Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 51

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και της Αγωγής


στην Προσχολική Ηλικία
(Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η.)

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

ΣΤΑΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΕΥΘΥΜΙΑ

Τίτλος Διδακτορικής Διατριβής:


Τα διηγήματα στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας για τη
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση: Αφηγηματολογική προσέγγιση
των μυθοπλαστικών χαρακτήρων.

Επιβλέπων: Αναπλ. Καθηγητής Δημήτριος Πολίτης

ΠΑΤΡΑ
2021
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ iii
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΩΝ vi
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ xii
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ 1

1. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ 1
2. ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2
3. ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ 6
4. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 8
5. ΜΕΘΟΔΟΣ 10
Α΄ ΜΕΡΟΣ: ΓΕΝΙΚΑ – ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ 14

1. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΩΝ 14

1.1. Ορισμός του χαρακτήρα 14


1.2. Ανάπτυξη του χαρακτήρα 17
1.3. Ιστορία της μελέτης των χαρακτήρων: Είναι πρόσωπα ή λέξεις; 19
1.3.1. Ο χαρακτήρας ως (μη πραγματικό) πρόσωπο 20
1.3.2. Ο χαρακτήρας ως τέχνασμα/κατασκευή 23
1.3.3. Ολιστικές-Συνδυαστικές προσεγγίσεις του χαρακτήρα 30
2. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΙ (ΜΕΤΑ-ΚΛΑΣΙΚΗ
ΑΦΗΓΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ) 57

2.1. Ιστορία της Θεωρίας των Πιθανών Κόσμων (P.W.) 57


2.2. Θεωρητικοί των Πιθανών Κόσμων 64
2.2.1. Thomas Pavel 64
2.2.2. Lubomír Doležel 64
2.2.3. Umberto Eco 70
2.2.4. Marie-Laure Ryan (Αφηγηματική Σημασιολογία) 72
3. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΩΝ (ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ) 93

3.1. Οι χαρακτήρες ως προς τη θέση (λειτουργία/σπουδαιότητά) τους στην αφήγηση 93


3.2. Οι χαρακτήρες ως φορείς δράσης 95
3.2.1. Αριστοτέλης 96
3.2.2. Vladimir Propp 98
3.2.3. Αlgidras J. Greimas 100
3.2.4. Claude Bremond 102
3.2.4.1. Ρόλοι και «Διαδικασίες» 104

vi
3.2.4.2. Μέσα, εμπόδια, αντίπαλοι, σύμμαχοι 111
3.2.4.3. Η κωδικοποίηση της αφήγησης 112
3.2.4.4. Η θεωρία του Bremond και η διαδραστική αφήγηση 112
3.2.5. Roland Barthes 115
3.2.6. Northrop Frye 119
3.3. Οι χαρακτήρες ως προς την ανάπτυξη και παρουσίασή τους 120
3.3.1. Ε. Μ. Forster 120
3.3.2. David Fishelov (διαλεκτική τύπου και ατόμου) 123
3.4. Οι χαρακτήρες ως προς την εξέλιξή τους 126
3.5. Οι χαρακτήρες ως προς την εσωτερική ζωή τους 129
3.5.1. Claude Bremond 130
3.5.2. Ibrahim Taha 135
3.6. Οι χαρακτήρες ως προς την κατασκευή και παρουσίασή τους 137
3.6.1. Μέθοδος της άμεσης έκθεσης (διήγηση) 138
3.6.2. Δραματική μέθοδος (μίμηση) 139
3.7. Οι χαρακτήρες σε σχέση με τα λογοτεχνικά είδη 141
3.8. Οι χαρακτήρες ως προς τη σημασία τους 145
3.9. Οι χαρακτήρες ως προς τη σχέση τους με την κοινωνία και την πραγματικότητα 145
3.10. Συνοπτική ταξινόμηση των χαρακτήρων 145
4. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ
ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ 147

4.1. Χαρακτήρες και πλοκή 147


4.2. Χαρακτήρες και σκηνικό 151
5. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΤΗΣ 154

6. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ: ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ 158

6.1. Χαρακτηρισμός 158


6.2. Ταύτιση 160
6.3. Ενσυναίσθηση 163
6.4. «Κεφάλαια φαντάσματα» 164
6.5. Θέματα για περαιτέρω έρευνα 165
7. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 167

Β΄ ΜΕΡΟΣ: ΕΦΑΡΜΟΓΗ 173

1. ΤΟ ΔΕΙΓΜΑ 174

2. ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ 177

ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 177


1. «Ο παππούς και το εγγονάκι», Λ. Τολστόι 177
2. «Η έξοδο», Γιάννης Βλαχογιάννης 182

vii
3. «Οι πιτσιρίκοι», Δημήτρης Ψαθάς 187
4. «Τα κόκκινα λουστρίνια», Ειρήνης Μάρρα 191
5. «Ο Κωνσταντής», Λίτσα Ψαραύτη 195
6. «Ο Βάνκας», Άντον Τσέχωφ 203
7. «Το μνήμα της μάνας», Ανδρέας Καρκαβίτσας 208
8. «Η Δάφνη», Ηλίας Βενέζης 212
9. «Στρίγγλα και καλλονή», Λιλή Ζωγράφου 217
10. «Η Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει», Γιώργος Σκαμπαρδώνης 221
11. «Πασχαλινή ιστορία», Παντελής Καλιότσος 223
ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Β΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 230
12. «Να 'σαι καλά, δάσκαλε!», Γιώργος Ιωάννου 230
13. «Το συρματόπλεγμα του αίσχους», Χριστόφορος Μηλιώνης 234
14. «Πάσχα τ' Απρίλη», Σωτήρης Δημητρίου 237
15. «Ένας αριθμός», Άντον Τσέχωφ 242
16. «Η τρίπλα των ονείρων», Δημήτρης Μίγγας 247
17. «Η εσχάτη των ποινών», Νίκος Χουλιαράς 251
18. «Γιατί;», Γιάννης Μαγκλής 257
19. «Η κυρία Νίτσα», Μ. Καραγάτσης 263
20. «Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν», Έλλη Αλεξίου 270
21. «Με το λεωφορείο», Τάσος Καλούτσας 274
22. «Ο λύκος», Έρμαν Έσε 280
ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 285
23. «Τ' αγνάντεμα», Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης 285
24. «Ο Παχύς και ο Αδύνατος», Άντον Τσέχοφ 295
25. «Ο τύπος και η ουσία», Γρηγόριος Ξενόπουλος 305
26. «Η τέχνη του αγιογράφου», Κωνσταντίνος Θεοτόκης 312
27. «Ποσειδώνας», Φραντς Κάφκα 325
28. «Ζητείται ελπίς», Αντώνης Σαμαράκης 330
ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Α΄ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ 336
29. «Ο παπα-Νάρκισσος», Δημήτριος Βικέλας 336
ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Β΄ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ 345
30. «Μοσκώβ-Σελήμ», Γ. Βιζυηνός 346
31. «Ο Αλιβάνιστος», Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης 355
32. «Το μοιρολόγι της φώκιας», Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης 361
33. «Πατέρα στο σπίτι», Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης 366
34. «Τα τυφλοπόντικα», Ανδρέας Καρκαβίτσας 370
35. «Ναυάγια», Ανδρέας Καρκαβίτσας 373
36. «Το σπίτι του δασκάλου», Κωνσταντίνος Χατζόπουλος 378
37. «Η αρκούδα», Μιχαήλ Μητσάκης 384
38. «Παραρλάμα», Δημοσθένης Βουτυράς 388

viii
39. «Τοπίο», Στρατής Μυριβήλης 391
40. «Οι τρεις άδειες καρέκλες», Γιάννης Σκαρίμπας 394
41. «Εύρηκα», Θράσος Καστανάκης 397
42. «Τα χταποδάκια», Μ. Καραγάτσης 406
ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ’ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ 411
43. «Μνήμη», Στρατής Τσίρκας 411
44. «Το δένδρο», Στρατής Τσίρκας 415
45. «Ο Σιούλας ο ταμπάκος», Δημήτρης Χατζής 418
46. «Το ποτάμι», Αντώνης Σαμαράκης 425
47. «Μια ιστορία της αντίστασης», Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ 431
48. «Το σύννεφο», Μήτσος Αλεξανδρόπουλος 434
49. «† 13-12-43», Γιώργος Ιωάννου 437
50. «Τα ρέστα», Κώστας Ταχτσής 442
51. «Σοροκάδα», Νίκος Κάσδαγλης 450
52. «Θερμά θαλάσσια λουτρά», Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος 452
53. «Το ψαράκι της γυάλας», Μάριος Χάκκας 455
54. «Ο Παναγιώτης», Θανάσης Βαλτινός 462
55. «Δικαιοσύνη», Χριστόφορος Μηλιώνης 466
56. «Σκαριμπικό αλλιώτικο», Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος 472
57. «Ο λάκκος», Τόλης Καζαντζής 475
58. «Το αιώνιο ρολόι», Νατάσα Κεσμέτη 479
59. «Στο δρόμο για το Βούπερταλ», Δημήτρης Νόλλας 484
60. «Σώματα και χρώματα», Τάκης Κουφόπουλος 490
61. «Το λυπημένο μου πρόσωπο», Χάινριχ Μπελ 495
62. «Ο άλλος», Χόρχε Λουί Μπόρχες 500
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ΄ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ. ΟΜΑΔΑ
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ. ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. 506
63. «Το αμάρτημα της μητρός μου», Γεώργιος Βιζυηνός 506
64. «Όνειρο στο κύμα», Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης 512
65. «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς», Γιώργος Ιωάννου 522
66. «Το Γάλα», Γιώργος Ιωάννου 526
67. «Παναγία ἡ Ρευματοκρατόρισσα», Γιώργος Ιωάννου 532
68. «Η Ομίχλη», Γιώργος Ιωάννου 535
69. «Στου Κεμάλ το σπίτι», Γιώργος Ιωάννου 539
70. «Τό Λειρί τοῦ Πετεινοῦ», Γιώργος Ιωάννου 544
3. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ 549

3.1. Η δράση των μυθοπλαστικών χαρακτήρων 550


3.2. Η εσωτερική ζωή των χαρακτήρων 555
3.3. Τυπολογία/κατηγοριοποίηση των χαρακτήρων 564
3.4. Συγκριτική αξιολόγηση των χαρακτήρων σε Γυμνάσιο και Λύκειο 569

ix
3.5. Συνόψιση διδακτικών προεκτάσεων 570
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ 572
ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ 572
ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ 572
A. ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 572
B. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 582

x
ΕΙΚΟΝΕΣ
Εικόνα 1: Τα συστατικά της αφήγησης (Chatman, 1980, 26). ............................................................... 25
Εικόνα 2: Τα τρία στάδια του μοντέλου 3A (Taha, 2015, 16). .............................................................. 54
Εικόνα 3: Οι τομείς των μυθοπλαστικών κόσμων (Doležel, 1998β, 182). ............................................. 67
Εικόνα 4: Οι κόσμοι που αποτελούν το αφηγηματικό σύμπαν (Ryan, 2006) ........................................ 75
Εικόνα 5: Η μετατόπιση των ιδιωτικών κόσμων των χαρακτήρων (υποθετικό παράδειγμα) ................ 76
Εικόνα 6: Τα βασικά συστατικά του παραμυθιού σύμφωνα με τον Propp............................................. 99
Εικόνα 7: Οι έξι δρώντες (Greimas, 1966, 180). ................................................................................. 102
Εικόνα 9: Οι «διαδικασίες πάθους» του Claude Bremond .................................................................. 107
Εικόνα 10: Οι «διαδικασίες δράσης» του Claude Bremond ................................................................ 108
Εικόνα 11: Οι συντακτικές σχέσεις των αφηγηματικών προτάσεων .................................................... 111
Εικόνα 12: Συστατικά της «βασικής αφηγηματικής πρότασης» του Claude Bremond ........................ 112
Εικόνα 13: Το δομικό μοντέλο του αφηγήματος (στη διαδραστική αφήγηση) .................................... 114
Εικόνα 14: Το μοντέλο του Bremond................................................................................................... 115
Εικόνα 15: Τα επίπεδα ανάλυσης του αφηγηματολογικού λόγου του Roland Barthes ........................ 117
Εικόνα 16: Χαρακτηριστικά επίπεδων και σφαιρικών χαρακτήρων .................................................... 122
Εικόνα 17: Κατηγορίες χαρακτήρων (Fishelov, 1990, 426). ................................................................ 124
Εικόνα 19: Γενική (ειδολογική) διαίρεση των χαρακτήρων................................................................. 143
Εικόνα 20: Ταξινόμηση των χαρακτήρων (Talib, 2014) ...................................................................... 143
Εικόνα 21: Κατηγοριοποίηση των μυθοπλαστικών χαρακτήρων ........................................................ 146
Εικόνα 22: Το θεωρητικό μοντέλο της Marie-Laure Ryan για τους χαρακτήρες. ................................ 168
Εικόνα 23: Οι άξονες της μελέτης μας ................................................................................................. 172

xi
θεωρητικό μας εργαλείο. Οι γονείς του Μίσα επηρεάζουν καθοριστικά τη ζωή του παπ-
πού. Απαντώντας στην πρώτη ερώτηση του βιβλίου σχετικά με τη συμπεριφορά των
χαρακτήρων αυτών αξίζει να αναρωτηθούν οι μαθητές για τον τρόπο και το είδος της
επίδρασης που ασκούν αυτοί οι δύο άνθρωποι: πρόκειται για πρόσωπα που προσπα-
θούν να πείσουν τον παππού να κάνει ή να μην κάνει κάτι; που προσπαθούν να τον
κινητοποιήσουν, να του προσφέρουν δηλαδή κάποιο κίνητρο, για να κάνει ή να μην
κάνει κάτι; που προσπαθούν να τον συμβουλεύσουν; ή που τον υποχρεώνουν να κάνει
κάτι; (Bremond, 1973, 242-280). Ο προβληματισμός για τους τύπους των δρώντων υ-
ποκειμένων που με τη συμπεριφορά τους επηρεάζουν κάποιους άλλους χαρακτήρες
μπορεί να οδηγήσει σε μια εποικοδομητική συζήτηση για τους τρόπους πειθούς που
χρησιμοποιεί ο σύγχρονος άνθρωπος στην καθημερινότητά του. Επίσης, ως προέκταση
αυτής της ερώτησης χρήσιμο είναι να ζητηθεί από τους μαθητές να κρίνουν την αρχική
συμπεριφορά των γονιών του Μίσα απέναντι στον ηλικιωμένο πατέρα, προτού περά-
σουν στην απάντηση της δεύτερης ερώτησης, στην οποία ζητείται αιτιολόγηση της αλ-
λαγής της στάσης τους. Εδώ αναφύεται το βασικό θέμα των συγκρούσεων που βιώνουν
οι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες. Οι χαρακτήρες στη μυθοπλασία συχνά έχουν την εμπει-
ρία μιας σύγκρουσης μεταξύ του «υπο-κόσμου» των επιθυμιών τους και αυτού των
υποχρεώσεών τους και πρέπει να επιλέξουν ποιον από τους δύο θα ικανοποιήσουν
(Ryan, 2006, 649). Εάν θέλουμε να καταλάβουμε τη δράση ενός χαρακτήρα, πρέπει να
λάβουμε υπόψη τις νοητικές του κατασκευές, όπως είναι οι στόχοι και τα σχέδιά του
(Ryan, 2006, 647). Με αφορμή αυτή την παρατήρηση οι μαθητές μπορεί να αναρωτη-
θούν αν το εγγονάκι δρα με κάποιο σχέδιο και αν έχει επίγνωση της επίδρασης που θα
ασκήσει στους γονείς του η πράξη του.

2. «Η έξοδο», Γιάννης Βλαχογιάννης


Υπόθεση: Το διήγημα « Η έξοδο» (1914)97 ανήκει στην ενότητα «Εθνική ζωή»
του σχολικού εγχειριδίου. Μια Μεσολογγίτισσα μάνα ετοιμάζεται για την έξοδο και
φοράει την αιματοβαμμένη στολή του άντρα της. Σηκώνει την άρρωστη κόρη της και
τη συμβουλεύει να κρατάει σφιχτά τη φουστανέλα, ενώ αυτή θα ανοίγει δρόμο με το
σπαθί της. Κατά τη διάρκεια της εξόδου, όμως, η κόρη χάνεται.

97
Την πρώτη φορά που αναφερόμαστε σε ένα διήγημα δίνουμε σε παρένθεση δίπλα στον τίτλο του και
τη χρονολογία της πρώτης δημοσίευσής του.

182
α. Δράση (Συμπεριφορά) των χαρακτήρων
Σε αυτό το διήγημα το κυρίως δρων υποκείμενο είναι μια Μεσολογγίτισσα
μάνα που είναι χήρα και έχει μια κόρη, την Ανθή,98 που παίζει το ρόλο του πάσχοντος
υποκειμένου. Και η ίδια η μάνα στο τέλος γίνεται πάσχον υποκείμενο, όταν χάνει την
κόρη της. Το ίδιο πρόσωπο μπορεί πότε να παίζει το ρόλο του πάσχοντος και πότε το
ρόλο του δρώντος υποκειμένου. Το πάσχον υποκείμενο είναι ένα πιθανό δρων υποκεί-
μενο, καθώς υποβάλλεται σε επιδράσεις που μπορούν να προκαλέσουν ένα πέρασμα
στην πράξη, με τη μορφή της αντίδρασης στην κατάσταση, στην οποία νιώθει τοποθε-
τημένο. Το δρων υποκείμενο είναι ένα πιθανό πάσχον υποκείμενο, καθώς η «διαδικα-
σία», την οποία προκαλεί, θα έχει ως αποτέλεσμα μια τροποποίηση της κατάστασής
του, επομένως μια καινούρια κατάσταση για το πρόσωπό του. Επομένως, η ιστορία
ενός προσώπου αναπτύσσεται (συνήθως) σύμφωνα με το σχήμα: Πάσχον υποκείμενο
(πιθανό δρων υποκείμενο) → Δρων υποκείμενο (πιθανό πάσχον υποκείμενο) → Πά-
σχον υποκείμενο (πιθανό δρων υποκείμενο), κ.λπ. (Bremond, 1973, 174).
Αρχικά, η μάνα, η οποία είναι και πρωταγωνίστρια του διηγήματος του Γιάννη
Βλαχογιάννη, λειτουργεί ως δρων υποκείμενο που προσπαθεί να επηρεάσει την κόρη
της με δυο τρόπους: προκαλώντας της φόβο με τη φωνή της, αφού «άγρια και βραχνερά
την άμοιρη μικρούλα θέλει να ορμηνέψει» (Πυλαρινός κ.ά, 2010, 74), αλλά και συμ-
βουλεύοντάς την τι θα κάνει την κρίσιμη ώρα της εξόδου από το πολιορκημένο Μεσο-
λόγγι. Τη συμβουλεύει, συγκεκριμένα, να την κρατάει σφιχτά από τη φουστανέλα, ενώ
αυτή θα ανοίγει δρόμο με το σπαθί της, λέγοντάς της «σφιχτά να μου κρατείς τη φου-
στανέλα. Τίποτ’ άλλο να μη βλέπεις και να μην ακούς: τη φουστανέλα να μη χάσεις
από τα χέρια σου!» (Πυλαρινός κ.ά., 2010, 75). Για την επίτευξη του τελικού στόχου
της η μάνα (όπως και όλες οι αντροντυμένες γυναίκες) ντύνεται με τα ρούχα του άντρα
της, για να εξαπατήσει τον εχθρό, ώστε να τη θεωρήσει άντρα και να του προκαλέσει
φόβο [«Και πρέπει να’ ναι τόσο τρομερή κι η όψη κι η ματιά της, που θα’ διωχνε ακόμα
και του χωρατού τον ίσκιο από μπροστά της» (Πυλαρινός κ.ά, 2010, 74)], αν και η ίδια
νιώθει «άχαρη» και «κωμική». Άρα χρησιμοποιεί τη μεταμφίεση ως μέσο για την επί-
τευξη του στόχου της. Για να την ακολουθήσει στην έξοδο η ανήμπορη κόρη της, χρη-
σιμοποιεί και άλλα μέσα: προσπαθεί να ασκήσει επίδραση και στο συναίσθημα της
κόρης με την πρόκληση φόβου αλλά και στη λογική της με τις συμβουλές της. Γενικά,

98
Θεωρούμε πως η επιλογή από το συγγραφέα του ονόματος Ανθή, το οποίο παραπέμπει στην άνθηση,
για ένα κοριτσάκι άρρωστο που παίζει το ρόλο του πάσχοντος υποκειμένου στο διήγημα είναι εσκεμμένη
και επιτείνει, μέσω αυτής της αντίθεσης, την τραγικότητα του χαρακτήρα.

183
ένα δρων υποκείμενο μπορεί με πολλούς τρόπους να ασκήσει επίδραση σε ένα πάσχον
υποκείμενο: με την πειθώ ή την πληροφόρηση, με την πρόκληση ελπίδας ή φόβου σχε-
τικά με την εκτέλεση κάποιου έργου, με τη «γοητεία», δηλαδή την πρόκληση της επι-
θυμίας για μια ευχάριστη κατάσταση, με τις συμβουλές ή και συνδυαστικά (Bremond,
1973, 242-267). Έτσι και η μάνα χρησιμοποιεί ένα συνδυασμό μέσων.
Εμπόδιο για τη Μεσολογγίτισσα μάνα να βελτιώσει τη ζωή της και τη ζωή της
κόρης της είναι η αδυναμία της κόρης που, καθώς είναι πολύ άρρωστη [«εφτά χρονώ
μικρούλα κι άρρωστη, στα βάσανα μπασμένη από την πείνα αγνώριστη, φάντασμα ζω-
ντανό, κι ήμερο κι ιλαρό σαν άλλου κόσμου πλάσμα» (Πυλαρινός κ.ά., 2010, 74)] και
δεν μπορεί να την ακολουθήσει την ώρα της εξόδου και της μάχης με τους εχθρούς, οι
οποίοι λειτουργούν σαν αντίπαλοι. Καθώς «πλάκωσε το κύμα το τρανό» (Πυλαρινός
κ.ά, 2010, 75), δηλαδή οι εχθροί, η κόρη χάθηκε, οπότε η απώλειά της συνιστά υπο-
βάθμιση της κατάστασης και της κόρης αλλά και της μάνας. Η εξέλιξη του ρόλου του
πάσχοντος υποκειμένου ορίζεται από το παιχνίδι δύο τύπων ανταγωνιστικών διαδικα-
σιών: των εξελικτικών διαδικασιών, οι οποίες τείνουν να τροποποιήσουν την αρχική
κατάσταση του πάσχοντος υποκειμένου, και των αντι-εξελικτικών διαδικασιών, οι ο-
ποίες τείνουν να διατηρήσουν αυτήν την κατάσταση. Μεταξύ των εξελικτικών διαδι-
κασιών τοποθετούνται δύο είδη κύριων τροποποιήσεων: η βελτίωση, η οποία τείνει να
κάνει ένα πάσχον υποκείμενο να περάσει από μια αρχική μη ικανοποιητική κατάσταση
σε μια τελική πιο ικανοποιητική κατάσταση, και η υποβάθμιση, η οποία επιχειρεί το
πέρασμα, αντιστρόφως, από μια αρχική ικανοποιητική κατάσταση σε μια τελική λιγό-
τερο ικανοποιητική κατάσταση (Bremond, 1973, 167). Στο διήγημα αυτό, λοιπόν, όπου
κυριαρχούν οι εξελικτικές «διαδικασίες», υποβαθμίζεται δραματικά και η κατάσταση
της κόρης που δεν έχει πιθανότητες επιβίωσης ανάμεσα στους εχθρούς, αλλά και της
μάνας που χάνει το μόνο της παιδί.

