Professional Documents
Culture Documents
111 VOLOS Electric Circuits
111 VOLOS Electric Circuits
Χρήστος Βόλος
Έκτορας Νισταζάκης
ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΟΛΟΣ
Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Φυσικής, ΑΠΘ
ΕΚΤΟΡΑΣ ΝΙΣΤΑΖΑΚΗΣ
Καθηγητής, Τμήμα Φυσικής, ΕΚΠΑ
HΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ
Θεωρία – Πείραμα – Προσομοίωση
Ηλεκτρικά Κυκλώματα: Θεωρία – Πείραμα – Προσομοίωση
Συγγραφή
Χρήστος Βόλος
Έκτορας Νισταζάκης
Συντελεστές έκδοσης
Γλωσσική Επιμέλεια: Δημήτρης Καλλιάρας
Γραφιστική Επιμέλεια: Χρήστος Μουρίκης
Το παρόν έργο αδειοδοτείται υπό τους όρους της άδειας Creative Commons Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική
Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0. Για να δείτε ένα αντίγραφο της άδειας αυτής επισκεφτείτε τον ιστότοπο
https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/deed.el
ΚΑΛΛΙΠΟΣ
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Ηρώων Πολυτεχνείου 9, 15780 Ζωγράφου
www.kallipos.gr
ISBN: 978-618-5667-73-3
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 9
2.2.1 Σύνδεση Αντιστάσεων σε Σειρά ................................................................................................... 58
2.2.2 Σύνδεση Αντιστάσεων Παράλληλα .............................................................................................. 60
2.2.3 Μεικτή Συνδεσμολογία ................................................................................................................ 61
2.3 Νόμοι του Kirchhoff ........................................................................................................................... 63
2.3.1 Νόμος των Ρευμάτων .................................................................................................................. 63
2.3.2 Νόμος των Τάσεων ..................................................................................................................... 65
2.3.3 Μεθοδολογία Επίλυσης Κυκλώματος με τη Χρήση των Νόμων του Kirchhoff ............................67
2.4 Κύκλωμα Διαιρέτη Τάσης .................................................................................................................. 69
2.4.1 Ποτενσιόμετρο ............................................................................................................................ 70
2.5 Κύκλωμα Διαιρέτη Ρεύματος ............................................................................................................. 72
2.6 Μετρήσεις - Επίδραση της Εσωτερικής Αντίστασης των Οργάνων ..................................................74
2.6.1 Βολτόμετρο.................................................................................................................................. 75
2.6.2 Αμπερόμετρο ............................................................................................................................... 75
2.6.3 Φαινόμενο Επίδρασης Φορτίου................................................................................................... 75
2.7 Μέτρηση Αντιστάσεων με Χρήση Βολτομέτρου και Αμπερομέτρου ................................................79
2.8 Το Θεώρημα του Tellegen .................................................................................................................. 81
2.9 Πειραματική Άσκηση ......................................................................................................................... 83
2.10 Πρόγραμμα Προσομοίωσης ............................................................................................................... 86
2.10.1 Οδηγίες........................................................................................................................................ 86
2.10.2 Εφαρμογές ................................................................................................................................... 87
2.11 Ασκήσεις ............................................................................................................................................ 88
2.12 Βιβλιογραφία ...................................................................................................................................... 95
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 11
7.3.2 Εκφόρτιση Πυκνωτή.................................................................................................................. 225
7.4 Πηνίο ................................................................................................................................................ 227
7.4.1 Σύνδεση Πηνίων σε Σειρά ......................................................................................................... 229
7.4.2 Παράλληλη Σύνδεση Πηνίων .................................................................................................... 230
7.5 Χρονική Απόκριση Κυκλώματος RL Σειράς .................................................................................... 233
7.5.1 Με Πηγή .................................................................................................................................... 233
7.5.2 Χωρίς Πηγή ............................................................................................................................... 235
7.6 Μετασχηματισμός Δικτυώματος Πυκνωτών ή Πηνίων Τύπου Δ σε Υ και Αντίστροφα .................237
7.6.1 Μετασχηματισμός Δικτυώματος Πυκνωτών Τύπου Δ σε Υ και Αντίστροφα ...............................238
7.6.2 Μετασχηματισμός Δικτυώματος Πηνίων Τύπου Δ σε Υ και Αντίστροφα....................................239
7.7 Τα Πραγματικά Στοιχεία Δύο Ακροδεκτών ..................................................................................... 240
7.8 Πειραματική Άσκηση ....................................................................................................................... 241
7.9 Πρόγραμμα Προσομοίωσης ............................................................................................................. 242
7.9.1 Οδηγίες...................................................................................................................................... 242
7.9.2 Εφαρμογή .................................................................................................................................. 242
7.10 Ασκήσεις .......................................................................................................................................... 243
7.11 Βιβλιογραφία .................................................................................................................................... 246
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 13
11.5 Χαμηλοπερατό Φίλτρο ..................................................................................................................... 353
11.5.1 Απλό Χαμηλοπερατό Φίλτρο RC ............................................................................................... 353
11.5.2 Σύνθετο Χαμηλοπερατό Φίλτρο RC ........................................................................................... 357
11.5.3 Απλό Χαμηλοπερατό Φίλτρο RL ................................................................................................ 361
11.5.4 Σύνθετο Χαμηλοπερατό Φίλτρο RL ........................................................................................... 364
11.6 Υψηλοπερατό Φίλτρο ....................................................................................................................... 368
11.6.1 Απλό Υψηλοπερατό Φίλτρο RC ................................................................................................. 368
11.6.2 Σύνθετο Υψηλοπερατό Φίλτρο RC............................................................................................. 372
11.6.3 Απλό Υψηλοπερατό Φίλτρο RL .................................................................................................. 375
11.6.4 Σύνθετο Υψηλοπερατό Φίλτρο RL ............................................................................................. 378
11.7 Φίλτρο Ζώνης Διέλευσης ................................................................................................................. 382
11.8 Φίλτρο Ζώνης Απόρριψης ................................................................................................................ 384
11.9 Πειραματική Άσκηση ....................................................................................................................... 387
11.10 Πρόγραμμα Προσομοίωσης ......................................................................................................... 389
11.10.1 Οδηγίες.................................................................................................................................. 389
11.10.2 Εφαρμογή .............................................................................................................................. 389
11.11 Ασκήσεις ...................................................................................................................................... 391
11.12 Βιβλιογραφία ................................................................................................................................ 392
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 15
Πρόλογος
Στο βιβλίο αυτό παρουσιάζονται αναλυτικά οι βασικές αρχές της θεωρίας των Ηλεκτρικών Κυκλωμάτων, τόσο
σε θεωρητικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο εργαστηριακής - πειραματικής υλοποίησης. Στόχος του είναι οι
φοιτητές - αναγνώστες να κατανοήσουν τη λειτουργία, απλών αλλά και πιο σύνθετων ηλεκτρικών κυκλωμάτων,
να μάθουν να τα υλοποιούν στο εργαστήριο και να μελετούν τη συμπεριφορά τους. Διδάσκονται, επίσης,
αναλυτικά τη λειτουργία χρήσιμων, σε πολλές εφαρμογές, ηλεκτρικών κυκλωμάτων και αποκτούν τη
δυνατότητα θεωρητικής επεξεργασίας τους, καθώς και της σύγκρισης των αποτελεσμάτων τους με αυτά που
προκύπτουν πειραματικά. Η δυνατότητα αυτή βοηθάει στην καλύτερη κατανόηση της λειτουργίας τους και
επιτρέπει στον φοιτητή - αναγνώστη την αρτιότερη μελέτη τους.
Επομένως, γίνεται προσπάθεια, με όσο το δυνατόν απλούστερο τρόπο, για τη μετάβαση από τη Θεωρία
της Φυσικής, και ειδικότερα των αρχών του Ηλεκτρισμού και των Ηλεκτρικών Κυκλωμάτων, στο Πείραμα και
τελικά στην εφαρμογή και υλοποίηση της κάθε πιθανής εφαρμογής σε επίπεδο ηλεκτρικών κυκλωμάτων. Για
τα περισσότερα και πιο σημαντικά κυκλώματα που παρουσιάζονται σε θεωρητικό επίπεδο, αναλύονται
ουσιαστικά η μετάβαση και ο τρόπος υλοποίησης και μελέτης τους στο Εργαστήριο. Με τον τρόπο αυτό, κάθε
πείραμα το οποίο παρουσιάζεται δεν είναι αποκομμένο από τη γενικότερη θεωρία των Ηλεκτρικών
Κυκλωμάτων, αλλά γίνεται συνολικά προσπάθεια να παρουσιαστεί ως μία ενιαία διαδικασία, η οποία ξεκινάει
από τη θεωρία που την περιγράφει, συνεχίζει με τη μελέτη για την πιθανή υλοποίησή της και καταλήγει στον
σχεδιασμό, στον οποίο φαίνεται αναλυτικά η αναγκαιότητα ύπαρξης του κατάλληλου θεωρητικού υποβάθρου.
Επομένως, ο στόχος είναι να φαίνεται το πείραμα ως αυτό ακριβώς που είναι, δηλαδή ως η απαραίτητη και
αναπόσπαστη συνέχεια της θεωρίας που μελετάται και παρουσιάζεται. Κάτι τέτοιο άλλωστε είναι απόλυτα
λογικό, δεδομένου ότι αυτή ακριβώς είναι η λογική που ακολουθείται, δηλαδή η θεωρία και το πείραμα να είναι
αλληλένδετα και απολύτως απαραίτητα για την επιβεβαίωση του κάθε αποτελέσματος, σε κάθε κατεύθυνση
της Φυσικής, την οποία υπηρετούν εδώ και πολλά χρόνια οι συγγραφείς του βιβλίου, ως μέλη των Τμημάτων
Φυσικής του ΑΠΘ και του ΕΚΠΑ.
Τα κυκλώματα που παρουσιάζονται περιλαμβάνουν τα βασικά γραμμικά ηλεκτρικά στοιχεία (αντίσταση,
πυκνωτής, πηνίο), τη λειτουργία των οποίων πρέπει να αντιλαμβάνεται ένας φοιτητής. Με τον τρόπο αυτό,
μελετώνται ηλεκτρικά κυκλώματα, ξεκινώντας από τα απλά, βασικά κυκλώματα (διαιρέτης τάσης και
ρεύματος), τα οποία πρέπει να γνωρίζει ένας φοιτητής που έχει παρακολουθήσει ένα βασικό μάθημα
Ηλεκτρισμού. Επίσης, στόχος είναι οι φοιτητές, που έχουν επιλέξει να ακολουθήσουν κάποια κατεύθυνση
σχετική με την Ηλεκτρονική Φυσική, να φτάσουν στο σημείο να μπορούν να υλοποιούν και να μελετούν στο
Εργαστήριο ακόμη και πιο σύνθετα κυκλώματα, για τα οποία πρέπει να μπορούν να αντιλαμβάνονται τη
λειτουργία τους και τα οποία πρέπει να τα επιλύουν.
Η σειρά και η λογική παρουσίασης της ύλης του βιβλίου έχουν επιλεγεί με βάση την εμπειρία την οποία
έχουν αποκομίσει οι συγγραφείς, μετά από πολλά χρόνια συνδιδασκαλίας του συγκεκριμένου μαθήματος,
άλλων μαθημάτων σχετικών με ηλεκτρονικά κυκλώματα και εργαστηρίων στα Τμήματα Φυσικής του ΑΠΘ και
του ΕΚΠΑ, δίπλα σε συναδέλφους με μεγάλη εμπειρία και βαθιά γνώση του συγκεκριμένου αντικειμένου. Έχει
αποδειχθεί, λοιπόν, ότι οι φοιτητές μπορούν ευκολότερα να κατανοούν και να αφομοιώνουν την παρεχόμενη
γνώση, όταν αυτή τους προσφέρεται συνολικά, ως συνδυασμός της θεωρίας με το πείραμα, ξεκινώντας πρώτα
από τη θεωρία της Φυσικής, κομμάτι της οποία αποτελεί ο Ηλεκτρισμός και κατ’ επέκταση τα Ηλεκτρικά
Κυκλώματα, και προχωρώντας στη συνέχεια, βήμα προς βήμα, προς τη σχεδίαση, μελέτη και υλοποίηση των
κυκλωμάτων που παρουσιάζονται. Επομένως, στόχος των συγγραφέων είναι να παρουσιαστούν η θεωρία, η
σχεδίαση, η μελέτη και τελικά η υλοποίηση των πιο σημαντικών από τα ηλεκτρικά κυκλώματα, που είναι
απαραίτητα στην καθημερινότητα του κάθε ανθρώπου, ως κάτι ενιαίο.
Για να επιτευχθεί αυτή η στόχευση το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη: στο Μέρος Α΄, στο οποίο
αναπτύσσονται ηλεκτρικά κυκλώματα συνεχούς ρεύματος και περιλαμβάνονται τα επτά (7) πρώτα κεφάλαια,
και στο Μέρος Β΄, στο οποίο εξετάζονται ηλεκτρικά κυκλώματα εναλλασσόμενου ρεύματος και
περιλαμβάνονται τα επόμενα πέντε (5) κεφάλαια. Θα πρέπει να τονιστεί ότι το Μέρος Β΄ έχει σχεδόν αυτόνομο
χαρακτήρα, ώστε ο φοιτητής - αναγνώστης να μπορεί να το μελετήσει, δίχως να είναι απαραίτητο να ανατρέχει
συνεχώς στο Μέρος Α΄. Για τον λόγο αυτό, σε πολλά σημεία του Μέρους Β΄ ο φοιτητής - αναγνώστης θα
συναντήσει έννοιες, μεθόδους και θεωρήματα παρόμοια με αυτά του Μέρους Α΄, προσαρμοσμένα όμως στο
εναλλασσόμενο ρεύμα.
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 17
Επιπλέον, η δομή του βιβλίου είναι η ίδια σε κάθε κεφάλαιο και συνίσταται αρχικά στην αναλυτική
παρουσίαση των εννοιών, των νόμων, των θεωρημάτων και των τεχνικών επίλυσης ηλεκτρικών κυκλωμάτων
μέσω αναλυτικά λυμένων παραδειγμάτων. Στη συνέχεια, ακολουθεί μία ενότητα που περιλαμβάνει την
εφαρμογή και επιβεβαίωση της γνώσης που παρουσιάζεται σε κάθε κεφάλαιο, μέσω ενός ή περισσότερων
πειραμάτων που περιγράφονται αναλυτικά (βήμα προς βήμα), ώστε να είναι δυνατή η εκτέλεσή τους σε
οποιοδήποτε εργαστήριο ηλεκτρικών κυκλωμάτων.
Επίσης, παρατίθενται κυκλώματα και διαδικασίες μετρήσεων που μπορούν να γίνουν μέσω του δωρεάν
online λογισμικού προσομοίωσης ηλεκτρικών - ηλεκτρονικών κυκλωμάτων MultisimLive. Η επιλογή του
συγκεκριμένου λογισμικού έχει ως στόχο να δώσει στους φοιτητές μια πρώτη επαφή με τον τρόπο με τον οποίο
μπορούμε, πριν υλοποιήσουμε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα στο εργαστήριο, να το σχεδιάσουμε και να το
μελετήσουμε σε επίπεδο προσομοίωσης, με τη χρήση ενός απλού και δωρεάν online λογισμικού προσομοίωσης.
Επομένως, αποτελεί ένα έναυσμα για τους φοιτητές, για να μάθουν να σχεδιάζουν και να μελετούν τα δικά τους
κυκλώματα, μέσω των οποίων θα μπορούν να επιλύουν τα προβλήματα που τους παρουσιάζονται σε κάθε βήμα
της εκπαιδευτικής διαδικασίας που ακολουθούν. Τα κυκλώματα που σχεδιάζονται στο MultisimLive
παρουσιάζονται με τη μορφή ασκήσεων, στις οποίες ο φοιτητής καθοδηγείται βήμα προς βήμα στην εκτέλεση
της σχεδίασης του κυκλώματος και των μετρήσεων. Επιπλέον, στο τέλος κάθε κεφαλαίου ακολουθεί η ενότητα
που περιλαμβάνει μια σειρά άλυτων ασκήσεων, προκειμένου ο αναγνώστης να ελέγξει τη δυνατότητα
αφομοίωσης της προσφερόμενης ύλης.
Επομένως, το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί ταυτόχρονα και έναν εύχρηστο εργαστηριακό οδηγό, ο οποίος
δίνει έμφαση στη σχεδίαση, στην προσομοίωση, στην υλοποίηση και στη μελέτη του τρόπου λειτουργίας των
κυκλωμάτων που παρουσιάζονται. Για τον σκοπό αυτό, παρουσιάζεται προφανώς και η αντίστοιχη θεωρία που
κρίνεται απαραίτητη για την κατανόηση της συμπεριφοράς των κυκλωμάτων που το βιβλίο περιλαμβάνει.
Προφανώς για την αναλυτικότερη παρουσίαση του θεωρητικού υποβάθρου του Ηλεκτρισμού και των
Ηλεκτρικών Κυκλωμάτων, θα πρέπει ο φοιτητής - αναγνώστης να μελετήσει τα αντίστοιχα βιβλία θεωρίας,
κάποια εκ των οποίων παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου ως βιβλιογραφικές αναφορές.
Τελειώνοντας, δεδομένου ότι το βιβλίο αυτό έχει ουσιαστικά προέλθει από σημειώσεις μαθημάτων και
εργαστηρίων των συγγραφέων στα αντίστοιχα μαθήματα του Τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ και του ΕΚΠΑ, θα
θέλαμε να ευχαριστήσουμε τους συναδέλφους του Τομέα Εφαρμογών Φυσικής και Φυσικής Περιβάλλοντος
του Τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ, και ιδιαίτερα τον Καθηγητή κ. Ιωάννη Στούμπουλο, καθώς και τους
συναδέλφους του Τομέα Υπολογιστών, Τηλεπικοινωνιών και Αυτοματισμού του Τμήματος Φυσικής του
ΕΚΠΑ, και ιδιαίτερα τον Καθηγητή κ. Γεώργιο Τόμπρα, για τη συνεργασία και τις παρατηρήσεις τους με στόχο
τη βελτίωση των σημειώσεων των μαθημάτων και των εργαστηριακών ασκήσεων που διδάσκουμε. Επίσης,
θέλουμε να ευχαριστήσουμε τους φοιτητές των Τμημάτων Φυσικής του ΑΠΘ και του ΕΚΠΑ, για τις κατά
καιρούς, σημαντικές, υποδείξεις, σχόλια και ερωτήσεις τους, προκειμένου να επιτευχθεί η καλύτερη,
αναλυτικότερη και πιο κατανοητή παρουσίαση των εννοιών, των κυκλωμάτων, των ασκήσεων, αλλά και
γενικότερα της ύλης που περιλαμβάνεται σε αυτό το βιβλίο.
Χρήστος Βόλος
Έκτορας Νισταζάκης
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Εισαγωγή - Θεμελιώδεις Έννοιες
Σύνοψη
Στο πρώτο Κεφάλαιο περιγράφονται αρχικά οι βασικές ηλεκτρικές ποσότητες, οι οποίες είναι απαραίτητες στη
μελέτη των Ηλεκτρικών Κυκλωμάτων. Επίσης, δίνεται ο ορισμός του ηλεκτρικού κυκλώματος, παρατίθενται
αναλυτικά οι βασικές έννοιες που είναι απαραίτητες για την περιγραφή του (κλάδος, κόμβος, βρόχος) και
περιγράφονται τα βασικά στοιχεία που το συνθέτουν, όπως είναι οι πηγές τάσης (ανεξάρτητες και εξαρτημένες),
οι πηγές ρεύματος (ανεξάρτητες και εξαρτημένες), η γείωση και οι ασφάλειες. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται το πιο
συνηθισμένο, σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, παθητικό στοιχείο, η αντίσταση, περιγράφεται ο τρόπος υπολογισμού
της ονομαστικής τιμής της με τη χρήση του χρωματικού κώδικα, ενώ παρουσιάζονται και οι διάφοροι τύποι
αντιστάσεων. Τέλος, παρατίθενται τα όργανα μέτρησης των βασικών ηλεκτρικών μεγεθών που χρησιμοποιούνται
στο εργαστήριο, όπως είναι το ωμόμετρο, το βολτόμετρο και το αμπερόμετρο, καθώς και το breadboard, το οποίο
είναι η πλακέτα πάνω στην οποία υλοποιούνται εύκολα σε εργαστηριακό επίπεδο τα ηλεκτρικά κυκλώματα.
Προαπαιτούμενη γνώση
Ηλεκτρικό Φορτίο, Ηλεκτρικό Πεδίο, Αγωγοί, Ηλεκτρικό Ρεύμα, Ηλεκτρικό Δυναμικό.
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 21
Πίνακας 1.1 Οι βασικές μονάδες στο Διεθνές Σύστημα (SI).
Απόλυτη/Θερμοδυναμική
Κέλβιν (Kelvin) Κ
Θερμοκρασία
Στο SI υπάρχει και ένα σύστημα προθεμάτων το οποίο επιτρέπει να χρησιμοποιούνται μονάδες της
επιθυμητής τάξης μεγέθους, κάτι που συναντάται αρκετά συχνά κατά τις μετρήσεις μεγεθών στα ηλεκτρικά
κυκλώματα. Με το πρόθεμα πριν το σύμβολο της μονάδας προκύπτει ένα πολλαπλάσιο ή μία υποδιαίρεση της
μονάδας κατά μία δύναμη του 10. Καθώς θεωρήθηκε ότι τα νέα μεγέθη δεν είχαν την κατάλληλη κλίμακα για
όλες τις εργασίες, τα προθέματα έδωσαν τη λύση ώστε να δημιουργηθούν με συστηματικό τρόπο οι κατάλληλες
μονάδες. Αρχικά η ιδέα ήταν η χρήση ελληνικών προθεμάτων για τα πολλαπλάσια (deca, hecto, kilo) και
λατινικών για τις υποδιαιρέσεις (deci, centi, milli). Σήμερα τα προθέματα έχουν επεκταθεί και
χρησιμοποιούνται και εκτός του συστήματος SI και συνηθέστερα χρησιμοποιούνται οι κυβικές δυνάμεις του
10.
Παράδειγμα 1.1
Ηλεκτρικό ρεύμα έντασης 0.001 Α μπορεί επίσης να γραφεί με τη βοήθεια των προθεμάτων ως:
0.001 Α = 10-3 A = 1 mA ή 1000 μΑ = 103 μΑ.
Παράδειγμα 1.2
1015 Peta P
1012 Tera T
109 Giga G
106 Mega M
103 Kilo K
102 Hecto h
101 Deca da
10-1 Deci d
10-2 Centi c
10-3 Milli m
10-6 Micro μ
10-9 Nano n
10-12 Pico p
10-15 Femto f
10-18 Atto a
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 23
1. Το 1 C είναι μεγάλη μονάδα ηλεκτρικού φορτίου. Σε φορτίο 1 C υπάρχουν 1/(1.602×10-19 C) =
6.24×1018 ηλεκτρόνια. Για αυτόν τον λόγο, οι πιο ρεαλιστικές τιμές ηλεκτρικού φορτίου που μπορούν
να μετρηθούν πειραματικά είναι της τάξης των pC, nC ή μC.
2. Το ηλεκτρικό φορτίο είναι ένα μέγεθος που είναι κβαντισμένο. Δηλαδή, υπάρχει μόνο σε διακριτές
ποσότητες που είναι ακέραια πολλαπλάσια του θεμελιώδους φορτίου του ηλεκτρονίου.
3. Το ηλεκτρικό φορτίο είναι μία ποσότητα που διατηρείται. Δηλαδή, σε οποιαδήποτε αλληλεπίδραση ο
ολικός αριθμός των φορτίων, πριν και μετά από αυτήν, διατηρείται σταθερός. Το γεγονός αυτό
αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές στη Φύση που είναι γνωστή ως Αρχή Διατήρησης του Φορτίου.
Μία επίσης γνωστή ιδιότητα του φορτίου με μεγάλη θεωρητική και πειραματική σημασία είναι η κίνησή
του. Πειραματικά έχει επιβεβαιωθεί ότι το ηλεκτρικό φορτίο μπορεί να μετακινηθεί από μια θέση σε μια άλλη
υπό την επίδραση ηλεκτρικών δυνάμεων που ασκούνται σε αυτό όταν βρεθεί εντός ηλεκτρικού πεδίου. Η
προσανατολισμένη κίνηση ηλεκτρικών φορτίων ή φορέων ηλεκτρικού φορτίου, κατά μήκος ενός αγωγού
συνιστά το ηλεκτρικό ρεύμα που συναντάμε στα ηλεκτρικά κυκλώματα. Ωστόσο, από τον ορισμό του
ηλεκτρικού ρεύματος προκύπτει ότι για να εμφανιστεί ηλεκτρικό ρεύμα απαιτούνται δύο απαραίτητες
προϋποθέσεις [4] :
1. Η ύπαρξη ηλεκτρικού πεδίου που να αποτελέσει το αίτιο για την προσανατολισμένη κίνηση των
φορέων.
2. Η ύπαρξη φορέων ηλεκτρικού φορτίου με δυνατότητα κίνησης. Συνήθως οι φορείς αυτοί είναι τα
ελεύθερα ηλεκτρόνια των αγωγών (ηλεκτρόνια αγωγιμότητας), όπως για παράδειγμα αυτά που
υπάρχουν στα καλώδια/αγωγούς που συνιστούν τις συνδέσεις των στοιχείων στα ηλεκτρικά
κυκλώματα.
Ωστόσο, έχει επικρατήσει να χρησιμοποιείται στα ηλεκτρικά κυκλώματα η «συμβατική φορά» του
ηλεκτρικού ρεύματος που συνίσταται στη φαινόμενη κίνηση των θετικών φορέων φορτίου που είναι αντίθετη
από την κίνηση των ελευθέρων ηλεκτρονίων (Σχήμα 1.1). Αυτή η σύμβαση έχει επικρατήσει από την εποχή
των πειραμάτων του Benjamin Franklin (1706-1790) [5] [6] .
A A
+ + + - - -
+ + + + - - -
- -
+ +
+ + + - - -
i i
(α) (β)
Σχήμα 1.1 Η συμβατική φορά του ηλεκτρικού ρεύματος που προσδιορίζεται από τη (α) φαινόμενη κίνηση των θετικών
φορέων φορτίου, η οποία είναι αντίθετη από την (β) πραγματική κίνηση των ελευθέρων ηλεκτρονίων.
Το μέγεθος που μετρά το ηλεκτρικό ρεύμα είναι η ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος, η οποία ορίζεται ως
ο ρυθμός διέλευσης του ηλεκτρικού φορτίου από μια κάθετη διατομή ενός αγωγού. Δηλαδή, εκφράζει το
ηλεκτρικό φορτίο που περνάει από την κάθετη, στο διάνυσμα της ταχύτητας των φορέων, διατομή A ενός
αγωγού σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Μαθηματικά η ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος (i) ορίζεται ως
[3] - [12]:
𝑑𝑑𝑑𝑑
𝑖𝑖 = (1.1)
𝑑𝑑𝑑𝑑
όπου η ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος, όπως παρουσιάστηκε και στον Πίνακα 1.1, μετριέται σε Αμπέρ (Α).
Ο τρόπος με τον οποίο ορίστηκε το ρεύμα, μέσω της εξίσωσης (1.1), υποδηλώνει ότι δεν χρειάζεται να
είναι μια σταθερή συνάρτηση ως προς τον χρόνο. Όπως θα μελετηθεί αναλυτικότερα σε επόμενα κεφάλαια,
μπορεί να υπάρχουν διάφοροι τύποι ρεύματος, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλεται το φορτίο (q)
σε συνάρτηση με τον χρόνο (t). Ειδικότερα, αν η ένταση του ρεύματος δεν αλλάζει τιμή με τον χρόνο, αλλά
παραμένει σταθερή, το ρεύμα ονομάζεται Συνεχές Ρεύμα (Direct Current – DC). Το πρώτο μέρος του βιβλίου
είναι αφιερωμένο σε κυκλώματα συνεχούς ρεύματος, δηλαδή σε κυκλώματα στα οποία το ρεύμα ή τα ρεύματα
που τα διαρρέουν είναι συνεχή.
Παράδειγμα 1.3
Λύση:
q = 3.2×1017×(–1.602×10-19 C) = –5.1264×10-2 C = –0.051264 C.
Παράδειγμα 1.4
Nα υπολογιστεί το ρεύμα που ρέει σε έναν αγωγό, εάν φορτίο 200 C μετακινείται μεταξύ δύο σημείων του
αγωγού σε χρόνο 10 s.
Λύση:
𝑑𝑑𝑑𝑑 200 C
Από την εξίσωση (1.1) προκύπτει ότι: 𝑖𝑖 = = = 20 A.
𝑑𝑑𝑑𝑑 10 s
Παράδειγμα 1.5
Προσδιορίστε το ηλεκτρικό ρεύμα που διαρρέει έναν αγωγό, όταν το φορτίο που μετακινείται στον αγωγό
δίνεται από τη συνάρτηση q(t) = (10t2 + 6t – 5) C.
Λύση:
𝑑𝑑𝑑𝑑
Από την εξίσωση (1.1) προκύπτει ότι: 𝑖𝑖 = = (20𝑡𝑡 + 6) A.
𝑑𝑑𝑑𝑑
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 25
Γενικά σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα η διαφορά δυναμικού ή τάση (ΔV ή VAB ή υAB) εκφράζει το έργο (dW)
που παράγεται ή καταναλίσκεται κατά τη μετακίνηση φορτίου (dq) από ένα σημείο Α σε ένα σημείο Β του
ηλεκτρικού πεδίου προς το φορτίο αυτό [12]. Δηλαδή:
𝑑𝑑𝑑𝑑
𝛥𝛥𝛥𝛥 = 𝑉𝑉Α − 𝑉𝑉Β = (1.3)
𝑑𝑑𝑑𝑑
Αντίστοιχα ορίζεται και το ηλεκτρικό δυναμικό ή απλώς δυναμικό (VA ή υA) σε ένα σημείο Α σε σχέση με
τη θέση αναφοράς B του κυκλώματος, που συνήθως ονομάζεται γείωση, στην οποία το δυναμικό θεωρείται
μηδέν.
Μονάδα μέτρησης της τάσης είναι το βολτ (Volt - V), που ονομάστηκε έτσι προς τιμή του Ιταλού φυσικού
Alessandro Antonio Volta (1745-1827), ο οποίος εφηύρε την πρώτη βολταϊκή μπαταρία. Από την Εξ. (1.3),
είναι προφανές ότι:
1 Volt = 1 Joule/C
Στο Σχήμα 1.2 απεικονίζεται η τάση στα άκρα Α και Β ενός ηλεκτρικού στοιχείου (που αντιπροσωπεύεται
από το ορθογώνιο). Τα σύμβολα συν (+) και πλην (–) χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της πολικότητας
της τάσης. Η διαφορά δυναμικού υAB μπορεί να ερμηνευτεί με δύο τρόπους [12]:
1. το σημείο Α είναι σε υψηλότερο κατά υAB δυναμικό από το σημείο Β ή
2. το δυναμικό στο σημείο Α σε σχέση με το σημείο Β είναι υAB.
Πιο συγκεκριμένα, στο Σχήμα 1.2 παρουσιάζονται οι δύο τρόποι αναπαράστασης της ίδιας τάσης.
Ειδικότερα, στο Σχήμα 1.2(α), το δυναμικό στο σημείο Α είναι 10 V πάνω από το δυναμικό στο σημείο Β, ενώ
στο Σχήμα 1.2(β), το δυναμικό στο σημείο Β είναι –10 V σε σχέση με το δυναμικό στο σημείο Α. Επομένως,
πολλές φορές αναφέρεται ότι στο Σχήμα 1.2(α) υπάρχει πτώση τάσης 10 V από το σημείο Α στο Β ή ισοδύναμα
στο Σχήμα 1.2(β) αύξηση τάσης 10 V από το Β στο Α. Με άλλα λόγια, μια πτώση τάσης από το Α στο Β
ισοδυναμεί με αύξηση τάσης από το Β στο Α. Δηλαδή:
𝜐𝜐ΑΒ = −𝜐𝜐ΒΑ (1.4)
A _A
+
10 V –10 V
_ +
B B
(α) (β)
Σχήμα 1.2 (α) Το δυναμικό στο σημείο Α είναι 10 V πάνω από το δυναμικό στο σημείο Β, ενώ
(β) το δυναμικό στο σημείο Β είναι –10 V σε σχέση με το δυναμικό στο σημείο Α.
i i
A A
+ +
p=+υi υ p= –υi υ
_ _
B B
(α) (β)
Σχήμα 1.3 Φορά ρεύματος και πολικότητα τάσης για (α) θετικό πρόσημο ισχύος (𝜐𝜐 ∙ 𝑖𝑖 > 0)
και (β) αρνητικό πρόσημο ισχύος (𝜐𝜐 ∙ 𝑖𝑖 < 0).
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 27
Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι και στα ηλεκτρικά κυκλώματα πρέπει να ισχύει η Αρχή Διατήρησης της
Ενέργειας. Για τον λόγο αυτό, το αλγεβρικό άθροισμα της ισχύος που απορροφάται ή προσφέρεται από τα
ηλεκτρικά στοιχεία σε ένα κύκλωμα, σε κάθε χρονική στιγμή, πρέπει να είναι μηδέν [12]. Δηλαδή
� 𝑝𝑝 = 0 (1.7)
Αυτό σημαίνει ότι σε ένα κύκλωμα η συνολική ισχύς που προσφέρεται πρέπει να είναι ίση με τη συνολική
ισχύ που απορροφάται. Περισσότερες πληροφορίες για αυτή τη βασική αρχή θα δώσουμε στο επόμενο
Κεφάλαιο αναφέροντας το γνωστό θεώρημα του Tellegen.
Τέλος, από τις εξισώσεις (1.5) και (1.6) προκύπτει ότι η ενέργεια που προσφέρεται ή απορροφάται από
ένα στοιχείο στο χρονικό διάστημα [t0, t] είναι:
𝑡𝑡 𝑡𝑡
𝑊𝑊 = � 𝑝𝑝 𝑑𝑑𝑑𝑑 = � (𝜐𝜐 ∙ 𝑖𝑖) 𝑑𝑑𝑑𝑑 (1.8)
𝑡𝑡0 𝑡𝑡0
Παράδειγμα 1.6
Μια επαναφορτιζόμενη μπαταρία φακού είναι ικανή να παρέχει 100 mA για περίπου 12 h. Πόσο φορτίο μπορεί
να παράσχει με αυτόν τον ρυθμό; Εάν η τάση των ακροδεκτών της είναι 1.5 V, πόση ενέργεια μπορεί να
αποδώσει η μπαταρία;
Λύση:
Το φορτίο θα είναι: q = it = (100×10-3 A)×(12×60×60 s) = 4320 C.
H ενέργεια προκύπτει από τη σχέση: W = pt = υit = υq = (1.5 V)×(4320 C) = 6480 J.
Κόμβος Ουσιώδης
Κόμβος
(α) (β)
• Κλάδος (branch) είναι η διαδρομή η οποία συνδέει δύο διαδοχικούς κόμβους, ενώ ουσιώδης κλάδος
(essential branch) είναι η διαδρομή η οποία συνδέει δύο διαδοχικούς ουσιώδεις κόμβους (όπως π.χ.
τα Α και Β στο Σχήμα 1.5).
υΑΒ
A B
_
+ i
Σχήμα 1.5 Καθορισμός κλάδου.
• Βρόχος (loop) είναι ένας ειδικός τύπος κλειστής διαδρομής που δεν περιέχει στο εσωτερικό του
κάποια άλλη κλειστή διαδρομή (Σχήμα 1.6).
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 29
2 5
Βρόχος 2
1 Βρόχος 1 3
6
Στο σημείο αυτό, να διευκρινίσουμε ότι κλειστή διαδρομή είναι ο «δρόμος» που ακολουθούμε όταν
ξεκινάμε από έναν κόμβο του κυκλώματος και περνώντας διαδοχικά από ένα σύνολο συνδεδεμένων στοιχείων
του κυκλώματος καταλήγουμε στον ίδιο κόμβο, χωρίς να περάσουμε δεύτερη φορά από κάποιον ενδιάμεσο
κόμβο. Επιπλέον, η φορά διαγραφής του βρόχου που απεικονίζεται στο Σχήμα 1.6 με το βελάκι είναι η φορά
κίνησης που ακολουθούμε στο εσωτερικό του βρόχου και η οποία μπορεί να συμπίπτει με την κίνηση των
δεικτών ρολογιού (δεξιόστροφη) ή με την αντίθετη φορά (αριστερόστροφη).
Σύμφωνα με τον ορισμό του ηλεκτρικού κυκλώματος που δώσαμε στην αρχή της ενότητας, πρέπει να
υπάρχει σε αυτό ροή ρεύματος. Για να συμβαίνει όμως αυτό πρέπει να υπάρχει συνδεδεμένη στο κύκλωμα μια
πηγή ηλεκτρικής ενέργειας. Αν αντιθέτως δεν υπάρχει πηγή ηλεκτρικής ενέργειας, τότε τα όποια συνδεδεμένα
ηλεκτρικά στοιχεία αποτελούν ένα, όπως ονομάζεται, δίκτυο ή δικτύωμα [12].
Οι πραγματικές ανεξάρτητες πηγές τάσης, όπως οι μπαταρίες, μπορούν να προσεγγιστούν από τις ιδανικές
ανεξάρτητες πηγές τάσης (ideal independent voltage sources). Χαρακτηρίζονται ως ιδανικές, γιατί θεωρούμε
ότι η τιμή της τάσης στα άκρα τους είναι ανεξάρτητη από το ρεύμα που τις διαρρέει και επιπλέον δεν
παρουσιάζουν κάποια εσωτερική αντίσταση. Το Σχ. 1.7 δείχνει τα γραφικά σύμβολα που χρησιμοποιούνται για
τις ιδανικές ανεξάρτητες πηγές τάσης [9] . Παρατηρήστε ότι και τα τρία σύμβολα στο Σχ. 1.7 μπορούν να
χρησιμοποιηθούν για να αντιπροσωπεύσουν μια πηγή συνεχούς τάσης, αλλά μόνο το σύμβολο στο Σχ. 1.7(α)
χρησιμοποιείται και για μια πηγή τάσης που μεταβάλλεται χρονικά. Επίσης, το γραφικό σύμβολο του Σχ. 1.7(γ)
χρησιμοποιείται κυρίως όταν η πηγή συνίσταται από συνδυασμό μπαταριών.
Οι πραγματικές ανεξάρτητες πηγές τάσης (Σχήμα 1.8) αποτελούνται στην ουσία από μια ιδανική πηγή τάσης
σε σειρά με έναν αντιστάτη που ονομάζεται εσωτερική αντίσταση (rS) της πηγής [9] [10]. Επομένως, η τάση (υ)
στα άκρα Α, Β της πραγματικής πηγής τάσης δίνεται από τη σχέση:
𝜐𝜐 = 𝜐𝜐𝑆𝑆 − 𝑖𝑖𝑟𝑟𝑆𝑆 (1.9)
A
+
i
rs
υ
υS +
_
_
B
Σχήμα 1.8 Το γραφικό σύμβολο μιας πραγματικής ανεξάρτητης πηγής τάσης.
Οι ιδανικές εξαρτημένες πηγές τάσης (ideal dependent voltage sources) είναι στοιχεία κυκλώματος, στα οποία
μια τάση (υX) ή ρεύμα (iX) σε κάποια άλλη θέση του κυκλώματος καθορίζουν την τάση στα άκρα τους.
Επομένως, μια τέτοια πηγή τάσης μπορεί να είναι ελεγχόμενη από μια τάση ή ρεύμα. Στο Σχ. 1.9 απεικονίζεται
το γραφικό σύμβολο μιας ιδανικής εξαρτημένης πηγής τάσης. Η τάση (υS) στα άκρα της είναι [9] [11]:
𝜐𝜐𝑆𝑆 = 𝜇𝜇𝜐𝜐𝑋𝑋 (1.10)
ή
𝜐𝜐𝑆𝑆 = 𝜌𝜌𝑖𝑖𝑋𝑋 (1.11)
όπου μ και ρ είναι σταθερές και συγκεκριμένα, όπως εύκολα προκύπτει από τις Εξ. (1.10) και (1.11), η μ είναι
αδιάστατη, ενώ η ρ έχει διαστάσεις αντίστασης.
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 31
+
υS _
Οι πραγματικές ανεξάρτητες πηγές ρεύματος μπορούν να προσεγγιστούν από τις ιδανικές ανεξάρτητες πηγές
ρεύματος (ideal independent current sources). Χαρακτηρίζονται ως ιδανικές, γιατί θεωρούμε ότι η τιμή της
έντασης του ρεύματος που παρέχουν στο κύκλωμα είναι ανεξάρτητη από την τάση στα άκρα τους [9] [10]. Στο
Σχ. 1.10 απεικονίζεται το γραφικό σύμβολο μιας ιδανικής ανεξάρτητης πηγής ρεύματος.
i S
Οι πραγματικές ανεξάρτητες πηγές ρεύματος (Σχήμα 1.11) αποτελούνται στην ουσία από μια ιδανική πηγή
ρεύματος παράλληλα συνδεδεμένη με έναν αντιστάτη. Επομένως, η ένταση του ρεύματος (i) που παρέχει στο
κύκλωμα δίνεται από τη σχέση [9] [10]:
𝜐𝜐
𝑖𝑖 = 𝑖𝑖𝑆𝑆 −
𝑟𝑟𝑆𝑆
Β
Σχήμα 1.11 Το γραφικό σύμβολο μιας πραγματικής ανεξάρτητης πηγής τάσης.
Οι ιδανικές εξαρτημένες πηγές ρεύματος (ideal dependent current sources) είναι στοιχεία κυκλώματος, στα
οποία μια τάση (υX) ή ρεύμα (iX) σε κάποια άλλη θέση του κυκλώματος καθορίζουν την τιμή της έντασης του
ρεύματος που παρέχουν. Επομένως, μια τέτοια πηγή ρεύματος μπορεί να είναι ελεγχόμενη από μια τάση ή
ρεύμα. Στο Σχήμα 1.12 απεικονίζεται το γραφικό σύμβολο μια ιδανικής εξαρτημένης πηγής ρεύματος. Η
ένταση του ρεύματος (iS) που παρέχει στο κύκλωμα είναι [9] - [11]:
𝑖𝑖𝑆𝑆 = 𝑎𝑎𝑖𝑖𝑋𝑋 (1.12)
ή
𝑖𝑖𝑆𝑆 = 𝛽𝛽𝜐𝜐𝑋𝑋 (1.13)
όπου α και β είναι σταθερές και συγκεκριμένα, όπως εύκολα προκύπτει από τις Εξ. (1.12) και (1.13), η α είναι
αδιάστατη, ενώ η β έχει διαστάσεις αγωγιμότητας.
i
S
1.5.4 Γείωση
Ένας κόμβος που αποτελεί τη γείωση (ground - GND) στα ηλεκτρικά κυκλώματα συνήθως επισημαίνεται με
το γραφικό σύμβολο που παρουσιάζεται στο Σχήμα 1.13(α). Όπως αναφέρθηκε εξάλλου, στον κόμβο που
αποτελεί τη γείωση του κυκλώματος το ηλεκτρικό δυναμικό θεωρείται ότι είναι ίσο με μηδέν και τα δυναμικά
στους υπόλοιπους κόμβους του κυκλώματος προσδιορίζονται ως προς αυτόν τον κόμβο αναφοράς. Ωστόσο,
δεν λαμβάνονται πάντα οι μετρήσεις τάσης ως προς αυτό το σημείο αναφοράς. Για παράδειγμα, εάν επρόκειτο
να μετρήσουμε την τάση στα άκρα μιας αντίστασης, το σημείο αναφοράς δεν θα ήταν η γείωση. Πρακτικά η
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 33
γείωση είναι ο κόμβος στον οποίο συνδέονται τα περισσότερα στοιχεία του κυκλώματος και συνήθως
τοποθετείται στο κάτω μέρος του σχηματικού διαγράμματος του κυκλώματος. Επίσης, αποτελεί στα
προγράμματα προσομοίωσης ηλεκτρικών κυκλωμάτων ουσιαστικό στοιχείο που πρέπει να προσδιοριστεί,
προκειμένου να επιλυθούν αριθμητικά και να υπολογιστούν από τα προγράμματα αυτά τα σωστά μεγέθη των
τάσεων και των ρευμάτων που διαρρέουν τα υπό εξέταση κυκλώματα.
Επιπλέον, η γείωση έχει ιδιαίτερη σημασία στη λειτουργία των ηλεκτρικών συσκευών, καθώς το σασί της
συσκευής συνδέεται στη γείωση του κυκλώματος λειτουργίας της συσκευής. Η συγκεκριμένη γείωση
ονομάζεται γείωση του σασί και το γραφικό σύμβολό της φαίνεται στο Σχ. 1.13(β) [9] . Είναι πάρα πολύ χρήσιμο
κατά τη λειτουργία της συσκευής γιατί συμβάλλει στην αποφυγή της ηλεκτροπληξίας, καθώς η γείωση του
σασί συνδέεται με τη γη μέσω του καλωδίου τροφοδοσίας και της πρίζας του ηλεκτρικού δικτύου. Οπότε, σε
περίπτωση βλάβης της συσκευής η γείωση του σασί θα οδηγήσει το ρεύμα στη γη ρίχνοντας την ασφάλεια του
ηλεκτρικού πίνακα της ηλεκτρικής εγκατάστασης προκειμένου να προστατευτεί η συσκευή από μεγαλύτερη
ζημιά ή ακόμη και ο χρήστης της συσκευής.
(α) (β)
Σχήμα 1.13 Το γραφικό σύμβολο (α) της γείωσης κυκλώματος και (β) της γείωσης του σασί μιας συσκευής.
(α) (β)
Σχήμα 1.14 Το γραφικό σύμβολο (α) της ασφάλειας και (β) του ασφαλειοδιακόπτη.
1.5.6 Διακόπτης
Διακόπτης ονομάζεται κάθε ηλεκτρικό εξάρτημα που μεταβάλλει τη δυνατότητα διέλευσης του ηλεκτρικού
ρεύματος μέσα από αυτό. Οι διακόπτες έχουν δύο ακροδέκτες, οι οποίοι συνδέονται με το κύκλωμα. Κάθε
διακόπτης έχει δύο καταστάσεις, την κατάσταση κατά την οποία είναι κλειστός και την κατάσταση κατά την
(α) (β)
Σχήμα 1.15 Το γραφικό σύμβολο του διακόπτη, όταν είναι (α) ανοικτός και (β) κλειστός.
1.6 Αντιστάτης
Ο αντιστάτης (resistor – R) είναι ένα ηλεκτρικό στοιχείο, το οποίο χρησιμοποιείται στα ηλεκτρικά κυκλώματα
για τον έλεγχο της ποσότητας του ρεύματος. Ο αντιστάτης πολλές φορές αποκαλείται και ηλεκτρική αντίσταση,
αν και με τον όρο ηλεκτρική αντίσταση χαρακτηρίζουμε την ιδιότητά του, δηλαδή, τη δυσκολία που συναντάει
το ηλεκτρικό ρεύμα κατά τη διέλευσή του μέσα από τον αντιστάτη. Ωστόσο, επειδή έχει επικρατήσει να
χρησιμοποιούμε τον όρο αντίσταση για να χαρακτηρίσουμε τόσο το στοιχείο όσο και την ιδιότητά του, στο
βιβλίο αυτό έχει υιοθετηθεί στη συνέχεια αυτός ο όρος. Επομένως, τόσο το στοιχείο όσο και η ιδιότητα που το
χαρακτηρίζει θα ονομάζονται από εδώ και στο εξής αντίσταση. Το γραφικό σύμβολο της αντίστασης
παρουσιάζεται στο Σχήμα 1.16, όπου έχει σημειωθεί επίσης η πολικότητα της τάσης (υ), καθώς και η φορά του
ρεύματος (i).
Α i R Β
υ _
+
Σχήμα 1.16 Το γραφικό σύμβολο της αντίστασης.
Μια ιδανική αντίσταση μετατρέπει την ηλεκτρική ενέργεια σε θερμότητα λόγω των συγκρούσεων των
ελευθέρων ηλεκτρονίων, που συγκροτούν καθώς κινούνται προσανατολισμένα το ηλεκτρικό ρεύμα, με τα
άτομα του μεταλλικού πλέγματος του υλικού που αποτελεί την αντίσταση [3] [4] . Αυτό έχει ως αποτέλεσμα
να αυξάνεται η θερμοκρασία της αντίστασης που μπορεί να επιφέρει την καταστροφή της, όταν η θερμική ισχύς
ξεπεράσει μια τιμή χαρακτηριστική για κάθε αντίσταση. Για αυτόν τον λόγο, εκτός της ονομαστικής τιμής της
αντίστασης, η καθεμία χαρακτηρίζεται και από τη μέγιστη καταναλισκόμενη ισχύ που αντέχει.
Επιπλέον, ένα σημαντικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της αντίστασης είναι ότι είναι αμφίπλευρο ηλεκτρικό
στοιχείο [10], [11]. Δηλαδή η αντίσταση δεν έχει πολικότητα και κατά συνέπεια δεν έχει σημασία ποιος από
τους δύο ακροδέκτες της θα συνδεθεί σε μία συγκεκριμένη θέση σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Για παράδειγμα,
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 35
στο Σχήμα 1.16 δεν έχει σημασία ποιος από τους δύο ακροδέκτες της θα συνδεθεί στον κόμβο Α και ποιος στον
κόμβο Β.
Στους αγωγούς έχει αποδειχθεί ότι η αντίστασή τους είναι ανάλογη του μήκους του αγωγού και
αντιστρόφως ανάλογη της διατομής τους. Πιο συγκεκριμένα, η αντίστασή τους περιγράφεται από τη σχέση [3]
[12] - [15], [17], [18]:
𝑙𝑙
𝑅𝑅 = 𝜌𝜌 (1.14)
𝐴𝐴
όπου ρ η ειδική αντίσταση του αγωγού, l το μήκος του αγωγού και Α το εμβαδόν της διατομής του. H αντίσταση
(R) μετριέται σε Ohms (Ω), ενώ το αντίστροφό της ονομάζεται αγωγιμότητα (Conductance - G = 1/R) και
μετριέται σε Siemens (S) [13] - [15], [18]. Επιπλέον, η μονάδα μέτρησης της ειδικής αντίστασης στο σύστημα
SI είναι τα (Ω×m).
Επιπλέον, εντός ενός περιορισμένου εύρους θερμοκρασιών, η ειδική αντίσταση ενός αγωγού μεταβάλλεται
γραμμικά με τη θερμοκρασία σύμφωνα με τη σχέση:
𝜌𝜌 = 𝜌𝜌0 [1 + 𝑎𝑎(𝑇𝑇 − 𝑇𝑇0 )] (1.15)
ο
όπου ρ0 είναι η ειδική αντίσταση σε κάποια θερμοκρασία αναφοράς Τ0, που συνήθως θεωρούμε τους 20 C, και
a είναι ο θερμοκρασιακός συντελεστής της ειδικής αντίστασης, ο οποίος στο σύστημα SI μετριέται σε οC-1.
Εφόσον, η αντίσταση ενός αγωγού σταθερής διατομής είναι ανάλογη της ειδικής αντίστασης σύμφωνα με
τη σχέση (1.14), μπορούμε να βρούμε πώς μεταβάλλεται η αντίσταση σε σχέση με τη θερμοκρασία [13].
Δηλαδή:
𝑅𝑅 = 𝑅𝑅0 [1 + 𝑎𝑎(𝑇𝑇 − 𝑇𝑇0 )] (1.16)
Η χρήση αυτής της ιδιότητας επιτρέπει τη λήψη μετρήσεων ακριβείας της θερμοκρασίας με την
προσεκτική παρακολούθηση της αντίστασης ενός ηλεκτροδίου από συγκεκριμένο υλικό.
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 37
𝑅𝑅 = (𝛼𝛼 × 10 + 𝛽𝛽 ) × 10𝛾𝛾 Ω (1.17)
3. Η τέταρτη και πιο απομακρυσμένη χρωματική λωρίδα υποδηλώνει την ακρίβεια της τιμής της
αντίστασης (ανοχή). Για παράδειγμα, μια αντίσταση με τέταρτη λωρίδα χρώματος χρυσού, δηλαδή
με ανοχή 5%, και ονομαστική τιμή αντίστασης 1000 Ω, σημαίνει ότι αν μετρηθεί η πραγματική τιμή
της αντίστασης θα κυμαίνεται από 950 Ω έως 1050 Ω. Επομένως, η ανοχή φανερώνει το σφάλμα επί
τοις εκατό που μπορεί να υπάρχει μεταξύ της αναγραφόμενης τιμής και της πραγματικής τιμής της
αντίστασης. Αν δεν υπάρχει τέταρτη χρωματική λωρίδα, τότε η ανοχή της αντίστασης είναι 20%.
Οι τιμές των αντιστάσεων είναι τυποποιημένες σε σειρές Ε (Ε3, Ε6, Ε12, Ε24, Ε48, Ε96 και Ε192). Ο
αριθμός μιας σειράς Ε δείχνει τον αριθμό των τιμών αντιστάσεων που περιλαμβάνει σε μία δεκάδα, π.χ. η σειρά
Ε12 που είναι η πιο διαδεδομένη για εργαστηριακή χρήση περιλαμβάνει τις 12 τιμές αντιστάσεων σε (Ω):
10, 12, 15, 18, 22, 27, 33, 39, 47, 56, 68, 82 και κάθε δεκαπλάσιο αυτών.
Παράδειγμα 1.7
Με βάση τον χρωματικό κώδικα των αντιστάσεων να βρείτε την ονομαστική τιμή των αντιστάσεων από (α)
έως (ε) του Σχήματος 1.17.
Λύση:
Οι αντιστάσεις έχουν τα εξής χρώματα και με βάση τον χρωματικό κώδικα οι ονομαστικές τιμές τους είναι:
(α) Κίτρινο – Μωβ – Μαύρο – Χρυσό → 𝑅𝑅 = (4 × 10 + 7) × 100 Ω ± 5% = 47 Ω ± 5%
(β) Πορτοκαλί – Λευκό – Πορτοκαλί – Χρυσό → 𝑅𝑅 = (3 × 10 + 9) × 103 Ω ± 5% = 39 kΩ ± 5%
(γ) Καφέ – Πράσινο – Κόκκινο – Χρυσό → 𝑅𝑅 = (1 × 10 + 5) × 102 Ω ± 5% = 1500 Ω ± 5%
(δ) Κόκκινο – Κόκκινο – Κόκκινο – Χρυσό → 𝑅𝑅 = (2 × 10 + 2) × 102 Ω ± 5% = 2200 Ω ± 5%
(ε) Καφέ – Μαύρο – Καφέ – Χρυσό → 𝑅𝑅 = (1 × 10 + 0) × 101 Ω ± 5% = 100 Ω ± 5%
4η Λωρίδα
Χρώμα 1η Λωρίδα 2η Λωρίδα 3η Λωρίδα
(Ανοχή)
Μαύρο 0 0 100
Πορτοκαλί 3 3 103
Κίτρινο 4 4 104
Λευκό 9 9 109
Παράδειγμα 1.8
Να βρείτε τα χρώματα των λωρίδων για τις αντιστάσεις που έχουν ανοχή 5% και ονομαστικές τιμές:
(α) 1000 Ω, (β) 4.7 kΩ, (γ) 3.3 kΩ και (δ) 10 ΜΩ.
Λύση:
Με βάση τον χρωματικό κώδικα προκύπτει:
(α) 1000 Ω → Καφέ Μαύρο Κόκκινο και Χρυσό
(β) 4.7 kΩ → Κίτρινο Μωβ Κόκκινο και Χρυσό
(γ) 3.3 kΩ → Πορτοκαλί Πορτοκαλί Κόκκινο και Χρυσό
(δ) 10 ΜΩ → Καφέ Μαύρο Πράσινο και Χρυσό
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 39
Για την πραγματοποίηση αυτών των μετρήσεων απαιτείται η χρήση οργάνων με τα οποία να μπορούμε να
προσδιορίσουμε την τάση και την ένταση του ρεύματος [13]. Συγκεκριμένα, το όργανο που μετράει την τάση
ονομάζεται βολτόμετρο (voltmeter), ενώ το όργανο που μετράει την ένταση του ρεύματος ονομάζεται
αμπερόμετρο (ammeter). Επίσης, υπάρχουν και όργανα που μετρούν την αντίσταση (ωμόμετρο - ohmmeter),
την ισχύ, τη χωρητικότητα πυκνωτή κ.λπ. Βέβαια, πλέον κυκλοφορούν στο εμπόριο ψηφιακά όργανα μέτρησης
που σου δίνουν τη δυνατότητα να μετρήσεις πολλά ηλεκτρικά μεγέθη και για αυτόν τον λόγο ονομάζονται
πολύμετρα, τα οποία για τον σκοπό αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμα.
Στη συνέχεια, θα περιγράψουμε αναλυτικά τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούμε τα ωμόμετρα,
βολτόμετρα και αμπερόμετρα προκειμένου να μετρήσουμε την αντίσταση, την τάση και την ένταση του
ρεύματος αντίστοιχα. Για τον σκοπό αυτό, ας θεωρήσουμε ένα απλό ηλεκτρικό κύκλωμα που συνίσταται από
έναν βρόχο που αποτελείται από μία πηγή τάσης Ε και δύο αντιστάσεις R1 και R2.
1.7.1 Ωμόμετρο
Προκειμένου να μετρήσουμε μια άγνωστη αντίσταση (π.χ. την R1) πρέπει να απομακρύνουμε την αντίσταση
από το κύκλωμα που κατασκευάζουμε ή να κάνουμε την ωμομέτρηση της R1 πριν ξεκινήσουμε την κατασκευή
του κυκλώματος. Στη συνέχεια, τοποθετούμε τους ακροδέκτες του ωμομέτρου στα άκρα της αντίστασης ή,
όπως λέμε, τοποθετούμε το ωμόμετρο «παράλληλα» στην αντίσταση (Σχήμα 1.19(α)).
Σχήμα 1.19 (α) Μέτρηση αντίστασης με τη χρήση ωμομέτρου και (β) το κυκλωματικό του σύμβολο.
1.7.2 Βολτόμετρο
Για να μετρήσουμε τη διαφορά δυναμικού ή τάση μεταξύ των σημείων Α και Β, για παράδειγμα στα άκρα της
αντίστασης R1 στο ηλεκτρικό κύκλωμα, πρέπει να τοποθετήσουμε τους ακροδέκτες του βολτομέτρου
«παράλληλα» στην αντίσταση, δηλαδή ο καθένας από τους δύο ακροδέκτες του οργάνου να τοποθετηθεί στα
άκρα της υπό εξέταση αντίστασης [16]. Στο Σχήμα 1.20 παρουσιάζεται ο τρόπος μέτρησης της διαφοράς
δυναμικού στα άκρα της αντίστασης R1 στο ηλεκτρικό κύκλωμα που αναφέρθηκε.
1.7.3 Αμπερόμετρο
Όπως γνωρίζουμε, η διαφορά δυναμικού μεταξύ δύο σημείων Α και Β προκαλεί την εμφάνιση ηλεκτρικού
ρεύματος i. Για να μετρήσουμε την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος κλείνουμε την πηγή τροφοδοσίας του
κυκλώματος και «ανοίγουμε» το κύκλωμα στο σημείο που επιθυμούμε να μετρήσουμε το ρεύμα, και στη
συνέχεια τοποθετούμε το αμπερόμετρο «σε σειρά». Δηλαδή, συνδέουμε το αμπερόμετρο, όπως για παράδειγμα
φαίνεται στο Σχήμα 1.21, έτσι ώστε να αναγκάσουμε το ηλεκτρικό ρεύμα που θέλουμε να μετρήσουμε να
διέλθει μέσω του αμπερομέτρου. Τέλος, επαναφέρουμε την τροφοδοσία του κυκλώματος και το αμπερόμετρο
μάς δίνει την τιμή της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος.
Σχήμα 1.21 (α) Μέτρηση της έντασης ρεύματος με τη χρήση αμπερομέτρου και (β) το κυκλωματικό του σύμβολο.
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 41
1.7.4 Πολικότητα Τάσης - Φορά Ρεύματος
Στο σημείο αυτό ας επανέλθουμε στα χαρακτηριστικά των ηλεκτρικών μεγεθών της τάσης (πολικότητα) και
του ρεύματος (φορά), για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο τα προσδιορίζουμε με τη χρήση των
σύγχρονων ψηφιακών οργάνων μέτρησης. Καταρχάς θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η πολικότητα της
τάσης και η φορά του ρεύματος είναι προσανατολισμένες και ότι υπάρχει σαφής σχέση μεταξύ τους [10].
Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στο Σχήμα 1.20, στο οποίο το σημείο Α θα είναι σε υψηλότερο δυναμικό
σε σχέση με το σημείο Β, καθώς το σημείο Α συνδέεται κατευθείαν στον θετικό πόλο της πηγής Ε. Για αυτόν
τον λόγο, έχουν τοποθετηθεί τα πρόσημα (+) και (–) στα σημεία Α και Β αντίστοιχα. Αν θεωρήσουμε στη
συνέχεια τη συμβατική φορά του ηλεκτρικού ρεύματος, που όπως αναφέραμε χρησιμοποιούμε και δηλώνουμε
με ένα βέλος, τότε αυτό εισέρχεται στην αντίσταση R1 από το σημείο υψηλότερου δυναμικού Α και
κατευθύνεται προς το σημείο χαμηλότερου δυναμικού Β.
Όμως η σύμβαση της πολικότητας της τάσης που γίνεται έχει και μία επιπλέον φυσική σημασία. Εφόσον
στο σημείο Α έχουμε το πρόσημο (+) και στο σημείο Β έχουμε το πρόσημο (–), αυτό σημαίνει ότι το σημείο Α
έχει δυναμικό (π.χ. 10 V) μεγαλύτερο από το δυναμικό του σημείου Β. Επομένως, αν τοποθετήσουμε τον
κόκκινο ακροδέκτη του βολτομέτρου στο σημείο Α και τον μαύρο ακροδέκτη στο σημείο Β, το όργανο
μέτρησης θα δείξει +10 V. Αν όμως τοποθετήσουμε τον κόκκινο ακροδέκτη του βολτομέτρου στο σημείο Β
και τον μαύρο ακροδέκτη στο σημείο Α, τότε η ένδειξη του οργάνου μέτρησης θα είναι –10 V, γιατί το δυναμικό
του σημείου Β είναι κατά 10 V μικρότερο από αυτό του σημείου Α. Ωστόσο, η τάση στα άκρα της αντίστασης
R1 δεν έχει αλλάξει, λόγω της διαφοράς του προσήμου. Απλώς, έχει αλλάξει ο τρόπος σύνδεσης του
βολτομέτρου για τη μέτρηση της τάσης. Επομένως, το πρόσημο της τάσης που θα δούμε στην οθόνη ενός
ψηφιακού βολτόμετρου μας βοηθάει να προσδιορίσουμε την πολικότητα της τάσης μεταξύ των δύο σημείων
που εφαρμόζουμε τους ακροδέκτες του οργάνου μέτρησης.
Αντίστοιχα, στην περίπτωση χρήσης αμπερομέτρου εάν προκύψει στην οθόνη του θετικό πρόσημο για την
ένταση του ρεύματος, τότε αυτό σημαίνει ότι η συμβατική φορά του ηλεκτρικού ρεύματος έχει κατεύθυνση
από τον κόκκινο ακροδέκτη προς τον μαύρο. Αντιθέτως, αν προκύψει αρνητικό πρόσημο στην οθόνη του
αμπερομέτρου, τότε η συμβατική φορά του ηλεκτρικού ρεύματος έχει κατεύθυνση από τον μαύρο ακροδέκτη
προς τον κόκκινο. Επομένως, το πρόσημο του ρεύματος που θα δούμε στην οθόνη ενός ψηφιακού
αμπερομέτρου μας βοηθάει να προσδιορίσουμε τη συμβατική φορά του ηλεκτρικού σε έναν κλάδο ηλεκτρικού
κυκλώματος.
1.8 Breadboard
Το Breadboard είναι μια ιδιαίτερα χρήσιμη κατασκευή (πλακέτα) που χρησιμοποιείται ευρέως σε οποιοδήποτε
εργαστήριο ηλεκτρικών κυκλωμάτων, γιατί επιτρέπει την κατασκευή των κυκλωμάτων χωρίς να χρειαστεί να
γίνουν κολλήσεις εξαρτημάτων. Επιτρέπει, δηλαδή, τη σύνδεση και αποσύνδεση των εξαρτημάτων χωρίς κόπο
και διευκολύνει την απόκτηση εμπειρίας στην κατασκευή των ηλεκτρικών κυκλωμάτων. Οι τυχόν καλωδιώσεις
και τα εξαρτήματα του κυκλώματος τοποθετούνται στις οπές του Breadboard και συγκρατούνται με μικρά
ελάσματα.
Το Σχήμα 1.22 παρουσιάζει μια τέτοια πλακέτα όπου οι οπές κάθε πεντάδας, που είναι σε κάθετη διάταξη,
είναι βραχυκυκλωμένες εσωτερικά. Έτσι γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι σε κάθε πεντάδα μπορούμε να
συνδέσουμε πέντε ακροδέκτες εξαρτημάτων. Αν οι ανάγκες μας είναι μεγαλύτερες, τότε βραχυκυκλώνουμε με
ένα καλώδιο και μία διπλανή πεντάδα. Το αυλάκι που χωρίζει τις κάτω (a – e) από τις πάνω (f – j) πεντάδες
δηλώνει ότι δεν υπάρχει αγώγιμη σύνδεση (διακοπή) μεταξύ τους. Επάνω και κάτω από τις πεντάδες υπάρχουν
δύο οριζόντιες γραμμές στις οποίες υπάρχουν οπές, που είναι οριζόντια βραχυκυκλωμένες, από τις οποίες τη
μία (κόκκινη) τη χρησιμοποιούμε συνήθως για το συν (+) της πηγής τροφοδοσίας και την άλλη (μπλε) για το
πλην (–).
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 43
1.9 Πειραματική Άσκηση
Σκοπός της πειραματικής αυτής άσκησης είναι η εξοικείωση με τα όργανα μέτρησης του εργαστηρίου και η
κατανόηση της διαδικασίας που ακολουθείται, τόσο στην κατασκευή ενός ηλεκτρικού κυκλώματος στο
breadboard όσο και στη μέτρηση των βασικών μεγεθών του.
• Εάν υπάρχει απόκλιση της τάσης από τα 10 V, ρυθμίστε την ώστε να είναι ακριβώς 10 V.
2. Μέτρηση Αντιστάσεων
• Λάβετε τις τέσσερις αντιστάσεις του Σχήματος 1.17. Καταγράψτε στον Πίνακα 1.4 την ονομαστική
τιμή και την ανοχή τους με βάση τον χρωματικό κώδικα.
• Υπολογίστε την απόκλιση μεταξύ της ονομαστικής και της πραγματικής τιμής με βάση τον τύπο:
|𝑅𝑅 −𝑅𝑅 |
𝛥𝛥𝛥𝛥 = Π Θ ∙ 100%, όπου RΘ η τιμή της αντίστασης που βρέθηκε από τον χρωματικό κώδικα και
𝑅𝑅Θ
RΠ η πραγματική τιμή της αντίστασης όπως μετρήθηκε με το πολύμετρο.
Πίνακας 1.4 Οι τιμές (ονομαστικές και πραγματικές) των αντιστάσεων, καθώς και οι αποκλίσεις τους.
R1
R2
R3
R4
Προκειμένου να γίνει αντιληπτός ο τρόπος κατασκευής ηλεκτρικών κυκλωμάτων στο breadboard προτείνεται
να υλοποιηθούν τα κυκλώματα του Σχήματος 1.23 (με τις αντιστάσεις που μετρήθηκαν στο προηγούμενο Βήμα
2 και με πηγή τάσης Ε = 10 V). Σε καθένα από τα κυκλώματα αυτά να μετρηθούν με το πολύμετρο (κατάλληλα
ρυθμισμένο) οι τάσεις στα άκρα των αντιστάσεων και τα ρεύματα που αναγράφονται σε αυτά.
i R1
+ υ1 _
+
E
+
_ υ2 R2
_
R3
(α)
i1 R1
+ υ1 _
i i3
+ 2
+ υ2 R2 R3
E _
_
R4
(β)
i1 R1 R2
_
+ υ1 _ + υ2 i2
+
E _ R3
_
+ υ4
R4
(γ)
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 45
1.10 Πρόγραμμα Προσομοίωσης
1.10.1 Γενικά
Στο βιβλίο αυτό έχουμε συμπεριλάβει σε κάθε Κεφάλαιο ασκήσεις που σχετίζονται με τη σχεδίαση, μελέτη και
προσομοίωση ηλεκτρικών κυκλωμάτων σε ένα από τα πιο γνωστά προγράμματα προσομοίωσης ηλεκτρικών
και ηλεκτρονικών κυκλωμάτων. Η χρήση αυτού του είδους των προγραμμάτων, για τη μελέτη κυκλωμάτων,
αποτελεί πλέον μία συνηθισμένη πρακτική τόσο στον ακαδημαϊκό χώρο όσο και στη βιομηχανία. Ειδικότερα,
για εκπαιδευτικούς σκοπούς τα προγράμματα αυτά παρέχουν τη δυνατότητα μιας γρήγορης σχεδίασης
κυκλωμάτων, καθώς και μιας αποτελεσματικής μελέτης της συμπεριφοράς τους, χωρίς να χρειαστεί να
υλοποιηθεί το κύκλωμα.
