5017 11

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 17

5017_11

http://digital.lib.auth.gr/record/139062

The physical item is part of Aristotle University of Thessaloniki Libary Collection.


This digital representation of the original is made available to the public, under the
Creative Commons Attribution-ShareAlike 4.0 International License.
Ετος Α'. Ά-ριθ/Λος 12.

ΠΕΡΊ ΘΑ IKON ΤΟΥ ΟΜΩΝΥΜΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ


ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΚΑΤΑ ΜΗΝΑ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

ΣΤΝΔΡΟΜΗ ΕΤΗΣΙΑ δια το Ιξωτερικόν <ρρ. χρυσά 10· ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ τοΰ Συλλόγου είνε έν τή συνοικίφ
διά το δσωτερικδν δραχμαί 10. Πλάκας παραπλεύρως τή Δημοτική Σχολή
Πάς συνδρομητής θεωρείται καί μέλος του Συλλόγου τή έν τή όδω Άδρίανοϋ, άρ. 5.
άρωγόν άνευ Ιτέρας ίιποχρεώσεώς. Τά χειρόγραφα δεν έπιστρέφονται.

ΦΤΑΑΟΝ ΑΤΓΟΤΣΤΟΤ 1888.

.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. πού τής Ευρώπης 6 κλήρος άπέβη παντοδύναμος
Μ. Γαλανού Ή ευαγγελική ήϋτκή καϊ Παρά την
καί πανίσχυρος.
θάλασσαν, πρ6 τού ήλιου
Περί διορ&Άαεως των ίκκλησιαατικ&ν. —
σμ& Ή πτωσίς μου καϊ

δύοντας. — Ν. Λαμαλα
X. Διαλει-
το στήριγμά μου, ίπι τον
Πηλίον, διήγημα. — 2VT. Δημητραν.οτιονλου Ή Ιγκρά-
Είνε αληθώς άπορον, πώς άνδρες, καυχώμε-
νοι έπ'ι ανεξαρτησία πνεύματος καί άμερολη-
ψία, συσκοτίζονται τοσοϋτον καί έκφέρουσι περί
I τοΰ Χριστιανισμ.οϋ κρίσεις, μ.αρτυροόσας ή άμ-
τειά. — Κ. Κρνατάλλη Ό πεινάβμίνος Ήιιιιράτης, j βλυωπίαν οίκτράν ή έξεστραμμένην καί κακεν­
ποίημα. — Μ. Γαλανού Γό ίλίγχίιν. —' Είσψοραϊ
τρεχή πρόθεσιν. Ό θέλων νά κρίνη θεσμόν τι-
ύι&ρ των πεινάντοίν Ίίπ(ιρχοτών. — Δ'ωρεαϊ όπλο τής να, είτε πολιτικόν είτε ηθικόν καί θρησκευτικόν,
οφείλει, άν θέλη νά ηνε κριτής δίκαιος καί αμε­
Π
• Άναπλάσεας». — Βιβλιο&ή-χη ((Αναάλάβεως». — Αλ­
ληλογραφία. ρόληπτος, ν’ άνευρη το γνήσιον πνεύμα καί τήν
αληθή φύσιν τού θεσμού τούτου έν τή αρχική
παρά τού νομοθέτου διατυπώσει αυτού, δεν εί­
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΗΘΙΚΗ
νε δέ πλέον δίκαιος, είνε ό άδικώτατος καί
θ'. μοχθηρότατος τών κριτών, άν τόν θεσμόν κρίνη
Α.

Δυστυχώς εύρέθησαν συγγραφείς, δημοσωγρά ύπ.όθέτων αυτόν τοιοΰτον, οίον ένόησαν οί πα-
φοι καί πολ^ΐευόμενοτ παρανοήσαντες τήν ’Η­ ρανοήσαντες αυτόν ή οίον έφήρμοσαν οί δι’ ίδια
θικήν τοΰ Ευαγγελίου καί πσίκιλοτρόπως κα- συμφέροντα καί πάθη στρεβλώσαντες και παρα-
τασυκοφαντήσαντες αύτήν. Τινές έμέμφθησαν μορφώσαντες αυτόν. Τό άπαραβίαστον π. χ.
αυτήν, ώ; εναντίαν προς τον κοινωνικόν καί τής προσωπικής ελευθερίας είνε έκ τί?ν θεμελιω-
πολιτικήν βίόν, έξελαύνουσαν τών πόλεων τούς δεστέρων αρχών τών συνταγμάτοιν τών πεπο-
πιστούς έπί τάς άκήτας καί τάς έρημους, καί λιτισμένων Κρατών. Στέρησις ή περιορισμός
άδιάφορον προς τήν ρόθρ,ισιν καί βελτίωσιν τών αυτής δεν επιτρέπεται ή εις ώρισμένας περι­
κοινωνικών σχέσεων καί πρός τάς τύχας τοΰ πτώσεις, καθ’ άς τήν εύθύνην υπέχει αύτή πά­
κόσμου τούτου, tr) θεωρεί κοιλάδα τοΰ κλαυθ- λιν ή άμαρτανουσα βούλησις. Άποτεθείσθω ήδη
μώνος. ’Άλλοι δε, τολμηρότεροι, έσφενδόνισαν ό.τι, ή δικαστική ή ή έκτελεστική αρχή, είτε
βέλη' ειρωνείας ή κεραυνούς οργής κατά τοΰ διά παρανόησιν τών διατάξεων τοΰ νόμου, είτε
Χριστιανισμοί*, τόν· όποιον έχαρακτήοισαν σύ­ έν γνώσει καταδολιευομένη αύτάς, αποστερεί
στημα μισαλλόδοξου, σκότιον καί τυραννικόν, τινα τήν προσωπικήν αυτού ελευθερίαν, έν όνό-
πολεμούν τήν έλευθέραν ερευνάν καί πάσαν έν μάτι μέν τού νόμου, αλλά πράγματι εναντίον
γένει ελευθερίαν, προστατεύον τήν άμάθεΐαν αύτοΰ, διαμαρτυρομένου κατά τού παρανόμου
κβά τήν άγνοιας δυσμενές προς τό φως καί τήν τολμήματος. ΓΗ παρανομήσασα αρχή είνε βε­
πρόοδον, έκκοίιον έν ταΐς ψυχαίς τών χριστια­ βαίως κατάπτυστος καί εγκληματική, εις αύτήν
νών άγρια καί γονικά κάτά τών άλλοδοςούντων ανήκει ούχί τό μέγαρον τής εξουσίας, αλλά τό
μίση, δουλοϋν τά σώματα, τάς διχνοίας καί τάς ζοφερώτεοον κελλίον τής χειριστής τών φυλακών,
ψυχάς είς έγωϊσ-ικήν καί καταχθόνιον κληρο- καί τόσω μάλλον, 8τω έπιτακτικώτερον ό νόμος
κρατίαν, μηδέν εύλαβοαμένην, σύστημα τέλος, άπηγόρευε τήν τολμηθεΐσάν παρανομίαν, ή στοι-
έξ όυ ούδεν αγαθόν, πλεΐστα δε καί φοβερά τά χειωδεστέρα όμως λογική ‘καί δικαιοσύνη δεν
κακά, ών μάρτυς ή Ιστορία, τής όποίας χείρι- επιτρέπει καί τήν έλαφροτέραν μομφήν κατά
σται σελίδες είνε αί άφηγούμεναι τί έγένετο, ο­ τών κειμένων νόμων, μή μόνων άναιτίων, άλ-
178 • ΑΝΑΠΑΑΣΙΣ
λά καί διαρρήδην άποδοκιμ-αζόντων καί αύστη- έκπνεύσή καταρώμ.ενα τούς άπερισκέπτου;
ρώ; του; παρανομήσαντα; κολαζόντιον. καί άφρονας αυτών γεννήτορας; Άν ή ύπό
Παρέγκλισιν άπό τού μόνΟυ ορθού καί δι­ τοιούτου; όρου; αποφυγή· τού γάμ.ου ωνϊ θυσία
καίου τούτου μ.έτρου και κανόνός καί περί τοϋ πάλιν υπέρ αυτού τού γάμ.ου, όστις άνευ τού
Χριστιανισμού και τής Ευαγγελικά; Ηθικής αϊμ.ατο; καί τού ηθικού ήρωΐσμ.ού τών χριστια­
προκειμ.ένου, ούδέν δικαιολογεί. Ή Καιγή δια­ νών καί τή; έξ αυτών προελθούση; ηθικής ζωής,
θήκη είνε ό γνήσιος Κώδιξ και ό άψευδή'ς θε- ουδέποτε θά έξογνίζετο καί θά περιεβάλλετο
ματοφύλαξ τοϋ Χριστιανισυ.οϋ. Έν αύτή κεΐ- τά Ιερά θέλγητρα μυ-τηρίου, τί; θά ψίξιρ τού;
ται άπαν το δόγμα και απασα ή ηθική αύτοϋ. ούτωσί προθύμ,ω; άφειδήσαντα; έαυτών καί τάς
Λόγοι δε και έργα Οικουμενικών ή Τοπικών θεμ,ιτοτέρας τών ηδονών τού βίου στερηθέντα;
Συνόδων, Πατέρων τής Εκκλησίας καί λοιπών ύπέρ τού θριάμ.βου τού ηθικού αγαθού, ‘τή; σο>-
λειτουργοί αύτής, μετέχουσι γνησίου Χριστια­ τηρίας τών διωκτών αύτών καί τή; άναγεννή-
νισμού, μόνον καθόσον πιστώς διερμ.ηνεύουσι τό σεως καί εύδαιμ.ονία; άπάσης τής άνθρωπότη-
έν τη Καινή Διαθήκη χριστιανικόν πνεύμα.Έάν το; ; Τί; ; έκτο; άν ήνε δ άφρονέστατο; καί
την άρχην ταύ-ην λάβωμεν αφετηρίαν καί κριτή­ ταπεινό.ατο; καί έγωϊστιιώτατο; τών ανθρώ­
ριου της χριστιανικής η Ευαγγελικής Ηθικής, πων ;
άπασαι α'ι κατ’ αυτής λοιδορίαι καί διαβολαί, ’Εν τή αύτή πρό; KoptvOiou; πρώτη έπιστο-

.
ας έξετόξευσαν άνθρωποι πεπλανηυ.ένοι η έχαλ­ λή, ένθα δ Παύλο; εκφέρει τήν περί γάμου καί
κέυσαν καρδίαι διεστραμ.μέναι καί μοχθηοαί, άγαμίας ιδίαν αδτοϋ γνώμην, λέγει: «Τοΐς δέ

σχισθή.

θέλουσι παραχρήμ,α, ώς Ιστοί αράχνη.;, δια-

Θέλει καταφανή έν πρώτοις, ότι ή Ευαγ­


γελική Ηθική-ούτε αντικοινωνική είνε ούτε άν-
γεγαμηκόσι παραγγέλλω, ούκ έγώ, άλλ’ δ Κύ­
ριο;, γυναίκα από άνδρός μ.ή χωρισθήναι. Έάν
δέ καί χωρισθή μ,ενέ-ω άγαμ-ος, ή τώ άνδρέ
καταλλαγήτω- καί άνδρα γυναίκα μή άφιέναι».
τιπολιτική. Ό αύ:ός Παύλο; είπεν : «Οί άνδρες, αγα­
Τίς δ πυρήν, ή θεμελιώδης βάσις τού κοινω- πάτε τά; γυναίκα; έαυτών, καθώ; καί ό Χρι­
νικοΰ βίου ; Ό γάμος καί ή οικογένεια. Τί δε στός ήγάπησε τήν έκκλησ.'αν, καί έαυ:όν παρέ-
άλλο σύστημ.α μάλλον τού χριστιανικού, ανύ­ δωκεν ύπέρ αύτή; ...... . Ούτως οφείλου-
Π
ψωσε τόν γάμ.ον καί έξηγίασε καί έκράτυνε τούς σιν οί άνδρες άγαπόίν τάς έαυτών γυναίκας, ώ;
οικογενειακούς δεσμούς ; ’Αληθές ότι, δ ΙΙαϋ- τά έαυτών σώματα. Ό αγαπών τήν έαυτοϋ γυ­
λος, διά τούς αγάμους καί τού; από γυναικδς ναίκα έαυτόν αγαπά* ούδείς γάρ ποτέ τήν έαυ­
λελυμ.ένους, είπε καλόν είνε τό μή ζητείν γυ­ τοϋ σάρκα έμίσησεν, άλλ’ έκτρέφει καί περι­
ναίκα. ’Αλλά τούτο είπεν, ούχί έπιτάσσων και θάλπει αυτήν, καθώ; καί δ Κύριος τήν Εκκλη­
Α.

έχων έπιταγήν Κυρίου, άλλ? ώς γγώμηγ ίδιαν σίαν'. ότι μέλη έσμέν τοϋ σώμ.ατο; αυτού, έκ
διά τήγ ένεστύσαγ άγάγχηγ, έν καιροί; χαλε­ τή; σαρκό; αύτού, καί έκ τών δστέων αύτού·
ποί; καί άβεβαίοις, καθ’ οθς ή Χριστιανική αντί τούτου καιΛ^λείψει άνθρωπο; τόν πατέρα
’Εκκλησία ήτο προωρισμένη να βαδίση διά πυ­ αύτού καί τήν μ,ητέρα, καί προσκολληθήσεται
ρές καί σιδήρου, καί οΐ νεόγαμ.οι, από τής νυμ­ πρός τήν γυναίκα αύτού, καί έσονται οί δύο
φικής παστάδος, ήτο πιθανώτατον y’ άχθώσιν εί; σάρκα μίαν»· (έπιστολή πρό; Έφεσίου;).
επί τά; βασάνου; καί τά μαρτύρια, αί δέ συ­ 'Ωσαύτως 6 Χριστό; είπεν «ό δυνάμενος
ζυγικά! καί οικογενειακά! μέριμναι ήσαν άσυμ.- χοιρεΐν χωρείτω», άλλ’ είπεν άμα καί ότι τούτο
βίβαστοι πρός τά καθήκοντα τής αυτοθυσία; ού. δέδοται πάσι, τήν άγαμίαν δ’ εγκρίνει γι-
καί τή; αύταπαρνήσεως, δια' τών δποίων ή νέα νομ.ένην ύπέρ τή; βασιλείας τών Ούρανών, όταν
πίστι; έμελλε νά διέλθη καί θριαμβεύσω προ; δηλ. δ μ-έ,ων άγαμο; έχ-p γενικωτέραν τινά
πραγματοποίησιν τής άνθρωπίνης άπολυτρώσεως. καί ίεροιτέραν. άποστολήν νά έπιτελέση ή τά
Τοϋ χριστιανού νεανίου καί τής χριστιανής νεά- κατ’ αύτόν διάκηνται ούτως, ώστε διά τοϋ
νιδος αί καρδίαι δεν ήσαν αναίσθητοι πρό; τά γάμου καθίσταται αύτώ δυσχερή; ή κατάκτη-
εύφρόσυνα καί Ιερά θέλγητρα τού γάμου καί σις τή; βασιλεία; τών Ούρανών, ήτοι ή πλή-
τή; οικογενειακή; έστία;. ’Αλλά τίς' θά κατη­ ρωσις τού ηθικού προορισμ.ού τού, άνθρώπου. "0-
γορήσω αυτών καταφρόνησιν τού γάμου, όταν περ συμβαίνει έν καιροί; χαλεποί; συνήθως, δτε
άναλογισθη, ότι έξ αυτού γεννώνται τέκνα, χρή- τά κατώτερα καθήκοντα καί αί πρός ήσυχον
ζοντα τής άγρύπνου προστασίας των γονέων, καί εύδαίμονα έπί γή; £ίον έπιθυμίαι καί κλί­
ένοχοι δέ βεβαίως άστοργία; καί έγκλήμ,ατος' σεις πρέπει νά ύποχωρώσιν εί; κλήσιν άνωτέραν
είνε οί γονείς έκεΐνοι, οϊτινες, βλέποντες τόν καί καθήκοντα ύψηλότερα; - τούτο δέ ού μόνον
θάνατον υπερθεν αυτών αίωρούμενον, προάγου- έπίψογον δέν είνε, άλλά καί δημιουργεί άφθιτον
σιν εί; τό φώ; τού κόσμ.ου -άσθενή καί δυστυχή καί λαμπρόν τίτλον δόξης καί εύγενείας ύπέρ
δντα, τά όποια, όρφανά καί απροστάτευτα, άν τών αύτουργών τών τοιούτων ήρωίσμών. "Οταν
έπιζήσωσι, θέλουσι πιθανώτατα διαφθαρή καί δέ τι; εΐ; ταύτα προσθέσω ότι, δ Χριστός τόν
ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ 179

γάμον έθεώρησε δεσμόν άλυτον καί κατεδίκα- ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑΝ


σεν αυστηρότατα το διαζύγιον, παρεκτός λόγου ΠΡΟ ΤΟΤ ΗΛΙΟΥ ΔΥΟΜΤΟΣ
πορνείας, εΐπών ■ ότι, άνήρ καί γυνή δία τοϋ
γάμου «ούκέτι εΐσί δύο, αλλά σαρξ μία' 8 ουν ’Ητο ’Ιούνιο; μην, τό τελευταΐον αύτοΰ δε­
ό Θεός συνέΰενζεγ, άνθροιπος ιμή χοηιζέτοι», καήμερον. Ή ήμέρα ήτοιμάζετο νά παραχώ­
8τι δέ καί αύτοί οί ’Απόστολοι περιήγον γυναί­ ρησή τά σκήπτρα εις τήν μετ’ αύτής διανεμο-
κας άδελφάς (πρός Κορινθίους Α', Κεφ. Θ'.),' μένην τό κοάτο; τοΰ χρόνου νύκτα. Ό ήλιος
μόνον άνθρωπος, έκουτίως τυφλώττων, δύναται έβαινε πρός τήν δύσιν. 'Η θάλασσα συνεκινεΐτο
νά [XV] όμολογήσφ, ότι ή Εύαγγελική ’Ηθική καί έφρισσεν ήρέμα, προσμένουσα νά δεχθή αύ­
θεωρεί τόν γάμ.ον άχώριστόν ένωσιν άνδρός καί τόν εις τάς δροσερά; της άγκάλας.
γυναικός, έπιβληθεΐσαν παρά τοϋ Θεοϋ καί παρ’ ’Ητο έκτη ώρα μ., μ., ότε κατήλθον εις τήν
Αύτοΰ εύλογηθεισαν, κρατύνει έπομ.ένω; καί έ- πρός δυσμάς τής πατρίδος μου Καλύμνου πα­
νισχύει τόν πυρήνα και τήν θεμ,ελιώδη βάσιν ραλίαν τοΰ Π.ίατυ-ΓιαΛοΰ. ’Ήμην δέ μ.όνος.
ύγιοϋς κοινωνικού καί πολίτικου βίου. ’Ενίοτε καταλαμβανουσι τήν ψυχήν μου φι-
’Αλλά δεν εΤνε (χόνα ταϋτα. Ποιον τό περιε- λέρημ.οι καί μονήρεις διαθέσεις, καθ’ άς ή πα­
χόμενον τή; Ευαγγελική; ’Ηθικής ; Ή αγάπη, ρουσία οίουδήποτε ανθρώπου μ,οί φαίνεται ένο-
ή ηθική ένότηξ, ή άδελφότης, η έλεημοΟυνη, χλητική. Καί θεωρώ τότε καί θαυμάζω τήν φύ-

