρό τόνο, κοιτώντας με παράπονο
το έδαφος. <<Ήταν αδύναμος, και είναι ακόμα. Ο λόγος γιατί μου είπε
ψέματα ήταν γιατί δεν ήθελε να σκοτώσω τον R.R.. Ήξερε ότι έτσι
κάνουμε στην δουλειά μας. Όμως ο Τομ δεν θα τον σκότωνε, καθώς, δεν
είχε σκοτώσει ποτέ κάποιον. Δεν είναι δολοφόνος, αντίθετα. Μια μέρα
λοιπόν, πριν τέσσερα χρόνια θέλησε να φύγει από την οργάνωση και να
ζήσει μια φυσιολογική ζωή, όπως όλοι οι άλλοι. Δεν τον ένοιαζε αν
βαριόταν. Ήξερε ότι δεν θα χρειαστεί να σηκώσει όπλο ποτέ ξανά
ενάντια κάποιου. Όμως, είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι θα τον
προστάτευα, όπου και να βρισκόταν, όσο ζούσα ήταν και θα είναι μέλος
της οικογένειας. Έτσι και αλλιώς, είναι το μικρό μου ανιψάκι.>> είπε με
χαμόγελο, με την Μαρία να είχε μείνει έκπληκτη.
-<<Ποτέ δεν πίστευα ότι μέσα στο κακό θα υπήρχε το καλό. Πίστευα
ότι πάντα ότι σκοτώνετε χωρίς να σας νοιάζει. Μόνο για το χρήμα. Μα
έκανα λάθος. Σας ζητώ συγγνώμη. Μόνο πείτε μου, πως και με
εμπιστεύεστε να μου τα πείτε όλα αυτά? Δεν φοβάστε?>>

[148]
-<<Καθόλου. Ξέρω ότι τα άτομα που εμπιστεύεται ο ανιψιός μου είναι
και δικά μου άτομα.>> είπε με την Μαρία να χαμογελάει. <<Αν όμως πεις
κάτι δεν σε διαβεβαιώ για τίποτα.>> είπε με σοβαρό ύφος.
-<<Μην ανησυχείτε κύριε. Ότι είπαμε μένει μεταξύ μας.>> είπε με τον
Στέφαν να χαμογελά.
-<<Ωραία. Πήγαινε να ξεκουραστείς και να φτιάξεις τα πράγματά σου.
Από την άλλη εβδομάδα πιάνεις δουλειά. Μίλησα με τον αρχηγό της
αστυνομίας και τα βρήκαμε. Η διαθεσιμότητά σου τελείωσε.>>
-<<Σας ευχαριστώ πολύ!>> φώναξε η Μαρία έκπληκτη, αγκαλιάζοντας
τον Στέφαν με τον ίδιο να είχε παγώσει και τον Βόλντακ να ήταν έτοιμος
να τραβήξει το πιστόλι του, αλλά το άφησε μόλις την είδε που τον
αγκάλιασε.

[149]
Κεφάλαιο 33 Διαίρει και βασίλευε.
Ο Τομ ξύπνησε μέσα σε ένα λευκό δωμάτιο, χωρίς να βλέπει τίποτα άλλο
γύρω του. Δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνο τα αργά βήματά του,
βλέποντας γύρω τον χώρο. Τότε είδε μπροστά του τον ίδιο, ο οποίος
φαινόταν να είχε σκύψει, βάζοντας το χέρι του μπροστά στον Βέρντε, ο
οποίος ήταν στον σκουπιδοτενεκέ. Χαμογέλασε και τότε πήγε κοντά, μα
η στιγμή εκείνη χάθηκε σαν σκόνη στον άνεμο, από το πρώτο βήμα.
Ξαφνικά, σαν αστραπή από αριστερά ήρθε ένα σκοτάδι, όπου το λευκό
δωμάτιο έγινε μαύρο, χωρίς να βλέπει τίποτα, μπροστά του. Όμως, για
καλή του τύχη εμφανίστηκε λίγο φως από μακριά, με τον Τομ να
πηγαίνει με γοργό βήμα προς το μέρος εκείνο. Τότε είδε τον εαυτό του
πάλι, ο οποίος είχε στρέψει το όπλο προς τον R.R., με τον R.R. να το είχε
στρέψει προς τον κύριε Μαρτινιέλι και εκείνος προς τον Τομ. Είδε πως
και οι τρεις είχαν παγώσει, κοιτώντας ο ένας τον άλλον στα μάτια,
έτοιμοι να πατήσουν την σκανδάλη. Ο Τομ είχα παγώσει και αυτός, μα
σκέφτηκε γρήγορα να πάει πάνω στον R.R. ώστε να μην πυροβολήσει.