Για τους σκοπούς αυτού του βιβλίου επιλέχθηκε να χρησιμοποιηθεί το MultisimLive, που είναι ένα
εύχρηστο Online πρόγραμμα αυτής της κατηγορίας, το οποίο στηρίζεται στην πλατφόρμα της Desktop έκδοσης
του γνωστού προγράμματος Multisim.
Πιο συγκεκριμένα, το Multisim είναι ένα ολοκληρωμένο περιβάλλον προσομοίωσης της συμπεριφοράς
αναλογικών και ψηφιακών κυκλωμάτων και αποτελεί μέλος μίας μεγαλύτερης οικογένειας σχεδιαστικών
προγραμμάτων στον χώρο της αυτοματοποιημένης σχεδίασης κυκλωμάτων (Electronics Design Automation -
EDA) [19], [20]. Αρχικά δημιουργήθηκε από την εταιρεία Electronics Workbench, η οποία είναι πλέον τμήμα
της National Instruments (ΝΙ). Διαθέτει όλα τα απαιτούμενα εργαλεία για τη γρήγορη, αποτελεσματική και
αξιόπιστη σχεδίαση, μελέτη και προσομοίωση των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών κυκλωμάτων.
Οπότε, σε αυτήν την ενότητα παραθέτουμε τις βασικές οδηγίες για τη δημιουργία λογαριασμού και την
εξοικείωση του χρήστη με το περιβάλλον του MultisimLive.
1.10.2 Οδηγίες
Καταρχάς θα πρέπει να αναφερθεί ότι στο πλαίσιο του βιβλίου αυτού θα χρησιμοποιήσουμε τη βασική έκδοση
του προγράμματος MultisimLive, που είναι δωρεάν, καθώς τα κυκλώματά μας είναι συνήθως απλά, αφού
περιέχουν τα βασικά γραμμικά ηλεκτρικά στοιχεία (αντιστάσεις, πυκνωτές, πηνία) και συνήθως μόνο
ανεξάρτητες πηγές τάσεων και ρεύματος και μάλιστα σε αριθμούς όχι μεγαλύτερους από 25, όπως απαιτείται
από τη δωρεάν έκδοση του προγράμματος.
Για να μπορέσουμε να δουλέψουμε στο περιβάλλον του MultisimLive θα πρέπει να εγγραφούμε δωρεάν
(Sign Up for Free) στην ΝΙ, μέσω του site (https://www.multisim.com/), στο οποίο θα βρούμε το πρόγραμμα.
Με την εγγραφή μας θα μπορέσουμε να εισέλθουμε στην κεντρική σελίδα του λογαριασμού μας στο
MultisimLive, όπου θα μπορέσουμε να βρούμε την επιλογή Resources. Σε αυτήν την επιλογή θα βρούμε μεταξύ
άλλων ένα εύχρηστο εγχειρίδιο για την εξοικείωσή μας με το πρόγραμμα, μέσω του Get Started, καθώς και
ένα αναλυτικό εγχειρίδιο Help που παρέχει πληροφορίες τόσο για το ίδιο το πρόγραμμα και για τον τρόπο
δημιουργίας των κυκλωμάτων, όσο και για τα στοιχεία που περιλαμβάνει και για τα είδη προσομοίωσης που
μπορούμε να πραγματοποιήσουμε.
Επίσης, κάθε επόμενη φορά που θέλουμε να εισέλθουμε στο πρόγραμμα, θα πρέπει από την κεντρική
σελίδα του να συνδεθούμε επιλέγοντας το Login και να χρησιμοποιήσουμε τα στοιχεία με τα οποία κάναμε την
εγγραφή. Αν έχουμε ήδη χρησιμοποιήσει το πρόγραμμα και έχουμε αποθηκεύσει τα κυκλώματά μας, θα δούμε
στην κεντρική σελίδα του λογαριασμού μας μία λίστα με αυτά. Επιλέγοντας κάποιο από αυτά μεταφερόμαστε
στη σελίδα του συγκεκριμένου κυκλώματος, το οποίο μπορούμε να επεξεργαστούμε περαιτέρω με την επιλογή
Open Circuit.
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 47
Σχήμα 1.25 Τα είδη πηγών που διαθέτει το MultisimLive.
Σχήμα 1.26 Τα είδη των γραμμικών ηλεκτρικών στοιχείων που διαθέτει το MultisimLive.
(α) (β)
Σχήμα 1.28 Ηλεκτρικό στοιχείο (π.χ. αντίσταση), (α) οι επιλογές που το πρόγραμμα παρέχει και
(β) το μενού για τη ρύθμιση της ονομαστικής τιμής της αντίστασης.
Επιπλέον, για να ρυθμίσουμε την τιμή του ηλεκτρικού στοιχείου που μας ενδιαφέρει (π.χ. την τιμή της
αντίστασης που φαίνεται στο Σχ. 1.28(β)), επιλέγουμε την τιμή που ήδη υπάρχει ακριβώς κάτω από το σύμβολο
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 49
του στοιχείου και στο μενού που ανοίγει είτε γράφουμε τη νέα τιμή του είτε την αλλάζουμε μέσω της οριζόντιας
μπάρας που εμφανίζεται. Επίσης, επιλέγοντας το όνομα του στοιχείου (π.χ. το “R1” για την αντίσταση του Σχ.
1.28) μπορούμε να το αλλάξουμε.
Τέλος, για να συνδέσουμε αγώγιμα όλα τα στοιχεία που έχουμε επιλέξει για το κύκλωμά μας θα πρέπει να
χρησιμοποιήσουμε τους αγωγούς που το πρόγραμμα μας παρέχει για τον σκοπό αυτό. Αυτό μπορεί να γίνει είτε
μέσω της κατακόρυφης μπάρας στοιχείων, ανοίγοντας το υπο-μενού Schematic Connectors, από το οποίο
επιλέγουμε το Junction, είτε επιλέγοντας απευθείας έναν από τους ακροδέκτες του στοιχείου, οπότε
εμφανίζεται το χαρακτηριστικό σύμβολο που μοιάζει με «κουβάρι». Αν το μετακινήσουμε μέχρι το επόμενο
στοιχείο με το οποίο θέλουμε να συνδέσουμε το στοιχείο μας, τότε θα δημιουργηθεί η αγώγιμη σύνδεση μεταξύ
τους.
Επομένως, με τη διαδικασία που περιγράψαμε μπορούμε να σχεδιάσουμε στην επιφάνεια εργασίας ένα
οποιοδήποτε ηλεκτρικό κύκλωμα, όπως π.χ. το κύκλωμα του Σχ. 1.29.
1.10.3 Εφαρμογή
Για την εξοικείωση του αναγνώστη με την αρχή λειτουργίας του MultisimLive προτείνονται να
πραγματοποιηθούν τα ακόλουθα:
• Να πραγματοποιηθούν η εγγραφή στο MultisimLive και η δημιουργία λογαριασμού.
• Να σχεδιαστούν σε διαφορετικά φύλλα εργασίας τα τρία κυκλώματα του Σχ. 1.23, που
παρουσιάστηκαν στο βήμα 3 της πειραματικής άσκησης αυτού του Κεφαλαίου. Οι τιμές των
αντιστατών που θα χρησιμοποιηθούν σε κάθε κύκλωμα είναι οι τιμές που μετρήθηκαν στο βήμα 2 της
πειραματικής άσκησης, προκειμένου ο αναγνώστης να εξοικειωθεί με τη διαδικασία αλλαγής της
τιμής τους στο MultisimLive.
• Να αποθηκευτούν τα τρία φύλλα εργασίας με τα κυκλώματα που αναφέρθηκαν σε τρία διαφορετικά
αρχεία.
1.2 Προσδιορίστε το ηλεκτρικό ρεύμα που διαρρέει έναν αγωγό, όταν το φορτίο που μετακινείται στον
αγωγό δίνεται από τις συναρτήσεις:
(α) q(t) = (2e-t – 4e-2t) C,
(β) q(t) = 10sin(100πt) μC,
(γ) q(t) = 10e-3tcos(20t) nC.
1.3 Υπολογίστε τη συνάρτηση που περιγράφει το φορτίο q(t) που ρέει μέσα από ένα ηλεκτρικό στοιχείο
όταν το ρεύμα i(t) και η αρχική τιμή του φορτίου q(0) είναι:
(α) i(t) = 5 Α, q(0) = 0.1 C,
(β) i(t) = (4t + 10) mΑ, q(0) = 0 C,
(γ) i(t) = 10cos(2t + π/3) μΑ, q(0) = 5 μC.
1.4 Ένα ρεύμα 10 mA ρέει μέσω ενός αγωγού. Υπολογίστε το φορτίο που διέρχεται από οποιαδήποτε
διατομή του αγωγού σε 10 s.
1.5 Η συνάρτηση που περιγράφει το φορτίο q(t) που διέρχεται από ένα ηλεκτρικό στοιχείο φαίνεται στο
Σχήμα 1.30. Βρείτε το ηλεκτρικό ρεύμα τις χρονικές στιγμές:
(α) t = 1 ms,
(β) t = 5 ms,
(γ) t = 8 ms.
q (mC)
100
0 2 6 10 t (ms)
Σχήμα 1.30 Το γράφημα του φορτίου q σε συνάρτηση με τον χρόνο t της άσκησης 1.5.
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 51
1.6 Tο ρεύμα i(t), που ρέει μέσω μιας αντίστασης, δίνεται από τη σχέση:
5𝑡𝑡 A, 𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾 0 ≤ 𝑡𝑡 < 5 s
20 A, 𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾 5 ≤ 𝑡𝑡 < 10 s
𝑖𝑖 (𝑡𝑡) = �
−10 A, 𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾 10 ≤ 𝑡𝑡 < 15 s
0 A, 𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾 𝑡𝑡 ≥ 15 s
Να σχεδιάσετε το γράφημα του φορτίου q σε συνάρτηση με τον χρόνο t, για 0 ≤ t ≤ 20 s, θεωρώντας
q(0) = 0 C.
1.7 Το φορτίο που εισέρχεται στον θετικό ακροδέκτη ενός στοιχείου είναι q(t) = 10sin(2πt) mC, ενώ η
τάση στο στοιχείο (από τον θετικό στον αρνητικό ακροδέκτη) είναι υ(t) = 2cos(2πt) V.
(α) Υπολογίστε την ισχύ που παρέχεται στο στοιχείο σε t = 0.5 s.
(β) Υπολογίστε την ενέργεια που παρέχεται στο στοιχείο μεταξύ 0 και 1 s.
1.8 Η τάση υ σε ένα στοιχείο και το ρεύμα i μέσω αυτού είναι: υ(t) = 2cos(4t) V, i(t) = 5(1− e− 2t) A.
Υπολογίστε:
(α) το συνολικό φορτίο που διαρρέει το στοιχείο σε t = 0.5 s,
(β) την ισχύ που καταναλώνεται από το στοιχείο σε t = 0.5 s.
1.9 Με βάση τον χρωματικό κώδικα αντιστάσεων να βρείτε την ονομαστική τιμή των αντιστάσεων του
Σχήματος 1.31.
1.10 Να βρείτε τα χρώματα των λωρίδων για τις αντιστάσεις που έχουν ονομαστικές τιμές και ανοχή:
(α) 3300 Ω ± 5%,
(β) 8.2 kΩ ± 10%,
(γ) 6.8 ΜΩ ± 2%,
(δ) 39 ΜΩ ± 1%.
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 53
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Βασικές Αρχές και Νόμοι
Σύνοψη
Στο Κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται αρχικά ο βασικός νόμος που συνδέει την τάση με το ρεύμα σε μια γραμμική
αντίσταση, που είναι ο γνωστός νόμος του Ohm, ενώ παρουσιάζονται αναλυτικά δύο πολύ απλά και συνάμα
ιδιαίτερα χρήσιμα κυκλώματα αντιστάσεων. Αυτά είναι ο διαιρέτης τάσης και ο διαιρέτης ρεύματος. Προκειμένου
να ολοκληρωθεί η παρουσίαση της αντίστασης παρουσιάζονται οι τρόποι σύνδεσης δύο ή περισσότερων
αντιστάσεων (σε σειρά και παράλληλα), ο τρόπος μέτρησης των αντιστάσεων με χρήση βολτομέτρου και
αμπερομέτρου, ενώ μελετάται και η επίδραση της εσωτερικής αντίστασης των οργάνων στις μετρήσεις των
ηλεκτρικών μεγεθών. Επίσης, περιγράφονται οι νόμοι του Kirchhoff που παρέχουν τη δυνατότητα επίλυσης
ηλεκτρικών κυκλωμάτων και αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο στην ανάλυσή τους. Τέλος, παρουσιάζεται ένα πολύ
χρήσιμο θεώρημα από τη θεωρία των ηλεκτρικών κυκλωμάτων, το γνωστό θεώρημα του Τellegen.
Προαπαιτούμενη γνώση
Μοντέλο Ηλεκτρικής Αγωγιμότητας, Ταχύτητα Ολίσθησης Ηλεκτρονίων, Πυκνότητα Ρεύματος, Ηλεκτρεγερτική
Δύναμη.
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 55
A A
+ +
i
R υ R υ
i
_ _
B B
(α) (β)
Σχήμα 2.1 Εφαρμογή του νόμου του Ohm, ανάλογα με τη φορά του ρεύματος σε σχέση με την πολικότητα της τάσης.
Συγκεκριμένα, (α) υ = iR, (β) υ = –iR.
Δεδομένου ότι η τιμή της αντίστασης R μπορεί να κυμαίνεται από μηδέν έως άπειρη, είναι σημαντικό να
κατανοήσουμε τι σημαίνει μηδενική ή άπειρη αντίσταση.
Ένα στοιχείο με αντίσταση R = 0 ονομάζεται βραχυκύκλωμα (Σχ. 2.2(α)) [7], [8] . Δηλαδή, για ένα
βραχυκύκλωμα (short circuit) προκύπτει από τον νόμο του Ohm ότι [2]:
𝜐𝜐 = 𝑖𝑖𝑖𝑖 = 0 (2.4)
Δηλαδή η τάση υ είναι μηδέν, αλλά το ρεύμα i μπορεί να έχει οποιαδήποτε τιμή. Πρακτικά, ως βραχυκύκλωμα
μπορεί να θεωρηθεί ένα καλώδιο σύνδεσης που θεωρείται ότι είναι τέλειος αγωγός (με μηδενική αντίσταση).
Επομένως, ένα βραχυκύκλωμα είναι ένα στοιχείο κυκλώματος με αντίσταση που είναι ίση με το μηδέν (στην
πραγματικότητα τείνει στο μηδέν).
Αντιθέτως, ένα στοιχείο με R = ∞ ονομάζεται ανοικτό κύκλωμα (Σχ. 2.2(β)) [7], [8] . Για το ανοικτό
κύκλωμα (open circuit) ισχύει [2]:
𝜐𝜐
𝑖𝑖 = lim = 0 (2.5)
𝑅𝑅→∞ 𝑅𝑅
που φανερώνει ότι το ρεύμα i είναι μηδέν αν και η τάση υ μπορεί να έχει οποιαδήποτε τιμή. Επομένως, ένα
ανοικτό κύκλωμα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα στοιχείο κυκλώματος με αντίσταση που τείνει στο άπειρο (στην
πραγματικότητα παίρνει πάρα πολύ μεγάλη τιμή).
i i=0
A A
+ +
Κύκλωμα R=0 υ =0 Κύκλωμα R=∞ υ
_ _
B B
(α) (β)
Η αγωγιμότητα (δείτε την παράγραφο 1.6), εφόσον ορίστηκε ως το αντίστροφο της αντίστασης, θα
περιγράφεται από τη σχέση [2], [7]:
1 𝑖𝑖
𝐺𝐺 =
= (2.6)
𝑅𝑅 𝜐𝜐
Επομένως, ο νόμος του Ohm της Εξ. (2.2) μπορεί να γραφεί στη μορφή:
𝑖𝑖 = 𝐺𝐺𝐺𝐺
Επιπλέον, η αγωγιμότητα είναι ένα μέτρο του πόσο καλά ένα στοιχείο επιτρέπει τη διέλευση του
ηλεκτρικού ρεύματος. Για τη μονάδα της αγωγιμότητας στο SI, που όπως αναφέραμε είναι το siemens (S),
ισχύει: 1 S = 1 A/V.
Η ισχύς που απορροφάται από μια αντίσταση, που ορίζεται ως το γινόμενο της τάσης στα άκρα της
αντίστασης επί το ρεύμα που τη διαρρέει (δείτε την παράγραφο 1.4), μπορεί να γραφεί με τη χρήση του νόμου
του Ohm ως συνάρτηση της αντίστασης R, δηλαδή [2]:
𝜐𝜐 2
𝑝𝑝 = 𝜐𝜐𝜐𝜐 = 𝑖𝑖 2 𝑅𝑅 = (2.7)
𝑅𝑅
ή ως συνάρτηση της αγωγιμότητας G, ως [2]:
𝑖𝑖 2
𝑝𝑝 = 𝜐𝜐𝜐𝜐 = 𝜐𝜐 2 𝐺𝐺 = (2.8)
𝐺𝐺
Από τις εξισώσεις (2.7) και (2.8) προκύπτουν τα ακόλουθα [2]:
• Η ισχύς που απορροφάται από την αντίσταση είναι μη-γραμμική συνάρτηση τόσο της τάσης υ όσο
και του ρεύματος i.
• Καθώς η αντίσταση R και η αγωγιμότητα G είναι θετικές ποσότητες, η ισχύς που απορροφάται από
την αντίσταση είναι πάντα θετική ποσότητα. Για αυτόν τον λόγο, η αντίσταση πάντα απορροφά
ενέργεια από το κύκλωμα και τη μετασχηματίζει σε θερμότητα. Είναι όντως ένα παθητικό ηλεκτρικό
στοιχείο.
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 57
Παράδειγμα 2.1
Στο κύκλωμα του Σχήματος 2.4 υπολογίστε την τιμή της έντασης ρεύματος i, της αγωγιμότητας G και της
ισχύος που απορροφάται από την αντίσταση.
+
+
E = 20 V _ υ R = 10 kΩ
_
Λύση:
Η τάση στην αντίσταση είναι ίδια με την τάση της πηγής Ε, επειδή η αντίσταση και η πηγή τάσης συνδέονται
στο ίδιο ζεύγος ακροδεκτών. Ως εκ τούτου, από τον νόμο του Ohm (Εξ. (2.2)) προκύπτει ότι το ρεύμα i είναι:
𝜐𝜐 20 V
𝑖𝑖 = = = 2 × 10−3 A ή 2 mA
𝑅𝑅 10 × 103 Ω
Η αγωγιμότητα G είναι:
1 1
G= = = 10−4 S ή 0.1 mS
R 10 × 103 Ω
Η ισχύς που απορροφάται από την αντίσταση μπορεί να υπολογιστεί από την Εξ. (2.7). Πιο συγκεκριμένα,
μπορεί να επιλεγεί η σχέση:
𝑝𝑝 = 𝜐𝜐𝜐𝜐 = (20 V) × (2 × 10−3 A) = 40 × 10−3 ή 40 mW
(α) (β)
Σχήμα 2.5 (α) Ηλεκτρικό κύκλωμα, στο οποίο δύο αντιστάσεις R1 και R2, είναι συνδεδεμένες σε σειρά και
(β) το ισοδύναμό του.
Σε μια συνδεσμολογία σε σειρά, όπως αυτή του Σχήματος 2.5(α), το φορτίο q, που εξέρχεται από την
αντίσταση R1 (σημείο Β), εισέρχεται το ίδιο στην αντίσταση R2 (σημείο Γ) [13]. Αν δεν συνέβαινε αυτό, θα
σήμαινε ότι υπάρχει συσσώρευση φορτίου μεταξύ των σημείων Β και Γ. Επομένως, σε καθορισμένο χρόνο
διέρχεται το ίδιο φορτίο και από τις δύο αντιστάσεις R1 και R2, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι και το
ρεύμα που τις διαρρέει είναι το ίδιο. Δηλαδή:
𝑖𝑖 = 𝑖𝑖1 = 𝑖𝑖2 (2.9)
όπου i1 το ρεύμα που διαρρέει την αντίσταση R1, i2 το ρεύμα που διαρρέει την αντίσταση R2 και i το ισοδύναμο
μοναδικό ρεύμα που κυκλοφορεί στον βρόχο του κυκλώματος.
Η τάση που παρέχει η πηγή υ στο κύκλωμα κατανέμεται στην ουσία στη συνδεσμολογία των δύο
αντιστάσεων, καθώς εφαρμόζεται στα άκρα Α και Δ. Εφόσον η διαφορά δυναμικού μεταξύ των σημείων Α και
Β είναι ίση με υ1 = i1R1, λόγω της αντίστασης R1 και αντίστοιχα η διαφορά δυναμικού μεταξύ των σημείων Γ
και Δ είναι ίση με υ2 = i2R2, λόγω της αντίστασης R2, προκύπτει τελικά ότι η διαφορά δυναμικού υ μεταξύ των
σημείων Α και Δ είναι:
𝜐𝜐 = 𝜐𝜐1 + 𝜐𝜐2 = 𝑖𝑖1 𝑅𝑅1 + 𝑖𝑖2 𝑅𝑅2 (2.10)
Αν στη συνέχεια θελήσουμε να αντικαταστήσουμε τη συνδεσμολογία των δύο σε σειρά αντιστάσεων με
μία ισοδύναμη αντίσταση Req, που να προκαλεί στο κύκλωμα το ίδιο αποτέλεσμα, θα προκύψει το κύκλωμα
του Σχήματος 2.5(β). Για το κύκλωμα αυτό ισχύει προφανώς, από τον νόμο του Ohm, η σχέση:
𝜐𝜐 = 𝑖𝑖𝑅𝑅eq (2.11)
Από τις σχέσεις (2.10) και (2.11), εφόσον έχουν ίσα τα πρώτα τους μέλη, θα ισχύει:
𝑖𝑖𝑅𝑅eq = 𝑖𝑖1 𝑅𝑅1 + 𝑖𝑖2 𝑅𝑅2 (2.12)
Επιπλέον, απαλείφοντας τα ρεύματα στην Εξ. (2.12), λόγω της Εξ. (2.9), θα προκύψει:
𝑅𝑅eq = 𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 (2.13)
Άρα, η ισοδύναμη αντίσταση Req, στην περίπτωση σύνδεσης αντιστάσεων σε σειρά, είναι ίση με το
άθροισμα των επιμέρους αντιστάσεων. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει προφανώς και στην περίπτωση
περισσότερων από δύο αντιστάσεων που είναι συνδεδεμένες σε σειρά [11], [12]. Δηλαδή:
𝑅𝑅 = 𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 + 𝑅𝑅3 + ⋯ + 𝑅𝑅𝑁𝑁 (2.14)
Επίσης, από το συμπέρασμα αυτό προκύπτει ότι πάντα η ισοδύναμη αντίσταση θα έχει μεγαλύτερη τιμή
από καθεμία από τις επιμέρους αντιστάσεις της συνδεσμολογίας σε σειρά [7].
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 59
2.2.2 Σύνδεση Αντιστάσεων Παράλληλα
Δύο ή περισσότερες αντιστάσεις και γενικά ηλεκτρικά στοιχεία είναι συνδεδεμένα παράλληλα, όταν οι τάσεις
στα άκρα τους είναι ίσες. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στο Σχήμα 2.6(α), στο οποίο οι δύο αντιστάσεις R1
και R2 συνδέονται κατευθείαν στην πηγή τάσης υ [3], [6], [10].
i Α Α
i1 i2 i
+ + +
υ +
_ υ1 R1 υ2 R2 υ +
_ υ Req
_ _ _
Β Β
(α) (β)
Σχήμα 2.6 (α) Ηλεκτρικό κύκλωμα, στο οποίο δύο αντιστάσεις R1 και R2, είναι συνδεδεμένες παράλληλα και
(β) το ισοδύναμό του.
Επομένως,
𝜐𝜐 = 𝜐𝜐1 = 𝜐𝜐2 (2.15)
Επιπλέον, τα φορτία που καταφθάνουν στον κόμβο Α μπορούν να ακολουθήσουν διαφορετικές αγώγιμες
διαδρομές, δηλαδή να διέλθουν είτε μέσω της αντίστασης R1 είτε μέσω της αντίστασης R2. Επομένως,
πραγματοποιείται διαχωρισμός του φορτίου που έχει ως αποτέλεσμα και το ρεύμα i να χωρίζεται στα ρεύματα
i1 και i2 που διαρρέουν τις αντιστάσεις R1 και R2 αντίστοιχα. Εφόσον όμως γνωρίζουμε ότι το ηλεκτρικό φορτίο
διατηρείται, το ρεύμα που εισρέει στον κόμβο Α πρέπει να είναι ίσο με το συνολικό ρεύμα που απομακρύνεται
από αυτόν τον κόμβο. Δηλαδή:
𝜐𝜐1 𝜐𝜐2
𝑖𝑖 = 𝑖𝑖1 + 𝑖𝑖2 = + (2.16)
𝑅𝑅1 𝑅𝑅2
Αν στη συνέχεια θελήσουμε να αντικαταστήσουμε τη συνδεσμολογία των δύο παράλληλων αντιστάσεων
με μία ισοδύναμη αντίσταση Req, που να προκαλεί στο κύκλωμα το ίδιο αποτέλεσμα, θα προκύψει το κύκλωμα
του Σχήματος 2.6(β). Για το κύκλωμα αυτό ισχύει προφανώς, από τον νόμο του Ohm, η σχέση:
𝜐𝜐
𝑖𝑖 = (2.17)
𝑅𝑅eq
Από τις σχέσεις (2.16) και (2.17), εφόσον τα πρώτα τους μέλη είναι ίσα, θα προκύψει:
𝜐𝜐 𝜐𝜐1 𝜐𝜐2
= + (2.18)
𝑅𝑅eq 𝑅𝑅1 𝑅𝑅2
Επιπλέον, απαλείφοντας τις τάσεις στην Εξ. (2.18), λόγω της Εξ. (2.15), θα προκύψει ότι:
1 1 1
= + (2.19)
𝑅𝑅eq 𝑅𝑅1 𝑅𝑅2
ή
𝑅𝑅1 × 𝑅𝑅2
𝑅𝑅eq = (2.20)
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2
Από την Εξ. (2.20) προκύπτει ότι για R1 = R2 = R η ισοδύναμη αντίσταση είναι Req = R/2.
Παράδειγμα 2.2
Να υπολογιστεί η ισοδύναμη αντίσταση Req του δικτυώματος του Σχήματος 2.7, ως προς τους ακροδέκτες Α
και Β.
Λύση:
Οι δύο αντιστάσεις των 4 Ω είναι παράλληλα συνδεδεμένες, επομένως η ισοδύναμη αντίστασή τους είναι:
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 61
(4 Ω)(4 Ω)
4 Ω||4 Ω = =2Ω
(4 Ω) + (4 Ω)
5Ω
4Ω 4Ω
Req 1Ω
2Ω
3Ω 6Ω
2Ω
Req 7Ω R eq 2.55 Ω
2Ω
3Ω 3Ω
(α) (β)
Σχήμα 2.8 (α) Το αρχικό ισοδύναμο και (β) το τελικό ισοδύναμο του κυκλώματος του Σχήματος 2.7.
Δηλαδή,
� 𝑖𝑖 = 0 (2.24)
Η Εξ. (2.24) μας υπαγορεύει ότι στους κόμβους ενός κυκλώματος δεν υπάρχει συσσώρευση φορτίων.
Δηλαδή, το φορτίο που κινείται προς έναν κόμβο απομακρύνεται από τον κόμβο χωρίς να συσσωρεύεται σε
αυτόν.
Συνήθως, στον νόμο των ρευμάτων του Kirchhoff τα ρεύματα που εισέρχονται στον κόμβο λαμβάνονται
με θετικό πρόσημο και τα ρεύματα που απομακρύνονται από αυτόν με αρνητικό πρόσημο [1], [8] [10].
Επομένως, για τον κόμβο του Σχ. 2.9 θα ισχύει η σχέση:
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 63
R2
i2
R1 i1 i3 R3
i4
R4
Σχήμα 2.9 Παράδειγμα κλάδων συνδεδεμένων σε κόμβο, για εφαρμογή του νόμου των ρευμάτων του Kirchhoff.
Παράδειγμα 2.3
Στο δικτύωμα του Σχ. 2.10 υπάρχουν τρεις πηγές ρεύματος συνδεδεμένες παράλληλα. Υπολογίστε τη συνολική
ένταση i του ρεύματος.
i
Α
i1 i2 i3
Β
Σχήμα 2.10 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 2.3.
Λύση:
Εφαρμόζοντας τον νόμο των ρευμάτων του Kirchhoff, π.χ. για τον ουσιώδη κόμβο Α, προκύπτει:
𝑖𝑖 + 𝑖𝑖1 + 𝑖𝑖2 − 𝑖𝑖3 = 0
ή
𝑖𝑖 = −𝑖𝑖1 − 𝑖𝑖2 + 𝑖𝑖3
Επομένως, ένα κύκλωμα δεν μπορεί να περιλαμβάνει δύο ή περισσότερες πηγές ρεύματος συνδεδεμένες
σε σειρά, γιατί παραβιάζεται ο νόμος των ρευμάτων του Kirchhoff, εκτός και αν οι εντάσεις των ρευμάτων τους
είναι ίσες.
� 𝛦𝛦 + � 𝑖𝑖𝑖𝑖 = 0 (2.27)
όπου ∑ 𝛦𝛦 το άθροισμα των ΗΕΔ των πηγών τάσης και ∑ 𝑖𝑖𝑖𝑖 το άθροισμα των πτώσεων τάσης πάνω στις
αντιστάσεις.
Επομένως, από την Εξ. (2.27) προκύπτει ότι η συνολική τάση που παρέχουν οι πηγές τάσης στο κύκλωμα
είναι ίση με τη συνολική πτώση τάσης πάνω στις αντιστάσεις του κυκλώματος.
Τα βήματα που ακολουθούμε προκειμένου να γράψουμε σωστά τις εξισώσεις που προκύπτουν από τον
νόμο των τάσεων του Kirchhoff είναι τα ακόλουθα [4]:
1. Επιλέγουμε μια φορά κατά την οποία θα διατρέξουμε τον βρόχο.
2. Για τον προσδιορισμό του προσήμου των τάσεων των πηγών, αυτό λαμβάνεται θετικό όταν κατά την
κίνησή μας εισερχόμαστε από τον θετικό πόλο της πηγής τάσης και αρνητικό στην αντίθετη
περίπτωση.
3. Για τον προσδιορισμό του προσήμου της πτώσης τάσης πάνω στις αντιστάσεις, αυτό λαμβάνεται
θετικό όταν κινούμαστε από το υψηλότερο προς το χαμηλότερο δυναμικό των αντιστάσεων και
αρνητικό αν κινούμαστε αντίθετα. Εναλλακτικά, μπορούμε να πούμε ότι το πρόσημο της πτώσης
τάσης λαμβάνεται θετικό όταν διατρέχουμε τον βρόχο με φορά ίδια με τη φορά του ρεύματος που
διαρρέει τις αντιστάσεις και αρνητικό όταν διατρέχουμε τον βρόχο με φορά αντίθετη από τη φορά
του ρεύματος που διαρρέει τις αντιστάσεις.
Για να γίνει κατανοητή η διαδικασία εύρεσης της εξίσωσης που προκύπτει από τον νόμο των τάσεων του
Kirchhoff, ας εξετάσουμε το απλό κύκλωμα του παρακάτω παραδείγματος.
Παράδειγμα 2.4
Να βρεθεί η εξίσωση που προκύπτει από την εφαρμογή του νόμου των τάσεων του Kirchhoff στον βρόχο του
κυκλώματος του Σχ. 2.11.
R1 i R2
+ υ1 _ + υ2 _
υ S1 +
υ S2
_
_ +
_ υ i
3 +
R3
Σχήμα 2.11 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 2.4.
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 65
Λύση:
Καταρχάς επιλέγουμε μια φορά κατά την οποία θα διατρέξουμε τον βρόχο (π.χ. δεξιόστροφα).
Με βάση την επιλεγμένη φορά κίνησής μας στον βρόχο του κυκλώματος, οι τάσεις των πηγών θα γραφούν
στον νόμο των τάσεων του Kirchhoff με αρνητικά πρόσημα (–υS1 και –υS2), γιατί εισερχόμαστε από τον
αρνητικό πόλο των πηγών τάσης, ενώ οι τάσεις στα άκρα των αντιστάσεων έχουν θετικό πρόσημο, γιατί
κινούμαστε από το υψηλότερο προς το χαμηλότερο δυναμικό των αντιστάσεων (+υ1, +υ2 και +υ3).
Επομένως, η εξίσωση που προκύπτει από τον νόμο των τάσεων του Kirchhoff είναι:
−𝜐𝜐S1 − 𝜐𝜐S2 + 𝜐𝜐1 + 𝜐𝜐2 + 𝜐𝜐3 = 0
ή
𝜐𝜐S1 + 𝜐𝜐S2 = 𝜐𝜐1 + 𝜐𝜐2 + 𝜐𝜐3
η οποία είναι εναλλακτική της εξίσωσης που προκύπτει απευθείας από την Εξ. (2.27). Επομένως, σύμφωνα με
τη σχέση που βρήκαμε, το άθροισμα των τάσεων των πηγών ισούται με το άθροισμα των πτώσεων τάσης στα
άκρα των αντιστάσεων του βρόχου.
Στην περίπτωση που είχαμε επιλέξει την αντίθετη φορά κίνησης (αριστερόστροφη) μέσα στον βρόχο, τότε
θα βρίσκαμε τα αντίθετα πρόσημα σε όλους τους όρους, δηλαδή τόσο στις τάσεις των πηγών (+υS1 και +υS2),
όσο και στις πτώσεις τάσης στα άκρα των αντιστάσεων (–υ1, –υ2 και –υ3). Επομένως, η εξίσωση που θα
βρίσκαμε θα ήταν ακριβώς η ίδια με εκείνη που προέκυψε με τη δεξιόστροφη φορά κίνησης στον βρόχο του
κυκλώματος.
Παράδειγμα 2.5
Τη διαδικασία που ακολουθήσαμε για να βρούμε την εξίσωση που προκύπτει από τον νόμο των τάσεων του
Kirchhoff, μπορούμε να την εφαρμόσουμε επίσης για να υπολογίσουμε τη διαφορά δυναμικού μεταξύ δύο
σημείων ενός κυκλώματος. Για παράδειγμα, ας υπολογίσουμε τη διαφορά δυναμικού υA – υB μεταξύ των
σημείων Α και Β ενός κυκλώματος, όπως αυτό του Σχ. 2.12.
E
R1 i R2 R
A _ _ υ _ _ 3 B
υ1 + 2 +
+ υ3 +
Λύση:
Καταρχάς επιλέγουμε να διατρέξουμε τη διαδρομή ΑΒ με φορά από το σημείο Α προς το σημείο Β, όπως
υπαγορεύει και η διαφορά δυναμικού υA – υB που θέλουμε να βρούμε.
Κατά την κίνησή μας λαμβάνουμε τις τάσεις των πηγών θετικές όταν εισερχόμαστε σε αυτές από τον
θετικό τους πόλο και αρνητικές στην αντίθετη περίπτωση.
Επιπλέον, λαμβάνουμε τις τάσεις στα άκρα των αντιστάσεων θετικές όταν τις διατρέχουμε από το
υψηλότερο προς το χαμηλότερο δυναμικό ή ισοδύναμα όταν διαρρέονται από ρεύμα που έχει την ίδια φορά με
την κίνησή μας.
Επομένως, η διαφορά δυναμικού υA – υB μεταξύ των σημείων Α και Β για τον κλάδο του Σχ. 2.12 είναι:
𝜐𝜐A − 𝜐𝜐Β = −𝑖𝑖𝑖𝑖1 −𝑖𝑖𝑖𝑖2 + 𝐸𝐸−𝑖𝑖𝑖𝑖3
Αν συνδέσουμε (βραχυκυκλώσουμε) με ένα καλώδιο μηδενικής αντίστασης τα σημεία Α και Β, τότε
δημιουργείται ένας βρόχος (κλειστή αγώγιμη διαδρομή), με αποτέλεσμα υA = υB, οπότε από την προηγούμενη
Παράδειγμα 2.6
Στον κλάδο του σχήματος 2.13 υπάρχουν τρεις πηγές τάσης συνδεδεμένες σε σειρά. Υπολογίστε τη συνολική
τάση στα άκρα Α, Β του κλάδου.
E1 E2 E3
A _ _ _ B
+ + +
Σχήμα 2.13 Ο κλάδος του Παραδείγματος 2.6.
Λύση
Χρησιμοποιώντας τον νόμο των τάσεων του Kirchhoff μπορούμε να γράψουμε τη σχέση που δίνει τη διαφορά
δυναμικού μεταξύ των σημείων Α και Β στον κλάδο του Σχήματος 2.13.
Επομένως, η διαφορά δυναμικού υA – υB μεταξύ των σημείων Α και Β για τον κλάδο του Σχ. 2.13 είναι:
𝜐𝜐A − 𝜐𝜐Β = 𝛦𝛦1 +𝛦𝛦2 −𝛦𝛦3
Οπότε, για να αποφύγουμε την παραβίαση του νόμου των τάσεων του Kirchhoff, ένα κύκλωμα δεν μπορεί
να περιλαμβάνει δύο διαφορετικές πηγές τάσης συνδεδεμένες παράλληλα.
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 67
4. Να επιλέξουμε τις φορές των ρευμάτων σε κάθε κλάδο του κυκλώματος. Αν και ο ορισμός της φοράς
κάθε ρεύματος γίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις αυθαίρετα, πρέπει να τηρήσουμε τις επιλογές
μας κατά την εφαρμογή των νόμων του Kirchhoff.
5. Να επιλέξουμε τη φορά με την οποία θα διατρέξουμε τον κάθε βρόχο του κυκλώματος, η οποία δεν
είναι απαραίτητο να είναι η ίδια σε όλους τους βρόχους.
6. Στη συνέχεια και αφού γράψουμε σωστά, με βάση τη θεωρία, τις εξισώσεις που προκύπτουν από τους
νόμους του Kirchhoff, λύνουμε το σύστημα των εξισώσεων ως προς τα άγνωστα μεγέθη.
7. Αν η τιμή κάποιου ρεύματος είναι αρνητική, αυτό σημαίνει ότι η αρχική μας υπόθεση για τη φορά
του συγκεκριμένου ρεύματος ήταν λανθασμένη, οπότε αντιστρέφουμε τη φορά του ρεύματος.
Παράδειγμα 2.7
Να λυθεί το κύκλωμα του Σχ. 2.14 με την εφαρμογή των νόμων του Kirchhoff.
Λύση
Το κύκλωμα του Σχ. 2.14 αποτελείται από τρεις ουσιώδεις κλάδους που διαρρέονται από τα ρεύματα i1, i2 και
i3 (η φορά έχει επιλεχθεί από εμάς), καθώς και από δύο βρόχους, στους οποίους επιλέξαμε τη δεξιόστροφη
φορά κίνησης.
Από την εφαρμογή του νόμου των ρευμάτων του Kirchhoff στον ουσιώδη κόμβο Α προκύπτει:
𝑖𝑖1 = 𝑖𝑖2 + 𝑖𝑖3
R1 R3
i1 2 kΩ A i3 1 kΩ
_ _
+ υ1 + υ3
i2
+ R _
+ 2
Ε1 = 3 V _ υ2 5 kΩ Ε 2= 10 V
_ +
Από την εφαρμογή του νόμου των τάσεων του Kirchhoff στον αριστερό βρόχο του κυκλώματος, προκύπτει η
εξίσωση:
E1 = 𝑖𝑖1 𝑅𝑅1 +𝑖𝑖2 𝑅𝑅2
Επιπλέον, από την εφαρμογή του νόμου τάσεων του Kirchhoff στον δεξιό βρόχο του κυκλώματος,
προκύπτει η εξίσωση:
E2 = −𝑖𝑖2 𝑅𝑅2 +𝑖𝑖3 𝑅𝑅3
Από την επίλυση του συστήματος των τριών εξισώσεων που προέκυψαν, με τη χρήση των τιμών των
στοιχείων που δίνονται στο κύκλωμα του Σχ. 2.14, προκύπτει ότι:
𝑖𝑖1 = 4 mA, 𝑖𝑖2 = −1 mA και 𝑖𝑖3 = 5 mA
Το αρνητικό πρόσημο για το ρεύμα i2 σημαίνει ότι η φορά του είναι αντίθετη από αυτή που επιλέχθηκε.
R1 i
Α
+
υ +
_
R2 υ0
_
Β
Επομένως, εφαρμόζοντας τον νόμο των τάσεων του Kirchhoff στον μοναδικό βρόχο του κυκλώματος
προκύπτει [2] - [7], [11], [12]:
𝜐𝜐 = 𝑖𝑖𝑅𝑅1 + 𝑖𝑖𝑅𝑅2 (2.28)
ή
𝜐𝜐
𝑖𝑖 = (2.29)
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2
Τελικά, η τάση υ0 στα σημεία Α και Β, δηλαδή στα άκρα της αντίστασης R2, θα βρεθεί με τη χρήση του
νόμου του Ohm. Δηλαδή:
R2
υ0 = iR 2 = υ (2.30)
R1 + R 2
R2
Από την Εξ. (2.30) διαπιστώνουμε ότι η τάση υ0 είναι στην ουσία ένα κλάσμα ( ) της τάσης υ της
R1 +R2
πηγής. Μάλιστα, το κλάσμα αυτό είναι πάντα μικρότερο από τη μονάδα. Άρα, η τάση υ0 είναι πάντα μικρότερη
από την τάση υ της πηγής.
𝑅𝑅1
Αντίστοιχα προκύπτει ότι η τάση στα άκρα της αντίστασης R1 θα είναι: 𝜐𝜐1 = 𝜐𝜐.
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2
Αν στη συνέχεια συνδέσουμε στα σημεία Α και Β μία αντίσταση RL (αντίσταση φορτίου), τότε προκύπτει
το κύκλωμα του διαιρέτη τάσης υπό φορτίο (Σχ. 2.16). Με την ίδια διαδικασία, όπως και στην περίπτωση του
απλού διαιρέτη τάσης που παρουσιάστηκε αναλυτικά, προκύπτει ότι [11], [12]:
𝑅𝑅2 ||𝑅𝑅L
𝜐𝜐0L = 𝜐𝜐 (2.31)
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 ||𝑅𝑅L
όπου
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 69
𝑅𝑅2 × 𝑅𝑅L
𝑅𝑅2 ||𝑅𝑅L = (2.32)
𝑅𝑅2 + 𝑅𝑅L
ο παράλληλος συνδυασμός των αντιστάσεων R2 και RL.
Επομένως, με αντικατάσταση της Εξ. (2.32) στην Εξ. (2.31) θα προκύψει τελικά η έκφραση για την τάση
υ0L στο κύκλωμα του διαιρέτη τάση υπό φορτίο. Δηλαδή:
𝑅𝑅2
𝜐𝜐0𝐿𝐿 = 𝜐𝜐 (2.33)
𝑅𝑅1 × 𝑅𝑅2
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 +
𝑅𝑅L
Από την Εξ. (2.33) εύκολα συνάγεται ότι καθώς η RL → ∞, η τάση υ0L στο κύκλωμα του διαιρέτη τάσης
υπό φορτίο τείνει στην τάση υ0 του απλού διαιρέτη τάσης, δηλαδή υ0L → υ0. Επομένως, όσο ισχύει πρακτικά
RL >> R2, ο λόγος των τάσεων υ0L/υ0 παραμένει ουσιαστικά ανεπηρέαστος από την προσθήκη της αντίστασης
φορτίου.
R1 i
Α
+
i1 i2
υ +
_
R2 RL υ 0L
_
Β
Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις η απόκλιση της τιμής της τάσης υ0L από την τάση υ0 ορίζεται ως αποδεκτή
μέχρι την τιμή α% [11], [12]. Δηλαδή:
100 − 𝛼𝛼
𝜐𝜐0L ≥ 𝜐𝜐0 (2.34)
100
Οπότε, από τις Εξ. (2.30) και (2.33) προκύπτει ότι:
𝑅𝑅2 100−𝛼𝛼 𝑅𝑅2
𝑅𝑅 ×𝑅𝑅 𝜐𝜐 ≥ ( ) 𝜐𝜐 (2.35)
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2 + 1 2 100 𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2
𝑅𝑅L
2.4.1 Ποτενσιόμετρο
Όπως αναφέρθηκε στην παράγραφο 1.6.1, το ποτενσιόμετρο είναι μια μεταβλητή αντίσταση που έχει τρεις
ακροδέκτες. Σχηματικά το αναπαριστούμε όπως φαίνεται στο κύκλωμα του Σχ. 2.17 [8] . Οι ακροδέκτες Α και
Β του ποτενσιόμετρου είναι σταθεροί, ενώ ο ακροδέκτης Γ είναι κινητός, καθώς είναι δυνατόν να κινείται πάνω
στο κυρίως σώμα της αντίστασης που υπάρχει μεταξύ των ακροδεκτών Α και Β.
Γ
+
υ +
_
υ0
_
Β
Σχήμα 2.17 Το κύκλωμα του διαιρέτη τάσης με ποτενσιόμετρο.
Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι το ποτενσιόμετρο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο κλασικό κύκλωμα του
διαιρέτη τάσης, όπως αυτό του Σχ. 2.15, για να αντικαταστήσει τις δύο αντιστάσεις του R1 και R2.
Συγκεκριμένα, το τμήμα της αντίστασης του ποτενσιόμετρου μεταξύ των ακροδεκτών Α και Γ αντικαθιστά την
αντίσταση R1 και το άλλο τμήμα μεταξύ των ακροδεκτών Γ και Β αντικαθιστά την αντίσταση R2.
Επιπλέον, η χρήση του ποτενσιόμετρου στο κύκλωμα του διαιρέτη τάσης παρέχει το πλεονέκτημα της
μεταβολής της τάσης υ0 από την τιμή μηδέν, όταν ο ακροδέκτης Γ βρεθεί στη θέση Β, μέχρι την τάση υ της
πηγής, όταν ο ακροδέκτης Γ βρεθεί στη θέση Α.
Παράδειγμα 2.8
Θεωρήστε τον διαιρέτη τάσης με και χωρίς φορτίο RL, του Σχ. 2.18, που αποτελείται από τρεις αντιστάσεις,
στον οποίο η τάση εξόδου υ0 λαμβάνεται στα άκρα της αντίστασης R3. Βρείτε την έκφραση που δίνει την τάση
εξόδου και στις δύο περιπτώσεις (με και χωρίς φορτίο RL).
R1 i
R2
υ +
_
Α
R3 RL
Β
Σχήμα 2.18 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 2.8.
Λύση:
Για να βρούμε τις τάσεις υ0 και υ0L στον διαιρέτη τάσης χωρίς και με φορτίο αντίστοιχα δεν έχουμε παρά να
αντικαταστήσουμε στις Εξ. (2.30) και (2.33) την αντίσταση R2 με την R3 και την αντίσταση R1 με το άθροισμα
των αντιστάσεων R1 + R2, οι οποίες είναι σε σειρά.
Οπότε, στην περίπτωση του διαιρέτη τάσης χωρίς φορτίο θα προκύψει:
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 71
𝑅𝑅3
𝜐𝜐0 = 𝜐𝜐
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2 +𝑅𝑅3
i Α
+ i1 i2
i υ R1 R2
_
Β
Σχήμα 2.19 Το κύκλωμα του διαιρέτη ρεύματος.
Από την εφαρμογή του νόμου του Ohm στο κύκλωμα του διαιρέτη ρεύματος προκύπτει ότι η τάση υ μεταξύ
των σημείων Α και Β είναι [2], [7], [11], [12]:
𝑅𝑅1 × 𝑅𝑅2
𝜐𝜐 = 𝑖𝑖1 𝑅𝑅1 = 𝑖𝑖2 𝑅𝑅2 = 𝑖𝑖 (2.37)
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2
Επομένως, λύνοντας ως προς i1 και i2 την προηγούμενη Εξ. (2.37) προκύπτει:
𝑅𝑅2
𝑖𝑖1 = 𝑖𝑖 (2.38)
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2
και
𝑅𝑅1
𝑖𝑖2 = 𝑖𝑖 (2.39)
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2
Οι Εξ. (2.38) και (2.39) επιβεβαιώνουν ότι το συνολικό ρεύμα i της πηγής διαμοιράζεται στις αντιστάσεις
R1 και R2, καθώς οι λόγοι των αντιστάσεων που εμφανίζονται σε αυτές τις εξισώσεις, είναι μικρότεροι της
μονάδας. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, το κύκλωμα αυτό ονομάστηκε διαιρέτης ρεύματος. Επιπλέον, εύκολα
μπορεί να προκύψει ότι το μεγαλύτερο ρεύμα ρέει μέσω της μικρότερης από τις δύο αντιστάσεις.
Αν διαιρέσουμε αριθμητή και παρονομαστή των Εξ. (2.38) και (2.39) με τον όρο 𝑅𝑅1 × 𝑅𝑅2 προκύπτει:
Παράδειγμα 2.9
Για το κύκλωμα του Σχ. 2.20 υπολογίστε την τάση υ0, την ισχύ που αποδίδει η πηγή στο κύκλωμα και την ισχύ
που αποτίθεται σε κάθε αντίσταση.
5 kΩ
+
i = 10 mA υ0 10 kΩ 15 kΩ
Λύση:
Από το κύκλωμα του Σχ. 2.20 προκύπτει ότι οι αντιστάσεις των 5 kΩ και 15 kΩ είναι σε σειρά. Επομένως, η
ισοδύναμη αντίστασή τους είναι: 5 kΩ + 15 kΩ = 20 kΩ. Επομένως, το κύκλωμα του Σχ. 2.20 μπορεί να
μετασχηματιστεί στο ισοδύναμο απλοποιημένο κύκλωμα του Σχ. 2.21, που είναι στην ουσία το κύκλωμα του
διαιρέτη ρεύματος.
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 73
i
+ i1 i2
i = 10 mA υ0 10 kΩ 20 kΩ
Επομένως, από την εφαρμογή στο κύκλωμα του Σχ. 2.21 των Εξ. (2.38) και (2.39) μπορούμε να
προσδιορίσουμε τα ρεύματα i1 και i2. Δηλαδή:
20 kΩ
𝑖𝑖1 = (10 mA) = 6.666 mA
(10 kΩ) + (20 kΩ)
και
10 kΩ
𝑖𝑖2 = (10 mA) = 3.333 mA
(10 kΩ) + (20 kΩ)
Εφόσον, οι αντιστάσεις των 10 kΩ και 20 kΩ είναι παράλληλα συνδεδεμένες έχουν στα άκρα τους την
ίδια τάση υ0.
Οπότε,
𝜐𝜐0 = (10 kΩ)𝑖𝑖1 = (20 kΩ)𝑖𝑖2 = 66.66 V
Η ισχύς που αποδίδει η πηγή στο κύκλωμα θα είναι:
𝑝𝑝 = 𝑖𝑖𝜐𝜐0 = (10 mA)(66.66 V) = 666.6 mW
Η ισχύς που αποτίθεται στην αντίσταση των 10 kΩ είναι:
𝑝𝑝10 = 𝑖𝑖1 𝜐𝜐0 = (6.666 mA)(66.66 V) = 444.4 mW
Η ισχύς που αποτίθεται στην αντίσταση των 5 kΩ, εφόσον διαρρέεται από το ρεύμα i2, είναι:
𝑝𝑝5 = 𝑖𝑖22 𝑅𝑅(5kΩ) = (3.333 mA)2 (5 kΩ) = 55.6 mW
Η ισχύς που αποτίθεται στην αντίσταση των 15 kΩ, εφόσον διαρρέεται από το ρεύμα i2, είναι:
𝑝𝑝15 = 𝑖𝑖22 𝑅𝑅(15kΩ) = (3.333 mA)2 (15 kΩ) = 166.6 mW
Παρατηρώντας τις τιμές των ισχύων που βρέθηκαν, προκύπτει ότι η συνολική ισχύς που παρέχει η πηγή
είναι ίση με το άθροισμα των ισχύων που αποτίθεται στις τρεις αντιστάσεις του κυκλώματος. Αυτός είναι και
ένας εύκολος τρόπος για να επαληθευτούν τα αποτελέσματα.
2.6.1 Βολτόμετρο
Για να μετρήσουμε με ένα βολτόμετρο την τάση, π.χ. στα άκρα μιας αντίστασης, το συνδέουμε παράλληλα,
όπως αναφέραμε στην παράγραφο 1.7.2. Επομένως, η ισχύς p που απορροφά το βολτόμετρο είναι [11]:
𝜐𝜐 2
𝑝𝑝 = (2.46)
𝑟𝑟
όπου υ η τάση στα άκρα της αντίστασης, άρα και στους ακροδέκτες του βολτομέτρου και r η εσωτερική
αντίστασή του.
Επομένως, για να είναι η ισχύς που καταναλίσκεται από το βολτόμετρο όσο το δυνατόν πιο μικρή και να
μην απορροφά σημαντικό ποσό ενέργειας από το κύκλωμα στο οποίο συνδέεται, θα πρέπει η εσωτερική
αντίσταση r του βολτομέτρου να είναι όσο το δυνατόν πιο μεγάλη, ειδικά σε σύγκριση με την ισοδύναμη
αντίσταση του κυκλώματος μεταξύ των σημείων που συνδέουμε τους ακροδέκτες του.
Αν, ωστόσο, θέλουμε να μετρήσουμε σε ένα κύκλωμα με ένα βολτόμετρο μικρή τιμή τάσης στα άκρα μιας
μεγάλης αντίστασης, τότε η παράλληλη σύνδεση του βολτομέτρου με τη μεγάλη αντίσταση θα έχει ως
αποτέλεσμα μια σημαντική διαφοροποίηση στην ισοδύναμη αντίσταση μεταξύ των ακροδεκτών του
βολτομέτρου, με αποτέλεσμα την αλλοίωση της πραγματικής τιμής της τάσης που μετράμε με το βολτόμετρο.
2.6.2 Αμπερόμετρο
Αν χρησιμοποιούμε ένα αμπερόμετρο για να μετρήσουμε ένα ρεύμα που διαρρέει έναν κλάδο, όπως είχαμε
αναφέρει στην παράγραφο 1.7.3, το συνδέουμε σε σειρά. Για να απορροφά επομένως το αμπερόμετρο πολύ
μικρό ποσό ενέργειας από το κύκλωμα, δηλαδή να είναι εξαιρετικά ευαίσθητο και να μην επηρεάζει σημαντικά
τις μετρήσεις, θα πρέπει να υπολογίσουμε την ισχύ p που απορροφά. Αν i είναι το ρεύμα που διαρρέει τον
κλάδο, άρα και το αμπερόμετρο, τότε η ισχύς p που καταναλίσκεται από το όργανο είναι [11]:
𝑝𝑝 = 𝑖𝑖 2 𝑟𝑟 (2.47)
όπου r η εσωτερική αντίσταση, που όπως όλα τα ηλεκτρικά στοιχεία και συσκευές, παρουσιάζει και το
αμπερόμετρο στη διέλευση του ρεύματος.
Επομένως, για να είναι η ισχύς που καταναλίσκεται από το αμπερόμετρο όσο το δυνατόν πιο μικρή και να
μην απορροφά σημαντικό ποσό ενέργειας από το κύκλωμα στο οποίο συνδέεται, θα πρέπει η εσωτερική
αντίσταση r του αμπερομέτρου να είναι όσο το δυνατόν πιο μικρή, ειδικά σε σύγκριση με την ισοδύναμη
αντίσταση του κυκλώματος στο σημείο που το συνδέουμε.
Κατάλληλο για μέτρηση ρεύματος θεωρείται ένα αμπερόμετρο που η εσωτερική του αντίσταση είναι
πραγματικά αμελητέα σε σύγκριση με την αντίσταση του κλάδου του κυκλώματος που το αμπερόμετρο έχει
συνδεθεί. Επομένως, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ένα αμπερόμετρο ως ιδανικό, αν αυτό είχε μηδενική
εσωτερική αντίσταση, κάτι το οποίο στις πρακτικές εφαρμογές είναι αδύνατον να συμβεί.
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 75
Χρησιμοποιούμε το μέγεθος που ονομάζεται φαινόμενο επίδρασης φορτίου (Loading Effect – LE) του
οργάνου, το οποίο δίνεται από τη σχέση [11], [12]:
Aναμενόμενη Τιμή − Μετρούμενη Τιμή
𝐿𝐿𝐿𝐿 = × 100% (2.48)
Aναμενόμενη Τιμή
όπου αναμενόμενη τιμή η τιμή του ρεύματος ή της τάσης που θεωρητικά περιμένουμε να βρούμε από το
κύκλωμα που μελετάμε και μετρούμενη τιμή η τιμή που μετράμε με το αμπερόμετρο ή το βολτόμετρο
αντίστοιχα.
Επομένως, από την ανάλυση που προηγήθηκε σχετικά με την επίδραση της εσωτερικής αντίστασης των
οργάνων στη μέτρηση των ηλεκτρικών μεγεθών αντιλαμβανόμαστε ότι στην πράξη είναι αδύνατο να έχουμε
όργανο μέτρησης με μηδενικό φαινόμενο επίδρασης φορτίου, λόγω του γεγονότος ότι η χρήση του επιδρά
αναγκαστικά στη λειτουργία του κυκλώματος.
Για να γίνει περισσότερο αντιληπτό αυτό το γεγονός ας μελετήσουμε τα δύο επόμενα παραδείγματα.
Παράδειγμα 2.10
Για το κύκλωμα του Σχ. 2.22 να υπολογιστεί το φαινόμενο επίδρασης φορτίου κατά τη μέτρηση των τάσεων
V1 και V2 στα άκρα των αντιστάσεων R1 = 1 ΜΩ και R2 = 9 ΜΩ, αν χρησιμοποιηθεί ένα βολτόμετρο που έχει
εσωτερική αντίσταση ίση με r = 1 ΜΩ. Δίνεται: υ = 10 V.
Λύση:
Καταρχάς, θα υπολογίσουμε τις τάσεις υ1 και υ2 στα άκρα των δύο αντιστάσεων R1 και R2 του κυκλώματος
χωρίς να είναι το βολτόμετρο συνδεδεμένο σε αυτό, προκειμένου να βρούμε τις αναμενόμενες τιμές τάσης που
απαιτεί η Εξ. (2.48) που δίνει το φαινόμενο επίδρασης φορτίου. Επομένως, με τη χρήση της Εξ. (2.30) για το
κύκλωμα του απλού διαιρέτη τάσης (χωρίς φορτίο) προκύπτει:
𝑅𝑅1 1 ΜΩ 1 ΜΩ
𝜐𝜐1 = 𝜐𝜐 = (10 V) = (10 V) = 1 V
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 (1 ΜΩ) + (9 ΜΩ) 10 ΜΩ
και
Παράδειγμα 2.11
Για το κύκλωμα του Σχ. 2.23 να υπολογιστεί το φαινόμενο επίδρασης φορτίου κατά τη μέτρηση των εντάσεων
των ρευμάτων i, i1 και i2, αν χρησιμοποιηθεί ένα αμπερόμετρο που έχει εσωτερική αντίσταση ίση με r = 1 Ω.
Δίνονται: υ = 0.1 V, R1 = 1 Ω και R2 = 10 Ω.
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 77
Σχήμα 2.23 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 2.11.
Λύση:
Αρχικά θα υπολογίσουμε τις αναμενόμενες εντάσεις των ρευμάτων i1 και i2, που διαρρέουν τις δύο
αντιστάσεις R1 και R2 του κυκλώματος, χρησιμοποιώντας τον νόμο του Ohm. Δηλαδή
𝜐𝜐 0.1 V
𝑖𝑖1 = = = 0.1 A
𝑅𝑅1 1Ω
και
𝜐𝜐 0.1 V
𝑖𝑖2 = = = 0.01 A
𝑅𝑅2 10 Ω
Το συνολικό αναμενόμενο ρεύμα i μπορεί να υπολογιστεί με τη βοήθεια του νόμου των ρευμάτων του
Kirchhoff. Δηλαδή
𝑖𝑖 = 𝑖𝑖1 + 𝑖𝑖2 = (0.1 A) + (0.01 A) = 0.11 A
Προκειμένου να μετρήσουμε με το αμπερόμετρο, π.χ. το ρεύμα i1 που διαρρέει την αντίσταση R1, πρέπει
να «ανοίξουμε» το κύκλωμα στον κλάδο που περιέχει την αντίσταση αυτή και να παρεμβάλουμε σε σειρά το
αμπερόμετρο (βλ. Σχ. 2.23). Οπότε, το μετρούμενο ρεύμα i1L είναι:
𝜐𝜐 0.1 V
𝑖𝑖1L = = = 0.05 A
𝑅𝑅1 + 𝑟𝑟 (1 Ω) + (1 Ω)
και αντίστοιχα
𝜐𝜐 0.1 V
𝑖𝑖2L = = = 0.009 A
𝑅𝑅2 + 𝑟𝑟 ( 10 Ω) + (1 Ω)
όπου r η εσωτερική αντίσταση του αμπερομέτρου.
Αν χρησιμοποιήσουμε το αμπερόμετρο για να μετρήσουμε το ρεύμα i, τότε η συνολική αντίσταση του
κυκλώματος, λαμβάνοντας υπόψη και την εσωτερική αντίσταση r του αμπερομέτρου, είναι:
𝑅𝑅 = 𝑟𝑟 + 𝑅𝑅1 ||𝑅𝑅2 = 1 Ω + (1 Ω)||(10 Ω) = 1.909 Ω
Άρα, με τη βοήθεια του νόμου του Ohm μπορεί να προκύψει το συνολικό μετρούμενο ρεύμα. Δηλαδή:
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 79
Σχήμα 2.24 Το κύκλωμα μέτρησης πολύ μεγάλης άγνωστης αντίστασης, με τη χρήση αμπερομέτρου και βολτομέτρου.
Αν ωστόσο η άγνωστη αντίσταση R είναι πολύ μικρή, χρησιμοποιούμε το κύκλωμα του Σχ. 2.25 για να τη
μετρήσουμε με τη βοήθεια του αμπερομέτρου και του βολτομέτρου. Σε αυτήν την περίπτωση ισχύει:
𝑖𝑖A = 𝑖𝑖 + 𝑖𝑖V
ή
𝜐𝜐𝑉𝑉 𝜐𝜐𝑉𝑉
𝑖𝑖A = +
𝑅𝑅 𝑟𝑟𝑉𝑉
ή
1
𝑅𝑅 =
𝑖𝑖𝐴𝐴 1
−
𝜐𝜐𝑉𝑉 𝑟𝑟𝑉𝑉
𝜐𝜐V
Επομένως, αν rV → ∞ τότε 𝑅𝑅 = . Δηλαδή, και σε αυτήν την περίπτωση η άγνωστη αντίσταση
𝑖𝑖A
προσδιορίζεται με τη βοήθεια των ενδείξεων του αμπερομέτρου και του βολτομέτρου.
Σχήμα 2.25 Το κύκλωμα μέτρησης πολύ μικρής άγνωστης αντίστασης, με τη χρήση αμπερομέτρου και βολτομέτρου.
όπου Nb είναι ο αριθμός των κλάδων του κυκλώματος και υk(t), ik(t) η τάση και το ρεύμα του k κλάδου τη
χρονική στιγμή t, αντίστοιχα.
Εφόσον, το γινόμενο υk(t) ∙ ik(t) εκφράζει την ισχύ που μεταφέρεται ή προσφέρεται από τον κλάδο k στο
κύκλωμα, το θεώρημα του Tellegen εκφράζει την αρχή διατήρησης της ενέργειας στα συγκεντρωμένα
ηλεκτρικά κυκλώματα (η συνολική ισχύς είναι μηδέν). Δηλαδή, η ροή της ενέργειας γίνεται μόνο διαμέσου των
κλάδων και δεν ακτινοβολείται ενέργεια.
Επίσης, αφού στην ουσία η ενέργεια είναι το χρονικό ολοκλήρωμα της ισχύος, η οποία διατηρείται, θα
διατηρείται και η ενέργεια. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει περίπτωση να παράγεται ενέργεια που να μην
καταναλώνεται από το κύκλωμα ούτε να καταναλώνεται ενέργεια που να μην παράγεται από το κύκλωμα.
Για να γίνει κατανοητό το θεώρημα του Tellegen ας εξετάσουμε το επόμενο παράδειγμα.
Παράδειγμα 2.12
Στο κύκλωμα του Σχ. 2.26 να εξεταστεί η ισχύς του θεωρήματος του Tellegen.
i1 R1 Β i3 R3
A _ _ Γ
+ υ1 + υ3
i2
+ _
+
Ε1 _ υ2 R 2 Ε2
_ +
Λύση:
Για τον σκοπό αυτής της άσκησης χρησιμοποιείται το κύκλωμα του Σχ. 2.14, το οποίο έχει ξαναγραφεί όπως
φαίνεται στο Σχ. 2.26, όπου απεικονίζονται και οι απλοί κόμβοι του, γιατί οι διαφορές δυναμικού στα άκρα του
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 81
κάθε ηλεκτρικού στοιχείο που περιλαμβάνει θα γραφούν αναλυτικά με τη βοήθεια των δυναμικών των κόμβων.
Δηλαδή:
𝛦𝛦1 = 𝜐𝜐𝛢𝛢 − 𝜐𝜐𝛥𝛥
𝜐𝜐1 = 𝜐𝜐𝛢𝛢 − 𝜐𝜐𝛣𝛣
𝜐𝜐2 = 𝜐𝜐𝛣𝛣 − 𝜐𝜐𝛥𝛥
𝜐𝜐3 = 𝜐𝜐𝛣𝛣 − 𝜐𝜐𝛤𝛤
𝛦𝛦2 = 𝜐𝜐𝛥𝛥 − 𝜐𝜐𝛤𝛤
Επομένως, η Εξ. (2.51) γράφεται αναλυτικά ως εξής:
𝑝𝑝(𝑡𝑡) = −𝑖𝑖1 ∙ 𝐸𝐸1 +𝑖𝑖1 ∙ 𝜐𝜐1 +𝑖𝑖2 ∙ 𝜐𝜐2 +𝑖𝑖3 ∙ 𝜐𝜐3 −𝑖𝑖3 ∙ 𝛦𝛦2
ή
𝑝𝑝(𝑡𝑡) = −𝑖𝑖1 ∙ (𝜐𝜐𝛢𝛢 − 𝜐𝜐𝛥𝛥 ) + 𝑖𝑖1 ∙ (𝜐𝜐𝛢𝛢 − 𝜐𝜐𝛣𝛣 ) + 𝑖𝑖2 ∙ (𝜐𝜐𝛣𝛣 − 𝜐𝜐𝛥𝛥 ) + 𝑖𝑖3 ∙ (𝜐𝜐𝛣𝛣 − 𝜐𝜐𝛤𝛤 ) − 𝑖𝑖3 ∙ (𝜐𝜐𝛥𝛥 − 𝜐𝜐𝛤𝛤 )
ή με αναγωγή ομοίων όρων προκύπτει:
𝑝𝑝(𝑡𝑡) = 𝜐𝜐𝛢𝛢 (−𝑖𝑖1 + 𝑖𝑖1 ) + 𝜐𝜐𝛣𝛣 (−𝑖𝑖1 + 𝑖𝑖2 + 𝑖𝑖3 ) + 𝜐𝜐𝛤𝛤 (−𝑖𝑖3 + 𝑖𝑖3 ) + 𝜐𝜐𝛥𝛥 (−𝑖𝑖2 + 𝑖𝑖1 − 𝑖𝑖3 )
Oι όροι όμως εντός των παρενθέσεων, στην προηγούμενη σχέση, είναι όλοι μηδενικοί, όπως προκύπτει
από τον νόμο των ρευμάτων του Kirchhoff (Παράδειγμα 2.7). Άρα, η συνολική ισχύς είναι μηδέν και επομένως
ισχύει το θεώρημα του Tellegen στο κύκλωμα του Σχ. 2.26.
• Επιλέξτε τις αντιστάσεις με ονομαστικές τιμές: R1 = 1 kΩ, R2 = 1.5 kΩ, R3 = 3.3 kΩ.
• Με τη χρήση του πολυμέτρου (ωμομέτρου) μετρήστε τις πραγματικές τιμές των αντιστάσεων.
• Υπολογίστε την απόκλιση (%) των πραγματικών από τις ονομαστικές τιμές των αντιστάσεων με τη
|R −R |
βοήθεια της σχέσης ΔR = Π Θ ∙ 100%, όπου RΘ η ονομαστική τιμή της αντίστασης και RΠ η
RΘ
πραγματική τιμή της αντίστασης όπως μετρήθηκε με το πολύμετρο.
Πίνακας 2.1 Οι τιμές (ονομαστικές και πραγματικές) των αντιστάσεων, καθώς και οι αποκλίσεις τους.
R2
R3
• Να πραγματοποιηθεί στο breadboard το κύκλωμα του διαιρέτη τάσης με τις τρεις αντιστάσεις του Σχ.
2.18, αρχικά χωρίς την αντίσταση φορτίου RL.
• Με την πηγή τάσης υ συνδεδεμένη στο κύκλωμα ρυθμίστε την τιμή της τάσης που παρέχει η πηγή
στο κύκλωμα με τη βοήθεια του πολυμέτρου (βολτομέτρου) στα 10 V.
