Εργασία για καταδίκη σε δήλωση

You might also like

Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 10

ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΛΟΓΩ ΔΗΛΩΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΣΤΟ

ΠΛΑΙΣΙΟ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ ΕΝΩΠΙΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ


Τμήμα Νομικής ΑΠΘ
Μάθημα: Δίκαιο Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης
Καθηγητής: Αναστάσιος Παυλόπουλος
Συντάκτης: Αναστάσιος Μπερμπέρης (ΑΕΜ:57064)
Εαρινό Εξάμηνο 2020-2021

Υπόθεση Miljevic v. Croatia ενώπιων ΕΔΔΑ

Πραγματικά Περιστατικά
Tο χρονικό της υπόθεσης εξελίσσεται σε δύο ποινικές δίκες στη Κροατία κατά του αιτούντος
(Miljevic) ο οποίος στη πρώτη κατηγορείται για εγκλήματα πολέμου κατά άμαχου
πληθυσμού και στη δεύτερη για δυσφήμηση ενός πρώην συνταγματάρχη και ακτιβιστή που
προέκυψε κατά τον τελευταίο από την τελική απολογία του κατηγορουμένου/αιτούντος στο
πλάισιο της πρώτης δίκης.
Ο προσφεύγων στο ΕΔΔΑ κροατικής καταγωγής κατηγορήθηκε στις 4/9/2006 για
εγκλήματα πολέμου, για γεγονότα που έλαβαν χώρα το 1991 και άνοιξε ποινική δίκη στο
«Επαρχιακό Δικαστήριο» του Σισάκ (Πρωτοδικείο θα λέγαμε). Η κατηγορία ήταν ότι είχε
συμμετάσχει σε απαγωγή και θανάτωση τεσσάρων τροφίμων από τις φυλακές της Γκλίνας.
Το χρόνο που διεξάγονταν η υπόθεση αυτή της πρώτης δίκης καλύπτονταν τηλεοπτικά από
την εκπομπή «Έρευνα» λόγω υψηλής δημοσιότητας που είχε λάβει , ενώ ενεργό ρόλο είχε
ένας συνταξιούχος αξιωματικός Ι.Ρ. με ειδικές ανάγκες και πλέον ακτιβιστής με σκοπό την
έρευνα και τη συλλογή στοιχείων για παρόμοια εγκλήματα. Ο κατηγορούμενος στη τελική
του απολογία στο δικαστήριο πρόσαψε στον ακτιβιστή αυτόν ότι είχε στήσει πλεκτάνη για
την ενοχοποίησή του με το να συμβουλεύει του μάρτυρες τι και πως θα καταθέσουν εις
βάρος του ενώ παράλληλα πως είχε συμβάλλει και στην μεροληπτική παρουσίαση των
γεγονότων από την εκπομπή «Έρευνα». Τελικά το δικαστήριο Δεκέμβριο του 2008
αποδέχτηκε την ενοχή του και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 12 ετών. Η
καταδικαστική απόφαση όμως ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο Κροατίας τον Ιούνιο
του 2009 και η υπόθεση παραπέμφθηκε στο ίδιο δικαστήριο υπό άλλη σύνθεση το οποίο
εξέδωσε αθωωτική απόφαση υπέρ του αιτούντος Νοέμβριο του 2012 και βεβαιώθηκε η
αθώωση από το Ανώτατο Δικαστήριο το 2014. Επειδή αποδείχθηκε πως όντως ο
κατηγορούμενος πήρε τους 4 κρατούμενος πολίτες αλλά τους παρέδωσε σε μια ένοπλη
ομάδα στρατιωτικών αστυνομικών, δεν ήταν εκείνος που τους εκτέλεσε κι ούτε γνώριζε πως
θα συμβεί αυτό.
Παράλληλα ο ακτιβιστής και παλαίμαχος τον Ιανουάριο του 2009 (ένα μήνα μετά την
κατάφαση της ενοχής του Rabec Miljevic ) κίνησε ποινική δίωξη εναντίον του για
δυσφήμηση κι άνοιξε δεύτερη διαδοχικά ποινική δίκη.
Οι δηλώσεις που είχαν γίνει από τον τελευταίο R.M. κατά του ακτιβιστή Ι.P. που
περιλαμβάνονταν στους τελικούς ισχυρισμούς του ενόψει της πρώτης ποινικής διαδικασίας
υποστηρίχθηκε πως προσέλαβαν τη τιμή και την υπόληψη του I.P. καθώς πρόκειται κατά
μεγάλος μέρος αυτών για ψευδή συμβάντα και περιήλθε σε δεινή ψυχολογική κατάσταση
ενόψει του ότι οι απόψεις του R.M. εκφράστηκαν δημόσια (στο ακροατήριο του
δικαστηρίου) και αναπαράχθηκαν κι από τη σχετική τηλεοπτική εκπομπή με αποτέλεσμα να
πρέπει να λάβει ιατρική βοήθεια ο Ι.P. φερόμενο ως θύμα της δυσφήμησης. Αναλυτικότερα
οι ισχυρισμοί στη τελικής απολογίας του κατηγορουμένου R.M. στη πρώτη δίκη, που έγιναν
αντικείμενο εξέτασης για τυχόν δυσφήμηση στη δεύτερη δίκη, είχαν ως εξής:
 Πως ο Ι.P. είχε υποκινήσει με πολιτικά κίνητρα την ενοχοποίηση του R.M. για
εγκλήματα πολέμου κι είχε επηρεάσει εις βάρος του τη ποινική διαδικασία.
 Πως είχε επηρεάσει μάρτυρες αφού κάποιοι όπως ισχυρίζεται ο R.M. είχε δει να
τους συναντά ενώ κάποιος άλλος μάρτυρας ο Ι.Τ. να εμφανίζεται. στη τηλεοπτική
εκπομπή της οποίας οι συντάκτες συμβουλεύονταν από τον Ι.Ρ. και κάποιοι από
αυτούς να αλλάζουν τη κατάθεση τους στη διαδικασία της πρώτης δίκης.
Ο I.P. προσθέτει πως ο R.M. τον κατηγόρησε επίσης για συμμετοχή σε εγκληματική
οργάνωση μαζί με άλλους βετεράνους Κροάτες πρώην στρατιωτικούς κάτι το οποίο ο
R.M. αρνείται πως εκφράστηκε ποτέ έτσι για την δράση του. Ο Ι.Ρ. επίσης ισχυρίζεται ότι
δεν έτυχε να βρεθεί στη τελευταία διαδικασία του R.M για να ακούσει την τελική
απολογία του αλλά όλα τα παραπάνω τα έμαθε από το διαδίκτυο ενώ παρευρέθηκε σε
προηγούμενες συζητήσεις της υπόθεσης και με αυτόν το τρόπο γνώρισε εκ των υστέρων
τους μάρτυρες στους οποίους δεν άσκησε καμία πίεση και επιρροή.

