Ο λαϊκισμος στη μεταπολιτευση: θεωρια και πραξη

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 105

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ


ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ


ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

ΟΝΟΜΑ: ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ


Α. Ε. Μ.: 10

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Ο ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ:


ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 29-09-2008
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ…………………………………………………………... σελ. 3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο : Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΑΪΚΙΣΜΟΥ…………………... σελ. 5


1. 1. Κριτικές προσεγγίσεις……………………………………………… σελ. 5
1. 2. Βασικά χαρακτηριστικά του λαϊκιστικού φαινομένου………………... σελ. 12
1. 3. Ιστορικά παραδείγματα……………………………………………. σελ. 21
1. 4. Προς μια εννοιολογική οροθέτηση…………………………….......... σελ. 32
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο : Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ…………………... σελ. 36
2. 1. Η εμφάνιση του λαϊκισμού στην Ελλάδα………………………......... σελ. 36
2. 2. Λαϊκιστικά χαρακτηριστικά του ΠΑΣΟΚ………………………...... σελ. 40
ο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 : Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ σελ. 50
ο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ………………………………………….. σελ. 57
4. 1. Η προετοιμασία των διαπραγματεύσεων……………………………. σελ. 57
4. 2. Η εξέλιξη των συνομιλιών………………………………………….. σελ. 61
4. 3. Η υπογραφή της συμφωνίας………………………………………... σελ. 74
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο: ΤΟ ΠΑΣΟΚ ΩΣ ΛΑΪΚΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ………... σελ. 77
5. 1. Το παράδειγμα της διεθνούς έκθεσης αρχαίων μνημείων…………… σελ. 77
5. 2. Το παράδειγμα των αμερικανικών βάσεων……………………........... σελ. 80

ΕΠΙΛΟΓΟΣ…………………………………………………………... σελ. 94

ΠΗΓΕΣ ……………………………………………………………… σελ. 98


α) Βιβλιογραφία……………………………………………………….... σελ. 98
β) Αρθρογραφία………………………………………………………... σελ. 100
γ) Ηλεκτρονικές Διευθύνσεις……………………………………………. σελ. 102

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 2 18/11/2008


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το αντικείμενο της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση του φαινομένου του


λαϊκισμού, όπως αυτό εμφανίστηκε και εξελίχθηκε μέσω του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα της
Μεταπολίτευσης. Πιο συγκεκριμένα θα εξετάσουμε τον πασοκικό λαϊκισμό μέσα από την
συγκριτική παρουσίαση, ανάλυση και κριτική δύο περιπτώσεων: πρώτον, της υπόθεσης
εξαγωγής αρχαίων μνημείων από την Ελλάδα στο πλαίσιο της διεθνούς έκθεσης που
διεξήχθη στις ΗΠΑ τον Μάρτιο του 1979 και, δεύτερον, των διαπραγματεύσεων για τις
αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα που διήρκεσαν 9 μήνες, από τον Οκτώβριο του 1982 ως
τον Ιούλιο του 1983.
Οι κύριες συνιστώσες του προβληματισμού της συγκεκριμένης μελέτης είναι πέντε:
Α) Η αποσαφήνιση του όρου «λαϊκισμός». Β) Η παρουσίαση του λαϊκιστικού φαινομένου
στην Ελλάδα μέσα από το ΠΑΣΟΚ. Η ανάλυση των κύριων χαρακτηριστικών του
πασοκικού λαϊκισμού. Γ) Η καταγραφή των γεγονότων της υπόθεσης εξαγωγής αρχαίων
μνημείων από την Ελλάδα στο πλαίσιο της διεθνούς έκθεσης που διεξήχθη στις ΗΠΑ τον
Μάρτιο του 1979. Δ) Η καταγραφή των διαπραγματεύσεων για την παραμονή ή την
απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων από την Ελλάδα την περίοδο 1982 – 1983. Ε) Η
συγκριτική ανάλυση των δύο περιπτώσεων, της διεθνούς έκθεσης αρχαίων μνημείων και των
διαπραγματεύσεων για τις αμερικανικές βάσεις. Τα κοινά στοιχεία αλλά και οι
διαφοροποιήσεις στο λαϊκιστικό λόγο του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ ανάλογα με τη σκοπιμότητα
και την ιστορική συγκυρία.
Αναλυτικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο θα προσπαθήσουμε να συνθέσουμε το
θεωρητικό πλαίσιο της έννοιας του «λαϊκισμού». Θα δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο
περιεχόμενο της έννοιας αυτής, η οποία αποτελεί αφετηρία για την ανάλυση που ακολουθεί.
Αρχικά θα παρατεθούν ορισμένες κριτικές προσεγγίσεις, έτσι ώστε να εξετάσουμε το
φαινόμενο μέσα από τη σύγκριση αυτών των θέσεων. Στη συνέχεια θα αναλυθούν τα βασικά
χαρακτηριστικά του και έπειτα θα κάνουμε μία σύντομη επισκόπηση των σημαντικότερων
λαϊκιστικών κομμάτων ή κινημάτων που εμφανίστηκαν κατά καιρούς ανά την υφήλιο. Τέλος,
θα γίνει μια απόπειρα σύνθεσης ενός γενικού ορισμού του λαϊκισμού.
Το δεύτερο κεφάλαιο επικεντρώνεται στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, το κόμμα το
οποίο διέδωσε και καθιέρωσε την έννοια του λαϊκισμού στην Ελλάδα. Στο κεφάλαιο αυτό θα
αναφερθούν κάποια εισαγωγικά στοιχεία για την εμφάνιση του λαϊκισμού στην Ελλάδα. Στη
συνέχεια θα προχωρήσουμε στην ανάλυση των λαϊκιστικών χαρακτηριστικών του ΠΑΣΟΚ.
Στο τρίτο κεφάλαιο θα καταγράψουμε τα όσα συνέβησαν στην υπόθεση εξαγωγής
ορισμένων αρχαιοτήτων από την Ελλάδα, και συγκεκριμένα από το Ηράκλειο Κρήτης, οι

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 3 18/11/2008


οποίες θα χρησιμοποιούνταν ως εκθέματα στη διεθνή έκθεση αρχαίων μνημείων που
διεξήχθη στις ΗΠΑ τον Μάρτιο του 1979. Η αφήγηση αυτή είναι χρήσιμη για να
παρακολουθήσουμε τις αντιδράσεις των κατοίκων για την εξαγωγή των αρχαιοτήτων, καθώς
και τη στάση που κράτησε ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Στο τέταρτο κεφάλαιο θα περιγράψουμε λεπτομερώς τις συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας
– ΗΠΑ για την παραμονή ή την απομάκρυνση των αμερικανικών εγκαταστάσεων από τη
χώρα, οι οποίες διήρκεσαν 9 μήνες, από τον Οκτώβριο του 1982 ως τον Ιούλιο του 1983.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ρητορική του Ανδρέα Παπανδρέου, από τη θέση του
Πρωθυπουργού πλέον, ο οποίος υιοθέτησε έναν λόγο που «νομιμοποιούσε» στη συνείδηση
του λαού την παραμονή των βάσεων, ενώ ουσιαστικά μιλούσε για την απομάκρυνσή τους.
Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο, θα προσπαθήσουμε να επαληθεύσουμε την
αρχική υπόθεση αυτής της εργασίας: ότι το ΠΑΣΟΚ, στην περίοδο που εξετάζουμε, ήταν
λαϊκιστικό κόμμα, με ισχυρές δόσεις εθνικιστικής ιδεολογίας στο λόγο του. Στο κεφάλαιο
αυτό θα εξειδικεύσουμε την ανάλυση μας στα δύο προηγούμενα ιστορικά παραδείγματα, τα
οποία επιλέχθηκαν με το εξής σκεπτικό: Στη μεν έκθεση αρχαίων μνημείων, το ΠΑΣΟΚ
υπερτονίζει τη διασφάλιση της πολιτιστικής κληρονομιάς και της εθνικής ταυτότητας. Στις
δε διαπραγματεύσεις για τις βάσεις, κάνει λόγο για εθνική ανεξαρτησία αλλά στο τέλος
φαίνεται ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου αθέτησε την υπόσχεσή του για απομάκρυνση των
βάσεων από την Ελλάδα. Μέσα, λοιπόν, από τη συγκριτική μελέτη, ανάλυση και
παρουσίαση αυτών των δύο περιπτώσεων θεωρούμε πως μπορούμε να εξάγουμε σημαντικά
συμπεράσματα για την εμφάνιση και εξέλιξη του λαϊκισμού στην Ελλάδα και πως το
ΠΑΣΟΚ, προβάλλοντας δύο «εθνικά ζητήματα», χρησιμοποίησε το λαϊκισμό με στόχο την
πολιτική κινητοποίηση των μαζών.
Στον επίλογο, τέλος, παρατίθεται μια συνοπτική παρουσίαση των κυριότερων
σημείων της εργασίας, ενώ διατυπώνονται και ορισμένα καταληκτικά σχόλια.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 4 18/11/2008


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο: Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΑΪΚΙΣΜΟΥ

1. 1. Κριτικές προσεγγίσεις
Ο όρος «λαϊκισμός» είναι εξαιρετικά ασαφής και χρησιμοποιείται χωρίς να έχει
οροθετηθεί εννοιολογικά. Είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα. Χαρακτηρίζει ένα πλήθος
πολιτικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, εντοπιζόμενος σε όλα τα σημεία του πολιτικού
φάσματος, από τη Δεξιά μέχρι την Αριστερά. Η πλούσια βιβλιογραφία για το λαϊκισμό
περιλαμβάνει πολλές προσεγγίσεις, καθεμιά από τις οποίες χρησιμοποιεί διαφορετικά
κριτήρια για τον ορισμό και την ανάλυση του. Ωστόσο, όποιες διαφωνίες και αν
παρουσιάζουν μεταξύ τους οι διάφοροι μελετητές του λαϊκισμού, δύο είναι τα κύρια σημεία
στα οποία συμφωνούν: α) στην ιδιαίτερη σημασία που έχει ο λαϊκισμός για τη μελέτη των
σύγχρονων πολιτικών κομμάτων και κινημάτων, και β) στην ανεπάρκεια του θεωρητικού
πλαισίου για την κατανόηση του φαινομένου.1
Πράγματι, σχεδόν κάθε προσπάθεια ερμηνείας του λαϊκιστικού φαινομένου
«σκοντάφτει» σε ένα βασικό εμπόδιο: στην αδυναμία προσδιορισμού ενός γενικά αποδεκτού
ορισμού του λαϊκισμού. Αυτή η αδυναμία οδήγησε τους πρώιμους μελετητές του
φαινομένου, Ionescu και Gellner, να υιοθετήσουν μία πεσιμιστική και άκρως αρνητική θέση
για το λαϊκισμό.2 Σύμφωνα με αυτήν την πρώτη προσέγγιση, ο λαϊκισμός αναφέρεται σε μία
τόσο ευρεία ποικιλία φαινομένων, ώστε είναι αδύνατον να καταφέρουμε να «απομονώσουμε»
κάποια κοινά χαρακτηριστικά που να μπορούν να θεωρηθούν λαϊκιστικά. Συνεπώς, ο όρος
«λαϊκισμός» δε μπορεί να έχει επιστημονική χρήση, ούτε καν να αποτελεί μέρος της
ορολογίας των κοινωνικών επιστημών.3
Η δεύτερη προσέγγιση που επιχειρήθηκε στο φαινόμενο του λαϊκισμού ήταν αυτή
της πολύ στενής εστίασης σε ένα από τα γενικά χαρακτηριστικά του φαινομένου. Έγινε,
δηλαδή, προσπάθεια να οριστεί ο λαϊκισμός με βάση ένα μόνο από τα γενικά του
χαρακτηριστικά. Έτσι, άλλοτε ταυτίστηκε με αγροτικά κινήματα και άλλοτε με αστικά
πολυταξικά κινήματα, όπως αυτά που εμφανίστηκαν στη Λατινική Αμερική.4

1 Βλ. Nikos Mouzelis, “On the concept of populism: Populist and clientelist modes of incorporation in
semiperipheral polities”, Politics & Society, 1985, Τόμος 14, No. 3, p. 329.
2 Βλ. Catherine Fieschi, “Introduction”, Journal of Political Ideologies, October 2004, Τεύχος 9(3), p. 235.
3 Βλ. Νίκος Μουζέλης, «Ο λαϊκισμός. Νέος τρόπος ένταξης των μαζών στις πολιτικές διαδικασίες;», στο
Λαϊκισμός και Πολιτική, Αθήνα, Γνώση, 1989, σελ. 21-22.
4 Βλ. Νίκος Μουζέλης, ό. π., σελ. 22.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 5 18/11/2008


Η τρίτη προσέγγιση, που αναπτύχθηκε από τους Ernesto Laclau και Margaret
Canovan, επιχειρεί την κατασκευή περιεκτικών ορισμών/θεωριών που θα μπορούσαν να
εξηγήσουν την πλειοψηφία των κινημάτων που αποκαλούμε λαϊκιστικά. Παρά το γεγονός ότι
οι δύο μελετητές αναπτύσσουν διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις του λαϊκισμού,
αμφότεροι καταλήγουν να συμφωνήσουν ότι δύο στοιχεία αποτελούν τον «πυρήνα» του
λαϊκιστικού φαινομένου: α) η έκκληση στο λαό, και β) ο αντιελιτισμός.5
Πιο συγκεκριμένα, ο Laclau δεν προσπάθησε να κατασκευάσει έναν γενικά
αποδεκτό ορισμό του λαϊκισμού, καθώς αντιλαμβάνεται το λαϊκισμό σαν ένα φαινόμενο
ασύλληπτο αλλά και επαναλαμβανόμενο ταυτόχρονα. Στόχος του ήταν να κατανοήσει το
λαϊκιστικό φαινόμενο μέσα από τη μελέτη των πολιτικών κινημάτων που θεωρούμε
λαϊκιστικά. Κατέληξε, λοιπόν, ότι όπως οι ταξικές διαιρέσεις προκαλούν ταξικές εκκλήσεις
(δηλαδή, ιδεολογίες που κάνουν έκκληση στα άτομα ως ταξικά υποκείμενα), έτσι και η
διαίρεση ανάμεσα στο λαό και το συγκρότημα εξουσίας προκαλεί λαϊκές εκκλήσεις
(έκκληση στο λαό). Ωστόσο, η έκκληση στο λαό από μόνη της δεν αρκεί. Για να υπάρξει
λαϊκισμός, σύμφωνα με τον Laclau, θα πρέπει αυτές οι λαϊκές εκκλήσεις να αρθρώνονται σε
ανταγωνιστική βάση προς την ιδεολογία του συγκροτήματος εξουσίας (αντιελιτισμός). Θα
πρέπει να σημειώσουμε, εδώ, ότι ο Laclau, σε μια πιο πρόσφατη προσέγγιση του, έθεσε ως
μοναδικό κριτήριο για την ύπαρξη λαϊκισμού τον αντιελιτισμό. Όπως παρατηρεί ο Γιάννης
Σταυρακάκης, αυτή η μεταγενέστερη προσέγγιση παρουσιάζει μεν κάποια πλεονεκτήματα
(φανερώνει ότι, επί της ουσίας, όλα τα αντιελιτιστικά κινήματα έχουν λαϊκιστικά στοιχεία και
αναδεικνύει τον μονίμως παρόντα λαϊκιστικό χαρακτήρα της πολιτικής ζωής), ωστόσο, είναι
απαραίτητο να διατηρήσουμε και το πρώτο κριτήριο, της έκκλησης στο λαό, διαφορετικά ο
λαϊκισμός ενδέχεται να χάσει την ιδιαιτερότητα και τη σημασία του ως εργαλείο πολιτικής
ανάλυσης (π. χ. δε θα μπορούμε να διακρίνουμε ένα επαναστατικό κίνημα τύπου Ρωσίας ή
Κίνας, από ένα καθαρά λαϊκιστικό, όπως του Peron στην Αργεντινή).6
Καταλήγοντας, για τον Laclau, η προϋπόθεση για τη συγκρότηση ενός λαϊκιστικού
κινήματος είναι εκδήλωση οργανικής κρίσης, η αποδιάρθρωση των σχέσεων κυριαρχίας σε
μια κοινωνία. Δηλαδή, ο λαϊκισμός συνιστά την τυπική πολιτική λύση όταν κυριαρχούν στην
κοινωνία αποσαρθρωτικές κρίσεις, οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσα από τις

5 Βλ. Nikos Mouzelis, “On the concept of populism: Populist and clientelist modes of incorporation in
semiperipheral polities”, ό. π., pp. 329-330.
6 Βλ. Yannis Stavrakakis, “Antinomies of formalism: Laclau’s theory of populism and the lessons from
religious populism in Greece”, Journal of Political Ideologies, October 2004, Τεύχος 9(3), p.p. 254–257 & p.p.
262–264.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 6 18/11/2008


κανονικές θεσμικές διόδους. Με λίγα λόγια, υπάρχει συσσώρευση ανικανοποίητων
αιτημάτων από τη μια πλευρά ενώ από την άλλη υπάρχει η αδυναμία των θεσμικών μέσων
να απορροφήσουν αυτά τα αιτήματα.7 Ο ίδιος θεωρεί ότι ο λαϊκισμός ορίζεται από τη
λογική της απλοποίησης και της διχοτόμησης του κοινωνικού και πολιτικού χώρου και
«…αρχίζει στο σημείο όπου τα λαϊκο-δημοκρατικά στοιχεία παρουσιάζονται ως μια
ανταγωνιστική επιλογή εναντίον της ιδεολογίας του άρχοντος συγκροτήματος».8 Πιστεύει,
τέλος, ότι σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό τα υποκείμενα εγκαλούνται τόσο ως μέλη μιας
τάξης όσο και ως μέλη του «λαού». Η σύνθεση των ταξικών και λαϊκών εκκλήσεων γίνεται
στο λόγο και τα χαρακτηριστικά της εξηγούν το ειδικό περιεχόμενο του λαϊκισμού (εάν
δηλαδή πρόκειται για «αριστερό» ή για «δεξιό» λαϊκισμό). Η προσέγγιση αυτή του Laclau
διευκολύνει σημαντικά την αποσαφήνιση της έννοιας του λαϊκισμού και εξηγεί πως
διαφορετικά πολιτικά φαινόμενα μπορεί να χαρακτηρίζονται ως λαϊκιστικά.9
Στο ίδιο πνεύμα, η Canovan υποστήριξε ότι ο λαϊκισμός πρέπει να γίνεται
αντιληπτός ως «έκκληση στο λαό ενάντια τόσο στην καθεστηκυία δομή εξουσίας όσο και
στις κυρίαρχες ιδέες και αξίες».10 Οι λαϊκιστές «νομιμοποιούν» τις πρακτικές τους
ισχυριζόμενοι ότι απευθύνονται στο «λαό», ότι αντιπροσωπεύουν τη λαϊκή κυριαρχία και δεν
εξυπηρετούν ειδικά συμφέροντα, όπως αυτά της οικονομικής ελίτ. Ωστόσο, τονίζει ότι ο
λαϊκισμός δεν πρέπει να απορριφθεί σαν παθολογικό φαινόμενο της πολιτικής χωρίς
ενδιαφέρον. Ο όρος «λαϊκισμός», προσθέτει η Canovan, χρησιμοποιείται όχι μόνο για την
πολιτική που κινητοποιεί συνηθισμένους ανθρώπους ενάντια στο κατεστημένο αλλά και για
μια κλασική τακτική για τους ήδη μυημένους στην πολιτική, δηλαδή ένα είδος
πολυσυλλεκτικής, προσωποπαγούς πολιτικής που έχει απήχηση στο λαό στο σύνολό του.11

7 Βλ. Ernesto Laclau, «Τέσσερις απαντήσεις για τον λαϊκισμό. Μία συνέντευξη», Επιστήμη και Κοινωνία, Τεύχος
12, Άνοιξη 2004, σελ. 213-218.
8 Βλ. Yannis Stavrakakis, “Antinomies of formalism…, ό.π., 254–257.
9 Βλ. Χρήστος Λυριντζής, «Λαϊκισμός: Η έννοια και οι πρακτικές» στο Χρήστος Λυριντζής-Ηλίας
Νικολακόπουλος (επιμέλεια), Εκλογές και κόμματα στη δεκαετία του ’80, εξελίξεις και προοπτικές του πολιτικού
συστήματος, Αθήνα, Θεμέλιο, 1990, σελ. 46.
10 Βλ. Margaret Canovan, “Trust the People! Populism and the two faces of democracy”, Political Studies,
1999, XLVII, pp. 2.
11 Βλ. Margaret Canovan, “Populism for political theorists?”, Journal of Political Ideologies, October 2004,
p.241-252. Ο Χρήστος Λυριντζής υποστηρίζει ότι το φαινόμενο του λαϊκισμού δεν χαρακτηρίζεται από
συγκεκριμένες ιδέες ή συγκεκριμένο σύνολο πολιτικών αλλά προσδιορίζεται από την εσωτερική του λογική,
από τον τρόπο που παρουσιάζει και οργανώνει τον κοινωνικό και πολιτικό χώρο. Ωστόσο, ασκεί κριτική στην
Canovan, λέγοντας ότι οι παρατηρήσεις της είναι μεν σωστές αλλά δεν επαρκούν για να οριστεί και να
αναλυθεί ο λαϊκισμός, δεδομένου ότι τα παραπάνω στοιχεία μπορεί να εμφανίζονται και σε κόμματα ή

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 7 18/11/2008


Η Canovan ασχολήθηκε, επίσης, με την ιδιαίτερη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο
λαϊκισμό και τη δημοκρατία. Η δημοκρατία έχει δύο όψεις: τη «λυτρωτική» (δημοκρατία ως
ιδεώδες) και την «πραγματιστική» (δημοκρατία ως πρακτική – πραγματικότητα).12 Οι δύο
αυτές όψεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και δε μπορούν να υπάρξουν η μία χωρίς την άλλη.
Ωστόσο, «οι εντάσεις μεταξύ τους (χάσμα ανάμεσα στο ιδανικό και στο πραγματικό,
ανάμεσα στην υπόσχεση και στην εκπλήρωση) είναι πολύ ισχυρές και παρέχουν το ερέθισμα
για λαϊκιστική κινητοποίηση, η οποία ακολουθεί τη δημοκρατία σα σκιά», αναφέρει η
Canovan.13 Όσο διευρύνεται αυτό το χάσμα και όσο πληθαίνουν αλλά και οξύνονται οι
εντάσεις εξαιτίας των δύο διαστάσεων της δημοκρατίας που συνυπάρχουν, με άλλα λόγια
όσο οι αυξανόμενες προσδοκίες «του Λαού» από τη δημοκρατία διαψεύδονται από τα
αποτελέσματα της δημοκρατικής διακυβέρνησης, τόσο πιθανότερο προβάλλει το
ενδεχόμενο, το λαϊκιστικό φαινόμενο να κατορθώσει να εκδηλωθεί. Αν έτσι έχουν τα
πράγματα, τότε τι ήταν αυτό που προκάλεσε τη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στις δύο
όψεις της δημοκρατίας και τη συνακόλουθη εκδήλωση των λαϊκιστικών κινημάτων τις
τελευταίες δεκαετίες; Σύμφωνα με την Canovan, ο λαϊκισμός ευδοκιμεί ιδιαίτερα υπό
συνθήκες διαφθοράς, οικονομική κρίσης, εκεί όπου η συλλογική πολιτική θέληση για
συλλογική δράση και ένωση απουσιάζει και κυριαρχεί ο απομονωτισμός και ο ατομικισμός,
καθώς και εκεί όπου ο λαός αποξενώνεται από την εξουσία.14 Τέτοιου είδους καταστάσεις
προκαλούν εντάσεις ανάμεσα στις δύο όψεις της δημοκρατίας, διευρύνουν το μεταξύ τους
χάσμα και έτσι ο λαϊκισμός βρίσκει χώρο να αναπτυχθεί.
Μια ακόμη προσπάθεια αποσαφήνισης του όρου γίνεται από την Catherine Fieschi,
σύμφωνα με την οποία ο λαϊκισμός είναι δύσκολο να οριστεί διότι έχει την τάση να

κινήματα τα οποία έχουν σαφή ιδεολογική ταυτότητα και ούτε αυτοπροσδιορίζονται ούτε χαρακτηρίζονται
από τρίτους ως λαϊκιστικά. Τέτοιες προσεγγίσεις, συνεχίζει ο Λυριντζής, παραμένουν εξαιρετικά περιγραφικές
και δεν εξηγούν ούτε τη φύση και την ιδιοτυπία του λαϊκισμού ούτε το ρόλο του σε συγκεκριμένες πολιτικές
κινητοποιήσεις. Το πρόβλημα είναι ότι δεν αποσαφηνίζουν την έννοια του λαϊκισμού με τρόπο που να
καθίσταται αναλυτικά χρήσιμη και διακριτή από άλλες έννοιες και ταυτόχρονα ικανή να συμβάλλει στην
ανάλυση του πολιτικού φαινομένου. Βλ. Christos Lyrintzis, “The power of populism: the Greek case”,
European Journal of Political Research, Vol. 15, 1987, p.667-686. & Βλ. Χρήστος Λυριντζής, «Λαϊκισμός: Η
έννοια και οι πρακτικές», ό. π., σελ. 45.
12 Από τη λυτρωτική όψη προκύπτουν οι λεγόμενες «πολιτικές πίστης», ενώ από τη πραγματιστική όψη
προκύπτουν οι «πολιτικές ορθολογισμού». Ο λαϊκισμός ανήκει στις πρώτες. Βλ. Koen Abts - Stefan
Rummens, “Populism versus Democracy’, Political Studies, Vol. 55, 2007, pp. 405-424.
13 Βλ. Margaret Canovan, “Trust the People! Populism and the two faces of democracy”, ό. π., p. 2-12.
14 Βλ. Margaret Canovan, “Trust the People! Populism and the two faces of democracy”, ό. π., p.p. 11-14.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 8 18/11/2008


εμφανίζεται σαν συστατικό διαμετρικά αντίθετων ιδεολογικών στάσεων.15 Η εμφάνισή του
υπό διαφορετικά προσωπεία με διαφορετικά περιεχόμενα (αριστερός λαϊκισμός του Peron
και δεξιός του Chirac ή του Berlusconi), υποδηλώνει την πολύ σημαντική προσαρμοστική
του ικανότητα. Η φύση του λαϊκισμού προσδιορίζεται από την παρασιτική του κατάσταση,
δηλαδή συμβιώνει και μερικές φορές συμπληρώνει άλλες κύριες ιδεολογίες. Η Fieschi
υιοθετεί την άποψη του Laclau, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, θεωρεί ότι «ο
λαϊκισμός περιγράφεται σαν ένας λόγος (discourse) και μας δίνει δύο κριτήρια για να
αξιολογήσουμε αν ο λόγος αυτός είναι ή δεν είναι λαϊκιστικός: πρέπει να αναφέρεται στο λαό
και πρέπει να δημιουργεί μια ανταγωνιστική σχέση μεταξύ των κυβερνώντων και των
κυβερνωμένων. Είναι μια μορφή πολιτικής έκφρασης των λαϊκών στρωμάτων, όταν
αδυνατούν να συγκροτήσουν τα ίδια μια αυτόνομη οργάνωση και μια αυτόνομη ταξική
ιδεολογία».16
Μια πολύ σημαντική συμβολή στην προσπάθεια διερεύνησης του φαινομένου του
λαϊκισμού έρχεται από τον Νίκο Μουζέλη, ο οποίος βλέπει τον λαϊκισμό ως τρόπο ένταξης
των μαζών στις πολιτικές διαδικασίες, ως τρόπο πολιτικής ενεργοποίησης ή ένταξης των
λαϊκών στρωμάτων στην πολιτική αρένα. Τα λαϊκιστικά κινήματα, κατά τον Μουζέλη,
κινητοποιώντας ή εντάσσοντας καινούργιες ομάδες στην πολιτική αρένα, αλλάζουν
σημαντικά την πολιτική, όχι όμως και την οικονομική σφαίρα. Έτσι, με αυτό το
χαρακτηριστικό μπορούμε να ξεχωρίσουμε τα καθαρώς επαναστατικά κινήματα (π.χ. το
ρωσικό και το κινεζικό) από τα καθαρώς λαϊκιστικά κινήματα.17 Στην προσέγγιση του
Μουζέλη τα στοιχεία της οργάνωσης και της ηγεσίας παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο με την
ιδεολογία, θεωρεί, με λίγα λόγια, την οργάνωση ως συστατικό στοιχείο του λαϊκισμού.18
Δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε σε αυτό το σημείο την κριτική που άσκησε ο
Νίκος Μουζέλης στις θέσεις του Laclau και της Canovan. Παρατήρησε ότι τόσο η
κατανόηση του λαϊκισμού ως άρθρωση λαϊκών εγκλήσεων και λαϊκών ιδεολογιών αντιθετικών
προς το συγκρότημα εξουσίας (Laclau) όσο και ο εντοπισμός της ουσίας του λαϊκισμού στην

15 Βλ. Catherine Fieschi, Fascism, populism and the French Fifth Republic, in the shadow of democracy, Manchester
University Press, 2004, p. 111.
16 Βλ. Catherine Fieschi, “Introduction”, Journal of Political Ideologies, October 2004, Τεύχος 9(3), p.235-240.
17Βλ. Νίκος Μουζέλης, «Ο λαϊκισμός. Νέος τρόπος ένταξης των μαζών στις πολιτικές διαδικασίες;», ό. π., σελ.
41-42.
18 Ο Λυριντζής, διαφωνώντας με τον Μουζέλη, θεωρεί ότι οι οργανωτικές ιδιομορφίες μπορούν να αποτελούν
επιπτώσεις του λαϊκισμού, αλλά δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν συστατικά του στοιχεία, διότι αντίστοιχες
εμφανίζονται και σε φαινόμενα που με κανένα τρόπο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν λαϊκιστικά. Βλ. Χρήστος
Λυριντζής, «Λαϊκισμός: Η έννοια και οι πρακτικές», ό. π., σελ. 46.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 9 18/11/2008


έκκληση προς το λαό και στον έκδηλο αντιελιτισμό (Canovan), είναι προβληματικά αφού
στηρίζονται σε γενικότητες που καλύπτουν σχεδόν κάθε σύγχρονο, ριζοσπαστικό πολιτικό
κίνημα. Ο λαϊκισμός, κατά τον Μουζέλη, δεν μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο στο
ιδεολογικό επίπεδο, δεδομένου ότι οι ιδεολογίες δεν υπάρχουν από μόνες τους, αλλά
αρθρώνονται και παίρνουν συγκεκριμένη μορφή στα πλαίσια οργανώσεων.19
Ο Άγγελος Ελεφάντης, από την πλευρά του, πιστεύει ότι το πρόβλημα της
ερμηνείας του λαϊκιστικού φαινομένου έχει κυριολεκτικά ταλαιπωρηθεί. Θεωρεί ότι είναι
δύσκολο ετερόκλητα φαινόμενα φερόμενα ως λαϊκιστικά να αναλυθούν με βάση μια ενιαία
εννοιολογική προσέγγιση. Και αυτό διότι ο λαός είναι σε κάθε περίπτωση διαφορετικός
αλλά και γιατί κάθε λαϊκισμός είναι προϊόν ειδικών καταστάσεων, διακριτών μεταξύ τους
ιδεολογικών προσμείξεων και πολιτικών αντιδράσεων μέσα σε ανεπανάληπτες συγκυρίες.20
Διαφωνεί, επίσης, με την ερμηνεία του λαϊκισμού ως εσκεμμένη εξαπάτηση του λαού. Δεν
δέχεται το μανιχαϊστικό ζεύγος του αφελούς λαού από τη μια πλευρά και του πονηρού
πολιτικού από την άλλη, ο οποίος προσπαθεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη του λαού και κατ’
επέκταση την ψήφο του. Τη θεωρεί μια απλοποιημένη αντίληψη (διότι δεν πρέπει κάθε
δημαγωγική ψηφοθηρική πολιτική να προσγράφεται στο λαϊκισμό) που βλέπει το λαό ως
καθυστερημένο και άβουλο πλάσμα, ενώ από την άλλη αποδίδει σχεδόν σατανικές ιδιότητες
στις πολιτικές ηγεσίες. Επιπλέον, ο Ελεφάντης σημειώνει ότι τα λαϊκιστικά κινήματα
στηρίζονται στο πλάσμα «λαός», χωρίς να ξεδιαλύνουν τις αντιφάσεις που έχει ο λαός μέσα
του, δηλαδή τις διαφορές του. Αυτό είναι αποτελεσματικό, εφόσον νοθεύουν τις αντιφάσεις
και τις επικαλύπτουν με στόχους που φαίνονται κοινός παρονομαστής των διαφορετικών
συμφερόντων. Επισημαίνει ότι ένα λαϊκιστικό κίνημα μπορεί να είναι δραστικό μόνο εφόσον
βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Έτσι μπορεί να προσεταιρίζεται κάθε είδους αίτημα χωρίς
εσωτερική άρθρωση. Διότι όταν θα χρειαστεί να προτείνει και να εφαρμόσει μέτρα που θα
ικανοποιούν ορισμένα κοινωνικά αιτήματα, τότε ανοίγει ο δρόμος για το ξέσπασμα των
αντιφάσεων, η ικανοποίηση της μιας ομάδας συνεπάγεται τη δυσαρέσκεια της άλλης.21 Στο
τέλος, ο συγγραφέας καταλήγει στην άποψη ότι ο λαϊκισμός είναι μια συγκρουσιακή
πολιτική ιδεολογία, που όμως δεν πρέπει να τον αποσπάσουμε από τη συγκεκριμένη
συγκυρία εντός της οποίας εκδηλώνεται.

19 Βλ. Μιχάλης Σπουρδαλάκης, «Ο ελληνικός λαϊκισμός στις συνθήκες του αυταρχικού κρατισμού» στο
Λαϊκισμός και πολιτική, Αθήνα, Γνώση, 1989, σελ. 67.
20 Βλ. Άγγελος Ελεφάντης, Στον αστερισμό του λαϊκισμού, Αθήνα, Ο Πολίτης, 1991, σελ. 240.
21 Βλ. Άγγελος Ελεφάντης – Μάκης Καβουριάρης, «ΠΑΣΟΚ: Λαϊκισμός ή Σοσιαλισμός;», Ο Πολίτης,
Τεύχος 13, Οκτώβριος, 1977, σελ. 14-23.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 10 18/11/2008


Ο Κώστας Σημίτης στο έργο του «Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός της ελληνικής
κοινωνίας» εξηγεί τις θέσεις του για το λαϊκισμό: «…με τον όρο «λαϊκισμός» εννοούμε μια
πολιτική πρακτική που εστιάζεται στην αποσπασματική ικανοποίηση άμεσων αιτημάτων
χωρίς να ακολουθεί μια μακροπρόθεσμη προοπτική εκσυγχρονισμού ή αλλαγής των δομών
της κοινωνίας. Εννοούμε μια συγκυριακή τακτική που αποφεύγει ουσιαστικές αναμετρήσεις
και επιδιώκει να επιτύχει συναίνεση με παραχωρήσεις, αναπαράγοντας έτσι την υφιστάμενη
κοινωνική δομή. Ο λαϊκισμός ασκεί επιρροή προωθώντας μια αντίληψη ισότητας που δεν
υπολογίζει αξιοκρατικές ιεραρχήσεις. Διαχωρίζει την κοινωνία σε εχθρούς και φίλους,
ταυτίζει συνειδητά τα ανόμοια για να δημιουργεί τεχνητές συσπειρώσεις συγκαλύπτοντας τις
πραγματικές αντιθέσεις και τα προβλήματα…».22 Με λίγα λόγια, για τον πρώην
πρωθυπουργό ο λαϊκισμός απευθύνεται όχι στο λογικό επιχείρημα αλλά στο πηγαίο
συναίσθημα. Δεν ενδιαφέρεται για μια συγκροτημένη επιχειρηματολογία. Ενδιαφέρεται
μόνο να προκαλέσει διαμαρτυρίες και να συγκεράσει τις απογοητεύσεις σε μια καθολική
άρνηση. Ενδιαφέρεται να συσπειρωθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι, ασχέτως των
πεποιθήσεών τους, κατά του εχθρού που υποδεικνύει. Κατά τον λαϊκιστικό λόγο, οι πολίτες
οφείλουν να στρέφονται αδιαμεσολάβητα στους ηγέτες και να απαιτούν.
Τέλος, παρατίθεται η προσέγγιση του Βασίλη Καπετανγιάννη, ο οποίος υποστηρίζει
ότι ο λαϊκισμός έχει ένα ιδιαίτερο ιδεολογικό πεδίο, ότι η διαλεκτική τάξη – λαός έχει μια
δική της δυναμική, ότι η δόμηση των σχέσεών τους είναι αποτέλεσμα διαρκούς πάλης και
διεκδίκησης ηγεμονικών πολιτικών δυνάμεων και ότι τελικά οι ανώτατες μορφές λαϊκισμού
δεν μπορεί παρά να είναι μόνο σοσιαλιστικές. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι στο λαϊκισμό το
ιδεολογικοπολιτικό υποκείμενο, ο μοχλός και φορέας της αλλαγής είναι ο «λαός» χωρίς
καμία εσωτερική ιεράρχηση.23 Με λίγα λόγια, ο λαϊκισμός θεωρείται ως: α) πολιτική
έκφραση λαϊκών στρωμάτων, όταν τα ίδια δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν και να
εγκαταστήσουν αυτόνομη βάση πολιτικής οργάνωσης και ταξικής ιδεολογίας, β) φαινόμενο
μεταβατικό ανάμεσα στις διαδικασίες οικονομικής, κοινωνικής, πολιτιστικής και πολιτικής
ανάπτυξης, γ) φαινόμενο στενά συνδεδεμένο με ορισμένα στάδια οικονομικής ανάπτυξης, τα
οποία μόλις ξεπεραστούν, η σημασία του μειώνεται, δ) πολιτική κινητοποίηση μαζών,

22 Βλ. Κώστας Σημίτης, Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας, Αθήνα, Γνώση, 1989, σελ. 40.
23 Βλ. Βασίλης Καπετανγιάννης, «Λαϊκισμός, συνοπτικές σημειώσεις για μια κριτική επανεξέταση», Ο Πολίτης,
Τεύχος 71, τρίμηνη επιθεώρηση, Ιανουάριος-Μάρτιος 1986, σελ.14-18. Αντίθετα, σημειώνει ο
Καπετανγιάννης, τα παραδοσιακά κομμουνιστικά κόμματα όσο και αν επικαλούνται το «λαό», όσο και αν
στρέφονται εναντίον των ελίτ και του status quo, ιδεολογικά και πολιτικά τοποθετούν την εργατική τάξη σε
προνομιακή θέση σε σχέση με τις άλλες κοινωνικές τάξεις.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 11 18/11/2008


διαφορετικών κοινωνικών ερεισμάτων, των πόλεων και της υπαίθρου, έξω από τα θεσμικά
πλαίσια του καθιερωμένου πολιτικού ανταγωνισμού.24

1. 2. Βασικά χαρακτηριστικά του λαϊκιστικού φαινομένου


Συνήθως, οι περισσότερες προσπάθειες για ένα γενικό ορισμό του λαϊκισμού δεν
καταλήγουν σε συμφωνία, με αποτέλεσμα κάποιοι αναλυτές να παρουσιάζουν ορισμούς ή
λίστες βασικών χαρακτηριστικών ενώ άλλοι να βρίσκουν ασήμαντες ομοιότητες και χαλαρές
συνδέσεις μεταξύ των ιδεολογιών. Οι πιο πρόσφατες μελέτες τείνουν να εστιάζουν σε μια
συζήτηση για το λαϊκισμό, σε μια ρητορική που απηχεί στο «λαό». Με βάση την προσέγγιση
των Laclau – Canovan και τις κριτικές, απόψεις και περαιτέρω αναλύσεις που έγιναν επί
αυτής, θα επιχειρήσουμε μία καταγραφή των βασικών χαρακτηριστικών του λαϊκισμού:
Ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του λαϊκιστικού φαινομένου είναι η
χαρισματική ηγεσία. Ο Max Weber δίνει τον ορισμό του χαρίσματος: «Χάρισμα»
ονομάζεται μια συγκεκριμένη ιδιότητα της προσωπικότητας του ατόμου, χάρη στην οποία
το άτομο θεωρείται εξαιρετικό και αντιμετωπίζεται ως προικισμένο με υπερφυσικές,
υπεράνθρωπες ή τουλάχιστον μοναδικές δυνάμεις ή ιδιότητες. Αυτές ως τέτοιες δεν είναι
προσιτές στον συνηθισμένο άνθρωπο, αλλά θεωρούνται ότι έχουν θεϊκή προέλευση ή ότι
αποτελούν υπόδειγμα και σε αυτή τη βάση το άτομο αντιμετωπίζεται ως ηγέτης.25 Ο Laclau,
από την πλευρά του, αναφέρει ότι, στη λαϊκιστικού τύπου κινητοποίηση, τα αντικαθεστωτικά
λαϊκά αιτήματα, συνήθως, «περιστρέφονται γύρω από το όνομα ενός ηγέτη».26 Αυτός ο
ηγέτης, τις περισσότερες φορές, φροντίζει να «οικοδομήσει» ένα ιδιαίτερα προσεγμένο
προφίλ, το οποίο τον φέρνει σε άμεση επαφή με το «λαό» του: παρουσιάζεται ως η «φωνή»
της σιωπηλής πλειοψηφίας των απλών ανθρώπων που η πολιτική ελίτ έχει παραγκωνίσει από
την άσκηση της εξουσίας, εμφανίζεται ως ο «αμόλυντος» παρατηρητής του διεφθαρμένου
πολιτικού συστήματος και περιφρονεί συνειδητά τους συμβιβασμούς.27 Επίσης, ο λαϊκιστής
ηγέτης είναι, συνήθως, άτομο που διαθέτει ιδιαίτερες ρητορικές και επικοινωνιακές
ικανότητες και χειρίζεται επιδέξια τα ΜΜΕ, τα οποία κατά τα άλλα περιφρονεί και

24 Βλ. Βασίλης Καπετανγιάννης, «Η πολιτική και θεωρητική σημασία της συζήτησης για το ΠΑΣΟΚ» στο
Πέτρος Παπασαραντόπουλος (επιμέλεια), ΠΑΣΟΚ και εξουσία, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1980, σελ. 301.
25 Βλ. Max Weber, Οικονομία και Κοινωνία, κοινωνιολογικές έννοιες, Αθήνα, Σαββάλας, 2005, σελ. 275.
26 Βλ. Ernesto Laclau, ό. π., p. 213.
27 Βλ. Hans-Georg Betz – Carol Johnson, “Against the current—stemming the tide: the nostalgic ideology
of the contemporary radical populist right”, Journal of Political Ideologies, October 2004, Τεύχος 9(3), p. 315.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 12 18/11/2008


κατακρίνει για τη σχέση τους με το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο.28 Αυτές ακριβώς
οι εξαιρετικές ικανότητες του ηγέτη δημιουργούν μια ιδιότυπη σχέση ανάμεσα σε αυτόν και
στους οπαδούς του και γεννούν τέτοιο βαθμό αφοσίωσης από την πλευρά των δεύτερων, που
δεν υπάρχει ανάλογος σε κανέναν άλλο τύπο σχέσης εξουσίας. Επίσης, επιτρέπουν στον
χαρισματικό ηγέτη να απευθύνεται σε ένα εξαιρετικά ανομοιογενές κοινωνικό σύνολο και να
συμβιβάζει φαινομενικά ασυμβίβαστες αντιλήψεις συμφερόντων, κινητοποιώντας με επιτυχία
τις μάζες ενάντια σε έναν κοινό εχθρό. Ο χαρισματικός ηγέτης είναι το βασικό
αναγνωρίσιμο σημείο αναφοράς για το κίνημα. Εκφράζοντας την ιδεολογία του κινήματος,
γίνεται η κεντρομόλος δύναμη που σφυρηλατεί την ενότητα στις τάξεις του και διατηρεί
συσπειρωμένες τις δυνάμεις της λαϊκιστικής συμμαχίας.29
Έτσι, λοιπόν, στο λαϊκισμό ο λαϊκός ηγέτης έχει μια αδιαμεσολάβητη σχέση με το
λαό, με τη λαϊκιστική συμμαχία, εντάσσει τις μάζες στην πολιτική. Ο ίδιος ο ηγέτης χρίζει
τον εαυτό του ως αποκλειστικό εκπρόσωπο του λαού, που θα τον καθοδηγήσει μέσα από τα
όνειρα, θα εκπληρώσει την άμεση επιθυμία του λαού για απολύτρωση. Πρόκειται για έναν
χαρισματικό δημαγωγό, ηγέτη ενός προσωποπαγούς κομματικού σχηματισμού, που έρχεται
σε άμεση επαφή με τις μάζες (λανθάνων αντικοινοβουλευτισμός).30 Παρουσιάζεται σαν
σωτήρας, σαν μεσσίας, αλλά παρά τη μυθική αύρα που τον περιβάλλει, εξακολουθεί να
παραμένει ένας άνθρωπος ανάμεσα σε άλλους, δηλαδή να είναι οικείος σε όλα τα ανθρώπινα
πάθη, με πρώτο αυτό της εξουσίας.31 Η κεντρικότητα της φιγούρας του ηγέτη δείχνει ότι οι
λαϊκισμοί ενσαρκώνονται σε έναν άνθρωπο και ότι απορρίπτουν τις «μεσολαβήσεις».
Σύμφωνα με τον Ηλία Κατσούλη, ο τύπος του χαρισματικού ηγέτη στην πολιτική
χαρακτηρίζεται από μαγικές, στα μάτια των οπαδών του, ικανότητες και τη δυνατότητα να
επιβάλλεται χωρίς αντιρρήσεις. Δίπλα στην προσωπική του ακτινοβολία και τις ιδιαίτερες
ικανότητες που πρέπει να διαθέτει, πρέπει να είναι και σε θέση να επιβάλλεται στους
οπαδούς του σαν αρχηγός και να τους ζητάει απόλυτη υπακοή. Την υποταγή αυτή
εξασφαλίζει ο χαρισματικός ηγέτης λόγω των θεωρούμενων αδιαφιλονίκητων ικανοτήτων του
και όχι λόγω μιας οποιασδήποτε καταστατικής ή παραδοσιακής αρχής. Ο χαρισματικός
ηγέτης εμφανίζεται και επιβάλλεται σε κρίσιμες εποχές ή σε μεταβατικές περιόδους, στη
διάρκεια των οποίων δημιουργείται ένα πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό ή και συνειδησιακό

28 Βλ. Margaret Canovan, “Populism for political theorists?”, p. 242.