β. Εσωτερική ζωή των χαρακτήρων


Ο φόβος της μάνας, ο οποίος είναι ευδιάκριτος μέσα από τις συμβουλές της, ότι
μπορεί να χαθεί η Ανθή την ώρα της μάχης, επαληθεύεται. Επαλήθευση φόβου υπάρ-
χει, όταν το πάσχον υποκείμενο βλέπει να πραγματοποιείται η πιθανότητα μιας μη
ικανοποιητικής κατάστασης που φοβόταν (Bremond, 1973, 344). Όταν κατάλαβε πως
την έχασε «τότε ξύπνησε της θυγατέρας ο καημός μες στην καρδιά της» (Πυλαρινός
κ.ά, 2010, 75).

184
Τα κίνητρα των μυθοπλαστικών χαρακτήρων είναι ή ρεαλιστικά ή ηθικά ή η-
δονικά (Bremond, 1973, 187-188). Στο διήγημα αυτό που εξετάζουμε ρεαλιστικό είναι
το κίνητρο που κάνει τη Μεσολογγίτισσα μάνα αλλά και όλους τους Μεσολογγίτες να
επιχειρήσουν την έξοδο: δεν υπάρχει άλλος τρόπος να επιβιώσουν και να γλυτώσουν
από την πείνα, χωρίς να υποταχθούν στους Τούρκους. Ηθικό είναι το κίνητρο που τους
κάνει να μην παραδοθούν στους εχθρούς, όπως γνωρίζουμε από την Ιστορία αλλά και
τη Λογοτεχνία, αλλά δεν τονίζεται ιδιαίτερα στο συγκεκριμένο διήγημα (Σταυρογιαν-
νοπούλου, 2012, 96). Ηθικό είναι και το κίνητρο της μάνας να πάρει μαζί της το κορί-
τσι, ας είναι ανήμπορο και ας κάνει ακόμα πιο δύσκολη την επίτευξη του στόχου της
να πολεμήσει τους εχθρούς και να ξεφύγει.
Οι ιδιωτικοί κόσμοι των χαρακτήρων διαιρούνται σε αναπαραστάσεις των υ-
παρχόντων υλικών ή ψυχικών κόσμων (πεποιθήσεις), σε στατικούς πρότυπους-κό-
σμους που συλλαμβάνουν πώς ο πραγματικός κόσμος θα πρέπει να είναι ή θα είναι
(υποχρεώσεις, επιθυμίες, προβλέψεις), σε δυναμικούς πρότυπους-κόσμους ή κόσμους
προθέσεων (τα ενεργά σχέδια των χαρακτήρων) και σε φανταστικούς κόσμους που
σκιαγραφούν νέα συστήματα της πραγματικότητας, πλήρη με τους δικούς τους πραγ-
ματικούς και πιθανούς κόσμους (όνειρα, ψευδαισθήσεις, πράξεις φαντασίας, μυθοπλα-
σίες μέσα σε μυθοπλασίες). Καθένα από αυτά τα υποσυστήματα είναι επικεντρωμένο
γύρω από τον «υπο-κόσμο» της γνώσης του χαρακτήρα, που περιλαμβάνει την αναπα-
ράστασή του για ολόκληρο το σύστημα, δηλαδή τόσο για τον πραγματικό κόσμο όσο
και για τους ιδιωτικούς κόσμους των άλλων χαρακτήρων. Ένας χαρακτήρας μπορεί να
εμφανίσει μια εσωτερική σύγκρουση, για παράδειγμα μεταξύ του κόσμου των επιθυ-
μιών του και του κόσμου των υποχρεώσεών του και να επιλέξει ποιον θα προσπαθήσει
να ικανοποιήσει (Ryan, 1991, 121-122). Φαίνεται, λοιπόν, ότι η μάνα βιώνει μια έντονη
σύγκρουση εσωτερικά (ο «υπο-κόσμος» της γνώσης με τον «υπο-κόσμο» της ηθικής
συγκρούονται), καθώς γνωρίζει καλά ότι η κόρη, λόγω της αδυναμίας της, θα αυξήσει
τη δυσκολία της να περάσει μέσα από τους εχθρούς, αλλά η αγάπη της μάνας δεν της
επιτρέπει να την αφήσει πίσω. Ο «υπο-κόσμος» της ηθικής της μάνας, λοιπόν, υπερι-
σχύει.

γ. Τυπολογία/Κατηγοριοποίηση
Περιγράφεται με τόση ζωντάνια η Μεσολογγίτισσα μάνα που μας δίνει την ε-
ντύπωση σφαιρικού ατόμου και κειμενικά και κατασκευαστικά, άρα «καθαρού ατό-
μου» (Fishelov, 1990, 422-439). Είναι ένας χαρακτήρας που ενσαρκώνει την ιδέα της

185
γενναιότητας, άρα έχει έντονο και το θεματικό (ιδεολογικό) στοιχείο που υπάρχει, όταν
ένας χαρακτήρας αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη ιδέα, μια ομάδα ή μια κατηγορία
κατά τη σημασιολογική δομή του λογοτεχνικού έργου (Phelan, 1989, 12-13), αλλά έχει
και το μιμητικό στοιχείο, καθώς περιγράφεται τόσο ρεαλιστικά. Το μιμητικό (ρεαλι-
στικό) συστατικό αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο ένας χαρακτήρας μπορεί να
είναι η εικόνα ενός πραγματικού και πιθανού ατόμου (Phelan, 1989, 2-3).
Στόχος, λοιπόν, της μάνας και όλων των πολιορκημένων είναι η τροποποίηση
(βελτίωση) της ζωής τους, αφού, αν δεν αποφάσιζαν την έξοδο, θα πέθαιναν από την
πείνα, καθώς «της πείνας το θεριό είν’ ανίκητο» (Πυλαρινός κ.ά, 2010, 74), μέσα στο
πολιορκημένο Μεσολόγγι. Για την κόρη, όμως, η «διαδικασία» της βελτίωσης δεν ο-
λοκληρώνεται, ούτε βέβαια και για τη μάνα που επιβιώνει η ίδια, αλλά χάνει την κόρη
της. Μια δράση είναι μια «διαδικασία» που περιλαμβάνει τρία στάδια: το στάδιο του
σχεδιασμού (με έντονο το γνωστικό και το συναισθηματικό στοιχείο), το στάδιο της
υλοποίησης και αυτό του αποτελέσματος που κρίνει και τον τύπο του ήρωα (αν είχε
πλήρη επιτυχία στην επίτευξη του τελικού σκοπού του, χαρακτηρίζεται «ήρωας», αν
είχε μερική επιτυχία, χαρακτηρίζεται «ημι-ήρωας» και αν απέτυχε, «αντι-ήρωας»)
(Taha, 2015, 16). Η μάνα, λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί «ημι-ήρωας», εφόσον δεν κα-
τορθώνει ολοκληρωτικά το στόχο της που είναι να σώσει τη δική της ζωή αλλά και τη
ζωή της κόρης της κατά την έξοδο από το Μεσολόγγι.

δ. Ειδικές Παρατηρήσεις & Προτάσεις Διδακτικής


Η αφηγηματολογική ανάλυση του διηγήματος με βάση το θεωρητικό μας εργα-
λείο μπορεί να βοηθήσει τους μαθητές να επεξεργαστούν την τρίτη ερώτηση του σχο-
λικού βιβλίου [«Περιγράψτε σε μια παράγραφο την ψυχολογική κατάσταση της μάνας,
καθώς ετοιμάζεται για τη μεγάλη Έξοδο» (Πυλαρινός κ.ά, 2010, 75)], η οποία αφορά
την ψυχολογική κατάσταση της μάνας. Ένα πάσχον υποκείμενο που βρίσκεται μπρο-
στά στην πιθανή πραγματοποίηση ενός γεγονότος, όπως είναι εδώ η Μεσολογγίτισσα
μάνα, μπορεί να το αντιμετωπίσει με ελπίδα, με φόβο, με αδιαφορία ή με ανάμικτα
συναισθήματα. Πίσω από την ελπίδα μπορεί να υπάρχει η επιθυμία (η ελπίδα μιας ευ-
χαρίστησης, άρα ένα ηδονικό κίνητρο) ή η συνείδηση της υποχρέωσης (ηθικό κίνητρο)
ή ένας ευνοϊκός υπολογισμός (η ελπίδα ενός πλεονεκτήματος, το οποίο θα οδηγήσει
στην επίτευξη ενός στόχου, άρα ένα ρεαλιστικό κίνητρο). Αντίστοιχα, υπάρχουν και
τριών ειδών κίνητρα που μπορεί να κάνουν το πάσχον υποκείμενο να φοβηθεί την

186
πραγματοποίηση ενός μελλοντικού γεγονότος. Και στα συναισθήματα της ελπίδας και
του φόβου υπάρχει εξέλιξη: γεννιούνται, εξαφανίζονται, μεγαλώνουν ή μειώνονται.
Και ασφαλώς επαληθεύονται ή ακυρώνονται, όταν πραγματοποιείται ή όχι το γεγονός
που αντιμετωπιζόταν ως πιθανό. Έτσι, το πάσχον υποκείμενο νιώθει ικανοποίηση/ανα-
κούφιση ή δυσαρέσκεια/απογοήτευση ή ανάμικτα συναισθήματα ή τίποτα από τα δύο
(Bremond, 1973, 156). Έχοντας τα παραπάνω υπόψη οι μαθητές και προσπαθώντας να
περιγράψουν την ψυχολογική κατάσταση της Μεσολογγίτισσας μάνας, τα συναισθή-
ματα ελπίδας μα και φόβου που βιώνει και την εξέλιξή τους, είναι χρήσιμο να αναρω-
τηθούν και ποια είναι τα κίνητρα αυτής της μάνας και των υπόλοιπων Μεσολογγιτών
που επιχειρούν την έξοδο, αν δηλαδή είναι ηθικά, ρεαλιστικά ή ηδονικά (Bremond
1973, 187-196).
Σημαντική στη μελέτη του χαρακτήρα, σύμφωνα με το θεωρητικό μας εργα-
λείο, θεωρείται η διάκριση μεταξύ του χαρακτήρα με εξωτερικά κίνητρα και αυτού με
εσωτερικά κίνητρα, επειδή ο πρώτος τύπος είναι επικεντρωμένος στις σχέσεις του με
τους άλλους, ενώ ο δεύτερος τύπος τοποθετείται στο κέντρο του κειμένου που εστιάζει
στη συνείδησή του, τις εσωτερικές ανησυχίες του και την πολυπλοκότητά του (Taha,
2015, 88). Τα εσωτερικά κίνητρα των δράσεων ενός χαρακτήρα περιλαμβάνουν συναι-
σθήματα, σωματικές επιθυμίες ή νοητικά κατορθώματα, ενώ τα εξωτερικά κίνητρα πε-
ριλαμβάνουν την κοινωνική συμπεριφορά των άλλων χαρακτήρων, τις ιστορικές ανά-
γκες και τους πολιτιστικούς κώδικες. Ο χαρακτήρας, λοιπόν, είναι ένας συνδυασμός
ατομικότητας και συλλογικότητας. Τα κίνητρα των δράσεων, επιπλέον, μπορεί να είναι
θετικά ή αρνητικά (Taha, 2015, 99-101). Στο διήγημα αυτό τα κίνητρα της μάνας είναι
και εσωτερικά, καθώς περιλαμβάνουν τον πόθο για ελευθερία και την ανάγκη για
τροφή που βιώνουν όλοι οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου, το συναίσθημα της αγά-
πης για την κόρη, αλλά και εξωτερικά, καθώς είναι οι συνθήκες και η απόφαση της
κοινότητας που την κινητοποιούν.

3. «Οι πιτσιρίκοι», Δημήτρης Ψαθάς


Υπόθεση: Το διήγημα «Οι πιτσιρίκοι»99 ανήκει στην ενότητα «Εθνική ζωή»
του σχολικού εγχειριδίου. Το Ιανουάριο του 1942 ένας πιτσιρίκος πιάνει κουβέντα με
ένα Γερμανό. Όταν φεύγει ο μικρός, ο Γερμανός διαπιστώνει πως του έχουν κάνει σα-
μποτάζ στο αυτοκίνητο και εξαγριώνεται, αλλά είναι πια αργά.

99
Πρόκειται για αυτοτελές τμήμα από το ομότιτλο σπονδυλωτό αφήγημα του συγγραφέα.

187
1992β, 375). Στο διήγημα αυτό μπορούμε να πούμε πως οι οντότητες δεύτερης τάξης
(τα γεγονότα και οι τόποι) είναι εξίσου σημαντικές με τις οντότητες πρώτης τάξης,
όπως είναι οι χαρακτήρες (Ronen, 1994, 109).
Οι τρεις από τις τέσσερις ερωτήσεις136 του σχολικού εγχειριδίου που συνοδεύ-
ουν το συγκεκριμένο διήγημα αφορούν τις συνθήκες, τις δράσεις και αντιδράσεις των
λύκων, για τις οποίες μιλήσαμε στην αφηγηματολογική μας ανάλυση. Επιπλέον, έχει
ενδιαφέρον να ζητηθεί από τους μαθητές η εξέταση του θεματικού στοιχείου στο λύκο
που πρωταγωνιστεί στο διήγημα.

ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

23. «Τ' αγνάντεμα», Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Υπόθεση: Το διήγημα «Τ' αγνάντεμα» (1899) ανήκει στην ενότητα «Η Νέα Α-
θηναϊκή Σχολή (1880-1922)». Σε ένα εξωκκλήσι της Σκιάθου, κάθε χρόνο την άνοιξη,
όταν οι ναυτικοί επιστρέφουν στη θάλασσα, συγκεντρώνονται οι γυναίκες του νησιού,
για να προσευχηθούν για την προστασία των δικών τους ανθρώπων. Μεταξύ τους είναι
και η γριά Συρραχίνα, η οποία διηγείται στις άλλες την ιστορία μιας αρχοντοπούλας
των αρχαίων χρόνων, της Φλανδρώς που έγινε πέτρα.

α. Δράση (Συμπεριφορά) των χαρακτήρων


Στο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Τ’ αγνάντεμα» αλλά και γενικότερα στο έργο
του και στην εποχή εκείνη «οι γυναίκες των ξενιτεμένων και των ναυτικών αποτελούν
μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα˙ η ζωή τους καθορίζεται από την εναλλαγή της ανδρι-
κής παρουσίας ή απουσίας» (Αθανασοπούλου, 2004, 53). Πρωταγωνίστριες του διη-
γήματος είναι οι γυναίκες των ναυτικών: «καραβάνια γυναικών, ασκέρια, φουσάτα γυ-
ναικών [...] Οι ορμαθοί των γυναικών ομάδες-ομάδες, συγγενολόγια», άρα μια οντό-
τητα συλλογική (Margolin, 2007), ένας ομαδικός χαρακτήρας (Tröhler, 2010, 462) ή,
με άλλη διατύπωση, ένα συλλογικό υποκείμενο (Greimas, 1970, 154-155). Οι δράσεις

136
«2. Πώς επηρεάζει ο βαρύς χειμώνας τους ανθρώπους και τα ζώα της περιοχής; 3 Πώς προσπαθεί να
επιβιώσει η αγέλη των λύκων; Γιατί μερικοί ξέκοψαν από την αγέλη και ποιους κινδύνους διέτρεξαν; 4
Πώς αντιδρά ο ετοιμοθάνατος λύκος και πώς οι άνθρωποι που τον εξόντωσαν;» (Γαραντούδης κ.ά.,
2012, 243).

285
των γυναικών αυτών είναι σωματικές, παίζουν επομένως το ρόλο του δρώντος υποκει-
μένου (Bremond, 1973, 137-138):
[…] ανείρπον, ανέβαινον, ανήρχοντο επάνω στην ρεματιάν [...] διεσπείροντο
εις μικρούς όχθους, [...] ήρχοντο με τα καλαθάκια τους, με τα μαχαιρίδιά τους…
διότι πολλαί εξ αυτών ησχολούντο να βγάλουν αγριολάχανα … με τα προγεύ-
ματά τους τα σαρακοστιανά, και αφού είχαν ανάψει τα κανδήλια της Παναγιάς,
αφού είχαν κάνει μετάνοιες στρωτές πολλές, κι είχαν κολλήσει αφιερώματα εις
την εικόνα, κι είχαν χορτάσει τ' αυτιά τους από τας νουθεσίας της γρια-Μαλα-
μίτσας, εστρώνοντο εκεί εις την δροσεράν χλόην κι αγνάντευαν κατά το πέλα-
γος (Καγιαλής κ.ά., 2008, 101-102).
Οι γυναίκες αυτές υφίστανται επιδράσεις από άλλα πρόσωπα, άρα παίζουν και
το ρόλο του πάσχοντος υποκειμένου. Η ιστορία ενός πάσχοντος υποκειμένου συχνά
συνδέεται με αυτήν ενός ή περισσοτέρων δρώντων υποκειμένων που δρουν εκούσια ή
ακούσια (Bremond, 1973, 145-146). Στο διήγημα του Παπαδιαμάντη κυρίως δύο πρό-
σωπα, η γριά Μαλαμίτσα και η γριά Συρραχίνα, είναι τα υποκείμενα που προσπαθούν
εκούσια να επηρεάσουν τις άλλες γυναίκες και μόνο η γριά Συρραχίνα φτάνει στη φάση
του αποτελέσματος με επιτυχία, χρησιμοποιώντας μια (ενθετική) αφήγηση με πρωτα-
γωνίστριες τη Φλανδρώ και τη Χατζηγιάνναινα.
Η γριά Συρραχίνα παρουσιάζει τον εαυτό της ως πάσχον υποκείμενο, όταν δι-
ηγείται την εμπειρία της εξομολόγησης από την παιδική της ηλικία, που επηρεάστηκε
από τις συμβουλές του πνευματικού της, αν και αρχικά δεν τις καταλάβαινε:
Ήμουν μικρό κορίτσι, δώδεκα χρονώ, και μ' επήγε η μάνα μου να ξαγορευτώ
τη Μεγάλη Τετράδη… τι να ξαγορευτώ, εγώ τίποτα δεν ήξερα, τα ξεράματά
μου… το τι μόλεε ο πνεματικός δεν αγροικούσα, φωτιά που μ' έ!… Το νόημά
του δεν το καταλάβαινα, τα λόγια τα θυμούμουν κι ύστερ' από χρόνια… το κο-
ρίτσι πρέπει να 'ναι φρόνιμο και ντροπαλό, να 'ναι υπάκουο, να μην κοιτάζη
τους νιους, ν' αγαπά τον κύρη του και τη μανούλα του· και σαν μεγαλώση, και
δώση ο Θιος και παντρευτή, με την ευκή των γονιών της, άλλον να μην αγαπά
απ' τον άνδρα της. Μόφερε το παράδειγμα των παλαιών Ελλήνων… οι παλιοί
Έλληνες, που προσκυνούσαν τα είδωλα… Κείνον τον καιρό ήτον μια που την
έλεγαν Φλάνδρα ή Φλανδρώ. [...] Αγάπησε ολόψυχα τον άνδρα της, όσο που
έχασε τ' αγαθά του κόσμου, και έγινε πέτρα γι' αυτό (Καγιαλής κ.ά., 2008, 103).

286
Τώρα στα γεράματα, όμως, γίνεται και η γριά Συρραχίνα δρων υποκείμενο που
δρα εκούσια στη φάση της πιθανότητας και στη φάση εξέλιξης της δράσης κι έχει α-
ποτέλεσμα στη φάση του αποτελέσματος, καθώς με την αφήγησή της σχετικά με τη
Φλανδρώ και τη Χατζηγιάνναινα φαίνεται να επηρεάζει (νοητικά, ηθικά και συναισθη-
ματικά) τις νεότερες γυναίκες με θετικό τρόπο:
Ο μύθος της Φλανδρώς, παρότι έχει τραγική κατάληξη, ασκεί ευεργετική επί-
δραση στις γυναίκες, καθώς ακόμη και το αρχαίο όνομα (Φλανδρώ < Φιλαν-
δρώ, αυτή που αγαπά τον άντρα της) δείχνει τη συζυγική αγάπη και αφοσίωση.
Η γριά Συρραχίνα συμβουλεύει τις γυναίκες να βρουν παρηγοριά μέσα από την
προσευχή στην Παναγία, που προστατεύει και δίνει δύναμη σε όλες τις γυναίκες
(Βλαχάκος, 2017, 104).
Η Φλανδρώ, πρωταγωνίστρια της ενθετικής αφήγησης της γριάς Συρραχίνας,
πάσχον υποκείμενο αρχικά (γεμάτη απογοήτευση που διαψεύδονται οι ελπίδες της να
παραμείνει ο σύζυγός της στο νησί), γίνεται δρων υποκείμενο που δρα ακούσια και
προκαλεί το χαμό του άντρα της, καθώς προκαλεί με τα δάκρυά της το θυμό των κυ-
μάτων:
Ξεκολλούσε η ψυχή της που έφευγε ο άνδρας της· δεν μπορούσε να το βαστάξη,
να στυλώση την καρδιά της. Αγνάντεψε το καράβι που έφευγε, κι έκλαψε πικρά
κι έπεσαν τα δάκρυά της στα κύματα· και τα κύματα επικράθηκαν, κι εφαρμα-
κώθηκαν, και θύμωσαν, κι αγρίεψαν κι εθέριεψαν… και στο δρόμο τους που
ηύραν το καράβι, έπνιξαν τον άνδρα της Φλανδρώς, κι έγινε αγυρισιά του…
(Καγιαλής κ.ά., 2008, 104).
Η Φλαντρώ προκαλεί, επίσης, τη δική της μεταμόρφωση σε πέτρα, προκειμένου
να απαλλαγεί από την κατάσταση του θύματος, στην οποία είχε περιέλθει, περιμένο-
ντας χρόνια ολόκληρα τον άντρα της να επιστρέψει:
Και το Φλανδρώ ήρθε και ξαναήρθε σ' αυτόν τον έρμο γιαλό κι εκοίταζε κι
αγνάντευε… κι επερίμενε, κι εκαρτερούσε, κι απάντεχε… Πέρασαν μήνες, πέ-
ρασε χρόνος, πέρασαν δυο χρόνια, πέρασαν τρία… και το καράβι πουθενά δεν
εφάνηκε… και το Φλανδρώ έκλαψε, και καταράστηκε την θάλασσα, και τα μά-
τια της εστέγνωσαν, και δεν είχε πλια δάκρυ να χύση… και παρακάλεσε τους
θεούς της που ήταν είδωλα, πέτρες, να της κάμουν τη χάρη να γίνη κι αυτή
είδωλο, βράχος, πέτρα… και το ζήτημά της έγινε και την έκαμαν βράχο,
ξέρα…[...] κι η φωνή της, το βογγητό της γίνεται ένα με το βογγητό της θάλασ-
σας… (Καγιαλής κ.ά., 2008, 104).