• Μετρήστε με το πολύμετρο (βολτόμετρο) τις τάσεις υ1, υ2, υ3, στα άκρα των αντιστάσεων R1, R2, και
R3 αντίστοιχα. Να υπολογιστεί η % απόκλιση των πειραματικών από τις θεωρητικές τιμές.
(Επισήμανση: Οι θεωρητικές τιμές των τάσεων θα προκύψουν με εφαρμογή της σχέσης που
παρουσιάστηκε στο Παράδειγμα 2.8. Για τον σκοπό αυτό, θα χρησιμοποιηθούν οι πραγματικές τιμές
των αντιστάσεων και όχι οι ονομαστικές τους.)
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 83
Πίνακας 2.2 Οι τιμές των τάσεων (θεωρητικές και πειραματικές) στα άκρα των αντιστάσεων,
καθώς και οι αποκλίσεις τους.
υ2
υ3
3. Μέτρηση Ρεύματος
• Συνδέστε το ηλεκτρονικό πολύμετρο ως αμπερόμετρο σε σειρά στο κύκλωμα και μετρήστε την
ένταση i του ρεύματος. Με τη βοήθεια του νόμου του Ohm, υπολογίστε έμμεσα ξανά τις τάσεις υ1,
υ2, υ3.
• Μεταφέρετε τα προηγούμενα αποτελέσματα στον παρακάτω Πίνακα 2.3. Στη στήλη των θεωρητικών
τιμών μεταφέρετε τα αποτελέσματα από τον Πίνακα 2.2.
Πίνακας 2.3 Οι τιμές των τάσεων (θεωρητικές και πειραματικές) στα άκρα των αντιστάσεων,
καθώς και οι αποκλίσεις τους.
υ2
υ3
• Συνδέουμε στα άκρα της αντίστασης R3 ένα ποτενσιόμετρο 1 ΜΩ, ως ροοστάτη, όπως απεικονίζεται
στο Σχ. 2.18, ώστε να παίξει τον ρόλο της αντίστασης φορτίου RL.
• Υπολογίστε θεωρητικά την τιμή της RL ώστε η τιμή της απόκλισης (α) της υ3L από τη υ3 να είναι
μικρότερη από 1%.
• Μετρήστε με το ηλεκτρονικό πολύμετρο (βολτόμετρο) τις τάσεις υ1, υ2, υ3L, στα άκρα των
αντιστάσεων R1, R2, και R3 αντίστοιχα για τιμές RL = 1 kΩ, 10 kΩ, 100 kΩ, 500 kΩ και 950 kΩ.
(Επισήμανση: Την αντίσταση του ποτενσιομέτρου θα τη ρυθμίζετε στην τιμή που επιθυμείτε με τη
βοήθεια του ωμομέτρου, αφού την έχετε αποσυνδέσει κάθε φορά από το κύκλωμα.)
• Μεταφέρετε τα προηγούμενα αποτελέσματα στον παρακάτω Πίνακα 2.4.
10
100
500
950
• Να συγκρίνετε την τάση υ3L στα άκρα της αντίστασης και R3 στο κύκλωμα του διαιρέτη τάσης με
φορτίο RL, σε σχέση με την αντίστοιχη μέτρηση της τάσης υ3 στο κύκλωμα του απλού διαιρέτη τάσης
(βλ. Πίνακα 2.2) και να συμπληρώσετε τον Πίνακα 2.5 βρίσκοντας τις αντίστοιχες αποκλίσεις.
Πίνακας 2.5 Σύγκριση των τιμών των τάσεων υ3L και υ3, για τις διάφορες τιμές της αντίστασης φορτίου.
10
100
500
950
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 85
2.10 Πρόγραμμα Προσομοίωσης
2.10.1 Οδηγίες
Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε πώς μπορούμε, αφού έχουμε σχεδιάσει το υπό μελέτη κύκλωμά μας στο
MultisimLive, να μετρήσουμε τα ηλεκτρικά μεγέθη της τάσης και του ρεύματος.
Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να ακολουθήσουμε τα εξής απαραίτητα βήματα:
• Να μην ξεχνάμε ποτέ να τοποθετούμε τη γείωση στο κύκλωμά μας. Τη γείωση Ground μπορούμε να
τη βρούμε από το κατακόρυφο μενού των στοιχείων και συγκεκριμένα στο υπο-μενού Schematic
Connectors. Όπως αναφέρθηκε στην Παράγραφο 1.5.4, η γείωση είναι τις περισσότερες φορές ο
κόμβος στον οποίο συνδέονται τα περισσότερα στοιχεία του κυκλώματος και συνήθως τοποθετείται
στο κάτω μέρος του σχηματικού διαγράμματος του κυκλώματός μας. Επιπλέον, στα προγράμματα
προσομοίωσης ηλεκτρικών κυκλωμάτων, όπως το MultisimLive, η γείωση αποτελεί ουσιαστικό
στοιχείο που πρέπει να καθοριστεί προκειμένου το κύκλωμα να επιλυθεί αριθμητικά και να
υπολογιστούν από τα προγράμματα αυτά τα σωστά μεγέθη των τάσεων και των ρευμάτων που
διαρρέουν το υπό εξέταση κύκλωμα. Σε διαφορετική περίπτωση το MultisimLive θα εμφανίσει το
μήνυμα Errors and Warnings.
• Για τη μέτρηση των τάσεων και του ρεύματος θα πρέπει να τοποθετηθούν στο κύκλωμα που έχουμε
σχεδιάσει οι αντίστοιχοι ανιχνευτές τάσης και ρεύματος που το MultisimLive διαθέτει. Αυτούς θα
τους βρείτε επίσης στο κατακόρυφο μενού των στοιχείων και συγκεκριμένα στο υπο-μενού Analysis
and Annotation. Όπως βλέπουμε στο Σχ. 2.27, το MultisimLive διαθέτει, μεταξύ άλλων, ανιχνευτή
τάσης, ρεύματος, αλλά και κοινό ανιχνευτή που μετράει ταυτόχρονα τόσο την τάση όσο και το ρεύμα.
Για να μετρήσουμε το μέγεθος που μας ενδιαφέρει αρκεί να τοποθετήσουμε τον αντίστοιχο ανιχνευτή
σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο (για την τάση) και σε κάποιον συγκεκριμένο κλάδο (για το ρεύμα).
Θα πρέπει ωστόσο να αναφέρουμε ότι η τάση μετριέται πάντα σε σχέση με τη γείωση του κυκλώματος
που έχουμε εμείς καθορίσει. Επομένως, αν θέλουμε να μετρήσουμε την τάση στα άκρα μιας
αντίστασης, της οποίας κανένας από τους δύο ακροδέκτες δεν βρίσκεται στη γείωση, τότε
χρησιμοποιούμε δύο ανιχνευτές τάσεων για να μετρήσουμε τα δυναμικά στους δύο ακροδέκτες του
και αφαιρούμε τις τιμές αυτές για να προκύψει η διαφορά δυναμικού (τάση) πάνω στην αντίσταση
(Σχ. 2.28).
2.10.2 Εφαρμογές
Για την εξάσκηση του αναγνώστη με την πραγματοποίηση των μετρήσεων στο MultisimLive προτείνονται να
πραγματοποιηθούν οι δύο επόμενες ασκήσεις:
1. Να σχεδιαστεί στο MultisimLive το κύκλωμα του διαιρέτη τάσης με τις τρεις αντιστάσεις του Σχ. 2.18,
αρχικά χωρίς την αντίσταση φορτίου RL. Για τον σκοπό αυτό θα χρησιμοποιηθούν οι τιμές των
αντιστάσεων που μετρήθηκαν στο βήμα 1 της πειραματικής άσκησης αυτού του Κεφαλαίου.
Προσοχή: H γείωση του κυκλώματος θα τοποθετηθεί στον αρνητικό πόλο της πηγής τάσης.
Επομένως, στο κύκλωμα αυτό ζητείται να μετρηθούν στο MultisimLive τα ακόλουθα:
• Οι τάσεις υ1, υ2, υ3, στα άκρα των αντιστάσεων R1, R2, και R3.
Προσοχή: Για τη μέτρηση των τάσεων ακολουθήστε την οδηγία που δόθηκε.
• Το ρεύμα i που διαρρέει το κύκλωμα του διαιρέτη τάσης.
Να συγκριθούν τα αποτελέσματα που βρέθηκαν με τα αντίστοιχα που είχαν βρεθεί πειραματικά, στο
πλαίσιο της πειραματικής άσκησης.
Στη συνέχεια να τοποθετηθεί, στα άκρα της αντίστασης R3, το ποτενσιόμετρο που διαθέτει το
MultisimLive, ως ροοστάτης, ώστε να παίξει τον ρόλο της αντίστασης φορτίου RL. Επομένως, στο
κύκλωμα του διαιρέτη τάσης με φορτίο να μετρήσετε τις τάσεις υ1, υ2, υ3L, στα άκρα των αντιστάσεων
R1, R2, και R3 αντίστοιχα για τιμές RL = 1 kΩ, 10 kΩ, 100 kΩ, 500 kΩ και 950 kΩ. Τέλος, να συγκριθούν
τα αποτελέσματα που βρέθηκαν με τα αντίστοιχα που είχαν βρεθεί στο βήμα 4 της πειραματικής
άσκησης.
2. Να σχεδιαστεί στο MultisimLive το κύκλωμα του διαιρέτη ρεύματος του Σχ. 2.20, που
χρησιμοποιήθηκε στο Παράδειγμα 2.9.
Προσοχή: Η γείωση του κυκλώματος θα τοποθετηθεί στο κάτω άκρο της αντίστασης των
10 kΩ.
Στο κύκλωμα αυτό να μετρηθούν τα ρεύματα που διαρρέουν τους αντιστάτες των 10 kΩ και 15 kΩ
και να επαληθευτεί ο νόμος των ρευμάτων του Kirchhoff, για τα ρεύματα του κυκλώματος.
Επιπλέον, να μετρηθεί η τάση στα άκρα των αντιστάσεων των 10 kΩ και 15 kΩ και να υπολογιστεί η
τάση στα άκρα της αντίστασης των 5 kΩ.
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 87
2.11 Ασκήσεις
2.1 Βρείτε την τιμή της αντίστασης R του νήματος ενός λαμπτήρα με ονομαστικές τιμές ισχύος 100 W και
τάσης 220 V.
2.2 (α) Υπολογίστε το ρεύμα i όταν ο διακόπτης στο κύκλωμα του Σχ. 2.29 βρίσκεται στη θέση Α.
(β) Επίσης, υπολογίστε το ρεύμα i όταν ο διακόπτης βρεθεί στη θέση Β.
A Β
+ i
100 Ω 10 V _ 200 Ω
2.3 Για το κύκλωμα του Σχ. 2.30 υπολογίστε την ισοδύναμη αντίσταση στα σημεία Α και Β.
Req 5Ω 4Ω
Β
8Ω 2Ω
2.4 Για το κύκλωμα του Σχ. 2.31 υπολογίστε την ισοδύναμη αντίσταση Req μεταξύ των σημείων Α και Β.
Req 10 Ω 10 Ω 10 Ω
Β
10 Ω 10 Ω 10 Ω
Β 6Ω 5Ω
_
6V 20 Ω 20 Ω 10 Ω
+
R eq
10 Ω A 4Ω 5Ω
2.6 Στο κύκλωμα του Σχ. 2.33 υπολογίστε τα ρεύματα i1 και i2.
i1 6Ω
i2
+
4Ω 2Ω 4Ω _ 20 V
2.7 Στο κύκλωμα του Σχ. 2.34 υπολογίστε τη διαφορά δυναμικού υ στα σημεία Α και Β, καθώς και το
ρεύμα i.
A i 2 mS 3 mS
+
10 mA υ 2 mS 1 mS 6 mS
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 89
2.8 Στο κύκλωμα του Σχ. 2.35 υπολογίστε την τάση υ και το ρεύμα i.
i 5Ω 12 Ω 25 Ω
10 Ω +
20 Ω
+ υ 20 Ω
10 V _ 15 Ω
10 Ω _
2.9 Στο κύκλωμα του Σχ. 2.36 υπολογίστε τα ρεύματα που αναγράφονται.
5Ω i1 i3 10 Ω
i2 i4
20 Ω 15 Ω
10 mA
2.10 Στο κύκλωμα του Σχ. 2.37 υπολογίστε την ισοδύναμη αντίσταση Req μεταξύ των σημείων Α και Β.
10 Ω 12 Ω
A Β
40 Ω R eq 6Ω
Α R1
+
υ +
_
R2 RL υ0L
Req _
Β
Σχήμα 2.38 Το κύκλωμα της άσκησης 2.11.
2.12 Στο κύκλωμα του διαιρέτη τάσης του Σχ. 2.39 η δεύτερη αντίσταση είναι ένα ποτενσιόμετρο, του
οποίου η αντίσταση R διαιρείται σε δύο αντιστάσεις aR και (1 – a)R, με 0 ≤ a ≤ 1. Βρείτε τον λόγο
υ0/υ.
R Α
+
υ +
_ R υ0
aR
_
Β
Σχήμα 2.39 Το κύκλωμα της άσκησης 2.12.
2.13 Ένα μοντέλο αμπερομέτρου αποτελείται από ένα ιδανικό αμπερόμετρο σε σειρά με την εσωτερική του
αντίσταση r = 20 Ω. Το αμπερόμετρο αυτό συνδέεται σε σειρά με μια άγνωστη αντίσταση RX, όπως
φαίνεται στο Σχ. 2.40, και σημειώνεται η ένδειξή του. Όταν μια μεταβλητή αντίσταση R τοποθετηθεί
όπως στο σχήμα, η ένδειξη του αμπερομέτρου πέφτει στο μισό της προηγούμενης ένδειξης και η τιμή
της μεταβλητής αντίστασης είναι R = 65 Ω. Ποια είναι η τιμή του RX;
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 91
RX
i A R
2.14 Ένα μοντέλο βολτομέτρου χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της τάσης υ0 στο κύκλωμα του Σχ. 2.41.
Το βολτόμετρο αποτελείται από ένα ιδανικό βολτόμετρο παράλληλα με μια αντίσταση των r = 200
kΩ. Αν γνωρίζουμε ότι: υ = 50 V, R1 = 10 kΩ και R2 = 20 kΩ, υπολογίστε τη υ0 με και χωρίς το
βολτόμετρο όταν:
(α) R3 = 1 kΩ,
(β) R3 = 20 kΩ,
(γ) R3 = 200 kΩ.
R1
R2
υ +
_
+
R3 υ0 r v
_
2.15 Για το κύκλωμα του Σχήματος 2.42, υπολογίστε χρησιμοποιώντας τους νόμους του Kirchhoff:
(α) το ρεύμα στην αντίσταση των 4 Ω και
(β) τη διαφορά δυναμικού μεταξύ των σημείων Α και Β.
24 V
_ 8Ω
+
A
+ 4Ω Β
16 V _
12 Ω
16 Ω 6Ω
12 Ω 2Ω
+ +
8V _ _ 24 V
2.17 Να επιλυθεί το κύκλωμα του Σχ. 2.44 με τη βοήθεια των νόμων του Kirchhoff.
20 V
+
_ 10 Ω
15 V
20 Ω _ + 5Ω
_
10 Ω +
40 V
2.18 Για το κύκλωμα του Σχήματος 2.45, υπολογίστε χρησιμοποιώντας τους νόμους του Kirchhoff:
(α) τα ρεύματα που διαρρέουν όλες τις αντιστάσεις και
(β) τη διαφορά δυναμικού μεταξύ των σημείων Α και Β.
4Ω Α 8Ω
6Ω
+ + +
35 V _ 30 V _ _ 40 V
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 93
2.19 Για το κύκλωμα του Σχήματος 2.46, υπολογίστε χρησιμοποιώντας τους νόμους του Kirchhoff:
(α) τα ρεύματα που διαρρέουν όλες τις αντιστάσεις και
(β) τη διαφορά δυναμικού στα άκρα της αντίστασης των 100 Ω.
100 Ω 40 Ω 10 Ω 30 Ω
+ _ +
20 V _ 50 V _ 10 V
+
2.20 Στο κύκλωμα του Σχ. 2.47 η ένδειξη του αμπερομέτρου είναι 4 Α. Υπολογίστε χρησιμοποιώντας τους
νόμους του Kirchhoff:
(α) τα ρεύματα που διαρρέουν όλες τις αντιστάσεις και
(β) την τάση Ε της άγνωστης πηγής.
20 V
+
_ 15 Ω
10 Ω
A
+ _
4Ω
Ε
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 95
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Γέφυρα Wheatstone -
Μετασχηματισμοί Τριγώνου σε
Αστέρα
Σύνοψη
Το Κεφάλαιο αυτό είναι εστιασμένο στο κύκλωμα της γέφυρας Wheatstone, που είναι ένα κύκλωμα σύνθετης
συνδεσμολογίας αντιστάσεων, το οποίο είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για ακριβείς μετρήσεις αντιστάσεων στην περιοχή
από 1Ω μέχρι 1ΜΩ. Επίσης, θα παρουσιαστούν οι μετασχηματισμοί δικτυωμάτων τριγώνου σε αστέρα και
αντίστροφα, οι οποίοι είναι χρήσιμοι σε κυκλώματα στα οποία η συνδεσμολογία αντιστάσεων δεν μπορεί να
απλοποιηθεί και να αναχθεί σε μια μοναδική ισοδύναμη αντίσταση συνδεδεμένη στους ακροδέκτες της πηγής, αν
περιοριστούμε στις απλές μετατροπές συνδεδεμένων αντιστάσεων σε σειρά ή παράλληλα.
Προαπαιτούμενη γνώση
Νόμος του Ohm, Νόμοι του Kirchhoff, Σύνδεση Αντιστάσεων σε Σειρά και Παράλληλα.
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 97
𝑖𝑖3 ∙ 𝑅𝑅3 = 𝑖𝑖X ∙ 𝑅𝑅X (3.3)
και
𝑖𝑖1 ∙ 𝑅𝑅1 = 𝑖𝑖2 ∙ 𝑅𝑅2 (3.4)
Με διαίρεση κατά μέλη των Εξ. (3.3) και (3.4) βρίσκουμε:
𝑅𝑅3 𝑅𝑅X
= (3.5)
𝑅𝑅1 𝑅𝑅2
ή λύνοντας ως προς την άγνωστη αντίσταση RX προκύπτει ότι:
𝑅𝑅2
𝑅𝑅X = 𝑅𝑅3 ∙ (3.6)
𝑅𝑅1
R1 i1
i2 R2
iG
υ +
_ A i3 Β
iX
R3 RΧ
R2
Από την Εξ. (3.6) μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αν R1 = R2, ο λόγος θα είναι ίσος με τη μονάδα και η
R1
άγνωστη αντίσταση RX θα είναι ίση με τη μεταβλητή αντίσταση R3. Για να συμβεί αυτό, η μεταβλητή αντίσταση
R3 θα πρέπει να μπορεί να πάρει τιμές στην περιοχή τιμών, που θα περιλαμβάνει και την τιμή της άγνωστης
αντίστασης RX. Επομένως, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν σχεδιάζουμε και φτιάχνουμε το κύκλωμα της
γέφυρας Wheatstone, έτσι ώστε η μεταβλητή αντίσταση R3 να καλύπτει το εύρος τιμών της υπό μέτρηση
άγνωστης αντίστασης. Δηλαδή, αν πρόκειται να μετρήσουμε μια άγνωστη αντίσταση για π.χ. 10 kΩ, θα πρέπει
να χρησιμοποιήσουμε μεταβλητή αντίσταση ίση ή μεγαλύτερη από 10 kΩ. Σε περίπτωση όμως που
χρησιμοποιήσουμε μεταβλητή αντίσταση μικρότερης τιμής, για π.χ. 1 kΩ, τότε το κύκλωμα της γέφυρας
Wheatstone δεν θα μπορέσει να ισορροπήσει.
Επιπλέον, αν και από την Εξ. (3.6) προκύπτει ότι η άγνωστη αντίσταση RX μπορεί να μεταβάλλεται από
τιμή μηδέν μέχρι θεωρητικά άπειρη, ωστόσο λόγω διάφορων φαινομένων, το κύκλωμα της γέφυρας Wheatstone
περιορίζεται σε μετρήσεις αντιστάσεων σε μια περιοχή τιμών από 1 Ω έως 1 ΜΩ. Πιο συγκεκριμένα, η
ανάπτυξη θερμοηλεκτρικών τάσεων στις επαφές ανόμοιων μετάλλων ή εξαιτίας θερμότητας Joule, το κύκλωμα
της γέφυρας Wheatstone δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μέτρηση πολύ μικρών άγνωστων αντιστάσεων
(RX < 1 Ω). Επιπλέον, η ανάπτυξη ρευμάτων διαρροής στις μονώσεις καθιστά αδύνατη τη μέτρηση πολύ
μεγάλων αντιστάσεων (RX > 1 ΜΩ).
Παράδειγμα 3.1
Λύση:
(α) Για να διαπιστώσουμε αν το κύκλωμα της γέφυρας Wheatstone του Σχ. 3.2 ισορροπεί, εξετάζουμε αν ισχύει
η Εξ. (3.5).
Δηλαδή:
20 Ω 40 Ω
=
5Ω 10 Ω
που προφανώς ισχύει.
Άρα, το κύκλωμα της γέφυρας Wheatstone του Σχ. 3.2 ισορροπεί.
(β) Επομένως, εφόσον η γέφυρα ισορροπεί, όπως αποδείχτηκε στο ερώτημα (α), μπορούμε να προσδιορίσουμε
τα ρεύματα που διαρρέουν τις αντιστάσεις με τους δύο διαφορετικούς τρόπους που περιγράφονται στη
συνέχεια.
1ος Τρόπος:
Εφόσον το κύκλωμα της γέφυρας Wheatstone του Σχ. 3.2 ισορροπεί, η διαφορά δυναμικού μεταξύ των σημείων
Α και Β είναι μηδέν και επομένως ο κλάδος ΑΒ μπορεί να αντικατασταθεί με ένα βραχυκύκλωμα, όπως
φαίνεται στο Σχ. 3.3.
Η συνολική ισοδύναμη αντίσταση Req του κυκλώματος είναι:
𝑅𝑅eq = 𝑅𝑅 + (𝑅𝑅1 ||𝑅𝑅2 ) + (𝑅𝑅3 ||𝑅𝑅X ) = 26.666 Ω
Επομένως, από τον νόμο του Ohm μπορούμε να υπολογίσουμε το συνολικό ρεύμα i που διαρρέει την πηγή.
Δηλαδή:
𝜐𝜐
𝑖𝑖 = = 1.125 Α
𝑅𝑅eq
Τα υπόλοιπα ρεύματα μπορούν να βρεθούν από την εφαρμογή του διαιρέτη ρεύματος. Δηλαδή:
𝑅𝑅2
𝑖𝑖1 = 𝑖𝑖 = 0.75 Α
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2
𝑅𝑅1
𝑖𝑖2 = 𝑖𝑖 = 0.375 Α
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2
𝑅𝑅Χ
𝑖𝑖3 = 𝑖𝑖 = 0.75 Α
𝑅𝑅3 + 𝑅𝑅Χ
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ 99
𝑅𝑅3
𝑖𝑖Χ = 𝑖𝑖 = 0.375 Α
𝑅𝑅3 + 𝑅𝑅Χ
R
i
R1 i1
i2 R2
υ +
_ A i3 Β
iX
R3 RΧ
Σχήμα 3.3 Το κύκλωμα της γέφυρας Wheatstone του Παραδείγματος 3.1, με βραχυκυκλωμένο τον κλάδο ΑΒ.
2ος Τρόπος:
Ο κλάδος που περιλαμβάνει την αντίσταση R4 δεν διαρρέεται από ρεύμα (i4 = 0), εφόσον η γέφυρα βρίσκεται
σε ισορροπία, επομένως μπορεί να αντικατασταθεί με ανοικτό κύκλωμα (Σχ. 3.4).
R
i
R1 i1
i2 R2
υ +
_ A i3 Β
iX
R3 RΧ
Σχήμα 3.4 Το κύκλωμα της γέφυρας Wheatstone του Παραδείγματος 3.1, με ανοικτό τον κλάδο ΑΒ.
Σε αυτή την περίπτωση η συνολική ισοδύναμη αντίσταση Req του κυκλώματος είναι:
𝑅𝑅eq = 𝑅𝑅 + (𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅3 )||(𝑅𝑅2 + 𝑅𝑅X ) = 26.666 Ω
η οποία όπως προκύπτει είναι ακριβώς η ίδια με εκείνη που υπολογίσαμε με τον 1ο τρόπο επίλυσης του
κυκλώματος.
Επομένως, από τον νόμο του Ohm μπορούμε να υπολογίσουμε το συνολικό ρεύμα i που διαρρέει την πηγή.
Δηλαδή:
𝜐𝜐
𝑖𝑖 = = 1.125 Α
𝑅𝑅eq
Για τα υπόλοιπα ρεύματα των τεσσάρων κλάδων της γέφυρας Wheatstone του Σχ. 3.4 ισχύει ότι:
𝑖𝑖1 = 𝑖𝑖3
και
Παρατήρηση 1:
Πώς θα υπολογίσουμε τα ρεύματα που διαρρέουν τις αντιστάσεις του κυκλώματος του Σχ. 3.2, αν η γέφυρα δεν
βρίσκεται σε ισορροπία;
Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να επιλυθεί το κύκλωμα, π.χ. χρησιμοποιώντας τους νόμους του
Kirchhoff, όπως μάθαμε στο προηγούμενο Κεφάλαιο. Ως εφαρμογή μπορείτε να λύσετε την Άσκηση 3.1 που
παρατίθεται στο τέλος του Κεφαλαίου.
RΓ RΓ
1 3 1 3
RΒ RΑ RΒ RΑ
2 4 2 4
(α) (β)
R1 R2
R3
R3
2 4 2 4
(α) (β)
Παρατήρηση 2:
Από τις Εξ. (3.13) - (3.15) για τη μετατροπή του δικτυώματος τύπου Δ σε Υ διαπιστώνουμε ότι και οι τρεις
σχέσεις έχουν στον παρονομαστή τους το άθροισμα των τριών αντιστάσεων του δικτυώματος τύπου Δ, ενώ
στις αντίστοιχες Εξ. (3.18) - (3.20) για τη μετατροπή του δικτυώματος τύπου Υ σε Δ διαπιστώνουμε ότι και οι
τρεις σχέσεις έχουν στον αριθμητή τους το άθροισμα των γινομένων των αντιστάσεων ανά δύο.
Ωστόσο, δεν χρειάζεται να απομνημονεύσουμε τις προαναφερθείσες σχέσεις για τους μετασχηματισμούς
των δικτυωμάτων Δ σε Υ και αντίστροφα, αρκεί να έχουμε στο μυαλό μας το Σχ. 3.7, στο οποίο έχει σχεδιαστεί
το δικτύωμα Υ εντός του δικτυώματος Δ, διατηρώντας κοινά τα άκρα τους. Τότε, για κάθε αντίσταση του
δικτυώματος Υ, στις Εξ. (3.13) - (3.15), προκύπτει στον αριθμητή το γινόμενο των δύο προσκείμενων
αντιστάσεών της. Π.χ. για την αντίσταση R1, προσκείμενες αντιστάσεις είναι οι RB και RΓ. Στην περίπτωση του
μετασχηματισμού από Υ σε Δ, η αντίσταση του δικτυώματος Υ που γράφουμε στον παρονομαστή των Εξ.
(3.18) - (3.20) βρίσκεται απέναντι από την αντίσταση του δικτυώματος Δ που καλούμαστε να υπολογίσουμε
[1], [2]. Π.χ. απέναντι από την αντίσταση R1 βρίσκεται η αντίσταση RΑ.
RΒ R3 RΑ
2 4
Παράδειγμα 3.2
Να μετασχηματιστεί το δικτύωμα τύπου Δ του Σχ. 3.5(α) στο δικτύωμα τύπου Υ του Σχ. 3.6(α).
Δίνονται: RΑ = 30 Ω, RΒ = 20 Ω και RΓ = 50 Ω.
Λύση:
Χρησιμοποιώντας τις Εξ. (3.13) - (3.15) μπορούμε να υπολογίσουμε τις τιμές των αντιστάσεων R1, R2 και R3
του δικτυώματος τύπου Υ. Δηλαδή
(20 Ω)(50 Ω)
𝑅𝑅1 = = 10 Ω
(30 Ω) + (20 Ω) + (50 Ω)
(30 Ω)(50 Ω)
𝑅𝑅2 = = 15 Ω
(30 Ω) + (20 Ω) + (50 Ω)
(30 Ω)(20 Ω)
𝑅𝑅3 = =6Ω
(30 Ω) + (20 Ω) + (50 Ω)
Παράδειγμα 3.3
Να μετασχηματιστεί το δικτύωμα τύπου Υ του Σχ. 3.6(α) στο δικτύωμα τύπου Δ του Σχ. 3.5(α).
Δίνονται: R1 = 30 Ω, R2 = 10 Ω και R3 = 20 Ω.
Λύση:
Χρησιμοποιώντας τις Εξ. (3.18) - (3.20) μπορούμε να υπολογίσουμε τις τιμές των αντιστάσεων RΑ, RΒ και RΓ
του δικτυώματος τύπου Δ. Δηλαδή
(30 Ω)(10 Ω) + (30 Ω)(20 Ω) + (10 Ω)(20 Ω)
𝑅𝑅A = = 36.67 Ω
30 Ω
(30 Ω)(10 Ω) + (30 Ω)(20 Ω) + (10 Ω)(20 Ω)
𝑅𝑅Β = = 110 Ω
10 Ω
(30 Ω)(10 Ω) + (30 Ω)(20 Ω) + (10 Ω)(20 Ω)
𝑅𝑅Γ = = 55 Ω
20 Ω
Υπολογίστε την ισοδύναμη αντίσταση RΑΒ του κυκλώματος και χρησιμοποιήστε τη στη συνέχεια για να βρείτε
το ρεύμα i.
A
i
25 Ω 20 Ω
+ 10 Ω 60 Ω
100 V _
RAB
30 Ω 40 Ω
Λύση:
Στο κύκλωμα υπάρχουν δύο δικτυώματα τύπου Τ (Υ) και τρία δικτυώματα τύπου Π (Δ). Μετασχηματίζοντας
ένα από αυτά μπορεί να προκύψει ένα απλοποιημένο ισοδύναμο κύκλωμα. Επομένως, εάν επιλέξουμε να
μετατρέψουμε το δικτύωμα τύπου Υ, που αποτελείται από τις αντιστάσεις των R1 = 10 Ω, R2 = 20 Ω και R3 =
40 Ω, σε δικτύωμα Δ, τότε προκύπτει:
𝑅𝑅1 𝑅𝑅2 +𝑅𝑅2 𝑅𝑅3 +𝑅𝑅3 𝑅𝑅1 (10 Ω)(20 Ω)+(20 Ω)(40 Ω)+(40 Ω)(10 Ω)
𝑅𝑅Γ = = = 140 Ω
𝑅𝑅1 10 Ω
𝑅𝑅1 𝑅𝑅2 +𝑅𝑅2 𝑅𝑅3 +𝑅𝑅3 𝑅𝑅1 (10 Ω)(20 Ω)+(20 Ω)(40 Ω)+(40 Ω)(10 Ω)
𝑅𝑅A = = = 70 Ω
𝑅𝑅2 20 Ω
𝑅𝑅1 𝑅𝑅2 +𝑅𝑅2 𝑅𝑅3 +𝑅𝑅3 𝑅𝑅1 (10 Ω)(20 Ω)+(20 Ω)(40 Ω)+(40 Ω)(10 Ω)
𝑅𝑅B = = = 35 Ω
𝑅𝑅3 40 Ω
Επομένως, το ισοδύναμο κύκλωμα που προκύπτει μετά τον παραπάνω μετασχηματισμό του δικτυώματος
Υ σε Δ φαίνεται στο Σχ. 3.9. Στο κύκλωμα αυτό προκύπτουν οι παρακάτω παράλληλοι συνδυασμοί
αντιστάσεων:
(60 Ω)(140 Ω)
(60 Ω)||(140 Ω) = = 42 Ω
(60 Ω) + (140 Ω)
(25 Ω)(70 Ω)
(25 Ω)||(70 Ω) = = 18.42 Ω
(25 Ω) + (70 Ω)
(30 Ω)(35 Ω)
(30 Ω)||(35 Ω) = = 16.15 Ω
(30 Ω) + (35 Ω)
Ως αποτέλεσμα, το κύκλωμα απλοποιείται περαιτέρω και παίρνει την ισοδύναμη μορφή που φαίνεται στο
Σχ. 3.10.
Από το κύκλωμα αυτό προκύπτει ότι η ισοδύναμη αντίσταση RΑΒ είναι:
A
i
25 Ω 20 Ω
70 Ω
+
100 V _ 60 Ω
RAB 35 Ω
30 Ω 40 Ω
A
i
18.42 Ω
100 V +
_ 42 Ω
RAB
16.15 Ω
• Επιλέξτε τις αντιστάσεις με ονομαστικές τιμές: R = 1.5 kΩ, R1 = 1.5 kΩ, R2 = 3.3 kΩ, R3 = 3.3 kΩ,
R4 = 0.27 kΩ, RΧ = 1.0 kΩ.
• Με τη χρήση του πολυμέτρου (ωμομέτρου) μετρήστε τις πραγματικές τιμές των αντιστάσεων.
• Υπολογίστε την απόκλιση (%) των πραγματικών από τις ονομαστικές τιμές των αντιστάσεων με τη
|𝑅𝑅 −𝑅𝑅 |
βοήθεια της σχέσης 𝛥𝛥𝛥𝛥 = Π Θ ∙ 100%, όπου RΘ η ονομαστική τιμή της αντίστασης και RΠ η
𝑅𝑅Θ
πραγματική τιμή της αντίστασης όπως μετρήθηκε με το πολύμετρο.
Πίνακας 3.1 Οι τιμές (ονομαστικές και πραγματικές) των αντιστάσεων, καθώς και οι αποκλίσεις τους.
R1
R2
R3
R4
RΧ
• Να πραγματοποιηθεί στο breadboard το κύκλωμα της γέφυρας Wheatstone του Σχ. 3.2.
• Με την πηγή τάσης υ συνδεδεμένη στο κύκλωμα ρυθμίστε την τιμή της τάσης που παρέχει η πηγή
στο κύκλωμα με τη βοήθεια του πολυμέτρου (βολτομέτρου) στα 10 V.
• Μετρήστε με το πολύμετρο (αμπερόμετρο) τις εντάσεις των ρευμάτων που διαρρέουν όλες τις
αντιστάσεις του κυκλώματος, παρεμβάλλοντας το αμπερόμετρο σε σειρά σε κάθε κλάδο, και
συμπληρώστε τις τιμές αυτές στη στήλη «Πειραματική Τιμή Έντασης Ρεύματος» του Πίνακα 3.2.
• Με τη βοήθεια του νόμου του Οhm υπολογίστε την ένταση του ρεύματος (i = υ/R) και μεταφέρετε τις
τιμές αυτές στη στήλη «Υπολογιζόμενη Τιμή Έντασης Ρεύματος» του Πίνακα 3.2. Για την τάση υ
χρησιμοποιήστε κάθε φορά την «Πειραματική Τιμή Τάσης» και για αντίσταση R την «Πραγματική
Τιμή RΠ».
Πίνακας 3.2 Οι τιμές των τάσεων και εντάσεων ρεύματος (θεωρητικές και πειραματικές)
στα άκρα των αντιστάσεων.
R1
R2
R3
R4
RΧ
• Να επιλυθεί θεωρητικά το κύκλωμα και να υπολογιστούν οι εντάσεις των ρευμάτων που διαρρέουν
όλες τις αντιστάσεις του κυκλώματος. Να χρησιμοποιηθούν οι «Πραγματικές Τιμές RΠ» των
αντιστάσεων του κυκλώματος.
Αντιστάσεις Θεωρητική Τιμής Απόκλιση (%) από την Απόκλιση (%) από την
Έντασης Ρεύματος Πειραματική Τιμή Υπολογιζόμενη Τιμή
R1
R2
R3
R4
RΧ
• Σχολιάστε τα αποτελέσματα και ελέγξτε αν ισχύει ο νόμος των ρευμάτων του Kirchhoff στους
κόμβους του κυκλώματος.
3.4.1 Οδηγίες
Στην ενότητα αυτή θα δούμε πώς μπορούμε να σχεδιάσουμε και να μελετήσουμε το κύκλωμα της γέφυρας
Wheatstone στο MultisimLive.
Η μόνη δυσκολία που μπορούμε να αντιμετωπίσουμε σχετίζεται με τη διαγώνια θέση των αντιστάσεων
στο κύκλωμα της γέφυρας Whetastone, όπως αυτό παρουσιάστηκε αρχικά (βλ. Σχ. 3.2). Το MultisimLive δεν
παρέχει τη δυνατότητα για τοποθέτηση στοιχείων σε διαγώνια θέση, παρά μόνο σε οριζόντια ή κάθετη.
Επομένως, για να ξεπεράσουμε αυτό το πρόβλημα θα σχεδιάσουμε το κύκλωμα της γέφυρας Wheatstone
αντικαθιστώντας τα δύο δικτυώματα τύπου Δ, που έχει η γέφυρα Wheatstone, σε Π, έτσι ώστε οι διαγώνιες
αντιστάσεις να είναι τοποθετημένες πλέον στο MultisimLive κάθετα, όπως χαρακτηριστικά φαίνεται στο Σχ.
3.11.
3.4.2 Εφαρμογή
Για την εξάσκηση του αναγνώστη με το κύκλωμα της γέφυρας Wheatstone στο MultisimLive προτείνεται να
πραγματοποιηθεί η ακόλουθη άσκηση:
3.2 (α) Στο κύκλωμα της γέφυρας Wheatstone, του Σχ. 3.12 να υπολογιστούν τα δυναμικά υΑ, υΒ και υΑΒ.
(β) Υπολογίστε ξανά τα δυναμικά υΒ και υΑΒ στην περίπτωση που η γείωση μεταφερθεί στη θέση Α.
4 kΩ 10 kΩ
+
A Β
20 V _
6 kΩ 5 kΩ
3.3 H γέφυρα Wheatstone του Σχ. 3.1 χρησιμοποιείται για να μετρηθεί η άγνωστη αντίσταση RΧ. Η
μεταβλητή αντίσταση R3 του κυκλώματος έχει μέγιστη τιμή 200 Ω. Αν η αντίσταση RΧ σε κατάσταση
ισορροπίας βρέθηκε ότι είναι 85 Ω, τι ποσοστό της μέγιστης αντίστασης του R3 είναι η αντίσταση της
μεταβλητής όταν η γέφυρα βρίσκεται σε ισορροπία;
Δίνονται: υ = 30 V, R = 10 kΩ, R1 = 4 kΩ, R2 = 8 kΩ, R3 = 200 Ω, R4 = 6 Ω, RΧ = 40 Ω.
3.4 Στη γέφυρα Wheatstone του Σχ. 3.1 επιλέξτε τις τιμές των αντιστάσεων R1 και R3, έτσι ώστε η γέφυρα
να μπορεί να μετρήσει την άγνωστη αντίσταση Rx στην περιοχή 0 - 20 Ω.
Η μεταβλητή αντίσταση R3 του κυκλώματος έχει μέγιστη τιμή 100 Ω.
20 kΩ
15 kΩ 5 kΩ 10 kΩ
A
10 kΩ 20 kΩ
RAB
30 kΩ
20 kΩ 10 kΩ 20 kΩ
100 V +
_ υ 25 kΩ 10 kΩ 15 kΩ
_
2 kΩ 2 kΩ
2 kΩ
υ 4 kΩ
+
20 V _
2 kΩ 2 kΩ
4 3
20 kΩ 20 kΩ
10 kΩ
40 kΩ
10 kΩ
80 kΩ
1 2
Α 8 kΩ 4 kΩ
i
12 kΩ 2 kΩ
24 kΩ
20 V +
_ 16 kΩ 4 kΩ
8 kΩ
20 kΩ 3 kΩ
Β 10 kΩ
Σχήμα 3.17 Το κύκλωμα της άσκησης 3.9.
3.10 Υπολογίστε την αντίσταση RΑΒ στα άκρα Α και Β στο κύκλωμα του Σχ. 3.18. Όλες οι αντιστάσεις είναι
R = 10 kΩ.
A R R
R R R
R
RAB
R R R
Β R R
Σχήμα 3.18 Το κύκλωμα της άσκησης 3.10.
Προαπαιτούμενη γνώση
Ηλεκτρικό Κύκλωμα, Βρόχος, Κόμβος, Κλάδος, Νόμος του Ohm, Νόμοι του Kirchhoff.
iS2
R3
R2 R1 iS1
Σχήμα 4.1 Κύκλωμα για την εφαρμογή της μεθόδου των κόμβων.
Όπως αναφέρθηκε, το πρώτο βήμα στη μέθοδο των κόμβων είναι η επιλογή ενός ουσιώδους κόμβου ως
κόμβου αναφοράς (για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον κόμβο αναφοράς ανατρέξτε στην παράγραφο
1.5.4). Αν και η επιλογή του κόμβου αναφοράς μπορεί να είναι τυχαία, ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις
επιλέγουμε ως κόμβο αναφοράς τον ουσιώδη κόμβο, στον οποίο καταλήγουν οι περισσότεροι κλάδοι του
κυκλώματος. Στο κύκλωμα του Σχ. 4.2 (που είναι το ίδιο με εκείνο του Σχ. 4.1 το οποίο απλώς περιέχει
περισσότερες πληροφορίες) έχουμε επιλέξει ως κόμβο αναφοράς τον κόμβο 0, αν και δεν συνδέονται σε αυτόν
οι περισσότεροι κλάδοι, προκειμένου να αποδείξουμε ότι η επιλογή του κόμβου αναφοράς δεν διαδραματίζει
σημαντικό ρόλο στην πορεία επίλυσης του κυκλώματος με τη μέθοδο των κόμβων.
iS2
2 i3 R3 1
i2 + + i1
R2 υ2 υ1 R1 iS1
_ _
0
Σχήμα 4.2 Το κύκλωμα του Σχ. 4.1 για την εφαρμογή της μεθόδου των κόμβων με περισσότερες λεπτομέρειες.
𝜐𝜐1 − 𝜐𝜐2
𝑖𝑖3 = ή 𝑖𝑖3 = 𝐺𝐺3 (𝜐𝜐1 − 𝜐𝜐2 ) (4.5)
𝑅𝑅3
Παρατήρηση 2:
Η μέθοδος των κόμβων απλοποιεί την επίλυση ειδικά σύνθετων ηλεκτρικών κυκλωμάτων, καθώς περιορίζει
τον αριθμό των εξισώσεων του συστήματος που καλούμαστε να λύσουμε. Π.χ. για το κύκλωμα του Σχ. 4.1 θα
καταλήγαμε με τους νόμους του Kirchhoff σε ένα σύστημα τριών εξισώσεων με τρεις αγνώστους (τα ρεύματα
i1, i2, και i3). Ωστόσο, με τη μέθοδο των κόμβων διαπιστώσαμε ότι καταλήξαμε σε ένα σύστημα δύο εξισώσεων
με δύο αγνώστους, τα δυναμικά υ1 και υ2 των κόμβων. Αυτό το χαρακτηριστικό καθιστά προτιμότερη τη μέθοδο
των κόμβων σε σύγκριση με τη μέθοδο επίλυσης του κυκλώματος με τη χρήση των νόμων του Kirchhoff.
Παρατήρηση 3:
Οι Εξ. (4.8) και (4.9) μπορούν επίσης να γραφούν ως:
𝜐𝜐1 (𝐺𝐺1 + 𝐺𝐺3 ) − 𝐺𝐺3 𝜐𝜐2 = 𝑖𝑖S1 − 𝑖𝑖S2 (4.10)
και
−𝐺𝐺3 𝜐𝜐1 + (𝐺𝐺2 + 𝐺𝐺3 )𝜐𝜐2 = 𝑖𝑖S2 (4.11)
και γενικεύοντας το σύστημα των Εξ. (4.10) και (4.11) έχουμε:
𝐺𝐺11 𝜐𝜐1 − 𝐺𝐺12 𝜐𝜐2 = 𝑖𝑖11 (4.12)
και
−𝐺𝐺21 𝜐𝜐1 + 𝐺𝐺22 𝜐𝜐2 = 𝑖𝑖22 (4.13)
ή σε μορφή πινάκων [4], [5]:
𝐺𝐺 −𝐺𝐺12 𝜐𝜐1 𝑖𝑖
� 11 � �𝜐𝜐 � = � 11 � (4.14)
−𝐺𝐺12 𝐺𝐺22 2 𝑖𝑖22
όπου,
G11 (= G1 + G3): το άθροισμα των αγωγιμοτήτων των κλάδων που συνδέονται στον κόμβο 1.
G22 (= G2 + G3): το άθροισμα των αγωγιμοτήτων των κλάδων που συνδέονται στον κόμβο 2.
G12 = G21 (= G3): το άθροισμα των αγωγιμοτήτων του κλάδου που συνδέεται στους κόμβους 1 και 2.
i11 (= iS1 – iS2): το άθροισμα των ρευμάτων που εισέρχονται (+) ή απομακρύνονται (–) από τον κόμβο 1 και
προέρχονται από τις πηγές ρεύματος του κυκλώματος.
i22 (= iS2): το άθροισμα των ρευμάτων που εισέρχονται (+) ή απομακρύνονται (–) από τον κόμβο 2 και
προέρχονται από τις πηγές ρεύματος του κυκλώματος.
υ1: το δυναμικό στον ουσιώδη κόμβο 1 του κυκλώματος.
υ2: το δυναμικό στον ουσιώδη κόμβο 2 του κυκλώματος.
Επομένως, με την ίδια λογική για ένα κύκλωμα που έχει (n + 1) ουσιώδεις κόμβους, θα προκύψει ένα
σύστημα που σε μορφή πινάκων γράφεται ως εξής:
𝐺𝐺11 ⋯ −𝐺𝐺1𝑛𝑛 𝜐𝜐1 𝑖𝑖11
� ⋮ ⋱ ⋮
⋮ �� � = � ⋮ � (4.15)
−𝐺𝐺𝑛𝑛1 ⋯ 𝐺𝐺𝑛𝑛𝑛𝑛 𝜐𝜐𝑛𝑛 𝑖𝑖nn
Παράδειγμα 4.1
Nα υπολογιστούν, με τη μέθοδο των κόμβων, οι εντάσεις των ρευμάτων i1, i2, και i3 στο κύκλωμα του Σχ. 4.1.
Δίνονται: iS1 = 20 A, iS2 = 10 A, R1 = 10 Ω, R2 = 2 Ω, R3 = 5 Ω.
Λύση:
Από το σύστημα των Εξ. (4.6) και (4.7) που βρέθηκε με την ανάλυση που προηγήθηκε εφαρμόζοντας τη μέθοδο
των κόμβων στο κύκλωμα του Σχ. 4.1, θα έχουμε τελικά με αντικατάσταση των αριθμητικών τιμών των
στοιχείων ότι:
𝜐𝜐1 𝜐𝜐1 − 𝜐𝜐2
20 = 10 + +
10 5
𝜐𝜐1 − 𝜐𝜐2 𝜐𝜐2
10 + =
5 2
ή
3𝜐𝜐1 − 2𝜐𝜐2 = 100
2𝜐𝜐1 − 7𝜐𝜐2 = −100
Από την επίλυση του συστήματος που προέκυψε βρίσκουμε ότι: υ1 = 52.95 V και υ2 = 29.41 V.
Για να βρεθούν τελικά τα άγνωστα ρεύματα i1, i2, και i3 χρησιμοποιούμε τις Εξ. (4.3) - (4.5), στις οποίες
αντικαθιστούμε τα δυναμικά υ1 και υ2 που βρήκαμε. Δηλαδή
𝜐𝜐1 52.95 V
𝑖𝑖1 = = = 5.295 A
𝑅𝑅1 10 Ω
𝜐𝜐2 29.41 V
𝑖𝑖2 = = = 14.705 A
𝑅𝑅2 2Ω
𝜐𝜐1 − 𝜐𝜐2 (52.94 V) − (29.41 V)
𝑖𝑖3 = = = 4.705 A
𝑅𝑅3 5Ω
Στο ίδιο αποτέλεσμα θα καταλήγαμε αν επιλύαμε, με τη βοήθεια του κανόνα του Cramer, το σύστημα σε
μορφή πινάκων που βρήκαμε από την ανάλυση του κυκλώματος του Σχ. 4.1.
Παράδειγμα 4.2
Να υπολογιστούν, με τη μέθοδο των κόμβων, οι εντάσεις των ρευμάτων i1, i2, και i3 στο κύκλωμα του Σχ. 4.3.
Δίνονται: iS1 = 5 A, R1 = 2 Ω, R2 = 5 Ω, R3 = 10 Ω και R4 = 5 Ω.
Λύση:
Θεωρώντας ως κόμβο αναφοράς τον κόμβο 0, το κύκλωμα περιλαμβάνει πλέον άλλους τρεις ουσιώδεις
κόμβους, τους 1, 2 και 3, όπως φαίνονται στο Σχ. 4.3. Ονομάζοντας τα δυναμικά αυτών των ουσιωδών κόμβων
ως υ1, υ2 και υ3 μπορούμε από τον νόμο του Οhm να ορίσουμε τα ρεύματα των κλάδων του κυκλώματος ως:
i3 R3 2 i1 R1
3 1
i2
2i1 R2 iS1
i1 R1 1 i3 R3 2 i5 R5
i2 i4
υ S1
+
_ R2 R4 +
_ υ S2
Συγκεκριμένα το κύκλωμα αυτό περιλαμβάνει δύο πηγές τάσης (υS1 και υS2), και πέντε αντιστάσεις R1 -
R5. Επιπλέον, έχει τρεις ουσιώδεις κόμβους (0, 1 και 2), εκ των οποίων επιλέξαμε ως κόμβο αναφοράς τον
κόμβο 0. Σε αυτή την περίπτωση, στον κόμβο αυτό συνδέονται οι περισσότεροι κλάδοι (4) σε σύγκριση με τους
άλλους δύο κόμβους στους οποίους συνδέονται από τρεις διαφορετικοί κλάδοι.
Ονομάζοντας τα δυναμικά των δύο ουσιωδών κόμβων 1 και 2, ως υ1 και υ2, μπορούμε από τον νόμο του
Οhm να ορίσουμε τα ρεύματα των κλάδων του κυκλώματος ως:
𝜐𝜐𝑆𝑆1 − 𝜐𝜐1
𝑖𝑖1 = (4.16)
𝑅𝑅1
𝜐𝜐2 − 𝜐𝜐𝑆𝑆2
𝑖𝑖5 = (4.20)
𝑅𝑅5
Από την εφαρμογή του νόμου ρευμάτων του Kirchhoff στον ουσιώδη κόμβο 1 προκύπτει η εξίσωση:
𝑖𝑖1 = 𝑖𝑖2 + 𝑖𝑖3 (4.21)
Ομοίως, από την εφαρμογή του νόμου ρευμάτων του Kirchhoff στον ουσιώδη κόμβο 2 προκύπτει η
εξίσωση:
𝑖𝑖3 = 𝑖𝑖4 + 𝑖𝑖5 (4.22)
Αντικαθιστώντας τα ρεύματα i1, i2, i3, i4 και i5, από τις Εξ. (4.16) - (4.20), στις δύο προηγούμενες Εξ. (4.21)
και (4.22) προκύπτει:
𝜐𝜐𝑆𝑆1 − 𝜐𝜐1 𝜐𝜐1 𝜐𝜐1 − 𝜐𝜐2
= + (4.23)
𝑅𝑅1 𝑅𝑅2 𝑅𝑅3
1 1 1 1 𝜐𝜐𝑆𝑆2
−𝜐𝜐1 + 𝜐𝜐2 � + + �= (4.26)
𝑅𝑅3 𝑅𝑅3 𝑅𝑅4 𝑅𝑅5 𝑅𝑅5
Από την επίλυση του συστήματος των Εξ. (4.25) και (4.26) μπορούμε να βρούμε τα άγνωστα δυναμικά υ1
και υ2 των ουσιωδών κόμβων 1 και 2. Τέλος, με γνωστές τις τάσεις των πηγών υS1 και υS2 και τις τιμές των
αντιστάσεων R1 – R5 μπορούν να βρεθούν από τις Εξ. (4.16) - (4.20) και τα άγνωστα ρεύματα i1, i2, i3, i4 και i5
των κλάδων του κυκλώματος.
Επομένως, σε κύκλωμα σαν αυτό που περιλαμβάνει πηγές τάσης μπορεί να εφαρμοστεί, όπως
αποδείχτηκε, η μέθοδος των κόμβων, καθώς οι τάσεις των πηγών τάσης στην ουσία εμφανίζονται μέσω του
νόμου του Ohm ως σταθεροί όροι στο δεύτερο μέλος των εξισώσεων που προκύπτουν.
Παράδειγμα 4.3
Λύση:
To κύκλωμα του Σχ. 4.3 μοιάζει με εκείνο του Σχ. 4.2 που επιλύσαμε με τη μέθοδο των κόμβων στην
προηγούμενη ενότητα, με τη διαφορά ότι η μία από τις δύο πηγές τάσης είναι εξαρτημένη.
5i3 +
_ R2 R4 +
_ υS
Επομένως, επιλέγοντας ξανά ως κόμβο αναφοράς τον κόμβο 0, ονομάζουμε τα δυναμικά των δύο άλλων
ουσιωδών κόμβων 1 και 2, υ1 και υ2.
Τα ρεύματα των κλάδων του κυκλώματος προκύπτουν από τον νόμο του Οhm ως:
5𝑖𝑖3 − 𝜐𝜐1
𝑖𝑖1 =
𝑅𝑅1
𝜐𝜐1 − 𝜐𝜐0 𝜐𝜐1
𝑖𝑖2 = =
𝑅𝑅2 𝑅𝑅2
𝜐𝜐1 − 𝜐𝜐2
𝑖𝑖3 =
𝑅𝑅3
𝜐𝜐2 − 𝜐𝜐0 𝜐𝜐2
𝑖𝑖4 = =
𝑅𝑅4 𝑅𝑅4
𝜐𝜐2 − 𝜐𝜐𝑆𝑆
𝑖𝑖5 =
𝑅𝑅5
Από την εφαρμογή του νόμου ρευμάτων του Kirchhoff στον ουσιώδη κόμβο 1 προκύπτει η εξίσωση:
𝑖𝑖1 = 𝑖𝑖2 + 𝑖𝑖3
Ομοίως, από την εφαρμογή του νόμου ρευμάτων του Kirchhoff στον ουσιώδη κόμβο 2 προκύπτει η
εξίσωση.
𝑖𝑖3 = 𝑖𝑖4 + 𝑖𝑖5
Αντικαθιστώντας τα ρεύματα i1, i2, i3, i4 και i5 στις δύο προηγούμενες εξισώσεις προκύπτει:
5𝑖𝑖3 − 𝜐𝜐1 𝜐𝜐1 𝜐𝜐1 − 𝜐𝜐2
= +
𝑅𝑅1 𝑅𝑅2 𝑅𝑅3
𝜐𝜐1 − 𝜐𝜐2 𝜐𝜐2 𝜐𝜐2 − 𝜐𝜐S
= +
𝑅𝑅3 𝑅𝑅4 𝑅𝑅5
ή
1 1 1 1 5𝑖𝑖3
𝜐𝜐1 � + + � − 𝜐𝜐2 =
𝑅𝑅1 𝑅𝑅2 𝑅𝑅3 𝑅𝑅3 𝑅𝑅1
1 1 1 1 𝜐𝜐𝑆𝑆
−𝜐𝜐1 + 𝜐𝜐2 � + + �=
𝑅𝑅3 𝑅𝑅3 𝑅𝑅4 𝑅𝑅5 𝑅𝑅5
𝜐𝜐1 −𝜐𝜐2
Αντικαθιστώντας το ρεύμα 𝑖𝑖3 �= �, από το οποίο εξαρτάται η εξαρτημένη πηγή τάσης, καταλήγουμε
𝑅𝑅3
τελικά στο σύστημα των εξισώσεων:
2 i3 R3
1 _ 3
+
i1 + υ
S2
i2 +
R1 υ1 R2 υ2 +
_ υ S1
_ _
0
Σχήμα 4.6 Το κύκλωμα της ειδικής περίπτωσης με την πηγή τάσης να συνδέει απευθείας δύο ουσιώδεις κόμβους.
i4 R4
2 i3 R3
1 3
i1 + i2 +
R1 υ1 R2 υ2 +
_ υ S1
_ _
0
Παρατήρηση 5:
Στην περίπτωση που ένα κύκλωμα περιλαμβάνει κάποιον υπερκόμβο, τότε κατά την εφαρμογή της μεθόδου
των κόμβων παρατηρούνται τα εξής:
1. Η πηγή τάσης εντός του υπερκόμβου παρέχει μια εξίσωση που συνδέει τις τάσεις των ουσιωδών
κόμβων που συνδέονται στα άκρα της.
2. Ένας υπερκόμβος δεν χαρακτηρίζεται από κάποιο δυναμικό, όπως συμβαίνει με τους απλούς
ουσιώδεις κόμβους.
3. Ένας υπερκόμβος απαιτεί την εφαρμογή τόσο του νόμου των ρευμάτων του Kirchhoff όσο και του
νόμου των τάσεων του Kirchhoff.
Παράδειγμα 4.4
Να υπολογίσετε, με τη μέθοδο των κόμβων, τα δυναμικά των κόμβων 1 και 2 στο κύκλωμα του Σχ. 4.8.
Δίνονται: iS1 = 5 A, iS2 = 10 A, R1 = 5 Ω, R2 = 3 Ω, R3 = 10 Ω και υS = 5 V.
1 _ 2
+
i1 + υ S
+ i2
i S1 R1 υ1 υ2 R2 i S2
_ _
0
Λύση:
To κύκλωμα του Σχ. 4.8 περιέχει τον υπερκόμβο που συνίσταται από την πηγή τάσης υS και τους ουσιώδεις
κόμβους 1 και 2 (δείτε το ισοδύναμο κύκλωμα με τον υπερκόμβο του Σχ. 4.9). Επομένως, εφαρμόζοντας τον
νόμο των ρευμάτων του Kirchhoff στον υπερκόμβο αυτό προκύπτει:
𝑖𝑖S2 = 𝑖𝑖S1 + 𝑖𝑖1 + 𝑖𝑖2
ή
𝑖𝑖1 + 𝑖𝑖2 = 5
Αντικαθιστώντας στην προηγούμενη σχέση τα ρεύματα i1 και i2 με τις επόμενες σχέσεις που προκύπτουν
από τον νόμο του Ohm,
𝜐𝜐1 − 𝜐𝜐0 𝜐𝜐1
𝑖𝑖1 = =
𝑅𝑅1 5
𝜐𝜐2 − 𝜐𝜐0 𝜐𝜐2
𝑖𝑖2 = =
𝑅𝑅2 3
προκύπτει τελικά ότι:
𝜐𝜐1 𝜐𝜐2
+ =5
5 3
ή
3𝜐𝜐1 + 5𝜐𝜐2 = 75
Εφαρμόζοντας τον νόμο των τάσεων του Kirchhoff στον βρόχο που περιλαμβάνει την πηγή τάσης υS και
τις αντιστάσεις R1 και R2 προκύπτει:
−𝜐𝜐1 + 𝜐𝜐S + 𝜐𝜐2 = 0
ή
−𝜐𝜐1 + 𝜐𝜐2 = −5
iS1 R1 R2 iS2
i1 R1 1 i3 R3
i2
υ1 +
_ ia R2 ib +
_ υ2
2
Σχήμα 4.10 Κύκλωμα για την εφαρμογή της μεθόδου των βρόχων.
Όπως αναφέρθηκε, το πρώτο βήμα στη μέθοδο των βρόχων είναι η επιλογή των βρόχων του κυκλώματος.
Στο συγκεκριμένο κύκλωμα του Σχ. 4.10 οι βρόχοι είναι δύο, όσα δηλαδή και τα «παραθυράκια» που
σχηματίζονται χαρακτηριστικά στο κύκλωμα. Συγκεκριμένα, ο πρώτος βρόχος περιλαμβάνει την πηγή τάσης
υ1, και τις αντιστάσεις R1 και R2, ενώ ο δεύτερος βρόχος περιλαμβάνει την πηγή τάσης υ2 και τις αντιστάσεις
R2 και R3. Στους βρόχους αυτούς επιλέγουμε μια τυχαία φορά του ρεύματος του κάθε βρόχου. Στην περίπτωση
αυτή έχουμε επιλέξει και στους δύο βρόχους τη δεξιόστροφη, όπως φαίνεται στο Σχ. 4.10. Επιπλέον,
ονομάζουμε τα ρεύματα των βρόχων (π.χ. ia και ib), με τα οποία θα δουλέψουμε στη συνέχεια.
Το επόμενο βήμα είναι να εφαρμόσουμε τον νόμο των τάσεων του Kirchhoff σε καθέναν από τους βρόχους
του κυκλώματος. Επομένως, στον βρόχο a προκύπτει:
−𝜐𝜐1 + 𝑖𝑖𝑎𝑎 𝑅𝑅1 + (𝑖𝑖𝑎𝑎 − 𝑖𝑖𝑏𝑏 )𝑅𝑅2 = 0 (4.31)
ή
(𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 )𝑖𝑖𝑎𝑎 − 𝑅𝑅2 𝑖𝑖𝑏𝑏 = 𝜐𝜐1 (4.32)
Ομοίως, στον βρόχο b προκύπτει από την εφαρμογή του νόμου των τάσεων του Kirchhoff.
𝜐𝜐2 + 𝑖𝑖𝑏𝑏 𝑅𝑅3 + (𝑖𝑖𝑏𝑏 − 𝑖𝑖𝑎𝑎 )𝑅𝑅2 = 0 (4.33)
ή
−𝑅𝑅2 𝑖𝑖𝑎𝑎 + (𝑅𝑅2 + 𝑅𝑅3 )𝑖𝑖𝑏𝑏 = −𝜐𝜐2 (4.34)
Από την επίλυση του συστήματος των Εξ. (4.32) και (4.34) θα προκύψουν τα ρεύματα των βρόχων ia και
ib .
Τέλος, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι για να ολοκληρωθεί η επίλυση του κυκλώματος θα πρέπει να
προσδιοριστούν τα άγνωστα ρεύματα i1, i2, και i3 των τριών κλάδων του κυκλώματος. Για τον σκοπό αυτό θα
Παρατήρηση 6:
Στο σημείο αυτό ας παρατηρήσουμε ότι στην Εξ. (4.32) ο συντελεστής του ρεύματος βρόχου ia είναι το
άθροισμα των αντιστάσεων (R1 + R2) του πρώτου βρόχου, ενώ ο αρνητικός συντελεστής του ρεύματος βρόχου
ib είναι η κοινή αντίσταση των βρόχων 1 και 2. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και στην Εξ. (4.34). Αυτό μπορεί να
χρησιμεύσει ως ένας τρόπος πιο σύντομης γραφής των εξισώσεων με τη μέθοδο των βρόχων.
Παρατήρηση 7:
Όταν υπάρχει ένας κλάδος που είναι κοινός σε δύο βρόχους, όπως ο κλάδος που περιλαμβάνει την αντίσταση
R2 στο κύκλωμα του Σχ. 4.10, τότε το ρεύμα που τον διαρρέει και υπεισέρχεται στον όρο που προκύπτει από
τον νόμο του Ohm στις Εξ. (4.31) και (4.33), είναι η διαφορά των ρευμάτων των βρόχων, με θετικό το ρεύμα
του βρόχου του οποίου γράφουμε την εξίσωση που προκύπτει από τον νόμο των τάσεων του Kirchhoff.
Παρατήρηση 8:
Το σύστημα των Εξ. (4.32) και (4.34) μπορεί επίσης να γραφεί σε μορφή πινάκων ως [4], [5]:
𝑅𝑅 + 𝑅𝑅2 −𝑅𝑅2 𝑖𝑖 𝜐𝜐1
� 1 � � 𝑎𝑎 � = �−𝜐𝜐 � (4.38)
−𝑅𝑅2 𝑅𝑅2 + 𝑅𝑅3 𝑖𝑖𝑏𝑏 2
ή σε γενική μορφή:
𝑅𝑅11 −𝑅𝑅12 𝑖𝑖𝑎𝑎 𝜐𝜐11
� � � � = �𝜐𝜐 � (4.39)
−𝑅𝑅21 𝑅𝑅22 𝑖𝑖𝑏𝑏 22
όπου
R11 (= R1 + R2): το άθροισμα των αντιστάσεων στον βρόχο a.
R22 (= R2 + R3): το άθροισμα των αντιστάσεων στον βρόχο b.
R12 = R21 (= R2): το άθροισμα των αντιστάσεων που είναι κοινές για τους βρόχους a και b.
ia: το ρεύμα του βρόχου a.
ib: το ρεύμα του βρόχου b.
υ11 (= υ1): το άθροισμα των τάσεων των πηγών στον βρόχο a, κατά τη φορά του ρεύματος βρόχου ia.
υ22 (= –υ2): το άθροισμα των τάσεων των πηγών στον βρόχο a, κατά τη φορά του ρεύματος βρόχου ib.
Στο σύστημα (4.39) οι αντιστάσεις R12 = R21 έχουν αρνητικό πρόσημο, επειδή τα ρεύματα βρόχων ia και ib
που τις διαρρέουν έχουν αντίθετη φορά.
Τέλος, με την ίδια λογική για ένα κύκλωμα που έχει l βρόχους, θα προκύψει ένα σύστημα που σε μορφή
πινάκων γράφεται ως εξής:
Παρατήρηση 9:
Αν κατά την επίλυση του κυκλώματος με τη μέθοδο των βρόχων προκύψει κάποιο ρεύμα κλάδου με αρνητικό
πρόσημο, αυτό σημαίνει ότι η φορά του είναι αντίθετη από αυτή που έχουμε θεωρήσει ή μας έχει δοθεί. Δηλαδή
ισχύει το ίδιο με αυτό που ισχύει τόσο στη μέθοδο επίλυσης κυκλώματος με τη χρήση των νόμων του Kirchhoff
όσο και στη μέθοδο των κόμβων.
Παράδειγμα 4.5
Να υπολογίσετε, με τη μέθοδο των βρόχων, τα ρεύματα i1, i2 και i3 στο κύκλωμα του Σχ. 4.11.
Δίνονται: υ1 = 10 V, υ2 = 5 V, R1 = 10 Ω, R2 = 20 Ω, R3 = 12 Ω και R4 = 8 Ω.
R3 i3 1 i1 R1
i2
υ2 +
_
R4 ib ia +
_ υ1
R2
2
Σχήμα 4.11 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 4.5.
Λύση:
To κύκλωμα του Σχ. 4.11 περιλαμβάνει τους δύο βρόχους a και b, στους οποίους έχουμε θεωρήσει τα
δεξιόστροφα ρεύματα βρόχων ia και ib αντίστοιχα.
Από την εφαρμογή του νόμου των τάσεων του Kirchhoff στον βρόχο a του κυκλώματος προκύπτει:
−𝜐𝜐1 + 𝑖𝑖𝑎𝑎 𝑅𝑅1 + 𝜐𝜐2 + (𝑖𝑖𝑎𝑎 − 𝑖𝑖𝑏𝑏 )𝑅𝑅2 = 0
ή
−10 + 10𝑖𝑖𝑎𝑎 + 5 + 20(𝑖𝑖𝑎𝑎 − 𝑖𝑖𝑏𝑏 ) = 0
Οπότε
30𝑖𝑖𝑎𝑎 − 20𝑖𝑖𝑏𝑏 = 5
Ομοίως, στον βρόχο b προκύπτει από την εφαρμογή του νόμου των τάσεων του Kirchhoff.
Παράδειγμα 4.6
i1 1 i3 R3
iX
R1 ib
i4
υ +
_ ia 2
i2 R4
R2
+
_ 5iX
ic
3
Σχήμα 4.12 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 4.6.
Λύση:
To κύκλωμα του Σχ. 4.12 περιλαμβάνει τρεις βρόχους (a, b και c), στους οποίους έχουμε θεωρήσει τα
δεξιόστροφα ρεύματα βρόχων ia, ib και ic αντίστοιχα. Επιπλέον, το κύκλωμα περιλαμβάνει μία ανεξάρτητη πηγή
τάσης υ, μία εξαρτημένη από το ρεύμα iX πηγή τάσης (5iX), καθώς και τέσσερις αντιστάσεις.
Από την εφαρμογή του νόμου των τάσεων του Kirchhoff στον βρόχο a του κυκλώματος προκύπτει:
−𝜐𝜐 + (𝑖𝑖𝑎𝑎 − 𝑖𝑖𝑏𝑏 )𝑅𝑅1 + (𝑖𝑖𝑎𝑎 − 𝑖𝑖𝑐𝑐 )𝑅𝑅2 = 0
ή
i ib R2 ia +
_ υ
2
Σχήμα 4.13 Το κύκλωμα με την πηγή ρεύματος που εξετάζουμε.
i1 R1 1 i3 R3
i2
i
R4 ib ia
+
_ υ
R2
2
Σχήμα 4.14 Το κύκλωμα με την πηγή ρεύματος της ειδικής περίπτωσης.
R4 ib ia +
_ υ
Επιπλέον, από την εφαρμογή του νόμου ρευμάτων του Kirchhoff σε έναν από τους δύο κόμβους του
κυκλώματος, όπου οι δύο βρόχοι γειτονεύουν (κόμβοι 1 και 2 του κυκλώματος), προκύπτει:
𝑖𝑖𝑏𝑏 − 𝑖𝑖𝑎𝑎 = 𝑖𝑖 (4.44)
Οπότε, από την επίλυση του συστήματος των Εξ. (4.43) και (4.44) μπορούμε να βρούμε τα άγνωστα
ρεύματα βρόχων ia και ib.
