Συγκρουσεις Αξιων Και Ζητηματα Ηθικης Στην Αρχαια Ελληνικη Τραγωδια

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 115

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΉΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ

Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών


Φιλοσοφία: Κείμενα, Ερμηνείες, Πρακτικές

Κατεύθυνση: Πολιτική, Ηθική, Δίκαιο

ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΑΞΙΩΝ ΚΑΙ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΗΘΙΚΗΣ


ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

του φοιτητή Χατζηϊωαννίδη Θεοφύλακτου

Επιβλέπων καθηγητής: Παιονίδης Φιλήμων

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2022
Ευχαριστώ πολύ την κυρία Γιάννου Τριανταφυλλιά για την πολύτιμη
βοήθεια και υποστήριξη της στην ολοκλήρωση της διπλωματικής αυτής
εργασίας.

[2]
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Περίληψη...................................................................................................................4

2. Εισαγωγή.....................................................................................................................

2.1. Τύχη....................................................................................................................8

2.2. Συγκρούσεις αξιών...........................................................................................10

3. Αισχύλος-Αγαμέμνων.............................................................................................14

4. Αισχύλος- Επτά επί Θήβας......................................................................................20

4.1 Αποτίμηση των δύο ηθικών συγκρούσεων...........................................................26

5. Σοφοκλής-Αντιγόνη................................................................................................30

6. Ευριπίδης-Εκάβη.....................................................................................................46

7. Ευριπίδης-Μήδεια..................................................................................................62

7.1 Το πρόβλημα της ατιμωρησίας.............................................................................80

8. Ευριπίδης-Ηλέκτρα.................................................................................................82

9. Ευριπίδης - Ιππόλυτο...............................................................................................93

9. Ανασκόπηση..........................................................................................................102

10. Συμπεράσματα.........................................................................................................104

ΠΗΓΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..........................................................................................107

[3]
1. Περίληψη

α) Αρχαία Ελληνική τραγωδία. Φιλοσοφική σκέψη. Δύο θέματα, δύο αντικείμενα


μελέτης τα οποία ήδη από την Αθήνα του πέμπτου αιώνα π.Χ. είχαν στενή σχέση,
κομμάτια του ίδιου puzzle. Φιλοσοφικούς προβληματισμούς και ζητήματα ηθικής
έρευνας δεν υπάρχουν μονάχα στα έργα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Νίτσε, του
Σαρτρ, του Σπινόζα κ.α. αλλά και μέσα στα έργα των Ελλήνων τραγικών ποιητών, του
Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Μέσα από την πένα τους βλέπουμε τις
κοινωνικοπολιτικές τους θέσεις, τους ηθικούς προβληματισμούς τους και γενικότερα τα
πιστεύω τους για τη ζωή, από την οποία προβληματιζόμαστε και μαθαίνουμε.

Η ποίηση, η λογοτεχνία και το θέατρο δεν είναι απλώς μέσα διασκέδασης που μας
κάνουν για λίγο να ξεχαστούμε και να «περάσουμε καλά» αλλά έχουν τη δύναμη να
μας διδάξουν κάτι χρήσιμο για τη ζωή μας. Στην αρχαία Ελλάδα, οι θεατρικές
παραστάσεις ήταν ένα μέσο συζήτησης της πόλης με τους πολίτες της. (Τούνα Βαϊα
2008: 6) Αποτελούσαν μια παιδαγωγική διαδικασία μια γέφυρα επικοινωνίας και
εξερεύνησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των ψυχικών μας παθών 1. Οι μύθοι
έχουν τη δύναμη να αποκωδικοποιούν κρυμμένες αλήθειες που έχουν μια συμβολική
χροιά. Ο ίδιος ο Πλάτωνας για παράδειγμα χρησιμοποιούσε αρκετές φορές το μύθο για
να παρουσιάσει τις θέσεις του2, το ίδιο κάνει και ο σοφιστής Πρωταγόρας στον
ομώνυμο πλατωνικό διάλογο.3 Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η φιλοσοφία και η
λογοτεχνία είναι στενά συνδεδεμένες.

1Το θέατρο στην αρχαία Αθήνα ήταν κομβικής εκπαιδευτικής σημασίας. Ας μη λησμονήσουμε
τα περίφημα θεωρικά (δηλαδή το αντίτιμο του εισιτηρίου) τα οποία έδιναν τη δυνατότητα στους
άπορους Αθηναίους πολίτες να παρακολουθήσουν μια δραματική θεατρική παράσταση. Αυτή η
πρωτοβουλία, η οποία αποδίδεται στον Περικλή, φανερώνει την πεποίθηση του πως στη
διδασκαλία των δραμάτων των ποιητών έπρεπε να έχει πρόσβαση όλο το σύνολο των Αθηναίων
πολιτών υπογραμμίζοντας έτσι τη σπουδαιότητα τους.

2Βλ. Πλάτων, Πολιτεία, Ζ. 514a-517b, όπου ο στοχαστής χρησιμοποιεί το μύθο του σπηλαίου
για να παρουσιάσει τη θεωρία περί ιδεών.

[4]
Στην παρούσα έρευνα θα εξετάσουμε τις θέσεις των τριών μεγάλων μας τραγικών
ποιητών αναφορικά με ζητήματα ηθικής και συγκρούσεις αξιών. Αξίες όπως αυτή της
οικογένειας, της πατρίδας, της φιλίας, της θρησκείας είναι πιθανό να έρθουν
αντιμέτωπες μεταξύ τους ανάλογα των περιστάσεων και να επηρεάσουν αποφασιστικά
τα πρόσωπα. Έχοντας ως βάση τις ιδέες των τραγικών μας ποιητών θα μελετήσουμε τα
ηθικά διλήμματα που αντιμετωπίζουν οι ήρωες τους, με ποιον τρόπο επιδρούν αυτά σε
εκείνους, τις πεποιθήσεις τους σχετικά με τον τρόπο ζωής του ενάρετου ανθρώπου και
το πώς η τύχη καθορίζει τον ανθρώπινο βίο μετατρέποντας ηθικά ενάρετες
προσωπικότητες σε κάτι που ούτε οι ίδιοι μπορούσαν να φανταστούν. Οδηγοί μας σε
αυτή την εξέταση θα είναι εφτά χαρακτηριστικές τραγωδίες (Αγαμέμνων, Επτά επί
Θήβας, Αντιγόνη, Εκάβη, Μήδεια, Ηλέκτρα, Ιππόλυτος,) στις οποίες βλέπουμε τη
λεγόμενη «ηθική διαμάχη», την αξιακή δηλαδή σύγκρουση. Θεωρούμε πως το παρόν
ζήτημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί και στη δική μας ζωή ερχόμαστε αντιμέτωποι με
καταστάσεις που μας αναγκάζουν να επιλέξουμε ανάμεσα σε δύο κομβικές για εμάς
δεσμεύσεις και υποχρεωτικά να παραγκωνίσουμε τη μία για χάρη της άλλης.

Λέξεις- κλειδιά

Αρχαία Ελληνική τραγωδία

Ηθικά διλήμματα

Ψυχικά πάθη

Συγκρούσεις αξιών

Τύχη

3Βλ. Πλάτων, Πρωταγόρας, 320d-323c, στο οποίο απόσπασμα ο σοφιστής καλείται να


αποδείξει με τη βοήθεια του μύθου πως όλοι μετέχουν των αρετών της δικαιοσύνης και της
αιδούς.

[5]
[6]
2. Εισαγωγή

Η παρούσα μελέτη έχει σαν στόχο να αναδείξει και να αναλύσει τις αξιακές
συγκρούσεις και τα ηθικά διλήμματα που αντιμετωπίζουν οι ήρωες. Οι πρώτες δύο
τραγωδίες (Αγαμέμνων, Επτά επί Θήβας) παρουσιάζουν δύο ανθρώπους οι οποίοι
εξαιτίας των περιστάσεων καλούνται να καταπατήσουν μια ηθική αξία για χάρη μιας
άλλης. Οι δύο ήρωες δεν είναι τόσο μακρινοί καθώς και εμείς οι ίδιοι τηρουμένων των
αναλογιών ενδέχεται να έχουμε αναγκαστεί να πράξουμε με τρόπο αντίθετο του
χαρακτήρα μας.

Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε σε τρεις ανθρώπους (Αντιγόνη, Κρέων, Ιππόλυτος) οι


οποίοι έχουν αφήσει σε δεύτερη μοίρα όλες τις άλλες τους δεσμεύσεις για χάρη μίας η
οποία υπερτερεί όλων. Είναι αυτός ο σωστός τρόπος συμπεριφοράς ή η σκέψη τους
είναι εσφαλμένη;

Παράλληλα, μέσα από τα πρόσωπα της Εκάβης και της Μήδειας παρατηρείται το
γεγονός πως ο ανθρώπινος χαρακτήρας μπορεί να αλλοιωθεί, οι περιστάσεις έχουν τη
δύναμη να αλλοιώσουν το ποιόν μας. Καμία αξία δε μένει ακλόνητη στο περιβάλλον
και στη δύναμη του ενδεχομένου.

Τέλος, στην Ηλέκτρα μέσα στην οποία βλέπουμε πως ακόμα και η θεϊκή εντολή μπορεί
να σφάλλει. Αυτό μας υποχρεώνει να μην αναπαυόμαστε ποτέ αλλά πάντοτε να
αμφισβητούμε τις υπάρχουσες αλήθειες και να συνεχίζουμε να μελετάμε.

Οδηγός στη μελέτη μου και στην κατανόηση του ζητήματος των αξιακών συγκρούσεων
αποτέλεσαν κυρίως τα κείμενα της Martha Nussbaum τα οποία με έκαναν να
κατανοήσω σε μεγαλύτερο βαθμό την αρχαία τραγωδία και να δοκιμάσω ,με βάση τη
λογική της, να χρησιμοποιήσω τη δικιά μου κρίση για να πραγματευτώ τα ηθικά
ζητήματα των τραγωδιών.

2.1. Τύχη

[7]
α) Μια κομβική έννοια την οποία θα συναντήσουμε αρκετές φορές μέσα στην έρευνα
μας είναι αυτή της «τύχης». Είναι ένας όρος ο οποίος χρησιμοποιείται πολλάκις από
τους τραγικούς μας ποιητές. Ήδη λοιπόν από τα αρχαϊκά χρόνια οι άνθρωποι
κατάφεραν να αναγνωρίσουν την παρουσία της τύχης στη ζωή μας και την επίδραση
πάνω της. Ακόμη και εμείς οι ίδιοι κατανοούμε το ζωτικό παράγοντα που ασκεί πάνω
μας και τη θεωρούμε μια δύναμη η οποία μπορεί να καθορίσει την εξέλιξη των
καταστάσεων και της πορείας των γεγονότων.

Η Martha Nussbaum στο έργο της The fragility of goodness: Luck and ethics in Greek
tragedy and philosophy (2001) μας μιλά αναλυτικά για αυτή την έννοια. Με το
συγκεκριμένο όρο εννοούμε πράγματα και καταστάσεις τα οποία δεν βρίσκονται κάτω
από τον έλεγχο μας, δεν εξαρτώνται από εμάς αλλά από παράγοντες πάνω στους
οποίους δεν έχουμε καμία δύναμη. Δεν αναφερόμαστε σε πράγματα που συμβαίνουν
δίχως κάποια αιτία και αφορμή. Κάτι τέτοιο πρέπει να γίνει ξεκάθαρο. Μιλάμε για
εκείνα που δεν είναι κάτω από την εξουσία μας και δεν μπορούν να ρυθμιστούν και να
δρομολογηθούν από εμάς τους ίδιους. Η τύχη είναι συνδεδεμένη αποκλειστικά με τους
εξωτερικούς παράγοντες. Το μέλημα του ανθρώπου είναι να μπορέσει να προστατευτεί
από αυτήν. Τα περισσότερα από αυτά που βλέπουμε γύρω μας γίνανε για να μας
προφυλάσσουν από τη δύναμη της. Για παράδειγμα, τα νοσοκομεία και τα φάρμακα
υπάρχουν για να μας προφυλάσσουν από κάποια ασθένεια που τυχόν κολλήσουμε, οι
μετεωρολογικές υπηρεσίες για να γνωρίζουμε τις καιρικές συνθήκες οι οποίες μπορούν
να καθορίσουν τις ενέργειες μας. Στόχος είναι τα γεγονότα και οι καταστάσεις να
εξαρτώνται από εμάς ή οι μη ελεγχόμενοι παράγοντες να διαδραματίζουν όσο το
δυνατόν μικρότερο ρόλο στη ζωή μας. Μια ζωή η οποία βρίσκεται στην εξουσία
τυχαίων παραγόντων σίγουρα δεν μπορεί να μας οδηγήσει στην ευτυχία. Η τύχη
συνδέεται με την απουσία του έλλογου προτύπου, ενός σχεδίου δράσης. Σίγουρα να
αποτελεί κανείς έρμαιο της τύχης δεν αποτελεί σημάδι ενός ανθρώπου συνεπή,
οργανωμένου που έχει στόχους και βλέψεις στη ζωή του τα οποία προσπαθεί να
επιτύχει. Αντίθετα, φανερώνει έναν άνθρωπο χαμένο που δεν έχει δύναμη σε τίποτα και
είναι απλώς έρμαιο μη ελεγχόμενων παραγόντων.

Είναι δυνατόν όμως οι άνθρωποι να είναι απόλυτα ελεύθεροι από μη ελεγχόμενους και
αστάθμητους ή μήπως η τύχη θα παίζει πάντοτε έναν κρίσιμο ρόλο στη ζωή μας;

[8]
β) Η τύχη επηρεάζει σε τεράστιο βαθμό τη ζωή μας και κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει
ολοκληρωτικά από αυτήν. Το φύλο, η χώρα στην οποία γεννιόμαστε, η οικογένεια που
μας μεγαλώνει κτλ. δείχνουν ήδη από την πρώτη στιγμή που βλέπουμε το φως του
ήλιου ότι η τύχη έχει μεγάλη επίδραση πάνω μας. Η μετέπειτα ζωή μας εξαρτάται
αρκετά από αυτούς τους τυχαίους παράγοντες.

Εμείς όμως δεν έχουμε καμία δύναμη; Είμαστε απλώς ένα παθητικό ον, ένα φυτό το
οποίο για να αναπτυχθεί πρέπει να βρίσκεται μέσα σε ένα ασφαλές περιβάλλον, να
ευνοείται από τις συνθήκες, να μένει ακλόνητο στις απρόβλεπτες και απότομες αλλαγές
και να έχει δίπλα του τα κατάλληλα για την πρόοδο του άτομα; Μα φυσικά όχι. Οι
άνθρωποι έχουν μέσα τους το κομμάτι της λογικής, μπορούν να παίρνουν αποφάσεις
και να κάνουν μακροπρόθεσμα σχέδια έχοντας υπολογίσει τα αποτελέσματα τους.
Μπορούμε εύκολα να σκεφτούμε ανθρώπους οι οποίοι αν και δεν ευνοήθηκαν από την
τύχη, με τη σκληρή δουλειά, με την προσπάθεια και με ένα πλάνο κατάφεραν να
κάνουν σπουδαία πράγματα ακόμη και αν μεγάλωσαν μέσα σε φτωχογειτονιές, ακόμα
και είχαν κάποιο γενετικό πρόβλημα ή κάποιο φυσικό μειονέκτημα. Ο μεγάλος μας
αρχαίος ρήτορας, Δημοσθένης, είχε προβλήματα με την ομιλία του, είχε δηλαδή
δυσκολία στο να προφέρει συγκεκριμένα γράμματα. Κατάφερε όμως να υπερνικήσει
αυτή τη φυσική του αδυναμία.4 Μέσα στη ζωή μας υπάρχουν πάρα πολλά που
καθορίζονται από εμάς και τις κατάλληλες ενέργειές μας. Θέτουμε στόχους και δρούμε
με τέτοιο τρόπο ώστε να τους πετύχουμε. Είναι δυνατό συνεπώς η λογική να μας
απαλλάξει από το δεσμευτικό ρόλο της τύχης. Αυτή είναι μια βασική έγνοια της αρχαία
Ελληνικής σκέψης.5

4Το λ και το ρ αποτελούσαν τα γράμματα που δεν μπορούσε να προφέρει με ευκολία ο


Δημοσθένης ενώ δεν ένιωθε καμία άνεση να μιλάει μπροστά σε μεγάλο ακροατήριο. Η
κοπιαστική όμως προσπάθεια, η επιμονή και η υπομονή κατάφεραν να υποτάξουν τις φυσικές
του αδυναμίες και να τον κάνουν ένα λαμπρό ρήτορα.

5 Για μια σύγχρονη φιλοσοφική ανάλυση της τύχης, βλ. (Rescher 1995) και για την
προβληματική σχετικά με την «ηθική τύχη» (Stanton 1993).

[9]
2.2. Συγκρούσεις αξιών

α) Μπορεί όμως η σύγχρονη ηθική φιλοσοφία να κερδίσει στρεφόμενη στην αρχαία


Ελληνική τραγωδία; Έχει κάτι να μας διδάξει αναφορικά με ζητήματα ηθικής και
αξιακών συγκρούσεων ή όχι;

Στις αρχαίες τραγωδίες που θα μελετήσουμε θα δούμε πως αρκετές ανθρώπινες αξίες
και δεσμεύσεις βάζουν τον άνθρωπο σε μια επικίνδυνη θέση. Η αγάπη, το ενδιαφέρον
προς τους δικούς μας ανθρώπους, οι κοινωνικοπολιτικές μας δεσμεύσεις και
υποχρεώσεις, ή η θρησκευτική ευλάβεια μπορούν να βάλουν τον άνθρωπο στο έλεος
της τύχης καθώς υπάρχει το ενδεχόμενο μια δέσμευση μας να συγκρούεται με μια άλλη
(Nussbaum 2001: xxiv). Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να αναγκαστούμε να κάνουμε). Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να αναγκαστούμε να κάνουμε
πράγματα τα οποία είναι ενάντια στο χαρακτήρα μας για να μείνουμε πιστοί σε κάποια
μας δέσμευση. Εκείνη όμως που μπαίνει σε δεύτερη μοίρα μπορεί να αλλοιώσει τον
άνθρωπο και το περιβάλλον του. Κρίσιμος παράγοντας στη ζωή μας είναι η
σταθερότητα, να είμαστε δηλαδή προσηλωμένοι σε εκείνα που είναι δύσκολο να
αποσταθεροποιηθούν. Σκοπός μας είναι να είμαστε πιστοί σε δεσμεύσεις οι οποίες είναι
σχετικά ακλόνητες μιας δεδομένου ότι μειώνεται το ενδεχόμενο της σύγκρουσης. Η
δόξα και το χρήμα είναι παροδικά στη ζωή μας. Σπουδαία αγαθά είναι αυτά που δεν
είναι εύθραυστα. Ο Αριστοτέλης στο έβδομο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων εκθειάζει
τη φιλία για τη σταθερότητα της, την οποία μάλιστα θεωρεί ως το σημαντικότερο
ανθρώπινο αγαθό (1155 a 1, 3-6) Παρόλο που μια μέρα αυτή μπορεί να χαθεί, κάτι που
μπορεί να προκαλέσει μεγάλη θλίψη στο άτομο, θεωρούμε ότι είναι μια αναγκαία
σύνδεση για έναν όμορφο βίο. Μια ζωή στην οποία είμαστε ολομόναχοι, επειδή
φοβόμαστε και θέλουμε να αποφύγουμε τον πόνο που η απώλεια μπορεί να
προκαλέσει δεν μας συγκινεί. Είναι φτωχή αξιακά, δεν αξίζει κάποιος να ζήσει έτσι
(Nussbaum 2001: xxiv). Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να αναγκαστούμε να κάνουμε).

Οι τραγωδίες μιλούν για μια σύγκρουση ανάμεσα σε πολύτιμες για τον ήρωα αξίες.
Μέσα στην καθημερινότητα μας έχουμε πολλές δεσμεύσεις και τιμούμε αρκετές αξίες
οι οποίες δε βρίσκονται κάτω από μια ανώτατη αξία που κυριαρχεί επί αυτών, αλλά
είναι κανονιστικά ισοδύναμες. Αυτό ενέχει τον κίνδυνο κάποια αξία, κάποια δέσμευση
να έρθει σε αντιπαράθεση με κάποια άλλη και να αναγκάσει το άτομο να παραβιάσει

[10]
μια υποχρέωση του για να μείνει πιστός στη δεύτερη. Κατά συνέπεια οι άνθρωποι
γίνονται θύματα της τύχης διότι είναι αδύνατο να μείνουν πιστοί στην πρώτη τους
δέσμευση δίχως να παραβιάζουν τη δεύτερη (Nussbaum 2001: xxiv). Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να αναγκαστούμε να κάνουμε ). 6 Μονάχα όμως
όταν βρισκόμαστε σε μια αξιακή σύγκρουση και μπροστά από ένα ηθικό δίλημμα
αναγνωρίζουμε ποιες είναι οι προτεραιότητες μας και ποιοι παράγοντες έχουν βαρύτερο
ρόλο στη ζωή μας ( Cowley 2001 : 2).

Επίσης, τα ανθρώπινα όντα είναι και φορείς συναισθημάτων. Τα πάθη μας (χαρά,
λύπη, μίσος) καθορίζουν την ποιότητα της ζωής μας (Nussbaum 2001: xxiv). Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να αναγκαστούμε να κάνουμε). Η δύναμη
τους είναι τόσο μεγάλη πάνω μας που μπορούν να μας οδηγήσουν σε καταστάσεις που
βρίσκονται έξω από τον έλεγχο μας και να επικρατήσουν επί της λογικής διάστασής
μας (το «λογιστικόν» κατά Πλάτωνα).7 Όταν είμαστε δεμένοι συναισθηματικά με κάτι
δεν έχουμε την απόλυτη δύναμη πάνω σε αυτό. Οι πράξεις μας καθορίζονται από το
ανάλογο συναίσθημα. Κάποιοι ήρωες που θα μελετήσουμε στη συνέχεια εξαιτίας των
συναισθημάτων τους και την αδυναμία τους να τα δαμάσουν οδηγούνται σε
αποτρόπαιες πράξεις, τις οποίες ποτέ δε θα τελούσαν αν ήταν απαλλαγμένοι από αυτά.

Μελετώντας λοιπόν τις αρχαίες τραγωδίες μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον ρόλο της
τύχης και τις αξιακές συγκρούσεις τις οποίες έχει τη δύναμη να προκαλέσει. Εδώ όμως
γεννιέται ένα εύλογο ερώτημα. Είναι σωστό να προτιμούμε μια ζωή η οποία είναι
προστατευμένη από το τυχαίο όσο το δυνατό περισσότερο, ακόμα και αν μια τέτοια
ζωή μπορεί να φανεί φτωχότερη, ή να επιλέγουμε έναν τρόπο ζωής ο οποίος είναι
συγκριτικά πιο επικίνδυνος και βάζει στην εξίσωση σε σημαντικό βαθμό το ρόλο της
τύχης; H απάντησή μας είναι ότι κατά βάση πρέπει να επιλέγουμε τη σταθερότητα.
Αναγνωρίζουμε φυσικά ότι το να είμαστε ευάλωτοι στον εξωτερικό παράγοντα είναι
ένα κομμάτι που σχετίζεται με την ευτυχία. Για παράδειγμα όταν αγαπάς, είσαι δεμένος
με ένα άλλο άτομο. Η συμπεριφορά και η ζωή του μπορεί να καθορίσει και τη δική σου
και η απώλεια αυτού μπορεί να προκαλέσει στο άτομο απερίγραπτη θλίψη. Η αγάπη

6Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, που θα δούμε στη συνέχεια, ο Ατρείδης καλείται να επιλέξει
ανάμεσα στο οικογενειακό και στο στρατιωτικό/θρησκευτικό καθήκον. Οποιαδήποτε απόφαση
οδηγεί στην παραβίαση μιας ζωτικής δέσμευσης.

7Ένα από τα τρία κομμάτια της ψυχής (το θεϊκό σύμφωνα με τον Πλάτωνα) κατά το φιλόσοφο
το οποίο σύμφωνα με τον ίδιο πρέπει να κυριαρχεί πάνω στα υπόλοιπα δύο, επιθυμητικό
(άλογες επιθυμίες) και θυμοειδές. Βλ. Πλάτων-Πολιτεία, Βιβλίο Δ. 439d

[11]
είναι ένα από τα σπουδαιότερα αγαθά, μια ανεκτίμητη αξία δίχως την οποία δεν μπορεί
να ζήσει πραγματικά ένας άνθρωπος (Nussbaum 2001: xxx).

Ωστόσο, μέχρι ενός σημείου πρέπει ο άνθρωπος να αφήνει τον εαυτό του εξαρτημένο
από αστάθμητους παράγοντες. Η αποσταθεροποίηση δεν είναι κάτι το αξιέπαινο. Οι
καλύτερες μορφές αγαθών είναι οι γενικά σταθερές. Η ευθραυστότητα και η
αναστάτωση οφείλονται στην άγνοια, στην απληστία, στη μοχθηρία, στην οκνηρία,
στην αδιαφορία για τους συνανθρώπους μας και στην απουσία του έλλογου ελέγχου ή
ενός πλάνου πάνω στο οποίο βασίζεται η ζωή μας. Αυτό που θεωρείται αναγκαίο κακό
μπορεί να είναι απλώς το αποτέλεσμα τους. Τα βάσανα που περνάνε οι Τρωάδες στην
ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη για παράδειγμα οφείλονται αποκλειστικά στην
απληστία των Ελλήνων. Η πείνα, η κακοποίηση, η φτώχεια κτλ. είναι συνέπεια ενός
συστήματος το οποίο αφήνει τους ανθρώπους απροστάτευτους. Αυτή η
αποσταθεροποίηση δεν έχει καμία σχέση με το αγαθό και με την αρετή (Nussbaum
2001: xxx).

β) Στις τραγωδίες που θα μελετήσουμε θα δούμε ανθρώπους να καταστρέφονται, να


μεταλλάσσονται εσωτερικά, εξαιτίας γεγονότων που απλώς τους συμβαίνουν, που δεν
καθορίζονται από αυτούς. Ακόμη, θα δούμε χαρακτήρες οι οποίοι εξαιτίας των
περιστάσεων ενεργούν με τρόπο απολύτως αντίθετο από αυτόν που προτάσσει ο ηθικός
χαρακτήρας τους, οδηγούμενοι έτσι σε μια ριζική εσωτερική αλλαγή. Άλλοι μάλιστα αν
και δρουν με τρόπο άτιμο, χυδαίο και κακό δεν εκφράζουν καμιά θλίψη, κανένα
δισταγμό για αυτό που κάνουν ακόμη και αν ο ηθικός τους χαρακτήρας θα το απέρριπτε
υπό φυσιολογικές συνθήκες (Nussbaum 2001: xxiv). Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να αναγκαστούμε να κάνουμε). Οι καταστάσεις λοιπόν μπορούν
να έχουν τεράστια επιρροή πάνω στους ανθρώπους. Περιπτώσεις οι οποίες δεν
διαφέρουν και πολύ από το δικό μας κόσμο κάτι που φανερώνει το πόσο επίκαιρη είναι
η αρχαία Ελληνική τραγωδία και το πόσο μπορεί να βοηθήσει τον σύγχρονο
αναγνώστη.