Κρίσεις Δικαστηρίων της Κροατίας


Στη δεύτερη δίκη περί της δυσφήμησης του Ι.Ρ. παρόλο που ο R.M. προέβαλε ως ισχυρό
αντεπιχείρημα κατά της κατηγορίας, ότι οι δηλώσεις του έγιναν στο πλαίσιο άμυνας στη
πρώτη δίκη, το ίδιο «Επαρχιακό Δικαστήριο» τον κρίνει ένοχο για δυσφήμηση και δέχεται
όλους τους ισχυρισμούς του Ι.Ρ. Μάρτιο του 2012. Εξετάζει τους μάρτυρες της πρώτης
δίκης πάλι και τον Ι.Τ. μαζί, του οποίου η κατάθεση δεν αμφισβητείται ως προς την
αξιοπιστία της αν και δέχεται το δικαστήριο ότι δεν μπορεί να εξακριβώσει πότε και πως
γνωρίστηκαν με το θύμα Ι.Ρ.. Στηρίζεται σε μαρτυρικές καταθέσεις και αποδεικτικά
στοιχεία που έχουν εισφέρει δημοσιογράφοι που παρακολουθούσαν τις δηλώσεις του
R.M. στη πρώτη δίκη. Ειδικότερα για το γεγονός πως ο R.M. εξέφρασε τον ισχυρισμό ότι
ο Ι.Ρ. ηγείται μιας εγκληματικής οργάνωσης το δικαστήριο βεβαιώθηκε στηριζόμενο στη
κατάθεση του Ζ.G. δημοσιογράφου πως σε εφημερίδα του ο R.M. αναφέρθηκε καθ’ αυτό
το τρόπο. Η σημαντικότερη κρίση του δικαστηρίου όμως ήταν ότι ο κατηγορούμενος δεν
είχε στόχο με αυτές τις δηλώσεις να καταστρώσει την άμυνα του στη δίκη περί
εγκλημάτων πολέμου αλλά πρωταρχικός σκοπός του ήταν να βλάψει τον Βετεράνο Ι.Ρ.
δεδομένης της προσφοράς του στο παρελθόν την οποία επεδίωξε ο R.M. να αμαυρώσει.
Οι ισχυρισμοί αυτοί στη τελική απολογία της πρώτης δίκης δεν θεωρούντο
αποτελεσματικοί για την υπεράσπιση του καθώς ο κατηγορούμενος έπρεπε να εστιάσει
στη κατάρριψη των αποδεικτικών στοιχείων που υπήρχαν εις βάρος του, να προτείνει
αντικειμενικούς και εύλογους ισχυρισμούς άμυνας κι όχι να βλάψει άλλον με τρόπο
αντίθετο στη καλή πίστη, δέχεται το επαρχιακό δικαστήριο του Σισάκ. Εκφράσεις που
προσδίδουν στο Ι.Ρ. ακατανόητες δυνάμεις ώστε εκείνος να θεωρείται ικανός να
κατευθύνει μια εγκληματική και παράνομη οργάνωση και να μπορεί να επηρεάσει
μάρτυρες καταθέτοντας αυτοί με τη σειρά τους ψευδή γεγονότα αντιμετωπίζονται ως
δυσφημιστικές και επιβλαβείς για τον Ι.Ρ. ο οποίος όντως όπως αναφέρεται απέβλεψε σε
ιατρική βοήθεια καθώς όλα τα προαναφερθέντα είναι στη δημόσια κοινή θέα του
διαδικτύου . Το δικαστήριο όμως δεν έμεινε μόνο εκεί θεώρησε ότι οι ισχυρισμοί αυτοί
του R.M., που παρουσιάζουν τον απόστρατο Βετεράνο κι ακτιβιστή ικανό να επηρεάζει
ποινικές διαδικασίες, περιέχουν αιχμές κατά του νομικού και δικαιοδοτικού συστήματος
της Κροατίας και το υπονομεύουν αφού το θίγουν ως ευάλωτο και έρμαιο του όποιου
τυχαίνει να έχει τέτοια ανάλογη δύναμη επιρροής κλονίζοντας εν τέλει τα εχέγγυα ορθής
απονομής δικαιοσύνης και της εμπιστοσύνης που έχουν οι πολίτες σ αυτό.
Ο R.M. ασκεί έφεση κατά της παραπάνω καταδικαστικής απόφασης για δυσφήμηση στο
ίδιο δικαστήριο με την αντίρρηση ότι δεν εκτίμησαν καθόλου την εκστρατεία εναντίον
του που διεξάγονταν από τον Ι.Ρ. στο πλαίσιο της πρώτης υπόθεσης που εν τέλει κρίθηκε
αθώος. Εκείνο θα αποφανθεί με διαφορετική σύνθεση τον Ιανουάριο του 2013 κι
απορρίπτει την έφεση αφού υποστηρίζει τη συλλογιστική της πρωτόδικης απόφασης.
Ο καταδικαζόμενος R.M. καταφεύγει για την υπόθεση της δυσφήμησης και στο
Συνταγματικό Δικαστήριο της Κροατίας το οποίο θα απορρίψει τη προσφυγή περί μη
τήρησης του Συντάγματος ως απαράδεκτη γιατί είναι προδήλως αβάσιμη.
Αφού ο R.M. εξάντλησε όλα τα μέσα από εσωτερικό ένδικο οπλοστάσιο, Οκτώβριο του
2013 προσφεύγει στο ΕΔΔΑ με αίτημα να εξεταστεί η παραβίαση του δικαιώματος στην
ελευθερία της έκφρασης άρθρο 10 ΕΣΔΑ και του δικαιώματος του του σε μια δίκαιη δίκη
άρθρο 6 ΕΣΔΑ καθώς το δικαστήριο που έκρινε την απόφαση για δυσφήμηση στερούνταν
αμεροληψίας λόγω κακής σύνθεσης.
Η Υπόθεση στο ΕΔΔΑ
Ο R.M. υποστηρίζει στην αίτηση του πως είχε βάσιμες ενδείξεις να πιστεύει πως «ο Ι.Ρ.
είχε επηρεάσει μάρτυρες στη δίκη» του πρώτου για εγκλήματα πολέμου καθώς ο
τελευταίος συναντιόνταν με μάρτυρες ενώ κάποιοι από αυτούς φαίνεται ότι άλλαζαν τη
κατάθεση τελευταία στιγμή. Σημαντικό ρόλο έπαιξε κι η τηλεοπτική εκπομπή «Έρευνα»
στην προετοιμασία της οποίας είχε βοηθήσει ο Ι.Ρ. καθώς και η γενικότερη μεροληπτική
