Professional Documents
Culture Documents
Εργασία για καταδίκη σε δήλωση
Εργασία για καταδίκη σε δήλωση
Εργασία για καταδίκη σε δήλωση
Πραγματικά Περιστατικά
Tο χρονικό της υπόθεσης εξελίσσεται σε δύο ποινικές δίκες στη Κροατία κατά του αιτούντος
(Miljevic) ο οποίος στη πρώτη κατηγορείται για εγκλήματα πολέμου κατά άμαχου
πληθυσμού και στη δεύτερη για δυσφήμηση ενός πρώην συνταγματάρχη και ακτιβιστή που
προέκυψε κατά τον τελευταίο από την τελική απολογία του κατηγορουμένου/αιτούντος στο
πλάισιο της πρώτης δίκης.
Ο προσφεύγων στο ΕΔΔΑ κροατικής καταγωγής κατηγορήθηκε στις 4/9/2006 για
εγκλήματα πολέμου, για γεγονότα που έλαβαν χώρα το 1991 και άνοιξε ποινική δίκη στο
«Επαρχιακό Δικαστήριο» του Σισάκ (Πρωτοδικείο θα λέγαμε). Η κατηγορία ήταν ότι είχε
συμμετάσχει σε απαγωγή και θανάτωση τεσσάρων τροφίμων από τις φυλακές της Γκλίνας.
Το χρόνο που διεξάγονταν η υπόθεση αυτή της πρώτης δίκης καλύπτονταν τηλεοπτικά από
την εκπομπή «Έρευνα» λόγω υψηλής δημοσιότητας που είχε λάβει , ενώ ενεργό ρόλο είχε
ένας συνταξιούχος αξιωματικός Ι.Ρ. με ειδικές ανάγκες και πλέον ακτιβιστής με σκοπό την
έρευνα και τη συλλογή στοιχείων για παρόμοια εγκλήματα. Ο κατηγορούμενος στη τελική
του απολογία στο δικαστήριο πρόσαψε στον ακτιβιστή αυτόν ότι είχε στήσει πλεκτάνη για
την ενοχοποίησή του με το να συμβουλεύει του μάρτυρες τι και πως θα καταθέσουν εις
βάρος του ενώ παράλληλα πως είχε συμβάλλει και στην μεροληπτική παρουσίαση των
γεγονότων από την εκπομπή «Έρευνα». Τελικά το δικαστήριο Δεκέμβριο του 2008
αποδέχτηκε την ενοχή του και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 12 ετών. Η
καταδικαστική απόφαση όμως ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο Κροατίας τον Ιούνιο
του 2009 και η υπόθεση παραπέμφθηκε στο ίδιο δικαστήριο υπό άλλη σύνθεση το οποίο
εξέδωσε αθωωτική απόφαση υπέρ του αιτούντος Νοέμβριο του 2012 και βεβαιώθηκε η
αθώωση από το Ανώτατο Δικαστήριο το 2014. Επειδή αποδείχθηκε πως όντως ο
κατηγορούμενος πήρε τους 4 κρατούμενος πολίτες αλλά τους παρέδωσε σε μια ένοπλη
ομάδα στρατιωτικών αστυνομικών, δεν ήταν εκείνος που τους εκτέλεσε κι ούτε γνώριζε πως
θα συμβεί αυτό.
Παράλληλα ο ακτιβιστής και παλαίμαχος τον Ιανουάριο του 2009 (ένα μήνα μετά την
κατάφαση της ενοχής του Rabec Miljevic ) κίνησε ποινική δίωξη εναντίον του για
δυσφήμηση κι άνοιξε δεύτερη διαδοχικά ποινική δίκη.