.
ή αλληλοβοήθεια, ή αύτοθνΰία, δ χάνονιβμος σιν καί έξίσταμαι προ αύ;ής, μεταξύ δ’ απεί­
των μεταξύ γονέων καί τέκνων βχέβεων, πα.- ρων σκέψεων, ρεμβασμών, συναισθημάτων, έπι-

σαι.άρεταί θάλλουσαι μ.όνον έν τοϊς κόλποι; τοϋ
κοινωνικοϋ βίου. Άν έν τή χριστιανική εκκλη­
σία έδημ,ιουργήθη μοναχικός βίο;, τόν όποιον έ-
θυμιών, λησμονώ σχεδόν έμαυτόν, καί αί ώραι
άφίπτανται, άπαρατήρήτοι, ώ; στιγμαί.
'Η παραλία αύτη εινε όχι πολύ μακρά, άρ-.
χουσιν, ώς έπιχείρημα, οί κατηγοροΰντες εις τον κετά δέ πλατεία, ώ; δεικνύει καί τό όνομα
χριστιανισμόν πνεϋμα αντικοινωνικόν, δ μονα­ αύτής. Άμμ.ο; μέλαινα καί χονδρά τήν πλη­
χικός βίος όμως την αρχήν αϋτοϋ έλαβεν ούχί ροί' ότε δ’ ό ήλιος τό θέρος μεσουρανεί, εΤνε
έκ τής ευαγγελική; διδασκαλίας, άλλ’ έκ των αύτόχρημ.α κάμινος φλέγουσα. Σκιά Ικεϊ ούδε-
κατά των χριστιανών' πολλών καί μακρών καί μία. Καί άν δέν ή το παρά τού; πόδας σου ή
Π
δεινών διωγμ#ν, καθ’ ο8; αί έρημοι παρεΐχον θάλασσα, μ.έ τήν ζωογόνον αύτής αύραν καί μέ
άσυλον εις τούς έν ταϊ; πόλεσι διωκομένους τής τά προκαλοϋντά σε δροσερά κύματά της, τήν
νέας πίστεω; οπαδούς. Αυτός ό Χριστός έδρα- παραλίαν εκείνην θά ύπελάμβανες ώς τμήμα
σεν έν ταΐς κοινωνίαις τών ανθρώπων καί έν φλεγούσης ’Αφρικανική; ερήμου.
μέσω αυτών άπέθανεν. Άνερχόμενος δέ εις ου­ Ευτυχώς τοιαύτην ώραν καί αί ακτίνες τοΰ
Α.

ρανού;, εις τού; μαθητάς Αύτοϋ παρήγγεΛεν ήλίου ήσαν όλιγώτερον φλογεραί, καί πρός τήν
όχι νά δράμωσιν εις τάς έρημους, αλλά πορευ- ανατολικήν δέ άκραν εύμεγέθης ύψούμ.ενος λίθος
θέντες εΐ; τόν κόσμ.ον άπαντα νά κηρύξωσι τό παρέχει αναπαυτικήν σκιάν. Ένταϋθα έκάθισα
Εύαγγέλιον πάση"τή κτίσει, ήτοι εις όλην την. κεκμηκώς, έχων τό σώμ.α φλεγόμενον καί ίδρώτι
άνθρωποτητα. Καί οί ’Απόστολοι, πιστοί εις πέριρρεόμ-ενον. Μάτην άπέμ.ασσον τόν ίδρώτα
την φωνήν ταύτην, έκήρυττον νυκτός καί ημέ­ συνεχώς διά σινδόνής, ήν έφεραν ώσεί τό σώμά
ρα; έν ταΐς κοινοινίαις τών ανθρώπων τόν λό­ μ.ου ήτο άνεξάντλητος ίδρωταποθήκη, μέ περι-
γον τοϋ Θεοϋ, ύπό τοϋ παραδείγματος δ’ αύ- έρρεεν ούτος άείποτε άφθονώτερος. Καί έστενο-
τών έμπνεόμενοι, χιλιάδες μαρτύρων έθυσαν την χωρούμην έκ τούτου καί ήδημόνουν πολύ. Καί
έαυτών ζωήν τόν Χριστόν όμολογοϋντες καί όμως πόσοι τήν στιγμ.ήν εκείνην θά ηύχοντο μυ-
κηρύττοντές πρός τάς κοινωνίας τών έθνικών, ριοπλάσιος νά κατέκλυζεν αύτούς, νέοι ατυχείς,
ών τήν άναγέννησιν καί άνάπλασιν παντί σθέ- σύζυγοι άπαρηγόρητοι, οίκογενειάρχαι πτωχοί,
νει έξεζήτουν. Καί όμως απέναντι : τοσούτων, ών τά μέλη διέτρεχε τοϋ θανάτου τό ψΰχος !
ψηλαφητών -καί τρανοτάτων άποδείξεων τού Τέλος, ιδού έγώ, όπου τό κϋμ.α θραύεται
κοινωνίκωτάτού χαρακτήρο; τοϋ χριστιανισμοϋ, πλήττον τήν παραλίαν έν ώρα τρικυμίας, ή
άνθρωποι, μ.ωροί καί έπιπόλαιοι, ή αναιδείς καί εκπνέει, άσπαζόμενον αύτήν, έν ώρα γαλήνης.
έθελοτυφλοϋντες, άπέδωκαν εις αύτόν προθέσεις Τούς πόδας μου περιλείχουσι τά ήρέμα άποσυ-
αντικοινωνικά;, άλλοτρίας όλως καί έναντίας ρόμενα υδατα, ότε έτεροί κϋμα, ρηγνύμ.ενον,
πρός τό γράμμα καί τό πνεϋμα τή; αληθούς άνατινάσσει σταγόνας τινάς έπί τό σώρ.ά μου.
αύτοΰ διδασκαλίας ! ’Εν άκαρεΐ ταχύ καί αίφνήδιον ρίγος μέ θορυ­
βεί έλαφρώς, άναμιμνησκόμενο; δέ παιδικών
Μ. Γαλανός. ημερών, χωρώ δι’ ένός άλματος, καί, ώς βέλος,
βυθίζομ,αι είς τήν θάλασσαν.
Τοσάκις έλούσθην είς τόσα; θαλάσσας. Άλλ’
ή θάλασσα τοΰ Πλατύ-Γιαλού έχει δι’ έμ.έ ίΛι-
180 ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ
άζοντα Θέλγητρα. Κοπιάζει τις ολίγον, δπως ήλιος έχρύσου νεφύδριά τινα καί έφαίνετο, δτι
φθάσνι εκεί, ύπό καυστικόν μάλιστα ήλιον. Καί κατεπυρ-όλει αυτά, «"Ηλιε ! είπον, δοτις άνα-
αν δεν γνωρίζϊ], τί τον περιμένει, μετανοεί, διότι τέλλεις άλλαχοΰ, καθ’ ήν στιγμήν δύεις άπό
έλαβε τόσον κόπον. ’Αλλά μόλις είσέλθη,ς εΐ; τών οφθαλμών ήμών, καί θ’ άνατείλης πάλιν
την θάλασσαν, καί άλλη σε καταλαμβάνει* με­ ένώπιον ήμών αυρtov,πάντοτε νεάζων καί προσ­
τάνοια, δι’ δσα. τόσον κούφω; καί άπερισκέπτω; φιλής, πόσων θεαμάτων κατέστη; μάρτυ; καί
έξέφρασες. Διαβεβαιοΐ; τότε δτι, τοιοϋτο λου- πόσων μέλλεις νά καταστής ! Αί πρώτα! σου
τρδν ήξιζε καί διπλάσιον κόπον. Άπδ της δυσ άκτϊνες έξηκαντίσθησαν έπί την γήν, δτε αν­
αρεσκείας μεταπίπτεις εις τδ άλλ.ο άκρον, τον θρώπινος δφθαλμός δεν ύπήρχεν ακόμη, όπως
ενθουσιασμόν. Καί πλέεις λοιπόν επί των νώ­ σέ ίδν) καί σ’ άγαπήση καί σέ θαυμάση, σύ δέ,
των της εκεί θαλάσσης καί πατεΐς τον άπα- σιωπηλός, άνέτελλες καί έδυες προ τής αψύχου
ράμιλλον άμμόστρωτον αυτής πυθμένα καί ανα­ καί σιωπηλή; έπίσης φύσεως, ύπείκων εις την
δύεις καί καταδύεις καί ίπτασαι, άν είσαι κο­ θέλησιν έκείνου, δστις έποίησέ σε, άμυδρόν άπαύ-
λυμβητής επιτήδειος, έπί τη; αφρώδους κορυφή; γασμα τής λαμπρό τη το; καί τής δόξη;, τών
των κυυ.άτων, ή διέρχεσαι ΰπ’ αυτά έπερχό- έκπορευομένων άπό τοΰ προσώπου Αύτοΰ. ’Ανα­
μενα ορμητικά, καί συγκυλινδεΐσαι μετά τών τέλλουν ημέραν τινα έδειξε; εις τόν έξεστηκότα
άφρών των και εκβράζεσαι ΰπ’αυτών, καί επα­ Άδάμτό θεσπέσιον κάλλος τής συντρόφου αΰτοΰ

.
ναλαμβάνεις μυριάκις τα αυτά παίγνια καί νο­ καί έφώτισε: τάς άγνάς τέρψεις καί τάς αθώας
μίζεις δτι είσαι πάντοτε έν αρχή, καί γίνεται
.Θ αυτών παιδιάς, εσπέραν δέ τινα έδυσε; πένθι-
ή Θάλασσα εκείνη ή καλλιτέρα σου φίλη καί μ.ος, άποκρύψας τό φώς σου εί; μέλανα νέφη,
Θαυμάζεις καί άγαπας καί λατρεύεις αυτήν καί δταν οί πριοτόπλαστοι, γοητευθέντες ύπό τοΰ
θέλεις νά έγκαταβιώσης παρ’ αυτή, καί εξέρχε­ όφεοκ, ήσθάνθησαν τήν γυμνότητα αυτών καί
σαι μετά στεναγμού καί θλίψεως βαθείας, ώσεί έζήτησαν ν’ άποκρύψωσι ταύτην άπό τών οφθαλ­
άποχωοίζεσαι ΰπάρξεοκ, προ; ήν σε συνέδεσαν μών τοΰ Θεοΰ καί άπό τοΰ ίδικοΰ σου φωτός.
αί γλυκύτεραι καί προσφιλέστεραι άναμνήσεις. Πάσας άρετάς καί πόσα; κακίας, πόσας αυτο­
Ένδυθείς έβημάτισα λεπτά τινα κατά μή­ θυσίας καί πόσα έγκλήματα, πόσους ήρωας και
κος της παραλία;. Καί έκράτουν τον πίλον διά πόσους προδότας, πόσου; μάρτυρας καί πόσα
Π
τη; άριστεράς χειρός καί έχάρασσον γράμματά τέρατα, πόσας ευτυχία; καί πόσα; δυστυχίας,
τινα καί σχήματα έπί της άμμου, καί τό κΰμα, πόσα δάκρυα καί πόσα μειδιάματα δεν έφώτι-
κατακαλύπτον, διέγραφεν αυτά. Ου-ω καί τό σες έκτοτε ! Καί είδες νά παρελαόνωσιν ΰπό σέ
κΰμα τοΰ χρόνου έπερχόμενον, διαγράφει τά άτομα καί έθνη, φυλαί νομ.αδικαί καί φυλαί πε-
ίχνη τών άνθριοπίνων έν τω κόσμω τούτω δια­ πολιτισμέναι, αΰτοκαάτορες πανίσχυροι καί
Α.

βάσεων, μάτην δ’ οί κοΰφοι Θνητοί διώκουσιν άχθοφόροι οΰτιδανοί, άνθρωποι μυριόπλουτοι καί
έν αύτω την άθανασίαν. Βασιλείς καί Λύτο- άνθρωποι λιμοκτονοΰντες, άνθρωποι μαστιγοΰν-
κράτορες κατεπόθησαν έν τη άχανεΐ άβύσσω τη; τες καί άνθρωποι μ,αστιγούμενοι, υπάρξεις φω-
λήθης, τά δέ οστά αυτών κεΐνται αφανή καί τειναί καί ΰπάρξεις σκοτειναί, καρδίαι άγαπώ-
τεθαμμένα, ώς τά οστά τοΰ έσχάτου τών άπει- σαι καί καρδίαι μισοϋσαι, χεΤρες έλεοΰσαι καί
ραρίθμων αυτών ύπηκόων. χείρες δολοφονοΰσαι, χείλη εΰλογοΰντα καί χείλη
Μελαγχολικός Οπό τοιούτων σκέψεων έξη— βλασφημ.οϋντα, άνθρωποι θυόμ.ενοι υπέρ τών άλ­
πλώθην έπί τη; άμμου, στηρίξας δ’ έπ’ αΰτης λων καί άνθρωποι Θύοντες τού; άλγους ! Καί
τον άγκώνα καί την κεφαλ.ήν έν τη παλάμη, είδες έργα ήμερότητσς καί έργα βαρβαρότητος,
διηύθυνα τό βλέμμ-α πέραν έκεΐ, προς την άκραν έθνη είρηνεύοντα καί έθνη άλληλοκτονοΰντα, καί
τοΰ δρίζοντος δπου ό ήλιος ηγγιζε προς την δύ- έφώτισες μυριόνεκρα πεδία μαχών καί μυριάδας
σιν, καί έβλεπα αυτόν βαθμηδόν κατερχόμ.ενον. γενεών έλθούσα; καί παρελθούσας, αί δέ άκτΐ-
Ένθουσιασμ.δς τδ πρώτον καί εκστασις, νές σου ήσαν αί αΰταί, δτε έφώτιζες πόλεις εν­
έπειτα δέ σύννοιά τις καί ρεμ,βώδη; καί αόρι­ δόξου;, δπου άκμ.αία έκυκλοφόρει ή ζωή, καί
στος Θλΐψις μ.έ κατέλαβεν. fH καρδία μου ήσθά- έρείπια θλιβερά, δπου άφθονει ή άκαλήφη καί
νετο έν έαυτή πένΘιμόν τι συναίσθημα, δυ.οιον διαιτάται ό νυκτικόραξ καί ή αράχνη Οφαίνει
προς έκεΤνο, δπερ καταλαμβάνει ημάς, δτε άπό τόν ιστόν τη; ! Πορευόμενος εις Χαρράν είδεν δ
τών οφθαλμών ημών αφανίζεται γλυκέϊά τις καί φεύγων τήν άδελφικήν μήνιν ’Ιακώβ τάς τελευ­
προσφιλής μορφή, μετά τής ζο>ής τής όποιας ταίας άκτΐνάς σου δύοντος, δμ.οίως δ’ έδυες, καί
συνανϊμίγνυτο καί ή ήμετέρα ζωή, ένώ ή φαν­ δτε 6 Σωκράτη; έλάμβανε τό κώνειον έν τή
τασία μου, πλανωμένη άφ’ ένός εις τούς άπω- φυλακή, μάρτυς, πρόδρομ.ος τών μαρτύρων τοΰ
τάτους τοΰ παρελθόντος όρίζόντας, άφ’ ετέρου χριστιανισμοΰ, καί έδυε, γαλήνιος, ώς σύ, καί
είσέδυε τολμηρά εις τά μυστηριώδη σκότη τών όχι όλιγώτερον λαμπρός ή σύ, όνειρευόμενος
μ.ελλόντων αιώνων. Καί έγερθείς λοιπόν άποτό- νέον φώς καί νέαν αίγλην ύψηλοτέρου καί βελ-
μως καί δείξάς οιά τή; δεξιάς χειρό;, οπού δ τίονος κόσμου, ένώ περί αυτόν κατεχέοντο δά-
ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ 181
κρύα καί αντέχουν κοπετοί καί λυγμ.οί έξερ- κείμενον ενδιαφέροντος μ.όνον διά τδν Ιστορικόν,
ρήγνυντο ! Σύ, ήλιε, είδες τδν ναδν τοϋ Σολο- τδν αρχαιολόγον, τδν φιλόσοφον καί τδν ποιητήν!
μ.ώντος και τον ναόν της Παλλάδας, θαμβοϋν- ’Αλλά θά είνε λοιπδν τοιοϋτος δ ροΰς τών έν
Τ«ς διά τοϋ έξαισίου κάλλους των και προκα- τώ κόσμω τούτω, αείποτε μοιραίος, αναλλοίω­
λοϋντας τά δάκρυα διά των έρειπίων αυτών, τος, καί Οά παρέρχεται έκάστη ήμέρα άντιγρά-
καταγλαίσας δέ ποτέ τάς κεφαλάς των Μαρα­ φουσα την άλλην, καί δεν θά οωτίσγς ποτέ,
θωνομάχοι, περιέβαλες έν Χαιρωνεία α'ίγλην η­ ήλιε, καινήν τινα ημέραν ; θά διαρκή πάντοτε
ρωικήν επίσης, άλλά πένθιμον, τους ευμενείς ε­ ό άγων ούτος, θά τελήται αείποτε ή αδτή πά­
ταίρους τοϋ ίεροϋ λόχου ! » λη, θά συγκρούωνται αιωνίως αί αϋταί δυνά-
Καί έσίγησα ενταύθα έπί μικρόν, ένώ ή | μ.εις, καί τδ άγαθδν θά όράται πολλάκις αί-
Φαντασία μου εβλεπεν άνελισσομένας προ αυτής μάσσον ύπδ τδ βέλος τοϋ δαίμ.ονος τοϋ κακοϋ ;
άπάσας τάς εικόνας τοϋ παρελθόντος, την Βα­ 'Η άνθρωπότης δεν θέλει άποκάμν) εκ τών αγώ­
βυλώνα έπαιρομ-ένην καί πίπτουσαν, την Ρώμην νων της, δεν θέλει διδαχθή έκ τών παθημάτων
κοσμ,οκρατοροΰσαν καί καταρρέουσαν καί τόσα της, καί δεν θέλει προσορμισθή ποτέ εις τδν
άλλα πολιτικά, κοινοτικά, κοσμ.ολογικά, ηθικά λιμένα τής ευδαιμονίας, ήν τοσοϋτον έπιποθεΐ ;