στάση των μέσων τότε εις βάρος του R.M.. Σκοπός του ήταν με αυτές τις δηλώσεις να
αξιολογηθούν αυτά τα περιστατικά από το δικαστήριο και παραπέρα να πετύχει την
υπεράσπιση του κι όχι να βλάψει τη φήμη του Ι.Ρ. ενώ κατά την άποψη του θα υπήρχε
μεγάλη επιβάρυνση για κάθε κατηγορούμενο που θα διέτρεχε τον κίνδυνο να επικριθεί για
τις δηλώσεις του σε μια διαδικασία. Κατ ΄αυτόν το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης
είναι ανώτερο αυτού της προστασίας της φήμης με επακόλουθο τα δικαστήρια της
Κροατίας να μην προέβησαν σε ένα δίκαιο ζύγισμα αυτών των δικαιωμάτων.
Η κυβέρνηση απαντά στους ισχυρισμούς της προσφυγής του R.M. πως τα δικαστήρια
ορθά στάθμισαν τα 2 αντικρουόμενα δικαιώματα και τον καταδίκασαν για δυσφήμηση
αφού δέχεται πως είναι θεμιτός κι αναλογικός ο περιορισμός του δικαιώματος της
ελεύθερης έκφρασης (άρθρα 16 , 38 Κροατικό Σ) εφόσον προβλέπεται ότι μπορεί να
περιορίζεται από άλλο νόμο ( το έγκλημα της δυσφήμησης αρ. 200 Κροατικός ΠΚ) ο
οποίος περιορισμός ήταν αναγκαίος για την προστασία της φήμης του Ι.Ρ..
Παραπέρα έτσι προσθέτει πως το συνταγματικό δικαίωμα του άρθρου 16 δεν είναι
απόλυτο για να παρέχει τέτοια ελευθερία για δυσφημιστικές δηλώσεις ενώ συμφωνεί με
τα δικαστήρια η κυβέρνηση πως οι συγκεκριμένες δηλώσεις είχαν στόχο τη βλάβη του
άλλου αφού έγιναν στο ακροατήριο ενώπιο δικαστηρίου και παρουσία κοινού και ο τότε
κατηγορούμενος δεν απέδειξε την αντικειμενικότητα αυτών των δηλώσεων.
Κρίσεις του ΕΔΔΑ
Γενικά το Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν θα αμφισβητήσει και θα δεχθεί όλα τα
ουσιαστικά πραγματικά περιστατικά όπως βεβαιώθηκαν εκείνα από τα εγχώρια
δικαστήρια ενώ το μόνο που θα ελέγξει είναι η συμβατότητα των νομικών κρίσεων των
δεύτερων με το ΕΣΔΑ.
Το ίδιο εκτιμά και απαντά στα παραπάνω πως τα δικαιώματα που βρίσκονται προς
στάθμιση είναι το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης (άρθρο 10 ΕΣΔΑ) και το δικαίωμα
σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8 ΕΣΔΑ) τα οποία απολαμβάνουν την ίδια και ίση
προστασία από τη σύμβαση και κανένα δεν είναι ανώτερο από το άλλο.
Δηλαδή ο προσφεύγων άσκησε το δικαίωμα του αρ.10 εκφέροντας τη δήλωση στο
δικαστήριο, πως ο I.P. είχε επηρεάσει μάρτυρες και συνέβαλλε έτσι στη καταδίκη του, για
να μπορέσει να υπερασπιστεί τον εαυτό του εν όψει της ποινικής διαδικασίας ώστε να
έχει περαιτέρω την εγγύηση μιας δίκαιης δίκης (άρθρο 6 ΕΣΔΑ)
Με αυτήν όμως τη δήλωση θίγεται το δικαίωμα του Ι.Ρ. να γίνει σεβαστή η ιδιωτική του
ζωή ( άρθρο 8).
Δέχεται το δικαστήριο πως όντως τίθεται ζήτημα αν τηρήθηκαν οι εγγυήσεις μιας δίκαιης
δίκης του άρθρου 6 αφού θεωρήθηκε πώς ο αιτών στη πρώτη δίκη κακώς πρόβαλλε
τέτοιους ισχυρισμούς υπεράσπισης κι έτσι περιορίζεται δηλαδή η δυνατότητά του
αποτελεσματικής άμυνας του. Παρ όλα αυτά το 6§3 της ΕΣΔΑ δεν παρέχει στο
κατηγορούμενο την απεριόριστη ελευθέρια να προβαίνει σε αμυντικές δηλώσεις με
οποιοδήποτε περιεχόμενο. Αλλά συσταλτικά φαίνεται να ερμηνεύει το δικαστήριο του
Στρασβούργου και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ λέγοντας πως ο όρος «ιδιωτική ζωή» δεν μπορεί
να διαβαστεί με την ευρεία του έννοια ώστε να υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να
θιγεί το σχετικό δικαίωμα.
Αναλυτικότερα ,όπως δέχονται οι διάδικοι ( Κροατική Κυβέρνηση – Αιτών ) έτσι
και το δικαστήριο πως η προστασία της φήμης και της τιμής ή το άρθρο 8 ΕΣΔΑ
για το σεβασμό ιδιωτικής ζωής καταρχήν συνιστά περιορισμό της ελευθερία της
έκφρασης άρ.10 ΕΣΔΑ η οποία ελευθερία καλύπτει και τις δηλώσεις που γίνονται
ενώπιο δικαστηρίου. Το ΕΔΔΑ αρχικά ελέγχει στη συγκεκριμένη υπόθεση αν
αυτός ο περιορισμός/η παρέμβαση στη ελευθερία έκφρασης
 πρώτον προβλέπεται από κάποιον νόμο
 δεύτερον υπηρετεί έναν ή περισσότερους νόμιμους σκοπούς
 τέλος αν είναι αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία
Ως προς τα πρώτα 2 δεν έχει να αμφισβητήσει κάτι το Δικαστήριο, ως προς την αναγκαιό-