γ) Μέσα στα έργα που θα ερευνήσουμε θα δούμε ανθρώπους, οι οποίοι πρέπει να


επιλέξουν ανάμεσα σε δύο κομβικές για τους ίδιους αξίες. Εξαιτίας των περιστάσεων,
είναι αδύνατο να έχουν και τα δύο. Υποχρεωτικά, πρέπει να παραβιάσουν μία τους

[12]
δέσμευση για χάρη της δεύτερης. Ο πόθος όμως των ανθρώπων να έχουν και τα δύο
τους προκαλεί και πάντοτε θα τους προκαλεί θλίψη και μετάνοια που αναγκάστηκαν να
παραβιάσουν μία αξία. Ακόμη και αν η επιλογή ανάμεσα στις δύο είναι σχετικά εύκολη
το άτομο πάντα θα θυμάται την απώλεια την οποία αναγκάστηκε να βιώσει.8 Ας
φανταστούμε για παράδειγμα έναν καπετάνιο, ο οποίος κατά τη διάρκεια μιας τρικυμίας
υποχρεώνεται να πετάξει στη θάλασσα το εμπόρευμα του για να σώσει τη ζωή του. Ενώ
και εμείς οι ίδιοι αναγνωρίζουμε πως η ζωή του είναι πολυτιμότερη από το φορτίο του
εκείνος νιώθει μετανιωμένος που δεν είχε τη δύναμη να το κρατήσει ακέραιο
(Nussbaum 2001:27). Άλλες βέβαια δεν είναι τόσο απλές, οδηγούν το πρόσωπο σε μια
τεράστια εσωτερική πάλη και, όπως θα δούμε και στις τραγωδίες, έχουν πολύ σκληρές
επιπτώσεις για τον χαρακτήρα του προσώπου.

Οι αξιακές συγκρούσεις είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξης μας. 9 Ένα μεγάλο
ποσοστό των ανθρώπων, για παράδειγμα, έχει κληθεί να διαλέξει ανάμεσα στην
οικογένεια του και στην καριέρα του. Αν επικεντρωθεί σε μια επαγγελματική
σταδιοδρομία τότε μπορεί να παραμελήσει τα οικογενειακά τους καθήκοντα ,ενώ αν
βάλει πάνω από όλα τις οικογενειακές του υποχρεώσεις τότε ίσως να μην έχει ένα
ζηλευτό επαγγελματικό μέλλον.

Μέσα στον κόσμο μας υπάρχουν συγκρούσεις επιθυμιών. Το άτομο θέλει δύο
πράγματα ταυτόχρονα αλλά αυτό φαίνεται ότι δεν είναι πάντα εφικτό. Αυτό που
διαλέγουμε αρκετές φορές καταπατά μια άλλη μας δέσμευση. Αυτό που παραλείπεται
μπορεί να έχει επιπτώσεις στο ίδιο το άτομο ή και σε άλλους ανθρώπους. Τέλος, σε
κάποιες περιπτώσεις το πρόσωπο έχει την ευκαιρία να επανορθώσει, σε άλλες κάτι
τέτοιο φαίνεται πως είναι αδύνατο (Nussbaum 2001: 28). Δεν είναι όμως δικό μας
λάθος αν βρεθούμε σε ένα δίλημμα ( Cowley 2001: 4)

Ερχόμενοι τώρα στο κυρίως μέρος της έρευνας μας θα εξετάσουμε την αξιακή
σύγκρουση που αντιμετωπίζει ο Αγαμέμνονας στην ομώνυμη τραγωδία του Αισχύλου.

8 Πρβλ. την ανάλυση του ηθικού διλήμματος από τον Bernard Williams (1973: κεφ. 11 και 12).
9Αρκετές φορές συμβαίνει εργαζόμενες γυναίκες εξαιτίας των πολλών ωρών εργασίας να είναι
τις περισσότερες ώρες απούσες από το σπίτι και δεν μπορούν να περάσουν δημιουργικό χρόνο
με τα παιδιά τους. Ως αποτέλεσμα τα παιδιά μπορεί να νιώθουν παραμελημένα και να μη
δεθούν με τη μητέρα τους. Αυτή η σύγκρουση λοιπόν ανάμεσα στις δεσμεύσεις και στις
υποχρεώσεις μας είναι αναπόφευκτη μαζί με τα αποτελέσματα που προκαλεί.

[13]
[14]
3. Αισχύλος-Αγαμέμνων

α) Ο πρώτος από τους τραγικούς ποιητές με τον οποίο θα ασχοληθούμε δεν θα


μπορούσε να είναι άλλος από το γηραιότερο των τριών, τον Αισχύλο. Στην παρούσα
μελέτη θα ασχοληθούμε με δύο βασικά του έργα, τον Αγαμέμνονα και το Επτά επί
Θήβας. Μέσα από τη σκέψη του ποιητή θα συναντήσουμε ανθρώπους οι οποίοι
βρίσκονται κάτω από μια ηθική διαπάλη, κάτω από μια αξιακή σύγκρουση. Αν και η
ηθική τους υπόσταση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, στο τέλος κάτω από το βάρος των
περιστάσεων ενεργούν τελείως αντίθετα από αυτό που πρεσβεύει ο ηθικός κώδικας που
αποδέχονται. Ο συγγραφέας, όμως, δεν αρκείται απλώς στο να θέτει ερωτήματα και
προβληματισμούς αλλά μας δίνει απαντήσεις αναφορικά με το σωστό τρόπο
συμπεριφοράς ενός ενάρετου ανθρώπου υπό περιστάσεις όπου καλείται να επιλέξει
ανάμεσα σε δύο δεινά.

β) Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία λοιπόν, ερχόμενοι στο θέμα του έργου,
ο Δίας είναι o προστάτης της φιλοξενίας10 την οποία ο Πάρις προσβάλλει αρπάζοντας
την Ελένη από τη Σπάρτη. Ο Αγαμέμνων, διατάζεται από το Δία να οδηγήσει τους
Αχαιούς κατά της Τροίας για να ξεπλύνει την ντροπή. Είναι υποχρεωμένος να
υπακούσει διαφορετικά θα έχει φανεί ασεβής προς το θείο, καταπατώντας αυτή τη
ζωτική του δέσμευση.

Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας προς την Τροία ο χορός των γερόντων μιλά για ένα
αλλόκοτο σημάδι. Δύο αετοί, ο ένας κατάμαυρος και ο άλλος με ολόλευκη ουρά
κατασπαράζουν έναν θηλυκό λαγό. Η εικόνα των δύο αετών μπορεί εύλογα τη συνδεθεί
με τους δύο Ατρείδες και αυτή του λαγού είτε με τη θυσία της Ιφιγένειας στην Αυλίδα
(δίχως την οποία η εκστρατεία δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί), είτε με τα
μελλοντικά εγκλήματα πολέμου των Ελλήνων στην Τροία απέναντι στα ανυπεράσπιστα
γυναικόπαιδα (στ.111-120). Ο προφήτης Κάλχας ερμηνεύει μάλιστα την ψυχρότητα με
την οποία οι δύο αετοί κατασπαράζουν το θύμα τους ως όμοια με εκείνη που δείχνουν

10Ο Δίας στην ελληνική μυθολογία είναι γνωστός ως Ξένιος που προστάτευε τους
προσκεκλημένους. Η ιδέα και η σημασία της φιλοξενίας έχει λοιπόν μια θρησκευτική-ιερή
χροιά.

[15]
οι άνθρωποι όταν θυσιάζουν ζώα προς τους Θεούς. Κατά τη διάρκεια αυτών των
τελετών τα πρόσωπα που συμμετέχουν δεν δείχνουν καμία συναισθηματική φόρτιση,
κανέναν οίκτο. Όταν όμως τα θύματα είναι ανθρώπινα είναι αδιανόητο να απουσιάζουν
έντονα συναισθήματα όπως αυτά της θλίψης και του πόνου (Nussbaum 2001: 33) .11

Αν ο οιωνός τώρα σχετίζεται με τις φρικαλεότητες των Ελλήνων στην Τροία, τότε
κατανοούμε ότι κατά τη διάρκεια τους υπάρχει ένας ηθικός ξεπεσμός. Το πολεμικό
κλίμα μπορεί να βγάλει στην επιφάνεια τα χειρότερα χαρακτηριστικά μας και να
καταλύσει την τάξη και το δίκαιο. Άνθρωποι αλληλοσφάζονται σαν να ήταν κάτι το
φυσικό και το λογικό, σαν να μην έχουν καμία αξία. Κατά τον Τρωικό πόλεμο ο μικρός
Αστυάναξ (βρέφος τότε) , γιος του Έκτορα και της Ανδρομάχης, πετάγεται από τα τείχη
της Τροίας από τους Έλληνες σαν να είναι μηδαμινής σημασίας. Ιδιαίτερα το γεγονός
ότι είναι ένα ανυπεράσπιστο βρέφος το οποίο όχι μόνο δεν έχει βλάψει κανέναν αλλά
δεν έχει καν τη δύναμη να υπερασπιστεί τον εαυτό του βγάζει στην επιφάνεια τη
φρικαλεότητα που κρύβεται στην ανθρώπινη ψυχή, η οποία απελευθερώνεται κατά τη
διάρκεια του πολέμου.

Συνεπώς, οι άνθρωποι για να προστατευτούν από πράξεις άτιμες, άδικες, ασεβείς και
χυδαίες έχουν δημιουργήσει ηθικές αξίες και νόμους που τιμωρούν τους παραβάτες
αυτών. Σύμφωνα όμως με τον οιωνό οι νόμοι και οι ηθικές αξίες μπορούν να χαθούν,
να εξαφανιστούν ανάλογα με τις περιστάσεις. Tί συμβαίνει όμως στην περίπτωση τουί συμβαίνει όμως στην περίπτωση του
Αγαμέμνονα;

γ) Το ηθικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει εδώ ο Ατρείδης είναι το εξής (στ. 170-232): Ο
Ελληνικός στρατός βρίσκεται εγκλωβισμένος στην Αυλίδα καθώς οι άνεμοι δεν είναι
ευνοϊκοί και τα πλοία δεν μπορούν να ξεκινήσουν. Παράλληλα, οι στρατιώτες αρχίζουν
να υποφέρουν τόσο από την πείνα, όσο και από την απραξία. Ως αποτέλεσμα,
αναγκάζονται να ζητήσουν το μαντικό χρησμό, ο οποίος όχι μόνο δεν δίνει λύση αλλά
βάζει τον Ατρείδη σε μια τεράστια αξιακή σύγκρουση. Σύμφωνα με αυτόν, ο αρχηγός
των Ελλήνων πρέπει να θυσιάσει την κόρη του στους Θεούς, έτσι ώστε να φυσήξουν
ούριοι άνεμοι που θα οδηγήσουν τους Αχαιούς στην Τροία.
11 Όπως θα δούμε παρακάτω η κατηγορία του χορού έναντι του Αγαμέμνονα είναι το γεγονός
ότι θυσίασε την κόρη του χωρίς να νιώσει κανένα δισταγμό, καμιά ενοχή για αυτό που κάνε ι
(υπάρχει δηλαδή μια σύνδεση μεταξύ της ηθικής αρετής και αυτών των συναισθημάτων).

[16]
Σε αυτό το σημείο ο χορός χρησιμοποιεί μια ενδιαφέρουσα φράση εκφράζοντας την
επίδραση της τύχης ειδικά πάνω στον Αγαμέμνονα και γενικά πάνω στους ανθρώπους:
(στ. 172 «ἐμπαίοις τύχαισι συμπνέων»). Ο Αγαμέμνων δεν έχει καμία δύναμη να
ελέγξει τον χρησμό, βρίσκεται στα χέρια της τύχης. Είναι όμως υποχρεωμένος να
υποταχθεί σε αυτόν και να πάρει μια απόφαση ανάμεσα στα οικογενειακά του
καθήκοντα που σχετίζονται με την προστασία του οίκου του και στα
θρησκευτικά/στρατιωτικά του καθήκοντα. Αν αρνηθεί την προσταγή του Θεού τότε
μπορεί μεν να σώζει την κόρη του ωστόσο παραβιάζει δύο άλλες καίριες υποχρεώσεις
του : την υπακοή στο Θεό και το καθήκον προς τον στρατό του. Η ανυπακοή στο
χρησμό σημαίνει την ασέβεια προς το Δία και τη λιποταξία, καθώς ο Αγαμέμνων θα
έχει αφήσει την Τρωική εκστρατεία στη μέση και θα έχει παρακούσει τη θεϊκή εντολή.
Κανένα μονοπάτι δεν είναι ανώδυνο.

Όπως γίνεται φανερό σε αυτό το σημείο, πολλές φορές εξαιτίας των περιστάσεων
είμαστε υποχρεωμένοι να επιλέξουμε ανάμεσα σε δύο δεινά χωρίς απαραίτητα να
είμαστε υπεύθυνοι για την ύπαρξη ενός ηθικού διλλήματος. Οποιαδήποτε απόφαση
παρθεί οδηγεί αυτόματα στο έγκλημα. Η αντίδραση του Ατρείδη είναι απολύτως
ανθρώπινη, φανερώνει το αδιέξοδο της κατάστασης και συνδέεται με την ενάρετη
ηθικά συμπεριφορά. Ξεσπά σε κλάματα και λέει χαρακτηριστικά: (στ.191-193 «βαρεῖα
μὲν κὴρ τὸ μὴ πιθέσθαι,| βαρεῖα δ', εἰ | τέκνον δαΐξω.») Κατανοεί και εκείνος πως δεν
έχει καμία ανώδυνη επιλογή, ότι κι αν αποφασίσει θα έχει παραβιάσει κάποια δέσμευση
του. Ιδανικά, θα ήθελε να ξεκινήσει η εκστρατεία χωρίς όμως να πρέπει να θυσιάσει
την κόρη του για την πραγματοποίηση της. Υπάρχει όμως μια διαμάχη ανάμεσα στις
προσωπικές μας επιθυμίες και στην τροχιά που παίρνουν τα πράγματα. Ο κόσμος δεν
κινείται σύμφωνα με το ρυθμό μας.

δ) Η θέση στην οποία βρίσκεται ο Ατρείδης μας θυμίζει έντονα την ιστορία του
Αβραάμ ο οποίος διατάχτηκε από τον Θεό να θυσιάσει τον ίδιο του τον γιο για να
αποδείξει την πίστη του. Ο Αβραάμ υπάκουσε μεν, ωστόσο, αντιμετώπισε τη
συγκεκριμένη πράξη με πόνο, με φρίκη και με απέχθεια αποδεικνύοντας ότι είναι
απόλυτα αντίθετη με τις ιδέες και με το χαρακτήρα του (Nussbaum 2001: 35).

[17]
Ο Αγαμέμνων από την άλλη έχοντας αποφασίσει ότι η υπακοή στον χρησμό είναι η
«σωστή» επιλογή, μιας και η ανυπακοή στη θεϊκή εντολή θα έχει μεγαλύτερες
επιπτώσεις, αντιμετωπίζει πια τη θυσία με έναν τελείως αντίθετο τρόπο. Ενώ η
απάντηση που περιμέναμε θα ήταν να αναγνωρίσει την αποτρόπαια φύση της πράξης
του, να την αποδώσει στη θεϊκή αναγκαιότητα, να αποδεχτεί πως οδηγείται στο
έγκλημα διαχωρίζοντας τις ηθικές αντιλήψεις του με αυτό που καλείται να πράξει,
εκείνος έχει πλέον την πεποίθηση πως η απόφαση του είναι ορθή, δίκαιη και ευσεβής.
Λέει χαρακτηριστικά: (στ. 199-202 «παυσανέμου γὰρ | θυσίας παρθενίου θ' αἵματος
ὀργᾷ | περιόργως ἐπιθυμεῖν | θέμις. εὖ γὰρ εἴη.12»).

Η αλλαγή στη στάση του Ατρείδη είναι εμφανής. Ενώ αρχικά έβλεπε πως και οι δύο
πράξεις του ήταν επαίσχυντες, τώρα βλέπει τη θυσία της Ιφιγένειας σαν μια σωστή και
έντιμη πράξη ενώ την αποφυγή της ως τη λανθασμένη. Ο συλλογισμός του είναι ο εξής:
Αν το σωστό είναι να τιμάς το Θεό, τότε είναι επίσης δίκαιο και ευσεβές να επιθυμείς
τη θυσία της παρθένου μιας και είναι η εντολή του Διός. Πρέπει, μάλιστα, να δείχνεις
και μια μορφή επιθυμίας, ανυπομονησίας να πραγματοποιηθεί η βούληση του. Αυτή η
επιθυμία εκφράζεται με μια περίεργη αισιοδοξία( εὖ γὰρ εἴη). Αν πήρε τη σωστή
επιλογή όλα θα πάνε καλά (Nussbaum 2001: 35-36).

Ακόμη, η κύρια και η βασική ιδιότητα του Αγαμέμνονα είναι εκείνη του στρατηγού και
του αρχηγού της εκστρατείας. Επίσης, η λατρεία προς τον Δία δεν μπορεί να
παραβιαστεί. Καταλαβαίνουμε συνεπώς (όπως κάνει και ο χορός) πως η θυσία της
Ιφιγένειας είναι μονόδρομος για εκείνον. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι
διαπράττει έγκλημα ( Cowley 2001: 7).

Πρέπει σε αυτό το σημείο να υπογραμμίσουμε το γεγονός πως ο Ατρείδης κάνει πλέον


διάκριση ανάμεσα σε καλή και σε κακή επιλογή. Η αποφυγή της θυσίας της Ιφιγένειας
θεωρείται πια η κακή και η λανθασμένη επιλογή μιας και έρχεται σε σύγκρουση με τη
βούληση του Θεού. Πού όμως βρίσκεται το κακό στο να αγαπάς και να νοιάζεσαι για
την οικογένεια σου;

12“Είναι σωστό (θέμις) να επιθυμώ τη θυσία της παρθένου που θα σταματήσει τους ανέμους.
Ας πάνε όλα καλά.» Tί συμβαίνει όμως στην περίπτωση τουo εἴη μάλιστα στο αρχαίο κείμενο είναι συντακτικά ευχετική ευκτική
φανερώνοντας ακόμη περισσότερο την αλλόκοτη στάση του Ατρείδη.

[18]
ε) Ο παραπάνω συλλογισμός του Αγαμέμνονα τον κάνει πια να νιώθει αθώος για τη
φοβερή πράξη που πρόκειται να διαπράξει μιας και παίρνει τη «δίκαιη» απόφαση να
υπακούσει στη θεϊκή διαταγή. Πώς εξηγείται αυτή η αλλαγή στη συμπεριφορά του;
Είναι μήπως μια προσπάθεια απενοχοποίησης;

Οι άνθρωποι γενικά, εξαιτίας των περιστάσεων μερικές φορές αναγκάζονται να


συμπεριφερθούν με τρόπο ανήθικό και ασεβή ο οποίος είναι ενάντια στις ηθικές τους
αρχές. Η συνείδηση όμως κάνει πολλούς από αυτούς να νιώθουν τύψεις για τις πράξεις
τους. Ως αποτέλεσμα, οι άνθρωποι τείνουμε να αλλάζουμε μέσα μας τα γεγονότα και
τις καταστάσεις, για να απαλλαγούμε από τις ενοχές μας. Αλλά ακόμη και αν
παραδεχτούμε ότι ενεργήσαμε με άδικο και με ανήθικο τρόπο, αυτό δεν οφείλεται σε
εμάς αλλά στις καταστάσεις που δεν μας έδωσαν την απόλυτη ελευθερία επιλογής.
Κατά συνέπεια εμείς είμαστε αθώοι. Μια τέτοια συμπεριφορά θα μπορούσε να
επιδεικνύει εδώ και ο Αγαμέμνων με σκοπό να απαλλαγεί από το βάρος ότι καλείται να
δώσει τέλος στη ζωή της ίδιας του της κόρης. Η αλήθεια βέβαια είναι πως ο Αισχύλος
είναι έντονα επηρεασμένος από την επική ποίηση του Ομήρου, συνεπώς οι ήρωες του
παρουσιάζουν ένα μεγαλειώδες στοιχείο και στην ακμή αλλά και στην πτώση τους. Ο
Αγαμέμνων εκφράζει το θρησκευτικό και πατριωτικό πνεύμα το οποίο δεν του
επιτρέπει να μην εκστρατεύσει κατά της Τροίας. Παράλληλα, στον Αισχύλο
κυριαρχούν δύο μοτίβα τα οποία είναι εξαιρετικά έντονα στην περίπτωση του
Αγαμέμνονα: η δύναμη του Θεού απέναντι στην ανθρώπινη κατωτερότητα και η
σύγκρουση ανάμεσα στο αναπόφευκτο και στην προσωπική επιθυμία. (Στεργιόπουλος,
Αισχύλος, το πνεύμα του δικαίου.)

Αν δούμε, όμως, το ζήτημα από μια πιο ψυχολογική-ανθρωποκεντρική σκοπιά


παρατηρούμε πως ο Ατρείδης εδώ χρησιμοποιεί την άρνηση σαν μηχανισμό άμυνας για
να προστατευτεί από την εξωτερική πραγματικότητα, η οποία απαιτεί το θάνατο της
κόρης του από τα δικά του χέρια. Αρνείται πλέον το γεγονός ότι γίνεται ο δολοφόνος
της Ιφιγένειας και μέσα από την «προστασία» που του δίνει στη συνείδηση του η θεϊκή
εντολή (η οποία δεν μπορεί να μην ακουστεί) απαλλάσσει τον εαυτό του από το
έγκλημα αρνούμενος να αποδεχτεί ότι βάζει τέλος στη ζωή του παιδιού του.

[19]
στ) Η θέση του χορού στο παρόν ζήτημα είναι εξαιρετικά σημαντική. Αν και
αναγνωρίζει πως η θυσία της Ιφιγένειας είναι αναγκαία, κατηγορεί τον Αγαμέμνονα για
την αλλαγή στη συμπεριφορά του και για τη συναισθηματική του απάθεια απέναντι στη
θυσία. Δεν έγινε απλά ο θυσιαστής της κόρης του αλλά τόλμησε να γίνει (στ. 209-10
«ἔτλα δ' οὖν θυτὴρ γενέσθαι | θυγατρός.»), Η διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές φράσεις
είναι κομβικής σημασίας και αποτελεί ουσιαστικά το δίδαγμα της ιστορίας. Με την
πρώτη, εννοούμε πως ο Αγαμέμνων αναγκάστηκε να θυσιάσει την κόρη του εξαιτίας
της αναγκαιότητας. Σε καμία περίπτωση όμως δεν τέλεσε την πράξη σαν να ήταν μια
εύκολη επιλογή, σαν να ήταν κάτι το καθημερινό. Δεν ήταν ούτε ψυχρός, ούτε
συναισθηματικά απαθής. Αντίθετα με τον πόνο, με το δάκρυ και με την απέχθεια έδειξε
ότι την αποστρέφεται αλλά αναγκάζεται να την εκτελέσει.

Από την άλλη με το ρήμα «τόλμησε» (ἔτλα) φανερώνεται πως ο Ατρείδης δεν δίστασε
να προβεί στη θυσία αλλά είχε το «θράσος», είχε την «τόλμη» να την κάνει. Δεν
πάλεψε με τον εαυτό του ούτε έδειξε κάποια συναισθηματική φόρτιση (Nussbaum
2001: 36). Σε αυτό το σημείο έγκειται η μομφή του χορού. Ένας πατέρας που στα
αλήθεια αγαπά την κόρη του δεν θα τη θυσίαζε σαν να ήταν ένα ζώο, ένα πρόβατο για
σφαγή αλλά ένα δικό του κομμάτι θα πέθαινε μαζί της. Ενώ ο Ατρείδης ήταν το θύμα
της αναγκαιότητας τώρα γίνεται ο θύτης. Ο τρόπος μάλιστα που θυσιάζεται η Ιφιγένεια
φανερώνει ακριβώς αυτήν την παρατήρηση. Τα παρακάλια της, τα δάκρυα της δεν
προκαλούν καμία συναισθηματική φόρτιση στον Ατρείδη. Στη μνήμη του χορού δεν
έρχεται καμία θύμηση οίκτου και ανθρωπιάς απέναντι στην κοπέλα. Η Ιφιγένεια
θυσιάζεται σαν να ήταν και εκείνη ένα ζώο προορισμένο να θυσιαστεί και όχι ένας
άνθρωπος. Ο Αγαμέμνων όμως αντιμετωπίζει την κατάσταση διαφορετικά. Θεωρεί πως
είναι ευσεβής και δίκαιος διότι υπάκουσε στην εντολή του Δία. Ωστόσο, είναι γεγονός
ότι θυσίασε την ίδια του την κόρη. Δεν μπορεί να ξεφύγει από την τιμωρία που τον
περιμένει.13

13Στη συνέχεια του έργου ο Αγαμέμνων επιστρέφοντας στην Τροία βρίσκει φρικτό θάνατο από
τη γυναίκα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της, Αίγισθο.

[20]
4. Αισχύλος- Επτά επί Θήβας

α) Ο βασιλιάς της Θήβας Ετεοκλής, εξόρισε τον αδελφό του Πολυνείκη μετά την
επικράτησή του κατά τη διεκδίκηση του θρόνου. Εκείνος, πλημμυρισμένος από τα
αισθήματα της οργής και του μίσους, ζητά τη στρατιωτική βοήθεια του Άργους και
έρχεται στη Θήβα με σκοπό να την καταστρέψει ξεπλένοντας την ντροπή που υπέστη.
Ένας αγγελιαφόρος πληροφορεί τον Ετεοκλή για τη διάταξη του εχθρού. Στις επτά
πύλες της Θήβας θα περιμένουν επτά αντίπαλοι στρατηγοί μαζί με τα στρατεύματα
τους. Ενώ για τις έξι πρώτες πύλες ο Ετεοκλής νιώθει σίγουρος για τους στρατηγούς
τους οποίους έχει επιλέξει, το πρόσωπο που περιμένει στην έβδομη μας γεννά την
αξιακή σύγκρουση την οποία μελετάμε. Ο ίδιος του ο αδερφός Πολυνείκης, βρίζοντας
και ουρλιάζοντας περιμένει στην έβδομη πύλη αποφασισμένος να καταστρέψει την
πόλη.

Το ηθικό δίλημμα που καλείται να αντιμετωπίσει εδώ ο βασιλιάς είναι το εξής: Αν


θέλει να προστατεύσει την πατρίδα του ως άρχοντας και ως στρατηγός από τον εχθρό,
τότε πρέπει να πολεμήσει και να σκοτώσει τον ομοαίματο του. Από την άλλη αν
αρνηθεί να εκτελέσει μια τέτοια πράξη τότε θα έχει προδώσει την πόλη του καθώς δεν
θα την έχει υπερασπιστεί όπως πρέπει να κάνει ένας βασιλιάς. Θα έχει συνεπώς
λιποτακτήσει. Όποια απόφαση και αν πάρει εδώ ο Ετεοκλής θα έχει παραβιάσει μια
κομβική για αυτόν υποχρέωση. Καμία επιλογή δεν είναι ανώδυνη.