.
καί θρησκευτικά γεγονότα, άλλοιώσαντα την ’Ώ ! φώτιζε ακόμη, φώτιζε ήλιε ! Ιδού πρδ
όψιν τής γης καί των επί της- γης, ένώ δ ήλιος έμοΰ ανοίγονται τά απώτατα εκείνα καί μυ-

άνέτελλε καί έδυε πάντοτε ό αύτός. Καί, ότε
ταϋτα έσκεπτόμην, έξηκόντιζεν οότος τάς τε­
λευταίας του ακτίνας καί ήγγιζε προς την δΰσιν.
Καί έφώνησα καί πάλιν στοαφείς προς αυτόν
στηριώδη τοϋ μ.έλλοντο; βάθη καί δ οφθαλμός
μου, ύπδ ύπερφυσικής δυνάμεως. όπλιζόμ.ενος,
ένορα έν αύτοΐς έκτυλισσόμενον τδ έξαίσιον δρά­
μα τοϋ μέλλοντος τής άνθρωπότητος ! Καί .
" Καί έν ταΐς ήμέραις ήμών ανατέλλεις καί βλέπω έκατομμύρια ενώπιον μου εύτυχών, δυσ­
δόεις, ήλιε, ώς άνέτελλε; καί έδυες πρδ μυριά­ τυχών, εύπόρων, απόρων, θριαμβευόντ&ίν, πι-
δων ενιαυτών, ώ; θ’ άνατέλλης καί θά δύρς πτόντων, δημίων, θυμάτων, καί βλέπω στρα­
μετά μ.υριάδας αιώνων. Καί φωτίζεις τόσα φαι- τούς καί στόλους καί λόγχας άστραπτούσας καί
Π
νόμενα καί τόσα γεγονότα τοϋ συγχρόνου αν­ πυροβόλα κροτοϋντα καί μυριάδας νέων θνησκού-
θρωπίνου βίου. Βλέπεις άτομα γεννώμενα καί σας και άδελφά; όλοφυρομένας καί συζύγους .
θνησκοντα, καλλονάς άνθουσας καί άπανθούσας, κοπτομ.ένας καί μητέρας καταρωμένα:, καί
τδ δίκαιον καί τδ άδικον, τδ άγαθδν καί τδ ' ακούω δεινήν καί παγκόσμιον όλολυγήν καί
κακόν, την αλήθειαν καί τδ ψευδός, την ελευ­ κραυγάς άπέλπιδας, αϊτινες μ.άτην πολλαχόθεν
Α.

θερίαν καί την τυραννίαν, πάντα ταΰτα πα- έξεζήτησαν σωτηρίαν ! Καί βλέπω ήδη ξύλον
λαίοντα είσετι καί άμφισβητοϋντα την νίκην, τι άνυψούμ.ενον, ξύλον σταυροΰ, καί ενα άνθρω­
καί έκατομρ.ύρια άνθρώπων μαχομένων έν έναν- πον, τδν κάλλιστον τών ανθρώπων, Άνθρωπον
τίαι; τάξεσι καί ύπδ εναντίας σημαίας. Καί έν Θεόν, μ.έ κεκλιμένην τήν κεφαλήν επ' αύτοΰ,
ταΐς ήμέραις ημών εμπαίζεται πολλάκις ή άλή- καί σε, ήλιε, επί τή θέα ταύτη αίματούμενον
θεια καί καταγελάται ή ηθική καί καταπατεΐ- καί συσκοτιζόμενον. Καί έκ τοϋ ξύλου εκείνου
ται ή δικαιοσύνη καί δεσμ.εύεται ή ελευθερία, έκπαρεύεται φως καί ζωή. Καί δ επ’ αϋτοϋ κρε-
πανταχοΰ δε τοϋ ήθικοΰ, τοϋ πνευν.ατικοϋ, τοϋ μάμενος ανοίγει τά χείλη αύτοϋ, γλυκύτερα,
κοινωνικού καί τοϋ πολιτικοΰ καί διεθνοϋ; βίου ύπερ τδ μ.έλι, καί έκ τών χειλέων αϋτοϋ εξέρ­
διεξάγονται αγώνες δεινοί, καί υπερήφανοι ηγή­ χονται ρήμαζα αλήθειας, ελευθερίας, αγάπης,
τορες σιδηροφράκτων κρατών έξαγγέλλουσιν μακαριότητος καί ζωής αίιονίου. Καί ακούει
υπερφιάλους λόγου; απειλών καί καυχήσεων. Καί αύτοϋ ή άνθρωπότης καί προσπίπτει εις τούς
όμως θ’ άνατείλη; ποτέ, ήλιε, ένώ ούδείς τών πόδας αύτοϋ καί ραίνει αυτούς διά τών δα­
σήμερον ζώντοιν θέλει προσβλέπει τδ φως σου, κρύων τής μετάνοιας καί έξαιτεΐται έλεος καί
τά έκατομμύρια τών τόσων ανθρώπων καί στρα­ σωτηρίαν, καί έκεΐνος ενισχύει αυτήν καί άπο-
τών θά κεΐνται ύπδ γην, ό δ* έσχατος τών έπι- μάσσει τά δάκρυά της καί θεραπεύει τάς πλη-
γενησομένων θά δύναται νά χορεύη σαρκάζων γάς της καί θραύει τά δεσμά της καί ποιεί
επί τών τάφων, ύφ’ 6&ς οί σκώληκες θά ένδι- πάντα; τούς ανθρώπου; αδελφούς του καί συν­
αιτώνται έν τσίς κρανίοις τών εστεμ,μένων κε­ δέει αυτού; διά τοϋ συνδέσμ.ου τής αγάπης καί
φαλών. Καί, τις οίδεν, ήλιε ! ποσάκις ύπδ 6ε έκλείπουσιν οί στόλοι καί διαλύονται οί στρα­
θ’ άνανεωθή τδ θέαμα τής πιπτοόσης Βαβυλώ­ τοί καί πίπτουσιν οί τύραννοι καί γίνονται
νας καί τής καταορεούσης Ρώμης, τις οίδε, πό­ πάντες έργάται τοϋ άγαθοϋ καί εξορίζονται τά
σοι μεγάλοι θά συντριβώσι καί πόσοι μικροί θά δάκρυα καί οί στεναγμοί καί αί λύπαι καί χαί-
καταστώσι πανίσχυροι, χωρίς νά προΐδωσι τοϋτο ρουσι καί εύδάιμονοΰσι πάντες καί ζώσιν έν
αί διπλωματικαί μεγαλοφύί'αι, τίς οίδε πόσα Χριστώ Ίησοΰ, μία ποίμνη ύπδ ένα ποιμ.ένα ! »
πολίχνια 'θά καταστώσι μεγάλα', πρωτεύουσαι, Καί άνέβλεψα με τά μικρόν προς τδν ούρα-
καί πόσαι τοιαϋται, έρημοόμεναι, θά είνε άντι- νδν καί^διέδραμον διά τοϋ όφθαλμδϋ τάς κυα-
182 ΑΝΛΙΙΛΑΣΙΣ

νας αυτού εκτάσεις, έπειτα δέ,· καθίσας, ένευα σμών τών έκ τού πνεύματος τής χριστιανικής
προς τήν άμμον, βέβυθισμένος ακόμη εις τδ άποκαλύψεώς τήν υπαρξιν έχόντων. ·
πέλαγος των τόσων συναισθημάτων. Τέλος άνέ- Καί ή μέν έκκλησία ένωρίς αίσθανθεΐσα τήν
κυψα κάί είδον και πάλιν προς τδ άκοον τοϋ άνάγκην τής μορφώσεως άνδρών δυναυ,ένων νά
όρίζοντος. Ό ήλιος ήπτετο τής θαλάσσης και έξηγήσωσι τοΐς πιστοΐς καί άπίστοις τάς ίερω-
έστεφάνου και ήσ'πάζετο αυτήν και έπεδείκνυτο τάτας καί σωτηρίους τής πίστεως άληθείας κα-
εν λαμπρά φιλαρεσκεία και μετεσχηματίζετο τήρτισεν άπδ τού β'. αίώνος κατηχητικάς καί
έξαισίως, ώσεί ήθελεν, άποχωρών, νά παρουσι­ έξηγητικάς σχολάς* (ιδίως έν -’Αλεξάνδρειά καί
άσω εις την θλιβομένην γην άπασαν αϋτοϋ τήν ’Αντιόχεια) έν αίς οΐ διασ,ημότατοι τών διδα­
μεγαλοπρέπειαν και την καλλονήν, είτα δε κα- σκάλων έμ.όρφουν καί κατήρτιζον διαδόχους
τέδυσεν ' ή ρέμα και ήφανίσθη, όπως άνατείλνι εαυτών έν τή" διδασκαλία τής πίστεως. Άλλ*
και άναφανή έν άλλω κόσμω, σκορπίζο>ν νέαν άτυχώς δεν ύπεστήριξεν αυτήν τδ Κράτος έν
λαμπρότητά και φωτίζον,ι άλλ.ων βίον και άλ­ ταύτη τή έργασία- διότι δεν είχεν είσέτι άνα-
λων οφθαλμούς. Και τάποδ μικρού χρυσόεντα πτυχθή έν τή συνειδήσει τών Αύτοκρατόρων
νεφύδρια ήμαυροΰντο, ώσεί περιεβάλλον το πέν­ καί τών ισχυρών τής έποχής ή ανάγκη τής κα-

.
θιμα, καί σιωπή τις βαθέΐα έκράσησεν έπί πά­ θολικω-ςέρας καί συστηματικό)τέρας όργανώσεως
σαν τήν' φύσιν, καί τδ κύμα έφλοίσβιζεν ήοέμα,
.Θ τών τής έκκλησιαστικής καί θύραθεν παιδείας
καί ή αύρα έπνεε δροσερά, άλλ’ ήρεμος καί διά νόμων καί χειρδς καί δαπάνης τού Κρά­
αύτή, εΰλαβουμένη, μ ή ταράξνι τήν τόσην σι­ τους καί διά τούτο τδ Γραικορω.ααΐ ιδν κράτος
γήν, καί κορώναί τινες ΐπταντο άνο>, σπεύδ'.υ- παοεδόθη είς τήν άμαθίαν καί τδν φανατισμόν,
* σάι προς τάς φωλεάς αυτών. όστις ύπέρ παν άλλο έπήγαγε τήν παρακμήν
καί κατάπτωσιν αύτοΰ.
Mix. I. Γαααηος
Διδαχθέντες δ’ ήμεΐς νΰν διά τών θλιβεροι-
τάτων τής τοιαύτης παραμελήσεως αποτελε­
σμάτων ανάγκη νά έπιστήσωμεν τήν προσοχήν
Π
ΠΕΡΙ ΔΙΟΡΘΩΣΕΩΣ ημών είς τδν καταρτισμόν σχολείων, άφ’ ών νά
ΤΩΝ ΕΚΚλΙΙΣΙΑΣ,ΤΙΚΩΝ έξέλθοισι διδάσκαλοι* μ.ορφώσοντες αληθείς χρι­
στιανούς "Ελλη·,ας, δι’ ών καί μόνων δύναται
’Αρχαία καί γενικώς άνεγνωρισμένη αρχή νά διατηοηθή έν ακμή καί νά προαχθή ή πολι­
έστιν ότι τδ Κρά~ος τδ προορισμδν έκ Θεού τική ημών κοινωνία, ής μέτρον άκμ.ής καί πα­
Α.

έχον τήν εφαρμογήν τού ηθικού νόμου δι’ Αλι­ ρακμής ή·ήθική κατάστασις ή έκ μόνης τής χρι­
κων μέσων καί ποιεΐν άγ'αθούς καί δικαίους τους στιανικής μορφώσεως καί πεποιθήσεων έξηρτη-
πολίτας κατά Πλάτωνα χρήζει τής παρά τής μένη· διότι ήθιχή, ώς πολλάκις κατεδείξαμεν,
θρησκείας βοήθειας, όπως πρδς τώ έλατηρίω τών ούδεν άλλο κατ’ ουσίαν έστιν ή καθυπόταζις
υλικών ποινών καί αμοιβών, άς διαχειρίζεται τδ τής δλης είς τδ πνεύμα, ήν μόνος ό πνευματι­
Κράτος, προστεθή τδ μόνον εσωτερικόν έλατή- κός άνθρωπος, δ τής χάριτος άνθρωπος, δύναται
ριον τών όγιών πνευματικών άρχών καί πεποι­ νά κατορθώση.
θήσεων, αΤτινες άποτελούσι το πρώτον καί κύ­ Πρδς τδν καταρτισμόν ομ6)ς σχολ.είων τοιού-
ριον στοιχεΐον πρδς πλήρωσιν τοϋ ηθικού νόμου. των ανάγκη πάσα νά ληφθώσι πρώτον τά κα­
Διά τούτο καί παοά τοΐς έθ^ικοΐς αύτοϊς τάλληλα πρόσονπα. διευθυντών καί διδασκάλων
"Ελλησι καί Ρωμ,αίοις, τδ Κράτος έθεώρει κα­ αμέμπτου ήθους καί μεμαοτυρημένης ειδικότη­
θήκον έαυτού τδ άποστηρίζειν καί προστατεύειν τας καί δεξιότητας παιδαγωγικής* ο'ίτινες νά
τήν θρησκείαν τού έθνους είς έπίρριοσιν τής ιδίας άφαιρέσωσι τδ παιδίον έκ τής διαφθειρούσης ή
έαυτού έκπολιτιστικής έογασίας. Πολλώ δέ μή δεόντο)ς ώς έπί τδ πολύ παιδαγώγούσης διά
υ.άλλον συνησθάνθη τδ ροψ-άΐκδν Κράτος τδ κα­ τήν γενικήν έκ τής τουρκικής δουλείας άμαθίαν
θήκον τούτο, δτε διά τής έξόχου προσωπικότη- καί έξαχρείωσιν έπιοροής τής οικογένειας καί
τος Κωνσταντίνου τού Μεγάλου καί τών δια­ τής κοινωνίας καί έγκλείσαντες έν ίδιαιτέρω
δόχων αυτού άνέλαβε νά υποστήριξή καί χρη­ έκκλησιαστικώ φροντιστηρίω χορηγήσωσιν αύτώ
σιμοποίηση ύπέρ τού Κράτους τήν χριστιανικήν τδ ήθος καί τήν παιδείαν, άτι να η οικογένεια
θρησκείαν, ώς τήν μόνην δυναμένην νά θερα- αύτού καί ή κοινωνία άδύνατούσι νά προσδώ-
ττεύστ) τήν ηθικήν διαφθοράν, τήν δεινήν ταύτην σωσι. Καί πρέπει βεβαίιος ένταύθα νά άσπα-
'ηθικήν νόσον τήν κατάτρύχουσαν τήν ανθρωπό­ σθώμεν τήν έςαίρεσιν τού ί παιδαγωγικού κανό-
τητα καί άπειλ,οΰσαν νά συντελέση τήν παρ- νος, όστις έστί τδ νά λαμβάνν) δ παΐς τήν πρώ-
ακμ,ήν τού Κράτους, καί κατώρθωσεν ύποβοη- την αύτού ανατροφήν έν τη οικογένεια- διότι ή
θούν τάς δραστήριους καί ζωτικάς ένεργείας τής οικογένεια κατά κανόνα έστιν έξ άμαθίας καί
εκκλησίας νά δώση ταύττι - τήν άρωγήν αύ:ού άγροικίας άνίκανος. νά πράξη τούτο, καί νά άνα-
είς νόμιμ.ον καί κανονικήν λειτουργίαν τβν θε­ θέσωμεν είς άνδρας άληθώς χριστιανούς καί έπι-
ΑΝΑΙΙΛΑΣΙΣ. 18"
στήμονα; καί παιδαγωγικού; σύμπασαν τήν τής παιδείας, ανάγκη ά) νά φέρη νόμ.ον περί συστά
ανατροφής των μ,ελλόντων πνευματικών διδα­ σεως έκκλησιαστικοϋ ταμείου καθ’ άς έν τή περί
σκάλων τοΰ έλληνικόΰ έθνους φροντίδα, ώ; συν διαρρυθμ.ίσεως τών τής Εκκλησίας τής 'Ελλά ­
έστησε καί ένήργησε τούτο έν Γερμανία ό μ.έ- δος πραγματεία ήμών ύπεδείξαμεν βάσεις· β'
γας praeceptor Germaniae, 6 Μελάγχθων. νά συμπλήρωσή τάς έ'δρας τής θεολογικής σχο­
Το άναγκαϊον δέ καί απαραίτητον τής έξοι ττϊς λής καί χορηγήση ταύ;η έκ τών κληροδοτημά­
οίκογενεία; ανατροφές των απειλούμενων νά των έπαρκεις ύποτροφίας ένταΰθα καί έν Γερ­
διαφθαρώσιν έν αυτή άναγν&ιρίζει καί ή παιδα­ μανία πρές διαρκή μόρφωσιν καθηγητών καί ύ-
γωγική. (Παράβαλε Kern Εγχειρίδιου Παιδα­ φηγητών αύτής καί δώση ταύτη δικαίωμα έπο-
γωγική; έν Βερολίνω 1881 έν § 58 καί 66). πτείας έπί τή; 'Ριζαρείου καί τών Ιερατικών
*Η αρχή λοιπήν τής ίδρόσεοις τής τε 'Ρι- σχολών γ') νά διορίση κατάλληλον Διευθυντήν
ζαρείου καί των Ιερατικών σχολών ύπήρξεν ό(- I τής 'Ριζαρείου Σχολή; καί απαίτηση άκριβε-
ftfi xal ύγιήτ, άλλ* έν τή έκτελέσει τελέω; έ- | στάτην τών διεπόντων αυτήν νόμων καί κανο-
ναυάγησε, ά) διά τήν κακήν κατά κανόνα έκ- j νισμών τήρησιν δ') νά διορίση τρεις τούλάχι-
λογήν των Διευθυντών, άνδρών ήκιστα παιδα­ j στον καταλλήλους εγγάμους, εί δυνατόν, κληρι-
γωγικών καί δυναμένων νά έμπνεύσωσιν ένθου- i κού, διευθυντάς. τριών τούλάχιστον Ιερατικών