τα του περιορισμού όμως ανάγεται σε προηγούμενη νομολογία και γενικές αρχές ούτως ώστε
να διαπιστώσει αν η καταδίκη για δυσφήμηση του R.M. ήταν αναλογική. Το δικαστήριο εδώ
δέχεται ότι πράγματι λάβαν χώρα οι εξής δηλώσεις του αιτούντος /κατηγορηθέντος για
δυφήμηση :
«η ποινική δίωξη του είχε υποκινηθεί πολιτικά και υποκινήθηκε από την I.P.», ότι «είχε
έρθει σε άμεση επαφή με τους μάρτυρες κατηγορίας και τους ασκούσε πιέσεις, παρέχοντάς
τους οδηγίες για τον τρόπο κατάθεσης» και ότι «είχε υποκινήσει μια λυσσαλέα εκστρατεία
στα μέσα ενημέρωσης με στόχο την παρουσίαση του αιτούντος ως εγκληματία» και
«ηγήθηκε εγκληματικής επιχείρησης ο (I.P.)»
Αρχικά διακρίνει γενικά τις δηλώσεις , εκδηλώσεις δηλαδή της ελεύθερης έκφρασης, σε
πραγματικούς ισχυρισμούς ,δηλώσεις που έχουν να κάνουν με τη πραγματικότητα και σε
υποκειμενικές αξιολογικές κρίσεις/απόψεις. Οι πρώτες μπορούν να αποδειχθούν και να
αναζητηθεί η αλήθεια των δηλώσεων περί πραγματικότητας οι δεύτερες όμως δεν μπορούν
και δεν πρέπει να αναζητηθεί σ αυτές τις υποκειμενικές κρίσεις η αλήθεια κι η βασιμότητα
τους γιατί παραβιάζει ακριβώς το δικαίωμα του άρθρου 10 §1 της ελευθερίας της έκφρασης.
Και δέχεται το δικαστήριο του Στρασβούργου πως για να ναι ο περιορισμός αναλογικός
αυτής της ελευθερίας πρέπει η αξιολογική κρίση να είναι υπερβολική. Στην υπόθεση
Μiljavic ορίζει τις δηλώσεις του ως πραγματικούς ισχυρισμούς. Όταν αυτοί πραγματικοί
ισχυρισμοί όμως άπτονται θέματος με δημόσιο συμφέρον μπορούν να θεωρηθούν ως
αξιολογικές κρίσεις.
Η δικαστική λειτουργεία και ο τρόπος απονομής δικαιοσύνης είναι σίγουρα ζήτημα
δημοσίου συμφέροντος. Όταν ο αιτών δηλαδή ισχυρίζεται πως ο I.P. ένας τρίτος υποκίνησε
τη ποινική καταδίκη του και επηρέασε μάρτυρες έμμεσα προκύπτει πως κι οι δικαστές είτε
δεν είναι αξιόπιστοι είτε είναι επιρρεπείς , δεν απένεμαν ορθά μια δίκαιη κρίση όπως
επιβάλλεται. Η δικαστική εξουσία όμως σε μια δημοκρατική κοινωνία, συνεχίζει το ΕΔΔΑ,
πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη των πολιτών οι οποίοι πιστεύουν στην αποτελεσματική
λειτουργεία της. Η εμπιστοσύνη αυτή κρίνεται άξια προστασίας από ουσιαστικά αβάσιμες
δηλώσεις. Ωστόσο εξαιρετικά πρέπει να γίνονται δεκτοί περιορισμοί έστω και μια επιεική
ποινή (χρηματική που έπρεπε να πληρώσει ο αιτών δω) για δηλώσεις που αφορούν θέμα που
αφορούν το κοινό συμφέρον και μόνο εξαιρετικά μπορούν να γίνουν δεκτές τέτοιες
παρεμβάσεις στην ελευθερία της έκφρασης σε μια δημοκρατική κοινωνία. « Η πιθανή
σοβαρότητα ορισμένων παρατηρήσεων (για τη δικαστική λειτουργεία στο πλαίσιο
διαδικασιών που εκκρεμούν ) δεν αναιρεί το δικαίωμα (ελευθερίας της έκφρασης) που
βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο προστασίας, δεδομένης της υπάρξεως ζητήματος δημοσίου
συμφέροντος» ως επακόλουθο να μην εφαρμόζεται σε τέτοια θέματα το άρθρο 10§2 ΕΣΔΑ
που προβλέπει τη δυνατότητα παρεμβάσεων στο δικαίωμα της πρώτης παραγράφου.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση το δικαίωμα του άρθρου 10§1 ερμηνεύεται στο πλαίσιο του
άρθρου 6§1 ΕΣΔΑ καθώς για να έχει ο κατηγορούμενος πρόσβαση σε μια δίκαιη δίκη πρέπει
να μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα και « στον οποίο πρέπει να δοθεί προτεραιότητα … να
μιλά ελεύθερα χωρίς τον φόβο μηνύσεως για δυσφήμηση όταν η ομιλία του αφορά τις
δηλώσεις και τα επιχειρήματα που προβάλλονται σε σχέση με την υπεράσπιση του» . Ενώ
πρέπει να παρέχεται στενότερο πλαίσιο ελέγχου των δηλώσεων αυτών στις αρμόδιες αρχές
στις οποίες δίνει τη δυνατότητα το άρθρο 10§2. Παρ όλα αυτά το άρθρο 6§3 ΕΣΔΑ εισάγει
περιορισμό στη χρήση του δικαιώματος άμυνας με την έννοια ότι αυτό δεν μπορεί να
ασκείται απεριόριστα ώστε να έχουν οι δηλώσεις υπεράσπισης οποιοδήποτε και άσχετο
περιεχόμενο κάτι το οποίο έγινε δεκτό στην υπόθεση Brandstetter v. Αυστρίας με την οποία το
ΕΔΔΑ έκανε και αυτούσια παράθεση τμήματος από αυτή στη υπόθεση εδώ . Από το κείμενο
της υπόθεσης εκείνης στο οποίο έκανε παραπομπή αναφέρεται πως θα ήταν υπερβολική
επέκταση της έννοιας του δικαιώματος άμυνας των κατηγορουμένων σε μια δίκη αν υποτεθεί
ότι
δεν μπορούν να διωχθούν για άλλο αδίκημα που διέπραξαν κατά την άσκηση του
δικαιώματος άμυνας προβάλλοντας ψευδείς ισχυρισμούς με σκοπό να βλάψουν μάρτυρα ή
κάποιον άλλον.
Δέχεται παρακάτω το δικαστήριο όσο άσχετη με τη άμυνα και κακόβουλη και επιβλαβής για