29 Βλ. Κυριάκος Μητσοτάκης, Οι συμπληγάδες της εξωτερικής πολιτικής, εσωτερικές και διεθνείς πιέσεις στις
ελληνοαμερικανικές διαπραγματεύσεις για τις βάσεις 1974 – 1985, Αθήνα, Πατάκη, 2006, σελ. 127.
30 Βλ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, Για το λαό και το έθνος, η στιγμή Ανδρέα Παπανδρέου 1965-1989, Αθήνα, Πόλις,
2001, σελ. 74-75.
31 Βλ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, ό. π. σελ. 318.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 13 18/11/2008


κενό. Απαραίτητος όρος για την επιτυχία του λαϊκιστή ηγέτη είναι να εκμεταλλεύεται τη
μνησικακία των μαζών, στρέφοντάς τες ενάντια στους ξένους, στους «προνομιούχους, στις
ελίτ.
Έτσι, ερχόμαστε στο δεύτερο πολύ σημαντικό στοιχείο του λαϊκισμού που είναι η
έκκληση στο λαό. Κατά τον Ανδρέα Πανταζόπουλο, ο οποίος υιοθετεί την άποψη του
Pierre-Andre Taguieff, «πυρηνικό στοιχείο όλων των λαϊκισμών είναι μια συγκεκριμένη
έκκληση του λαού ως υποκειμένου, ένα ρητορικό στυλ το οποίο εξαρτάται στενά από
εκκλήσεις στο λαό».32 Στο πλαίσιο του λαϊκισμού έχουμε μια πολιτική έκκληση στο λαό για
μια πραγματική αλλαγή. Ο λαϊκισμός επινοεί το λαό, είναι μια ρητορική κατασκευή.
Ωστόσο, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί εδώ ότι κάθε έκκληση προς το λαό δεν συνιστά
αυτομάτως λαϊκισμό.
Η λέξη «λαός» είναι κεντρική και εμπεριέχει τρεις βασικές έννοιες: α) ο λαός ως
κυρίαρχος, β) ο λαός ως έθνος και γ) ο λαός ενάντια στις ελίτ που έχουν την εξουσία.33
Αναλυτικότερα, αναφέρει η Canovan, «η έκκληση αυτή εμφανίζεται με τρεις διαφορετικές
έννοιες, οι οποίες πρακτικά τείνουν να συνδυάζονται»: Πρώτον, ως περιεκτική έκκληση,
δηλαδή, ως έκκληση στον ενωμένο λαό ενάντια στα κόμματα που τον διαιρούν. Δεύτερον,
ως διαιρετική έκκληση, δηλαδή, ως έκκληση στο δικό μας λαό ενάντια στους μετανάστες και
τους ξένους, εν γένει. Τρίτον, ως εξισωτική έκκληση, δηλαδή, ως έκκληση στον απλό λαό
ενάντια στην προνομιούχα, μορφωμένη, κοσμοπολίτικη ελίτ που αγνοεί τα αιτήματα του.
Καθώς οι λαϊκιστές ηγέτες ισχυρίζονται ότι πηγή νομιμοποίησης τους είναι ο λαός και οι
ίδιοι αποτελούν τη φωνή του, μέσω των διαφόρων συναφών εκκλήσεων πετυχαίνουν να
διευρύνουν το νομιμοποιητικό τους πλαίσιο και να προβάλλουν τους εαυτούς τους ως
γνήσιους εκφραστές της δημοκρατικής αρχής της λαϊκής κυριαρχίας.34 Ο λαός, ως κύρια
πηγή πολιτικής νομιμοποίησης, «μετατρέπεται σε ρητορικό αναφερόμενο της πολιτικής
επικοινωνίας, καθώς οι χώροι λαϊκής έκφρασης (πολιτικά κόμματα και κοινοβούλια) βλέπουν
να περιορίζεται σταδιακά η καθοριστική επί των πραγμάτων σημασία τους».35

32 Βλ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, ό. π. σελ. 47. Η Γαλλική Επανάσταση αποτελεί ιδρυτικό γεγονός για την
ανάδυση του «λαού». Ο λαός, πέρα από το λαϊκισμό, δεν υπάρχει παρά μέσα από την αντιπροσώπευσή του. Η
άρνηση της αντιπροσώπευσης, η αναγωγή της σε «άμεση επικοινωνία» συνιστά μια επικίνδυνη άρνηση του
δημοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου, της ίδιας της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Με την αντιπροσώπευση ο
λαός αποκτά πρόσωπο, γίνεται η «δρώσα δύναμη της κυριαρχίας». Αντίθετα, ο λαός του λαϊκισμού υπάρχει με
την άμεση δημοκρατία, κάθε αντιπροσώπευση μπορεί να θεωρηθεί μέχρι και προδοσία.
33 Βλ. Margaret Canovan, “Populism for political theorists?”, ό.π. pp. 241-252.
34 Βλ. Margaret Canovan, “Trust the People! Populism and the two faces of democracy”, ό. π., pp. 4-5.
35 http://www.cc.uoa.gr/ptde/journal/greek/Τεύχος_2/html/laikismos.htm

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 14 18/11/2008


Ποιος, όμως, είναι αυτός ο λαός; Ποιος περιλαμβάνεται σε αυτόν και ποιος μένει
εκτός; Σύμφωνα με την Canovan, δύο τύποι «συνόρων» χρησιμοποιούνται από το λαϊκισμό:
α) ανάμεσα σε «εμάς» και τους «άλλους», β) ανάμεσα στο «όλο» και τα «μέρη». Στην πρώτη
περίπτωση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε εθνικιστική χρήση του συνόρου, το οποίο
χωρίζει το γηγενή πληθυσμό (εμείς) από τους μετανάστες (οι «άλλοι»), με απώτερο σκοπό
να αποκλείσει τους τελευταίους από τα δικαιώματα που τους παρέχει το κράτος πρόνοιας,
κατά τους Betz και Johnson.36 Στη δεύτερη περίπτωση, έχουμε ανταγωνιστική χρήση του
συνόρου, που, εν προκειμένω, χωρίζει την πολιτική ελίτ από τα κοινωνικά στρώματα που
αντιτίθενται σε αυτήν.37
Ένα ακόμα αξιόλογο συστατικό στοιχείο της λαϊκιστικής έκκλησης – που κατά τον
Laclau είναι το πιο καθοριστικό38 – είναι ο αντιελιτισμός. Ο λαϊκισμός εναντιώνεται στο
πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο, στις επικρατούσες αξίες, στους διανοούμενους, στους
διαμορφωτές γνώμης και στα ΜΜΕ. Το περιεχόμενο του, μάλιστα – όπως επισημαίνει η
Canovan – εξαρτάται από το κατεστημένο στο οποίο εναντιώνεται, γι’ αυτό συχνά υιοθετεί
αντιφατικά αιτήματα: άλλοτε πιο φιλελεύθερα, σε περίπτωση που έχει να κάνει με ένα
«προστατευτικό» κράτος που παρεμβαίνει στην αγορά και άλλοτε πιο προστατευτικά, αν έχει
απέναντι του μία φιλελεύθερη οικονομία.39 Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του λαϊκισμού,
που προκύπτει από τον αντιελιτιστικό – ανταγωνιστικό χαρακτήρα του, είναι ο εξισωτισμός.
Εξισώνει, δηλαδή, τους ανθρώπους – συχνά σε σημείο ισοπέδωσης – επειδή θεωρεί ότι ο
«λαός» δεν έχει ανάγκη από κάποιους προνομιούχους «μπροστάρηδες» να τον καθοδηγούν
(η πολιτική ελίτ και η ελίτ των διανοουμένων σε αντίθεση προς τη μάζα).40
Αναλυτικότερα, στόχος της λαϊκιστικής κινητοποίησης είναι η θέσμιση του
ανταγωνισμού μεταξύ του λαού και του φαντασιακού εχθρού του, που εκφράζεται με
μανιχαϊστικά σχήματα (π.χ. οι πολλοί κατά των λίγων, οι εθνικοί κατά των ξένων, ο καλός
λαός έναντι των κακών ελίτ). Οι λαϊκιστές επικαλούνται μια μυθική ενότητα του λαού και
σταδιακά «ξεθωριάζουν» τις διαφοροποιήσεις.41 Ο λαός αναπαρίσταται, σε αντίθεση με τον
εχθρό, ως ο απειλούμενος, ως μια απολύτως καλή, ηθική και εσωτερικά αδιαφοροποίητη
οντότητα. Αναπαρίσταται ως η ενσάρκωση της αγνότητας και της γνησιότητας, ενώ η
λαϊκιστική κινητοποίηση έχει χαρακτήρα «εξαγνισμού», ανάκτησης της χαμένης αγνότητας.

36 Βλ. Hans-Georg Betz – Carol Johnson, pp. 320–323.


37 Βλ. Margaret Canovan, “Populism for political theorists?”, pp. 248–249.
38 Βλ. Ernesto Laclau, «Τέσσερις απαντήσεις για τον λαϊκισμό…, ό. π., σελ. 214.
39 Βλ. Margaret Canovan, “Trust the People! Populism and the two faces of democracy”, pp. 3-4.
40 Βλ. Margaret Canovan, “Populism for political theorists?”, pp. 246-247.
41 Βλ. Jack Hayward, Elitism, Populism and European politics, New York, Clarendon Press Oxford, 1996, p. 19.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 15 18/11/2008


Αντίθετα, ο εχθρός δαιμονοποιείται και αναπαρίσταται ως απειλητικός και μιασματικός.
Πρόθεση του λαϊκισμού είναι να δημιουργήσει διαύλους, δια μέσου των οποίων ο λαός
μπορεί να εκφράζεται δημόσια και ίσως εναντίον των επίσημων διαύλων του κράτους. Πάνω
σε αυτή τη μανιχαϊστική διαίρεση «καλών-κακών» φτιάχνεται και ενισχύεται στην Ελλάδα η
διαίρεση Δεξιά-Αντιδεξιά (η Αντιδεξιά συσπειρώνει τις προοδευτικές και δημοκρατικές
δυνάμεις), που προήλθε από την αποσύνθεση της προδικτατορικής διαίρεσης Εθνικόφρονες-
Κομμουνιστές.
Έτσι, προκύπτει το επόμενο χαρακτηριστικό γνώρισμα του λαικισμού που έχει να
κάνει με τη χρήση μιας πολεμικής ρητορικής που υποδεικνύει τον εχθρό. Δηλαδή, ο λόγος
του λαϊκισμού είναι πολεμικός. Το κρίσιμο στοιχείο το οποίο μετασχηματίζει μια λαϊκή
έκκληση σε λαϊκιστική είναι αυτή ακριβώς η πολεμική της δομή, η πολεμική έκκληση
ενάντια στο «κατεστημένο». Η ρητορική δομή της λαϊκιστικής έκκλησης συνέχεται από τα
στοιχεία της επίκρισης και του εκθειασμού: αντι-ελιτισμός αλλά και εκθειασμός του λαού,
εμμονή στο πάθος του «μέσου ανθρώπου», στην άμεση επικοινωνία με τους «καθημερινούς
ανθρώπους».42 Οι λαϊκιστικοί λόγοι εκτοπίζουν και ακυρώνουν κάθε προσπάθεια θέσμισης
της διαφοράς, δημιουργώντας μια κλειστή και ομοιογενή συλλογική ταυτότητα.43 Η επιτυχία
ενός λαϊκιστικού λόγου δεν μπορεί πλήρως να εξηγηθεί από τα χαρακτηριστικά του ή από
τη σχετική αυτονομία της πολιτικής σφαίρας, η οποία να επιτρέπει έναν τέτοιο λόγο να γίνει
ηγεμονικός. Η ικανότητα ενός πολιτικού συντελεστή να αρθρώσει και να προάγει ένα
λαϊκιστικό λόγο εξαρτάται επίσης και από τη δομή της συγκεκριμένης κοινωνίας, η οποία θα
επιτρέψει ή όχι να αναδυθεί και να κυριαρχήσει ένα λαϊκιστικό κίνημα.44 Ακριβώς για αυτούς
τους λόγους, το ιδιαίτερο στυλ ρητορικής (ή το πολιτικό ύφος κατά την Canovan) των
λαϊκιστών ηγετών διανθίζεται και με άλλα στοιχεία. Η γλώσσα που χρησιμοποιούν είναι
συνήθως χρωματισμένη και μη διπλωματική και ο λόγος τους απλός και ευθύς, σε αντίθεση
προς τον τεχνοκρατικό – γραφειοκρατικό λόγο της πολιτικής ελίτ.45 Ο ασαφής και
απλοποιητικός λαϊκιστικός λόγος υπόσχεται τα πάντα και τίποτε και ικανοποιεί τους πάντες
χωρίς δεσμεύσεις. Συχνά μεταφράζεται σε ασαφή ή αντιφατικά πολιτικά προγράμματα και
οι πολιτικές των λαϊκιστικών κομμάτων παρουσιάζονται ως ευεργετικές για όλες τις

42 Βλ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, ό. π. σελ. 48.


43 Βλ. Σπύρος Σοφός, «Λαϊκή ταυτότητα και πολιτική κουλτούρα στη μεταδικτατορική Ελλάδα: προς μια
πολιτισμική προσέγγιση του λαϊκιστικού φαινομένου» στο Νίκος Δεμερτζής (επιμέλεια), Η ελληνική πολιτική
κουλτούρα σήμερα, Αθήνα, Οδυσσέας, 2000, σελ. 136.
44 Βλ. Christos Lyrintzis, ό.π. p.667-686.
45 Πρόκειται για το λεγόμενο «στυλ των tabloids», το οποίο συχνά υιοθετούν και άλλοι πολιτικοί – ιδιαίτερα σε
προεκλογικές περιόδους – προκειμένου να προσελκύσουν περισσότερους ψηφοφόρους.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 16 18/11/2008


κοινωνικές δυνάμεις που απαρτίζουν την κοινωνική συμμαχία. Άλλα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά του λόγου τους είναι η δυσπιστία, η συνωμοσιολογία,46 η έμφαση στη
διαφάνεια, η αντίθεση (καταγγελία) προς το συμβιβασμό και τις περίπλοκες τεχνοκρατικές
διαδικασίες.47
Μια αξιοσημείωτη κριτική στις θέσεις των Laclau και Canovan ήταν αυτή που
άσκησε ο Νίκος Μουζέλης, για την οργανωτική διάσταση του λαϊκισμού. Ο Μουζέλης
υποστήριξε ότι η αναζήτηση της ιδιαιτερότητας του λαϊκισμού δεν πρέπει να περιορίζεται
μόνο στο ιδεολογικό επίπεδο. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ειδοποιός διαφορά των λαϊκιστικών
κινημάτων από τα μη λαϊκιστικά έγκειται στην άμεση και αδιαμεσολάβητη σχέση ανάμεσα
στον ηγέτη και τα απλά μέλη, η οποία εξασθενίζει τα ενδιάμεσα επίπεδα εξουσίας. Αυτό,
πρακτικά, σημαίνει ότι τα ενδιάμεσα στελέχη ενός λαϊκιστικού κόμματος ή κινήματος
αντλούν τη νομιμοποίηση και την εξουσία τους, όχι από την τοπική βάση (όπως στο
πελατειακό σύστημα), ούτε από τις γραφειοκρατικές δομές (όπως στα δυτικοευρωπαϊκά
κόμματα), αλλά από το λαϊκιστή ηγέτη, με αποτέλεσμα να εξαρτώνται πλήρως από αυτόν.48
Συγκεκριμένα, ο λαός (ως ενιαίος και ομοιογενής) δεν είναι δυνατόν να
αντιπροσωπεύεται (όπως στη φιλελεύθερη δημοκρατία που έχουμε αντιπροσώπευση
κοινωνικών ομάδων και συμφερόντων). Απλώς εκφράζεται ή προβάλλεται μέσω του
χαρισματικού ηγέτη. Απουσιάζουν οι ενδιάμεσοι πολιτικοί θεσμοί και υπάρχει μια τάση
προς μια ιδιόμορφη «δημοψηφισματική δημοκρατία», για αποκέντρωση των εξουσιών και
συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις. Τα αιτήματα για άμεση δημοκρατία, η διενέργεια
δημοψηφισμάτων για τα βασικά ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία, η μείωση του
μεγέθους του κοινοβουλίου, η άμεση εκλογή των εκτελεστικών θέσεων και άλλα παρόμοια
αιτήματα, αποτελούν το σήμα κατατεθέν του λαϊκισμού και «η πραγματοποίηση τους θα
έδινε την εξουσία πίσω στο λαό», όπως οι ίδιοι οι λαϊκιστές ισχυρίζονται49.

46 «Η άποψη ότι τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται, πως πίσω από ότι συμβαίνει υπάρχει κάτι άλλο – και πίσω
από αυτό κρύβεται κάτι ακόμα πιο κρυφό (και ούτω καθ’ εξής, ad infinitum)»:
http://nikosdimou.blogspot.com/2006/04/blog-post_29.html
47 Βλ. Margaret Canovan, “Trust the People! Populism and the two faces of democracy”, ό. π., pp. 5-6.
48 Βλ. Νίκος Μουζέλης, «Ο λαϊκισμός νέος τρόπος ένταξης των μαζών στις πολιτικές διαδικασίες;», ό. π., σελ.
24-25. Οργανωτικές δομές υπάρχουν στα λαϊκιστικά κινήματα, όπως υπάρχουν χαρισματικές προσωπικότητες
στα μη λαϊκιστικά κόμματα. Η βασική διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο λαϊκιστής ηγέτης σε περίπτωση
σύγκρουσης με τα οργανωτικά στελέχη του μπορεί εύκολα να τα παραγκωνίσει, πράγμα που δεν μπορεί να
κάνει ο μη λαϊκιστής ηγέτης, χαρισματικός ή μη.
49 Βλ. Hans-Georg Betz – Carol Johnson, p. 316.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 17 18/11/2008


Η Chantal Mouffe ανέπτυξε μία άλλη πτυχή του λαϊκιστικού φαινομένου – που ήδη
είχε θίξει η Canovan μιλώντας για τον ιδιαίτερο συναισθηματισμό του λαϊκισμού50 – «τον
κομβικό ρόλο των παθών στη δημιουργία συλλογικών πολιτικών ταυτοτήτων». Τα «πάθη»
στα οποία αναφέρεται η Mouffe, προκαλούνται από τον ανταγωνισμό (π.χ. λόγω των
διαφορετικών και/ή αντίθετων συμφερόντων που έχουν οι διάφορες κοινωνικές
ομάδες/τάξεις) που περιλαμβάνει η διαδικασία κατασκευής πολιτικών ταυτοτήτων.51 Οι
σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες, στην προσπάθεια τους να πετύχουν την ευρύτερη
δυνατή συναίνεση, αρνούνται αυτήν την ανταγωνιστική διάσταση του πολιτικού, με
αποτέλεσμα «τα πάθη να μην μπορούν να βρουν μια δημοκρατική δίοδο έκφρασης». Έτσι,
ο λαϊκισμός με τον ιδιαίτερα ανταγωνιστικό χαρακτήρα του, που είδαμε πιο πάνω,
εμφανίζεται ως η μόνη διέξοδος για τα πάθη της πολιτικής ζωής, καθώς «προσφέρει
συλλογικές μορφές ταύτισης γύρω από την έννοια του λαού».52 Οι λαϊκιστές ηγέτες, οι οποίοι
αντιλαμβάνονται ότι η πολιτική δεν έχει να κάνει μόνο με αυτό που σκέφτονται οι άνθρωποι
αλλά και με αυτό που νιώθουν, φροντίζουν να υποδαυλίζουν τα πολιτικά πάθη προς όφελος
τους. Η έκκληση στο λαό είναι μία έντονα συναισθηματική έκκληση, καθώς επενδύει σε μία
ευρεία ποικιλία συναισθημάτων: αίσθημα αδικίας, αίσθημα προδοσίας, προσωπική
αγανάκτηση, θυμό, προσβολή, αποστροφή, επιθυμία για ριζική αλλαγή.53
Η επίκληση στο συναίσθημα, λοιπόν, είναι ένα ακόμη τυπικό χαρακτηριστικό του
λαϊκισμού.54 Το γεγονός ότι ο λαϊκισμός χαρακτηρίζεται συντριπτικά από το συναίσθημα,
μπορεί να οδηγήσει σε έναν άλλο αριθμό χαρακτηριστικών, όπως για παράδειγμα: η στάση
του απέναντι στην πρόοδο, η αποφασιστικότητά του να απηχεί στο κοινό αίσθημα παρά
στην τεχνοκρατία, η περίπλοκη αλλά στενή σχέση του με τον εθνικισμό.55 Όταν το χαρτί
του λαϊκισμού παίζεται από ένα ήδη υπάρχον πολιτικό κόμμα, τότε χρησιμοποιείται για να
μειωθεί η έμφαση στις υπερεπαγγελματικές και τεχνοκρατικές όψεις του κόμματος. Γίνεται
προσπάθεια να φανεί η πολιτική ως το πεδίο του συναισθήματος παρά της λογικής. Το

50 Βλ. Margaret Canovan, “Trust the People! Populism and the two faces of democracy”, p. 6.
51 «Το πολιτικό έχει να κάνει με τη διαμόρφωση ενός Εμείς εναντίον Αυτών (…) είναι συνυφασμένο με την
ύπαρξη εχθρότητας στις ανθρώπινες κοινωνίες». «Η δημιουργία μιας ταυτότητας συνεπάγεται τον καθορισμό
μιας διαφοράς, συχνά στη βάση διχοτομικών ιεραρχήσεων»: Chantal Mouffe, «Πάθη και πολιτική: Τα
διακυβεύματα της δημοκρατίας», Επιστήμη και Κοινωνία, Τεύχος 12, 2004, σελ. 43-44.
52 Βλ. Chantal Mouffe, ό. π., pp. 45-50.
53 Βλ. Catherine Fieschi – Paul Heywood, “Trust, cynicism and populist anti-politics”, Journal of Political
Ideologies, October 2004, Τεύχος 9(3), p. 291.
54 Βλ. Yannis Stavrakakis, pp. 264-265.
55 Βλ. Catherine Fieschi, “Introduction”, ό.π. pp. 235-240.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 18 18/11/2008


κόμμα σε αυτή την περίπτωση εκμεταλλεύεται εργαλειακά και συστηματικά συλλογικές
μορφές μνησικακίας, από κοινού με άλλα αρνητικά πάθη (π.χ. μίσος, φόβος, κτλ.). Επίσης,
χρησιμοποιούνται δημαγωγικά και συνωμοτικά κλισέ (π.χ. οι ξένοι ευθύνονται, εξυφαίνουν
συνωμοσίες με τη συνεργασία των εγχώριων πολιτικών τοποτηρητών τους και των
διεφθαρμένων ελίτ) και υπερασπίζονται η εθνική ταυτότητα, η κουλτούρα, η λαϊκή ψυχή, οι
οποίες απειλούνται.
Εκτενέστερη αναφορά στο συναίσθημα της μνησικακίας κάνει ο Νίκος Δεμερτζής, ο
οποίος την κατανοεί ως «ένα δυσάρεστο δευτερογενές ηθικό κοινωνικό συναίσθημα χωρίς
συγκεκριμένους αποδέκτες, το οποίο λειτουργεί ως χρόνια επαναβίωση καταπιεσμένης και
αδιέξοδης φιλεκδικίας, εχθρότητας, ζήλιας και αγανάκτησης, εξαιτίας της αδυναμίας που
νιώθει το υποκείμενο να τις εκφράσει, έτσι ώστε στο επίπεδο των αξιών να απαρνείται ό, τι
ασυνείδητα επιθυμεί».56 Στο ίδιο πνεύμα με την Chantal Mouffe, θεωρεί ότι η πολιτική δεν
είναι ένα αποστειρωμένο από «βρόμικα» πάθη πεδίο. Για τον Δεμερτζή η θυμική
παράμετρος στην ανάλυση του λαϊκισμού είναι άλλοτε καμουφλαρισμένη, άλλοτε ημιτελής.
Αναπτύσσεται υποτονικά ενώ είναι τόσο έντονη η λειτουργία της στην πραγματική πολιτική
διαδικασία. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι είναι λάθος η παραμελημένη θέση των συναισθημάτων
στην ανάλυση. «Η κατανόηση του λαϊκιστικού κινήματος συνεπάγεται την ανακάλυψη των
συναισθημάτων που κινητοποιούν τους ανθρώπους (Kenneth Minogue)».57 Δηλαδή, δεν
είναι ένα αλλά αρκετά συναισθήματα που επιτρέπουν την ανάδυση και την αναπαραγωγή του
λαϊκισμού ως πρακτικής, ως κινήματος, ως κόμματος και ως καθεστώτος.
Η ιδιαίτερη συναισθηματικότητα της λαϊκιστικής έκκλησης συνδέεται με την
κινηματική μορφή με την οποία εμφανίζεται συνήθως ο λαϊκισμός. Όπως επισημαίνει η
Catherine Fieschi: «Συχνά, αντί για τη δημιουργία ενός πολιτικού κόμματος – ενός οργάνου
φτιαγμένου να συμμετέχει στις θεσμοποιημένες πολιτικές – ο λαϊκισμός κάνει έκκληση για
τη δημιουργία ενός κινήματος, κάτι λιγότερο επίσημο, πιο εκφραστικό και πιο αυθόρμητο

56 Μνησικακία: η έννοια εισήχθη από τη φιλοσοφία του Nietzsche το 1887. Δεν υπάρχει γενική συμφωνία ως
προς το περιεχόμενό της. Στη σύγχρονη σχετική βιβλιογραφία παρουσιάζονται δύο ειδών χρήσεις της
«μνησικακίας»: η «νιτσεϊκή» και η «μη νιτσεϊκή». Σύμφωνα με την πρώτη, η «μνησικακία» είναι ένα συναίσθημα
των αδυνάμων που grosso modo ακολουθούν τη λογική της «αλεπούς και των άγουρων σταφυλιών». Σύμφωνα
με τη δεύτερη, η «μνησικακία» σημαίνει τη συναισθηματική εναντιότητα σε άνισες και άδικες καταστάσεις. Η
ελληνική λέξη «μνησικακία» είναι απόδοση της γαλλικής λέξης ressentiment που προέρχεται από το λατινικό
resentire (αισθάνομαι). Είναι η βιωμένη αίσθηση αδικίας. Βλ. Νίκος Δεμερτζής - Θάνος Λίποβατς, Φθόνος και
μνησικακία, τα πάθη της ψυχής και η κλειστή κοινωνία, Αθήνα, Πόλις, 2006, σελ. 118.
57 Βλ. Νίκος Δεμερτζής - Θάνος Λίποβατς, ό. π., σελ. 194.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 19 18/11/2008


από ένα παραδοσιακό πολιτικό κόμμα».58 Η κινηματική μορφή δημιουργεί μία
«αφυπνιστική αίσθηση», όπως λέει η Canovan, ενθουσιάζει και παρακινεί τις μη
πολιτικοποιημένες μάζες να ενταχθούν στην πολιτική αρένα.59
Η συναισθηματικότητα που χαρακτηρίζει το λαϊκισμό μπορεί να συνδεθεί και με
άλλα θέματα, επίσης, όπως τη στάση του απέναντι στην πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό.60 Ο
λαϊκισμός δίνει έμφαση στην παράδοση ως αρχή της λαϊκιστικής δημοκρατίας και θεωρεί
ότι πρέπει να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη τα έθιμα και τις παραδόσεις.61 Οι λαϊκιστές
ηγέτες, μάλιστα, ισχυρίζονται ότι έχουν τη δυνατότητα να επιστρέψουν σε μία χρυσή, πιο
αθώα, εποχή πολιτικής, όταν οι πολιτικές αποφάσεις παίρνονταν από εκείνους που
συνεισέφεραν περισσότερο στην καθημερινή ζωή του έθνους μέσω της εργασίας τους.62 Ο
λαϊκισμός, λοιπόν, παρουσιάζεται επιφυλακτικός – έως και αντίθετος – προς την πρόοδο και
τον εκσυγχρονισμό.
Ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει πολύ τους μελετητές του λαϊκισμού είναι η
σχέση του με τον εθνικισμό. Κάποιοι ερευνητές ισχυρίζονται ότι πρόκειται για δύο διακριτά
φαινόμενα και κάποιοι άλλοι ότι λαϊκισμός και εθνικισμός δεν εννοούνται ο ένας χωρίς τον
άλλο. Είναι αλήθεια ότι τα δύο αυτά φαινόμενα τείνουν να εμφανίζονται, συνήθως, μαζί. Για
παράδειγμα, πολλά νέα λαϊκιστικά κόμματα και κινήματα συχνά υιοθετούν εθνικιστικά
αιτήματα, όπως: κυριαρχία του εθνικού δικαίου σε βάρος των υπερ-εθνικών νόμων (π. χ.
νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ΕΕ), εύρεση εργασίας πρώτα για το γηγενή
πληθυσμό και έπειτα για τους μετανάστες (αίτημα της «εθνικής προτίμησης») κ.α.63 Ωστόσο,
αυτό δε συνεπάγεται ότι λαϊκισμός και εθνικισμός συμβαδίζουν και συνυπάρχουν πάντα. Στο
παρελθόν, έχουν εμφανιστεί λαϊκιστικά κινήματα, όπως αυτό του Peron στην Αργεντινή και
του Stamboliski στη Βουλγαρία, τα οποία έθεσαν τον εθνικισμό σε δεύτερη μοίρα. Συνεπώς,
έχουμε, μάλλον, να κάνουμε με δύο διακριτά φαινόμενα που, στις σύγχρονες φιλελεύθερες

58 Βλ. Catherine Fieschi, “Introduction”, p. 238.


59 Βλ. Margaret Canovan, “Trust the People! Populism and the two faces of democracy”, p. 6.
60 Βλ. Catherine Fieschi, “Introduction”, p. 238.
61 Βλ. Margaret Canovan, “Populism for political theorists?”, pp. 246-247.
62 Βλ. Catherine Fieschi – Paul Heywood, “Trust, cynicism and populist anti-politics”, p. 301. Η εποχή
στην οποία αναφέρονται οι λαϊκιστές είναι μία ρομαντική φαντασιακή σύλληψη. Συγκεκριμένα, θεωρούν ότι
στο παρελθόν υπήρχε ένας ιδανικός κόσμος που σήμερα έχει χαθεί. Αυτός ο ιδανικός κόσμος στον οποίο
επιθυμούν να επιστρέψουν οι λαϊκιστές είναι η «ενδοχώρα», όπως την ονομάζουν οι ίδιοι, και ο «λαός» είναι ο
πληθυσμός της «ενδοχώρας» (δηλαδή, η κοινότητα την οποία αντιπροσωπεύουν): Paul Taggart, “Populism
and representative politics in contemporary Europe”, Journal of Political Ideologies, October 2004, Τεύχος 9(3),
p. 274.
63 Βλ. Hans-Georg Betz – Carol Johnson, p. 320-323.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 20 18/11/2008


δημοκρατίες, τείνουν να εμφανίζονται από κοινού, να συναρθρώνονται και να
αλληλοσυμπληρώνονται.

1. 3. Ιστορικά παραδείγματα
Ολοκληρώνοντας την καταγραφή των βασικών χαρακτηριστικών του λαϊκισμού,
στην ενότητα αυτή θα συνεχίσουμε με τη διερεύνηση ιστορικών περιπτώσεων που
εμφανίστηκαν κατά καιρούς και χαρακτηρίστηκαν ως λαϊκιστικές. Υπάρχει ένας μεγάλος
αριθμός, συχνά αντιφατικών, ιστορικών εμπειριών που έχουν χαρακτηριστεί ως λαϊκιστικές,
ανάμεσα στις οποίες καταχωρίζονται ως τέτοιες: οι Ναρόντνικοι στην προεπαναστατική
Ρωσία, οι Περονιστές στην Αργεντινή, οι Poujade στη Γαλλία, η Πράσινη Επανάσταση
στην Ανατολική Ευρώπη, το Sinn Fein της Ιρλανδίας, ο Gandhi στην Ινδία, ο «αραβικός
σοσιαλισμός» και τα Μπααθικά κόμματα, το κίνημα στον δυτικό Καναδά (prairies), η
περίπτωση του Μεξικού, ο κινέζικος κομμουνισμός (κυρίως την περίοδο του Μάο) και
ακόμη το ημέτερο ΠΑΣΟΚ.64 Ωστόσο, αρκετοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι η ανάλυση
ιστορικών φαινομένων του παρελθόντος και ο χαρακτηρισμός τους ως λαϊκιστικών κάθε
άλλο παρά έχει βοηθήσει στο ξεπέρασμα αυτής της σύγχυσης.
Θα ξεκινήσουμε με μια τυπολογία από την Canovan, την οποία κρίναμε ότι αξίζει
να αναφέρουμε. Η Canovan, λοιπόν, διέκρινε εφτά τύπους λαϊκισμού. Αφού εξέτασε κάθε
τύπο ξεχωριστά, κατέληξε ότι όλοι, ανεξαιρέτως, εμφανίζουν δύο κοινά χαρακτηριστικά: την
έκκληση στο λαό και τον αντιελιτισμό, όπως προαναφέρθηκε. Η Canovan θεώρησε πολύ
σημαντικό να διαχωρίσει τον αγροτικό λαϊκισμό από τον τύπο λαϊκισμού που δεν είναι
απαραίτητα αγροτικός αλλά στην ουσία πολιτικός και βασίζεται στη σχέση μεταξύ του
«λαού» και των ελίτ. Δημιούργησε, έτσι, την ακόλουθη τυπολογία:65
Αγροτικοί Λαϊκισμοί
1. αγροτικός ριζοσπαστισμός (το αμερικανικό Κόμμα του Λαού)
2. τα κινήματα των χωρικών (Green Rising-Ανατολική Ευρώπη)
3. αγροτικός σοσιαλισμός των διανοουμένων (ναρόντνικοι)
Πολιτικοί Λαϊκισμοί
1. λαϊκιστική δικτατορία (Peron)
2. λαϊκιστική δημοκρατία (κάλεσμα για δημοψηφίσματα και «συμμετοχή»)

64 Βλ. Μιχάλης Σπουρδαλάκης, «Ο ελληνικός λαϊκισμός στις συνθήκες του αυταρχικού κρατισμού», ό. π., σελ.
66.
65 Βλ. Ernesto Laclau, On populist reason, London, Verso, 2007, p. 117.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 21 18/11/2008


3. αντιδραστικοί λαϊκισμοί (George Wallace και οι υποστηρικτές του)
4. ο λαϊκισμός των πολιτικών (ευρεία, μη ιδεολογική κατασκευή, που πλησιάζει την
ενοποιητική επίδραση του «λαού»).
Ο Laclau, ασκώντας κριτική στην Canovan, υποστήριξε ότι η τυπολογία αυτή
στερείται ενός συνεκτικού κριτηρίου, βάσει του οποίου επιχειρήθηκαν οι παραπάνω
διαχωρισμοί. Η ένστασή του επικεντρώνεται κυρίως στο ερώτημα: Με ποια έννοια οι
αγροτικοί λαϊκισμοί δεν είναι πολιτικοί; Ο Laclau καταλήγει ότι αυτό που μας παρέχει η
Canovan δεν είναι μια τυπολογία, με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά ένας «χάρτης» που
δείχνει τη γλωσσική διασπορά και τις διάφορες χρήσεις του όρου «λαϊκισμός». Σύμφωνα με
τον Laclau, με την έννοια «λαϊκισμός» δεν περιγράφουμε ένα τύπο κινήματος αλλά μια
πολιτική λογική.66
Στην παρούσα μελέτη δεν θα επιχειρήσουμε την κατασκευή τυπολογιών αλλά θα
παραθέσουμε κάποιες περιπτώσεις κινημάτων ή κομμάτων που εμφανίστηκαν ανά τον κόσμο
και χαρακτηρίστηκαν ως λαϊκιστικά. Στόχος μας είναι απλώς να παρακολουθήσουμε τις
διάφορες χρήσεις του όρου «λαϊκισμός». Έχοντας εντοπίσει τον ιδεολογικό πυρήνα του
λαϊκισμού, θεωρούμε ότι είναι δυνατή η κατηγοριοποίηση και η κατάταξη των λαϊκιστικών
εμπειριών, χωρίς τον ερμηνευτικό κίνδυνο γενικεύσεων που εμποδίζουν την κατανόηση του
φαινομένου.
Η ιστορική εμπειρία έχει προσφέρει αρκετά παραδείγματα λαϊκιστικής σκέψης και
δράσης, όπως:67
1. Το κίνημα των ναρόντνικων στην προεπαναστατική Ρωσία μεταξύ 1850-1881.
2. Το βορειοαμερικανικό ριζοσπαστικό κίνημα των μικρο-γαιοκτημόνων στο Νότο
των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1890 και το οποίο καταλήγει στη συγκρότηση του
λαϊκιστικού σχηματισμού «Κόμμα του Λαού».
3. Ο περονισμός στην Αργεντινή στη δεκαετία 1945-1955. Επίσης, ως «νεο-
λαϊκιστικοί» προσδιορίζονται ορισμένοι καθεστωτικοί μετασχηματισμοί σε χώρες
της Λατινικής Αμερικής κατά τη δεκαετία του 1990.
4. Τα τριτοκοσμικά λαϊκιστικά καθεστώτα. Ο όρος «λαϊκισμός» έχει χρησιμοποιηθεί
για να περιγράψει ανατρεπτικές, επαναστατικές κινητοποιήσεις με στόχο την
αποτίναξη της αποικιοκρατίας σε χώρες του Τρίτου Κόσμου.
5. Στη Βουλγαρία, ο «αγροτικός λαϊκισμός» του Stamboliski στη δεύτερη δεκαετία του
20ου αιώνα.

66 Βλ. Ernesto Laclau, On populist reason, ό. π., p. 117.


67 Βλ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, Για το λαό και το έθνος…., ό. π., σελ. 44.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 22 18/11/2008


6. Στη Γαλλία, ο «μπουλανζισμός» το 1890, ο «πουζαντισμός» στη δεκαετία του 1950
και ο σημερινός «εθνικο-λαϊκισμός» του ακροδεξιού «Εθνικού Μετώπου» του Jean –
Marie Le Pen.
7. Στη Γερμανία, ο όρος επιχειρήθηκε να προσδιορίσει ορισμένα «νέα κοινωνικά
κινήματα» (οικολογικά, αντιπυρηνικά), καθώς και κάποιες πρωτοβουλίες του
«Κόμματος Δημοκρατικού Σοσιαλισμού» (PDS) τη δεκαετία του 1990.68
8. Στην Ιταλία, το χαρακτηρισμό αυτό δεν απέφυγαν ορισμένες πολιτικές
πρωτοβουλίες του σοσιαλιστή Bettino Craxi, αλλά και πιο πρόσφατα η αποσχιστική
εκστρατεία της «Λέγκας του Βορρά» του Umberto Bossi.
Αναλυτικότερα, στη Ρωσία στα μέσα του 19ου αιώνα εμφανίστηκε το κίνημα των
ναρόντνικων. Αναδύθηκε μέσα από σημαντικές κοινωνικές και πνευματικές ζυμώσεις που
ακολούθησαν το θάνατο του τσάρου Νικόλαου Ι, καθώς και μέσα από τη χειραφέτηση των
δουλοπάροικων, η οποία σηματοδότησε το τέλος της φεουδαλικής εποχής για τη χώρα. Ο
ναροντνικισμός αποτέλεσε το ρεύμα της εποχής και στόχευε στο να γίνει η πολιτική δύναμη
που θα αντιμετώπιζε το φαινόμενο της δουλείας. Οι ναρόντνικοι (λαϊκιστές) είχαν
συγκεκριμένες απόψεις για το φαινόμενο αυτό, που είχαν τις ρίζες τους στο παρελθόν με μια
δόση νοσταλγίας. Με αισθήματα οργής και αγανάκτησης για το προηγούμενο καθεστώς
ιδιοκτησίας της γης, αντιτάχθηκαν στο ξερίζωμα των χωρικών από την παραδοσιακή ρωσική
κοινότητα (obshchina).69 Ο ναροντνικισμός δρούσε με μορφές πολιτικής πάλης, όπως η
ατομική τρομοκρατία70 ενάντια στον τσάρο, ως το μέσο για την κοινωνική απελευθέρωση
της αγροτιάς. Οι λαϊκιστές πίστευαν και προπαγάνδιζαν ότι η Ρωσία θα φτάσει στο
σοσιαλισμό μέσα από την αγροτική κοινότητα, και ότι ο καπιταλισμός είναι ένα τυχαίο
φαινόμενο στη Ρωσία και όχι απαραίτητα το αποτέλεσμα της βιομηχανικής ανάπτυξης. Οι
λαϊκιστές διατείνονταν ότι η παραδοσιακή αγροτική κοινότητα, το “Mir”, θα μπορούσε να
γίνει η βάση της κατευθείαν μετάβασης στη σοσιαλιστική κοινωνία. Έβλεπαν την αγροτική

68 Η έννοια του «λαού-έθνους», εκφραζόμενη από τη γερμανική λέξη «Volk», προσδιόρισε για τη χώρα έναν
τύπο λαϊκιστικής ανάπτυξης, πριν αυτός προαχθεί, μέσω της αναγωγής του στο μύθο της «φυλής». Στην
περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το φαινόμενο του λαϊκισμού στην Ομοσπονδιακή
Δημοκρατία της Γερμανίας και, μετά την επανένωση το 1989, σε ολόκληρη τη χώρα, πολώνεται στα δύο άκρα
του πολιτικού φάσματος.
69 http://en.wikipedia.org/wiki/Narodnichestvo
70http://www2.rizospastis.gr/story.do?id=4510222&publDate=20/4/2008. Ο Λένιν θεωρούσε πολύ
επιζήμια την τακτική της ατομικής τρομοκρατίας, που είχε διαποτίσει τη θεωρία των ναρόντνικων, για το
επαναστατικό κίνημα διότι υποκαθιστούσε την οργανωμένη πάλη των μαζών με την πάλη των μεμονωμένων
ηρώων.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 23 18/11/2008


τάξη ως μια επαναστατική τάξη που θα ανέτρεπε τη μοναρχία. Ωστόσο, θεωρούσαν ότι η
αγροτιά δεν μπορούσε να προχωρήσει στην επανάσταση από μόνη της, διότι η ιστορία
μπορούσε να γραφτεί μόνο από ήρωες, από ξεχωριστές προσωπικότητες. Για το λόγο αυτό
οι διανοούμενοι κλήθηκαν να παράσχουν ένα στέρεο σύστημα οικονομικών ιδανικών και
στόχων που θα αναδεικνύει τη σημασία των κοινοτήτων των χωρικών. Δεδομένου του
ανώτερου κοινωνικού και μορφωτικού τους επιπέδου, οι ναρόντνικοι αρχικά αντιμετώπισαν
δυσκολίες στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν τους Ρώσους αγρότες. Οι μετέπειτα
γενιές των λαϊκιστών, που εκπροσωπούνταν κυρίως από την οργάνωση Zemlya i Volya
(«Ζεμλιά ι Βόλια» – Γη και Ελευθερία),71 ταλαντεύονταν ανάμεσα σε δύο στρατηγικές – που
και οι δύο ξεκινούσαν από την αντίληψη ότι οι λαϊκιστές θα δρούσαν για λογαριασμό του
λαού. Αρχικά πήγαν «προς το λαό» και προσπάθησαν να υποκινήσουν αγροτικές εξεγέρσεις,
κι όταν αυτό απέτυχε, πήραν τα πράγματα στα χέρια τους κι εξαπέλυσαν μια εκστρατεία
ατομικής τρομοκρατίας κατά του τσάρου και της κυβέρνησής του.72 Αυτή είχε ως
αποτέλεσμα τη δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου ΙΙ το 1881, γεγονός που τρομοκράτησε
τους χωρικούς εξαιτίας της αντίδρασης της κυβέρνησης, η οποία εκτέλεσε δι’ απαγχονισμού
τους ηγέτες του πρώτου επαναστατικού κόμματος στη Ρωσία, του Narodnaya Volya
(People’s Will). Το έτος 1881 μπορεί να ήταν η αρχή μιας μεγάλης διακοπής, αλλά δεν
ήταν το τέλος του ρωσικού λαϊκισμού. Το κίνημα των ναρόντνικων ενέπνευσε με τις ιδέες
του και τις πρακτικές του τα επόμενα κινήματα και έβαλε τις ρίζες για τη Ρωσική
Επανάσταση του 1905.
Βασικό γνώρισμα του κινήματος των ναρόντνικων ήταν η ρομαντική ιδεοποίηση της
αγροτικής κοινότητας και η μυθοποίηση του λαού. Ο ρωσικός «λαϊκιστικός σοσιαλισμός»,
ως κίνημα, επιχείρησε να συγκεράσει σε ένα πολιτικό πρόταγμα την «απελευθέρωση» του
«λαού» με την επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες της «αγροτικής κοινότητας». Η ίδια η
λέξη «ναρόντ» (narod) σημαίνει ταυτόχρονα «λαός» και «έθνος», ενώ ο όρος ναροντνόστ
(narodnost) αποτελεί, την περίοδο αυτή, αντικείμενο έντονης ιδεολογικής διαμάχης. Οι
«μετριοπαθείς» επιχειρούν να του προσδώσουν την ευρωπαϊκής προέλευσης σημασία
«πατριωτισμός», ενώ οι «σλαβόφιλοι», εκφράζοντας ένα βαθύ αίσθημα κατωτερότητας,
προωθούν την έννοια της «εθνικότητας» έναντι του επίπλαστου πολιτισμικού περιβάλλοντος
της Δύσης.73 Στο πλαίσιο αυτό, η αγροτική κοινότητα δεν ήταν απλώς μια «ρωσική

71 Βλ. Franco Venturi, Roots of revolution, a history of the populist and socialist movements in nineteenth-century Russia,
The University of Chicago Press, 1983, p. 558.
72 http://www.dea.org.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=731&Itemid=46
73 Βλ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, ό. π., σελ. 55.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 24 18/11/2008


παράδοση», αλλά η «επινόηση» μιας «παράδοσης» ως απάντησης στην εμπειρία της Δύσης.
Έτσι, η λαϊκιστική δράση θα γίνει η ενσάρκωση του αιτήματος για «Γη και Ελευθερία», η
εκπλήρωση του οποίου θα προσδώσει στο κίνημα των ναρόντνικων τα βασικά του
χαρακτηριστικά: πνεύμα συνωμοσίας, μηδενισμού και μυστικισμού, άκρατο βολονταρισμό,
χωρίς αρχές τακτικισμό. Στο επίκεντρο αυτής της λαϊκιστικής ρητορικής οι εγκλήσεις θα
σφραγισθούν με την επιταγή της θυσίας για τα συμφέροντα του λαού, σηματοδοτώντας τη
συνειδητή στράτευση της νέας γενιάς, απ’ όπου και θα προέλθει το «Κόμμα του Λαού».
Το δεύτερο μας παράδειγμα αφορά την εμφάνιση ενός αγροτικού λαϊκιστικού
κινήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του 19ου αιώνα. Το 1876 στο Τέξας των ΗΠΑ
σχηματίστηκε η «Συμμαχία των Αγροτών» (Farmers’ Alliance), που προωθούσε τη
συλλογική οικονομική δράση από όλους τους αγρότες. Η «Συμμαχία των Αγροτών» δεν
ήταν ικανή να πετύχει τους συλλογικούς οικονομικούς της στόχους απέναντι στους
χρηματομεσίτες και τους εμπόρους και ήταν αρκετοί εκείνοι μέσα στο κίνημα που
επιζητούσαν αλλαγές στην εθνική πολιτική. Στα τέλη της δεκαετίας του 1880 η Συμμαχία
διαμόρφωσε μια πολιτική ατζέντα που προέτρεπε για μεταρρυθμίσεις στις εθνικές πολιτικές
και συγκεκριμένα καλούσε τους αγρότες να εκφράσουν την αντίθεσή τους στη χρήση του
χρυσού ως μονάδα μέτρησης και διαμόρφωσης των τιμών των αγροτικών προϊόντων.74 Η
ώθηση για τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού κόμματος μέσα από το κίνημα προέκυψε από
την άρνηση των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών να προωθήσουν τις πολιτικές που
υποστήριζε η Συμμαχία. Έτσι, το 1889-1890 σχηματίστηκε το Λαϊκιστικό Κόμμα (ή
Κόμμα του Λαού) από μέλη της «Συμμαχίας των Αγροτών» από κοινού με τους «Ιππότες
των Εργατών». Το κίνημα έφτασε στο απόγειό του το 1892 όταν το Κόμμα του Λαού, στο
συνέδριό του στην Ομάχα της Νεμπράσκα πρότεινε υποψηφίους για τις εθνικές εκλογές. Το
πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος, γνωστό και ως η Πολιτική Πλατφόρμα της Ομάχα,
καλούσε για την κατάργηση των εθνικών τραπεζών, για απευθείας εκλογές των Γερουσιαστών
από το λαό με μυστική ψηφοφορία, για μεταρρυθμίσεις στις δημόσιες υπηρεσίες, για την
καθιέρωση του οκταώρου και για τον κυβερνητικό έλεγχο των σιδηροδρόμων, των
ταχυδρομείων και των τηλεφώνων.75
Το κόμμα είχε απήχηση κυρίως μεταξύ των αγροτών στις Νότιες και Νοτιοδυτικές
Πολιτείες των ΗΠΑ. Επίσης, η καμπάνια για την απεριόριστη κοπή νομισμάτων από ασήμι
βρήκε ένθερμους υποστηρικτές στις Ορεινές Πολιτείες, όπου η οικονομία εξηρτάτο κυρίως

74 Βλ. Peter Argersinger, The limits of agrarian radicalism: western populism and American politics, University Press
of Kansas, 1995.
75 http://en.wikipedia.org/wiki/Populism

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 25 18/11/2008


από την εξόρυξη αργύρου. Οι Λαϊκιστές αποτέλεσαν το πρώτο πολιτικό κόμμα των
Ηνωμένων Πολιτειών που συμπεριλάμβανε γυναίκες στις δραστηριότητές του. Σε μια εποχή
που η τάση της «ανωτερότητας των Λευκών» διαπερνούσε όλες τις όψεις της αμερικανικής
ζωής, ένας αριθμός λαϊκιστών από τις νότιες πολιτείες, με πρωτοπόρο τον Thomas E.
Watson, μιλούσαν δημόσια για την ανάγκη «οι φτωχοί μαύροι και οι φτωχοί λευκοί να
παραμερίσουν τις φυλετικές διαφορές τους στο όνομα των κοινών οικονομικών
συμφερόντων».76 Ωστόσο, μετά τη ρητορεία περί εξισωτισμού (ίσα δικαιώματα για όλους,
προνόμια για κανέναν), το Λαϊκιστικό Κόμμα διαλύθηκε και τα πρώην μέλη του υιοθέτησαν
ρατσιστικές στάσεις. Ιδίως ο Watson εξελίχθηκε σε έναν ειλικρινή υποστηρικτή της
υπεροχής των Λευκών. Ας μην ξεχνάμε ότι στο Νότο των ΗΠΑ την περίοδο εκείνη
εκδηλώθηκε το ρεύμα του «αμερικανισμού», μια μορφή εθνικιστικού πατριωτισμού, ο
οποίος προάγει τον εθνοκεντρισμό και την ξενοφοβία. Ωστόσο, αυτός ο εθνικισμός δεν
εξήλθε από την ύπαιθρο, όπου και αναπτύχθηκε η λαϊκιστική κινητοποίηση, αδυνατώντας να
συνάψει συμμαχίες με κοινωνικά στρώματα των πόλεων. Η απουσία ισχυρού εθνικιστικού
επιχειρήματος, ικανού να κινητοποιεί στρώματα του πληθυσμού εκτός της υπαίθρου, είναι
αυτή που εξηγεί το γρήγορο «ξεφούσκωμα» του βορειοαμερικανικού αγροτικού λαϊκισμού.77
Σε αυτό το σημείο δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε την άποψη που εκφράζεται
όλο και πιο έντονα, ότι δηλαδή και η σύγχρονη αμερικανική πολιτική σκηνή καθοδηγείται
ολοένα και περισσότερο από λαϊκιστικά αιτήματα. Τη θέση αυτή υιοθετεί ο Karl Trautman,
ο συγγραφέας του μοναδικού βιβλίου για την αμερικανική πολιτική που αναδεικνύει αυτή
την τάση. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, οι λαϊκιστές νιώθουν θυμό για το αμερικανικό
πολιτικό σύστημα, το οποίο θεωρούν ότι καθοδηγείται από τις ελίτ που είναι τόσο καλά
οχυρωμένο που είναι σχεδόν αδύνατη μια αυθεντική και γνήσια αλλαγή. Φοβούνται ότι έχει
δημιουργηθεί μια πολιτική τάξη από τον συνδυασμό του συστήματος της ανεξέλεγκτης
προεκλογικής χρηματοδότησης και της επιμονής των πολιτικών στην Ουάσιγκτον που
επιθυμούν διακαώς να κάνουν καριέρα. Θεωρούν ότι ο ιδιωτικός πλούτος που επενδύεται
στο πολιτικό σύστημα συνιστά αθέμιτη δύναμη. Οι λαϊκιστές πιστεύουν ότι η δομή του
αμερικανικού πολιτικού συστήματος πρέπει να αντανακλά περισσότερη πίστη στην
ικανότητα του μέσου πολίτη να ασκεί την εξουσία. Ορισμένοι πολιτικοί επιστήμονες, όμως,
υποστηρίζουν ότι «ανοίγοντας» το δικομματικό σύστημα, θα προκληθεί χάος και αναταραχή
στις εκλογές. Ωστόσο, οι λαϊκιστές εκτιμούν ότι ο σεβασμός των κομμάτων προς το λαό