287
Μια δράση που αποσκοπεί στη βελτίωση συναντά διάφορα εμπόδια ή αντιπά-
λους, μπορεί, όμως, και να βοηθηθεί από συμμάχους. Όσον αφορά τον Παπαδιαμάντη
παρατηρείται «στα ψυχογραφικά διηγήματα η πλοκή να εκτυλίσσεται γύρω από τη
σχέση η φύση vs ο άνθρωπος» (Νικολουδάκη-Σουρή, χ.χ.). Στο μύθο της Φλαντρώς η
φύση λειτουργεί ως αντίπαλος της γυναίκας, καθώς η θάλασσα παίρνει μακριά τον ά-
ντρα της και τον πνίγει. Αν και τον ίδιο κίνδυνο αντιμετωπίζουν και οι χριστιανές γυ-
ναίκες που είναι σύζυγοι ναυτικών δε βλέπουν με εχθρικό τρόπο τη θάλασσα.
Οι περισσότεροι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες δρουν με τη θέλησή τους, έχουν
κάποιο κίνητρο και επιδιώκουν κάποιο στόχο, τον οποίο μπορεί να τον πετύχουν ή όχι
(Bremond, 1973, 176-233). Η Χατζηγιάνναινα, η οποία επίσης αναφέρεται μέσα στην
αφήγηση της γριάς Συρραχίνας, με το τάμα της στην Παναγία και το χτίσιμο της εκ-
κλησίας βοήθησε, ώστε ο τόπος εκείνος να πάψει να είναι καταραμένος. Η Χατζηγιάν-
ναινα παίζει επομένως το ρόλο ενός δρώντος υποκειμένου, καθώς δρα εκούσια και
προσφέρει στην οικογένειά της και στον τόπο της. Η «διαδικασία» της συνεισφοράς
(Bremond, 1973, 206), με τη χρήση ενός ενδιάμεσου έργου (το τάμα) και με τελικό
στόχο τη βελτίωση της ζωής όλων, εντοπίζεται εδώ ευδιάκριτα: «Ύστερα με χρόνια
πολλά, σαν ήρθε ο Χριστός ν' αγιάση τα νερά, για να βαφτιστή η πλάση, μια χριστιανή
αρχόντισσα, η Χατζηγιάνναινα, που είχαν σκαρώσει τα παιδιά της δυο καράβια, έταξε
στην Παναγία, κι έχτισε αυτό το παρακκλήσι, για το καλό κατευόδιο των παιδιώνε
της…» (Καγιαλής κ.ά., 2008, 104).
Η γριά Μαλαμίτσα, εκτός από τη γριά Συρραχίνα, προσπαθεί και αυτή να επη-
ρεάσει τις άλλες γυναίκες, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Παρουσιάζεται αρχικά ως πά-
σχον υποκείμενο, καθώς επηρεάζεται υποκειμενικά από τις «διαδικασίες» της πληρο-
φόρησης, της υποχρέωσης και της συμβουλής από τον επίτροπο, τον κυρ Αγγελή και
από το γέροντά της, τον παπα-Γεράσιμον. Έχει μάθει πως δε χρειάζονται πολλές φωτιές
στο εκκλησάκι και προσπαθεί να πείσει και τις άλλες γυναίκες «να μην το παρακάνουν
και χύνουν λάδια πολλά», οπότε γίνεται δρων υποκείμενο που δρα εκούσια στη φάση
της πιθανότητας και στη φάση εξέλιξης της δράσης: «έβαλλε τις φωνές· έκανε το
κακό… εμάλωνε με όλες τις γυναίκες [...] (αλίμονον! η ευλάβειά μας είναι για το συ-
φέρο, έλεγε σείουσα την κεφαλήν)». Η προσπάθεια της γριάς Μαλαμίτσας, όμως, δεν
έχει κανένα αποτέλεσμα στη φάση του αποτελέσματος: «οι γυναίκες δεν την άκουαν.
Τι χρειάζονται τόσες φωτιές, σαν πυροφάνια, εφώναζεν η γριά Μαλαμίτσα. Του κάκου.
Κανείς δεν την ήκουε» (Καγιαλής κ.ά., 2008, 101). Προσπαθεί, λοιπόν, με τις φωνές

288
να αποτρέψει τις άλλες γυναίκες από το να χύνουν λάδια, αλλά αυτές δεν της δίνουν
σημασία.

β. Εσωτερική ζωή των χαρακτήρων


Τα κίνητρα των ηρώων είναι ή ρεαλιστικά ή ηθικά ή ηδονικά (Bremond, 1973,
187-188). Στο διήγημα «Τ’ αγνάντεμα» φαίνεται να είναι ηθικά τα κίνητρα του συλλο-
γικού χαρακτήρα που πρωταγωνιστεί: «ήρχοντο, συνήθως την άνοιξιν, γυναίκες ναυ-
τικών και θυγατέρες, κάτω από την χώραν, με σκοπόν ν' ανάψουν τα κανδήλια και
παρακαλέσουν την Παναγίαν την Κατευοδώτραν να οδηγήση και κατευοδώση τους
θαλασσοδαρμένους συζύγους και τους πατέρας των» (Καγιαλής κ.ά, 2008, 99). Εντού-
τοις, ένα μέρος του συνόλου, οι ανύπαντρες αδελφές των ναυτικών φαίνεται να έχουν
κι έναν ευνοϊκό υπολογισμό (άρα ρεαλιστικά κίνητρα), καθώς η επιστροφή των αδελ-
φών τους συνοδεύεται από προικιά για αυτές: «ωραίες κοπέλες [...], ήρχοντο να ικε-
τεύσουν διά τα αδελφάκια των, που εθαλασσοπνίγοντο δι' αυτάς, διά να τις φέρουν
προικιά από την Πόλιν, στολίδια από την Βενετιάν, κειμήλια από την Αλεξάνδρειαν.
“Πάντα να 'ρχωνται, πάντα να φέρνουν”» (Καγιαλής κ.ά., 2008, 99-100). Οι γυναίκες
αυτές φαίνεται να είναι κυρίως παρακινούμενες από εξωτερικά κίνητρα, καθώς αυτά
περιλαμβάνουν τους πολιτιστικούς κώδικες, τον κοινωνικό τρόπο ζωής και την παρά-
δοση (Taha, 2015, 88). Αυτοί οι κώδικες μοιάζουν να οδηγούν τα βήματα των γυναικών
της τοπικής κοινωνίας της Σκιάθου στο παρεκκλήσι.
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες γυναίκες η Φλανδρώ έχει ηδονικά κίνητρα,
αφού επιθυμεί να έχει κοντά της τον άντρα της και υποφέρει από την απουσία του, άρα
έχει εσωτερικά κίνητρα. Τοποθετείται στο κέντρο της αφήγησης της γριάς Συρραχίνας,
η οποία εστιάζει στη συνείδηση της Φλανδρώς και στις εσωτερικές ανησυχίες της. Έ-
ντονα συναισθήματα αγάπης και θυμού (Taha, 2015, 88) κυριαρχούν μέσα στη μυθική
γυναίκα, η οποία καταλήγει να καταραστεί τη θάλασσα, καθώς ο άντρας της λείπει
πάνω από τρία χρόνια και αυτή είναι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Στην περί-
πτωση της Φλανδρώς υπάρχει σαφής σύγκρουση μεταξύ του «υπο-κόσμου» των επι-
θυμιών και των ευχών της που σχετίζονται με την επιστροφή του άντρα της και του
«υπο-κόσμου» της γνώσης της με τον Κειμενικό Πραγματικό Κόσμο (Ryan, 1992, 121-
122), καθώς ο άντρας της έχει πνιγεί, αλλά αυτή δεν το γνωρίζει με σιγουριά και τον
περιμένει για πολλά χρόνια.
Τα κίνητρα των δράσεων ενός χαρακτήρα μπορεί να είναι εσωτερικά ή εξωτε-
ρικά, θετικά ή αρνητικά (Taha, 2015, 99-101). Σημαντική διαφορά της Φλαντρώς από

289
τις χριστιανές γυναίκες είναι πως σε αυτήν κυριαρχούν τα αρνητικά συναισθήματα/κί-
νητρα, ενώ στις άλλες υπάρχει η ελπίδα, ένα θετικό συναίσθημα που αποτελεί και κί-
νητρο για προσευχή. Η απόγνωση, στην οποία βρίσκεται η Φλαντρώ, προκαλείται από
την αναχώρηση και μακρόχρονη απουσία του άντρα της, άρα εδώ μια νοητική/συναι-
σθηματική δραστηριότητα προκαλείται από σωματικές αιτίες (Τaha, 2015, 18). Το ίδιο
γεγονός, αυτό της απουσίας των αντρών, έχει άλλα αποτελέσματα στις χριστιανές γυ-
ναίκες, οι οποίες με καρτερικότητα κι ελπίδα προσεύχονται για τους άντρες τους. Είναι
γεγονός πως «το πρότυπο της γυναικείας καρτερικότητας καλλιεργείται με ιδιαίτερη
ευαισθησία στο έργο του Παπαδιαμάντη και επιβιώνει μέσω των παραδόσεων...» (Α-
θανασοπούλου, 2004, 53). Επίσης, «η έννοια της γυναικείας αλληλεγγύης και συντρο-
φικότητας παρατηρείται συχνά σε δύσκολες συνθήκες, κυρίως στις γυναίκες των ναυ-
τικών που αναπτύσσουν ένα συλλογικό πνεύμα» (Αθανασοπούλου, 2004, 54).
Η Φλαντρώ, μάλιστα, φτάνοντας στην απόλυτη απελπισία ζητάει να γίνει πέτρα
και η ευχή της πραγματοποιείται. Αντίθετα, στις χριστιανές γυναίκες, αν και υπάρχει
φόβος για τους κινδύνους που ελλοχεύουν στη θάλασσα, όπως φαίνεται από τις ευχές
τους [«Η ψυχή μου, η πνοή μου, να είναι πάντα στα πανιά σου, ωσάν λαμπάδα του
Επιταφίου, να διώχνη τα μαύρα, τα κατακόκκινα τελώνια, πριν προφτάσουν να κατα-
καθίσουν στα πινά σου. Σύρε, πουλί μου, στο καλό, και στην καλή την ώρα! Στο
καλό!…» (Καγιαλής κ.ά., 2008, 102)], υπερισχύει η πίστη στην Παναγία την Κατευο-
δώτρα και η ελπίδα για την αποφυγή των κινδύνων. Οι χριστιανές γυναίκες, λοιπόν,
γνωρίζουν τους κινδύνους της θάλασσας, αλλά πιστεύουν πως με τη δύναμη της Πα-
ναγίας θα επιστρέψουν οι δικοί τους. Το εύχονται και προσεύχονται για αυτό. Ο «υπο-
κόσμος» της γνώσης των γυναικών αυτών δεν έρχεται σε σύγκρουση με τον «υπο-κό-
σμο» των επιθυμιών τους.
Όσον αφορά τους δευτερεύοντες χαρακτήρες, η γριά Μαλαμίτσα έχει ρεαλι-
στικά κίνητρα, όταν επιπλήττει τις γυναίκες που «καταλαδώνουν το έδαφος του ναού,
και τα στασίδια, και τ' αναλόγι, και τα δύο-τρία παμπάλαια βιβλία που ήσαν εκεί, και
τα μανάλια, και τον τοίχον, και το τέμπλο, και τις ποδιές, και αυτάς τας αγίας εικόνας»,
αλλά και ηθικά κίνητρα, καθώς, απ’ ό, τι φαίνεται, θεωρεί καθήκον της να αποτρέψει
τις άλλες γυναίκες από το να χύνουν πολλά λάδια: «ήλθεν από τον άγιον Νικόλαον
επίτηδες, κατά παραγγελίαν του κυρ Αγγελή, του επιτρόπου,… διά να μαλώση τις γυ-
ναίκες τις ευλαβητικές» (Καγιαλής κ. ά., 2008, 101). Επομένως, στην περίπτωσή της
υπάρχει σωματική δράση που προκαλείται κυρίως από νοητικές/συναισθηματικές αι-
τίες (Τaha, 2015, 18), αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει και εξωτερικά κίνητρα,

290
επειδή είναι επικεντρωμένη στις σχέσεις της με τους άλλους και προσπαθεί με τα λόγια
της και τη δράση της να επηρεάσει την κοινωνική συμπεριφορά των άλλων γυναικών
(Taha, 2015, 88). Ο «υπο-κόσμος» της γνώσης της [«αυτή είχε μάθει από τον γέροντά
της, τον παπα-Γεράσιμον, ότι οι φωτιές των κανδηλιών πρέπει να είναι μικρές, τόσες
δα, σαν λαμπυρίδες» (Καγιαλής κ.ά., 2008, 101-102)] έρχεται σε σύγκρουση με τους
ιδιωτικούς κόσμους των άλλων γυναικών που ανάβουν τα καντήλια στο εκκλησάκι και
που αντιλαμβάνονται διαφορετικά τις υποχρεώσεις τους από τη γριά Μαλαμίτσα.
Η γριά Συρραχίνα, η οποία έμμεσα συμβουλεύει τις γυναίκες να αγαπούν τους
άντρες τους και να προσεύχονται για αυτούς στην Παναγία, όπως και η Χατζηγιάνναινα
παλιότερα (η οποία «έταξε στην Παναγία, κι έχτισε αυτό το παρακκλήσι, για το καλό
κατευόδιο των παιδιώνε της») έχουν ηθικά κίνητρα. Η πρώτη, παλιά καπετάνισσα, με-
ταφέρει τις αρχές της στις νεώτερες γυναίκες, τον «υπο-κόσμο» των υποχρεώσεων, τις
οποίες έπρεπε κάθε κορίτσι και κάθε γυναίκα να έχει τα χρόνια εκείνα. Τους λέει συ-
γκεκριμένα για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται και να νιώθει καθεμία: «το κορίτσι
πρέπει να 'ναι φρόνιμο και ντροπαλό, να 'ναι υπάκουο, να μην κοιτάζη τους νιους, ν'
αγαπά τον κύρη του και τη μανούλα του· και σαν μεγαλώση, και δώση ο Θιος και
παντρευτή, με την ευκή των γονιών της, άλλον να μην αγαπά απ' τον άνδρα της» (Κα-
γιαλής κ.ά., 2008, 103). Αυτές οι υποχρεώσεις και οι απαγορεύσεις ισχύουν για τις
γυναίκες του διηγήματος και τις πληροφορούνται από την παιδική ηλικία, όπως συνέβη
στην ίδια τη Συρραχίνα, όταν ήταν δώδεκα ετών. Την εποχή του Παπαδιαμάντη, όπως
διαφαίνεται και στο συγκεκριμένο διήγημα:
[…] η διαπαιδαγώγηση του νεαρού κοριτσιού υπάγεται στην εφαρμογή ενός
αυστηρού κώδικα ηθικών αξιών, στον οποίο καλλιεργείται το στερεότυπο της
πίστης, της υπακοής, της αφοσίωσης. [...] Η αγωγή του κοριτσιού στα οικογε-
νειακά και θρησκευτικά του καθήκοντα γίνεται έντονα πιο δεσμευτική από τα
κατώτερα προς τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, όπου η τήρηση των κανονι-
σμών είναι απαραβίαστο μέρος της ταξικής συμπεριφοράς (Αθανασοπούλου,
2004, 44).

γ. Τυπολογία/Κατηγοριοποίηση των χαρακτήρων


Ως προς την προσωπική διάσταση, δηλαδή τις ιδιωτικές, ατομικές όψεις, των
γυναικών του διηγήματος παρουσιάζονται κυρίως οι δράσεις τους και οι διάλογοι με-
ταξύ τους (δηλαδή έμμεσοι δείκτες χαρακτηρισμού), αλλά υπάρχουν και σχόλια του

291
αφηγητή (άμεσοι δείκτες χαρακτηρισμού) για τις κόρες των ναυτικών και την εμφάνισή
τους: «Ωραίες κοπέλες με υποκάμισα κόκκινα μεταξωτά, με τραχηλιές ψιλοκεντημέ-
νες, με τους χυτούς βραχίονας και τα στήθη τα γλαφυρά, ήρχοντο να ικετεύσουν διά τα
αδελφάκια των» και για τη γριά Συρραχίνα: «παλαιά καπετάνισσα· με το ραβδάκι της
και με το καλαθάκι της στο χέρι, με τα ογδόντα χρόνια στην πλάτη της, μπόρεσε κι
ανέβη τον ανήφορον και ήλθε διά να καμαρώση, ίσως διά τελευταίαν φοράν, το καράβι
του γιου της που έφευγε» (Καγιαλής, κ.ά, 2008, 99). Επίσης, παρουσιάζονται δεδομένα
που αποτελούν τη συγκειμενική διάσταση (Τaha, 2015, 57), όπως είναι ο τόπος: «ε-
πάνω στον βράχον της ερήμου ακτής», ο χρόνος «την ημέραν εκείνην, και τας άλλας
ημέρας της αρχής του έαρος», η εθνικότητα και η θρησκεία των γυναικών «σαν ήρθε
ο Χριστός ν' αγιάση τα νερά» (Καγιαλής κ.ά., 2008, 99-104).
Πρωταγωνίστριες του διηγήματος είναι οι γυναίκες και κόρες των ναυτικών,
μια οντότητα συλλογική (Margolin, 2007), η οποία, αν και πάσχον υποκείμενο, θεω-
ρούμε ότι παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο διήγημα, αφού χωρίς αυτές τις γυναίκες δε
θα είχαν νόημα οι δράσεις των δύο γυναικών, της γριάς Μαλαμίτσας και της γριάς
Συρραχίνας. Στην περιγραφή των γυναικών συνυπάρχει το μιμητικό με το θεματικό
στοιχείο (Phelan, 1989, 12). Οι γυναίκες αυτές μπορούν να θεωρηθούν «καθαροί τύ-
ποι», εφόσον δεν περιγράφονται εκτενώς (άρα είναι επίπεδες στο κειμενικό επίπεδο)
και μόνο υπαινικτικά παρουσιάζονται οι εσωτερικές συγκρούσεις τους (είναι επίπεδες
και στο κατασκευαστικό επίπεδο) (Fishelov, 1990, 422-439).
Στην περίπτωση της Φλαντρώς υπερισχύει το θεματικό στοιχείο, καθώς αντι-
προσωπεύει κάθε γυναίκα που αγαπάει τον άντρα της στον υπέρτατο βαθμό και που
δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν. Η μυθική αυτή γυναίκα έχει κυρίως στοιχεία «ατό-
μου», καθώς ίσως πρόκειται για μια όχι συνηθισμένη περίπτωση στο χώρο της μυθο-
πλασίας (αλλά και της ζωής) με αυτήν τη συμπεριφορά (προκαλεί ακούσια το θάνατο
του άντρα της και μετά ζητά και το δικό της θάνατο). Μας θυμίζει τη Δηιάνειρα, γυ-
ναίκα του Ηρακλή, την Πολυξένη, κόρη του Πρίαμου και ερωμένη του Αχιλλέα και τη
σαιξπηρική Ιουλιέττα. «Επίσης, ο θρύλος της Φλανδρώς περιγράφεται στο διήγημα “Τ’
αγνάντεμα” κατ’ αντιστοιχία με το μυθολογικό παράδειγμα της Νιόβης που πέτρωσε»
(Αθανασοπούλου, 2004, 54).
Το κριτήριο της επιτυχίας στην επίτευξη του στόχου ενός προσώπου, αν και δεν
είναι αντικειμενικό ή απόλυτο, μπορεί να εντάξει έναν χαρακτήρα στην κατηγορία του
«ήρωα» (Τaha, 2015, 3-6). Αυτό ισχύει για τη γριά Συρραχίνα και τη Χατζηγιάνναινα,
πρωταγωνίστρια της ενθετικής αφήγησης της γριάς Συρραχίνας, οι οποίες πέτυχαν τους

292
στόχους που είχαν θέσει. Συγκεκριμένα, η γριά Συρραχίνα με μια αφήγηση, όπου κυ-
ριαρχεί ο κόσμος της φαντασίας και του μύθου πετυχαίνει να τους μεταλαμπαδεύσει
την ελπίδα και την ανάγκη προσευχής. Πρόκειται για μια αφήγηση που ασχολείται με
καταστάσεις που ποτέ δε θα μπορούσαν να είναι πραγματικές [το «θαυμαστό» του Το-
ντόροφ (1991, 66-72)] (Ryan 1992, 537-8· 2012). Στόχος της Συρραχίνας, επίσης, ε-
κτός από το να εμψυχώσει τις νεότερες γυναίκες είναι και να καμαρώσει το καράβι του
γιου της που έφευγε.
Η γριά Μαλαμίτσα, από την άλλη πλευρά, με φωνές και φράσεις όπως «αλίμο-
νον! η ευλάβειά μας είναι για το συφέρο [...]. Τι χρειάζονται τόσες φωτιές, σαν πυρο-
φάνια» προσπαθεί να αποτρέψει τις γυναίκες να ανάβουν πολλά καντήλια, αλλά, καθώς
αυτές δεν την ακούνε, δεν επιτυγχάνει το στόχο της, άρα ανήκει στην κατηγορία του
«αντι-ήρωα».137 Αντι-ηρωική μορφή είναι και η Φλανδρώ που δεν καταφέρνει να φέρει
τον άντρα της πίσω και χάνει και η ίδια τη ζωή της με τη θέλησή της, κατόπιν παρά-
κλησης των θεών της.
Πάντως, στην περίπτωση του συλλογικού υποκειμένου που πρωταγωνιστεί,
των γυναικών της Σκιάθου, δεν υπάρχει εμφανής μετασχηματισμός, ώστε να θεωρηθεί
δυναμικός χαρακτήρας, απλώς ενδυναμώνεται η πίστη και η ελπίδα του χάρη στη γοη-
τευτική αφήγηση της καπετάνισσας.

δ. Ειδικές Παρατηρήσεις & Προτάσεις Διδακτικής


Στην ιστορία της Φλαντρώς διακρίνεται ο τρόπος της «εργαλειακής αφηγημα-
τικότητας». Η ιστορία αυτή λειτουργεί σαν εργαλείο που υποτάσσεται στο συνολικό
σκοπό του κειμένου κι έχει παραδειγματική και διδακτική αξία (Ryan, 1992, 380-381).
Η επεξεργασία της 3ης, της 4ης και της 5ης ερώτησης του σχολικού βιβλίου138
από τους μαθητές/αναγνώστες καθίσταται εφικτή, αν ο εκπαιδευτικός έχει υπόψη την
αφηγηματολογική ανάλυση του διηγήματος με βάση το θεωρητικό μας εργαλείο. Η
τρίτη ερώτηση αφορά τα συναισθήματα των γυναικών που αγναντεύουν το πέλαγος.