Αλλά δεν τον πρόλαβε, ακούγοντας τρεις πυροβολισμούς, με την σκηνή
να χάνεται πάλι μπροστά του.
Δεν ήξερε τι να κάνει, είχε μείνει με το χέρι τεντωμένο, μα το κατέβασε,
ξεφυσώντας και σφίγγοντας τα χείλια του. Τότε, ένιωσε ένα ζεστό χέρι
να τον ακουμπά στον ώμο του, με τον ίδιο να κοιτάει απότομα πίσω του,
νιώθοντάς μια ζεστή αύρα από πίσω του. Είδε την φιγούρα του πατέρα
του από πίσω, ο οποίος τον κοίταξε με χαμόγελο τότε. <<Μην ανησυχείς
Τομ.>> είπε με χαμόγελο και εξατμίσθηκε η φιγούρα του στον αέρα.
Τότε ξύπνησε αλλά αυτήν την φορά κανονικά, κοιτώντας το φως που
έμπαινε από το παράθυρο του νοσοκομείου. Είδε από δεξιά του τον ορό, ο
οποίος κρεμιόταν από ένα μεταλλικό στήριγμα. Πήγε να κάνει μια κίνηση
προς τα πίσω, αλλά τότε ένιωσε ένα δυνατό πόνο στην κοιλιά, κάνοντας
τον να σταματήσει και να σφίξει λίγα τα δόντια του. <<Πρόσεχε τις
κινήσεις σου μικρέ. Η πληγή δεν έχει κλείσει ακόμα.>> είπε ο γιατρός που
μπήκε μέσα στο δωμάτιο, κρατώντας στο δεξί του χέρι ένα φάκελο.
-<<Όλα καλά γιατρέ?>> ρώτησε ο Τομ, κοιτώντας στον στα μάτια.
-<<Μην ανησυχείς μικρέ. Όλα είναι μια χαρά. Δεν διατρέχεις κανέναν
κίνδυνο.>> είπε χαμογελώντας του και ανοίγοντας τον φάκελο.
<<Σύμφωνα με τα δεδομένα, η σφαίρα σε χτύπησε λίγο πιο πάνω από το
στομάχι αλλά πιο κάτω από τα πνευμόνια, πολύ κοντά όμως. Όμως είχες
χάσει πολύ αίμα. Αν δεν σε έφερνε ο θείος σου δεν ξέρω τι θα γινόταν
τώρα.>> είπε και τότε είδε τον θείο του με τον Βόλντακ να μπαίνουν
μέσα στο δωμάτιο. <<Σας αφήνω μόνους.>> είπε ο γιατρός και έφυγε, με
τον Στέφαν να κάθεται δίπλα στον Τομ και τον Βόλντακ κοντά στην
είσοδο.

[150]
-<<Καλημέρα Τομ, πως νιώθεις? >>
-<<Μια χαρά. Μόνο κούραση και λίγο πόνο κοντά στο στομάχι.>> είπε
και τότε έσκυψε το κεφάλι. <<Συγγνώμη θείε.>>
-<<Δεν πειράζει μικρέ. Το κατάλαβα γιατί το έκανες. Σε δικαιολογώ.
Χαίρομαι που σκέφτηκες να πάρεις το όπλο μαζί σου. Δεν ήσουν τόσο
χαζός τελικά.>>
-<<Μην μου πεις ότι!->> είπε ο Τομ ξαφνιασμένος, με τον Στέφαν να
χαμογελά.
-<<Τον σκότωσες? Όχι, μην ανησυχείς. Ο R.R. όντως πέθανε αλλά όχι
από εσένα. Είχα στείλει στην απέναντι ταράτσα μιας πολυκατοικίας έναν
ελεύθερο σκοπευτή να τον σκοτώσει, πυροβολώντας τον στο κεφάλι την
στιγμή που τον πυροβόλησες. Η σφαίρα σου όμως δεν τον βρήκε αν αυτό
σε ανησυχεί. Χτύπησε στον τοίχο.>> είπε με τον Τομ να ξεφυσάει.