76 http://en.wikipedia.org/wiki/Populist_Party_(United_States)
77 Βλ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, ό. π., σελ. 56.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 26 18/11/2008


κερδίζεται όταν τα κόμματα πληροφορούν τους πολίτες για τις σημαντικές πολιτικές
προκλήσεις του μέλλοντος και περιγράφουν τι είναι αναγκαίο να γίνει.78
Προχωρώντας την ανάλυσή μας, φτάνουμε στην τρίτη περίπτωση που αφορά την
Λατινική Αμερική. Το λαϊκιστικό φαινόμενο – όπου πραγματικά εμφανίστηκε κατά τον
Σπύρο Σακελλαρόπουλο, δηλαδή στους κοινωνικούς σχηματισμούς των λατινοαμερικανικών
κοινωνιών – δεν έχει να παρουσιάσει μόνο αρνητικά χαρακτηριστικά αλλά, αντιθέτως, πολύ
συχνά συνετέλεσε στην επαναοριοθέτηση των κοινωνικών σχέσεων, διευρύνοντας τις
κατακτήσεις των λαϊκών στρωμάτων.79
Συγκεκριμένα, στην Αργεντινή ο Juan Domingo Peron αποτέλεσε την πιο
εμβληματική φυσιογνωμία και το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα Λατινοαμερικανού
λαϊκιστή ηγέτη. Η νίκη του κόμματός του, του Εργατικού Κόμματος (Partido Laborista)
στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1946 επήλθε χάρη στην καθοριστική στήριξη των
εργατών.80 Ωστόσο, όπως όλοι οι λαϊκιστές ηγέτες, είχε στο στόχαστρό του περισσότερες
από μία κατηγορίες του πληθυσμού και είναι γεγονός ότι οι εκλογικές επιτυχίες των
λαϊκιστών οφείλονται σε αυτή ακριβώς την ικανότητα. Ο Juan Peron ίδρυσε ένα είδος
λαϊκής δικτατορίας, εντελώς πρωτόγνωρης για τα δεδομένα της Λατινικής Αμερικής, το
οποίο στηριζόταν στην υποστήριξη του στρατού, των εθνικιστών και κάποιων
εκκλησιαστικών ομάδων.81 Κύριοι άξονες του πολιτικού του προγράμματος ήταν η ταχεία
εκβιομηχάνιση και η οικονομική αυτάρκεια. Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα του
Peron ήταν η χαρισματική του προσωπικότητα. Η γοητεία που ασκούσε στις μάζες έφτανε
μάλιστα σε σημείο προσωπολατρείας, κάτι εντελώς άγνωστο και αδιανόητο για τις
προηγούμενες πολιτικές ηγεσίες. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς την ισχύ που είχε αποκτήσει η
σύζυγός του, Evita Peron (Eva Duarte), για να καταλάβει το μέγεθος της πίστης που έτρεφε
η πλειοψηφία του λαού για τέτοιου είδους ηγεσίες.82 Οι πιστοί οπαδοί του προεδρικού
ζεύγους, οι “descamisados” (χωρίς πουκάμισο), διαδήλωναν με πάθος στηρίζοντας τις
πολιτικές επιλογές τους. Το πολιτικό πρόγραμμα του Peron μπορεί να χαρακτηριστεί
πολυσυλλεκτικό, καθώς υιοθετούσε ιδέες από διαφορετικές ιδεολογίες, αναδομημένες,

78 Βλ. Karl Trautman, The new populist reader, London, Praeger, 1997, p. 162.
79 Βλ. Σπύρος Σακελλαρόπουλος, Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις 1974-1988,
Αθήνα, Α.Α. Λιβάνη, 2001, σελ. 227.
80 http://en.wikipedia.org/wiki/Juan_Domingo_Per%C3%B3n
81 Βλ. Γιώργος Αναστασιάδης (επιμέλεια), Σύγχρονη Παγκόσμια Ιστορία, από τον 20ο αιώνα έως σήμερα, Τόμος 7,
Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2006, σελ. 43.
82 Βλ. Joel Horowitz, “Populism and its legacies in Argentina” in Michael Conniff (edited), Populism in Latin
America, The University of Alabama press, 1999, p. 35.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 27 18/11/2008


βέβαια, με τρόπο που να ταιριάζει στη φυσιογνωμία του καθεστώτος. Αυτή η ιδεολογική
«πλαστικότητα» αποτέλεσε το τέλειο εργαλείο για να προσεγγίσει τη μεγάλη μάζα των
ψηφοφόρων. Ωστόσο, οι εξελίξεις που ακολούθησαν συνέβαλαν στη μείωση της δύναμης του
Peron. Ο θάνατος της Evita το 1952, ο αφορισμός του από την Καθολική Εκκλησία το
1955 και το στρατιωτικό πραξικόπημα την ίδια χρονιά, ήταν η αρχή του τέλους. Το
Σεπτέμβριο του 1973 επιστρέφει στην Αργεντινή από την εξορία και εκλέγεται πρόεδρος.
Δεν πρόφθασε όμως να κάνει πολλά. Πέθανε από καρδιακή προσβολή και η χήρα του
Isabel (ή Maria Estella Martinez Cartas) τον διαδέχθηκε στην προεδρία. Δεν κατόρθωσε να
εξασφαλίσει την υποστήριξη καμιάς ισχυρής ομάδας, ούτε καν των φιλοπερονικών εργατικών
σωματείων. Ακολούθησε περίοδος τρομοκρατίας και βίας ως την επέμβαση των
στρατιωτικών στις 24 Μαρτίου 1976, οι οποίοι ανέτρεψαν την Isabel και εγκατέστησαν ένα
από τα πλέον αιμοσταγή καθεστώτα στην ιστορία της Νότιας Αμερικής.83
Στην άλλη μεγάλη χώρα της Λατινικής Αμερικής, στη Βραζιλία, βρίσκουμε μια από
τις πιο αντιπροσωπευτικές προσωπικότητες του λατινοαμερικανικού λαϊκισμού, τον Getulio
Vargas. Μέλος της ολιγαρχίας των τσιφλικάδων, έχοντας την υποστήριξη των εθνικιστών και
του στρατού, ο Vargas εμφανίστηκε μέσα από το σύστημα του προστατευτισμού και των
πελατειακών σχέσεων των πολιτικών, έχοντας μια προσωπική πολιτική θεωρία για τον τρόπο
με τον οποίο θα μπορούσε να εξυπηρετήσει την εθνική ανάπτυξη της χώρας του. Στην
περίοδο της έντονης εκβιομηχάνισης, όταν δεν υπήρχαν άμεσες σχέσεις εργάτη-εργοδότη,
αντιλήφθηκε ότι το εργατικό δυναμικό θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση μιας νέας
μορφής πολιτικής εξουσίας. Έτσι, ανακάλυψε το λαϊκισμό. Ο Vargas αναφερόταν συχνά στη
δύναμη των εργατών, περιγράφοντας ένα διαφορετικό μέλλον. Κατάφερε να γίνει ο εκλεκτός
των μαζών και ο κυρίαρχος του πολιτικού σκηνικού της Βραζιλίας, επίτευγμα που του
προσέφερε δεκαπέντε χρόνια παραμονής στην εξουσία.84 Δύο λέξεις σημάδευσαν την εποχή
Vargas: η ανάπτυξη και η καταπίεση. Διότι, παράλληλα με την οικονομική ανάπτυξη και την
εκβιομηχάνιση, το συντεχνιακό καθεστώς Vargas (Estato Novo) δεν δίστασε να
απαγορεύσει την πανεθνική οργάνωση των εργατών, επιτρέποντας τη λειτουργία μόνο των
κλαδικών συνδικάτων. Ωστόσο, η προπαγάνδα του καθεστώτος λειτούργησε τόσο
αποτελεσματικά, ώστε ο Vargas θεωρήθηκε ο ευεργέτης της εργατικής τάξης. Όμως, η
κρίση στις σχέσεις Βραζιλίας – ΗΠΑ και οι παρεμβάσεις του στρατού στην πολιτική ζωή

83 Βλ. Αυγουστίνος Ζενάκος, «Χουάν Περόν (1895–1974), ο συντηρητικός λαϊκιστής», Το Βήμα, Κυριακή 29
Φεβρουαρίου 2004.
84 Βλ. Michael Conniff, “Brazil’s populist republic and beyond” in Michael Conniff (edited), Populism in
Latin America, The University of Alabama press, 1999, pp. 49-50.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 28 18/11/2008


της χώρας, οδήγησαν στην κατάρρευση της κυβέρνησης Vargas, ο οποίος διατάχθηκε να
αυτοκτονήσει τον Αύγουστο του 1954. Ο θάνατος του «πατέρα των φτωχών» προκάλεσε
εθνικό οδυρμό, αν και η επιρροή του στην πολιτική ζωή δεν σταμάτησε για πολλές
δεκαετίες μετά το χαμό του.85
Εξετάζοντας συγκριτικά τις περιπτώσεις του Peron και του Vargas μπορούμε να
διακρίνουμε ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Στην ανάδυση του λατινοαμερικανικού
λαϊκισμού συνέβαλε η δυσφορία των αγροτικών και μικροαστικών στρωμάτων στις
εφαρμοζόμενες οικονομικές πολιτικές και τους θεσμούς του πολιτικού συστήματος, καθώς
και η αντιπάθεια που ένιωθαν έναντι των ελίτ εξουσίας. Εκμεταλλευόμενοι αυτή τη
δυσφορία, οι λαϊκιστές ηγέτες απευθύνονται στο σύνολο των αγροτών και των εργαζομένων
μιας κοινωνίας, τους οποίους καλούν να συμβάλλουν στο «ξεμπλοκάρισμά» της. Ο λαϊκισμός
εναντιώνεται στην ολιγαρχία, η οποία ευθύνεται για το «μπλοκάρισμα» των
εκσυγχρονιστικών διαδικασιών και εμφανίζεται σε περιόδους κοινωνικής χαλαρότητας. Ο
λατινοαμερικανικός λαϊκισμός αναπτύσσεται κυρίως σε αστικές περιοχές, εκεί όπου λόγω της
εκβιομηχάνισης συνέρρεαν εκατομμύρια άνθρωποι, που ήταν και οι εν δυνάμει ψηφοφόροι.
Το μεγαλύτερο μέρος των οπαδών προερχόταν από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά
στρώματα, γεγονός που προσέδιδε σε πολλούς λαϊκιστές ηγέτες μια «φιλεργατική» εικόνα.86
Οι στόχοι των διακηρυσσόμενων αλλαγών εστιάζονται στην επίτευξη της κοινωνικής
δικαιοσύνης και του εκσυγχρονισμού της κοινωνικής δομής της χώρας. Ιδιαίτερη σημασία
δίνει σε ζητήματα εθνικής ταυτότητας και συνοχής. Εδώ πραγματοποιείται με
παραδειγματικό τρόπο η ανάμιξη λαού και έθνους, τόσο στην Αργεντινή του Peron όσο και
στη Βραζιλία του Vargas. Και τα δύο καθεστώτα ορίζονται ως «εθνικο-λαϊκά» ή «εθνικο-
λαϊκιστικά». Ταυτόχρονα, ο λαϊκισμός θεωρεί τον κρατικό τομέα ως το μοχλό
μετασχηματισμού των υφιστάμενων κοινωνικών δομών. Τέλος, τα λαϊκιστικά κινήματα των
περιπτώσεων της Λατινικής Αμερικής δομούνται γύρω από την προσωπικότητα ενός
χαρισματικού ηγέτη και διακρίνονται από την απουσία ενδιάμεσων οργανωτικών δομών. Το
αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν να πραγματοποιηθούν θεσμοί κοινωνικής πρόνοιας
και να βελτιωθεί το επίπεδο ζωής των εργαζομένων. Με αυτή την έννοια, ο λαϊκισμός
συνετέλεσε αποφασιστικά στη δημιουργία εκσυγχρονιστικών-με την έννοια της αλλαγής σε
πιο φιλολαϊκή κατεύθυνση-δομών στο εσωτερικό των λατινοαμερικανικών κοινωνιών. Οι
λατινοαμερικανικοί κοινωνικοί σχηματισμοί χαρακτηρίζονται σε σημαντικό βαθμό από
σχέσεις μετασχηματισμένης δουλοπαροικίας, όπου οι ιθαγενείς και όχι μόνο ζουν σε

85 Βλ. Γιώργος Αναστασιάδης (επιμέλεια), Σύγχρονη Παγκόσμια Ιστορία, Τόμος 7, ό. π., σελ. 51.
86 Βλ. Γιώργος Αναστασιάδης (επιμέλεια), ό. π., σελ. 43.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 29 18/11/2008


συνθήκες φεουδαλικής υπερεκμετάλλευσης. Ταυτόχρονα, οι σχέσεις καπιταλιστικής
εκμετάλλευσης και η απόσπαση υπεραξίας παρουσιάζονται σε ορισμένες μόνο περιοχές, ενώ
μεγάλο μέρος των εξαγωγών τους αποτελείται από αγροτικά προϊόντα και πρώτες ύλες.
Τέλος, οι νοτιοαμερικανικές κοινωνίες είναι κοινωνίες όπου κάνουν αισθητή την παρουσία
τους και εξωκοινοβουλευτικά κέντρα εξουσίας (Στρατός, Εκκλησία).
Και στην Αφρική εμφανίζεται το φαινόμενο του λαϊκισμού, αν και στη συγκεκριμένη
περίπτωση η έννοια παρουσιάζεται τροποποιημένη, γεγονός που ριζοσπαστικοποιεί ακόμα
περισσότερο τα χαρακτηριστικά του φαινομένου και οφείλεται στο ότι στις χώρες του
Τρίτου Κόσμου η έννοια του έθνους έχει δύο ερμηνείες. Εδώ το έθνος υποχωρεί, δίνοντας
τη θέση του στην «εθνότητα». Η έννοια της «νεγροσύνης» κυριαρχεί κατά τη διάρκεια της
αντιαποικιοκρατικής αντίστασης και των εθνικοανεξαρτησιακών κινημάτων της
μεταπολεμικής περιόδου. Η νεγροσύνη γίνεται συνώνυμο του αφρικανικού εθνοτικο-
λαϊκισμού, των «εθνικο-κοινωνικών επαναστάσεων» που λαμβάνουν χώρα στη Μαύρη
Ήπειρο. Πρόκειται για επαναστάσεις με ισχυρό αντιδυτικό πρόσημο, οι οποίες εκθειάζουν
τη βία ως το μέσο για την οικουμενική νίκη ενός «αφρικανικού οικουμενισμού». Έτσι, ο
αφρικανικός λαϊκισμός πολώνεται περισσότερο από κάθε άλλον στην «ταυτοτική» εθνοτική
του συνιστώσα, παρά τις προσπάθειες «δημοτικοποίησής» του.87
Στη Γαλλία ο εθνικο-λαϊκισμός κάνει την εμφάνισή του ήδη από το τέλος του 19ου
αιώνα. Το κίνημα του μπουλανζισμού ήταν ένα πολιτικό ρεύμα που εμφανίστηκε στη χώρα
στα χρόνια 1885 – 1889. Παρά την έντονη λαϊκιστική πλευρά διαμαρτυρίας που θα
προαγάγει, δεν θα μείνει απρόσβλητο από τον εθνικισμό. Ο αντισημιτισμός και η «λατρεία
των χαμένων επαρχιών» (Αλσατία-Λωραίνη) θα τροφοδοτήσουν έναν βίαιο αντιγερμανικό
εθνικισμό.88
Η μεταπολεμική περίοδος εγκαινιάστηκε με τη λαϊκιστική «κατηγοριακή
διαμαρτυρία» του πουζαντισμού (οι «μικροί» κατά των «ισχυρών»), η οποία συντηρώντας και
διαχέοντας έναν αντισημιτισμό αλλά και έναν φανατικό εθνικισμό ως προς το μέλλον της
«γαλλικής Αλγερίας», θα προσγραφεί και αυτή στον εθνικο-λαϊκισμό. Η «Ένωση για την
Υπεράσπιση Εμπόρων και Βιοτεχνών» (UDCA) του Pierre Poujade (μετονομάστηκε λίγο
αργότερα σε Γαλλική Ενότητα και Αδελφότητα/UFF) αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση
εθνικο-λαϊκιστικών κινημάτων ακροδεξιάς προέλευσης. Θα βρει υποστηρικτές σε ένα ευρύ
φάσμα δυσαρεστημένων στρωμάτων, με εργατική και μικρομεσαία κοινωνικο-
επαγγελματική προέλευση, απέναντι στα οποία η Ένωση του Poujade αποτελούσε «τη φωνή

87 Βλ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, ό. π., σελ. 59.


88 Βλ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, ό. π., σελ. 61.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 30 18/11/2008


των απλών ανθρώπων», εκείνων που είδαν την περιουσία τους να καταστρέφεται εξαιτίας του
πολέμου αλλά και των νέων κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών (κυρίως διόγκωση του
κράτους και αύξηση της φορολογίας) που έφερε μαζί της η μεταπολεμική ειρήνη.89 Στο
πρόσωπο του Poujade και του κινήματος που εκπροσωπεί, ο ακροδεξιάς προέλευσης
λαϊκισμός θα συμπέσει με τον ιδεότυπό του: με τη συγχώνευση και απόλυτη συναίρεση των
αντιφατικών ιδεολογιών που πάντα συγκροτούν τον λαϊκισμό ως λόγο και κίνημα.90
Τέλος, ως λαϊκιστικές προσδιορίζονται ορισμένες από τις πρακτικές αλλά και κάποια
πολιτικά κόμματα που αναπτύχθηκαν σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Χαρακτηριστική
περίπτωση είναι ο σερβικός λαϊκισμός. Σύμφωνα με τον Σέρβο κοινωνιολόγο Νεμπόισα
Πόποβ, ο λαϊκισμός ορίζεται σαν αντιατομισμός, αντιορθολογισμός, αντιπλουραλισμός,
αντιδιανοουμενισμός, με μια λέξη σαν αντιμοντερνισμός. Ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι ο
λαϊκισμός αμφισβητεί την ίδια τη διαδικασία για τη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη
δημοκρατία. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο λαϊκισμός δεν οδηγεί στον εκσυγχρονισμό
της κοινωνίας και στον εκδημοκρατισμό του κράτους αλλά στο αντίθετό τους, στον
ολοκληρωτισμό.
Στην περίοδο της κρίσης της πρώτης Γιουγκοσλαβίας εμφανίστηκε μια μορφή
λαϊκισμού, η «Συσπείρωση» του Ντιμίτριε Λιότιτς που δεν ξεπέρασε το πλαίσιο του
περιθωριακού φαινομένου (περιθωριακός λαϊκισμός). Στις αρχές του 1935 ο Λιότιτς, ένας
υποβλητικός ομιλητής, οι οπαδοί του οποίου τον βίωναν σαν προφήτη, σχημάτισε το κίνημα
«Συσπείρωση». Το βασικό θέμα της διδασκαλίας ήταν το συνολικό δράμα, το γκρέμισμα
του ενός και η οικοδόμηση ενός άλλου κόσμου. Ο Λιότιτς επιθυμούσε να ενώσει όχι μόνο
όλες τις σερβικές ένοπλες μονάδες αλλά και τις γιουγκοσλαβικές και ακόμη και όλες τις
ορθόδοξες δυνάμεις. Να ενώσει, με λίγα λόγια, ξανά την πατρίδα. Για να διαφυλαχθεί η
ενότητα, κατά τον Λιότιτς, ήταν αναγκαία η συνεχής αφύπνιση απέναντι στους κινδύνους,
ένας από τους οποίους ήταν και το μίσος απέναντι στους Σέρβους. Το κίνημα είχε την
προέλευσή του στην αλλαγή των κύκλων εκδημοκρατισμού και ολοκληρωτισμού της
εξουσίας στην πρώτη Γιουγκοσλαβία.
Στη διάρκεια της κρίσης της δεύτερης Γιουγκοσλαβίας παρουσιάστηκε νέο κύμα
σερβικού λαϊκισμού (κυρίαρχος λαϊκισμός) που κυριαρχεί επί χρόνια στη δημόσια σκηνή
και αφήνει βαθιά ίχνη στο σερβικό λαό αλλά και στους άλλους λαούς που ζουν στο
γιουγκοσλαβικό έδαφος. Ο σερβικός λαϊκισμός, σαν κυρίαρχο φαινόμενο πλέον, χάνει
εκείνη την απλότητα της διδασκαλίας και της οργάνωσης που είχε σαν περιθωριακό

89 http://en.wikipedia.org/wiki/Poujadism
90 http://www.media.uoa.gr/sas/issues/15_issue/gewrgiadou.html

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 31 18/11/2008


φαινόμενο, αλλά κερδίζει σε αγωνιστικότητα και αποτελεσματικότητα. Οι δημιουργοί του
επέβαλαν στο λαό την πίστη ότι χωρίς το δικό του εθνικό κράτος θα εξαφανιστεί, ότι θα τον
εκμηδενίσουν κάποιοι άλλοι λαοί. Ο φόβος που υποκινήθηκε στο σερβικό λαό υποδαύλισε
το μίσος απέναντι στους άλλους. Το μίσος από την πλευρά του ενθάρρυνε τη βία και τη
χειραγώγηση. Ολοκληρώνοντας την ανάλυση του σερβικού λαϊκισμού, καταλήξαμε στο
συμπέρασμα ότι στη βάση του περιθωριακού και του κυρίαρχου λαϊκισμού υπάρχει η ίδια
πνευματική μήτρα του αντιατομισμού και του εθνικισμού, που χαρακτηρίζει την πίστη σε
συνομωσίες, το φόβο των ξένων, το μίσος απέναντι στις διαφορές ανάμεσα στο άτομο και
στο λαό.91
Από την καταγραφή αυτών των «λαϊκιστικών εμπειριών» διαπιστώθηκε πως ως
«λαϊκιστικά» έχουν χαρακτηριστεί μια σειρά από διαφορετικά πολιτικοκοινωνικά κινήματα,
τα οποία είναι δύσκολο να συνθέσουν έναν ιδεότυπο κοινωνικού φαινομένου. Είναι αλήθεια
ότι ορισμένες μορφές πολιτικών κινημάτων που έλαβαν χώρα στη Νότια Αμερική, για
παράδειγμα, παρουσιάζουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν να συνθέσουν
ένα πιο περιορισμένο, κοινωνικά και γεωγραφικά, φαινόμενο που μπορεί να ονομαστεί
λαϊκισμός. Παρ’ όλα αυτά, προκύπτουν κάποια εύλογα ερωτήματα: Πώς είναι δυνατόν ο
λαϊκισμός ως έννοια να καλείται να περιγράψει τόσο διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνικές
κινητοποιήσεις, ιδεολογικές στρατηγικές και κομματικούς σχηματισμούς, από την Άκρα
Δεξιά ως την Αριστερά, διαπερνώντας και τα «νέα κοινωνικά κινήματα»; Περιγράφοντας ένα
πλήθος κοινωνικών εμπειριών και πολιτικών φαινομένων, μήπως γίνεται κατάχρηση του
όρου; Τελικά, ο λαϊκισμός είναι ιδεολογία ή ρητορικό στυλ; Στην επόμενη ενότητα θα
προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα και να συνθέσουμε έναν γενικό
ορισμό για αυτό το τόσο αμφιλεγόμενο ζήτημα.

1. 4. Προς μια εννοιολογική οροθέτηση


Στις προηγούμενες ενότητες προσπαθήσαμε να αντιπαραβάλλουμε τις θέσεις
ορισμένων μελετητών πάνω στο φαινόμενο του λαϊκισμού. Στη συνέχεια καταγράψαμε τα
βασικά χαρακτηριστικά, καθώς και τα ιστορικά παραδείγματα που χαρακτηρίστηκαν ως
«λαϊκιστικά». Στην παρούσα ενότητα θα επιχειρήσουμε να εκθέσουμε τη δική μας θέση περί
λαϊκισμού.

91 Βλ. Νεμπόισα Πόποβ, Ο σερβικός λαϊκισμός, από περιθωριακό σε κυρίαρχο φαινόμενο, Αθήνα, Παρασκήνιο,
1994.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 32 18/11/2008


Κατ’ αρχήν, η πρώτη μας σκέψη όταν έχουμε να κάνουμε με την έννοια του
λαϊκισμού είναι η αδυναμία συναίνεσης για έναν κοινά αποδεκτό ορισμό, για μια κοινή
ερμηνεία του φαινομένου. Και αυτό γιατί ο λαϊκισμός αποτελεί ένα πολυδιάστατο
φαινόμενο. Χαρακτηρίζει ένα πλήθος πολιτικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων και
εντοπίζεται σε όλα τα σημεία του πολιτικού φάσματος, από τη Δεξιά μέχρι την Αριστερά.
Από τη συγκριτική μελέτη των τύπων λαϊκισμού και των «λαϊκιστικών εμπειριών», μπορούμε
να συμπεράνουμε ότι κυρίαρχα στοιχεία όλων των λαϊκισμών είναι η έκκληση στο λαό και ο
αντιελιτισμός. Εντούτοις, είναι αναγκαίο να σημειώσουμε ότι κάθε έκκληση προς το λαό δεν
συνιστά αυτομάτως λαϊκισμό. Το κρίσιμο στοιχείο το οποίο μετασχηματίζει μια λαϊκή
έκκληση σε λαϊκιστική είναι η χρήση πολεμικής ρητορικής στο λόγο των λαϊκιστών ηγετών.
Κατά συνέπεια, γεννιέται το αίσθημα του ανταγωνισμού μεταξύ του «αγνού και άδολου»
λαού και του «απειλητικού και μιασματικού» εχθρού του. Ο λαϊκισμός επικαλείται μια
ενοποιητική και εσωτερικά αδιαφοροποίητη κατηγορία όπως ο «λαός». Ο λαϊκισμός
κινητοποιεί όχι μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη αλλά όλο το «λαό» ή τις «μάζες»
γενικότερα ενάντια σε ότι έχει αναγνωριστεί ως «εχθρός», όπως το κράτος ή η άρχουσα τάξη
ή η οικονομική και πολιτική ολιγαρχία ή οι ξένες δυνάμεις. Με αυτό τον τρόπο
κατασκευάζεται μια επιφανειακή ενότητα, η οποία παρουσιάζει σαν ενιαίο έναν κοινωνικό
χώρο ο οποίος αντιπαρατίθεται προς οτιδήποτε οριστεί σαν εχθρός. Ο λαϊκισμός
εκμεταλλεύεται το στοιχείο του λαϊκού για να παρουσιάσει το πολιτικό και κοινωνικό πεδίο
μέσα από αυτή τη μανιχαϊστική λογική (λαός-συγκρότημα εξουσίας, προνομιούχοι-μη
προνομιούχοι, καλοί-κακοί). Απευθύνεται όχι στο λογικό επιχείρημα αλλά στο πηγαίο
συναίσθημα. Χρησιμοποιεί διάφορα θέματα που συγκινούν για να διεγείρει τα πλήθη.
Επιστρατεύει ανάλογα με τις συγκυρίες ή τα ακροατήρια τη φτώχεια, τις κοινωνικές αδικίες,
την ξενοφοβία, τις διεθνείς και εσωτερικές συνωμοσίες, τις εκμεταλλευτικές διαθέσεις και την
ανικανότητα των πολιτικών. Στο σημείο αυτό τίθεται το ερώτημα: Ποιος γεννά και
αναπαράγει αυτό το αίσθημα του ανταγωνισμού και της εχθρότητας; Είναι σαφές ότι όλοι ο
λαϊκισμοί «ενσαρκώνονται» σε έναν άνθρωπο, στον ηγέτη. Ο λαϊκιστής ηγέτης είναι
χαρισματικός, παρουσιάζεται σαν σωτήρας, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι ταυτόχρονα οικείος
και αυθεντικός και έρχεται σε άμεση επαφή με τις μάζες. Ο ηγέτης είναι η μόνη δίοδος δια
μέσου της οποίας ο λαϊκιστικός λόγος περνάει στους οπαδούς του κόμματος. Είναι αυτός
που ανιχνεύει και εκμεταλλεύεται το αίσθημα της λαϊκής μνησικακίας ενάντια στην εξουσία,
που επιβάλλεται στην κοινωνία από μια άρχουσα τάξη, η οποία πιστεύεται ότι έχει το
μονοπώλιο της εξουσίας και του πλούτου. Είναι αυτός που κολακεύει και ανυψώνει την
αυτοεκτίμηση των μαζών, διακηρύσσοντας ότι ο λαός δεν είναι απλά ίσος με αυτούς που τον

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 33 18/11/2008


κυβερνούν αλλά στην πραγματικότητα είναι καλύτερος. Για τους παραπάνω λόγους, η
χαρισματική ηγεσία ενός λαϊκιστικού κινήματος ή κόμματος είναι πυρηνικό στοιχείο της
έννοιας του λαϊκισμού, ίσως το σημαντικότερο χαρακτηριστικό, κατά τη γνώμη μας. Τις
περισσότερες φορές η χαρισματική ηγεσία λειτουργεί σαν υποκατάστατο μιας δυνατής και
αποτελεσματικής οργάνωσης, που θα πετύχαινε πολιτική συνοχή και κοινή ταυτότητα. Η
κεντρικότητα της φιγούρας του ηγέτη δείχνει ότι όλοι οι λαϊκισμοί απορρίπτουν τις
μεσολαβήσεις, κρίνοντάς τες άχρηστες, περιοριστικές, καταστρεπτικές. Ο λαϊκισμός
ουσιαστικά είναι ενάντια στην ύπαρξη ενδιάμεσων οργανώσεων, ενάντια στην
αντιπροσωπευτική δόμηση του πολιτικού συστήματος, ενάντια σε όλες τις μεσολαβήσεις.
Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά των λαϊκιστικών κινημάτων από τα μη λαϊκιστικά: η
άμεση και αδιαμεσολάβητη σχέση ανάμεσα στον ηγέτη και τα απλά μέλη, η οποία
εξασθενίζει τα ενδιάμεσα επίπεδα εξουσίας. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι τα ενδιάμεσα
στελέχη ενός λαϊκιστικού κόμματος ή κινήματος αντλούν τη νομιμοποίηση και την εξουσία
τους από το λαϊκιστή ηγέτη, με αποτέλεσμα να εξαρτώνται πλήρως από αυτόν. Για την
κατανόηση του ιδιαίτερου περιεχομένου του λαϊκισμού και για να αποφευχθεί ο κίνδυνος
απλουστεύσεων, είναι θεμελιώδους σημασίας, κατά τη γνώμη μας, η εξέταση των όλων
χαρακτηριστικών του πολιτικού του λόγου (όπως και προηγήθηκε) και ο εντοπισμός εκείνου
του στοιχείου που τον διακρίνει από τον πολιτικό λόγο μη λαϊκιστικών κομμάτων ή
κινημάτων.
Κλείνοντας την ενότητα αυτή, θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στην κυριότερη,
ενδεχομένως, συνιστώσα προβληματισμού αυτής της μελέτης: Τελικά τι είναι ο λαϊκισμός;
Είναι πολιτική ιδεολογία ή ρητορικό στυλ; Καταλήξαμε στο ότι ο λαϊκισμός δεν είναι ούτε
πολιτική ιδεολογία, ούτε σύστημα πολιτικής οργάνωσης. Ο λαϊκισμός δεν αποτελεί όραμα
για την οργάνωση των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών πρακτικών και σχέσεων.
Αντίθετα, αποτελεί μια ειδική μορφή πολιτικού λόγου – πολιτικής πρακτικής που προκύπτει
σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους μέσα από την προσπάθεια συγκεκριμένων κάθε φορά
κοινωνικών δυνάμεων να συναρθρώσουν έναν ηγεμονικό λόγο και να αντιπαρατεθούν στο
συγκρότημα εξουσίας. Πρόκειται για ένα ρητορικό στυλ, με βασικό χαρακτηριστικό την
πολεμική δομή, που στοχεύει στην εκμετάλλευση των λαϊκών στοιχείων που έχουν απήχηση
στα άτομα, τονίζοντας το γεγονός ότι ανήκουν στο «λαό» ή στους «μη-προνομιούχους». Ο
όρος «λαϊκισμός» χαρακτηρίζει μόνο μία διάσταση της πολιτικής δράσης και του πολιτικού
λόγου και δεν ενσαρκώνεται σε έναν προσδιορισμένο τύπο πολιτικού καθεστώτος. Με λίγα
λόγια, μια δημοκρατία ή μια δικτατορία μπορούν να παρουσιάζουν μια λαϊκιστική
διάσταση, να έχουν ένα λαϊκιστικό στυλ. Ο λαϊκισμός δεν αντιπροσωπεύει και δεν

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 34 18/11/2008


επικαλείται μια συγκεκριμένη ιδεολογία αλλά μια γενικότερη ανάγκη αλλαγής και
βελτίωσης. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρείται μια μεγάλη ιδεολογία, όπως όλες οι άλλες,
αλλά πρέπει να προσεγγίζεται ως ένα πολιτικό στυλ, ικανό να αποτυπώνεται σε πολλαπλούς
ιδεολογικούς τόπους.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 35 18/11/2008


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ

2. 1. Η εμφάνιση του λαϊκισμού στην Ελλάδα


Στο κεφάλαιο που προηγήθηκε ολοκληρώσαμε την ανάλυσή μας σχετικά με το
φαινόμενο του λαϊκισμού. Στο κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθούμε με την περίπτωση του
ΠΑΣΟΚ, το κόμμα που εμφανίστηκε κατά τη μεταδικτατορική περίοδο στην Ελλάδα και
χαρακτηρίστηκε ως λαϊκιστικό κόμμα. Στόχος μας είναι να αποδείξουμε ότι η ταυτότητα
του ΠΑΣΟΚ είχε έντονα λαϊκιστικά στοιχεία με μια δόση εθνικιστικής ιδεολογίας.
Πριν περάσουμε στην ανάλυση των χαρακτηριστικών του ΠΑΣΟΚ που θεωρούμε
ότι προσιδιάζουν με τα ιδεοτυπικά γνωρίσματα του λαϊκισμού, κρίναμε ότι θα ήταν καλό να
παραθέσουμε προηγουμένως μια σύντομη αναφορά στην έννοια του λαϊκισμού, όπως αυτή
εμφανίστηκε στην Ελλάδα, καθώς επίσης και στα αίτια ανάδυσης του φαινομένου αυτού στη
χώρα τη δεδομένη χρονική στιγμή.
Στη δεκαετία του ’80, ο λαϊκισμός αποτελούσε κεντρικό θέμα συζήτησης στην
ελληνική πολιτική σκηνή, λόγω της σύνδεσής του με την πολιτική πρακτική του ΠΑΣΟΚ,
το οποίο χαρακτηρίστηκε λαϊκιστικό κόμμα. Ο όρος αποδόθηκε στο ΠΑΣΟΚ από τους
αντιπάλους του, μολονότι το ίδιο το κόμμα ουδέποτε τον αποδέχτηκε.92 Ωστόσο, η έννοια
του λαϊκισμού δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστή στην Ελλάδα πριν την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ. Κατά
τη δεκαετία του ’70, ο λαϊκισμός εισέβαλε δειλά στο πολιτικό λεξιλόγιο και χρησιμοποιείτο
μόνο για τη μετάφραση του όρου “populism”, για να χαρακτηρίσει τους Ρώσους
ναρόντνικους, τον περονισμό στην Αργεντινή, τον μουσολινισμό στην Ιταλία του
Μεσοπολέμου.
Στην Ελλάδα η πλειοψηφία των απόψεων παρουσίαζε το λαϊκισμό ως ένα αρνητικό
φαινόμενο, ως ένα φαινόμενο κοινωνικού αναχρονισμού, ως αρνητικό χαρακτηρισμό για να
μειωθεί και να απορριφθεί ο αντίπαλος. Σύμφωνα με τον Μιχάλη Σπουρδαλάκη, η κατάληξη
-ι(κι)στικός (λαϊκιστικός) εκφράζει μονομέρεια και κυρίως περιγράφει μια ψευδεπίγραφη
κατάσταση. Κάτι που δεν συμβαίνει με την αντίστοιχη κατάληξη της αγγλικής -ist
(populist). Έτσι, το «λαϊκιστικός» θεωρείται παραποίηση και βιασμός του όρου «λαϊκός» -
έννοια, μάλιστα, πολιτικά δεμένη με την παράδοση της Αριστεράς.93
Το φαινόμενο του λαϊκισμού στην Ελλάδα ονομάστηκε από ορισμένους «πολιτικός
ή πολιτικοποιημένος λαϊκισμός», περιγράφοντας έτσι μια κίνηση ένταξης των λαϊκών

92 Βλ. Χρήστος Λυριντζής, «Λαϊκισμός: Η έννοια και οι πρακτικές», ό. π., σελ. 57.
93Βλ. Μιχάλης Σπουρδαλάκης, «Ο ελληνικός λαϊκισμός στις συνθήκες του αυταρχικού κρατισμού», ό. π., σελ.
65.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 36 18/11/2008


στρωμάτων στην πολιτική διαδικασία, δηλαδή μια διαδικασία μαζικής και έντονης
πολιτικοποίησης. Στη μεταδικτατορική περίοδο υπήρχε μια διαδικασία ενδιαφέροντος των
ευρύτερων στρωμάτων για την πολιτική. Το πολιτικό στοιχείο απέκτησε γοητεία και
κεντρικότητα. Η βασική ιδέα που επικρατούσε σε αυτή τη φάση ήταν μια αντίθεση μεταξύ
των «μη προνομιούχων» (ή του λαού) με το «κατεστημένο» (ή με τους ολίγους ή με το
κεφάλαιο). Η έννοια «λαός» είχε ανταγωνιστικό χαρακτήρα και στηριζόταν σε μια αντίθεση.
Εξάλλου, ήταν νωπές ακόμα οι μνήμες της δικτατορίας, ήταν πρόσφατες οι πληγές της
χώρας από τη χουντική επταετία και τα νατοϊκά στηρίγματά της, υπήρχαν συμβολικά
περιεχόμενα από την εποχή του Εμφυλίου που μπορούν να «στρατεύσουν» άτομα. Συνεπώς,
σε αυτή την περίοδο κυριαρχούσε η τομή «μη προνομιούχοι-κατεστημένο» και η τομή
«ελληνικός λαός-ξένα κέντρα αποφάσεων» (αντιιμπεριαλιστική συνιστώσα).
Όσον αφορά τις αιτίες εμφάνισης του λαϊκισμού στην Ελλάδα, η άποψη του Βασίλη
Καπετανγιάννη είναι αρκετά κατατοπιστική. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η ορμητική
είσοδος των μαζών στην πολιτική στις υπανάπτυκτες χώρες, κάτω από την επίδραση
οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών αλλαγών, βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τη
θεσμική ικανότητα ενσωμάτωσης του πολιτικού συστήματος. Το γεγονός αυτό αποτελεί και
τη μήτρα από την οποία αναδύονται τα λαϊκιστικά κινήματα. Η πολιτική κινητοποίηση των
μαζών συνδέεται με το σχηματισμό μιας ελίτ, που με τον «εκσυγχρονιστικό» της
προσανατολισμό, την ιδεολογία της ενάντια στο status quo, τα σχέδια εκβιομηχάνισης κλπ,
αποτελεί τον ηγετικό φορέα και διαμορφωτή των λαϊκιστικών κινημάτων.94 Η «επανάσταση
των ανερχομένων προσδοκιών» που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν από τους ενδογενείς
πόρους του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος, η συγκινησιακή απήχηση των συνθημάτων,
συντελούν στην πολιτική κινητοποίηση τεράστιων μαζών, αναγκαίο μοχλό για να σπάσει το
δοσμένο σύστημα πολιτικών σχέσεων και εξουσίας και να τεθούν σε εφαρμογή οι
μεταρρυθμίσεις και οι αλλαγές που επαγγέλλονται.
Γενικότερα, η εξέλιξη των κοινωνικοοικονομικών δεδομένων της χώρας καλλιέργησε
το κλίμα για την ανάπτυξη ενός ιδιότυπου λαϊκισμού. Η ανακάλυψη του λαϊκού στοιχείου
στο παρελθόν, η αναβίωση στοιχείων της λαϊκής κουλτούρας (φολκλόρ, θρησκεία, μουσική)
ήταν εγχείρημα συγκρότησης της λαϊκής ταυτότητας, ήταν μια προσπάθεια κατασκευής μιας
φανταστικής κοινότητας, σε μια εποχή που η εσωτερική μετανάστευση, η αστικοποίηση, τα
νέα καταναλωτικά πρότυπα και οι εκσυγχρονιστικές πολιτικές των μεταπολεμικών

94 Βλ. Βασίλης Καπετανγιάννης, «Η πολιτική και θεωρητική σημασία της συζήτησης για το ΠΑΣΟΚ» στο
Πέτρος Παπασαραντόπουλος (επιμέλεια), ΠΑΣΟΚ και εξουσία, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1980, σελ. 300

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 37 18/11/2008


κυβερνήσεων είχαν αποδιαρθρώσει αυτές τις πολιτιστικές ταυτότητες.95 Σε κοινωνικό
επίπεδο, η εξάπλωση των μεσαίων τάξεων γέννησε νέες ανάγκες, που ο κρατικός μηχανισμός
αδυνατούσε να καλύψει. Το γεγονός αυτό δημιούργησε αισθήματα πανικού και
εγκατάλειψης, την ίδια στιγμή που παρουσιάστηκαν ρωγμές και στο πελατειακό σύστημα.
Το ΠΑΣΟΚ εκμεταλλεύτηκε αυτά τα δεδομένα. Εγκαταλείποντας κάθε ιδεολογική
ρητορική που θα το συνέδεε με συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα και ξεχνώντας τις αρχικές
του εξαγγελίες (σοσιαλιστικές και ριζοσπαστικές), περιορίστηκε στο σύνθημα της
«Αλλαγής». Με τον τρόπο αυτό, οι διάφορες απογοητευμένες από το σύστημα και τον
κρατικό μηχανισμό μερίδες του εκλογικού σώματος βρήκαν στον πασοκικό λαϊκισμό το
μέσο για την προώθηση των συμφερόντων τους.96
Από την ανάλυση για την εμφάνιση και την εξέλιξη του φαινομένου του λαϊκισμού
στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσε να λείπει η παράθεση στοιχείων για το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα
που έκανε γνωστή την έννοια του λαϊκισμού στην Ελλάδα. Το ΠΑΣΟΚ ιδρύθηκε στις 3
Σεπτεμβρίου 1974 από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η Ιδρυτική Διακήρυξη του κόμματος
συμπυκνώνεται σε τέσσερις ιδεολογικές κατευθύνσεις: «Εθνική Ανεξαρτησία – Λαϊκή
Κυριαρχία – Κοινωνική Απελευθέρωση – Δημοκρατική Διαδικασία». Στο κείμενο αυτό
αυτοπαρουσιαζόταν ως ένα νέο πολιτικό Κίνημα97 που θα αποτελούσε φορέα όλων των
γνήσια προοδευτικών και δημοκρατικών δυνάμεων της χώρας, ως μια ριζοσπαστική
σοσιαλιστική δύναμη που είχε ως απώτερο σκοπό την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής
αυτοδιαχειριστικής κοινωνίας. Το ΠΑΣΟΚ αυτοχαρακτηριζόταν ως «γνήσιο, πατριωτικό,
δημοκρατικό, προοδευτικό, μαζικό, σοσιαλιστικό, λαϊκό κίνημα». Σύμφωνα με τη
Διακήρυξη, που είχε έντονο αντιαμερικανικό και αντινατοϊκό χαρακτήρα, η ρίζα της
συμφοράς των Ελλήνων βρισκόταν στην «εξάρτηση της πατρίδας από τις ΗΠΑ και το
ΝΑΤΟ και τις πολυεθνικές επιχειρήσεις». Αυτές οι σχέσεις εξάρτησης συνιστούσαν τον
κυριότερο παράγοντα της ελληνικής κακοδαιμονίας. Κατά συνέπεια, βασικός στόχος του
Κινήματος ήταν η δημιουργία μιας πολιτείας απαλλαγμένης από τον ξένο έλεγχο ή την
επιρροή της οικονομικής ολιγαρχίας, μιας πολιτείας ταγμένης στην προστασία του Έθνους

95 Βλ. Σπύρος Σοφός, ό. π. σελ. 145.


96 Βλ. Ανδρέας Ανδριανόπουλος, ό. π., σελ. 486.
97 Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου επέμενε στο χαρακτηρισμό του νέου φορέα ως κινήματος και όχι ως
κόμματος. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε πραγματική καινοτομία της μεταπολιτευτικής περιόδου και φαινόμενο
που σπάνια συναντάται στη λειτουργία δημοκρατικών πολιτικών συστημάτων. Ο Παπανδρέου είχε ενστερνιστεί
μια «κινηματική» άποψη της πολιτικής, μια οπτική που είχε ενταχθεί στο θεωρητικό σχήμα του
απελευθερωτικού κινήματος. Σύμφωνα με αυτό, ο αντίπαλος βρισκόταν «έξω» από τη χώρα, από το λαό, από
τις μάζες.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 38 18/11/2008


και στην υπηρεσία του Λαού. Για το ΠΑΣΟΚ το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας ήταν το
πρωταρχικό. Ένα αίτημα αναπόσπαστα δεμένο με τη λαϊκή κυριαρχία. Ο αγώνας του
ΠΑΣΟΚ στηριζόταν στην αρχή πως «η εθνική μας ανεξαρτησία αποτελεί προϋπόθεση για
την πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας, που αποτελεί προϋπόθεση για την πραγμάτωση της
κοινωνικής απελευθερώσεως, η οποία, πάλι, αποτελεί προϋπόθεση για την πραγμάτωση της
πολιτικής δημοκρατίας».98 Το ΠΑΣΟΚ καλεί το Λαό να συνταχθεί με αυτόν τον αγώνα.
Όπως αναφέρεται στο καταστατικό του κόμματος, το ΠΑΣΟΚ είναι ένα μαζικό
πολιτικό κίνημα των εργαζομένων και όλων των μη προνομιούχων Ελλήνων και επιδιώκει,
στα πλαίσια της Ιδρυτικής Διακήρυξης της 3ης του Σεπτέμβρη, να επιτύχει την εθνική
ανεξαρτησία, τη λαϊκή κυριαρχία και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας με
δημοκρατικές διαδικασίες. Εμπνέεται από τις αξίες του δημοκρατικού σοσιαλισμού, της
ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης,
της ειρήνης, της προόδου και της ευημερίας. Το ΠΑΣΟΚ, αξιοποιώντας τη δομή και τη
διάταξη της οργάνωσής του, σφυρηλατεί, με την καθημερινή πολιτική του πράξη, τους
δεσμούς με τις λαϊκές δυνάμεις. Αντλώντας διδάγματα από τους αγώνες του λαού γίνεται η
πρωτοπόρα δύναμη του ελληνικού λαϊκού κινήματος και το όργανο πάλης του εργαζόμενου
λαού, στα πλαίσια της στρατηγικής της Εθνικής Λαϊκής Ενότητας. Βασική επιδίωξη του
ΠΑΣΟΚ είναι η συμμετοχή και εκπροσώπηση σε όλα τα επίπεδα της οργάνωσής του, των
κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων που εκφράζονται πολιτικά από το κίνημα.
Οι συνθήκες υπό τις οποίες συγκροτήθηκε και αναπτύχθηκε το ΠΑΣΟΚ ήταν
εξαιρετικά θετικές και ελπιδοφόρες για το ίδιο. Σε κάθε περίπτωση, υπήρξε το κόμμα που
«κατεξοχήν διαμορφώθηκε υπό το κράτος των έκτακτων περιστάσεων που επέβαλε στη
χώρα η δικτατορία».99 Με την πτώση της χούντας έχουμε ένα νέο πολιτικό τοπίο, η χώρα
βρέθηκε αντιμέτωπη με ανοικτά κοινωνικά, οικονομικά και εθνικά ζητήματα, με κυριότερο
αυτό της Κύπρου. Την περίοδο αυτή έγινε επιτακτική η ανάγκη ανασυγκρότησης των όρων
της πολιτικής δράσης στο εσωτερικό της χώρας, η ανάγκη κατοχύρωσης ενός θεσμικού
πλουραλισμού στα πρότυπα των φιλελεύθερων πολυκομματικών δημοκρατιών της Δύσης.
Για αυτούς τους λόγους εμφανίζεται και εξελίσσεται ένας μαζικός δημοκρατικός πολιτικός
λόγος και παρατηρείται μια γενικευμένη υπερπολιτικοποίηση. Στο κλίμα της εποχής
επικρατούσε μια τεράστια ριζοσπαστικοποίηση, μια «άνοιξη μετά το χειμώνα της
δικτατορίας». Αυτό το κλίμα δεν ευνοούσε την ανασύσταση της Ένωσης Κέντρου.

98 http://www.pasok.gr/portal/gr/134/8867/1/7/1/showdoc.html
99 Βλ. Γιάννης Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990, Αθήνα, Θεμέλιο, 2002, σελ. 71.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 39 18/11/2008


Ο Ανδρέας Παπανδρέου ανταποκρίθηκε στο προδικτατορικό αίτημα για τη
δημιουργία ενός μαζικού πολιτικού κόμματος, το οποίο να έχει μια άλλου τύπου σχέση με
το λαό, αντιστρέφοντας τη μετεμφυλιακή ιδεολογία της εθνικοφροσύνης. Το κόμμα που
ίδρυσε ήταν το πρώτο κόμμα μαζών που δεν προερχόταν από την κομμουνιστική
Αριστερά.100 Το ΠΑΣΟΚ δημιουργήθηκε μέσω μιας έκκλησης για να φτιαχτούν παντού
οργανώσεις (μέθοδος της αυτοοργάνωσης). Απαρτιζόταν από ένα τμήμα που
ριζοσπαστικοποιήθηκε στις δυτικές χώρες μετά το 1968 και ένα τμήμα της Ένωσης
Κέντρου (οι παλαιοί αγωνιστές με πολιτικοποιημένο παρελθόν, εναντίον του «κράτους της
Δεξιάς»). Δηλαδή, ο πυρήνας του περιλάμβανε μέλη από το ΠΑΚ και μέλη μιας άλλης
αριστερής αντιστασιακής ομάδας, της Δημοκρατικής Άμυνας.101 Επρόκειτο για έναν
κομματικό σχηματισμό που παρουσιάστηκε χωρίς παρελθόν και συγγένειες, χωρίς αναφορές
σε κάποια ιστορική καταβολή (τουλάχιστον κατά τα πρώτα χρόνια από τη δημιουργία του).
Το γεγονός αυτό δεν σηματοδοτούσε την ιστορική απροσδιοριστία του. Η έλλειψη ταύτισης
με άλλους κομματικούς σχηματισμούς παρουσιάστηκε ως μια απόδειξη, ως μια έμπρακτη
άρνηση των κομματικών σχηματισμών του παρελθόντος «που στηρίζονταν στη φεουδαρχική
σχέση ανάμεσα σε ηγέτες και βουλευτές, ανάμεσα σε βουλευτές και κομματάρχες, ανάμεσα
σε κομματάρχες και ψηφοφόρους».