137
Το μοντέλο του Taha περιλαμβάνει τρία στάδια: το στάδιο του σχεδιασμού μιας δράσης, το στάδιο
της δράσης και αυτό του αποτελέσματος (που κρίνει και τον τύπο του ήρωα) (Taha, 2015, 16).
138
«3η ερώτηση: Με ποια συναισθήματα αγναντεύουν το πέλαγος οι γυναίκες; Τι πετυχαίνει ο συγγρα-
φέας με την παραστατική περιγραφή του αγναντέματος τους;4 η ερώτηση: Ποιο ρόλο επιτελούν οι δυο
γριές με την εμφάνισή τους ανάμεσα στις γυναίκες των ναυτικών; Ποια επηρεάζει περισσότερο τις γυ-
ναίκες και γιατί;5η ερώτηση: Διαβάστε προσεκτικά την αφήγηση της γριάς Συρραχίνας. Ποιες αντιστοι-
χίες βρίσκετε ανάμεσα στην ιστορία της Φλανδρώς και στις ζωές των γυναικών των ναυτικών; Τι θέλει
να πετύχει η γριά με αυτή την αφήγηση;» (Καγιαλής κ.ά., 2008, 105).

293
Επισημαίνεται στην ελληνική βιβλιογραφία πως στο Παπαδιαμαντικό έργο, προβάλλε-
ται το πρότυπο της γυναίκας σύμφωνα με την Ελληνοχριστιανική παράδοση (Λο-
ρεντζάτος, 1979, 13). Όπως είδαμε και πιο πάνω στην ανάλυσή μας, αν και υπάρχει
στις χριστιανές γυναίκες φόβος και ανασφάλεια για τη θάλασσα, κυριαρχούν τα συναι-
σθήματα της πίστης και της ελπίδας.
Η τέταρτη ερώτηση αφορά το ρόλο των δύο γυναικών, της γριάς Μαλαμίτσας
και της γριας Συρραχίνας, και την επίδραση που ασκούν στις άλλες γυναίκες. Γενικά,
ένα δρων υποκείμενο μπορεί με πολλούς τρόπους να ασκήσει επίδραση σε ένα πάσχον
υποκείμενο: με την πειθώ ή την πληροφόρηση, με την πρόκληση ελπίδας ή φόβου σχε-
τικά με την εκτέλεση κάποιου έργου, με τη «γοητεία», δηλαδή την πρόκληση της επι-
θυμίας για μια ευχάριστη κατάσταση, με τις συμβουλές ή και συνδυαστικά (Bremond,
1973, 242-267). Έχει ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο διήγημα να παρατηρήσουμε τις
προσπάθειες και τους διαφορετικούς τρόπους πειθούς εκ μέρους των δύο ηλικιωμένων
γυναικών.
Ενδιαφέρουσα είναι και η πέμπτη ερώτηση του σχολικού εγχειριδίου, η οποία
ζητά τις αντιστοιχίες ανάμεσα στην ιστορία της Φλανδρώς και στις ζωές των γυναικών
των ναυτικών και την οποία αναπτύξαμε στην ενότητα της εσωτερικής ζωής των χα-
ρακτήρων.
Συμπληρωματικά, μπορεί να γίνει επισήμανση πως η αφήγηση της γριάς Συρ-
ραχίνας για τη Φλαντρώ είναι μια αφύσικη αφήγηση. «Πολλές αφηγήσεις μας φέρνουν
αντιμέτωπους με παράξενους κόσμους, οι οποίοι διέπονται από αρχές που έχουν πολύ
λίγη σχέση με τον πραγματικό κόσμο γύρω μας. Με άλλα λόγια μια αφύσικη αφήγηση
παραβιάζει τους φυσικούς νόμους ή τις λογικές αρχές» (Alber et. al., 2010). Ωστόσο,
οι αφηγήσεις δεν είναι ποτέ εντελώς αφύσικες. Περιέχουν συνήθως «φυσικά» στοιχεία
(βασίζονται σε παραμέτρους του πραγματικού κόσμου) και αφύσικες συνιστώσες ταυ-
τόχρονα. Για παράδειγμα, μια γυναίκα που υποφέρει, όπως είναι η Φλαντρώ, επειδή
λείπει ο άντρας της, μπορεί να υπάρχει στον πραγματικό κόσμο (άρα η ιστορία της
βασίζεται σε «φυσικές» παραμέτρους), αλλά από την άλλη πλευρά, δε θα μπορούσε να
προκαλέσει την οργή των κυμάτων ή να μεταμορφωθεί σε πέτρα στον πραγματικό κό-
σμο, τον κόσμο των αναγνωστών. Αυτό αποτελεί επομένως ένα αφύσικο φαινόμενο.
Δύο στρατηγικές με τις οποίες οι αναγνώστες μπορούν να αντιμετωπίσουν τις αφύσικες
αφηγήσεις είναι: α) Ορισμένα αδύνατα στοιχεία μπορούν απλώς να εξηγηθούν ως ό-
νειρα, φαντασιώσεις ή ψευδαισθήσεις («ανάγνωση γεγονότων ως εσωτερικές καταστά-
σεις»). β) Οι αναγνώστες μπορεί να βλέπουν τα αφύσικα στοιχεία ως τμήματα των

294
αλληγοριών που λένε κάτι για τον κόσμο γενικότερα και όχι για συγκεκριμένα άτομα
(«διαβάζοντας αλληγορικά») (Alber, 2009). Η ιστορία της Φλαντρώς ανήκει στη δεύ-
τερη περίπτωση, πρόκειται για αλληγορική αφήγηση που στοχεύει στο να μη χάνουν
οι γυναίκες την ελπίδα τους και την υπομονή και με προσευχή να περιμένουν τους
δικούς τους ανθρώπους.
Πιστεύουμε πως θα μπορούσε να συνδεθεί ο μύθος αυτός και με το ζήτημα της
ευθανασίας ή και της αυτοκτονίας. Μπορεί να αποτελέσει θέμα προβληματισμού αν η
μεταμόρφωση της πονεμένης αυτής γυναίκας σε πέτρα (που ισοδυναμεί με τον τερμα-
τισμό της ζωής της) θεωρείται από τους ακροατές και αναγνώστες του μύθου βελτίωση
για την κατάστασή της. Αξίζει να επισημανθεί στους μαθητές πως η εξέλιξη του ρόλου
του πάσχοντος υποκειμένου ορίζεται από το παιχνίδι δύο τύπων ανταγωνιστικών δια-
δικασιών: των εξελικτικών διαδικασιών, οι οποίες τείνουν να τροποποιήσουν την αρ-
χική κατάσταση του πάσχοντος υποκειμένου, και των αντι-εξελικτικών διαδικασιών,
οι οποίες τείνουν να διατηρήσουν αυτήν την κατάσταση. Μεταξύ των εξελικτικών δια-
δικασιών τοποθετούνται δύο είδη κύριων τροποποιήσεων: η βελτίωση, η οποία τείνει
να κάνει ένα πάσχον υποκείμενο να περάσει από μια αρχική μη ικανοποιητική κατά-
σταση σε μια τελική πιο ικανοποιητική κατάσταση, και η υποβάθμιση, η οποία επιχει-
ρεί το πέρασμα, αντιστρόφως, από μια αρχική ικανοποιητική κατάσταση σε μια τελική
λιγότερο ικανοποιητική κατάσταση (Bremond, 1973, 167).

24. «Ο Παχύς και ο Αδύνατος», Άντον Τσέχοφ


Υπόθεση: Το διήγημα «Ο Παχύς και ο Αδύνατος» (1883) ανήκει στην ενότητα
«Η Νέα Αθηναϊκή Σχολή (1880-1922)». Βρισκόμαστε στην τσαρική Ρωσία στο τέλος
του 19ου αιώνα. Δυο παλιοί φίλοι συναντιούνται στο σιδηροδρομικό σταθμό του τσά-
ρου Νικόλαου. Ο ένας, ο Παχύς, είναι χορτάτος, ενώ ο Αδύνατος παρουσιάζεται λιπό-
σαρκος και στερημένος. Αναγκάζεται μάλιστα να κάνει και δεύτερη εργασία, για να
καλύψει τις ανάγκες της οικογένειάς του. Στην αρχή και οι δυο κατακλύζονται από
αισθήματα χαράς, αλλά αυτό αλλάζει, όταν αρχίζουν να ανακαλύπτουν στοιχεία για
την επαγγελματική τους ζωή. Ο Παχύς είναι μυστικός σύμβουλος και κατέχει ήδη δυο
παράσημα για την προσφορά του στην υπηρεσία του, ενώ ο Αδύνατος είναι τμηματάρ-
χης. Η δουλοπρεπής συμπεριφορά του Αδύνατου δυσαρεστεί τον Παχύ.

295
Η αφηγηματολογική ανάλυση του διηγήματος με βάση το θεωρητικό μας εργα-
λείο μπορεί να βοηθήσει τους μαθητές να επεξεργαστούν τις δύο ερωτήσεις του σχο-
λικού βιβλίου που συνοδεύουν το συγκεκριμένο διήγημα.147 Συμπληρωματικά, προκει-
μένου ο εκπαιδευτικός να φωτίσει περισσότερο τον κεντρικό χαρακτήρα του διηγήμα-
τος, έχοντας ως βασικό έρεισμα για την προσέγγισή του το αφηγηματολογικό μας ερ-
γαλείο, μπορεί να θέσει στους μαθητές τον προβληματισμό αν ο Μοσκώβ-Σελήμ έχει
περισσότερα στοιχεία τύπου ή ατόμου και ποιοι από τους «υπο-κόσμους» του διαγρά-
φονται άμεσα από την αφήγησή του. Πολύ σημαντικό, επίσης, είναι και το θέμα των
συγκρούσεων που οφείλει να αναδείξει ο εκπαιδευτικός θέτοντας τον προβληματισμό
στους μαθητές αν υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ ενός ιδιωτικού κόσμου του κεντρικού
χαρακτήρα και του Κειμενικού Πραγματικού Κόσμου, μεταξύ δύο ιδιωτικών κόσμων
του ίδιου χαρακτήρα αλλά και μεταξύ των ιδιωτικών κόσμων διαφορετικών χαρακτή-
ρων και, τέλος, αν οι ιδιωτικοί «υπο-κόσμοι» του κεντρικού χαρακτήρα (της γνώσης,
των επιθυμιών, των υποχρεώσεων, των στόχων, των ονείρων και των ψευδαισθήσεων)
έχουν μετατοπιστεί στο τέλος του αφηγήματος σε σύγκριση με την αρχή του.

31. «Ο Αλιβάνιστος», Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Υπόθεση: Στο διήγημα «Ο Ἀλιβάνιστος» (1903) του Παπαδιαμάντη η ερωτική
απογοήτευση οδηγεί τον μπαρμπα-Κόλια μακριά από την κοινωνία των ανθρώπων και
από την κοινωνία με το Θεό. Για τριάντα ολόκληρα χρόνια μένει σε μια σπηλιά στην
άκρη του βουνού κοντά σε ένα δάσος. Μια μέρα που χάνεται ο ιερέας πηγαίνοντας για
την Ανάσταση, ο μπαρμπα-Κόλιας τον οδηγεί στην εκκλησία και μετά οι συγχωριανοί
και ο ιερέας τον κρατούν στην Αναστάσιμη λειτουργία. Τέλος, η θεια Μολώτα, η αιτία
της περιθωριοποίησής του τού ζητάει συγχώρεση και αυτός με χαρά λέει στο τέλος
«Αληθώς ανέστη, βρε! Δεν είμαι αλιβάνιστος!».

α. Δράση (Συμπεριφορά)

147
«1. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του διηγήματος είναι ότι ο συγγραφέας συσχετίζει τη δια-
μόρφωση της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς του ήρωα με τις οικογενειακές και κοινωνικές
συνθήκες στις οποίες έζησε. Να επαληθεύσετε την παρατήρηση με βάση τα αποσπάσματα και τις περι-
λήψεις. 2. Ο Μοσκώβ-Σελήμ για τους άλλους είναι ένας εκκεντρικός τύπος, για τον αναγνώστη όμως
τελικά γίνεται πολύ ενδιαφέρον και συμπαθητικό πρόσωπο. Πώς το κατορθώνει αυτό ο συγγραφέας;»
(Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 40).

355
Δύο χαρακτήρες ξεχωρίζουν μεταξύ των πολλών στο παπαδιαμαντικό διήγημα,
ο μπαρμπα-Κόλιας ή Αλιβάνιστος, όπως τον έλεγαν όλοι, και η θεια Μολώτα. Η θεια
Μολώτα ως δρων υποκείμενο πληροφορεί την Αφέντρα πως ο μπαρμπα-Κόλιας ήταν
ερωτευμένος μαζί της τον καιρό που ήταν ακόμη νέοι και, όταν ο πατέρας της τον
απέρριψε ως γαμπρό, τότε εκείνος «πήλε καημό, πήγε βουνά, αγλίεψε, δεν πάτησ' εκ-
κλησιά...», για αυτό το λόγο και προσπαθεί να τον αποφύγει και να μην τη δει:
[…] η Μολώτα έρριψε πλάγιον βλέμμα προς το σύμπλεγμα των ανδρών, κι ε-
κατέβασε χαμηλά την μαύρην μανδήλαν της, έκρυψε τα οφρύδια, τους κροτά-
φους, και με τα τσουλούφια της κόμης της, και με τα κλώνια της μανδήλας,
εκάλυψε το κατωσάγονον και τα μάγουλα (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 64).
Μετά τη συμβουλή της Αφέντρας ζητά συγχώρεση από τον Κόλια και αυτή η
πράξη της μοιάζει να λυτρώνει τον αποξενωμένο άντρα σε συνδυασμό με τη συμμε-
τοχή του στη λειτουργία.
Η θεια Μολώτα, λοιπόν, ως πάσχον υποκείμενο επηρεάζεται από τις ενοχές της,
το αίσθημα του φόβου ότι αυτή ήταν υπεύθυνη για το ότι ο Κόλιας έγινε ερημίτης, αν
και ο γάμος της με άλλον ήταν απόφαση του πατέρα της και όχι δική της. Για αυτό και
από την πρώτη στιγμή που τον αντικρίζει στην εκκλησία συμπεριφέρεται με συστολή
και ταραχή. Στο αφηγηματικό παρόν δέχεται επίδραση από τη συμβουλή της Αφέντρας
να ζητήσει συγχώρεση από τον Κόλια, οπότε λυτρώνεται και η ίδια και μεταλαμβάνει.
Ο μπαρμπα-Κόλιας ως δρων υποκείμενο βοηθά τον ιερέα που έχει χαθεί στο
δάσος να πάει στην εκκλησία, αλλά ταυτόχρονα, ως πάσχον υποκείμενο, δέχεται την
επίδραση του ιερέα και των άλλων να λειτουργηθεί, πράγμα που σημαίνει και την επι-
στροφή του στην κοινωνία, από την οποία έχει αποκοπεί. Οι επίμονες και στοργικές
παροτρύνσεις του παπα-Γαρόφαλου, οι οποίες δείχνουν πόσο νοιάζεται για τον απο-
κομμένο από την κοινωνία άνθρωπο, συμβάλλουν, ώστε να επανέλθει στην εκκλησια-
στική κοινότητα:
Να 'χης την ευχή του Χριστού, παιδί μου! Έλα!... Να πάρης ευλογία!... Να μο-
σχοβολήσ' η ψυχή σου! Έλα ν' απολάψης τη χαρά του Χριστού μας! Μην αδι-
κείς τον εαυτόν σου! Μην κάνεις του εχτρού το θέλημα!... Πάτα τον πειρασμό!
Έλα, Κόλια! Έλα, Νικόλαε, έλα, Νικόλαε μακάριε! Ο άγιος Νικόλαος να σε
φωτίσει! (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 64).
Με τα λόγια του αυτά ο ιερέας παρακαλεί τον Κόλια να δεχτεί την ευλογία της
χριστιανικής Εκκλησίας:

356
[…] να μην αδικήσει ξανά τον εαυτό του, να πατήσει το δαιμονικό πειρασμό
της ακηδίας και της απελπισίας που του στέρησε τη δυνατότητα να μετανοήσει
και να εναποθέσει ξανά την ψυχή του στα χέρια του Θεού. Και για να καταρρί-
ψει πλήρως το εμπόδιο του πονηρού τον καλεί με το βαφτιστικό του όνομα και
ζητά την πολύτιμη αρωγή και του προστάτη Αγίου του, του Αγίου Νικολάου,
ώστε να φωτισθεί ο νους και η καρδιά του ταλαίπωρου γερο-Νικολάου (Μπα-
λούση, 2015, 417).
Τα λόγια του ιερέα σε συνδυασμό με τις ενέργειες του Μπαρέκου και άλλων
δύο βοσκών οδηγούν τον Κόλια στην Εκκλησία, ενώ έχει την τάση να τους ξεφύγει
παρά την ενδόμυχη επιθυμία του να μπει: «επιθυμούντα ν' ακολουθήση, και τείνοντα
ν' αποσκιρτήση» (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 27), κι έτσι βοηθούν στη βελτίωση της κα-
τάστασής του. Και στο παρελθόν ο μπαρμπα-Κόλιας, ως πάσχον υποκείμενο, δέχτηκε
καθοριστική επίδραση από τους άλλους, αλλά ήταν μια αρνητική επίδραση: επειδή η
αγαπημένη του παντρεύτηκε άλλον, αυτός έγινε μισάνθρωπος και αποξενώθηκε από
την κοινωνία και από την εκκλησία.

β. Εσωτερική Ζωή
Στον «υπο-κόσμο» των επιθυμιών του Κόλια ανήκει η ανομολόγητη επιθυμία
του να μπει στην Εκκλησία: «ήθελε να έλθη, αλλ' εντρέπετο. Επαραξενεύετο πολύ, θα
επεθύμει να τον απήγον δια της βίας» (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 64). Η επιθυμία του
ικανοποιείται τελικά στον Κειμενικό Πραγματικό Κόσμο με «την αγαστή συνεργασία
Θεού, ιερέως και αμαρτωλού ανθρώπου για τη σωτηρία του τελευταίου» (Μπαλούση,
2015, 416) κι έτσι νιώθει, μετά από τριάντα ολόκληρα χρόνια, τη χαρά της Ανάστασης.
Η δράση του Κόλια, και όταν απομονώνεται στο παρελθόν και όταν επιστρέφει
στην εκκλησία στο αφηγηματικό παρόν, προκαλείται από νοητικές και συναισθηματι-
κές αιτίες (Τaha, 2015, 18). Το ίδιο συμβαίνει και στις δράσεις της θειας Μολώτας. Και
στους δύο χαρακτήρες υπάρχει εξέλιξη στα συναισθήματά τους (της ελπίδας και του
φόβου). Η Μολώτα φοβάται ότι έχει την ευθύνη για την απομόνωση του Κόλια, όπως
φαίνεται από το ερώτημα που θέτει στην Αφέντρα, η οποία καταλαβαίνει «την απλοϊ-
κήν ευσυνειδησίαν της γραίας» (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 66). Η ελπίδα για τη λύτρωση
επαληθεύεται, ενώ οι φόβοι των δύο χαρακτήρων εξασθενούν.
Ο Κόλιας πιστεύει ότι δεν έχει θέση μεταξύ των άλλων στην εκκλησία, κάτι
που δεν ισχύει, οπότε ο «υπο-κόσμος» της γνώσης του είναι σε σύγκρουση με τον Κει-
μενικό Πραγματικό Κόσμο και με τους ιδιωτικούς κόσμους των άλλων χαρακτήρων

357
που πιστεύουν ότι πρέπει να επανέλθει στην εκκλησιαστική κοινότητα και θέλουν να
γίνει αυτό, για αυτό τον παρακινούν με επιμονή και τον αρπάζουν από τα χέρια και τον
βάζουν μέσα στην εκκλησία: «Ο Μπαρέκος, ως να είχεν εισδύσει εις τα ενδόμυχα της
ψυχής του, έκραξε τους δύο άλλους βοσκούς πλησίον του. Ούτοι, ημιπαίζοντες, ημι-
σπουδάζοντες, έβαλαν τας χείρας των εις τους βραχίονας και τας ωμοπλάτας του Κό-
λια. Εν πομπή και παρατάξει τον απήγαγον» (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 64).
Ο Κόλιας γνωρίζει και βιώνει την αφύσικη για την ανθρώπινη ψυχή κατάστασή
του, την αποκοπή του από την Εκκλησία και την κοινωνία, αλλά στο τέλος «καταφά-
σκει στην κοινωνία των ανθρώπων και της Εκκλησίας, πράγματα εξάλλου συγγενέ-
στατα. Από “αληθής λυκάνθρωπος” γίνεται κατά Χριστόν Άνθρωπος» (Ζορμπάς, 1994,
74). Καθώς βγαίνει λυτρωμένος από την εκκλησία, οι ιδιωτικοί «υπο-κόσμοι» του έ-
χουν μετατοπιστεί στο τέλος του αφηγήματος σε σύγκριση με την αρχή του. Η ίδια
μετατόπιση παρατηρείται και στη θεια-Μολώτα, η οποία αρχικά είναι πεπεισμένη ότι
είναι υπεύθυνη για την απομόνωση του άντρα αυτού, αλλά, με τη συγγνώμη που ζητάει,
λυτρώνεται από το μεγάλο βάρος που έφερε για πολλά χρόνια.

γ. Τυπολογία και Κατηγοριοποίηση


Η παρουσία του μπαρμπα-Κόλια του Αλιβάνιστου γίνεται όλο και πιο άμεση
κατά τη διάρκεια της πλοκής: ενώ στην αρχή είναι απόμακρος, στη συνέχεια παρου-
σιάζεται αυτοπροσώπως, μιλάει στους άλλους και «στο τέλος της Αναστάσιμης λει-
τουργίας με θάρρος και χαρά αντιχαιρετά με τον σωστό τρόπο τον αναστάσιμο χαιρε-
τισμό» (Ζορμπάς, 1994, 73). Υπάρχουν για αυτόν άμεσοι χαρακτηρισμοί στη διήγηση
ενός νεαρού, του Σταμάτη, ο οποίος χαρακτηρίζει τον Κόλια αλλόκοτο άνθρωπο, αλλά
υπάρχουν και έμμεσοι δείκτες χαρακτηρισμού που αφορούν τον τρόπο ζωής του, το
χώρο όπου ζούσε και τις ασχολίες του:
[…] από τριάκοντα ετών δεν είχε κατέλθει εις την πόλιν, κι εμόναζεν εις μίαν
καλύβην, ή μάλλον σπηλιάν, της οποίας το στόμιον είχε κτίσει με τας χείρας
του. Έβοσκεν ολίγας αίγας, και δεν συνανεστρέφετο κανέναν άνθρωπον, παρά
μόνον τον Μπαρέκον, τον μέγαν αιγοτρόφον του βουνού, όστις είχε κοπάδι από
χίλια γίδια. Εις αυτόν έδιδε το ολίγον γάλα του, λαμβάνων ως αντάλλαγμα ο-
λίγα παξιμάδια, παστά οψάρια, και πότε κανέν τρίχινον φόρεμα ή μάλλινον σκέ-
πασμα (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 61).
Και στην αναφορά του τριτοπρόσωπου αφηγητή υπάρχουν δείκτες χαρακτηρι-
σμού σχετικά με την εμφάνιση του Κόλια: «Ο γέρων εφαίνετο αληθής λυκάνθρωπος.