Οι δηλώσεις που είχαν γίνει από τον τελευταίο R.M. κατά του ακτιβιστή Ι.P. που
περιλαμβάνονταν στους τελικούς ισχυρισμούς του ενόψει της πρώτης ποινικής διαδικασίας
υποστηρίχθηκε πως προσέλαβαν τη τιμή και την υπόληψη του I.P. καθώς πρόκειται κατά
μεγάλος μέρος αυτών για ψευδή συμβάντα και περιήλθε σε δεινή ψυχολογική κατάσταση
ενόψει του ότι οι απόψεις του R.M. εκφράστηκαν δημόσια (στο ακροατήριο του
δικαστηρίου) και αναπαράχθηκαν κι από τη σχετική τηλεοπτική εκπομπή με αποτέλεσμα να
πρέπει να λάβει ιατρική βοήθεια ο Ι.P. φερόμενο ως θύμα της δυσφήμησης. Αναλυτικότερα
οι ισχυρισμοί στη τελικής απολογίας του κατηγορουμένου R.M. στη πρώτη δίκη, που έγιναν
αντικείμενο εξέτασης για τυχόν δυσφήμηση στη δεύτερη δίκη, είχαν ως εξής:
Πως ο Ι.P. είχε υποκινήσει με πολιτικά κίνητρα την ενοχοποίηση του R.M. για
εγκλήματα πολέμου κι είχε επηρεάσει εις βάρος του τη ποινική διαδικασία.
Πως είχε επηρεάσει μάρτυρες αφού κάποιοι όπως ισχυρίζεται ο R.M. είχε δει να
τους συναντά ενώ κάποιος άλλος μάρτυρας ο Ι.Τ. να εμφανίζεται. στη τηλεοπτική
εκπομπή της οποίας οι συντάκτες συμβουλεύονταν από τον Ι.Ρ. και κάποιοι από
αυτούς να αλλάζουν τη κατάθεση τους στη διαδικασία της πρώτης δίκης.
Ο I.P. προσθέτει πως ο R.M. τον κατηγόρησε επίσης για συμμετοχή σε εγκληματική
οργάνωση μαζί με άλλους βετεράνους Κροάτες πρώην στρατιωτικούς κάτι το οποίο ο
R.M. αρνείται πως εκφράστηκε ποτέ έτσι για την δράση του. Ο Ι.Ρ. επίσης ισχυρίζεται ότι
δεν έτυχε να βρεθεί στη τελευταία διαδικασία του R.M για να ακούσει την τελική
απολογία του αλλά όλα τα παραπάνω τα έμαθε από το διαδίκτυο ενώ παρευρέθηκε σε
προηγούμενες συζητήσεις της υπόθεσης και με αυτόν το τρόπο γνώρισε εκ των υστέρων
τους μάρτυρες στους οποίους δεν άσκησε καμία πίεση και επιρροή.
τα του περιορισμού όμως ανάγεται σε προηγούμενη νομολογία και γενικές αρχές ούτως ώστε
να διαπιστώσει αν η καταδίκη για δυσφήμηση του R.M. ήταν αναλογική. Το δικαστήριο εδώ
δέχεται ότι πράγματι λάβαν χώρα οι εξής δηλώσεις του αιτούντος /κατηγορηθέντος για
δυφήμηση :
«η ποινική δίωξη του είχε υποκινηθεί πολιτικά και υποκινήθηκε από την I.P.», ότι «είχε
έρθει σε άμεση επαφή με τους μάρτυρες κατηγορίας και τους ασκούσε πιέσεις, παρέχοντάς
τους οδηγίες για τον τρόπο κατάθεσης» και ότι «είχε υποκινήσει μια λυσσαλέα εκστρατεία
στα μέσα ενημέρωσης με στόχο την παρουσίαση του αιτούντος ως εγκληματία» και
«ηγήθηκε εγκληματικής επιχείρησης ο (I.P.)»
Αρχικά διακρίνει γενικά τις δηλώσεις , εκδηλώσεις δηλαδή της ελεύθερης έκφρασης, σε
πραγματικούς ισχυρισμούς ,δηλώσεις που έχουν να κάνουν με τη πραγματικότητα και σε
υποκειμενικές αξιολογικές κρίσεις/απόψεις. Οι πρώτες μπορούν να αποδειχθούν και να
αναζητηθεί η αλήθεια των δηλώσεων περί πραγματικότητας οι δεύτερες όμως δεν μπορούν
και δεν πρέπει να αναζητηθεί σ αυτές τις υποκειμενικές κρίσεις η αλήθεια κι η βασιμότητα
τους γιατί παραβιάζει ακριβώς το δικαίωμα του άρθρου 10 §1 της ελευθερίας της έκφρασης.