-<<Ευτυχώς…>> είπε με την πόρτα να ανοίγει, βλέποντας την Μαρία να
μπαίνει, κρατώντας μερικά λουλούδια και από πίσω της ένας άντρας,
όπου ο Τομ τον κοίταξε έκπληκτος, με τον άντρα να του χαμογελά.
-<<Τουλάχιστον Τομ δεν ήρθα με άδεια χέρια.>>
-<<Τομ πως αισθάνεσαι?>> ρώτησε η Μαρία, την ίδια να τον κοιτάει με
ανακούφιση, χωρίς να κρύβει την χαρά της που τον έβλεπε.
-<<Μια χαρά… Συγγνώμη για τις προάλλες. Δεν ήθελα να σου πω
ψέματα αλλ->>
-<<Αλλά το έκανες για να με προστατέψεις.>> είπε διακόπτοντάς τον.
<<Εγώ συγγνώμη για όλα Τομ. Έπρεπε να σε ακούσω εξαρχής.>>
-<<Θα είχαμε γλυτώσει αυτόν τον σαματά με σένα. Δεν σας
καταλαβαίνω πολλές φορές γιατί εσείς οι νέοι δεν ακούτε τους
μεγαλύτερους.>> είπε με παράπονο ο Στέφαν.
-<<Να σε συστήσω. Από εδώ ο Στέφαν, ο θείος μου. Θείε, απ->>
-<<Μην αγχώνεσαι, έχουμε γνωριστεί ήδη. Και από πίσω σου ο κύριος
Μούρκης, ο αρχηγός της ελληνικής αστυνομίας ή αλλιώς, ο άνθρωπος
που απήγαγε την Μαρία.>>
-<<Ώστε εσύ είσαι ο Τομ. >> είπε με χαμόγελο, χωρίς να κρύβει την
χαρά του και τον εντυπωσιασμό του. <<Να φανταστώ ότι ξέρεις ποιος
είμαι.>> είπε με τον Τομ να κουνάει καταφατικά το κεφάλι του. <<Ο
θείος σου μου είπε ότι εσύ έλυσες την υπόθεση, ξέροντας που θα
χτυπήσει ο R.R. προχθές. Αλήθεια, πως το κατάλαβες?>>

[151]
-<<Όχι μόνο για προχθές για την ακρίβεια, αλλά και τις προηγούμενες
φορές. Μόνο που τότε άργησα να το καταλάβω, αν και η λύση ήταν
μπροστά στα μάτια μου. Όλη η υπόθεση έχει μια αλληλουχία, απλώς
έπρεπε να την σπάσω σε μικρά κομμάτια. Διαίρει και βασίλευε.>>
-<<Διαίρει και βασίλευε?>> είπε απορώντας η αστυνομικός.
-<<Ναι. Μια μέθοδος που μου είχε πει ο μαθηματικός στο σχολείο.
Έπρεπε να ενώσω απλώς τα στοιχεία κατάλληλα μεταξύ τους…Βλέπεις,
το αγόρι της Κατερίνας Ζόρζου είχε πάει στο εξωτερικό για σπουδές,
σπουδάζοντας στις θετικές επιστήμες. Μόλις όμως έμαθε για τον θάνατο
της κοπέλας του γύρισε αμέσως στην Ελλάδα. Τελικά δεν ήταν μόνο ο
αδερφός της Κατερίνας ο μόνος που πίστευε ότι πρόκειται για
δολοφονία. Όμως δεν μπορούσε να μιλήσει, γιατί θα είχε την ίδια
κατάληξη με τον αδερφό της. Ωστόσο, αποφάσισε να πάρει την εκδίκηση
του, έστω και αργά. Όμως, τίποτα από ότι συνέβη δεν ήταν τυχαίο. Το
πρώτο στοιχείο που παρατήρησα εύκολα είναι ότι κάθε δολοφονία που
συνέβαινε, συνέβαινε στα γενέθλια κάθε θύματος, όπως και στην
Κατερίνα.>>
-<<Μισό λεπτό μικρέ.>> είπε ο θείος του σταματώντας τον. <<Ο κύριος
Στεργίου όμως πέθανε από καρκίνο. Δεν θα μπορούσε να το
προγραμματίσει.>>
-<<Έχεις δίκιο θείε. Όμως δεν συνέβη ακριβώς έτσι. Ο κύριος Στεργίου
ήξερε ότι θα πεθάνει. Πάλευε για χρόνια με τον καρκίνο, με τον θάνατο
να ήταν μονόδρομο. Έτσι, επειδή τα γενέθλια του ήταν τα πρώτα στο
έτος, αποφάσισε να τον σκοτώσει ο R.R. , έχοντας συμφωνήσει με τον
αρχηγό της αστυνομίας να αποδώσουν τα αίτια σε φυσικό θάνατο.>>
είπε με τον κύριο Μουρκή να χαμογελάει, επιβεβαιώνοντας τον Τομ.