2. 2. Λαϊκιστικά χαρακτηριστικά του ΠΑΣΟΚ


Αναμφίβολα η χαρισματική ηγεσία δεν θα μπορούσε να λείπει από την
κωδικοποίηση του ελληνικού λαϊκισμού. Αυτό που σίγουρα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί
ήταν ο προσωποπαγής και αρχηγικός χαρακτήρας του κόμματος, η καταλυτική παρουσία
του Ανδρέα Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ. Ως ηγετική προσωπικότητα, ο Ανδρέας

100 Στο κείμενο της Ιδρυτικής Διακήρυξης του ΠΑΣΟΚ μπορεί κανείς να επισημάνει αρκετές διαφορές από
τα αντίστοιχα θεμελιακά κείμενα της κομμουνιστικής Αριστεράς. Πρώτον, η απουσία ή η άρνηση του ηγετικού
ρόλου της εργατικής τάξης. Δεύτερον, για τα κομμουνιστικά κόμματα ο Σοσιαλισμός ήταν αφετηρία μιας
περίπλοκης ανάλυσης ταξικού, θεσμικού, διεθνούς χαρακτήρα ενώ στο ΠΑΣΟΚ η σοσιαλιστική ταυτότητα
ήταν όρος καταληκτικός, που συσκοτίστηκε αργότερα από την κυβερνητική πρακτική και τη νομή της
εξουσίας. Τρίτον, στα κομμουνιστικά κείμενα υπάρχει πάντα μια ταξική-κοινωνική ανάλυση που αιτιολογεί,
ιεραρχεί και συνδέει τους στόχους. Αντίθετα, στα ιδρυτικά κείμενα του ΠΑΣΟΚ, οι σχετικές αναφορές ήταν
υποτυπώδεις ή ανύπαρκτες. Τέλος, στα κομμουνιστικά κείμενα η ανάλυση των αντιθέσεων σε εθνικό επίπεδο
αποτελεί μέρος μιας ανάλογης ανάλυσης των διεθνών αντιθέσεων και συμμαχιών. Το χαρακτηριστικό αυτό
απουσίαζε από το γενέθλιο κείμενο του ΠΑΣΟΚ.
101 Βλ. Richard Clogg, Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας 1770-2000, Αθήνα, Κάτοπτρο, 2003, σελ. 199.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 40 18/11/2008


Παπανδρέου ήταν, για μια εικοσαετία, ο συνδετικός κρίκος του ΠΑΣΟΚ με τις μάζες,
όντας για αυτές αντικείμενο άμεσης ταύτισης.
Επρόκειτο για μια χαρισματική προσωπικότητα που εισέβαλε ορμητικά στην
πολιτική ζωή του τόπου, για να εξιδανικευτεί από τους οπαδούς του και να αμφισβητηθεί
από τους αντιπάλους του. Είχε το χάρισμα να γοητεύει τα πλήθη με το χειμαρρώδη λόγο
του και ταυτόχρονα να δημιουργεί οικειότητα μαζί τους. Ήταν ο πολιτικός τον οποίο όλοι
αποκαλούσαν με το μικρό του όνομα.102 Το ΠΑΣΟΚ ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Δεν
ήταν το κόμμα που γέννησε τον Ανδρέα Παπανδρέου αλλά ήταν ο χαρισματικός ηγέτης που
δημιούργησε το κόμμα. Το κόμμα ήταν το απαραίτητο συμπλήρωμα της χαρισματικής
ηγεσίας, ο εκφραστής και ο πολλαπλασιαστής των επιθυμιών του. Η καθαρά αρχηγική
μορφή του κόμματος δεν υπήρξε μειονέκτημα αλλά το ουσιαστικό πλεονέκτημα βάσει του
οποίου επιτεύχθηκε η αποτελεσματικότητα της πορείας προς την κυβερνητική εξουσία, η
παραμονή σε αυτή και ο καθοριστικός πολιτικός ρόλος.103 Παρά τη μεγάλη ανάπτυξη της
οργανωμένης βάσης του ΠΑΣΟΚ, η βάση αυτή δεν μετείχε στη διαμόρφωση των πολιτικών
θέσεων και των προγραμματικών αρχών. Η πολιτική πράξη και η βούληση του ιδρυτή του
προηγείται οποιασδήποτε εσωκομματικής διεργασίας.104 Η πρωταρχικότητα του ρόλου του
Ανδρέα Παπανδρέου για τη συνοχή του ΠΑΣΟΚ φάνηκε από την πρώτη στιγμή. Ο
ηγεμονικός του ρόλος αποτέλεσε πάγιο και αδιαμφισβήτητο εσωτερικό θεσμό, τρόπο
ύπαρξης του κόμματος. Είναι φανερό ότι είχαμε να κάνουμε με μια χαρισματική
προσωπικότητα, με έναν αυθεντικό λαϊκό ηγέτη. Η προσήλωση στο πρόσωπό του έπαιρνε
συχνά μελοδραματικές εκφράσεις θαυμασμού και θρησκευτικής υποταγής. Έγινε ο
άνθρωπος στον οποίο αποδόθηκαν εθνοσωτήριες ιδιότητες.
Η ανάδυση της χαρισματικής προσωπικότητας δεν είναι μόνο συνάρτηση
προσωπικής ψυχολογίας και ικανότητας αλλά και κοινωνικών συνθηκών. Σύμφωνα με τον
Ελεφάντη, «μέσα σε αυτή την αποδιοργανωμένη και διάχυτη κοινωνική ύλη στην Ελλάδα
της μεταπολίτευσης, όπου οι κοινωνικές τάξεις και οι πολιτικές τους προεκτάσεις δεν
μπορούσαν και δεν ήθελαν να αναδειχθούν σε ηγετικές δυνάμεις, διαμορφώνονται οι όροι

102 Βλ. Κατερίνα Βαρελά, Ανδρέας Παπανδρέου (Σειρά «Ηγέτες»), Αθήνα, Σαββάλας, 2004, σελ. 82. Παρόμοιες
περιπτώσεις που δείχνουν την εξοικείωση του ηγέτη στο προσωπικό επίπεδο με την καθημερινή χρήση του
μικρού του ονόματος είναι: οι περιπτώσεις των Getulio (Vargas), Juscelino (Kubitschek) και Janio (Quadros)
στη Βραζιλία και των Juan και Evita (Peron) στην Αργεντινή. Ο παραλληλισμός με τον Ανδρέα
(Παπανδρέου) στην περίπτωση αυτή είναι εμφανής.
103 Βλ. Δημήτρης Χαραλάμπης, Πελατειακές σχέσεις και λαϊκισμός, η εξωθεσμική συναίνεση στο ελληνικό πολιτικό
σύστημα, Αθήνα, Εξάντας, 1989, σελ.
104 Βλ. Άγγελος Ελεφάντης-Μάκης Καβουριάρης, «ΠΑΣΟΚ: Λαϊκισμός ή Σοσιαλισμός;», ό. π., σελ. 14-23.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 41 18/11/2008


για την ολοσχερή εκχώρηση των εξουσιών στο χαρισματικό ηγέτη. Εδώ βρήκε το
πρόσφορο έδαφος όπου βασίστηκε ο θεσμός του πρωθυπουργού – αρχηγού».105 Όμως, πώς
απέκτησε ο Ανδρέας Παπανδρέου αυτή την παντοδυναμία μέσα στο κόμμα; Πώς
κατασκευάστηκε η έννοια και η εικόνα του «αρχηγού»; Ήδη από την εποχή της Ένωσης
Κέντρου υπήρχε η φήμη του Ανδρέα ως σημαντικού οικονομολόγου των αμερικανικών
πανεπιστημίων. Η φήμη της αυθεντίας του θα πάρει μυθολογικές διαστάσεις. Ήταν ο «καλός
οικονομολόγος» που θα γιάτρευε την οικονομία του τόπου και του κόσμου. Ήταν ένας
«λαμπρός επιστήμονας, ένας δυναμικός ηγέτης, ένας ασυμβίβαστος οραματιστής».
Ωστόσο, δεν ήταν μόνο το επιστημονικό κύρος που του προσέδωσε πολιτική
βαρύτητα. Κατά τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο, η λαϊκιστική κινητοποίηση προϋποθέτει την
ύπαρξη ενός χαρισματικού ηγέτη με ισχυρά στοιχεία διασύνδεσης και ταύτισης με τις
παραδοσιακές καταβολές του τόπου. Στην Αργεντινή αυτό εκφράστηκε στο πρόσωπο του
Peron με παραδοσιακό πεδίο αναφοράς το στράτευμα, στην Βραζιλία με τον Vargas με
βάση την προηγούμενη πολιτική του παρουσία.106 Στο ΠΑΣΟΚ η φυσιογνωμία του
αρχηγού κουβαλάει τις δοκιμασμένες καταβολές μιας πολιτικής οικογένειας. Δηλαδή,
μέτρησε το γεγονός ότι ήταν γιος του Γεωργίου Παπανδρέου. Ήδη από την εποχή του
Ιουλιανού πραξικοπήματος του 1965 ο Ανδρέας Παπανδρέου βρισκόταν στο επίκεντρο,
έθετε περισσότερο αποφασιστικά από τον πατέρα του το ερώτημα: «ποιος κυβερνά αυτόν
τον τόπο;». Έμοιαζε εκφραστής μιας προοπτικής που θα αποτίναζε το βαρύ πέπλο της
εθνικοφροσύνης και ήταν εκείνος που κατονόμασε τους δύο βασικούς παράγοντες της
μόνιμης δικτατόρευσης της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας: τους Αμερικανούς και
το Παλάτι.107 Ιδιαίτερα μετά το θάνατο του πατέρα του, ο ρόλος του Ανδρέα Παπανδρέου
ενισχύθηκε ως αρχηγού του ΠΑΚ στο εξωτερικό. Συνδέθηκε με προοδευτικούς κύκλους της
Ευρώπης, ιδιαίτερα με τα σοσιαλιστικά κόμματα, καθώς και με κεντρώους κύκλους Ελλήνων
της διασποράς και του αντιδικτατορικού κινήματος. Σίγουρα είχε επενδυθεί στο πρόσωπό
του η προσδοκία μιας μεταδικτατορικής – λυτρωτικής προοπτικής. Στην αίγλη του Ανδρέα
Παπανδρέου προστέθηκε μετά τη μεταπολίτευση το αντιστασιακό και ηθικό κύρος των
δυνάμεων που μάχονταν ενάντια στη δικτατορία. Πολλά αντιστασιακά στελέχη με κύρος,
ιδιαίτερα της Δημοκρατικής Άμυνας, προσχώρησαν στο ΠΑΣΟΚ και παρείχαν έτσι στο
νέο κόμμα αυτό που του έλειπε: τους αγωνιστικούς τίτλους. Το γεγονός αυτό διεύρυνε την

105 Βλ. Άγγελος Ελεφάντης, Στον αστερισμό του λαϊκισμού, ό. π., σελ. 107.
106Βλ. Ανδρέας Ανδριανόπουλος, «Η πολιτική φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ» στο Πέτρος Παπασαραντόπουλος
(επιμέλεια), ΠΑΣΟΚ και εξουσία, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1980, σελ. 489.
107 Βλ. Άγγελος Ελεφάντης, ό. π., σελ. 109.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 42 18/11/2008


πολιτική επιφάνεια του κόμματος και αύξησε τη δυνατότητα πρόσβασής του στις λαϊκές
μάζες. Το αγωνιστικό και κοινωνικό τους παρελθόν, το ηθικό τους κύρος συνηγορούσε στην
πειστικότητα και την ιδεολογική εμβέλεια της Ιδρυτικής Διακήρυξης του ΠΑΣΟΚ.
Δηλαδή, με λίγα λόγια, ο χαρισματικός ηγέτης εμφανίζεται και επιβάλλεται σε κρίσιμες
εποχές ή σε μεταβατικές περιόδους, στη διάρκεια των οποίων δημιουργείται ένα πολιτικό,
κοινωνικό, οικονομικό ή και συνειδησιακό κενό. Κατά την άποψη του Ηλία Κατσούλη, στην
Ελλάδα της μεταπολίτευσης συναντώνται αυτές οι προϋποθέσεις που ευνοούν την εμφάνιση
του χαρισματικού ηγέτη: Πρώτον, η κρίση που κληροδότησε η δικτατορία δεν περιορίζεται
στο πολιτικο – οικονομικό πεδίο αλλά έχει φτάσει και μέχρι τη ρίζα της λαϊκής συνείδησης.
Δεύτερον, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο από την παραδοσιακή
στη σύγχρονη, ορθολογικά οργανωμένη, κοινωνία.108
Παράλληλα, ο Ανδρέας Παπανδρέου δέχτηκε τη συνδρομή μεγάλων
δημοσιογραφικών συγκροτημάτων. Εφημερίδες όπως Τα Νέα, Το Βήμα ή η Ελευθεροτυπία
του πρόσφεραν τις στήλες τους. Επρόκειτο για εφημερίδες με τεράστια κυκλοφορία που
απευθύνονταν στο ευρύτερο κοινό της πρωτεύουσας και της επαρχίας και το επηρέαζαν
αποφασιστικά.109 Η στροφή του Τύπου προς το ΠΑΣΟΚ και η ιδιαίτερη προβολή του
ιδρυτή του είναι ένα περίπλοκο θέμα. Τα επιτελεία των μεγάλων εφημερίδων δεν το
αποφάσισαν ξαφνικά αλλά διέβλεψαν τις σαφείς μετατοπίσεις του κόσμου προς το ΠΑΣΟΚ.
Και αναμφίβολα αυτός ο παράγοντας ήταν αρκετά σημαντικός. Τα έντυπα ήταν
υποχρεωμένα να παρακολουθούν τις μετατοπίσεις και τις διεργασίες που λάμβαναν χώρα
στο κοινό προς το οποίο απευθύνονταν, στο κοινό στο οποίο πουλούσαν. Ένας δεύτερος
σημαντικός παράγοντας ήταν οι ιδεολογίες του δημοσιογραφικού κόσμου, που
επηρεάζονταν από το γενικότερο μεταδικτατορικό κλίμα (η αντίσταση, ο αντιχουντισμός, ο
αντιαμερικανισμός κλπ). Το πρόσωπο του Ανδρέα Παπανδρέου εισέπραττε αυτή την
εμπιστοσύνη των μεγάλων εφημερίδων, εισέπραττε το χρίσμα του χαρισματικού ηγέτη.
Είναι σαφές ότι στο πρόσωπο του Ανδρέα Παπανδρέου η έννοια του
«χαρίσματος» ταυτίστηκε απόλυτα. Το προσωπικό του χάρισμα, αυτός ο χαρισματικός –
πατερναλιστικός αυταρχισμός, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Μουζέλης, ήταν που
διέγειρε τον ενθουσιασμό των οπαδών του.110 Χαρισματικός ηγέτης σημαίνει σωτήρας,

108 Βλ. Ηλίας Κατσούλης, «Ο ρόλος και η σημασία της χαρισματικής ηγεσίας στην ελληνική μεταβατική
κοινωνία», στο Πέτρος Παπασαραντόπουλος (επιμέλεια), ΠΑΣΟΚ και εξουσία, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής,
1980, σελ. 448.
109 Βλ. Άγγελος Ελεφάντης, ό. π., σελ. 114.
110Βλ. Νίκος Μουζέλης, «Σκέψεις πάνω στη θεαματική πολιτική άνοδο του ΠΑΣΟΚ» στο Πέτρος
Παπασαραντόπουλος (επιμέλεια), ΠΑΣΟΚ και εξουσία, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1980, σελ. 284.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 43 18/11/2008


υπερβατικός ως προσωπικότητα, που κερδίζει το γόητρό του γιατί, όντας ο ίδιος άτρωτος,
είναι σε θέση να σώσει και τους άλλους. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν οικείος, προσηνής, ο
καθένας μπορούσε να τον ακουμπήσει, να καθίσει δίπλα του. Ήταν ο συμπάσχων στα ίδια
δεινά, προδομένος και κυνηγημένος όπως ο λαός.111 Ωστόσο, ήταν ταυτόχρονα και ικανός,
δυναμικός, ασυμβίβαστος, επιστήμονας. Ήταν άμεσος, ανεκτικός, ο ικανός διαχειριστής. Τα
στοιχεία αυτά αναζωογονούν τη μαγική σχέση οπαδού-αρχηγού. Όμως, για να διατηρηθεί
αυτή η σχεδόν λατρευτική σχέση απαιτούνται συνεχείς επιτυχίες (πραγματικές ή
πλασματικές) που θα καταγράφονται σαν προσωπικές επιτυχίες του αρχηγού. Έτσι, σύμφωνα
με τον Βασίλη Καπετανγιάννη, ο οποίος υιοθετεί την άποψη του Max Weber, η απόκτηση
και η διατήρηση του χαρίσματος πρέπει να αποδεικνύεται στην πραγματική ζωή. Η
αποστολή η οποία ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του χαρισματικού ηγέτη πρέπει να επιτύχει
για να εξακολουθούν οι οπαδοί να πιστεύουν ότι ο πολιτικός χαρισματικός ηγέτης παίζει
απλώς ρόλο ηχείου των «άναρθρων» κραυγών των οπαδών.112
Το δεύτερο πολύ σημαντικό λαϊκιστικό γνώρισμα του ΠΑΣΟΚ έχει να κάνει με την
έκκληση στο λαό. Στον πολιτικό λόγο του Ανδρέα Παπανδρέου ο «λαός», ως κοινότητα
προοδευτική και αντι – ιμπεριαλιστική, κατείχε κεντρική θέση. Όπως καταγράφεται στην
Ιδρυτική Διακήρυξη, το ακροατήριο του ΠΑΣΟΚ δύναται να αποτελέσει ο αγρότης, ο
εργάτης, ο βιοτέχνης, ο μισθωτός, ο υπάλληλος, η νέα γενιά ή αλλιώς οι «μη προνομιούχοι
Έλληνες». Αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις στον πολιτικό λόγο του Ανδρέα Παπανδρέου
παρουσιάζονται ενοποιημένες και εσωτερικά αδιαφοροποίητες. Αυτές οι δυνάμεις για τον
ηγέτη του ΠΑΣΟΚ συγκροτούν το «Λαό». Διευκρινίζει, ωστόσο, ότι πρόκειται για μια
«ισότιμη συμμαχία», δηλαδή δεν εκλαμβάνονται ως κοινωνιολογικές κατηγορίες αλλά ως
τμήματα ενός όλου.113
Το ΠΑΣΟΚ, με μια προσωπική πολιτική έκκληση σε ολόκληρο το «Λαό» και, από
το 1981, στον «αυθεντικό λαό», τον καλεί να κινητοποιηθεί πανεθνικά και να συνταχθεί με
τον αγώνα για «εθνική ανεξαρτησία». Ένας «Λαός» που σε αυτό το κάλεσμα αποκτά όνομα.
Με αυτή την πολιτική έκκληση για αλλαγή κατασκευάστηκε μια συμπαγής ενότητα αξιών,
συμφερόντων και στόχων. Αυτός ο συνασπισμός δυνάμεων ήταν το ακροατήριο του ηγέτη.
Οι «μη προνομιούχοι» συνιστούσαν το υποκείμενο της «εθνικής ανεξαρτησίας» και κατ’
επέκταση της «κοινωνικής απελευθέρωσης» και αυτοί θα οδηγούσαν στον σοσιαλιστικό

111 Βλ. Άγγελος Ελεφάντης – Μάκης Καβουριάρης, «ΠΑΣΟΚ: Λαϊκισμός ή Σοσιαλισμός;», ό. π., σελ. 14-23.
112 Βλ. Βασίλης Καπετανγιάννης, «Λαϊκισμός, συνοπτικές σημειώσεις για μια κριτική επανεξέταση», ό. π., σελ.
14-18.
113 Βλ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, ό. π. σελ. 155.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 44 18/11/2008


μετασχηματισμό. Ο Ανδρέας Παπανδρέου εισήγαγε επιδέξια το στοιχείο του λαϊκού
ελέγχου, δηλαδή μια ριζοσπαστική αντίληψη για τη θέση και το ρόλο του λαού, ο οποίος
έπρεπε να εκδηλώνει την παρουσία του μέσα από την άσκηση ελέγχου σε αυτούς που τον
εκπροσωπούσαν. Με λίγα λόγια, ήθελε να δώσει έμφαση στην έννοια της «λαϊκής
κυριαρχίας». Ο «λαός» για τον Παπανδρέου ήταν το όχημα για την ιδιοποίηση της εθνικής
ιδεολογίας, που ως τότε ήταν προνόμιο της «εθνικοφροσύνης». Παρατηρείται, επομένως, μια
διεύρυνση της έννοιας του λαού ώστε να συμπέσει με μια νέα αντίληψη για το έθνος. Τα
συμφέροντα και οι αξίες του λαού και του έθνους γίνονται πλέον κυρίαρχα.
Έτσι προκύπτει το επόμενο λαϊκιστικό χαρακτηριστικό του ΠΑΣΟΚ που αφορά
την αδιαμεσολάβητη σχέση μεταξύ του χαρισματικού ηγέτη και του λαού. Μια σχέση που
δεν επιδέχεται παρεμβάσεις, γιατί αν είναι φιλτραρισμένη (π.χ. μέσα από οργανώσεις), τότε
αυτοκαταργείται. Για το λόγο αυτό η οργάνωση στο ΠΑΣΟΚ έπαιζε δευτερεύοντα ρόλο.114
Το αποφασιστικό στοιχείο που συνέδεε τις μάζες με το κόμμα δεν ήταν η οργάνωση (η
οποία έπεται ή συνοδεύει την πρόσκτηση οπαδών) αλλά η ακτινοβολία του αρχηγού.
Γενικότερα, η έννοια της οργάνωσης και της κομματικοποίησης της πολιτικής είχε διαδοθεί,
είχε περάσει στα πολιτικά ήθη, ήταν στοιχείο της ιδεολογίας του πολιτικοποιημένου
κόσμου. Έτσι, το ΠΑΣΟΚ θα ήταν αδύνατο να μην υπερθεματίσει στο οργανωτικό
επίπεδο, στοιχείο υποχρεωτικό για τη δόμησή του. Ωστόσο, η οργάνωση δεν διαμόρφωνε
την πολιτική φυσιογνωμία του κινήματος. Το ΠΑΣΟΚ διέθετε έναν ηγέτη με ιδιαίτερη
ακτινοβολία, ο οποίος καθόριζε κυριαρχικά την πολιτική του κόμματος. Ο πολιτικός του
λόγος δεν εξαντλείτο στην εκπλήρωση ορισμένων τυπικών λειτουργιών αλλά ενσωματωνόταν
στο σύνολο των αρθρωτικών παρεμβάσεων του κόμματος σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό,
ιδεολογικό, οργανωτικό). Είναι γνωστό ότι ο ρόλος της χαρισματικής προσωπικότητας
έρχεται σε αντίθεση με τη δημιουργία διαρκών και σταθερών θεσμικών δομών. Κάτω από
την πίεση της χαρισματικής ηγεσίας, ο κομματικός μηχανισμός υποβιβάζεται σε έναν απλό
δέκτη και εκτελεστή των διαταγών του ηγέτη. Ο ηγέτης προσπαθεί να διατηρεί πάντα μέσω
των οπαδών του το διαρκή έλεγχο του κόμματος και μέσω του κόμματος τη διαρκή επαφή
με τις μάζες.115 Όμως, η εξουσία, το κύρος και η δύναμη του χαρισματικού ηγέτη δεν είναι

114 Βλ. Γ. Παπαδημητρίου – Μ. Σπουρδαλάκης., Τα καταστατικά των πολιτικών κομμάτων, 1η Έκδοση, Αθήνα –
Κομοτηνή, Σάκκουλας, 1994, σελ. 38-43. Ως προς την οργανωτική διάσταση του ΠΑΣΟΚ, αυτή, σύμφωνα με
το καταστατικό του κόμματος, διακρίνεται σε περιφερειακή και κεντρική. Η περιφερειακή οργάνωση
διακρίνεται σε αυτή των τοπικών οργανώσεων, των επαρχιακών συνελεύσεων, των νομαρχιακών συνελεύσεων,
των νομαρχιακών συμβουλίων και των περιφερειακών συμβουλίων. Η κεντρική οργάνωση του κόμματος
διαθέτει τα ακόλουθα όργανα: το συνέδριο, την κεντρική επιτροπή, το εκτελεστικό γραφείο και τον Πρόεδρο.
115Βλ. Ηλίας Κατσούλης, ό. π., σελ. 457.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 45 18/11/2008


απεριόριστα χαρακτηριστικά ούτε ανεξέλεγκτα. Υπόκεινται σε ορισμένους περιορισμούς που
πηγάζουν τόσο από την κομματική οργάνωση και τους κανόνες της όσο και από τις
πραγματικές συνθήκες.
Η ισοπεδωτική λογική του λαϊκισμού δεν επέτρεψε την αυτονόμηση της οργάνωσης
του ΠΑΣΟΚ, η οποία παρέμεινε παθητικός δέκτης των αποφάσεων του ιδρυτή της. Έτσι,
θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει ότι ο οργανωτικός ακτιβισμός έμοιαζε σαν αντίφαση
στο όλο σύστημα. Στην πραγματικότητα όμως δεν επρόκειτο για αντίφαση. Η οργάνωση
βάσης όχι μόνο δεν αποτελούσε αντίφαση ή παραφωνία αλλά αναγκαίο συμπλήρωμα για τη
συνοχή και την εκλογίκευση του συστήματος. Αυτό το είδος οργάνωσης, βάσει του οποίου
δομείται το ΠΑΣΟΚ, αποτελούσε ταυτόχρονα και τον συγκεκριμένο πολιτικό μηχανισμό
διατήρησης του προσωποπαγούς χαρακτήρα του κόμματος, αφού όχι μόνο δεν απέρριπτε
το μύθο του «αρχηγού – λυτρωτή» αλλά αντιθέτως τον δυνάμωνε και τον θεσμοθετούσε.116
Ένα ακόμα αξιόλογο συστατικό στοιχείο της πασοκικής λαϊκιστικής έκκλησης είναι
ο αντιελιτισμός, δηλαδή η εναντίωση στο πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο. Η αντίθεση
στο «κατεστημένο» υπήρξε μόνιμη επωδός του ελληνικού λαϊκιστικού λόγου, με
χαρακτηριστικότερη έκφραση την αντίθεση ανάμεσα στους «προνομιούχους» και τους «μη
προνομιούχους» Έλληνες. Στη λαϊκιστική λογική το «κατεστημένο» είναι ο απαραίτητος
όρος για την κατανόηση του κόσμου βάσει του δίπολου «Εμείς – Αυτοί».
Το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησε τη λογική της «ισοδυναμίας» για να απλοποιήσει τον
κοινωνικό χώρο και να καταργήσει τις επιμέρους διαφορές, προβάλλοντας σαν κυρίαρχη την
αντίθεση μεταξύ προνομιούχων και μη προνομιούχων.117 Οι τελευταίοι αποτέλεσαν μια
αρνητική ταυτότητα εύκολα αποδεκτή από κάθε Έλληνα. Η έκκληση των κοινωνικών
υποκειμένων από το ΠΑΣΟΚ ως «μη προνομιούχων» διευκόλυνε την ταύτισή τους με τον
συλλογικό φορέα που υποστήριζε τα συμφέροντά τους απέναντι στους προνομιούχους. Έτσι,
ισοπεδώθηκαν οι διαφορές μεταξύ αυτών των κοινωνικών ομάδων και το ΠΑΣΟΚ κατάφερε
να δημιουργήσει ένα μαζικό κίνημα. Από τον αντιελιτιστικό – ανταγωνιστικό χαρακτήρα
του ΠΑΣΟΚ προκύπτει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του λαϊκισμού που είναι ο
εξισωτισμός. Εξισώνει, δηλαδή, τους ανθρώπους – συχνά σε σημείο ισοπέδωσης – επειδή
θεωρεί ότι ο «λαός» δεν έχει ανάγκη από κάποιους προνομιούχους να τον χειραγωγούν.

116 Βλ. Άγγελος Ελεφάντης – Μάκης Καβουριάρης, «ΠΑΣΟΚ: Λαϊκισμός ή Σοσιαλισμός;», ό. π., σελ. 14-23.
117 Το σχήμα «προνομιούχοι – μη προνομιούχοι» του Παπανδρέου έγινε αντικείμενο κριτικής από ορισμένους
αναλυτές, οι οποίοι υποστήριξαν ότι επρόκειτο για μια πολύ γενική διχοτομική διάκριση, ένα απλουστευτικό
σχήμα χωρίς ιδεολογικό στίγμα.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 46 18/11/2008


Στο παραπάνω σχήμα του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ στην αντίθετη πλευρά βρίσκονται οι
«προνομιούχοι» (μεγαλοαστοί). Ο Παπανδρέου προσδιόρισε τους τελευταίους ως μια μικρή
ομάδα οικογενειών που αποτελούσαν την οικονομική ολιγαρχία και οι οποίες ήταν πάντα
έτοιμες να «ξεπουλήσουν τη χώρα τους στα ξένα συμφέροντα». Οι προνομιούχοι μαζί με τη
Δεξιά συγκροτούσαν αυτό που το ΠΑΣΟΚ ονόμαζε «κατεστημένο» (η μεταφορά στη
δημοτική της προδικτατορικής «καθεστηκυίας τάξεως»). Η «ολιγαρχία» στο λόγο του δεν
ήταν μια κοινωνική τάξη αλλά ένας μηχανισμός, ήταν ορισμένα πρόσωπα που σύστηναν
μηχανισμό εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους. Αυτή η οικονομική ολιγαρχία
σφετεριζόταν τα κοινωνικά δικαιώματα του λαού.118 Για το λόγο αυτό ήταν αναγκαία η
ουσιαστική συμμετοχή του λαού στις αποφάσεις μέσα από την αποκέντρωση αρμοδιοτήτων
και εξουσιών, μέσα από τη διάχυση της πολιτικής σε όλους τους θεσμούς. Σύμφωνα με τον
Παπανδρέου, για να επιτευχθεί η πραγματική «λαϊκή κυριαρχία», απαραίτητη προϋπόθεση
ήταν η αποδέσμευση της χώρας από τους μηχανισμούς της εξάρτησης. Γι’ αυτό, κάλεσε το
λαό να αγωνιστεί για την «εθνική ανεξαρτησία», για την απεξάρτηση από τις «προστάτιδες
δυνάμεις» (ΕΟΚ – ΝΑΤΟ).
Για να εξασφαλίσει ο Παπανδρέου την ανταπόκριση του λαού στο κάλεσμα του για
την απεξάρτηση από τις «προστάτιδες δυνάμεις», υιοθέτησε μια πολεμική ρητορική. Το
κρίσιμο στοιχείο το οποίο μετασχηματίζει μια λαϊκή έκκληση σε λαϊκιστική είναι αυτή
ακριβώς η πολεμική της δομή. Ο πολεμικός λόγος είχε ως στόχο τη θέσμιση του
ανταγωνισμού μεταξύ του λαού και του φαντασιακού εχθρού του, έννοια που κατασκεύασε ο
Παπανδρέου στο λόγο του. Όλη η κριτική του Ανδρέα Παπανδρέου εντοπιζόταν στον ξένο
παράγοντα: ΝΑΤΟ, ΕΟΚ, CIA, Πεντάγωνο. Για τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, η ελληνική
κοινωνία βρισκόταν «δορυφοροποιημένη», βρισκόταν «υπό αμερικανική κατοχή».119 Η
υπόδειξη των Ηνωμένων Πολιτειών ως του κύριου υπεύθυνου για όλα τα δεινά της Ελλάδας
και το φλογερό κάλεσμα για την αποτίναξη της εξάρτησης από την Ουάσιγκτον
συγκροτούσαν στην ουσία ένα λαϊκιστικό κήρυγμα, καθώς ζητούσε την κινητοποίηση του
λαού στο σύνολό του, διαπερνώντας τις παραδοσιακές ταξικές διαχωριστικές γραμμές με
την επαγγελία της ενότητας όλων των Ελλήνων ενάντια στους πράκτορες του ξένου
ιμπεριαλισμού. Αυτές οι σχέσεις εξάρτησης από τον «ξένο παράγοντα» αποτελούσαν για τον
Ανδρέα Παπανδρέου την κύρια αιτία της ελληνικής κακοδαιμονίας, γεγονός που καθιστούσε
πρωταρχικό το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας, αίτημα που σύμφωνα με τον ηγέτη του
ΠΑΣΟΚ θα οδηγούσε προς το δρόμο της κοινωνικής απελευθέρωσης, προς το σοσιαλισμό.

118 Βλ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, ό. π. σελ. 158.


119 Βλ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, ό. π. σελ. 142.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 47 18/11/2008


Η επίκληση στο συναίσθημα είναι ένα ακόμη τυπικό χαρακτηριστικό της
λαϊκιστικής ταυτότητας του ΠΑΣΟΚ. Στην Ελλάδα στη δεκαετία του 1970 και του 1980 το
συναίσθημα στην πολιτική έπαιζε σημαντικό ρόλο. Συγκεκριμένα, υπήρχε ο φόβος να μην
επιστρέψει «το κράτος της Δεξιάς» (η «επάρατη» Δεξιά), φόβο που εκμεταλλεύτηκε ανάλογα
το ΠΑΣΟΚ, κυρίως με τη συστηματική προσφυγή σε δημαγωγικού τύπου κλισέ, μέσω της
καταγγελίας «εξωτερικών και εσωτερικών συνωμοσιών» αλλά και την εργαλειακή
εκμετάλλευση συλλογικών μορφών μνησικακίας (η «Δεξιά» και οι «προστάτες» της).
Ειδικότερα, το συναίσθημα της «μνησικακίας» αποτέλεσε παράγοντα που συνέβαλλε στην
εκκόλαψη του μεταπολιτευτικού λαϊκισμού, αν και σε κάθε περίπτωση ένα και μόνο
συναίσθημα δεν μπορεί να αιτιολογήσει την ανάδυση του λαϊκισμού στην Ελλάδα, όπως μας
εξηγεί ο Νίκος Δεμερτζής.120 Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, τα στρώματα του
πληθυσμού που ήταν πολιτικά, κοινωνικά αλλά και οικονομικά περιθωριοποιημένα,
ανέπτυξαν μια βαθιά αίσθηση αδυναμίας, ανασφάλειας, εχθρότητας και αδιέξοδης
φιλεκδικίας. Τα στρώματα αυτά επιθυμούσαν την πολιτική και ηθική αναγνώριση αλλά δεν
μπορούσαν να την επιτύχουν. Η αδυναμία αυτή, σε συνδυασμό με τα παραπάνω
συναισθήματα, γέννησαν τη μνησικακία. Η διαδικασία αυτή λειτούργησε ως το
συναισθηματικό κλίμα εντός του οποίου εκκολάφθηκε η λαϊκιστική ρητορική του ΠΑΣΟΚ
της δεκαετίας του 1980. Όταν, όμως, με την άνοδο του κόμματος αυτού στην εξουσία
άλλαξε η δομή των πολιτικών ευκαιριών, τα ριζοσπαστικοποιημένα μικροαστικά στρώματα
απέβαλαν τη μνησίκακη στάση και υιοθέτησαν ανοικτά πρακτικές που εμπνέονταν από
εκδικητικότητα (π.χ. η «άλωση» του κρατικού μηχανισμού από κομματικά στελέχη).121
Το γεγονός ότι ο λαϊκισμός χαρακτηρίζεται συντριπτικά από το συναίσθημα, μπορεί
να οδηγήσει σε έναν άλλο αριθμό χαρακτηριστικών, όπως για παράδειγμα: η στάση του
απέναντι στην πρόοδο, η αποφασιστικότητά του να απηχεί στο κοινό αίσθημα παρά στην
τεχνοκρατία, αλλά κυρίως στην περίπλοκη αλλά στενή σχέση του με τον εθνικισμό. Όπως
εύστοχα επισήμανε ο Roy Macrides, σχεδόν όλα τα λαϊκιστικά κινήματα είναι έντονα
εθνικιστικά. Ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός μοιάζουν τις περισσότερες φορές να προχωρούν
χέρι με χέρι. Την άποψη αυτή υιοθετούμε και στην παρούσα εργασία. Ο λαϊκισμός του
ΠΑΣΟΚ, συνδυαζόμενος με εθνικιστική ιδεολογία, αποτέλεσε την πηγή ισχύος του και
ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικός στην πολιτική κινητοποίηση των μαζών, ειδικότερα των
τεράστιων και άμορφων κατώτερων στρωμάτων. Το ΠΑΣΟΚ, ειδικά στα πρώτα χρόνια από
την ίδρυσή του, χρησιμοποιούσε συστηματικά τις έννοιες του «λαού» και του «έθνους» για να

120 Βλ. Νίκος Δεμερτζής - Θάνος Λίποβατς, ό. π., σελ. 242.


121 http://www.media.uoa.gr/sas/issues/12_issue/ndemert.html

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 48 18/11/2008


εγκαθιδρύσει μια πρωτοφανή, για τα ελληνικά δεδομένα, στρατηγική ηγεμονία στην
ελληνική πολιτική σκηνή. Ένα από τα κύρια γνωρίσματα του πολιτικού λόγου του Ανδρέα
Παπανδρέου ήταν η επιδεικτική υπεράσπιση της «εθνικής ταυτότητας» (παραδόσεις,
κουλτούρα, «ψυχή»). Επιπλέον, το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας διαδηλώνεται καθ’ όλη
τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε και καταγγέλλονται οι δυνάμεις που απεργάζονται
την εξουδετέρωση της εθνικής ταυτότητας. Βασικός στόχος του ΠΑΣΟΚ ήταν μια πολιτεία
απαλλαγμένη από τον «ξένο έλεγχο», από επιρροές της «οικονομικής ολιγαρχίας», μια
πολιτεία ταγμένη στην προστασία του έθνους και στην υπηρεσία του λαού. Μέσα από την
Ιδρυτική Διακήρυξη προκύπτει η σχέση που ιδρύεται ανάμεσα στην εθνική ανεξαρτησία και
τη λαϊκή κυριαρχία. Επομένως, γίνεται σαφές ότι ο ελληνικός λαϊκισμός υπήρξε ως εθνικο-
λαϊκισμός. Μέσα σε ένα εθνικό πλαίσιο αναφορών επιχείρησε να καταστήσει το έθνος ή την
εθνότητα, σε διαπλοκή με το λαό, έναν ισχυρό κινητοποιητικό μύθο.122
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά συνηγορούν στο ότι έχουμε να κάνουμε με έναν
λαϊκιστή ηγέτη και έναν κομματικό σχηματισμό με διακριτά εθνικο – λαϊκιστικά στοιχεία
στην πολιτική του φυσιογνωμία. Από την άποψη αυτή, το ΠΑΣΟΚ αποτελεί νέα μορφή
κόμματος σε σχέση με τις παλαιότερες. Είναι η πρώτη φορά που ο προσωποπαγής θεσμός
και ο λυτρωτικός μύθος παίρνουν οργανωτική κομματική μορφή. Ο Ανδρέας Παπανδρέου,
από την πλευρά του, αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του χαρίσματός του και της
επικοινωνιακής του ευρηματικότητας στην επεξεργασία ενός πολυσυλλεκτικού, λαϊκιστικού
λόγου, το περιεχόμενο και η σκοπιμότητα του οποίου άλλαζαν ανάλογα με την ιστορική
φάση. Για να αποδείξουμε τον ισχυρισμό αυτό, παραθέτουμε στη συνέχεια δύο διαφορετικά
ιστορικά παραδείγματα σε δύο διαφορετικές ιστορικές φάσεις, στα οποία φαίνεται καθαρά
πως ο ηγέτης του ΠΑΣΟΚ χρησιμοποιούσε σε κάθε περίπτωση τα αιτήματα της «εθνικής
ταυτότητας» και της «εθνικής ανεξαρτησίας», υιοθετώντας έναν λαϊκιστικό λόγο με στόχο να
επιτύχει τους εκάστοτε σκοπούς του και να αυξήσει το εκλογικό του ακροατήριο.

122 Βλ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, ό. π. σελ. 62.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 49 18/11/2008


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο: Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ

Με αφορμή τη διεθνή έκθεση έργων τέχνης και αρχαίων μνημείων που διεξαγόταν
στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1979, ζητήθηκαν και από την Ελλάδα, και συγκεκριμένα από
την Κρήτη, κάποια κομμάτια που θα χρησιμοποιούνταν εκεί ως εκθέματα με στόχο την
προβολή του ελληνικού πολιτισμού. Η κυβέρνηση Καραμανλή συμφώνησε στο να
παραχωρήσει κάποιες αρχαιότητες από το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου για τις
ανάγκες της έκθεσης. Για το λόγο αυτό, τέσσερις ειδικοί συσκευαστές έφτασαν από την
Αθήνα στο Ηράκλειο Κρήτης με σκοπό να ετοιμάσουν τα κομμάτια που προορίζονταν για
το εξωτερικό. Η συσκευασία πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα των εκθεμάτων αρχαϊκής
εποχής. Τα αρχαία, εντελώς συσκευασμένα και έτοιμα, θα αναχωρούσαν με στρατιωτικό
αεροπλάνο απευθείας για το Παρίσι ή τη Νέα Υόρκη.123
Η είδηση ότι η εξαγωγή των αρχαιοτήτων βρισκόταν στην τελική της φάση
κυκλοφόρησε γρήγορα και προκάλεσε έντονη συγκίνηση στους κατοίκους της πόλης του
Ηρακλείου. Εκατοντάδες άτομα, με πρωτοπόρους τους φοιτητές και τους μαθητές,
περικύκλωσαν το Μουσείο, αποφασισμένοι να μην επιτρέψουν αυτή την «ανόσια πράξη»,
όπως τη χαρακτήριζαν. Οργανώθηκε, μάλιστα, από τους τοπικούς φορείς μια μεγάλη
συγκέντρωση διαμαρτυρίας μπροστά στο Μουσείο και στη Νομαρχία Ηρακλείου, όπου ο
εκπρόσωπος της Συντονιστικής Επιτροπής Αγώνα κατά της εξαγωγής των Αρχαιοτήτων, ο
Δήμαρχος Ηρακλείου Μ. Καρέλλης, επέδωσε κείμενο διαμαρτυρίας στον Νομάρχη.124
Το γεγονός, ωστόσο, που προκάλεσε την αγανάκτηση και την οργή των κατοίκων
ήταν ένα ατύχημα κατά τη διάρκεια της συσκευασίας. Μινωικό αγγείο μεγάλης αξίας, από τα
λεγόμενα «καμαραϊκά», έσπασε ενώ συσκευαζόταν από τους ειδικούς του Υπουργείου
Πολιτισμού στο Αρχαιολογικό Μουσείο, προκειμένου να σταλεί στο εξωτερικό. Ομάδες
περιφρούρησης κύκλωσαν το Μουσείο για να μη φυγαδευτούν οι θησαυροί του, ενώ ο
Δήμαρχος Μ. Καρέλλης κατέθεσε μήνυση κατά παντός υπευθύνου, ζητώντας να σταματήσει
κάθε κίνηση για τα αρχαία. Το γεγονός ήρθε να επιβεβαιώσει τους φόβους για τους
κινδύνους καταστροφής που απειλούν τα αρχαία που προορίζονται για το εξωτερικό. Με
συνθήματα όπως: «όχι στον εκπατρισμό», «κάτω τα χέρια από τα αρχαία», «τα αρχαία
ανήκουν στην Ελλάδα», «να καταργηθεί ο νόμος για τα αρχαία», κ.α. εκφραζόταν η πίστη

123 Βλ. «Δεν θα φύγουν τα αρχαία;», Τα ΝΕΑ, Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 1979, σελ. 7.
124 Βλ. «Μια δύσκολη μάχη που την κέρδισε ο λαός», Ριζοσπάστης, Σάββατο 3 Μαρτίου 1979, σελ. 4.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 50 18/11/2008


και η αποφασιστικότητα του λαού του Ηρακλείου στον «Ιερό Αγώνα», όπως τον
χαρακτήριζαν.125
Αμετάκλητοι στην απόφασή τους να μην επιτρέψουν τη μετακίνηση των
αρχαιολογικών θησαυρών από το Μουσείο φαίνονταν οι δεκάδες χιλιάδες Ηρακλειώτες, που
για έβδομη συνεχόμενη ημέρα είχαν κυριολεκτικά «καταλάβει» την πόλη τους, παρά την
παρουσία ανδρών των ΜΑΤ, που μεταφέρθηκαν στην Κρήτη με 3 μεταγωγικά αεροπλάνα
για να διαλύσουν τα πλήθη. Δήλωναν χαρακτηριστικά: «Θα θρηνήσουμε θύματα και κυρίως νέων
ανθρώπων. Θα πάρουν τα αρχαία από την πόλη μονάχα αν κατεβάσουν τα τανκς. Αλλά τότε θα
δείξουν το αληθινό τους πρόσωπο».126 Το Ηράκλειο θύμιζε ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί από
στιγμή σε στιγμή. Χιλιάδες ανθρώπινα κορμιά σχημάτισαν ένα συμπαγές «οδόφραγμα»
γύρω από το αρχαιολογικό Μουσείο. Οι τοπικοί φορείς ήταν αποφασισμένοι να ματαιώσουν
την εξαγωγή των αρχαιοτήτων από τον τόπο τους με κάθε τρόπο. Οι υπηρεσίες δεν
λειτουργούσαν, τα αυτοκίνητα είχαν ακινητοποιηθεί, τα πάντα παρέμεναν κλειστά.
Ταυτόχρονα πάρθηκαν μέτρα τόσο στο λιμάνι Ηρακλείου όσο και στο αεροδρόμιο για να
εμποδιστεί η φόρτωση. Η ναυτιλιακή εταιρεία ανακοίνωσε ότι δεν επρόκειτο να μεταφέρει
τα αρχαία. Όμοια ανακοίνωση εξέδωσαν και οι «Μινωικές Γραμμές» και η Ολυμπιακή
Αεροπορία. Η υπόθεση πήρε διεθνείς διαστάσεις, καθώς χίλιοι Έλληνες μετανάστες στο
Μόντρεαλ του Καναδά υπέγραψαν ψήφισμα διαμαρτυρίας για την αποστολή των
αρχαιοτήτων στο εξωτερικό. Τις υπογραφές αυτές τις παρέδωσαν στο εκεί ελληνικό
προξενείο για να προωθηθούν στο Υπουργείο Πολιτισμού στην Ελλάδα.127
Το Δημοτικό Συμβούλιο Ηρακλείου αποφάσισε την ειρηνική κατάληψη του
Μουσείου της πόλης μέχρι να αναθεωρηθεί η απόφαση της κυβέρνησης για την εξαγωγή των
αρχαιοτήτων. Έτσι, υλοποιώντας τη θέση αυτή, ο Δήμαρχος Ηρακλείου Μ. Καρέλλης και
οι 17 Δημοτικοί Σύμβουλοι μαζί με τον βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Θανάση Σκουλά μπήκαν
στο Μουσείο και γνωστοποίησαν την απόφαση τους στον αρχαιολόγο κ. Μπορμπουδάκη.128
Παρά την άρνηση του τελευταίου, εγκαταστάθηκαν μέσα στο χώρο του Μουσείου,
δηλώνοντας πως δεν θα φύγουν αν δεν επιστρέψουν οι συσκευασμένες αρχαιότητες στις

125 Βλ. «Μινωικό αγγείο μεγάλης αξίας έσπασε κατά τη συσκευασία», Τα ΝΕΑ, Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου
1979, σελ. 1, 2.
126 Βλ. Νίκος Κακαουνάκης, «Μόνο με τα τανκς θα πάρουν τα αρχαία!», Τα ΝΕΑ, Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου
1979, σελ. 5.
127 Βλ. «Ξεσηκωμός στο Ηράκλειο, ΜΑΤ σπεύδουν με αεροπλάνα», Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου
1979, σελ. 1, 5.
128 Βλ. «Πολιτικές διαστάσεις παίρνει η εξέγερση του λαού του Ηρακλείου», Τα ΝΕΑ, Τρίτη 27 Φεβρουαρίου
1979, σελ. 1, 3, 18.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 51 18/11/2008