Και δέχεται το δικαστήριο του Στρασβούργου πως για να ναι ο περιορισμός αναλογικός
αυτής της ελευθερίας πρέπει η αξιολογική κρίση να είναι υπερβολική. Στην υπόθεση
Μiljavic ορίζει τις δηλώσεις του ως πραγματικούς ισχυρισμούς. Όταν αυτοί πραγματικοί
ισχυρισμοί όμως άπτονται θέματος με δημόσιο συμφέρον μπορούν να θεωρηθούν ως
αξιολογικές κρίσεις.
Η δικαστική λειτουργεία και ο τρόπος απονομής δικαιοσύνης είναι σίγουρα ζήτημα
δημοσίου συμφέροντος. Όταν ο αιτών δηλαδή ισχυρίζεται πως ο I.P. ένας τρίτος υποκίνησε
τη ποινική καταδίκη του και επηρέασε μάρτυρες έμμεσα προκύπτει πως κι οι δικαστές είτε
δεν είναι αξιόπιστοι είτε είναι επιρρεπείς , δεν απένεμαν ορθά μια δίκαιη κρίση όπως
επιβάλλεται. Η δικαστική εξουσία όμως σε μια δημοκρατική κοινωνία, συνεχίζει το ΕΔΔΑ,
πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη των πολιτών οι οποίοι πιστεύουν στην αποτελεσματική
λειτουργεία της. Η εμπιστοσύνη αυτή κρίνεται άξια προστασίας από ουσιαστικά αβάσιμες
δηλώσεις. Ωστόσο εξαιρετικά πρέπει να γίνονται δεκτοί περιορισμοί έστω και μια επιεική
ποινή (χρηματική που έπρεπε να πληρώσει ο αιτών δω) για δηλώσεις που αφορούν θέμα που
αφορούν το κοινό συμφέρον και μόνο εξαιρετικά μπορούν να γίνουν δεκτές τέτοιες
παρεμβάσεις στην ελευθερία της έκφρασης σε μια δημοκρατική κοινωνία. « Η πιθανή
σοβαρότητα ορισμένων παρατηρήσεων (για τη δικαστική λειτουργεία στο πλαίσιο
διαδικασιών που εκκρεμούν ) δεν αναιρεί το δικαίωμα (ελευθερίας της έκφρασης) που
βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο προστασίας, δεδομένης της υπάρξεως ζητήματος δημοσίου
συμφέροντος» ως επακόλουθο να μην εφαρμόζεται σε τέτοια θέματα το άρθρο 10§2 ΕΣΔΑ
που προβλέπει τη δυνατότητα παρεμβάσεων στο δικαίωμα της πρώτης παραγράφου.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση το δικαίωμα του άρθρου 10§1 ερμηνεύεται στο πλαίσιο του
άρθρου 6§1 ΕΣΔΑ καθώς για να έχει ο κατηγορούμενος πρόσβαση σε μια δίκαιη δίκη πρέπει
να μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα και « στον οποίο πρέπει να δοθεί προτεραιότητα … να
μιλά ελεύθερα χωρίς τον φόβο μηνύσεως για δυσφήμηση όταν η ομιλία του αφορά τις
δηλώσεις και τα επιχειρήματα που προβάλλονται σε σχέση με την υπεράσπιση του» . Ενώ
πρέπει να παρέχεται στενότερο πλαίσιο ελέγχου των δηλώσεων αυτών στις αρμόδιες αρχές
στις οποίες δίνει τη δυνατότητα το άρθρο 10§2. Παρ όλα αυτά το άρθρο 6§3 ΕΣΔΑ εισάγει
περιορισμό στη χρήση του δικαιώματος άμυνας με την έννοια ότι αυτό δεν μπορεί να
ασκείται απεριόριστα ώστε να έχουν οι δηλώσεις υπεράσπισης οποιοδήποτε και άσχετο
περιεχόμενο κάτι το οποίο έγινε δεκτό στην υπόθεση Brandstetter v. Αυστρίας με την οποία το
ΕΔΔΑ έκανε και αυτούσια παράθεση τμήματος από αυτή στη υπόθεση εδώ . Από το κείμενο
της υπόθεσης εκείνης στο οποίο έκανε παραπομπή αναφέρεται πως θα ήταν υπερβολική
επέκταση της έννοιας του δικαιώματος άμυνας των κατηγορουμένων σε μια δίκη αν υποτεθεί
ότι
δεν μπορούν να διωχθούν για άλλο αδίκημα που διέπραξαν κατά την άσκηση του
δικαιώματος άμυνας προβάλλοντας ψευδείς ισχυρισμούς με σκοπό να βλάψουν μάρτυρα ή
κάποιον άλλον.