<<Μετά συνέβη όπως ξέρουμε την ιστορία. Ο καθένας πέθανε στα
γενέθλιά του, αλλά τα σημεία και πάλι δεν ήταν τυχαία. Βλέπετε, αν
πάρετε τον χάρτη της Αθήνας θα συνειδητοποιήσετε κάτι που είναι
πραγματικά απίστευτο. Αν τοποθετήσετε σωστά τα μέρη που πέθανε
κάθε μέλος της παρέας αλλά και τα συνδέσετε σωστά μεταξύ τους, θα
δείτε ότι σχηματίζετε ο αστερισμός του Ζυγού, το σύμβολο της
δικαιοσύνης και μάλιστα το ζώδιο της Κατερίνας. Δεν ήταν τυχαίο
λοιπόν γιατί ο R.R. είχε στείλει γράμμα στον κύριο Δημητρίου να τον
συναντήσει τον Εθνικό Κήπο, τον κύριο Γυφτάκη στο ιταλικό καφέ ή τον
κύριο Μαρτινιέλι στο σπίτι της Κατερίνας. Το καλύτερο όμως ερώτημα
είναι γιατί άργησε ο κύριος Μουρκής να πάρει την εκδίκησή του και πως
είχε τόση υπομονή? Η απάντηση πάλι σχετίζεται με τα άστρα, αλλά για
την ακρίβεια το φεγγάρι. Την παραμονή των Χριστουγέννων, στα
γενέθλια του κύριου Μαρτινιέλι είχαμε πανσέληνο, αλλά την πανσέληνο
του κρύου φεγγαριού. Η πανσέληνος αυτή έχει διάφορες σημασίες, αλλά

[152]
μια από τις σημαντικότερες είναι ότι ο ερχομός του κρύου φεγγαριού
σηματοδοτεί ότι, όταν τα πράγματα φτάνουν στο πιο σκοτεινό σημείο
αλλάζουν, εννοώντας ότι τα πράγματα θα μπορούν να γίνουν καλύτερα.
Το μόνο που θέλατε είναι να αφιερώσετε την εκδίκηση στην Κατερίνα,
με τον δικό σας τρόπο, περιμένοντας την κατάλληλη χρονιά, ακόμα και
αν πήρε τέσσερις δεκαετίες να έρθει. Από ότι κατάλαβα, πρέπει να σας
άρεσε πολύ η αστρονομία.>> είπε ο Τομ κοιτώντας τον ο Στέφαν και η
Μαρία έκπληκτοι, με τον αρχηγό της αστυνομίας να κουνάει καταφατικά
το κεφάλι του.
-<<Είσαι απίστευτος μικρέ. Πραγματικά δεν περίμενα να τα σκεφτείς
όλα αυτά, αλλά ναι, έπεσες μέσα. Έχεις κοφτερό μυαλό.>> είπε και τότε
τον κοίταξε στα μάτια με σοβαρό βλέμμα. <<Όμως μικρέ, αυτό που έκανα
δεν παύει να αποτελεί αδίκημα. Μπορείς αν θες να μιλήσεις στην
αστυνομία. Να ξέρεις ότι δεν θα αρνηθώ τίποτα από όσα είπες. Πήρα την
εκδίκησή μου και αυτό μου είναι αρκετό. Η απόφαση είναι δική σου.>>
είπε με τον Τομ να το σκέφτεται για λίγο.