β) Ας δούμε τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά ο βασιλιάς. Όπως και ο Αγαμέμνων, έτσι
και εκείνος στην αρχή ξεσπά και ουρλιάζει κατά της οικογενειακής κατάρας που
ταλανίζει το γένος των Λαβδακιδών (στ. 650-655 «ὧ θεομανές τε καὶ θεὦν μέγα
στύγος, | ὧ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένος·| ὤμοι, πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροι.»).
Αντιδρά όπως ένας άνθρωπος ο οποίος αναγνωρίζει την ηθική σύγκρουση και το
αδιέξοδο της κατάστασης. Ο πόνος και η θλίψη είναι η σωστή ηθική συμπεριφορά στην
παρούσα περίσταση. Αμέσως όμως συνέρχεται από το ξέσπασμα του και περιέργως

[21]
αλλάζει στάση απέναντι στη συγκυρία (στ. 657-58 «ἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι
πρέπει.»). Ούτε η θλίψη, ούτε τα δάκρυα αποτελούν τη σωστή αντιμετώπιση του
ζητήματος. Θεωρεί μάλιστα ότι είναι ο ιδανικότερος για να αντιμετωπίσει τον αδερφό
του. Παρουσιάζει μια τελείως διαφορετική προσέγγιση της κατάστασης (στ. 673-675
«τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτερος; | ἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις, | ἐχθρὸς σὺν
ἐχθρῶ στήσομαι.»). O συλλογισμός του είναι αρκετά αλλόκοτος και η αλλαγή στη
συμπεριφορά του παράξενη. Οι κατηγορίες τις οποίες παραθέτει «ηγέτης εναντίον
ηγέτη» και «εχθρός εναντίον εχθρού» στέκουν λογικά. Είναι όντως φυσικό για τον
αρχηγό ενός στρατού να πρέπει να αντιμετωπίσει τον εχθρικό. Ωστόσο, η κατηγορία
«αδερφός εναντίον αδερφού» είναι παράλογη (Nussbaum 2001: 38). Η αδερφική
συγγένεια είναι μια σχέση ιερή. Για ποιο λόγο για τον ίδιο είναι τόσο οφθαλμοφανές
πως η αδελφοκτονία είναι μια αποδεκτή και φυσική πράξη; Πώς μπορεί ο Ετεοκλής να
εκφράζει μια τέτοια άνεση και αποφασιστικότητα στα λόγια του αγνοώντας
ολοκληρωτικά την αξιακή σύγκρουση; Ο βασιλιάς δεν νιώθει καμιά ένταση ανάμεσα
στα στρατιωτικά και στα οικογενειακά του καθήκοντα.

Δεν υπάρχει καμία σύγκρουση για τον ίδιο. Κατά συνέπεια απορρίπτει οποιαδήποτε
αρνητικά συναισθήματα. Προχωρεί στη μάχη με πάθος, με ένταση και με
αποφασιστικότητα σαν να πρόκειται να χτυπηθεί με έναν κοινό και άγνωστο ηγέτη που
θέλει να λεηλατήσει την πόλη του. Το πρόσωπο του αδερφού του δεν διαφέρει από
αυτό ενός εχθρικού και ξένου στρατιώτη. Κανένας λόγος δε φαίνεται ικανός για να τον
σταματήσει, καμία ηθική αξία δεν μπορεί να συγκρατήσει την οργή του. Όπως και ο
Αγαμέμνων έτσι και ο Ετεοκλής αντιμετωπίζει μια κατάσταση στην οποία δεν έχει
κάποια ανώδυνη επιλογή. Το σημείο της κριτικής μας, όμως, δεν είναι η απόφαση του
να προχωρήσει στη μάχη αλλά, όπως και στο προηγούμενο έργο, η συναισθηματική του
αντίδραση. Απέτυχε να δει την τραγικότητα της διαμάχης, την αδελφοκτονία ως
αδελφοκτονία και αυτό επιβαρύνει την πράξη του. Δεν κατάφερε να αναγνωρίσει πως
απέναντι του δε στέκεται ένας άγνωστος εχθρικός πολεμιστής αλλά ο ίδιος του ο
αδερφός.

γ) Ο χορός των γυναικών, από τον οποίο πλαισιώνεται ο Ετεοκλής, αντιδρά αμέσως σε
αυτήν την τύφλωση του νου του βασιλιά, σε αυτήν την αλλόκοτη στάση (στ.682-685

[22]
«ἀνδροἶν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὠδ᾽| αὐτοκτόνος, | οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ
μιάσματος.»). Ο χορός εδώ μιλά για το ιερό του κοινού αίματος ανάμεσα στα δύο
αδέρφια. Τίποτα δεν μπορεί να ξεπλύνει την ντροπή της πράξης που με τόσο πάθος
επιθυμεί ο Ετεοκλής. Ο χορός προσπαθεί να κάνει το βασιλιά να «ανοίξει τα μάτια του»
και να κατανοήσει την περίσταση στην οποία έχει πέσει. Στο αρχαίο κείμενο ο ποιητής
χρησιμοποιεί τη λέξη «μίασμα».14 Αυτός ο όρος είναι αρκετά βαρύς και σκληρός.
Αναφέρεται στην ηθική και πνευματική μόλυνση, στη φθορά και στην αρρώστια. Η
αδελφοκτονία αποτελεί μια κακουργηματική πράξη και καταπατά μια κομβική για τον
άνθρωπο αξία. Είναι τόσο ειδεχθής που τίποτα δεν μπορεί να την ξεγράψει. Καταδιώκει
τον άνθρωπο μέχρι το τέλος της ζωής του. Αυτό είναι που οι γυναίκες προσπαθούν να
κάνουν τον Ετεοκλή να κατανοήσει. Όλα αυτά όμως δεν τον αγγίζουν.

O χορός των γυναικών προσπαθεί να τον λογικέψει, να τον κάνει να κατανοήσει τη


φύση της πράξης που με τόση ένταση επιθυμεί και να τον αποτρέψει από την τέλεση
της (στ. 714 «μὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις | πύλαις»). Ο Ετεοκλής όμως όχι
μόνο δε συγκινείται αλλά μιλά με αυτοπεποίθηση και με σιγουριά. Δεν δείχνει τον
παραμικρό δισταγμό (στ. 715 «τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεἶς λόγῳ»). Σε αυτήν
την αδιάλλακτη στάση του βασιλιά ο χορός οδηγείται στην κορύφωση του λόγου του
θέλοντας να δείξει τη φρικαλεότητα της πράξης και το γεγονός πως καλείται να
σκοτώσει τον αδερφό του και όχι έναν κοινό στρατιώτη (στ. 718 «ἀλλ᾽ αὐτάδελφον
αἴμα δρέψασθαι θέλεις;»). Ο Ετεοκλής όμως είναι ασυγκράτητος και αποφασισμένος.
Θεωρεί τη μονομαχία με τον Πολυνείκη φυσική και αναπόφευκτη (στ. 719 «θεῶν-
κακά.»). Τίποτα δεν μπορεί να νικήσει τη δύναμη της αναγκαιότητας. Το σωστό για τον
Αισχύλο είναι να συμμορφώνεται κανείς στη θεϊκή βούληση. (Στεργιόπουλος,
Αισχύλος, το πνεύμα του δικαίου, Μέρος ΙΑ,).

δ) Πώς θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε αυτή τη στάση του Ετεοκλή; Υπάρχει κάτι στη
σκέψη του και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο που του αποκρύπτει
την πραγματική υφή του προβλήματος; Μέσα στο έργο ο βασιλιάς φαίνεται ότι έχει
υιοθετήσει και έχει προβάλει ιδιαίτερα τη θέση περί «αυτοχθονίας». Ετυμολογικά η
λέξη προέρχεται από την αντωνυμία «αυτός» και από το ουσιαστικό «χθών». Μιλάμε

14Αγγλ. Miasm, γαλλ. Miasme, αναφέρεται σε έμβιους ή σε άβιους νοσογόνους παράγοντες


που προκαλούν επιδημίες

[23]
δηλαδή για κάποιον ο οποίος κατοικεί από την αρχή της ζωής του στην προγονική του
Γη και έχει μάλιστα «ξεφυτρώσει» από αυτήν. Η Γη τον έφερε στη ζωή και όχι κάποια
μητέρα. Ο Ετεοκλής, δε συσχετίζει τον εαυτό του με την οικογένεια που τον γέννησε
αλλά πιστεύει ότι είναι απλά πολίτης, δημιούργημα της Γης. Υποστηρίζει πως όλοι οι
Θηβαίοι είναι παιδιά της και ουσιαστικά βγήκαν στον έξω κόσμο από αυτήν την ίδια.
Δεν αναγνωρίζει το πρόβλημα της αδελφοκτονίας ακριβώς επειδή αρνείται την ύπαρξη
της οικογένειας και της σημασίας της στην ανθρώπινη ζωή, όπως εμείς την
αντιλαμβανόμαστε. (Nussbaum 2001: 39) Η Γη είναι αυτή που μας δίνει στέγη και
παράγει τα αναγκαία για την επιβίωση μας. Από την άλλη οι άνθρωποι είναι ικανοί για
κάθε έγκλημα και για κάθε ατιμία. Η κατηγορία μάλιστα του Ετεοκλή προς τον
Πολυνείκη είναι ότι εκείνος έρχεται για να καταστρέψει την «πατρική» του γη ( στ.
668). Αντικαθιστά δηλαδή τα οικογενειακά πρόσωπα με τη Γη. H έννοια της
δικαιοσύνης συνδέεται με πράξεις οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία και στο
συμφέρον της πατρίδας (Νταμπακάκης 2012:30). Εφόσον ο Πολυνείκης έρχεται για να
την καταστρέψει τότε είναι απολύτως δίκαιο και σωστό για τον Ετεοκλή να τον
αντιμετωπίσει.

Για να αποδείξουμε την ορθότητα της παρούσας θέσης θα παρουσιάσουμε μερικά


αποσπάσματα από την τραγωδία. Ήδη από την αρχή του έργου ο Ετεοκλής δίνει στη Γη
επίθετα τα οποία αποτελούν τα μέλη της οικογένειας μας (στ.16 «Γῆ τε μητρί»).
Ονομάζει δηλαδή τη Γη ως μητέρα και όπως είδαμε ως πατέρα. Δεν υπάρχει μήτε
ανθρώπινη μητέρα, μήτε ανθρώπινος πατέρας, αλλά η Γη παίρνει το ρόλο αυτών.
Παράλληλα, χρησιμοποιεί τη λέξη «βλαστημός» 15 (στ. 12 «βλαστημὸν ἀλδαίνοντα
σώματος πολύν.») η οποία σημαίνει «φυτρώνω» και είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την
εικόνα της Γης (Ματράκα 2019 :10).

Ακόμη, εκφράζει με σιγουριά πως Γη είναι αυτή η οποία μας ανατρέφει, και από
ανθρώπους μάς κάνει πολίτες (στ.18 «ἅπαντα πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον»). Την
παιδεία δεν μας δίνει η οικογένεια (όπως την έχουμε εμείς στο μυαλό μας) αλλά η Γη.
Εκείνη είναι που μας χαρίζει το φως του ήλιου και φροντίζει για την ανατροφή και την
καλλιέργεια μας. Αντικαθιστά συνεπώς όχι μόνο την οικογένεια αλλά και τη μόρφωση.

15Παράγεται από το ουσιαστικό βλάστηση το οποίο εκφράζει ένα σύνολο από φυτά τα οποία
ζουν στην ίδια περιοχή. Κατά συνέπεια η λέξη που ο βασιλιάς χρησιμοποιεί φανερώνει το πώς
βλέπει τους ανθρώπους και αιτιολογεί την αδυναμία του να αναγνωρίσει το ηθικό πρόβλημα.

[24]
Στη συνέχεια, όταν ο Ετεοκλής παίρνει έναν όρκο, χρησιμοποιεί τα εξής λόγια: (στ. 69
«ὧ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί».) Οδηγείται, έτσι, σε μια ιεραρχική διάκριση.
Στην κορυφή, πάνω από όλους, βρίσκεται ο Δίας. Ύστερα, βρίσκεται η Γη η οποία είναι
κατώτερη μονάχα του Διός, και στο τέλος όλοι οι υπόλοιποι πολιούχοι Θεοί. Η
προσφώνηση της Γης από τον Ετεοκλή είναι ένα άλλο στοιχείο που αποδεικνύει ότι
γι΄αυτόν οι Θηβαίοι είναι αυτόχθονες. Μονάχα ο Δίας υπερτερεί της γης.

Ο τρόπος μάλιστα με τον οποίο μιλά για τους ανθρώπους είναι σαν εκείνοι να είναι
φυτά που ήρθαν στον κόσμο από τη γη και όχι από κάποια μητέρα (στ. 412-14
«σπαρτῶν16 δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν, ὧν Ἄρης ἐφείσατο, | ῥίζωμ᾽ ἀνεῖται, κάρτα δ᾽ ἔστ᾽
ἐγχώριος»). Όταν αναφέρεται στο όνομα του Μεγαρέα μιλά σαν εκείνος να είναι παιδί
της Γης που αυτή τον μεγάλωσε και όχι κάποια μάνα. Τον ονομάζει αυτόχθονα και
ρίζωμα. Αντιλαμβάνεται τους ανθρώπους ως φυτά. Όντας φυτά είναι απόλυτα
συνδεδεμένοι με τη Γη. Κατά συνέπεια εκείνη αποτελεί το απόλυτο ιδανικό, ενώ η
οικογένεια δεν υπάρχει έξω από τη Γη.

ε) Βλέπουμε λοιπόν αρκετά σημεία που αιτιολογούν τη θέση μας και κάνουν τον
Ετεοκλή να επιλύει την αξιακή σύγκρουση με έναν τρόπο που δεν μας πείθει. Υπάρχει,
όμως, ένας παράγοντας, που δεν εμφανίζεται τυχαία από τον Αισχύλο, ο οποίος κάνει
ακόμα πιο έντονη την κατάσταση. Η χρήση γυναικείου χορού μέσα στο έργο. Είναι μια
πινελιά η οποία μπαίνει ακριβώς για να αυξήσει την τραγικότητα του προβλήματος. Οι
γυναίκες είναι εκείνες που συνδέονται περισσότερο από τους άντρες με το θεσμό της
οικογένειας καθώς γεννούν και θηλάζουν. Το γεγονός πως ο Ετεοκλής βρίσκεται
ανάμεσα τους και δεν μπορεί να αναγνωρίσει την ηθική σύγκρουση, δεν μπορεί να
αναγνωρίσει το θεσμό της οικογένειας και τη δύναμη της, κάνει ακόμα πιο θλιβερή την
κατάσταση στην οποία βρίσκεται.

16Κατά τη μυθολογία οι Σπαρτοί ήταν οπλισμένοι άνδρες οι οποίοι φύτρωσαν στην περιοχή
της Βοιωτίας από τα δόντια ενός δράκου τα οποία έσπειρε ο Κάδμος. Εκείνοι στη συνέχεια μαζί
με τον Κάδμο δημιούργησαν την πόλη της Θήβας. Οι Θηβαίοι συνεπώς ονομάζονταν Σπαρτοί.
Αυτή η εικόνα αποτελεί άλλο ένα στοιχείο που δείχνει την κοσμοθεωρία του Ετεοκλή και την
αντίληψη του περί Θηβαϊκής αυτοχθονίας.

[25]
Για ποιο λόγο όμως ο Ετεοκλής μιλά με τέτοια αποφασιστικότητα, σιγουριά και
αυτοπεποίθηση για το παρόν ζήτημα; Εκτός από μια προσωπική θέση, μήπως έχει και
πολιτικό σκοπό; Θέλει να περάσει κάποια κοσμοθεωρία στους πολίτες;

Ο Ετεοκλής υιοθετώντας αυτήν την ιδέα και προπαγανδίζοντας την θέλει να κάνει τους
πολίτες να κατανοήσουν πως σε μια ενδεχόμενη διαμάχη η μόνη τους σοβαρή
δέσμευση είναι το συμφέρον της Γης, της πόλης. Όλες οι υπόλοιπες δεσμεύσεις
ωχριούν απέναντι της. Αυτή είναι η ανώτατη αξία. Όποιος αμφισβητήσει αυτή τη θέση
και σε μια αξιακή σύγκρουση λάβει υπόψη και τον παράγοντα αφοσίωσης στην πόλη
είναι σαν να μη δέχεται τις ίδιες του τις ρίζες. (Nussbaum 2001: 40)

στ) Ύστερα από το θάνατο των δύο αδελφών η αλήθεια μπορεί πια να αποκατασταθεί.
Ερχόμενος ένας αγγελιαφόρος λέει χαρακτηριστικά στο χορό των γυναικών (στ. 792
«θαρσεῖτε, παῖδες μητέρων τεθραμμέναι.»). Οι μητέρες είναι εκείνες οι οποίες γεννούν,
ανατρέφουν και αποτελούν την οικογενειακή ρίζα και όχι η Γη. Τώρα πια μπορεί να
αναγνωριστεί η αξία των οικογενειακών δεσμών ,το έγκλημα της πράξης του Ετεοκλή
όπως και η παραπλανητική απλότητα με την οποία αντιμετώπισε το ζήτημα.

Στην είδηση του θανάτου των δύο αδελφών, ο χορός δεν ψέγει τον Πολυνείκη που
προσπάθησε να λεηλατήσει την ίδια του την πόλη ούτε δοξάζει τον Ετεοκλή για την
υπεράσπιση της. Ενώ μάλιστα θα περιμέναμε να δούμε το χορό να ευτυχεί που η πόλη
τελικά παραμένει ελεύθερη εκείνος αντιδρά τελείως διαφορετικά. Ασκεί ένα δριμύτατο
κατηγορητήριο στα δύο αδέρφια (στ. 875-79 «ἰὼ ἰὼ δύσφρονες, | φίλων ἄπιστοι καὶ
κακῶν ἀτρύμονες, | δόμους πατρῴους ἑλόντες | μέλεοι σὺν αἰχμᾷ. | μέλεοι δῆθ᾽ οἳ
μελέους θανάτου.»). Το τέλος των δύο από χέρι αδελφικό σκεπάζει οποιοδήποτε άλλο
γεγονός. Κανένας από τους δύο δεν κατανόησε το ηθικό πρόβλημα μα και οι δύο
μονομάχησαν σαν να είχαν απέναντι τους έναν ξένο και όχι έναν αδερφό με τον οποίο
έχουν ζήσει μαζί και έχουν μοιραστεί συναισθήματα και εμπειρίες. Μονάχα ο χορός
αναγνώρισε την ύπαρξη της ηθικής διαμάχης και θρηνεί ως αποτέλεσμα της. Ο θάνατος
των δύο αδελφών δεν έχει τίποτα ένδοξο, είναι αθλιότατος.

Τα λόγια της Αντιγόνης στο τέλος της τραγωδίας συνοψίζουν άριστα το έργο (στ. 1037
«δεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον, οὗ πεφύκαμεν»). Οι οικογενειακοί δεσμοί είναι ότι πιο

[26]
ιερό έχουμε και τίποτα δεν μπορεί να τους ξεπεράσει. Η μη αναγνώριση τους βαραίνει
το χέρι των δύο αδερφών.

4.1 Αποτίμηση των δύο ηθικών συγκρούσεων

α) Μέσα σε αυτά τα δύο έργα είδαμε δύο πρακτικές διαμάχες, δύο ηθικά διλήμματα. Οι
ήρωες εξαιτίας των καταστάσεων έχουν οδηγηθεί σε πράξεις που έρχονται σε αντίθεση
όχι μόνο με τις αξίες του χορού αλλά στην πρώτη τραγωδία με τις αξίες του ίδιου του
ήρωα. Επίσης και στις δύο περιπτώσεις οι αποφάσεις που παίρνουν έρχονται σε
σύγκρουση με κάποιες άλλες κομβικές τους δεσμεύσεις τις οποίες αναγκάζονται να
καταπατήσουν (Nussbaum 2001: 41 ). Γίνεται φανερό μέσα από τα παραπάνω πως οι
άνθρωποι εξαιτίας των συνθηκών μπορούν να ενεργήσουν με τρόπους τελείως
διαφορετικούς από αυτούς που τους αντιπροσωπεύουν. Οι δεσμεύσεις και οι ηθικές
αξίες μπορούν λοιπόν να παραβιαστούν ανάλογα με τις καταστάσεις.

Απαραίτητο σε αυτό το σημείο είναι να δούμε τις θέσεις του χορού και την κριτική που
ασκεί στους δύο ήρωες. Αρχικά, ο χορός εκφράζει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θέση.
Κάποιες πράξεις είναι τόσο σκληρές που ακόμη κι αν αυτός ο οποίος τις τέλεσε δεν είχε
την απόλυτη ελευθερία στην απόφαση του πρέπει υποχρεωτικά να τιμωρείται
(Nussbaum 2001: 41). Το έγκλημα δεν αναιρείται απλώς επειδή το πρόσωπο
αναγκάστηκε να το εκτελέσει. Στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη, για παράδειγμα, ο Ορέστης
διατάσσεται από το Δία να δολοφονήσει τη μητέρα του για να ξεπλύνει το φόνο του
Αγαμέμνονα. Παρόλο που τελικά υποτάσσεται στη θεϊκή εντολή στο τέλος τιμωρείται
με την καταδίωξη του από τις Ερινύες. 17 Για ποιό λόγο γίνεται κάτι τέτοιο θα
μπορούσαμε να αναρωτηθούμε; Τί αντιπροσωπεύει η τιμωρία του Ορέστη στη
συγκεκριμένη περίπτωση; Ο Ορέστης μπορεί μεν να διατάχτηκε από το Δία ωστόσο
αυτό δεν σβήνει το έγκλημα του, δεν αναιρεί το γεγονός πως έγινε μητροκτόνος.

17Αποκρουστικές μορφές οι οποίες καταδίωκαν τους δράστες βίαιων εγκλημάτων.


Αποτελούνταν από την Αληκτώ (Ανελέητη), τη Μέγαιρα (Μνησίκακη) και την Τισιφόνη.
(Αυτή που εκδικείται το φόνο) Βλ. Richard Buxton 2004/2005: 86-87)

[27]
Ανεξάρτητα από το αν είχε ή όχι την απόλυτη ελευθερία, η πράξη παραμένει
κακούργημα και πρέπει να τιμωρηθεί.

β) Στα δύο συγκεκριμένα έργα του Αισχύλου ο χορός εκφράζει την ίδια θέση. Στο Επτά
επί Θήβας γίνεται ένας διαχωρισμός ανάμεσα στο φόνο ενός εχθρικού και αγνώστου
στρατιώτη και στο φόνο ενός συγγενικού προσώπου. «Οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ
μιάσματος». Αναγνωρίζουμε λοιπόν πως ο Ετεοκλής πρέπει να τιμωρηθεί για το
έγκλημα της αδελφοκτονίας ακόμη και αν δεν ήταν απόλυτα ελεύθερος να επιλέξει.

Στον Αγαμέμνονα ο χορός τονίζει τη διαφορά ανάμεσα σε μια οικονομική απώλεια και
σε μια απώλεια ζωής (Nussbaum 2001: 41). Ένας έμπορος για παράδειγμα κατά τη
διάρκεια μιας τρικυμίας αναγκάζεται να ρίξει στη θάλασσα το φορτίο του για σώσει τη
ζωή του. Παρόλο που αναγνωρίζει το μέγεθος της ζημιάς ξέρει πως μπορεί στο μέλλον
να ανακτήσει τη χαμένη του περιουσία. Αν όμως εκλείψει μια ανθρώπινη ζωή τότε πώς
μπορούμε να τη φέρουμε πίσω (στ. 993-96); Καταλαβαίνουμε συνεπώς πως ο
Αγαμέμνων πρέπει να τιμωρηθεί για τη θυσία της Ιφιγένειας ακόμη και αν ο μαντικός
χρησμός την απαίτησε και όχι ο ίδιος ο Ατρείδης.

Η δεύτερη θέση του χορού είναι εξίσου σημαντική. Μπορεί μεν οι ήρωες να μην έχουν
την απόλυτη ελευθερία επιλογής αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να
καθορίσουν τον τρόπο με τον οποίο θα αντιδράσουν συναισθηματικά στο πρόβλημα. Ο
«καλός» άνθρωπος βρισκόμενος σε μια τέτοια κατάσταση θα αναγνωρίσει πρώτα
πρώτα το αδιέξοδο της κατάστασης και θα συνειδητοποιήσει πως είναι υποχρεωμένος
να ενεργήσει ενάντια στο χαρακτήρα του αναγκασμένος να εγκληματήσει. Θα
κατανοήσει πως πρέπει να πάρει μια επιλογή η οποία είναι απεχθής (Nussbaum
2001 :42).

Οι δύο ήρωες μας όμως αντιδρούν τελείως διαφορετικά. Ο Ετεοκλής, έχοντας


δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο σύστημα αξιών, δεν μπορεί να αναγνωρίσει το ηθικό
δίλημμα και την πρακτική διαμάχη. Ενεργεί σαν να μην υπάρχει γιατί για εκείνον όντως
δεν υπάρχει. Ο Αγαμέμνων από την άλλη μόλις παίρνει την απόφαση του θεωρεί ότι το
ζήτημα αμέσως λύθηκε εκφράζοντας μάλιστα μια παράλογη αυτοπεποίθηση. Η σωστή
αντιμετώπιση της περίστασης είναι τελείως διαφορετική. Οι δύο χαρακτήρες θα έπρεπε
να αναγνωρίσουν πως βρίσκονται σε μια κατάσταση που τους υποχρεώνει να πάρουν μια

[28]
αισχρή, κακή και αντίθετη με τις ηθικές τους αντιλήψεις απόφαση. Ο Ατρείδης από τη
μία, θα έπρεπε να αναγνωρίσει τις βαριές συνέπειες που θα έφερνε η ανυπακοή στο
χρησμό, τι σημαίνει για εκείνον να υπακούς στο Δία αλλά και τι σημαίνει να είναι
κάποιος πιστός στο στρατό του. Παράλληλα, θα έπρεπε να αναγνωρίσει πως πάνω στο
βωμό βρίσκεται η ίδια του η κόρη. Θα έπρεπε να θυμηθεί τη γλυκιά φωνή της, την
παρουσία της στη ζωή του, τη σημασία που έχει εκείνη για αυτόν και όχι απλώς ένα
πρόβατο για σφαγή. Θα έπρεπε να αναγνωρίσει πως αναγκάζεται να τελέσει μια ειδεχθή
πράξη και μέσα από τη συναισθηματική φόρτιση να δείξει πως είναι το θύμα της τύχης
που δεν του επιτρέπει να πράξει διαφορετικά.

Ο Ετεοκλής από την άλλη θα έπρεπε να συμπεριφερθεί με έναν παρόμοιο τρόπο. Θα


έπρεπε να φανταστεί την καταδίκη της πόλης στον εχθρό και τη σκλαβιά που αυτή θα
έφερνε αλλά θα έπρεπε επίσης να αναλογιστεί πως απέναντι του βρίσκεται ο αδερφός
του με τον οποίο έχει μεγαλώσει και έχει μοιραστεί μαζί του πράγματα και αναμνήσεις
(Nussbaum 2001: 43). Μέσα από το δισταγμό και τα βάσανα θα φανέρωνε πως
αναγνωρίζει την ιερή σχέση με τον Πολυνείκη ωστόσο όλοι καταλαβαίνουμε πως είναι
μια περίπτωση στην οποία ο βασιλιάς θα ήταν ανήμπορος να πράξει διαφορετικά. Οι
δύο ήρωες θα έπρεπε να αποδώσουν τις πράξεις τους στην αναγκαιότητα
αναγνωρίζοντας τη βαρβαρότητα τους και όχι να θεωρούν ότι είναι οι σωστές και ηθικά
συμβατές. Μέσα από τη συναισθηματική φόρτιση οι δύο ήρωες θα αποδείκνυαν την
αθωότητα τους και την υποχρέωση τους, λόγω των περιστάσεων, να εγκληματήσουν.