κάποιον άλλον κρίνεται μια τέτοια δήλωση τόσο θεμιτός γίνεται κι ο περιορισμός της
ελευθερίας του άρθρου 10 από το δικαίωμα του άρθρου 8 ΕΣΔΑ .
Το ΕΔΔΑ κρίνει πως πρέπει να γίνει σωστή εξισορρόπηση αυτών των δύο δικαιωμάτων και
θα χρησιμοποιήσει ορισμένα κριτήρια, για να καταλήξει αν υπάρχει δυσφήμηση και όντως η
καταδίκη του αιτούντος ήταν θεμιτή, τα οποία είναι :
I. Η φύση της προσβλητικής δήλωσης
II. Το γενικό πλαίσιο της ,κατά πόσο έγινε σε σχέση με τα επιχειρήματα της
υπεράσπισης
III. Η βασιμότητα της
IV. Η σοβαρότητα κι οι συνέπειες της για τον θιγόμενο
V. Η φύση κι η σοβαρότητα της κύρωσης που επιβλήθηκε για τη δήλωση αυτή
Ως προς τα πρώτα I,II,III κριτήρια το Δικαστήριο δέχεται πως οι παραπάνω δηλώσεις ,
που περιέχονταν στη τελική γραπτή απολογία του R.M. στη πρώτη δίκη για τα
εγκλήματα πολέμου και διαβάστηκαν επ ακροατηρίου, έγιναν στο πλαίσιο μιας ποινικής
δίκης όπου δίνεται το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή
γεγονότων επιδιώκοντας την ανατροπή της αποδεικτικής δύναμης των άλλων στοιχείων.
Οι δηλώσεις περί επιρροής και παραποίησης μαρτυρικών καταθέσεων έγιναν στο
πλαίσιο άμυνας και αν γίνονταν δεκτές από τα δικαστήρια της χώρας του αιτούντος « θα
έθετε υπό σοβαρή αμφισβήτηση την αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων των
μαρτύρων και τη συνολική φύση της υπόθεσης». Κρίνονται δηλαδή σχετικές με την
υπεράσπιση και πρόσφορες , «επαρκείς» για το σκοπό που έγιναν. Σκοπός δεν ήταν η
επίθεση στο πρόσωπο του Ι.P. ο οποίος όφειλε να « επιδείξει ανοχή» στις δηλώσεις αυτές
καθώς πρόκειται για δημόσιο πρόσωπο αφού είναι ευρέως γνωστός ως βετεράνος και
ακτιβιστής ενώ υπάρχει έντονη ανάμιξη του στη τηλεόραση αφού ήταν συντονιστής της
εκπομπής «Έρευνα» που είχε ως αντικείμενο την πρώτη υπόθεση. Αν και δεν μετείχε
στη ποινική διαδικασία της πρώτης δίκης με καμιά ιδιότητα ως μάρτυρας λ.χ. την
παρακολούθησε και ήρθε σε επαφή μαζί με μάρτυρες. «Αναμφισβήτητα εισήλθε στη
δημόσια σκηνή σε αυτόν τον τομέα κοινωνικού ενδιαφέροντος και, ως εκ τούτου, ήταν
καταρχήν υποχρεωμένος να επιδείξει ευρύτερο επίπεδο ανοχής στην αποδεκτή κριτική
από ένα άλλο ιδιώτη». Δω χρησιμοποιεί κι ένα άλλο κριτήριο το Δικαστήριο αν και δεν
το μνημονεύει ρητά κατά πόσο δηλαδή η δημοσιότητα του θιγόμενου είναι ευρέως
διαδεδομένη. Τα δικαστήρια της χώρας έπρεπε να εκτιμήσουν όλα τα παραπάνω στη
δεύτερη δίκη περί δυσφήμησης καθώς οι επίμαχοι ισχυρισμοί αφορούν γεγονότα και δεν
στερούνται πραγματικής βάσεως.
Ως προς κριτήριο IV. για να υπάρχει προσβολή του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής
ζωής (άρθρο 8 ΕΣΔΑ) πρέπει μια έκφραση να έχει τέτοια σοβαρότητα που να θίγει την
απόλαυση του δικαιώματος. Ο όρος «ιδιωτική ζωή» δεν μπορεί όπως ειπώθηκε να
ερμηνεύεται εξαντλητικά για να καλύπτει μάλλον και τις παραπάνω δράσεις του Ι.Ρ..
Σίγουρα οι ισχυρισμοί του R.M. για τον Ι.P. κρίνονται υπερβολικοί αλλά τελικά δεν
επέφεραν σοβαρές συνέπειες εις βάρος του.
Πολύ σημαντικά δέχεται το δικαστήριο πως σοβαρές συνέπειες στη ζωή του Ι.Ρ. δεν
προκλήθηκαν εφόσον δεν κινήθηκε εις βάρος του ποινική διαδικασία για επέμβαση σε
μαρτυρικές καταθέσεις κάτι που ισχυρίζεται ο R.M. και προβλέπεται ως αδίκημα εγχώρια
και εφόσον τα προβλήματα υγείας, που αντιμετώπισε λόγω των αρνητικών για αυτόν
ισχυρισμών, δεν ήταν μακροχρόνια.
Τέλος για τη σοβαρότητα της ποινής (ΚριτήριοV.) που επιβλήθηκε για τη δυσφήμηση σε
βάρος του R.M. αν και ελαφριά (χρηματική) κρίνεται ως δυσανάλογη αφού ισοδυναμεί
με ποινική καταδίκη και μόνο εξαιρετικά μπορεί να γίνει δεκτός ενας περιορισμός της
ελευθερίας της έκφρασης ειδικά σε μια περίπτωση υπεράσπισης σε ποινική δίκη.
Πόρισμα του ΕΔΔΑ
Καταλήγει το Δικαστήριο του Στρασβούργου · Δηλώσεις που γίνονται προς υπεράσπιση
εν όψει μιας ποινικής διαδικασίας απολαμβάνουν αυξημένο επίπεδο προστασίας.
Τα εγχώρια δικαστήρια δεν πέτυχαν σωστά την εξισορρόπηση προκρίνοντας το δικαίωμα
του Ι.Ρ. για προστασία της φήμης και της τιμής του σε βάρος του δικαιώματος του
αιτούντος να μιλήσει ελεύθερα στη δίκη του για την εντύπωση του της παρέμβασης του
Ι.Ρ. στις μαρτυρικές καταθέσεις. Δεν θα έπρεπε να εμποδιστεί από επικείμενη καταγγελία
για δυσφήμηση ούτε να εκφράζετε για ζητήματα της ποινικής δίκης του υπό το φόβο να
ανοιχθεί μια νέα.
Ως παρεπόμενο των παραπάνω να διαπιστώνεται η παράβαση του άρθρου 10§1 ΕΣΔΑ.