Παρατήρηση 10:
Στην περίπτωση που ένα κύκλωμα περιλαμβάνει κάποιον υπερβρόχο, τότε κατά την εφαρμογή της μεθόδου
των βρόχων παρατηρούνται τα εξής:
1. Η πηγή ρεύματος παρέχει την εξίσωση, μέσω του νόμου των ρευμάτων του Kirchhoff, που συνδέει
τα ρεύματα των βρόχων που αναζητούμε.
2. Ένας υπερβρόχος δεν χαρακτηρίζεται από δικό του ρεύμα.
3. Ένας υπερβρόχος απαιτεί την εφαρμογή τόσο του νόμου των τάσεων όσο και του νόμου των
ρευμάτων του Kirchhoff, προκειμένου να λυθεί το κύκλωμα.
Παράδειγμα 4.7
Λύση:
Στο κύκλωμα του Σχ. 4.16 προκύπτει ένας υπερβρόχος, αφού δύο γειτονικοί βρόχοι (c και d) έχουν κοινή την
ανεξάρτητη πηγή ρεύματος i. Επίσης, οι βρόχοι b και c σχηματίζουν έναν άλλο υπερβρόχο, επειδή έχουν κοινή
την εξαρτημένη πηγή ρεύματος. Ωστόσο, οι δύο αυτοί υπερβρόχοι τέμνονται, οπότε σχηματίζουν έναν
μεγαλύτερο υπερβρόχο όπως φαίνεται στο Σχ. 4.17. Εφαρμόζοντας τον νόμο των τάσεων του Kirchhoff στον
μεγαλύτερο υπερβρόχο προκύπτει:
𝑖𝑖𝑏𝑏 𝑅𝑅3 + 𝑖𝑖𝑐𝑐 𝑅𝑅4 + 𝑖𝑖𝑑𝑑 𝑅𝑅5 + (𝑖𝑖𝑏𝑏 − 𝑖𝑖𝑎𝑎 )𝑅𝑅2 = 0
ή
−𝑖𝑖𝑎𝑎 𝑅𝑅2 +𝑖𝑖𝑏𝑏 (𝑅𝑅2 + 𝑅𝑅3 ) + 𝑖𝑖𝑐𝑐 𝑅𝑅4 + 𝑖𝑖𝑑𝑑 𝑅𝑅5 = 0
Από την εφαρμογή του νόμου των ρευμάτων του Kirchhoff στον κόμβο 4 του κυκλώματος, λόγω του
γεγονότος ότι οι βρόχοι c και d γειτονεύουν, προκύπτει εξαιτίας της ανεξάρτητης πηγής ρεύματος:
𝑖𝑖𝑑𝑑 − 𝑖𝑖𝑐𝑐 = 𝑖𝑖
id
i5
i1 R1 1 i3 R3 3 4
i2 i i4
υ +
_ ia R2 ib 5i 1 ic R4
2 2
R5
id
i5
i1 R1 1 i3 R3
i2
i4
υ +
_ ia R2 ib ic R4
• Επιλέξτε τις αντιστάσεις με ονομαστικές τιμές: R1 = 2.2 kΩ, R2 = 3.3 kΩ, R3 = 1.0 kΩ, R4 = 1.5 kΩ
και R5 = 1.0 kΩ.
• Με τη χρήση του πολυμέτρου (ωμομέτρου) μετρήστε τις πραγματικές τιμές των αντιστάσεων.
• Υπολογίστε την απόκλιση (%) των πραγματικών από τις ονομαστικές τιμές των αντιστάσεων με τη
|𝑅𝑅 −𝑅𝑅 |
βοήθεια της σχέσης 𝛥𝛥𝛥𝛥 = Π Θ ∙ 100%, όπου RΘ η ονομαστική τιμή της αντίστασης και RΠ η
𝑅𝑅Θ
πραγματική τιμή της αντίστασης όπως μετρήθηκε με το πολύμετρο.
Πίνακας 4.1 Οι τιμές (ονομαστικές και πραγματικές) των αντιστάσεων, καθώς και οι αποκλίσεις τους.
R2
R3
R4
R5
• Με τις πηγές τάσης υS1 και υS2 συνδεδεμένες στο κύκλωμα ρυθμίστε τις τιμές των τάσεών τους με τη
βοήθεια του πολυμέτρου (βολτομέτρου) στα υS1 = 5 V και υS2 = 15 V.
• Μετρήστε με το πολύμετρο (βολτόμετρο) τις τάσεις στα άκρα όλων των αντιστάσεων του
κυκλώματος και μεταφέρετε τις τιμές αυτές στη στήλη «Πειραματική Τιμή Τάσης» του Πίνακα 4.2.
• Με τη βοήθεια του νόμου του Οhm υπολογίστε την ένταση του ρεύματος (i = υ/R) και μεταφέρετε τις
τιμές αυτές στη στήλη «Υπολογιζόμενη Τιμή Έντασης Ρεύματος» του Πίνακα 4.2. Για την τάση υ
χρησιμοποιήστε κάθε φορά την «Πειραματική Τιμή Τάσης» και για αντίσταση R την πραγματική τιμή
RΠ.
Πίνακας 4.2 Οι τιμές των τάσεων και των εντάσεων ρεύματος (θεωρητικές και πειραματικές)
στις αντιστάσεις του κυκλώματος.
R2
R3
R4
R5
3. Θεωρητικός Υπολογισμός
• Να γίνει ο θεωρητικός υπολογισμός των ρευμάτων με επίλυση του κυκλώματος, τόσο με τη μέθοδο
των κόμβων όσο και με τη μέθοδο των βρόχων, και να τις συγκρίνετε με τις τιμές που βρέθηκαν στο
προηγούμενο βήμα (Πίνακες 4.3 και 4.4).
Πίνακας 4.3 Οι τιμές των εντάσεων ρεύματος στα άκρα των αντιστάσεων που υπολογίστηκαν με τη μέθοδο των κόμβων
και οι αντίστοιχες αποκλίσεις τους από την πειραματική και υπολογιζόμενη τιμή.
Αντιστάσεις Θεωρητική Τιμή Απόκλιση (%) από την Απόκλιση (%) από την
Έντασης Ρεύματος Πειραματική Τιμή Υπολογιζόμενη Τιμή
Έντασης Ρεύματος Έντασης Ρεύματος
R1
R2
R3
R4
R5
Αντιστάσεις Θεωρητική Τιμή Απόκλιση (%) από την Απόκλιση (%) από την
Έντασης Ρεύματος Πειραματική Τιμή Υπολογιζόμενη Τιμή
Έντασης Ρεύματος Έντασης Ρεύματος
R1
R2
R3
R4
R5
• Σχολιάστε τα αποτελέσματα και ελέγξτε αν ισχύει ο νόμος των ρευμάτων του Kirchhoff στους
κόμβους του κυκλώματος.
4.4.1 Οδηγίες
Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε πώς μπορούμε να επαληθεύσουμε μέσω του MultisimLive τη μέθοδο των
κόμβων και τη μέθοδο των βρόχων.
Για τον σκοπό αυτό στo κύκλωμα που θα σχεδιάσουμε στο MultisimLive θα κληθούμε να μετρήσουμε
τάσεις και ρεύματα με τον τρόπο που ήδη έχουμε εφαρμόσει και στα κυκλώματα των δύο προηγούμενων
Κεφαλαίων, τα οποία σχεδιάσαμε στο MultisimLive. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δείξουμε στη μέτρηση των
τάσεων πάνω σε αντιστάσεις που δεν συνδέονται στη γείωση.
4.4.2 Εφαρμογή
Επομένως, για την εξάσκηση του αναγνώστη με το MultisimLive προτείνεται να πραγματοποιηθεί η ακόλουθη
άσκηση:
Να σχεδιαστεί στο MultisimLive το κύκλωμα του Σχ. 4.4, που χρησιμοποιήθηκε στην αντίστοιχη πειραματική
άσκηση. Για τον σκοπό αυτό θα χρησιμοποιηθούν οι τιμές των αντιστάσεων που μετρήθηκαν στο βήμα 1 της
πειραματικής άσκησης του Κεφαλαίου αυτού.
Προσοχή: H γείωση του κυκλώματος θα τοποθετηθεί στον αρνητικό πόλο των δύο πηγών τάσης του
κυκλώματος.
Επομένως, στο κύκλωμα αυτό ζητείται να μετρηθούν στο MultisimLive τα ακόλουθα:
• Οι τάσεις στα άκρα όλων των αντιστάσεων του κυκλώματος.
Προσοχή: Για τη μέτρηση των τάσεων ακολουθήστε την οδηγία που δόθηκε στην εφαρμογή στο
MultisimLive του Κεφαλαίου 2.
• Το ρεύμα i που διαρρέει την κάθε αντίσταση του κυκλώματος.
Να συγκριθούν τα αποτελέσματα, που βρέθηκαν στο MultisimLive, για τις τιμές των τάσεων και των
ρευμάτων, με τα αντίστοιχα που είχαν βρεθεί στο βήμα 2 της πειραματικής άσκησης του Κεφαλαίου αυτού.
Ελέγξτε αν ισχύει ο νόμος των ρευμάτων του Kirchhoff στους κόμβους του κυκλώματος, καθώς και ο
νόμος των τάσεων του Kirchhoff στους βρόχους του κυκλώματος.
5V 1
_ 2Ω
+
1Ω 3Ω +
_ 6V
4.2 Με τη μέθοδο των κόμβων να υπολογίσετε την τάση υΧ στο κύκλωμα του Σχ. 4.19.
+
0.4υX 40 Ω υX 20 Ω 4Α
_
4.3 Με τη μέθοδο των κόμβων να υπολογίσετε την ένταση του ρεύματος iX στο κύκλωμα του Σχ. 4.20.
0.5 kΩ
2iX 2Α
iX
2 kΩ 1 kΩ 4 kΩ
5Α
16 kΩ 4 kΩ
+
2 kΩ
+
10 V _ 8 kΩ υX
_ 20 V
+
_
4.5 Υπολογίστε με τη μέθοδο των κόμβων τα δυναμικά των κόμβων 1, 2, και 3 στο κύκλωμα του Σχ. 4.22.
2 kΩ
2υ2
1 _ 2 8 kΩ 3
+
+
4Α 1 kΩ 4 kΩ υ2 +
_ 10 V
_
0
4 kΩ
6Α
1 16 kΩ 2 8 kΩ 3
16 kΩ
10 Α 8 kΩ 4 kΩ
+
_ 24 V
0
4.7 Υπολογίστε με τη μέθοδο των κόμβων τα δυναμικά των κόμβων 1, 2 και 3 στο κύκλωμα του Σχ. 4.24.
24 V
_
+
4iX
1 4 kΩ 2 _ 3
+
iX
8 kΩ 2 kΩ 8 kΩ
16 kΩ
_ υX +
4Α 8 kΩ 8Α
2 kΩ 4 kΩ 4 kΩ 2 kΩ
4.9 Υπολογίστε με τη μέθοδο των κόμβων τα δυναμικά των κόμβων 1, 2 και 3 στο κύκλωμα του Σχ. 4.26.
20 kΩ
6Α iX
1 10 kΩ 2 10 kΩ 3
_
20 V + 10 kΩ 40 kΩ
+
30 kΩ _ 5iX +
_ 30 V
0
2 kΩ
+ υX _
2υX 4iX
4 kΩ 1 2 _ 3
+
iX
20 V +
_ 8 kΩ 2 kΩ 8 kΩ 2Α
4.11 Υπολογίστε με τη μέθοδο των βρόχων το δυναμικό του κόμβου 1 στο κύκλωμα του Σχ. 4.18.
4.12 Υπολογίστε με τη μέθοδο των βρόχων τα ρεύματα βρόχων ia και ib στο κύκλωμα του Σχ. 4.28.
4iX
4Ω _ 8Ω
+
iX
12 Ω
24 V +
_ ib +
_ 20 V
ia
20 kΩ
12 V 4 kΩ
_
+
i
2 kΩ
10 kΩ 8 kΩ
16 V
+
_
4.14 Υπολογίστε με τη μέθοδο των βρόχων τo ρεύμα i στο κύκλωμα του Σχ. 4.30.
16 kΩ 8 kΩ
8A
12 kΩ 4 kΩ
i
2 kΩ 6 kΩ +
_ 10 V
iX
1 kΩ 2 kΩ
5 kΩ
4 kΩ
3iX +
_ 30 V
4.16 Υπολογίστε με τη μέθοδο των βρόχων τα ρεύματα βρόχων ia, ib και ic στο κύκλωμα του Σχ. 4.32.
+
4 kΩ υX ib 16 kΩ
_
ia +
_ 24 V
6Α
+
8 kΩ ic _ 4υX
2iX
16 kΩ 8 kΩ
iX
4 kΩ 20 V 2 kΩ
+
_
4.18 Υπολογίστε τον λόγο των ρευμάτων ix/i του κυκλώματος του Σχ. 4.34.
5Ω 10 Ω
iX +
_
40 Ω 10υX + υX 15 Ω i
_
5 kΩ
+
2 kΩ
1 kΩ υX
_
_
25 V +
iX _
2iX
2Α +
υX /2
4.20 Να υπολογιστούν με τη μέθοδο των δυναμικών των κόμβων και με τη μέθοδο των ρευμάτων των
βρόχων τα ρεύματα που διαρρέουν τις αντιστάσεις του κυκλώματος της γέφυρας Wheatstone.
Δίνονται: υ = 15 V, R = 1.5 kΩ, R1 = 0.27 kΩ, R2 = 3.3 kΩ, R3 = 1.5 kΩ, R4 = 3.3 kΩ, R5 = 1.5 kΩ.
R R3
R2 R4
υ +
_ R1
R5
Σχήμα 4.36 Το κύκλωμα της άσκησης 4.20.
Προαπαιτούμενη γνώση
Νόμος του Ohm, Νόμοι του Kirchhoff, Μέθοδοι Ανάλυσης Κυκλωμάτων, Πηγή Ρεύματος, Πηγή Τάσης.
B B
(α) (β)
Σχήμα 5.1 (α) Γραμμικό ηλεκτρικό κύκλωμα συνδεδεμένο σε φορτίο και το (β) ισοδύναμο κατά Thévenin κύκλωμά του.
Δύο κυκλώματα λέμε ότι είναι ισοδύναμα εάν έχουν την ίδια σχέση τάσης-ρεύματος στους ακροδέκτες τους
(π.χ. στους ακροδέκτες Α και Β του Σχ. 5.1). Επίσης, η ισοδυναμία αυτή θα πρέπει να ισχύει για όλες τις δυνατές
περιπτώσεις φορτίου.
Επομένως, για να υπολογίσουμε την ισοδύναμη αντίσταση Thévenin RTh καθώς και την ισοδύναμη τάση
Thévenin υTh, σκεφτόμαστε ως εξής [1], [3] - [5]:
Για να βρούμε την ισοδύναμη αντίσταση Thévenin RTh, με ανοικτούς τους ακροδέκτες Α και Β (δηλαδή
όταν το φορτίο είναι αποσυνδεδεμένο από το κύκλωμα), θα πρέπει αρχικά να εξουδετερώσουμε τις ανεξάρτητες
πηγές του γραμμικού κυκλώματος του Σχ. 5.1(α). Τότε η αντίσταση που θα βρούμε μεταξύ των ακροδεκτών Α
και Β θα είναι η ισοδύναμη αντίσταση Thévenin RTh.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουμε τι σημαίνει ότι εξουδετερώνουμε τις πηγές. Αυτό στην
πράξη σημαίνει ότι αντικαθιστούμε:
• τις ανεξάρτητες πηγές τάσης με βραχυκύκλωμα (Σχ. 5.2) και
• τις ανεξάρτητες πηγές ρεύματος με ανοικτό κύκλωμα (Σχ. 5.3).
R R
υ +
_
i R R
A i Α
+
Γραμμικό
Ηλεκτρικό Γραμμικό
Κύκλωμα RΑΒ Ηλεκτρικό υΑΒ
(Ωμικό με
Κύκλωμα
εξουδετερωμένες _
τις πηγές)
B Β
(α) (β)
Σχήμα 5.4 Διαδικασία εύρεσης (α) της ισοδύναμης αντίστασης Thévenin RTh και
(β) της ισοδύναμης τάσης Thévenin υTh ενός κυκλώματος.
Αφού τα δύο κυκλώματα του Σχ. 5.1 είναι ισοδύναμα, εάν οι ακροδέκτες Α και Β είναι ανοικτοί (π.χ. έχει
αφαιρεθεί το φορτίο), τότε δεν ρέει ρεύμα (i = 0) και η τάση υΑΒ ανοικτού κυκλώματος στους ακροδέκτες Α
και Β του Σχ. 5.1(α) θα είναι ίση με την ισοδύναμη τάση Thévenin υTh στο Σχ. 5.1(β). Επομένως, για την
ισοδύναμη τάση Thévenin ισχύει, όπως φαίνεται στο Σχ. 5.4(β):
𝜐𝜐Τh = 𝜐𝜐AB (5.2)
Δηλαδή, για να βρούμε την ισοδύναμη τάση Thévenin δεν έχουμε παρά να υπολογίσουμε την τάση υAB
μεταξύ των ανοικτών ακροδεκτών Α και Β στο αρχικό κύκλωμα του Σχ. 5.1(α).
Τέλος, στην περίπτωση που οι ακροδέκτες Α και Β βραχυκυκλωθούν (π.χ. αν η αντίσταση φορτίου
μηδενιστεί), το ρεύμα i που θα διαρρέει το βραχυκύκλωμα έχει φορά από το Α προς το Β και η τιμή του θα
είναι (Σχ. 5.5):
𝜐𝜐Th
𝑖𝑖 = (5.3)
𝑅𝑅Th
υTh +
_
B
Σχήμα 5.5 Το ισοδύναμο κύκλωμα Thévenin με βραχυκυκλωμένους τους ακροδέκτες Α και Β.
Παράδειγμα 5.1
Βρείτε το ισοδύναμο κύκλωμα Thévenin, ως προς τους ακροδέκτες Α και Β, του κυκλώματος του Σχ. 5.6.
Δίνονται: υ1 = 20 V, υ2 = 5 V, R1 = 6 kΩ, R2 = 4 kΩ, R3 = 10 kΩ, R4 = 5 kΩ.
R1 υ2 R4
_ Α
+
i
υ1 +
_ R3
R2 Β
Σχήμα 5.6 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 5.1.
Λύση:
To κύκλωμα του Σχ. 5.6 περιλαμβάνει μόνο ανεξάρτητες πηγές τάσης, οπότε για να βρούμε το ισοδύναμο
κύκλωμα Thévenin εργαζόμαστε όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα.
Επομένως, το πρώτο βήμα περιλαμβάνει την εύρεση της ισοδύναμης αντίστασης Thévenin RTh. Για τον
σκοπό αυτό βραχυκυκλώνουμε τις πηγές τάσης (Σχ. 5.7) και υπολογίζουμε από τα ανοικτά άκρα Α και Β του
κυκλώματος την αντίσταση RΑΒ που ισούται με την αντίσταση Thévenin RTh. Δηλαδή
𝑅𝑅Τh = 𝑅𝑅4 + 𝑅𝑅3 ||(𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 )
ή
R1 R4 Α
R3
R2 Β
Σχήμα 5.7 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 5.1 με βραχυκυκλωμένες τις ανεξάρτητες πηγές τάσης.
Στη συνέχεια, υπολογίζουμε την τάση Thévenin υTh με ανοικτά τα άκρα Α και Β του κυκλώματος του Σχ.
5.6. Επομένως, έχουμε:
𝜐𝜐Τh = 𝜐𝜐2 + 𝑖𝑖𝑅𝑅3
όπου i είναι το ρεύμα που διαρρέει την αντίσταση R3, το οποίο θα βρεθεί από την εφαρμογή του νόμου τάσεων
του Kirchhoff στον βρόχο του κυκλώματος που περιλαμβάνει την πηγή υ1 και τις αντιστάσεις R1 - R3. Δηλαδή
𝜐𝜐1 = 𝑖𝑖𝑅𝑅1 + 𝑖𝑖𝑅𝑅2 + 𝑖𝑖𝑅𝑅3
ή
𝜐𝜐1 10 V
𝑖𝑖 = = = 0.5 mA
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 + 𝑅𝑅3 (6 kΩ) + (4 kΩ) + (10 kΩ)
Oπότε,
𝜐𝜐Τℎ = 5 V + (0.5 mA)(10 kΩ) = 10 V
Η αντίσταση R4 δεν εμφανίστηκε στην εξίσωση από την οποία προέκυψε η τάση Thévenin υTh, λόγω του
γεγονότος ότι τα άκρα Α και Β του κυκλώματος είναι ανοικτά και κατά συνέπεια η αντίσταση αυτή δεν
διαρρέεται από ρεύμα. Για τον ίδιο λόγο, το ρεύμα i είναι το μοναδικό ρεύμα που διαρρέει τον βρόχο του
κυκλώματος που περιλαμβάνει την πηγή υ1 και τις αντιστάσεις R1 - R3.
Παρατήρηση 1:
Θα μπορούσαμε αμέσως μετά τον υπολογισμό της αντίστασης Thévenin RTh να υπολογίσουμε το ρεύμα i που
διαρρέει τον δεξιό βρόχο του κυκλώματος (αν βραχυκυκλώσουμε τα Α και Β) που περιλαμβάνει την πηγή υ2
και τις αντιστάσεις R3, R4 και στη συνέχεια να βρούμε από την Εξ. (5.2) την τάση Thévenin υTh. Ωστόσο, αυτή
η πορεία επίλυσης δεν συνιστάται, καθώς για να βρεθεί το ρεύμα i θα χρειαστεί περισσότερος κόπος σε
σύγκριση με τη διαδικασία που ακολουθήσαμε, καθώς από τη βραχυκύκλωση των ακροδεκτών Α και Β
αυξάνεται ο αριθμός των βρόχων του κυκλώματος και συνεπώς η πολυπλοκότητά του. Ας δοκιμάσει ο
αναγνώστης να λύσει το Παράδειγμα 5.1 με τον τρόπο αυτό, προκειμένου να το διαπιστώσει.
Παράδειγμα 5.2
Βρείτε το ισοδύναμο κύκλωμα Thévenin, ως προς τους ακροδέκτες Α και Β, του κυκλώματος του Σχ. 5.8.
Δίνονται: υ = 10 V, i = 0.5 A, R1 = 10 Ω, R2 = 10 Ω, R3 = 15 Ω και R4 = 5 Ω.
Λύση:
To κύκλωμα του Σχ. 5.8 περιλαμβάνει μία ανεξάρτητη πηγή τάσης και μία ανεξάρτητη πηγή ρεύματος, οπότε
για να βρούμε το ισοδύναμο κύκλωμα Thévenin εργαζόμαστε πάλι όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη
ενότητα.
Επομένως, το πρώτο βήμα περιλαμβάνει την εύρεση της ισοδύναμης αντίστασης Thévenin RTh. Για τον
σκοπό αυτό βραχυκυκλώνουμε την πηγή τάσης και ανοικτοκυκλώνουμε την πηγή ρεύματος (Σχ. 5.9) και
υπολογίζουμε από τα ανοικτά άκρα Α και Β του κυκλώματος την αντίσταση RΑΒ που ισούται με την αντίσταση
Thévenin RTh. Δηλαδή
𝑅𝑅Τh = 𝑅𝑅3 + 𝑅𝑅4 + 𝑅𝑅1 ||𝑅𝑅2
ή
𝑅𝑅Τh = 15 Ω + 5 Ω + (10 Ω)||(10 Ω) = 25 Ω
R1 R3
Α
R2 RTh
R4
Β
Σχήμα 5.9 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 5.2 με εξουδετερωμένες τις ανεξάρτητες πηγές τάσης και ρεύματος.
Στη συνέχεια, υπολογίζουμε την τάση Thévenin υTh με ανοικτά τα άκρα Α και Β του κυκλώματος του Σχ.
5.8. Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να λύσουμε αυτό το κύκλωμα με κάποια από τις γνωστές μεθόδους επίλυσης
κυκλωμάτων. Στην περίπτωση αυτή ας χρησιμοποιήσουμε τη μέθοδο των βρόχων.
Επομένως, από την εφαρμογή του νόμου των τάσεων του Kirchhoff στον βρόχο a του κυκλώματος
προκύπτει:
−𝜐𝜐 + 𝑖𝑖𝑎𝑎 𝑅𝑅1 + (𝑖𝑖𝑎𝑎 − 𝑖𝑖𝑏𝑏 )𝑅𝑅2 = 0
ή
(𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 )𝑖𝑖𝑎𝑎 − 𝑅𝑅2 𝑖𝑖𝑏𝑏 = 𝜐𝜐
Οπότε
Παρατήρηση 2:
Στην περίπτωση που το κύκλωμα περιέχει εκτός από ανεξάρτητη πηγή τάσης ή ρεύματος και εξαρτημένη πηγή
τάσης, σε αντίθεση με τα κυκλώματα που μελετήσαμε μέχρι τώρα, για να βρούμε το ισοδύναμο κύκλωμα
Thévenin εργαζόμαστε ως εξής [1]:
• Εξουδετερώνουμε την ανεξάρτητη πηγή, αλλά διατηρούμε στο κύκλωμα την εξαρτημένη πηγή τάσης.
• Λόγω της παρουσίας της εξαρτημένης πηγής, ωστόσο, διεγείρουμε το κύκλωμα με μία γνωστή πηγή
σταθερής τάσης υ0 συνδεδεμένη στους ακροδέκτες Α και Β, ως προς τους οποίους θέλουμε να
υπολογίσουμε το ισοδύναμο κύκλωμα Thévenin. Συνήθως δίνουμε την τιμή υ0 = 1 V για να
απλοποιήσουμε τις πράξεις.
• Στόχος στο κύκλωμα με την πηγή τάσης υ0 είναι να βρούμε το ρεύμα i0 που ρέει μέσω των ακροδεκτών
Α και Β και στη συνέχεια να υπολογίσουμε την αντίσταση Thévenin με τη χρήση του νόμου του Ohm,
δηλαδή RTh = υ0/i0.
• Εναλλακτικά, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μία ανεξάρτητη πηγή ρεύματος i0 (=1 Α), αντί για την
ανεξάρτητη πηγή τάσης υ0, και στη συνέχεια να υπολογίσουμε την αντίστοιχη τάση υ0, ώστε πάλι
μέσω του νόμου του Ohm να βρούμε την άγνωστη αντίσταση Thévenin RTh.
• Τέλος, η ισοδύναμη τάση Thévenin υπολογίζεται με εφαρμογή μίας από τις γνωστές μεθόδους
επίλυσης του κυκλώματος.
Ως εφαρμογή της διαδικασίας που περιγράφηκε παρατίθεται το επόμενο παράδειγμα.
Παράδειγμα 5.3
Βρείτε το ισοδύναμο κύκλωμα Thévenin, ως προς τους ακροδέκτες Α και Β, του κυκλώματος του Σχ. 5.10.
Δίνονται: i = 1 A, R1 = 2 Ω, R2 = 4 Ω, R3 = 3 Ω, R4 = 0.5 Ω και R5 = 0.5 Ω.
ib
R2 R4
Α
+ +
i ia υ1 R1 ic R3 υAB
_ _
Β
R5
Σχήμα 5.10 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 5.3.
Λύση:
Το κύκλωμα του Σχ. 5.10 περιέχει, εκτός από την ανεξάρτητη πηγή ρεύματος i, και μία εξαρτημένη πηγή τάσης
(4υ1). Επομένως, εργαζόμαστε όπως περιγράφηκε στην Παρατήρηση 2.
Οπότε, εξουδετερώνουμε την πηγή ρεύματος i και διεγείρουμε το κύκλωμα με μία γνωστή πηγή σταθερής
τάσης υ0 συνδεδεμένη στους ακροδέκτες Α και Β (Σχ. 5.11).
4υ1
_
+
ia
R2 R4 A
+ i0
υ1 R 1 ib R3 ic +
_ υ0
_
R5 B
Σχήμα 5.11 Το κύκλωμα για τον υπολογισμό της αντίστασης Thévenin.
Tο κύκλωμα του Σχ. 5.11 καλούμαστε να το λύσουμε με κάποια από τις γνωστές μεθόδους επίλυσης
κυκλωμάτων. Στην περίπτωση αυτή ας χρησιμοποιήσουμε τη μέθοδο των βρόχων.
Παρατήρηση 3:
Το αρνητικό πρόσημο της αντίστασης Thévenin που βρήκαμε σημαίνει ότι το κύκλωμα δεν καταναλώνει
ενέργεια αλλά αντιθέτως προσφέρει. Επειδή, όπως αναφέρθηκε, οι αντιστάσεις καταναλώνουν ενέργεια και
αυτό είναι δυνατό να συμβαίνει σε κυκλώματα όπως αυτό, επειδή περιλαμβάνουν εξαρτημένες πηγές, οι οποίες
είναι ενεργά και όχι παθητικά στοιχεία.
Παρατήρηση 4:
Επίσης, σε περίπτωση που σε μια άσκηση βρούμε αρνητικό πρόσημο για την τάση Thévenin, τότε αυτό
σημαίνει ότι η πολικότητά της είναι αντίθετη από την υποτιθέμενη στο κύκλωμα.
Παράδειγμα 5.4
Υπολογίστε την ισοδύναμη αντίσταση Thévenin, ως προς τους ακροδέκτες Α και Β, στο κύκλωμα του Σχ. 5.12.
Δίνονται: R1 = 8 Ω και R2 = 4 Ω.
Α
iX
R2 R1 4iX
Β
Σχήμα 5.12 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 5.4.
Λύση:
Το κύκλωμα του Σχ. 5.12 περιέχει μόνο μία εξαρτημένη πηγή ρεύματος (4iΧ). Επομένως, εργαζόμαστε όπως
περιγράφηκε στην Παρατήρηση 2. Δηλαδή, μπορούμε να διεγείρουμε το κύκλωμα με μία γνωστή πηγή
σταθερής τάσης υ0 ή ρεύματος i0 συνδεδεμένη στους ακροδέκτες Α και Β (Σχ. 5.13). Στην προκειμένη
περίπτωση, λόγω της εξαρτημένης πηγής ρεύματος, είναι προτιμότερο να χρησιμοποιηθεί η ανεξάρτητη πηγή
ρεύματος i0.
B
Σχήμα 5.13 Το κύκλωμα για τον υπολογισμό της αντίστασης Thévenin στο κύκλωμα του Παραδείγματος 5.4.
Επομένως, γράφοντας την εξίσωση που προκύπτει από την εφαρμογή του νόμου ρευμάτων του Kirchhoff
στον κόμβο 1 προκύπτει:
𝜐𝜐1
𝑖𝑖0 + 𝑖𝑖𝑋𝑋 = + 2𝑖𝑖𝑋𝑋
𝑅𝑅1
ή
𝜐𝜐1
𝑖𝑖0 = + 𝑖𝑖𝑋𝑋
𝑅𝑅1
𝜐𝜐1
όπου 𝑖𝑖𝑋𝑋 = − , λόγω του γεγονότος ότι οι αντιστάσεις R1 και R3 είναι παράλληλες και επομένως έχουν την
𝑅𝑅2
ίδια τάση στα άκρα τους.
Οπότε
𝜐𝜐1 𝜐𝜐1
𝑖𝑖0 = −
𝑅𝑅1 𝑅𝑅2
Αν θέσουμε i0 = 1 A, τότε:
υ1 υ1
1= −
8 4
Επομένως, βρίσκουμε ότι υ1 = –8 V.
Όμως, όπως αναφέρθηκε στην Παρατήρηση 2, η αντίσταση Thévenin θα προκύψει από τον νόμο του Ohm,
ως:
𝜐𝜐0 𝜐𝜐1 −8 V
𝑅𝑅Th = = = = −8 Ω
𝑖𝑖0 𝑖𝑖0 1A
Όπως αναφέρθηκε, το αρνητικό πρόσημο της αντίστασης Thévenin που βρήκαμε σημαίνει ότι το κύκλωμα
δεν καταναλώνει ενέργεια αλλά αντιθέτως προσφέρει.
A Α
Γραμμικό
Ηλεκτρικό iN RΝ
Κύκλωμα
(Ωμικό)
B Β
(α) (β)
Σχήμα 5.14 (α) Γραμμικό ηλεκτρικό κύκλωμα και (β) το ισοδύναμο κατά Norton κύκλωμά του.
Το ερώτημα που τίθεται στο σημείο αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο υπολογισμού του ρεύματος iN και της
αντίστασης RN στο ισοδύναμο κύκλωμα Norton. Αποδεικνύεται ότι το ισοδύναμο κύκλωμα Norton μπορεί να
προκύψει από το ισοδύναμο κύκλωμα Thévenin με έναν απλό μετασχηματισμό πηγών (θα το αναλύσουμε στην
επόμενη ενότητα). Επιπλέον, εφόσον τα κυκλώματα Thévenin και Norton είναι ισοδύναμα με το αρχικό
κύκλωμα, θα είναι ισοδύναμα και μεταξύ τους. Κατά συνέπεια, το ρεύμα Norton iN ισούται με το ρεύμα iAB που
διαρρέει τους βραχυκυκλωμένους ακροδέκτες Α και Β, ενώ η αντίσταση Norton RN ισούται με την αντίσταση
Τhevenin RTh.
Συνοψίζοντας, ισχύουν οι σχέσεις [1], [4], [6]:
𝑅𝑅N = 𝑅𝑅Th (5.4)
Βρείτε το ισοδύναμο κύκλωμα Norton, ως προς τους ακροδέκτες Α και Β, του κυκλώματος του Σχ. 5.15.
Δίνονται: υ = 24 V, i = 7 A, R1 = 8 Ω, R2 = 16 Ω, R3 = 16 Ω και R4 = 10 Ω.
R2
Α
υ +
_
i R4
R1
Β
R3
Λύση:
Το κύκλωμα του Σχ. 5.15 περιέχει μία ανεξάρτητη πηγή ρεύματος i, καθώς και μία ανεξάρτητη πηγή τάσης υ.
Επομένως, μπορούμε να υπολογίσουμε αρχικά την αντίσταση Norton, με την ίδια διαδικασία που
ακολουθούσαμε για να βρούμε την αντίσταση Thévenin. Δηλαδή, εξουδετερώνουμε τις πηγές τάσης και
ρεύματος, οπότε προκύπτει το δικτύωμα του Σχ. 5.16.
Οπότε
𝑅𝑅N = 𝑅𝑅4 ||(𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 + 𝑅𝑅3 )
ή
𝑅𝑅N = (10 Ω)||(8 Ω + 16 Ω + 16 Ω) = 8 Ω
Στη συνέχεια, μπορούμε να βρούμε την τάση υΑΒ στα ανοικτά άκρα Α και Β που ταυτίζεται με την τάση
Thévenin. Για τον σκοπό αυτό επιλύουμε το κύκλωμα με τη μέθοδο των βρόχων (Σχ. 5.17).
R2
Α
R1 R4 RN
Β
R3
Σχήμα 5.16 Το δικτύωμα για τον υπολογισμό της ισοδύναμης αντίστασης Norton
του κυκλώματος του Παραδείγματος 5.5.
Σχήμα 5.17 Το κύκλωμα που επιλύεται με τη μέθοδο των βρόχων στο Παράδειγμα 5.5, για την εύρεση της τάσης υΑΒ.
Παράδειγμα 5.6
Βρείτε το ισοδύναμο κύκλωμα Norton, ως προς τους ακροδέκτες Α και Β, του κυκλώματος του Σχ. 5.18.
Δίνονται: υ = 20 V, R1 = 5 Ω και R2 = 10 Ω.
Α
i1
3i 1
+
R1 υ _
Β
Σχήμα 5.18 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 5.6.
Λύση:
Το κύκλωμα του Σχ. 5.18 περιέχει μία ανεξάρτητη πηγή τάσης υ, καθώς και μία εξαρτημένη πηγή ρεύματος
(3i1).
Για να βρούμε την ισοδύναμη αντίσταση Norton εξουδετερώνουμε την πηγή τάσης και συνδέουμε μία
πηγή τάσης υ0 = 1 V στους ακροδέκτες Α και Β (Σχ. 5.19). Στο κύκλωμα αυτό η αντίσταση R1 δεν λαμβάνεται
υπόψη, επειδή είναι βραχυκυκλωμένη. Επιπλέον, η αντίσταση R2, η ανεξάρτητη πηγή τάσης υ0 και η
εξαρτημένη πηγή ρεύματος είναι παράλληλα συνδεδεμένες.
Επομένως, σύμφωνα με τα προηγούμενα, ισχύει:
𝑖𝑖1 = 0 A
και
𝜐𝜐0 1V
𝑖𝑖0 = = = 0.1 Α
𝑅𝑅2 10 Ω
Οπότε
𝜐𝜐0 1V
𝑅𝑅N = = = 10 Ω
𝑖𝑖0 0.1 A
A
i1 i0
3i 1
R1 +
_ υ0 = 1 V
B
Σχήμα 5.19 Το κύκλωμα για τον υπολογισμό της ισοδύναμης αντίστασης Norton στο Παράδειγμα 5.6.
Για να βρεθεί το ρεύμα Norton iΝ βραχυκυκλώνουμε τους ακροδέκτες Α και Β και βρίσκουμε το ρεύμα
iAB (Σχ. 5.20). Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά τα στοιχεία στο κύκλωμα του Σχ. 5.20, θα διαπιστώσουμε ότι
είναι όλα παράλληλα συνδεδεμένα μεταξύ τους.
Επομένως,
𝜐𝜐 20 V
𝑖𝑖1 = = =4Α
𝑅𝑅1 5Ω
Επιπλέον, από την εφαρμογή του νόμου ρευμάτων του Kirchhoff στον κόμβο Α, προκύπτει:
20 V
𝑖𝑖AB = + 3𝑖𝑖1 = 14 A
10 Ω
Oπότε
𝑖𝑖Ν = 𝑖𝑖AB = 14 A
R2
A
i1
3i 1
R1 υ +
_ iΑΒ
B
Σχήμα 5.20 Το κύκλωμα για τον υπολογισμό του ρεύματος Norton στο Παράδειγμα 5.6.
Παράδειγμα 5.7
Στο κύκλωμα της γέφυρας Wheatstone του Σχ. 5.21 το γαλβανόμετρο έχει εσωτερική αντίσταση RG = 20 Ω. Να
βρείτε το ρεύμα που ρέει μέσω του αμπερόμετρου.
6 kΩ 0.8 kΩ
+ 20 Ω
100 V _ A Β
2 kΩ 1.2 kΩ
Λύση:
Το κύκλωμα της γέφυρας Wheatstone του Σχ. 5.21 δεν είναι σε ισορροπία, καθώς:
6 kΩ 0.8 kΩ
≠
2 kΩ 1.2 kΩ
Για την ανάλυση του κυκλώματος του Σχ. 5.21 θα αντικαταστήσουμε το κύκλωμα με το ισοδύναμο
κύκλωμα κατά Thévenin, ως προς τους ακροδέκτες Α και Β.
Επομένως, το πρώτο βήμα για την εύρεση του ισοδύναμου κυκλώματος Thévenin αφορά τον υπολογισμό
της ισοδύναμης αντίστασης Thévenin (Σχ. 5.22). Στο κύκλωμα του Σχ. 5.22, που προκύπτει αφού
βραχυκυκλώσουμε την πηγή τάσης, οι αντιστάσεις των 6 kΩ και 2 kΩ είναι παράλληλα συνδεδεμένες. Το ίδιο
ισχύει και για τις αντιστάσεις των 0.8 kΩ και 1.2 kΩ.
Άρα, η ισοδύναμη αντίσταση Thévenin είναι:
𝑅𝑅Th = (6 kΩ)||(2 kΩ) + (0.8 kΩ)||(1.2 kΩ) = 1.98 kΩ
Στη συνέχεια, για να βρούμε την ισοδύναμη τάση Thévenin χρησιμοποιούμε το κύκλωμα του Σχ. 5.23.
Για τον σκοπό αυτό θα χρησιμοποιήσουμε τον διαιρέτη τάσης, για να υπολογίσουμε τα δυναμικά στους
ακροδέκτες Α και Β.
Δηλαδή:
2 kΩ 1.2 kΩ
Σχήμα 5.22 Το κύκλωμα για τον υπολογισμό της ισοδύναμης αντίστασης Thévenin στο Παράδειγμα 5.7.
2 kΩ
𝜐𝜐Α = (100 V) = 25 V
(2 kΩ) + (6 kΩ)
και
1.2 kΩ
𝜐𝜐Β = (100 V) = 60 V
(0.8 kΩ) + (1.2 kΩ)
Οπότε
𝜐𝜐𝛵𝛵ℎ = 𝜐𝜐Α − 𝜐𝜐Β = −35 V
6 kΩ 0.8 kΩ
+ A Β
100 V _
_
+ υ Th
2 kΩ 1.2 kΩ
Σχήμα 5.23 Το κύκλωμα για τον υπολογισμό της τάσης Thévenin στο Παράδειγμα 5.7.
B
Σχήμα 5.24 Το ισοδύναμο κύκλωμα Thévenin στο Παράδειγμα 5.7.
[
υTh +
_ iN RΝ
B Β
(α) (β)
R A Α
υ +
_ i R
B Β
(α) (β)
Σχήμα 5.26 Μετασχηματισμός (a) εξαρτημένης πηγής τάσης σε (β) εξαρτημένη πηγή ρεύματος..
• Σημειώστε, όπως φαίνεται στα Σχ. 5.25 και 5.26, ότι το βέλος της πηγής ρεύματος κατευθύνεται προς
τον θετικό ακροδέκτη της πηγής τάσης.
• Επίσης, από την Εξ. (5.6) ή (5.7) ο μετασχηματισμός πηγών δεν είναι δυνατός όταν R = 0, πράγμα
που συμβαίνει με μια ιδανική πηγή τάσης. Ομοίως, μια ιδανική πηγή ρεύματος με R = ∞ δεν μπορεί
να αντικατασταθεί από μια πηγή πεπερασμένης τάσης.
Για να γίνει κατανοητή η χρησιμότητα του μετασχηματισμού πηγών, ας εξεταστεί το επόμενο παράδειγμα:
Παράδειγμα 5.8
Λύση:
Στο κύκλωμα του Σχ. 5.27 βλέπουμε ότι υπάρχει μία ανεξάρτητη πηγή ρεύματος 3 Α παράλληλα τοποθετημένη
με την αντίσταση των 8 Ω. Επομένως, μπορούμε να μετασχηματίσουμε αυτόν τον παράλληλο συνδυασμό σε
μία πηγή τάσης υ = (3 Α)×(8 Ω) = 24 V σε σειρά με την αντίσταση των 8 Ω.
18 V
+
_ υΧ 16 Ω 3A 8Ω
_
Επιπλέον, υπάρχει μία ανεξάρτητη πηγή τάσης 18 V σε σειρά με την αντίσταση των 6 Ω. Οπότε και αυτόν
τον συνδυασμό μπορούμε να τον μετασχηματίσουμε σε μία ανεξάρτητη πηγή ρεύματος i = (18 V)/(6 Ω) = 3 Α
παράλληλα με την αντίσταση των 6 Ω.
Επομένως, μετά από τους προαναφερθέντες μετασχηματισμούς πηγών προκύπτει το ισοδύναμο κύκλωμα
του Σχ. 5.27 που παρατίθεται στο Σχ. 5.28. Σε αυτό το κύκλωμα οι αντιστάσεις των 4 Ω και 8 Ω είναι σε σειρά,
οπότε μπορούν να αντικατασταθούν από μία ισοδύναμη αντίσταση των 12 Ω. Επιπλέον, η ανεξάρτητη πηγή
τάσης των 24 V που είναι σε σειρά με την αντίσταση των 12 Ω που προέκυψε, μπορεί να μετασχηματιστεί σε
μία ανεξάρτητη πηγή ρεύματος i = (24 V)/(12 Ω) = 2 Α παράλληλα με την αντίσταση των 12 Ω, όπως φαίνεται
στο Σχ. 5.29.
4Ω 8Ω
+
_
3A 6Ω υΧ 16 Ω + 24 V
_
Σχήμα 5.28 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 5.8 μετά τον μετασχηματισμό των πηγών.
Στο κύκλωμα του Σχ. 5.29 υπάρχουν δύο αντιπαράλληλες πηγές ρεύματος (3 Α και 2 Α), οι οποίες μπορούν
να αντικατασταθούν από μία ισοδύναμη πηγή ρεύματος 1 Α (= 3 Α – 2 Α) με φορά προς τα επάνω. Επιπλέον,
οι αντιστάσεις των 6 Ω και 12 Ω είναι παράλληλες και μπορούν να αντικατασταθούν από την ισοδύναμη
αντίσταση των R = (6 Ω)||(12 Ω) = 4 Ω. Οπότε, το κύκλωμα του Σχ. 5.29 απλοποιείται περαιτέρω, όπως φαίνεται
στο Σχ. 5.30.
+
3A 6Ω υΧ 16 Ω 12 Ω 2Α
_
Σχήμα 5.29 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 5.8 μετά τον δεύτερο μετασχηματισμό πηγών.
Με την εφαρμογή του διαιρέτη ρεύματος στο κύκλωμα του Σχ. 5.30 μπορεί να βρεθεί το ρεύμα που διαρρέει
την αντίσταση των 16 Ω.
Επομένως
12 Ω
𝑖𝑖𝛸𝛸 = (1 Α) = 0.43 Α
(12 Ω) + (16 Ω)
Άρα, η τάση υΧ στα άκρα της αντίστασης των 16 Ω είναι:
𝜐𝜐𝛸𝛸 = (16 Ω)(0.43 Α) = 6.88 V
• Επιλέξτε τις αντιστάσεις με ονομαστικές τιμές: R1 = 1.0 kΩ, R2 = 3.3 kΩ, R3 = 2.2 kΩ, R4 = 1.5 kΩ,
R5 = 10.0 kΩ και R6 = 3.3 kΩ.
• Με τη χρήση του πολυμέτρου (ωμομέτρου) μετρήστε τις πραγματικές τιμές των αντιστάσεων.
• Υπολογίστε την απόκλιση (%) των πραγματικών από τις ονομαστικές τιμές των αντιστάσεων με τη
|𝑅𝑅 −𝑅𝑅 |
βοήθεια της σχέσης 𝛥𝛥𝛥𝛥 = Π Θ ∙ 100%, όπου RΘ η ονομαστική τιμή της αντίστασης και RΠ η
𝑅𝑅Θ
πραγματική τιμή της αντίστασης όπως μετρήθηκε με το πολύμετρο.
Πίνακας 5.1 Οι τιμές (ονομαστικές και πραγματικές) των αντιστάσεων, καθώς και οι αποκλίσεις τους.
R2
R3
R4
R5
R6
• Με την πηγή τάσης υ συνδεδεμένη στο κύκλωμα ρυθμίστε την τιμή της τάσης της πηγής με τη βοήθεια
του πολύμετρου (βολτόμετρου) στα υ = 12 V.
R4
R1 R3 R6
Α
υ +
_ R2 R5
Β
Σχήμα 5.31 Το κύκλωμα της πειραματικής άσκησης.
• Eπιλύστε θεωρητικά το κύκλωμα του Σχήματος 5.31 και βρείτε τα ισοδύναμά του κατά Thévenin και
Norton. Yπολογίστε τις % αποκλίσεις των πειραματικών από τις θεωρητικές τιμές.
5.6.1 Οδηγίες
Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε πώς μπορούμε να βρούμε τα ισοδύναμα κυκλώματα Thévenin και Norton
μέσω του MultisimLive.
Για τον σκοπό αυτό στο κύκλωμα που θα σχεδιάσουμε στο MultisimLive θα κληθούμε να μετρήσουμε την
τάση Thévenin και το ρεύμα Norton, με τη χρήση των ανιχνευτών τάσης και ρεύματος που διαθέτει το
MultisimLive.
Ωστόσο, στο MultisimLive δεν μπορούμε να μετρήσουμε απευθείας την αντίσταση Thévenin, καθώς το
MultisimLive δεν διαθέτει κάποιο εικονικό όργανο για τη μέτρηση ωμικών αντιστάσεων. Για αυτόν τον λόγο,
την αντίσταση Thévenin θα τη βρούμε έμμεσα με τη βοήθεια του νόμου του Οhm (Εξ. 5.7), στον οποίο θα
χρησιμοποιήσουμε την τάση Thévenin και το ρεύμα Norton που μετρήσαμε.
5.6.2 Εφαρμογή
Επομένως, για την εξάσκηση του αναγνώστη με την εύρεση των ισοδύναμων κυκλωμάτων Thévenin και Norton
στο MultisimLive προτείνεται να πραγματοποιηθεί η ακόλουθη άσκηση:
Να σχεδιαστεί στο MultisimLive το κύκλωμα του Σχ. 5.31, που χρησιμοποιήθηκε στην αντίστοιχη
πειραματική άσκηση. Για τον σκοπό αυτό θα χρησιμοποιηθούν οι τιμές των αντιστάσεων που μετρήθηκαν στο
βήμα 1 της πειραματικής άσκησης αυτού του Κεφαλαίου.
Προσοχή: H γείωση του κυκλώματος θα τοποθετηθεί στον αρνητικό πόλο της πηγής τάσης του
κυκλώματος.
Επομένως, στο κύκλωμα αυτό ζητείται να μετρηθούν στο MultisimLive τα ακόλουθα:
• Η τάση Thévenin υTh στα άκρα A και B.
• Αφού βραχυκυκλωθούν (με ένα καλώδιο) τα άκρα A και B, να μετρηθεί το ρεύμα Νorton iN που
διαρρέει τα βραχυκυκλωμένα άκρα Α και Β.
H αντίσταση Thévenin (RΤh) να υπολογιστεί από τον νόμο του Ohm (RTh = υTh/iN).
Να συγκριθούν τα αποτελέσματα, που βρέθηκαν στο MultisimLive, όσον αφορά τις τιμές της τάσης
Thévenin και του ρεύματος Norton, με τις αντίστοιχες πειραματικές τιμές που είχαν βρεθεί στο βήμα 2 της
πειραματικής άσκησης αυτού του Κεφαλαίου.
30 Ω
+
A
15 V _ 15 Ω 1Α
B
5.2 Βρείτε τα ισοδύναμα κυκλώματα Thévenin - Norton, ως προς τους ακροδέκτες Α και Β, του
κυκλώματος του Σχ. 5.33.
2Α
2Ω 4Ω
Α
+
18 V _ 1Ω
Β
Σχήμα 5.33 Το κύκλωμα της άσκησης 5.2.
5.3 Με την εφαρμογή του θεωρήματος Thévenin βρείτε την τάση υΧ στο κύκλωμα του Σχ. 5.34.
2Ω 8Ω
+
10 Ω
20 Ω υΧ 32 Ω 6A
_ +
_ 24 V
2Α
20 Ω 32 Ω
Α
+
16 V _
10 Ω
20 Ω
Β
5.5 Βρείτε το ισοδύναμο κύκλωμα Thévenin, ως προς τους ακροδέκτες Α και Β, του κυκλώματος του Σχ.
5.36.
10 Ω 5Ω
_ υΧ +
A +
2υX _ 35 V
+
_
B
5.6 Βρείτε τα ισοδύναμα κυκλώματα Thévenin - Norton, ως προς τους ακροδέκτες Α και Β, του
κυκλώματος του Σχ. 5.37.
5iX
2Ω
Α _
+
iX
4Ω 2Α
Β
Σχήμα 5.37 Το κύκλωμα της άσκησης 5.6.
6 kΩ
Α
+
25 V υX 30 kΩ 3υX
+
_
_
Β
Σχήμα 5.38 Το κύκλωμα της άσκησης 5.7.
5.8 Βρείτε τα ισοδύναμα κυκλώματα Thévenin - Norton, ως προς τους ακροδέκτες Α και Β, του
κυκλώματος του Σχ. 5.39.
0.2iX
+
υX 5 kΩ
_
Α
iX
20 kΩ 10 kΩ
+
_
Β
2υX
Σχήμα 5.39 Το κύκλωμα της άσκησης 5.8.
5.9 Βρείτε τo απλοποιημένο ισοδύναμο κύκλωμα του Σχ. 5.40 χρησιμοποιώντας τους μετασχηματισμούς
πηγών.
80 kΩ 40 kΩ
20 kΩ 6A
+ +
32 V _ _ 24 V
0.5iX
5 kΩ 10 kΩ
iX
20 kΩ 25 kΩ +
_ 30 V
Προαπαιτούμενη γνώση
Νόμος του Ohm, Νόμοι του Kirchhoff, Μέθοδοι Ανάλυσης Κυκλωμάτων, Θεωρήματα Thévenin - Norton.
Παράδειγμα 6.1
Στο κύκλωμα του Σχ. 6.1 να βρείτε το ρεύμα iX εφαρμόζοντας την αρχή της υπέρθεσης.
20 Ω 10 Ω
iX
_
+
50 V _ 5Ω + 30 V
Στο κύκλωμα του Σχ. 6.1 βλέπουμε ότι υπάρχουν δύο ανεξάρτητες πηγές τάσης.
Επομένως, αρχικά εξουδετερώνουμε (βραχυκυκλώνουμε) την πηγή, π.χ. των 30 V, και βρίσκουμε το ρεύμα
που προκαλείται μόνο από την πηγή των 50 V (Σχ. 6.2).
Οπότε, από την εφαρμογή του διαιρέτη ρεύματος στο κύκλωμα του Σχ. 6.2 προκύπτει:
10 Ω
𝑖𝑖𝛸𝛸1 = 𝑖𝑖
(10 Ω) + (5 Ω) 1
όπου,
50 V
𝑖𝑖1 = = 2.14 Α
(10 Ω)||(5 Ω) + (20 Ω)
Άρα,
10 Ω
𝑖𝑖𝛸𝛸1 = (2.14 Α) = 1.43 Α
15 Ω
Ομοίως, εξουδετερώνουμε (βραχυκυκλώνουμε) την πηγή των 50 V και βρίσκουμε το ρεύμα που
προκαλείται μόνο από την πηγή των 30 V (Σχ. 6.3).
Σχήμα 6.2 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 6.1 με εξουδετερωμένη την πηγή των 30 V.
Οπότε, από την εφαρμογή του διαιρέτη ρεύματος στο κύκλωμα του Σχ. 6.3 προκύπτει:
20 Ω
𝑖𝑖𝛸𝛸2 = 𝑖𝑖
(20 Ω) + (5 Ω) 2
όπου
30 V
𝑖𝑖2 = = 2.14 Α
(20 Ω)||(5 Ω) + (10 Ω)
Άρα,
20 Ω
𝑖𝑖𝛸𝛸2 = (2.14 Α) = 1.71 Α
25 Ω
Επομένως, σύμφωνα με την αρχή της υπέρθεσης, το ρεύμα iX που ρέει μέσω της αντίστασης των 5 Ω είναι:
𝑖𝑖𝛸𝛸 = 𝑖𝑖𝛸𝛸2 − 𝑖𝑖𝛸𝛸1 =0.28 A
και έχει φορά προς τα επάνω.
20 Ω 10 Ω
_
5Ω + 30 V
iX2 i2
Σχήμα 6.3 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 6.1 με εξουδετερωμένη την πηγή των 50 V.
Παράδειγμα 6.2
Στο κύκλωμα του Σχ. 6.4 να βρείτε την τάση υX εφαρμόζοντας την αρχή της υπέρθεσης.
Λύση:
Στο κύκλωμα του Σχ. 6.4 βλέπουμε ότι υπάρχει μία ανεξάρτητη πηγή τάσης, καθώς και μία ανεξάρτητη πηγή
ρεύματος.
Επομένως, αρχικά εξουδετερώνουμε (ανοικτοκυκλώνουμε) την πηγή ρεύματος των 6 Α και βρίσκουμε την
τάση πάνω στην αντίσταση των 8 Ω (Σχ. 6.5).
Οπότε, από τον διαιρέτη τάσης που προκύπτει στο κύκλωμα του Σχ. 6.5 προκύπτει:
8Ω
𝜐𝜐𝛸𝛸1 = (12 V)
(8 Ω) + (16 Ω)
ή
𝜐𝜐Χ1 = 4 V
16 Ω
+
+
υΧ1 8 Ω _ 12 V
_
Σχήμα 6.5 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 6.2 με εξουδετερωμένη την πηγή ρεύματος.
16 Ω
+ iX2
6Α υX2 8 Ω
_
Σχήμα 6.6 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 6.2 με εξουδετερωμένη την πηγή τάσης.
Στη συνέχεια, εξουδετερώνουμε (βραχυκυκλώνουμε) την πηγή τάσης των 12 V και βρίσκουμε την
προκύπτουσα τάση πάνω στην αντίσταση των 8 Ω (Σχ. 6.6).
Παράδειγμα 6.3
Στο κύκλωμα του Σχ. 6.7 να βρείτε τo ρεύμα iX εφαρμόζοντας την αρχή της υπέρθεσης.
12 Ω 4Ω
iX
+
4iΧ _ 5Α +
_ 20 V
Λύση:
Το κύκλωμα του Σχ. 6.7 βλέπουμε ότι περιέχει, εκτός από τις δύο ανεξάρτητες πηγές (τάσης και ρεύματος), και
μία εξαρτημένη πηγή τάσης.
Επομένως, αρχικά εξουδετερώνουμε (ανοικτοκυκλώνουμε) την πηγή ρεύματος των 5 Α, διατηρώντας την
εξαρτημένη πηγή τάσης, και βρίσκουμε το ρεύμα iX1 που διαρρέει την αντίσταση των 4 kΩ (Σχ. 6.8).
Οπότε, από την εφαρμογή του νόμου των τάσεων του Kirchhoff στο κύκλωμα του Σχ. 6.8 προκύπτει:
(20 V) − 4𝑖𝑖𝑋𝑋1 − 𝑖𝑖𝑋𝑋1 (12 Ω) − 𝑖𝑖𝑋𝑋1 (4 Ω) = 0
Άρα,
𝑖𝑖𝑋𝑋1 = 1 Α
12 Ω 4Ω
iX1
+
4iΧ1 _
+
_ 20 V
Σχήμα 6.8 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 6.3 με εξουδετερωμένη την πηγή ρεύματος.
12 Ω 4Ω
iX2
+
4iΧ2 _ ia 5 Α ib
Σχήμα 6.9 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 6.3 με εξουδετερωμένη την πηγή τάσης.
Παρατήρηση 1:
Κλείνοντας την ενότητα σχετικά με την αρχή της υπέρθεσης αξίζει να αναφερθούμε στη σημασία που έχει το
γεγονός ότι η αρχή αυτή βρίσκει εφαρμογή σε γραμμικά ωμικά κυκλώματα. Αυτό είναι σημαντικό ειδικά αν
σκεφτούμε ότι για το μέγεθος π.χ. της ισχύος που αποτίθεται σε μία αντίσταση, εφόσον η σχέση που τη συνδέει
με τα μεγέθη της τάσης και του ρεύματος είναι μη γραμμική δεν μπορεί να βρει εφαρμογή η αρχή της υπέρθεσης
[1]. Επομένως, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, εάν απαιτείται ο υπολογισμός της ισχύος που αποτίθεται
π.χ. σε μια αντίσταση, είναι να βρούμε το ρεύμα που ρέει μέσω της αντίστασης (ή/και την τάση στα άκρα της)
με τη βοήθεια της αρχής της υπέρθεσης και στη συνέχεια να υπολογίσουμε την ισχύ με τη βοήθεια της Εξ.
(2.7).
Για να γίνει κατανοητό αυτό το σημείο ας υπολογίσουμε την ισχύ που καταναλίσκεται στην αντίσταση
του κυκλώματος του Σχ. 6.10.
𝜐𝜐 2 (3 V + 1 V)2
𝑝𝑝 =
= =4W
𝑅𝑅 4Ω
Αν όμως επιχειρήσουμε να βρούμε την ισχύ με την αρχή της υπέρθεσης, θα βρούμε εσφαλμένο
αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα
𝜐𝜐12 𝜐𝜐32 (1 V)2 (3 V)2
𝑝𝑝 = + = + = 2.5 W ≠ 4 W
𝑅𝑅 𝑅𝑅 4Ω 4Ω
Επομένως, η αρχή της επαλληλίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε μη γραμμικά μεγέθη, όπως είναι η ισχύς.
+ +
1V _ _ 3V
Στο Σχ. 6.11 απεικονίζεται σχηματικά η αρχή της αμοιβαιότητας για τα γραμμικά ωμικά κυκλώματα.
i1 i2
Γραμμικό
υ1 +
_
Ηλεκτρικό +
_ υ2
Κύκλωμα
(Ωμικό)
Στο κύκλωμα του Σχ. 6.12 να αποδειχτεί ότι εάν εναλλαχθούν οι θέσεις της πηγής και του αμπερομέτρου, τότε
η ένδειξη του αμπερομέτρου θα παραμείνει η ίδια.
Λύση:
Από την εφαρμογή του διαιρέτη ρεύματος στο κύκλωμα του Σχ. 6.12 προκύπτει:
R1 R2
iX1 i2
υπ +
_ R3 i2
Req1
𝑅𝑅3
𝑖𝑖2 = 𝑖𝑖
𝑅𝑅2 + 𝑅𝑅3 𝑋𝑋1
όπου
𝜐𝜐𝜋𝜋
𝑖𝑖𝑋𝑋1 =
𝑅𝑅𝑒𝑒𝑒𝑒1
με
𝑅𝑅1 𝑅𝑅2 + 𝑅𝑅1 𝑅𝑅3 + 𝑅𝑅2 𝑅𝑅3
𝑅𝑅𝑒𝑒𝑒𝑒1 = 𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 ||𝑅𝑅3 =
𝑅𝑅2 + 𝑅𝑅3
Άρα
𝑅𝑅3 𝑣𝑣𝜋𝜋 (𝑅𝑅2 + 𝑅𝑅3 )
𝑖𝑖2 = ∙
𝑅𝑅2 + 𝑅𝑅3 𝑅𝑅1 𝑅𝑅2 + 𝑅𝑅1 𝑅𝑅3 + 𝑅𝑅2 𝑅𝑅3
Ή
𝑣𝑣𝜋𝜋 𝑅𝑅3
𝑖𝑖2 =
𝑅𝑅1 𝑅𝑅2 + 𝑅𝑅1 𝑅𝑅3 + 𝑅𝑅2 𝑅𝑅3
Στη συνέχεια, εναλλάσσουμε τη θέση της πηγής και του αμπερομέτρου, όπως φαίνεται στο Σχ. 6.13.
Από την εφαρμογή του διαιρέτη ρεύματος στο κύκλωμα του Σχ. 6.13 προκύπτει:
𝑅𝑅3
𝑖𝑖1 = 𝑖𝑖
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅3 𝑋𝑋2
όπου
𝜐𝜐𝜋𝜋
𝑖𝑖𝑋𝑋2 =
𝑅𝑅𝑒𝑒𝑒𝑒2
με
R1 R2
i1 iX2
i1 R3
+
_ υπ
R eq2
Σχήμα 6.13 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 6.4, στο οποίο έχουμε εναλλάξει την πηγή με το αμπερόμετρο.
Άρα
𝑅𝑅3 𝑣𝑣𝜋𝜋 (𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅3 )
𝑖𝑖1 = ∙
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅3 𝑅𝑅1 𝑅𝑅2 + 𝑅𝑅1 𝑅𝑅3 + 𝑅𝑅2 𝑅𝑅3
ή
𝑣𝑣𝜋𝜋 𝑅𝑅3
𝑖𝑖1 =
𝑅𝑅1 𝑅𝑅2 + 𝑅𝑅1 𝑅𝑅3 + 𝑅𝑅2 𝑅𝑅3
Δηλαδή, διαπιστώνουμε από την ανάλυση που προηγήθηκε ότι: i1 = i2.
Επομένως, αν όντως εναλλαχθούν οι θέσεις της πηγής και του αμπερομέτρου, τότε η ένδειξη του
αμπερομέτρου θα παραμείνει η ίδια.
B B
Σχήμα 6.14 Σχηματική αναπαράσταση του θεωρήματος Millman.
i1 G1 i2 G2 . . . in Gn
Β
Σχήμα 6.15 Μετασχηματισμός των πηγών τάσης του Σχ. 6.14(α) σε πηγές ρεύματος.
B Β
(α) (β)
Σχήμα 6.16 Μετασχηματισμός (α) της τελικής πηγής ρεύματος στην (β) αντίστοιχη πηγή τάσης.
Παρατήρηση 2:
Τι γίνεται όμως αν κάποια πηγή στο κύκλωμα του Σχ. 6.14(α) έχει αντίθετη πολικότητα;
Σε αυτή την περίπτωση ο αντίστοιχος όρος του αριθμητή στην Εξ. (6.5) έχει αρνητικό πρόσημο [7].
Παρατήρηση 3:
Αν κάποιος από τους κλάδους στο κύκλωμα του Σχ. 6.14(α) έχει μόνο αντίσταση (χωρίς πηγή), τότε
εξακολουθεί να ισχύει το θεώρημα Millman με τη σημείωση ότι ο αντίστοιχος όρος του αριθμητή στην Εξ.
(6.5) πρέπει να μηδενιστεί.
Παρατήρηση 4:
Εάν όμως κάποιος από τους κλάδους στο κύκλωμα του Σχ. 6.14(α) έχει μόνο πηγή (χωρίς αντίσταση), τότε δεν
ισχύει το θεώρημα του Millman, καθώς ο αντίστοιχος όρος του αριθμητή στην Εξ. (6.5) θα απειριστεί.
Παράδειγμα 6.5
Στο κύκλωμα του Σχ. 6.17 να υπολογιστεί το ρεύμα iX που διαρρέει την αντίσταση των 10 Ω, χρησιμοποιώντας
το θεώρημα Millman.
iX
5Ω 50 V +
_ 20 Ω
10 Ω
_
+
5V _ 20 Ω 20 V +
Λύση:
Στο κύκλωμα του Σχ. 6.17 έχουμε τρεις πηγές τάσεις που είναι παράλληλα συνδεδεμένες, οπότε σύμφωνα με
την Εξ. (6.5) προκύπτει μία ανεξάρτητη πηγή τάσης
iX
3.33 Ω
10 Ω
+
_ 8.33 V
Σχήμα 6.18 Το ισοδύναμο κύκλωμα του Παραδείγματος 6.5, μετά την εφαρμογή του θεωρήματος του Millman.
Γραμμικό
Ηλεκτρικό RL
Κύκλωμα
(Ωμικό)
B
Σχήμα 6.19 Το ηλεκτρικό κύκλωμα που τροφοδοτεί την αντίσταση φορτίου RL.
RTh i A
υTh +
_ RL
B
Σχήμα 6.20 Το ισοδύναμο κατά Thévenin του ηλεκτρικού κυκλώματος του Σχ. 6.19.
Από την επίλυση του κυκλώματος του Σχ. 6.20 προκύπτει ότι το ρεύμα i που το διαρρέει είναι:
𝜐𝜐Τh
𝑖𝑖 = (6.7)
𝑅𝑅Τh + 𝑅𝑅𝐿𝐿
Eπομένως, η ισχύς που αποτίθεται στην αντίσταση φορτίου RL δίνεται από τη σχέση:
𝜐𝜐Τh 2
𝑝𝑝 = 𝑖𝑖 2 𝑅𝑅𝐿𝐿 = � � 𝑅𝑅𝐿𝐿 (6.8)
𝑅𝑅Τh + 𝑅𝑅𝐿𝐿
Αν το κύκλωμα είναι καθορισμένο, τότε τα μεγέθη της τάσης Thévenin υTh και της αντίστασης Thévenin
RTh είναι και αυτά καθορισμένα με αποτέλεσμα η ισχύς, όπως περιγράφεται από την Εξ. (6.8), να είναι
συνάρτηση μόνο της αντίστασης φορτίου RL. Δηλαδή:
Οπότε,
𝑑𝑑 2 2 −2𝑅𝑅Τh 2 1
� = 𝜐𝜐Τh 4 = −𝜐𝜐Τh 3 <0 (6.11)
𝑑𝑑𝑅𝑅𝐿𝐿2 𝑅𝑅 16𝑅𝑅Τh 8𝑅𝑅Τh
𝐿𝐿 =𝑅𝑅Τh
Άρα, από το θεώρημα του Fermat αποδεικνύεται ότι η συνάρτηση της ισχύος παίρνει τη μέγιστη τιμή για
RL = RTh. Δηλαδή, η αντίσταση φορτίου RL, η οποία είναι συνδεδεμένη στους ακροδέκτες Α και Β ενός
κυκλώματος που περιλαμβάνει ανεξάρτητες και εξαρτημένης πηγές (τάσης ή ρεύματος), καθώς και ωμικές
αντιστάσεις, απορροφά τη μέγιστη ισχύ από το κύκλωμα, όταν η τιμή της είναι ίση με την αντίσταση Thévenin
του κυκλώματος ως προς τους ακροδέκτες Α και Β [1], [3].
Η τιμή της μέγιστης ισχύος είναι εύκολο να προκύψει από την Εξ. (6.9) αν θέσουμε RL = RTh [1].
Σχήμα 6.21 Το διάγραμμα της ισχύος p που αποτίθεται στην αντίσταση φορτίου RL σε συνάρτηση με την τιμή της
αντίστασης αυτής.
Παράδειγμα 6.6
Στο κύκλωμα του Σχ. 6.22 να βρείτε την τιμή της αντίστασης φορτίου RL για την οποία αποτίθεται σε αυτή η
μέγιστη ισχύς.