προθήκες τους. Στο μεταξύ, ειδοποιήθηκε η Διοίκηση Χωροφυλακής Ηρακλείου, ενώ το
Υπουργείο Πολιτισμού έδωσε εντολή για τη σύλληψή τους. Συνελήφθησαν, έτσι, ο
Δήμαρχος Ηρακλείου Μ. Καρέλλης και οι 17 Δημοτικοί Σύμβουλοι με την κατηγορία της
παράβασης του άρθρου 334 του Ποινικού Κώδικα «περί παρεμπόδισης λειτουργίας
δημοσίου καταστήματος», επειδή δηλαδή αντέδρασαν στην εξαγωγή των αρχαιοτήτων και
προσπάθησαν να τη ματαιώσουν. Η θέση της κυβέρνησης ήταν σαφής και αδιαπραγμάτευτη:
«Στις δημοκρατίες την πολιτική χαράσσει η υπεύθυνη κυβέρνηση και όχι οι αυθαίρετες ενέργειες
οποιουδήποτε Δημάρχου. Την απόφαση για την οργάνωση των εκθέσεων στο εξωτερικό την έλαβε η
κυβέρνηση με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον της χώρας. Και θα την εφαρμόσει».
Οι συλλήψεις προκάλεσαν έντονη αγανάκτηση και οργή στους κατοίκους του
Ηρακλείου και γενικότερα στην κοινή γνώμη. Χιλιάδες άτομα από όλα τα σημεία της πόλης
και τα χωριά συγκεντρώθηκαν στο Μουσείο Ηρακλείου, δείχνοντας έτσι τη συμπαράστασή
τους προς τους συλληφθέντες αλλά και την αμετακίνητη απόφασή τους να μην επιτρέψουν
την αρπαγή των αρχαιολογικών θησαυρών της πόλης τους. Αγανακτισμένος ο κόσμος
περικύκλωσε τους Δημοτικούς άρχοντες και τη Χωροφυλακή, αποφασισμένος να μην
επιτρέψει τη σύλληψη. Παράλληλα, η ατμόσφαιρα φορτιζόταν ακόμα περισσότερο στο
άκουσμα του Εθνικού Ύμνου και διαφόρων συνθημάτων κατά της εξαγωγής των
αρχαιοτήτων. Για να αποφευχθούν, ωστόσο, τα επεισόδια ο Δήμαρχος Ηρακλείου και οι
Δημοτικοί Σύμβουλοι συνέστησαν στον εξαγριωμένο κόσμο ψυχραιμία και
αυτοσυγκράτηση. Και μόνο τότε και κάτω από τα συνεχή χειροκροτήματα του λαού οι
συλληφθέντες οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα. Ωστόσο αργά το απόγευμα αφέθηκαν
τελικά ελεύθεροι και δεν παραπέμφθηκαν στο Αυτόφωρο αλλά στο Εφετείο Χανίων επειδή
πολλοί από αυτούς ήταν δικηγόροι.
H υπόθεση της εξαγωγής των αρχαιοτήτων πήρε ευρύτερες πολιτικές διαστάσεις
μετά τα γεγονότα στο Ηράκλειο, τις συλλήψεις του Δημάρχου της πόλης Μ. Καρέλλη και
17 Δημοτικών Συμβούλων και την άμεση αντίδραση του αρχηγού της αξιωματικής
αντιπολίτευσης Ανδρέα Παπανδρέου (που θα κατέθετε και στη δίκη), ο οποίος με δηλώσεις
του κατήγγειλε τις συλλήψεις των δημοτικών αρχόντων, σαν «αντίδραση του αστυνομικού
κράτους της Δεξιάς» και κάλεσε την κυβέρνηση να μην αγνοήσει την εκδήλωση του
Κρητικού λαού και να τη θεωρήσει έκφραση της πανελλήνιας αντίθεσης στην απόφασή της.
Συγκεκριμένα, ο Ανδρέας Παπανδρέου δήλωσε: «Αδιαφορώντας για τη λαϊκή αντίδραση, η
κυβέρνηση επιμένει να εξάγει τα μνημεία του ελληνικού πολιτισμού. Αφού δεν μπόρεσε να πείσει τον
Ελληνικό Λαό για την ορθότητα της απόφασής της, η κυβέρνηση καταφεύγει στη σύλληψη του
Δημάρχου και των Δημοτικών Συμβούλων του Ηρακλείου Κρήτης, που εξέφρασαν το λαϊκό αίσθημα.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 52 18/11/2008


Επισημαίνουμε την ποιοτική διαφορά μεταξύ του λαϊκού αγώνα για την προστασία της πολιτιστικής
κληρονομιάς μας και της αντίδρασης του αστυνομικού κράτους της Δεξιάς. Καλούμε την κυβέρνηση να
μην αγνοήσει την εκδήλωση του Κρητικού λαού και να τη θεωρήσει έκφραση της Πανελλήνιας
αντίθεσης στην απόφασής της».129
Τη στιγμή που γινόταν γνωστή στην Αθήνα η σύλληψη του Δημάρχου Ηρακλείου
και των Δημοτικών Συμβούλων, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ Γιάννης
Αλευράς έφερνε το θέμα στη Βουλή ζητώντας να ενημερωθεί η κυβέρνηση για να
προληφθούν σοβαρά και επικίνδυνα γεγονότα, επειδή συνεχώς συνέρρεαν στο Ηράκλειο
κάτοικοι της υπαίθρου που δεν επιθυμούσαν τη μετακίνηση των αρχαιοτήτων. Παράλληλα,
14 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ κατέθεταν σχετική ερώτηση στη Βουλή, με την οποία εξέφραζαν
«την κατάπληξη και την οργή τους» για τις συλλήψεις. Μεταξύ άλλων επισημαίνουν: «Είναι
απαράδεκτο το γεγονός ότι η κυβέρνηση επιμένει να τρομοκρατεί το λαό και τους τοπικούς του
άρχοντες για να επιτύχει την πραγματοποίηση της ανόσιας εξαγωγής των αρχαιολογικών του
θησαυρών. Η αντιδημοκρατική και αυταρχική συμπεριφορά που εκδηλώνεται στην περίπτωση αυτή,
συνδυάζεται με τη γενική επίθεση της κυβέρνησης ενάντια σε κάθε πολιτιστική και πνευματική
δραστηριότητα σε όλους τους τομείς και την ενεργοποίηση των νόμων της λογοκρισίας και τη δίωξη
των πνευματικών μας φορέων».130
Στο μεταξύ – και ενώ ο Δήμαρχος και οι Δημοτικοί Σύμβουλοι αφέθηκαν
ελεύθεροι για να παραπεμφθούν σε τακτική ανάκριση – μετέβησαν στο Ηράκλειο βουλευτές
του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι μαζί με τον συνάδελφό τους Θανάση Σκουλά (που παρέμενε στο
Μουσείο, καθώς δεν συνελήφθη λόγω της βουλευτικής του ασυλίας) συγκάλεσαν σύσκεψη
μαζί με το Δήμαρχο και υπηρεσιακούς παράγοντες μέχρι αργά τη νύχτα και ενώ χιλιάδες
κάτοικοι του Ηρακλείου παρέμεναν έξω άγρυπνοι για να εμποδίσουν την αρπαγή των
αρχαιοτήτων. Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ δήλωσε ότι ο Υπουργός Πολιτισμού και η
κυβέρνηση δεν αναλογίζονται το μέγεθος των κινδύνων στους οποίους εκθέτουν την
πολιτιστική μας κληρονομιά. Πίστευε ότι πίσω από την απόφαση για φυγάδευση των
αρχαίων που πάρθηκε παρά την αντίδραση του κυρίαρχου λαού, υποκρύπτονται ευρύτεροι
στόχοι για το μέλλον της πατρίδας μας. Ίσως έτσι δοκιμάζεται, κατά τη γνώμη του, η

129 Βλ. «Πολιτικές διαστάσεις παίρνει η εξέγερση του λαού του Ηρακλείου», Τα ΝΕΑ, Τρίτη 27 Φεβρουαρίου
1979, σελ. 1, 3, 18.
130 Βλ. «Πολιτικές διαστάσεις παίρνει η εξέγερση του λαού του Ηρακλείου», Τα ΝΕΑ, Τρίτη 27 Φεβρουαρίου
1979, σελ. 1, 3, 18.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 53 18/11/2008


αντίσταση του λαού μας σε περίπτωση που κύκλοι θα θελήσουν να επιβάλουν τα σκοτεινά
τους σχέδια και να πλήξουν καίρια την εθνική μας ανεξαρτησία.131
Και ενώ όλα αυτά συνέβαιναν στο Ηράκλειο, ο Ανδρέας Παπανδρέου από την
Αθήνα συνέχιζε να επιρρίπτει ευθύνες στην κυβέρνηση: «Η απόφαση της κυβέρνησης για την
εξαγωγή των θησαυρών της πολιτιστικής κληρονομιάς έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με το κοινό
αίσθημα, με τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Αυτή η κατάφωρη αντίθεση οδήγησε στα
γεγονότα του Ηρακλείου. Η κυβέρνηση προβάλει κινδύνους για την ηρεμία του τόπου και για τη
δημοκρατική ομαλότητα με αφορμή την αντίδραση του Κρητικού λαού στην προσπάθειά του να
προστατεύσει την πολιτιστική του κληρονομιά. Από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ παρακολουθούμε με
αυξημένη προσοχή τα γεγονότα του Ηρακλείου και συστήσαμε στους εκπροσώπους του Κρητικού λαού
την ψύχραιμη και υπεύθυνη αντιμετώπιση του προβλήματος. Στη δε κυβέρνηση την οφειλόμενη
αυτοσυγκράτηση. Λύσεις στο αδιέξοδο έχουν προταθεί από τους εκπροσώπους του Κρητικού λαού, τις
οποίες η κυβέρνηση πρέπει να συζητήσει και να εξετάσει με την οφειλόμενη προσοχή. Στην αντίθετη
περίπτωση, για ό, τι συμβεί την ευθύνη θα έχει αποκλειστικά η κυβέρνηση».132
Όπως είναι φυσικό, την ίδια στάση με τον ιδρυτή του κινήματος υιοθέτησαν και οι
κομματικές οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις της κομματικής
οργάνωσης επιστημόνων ΠΑΣΟΚ του Νομού Αχαΐας για το θέμα των αρχαιοτήτων: «Οι
αρχαιότητες είναι αθάνατο κομμάτι από τη ζωή και τη δράση του λαού μας στους αιώνες, είναι ιερές
για όλους τους Έλληνες και καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να τις χρησιμοποιεί για να ενισχύει πράξεις
της ή να συγκαλύπτει ενδεχόμενες παραλείψεις της. Τέτοιες άστοχες ενέργειες και η περιφρόνηση της
κοινής γνώμης που τις συνοδεύει είναι που δημιουργούν προσκόμματα στη λειτουργία της
Δημοκρατίας».133
Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, αξιολογώντας την κατάσταση και βλέποντας τον
γενικό ξεσηκωμό, δέχτηκε το διάλογο που προηγουμένως είχε αρνηθεί πεισματικά. Έτσι,
επιτροπή του Δημοτικού Συμβουλίου συνάντησε κυβερνητικούς εκπροσώπους στην Αθήνα
για να δηλώσει πως δεν ήταν εναντίον των πολιτιστικών ανταλλαγών και να διακηρύξει ότι
«δεν θα μας πουν οι Αμερικανοί τι θα δώσουμε αλλά οι ειδικοί μας αρχαιολόγοι». Γενικότερα,
κυκλοφορούσαν φήμες ότι, για να αποφύγει μεγαλύτερα προβλήματα, η κυβέρνηση θα
αναθεωρούσε την αρχική της θέση για τον εκπατρισμό των αρχαίων, ύστερα από την

131 Βλ. «Πολιτικές διαστάσεις παίρνει η εξέγερση του λαού του Ηρακλείου», Τα ΝΕΑ, Τρίτη 27 Φεβρουαρίου
1979, σελ. 1, 3, 18.
132 Βλ. Νίκος Κακαουνάκης-Νίκος Βιδάκης, «Ηράκλειο: ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί», Τα ΝΕΑ, Πέμπτη 1
Μαρτίου 1979, σελ. 1, 3, 14.
133 Βλ. Νίκος Κακαουνάκης-Νίκος Βιδάκης, «Ηράκλειο: ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί», Τα ΝΕΑ, Πέμπτη 1
Μαρτίου 1979, σελ. 1, 3, 14.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 54 18/11/2008


καθολική και ασυμβίβαστη στάση των Ηρακλειωτών απέναντι στην απόφαση της «αρπαγής»
των αρχαίων από το Μουσείο. Η κυβερνητική ανακοίνωση για τα γεγονότα του Ηρακλείου
ήταν η ακόλουθη: «Η κυβέρνησις παρακολουθεί με ανησυχίαν τις υποκινούμενες από ορισμένους
έκνομες ενέργειες εις το Ηράκλειον. Η οργάνωσις της Εκθέσεως Αρχαιοτήτων εις το Εξωτερικόν
απεφασίσθη δια την προβολήν του τόπου και χάριν του γενικότερου συμφέροντος, το οποίον
αναμφισβητήτως εξυπηρετεί. Από την προβολήν αυτήν του πολιτισμού του Αιγαίου δεν ήτο βεβαίως
δυνατόν να απουσιάσει ο πολιτισμός της Κρήτης. Ατύχως, όμως, εκ μέρους πολιτικών παραγόντων
επιδιώκεται με την ευκαιρίαν της αποφάσεως αυτής, η απόκτησις πολιτικών ωφελημάτων, έστω και αν
με αυτόν τον τρόπο προκαλείται αναταραχή και αποσταθεροποίησις της Δημοκρατίας. Η Κυβέρνησις
καταγγέλλει τη συμπεριφορά αυτή, η οποία περικλείει σοβαρούς κινδύνους κατά της ηρεμίας του τόπου
και της δημοκρατικής ομαλότητος. Η Κυβέρνησις έχει τη δυνατότητα να επιβάλη την τήρησιν του
νόμου και καλεί τους παρασυρθέντας από απατηλά συνθήματα να συμπεριφερθούν ως υπεύθυνοι
δημοκρατικοί πολίτες».134
Είναι σαφές ότι στην κυβέρνηση επικράτησε έντονος εκνευρισμός, ο οποίος
εκφράστηκε κυρίως από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Φανερά
ενοχλημένος από την εξέλιξη που είχε πάρει η αντίδραση των κατοίκων του Ηρακλείου,
επέστρεψε στην Αθήνα από τη Δαμασκό. Τη δυσφορία του είχε εκφράσει και στη Δαμασκό,
όπου χαρακτήρισε τις αντιδράσεις σαν «πολιτική εκμετάλλευση με σκοπό να προκαλέσει
εσωτερική αναταραχή». Κατά την άφιξή του στο αεροδρόμιο ο Καραμανλής δεν έκρυψε τον
εκνευρισμό του και δήλωσε στους δημοσιογράφους: «Είμαι αηδιασμένος. Προτιμώ να μη
μιλήσω. Γιατί αν το κάνω, θα σας πω δυσάρεστα πράγματα. Κάθε φορά που βρίσκομαι έξω,
δημιουργείτε ιστορίες που εκθέτουν διεθνώς τη χώρα».135 Την εντολή να μην περιληφθούν οι
αρχαιότητες του Ηρακλείου στην έκθεση έδωσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, επειδή πίστευε ότι
διενέξεις ή και συμβιβασμοί γύρω από θέματα αυτής της φύσεως, εξέθεταν διεθνώς τη χώρα.
Και ο Υπουργός Πολιτισμού κ. Νιάνιας παραδέχτηκε με τη σειρά του ότι: «Η κυβέρνηση θα
αναβάλει την εξαγωγή των αρχαιολογικών θησαυρών του Μουσείου».
Την απόφαση να μην εξαχθούν τα αρχαία του Ηρακλείου πληροφορήθηκαν οι
κάτοικοι της πόλης και αμέσως άρχισαν οι πανηγυρισμοί. Με ένα ξέφρενο πανηγύρι που
κράτησε όλη τη νύχτα στους δρόμους του Ηρακλείου και που κορυφώθηκε με μια τεράστια
συγκέντρωση που άρχισε στις 11 το πρωί έξω από το Μουσείο, γιόρτασε ο λαός της πόλης
την απόφαση της κυβέρνησης να παραμείνουν στο Ηράκλειο οι αρχαιότητες, σαν δικαίωση
του πολυήμερου ξεσηκωμού του. Ο Δήμαρχος Ηρακλείου, σε μήνυμά του προς το λαό της

134 Βλ. «Ηφαίστειο το Ηράκλειο», Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 1 Μαρτίου 1979, σελ. 1, 3, 10, 13.
135 Βλ. «Πανηγυρίζει το Ηράκλειο», Τα ΝΕΑ, Παρασκευή 2 Μαρτίου 1979, σελ. 1, 14.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 55 18/11/2008


πόλης τόνισε: «Η απόφαση του Προέδρου της Κυβέρνησης κ. Καραμανλή να ματαιώσει οριστικά την
εξαγωγή αρχαιοτήτων είναι αναμφισβήτητα μια πράξη πολιτικού ρεαλισμού. Υπαγορεύτηκε όμως και
επιβλήθηκε από τη λαϊκή κινητοποίηση που εκδηλώθηκε με μεγαλειώδη τρόπο. Είναι μια νίκη του
λαού εναντίον του αυταρχισμού και της περιφρόνησης του λαϊκού αισθήματος».136
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, από την πλευρά του, δήλωσε: «Όταν ο λαός εκφράζει την
αντίθεσή του σε μια πολιτική που χαράσσεται ερήμην του, μόνο η αυτοσυγκράτηση των υπευθύνων
μπορεί να είναι η λύση στα αδιέξοδα που δημιουργούνται. Με αυτή τη σκέψη συστήσαμε στους
εκπροσώπους του Κρητικού λαού την ψύχραιμη και υπεύθυνη αντιμετώπιση του προβλήματος, στη δε
κυβέρνηση την οφειλόμενη αυτοσυγκράτηση. Ο λαός του Ηρακλείου πρέπει να αισθάνεται μεγάλη
ικανοποίηση, γιατί έδωσε τη μεγάλη μάχη για την προστασία της πολιτιστικής του κληρονομιάς και
δικαιώθηκε».
Ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου απάντησε στον
Ανδρέα Παπανδρέου με την εξής δήλωση: «Την αυτοσυγκράτηση περί της οποίας ομίλησε ο κ.
Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, θα ήτο χρήσιμον να την συνιστά σε όσους δια των πράξεών τους εξωθούν το
λαό σε εκνόμους ενεργείας και τραυματίζουν την έννοιαν της Δημοκρατίας», για να λάβει την
ανταπάντηση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης: «Τη Δημοκρατία τραυματίζει η
Κυβέρνηση, όταν χαράσσει πολιτική ή παίρνει αποφάσεις που έρχονται σε κατάφωρη αντίθεση και
προκαλούν το δημόσιο αίσθημα».

136 Βλ. «Πανηγυρίζει το Ηράκλειο», Τα ΝΕΑ, Παρασκευή 2 Μαρτίου 1979, σελ. 1, 14.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 56 18/11/2008


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο:
ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ

4. 1. Η προετοιμασία των διαπραγματεύσεων


Η εγκατάσταση ξένων στρατιωτικών βάσεων στο έδαφος ενός κράτους αναπτύχθηκε
ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης των
υπερδυνάμεων. Ειδικότερα, από το 1950 αποτέλεσε βασικό σημείο της αμερικανικής
πολιτικής. Οι αμερικανικές βάσεις εξυπηρετούσαν την πολιτική της «ανάσχεσης»
(containment) της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας. Η πολιτική αυτή, που υιοθετήθηκε
από τον Harry Truman και τον Dwight Eisenhower, σκόπευε στον περιορισμό της
«σοβιετικής επεκτατικότητας» με την εγκατάσταση αμερικανικών δυνάμεων γύρω από τα
σύνορα της ΕΣΣΔ και υπηρετούσε τη στρατηγική του Ψυχρού Πολέμου.137 Στη δεκαετία
του 1960, ο ρόλος των αμερικανικών βάσεων άλλαξε, αφού μεταβλήθηκαν τα τεχνολογικά
δεδομένα. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν οδήγησε στην κατάργηση των βάσεων, καθότι ήταν
απαραίτητες στο πλαίσιο της γενικότερης διαμάχης με την ΕΣΣΔ και για τη διατήρηση της
επιρροής των ΗΠΑ.
Η εγκατάσταση των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα χρονολογείται από την
εποχή αυτή, αποτελώντας επίσης μέρος του «δικτύου ανάσχεσης» της τότε Σοβιετικής
Ένωσης. Οι βάσεις έπαιζαν καθοριστικό ρόλο για την αμερικανική πολιτική στην «καυτή»
λεκάνη της Μεσογείου. Οι Αμερικανοί ζήτησαν να τους δοθεί η άδεια για χρησιμοποίηση
των ελληνικών βάσεων από τη «Δύναμη Ταχείας Επέμβασης» διότι εξυπηρετούσαν τους εξής
σκοπούς:138 α) εξυπηρέτηση των αμερικανικών συμφερόντων έξω από την περιοχή του
ΝΑΤΟ και ενίσχυση του ελέγχου των ζωτικών θαλάσσιων γραμμών επικοινωνιών, που
θεωρούνταν στρατηγικά περάσματα για τον αμερικανικό σχεδιασμό, β) ενίσχυση χωρών
«φιλικών» εκτός ΝΑΤΟ και ιδιαίτερα του Ισραήλ, γ) παρεμπόδιση της ΕΣΣΔ να
χρησιμοποιεί τη διώρυγα του Σουέζ, δ) «στήριξη» της Δυτικής πολιτικής στον Περσικό
Κόλπο και ε) προστασία των αμερικανικών πολυεθνικών εταιρειών πετρελαίου στη Μέση
Ανατολή και την Αφρική και εξασφάλιση της ομαλής διοχέτευσης πετρελαίου στη Δυτική
Ευρώπη και την Ιαπωνία. Παράλληλα, η ίδρυση του ΝΑΤΟ συνέβαλε σημαντικά στην
εξάπλωση των «πολυμερούς χαρακτήρα» βάσεων στον ευρωπαϊκό χώρο,

137 Βλ. ‘Όλα όσα πρέπει να ξέρετε για τις βάσεις: η συμφωνία του 1953, του 1983, του 1990, 13 άλλα έγγραφα και ένα
μικρό χρονικό, Αθήνα, Το Ποντίκι, 1990, σελ. 9.
138 Βλ. Κώστας Μαρδάς, Η Ελλάδα στα δίχτυα των βάσεων, από το δόγμα Τρούμαν στον Ανδρέα Παπανδρέου,
Αθήνα, Καστανιώτης, 1989, σελ. 300.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 57 18/11/2008


συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Πιο συγκεκριμένα, με τον όρο «βάσεις» εννοούμε
το σύνολο των εγκατεστημένων στο ελληνικό έδαφος στρατιωτικών εγκαταστάσεων ενός
άλλου κράτους ανεξάρτητα από την επίσημη ονομασία τους, είτε αυτή είναι «διευκολύνσεις»
(συμφωνίες του 1953, του 1983 και του 1990), είτε «οικείος ελλιμενισμός» (συμφωνία του
1973).139
Η συμφωνία που υπέγραψε το ΠΑΣΟΚ το 1983 αντικατέστησε την προηγούμενη
του 1953 και είχε διάρκεια 5 ετών. Θέσπιζε μια ρύθμιση «κοινής διοίκησης των βάσεων»,
που συνίσταται στη χωριστή διοίκηση από την Ελλάδα και τις ΗΠΑ του προσωπικού και
του υλικού που τους ανήκει, καθώς και της ασφάλειάς τους. Στο πολιτικό επίπεδο, η σύναψη
της συμφωνίας δικαιολογήθηκε από τη νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με το επιχείρημα του
«ρεαλισμού» και καλλωπίστηκε με το χαρακτηρισμό ως «συμφωνίας απομάκρυνσης». Η
πάροδος της πενταετίας δεν επέφερε, όπως αναμενόταν, το κλείσιμο των βάσεων. Ας δούμε,
όμως, πιο αναλυτικά την πορεία των διαπραγματεύσεων:
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ήδη από τους πρώτους μήνες μετά την εκλογική νίκη του
ΠΑΣΟΚ τον Οκτώβριο του 1981, έφερε στο προσκήνιο το θέμα των αμερικανικών βάσεων.
Θεωρώντας απαράδεκτο το καθεστώς του παρελθόντος, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ
ξεκίνησε αμέσως την προώθηση των διαδικασιών για την αναθεώρησή του. Στόχος της μια
νέα ημερομηνία – εφόσον καθοριστεί σαφώς το πολιτικό πλαίσιό της – στην οποία «δεν θα
υπάρχουν όροι υποτιμητικοί για την Ελλάδα (όπως συμβαίνει από το 1953 ως σήμερα) και θα ορίζεται
χρονοδιάγραμμα για την παραμονή τους δίπλα σε μια σειρά όρων ασφάλειας».140 Ο πρωθυπουργός
επέμεινε στη θέση ότι στόχος είναι η τελική απομάκρυνσή τους από τη χώρα. Κατά τη
διάρκεια των προγραμματικών δηλώσεων στη Βουλή είπε συγκεκριμένα: «Σχετικά με το θέμα
των αμερικανικών βάσεων, κατά τις διαπραγματεύσεις που θα κάνουμε στους πρώτους μήνες του
1982, θα θέσουμε σαφώς ένα χρονοδιάγραμμα για την απομάκρυνσή τους από τη χώρα μας. Μέχρι
τότε, η λειτουργία τους θα διέπεται από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Έλεγχος και επίβλεψη από
την Ελλάδα των δραστηριοτήτων τους, β) Δυνατότητα ετήσιας αναθεώρησης και καταγγελίας των
σχετικών συμφωνιών, ώστε να κατοχυρώνονται τα εθνικά μας συμφέροντα και γ) Αναστολή των
δραστηριοτήτων των βάσεων, όταν διακυβεύονται τα συμφέροντα της Ελλάδας που έχουν σχέση με

139 Βλ. Αντώνης Μπρεδήμας, Η σύναψη των διεθνών συμφωνιών από τη σκοπιά του διεθνούς και συνταγματικού
δικαίου, η περίπτωση των συμφωνιών Ελλάδας-ΗΠΑ για τις βάσεις (1953/1983/1990), Αθήνα-Κομοτηνή,
Σάκκουλας, 1996, σελ. 15.
140 Βλ. Κ. Αγγελόπουλος, «Δυναμικοί χειρισμοί στα εθνικά θέματα», Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 14 Οκτωβρίου
1982, σελ. 7.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 58 18/11/2008


την εθνική μας ασφάλεια ή που βλάπτουν τα συμφέροντα του έθνους μας με τις φιλικές του χώρες στη
μείζονα περιοχή μας».141
Ο βασικότερος λόγος, κατά τον Ανδρέα Παπανδρέου, για τον οποίο διατηρούνταν
ακόμα οι βάσεις στην Ελλάδα – για τις οποίες ανησυχούσαν οι Άραβες – ήταν η διένεξη
Αθήνας και Άγκυρας για θέματα που αφορούσαν την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας, όπως
επίσης και τα ισχυρά στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή. Ο Παπανδρέου, σε
συνέντευξή του προς τους δημοσιογράφους του Κουβέιτ, εγκαινίασε μια νέα πολιτική προς
τους Άραβες και κάλεσε έμμεσα όσες αραβικές χώρες επηρεάζουν την Τουρκία του Kenan
Evren να ασκήσουν πίεση προς την Άγκυρα. Τόνισε χαρακτηριστικά: «Αν πραγματικά οι δύο
λαοί, ο ελληνικός και ο τουρκικός, μπορούσαν να ζήσουν σε ειρήνη και σχέσεις καλής γειτονίας, τα
προβλήματα στα οποία αναφερόμαστε, όπως είναι η αμερικανική παρουσία στην περιοχή, θα έπαιρναν
μια τελείως άλλη μορφή. Κάτι που επηρεάζει τις σχέσεις μας και τις αποφάσεις μας είναι το τρίγωνο
Αθήνα – Άγκυρα – Ουάσιγκτον». Με την ευκαιρία αυτή, ο πρωθυπουργός έδωσε την
κατηγορηματική διαβεβαίωση προς την κοινή γνώμη του Κουβέιτ και κατ’ επέκταση των
αραβικών χωρών ότι η Ελλάδα δεν επρόκειτο να επιτρέψει τη χρήση αυτών των
διευκολύνσεων σε βάρος του αραβικού έθνους.142
Σε μια άλλη συνέντευξή του, αυτή τη φορά στους New York Times, ο Παπανδρέου
επέμεινε ότι δεν επιδιώκει αναμέτρηση με την κυβέρνηση Reagan. Ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Ή θα υπάρξει συμφωνία ή διαφορετικά τελειώσαμε με το καθεστώς των βάσεων. Με άλλα λόγια, αν
υποθέσουμε ότι δεν πετυχαίνουμε συμφωνία σε διάστημα 6 ή 9 μηνών, δεν σημαίνει ότι οι βάσεις θα
μείνουν όπως είναι. Σημαίνει ότι θα πρέπει να φύγουν. Δεν στέλνω τελεσίγραφα στην Ουάσιγκτον
αλλά νομίζω ότι πρέπει να καταλάβει ότι το παρόν καθεστώς δεν μπορεί να συνεχιστεί».143 Ο
πρωθυπουργός κατέστησε σαφές ότι οι βάσεις δεν σχετίζονται με την ελληνική εθνική άμυνα
ή το ΝΑΤΟ αλλά ότι είναι αποκλειστικά αμερικανικές. Συμπλήρωσε ακόμη ότι: «Η
κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν θα προβεί σε καμιά μονομερή ενέργεια για την απομάκρυνση των
αμερικανικών βάσεων και την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ και θα αποφύγει τυχοδιωκτισμούς, που θα
εξέθεταν την Ελλάδα σε τουρκική επίθεση». Αυτό που προσπαθούσε να καταστήσει σαφές σε
όλη τη διάρκεια της συνέντευξης ήταν το γεγονός ότι τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η διάρκεια της

141 Βλ. Κώστας Μαρδάς, Η Ελλάδα στα δίχτυα των βάσεων…, ό. π., σελ. 296.
142 Βλ. Στρατής Ζαχαριάδης, «Ανδρέας: οι βάσεις υπάρχουν εξαιτίας της τουρκικής απειλής», Ελευθεροτυπία,
Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 1982, σελ. 16.
143 Βλ. «Ανδρέας: θα φύγουν οι βάσεις αν δεν συμφωνήσουμε σε 9 μήνες», Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 18
Οκτωβρίου 1982, σελ. 16.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 59 18/11/2008


συμφωνίας για τις βάσεις και κάποιος έλεγχος στη χρήση τους, ώστε να μην διαβιβάζονται
στην Τουρκία πληροφορίες και να μην γίνονται εχθρικές ενέργειες σε βάρος τρίτων χωρών.
Αμέσως μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, ο Ανδρέας Παπανδρέου έσπευσε, με
συνέντευξή του στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο ABC, να καθησυχάσει τους
Αμερικανούς για τη στάση του απέναντι στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Ένα απόσπασμα από το
κείμενο της συνέντευξης, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία στις 26
Οκτωβρίου 1981, έχει ως εξής: «Η θέση που πήρα από το 1977 –επιμένω σε αυτό γιατί λέγεται
ότι έχω αλλάξει στάση…Σύμφωνα με τις ιδεολογικές μας θέσεις, είμαστε εναντίον των βάσεων,
εναντίον των πυρηνικών όπλων. Την ίδια στιγμή αναγνωρίζουμε ότι οι ΗΠΑ είναι μια υπερδύναμη.
Ότι η Αμερική έχει τα δικά της, στρατηγικά, ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή. Και αναγνωρίζουμε
επίσης ότι θα ήταν ανόητο να βαδίσουμε προς αναμέτρηση με τις ΗΠΑ. Έτσι, το πρώτο πράγμα που
πρέπει να διευκρινίσουμε είναι ότι δεν έχουμε την πρόθεση να ενεργήσουμε μονομερώς. Ένα από τα
θέματα που θα πρέπει να συζητηθούν στις συνομιλίες για το καθεστώς των αμερικανικών βάσεων και
να υπάρξει μια συμφωνία είναι ένα χρονοδιάγραμμα. Το χρονικό όριο για την παραμονή των βάσεων
στην Ελλάδα είναι κάτι που θα καθοριστεί από τα δύο μέρη».144
Σε μια ακόμη συνέντευξή του προς το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο NBC, όσον
αφορά το θέμα της εδαφικής ακεραιότητας, δήλωσε: «Οι βάσεις πριν απ’ όλα δεν θα πρέπει να
θέτουν σε κίνδυνο τις σχέσεις μας με άλλες χώρες στη Μεσόγειο με τις οποίες διατηρούμε καλές
σχέσεις. Καλώς ή κακώς, ανησυχούμε πολύ για αυτό που εμείς ονομάζουμε απειλή στο Αιγαίο
Πέλαγος, μια απειλή προερχόμενη από την Τουρκία, μια σύμμαχο…Είναι φανερό σε μας ότι η
Ατλαντική Συμμαχία, το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ με την παρουσία τους, με τις βάσεις, πρέπει να λάβουν
υπόψη τους το γεγονός ότι η Ελλάδα πιστεύει πως απειλείται από μια σύμμαχο. Και για αυτό όλες οι
διαπραγματεύσεις πρέπει να σχετίζονται με το θέμα της ασφάλειας της Ελλάδας, της εδαφικής
ακεραιότητας της Ελλάδας». Τέλος, στην ερώτηση αν φοβάται μήπως οποιαδήποτε σκληρή
γραμμή που τυχόν θα υιοθετούσε για τις αμερικανικές βάσεις ή προς το στρατιωτικό σκέλος
του ΝΑΤΟ θα έσπρωχνε τις δύο αυτές δυνάμεις προς το μέρος της Τουρκίας, ο
πρωθυπουργός απάντησε: «Δεν σκοπεύουμε να προβούμε σε καμιά ενέργεια που θα μπορούσε να
θέσει σε κίνδυνο την εδαφική μας ακεραιότητα. Όμως, ούτε εγώ ούτε η κυβέρνηση ούτε ο ελληνικός
λαός είμαστε διατεθειμένοι να λέμε «ναι» σε κάθε τι, μόνο και μόνο επειδή υπάρχει αυτή η πιθανότητα.
Δεν συζητούμε κάτω από πιέσεις και καταναγκασμούς. Φερόμαστε σαν ίσοι, σαν ηθικά ίσοι».145

144 Βλ. Πότης Παρασκευόπουλος, Ανδρέας Παπανδρέου, η πολιτική πορεία του 1960-1995, Αθήνα, Σύγχρονη
Ελληνική Ιστορία, 1995, σελ. 150.
145 Βλ. Συνέντευξη Ανδρέα Παπανδρέου: «Μόνο ως ίσοι θα συζητήσουμε με τις ΗΠΑ», Ελευθεροτυπία, Τρίτη
19 Οκτωβρίου 1982, σελ. 1, 14.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 60 18/11/2008


Ο Ανδρέας Παπανδρέου, πριν φύγει για το ταξίδι του στις ΗΠΑ, παραχώρησε
συνέντευξη στους ξένους ανταποκριτές σε συνεστίαση της Ένωσης Ξένων Ανταποκριτών,
αναφέροντας ότι οι βάσεις περιορίζουν την εθνική ανεξαρτησία: «Η ύπαρξη ξένων βάσεων στη
χώρα μας αποτελεί παράγοντα περιοριστικό της εθνικής ανεξαρτησίας και της εθνικής λαϊκής
κυριαρχίας στη χώρα μας. Καθιερώνουν αποικιακό καθεστώς, το οποίο είναι απαράδεκτο. Οι
αμερικανικές βάσεις δεν εξυπηρετούν ούτε άμεσα συμφέροντα εθνικής άμυνας της χώρας μας, αλλά
ούτε βέβαια προέκταση των νατοϊκών υποχρεώσεων της Ελλάδας. Οι βάσεις εξυπηρετούν
αποκλειστικά τα στρατηγικά συμφέροντα της μεγάλης Αμερικής στην περιοχή αυτή, και μάλιστα σε μια
εποχή στην οποία ο ρόλος της Αμερικής στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή είναι πολύ
ενισχυμένος σαν αποτέλεσμα της ουδετερότητας απέναντι στις εξελίξεις, την οποία εμφανίζει η
ΕΣΣΔ».146

4. 2. Η εξέλιξη των συνομιλιών


Την Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 1982 άρχισαν στο Υπουργείο Εξωτερικών οι
διαπραγματεύσεις για τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα, με συνάντηση των
αντιπροσωπειών των δύο χωρών που θα ασχολούνταν με διαδικαστικά θέματα. Επικεφαλής
της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο Υφυπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Καψής και τα μέλη
της: ο διευθυντής του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού Χρήστος Μαχαιρίτσας, ο
αρχηγός του ΓΕΑ πτέραρχος Νικόλαος Κουρής, ο πρέσβης Κ. Ζέππος και ο οικονομικός
σύμβουλος του πρωθυπουργού κ. Παπανικολάου. Την αμερικανική αντιπροσωπεία
αποτελούσαν: ο πρέσβης Reginald Bartholomew (επικεφαλής), ο D. Jones, ο
επιτετραμμένος της πρεσβείας των ΗΠΑ Alan Berlind, ο επικεφαλής της JUSMAG
υποπτέραρχος Luis Backam και ο Peter Collins, Α’ Γραμματέας της αμερικανικής
πρεσβείας.147 Στη συνάντηση δεν πήραν μέρος οι τεχνικοί εμπειρογνώμονες.
Προγραμματίστηκε, επίσης, οι δύο αντιπροσωπείες να επισκεφθούν τις τέσσερις μεγάλες
βάσεις των ΗΠΑ στην Ελλάδα – Ελληνικό, Νέα Μάκρη, Γούρνες, Σούδα. Στόχος αυτής
της περιήγησης ήταν να διαπιστώσει ο Bartholomew και οι συνεργάτες του τον ασύδοτο
τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν οι βάσεις με το καθεστώς που ίσχυε.
Στις ΗΠΑ η κυβέρνηση ανυπομονούσε να μάθει ποιο ήταν το τίμημα που είχε
υπόψη του ο Ανδρέας Παπανδρέου για τη συνέχιση της χρήσης των βάσεων στην Ελλάδα,
οι οποίες θεωρούνταν σημαντικές για το νότιο σκέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας. Όπως

146 Βλ. «Ο Ανδρέας στις ΗΠΑ αρχές ΄83», Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 1982, σελ. 1, 7, 13.
147 Βλ. «Αρχίζουν αύριο οι συνομιλίες για τις βάσεις», Ελευθεροτυπία, Τρίτη 26 Οκτωβρίου 1982, σελ. 1.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 61 18/11/2008


τόνιζε το Reuters, η αμερικανική κυβέρνηση δεν είχε ακόμη αποκαλύψει συγκεκριμένες
προτάσεις. Εκπρόσωπος του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών, σχολιάζοντας τις
συνομιλίες για τις βάσεις, δήλωσε τα εξής: «Από πλευράς μας, μια διαρκής και αποτελεσματική
αμερικανο – ελληνική αμυντική σχέση, συμπεριλαμβανομένης και της παραχώρησης διευκολύνσεων
από την Ελλάδα προς τις ΗΠΑ, αποτελεί αμοιβαίο συμφέρον και για τις δύο χώρες. Πιστεύουμε,
λοιπόν, πως και οι δύο χώρες έχουν κοινό συμφέρον να καταλήξουν επιτυχώς σε μια νέα
συμφωνία».148
Η ελληνική κυβέρνηση, από την πλευρά της, θεωρούσε ως εύλογο χρονικό
περιθώριο τους 6 – 9 μήνες για τη λήξη των διαπραγματεύσεων. Ξεκαθάρισε όμως ότι δεν
ήταν διατεθειμένη να προχωρήσει στην υπογραφή συμφωνίας με τις ΗΠΑ, αν οι Αμερικανοί
δεν αποδέχονταν μια σειρά όρων που θα γνωστοποιούσε γραπτά ο Γιάννης Καψής στον
ειδικό διαπραγματευτή Reginald Bartholomew. Αν οι ΗΠΑ αρνούνταν το πλέγμα των
ελληνικών προτάσεων για το «πολιτικό πλαίσιο», ο Ανδρέας Παπανδρέου θα καθιστούσε
σαφές το ενδεχόμενο της απομάκρυνσης των βάσεων σε ένα χρόνο. Για την ελληνική
κυβέρνηση, προϋπόθεση σύναψης της συμφωνίας ήταν η αποδοχή των εξής βασικών όρων:
α) προσδιορισμός χρονοδιαγράμματος τεσσάρων ετών με δυνατότητα ανανέωσης ή
καταγγελίας κάθε χρόνο και για συνολικό διάστημα οκτώ χρόνων, μετά το οποίο η
συμφωνία θα πάψει να ισχύει, β) πλήρης έλεγχος της λειτουργίας των βάσεων, από επιτροπή
που θα ανήκει σε ειδική υπηρεσία που θα δημιουργηθεί στην Αθήνα για το σκοπό αυτό, γ)
αποκλεισμός εγκατάστασης πυρηνικών όπλων οποιουδήποτε τύπου στις βάσεις, δ) σε καμιά
περίπτωση οι βάσεις δεν θα λειτουργήσουν με τρόπο που θα έθιγε την εξωτερική πολιτική
της χώρας μας και ε) εξασφάλιση εξαιρετικά υψηλών οικονομικών ανταλλαγμάτων σε ένα
πλέγμα παροχών (εφ’ άπαξ ποσά, στρατιωτικό υλικό, δάνεια, παραγραφή χρεών, κ. α.) και σε
ετήσια βάση.149 Πρέπει να σημειωθεί ότι και στην περίπτωση που τελικά θα υπογραφόταν η
συμφωνία Ελλάδας – ΗΠΑ, η ελληνική κυβέρνηση δήλωνε αποφασισμένη να προχωρήσει
στο κλείσιμο της μιας από τις τέσσερις βάσεις (ενδεχομένως της βάσης του Ελληνικού) για
λόγους εθνικής ασφάλειας.150
Ουσιαστικά, η πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων Ελλάδας – ΗΠΑ για τις βάσεις
άρχισε την 1η Νοεμβρίου 1982. Στη φάση αυτή, ο ελληνοαμερικανικός διάλογος αφορούσε

148 Βλ. «Επείγονται οι ΗΠΑ να μάθουν το τίμημα για την παραμονή των βάσεων», Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 27
Οκτωβρίου 1982, σελ. 16.
149 Βλ. «5 όροι αλλιώς φεύγουν οι βάσεις», Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 1982, σελ. 1, 13
150 Βλ. Γιάννης Βαληνάκης, Εισαγωγή στην ελληνική εξωτερική πολιτική, 1949-1988, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής,
2003, σελ. 299.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 62 18/11/2008


στον καθορισμό του «πολιτικού πλαισίου» της συμφωνίας για τις βάσεις και διήρκεσε 3
μήνες. Σύμφωνα με τους Times της Νέας Υόρκης, η ελληνική πλευρά ήθελε να αποφύγει την
παράταση των συνομιλιών, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο ευνοούσε τις ΗΠΑ, που δεν είχαν
κανένα λόγο να επείγονται για μια αλλαγή του παρόντος καθεστώτος λειτουργίας των
βάσεών τους στην Ελλάδα. Οι Έλληνες διαπραγματευτές, συνέχιζε η ανταπόκριση, επέμεναν
στη σύναψη μιας συμφωνίας με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα που θα καθιστούσε σαφές
ότι οι αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα δεν θα ήταν μόνιμες και θα είχαν μια «λογική»
διάρκεια. Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν προσδιόρισε, πάντα σύμφωνα με την εφημερίδα, τι
επιθυμεί η κυβέρνησή του σαν αντάλλαγμα για τη συνέχιση λειτουργίας των βάσεων. Αλλά
φαινόταν να πιστεύει ότι θα μπορούσε να ποικίλει μεταξύ βιομηχανικών δανείων και
χαρίσματος τόκων δανείων ή και ευνοϊκούς όρους για στρατιωτικό υλικό.151
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, σε συνέντευξή του κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψής
του στη Ρουμανία, δήλωσε τα εξής: «Οι στρατιωτικές βάσεις μιας ξένης δύναμης περιορίζουν την
εθνική κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία μιας χώρας. Κατά συνέπεια είναι σαφής ο στόχος μας να
απομακρυνθούν οι αμερικανικές βάσεις από το ελληνικό έδαφος. Πρώτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες
είναι υπερδύναμη και η Ελλάδα είναι μικρή χώρα. Κατά συνέπεια, η διαδικασία της απομάκρυνσης των
βάσεων δεν παίρνει τη μορφή τελεσιγράφου αλλά τη μορφή διαπραγματεύσεων. Δεύτερον, η χώρα μας
βρίσκεται σε μια περίεργη εμπλοκή με τη γείτονα Τουρκία. Οι δύο χώρες βρίσκονται στο ΝΑΤΟ και
έχουν αμυντικές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Επομένως, σε ό, τι αφορά το θέμα των βάσεων κυρίως και εν
μέρει το ΝΑΤΟ, το πρόβλημα είναι τριγωνικό. Πρέπει δηλαδή να δει κανείς σε κάθε κίνηση την
οποία θα κάνει, τη σχέση Ουάσιγκτον – Άγκυρας – Αθηνών ή τη σχέση Βρυξελλών – Άγκυρας –
Αθηνών. Είναι πολύπλοκο το παιχνίδι ακριβώς γιατί η Ελλάδα, ο λαός και όλα ανεξαιρέτως τα
κόμματα έχουν την πίστη ότι υπάρχει απειλή στο Αιγαίο, απειλή ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα της
χώρας μας…Στο χρονοδιάγραμμα το οποίο θα διαμορφώσουμε με τις ΗΠΑ για την παραμονή των
βάσεων, θα υπάρξει τέρμα, θα υπάρξει αποχώρηση, θα υπάρξει απομάκρυνση των βάσεων».152
Μόλις ολοκληρώθηκε ο πρώτος κύκλος των συνομιλιών για τις βάσεις, ο
Bartholomew αναχώρησε για την Ουάσιγκτον προκειμένου να πάρει σχετικές οδηγίες από
την κυβέρνησή του. Ήταν προγραμματισμένο να επιστρέψει στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου
και οι συνομιλίες να άρχιζαν εκ νέου στις 8 του μηνός. Ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών
Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι οι ΗΠΑ γνώριζαν ήδη
καλά τις ελληνικές θέσεις που διατυπώθηκαν «σαφώς και κατηγορηματικά» και υπογράμμισε

151 Βλ. «Βάσεις: άρχισε η πρώτη φάση του διαλόγου», Ελευθεροτυπία, Τρίτη 2 Νοεμβρίου 1982, σελ. 1, 14.
152 Βλ. «Συνέντευξη Ανδρέα Παπανδρέου κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψής του στη Ρουμανία»,
Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 1982, σελ. 1, 9.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 63 18/11/2008


ότι ο Bartholomew έχει πλέον γνώση για το ποιες ήταν για την Αθήνα οι προϋποθέσεις που
θα οδηγούσαν σε συμφωνία. Ο πρώτος κύκλος ήταν διερευνητικός και από τις δύο
πλευρές.153
Ωστόσο, τα γεγονότα που συνέβαιναν στις βάσεις σκίαζαν το καλό κλίμα που είχε
διαμορφωθεί στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Ο Αμερικανός αρχιλοχίας Norman
Montelius, προσπαθώντας να αποφύγει τον έλεγχο, έκανε έφοδο με το αυτοκίνητό του κατά
των απεργών στην αμερικανική βάση του Ελληνικού, παρασύροντας δύο γυναίκες. Εκτός
από αυτό το περιστατικό, είχε προηγηθεί μια σειρά άλλων προκλήσεων από την πλευρά των
Αμερικανών σε βάρος των απεργών, που πραγματοποιούσαν τριήμερη απεργία με τα
ακόλουθα αιτήματα: α) σεβασμός των ελληνικών νόμων και των αποφάσεων των
δικαστηρίων, β) συνδικαλιστικές ελευθερίες και εφαρμογή του εργατικού νόμου 1264/82, γ)
καταβολή δεδουλευμένων αναδρομικών και δ) αποκατάσταση του προεδρείου του
σωματείου Γ. Αλεξάνδρου και αναγνώριση της ανάκλησης της απόλυσής του. Οι δήμαρχοι
Ελληνικού και Γλυφάδας αποφάσισαν να οργανώσουν έξω από τη βάση του Ελληνικού
συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την απομάκρυνση των βάσεων από την Ελλάδα.154
Τα επεισόδια στις βάσεις ήταν μόνο η αφορμή για την ένταση που δημιουργήθηκε
στις σχέσεις των δύο χωρών. Η πραγματική αιτία σχετιζόταν με το γεγονός ότι η κυβέρνηση
του ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν ανυποχώρητη στις αξιώσεις των ΗΠΑ και δήλωνε αποφασισμένη
να σταματήσει τις διαπραγματεύσεις, αν οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούσαν να
αντιμετωπίζουν αρνητικά τις ελληνικές θέσεις στον επόμενο κύκλο των συνομιλιών για το
«πολιτικό πλαίσιο» στα τέλη Ιανουαρίου 1983. Συγκεκριμένα, στο θέμα του
χρονοδιαγράμματος, η Ουάσιγκτον εμφανιζόταν απόλυτα αρνητική, ζητώντας «επ’ αόριστο»
σύμβαση ενώ η ελληνική κυβέρνηση επέμενε στη θέση του τακτού χρόνου λήξης της
συμφωνίας. Οι ΗΠΑ εμφανίζονταν με αρνητική τοποθέτηση και στο θέμα του τρόπου
ελέγχου της λειτουργίας των βάσεων, της απαγόρευσης χρήσης των βάσεων εναντίον φιλικών
προς την Ελλάδα χωρών, όπως και στο θέμα των οικονομικών ανταλλαγμάτων. Η Αθήνα,
ωστόσο, δεν φαινόταν διατεθειμένη να υποχωρήσει απέναντι στις αμερικανικές απαιτήσεις,
δεδομένου ότι για την ελληνική πλευρά ήταν σαφές ότι οι αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα
δεν εξυπηρετούσαν παρά τα συμφέροντα των ΗΠΑ.155

153 Βλ. «Ολοκληρώθηκε ο πρώτος κύκλος των συνομιλιών για τις βάσεις των ΗΠΑ», Ελευθεροτυπία, Τετάρτη
17 Νοεμβρίου 1982, σελ. 15.
154 Βλ. «Αμερικανός αρχιλοχίας εφορμά κατά απεργών στη βάση Ελληνικού», Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 25
Νοεμβρίου 1982, σελ. 1, 8.
155 Βλ. «Ανυποχώρητη η κυβέρνηση στις αξιώσεις των ΗΠΑ», Ελευθεροτυπία, Σάββατο 8 Ιανουαρίου 1983,
σελ. 1.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 64 18/11/2008


Έτσι, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει σε μια σειρά μέτρων που θα
περιόριζαν εξωσυμβατικές λειτουργίες των βάσεων των ΗΠΑ στην Ελλάδα (για παράδειγμα,
η απογείωση κατασκοπευτικών αεροσκαφών από τη βάση του Ελληνικού και η μεταφορά
πυρηνικών κεφαλών προς την ίδια βάση), υποδηλώνοντας τη σταθερή απόφασή της να
αναθεωρήσει ουσιαστικά το καθεστώς των βάσεων που ίσχυε μέχρι τότε. Η κυβέρνηση
επιθυμούσε να καταστήσει σαφές προς τις ΗΠΑ ότι στην υπόθεση της λειτουργίας των
βάσεων δεν μπορούσε να πιεστεί κατά τον τρόπο που το νόμιζαν οι ΗΠΑ. Στο πλαίσιο
αυτής της απόφασης εντασσόταν και η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης στην υπόθεση
των παραβάσεων που σημειώθηκαν στη Σούδα της Κρήτης από αεροπλάνα τύπου
“Phantom” των ΗΠΑ.156
Το άσχημο κλίμα ανάμεσα στην Αθήνα και στην Ουάσιγκτον επιδείνωσε η
συνέντευξη του Αμερικανού προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής
των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Clemens Zablocki, στην τηλεόραση της ΕΡΤ, κατά τη
διάρκεια της οποίας ο Zablocki υποστήριξε ανοικτά ότι ο εξ ανατολών κίνδυνος από την
Τουρκία θα ήταν μεγαλύτερος χωρίς την παρουσία των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο δηλώσεις του Zablocki έγιναν την ίδια μέρα που ο Ανδρέας
Παπανδρέου τοποθέτησε τα αίτια των κακών σχέσεων Ελλάδας – ΗΠΑ ακριβώς στην
αμερικανική πολιτική απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα προς την Ελλάδα και την
ανατροπή της ισορροπίας στο Αιγαίο. Τη στιγμή που ο πρωθυπουργός αναφερόταν στην
τουρκική επιθετική πολιτική, ο Zablocki δήλωνε στην ΕΡΤ ότι «…εκτιμώ απόλυτα και
καταλαβαίνω την ανησυχία της Ελλάδας για την απειλή από την Ανατολή, την Τουρκία. Αν
μεταφέραμε τις βάσεις στην Τουρκία, αυτό τότε θα ήταν υπέρ της ασφάλειας της Ελλάδας; Προβλέπω
ότι αυτό θα γίνει μόνο σε περίπτωση που ο ρόλος των βάσεων των ΗΠΑ στην Ελλάδα μειωθεί…Η
ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ζητάει από τις ΗΠΑ να συνεχιστεί ο θεσμός των βάσεων. Και να είναι
πιο συνεργάσιμη γιατί εκείνη είναι πλησιέστερα στον κίνδυνο».157
Οι απόψεις του προκάλεσαν την έντονη αντίδραση της κυβέρνησης: «Η κυβέρνηση
δεν επιθυμεί να εισέλθει σε διάλογο με τον κ Zablocki για το θέμα των βάσεων. Γιατί έτσι θα
υποβάθμιζε την ελληνική αντιπροσωπεία που ήδη διαπραγματεύεται αυτή τη στιγμή με την αμερικανική
αντιπροσωπεία. Η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί να υπενθυμίσει ότι, σύμφωνα με το ελληνικό
Σύνταγμα, η παραχώρηση ελληνικού χώρου σε ξένη στρατιωτική δύναμη γίνεται μόνο προς το αμοιβαίο
συμφέρον. Σύμφωνα με τα λεχθέντα από τον κύριο Zablocki, το μόνο που φαίνεται να προσφέρουν οι

156 Βλ. «Κυβέρνηση: Περιορισμοί στη δραστηριότητα των βάσεων», Ελευθεροτυπία, Τρίτη 11 Ιανουαρίου 1983,
σελ. 1, 14.
157 Βλ.«Μας εκβιάζουν οι ΗΠΑ από την ΕΡΤ», Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 1983, σελ. 1, 15.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 65 18/11/2008


βάσεις στην Ελλάδα είναι ότι ο εξ’ ανατολών κίνδυνος θα έπαιρνε μεγαλύτερες διαστάσεις για τη χώρα
μας αν απομακρύνονταν οι βάσεις. Μια τέτοια όμως τοποθέτηση είναι σαφές ότι θα έθιγε καίρια και
τον ελληνικό λαό και την υπεύθυνη κυβέρνησή του».158
Τα γεγονότα αυτά συνέβησαν τη στιγμή που στο Υπουργείο Εξωτερικών είχε ήδη
ξεκινήσει ο τρίτος γύρος συνομιλιών Καψή – Bartholomew, σε μια περίοδο αυξημένης
έντασης μεταξύ των δύο χωρών και μέσα σε ατμόσφαιρα έντονων φημών για διαφωνία
ανάμεσα στα δύο μέρη. Πράγματι, οι Αμερικανοί πρόβαλαν αντίσταση στην κατάρτιση
χρονοδιαγράμματος για το κλείσιμο των βάσεων. Για το διάστημα που θα μεσολαβούσε ως
το κλείσιμο, η ελληνική κυβέρνηση επιθυμούσε να περιοριστούν οι δραστηριότητες των
βάσεων και να παρασχεθούν στην Ελλάδα πλεονεκτήματα με τη μορφή όπλων, ώστε να
διατηρήσει μια ισορροπία δυνάμεων με την Τουρκία. Σχετικά με το ύψος της αποζημίωσης
(δηλαδή του ενοικίου), ορισμένοι έκαναν λόγο για 600 εκατομμύρια στερλίνες (περίπου 945
εκατομμύρια δολάρια) σε μετρητά ή στρατιωτικό εξοπλισμό. Αμερικανοί βουλευτές που
βρίσκονταν στην Αθήνα εξέφραζαν σκεπτικισμό για το αν το Κογκρέσο θα δεχόταν να
συζητήσει τη χορήγηση τόσο μεγάλων ποσών αλλά, από την άλλη, παραδέχονταν ότι οι
βάσεις είχαν ζωτική σημασία για τις ΗΠΑ.159
Σε αντίθεση με τις πληροφορίες ή τη φημολογία, όπως τη χαρακτήρισαν
κυβερνητικοί κύκλοι, για τη διακοπή των διαπραγματεύσεων την 1η Φεβρουαρίου 1983,
παρουσιάστηκε μια θεαματική αλλαγή στη στάση των ΗΠΑ και ο Bartholomew
παρουσίασε στην Αθήνα για πρώτη φορά συγκεκριμένες προτάσεις για το θέμα των
ανταλλαγμάτων.160 Ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε λόγο για πρώτη φορά με σιγουριά για
χρονοδιάγραμμα απομάκρυνσης των βάσεων. Ο πρωθυπουργός δήλωσε, επίσης, ότι αν δεν
καθοριστεί το αργότερο μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου το «πολιτικό πλαίσιο» της συμφωνίας,
θα έπρεπε να προσδιοριστεί ο χρόνος απομάκρυνσης των βάσεων. Θεωρούσε ότι η μόνη
δυνατή δικαιολογία για την παρουσία τους θα ήταν η ενίσχυση της ασφάλειας της χώρας, σε
μια στιγμή που ο τουρκικός στρατός εκσυγχρονιζόταν και αναπτυσσόταν σε τεράστια
κλίμακα. Για την Ελλάδα, τόνισε ο Παπανδρέου, μοναδική εγγύηση ήταν η εξασφάλιση της
αμυντικής ικανότητας της χώρας.161

158 Βλ. «Μας εκβιάζουν οι ΗΠΑ από την ΕΡΤ», ό. π.