-<<Δεν θα πω τίποτα. Βλέπετε, ναι, δεν μου αρέσει να πεθαίνει ο
κόσμος, ακόμα και αν αυτός που πεθαίνει ήταν δολοφόνος. Όμως, δεν
απονέμεται πάντα η δικαιοσύνη στα δικαστήρια. Το μόνο που θα ήθελα
είναι να βγει ο αδερφός της Κατερίνας από το τρελοκομείο, εφόσον
πέθανε και ο κύριος Μαρτινιέλι.>> είπε και τότε σηκώθηκε ο κύριος
Μούρκης.
-<<Σε ευχαριστώ πολύ Τομ. Καλή ανάρρωση και σιδερένιος.>> είπε και
έφυγε από την πόρτα, ανοίγοντάς την ο Βόλντακ.
-<<Είσαι σίγουρος ότι θες να τον αφήσεις ελεύθερο? Είναι
δολοφόνος.>> είπε η Μαρία με παράπονο.
-<<Όχι Μαρία, δεν είναι δολοφόνος. Ο R.R. ήταν δολοφόνος. Αυτός δεν
έχει το βλέμμα ενός δολοφόνου, παρά ενός ανθρώπου που, παρόλο που
έχουν περάσει τόσα χρόνια, φαίνεται να αγαπάει τον χαμένο του
έρωτα.>> είπε και κοίταξε πάλι πίσω της βλέποντας τον να φεύγει,
καταλαβαίνοντας τι ήθελε να πει ο Τομ.
-<<Με εξέπληξες Τομ, σε παραδέχομαι. Μετά από τόσα χρόνια δεν
άλλαξες καθόλου.>> είπε ο Στέφαν χαμογελώντας.
-<<Δεν ήταν τίποτα θείε.>> είπε ξεφυσώντας, χαλαρώνοντας την
πλάτη του στο μαξιλάρι.<<Επιτέλους έκλεισε η υπόθεση, αν και μετά από
σαράντα χρόνια. >>

[153]
Κεφάλαιο 34 Λύση της συνεργασίας.
Οι μήνες είχαν περάσει μετά την δολοφονία του κυρίου Μαρτινιέλι, με
τα πράγματα όμως τώρα να είχαν πάρει μία φυσιολογική ροή. Το
καλοκαίρι είχε φτάσει, με την ζέστη να κυριαρχεί σε όλη την
πρωτεύουσα το μεσημέρι, με τον Τομ να βρίσκεται στο νεκροταφείο μαζί
με τον θείο του και τον Βόλντακ, πηγαίνοντας προς τον τάφο της
μητέρας του. Δεν υπήρχε κανένας μέσα στο νεκροταφείο, με το μόνο που
να ακουγόταν από μακριά ήταν ο ήχος από τα τζιτζίκια που
ζεσταίνονταν, λόγω της ζέστης το απόγευμα. Μάλιστα, ο Βόλντακ
κρατούσε στην τσέπη του ένα μαντήλι άσπρο για τον Στέφαν ο οποίος
πολλές φορές το έπαιρνε για να σκουπιστεί.
Μόλις έφτασαν στον τάφο της μητέρας του ο Τομ άναψε το καντήλι με
τον Βόλντακ να βοηθάει στο καθάρισμα σε μερικά σημεία. Ο Στέφαν είχε
καθίσει μπροστά από την εικόνα και την κοιτούσε, χαμογελώντας στο
χαμόγελο της Ιωάννας. <<Είχαμε καιρό να τα πούμε. Όταν την βλέπω
καταλαβαίνω γιατί την αγάπησε ο πατέρας σου. >> είπε με χαμόγελο.
<<Γλυκιά με πάντα το χαμόγελο. Πάντα έκανε τον Λόρε να χαμογελάει.
>> συμπλήρωσε και τον κοίταξε λίγο, με τον Τομ να τον κοιτάει με
απορία. <<Της μοιάζεις λίγο όπως σε βλέπω τώρα στο χαμόγελο.>> είπε
με τον Τομ να την κοιτάει, εστιάζοντας στο χαμόγελό της, με εκείνον να
χαμογελάει τότε.
Τότε ακούστηκε το τηλέφωνο, με τον Βόλντακ να το σηκώνει και να το
κλείνει γρήγορα. <<Κύριε, πρέπει να φύγουμε. Η πτήση αναχωρεί σε μία
ώρα.>>
-<<Κατάλαβα…>> είπε και τότε έστρεψε το βλέμμα του προς τον Τομ.