358
Εφόρει είδος ράσου, απροσδιορίστου χρώματος, και μαύρην σκούφιαν, είχε μακράν
κόμη μαύρην ακόμη, και ψαρά, σγουρά γένεια» (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 64). Η πα-
ραμελημένη εξωτερική του εμφάνιση βρίσκεται σε απόλυτη αντιστοιχία με την πνευ-
ματική του κατάσταση, καθώς έχει αποκοπεί από τους συγχωριανούς του και από την
εκκλησιαστική ζωή για πάρα πολλά χρόνια.
Ακόμα και το σκηνικό, το δάσος που είναι σκοτεινό και μοιάζει «στοιχειω-
μένο», βρίσκεται σε αντιστοιχία με την ψυχή του μπαρμπα-Κόλια που βρίσκεται σε
σύγχυση, αφότου έχασε τη γυναίκα που αγάπησε, με συνέπεια να ξεχάσει και «τον
έμφυτο προς τον Θεό έρωτα. Βαδίζει στο πνευματικό σκοτάδι, ενώ η γύρω φύση συ-
στενάζει και συνωδίνει μαζί του» (Μπαλούση, 2015, 76). Συμπληρωματικά, στο ση-
μείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε πως μια από τις λογοτεχνικές αρχές του Παπαδιαμά-
ντη είναι «η περιγραφή μετ’ έρωτος της φύσεως», η οποία «άλλοτε αποκρυπτογραφεί
το θείο ίχνος, άλλοτε απορρίπτει το ανθρώπινο κακό και γενικά αποτελεί έναν υλικό
και πνευματικό χώρο όπου ο άνθρωπος γαληνεύει και αναψύχεται σωματικώς και ψυ-
χικώς» (Ζορμπάς, 1994, 76).
Ο μπαρμπα-Κόλιας είναι ένας χαρακτήρας που εξελίσσεται και η εσωτερική
του αλλαγή εκδηλώνεται με την είσοδό του στο ναό, πράγμα που σημαίνει το τέλος της
απομόνωσης. Τα τελευταία λόγια του: «Αληθώς ανέστη βρε! Δεν είμαι αλιβάνιστος!»
(Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 66) δείχνουν την αλλαγή του και την ικανοποίησή του από
το γεγονός της συμμετοχής του στη λειτουργία. Επιπλέον, «μαρτυρούν την ανακού-
φιση της θρησκευτικής συμμετοχής που δεν είναι τίποτε άλλο από τη συμμετοχή στο
κοινωνικό γίγνεσθαι κι αυτό δεν έχει καμία σχέση ούτε με εμμονές θρησκευτικής ανω-
τερότητας, ούτε με την εκκλησιαστική αυστηρότητα» (Μπαντές, 2013).
Σχετικά με τη θεια Μολώτα υπάρχουν, επίσης, άμεσοι και έμμεσοι δείκτες χα-
ρακτηρισμού. Αρχικά, στην πηγή «παρουσιάζεται με το ήθος της ηλικίας της και την
σωρευμένη πίκρα και κούραση της ζωής της, σε αντίθεση με τις άλλες τις νεώτερες:
“Η θεια-Μολώτα, αφού έπιεν άφθονον νερόν, αφήσασα ευφρόσυνον στεναγμόν ανα-
ψυχής, εκάθισεν επί χθαμηλού βράχου, δια να ξαποστάση”» (Ζορμπάς, 1994, 75). Μα-
θαίνουμε, επίσης, για το τραύλισμά της: «η γραία ήτο ιδιόρρυθμος εις την γλώσσαν
της. Ετραύλιζε και απέκοπτεν όχι μόνον συλλαβάς, αλλά και τα άρθρα και άλλα μόρια»
(Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 27). Μαθαίνουμε και για τις αντιδράσεις της μπροστά στον
Κόλια που δίνουν ρεαλισμό στο χαρακτήρα της:

359
Όταν έφθασαν εις τον Αϊ-Γιάννην, παράδοξον πράγμα συνέβη. Η θεια Μολώτα,
καθώς εκάθητο έξωθεν του ναού, άμα είδε τον Κόλιαν, εταράχθη νευρικώς, ε-
στράφη προς τον τοίχον του ναού [...] Η Μολώτα έμενε παραπίσω. Ήθελε να
ιδή αν ο μπαρμπα-Κόλιας, ο Αλιβάνιστος, θα εισήρχετο εις τον ναόν ή όχι (Γρη-
γοριάδης κ.ά., 2015, 65).
Η θεια Μολώτα είναι «καθαρό άτομο» (Fishelov, 1990, 426), όπως και ο Κό-
λιας. Είναι και οι δυο τους σφαιρικοί χαρακτήρες με ψυχολογικό βάθος. Το μιμητικό
στοιχείο του χαρακτήρα τους είναι υπερτονισμένο (περισσότερο από το θεματικό) και
είναι πλήρως εξατομικευμένοι.

δ. Ειδικές Παρατηρήσεις & Προτάσεις Διδακτικής


Το διήγημα «Ο Αλιβάνιστος» μπορεί να θεωρηθεί «σύνθετης αφηγηματικότη-
τας» (Ryan, 1992, 372-373), αφού στην κύρια γραμμική πλοκή που αφορά τον πρω-
ταγωνιστή της ιστορίας και την επιστροφή του στην κοινωνία ενσωματώνονται κάποιες
μικρο-αφηγήσεις με πληροφορίες παρασκηνίου σχετικά με το Σταμάτη, τον παπα-Γα-
ρόφαλο και τη θεια Μολώτα.
Έχει ειπωθεί πολύ εύστοχα σχετικά με την αυθεντικότητα των χαρακτήρων του
Παπαδιαμάντη πως «είναι απολύτως αυθεντικοί, αφού δεν κρύβουν ούτε τις αδυναμίες,
ούτε τις έχθρες, ούτε τις στρεβλές τους αντιλήψεις, απόρροια του κοινωνικού συντη-
ρητισμού και των δεισιδαιμονιών της εποχής» (Μπαντές, 2013). Μπορεί να ερωτηθούν
οι μαθητές εάν επαληθεύεται η παραπάνω άποψη στο συγκεκριμένο διήγημα. Οι ερω-
τήσεις 2, 3, 4 και 5 του σχολικού εγχειριδίου148 που συνοδεύουν το παπαδιαμαντικό
διήγημα αφορούν τη δράση και την εσωτερική ζωή των δύο κεντρικών χαρακτήρων,
της θειας Μολώτας και του Κόλια, και απαντώνται με βάση το θεωρητικό μας εργα-
λείο. Επιπλέον, ο εκπαιδευτικός οφείλει να αναδείξει το ιδιαίτερα σημαντικό σε αυτό
το διήγημα θέμα των συγκρούσεων, θέτοντας τον προβληματισμό στους μαθητές αν
υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ ενός ιδιωτικού κόσμου των δύο μυθοπλαστικών χαρα-
κτήρων και του Κειμενικού Πραγματικού Κόσμου, μεταξύ δύο ιδιωτικών κόσμων του

148
«2. Να περιγράψετε το χαρακτήρα των προσώπων του διηγήματος, όπως προκύπτει από τις πράξεις,
τα λόγια ή τις αντιδράσεις τους. Έχουν κοινά γνωρίσματα μεταξύ τους και ποια; 3. Πώς αντιδρά η Μο-
λώτα στο πρώτο άκουσμα του ονόματος του Αλιβάνιστου; Ποια είναι η σημασία της αντίδρασης αυτής
για τη συνέχεια του διηγήματος; 4. Όταν ο παπα-Γαρόφαλος προσπαθεί να πείσει τον Κόλια να παρα-
κολουθήσει την Ανάσταση, χρησιμοποιεί κλιμακωτά τις εξής προσφωνήσεις: έλα Κόλια, έλα Νικόλαε,
έλα Νικόλαε μακάριε, ο Άγιος Νικόλαος να σε φωτίσει. Τι νομίζετε ότι σημαίνει αυτή η ανοδική κλιμά-
κωση; 5. Ποια σημασία παίρνει το γεγονός της Αναστάσεως για τον Κόλια και ποια για τη Μολώτα;»
(Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 67).

360
ίδιου χαρακτήρα αλλά και μεταξύ των ιδιωτικών κόσμων διαφορετικών χαρακτήρων
και, τέλος, αν οι ιδιωτικοί «υπο-κόσμοι» των δύο χαρακτήρων (της γνώσης, των επι-
θυμιών, των υποχρεώσεων και των στόχων) έχουν μετατοπιστεί στο τέλος του αφηγή-
ματος σε σύγκριση με την αρχή του.

32. «Το μοιρολόγι της φώκιας», Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Το διήγημα «Το μοιρολόγι της φώκιας»149 (1908) θεωρείται ένα από τα εκλεκτά
διηγήματα του Παπαδιαμάντη, στο οποίο θαυμάζει κανείς τις σκηνοθετικές του ικανό-
τητες (Αθανασόπουλος κ.ά, 2011, 91).
Υπόθεση: Σε μια παραλία της Σκιάθου, μια μαυροφορεμένη γριά, η Λούκαινα,
που έχει χάσει πέντε παιδιά και τον άντρα της, με δυο γιους ξενιτεμένους, καθώς ο
ήλιος δύει, φορτωμένη μ’ έναν μπόγο από μάλλινα σεντόνια, κατηφορίζει το μονοπάτι,
για να πάει να τα πλύνει στη θάλασσα. Όσο τα πλένει, ένας βοσκός από την άλλη μεριά
τραγουδάει με τη φλογέρα του ένα τραγούδι συνοδεύοντας το κοπάδι του, ένα ιστιο-
φόρο σκάφος κάνει βόλτες στο λιμάνι και μια φώκια, μαγεμένη από το τραγούδι του
βοσκού, βγαίνει στα ρηχά και παίζει με τα κύματα. Στη συνέχεια η Ακριβούλα, η εν-
νιάχρονη εγγονή της γριάς Λούκαινας, έρχεται να βρει τη γιαγιά της, παίρνει όμως ένα
απόκρημνο μονοπάτι, πέφτει στη θάλασσα και πνίγεται. Η γρια-Λούκαινα έχει στο με-
ταξύ τελειώσει το πλύσιμο και ανηφορίζει, για να επιστρέψει στο σπίτι της. Ακούει το
πλατάγισμα, αλλά το παρερμηνεύει. Η φώκια, όμως, βρίσκει το κοριτσάκι πνιγμένο και
αρχίζει να το μοιρολογεί.

α. Δράση (Συμπεριφορά)
Δύο χαρακτήρες ξεχωρίζουν στο συγκεκριμένο διήγημα, το τραγικό δίδυμο:
Λούκαινα/Ακριβούλα. Η γριά Λούκαινα είναι μία χαροκαμένη φτωχή ηλικιωμένη γυ-
ναίκα, η οποία πηγαίνει στη θάλασσα για μια εργασία της: «κρατούσα υπό την μασχά-
λην μίαν αβασταγήν, δια να πλύνη τα μάλλινα σινδόνιά της εις το κύμα το αλμυρόν,
είτα να τα ξεγλυκάνη εις την μικράν βρύσιν» (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 68). Πρόκειται

149
Διατηρούμε την ορθογραφία του σχολικού εγχειριδίου, καθώς υιοθετείται και από έγκριτους κριτι-
κούς: Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Χριστόφορος Μηλιώνης, Γιώργος Παγανός (1980), αν και στην
καθιερωμένη κριτική έκδοση των Απάντων του Παπαδιαμάντη ο τίτλος είναι «Το Μυρολόγι της φώ-
κιας», όπως και στο χειρόγραφο του Παπαδιαμάντη. Η Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη (2014, 75) ση-
μειώνει πως «η γραφή του τίτλου μυρολόγι δείχνει ότι ο Παπαδιαμάνης υιοθετεί την ετυμολόγηση από
το μύρω/μύρομαι και όχι από τη μοίρα. Μύρω/μύρομαι = στάζω, ρέω, θρηνών, χύνω δάκρυα».

361
για μια εργασία που κάνει, ως δρων υποκείμενο που αποσκοπεί στην προστασία ή και
βελτίωση της ζωής της κόρης της και της οικογένειάς της. Πάσχον υποκείμενο έχει
υπάρξει στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, εφόσον ο Χάρος της στέρησε πέντε παιδιά
και τον άντρα της και τώρα χάνει και την εγγονή της την Ακριβούλα. Έχει και δύο
γιους που είναι στην ξενιτιά, για τους οποίους δε μαθαίνει τακτικά, καθώς «ο εις είχεν
υπάγει, της είπον, εις την Αυστραλίαν, και δεν είχε στείλει γράμμα από τριών ετών·
αυτή δεν ήξευρε τι είχεν απογίνει· ο άλλος ο μικρότερος εταξίδευε με τα καράβια εντός
της Μεσογείου, και κάποτε την ενθυμείτο ακόμη» (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 68). Σε
όλη της τη ζωή υφίσταται μια διαδικασία υποβάθμισης (Bremond, 1973, 161), είναι
θύμα ανώτερων δυνάμεων. Για αυτό το λόγο και τις δράσεις της τις συνοδεύει ένα
μοιρολόγι: «Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελ-
πεν εν πένθιμον βαθύ μοιρολόγι» (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 68). Το μοιρολόγι αυτό
«είναι για θανάτους που συντελέστηκαν πίσω από το διήγημα, σε χρόνια περασμένα,
και φτάνουν στον αναγνώστη σαν αριθμοί, αποδυναμωμένοι» (Μηλιώνης, 1980, 317).
Ο βοσκός με τη φλογέρα του γοητεύει τη μικρή Ακριβούλα (άρα λειτουργεί ως δρων
υποκείμενο που επιδρά στην Ακριβούλα/πάσχον υποκείμενο),150 και την εκτρέπει από
το δρόμο της:151
[…] άμα ήκουσε την φλογέραν, επήγε προς τα εκεί και ανεκάλυψε τον κρυμμέ-
νον αυλητήν και αφού εχόρτασε ν' ακούη το όργανόν του και να καμαρώνη τον
μικρόν βοσκόν, είδεν εκεί που, εις την αμφιλύκην του νυκτώματος, εν μικρόν
μονοπάτι, πολύ απότομον, πολύ κατηφορικόν, κι ενόμισεν ότι αυτό ήτο το μο-
νοπάτι, και ότι εκείθεν είχε κατέλθει η γραία η μάμμη της· κι επήρε το κατηφο-
ρικόν απότομον μονοπάτι δια να φθάση εις τον αιγιαλόν να την ανταμώση. Και
είχε νυκτώσει ήδη. Η μικρά κατέβη ολίγα βήματα κάτω, είτα είδεν ότι ο δρομί-
σκος εγίνετο ακόμη πλέον απόκρημνος. […]. Επροσπάθησε και δεν εύρισκε
πλέον τον δρόμον πόθεν είχε κατέλθει. Εγύρισε πάλιν προς τα κάτω, κι εδοκί-
μασε να καταβή. Εγλίστρησε κι έπεσε, μπλουμ! εις το κύμα (Γρηγοριάδης κ.ά.,
2015, 70).

150
Η «διαδικασία» της γοητείας που προέρχεται από το βοσκό προκαλεί ένα ηδονικό κίνητρο στην Α-
κριβούλα (Bremond, 1973, 160).
151
Έχει ενδιαφέρον η παρατήρηση πως «σε μια αλληγορική ανάγνωση του διηγήματος αυτού, η από-
δραση της μικρής από την «άγρυπνον επιτήρησιν» της μητέρας της […] μπορεί, κατ’ αρχάς, να ιδωθεί
ως μια πρώιμη διεκδίκηση ανεξαρτησίας, ως ένα πρώτο βήμα προς την ενηλικίωση […] Η εκτροπή από
την προβλεπόμενη πορεία εξαιτίας μιας ανοίκειας, ελκυστικής και υποσχόμενης εμπειρίας, και η συνα-
κόλουθη απώλεια του προσανατολισμού είναι κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικά της διαδικασίας της ενηλι-
κίωσης» (Αποστολίδου, 2020, 181).

362
Έτσι, ο βοσκός, παρά τη θέλησή του, συντελεί στον τραγικό πνιγμό της Ακρι-
βούλας που συντελείται στο αφηγηματικό παρόν, μπροστά στα μάτια του αναγνώστη,
και πρόκειται για ένα παράδειγμα πρόωρου, άρα μη φυσιολογικού, θανάτου, που προ-
στίθεται στους άλλους θανάτους στην οικογένεια της γριάς Λούκαινας. Θύμα της κα-
κιάς του τύχης αλλά και της απερισκεψίας του είναι και το κοριτσάκι. Ο βοσκός και η
γιαγιά δεν μπορούν να αποτρέψουν το δυστύχημα και γίνονται «ασυνείδητα, ενεργού-
μενα του θανάτου» (Παγανός, 1980, 322).

β. Εσωτερική Ζωή
Στον «υπο-κόσμο» της γνώσης της γριάς Λούκαινας βρίσκεται ό,τι έχει σχέση
με το παρελθόν της οικογένειάς της, τους θανάτους των πέντε παιδιών της και του ά-
ντρα της, όταν ήταν νέα, αλλά και με το πρόσφατο παρόν και τον ξενιτεμό των δύο
παιδιών της:
Ενθυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει εις το αλώνι εκείνο του
χάρου, εις τον κήπον εκείνον της φθοράς, το εν μετά το άλλο, προ χρόνων πολ-
λών, όταν ήτο νέα ακόμη. Δύο κοράσια και τρία αγόρια, όλα εις μικράν ηλικίαν
της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταστος. Τελευταίον επήρε και τον άνδρα της,
και της είχον μείνει μόνον δύο υιοί, ξενιτευμένοι τώρα·[...] Της είχε μείνει και
μία κόρη, υπανδρευμένη τώρα, με μισήν δωδεκάδα παιδιά (Γρηγοριάδης κ.ά.,
2015, 68).
Όταν η γριά Λούκαινα, επιστρέφοντας στο σπίτι, ακούει έναν πλαταγισμόν, δεν
ξέρει τι είναι και υποθέτει ότι πετάει πέτρες στη θάλασσα ο αυλητής: «– Κείνος ο Σου-
ραυλής θα είναι, είπε, διότι τον εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με
τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη... Σημαδιακός κι α-
ταίριαστος είναι. Κι εξηκολούθησε τον δρόμον της» (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 70). Η
εσφαλμένη υπόθεσή της που αποτελεί προέκταση του «υπο-κόσμου» της γνώσης της,
η άγνοιά της επομένως σχετικά με το θάνατο της εγγονής της σημαίνει ότι ο «υπο-
κόσμος» της γνώσης της έρχεται σε σύγκρουση με τον Κειμενικό Πραγματικό Κόσμο
και της δίνει ακόμα μεγαλύτερη τραγικότητα. Χωρίς να το ξέρει γίνεται μάλιστα η αιτία
του θανάτου της εγγονής της, αφού η Ακριβούλα πηγαίνει να βρει τη γιαγιά της στο
γυαλό από το κατηφορικό μονοπάτι και γλυστράει και πέφτει στη θάλασσα. Για τους
υπόλοιπους «υπο-κόσμους» της γιαγιάς δε γνωρίζουμε κάτι άμεσα από το κείμενο,
μπορούμε μόνο να υποθέσουμε πως στόχος της, υποχρέωσή της ή και επιθυμία της
είναι η προσφορά βοήθειας στην πολύτεκνη κόρη της, τη μητέρα της Ακριβούλας.

363
γ. Τυπολογία και Κατηγοριοποίηση
Ο χαρακτήρας της γριάς Λούκαινας έχει μιμητικά στοιχεία (Phelan, 1989, 2-3),
καθώς είναι ένας ρεαλιστικός χαρακτήρας, και στο πρόσωπό της ο Παπαδιαμάντης «δί-
νει τρεις ιδιότητες: του πένθους, της φτώχειας και των γηρατειών» (Παγανός, 1980,
324). Μιμητικά στοιχεία έχει και η Ακριβούλα που χάνει τη ζωή της. Εξάλλου, ο συγ-
γραφέας «δεν έγραφε ερήμην της πραγματικότητας […] στον καιρό του ―όπως και σε
όλους τους καιρούς― πέθαιναν και παιδιά και κόρες και παλικάρια» (Τριανταφυλλό-
πουλος, 1980, 330).
Δε λείπουν, όμως, και τα θεματικά στοιχεία από το χαρακτήρα της πρωταγωνί-
στριας του διηγήματος: αντιπροσωπεύει κάθε άνθρωπο που έχει δοκιμαστεί σκληρά
στη ζωή του. Μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί «προσωποποίηση του πένθους» (Πα-
γανός, 1980, 321).152 Είναι ο τύπος της χαροκαμένης γυναίκας που έχει χάσει τα πε-
ρισσότερα παιδιά της και τον άντρα της, αλλά έχει μεγάλα αποθέματα δύναμης και δεν
παραιτείται από τη ζωή. Βλέπουμε, μάλιστα, ότι προσπαθεί να βοηθάει την πολύτεκνη
κόρη της. Το μοιρολόγι της, όμως, τη συντροφεύει πάντα. Αν και η ζωή της είναι εξαι-
ρετικά σκληρή, εκτιμώντας την με τα σημερινά δεδομένα, αποτελούσε κοινό τόπο για
τις γυναίκες των προηγούμενων αιώνων, οι οποίες δεν ήξεραν τίποτε άλλο πέρα από
τη συνεχή δουλειά, τον πόνο, την οικονομική εξαθλίωση και το πένθος. Η γριά Λού-
καινα είναι σφαιρικός χαρακτήρας στο κειμενικό επίπεδο, καθώς δίνονται πολλές πλη-
ροφορίες για αυτήν και την οικογένειά της, αλλά όχι και στο κατασκευαστικό επίπεδο,
αφού δεν της δίνεται ψυχολογικό βάθος, οπότε θεωρείται «εξατομικευμένος τύπος»
(Fishelov, 1990, 426). Ο στόχος της να προσφέρει βοήθεια στην κόρη της δεν επιτυγ-
χάνεται στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον ακούσια προκαλεί έναν ακόμα θάνατο
στην οικογένειά της, άρα ανήκει στην κατηγορία του «αντιήρωα» (Taha, 2015, 16).

δ. Ειδικές Παρατηρήσεις & Προτάσεις Διδακτικής


Το διήγημα αυτό μπορεί να θεωρηθεί «διαλυμένης αφηγηματικότητας». Εδώ η
απλή πλοκή συναγωνίζεται για την πρόκληση του ενδιαφέροντος τα μη αφηγηματικά
στοιχεία, όπως είναι οι περιγραφές, τα μετα-αφηγηματικά σχόλια, οι επεμβάσεις του
αφηγητή και του συγγραφέα, οι γενικές θεωρήσεις, οι φιλοσοφικές σκέψεις, κάποιες

152
Ίσως η ετυμολογία του ονόματός της έχει «κάποια ρίζα που σημαίνει πενθώ, θρηνώ, από το lugeo
λόγουχάρη» (Παγανός, 1980, 321).