γ) Τί μπορούμε λοιπόν να μάθουμε και να αποκομίσουμε από τις δύο τραγωδίες; Από
τα δύο συγκεκριμένα έργα μπορούμε να διδαχθούμε τρία βασικά πράγματα. Πρώτον, σε
μια περίσταση της καθημερινής μας ζωής στην οποία το άτομο αντιμετωπίζει μια
αξιακή σύγκρουση πρέπει αρχικά να αναγνωρίσει το αδιέξοδο της κατάστασης και στη
συνέχεια να κατανοήσει πως αναγκαστικά θα παραβιαστεί μια δέσμευσή του. Αυτό που
μπορεί να κάνει είναι να υπομείνει τον πόνο και να δείξει με τις ωδίνες, με τη θλίψη και
με το δάκρυ πως απεχθάνεται την απόφαση που υποχρεούται να λάβει και πως είναι εξ
ολοκλήρου αντίθετη με τις αρχές και τα πιστεύω του αλλά πρακτικά η εξέλιξη των
γεγονότων τον εξαναγκάζει σε αυτό το μονοπάτι. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε εμείς

[29]
ως χορός είναι να σεβαστούμε την κατάσταση του και τις απαντήσεις που εκφράζουν
την αρετή του (Nussbaum 2001: 50).

Ως αποτέλεσμα αυτού του συμπεράσματος ερχόμαστε στη δεύτερη θέση. Η


πραγμάτωση της ηθικής αρετής συνδέεται με το συναίσθημα της θλίψης. Οι δύο ήρωες
θεωρούνται «ανήθικοι» στα μάτια μας γιατί αντιμετώπισαν τα προβλήματα τους και
πήραν τις αποφάσεις τους με μια παράλογη αισιοδοξία και ψυχρότητα ο πρώτος, και με
θυμό και με αποφασιστικότητα ο δεύτερος. Η ηθική στάση εδώ δε συνδέεται τόσο με
την τέλεση ή μη της πράξης αλλά με τα συναισθήματα που την απαρτίζουν. Η αρετή
τους θα γινόταν φανερή εκφράζοντας τη στενοχώρια και τον πόνο τους.

Έχει η διαμάχη όμως αποκλειστικά αρνητικές επιπτώσεις ή μήπως μπορεί να μας


διδάξει αρκετά χρήσιμα για εμάς και για τον κόσμο πράγματα; Μήπως μπορεί να
λειτουργήσει ως εργαλείο μάθησης, εξέλιξης και αυτογνωσίας;

Απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα μας δίνει η χαρακτηριστική φράση «πάθει μάθος».


Μέσα από τη σύγκρουση, μέσα από το πάθημα που θα λέγαμε καλύτερα, μπορούμε να
γνωρίσουμε σε μεγαλύτερο βαθμό τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας. Μέσα από
τα λάθη είναι εφικτό να κατανοήσουμε καλύτερα τις πράξεις μας, να τις διορθώσουμε
και στο μέλλον να πράξουμε με το σωστό τρόπο. Αν ζούσαμε σε ένα σύμπαν που όλα
κυλούσαν όπως εμείς τα θέλαμε, χωρίς συγκρούσεις και διλήμματα, θα ήταν αδύνατο
να ξεχωρίσουμε τους ηθικούς από τους ανήθικους, τους καλούς από τους κακούς. Αν
είχαμε τη δύναμη να αποφεύγουμε τέτοιου είδους συγκρούσεις θα είμασταν λιγότερο
ενάρετοι και η γνώση του εαυτού μας και του κόσμου θα ήταν μικρότερη (Martha
Nussbaum 2001: 50).

Τέλος, η εμπειρία της διαμάχης μπορεί να μας κάνει να κατανοήσουμε κάποιες


συνθήκες και περιστάσεις όχι απλώς από τη θεωρητική τους γωνία αλλά από την
πρακτική. Μια απλώς νοητική σύλληψη ενός κανονιστικού ζητήματος δε συγκρίνεται
με την πρακτική αντιμετώπιση του. Όλοι για παράδειγμα αναγνωρίζουμε πως το να
χάσει κάποιος ένα στενό του πρόσωπο είναι μια μεγάλη απώλεια, η οποία είναι
ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη για αυτόν που την βιώνει. Ωστόσο, ποτέ δεν θα
κατανοήσουμε πραγματικά αυτά που νιώθει ένα τέτοιο άτομο αν δεν ζήσουμε και εμείς
στην πραγματικότητα μια τέτοια απώλεια. Μονάχα μέσα από τη διαμάχη και από τη
σύγκρουση μπορούμε να βελτιωθούμε και να γνωρίσουμε καλύτερα τον κόσμο. Οι

[30]
τραγωδίες αυτές μας δίνουν την ευκαιρία να κατανοήσουμε και να στοχαστούμε πάνω
σε ηθικά προβλήματα που είναι απίθανο να αντιμετωπίσουμε.

[31]
5. Σοφοκλής-Αντιγόνη

I.

α) Ο δεύτερος σε σειρά από τους τρεις αρχαίους τραγικούς ποιητές είναι ο Σοφοκλής.
Στην παρούσα εργασία θα μελετήσουμε ένα από τα σημαντικότερα και πιο
πολυδιαβασμένα έργα του, την Αντιγόνη. Το κύριο μέλημα της συγκεκριμένης
τραγωδίας είναι να αναδείξει στους ανθρώπους την ανάγκη για ουσιαστικό και αληθινό
διάλογο ανάμεσα σε πρόσωπα τα οποία έχουν αντίθετες απόψεις μεταξύ τους. Αυτός
αποτελεί ένα βασικό κομμάτι της ανθρώπινης ανάπτυξης. 18 Η αρρώστια που μαστίζει
την κοινωνία είναι η άρνηση να ακούσουμε τους άλλους, η εμμονική αδιαλλαξία και το
ακλόνητο πείσμα στην ορθότητα των θέσεων μας. Το φάρμακο είναι ο διάλογος
ανάμεσα στα αντικρουόμενα πρόσωπα και το να είμαστε ανοιχτοί στην ιδέα πως οι
θέσεις μας μπορούν να μην είναι απόλυτα ακριβείς και να απαιτούν μεγαλύτερη
εξέταση.

Οι δύο βασικοί ήρωες του έργου, η Αντιγόνη και ο Κρέων, είναι ανένδοτοι στις
αντιλήψεις τους και τις εκφράζουν με σθένος και αυτοπεποίθηση. Παρουσιάζουν τις
θέσεις τους αναπτύσσοντας τα επιχειρήματα τους όντας απόλυτα πεπεισμένοι για την
αλήθεια των λόγων τους. Κανένα, όμως, από τα δύο πρόσωπα δεν είναι ανοιχτό στο
διάλογο, στο να ακούσει πραγματικά την αντίθετη θέση και να την επεξεργαστεί.
Αντίθετα, δεν κάνουν καν τον κόπο να πάρουν σοβαρά την αντίθετη άποψη αλλά την
αρνούνται κατηγορηματικά χωρίς καν να την έχουν κατανοήσει. Η Αντιγόνη
υπερασπίζεται το μεγαλείο και την παντοδυναμία του θεϊκού νόμου, ο οποίος είναι
ανώτερος όλων, ενώ ο Κρέων είναι υπέρμαχος του ανθρωπίνου, του συμφέροντος της
πόλης που πρέπει να είναι ο υπέρτατος σκοπός και η ανώτατη αξία όλων των πολιτών.
Η βασική διαφορά μεταξύ των πεποιθήσεων του βρίσκεται στο γεγονός πως ο Κρέων
πιστεύει ότι η νόμοι της πόλης κυβερνούν τους θεούς ενώ η Αντιγόνη θεωρεί ότι οι θεοί

18Σύμφωνα με τον John Stuart Mill και το έργο του Περί ελευθερίας (2018) τα ανθρώπινα λάθη
μπορούν να διορθωθούν μέσα από το διάλογο. Συνεπώς, δίχως εκείνον οι άνθρωποι είμαστε
καταδικασμένοι μέσα σε ένα φαύλο κύκλο από τον οποίο δεν μπορούμε ποτέ να
δραπετεύσουμε.

[32]
καθορίζουν τις έννοιες της δικαιοσύνης, της αγαθοεργίας, της ευσέβειας κτλ. Κανένας
όμως δεν προβληματίζεται για το αν η θέση του είναι εσφαλμένη και για το αν η
αντίθετη περιέχει κάποια δόση αλήθειας. Ακόμα και στο «διάλογο» που έχουν ο
καθένας απλώς παραθέτει τις απόψεις του και δεν λαμβάνει υπόψη του αυτές του
συνομιλητή του.19

Στο τέλος του έργου τα δύο πρόσωπα πληρώνουν την άρνηση τους στο διάλογο, η
Αντιγόνη αυτοκτονώντας και ο Κρέων αυτοεξοριζόμενος.

β) Ας μπούμε όμως στο κυρίως θέμα του έργου. Μετά το θάνατο του Ετεοκλή και του
Πολυνείκη την εξουσία της Θήβας παίρνει ο Κρέων, ο πιο στενός συγγενής του
Οιδίποδα. Στο διάταγμα το οποίο αναγγέλλει απαγορεύει την ταφή του νεκρού
Πολυνείκη εξαιτίας της προδοτικής του στάσης. Παραβίαση του παρόντος νόμου
οδηγεί στη θανατική ποινή. Αντίθετα, ο αδερφός του Ετεοκλής, θα ταφεί με όλες τις
τιμές που αρμόζουν σε ένα νεκρό και μάλιστα σε έναν σωτήρα της πόλης. Η παρούσα
νομοθεσία κρίνει και τιμά τους ανθρώπους με γνώμονα τη συμπεριφορά τους προς την
πόλη. Ωστόσο, η άρνηση της ταφής σε ένα νεκρό είναι τεράστια ασέβεια προς τους
Θεούς και στους νόμους τους. Η Αντιγόνη, ανιψιά του Κρέοντα, υπερασπίζεται με
θάρρος αυτούς τους νόμους αψηφώντας το διάταγμα του βασιλιά.

Έχουμε λοιπόν δύο διαφορετικές αντιλήψεις οι οποίες συγκρούονται. Το κάθε πρόσωπο


αντιπροσωπεύει μια διαφορετική αξία.

Στη συνέχεια θα μελετήσουμε τη σκέψη της Αντιγόνης και του Κρέοντα και θα
ασκήσουμε κριτική στην κοσμοθεωρία που το κάθε πρόσωπο πρεσβεύει. Ας
ξεκινήσουμε λοιπόν με την Αντιγόνη.

γ) Μέσα στο έργο βλέπουμε πως ο αξιακός κόσμος της Αντιγόνης είναι πλασμένος με
τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να αποκλείει αποτελεσματικά οποιαδήποτε μορφή σύγκρουσης
(Nussbaum 2001: 63). Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τους ανθρώπους είναι
συνδεδεμένος αποκλειστικά με την οικογένεια. Όσοι ανήκουν στον οικογενειακό κύκλο

19Η γνώση των θέσεων του αντιπάλου αποτελεί κομβικό κομμάτι κατανόησης των δικών μας
αλλά και μας επιτρέπει να δούμε την άλλη πλευρά του νομίσματος, τα επιχειρήματα και την
κοσμοθεωρία των άλλων.

[33]
είναι φίλοι, ενώ όσοι είναι εκτός αυτού, σε μια ενδεχόμενη διαμάχη με την οικογένεια
είναι εχθροί (στ.9-10 «ἤ σε λανθάνει| πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα τῶν ἐχθρῶν κακά;»).
Ο Πολυνείκης αν και πρόδωσε την ίδια του την πόλη, θεωρείται από την Αντιγόνη
φίλος μόνο και μόνο επειδή μοιράζεται το ίδιο αίμα μαζί της. Μέσα στην τραγωδία η
Αντιγόνη δεν μιλάει ποτέ για την προδοσία του ούτε αυτή την κάνει να τον
αντιμετωπίσει εχθρικά. Σύμφωνα με τη σκέψη της, οι δεσμοί αίματος καθορίζουν το
φίλο από τον εχθρό και όχι οι πράξεις Για εκείνη είναι άδικο που ο Πολυνείκης δεν
χαίρει σεβασμού. Ο ανθρώπινος νόμος φαίνεται ότι είναι ανίσχυρος και η ίδια τον
αψηφά σθεναρά. Η πράξη της βέβαια να θάψει το νεκρό αδερφό της είναι όντως
σπουδαία και αξιοθαύμαστη, ωστόσο, αρνείται να δει την ύπαρξη του ανθρώπινου
νόμου και της σύγκρουσης. Εκείνη που κατανοεί την αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο
αξίες και το αδιέξοδο της κατάστασης είναι η Ισμήνη. Καταλαβαίνει την ιερότητα του
θεϊκού νόμου αλλά κατανοεί επίσης πως η ταφή του Πολυνείκη οδηγεί στο να
ενεργήσει ενάντια στην πόλη (στ. 78-9 «Ἐγὼ μὲν οὐκ ἄτιμα ποιοῦμαι, τὸ δὲ| βίᾳ
πολιτῶν δρᾶν ἔφυν ἀμήχανος»). Δεν είναι σίγουρη για το ποιος είναι ο κατάλληλος
τρόπος συμπεριφοράς σε αντίθεση με την αδερφή της.20

δ) Ακόμη, την ίδια στάση που βάζει στο επίκεντρο την οικογενειακή δέσμευση
παρατηρούμε πως τηρεί η Αντιγόνη αναφορικά και με άλλες αξίες, όπως αυτή της
αγάπης. Ο αρκετά γνωστός και όμορφος στίχος του Σοφοκλή μέσα από τα χείλη της
Αντιγόνης, (στ.523 «Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλά συμφιλεῖν ἔφυν» ) δεν εκφράζει μια γενική
προσήλωση στην αγάπη όπως τη φιλική,την ερωτική, ή την αγάπη για μια ιδέα αλλά
αποκλειστικά την οικογενειακή. Είναι μια αγάπη για την οποία οι άνθρωποι δεν
αποφασίζουν αλλά πηγάζει μέσα από την υποχρέωση ανεξαρτήτως συναισθημάτων.
Είναι ένα καθήκον (Nussbaum 2001 :64) (στ. 45 «Τὸν γοῦν ἐμὸν καὶ τὸν σόν, ἤν σὺ μὴ
θέλῃς, | ἀδελφόν οὐ γὰρ δὴ προδοῦσ' ἁλώσομαι»).

Εφόσον η Ισμήνη αρνείται να την βοηθήσει, καταπατά το οικογενειακό της καθήκον


συνεπώς αντιμετωπίζεται σαν ένα ξένο και μάλιστα σαν ένα εχθρικό πρόσωπο (στ. 93

20Σε αντίθεση με την Αντιγόνη και τον Κρέοντα η Ισμήνη έχει τα περισσότερα ανθρώπινα
χαρακτηριστικά. Αγαπάει ολόψυχα την αδερφή της, νοιάζεται για εκείνη, μα παράλληλα
εκφράζει το φόβο μιας γυναίκας να εναντιωθεί στη βούληση ενός τυράννου, αν και γνωρίζει
πως εκείνος σφάλλει. Αποτελεί το πρόσωπο με το οποίο ο θεατής ταυτίζεται περισσότερο.

[34]
«Εἰ ταῦτα λέξεις, ἐχθαρῇ μὲν ἐξ ἐμοῦ.»). Μονάχα αν συμμετείχε στην τέλεση της ταφής
θα μπορούσε να απολαύσει μια φιλική συμπεριφορά από την Αντιγόνη. Ακόμα και
όταν εκείνη ξεπερνά τους φόβους της και από αίσθημα πραγματικής αγάπης για την
αδερφή της (στ. 527 «φιλάδελφα κάτω δάκρυ εἰβομένη») δέχεται να τιμωρηθεί και να
πεθάνει μαζί της, υποστηρίζοντας ψευδώς ότι βοήθησε στην ταφή του Πολυνείκη,
εκείνη εξακολουθεί να είναι ψυχρή απέναντί της (στ. 543 «λόγοις δ' ἐγώ φιλοῦσαν οὐ
στέργω φίλην»). Αυτό το καθήκον καθορίζει τη ζωή της.

Ωστόσο, αυτός ο δεσμός μεταξύ της Αντιγόνης και του Πολυνείκη φαίνεται αρκετά
περίεργος. Ενώ τον παρουσιάζει ως τον αγαπημένο της αδερφό (στ.73 «Φίλη μετ' αὐτοῡ
κείσομαι», στ. 80-1 «ἐγὼ δὲ δὴ τάφον| χώσουσ' ἀδελφῷ φιλτάτῳ») και μάλιστα
χαίρεται για τον θάνατο που θα επιφέρει η πράξη της, επειδή θα βρίσκεται μαζί του
στον κάτω κόσμο, δε βλέπουμε να υπάρχει στα λόγια της κάποιο στοργικό και οικείο
συναίσθημα, δεν αναφέρεται σε κάτι που έζησε μαζί του, σε κάτι που ο ένας πήρε από
τον άλλο, σε μια ανάμνηση (Nussbaum 2001: 64).

Η ανώτατη αξία για εκείνη είναι η τιμή προς τον οικογενειακό νεκρό. Όταν όμως
καλείται να δείξει την αγάπη της σε ένα ζωντανό πρόσωπο ή να αναφερθεί σε ένα
οικείο αίσθημα με ένα ζωντανό άτομο αποτυγχάνει. Δείχνει περισσότερο δέσιμο και
αγάπη προς τους νεκρούς από ότι προς τους ζωντανούς (στ.74-5 «ἐπεὶ πλείων χρόνος|
ὅν δεῖ μ' ἀρέσκειν τοῖς κάτω τῶν ἐνθάδε»). .

Η σχέση της Αντιγόνης με τον έρωτα είναι παρόμοια. Μέσα στο έργο δεν αναφέρεται
ποτέ στο όνομα του άντρα που πρόκειται να παντρευτεί και που αποδεδειγμένα είναι
ερωτευμένος μαζί της. Το καθήκον προς τον οικογενειακό νεκρό καλύπτει όλα τα
υπόλοιπα, είναι η ανώτατη δέσμευση, ο ανώτατος νόμος. Μέλημα της είναι να είναι
αρεστή στους νεκρούς (στ. 89 «Ἀλλ' οἶδ' ἀρέσκουσ' οἷς μάλισθ' ἁδεῖν με χρή»). Αυτή η
μονόπλευρη προσέγγιση και θεώρηση δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη από την
Ισμήνη (στ. 88 «Θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις 21»). Ο συλλογισμός της Αντιγόνης
είναι ακατανόητος για εκείνη διότι δείχνοντας όλη της την αγάπη προς τους νεκρούς
21Η υιοθέτηση αυτής της σύλληψης από την Αντιγόνη είναι αυτή που στο τέλος του έργου την
οδηγεί στη μεγαλύτερη θλίψη. Η Αντιγόνη έχει το θάρρος να τα βάλει με ένα άδικο και
παράλογο διάταγμα, σε αντίθεση με την Ισμήνη, αλλά στερείται μιας ευρύτερης εικόνας του
κόσμου η οποία δεν είναι περιορισμένη απλώς στην τιμή του οικογενειακού νεκρού αλλά
περιλαμβάνει και άλλες δεσμεύσεις, όπως την αλληλεπίδραση και τον δεσμό με τους
ζωντανούς.

[35]
βάζει σε δεύτερη μοίρα τις σχέσεις της με τους ζωντανούς. Πρέπει να υπάρχει μια
ισορροπία ανάμεσα σε αυτά τα δύο.

ε) Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως αυτό το καθήκον είναι το υπέρτατο για την Αντιγόνη, η
ανώτατη αξία. Η ζωή που έχει δημιουργήσει στηρίζεται γύρω από αυτή την αξία. Οι
υποχρεώσεις που θα είχε ως σύζυγος και ως μητέρα είναι κατώτερες και ωχριούν
μπροστά στην υποχρέωση να τιμηθεί ο οικογενειακός νεκρός (στ. 906-8 «Οὐ γάρ ποτ'
οὔτ' ἄν εἰ τέκνων μήτηρ ἔφυν, | οὔτ' εἰ πόσις μοι κατθανὼν ἐτήκετο»). Η δικαιοσύνη, η
ευσέβεια και η τιμή αναπλάθονται με σκοπό να ταιριάζουν με τις δικές της αντιλήψεις.

Αρχικά, η τιμή και η αφοσίωση που δείχνει στο Δία είναι ύποπτη. Όταν ο Κρέων, αφού
την έχει συλλάβει, τη ρωτάει πως τόλμησε να παραβεί τους νόμους της πόλης (στ. 449
«Καὶ δῆτ' ἐτόλμας22 τούσδ' ὑπερβαίνειν23 νόμους;») εκείνη αποδεχόμενη απολύτως και
με μεγάλη υπερηφάνεια την πράξη της του απαντά πως δεν ήταν ο Δίας που τη διέταξε
να υπακούσει στο συγκεκριμένο διάταγμα (στ.450 «Οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας
τάδε»). Η κριτική που της ασκούμε εδώ είναι πως η Αντιγόνη μιλά σαν να είναι η
αγγελιοφόρος του Δία. Αποκρίνεται σαν να γνωρίζει ποια θα ήταν η στάση του στο
παρόν ζήτημα και τι θα μπορούσε εκείνος να έχει διατάξει και τι όχι (Nussbaum 2001:
65).

Έπειτα, η μονόπλευρη οπτική γωνία της της την οδηγεί σε άλλη μια σοβαρή
παράλειψη. Όταν αναφέρεται στη «Δίκη» την ονομάζει αποκλειστικά ως αυτή που
κατοικεί με τους Θεούς του κάτω κόσμου και έχει θεσπιστεί μονάχα από αυτούς (στ.
451-2 «οὐδ' ἡ ξύνοικος τῶν κάτω θεῶν Δίκη | τοιούσδ' ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισεν

22Το ρήμα ἐτόλμας εδώ δεν έχει θετική χροιά. Δεν ταυτίζεται με το θάρρος αλλά με την
αλαζονεία. Ο Κρέων χρησιμοποιώντας αυτό το ρήμα εκφράζει πως η παραβίαση των νόμων
είναι μια πράξη θρασύτατη η οποία μονάχα από έναν άνθρωπο ασεβή και δίχως ηθικούς
φραγμούς θα μπορούσε να έχει τελεστεί.

23Το τελικό απαρέμφατο ὑπερβαίνειν φανερώνει την εξίσου μονόπλευρη αντίληψη του
Κρέοντα. Οι νόμοι βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνικής ανθρώπινης πυραμίδας και τίποτε
άλλο δεν έχει την ίδια ισχύ. Η παραβίαση τους αποτελεί μια προσπάθεια υπέρβασης, ανύψωσης
του ανθρώπου πάνω από τους νόμους και την πολιτεία την οποία ορίζουν. Κανείς δεν
βρίσκεται πάνω από το κοινό καλό, από το συμφέρον της πόλης το οποίο προβλέπει ο νόμος.
Όποιος παραβιάζει τη νομοθεσία, θέτει σε κίνδυνο το συμφέρον των πολιτών και πρέπει να
τιμωρείται.

[36]
νόμους»). Αγνοεί επιδεικτικά τη «Δίκη» που επιβάλλεται και που υπάρχει στον πάνω
κόσμο. Κατά την ίδια η δικαιοσύνη αποδίδεται μονάχα από τους Θεούς (Nussbaum
2001: 65). Ο χορός από την άλλη, αναγνωρίζει πως η δικαιοσύνη επιβάλλεται και από
τους ανθρώπους και τιμωρεί εκείνους που ενήργησαν αντίθετα στους νόμους. Οι
ανθρώπινοι νόμοι έχουν και αυτοί ισχύ (στ. 853- 854 «Προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους |
ἑς Δίκας βάθρον»).

Παράλληλα, η προσέγγιση της Αντιγόνης την οδηγεί στην παρανόηση της έννοιας της
ευσέβειας. Ευσεβής για την Αντιγόνη είναι εκείνος ο οποίος τιμά τα ιερά και τα όσια. Ο
χορός ωστόσο, παρουσιάζει μια αντίθετη θέση: ο σεβασμός προς τους νόμους των
Θεών είναι απλώς ένα κομμάτι της ευσέβειας (στ. 872 «Σέβειν μὲν εὐσέβειά τις»).
Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες από τους οποίους απαρτίζεται, οι οποίοι συνδέονται με
την κοινωνία και τους οποίους η Αντιγόνη έχει υποβιβάσει. Η κατηγορία μάλιστα του
χορού έναντι της είναι πως η ίδια αποφάσισε το τι θα τιμήσει και το τι όχι. Ενήργησε
αυτόβουλα. Είναι μια «αὐτόνομος ζῶσα.»

Η δεύτερη και η σημαντικότερη βρίσκεται στην αδιαλλαξία της, στο εμμονικό της
πείσμα (στ. 875 «σέ δ' αὐτόγνωτος ὤλεσ' ὀργά»). Ακολουθώντας αποκλειστικά το δικό
της νόμο και τη δική της θεώρηση χωρίς να λάβει υπόψη τον αντίλογο έφτασε στο
τέλος της. Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό της πως ο Πολυνείκης ήρθε στη Θήβα με
σκοπό να την καταστρέψει, να σκοτώσει τα γυναικόπαιδα και να σφετεριστεί τα αγαθά
και τα πλούτη της πόλης. Ποτέ δε σκέφτηκε ότι αν η πόλη έχανε τη μάχη ,εκείνη, η
αδερφή της και όλοι οι Θηβαίοι θα ήταν σκλάβοι του. Ποτέ δε συλλογίστηκε πως η
θέση του Κρέοντα, ότι ένας εχθρός της πόλης δεν πρέπει να τιμηθεί, μπορεί να μην
είναι και τόσο παράλογη τελικά. Η κατηγορία που της αποδίδουμε δεν είναι ότι δεν
άλλαξε τη θέση της, αλλά ότι αρνήθηκε να εξετάσει την αντίθετη. Η ηρωίδα μας
εξαιτίας της αδιαλλαξίας της όχι μόνο αγνόησε ένα κομβικό κομμάτι της ευσέβειας, όχι
μόνο έβαλε σε δεύτερη μοίρα τις σχέσεις της με τους ζωντανούς, αλλά πλέον δεν
μπορεί καν να εγγυηθεί ότι αυτά για τα οποία παλεύει θα εκπληρωθούν. Δε θα έχει πια
τη δύναμη να συνεχίσει να τιμά το νεκρό. Δεν μπορεί καν να εξασφαλίσει την τιμή του
δικού της σώματος (Nussbaum 2001: 66).