.
σιασμον πρύς τήν θρησκείαν καί το έπάγγελμα ! σχολών όργανιξομένων καθ’ άς βάσεις ύπεδεί­
τοΰ κληρικού, ου τίνος οί πλείστοι έστεροϋντο ξαμεν έν. τώ περί διαρρυθμίσεως τών τή; έκκλη-

αύτο£· καί εί δέ τινες είχον, έστεροϋντο πάλιν
τή; πεφωτισμένης έκείνη; διανοίας, ήτις ανευ­
ρίσκει καί τά κατάλληλα πρύς τήν έμπνευσιν
ταύτην μέσα· β') διά τήν Ιλλειψιν παντός όρ-
σίας τής Ελλάδος" έ) νά διαθέση ποσον έπαρ-
: κοΰν διά τήν συντήρησιν προλυτών τής θεολο-
! γίας ώς καθηγητών τών Ιερών μαθημάτων έν
I απασι τοΐς γυμνάσιο·.; τοΰ Κράτους, έν οίς ή
γανικοϋ συνδέσμου μεταξύ τής Θεολογική; Σχο­ ανάγκη τής διδασκαλίας τών μαθημάτων τού­
λή; τού Πανεπιστημίου καί τής 'Ριξαρείου καί των ύπο ειδικών άνδρών ώς όρος απαραίτητο;
τών ιερατικών σχολών. ”Ωφειλε γάρ τεθήναι τή; έπιτυχοΰ; διδασκαλίας αυτών ύπο πάντων
ύπο τήν έποπτείαν τή; Θεολογική; Σχολή; ήτε τών παιδαγωγικών άνδρών άνομολογεΐται· ς-')
Π
'Ριξάρέιο; καί αί ίερα*ικαί σχολαί καί κατά νά άπαιτήση ηθικά καί έπιστημονικά προσόντα
τήν ταύτης γνώμην διευθύνεσθαι τά τής διδα­ άμέμπτου ήθους καί διπλώματος θεολογικοΰ παρά
σκαλίας καί τή; έκλογής τοΰ προσωπικού- καί πάντων τών εί; οίανδήποτε εκκλησιαστικήν θέσιν
γ') διά τήν αδιαφορίαν τής Κυβερνήσεως μηδέ­ διοριζομένων, καί τέλος ξ')·νά νομοθετήση όπως
ποτε φροντισάσης περί τής τηρήσεως τών κα­ εί; πάσας τά; διατηρουνένα; μ,ονάς διορισθώσιν
Α.

νονισμών, καί άπόδειξ'.ς ότι καί σήμερον ετι •ηγούμενος οικονόμος καί σύμβουλοι προλύται τής
λαϊκός διευθύνει παρά τύν νόμον τήν 'Ριζάρειον θεολογίας έχοντες τήν ύποχρέωσιν νά διδάσκωσι
Σχολήν καί οί κανονισμοί αύτής άσυστόλως τού; μοναχού; κύκλον τινά τών θύραθεν καί
καταπατοΰνται έπί βλάβη τοΰ Ιερατικού χαρα­ τών θεολογικών μαθημάτων όρισθησόμ.ενον ύπο
κτήρας αύτής, ή δε Κυβέρνησες, ή μόνη δυναμέ- τής Θεολογικής Σχολή:. Διά τών επτά τού­
νη νά έπιφέρη διόρθωσιν, ολω; άδιαφορεΐ· ή αυ­ των μ.έτρ&ιν κανονισθήσονται άριστα καί λει-
τή δ’έλλειψις μερίμνης έν τή εκλογή τοΰ προσ­ τουργήσωσι συν τώ χρόνω σκοπιμώτατα τάτή;
ωπικού καί τή τηρήσει τών κανονισμών τών εκκλησιαστικής έκπαιδεύσεως τοΰ έλληνικοϋ
ιερατικών σχολών παρατηρεϊται· το δέ πάντων έθνους, όπερ έκ ταύτης άντλησε·, άκαταγώνι-
σπουδαιότατου ότι ουδέποτε έφρόντισε περί συ- στον ήθικήν δύναμ,ιν εις άποφυγήν τής άπει-
στάσεως έκκλησιαστικοϋ ταμείου, έξ ού νά χο- λούσης αύτύ'· παρακμής καί πλήρωσιν τοΰ με­
ρηγηθή τακτική αμοιβή εις τούς Ιερείς τούς γάλου αύτοΰ έν τή ’Ανατολή προορισμοΰ.
φέροντας δίπλωμα τής Θεολογική; Σχολής τοΰ
Πανεπιστημίου. 'Η διάταξις αυτή ήθελε μάλ­ Ν. Μ. Δαμαλας.
λον ένισχύσει τύν μεταξύ τής Σχολής ταύτης
.καί τής 'Ριξαοείου καί τών Ιερατικών σχολών
σύνδεσμον, καθ’ όσον το έλάχιστον optov προς
χειροτονίαν εις Ιερατικόν βαθμύν είσί τά 25
Η ΠΜίΙί Ι»0Υ ΚλΙ ΤΟ ΪΤΗΡΙΓΙΗΑ *0Υ.
έτη· ό δέ τών Ιερατικών σχολών καί τής 'Ρι- ΕΠΙ ΤΟΤ ΠΗΛΙΟΤ.
ζαρείου νεαρός Ιτι απόφοιτος αντί νά δαπανοί
(ΔΙΗΓΗΜΑ).
τον καιούν εις άλλα; βιοποριστικά; ένασχολή-
σεις δύναται νά καταρτισθή εν τή θεολογική ε­ ’Ήτο παραμονή τοΰ Πάσχα. Άνέβαινον τύ
πιστήμη θεωοητικώς τε καί πρακτικώς καί λά- Π ήλιον έπί ήμιόνου. Νηνεμία άκρα. Νέφη κα-
βη τύ δίπλωμα αύτοΰ. λύπτουσι τύν όρίζοντα τήν δρόσον αυτών κατά
’Εάν τόίνυν κατά ταΰτα ή Κυβέρνησις θέλη διαλείμματα ήρέμ,α σταλάζοντα. Ό ΓΙαγασαΐος
νά φέρή διόρθωσιν εις τά τής έκκλησιαστικής κόλπος κάτωθι κατοπρίζει άκίνητος τον άνω­
184 ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ

θεν ουρανόν άμφότεροι σκυθρωπάζουσιν. Ε­ μιονηγός έδραμε νά άνεγείρη τον πεπτωκότα


νίοτε ακτίνες τινες διολ,ισθαίνουσαι διά των νε­ έμέ, όστις κτυπηθείς περί τήν σπονδυλικήν στή­
φών φαιδρύνουσι στιγμιαίω; τήν οψιν έκάτέρου. λην κατά τάς πλευράς έκ τής πτώσεοκ μου έπί
ΕΙνε ώραΐον δροςτό Π ήλιον εΤνε το λιραιότε- ; δύο έξεχόντων λίθων τοΰ λιθοστρόιτου, άνεωγ-
ρον ίσως εκ των τής Ελλάδος, όπως και ό έξ μένον έχων τό στόμα καί εξωθημένους άγρίως
αΰτοΰ άφορμηθεις Πηλείδης ήτο ό ωραιότερο; τούς βολβούς τών οφθαλμών, ώς ό άπαγχονιζό-
των έ~.ί Τροίαν στρατευσάντων Έλλήνο>ν. Δι- ! μενος, προσπαθών αλλά μή δυνάμενος ν’άνα-
ευθυνόμενον έκ τοΰ ΒΔ. εις τό ΝΑ., φαλακρόν | πνεύσο), έκείμην ύπτιος μεταξύ τών τεσσάρων
κατά τάς κορυφάς, άλλα σύσκιον κατά τάς κλι- ; παδών ύπό τήν κοιλίαν τοΰ ήμιόνου ακινήτου
τύας, ώς κεφαλή άνδρός ττροώρως φαλακοοιθεϊσα, ; ώ: άψίς έπ’ έμέ μένοντος. Άποσύρας τό έπί
αλλά πυκνά: φέρουσα παραγναθίδας, λούει τούς τοΰ στήθους μου σάγμα ό ημιονηγός μέ έβοήθη-
πόδας αΰτοΰ εις τά ΰδατα τοΰ Αιγαίου τοΰ σε νά έγερθώ, αλλά δέν ήδυνάμην ετι ούτε νά
Παγασαίου και τής Βοιβηίδος και φέρει έπΐ των στηριχθώ έπί τών ποδών μου ούτε ν’ άναπνεύ-
εύρέων αΰτοΰ νώτων διαβρεχομένων ύπό καλιρ- σω· ήσθανόμην πό.νους δριμυτάτου:’ τά έντό-
ρόθ)ν πηγών άνά μίαν δ6)δεκάδα χωρίων άκμα- σθιά μου συνεταράσσοντο’ ή όσφύς μου δεν είχε
ζόντων. Εϊ; έν.τών χωρίων τούτων κείμενον τήν ΐσχύν νά κρατή τό ύπέρ αύτήν βάρος τοΰ
έπί τής δυτικής κλιτύος διηυθυνόμην. Φίλος μου ; σώματος καί έστηρίχθην καταπεσ&Λ έπί τοΰ

.
αγαπητός, ήμιόνου και αυτός έπιβαίνων μετά σάγματος νομίζων ότι τή στιγμή έκείνη ήθε-
τίνος δεκαετούς ανεψιάς του, μέ ήγεν έξ Άθη- λον έκπν.εύσει. ’Ανέπνευσα τέλος άπαξ μετ’ α­

νών προς ξενίαν εις τον πατρικόν αΰτοΰ οίκον, :
Ήρχόμεθα έκεϊ, όπως άπολαύσοψεν όρεινοΰ άέ- i
ρος και άναπαύσεως αγροτικής μακράν τής ’Α­
θηναϊκής κόνεως καί τύρβης. Πολλάκις όμως,
γωνίας καί άσθματος καί αί πρώται λέξεις, αί-
τινες έξήλθον τοΰ στόματός μου, ήσαν : Δόξα
τώ Θεώ· διότι έσκέφθην οτι θά κατεκυλιόμην
ώς βόλος χιόνος καί θά κατασυνετριβόμην, έάν
βαίνιον τις ώς προς καλόν, εύρίσκει όπερ ούδ’ ή πτώσίς μου δέν έγίνετο έκεϊ, όπου ή οδός ήτο
ήθελεν ουδέ προσεδόκα κακόν. όπωσοΰν πλατεία καί ομαλή, άλλ’ όλίγω κατω­
Βραδέως έπί των βραδυπορούντων ύποζυγίιον τέρω, εις τά στενά καί απόκρημνα. Γ0 φίλος
Π
άνηρχόμεθα τό όρος. Αί οδοί είσιν ορθιαι, ά- μου προσδραμών καί αυτός άφ’ ενός μεν έγέλα
νιόμαλοι, στεναί έν πολλοϊς και εν τισιν έπισφα- θέλων νά μέ έγκαρδιώση, άφ’ ετέρου δέ, βλέ­
λεϊ;· κρημνιζόμενός τις έκ τοΰ χείλους των τε­ πω ν τήν αγωνίαν μου καί φοβούμενος, ή>εγχε
λευταίων τούτων δύναται νά κατακυλίηται έπί μετά θυμού τον ήν.ιονηγόν, διότι ό ταλαίπωρος
τέταρτονκόρας, μέχρ’ις οΰ εύρη τέρμα ή κίνησις ούτος άνθρωπο;, λύσας καί χαλαρώσας τό σχοι-
Α.

καί μετ’ αυτής άναμφιβόλω: καί ή ζωή. Μεθ’ νίον τοΰ σάγματος, όταν διελθόντες διά τίνος
ημών άναβάίνουτι καί πολλοί τών χωρικών άν- πανηγύρεως εϊχομεν καταβή, είχε λησμονήση
δρες, γυναίκες καί παΐδες, οί μεν πεζοί, οί δε νά έντείνη καί δέση αύτό έκ νέου, ότε μετά ή-
καί άναβάται,πάντες δέ περιχαρεϊς'διότι έκαστος, μίσειαν λίραν άναβάντες ήρξάμεθα καί πάλιν
καί ό πτωχότερος, φέρει τι νέον μεθ’ έαυτοΰ ή τής πορείας ημών.
ένδύματα ή υποδήματα, πάντες δε άνά ένα ά- %
*0 τόπος τής πτώσεως μου άπεΐχεν ήμίσειαν
j/.vov έκ τής αγοράς. Φωναί άνθρώποιν καί α­
άπό τοΰ χωρίου, προς ό κατευθυνόμεθα, ώραν.
μνών βελάσματα καί πτηνών άσματα καί τών
Ποϊα βάσανα έδοκίμασα κατά τήν ήμίσειαν
ρυακίοίν τό κελάρυσμα πλήττουσιν άμα τά λ>τα
ταύτην λίραν ακόμη καί σήμερον μετά παρέ-
καί οί οφθαλμοί θέλγονται έκ τών ώραίιον θέ­
λευσιν πενταμήνου φρίττω άναυ.ιμνησκόμενος.
σεων καταφύτων έκ λευκών καί καστανών καί
Νά μείνω, όπου έπεσον, ήτο αδύνατον, διότι
χλόη; πλούσιας· τοΰ δε ορίζοντας τό εύρύ καί
οΰδέν ύπήοχεν έκεϊ οίκημα· νά βαδίσω, δέν ή­
τοΰ ανέμου τό έλαφρον καί άροψ.ατώδες έλα-
δυνάμην· άλλος τρόπος πρός μεταφοράν μου δέν
φρύνουσι τούς πνεύμονας, εΰρύνουσι τό πνεύμα
ήτο πρόχειρος· ’έμενε λοιπόν νά μέ άναβιβάσώσι
καί φαιδρύνουσι τήν δψιν. 'Οποία φύσει»; θέλ­
πάλιν έπί τοΰ ήμιόνου, καί ένώ δέν ήδενάμην
γητρα ! Εΰρισκόμην εις τό κατακόρυφον τής έκ
νά κρατήσω τό σώμά μου έπί τής όσφύο; μου,
τή; άπολαύσεως αυτών ηδονής. Άλλ’ούδέν τών
ανθρωπίνων εΰτρεπτότερον. Πράγματι, εύκόλως αναγκαζόμενος νά κρατώμαι, έδρκίμαζον δρυμέα
μεταπίπτει τις έκ τοΰ κατακορύφου τής χαράς άλγη. Καθ’ όλην δε τήν πολυώδυνον πορείαν
εις τό άντικόρυφον τοΰ άλγους. Τούτο συνέβη σφιγγών τους όδόντα; μου καί μυκώμενος ήναγ-
καί εις έμέ καταπεσόντα αίφνης έκ τής ράχεως /.αζόμ ιν νά ύπομενω διπλάς ενοχλήσεις, ένθεν
τοΰ ήμιόνου ύπό τήν κοιλίαν αΰτοΰ καί παρα- μέν σ άς έκ τών μωλόιπων τής πτώσεως μου, έν
σύραντα τό ύπ’ έμέ σάγμα έπί τοΰ στήθους μου. θεν δε τά; έκ τοΰ φίλου μου, όστις ότε μέν
Εις τήν πτώσίν μου ό φίλος μου έγέλασε, νο- έπέπληττε τόν ημιονηγόν, ότε δε ςανβέδιζεν έμέ
μίσας τό πράγμα άστέϊον, τό κοράσιον δακρύον ώς άνεπιτήδειρν ίππευτήν, καί άλλοτε προσε-
έκραύγασε, φοβηθεν μή καί αύτό πέση, 6 δέ η­ πάθει νά μέ ανακούφιση ύποδεικνύω,ν μοι τάς
ΑΝΑΠΑΑΣΙΣ 185
ώραίας τοποθεσίας, δι’ ών δι,ηρχόμεθά, άε-ννάως Ηέτραινα, χαίρουσα μεγάλην φήμην άνά πίν τδ
λίχλων καί οΰδ’ έπίστιγμήνσιωπών. χωρίου διά τάς εμπειρικά; της γνώσεις καί άγ«-
Μάτην ό. δυστυχής ημιονηγός άκοόων τούς πωμένη παρά πάντων διά τήν αφιλοκερδή -προ­
κατ’ «ύτοϋ Ελέγχους προαεπάθει νά δικοκολϋ- θυμίαν, με τήν όποιαν σπεύδει είς βοήθειαν τών
γηθή* ή φωνή του έπνίγετο εις τούς έπαναλαμ- ασθενών. Έκλήθη δέ καί δ Ιατρός, όστις ήτο
βα-νομένου; ελέγχου; του φίλου (/.ου, ώς πνίγε­ καί 6 δήμαρχος τοΰ χωρίου. Ή κυρά Πέτραινα
ται δ στόνος τοΰ τραυματίου εις τύν άγριον ποοέβη εις έπίθεσιν ένός, δύο Εμπλάστρων έπί
των τηλεβόλων αλαλαγμόν. ΕΙς πάντας δε τού; τών μωλώπων μου. Ήτοίμαζεν ίσως καί τρί­
λόγου; τοΰ φίλου μου ώς επωδή ήκούετο δ ί- τον, ότε ίφθασεν δ ιατρός, βίτίς μετά προσο­
δικός μου στόνος. χή; ϊξετάσα; μήπως ήτο τεθραυτμένη πλευρά
— «’Αχ! » τις καί βεβαιωθείς ότι π&σαι. ευτυχώς ήσαν
—«Έγώ φρονώ, έλεγε*/ δ φίλος μου, ότι oi σώαι διέταξε βεννούζαις χοφται'ϊ. Τήν διατα­
βό.γγοι σου αυτοί είνε άπδ δειλίαν. 'Βρε αδελφέ., γήν τοΰ ίατροϋ έξετέλεσεν άστραπηδόν Επί τής
δεν εί>ε τίποτε· νά" έφθ.άσαμε-ν άμέσωςθά γεί- ράχεώς μου ή κυρ* Πέτραινα, ότε δ ήλιος τοΰ
νή.ς καλά* την νύκτα θά ύπάγωμ.εν μαζί είς μεγάλου Σαββάτου έδυεν άποχαιρετίζων διά
την ανάστασιν καί αΰριον θα φάγωμεν μέ ό- τών τελευταίων του ακτινών τδ Τϊήλιον διά νά