-<<Σε ευχαριστώ για όλα θείε.>>
-<<Εγώ σε ευχαριστώ Τομ. Βοήθησες να τελειώσω την υπόθεση του
κύριου Γινγκ, να λύσεις μια υπόθεση σαράντα χρόνων αλλά και να με
βοηθήσεις να πάρω εκδίκηση. Σε εσένα αξίζουν συγχαρητήρια Τομ.>>
-<<Ευχαριστώ πολύ. Που πας τώρα? Μην μου πεις ότι έχεις και άλλη
υπόθεση να αναλάβεις.>>
-<<Καλά το πέτυχες. Έχω μία νέα υπόθεση στην Ολλανδία και σήμερα
πετάω κατευθείαν για Άμστερνταμ που αφορά μεταφορές
ναρκωτικών.>>
-<<Για την ακρίβεια κύριε αφορά για μεταφορά χρυσού.>> είπε ο
Βόλντακ διορθώνοντας τον.
-<<Ότι και να είναι ξέρω ότι πάλι τρεξίματα θα έχω και πρέπει να
κλείσω συμφωνίες. Δεν τις αντέχω πραγματικά πολλές φορές αυτές τις

[154]
διαπραγματεύσεις, ειδικά όταν δεν καταλήγουν πουθενά και χάνο τον
χρόνο μου.>> είπε με παράπονο. Τότε κοίταξε πάλι τον ανιψιό του,
δίνοντας τα χέρια. <<Σε ευχαριστώ Τομ, που δέχθηκες να
συνεργαστούμε και πάλι, έστω και αν ήταν για λίγο διάστημα. Να ξέρεις,
θα είμαι κοντά σου για ότι χρειαστείς. Και αν θελήσεις ποτέ να έρθεις
πάλι, η πόρτα θα είναι πάντα ανοικτή.>>
-<<Τα έχουμε πει αυτά θείε.>> είπε με σοβαρό ύφος.
-<<Δεν έχουμε πει τίποτα. Ότι και να μου λες, εγώ θα σε περιμένω
πάντα να έρθεις. Είσαι ένας Τρίστε.>> είπε με χαμόγελο και πήγε να
φύγει, μα τότε γύρισε προς τα πίσω πάλι προς τον Τομ. <<Αα και Τομ,
ξεκουράσου. Το αξίζεις. Η υπόθεση έκλεισε.>>
Ο Τομ έβλεπε από μακριά τον Στέφαν ο οποίος μπήκε στο αμάξι, με τον
ίδιο να τον χαιρετά μέσα από το παράθυρο και τον Τομ να χαμογελά.
Μόλις έφυγε στάθηκε για λίγο ακόμα μπροστά από τον τάφο της
μητέρας του. Ξαφνικά, άκουσε το κινητό του να χτυπάει με τον Γιάννη
να τον παίρνει τηλέφωνο. <<Τι έγινε Γιάννη, όλα καλά?>>
-<<Ναι. Τώρα είμαι στον δρόμο και θα πάμε με τα παιδιά να φάμε σε
ένα εστιατόριο, να γιορτάσουμε την επιτυχία στα αποτελέσματα από τις
εξετάσεις. Θες να έρθεις?>> ρώτησε ο Γιάννης, με τον Τομ να σκέφτεται
για λίγο, ακούγοντας τον θείο του.
-<<Που βρίσκεσαι τώρα?>>
-<<Είμαι έξω από το νεκροταφείο. Κοίταξε προς στην είσοδο.>> είπε ο
φίλος του και ο Τομ τον είδε να τον χαιρετάει, κλείνοντας τον κινητό
του.
-<<Αντίο. Τα ξαναλέμε.>> είπε χαμογελώντας και πήγε προς τον φίλο
του, ο οποίος τον έπιασε από τον ώμο μόλις βγήκε.
Το υπόλοιπο βράδυ κύλησε ομαλά. Τι έκανε ο Τομ? Μετά από τόσα
χρόνια ήταν το πρώτο βράδυ που πέρασε ευχάριστα με τον φίλο του και
την παρέα του, χωρίς κάποια υπόθεση, κάποιον φόβο, χωρίς διάβασμα,
ζώντας και απολαμβάνοντας τον κόσμο της απλής καθημερινότητας.

[155]

You might also like