Σχετική Νομολογία
K.Brandstetter v. Austria
Το Δικαστήριο παράθεσε ένα τμήμα από μια προηγούμενη παρόμοια υπόθεση στη
παραπάνω Miljavic v. Croatia. Ενας παραγωγός κρασιών κατηγορήθηκε για τη κακή
ποιότητα οίνου που δεν ήταν σύμφωνη με ορισμένες προδιαγραφές από το Γεωργικό
Ινστιτούτο κι οδηγήθηκε σε ποινικό δικαστήριο. Ο αιτών προς υπεράσπιση του στη δίκη
κατηγόρησε τον επιθεωρητή πως αυτός έφταιξε για τα αποτελέσματα της χημικής
ανάλυσης που έγινε στα δείγματα κρασιού που πήρε γιατί και το μπουκαλάκι δείγματος
ήταν βρώμικο και τα νέρωσε έτσι ώστε η έκθεση του πορίσματος για τη ποιότητα δεν
αντιστοιχούσε στη πραγματικότητα(καταγγελία δηλαδή για παραποίηση στοιχείων).
Ανοίγει δεύτερη ποινική δίκη κατά του ίδιου για δυσφήμηση του επιθεωρητή. Η υπόθεση
της δυσφήμησης οδηγείται στο ΕΔΔΑ με αίτημα να αναγνωριστεί η παραβίαση του
άρθρου 6 ΕΣΔΑ. Αντίθετα με την παραπάνω υπόθεση εδώ το Δικαστήριο δεν έκανε
δεκτή την αίτηση του οινοπαραγωγού γιατί οι ισχυρισμοί του αποδείχτηκαν αναληθείς
και αβάσιμοι ενώ έγιναν με κακοβουλία σε βάρος του επιθεωρητή.
Morice v. France
Σε μια άλλη υπόθεση που έκανε αρκετά αναφορά το ΕΔΔΑ παραπάνω πραγματεύονταν
έναν δικηγόρο να κατηγορεί σε άρθρο εφημερίδας τους δικαστές για έλλειψη
αμεροληψίας και για κακοδιαχείριση αποδεικτικών στοιχείων που θα επιβεβαίωναν μια
ανθρωποκτονία ενός πρώην δικαστή που φέρονταν ως αυτοκτονία.
Κατηγορείται για δυσφήμιση των δικαστών γιατί θα μπορούσε να εκφραστεί αλλιώς
καθώς δεν είχε ασκήσει απλά κριτική σε θεσμικά όργανα της δικαστικής λειτουργείας
αλλά εξέφρασε και προκατειλημμένες αξιολογικές /υποκειμενικές κρίσεις. Άγεται το
ιστορικό της δυσφήμησης στο ΕΔΔΑ το οποίο όμως κρίνει ως δυσανάλογη τη ποινική
καταδίκη του δικηγόρου για δυσφήμηση καθώς παραβίαζε το δικαίωμα ελευθερίας της
έκφρασης άρθρο 10 ΕΣΔΑ γιατί καλύπτει και τους δικηγόρους και τις αξιολογικές
κρίσεις που δεν πρέπει να απαιτείται να αποδειχθούν αν αληθεύουν ή όχι, πόσο μάλλον
όταν αυτές παρά τη σοβαρότητα και την εχθρότητα τους αφορούν ένα θέμα δημοσίου
συμφέροντος όπως η δικαστική λειτουργία. Τέτοιες δηλώσεις είτε γίνονται επ
ακροατηρίου είτε μέσω τύπου απολαμβάνουν υψηλό επίπεδο προστασίας. Ενώ το ΕΔΔΑ
είχε δεχτεί ότι δεν ήταν και ιδιαίτερες επιζήμιες για τα δικαστικά όργανα.
Pfeifer v. Austria
Μία άλλη υπόθεση την οποία έλαβε υπόψη το ΕΔΔΑ στη περίπτωση Μiljavic v. Croatia
ήταν όταν μια ψυχίατρος η κυρία Pfeifer προσέφυγε σ Εκείνο επειδή το Εφετείο της
χώρας ανέτρεψε μια πρωτόδικη απόφαση που τη δικαίωνε. Η ψυχίατρος ήταν διορισμένη
σε δικαστήριο για θέματα κακοποίησης παιδιών και αναδοχής ενώ μια εφημερίδα
αποκαλύπτει πως η ίδια πάσχει από διάφορα ψυχολογικά προβλήματα. Η πρώτη ενάγει
την εφημερίδα για παραβίαση της ιδιωτικής της ζωής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο
εκδίδει απόφαση υπέρ της και στη συνέχεια το Εφετείο την ακυρώνει. Το Δικαστήριο του
Στρασβούργου εμμένει στην Εφετειακή απόφαση και απορρίπτει την προσφυγή της
ψυχιάτρου. Καταρχήν δέχεται πάλι πως τα αντικρουόμενα δικαιώματα είναι αυτά του
άρθρου 8 και του άρθρου 10 ΕΣΔΑ και αξίζουν τον ίδιο σεβασμό. Αλλά προκρίνει την
έκφραση της ελευθερίας της εφημερίδας γιατί θεωρεί πως η ψυχολογική κατάσταση της
συγκεκριμένης δημοσίου υπαλλήλου σ αυτή τη θέση παίζει σημαντικό ρόλο και συνιστά
θέμα δημοσίου συμφέροντος.