364
εικόνες και αναφορές που σχετίζονται με τη ζωή και το θάνατο. Ο αναγνώστης εδώ
ενδιαφέρεται και για την τύχη της Ακριβούλας, αλλά και να οπτικοποιήσει το σκηνικό,
να βιώσει την ατμόσφαιρα (Ryan, 1992, 375). Ο συγγραφέας ακροβατεί «ανάμεσα στο
ρεαλισμό και το λυρισμό […] ανάμεσα στο εδώ και στο “πέραν”» (Μηλιώνης, 1980,
317-318) και η ανθρωπότητα παρουσιάζεται «να λειτουργεί εξακολουθητικά σαν μια
μηχανή άψυχη» (Μηλιώνης, 1980, 311).
Από τις ερωτήσεις του σχολικού εγχειριδίου153 που συνοδεύουν το συγκεκρι-
μένο διήγημα μόνο η τέταρτη, η πέμπτη και η έκτη αναφέρονται στο χαρακτήρα της
γριάς Λούκαινας, ίσως επειδή και ο Παπαδιαμάντης δε θέλει να προβάλει ένα συγκε-
κριμένο χαρακτήρα στο διήγημά του, αλλά κάτι περισσότερο:
[…] αυτό που τελικά είναι η ζωή: βάσανα ασήκωτα στην πλάτη, βάρος θανάτων
και θανάτων, επίσης αβάσταχτο [...]. Και μέσα σε όλα αυτά μια σκηνογραφία
θανάτου και φθοράς και μια γολέτα παγιδευμένη στα αδιέξοδά της —όπως ο
άνθρωπος— και μια φώκια που αυτή λέει τη δραματική επωδό «αν να ᾽χαν ποτέ
τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου (Παρίσης, 2014, 53).
Ο εκπαιδευτικός που επιθυμεί να προσεγγίσουν οι μαθητές/αναγνώστες περισ-
σότερο το χαρακτήρα της γριάς Λούκαινας μπορεί να τους ρωτήσει πότε παίζει το ρόλο
του πάσχοντος και πότε το ρόλο του δρώντος υποκειμένου, ποιες διαδικασίες/δράσεις
την επηρεάζουν, αν η δράση της συναντάει διάφορα εμπόδια ή αντιπάλους ή δέχεται
βοήθεια από συμμάχους. Επίσης, είναι χρήσιμο να συζητηθεί στην τάξη αν ο χαρακτή-
ρας της γριάς Λούκαινας μπορεί να χαρακτηριστεί ως «άτομο» ή ως «τύπος», αν είναι
«ήρωας», «ημι-ήρωας» ή «αντι-ήρωας» και αν υπερισχύουν τα μιμητικά ή τα θεματικά
στοιχεία στο χαρακτήρα της.
Αν επιλέξει ο εκπαιδευτικός να επεξεργαστεί το διήγημα με τη βοήθεια των
ΤΠΕ, χρήσιμο θα ήταν ένα σχέδιο διδασκαλίας που έχει παρουσιαστεί στο 8o Συνέδριο
ΕΕΕΠ-ΔΤΠΕ το 2011, και ιδιαίτερα η προτεινόμενη εργασία μίας ομάδας μαθητών,
καθώς σχετίζεται με την Αφηγηματολογία και με τη μελέτη των χαρακτήρων. Η ομάδα
αυτή έχει:

153
«4. Στο διήγημα, προς το τέλος, μετά τον πνιγμό της Ακριβούλας, παρατηρούμε την επανάληψη του
ρήματος «εξηκολούθει» που αναφέρεται κατά σειρά στη γριά Λούκαινα, στη γολέτα, στο βοσκό. Ποιο
νομίζετε ότι είναι το νόημα αυτής της επανάληψης; 5. Πώς διαγράφεται η μορφή της γριάς Λούκαινας
μέσα στο διήγημα;6. Η γριά Λούκαινα ως το τέλος του διηγήματος δεν αντιλαμβάνεται τον πνιγμό. Νο-
μίζετε ότι αυτό είναι αρετή ή αδυναμία του διηγήματος; 7. Το διήγημα τελειώνει με τρόπο όχι ρεαλι-
στικό, αλλά ποιητικό. Στο διήγημα προϋπάρχουν ποιητικά στοιχεία που κορυφώνονται στο τέλος. Ποια
είναι αυτά;» (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 71).

365
[…] ως έργο την αναζήτηση στο λογισμικό, αλλά και στο διαδίκτυο, στοιχείων
για τις αφηγηματικές τεχνικές γενικότερα, αλλά και ειδικότερα αυτές που χρη-
σιμοποιεί ο συγγραφέας στο συγκεκριμένο έργο. Παράλληλα, στρέφει την ο-
πτική της στα πρόσωπα, τον τόπο και τον χρόνο και στο πώς όλα αυτά τα στοι-
χεία συντελούν στην πλοκή του διηγήματος και την πορεία των γεγονότων που
οδηγεί προς το τέλος (Σωτηρόπουλος & Παπαρούση, 2011, 750).

33. «Πατέρα στο σπίτι», Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Υπόθεση: Ο αφηγητής στο διήγημα «Πατέρα στο σπίτι» (1894) βρίσκεται στον
μπακάλη της φτωχογειτονιάς, όπου ένα πεντάχρονο αγόρι ζητιανεύει για λίγο λάδι, ο-
μολογώντας ότι τους έχει εγκαταλείψει ο πατέρας. Ο μπακάλης πληροφορεί τον αφη-
γητή πως αυτό το πεντάχρονο αγόρι είναι ένα από τα πέντε παιδιά της οικογένειας.
Επίσης, του αναφέρει πως ο πατέρας δεν είναι καθόλου εργατικός, σε αντίθεση με τη
μητέρα, κι έτσι τα οικονομικά τους προβλήματα έχουν αυξηθεί κι επιπλέον, λόγω ζή-
λειας, έχει εγκαταλείψει την οικογένειά του. Εκτός από τα παραπάνω, ο θάνατος ενός
από τα παιδιά έχει συγκλονίσει τη μητέρα, η οποία μένει πλέον μόνη με τα τέσσερα
παιδιά της, χωρίς δουλειά και ασφάλεια.

α. Δράση (Συμπεριφορά)
Τα πρόσωπα του διηγήματος είναι ο αφηγητής, ο οποίος είναι φιλόλογος, ο
μπακάλης, το παιδί, η μητέρα και ο πατέρας του παιδιού. Θα εστιάσουμε στα δύο πρό-
σωπα, στο ζευγάρι, καθώς σε αυτά αφιερώνει περισσότερο χώρο ο αφηγητής.
Ο πατέρας, ο Μανόλης Φλοεράκης, επηρεάζει με τα ελαττώματα του χαρα-
κτήρα του, και συγκεκριμένα με την τάση του στον αλκοολισμό και με την έλλειψη
εργατικότητας, τη ζωή της οικογένειάς του, την οποία οδηγεί σε μια συνεχή υποβάθ-
μιση:
Ειργάζετο, οσάκις είχεν εργασίαν, από την Τρίτην έως την Παρασκευήν. Το
Σάββατον πρωί τού επονούσεν αίφνης η μέση του, την Δευτέραν τού επονούσε
το κεφάλι. Εννοείται ότι διήρχετο εν κραιπάλη από το Σάββατον εσπέρας έως
την Δευτέρα πρωί [...] Ο Μανώλης δεν έπαυσε να μεθύη τακτικά από το Σαβ-
βατόβραδον έως το εξημέρωμα της Δευτέρας (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 74).
Ο πατέρας εργαζόταν μόνο τις τέσσερις από τις επτά ημέρες της εβδομάδας.
Εκτός από το ότι δεν εργαζόταν αρκετά, είχε και εξωσυζυγική σχέση με μια γυναίκα

366
που γνώριζε παλιότερα, πράγμα που υποβαθμίζει περαιτέρω τις συζυγικές σχέσεις:
«Τώρα φαίνεται ότι την είχε ξανανταμώσει, αυτήν την παλαιάν γνωριμίαν, και δια
τούτο έλειπεν από το σπίτι βραδιές βραδιές» (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 76).
Η γυναίκα του Μανόλη, η Γιαννούλα, από την άλλη πλευρά, με την εργασία
της προσπαθεί να βελτιώσει τη ζωή της οικογένειάς της ως δρων υποκείμενο: «η γυνή
ήτο φίλεργος. Είχε ραπτικήν μηχανήν και κατεσκεύαζεν υποκάμισα. Εκέρδιζεν ούτω
εν τάλιρον την εβδομάδα» (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 75), αλλά κάνει το λάθος να φέ-
ρεται με διπλωματία στον κουμπάρο: «Όσο δια την Γιαννούλαν, το μόνον έγκλημά της
ήτο ότι, ίσως, είχε πολιτέψει τον κουμπάρον, και δεν τον είχε διώξει μίαν και καλήν»
(Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 76). Αυτή η ακούσια δράση της προκαλεί τη ζήλια του άντρα
της, τον ξυλοδαρμό της και την τελική του απόφαση να την εγκαταλείψει: «μετά πολ-
λάς δε πρωινάς σκηνάς τας οποίας έκαμεν εις την γυναίκα του, ήρχισε να μην είναι
συνεπής εις τίποτε, κάποτε μάλιστα να ξενοκατιάζη» (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 76).

β. Εσωτερική Ζωή
Ο πατέρας μοιάζει να κινείται από ηδονικά κίνητρα, όταν πίνει και όταν συνά-
πτει εξωσυζυγική σχέση, και ίσως από ηθικά κίνητρα (Bremond, 1973, 160), για λό-
γους αξιοπρέπειας, όταν κάνει σκηνές ζηλοτυπίας και ξυλοδαρμού στη γυναίκα του για
τις συχνές επισκέψεις του κουμπάρου. Η μητέρα φαίνεται να κινείται κυρίως από ρεα-
λιστικά κίνητρα, όταν εργάζεται, για να προσφέρει στο οικογενειακό εισόδημα, αλλά
και όταν φέρεται με διπλωματία στον κουμπάρο που τους επισκέπτεται όλο και πιο
συχνά με δώρα για τα παιδιά και με ψώνια. Υπονοούνται τα ηδονικά κίνητρα του κου-
μπάρου και οι ερωτικές βλέψεις του για τη γυναίκα, αλλά αυτή δεν ανταποκρίνεται.
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τους ιδιωτικούς «υπο-κόσμους» των χαρακτή-
ρων (τους «υπο-κόσμους» της γνώσης, των επιθυμιών, των υποχρεώσεων, των στόχων,
των ονείρων και των ψευδαισθήσεων), καθώς ο αφηγητής της ιστορίας μαθαίνει για τη
ζωή αυτής της οικογένειας από ένα τρίτο πρόσωπο και δεν είναι σε θέση να διεισδύσει
στο μυαλό τους.
Υπονοούνται, βέβαια, συγκρούσεις μεταξύ των ιδιωτικών κόσμων του χαρα-
κτήρα της μητέρας και του κουμπάρου, και συγκεκριμένα του «υπο-κόσμου» των υπο-
χρεώσεών της, αφού είναι μια γυναίκα τίμια που δε φαίνεται να επιδιώκει να κάνει
εξωσυζυγική σχέση, και του «υπο-κόσμου» των επιθυμιών του κουμπάρου που δείχνει
να ενδιαφέρεται ερωτικά για την κουμπάρα του, τη Γιαννούλα. Ασυμβατότητα, επίσης,
υπάρχει μεταξύ των «υπο-κόσμων» των επιθυμιών, των υποχρεώσεων και των σχεδίων

367
της μητέρας και του Κειμενικού Πραγματικού Κόσμου, αφού ασφαλώς επιθυμεί και
οφείλει να φροντίσει τα παιδιά της, αλλά δεν έχει πόρους: «έμεινε, λέγω, με τα τέσσαρα
παιδία, χωρίς πατέρα, και χωρίς κουμπάρον. Έμεινε χωρίς άρτον εις το ερμάρι και χω-
ρίς φωτιάν εις την εστίαν, χωρίς φόρεμα, χωρίς στρωμνήν, χωρίς σκέπασμα, χωρίς χύ-
τραν και χωρίς στάμναν. και χωρίς ραπτικήν μηχανήν!» (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 77).

γ. Τυπολογία και Κατηγοριοποίηση


Στο συγκεκριμένο διήγημα τα επώνυμα των χαρακτήρων δεν είναι τυχαία, αλλά
αποτελούν άμεσους δείκτες χαρακτηρισμού. Το επώνυμο του πατέρα (Φλοεράκης) πα-
ραπέμπει στη φλογέρα που είναι σύμβολο διασκέδασης, θυμίζει την παροιμία «από
μυαλό φλογέρα» και τον χαρακτηρίζει ως επιπόλαιο και ανεύθυνο άνθρωπο. Το επώ-
νυμο της μητέρας (Πολυκάρπου) μπορεί να συσχετιστεί με την πολυτεκνία της, αφού
είχε αποκτήσει πέντε παιδιά και η προσωνυμία Ξεφαντούλης για τον κουμπάρο δείχνει
ότι επιδιώκει και επιθυμεί να βρει διασκέδαση (Ζορμπάς, 1993, 64).
Η μητέρα του διηγήματος μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία του «αντιήρωα»
(Taha, 2015, 16), γιατί, αν υποθέσουμε ότι ο βασικός της στόχος είναι να προσφέρει τα
απαραίτητα στα παιδιά της, δεν τα καταφέρνει και αναγκάζεται να στέλνει το μικρό να
ζητιανεύει λίγο λάδι στο μπακάλη: «Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί,
είπε η μάνα μου, γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι» (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 72). Η
θέση της παρουσιάζεται δραματική, καθώς «έχει συλληφθή στην παγίδα της Ανάγκης»
(Ζορμπάς, 1993, 65).
Επίσης, και οι δύο χαρακτήρες, ο πατέρας και η μητέρα, μπορούν να χαρακτη-
ριστούν «εξατομικευμένοι τύποι»: κειμενικά είναι σφαιρικοί χαρακτήρες, καθώς δίνο-
νται πολλές πληροφορίες για αυτούς, αλλά όχι και κατασκευαστικά, αφού δεν τους
δίνεται ψυχολογικό βάθος (Fishelov, 1990, 426).
Έντονο είναι το μιμητικό στοιχείο (Phelan, 1989, 2-3) των δύο χαρακτήρων,
καθώς παρουσιάζονται με πολύ πειστικό τρόπο. Ειδικά στον πατέρα αποδίδεται μια
πληθώρα ελαττωμάτων: «σπάταλος, πότης, όχι εργατικός, με παρεκκλίσεις από την οι-
κογενειακή εστία, ώσπου στο τέλος φεύγει. Η επιπολαιότητα και η ζήλεια τον κάνουν
να μην βλέπει αυτό που ο εγωισμός και η ανεπάρκειά του προκάλεσε» (Ζορμπάς, 1993,
64-65).
Εμφανές είναι και το θεματικό στοιχείο των χαρακτήρων (Phelan, 1989, 2-3),
καθώς αντιπροσωπεύουν τους ανθρώπους που ταλανίζονται από τα προσωπικά τους

368
ελαττώματα αλλά και από το πρόβλημα των κοινωνικών ανισοτήτων και της φτώχειας,
το οποίο με τη σειρά του επιφέρει επιπτώσεις στην ψυχολογία των ανθρώπων.

δ. Ειδικές Παρατηρήσεις & Προτάσεις Διδακτικής


Το συγκεκριμένο διήγημα του Παπαδιαμάντη είναι ένα κείμενο που μπορεί να
ενεργοποιήσει τους σύγχρονους μαθητές και να προκαλέσει συζήτηση για προβλήματα
της εποχής μας, καθώς ανήκει σε κείμενα που ασχολούνται με την παιδική ή εφηβική
ηλικία και την οικογενειακή ζωή, σε παλαιότερα χρόνια ή και σήμερα, τα οποία:
«ενεργοποιούν κίνητρα μάθησης στους μαθητές. Ιδιαιτέρως, τα Αθηναϊκά Διη-
γήματα [...], αναφέρονται σε τοπόσημα της “δυτικής εσχατιάς της πόλης”, οι-
κεία, αναγνωρίσιμα και σήμερα από τους μαθητές, ενώ η οικονομική δυσπρα-
γία των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων μπορεί να προκαλέσει συζήτηση
για σύγχρονες καταστάσεις, λόγω της υπάρχουσας οικονομικής κρίσης» (Δε-
κατρή, 2014).
Το διήγημα «Πατέρα στο σπίτι» είναι ένα διήγημα «απλής αφηγηματικότητας»
όσον αφορά την εξιστόρηση της ζωής του Μανόλη Φλοεράκη και της Γιαννούλας,
αλλά ξεκινάει in media res, δηλαδή η ιστορία και η αφήγηση δεν έχουν κοινή αρχή.
Συγκεκριμένα, η αφήγηση ξεκινάει από το σημείο που το ρακένδυτο παιδάκι πηγαίνει
στο παντοπωλείο, για να ζητήσει λίγο λάδι. Ακολουθούν κάποιες παρατηρήσεις του
αφηγητή σχετικά με τα παιδιά που στέλνουν για ψώνια στον παντοπώλη οι φτωχές
γυναίκες και οι οποίες ρίχνουν στον παντοπώλη το φταίξιμο, αν το παιδί τους δεν έχει
επιστρέψει με σωστά τα ρέστα και τα ψώνια. Στη συνέχεια εξιστορείται η ζωή της συ-
γκεκριμένης οικογένειας του Μανόλη και της Γιαννούλας.
Το πρώτο ερώτημα154 του σχολικού εγχειριδίου σχετίζεται με τους χαρακτήρες
του διηγήματος και το περιβάλλον τους. Επιπλέον, ο εκπαιδευτικός μπορεί να εστιάσει
ιδιαίτερα στη δράση των δύο χαρακτήρων, του Μανόλη Φλοεράκη και της Γιαννούλας,
στις αιτίες υποβάθμισης της κατάστασής τους και τα κίνητρα των πράξεών τους. Επί-
σης, μπορεί να συζητηθεί στην τάξη αν αυτοί οι δύο χαρακτήρες μπορούν να χαρακτη-
ριστούν ως «άτομα» ή ως «τύποι», αν είναι «ήρωες», «ημι-ήρωες» ή «αντι-ήρωες» και

154
«1. Αφού μελετήσετε α) το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο συμβαίνουν τα περιστατικά που αφη-
γείται ο συγγραφέας, β) τα πρόσωπα που κινούνται στο διήγημα, τους τύπους που διαγράφονται και τη
συμπεριφορά τους, γ) τις καταστάσεις που διαμορφώνονται με την πορεία της αφήγησης, να συζητήσετε:
α) Για τον κοινωνικό προβληματισμό του διηγήματος, β) Για το ρεαλισμό του Παπαδιαμάντη. Ορισμένοι
κριτικοί κατηγόρησαν τον Παπαδιαμάντη για χαλαρή σύνδεση και για έλλειψη σχεδίου στα διηγήματά
του. Να παρακολουθήσετε την τεχνική της αφήγησης στο συγκεκριμένο διήγημα και να διατυπώσετε τις
δικές σας απόψεις σχετικά με τη σύνδεση και με το σχέδιο» (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 77).

369
αν υπερισχύει το μιμητικό/ρεαλιστικό ή το θεματικό στοιχείο στους χαρακτήρες τους.
Αξίζει να επισημανθεί στους μαθητές πως το συγκεκριμένο διήγημα του Παπαδιαμά-
ντη είναι άριστο δείγμα ρεαλιστικής γραφής και θίγει πολλά προβλήματα,155 όπως είναι
το πρόβλημα των διαλυμένων οικογενειών, της φτώχειας, του αργόσχολου βίου, της
κοινωνικής δύναμης και της ελαφρότητας των ανθρώπων (Ζορμπάς, 1993, 63).

34. «Τα τυφλοπόντικα», Ανδρ. Καρκαβίτσας


Υπόθεση: Το διήγημα «Τα τυφλοπόντικα» (1892) είναι διάλογος δύο προσώ-
πων: του αγωγιάτη που αφηγείται την ιστορία με τα τυφλοπόντικα, καθώς κάποτε ήταν
γεωργός σε θεσσαλικό τσιφλίκι, αλλά οι δυσκολίες τον οδήγησαν να γίνει αγωγιάτης,
και του αφηγητή-πελάτη που μεταφέρει στον αναγνώστη όλη την κουβέντα με τον α-
γωγιάτη.

α. Δράση (Συμπεριφορά)
Ο αγωγιάτης που είναι ο πρωταγωνιστής του διηγήματος πληροφορεί τον αφη-
γητή για τις δυσκολίες που έζησε ως γεωργός και που τον οδήγησαν στο να γίνει αγω-
γιάτης. Υπεύθυνοι της υποβάθμισης της κατάστασής του είναι πολλοί: ο αφέντης, ο
επιστάτης, ο οποίος είναι «ο μπιστεμένος τ' αφεντός σε όλα, στο δώσει και στο πάρει»,
ο αρχιφύλακας «που στέκεται ολοχρονίς απάνω από το κεφάλι σου και δεν μπορείς
ούτε να βήξεις» και οι αγροφύλακες. Όλοι αυτοί είναι δρώντα υποκείμενα με εκούσια
δράση που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Εκτός, όμως, από
τους ανθρώπους που υποβαθμίζουν την κατάσταση των κολίγων, μεταξύ των οποίων
είναι και ο κεντρικός χαρακτήρας του διηγήματος, δρώντα υποκείμενα, τα οποία δρουν
ακούσια από το ένστικτο της επιβίωσης, είναι τα ζώα, τα όρνια «που κλέφτουν το
σπόρο πριν καλοκάτσει στη γη», οι ακρίδες «που τ' αφήνουν θερισμένο κι αθέριστο»
και, τέλος, τα τυφλοπόντικα «που καλύτερους θεριστάδες δεν είδα ποτέ μου. Ίδια θε-
ρίζουν, ίδια τα βάζουν στις αποθήκες τους. Και τι αποθήκες! Βαθιά λαγούμια, που δε
φοβάνται το διαβολότερο κλέφτη να τα βρει» (Γρηγοριάδης κ.ά., 2015, 93-94). Ο νυν
αγωγιάτης, λοιπόν, και πρώην γεωργός παίζει κυρίως το ρόλο του πάσχοντος υποκει-
μένου (Bremond, 1973, 145) που υφίσταται δυσμενή επίδραση από ανθρώπους και
ζώα.

155
Τα λογοτεχνικά κείμενα που αναφέρονται σε κοινωνικά ζητήματα προσφέρουν ένα καλό έναυσμα
στους μαθητές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης να ασκήσουν τις αναλυτικές και κριτικές δεξιότητές
τους (Ματσαγγούρας, 2007, 178). Ένα τέτοιο κείμενο είναι το συγκεκριμένο διήγημα, οπότε μπορεί να
αξιοποιηθεί και στο πλαίσιο της Παιδαγωγικής του Κριτικού Γραμματισμού.

370
γιατί στους δυο κεντρικούς χαρακτήρες του διηγήματος μπορεί να αποδοθεί ο χαρα-
κτηρισμός των «καθαρών ατόμων».

64. «Όνειρο στο κύμα», Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Υπόθεση: Ο αφηγητής του διηγήματος «Όνειρο στο κύμα» (1900), ώριμος δι-
κηγόρος πια, αναφέρεται σε ένα περιστατικό της εφηβείας του που ήταν βοσκόπουλο
και έσωσε μια κοπέλα από βέβαιο πνιγμό στη θάλασσα.