Δέχεται παρακάτω το δικαστήριο όσο άσχετη με τη άμυνα και κακόβουλη και επιβλαβής για
κάποιον άλλον κρίνεται μια τέτοια δήλωση τόσο θεμιτός γίνεται κι ο περιορισμός της
ελευθερίας του άρθρου 10 από το δικαίωμα του άρθρου 8 ΕΣΔΑ .
Το ΕΔΔΑ κρίνει πως πρέπει να γίνει σωστή εξισορρόπηση αυτών των δύο δικαιωμάτων και
θα χρησιμοποιήσει ορισμένα κριτήρια, για να καταλήξει αν υπάρχει δυσφήμηση και όντως η
καταδίκη του αιτούντος ήταν θεμιτή, τα οποία είναι :
I. Η φύση της προσβλητικής δήλωσης
II. Το γενικό πλαίσιο της ,κατά πόσο έγινε σε σχέση με τα επιχειρήματα της
υπεράσπισης
III. Η βασιμότητα της
IV. Η σοβαρότητα κι οι συνέπειες της για τον θιγόμενο
V. Η φύση κι η σοβαρότητα της κύρωσης που επιβλήθηκε για τη δήλωση αυτή
Ως προς τα πρώτα I,II,III κριτήρια το Δικαστήριο δέχεται πως οι παραπάνω δηλώσεις ,
που περιέχονταν στη τελική γραπτή απολογία του R.M. στη πρώτη δίκη για τα
εγκλήματα πολέμου και διαβάστηκαν επ ακροατηρίου, έγιναν στο πλαίσιο μιας ποινικής
δίκης όπου δίνεται το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή
γεγονότων επιδιώκοντας την ανατροπή της αποδεικτικής δύναμης των άλλων στοιχείων.
Οι δηλώσεις περί επιρροής και παραποίησης μαρτυρικών καταθέσεων έγιναν στο
πλαίσιο άμυνας και αν γίνονταν δεκτές από τα δικαστήρια της χώρας του αιτούντος « θα
έθετε υπό σοβαρή αμφισβήτηση την αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων των
μαρτύρων και τη συνολική φύση της υπόθεσης». Κρίνονται δηλαδή σχετικές με την
υπεράσπιση και πρόσφορες , «επαρκείς» για το σκοπό που έγιναν. Σκοπός δεν ήταν η
επίθεση στο πρόσωπο του Ι.P. ο οποίος όφειλε να « επιδείξει ανοχή» στις δηλώσεις αυτές
καθώς πρόκειται για δημόσιο πρόσωπο αφού είναι ευρέως γνωστός ως βετεράνος και
ακτιβιστής ενώ υπάρχει έντονη ανάμιξη του στη τηλεόραση αφού ήταν συντονιστής της
εκπομπής «Έρευνα» που είχε ως αντικείμενο την πρώτη υπόθεση. Αν και δεν μετείχε
στη ποινική διαδικασία της πρώτης δίκης με καμιά ιδιότητα ως μάρτυρας λ.χ. την
παρακολούθησε και ήρθε σε επαφή μαζί με μάρτυρες. «Αναμφισβήτητα εισήλθε στη
δημόσια σκηνή σε αυτόν τον τομέα κοινωνικού ενδιαφέροντος και, ως εκ τούτου, ήταν
καταρχήν υποχρεωμένος να επιδείξει ευρύτερο επίπεδο ανοχής στην αποδεκτή κριτική
από ένα άλλο ιδιώτη». Δω χρησιμοποιεί κι ένα άλλο κριτήριο το Δικαστήριο αν και δεν
το μνημονεύει ρητά κατά πόσο δηλαδή η δημοσιότητα του θιγόμενου είναι ευρέως
διαδεδομένη. Τα δικαστήρια της χώρας έπρεπε να εκτιμήσουν όλα τα παραπάνω στη
δεύτερη δίκη περί δυσφήμησης καθώς οι επίμαχοι ισχυρισμοί αφορούν γεγονότα και δεν
στερούνται πραγματικής βάσεως.