Καψής & Δανίκα v. Ελλάδας


Από αυτό το ιστορικό φαίνεται να δανείζεται το ΕΔΔΑ για την υπόθεση που αναλύθηκε
το κριτήριο της δημοσιότητας που έχει το πρόσωπο προς το οποίο στρέφεται η οξεία
κριτική. Ο Διευθυντής Εφημερίδας και ο Δημοσιογράφος της ενάγονται από μία ηθοποιό
για προσβολή προσωπικότητας και καταβολή αποζημίωσης γιατί γίνονταν έμμεσα
αναφορά στο πρόσωπό της ως «παγκοίνως άγνωστη» για να διοριστεί σε ένα
συμβουλευτικό συμβούλιο που έχει ως αρμοδιότητα επιδοτήσεις στο χώρο του θεάτρου.
Τα ελληνικά δικαστήρια δέχτηκαν την αγωγή σε βάρος των δύων πρώτων γιατί θα
μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί ηπιότερη έκφραση. Το ΕΔΔΑ διαφώνησε και
προέκρινε τη δημοσιογραφική ελευθερία της έκφρασης και του τύπου αξιοποιώντας 7
κριτήρια για να διαπιστώσει αν οι δηλώσεις αυτές όντως έθιγαν την τιμή και την
υπόληψη της ηθοποιού οπότε ήταν ανάλογη κι η απόφαση των ελληνικών δικαστηρίων
υπέρ της. Τα κριτήρια αυτά που αφορούν τη δημόσια κριτική είναι α) η φύση της
δήλωσης ( ισχυρισμός γεγονότος ή υποκειμενική κρίση) β) το γενικό πλαίσιο στο οποίο
έγινε γ)η βασιμότητα τους δ)κατά πόσο αφορούσαν ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος ε)οι
επιβλαβείς συνέπειες που είχαν για τον θιγόμενο στ)το εύρος δημοσιότητας του
προσώπου αυτού ζ) η βαρύτητα του μέτρου που επιβλήθηκε για τις επίμαχες δηλώσεις.