α. Δράση (Συμπεριφορά)
Ο πρωταγωνιστής του αφηγήματος και αφηγητής της ιστορίας παίζει κυρίως το
ρόλο του πάσχοντος υποκειμένου εναλλάξ με το ρόλο του δρώντος υποκειμένου. Δρων
υποκείμενο είναι στην εφηβική ηλικία, όταν εργάζεται σαν «παραγυιός» και βόσκει τα
ερίφια της Μονής του Ευαγγελισμού «ἀντί μισθοῦ πέντε δραχμῶν τόν μῆνα, τάς ὁποίας
ἀκολούθως μοῦ ηὔξησαν εἰς ἕξ. Σιμά εἰς τόν μισθόν τοῦτον, τό Μοναστήρι μοῦ ἔδιδε
καί φασκιές διά τσαρούχια, καί ἄφθονα μαῦρα ψωμία ἤ πίττες, καθώς τά ὠνόμαζαν οἱ
καλόγηροι» (Ακρίβος κ.ά., 2017, 164). Είναι μια εργασία που του προκαλεί ικανοποί-
ηση, άρα ταυτόχρονα είναι και πάσχον υποκείμενο (Bremond, 1973, 282), αφού μάλι-
στα την εργασία του τη συνδυάζει και με μια άλλη αγαπημένη του ενασχόληση, το
κολύμπι: «καθώς εἶχα κατεβάσει, λέγω, τά γίδια μου διά ν’ «ἁρμυρίσουν» εἰς τήν θά-
λασσαν, ὅπως συχνά ἐσυνήθιζα, εἶδα τήν ἀκρογιαλιάν πού ἦτον μεγάλη χαρά καί μα-
γεία, καί τήν «ἐλιμπίστηκα», κ’ ἐλαχτάρησα νά πέσω νά κολυμβήσω» (Ακρίβος κ.ά.,
2017, 168-9).
Η πιο σημαντική δράση του πρωταγωνιστή, όμως, που επηρεάζει και ένα άλλο
πρόσωπο, την κοπέλα των ονείρων του, είναι όταν πέφτει στη θάλασσα, για να τη σώ-
σει, γλυτώνοντά την από βέβαιο πνιγμό, όταν αυτή από το φόβο της αυτή βουλιάζει,
ενώ κολυμπάει: «ἐσχηματίζοντο δῖναι καί κύκλοι συστρεφόμενοι εἰς τόν ἀφρόν τῆς
θαλάσσης, οἱ ὁποῖοι θά ἦσαν ὡς μνῆμα ὑγρόν καί ἀκαριαῖον διά τήν ἀτυχῆ παιδίσκην
τά μόνα ἴχνη τά ὁποῖα ἀφήνει ποτέ εἰς τήν θάλασσαν ἀγωνιῶν ἀνθρώπινον πλάσμα!»
(Ακρίβος κ.ά., 2017, 176). Η προσπάθειά του βοσκόπουλου χαρακτηρίζεται από πολύ
γρήγορες κινήσεις και από υπερβολική δύναμη:

την “αμαρτίαν” της» (Παν. Μουλλάς): Να αναζητήσετε τους σχετικούς υπαινιγμούς» (Ακρίβος κ.ά.,
2017, 154-156).

512
Μέ τρία στιβαρά πηδήματα καί πλευσίματα, ἐντός ὀλίγων στιγμῶν, ἔφθασα
πλησίον της... Εἶδα τό εὔμορφον σῶμα νά παραδέρνῃ κάτω, πλησιέστερον εἰς
τόν βυθόν τοῦ πόντου ἤ εἰς τόν ἀφρόν τοῦ κύματος, ἐγγύτερον τοῦ θανάτου ἤ
τῆς ζωῆς· ἐβυθίσθην, ἥρπασα τήν κόρην εἰς τάς ἀγκάλας μου, καί ἀνῆλθον (Α-
κρίβος κ.ά., 2017, 176).
Μάλιστα, καθώς είναι αδύναμη η αναπνοή της κοπέλας, με μια δυνατή κίνηση
τη βοηθάει να αναπνεύσει και, αφού τη στηρίζει πάνω του, κολυμπάει προς την ακτή:
Ἐντούτοις δέν παρεῖχε σημεῖα ζωῆς ὁλοφάνερα... Τήν ἐτίναξα μέ σφοδρόν κί-
νημα, αὐθορμήτως, διά νά δυνηθῇ ν’ ἀναπνεύσῃ, τήν ἔκαμα νά στηριχθῇ ἐπί
τῆς πλάτης μου, καί ἔπλευσα, μέ τήν χεῖρα τήν δεξιάν καί μέ τούς πόδας,
ἔπλευσα ἰσχυρῶς πρός τήν ξηράν. Αἱ δυνάμεις μου ἐπολλαπλασιάζοντο θαυμα-
σίως (Ακρίβος κ.ά., 2017, 177).
Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, το βοσκόπουλο παίζει το ρόλο του δρώντος υ-
ποκειμένου που, με τη θέλησή του (εκούσια δράση), συμβάλλει στη διατήρηση της
ζωής της κοπέλας (Bremond, 1973, 211).
Μια άλλη εκούσια δράση για βελτίωση της κατάστασής του, την οποία περι-
γράφει με χιουμοριστικό ύφος, είναι όταν παίρνει τα σταφύλια από ένα αμπέλι μιας
φτωχής χήρας: «Τῆς πτωχῆς χήρας ἦτον ἡ ἄμπελος μόνον εἰς τάς ὥρας πού ἤρχετο ἡ
ἰδία διά νά θειαφίσῃ, ν’ ἀργολογήσῃ, νά γεμίσῃ ἕνα καλάθι σταφύλια, ἤ νά τρυγήσῃ,
ἄν ἔμενε τίποτε διά τρύγημα. Ὅλον τόν ἄλλον καιρόν ἦτον κτῆμα ἰδικόν μου» (Ακρίβος
κ.ά., 2017, 164). Το βοσκόπουλο θεωρεί αντιπάλους («ἀντιζήλους») του σε αυτή τη
δράση τους αγροφύλακες: «οἱ ὁποῖοι ἐπί τῇ προφάσει, ὅτι ἐφύλαγαν τά περιβόλια τοῦ
κόσμου, ἐννοοῦσαν νά ἐκλέγουν αὐτοί τάς καλυτέρας ὀπώρας. Αὐτοί πράγματι δέν μοῦ
ἤθελαν τό καλόν μου. Ἦσαν τρομεροί ἀνταγωνισταί δι’ ἐμέ» (Ακρίβος κ.ά., 2017,
164).
Ως δρων υποκείμενο, επίσης, το βοσκόπουλο φροντίζει για την ασφάλεια της
κατσικούλας του, η οποία ονομάζεται και αυτή Μοσχούλα, όπως η κοπέλα, και για
αυτό τη δένει, προτού κάνει το μπάνιο του, γιατί κάποιος της είχε κλέψει το κουδουνάκι
μια άλλη φορά που δεν την είχε δέσει και αυτή είχε φύγει:
Ὅσον ἀφορᾷ τήν Μοσχούλαν, διά νά εἶμαι βέβαιος, ὅτι δέν θά μοῦ φύγῃ πάλιν,
καθώς μοῦ εἶχε φύγει τήν ἄλλην φοράν, ὁπότε ὁ ἄγνωστος κλέπτης (ὤ νά τόν
ἔπιανα) τῆς εἶχε κλέψει, ὁ ἀνόητος, τόν ἐπίχρυσον κωδωνίσκον μέ τό κόκκινον
περιδέραιον ἀπό τόν λαιμόν, ἐφρόντισα νά τήν δέσω μ’ ἕνα σχοινάκι εἰς τήν
ρίζαν ἑνός θάμνου ὀλίγον παραπάνω ἀπό τόν βράχον εἰς τήν βάσιν τοῦ ὁποίου

513
εἶχα ἀφήσει τά ροῦχά μου πρίν ριφθῶ εἰς τήν θάλασσαν (Ακρίβος κ.ά., 2017,
170).
Στο τέλος, όμως, που η κατσικούλα πνίγεται, ενώ αυτός σώζει την κοπέλα, θε-
ωρεί μικρή τη θυσία της κατσικούλας σε σχέση με τη σωτηρία της κοπέλας που είναι
η πιο σημαντική ενέργειά του. Πρόκειται για τη «διαδικασία» της προστασίας, πολύ
σημαντική για τη διατήρηση μιας ανθρώπινης ζωής (Bremond, 1973, 167-169).
Ως πάσχον υποκείμενο νιώθει ικανοποίηση από την αποστολή σύκων εκ μέρους
της κοπέλας, ως ανταμοιβή που έπαιξε φλογέρα, πριν το επεισόδειο του παρ’ ολίγου
πνιγμού της: «ἐφιλοτιμήθην νά παίξω πρός χάριν της, ἀλλά δέν ἠξεύρω πῶς τῆς ἐφάνη
ἡ τέχνη μου ἡ αὐλητική. Μόνον ἠξεύρω ὅτι μοῦ ἔστειλε δι’ ἀμοιβήν ὀλίγα ξηρά σῦκα,
κ’ ἕνα τάσι γεμᾶτο πετμέζι» (Ακρίβος κ.ά., 2017, 168). Ικανοποίηση νιώθει και από
την επιτυχία της δράσης του για τη σωτηρία της κοπέλας.

β. Εσωτερική Ζωή
Τα κίνητρα της δράσης του πρωταγωνιστή είναι ηθικά, όταν σώζει την κοπέλα
και νιώθει ικανοποίηση από το αποτέλεσμα της δράσης του, και ηδονικά (Bremond,
1973, 192), όταν την παρατηρεί να κάνει το μπάνιο της. Η σωματική του δράση προ-
καλείται κυρίως από συναισθηματικές αιτίες, αλλά και από σωματικές αιτίες (Τaha,
2015, 18).
Υπάρχει εξέλιξη στα συναισθήματα του κεντρικού χαρακτήρα στο αφηγημα-
τικό παρελθόν αλλά και σε σύγκριση με το αφηγηματικό παρόν. Ως νεαρό βοσκόπουλο
νιώθει μια διαρκή ανησυχία για την αγαπημένη του κατσίκα τη Μοσχούλα: «Ἐάν ἔλει-
πεν ἄλλη κατσίκα, δέν θά παρετήρουν ἀμέσως τήν ταυτότητα, ἀλλά μόνον τήν μονάδα
πού ἔλειπεν ἀλλ’ ἡ ἀπουσία τῆς Μοσχούλας ἦτον ἐπαισθητή. Ἐτρόμαξα. Τάχα ὁ ἀετός
μοῦ τήν ἐπῆρε;» (Ακρίβος κ.ά., 2017, 166). Ο φόβος του μη χαθούν τα ερίφια την ώρα
που κάνει το μπάνιο του, κάτι που είναι πολύ πιθανό, δεν πραγματοποιείται. Μόνο ο
φόβος του για την κατσίκα του, μην πνιγεί από το σκοινί, επαληθεύεται (Bremond,
1973, 282). Τεράστια αγωνία νιώθει και για την άλλη Μοσχούλα, την κοπέλα, η οποία,
όταν αντιλαμβάνεται το βοσκόπουλο τρομάζει και αυτός προσπαθεί να την καθησυχά-
σει:
Τότε μέ κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη ἀπερίγραπτος. Τά γόνατά μου
ἐκάμφθησαν. Ἔξαλλος ἐκ τρόμου, ἠδυνήθην ν’ ἀρθρώσω φωνήν, κ’ ἔκραξα:
— Μή φοβᾶσαι!... δέν εἶναι τίποτε... δέν σοῦ θέλω κακόν! Καί ἐσκεπτόμην λίαν
τεταραγμένος ἄν ἔπρεπε νά ριφθῶ εἰς τήν θάλασσαν, μᾶλλον, διά νά ἔλθω εἰς

514
βοήθειαν τῆς κόρης, ἤ νά τρέξω καί νά φύγω... Ἤρκει ἡ φωνή μου νά τῆς ἔδιδε
μεγαλύτερον θάρρος ἤ ὅσον ἡ παραμονή μου καί τό τρέξιμόν μου εἰς βοήθειαν
(Ακρίβος κ.ά., 2017, 176).
Βλέποντας η κοπέλα μια βάρκα εκεί κοντά τρομάζει ακόμα περισσότερο και
τότε βουλιάζει στη θάλασσα: «ἀντί νά δώσῃ θάρρος εἰς τήν κόρην, ἐπέτεινε τόν τρόμον
της. Ἀφῆκε δευτέραν κραυγήν μεγαλυτέρας ἀγωνίας. Ἐν ἀκαρεῖ τήν εἶδα νά γίνεται
ἄφαντη εἰς τό κῦμα. Δέν ἔπρεπε τότε νά διστάσω» (Ακρίβος κ.ά., 2017, 176). To βο-
σκόπουλο γνωρίζει την υποχρέωσή του να βουτήξει, για να τη σώσει. Ελπίζει ότι θα τα
καταφέρει και η ελπίδα του επαληθεύεται (Bremond, 1973, 157).
Το βοσκόπουλο δε γνωρίζει ότι η κοπέλα κάνει μπάνιο τις βραδυνές ώρες, έχει
την εντύπωση πως πηγαίνει το πρωί. Αν το γνώριζε, δε θα πήγαινε και αυτός να κάνει
μπάνιο εκεί κοντά λόγω κοινωνικών κανόνων και ηθικών αρχών:
Δέν θά ἐρριψοκινδύνευα νά ἔλθω τόσον σιμά εἰς τά σύνορά της, ἐγώ ὁ σατυρί-
σκος τοῦ βουνοῦ, νά λουσθῶ, ἐάν ἤξευρα ὅτι ἐσυνήθιζε νά λούεται καί τήν
νύκτα μέ τό φῶς τῆς σελήνης. Ἐγνώριζα, ὅτι τό πρωί, ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου
συνήθως ἐλούετο (Ακρίβος κ.ά., 2017, 171).
Έχει την πεποίθηση πως είναι αθώος: «Ἡ κόρη ἐκείνη δέν θά ὑπώπτευε τήν
παρουσίαν μου. Ἄλλως ἤμην ἐν συνειδήσει ἀθῷος. Ἐντοσούτῳ ὅσον ἀθῷος καί ἄν
ἤμην, ἡ περιέργεια δέν μοῦ ἔλειπε» (Ακρίβος κ.ά., 2017, 173). Υποθέτει πως δε θα
αργήσει να τελειώσει το μπάνιο της η κοπέλα και να φύγει, οπότε δε θα χρειαστεί αυτός
να κάνει κάτι, παρά μόνο να περιμένει: «Αὐτή δέν θ’ ἀργήσῃ, ἔλεγα μέσα μου· τώρα
θά κολυμπήσῃ, θά ντυθῇ καί θά φύγῃ... Θά τραβήξῃ αὐτή τό μονοπάτι της κ’ ἐγώ τόν
κρημνό μου!...» (Ακρίβος κ.ά., 2017, 172). Στον «υπο-κόσμο» της γνώσης του βοσκό-
πουλου ανήκουν, επίσης, όλα τα σενάρια με τις πιθανές και ενδεδειγμένες αντιδράσεις
του. Σκέφτεται να βήξει και να της φωνάξει να μη φοβηθεί, αλλά το απορρίπτει, γιατί
δεν ξέρει να συμπεριφερθεί κόσμια (γνωρίζει πως είναι αγροίκος): «νά βήξω, νά τῆς
δώσω ἀμέσως εἴδησιν, καί νά κράξω: «-Βρέθηκα ἐδῶ, χωρίς νά ξέρω... Μήν τρο-
μάζῃς!... φεύγω ἀμέσως, κοπέλα μου!» Πλήν, δέν ἠξεύρω πῶς, ὑπῆρξα σκαιός καί
ἄτολμος. Κανείς δέν μέ εἶχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εἰς τά βουνά μου» (Ακρί-
βος κ.ά., 2017, 172). Η επόμενη σκέψη του είναι να μείνει και να απολαύσει το όμορφο
θέαμα, κάτι που σχετίζεται με τον «υπο-κόσμο» των επιθυμιών του: «ἀνερριχήθην πά-
λιν σιγά-σιγά πρός τά ἐπάνω καί εἰς τήν κορυφήν τοῦ βράχου, καλυπτόμενος ὄπισθεν
τῶν θάμνων· ἔκυψα νά ἴδω τήν κολυμβῶσαν νεάνιδα. Ἦτον ἀπόλαυσις, ὄνειρον,
θαῦμα» (Ακρίβος κ.ά., 2017, 173), αλλά ο Σισώης τον έχει συμβουλέψει να αποφεύγει

515
τον γυναικείο πειρασμό, μια συμβουλή που διαμορφώνει τον «υπο-κόσμο» των υπο-
χρεώσεών του: «Κ’ ἐνθυμήθην τότε τόν Σισώην, καί τόν πνευματικόν τοῦ μοναστη-
ρίου, τόν παπα-Γρηγόριον, οἵτινες πολλάκις μέ εἶχον συμβουλεύσει νά φεύγω, πάντοτε,
τόν γυναικεῖον πειρασμόν!» (Ακρίβος κ.ά., 2017, 172). Κάνει και μια τέταρτη σκέψη,
να πέσει στη θάλασσα, αλλά γνωρίζει ότι θα είναι μεγάλος κόπος να κάνει κολυμπώ-
ντας το γύρο του βράχου και ταυτόχρονα το κοπάδι του θα κινδύνευε:
Δέν ὑπῆρχε ἄλλον μέσον ἤ προσφυγή, εἰμή ν’ ἀποφασίσω νά ριφθῶ εἰς τήν
θάλασσαν, μέ τά ροῦχα, ὅπως ἤμην, νά κολυμβήσω εἰς τά βαθέα, ἄπατα νερά,
ὅλον τό πρός δυσμάς διάστημα, [...] Θ’ ἄφηνα τήν Μοσχούλαν μου, τήν αἶγα,
εἰς τήν τύχην της, [...] θά ἐβάδιζα δισχίλια βήματα διά νά ἐπιστρέψω ἀπό ἄλλο
μονοπάτι πάλιν πλησίον τοῦ κοπαδιοῦ μου, θά κατέβαινα τόν κρημνόν παρα-
κάτω διά νά λύσω τήν Μοσχούλαν τήν αἶγά μου, ὁπότε ἡ ἀνεψιά τοῦ κύρ Μό-
σχου θά εἶχε φύγει χωρίς ν’ ἀφήσῃ βεβαίως κανέν ἴχνος εἰς τόν αἰγιαλόν. Τό
σχέδιον τοῦτο ἄν τό ἐξετέλουν, θά ἦτον μέγας κόπος, ἀληθής ἆθλος. Θά ἐχρειά-
ζετο δέ καί μίαν ὥραν καί πλέον. Οὐδέ θά ἤμην πλέον βέβαιος περί τῆς ἀσφα-
λείας τοῦ κοπαδιοῦ μου (Ακρίβος κ.ά., 2017, 172-173).
Στον «υπο-κόσμο» των επιθυμιών του, αρχικά, είναι να μην τον δει η κοπέλα,
ενώ αυτός τη βλέπει μέσα σε ένα ονειρικό τοπίο να κολυμπάει. Αντιλαμβάνεται πως
δεν μπορεί να φύγει, γιατί εξαιτίας της θέσης του θα έπρεπε να σηκωθεί και η κοπέλα
θα τον έβλεπε και, υποθέτει πως θα τον κατηγορούσε για ανήθικους σκοπούς (αυτή η
υπόθεση ανήκει στον «υπο-κόσμο» της γνώσης του) και είναι κάτι που δεν το θέλει:
Ἀλλ’ ἡ στιγμή καθ’ ἧν θά διηρχόμην διά τῆς κορυφῆς τοῦ βράχου ἤρκει διά νά
μέ ἴδῃ ἡ Μοσχούλα. Ἦτον ἀδύνατον, καθώς ἐκείνη ἔβλεπε πρός τό μέρος μου,
νά φύγω ἀόρατος. Τό ἀνάστημά μου θά διεγράφετο διά μίαν στιγμήν ὑψηλόν
καί δεχόμενον δαψιλῶς τό φῶς τῆς σελήνης, ἐπάνω τοῦ βράχου. Ἐκεῖ ἡ κόρη
θά μέ ἔβλεπε, καθώς ἦτον ἐστραμμένη πρός τά ἐδῶ. Ὤ! πῶς θά ἐξαφνίζετο. Θά
ἐτρόμαζεν εὐλόγως, θά ἐφώναζεν, εἶτα θά μέ κατηγόρει διά σκοπούς ἀθεμίτους,
καί τότε ἀλλίμονον εἰς τόν μικρόν βοσκόν! (Ακρίβος κ.ά., 2017, 172).
Το βοσκόπουλο εύχεται κάποια στιγμή να κινδυνέψει η κοπέλα στη θάλασσα,
για να τη σώσει (πράγμα που τελικά συμβαίνει στον Κειμενικό Πραγματικό Κόσμο):
Δέν δύναμαι νά εἴπω ἄν μοῦ ἦλθον πονηροί, καί συνάμα παιδικοί ἀνόητοι λο-
γισμοί, ἐν εἴδει εὐχῶν κατάραι. «Νά ἐκινδύνευεν ἔξαφνα! νά ἔβαζε μιά φωνή!
νά ἔβλεπε κανένα ροφόν εἰς τόν πυθμένα, τόν ὁποῖον νά ἐκλάβῃ διά θηρίον, διά
σκυλόψαρον, καί νά ἐφώναζε βοήθειαν!... (Ακρίβος κ.ά., 2017, 174).