[37]
στ) Το μεγαλύτερο όμως κακό που βιώνει η Αντιγόνη εξαιτίας της μονόπλευρης
αντίληψης της είναι η κοινωνική αποξένωσή της. Η Ισμήνη όπως σημειώσαμε νωρίτερα
κάνει αναφορά στο γεγονός πως η Αντιγόνη εκφράζει όλη της την αγάπη στους νεκρούς
παραμερίζοντας τους ζωντανούς. Τα τελευταία λόγια της Αντιγόνης μέσα στην υπόγεια
φυλακή που την καταδικάζει ο Κρέων μας δείχνουν πως και η ίδια το αναγνωρίζει και
θρηνεί μάλιστα για αυτό. Δεν κλαίει για το θάνατο της αλλά για την κοινωνική της
απομόνωση και την αποξένωση της από τους ζωντανούς. Λέει χαρακτηριστικά: (στ.
876-8 «Ἄκλαυτος, ἄφιλος, ἀνυμέναιος| ταλαίφρων ἄγομαι| τὰν ἐτοίμαν ὁδόν 24»)
Καταλαβαίνει πως τα πιστεύω της τελικά δεν την οδήγησαν στην ευτυχία.
Ακολουθώντας την έχασε πάρα πολλές από τις ανθρώπινες χαρές. Πεθάνει άγαμη,
χωρίς να έχει δημιουργήσει τη δική της οικογένεια και χωρίς κάποιος να της
συμπαραστέκεται στις τελευταίες της στιγμές. Πέρασε από αυτήν τη ζωή δίχως να έχει
γευτεί τις ανθρώπινες χαρές. Αυτός είναι ο πραγματικός καημός για εκείνη. Πληρώνει
την εμμονική της αδιαλλαξία και το γεγονός πως έζησε έχοντας μονάχα μία ανώτατη
αξία και έναν ανώτατο νόμο βάζοντας σε δεύτερη μοίρα όλες τις άλλες τις δεσμεύσεις.

ΙΙ.

α) Το δεύτερο πρόσωπο που θα μας απασχολήσει είναι αυτό του Κρέοντα, βασιλιά της
Θήβας. Όπως και η Αντιγόνη, έτσι και εκείνος ρυθμίζει τη ζωή του με βάση μιας
ανώτερης αξίας, ενός ανώτατου καθήκοντος. Σύμφωνα με τη σκέψη του, αυτός που
ενεργεί με τον καλύτερο τρόπο για την πόλη είναι ο άριστος. Εκείνος δηλαδή που δεν
δειλιάζει και βάζει το συμφέρον της πόλης πάνω απ' όλα. Ο χειρότερος, από την άλλη,
είναι αυτός που αντιστρατεύεται το κοινό συμφέρον ή, ενώ έχει τη δύναμη να
24Τα τρία επίθετα που χρησιμοποιεί η Αντιγόνη είναι πολύ έντονα. Με το επίθετο ἄκλαυτος
εκφράζει τη δυστυχία της για το γεγονός πως κανείς δεν κλαίει για το θάνατο της. Φεύγει από
τη ζωή και κανείς δε νιώθει θλίψη για αυτό. Τα δάκρυα των ζωντανών σε ένα νεκρό
θεωρούνταν πως τον ανακούφισαν και μπορούσαν να απαλύνουν τον πόνο του θανάτου. Με το
επίθετο ἄφιλος δείχνει πως φεύγει από τη ζωή έχοντας στερηθεί την αγάπη, το ζωτικότερο και
εντονότερο ανθρώπινο συναίσθημα. Η μονόπλευρη αντίληψη της της στέρησε αυτό το τόσο
σπουδαίο αγαθό.
Τέλος με το επίθετο ἀνυμέναιος (χωρίς να έχω ακούσει τα τραγούδια του γάμου) παρουσιάζει
τη θέση της γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα. Ο γάμος για μια γυναίκα ήταν σίγουρα η
εντονότερη χαρά και το σημαντικότερο γεγονός στη ζωής της, το οποίο η Αντιγόνη δεν
πρόλαβε να γευτεί.

[38]
ευεργετήσει την πόλη, δεν το κάνει επειδή φοβάται (στ. 178-183 «Ὲμοὶ γὰρ ὅστις
πᾶσαν εὐθύνων πόλιν| μὴ τῶν ἀρίστων ἅπτεται βουλευμάτων,| ἀλλ' ἐκ φόβου του
γλῶσσαν ἐγκλήσας ἔχει,| κάκιστος εἶναι νῦν τε καὶ πάλαι δοκεῖ| καὶ μείζον ὅστις ἀντί
τῆς αὑτοῦ πάτρας| φίλον νομίζει, τοῦτον οὐδαμοῦ λέγω»). Το σημαντικότερο λοιπόν
που πρέπει να έχει ο άνθρωπος (την ίδια θέση έχει και ο χορός και ο Τειρεσίας που θα
εξετάσουμε στη συνέχεια) είναι η σύνεση, η φρόνηση. Ένας υγιής νους είναι απόλυτα
αφοσιωμένος στην ασφάλεια και στο καλό της πόλης. Αυτή η πρόταση εκφράζει
πλήρως τη σκέψη του και ορίζει την έννοια του συνετού και του σοφού πολίτη.

Από την άλλη, η παραβίαση των κοινωνικών νόμων θεωρείται αρρώστια.


Αναφερόμενος ο Κρέων στην πράξη της Αντιγόνης να παραβιάσει το διάταγμα του
θάβοντας τον Πολυνείκη μιλά για έναν άνθρωπο ο οποίος νοσεί (στ.732 «Οὐχ ἥδε γὰρ
τοιᾷδ' ἐπείληπται νόσῳ;»). Κατηγορώντας μάλιστα και την Ισμήνη θεωρεί πως και'
κείνη κουβαλάει την ίδια ασθένεια (στ.492-3 «ἔσω γὰρ εἶδον ἀρτίως| λυσσῶσαν αὐτὴν
οὐδ' ἐπήβολον φρενῶν»). Υγιής είναι μονάχα όποιος ενεργεί προς το συμφέρον της
πόλης υπακούοντας στους νόμους της.

Παράλληλα, προτρέπει τον γιο του τον Αίμονα να μη χάσει τα λογικά του υιοθετώντας
τις «αρρωστημένες» ιδέες της Αντιγόνης (στ. 648-9 «Μή νύν ποτ', ὦ παῑ, τὰς φρένας γ'
ὑφ' ἡδονῆς| γυναικός οὕνεκ' ἐκβάλῃς»). Για τον Κρέοντα δεν υπάρχει άλλη σοφία στον
υγιή ανθρώπινο νου πλην της γνώσης σχετικά με την ανωτερότητα του κοινωνικού
αγαθού έναντι όλων των άλλων αξιών (Nussbaum 2001: 54). Έχοντας αυτή τη γνώση
και ζώντας σύμφωνα με αυτήν την αξία ο Κρέων θεωρεί τον εαυτό του πνευματικά
υγιή. Όσοι έχουν αντίθετη άποψη δεν είναι άξιοι, σπέρνουν την «αρρώστια» μέσα στην
πόλη και είναι άνθρωποι από τους οποίους οι υπόλοιποι πολίτες πρέπει να
προφυλάσσονται. Όταν η Αντιγόνη βρίσκεται στην υπόγεια φυλακή, ο Κρέων λέει
χαρακτηριστικά στ. 889 «Ἡμεῖς γὰρ ἁγνοί τοὐπὶ τήνδε τὴν κόρην.». Με το θάνατο της
οι πολίτες μένουν αμόλυντοι από τις «νοσηρές» της σκέψεις και πράξεις και δεν
κινδυνεύουν να αρρωστήσουν από αυτές.

β) Ο Κρέων όμως έχοντας συγγενική σχέση με τον Πολυνείκη έχει τη θρησκευτική


αλλά και την οικογενειακή υποχρέωση να θάψει το πτώμα. Είναι δεσμευμένος να τον
τιμήσει. Από την άλλη ο Πολυνείκης πρόδωσε την ίδια του την πόλη. Ήταν ένας

[39]
εχθρός. Υπάρχει λοιπόν μια σύγκρουση ανάμεσα στα καθήκοντα του και στις
αντιλήψεις του (Nussbaum 2001: 55). Θα περιμέναμε συνεπώς να βρούμε τον Κρέοντα
σε μια τρομερή διαμάχη σχετικά με τους δύο ρόλους που έχει να επιτελέσει. Ο βασιλιάς
όμως όχι μόνο δεν είναι προβληματισμένος για τη σύγκρουση που οι περιστάσεις
φέρανε ανάμεσα σε δύο κομβικές αξίες αλλά μιλά σαν αυτή να μην υφίσταται διόλου.
Δεν αναγνωρίζει πως το διάταγμα του έρχεται σε σύγκρουση με τις θρησκευτικές και
τις οικογενειακές του δεσμεύσεις.

Ο τρόπος με τον οποίον ο Κρέων οδηγείται σε αυτό, προϋποθέτει μια ριζική αλλαγή
των ηθικών εννοιών και της αντίληψης που έχουμε για τον κόσμο.

Αρχικά, ο βασιλιάς αναπλάθει την έννοια της οικογένειας και την αντικαθιστά με αυτή
της πολιτικής φιλίας. Δεν μπορούν να υπάρξουν συγκρούσεις ανάμεσα στην πόλη και
στην οικογένεια, όταν η πόλη είναι η οικογένεια μας. Εφόσον ο Πολυνείκης
εκστράτευσε κατά της Θήβας είναι εχθρός της πόλης, άρα δεν ανήκει στον
οικογενειακό περίγυρο. Μονάχα όσοι ενεργούν σύμφωνα με το κοινό συμφέρον
θεωρούνται μέλη της οικογένειας.

Ακόμη, όπως και η Αντιγόνη έτσι και εκείνος παραλλάσσει το νόημα αρκετών ηθικών
εννοιών, έτσι ώστε να συμπίπτουν με τις θέσεις του. Ο «καλός» και ο «κακός»
εξαρτάται αποκλειστικά από τις πράξεις των ανθρώπων που ευνοούν ή όχι το συμφέρον
της πόλης (Nussbaum 2001: 55 ). Η Αντιγόνη είναι μια «κακιά» γυναίκα και ανάξια
τιμής επειδή παραβιάζοντας το νόμο έπραξε κατά της πόλης. Μονάχα όποιος ενεργεί
για το κοινό συμφέρον αξίζει να τιμηθεί (στ. 209-10 «Ἀλλ' ὅστις εὔνους τῇδε τῇ πόλει,
θανών| καὶ ζῶν ὁμοίως ἐξ ἐμοῦ τιμήσεται»). Ο «καλός», ο «δίκαιος», ο «ευσεβής» δεν
είναι έννοιες αυτοτελείς. Συνδέονται αποκλειστικά με την πόλη. Μονάχα σε όποιον
ενεργεί προς το καλό της πόλης δίνονται αυτά τα επίθετα. Κατά συνέπεια, η μόνη
ανθρώπινη αρετή που αξίζει να τιμηθεί είναι αυτή της προσφοράς προς την πόλη. Όλες
οι άλλες αξίες είναι απλώς υπολειτουργίες της.

Στη συνέχεια, βλέπουμε πως οι ηθικές έννοιες του «καλού» και του «κακού»
εφαρμόζονται ακόμα και στους νεκρούς. Ο Ετεοκλής είναι ένας «καλός» νεκρός διότι
πέθανε υπερασπιζόμενος την πατρίδα του συνεπώς πρέπει να τιμηθεί. Από την άλλη ο
Πολυνείκης είναι ένας «κακός» διότι την πρόδωσε. Αν ο Κρέων τιμήσει τον Πολυνείκη
τότε ουσιαστικά αντιμετωπίζει τους καλούς και τους κακούς, τους εχθρούς και τους

[40]
φίλους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο (Nussbaum 2001: 55). Κάτι τέτοιο είναι ανεπίτρεπτο
για εκείνον (στ. 514 «Πῶς δῆτ' ἐκείνῳ δυσσεβῆ τιμᾷς χάριν;»).

Παρουσιάζει μάλιστα τον εαυτό του (όπως κάνει και η Αντιγόνη) σαν να γνωρίζει τις
θέσεις και τους τρόπους συμπεριφοράς των Θεών. Όταν ο χορός εκφράζει στον
Κρέοντα τον προβληματισμό του ότι η παράνομη ταφή του Πολυνείκη είναι σημάδι
των Θεών πως το διάταγμα του είναι ασεβές (στ.278-9 «Ἄναξ, ἐμοὶ τοι μή τι καὶ
θεήλατον| τοὔργον τόδ' ἡ ξύννοια βουλεύει πάλαι») εκείνος αντιδρά οργισμένα (στ.280
«Παῦσαι25, πρὶν ὀργῆς κἀμὲ μεστῶσαι λέγων»). Οι Θεοί σε καμία περίπτωση δεν θα
επιθυμούσαν να τιμηθεί ένας προδότης (στ. 288 «ἤ τοὺς κακοὺς τιμῶντας εἰσορᾷς
θεούς;»). Δίνει στους Θεούς θέσεις και αντιλήψεις, οι οποίες έρχονται σε πλήρη
αρμονία με τις δικές του.

Παράλληλα, οι αντιλήψεις του περί ηθικής δεν αφήνουν απ’ έξω τον έρωτα. Όταν λέει
πως δεν θέλει κακές γυναίκες για τους γιους του (στ. 571 «Κακάς ἐγώ γυναῖκας υἱέσι
στυγῶ.») και προτάσσει στο γιο του, Αίμονα, να μην συνάπτει ερωτικές σχέσεις με
τέτοιες γυναίκες μας δίνει να καταλάβουμε πως ένας «υγιής» άνθρωπος επιθυμεί
ερωτικά γυναίκες οι οποίες δρουν προς όφελος της πόλης (Nussbaum 2001 : 61). Όταν
η Ισμήνη εναντιώνεται στον Κρέοντα (στ. 568 «Ἀλλὰ κτενεῖς νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ
τέκνου;») εκφράζει το παράλογο αυτής της θέσης. Το ίδιο κάνει και ο χορός όταν,
εμπνευσμένος από τον Αίμονα, εκθειάζει τον έρωτα. Οι συζυγικές σχέσεις δεν
δημιουργούνται απλώς για την αναπαραγωγή του είδους, αλλά γίνονται από αγάπη, από
το κοινό ενδιαφέρον του ενός προς τον άλλον. Ωστόσο, εκείνος βλέπει τους συζύγους
απλώς ως «παραγωγούς» νέων πολιτών. Τα λόγια του τεκμηριώνουν απόλυτα αυτή του

25Το ρήμα «παῦσαι» το οποίο κατευθύνεται προς τον κορυφαίο του χορού των γερόντων
εκφράζει απόλυτα την πίστη του πως μονάχα εκείνος έχει δίκιο και όλοι οι υπόλοιποι έχουν
άδικο. Παρουσιάζει μια τυραννική στάση κατά την οποία η αντίθετη άποψη πρέπει είτε να
σωπαίνει (στην περίπτωση του κορυφαίου του χορού), είτε να εξαφανίζεται (στην περίπτωση
της Αντιγόνης.) Αυτή η εμμονική άρνηση του βασιλιά να ακούσει και να δει τις ιδέες και τις
θέσεις των άλλων ανθρώπων τον οδηγεί τελικά στον όλεθρο.
Ο John Stuart Mill στο έργο του Περί ελευθερίας υποστηρίζει πως αρκετές φορές αυτό που
ένας δικτάτορας, ή η εξουσία προσπαθεί να φιμώσει είναι αληθές. Η στάση του Κρέοντα
φανερώνει την ισχυρή πίστη του πως είναι αλάνθαστος. Κανένας όμως πραγματικά δεν μπορεί
πάντα να παίρνει τις σωστές αποφάσεις και να έχει αψεγάδιαστη κρίση. Αυτή όμως η τυφλή και
απεριόριστη υπακοή που απολαμβάνουν οι μονάρχες και οι τύραννοι τους γεννά την ψευδή
πίστη πως είναι αδύνατο ποτέ να σφάλλουν.

[41]
θέση (στ. 569 «Ἀρώσιμοι γὰρ χἀτέρων εἰσὶν γύαι»). Αν λοιπόν ο Αίμωνας δεν μπορεί
να παντρευτεί την Αντιγόνη, τότε υπάρχουν κι αλλού χωράφια γόνιμα για να οργώσει.
Δεν τον ενδιαφέρει αν η γυναίκα που θα βρει ο γιος του θα του ταιριάζει ή όχι και αν θα
είναι ευτυχισμένος μαζί της ή όχι. Αυτό δεν έχει καμία σημασία για εκείνον. Δεν είναι
αυτός ο σκοπός της σύναψης συζυγικών σχέσεων.

Εν κατακλείδι, παρατηρούμε πως στον κόσμο που έχει χτίσει ο Κρέων δεν υπάρχει
χώρος για αντιπαραθέσεις, διότι υπάρχει μονάχα μία ανώτατη αξία και όλες οι άλλες
είναι υποδεέστερες. Όλα πρέπει να γίνονται για χάρη του κοινωνικού αγαθού και
μονάχα όσοι πράττουν κατ' αυτόν τον τρόπο τιμούνται.

γ) Στους στίχους 189-190 ο Κρέων παρουσιάζει, μέσα από μια παρομοίωση, τον τρόπο
με τον οποίο βλέπει την πόλη («καὶ ταύτης ἔπι| πλέοντες ὀρθῆς τοὺς φίλους
ποιούμεθα»). Χρησιμοποιώντας εδώ τη μετοχή «πλέοντες», παρομοιάζει την πόλη με
ένα πλοίο και τους πολίτες με ναυτικούς. Μονάχα όταν αυτό είναι σωστά δομημένο και
βρίσκεται σε άριστη κατάσταση μπορούν οι άνθρωποι να κάνουν φίλους και να είναι
ευτυχισμένοι. Έξω από αυτό όλοι μας είμαστε ανήμποροι να ενεργήσουμε. Υπάρχει,
δηλαδή μια σχέση εξάρτησης. Αν θέλουμε να ευτυχίσουμε πρέπει το πλοίο να
βρίσκεται στην ιδανική του κατάσταση άρα όλοι μας οφείλουμε να πράττουμε για χάρη
του.

Ποιά είναι η δική μας θέση αναφορικά με τα λόγια του; Τη δεχόμαστε ή όχι;

Θεωρούμε ότι η αντίληψη του είναι προβληματική και μονοδιάστατη. Οι άνθρωποι δεν
βρίσκονται μέσα στην πόλη, μέσα στο πλοίο μονάχα για να το υπηρετούν. Έχουν
επιδιώξεις και στόχους προσωπικούς, άσχετους με αυτούς της πόλης. Αρκετές φορές
μάλιστα υπάρχουν και συγκρούσεις ανάμεσα στην πόλη και στους πολίτες, στο πλοίο
και στους ναυτικούς. Δεν είναι καθόλου σπάνιο μάλιστα να θεωρείται πως άλλα είναι
τα συμφέροντα της πόλης και άλλα των πολιτών ιδωμένων ως ατόμων. Αυτό είναι το
κομμάτι που ο Κρέων αγνοεί.

Η πόλη όπως και το πλοίο είναι ανθρώπινα δημιουργήματα που έχουν σαν στόχο να μας
προστατεύσουν από την τύχη και από τη δύναμη της φύσης. Το πλοίο για παράδειγμα
είναι φτιαγμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να ανταπεξέλθει σε κάποια τρικυμία ή
σε κάποια κακοκαιρία ενώ είναι οπλισμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να

[42]
αντιμετωπίζει εχθρικά πλοία. Η πόλη είναι φτιαγμένη με τον ίδιο τρόπο. Σκοπός της
είναι να μας προστατεύσει από τον κίνδυνο της ακυβερνησίας. Όλα είναι δομημένα με
τέτοιο τρόπο ώστε να μην κινδυνεύουμε στο μέτρο του εφικτού από μεγάλες φυσικές
καταστροφές, από αρρώστιες, από τις κακουχίες και από άλλους παράγοντες που δεν
εξαρτώνται από εμάς. Η πόλη φανερώνει την προσπάθεια των ανθρώπων να ελέγξουν
τη δύναμη του απροόπτου και να προστατευτούν από αυτό. Με λίγα λόγια να μην είναι
δέσμιοι της τύχης (Nussbaum 2001: 59).

Η εικόνα του πλοίου θέλει να μας δείξει πως η πόλη είναι το μέσο απόκτησης του
αγαθού. Μονάχα υπηρετώντας την μπορούμε να το αποκτήσουμε. Το τελικό αγαθό για
τον Κρέοντα λοιπόν είναι ένα, και δεν πρέπει να περιέχει μέσα του αντιθέσεις. Όλες οι
υπόλοιπες ανθρώπινες αξίες πρέπει να θεωρούνται ως εντασσόμενες σε αυτό. Πρέπει να
είναι άμεσα συνδεδεμένες με το συμφέρον της πόλης (Nussbaum 2001: 60).

δ) Το έργο κλείνει με την αποτυχία του αξιακού κόσμου του Κρέοντα και την
αναγνώριση πως υπάρχει ένας κόσμος πιο σύνθετος από ό,τι νομίζει. Υπάρχουν και
άλλες αξίες οι οποίες προβάλλονται από τους ανθρώπους και δεν μπορούν να
περιφρονηθούν και να μπουν σε δεύτερη μοίρα. Οι πολίτες της πόλης, όπως μας
πληροφορεί ο Αίμων, θεωρούν σπουδαία την πράξη της Αντιγόνης και θρηνούν για την
άδικη τιμωρία της (στ. 692-5 «Ἐμοὶ δ' ἀκούειν... εὐκλεεστάτων φθίνει»). Οι άνθρωποι
συνεπώς αναγνωρίζουν την ανάγκη να τύχουν σεβασμού και άλλες αξίες οι οποίες είναι
εξίσου κομβικές για τη ζωή τους. Η θρησκευτική αξία είναι μία από αυτές και δεν είναι
δυνατόν να παραβιαστεί. Είναι αναγκαίο ο νεκρός να τιμηθεί ανεξάρτητα από τις
πράξεις του.

Ο Κρέων, όμως, έχει φτιάξει έναν κόσμο αξιακά απλοποιημένο στον οποίο όλες οι
σχέσεις είναι κοινωνικές. Οι άνθρωποι αξίζουν μονάχα όταν συμβάλλουν στο
κοινωνικό αγαθό διαφορετικά είναι άχρηστοι. Οραματίζεται μια πόλη στην οποία δεν
υπάρχουν άνθρωποι αλλά μονάχα χρήσιμα υποκείμενα τα οποία υπακούν και δεν
αμφισβητούν τους νόμους ούτε και επαναστατούν. Εκφράζει το σκεπτικό ενός
τυράννου ο οποίος κυβερνά την πόλη μόνο για τον εαυτό του δίχως να υπολογίζει τις
θέσεις και τις ιδέες όλων των υπολοίπων. Οι κοινωνικοί νόμοι στην παρούσα

[43]
περίπτωση είναι προϊόντα της δικής του δημιουργίας. Ο ίδιος καθορίζει το περιεχόμενο
του αγαθού της πόλεως καθώς δεν είναι δημοκρατικός ηγέτης.

Ωστόσο, ο γιος του ο Αίμων παρουσιάζει διαφορετικές προτάσεις. Αναγνωρίζει πως δεν
πρόκειται να υπάρξει ποτέ μια πόλη όπως την οραματίζεται ο πατέρας του (στ. 739
«Καλῶς ἐρήμης γ' ἄν σύ γῆς ἄρχοις μόνος»). Η πόλη υπάρχει για να εξυπηρετεί τους
πολίτες και οι θέσεις τους πρέπει να έχουν αντίκρισμα. Εφόσον εκείνοι αναγνωρίζουν
τη σημασία της θρησκείας και την τιμή που πρέπει να δοθεί στο νεκρό δεν μπορεί ένας
να αναδιαμορφώνει τον αξιακό κώδικα και να καθορίζει τι πρέπει να τιμούμε και τι όχι.
Οι απόψεις των πολιτών οφείλουν να επηρεάζουν την κοινωνία, να έχουν ενεργό ρόλο
και αυτή είναι μια ιδέα που υπήρχε την κλασική εποχή. Αν για παράδειγμα ένα
διάταγμα είναι άδικο, γιατί πρέπει να το ακολουθήσουμε;

Η αλλαγή στις απόψεις του Κρέοντα γίνεται μονάχα όταν προειδοποιείται από το μάντη
Τειρεσία πως η ασέβεια του θα οδηγήσει στην τιμωρία του από τους Θεούς. Ωστόσο,
είναι ήδη πολύ αργά τόσο για την Αντιγόνη όσο και για τον ίδιο.

ΙΙΙ.

Μελετήσαμε λοιπόν δύο πρόσωπα τα οποία εκφράζουν μια διαφορετική οπτική των
πραγμάτων. Από τη μία για τον Κρέοντα το συμφέρον της πόλης είναι το ανώτατο
αγαθό και όλες οι υπόλοιπες αξίες απλώς εντάσσονται σε αυτό. Από την άλλη για την
Αντιγόνη το καθήκον προς τον προσφιλή νεκρό βάζει σε δεύτερη μοίρα όλες τις άλλες
δεσμεύσεις. Τα δύο αυτά πρόσωπα για να υπερασπιστούν τις αντιλήψεις χρησιμοποιούν
την έννοια του νόμου αλλά με διαφορετικό τρόπο. Ο Κρέων υπερασπίζεται τον
ανθρώπινο νόμο και κατηγορεί την Αντιγόνη για την παραβίαση του. Ωστόσο, η ίδια
μιλά για τον θεϊκό νόμο υποδεικνύοντας πως το διάταγμα του Κρέοντα δεν είναι
πραγματικός νόμος και η πράξη της να θάψει τον Πολυνείκη είναι ευσεβής και νόμιμη (
Νταμπακάκης 2012: 140). Οι πεποιθήσεις τους, τους οδηγούν σε τελείως αντίθετες
θέσεις και πράξεις. Από αυτά τα δύο πρόσωπα όμως, ποιου τις πράξεις επαινούμε και
ποιου ψέγουμε;

Είναι φανερό πως η πράξη της Αντιγόνης να θάψει τον νεκρό αδερφό της είναι όντως
σπουδαία και η ηρωίδα δείχνει μια βαθύτερη κατανόηση του κόσμου από ό,τι ο Κρέων.
Οι άγραφοι νόμοι οι οποίοι μας διέπουν σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να

[44]
καταπατηθούν. Αν άφηνε άταφο τον Πολυνείκη για να υπακούσει στη διαταγή ενός
άρχοντα θα ήταν μια τεράστια ασέβεια τόσο προς τον οικογενειακό δεσμό αλλά και ως
προς την ευπρέπεια που τη διακατέχει. Η διαταγή του Κρέοντα να αφήσει δίχως ταφή
ένα νεκρό είναι σίγουρα μια παράλογη απόφαση, η οποία παραβιάζει τους θείους
νόμους. Ο ίδιος όμως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ο «κακός» της τραγωδίας μιας και
οι αποφάσεις του έχουν σκληρό αντίκτυπο και στον ίδιο. Στόχος του δεν είναι να
προκαλέσει κακό, απλά η κοσμοθεωρία του τον οδηγεί στην πλάνη.