159 Βλ. «Ακριβό βρίσκουν το νοίκι για τις βάσεις οι Αμερικανοί», Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 21 Ιανουαρίου
1983, σελ. 14.
160 Βλ. «Βάσεις: Θεαματική αλλαγή στη στάση των ΗΠΑ», Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 1983, σελ.
1.
161 Βλ. Δήλωση Ανδρέα: «Χρονοδιάγραμμα και σοβαρά ανταλλάγματα για τις βάσεις», Ελευθεροτυπία, Πέμπτη
3 Φεβρουαρίου 1983, σελ. 1, 16.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 66 18/11/2008


Σοβαρή διαταραχή στις σχέσεις Ελλάδας – ΗΠΑ και πρόσθετα εμπόδια στις
εξελίξεις των διαπραγματεύσεων δημιούργησε η ενέργεια του Προέδρου των ΗΠΑ Ronald
Reagan, ο οποίος ζήτησε από το Κογκρέσο την έγκριση στρατιωτικής βοήθειας προς την
Αθήνα και την Άγκυρα, για το 1984, με ποσά που ανάτρεπαν τη γνωστή αναλογία 7 προς
10, κατεβάζοντάς την στη σχέση 4,2 προς 10.162 Ειδικότερα, η κυβέρνηση Reagan ζήτησε
να δοθεί στην Ελλάδα το ποσό που ίσχυε και την προηγούμενη χρονιά (230 εκατομμύρια
δολάρια) ενώ στην Τουρκία 755 εκατομμύρια δολάρια, συν οικονομική βοήθεια 175
εκατομμύριων δολαρίων (σύνολο 930 εκατομμύρια δολάρια). Η εξέλιξη αυτή σημειώθηκε
τη στιγμή που συζητείτο στην Αθήνα η υπόθεση των βάσεων σε αυστηρή συνάρτηση με τη
διατήρηση ισορροπίας δυνάμεων στο Αιγαίο. Όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε την
αντίδραση της κυβέρνησης αλλά και του Γερουσιαστή Πωλ Σαρμπάνη, ο οποίος
κατηγόρησε τον Πρόεδρο Reagan ότι με την πρότασή του υπονομεύει τις λειτουργικές
σχέσεις ανάμεσα στους συμμάχους στο ΝΑΤΟ, προκαλεί αποσταθεροποιητικά
αποτελέσματα στην Ανατολική Μεσόγειο και περιπλέκει τις διαπραγματεύσεις Ελλάδας –
ΗΠΑ για τις βάσεις.163
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, στέλνοντας επιστολή στον Πρόεδρο Reagan, σημείωνε
ότι δεν μπορούσε να υπάρξει εξέλιξη στις διαπραγματεύσεις για τις βάσεις αν εγκρινόταν
από το Κογκρέσο η αυξημένη βοήθεια προς την Τουρκία. Ο πρωθυπουργός επισήμανε τις
επιπτώσεις που θα είχε η διατάραξη της ισορροπίας δυνάμεων στο Αιγαίο, τονίζοντας ότι:
«…Μία από τις βασικές προϋποθέσεις τις οποίες η Ελληνική Κυβέρνηση έθεσε στις
διαπραγματεύσεις, για να είναι δυνατή η σύναψη μιας κοινά αποδεκτής συμφωνίας, είναι ότι θα
διατηρηθεί η ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά. (…) Η Ελληνική
Κυβέρνηση δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι, αν δεν διατηρηθεί η ισορροπία δυνάμεων στην
περιοχή, η ήδη εύθραυστη σταθερότητα στην περιοχή μας θα διαταραχθεί, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Όπως θα αντιλαμβάνεσθε, το γεγονός αυτό δημιουργεί ένα κλίμα το οποίο δεν υποβοηθεί τις
διαπραγματεύσεις για τη σύναψη νέας αμυντικής συμφωνίας και μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις
στις σχέσεις των δύο χωρών μας. Επιθυμώ να εκφράσω την ελπίδα ότι η Αμερικανική Κυβέρνηση θα
εκτιμήσει τον κρίσιμο χαρακτήρα του ζητήματος που αντιμετωπίζουν οι δύο χώρες μας».164
Σχετικά με το θέμα, ο Ανδρέας Παπανδρέου δήλωσε στους δημοσιογράφους:
«…Υπήρξε μια ανακοίνωση στρατιωτικής βοήθειας προς την Τουρκία και προς την Ελλάδα. Είναι μια

162 Βλ. Γιάννης Βαληνάκης, Εξωτερική πολιτική και εθνική άμυνα 1974-1987, Η Ελλάδα στο σύστημα Ανατολής-
Δύσης, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1987, σελ. 298.
163 Βλ. «Φοβερή πρόκληση του Ρήγκαν», Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 1983, σελ. 1, 13.
164 Βλ. ‘Όλα όσα πρέπει να ξέρετε για τις βάσεις…, ό. π., σελ. 73-74.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 67 18/11/2008


εντυπωσιακή αύξηση της στρατιωτικής βοήθειας προς την Τουρκία. Αντίθετα, η βοήθεια (δηλαδή ο
δανεισμός) για την Ελλάδα είναι η ίδια. Δεν υπάρχει ακόμη επίσημη ανακοίνωση από την πλευρά της
αμερικανικής κυβέρνησης αλλά έχει υπάρξει μήνυμα προς την πρεσβεία μας στην Ουάσιγκτον από το
Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ ότι έχουν κρατηθεί ποσά τα οποία θα ανακοινωθούν σε περίπτωση
υπογραφής της συμφωνίας για την παραμονή των βάσεων. Σήμερα στέλνω επιστολή στον Πρόεδρο
Reagan. Η επιστολή αφορά την ανακοίνωση βοήθειας και τις μεταξύ των δύο χωρών σχέσεις, καθώς
και την πορεία των διαπραγματεύσεων (…)Και είναι φανερό ότι δεν δεχόμεθα, σε ότι αφορά τους
όρους, άλλη μεταχείριση από εκείνη που επιφυλάσσει για τη φίλη και σύμμαχο Τουρκία».165
Εν αναμονή της απάντησης του Προέδρου Reagan στην επιστολή του Παπανδρέου,
οργανώθηκαν το τρίτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου συλλαλητήρια για τις βάσεις σε
ολόκληρη την Ελλάδα και σε μεγάλα κέντρα του απόδημου Ελληνισμού της Αμερικής.
Στόχος των διοργανωτών, όπως δήλωναν, ήταν «να διατρανωθεί η εθνική ομοψυχία και να
στηριχτεί η διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης απέναντι στην εκβιαστική τακτική της
Ουάσιγκτον». Οι τρεις οργανωτικές επιτροπές των συλλαλητηρίων ήταν: η ΚΕΑΔΕΑ
(Κίνηση για την Εθνική Ανεξαρτησία, τη Διεθνή Ειρήνη και τον Αφοπλισμό), η ΕΔΥΕ
(Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη) και ΑΚΕ (Αδέσμευτη Κίνηση Ειρήνης).
Κυριότερο συλλαλητήριο ήταν το παναθηναϊκό, που πραγματοποιήθηκε στις 3 Μαρτίου
1983. Οι τρεις επιτροπές διοργάνωσαν τρία ακόμη παλλαϊκά συλλαλητήρια στην
Θεσσαλονίκη, την Πάτρα και το Ηράκλειο. Εκδηλώσεις εναντίον της πρότασης του Reagan
για τον υπερεξοπλισμό της Τουρκίας ετοίμασαν και οι ομογενείς της Αμερικής.166 Οι λαϊκές
εκδηλώσεις στις ΗΠΑ συνέπεσαν με την επίσκεψη του Έλληνα Υφυπουργού Εξωτερικών
Ασημάκη Φωτήλα, ο οποίος είχε ανεπίσημες συνομιλίες για τις βάσεις με κυβερνητικούς
παράγοντες, ανάμεσα στους οποίους και με τον Αμερικανό Υπουργό Εθνικής Άμυνας
Caspar Weinberger.167 Η κυβέρνηση, σχετικά με τα συλλαλητήρια στο εξωτερικό, τόνισε
ότι: «…υπάρχει ευθυγράμμιση και ομοψυχία στα ευαίσθητα θέματα και εκδηλώνεται πανεθνική
ενότητα στην Ελλάδα και τους Έλληνες του εξωτερικού. Οι Έλληνες, πέρα από κομματικές

165 Βλ. «Προειδοποίηση Ανδρέα στον Ρήγκαν», Ελευθεροτυπία, Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 1983, σελ. 1.
166 Βλ. «Συλλαλητήρια σε όλη τη χώρα για τις βάσεις», Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 1983, σελ. 1,
15.
167 Βλ. «Βάσεις: Τελική απάντηση για τα ανταλλάγματα φέρνει ο Μπαρτόλομιου», Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 10
Φεβρουαρίου 1983, σελ. 1, 14. Ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών George Schultz και ο Υπουργός
Εθνικής Άμυνας Caspar Weinberger δήλωναν ότι η αύξηση της βοήθειας προς την Ελλάδα εξηρτάτο από την
επίτευξη συμφωνίας για τις βάσεις, ενώ ταυτόχρονα πίεζαν τα αμερικανικά νομοθετικά σώματα για την αύξηση
της στρατιωτικής βοήθειας προς την Τουρκία, προσθέτοντας ότι οι Τούρκοι εξασφάλιζαν τη νότια πτέρυγα του
ΝΑΤΟ.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 68 18/11/2008


τοποθετήσεις και επιλογές, ομοψυχούν στα θέματα εθνικής κυριαρχίας, ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας
της χώρας. Στην περίπτωση αυτή έχουμε ενότητα ηγεσίας και λαού».168
Με κεντρικά συνθήματα «Έξω οι βάσεις του θανάτου», «Όχι στους αμερικανικούς
εκβιασμούς», «Ναι στην εθνική ανεξαρτησία», «Όχι στα πυρηνικά όπλα», οι κάτοικοι της
πρωτεύουσας συμμετείχαν στο συλλαλητήριο της 3ης Μαρτίου στην πλατεία Συντάγματος.
Πολιτικές, συνδικαλιστικές, πολιτιστικές οργανώσεις, δήμοι και κοινότητες, σύλλογοι και
σωματεία, καλούσαν το λαό, με ανακοινώσεις και τηλεγραφήματα, να πάρει μέρος στην
εκδήλωση. Οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας πραγματοποιήθηκαν παρά τις άσχημες καιρικές
συνθήκες, καθώς οι διαδηλωτές επιδίωκαν να εκφράσουν, όπως οι ίδιοι δήλωναν, «τη λαχτάρα
τους για ειρήνη και εθνική ανεξαρτησία». Όλα αυτά την ίδια στιγμή που στο Φάληρο είχαν
αγκυροβολήσει τέσσερα καταδρομικά του Έκτου Αμερικανικού Στόλου. Χαρακτηριστική
του κλίματος που επικρατούσε στο συλλαλητήριο ήταν η ομιλία του προέδρου της ΕΔΥΕ
Άλκη Αργυριάδη: «…Η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται σε δύσκολες και επίπονες συνομιλίες με
τους Αμερικάνους για να φύγουν από τη χώρα μας οι ξένες βάσεις. Έχει σε αυτή της την προσπάθεια
ομόψυχα τη βοήθεια και τη συμπαράσταση του ελληνικού λαού. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που δεν θέλουν
να δουν πως το πρόβλημα των ξένων βάσεων είναι σήμερα το βασικό πρόβλημα εθνικής ανεξαρτησίας
στη χώρα μας. Και για την εθνική ανεξαρτησία δεν υπάρχουν ανταλλάγματα. Εμπρός λοιπόν όλοι
ενωμένοι να αντιπαραταχθούμε στους εκβιασμούς των Αμερικανών που υποθάλπουν τον τουρκικό
επεκτατισμό και τον χρησιμοποιούν σαν φόβητρο».169
Η εκδήλωση έκλεισε με ομιλία του προέδρου της ΚΕΑΔΕΑ Χρήστου
Μαρκόπουλου, ο οποίος, εξέφρασε την υποστήριξή του προς την κυβέρνηση: «Ο ελληνικός
λαός σήμερα γιορτάζει. Γιατί η σημερινή του κυβέρνηση εκφράζει τις επιθυμίες του. Και στέλνει
μήνυμα στον Πρωθυπουργό της χώρας πως σύσσωμος ο λαός βρίσκεται μαζί του στον εθνικό αγώνα
που διεξάγει. Για την απαλλαγή της χώρας από τα πυρηνικά όπλα. Για ένα τίμιο χρονοδιάγραμμα
απομάκρυνσης των αμερικανικών βάσεων. Κυβέρνηση και λαός θα νικήσουν στο δίκαιο αγώνα, για
εθνική ανεξαρτησία, ηρεμία, προκοπή».170
Στο ψήφισμα που εγκρίθηκε μετά το τέλος της συγκέντρωσης οι διαδηλωτές
αποφάσισαν: α) να καταγγείλουν στην παγκόσμια κοινή γνώμη τις πιέσεις και εκβιασμούς
που ασκούνται από την αμερικανική πλευρά σχετικά με το θέμα των βάσεων, με
αποκορύφωμα τις τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο και την πρόταση Reagan για

168 Βλ. «Συλλαλητήρια στην Αθήνα και άλλες 3 μεγάλες πόλεις για τις βάσεις», Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 9
Φεβρουαρίου 1983, σελ. 1.
169 Βλ. «Έξω οι βάσεις», Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 4 Μαρτίου 1983, σελ. 9.
170 Βλ. «Φωνή λαού», Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 4 Μαρτίου 1983, σελ. 1, 15.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 69 18/11/2008


διπλασιασμό της στρατιωτικής βοήθειας στην Άγκυρα, β) να απαιτήσουν την απομάκρυνση
των βάσεων από το ελληνικό έδαφος μέσα σε τακτό χρονικό διάστημα και γ) να ζητήσουν
από την κυβέρνηση να εμμείνει ανυποχώρητα στην επιδίωξη του παραπάνω αιτήματος. Σε
αυτή τη γραμμή η κυβέρνηση θα έχει την ομόψυχη υποστήριξη του ελληνικού λαού.171
Με την επιστροφή του Bartholomew στην Αθήνα, άρχισε και ο τελευταίος κύκλος
των συνομιλιών για το «πολιτικό πλαίσιο» της συμφωνίας για τις βάσεις. Ωστόσο, οι
διαπραγματεύσεις Ελλάδας – ΗΠΑ βρέθηκαν για μια ακόμα φορά σε αδιέξοδο. Αιτία ήταν
η άρνηση των Αμερικανών να δώσουν συγκεκριμένες απαντήσεις στα «ανταλλάγματα», σε
συνδυασμό με τη διατήρηση του 7 προς 10, αλλά και την αξίωσή τους να δεχτεί η Ελλάδα
σαν θεμελιακή αρχή του «πολιτικού πλαισίου» της συμφωνίας ότι «οι βάσεις εξυπηρετούν την
Ελλάδα, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ». Με αυτά τα δεδομένα, ο Ανδρέας Παπανδρέου απέκλεισε
το ενδεχόμενο της συνέχισης των συνομιλιών αν οι ΗΠΑ δεν μετέβαλαν τις θέσεις τους.
Επιπλέον, οι Αμερικανοί αρνούνταν να περιληφθεί ο όρος «απομάκρυνση» για τις βάσεις
στο πλαίσιο χρονοδιαγράμματος. Αρνούνταν, επίσης, να υπάρχει ελληνικός έλεγχος στις
εγκαταστάσεις ηλεκτρονικής παρακολούθησης των βάσεων προς την περιοχή της Μέσης
Ανατολής. Οι ΗΠΑ ήθελαν με τη στάση τους να υπογραμμίσουν την πρόθεση της
Ουάσιγκτον να μη δεσμευτεί στο 7 προς 10, σε μια εποχή που έχει αποφασιστεί η
σημαντική στρατιωτική ενίσχυση της Τουρκίας στα ανατολικά εδάφη της για τα επόμενα
χρόνια. Το ενδεχόμενο να δοθεί μεγαλύτερη στρατιωτική βοήθεια στην Ελλάδα εξηρτάτο
από το αν οι διαπραγματεύσεις για τις βάσεις θα ολοκληρώνονταν επιτυχώς.172
Μέσα σε αυτή την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, ο Ανδρέας Παπανδρέου σε ομιλία
του στη Λάρισα, αφού πρώτα επιβεβαίωσε ότι οι διαπραγματεύσεις για τις βάσεις
βρίσκονταν σε «αναστολή», επανέλαβε τις τρεις πάγιες ελληνικές θέσεις: α) οι αμερικανικές
βάσεις δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Ελλάδας και για αυτό η προσωρινή παραμονή
τους εξαρτάται από την αμυντική ενίσχυση της χώρας με τη διατήρηση της ισορροπίας στο
Αιγαίο στην αναλογία 7 προς 10, β) χρονοδιάγραμμα βραχείας παραμονής των βάσεων με
τακτή ημερομηνία λήξης της παρουσίας τους στο ελληνικό έδαφος και γ) έλεγχος των
δραστηριοτήτων των βάσεων, ώστε να μη στραφούν εναντίον φιλικών χωρών της Ελλάδας.
Ο πρωθυπουργός δήλωσε ακόμα ότι η ελληνική κυβέρνηση θα τερμάτιζε την παρουσία των
πυρηνικών κεφαλών στο ελληνικό έδαφος, δήλωση η οποία αποτέλεσε έμμεση απάντηση
στις ΗΠΑ για την ενόχληση που εκδήλωσαν από την επίσκεψη του Σοβιετικού

171 Βλ. Βλ. «Έξω οι βάσεις», Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 4 Μαρτίου 1983, σελ. 9.
172 Βλ. «Βάσεις: έσπασαν οι συνομιλίες», Ελευθεροτυπία, Σάββατο 12 Μαρτίου 1983, σελ. 1, 15.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 70 18/11/2008


πρωθυπουργού Nikolai Tihonov και τα σημεία του ελληνο–σοβιετικού κοινού
ανακοινωθέντος, που αναφέρονταν στα πυρηνικά όπλα και την ύφεση.173
Στο τελικό στάδιο για μια κατ’ αρχήν συμφωνία στο «πολιτικό πλαίσιο» για τις
βάσεις πέρασαν οι ελληνοαμερικανικές διαπραγματεύσεις. Όσον αφορά το θέμα των
ανταλλαγμάτων, για πρώτη φορά οι Αμερικανοί παρουσίασαν μια πρόταση για 500 – 600
εκατομμύρια δολάρια. Η πρόταση αυτή επέτρεψε τη συνέχιση του διαλόγου. Ωστόσο, η
ατμόσφαιρα στις συνομιλίες δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή, από τότε που η αμερικανική
κυβέρνηση πρότεινε τον διπλασιασμό της βοήθειας προς την Τουρκία. Επίσης, μετά την
επίσκεψη του Σοβιετικού πρωθυπουργού Tihonov στην Ελλάδα, η Αμερική κατηγόρησε
την Ελλάδα ότι ευνοεί προτάσεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας, για συνθήκη μη επιθέσεως
με το ΝΑΤΟ και τη δημιουργία αποπυρηνικοποιημένων ζωνών.174
Παρατηρώντας τις εξελίξεις, ο Ανδρέας Παπανδρέου στο μήνυμά του προς τον
ελληνικό λαό, κατέστησε σαφές ότι η συνέχιση των διαπραγματεύσεων για τις βάσεις δεν
έχει νόημα εφόσον οι ΗΠΑ αρνούνται να δεχθούν δύο όρους που για την Ελλάδα
αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις συνέχισης του διαλόγου: ο χρόνος διάρκειας της
συμφωνίας με καταληκτική ημερομηνία και η συμβατική δέσμευση των Αμερικανών για την
ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή.175 Τόνισε, επίσης, ότι πρόκειται «να τιμήσει το
συμβόλαιο του ΠΑΣΟΚ με το ΛΑΟ για την απομάκρυνση των βάσεων». Το μήνυμα του
πρωθυπουργού, όπως μεταδόθηκε τηλεοπτικά, έχει ως εξής: «…Έχω χρέος να σας
πληροφορήσω ότι ο αρμόδιος εκπρόσωπος της Αμερικανικής Κυβέρνησης δεν φαίνεται να αποδέχεται
ούτε το χρονοδιάγραμμα αλλά ούτε και την εξασφάλιση στρατιωτικής ισορροπίας στο Αιγαίο. Για αυτό
δεν έχει νόημα η συνέχιση των διαπραγματεύσεων…Όπως έχουμε δηλώσει, οι βάσεις για το χρόνο
που θα παραμείνουν στη χώρα μας, δεν μπορούν να αποτελούν ανεξέλεγκτο ορμητήριο για επεμβάσεις
σε άλλες χώρες με τις οποίες η Ελλάδα διατηρεί φιλικές σχέσεις. Και πρέπει να είναι αναφαίρετο το
δικαίωμα της Ελληνικής Κυβέρνησης να αναστέλλει μερικά ή συνολικά τις δραστηριότητες των
αμερικανικών βάσεων, όταν το επιβάλουν τα ζωτικά συμφέροντα του έθνους…».176
Αμέσως μετά το μήνυμα του πρωθυπουργού, ο λαός κατέκλυσε τους δρόμους της
Αθήνας και των επαρχιακών πόλεων, θέλοντας να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του απέναντι
στην πολιτική των ΗΠΑ και να επικροτήσει με τον τρόπο αυτό τη στάση της κυβέρνησης

173 Βλ. «3 όροι στις ΗΠΑ», Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 14 Μαρτίου 1983, σελ. 1, 15.
174Βλ. «Βάσεις: Σημαντική ανακοίνωση ίσως μέσα στην εβδομάδα», Ελευθεροτυπία, Τρίτη 22 Μαρτίου 1983,
σελ. 16.
175 Βλ. «Τελεσίγραφο στον Ρήγκαν», Ελευθεροτυπία, Τρίτη 26 Απριλίου 1983, σελ. 1, 15.
176 Βλ. «Το μήνυμα για τις βάσεις», Ελευθεροτυπία, Τρίτη 26 Απριλίου 1983, σελ. 8.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 71 18/11/2008


στις πρόσφατες εξελίξεις. Ο κόσμος φώναξε συνθήματα κατά της παραμονής των
αμερικανικών βάσεων: «Έξω οι βάσεις του θανάτου», «Όχι στα όπλα τα πυρηνικά, θέλουμε να
ζούμε ειρηνικά», «Έξω τώρα οι Αμερικάνοι», «Όχι στους Pershing και τους Cruise».177 Η
υποστήριξη της εθνικής ανεξαρτησίας που ενίσχυαν οι κυβερνητικοί χειρισμοί βρήκε
σύμφωνο το λαό, ο οποίος έσπευσε να διαδηλώσει τη συμπαράστασή του με λαϊκές
κινητοποιήσεις σε όλη τη χώρα.178 Φυσικά δεν έλειψε και ο αντίλογος, ωστόσο υπήρχε
γενική συμφωνία με το ιδεολογικό νόημα της απομάκρυνσης των βάσεων. Χαρακτηριστικές
ήταν οι δηλώσεις των απλών πολιτών, όπως του κ. Ζωγραφίδη: «Αόριστο μου φάνηκε το
μήνυμα του Ανδρέα. Προσωπικά περίμενα περισσότερες εξηγήσεις για την κατάσταση αυτή. Εγώ τον
ψήφισα τον Ανδρέα και θα τον ξαναψηφίσω. Πως θα καταφέρουμε όμως να διώξουμε τις βάσεις από
τη χώρα μας…». Ο κ. Καλογερόπουλος έσπευσε να τονίσει: «Επιτέλους βρέθηκε ένας Έλληνας
πρωθυπουργός να τα βάζει όχι μόνο με την Αμερική, αλλά με όποιον καταφέρεται εναντίον της
Ελλάδας. Τόσα χρόνια έλειπε ένας τέτοιος ηγέτης από τη χώρα μας». Ο κ. Αγγέλης δήλωσε:
«Πολύ σωστή ενέργεια. Δυναμική η απάντηση του Ανδρέα. Και οι δύο όροι που υπέβαλε είναι πολύ
λογικοί και πιστεύω ότι και τα αποτελέσματα θα είναι αυτά που περιμένει η Ελλάδα».179
Στη μεγαλύτερη ένταση των τελευταίων μηνών πέρασαν οι ελληνοαμερικανικές
σχέσεις, ύστερα από παραβάσεις και παραβιάσεις του εναέριου χώρου του Αιγαίου από
αεροσκάφη των ΗΠΑ, τη στιγμή που η συνέχιση των διαπραγματεύσεων για τις βάσεις
κρεμόταν από μια κλωστή. Ο Υφυπουργός Εξωτερικών Γιάννης Καψής διαβίβασε στον
πρέσβη των ΗΠΑ Monteagle Stearns την έντονη διαμαρτυρία της κυβέρνησης για τις
παραβιάσεις του ελληνικού FIR και του ελληνικού εναέριου χώρου στα πλαίσια της νατοϊκής
άσκησης “Distant Drum”, τονίζοντάς του ότι τα επεισόδια αυτά αποτελούν πρόκληση κατά
της Ελλάδας, γιατί παραβιάζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας και ότι τέτοιες
ενέργειες δημιουργούν δυσάρεστο κλίμα που δυσχεραίνει την επίλυση των προβλημάτων
στις σχέσεις των δύο χωρών. Η πρεσβεία των ΗΠΑ, με ανακοίνωσή της, γνωστοποίησε την
απόρριψη της ελληνικής διαμαρτυρίας, δηλώνοντας ότι οι πτήσεις των αεροσκαφών έγιναν
κατά τις συνήθεις διαδικασίες που ακολουθούν τα αμερικανικά στρατιωτικά αεροπλάνα και
ότι οι ΗΠΑ δεν είναι υποχρεωμένες να υποβάλουν σχέδια πτήσεως για στρατιωτικά
αεροπλάνα κατά τις ασκήσεις του ΝΑΤΟ.180

177 Βλ. «Και ο λαός είπε όχι στις βάσεις», Ελευθεροτυπία, Τρίτη 26 Απριλίου 1983, σελ. 8.
178 Βλ. «Όλοι στο Σύνταγμα, η Αθήνα στο πόδι για τις βάσεις», Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 28 Απριλίου 1983, σελ.
1, 8.
179 Βλ. «Ομοψυχία στη βάση», Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 27 Απριλίου 1983, σελ. 7.
180 Βλ. «Πρόκληση ΗΠΑ στο Αιγαίο», Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 27 Μαΐου 1983, σελ. 1, 15.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 72 18/11/2008


Ενώ συνεχίζονταν οι διαδοχικές συναντήσεις μεταξύ των ειδικών διαπραγματευτών,
φάνηκε πως είχε έρθει η στιγμή που ο «μαραθώνιος» των ελληνοαμερικανικών συνομιλιών
πλησίαζε προς το τέλος του. Μετά την επίδοση από τον Γιάννη Καψή στον Bartholomew
της «συνολικής ελληνικής πρότασης» για συμφωνία, ο Αμερικανός διαπραγματευτής
αναχώρησε για τις ΗΠΑ προκειμένου να πάρει νέες οδηγίες σχετικά με τους δύο όρους
όπου παρουσιάζονταν σοβαρές διαφωνίες: Πρώτον, στη διατύπωση της φιλοσοφίας του
«πολιτικού πλαισίου», όπου οι ΗΠΑ αρνούνταν να γίνει δεκτό ότι οι βάσεις εξυπηρετούσαν
μόνο τα συμφέροντά τους και ζητούσαν να τεθεί θέμα στα πλαίσια του «αμοιβαίου
συμφέροντος στα πλαίσια της Ατλαντικής Συμμαχίας» και, δεύτερον, στο χρονοδιάγραμμα,
όπου οι ΗΠΑ είχαν αντιρρήσεις στη διατύπωση που αφορούσε στις διαδικασίες
απομάκρυνσης των βάσεων. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και το θέμα της ετεροδικίας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, από την πλευρά του, κάλεσε τις ΗΠΑ να
αποκαταστήσουν την πραγματική ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και να εννοήσουν ότι η
συμφωνία είναι συμφωνία για την απομάκρυνση των βάσεων και όχι για την παραμονή τους.
Ο πρωθυπουργός επανέλαβε τη βασική θέση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ότι επιδιώκεται
συνεννόηση με τις ΗΠΑ, διαφορετικά, τόνισε ότι η Ελλάδα θα προχωρήσει σε μονομερή
ενέργεια (δηλαδή καταγγελία της συμφωνίας του 1953) πράγμα που, όπως είπε, «δυνάμεθα να
το πράξουμε». Στη συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία είπε μεταξύ άλλων:
«…Τα βασικά σημεία όπου προέκυψαν οι διαφωνίες αφορούν: Πρώτον, στο θέμα του συσχετισμού
δυνάμεων στο Αιγαίο. Το θέμα αυτό είναι για την Ελλάδα και για το λαό μας κρίσιμο θέμα, δεν είναι
δυνατόν να φιλοξενεί η χώρα μας ξένες βάσεις όταν στοιχειωδώς δεν προβλέπεται κάποια ενίσχυση της
εθνικής μας άμυνας…Και δεν ζητούμε πολιτικές εγγυήσεις διότι δεν προτιθέμεθα να είμαστε
δορυφόροι όποιας δύναμης είτε είναι υπερδύναμη είτε δεν είναι. Το δεύτερο θέμα έχει σχέση με τη
διάρκεια. Έχει επαναληφθεί 100 φορές ότι η συμφωνία είναι συμφωνία για την απομάκρυνση των
βάσεων και όχι για την παραμονή τους. Αυτά τα δύο θέματα είναι τα κύρια. Υπάρχουν και άλλα, όπως
π. χ. το θέμα της πρόσβασης των ελληνικών αρχών και του ελέγχου των βάσεων, πράγμα που έχει για
μας ιδιαίτερη σημασία, γιατί δεν θέλουμε να θέσουμε υπό αμφισβήτηση τις θετικές σχέσεις που έχουμε
τόσο με τις βαλκανικές χώρες, όσο και με τις χώρες της Μεσογείου και τις χώρες της Μέσης
Ανατολής. Δεν μπορούμε να είμαστε αντιφατικοί στην εξωτερική πολιτική που χαράζουμε, στους
μεγάλους στόχους που έχουμε διαμορφώσει για την εθνική ανεξαρτησία. Γνωρίζουμε πάντως ότι η
Αμερική είναι μια μεγάλη δύναμη και ότι έχει στρατηγικά συμφέροντα μεγάλης σημασίας στην περιοχή.
Επομένως, δεν επιδιώκουμε αντιπαράθεση…».181

181 Βλ. Συνέντευξη Ανδρέα: «Εξαντλήθηκε η υπομονή μας», Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 20 Ιουνίου 1983, σελ. 1,
15.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 73 18/11/2008


4. 3. Η υπογραφή της συμφωνίας
Μετά από ένα μήνα επιφανειακής αδράνειας, το θέμα των βάσεων εισήλθε στην
τελική του φάση. Με την επιστροφή του Bartholomew από την Ουάσιγκτον, εξετάστηκαν
όλα τα εκκρεμή σημεία της συμφωνίας σε συνάντηση που είχε με τον Γιάννη Καψή. Τελικά,
μετά από διαπραγματεύσεις και συνομιλίες όλο αυτό το διάστημα των 9 μηνών, η συμφωνία
για τις αμερικανικές βάσεις υπεγράφη στις 15 Ιουλίου 1983. Ο Ανδρέας Παπανδρέου
χαρακτήρισε «ιστορικό βήμα» στην κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας μας τη
μονογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας – ΗΠΑ, με την οποία καλύπτονταν 7 καίρια
ελληνικά αιτήματα. Ο πρωθυπουργός κατέστησε σαφές ότι δεν θα υπήρχε κανένα «μυστικό
πρωτόκολλο» στη συμφωνία και ανέφερε ότι όλα τα παραρτήματα για τη λειτουργία κάθε
βάσης θα δίνονταν στη δημοσιότητα. Την ικανοποίησή του εξέφρασε και ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής. Επιδοκιμαστικά ήταν, επίσης, τα σχόλια της
πλειοψηφίας του πολιτικού κόσμου, με εξαίρεση το ΚΚΕ που αντέδρασε έντονα και ζήτησε
την κινητοποίηση της λαϊκής βάσης του κόμματος. Την ικανοποίηση τους για τη μονογραφή
της συμφωνίας εξέφρασαν και οι Αμερικανοί, τόσο με ανακοίνωση του State Department,
όσο και με δηλώσεις του επιτετραμμένου της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα Alan
Berlind.182
Τα επτά κύρια σημεία της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας είχαν ως εξής:183
1. Η συμφωνία έχει πενταετή διάρκεια που θα δοθεί σε εφαρμογή το αργότερο μέχρι
το τέλος Δεκεμβρίου 1983. Μετά τη λήξη της πενταετίας αρχίζει η απομάκρυνση
των βάσεων που θα διαρκέσει έως 17 μήνες.
2. Η συμφωνία αποσυνδέθηκε τελείως από την αντίληψη ότι οι βάσεις εξυπηρετούν το
ΝΑΤΟ ή ότι εξυπηρετούν τα αμοιβαία αμυντικά συμφέροντα Ελλάδας – ΗΠΑ.
Έτσι είναι δυνατή η καταγγελία της σύμβασης.
3. Στη συμφωνία οι ΗΠΑ δεσμεύονται ότι οι δραστηριότητες των βάσεων είναι μόνο
αμυντικές. Έτσι αποκλείεται το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθούν εναντίον φιλικών
προς την Ελλάδα χωρών σε περίπτωση κρίσης στη Μέση Ανατολή.
4. Η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να επιβάλει οποιοδήποτε περιοριστικό μέτρο ή
αναστολή στις λειτουργίες των βάσεων όποτε κρίνει ότι υπάρχει για αυτό έκτακτη
εθνική ανάγκη.
5. Στο θέμα των οικονομικών ανταλλαγμάτων, ο ΗΠΑ δεσμεύονται συμβατικά στο
κείμενο για «βοήθεια» τέτοια ώστε να τηρείται η ισορροπία στρατιωτικής ισχύος

182 Βλ. «Ικανοποίηση των ΗΠΑ», Ελευθεροτυπία, Σάββατο 16 Ιουλίου 1983, σελ. 1.
183 Βλ. «Τα 7 καίρια σημεία της συμφωνίας», Ελευθεροτυπία, Σάββατο 16 Ιουλίου 1983, σελ. 1, 14.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 74 18/11/2008


στην περιοχή. Αν οι ΗΠΑ δεν τηρήσουν αυτή τη συμβατική υποχρέωση, η Ελλάδα
έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη συμφωνία. Η δέσμευση των ΗΠΑ για την
τήρηση της αναλογίας 7 προς 10 (τροπολογία Mc Govern) θα γίνει με δύο
επιστολές που θα ανταλλαγούν μεταξύ των δύο κυβερνήσεων.
6. Η ετεροδικία που ίσχυε με τη συμφωνία του 1956 καταργείται οριστικά και ισχύει
πλέον καθεστώς παραπλήσιο με αυτό που ισχύει και για τις χώρες – μέλη του
ΝΑΤΟ.
7. Στη συμφωνία οι ΗΠΑ κάνουν μια «δήλωση πρόθεσης» να προχωρήσουν σε αγορά
υλικών από την Ελληνική Πολεμική Βιομηχανία που θα επιδράσει ευνοϊκά στο
ισοζύγιο πληρωμών της χώρας.
Τη μονογραφή της συμφωνίας ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους ο Ανδρέας
Παπανδρέου. Είπε συγκεκριμένα: «Ακριβώς μετά τα μεσάνυχτα, δηλαδή την 15η Ιουλίου,
μονογραφήθηκε η συμφωνία για τις βάσεις μεταξύ της Ελλάδας και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Πρέπει να πω ότι αισθάνομαι ιδιαίτερη υπερηφάνεια για το γεγονός ότι μια συμφωνία αμυντικής
συνεργασίας μεταξύ των ΗΠΑ και της Ελλάδας εκφράζει για πρώτη φορά την ισοτιμία της χώρας
μας και αποτελεί δείγμα ότι έχει κατακτηθεί σε μεγάλο βαθμό η εθνική μας ανεξαρτησία. Με την
υπογραφή της συμφωνίας αυτής, εκπληρώνονται βασικοί προγραμματικοί στόχοι της κυβέρνησης του
ΠΑΣΟΚ. Τηρούμε, δηλαδή, το συμβόλαιο τιμής με τον ελληνικό λαό. Εξυπηρετούνται – πιστεύουμε
– ταυτόχρονα, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, κρίσιμα εθνικά μας συμφέροντα.(…) Πριν απ’ όλα,
θέλω να τονίσω ότι η συμφωνία που μονογραφήσαμε είναι πενταετούς διάρκειας και θα τεθεί σε
εφαρμογή το αργότερο μέχρι την 30η Δεκέμβρη του 1983…Αυτό σημαίνει ότι η συμφωνία εκπνέει
στις 30 Δεκέμβρη του 1988, το αργότερο. Έχει, δηλαδή, καταληκτική ημερομηνία, χρονοδιάγραμμα
απομάκρυνσης των βάσεων και όχι παραμονής τους. Αυτός ήταν και ο κυρίαρχος στόχος των
διαπραγματεύσεών μας και βασικός αντικειμενικός σκοπός της κυβέρνησής μας…»184
Η συμφωνία του 1983 ρύθμιζε το καθεστώς των τεσσάρων κύριων αμερικανικών
βάσεων και των «κομβικών σταθμών επικοινωνιών». Οι τέσσερις κύριες βάσεις ήταν:185
1. Το αεροναυτικό συγκρότημα στον κόλπο της Σούδας. Η σημαντικότερη βάση για
του Αμερικανούς. Το λιμάνι της Σούδας ήταν φυσικό και χωρούσε ολόκληρο

184 Βλ. «Ελληνικός ο έλεγχος στις δραστηριότητες των βάσεων», Ελευθεροτυπία, Σάββατο 16 Ιουλίου 1983,
σελ. 3.
185 Βλ. ‘Όλα όσα πρέπει να ξέρετε για τις βάσεις…, ό. π., σελ. 64-66. Από τις διαπραγματεύσεις εξαιρέθηκαν οι
καθαρώς νατοϊκές εγκαταστάσεις: Πεδίο Βολής Χανίων, Πεδίο Βολής Τυμπακίου, Σταθμός Δικτύου
Αεράμυνας, Κομβικοί Σταθμοί Επικοινωνιών Συμμαχικής Διοίκησης Ευρώπης, ανεφοδιαστικές εγκαταστάσεις
Κάβου Σίδερου και Δράπανου Κρήτης. Βλ. Κώστας Μαρδάς, Η Ελλάδα στα δίχτυα των βάσεων…, ό. π., σελ.
333.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 75 18/11/2008


σχεδόν τον Έκτο Στόλο. Διέθετε μια προκυμαία που μπορούσε να εξυπηρετήσει
φορτηγά πλοία και μικρά πολεμικά. Υπήρχε ακόμη και ένα εξαιρετικό αεροδρόμιο
που χρησιμοποιείτο για αεροναυτικές περιπολίες και μεταφορές.
2. Η βάση του Ηρακλείου. Αποτελείτο από δύο τμήματα: το αεροδρόμιο και το
σταθμό ηλεκτρονικής παρακολούθησης στις Γούρνες, με σταθμό εκπομπής στο
Χάνι Κοκκίνη. Ο σταθμός αυτός ήταν ο σπουδαιότερος για τις ΗΠΑ στην
Ανατολική Μεσόγειο, από όπου παρακολουθούσαν τις επικοινωνίες και τις κινήσεις
του σοβιετικού στόλου.
3. Η αεροπορική βάση του Ελληνικού. Σημαντικός κόμβος για τις αεροπορικές
μεταφορές και τις αερομεταφερόμενες στρατιωτικές μονάδες. Η βάση αποτελούσε
το Αρχηγείο των αμερικανικών αεροπορικών βάσεων στην Ελλάδα.
4. Το συγκρότημα ναυτικών επικοινωνιών Νέας Μάκρης. Διέθετε τις μεγαλύτερες
εγκαταστάσεις επικοινωνιών στην Ελλάδα και εξυπηρετούσε τον Έκτο Στόλο. Μαζί
με τις εγκαταστάσεις στο Κάτω Σούλι, αποτελούσε τμήμα του παγκόσμιου
αμυντικού συστήματος επικοινωνιών των ΗΠΑ.
Οι κομβικοί σταθμοί επικοινωνιών του συστήματος DCS (Defense
Communications System) βρίσκονταν: α) στο βουνό Πατέρας στα Μέγαρα, β) στην
Πάρνηθα, γ) στο βουνό Εδερί (Σίδερο) στη Βορειοανατολική Κρήτη, δ) στην Εγκλουβή
της Λευκάδας και ε) στον Χορτιάτη της Θεσσαλονίκης.
Λίγες ώρες μετά τη μονογραφή της συμφωνίας για τις αμερικανικές βάσεις,
οργανώθηκε πορεία διαμαρτυρίας στην πρωτεύουσα με αίτημα και σύνθημα: «Αυτή η
συμφωνία να μην υπογραφεί, να φύγουν οι βάσεις και οι Αμερικανοί». Οι συγκεντρωμένοι
συμφωνούσαν στο ότι: «οι όροι της συμφωνίας αυτής που μέχρι τώρα ανακοινώθηκαν, δεν
ανταποκρίνονται στις επαγγελίες της κυβέρνησης για απομάκρυνση των βάσεων και στον πανελλήνιο
πόθο για εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία, χωρίς τους περιορισμούς της ξένης στρατιωτικής
παρουσίας, για μια Ελλάδα χωρίς μειώσεις, ετεροδικίες και ξένες εστίες προκλήσεων, κατασκοπίας και
υπονόμευσης της εθνικής μας άμυνας και της ειρήνης στην περιοχή».186 Ωστόσο, στους επόμενους
μήνες ολοκληρώθηκε η συζήτηση για όλα τα τεχνικής φύσης θέματα που δεν
περιλαμβάνονταν στο «πολιτικό πλαίσιο» και στις 8 Νοεμβρίου του 1983 το Κοινοβούλιο
επικύρωσε ολόκληρο το κείμενο της συμφωνίας Ελλάδας – ΗΠΑ.