516
Στη συνέχεια, στον «υπο-κόσμο» των επιθυμιών του νεαρού βοσκόπουλου ε-
ντοπίζονται τρεις ταυτόχρονες επιθυμίες που συγκρούονται μεταξύ τους, να διαφυλά-
ξει την υπόληψή του, να αποφύγει τον πειρασμό και να φροντίσει το κοπάδι του. Αν
έφευγε από ξηράς και τον έβλεπε η κοπέλα, θα διακινδύνευε το ήθος του, αν έφευγε
κολυμπώντας, θα καθυστερούσε πολύ και θα κινδύνευε το κοπάδι του. Αν έμενε, δε θα
απέφευγε τον πειρασμό. Αποφασίζει, τελικά, να περιμένει να τελειώσει το μπάνιο της
η κοπέλα, Μοσχούλα. Κατά τη διάρκεια της διάσωσής της και καθώς βγάζει την κο-
πέλα έξω από τη θάλασσα, εύχεται να ζήσει και δεν επιθυμεί καμία άλλη ανταμοιβή:
ᾘσθάνθην ὅτι προσεκολλᾶτο τό πλάσμα ἐπάνω μου· ἤθελε τήν ζωήν της· ὤ! ἄς
ἔζῃ, καί ἄς ἦτον εὐτυχής. Κανείς ἰδιοτελής λογισμός δέν ὑπήρχε τήν στιγμήν
ἐκείνην εἰς τό πνεῦμά μου. Ἡ καρδία μου ἦτο πλήρης αὐτοθυσίας καί ἀφιλο-
κερδείας. Ποτέ δέν θά ἐζήτουν ἀμοιβήν! (Ακρίβος κ.ά., 2017, 177).
Στον «υπο-κόσμο» των στόχων του, όσο είναι κρυμμένος ο νεαρός βοσκός, εί-
ναι να μην τον δει η κοπέλα και το σχέδιο στο οποίο καταλήγει είναι να περιμένει: «Δέν
ὑπῆρχεν ἄλλη αἵρεσις, εἰμή νά περιμένω. Θά ἐκράτουν τήν ἀναπνοήν μου» (Ακρίβος
κ.ά., 2017, 173). Τελικά, δεν κατορθώνει το στόχο του να μη γίνει αντιληπτός, αλλά
επιτυγχάνει το στόχο του να σώσει τη ζωή της κοπέλας.
Ο βοσκός βλέποντας την κοπέλα ζει το όνειρό του. Πέρα από αυτά που βλέπει
με τα μάτια του, επιστρατεύει και τη διαίσθησή του και μαντεύει τα μέρη του σώματος
της κοπέλας που βρίσκονται μέσα στο νερό. Τη βλέπει πλέον σαν ένα ονειρικό πλάσμα
και αυτός βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης:
Ἐμάντευα τό στέρνον της, τούς κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομέ-
νους ὅλας τῆς αὔρας τάς ριπάς καί τῆς θαλάσσης τό θεῖον ἄρωμα. Ἦτον πνοή,
ἴνδαλμα ἀφάνταστον, ὄνειρον ἐπιπλέον εἰς τό κῦμα· ἦτο νηρηίς, νύμφη, σειρήν,
πλέουσα, ὡς πλέει ναῦς μαγική, ἡ ναῦς τῶν ὀνείρων... Εἶχα μείνει χάσκων, ἐν
ἐκστάσει, καί δέν ἐσκεπτόμην πλέον τά ἐπίγεια [...] δέν ἐχόρταινα νά βλέπω τό
ὄνειρον, τό πλέον εἰς τό κῦμα (Ακρίβος κ.ά., 2017, 174).
Η σκέψη του νεκρώνεται κι έτσι δεν αρπάζει την ευκαιρία να φύγει, όταν η
Μοσχούλα κοιτάει προς την άλλη πλευρά. Όταν, όμως, σώζει την κοπέλα, νιώθει σαν
να έχει πιάσει το όνειρό του στα χέρια του: «Ἤμην ὁ ἄνθρωπος, ὅστις κατώρθωσε νά
συλλάβῃ μέ τάς χεῖράς του πρός στιγμήν ἕν ὄνειρον, τό ἴδιον ὄνειρόν του...» (Ακρίβος
κ.ά., 2017, 177). Ο ώριμος πια αφηγητής θεωρεί πως αυτή ήταν η πιο ευτυχισμένη
στιγμή της ζωής του, συγκρίνοντάς την με άλλες ερωτικές επαφές:

517
Ἐπί πόσον ἀκόμη θά τό ἐνθυμοῦμαι ἐκεῖνο τό ἁβρόν, τό ἁπαλόν σῶμα τῆς
ἁγνῆς κόρης, τό ὁπ οῖον ᾐσθάνθην ποτέ ἐπάνω μου ἐπ’ ὀλίγα λεπτά τῆς ἄλλως
ἀνωφελοῦς ζωῆς μου! Ἦτον ὄνειρον, πλάνη, γοητεία. Καί ὁπόσον διέφερεν ἀπό
ὅλας τάς ἰδιοτελεῖς περιπτύξεις, ἀπό ὅλας τάς λυκοφιλίας καί τούς κυνέρωτας88
τοῦ κόσμου ἡ ἐκλεκτή, ἡ αἰθέριος ἐκείνη ἐπαφή! Δέν ἦτο βάρος ἐκεῖνο, τό φορ-
τίον τό εὐάγκαλον, ἀλλ’ ἦτο ἀνακούφισις καί ἀναψυχή. Ποτέ δέν ᾐσθάνθην τόν
ἑαυτόν μου ἐλαφρότερον ἤ ἐφ’ ὅσον ἐβάσταζον τό βάρος ἐκεῖνο (Ακρίβος κ.ά.,
2017, 177).
Το βέλασμα της αγαπημένης του κατσίκας, της Μοσχούλας, που την είχε δε-
μένη εκεί κοντά, τον επαναφέρει από το όνειρο στην πραγματικότητα: «Αἴφνης εἰς τάς
ἀνάγκας τοῦ πραγματικοῦ κόσμου μ’ ἐπανέφερεν ἡ φωνή τῆς κατσίκας μου. Ἡ μικρή
Μοσχούλα ἤρχισεν αἴφνης νά βελάζῃ!... Ὤ, αὐτό δέν τό εἶχα προβλέψει.» (Ακρίβος
κ.ά., 2017, 174). Θέλοντας να λύσει την κατσίκα του και να τη σώσει, καθώς υπάρχει
η πιθανότητα σχοινιάσματος, βγαίνει από την κρυψώνα του και γίνεται αντιληπτός από
την κοπέλα. Στο δίλημμα του νεαρού βοσκού να σώσει την κατσίκα του ή να μην απο-
καλυφθεί στην κόρη ενστικτωδώς επιλέγει το πρώτο. Αλλά λίγο μετά επιλέγει να σώσει
την κοπέλα: «Ἤμην ὁ ἄνθρωπος, ὅστις κατώρθωσε νά συλλάβῃ μέ τάς χεῖράς του πρός
στιγμήν ἕν ὄνειρον, τό ἴδιον ὄνειρόν του...» (Ακρίβος κ.ά., 2017, 177). Ο αφηγητής, ο
δικηγόρος στο αφηγηματικό παρόν, εξιδανικεύει το παρελθόν και εκείνη τη συγκεκρι-
μένη εμπειρία την ντύνει με το πέπλο του ονείρου.
Οι ιδιωτικοί «υπο-κόσμοι» του κεντρικού χαρακτήρα (ο κόσμος της γνώσης και
οι κόσμοι των επιθυμιών, των υποχρεώσεων, των στόχων, των ονείρων και των ψευ-
δαισθήσεων) έχουν μετατοπιστεί στο τέλος του αφηγήματος σε σύγκριση με την αρχή
του. Είναι εμφανείς οι συγκρούσεις μεταξύ του ιδιωτικού κόσμου του ώριμου πια αφη-
γητή και του Πραγματικού Κόσμου. Στο αφηγηματικό παρόν εργάζεται για κάποιον,
για τον οποίο νιώθει αρνητικά συναισθήματα και η επιθυμία του να κάνει προκοπή δεν
ικανοποιείται:
Μεγάλην προκοπήν, ἐννοεῖται, δέν ἔκαμα. Σήμερον ἐξακολουθῶ νά ἐργάζωμαι
ὡς βοηθός ἀκόμη εἰς τό γραφεῖον ἐπιφανοῦς τινος δικηγόρου καί πολιτευτοῦ ἐν
Ἀθήναις, τόν ὁποῖον μισῶ, ἀγνοῶ ἐκ ποίας σκοτεινῆς ἀφορμῆς, ἀλλά πιθανῶς
ἐπειδή τόν ἔχω προστάτην καί εὐεργέτην. Καί εἶμαι περιωρισμένος καί ἀνεπι-
τήδειος, οὐδέ δύναμαι νά ὠφεληθῶ ἀπό τήν θέσιν τήν ὁποίαν κατέχω πλησίον
τοῦ δικηγόρου μου, θέσιν οἱονεί αὐλικοῦ (Ακρίβος κ.ά., 2017, 162).

518
Οι υποχρεώσεις του ώριμου πια αφηγητή απορρέουν από την εργασία του που
τον περιορίζει και παρομοιάζει τον εαυτό του με ένα σκύλο δεμένο με κοντό σκοινί, ο
οποίος:
[…] δέν ἠμπορεῖ νά γαυγίζῃ οὔτε νά δαγκάσῃ ἔξω ἀπό τήν ἀκτῖνα καί τό τόξον
τά ὁποῖα διαγράφει τό κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ’ ἐγώ δέν δύναμαι οὔτε νά
εἴπω, οὔτε νά πράξω τίποτε περισσότερον παρ’ ὅσον μοῦ ἐπιτρέπει ἡ στενή δι-
καιοδοσία τήν ὁποίαν ἔχω εἰς τό γραφεῖον τοῦ προϊσταμένου μου (Ακρίβος κ.ά.,
2017, 162).
Υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ των ιδιωτικών κόσμων των διαφορετικών χα-
ρακτήρων, για παράδειγμα του αφηγητή και των αγροφυλάκων στο αφηγηματικό πα-
ρελθόν. Υπάρχουν, επίσης, συγκρούσεις μεταξύ δύο ιδιωτικών κόσμων του ίδιου χα-
ρακτήρα. H επιθυμία του να κολυμπήσει έρχεται σε σύγκρουση με την υποχρέωσή του
να προστατέψει το κοπάδι του, και ειδικά την αγαπημένη του κατσικούλα:
Ἐπέταξα ἀμέσως τό ὑποκάμισόν μου, τήν περισκελίδα μου, κ’ ἔπεσα εἰς τήν
θάλασσαν. Ἐπλύθην, ἐλούσθην, ἐκολύμβησα ἐπ’ ὀλίγα λεπτά τῆς ὥρας. ᾘσθα-
νόμην γλύκαν, μαγείαν ἄφατον, ἐφανταζόμην τόν ἑαυτόν μου ὡς νά ἤμην ἕν μέ
τό κῦμα, ὡς νά μετεῖχον τῆς φύσεως αὐτοῦ, τῆς ὑγρᾶς καί ἁλμυρᾶς καί δροσώ-
δους. Δέν θά μοῦ ἔκανε ποτέ καρδιά νά ἔβγω ἀπό τήν θάλασσαν, δέν θά ἐχόρ-
ταινα ποτέ τό κολύμβημα, ἄν δέν εἶχα τήν ἔννοιαν τοῦ κοπαδιοῦ μου. Ὅσην
ὑπακοήν καί ἄν εἶχαν πρός ἐμέ τά ἐρίφια καί ἄν ἤκουον» τήν φωνήν μου διά
νά καθίσουν ἥσυχα, ἐρίφια ἦσαν, δυσάγωγα καί ἄπιστα ὅσον καί τά μικρά παι-
δία. Ἐφοβούμην μήπως τινά ἀποσκιρτήσουν καί μοῦ φύγουν, καί τότε ἔπρεπε
νά τρέχω νά τά ζητῶ τήν νύκτα εἰς τούς λόγγους καί τά βουνά ὁδηγούμενος
μόνον ἀπό τόν ἦχον τῶν κωδωνίσκων τῶν τράγων! (Ακρίβος κ.ά., 2017, 170).
Η ευτυχία που νιώθει από την επαφή του σώματός του με αυτό της Μοσχούλας
είναι μεγάλη. Συγκρίνοντας ο ώριμος πια αφηγητής το παρελθόν με το παρόν, συμπε-
ραίνει πως είναι η μόνη ευτυχισμένη στιγμή της ζωής του, το αγκάλιασμα της κοπέλας.
Τότε είναι που καταφέρνει να ζήσει το όνειρό του. Αργότερα, χάνει την ευτυχία, μα-
θαίνοντας γράμματα, τα οποία τον κάνουν να παρατήσει την απλή φυσική ζωή, αναζη-
τώντας ένα καλύτερο μέλλον. Η επιθυμία του αυτή δεν εκπληρώνεται ποτέ στον (Κει-
μενικό) Πραγματικό Κόσμο, καθώς θεωρεί πως έχει καταλήξει στη μιζέρια, ανήμπορος
να προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον. Για να υπερβεί το ασφυκτικό παρόν, βρίσκει
καταφύγιο στις παιδικές αναμνήσεις και στα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Υπάρχει με-
γάλη διαφορά μεταξύ του νεαρού βοσκόπουλου και του δικηγόρου ως προς τη γνώση.

519
Το βοσκόπουλο ζούσε ευτυχισμένα, χωρίς να το γνωρίζει. Ο δικηγόρος ώριμος πια
μπορεί να καταλάβει την ευτυχία που βίωνε τότε και τη συγκρίνει με τη δυστυχισμένη
του ζωή στο παρόν (Ryan, 1991, 121).

γ. Τυπολογία και Κατηγοριοποίηση


Παρουσιάζονται άμεσα οι ιδιότητες του βοσκόπουλου, η ομορφιά του, το ηλιο-
καμένο πρόσωπό του, η ασχολία του, το ευλύγιστο σώμα του και τα σγουρά μαλλιά
του, στοιχεία που το διακρίνουν από τον ενήλικο εαυτό του:
Ἤμην πτωχόν βοσκόπουλον εἰς τά ὄρη. Δεκαοκτώ ἐτῶν, καί δέν ἤξευρα ἀκόμη
ἄλφα. Χωρίς νά τό ἠξεύρω, ἤμην εὐτυχής. [...] Ἡ τελευταία χρονιά πού ἤμην
ἀκόμη φυσικός ἄνθρωπος12 ἦτον τό θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους 187... Ἤμην
ὡραῖος ἔφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ’ ἔβοσκα τάς αἶγας τῆς Μονῆς τοῦ
Εὐαγγελισμοῦ [...] Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, κ’ ἔβλεπα τό πρωίμως στρυφνόν,
ἡλιοκαές πρόσωπόν μου νά γυαλίζεται εἰς τά ρυάκια καί τάς βρύσεις, κ’ ἐγύ-
μναζα τό εὐλύγιστον, ὑψηλόν ἀνάστημά μου ἀνά τούς βράχους καί τά
βουνά.[...] Ἐφαινόμην κ’ ἐγώ ὡς νά εἶχα μεγάλην συγγένειαν μέ τούς δύο τού-
τους ἀνέμους, οἱ ὁποῖοι ἀνέμιζαν τά μαλλιά μου, καί τά ἔκαμναν νά εἶναι
σγουρά ὅπως οἱ θάμνοι κ’ αἱ ἀγριελαῖαι, τάς ὁποίας ἐκύρτωναν μέ τό ἀκούρα-
στον φύσημά των, μέ τό αἰώνιον τῆς πνοῆς των φραγγέλιον (Ακρίβος κ.ά.,
2017, 163).
Πιο πολλά χαρακτηριστικά προκύπτουν από τους έμμεσους δείκτες χαρακτηρι-
σμού, τις δράσεις και τις σκέψεις του. Ο πρωταγωνιστής μπορεί να χαρακτηριστεί «κα-
θαρό άτομο», καθώς είναι σφαιρικός και στο κειμενικό και στο κατασκευαστικό επί-
πεδο (Fishelov, 1990, 426). Οι δείκτες χαρακτηρισμού αφορούν και το παρελθόν του
και το παρόν του (Rimmon-Kenan, 1983, 60-67). Είναι ρεαλιστικός χαρακτήρας, κα-
θώς το μιμητικό στοιχείο του είναι ευδιάκριτο, αλλά μπορούμε να διακρίνουμε και το
θεματικό στοιχείο του χαρακτήρα (Phelan, 1989, 2-3), καθώς αντιπροσωπεύει κάθε
άνθρωπο που περνάει δυσκολίες στη ζωή του και αυτές επηρεάζουν την ψυχολογία
του. Ο αφηγητής είναι «αντιήρωας» στο αφηγηματικό παρόν, αφού δε ζει ευτυχισμέ-
νος, αλλά «ημιήρωας» στο παρελθόν, εφόσον σώζει την κοπέλα αλλά όχι και την κα-
τσικούλα του (Taha, 2015, 16).

δ. Ειδικές Παρατηρήσεις & Προτάσεις Διδακτικής

520
Το συγκεκριμένο διήγημα είναι «σύνθετης αφηγηματικότητας» (Ryan, 1992β,
372-373), αφού εστιάζει σε μια ιστορία από το παρελθόν του πρωταγωνιστή που ανα-
δεικνύει χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του και που έχει αποφασιστική επί-
δραση στην επιλογή του να μη γίνει καλόγερος, όπως ομολογεί και ο ίδιος ο αφηγη-
τής/πρωταγωνιστής.
Δίνονται πέντε ερμηνείες για το συγκεκριμένο διήγημα, από μελέτη του Τζιόβα
(1993, 223-243) στο Βιβλίο του Καθηγητή (Ακρίβος κ.ά., 2017β, 231-237). Μπορεί να
ιδωθεί «ως αλληγορία της έκπτωσης του ανθρώπου από μια αρχική ιδανική κατάσταση
ευδαιμονίας [...] σε μια δυστυχισμένη ανώφελη ζωή» ή «ως μια εκδήλωση της αντίθε-
σης φύσης και πολιτισμού. Η φύση αντιπροσωπεύει την εφηβική ηλικία του αφηγητή,
[...] ενώ ο πολιτισμός ταυτίζεται με την ώριμη ηλικία». Μπορεί να διακρίνει κανείς
«μια αμφιταλάντευση ανάμεσα στο υψηλό και το αισθησιακό, στην παραίσθηση και
την υπερβατικότητα» ή «μια αμφιταλάντευση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματι-
κότητα, στη φυσική ζωή και στην τεχνητή». Μια πέμπτη ερμηνευτική αντιμετώπιση
είναι να το δούμε «ως μια ιστορία μετασχηματισμού του βοσκού σε δικηγόρο, που
αντιστοιχεί σε ένα πέρασμα από το βουνό στην Αθήνα, από την εφηβεία στην ωριμό-
τητα». Μπορεί να ζητηθεί από τους μαθητές να βρουν στοιχεία για την κάθε ερμηνευ-
τική προσέγγιση. Επίσης, με αφορμή την τελευταία προσέγγιση που προαναφέρθηκε,
μπορούν να ερωτηθούν οι μαθητές/αναγνώστες για τις εσωτερικές συγκρούσεις του
νεαρού βοσκόπουλου. Χρήσιμο είναι να επιχειρήσουν μια σύγκριση μεταξύ του πα-
ρελθοντικού και του παροντικού «εγώ» του αφηγητή, δηλαδή μεταξύ του βοσκόπου-
λου και του δικηγόρου, κάτι που σχετίζεται και με την έβδομη ερώτηση του σχολικού
εγχειριδίου. Για την απάντηση των περισσότερων ερωτήσεων του σχολικού εγχειριδίου
που συνοδεύουν το διήγημα του Παπαδιαμάντη185 μπορούν να αντληθούν στοιχεία από
την αφηγηματολογική μας ανάλυση και σε σχέση με τον ώριμο αφηγητή της ιστορίας
και σε σχέση με το νεαρό βοσκόπουλο.

185
«1. Να συζητήσετε τη σχέση συγγραφέα-αφηγητή. α) ως προς τη συμμετοχή του στα δρώμενα, β) ως
προς την πειστικότητά του, γ) ως προς το στοιχείο της πλαστοπροσωπείας. 2. Τι ρόλο παίζει το ονειρικό
στοιχείο στην αφήγηση; Υπάρχουν στοιχεία στο διήγημα που μας μεταφέρουν διαδοχικά από τον κόσμο
του ονείρου στον κόσμο της πραγματικότητας; 3. Πώς λειτουργεί στην υπόθεση του διηγήματος η ανα-
φορά στην προσωπική ιστορία του πατέρα Σισώη; […] 6. Αποβαίνει λυτρωτικό ή βασανιστικό για τον
αφηγητή το «ζωντανό» όνειρό του; 7. Με υλικά του διηγήματος συνθέστε το πρόσωπο α) του ώριμου
αφηγητή της ιστορίας και β) του νεαρού βοσκόπουλου. Να επιχειρήσετε επίσης να απαντήσετε στα εξής
ερωτήματα: α) Ποια είναι η αιτία της δυστυχίας του ώριμου αφηγητή; β) Ποια η πηγή της ευτυχίας του
νεαρού βοσκόπουλου; 8. Διαφέρει η Μοσχούλα του Ονείρου από την Μοσχούλα της ώριμης ηλικίας;
Γιατί ο Παπαδιαμάντης δεν επέλεξε να παραλείψει την αναφορά στην τύχη της ενήλικης Μοσχούλας; 9.
Υπάρχουν στοιχεία στο διήγημα, στα οποία διαφαίνεται αντινομία του φυσικού (ποιμενικού) με τον
κοινωνικό (αστικό) βίο;» (Ακρίβος κ.ά., 2017, 179).

521
65. «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς», Γιώργος Ιωάννου

Υπόθεση: Ο αφηγητής του πεζογραφήματος «Μες στους προσφυγικούς συνοι-


κισμούς» (1964) παρουσιάζει σε πρώτο πρόσωπο σκέψεις, συναισθήματα και βιώματα
σχετικά με τους πρόσφυγες.

α. Δράση (Συμπεριφορά)
Στα πεζογραφήματα του Ιωάννου δεν ολοκληρώνονται άλλα πρόσωπα εκτός
από τον ίδιο τον αφηγητή (Σαχίνης, 1979, 152 στο Ακρίβος κ.ά., 2017β, 329). Ο συγ-
γραφέας/αφηγητής αποτελεί, λοιπόν, και σε αυτό το πεζογράφημα το κεντρικό δρων
αλλά και πάσχον υποκείμενο. Ως δρων υποκείμενο παρατηρεί τους ανθρώπους και
αυτή η παρατήρηση τού δημιουργεί περαιτέρω σκέψεις. Ο περίπατος μέσα στους προ-
σφυγικούς συνοικισμούς είναι μια ενέργεια εκούσια που του προκαλεί μεγάλη ικανο-
ποίηση (Bremond, 1973, 214). Συχνάζει στο ίδιο καφενείο με τους πρόσφυγες, εντάσ-
σει τον εαυτό του στον κόσμο τους, αναζητά την καταγωγή του και επικοινωνεί μόνο
με τους πρόσφυγες.

β. Εσωτερική Ζωή
Τα κίνητρα της δράσης του κεντρικού χαρακτήρα είναι ηθικά, καθώς μοιάζει
να αναζητά την καταγωγή του, αλλά και ηδονικά (Bremond, 1973, 160), καθώς του
προκαλεί ευχαρίστηση ο συγχρωτισμός του με τους πρόσφυγες. Άρα, η σωματική
δράση του προκαλείται από νοητικές και συναισθηματικές αιτίες (Τaha, 2015, 18).
Στον «υπο-κόσμο» της γνώσης του αφηγητή συγκαταλέγεται η πεποίθησή του
ότι έχει εξασκηθεί και αναγνωρίζει πολύ εύκολα τους Πόντιους, τους Καραμανλήδες,
τους Καυκάσιους, τους Μικρασιάτες από τις ακτές, τους Κωνσταντινουπολίτες από
μέσα ή από τα περίχωρα. Παραδέχεται ότι, αν κάνει λάθος, το καταλαβαίνει αργά, και
αυτό γιατί έχει «τόση πεποίθηση πάνω σ’ αὐτό τό ζήτημα» (Ακρίβος κ.ά., 2017, 247).
Γνωρίζει, επίσης, πως προέρχεται κι ο ίδιος από οικογένεια προσφύγων και για αυτό
το λόγο ταυτίζεται μαζί τους: «Κάτι σά ζεστό κύμα μέ σκεπάζει ξαφνικά, θαρρεῖς καί
γύρισα ἐπιτέλους στήν πατρίδα. Δέν ἔχει σημασία πού δέ γνώρισα ποτέ αὐτή τήν πα-
τρίδα ἤ πού δέ γεννήθηκα κάν ἐκεῖ. Τό αἷμα μου ἀπό κεῖ μονάχα τραβάει» (Ακρίβος
κ.ά., 2017, 248). Γνωρίζει, επιπλέον, πόσο αποξενωμένοι είναι οι άνθρωποι των μεγα-
λουπόλεων και πως είναι η μοναξιά του που τον οδηγεί συχνά στους προσφυγικούς

522

You might also like