Το σπουδαιότερο όμως είναι πως η Αντιγόνη πεθαίνει για τα ιδανικά και για τις αξίες
της. Για να υπερασπιστεί την ευσέβεια και το σεβασμό προς τον αδερφό της και προς
τους Θεούς θυσιάζει τον ίδιο της τον εαυτό. Το θάρρος της είναι αξιοθαύμαστο.
Αντιστέκεται σθεναρά σε μια εξουσία άδικη που δε λαμβάνει υπόψη κομβικές και
ζωτικές αξίες για τους ανθρώπους (Nussbaum 2001: 66 ). Στο τέλος του έργου
φαίνεται ότι η Αντιγόνη και όχι ο Κρέων αντιπροσωπεύει τη νομιμότητα και το δίκαιο
(Νταμπακάκης 2012:141). Θα μπορούσαμε μάλιστα να ισχυριστούμε πως ο Σοφοκλής
εξετάζει και αμφισβητεί την ορθότητα των ανθρωπίνων νόμων προτάσσοντας τη
δύναμη των θεϊκών νόμων.

IV.

α) Όπως αναφέραμε νωρίτερα το κυρίως θέμα που πραγματεύεται το έργο είναι η


ανάγκη για διάλογο ανάμεσα στις αντικρουόμενες απόψεις και στην αποφυγή της
αδιάλλακτης γνώμης. Οι δύο βασικοί μας ήρωες Είναι απολύτως πεπεισμένοι για την
εγκυρότητα των λόγων τους και δεν λαμβάνουν υπόψη ούτε κατ’ ελάχιστον την
αντίθετη άποψη. Αντιμετωπίζουν την αξιακή σύγκρουση με τρομερή ψυχραιμία και
βεβαιότητα πως έχουν δίκιο και ενεργούν σαν αυτή να μην υφίσταται. Σαν να υπάρχει
μονάχα η δικιά τους οπτική. Είναι όμως αυτός ο ανθρώπινος τρόπος συμπεριφοράς;
Εμείς, στην καθημερινή μας ζωή, ενεργούμε όπως αυτοί οι δύο χαρακτήρες ή μήπως
είμαστε πολλές φορές διστακτικοί, αλλάζουμε συχνά γνώμες και γενικά
αμφιταλαντευόμαστε; Είναι οι ζωές μας ένας δρόμος στον οποίο με ευκολία παίρνουμε
αποφάσεις και επιλογές, είναι ένα σταυροδρόμι στο οποίο διαλέγουμε με άνεση την
κατεύθυνση που θα ακολουθήσουμε ή μήπως οι επιλογές μας γίνονται χωρίς να είμαστε

[45]
πάντα σίγουροι ότι θα μας οδηγήσουν στη σωστή Ιθάκη και χαρακτηρίζονται από μια
σχετική αμφισβήτηση;

Στο έργο έχουμε μια σκηνή η οποία παρουσιάζει έναν κοινό, θα μπορούσαμε να πούμε,
άνθρωπο. Μιλάμε για ένα φύλακα, ο οποίος γνωρίζει πως κάποιος παραβίασε το
διάταγμα του Κρέοντα θάβοντας το πτώμα του Πολυνείκη και τώρα πρέπει να
αναγγείλει στο βασιλιά αυτή την είδηση. Δεν γνωρίζει όμως τον δράστη και κατανοεί
πως είναι πιθανό να κατηγορηθεί ακόμα και ο ίδιος για αυτήν την πράξη. Τα λόγια του
παρουσιάζουν έναν άνθρωπο σαν κι εμάς (στ. 225-6 «Πολλὰς γὰρ ἔσχον φροντίδων
ἐπιστάσεις,| ὁδοῖς κυκλῶν ἐμαυτὸν εἰς ἀναστροφήν»). Όταν και εμείς οι ίδιοι
αντιμετωπίζουμε ένα δίλημμα αντιδρούμε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Είμαστε
σκεπτικοί για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να πράξουμε. Ενώ έχουμε πάρει την
απόφαση μας, στο δρόμο την αλλάζουμε και ύστερα μπορεί και πάλι να την αλλάξουμε.
Οι άνθρωποι ακόμη και για απλά και καθημερινά ζητήματα και διλήμματα δεν έχουν
την απλότητα με την οποία αντιμετωπίζουν η Αντιγόνη και ο Κρέων το δικό τους. Όταν
μάλιστα καλούμαστε να προβούμε σε μια επιλογή δεν έχουμε την ψυχραιμία των δύο
αυτών αμετακίνητων ηρώων αλλά είμαστε νευρικοί, αγχωμένοι και προβληματισμένοι.
Η γλώσσα του σώματος του φύλακα αποδεικνύει τον ισχυρισμό μας (στ. 237 «Τί δ'
ἐστὶν ἀνθ' οὗ τήνδ' ἔχεις ἀθυμίαν;»). Ανάμεσα σε δύο επιλογές οι άνθρωποι δεν είναι
απόλυτα σίγουροι για το ποια είναι η σωστή όσο και αν την έχουν μελετήσει και την
έχουν επεξεργαστεί (στ. 270-2 «οὐ γὰρ εἴχομεν| οὔτ' ἀντιφωνεῖν οὔθ' ὅπως δρῶντες
καλῶς| πράξαιμεν».).

O Σοφοκλής με αυτή τη σκηνή ουσιαστικά ψέγει τους δύο χαρακτήρες για τη στάση
που πήραν στην παρούσα ηθική σύγκρουση. Μέσα από το πρόσωπο του φύλακα ο
ποιητής μας δείχνει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε και πρέπει να
αντιμετωπίζουμε τις συγκρούσεις και τα διλήμματα στις ζωές μας. Σκεπτόμενοι δηλαδή
και τις δύο θέσεις, μελετώντας την ορθότητα τους, και τα αποτελέσματα που θα
φέρουν. Ο «μηχανικός» τρόπος που αντιμετωπίζουν οι δύο ήρωες τη σύγκρουση είναι
κατακριτέος. Ο Κρέων μάλιστα είναι βέβαιος πως ο ίδιος ο φύλακας τέλεσε την ταφή
χωρίς να λάβει υπόψη τη δική του σκοπιά των γεγονότων. Το συμπέρασμα της σκηνής
βρίσκεται στα λόγια του φύλακα (στ.322-3 «Φεῦ| ἤ δεινὸν, ᾧ δοκεῖ γε, καὶ ψευδῆ
δοκεῖν».). Ένας κριτής δηλαδή αδιάλλακτος και εμμονικός στις απόψεις που δεν ακούει
την αντίθετη θέση κρίνει χωρίς κρίση.

[46]
β) Νωρίτερα είδαμε πως για τον Κρέοντα η σπουδαιότερη αρετή που μπορεί να έχει ο
άνθρωπος είναι η φρόνηση, η σύνεση. Αυτή η έννοια, όμως, συνδέεται για τον ίδιο με
το να παίρνεις τις αποφάσεις που εξυπηρετούν το αγαθό της πόλης. Ωστόσο, ένα
καινούργιο πρόσωπο εμφανίζεται που μας δίνει μια τελείως διαφορετική οπτική αυτής
της έννοιας, ο μάντης Τειρεσίας. Κατηγορεί μάλιστα το βασιλιά πως η σκέψη του είναι
νοσηρή και πως ο ίδιος είναι πνευματικά άρρωστος,άφρων (στ. 1052 «Ταύτης σὺ μέντοι
τῆς νόσου πλήρης ἔφυς.»).

Σύμφωνα με τον μάντη η σύνεση συνδέεται με την παραχωρητικότητα, με την αποφυγή


της εμμονικής αδιαλλαξίας και με τη δύναμη να αναγνωρίζουμε τα λάθη μας και να τα
διορθώνουμε. Κατά αυτό το σκεπτικό ο Κρέων όντως στερείται αυτής της αρετής. Αυτή
η θέση μας θυμίζει αρκετά τις θέσεις του γιου του Κρέοντα, Αίμονα. Ο νέος ασκεί
κριτική στον πατέρα του για το γεγονός πως θεωρεί πως μονάχα εκείνος έχει δίκιο και
όλοι οι υπόλοιποι άδικο. Μια τέτοια λογική όχι μόνο δεν οδηγεί στην αλήθεια και στην
απονομή δικαιοσύνης, αλλά προκαλεί και επιζήμιες αποφάσεις. Ο σοφός άντρας ξέρει
«να βάζει και νερό στο κρασί του» και να μην ωθεί τα πράγματα στο απροχώρητο.
Είναι μια σοφή παρατήρηση τόσο για τον Κρέοντα όσο και για εμάς τους ίδιους (στ.
705-711 «Μή νυν ἕν ἤθος μοῦνον- μὴ τείνειν ἄγαν»).

Ο Αίμων μας δίνει δύο παραδείγματα για να αποδείξει ότι το εμμονικό πείσμα είναι
καταστροφικό για τους ανθρώπους. Ας φανταστούμε ένα δέντρο κατά τη διάρκεια μιας
θύελλας. Αν αναγνωρίσει την τρομερή δύναμη του ανέμου απέναντι του και χαμηλώσει
τα κλαδιά του τότε παραμένει όρθιο. Αν όμως αψηφίσει την ισχύ του ανέμου και
πιστεύσει πως μπορεί να υπερνικήσει τα πάντα τότε κόβεται από τη ρίζα. Ακόμη, ένας
καπετάνιος ο οποίος κατευθύνει το πλοίο του σύμφωνα με τους ανέμους και με τα
ρεύματα ταξιδεύει με ασφάλεια. Από την άλλη, κάποιος που οδηγεί το πλοίο του
ενάντια στους ανέμους πιστεύοντας τυφλά ότι είναι ισχυρότερος τους χάνεται στα
ορμητικά νερά.

γ) Τί μπορούμε να διδαχτούμε λοιπόν από το παρόν έργο του Σοφοκλή; Πώς μπορούμε
να βελτιωθούμε σαν άνθρωποι μελετώντας το; Το σημείο στο οποίο πρέπει να
εστιάσουμε είναι πως στις ζωές μας πρέπει να είμαστε ευέλικτοι και ανοιχτοί σε κάτι

[47]
που ως πρότινος δε γνωρίζαμε ή ήταν ενάντια στις θέσεις μας. Αν θέλουμε να
γνωρίσουμε καλύτερα τα πιστεύω μας δεν αρκεί απλώς να έχουμε μια γνώση αυτών. Αν
δεν γνωρίζουμε τον αντίλογο, αν δεν τον έχουμε μελετήσει διεξοδικά κατανοούμε
μονάχα την μία πλευρά του νομίσματος. Για να οδηγηθούμε στη σφαιρική κατανόηση
ενός ζητήματος πρέπει πάνω από όλα να κατανοούμε την αντίθετη άποψη, να είμαστε
δεκτικοί σε εκείνη, και να είμαστε σε θέση να «βάλουμε στο τραπέζι» τις ιδέες τις
δικές μας όπως και τις αντικρουόμενες, αν θέλουμε να αποκτήσουμε μια
ουσιαστικότερη εικόνα των πραγμάτων. Να αμφισβητήσουμε ακόμη και τον ίδιο μας
τον εαυτό.

Παρόλα αυτά, οι άνθρωποι φοβούνται να παραδεχτούν ότι σφάλλουν και ότι έχουν
άδικο μένοντας δεμένοι σε μια τυφλή αδιαλλαξία που μόνο συμφορές προκαλεί.
Πιστεύουν πως το να αποδεχθείς πως η θέση σου είναι λανθασμένη και η αντίπαλη
σωστή αποτελεί σημάδι αδυναμίας και ήττας. Ωστόσο, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Ακούγοντας τον αντίλογο μπορούμε μονάχα να κερδίσουμε. Η εξέλιξη και η πρόοδος
στην ιστορία δεν ήρθε υιοθετώντας και μένοντας εμμονικά πιστοί μονάχα σε μία άποψη
αλλά δια μέσου της αμφισβήτησης και της κριτικής. 26 Πρέπει να καταλάβουμε πως ο
διάλογος, η παραδοχή των λαθών μας και η προσπάθεια διόρθωσης τους οδηγούν στη
βελτίωση του εαυτού μας. Ο Κρέων εξαιτίας της άρνησης του να ακούσει πραγματικά
τις θέσεις των άλλων, (στ. 757 «Βούλει λέγειν τι καὶ λέγων μηδὲν κλύειν;») χάνει το
γιο του και τη γυναίκα του, τα πιο αγαπητά σε εκείνον πρόσωπα.

6. Ευριπίδης-Εκάβη

I.

α) Ο τρίτος από τους αρχαίους τραγικούς ποιητές για τον οποίο θα μιλήσουμε είναι ο
Ευριπίδης, ο τραγικός της αμφισβήτησης. Μέσα στα έργα του ο ποιητής λειτουργεί σαν
φιλόσοφος επί σκηνής διεισδύοντας στα βάθη της ψυχής των ηρώων που περιγράφει,
αποκαλύπτοντας την παθολογική φύση των ανθρώπων και την τάση τους να ενεργούν

26Αφοπλιστικά είναι τα λόγια του John Stuart Mill στο Περί ελευθερίας κατά τα οποία αυτό
που σήμερα θεωρείται με μεγάλη βεβαιότητα σωστό αύριο θα έχει καταρριφθεί και θα έχει
αντικατασταθεί με κάτι καινούργιο.

[48]
κυρίως με βάση το συναίσθημα και όχι τη λογική, πραγματευόμενος παράλληλα
ζητήματα ηθικής τα οποία μας απασχολούν ακόμη και σήμερα. Το πρώτο έργο το οποίο
θα μελετήσουμε είναι αυτό της Εκάβης στο οποίο εκφράζεται η φρίκη του πολέμου και
η διάβρωση που αυτός αλλά και οι καταστάσεις μπορούν να επιφέρουν στον ανθρώπινο
χαρακτήρα. Τίποτα δεν είναι απολύτως σταθερό αλλά μπορεί να αλλοιωθεί ανάλογα
της περίστασης και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο βρίσκεται.

Ένας προβληματισμός που ταλανίζει γενικότερα τους ανθρώπους ακόμη και στις μέρες
μας είναι το αν ο χαρακτήρας μας και οι ηθικές μας αντιλήψεις παραμένουν σταθερές
και ακλόνητες για όλη τη διάρκεια της ζωής μας, ανεξάρτητα από τις περιστάσεις, ή αν
είναι ευάλωτοι σε απότομες και ξαφνικές αλλαγές. Αρκετοί φιλόσοφοι αλλά και πολλοί
από εμάς θεωρούμε ότι ο χαρακτήρας μας είναι σταθερός και τίποτα δεν μπορεί να
σταθεί ικανό να τον παραμορφώσει. Ο Γερμανός φιλόσοφος Άρθουρ Σοπενχάουερ στο
έργο του Κριτική της ελευθερίας της βουλήσεως θεωρεί πως ο ανθρώπινος χαρακτήρας
δε μεταλλάσσεται ποτέ, αλλά παραμένει σταθερός μέχρι να σβήσει το φως της ύπαρξης
του. Για τον ίδιο ο άνθρωπος δεν αλλάζει ποτέ.27

Άλλοι, από την άλλη, ορισμένοι πιστεύουν ότι οι περιστάσεις είναι ικανές να αλλάξουν
τον άνθρωπο είτε θετικά είτε αρνητικά. Ο Ευριπίδης είναι αυτής της θέσης. Η
ανθρώπινη υπόσταση μπορεί να πάρει άλλη μορφή ανάλογα με τις συνθήκες. Αυτό
είναι το ζήτημα που θα μελετήσουμε στην παρούσα τραγωδία.

β) Το έργο εξελίσσεται μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου και την ολοκληρωτική
καταστροφή της Τροίας. Οι Έλληνες επιστρέφοντας από εκεί κάνουν μια στάση στη
θρακική χερσόνησο, τη χώρα του βασιλιά Πολυμήστορα. Μαζί τους έχουν λάφυρα και
Τρωαδίτισσες σκλάβες όπως και τη γριά πια, πρώην βασίλισσα της Τροίας, Εκάβη.
Εκείνη έχει χάσει τα πάντα. Την πατρίδα της, το κύρος της, την εξουσία και την
οικογένειας της. Μονάχα η Πολυξένη, η Κασσάνδρα και ο Πολύδωρος ο οποίος
στάλθηκε πριν από την καταστροφή της πόλης στον Πολυμήστορα, πρόσωπο
εμπιστοσύνης που φροντίζει για την ανατροφή του, έχουν επιβιώσει και της δίνουν
δύναμη και ελπίδα.

27Βλ. Schopenhaouer (2016 :127-128).

[49]
Παρόλο που η ίδια βρίσκεται σε μια τόσο εξαθλιωμένη κατάσταση, παρόλο που έχει
γίνει σκλάβα και υποφέρει χωρίς να έχει βλάψει κανέναν ο χαρακτήρας της παραμένει
σταθερός. Εξακολουθεί να είναι πιστή στις αρχές της: το ενδιαφέρον προς το
συνάνθρωπο, την ακατανίκητη αγάπη για τα παιδιά της, την εμπιστοσύνη, τη
μετριοπάθεια και τη γενναιοδωρία. Η δυστυχία δεν είναι ικανή να την διαφθείρει και να
δημιουργήσει ένα εκδικητικό και μοχθηρό πρόσωπο.

Δύο είναι οι κύριες σκηνές του έργου. Η πρώτη, μας δείχνει τη σταθερή πίστη στις
ηθικές της αντιλήψεις και στο ακλόνητο του χαρακτήρος όταν γίνεται μάρτυρας του
θάρρους και της αξιοπρέπειας με την οποία η μικρότερη της κόρη, Πολυξένη,
αντιμετωπίζει τον θάνατο ο οποίος έρχεται μετά από την παράλογη απαίτηση των
Αχαιών να τη θυσιάσουν για να τιμήσουν τον νεκρό Αχιλλέα. Η δεύτερη είναι η
αποκάλυψη της προδοσίας του πιο έμπιστου σε εκείνη προσώπου, του Πολυμήστορα, η
οποία οδηγεί στη μετατροπή της σε ένα άγριο θηρίο το οποίο δεν αναγνωρίζει καμία
ηθική αρχή και αξία, καταστρέφοντας έτσι ολοκληρωτικά τα αρχικά της πιστεύω.

γ) Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Στην πρώτη σκηνή του έργου,
εμφανίζεται το φάντασμα του νεκρού Πολύδωρου, ο οποίος έχει δολοφονηθεί δόλια
από τον Πολυμήστορα με στόχο την αρπαγή του χρυσαφιού που του δόθηκε από την
οικογένεια του. Ο Πολύδωρος στα πρώτα του λόγια παρουσιάζει μια αρκετά
ενδιαφέρουσα άποψη. Λέει χαρακτηριστικά πως όσο ζούσε κάτω από την προστασία
του Πολυμήστορα (όσο βέβαια τα πράγματα πήγαιναν ευνοϊκά για τους Τρώες στον
πόλεμο) μεγάλωνε σαν να ήταν βλαστάρι (στ. 19-20 «καλῶς παρ' ἀνδρὶ Θρῃκὶ-
ηὐξόμην»). Ένα μικρό παιδί συνεπώς είναι σαν ένα φυτό, η ανατροφή και η ανάπτυξη
του εξαρτάται από την εξωτερική φροντίδα (Nussbaum 2001 :397). Από τους γονείς,
από το σχολείο και από το κράτος. Ήδη από την αρχή του έργου, ο Ευριπίδης μας βάζει
προ των ευθυνών μας και προσπαθεί να μας κάνει να κατανοήσουμε πως είμαστε
υπεύθυνοι για το χαρακτήρα και τις ηθικές αντιλήψεις που τα παιδιά μας θα
αναπτύξουν. Αν τα δώσουμε τη σωστή ανατροφή τότε θα καλλιεργηθεί ένας ηθικός και
ενάρετος χαρακτήρας. Αν όμως πράξουμε αντίθετα,θα δημιουργηθεί ένας ανέντιμος και
ανήθικος.

[50]
Η ενάρετη ζωή συνεπώς εξαρτάται από την καλή πίστη των άλλων. Ωστόσο, ένα
δέντρο ή ένα φυτό ακόμα κι αν ανθίσει και ωριμάσει εξακολουθεί να είναι ευάλωτο
στις κακοκαιρίες και στις αρρώστιες. Ακόμα και τα πιο υγιή φυτά μπορούν να
αλλοιωθούν.

Στον Πρωταγόρα του Πλάτωνα ο σοφιστής εκφράζει στο Σωκράτη τη θέση πως η ηθική
αρετή μπορεί να καλλιεργηθεί και να διδαχτεί μέσα από τη νουθεσία, την τιμωρία, την
επιμέλεια και τη μάθηση (324a-326e). Η τιμωρία μάλιστα στοχεύει στο να αναδείξει το
σφάλμα που διαπράχθηκε και να αλλάξει τον παραβατικό τρόπο συμπεριφοράς με
στόχο να δημιουργηθεί ένα ενάρετο άτομο. Οι άνθρωποι συνεπώς έχουμε τη δύναμη να
καθορίσουμε το χαρακτήρα ενός προσώπου.

Από την άλλη ο Σοπενχάουερ στην «Κριτική της ελευθερίας της βουλήσεως»
υποστηρίζει κάτι εντελώς αντίθετο. Ο ανθρώπινος χαρακτήρας είναι έμφυτος. Ως
παράδειγμα παίρνει δύο παιδιά τα οποία αν και έχουν μεγαλώσει στο ίδιο περιβάλλον
και έχουν δεχτεί τα ίδια ερεθίσματα αναπτύσσουν δύο διαφορετικές προσωπικότητες.
Για το στοχαστή οι αρετές και τα ελαττώματα υπάρχουν από τη γένεση μας. 28 Η κριτική
που μπορούμε να ασκήσουμε σε αυτό το σημείο στον Γερμανό φιλόσοφο είναι ότι ο
κάθε άνθρωπος αντιδρά και αντιλαμβάνεται με τελείως διαφορετικό τρόπο τα γεγονότα
και τις καταστάσεις. Κατά συνέπεια ακόμη και αν δύο άτομα έχουν βιώσει τις ίδιες
εμπειρίες και έχουν αναπτύξει ένα διαφορετικό χαρακτήρα αυτό δεν αποδεικνύει πως
αυτός είναι έμφυτος. Αντίθετα, οι καταστάσεις και τα βιώματα έχουν διαφορετική ισχύ
και επίδραση σε κάθε άτομο χωριστά.

δ) Ο Πολύδωρος λοιπόν συγκρίνει την ανάπτυξη ενός ανθρώπου με την ανάπτυξη ενός
φυτού. Η Εκάβη δέχεται και ταυτόχρονα εναντιώνεται σε αυτή τη θέση. Ο άνθρωπος
όπως και ένα φυτό έχει την ανάγκη της ανατροφής. Η παιδεία που θα λάβει είναι κύριος
παράγοντας για το αν θα γίνει ενάρετος ή όχι. Υπάρχει όμως μια κομβική διαφορά
μεταξύ του φυτού και του ανθρώπου. Μόλις δηλαδή ο καλός ανθρώπινος χαρακτήρας
δημιουργηθεί μέσα από την καθοδήγηση παύει να είναι φυτό αλλά γίνεται κάτι πιο
σταθερό. Ανεξάρτητα των περιστάσεων ο χαρακτήρας ενός ενήλικα θα κρατήσει τη
φύση του και μάλιστα θα επιλέξει με σταθερότητα τις ενάρετες πράξεις αποφεύγοντας

28Βλ. Schopenhaouer (2016: 133-137)

[51]
τις αισχρές και τις ντροπιαστικές. Ότι και να γίνει στον κόσμο θα αποφύγει τη
διαφθορά (Nussbaum 2001: 400).

Το φυτό αντιθέτως, ακόμη και αν μεγαλώσει και παραμείνει υγιές εξακολουθεί να είναι
ευάλωτο (στ. 588-98 «οὔκουν δεινόν- τοῦ καλοῦ μαθών»).

Η κόρη της Εκάβης, η Πολυξένη, αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που


αποδεικνύει την παρούσα θέση. 'Όταν οι Έλληνες αποφασίζουν να την θυσιάσουν για
να τιμήσουν τη μνήμη του Αχιλλέα, εκείνη αντιμετωπίζει τη θανάσιμη είδηση με μια
αξιοθαύμαστη δύναμη και αξιοπρέπεια. Το γεγονός μάλιστα πως ο Οδυσσέας κρύβει
πως εκείνος έπεισε τους Έλληνες να θυσιάσουν το κορίτσι, πίσω από το γενικόλογο
πως ήταν ομόφωνη απόφαση του στρατού και παρουσιάζεται μπροστά στην Εκάβη με
μια ξεδιάντροπη έπαρση και ανηθικότητα, αναγγέλλοντας της το θλιβερό για την ίδια
μαντάτο, χαρακτηρίζει τη σκληρότητα και τη μικρότητα των νικητών σε αντίθεση με τη
μεγαλοσύνη της Πολυξένης. Δε διστάζει μάλιστα να θυμίσει κατάμουτρα στην Εκάβη
την αδυναμία της να επηρεάσει τις εξελίξεις (στ. 225-6 «γίγνωσκε- σῶν»).

Μόλις η Πολυξένη μαθαίνει τη μοίρα που της επιφυλάσσεται, ούτε κλαίει, ούτε θρηνεί
για τον εαυτό της όπως θα περιμέναμε. Αντιθέτως, η έγνοια της είναι η μητέρα της, η
οποία πια θα μείνει μόνη δίχως τη συμπαράσταση της (στ.193-7 «ὦ δεινὰ παθοῦσ'- τις
δαίμων;»). Ενώ η αναμενόμενη και φυσιολογική αντίδραση θα ήταν ο θυμός και η
απελπισία εκείνη θρηνεί για τους καημούς της μητέρας της και όχι για τους δικούς της.
Πιστεύει μάλιστα πως ο θάνατος είναι προτιμότερος από μια ζωή μέσα στη δυστυχία,
στον πόνο και στην εξαθλίωση. Η Εκάβη έχοντας χάσει τα πάντα δεν μπορεί να ελπίζει
τίποτα πια από τη ζωή της. Το μόνο που της επιφυλάσσει το μέλλον είναι η
υποδούλωση από έναν άκαρδο δεσπότη. Η Πολυξένη θα έχει και εκείνη την ίδια μοίρα.
Σε αντίθεση όμως με την Εκάβη, εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας της, δεν έχει
προλάβει να γευτεί τις ανθρώπινες χαρές. Αυτό κάνει ακόμα πιο θαυμαστή τη στάση
της. Για εκείνη δεν αρκεί το να είναι απλώς ζωντανή αλλά βάζει πάνω από όλα την
ποιότητα της ζωής της. Μια ύπαρξη καταδικασμένη στη δυστυχία είναι χειρότερη
μοίρα και από τον ίδιο το θάνατο (στ. 209-13 «καὶ σοῦ μέν, μᾶτερ- ἐκύρησεν»).