.
ρεξιν τδ ώράϊο.ν τοΰ Πάσχα ψητόν». άνατείλη τή'/ κύριον προς χαράν τών νεανίδων
— «νΑχ !» τοΰ χωρίου, «ί όποΐαι ήτοιμάζοντο νά έπιδεί-

— «Βλέπεις έκεϊ εις το άκρον τοΰ χωρίου ξοσσιν ϋ-πδ τδ φως του τήν ωραιότητά των καί
ένα οικοδόμημα, που δμοιάζει μέ κάστρου ; Εΐ- τά ώραϊα κοσμήματα των ερχόμεναι είς τήν λΐ-
νε τδ. μοναστήρι τοΰ αγίου Ίωάννου. Τί ώραΐα γομένην δευτέραν άνάστασιν, ένώ ’έγώ εστένα-
θέσις ! ύψηλή καί περίβλεπτος,περικυκλοϋται από ζον έπί τής κλίνη; μου συστρεφόμενος, άλλά μή
κασταν.έας καί έχει άφθονα καί ψυχρά νερά. 'Ο δυνάμενος νά εδρω κατ’ οΰδένα τρόπον άνά-
ηγούμενος τοΰ μοναστηριού πατήρ Γρηγόριος παυσιν.
είνε φίλος μου* θά μ.άς ψήση ένα αρνί νά τδ Μόλις έκλείοντο τά βλέφαρά μου καί όνειρο!
φάγωμεν έκεϊ ύπδ τά δένδρα με τον φίλον μας τρομακτικοί με έτάραττον. Πάντοτε δε ένόμΐ-
Π
τδν σχολάρχην καί τδν ιατρόν τον Ν ικολα'ί'δην». ζον ότι έκρημνιζόμην έκ φοβερών υψωμάτων.
— «’ Αχ ! » Άνόίγων τούς οφθαλμούς μου έσκεπτόμ.ην ποϋ
— Σιώπα, αδελφέ, μην είσαι δειλός* δεν ήδυνάμην νά ευρώ στερεάν βάσίν, ώστε νά μή
έχει; τίποτε! πλησιάζομε1/ εί; το σπήτί μας* I κρημνίζωμαι. *Ας ύποθέσω, έλεγον κατ’ έμ.αυ-
είνε τδ τελευταιον τοΰ χωρίου· κύτταζε |δώ τόν, ότι στηρίζομ-αι έπί βάσεω; τετραγώνου ώς
Α.

αυτόν τδν μικρόν καταρράκτην πόσον αρμονικά ά'/δριάς. ’Αλλά μόλις έκλείοντο τά βλέφαρά μου,
φλοίσβε?, πόσον καθαρά είν.ε τά νερά του, πώς καί έβλεπον ότι καί έγώ καί ή τετράγωνο; βά»
αφρίζει, ενώ καταρρέει· τδ νερό αυτό πέρνα, μέσα σι; μου έκρημνιζόμεθα. 'Ας ύποθέσω, έλεγον
άπδ τήν αύλην μας· είνε τόσον ψυχρόν, ώστε •κατ’ έμαυτόν άνοίγων καί πάλιν -τά όμματά μου,
μόλις δόναται νά πίνι κανείς μισό ποτήρι* ρέει ότι στηρίζομαι έπί βράχου τίνος τδΰ όρους.
ύπδ τάς κερασέας τοΰ κήπου υ.ας, τών όποίο/ν Άλλά μόλις έκλείοντο τά, βλέφαρά μου, καί
τά κεράσια αρχίζουν τώρα νά κοκκινίζουν θά έβλεπον ότι καί έγώ καί δ βράχος κατεκυλιό-
κόψωμεν καί θά φάγωμεν άπδ τδν εξώστην μας!» μεθα έπί τής κατωφέρειας τοΰ όρου;. *Ας υπο­
—· « ’ Αχ ! » θέσω, έλεγον -πάλιν κατ’ έμαυτόν· ά'/οίγων τά
• Ούτως δ με/ φίλος μου άδιακόπως έλάλει, όμ.ματά μου, ότι στηρίζομαι έπί επιπέδου ορο­
εγώ δέ άδιακόπως έστένάζον μόλις κρατούμενος πεδίου. Άλλά μόλις έκλείοντο -« βλέφαρά μου,
έπί τοΰ. ήμιόνου. καί έβλεπον ότι τδ όρος έσειε το έκ τών βάσεων
Τέλος έφθάσαμεν. Τ) κύρ ’Απόστολος, είς του καί ύπεχώρει ύπδ τούς πόδα; μ.ου παρασύ-
τ&ρ,ν προύχώντων. τοΰ χωρίου, καί ή κυρά Ελένη, ρβν καί έμ.έείς τά άνοιγόσ.ενα βάραθρά του. *Ή-
γυνή πρρβεβηκυΐα, αλλά, διασώζαυσα έτι ώραϊα vot-ξά πάλιν έγώ τά όμματά μου, καί, ένω ή
χαρακτηριστικά δηλοΰντα ότι έν τή νεότητί καρδία μου σφοδρώς έπάλλετό, ηύχαριστούμήν,
της ήτο αξία του δνόματός της, αρχαϊκή συ­ διότι ήτο όναρ καί όχι δπαρ.
ζυγία, άνθρωποι αγαθή; καρδίας, οί γονείς τοΰ ’Ήτο ήδη ή ώρα ένδδκάτη. Οί κώδωνες τών
φίλου μου, έξήλθον 'είς συνάντησιν ημών χαίρον- έκκλησιών έαρούοντο προσκαλοΰντες ιούς πι -
τες έπί τή έλεόσει τοΰ υιού καί. τή; μικρά; θυ- στοός, ο'ίτινες μ.ετά πολλής χαράς έτρεχον νά
γατρδς τής κόρης των. Τήν χαράν των όμως άκούσωσι τδ : Χριστός Άνέστη καί μετά πλεί-
έπεσκίασεν ή λύπη, ότε δ μεν φίλος μου χαι­ ονος χαρας θά έπέστρεφον, όπως φάγωσι τά
ρέτισα; τούς γονείς του διηγείτο είς αυτούς-τά κόκκινα αυγά των καί τδ ψητό·/ μετά ττολύή-
-.ής πτώσεως μου, έγώ δε σσενάζων ήρώτησα.ποΰ ■ μέραν νηστείαν. Έ-ν’ τ-ούτοις έγώ μετά τών
είνε ή κλίνη, είς τήν όποιαν αμέσως έκομίσθην, παλμών τών κωδώνων ήσθα-νόμην τού; σφυγμσύξ
Οάραυτα έκλήθη εκ γείτονας οικίας ή κυρά μου ζωηροτέρυς καί ταχυτέρους. Καίτοι δέ τδ
188 ΑΝΑΠΛΑΣ IΣ
μ.έτωπόν μ.ουέφλέγετο ύπύ πυρετού,κατελήφθην τή; γή; δύναται νά έκραγή και νά κατασυντριβή
ύπύ μακοα; αϋπνία; : άνευ βυΘισμ.οϋ τινο; καί καί αύτύ τύ σύμ.παν δύνα+αι νά συγχυθή καί
έν μέσω των πόνων μ.ου έσκεπτόμην πόσου; νά βυθισθή εί; τύ χάο; καί αύτύ; δ Έο)σφύρο;
κινδύ ου; διατρέχει 6 άνθρωπο;, πάντοτε εόρι- δύναται νά μ,ετατραπή εις Σαταναν καί ούδε-
σκόμενο; έν έπισφαλεΐ και ούδαμού εύρίσκοιν μ.ία ούδαμού ασφάλεια, είμή έν τή άγαθότητί
διαρκές και άδιάίτειστον στήριγμα. Διήλθον σόυ( ΕΙ ε πολλαί αί άμ,αρτίαι ημών,καί έν πάσφ
τότε προ τη: φαντασία; μ.ου δ εΐ; μετά τύν στιγμ.ή κινδυνεύομ.εν νά περιπέσωμ,εν εί; πλείο-
άλλον πάντε; οι σωματικοί κίνδυνοι των πτώ­ να; καί μείζονας. Είσαι δέ Σύ δίκαιο; καί φο­
σεων, των ασθενειών, ,τών πολέμιον, των λιμών, βερό; τών άμ.αρτανόντιον, τιμωρός, άλλ* είσαι
τών σεισμ.ών, : των ναυαγίων και τόσοι άλλοι, άμ.α καί αγαθό;, καί άβυσσος πολλή ή άγαθό­
ΰφ’ οδ; αδύνατον να μ.ή ύποκύψη έπ'ι τέλου;, τη; σου, καί ή θέλησίς σου δεν θέλει τύν θά­
καίτοι άγωνιωδώ; κατά πάντων παλαίει, ό τα­ νατον τοϋ αμαρτωλού, αλλά τήν μετάνοιαν καί
λαίπωρο; άιθρωπο;. Έκ τών σωματικών κιν­ σωτηρίαν αυτού. Διά τήν σωτηρίαν ημών ταό-
δύνων ή διάνοια μου μετεβιβάσθη ειτα εί; τού; την ούδεν παοέλιπε; καί πάντα πράττεις ό,τι
κινδύνου; τού; ήθικού;, και έσκεπτόμην ότι ό μ.ή έκβιάζον τήν. έλευθερίαν ήμών. Υπέρ ταύ-
έκ τη; άΆαοτία; καί τή; παοαβάσεω; τοϋ κα­ τη; καί τ,ύν Υιόν σου τον Μονογενή έδωκας, ϊνα

.
θήκοντος κίνδυνο; είνε ό φοβερώτατοτ τών κιν­ πας ό πιστεό&>ν ε.ίς αύτύν μή άπόληται, άλλ’
δύνων απάντων και ό κίνδυνο; τή; ηθική; έκ- έχη ζωήν αιώνιον. ΓΗ άγαθότη; σου καί το έ­

πτώσεως σωματική;. ΓΙΙ άμαοτία έζωγραφήθη



πτώσεω; είνε άσυγκρίτω; φρικοιδέστερο; πάση;

τότε προ έμοΰ φευκτοτέρα παντο; βαράθρου καί


λεος σου, ιδού τύ στήριγμά μου. Πάν στερεύν
δύναται νά διάσεισθή, άλλά τούτο ούδεπώ-
ποτε. Έπ’ αΰ:οΰ στηριζόν.ενο; εύρίσκει τι; τήν
άπαισιοντέρα παντο;· όφειο:. Πώ; νά φύγη τι; ασφάλειαν του, καί πτώσι; τού έπί τοιούτου
άπύ τή; άυ.αρτία;, ήτι;, εΰπερίστατο; ουσα, στηρίγματος στηριζομένου ούδαμ.ώ; έγχωρεΐ.
παρίσταμαι πάντοτε έν πάση περιστάσει, μο­ ’Εάν εί'πω : ’Έχω πεποίθησίν εί; έμαυτόν, εί;
χθούσα νά εκβίαση εί; έαυτήν το ασθενές τή; τά; άρετά; μου, εί; τού; άγώνάς μου, εί; τήν
Π
ανθρώπινη; βουλήσεω; ; Πώ; νά φύγη τι; άπο σοφίαν μ.ου, εις τήν ηθικήν τελειότητά μου, ε-
τή; αμαρτία:, ήτι; συλλαμβάνουσα, εί; τού: σομαι άφρων μή συνοοών εί? ποια σεσαθρωμ.ένα
βρόχου; αυτή; τον άνθρωπον, φέρει αύτον ύπό- ξύλα έτιχειρώ νά στηριχθώ. ’"Οχι, έγώ δέν έχω
δικον πού τού άδεκάστου Κριτού, τοϋ αμείλι­ πεποίθησίν εί; ούδεν έκ τούτων. Κατανοώ ότι,
κτου τή; αμαρτία; τιμωρού ; Φεΰ ! ’Εάν αό- έάν έπί στιγμήν άποστρέψη; άπ’ εμού τύ όμ.μ.α
Α.

το; έκφέίϊΐ κα-ά τού άμαρτιολοΰ άπόφασιν κα- σου, επεσα πτώ/.α οίκτρόν. Έάν δε διατελώ
ταδικαστικήν, τί; ούναται νά ειπη : Μη ; ’Εάν καί διατελέσω ίστάμενος, εί; Σέ, τύ στήριγμ.ά
αύτύ; ε’ίπη ; "Υπαγε εί; την αιώνιον απώλειαν, μ.ου, οφείλεται τούτο. Θά πράττω παν ό,τι δύ­
τί; δύναται νά ειπνι : Έξελθε έξ.αΰτή; ; Έ- ναμαι, άλλ’ ουδέποτε θά £χω τήν πεποίθησίν
νόμισα τότε ότι εύρισκόμην έν τή φοβερώτάτη μ.ου έπί τά προσόντα καί τά έργα μου, ούδέ
εκείνη τή; κρίσεω; ώρα, καί ρίγος φρίκη; κατέ­ θά μ.εγαλαυχώ έπ’ αυτοί:, διότι γνωρίζω δπ
λαβε με καί περιβή^πόμ,ενο; έζήτουν σο)τηοία; οΰχί τοΰ θέλοντο;, ούδέ του τρέχοντος, άλλά
καταφύγιου. Ούδεν ούδαμού. Εύρισκόμην έν τή τού εύδοκοΰντος Θεού.
έσχάτη τών άγωνιών, ότε ή διάνοιά μ.ου ήτένι- Ένω ή καρδία μ.ου έκρυφομ.ίλει τοιαϋτα εί;
σεν εί; τού Θεού την αγαθότητα καί τύ έλεος. τύν άκούοντα τήν μυστικήν όμιλ'αν τών καρ­
Ειρήνη; γλυκύθυμ.ον πνεύμα . επέπνευσε τότε έπ'ί διών, οί δφθαλμ.οί μ.ου έκλείτθησαν καί ελαφρύ;
τή; τεταραγμένη; καρδία; μου καί άκουσίω; ύπνο; η ατέλαβε τά; αισθήσεις μου. Τότε ένό-
ανέκραξα : ’Ιδού εύρον τύ στήριγμ.ά μου. ισα ό ι φο>νή τι; έλεγε μυστικά εί; τήν καο-
‘ Έχάρην, ώ; χαίρει δ άναρπασθεί; έκ τών ίαν μου :
ονύχων τοΰ λέοντο;, έν ώ είνε έτοιμο; νά τύν «Έάν οι βράχοι άποσπώνται καί κατακυ-
κατασπαοάξη. Έχάρην, ώ; χαίρει δ κρατηθεί; λίωνται καί τά όρη φεύγωσιν ύπύ τού; πόδα;
όπισθεν καί άνασυρθεί;, ένώ ώλίσθησεν εί; τύ σου, έλπιζε επ’ εμέ καί μή φοβήσαιμ Έγώ εί­
βάραθρον· έχάρην, ώ; χαίρει δ σωζόμενο; έκ τή; μαι τύ στήριγμ.ά σου.
αβύσσου, ένώ αυτή ανοίγεται νά τύν καταπίη. D Έάν χείμαρροι έοχωντατ ' έπί σέ καί ή ά­
ο—Ή άγαθότη; σου,Κύριε, έιπον, αυτή είνε τύ βυσσος άνοίγη τύ στόμ,α αύτής, όπως σέ κατα-
διαρκώ; άδιάσειστον στήριγμά μου. Εί; αυτήν πίη, έλπιζε έπ’ έμέ καί μή φοβήσαΐ’Έγώ είμαι
έχω - την πεποίθησίν μου· δεν έλπίζω ούτε εί; τύ στήριγμά σου.
έμαυτύν ούτε-εί; ούδένα,τών άνθρώπων ούτε εί; »Έάν ξίφη έλκωνται κατά σοΰ καί πυροβό­
πάντα; δμοΰ· πάντα, είνε στηρίγματα έπισφαλή λων στόματα στρέφωνται έναντίόν σου, έλπί
καί σαθρά.' Καί αυτοί οίβράχοι άποσπώνται ζων έπ’ έμέ άγωνίζου καί μή φοβή,σαί’Έγώ εί­
καί. κατακρημνίζονται καί αύ πάντα όρη διασεί- μαι. τύ στήριγμά σου.
ονται καί καταποντίζονται καί ;/£σφα.ίρα αδτη . » Έάν θύελλα έκριζοΐ, άποσπα καί παρασύ-
ΑΝΑΙΙΛΑΣΙΣ 187
pyj, έλπιζε·έπ’ έρεε καί μή φοβήσαι* Έγώ είρεαι τοϋτο, πλήν δύναμίς τις άνερμήνευτος, μυστη­
το στήριγμά σου. ριώδη; τι; ίρεξις ώθει αώτύν άκατασχέτως είς
-»Έάν το παν συγχυθή καί το πΰρ διαλύη έκτέλεσιν. Αυτή έστίν ή αδυναμία τής ανθρώ­
τάς πέτρας, έλπιζε έπ’ έμέ καί μ ή φοβήσαι* πινης βουλησεως*
Έγώ είμαι τό στήριγμά σου». «Ού γάρ 8 θέλω τοϋτο πράττω, άλλ’ 8 μισώ
τοϋτο ποιώ»* ειπεν ό ’Απόστολος τών έθνών
Κ. Α. Διααεπμαϊ.
ΓΙαϋλος έπισφραγίζων διά τής αύίεντίας του
--------»4^(Η}{0(Ο^ΜΚ^--------
τήν άνθρωπίνην ταύτην άδυναμίαν. Τίδέ άλλο
Έϊ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ ή αώτήν ταύτην ζβιτεΐ νά ύποδείξη καί δ μέγας
τής αρχαίας Ελλάδος τραγικό: ;
«Καί γίνωσκω μέν οία δράν μέλλω κακά,
Ό άνθρονπος έχει βούλησιν ο πω; καί πάντα θυμός $ε κρείιτων τών έμών βουλευμάτων»
τά· έπί τή; γης εύψυχα ό'ντα. Ή ελευθερία λέγει ή Μήδεια μέλλουσα νά φονεύση τά τέκνα
όμο>ς ουσα συστατικήν προσόν της άνθρο>πίνης της !
βουλήσεως έλλείπει τέλεον έκ τής βουλήσεως Τήν τοιαύτην άνθρωπίνην άδυναμίαν μετά
των κτηνών. Τούτου ένεκα ταϋτα μέν ύπεί- τή; αυτής σχφηνείας καταδείκνυσι καί ό Ρω­