Ρίζος& Ντάσκας v. Eλλάδας


Τέλος σε μια παρόμοια υπόθεση, στην οποία δεν αναφέρεται η Miljevic v. Croatia, πάλι
διευθυντής εφημερίδας κι ο δημοσιογράφος κατηγορούνται σε πολιτική διαδικασία για
δυσφήμηση δικαστικών λειτουργών δια τύπου από έναν Εισαγγελέα ο οποίος ζητά
αποζημίωση για προσβολή προσωπικότητας. Το άρθρο που δημοσιεύσαν κατηγορούσαν
ένα «κύκλο προσώπων» μαζί με τον εισαγγελέα για σκάνδαλα, μίζες , πλαστά διπλώματα
παραβίαση δικαστικής δεοντολογίας ενώ παραμέναν ατιμώρητοι. Το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο δέχτηκε την αγωγή του Εισαγγελέα μολονότι οι δύο πρώτοι δεν διώχθηκαν
ποινικά για δυσφήμηση γιατί εξέφρασαν απλά δυσμενείς απόψεις που ήταν εν μέρει
ψευδείς. Το Εφετείο ενέμεινε στη πρωτόδικη απόφαση κι ο ΑΠ. Κι οι αιτούντες
επικαλούνται με προσφυγή στο Στρασβούργο παραβίαση του άρθρου 6 (επειδή
ακολουθήθηκε ειδική ταχεία πολιτική διαδικασία και δεν ακούστηκαν επαρκώς) και 10
ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ έκανε δεκτή μερικώς την αίτηση δέχτηκε μόνο ότι υπήρξε παραβίαση
της ελευθερίας της έκφρασης του άρθρου 10 γιατί «το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε
πάντως να καταλήξει στο ότι το αναμφισβήτητο συμφέρον του … να προστατευθεί η
φήμη του υπερισχύει του κυρίαρχου γενικού συμφέροντος της πληροφόρησης του κοινού
πάνω σε μία υπόθεση που αφορούσε την λειτουργία της δικαστικής εξουσίας.» Καθώς
επανέλαβε πως τα όρια κριτικής των δημοσίων λειτουργών πρέπει να ευρύτερα.
Προσωπικές Εκτιμήσεις
Καταρχήν τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε παραπάνω το Δικαστήριο του
Στρασβούργου στην υπόθεση της Κροατίας και των άλλων είναι η ελευθερία της
έκφρασης και η πολιτική κριτική, το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη, η υπόληψη των
θιγόμενων προσώπων και η ¨ υπόληψη¨ θα λέγαμε της δικαστικής εξουσίας. Πρέπει να
πούμε ότι στην υπόθεση Miljevic δεν ασκεί εκείνος το δικαίωμα στην ελευθερία του
λόγου μόνο και μόνο για να απολαύσει τη συγκεκριμένη ελευθερία όπως κάνει ένας
δικηγόρος ή ένας δημοσιογράφος αλλά ο πρώτος ως κατηγορούμενος την έχει ως
προαπαιτούμενο για να ικανοποιήσει ένα πολύ βασικό και θεμελιώδες δικαίωμα αυτό της
δικαστικής προστασίας. Γιατί αν δεν μπορεί να εκφραστεί στη δίκη όπως αυτός νομίζει
πως θα τον ωφελήσει φέρνοντας τις δικές του απόψεις και εντυπώσεις σίγουρα
περιορίζεται και η δίκη υπολείπεται της προστασίας του για μια δίκαιη και ορθή
διαδικασία. Εύστοχα το ΕΔΔΑ συμπεραίνει πως τέτοιες δηλώσεις υπεράσπισης ενώπιων
δικαστικής διαδικασίας απολαμβάνουν το πιο υψηλό επίπεδο προστασίας και δεν πρέπει
να ¨λογοδοτήσει¨ γι αυτές ο αμυνόμενος. Δω το δικαίωμα του άρθρου 10 αποκτά
μεγαλύτερη απαξία και βαρύτητα.
Παράλληλα τα δικαστήρια κάθε χώρας δεν πρέπει να φοβούνται και να αντιμετωπίζουν
ως εχθρικούς ισχυρισμούς που εμπεριέχουν έμμεσα ή άμεσα αιχμές κατά της ορθής και
αλάνθαστης πάντα απονομής της δικαιοσύνης [είτε επειδή κάποιος μπορεί να υποκίνησε
μια ποινική δίκη (maljevic v Croatia) είτε επειδή κάποιοι δικαστές μπορεί να
«καθόντουσαν» πάνω σε μια κασέτα/ αποδεικτικό στοιχείο και παρέλειψαν να την
αξιολογήσουν (morice v France) είτε πάλι επειδή κάποιοι δικαστικοί λειτουργοί μπορεί
να είναι διεφθαρμένοι( Ρίζος v Ελλάδας)]. Οπότε κάθε φορά να δημιουργείται το
αίσθημα αυτοπροστασίας στα δικαστήρια και να τιμωρεί αυτόν που προέβη σε τέτοιες
δηλώσεις άσχετα αν ήταν αληθείς ή ψευδείς γιατί αν τον άφηνε ατιμώρητο θα
συνιστούσε έμμεση παραδοχή ότι το σύστημα δεν είναι αψεγάδιαστο. Ακριβώς όμως και
για αυτό τον λόγο είναι αναγκαία η ελευθερία της έκφρασης σε
μια δημοκρατική κοινωνία καθώς ασκείται πίεση κι ένας υποτυπώδης έλεγχος σε κάθε
εξουσία όχι μόνο στη νομοθετική κι εκτελεστική.
Σχετικά με την υπόληψη του θιγόμενου προσώπου από μια κριτική το Δικαστήριο του
Στρασβούργου δίνει μεγάλη έμφαση αν εκείνο ανήκει σ έναν κύκλο ατόμων
ευρισκόμενων στη δημόσια σκηνή οπότε όσο ευρύτερη είναι η δημοσιότητα τους τόσο
μεγάλη θα πρέπει να είναι κι η ανοχή, η αυτοσυγκράτηση που πρέπει να επιδείξουν σε
τυχόν αρνητικές επικρίσεις. Όλοι οι θιγόμενοι από όλες παραπάνω τις υποθέσεις
δέχονταν κριτική που είχε ως αντικείμενο την άσκηση επαγγέλματός του , την
ενασχόληση τους με τα δημόσια δρώμενα δεν αφορούσε τη προσωπική ιδιωτική ζωή ,
κάτι που θα έθετε σίγουρα ζήτημα του άρθρου 8 ΕΣΔΑ. Κι όλες αυτές οι δημόσιες
δραστηριότητες ανάγονται σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος για τα οποία η ελευθερία
απόψεων εξαιρετικά επιδέχεται περιορισμούς. Αντίθετα τα ελληνικά δικαστήρια έχει
κρίνει το ΕΔΔΑ δεν αξιολογούν σωστά τις δηλώσεις που έχουν γίνει στο συγκεκριμένο
πλαίσιο. Φαίνεται πολλές φορές τα ελληνικά δικαστήρια να έχουν διαφορετικό και
αντίθετό σημείο εκκίνησης για να κρίνουν αν μια δήλωση είναι προσβλητική ή είναι μια
θεμιτή δημόσια κριτική. Ενώ θα έπρεπε να κρίνουν μαζί με το γενικό πλαίσιο της
επίμαχης έκφρασης ,τις επιπτώσεις που είχε στη ζωή του προσβαλλόμενου της τιμής , αν
είχε βάσιμο έρεισμα, αποβλέπουν κατευθείαν στον λόγο του ¨θύτη¨ απομονωμένα ο
οποίος θα μπορούσε διαφορετικός, ηπιότερος και πιο διακριτικός. Θα πρέπει να αρχίσουν
να φιλτράρουν τις εξωτερικευμένες απόψεις κάποιου με γνώμονα τα 7 στάδια που
χρησιμοποίει το ΕΔΔΑ. Εκείνο φαίνεται πάλι όπως στο ιστορικό ( maljevic v Croatia) να
επεκτείνει την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών που δανείζεται από την ελευθερία του
τύπου.
Τέλος και στο χώρο του ελληνικού ποινικού δικαίου πρέπει να σκεφτούμε πως το
φρόνημα , ο νους , μια ενδιάθετη κατάσταση , οι σκέψεις , οι απόψεις που δεν
εκδηλώνονται δεν μπορεί και δεν πρέπει να τιμωρούνται σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα.
Όταν αποφεύγει να ποινικοποιήσει προπαρασκευαστικές ενέργειες ενώ για να θεμελιωθεί
απόπειρα ζητά αρχή εκτέλεσης ενός εγκλήματος αποκλείεται η τιμώρηση κατά κανόνα
της εξωτερικευμένης έκφανσης του φρονήματος (με το να εκφέρει κάποιος δηλαδή τι θα
ήθελε να πράξει) κάτι που μας φαίνεται πιο κοντά στο ανεκδήλωτο του εσωτερικού
κόσμου παρά στις προπαρασκευαστικές πράξεις. Υπάρχει όμως μια διαβάθμιση και όρια
σ αυτή την εξωτερίκευση της ενδίαθετης κατάστασης , η κριτική είναι θεμιτή αλλά δεν
πρέπει να εντείνεται σε εξύβριση και σε δυσφήμηση κάποιου άλλου. Σε ένα απλό πολίτη
θα μπορούσε να του φανεί περισσότερο δίκαιο να καταδικαστεί για γιαούρτωμα ως
μορφή εξύβρισης αλλά μπορεί να μην του φαινόνταν το ίδιο αν απλά εκφράζονταν
προφορικά και αυθόρμητα.

You might also like