Δίνονται: υ = 20 V, i = 4 A, R1 = 10 Ω, R2 = 15 Ω, R3 = 4 Ω, R4 = 4 Ω και R5 = 6 Ω.
R1 R3 R4 A
υ +
_ R2 i RL
R5 B
Σχήμα 6.22 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 6.6.
R1 R3 R4 A
R2 RTh
R5 B
Σχήμα 6.23 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 6.6 με εξουδετερωμένες τις ανεξάρτητες πηγές.
Δηλαδή
𝑅𝑅Τh = 𝑅𝑅3 + 𝑅𝑅4 + 𝑅𝑅5 + 𝑅𝑅1 ||𝑅𝑅2
ή
𝑅𝑅Τh = (4 Ω) + (4 Ω) + (6 Ω) + (10 Ω)||(15 Ω) = 20 Ω
Στη συνέχεια, πρέπει να βρούμε την τάση Thévenin υTh στο κύκλωμα του Σχ. 6.24 με ανοικτά τα άκρα Α
και Β.
R1 R3 R4 A
+
υ +
_ ia R2 ib i υTh
_
R5 B
Σχήμα 6.24 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 6.6 για την εύρεση της τάσης Thévenin.
Για τον σκοπό αυτό εφαρμόζουμε τη μέθοδο των βρόχων στον βρόχο a του κυκλώματος του Σχ. 6.24.
Οπότε,
−𝜐𝜐 + 𝑖𝑖𝑎𝑎 𝑅𝑅1 + (𝑖𝑖𝑎𝑎 −𝑖𝑖𝑏𝑏 )𝑅𝑅2 = 0
ή
−𝜐𝜐 + 𝑖𝑖𝑎𝑎 (𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 ) − 𝑖𝑖𝑏𝑏 𝑅𝑅2 = 0
Επίσης, από τον βρόχο b του κυκλώματος του Σχ. 6.24 προκύπτει ότι: ib = –i = –4 A.
• Επιλέξτε τις αντιστάσεις με ονομαστικές τιμές: R1 = 1.0 kΩ, R2 = 1.0 kΩ και R3 = 1.5 kΩ.
• Με τη χρήση του πολυμέτρου (ωμομέτρου) μετρήστε τις πραγματικές τιμές των αντιστάσεων.
• Υπολογίστε την απόκλιση (%) των πραγματικών από τις ονομαστικές τιμές των αντιστάσεων με τη
|𝑅𝑅 −𝑅𝑅 |
βοήθεια της σχέσης 𝛥𝛥𝛥𝛥 = Π Θ ∙ 100%, όπου RΘ η ονομαστική τιμή της αντίστασης και RΠ η
𝑅𝑅Θ
πραγματική τιμή της αντίστασης όπως μετρήθηκε με το πολύμετρο.
Πίνακας 6.1 Οι τιμές (ονομαστικές και πραγματικές) των αντιστάσεων, καθώς και οι αποκλίσεις τους.
R2
R3
• Με τις πηγές τάσης υ1 και υ2 συνδεδεμένες στο κύκλωμα ρυθμίστε την τιμή της τάσης των πηγών με
τη βοήθεια του πολυμέτρου (βολτομέτρου) στα υ1 = 10 V και υ2 = 3 V.
• Mετρήστε με το ηλεκτρονικό πολύμετρο την τάση υΧ στα άκρα της αντίστασης R2, καθώς και το ρεύμα
iX που τη διαρρέει.
• Με εξουδετερωμένη την πηγή τάσης υ2 μετρήστε με το ηλεκτρονικό πολύμετρο την τάση υΧ1 στα
άκρα της αντίστασης R2, καθώς και το ρεύμα iX1 που τη διαρρέει.
• Να επαληθεύσετε το θεώρημα της επαλληλίας για την τάση στα άκρα της αντίστασης R2, καθώς και
για το ρεύμα που τη διαρρέει.
• Να υπολογίσετε θεωρητικά την τάση στα άκρα της αντίστασης R2 και το ρεύμα που τη διαρρέει με τη
χρήση του θεωρήματος επαλληλίας.
• Να μεταφέρετε τα αποτελέσματα των προηγούμενων βημάτων στον Πίνακα 6.2 και να υπολογίσετε
τις αποκλίσεις μεταξύ θεωρητικών και πειραματικών τιμών των μεγεθών που βρέθηκαν.
R1 R3
υ1 +
_ R2 +
_ υ2
Σχήμα 6.25 Το κύκλωμα της άσκησης για την εφαρμογή της αρχής της επαλληλίας.
Πίνακας 6.2 Οι τιμές (πειραματικές και θεωρητικές) των τάσεων και των ρευμάτων στην αντίσταση R2
στο πείραμα της αρχής της επαλληλίας.
υΧ
υX1
υX2
Ρεύματα
iΧ
iΧ1
iΧ2
1. μετρήστε με το πολύμετρο (βολτόμετρο) την τάση υΑΒ στα άκρα στα άκρα Α και B,
2. καταγράψτε σε πίνακα τις τιμές αυτές για τις αντίστοιχες τιμές των αντιστάσεων φορτίου και
3. υπολογίστε την ισχύ p = (υΑΒ)2/ RL που αποτίθεται σε αυτή για κάθε τιμή της RL.
• Σχεδιάστε σε millimétré χαρτί την καμπύλη μέγιστης μεταφοράς ισχύος p ως προς την αντίσταση
φορτίου RL.
Προσοχή: Επειδή, σύμφωνα με τη θεωρία, το μέγιστο της καμπύλης αναμένεται για RL = RTh, θα
πρέπει οπωσδήποτε να πάρουμε μέτρηση για την τιμή αυτή, όπως προσδιορίστηκε στην πειραματική
άσκηση του προηγούμενου Κεφαλαίου.
• Υπολογίστε θεωρητικά τη μέγιστη τιμή της ισχύος pmax που αποτίθεται στην αντίσταση φορτίου RL,
όταν τοποθετείται στα άκρα Α και Β, χρησιμοποιώντας τις τιμές της αντίστασης Thévenin RTh και της
τάσης Thévenin υTh που είχαμε βρει στην πειραματική άσκηση του προηγούμενου κεφαλαίου.
6.6.1 Οδηγίες
Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε πώς μπορούμε να επαληθεύσουμε τόσο την αρχή της επαλληλίας όσο και το
θεώρημα μέγιστης μεταφοράς ισχύος μέσω του MultisimLive.
Για τον σκοπό αυτό στα κυκλώματα που θα σχεδιάσουμε στο MultisimLive θα κληθούμε να μετρήσουμε
την τάση στα άκρα αντιστάσεων, καθώς και ρεύματα που διαρρέουν κλάδους κυκλωμάτων.
Επιπλέον, θα χρησιμοποιήσουμε το ποτενσιόμετρο που διαθέτει το MultisimLive, το οποίο θα συνδέσουμε
ως ροοστάτη.
6.6.2 Εφαρμογές
Επομένως, για την εξάσκηση του αναγνώστη στο MultisimLive με την αρχή της επαλληλίας και με το θεώρημα
μέγιστης μεταφοράς ισχύος προτείνεται να πραγματοποιηθούν οι ακόλουθες ασκήσεις:
1. Να σχεδιαστεί στο MultisimLive το κύκλωμα του Σχ. 6.25, που χρησιμοποιήθηκε στην αντίστοιχη
πειραματική άσκηση αυτού του Κεφαλαίου. Για τον σκοπό αυτό θα χρησιμοποιηθούν οι τιμές των
αντιστάσεων που μετρήθηκαν στο βήμα 1 της πειραματικής άσκησης.
Προσοχή: H γείωση του κυκλώματος θα τοποθετηθεί στον αρνητικό πόλο των δύο πηγών τάσης του
κυκλώματος.
Επομένως, στο κύκλωμα αυτό ζητείται να μετρηθούν στο MultisimLive τα ακόλουθα:
• Η τάση υΧ στα άκρα της αντίστασης R2, καθώς και το ρεύμα iX που τη διαρρέει.
• Με εξουδετερωμένη την πηγή τάσης υ2 μετρήστε την τάση υΧ1 στα άκρα της αντίστασης R2,
καθώς και το ρεύμα iX1 που τη διαρρέει.
• Με εξουδετερωμένη την πηγή τάσης υ1 μετρήστε με το probe της τάσης την υΧ2 στα άκρα
της αντίστασης R2, καθώς και με το probe ρεύματος το ρεύμα iX2 που τη διαρρέει.
Να επαληθεύσετε το θεώρημα της επαλληλίας τόσο για την τάση στα άκρα της αντίστασης R2 όσο και
για το ρεύμα που τη διαρρέει.
Επίσης, να συγκριθούν τα αποτελέσματα, που βρέθηκαν στο MultisimLive με τις αντίστοιχες
πειραματικές τιμές που είχαν βρεθεί στο βήμα 2 της πειραματικής άσκησης.
2. Να σχεδιαστεί στο MultisimLive το κύκλωμα του Σχ. 5.31, που χρησιμοποιήθηκε στην αντίστοιχη
πειραματική άσκηση, καθώς και στην εφαρμογή στο MultisimLive του προηγούμενου Κεφαλαίου. Για
τον σκοπό αυτό θα χρησιμοποιηθούν οι τιμές των αντιστάσεων που μετρήθηκαν στο βήμα 1 της
πειραματικής άσκησης του Κεφαλαίου 5.
Προσοχή: H γείωση του κυκλώματος θα τοποθετηθεί στον αρνητικό πόλο της πηγής τάσης του
κυκλώματος.
Επομένως, στο κύκλωμα αυτό ζητείται να πραγματοποιηθούν στο MultisimLive τα ακόλουθα:
• Να συνδεθεί στα άκρα A και B το ποτενσιόμετρο που διαθέτει το MultisimLive, ως
ροοστάτης, ο οποίος θα παίξει τον ρόλο της αντίστασης φορτίου RL. Δίνοντας τιμές στην
6.1 Βρείτε την τάση υX, στο κύκλωμα του Σχ. 6.26, με την εφαρμογή της αρχής της υπέρθεσης.
8 kΩ
4 kΩ 4 kΩ
10 V +
_ 10 Α
+
2 kΩ υX
_
6.2 Βρείτε την τάση υX και την ένταση του ρεύματος iX στο κύκλωμα του Σχ. 6.27, με την εφαρμογή της
αρχής της υπέρθεσης.
10 Ω iΧ 5 Ω
_
+ υΧ
_
15 V + 2iΧ 20 Ω 5Α
+ iΧ
4 kΩ υΧ 2Α 3Α 1 kΩ
_
_
+
2iX
Σχήμα 6.28 Το κύκλωμα της άσκησης 6.3.
6.4 Βρείτε την τάση υX στο κύκλωμα του Σχ. 6.29, με την εφαρμογή της αρχής της υπέρθεσης.
2A
8 kΩ 10 kΩ 12 kΩ
_ υ +
X
20 V +
_ 24 kΩ 6 kΩ +
_ 10 V
6.5 Βρείτε την τάση υX στο κύκλωμα του Σχ. 6.30, με την εφαρμογή της αρχής της υπέρθεσης.
3Ω
2υX
6Ω
+
12 Ω υX 6A +
_ 30 V
_
24 V +
_ 20 kΩ
6Α 5 kΩ
10 kΩ +
_ 32 V
6.7 Με τη βοήθεια των μετασχηματισμών των πηγών βρείτε το ισοδύναμο του κυκλώματος του Σχ. 6.32,
που αποτελείται από μία ανεξάρτητη πηγή τάσης σε σειρά με μία αντίσταση.
6A
20 Ω 16 Ω
_ υ
X +
4υX 20 Ω +
_ 80 V
6.8 Βρείτε το ρεύμα iΧ στο κύκλωμα του Σχ. 6.33, με την εφαρμογή των μετασχηματισμών πηγών.
30 Ω 10 Ω
iΧ
0.5iX 10 Ω 15 Ω +
_ 10 V
10 Ω 5Ω
_ υX +
3υX 15 Ω +
_ 20 V
6.10 Υπολογίστε την τιμή της αντίστασης RX στο κύκλωμα του Σχ. 6.35, έτσι ώστε να απορροφά τη μέγιστη
ισχύ, και επιπλέον υπολογίστε την τιμή της μέγιστης ισχύος.
10 Ω 40 Ω
20 V
_
RX +
45 Ω 5Ω
10 V 4 Ω
_
+
RX 6Ω
10 Α 10 Ω +
_ 40 V
6.12 Υπολογίστε την τιμή της μέγιστης ισχύος που αποτίθεται στην αντίσταση RX στο κύκλωμα του Σχ.
6.37.
10 kΩ
4υX
10 kΩ
RX 30 kΩ +
_ 6V
_ υ
X +
12 kΩ
Σχήμα 6.37 Το κύκλωμα της άσκησης 6.12.
4A
12 Ω 8Ω A
5Α 4Ω RL
_
+
40 V B
10iΧ
20 Ω _ A
+
iΧ
5V +
_ RL
B
Σχήμα 6.39 Το κύκλωμα της άσκησης 6.14.
Προαπαιτούμενη γνώση
Νόμος του Ohm, Νόμοι του Kirchhoff, Αντίσταση, Φορτίο, Διηλεκτρικό.
7.1 Πυκνωτής
Ο πυκνωτής (capacitor) είναι ένα παθητικό ηλεκτρικό στοιχείο ικανό να αποθηκεύει ενέργεια στο ηλεκτρικό
του πεδίο [1]. Είναι το πιο συνηθισμένο, μετά την αντίσταση, στοιχείο που συναντάμε στα ηλεκτρικά
κυκλώματα, καθώς χρησιμοποιείται, για παράδειγμα, ως συσκευή αποθήκευσης ενέργειας στα ηλεκτρονικά
φλας των φωτογραφικών μηχανών, ως φίλτρα σε κυκλώματα τροφοδοσίας, για την εξάλειψη του σπινθηρισμού
στα συστήματα ανάφλεξης των μηχανών των αυτοκινήτων, καθώς και σε στοιχεία μνήμης των ηλεκτρονικών
υπολογιστών.
Ως πυκνωτής, μπορεί να θεωρηθεί μια διάταξη που αποτελείται από δύο παράλληλες αγώγιμες πλάκες
(οπλισμοί) που διαχωρίζονται μεταξύ τους από διηλεκτρικό (Σχ. 7.1). Σε πολλές περιπτώσεις οι οπλισμοί του
πυκνωτή είναι φύλλα αλουμινίου, ενώ το διηλεκτρικό μπορεί να είναι αέρας, πορσελάνη, χαρτί ή μίκα.
Όταν μια πηγή τάσης υ συνδεθεί στους οπλισμούς του πυκνωτή, όπως απεικονίζεται στο Σχ. 7.2, τότε
αποθηκεύεται θετικό φορτίο (+q) στον έναν οπλισμό και αρνητικό φορτίο (–q) στον άλλο οπλισμό του πυκνωτή.
Με την έννοια αυτή ο πυκνωτής θεωρείται ότι είναι μια διάταξη η οποία αποθηκεύει ηλεκτρικό φορτίο. Το
ποσό του φορτίου (q) που αποθηκεύεται στον πυκνωτή είναι ανάλογο της εφαρμοζόμενης τάσης υ και δίνεται
από τη σχέση [1], [2],
𝑞𝑞 = 𝐶𝐶𝐶𝐶 (7.1)
όπου C είναι μια σταθερά που είναι γνωστή ως χωρητικότητα (capacitance) του πυκνωτή. Μονάδα της
χωρητικότητας του πυκνωτή είναι το farad (F), προς τιμή του Άγγλου φυσικού Michael Faraday. Επομένως,
από την Εξ. (7.1) προκύπτει ο ακόλουθος ορισμός για τη χωρητικότητα του πυκνωτή:
Μεταλλικές πλάκες
εμβαδού Α
Ορισμός 1:
Η χωρητικότητα C ενός πυκνωτή ορίζεται ως ο λόγος της απόλυτης τιμής του φορτίου ενός από τους δύο αγωγούς
προς την απόλυτη τιμή της διαφοράς δυναμικού υ μεταξύ των οπλισμών του πυκνωτή [2].
_
_
_ +
+ + +
_ + + + +
-q _ + + + + +q
_ + + + +
_ + +
+ +
_ + +
+
_ +
_
_
+
υ
Σχήμα 7.2 Πυκνωτής με εφαρμοζόμενη τάση υ στους οπλισμούς του.
Επομένως, η χωρητικότητα ενός πυκνωτή εκφράζει την ποσότητα του φορτίου που μπορεί να αποθηκεύσει
ο πυκνωτής ανά μονάδα διαφοράς δυναμικού. Επιπλέον, η χωρητικότητα C εξαρτάται από τα γεωμετρικά
Επίσης, κυκλοφορούν πυκνωτές διάφορων τύπων. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τους εξής [4]:
• Σωληνοειδείς πυκνωτές, οι οποίοι κατασκευάζονται από μεταλλικά φύλλα τοποθετημένα ανάμεσα
σε λεπτά φύλλα από παραφινωμένο χαρτί ή από Μylar, που αποτελούν το διηλεκτρικό υλικό. Οι
στρώσεις μεταλλικών φύλλων και διηλεκτρικού υλικού συστρέφονται σε σχήμα κυλίνδρου και
σχηματίζουν ένα μικρό «πακέτο», το οποίο είναι η τελική μορφή του πυκνωτή.
• Πυκνωτές με μονωτικό έλαιο, οι οποίοι αποτελούνται από έναν αριθμό διαδοχικών μεταλλικών
πλακών εμβαπτισμένων σε έλαιο σιλικόνης.
• Ηλεκτρολυτικοί πυκνωτές, οι οποίοι χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση μεγάλων ποσοτήτων
φορτίου σε σχετικά χαμηλές τιμές τάσης. Όταν εφαρμοστεί τάση μεταξύ του μεταλλικού φύλλου του
οπλισμού του πυκνωτή και του ηλεκτρολύτη που ο πυκνωτής περιλαμβάνει, τότε επάνω στο φύλλο
σχηματίζεται μια λεπτή στρώση οξειδίου του μετάλλου, η οποία παίζει τον ρόλο του διηλεκτρικού
υλικού. Οι ηλεκτρολυτικοί πυκνωτές μπορούν να δώσουν πολύ μεγάλες τιμές χωρητικότητας, επειδή
η στρώση του διηλεκτρικού είναι πολύ λεπτή και επομένως η απόσταση μεταξύ των οπλισμών του
πολύ μικρή.
Αν λάβουμε υπόψη ότι:
𝑑𝑑𝑑𝑑
𝑖𝑖 = (7.3)
𝑑𝑑𝑑𝑑
και παραγωγίσουμε και τα δύο μέλη της Εξ. (7.1) τότε:
𝑑𝑑𝑑𝑑
𝑖𝑖 = 𝐶𝐶 (7.4)
𝑑𝑑𝑑𝑑
Αυτή είναι η σχέση ρεύματος - τάσης στην περίπτωση του πυκνωτή και είναι στιγμιαία σχέση, δηλαδή
ισχύει για τυχούσες δεδομένες κυματομορφές τάσης και ρεύματος [5].
Επιπλέον, από την Εξ. (7.4) προκύπτει ότι εάν η τάση στα άκρα του πυκνωτή δεν μεταβάλλεται με τον
χρόνο (π.χ. συνεχή τάση), τότε το ρεύμα που ρέει μέσω του πυκνωτή θα είναι μηδέν. Άρα:
Με ολοκλήρωση της Εξ. (7.4) προκύπτει η ακόλουθη σχέση τάσης - ρεύματος του πυκνωτή:
𝑡𝑡
1
𝜐𝜐 = � 𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖 + 𝜐𝜐(𝑡𝑡0 ) (7.5)
𝐶𝐶
𝑡𝑡0
όπου υ(t0) η τάση του πυκνωτή την αρχική χρονική στιγμή t0. Από την Εξ. (7.5) προκύπτει ότι η τάση του
πυκνωτή κάθε χρονική στιγμή εξαρτάται από τις προηγούμενες τιμές της τάσης. Επομένως, μπορούμε να πούμε
ότι ο πυκνωτής διακρίνεται για το χαρακτηριστικό της μνήμης που παρουσιάζει.
Αν, ωστόσο t0 = 0, τότε η Εξ. (7.5) γράφεται:
𝑡𝑡
1
𝜐𝜐 = � 𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖 + 𝜐𝜐(0) (7.6)
𝐶𝐶
0
Επιπλέον, αν υ(0) = 0, δηλαδή ο πυκνωτής είναι αρχικά αφόρτιστος, τότε η χαρακτηριστική ενός πυκνωτή
στο επίπεδο υ - q είναι ευθεία γραμμή που διέρχεται από την αρχή των αξόνων με κλίση C (Σχ. 7.4), γεγονός
που δικαιολογεί την κατηγοριοποίηση του πυκνωτή στα λεγόμενα γραμμικά ηλεκτρικά στοιχεία [1].
Αν υ(t0) = 0, τότε:
1 2
𝑊𝑊 =
𝐶𝐶𝜐𝜐 (7.9)
2
η οποία με τη χρήση της Εξ. (7.1) μπορεί να γραφεί ως:
Παρατήρηση 2:
Ο ιδανικός πυκνωτής δεν καταναλώνει ενέργεια, αλλά αποθηκεύει ενέργεια στο ηλεκτρικό πεδίο που
σχηματίζεται μεταξύ των οπλισμών του και το αποδίδει όταν συνδεθεί σε ένα κύκλωμα.
Παράδειγμα 7.1
A. Υπολογίστε το φορτίο q που αποθηκεύεται σε έναν πυκνωτή C = 5 nF, ο οποίος συνδέεται σε μια πηγή
τάσης υ = 10 V.
B. Υπολογίστε την ενέργεια W που αποθηκεύεται στον πυκνωτή.
Λύση:
A. Από την Εξ. (7.1) γνωρίζουμε ότι:
𝑞𝑞 = 𝐶𝐶𝐶𝐶 = (5 × 10−9 F) × (10 V) = 5 × 10−8 C
B. Η ενέργεια που αποθηκεύεται στον πυκνωτή θα υπολογιστεί από την Εξ. (7.9). Άρα:
1 1
𝑊𝑊 = 𝐶𝐶𝜐𝜐 2 = (5 × 10−9 F) × (10 V)2 = 2.5 × 10−7 J
2 2
Παράδειγμα 7.2
Υπολογίστε το ρεύμα που διαρρέει έναν πυκνωτή 10 μF, όταν εφαρμόζεται σε αυτόν τάση υ(t) = 5cos(1000t)
V.
Λύση:
Από την Εξ. (7.4) γνωρίζουμε ότι:
𝑑𝑑𝑑𝑑
𝑖𝑖 = 𝐶𝐶 =
𝑑𝑑𝑑𝑑
𝑑𝑑
(10 × 10−6 F) × [5cos(1000𝑡𝑡) V] =
𝑑𝑑𝑑𝑑
(10 × 10−6 F) × [−5000sin(1000𝑡𝑡) V] =
−5 × 10−2 sin(1000𝑡𝑡) A
Παράδειγμα 7.3
Υπολογίστε την τάση στα άκρα ενός πυκνωτή C = 5 μF, όταν διαρρέεται από ρεύμα i(t) = 10e-1000t mA.
Θεωρήστε ότι η αρχική τάση του πυκνωτή είναι υ(0) = 0 V.
Λύση:
Από την Εξ. (7.6) γνωρίζουμε ότι:
ή
𝑡𝑡
1
𝜐𝜐 = �(10 × 10−3 𝑒𝑒 −1000𝑡𝑡 )𝑑𝑑𝑑𝑑
5 × 10−6
0
ή
2 × 103 −1000𝑡𝑡 𝑡𝑡
𝜐𝜐 = 𝑒𝑒 |0
−1000
ή
𝜐𝜐 = 2(1 − 𝑒𝑒 −1000𝑡𝑡 ) V
Παράδειγμα 7.4
Υπολογίστε την τάση στα άκρα των πυκνωτών του κυκλώματος που δουλεύει στο συνεχές ρεύμα.
5 kΩ
1 mF
10 kΩ
3 kΩ 2 kΩ 10 mA
10 mF
Λύση:
Σύμφωνα με την Παρατήρηση 1, ο πυκνωτής στο συνεχές ρεύμα συμπεριφέρεται σαν ανοικτό κύκλωμα.
Επομένως, το κύκλωμα του Σχ. 7.5 μπορεί να μετασχηματιστεί σε εκείνο του Σχ. 7.6.
i
_ υ2 +
10 kΩ
3 kΩ 2 kΩ 10 mA
+
υ
_1
Ο κλάδος που περιλαμβάνει την αντίσταση των 10 kΩ δεν διαρρέεται από ρεύμα, καθώς είναι ανοικτός,
με αποτέλεσμα να μπορούμε να υπολογίσουμε το ρεύμα i που παριστάνεται στο Σχ. 7.6 με τη βοήθεια του
διαιρέτη ρεύματος που πλέον έχει διαμορφωθεί.
Άρα,
2
𝑖𝑖 = (10 mA) = 2 mA
2+5+3
Επομένως, οι τάσεις υ1 και υ2 στα άκρα των πυκνωτών θα είναι:
𝜐𝜐1 = (3 kΩ)𝑖𝑖 = (3 kΩ)(2 mA) = 6 V
και
𝜐𝜐2 = (5 kΩ)𝑖𝑖 = (5 kΩ)(2 mA) = 10 V
Οπότε, η ενέργεια που αποθηκεύεται στους δύο πυκνωτές θα είναι:
1 1
𝑊𝑊1 = 𝐶𝐶1 𝜐𝜐12 = (10 × 10−3 F)(6 V)2 = 180 mJ
2 2
και
1 1
𝑊𝑊2 = 𝐶𝐶2 𝜐𝜐22 = (1 × 10−3 F)(10 V)2 = 50 mJ
2 2
i C1 C2 CΝ
+ 1 υ _
υ
+ 2
_
υ
+ Ν
_
υ +
_
Όπως παρατηρείται και στο Σχ. 7.7, οι Ν σε σειρά συνδεδεμένοι πυκνωτές διαρρέονται από το ίδιο ρεύμα
i και κατά συνέπεια έχουν αποθηκευμένο το ίδιο φορτίο q. Εφαρμόζοντας τον νόμο των τάσεων του Kirchhoff
στον βρόχο του Σχ. 7.7 προκύπτει [1], [2], [6]:
𝜐𝜐 = 𝜐𝜐1 + 𝜐𝜐2 + ⋯ + 𝜐𝜐𝛮𝛮 (7.11)
Όμως, γνωρίζουμε ότι ισχύει η Εξ. (7.5) για την τάση στα άκρα ενός πυκνωτή. Άρα, αντικαθιστώντας τις
τάσεις από την Εξ. (7.5), η Εξ. (7.11) μετασχηματίζεται ως:
𝑡𝑡 𝑡𝑡 𝑡𝑡
1 1 1
𝜐𝜐 = � 𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖 + 𝜐𝜐1 (𝑡𝑡0 ) + � 𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖 + 𝜐𝜐2 (𝑡𝑡0 ) + ⋯ + � 𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖 + 𝜐𝜐𝛮𝛮 (𝑡𝑡0 ) (7.12)
𝐶𝐶1 𝐶𝐶2 𝐶𝐶𝛮𝛮
𝑡𝑡0 𝑡𝑡0 𝑡𝑡0
ή
𝑡𝑡
1 1 1
𝜐𝜐 = � + + ⋯ + � � 𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖 + 𝜐𝜐1 (𝑡𝑡0 ) +𝜐𝜐2 (𝑡𝑡0 )+ ⋯ + 𝜐𝜐𝛮𝛮 (𝑡𝑡0 ) (7.13)
𝐶𝐶1 𝐶𝐶2 𝐶𝐶𝛮𝛮
𝑡𝑡0
Επομένως,
𝑡𝑡
1
𝜐𝜐 = � 𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖 + 𝜐𝜐1 (𝑡𝑡0 ) +𝜐𝜐2 (𝑡𝑡0 )+ ⋯ + 𝜐𝜐𝛮𝛮 (𝑡𝑡0 ) (7.14)
𝐶𝐶eq
𝑡𝑡0
όπου,
1 1 1 1
= + + ⋯+ (7.15)
𝐶𝐶eq 𝐶𝐶1 𝐶𝐶2 𝐶𝐶𝛮𝛮
η σχέση μέσω της οποίας προσδιορίζεται η χωρητικότητα του ισοδύναμου πυκνωτή Ceq, που μπορεί να
αντικαταστήσει τους Ν σε σειρά συνδεδεμένους πυκνωτές, όπως προκύπτει στο Σχ. 7.8.
Επιπλέον, η αρχική τάση υ(t0) στα άκρα του ισοδύναμου πυκνωτή Ceq είναι:
𝜐𝜐(𝑡𝑡0 ) = 𝜐𝜐1 (𝑡𝑡0 ) + 𝜐𝜐2 (𝑡𝑡0 )+ ⋯ + 𝜐𝜐𝛮𝛮 (𝑡𝑡0 ) (7.16)
+
υ +
_ Ceq υ_
Σχήμα 7.8 Το ισοδύναμο κύκλωμα στην περίπτωση των Ν συνδεδεμένων πυκνωτών σε σειρά του Σχ. 7.7.
i1 i2 iN
i C1 C2 CN
Όπως παρατηρείται στο Σχ. 7.9, οι Ν παράλληλα συνδεδεμένοι πυκνωτές έχουν την ίδια τάση στα άκρα
τους. Εφαρμόζοντας τον νόμο των ρευμάτων του Kirchhoff προκύπτει [1], [2], [6]:
𝑖𝑖 = 𝑖𝑖1 + 𝑖𝑖2 + ⋯ + 𝑖𝑖𝛮𝛮 (7.17)
Όμως γνωρίζουμε ότι ισχύει η Εξ. (7.4) για τo ρεύμα που διαρρέει έναν πυκνωτή. Άρα, αντικαθιστώντας
τα ρεύματα η Εξ. (7.17) μετασχηματίζεται ως:
𝑑𝑑𝑑𝑑 𝑑𝑑𝑑𝑑 𝑑𝑑𝑑𝑑
𝑖𝑖 = 𝐶𝐶1 + 𝐶𝐶2 + ⋯ + 𝐶𝐶𝛮𝛮 (7.18)
𝑑𝑑𝑑𝑑 𝑑𝑑𝑑𝑑 𝑑𝑑𝑑𝑑
ή
𝑑𝑑𝑑𝑑
𝑖𝑖 = (𝐶𝐶1 + 𝐶𝐶2 + ⋯ + 𝐶𝐶𝛮𝛮 ) (7.19)
𝑑𝑑𝑑𝑑
Οπότε,
𝑑𝑑𝑑𝑑
𝑖𝑖 = 𝐶𝐶eq (7.20)
𝑑𝑑𝑑𝑑
όπου,
𝐶𝐶eq = 𝐶𝐶1 + 𝐶𝐶2 + ⋯ + 𝐶𝐶𝛮𝛮 (7.21)
η ισοδύναμη χωρητικότητα, η οποία μπορεί να αντικαταστήσει τους Ν παράλληλους πυκνωτές, όπως προκύπτει
στο Σχ. 7.10.
Σχήμα 7.10 Το ισοδύναμο κύκλωμα στην περίπτωση των Ν παράλληλα συνδεδεμένων πυκνωτών του Σχ. 7.7.
Παράδειγμα 7.5
Υπολογίστε την ισοδύναμη χωρητικότητα μεταξύ των ακροδεκτών Α και Β του δικτυώματος.
20 nF 6 nF
Α
C eq 10 nF 5 nF 3 nF
Β
Σχήμα 7.11 Το δικτύωμα του Παραδείγματος 7.5.
Λύση:
Οι πυκνωτές των 3 nF και 6 nF είναι σε σειρά, επομένως μπορούν να αντικατασταθούν από έναν ισοδύναμο
πυκνωτή,
(3 nF)(6 nF)
= 2 nF
(3 nF) + (6 nF)
O νέος πυκνωτής των 2 nF είναι παράλληλα συνδεδεμένος με τους πυκνωτές των 5 nF και 10 nF. Άρα:
(2 nF) + (5 nF) + (10 nF) = 17 nF
Τέλος, ο πυκνωτής των 17 nF είναι σε σειρά με τον πυκνωτή των 20 nF. Επομένως, ο ισοδύναμος πυκνωτής
Ceq του δικτυώματος είναι:
(20 nF)(17 nF)
𝐶𝐶eq = = 9.189 nF
(20 nF) + (17 nF)
R i
t=0 + υR _
+
υ +
_ C υ_ C
Όταν κλείσει ο διακόπτης, τη χρονική στιγμή t = 0, τότε από τον νόμο των τάσεων του Kirchhoff στον
βρόχο του κυκλώματος του Σχ. 7.12 προκύπτει ότι:
𝜐𝜐 = 𝜐𝜐𝑅𝑅 + 𝜐𝜐𝐶𝐶 (7.22)
ή
𝜐𝜐 = 𝑖𝑖𝑖𝑖 + 𝜐𝜐𝐶𝐶 (7.23)
Αντικαθιστώντας το ρεύμα, από την Εξ. (7.4) στην Εξ. (7.23) καταλήγουμε ότι:
𝑑𝑑𝜐𝜐𝐶𝐶
𝜐𝜐 = 𝑅𝑅𝑅𝑅 + 𝜐𝜐𝐶𝐶 (7.24)
𝑑𝑑𝑑𝑑
ή
𝑑𝑑𝜐𝜐𝐶𝐶 1 𝜐𝜐
+ 𝜐𝜐𝐶𝐶 = (7.25)
𝑑𝑑𝑑𝑑 𝑅𝑅𝑅𝑅 𝑅𝑅𝑅𝑅
H Εξ. (7.25) είναι μια διαφορική εξίσωση 1ης τάξης με σταθερούς συντελεστές η οποία έχει λύση:
𝑡𝑡
𝜐𝜐𝐶𝐶 (𝑡𝑡) = 𝜐𝜐 �1 − 𝑒𝑒 −𝑅𝑅𝑅𝑅 � , 𝑡𝑡 ≥ 0 (7.26)
Από τη γραφική απεικόνισή της (7.26) προκύπτει ότι η τάση στα άκρα του πυκνωτή συνεχώς αυξάνεται,
καθώς ο πυκνωτής φορτίζεται, μέχρι η τάση στα άκρα του να γίνει, μετά από άπειρο θεωρητικά χρόνο, ίση με
την τάση υ της πηγής.
Η ποσότητα RC που υπάρχει στον εκθέτη της (7.26) ονομάζεται σταθερά χρόνου (time constant) του
κυκλώματος και συμβολίζεται με το γράμμα τ. Η σταθερά χρόνου αντιστοιχεί στον χρόνο που απαιτείται ώστε
η τάση του πυκνωτή να φθάσει στο (e – 1)/e της τελικής της τιμής, δηλαδή στην τιμή 0.632υ ή 63.2 % της τάσης
υ. Ωστόσο, στην πράξη η φόρτιση του πυκνωτή έχει ολοκληρωθεί σε χρόνο περίπου ίσο με 5τ. Το γεγονός ότι
η σταθερά τ έχει διαστάσεις χρόνου αποδεικνύεται ως εξής [2]:
𝜐𝜐 𝑞𝑞 𝑞𝑞
[𝜏𝜏] = [𝑅𝑅𝑅𝑅 ] = � � = � � = [𝑡𝑡] (7.27)
𝑖𝑖 𝜐𝜐 𝑖𝑖
Προκειμένου να βρούμε πώς μεταβάλλονται και τα υπόλοιπα μεγέθη στο κύκλωμα του Σχ. 7.12,
χρησιμοποιούμε την Εξ. (7.26) [5].
Οπότε:
• Ρεύμα i
𝑑𝑑𝜐𝜐𝐶𝐶 (𝑡𝑡)
𝑖𝑖 (𝑡𝑡) = 𝐶𝐶 (7.28)
𝑑𝑑𝑑𝑑
ή
𝑑𝑑 𝑡𝑡
𝑖𝑖 (𝑡𝑡) = 𝐶𝐶 �𝜐𝜐 �1 − 𝑒𝑒 −𝑅𝑅𝑅𝑅 �� (7.29)
𝑑𝑑𝑑𝑑
Δηλαδή,
𝜐𝜐 − 𝑡𝑡
𝑖𝑖 (𝑡𝑡) = 𝑒𝑒 𝑅𝑅𝑅𝑅 , 𝑡𝑡 ≥ 0 (7.30)
𝑅𝑅
• Φορτίο q του πυκνωτή
q(𝑡𝑡) = 𝐶𝐶𝜐𝜐𝐶𝐶 (𝑡𝑡) (7.31)
ή
𝑡𝑡
q(𝑡𝑡) = 𝐶𝐶𝐶𝐶 �1 − 𝑒𝑒 −𝑅𝑅𝑅𝑅 � , 𝑡𝑡 ≥ 0 (7.32)
• Ισχύς πυκνωτή pC
𝑝𝑝𝑐𝑐 = 𝜐𝜐𝐶𝐶 (𝑡𝑡)𝑖𝑖(𝑡𝑡) (7.35)
ή
𝜐𝜐 2 − 𝑡𝑡 𝑡𝑡
𝑝𝑝𝑐𝑐 = 𝑒𝑒 𝑅𝑅𝑅𝑅 �1 − 𝑒𝑒 −𝑅𝑅𝑅𝑅 � , 𝑡𝑡 ≥ 0 (7.36)
𝑅𝑅
• Ισχύς αντίστασης pR
𝑝𝑝𝑅𝑅 = 𝜐𝜐𝑅𝑅 (𝑡𝑡)𝑖𝑖(𝑡𝑡) (7.37)
ή
𝜐𝜐 2 − 2𝑡𝑡
𝑝𝑝𝑅𝑅 = 𝑒𝑒 𝑅𝑅𝑅𝑅 , 𝑡𝑡 ≥ 0 (7.38)
𝑅𝑅
R
t=0 + υR _
+
C υ_ C
Όταν κλείσει ο διακόπτης, τη χρονική στιγμή t = 0, τότε από τον νόμο των τάσεων του Kirchhoff στον
βρόχο του κυκλώματος προκύπτει ότι [1], [2], [6]:
𝜐𝜐𝑅𝑅 + 𝜐𝜐𝐶𝐶 = 0 (7.39)
ή
𝑖𝑖𝑖𝑖 + 𝜐𝜐𝐶𝐶 = 0 (7.40)
Αντικαθιστώντας το ρεύμα, από την Εξ. (7.4), στην Εξ. (7.40) καταλήγουμε ότι:
𝑑𝑑𝜐𝜐𝐶𝐶
𝑅𝑅𝑅𝑅 + 𝜐𝜐𝐶𝐶 = 0 (7.41)
𝑑𝑑𝑑𝑑
ή
Σχήμα 7.15 Γραφική απεικόνιση της μεταβολής της τάσης υC στα άκρα του πυκνωτή κατά την εκφόρτισή του.
Η ποσότητα RC που υπάρχει στον εκθέτη της (7.43) ονομάζεται σταθερά χρόνου (time constant) του
κυκλώματος και συμβολίζεται με το γράμμα τ. Η σταθερά χρόνου αντιστοιχεί στον χρόνο που απαιτείται ώστε
η τάση του πυκνωτή να φθάσει στο 1/e της τελικής της τιμής, δηλαδή στην τιμή 0.368υ ή 36.8 % της τάσης υ.
Ωστόσο, στην πράξη η φόρτιση του πυκνωτή έχει ολοκληρωθεί σε χρόνο περίπου ίσο με 5τ.
Προκειμένου να βρούμε πώς μεταβάλλονται και τα υπόλοιπα μεγέθη στο κύκλωμα του Σχ. 7.14,
χρησιμοποιούμε την (7.43) [5]. Οπότε:
• Ρεύμα i
𝑑𝑑𝜐𝜐𝐶𝐶 (𝑡𝑡)
𝑖𝑖 (𝑡𝑡) = 𝐶𝐶 (7.44)
𝑑𝑑𝑑𝑑
ή
𝑑𝑑 𝑡𝑡
𝑖𝑖 (𝑡𝑡) = 𝐶𝐶 �𝜐𝜐𝑒𝑒 −𝑅𝑅𝑅𝑅 � (7.45)
𝑑𝑑𝑑𝑑
Δηλαδή,
𝜐𝜐 − 𝑡𝑡
𝑖𝑖 (𝑡𝑡) = − 𝑒𝑒 𝑅𝑅𝑅𝑅 , 𝑡𝑡 ≥ 0 (7.46)
𝑅𝑅
• Ισχύς πυκνωτή pC
𝑝𝑝𝑐𝑐 = 𝜐𝜐𝐶𝐶 (𝑡𝑡)𝑖𝑖(𝑡𝑡) (7.51)
ή
𝜐𝜐 2 − 2𝑡𝑡
𝑝𝑝𝑐𝑐 = − 𝑒𝑒 𝑅𝑅𝑅𝑅 , 𝑡𝑡 ≥ 0 (7.52)
𝑅𝑅
• Ισχύς αντίστασης pR
𝑝𝑝𝑅𝑅 = 𝜐𝜐𝑅𝑅 (𝑡𝑡)𝑖𝑖(𝑡𝑡) (7.53)
ή
𝜐𝜐 2 − 2𝑡𝑡
𝑝𝑝𝑅𝑅 = 𝑒𝑒 𝑅𝑅𝑅𝑅 , 𝑡𝑡 ≥ 0 (7.54)
𝑅𝑅
7.4 Πηνίο
Το πηνίο (inductor) είναι το τρίτο παθητικό ηλεκτρικό στοιχείο, το οποίο είναι σχεδιασμένο να αποθηκεύει
ενέργεια με τη μορφή ενέργειας μαγνητικού πεδίου και χρησιμοποιείται σε πληθώρα πρακτικών εφαρμογών
στην ηλεκτρονική, στις τηλεπικοινωνίες και στα κυκλώματα ισχύος [1]. Συνήθως το πηνίο θεωρούμε ότι
αποτελείται από ένα κυλινδρικό αγώγιμο σύρμα με πολλές σπείρες. Εάν ρεύμα ρέει μέσα από το πηνίο, τότε
βρίσκουμε ότι η τάση στα άκρα του είναι ανάλογη του ρυθμού μεταβολής του ρεύματος [2], [6]. Δηλαδή,
𝑑𝑑𝑑𝑑
𝜐𝜐 = 𝐿𝐿 (7.55)
𝑑𝑑𝑑𝑑
όπου L είναι ένας συντελεστής αναλογίας που ονομάζεται αυτεπαγωγή του πηνίου. Η μονάδα της αυτεπαγωγής
είναι το henry (H), που πήρε το όνομά της προς τιμή του Αμερικανού εφευρέτη Joseph Henry. Η αυτεπαγωγή
εξαρτάται από τα φυσικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά του πηνίου. Για παράδειγμα, στην περίπτωση
ενός σωληνοειδούς πηνίου η αυτεπαγωγή είναι:
𝑁𝑁 2 𝜇𝜇𝐴𝐴
𝐿𝐿 = (7.56)
𝑙𝑙
όπου N είναι o αριθμός των σπειρών, l το μήκος του, Α το εμβαδόν της διατομής του και μ είναι η μαγνητική
διαπερατότητα του πηνίου. Από την Εξ. (7.56) προκύπτει ότι μπορούμε να αυξήσουμε την αυτεπαγωγή, είτε
αυξάνοντας τον αριθμό Ν των σπειρών και το εμβαδόν Α της διατομής του πηνίου, είτε ελαττώνοντας το μήκος
l του πηνίου. Στο εμπόριο βρίσκουμε πηνία με τιμές αυτεπαγωγής από μερικά μΗ έως μερικές δεκάδες Η. To
κυκλωματικό σύμβολο του πηνίου παρουσιάζεται στο Σχ. 7.16.
Επιπλέον, από την Εξ. (7.54) προκύπτει ότι η τάση στα άκρα του πηνίου είναι μηδέν όταν η μεταβολή του
ρεύματος που ρέει μέσω του πηνίου είναι μηδέν (π.χ. συνεχές ρεύμα). Άρα:
Παρατήρηση 3:
Το πηνίο στο συνεχές ρεύμα συμπεριφέρεται σαν κλειστό κύκλωμα [1].
Επίσης, από την Εξ. (7.55) μπορούμε να βρούμε τη σχέση ρεύματος - τάσης για το πηνίο, ως εξής [2]:
1
𝑑𝑑𝑑𝑑 = 𝜐𝜐𝜐𝜐𝜐𝜐 (7.57)
𝐿𝐿
Ολοκληρώνοντας την Εξ. (7.57) προκύπτει:
𝑡𝑡
1
𝑖𝑖 = � 𝜐𝜐𝜐𝜐𝜐𝜐 + 𝑖𝑖(𝑡𝑡0 ) (7.58)
𝐿𝐿
𝑡𝑡0
όπου i(t0) το ρεύμα που διαρρέει το πηνίο την αρχική χρονική στιγμή t0.
Αν, ωστόσο t0 = 0, τότε η Εξ. (7.58) γράφεται:
𝑡𝑡
1
𝑖𝑖 = � 𝜐𝜐𝜐𝜐𝜐𝜐 + 𝑖𝑖(0) (7.59)
𝐿𝐿
0
Επιπλέον, αν i(0) = 0, δηλαδή το αρχικό ρεύμα που διαρρέει το πηνίο είναι μηδέν, τότε επειδή γνωρίζουμε
ότι:
𝑑𝑑𝜑𝜑
𝜐𝜐 = (7.60)
𝑑𝑑𝑑𝑑
όπου φ η μαγνητική ροή, η χαρακτηριστική ενός πυκνωτή στο επίπεδο υ - φ είναι ευθεία γραμμή που διέρχεται
από την αρχή των αξόνων με κλίση L (Σχ. 7.17), γεγονός που δικαιολογεί την κατηγοριοποίηση του πηνίου στα
λεγόμενα γραμμικά ηλεκτρικά στοιχεία [1].
Αν i(t0) = 0, τότε:
1 2
𝑊𝑊 = 𝐿𝐿𝑖𝑖 (7.63)
2
Παρατήρηση 4:
Το ιδανικό πηνίο δεν καταναλώνει ενέργεια, αλλά αποθηκεύει ενέργεια στο μαγνητικό του πεδίο.
i L1 L2 LΝ
+ υ1 _ + υ2 + υΝ
_ _
υ +
_
+
υ +
_ Leq υ_
Σχήμα 7.19 Το ισοδύναμο κύκλωμα στην περίπτωση των Ν συνδεδεμένων πηνίων σε σειρά του Σχ. 7.18.
i1 i2 iN
i L1 L2 LN
Όπως παρατηρείται στο Σχ. 7.20, τα Ν παράλληλα συνδεδεμένα πηνία έχουν την ίδια τάση στα άκρα τους.
Εφαρμόζοντας τον νόμο των ρευμάτων του Kirchhoff προκύπτει [1], [2], [6]:
𝑖𝑖 = 𝑖𝑖1 + 𝑖𝑖2 + ⋯ + 𝑖𝑖𝛮𝛮 (7.69)
Όμως γνωρίζουμε ότι ισχύει η Εξ. (7.59) για τo ρεύμα που διαρρέει έναν πυκνωτή. Άρα, αντικαθιστώντας
τα ρεύματα η Εξ. (7.69) μετασχηματίζεται ως:
𝑡𝑡 𝑡𝑡 𝑡𝑡
1 1 1
𝑖𝑖 = � 𝜐𝜐𝜐𝜐𝜐𝜐 + 𝑖𝑖1 (0) + � 𝜐𝜐𝜐𝜐𝜐𝜐 + 𝑖𝑖2 (0) + ⋯ + � 𝜐𝜐𝜐𝜐𝜐𝜐 + 𝑖𝑖𝛮𝛮 (0) (7.70)
𝐿𝐿1 𝐿𝐿2 𝐿𝐿𝛮𝛮
0 0 0
Οπότε, αν θέσουμε, 𝑖𝑖 (0) = 𝑖𝑖1 (0) + 𝑖𝑖2 (0) + ⋯ + 𝑖𝑖𝛮𝛮 (0) προκύπτει:
𝑡𝑡
1
𝑖𝑖 = � 𝜐𝜐𝜐𝜐𝜐𝜐 + 𝑖𝑖(0) (7.72)
𝐿𝐿eq
0
όπου,
1 1 1 1
= + + ⋯+ (7.73)
𝐿𝐿eq 𝐿𝐿1 𝐿𝐿2 𝐿𝐿𝑁𝑁
η ισοδύναμη αυτεπαγωγή, η οποία μπορεί να αντικαταστήσει τα Ν παράλληλα συνδεδεμένα πηνία, όπως
προκύπτει στο Σχ. 7.21.
+
υ +
_ Leq υ_
Σχήμα 7.21 Το ισοδύναμο κύκλωμα στην περίπτωση των Ν παράλληλα συνδεδεμένων πηνίων του Σχ. 7.20.
Παράδειγμα 7.6
Το ρεύμα που διαρρέει ένα πηνίο L = 1 mΗ είναι i(t) = 2cos(1000t) A. Υπολογίστε την τάση στα άκρα του
πηνίου και την ενέργεια που αποθηκεύεται σε αυτό.
Λύση:
Από την Εξ. (7.55) γνωρίζουμε ότι:
𝑑𝑑𝑑𝑑
𝜐𝜐 = 𝐿𝐿 =
𝑑𝑑𝑑𝑑
𝑑𝑑
(10−3 H) × [2cos(1000𝑡𝑡) A] =
𝑑𝑑𝑑𝑑
(10−3 H) × [−2000sin(1000𝑡𝑡) A] =
−2 sin(1000𝑡𝑡) A
Παράδειγμα 7.7
A. Υπολογίστε το ρεύμα που διαρρέει ένα πηνίο L = 10 Η, όταν η τάση στα άκρα του πηνίου είναι:
100𝑡𝑡 3 V, 𝑡𝑡 > 0
𝜐𝜐 = �
0 V, 𝑡𝑡 < 0
B. Επιπλέον, υπολογίστε την ενέργεια που αποθηκεύεται στο πηνίο, όταν t = 1 s.
ή
𝑡𝑡
1
𝑖𝑖 = � 100𝑡𝑡 3 𝑑𝑑𝑑𝑑 + 𝑖𝑖(0)
10
0
ή
1 100𝑡𝑡 4
𝑖𝑖 = +0
10 4
ή
𝑖𝑖 = 2.5𝑡𝑡 4 A
B. Η ισχύς, για t > 0, είναι:
𝑝𝑝 = 𝜐𝜐𝜐𝜐 = (100𝑡𝑡 3 ) × (2.5𝑡𝑡 4 )
ή
𝑝𝑝 = 250𝑡𝑡 7 W
Επομένως, η ενέργεια W που αποθηκεύεται στο πηνίο είναι:
𝑡𝑡 𝑡𝑡
250 8 1
𝑊𝑊 = � 𝑝𝑝𝑝𝑝𝑝𝑝 = � 250𝑡𝑡 7 𝑑𝑑𝑑𝑑 = 𝑡𝑡 � = 31.25 J
8 0
0 0
Παράδειγμα 7.8
Υπολογίστε τα ρεύματα i και iL, την τάση υC και την ενέργεια που αποθηκεύεται στον πυκνωτή και στο πηνίο
στο κύκλωμα του Σχ. 7.22.
1Ω 4Ω
iL i
2Ω +
5H _ 10 V
+
1F υ
_C
Λύση:
Σύμφωνα με τις Παρατηρήσεις 1 και 3, στο συνεχές ρεύμα ο πυκνωτής συμπεριφέρεται σαν ανοικτό κύκλωμα
και το πηνίο σαν κλειστό κύκλωμα. Επομένως, το κύκλωμα του Σχ. 7.22 μπορεί να μετασχηματιστεί σε εκείνο
του Σχ. 7.23.
Ο κλάδος που περιλαμβάνει την αντίσταση των 2 Ω δεν διαρρέεται από ρεύμα, καθώς είναι ανοικτός, με
αποτέλεσμα να υπάρχει στο κύκλωμα μια αγώγιμη διαδρομή στην οποία:
10 V
𝑖𝑖 = 𝑖𝑖𝐿𝐿 = =2A
(1 Ω) + (4 Ω)
Η τάση υC είναι ίση με την τάση στα άκρα της αντίστασης του 1 Ω. Οπότε:
𝜐𝜐𝐶𝐶 = 𝑖𝑖(1 Ω) = 2 V
Τέλος, η ενέργεια που αποθηκεύεται στον πυκνωτή είναι:
1 2 1
𝑊𝑊𝐶𝐶 = 𝐶𝐶𝜐𝜐 = (1 F)(2 V)2 = 2 J
2 𝐶𝐶 2
και η ενέργεια που αποθηκεύεται στο πηνίο είναι:
1 2 1
𝑊𝑊𝐿𝐿 = 𝐿𝐿𝑖𝑖 = (5 H)(2 A)2 = 10 J
2 𝐿𝐿 2
7.5.1 Με Πηγή
Στο Σχ. 7.24 παρουσιάζεται το κύκλωμα το οποίο θα μελετήσουμε, που περιλαμβάνει μία πηγή συνεχούς τάσης
υ, μία αντίσταση R και ένα πηνίο L. To πηνίο του κυκλώματος δεν διαρρέεται αρχικά από ηλεκτρικό ρεύμα,
δηλαδή iL(0) = 0 A.
+
υ +
_ L υ_ L
Όταν κλείσει ο διακόπτης, τη χρονική στιγμή t = 0, τότε από τον νόμο των τάσεων του Kirchhoff στον
βρόχο του κυκλώματος προκύπτει ότι [5], [7]:
𝜐𝜐 = 𝜐𝜐𝑅𝑅 + 𝜐𝜐𝐿𝐿 (7.74)
ή
𝜐𝜐 = 𝑖𝑖𝑖𝑖 + 𝜐𝜐𝐿𝐿 (7.75)
Αντικαθιστώντας την τάση υL, από την Εξ. (7.55), στην Εξ. (7.75) καταλήγουμε:
𝑑𝑑𝑑𝑑
𝜐𝜐 = 𝑖𝑖𝑖𝑖 + 𝐿𝐿 (7.76)
𝑑𝑑𝑑𝑑
ή
𝑑𝑑𝑑𝑑 𝑅𝑅 𝜐𝜐
+ 𝑖𝑖 = (7.77)
𝑑𝑑𝑑𝑑 𝐿𝐿 𝐿𝐿
ης
H Εξ. (7.77) είναι μια διαφορική εξίσωση 1 τάξης με σταθερούς συντελεστές η οποία έχει λύση:
𝜐𝜐 𝑅𝑅
𝑖𝑖(𝑡𝑡) = �1 − 𝑒𝑒 − 𝐿𝐿 𝑡𝑡 � , 𝑡𝑡 ≥ 0 (7.78)
𝑅𝑅
Από τη γραφική απεικόνισή της (7.78) προκύπτει ότι το ρεύμα που διαρρέει το πηνίο συνεχώς αυξάνεται,
μέχρι να γίνει, μετά από άπειρο θεωρητικά χρόνο, μέγιστο και ίσο με imax = υ/R (Σχ. 7.25).
Σχήμα 7.25 Γραφική απεικόνιση της μεταβολής του ρεύματος που διαρρέει το πηνίο
στο κύκλωμα RL σειράς με πηγή.
Προκειμένου να βρούμε πώς μεταβάλλονται και τα υπόλοιπα μεγέθη, χρησιμοποιούμε την (7.78) [5].
Οπότε:
• Τάση πηνίου υL
𝑑𝑑𝑑𝑑(𝑡𝑡)
𝜐𝜐𝐿𝐿 (𝑡𝑡) = 𝐿𝐿 (7.80)
𝑑𝑑𝑑𝑑
ή
𝑅𝑅
𝜐𝜐𝐿𝐿 (𝑡𝑡) = 𝜐𝜐𝑒𝑒 − 𝐿𝐿 𝑡𝑡 , 𝑡𝑡 ≥ 0 (7.81)
• Ισχύς πηνίου pL
𝑝𝑝𝐿𝐿 = 𝜐𝜐𝐿𝐿 (𝑡𝑡)𝑖𝑖(𝑡𝑡) (7.84)
ή
𝜐𝜐 2 −𝑅𝑅𝑡𝑡 𝑅𝑅
𝑝𝑝𝐿𝐿 = 𝑒𝑒 𝐿𝐿 �1 − 𝑒𝑒 − 𝐿𝐿 𝑡𝑡 � , 𝑡𝑡 ≥ 0 (7.85)
𝑅𝑅
• Ισχύς αντίστασης pR
𝑝𝑝𝑅𝑅 = 𝜐𝜐𝑅𝑅 (𝑡𝑡)𝑖𝑖(𝑡𝑡) (7.86)
ή
𝜐𝜐 2 𝑅𝑅 2
𝑝𝑝𝑅𝑅 = �1 − 𝑒𝑒 − 𝐿𝐿 𝑡𝑡 � , 𝑡𝑡 ≥ 0 (7.87)
𝑅𝑅
+
L υ_ L
Όταν κλείσει ο διακόπτης τη χρονική στιγμή t = 0 τότε από τον νόμο των τάσεων του Kirchhoff στον
βρόχο του κυκλώματος προκύπτει ότι [5], [7]:
𝜐𝜐𝑅𝑅 + 𝜐𝜐𝐿𝐿 = 0 (7.88)
ή
𝑖𝑖𝑖𝑖 + 𝜐𝜐𝐿𝐿 = 0 (7.89)
Αντικαθιστώντας την τάση υL, από την Εξ. (7.55), στην Εξ. (7.89) καταλήγουμε:
𝑑𝑑𝑑𝑑
𝐿𝐿 + 𝑖𝑖𝑖𝑖 = 0 (7.90)
𝑑𝑑𝑑𝑑
ή
𝑑𝑑𝑑𝑑 𝑅𝑅
+ 𝑖𝑖 = 0 (7.91)
𝑑𝑑𝑑𝑑 𝐿𝐿
H Εξ. (7.91) είναι μια ομογενής διαφορική εξίσωση 1ης τάξης με σταθερούς συντελεστές, η οποία έχει
λύση:
𝑅𝑅
𝑖𝑖(𝑡𝑡) = 𝑖𝑖𝑒𝑒 − 𝐿𝐿 𝑡𝑡 , 𝑡𝑡 ≥ 0 (7.92)
Από τη γραφική απεικόνισή της (7.92) προκύπτει ότι το ρεύμα που διαρρέει το πηνίο συνεχώς ελαττώνεται,
μέχρι μετά από άπειρο θεωρητικά χρόνο να γίνει ίσο με μηδέν (Σχ. 7.27).
Σχήμα 7.27 Γραφική απεικόνιση της μεταβολής του ρεύματος που διαρρέει το πηνίο
στο κύκλωμα RL σειράς χωρίς πηγή.
• Ισχύς πηνίου pL
𝑝𝑝𝐿𝐿 = 𝜐𝜐𝐿𝐿 (𝑡𝑡)𝑖𝑖(𝑡𝑡) (7.97)
ή
2𝑅𝑅
𝑝𝑝𝐿𝐿 = −𝑅𝑅𝑖𝑖 2 𝑒𝑒 − 𝐿𝐿 𝑡𝑡 , 𝑡𝑡 ≥ 0 (7.98)
• Ισχύς αντίστασης pR
𝑝𝑝𝑅𝑅 = 𝜐𝜐𝑅𝑅 (𝑡𝑡)𝑖𝑖(𝑡𝑡) (7.99)
ή
2𝑅𝑅
𝑝𝑝𝑅𝑅 = 𝑅𝑅𝑖𝑖 2 𝑒𝑒 − 𝐿𝐿 𝑡𝑡 , 𝑡𝑡 ≥ 0 (7.100)
CΓ
1 3 1 3
C1 C2
CΒ CΑ
C3
2 4 2 4
(α) (β)
7.6.1.1 α) Δ σε Υ
𝐶𝐶𝐴𝐴 𝐶𝐶𝐵𝐵 + 𝐶𝐶𝐴𝐴 𝐶𝐶𝛤𝛤 + 𝐶𝐶𝐵𝐵 𝐶𝐶𝛤𝛤
𝐶𝐶1 = (7.101)
𝐶𝐶A
7.6.1.2 β) Υ σε Δ
𝐶𝐶2 𝐶𝐶3
𝐶𝐶𝛢𝛢 = (7.104)
𝐶𝐶1 + 𝐶𝐶2 + 𝐶𝐶3
𝐶𝐶1 𝐶𝐶3
𝐶𝐶Β = (7.105)
𝐶𝐶1 + 𝐶𝐶2 + 𝐶𝐶3
𝐶𝐶1 𝐶𝐶2
𝐶𝐶𝛤𝛤 = (7.106)
𝐶𝐶1 + 𝐶𝐶2 + 𝐶𝐶3
LΓ
1 3 1 3
L1 L2
LΒ LΑ
L3
2 4 2 4
(α) (β)
7.6.2.1 α) Δ σε Υ
𝐿𝐿𝐵𝐵 𝐿𝐿𝛤𝛤
𝐿𝐿1 = (7.107)
𝐿𝐿𝛢𝛢 + 𝐿𝐿𝛣𝛣 + 𝐿𝐿𝛤𝛤
𝐿𝐿𝛢𝛢 𝐿𝐿𝛤𝛤
𝐿𝐿2 = (7.108)
𝐿𝐿𝛢𝛢 + 𝐿𝐿𝛣𝛣 + 𝐿𝐿𝛤𝛤
𝐿𝐿𝛢𝛢 𝐿𝐿𝛣𝛣
𝐿𝐿3 = (7.109)
𝐿𝐿𝛢𝛢 + 𝐿𝐿𝛣𝛣 + 𝐿𝐿𝛤𝛤
7.6.2.2 β) Υ σε Δ
𝐿𝐿1 𝐿𝐿2 + 𝐿𝐿1 𝐿𝐿3 + 𝐿𝐿2 𝐿𝐿3
𝐿𝐿𝐴𝐴 = (7.110)
𝐿𝐿1
RL
C
Σχήμα 7.30 Τo κυκλωματικό μοντέλο του πραγματικού πυκνωτή.
L RW
+
υi C υ_o
• Συνδέστε στο κύκλωμα τη γεννήτρια συχνοτήτων, ως είσοδο υi, η οποία παρέχει τετραγωνικό σήμα
συχνότητας f = 10kHz και πλάτους Vi = 2Vp-p.
• Συνδέστε τα δύο κανάλια του παλμογράφου στην είσοδο υi και στην έξοδο υο του κυκλώματος.
• Να μεταφέρετε σε millimétré χαρτί τις κυματομορφές των τάσεων υi και υο (τουλάχιστον δύο
κύκλους), για τις ακόλουθες περιπτώσεις στοιχείων του κυκλώματος:
α) R = 1 kΩ, C = 1 nF,
β) R = 1 kΩ, C = 10 nF,
γ) R = 1 kΩ, C = 50 nF.
• Να εναλλάξετε αμοιβαία τη θέση του πυκνωτή και της αντίστασης στο παραπάνω κύκλωμα και να
επαναλάβετε τις ίδιες ακριβώς μετρήσεις.
Παρατήρηση: Σε κάθε περίπτωση στα δύο κυκλώματα να βρεθεί η σχέση της περιόδου του σήματος
εισόδου και του 5τ (τ: σταθερά χρόνου του κυκλώματος).
7.9.1 Οδηγίες
Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε πώς μπορούμε, εναλλακτικά του πειράματος, χρησιμοποιώντας το
MultisimLive, να μελετήσουμε την επίδραση παλμικών κυματομορφών (π.χ. τετραγωνικό σήμα τάσης) σε ένα
κύκλωμα RC σειράς.
7.9.2 Εφαρμογή
• Να σχεδιαστεί στο MultisimLive το κύκλωμα του Σχ. 7.32, που χρησιμοποιήθηκε στην αντίστοιχη
πειραματική άσκηση αυτού του Κεφαλαίου.
Προσοχή: H γείωση του κυκλώματος θα τοποθετηθεί στο σημείο που φαίνεται στο Σχ. 7.32.
• Να τοποθετηθούν δύο probes τάσης προκειμένου να μετρούνται οι τάσεις εισόδου υi και εξόδου υο.
• Με τον Grapher να παρατηρήσετε τις κυματομορφές των τάσεων υi και υο (τουλάχιστον δύο κύκλους),
για τις ακόλουθες περιπτώσεις στοιχείων του κυκλώματος.
α) R = 1 kΩ, C = 1 nF,
β) R = 1 kΩ, C = 10 nF,
γ) R = 1 kΩ, C = 50 nF.
• Να εναλλάξετε αμοιβαία τη θέση του πυκνωτή και της αντίστασης στο κύκλωμα του Σχ.7.32 και να
επαναλάβετε τις ίδιες ακριβώς μετρήσεις.
7.2 Προσδιορίστε το ρεύμα i(t) που διαρρέει έναν πυκνωτή C = 0.125 F, όταν η τάση που εφαρμόζεται στα
άκρα του είναι υ(t) = 10cos(5t + 60o) V.
7.3 Προσδιορίστε τη χωρητικότητα C ενός πυκνωτή, όταν η τάση που εφαρμόζεται στα άκρα του είναι
υ(t) = 15cos(1000t – 45o) V, ενώ το ρεύμα που τον διαρρέει είναι i(t) = 5cos(1000t + 45o) A.
7.4 Η τάση στα άκρα ενός πυκνωτή C = 40 μF είναι υ = 20 V τη χρονική στιγμή t = 0. Βρείτε την τάση στα
άκρα του πυκνωτή για t > 0, όταν το ρεύμα που τον διαρρέει είναι i(t) = 6e-6t A, για t > 0.
7.5 Βρείτε το ρεύμα i(t) στο κύκλωμα του Σχ. 7.33, όταν υ(t) = (4 + 2e-200t) V.
i 5 μF 2 μF
υ +
_ 1 μF 2 μF
7.6 Προσδιορίστε την τάση υ(t) στα άκρα ενός πηνίου L = 200 mH, όταν το ρεύμα που τον διαρρέει είναι
i(t) = 100sin(100t – 30o) V.
7.7 Το ισοδύναμο κύκλωμα ενός κινητήρα μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελείται από μία αντίσταση R = 10 Ω
σε σειρά με ένα πηνίο L = 0.1 H. Εάν το ρεύμα που διαρρέει τον κινητήρα είναι i(t) = 4te-t A, να βρείτε
την τάση υ(t) στα άκρα του.
2 mH 2 mH
i 4 mH 2 mH
7.9 Ο διακόπτης στο κύκλωμα του Σχ. 7.35, είναι ανοικτός για πολλή ώρα πριν κλείσει τη χρονική στιγμή
t = 0. Να βρείτε την τάση υC(0+) στα άκρα του πυκνωτή και το ρεύμα iL(0+) που διαρρέει το πηνίο, αμέσως
μετά το κλείσιμο του διακόπτη. Επιπλέον, να βρείτε την τάση υC(∞) στα άκρα του πυκνωτή και το ρεύμα
iL(∞) που διαρρέει το πηνίο σε άπειρο θεωρητικά χρόνο μετά το κλείσιμο του διακόπτη.
4 kΩ 10 mH t=0
iL
+
12 V +
_ 1 μF υ_ C 2 kΩ
4 kΩ t = 0 10 mH
iL
+
12 V +
_ 1 μF υ_ C 8 kΩ
7.11 Βρείτε την τάση στα άκρα του πυκνωτή μόλις κλείσει ο διακόπτης στο κύκλωμα του Σχ. 7.37. Σε πόσο
χρόνο η τάση στα άκρα του πυκνωτή θα φθάσει την τιμή των 6 V; Η αρχική τιμή της τάσης του πυκνωτή
είναι υC(0) = 0 V.
t = 0 20 kΩ
i
+
10 V +
_ 1 μF υ_ C
7.12 Βρείτε το ρεύμα που διαρρέει το πηνίο μόλις κλείσει ο διακόπτης στο κύκλωμα του Σχ. 7.38. Σε πόσο
χρόνο το ρεύμα που διαρρέει το πηνίο θα φθάσει την τιμή των 3 ms;
10 Ω
iL
5 mA t=0 20 mH
Προαπαιτούμενη γνώση
Νόμος του Ohm, Νόμοι του Kirchhoff, Πυκνωτής, Πηνίο, Μιγαδικοί Αριθμοί, Συνδεσμολογία Στοιχείων.
8.1 Εισαγωγή
Μέχρι τώρα περιορίσαμε την ανάλυσή μας σε κυκλώματα συνεχούς ρεύματος, δηλαδή κυκλώματα που
διεγείρονται από συνεχείς πηγές τάσης ή ρεύματος. Αυτό έγινε τόσο για λόγους παιδαγωγικούς αλλά και
ιστορικούς. Είναι γεγονός ότι οι συνεχείς πηγές αποτελούσαν τα κύρια μέσα απόδοσης ηλεκτρικής ενέργειας
μέχρι περίπου τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε και ξέσπασε ο λεγόμενος «πόλεμος των ρευμάτων» μεταξύ εκείνων
που υποστήριζαν το συνεχές ρεύμα και εκείνων που ήθελαν να επικρατήσει το εναλλασσόμενο. Λόγω του
οικονομικότερου τρόπου στη μετάδοση του ρεύματος σε μεγάλες αποστάσεις, νικητής αναδείχθηκε τελικά το
εναλλασσόμενο ρεύμα. Αλλά τι είναι το εναλλασσόμενο ρεύμα;
Ορισμός 1:
Εναλλασσόμενο ρεύμα (alternating current) είναι το περιοδικό ρεύμα, του οποίου η στιγμιαία τιμή του
εναλλάσσεται συναρτήσει του χρόνου και η μέση τιμή του σε χρόνο μίας περιόδου είναι μηδέν [1].