.
κουσιν είς τάς έμ,φύτους αυτών δρμάς αυτομά­ μαίος ποιητής εν ταΐς Με-αμορ’φώσεσιν αώτοϋ.
τως καί άσυνειδήτιος, ό δε άνθρο>πος δαδουχού- Ή Μήδεια ήράτο τοϋ Ίάσονος* έπειοάθη νά δα-
μ-ένος ώπό τοϋ λόγου κέκτηται συ είδησιν των

ιδίων πράξεων, ελεύθερο: δε καί ανώτερο; παν­
τός καταναγκασμού ρυθμίζει ταύτας συμφω­
μ.άση διά τοϋ λόγου το πάθος αύτής, άλλά μά-
την* δμολογοϋσα δέ τήν άδυναμ.ίαν της ταύτην
επιλέγει « . . έλκει με ακόυσαν νέα τι; δύ-
νώ; προς ώρισμ,ένας άρχάς, δαμάζει τά πάθη αώ­ ναμις καί άλλο μέν ό έρως άλλο δέ δ νοϋ; συμ­
του, χαλιναγωγεί τά; εμφύτους όρμ.άς του καί βουλεύει. Β.Ιέπω per τά χρείιτονα και άποά/--
δεσπόζει των δρέξεων, καί των έπιθυν.ιών αώτου. χημαι, άχοΧονβώ όμως τά χεΐρονα. (Video
Ή δύναμ.ις λοιπών αυτή διά τή; όποιας ό άν­ meliora proboque,, deteriora sequor).
Π
θρωπος ύποτάσσει τάς έπιθυμίας αώτου εις τάς Άλλ’ άν καί ή βούλησις τοϋ άνθρώπου φύ­
ώπαγορεύσεις τοϋ όρθοΰ λόγου καί κυβέρνα καί σει 'υγχάνει ουσα πεπερασμένη, δύναται έν τού­
δεσπόζει το οΐκεΐον Έγώ συμφώνως προς τούς τοι; καταλλήλως καί δεόντο>ς ένισχυομένη νά
νόμους της ηθικής, αποτελεί μ;αν έκ των πολυΓ άνθίσταται τελεσφόρο); είς τήν τυφλήν έκτέλε-
τιμ.οτέρο)·; άοετών, αίτινε; καθιστώσιν αώ ον το σιν τών έκάσ.οτε άφηνιαζουσών σωμ.ατικών
Α.

τελειότατου τη; γης δημιούργημ,α, αποτελεί την αναγκών καί νά σταθμάται ταύτας έν τή
εγκράτειαν. "Αν ή δύναμ.ις αυτή παρετηοεΐτο πλάστιγγι, ·?,ν παρέχει αώτή ό νους καί δ δρθδς
εξ ίσου καί άπό κοινού εις πάσαν βούλησιν ήτο λόγος. ΓΗ ισχύς λ,οιπον τή; ανθρώπινης βουλή
δε καί απεριόριστος, ή εγκράτεια ήθελεν εισθαι σεως, ή έγχράζεια αώτή εινε άρεττ άποκτω-
αρετή συμ.φυής τη άνθρωπίνη φύσει καί ίσο>ς μένη διά τής διδασκαλίας καί τής συνήθειας.
ίσως δεν θά είχε την αξίαν εκείνην ΰπό την Έμ.μένων τις σταθερώς είς παν ό,πι — ε'στω
οποίαν παρουσιάζεται ήμϊν σήμερον. Πάντες οί τοϋτο καί έλάχιστον — έκ τών προτέρων σα­
άνθρωποι θά ήσαν έξ ίσου έγκρα .εις, όπιος πάν­ φώς άνεγνώρισεν ώς ορθόν, ενισχύει βαθμηδόν
τες εινε . έξ ίσου έλεύθεροι. Άλλ’ ή ισχνέ της τήν βούλησιν του καί οπλίζεται μ.έ όπλον δι’οϋ
ανθρώπινης βουλήσεως δεν εινε ώς ή εΧενθερία άναδείκνυται νικητής έν τή πάλη αώτοϋ ποός
αυτής ίδιότης φυσική άλλ’ έπίκτητος, δι’8 καί -ά; σωματικά; ορέξεις καί ώλικάς άνάγκας.
εξαγγέλλεται 'κατά διαφόρου; βαθυ.ούς έν έκά- Εί; τούς γονείς λοιπόν, τού; πρώτους τούτους
στω άνθρώπω* ποικίλλει ούσα που μ.εν μείζων διδασκάλου:, έπιβάλλεται τό υψιστον καθήκον
ποϋ δε έλ,άσσων καί ούδαμοϋ καί παρ’ ούδενί νά διδάσκοισι τά τέκνα αώτων τον έθισμόν προς
παρατηρεϊται απεριόριστος. Πάντοτε έχει όρια τήν έγκράτειαν, ένσταλάζοντες αύ οΐς άπό τής
κατά το μ.άλΆν καί ήττον εύρέα πέραν των παιδική; ηλικίας τον θειον προς ταύτην έρωτα.
οποίων εκλείπει, ή δε βούλησις τοϋ ανθρώπου «Άπό τής έστίας ή χάρις, έκεΐ τών άγαθών τό
γυμνή πάσης ισχύος ταώτίζεται σχεδόν μ.έ την έργαστηριον»· είπέ ποτέ μέγας τή; ’Εκκλησίας
βούλησιν των κτηνών,, καί καθίστα αι τυφλός πατήρ. ΓΗ οικογένεια είναι δ πυρήν, ή πρώτη
καί άχαλίνωτο; έκτελεστής τών ά,αγκών καί τής Πολιτείας έκφανσις* έν.αύτή ρίπτεται τε­
δρέξεων τοϋ σώματος. "Αν καί ό άνθρωπος καί λεσφόρο}; τό σπέρμα πάσης ηθικής αρετής, ήτις
έν τή καταστάσει ταύτη εύρισκόμενος διακρίνει έκεΐ ριζοβολοΰσα αναπτύσσεται έν τή κοινίυνία
το άγαθον τοϋ κακοϋ, δεν έχει έν τούτοις την καλλιεργούμενη διά τή; παιδείας. Διότι άν, εινε
ίσχύν τής βουλή^εω; νά έκλέξη το πρώτον καί άληθέ:— καί εινε βεβαίως—ότι ώπάρχουσιν, ά-
άπωθήση το δεύτερον βύει τά ώτα εις την φω­ ρεταί καί κακίαι μεταβαίνο^σαι χ.Ιηρονομιχφ
νήν καί τάς ώπαγορεύσεις τοϋ δρθοΰ λόγου καί όιχαιώματι είς τού; έπιγιγνομ,έ ους, εινε έξ
ρέπει είς τύ κακόν, ζητεί πολλάκις νά άποφύγη ίσου άληθές ότι αί άοεταί ή αί κακίαι τών δι-
ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ
δασκάλων μεταφυτεύονται εις τού; μαθητά; αυ­ Καθ’ ήν έποχήν ό 'Ρωμαϊκός ένεφορεϊ-
τών; Μ «Λ 6» "ίων τεσσάρων ήθικών άρέτώ·μ f άς το ΰπδ άκρων υλιστικών ιδεών καί τάσεων, π&
όποια; επί τριακονταετίαν δλην ανέπτυσσε και ριφρονών δε τά τδ θεία καί τά ανθρώπινα έζή-
έδιδασκεν ό πρόδρομο; τοΰ Ναζωραίου, ό με- τει μόνον «patiem ct Girceoges»· χαθ’ήν ε­
γας εκείνο; παιδαγωγός ολοκλήρου τοΰ ανθρω­ ποχήν ό 'Ρωμαίος ευπατρίδη; έξώπλιζεν έπί-
πίνου γένους, 5,το καί ή'Εγκράτεια. Προμ.αχών τηδε; πλοϊον, ΐνα προμηθευθή λιχνεύματα έκ
των άρχών τής ήθική; καί ήναγκασμένο; ν’ ά- τών άπωτάτων τοΰ κόσμου ά/.ρων καθ’ ήν επο­
ναχίιτίζη τδ άκατάσχετον ρεΰμα τή; σοφι­ χήν παραδεδομένος είς τήν λιχνείαν καί τήν
στείας, έΰιδεν αυτός ουτος to παράδειγρ.α τή; άκόλάσίαν ηότοκτόνει, διότι έκ τή; κολοσσιαία;
υπάτη; των αρετών, καθιστάμενος ούτως ό ρί­ περιουσία; του τώ άπέμίΐναν όλίγα μόνον έκα-
γας της -εγκράτεια; διδάσκαλος. Τά σπέρματα τομμύρια, ή 'Ρόιμη διέτρεχε τδ στάδιον τής έ-
τής σοφή; αύτόΰ διδασκαλίας έπεσαν εις γην σχάτης ηθική; διαφθοράς καί πολιτικής έξουθε-
γόνιμον έξ ής άνεβλάσΐησεν δψικομδν τής ηθι­ νώσεως, Είχεν έκλίπει ή αρχαία αρετή, αί η­
κής τδ δένδρον' αί ρίζαι αύτοΰ έξίκοντο είς τά μέρα! τή; δόξης καί τής λαμ-πρότη ος έίχον ήδη
πέϊατα τοΰ κόσμου, μία δε μεγάλη τούτου πα­ άπαριθμ.ηθή, ή δε κοσμοκράτειρα τής άρχάιό-
ραφυά; άνέθορΤεν έν Μακεδονία. Ό Μένα; ’Α­ τητος έβαινε γοργώ τώ ποδί εις τήν έαυτής

.
λέξανδρος βαίνων έπί τά ίχνη τοΰ Σωκοάτους άποσύνθ :σιν.
Λ#ί θεώρών τήν εγκράτειαν ώς τήν βασιλίκίο- * #

τέραν τών αρετών, άνέγραψεν επί τής νικηφόρου
σημαίας του τά χρυσά τοΰ Πυθαγόρα έπη·«Δου-
λεύειν πάΌεσι χαλεπώτερον ή τυράννοις. ’Αδύνα­
·*
* Αλλά μήτοι ή εγκράτεια είνε άπλώς καί μό­
νον αρετή ; *Αν τοΰτο μόνον ήτο, θά παρεΐλ-
κεν ίσοι; ή απορία διατ.ί είνε τόσω σπάνιά·
τον έλεόθερον είναι τον πάθεσι δουλεύοντα καί άλλ’ ουσα ή σεμνοτάτη τών αρετών είνε έν
ύπδ παθών κρατούμενον». ταύτώ ή μόνη ηδονή καί ή καλ,ώς έννοουμένη
*0 μ,έγας οΰτός στρατηλάτης, όστις ανέπτυ­ ίόδαίμΟνία. Διότι αν ή αληθής ευτυχία δέν έ-
ξε στρατηγικήν ικανότητα όσην ούδείς μέχρι κειτο έν τή έγκρατεία, άναυ,φιβδλως θά όφί-
Π
σέμερον 'έν τώ κόσμω, αντάξιο; μαθητής σοφοΰ στατο έν τή άκρασία· άλλ’ είνε τοΰτο αληθές ;
διδασκάλου, είχε κατανοήσει Οτι ή ποδοπάτήσΐ; Βεβαίως' ίσως είπη τις· ή στέρησις είνε παΓά-
των επιταγμάΐων τής έγκοατείας έ -,θηλυνει τδ λογον νά όνομασθή εύτυχία· τουναντίον ή ά-
σώμα, εκφαυλίζει τήν ψυχήν καί καταβιβριο- πεμπόλησις παντός ο,τι φέρει πνευματικόν χα­
σκουσα παν γενναΐον φρόνημα καταβιβάζει τδν ρακτήρα, ή θεραπεία τών αναγκών τοΰ σ<όμα­
Α.

άνθρωπον από τή; περιωπής είς ήν ίθηκεν αυ­ τό; καί συλλήβδην είπεϊν ή άπόλαυσι;, ιδού ·!.
τόν δ Δημιουργός εις τήν αγέλην τών άλογων προορισμός τοΰ άνθριόπου, ή αληθή; αύτοΰ εϋε-
ζώων. Είχε κατανοήσει τήν μεγάλην ίσχύν καί στό) ! Καί όντ&>; τοιαύτη τι; έστίν ή φαινο-
τά αποτελέσματα τής άρετής ταότης καί δόνα μένη τοΰ πράγματος όψι;· ό κωφεύων εί; τήν
ταί τις νά ειπη άνευ φόβου διαψεύσεως ότι ώ- φωνήν τοΰ όρθοΰ λόγου καί λακπατών τή; ηθι­
φειλε καί είς τούτην κατά μέγα μέρος τάς δά- κή; τά παραγγέλματα αισθάνεται στιγμιαίαν
φν«ς του. ηδονήν άλλα ταύ-ην επακολουθεί αείποτε ή
"Ο,τι ΰπό τήν εποψιν ταύτην παρατηρεϊται τύψι; τοΰ συνειδότος, ή έτοιτερική αΰτοκατά-
έν τώ άΐόμω, τοΰτ’ αύτδ έν μεγαλογραφία πα- κρισι; καί ή μετάνοια. Fldrzore μετά τήν ά-
ρατηρείται καί έν τώ εθνίι, έν τή πολυπρόσώ- μετρον άπόλαυσιν οίασδήτινο; ηδονή; δύναμί;
πω ταότη δπάρξει. Ή ηθική άξια ή άπαξία τι; άνερμήνευτο; γέννα λύπην τώ άνθρώπω ώσεί
τών άτόμων αντανακλάται έν τή έίκόνι κάί έν εξαγγέλλουσα αύτώ τήν άθέτνισιν τή; οικεία;
τή προσοιπικότητι τοδ ύπ’ αυτών άποτελαυμέ- αποστολή;. ΙΙοσάκις όμως δέν άνεγνόισισα τήν μ.ε-
νου έθνους. Ή ιστορία των λαών παρέχει πλεΐ- γάλην έιείνην αλήθειαν ήν έξέφρασεν 6 Σωκρά­
στα παραδείγματα κυροϋντα τήν άναμφίλογον τη; όρίσα; ώ; άληθή ευδαιμονίαν τήν άμβζα-
αλήθειαν, ότι ή πολιτική καί κοινωνική τών μόΐηζ or ηδονήν !
έθνών ακμή συνυπήιξεν άέίποτε μετά τής ηθι­ ’Αλλά καί ΰπό άλλην έποψιν έξεταζσμένη ή
κής καί πνευματική; αυτών ακμής. ’ εγκράτεια άναδείκνυται ουσιώδης - καί απαραί­
"Οταν ό γαστρόδουλος Συνορίτης έκπεφαυλι- τητος τής άνθρωπίνης εύδαίμον'α; παράγων
σμένος έκ τής χλιδής καί τής τρυφής τοΰ σιό- διότι αυτή γεννά τήν ό.ίιγάρχειαν, τή·; άρε-
ματος κάΐεκλίνετό έχο>ν στρωμνήν πέταλα ρό­ τήν πούτέστιν έκείνην, ή; άνευ ό άνθρω­
δων καί παρεπονεΐτο έγειρόμενος ότι τδν ήνώ- πος πίπτει θΰμα εν τώ στροβίλω τών ηδονών
χλησε καθ’υπνους ή πτυχή πετάλου τινός· όταν καί τών άπολαύσεων τή; ζωής. Ή όλιγάρκεια
ίξηφάνίζετο τδ γένος τών άλεκτόρων, ϊνα μή ή έπίχέει τήν γαλήνην έν πώ κλύδωνι τοΰ πελάτ-
διάτορος αυτών, φω»ή ταράττη τδν νήδυμον τοΰ γόύ; ιών δυστυχιών κάί παρέχει τή; σωτηρίας
ΐρυφη τοΰ Σύβαρίτου, ό λαός ουτος έπλεέν είς τήν άγκυραν καί τήν πυξίδα, ύφ’ ής ποδηγετού
τδ ψηλαφητόν σκότος κτηνώδους καταστάσεις. μένος ό ναυαγός τοΰ %6<ρμ.ου κ-ατευθύνεται είς-
ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ 189
εύορυ.ον λιυ.ένα. Τουναντίον ή απληστία συνο­ κατα θειαν βούλησιν δρασιν, είνε άξια πάσης
δεύεται ύπό aiiorlac έπιθυυ.ίας, πολίλάκις αεν εκτιυ.ησεως. Άλλ’ ούτε αύτη ούτε άλλη τις
πληρουν.ένης πλ,ήν ούδέποτε έκλειπούσης, ουδέ­ άρετή ύύναται νά νοηθή ϋπάρχουσα άνευ τή;
ποτε ελ.αττουι;.ένης, ούτε δια της εύποοίας, ώς εγκράτειας. Αύτη είνε πασών ή αναγκαία καί
λέγει Ροιυ.οίίός τις συγγραφεύς, ούτε διά τής άφευκτος προύπόθεσις* διότι χειραφετούσα τον
ένδειας. 'Ο έν όλίνοις άοκούν.ενος είνε άναυ.οι- ανθριοπον των σωματικών αναγκών και στιγ­
βόλ.ως ό τελειότερος τών άνθρωπον/, ό πλ.ησιέ- μιαίων όρεξειον, χειραγωγεί αυτόν εις τήν καλ­
στερος προς το θειον τδ ρ.ηδενος δεόυ.ενον διότι, λιέργειαν τοΰ πνεύυ.ατος καί τή; ίδανικότητος.
" τδ (/.έν υ.ηδενός δέεσθαι θειον εστι, τδ δε ώς Αν επί τελ.ους ή ευσέβεια είνε ή βασιλίς τών
ελ.αχίστο/ν έγγυτάτω τοΰ θείου1 καί τδ υ.έν άρετών, ή εγκράτεια είνε ή βάσις καί ή προϋ-
Θειον κράτιστον, τδ δ’ έγγυτάτω τοΰ θείου, έγ- πόθεσις πάσης αρετής. Αν ή ευσέβεια αποτελεί
υ.υτάτω τοΰ κρκτίστου». Οϋτος έδογυ.άτιζεν ό τήν κορυφήν τή; πνευματικής πυραμίδος, ή
διδάσκαλος τοΰ ΙΙλάτον/ος, ό ο.ένας εκείνος ιε­ εγκράτεια συνιστα τδ κρηπίδωμα αυτής. Λύτη
ροφάντης και υ.υσταγωγος τής ηθικής καί δια­ καί άνευ εκείνης δύναται νά ύπάοξη. ’Εκείνη
νοητική; προόδου. άνευ ταύτης, ούτε καν νά νοηθή. Είτε άληθή;
Μετά τοσαύτης δε θέρυ.ης καί πειστικότητας είτε σώφριυν, είτε ευσεβής είτε δίκαιος θέλεις
συνηγορεί ύπερ των αργήν τούτ/υν ό υ.έγας εκεί­ να γίνης, ανάγκη προ παντός νά λυτοωθή; τών