186 Βλ. Γιάννης Γκίνης, «Ειρηνικό «όχι» στις βάσεις», Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 27 Ιουλίου 1983, σελ. 10.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 76 18/11/2008


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο: ΤΟ ΠΑΣΟΚ ΩΣ ΛΑΪΚΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ

Στα δύο προηγούμενα κεφάλαια παρακολουθήσαμε τον τρόπο με τον οποίο


αρθρώνεται η σχέση του εθνικού με το λαϊκό στοιχείο μέσα από δύο χαρακτηριστικά
παραδείγματα, της διεθνούς έκθεσης αρχαίων μνημείων και των διαπραγματεύσεων για τις
αμερικανικές βάσεις. Παρατηρήσαμε, επίσης, και τον τρόπο με τον οποίο το ΠΑΣΟΚ
ανέδειξε και διαχειρίστηκε τη σχέση αυτή. Στο κεφάλαιο που ακολουθεί θα επιχειρήσουμε
να αποδείξουμε τον αρχικό μας ισχυρισμό, ότι δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, στην περίοδο που
εξετάζουμε, ήταν ένα κόμμα με εθνικο – λαϊκιστική ταυτότητα και ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου
πλησίαζε τον ιδεότυπο του λαϊκιστή ηγέτη περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο πολιτικό
στην Ελλάδα, χρησιμοποιώντας τα πάθη και τα συναισθήματα του λαού προς όφελος του
κόμματός του. Για να στηρίξουμε την άποψη αυτή, ότι δηλαδή η συνολική δομή του
ΠΑΣΟΚ εμφάνιζε εθνικο – λαϊκιστικά χαρακτηριστικά, θα προχωρήσουμε στην ανάλυση
των δύο παραπάνω περιπτώσεων, σε αντιστοιχία με το θεωρητικό πλαίσιο του λαϊκισμού.
Στόχος αυτής της διαδικασίας είναι να ερευνήσουμε πως το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησε το
λαϊκισμό με στόχο την πολιτική κινητοποίηση των μαζών.

5. 1. Το παράδειγμα της διεθνούς έκθεσης αρχαίων μνημείων


Η ρητορεία του Ανδρέα Παπανδρέου σε όλη την αντιπολιτευτική περίοδο βρήκε
πρακτική εφαρμογή σε ορισμένα «πατριωτικά και εθνικά προβλήματα» που βρίσκονταν σε
έξαρση και οπωσδήποτε άσκησαν μια ιδιαίτερη συγκινησιακή επίδραση στο λαό. Ένα από
αυτά τα «εθνικά προβλήματα», ή τουλάχιστον έτσι επιδίωξε να το παρουσιάσει το ΠΑΣΟΚ,
ήταν η υπόθεση εξαγωγής ορισμένων από τα αρχαία μνημεία της χώρας στο πλαίσιο της
διεθνούς έκθεσης που θα διεξαγόταν στις ΗΠΑ τον Μάρτιο του 1979. Στην ενότητα αυτή
θα εξετάσουμε πως ο Ανδρέας Παπανδρέου χρησιμοποίησε στο λόγο του τον λαϊκισμό και
εκμεταλλεύτηκε επιδέξια την υπόθεση εξαγωγής των αρχαιοτήτων από το Ηράκλειο
Κρήτης, παρουσιάζοντάς την ως πρόβλημα που αφορούσε το έθνος και την πατρίδα.
Δηλαδή, στην περίοδο αυτή το ΠΑΣΟΚ επικεντρώνεται σε ένα «εθνικο – λαϊκό» μήνυμα,
που χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός εθνικής και λαϊκής κινητοποίησης, για να εγκαθιδρύσει μια
νέα μορφή πολιτικής και ιδεολογικής ηγεμονίας μέσα στον πολιτικό ανταγωνισμό. Ας
εξετάσουμε προσεκτικότερα την επιχειρηματολογία του Ανδρέα Παπανδρέου:
Η αντίδραση του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξαγωγή των αρχαίων μνημείων ήταν
άμεση. Η συμπαράστασή του στους κατοίκους του Ηρακλείου Κρήτης, που αντιστέκονταν

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 77 18/11/2008


στην «αρπαγή» των μνημείων, όπως τη χαρακτήριζαν, ήταν καταλυτική. Εμφανίστηκε ως
μεσσίας, ως σωτήρας για να προσφέρει τη βοήθειά του στη δύσκολη στιγμή. Έσπευσε κοντά
στο λαό ακριβώς τη στιγμή που εκείνος χρειαζόταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά τον
ηγέτη του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η εικόνα του να αποκτήσει μια μυθική αύρα.
Ταυτόχρονα, όμως, ήταν οικείος και προσηνής. Παρουσιάστηκε ως η «φωνή» της σιωπηλής
πλειοψηφίας των απλών κατοίκων του Ηρακλείου που η κυβέρνηση Καραμανλή είχε
παραγκωνίσει από την άσκηση της εξουσίας, ως ο «αμόλυντος» παρατηρητής του
διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος. Εμφανίστηκε ως συμπάσχων στα ίδια δεινά,
προδομένος όπως ο λαός του Ηρακλείου. Από την πρώτη στιγμή ο Παπανδρέου έδειξε ότι
θα αγωνιστεί στο πλευρό των κατοίκων για να αποτρέψουν μαζί την εξαγωγή των
αρχαιοτήτων από το μουσείο. Είναι σαφές ότι τα γεγονότα του Ηρακλείου αποτέλεσαν το
πρόσφορο έδαφος για να εμφανιστεί ο Ανδρέας Παπανδρέου ως χαρισματικός ηγέτης.
Έτσι περνάμε στο δεύτερο λαϊκιστικό γνώρισμα που είναι η έκκληση στο λαό. Στον
πολιτικό λόγο του Ανδρέα Παπανδρέου ο λαός παρουσιάστηκε ενοποιημένος και εσωτερικά
αδιαφοροποίητος. Με μια προσωπική πολιτική έκκληση, ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ κάλεσε το
λαό του Ηρακλείου να κινητοποιηθεί και να συνταχθεί με τον αγώνα για την υπεράσπιση της
εθνικής ταυτότητας και της πολιτιστικής του κληρονομιάς. Ο Ανδρέας Παπανδρέου
εισήγαγε επιδέξια το στοιχείο του λαϊκού ελέγχου, δηλαδή μια ριζοσπαστική αντίληψη για
τη θέση και το ρόλο του λαού, ο οποίος έπρεπε να εκδηλώνει την παρουσία του μέσα από
την άσκηση ελέγχου σε αυτούς που τον εκπροσωπούσαν. Χαρακτηριστικό είναι το
απόσπασμα: «Λύσεις στο αδιέξοδο έχουν προταθεί από τους εκπροσώπους του Κρητικού λαού, τις
οποίες η κυβέρνηση πρέπει να συζητήσει και να εξετάσει με την οφειλόμενη προσοχή. Ο λαός του
Ηρακλείου πρέπει να αισθάνεται μεγάλη ικανοποίηση, γιατί έδωσε τη μεγάλη μάχη για την προστασία
της πολιτιστικής του κληρονομιάς και δικαιώθηκε».
Ένα τρίτο στοιχείο που προδίδει τα λαϊκιστικά χαρακτηριστικά στο λόγο του
Ανδρέα Παπανδρέου είναι η επίκληση στο συναίσθημα. Ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ
εκμεταλλεύτηκε την οργή και το φόβο των κατοίκων του Ηρακλείου να μην απομακρυνθούν
οι αρχαιότητες από το μουσείο της πόλης, καταφεύγοντας συστηματικά σε δημαγωγικού
τύπου κλισέ και κυρίως δείχνοντας την πρόθεσή του να υπερασπιστεί την εθνική ταυτότητα,
την ελληνική κουλτούρα, τη λαϊκή ψυχή, για τις οποίες κατάφερε να πείσει τους κατοίκους
του Ηρακλείου ότι απειλούνται. Ο Παπανδρέου έκανε λόγο για υφαρπαγή των θησαυρών
μας και σφετερισμό της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Στοχεύοντας στο συναίσθημα του
λαού, χρησιμοποίησε εκφράσεις που παρέπεμπαν ακόμα και στη θρησκεία. Για παράδειγμα,
η εξαγωγή των αρχαιολογικών θησαυρών χαρακτηρίστηκε «ανόσια», ενώ οι αρχαιότητες

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 78 18/11/2008


εμφανίστηκαν ως «ιερό και αθάνατο κομμάτι από τη ζωή και τη δράση του λαού μας στους
αιώνες». Αξιοποιώντας την οργή των κατοίκων, που προκλήθηκε εξαιτίας του ατυχήματος
κατά τη διάρκεια της συσκευασίας ενός αγγείου, μίλησε για λαϊκή κυριαρχία, για την
ελευθερία του λαού να αποφασίσει μόνος του για την κληρονομιά των προγόνων του.
Ένα ακόμα λαϊκιστικό στοιχείο που υιοθέτησε ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν η
πολεμική ρητορική. Ένας πολεμικός λόγος ενάντια στο «κατεστημένο». Ο πολεμικός λόγος
είχε ως στόχο τη θέσμιση του ανταγωνισμού μεταξύ του λαού και του εχθρού του, δηλαδή
όσων επιδιώκουν να του υφαρπάξουν την πολιτιστική του κληρονομιά. Η αντίθεση αυτή
εκφράστηκε με μανιχαϊστικά σχήματα (π.χ. ο καλός λαός έναντι των κακών που θέλουν να
πάρουν τα αρχαία). Ο εχθρός δαιμονοποιήθηκε και παρουσιάστηκε ως απειλητικός και
μιασματικός, ενώ αντίθετα ο λαός, στο λόγο του Παπανδρέου, εμφανίστηκε ως η ενσάρκωση
της αγνότητας, που απειλείται η εθνική του ταυτότητα. Η σύλληψη του Δημάρχου και των
Δημοτικών Συμβούλων του Ηρακλείου ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία για τον ηγέτη του
ΠΑΣΟΚ να στηλιτεύσει την κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας πολεμική ρητορική, και να
τονίσει την ποιοτική διαφορά μεταξύ του λαϊκού αγώνα για την προστασία της πολιτιστικής
κληρονομιάς και της αντίδρασης του «αστυνομικού κράτους της Δεξιάς». Συνέχισε
καταγγέλοντας την «πολύχρονη μονοκρατορία της Δεξιάς» ως εθνικά απαράδεκτη. Μάλιστα,
ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ δέχτηκε να καταθέσει στη δίκη που θα γινόταν για τη σύλληψη των
τοπικών αρχόντων, θέλοντας να δείξει ότι βρισκόταν στο πλευρό του λαού όταν τον
χρειαζόταν, εμφανιζόμενος σαν προστάτης των αδυνάτων.
Η επίθεση του ΠΑΣΟΚ δεν στάθηκε μόνο στο ζήτημα της πολιτιστικής
κληρονομιάς. Επιχείρησε να αναδείξει μια βαθύτερη διάσταση της υπόθεσης, η οποία
αφορούσε την εθνική ταυτότητα του λαού που θεωρείτο ότι βρισκόταν υπό απειλή. Το
κόμμα ισχυριζόταν ότι πίσω από την απόφαση για φυγάδευση των αρχαίων, που πάρθηκε
παρά την αντίδραση του κυρίαρχου λαού, υποκρύπτονταν ευρύτεροι στόχοι για το μέλλον
της πατρίδας. Ίσως έτσι δοκιμαζόταν, κατά τη γνώμη της ηγεσίας του κόμματος, η
αντίσταση του λαού σε περίπτωση που κύκλοι θα θελήσουν «να επιβάλουν τα σκοτεινά τους
σχέδια και να πλήξουν καίρια την εθνική μας ανεξαρτησία». Αυτό το μήνυμα με τον άμεσο
συγκινησιακό τρόπο μετάδοσής του στις μάζες ήταν φυσικό να βρει απήχηση. Το γεγονός
ότι η έκθεση διεξαγόταν συμπτωματικά στις Ηνωμένες Πολιτείες έδωσε μια πολύ καλή
αφορμή στον Ανδρέα Παπανδρέου να εκμεταλλευτεί τα αντιαμερικανικά αισθήματα που
ήταν έντονα ακόμα τη συγκεκριμένη περίοδο και να δείξει ότι τα όσα «προειδοποιούσε»
περί εθνικής ανεξαρτησίας και διασφάλισης της εθνικής ταυτότητας, τώρα επαληθεύονται.
Χρησιμοποίησε ένα πολιτιστικό γεγονός και με την ανάλογη εθνικολαϊκιστική ρητορεία το

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 79 18/11/2008


πρόβαλε ως εθνικό ζήτημα. Τελικά, όταν η εξαγωγή των αρχαιοτήτων ματαιώθηκε λόγω της
λαϊκής αντίδρασης και των συλλαλητηρίων που διοργανώθηκαν, ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ
μίλησε για την παραδειγματική ενότητα και ομοψυχία που χαρακτήρισε το λαό σε αυτή την
περίπτωση, παραπέμποντας ίσως έμμεσα στην Εθνική Λαϊκή Ενότητα, το σχήμα στο λόγο
του Παπανδρέου που αποτελούσε την έκφραση του πασοκικού λαϊκισμού και το κοινωνικό
υποκείμενο της εθνικής ανεξαρτησίας.
Η συγκεκριμένη ρητορική του ΠΑΣΟΚ σε αυτή την υπόθεση καλύπτει όλα τα
χαρακτηριστικά της εθνικολαϊκιστικής ταυτότητας, δηλαδή την πολιτική έκκληση στο λαό
για πραγματική αλλαγή, την υπεράσπιση της θεωρούμενης υπό απειλή «εθνικής ταυτότητας»,
τη συστηματική εκμετάλλευση συλλογικών μορφών μνησικακίας, την παρουσία ενός λαϊκού
ηγέτη σε άμεση επαφή με τις μάζες και τη συστηματική προσφυγή σε δημαγωγικού τύπου
συνωμοτικά κλισέ. Αυτά είναι και τα κύρια θέματα που διακρίνουν κάθε λαϊκιστική,
αριστερή πλατφόρμα: η μανιχαϊστική διχοτόμηση ανάμεσα στον «καλό» λαό και στο «κακό»
κατεστημένο και η υπερ-εθνικιστική τάση και η τάση αναφοράς σε εσωτερικούς και
εξωτερικούς εχθρούς σαν πηγή όλων των δεινών και της κακοδαιμονίας του λαού. Ωστόσο,
ένα λαϊκιστικό κίνημα μπορεί να είναι δραστικό μόνο εφόσον βρίσκεται στην αντιπολίτευση.
Έτσι μπορεί να προσεταιρίζεται κάθε είδους αίτημα χωρίς εσωτερική άρθρωση. Όταν,
όμως, θα χρειαστεί να προτείνει και κυρίως να εφαρμόσει μέτρα που θα ικανοποιούν
ορισμένα κοινωνικά αιτήματα, τότε ανοίγει ο δρόμος για το ξέσπασμα των αντιφάσεων: η
ικανοποίηση της μιας ομάδας συνεπάγεται τη δυσαρέσκεια της άλλης. Αυτό λοιπόν που
μένει να εξετάσουμε είναι ο ρόλος μιας «εκσυγχρονιστικής» εκδοχής του αιτήματος της
εθνικής ανεξαρτησίας. Την ενδεχόμενη ανάπτυξη του αιτήματος αυτού, μέσα στο πλαίσιο
πιθανών αναπροσαρμογών της εθνικολαϊκιστικής ταυτότητας, θα επιχειρήσουμε να
αναζητήσουμε παρακολουθώντας τη ρητορική του ΠΑΣΟΚ από θέσεις πλέον κυβερνητικής
εξουσίας.

5. 2. Το παράδειγμα των αμερικανικών βάσεων


Στο κεφάλαιο που ακολουθεί θα διερευνήσουμε τη θέση που κατείχε η έννοια της
εθνικής ανεξαρτησίας μέσα στη συνολική ιδεολογική πρόταση του ΠΑΣΟΚ και θα
επισημανθεί πως το κόμμα χρησιμοποίησε το «χαρτί του εθνικισμού» σε ένα θέμα
εξωτερικής πολιτικής με στόχο να αυξήσει την εκλογική του απήχηση. Η «εθνικιστική
χροιά», σε συνδυασμό με τον λαϊκισμό, που χαρακτήριζε τη ρητορική και τις πολιτικές
πρακτικές του ΠΑΣΟΚ, αποτέλεσαν το κύριο γνώρισμα της στρατηγικής που ακολούθησε

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 80 18/11/2008


το κόμμα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τις αμερικανικές βάσεις στην
Ελλάδα. Ο καινούργιος παράγοντας στην περίπτωση αυτή είναι η ανάληψη της εξουσίας από
το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή η παρεμβολή του κράτους ανάμεσα σε προγραμματικές διακηρύξεις
και ιδεολογικές ρητορικές.
Το ΠΑΣΟΚ ανήλθε στην εξουσία στις 18 Οκτωβρίου 1981. Η αλματώδης πορεία
του κόμματος προς την εξουσία ήταν μια αξιόλογη ένδειξη του πολιτικού χαρίσματος του
Ανδρέα Παπανδρέου, της ικανότητάς του να εκφράζει τα οράματα και κυρίως τις
απογοητεύσεις και τις προκαταλήψεις ενός πολύ μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος.
Επιρρίπτοντας, μέσω της φλογερής λαϊκιστικής ρητορείας του, την ευθύνη για τα
προβλήματα του λαού στις «δόλιες μεθοδεύσεις της εξωτερικής και της εσωτερικής
αντίδρασης», ο Παπανδρέου άγγιξε φανερά μια ευαίσθητη χορδή. Με τα συνθήματα
«Αλλαγή» και «Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία» προσέλκυσε μεγάλο
αριθμό ψηφοφόρων. Ο Παπανδρέου αποκαλούσε το πρόγραμμά του «Συμβόλαιο με το
Λαό». Τα κύρια πολιτικά χαρακτηριστικά του ΠΑΣΟΚ συμπυκνώνονται στο τετράπτυχο:
«Εθνική ανεξαρτησία – εδαφική ακεραιότητα – εκδημοκρατισμός – εκσυγχρονισμός», με το
στοιχείο του εκσυγχρονισμού να εμφανίζεται για πρώτη φορά δίπλα στις ήδη
τροποποιημένες ιδρυτικές αρχές του κόμματος και αναφερόταν στην οικονομική κρίση της
εποχής. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό στο λόγο της περιόδου αυτής ήταν μια ρητορεία
απογυμνωμένη από τη ριζοσπαστική, τριτοκοσμική, απελευθερωτική συνθηματολογία των
πρώτων χρόνων, καθώς το ΠΑΣΟΚ, λίγο πριν τις εκλογές του 1981 και αφού είχε
κατασιγάσει το ρεύμα του ριζοσπαστισμού, μετρίασε την πολιτική του για να εξασφαλίσει
ψηφοφόρους από όλο το πολιτικό φάσμα.
Το ΠΑΣΟΚ που ανήλθε στην εξουσία δεν ήταν το ριζοσπαστικό –
αντιιμπεριαλιστικό μόρφωμα του 1974. Ήταν το κόμμα της Αλλαγής. Τώρα «είχε έλθει η
περίοδος κατά την οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου υποχρεωνόταν να περάσει από την
ελευθερία του αντιπολιτευτικού λόγου στον καταναγκασμό του εφικτού που του επέβαλε η
κυβερνητική ιδιότητα».187 Πλέον έμοιαζε αγεφύρωτη η απόσταση μεταξύ μιας
επαναστατικής ιδεολογίας και ρητορείας και μιας πολιτικής, η οποία γρήγορα υποτάχθηκε
στις σκοπιμότητες που επέβαλε ο στόχος της «εδώ και τώρα» κατάληψης της εξουσίας. Η
ιδεολογία γινόταν όλο και πιο ασαφής, «εργαλειακή» και παραπλανητική, προκειμένου να
συγκρατήσει το ακροατήριο. Στην περίοδο αυτή εκδηλώνεται το στοιχείο του «πολιτικού
ρεαλισμού», εισάγεται το στοιχείο της «τακτικής», λαμβάνεται υπόψη η συγκυρία. Η νέα
πολιτική περίοδος συμβολίζει «μια ρεβάνς της πολιτικής επί της ιδεολογίας ή, διαφορετικά,

187 Βλ. Γιάννης Βούλγαρης, ό. π., σελ. 145.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 81 18/11/2008


μια πρωτοκαθεδρία του «προγραμματικού» επί του «ιδεολογικού» στοιχείου στη
φυσιογνωμία του πολιτικού σχηματισμού».188 Όλα αυτά οδήγησαν σε ένα συνονθύλευμα
στρατηγικών στόχων, εκλογικών σκοπιμοτήτων, ιδεολογικού λόγου και κυβερνητικού
προγράμματος, την τελική διατύπωση του οποίου αναλάμβανε ο Πρόεδρος. Το διακύβευμα
ήταν η μεταμόρφωση της συνθηματολογίας σε κυβερνητικό – πολιτικό πρόγραμμα, η
αναπροσαρμογή ενός πασιφανώς δημαγωγικού – πολυσυλλεκτικού λόγου, που θα καθόριζε
το περιεχόμενο της πολιτικής και τη φυσιογνωμία του κόμματος.
Οι πιο θεαματικές μεταστροφές του αντιπολιτευτικού λόγου σε κυβερνητική
πρακτική σημειώθηκαν στην εξωτερική πολιτική. Η αναδίπλωση από τα «αντιιμπεριαλιστικά
τριτοκοσμικά» συνθήματα στη ρεαλιστική αποδοχή των γεωπολιτικών συσχετισμών της
περιοχής ήταν οφθαλμοφανής αλλά και αναμενόμενη. Προωθήθηκε μια πολυδιάστατη
εξωτερική πολιτική, χωρίς όμως να διακυβεύεται ούτε η συμμετοχή της χώρας στην
ευρωπαϊκή οικογένεια ούτε η ένταξη στο ΝΑΤΟ. Με σειρά πρωτοβουλιών του προς τις
χώρες του Τρίτου Κόσμου και της Ανατολικής Ευρώπης, ο Ανδρέας Παπανδρέου
δημιούργησε ενοχλήσεις προς ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ. Αναβάθμισε τις διπλωματικές σχέσεις
με την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, ενδυνάμωσε τις σχέσεις της
χώρας με τον αραβικό κόσμο, προώθησε συμφωνίες για απύραυλες ζώνες στη Βαλκανική,
πρωταγωνίστησε στην «πρωτοβουλία των έξι» για την παγκόσμια ειρήνη.189
Σχετικά με το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας, καταγράφηκε μια άλλη πορεία. Η
οικονομική πολιτική έπαψε να αποτελεί τομέα της εσωτερικής πολιτικής. Όπως
υπογράμμισε ο Ανδρέας Παπανδρέου, η Ελλάδα δεν ήταν απομονωμένη από τον έξω
κόσμο, συνεπώς οι επιλογές ως προς την εθνικοανεξαρτησιακή θεματική όφειλαν να είναι
καλά υπολογισμένες. Μπορούμε να επισημάνουμε εδώ μια σημαντική μετατόπιση στην
προβληματική και τα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά του ΠΑΣΟΚ. Το αίτημα της
εθνικής ανεξαρτησίας αμβλύνεται και πλέον εμφανίζεται διαμεσολαβούμενο από το αίτημα
της οικονομίας.190 Στο εξής, η άμεση συσχέτιση της εθνικής ανεξαρτησίας με την οικονομία
είναι αναμφισβήτητη και η κατοχύρωση μιας «ανταγωνιστικής οικονομίας» συμβαδίζει με
την εθνική ανεξαρτησία, η οποία κατακτάται μόνο στα πλαίσια της αυτοδύναμης ανάπτυξης
της οικονομίας μιας χώρας.

188 Βλ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, ό. π. σελ. 215.


189 Βλ. Βασίλης Σκουρής, «Το ποτάμι της Αλλαγής», Έθνος της Κυριακής (Ανδρέας Παπανδρέου 1919-1996-
αφιέρωμα), 18 Ιουνίου 2006.
190 Βλ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, ό. π. σελ. 214.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 82 18/11/2008


Αναμφίβολα, η δοκιμασία της πολιτικής εξουσίας ανέδειξε τις ρητορικές υπερβολές
της περιόδου 1974-1981. Παρατηρείται μια σειρά αποκλίσεων μεταξύ της πριν το 1981
ρητορικής και του μετά το 1981 «πολιτικού ρεαλισμού». Η «αποδέσμευση» της χώρας από
τους πολιτικοστρατιωτικούς σχηματισμούς αποτελούσε πρωταρχικό στόχο κατά την
αντιπολιτευτική περίοδο. Ωστόσο, όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου,
η επιδίωξη για αποχώρηση από το ΝΑΤΟ δεν επιτεύχθηκε. Η κυβέρνηση δεν απομάκρυνε
την Ελλάδα από το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ, δεν απομάκρυνε τις αμερικανικές στρατιωτικές
βάσεις από τη χώρα, παραδείγματα που δείχνουν την προγραμματική ασυνέπεια του
ΠΑΣΟΚ και την αθέτηση πάγιων θέσεών του.
Ειδικότερα, για τη συμφωνία για τις αμερικανικές βάσεις, ο Παπανδρέου ανέφερε
ότι αυτή προχώρησε «πέρα από την προοπτική του 1977» και δικαιολόγησε την υπογραφή
της συμφωνίας προβάλλοντας την «τουρκική απειλή», λέγοντας ότι «το θέμα της εδαφικής
ακεραιότητας είναι και θα είναι το πρώτο θέμα για τον Ελληνισμό».191 Υιοθετώντας μια λαϊκιστική
ρητορεία σε συνδυασμό με μια ισχυρή δόση εθνικιστικής ιδεολογίας, ο ιδρυτής του
ΠΑΣΟΚ επιχείρησε να πείσει το εκλογικό ακροατήριο ότι οι βάσεις, παρά το γεγονός ότι
παρέμεναν προσωρινά στην Ελλάδα για λόγους εθνικής ασφάλειας, στο τέλος του χρόνου
που συμφωνήθηκε θα απομακρύνονταν, όπως το ΠΑΣΟΚ είχε υποσχεθεί. Ας δούμε
αναλυτικότερα πως «νομιμοποιήθηκε» στη συνείδηση του λαού η παραμονή των βάσεων σε
ένα λόγο που μιλούσε για την απομάκρυνσή τους. Δηλαδή, πως ο Ανδρέας Παπανδρέου
«βάφτισε» τις διαπραγματεύσεις για την παραμονή των αμερικανικών εγκαταστάσεων στη
χώρα ως συνομιλίες για την απομάκρυνσή τους:
Η διαδικασία «μεταμφίεσης» μιας συμφωνίας για την παραμονή των αμερικανικών
βάσεων στη χώρα ως συμφωνία για την απομάκρυνσή τους ήταν ομολογουμένως ένα
εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Για το λόγο αυτό, η παρουσία της χαρισματικής ηγεσίας
ήταν αναγκαία, ώστε το κόμμα να περάσει με αποτελεσματικό τρόπο τις ιδέες του στις
μάζες. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ένα άτομο που διέθετε ιδιαίτερες ρητορικές και
επικοινωνιακές ικανότητες και χειριζόταν επιδέξια τα ΜΜΕ. Ο ίδιος έχρισε τον εαυτό του
ως αποκλειστικό εκπρόσωπο του λαού, που θα τον καθοδηγούσε μέσα από τα όνειρα, θα
εκπλήρωνε την άμεση επιθυμία του λαού για απαλλαγή από τις ξένες βάσεις. Το χάρισμα και
οι ικανότητες του Ανδρέα Παπανδρέου γέννησαν έναν τέτοιο βαθμό αφοσίωσης από την
πλευρά του εκλογικού ακροατηρίου, που επέτρεψε στον ηγέτη του ΠΑΣΟΚ να συμβιβάζει
φαινομενικά ασυμβίβαστες αντιλήψεις και να περνάει στο λαό το μήνυμά του για την

191 Βλ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, ό. π. σελ. 229.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 83 18/11/2008


παραμονή των βάσεων (ενώ είχε υποσχεθεί προεκλογικά την απομάκρυνσή τους) με
πειστικό τρόπο, κινητοποιώντας με επιτυχία τις μάζες προς όφελος του κόμματος.
Για όσο διάστημα βρισκόταν στην αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ είχε χρησιμοποιήσει
το θέμα της απομάκρυνσης των αμερικανικών βάσεων με στόχο να διακηρύξει την πρόθεσή
του να αποκαταστήσει την εθνική ανεξαρτησία. Ωστόσο, ο Παπανδρέου παγιδεύτηκε
πολιτικοποιώντας ένα στρατηγικό θέμα. Ενώ χρωστούσε την εκλογική του υποστήριξη στην
προσδοκία ότι θα εκπληρώνονταν οι περισσότερες από τις υποσχέσεις του σχετικά με το
ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας, οι διεθνείς επιταγές καθιστούσαν σχεδόν αδύνατη την
πραγματοποίηση των επαγγελιών του για απομάκρυνση των βάσεων από το ελληνικό
έδαφος.
Κατά την προεκλογική εκστρατεία του 1981, ο Παπανδρέου άρχισε σταδιακά να
προβάλει το επιχείρημα ότι η ιδιαιτερότητα των αναγκών ασφάλειας της Ελλάδας
καθιστούσε εξαιρετικά επικίνδυνη για τα εθνικά συμφέροντα μια άμεση απομάκρυνση των
αμερικανικών εγκαταστάσεων. Η επίσημη θέση του ΠΑΣΟΚ ανέφερε ότι οι βάσεις δεν
κάλυπταν επαρκώς τις αμυντικές θέσεις της Ελλάδας αλλά στο συνολικό σχεδιασμό για την
απομάκρυνσή τους θα μπορούσε να προβλεφθεί μια μεταβατική περίοδος. Ωστόσο, η θέση
αυτή, αν και αποτελούσε την επίσημη κομματική γραμμή, σπανίως αναφέρθηκε από τον
Παπανδρέου στο εσωτερικό. Ο ηγέτης του ΠΑΣΟΚ συνήθως προχωρούσε σε κάποια
λεπτομερή ανάλυση του τρόπου με τον οποίο εννοούσε τη διαδικασία απομάκρυνσης των
βάσεων μόνο σε συνεντεύξεις προς τον ξένο Τύπο.192
Από τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ ανήλθε στην εξουσία ανέκυψε ένα ερώτημα: πως ο
Παπανδρέου θα συμβίβαζε τις φλογερές ρητορικές διακηρύξεις με τη σκληρή
πραγματικότητα των κυβερνητικών ευθυνών, που απαιτούσαν μια πιο πραγματιστική
προσέγγιση των εθνικών προβλημάτων από εκείνη που είχε προτείνει το κόμμα στις
ιδεολογικές του διακηρύξεις. Ανέκυψε, δηλαδή, ένα δίλλημα ανάμεσα στην ιδεολογία και
στον πραγματισμό. Αν και το ΠΑΣΟΚ είχε διεξάγει μια προεκλογική εκστρατεία που έδινε
έμφαση στο ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας και της απομάκρυνσης των «βάσεων του
θανάτου», ο Παπανδρέου δεν άργησε να αντιληφθεί ότι οι συνέπειες μιας ρήξης στις
ελληνοαμερικανικές σχέσεις μπορούσε να αποβεί καταστροφική για τα ελληνικά εθνικά
συμφέροντα. Κατά συνέπεια, βασικό μέλημα της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ έγινε η χάραξη μιας
στρατηγικής ικανής να συμβιβάσει τους παράγοντες που απαιτούσαν την υπογραφή μιας συμφωνίας

192 Βλ. Κυριάκος Μητσοτάκης, ό. π., σελ. 148.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 84 18/11/2008


παραμονής των αμερικανικών βάσεων με τις πιέσεις των ψηφοφόρων του κόμματος που επιθυμούσαν
την απομάκρυνση.193
Στη στρατηγική αυτή εντασσόταν και η ιδέα ενός χρονοδιαγράμματος που θα
καθόριζε τη διαδικασία και το χρονικό διάστημα μέχρι την αποχώρηση των αμερικανικών
βάσεων από την Ελλάδα. Όπως παρακολουθήσαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, σε
σειρά συνεντεύξεων που έδινε ο Ανδρέας Παπανδρέου, επαναβεβαίωνε την πρόθεσή του για
την απομάκρυνση των βάσεων αλλά ταυτόχρονα τόνιζε ότι η Ελλάδα δεν θα αναλάμβανε
μονομερή δράση για τη δημιουργία ρήγματος στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Την ίδια
στιγμή, προσπαθώντας να αποδείξει ότι δεν είχε απομακρυνθεί από τις προεκλογικές του
διακηρύξεις για απομάκρυνση των αμερικανικών εγκαταστάσεων, ο Παπανδρέου επιδίωκε
να εμφανιστεί ως γενναίος και ικανός ηγέτης απέναντι στο λαό, απαντώντας στις
«προκλητικές προτάσεις» της κυβέρνησης Reagan για αύξηση της στρατιωτικής βοήθειας
προς την Τουρκία και προειδοποιώντας τον με τελεσίγραφο για διακοπή των συνομιλιών.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό του λαϊκιστικού λόγου του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν
η έκκληση στο λαό. Στον πολιτικό λόγο του, ο «λαός», ως κοινότητα προοδευτική και αντι –
ιμπεριαλιστική, κατείχε κεντρική θέση. Ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ κάλεσε το λαό να
κινητοποιηθεί πανεθνικά και να συνταχθεί με τον αγώνα για «εθνική ανεξαρτησία». Καθώς ο
Παπανδρέου ισχυριζόταν ότι πηγή νομιμοποίησης του είναι ο λαός και ότι ο ίδιος ο
Παπανδρέου αποτελούσε τη φωνή του λαού, μέσω των διαφόρων συναφών εκκλήσεων
πέτυχε να διευρύνει το νομιμοποιητικό του πλαίσιο. Χαρακτηριστικές ήταν οι δηλώσεις
υποστήριξης στο πρόσωπο του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ κατά τη διάρκεια των συλλαλητηρίων
ενάντια στις βάσεις. Ενώ ο λαός αισθανόταν οργισμένος και ζητούσε την απομάκρυνσή τους,
το πρόσωπο του Παπανδρέου μένει στο απυρόβλητο: «Επιτέλους βρέθηκε ένας Έλληνας
πρωθυπουργός να τα βάζει όχι μόνο με την Αμερική, αλλά με όποιον καταφέρεται εναντίον της
Ελλάδας. Τόσα χρόνια έλειπε ένας τέτοιος ηγέτης από τη χώρα μας…Ο ελληνικός λαός σήμερα
γιορτάζει. Γιατί η σημερινή του κυβέρνηση εκφράζει τις επιθυμίες του. Και στέλνει μήνυμα στον
Πρωθυπουργό της χώρας πως σύσσωμος ο λαός βρίσκεται μαζί του στον εθνικό αγώνα που διεξάγει».
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του λαϊκιστικού ΠΑΣΟΚ είναι ότι δεν στηριζόταν σε
ορθολογική επιχειρηματολογία, διότι τα εθνικο – λαϊκιστικά στοιχεία της πολιτικής του
ταυτότητας απευθύνονταν περισσότερο στα συναισθήματα παρά στη λογική του εκλογικού
σώματος. Ο Ανδρέας Παπανδρέου εκμεταλλεύτηκε το φόβο του λαού από μια ενδεχόμενη
ρήξη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι η κυβέρνηση του
ΠΑΣΟΚ αποφάσισε να αποφύγει την άμεση αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, καθώς είχε

193 Βλ. Κυριάκος Μητσοτάκης, ό. π., σελ. 144.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 85 18/11/2008


υπολογίσει τις δραματικές επιπτώσεις που θα μπορούσε να προκαλέσει στην ευαίσθητη
ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο μια ενδεχόμενη ρήξη. Ο Παπανδρέου έπεισε το εκλογικό
ακροατήριο ότι Ελλάδα δεν είχε το περιθώριο να αγνοήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες διότι οι
ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν ακόμη εξαιρετικά ασταθείς. Οι επεκτατικές βλέψεις της
Τουρκίας στο Αιγαίο και την Κύπρο, η περίφημη «Στρατιά του Αιγαίου» και το ζήτημα της
υφαλοκρηπίδας των ελληνικών νησιών, συνηγορούσαν στο ότι οι αμυντικές ανάγκες της
Ελλάδας τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν άφηναν περιθώρια για τεταμένες σχέσεις με τους
δυτικούς συμμάχους και ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση Παπανδρέου έπρεπε να λάβει
υπόψη και το ζήτημα της διατήρησης της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς την
Ελλάδα, που αποτελούσε παράμετρο ζωτικής σημασίας στην προσπάθεια να διατηρηθεί
κάποιος βαθμός στρατιωτικής ισορροπίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που θα περιόριζε
την πιθανότητα σύγκρουσης μεταξύ των δύο χωρών. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε
αντιληφθεί ακόμη από την αρχή της θητείας του ότι μια ενδεχόμενη μείωση της εισροής
αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας θα ανέτρεπε τους συσχετισμούς δυνάμεων στο Αιγαίο
προς όφελος της Τουρκίας. Ειδικότερα, η κυβέρνηση Reagan έδειξε ότι δεν δίσταζε να
προχωρήσει στην ανακατανομή του προγράμματος βοήθειας υπέρ της Τουρκίας, εάν
θεωρούσε ότι μια τέτοια κίνηση θα προωθούσε τα αμερικανικά συμφέροντα στην Ανατολική
Μεσόγειο. Πόσο μάλλον σε περίπτωση που η Ελλάδα αποδεικνυόταν μη συνεργάσιμη
σύμμαχος και αρνούνταν να υπογράψει συμφωνία παράτασης της παραμονής των
αμερικανικών εγκαταστάσεων.
Η εξάρτηση της Ελλάδας από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την προμήθεια του
μεγαλύτερου μέρους του εξελιγμένου στρατιωτικού της εξοπλισμού, καθώς και ο ρόλος που
είχαν αναλάβει οι ΗΠΑ ως «εγγυητής» της ισορροπίας δυνάμεων στο Αιγαίο, ήταν οι
βασικοί παράγοντες που πίεσαν τον Ανδρέα Παπανδρέου να υιοθετήσει μια πραγματιστική
πολιτική γραμμή στο ζήτημα των αμερικανικών βάσεων. Αντίθετα, η άσκηση μιας
αδέσμευτης εξωτερικής πολιτικής θα υποχρέωνε την ελληνική κυβέρνηση να συνεχίσει τις
προσπάθειες για εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων της χώρας χωρίς την πολύτιμη
στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ και, επιπλέον, θα περιόριζε σημαντικά τις αμερικανικές
ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα.194 Ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ είχε συνειδητοποιήσει ότι
οποιαδήποτε ελληνική πρωτοβουλία που θα προξενούσε περαιτέρω ένταση στις ήδη
περίπλοκες σχέσεις της Ελλάδας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, στο τέλος θα ευνοούσε μόνο
την Τουρκία, σε μια χρονική περίοδο μάλιστα που τα γεγονότα στη Μέσα Ανατολή είχαν
αναβαθμίσει τη στρατηγική της σπουδαιότητα.

194 Βλ. Κυριάκος Μητσοτάκης, ό. π., σελ. 153.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 86 18/11/2008


Στο εσωτερικό της χώρας, υπήρχαν εσωτερικές παράμετροι που πίεζαν το ΠΑΣΟΚ
να εκπληρώσει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις για τις βάσεις. Η σύγκρουση μεταξύ
ιδεολογίας και πραγματισμού ήταν αναμενόμενη. Η έντονη αντιαμερικανική προπαγάνδα
που είχε ασκήσει το ΠΑΣΟΚ την περίοδο που βρισκόταν στην αντιπολίτευση άφησε βαθιά
ίχνη σε μια ήδη ριζοσπαστικοποιημένη ελληνική κοινή γνώμη.195 Με δεδομένα τα έντονα
αντιαμερικανικά αισθήματα της ελληνικής κοινής γνώμης, μια ενδεχόμενη συμφωνία
παραμονής των βάσεων μπορούσε να εκθέσει ανεπανόρθωτα την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ
ως ανεύθυνη και αναξιόπιστη και να τροφοδοτήσει τις επικρίσεις της αντιπολίτευσης ότι το
ΠΑΣΟΚ ήταν κόμμα κενών υποσχέσεων.196 Ωστόσο, η ρητορεία του Παπανδρέου
αποδείχτηκε εξαιρετικά αποτελεσματική στο να αναμειγνύει τη συναισθηματική πολιτική του
εθνικισμού και του λαϊκισμού, ενοποιώντας τα σε μια ενιαία ιδεολογική πρόταση.
Ολόκληρο το καλοκαίρι και μέχρι την έναρξη των διαπραγματεύσεων τον
Οκτώβριο του 1982, η ελληνική κυβέρνηση απέφευγε να επαναλάβει τις προεκλογικές της
εξαγγελίες για υποχρεωτική αποχώρηση των βάσεων και παρέμενε σιωπηλή όταν δεχόταν
ερωτήσεις σχετικά με τη θέση που θα κρατούσε στις συνομιλίες. Γενικότερα, τα σχόλια του
Παπανδρέου σε συνεντεύξεις του σε ξένα τηλεοπτικά δίκτυα υπονοούσαν ότι η ελληνική
κυβέρνηση ήταν απρόθυμη να προχωρήσει σε οποιαδήποτε μορφή μονομερούς δράσης που
θα κλόνιζε τη σταθερότητα των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Ωστόσο, δεν ίσχυε το ίδιο για
πολλά άλλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, στα οποία η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν
έχανε την ευκαιρία να επιβεβαιώνει τις ουδετερόφιλες προθέσεις της: ο Παπανδρέου
αρνήθηκε να καταδικάσει την επιβολή στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία και τάχθηκε
ξεκάθαρα με την πλευρά της σοβιετικής κυβέρνησης, απαιτώντας να μην αναπτυχθούν στην
Ευρώπη οι πύραυλοι Pershing και Cruise αλλά δεν ζήτησε ταυτόχρονα και την
απομάκρυνση των σοβιετικών πυραύλων SS – 20.197 Τα γεγονότα αυτά ενοχλούσαν όλο και

195 Βλ. Δημήτρης Κατσούδας, «Ψήφος και ιδεολογία» στο Χρήστος Λυριντζής – Ηλίας Νικολακόπουλος
(επιμέλεια), Εκλογές και κόμματα στη δεκαετία του ’80, εξελίξεις και προοπτικές του πολιτικού συστήματος, Αθήνα,
Θεμέλιο, 1990, σελ. 241.
196 Βλ. Κυριάκος Μητσοτάκης, ό. π., σελ. 159.
197 Ένας εντυπωσιακός ελιγμός για το ΠΑΣΟΚ για να ξεφύγει από το θέμα των βάσεων ήταν το εξής γεγονός:
Αρνήθηκε ως προεδρεύων της ΕΟΚ να εκδοθεί ανακοίνωση καταδίκης της Σοβιετικής Ένωσης για την
κατάρριψη, την 1η Σεπτεμβρίου 1983, του νοτιοκορεατικού αεροσκάφους τύπου Jumbo, με 269 επιβάτες, της
γραμμής Νέας Υόρκης-Σεούλ. Οι ΗΠΑ και οι εταίροι της ΕΟΚ εξοργίστηκαν. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1983 η
κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έθετε επισήμως την υπογραφή της στη συμφωνία με τις ΗΠΑ για τις βάσεις στην
Ελλάδα. Ο θόρυβος για την αντισυμμαχική στάση του στο θέμα του Jumbo κάλυψε την τελική υπογραφή για
την παραμονή των αμερικανικών βάσεων. Στην προσπάθειά του να εμφανίζεται συνεπής με τις ιδρυτικές
διακηρύξεις του ΠΑΣΟΚ, στους οπαδούς του στο εσωτερικό της χώρας, έκανε κινήσεις που έπλητταν την

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 87 18/11/2008


περισσότερο τις ΗΠΑ εξαιτίας της απροθυμίας της Ελλάδας να συνταχθεί με την πολιτική
του ΝΑΤΟ. Είναι φανερό ότι τουλάχιστον σε αυτά τα περιφερειακά ζητήματα το ύφος της
εξωτερικής πολιτικής του Παπανδρέου παρέμενε ουδετερόφιλο και αντιαμερικανικό.
Στο ξεκίνημα των διαπραγματεύσεων για τις βάσεις, ο Παπανδρέου βρέθηκε
απέναντι στο πιεστικό πρόβλημα πώς να συμβιβάσει αντιθετικούς εσωτερικούς και διεθνείς
περιοριστικούς παράγοντες. Το κύριο μέλημά του δεν ήταν να επιτύχει την τυπική κύρωση
μιας ενδεχόμενης συμφωνίας με την αμερικανική πλευρά, αλλά ουσιαστικά να πείσει την
κοινή γνώμη και την κομματική οργάνωση ότι οι ενέργειές του ήταν σύμφωνες με την
«πολυδιάστατη» εξωτερική του πολιτική και ότι πράγματι προωθούσαν τον αγώνα για την
επίτευξη της εθνικής ανεξαρτησίας.
Από τις ομιλίες του Παπανδρέου σχετικά με την πορεία των διαπραγματεύσεων,
προκύπτει ένα ακόμα λαϊκιστικό χαρακτηριστικό. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ επιδίωκε να
προβάλει την άμεση και αδιαμεσολάβητη σχέση που είχε με το λαό. Άφηνε να εννοηθεί ότι
η προσπάθεια για την ενίσχυση της εθνικής ομοψυχίας δεν θα εξαντλείτο με την ενημέρωση
της πολιτικής ηγεσίας αλλά θα συμπεριλάμβανε και την ενεργοποίηση του λαϊκού
παράγοντα. Έτσι, αν χρειαζόταν, θα ενημέρωνε την ηγεσία των συνδικαλιστικών,
συνεταιριστικών, φοιτητικών και άλλων οργανώσεων για τη «λεπτή φάση» στην οποία
διήλθαν τα εθνικά θέματα. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα είναι το εξής: «Αισθάνομαι απόψε
την ανάγκη να επικοινωνήσω μαζί σας σχετικά με τις πρόσφατες εξελίξεις των εθνικών μας θεμάτων.
Τούτο είναι απαραίτητο γιατί βρισκόμαστε σε μια αποφασιστική καμπή. Και απαραίτητη προϋπόθεση
για την εθνική μας δικαίωση είναι η εθνική ομοψυχία και συμπαράταξη που προϋποθέτει υπεύθυνα
ενημερωμένο λαό».
Κατά τους δύο πρώτους γύρους των διαπραγματεύσεων, τα επιχειρήματα της
κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ είχαν την ακόλουθη δομή: οι βάσεις δεν προωθούσαν τα ελληνικά
εθνικά συμφέροντα και η προσωρινή τους παραμονή θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή μόνο
υπό τον όρο ότι οι ΗΠΑ θα ήταν πρόθυμες να ενισχύσουν την ασφάλεια της Ελλάδας μέσα
από ένα γενναιόδωρο πρόγραμμα στρατιωτικής βοήθειας. Μακροπρόθεσμα, οι βάσεις θα
έπρεπε να φύγουν. Κατά συνέπεια, η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να αποδεχθεί μόνο μια
συμφωνία που θα καθόριζε ένα χρονοδιάγραμμα για την απομάκρυνση των αμερικανικών
βάσεων. Για όσο διάστημα θα παρέμεναν οι βάσεις σε ελληνικό έδαφος, η αμερικανική
κυβέρνηση θα έπρεπε να διατηρήσει την αναλογία 7 προς 10 στη χορήγηση στρατιωτικής
βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία, καθώς επίσης και να εγγυηθεί ότι οι

αξιοπιστία του στους Ευρωπαίους εταίρους και συμμάχους. Με την επίδειξη πυγμής προς τα έξω ενίσχυε το
αρχηγικό του κύρος στο κόμμα του και στην κυβέρνησή του. Βλ. Πότης Παρασκευόπουλος, ό. π., σελ. 164.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 88 18/11/2008


εγκαταστάσεις της δεν θα χρησιμοποιούνταν για καμιά εχθρική ενέργεια της αμερικανικής
κυβέρνησης εναντίον χωρών με τις οποίες η Ελλάδα διατηρούσε φιλικούς δεσμούς.
Το ΠΑΣΟΚ εγκαινίασε μια συστηματική εκστρατεία με στόχο να διαβεβαιώσει το
ελληνικό κοινό ότι η κυβέρνηση συνέχιζε τον αγώνα της για την εθνική ανεξαρτησία και ότι
δεν θα αποδεχόταν μια συμφωνία που θα ζημίωνε τα εθνικά συμφέροντα. Στο πλαίσιο αυτής
της εκστρατείας, ο Ανδρέας Παπανδρέου χρησιμοποίησε πολεμική ρητορική,
υποδεικνύοντας τις ΗΠΑ ως τον εχθρό και τον ελληνικό λαό ως το θύμα της
«ιμπεριαλιστικής Αμερικής». Κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες ώστε να παρουσιαστεί η
διαδικασία ως σύγκρουση ανάμεσα σε μια μικρή χώρα που αγωνιζόταν για την επίτευξη της
εθνικής της απελευθέρωσης και σε μια πανίσχυρη υπερδύναμη που επιδίωκε να διατηρήσει
την πολιτική της παρουσία και επιρροή στην περιοχή. Η εικόνα του γενναίου
πρωθυπουργού, που μάχεται απελπισμένα για να διαφυλάξει την ακεραιότητα της χώρας
ενάντια στη δύναμη των ιμπεριαλιστών, γέμιζε συνεχώς τα πρωτοσέλιδα όλων των
φιλοκυβερνητικών εφημερίδων και αποδείχτηκε ένα ανεκτίμητο εργαλείο που διέγειρε τα
εθνικιστικά αισθήματα των Ελλήνων ψηφοφόρων. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω
απόσπασμα από ομιλίες του Παπανδρέου: «Οι αμερικανικές βάσεις δεν εξυπηρετούν ούτε άμεσα
συμφέροντα εθνικής άμυνας της χώρας μας, αλλά ούτε βέβαια προέκταση των νατοϊκών υποχρεώσεων
της Ελλάδας. Οι βάσεις εξυπηρετούν αποκλειστικά τα στρατηγικά συμφέροντα της μεγάλης Αμερικής
στην περιοχή αυτή. Ή θα υπάρξει συμφωνία ή διαφορετικά τελειώσαμε με το καθεστώς των βάσεων.
Με άλλα λόγια, αν υποθέσουμε ότι δεν πετυχαίνουμε συμφωνία σε διάστημα 6 ή 9 μηνών, δεν
σημαίνει ότι οι βάσεις θα μείνουν όπως είναι. Σημαίνει ότι θα πρέπει να φύγουν…Η ελληνική
κυβέρνηση δεν ανέχεται οποιαδήποτε μορφή πίεσης ή εκβιασμού. Ο ελληνικός λαός είναι σε θέση να
προασπίσει και την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, οποιαδήποτε και αν είναι
τελικά η έκβαση των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ για τις βάσεις».
Ωστόσο, ο φλογερός πολεμικός λόγος περιοριζόταν μόνο για το ελληνικό κοινό και
εξυπηρετούσε μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Όπως αποκάλυψε ο Ασημάκης Φωτήλας,
Υφυπουργός Εξωτερικών του ΠΑΣΟΚ κατά την περίοδο 1981 – 1982, σε συνέντευξή του
στο Κανάλι 1 του Πειραιά, στις 3 Σεπτεμβρίου 1987, τον Μάιο του 1981 με προσωπική
εντολή του Ανδρέα Παπανδρέου ταξίδεψε στις ΗΠΑ για να διαβεβαιώσει τον αμερικανικό
παράγοντα ότι η αντιαμερικανική ρητορεία του προέδρου του ΠΑΣΟΚ ήταν μόνο για
εσωτερική κατανάλωση. Επίσης, το 1983, ενώ συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις για τις
βάσεις, επισκέφθηκε πάλι τις ΗΠΑ και επεσήμανε στους Αμερικανούς ότι χρειαζόταν μια