Επομένως, σύμφωνα με τον Ορισμό 1, ως εναλλασσόμενο ρεύμα μπορεί να θεωρηθεί, για παράδειγμα, το
περιοδικό τετραγωνικό, τριγωνικό ή ημιτονικό ρεύμα, όπως αυτά που απεικονίζονται στο Σχ. 8.1. Ωστόσο, η
μορφή του εναλλασσόμενου ρεύματος που χρησιμοποιείται στην καθημερινότητά μας είναι το ημιτονικό
εναλλασσόμενο ρεύμα (sinusoidal current), του οποίου η στιγμιαία τιμή ακολουθεί τη γνωστή ημιτονική
καμπύλη, όπως φαίνεται στο Σχ. 8.1(γ).
(β)
(γ)
Σχήμα 8.1 (α) Τετραγωνικό, (β) τριγωνικό και (γ) ημιτονικό εναλλασσόμενο ρεύμα.
i = I0sin(ωT)
i = I0 sin(ωT+φ0)
Σχήμα 8.2 Το εναλλασσόμενο ρεύμα της Εξ. (8.2) και της Εξ. (8.5).
Ορισμός 2:
Ενεργός ένταση του εναλλασσόμενου ρεύματος ονομάζεται η σταθερή ένταση που πρέπει να έχει συνεχές ρεύμα,
το οποίο, όταν περνάει από την ίδια ωμική αντίσταση, προκαλεί στον ίδιο χρόνο τα ίδια θερμικά αποτελέσματα
με το εναλλασσόμενο ρεύμα.
Η ενεργός τιμή της έντασης του εναλλασσόμενου ρεύματος, που συμβολίζεται με Ιεν ή Ιrms, ισούται με:
𝐼𝐼m
𝛪𝛪rms = = 0.707𝐼𝐼m (8.6)
√2
Ορισμός 3:
Ενεργός τιμή εναλλασσόμενης τάσης ονομάζεται η συνεχής τάση, η οποία, όταν εφαρμόζεται στα άκρα της ίδιας
ωμικής αντίστασης, δίνει ρεύμα με ένταση ίση με την ενεργό ένταση του εναλλασσόμενου ρεύματος [2].
Η ενεργός τιμή της εναλλασσόμενης τάσης, που συμβολίζεται με Vεν ή Vrms, ισούται με:
𝑉𝑉m
𝑉𝑉rms =
√2
= 0.707𝑉𝑉m (8.12)
Παρατήρηση 1:
Στη μαθηματική περιγραφή του εναλλασσόμενου ρεύματος ή της εναλλασσόμενης τάσης μπορούμε να
χρησιμοποιήσουμε είτε το ημίτονο, όπως έγινε μέχρι τώρα, είτε το συνημίτονο, καθώς δεν διαφέρουν επί της
ουσίας όσον αφορά τη μορφή τους.
Παρατήρηση 2:
Ενώ ο νόμος του Ohm ισχύει τόσο για τις στιγμιαίες τιμές των εναλλασσόμενων τάσεων και ρευμάτων όσο και
για τα πλάτη και τις ενεργές τιμές τους, οι νόμοι του Kirchhoff ισχύουν μόνο για τις στιγμιαίες τιμές των
εναλλασσόμενων τάσεων και ρευμάτων.
Ως αποτέλεσμα, στο κύκλωμα του Σχ. 8.3 που περιλαμβάνει σε σειρά αντίσταση R, πηνίο L και πυκνωτή C και
διεγείρεται από μία εναλλασσόμενη τάση υS, ισχύει:
𝜐𝜐𝑆𝑆 = 𝜐𝜐𝑅𝑅 + 𝜐𝜐𝐿𝐿 + 𝜐𝜐𝐶𝐶 (8.13)
R L
+ υR _ + υ_ L _
+
υS +
_ υ_C C
Σχήμα 8.3 Εναλλασσόμενο κύκλωμα που περιλαμβάνει αντίσταση R, πυκνωτή C και πηνίο L.
Να βρεθούν το πλάτος, η φάση, η περίοδος και η συχνότητα της εναλλασσόμενης τάσης υ(t) = 10cos(100t +
30ο) V.
Λύση:
Το πλάτος είναι Vm = 10 V.
Η φάση είναι φ = 30ο.
2π 2π
Η κυκλική συχνότητα είναι ω = 100 rad/s και επομένως η περίοδος είναι Τ = = = 0.0628 s.
ω 100 rad/s
1
Τέλος, η συχνότητα είναι f = = 15.924 Hz.
T
Παράδειγμα 8.2
Υπολογίστε τη μετατόπιση φάσης μεταξύ των εναλλασσόμενων τάσεων υ1(t) = –1cos(ωt + 60ο) V και υ2(t) =
2sin(ωt – 20ο) V. Επίσης, να προσδιορίσετε ποια προηγείται.
Λύση:
Για να απαντήσουμε στα ερωτήματα που τέθηκαν θα πρέπει να γράψουμε τις εναλλασσόμενες τάσεις με την
ίδια μορφή. Στο παράδειγμα αυτό επιλέγουμε να τις περιγράψουμε σε ημιτονική μορφή. Επομένως,
υ1(t) = 1sin(ωt + 60ο – 90ο) V
ή
υ1(t) = 1sin(ωt – 30ο) V
όπου φ1 = –30ο.
Επιπλέον, η δεύτερη εναλλασσόμενη τάση που δόθηκε είναι:
υ2(t) = 2sin(ωt – 20ο) V
όπου φ2 = –20ο.
Επομένως, η μετατόπιση φάσης είναι:
Δφ = φ1 – φ2 = (–30ο) – (–20ο) = –10ο
Δηλαδή, η υ1 καθυστερεί ως προς την υ2 κατά 10ο ή η υ2 προηγείται της υ1 κατά 10ο.
Παράδειγμα 8.3
Λύση:
Η μέτρηση εναλλασσόμενης τάσης (ή ρεύματος) που δίνει το βολτόμετρο είναι η ενεργός τιμή του αντίστοιχου
μεγέθους. Επομένως:
𝑉𝑉𝑚𝑚
α) 𝑉𝑉rms = ⇒ 𝑉𝑉𝑚𝑚 = √2𝑉𝑉rms ⇒ 𝑉𝑉𝑚𝑚 = √2 × (120 V) ⇒ 𝑉𝑉m = 170 V
√2
Παράδειγμα 8.4
Λύση:
(α) Όπως αναφέρθηκε, η μέτρηση εναλλασσόμενης τάσης (ή ρεύματος) που δίνει το βολτόμετρο είναι η ενεργός
τιμή του αντίστοιχου μεγέθους. Επομένως:
𝑉𝑉𝑚𝑚 60 V
𝑉𝑉rms = ⇒ 𝑉𝑉rms = ⇒ 𝑉𝑉rms = 42.4 V
√2 √2
Άρα:
𝑉𝑉rms 42.4 V
𝐼𝐼rms = ⇒ 𝐼𝐼rms = ⇒ 𝐼𝐼rms = 2.12 Α
𝑅𝑅 20 Ω
𝐼𝐼𝑚𝑚
(β) 𝐼𝐼rms = ⇒ 𝐼𝐼𝑚𝑚 = √2𝐼𝐼rms ⇒ 𝐼𝐼m = √2 × 2.12 A ⇒ 𝐼𝐼m = 3 A
√2
R i
t=0 + υR _
+
υS +
_ L υ_ L
Από την εφαρμογή του νόμου των τάσεων του Kirchhoff στο κύκλωμα του Σχ. 8.4 προκύπτει ότι:
𝜐𝜐𝑆𝑆 = 𝜐𝜐𝑅𝑅 + 𝜐𝜐𝐿𝐿 (8.14)
ή
Διαπιστώνουμε ότι το ρεύμα που περιγράφεται από την Εξ. (8.16) αποτελείται από το άθροισμα δύο όρων.
Ο πρώτος όρος είναι μια εκθετική συνάρτηση ως προς τον χρόνο και ονομάζεται Μεταβατική Συνιστώσα,
ενώ ο δεύτερος όρος είναι μια τριγωνομετρική συνάρτηση ως προς τον χρόνο και ονομάζεται Συνιστώσα
Σταθερής ή Μόνιμης Κατάστασης [2]. Το ίδιο παρατηρούμε να συμβαίνει σε οποιοδήποτε κύκλωμα
εναλλασσόμενου ρεύματος. Απλώς, στις περισσότερες εφαρμογές η μεταβατική συνιστώσα συνήθως αγνοείται,
καθώς δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον, και για αυτό επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας στη συνιστώσα μόνιμης
κατάστασης. Στη συνέχεια του βιβλίου τα κυκλώματα που θα μελετήσουμε θα έχουν διεγέρσεις που
προκαλούνται από πηγές εναλλασσόμενης τάσης ή ρεύματος και η απόκρισή τους καλείται Ημιτονική Μόνιμη
Κατάσταση (Sinusoidal Steady State), η οποία είναι εναλλασσόμενη με την ίδια συχνότητα με τη συχνότητα
της διέγερσης.
Από την προηγούμενη ανάλυση προκύπτει ότι η χρήση της τριγωνομετρικής ανάλυσης δεν βοηθάει ακόμη
και σε απλά κυκλώματα. Επομένως, αναζητούνται άλλοι τρόποι προκειμένου να απλοποιηθεί η διαδικασία
επίλυσης των κυκλωμάτων και προς την κατεύθυνση αυτή προτάθηκε η ανάλυση των κυκλωμάτων μέσω της
διανυσματικής περιγραφής των εναλλασσόμενων ρευμάτων και τάσεων.
Πιο συγκεκριμένα, κάθε ημιτονική κυματομορφή μπορούμε να την παραστήσουμε στο επίπεδο xOy με ένα
διάνυσμα Α, αρκεί να ισχύουν οι παρακάτω προϋποθέσεις [2]:
• O θετικός ημιάξονας Οx αποτελεί την αρχή των φάσεων και τον θεωρούμε ως αφετηρία μέτρησης
των φασικών γωνιών, βάζοντας θετικό πρόσημο κατά την αριστερή φορά και αρνητικό πρόσημο κατά
τη δεξιά φορά περιστροφής.
• Ο άξονας y΄y αποτελεί τον άξονα των στιγμιαίων τιμών του εναλλασσόμενου μεγέθους.
• Το μέτρο του διανύσματος Α έχει μέτρο ίσο με το πλάτος του εναλλασσόμενου μεγέθους ή την ενεργό
τιμή του.
Επομένως, με βάση την προαναφερθείσα μέθοδο, ένα εναλλασσόμενο μέγεθος, όπως για π.χ. το
Α1 = Αmsin(ωt + φο) παριστάνεται με ένα διάνυσμα που περιστρέφεται με γωνιακή ταχύτητα ω και έχει μέτρο
Αο, ενώ σχηματίζει γωνία φο με τον θετικό ημιάξονα Οx. Η προβολή του διανύσματος στον άξονα y΄y δίνει τη
στιγμιαία τιμή του εναλλασσόμενου μεγέθους Α1. Στο Σχ. 8.5 παριστάνονται σχηματικά όσα αναφέρθηκαν για
το διάνυσμα Α1 = Αmsin(ωt + φο), καθώς και για ένα δεύτερο εναλλασσόμενο μέγεθος Α2 = Αmsin(ωt).
Παρατήρηση 3:
Δεν είναι απαραίτητο το μέγεθος που παριστάνεται με το διάνυσμα Α να είναι διανυσματικό μέγεθος. Για αυτόν
τον λόγο, χρησιμοποιούμε τη μέθοδο αυτή στην ανάλυση εναλλασσόμενων κυκλωμάτων.
Παρατήρηση 4:
Εάν το εναλλασσόμενο μέγεθος δεν μεταβάλλεται με τον χρόνο, το παριστάνουμε με ένα σταθερό διάνυσμα.
υR i
x
Ας εξετάσουμε στη συνέχεια πώς περιγράφονται τα εναλλασσόμενα ρεύματα και τάσεις σε καθένα από τα
ηλεκτρικά στοιχεία (αντίσταση, πυκνωτή και πηνίο) που έχουμε παρουσιάσει.
8.4.1 Αντίσταση
Έστω 𝑖𝑖 = 𝛪𝛪𝑚𝑚 sin (𝜔𝜔𝜔𝜔 + 𝜑𝜑ο ) το ρεύμα που διαρρέει μία ωμική αντίσταση R. Τότε η τάση υR στα άκρα της ωμικής
αντίστασης, όπως προκύπτει από τον νόμο του Ohm, είναι:
𝜐𝜐𝑅𝑅 = 𝑅𝑅𝑅𝑅 (8.17)
ή
𝜐𝜐𝑅𝑅 = 𝑅𝑅𝛪𝛪𝑚𝑚 cos(𝜔𝜔𝜔𝜔 + 𝜑𝜑ο ) (8.18)
Άρα, το ρεύμα και η τάση στα άκρα της αντίστασης είναι σε φάση (συμφασικά), όπως φαίνεται
χαρακτηριστικά στο Σχ. 8.6, δηλαδή μηδενίζονται και μεγιστοποιούνται τις ίδιες χρονικές στιγμές. Επίσης, στο
Σχ. 8.7 παριστάνεται το διάγραμμα των διανυσμάτων για φο = 0, όπως συνήθως θεωρούμε στις περισσότερες
περιπτώσεις.
υR i
x
Σχήμα 8.7 Διανυσματική παράσταση της εναλλασσόμενης τάσης υ στα άκρα μιας αντίστασης, καθώς
και του εναλλασσόμενου ρεύματος i που τη διαρρέει.
8.4.2 Πυκνωτής
Έστω 𝑖𝑖 = 𝛪𝛪𝑚𝑚 cos(𝜔𝜔𝜔𝜔 + 𝜑𝜑ο ) το ρεύμα που διαρρέει έναν πυκνωτή C. Γνωρίζουμε επιπλέον ότι q = Cυ.
Επομένως, προκύπτει ότι:
𝑑𝑑𝑑𝑑 𝑑𝑑𝜐𝜐𝐶𝐶
= 𝐶𝐶 (8.19)
𝑑𝑑𝑑𝑑 𝑑𝑑𝑑𝑑
ή
𝑑𝑑𝜐𝜐𝐶𝐶
𝑖𝑖 = 𝐶𝐶 (8.20)
𝑑𝑑𝑑𝑑
ή
Άρα, το εναλλασσόμενο ρεύμα i που διαρρέει τον πυκνωτή C προηγείται της εναλλασσόμενης τάσης υC
που εφαρμόζεται στα άκρα του κατά π/2, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά στο Σχ. 8.8. Επίσης, στο Σχ. 8.9
παριστάνεται το διάγραμμα των διανυσμάτων για φο = 0, όπως συνήθως θεωρούμε στις περισσότερες
περιπτώσεις.
Ο συντελεστής που προέκυψε στην Εξ. (8.25), δηλαδή,
1 𝑉𝑉𝑚𝑚
𝛸𝛸𝐶𝐶 = = (8.26)
𝜔𝜔𝜔𝜔 𝐼𝐼𝑚𝑚
έχει διαστάσεις αντίστασης και ονομάζεται «χωρητική αντίδραση» (capacitive reactance) του πυκνωτή [3].
Από την Εξ. (8.26) προκύπτει ότι:
• Για ω → 0 (συνεχές ρεύμα) η χωρητική αντίδραση είναι ΧC → ∞, άρα ο πυκνωτής συμπεριφέρεται
σαν ανοικτό κύκλωμα.
• Για ω → ∞ (υψηλές συχνότητες) η χωρητική αντίδραση είναι ΧC → 0, άρα ο πυκνωτής
συμπεριφέρεται σαν βραχυκύκλωμα.
υL
i
x
Σχήμα 8.8 Οι κυματομορφές της εναλλασσόμενης τάσης υC στα άκρα ενός πυκνωτή, καθώς
και του εναλλασσόμενου ρεύματος i που τον διαρρέει.
i
x
υC
Σχήμα 8.9 Διανυσματική παράσταση της εναλλασσόμενης τάσης υC στα άκρα ενός πυκνωτή, καθώς
και του εναλλασσόμενου ρεύματος i που τον διαρρέει.
8.4.3 Πηνίο
Έστω 𝑖𝑖 = 𝛪𝛪𝑚𝑚 cos(𝜔𝜔𝜔𝜔 + 𝜑𝜑ο ) το ρεύμα που διαρρέει ένα πηνίο L. Γνωρίζουμε επιπλέον ότι φ = Li. Επομένως,
προκύπτει ότι:
𝑑𝑑𝑑𝑑 𝑑𝑑𝑑𝑑
= 𝐿𝐿 (8.27)
𝑑𝑑𝑑𝑑 𝑑𝑑𝑑𝑑
ή
𝑑𝑑𝑑𝑑
𝜐𝜐𝐿𝐿 = 𝐿𝐿 (8.28)
𝑑𝑑𝑑𝑑
ή
𝑑𝑑
𝜐𝜐𝐿𝐿 = 𝐿𝐿 [𝛪𝛪 cos(𝜔𝜔𝜔𝜔 + 𝜑𝜑ο )] (8.29)
𝑑𝑑𝑑𝑑 𝑚𝑚
ή
𝜐𝜐𝐿𝐿 = −𝐿𝐿𝐿𝐿𝛪𝛪𝑚𝑚 sin(𝜔𝜔𝜔𝜔 + 𝜑𝜑ο ) (8.30)
Οπότε,
𝜋𝜋
𝜐𝜐𝐿𝐿 = 𝐿𝐿𝐿𝐿𝛪𝛪𝑚𝑚 cos(𝜔𝜔𝜔𝜔 + 𝜑𝜑ο + ) (8.31)
2
Άρα, το εναλλασσόμενο ρεύμα i που διαρρέει το πηνίο L καθυστερεί ως προς την εναλλασσόμενη τάση υL
που εφαρμόζεται στα άκρα του πηνίου κατά π/2, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά στο Σχ. 8.10. Επίσης, στο Σχ.
8.11 παριστάνεται το διάγραμμα των διανυσμάτων για φο = 0, όπως συνήθως θεωρούμε.
Ο συντελεστής που προέκυψε στην Εξ. (8.31), δηλαδή,
𝑉𝑉𝑚𝑚
𝛸𝛸𝐿𝐿 = 𝐿𝐿𝐿𝐿 = (8.32)
𝐼𝐼𝑚𝑚
έχει διαστάσεις αντίστασης και ονομάζεται «επαγωγική αντίδραση» του πηνίου [3].
Σχήμα 8.10 Οι κυματομορφές της εναλλασσόμενης τάσης υL στα άκρα ενός πηνίου, καθώς
και του εναλλασσόμενου ρεύματος i που το διαρρέει.
υL
i
x
Σχήμα 8.11 Διανυσματική παράσταση της εναλλασσόμενης τάσης υL στα άκρα ενός πηνίου, καθώς
και του εναλλασσόμενου ρεύματος i που το διαρρέει.
Παρατήρηση 5:
Τα πλάτη (Vsm, VRm, VLm, VCm) ή οι ενεργές τιμές των τάσεων στα άκρα των στοιχείων ενός κυκλώματος, όπως
αυτό του Σχ. 3, που περιλαμβάνει σε σειρά μια εναλλασσόμενη πηγή τάσης υS, μια αντίσταση R, ένα πηνίο L
και έναν πυκνωτή C, συνδέονται διανυσματικά, όπως προκύπτει από το διάγραμμα των διανυσμάτων του Σχ.
VLm
VSm
VLm -VCm
x
VRm
VCm
Σχήμα 8.12 Tο διάγραμμα με τα πλάτη των τάσεων του κυκλώματος του Σχ. 8.3.
𝑉𝑉𝑚𝑚 𝑒𝑒 𝑗𝑗𝜑𝜑𝑜𝑜
𝛪𝛪𝑚𝑚 𝑒𝑒 𝑗𝑗𝑗𝑗 = (8.44)
√𝑅𝑅2 + 𝜔𝜔 2 𝐿𝐿2 𝑒𝑒 𝑗𝑗𝑗𝑗
ή
𝑉𝑉𝑚𝑚
𝛪𝛪𝑚𝑚 𝑒𝑒 𝑗𝑗𝑗𝑗 = 𝑒𝑒 𝑗𝑗(𝜑𝜑o −𝜃𝜃) (8.45)
√𝑅𝑅2 + 𝜔𝜔 2 𝐿𝐿2
𝑉𝑉𝑚𝑚
Επομένως, το πλάτος του ρεύματος είναι: 𝛪𝛪𝑚𝑚 = , ενώ η φάση του είναι: 𝛽𝛽 = 𝜑𝜑o − 𝜃𝜃.
√𝑅𝑅2 +𝜔𝜔2 𝐿𝐿2
Παρατήρηση 6:
Με την παραπάνω διαδικασία καταλήξαμε σε μια έκφραση για το ρεύμα, από την οποία απουσιάζει ο χρόνος
που υπήρχε αρχικά στην τριγωνομετρική έκφραση των τάσεων και ρευμάτων, ενώ βλέπουμε ότι το ρεύμα είναι
συνάρτηση πλέον της φάσης φο. Για αυτό λέμε ότι με τη μιγαδική παράσταση των μεγεθών μεταφέρουμε τη
μελέτη των εναλλασσόμενων κυκλωμάτων από το πεδίο του χρόνου στο πεδίο της συχνότητας. Δηλαδή, ενώ
τα εναλλασσόμενα μεγέθη στην τριγωνομετρική μορφή τους είναι συναρτήσεις του χρόνου, η μιγαδική
παράστασή τους είναι συνάρτηση της συχνότητας.
Παρατήρηση 7:
Επιπλέον, με μια προσεκτική σύγκριση της Εξ. (8.45) με εκείνη της Εξ. (8.16) διαπιστώνουμε ότι η μιγαδική
έκφραση του ρεύματος που βρήκαμε αντιστοιχεί στη συνιστώσα μόνιμης κατάστασης του κυκλώματος.
Επομένως, με τη χρήση των μιγαδικών παραστάσεων των τάσεων και ρευμάτων αγνοούμε τις μεταβατικές
συνιστώσες και επικεντρώνουμε τη μελέτη μας στη λεγόμενη σταθερή ή μόνιμη κατάσταση του κυκλώματος.
8.5.1 Αντίσταση
Έστω 𝛪𝛪̇ = 𝛪𝛪𝑚𝑚 ∠ 𝜑𝜑o το ρεύμα που διαρρέει μια ωμική αντίσταση R. Επιπλέον, στην παράγραφο 8.4.1 είχαμε βρει
την Εξ. (8.18) που δίνει την τάση στα άκρα της αντίστασης σε τριγωνομετρική μορφή, η οποία
μετασχηματίζεται στην αντίστοιχη μιγαδική παράσταση ως:
𝑉𝑉̇ = 𝑅𝑅𝛪𝛪𝑚𝑚 ∠ 𝜑𝜑o = 𝑅𝑅𝛪𝛪̇ (8.46)
8.5.2 Πυκνωτής
Έστω 𝛪𝛪̇ = 𝛪𝛪𝑚𝑚 ∠ 𝜑𝜑o το ρεύμα που διαρρέει έναν πυκνωτή C. Επιπλέον, στην παράγραφο 8.4.2 είχαμε βρει την
Εξ. (8.25) που δίνει την τάση στα άκρα του πυκνωτή σε τριγωνομετρική μορφή, η οποία μετασχηματίζεται στην
αντίστοιχη μιγαδική παράσταση ως:
1 𝜋𝜋 1 𝜋𝜋 1
𝑉𝑉̇ = 𝛪𝛪𝑚𝑚 ∠ (𝜑𝜑ο − ) = � 𝛪𝛪𝑚𝑚 ∠ 𝜑𝜑ο � �1 ∠ − � = −𝑗𝑗 𝐼𝐼 ̇ (8.47)
𝜔𝜔𝜔𝜔 2 𝜔𝜔𝜔𝜔 2 𝜔𝜔𝜔𝜔
Άρα:
1
𝑉𝑉̇ = −𝑗𝑗 𝐼𝐼 ̇ (8.48)
𝜔𝜔𝜔𝜔
ή
1
𝑉𝑉̇ = 𝐼𝐼 ̇ (8.49)
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
Ο όρος
1
𝛧𝛧̇ = (8.50)
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
ονομάζεται σύνθετη αντίσταση (impedance) του πυκνωτή.
8.5.3 Πηνίο
Έστω 𝛪𝛪̇ = 𝛪𝛪𝑚𝑚 ∠ 𝜑𝜑o το ρεύμα που διαρρέει ένα πηνίο L. Επιπλέον, στην παράγραφο 8.4.3 είχαμε βρει την Εξ.
(8.31) που δίνει την τάση στα άκρα του πηνίου σε τριγωνομετρική μορφή, η οποία μετασχηματίζεται στην
αντίστοιχη μιγαδική παράσταση ως:
𝜋𝜋 𝜋𝜋
𝑉𝑉̇ = 𝜔𝜔𝜔𝜔𝜔𝜔𝑚𝑚 ∠ (𝜑𝜑ο + ) = (𝜔𝜔𝜔𝜔𝛪𝛪𝑚𝑚 ∠ 𝜑𝜑ο ) �1 ∠ � = 𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝐼𝐼 ̇ (8.51)
2 2
Άρα:
𝑉𝑉̇ = 𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝐼𝐼 ̇ (8.52)
Ο όρος
φ R
|Z|
X X
φ |Z|
R
(α) (β)
Στον Πίνακα 8.1 έχουν συγκεντρωθεί οι σχέσεις που προέκυψαν για τη σύνθετη αντίσταση, τη σύνθετη
αγωγιμότητα και την αντίδραση των ηλεκτρικών στοιχείων.
Λύση:
o
(α) O φασιθέτης της τάσης υ είναι: V̇ = 10ej(30 ) V = 10 ∠ 30o V.
(β) Για να βρούμε τον φασιθέτη του ρεύματος i πρέπει πρώτα να το εκφράσουμε με τη βοήθεια του
συνημιτόνου.
Άρα:
𝑖𝑖 = 5 cos(100𝑡𝑡 − 50o + 90o ) V = 5 cos(100𝑡𝑡 + 40o ) V
Επομένως:
o
𝐼𝐼 ̇ = 5𝑒𝑒 𝑗𝑗(40 ) Α = 10 ∠ 40o Α
Παράδειγμα 8.6
Γράψτε τα παρακάτω μεγέθη με τη χρήση της τριγωνομετρικής έκφρασής τους. Θεωρήστε ότι ω = 100 rad/s.
o
α) 𝑉𝑉̇ = 𝑗𝑗10𝑒𝑒 𝑗𝑗(−30 ) V,
β) 𝐼𝐼 ̇ = (−4 + 𝑗𝑗3) Α.
Λύση:
(α) Αφού γνωρίζουμε ότι: 𝑗𝑗 = 1 ∠ 90o , προκύπτει ότι:
𝑉𝑉̇ = (1 ∠ 90o )(10 ∠ − 30o ) V
Άρα:
𝑉𝑉̇ = (10 ∠ 90o − 30o ) V
ή
𝑉𝑉̇ = 10 ∠ 60o V
Επομένως:
𝜐𝜐 = 10 cos(100𝑡𝑡 + 60o ) V
(β) Αρχικά μετασχηματίζουμε τον μιγαδικό από την ορθογώνια στην πολική μορφή του.
3
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑎𝑎𝑎𝑎−1 �
𝐼𝐼 ̇ = (−4 + 𝑗𝑗3)Α = �(−4)2 + 32 𝑒𝑒 −4�
Δηλαδή,
ο
𝐼𝐼 ̇ = 5 𝑒𝑒 −𝑗𝑗36.87 A
ή
𝐼𝐼 ̇ = 5 ∠ −36.87ο Α
Επομένως:
Παράδειγμα 8.7
Λύση:
Θα μετατρέψουμε αρχικά τις τάσεις από την τριγωνομετρική τους μορφή στην αντίστοιχη μορφή με τη χρήση
των φασιθετών.
Άρα η τάση υ1 γράφεται:
𝑉𝑉1̇ = 2 ∠ 60o V
Επιπλέον, για την τάση υ2 ισχύει:
𝜐𝜐2 = 8 sin(𝜔𝜔𝜔𝜔 − 30o ) V = 8 cos(𝜔𝜔𝜔𝜔 − 30o − 90o ) V = 8 cos(𝜔𝜔𝜔𝜔 − 120o ) V
και ο αντίστοιχος φασιθέτης του είναι:
𝑉𝑉2̇ = 8 ∠ −120o V
Επομένως, το άθροισμα των τάσεων θα είναι:
𝑉𝑉̇ = 𝑉𝑉1̇ +𝑉𝑉2̇ = (2 ∠ 60o ) + (8 ∠ −120o ) V
Ωστόσο, για να υπολογίσουμε το άθροισμα των φασιθετών πρέπει να μετατρέψουμε τους μιγαδικούς στην
ορθογώνια μορφή τους με τη βοήθεια του τύπου του Εuler (βλ. Εξ. (8.33)).
Δηλαδή,
𝑉𝑉̇ = [2 cos(60o ) + 𝑗𝑗2 sin(60o )] + [8 cos(−120o ) + 𝑗𝑗8 sin(−120o )] V
ή
𝑉𝑉̇ = [1 + 𝑗𝑗1.732] + [−4 + 𝑗𝑗(−6.894)] V
ή
𝑉𝑉̇ = (−3 − 𝑗𝑗5.162) V
ή ως φασιθέτη:
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑎𝑎𝑎𝑎 −1 �−5.162�
𝑉𝑉̇ = �(−3)2 + (−5.162)2 𝑒𝑒 −3
ή
o
𝑉𝑉̇ = 5.97 𝑒𝑒 𝑗𝑗59.836 V = 5.97 ∠ 59.836o V
Γράφοντας την τάση σε τριγωνομετρική μορφή έχουμε:
𝜐𝜐 = 5.97 cos(𝜔𝜔𝜔𝜔 + 59.836o ) V
Παράδειγμα 8.8
Βρείτε την τάση υ και το ρεύμα i στο κύκλωμα του Σχ. 8.14, όπου υS = 5cos(2t) V, R = 10 Ω και C = 1 F.
+
υS =5cos2t +
_ υ_C 1F
Σχήμα 8.14 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 8.8, στο πεδίο του χρόνου.
Λύση:
Αρχικά μετασχηματίζουμε το κύκλωμα από το πεδίο του χρόνου στο πεδίο της συχνότητας, όπως φαίνεται στο
Σχ. 8.15, αφού βρούμε πρώτα τη μιγαδική παράσταση της τάσης υS της πηγής και τη σύνθετη αντίσταση Ζ̇C του
πυκνωτή. Δηλαδή,
𝑉𝑉𝑆𝑆̇ = 5 ∠ 0o V
και
1 1 1
𝛧𝛧̇𝐶𝐶 = = −𝑗𝑗 = −𝑗𝑗 = −𝑗𝑗0.5 Ω
𝑗𝑗𝑗𝑗𝐶𝐶 𝜔𝜔𝐶𝐶 2
10 Ω i
. +
VS = 5∠0° V +
_ υ_C -j0.5 Ω
Σχήμα 8.15 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 8.8, στο πεδίο της συχνότητας.
. . .
Ζ1 Ζ2 ΖΝ
.
Ι
. _ ._ . _
+ V1 + V2 + VΝ
.
VS +
_
Από την εφαρμογή του νόμου των τάσεων του Kirchhoff στο κύκλωμα του Σχ. 8.16 προκύπτει ότι [5]:
𝑉𝑉𝑆𝑆̇ = 𝑉𝑉1̇ + 𝑉𝑉2̇ + ⋯ + 𝑉𝑉𝑛𝑛̇ (8.69)
ή
𝑉𝑉𝑆𝑆̇ = 𝐼𝐼 𝑍𝑍
̇ ̇1 + 𝐼𝐼𝛧𝛧̇ 2 + ⋯ + 𝐼𝐼𝛧𝛧̇ 𝑁𝑁 (8.70)
ή
𝑉𝑉𝑆𝑆̇ = 𝐼𝐼 �̇ 𝑍𝑍̇1 + 𝑍𝑍̇2 + ⋯ + 𝑍𝑍̇𝑁𝑁 � (8.71)
Επομένως,
𝑉𝑉𝑆𝑆̇
𝛧𝛧̇eq = = 𝑍𝑍̇1 + 𝑍𝑍̇2 + ⋯ + 𝑍𝑍̇𝑁𝑁 (8.72)
𝐼𝐼 ̇
Άρα, η συνολική σύνθετη αντίσταση Ζ̇eq του κυκλώματος ισούται με το άθροισμα όλων των σε σειρά
σύνθετων αντιστάσεων που περιλαμβάνει το κύκλωμα, όπως ακριβώς ισχύει και στην περίπτωση σύνδεσης
ωμικών αντιστάσεων σε σειρά.
Στη συνέχεια, ας θεωρήσουμε Ν σύνθετες αντιστάσεις συνδεδεμένες παράλληλα, όπως φαίνεται στο Σχ.
8.17.
Από την εφαρμογή του νόμου των τάσεων του Kirchhoff στο κύκλωμα του Σχ. 8.17 προκύπτει ότι [5]:
𝛪𝛪𝑆𝑆̇ = 𝛪𝛪1̇ + 𝛪𝛪2̇ + ⋯ + 𝛪𝛪𝑛𝑛̇ (8.73)
ή
𝑉𝑉̇ 𝑉𝑉̇ 𝑉𝑉̇
𝛪𝛪𝑆𝑆̇ = + +⋯+ (8.74)
𝑍𝑍̇1 𝑍𝑍̇2 𝑍𝑍̇𝑁𝑁
ή
.
ΙS
. . .
+ Ι1 Ι2 ΙΝ
. . . . .
ΙS V Ζ1 Ζ2 ΖΝ
_
Επομένως,
1 𝐼𝐼𝑆𝑆̇ 1 1 1
= = + + ⋯+ (8.76)
𝛧𝛧̇𝑒𝑒q 𝑉𝑉𝑆𝑆̇ 𝑍𝑍̇1 𝑍𝑍̇2 𝑍𝑍̇𝑁𝑁
ή
̇ = 𝑌𝑌1̇ + 𝑌𝑌2̇ + ⋯ + 𝑌𝑌𝛮𝛮
𝑌𝑌eq ̇ (8.77)
̇ του κυκλώματος ισούται με το άθροισμα των σύνθετων
Άρα, η συνολική σύνθετη αγωγιμότητα 𝑌𝑌𝑒𝑒q
αγωγιμοτήτων των παράλληλα συνδεδεμένων σύνθετων αντιστάσεων που περιλαμβάνει το κύκλωμα, όπως
ακριβώς ισχύει και στην περίπτωση της παράλληλης σύνδεσης ωμικών αντιστάσεων.
Παράδειγμα 8.9
Βρείτε τη σύνθετη αντίσταση εισόδου Ż in στο δικτύωμα του Σχ. 8.18, θεωρώντας ότι λειτουργεί στο
εναλλασσόμενο ρεύμα με συχνότητα ω = 100 rad/s.
4 mF 10 Ω
2 mF
.
Ζ in 0.1 H
5Ω
Λύση:
Αρχικά, θα μετασχηματίσουμε το κύκλωμα από το πεδίο του χρόνου στο πεδίο της συχνότητας, όπως φαίνεται
στο Σχ. 8.19, αφού βρούμε πρώτα τις σύνθετες αντιστάσεις των στοιχείων του κυκλώματος.
1 1
• Η σύνθετη αντίσταση του πυκνωτή των 4 mF είναι: 𝛧𝛧̇ = −𝑗𝑗 = −𝑗𝑗 Ω = −𝑗𝑗2.5 Ω.
𝜔𝜔𝜔𝜔 100×4×10−3
• Η σύνθετη αντίσταση του πηνίου των 0.1 Η είναι: 𝛧𝛧̇ = 𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗 = 𝑗𝑗100 × 0.1 Ω = 𝑗𝑗10 Ω.
• Η σύνθετη αντίσταση της αντίστασης των 5 Ω είναι: 𝛧𝛧̇ = 𝑅𝑅 = 5 Ω.
• Η σύνθετη αντίσταση της αντίστασης των 10 Ω είναι: 𝛧𝛧̇ = 𝑅𝑅 = 10 Ω.
-j2.5 Ω 10 Ω
-j5 Ω
.
Ζ in j10 Ω
5Ω
Στο κύκλωμα που προέκυψε στο Σχήμα 8.19, οι σύνθετες αντιστάσεις των 10 Ω και j10 Ω είναι σε σειρά.
Άρα:
𝛧𝛧̇1 = (10 + 𝑗𝑗10) Ω
Επιπλέον, οι σύνθετες αντιστάσεις των 5Ω και – j5 Ω είναι και αυτές σε σειρά. Άρα:
𝛧𝛧̇2 = (5 − 𝑗𝑗5) Ω
Επομένως, η συνολική σύνθετη αντίσταση εισόδου Ζ̇ είναι:
𝛧𝛧̇in = 𝛧𝛧̇3 + 𝛧𝛧̇1 //𝛧𝛧̇2
όπου, 𝛧𝛧̇3 = −𝑗𝑗2.5 Ω.
Άρα:
(10 + 𝑗𝑗10)(5 − 𝑗𝑗5)
𝛧𝛧̇in = −𝑗𝑗2.5 +
(10 + 𝑗𝑗10) + (5 − 𝑗𝑗5)
ή
100
𝛧𝛧̇in = −𝑗𝑗2.5 +
15 + 𝑗𝑗5
ή
100(15 − 𝑗𝑗5)
𝛧𝛧̇in = −𝑗𝑗2.5 +
152 + 52
ή
𝛧𝛧̇in = −𝑗𝑗2.5 + (6 − 𝑗𝑗2)
ή
𝛧𝛧̇in = (6 − 𝑗𝑗4.5) Ω
Στο κύκλωμα του Σχ. 8.20 η εναλλασσόμενη πηγή υS συνδέεται σε σειρά με την αντίσταση R καθώς και με
έναν μη ιδανικό πυκνωτή ή μη ιδανικό πηνίο. Θα χρησιμοποιηθεί για τις μετρήσεις τόσο το πολύμετρο όσο και
ο παλμογράφος.
Πηνίο
υS +
_ ή
Πυκνωτής
Α. Μετρήσεις με Πολύμετρο
1. Κύκλωμα RL
Στην πρώτη περίπτωση το κύκλωμα έχει τα εξής στοιχεία: f = 300 Ηz, R = 10 kΩ, L = 8.5 H (ονομαστική τιμή).
• Mετρήστε με το πολύμετρο (ωμόμετρο) την πραγματική τιμή της αντίστασης R.
• Pυθμίστε την τάση στα άκρα της γεννήτριας, ώστε να είναι 1 Vrms, με το κύκλωμα συνδεμένο.
• Mετρήστε με το ηλεκτρονικό πολύμετρο τις τάσεις (ενεργές τιμές) στα άκρα των υπόλοιπων
στοιχείων.
Ζητούνται:
α) να γίνει σε χαρτί millimétré, με κανόνα και διαβήτη μόνο, το διάγραμμα των τάσεων (ενεργές τιμές),
β) να υπολογιστεί από το διάγραμμα η αντίσταση περιέλιξης του πηνίου και
γ) να υπολογιστεί από το διάγραμμα ο συντελεστής αυτεπαγωγής του πηνίου.
• Pυθμίστε την τάση στα άκρα της γεννήτριας, ώστε να είναι 1 Vrms, με το κύκλωμα συνδεμένο.
• Mετρήστε με το ηλεκτρονικό πολύμετρο τις τάσεις (ενεργές τιμές) στα άκρα των υπόλοιπων
στοιχείων.
Zητούνται:
α) να γίνει σε χαρτί millimétré, με κανόνα και διαβήτη μόνο, το διάγραμμα των τάσεων (ενεργές τιμές),
β) να υπολογιστεί από το διάγραμμα η αντίσταση διαρροής του πυκνωτή και
γ) να υπολογιστεί από το διάγραμμα η χωρητικότητα του πυκνωτή.
Β. Μετρήσεις με Παλμογράφο
3. Κύκλωμα RL
• Nα μετρηθούν με τον παλμογράφο τα πλάτη (Vm) και οι διαφορές φάσης των τάσεων στα άκρα των
στοιχείων του κυκλώματος, ως προς την τάση της πηγής, και να γίνει το διάγραμμα των τάσεων του
κυκλώματος με τη χρήση κανόνα και μοιρογνωμονίου. Να συμπληρωθεί ο Πίνακας 8.2.
• Υπάρχουν διαφορές στα διαγράμματα των τάσεων που προέκυψαν για το ίδιο κύκλωμα από τις
μετρήσεις με το πολύμετρο;
Πίνακας 8.2 Τα πλάτη και οι διαφορές φάσης των τάσεων στα άκρα των στοιχείων του κυκλώματος RL.
4. Κύκλωμα RC
• Nα μετρηθούν με τον παλμογράφο τα πλάτη (Vm) και οι διαφορές φάσης των τάσεων στα άκρα των
στοιχείων του κυκλώματος, ως προς την τάση της πηγής, και να γίνει το διάγραμμα των τάσεων του
κυκλώματος με τη χρήση κανόνα και μοιρογνωμονίου. Να συμπληρωθεί ο Πίνακας 8.3.
• Υπάρχουν διαφορές στα διαγράμματα των τάσεων που προέκυψαν για το ίδιο κύκλωμα από τις
μετρήσεις με το πολύμετρο;
Πίνακας 8.3 Τα πλάτη και οι διαφορές φάσης των τάσεων στα άκρα των στοιχείων του κυκλώματος RC.
• Οι διαφορές φάσης των τάσεων στα άκρα των παθητικών στοιχείων μετριούνται ως προς την τάση
στα άκρα της γεννήτριας, η οποία θα συνδέεται μόνιμα στο ένα από τα δύο κανάλια του
παλμογράφου.
Yπενθύμιση:
Για να μετρήσουμε με τον παλμογράφο, το παθητικό στοιχείο, στα άκρα του οποίου γίνεται η
μέτρηση, θα πρέπει να συνδέεται με τη γείωση της γεννήτριας συχνοτήτων.
8.9.1 Οδηγίες
Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε, πώς μπορούμε, εναλλακτικά του πειράματος χρησιμοποιώντας το
MultisimLive, να μελετήσουμε τη συμπεριφορά των κυκλωμάτων RC και RL.
8.9.2 Εφαρμογή
1. Κύκλωμα RL
• Να σχεδιάσετε στο MultisimLive το κύκλωμα του Σχ. 8.20, που χρησιμοποιήθηκε στην αντίστοιχη
πειραματική άσκηση αυτού του Κεφαλαίου, με τα εξής στοιχεία: R = 10 kΩ, L = 8.5 H.
• Να ρυθμίσετε την τάση στα άκρα της γεννήτριας στην τιμή 1 Vrms και να τοποθετήσετε δύο probes
τάσης στα άκρα του πηνίου και της πηγής.
• Με τον Grapher παρατηρήστε τις τάσεις της πηγής και του πηνίου και μετρήστε το πλάτος της τάσης
του πηνίου VLm, καθώς και τη διαφορά φάσης της τάσης του πηνίου σε σχέση με την τάση της πηγής
φL(S), για τις τρεις τιμές συχνότητας του Πίνακα 8.4.
• Εναλλάξτε αμοιβαία θέση στα στοιχεία R και L και τοποθετήστε δύο probes τάσης στα άκρα της
αντίστασης και της πηγής.
• Με τον Grapher παρατηρήστε τις τάσεις της πηγής και της αντίστασης και μετρήστε το πλάτος της
τάσης της αντίστασης VRm, καθώς και τη διαφορά φάσης της τάσης της αντίστασης σε σχέση με την
τάση της πηγής φR(S), για τις τρεις τιμές συχνότητας του Πίνακα 8.4.
• Ποια είναι η επίδραση της συχνότητας στη συμπεριφορά του κυκλώματος RL;
Πίνακας 8.4 Τα πλάτη και οι διαφορές φάσης των τάσεων στα άκρα των στοιχείων του κυκλώματος RL.
• Να ρυθμίσετε την τάση στα άκρα της γεννήτριας στην τιμή 1 Vrms και να τοποθετήσετε δύο probes
τάσης στα άκρα του πηνίου και της πηγής.
• Με τον Grapher παρατηρήστε τις τάσεις της πηγής και του πηνίου και μετρήστε το πλάτος της τάσης
του πηνίου VLm, καθώς και τη διαφορά φάσης της τάσης του πηνίου σε σχέση με την τάση της πηγής
φL(S), για τις τρεις τιμές συχνότητας του Πίνακα 8.5.
• Εναλλάξτε αμοιβαία θέση στα στοιχεία R και L και τοποθετήστε δύο probes τάσης στα άκρα της
αντίστασης και της πηγής.
• Με τον Grapher παρατηρήστε τις τάσεις της πηγής και της αντίστασης και μετρήστε τα πλάτη της
τάσης της αντίστασης VRm, καθώς και τη διαφορά φάσης της τάσης της αντίστασης σε σχέση με την
τάση της πηγής φR(S), για τις τρεις τιμές συχνότητας του Πίνακα 8.5.
• Ποια είναι η επίδραση της συχνότητας στη συμπεριφορά του κυκλώματος RC;
Πίνακας 8.5 Τα πλάτη και οι διαφορές φάσης των τάσεων στα άκρα των στοιχείων του κυκλώματος RC.
8.2 Για τις δύο τάσεις υ1 = 10cos(ωt + 40o) V και υ2 = 30cos(ωt – 20o) V, καθορίστε τη διαφορά φάσης μεταξύ
των δύο σημάτων και προσδιορίστε ποιο προηγείται και γιατί.
8.3 Για τα επόμενα ζεύγη τάσεων και ρευμάτων προσδιορίστε ποιο προηγείται και πόσο.
(α) υ1 = 20cos(5t – 50o) V και i1 = 5sin(5t + 30o) A,
(β) υ2 = 8cos(155t + 20o) V και i2 = –2cos155t A,
(γ) υ3 = (12cos3t + 2sin3t) V και i3 = 10sin(3t – 10o) A.
8.5 Στα άκρα δύο ηλεκτρικών στοιχείων που είναι συνδεδεμένα σε σειρά γνωρίζουμε ότι υ1 = 20cos(10t –
π/6) V και υ2 = 15cos(10t + π/3) V αντίστοιχα. Βρείτε τη συνολική τάση υ στα άκρα του σε σειρά
συνδυασμού τους.
8.6 Βρείτε την τριγωνομετρική μορφή των παρακάτω μεγεθών που δίνονται σε μιγαδική μορφή.
(α) V̇ 1 = 30 ∠ 30ο V, με ω = 100 rad/s,
π
(β) İ2 = 2.5e−j 6 Α, με ω = 250 rad/s,
(γ) V̇ 3 = (3 + j4)V, με ω = 50 rad/s,
(δ) İ4 = (−1 − j2.5)A, με ω = 1000 rad/s.
8.7 Βρείτε το ρεύμα που ρέει διαμέσου μίας αντίστασης 20 Ω που συνδέεται σε σειρά με μία εναλλασσόμενη
πηγή τάσης υ = 100cos(500t + π/3) V.
8.8 Βρείτε την τάση στα άκρα ενός πυκνωτή 5 μF που διαρρέεται από ρεύμα i = 2sin(1200t + 45o) A.
8.10 Ένα κύκλωμα RLC σειράς αποτελείται από μία αντίσταση R = 100 Ω, L = 300 mH και C = 10 mF. Αν το
κύκλωμα διεγείρεται από μία εναλλασσόμενη τάση υ = 20cos5t V, να βρείτε το ρεύμα που ρέει σε αυτό.
8.11 Για το κύκλωμα του Σχ. 8.21 βρείτε την ισοδύναμη σύνθετη αντίσταση του Ζ̇eq , καθώς και το ρεύμα İ.
j10 Ω 5Ω -j10 Ω
.
Ι
10∠0° V +
_ 10 Ω j20 Ω
8.12 Για το κύκλωμα του Σχ. 8.22, να βρείτε την τάση υο.
20 Ω
10 Ω
+
10sin100t V +
_ 100 μF 0.2 H υο
_
8.13 Βρείτε την τάση υ στο κύκλωμα του Σχ. 8.23, στο οποίο i = 10sin1000t A, R = 10 Ω, L = 10 mH και C =
100 μF.
L +
iS 10 Ω C _υ
R
15 mH 200 μF
_
+ υ
υ1 +
_
10 Ω υ2
8.15 Στο κύκλωμα του Σχ. 8.25 να βρείτε την τάση της πηγής υS, όταν το ρεύμα που διαρρέει την αντίσταση
των 2 Ω είναι i = 0.2sin100t A.
4Ω 2Ω
i
υS +
_ j1 Ω -j2 Ω
Σύνοψη
Στο Κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται κυκλώματα και αναλύονται διεξοδικά θεωρήματα και τεχνικές επίλυσης
κυκλωμάτων που παρουσιάστηκαν στο Μέρος Α΄, με τη διαφορά ότι σε αυτό το Κεφάλαιο τα κυκλώματα
λειτουργούν με εναλλασσόμενο ρεύμα και μάλιστα βρίσκονται στη σταθερή κατάστασή τους. Αναλυτικότερα, στην
αρχή του Κεφαλαίου μελετώνται τα κυκλώματα του διαιρέτη τάσης και ρεύματος, καθώς και η μετατροπή τριγώνου
σύνθετων αντιστάσεων σε αστέρα και αντίστροφα. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται οι τεχνικές επίλυσης
κυκλωμάτων (μέθοδος κόμβων και βρόχων) στην περίπτωση που τα κυκλώματα λειτουργούν στο εναλλασσόμενο
ρεύμα. Έπειτα περιγράφονται τα ισοδύναμα κυκλώματα Thévenin - Norton, ο τρόπος μετατροπής μιας
εναλλασσόμενης πηγής τάσης σε εναλλασσόμενη πηγή ρεύματος και αντίστροφα, καθώς και θεωρήματα γνωστά
από τη θεωρία των ηλεκτρικών κυκλωμάτων, όπως είναι η αρχή της επαλληλίας (ή υπέρθεσης), το θεώρημα
μέγιστης μεταφοράς ισχύος, το θεώρημα Millman, καθώς και το θεώρημα αμοιβαιότητας.
Προαπαιτούμενη γνώση
Διαιρέτης Τάσης, Διαιρέτης Ρεύματος, Γέφυρα Wheatstone, Μετασχηματισμοί Πηγών, Μέθοδος Κόμβων,
Μέθοδος Βρόχων, Ισοδύναμα Κυκλώματα Thévenin - Norton, Αρχή της Επαλληλίας, Θεώρημα Millman,
Θεώρημα Αμοιβαιότητας.
Ο διαιρέτης τάσης, στην απλή εκδοχή του, αποτελείται από δύο σύνθετες αντιστάσεις, 𝛧𝛧̇1 , 𝛧𝛧̇2 , που συνδέονται
σε σειρά με μία πηγή εναλλασσόμενης τάσης 𝑉𝑉̇ , όπως φαίνεται στο Σχ. 9.1.
Από την εφαρμογή του νόμου του Ohm στο κύκλωμα αυτό προκύπτει ότι το ρεύμα που το διαρρέει είναι
[1], [2]:
𝑉𝑉̇
𝐼𝐼 ̇ = (9.1)
𝑍𝑍̇1 + 𝛧𝛧̇2
Όμως, η τάση 𝑉𝑉ȯ (ή 𝑉𝑉̇2 ) στα άκρα Α και Β δίνεται από τη σχέση:
.
Ζ1
.
Ι
. Α
+ V1 _
. +. . .
+
V _ V2 Ζ2 V0
_
Β
Σχήμα 9.1 Τo κύκλωμα του διαιρέτη τάσης.
.
Ι
. .
+ Ι1 Ι2
. . . .
Ι V Ζ1 Z2
_
. .
Ζ1 Z2
.
. + Ι
V _ A
+ . . + Β
. V1 _ _V2 .
Ζ3 ZX
Άρα, από την Εξ. (9.15) με τις προαναφερθείσες αντικαταστάσεις θα προκύψουν οι τιμές της αυτεπαγωγής
LΧ άγνωστου πηνίου ή η χωρητικότητα C Χ άγνωστου πυκνωτή ως:
𝑅𝑅3
𝐿𝐿Χ = 𝐿𝐿 (9.16)
𝑅𝑅1 2
και
𝑅𝑅3
𝐶𝐶Χ = 𝐶𝐶 (9.17)
𝑅𝑅1 2
R1 R2
. +
V _ A Β
L3 LX
Σχήμα 9.4 Τo κύκλωμα της γέφυρας για τη μέτρηση αυτεπαγωγής LΧ άγνωστου πηνίου.
C3 CX
Σχήμα 9.5 Τo κύκλωμα της γέφυρας για τη μέτρηση της χωρητικότητας CΧ άγνωστου πυκνωτή.
Παράδειγμα 9.1
Στο κύκλωμα της γέφυρας του Σχ. 9.3, η οποία ισορροπεί, θεωρήστε ότι f = 5 kHz, 𝛧𝛧̇1 = 1.5 kΩ, 𝛧𝛧̇2 = 3 kΩ, η
σύνθετη αντίσταση 𝛧𝛧̇3 αποτελείται από τον παράλληλο συνδυασμό μίας ωμικής αντίστασης R3 = 4 ΜΩ και
ενός πυκνωτή C3 = 1 pF. Όταν και η σύνθετη αντίσταση 𝛧𝛧̇Χ αποτελείται από τον σε σειρά συνδυασμό μίας
ωμικής αντίστασης RΧ και ενός πυκνωτή CX, να προσδιορίσετε τις τιμές των RΧ και CX.
Λύση:
Η σύνθετη αντίσταση 𝛧𝛧̇3 μπορεί να υπολογιστεί ως:
1
𝛧𝛧̇3 = 𝑅𝑅3 //
𝑗𝑗𝑗𝑗𝐶𝐶3
ή
1
𝑅𝑅3
𝑗𝑗𝑗𝑗𝐶𝐶3
𝛧𝛧̇3 =
1
𝑅𝑅3 +
𝑗𝑗𝑗𝑗𝐶𝐶3
ή με τη χρήση της σχέσης ω = 2πf προκύπτει:
𝑅𝑅3
𝛧𝛧̇3 =
1 + 𝑗𝑗2π𝑓𝑓𝐶𝐶3 𝑅𝑅3
Με αντικατάσταση των τιμών των στοιχείων που μας δίνονται, προκύπτει ότι:
4 × 106
𝛧𝛧̇3 = Ω
1 + 𝑗𝑗2𝜋𝜋 × 5 × 103 × 10−12 × 4 × 106
4 × 106
𝛧𝛧̇3 = Ω
1 + 𝑗𝑗0.126
ή
𝛧𝛧̇3 = (3.937 − 𝑗𝑗0.496) ΜΩ
Εφόσον η γέφυρα ισορροπεί, ισχύει:
𝑍𝑍̇2
𝛧𝛧̇X = 𝛧𝛧̇3
𝑍𝑍̇1
Άρα, με αντικατάσταση προκύπτει:
. . .
ΖΒ Ζ3 ΖΑ
2 4
Στην περίπτωση που έχουμε το δικτύωμα τριγώνου που αποτελείται από τις σύνθετες αντιστάσεις 𝛧𝛧̇Α , 𝛧𝛧̇Β , 𝛧𝛧̇Γ
και θέλουμε να το μετασχηματίσουμε σε αστέρα, χρησιμοποιούμε τις σχέσεις [3]:
𝑍𝑍̇B 𝑍𝑍̇Γ
𝑍𝑍̇1 = (9.18)
𝑍𝑍̇Α + 𝑍𝑍̇B + 𝑍𝑍̇Γ
𝑍𝑍̇Α 𝑍𝑍̇Γ
𝑍𝑍̇2 = (9.19)
𝑍𝑍̇Α + 𝑍𝑍̇Β + 𝑍𝑍̇Γ
𝑍𝑍̇Α 𝑍𝑍̇Β
𝛧𝛧̇3 = (9.20)
𝑍𝑍̇Α + 𝑍𝑍̇Β + 𝑍𝑍̇Γ
Παράδειγμα 9.2
Να βρεθεί το ρεύμα iX στο κύκλωμα του Σχ. 9.7 χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των κόμβων.
1Η 10 Ω
iX
0.5 Η 2i X 0.1 F
+
_ 20cos4t V
2 j4 Ω 1 10 Ω
. . . .
Ι3 Ι2 ΙX Ι1
.
j2 Ω 2ΙX -j2.5 Ω +
_ 10∠0° V
Σχήμα 9.8 Το κύκλωμα του Παραδείγματος 9.2 στο πεδίο της συχνότητας.
Θεωρώντας ως κόμβο αναφοράς τον κόμβο 0, το κύκλωμα περιλαμβάνει πλέον δύο ουσιώδεις κόμβους,
τους 1 και 2, όπως φαίνονται στο Σχ. 9.8. Ονομάζοντας τα δυναμικά αυτών των ουσιωδών κόμβων ως 𝑉𝑉1̇ και
𝑉𝑉2̇ αντίστοιχα, μπορούμε από τον νόμο του Οhm να ορίσουμε τα ρεύματα των κλάδων του κυκλώματος ως:
10 ∠ 0ο − 𝑉𝑉1̇
𝛪𝛪1̇ =
10
𝑉𝑉1̇ − 𝑉𝑉2̇
𝛪𝛪2̇ =
𝑗𝑗4
𝑉𝑉2̇
𝛪𝛪3̇ =
𝑗𝑗2
𝑉𝑉̇ 1
𝛪𝛪̇ 𝑋𝑋 =
−𝑗𝑗2.5
Από την εφαρμογή του νόμου των ρευμάτων του Kirchhoff στον ουσιώδη κόμβο 1 προκύπτει η εξίσωση:
𝛪𝛪1̇ = 𝛪𝛪𝑋𝑋̇ + 𝛪𝛪2̇
Ομοίως, από την εφαρμογή του νόμου των ρευμάτων του Kirchhoff στον ουσιώδη κόμβο 2 προκύπτει η
εξίσωση:
𝛪𝛪2̇ + 2𝛪𝛪𝑋𝑋̇ = 𝛪𝛪3̇
̇ καθώς και τα ρεύματα 𝛪𝛪1̇ , 𝛪𝛪2̇ και 𝛪𝛪3̇ , όπως τα εκφράσαμε
Αντικαθιστώντας την τιμή της πηγής ρεύματος 𝛪𝛪𝑋𝑋,
με τον νόμο του Ohm, στις προηγούμενες εξισώσεις, προκύπτει:
Παράδειγμα 9.3
Να βρεθεί το ρεύμα 𝛪𝛪𝑋𝑋̇ στο κύκλωμα του Σχ. 9.7 χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των βρόχων.
.
ΙX 4Ω
.
-j2 Ω Ιc 5∠0° A
+
.
20∠90° V _ Ιb
j10 Ω
-j2 Ω . 8Ω
Ιa
Λύση:
Το κύκλωμα αυτό δεν χρειάζεται να το μετασχηματίσουμε στο πεδίο της συχνότητας γιατί μας έχει ήδη δοθεί.
Επομένως, τo κύκλωμα του Σχ. 9.9 περιλαμβάνει τους βρόχους a, b και c, στους οποίους έχουμε θεωρήσει
τα ρεύματα βρόχων 𝛪𝛪𝑎𝑎̇ , 𝛪𝛪𝑏𝑏̇ και 𝛪𝛪𝑐𝑐̇ αντίστοιχα.
Από την εφαρμογή του νόμου των τάσεων του Kirchhoff στον βρόχο a του κυκλώματος προκύπτει:
(8 + 𝑗𝑗10 − 𝑗𝑗2)𝐼𝐼𝑎𝑎̇ − (−𝑗𝑗2)𝐼𝐼𝑏𝑏̇ − 𝑗𝑗10𝐼𝐼𝑐𝑐̇ = 0
Ομοίως, στον βρόχο b προκύπτει από την εφαρμογή του νόμου των τάσεων του Kirchhoff:
−(−𝑗𝑗2)𝐼𝐼𝑎𝑎̇ + (4 − 𝑗𝑗2 − 𝑗𝑗2)𝐼𝐼𝑏𝑏̇ − (−𝑗𝑗2)𝐼𝐼𝑐𝑐̇ = 20 ∠ 90o
Επιπλέον, στον βρόχο c ισχύει:
𝐼𝐼𝑐𝑐̇ = 5 ∠ 0o = 5 A
Με αντικατάσταση του ρεύματος 𝐼𝐼𝑐𝑐̇ στις εξισώσεις των βρόχων a και b, προκύπτει:
(8 + 𝑗𝑗8)𝐼𝐼𝑎𝑎̇ + 𝑗𝑗2𝐼𝐼𝑏𝑏̇ = 𝑗𝑗50
𝑗𝑗2𝐼𝐼𝑎𝑎̇ + (4 − 𝑗𝑗4)𝐼𝐼𝑏𝑏̇ = 𝑗𝑗30
Λύνοντας το σύστημα των δύο προηγούμενων εξισώσεων, π.χ. με τη μέθοδο του Cramer, βρίσκουμε ότι:
8 + 𝑗𝑗8 𝑗𝑗2
𝛥𝛥 = � � = 68
𝑗𝑗2 4 − 𝑗𝑗4
8 + 𝑗𝑗8 𝑗𝑗50
𝛥𝛥2 = � � = 416.17 ∠ − 35.22ο
𝑗𝑗2 𝑗𝑗30
Επομένως, το ρεύμα 𝛪𝛪𝑋𝑋̇ , που είναι ίδιο με το ρεύμα 𝛪𝛪𝑏𝑏̇ , είναι:
Γραμμικό
Κύκλωμα
(στο πεδίο της
συχνότητας)
. . .
VTh +
_ ΙN ΖN
Β Β
(α) (β)
Σχήμα 9.11 Τα ισοδύναμα κυκλώματα κατά (a) Thévenin και (β) Norton, του γραμμικού κυκλώματος του Σχ. 9.10.
Παράδειγμα 9.4
Να βρεθούν τα ισοδύναμα κυκλώματα κατά Thévenin και Norton του κυκλώματος του Σχ. 9.12, ως προς τους
ακροδέκτες Α και Β.
. .
Ι1 Ι2
4Ω -j6 Ω
+ _
+
120∠75° V _
A Β
j12 Ω 8Ω
Παράδειγμα 9.5
Να βρεθεί η τάση 𝑉𝑉Χ̇ στο κύκλωμα του Σχ. 9.13, με τη χρήση των μετασχηματισμών πηγών.
Δίνεται: 𝑉𝑉Ṡ = (20 ∠ −90ο ) V.
Λύση:
Μετασχηματίζουμε αρχικά την πηγή τάσης 𝑉𝑉̇S σε πηγή ρεύματος 𝐼𝐼Ṡ , οπότε προκύπτει το ισοδύναμο κύκλωμα
του Σχ. 9.14.
Επομένως:
20 ∠ −90ο
𝛪𝛪Ṡ = A
5
ή
𝛪𝛪̇ S = 4 ∠ −90ο = −𝑗𝑗4 A
5Ω -j13 Ω 4 Ω
. j4 Ω +
.
+
VS _ 10 Ω V_X
3Ω
Στο κύκλωμα του Σχ. 9.14 οι κλάδοι που έχουν την αντίσταση των 5 Ω και εκείνος που παρουσιάζει
σύνθετη αντίσταση (3 + j4) Ω είναι παράλληλοι.
Οπότε, η ισοδύναμη αντίστασή τους θα είναι:
5(3 + 𝑗𝑗4)
𝑍𝑍̇ = Ω
8 + 𝑗𝑗4
ή
𝑍𝑍̇ = (2.5 + 𝑗𝑗1.25) Ω
. j4 Ω .+
ΙS 5Ω 10 Ω V_X
3Ω
Σχήμα 9.14 Το ισοδύναμο κύκλωμα του Παραδείγματος 9.5 με την πηγή ρεύματος.
Μετασχηματίζοντας ξανά την πηγή ρεύματος σε πηγή τάσης προκύπτει το κύκλωμα του Σχ. 9.15.
Επομένως:
𝑉𝑉̇S = 𝛪𝛪Ṡ 𝑍𝑍̇ = (−𝑗𝑗4)(2.5 + 𝑗𝑗1.25) V
ή
𝑉𝑉Ṡ = (5 − 𝑗𝑗10) V
Επομένως, με τη χρήση του διαιρέτη τάσης θα βρούμε τελικά την άγνωστη τάση 𝑉𝑉Χ̇ . Δηλαδή,
10
𝑉𝑉̇Χ = (5 − 𝑗𝑗10) V
2.5 + 4 + 10 + 𝑗𝑗1.25 − 𝑗𝑗13
ή
𝑉𝑉̇Χ = (5.52 ∠ −28o ) V
j1.25 Ω 4Ω
2.5 Ω -j13 Ω
. + . +
VS _ 10 Ω V_X
Σχήμα 9.15 Το ισοδύναμο κύκλωμα του Σχ. 9.14 με την πηγή τάσης.
Παράδειγμα 9.6
Να βρεθεί η τάση υΧ στο κύκλωμα του Σχ. 9.16 χρησιμοποιώντας την αρχή της επαλληλίας.
4Ω 1Ω 2Η
_
υX +
+ +
5V _ 0.1 F _ 10cos2t V
2sin5t A
Λύση:
Αφού το κύκλωμα λειτουργεί με τρεις διαφορετικές συχνότητες, όπου ω = 0 rad/s της συνεχούς πηγής τάσης,
ω = 2 rad/s της εναλλασσόμενης πηγής τάσης και ω = 5 rad/s της εναλλασσόμενης πηγής ρεύματος, θα
χρησιμοποιήσουμε το θεώρημα της επαλληλίας.
Επομένως, η τάση υΧ που αναζητούμε θα είναι:
𝜐𝜐Χ = 𝜐𝜐1 + 𝜐𝜐2 + 𝜐𝜐3
όπου,
• υ1, η τάση στα άκρα της αντίστασης 1 Ω, λόγω της συνεχούς πηγής τάσης,
• υ2, η τάση στα άκρα της αντίστασης 1 Ω, λόγω της εναλλασσόμενης πηγής τάσης με ω = 2 rad/s,
• υ3, η τάση στα άκρα της αντίστασης 1 Ω, λόγω της εναλλασσόμενης πηγής ρεύματος με ω = 5 rad/s.
Επομένως, θα βρούμε ξεχωριστά τις αποκρίσεις του κυκλώματος εξαιτίας των διαφορετικών συχνοτήτων.
Όταν το κύκλωμα διεγείρεται από τη συνεχή πηγή τάσης, ο πυκνωτής θα συμπεριφέρεται ως ανοικτό
κύκλωμα, ενώ το πηνίο ως βραχυκύκλωμα. Άρα, το ισοδύναμο του κυκλώματος του Σχ. 9.16 στο συνεχές
ρεύμα, αφού εξουδετερώσουμε τις άλλες πηγές, θα είναι όπως απεικονίζεται στο Σχ. 9.17.
Από την εφαρμογή του διαιρέτη τάσης στο κύκλωμα του Σχ. 9.17 προκύπτει ότι η τάση υ1 είναι:
1
𝜐𝜐1 = (−5) V = −1 V
1 +4
Σχήμα 9.17 Το ισοδύναμο κύκλωμα για την εύρεση της τάσης υ1.
Για να βρούμε την τάση υ2, εξουδετερώνουμε τις άλλες δύο πηγές και κρατάμε στο κύκλωμα μόνο την
εναλλασσόμενη πηγή τάσης με ω = 2 rad/s. Οπότε, σε αυτή την περίπτωση προκύπτει το κύκλωμα του Σχ. 9.18,
το οποίο έχει μετασχηματιστεί στο πεδίο της συχνότητας ως εξής:
2 Η → 𝑗𝑗𝑗𝑗𝐿𝐿 = 𝑗𝑗4 Ω
1
0.1 F → −𝑗𝑗 = −𝑗𝑗5 Ω
𝜔𝜔𝐶𝐶
10cos2𝑡𝑡 V → 10 ∠ 0o V
4Ω 1Ω j4 Ω
_
υ2 +
-j5 Ω +
_ 10∠0° V
Στο κύκλωμα του Σχ. 9.18 οι σύνθετες αντιστάσεις –j5 Ω και 4 Ω είναι παράλληλα συνδεδεμένες. Άρα,
(– 𝑗𝑗5)4
𝛧𝛧̇ =– 𝑗𝑗5//4 = Ω
4– 𝑗𝑗5
ή
𝛧𝛧̇ = (2.44 − 𝑗𝑗1.95) Ω
Επομένως, με τη χρήση του διαιρέτη τάσης υπολογίζουμε την τάση 𝑉𝑉2̇ ως εξής:
1
𝑉𝑉2̇ = (10 ∠ 0o ) V
1 + 𝑗𝑗4 + 𝛧𝛧̇
ή
1
𝑉𝑉2̇ = (10 ∠ 0o ) V
1 + 𝑗𝑗4 + 2.44 − 𝑗𝑗1.95
ή
4Ω 1Ω j10 Ω
_
υ3 +
-j2 Ω 2∠-90° A
Στο κύκλωμα του Σχ. 9.19 οι σύνθετες αντιστάσεις –j2 Ω και 4 Ω είναι παράλληλα συνδεδεμένες. Άρα,
(– 𝑗𝑗2)4
𝛧𝛧̇ =– 𝑗𝑗2//4 = Ω
4– 𝑗𝑗2
ή
𝛧𝛧̇ = (0.8 − 𝑗𝑗1.6) Ω
Επομένως, με τη χρήση του διαιρέτη ρεύματος υπολογίζουμε το ρεύμα που διαρρέει την αντίσταση του
1 Ω, ως εξής:
𝑗𝑗10
𝛪𝛪̇ = (2 ∠ −90o ) A
1 + 𝑗𝑗10 + 𝛧𝛧̇
ή
𝑗𝑗10
𝛪𝛪̇ = (2 ∠ −90o ) A
1 + 𝑗𝑗10 + 0.8 − 𝑗𝑗1.6
Άρα, η τάση 𝑉𝑉3̇ θα είναι:
𝑗𝑗10
𝑉𝑉̇3 = 𝛪𝛪̇(1 Ω) = (2 ∠ −90o ) V
1 + 𝑗𝑗10 + 0.8 − 𝑗𝑗1.6
ή
𝑉𝑉̇3 = (2.33 ∠ −80o ) V
ή στο πεδίο του χρόνου,
𝜐𝜐3 = 2.33cos(5𝑡𝑡−80o ) V
Στο Σχ. 9.20 απεικονίζεται σχηματικά η αρχή της αμοιβαιότητας για τα γραμμικά κυκλώματα που
δουλεύουν στο εναλλασσόμενο ρεύμα.