Σύμφωνα με τον Ευριπίδη, η αρετή και η δύναμη μας σε καμία έκφανση της ζωής μας
δεν σβήνουν ακόμα και μπροστά στο μεγαλύτερο δεινό. Η Πολυξένη δεν αντέχει μια
ζωή στην οποία πρέπει να εξευτελίζεται, να ατιμάζεται και να κλαίει παρακαλώντας για

[52]
οίκτο (στ. 345-7 «εἰ δὲ μὴ βουλήσομαι, κακὴ φανοῦμαι καὶ φιλόψυχος γυνή. τί γάρ με
δεῖ ζῆν;»). Είναι το παράδειγμα μιας μη διεφθαρμένης αρετής που έχει μάθει να σέβεται
τον εαυτό της και τους άλλους. Ακόμα και όταν ξεψυχάει, ο ηθικός της χαρακτήρα την
κάνει να κατεβάσει όσο μπορεί το φόρεμα της, έτσι ώστε να μη φανεί κάτι που δε θα
έπρεπε στους άντρες στρατιώτες (στ.564-6 «ἥ δὲ καὶ θνήσκουσ' ὅμως πολλὴν πρόνοιαν
εἶχεν εὐσχήμων πεσεῖν, κρύπτουσ' ἅ κρύπτειν ὄμματ' ἀρσένων χρεών»). Ο γενναίος
τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει η Πολυξένη την καταδίκη της συγκινεί ακόμα και
τους Έλληνες, οι οποίοι θαυμάζοντας την της προσφέρουν την πρέπουσα ταφή.

Η ιστορία της Πολυξένης αποτελεί για την Εκάβη ένα ζωντανό παράδειγμα πως ο
ανθρώπινος ενάρετος χαρακτήρας παραμένει σταθερός και αναλλοίωτος.

ε) Οι θέσεις, όμως, της Εκάβης είναι προβληματικές μιας και είναι χτισμένες πάνω σε
εύθραυστα θεμέλια τα οποία επιφέρουν τη μελλοντική της μεταστροφή. Η φύση των
αξιακών της δεσμεύσεων είναι ασταθής και μπορεί να παραβιαστεί. Η αρετή της που
σχετίζεται με την αγάπη, την εμπιστοσύνη, τη φιλοξενία και τη γενναιοδωρία
προϋποθέτει πως το πρόσωπο που την απολαμβάνει θα ενεργήσει με τον ίδιο ακριβώς
τρόπο σε μια ανάλογη κατάσταση. Το γεγονός ότι είμαστε φιλόξενοι, αγαπάμε και
φροντίζουμε τους άλλους δεν τους αναγκάζει απαραίτητα να δείξουν την ίδια στάση
απέναντι μας. Έχουν τη δύναμη να προδώσουν την αγάπη και την εμπιστοσύνη μας.
Τίποτα δεν μπορεί να μας εξασφαλίσει πως και οι άλλοι θα μείνουν πιστοί προς το
πρόσωπο μας και δεν θα καταχραστούν την αγάπη, τη φιλοξενία και την εμπιστοσύνη
μας. Είμαστε εξαρτημένοι από την καλή πίστη των άλλων. Από αυτή τη σκοπιά η αρετή
της Εκάβης μπορεί να καταπατηθεί, είναι ευάλωτη στην αλλαγή.

Η δεύτερη θέση την οποία προβάλει είναι πως οι ηθικές δεσμεύσεις ανήκουν μονάχα
στον ανθρώπινο κόσμο, προστατεύονται μονάχα από τους ανθρώπους και δεν υπάρχει
κάτι πιο σταθερό και ανώτερο που να μπορεί να εγγυηθεί την εφαρμογή τους. Αν ο
ανθρώπινος νόμος παραβιαστεί, αν οι ανθρώπινες ηθικές αξίες χαθούν δεν υπάρχει
κάποιο ανώτερο δικαστήριο στο οποίο να μπορούμε να απευθυνθούμε πλην του
ανθρωπίνου. Ακόμα και οι Θεοί υπάρχουν μονάχα στον ανθρώπινο κόσμο και μέσα από
τους ανθρώπινους νόμους τους αναγνωρίζουμε (στ. 783-8 «νόμῳ- ἴσον»).

[53]
Συνεπώς, η Εκάβη τονίζει το ζωτικό ρόλο της κοινωνίας στο να διδάσκει αξίες και
χρηστά ήθη στους ανθρώπους αλλά και την υποχρέωση της να τιμωρεί τους παραβάτες.
Οι ηθικές αξίες υπάρχουν από το νόμο άρα είναι ανθρώπινες. Αυτό όμως δε σημαίνει
ότι μπορούμε να τον αντιμετωπίζουμε όπως εμείς θέλουμε, τροποποιώντας τον ή
αντικαθιστώντας τον (Nussbaum 2001: 403). Οφείλουμε να είμαστε πιστοί σε αυτόν.
Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον κόσμο τον οποίο έχει δημιουργήσει. Οι νόμοι
είναι εκείνοι που δημιουργούν την εσωτερική δομή της φύσης μας κάνοντας μας
ψυχολογικά ευσταθείς ενάντια στις καταστάσεις που βρίσκονται έξω από τον έλεγχο
μας. Η ανθρώπινη αρετή για την Εκάβη δεν διαφθείρεται. Είναι σταθερή και ακλόνητη.

στ) Ωστόσο, ο ισχυρισμός της Εκάβης πως οι ηθικές αξίες είναι απλώς ανθρώπινες και
ανήκουν αποκλειστικά στον ανθρώπινο κόσμο την έχει βάλει σε μια ευάλωτη θέση
(Nussbaum 2001: 403). Η ανθρώπινη σταθερότητα εξαρτάται και από το περιβάλλον
στο οποίο βρισκόμαστε. Αυτό μπορεί κάποιες φορές να είναι αξιόπιστο, κάποιες άλλες
όμως μπορεί και να μην είναι. Κατά τη διάρκεια ενός πολέμου για παράδειγμα, το
περιβάλλον μέσα στο οποίο βρισκόμαστε κάθε άλλο παρά σταθερό και προστατευτικό
είναι. Τότε είναι που οι άνθρωποι βγάζουν όλη τη φρικαλεότητα τους, ενεργούν με τον
πιο απεχθή και αρρωστημένο τρόπο και δε σέβονται καμία ηθική αξία.
Μεταμορφώνονται σε κάτι το τερατώδες και εφιαλτικό. Μέσα σε έναν τέτοιον κόσμο
για ποια αγάπη, φιλοξενία και εμπιστοσύνη μπορούμε να μιλήσουμε; Τότε δεν μιλάνε
ούτε οι νόμοι, ούτε οι ηθικές αξίες αλλά μονάχα τα όπλα και το μίσος.

Για να αποφύγουμε λοιπόν τον ηθικό ξεπεσμό είναι αναγκαίο να υπάρχει κάτι ανώτερο
από το ανθρώπινο δικαστήριο το οποίο θα μας προστατεύει από αυτόν. Καθώς οι
άνθρωποι είναι κυρίως συναισθηματικά όντα το αίσθημα της εκδίκησης και του μίσους
μπορούν να αλλοιώσουν τις ηθικές έννοιες και τους ανθρώπινους νόμους. Είναι
απαραίτητο συνεπώς να υπάρχουν κάποιοι θεϊκοί νόμοι, οι οποίοι δεν θα αλλάζουν ποτέ
και στους οποίους το άτομο θα μπορεί να απευθύνεται. Στην περίπτωση της Αντιγόνης
για παράδειγμα ο θεϊκός νόμος είναι αυτός ο οποίος υπογραμμίζει το αδίκημα του
διατάγματος του Κρέοντα. Χωρίς αυτόν, η ταφή ενός νεκρού άλλοτε θα ήταν ευπρεπής
και δίκαιη άλλοτε άτιμη και χυδαία. Πρέπει να υπάρχει δηλαδή μια ανώτερη

[54]
νομοθεσία, η οποία να μας προστατεύει από το να αλλάζουμε τις σημασίες των ηθικών
εννοιών είτε κατά βούληση είτε εξαιτίας των περιστάσεων και των συμφερόντων.

Παράλληλα, ένα ακόμη κομμάτι της κριτικής μας στηρίζεται στην τυφλή πίστη που
δείχνει η Εκάβη προς τους νόμους. Αναγνωρίζουμε μεν πως η ηθική ανάπτυξης ενός
παιδιού προϋποθέτει την ακλόνητη εμπιστοσύνη σε αυτούς. Αν όμως εμείς οι ίδιοι
θεωρούμε πως οι νόμοι που έχουν θεσπιστεί από το κράτος δεν είναι αποτελεσματικοί
πώς μπορούμε να ενθαρρύνουμε τα παιδιά μας να τους υπακούν όταν εμείς οι ίδιοι τους
αμφισβητούμε (Nussbaum 2001: 403); 29 Κατανοούμε λοιπόν πως η ηθική αρετή και οι
νόμοι μπορούν να είναι πιο ευάλωτοι από ότι η Εκάβη αναγνωρίζει.

ζ) Το ζήτημα της εμπιστοσύνης είναι κομβικό στο παρόν έργο. Ο ηθικός ενάρετος
χαρακτήρας είναι γενικά ανοιχτός στο να εμπιστεύεται τους άλλους και να βλέπει τις
πράξεις τους με ένα θετικό μάτι. Ακόμη, δεν είναι ούτε καχύποπτος ούτε
επιφυλακτικός, βλέποντας παντού συνωμοσίες, προδοσίες και τέρατα (Nussbaum 2001:
405). Ένας τέτοιος άνθρωπος ο οποίος υποπτεύεται τα πάντα όχι μόνο δεν είναι
ενάρετος αλλά θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε ως προβληματικό. Αν οι όρκοι
χάσουν τη δύναμη τους και όλοι μας είμαστε επιφυλακτικοί και κριτικοί απέναντι τους
δεχόμαστε έναν κόσμο άγριο και αφιλόξενο. Η Εκάβη πέφτει σε αυτήν την παγίδα. Η
αποκάλυψη της δολοφονίας του γιου της, Πολύδωρου, από το πιο έμπιστο σε εκείνη
πρόσωπο, Πολυμήστορα, οδηγεί στην πλήρη μεταστροφή του χαρακτήρα της
γκρεμίζοντας όλες τις προηγούμενες ιδέες και δεσμεύσεις της.

ΙΙ.

α) Ο Πολυμήστωρ ήταν για τον Πρίαμο και την Εκάβη το πιο έμπιστο και το πιο
αγαπητό από τους φίλους τους πρόσωπο (στ. 777 «πρῶτ' ἔχων τῶν ἐμῶν φίλων»).
Έλαβε στο παρελθόν όλη τους την αγάπη και τη φιλοξενία. Ήταν το άτομο στο οποίο ο
Πρίαμος και η Εκάβη εμπιστεύτηκαν μυστικά το ίδιο τους το παιδί. Ο Πολυμήστωρ
29Κατά τον Mahatma Gandhi (2017/2019 :146) για να πείσεις ένα παιδί να ακολουθήσει μια
συμπεριφορά που εσύ θεωρείς σωστή και αποδεκτή το μέσο δεν είναι ο λόγος αλλά η πράξη.
Μονάχα όταν δείξεις πως ζεις και ενεργείς σύμφωνα με αυτά που πρεσβεύεις θα κάνεις ένα
παιδί να ακολουθήσει τα λόγια σου. Όταν οι πράξεις διαφέρουν από τα λόγια ο σκοπός ποτέ δεν
επιτυγχάνεται.

[55]
γνωρίζει τη σημασία που έχει για εκείνους να ανατραφεί ο γιος τους μιας και σε
περίπτωση που η Τροία καταστραφεί θα υπάρχει ακόμα ανδρικό τρωικό αίμα.

Η έννοια της φιλοξενίας συνδέεται με υποχρεώσεις φροντίδας και προστασίας του


φιλοξενούμενου όπου η τήρηση αυτών των δεσμεύσεων είναι θεμελιώδης στις
διαπροσωπικές σχέσεις. Αν δύο αντίπαλοι στρατιώτες συναντηθούν στο πεδίο της
μάχης και να αναγνωρίσουν το απέναντι πρόσωπο μέσα στα πλαίσια της φιλοξενίας
αμέσως θα πετάξουν τα όπλα. Ο Πολυμήστωρ και η Εκάβη συνεπώς είναι δεμένοι με
τον πιο σφιχτό κόμπο που υπάρχει από το νόμο. Το δεσμό της ανθρώπινης επιθυμίας να
συνυπάρχει αρμονικά με άλλους ανθρώπους μέσα σε έναν ηθικό κόσμο όπου η
εμπιστοσύνη, η αγάπη και η φιλοξενία δεν προδίδεται (Nussbaum 2001: 407). Σε
αντίθεση όμως με την Εκάβη, ο Πολυμήστωρ βλέπει τα πράγματα τελείως διαφορετικά.
Οι άνθρωποι έχουν σημασία για εκείνον μονάχα όταν επωφελείται από αυτούς.

Μετά την πτώση της Τροίας ο μικρός Πολύδωρος δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία για
τον ίδιο πλην των θησαυρών που κουβαλάει μαζί του. Γνωρίζοντας πως κανένας πια
δεν μπορεί να προστατεύσει τον Τρωαδίτη ούτε να εκδικηθεί το θάνατο του, ο
Πολυμήστωρ προδίδει την εμπιστοσύνη που του έδειξε ο Πρίαμος και η Εκάβη,
παραβιάζει το θεσμό της φιλοξενίας αλλά πάνω απ' όλα διαπράττει το έγκλημα του
χωρίς κανένα αίσθημα ενοχής. Δεν φροντίζει καν να θάψει το πτώμα αλλά το πετά στη
θάλασσα σαν να μην έχει την παραμικρή αξία. Οι θρησκευτικές αξίες δεν υπάρχουν για
αυτόν. Ενεργεί αποκλειστικά με γνώμονα το προσωπικό του κέρδος. Ο Πολύδωρος εδώ
χρησιμοποιώντας τα επίθετα «ἀταφος» και «ἄκλαυτος» εκφράζει ένα βασικό φόβο των
ανθρώπων που ξεπερνά μάλιστα αυτόν του θανάτου. Το φόβο δηλαδή πως ο θάνατος
μάς οδηγεί στο να αφανιστούμε εντελώς από τη μνήμη των ζωντανών σαν να μην
υπήρξαμε ποτέ. Το κλάμα και η θλίψη ανακουφίζει, παρηγορεί αλλά και τιμά τη μνήμη
των αγαπημένων μας προσώπων που χάθηκαν. Η Αντιγόνη, όπως είδαμε νωρίτερα,
υποφέρει γιατί φεύγει από τη ζωή χωρίς κανένας να κλάψει για εκείνη. 30 Ο Πολύδωρος
κλείνει τα μάτια του με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

β) Η προδοσία τώρα του Πολυμήστορα απέναντι στην Εκάβη οδηγεί στον ηθικό
ξεπεσμό της. Οι ιδέες της, οι θέσεις της και ο νόμος της χάνονται. Μόλις βλέπει το

30Βλ. υποσημείωση 23.

[56]
πτώμα του γιου της αμέσως καταλαβαίνει την προδοσία του Πολυμήστορα. Η βαθιά
εμπιστοσύνη που έδειξε παραβιάστηκε. Οι νόμοι που θέσπιζαν τον κόσμο της δεν είχαν
την ίδια ισχύ για τον Πολυμήστορα. Δεν ήταν εξίσου δεσμευτικοί. Αν αυτή η
δέσμευση, αν αυτή η κοινωνική αξία αποδείχτηκε έωλη, τότε τίποτα στον κόσμο δεν
είναι άξιο εμπιστοσύνης (στ. 679 «ἄπιστ' ἄπιστα, καινὰ καινὰ δέρκομαι.»). Ούτε η
γλώσσα μάλιστα δεν μπορεί να ονοματίζει αυτήν την πράξη (στ. 700 »ἄρρητ'
ἀνωνόμαστα»). Τίποτα μέσα στον αξιακό της κόσμο δεν μπορεί να εξηγήσει αυτό που
τα μάτια της αντικρίζουν. Ως συνέπεια, το ηθικό σχήμα της και οι αντιλήψεις της για
τον κόσμο και για τις ανθρώπινες σχέσεις γκρεμίζονται. Πώς μπορεί να συνεχίσει να
πιστεύει σε κάτι το οποίο αποδείχτηκε εύθραυστο και μπορεί να παραβιαστεί; Όταν
μάλιστα ο Αγαμέμνων ρωτά για το αν υπάρχει άλλη γυναίκα στον κόσμο που να έχει
βιώσει τόσες μεγάλες δυστυχίες, εκείνη του απαντά: «στ. 769 «οὐκ ἔστιν, εἰ μὴ τὴν
Τύχην αὐτὴν λέγοις». Τί εννοεί εδώ η Εκάβη; Εννοεί πως πλέον βρίσκεται κάτω από
μια αταξία, από μια αναταραχή. Χρησιμοποιώντας τον όρο «τύχη» μιλά για την
έλλειψη του ανθρωπίνου έλλογου ελέγχου στα πράγματα. Εφόσον ο νόμος της έχει
πλέον εξαφανιστεί, δεν υπάρχει κάτι σταθερό πάνω στο οποίο να βασίζεται η ζωή της.
Αυτή η γνώση της της προδοσίας ,καταρρίπτει πλέον όλη της την ηθική σκέψη και
μολύνει το χαρακτήρα της (Nussbaum 2001: 408-409).

Η Εκάβη πλέον έχει μπροστά της δύο μονοπάτια. Το ένα είναι να κάνει σαν να μη
συνέβη ποτέ τίποτα και να συνεχίσει να ζει με τον παλιό της νόμο ακόμη και αν αυτός
αποδείχθηκε ιδιαίτερα εύθραυστος. Αυτό όμως θα οδηγούσε στη διαφθορά και στην
αυταπάτη. Πώς είναι ανθρωπίνως δυνατό να συνεχίζουμε να πιστεύουμε σε κάτι το
οποίο αποδείχτηκε στην πράξη παραβιάσιμο;

Το δεύτερο μονοπάτι είναι και αυτό που η Τρωαδίτισσα επιλέγει. Αποδέχεται πως ο
τωρινός της νόμος δεν της εγγυάται καμιά σταθερότητα οπότε τον απορρίπτει και τον
αντικαθιστά με έναν καινούργιο. Το πάθος για εκδίκηση παίρνει πλέον τη θέση του
προηγούμενου νόμου οδηγώντας σε μια καινούργια προσέγγιση του κόσμου. Υιοθετεί
ένα μηχανισμό αυτοπροστασίας από τους εξωτερικούς παράγοντες μην μπορώντας ποτέ
να εμπιστευτεί ξανά.

Η ανάγκη της Εκάβης σε αυτό το σημείο να δημιουργήσει ένα καινούργιο πλάνο πάνω
στο οποίο θα είναι δομημένη η ζωή της, μας δείχνει την άρνηση της να υποταχθεί στη

[57]
δύναμη της τύχης. Ακόμη και ο νόμος της εκδίκησης επιτρέπει στον άνθρωπο να βάλει
τον κόσμο σε μια τάξη και να καθορίσει ποιος είναι ο σωστός τρόπος συμπεριφοράς και
ποιος όχι. Η απουσία του νόμου θα οδηγούσε την Εκάβη στην πλήρη αβουλία και
τίποτα πια δεν θα περνούσε από τα χέρια της. Δεν μπορεί να ζει νιώθοντας πως δεν έχει
κανέναν έλεγχο πάνω στα πράγματα. Ο καινούργιος νόμος όχι μόνο της προσφέρει μια
δομή και ένα σταθερό σχέδιο δράσης αλλά δεν απαιτεί τη δέσμευση σε αξίες οι οποίες
αποδείχτηκαν αναξιόπιστες. Ο καινούργιος της νόμος είναι μοναχικός, αφορά μονάχα
τις σκέψεις και τα σχέδια της, δεν απαιτεί το δέσιμο με κάποιον άλλον. Της προσφέρει
αυτά ακριβώς τα οποία χρειάζεται, σχέδιο δράσης και μοναχικότητα (Nussbaum 2001:
410).

γ) Το εκδικητικό της πλάνο έχει δύο σκέλη. Αρχικά, σκοπεύει να «πληρώσει» τον
Πολυμήστορα με το ίδιο νόμισμα. Σκοπεύει να του προξενήσει τον ίδιο ακριβώς πόνο
που εκείνη έλαβε απ' αυτόν. Το σχέδιο της έχει δηλαδή μια ανταποδοτική χροιά. Ο
παιδοκτόνος πρέπει να βιώσει τον πόνο της παιδοκτονίας, αυτός που καταχράστηκε τη
φιλοξενία που του δόθηκε πρέπει να πληρωθεί με το ίδιο νόμισμα, αυτός που την
εξόντωσε πρέπει να εξοντωθεί. Κάθε κομμάτι του πλάνου της για να εξασφαλίσει τον
έλεγχο του Πολυμήστορα και των παιδιών του περιλαμβάνει την καταπάτηση του
προηγούμενου νόμου. Ψεύδεται για να τον οδηγήσει στη σκηνή των γυναικών στην
οποία περιμένουν οπλισμένες Τρωαδίτισσες δούλες. Μόλις εκείνος εισέρχεται εκείνες
τον περιποιούνται, έτσι ώστε να μην καταλάβει την ενέδρα στην οποία έπεσε. Η
εμπιστοσύνη και η φιλοξενία έχουν μετατραπεί σε κάτι τελείως διαφορετικό πια. Ο
καινούργιος νόμος είναι η αντίστροφη εφαρμογή του παλιού.

Ακόμη, το σχέδιο της φανερώνει την αλήθεια και τη δομή με την οποία είναι ο κόσμος
πραγματικά φτιαγμένος. Αυτά που στη ζωή μας θεωρούμε αξιόπιστα και έμπιστα
αποδεικνύονται απατηλά, γιατί πάντοτε ήταν. Κανένας νόμος, κανένα προληπτικό
μέτρο δεν μπορεί να προστατεύσει αποτελεσματικά ένα παιδί από το να κακοποιηθεί,
να αρπαχτεί ή να δολοφονηθεί. Απλώς εγγυώνται την τιμωρία του παραβάτη άπαξ και
συλληφθεί. Όσα μέτρα και να πάρουμε για να μείνουμε «υγιείς» και να μη νοσήσουμε
από κάποια «ασθένεια «δεν εγγυώνται απόλυτα την ασφάλεια μας. Από αυτήν τη

[58]
σκοπιά τίποτα στον κόσμο μας δεν είναι έμπιστο και αξιόπιστο. Αυτή η πλευρά του
σχεδίου της «ξεγυμνώνει» τον κόσμο και τον δείχνει όπως είναι πραγματικά.

δ) Η Εκάβη εκδικείται τον Πολυμήστορα όχι σκοτώνοντας τον αλλά τυφλώνοντας τον.
Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό; Τί προσπαθεί να δείξει η Τρωαδίτισσα με αυτόν τον
τρόπο;

Γενικά, τα ανθρώπινα μάτια έχουν κομβικό ρόλο στην επικοινωνία. Μέσω των ματιών
καταλαβαίνουμε αρκετά πράγματα για εκείνον που βρίσκεται απέναντι μας. Μέσα από
αυτά δείχνουμε την εμπιστοσύνη μας προς τους άλλους, την κρυμμένη μας αγάπη. Τα
μάτια αποτελούν τον καθρέφτη της ψυχής μας.

Η τύφλωση του Πολυμήστορα θέλει να δείξει πως εσωτερικά ήταν πάντα τυφλός.
Τίποτα πάνω του δεν ήταν αληθινό και έμπιστο, μήτε η καλή του φήμη, μήτε η
ευημερία του. Όλα μέσα του ήταν ψεύτικα και υποχθόνια (Nussbaum 2001: 411). Η
τύφλωση του οδηγεί στο φως, στην αποκάλυψη του πραγματικού εαυτού του. Όταν
εκείνος φτάνει στη Θρακική χερσόνησο και αντικρίζει την Εκάβη εκείνη τον
αποστρέφεται, του αρνείται το βλέμμα. Όπως εκείνος καταχράστηκε την αγάπη και την
εμπιστοσύνη της έτσι και εκείνη αρνείται να δώσει σημασία στα ψεύτικα δάκρυα του.
Όταν αρνούμαστε να κοιτάξουμε κάποιον κατάματα δείχνουμε ότι η προσωπικότητα
του και τα λόγια του μας είναι αδιάφορα, το πρόσωπο που έχουμε απέναντι της μας
είναι ανάξιο λόγου και προσοχής οπότε το αγνοούμε.

Επίσης, αν η Εκάβη τον κοιτάξει τότε υπάρχει ο κίνδυνος να νιώσει όπως στο
παρελθόν. Φοβάται μήπως δει απέναντι της ένα πρόσωπο αγαπητό και έμπιστο όπως
κάποτε ήταν για εκείνη. Αν θέλει να μείνει πιστή στον καινούργιο της νόμο, ο οποίος
είναι απρόσωπος και μοναχικός, πρέπει να σβήσει ολοκληρωτικά τον παλιό. Το βλέμμα
συνδέεται με την εμπιστοσύνη, την αγάπη και την προσπάθεια επικοινωνίας κάτι που η
Εκάβη θέλει να εξαφανίσει από μέσα της (Nussbaum 2001: 412).

Παράλληλα, η αποστροφή της μπορεί να σημαίνει και κάτι ακόμα. Όταν κοιτάζουμε
κάποιον αφήνουμε την εικόνα μας να αστράψει στα μάτια του. Βλέπουμε τον εαυτό μας
μέσα από τα δικά του μάτια. Για τον Πολυμήστορα όμως η Εκάβη δεν είχε καμία
απολύτως αξία. Ήταν στην πραγματικότητα ένα τίποτα για εκείνον. Αν τον κοιτάξει
λοιπόν στα μάτια θα δει τον εαυτό της όπως τον αντιλαμβάνεται εκείνος, ένα θύμα, ένα

[59]
πρόσωπο εκμετάλλευσης. Κάτι τέτοιο θα γκρέμιζε την ασφάλεια που ο νόμος της
εκδίκησης προσφέρει.

Η εξήγηση που δίνει η Εκάβη στον Πολυμήστορα για αυτή της τη στάση είναι αρκετά
ενδιαφέρουσα. (στ. 961-2 «ἄλλως δ' αἴτιόν τι καὶ νόμος, | γυναῖκας ἀνδρῶν μὴ βλέπειν
ἐναντίον»). Σύμφωνα με το νόμο δεν είναι σωστό για μια γυναίκα να κοιτάζει κατάματα
έναν άντρα. Ποιά εξήγηση μπορούμε να δώσουμε σε αυτή τη θέση της; Γενικά, μέσα
στα έργα του Ευριπίδη βλέπουμε πως οι γυναίκες εξαιτίας της κοινωνικής τους
κατάστασης είναι πιο ευάλωτες από τους άντρες στο έλεος της τύχης (Nussbaum 2001:
413). Οι γυναίκες κατά βάση σκλαβώνονται και βιάζονται κατά τη διάρκεια ενός
πολέμου. Τα γυναικεία σώματα είναι αυτά τα οποία κακομεταχειρίζονται από τους
νικητές του πολέμου. Στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη οι γυναίκες είναι εκείνες που
εξευτελίζονται και βρίσκονται στο έλεος της απληστίας και της μοχθηρίας των
Ελλήνων. Όταν η Εκάβη λέει πως οι γυναίκες δεν πρέπει να κοιτάζουν τους άντρες στα
μάτια σημαίνει ότι πρέπει να είναι εκδικητικές και να μην εμπιστεύονται τα πανούργα
και τα άπιστα μάτια. Η γυναικεία κακομεταχείριση και ανισότητα μάλιστα μπορεί
αλλάξει τη συμπεριφορά τους και να τις οδηγήσει στην εκδίκηση (Nussbaum 2001:
413).