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 89 18/11/2008


συμφωνία για τις βάσεις, που θα έσωζε τα προσχήματα για την κυβέρνηση του Ανδρέα
Παπανδρέου.198
Στις αρχές Ιουνίου 1983 η ελληνική πλευρά έδειχνε πλέον πρόθυμη να αποδεχθεί
μια συμφωνία που ουσιαστικά θα διατηρούσε τις αμερικανικές εγκαταστάσεις για πέντε
χρόνια, χωρίς να περιλαμβάνει ρητή πρόβλεψη απομάκρυνσής τους το 1988. Από την άλλη,
η αμερικανική πλευρά αποδέχτηκε να συμπεριληφθεί στη συμφωνία μια ρήτρα, η οποία θα
δήλωνε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είχαν την ευθύνη για τη διατήρηση της παρούσας
ισορροπίας δυνάμεων στο Αιγαίο για όλη τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας. Οι δύο χώρες
υπέγραψαν τελικά τα κείμενα της Συμφωνίας Αμυντικής και Οικονομικής Συνεργασίας
(DECA) στις 15 Ιουλίου 1983. Η συμφωνία επικυρώθηκε επισήμως από την ελληνική
πλευρά τρεις μήνες αργότερα. Η συμφωνία αυτή έδειχνε τον αγώνα της κυβέρνησης του
ΠΑΣΟΚ να συμβιβάσει ταυτόχρονα εσωτερικούς και διεθνείς περιοριστικούς παράγοντες.
Την ημέρα της υπογραφής εκατοντάδες οπαδοί του ΠΑΣΟΚ πανηγύρισαν «την
απομάκρυνση των βάσεων». Ο λαός άκουγε εντυπωσιασμένος τον Ανδρέα Παπανδρέου να
διαλαλεί ότι επρόκειτο για συμφωνία απομάκρυνσης. Αυτή η πολιτική θέση βρήκε φιλόξενη
προβολή στις φιλοκυβερνητικές εφημερίδες, που τότε υπερτόνιζαν κάθε μαχητική
ριζοσπαστική θέση του πρωθυπουργού, προωθώντας έτσι τη μυθοποίησή του.
Χαρακτηριστικός ήταν ο τίτλος της εφημερίδας Έθνος στις 16 Ιουλίου 1983: «Η Αμερική
υπέκυψε».199
Παρόλο που ο Ανδρέας Παπανδρέου επέμενε στη διατύπωση περί «συμφωνίας
απομάκρυνσης», στην ουσία διατηρούνταν οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη χώρα για
τουλάχιστον άλλα πέντε χρόνια. Ο όρος του «τερματισμού» που περιλαμβανόταν στο
ελληνικό κείμενο της συμφωνίας παρουσιάστηκε από το ΠΑΣΟΚ ως η πιο σημαντική
απόδειξη ότι το κόμμα είχε πραγματικά εκπληρώσει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις.
Σύμφωνα με την ερμηνεία του ΠΑΣΟΚ, η συμφωνία θα τερματιζόταν μετά από πέντε
χρόνια και θα ξεκινούσε αυτομάτως η διαδικασία για την απομάκρυνση των εγκαταστάσεων,
η οποία έπρεπε να ολοκληρωθεί μέσα σε 17 μήνες. Ωστόσο, στο αγγλικό κείμενο
αναφερόταν ότι η συμφωνία «δύναται να τερματιστεί» μετά από πέντε χρόνια. Η ερμηνεία
που έδωσε η αμερικανική κυβέρνηση ήταν ότι η συμφωνία που υπεγράφη θα επέτρεπε τη
συνέχιση των αμυντικών σχέσεων Ελλάδας – ΗΠΑ τουλάχιστον για μια πενταετία ακόμη.
Μετά την εκπνοή της πενταετίας, καθένα από τα δύο μέρη ήταν ελεύθερο να αποφασίσει εάν

198 Βλ. Κώστας Μαρδάς, Η Ελλάδα στα δίχτυα των βάσεων…, ό. π., σελ. 301.
199 Βλ. Κώστας Μαρδάς, Η Ελλάδα στα δίχτυα των βάσεων…, ό. π., σελ. 325.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 90 18/11/2008


θα τερμάτιζε τη συμφωνία ή θα διαπραγματευόταν νέους όρους.200 Ουσιαστικά, εάν η
συμφωνία δεν καταγγελλόταν από την κυβέρνηση που θα ήταν στην εξουσία το 1988, θα
παρέμενε σιωπηρά σε ισχύ, κάτι που εξυπηρετούσε τους Αμερικανούς.
Είναι σαφές ότι το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησε το ζήτημα των βάσεων για την
προώθηση των εσωτερικών πολιτικών του συμφερόντων. Μοναδικός στόχος ήταν μια
συμφωνία που θα ήταν ευχάριστη στην εκλογική βάση του κινήματος. Δεν επικεντρώθηκε
στην επιδίωξη εθνικών στρατηγικών πλεονεκτημάτων, όπως για παράδειγμα το ζήτημα της
ένταξης στη συμφωνία κάποιας μορφής αμερικανικών εγγυήσεων απέναντι σε ενδεχόμενη
τουρκική επίθεση, επειδή θεωρήθηκε ότι έβλαπτε την εικόνα και την αποτελεσματικότητα
της εσωτερικής του ρητορείας (προγενέστερη θέση του Παπανδρέου ήταν ότι δεν θα
επιτρεπόταν στις ΗΠΑ οποιαδήποτε ανάμιξή τους σε θέματα ασφάλειας της Ελλάδας).
Γενικότερα, το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποιούσε την εξωτερική πολιτική ως εργαλείο για τη
μεγιστοποίηση της πολιτικής του απήχησης στον εσωτερικό χώρο. Αν και οι διεθνείς
ανάγκες επέτασσαν τη σύναψη κάποιας μορφής συμφωνίας με τις ΗΠΑ, οι εσωτερικές
δεσμεύσεις, από την άλλη, υποχρέωναν το ΠΑΣΟΚ να διαπραγματευθεί πολλές από τις
λεπτομέρειες της συμφωνίας σύμφωνα με πολιτικούς και όχι στρατηγικούς υπολογισμούς.
Μετά την υπογραφή της συμφωνίας του 1983 οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις
ακολούθησαν πορεία ψυχρότητας, που διατηρήθηκε μέχρι τις βουλευτικές εκλογές του
1985.201 Η επιδείνωση αυτή ήταν το αποτέλεσμα μιας συστηματικής ρητορείας, η οποία
επιδίωκε να παρουσιάσει τη συμφωνία για τις βάσεις ως μεγάλη νίκη της «μικρής» Ελλάδας
σε βάρος των «μεγάλων» Ηνωμένων Πολιτειών. Την ένταση ανάμεσα στις δύο χώρες
συντηρούσε η ουδετερόφιλη ρητορεία του Ανδρέα Παπανδρέου, οι φραστικές επιθέσεις του
ίδιου εναντίον της αμερικανικής κυβέρνησης, καθώς και τα αντιαμερικανικά δημοσιεύματα
σε φιλοκυβερνητικές εφημερίδες. Τα γεγονότα αυτά αποτελούν ενδείξεις ότι η κυβέρνηση
του ΠΑΣΟΚ κινούνταν εσκεμμένα προς μια ρητορική ρήξη με τις ΗΠΑ, επιχειρώντας να
αντισταθμίσει στα μάτια της εκλογικής βάσης του κόμματος την υπογραφή της συμφωνίας
για τις βάσεις.
Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάλυση των συνομιλιών για τις
αμερικανικές βάσεις είναι τα εξής: Η λαϊκιστική στρατηγική του ΠΑΣΟΚ, αν και
αποδείχτηκε τόσο επιτυχής στην προσπάθειά της να κερδίσει την εξουσία, αφού το
κατόρθωσε, υποχρέωσε την ηγεσία του να λάβει υπόψη τις ιδεολογικές διακηρύξεις του

200 Βλ. Γιάννης Βαληνάκης, Εξωτερική πολιτική και εθνική άμυνα 1974-1987, Η Ελλάδα στο σύστημα Ανατολής-
Δύσης, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1987, σελ. 402.
201 Βλ. Κυριάκος Μητσοτάκης, ό. π., σελ. 188.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 91 18/11/2008


κόμματος κατά τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής. Η αντιαμερικανική και ουδετερόφιλη
εικόνα του ΠΑΣΟΚ, την οποία είχε καλλιεργήσει ο Παπανδρέου με σκοπό να αυξήσει την
πολιτική απήχηση του κόμματός του, το είχε υποχρεώσει να υιοθετήσει ένα συγκεκριμένο
πρόγραμμα εξωτερικής πολιτικής. Το πρόγραμμα αυτό δεν μπορούσε να εγκαταλειφθεί έτσι
απλά από το ΠΑΣΟΚ μόλις ανήλθε στην εξουσία.
Για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ οι αμερικανικές βάσεις συμβόλιζαν όλα όσα
απεχθανόταν η ελληνική κοινή γνώμη: τις ξένες επεμβάσεις στις ελληνικές υποθέσεις, την
πολιτική και στρατηγική εκμετάλλευση της εθνικής κυριαρχίας της χώρας από τις ΗΠΑ, τη
διαιώνιση των δεσμών εξάρτησης που έδεναν την Ελλάδα με τη Μητρόπολη και εμπόδιζαν
την αυτόνομη οικονομική και πολιτική της ανάπτυξη. Η επιχειρηματολογία του
Παπανδρέου για την απομάκρυνση των βάσεων ήταν φορτισμένη με έντονα συναισθηματικά
συμφραζόμενα. Είναι σαφές ότι στη ρητορική του ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ επέλεξε να
τονίσει τις «συμβολικές» διαστάσεις του όλου ζητήματος των βάσεων, χρησιμοποιώντας
φράσεις όπως: «Δεν προσφέρουμε τη γη μας για να γίνει ορμητήριο ιμπεριαλιστών...Η γη ανήκει
στους Έλληνες, είναι δικιά μας γη...Ήμασταν 7 χρόνια κάτω από τη μπότα της αμερικανοκίνητης
δικτατορίας για να υπάρξουν και οι βάσεις…Ο λαός της Ελλάδας είναι κυρίαρχος, η Ελλάδα ανήκει
στους Έλληνες…».202
Για την ιδεολογία του ΠΑΣΟΚ, το ζήτημα των βάσεων έγινε ένα κεντρικό θέμα,
συμβολικό της συνεχιζόμενης εκμετάλλευσης ενός ολόκληρου λαού από τους Αμερικανούς
ιμπεριαλιστές. Αυτά που πέτυχε το ΠΑΣΟΚ με τη συνεχή του ενασχόληση με το ζήτημα
των βάσεων ήταν κάτι παραπάνω από πολιτικά οφέλη από τα έντονα αντιαμερικανικά
αισθήματα, τα οποία ήταν ήδη κυρίαρχα στην ελληνική κοινή γνώμη την εποχή που το
κόμμα εμφανίστηκε στην ελληνική πολιτική σκηνή. Ο αντιαμερικανισμός έγινε ένα σύνθημα
συσπείρωσης με το οποίο το ΠΑΣΟΚ γοήτευε ολόκληρο τον ελληνικό λαό και όχι κάποιο
επιμέρους τμήμα του. Προσδιορίστηκε ως το κύριο αίτιο πίσω από την κακοδαιμονία της
Ελλάδας. Συνεπώς, το κάλεσμα για την επίτευξη της εθνικής ανεξαρτησίας προσέλαβε έναν
καθολικό χαρακτήρα. Δηλαδή, ζητήθηκε από όλους να συμμετάσχουν στον αγώνα ενάντια
στην ξένη εκμετάλλευση, καθότι ο καθένας – κατά μία έννοια – νοούταν ως θύμα της
εξάρτησης της χώρας από την αμερικανική ιμπεριαλιστική μητρόπολη. Η σύνδεση ανάμεσα
στην έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας και στην αντιαμερικανική ρητορεία του κόμματος έγινε ο
βασικός πυλώνας πάνω στον οποίο στηρίχθηκε η λαϊκιστική στρατηγική του ΠΑΣΟΚ.
Η ρητορεία του ΠΑΣΟΚ περί εθνικής ανεξαρτησίας και η έμφασή του στην
άσκηση μιας «ανεξάρτητης, πολυδιάστατης» εξωτερικής πολιτικής που θα απελευθέρωνε τη

202 Βλ. Κυριάκος Μητσοτάκης, ό. π., σελ. 121.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 92 18/11/2008


χώρα από την εκμετάλλευση των Αμερικανών αποδείχτηκε εξαιρετικά αποτελεσματική.
Ωστόσο, η επιλογή της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ να υπογραμμίζει συγχρόνως και την έννοια
της εθνικής υπερηφάνειας ήταν συνειδητή. Ενώ η εθνική ανεξαρτησία συνδεόταν με
συγκεκριμένα πολιτικά συμφραζόμενα, η εθνική υπερηφάνεια απευθυνόταν αποκλειστικά στα
συναισθήματα του εκλογικού σώματος. Ο Παπανδρέου ήταν εξαιρετικά ικανός να
αντιλαμβάνεται τα παράπονα και τις ανάγκες του ελληνικού λαού, όπως και να
αντιλαμβάνεται ότι τα παράπονα αυτά ήταν το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης ιστορικής
εμπειρίας των Ελλήνων, που συνδεόταν με τις συνεχείς ξένες παρεμβάσεις στη χώρα.203
Έτσι, το ΠΑΣΟΚ θέλησε να παρουσιάσει τη συμφωνία διαφορετικά στον ελληνικό
λαό προκειμένου να αμβλύνει την εικόνα της υποχώρησης από το προηγούμενο σύνθημα
«Έξω οι βάσεις του θανάτου» στη φράση «έναρξη συνομιλιών για το καθεστώς των αμερικανικών
βάσεων στην Ελλάδα». Η επίσημη επιχειρηματολογία που προβλήθηκε για να υποστηρίξει την
άποψη της «απομάκρυνσης» στηρίχτηκε σε μεταφραστικές ακροβασίες, διότι στην ουσία
επρόκειτο για συμφωνία παραμονής των βάσεων.204 Το ΠΑΣΟΚ κατέφυγε σε δημαγωγικά
τεχνάσματα για να συγκαλύψει την πραγματικότητα, για να συγκαλύψει την εγκατάλειψη της
«αντιμπεριαλιστικής πολιτικής» του. Ο Ανδρέας Παπανδρέου επέλεξε την πραγματιστική
διαχείριση των εσωτερικών αντιφάσεων και των συνθημάτων, προσπαθώντας να αποδείξει ότι
η κυβέρνηση έμενε πιστή στις ιδεολογικές – προγραμματικές αρχές του κόμματος, ακόμα
και όταν η πραγματικότητα ήταν ακριβώς αντίθετη. Το χάσμα μεταξύ λόγων και έργων ήταν
κάτι παραπάνω από εμφανές. Κυριαρχούσε η λαϊκιστική διαχείριση των κρίσεων και ένας
ριζοσπαστικός κομματικός λόγος, ο οποίος προσπαθούσε να δικαιολογήσει την κυβερνητική
δράση.

203 Βλ. Κυριάκος Μητσοτάκης, ό. π., σελ. 133.


204 Η Αθήνα, όπως και όλες οι πόλεις μα και όλα τα χωριά, γέμισαν με το σύνθημα: «ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ
ΦΕΥΓΟΥΝ ΣΕ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ – Ο ΑΓΩΝΑΣ ΔΙΚΑΙΩΝΕΤΑΙ». Η αναγραφή των συνθημάτων έγινε
με εντολή του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ, που κινητοποίησε την οργανωμένη βάση του Κινήματος.
Βλ. Κώστας Μαρδάς, Η Ελλάδα στα δίχτυα των βάσεων…, ό. π., σελ. 333.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 93 18/11/2008


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ολοκληρώνοντας τη διερεύνηση του φαινομένου του λαϊκισμού, όπως αυτό


εμφανίστηκε και εξελίχθηκε μέσω του ΠΑΣΟΚ στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, είναι
χρήσιμο να γίνει μια σύνοψη των κυριότερων σημείων της εργασίας και να διατυπωθούν
ορισμένα καταληκτικά συμπεράσματα.
Στο πρώτο κεφάλαιο επιχειρήσαμε να συνθέσουμε το θεωρητικό πλαίσιο του
λαϊκισμού. Αρχικά παρατέθηκαν ορισμένες κριτικές προσεγγίσεις, οι οποίες συμφωνούσαν
στο ότι ο «λαϊκισμός» είναι μια εξαιρετικά ασαφής έννοια, για την οποία δεν υπάρχει ένας
γενικά αποδεκτός ορισμός. Στη συνέχεια αναλύθηκαν τα βασικά χαρακτηριστικά του και
έπειτα αναφέρθηκαν ορισμένες περιπτώσεις ανάδυσης λαϊκιστικών κομμάτων ή κινημάτων
που εμφανίστηκαν κατά καιρούς ανά την υφήλιο. Τέλος, έγινε μια απόπειρα σύνθεσης ενός
γενικού ορισμού του λαϊκισμού, λαμβάνοντας πάντα υπόψη την πολλαπλότητα και
ετερογένεια των κριτηρίων προσδιορισμού του. Τα συμπεράσματα που προέκυψαν είναι ότι
ο λαϊκισμός δεν είναι ιδεολογία αλλά είναι μια ειδική μορφή πολιτικού λόγου, ένα ρητορικό
στυλ που παίρνει το χρωματισμό κάθε εποχής. Δεν υπάρχει μια γενική θεωρία που να τον
εξηγεί. Συντίθεται από ετερόκλητα στοιχεία πρωτογενών λαϊκών παραστάσεων και δανείων
που έρχονται από διάφορες ιδεολογίες, μια από τις οποίες, όπως αναδείξαμε και στην
παρούσα εργασία, είναι ο εθνικισμός.
Στο δεύτερο κεφάλαιο αναφέραμε κάποια εισαγωγικά στοιχεία για την εμφάνιση και
την εξέλιξη του λαϊκισμού στην Ελλάδα, όπως επίσης και κάποιες πληροφορίες για την
ιδεολογική ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ, που προκύπτουν μέσα από την Ιδρυτική του
Διακήρυξη. Κρίναμε ότι από την παρούσα εργασία δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν οι
συγκεκριμένες αναφορές για το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα το οποίο διέδωσε και καθιέρωσε την
έννοια του λαϊκισμού στην Ελλάδα. Στη συνέχεια προχωρήσαμε στην ανάλυση των βασικών
χαρακτηριστικών της πολιτικής ταυτότητας του ΠΑΣΟΚ και διαπιστώσαμε ότι το κόμμα
είχε όλα τα λαϊκιστικά γνωρίσματα ως αναπόσπαστο στοιχείο της φυσιογνωμίας του.
Στο τρίτο κεφάλαιο καταγράψαμε τα γεγονότα που συνέβησαν με αφορμή την
υπόθεση εξαγωγής αρχαίων μνημείων από το Ηράκλειο της Κρήτης στο πλαίσιο της
διεθνούς έκθεσης που διεξήχθη στις ΗΠΑ το 1979. Εξαιτίας των έντονων αντιδράσεων των
κατοίκων και της φλογερής αντιπολιτευτικής ρητορικής που υιοθέτησε ο Ανδρέας
Παπανδρέου, η οποία πρόβαλε το ζήτημα της πολιτιστικής κληρονομιάς και της εθνικής
ταυτότητας, η αποστολή αρχαιοτήτων στο εξωτερικό τελικά ματαιώθηκε.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 94 18/11/2008


Στο τέταρτο κεφάλαιο παρακολουθήσαμε με κάθε λεπτομέρεια τις
διαπραγματεύσεις για τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα, οι οποίες διήρκεσαν 9 μήνες.
Το τελικό αποτέλεσμα της συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας – ΗΠΑ ήταν η παραμονή των
βάσεων για άλλα πέντε χρόνια. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η προσπάθεια του Ανδρέα
Παπανδρέου να «μεταμφιέσει» μια συμφωνία που ουσιαστικά προέβλεπε την παραμονή των
αμερικανικών εγκαταστάσεων στη χώρα σε συμφωνία για τη δήθεν απομάκρυνσή τους.
Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο επιχειρήσαμε να αποδείξουμε την αρχική μας
υπόθεση: ότι το ΠΑΣΟΚ, στην περίοδο που εξετάζουμε, ήταν ένα κόμμα με εθνικολαϊκιστική
ταυτότητα. Ότι ο λαϊκισμός του ΠΑΣΟΚ, συνδυαζόμενος με μια δόση εθνικιστικής
ιδεολογίας, αποτελούσε την πηγή ισχύος του και ήταν αποτελεσματικός στην πολιτική
κινητοποίηση των μαζών. Για να το πετύχουμε αυτό, προχωρήσαμε στη διερεύνηση των δύο
περιπτώσεων που καταγράψαμε σε προηγούμενα κεφάλαια, της διεθνούς έκθεσης αρχαίων
μνημείων και των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδας – ΗΠΑ για τις βάσεις.
Η υπόθεση εξαγωγής των αρχαιοτήτων από την Ελλάδα στο πλαίσιο της διεθνούς
έκθεσης στις ΗΠΑ ήταν ένα γεγονός που συνέβη το 1979, όταν το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν
ακόμα στην Αντιπολίτευση. Αντίθετα, οι συνομιλίες για τις αμερικανικές βάσεις άρχισαν τον
Οκτώβριο του 1982, όταν το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν στην εξουσία. Ένα πρώτο συμπέρασμα
που μπορούμε να εξάγουμε είναι το εξής: Ένα λαϊκιστικό κίνημα ή κόμμα μπορεί να είναι
αποτελεσματικό μόνο εφόσον βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Έτσι μπορεί να
προσεταιρίζεται κάθε είδους αίτημα χωρίς απαραίτητα να είναι υποχρεωμένο να το
υλοποιήσει. Ο χαρισματικός ηγέτης μπορεί να υιοθετεί στο λόγο του ρητορικές υπερβολές
και ουτοπικές αξιώσεις, γνωρίζοντας ότι δεν θα κληθεί να τις εκπληρώσει. Κάτι ανάλογο
συνέβη στην υπόθεση των αρχαίων μνημείων. Ο Ανδρέας Παπανδρέου εκμεταλλεύτηκε ένα
πολιτιστικό γεγονός και με μια υπερβολική εθνικολαϊκιστική ρητορεία το πρόβαλε ως εθνικό
ζήτημα, πείθοντας τους κατοίκους του Ηρακλείου ότι διακυβεύονταν η ιστορία και η
ταυτότητα του έθνους.
Όταν, όμως, το λαϊκιστικό κίνημα ή κόμμα θα ανέλθει στην εξουσία και θα
χρειαστεί να προτείνει και κυρίως να εφαρμόσει μέτρα που θα ικανοποιούν ορισμένα
κοινωνικά αιτήματα, τότε ανοίγει ο δρόμος για το ξέσπασμα των αντιφάσεων: η ικανοποίηση
της μιας ομάδας συνεπάγεται τη δυσαρέσκεια της άλλης. Το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησε την
εξωτερική πολιτική ως εργαλείο για τη μεγιστοποίηση της πολιτικής του απήχησης στον
εσωτερικό χώρο. Ενώ προεκλογικά είχε δεσμευτεί για την απομάκρυνση των αμερικανικών
εγκαταστάσεων από τον ελληνικό χώρο, από τη στιγμή που έγινε πρωθυπουργός ο
Παπανδρέου διαπίστωσε ότι υπήρχε διάσταση ανάμεσα στις ιδεολογικές ρητορικές και τις

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 95 18/11/2008


προγραμματικές διακηρύξεις. Η εξάρτηση της Ελλάδας από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την
προμήθεια του μεγαλύτερου μέρους του εξελιγμένου στρατιωτικού της εξοπλισμού, καθώς
και ο ρόλος που είχαν αναλάβει οι ΗΠΑ ως «εγγυητής» της ισορροπίας δυνάμεων στο
Αιγαίο, ήταν οι βασικοί παράγοντες που πίεσαν τον Ανδρέα Παπανδρέου να ακολουθήσει
μια πραγματιστική πολιτική γραμμή στο ζήτημα των αμερικανικών βάσεων και να αθετήσει
τις προεκλογικές του υποσχέσεις. Ο Παπανδρέου γνώριζε πολύ καλά τις πολύπλευρες
εξαρτήσεις της Ελλάδας από τις ΗΠΑ. Γνώριζε και το ανέφικτο της απεξάρτησης. Παρ’
όλα αυτά επέμενε να διακηρύσσει, σε υψηλούς τόνους, την απομάκρυνση των βάσεων από
την Ελλάδα. Για να κάμψει τις αντιδράσεις, υιοθέτησε μια φλογερή εθνικο – λαϊκιστική
ρητορεία με πρωταρχικό το αίτημα για «εθνική ανεξαρτησία», σε έναν λόγο που, ενώ
μιλούσε για την παραμονή των βάσεων, κατάφερε να πείσει το λαό ότι οι αμερικανικές
εγκαταστάσεις θα απομακρύνονταν από την Ελλάδα. Δηλαδή, αν και υπήρξαν ορισμένες
κρίσιμες μετατοπίσεις στο λόγο του ΠΑΣΟΚ, οι οποίες ήταν συνυφασμένες με τη
δοκιμασία της κυβερνητικής ευθύνης, το κόμμα δεν έχασε την εθνικο – λαϊκιστική του
ταυτότητα.
Διαπιστώνουμε ότι και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις παρατηρείται μια διεύρυνση
της έννοιας του λαού ώστε να συμπέσει με μια νέα αντίληψη για το έθνος. Ο Ανδρέας
Παπανδρέου, μιλώντας για την υπεράσπιση της «εθνικής ταυτότητας» και τη διασφάλιση της
«εθνικής ανεξαρτησίας», καλώντας ταυτόχρονα το λαό να αγωνιστεί για αυτές, ουσιαστικά
ταυτίζει τα συμφέροντα και τις αξίες του λαού και του έθνους. Τα αιτήματα του λαού και του
έθνους προβάλλονται ως κυρίαρχα από το ΠΑΣΟΚ. Η εκφορά μια εθνικιστικής πρότασης,
η συναισθηματικά φορτισμένη πολιτική του λαϊκισμού και η χαρισματική προσωπικότητα
του Ανδρέα Παπανδρέου αποτέλεσαν τον συνδυασμό για την μεγάλη απήχηση και την
εκλογική επιτυχία του ΠΑΣΟΚ.
Μέσα από την εξέταση των γεγονότων διαπιστώσαμε ότι όλα τα στοιχεία
συνηγορούν στην αρχική μας υπόθεση: Ο λαϊκισμός ήταν μια σταθερή διάσταση της
ταυτότητας, του λόγου και της πρακτικής του ΠΑΣΟΚ, με κύρια χαρακτηριστικά: τον
αρχηγικό χαρακτήρα και τη χαρισματική προσωπικότητα του ηγέτη του, τον μανιχαϊστικό
λόγο (ο «καλός λαός» και οι «κακοί προνομιούχοι»), την κατασκευή του «λαού» σε
αντιπαράθεση με τη Δεξιά ή τους ξένους, την αντιδεξιά πολεμική ρητορική (το «ξενόδουλο
κατεστημένο»), το αδιαφοροποίητο και το άμορφο της ίδιας της έννοιας λαός. Ο
λαϊκιστικός λόγος του ΠΑΣΟΚ υποσχόταν την ικανοποίηση των πιο αντιφατικών
συμφερόντων και αιτημάτων με μοναδικό στόχο τη νίκη των «προοδευτικών» και
«αριστερών» δυνάμεων. Το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησε το λαϊκισμό για να δημιουργήσει μια

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 96 18/11/2008


ιδιαίτερη πολιτική ταυτότητα και να κινητοποιήσει το εκλογικό σώμα. Κατάφερε να υπερβεί
τις κοινωνικές και πολιτικές διαιρέσεις της μεταδικτατορικής Ελλάδας, θέτοντας στον
πυρήνα του πολιτικού του λόγου την επίτευξη εθνικών στόχων, που για να
πραγματοποιηθούν απαιτούνταν η κινητοποίηση όλου του λαού, όλων των «μη
προνομιούχων Ελλήνων». Τα δύο παραπάνω περιστατικά μας διευκόλυναν στην προσπάθειά
μας να στοιχειοθετήσουμε ότι το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποιούσε τη λαϊκιστική ρητορεία και το
αίτημα της εθνικής ταυτότητας και της εθνικής ανεξαρτησίας απευθυνόμενος στο θυμικό του
λαού με στόχο την εγκαθίδρυση μια νέας μορφής πολιτικής και ιδεολογικής ηγεμονίας μέσα
στον πολιτικό ανταγωνισμό. Η λαϊκιστική διάσταση των διακηρύξεων εξωτερικής πολιτικής
του ΠΑΣΟΚ και η αιτία της υιοθέτησης ενός πολωτικού μοντέλου κομματικού
ανταγωνισμού ανταποκρινόταν στην επιδίωξη της ταχείας ανόδου στην εξουσία και στην
προσπάθεια καθιέρωσής του ως πόλου εξουσίας.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 97 18/11/2008


ΠΗΓΕΣ

Α. Βιβλιογραφία
Ελληνική
1. Αναστασιάδης Γιώργος (επιμέλεια), Σύγχρονη Παγκόσμια Ιστορία, από τον 20ο αιώνα
έως σήμερα, Τόμος 7, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2006.
2. Ανδριανόπουλος Ανδρέας, «Η πολιτική φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ» στο Πέτρος
Παπασαραντόπουλος (επιμέλεια), ΠΑΣΟΚ και εξουσία, Θεσσαλονίκη,
Παρατηρητής, 1980.
3. Βαληνάκης Γιάννης, Εξωτερική πολιτική και εθνική άμυνα 1974-1987, Η Ελλάδα στο
σύστημα Ανατολής-Δύσης, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1987.
4. Βαληνάκης Γιάννης, Εισαγωγή στην ελληνική εξωτερική πολιτική, 1949-1988,
Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 2003.
5. Βαρελά Κατερίνα, Ανδρέας Παπανδρέου (Σειρά «Ηγέτες»), Αθήνα, Σαββάλας, 2004.
6. Βούλγαρης Γιάννης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990, Αθήνα, Θεμέλιο,
2002.
7. Clogg Richard, Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας 1770–2000, Αθήνα, Κάτοπτρο, 2003.
8. Δεμερτζής Νίκος-Λίποβατς Θάνος, Φθόνος και μνησικακία, τα πάθη της ψυχής και η
κλειστή κοινωνία, Αθήνα, Πόλις, 2006.
9. Δεμερτζής Νίκος, «Η ελληνική πολιτική κουλτούρα στη δεκαετία του ‘80» στο
Χρήστος Λυριντζής-Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμέλεια), Εκλογές και κόμματα στη
δεκαετία του ’80, εξελίξεις και προοπτικές του πολιτικού συστήματος, Αθήνα, Θεμέλιο,
1990.
10. Ελεφάντης Άγγελος, Στον αστερισμό του λαϊκισμού, Αθήνα, Ο Πολίτης, 1991.
11. Καπετανγιάννης Βασίλης, «Η πολιτική και θεωρητική σημασία της συζήτησης για το
ΠΑΣΟΚ» στο Πέτρος Παπασαραντόπουλος (επιμέλεια), ΠΑΣΟΚ και εξουσία,
Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1980.
12. Κατσούδας Δημήτρης, «Ψήφος και ιδεολογία» στο Χρήστος Λυριντζής – Ηλίας
Νικολακόπουλος (επιμέλεια), Εκλογές και κόμματα στη δεκαετία του ’80, εξελίξεις και
προοπτικές του πολιτικού συστήματος, Αθήνα, Θεμέλιο, 1990.
13. Κατσούλης Ηλίας, «Ο ρόλος και η σημασία της χαρισματικής ηγεσίας στην
ελληνική μεταβατική κοινωνία» στο Πέτρος Παπασαραντόπουλος (επιμέλεια),
ΠΑΣΟΚ και εξουσία, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1980.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 98 18/11/2008


14. Λυριντζής Χρήστος, «Λαϊκισμός: Η έννοια και οι πρακτικές» στο Χρήστος
Λυριντζής-Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμέλεια), Εκλογές και κόμματα στη δεκαετία του
’80, εξελίξεις και προοπτικές του πολιτικού συστήματος, Αθήνα, Θεμέλιο, 1990.
15. Μαρδάς Κώστας, Η Ελλάδα στα δίχτυα των βάσεων, από το δόγμα Τρούμαν στον Ανδρέα
Παπανδρέου, Αθήνα, Καστανιώτης, 1989.
16. Μητσοτάκης Κυριάκος, Οι συμπληγάδες της εξωτερικής πολιτικής, εσωτερικές και
διεθνείς πιέσεις στις ελληνοαμερικανικές διαπραγματεύσεις για τις βάσεις 1974 – 1985,
Αθήνα, Πατάκη, 2006.
17. Μουζέλης Νίκος, «Σκέψεις πάνω στην θεαματική πολιτική άνοδο του ΠΑΣΟΚ»
στο Πέτρος Παπασαραντόπουλος (επιμέλεια), ΠΑΣΟΚ και εξουσία, Θεσσαλονίκη,
Παρατηρητής, 1980.
18. Μουζέλης Νίκος, «Ο λαϊκισμός. Νέος τρόπος ένταξης των μαζών στις πολιτικές
διαδικασίες;», στο Λαϊκισμός και Πολιτική, Αθήνα, Γνώση, 1989.
19. Μπρεδήμας Αντώνης, Η σύναψη των διεθνών συμφωνιών από τη σκοπιά του διεθνούς και
συνταγματικού δικαίου, η περίπτωση των συμφωνιών Ελλάδας – ΗΠΑ για τις βάσεις
(1953/1983/1990), Αθήνα – Κομοτηνή, Σάκκουλας, 1996.
20. ‘Όλα όσα πρέπει να ξέρετε για τις βάσεις: η συμφωνία του 1953, του 1983, του 1990, 13
άλλα έγγραφα και ένα μικρό χρονικό, Αθήνα, Το Ποντίκι, 1990, σελ. 9.
21. Πανταζόπουλος Ανδρέας, Για το λαό και το έθνος, η στιγμή Ανδρέα Παπανδρέου 1965
– 1989, Αθήνα, Πόλις, 2001.
22. Παπαδημητρίου Γ. – Σπουρδαλάκης Μ., Τα καταστατικά των πολιτικών κομμάτων, 1η
Έκδοση, Αθήνα – Κομοτηνή, Σάκκουλας, 1994.
23. Παρασκευόπουλος Πότης, Ανδρέας Παπανδρέου, η πολιτική πορεία του 1960 – 1995,
Αθήνα, Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, 1995.
24. Πόποβ Νεμπόισα, Ο σερβικός λαϊκισμός, από περιθωριακό σε κυρίαρχο φαινόμενο,
Αθήνα, Παρασκήνιο, 1994.
25. Σακελλαρόπουλος Σπύρος, Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση, πολιτικές και κοινωνικές
εξελίξεις 1974-1988, Αθήνα, Α.Α. Λιβάνη, 2001.
26. Σημίτης Κώστας, Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας, Αθήνα, Γνώση,
1989.
27. Σοφός Σπύρος, «Λαϊκή ταυτότητα και πολιτική κουλτούρα στη μεταδικτατορική
Ελλάδα: προς μια πολιτισμική προσέγγιση του λαϊκιστικού φαινομένου» στο Νίκος
Δεμερτζής (επιμέλεια), Η ελληνική πολιτική κουλτούρα σήμερα, Αθήνα, Οδυσσέας,
2000.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 99 18/11/2008


28. Σπουρδαλάκης Μιχάλης, «Ο ελληνικός λαϊκισμός στις συνθήκες του αυταρχικού
κρατισμού» στο Λαϊκισμός και πολιτική, Αθήνα, Γνώση, 1989.
29. Χαραλάμπης Δημήτρης, Πελατειακές σχέσεις και λαϊκισμός, η εξωθεσμική συναίνεση στο
ελληνικό πολιτικό σύστημα, Αθήνα, Εξάντας, 1989.
30. Weber Max, Οικονομία και Κοινωνία, κοινωνιολογικές έννοιες, Αθήνα, Σαββάλας, 2005.

Ξενόγλωσση
1. Argersinger Peter, The limits of agrarian radicalism: western populism and American
politics, University Press of Kansas, 1995.
2. Conniff Michael, “Brazil’s populist republic and beyond” in Michael Conniff
(edited), Populism in Latin America, The University of Alabama press, 1999.
3. Fieschi Catherine, Fascism, populism and the French Fifth Republic, in the shadow of
democracy, Manchester University Press, 2004.
4. Hayward Jack, Elitism, Populism and European politics, New York, Clarendon Press
Oxford, 1996.
5. Horowitz Joel, “Populism and its legacies in Argentina” in Michael Conniff
(edited), Populism in Latin America, The University of Alabama press, 1999.
6. Laclau Ernesto, On populist reason, London, Verso, 2007.
7. Trautman Karl, The new populist reader, London, Praeger, 1997.
8. Venturi Franco, Roots of revolution, a history of the populist and socialist movements in
nineteenth-century Russia, The University of Chicago Press, 1983.

Β. Αρθρογραφία
Ελληνική
1. Ελεφάντης Άγγελος – Καβουριάρης Μάκης, «ΠΑΣΟΚ: Λαϊκισμός ή
Σοσιαλισμός;», Ο Πολίτης, Τεύχος 13, Οκτώβριος 1977, σελ. 14-23.
2. Ζενάκος Αυγουστίνος, «Χουάν Περόν (1895–1974), ο συντηρητικός λαϊκιστής», Το
Βήμα, Κυριακή 29 Φεβρουαρίου 2004.
3. Καπετανγιάννης Βασίλης, «Λαϊκισμός, συνοπτικές σημειώσεις για μια κριτική
επανεξέταση», Ο Πολίτης, Τεύχος 71, τρίμηνη επιθεώρηση, Ιανουάριος-Μάρτιος
1986, σελ.14-18.
4. Laclau Ernesto, «Τέσσερις απαντήσεις για το λαϊκισμό. Μία συνέντευξη», Επιστήμη
και Κοινωνία, Τεύχος 12, Άνοιξη 2004, σελ. 213-218.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 100 18/11/2008


5. Mouffe Chantal, «Πάθη και πολιτική: Τα διακυβεύματα της δημοκρατίας»,
Επιστήμη και Κοινωνία, Τεύχος 12, 2004, σελ. 39-53.
6. Σκουρής Βασίλης, «Το ποτάμι της Αλλαγής», Έθνος της Κυριακής (Ανδρέας
Παπανδρέου 1919-1996-αφιέρωμα), 18 Ιουνίου 2006.

Ξενόγλωσση
1. Abts Koen - Rummens Stefan, “Populism versus Democracy’, Political Studies,
Vol. 55, 2007, pp. 405-424.
2. Betz Hans-Georg – Johnson Carol, “Against the current—stemming the tide: the
nostalgic ideology of the contemporary radical populist right”, Journal of Political
Ideologies, October 2004, Τεύχος 9(3), pp. 311–327.
3. Canovan Margaret, “Trust the people! Populism and the two faces of
democracy”, Political Studies, XLVII, 1999, pp. 2-16.
4. Canovan Margaret, “Populism for political theorists?”, Journal of Political Ideologies,
October 2004, Τεύχος 9(3), pp. 241-252.
5. Fieschi Catherine, “Introduction”, Journal of Political Ideologies, October 2004,
Τεύχος 9(3), pp. 235-240.
6. Fieschi Catherine – Heywood Paul, “Trust, cynicism and populist anti-politics”,
Journal of Political Ideologies, October 2004, Τεύχος 9(3), pp. 289–309.
7. Lyrintzis Christos, “The power of populism: the Greek case”, European Journal of
Political Research, Vol. 15, 1987, p.p. 667-686.
8. Mouzelis Nikos, “On the concept of populism: Populist and clientelist modes of
incorporation in semiperipheral polities”, Politics & Society, 1985, Τόμος 14, Νο. 3,
p. 329.
9. Stavrakakis Yannis, “Antinomies of formalism: Laclau’s theory of populism and
the lessons from religious populism in Greece”, Journal of Political Ideologies,
October 2004, 9(3), pp. 253-267.
10. Taggart Paul, “Populism and representative politics in contemporary Europe”,
Journal of Political Ideologies, October 2004, Τεύχος 9(3), pp. 269–288.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 101 18/11/2008


Γ. Ηλεκτρονικές διευθύνσεις
1. http://www.pasok.gr/portal/gr/134/8867/1/7/1/showdoc.html
2. http://www.cc.uoa.gr/ptde/journal/greek/issue_2/html/laikismos.htm
3. http://nikosdimou.blogspot.com/2006/04/blog-post_29.html
4. http://en.wikipedia.org/wiki/Populism
5. http://en.wikipedia.org/wiki/Narodnichestvo
6. http://en.wikipedia.org/wiki/Populist_Party_(United_States)
7. http://en.wikipedia.org/wiki/Juan_Domingo_Per%C3%B3n
8. http://en.wikipedia.org/wiki/Poujadism
9. http://www.dea.org.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=731&It
emid=46
10. http://www2.rizospastis.gr/story.do?id=4510222&publDate=20/4/2008.
11. http://www.media.uoa.gr/sas/issues/15_issue/gewrgiadou.html
12. http://www.media.uoa.gr/sas/issues/12_issue/ndemert.html

ΑΡΘΡΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – ΤΑ ΝΕΑ)

Για τη διεθνή έκθεση αρχαίων μνημείων


1. «Δεν θα φύγουν τα αρχαία;», Τα ΝΕΑ, Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 1979, σελ. 7.
2. «Πολιτικές διαστάσεις παίρνει η εξέγερση του λαού του Ηρακλείου», Τα ΝΕΑ,
Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 1979, σελ. 1, 3, 18.
3. «Μινωικό αγγείο μεγάλης αξίας έσπασε κατά τη συσκευασία», Τα ΝΕΑ, Δευτέρα 26
Φεβρουαρίου 1979, σελ. 1, 2.
4. Νίκος Κακαουνάκης, «Μόνο με τα τανκς θα πάρουν τα αρχαία!», Τα ΝΕΑ,
Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 1979, σελ. 5.
5. Νίκος Κακαουνάκης-Νίκος Βιδάκης, «Ηράκλειο: ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί», Τα
ΝΕΑ, Πέμπτη 1 Μαρτίου 1979, σελ. 1, 3, 14.
6. «Πανηγυρίζει το Ηράκλειο», Τα ΝΕΑ, Παρασκευή 2 Μαρτίου 1979, σελ. 1, 14.
7. «Ξεσηκωμός στο Ηράκλειο, ΜΑΤ σπεύδουν με αεροπλάνα», Ελευθεροτυπία,
Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 1979, σελ. 1, 5.
8. «Ηφαίστειο το Ηράκλειο», Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 1 Μαρτίου 1979, σελ. 1, 3, 10,
13.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 102 18/11/2008


9. «Μια δύσκολη μάχη που την κέρδισε ο λαός», Ριζοσπάστης, Σάββατο 3 Μαρτίου
1979, σελ. 4.

Για τις διαπραγματεύσεις για τις αμερικανικές βάσεις


1. Κ. Αγγελόπουλος, «Δυναμικοί χειρισμοί στα εθνικά θέματα», Ελευθεροτυπία,
Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 1982, σελ. 7.
2. Στρατής Ζαχαριάδης, «Ανδρέας: οι βάσεις υπάρχουν εξαιτίας της τουρκικής
απειλής», Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 1982, σελ. 16.
3. «Ανδρέας: θα φύγουν οι βάσεις αν δεν συμφωνήσουμε σε 9 μήνες», Ελευθεροτυπία,
Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 1982, σελ. 16.
4. Συνέντευξη Ανδρέα Παπανδρέου: «Μόνο ως ίσοι θα συζητήσουμε με τις ΗΠΑ»,
Ελευθεροτυπία, Τρίτη 19 Οκτωβρίου 1982, σελ. 1, 14.
5. «Ο Ανδρέας στις ΗΠΑ αρχές ΄83», Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 1982,
σελ. 1, 7, 13.
6. «Αρχίζουν αύριο οι συνομιλίες για τις βάσεις», Ελευθεροτυπία, Τρίτη 26 Οκτωβρίου
1982, σελ. 1.
7. «Επείγονται οι ΗΠΑ να μάθουν το τίμημα για την παραμονή των βάσεων»,
Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 1982, σελ. 16.
8. «5 όροι αλλιώς φεύγουν οι βάσεις», Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 1982,
σελ. 1, 13.
9. «Βάσεις: άρχισε η πρώτη φάση του διαλόγου», Ελευθεροτυπία, Τρίτη 2 Νοεμβρίου
1982, σελ. 1, 14.
10. «Συνέντευξη Ανδρέα Παπανδρέου κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψής του στη
Ρουμανία», Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 1982, σελ. 1, 9.
11. «Ολοκληρώθηκε ο πρώτος κύκλος των συνομιλιών για τις βάσεις των ΗΠΑ»,
Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 1982, σελ. 15.
12. «Αμερικανός αρχιλοχίας εφορμά κατά απεργών στη βάση Ελληνικού»,
Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 1982, σελ. 1, 8.
13. «Ανυποχώρητη η κυβέρνηση στις αξιώσεις των ΗΠΑ», Ελευθεροτυπία, Σάββατο 8
Ιανουαρίου 1983, σελ. 1.
14. «Κυβέρνηση: Περιορισμοί στη δραστηριότητα των βάσεων», Ελευθεροτυπία, Τρίτη
11 Ιανουαρίου 1983, σελ. 1, 14.
15. «Μας εκβιάζουν οι ΗΠΑ από την ΕΡΤ», Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 19 Ιανουαρίου
1983, σελ. 1, 15.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 103 18/11/2008


16. «Ακριβό βρίσκουν το νοίκι για τις βάσεις οι Αμερικανοί», Ελευθεροτυπία,
Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 1983, σελ. 14.
17. «Βάσεις: Θεαματική αλλαγή στη στάση των ΗΠΑ», Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 2
Φεβρουαρίου 1983, σελ. 1.
18. Δήλωση Ανδρέα: «Χρονοδιάγραμμα και σοβαρά ανταλλάγματα για τις βάσεις»,
Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 1983, σελ. 1, 16.
19. «Φοβερή πρόκληση του Ρήγκαν», Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 1983,
σελ. 1, 13.
20. «Προειδοποίηση Ανδρέα στον Ρήγκαν», Ελευθεροτυπία, Σάββατο 5 Φεβρουαρίου
1983, σελ. 1.
21. «Συλλαλητήρια σε όλη τη χώρα για τις βάσεις», Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 7
Φεβρουαρίου 1983, σελ. 1, 15.
22. «Συλλαλητήρια στην Αθήνα και άλλες 3 μεγάλες πόλεις για τις βάσεις»,
Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 1983, σελ. 1.
23. «Βάσεις: Τελική απάντηση για τα ανταλλάγματα φέρνει ο Μπαρτόλομιου»,
Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 1983, σελ. 1, 14.
24. «Φωνή λαού», Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 4 Μαρτίου 1983, σελ. 1, 15.
25. «Έξω οι βάσεις», Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 4 Μαρτίου 1983, σελ. 9.
26. «Βάσεις: έσπασαν οι συνομιλίες», Ελευθεροτυπία, Σάββατο 12 Μαρτίου 1983, σελ. 1,
15.
27. «3 όροι στις ΗΠΑ», Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 14 Μαρτίου 1983, σελ. 1, 15.
28. «Βάσεις: Σημαντική ανακοίνωση ίσως μέσα στην εβδομάδα», Ελευθεροτυπία, Τρίτη
22 Μαρτίου 1983, σελ. 16.
29. «Τελεσίγραφο στον Ρήγκαν», Ελευθεροτυπία, Τρίτη 26 Απριλίου 1983, σελ. 1, 15.
30. «Το μήνυμα για τις βάσεις», Ελευθεροτυπία, Τρίτη 26 Απριλίου 1983, σελ. 8.
31. «Και ο λαός είπε όχι στις βάσεις», Ελευθεροτυπία, Τρίτη 26 Απριλίου 1983, σελ. 8.
32. «Ομοψυχία στη βάση», Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 27 Απριλίου 1983, σελ. 7.
33. «Όλοι στο Σύνταγμα, η Αθήνα στο πόδι για τις βάσεις», Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 28
Απριλίου 1983, σελ. 1, 8.
34. «Πρόκληση ΗΠΑ στο Αιγαίο», Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 27 Μαΐου 1983, σελ. 1,
15.
35. Συνέντευξη Ανδρέα: «Εξαντλήθηκε η υπομονή μας», Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 20
Ιουνίου 1983, σελ. 1, 15.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 104 18/11/2008


36. «Τα 7 καίρια σημεία της συμφωνίας», Ελευθεροτυπία, Σάββατο 16 Ιουλίου 1983, σελ.
1, 14.
37. «Ικανοποίηση των ΗΠΑ», Ελευθεροτυπία, Σάββατο 16 Ιουλίου 1983, σελ. 1.
38. «Ελληνικός ο έλεγχος στις δραστηριότητες των βάσεων», Ελευθεροτυπία, Σάββατο
16 Ιουλίου 1983, σελ. 3.
39. Γιάννης Γκίνης, «Ειρηνικό «όχι» στις βάσεις», Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 27 Ιουλίου
1983, σελ. 10.

ΗΛΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σελίδα 105 18/11/2008

You might also like