. .
Ι1 Ι2
Γραμμικό
. +
Ηλεκτρικό +
.
V1 _ Κύκλωμα _ V2
(στο πεδίο της
συχνότητας)
A Α
. . . .
Z1 Ζ2 Zn Zm
...
. . . .
V1 +
_ V2 +
_ Vn +
_ Vm +
_
B Β
(α) (β)
1 (9.26)
𝑍𝑍̇m =
1 1 1
+ + ⋯+ ̇
𝑍𝑍̇1 𝑍𝑍̇2 𝑍𝑍n
Στην περίπτωση εφαρμογής του θεωρήματος Millman στο εναλλασσόμενο ρεύμα ισχύουν οι
παρατηρήσεις που παρουσιάστηκαν στην παράγραφο 6.3, με τη διαφορά ότι αντί για ωμικές αντιστάσεις έχουμε
σύνθετες αντιστάσεις και αντί για συνεχείς πηγές τάσης και ρεύματος έχουμε εναλλασσόμενες.
• Επιλέξτε τις αντιστάσεις και το πηνίο του κυκλώματος του Σχ. 9.22 ως εξής: R1 = 1.0 kΩ, R2 = 1.5
kΩ, R3 = 3.3 kΩ, R4 = 1.5 kΩ και L = 47 mH. Tο πλάτος της τάσης της πηγής υS είναι ίσο με 1.0 V,
ενώ η συχνότητά της είναι ίση με 8.5 kHz.
• Με τη χρήση του πολυμέτρου (ωμομέτρου) μετρήστε τις πραγματικές τιμές των αντιστάσεων.
R1 L R4
Α
υS +
_ R2 R3
Β
Σχήμα 9.22 Τo κύκλωμα της πρώτης πειραματικής άσκησης.
• Υπολογίστε την απόκλιση (%) των πραγματικών από τις ονομαστικές τιμές των αντιστάσεων με τη
|𝑅𝑅 −𝑅𝑅 |
βοήθεια της σχέσης 𝛥𝛥𝛥𝛥 = Π Θ ∙ 100%, όπου RΘ η ονομαστική τιμή της αντίστασης και RΠ η
𝑅𝑅Θ
πραγματική τιμή της αντίστασης, όπως μετρήθηκε με το πολύμετρο.
R2
R3
R4
• Με την πηγή τάσης υS συνδεδεμένη στο κύκλωμα ρυθμίστε με το πρώτο κανάλι του παλμογράφου το
πλάτος της τάσης της πηγής.
• Συνδέστε το άλλο κανάλι του παλμογράφου στα άκρα A, B και μετρήστε το πλάτος της τάσης, 𝑉𝑉̇ Th,
και τη διαφορά φάσης της, φTh, ως προς την τάση της πηγής, για την οποία θεωρούμε ότι έχει όρισμα
μηδέν (τάση αναφοράς).
• Bραχυκυκλώστε με ένα καλώδιο τα A και Β και μετρήστε με τo δεύτερο κανάλι του παλμογράφου το
πλάτος της τάσης V4 στα άκρα του αντιστάτη R4 και τη διαφορά φάσης της, φ4, ως προς την τάση της
πηγής. O λόγος V4/R4 θα δώσει το πλάτος του ρεύματος Norton, 𝐼𝐼 Ṅ , που διαρρέει το βραχυκύκλωμα
A, B.
• H σύνθετη αντίσταση Thévenin 𝑍𝑍̇Th έχει μέτρο ίσο με VTh/IN, και όρισμα ίσο με (φTh – φ4).
• Να επιλυθεί θεωρητικά το κύκλωμα και να βρεθούν τα ισοδύναμα κυκλώματα του κατά Thévenin και
Norton. Yπολογίστε τις % αποκλίσεις των πειραματικών από τις θεωρητικές τιμές.
• Να μεταφέρετε τα αποτελέσματα στον Πίνακα 9.2 και να υπολογίσετε τις αποκλίσεις αυτών των τιμών
από τις πειραματικές.
Πίνακας 9.2 Οι θεωρητικές και πειραματικές τιμές της τάσης Thévenin 𝑉𝑉̇ Th, της σύνθετης αντίστασης Thévenin 𝑍𝑍̇Th και του
ρεύματος Norton 𝐼𝐼Ṅ .
𝑽𝑽̇Th
𝒁𝒁̇Th
𝑰𝑰̇N
• Επιλέξτε τις αντιστάσεις του κυκλώματος του Σχ. 9.23 και με τη χρήση του πολυμέτρου (ωμομέτρου)
μετρήστε τις πραγματικές τιμές των αντιστάσεων. Δίνονται: R1 = 1 kΩ , R2 = 3.3 kΩ , R3 = 2.2 kΩ και
R4 = 1.5 kΩ, C = 0.1 μF , υdc = 4 V ( τροφοδοτικό DC ) και υS(t) = 2cos(2000πt) από τη γεννήτρια
συχνοτήτων.
R1 C R4
υS +
_ R2 R3 +
_ υdc
• Υπολογίστε την απόκλιση (%) των πραγματικών από τις ονομαστικές τιμές των αντιστάσεων με τη
|𝑅𝑅 −𝑅𝑅 |
βοήθεια της σχέσης 𝛥𝛥𝛥𝛥 = Π Θ ∙ 100% , όπου RΘ η ονομαστική τιμή της αντίστασης και RΠ η
𝑅𝑅Θ
πραγματική τιμή της αντίστασης, όπως μετρήθηκε με το πολύμετρο.
Πίνακας 9.3 Οι τιμές (ονομαστικές και πραγματικές) των αντιστάσεων, καθώς και οι αποκλίσεις τους.
R2
R3
R4
• Ρυθμίστε με το πολύμετρο την τάση της συνεχούς πηγής υdc με το κύκλωμα συνδεδεμένο. H ρύθμιση
του πλάτους της γεννήτριας συχνοτήτων γίνεται με τη βοήθεια του παλμογράφου και με το κύκλωμα
συνδεδεμένο.
• Συνδέστε το πρώτο κανάλι του παλμογράφου στα άκρα της γεννήτριας συχνοτήτων, ενώ το δεύτερο
κανάλι στα άκρα της αντίστασης R2 και μετρήστε τη συνεχή και την εναλλασσόμενη συνιστώσα της
τάσης (πλάτος και διαφορά φάσης ως προς τη γεννήτρια) στα άκρα της.
• Ποια είναι η ένταση του ρεύματος που διαρρέει τους αντιστάτες R2 και R3; Να συγκριθεί με τη
θεωρητική τιμή και να υπολογιστούν οι % αποκλίσεις.
Παρατηρήσεις:
1. H γείωση του παλμογράφου και η γείωση της γεννήτριας πρέπει να είναι συνδεδεμένες στον ίδιο
κόμβο του κυκλώματος, όπως φαίνεται στο κύκλωμα του Σχ. 9.23.
2. Στη θέση AC του επιλογέα των δύο καναλιών του παλμογράφου περνά μόνο το εναλλασσόμενο σήμα,
ενώ στη θέση DC περνάει και το συνεχές και το εναλλασσόμενο.
9.11.1 Οδηγίες
Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε, πώς μπορούμε, εναλλακτικά του πειράματος χρησιμοποιώντας το
MultisimLive, να μάθουμε να μετράμε ένα άγνωστο ρεύμα σε κύκλωμα εναλλασσόμενου ρεύματος, καθώς και
να βρίσκουμε τα ισοδύναμα κυκλώματα κατά Thévenin και Norton ενός κυκλώματος που δουλεύει στο
εναλλασσόμενο ρεύμα.
9.11.2 Εφαρμογή
• Να σχεδιαστεί στο MultisimLive το κύκλωμα του Σχ. 9.9, που επιλύθηκε στο Παράδειγμα 9.3. Για
τον σκοπό αυτό να χρησιμοποιηθούν οι τιμές των αντιδράσεων των στοιχείων του κυκλώματος,
προκειμένου να προσδιοριστούν οι τιμές των αντιστάσεων, των χωρητικοτήτων των πυκνωτών και
της αυτεπαγωγής του πηνίου. Δίνεται ω = 10 rad/s.
Προσοχή: H γείωση του κυκλώματος θα τοποθετηθεί στον αρνητικό πόλο της πηγής τάσης του
κυκλώματος.
• Επομένως, στο κύκλωμα αυτό ζητείται να μετρηθεί το ρεύμα 𝛪𝛪𝑋𝑋̇ , χρησιμοποιώντας το probe του
ρεύματος.
• Το πλάτος του ρεύματος θα μετρηθεί από τον Grapher, ενώ η φάση του ρεύματος θα μετρηθεί σε
σχέση με τη φάση της πηγής τάσης, το οποίο θα απεικονίζεται στον Grapher χρησιμοποιώντας το
probe τάσης.
• Να συγκριθεί το πλάτος του ρεύματος σε σχέση με την τιμή που είχε προσδιοριστεί στο Παράδειγμα
9.3.
• Να σχεδιαστεί στο MultisimLive το κύκλωμα του Σχ. 9.22, που χρησιμοποιήθηκε στην αντίστοιχη
πρώτη πειραματική άσκηση αυτού του Κεφαλαίου. Για τον σκοπό αυτό θα χρησιμοποιηθούν οι τιμές
για τις αντιστάσεις που μετρήθηκαν στο βήμα 1 της πρώτης πειραματικής άσκησης αυτού του
Κεφαλαίου.
Προσοχή: H γείωση του κυκλώματος θα τοποθετηθεί στον αρνητικό πόλο της πηγής τάσης του
κυκλώματος.
Επομένως, στο κύκλωμα αυτό ζητείται να μετρηθούν στο MultisimLive, με τη χρήση του Grapher,
τα ακόλουθα:
• Η τάση Thévenin υTh στα άκρα A και B. Για τον σκοπό αυτό να τοποθετηθεί ένα probe τάσης στο
άκρο Α, καθώς και ένα δεύτερο probe τάσης για τη μέτρηση της τάσης της πηγής. Από τον Grapher
• Το ρεύμα Νorton iN. Αφού βραχυκυκλώσετε τα άκρα A και B, να τοποθετήσετε ένα probe ρεύματος
στον κλάδο που ενώνει τα άκρα Α και Β, προκειμένου να βρεθεί το ρεύμα Νorton 𝐼𝐼 Ṅ . Από τον Grapher
μετρήστε το πλάτος του ρεύματος Norton, ΙN και τη διαφορά φάσης του, φΙ, ως προς την τάση της
πηγής, για την οποία θεωρούμε ότι έχει όρισμα μηδέν (τάση αναφοράς).
• Υπολογίστε τη σύνθετη αντίσταση Thévenin 𝑍𝑍̇Th , η οποία θα έχει μέτρο ίσο με VTh/IN, και όρισμα ίσο
με (φTh – φΙ).
1 μF 1 kΩ
i1
+
20i1 1Η 50cos1000t V
+
_ _
9.2 Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των κόμβων να βρεθεί το ρεύμα io στο κύκλωμα του Σχ. 9.25.
0.2υΧ
20 Ω io
+
50 mH υΧ 30 μF 10 Ω 5cos(200t + 20O ) A
_
j8 Ω 2Ω
.
4Ω Io +
_ 20∠30° V
6Ω -j4 Ω
9.4 Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των βρόχων να βρεθεί το ρεύμα io στο κύκλωμα του Σχ. 9.27.
5H 10 Ω
io
+
5sin5t V 0.5 F 10cos5t V
+
_ _
9.5 Στο κύκλωμα του Σχ. 9.28 να βρεθούν τα ρεύματα βρόχων ia και ib.
2Ω 2H 2Ω 2H
40cos(2t – 30 ) V 20cos2t V
o
+
ia 2Ω ib
+
_ _
2F
j5 Ω
.
IX +
_ .
-j4 Ω 5υX + VX 4 Ω 5∠-30° A
_
9.7 Στο κύκλωμα του Σχ. 9.30 να βρεθεί με το θεώρημα της επαλληλίας το ρεύμα iο.
5Ω 10 Ω
iο
20 V
+
2Η 40cos10t V
+
_ _
9.8 Στο κύκλωμα του Σχ. 9.31 να βρεθεί το ρεύμα i με τη χρήση του μετασχηματισμού πηγών.
Δίνεται: iS = 30sin(100t + 30o) A.
10 mH
i
5Ω
10 Ω iS
2 mF
j10 Ω 5Ω
Α
10∠30° V +
_ -j5 Ω
Β
Σχήμα 9.32 Τo κύκλωμα της άσκησης 9.9.
9.10 Να βρεθούν τα ισοδύναμα κυκλώματα κατά Thévenin - Norton του κυκλώματος του Σχ. 9.33.
Α
4Ω
5∠60° V +
_ j5 Ω
-j3 Ω
Β
Σχήμα 9.33 Τo κύκλωμα της άσκησης 9.10.
Προαπαιτούμενη γνώση
Ισχύς, Ενέργεια, Αντίσταση, Πυκνωτής, Πηνίο, Νόμος του Ohm, Μιγαδικοί Αριθμοί, Τρίγωνο Αντιστάσεων.
Παρατήρηση 1:
Ένα γραμμικό κύκλωμα μπορεί να περιέχει πυκνωτές ή πηνία, που είναι στοιχεία που αποθηκεύουν ενέργεια
με τη μορφή ενέργειας ηλεκτρικού ή μαγνητικού πεδίου αντίστοιχα, με αποτέλεσμα η ισχύς να προσφέρεται
από το γραμμικό κύκλωμα προς την πηγή.
Σχήμα 10.1 Γραμμικό κύκλωμα που διεγείρεται από μια εναλλασσόμενη πηγή.
Ας εξετάσουμε στη συνέχεια ένα γραμμικό κύκλωμα που διεγείρεται από μια εναλλασσόμενη πηγή, όπως αυτό
που απεικονίζεται στο Σχ. 10.1.
Στο κύκλωμα αυτό ας θεωρήσουμε ότι:
𝜐𝜐(𝑡𝑡) = 𝑉𝑉𝑚𝑚 cos (𝜔𝜔𝜔𝜔 + 𝜑𝜑𝜐𝜐 ) (10.2)
και
𝑖𝑖 (𝑡𝑡) = 𝐼𝐼𝑚𝑚 cos (𝜔𝜔𝜔𝜔 + 𝜑𝜑𝑖𝑖 ) (10.3)
όπου Vm, Im τα πλάτη και φυ, φi οι φάσεις της τάσης υ και του ρεύματος i.
Όμως, σε πολλές περιπτώσεις λαμβάνουμε ως αρχή μέτρησης του χρόνου τη στιγμή κατά την οποία το
ρεύμα λαμβάνει τη μέγιστη θετική τιμή του, οπότε οι Εξ. (10.2) και (10.3) γράφονται ως:
𝜐𝜐(𝑡𝑡) = 𝑉𝑉𝑚𝑚 cos (𝜔𝜔𝜔𝜔 + 𝜑𝜑) (10.4)
και
𝑖𝑖 (𝑡𝑡) = 𝐼𝐼𝑚𝑚 cos (𝜔𝜔𝜔𝜔) (10.5)
όπου φ (= φυ – φi) η διαφορά φάσης μεταξύ της τάσης και του ρεύματος.
Τότε, αντικαθιστώντας τις Εξ. (10.4) και (10.5) στην Εξ. (10.1) βρίσκουμε τη στιγμιαία ισχύ ως:
𝑝𝑝(𝑡𝑡) = 𝐼𝐼𝑚𝑚 𝑉𝑉𝑚𝑚 cos(𝜔𝜔𝜔𝜔 + 𝜑𝜑) cos(𝜔𝜔𝜔𝜔) (10.6)
Με τη χρήση της τριγωνομετρικής ταυτότητας:
1 1
cos(𝑥𝑥 ) cos(𝑦𝑦) =
cos(𝑥𝑥 − 𝑦𝑦) + cos(𝑥𝑥 + 𝑦𝑦) (10.7)
2 2
Επομένως, με εφαρμογή της τριγωνομετρικής ταυτότητας (10.7), η Εξ. (10.6) γράφεται ως:
𝐼𝐼𝑚𝑚 𝑉𝑉𝑚𝑚 𝐼𝐼𝑚𝑚 𝑉𝑉𝑚𝑚
𝑝𝑝(𝑡𝑡) = cos(𝜑𝜑) + cos (2𝜔𝜔𝜔𝜔 + 𝜑𝜑) (10.8)
2 2
Από την προηγούμενη έκφραση της στιγμιαίας ισχύος, διαπιστώνουμε ότι περιγράφεται ως άθροισμα των
δύο όρων:
𝐼𝐼𝑚𝑚 𝑉𝑉𝑚𝑚
• cos(𝜑𝜑), ο οποίος είναι σταθερός, καθώς δεν εξαρτάται από τον χρόνο, ενώ εξαρτάται μόνο από
2
τη διαφορά φάσης φ μεταξύ της τάσης και του ρεύματος.
𝐼𝐼𝑚𝑚 𝑉𝑉𝑚𝑚
• cos (2𝜔𝜔𝜔𝜔 + 𝜑𝜑), ο οποίος εξαρτάται από τον χρόνο και μεταβάλλεται με διπλάσια συχνότητα σε
2
σχέση με την τάση και το ρεύμα.
Παράδειγμα 10.1
Να βρεθεί η στιγμιαία ισχύς, όταν γνωρίζουμε ότι η τάση υ και το ρεύμα i σε ένα γραμμικό κύκλωμα, όπως
αυτό του Σχ. 101.1, είναι υ(t) = 100cos(50t + 50o) V και i(t) = 5cos(50t – 20o) Α.
Λύση:
Η στιγμιαία ισχύς, όπως είδαμε, δίνεται από την Εξ. (10.1).
Επομένως:
𝑝𝑝(𝑡𝑡) = 𝜐𝜐(𝑡𝑡)𝑖𝑖(𝑡𝑡)
ή
𝑝𝑝(𝑡𝑡) = 100cos(50𝑡𝑡 + 50ο ) 5cos(50𝑡𝑡 – 20ο )
ή
𝑝𝑝(𝑡𝑡) = 500cos(50𝑡𝑡 + 50ο ) cos(50𝑡𝑡 – 20ο )
Με την εφαρμογή της τριγωνομετρικής ταυτότητας (10.7) η προηγούμενη σχέση παίρνει τη μορφή:
1 1
𝑝𝑝(𝑡𝑡) = 500 � cos(70o ) + cos(100𝑡𝑡 + 30ο )�
2 2
ή
𝑝𝑝(𝑡𝑡) = [85.5 + 250 cos(100𝑡𝑡 + 30ο )] W
Ορισμός 1:
Μέση ισχύς (Ρ) ονομάζεται η μέση τιμή της στιγμιαίας ισχύος σε διάστημα μίας περιόδου.
𝐼𝐼𝑚𝑚 𝑉𝑉𝑚𝑚
𝑃𝑃 =
cos 𝜑𝜑 (10.13)
2
Αν αντικαταστήσουμε τα πλάτη με τις ενεργές τιμές, η Εξ. (10.13) παίρνει τη μορφή:
𝑃𝑃 = 𝐼𝐼rms 𝑉𝑉rms cos 𝜑𝜑 (10.14)
Οι Εξ. (10.13) και (10.14) αποδίδουν τη μέση ισχύ, η οποία σε πολλές περιπτώσεις ονομάζεται και
πραγματική ισχύς (real power), γιατί περιγράφει την ισχύ η οποία μετασχηματίζεται σε άλλη μορφή ενέργειας,
όπως π.χ. συμβαίνει σε μια ωμική αντίσταση. Η πραγματική ισχύς μετριέται σε watt και το cos(φ) ονομάζεται
παράγοντας ισχύος ή συντελεστής ισχύος (power factor: pf). Ο ακριβής προσδιορισμός της διαφοράς φάσης φ
μεταξύ της τάσης και του ρεύματος γίνεται με τις εκφράσεις συντελεστής ισχύος μεταπορείας (lagging power
factor) και συντελεστής ισχύος προπορείας (leading power factor).
Πιο συγκεκριμένα:
Ορισμός 2:
Συντελεστής ισχύος μεταπορείας ονομάζεται ο συντελεστής ισχύος pf ενός κυκλώματος, στο οποίο το ρεύμα έπεται
της τάσης ή ισοδύναμα η διαφορά φάσης φ είναι αρνητική. Δηλαδή, το κύκλωμα έχει επαγωγική συμπεριφορά.
Την πρακτική σημασία του συντελεστή ισχύος θα την αναδείξουμε σε επόμενη ενότητα αυτού του
Κεφαλαίου.
Αν υπολογίσουμε την πραγματική ισχύ που καταναλώνεται στα τρία γραμμικά στοιχεία βρίσκουμε ότι:
𝐼𝐼 𝑉𝑉 𝐼𝐼 𝑉𝑉 𝐼𝐼 2 𝑅𝑅 2
𝑉𝑉𝑚𝑚
• Για R: 𝑃𝑃𝑅𝑅 = 𝑚𝑚 𝑚𝑚 cos 0o = 𝑚𝑚 𝑚𝑚 = 𝑚𝑚 = 𝐼𝐼rms
2
𝑅𝑅 = > 0. Η αντίσταση καταναλώνει πραγματική
2 2 2 𝑅𝑅
ισχύ και επομένως είναι πάντα θετική.
𝐼𝐼𝑚𝑚 𝑉𝑉𝑚𝑚
• Για L: 𝑃𝑃𝐿𝐿 = cos 90o = 0. Το πηνίο δεν καταναλώνει πραγματική ισχύ.
2
𝐼𝐼𝑚𝑚 𝑉𝑉𝑚𝑚
• Για C: 𝑃𝑃𝐶𝐶 = cos(−90o ) = 0. O πυκνωτής δεν καταναλώνει πραγματική ισχύ.
2
Παράδειγμα 10.2
Με τις τιμές της τάσης υ και του ρεύματος i του Παραδείγματος 10.1 να υπολογιστεί η μέση ή πραγματική
ισχύς P.
Λύση:
Όπως είδαμε, η μέση ή πραγματική ισχύς δίνεται από την Εξ. (10.13). Οπότε,
𝐼𝐼𝑚𝑚 𝑉𝑉𝑚𝑚
𝑃𝑃 = cos 𝜑𝜑
2
όπου φ = φυ – φi = 50ο – (–20ο) = 70ο.
Άρα,
5 × 100
𝑃𝑃 = cos 70ο
2
ή
𝑃𝑃 = 250 cos 70ο
ή
𝑃𝑃 = 85.5 W
Παράδειγμα 10.3
Nα υπολογιστεί η μέση ή πραγματική ισχύς P που απορροφάται από τη σύνθετη αντίσταση 𝑍𝑍̇ = (8 − 𝑗𝑗6) Ω,
όταν η τάση που εφαρμόζεται στα άκρα της είναι 𝑉𝑉̇ = 10 ∠ 20o V.
Λύση:
Το ρεύμα που διαρρέει τη σύνθετη αντίσταση είναι:
Ορισμός 4:
Μιγαδική ισχύς Ṡ ενός κυκλώματος ονομάζεται το μιγαδικό άθροισμα της πραγματικής και της άεργης ισχύος [1],
[2]. Δηλαδή, ισχύει:
𝑆𝑆̇ = 𝑃𝑃 + 𝑗𝑗𝑗𝑗 (10.21)
και μετριέται σε VA (Volt - Ampere).
Αν αντικαταστήσουμε στην Εξ. (10.21) την πραγματική και άεργη ισχύ από τις Εξ. (10.14) και (10.19)
τότε προκύπτει:
𝑆𝑆̇ = 𝐼𝐼rms 𝑉𝑉rms cos(𝜑𝜑) + 𝑗𝑗𝐼𝐼rms 𝑉𝑉rms sin 𝜑𝜑 (10.22)
ή
𝑆𝑆̇ = 𝐼𝐼rms 𝑉𝑉rms [cos 𝜑𝜑 + 𝑗𝑗 sin 𝜑𝜑] (10.23)
ή
𝑆𝑆̇ = 𝐼𝐼rms 𝑉𝑉rms [cos𝜑𝜑 + 𝑗𝑗 sin 𝜑𝜑] (10.24)
ή σε πολική μορφή
𝑆𝑆̇ = 𝐼𝐼rms 𝑉𝑉rms ∠ 𝜑𝜑 (10.25)
Αν θέσουμε φ = φυ – φi, τότε η εξ. (10.25) μπορεί επίσης να γραφεί στη μορφή:
𝑆𝑆̇ = (𝑉𝑉rms ∠ 𝜑𝜑υ )(𝐼𝐼rms ∠ −𝜑𝜑i ) (10.26)
ή
P
. φ
|S|
Q . Q
φ |S|
P
(α) (β)
Σχήμα 10.3 Τρίγωνα ισχύος για κύκλωμα με (α) επαγωγική και (β) χωρητική συμπεριφορά.
Παρατήρηση 2:
Οι μονάδες μέτρησης της πραγματικής, της άεργης και της φαινόμενης ισχύος (ή μιγαδικής ισχύος) μπορεί να
είναι διαφορετικές, αλλά στην ουσία εκφράζουν όλες το μέγεθος της ισχύος. Ωστόσο, ονομάστηκαν
διαφορετικά, προκειμένου να ξεχωρίζουμε την ισχύ που έχουμε κάθε φορά να μελετήσουμε.
Παρατήρηση 3:
Τα τρίγωνα ισχύος κυκλώματος με επαγωγική ή με χωρητική συμπεριφορά, όπως απεικονίζονται στο Σχ. 10.3,
έχουν ακριβώς την ίδια γεωμετρική μορφή με τα τρίγωνα αντιστάσεων με επαγωγική ή χωρητική συμπεριφορά,
που είχαν μελετηθεί αναλυτικά στο Κεφ. 8.
Παρατήρηση 4:
Επομένως, συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι:
• η πραγματική ισχύς είναι η ισχύς που καταναλώνεται στην ωμική αντίσταση φορτίου,
• η άεργη ισχύς είναι η ισχύς που ανταλλάσσεται μεταξύ πηγής και στοιχείων του κυκλώματος (πηνία
και πυκνωτές) και
• η φαινόμενη ισχύς είναι η ισχύς που φαίνεται να «ρέει» στο φορτίο.
Παράδειγμα 10.4
(α) Nα υπολογιστούν η φαινόμενη ισχύς �𝑆𝑆̇� που απορροφάται από ένα φορτίο, καθώς και ο συντελεστής ισχύος,
όταν η τάση υ στα άκρα του φορτίου και το ρεύμα i που το διαρρέει είναι υ(t) = 50cos(1000t – 10o) V και i(t) =
10cos(1000t + 30o) Α.
(β) Αν θεωρηθεί ότι το φορτίο αποτελείται από δύο στοιχεία σε σειρά, αυτά να προσδιοριστούν.
Λύση:
(α) Όπως είδαμε η φαινόμενη ισχύς είναι:
�𝑆𝑆̇� = 𝑉𝑉rms 𝛪𝛪rms
ή
50 10
�𝑆𝑆̇� =
√2 √2
ή
�𝑆𝑆̇� = 250 VA
Εφόσον, το ρεύμα προηγείται της τάσης έχουμε συντελεστή ισχύος προπορείας.
Για να προσδιορίσουμε τον συντελεστή ισχύος πρέπει να βρούμε τη διαφορά φάσης μεταξύ τάσης και
ρεύματος.
φ = φυ – φi = –10ο – 30ο = –40ο
Επομένως,
𝑝𝑝𝑝𝑝 = cos 𝜑𝜑
ή
𝑝𝑝𝑝𝑝 = cos(−40o )
ή
𝑝𝑝𝑝𝑝 = 0.766
(β) Η σύνθετη αντίσταση του φορτίου υπολογίζεται με τη βοήθεια του νόμου του Ohm. Δηλαδή,
. .
I ΙC
.
IL
R
.
V C
L
Στο Σχ. 10.5 απεικονίζεται το διάγραμμα των διανυσμάτων των ρευμάτων που ρέουν στο δικτύωμα το Σχ. 10.4.
Στο διάγραμμα αυτό φ1 είναι η διαφορά φάσης μεταξύ της τάσης και του ρεύματος στο δικτύωμα πριν την
τοποθέτηση του πυκνωτή και φ2 η διαφορά φάσης μεταξύ της τάσης και του ρεύματος μετά την τοποθέτηση
του πυκνωτή. Επομένως, ο συντελεστής ισχύος από cosφ1, που ήταν αρχικά, αυξάνεται σε cosφ2, μετά την
τοποθέτηση του πυκνωτή.
Μπορούμε να καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα και με τη βοήθεια του τριγώνου ισχύος (Σχ. 10.6), στο
οποίο �𝑆𝑆1̇ � είναι η αρχική φαινόμενη ισχύς πριν την προσθήκη του πυκνωτή.
Οπότε, 𝑃𝑃 = �𝑆𝑆1̇ �𝑐𝑐𝑐𝑐𝑐𝑐𝜑𝜑1 και 𝑄𝑄1 = �𝑆𝑆1̇ �𝑠𝑠𝑠𝑠𝑠𝑠𝜑𝜑1 = 𝑃𝑃𝑃𝑃𝑃𝑃𝑃𝑃𝜑𝜑1 .
Αν θέλουμε να αυξήσουμε τον συντελεστή ισχύος από cosφ1 σε cosφ2, χωρίς να μεταβάλουμε την
πραγματική ισχύ που καταναλώνεται στην αντίσταση �𝑃𝑃 = �𝑆𝑆2̇ �𝑐𝑐𝑐𝑐𝑐𝑐𝜑𝜑2 �, τότε η άεργη ισχύς θα είναι 𝑄𝑄2 =
𝑃𝑃𝑃𝑃𝑃𝑃𝑃𝑃𝜑𝜑2 .
V
φ2
φ1
I
IL
Σχήμα 10.5 Το διάγραμμα των διανυσμάτων που δείχνει την ελάττωση στη διαφορά φάσης μεταξύ της τάσης και του
ρεύματος και κατά συνέπεια την αύξηση του συντελεστή ισχύος, λόγω της προσθήκης του πυκνωτή.
Άρα, η τιμή του πυκνωτή που τοποθετούμε παράλληλα στο φορτίο θα είναι:
𝑄𝑄𝐶𝐶 (10.32) 𝑃𝑃(𝑡𝑡𝑡𝑡𝑡𝑡𝜑𝜑1 − 𝑡𝑡𝑡𝑡𝑡𝑡𝜑𝜑2 )
𝐶𝐶 = 2 ����� 𝐶𝐶 = (10.33)
𝜔𝜔𝜔𝜔𝑚𝑚 𝜔𝜔𝜔𝜔𝑚𝑚2
. QC
|S1|
Q1
. Q2
φ1 |S2 |
φ2
P
Αναφέρθηκε ότι ο συντελεστής ισχύος επαγωγικού φορτίου αυξάνεται με την προσθήκη πυκνωτή ή
πυκνωτών συνδεδεμένων παράλληλα προς το φορτίο αυτό. Ωστόσο, βελτίωση του συντελεστή ισχύος, αν και
όχι τόσο μεγάλη, μπορεί να επιτευχθεί ακόμη και αν τοποθετήσουμε τον πυκνωτή σε σειρά με το φορτίο. Όμως
δεν προτιμάται ιδιαίτερα για τους εξής λόγους:
Στόχος μας είναι, εκτός από τη βελτίωση του συντελεστή ισχύος, να διατηρηθεί σταθερή η τάση στο φορτίο
που τροφοδοτείται. Αν όμως συνδέσουμε τον πυκνωτή σε σειρά με το φορτίο, θα προκληθεί μια πτώση τάσης
σε αυτό, γεγονός που δεν είναι επιθυμητό. Αντιθέτως, αν συνδέσουμε τον πυκνωτή παράλληλα, διασφαλίζεται
μια σταθερή τάση στο φορτίο και ταυτόχρονα βελτιώνεται ο συντελεστής ισχύος.
Παράδειγμα 10.5
Nα υπολογιστεί ο συντελεστής ισχύος pf του κυκλώματος του Σχ. 10.7, καθώς και η πραγματική ισχύς που
αποδίδεται από την πηγή.
10 Ω
20∠0° Vrms +
_ 5Ω -j5 Ω
Λύση:
H συνολική σύνθετη αντίσταση του κυκλώματος είναι:
𝑍𝑍̇ = 10 + 5//(−𝑗𝑗5)
ή
5(−𝑗𝑗5)
𝑍𝑍̇ = 10 +
5 − 𝑗𝑗5
ή
−𝑗𝑗25(5 + 𝑗𝑗5)
𝑍𝑍̇ = 10 +
(5 − 𝑗𝑗5)(5 + 𝑗𝑗5)
ή
125 − 𝑗𝑗125
𝑍𝑍̇ = 10 +
52 + 52
ή
𝑍𝑍̇ = 12.5 − 𝑗𝑗2.5
ή
Παράδειγμα 10.6
Η τάση στα άκρα ενός φορτίου είναι υ(t) = 50cos(ωt – 20o) V, ενώ το ρεύμα που το διαρρέει είναι i(t) = 2cos(ωt
+ 60o). Nα υπολογιστούν η μιγαδική, η φαινόμενη, η πραγματική και άεργη ισχύς, καθώς και ο συντελεστής
ισχύος και η σύνθετη αντίσταση φορτίου.
Λύση:
H μιγαδική ισχύς είναι:
1
𝑆𝑆̇ = 𝑉𝑉̇ 𝐼𝐼 ∗̇
2 𝑚𝑚 𝑚𝑚
∗̇
ή επειδή 𝐼𝐼𝑚𝑚 = 2 ∠ −60o Α, προκύπτει:
1
𝑆𝑆̇ = (50 ∠ − 20o )(2 ∠ −60o )
2
ή
Όμως, επειδή
𝑆𝑆̇ = 𝑃𝑃 + 𝑗𝑗𝑗𝑗
προκύπτει ότι P = 8.68 W και Q = –49.24 VAR.
O συντελεστής ισχύος είναι:
𝑝𝑝𝑝𝑝 = cos (−80o )
ή
𝑝𝑝𝑝𝑝 = 0.17 (προπορείας)
Τέλος, η σύνθετη αντίσταση του φορτίου είναι:
𝑉𝑉̇
𝑍𝑍̇ =
𝐼𝐼 ̇
ή
50 ∠ − 20o
𝑍𝑍̇ =
2 ∠ 60o
ή
𝑍𝑍̇ = 25 ∠ −80o Ω
Παράδειγμα 10.7
Ένα φορτίο απορροφά ισχύ 1 kVA με συντελεστή ισχύος μεταπορείας pf = 0.8 από μια πηγή τάσης 100 Vrms.
Να υπολογιστούν η πραγματική, άεργη και φαινόμενη ισχύς, καθώς και το πλάτος του ρεύματος που διαρρέει
το φορτίο.
Λύση:
Εφόσον γνωρίζουμε τον συντελεστή ισχύος, μπορούμε να υπολογίσουμε τη φάση. Δηλαδή,
𝑝𝑝𝑝𝑝 = cos𝜑𝜑 = 0.8
ή
𝜑𝜑 = cos −1 0.8
ή
𝜑𝜑 = 36.87o
Αφού η ισχύς που μας δίνεται μετριέται σε VA είναι η φαινόμενη ισχύς. Άρα, �𝑆𝑆̇� = 1 kVA.
∗̇
2𝑆𝑆̇
𝐼𝐼𝑚𝑚 =
̇
𝑉𝑉𝑚𝑚
ή
∗̇
2(8 + 𝑗𝑗6)
𝐼𝐼𝑚𝑚 = × 1000
100
ή
∗̇
𝐼𝐼𝑚𝑚 = 160 + 𝑗𝑗120 Α
ή
∗̇
𝐼𝐼𝑚𝑚 = 200 ∠ 36.87o A
Οπότε,
̇ = 200 ∠ −36.87o A
𝐼𝐼𝑚𝑚
Άρα, το πλάτος του ρεύματος είναι:
𝐼𝐼𝑚𝑚 = 200 A
Γραμμικό
.
Ηλεκτρικό ZL
Κύκλωμα
(Ωμικό)
B
Σχήμα 10.8 Το ηλεκτρικό κύκλωμα που τροφοδοτεί το φορτίο 𝛧𝛧̇𝐿𝐿 .
.
ZTh
.
Ι A
. .
VTh +
_ ZL
B
Σχήμα 10.9 Το ισοδύναμο κατά Thévenin του ηλεκτρικού κυκλώματος του Σχ. 10.8.
Επομένως,
ή
𝑅𝑅𝐿𝐿 = 𝑅𝑅Th (10.44)
Οπότε, το φορτίο για το οποίο μεγιστοποιείται η ισχύς είναι:
𝛧𝛧̇𝐿𝐿 = 𝑅𝑅Th − 𝑗𝑗𝑋𝑋Th (10.45)
Όμως,
𝛧𝛧̇Th
∗
= 𝑅𝑅Th − 𝑗𝑗𝑋𝑋Th (10.46)
Άρα,
𝛧𝛧̇𝐿𝐿 = 𝛧𝛧̇Th
∗
(10.47)
Δηλαδή, η μέγιστη μεταφορά ισχύος συμβαίνει όταν η σύνθετη αντίσταση του φορτίου είναι ίση με τη
συζυγή σύνθετη αντίσταση Thévenin.
Επιπλέον, αν θέσουμε στην Εξ. (10.39) RL = RTh και XL = XTh βρίσκουμε ότι:
2
�𝑉𝑉̇Th �
𝑃𝑃max = (10.48)
8𝑅𝑅Th
Να βρεθεί το φορτίο 𝛧𝛧̇𝐿𝐿 που μεγιστοποιεί την πραγματική ισχύ που αποδίδεται σε αυτό από το κύκλωμα του
Σχ. 10.10. Πόση είναι η μέγιστη ισχύς που αποδίδεται στο φορτίο;
5Ω j5 Ω
-j5 Ω .
5∠0° V
+
_ ZL
10 Ω
Λύση:
Το πρώτο βήμα στην επίλυση της άσκησης σχετίζεται με την εύρεση του ισοδύναμου κατά Thévenin
κυκλώματος ως προς τα άκρα του φορτίου.
Επομένως, βρίσκουμε αρχικά την ισοδύναμη σύνθετη αντίσταση Thévenin ως προς τα άκρα του φορτίου
εξουδετερώνοντας την πηγή τάσης, όπως φαίνεται στο Σχ. 10.11. Δηλαδή,
𝛧𝛧̇Th = 𝑗𝑗5 + 5//(10 − 𝑗𝑗5)
ή
5(10 − 𝑗𝑗5)
𝛧𝛧̇Th = 𝑗𝑗5 +
5 + 10 − 𝑗𝑗5
ή
50 − 𝑗𝑗25
𝛧𝛧̇Th = 𝑗𝑗5 +
15 − 𝑗𝑗5
5Ω j5 Ω
Α
-j5 Ω .
ZTh
10 Ω
Β
Σχήμα 10.11 Το κύκλωμα για τον υπολογισμό της σύνθετης αντίστασης Thévenin, στο κύκλωμα του Παραδείγματος 10.8.
5Ω j5 Ω
Α
-j5 Ω .
+
5∠0° V _ VTh
10 Ω
Β
Σχήμα 10.12 Το κύκλωμα για τον υπολογισμό της τάσης Thévenin, στο κύκλωμα του Παραδείγματος 10.8.
10 − 𝑗𝑗5
̇ =
𝑉𝑉Th (5 ∠ 0o )
5 + 10 − 𝑗𝑗5
ή
10 − 𝑗𝑗5
𝑉𝑉̇Th = 5
15 − 𝑗𝑗5
ή
(10 − 𝑗𝑗5)(3 + 𝑗𝑗1)
̇ =
𝑉𝑉Th
(3 − 𝑗𝑗1)(3 + 𝑗𝑗1)
ή
35 − 𝑗𝑗5
̇ =
𝑉𝑉Th
32 + 12
ή
̇ = 3.5 − 𝑗𝑗0.5 = 3.54 ∠ − 8.13o V
𝑉𝑉Th
Άρα, η σύνθετη αντίσταση του φορτίου στο οποίο αποδίδεται η μέγιστη ισχύς είναι:
𝛧𝛧̇𝐿𝐿 = 𝛧𝛧̇Th
∗
• Επιλέξτε τα στοιχεία του κυκλώματος του Σχ. 10.13 ως εξής: R1 = 1 kΩ, R2 = 0.82 kΩ, C = 47 nF και
L = 10 mH. H τάση της πηγής υS είναι 2.0 Vrms, ενώ η συχνότητά της είναι ίση με 1 kHz.
• Με τη χρήση του πολυμέτρου (ωμομέτρου) μετρήστε τις πραγματικές τιμές των αντιστάσεων.
L R1
A
C ZL
υS +
_
R2
B
Σχήμα 10.13 Τo κύκλωμα της πειραματικής άσκησης.
• Υπολογίστε την απόκλιση (%) των πραγματικών από τις ονομαστικές τιμές των αντιστάσεων με τη
|𝑅𝑅 −𝑅𝑅 |
βοήθεια της σχέσης 𝛥𝛥𝛥𝛥 = Π Θ ∙ 100%, όπου RΘ η ονομαστική τιμή της αντίστασης και RΠ η
𝑅𝑅Θ
πραγματική τιμή της αντίστασης, όπως μετρήθηκε με το πολύμετρο.
Πίνακας 10.1 Οι τιμές (ονομαστικές και πραγματικές) των αντιστάσεων, καθώς και οι αποκλίσεις τους.
R2
• Με την πηγή τάσης υS συνδεδεμένη στο κύκλωμα ρυθμίστε με το πρώτο κανάλι του παλμογράφου το
πλάτος της τάσης της πηγής.
• Συνδέστε το δεύτερο κανάλι του παλμογράφου στα άκρα A, B του φορτίου και μετρήστε το πλάτος
της τάσης, 𝑉𝑉1̇ , και τη διαφορά φάσης της, φ1, ως προς την τάση της πηγής, για την οποία θεωρούμε
ότι έχει όρισμα μηδέν (τάση αναφοράς).
• Στη συνέχεια, συνδέστε το δεύτερο κανάλι του παλμογράφου στα άκρα της αντίστασης R2 και
̇ , και τη διαφορά φάσης της, φ2, ως προς την τάση της πηγής, για
μετρήστε το πλάτος της τάσης, 𝑉𝑉𝑅𝑅2
την οποία θεωρούμε ότι έχει όρισμα μηδέν (τάση αναφοράς).
𝑉𝑉̇𝑅𝑅2
• Από τον νόμο του Ohm 𝐼𝐼 ̇ = , να υπολογιστεί το πλάτος του ρεύματος.
𝑅𝑅2
• Υπολογίστε τη διαφορά φάσης μεταξύ της τάσης στα άκρα του φορτίου και του ρεύματος που το
διαρρέει με τη βοήθεια της σχέσης φ = φ1 – φ2.
• Να μετατρέψετε τα πλάτη της τάσης και του ρεύματος στις αντίστοιχες ενεργές τιμές.
• Να υπολογίσετε την πραγματική, άεργη και φαινόμενη ισχύ με τη χρήση των αντίστοιχων τύπων από
τη θεωρία.
10.8.1 Οδηγίες
Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε, πώς μπορούμε, εναλλακτικά του πειράματος χρησιμοποιώντας το
MultisimLive, να βρούμε την πραγματική, άεργη και φαινόμενη ισχύ ενός φορτίου 𝛧𝛧̇𝐿𝐿 .
10.8.2 Εφαρμογή
• Να σχεδιαστεί στο MultisimLive το κύκλωμα του Σχ. 10.13, που χρησιμοποιήθηκε στο αντίστοιχο
Πείραμα αυτού του Κεφαλαίου.
Προσοχή: H γείωση του κυκλώματος θα τοποθετηθεί στον αρνητικό πόλο της πηγής τάσης του
κυκλώματος.
• Με τη χρήση του probe ρεύματος να μετρηθεί στον Grapher το πλάτος του ρεύματος 𝐼𝐼 ,̇ καθώς και το
πλάτος της τάσης 𝑉𝑉̇.
• Επιπλέον, να μετρηθεί με τον Grapher η διαφορά φάσης μεταξύ της τάσης και του ρεύματος.
• Να μετατρέψετε τα πλάτη της τάσης και του ρεύματος στις αντίστοιχες ενεργές τιμές.
• Να υπολογίσετε την πραγματική, άεργη και φαινόμενη ισχύ με τη χρήση των αντίστοιχων τύπων από
τη θεωρία.
• Να συγκρίνετε τις προηγούμενες τιμές των ισχύων με τις αντίστοιχες που βρήκαμε πειραματικά.
2Ω 5Ω
10cos(5t – 30°) V +
_ 5Η 0.5 F
10.2 Στο κύκλωμα του Σχ. 10.15 να υπολογίσετε την πραγματική ισχύ που απορροφάται από την αντίσταση
των 50 Ω.
-j10 Ω
.
IX
.
50 Ω 2ΙX j5 Ω 10∠0° A
5Ω j10 Ω
-j5 Ω -j5 Ω
10.4 Να υπολογίσετε τον συντελεστή ισχύος στο δικτύωμα του Σχ. 10.17. Επίσης, να προσδιορίσετε αν ο
συντελεστής ισχύος είναι προπορείας ή μεταπορείας.
8Ω -j2 Ω
j2 Ω j4 Ω 2Ω
10.5 Στο κύκλωμα του Σχ. 10.18 να υπολογίσετε τη μιγαδική ισχύ που αποδίδεται από την πηγή υS.
10 Ω 15 Ω 20 μF
iX
+
10iΧ 30 mΗ υS 100cos1000t V
+
_ _
5Ω
j10 Η -j15 Ω
100∠60° V
+
_
12 Ω 30 Ω
10.7 Τρία φορτία συνδέονται παράλληλα σε πηγή 100 ∠ 0ο V. Το φορτίο 1 απορροφά ισχύ 30 kVAR με
συντελεστή ισχύος pf = 0.8 (μεταπορείας), το φορτίο 2 απορροφά ισχύ 50 kW και 10 kVAR προπορείας
και το φορτίο 3 απορροφά ισχύ 60 kW με συντελεστή ισχύος pf = 1.
Να υπολογίσετε:
(α) τη συνολική σύνθετη αντίσταση,
(β) τον συντελεστή ισχύος του παράλληλου συνδυασμού των τριών φορτίων και
(γ) το ρεύμα που παρέχει η πηγή στον παράλληλο συνδυασμό των τριών φορτίων.
10.8 Δύο φορτία συνδέονται παράλληλα σε πηγή 50 ∠ 60ο V. Το φορτίο 1 απορροφά ισχύ 15 kW με συντελεστή
ισχύος pf = 0.8 (μεταπορείας), ενώ το φορτίο 2 απορροφά ισχύ 30 kW με συντελεστή ισχύος pf = 0.95
(μεταπορείας).
Να υπολογίσετε:
(α) τον συντελεστή ισχύος του παράλληλου συνδυασμού και
(β) την τιμή της χωρητικότητας του πυκνωτή που πρέπει να συνδεθεί παράλληλα στο δικτύωμα της
άσκησης έτσι ώστε να αυξηθεί ο συντελεστής ισχύος στην τιμή pf = 1.
j1 Ω
-j2 Ω
5Ω
.
10 Ω ΖL +
_ 20∠0° V
10.10 (α) Στο κύκλωμα του Σχ. 10.21 να υπολογίσετε τη σύνθετη αντίσταση φορτίου 𝑍𝑍̇𝐿𝐿 προκειμένου να
αποδίδεται σε αυτό η μέγιστη ισχύς.
(β) Επίσης, να υπολογίσετε την τιμή της μέγιστης αποδιδόμενης ισχύος στο φορτίο.
60 Ω -j20 Ω
4∠90° A .
ZL
j40 Ω 80 Ω
Προαπαιτούμενη γνώση
Διαιρέτης Τάσης, Πυκνωτής, Πηνίο, Μιγαδικοί Αριθμοί, Ημιτονική Σταθερή Κατάσταση.
11.1 Εισαγωγή
Στην ανάλυση που προηγήθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια σχετικά με τα κυκλώματα που δουλεύουν στο
εναλλασσόμενο ρεύμα, είδαμε τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να βρούμε τις τάσεις και τα ρεύματα,
όταν τα κυκλώματα διεγείρονται από πηγές με σταθερή συχνότητα. Όταν ωστόσο το πλάτος της πηγής
παραμένει σταθερό και μεταβάλλεται η συχνότητα, τότε πρέπει να μελετήσουμε τη συχνοτική απόκριση
(frequency response) του κυκλώματος, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως ένας τρόπος περιγραφής της ημιτονικής
σταθερής κατάστασης ενός κυκλώματος ως συνάρτηση της συχνότητας.
Πιο συγκεκριμένα:
Ορισμός 1:
Η συχνοτική απόκριση ενός κυκλώματος είναι η μεταβολή της συμπεριφοράς του, που προκύπτει από την αλλαγή
της συχνότητας του σήματος που διεγείρει το κύκλωμα.
Επομένως, η συχνοτική απόκριση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη μελέτη πολλών κατηγοριών κυκλωμάτων
που βρίσκουν εφαρμογές σε πεδία όπως οι επικοινωνίες και τα συστήματα ελέγχου. Μια ιδιαίτερα χρήσιμη
εφαρμογή είναι τα κυκλώματα των φίλτρων, που θα παρουσιάσουμε αναλυτικότερα στη συνέχεια, τα οποία
εμποδίζουν τη διέλευση σημάτων από την είσοδο στην έξοδο, όταν αυτά αντιστοιχούν σε «ανεπιθύμητες»
περιοχές του φάσματος συχνοτήτων, ενώ επιτρέπουν τη διέλευση σημάτων που αντιστοιχούν σε «επιθυμητές»
περιοχές του φάσματος συχνοτήτων.
Επομένως, όπως γίνεται αντιληπτό, η συχνοτική απόκριση κυκλωμάτων που δουλεύουν στο
εναλλασσόμενο ρεύμα είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, τόσο στην ανάλυση της συμπεριφοράς τους όσο και στις
πρακτικές εφαρμογές που έχουν.
Στη συνέχεια, θα γίνει η παράθεση των εννοιών που χρησιμοποιούνται κατά τη μελέτη της συχνοτικής
απόκρισης κυκλωμάτων.
+ +
. Γραμμικό .
Vi Κύκλωμα Vo
_ _
Ορισμός 2:
Η συνάρτηση μεταφοράς ενός κυκλώματος είναι ο λόγος του μιγαδικού ανύσματος της τάσης εξόδου 𝑉𝑉𝑜𝑜̇ προς το
μιγαδικό άνυσμα της τάσης εισόδου 𝑉𝑉𝑖𝑖̇ , για κάθε κυκλική συχνότητα ω [1], [2].
Οπότε ισχύει:
𝑉𝑉ο̇
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) = = 𝐴𝐴V ∠ 𝜃𝜃 (11.1)
𝑉𝑉i̇
όπου το μέτρο της συνάρτησης μεταφοράς που εκφράζει τον λόγο των πλατών των τάσεων εισόδου και εξόδου
είναι:
𝑉𝑉ο
𝐴𝐴V = (11.2)
𝑉𝑉i
και ονομάζεται απολαβή τάσης (voltage gain) ή ενίσχυση τάσης.
Ανάλογα με την τιμή που λαμβάνει η απολαβή τάσης, το γραμμικό κύκλωμα διακρίνεται σε:
• ενισχυτή, όταν AV > 1 (το πλάτος της τάσης εξόδου είναι μεγαλύτερο από το πλάτος της τάσης
εισόδου),
11.3 Decibel
Εναλλακτικά της απολαβής τάσης Av πολλές φορές υπολογίζουμε την απολαβή ισχύος, δηλαδή τον λόγο της
ισχύος του σήματος εξόδου προς την ισχύ του σήματος εισόδου.
𝑃𝑃ο
𝐴𝐴P = (11.3)
𝑃𝑃i
Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις κυκλωμάτων η απολαβή τάσης ή ισχύος μπορούν να λάβουν είτε πολύ
μεγάλες είτε πολύ μικρές τιμές. Επομένως, είναι εξαιρετικά δύσκολη η γραφική αναπαράσταση αυτών των
μεγεθών σε συνάρτηση με τη συχνότητα. Για αυτόν τον λόγο, σε αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιούμε τη
γνωστή λογαριθμική κλίμακα bel (B) που εκφράζει την αύξηση ή τη μείωση της ισχύος κατά μία τάξη μεγέθους.
Επομένως, η απολαβή ισχύος εκφρασμένη σε bel γράφεται ως [3] - [5]:
𝑃𝑃ο
𝐴𝐴P(bel) = log10 (11.4)
𝑃𝑃i
Από την Εξ. (11.4) προκύπτει ότι:
• Για Po < Pi, τότε Αp(bel) < 0 bel και το κύκλωμα συμπεριφέρεται ως εξασθενητής.
• Για Po > Pi, τότε Αp(bel) > 0 bel και το κύκλωμα συμπεριφέρεται ως ενισχυτής.
• Για Po = Pi, τότε Αp(bel) = 0 bel, δηλαδή η είσοδος και η έξοδος παρουσιάζουν το ίδιο επίπεδο ισχύος.
Επειδή όμως και η μονάδα bel είναι μεγάλη, χρησιμοποιείται ως επί το πλείστoν για να μετρήσουμε τη
λογαριθμική μεταβολή της ισχύος η μονάδα decibel (dB), για την οποία ισχύει 1 Β = 10 dB.
Οπότε,
𝑃𝑃ο
𝐴𝐴P(dB) = 10 log10 (11.5)
𝑃𝑃i
Σε dB μπορούμε να εκφράσουμε επίσης την απολαβή τάσης AV. Για τον σκοπό αυτό θεωρούμε ότι η
αντίσταση εισόδου Ri και εξόδου Ro του κυκλώματος (Σχ. 11.2) έχουν την ίδια τιμή. Οπότε, από την Εξ. (11.5),
με αντικατάσταση της ισχύος του σήματος εισόδου και εξόδου, προκύπτει:
𝑉𝑉o2
𝑅𝑅o
𝐴𝐴P(dB) = 10 log10 (11.6)
𝑉𝑉i2
𝑅𝑅i
Θέτοντας, Ri = Ro, η προηγούμενη σχέση γράφεται:
𝑉𝑉o2
𝐴𝐴P(dB) = 10 log10 (11.7)
𝑉𝑉i2
ή
Σχήμα 11.2 Γραμμικό κύκλωμα στο οποίο απεικονίζονται οι αντιστάσεις εισόδου και εξόδου.
𝑉𝑉ο 2
𝐴𝐴P(dB) = 10 log10 � � (11.8)
𝑉𝑉i
ή
𝑉𝑉ο
𝐴𝐴P(dB) = 20log10 (11.9)
𝑉𝑉i
Η Εξ. (11.9) εκφράζει όμως το ισοδύναμο της απολαβής τάσης σε dB, οπότε:
𝑉𝑉ο
𝐴𝐴V(dB) = 20log10 (11.10)
𝑉𝑉i
Παρατήρηση 1:
Αντίστοιχα, με την απολαβή τάσης προκύπτει και η απολαβή ρεύματος σε dB, η οποία εκφράζεται ως:
𝐼𝐼ο
𝐴𝐴I(dB) = 20log10 (11.11)
𝐼𝐼i
Η συχνοτική απόκριση της απολαβής τάσης AV, καθώς και αυτή του ορίσματος θ της συνάρτησης μεταφοράς,
ως προς τη συχνότητα (ω ή f), απεικονίζονται με τη βοήθεια των συχνοτικών διαγραμμάτων. Σε πολλές
περιπτώσεις όμως το εύρος της περιοχής συχνοτήτων, στο οποίο μελετάμε τη συμπεριφορά ενός κυκλώματος,
μπορεί να είναι μεγάλο, με αποτέλεσμα να μην είναι ιδιαίτερα χρήσιμη η γραμμική κλίμακα που
χρησιμοποιούμε σε διαγράμματα, όπως αυτά που σχεδιάζουμε σε millimétré χαρτί. Για αυτόν κυρίως τον λόγο,
έχει καθιερωθεί η πρακτική να σχεδιάζονται η απολαβή τάσης και το όρισμα της συνάρτησης μεταφοράς
έχοντας τη συχνότητα σε λογαριθμική κλίμακα. Τέτοια διαγράμματα είναι γνωστά ως διαγράμματα Bode (Bode
plots). Επομένως, τα διαγράμματα Bode είναι διαγράμματα της απολαβής τάσης AV (εκφρασμένης σε dΒ) και
του ορίσματος θ της συνάρτησης μεταφοράς, σε συνάρτηση της συχνότητας.
Ορισμός 3:
Τα φίλτρα ή ηθμοί είναι κυκλώματα που επιτρέπουν τη διέλευση από την είσοδο στην έξοδο του κυκλώματος,
σημάτων από κάποια συγκεκριμένη περιοχή του φάσματος συχνοτήτων και παράλληλα εμποδίζουν τη διέλευση
σημάτων διαφορετικής συχνότητας [1].
Άρα, τα φίλτρα μπορούν να θεωρηθούν ως συσκευές που «επιλέγουν» μία ή περισσότερες περιοχές του
φάσματος συχνοτήτων, για αυτό και αποτελούν τμήμα των κυκλωμάτων που περιλαμβάνουν τα ραδιόφωνα και
οι τηλεοράσεις, προκειμένου να εστιάσουν σε μια επιθυμητή περιοχή συχνοτήτων, από το πλήθος των σημάτων
που εκπέμπονται στο περιβάλλον. Επιπλέον, από τις πιο συνηθισμένες εφαρμογές των φίλτρων είναι ο
αποχωρισμός του σήματος (χρήσιμης πληροφορίας) από τον θόρυβο.
Τα φίλτρα μπορούν να υλοποιηθούν με διάφορους τρόπους, χρησιμοποιώντας είτε ηλεκτρικά είτε
ηλεκτρονικά στοιχεία. Επομένως, ανάλογα με το είδος των στοιχείων που χρησιμοποιούνται στην υλοποίηση
των φίλτρων, αυτά ταξινομούνται κυρίως σε:
• Παθητικά Φίλτρα: Χρησιμοποιούνται μόνο παθητικά στοιχεία (R, L, C) και τα φίλτρα αυτά έχουν
τα εξής χαρακτηριστικά:
Δεν απαιτούν εξωτερική τροφοδοσία.
Είναι απλά στη σχεδίαση.
Είναι (συνήθως) ακριβά.
Δεν μπορούν να ενισχύσουν το σήμα.
• Ενεργά Φίλτρα: Χρησιμοποιούνται ενεργά στοιχεία (τελεστικοί ενισχυτές ή τρανζίστορ) και τα
φίλτρα αυτά έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:
Απαιτούν εξωτερική τροφοδοσία.
Είναι πολύπλοκα στη σχεδίαση κυκλώματα.
Είναι φθηνά.
Μπορούν επιπλέον να ενισχύσουν το σήμα.
Επίσης, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν καταγραφεί στη βιβλιογραφία και άλλες κατηγορίες φίλτρων, όπως
είναι τα ψηφιακά, τα ηλεκτρομηχανικά, και τα μικροκυματικά φίλτρα.
Μια δεύτερη πολύ σημαντική κατηγοριοποίηση των φίλτρων σχετίζεται με τη συχνοτική περιοχή
λειτουργίας τους. Επομένως, τα φίλτρα μπορούν να διακριθούν σε:
• Χαμηλοπερατά Φίλτρα (Low-Pass Filters): Επιτρέπουν τη διέλευση σημάτων χαμηλής
συχνότητας, μέχρι μια χαρακτηριστική συχνότητα, που είναι γνωστή ως συχνότητα αποκοπής (fC).
Δηλαδή, επιτρέπουν τη διέλευση σημάτων στην περιοχή συχνοτήτων 0 < f < fC.
• Υψηλοπερατά Φίλτρα (High-Pass Filters): Επιτρέπουν τη διέλευση σημάτων με συχνότητες
μεγαλύτερες από τη συχνότητα αποκοπής (fC). Δηλαδή, επιτρέπουν τη διέλευση σημάτων στην
περιοχή συχνοτήτων f > fC.
ΑV ΑV
Ζώνη Ζώνη
Ζώνη Διέλευσης Διέλευσης Διέλευσης
1 1
Ζώνη Ζώνη Ζώνη
Αποκοπής Αποκοπής Αποκοπής
0 fC1 fC2 f 0 fC1 fC2 f
(γ) (δ)
Σχήμα 11.3 Ιδανική συχνοτική απόκριση (α) χαμηλοπερατού φίλτρου, (β) υψηλοπερατού φίλτρου,
(γ) φίλτρου ζώνης διέλευσης και (δ) φίλτρου ζώνης απόρριψης.
Λόγω της απλότητας του κυκλώματος αυτού μπορούμε να βρούμε τη συμπεριφορά του στις οριακές συνθήκες
και επομένως να διαπιστώσουμε αν μπορεί να λειτουργήσει ως χαμηλοπερατό φίλτρο.
Δηλαδή,
1
• Για ω → 0: O πυκνωτής συμπεριφέρεται σαν ανοικτός διακόπτης, γιατί → ∞. Άρα: 𝑉𝑉ȯ = 𝑉𝑉i̇ .
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
1
• Για ω → ∞: O πυκνωτής συμπεριφέρεται σαν κλειστός διακόπτης, γιατί → 0. Άρα: 𝑉𝑉ȯ = 0.
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
Για να μελετήσουμε αναλυτικά τη συμπεριφορά του κυκλώματος του Σχ. 11.4 ξεκινάμε από τον
υπολογισμό της συνάρτησης μεταφοράς. Ένας σχετικά εύκολος τρόπος προκειμένου να βρούμε τη συνάρτηση
μεταφοράς, όχι μόνο στο συγκεκριμένο χαμηλοπερατό φίλτρο, αλλά γενικά σε όλα τα φίλτρα που θα
παρουσιαστούν, είναι να τα μελετάμε από τη σκοπιά του διαιρέτη τάσης [1].
Επομένως,
𝛧𝛧̇C
𝑉𝑉ο̇ = 𝑉𝑉̇i (11.19)
𝑅𝑅 + 𝛧𝛧̇C
ή
𝑉𝑉ο̇ 𝛧𝛧̇C
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) = = (11.20)
𝑉𝑉̇i 𝑅𝑅 + 𝛧𝛧̇C
ή
1
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) = (11.21)
1
𝑅𝑅 +
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
ή
1
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) = (11.22)
1 + 𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
Με βάση τον ορισμό της συχνότητας αποκοπής βρήκαμε ότι η τάση εξόδου Vo είναι ίση με το 0.707 της
τάσης εισόδου Vi. Οπότε για να ικανοποιείται αυτή η συνθήκη στο κύκλωμα του Σχ. 11.5 προκύπτει από την
Εξ. (11.22) ότι:
1
𝜔𝜔C = (11.23)
𝑅𝑅𝑅𝑅
Επομένως, η συνάρτηση μεταφοράς γράφεται ως:
Παρατήρηση 2:
Παρατηρώντας τη συνάρτηση μεταφοράς που βρήκαμε στην Εξ. (11.25) διαπιστώνουμε τα ακόλουθα:
• Η συνάρτηση μεταφοράς δεν εξαρτάται από το πλάτος του σήματος εισόδου.
• Η συνάρτηση μεταφοράς εξαρτάται μόνο από τη συχνότητα του σήματος εισόδου και τις τιμές των
στοιχείων του κυκλώματος.
1
𝐴𝐴V = |𝑇𝑇𝑇𝑇(𝑗𝑗𝑗𝑗)| = (11.27)
2
�1 + � 𝑓𝑓 �
𝑓𝑓C
ή εκφρασμένη σε dB,
1
𝐴𝐴V(dB) = 20log10 (11.28)
2
�1 + � 𝑓𝑓 �
𝑓𝑓C
𝑓𝑓 2
𝐴𝐴V(dB) �
= −20log10 1 + � � (11.29)
𝑓𝑓C
Στο Σχ. 11.5 παρουσιάζεται το διάγραμμα Bode της απολαβής τάσης AV της Εξ. (11.29).
Επιπλέον, από την Εξ. (11.29) προκύπτει ότι:
• Για f << fC ισχύει: 𝐴𝐴V(dB) → −20log10 1 = 0 dB. Δηλαδή, η τάση εισόδου είναι ίση με την τάση
εξόδου, όπως περιμένουμε, λόγω του χαμηλοπερατού φίλτρου που υλοποιεί το κύκλωμα του Σχ. 11.4.
Αυτή η περιοχή τιμών στο διάγραμμα Bode του Σχ. 11.6 ονομάζεται πλατώ.
• Για f = fC ισχύει: 𝐴𝐴V(dB) = −20log10 √2 = −3 dB. Δηλαδή, όπως είχαμε ορίσει, στη συχνότητα
αποκοπής η τάση εξόδου είναι κατά 3 dB μικρότερη από την τάση εισόδου και βρίσκεται λίγο μετά
το «γόνατο» στο διάγραμμα Bode του Σχ. 11.5.
• Για f > fC η απολαβή τάσης μεταβάλλεται με ρυθμό –20 dB ανά δεκάδα αύξησης της συχνότητας.
Σχήμα 11.5 Tο διάγραμμα Bode της απολαβής τάσης AV, για το απλό χαμηλοπερατό φίλτρο RC.
R1
+
. .
Vi +
_ R2 C Vo
_
Στο κύκλωμα του Σχ. 11.7 μπορούμε να βρούμε τη συμπεριφορά του στις οριακές συνθήκες και επομένως
να διαπιστώσουμε αν μπορεί να λειτουργήσει ως χαμηλοπερατό φίλτρο.
Δηλαδή,
𝑅𝑅2 1 (11.37)
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) =
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 1 + 𝑗𝑗 𝜔𝜔𝑅𝑅1 𝑅𝑅2 𝐶𝐶
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2
Θέτοντας, ως συχνότητα αποκοπής:
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2
𝜔𝜔C = (11.38)
𝑅𝑅1 𝑅𝑅2 𝐶𝐶
Η συνάρτηση μεταφοράς γράφεται ως:
𝑅𝑅2 1
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) = (11.39)
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 1 + 𝑗𝑗 𝜔𝜔
𝜔𝜔C
ή αν εκφράσουμε τη συχνότητα σε Hertz προκύπτει:
Παρατήρηση 3:
Παρατηρώντας τη συνάρτηση μεταφοράς που βρήκαμε στην Εξ. (11.40) διαπιστώνουμε τα ακόλουθα:
• Η συνάρτηση μεταφοράς δεν εξαρτάται από το πλάτος του σήματος εισόδου.
• Η συνάρτηση μεταφοράς εξαρτάται μόνο από τη συχνότητα του σήματος εισόδου και τις τιμές των
στοιχείων του κυκλώματος.
𝑅𝑅2 1
𝐴𝐴V = |𝑇𝑇𝑇𝑇(𝑗𝑗𝑗𝑗)| = (11.42)
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 2
�1 + � 𝑓𝑓 �
𝑓𝑓C
ή εκφρασμένη σε dB,
𝑅𝑅2 1
𝐴𝐴V(dB) = 20log10 (11.43)
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 2
�1 + � 𝑓𝑓 �
𝑓𝑓C
𝑅𝑅2 1
𝐴𝐴V(dB) = 20log10 + 20log10 (11.44)
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 2
�1 + � 𝑓𝑓 �
𝑓𝑓C
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 𝑓𝑓 2
𝐴𝐴V(dB) = −20log10 − 20log10 �1 + � � (11.45)
𝑅𝑅2 𝑓𝑓C
Στο Σχ. 11.8 παρουσιάζεται το διάγραμμα Bode της απολαβής τάσης AV της Εξ. (11.45).
Επιπλέον, από την Εξ. (11.45) προκύπτει ότι:
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2
• Για f << fC ισχύει: 𝐴𝐴V(dB) → −20log10 dB. Δηλαδή, το πλατώ δεν είναι μηδέν, όπως στο απλό
𝑅𝑅2
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2
χαμηλοπερατό φίλτρο, αλλά βρίσκεται στην τιμή −20log10 dB.
𝑅𝑅2
Σχήμα 11.8 Tο διάγραμμα Bode της απολαβής τάσης AV, για ένα παράδειγμα σύνθετου χαμηλοπερατού φίλτρου RC.
+
. .
Vi +
_ R Vo
_
Στο κύκλωμα του Σχ. 11.11 μπορούμε να βρούμε τη συμπεριφορά του στις οριακές συνθήκες και επομένως
να διαπιστώσουμε αν μπορεί να λειτουργήσει ως χαμηλοπερατό φίλτρο.
Δηλαδή,
• Για ω → 0: Το πηνίο συμπεριφέρεται σαν κλειστός διακόπτης. Άρα: 𝑉𝑉ȯ = 𝑉𝑉̇i .
• Για ω → ∞: Το πηνίο συμπεριφέρεται σαν ανοικτός διακόπτης. Άρα: 𝑉𝑉ȯ = 0.