.
νος κήους τής πνευματικής τοΰ κόσυ.ου παλιγ­ σιον.αττκών αναγκών καί τών χυδαίων υ.εριυ.νών,
γενεσίας, ώστε υ.ετά τον θάνατόν του οι ο τα- καί νά παρασκευάσης ούτω τδ πεδίον έφ’ ού θά

άρχάς τοΰ διδασκάλου των, άλλα καί προπολε·


υ.οΰντες ύπέο αυτών εξώθησαν αυτά; εις τά
άκρα καί περιέπεσαν εις ύπερβολάς. Ουτιος ό

όοί αΰτοΰ οϋ «.όνον ενέυ.ειναν πιστοί εις τάς ριζοβολήσωσι πάσαι αί άρεταί. Ιίεδς τούτο δεν
έχεις ανάγκην πολλών αρχών ό κανών είνε εί:1
είνε βραχύς καί λακωνικός1 έχει τήν καταγω­
γήν Οείαν συνοψίζεται έν δυσί λέ'εσιν είνε
’Αντισθένης εγένετο αρχηγός τής κυνικής φιλ.ο- όύτος : ΕΣΟ ΕΓΚΡΑΤΗΣ.
σοφίας, τής όποια; οί οπαδοί παρορώντες τδ
Ν. Π. Δημητρακοποϊλος.
«μηδέν άγαν» εζο/ν ρ.αλλον ώς κτήνη η ώς
Π
ά/θοωποι. Άν δ άνειαένος βίο; έζου.οιοί τον
άνθοωπον προς τά κτήνη, πρέπει νά όυ.ολογή- Ο ΙΊΕΙΝΛΣΜΕΝΟΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΙΣ
σωυ.εν ότι καί ή παράλογος καί ύπερβολική στέ-
ρησις καί ταλαιπιορία τυγχάνει άσκοπος καί
Ό Κ. κί. ΑΓρυιίτκλΑ^ί;, διερμηνεύων προς τύν
άνοίκειος προς την φύσιν τοΰ τελειοτάτου τής
ί .ΣυΛΑοχοι/ rc;g ευχαριστίας της «τι τών εράνων
γής δηυ. ιουργήυ.ατος. Τά άκρα είσί πάντοτε
Α.

'■ κεντρικής tv Ίωαννίνοις επιτροπής διά τον κα­


φευκτέα1 «παν υ.έτρον άριστον» έλενεν ό Σω­
ι τύλογον εισφορών, ον ήνοιΐςεν ή « Ηνοπλασις»
κράτης, συνόρων ότι «ή άρετή ύπό τής υ.εσότη-
! υπέρ τών πεινώντων, πέμπει έχεΐ&εν ήμΐν
τος σώζεται».Οΰτθ)ς,εΰλόγω;ήΟελέτις έκληφθή ώς
; ποίημά τον νπο τήν επιγραφήν «Ό πειναΰαί
παράφρον/, άν συνιστών την εγκράτειαν ήννόει
\ νος Ήπειρώτης*, ίξ ού όημοβιενομεν τούς
νά συν.βουλεύση την άπου.ίχησιν τής πτιοχής
; επομένους στίχους ικανούς νά βνγκινήβιοβιν
εκείνη; ΓΙελοποννησίας γραίας, ήτις ύπείκουσα
εις ευεργεσίαν τάς ελεήμονας χαρδίας.
εις την άθώαν άλλο); τε συμβουλήν τοΰ παππα
τοΰ χωριού, άπέσχε πάσης τροφής κατά τάς \ -— «Πεινώ' δεν σας .ζητώ πολλά' -καί μόνο τϋ ψωμάκι
τρεις πρώτας τής τεσσαρακοστής ημέρας, καί ' είνε μεγάλος &ηβανρός για τδ φτωχό παιδάκι.
] Τδ χιόνι πέφτει 9ρονμπιατύ' φνσα αγέρας κρύος,
έξαντληθείσα έκ τής ασιτίας κατέλιπεν ή δυ­ κοτ’όνω καί τ’ άδελφία μου κρνύνοννε ομοίως.
στυχή; τδ σκήνωμα τής ψυχή; της ύπδ τήν j Πεινώ' κρνόνω τδ φτωχό παγύνν ή yif ή ώρα
πενιχράν τη; καλύβην ! ΓΩς λίαν όρθώς παρα­ ! περνά' ή νύχτα έρχεται' αχ ! ποΰ τά κοιτασ&ώ ;
τηρεί δ Chiller καί αύτή ή άρετή κακώς έφαο- ut τι νά σκεπασθ·ώ ;
1 Θά πατί σ£Ϊρ στά απήτια βας καί θά κλεια&ήτε τάρα'
[κοζοχ.ένη καθίσταται έγκλημα.
| θά |απλωθ?'/τί στή φωτιά με γελοία, με τραγούδια,
Τοιαύτη τις ουσα ή εγκράτεια δικαίως διεκ- | μι τά ξανθά άδελφώκια cas, ξανθά σάν άγ'/ίλονδία
δικεΐ τήν πρώτην μεταξύ των αρετών θέσιν. I καί μί rove γέρους αας γονείς, κ’ Λ/ά ; το πικραμένο !
Ύπήρξεν αρχαίος φιλόσοφος χαρακτήρισα; τήν ί ποιδο ξέρει, ποιός, άν τδ πρωί δεν μ’ εύρη πο9αμμένο'.
ίνσέβηαν ώς ηγεμόνα τών αρετών. Δεν προ­ ί Χριστιανοί, ποί έ’^ίτε κ’ ένδννεο&ε καί τρώτε,
| ώ ! έ'/Uos είρ τδ φτωχό, τδ πειναομένο, δότε. »
τίθεμαι νά διαυ.φισβητήσω την ορθότητα τοΰ
| ’Έτσ’ έλεγε στά Γιάννινα ένα φτωχό παιδάκι
αποφθέγματος. 'Ου.ολογώ όρκος ότι, άν δεν μέ ί απ’ το κ’ εγύριξε κ’ εούναξε ψωμάκι.
συνείχε φόβος τις μήπως προσκρούσου εις θεο-
λογικήν τινα λεπτότητα, ή'θελον άρπάσει τδ Μια απ’ ταίρ ί-Ιπριλιάτικαις εκείναις χαρανγοΰλαις,
ενώ ό ήλιος χρύσωνε τοΰ Πίνδον ταϊς κυρφούλαις,
σκήπτρον τής ηγεμονίας άπδ τής εϋσεβείας καί καί έλυωνε τά κρούσταλλα καί ΐά πολλά τοο χιόνια,
ήθελον στέψει δι’ αύτοΰ τήν εγκράτειαν. Η κ ί) φνσις έστολίξετο και έψαλλαν τ αηδόνια,
ευσέβεια δεικνΰσα τήν εί: Θεόν πίστιν καί την Τδ δύστυχο τδ ορφανό ’πήρε τον τρουβϋ τον
190 ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ
μέ τό ψωμί κ έκίνηαε να π& ατά πατρικά τον. παθή ; Έκ τής περί τούτου κρίσεώς του έξαρ-
7Ητον -ήμερα τής Λαμπρής. Παντού χοροί, τραγούδια τάται κατά μέγα μέρος καί ή περί των έλεγ-
, ατά ποταμάκια, οτγ/ς σκιαίς, ατά χόρτα, ατά λουλούδια'
μά το ’δικό του τό χωριό αιγοναε μαραμένο,
χομένων κρίσις καί άπόφασίς του. Τδν έλέγχεις
’αάν νάταν ρημαγμένο ! δικαίως; άν έχη ολίγον ορθόν νουν καί άν περι­
όλος χαρά ’ατό ξάγναντο έβγήκε, κί άγναντεύει. σώζω έν έαυτώ συναίσθημά τι δικαιοσύνης, θά
Πλανά τά μάτια του παντού, και νά Ιδή γυρεύει, συστραφή μέν ίσιος ολίγον ένδομύχως, άλλά θ’
αν ήρχετο νά τό δεχ&ή κανένα τ’ άδελφάκι.
άνομολογήσν) τό δίκαιον τοΰ έλέγχου. Άλλ’εί­
’Αλλά ... κανένα .. . ερημιά ! .. . Τηρά ’ατό καλνβάκί,
τό βλέπει έρημο, χλειοτό' ρΰδ ’ έβγαζε καπνό πες ψευδέ; τι κατ’ αϋτοϋ, ή έξώγκωσας αύτό
ή καπνοδόχη, πού κι αυτή -ψηλά ’ ατόν ουρανό, καί κατεφόρτωσα; αυτόν μέ όλας τοΰ κόσμου
αάν πικραμένη σήκωνε τό μαϋρό της κεφάλι. τάς κακίας, ένω άνερευνών δ ίδιος έαυτόν συναι­
Τότε τοΰ έφνγ’ ή χαρά, τον ήλ&ε πίκρα, ζάλη ! ! . . σθάνεται ότι, εΐνε εύπροσωπότερος ή όσον αυτόν
Έμβήκε μέσα ατό- χωριό μέ μάτια δακρναμένα.
"Όσοι τό ’βλέπαν έφευγαν. Λεν εΰριακε κανένα
παριστόις ; Θά κατηγορήση εί; σέ προθέσεις μο­
νά τον ρωτήση τίποτε. Έπήγε εις τό απήτι , . . χθηρά;, θά σέ θεωρήση όχι έλεγκτήν, άλλά συ­
τΑ ! τί 9ωρει και φρίττει ; κοφάντην, όχι έξ άγάπης καί καθήκοντος κι-
Μόλις τή 9ύρα έσπρωξε κ έμβήκεν, είς τό χώμα, νούμενον, άλλ’ ύπό πάθους τυφλοΰ οΐστρηλατού-
δίχως κανένα σκέπασμα, δίχως κανένα στρώμα,
μ,ενον, καί άναταρασσόμενος καί έμ.παθέστερο;
εκοίτετο ή μάνα του τό βλέπει, τό προσμένει
με ανοιχτή την αγκαλιά, μά μιααπο&αμμένη. καθιστάμενος, όχι μόνον δέν θά συγκατανεύσω
ποτέ νά παραδεχθή ότι έχει τάς άποδιδομ,ένας

.
Στην αγκαλιά της ρίχϋηκε καί με φιλιά γυρεύει
νά τήνε φέρη ’στη ζωή' ’στην όψι της μαντεύει αύτώ άνυπάρκτου; κακίας, άλλά καί θ’ άρνηθή
πουχεν άρρώατί απάνω της.βαρειά καί χρονισμένη. ότι έχει τάς πραγμ-ατικάς τοιαύτας. Λάβετε
—κΣήκω ! τής λέγει. Σώφερα ψωμί από σιτάρι.

Σήκω,νά φας, νά γίατρεν&ής.—*Κεί κάτω στο πρινάρι
πέ&αναν τάλλα αδέλφιά σου»τού λέγει,καί... πε&αίνει!
”Λχ ! τί λαχτάραις τωδεεραν ! Πε&άναν απ’ την πείνα
μα&αίνει άπ τοΰ? χωρικούς κ’ή μάνα τον κ εκείνα !
τόν παΐδα. Άν τω εΐπης, έστω καί διά σοβα-
ράν τινα παρεκτροπήν, ότι εΐνε τό έλεεινότερον
όν τοΰ κόσμ,ου, όχι παΐς, άλλά τέρας, θά σκο­
πήσω μέν διά φόβον, άλλ’ένδομύχως θά φρυάξω
Τρεις μήνες τώρα στό χωριό τους έκλα-ψε μέ πόνο,
καί θά εΐπω ότι, ό έλεεινός είσαι σύ, ότι τό τέ
καί τώρα πάλι τ’ όρφανό ζητεί -ψωμάκι μόνο.
Προφ&άσετε, χριστιανοί, κι’ αυτό νά μή πο&άνη , ρας είσαι σύ, όστις νομ-ίζεις τόσον ευκόλως τέ­
ό έλεήμων ’στον Θεόν δανείζει, καί δεν χάνει. ρατα τούς άλλους. Γ0 αυτός ψυχολογικός νόμος
Π
Χριστιανοί, πού έχετε κ ένδύεσ&ε καί τρώτε διέπει πάσαν ψυχήν, νοσούσαν μ„έν, άλλ’ ύπερ-
ώ ! έλεος είς τους φτωχούς τούς πεινααμένονς δότε. βολικώς καί έν μέρει άδικο); έλεγχομένην, rO
Κ. Λ. ΚρϊϊΤΑΑΑΗϊ έλεγχος θ’ άποβή άνωφελής, ίσως καί επιβλα­
βής, καί ό έλέγχων, ηθικώς, δέν θά κεΐται ύψη—
λότερον τού έλεγχομένου.
Α.

ΤΟ ΕΛΕΓΧΕΙΝ Άλλ’ δ έλεγχος πρέπει νά ηνε καί έπιεικής.