Ως προς κριτήριο IV. για να υπάρχει προσβολή του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής
ζωής (άρθρο 8 ΕΣΔΑ) πρέπει μια έκφραση να έχει τέτοια σοβαρότητα που να θίγει την
απόλαυση του δικαιώματος. Ο όρος «ιδιωτική ζωή» δεν μπορεί όπως ειπώθηκε να
ερμηνεύεται εξαντλητικά για να καλύπτει μάλλον και τις παραπάνω δράσεις του Ι.Ρ..
Σίγουρα οι ισχυρισμοί του R.M. για τον Ι.P. κρίνονται υπερβολικοί αλλά τελικά δεν
επέφεραν σοβαρές συνέπειες εις βάρος του.
Πολύ σημαντικά δέχεται το δικαστήριο πως σοβαρές συνέπειες στη ζωή του Ι.Ρ. δεν
προκλήθηκαν εφόσον δεν κινήθηκε εις βάρος του ποινική διαδικασία για επέμβαση σε
μαρτυρικές καταθέσεις κάτι που ισχυρίζεται ο R.M. και προβλέπεται ως αδίκημα εγχώρια
και εφόσον τα προβλήματα υγείας, που αντιμετώπισε λόγω των αρνητικών για αυτόν
ισχυρισμών, δεν ήταν μακροχρόνια.
Τέλος για τη σοβαρότητα της ποινής (ΚριτήριοV.) που επιβλήθηκε για τη δυσφήμηση σε
βάρος του R.M. αν και ελαφριά (χρηματική) κρίνεται ως δυσανάλογη αφού ισοδυναμεί
με ποινική καταδίκη και μόνο εξαιρετικά μπορεί να γίνει δεκτός ενας περιορισμός της
ελευθερίας της έκφρασης ειδικά σε μια περίπτωση υπεράσπισης σε ποινική δίκη.
Πόρισμα του ΕΔΔΑ
Καταλήγει το Δικαστήριο του Στρασβούργου · Δηλώσεις που γίνονται προς υπεράσπιση
εν όψει μιας ποινικής διαδικασίας απολαμβάνουν αυξημένο επίπεδο προστασίας.
Τα εγχώρια δικαστήρια δεν πέτυχαν σωστά την εξισορρόπηση προκρίνοντας το δικαίωμα
του Ι.Ρ. για προστασία της φήμης και της τιμής του σε βάρος του δικαιώματος του
αιτούντος να μιλήσει ελεύθερα στη δίκη του για την εντύπωση του της παρέμβασης του
Ι.Ρ. στις μαρτυρικές καταθέσεις. Δεν θα έπρεπε να εμποδιστεί από επικείμενη καταγγελία
για δυσφήμηση ούτε να εκφράζετε για ζητήματα της ποινικής δίκης του υπό το φόβο να
ανοιχθεί μια νέα.
Ως παρεπόμενο των παραπάνω να διαπιστώνεται η παράβαση του άρθρου 10§1 ΕΣΔΑ.
Σχετική Νομολογία
K.Brandstetter v. Austria
Το Δικαστήριο παράθεσε ένα τμήμα από μια προηγούμενη παρόμοια υπόθεση στη
παραπάνω Miljavic v. Croatia. Ενας παραγωγός κρασιών κατηγορήθηκε για τη κακή
ποιότητα οίνου που δεν ήταν σύμφωνη με ορισμένες προδιαγραφές από το Γεωργικό
Ινστιτούτο κι οδηγήθηκε σε ποινικό δικαστήριο. Ο αιτών προς υπεράσπιση του στη δίκη
κατηγόρησε τον επιθεωρητή πως αυτός έφταιξε για τα αποτελέσματα της χημικής
ανάλυσης που έγινε στα δείγματα κρασιού που πήρε γιατί και το μπουκαλάκι δείγματος
ήταν βρώμικο και τα νέρωσε έτσι ώστε η έκθεση του πορίσματος για τη ποιότητα δεν
αντιστοιχούσε στη πραγματικότητα(καταγγελία δηλαδή για παραποίηση στοιχείων).