1 (11.49)
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) =
𝐿𝐿
1 + 𝑗𝑗𝑗𝑗
𝑅𝑅
ή
1 (11.50)
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) = 𝜔𝜔
1 + 𝑗𝑗
𝜔𝜔C
όπου,
𝑅𝑅
𝜔𝜔C = (11.51)
𝐿𝐿
Επομένως, η συνάρτηση μεταφοράς εκφρασμένη σε Hertz γράφεται ως:
1 (11.52)
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) =
𝑓𝑓
1 + 𝑗𝑗
𝑓𝑓C
όπου, η συχνότητα αποκοπής είναι:
𝑅𝑅
𝑓𝑓C = (11.53)
2𝜋𝜋𝜋𝜋
Παρατήρηση 4:
Παρατηρώντας τη συνάρτηση μεταφοράς που βρήκαμε στην Εξ. (11.52) διαπιστώνουμε επίσης τα ακόλουθα:
• Η συνάρτηση μεταφοράς δεν εξαρτάται από το πλάτος του σήματος εισόδου.
• Η συνάρτηση μεταφοράς εξαρτάται μόνο από τη συχνότητα του σήματος εισόδου και τις τιμές των
στοιχείων του κυκλώματος.
1
𝐴𝐴V = |𝑇𝑇𝑇𝑇(𝑗𝑗𝑗𝑗)| = (11.54)
2
�1 + � 𝑓𝑓 �
𝑓𝑓C
ή εκφρασμένη σε dB,
ή
𝑓𝑓 2
𝐴𝐴V(dB) = −20log10 �1 + � � (11.56)
𝑓𝑓C
Στο Σχ. 11.11 παρουσιάζεται το διάγραμμα Bode της απολαβής τάσης AV της Εξ. (11.56).
Επιπλέον, από την Εξ. (11.56) προκύπτουν τα εξής:
• Για f << fC ισχύει: 𝐴𝐴V(dB) = 0 dB.
• Για f = fC ισχύει: 𝐴𝐴V(dB) = −3 dB.
• Για f > fC η απολαβή τάσης μεταβάλλεται με ρυθμό –20 dB ανά δεκάδα αύξησης της συχνότητας.
Το όρισμα θ της συνάρτησης μεταφοράς της Εξ. (11.52), δηλαδή η μετατόπιση φάσης της τάσης εξόδου
σε σχέση με την τάση εισόδου είναι:
𝑓𝑓
𝜃𝜃 = −t𝑎𝑎𝑎𝑎−1 � � (11.57)
𝑓𝑓C
Στο Σχ. 11.12 παρουσιάζεται το διάγραμμα Bode του ορίσματος θ της συνάρτησης μεταφοράς, όπως το
υπολογίσαμε στην Εξ. (11.57).
Σχήμα 11.11 Tο διάγραμμα Bode της απολαβής τάσης AV, για τo απλό χαμηλοπερατό φίλτρο RL.
R1 L
+
. .
Vi +
_ R2 Vo
_
Στο κύκλωμα του Σχ. 11.13 μπορούμε να βρούμε τη συμπεριφορά του στις οριακές συνθήκες και επομένως
να διαπιστώσουμε αν μπορεί να λειτουργήσει ως χαμηλοπερατό φίλτρο.
Δηλαδή,
𝑅𝑅2 1 (11.62)
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) =
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 1 + 𝑗𝑗 𝜔𝜔
𝜔𝜔C
ή αν εκφράσουμε τη συχνότητα σε Hertz προκύπτει:
𝑅𝑅2 1 (11.63)
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) =
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 𝑓𝑓
1 + 𝑗𝑗
𝑓𝑓C
όπου, η συχνότητα αποκοπής είναι:
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2
𝑓𝑓C = (11.64)
2𝜋𝜋𝜋𝜋
Παρατήρηση 5:
Παρατηρώντας τη συνάρτηση μεταφοράς που βρήκαμε στην Εξ. (11.63) διαπιστώνουμε επίσης τα ακόλουθα:
• Η συνάρτηση μεταφοράς δεν εξαρτάται από το πλάτος του σήματος εισόδου.
• Η συνάρτηση μεταφοράς εξαρτάται μόνο από τη συχνότητα του σήματος εισόδου και τις τιμές των
στοιχείων του κυκλώματος.
• Για f > fC η απολαβή τάσης μεταβάλλεται με ρυθμό –20 dB ανά δεκάδα αύξησης της συχνότητας.
Η απολαβή τάσης AV, δηλαδή το μέτρο της συνάρτησης μεταφοράς, είναι:
ή εκφρασμένη σε dB,
𝑅𝑅2 1
𝐴𝐴V(dB) = 20log10 (11.66)
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 2
�1 + � 𝑓𝑓 �
𝑓𝑓C
𝑅𝑅2 1
𝐴𝐴V(dB) = 20log10 + 20log10 (11.67)
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 2
�1 + � 𝑓𝑓 �
𝑓𝑓C
ή
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2 𝑓𝑓 2
𝐴𝐴V(dB) = −20log10 − 20log10 �1 + � � (11.68)
𝑅𝑅2 𝑓𝑓C
Στο Σχ. 11.14 παρουσιάζεται το διάγραμμα Bode της απολαβής τάσης AV της Εξ. (11.68).
Επιπλέον, από την Εξ. (11.68) προκύπτουν τα εξής:
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2
• Για f << fC ισχύει: 𝐴𝐴V(dB) = −20log10 dB. Δηλαδή, το πλατώ δεν είναι μηδέν, όπως στο απλό
𝑅𝑅2
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2
χαμηλοπερατό φίλτρο, αλλά βρίσκεται στην τιμή −20log10 dB.
𝑅𝑅2
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2
• Για f = fC ισχύει: 𝐴𝐴V(dB) = −20log10 − 20log10 √2. Δηλαδή, η συχνότητα αποκοπής είναι κατά
𝑅𝑅2
3 dB χαμηλότερα από το πλατώ.
• Για f > fC η απολαβή τάσης μεταβάλλεται με ρυθμό –20 dB ανά δεκάδα αύξησης της συχνότητας.
Το όρισμα θ της συνάρτησης μεταφοράς της Εξ. (11.63), δηλαδή η μετατόπιση φάσης της τάσης εξόδου
σε σχέση με την τάση εισόδου είναι:
𝑓𝑓
𝜃𝜃 = −t𝑎𝑎𝑎𝑎−1 � � (11.69)
𝑓𝑓C
Στο Σχ. 11.15 παρουσιάζεται το διάγραμμα Bode του ορίσματος θ της συνάρτησης μεταφοράς, όπως το
υπολογίσαμε στην Εξ. (11.69).
Σχήμα 11.15 Tο διάγραμμα Bode του ορίσματος θ της συνάρτησης μεταφοράς, για το σύνθετο χαμηλοπερατό φίλτρο RL.
+
. .
Vi +
_ R Vo
_
Για να μελετήσουμε αναλυτικά τη συμπεριφορά του κυκλώματος του Σχ. 11.16 ξεκινάμε από τον
υπολογισμό της συνάρτησης μεταφοράς, με τη χρήση του διαιρέτη τάσης [1].
Επομένως,
𝑅𝑅
𝑉𝑉ο̇ = 𝑉𝑉̇i (11.70)
𝑅𝑅 + 𝛧𝛧̇C
ή
𝑉𝑉ο̇ 𝑅𝑅
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) = = (11.71)
̇𝑉𝑉i 𝑅𝑅 + 𝛧𝛧̇C
ή
1 (11.73)
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) =
1
1 − 𝑗𝑗
𝜔𝜔𝜔𝜔𝜔𝜔
Με βάση τον ορισμό της συχνότητας αποκοπής βρήκαμε ότι η τάση εξόδου Vo είναι ίση με το 0.707 της
τάσης εισόδου Vi. Οπότε για να ικανοποιείται αυτή η συνθήκη στο κύκλωμα του Σχ. 11.16 προκύπτει από την
Εξ. (11.73) ότι:
1
𝜔𝜔C = (11.74)
𝑅𝑅𝑅𝑅
Επομένως, η συνάρτηση μεταφοράς γράφεται ως:
1 (11.75)
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) = 𝜔𝜔
1 − 𝑗𝑗 C
𝜔𝜔
ή αν εκφράσουμε τη συχνότητα σε Hertz προκύπτει:
1 (11.76)
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) =
𝑓𝑓
1 − 𝑗𝑗 C
𝑓𝑓
όπου, η συχνότητα αποκοπής είναι:
1
𝑓𝑓C = (11.77)
2𝜋𝜋𝜋𝜋𝜋𝜋
Παρατήρηση 6:
Παρατηρώντας τη συνάρτηση μεταφοράς που βρήκαμε στην Εξ. (11.76) διαπιστώνουμε τα ακόλουθα:
• Η συνάρτηση μεταφοράς δεν εξαρτάται από το πλάτος του σήματος εισόδου.
• Η συνάρτηση μεταφοράς εξαρτάται μόνο από τη συχνότητα του σήματος εισόδου και τις τιμές των
στοιχείων του κυκλώματος.
1
𝐴𝐴V = |𝑇𝑇𝑇𝑇(𝑗𝑗𝑗𝑗)| = (11.78)
2
�1 + �𝑓𝑓C �
𝑓𝑓
ή εκφρασμένη σε dB,
𝑓𝑓C 2
𝐴𝐴V(dB) = −20log10 �1 + � � (11.80)
𝑓𝑓
Στο Σχ. 11.17 παρουσιάζεται το διάγραμμα Bode της απολαβής τάσης AV της Εξ. (11.80).
Επιπλέον, από την Εξ. (11.80) προκύπτουν τα ακόλουθα:
• Για f << fC η απολαβή τάσης μεταβάλλεται με ρυθμό 20 dB ανά δεκάδα αύξησης της συχνότητας.
• Για f = fC ισχύει: 𝐴𝐴V(dB) = −20log10 √2 = −3 dB. Δηλαδή, όπως είχαμε ορίσει, στη συχνότητα
αποκοπής η τάση εξόδου είναι κατά 3 dB μικρότερη από την τάση εισόδου και βρίσκεται λίγο πριν
το «γόνατο» στο διάγραμμα Bode του Σχ. 11.18.
• Για f > fC ισχύει: 𝐴𝐴V(dB) = −20log10 1 = 0 dB. Δηλαδή, η τάση εισόδου είναι ίση με την τάση εξόδου,
όπως περιμένουμε, λόγω του υψηλοπερατού φίλτρου που υλοποιεί το κύκλωμα του Σχ. 11.16. Η
περιοχή αυτή τιμών στο διάγραμμα Bode του Σχ. 11.18 ονομάζεται πλατώ.
Το όρισμα θ της συνάρτησης μεταφοράς της Εξ. (11.76), δηλαδή η μετατόπιση φάσης της τάσης εξόδου
σε σχέση με την τάση εισόδου είναι:
0 𝑓𝑓C
𝜃𝜃 = t𝑎𝑎𝑎𝑎−1 � � − t𝑎𝑎𝑎𝑎−1 �− � (11.81)
1 𝑓𝑓
ή
𝑓𝑓
𝜃𝜃 = 90o − t𝑎𝑎𝑎𝑎−1 � � (11.82)
𝑓𝑓C
Στο Σχ. 11.18 παρουσιάζεται το διάγραμμα Bode του ορίσματος θ της συνάρτησης μεταφοράς, όπως το
υπολογίσαμε στην Εξ. (11.82).
Επομένως, από την Εξ. (11.82) προκύπτουν τα εξής:
• Για f << fC ισχύει: 𝜃𝜃 → 90ο .
• Για f = fC ισχύει: 𝜃𝜃 → 45ο .
• Για f → ∞ ισχύει: 𝜃𝜃 → 0ο .
Στην περιοχή 0.1 fC < f < 10 fC ο ρυθμός μεταβολής του ορίσματος της συνάρτησης μεταφοράς μπορεί να
θεωρηθεί προσεγγιστικά ως –45ο ανά δεκάδα αύξησης της συχνότητας.
Σχήμα 11.18 Tο διάγραμμα Bode του ορίσματος θ της συνάρτησης μεταφοράς, για το απλό υψηλοπερατό φίλτρο RC.
R1 C
+
. .
Vi +
_ R2 Vo
_
Στο κύκλωμα του Σχ. 11.19 μπορούμε να βρούμε τη συμπεριφορά του στις οριακές συνθήκες και επομένως
να διαπιστώσουμε αν μπορεί να λειτουργήσει ως υψηλοπερατό φίλτρο.
Δηλαδή,
• Για ω → 0: O πυκνωτής συμπεριφέρεται σαν ανοικτός διακόπτης. Άρα: 𝑉𝑉ȯ = 0.
• Για ω → ∞: O πυκνωτής συμπεριφέρεται σαν κλειστός διακόπτης. Επομένως, το κύκλωμα
μετασχηματίζεται σε ένα απλό κύκλωμα διαιρέτη τάσης μόνο με τις δύο αντιστάσεις R1 και R2. Άρα:
𝑅𝑅
𝑉𝑉ȯ = 2 𝑉𝑉̇.
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2
Για να μελετήσουμε αναλυτικά τη συμπεριφορά του κυκλώματος του Σχ. 11.19 ξεκινάμε πάλι από τον
υπολογισμό της συνάρτησης μεταφοράς, με την εφαρμογή του διαιρέτη τάσης [1].
Επομένως,
𝑅𝑅2
𝑉𝑉ο̇ = 𝑉𝑉i̇ (11.83)
1
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 +
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
Οπότε,
𝑅𝑅2 1 (11.89)
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) =
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 𝑓𝑓
1 − 𝑗𝑗 C
𝑓𝑓
όπου, η συχνότητα αποκοπής είναι:
1
𝑓𝑓C = (11.90)
2𝜋𝜋𝜋𝜋 (𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 )
Παρατήρηση 7:
Παρατηρώντας τη συνάρτηση μεταφοράς που βρήκαμε στην Εξ. (11.89) διαπιστώνουμε επίσης τα ακόλουθα:
• Η συνάρτηση μεταφοράς δεν εξαρτάται από το πλάτος του σήματος εισόδου.
• Η συνάρτηση μεταφοράς εξαρτάται μόνο από τη συχνότητα του σήματος εισόδου και τις τιμές των
στοιχείων του κυκλώματος.
𝑅𝑅2 1
𝐴𝐴V = |𝑇𝑇𝑇𝑇(𝑗𝑗𝑗𝑗)| = (11.91)
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 2
�1 + �𝑓𝑓C �
𝑓𝑓
ή εκφρασμένη σε dB,
𝑅𝑅2 1
𝐴𝐴V(dB) = 20log10 (11.92)
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 2
�1 + �𝑓𝑓C �
𝑓𝑓
ή
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2 𝑓𝑓 2
𝐴𝐴V(dB) = −20log10 − 20log10 �1 + � C � (11.94)
𝑅𝑅2 𝑓𝑓
Στο Σχ. 11.20 παρουσιάζεται το διάγραμμα Bode της απολαβής τάσης AV της Εξ. (11.94).
Επιπλέον, από την Εξ. (11.94) προκύπτει ότι:
• Για f << fC η απολαβή τάσης μεταβάλλεται με ρυθμό 20 dB ανά δεκάδα αύξησης της συχνότητας.
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2
• Για f = fC ισχύει: 𝐴𝐴V(dB) = −20log10 − 20log10 √2. Δηλαδή, η συχνότητα αποκοπής είναι κατά
𝑅𝑅2
3 dB χαμηλότερα από το πλατώ και βρίσκεται λίγο πριν το «γόνατο» στο διάγραμμα Bode του Σχ.
11.20.
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2
• Για f > fC ισχύει: 𝐴𝐴V(dB) = −20log10 dB. Δηλαδή, το πλατώ δεν είναι μηδέν, όπως στο απλό
𝑅𝑅2
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2
υψηλοπερατό φίλτρο, αλλά βρίσκεται στην τιμή −20log10 dB.
𝑅𝑅2
Το όρισμα θ της συνάρτησης μεταφοράς της Εξ. (11.89), δηλαδή η μετατόπιση φάσης της τάσης εξόδου
σε σχέση με την τάση εισόδου είναι:
𝑓𝑓
𝜃𝜃 = 90o − t𝑎𝑎𝑎𝑎−1 � � (11.95)
𝑓𝑓C
Στο Σχ. 11.21 παρουσιάζεται το διάγραμμα Bode του ορίσματος θ της συνάρτησης μεταφοράς, όπως το
υπολογίσαμε στην Εξ. (11.95).
Σχήμα 11.20 Tο διάγραμμα Bode της απολαβής τάσης AV, για ένα παράδειγμα σύνθετου υψηλοπερατού φίλτρου RC.
R
+
. .
Vi +
_ L Vo
_
Στο κύκλωμα του Σχ. 11.22 μπορούμε να βρούμε τη συμπεριφορά του στις οριακές συνθήκες και επομένως
να διαπιστώσουμε αν μπορεί να λειτουργήσει ως υψηλοπερατό φίλτρο.
Δηλαδή,
• Για ω → 0: Το πηνίο συμπεριφέρεται σαν κλειστός διακόπτης. Άρα: 𝑉𝑉ȯ = 0.
• Για ω → ∞: Το πηνίο συμπεριφέρεται σαν ανοικτός διακόπτης. Άρα: 𝑉𝑉ȯ = 𝑉𝑉̇i .
1 (11.98)
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) =
𝑅𝑅
1+
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
ή
1 (11.99)
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) = 𝜔𝜔
1 − 𝑗𝑗 C
𝜔𝜔
όπου,
𝑅𝑅
𝜔𝜔C = (11.100)
𝐿𝐿
Επομένως, η συνάρτηση μεταφοράς εκφρασμένη σε Hertz γράφεται ως:
1 (11.101)
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) =
𝑓𝑓
1 − 𝑗𝑗 C
𝑓𝑓
όπου, η συχνότητα αποκοπής είναι:
𝑅𝑅
𝑓𝑓C = (11.102)
2𝜋𝜋𝜋𝜋
Παρατήρηση 8:
Παρατηρώντας τη συνάρτηση μεταφοράς που βρήκαμε στην Εξ. (11.101) διαπιστώνουμε επίσης τα ακόλουθα:
• Η συνάρτηση μεταφοράς δεν εξαρτάται από το πλάτος του σήματος εισόδου.
• Η συνάρτηση μεταφοράς εξαρτάται μόνο από τη συχνότητα του σήματος εισόδου και τις τιμές των
στοιχείων του κυκλώματος.
ή εκφρασμένη σε dB,
1
𝐴𝐴V(dB) = 20log10 (11.104)
2
�1 + �𝑓𝑓C �
𝑓𝑓
𝑓𝑓C 2
𝐴𝐴V(dB) = −20log10 �1 + � � (11.105)
𝑓𝑓
Στο Σχ. 11.23 παρουσιάζεται το διάγραμμα Bode της απολαβής τάσης AV της Εξ. (11.105).
Επιπλέον, από την Εξ. (11.105) προκύπτουν τα εξής:
• Για f << fC η απολαβή τάσης μεταβάλλεται με ρυθμό 20 dB ανά δεκάδα αύξησης της συχνότητας.
• Για f = fC ισχύει: 𝐴𝐴V(dB) = −3 dB.
• Για f > fC ισχύει: 𝐴𝐴V(dB) = 0 dB.
Το όρισμα θ της συνάρτησης μεταφοράς της Εξ. (11.101), δηλαδή η μετατόπιση φάσης της τάσης εξόδου
σε σχέση με την τάση εισόδου είναι:
0 𝑓𝑓C
𝜃𝜃 = t𝑎𝑎𝑎𝑎−1 � � − t𝑎𝑎𝑎𝑎−1 �− � (11.106)
1 𝑓𝑓
ή
𝑓𝑓
𝜃𝜃 = 90o − t𝑎𝑎𝑎𝑎−1 � � (11.107)
𝑓𝑓C
Στο Σχ. 11.24 παρουσιάζεται το διάγραμμα Bode του ορίσματος θ της συνάρτησης μεταφοράς, όπως το
υπολογίσαμε στην Εξ. (11.107).
Σχήμα 11.24 Tο διάγραμμα Bode του ορίσματος θ της συνάρτησης μεταφοράς, για το απλό υψηλοπερατο φίλτρο RL.
Στο κύκλωμα του Σχ. 11.25 μπορούμε να βρούμε τη συμπεριφορά του στις οριακές συνθήκες και επομένως
να διαπιστώσουμε αν μπορεί να λειτουργήσει ως χαμηλοπερατό φίλτρο.
Δηλαδή,
• Για ω → 0: Το πηνίο συμπεριφέρεται σαν κλειστός διακόπτης. Άρα: 𝑉𝑉ȯ = 0.
• Για ω → ∞: Το πηνίο συμπεριφέρεται σαν ανοικτός διακόπτης. Επομένως, το κύκλωμα
μετασχηματίζεται σε ένα απλό κύκλωμα διαιρέτη τάσης μόνο με τις δύο αντιστάσεις R1 και R2. Άρα:
𝑅𝑅
𝑉𝑉ȯ = 2 𝑉𝑉̇.
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2
Για να μελετήσουμε αναλυτικά τη συμπεριφορά του κυκλώματος του Σχ. 11.25 ξεκινάμε πάλι από τον
υπολογισμό της συνάρτησης μεταφοράς, με την εφαρμογή του διαιρέτη τάσης [1].
Επομένως,
𝛧𝛧̇o
𝑉𝑉ο̇ = 𝑉𝑉̇i (11.108)
𝑅𝑅1 + 𝛧𝛧̇o
όπου,
𝑅𝑅2 (𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗)
𝛧𝛧̇ο = (11.109)
𝑅𝑅2 + 𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
Άρα,
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑅𝑅2 𝐿𝐿
𝑉𝑉ο̇ 𝑅𝑅2 + 𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) = = (11.110)
𝑉𝑉̇i 𝑅𝑅 + 𝑗𝑗𝑗𝑗𝑅𝑅2 𝐿𝐿
1 𝑅𝑅2 + 𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
ή
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑅𝑅2 𝐿𝐿
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) = (11.111)
𝑅𝑅1 𝑅𝑅2 + 𝑗𝑗𝑗𝑗𝑅𝑅1 𝐿𝐿 + 𝑗𝑗𝑗𝑗𝑅𝑅2 𝐿𝐿
ή
𝑅𝑅2
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) = (11.112)
𝑅𝑅1 𝑅𝑅2
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2 +
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
ή
𝑅𝑅2 1 (11.115)
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) =
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 1 − 𝑗𝑗 𝜔𝜔C
𝜔𝜔
ή αν εκφράσουμε τη συχνότητα σε Hertz προκύπτει:
𝑅𝑅2 1 (11.116)
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) =
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 𝑓𝑓
1 − 𝑗𝑗 C
𝑓𝑓
όπου η συχνότητα αποκοπής είναι:
𝑅𝑅1 𝑅𝑅2
𝑓𝑓C = (11.117)
2𝜋𝜋𝜋𝜋
Παρατήρηση 9:
Παρατηρώντας τη συνάρτηση μεταφοράς που βρήκαμε στην Εξ. (11.116) διαπιστώνουμε επίσης τα ακόλουθα:
• Η συνάρτηση μεταφοράς δεν εξαρτάται από το πλάτος του σήματος εισόδου.
• Η συνάρτηση μεταφοράς εξαρτάται μόνο από τη συχνότητα του σήματος εισόδου και τις τιμές των
στοιχείων του κυκλώματος.
𝑅𝑅2 1
𝐴𝐴V = |𝑇𝑇𝑇𝑇(𝑗𝑗𝑗𝑗)| = (11.118)
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 2
�1 + �𝑓𝑓C �
𝑓𝑓
ή εκφρασμένη σε dB,
𝑅𝑅2 1
𝐴𝐴V(dB) = 20log10 (11.119)
𝑅𝑅1 + 𝑅𝑅2 2
�1 + �𝑓𝑓C �
𝑓𝑓
ή
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2 𝑓𝑓 2
𝐴𝐴V(dB) = −20log10 − 20log10 �1 + � C � (11.121)
𝑅𝑅2 𝑓𝑓
Στο Σχ. 11.26 παρουσιάζεται το διάγραμμα Bode της απολαβής τάσης AV της Εξ. (11.121).
Επιπλέον, από την Εξ. (11.121) προκύπτουν τα εξής:
• Για f << fC η απολαβή τάσης μεταβάλλεται με ρυθμό 20 dB ανά δεκάδα αύξησης της συχνότητας.
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2
• Για f = fC ισχύει: 𝐴𝐴V(dB) = −20log10 − 20log10 √2. Δηλαδή, η συχνότητα αποκοπής είναι κατά
𝑅𝑅2
3 dB χαμηλότερα από το πλατώ και βρίσκεται λίγο πριν το «γόνατο» στο διάγραμμα Bode του Σχ.
11.26.
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2
• Για f > fC ισχύει: 𝐴𝐴V(dB) = −20log10 dB. Δηλαδή, το πλατώ δεν είναι μηδέν, όπως στο απλό
𝑅𝑅2
𝑅𝑅1 +𝑅𝑅2
υψηλοπερατό φίλτρο, αλλά βρίσκεται στην τιμή −20log10 dB.
𝑅𝑅2
Το όρισμα θ της συνάρτησης μεταφοράς της Εξ. (11.116), δηλαδή η μετατόπιση φάσης της τάσης εξόδου
σε σχέση με την τάση εισόδου είναι:
𝑓𝑓
𝜃𝜃 = 90o − t𝑎𝑎𝑎𝑎−1 � � (11.122)
𝑓𝑓C
Στο Σχ. 11.27 παρουσιάζεται το διάγραμμα Bode του ορίσματος θ της συνάρτησης μεταφοράς, όπως το
υπολογίσαμε στην Εξ. (11.122).
Σχήμα 11.26 Tο διάγραμμα Bode της απολαβής τάσης AV, για ένα παράδειγμα σύνθετου υψηλοπερατού φίλτρου RL.
Παρατήρηση 10:
Από τη σύγκριση των χαμηλοπερατών με τα υψηλοπερατά φίλτρα μπορούμε να εξάγουμε έναν καθαρά
εμπειρικό τρόπο διάκρισης των φίλτρων [1]. Είδαμε ότι:
1
• Για χαμηλοπερατό φίλτρο η συνάρτηση μεταφοράς είναι: 𝑇𝑇𝑇𝑇(𝑗𝑗𝑗𝑗) = 𝛼𝛼 𝑓𝑓
1+𝑗𝑗
𝑓𝑓𝑐𝑐
1
• Για υψηλοπερατό φίλτρο η συνάρτηση μεταφοράς είναι: T𝐹𝐹(𝑗𝑗𝑗𝑗) = 𝛼𝛼 𝑓𝑓
1−𝑗𝑗
𝑓𝑓𝑐𝑐
Επομένως, η συχνοτική συνάρτηση μεταφοράς και στις δύο περιπτώσεις φίλτρων αποτελεί το γινόμενο
ενός συντελεστή a επί ένα κλάσμα, στο οποίο ο αριθμητής είναι μονάδα και ο παρονομαστής το αλγεβρικό
άθροισμα της μονάδας και ενός φανταστικού κλασματικού όρου.
Αν ο φανταστικός κλασματικός όρος είναι θετικός, τότε το φίλτρο είναι χαμηλοπερατό, ενώ αν είναι
αρνητικός, τότε το φίλτρο είναι υψηλοπερατό.
+
. .
Vi +
_ R Vo
_
Για να μελετήσουμε αναλυτικά τη συμπεριφορά του κυκλώματος του Σχ. 11.28 ξεκινάμε πάλι από τον
υπολογισμό της συνάρτησης μεταφοράς, με την εφαρμογή του διαιρέτη τάσης.
Επομένως,
𝑅𝑅
𝑉𝑉ο̇ = 𝑉𝑉̇i (11.123)
1
𝑅𝑅 + 𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗 +
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
Άρα,
𝑉𝑉ο̇ 𝑅𝑅
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) = = (11.124)
̇𝑉𝑉i 1
𝑅𝑅 + 𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗 − 𝑗𝑗
𝜔𝜔𝜔𝜔
ή
𝑅𝑅 (11.125)
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) =
1
𝑅𝑅 + 𝑗𝑗 �𝜔𝜔𝜔𝜔 − �
𝜔𝜔𝜔𝜔
ή
1 (11.126)
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) =
𝜔𝜔𝜔𝜔 1
1 + 𝑗𝑗 � − �
𝑅𝑅 𝜔𝜔𝜔𝜔𝜔𝜔
Η απολαβή τάσης AV, δηλαδή το μέτρο της συνάρτησης μεταφοράς, είναι:
1
𝐴𝐴V = |𝑇𝑇𝑇𝑇(𝑗𝑗𝑗𝑗)| = (11.127)
2
�1 + �𝜔𝜔𝜔𝜔 − 1 �
𝑅𝑅 𝜔𝜔𝜔𝜔𝜔𝜔
ή εκφρασμένη σε dB,
1
𝐴𝐴V(dB) = 20log10 (11.128)
2
�1 + �𝜔𝜔𝜔𝜔 − 1 �
𝑅𝑅 𝜔𝜔𝜔𝜔𝜔𝜔
ή
. L .
Vi +
_ Vo
C _
Για να μελετήσουμε αναλυτικά τη συμπεριφορά του κυκλώματος του Σχ. 11.30 ξεκινάμε πάλι από τον
υπολογισμό της συνάρτησης μεταφοράς, με την εφαρμογή του διαιρέτη τάσης.
Επομένως,
1
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗 +
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
𝑉𝑉ο̇ = 𝑉𝑉̇ (11.130)
1 i
𝑅𝑅 + 𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗 +
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
Άρα,
1
𝑉𝑉ο̇ 𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗 +
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) = = (11.131)
𝑉𝑉i̇ 1
𝑅𝑅 + 𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗 +
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
ή
1
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗 − 𝑗𝑗
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) = 𝜔𝜔𝜔𝜔 (11.132)
1
𝑅𝑅 + 𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗 − 𝑗𝑗
𝜔𝜔𝜔𝜔
ή
1
𝑗𝑗 �𝜔𝜔𝜔𝜔 − �
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) = 𝜔𝜔𝜔𝜔 (11.133)
1
𝑅𝑅 + 𝑗𝑗 �𝜔𝜔𝜔𝜔 − �
𝜔𝜔𝜔𝜔
ή
1
𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) = (11.134)
𝑅𝑅
1 − 𝑗𝑗
1
𝜔𝜔𝜔𝜔 −
𝜔𝜔𝜔𝜔
Η απολαβή τάσης AV, δηλαδή το μέτρο της συνάρτησης μεταφοράς, είναι:
1 (11.135)
𝐴𝐴V = |𝑇𝑇𝑇𝑇(𝑗𝑗𝑗𝑗)| =
2
�1 + � 𝑅𝑅
1 �
𝜔𝜔𝜔𝜔 −
𝜔𝜔𝜔𝜔
ή εκφρασμένη σε dB,
�1 + � 𝑅𝑅
1 �
𝜔𝜔𝜔𝜔 −
𝑓𝑓𝑓𝑓𝑓𝑓
Επειδή και το κύκλωμα του Σχ. 11.30 θα παρουσιαστεί αναλυτικά στο επόμενο Κεφάλαιο, η ανάλυσή
του θα ολοκληρωθεί σε αυτό ο σημείο με την παρουσίαση του διαγράμματος Bode της απολαβής τάσης (Σχ.
11.31). Από το διάγραμμα αυτό προκύπτει ότι όντως παρουσιάζει τη συμπεριφορά που περιμένουμε ως φίλτρο
ζώνης απόρριψης. Δηλαδή, το φίλτρο ζώνης απόρριψης διαθέτει δύο συχνότητες αποκοπής (θα υπολογιστούν
στο επόμενο Κεφάλαιο) και μία περιοχή (ζώνη) απόρριψης γύρω από μία κεντρική συχνότητα fo. Από τις δύο
συχνότητες αποκοπής, εκείνη με τη μικρότερη τιμή οριοθετεί την περιοχή διέλευσης των χαμηλών συχνοτήτων,
ενώ η μεγαλύτερη οριοθετεί την περιοχή διέλευσης υψηλών συχνοτήτων.
Α. Χαμηλοπερατό Φίλτρο
• Να πραγματοποιηθεί στο breadboard το σύνθετο χαμηλοπερατό φίλτρο του Σχ. 11.7 με στοιχεία R1 =
1 kΩ, R2 = 1.5 kΩ και C = 0.1 μF. Η πηγή είναι ημιτονική (Vi = 2 Vp-p).
• Με τη χρήση του πολυμέτρου (ωμομέτρου) μετρήστε την πραγματική τιμή των αντιστάσεων.
• Υπολογίστε την απόκλιση (%) των πραγματικών από τις ονομαστικές τιμές των αντιστάσεων με τη
|𝑅𝑅 −𝑅𝑅 |
βοήθεια της σχέσης 𝛥𝛥𝛥𝛥 = Π Θ ∙ 100%, όπου RΘ η ονομαστική τιμή της αντίστασης και RΠ η
𝑅𝑅Θ
πραγματική τιμή των αντιστάσεων, όπως μετρήθηκαν με το πολύμετρο.
2. Πειραματική Μελέτη
• Με την πηγή τάσης υi συνδεδεμένη στο κύκλωμα ρυθμίστε με το πρώτο κανάλι του παλμογράφου το
πλάτος της τάσης της πηγής.
• Να τοποθετηθεί το δεύτερο κανάλι στην έξοδο του κυκλώματος, δηλαδή στα άκρα του παράλληλου
συνδυασμού του πυκνωτή και της αντίστασης R2.
• Να γίνει ο πίνακας τιμών της απολαβής τάσης AV (σε dB) και του ορίσματος της συνάρτησης
μεταφοράς θ (σε μοίρες), για διάφορες τιμές συχνοτήτων στην περιοχή 0.5 kHz - 100 kHz.
• Να γίνουν σε ημιλογαριθμικό χαρτί τα διαγράμματα Bode της απολαβής τάσης AV και του ορίσματος
της συνάρτησης μεταφοράς θ.
• Να βρεθούν από το διάγραμμα Bode της απολαβής τάσης AV οι πειραματικές τιμές για το πλατώ και
τη συχνότητα αποκοπής.
• Να υπολογιστούν για το χαμηλοπερατό φίλτρο του Σχ. 11.7, με τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν,
το πλατώ και η συχνότητα αποκοπής.
• Να πραγματοποιηθεί στο breadboard το σύνθετο υψηλοπερατό φίλτρο του Σχ. 11.19 με στοιχεία R1 =
1 kΩ, R2 = 1,5 kΩ και C = 0.02 μF. Η πηγή είναι ημιτονική (Vi = 2 Vp-p).
• Με τη χρήση του πολυμέτρου (ωμομέτρου) μετρήστε την πραγματική τιμή των αντιστάσεων.
• Υπολογίστε την απόκλιση (%) των πραγματικών από τις ονομαστικές τιμές των αντιστάσεων με τη
|𝑅𝑅 −𝑅𝑅 |
βοήθεια της σχέσης 𝛥𝛥𝛥𝛥 = Π Θ ∙ 100%, όπου RΘ η ονομαστική τιμή της αντίστασης και RΠ η
𝑅𝑅Θ
πραγματική τιμή των αντίστασεων, όπως μετρήθηκαν με το πολύμετρο.
2. Πειραματική Μελέτη
• Με την πηγή τάσης υi συνδεδεμένη στο κύκλωμα ρυθμίστε με το πρώτο κανάλι του παλμογράφου το
πλάτος της τάσης της πηγής.
• Να τοποθετηθεί το δεύτερο κανάλι στην έξοδο του κυκλώματος, δηλαδή στα άκρα της αντίστασης
R2 .
• Να γίνει ο πίνακας τιμών της απολαβής τάσης AV (σε dB) και του ορίσματος της συνάρτησης
μεταφοράς θ (σε μοίρες), για διάφορες τιμές συχνοτήτων στην περιοχή 0.5 kHz - 100 kHz.
• Να γίνουν σε ημιλογαριθμικό χαρτί τα διαγράμματα Bode της απολαβής τάσης AV και του ορίσματος
της συνάρτησης μεταφοράς θ.
• Να βρεθούν από το διάγραμμα Bode της απολαβής τάσης AV οι πειραματικές τιμές για το πλατώ και
τη συχνότητα αποκοπής.
• Να υπολογιστούν για το υψηλοπερατό φίλτρο του Σχ. 11.19, με τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν,
το πλατώ και η συχνότητα αποκοπής.
Προσοχή:
• Στη θέση των γειώσεων πηγής και παλμογράφου.
11.10.1 Οδηγίες
Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε, πώς μπορούμε, εναλλακτικά του πειράματος χρησιμοποιώντας το
MultisimLive, να μελετήσουμε φίλτρα, σαν το σύνθετο χαμηλοπερατό και υψηλοπερατό φίλτρο που
αναλύσαμε στη θεωρία.
11.10.2 Εφαρμογή
Α. Χαμηλοπερατό Φίλτρο
• Να σχεδιάσετε στο MultisimLive το κύκλωμα του Σχ. 10.7, που χρησιμοποιήθηκε στο αντίστοιχο
Πείραμα αυτού του Κεφαλαίου.
Προσοχή: H γείωση του κυκλώματος θα τοποθετηθεί στον αρνητικό πόλο της πηγής τάσης του
κυκλώματος.
• Να τοποθετήσετε δύο probes τάσης στην πηγή και στην έξοδο του κυκλώματος.
• Να εξάγετε από τον Grapher τα διαγράμματα Bode της απολαβής τάσης AV και του ορίσματος της
συνάρτησης μεταφοράς θ.
• Να βρείτε από το διάγραμμα Bode της απολαβής τάσης AV τις πειραματικές τιμές για το πλατώ και
τη συχνότητα αποκοπής.
• Να συγκρίνετε τις τιμές αυτές με τις αντίστοιχες που προέκυψαν από τη θεωρητική επίλυση του
κυκλώματος.
Β. Υψηλοπερατό Φίλτρο
• Να σχεδιάσετε στο MultisimLive το κύκλωμα του Σχ. 10.19, που χρησιμοποιήθηκε στο αντίστοιχο
Πείραμα αυτού του Κεφαλαίου.
Προσοχή: H γείωση του κυκλώματος θα τοποθετηθεί στον αρνητικό πόλο της πηγής τάσης του
κυκλώματος.
• Να τοποθετήσετε δύο probes τάσης στην πηγή και στην έξοδο του κυκλώματος.
• Να εξάγετε από τον Grapher τα διαγράμματα Bode της απολαβής τάσης AV και του ορίσματος της
συνάρτησης μεταφοράς θ.
• Να βρείτε από το διάγραμμα Bode της απολαβής τάσης AV τις πειραματικές τιμές για το πλατώ και
τη συχνότητα αποκοπής.
Προσοχή:
Από το μενού του Grapher να επιλέξετε στο “Magnitude” την επιλογή “Decibel” προκειμένου η απολαβή τάσης
να είναι εκφρασμένη σε dB.
+
. .
Vi +
_ R C Vo
_
̇
𝑉𝑉ο
11.2 Στο κύκλωμα του Σχ. 11.33 να υπολογίσετε τη συνάρτηση μεταφοράς 𝑇𝑇𝑇𝑇 (𝑗𝑗𝑗𝑗) =
𝑉𝑉̇i
.
C
+
R
. .
Vi +
_ Vo
L
_
11.3 Για το χαμηλοπερατό κύκλωμα του Σχ. 11.10 να υπολογιστεί η συχνότητα αποκοπής fC.
Δίνονται: L = 1 mH και R = 20 kΩ.
11.4 Για το υψηλοπερατό κύκλωμα του Σχ. 11.22 να υπολογιστεί η συχνότητα αποκοπής fC.
Δίνονται: L = 0.2 H και R = 100 Ω.
11.5 Να σχεδιάσετε ένα RL χαμηλοπερατό φίλτρο, στο οποίο το πηνίο είναι L = 1 H, ενώ η συχνότητα
αποκοπής έχει τιμή 4 kHz.
Προαπαιτούμενη γνώση
Πυκνωτής, Πηνίο, Μιγαδικοί Αριθμοί, Ημιτονική Σταθερή Κατάσταση, Φίλτρο Ζώνης Διέλευσης.
12.1 Εισαγωγή
Ο συντονισμός είναι ένα πολύ ενδιαφέρον και χρήσιμο φαινόμενο, καθώς τα κυκλώματα που τον εμφανίζουν
βρίσκουν πολλές εφαρμογές, όπως π.χ. στη σχεδίαση φίλτρων για τη λήψη σημάτων από ραδιοφωνικούς ή
τηλεοπτικούς σταθμούς.
Αλλά πότε λέμε ότι ένα κύκλωμα είναι σε συντονισμό;
Ορισμός 1:
Ένα κύκλωμα βρίσκεται σε συντονισμό, όταν η τάση που εφαρμόζεται σε αυτό είναι σε φάση με το ρεύμα που το
διαρρέει, δηλαδή όταν φ(υ, i) = 0ο [1], [2].
Όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, ο συντονισμός είναι η κατάσταση στην οποία μπορεί να βρεθεί ένα
κύκλωμα RLC, όταν η χωρητική αντίστασή του γίνει ίση με την επαγωγική με αποτέλεσμα το κύκλωμα να
παρουσιάζει μόνο ωμική αντίσταση.
Στο Κεφάλαιο αυτό θα μελετήσουμε δύο μεγάλες κατηγορίες κυκλωμάτων συντονισμού που βασίζονται
στα παθητικά στοιχεία και χρησιμοποιούν συγκεκριμένα δύο δυναμικά στοιχεία (πυκνωτή πηνίο):
• το κύκλωμα συντονισμού σειράς RLC (τα στοιχεία R, L και C είναι σε σειρά) και
• το κύκλωμα παράλληλου συντονισμού RLC (τα στοιχεία R, L και C είναι παράλληλα συνδεδεμένα).
R
i
L
υs +
_
Παρατήρηση 1:
Η αντίσταση R είναι η συνολική ωμική αντίσταση που περιλαμβάνει το κύκλωμα, δηλαδή το άθροισμα της
καθαρής ωμικής αντίστασης που έχουμε συνδέσει στο κύκλωμα, καθώς και της ωμικής αντίστασης του πηνίου
και του πυκνωτή.
Το πρώτο βήμα στη μελέτη του κυκλώματος του συντονισμού σειράς RLC του Σχ. 12.1 αποτελεί η εύρεση
της σύνθετης αντίστασής του [1].
Οπότε:
1
𝑍𝑍̇ = 𝑅𝑅 + 𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗 + (12.1)
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
ή
1
𝑍𝑍̇ = 𝑅𝑅 + 𝑗𝑗 �𝜔𝜔𝜔𝜔 − � (12.2)
𝜔𝜔𝜔𝜔
Γνωρίζοντας γενικά ότι
𝑍𝑍̇ = 𝑅𝑅 + 𝑗𝑗𝑗𝑗 (12.3)
προκύπτει ότι η αντίδραση X του κυκλώματος είναι:
1
𝛸𝛸 = 𝜔𝜔𝜔𝜔 − (12.4)
𝜔𝜔𝜔𝜔
Αν παραστήσουμε γραφικά την απόλυτη τιμή της αντίδρασης Χ του κυκλώματος ως συνάρτηση της
συχνότητας ω, όπως φαίνεται στο Σχ. 12.2, τότε διαπιστώνουμε ότι παρουσιάζεται μια ελάχιστη τιμή (|Χ| = 0)
στη συχνότητα ωO, στην οποία η επαγωγική αντίδραση (ωOL) ισούται με την απόλυτη τιμή της χωρητικής
αντίδρασης (1/ωOC). Η συχνότητα ωO ονομάζεται συχνότητα συντονισμού (resonant frequency) και ισχύει [3]:
1
𝜔𝜔o 𝐿𝐿 − =0 (12.5)
𝜔𝜔o 𝐶𝐶
ή
Σχήμα 12.2 Διάγραμμα της μεταβολής των αντιδράσεων του κυκλώματος ως συνάρτηση της συχνότητας ω.
Οι προηγούμενοι δύο τύποι που δίνουν τη συχνότητα συντονισμού εκφρασμένη είτε σε rad/s είτε σε Hertz
ονομάζονται τύποι του Thomson.
Επίσης, στο ίδια γράφημα απεικονίζεται η επαγωγική αντίδραση (ωL) που είναι μια ευθεία γραμμή στο
πρώτο τεταρτημόριο, καθώς και η χωρητική αντίδρασης (–1/ωC) που είναι κλάδος ισοσκελούς παραβολής που
βρίσκεται στο τέταρτο τεταρτημόριο.
Από το Σχ. 12.2 προκύπτουν επιπλέον τα εξής [3]:
• Για ω → 0: ωL → 0 και –1/ωC → –∞. Επομένως, |Χ| → +∞. Άρα, γενικά για 0 < ω < ωΟ το κύκλωμα
παρουσιάζει χωρητική συμπεριφορά.
• Για ω → +∞: ωL → +∞ και –1/ωC → 0. Επομένως, |Χ| → +∞. Άρα, γενικά για ω > ωΟ το κύκλωμα
παρουσιάζει επαγωγική συμπεριφορά.
Επιπλέον, το μέτρο της σύνθετης αντίστασης της Εξ. (12.2) είναι:
1 2 (12.9)
�𝑍𝑍̇� = �𝑅𝑅2 + �𝜔𝜔𝜔𝜔 − �
𝜔𝜔𝜔𝜔
και το όρισμά της,
Σχήμα 12.3 Διάγραμμα της μεταβολής του μέτρου της σύνθετης αντίστασης �𝑍𝑍̇� του κυκλώματος
συντονισμού σειράς ως συνάρτηση της συχνότητας ω.
Στο Σχ. 12.4 παρουσιάζεται το διάγραμμα του ορίσματος φΖ της σύνθετης αντίστασης του κυκλώματος,
όπως υπολογίζεται από την Εξ. (12.10) ως συνάρτηση της συχνότητας ω.
Από το διάγραμμα του Σχ. 12.4 προκύπτουν επιπλέον τα εξής:
• Για ω → 0: ωL → 0 και –1/ωC → –∞. Επομένως, φΖ → –90ο.
• Για ω → +∞: ωL → +∞ και –1/ωC → 0. Επομένως, φΖ → +90ο.
• Για ω = ωΟ : ωΟL = 1/ ωΟC. Επομένως, φΖ = 0ο στη συχνότητα συντονισμού.
Σχήμα 12.5 Διάγραμμα της μεταβολής του μέτρου της σύνθετης αγωγιμότητας �𝑌𝑌̇� του κυκλώματος
συντονισμού σειράς ως συνάρτηση της συχνότητας ω.
Σχήμα 12.6 Διάγραμμα της μεταβολής του ορίσματος φΥ της σύνθετης αγωγιμότητας του κυκλώματος
συντονισμού σειράς ως συνάρτηση της συχνότητας ω.
Σχήμα 12.7 Διάγραμμα της μεταβολής του μέτρου του ρεύματος �𝛪𝛪̇� του κυκλώματος ως συνάρτηση της συχνότητας ω,
για διάφορες τιμές της αντίστασης R.
• Όσο μικρότερη είναι η ωμική αντίσταση, τόσο οξύτερη γίνεται η καμπύλη συντονισμού. Αυτό
εξηγείται από το γεγονός ότι η αντίσταση R είναι στον παρονομαστή της Εξ. (12.17) που δίνει το
μέγιστο ρεύμα. Επομένως, όσο μικρότερη είναι η αντίσταση, τόσο πιο μεγάλη τιμή λαμβάνει η
μέγιστη τιμή του πλάτους του ρεύματος Imax.
Επιπλέον, από την ανάλυση της Εξ. (12.16) προκύπτουν τα εξής:
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της καμπύλης συντονισμού που χρήζει αναφοράς, επειδή καθορίζει την
επιλεκτικότητα του κυκλώματος, είναι η οξύτητα της καμπύλης, δηλαδή πόσο απότομη ή ομαλή είναι η
καμπύλη.
Επομένως, ας ορίσουμε αρχικά την επιλεκτικότητα ενός κυκλώματος.
Ορισμός 2:
Ένα κύκλωμα χαρακτηρίζεται ως επιλεκτικό, αν για μια μικρή μεταβολή Δω στην τιμή της συχνότητας, γύρω από
τη συχνότητα συντονισμού ωΟ προκύπτει μεγάλη μεταβολή ΔΙm του πλάτους του ρεύματος Ιm [1].
Επομένως, όσο περισσότερο επιλεκτικό είναι ένα κύκλωμα, τόσο οξύτερη θα είναι η καμπύλη
συντονισμού. Για να προσδιορίσουμε την οξύτητα της καμπύλης λαμβάνουμε τη διαφορά δύο τιμών
συχνότητας ω1 και ω2 που αντιστοιχούν σε τιμές ισχύος ίσες με το μισό της ισχύος στη συχνότητα συντονισμού.
Οι χαρακτηριστικές αυτές τιμές συχνότητας ονομάζονται συχνότητες ημίσειας ισχύος (half-power frequencies)
και σε αυτές αντιστοιχούν τιμές ρεύματος ίσες με:
𝐼𝐼max
𝐼𝐼m(ω1 ) = 𝐼𝐼m(ω2 ) = (12.18)
√2
ή
𝑉𝑉m
𝐼𝐼m(ω1 ) = 𝐼𝐼m(ω2 ) = (12.19)
𝑅𝑅√2
Η διαφορά Δω = ω2 – ω1 ονομάζεται εύρος ζώνης ή ζώνη διέλευσης (bandwidth, BW) της καμπύλης
συντονισμού [3].
𝑅𝑅 𝑅𝑅 2 1 (12.39)
𝜔𝜔1,2 = ± + �� � +
2𝐿𝐿 2𝐿𝐿 𝐿𝐿𝐿𝐿
Παρατήρηση 2:
• Μικρό εύρος ζώνης Δω σημαίνει οξύς συντονισμός, δηλαδή περνάει από το κύκλωμα μικρό εύρος
συχνοτήτων.
• Μεγάλο εύρος ζώνης Δω σημαίνει ομαλός συντονισμός, δηλαδή περνάνε από το κύκλωμα πολλές
συχνότητες.
1
𝑉𝑉𝐶𝐶om = 𝑉𝑉𝐿𝐿om = 𝑉𝑉m (12.56)
𝑅𝑅𝑅𝑅𝜔𝜔Ο
1 𝐿𝐿𝜔𝜔Ο
Όμως, όπως αποδείξαμε στην Εξ. (12.47) οι όροι και είναι στην ουσία ο συντελεστής ποιότητας
𝑅𝑅𝑅𝑅𝜔𝜔Ο 𝑅𝑅
QΟ. Επομένως,
𝑉𝑉𝐶𝐶om = 𝑉𝑉𝐿𝐿om = 𝑄𝑄oσ 𝑉𝑉m (12.57)
Διαπιστώνουμε, δηλαδή, ότι τα πλάτη των τάσεων στο πηνίο και στον πυκνωτή γίνονται QΟ φορές
μεγαλύτερα από το πλάτος Vm της τάσης της πηγής. Ανάλογα με τις τιμές των στοιχείων που χρησιμοποιούνται
στο κύκλωμα συντονισμού σειράς RLC, o συντελεστής ποιότητας μπορεί να πάρει τιμές μεγαλύτερες της
μονάδας. Σε αυτή την περίπτωση παρατηρούμε το φαινόμενο της υπέρτασης που εμφανίζεται στη συχνότητα
συντονισμού. Για αυτόν τον λόγο, ο συντελεστής ποιότητας ονομάζεται και συντελεστής υπέρτασης στη
συχνότητα συντονισμού.
Παρατήρηση 3:
Θεωρητικά, όπως αποδείξαμε, ισχύει η Εξ. (12.57), πειραματικά όμως οι τιμές των πλατών των τάσεων στο
πηνίο και στον πυκνωτή δεν είναι ακριβώς οι ίδιες. Αυτό συμβαίνει διότι ο πυκνωτής και το πηνίο δεν είναι
ιδανικά στοιχεία και παρουσιάζουν και ωμική αντίσταση.
𝐿𝐿𝜔𝜔Ο
Τέλος, από την εξίσωση 𝑄𝑄oσ = και λόγω της Εξ. (12.36) προκύπτει ότι:
𝑅𝑅
𝜔𝜔Ο
𝑄𝑄o𝜎𝜎 = (12.58)
𝛥𝛥𝛥𝛥
ή
𝜔𝜔Ο
𝛥𝛥𝛥𝛥 = (12.59)
𝑄𝑄o𝜎𝜎
Από την προηγούμενη εξίσωση προκύπτει ότι μεγαλύτερη οξύτητα συντονισμού έχουμε, όταν
βρισκόμαστε σε μικρή συχνότητα συντονισμού και έχουμε μεγάλο παράγοντα υπέρτασης QΟ.
𝐿𝐿𝜔𝜔Ο
Επίσης, από την εξίσωση 𝑄𝑄oσ = και λόγω της Εξ. (12.7) προκύπτει ότι:
𝑅𝑅
1 𝐿𝐿
𝑄𝑄o𝜎𝜎 = � (12.61)
𝑅𝑅 𝐶𝐶
Από την Εξ. (12.61) συμπεραίνουμε ότι για να έχουμε μεγάλο παράγοντα υπέρτασης QΟ χρειαζόμαστε
πηνίο με μεγάλη αυτεπαγωγή L, μικρή αντίσταση R και πυκνωτή με μικρή χωρητικότητα C.
Παρατήρηση 4:
Το κύκλωμα του συντονισμού σειράς RLC είναι το ίδιο με το κύκλωμα που παρουσιάστηκε στο Κεφάλαιο 11,
ως φίλτρο ζώνης διέλευσης που υλοποιείται με παθητικά στοιχεία R, L, C. Επομένως, η συμπεριφορά του
κυκλώματος συντονισμού στην ουσία ταυτίζεται με εκείνη ενός φίλτρου ζώνης διέλευσης, καθώς επιτρέπει τη
διέλευση σημάτων που αντιστοιχούν σε συχνότητες μιας συγκεκριμένης περιοχής του φάσματος συχνοτήτων.
Επιπλέον, οι συχνότητες αποκοπής ωC1 και ωC2 προσδιορίζονται από την Εξ. (12.39).
iR iL iC +
iS R L C υ
_
Στη θεωρητική μελέτη του κυκλώματος του παράλληλου συντονισμού του Σχ. 12.9 που θα ακολουθήσει
μας διευκολύνει να χρησιμοποιήσουμε αρχικά τις σύνθετες αγωγιμότητες των στοιχείων αντί για τις σύνθετες
αντιστάσεις τους, γιατί, όπως γνωρίζουμε, οι παράλληλες αγωγιμότητες προστίθενται.
Επομένως, η συνολική σύνθετη αγωγιμότητα 𝑌𝑌̇ του κυκλώματος είναι [1]:
𝑌𝑌̇ = 𝑌𝑌𝑅𝑅̇ + 𝑌𝑌𝐿𝐿̇ + 𝑌𝑌𝐶𝐶̇ (12.62)
ή
1 1 1
𝑌𝑌̇ = + + (12.63)
𝑅𝑅 𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗 1
𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗𝑗
ή
1
21 − 0�𝑍𝑍̇� = (12.72)
2 2
�� 1 � + �𝜔𝜔𝜔𝜔 − 1 �
𝑅𝑅 𝜔𝜔𝜔𝜔
και το όρισμά της,
1
𝜔𝜔𝜔𝜔 − (12.73)
𝜑𝜑𝑍𝑍 = −tan −1 𝜔𝜔𝜔𝜔 = −𝜑𝜑
𝑌𝑌
𝑅𝑅
Στο Σχ. 12.12 απεικονίζεται η γραφική παράσταση του μέτρου της σύνθετης αντίστασης �𝑍𝑍̇� του
κυκλώματος του παράλληλου συντονισμού ως συνάρτηση της συχνότητας ω. Διαπιστώνουμε ότι στη
συχνότητα συντονισμού ωΟ η σύνθετη αντίσταση �𝑍𝑍̇� παίρνει τη μέγιστη τιμή της �𝑍𝑍̇�max = 𝑅𝑅. Μάλιστα, όσο
μεγαλώνει η αντίσταση, τόσο οξύτερη γίνεται η καμπύλη, όπως μπορεί πολύ εύκολα να εξαχθεί από την Εξ.
(12.72).
Στο Σχ. 12.13 παρουσιάζεται το διάγραμμα του ορίσματος φΖ της σύνθετης αντίστασης του κυκλώματος
του παράλληλου συντονισμού, όπως υπολογίζεται από την Εξ. (12.73) ως συνάρτηση της συχνότητας ω.
Σχήμα 12.10 Διάγραμμα της μεταβολής του μέτρου της σύνθετης αγωγιμότητας �𝑌𝑌̇� του κυκλώματος
του παράλληλου συντονισμού ως συνάρτηση της συχνότητας ω.
Σχήμα 12.12 Διάγραμμα της μεταβολής του μέτρου της σύνθετης αντίστασης �𝑍𝑍̇� του κυκλώματος
του παράλληλου συντονισμού ως συνάρτηση της συχνότητας ω.
̇ του κυκλώματος
Σχήμα 12.14 Διάγραμμα της μεταβολής του πλάτους 𝛪𝛪𝐿𝐿𝐿𝐿𝐿𝐿 του ρεύματος 𝛪𝛪𝐿𝐿𝐿𝐿
του παράλληλου συντονισμού ως συνάρτηση της συχνότητας ω.
𝑅𝑅
𝛪𝛪𝐶𝐶m = 𝐼𝐼 (12.85)
𝜔𝜔Ο 𝐿𝐿 m
Επομένως,
1 1 2 1 (12.87)
𝜔𝜔1,2 = ± + �� � +
2𝑅𝑅𝑅𝑅 2𝑅𝑅𝑅𝑅 𝐿𝐿𝐿𝐿
Επομένως, το εύρος ζώνης Δω είναι:
1
𝛥𝛥𝛥𝛥 = 𝜔𝜔2 − 𝜔𝜔1 = (12.88)
𝑅𝑅𝑅𝑅
Επιπλέον, όπως και στον συντονισμό σειράς, ισχύει και στον παράλληλο συντονισμό ότι:
2
𝜔𝜔1 𝜔𝜔2 = 𝜔𝜔Ο (12.89)
Δηλαδή, η συχνότητα συντονισμού ωΟ είναι ο γεωμετρικός μέσος των συχνοτήτων ημίσειας ισχύος ω1,
ω2.
𝑅𝑅
𝑄𝑄𝐶𝐶o = (12.95)
𝐿𝐿𝜔𝜔Ο
Επίσης, στην περίπτωση του πηνίου, στη συχνότητα συντονισμού, ο συντελεστής ποιότητας QLo είναι:
1 2
𝐿𝐿𝐼𝐼𝐿𝐿om
𝑄𝑄𝐿𝐿o = 2𝜋𝜋 2 (12.96)
1 2
𝐼𝐼 𝑅𝑅𝑅𝑅
2 𝑅𝑅m
ή θέτοντας ΙRm = Ιm προκύπτει:
𝐿𝐿 𝐼𝐼𝐿𝐿om 2
𝑄𝑄𝐿𝐿o = 2𝜋𝜋 � � (12.97)
2𝜋𝜋 𝐼𝐼m
𝑅𝑅
𝜔𝜔Ο
ή λόγω της Εξ. (12.86) έχουμε:
𝐿𝐿𝜔𝜔Ο 𝑅𝑅 2
𝑄𝑄𝐿𝐿o = � � (12.98)
𝑅𝑅 𝜔𝜔Ο 𝐿𝐿
ή
𝑅𝑅
𝑄𝑄𝐿𝐿o = (12.99)
𝐿𝐿𝜔𝜔Ο
Άρα, διαπιστώνουμε ότι ο συντελεστής ποιότητας στην περίπτωση του συντονισμού σειράς είναι:
𝑅𝑅
𝑄𝑄o𝜋𝜋 = 𝑄𝑄𝐿𝐿o = 𝑄𝑄𝐶𝐶o = 𝑅𝑅𝑅𝑅𝜔𝜔Ο = (12.100)
𝐿𝐿𝜔𝜔Ο
και επιπλέον σε σχέση με τον συντελεστή ποιότητας στον συντονισμό σειράς ισχύει:
1
𝑄𝑄o𝜋𝜋 = (12.101)
𝑄𝑄o𝜎𝜎
Από την Εξ. (12.86) και λόγω της Εξ. (12.100) προκύπτει ότι:
𝛪𝛪𝐿𝐿m = 𝛪𝛪𝐶𝐶m = 𝑄𝑄o𝜋𝜋 𝐼𝐼m (12.102)
Τέλος, από την εξίσωση 𝑄𝑄oπ = 𝑅𝑅𝑅𝑅𝜔𝜔Ο και λόγω της Εξ. (12.88) προκύπτει ότι:
𝜔𝜔Ο
𝑄𝑄o𝜋𝜋 = (12.103)
𝛥𝛥𝛥𝛥
ή
𝜔𝜔Ο
𝛥𝛥𝛥𝛥 = (12.104)
𝑄𝑄o𝜋𝜋
Από την προηγούμενη εξίσωση προκύπτει ότι έχουμε μεγαλύτερη οξύτητα συντονισμού, όταν
βρισκόμαστε σε μικρή συχνότητα συντονισμού και έχουμε μεγάλο συντελεστή ποιότητας QO.
𝑅𝑅
Επίσης, από την εξίσωση 𝑄𝑄oπ = και λόγω της Εξ. (12.7) προκύπτει ότι:
𝐿𝐿𝜔𝜔Ο
𝐶𝐶
𝑄𝑄o𝜋𝜋 = 𝑅𝑅� (12.106)
𝐿𝐿
Από την Εξ. (12.106) προκύπτει ότι για να έχουμε μεγάλο παράγοντα υπέρτασης QO χρειαζόμαστε μεγάλη
αντίσταση R και πυκνωτή με μεγάλη χωρητικότητα C, καθώς και πηνίο με μικρή αυτεπαγωγή L.
• Να πραγματοποιηθεί στο breadboard το κύκλωμα του συντονισμού σειράς του Σχ. 12.16 με στοιχεία
R = 470 Ω, L = 22 mH και C = 33 nF. Η πηγή είναι ημιτονική (Vi = 2 Vp-p).
• Με τη χρήση του πολυμέτρου (ωμομέτρου) μετρήστε την πραγματική τιμή της αντίστασης.
• Υπολογίστε την απόκλιση (%) της πραγματικής από την ονομαστική τιμή της αντίστασης με τη
|𝑅𝑅 −𝑅𝑅 |
βοήθεια της σχέσης 𝛥𝛥𝛥𝛥 = Π Θ ∙ 100%, όπου RΘ η ονομαστική τιμή της αντίστασης και RΠ η
𝑅𝑅Θ
πραγματική τιμή των αντιστάσεων, όπως μετρήθηκαν με το πολύμετρο.
CH 1 L C CH 2
i
υS +
_ R
2. Πειραματική Μελέτη
• Με την πηγή τάσης υS συνδεδεμένη στο κύκλωμα ρυθμίστε με το πρώτο κανάλι του παλμογράφου το
πλάτος της τάσης της πηγής.
• Να τοποθετήσετε το δεύτερο κανάλι του παλμογράφου στην έξοδο του κυκλώματος, δηλαδή στα
άκρα της αντίστασης R.
• Για το κύκλωμα του Σχ. 12.16 να σχεδιάσετε τα διαγράμματα (f – I) και (f – φ). Για το καθένα από
αυτά χρειάζονται τουλάχιστον 12 ζεύγη μετρήσεων που θα παρουσιαστούν πρώτα σε πίνακες τιμών.
Για τον σκοπό αυτό μετρήστε την τάση στα άκρα της αντίστασης και από τον νόμο του Ohm
υπολογίστε την τάση. Επιπλέον, θα μετρήσετε τη μετατόπιση φάσης της τάσης εξόδου ως προς την
τάση εισόδου.
CH 1
R CH 2
i
L
υs +
_
Σχήμα 12.17 To κύκλωμα συντονισμού σειράς RLC της πειραματικής άσκησης μετά την αλλαγή θέσης στα στοιχεία.
• Για το κύκλωμα του Σχ. 12.17 θα πάρετε αντίστοιχα ζεύγη τουλάχιστον 12 μετρήσεων για να
σχεδιάσετε το διάγραμμα (f – VLC).
• Οι καμπύλες (f – I), (f – VLC), και (f – φ) να σχεδιαστούν σε millimétré, καθώς και σε semilog χαρτί
με τη συχνότητα f στον λογαριθμικό οριζόντιο άξονα.
• Επίσης, να προσδιορίσετε πειραματικά και θεωρητικά τα παρακάτω μεγέθη: fΟ, f1, f2, QΟ, BW και τα
% σφάλματα των τιμών τους.
Προσοχή:
• Στη θέση των γειώσεων πηγής και παλμογράφου.
12.5.1 Οδηγίες
Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε, πώς μπορούμε, εναλλακτικά του πειράματος χρησιμοποιώντας το
MultisimLive, να μελετήσουμε τα κυκλώματα συντονισμού και ειδικότερα το κύκλωμα του συντονισμού
σειράς RLC.
12.5.2 Εφαρμογή
• Να σχεδιαστεί στο MultisimLive το κύκλωμα του Σχ. 12.16 και να παραχθούν τα διαγράμματα (f – I)
και (f – φ). Για το καθένα από αυτά χρειάζονται τουλάχιστον 12 ζεύγη μετρήσεων που θα
παρουσιαστούν πρώτα σε πίνακες τιμών.
Προσοχή: H γείωση του κυκλώματος θα τοποθετηθεί στον αρνητικό πόλο της πηγής τάσης του
κυκλώματος.
• Για τον σκοπό αυτό να τοποθετηθούν δύο probes τάσης στην πηγή και στα άκρα της αντίστασης.
• Να εξάγετε από τον Grapher το διάγραμμα Bode της απολαβής τάσης AV.
• Nα σχεδιαστεί στο Multisim το κύκλωμα του Σχ. 12.17 και να ληφθούν αντίστοιχα τουλάχιστον 12
ζεύγη μετρήσεων για να σχεδιαστεί το διάγραμμα (f – VLC).
• Επίσης, να προσδιορίσετε τα παρακάτω μεγέθη: fΟ, f1, f2, QΟ, BW και τα % σφάλματα των τιμών τους.
12.2 Σε κύκλωμα RLC σειράς με R = 50 Ω και L = 1 H, η τάση τροφοδοσίας ακολουθεί το ρεύμα κατά 60ο στη
συχνότητα των 50 Hz. Σε ποια συχνότητα συντονίζει το κύκλωμα;
12.3 Σε κύκλωμα RLC σειράς με L = 10 mH και C = 100 μF, η τάση τροφοδοσίας προηγείται του ρεύματος
κατά φ = 25ο για ω1 = 2000 rad/s και έπεται του ρεύματος κατά 25ο για ω2. Να βρεθούν:
α) η συχνότητα ω2 και
β) η συχνότητα συντονισμού fΟ.
12.4 Να βρεθεί η τιμή του C που μεγιστοποιεί την ισχύ που καταναλώνεται στην αντίσταση R στο κύκλωμα
του Σχ. 12.18.
Δίνονται: 𝑉𝑉𝑆𝑆̇ = 100<0o V, με f = 5000 Hz, 𝑍𝑍̇ = (10 + j5) Ω και R = 100 Ω.
.
Z R
.
I
.
V +
_ C
12.5 Να βρεθεί κύκλωμα συντονισμού σειράς RLC, με ωO = 50 rad/s και εύρος ζώνης BW = 10 rad/s.
12.6 Να βρεθεί κύκλωμα συντονισμού σειράς RLC, με ωO = 2000 rad/s και εύρος ζώνης BW = 10 rad/s.
Επιπλέον, βρείτε τον συντελεστή ποιότητας QO. Θεωρήστε ότι R = 10 Ω.
12.8 Σε ένα κύκλωμα παράλληλου συντονισμού RLC, με ωΟ = 100 rad/s και QΟ = 10 να υπολογίσετε το εύρος
ζώνης BW του κυκλώματος. Θεωρήστε ότι R = 100 Ω.
12.9 Σε ένα κύκλωμα παράλληλου συντονισμού RLC με συντελεστή ποιότητας QΟ = 100, συχνότητα
συντονισμού fΟ = 5 MHz, και αντίστασης R = 50 kΩ, να υπολογίσετε τις τιμές των στοιχείων L και C.
12.10 Στο κύκλωμα παράλληλου συντονισμού RLC, με R = 10 kΩ, L = 0.1 mH και C = 10 μF, υπολογίστε:
α) τη συχνότητα συντονισμού ωΟ, τον συντελεστή ποιότητας QΟ και το εύρος ζώνης ΒW,
β) τις συχνότητες ημίσειας ισχύος ω1 και ω2 και
γ) την ισχύ που καταναλώνεται στη συχνότητα συντονισμού ωΟ, καθώς και στις συχνότητες
ημίσειας ισχύος ω1 και ω2.
12.11 Σε ένα κύκλωμα παράλληλου συντονισμού RLC, με R = 1 kΩ και συχνότητες ημίσειας ισχύος f1 = 80
kHz και f2 = 85 kHz, υπολογίστε:
α) το εύρος ζώνης BW σε rad/s,
β) τη συχνότητα συντονισμού ωΟ,
γ) τον συντελεστή ποιότητας QΟ,
δ) την τιμή της χωρητικότητας C του πυκνωτή και
ε) την τιμή της αυτεπαγωγής L του πηνίου.
12.12 Βρείτε την έκφραση για τη συχνότητα συντονισμού ωΟ στο δικτύωμα του Σχ. 12.19.
L R
50 mH
2 μF
100 Ω
12.14 Βρείτε την έκφραση για τη συχνότητα συντονισμού στο δικτύωμα του Σχ. 12.21.
R L
12.15 Να υπολογιστεί το L, ώστε το δικτύωμα του Σχ. 12.22 να συντονίζει στη συχνότητα ωΟ = 1000 rad/s.
Δίνονται: RL = 10 Ω, RC = 20 Ω, 𝑋𝑋𝐶𝐶 = 10 Ω.
L RC
RL C