Έκτος περιστάσεων τινων έκτάκτο)ν, έν αίς δ
Ή Παλαιά Γραφή συνιστα τό έλέγχειν. Ό αόστηρός καί βαρύς έλεγχος εΐνε αναγκαίος καί
’Ιησούς Χριστός επίσης. Και Όΐ μ.αθηταί δ’Αύ- σύμ.φορος, τόν έλεγχον ρ.ετά τής δικαιοσύνης
τοϋ δμόίω; καί εΐπον καί έπολιτεύθησαν. πρέπει νά κανονίζω *ai ή έπιείκειά. Τό άμαρ-
Ό Ιλεγχος των κακώς έχόντων εΐνε και δι­ τάνειν καί πίπτειν κεΐται έν τή άνθρωπίν·/) φύ­
καίωμα καί καθήκον. Άλλ’ όπως ’έχη την θείαν σει. Άν ή κατά τό δυνατόν δμοίωσις πρό; τό
ευλογίαν καί άντίληψιν καί ή άποτελεσμ.ατικός, θειον εΐνε προορισμ.ό; καί καθήκον του άνθρώ-
πρέπει νά γίνεται δικαίως καί επιεικώς, έξ α­ που, τούτο δύναται νά κατορθωθή είς τό τέρμ.a
γάπης, όχι δέ κατακόρως. μακ'ρού καί έπιμόχθου σταδίου, έν τω μεταξύ
Τόν δίκαιον έλεγχον έπιβάλλει ή θεία καί ή δέ πτώσεις καί άναστάσεις θά γίνωνται πολλαί.
ανθρώπινη δικαιοσύνη. Ό αδίκως έλέγχων εΐνε Λόγοι ιδιοσυγκρασίας, λόγοι πλημ.μελοΰς ανα­
ένοχος συκοφαντίας η έξυβρίσεο); άθέσμ.ου, άμ- τροφή; καί αναστροφής, άκουσίου πολλάκις,.λό­
φοτέρων Αξιοποίνων, έλέγχων δέ άλλους άπο- γοι στιγμαίας έπικρατήσεο); πάθους τινός, τό­
δεικνύεται αυτός άξιο; έλέγχου. Θέλεις νά έ- σοι άλλοι λόγοι, κάμπτοντες ενίοτε καί βουλή­
λέγξης τινά ; Πρό παντός έσο δίκαιος. Μη σεις ΐσχυράς, δύνανται νά ψι αί προκαλέσασαι
άποκρύψης τά κακά, αλλά καί μή τω άποδώ- έλλειψίν τινα ή άμ.άρτημ.α αίτίαι. Διατί νά μή
σης όσα δεν έχει τοιαϋτα, μη άρνηθής καί ε’ίτι ώμ,εν επιεικείς πρός την έλλειψίν ταύτήν, πρός
έχει αγαθόν. Έναντίως πράττων, gloat καί ά­ τό Αμάρτημα, τούτο, άφοΰ ή φύσις τού Ανθρώπου
δικος καί ανήθικος, κάμνεις όχμ χρήσιν πλέον εΐνε άτελής καί ρέπει είς άμ.αρτίαν, άφού ή τε-
τοΰ έλέγχου, άλλά κατάχρηβιν αΰτοΰ, ού μόνον λείωσις αυτής δέν εινε.έργον τής στιγμ,ής, έν
δ’ ωφέλιμος δέν γίνεσαι, αλλά καί επιβλαβής. πλημμ,ελεΐ δέ κοινωνική καταστάσει, πλημμ.ελεϊ.
Τ0 έλεγχόμενος ζφεϊ πρώτιστο); νά έμβλέψη πολλάκις δι? Αμαρτίας τοΰ παρελθόντος, τόσαι
είς τά έλατήρια τοί^ έλέγχοντο;. Εινε άγνά ή αίτίαι ύπάρχουσιν, ώθούσαι εις την πτώσιν καί
•εΐνε σκολιά ; εινε απροσωπόληπτα ή εινε έμ- την άθέτησιν τού καθήκοντος ; Έπειτα, τίνές
ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ 19 i
οί έλέγχοντες; δεν είνε άνθρωποι και αυτοί; ό­ ιδίαν ύπεροχήν. Καί άν δεν ήνε τοιοΰτος, δεν
σον καί άν είνε άπηλλαγμένοι παθών, δύνανται δύναται όμως ή νά θε&ορηθή ώς τοιοΰτος, είς ού-
να εϊπωσιν δτι ούδεμ.ία ηθική κηλίς, ούδέν ήθι- δενδς δέ τούς λόγους τά ώτα κλείονται τόσον,
κδν στίγρ.α ρυπαίνει την ηθικήν αυτών περιβο- όσον.είς τούς λόγους ένδς έγώίστοΰ.
λήν ; Ζητούσι νά λιθασωσι την μοιχαλίδα. "Ε­ Ό έλεγχος δεν πρέπει νά γίνεται καί κατα­
στω. Άλλ’ άν δ Χριστός ελεγεν αΰτοϊς : δ κόρως. IIας λόγος καθ’ ημέραν έπαναλαμβα-
αναμάρτητος πρώτος τδν λίθον βαλέτω ; Δέν νόμενος, καταντφ τεπριμμ.ένος καί φορτικός, πρδ
θ’ άπήρχοντο κατφσχυμένοι καί δεν θ’ άπέμε- πάντων δέ λόγος ελεγκτικός, πλήττων τήν φι­
νον άναυδοι ; , λοτιμίαν καί τδν έμφυτον ήμΐν έγω'ίσμόν, ίσχυ-
"Επ.ιτα δ έλεγχος πρέπει νά προέρχεται μέν ρότερον είς τάς μ.άλλον αμαρτωλάς ψυχάς. "Λ)-
καί έξ αισθήματος δικαιοσύνης, άλλ’ ή αγάπη λως τε τδ έλέγχειν είνε μέν καθήκον, αλλά κα­
πρέπει νά ηνε πάντοτε άχώρισ.ος” αύτοΰ. Έκ θήκον λυπηρόν, συχνά δ’ ελεγχόμενοι καταντώ-
του χαρακτηρος τής αγάπης έξαρτάται κυρίως ή μ,εν νά πιστεύσωμεν, ότι ό έλέγχων δέν ώθει-
ήθικότης τοΰ ελέγχου. Έκ του στοιχείου τής α­ ται ύπδ τής αγάπης καί τοΰ καθήκοντος, άλλ’
γάπης έξαρτάται κυρίως καί τδ άποτελεσμάτι- ύπδ τού πάθους τοΰ κρίνειν καί έπικρίνειν τά
κδν αΰτόϋ. Ψυχή δέ άγαπώσα είνε ακατανόη­ τών άλλων. "Επειτα ό έλεγχος είνε έλεγχο:
τος άνευ τοΰ συναισθήματος τής έπιεικείας. Ή προσώπων, άλλά καί άρχών καί δοξασιών. Καί

.
όργιζομ,ένη κατά τού τέκνου της μήτηρ εκστο­ δ μ.έν τών προσώπων πρέπει νά ηνε μ.εμετρη-
μίζει βαρείς κατ’ αύτοΰ λόγους, αλλά τδ σπιν­ μένος καί νά γίνεται μ.όνον, όταν δέν ύπολείπε-

θηροβολούν ομμα της ύγραίνει άμα τδ δάκρυ
τής συμπάθειας, έπί δέ τών χειλέων της λόγοι
οργής καί τρυφερότητος καί αγάπης πλανώνται
καί ιπτανται άναμίξ. Έκτδς τούτου ή αγάπη
ται άλλο βελτιώσεως μ.έσον, δ δέ τών άρχών
καί τών δοξασιών δύναται νά ηνε συνεχής.
Αντί μια ειπης πρός τινα «είσαι κλέπτης ή ά-
νήθικος», δμίλησον είς αύ-.δν σοφώςκαί πειστι-
είνε δύναμις έλκουσα καί συμπαρασύρουσα. Ό κώς κατά τής κλοπής καί τής άνηθικότητος.
παΐς εϋκολώτερον διαπαιδαγωγεΐται ύπδ τής Έσο βέβαιος, ότι θά σ’ έννοήση καί θ’ άκούση
μητρδς αύτοΰ, οΰ μόνον διά την άπαλότητα τής τοΰ λόγου σου μ,ετά ήττονός δυσαρέσκειας καί
ψυχής αύτοΰ, αλλά διότι συνδέεται πρδς αυτήν πλείονος προσοχής.
Π
διά τοΰ μυστηριώδους εκείνου καί πανισχύρου Ό ’Ιησούς ήλεγξε πολλάκις πλάνας καί κακίας
συνδέσμου, δστις ένοϊ καί άφομ.οιοΐ μόνον ψυ- καί ενίοτε τάξεις προσώπων,σπανιώτατα δέ(πρό-
χάς άγαπώμένας. Τοιουτοτρόπως συμβαίνει καί σοοπα όνομαστι καί ταΰτα ούχί έκ τών έχθρών
εις τάς μεγαλειτέρας ηλικίας.Εις συμβουλήν τοΰ αύτοΰ. Καί πρδς τδν παραδιδόντα δέ ’Ιού-,
φίλου> ημών, ήοέμα καί μ.ετά γλυκύτητος ήμ.ΐν δαν είπεν : εταίρε, έ<ρ'ώ πάρει ; Καί ήτο ’Ιη­
Α.

λεγομέ/ην, πειθόμέθα άκοπώτερον. ’Ενώ, άν ή σούς έκεΐνος, άνευ ρύπου καί άνευ αμαρτίας, μή
συ'μβουλή προέρχεται έκ καρδίας δυσμ.ενοΰς ή- έχων άνάγκην νά φανή έπιεικής, όπως δειχθή
μΐν καί έκφέρεται βαρεία καί απότομος, κατ’ καί πρδς αύτδν άλλος έπιεικής. Ούτως έπολι
έπιταγήν καί όχι κατά παράκλησιν, τδ έν ήμΐν τεύθησαν καί οί ’Απόστολοι. Όποια μαθήματα
άνταρτίκδν καί. δυσυπότακτον στοιχείο ν έξεγεί- διά πάντα, ζηλοΰντα νά έλέγχφ έν πνεύματι
ρέται άκαμπτον, ύπδ τυφλού δέ πείσματος, δεν γνησίου καί άδολου Χριστιανισμού !
δεχόμεθα καί' δεν έκτελοΰμεν ο,τι εσωτερική
Μ. Γαλανός.
φωνή δμ.ολόγεΐ εύλογον καί δρθόν., Ή άρ.αρτοιλή
ψυχή είνε ασθενής. Διατί οι άξιοΰντες νά θερα-
πεύσωσιν αυτήν ν’ άπαξιώσι τάς θωπείας καί ΑίΙΡΕΑΙ ΤΠΕΡ ΤΟΤ ΣΤΑΑΟΓΟΤ.
δλα τά ήπια μέσα, . δι’ ών ή κακότροπος διά-
θεσις τοΰ ασθενούς μ,αλάσσεται καί δέχεται νά Έν Τεςγέΰττ], 8)20 Ανγονατον 1888.
ύποβληθη είς τήν θεραπείαν προσηνούς καί ψυ­
Πρδς τον αξιότιμου Κύριον Κ. Κυβμήν
χολόγου καί κατακτώντος τήν εμπιστοσύνην
καί τήν αγάπην αύτοΰ ιατρού ; ταμίαν τοΰ Συλλόγου τΐ/ς t Αναπλάαεως»
"Οπως δ’ ό έλεγχος φαίνηται προερχόμενος Είς Αθήνας.
έξ αγάπης, άνάγκη ού μόνον νά προσεδρεύ'/f τώ
Ααμβάνω τήν τιμήν νά δίαβιβάΰω νμΐν
έλέγχοντι ή έπιείκεια, αλλά καί νόΡέξωθήται
έγκλείΰτως επιταγήν εν ’όψει δραχ. 50, ώς
προσεκτικώς άπ’ αύτοΰ παν στοιχΚον έγωϊσμοΰ.
Συνδρομήν μου ετηβίαν ύπερ τον ε&ναφελε-
Ό ελέγχων πρέπει νά ηνε ήθικώς κρείσσων
ατάτου περιοδικού τον δμωννμον Συλλόγου.
.τοΰΊλεγχομένου, αλλά δεν είνε πρέπον νά λέγη
αύτδς τούτο, πολλώ μ.άλλον νά έπαναλαμβάνγ Αεζαύ&ε τά δέβη μου
κατακόρως αύτό. "Αλλως,· φαίνεται, ότι έλέγ- ΔΙΟΝΎΣΙΟΣ ΤΤΠΑΑΑΟΣ &ΤΑΙΑΣ
χει, ούχί όπως διορθώση, άλλ’ όπως καταδει­
κνύω·/ τήν κατάπτωσιν τών άλλων, έξάρη τήν
1θ2 αναπλ.αςι:

ΕΙΣ ΦΟΡΑ 1 ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ


ΤΠΕΡ ΓΒΝ ΠΕΙΝΟΝΤΒΝ ΗΠΕΙΡΩΤΩΝ
Αρχ. Γρ. Γ. sis Βουδα-Πέατην έλήφ&η' έξα/ρετα'
Κατά τά δηαοσιευθέντα έν προηγουυ.ενω γράφομεν ταχνδρομικώς. — Μ. II. Α. -λ. Γερ. Λίβα­
φόλλω είσεπράχθησαν <V 114,80 νον έλήφϋη' περιμένομεν ανυπομόνως άπάντηαιν επί
Έκ των έν Βενετία μελών της ζητημάτων.— κ. I. Σ. Μαριενβάδ' έλήφϋηααν' αντά­
«Άναπλάσεως» είσηνεγκον οί κκ. ξια προσδοκιών' ανμμορφονμεϋα. — Αρχ. Π. Κ. Λι·
Άρχ. Σ. Νικοκάβουρας ??·%?■ 5
βόρνον' έλήφ&η' φροντίσομεν περί εΐαπράξεως'— Ίερ.
πρόεδρος της κοινότ. Σ. Κ. Ζαλ. ’Ιωάννινα' ίλήφϋησαν επιοτολαί' εΐοεπράχϋη-
Γιαννιώτης » )) 50
euv χρήματα' έγράψαμεν φύλ,λα ζητηϋίντα έπέμφϋη-
Π. Τυπάλδος Φορέστη: » 20 ααν. — Καϋψ/. κ. Σαγκρ. ’Ιωάννινα' συνέχεια δεν
Γ. Π. Σκαλτσούνη: » 20 ίλήφϋη έτι. — Κνρ. Λ. Χρνα. Μανχεατρίαν ένεργή-
Μάρκος Δ. Ζερβός )) )) 10 οατε, παρακαλονμεν. —ν.. Λ. Φραγ. Τσαγχαράδαν' ι-
Άναττ. Καττόρης » » 22
λ.άβομεν επιστολήν σας' ινχάμε&α εκ -/.αρόίας άνάρ-
κόμητσα Έλ. Άλβρίτση » » 20
ρωσιν.— κ. Λ. Κνρ. Σπάρτην' ίλήφϋησαν 'ευχάριστου
Το δλον <ρρ. χρ 147 δο. 185,20 I μεν πέμπονται φύλλα. — Κ. Ε. Κνρ. Αργοστολιού
| ονμμορφαύμε&α. — κ. Έλ. Τραγ. Λίαναχλάδι' συν­

.
Έκ δε των έν Άθηναις εϊσηνεγκον ot κκ. δρομή ελεήφϋη.—- κ. Σ. Ασλ. Ρόδον χρήματα έλήφϋη-
Μ'. Β. Σπηλιόπουλο δ;, i σαν' ευχάριστουμεν. — κ. Λ. Κολ. Πορταριάν ίατά-
Δ. Βάμβας
Άνωνύμως
’Ανωνύμως
Άνωνύμως
»

»
3
3
5
» 10
.Θ λησαν. — κ. Β. ’ΐωαν. Τραπεξοϋντα' φύλλα έστάλη-
σαν' άπόδειξις πέμπεται. — κ. Π. Χριοτ. Γαλάτσι'
εγράψαμεν ταχνδρομικώς. — κ.κ. άδελ. Λεπ. Καν)
πολιν' φύλλα ζητη&έντα επέμφϋησαν' ή αποστολή πάν­
X. Β. » 5 τοτε ταχτική.— κ. Ν. Μπογ. Κέρκυραν' επιστολή σας
<9. I. Κόντης » 10 μετά χρημάτων έλήφ>9ή' εύχαριστονμεν' έγράψαμεν
Ν. Σδούνιας » 5 εσώκλεισαντες αποδείξεις. — Π. Μ. Φ. I. Φιλιππού-
Α. Πρεζάνης » 5
πολιν' χρήματα έλήφϋησαν' εύχαριστονμεν.— κ. Σερ.
Π
Γ. Λυγδόπουλο; » 5 ίερ. Αγχίαλον' έπέμψαμεν. — Ιεράν μονήν Κλιβάνου'
Ν. Μπέκας δήμαρχο; Πραμάντων... » 5
έλήφ&ηοαν χρήματα' ινχαριστονμεν. — Αρχ. Σ. Ν.
Τδ δλον δραχμαί 360. Βενετίαν έλήφ&ησαν χρήματα' άπηντήααμεν ταχυδρο­
μικός.— κ. I. Βαρδάκ. ’Ιωάννινα4 σνμμορφούμε&α.—
Έκ των ανωτέρω 360 δραχμών αί 185,20 κ. Άϋ. Λν-κιαρ. Αζδφ-Αόν' έγράψαμεν' περιμένομεν
Α.

έπέμ^ησαν διά τοϋ έν Βενετία άνταποκριτοϋ άπάντηαιν. — κ. Χρ. Γεωργ. Τούχ' έχετε δίκαιον.—
τοϋ Συλλόγου κ. Σ. Νικοκάβουρα αρχιμανδρί­ Β- Σταμ. Λευκάδα' συμμσρφούμεϋ-α. — κ. hi. Κοίκ.
του, τη επιμελεία τοϋ όποιου καί συνελέγησαν, Μιτηλύνην' χρήματα έλήφ&ησαν εύχαραποϋμεν. — κ.
εις την έν Ίωαννίνοις κεντρικήν επιτροπήν, A. Κ. Μ. ϋρέβεξαν αυνεμορφώϋημεν.—κ. Κυρ. Βεν.
τά δε υπόλοιπα μένουτιν εις τδ ταμεΈον τοϋ Σύρον έλήφ&η. — κ. Κ. Ζ. Βροσ&ένιον έλήφ&η. —
Συλλόγου, δπως δοΟώσι μετά των άλλων συλ- ■λ. ’Επί. Ιίν. Αργοστολιού' ϋέματα Ιπί τδ προΛιτικάτε-
λεχθησομένων εις την ένταϋθα επιτροπήν. ρον προτιμιόνται.— κ. Παπ. ΟΙκ. Αλιβέριον έλήφ&η'
άνεγνώσ&η μετά ανγκινήσεως. — Αρχ. ©.· Μ. Τρίπο-
λιν' έλήφϋη' περιμένίτ&ι άπάντηαις επί των ΰποβλη-
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΝΑΉΛΛΣΕΩΣ
ϋύ.ντων ζητημάτων. — κ. Γ. Κ. Μπελ. Καλάμας' έπι-
ατολή σας έλήφ&η' εύχαρΚΡτοΰμεν. —κ. Στ. Καρ. Τή­
'Ο χ. ’Ιγνάτιος Μοβχάκης ίδωρήαατο τή βι-
νον' έλήφϋησαν χρήματα' εύχαριστονμεν. — κ. Π.
βλιο&ήχη τοϋ Συλλόγου ίχ τών εαυτού συγ­ Τσιρ. Ρώμην συμμορφούμε&α. — κ. Μ. Μαλ. ’Οδησ­
γραμμάτων τέσσαρας τόμους ά) Λόγοι ίκχλη- σόν ίπιατολή σας έλήφ&η' πΐμπομεν. — κ. Κ. Μακρ.
βιαΰτιχοϊ »«ί μΰλΑται, β’) Ή φιλοσοφία των Κέρκυραν ζητη&έντα επέμφ&ησαν έχετε δίκαιον' άλ­
πατέρων τής ’Εκκλησίας, γ) Μελίται περί των λα τακτικ&ς πέμπομεν.—κ. Ν. Μπέκ. Πράμαντα' αυν-
δρομαϊ έΧηφϋησαν εύχαριστοΰμεν.—κ. "Αγγ. Καμ. Τή­
Χριστιανών άπολβγηνων, 8') Μελέτκι κατά
νον χρήματτί ^έλήφϋηααν εύχαριστονμεν. — κ. Γ.
τοϋ υλισμού.
Σταυρ. Σάμον' επιστολήν έλάβδμεν' χρήματα είσπρά-
'Ο χ. Λ. Δ. Καππώτος, πρώην γυμνασιάρ ­ ξομεν εύχαριστονμεν' δνάματα συνδρομητών πέμψατε.
χης, έδωρήβκτο $ν τεύχος των προλεγομένων
αυτών a(g τήν φιλοσοφίαν της ιστορίας.
, ΪΤύποις Λ. Κολλα^άζη xal Ν. Τριαντάφυλλου
— Κάτιαϋι τοϋ Λημαρχείου —

You might also like