Ανοίγει δεύτερη ποινική δίκη κατά του ίδιου για δυσφήμηση του επιθεωρητή. Η υπόθεση
της δυσφήμησης οδηγείται στο ΕΔΔΑ με αίτημα να αναγνωριστεί η παραβίαση του
άρθρου 6 ΕΣΔΑ. Αντίθετα με την παραπάνω υπόθεση εδώ το Δικαστήριο δεν έκανε
δεκτή την αίτηση του οινοπαραγωγού γιατί οι ισχυρισμοί του αποδείχτηκαν αναληθείς
και αβάσιμοι ενώ έγιναν με κακοβουλία σε βάρος του επιθεωρητή.
Morice v. France
Σε μια άλλη υπόθεση που έκανε αρκετά αναφορά το ΕΔΔΑ παραπάνω πραγματεύονταν
έναν δικηγόρο να κατηγορεί σε άρθρο εφημερίδας τους δικαστές για έλλειψη
αμεροληψίας και για κακοδιαχείριση αποδεικτικών στοιχείων που θα επιβεβαίωναν μια
ανθρωποκτονία ενός πρώην δικαστή που φέρονταν ως αυτοκτονία.
Κατηγορείται για δυσφήμιση των δικαστών γιατί θα μπορούσε να εκφραστεί αλλιώς
καθώς δεν είχε ασκήσει απλά κριτική σε θεσμικά όργανα της δικαστικής λειτουργείας
αλλά εξέφρασε και προκατειλημμένες αξιολογικές /υποκειμενικές κρίσεις. Άγεται το
ιστορικό της δυσφήμησης στο ΕΔΔΑ το οποίο όμως κρίνει ως δυσανάλογη τη ποινική
καταδίκη του δικηγόρου για δυσφήμηση καθώς παραβίαζε το δικαίωμα ελευθερίας της
έκφρασης άρθρο 10 ΕΣΔΑ γιατί καλύπτει και τους δικηγόρους και τις αξιολογικές
κρίσεις που δεν πρέπει να απαιτείται να αποδειχθούν αν αληθεύουν ή όχι, πόσο μάλλον
όταν αυτές παρά τη σοβαρότητα και την εχθρότητα τους αφορούν ένα θέμα δημοσίου
συμφέροντος όπως η δικαστική λειτουργία. Τέτοιες δηλώσεις είτε γίνονται επ
ακροατηρίου είτε μέσω τύπου απολαμβάνουν υψηλό επίπεδο προστασίας. Ενώ το ΕΔΔΑ
είχε δεχτεί ότι δεν ήταν και ιδιαίτερες επιζήμιες για τα δικαστικά όργανα.
Pfeifer v. Austria
Μία άλλη υπόθεση την οποία έλαβε υπόψη το ΕΔΔΑ στη περίπτωση Μiljavic v. Croatia
ήταν όταν μια ψυχίατρος η κυρία Pfeifer προσέφυγε σ Εκείνο επειδή το Εφετείο της
χώρας ανέτρεψε μια πρωτόδικη απόφαση που τη δικαίωνε. Η ψυχίατρος ήταν διορισμένη
σε δικαστήριο για θέματα κακοποίησης παιδιών και αναδοχής ενώ μια εφημερίδα
αποκαλύπτει πως η ίδια πάσχει από διάφορα ψυχολογικά προβλήματα. Η πρώτη ενάγει
την εφημερίδα για παραβίαση της ιδιωτικής της ζωής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο
εκδίδει απόφαση υπέρ της και στη συνέχεια το Εφετείο την ακυρώνει. Το Δικαστήριο του
Στρασβούργου εμμένει στην Εφετειακή απόφαση και απορρίπτει την προσφυγή της
ψυχιάτρου. Καταρχήν δέχεται πάλι πως τα αντικρουόμενα δικαιώματα είναι αυτά του
άρθρου 8 και του άρθρου 10 ΕΣΔΑ και αξίζουν τον ίδιο σεβασμό. Αλλά προκρίνει την
έκφραση της ελευθερίας της εφημερίδας γιατί θεωρεί πως η ψυχολογική κατάσταση της
συγκεκριμένης δημοσίου υπαλλήλου σ αυτή τη θέση παίζει σημαντικό ρόλο και συνιστά
θέμα δημοσίου συμφέροντος.