Η βία φέρνει μονάχα βία, το μίσος μονάχα μίσος, η σωματική και ψυχική κακοποίηση
παραμορφώνει τον άνθρωπο. Η Εκάβη (όπως και η Μήδεια που θα δούμε στη συνέχεια)
εξαιτίας αυτής της κακοποίησης χάνει τον εαυτό της και μετατρέπεται σε έναν ασταθή
άνθρωπο που ζητά με όλο της το είναι να ασκήσει τον πόνο που έλαβε στους άλλους. Ο
βίαιος και εξευτελιστικός τρόπος με τον οποίο συμπεριφερόμαστε στους άλλους
ανθρώπους, έχει σαν επίπτωση να διαταραχθεί ο χαρακτήρας και η ψυχική τους
ακεραιότητα γεννώντας πρωτόγνωρα στοιχεία μέσα τους. Νωρίτερα ο Αγαμέμνων είχε
αμφισβητήσει το αν οι γυναίκες μπορούν να τα βάλουν με τους άνδρες. Η απάντηση της
Εκάβης δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. (στ. 870-1 «τί δ'; οὐ γυναῖκες εἷλον
Αἰγύπτου τὲκνα| καὶ Λῆμνον ἄρδην ἀρσένων ἐξῴκισαν;31»)
31Το πρώτο παράδειγμα στο οποίο αναφέρεται η Εκάβη αφορά στις πενήντα κόρες του Δαναού
οι οποίες δολοφόνησαν τους συζύγους τους την πρώτη νύχτα του γάμου (εκτός της
Υπερμήστρας) υπακούοντας στη βούληση του πατέρα τους. (Richard Buxton 2005: 158-159)
Η δεύτερη εικόνα μιλά για τις γυναίκες της Λήμνου οι οποίες, καθώς παραμέλησαν τα
καθήκοντα τους προς τη θεά Αφροδίτη, τιμωρήθηκαν αναδίδοντας μια πολύ άσχημη μυρωδιά.
Επειδή λοιπόν, οι άντρες τους εξαιτίας αυτού του γεγονότος άρχισαν να σμίγουν ερωτικά με

[60]
ε) Ο κόσμος της πλέον είναι τελείως διαφορετικός από αυτόν που ήταν στην αρχή της
ιστορίας μας . Η καχυποψία και η μυστικοπάθεια παίρνουν τη θέση της εμπιστοσύνης.
Η ασφάλεια της απομόνωσης παίρνει τη θέση της αγάπης και του κοινωνικού
ενδιαφέροντος. Η γενναιοδωρία αφανίζεται και αντικαθίσταται από το πάθος για
εκδίκηση. Ο καινούργιος κόσμος της είναι σκοτεινός, θαμμένος και ιδιωτικός. Όταν
εκείνη, μαζί με τις υπόλοιπες Τρωαδίτισσες, τυφλώνει τον Πολυμήστορα και σκοτώνει
τα παιδιά του καταστρέφει μια για πάντα τις αρχικές της ιδέες και παραδίδεται στις
νέες. Διαλύει οριστικά την παλιά της εικόνα, τον παλιό της εαυτό και το δεσμό της με
τους άλλους ανθρώπους. Δημιουργεί έναν καινούργιο εαυτό, απομονωμένο και χωρίς
σχέσεις με άλλα πρόσωπα (Nussbaum 2001: 414). 32

Η αλλαγή της όμως δεν τελειώνει εδώ. Ο Πολυμήστορας προφητεύει το τέλος της
Εκάβης (στ. 1244 «κύων γενήσῃ πύρσ' ἔχουσα δέργματα 33»). Ο πόνος και το μίσος της
την οδηγούν στη μεταμόρφωση της σε μανιασμένη σκύλα. Η φρίκη του πολέμου και η
προδοσία του Πολυμήστορα εξαρθρώνει τελείως την ανθρωπιά μας μετατρέποντας μας
σε άγρια θηρία που ενεργούν σύμφωνα με τα πάθη τους. Η Εκάβη στο άκουσμα αυτής
της προφητείας δεν δείχνει τον παραμικρό φόβο, δέχεται μάλιστα αδιαμαρτύρητα αυτήν
την αλλαγή. Εφόσον το εκδικητικό μένος ικανοποιήθηκε τίποτα άλλο δεν έχει αξία (στ.
1253 «οὐδὲν μέλει μοι σοῦ γέ μοι δόντος δίκην»). Χρησιμοποιώντας εδώ τη λέξη
«δίκην» καταλαβαίνουμε πως η τιμωρία του Πολυμήστορα είναι όντως μια δίκαιη
πράξη. Αυτό και ο ίδιος ο Αγαμέμνων το δέχεται. Για την Εκάβη η απόδοση της
δικαιοσύνης σε αυτόν που παραβίασε μια θεσμική αξία είναι μια προσωπική
υποχρέωση, είναι όργανο προσωπικής τιμωρίας που πηγάζει από την ανάγκη της
αποκατάστασης της ηθικής τάξης που παραβιάστηκε.

παλλακίδες εκείνες τους δολοφόνησαν.


Αυτές οι δύο εικόνες αποδεικνύουν για την Εκάβη πως οποιοδήποτε ανθρώπινο ον,
ανεξαρτήτως φύλου, είναι ικανό να προβεί στις πιο απεχθές πράξεις ανάλογα με τις συνθήκες ή
με τη μεταχείριση την οποία υφίσταται. Κανείς και τίποτα δεν είναι προστατευμένος από τον
ηθικό ξεπεσμό και την εσωτερική μόλυνση. Η συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι μας
αντανακλά πολλές φορές το δικό μας τρόπο στάσης απέναντι σε άλλους.

32Όπως θα δούμε και στη Μήδεια ο άνθρωπος ο οποίος εκδικείται στο τέλος μεταμορφώνεται
στο μισητό και αποκρουστικό πρόσωπο το οποίο εκδικήθηκε.

33 Θα γίνεις σκύλα με ματιά σαν φλόγα.

[61]
Η αλλαγή μάλιστα της Εκάβης σε σκύλα και όχι σε κάποιο άλλο ζώο δεν είναι τυχαία.
Στην αρχαία Ελληνική σκέψη ο σκύλος βρίσκεται εξαιρετικά χαμηλά στην κλίμακα της
αρετής και της τιμιότητας. Χαρακτηριστικά του είναι η οξύτητα στο να εντοπίζει το
θήραμα του, στο πάθος και στην αποφασιστικότητα να απομακρύνει τους εχθρούς του
και να προστατεύει την περιοχή του με κάθε κόστος. Εκπροσωπεί την απουσία του
νόμου και των κοινωνικών και θρησκευτικών αξιών (Nussbaum 2001:414). Στην Ιλιάδα
του Ομήρου (Ραψωδία Α, στ. 159) ο Αχιλλέας αποκαλεί τον Αγαμέμνονα «κυνῶπα»
μιλώντας ουσιαστικά για ένα πρόσωπο που θέλει συνεχώς να αρπάζει και να τρώει από
τους άλλους. Το να αποκαλέσουμε ένα ανθρώπινο ον «σκύλα» είναι μια βαριά
προσβολή. Ουσιαστικά μιλάμε για κάποιον ύπουλο, μοχθηρό που εκμεταλλεύεται τους
άλλους ανθρώπους φροντίζοντας μονάχα για το δικό του προσωπικό όφελος. Όταν η
Ελένη κατηγορεί τον εαυτό της για το γεγονός πως εγκατέλειψε την πατρίδα της για να
ακολουθήσει τον Πάρη στην Τροία χαρακτηρίζει την ίδια ως «κυνώπιδος». (Ραψωδία
Γ, στ. 180).

Μέσα στο έργο, η Εκάβη, έχοντας υιοθετήσει τον καινούργιο της νόμο, συμπεριφέρεται
με τρόπο ανάλογο της μελλοντικής της μεταμόρφωσης. Ενώ ήταν μια γυναίκα που
ζούσε μονάχα για τα παιδιά της τώρα εκείνα λειτουργούν ως μέσα, ως εργαλεία
επίτευξης του εκδικητικού της πλάνου. Ακόμη και το μοναδικό παιδί που έχει πια, η
Κασσάνδρα, χρησιμοποιείται ως αντικείμενο στο σχέδιο της. Εκμεταλλευόμενη την
ερωτική σχέση της κόρης της με τον Αγαμέμνονα, προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια
του Ατρείδη για να εκδικηθεί. Το σώμα της κόρης της αποτελεί πια ένα όργανο μέσα
από το οποίο θα ικανοποιήσει την εκδικητική της μανία.

Παράλληλα, η αντίληψη της για τον ανθρώπινο λόγο αλλάζει επίσης. Εφόσον, η
γλώσσα και η λεκτική επικοινωνία είναι ανθρώπινη δεν είναι αξιόπιστη. Αυτό που έχει
σημασία δεν είναι το να λες την αλήθεια, αλλά το να πείθεις. Η πειθώ είναι αυτή που
μας κυβερνά, η Εκάβη την συνδέει με την εξαπάτηση (στ. 799 «Πειθὼ δὲ τὴν τύραννον
ἀνθρώποις.»). Ο έξυπνος τρόπος να διαχειρίζεσαι τη γλώσσα είναι με το να πείθεις τους
άλλους έτσι ώστε να κάνουν αυτό που εσύ θέλεις. Εύχεται μάλιστα όλο της το σώμα να
μπορούσε να μετατραπεί σε κάποια μορφή ρητορικής, έτσι ώστε να κέρδιζε την εύνοια
των δυνατών και να εκδικούταν. Το σώμα της είναι πια το όργανο ενός καινούργιου
σχεδίου.

[62]
στ) Η Εκάβη ήταν της θέσης πως ο ανθρώπινος χαρακτήρας παραμένει σταθερός
ανεξάρτητα των περιστάσεων. Αυτό που βλέπουμε όμως είναι το ακριβώς αντίθετο. Οι
ενέργειες άλλων ανθρώπων μπορούν να μολύνουν τον ενάρετο χαρακτήρα. Η
παραβίαση μάλιστα του νόμου και των ηθικών αξιών μπορεί μάλιστα να οδηγήσει στην
κτηνωδία, την ολική απώλεια των ανθρωπίνων σχέσεων και της επικοινωνίας
(Nussbaum 2001: 417). Ο Πολυμήστορας, έχοντας τυφλωθεί, βγαίνει από τη σκηνή και
σαν ένα μανιασμένο θηρίο προσπαθεί να εντοπίσει τις Τρωαδίτισσες. Δείχνει μάλιστα
κανιβαλιστικές επιθυμίες καθώς ο θάνατος τους δε θα ήταν δυνατός να τον
ευχαριστήσει, αλλά θέλει σαν να ήταν κάποιο άγριο ζώο να κατασπαράξει τις σάρκες
τους. (στ. 1054-8 «πᾷ πόδ' ἐπᾴξας... ἀντίποιν' ἐμᾶς;») Η εικόνα του τυφλού
Πολυμήστορα που περιπλανιέται χαμένος σαν ένα άγριο θηρίο και ζητά την τιμωρία
της Εκάβης μας θυμίζει ένα άλλο μυθολογικό πρόσωπο, αυτό του κύκλωπα
Πολύφημου. Ο ίδιος εκπροσωπεί ένα ον ανόσιο, άπιστο στους θεϊκούς και στους
ανθρώπινους νόμους (Πετρίδης 2014).

Τα δύο αυτά πρόσωπα τελικά χάνουν την ανθρώπινη φύση τους εξαιτίας των πράξεων
του ενός προς του άλλου. Το γκρέμισμα του νόμου δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Η πίστη, η
εμπιστοσύνη, η αγάπη και το ενδιαφέρον έχουν αφανιστεί. Το μόνο που τους έμεινε
είναι το μίσος και η απομόνωση. Κανένας δεν αντέχει να είναι άνθρωπος ζώντας με τον
κίνδυνο πως η εμπιστοσύνη του μπορεί κάποτε να προδοθεί (Nussbaum 2001: 417). Η
καχυποψία και η εμμονική μυστικοπάθεια είναι το δηλητήριο που μολύνει τους
ανθρώπους, αφανίζοντας κάθε μορφή αρετής και δημιουργώντας μια εκδικητική
αμυντικότητα. Οι πράξεις της Εκάβης, αν και δικαιολογήσιμες, την οδηγούν σε αυτήν
την αλλαγή.

ΙΙΙ.

Στην παρούσα τραγωδία, λοιπόν, είδαμε την περίπτωση ενός χαρακτήρα που αν και
υπέφερε στο παρελθόν κράτησε σταθερό τον ενάρετο και ηθικό του χαρακτήρα.
Ωστόσο, κατανοούμε πως τελικά αυτός μπορεί να διαβρωθεί ανάλογα με τις
περιστάσεις. Από αυτήν την οπτική τίποτα ανθρώπινο δεν είναι σταθερό και αξιόπιστο.
Η αφοσίωση μας στις ανθρώπινες αξίες μας κάνουν ευάλωτους στην παρακμή και μας

[63]
καταδικάζει σε έναν κόσμο ο οποίος αποτελείται από πράγματα που δεν ελέγχονται από
εμάς τους ίδιους. Είμαστε ευάλωτοι και απροστάτευτοι στην προδοσία και στην
εξαπάτηση ακόμη και αν δεν τις έχουμε ποτέ υποστεί.

Ποιός όμως είναι ο σωστός τρόπος συμπεριφοράς; Θεωρούμε ότι οι δεσμεύσεις μας με
τους άλλους είναι αναγκαίες για μια ευχάριστη ζωή. Η απουσία αυτών οδηγεί στην
απόλυτη μοναχικότητα η οποία σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να φέρει την
ευτυχία. Ο κίνδυνος όμως να χαθεί η αρετή μας είναι αυτός ο οποίος με έναν περίεργο
τρόπο οδηγεί σε αυτήν (Nussbaum 2001: 420)! Υπάρχει μια σπάνια ομορφιά στο να
γνωρίζεις πως η αγάπη που νιώθεις για ένα πρόσωπο μπορεί να απορριφθεί ή να μην
κρατήσει για πάντα και να χαθεί. Το αληθινό θάρρος μάλιστα φαίνεται όταν υπάρχει ο
φόβος του θανάτου. Χωρίς το ενδεχόμενο της απώλειας χάνεται ένα πολύτιμο κομμάτι
της αρετής. Εκεί που όλα είναι δεδομένα και σίγουρα τίποτα δεν είναι πραγματικά
όμορφο και άξιο.

[64]
7. Ευριπίδης-Μήδεια

I.

α) Η Μήδεια είναι ένα από τα πιο γνωστά και πιο μελετημένα έργα του Ευριπίδη. Στην
παρούσα τραγωδία αποκαλύπτεται, στο μέγιστο βαθμό, η δεινότητα του συγγραφέα ως
δραματουργού αλλά και ως γνώστη των ψυχικών μας παθών. Όπως στην Εκάβη έτσι
και εδώ, η παραβίαση μιας κομβικής αξίας οδηγεί στη διάβρωση του ανθρώπου και στη
ριζική αλλαγή του. Η Εκάβη, όπως είδαμε προηγουμένως, εξαιτίας της προδοσίας του
Πολυμήστορα φτάνει στο σημείο της εκδικητικής μανίας, κάτι που στο τέλος
σηματοδοτεί την απώλεια της ανθρώπινης φύσης της και τη γέννηση ενός άγριου
θηρίου. Το σχέδιο της παρουσιάζεται ως η μοναδική επιλογή και η αλλαγή στην
κοσμοθεωρία της γίνεται σχεδόν άμεσα. Η Τρωαδίτισσα μάλιστα είναι περήφανη για
την επίτευξη του εκδικητικού της πλάνου και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τις
επιπτώσεις που αυτό επιφέρει στο χαρακτήρα της.

Στη Μήδεια, από την άλλη, το σπουδαιότερο όλων είναι η εσωτερική σύγκρουση σε
σχέση με την ηθική παρακμή της ηρωίδας. Οι αντιφάσεις, τα διλήμματα και η
αμφισβήτηση για την ορθότητα των επιλογών μας είναι κύρια ανθρώπινα
χαρακτηριστικά και ο Ευριπίδης σπεύδει να τα αναδείξει. Σε αντίθεση με τον Αισχύλο
και τον Σοφοκλή, δεν έχουμε ήρωες οι οποίοι μένουν απόλυτα πιστοί και σταθεροί στις
θέσεις τους αλλά πρόσωπα που αμφιταλαντεύονται ανάμεσα σε δύο διαφορετικά
μονοπάτια χωρίς να είναι σίγουροι για το ποιο είναι το σωστό. Τα πάθη των ανθρώπων
είναι αυτά που υποκινούν τις πράξεις μας και ο ποιητής δεν θέλει να το αποκρύψει,
παρουσιάζοντας δηλαδή καθημερινούς ανθρώπους που έχουν πάθη όμοια με τα δικά
μας.

Η Μήδεια, μπορεί μεν να είναι μια προδομένη γυναίκα η οποία διψάει για εκδίκηση με
κάθε μέσο και κόστος, ωστόσο όταν έρχεται η στιγμή να την επιτύχει σκοτώνοντας τα
ίδια της τα παιδιά, τιμωρώντας έτσι τον άπιστο σύζυγο της, εκείνη δειλιάζει, διστάζει.
Δεν είναι βέβαιη για το αν αυτή είναι η κατάλληλη πράξη ή όχι. Η αγάπη που νιώθει για

[65]
τα παιδιά της δημιουργεί ένα αβάσταχτο ηθικό δίλημμα. Ο ποιητής δεν μιλάει απλώς
για μια απατημένη γυναίκα η οποία μέσα στη μανία της δολοφονεί εν ψυχρώ τα παιδιά
της. Κάτι τέτοιο δεν θα είχε κανένα ενδιαφέρον. Αντίθετα, διεισδύει στην ανθρώπινη
ψυχή και παρουσιάζει μια γυναίκα πιο σύνθετη και με γνώση των όσων κάνει, που αυτή
η ίδια επιλέγει την κατάληξη της. Εκείνη, αποφασίζει στο τέλος του έργου τη
μεταμόρφωση της από άνθρωπο σε δαίμονα. Δέχεται τη διαφθορά που επιφέρει η
παιδοκτονία, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τη δύναμη των καταστάσεων που οδηγούν
σε αυτήν. Φυσικά και ο ρόλος της τύχης παίζει μεγάλο ρόλο σε αυτήν την αλλαγή αλλά
τον τελευταίο λόγο τον έχει η ίδια. Ακόμη και το όνομα της δεν είναι τυχαίο.
Παράγεται από το ρήμα «μέδομαι» που σημαίνει σκέφτομαι, συλλογίζομαι. Μιλάμε
λοιπόν για ένα σκεπτόμενο πρόσωπο το οποίο κατανοεί τις συνέπειες των πράξεων του
στους άλλους και στο ίδιο και την αλλαγή που φέρνει στους ανθρώπους η ισχύ των
εξωτερικών παραγόντων.

β) Ας προχωρήσουμε τώρα στην υπόθεση του έργου έτσι ώστε να καταλάβουμε το


πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι πράξεις της. Κατά την παρουσία του Ιάσονα στην
Κολχίδα, που έχει σαν στόχο την αρπαγή του χρυσόμαλλου δέρατος, η κόρη του
βασιλιά, Μήδεια, τον ερωτεύεται παθιασμένα και τον βοηθά με οποιοδήποτε τρόπο και
κόστος στο να αντιμετωπίσει όλες τις ενέδρες που του στήνει ο πατέρας της όπως και
στο να τον βοηθήσει να κλέψει το δέρας. Η πίστη στην ισχύ των γαμήλιων όρκων και ο
έρωτας την οδηγεί στο να προδώσει την ίδια της την οικογένεια και την πατρίδα και να
τον ακολουθήσει στην Ελλάδα, σε μια ξένη για εκείνη χώρα.

Η απόφαση όμως του Ιάσωνα να παντρευτεί τη Γλαύκη, κόρη του βασιλιά της
Κορίνθου Κρέοντα, την αφήνει τελείως ευάλωτη. Η παραβίαση των γαμήλιων όρκων
από τον Ιάσονα την καθιστά απόλυτα εκτεθειμένη στην τύχη, μιας και δεν έχει κανέναν
πρόσωπο πια στο οποίο να μπορεί να στηριχθεί. Ο κόσμος της ήταν βασισμένος στην
επιτέλεση αυτής της δέσμευσης. Γίνεται πλέον μια ατιμασμένη γυναίκα, χωρίς αξία (στ.
20 «ἠτιμασμένη»). Ο έρωτας που ένιωσε για εκείνον και οι όρκοι που ανταλλάξανε
παραβιάστηκαν. Δεν ήταν για τον Ιάσονα το ίδιο δεσμευτικοί και ακλόνητοι. Η
προδοσία του την οδηγεί στην απόλυτη δυστυχία, στο ολοκληρωτικό αδιέξοδο. Τί να
κάνει τώρα; Ποιόν να εμπιστευτεί; Πού να σταθεί; Σε τί να πιστέψει; Η χαρά

[66]
μετατρέπεται σε θλίψη, η ευτυχία σε πόνο, ο άνθρωπος σε δαίμονα. Όπως και στην
περίπτωση της Εκάβης, η εκδίκηση αποτελεί ο μοναδικός της δρόμος , η τελευταία της
άμυνα.

γ) Μέσα από τις πράξεις της Μήδειας, παρατηρούμε πως το ανώτατο πάθος, η ανώτατη
αξία και δέσμευση για εκείνη (πριν από την προδοσία του Ιάσονα) είναι ο έρωτας. Για
χάρη του οδηγείται σε αποτρόπαιες, αισχρές και φρικιαστικές πράξεις. Προδίδει την
πατρίδα της και την οικογένεια που την μεγάλωσε, δολοφονεί και διαμελίζει το πτώμα
του αδερφού της και ύστερα με δόλο αφανίζει τον κύριο εχθρό του Ιάσονα για το θρόνο
του Άργους, Πελία. Για τον έρωτα η Μήδεια μετατρέπεται σε μια προδότρια της χώρας
της και σε μια αδελφοκτόνα. Μπορεί να κάνει τα πάντα για να εγγυηθεί πως τα
συμφέροντα του Ιάσονα θα υλοποιηθούν. Οι αξίες της οικογένειας και της πατρίδος
έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Δεν υπάρχουν για εκείνη όταν συγκρούονται με αυτή του
έρωτα. Η ίδια θυσίασε τα πάντα για εκείνον. Μπορεί κάτι τέτοιο να φαίνεται σπουδαίο
έως και ρομαντικό, ωστόσο μέσα του περιέχει ένα είδος μανίας όταν αναλογίζεται
κανείς τις πράξεις που τέλεσε για εκείνον. Η αγάπη της είναι αρρωστημένη. Η
προδοσία του Ιάσονα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια δίκαιη τιμωρία για τα δικά
της εγκλήματα έναντι εκείνων που την μεγάλωσαν και την φρόντισαν. Την κάνουν
επίσης να κατανοήσει την ευθραυστότητα των όρκων. Ο έρωτας μετατρέπεται σε
αηδία. Οτιδήποτε, σχετίζεται με το σύζυγο της, της προκαλούν πια απέχθεια. Τα παιδιά
της, το σπίτι της, ακόμα και ο ίδιος της ο εαυτός (στ. 113-5 «ὦ κατάρατοι- ἔρροι.).

Όσο ο γαμήλιος δεσμός και η πίστη ήταν αξίες ακλόνητες αυτές οι βάρβαρες πράξεις
ήταν δικαιολογήσιμες για εκείνη. Ο έρωτας είναι μια δέσμευση. Ο ερωτευμένος πρέπει
να δείχνει την αγάπη του και να είναι απόλυτα αφοσιωμένος στο πρόσωπο που αγαπά,
με οποιοδήποτε τίμημα, ακόμη και καταπατώντας άλλες αξίες. Ο γάμος και οι όρκοι για
αιώνια πίστη είναι ένας ιερός δεσμός από τον οποίο ο κόσμος της Μήδειας είναι
εξαρτημένος. Αυτή όμως η σχέση βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άτομα και απαιτεί την
αφοσίωση και των δύο προσώπων.

Η θέση του χορού αναφορικά με τον έρωτα είναι εξαιρετικά σημαντική. Θεωρεί τη
σωφροσύνη ως το καλύτερο δώρο των Θεών προς τους ανθρώπους (στ. 634-5 «στέργοι

[67]
δέ με σωφροσύνα34, δώρημα κάλλιστον θεῶν»). Η συναισθηματική υπερβολή που
αγνοεί κάθε είδους λογικής δεν είναι αρετή. Ο άνθρωπος πρέπει να χαλιναγωγεί τα
πάθη του και να ενεργεί όχι υποτασσόμενος σε αυτά αλλά να μένει σταθερός απέναντι
τους. Η Μήδεια όμως υποδουλωμένη σε αυτό το παράφορο συναίσθημα οδηγήθηκε σε
φρικτές πράξεις. Μονάχα όταν ο Ιάσονας σπάει το γαμήλιο δεσμό εκείνη αναγνωρίζει
τα εγκλήματα της. Ο έρωτας μετατρέπεται στο μεγαλύτερο δεινό ανάμεσα στους
ανθρώπους (στ. 330 «φεῦ φεῦ, βροτοῖς ἔρωτες ὡς κακὸν μέγα») και η αρετή της
σωφροσύνης χάνεται για πάντα. Ο έρωτας αντικαθίσταται από το μίσος, από το πάθος
για εκδίκηση.

Σύμφωνα με το χορό, ακόμη και έρωτας δεν πρέπει να στερείται αυτής της αρετής (στ.
627-31 «ἔρωτες- οὕτω»). Τα λόγια του εκφράζουν τη σύγκρουση ανάμεσα στον έρωτα
και στη λογική. Όταν τα όρια ξεπερνιούνται ο έρωτας προκαλεί μονάχα βάσανα. Tί συμβαίνει όμως στην περίπτωση τουo
μέτρο είναι πάνω από όλα. Όποιος το ξεπερνά καταστρέφεται (στ. 125-6 «τῶν γὰρ
μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ», «στ. 127-8 «τὰ δ' ὑπερβάλλοντ' | οὐδένα
καιρὸν δύναται θνητοῖς»). Σύμφωνα με τον Κλεόβουλο το Ρόδιο «μέτρον ἅριστον». Σε
όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας το ωφέλιμο είναι να υπάρχει πάντα μέτρο στις πράξεις
μας. Αν καταφέρουμε να έχουμε μια ισορροπημένη λειτουργία του λογικού με του
συναισθηματικού στοιχείου οδηγούμαστε στις σωστές επιλογές. Η μετριοπάθεια εύλογα
θεωρείται ως η σπουδαιότερη πολιτική αρετή ενώ η έλλειψη της σωφροσύνης
μπορούσε να οδηγήσει την πόλη σε απερίγραπτα δεινά.

Ίδια θέση παρουσιάζει και ο Αριστοτέλης. Στο έργο του Ηθικά Νικομάχεια (Β 1106a-
1107a) υποστηρίζει πως η έλλειψη και η υπερβολή είναι στοιχεία τα οποία πρέπει να
ψέγονται και να αγνοούνται, ενώ η μεσότητα είναι εκείνο το οποίο πρέπει να επαινείται
και εμπεριέχει την αρετή.

Γνωστή είναι επίσης η φράση του Χίλωνα του Λακεδαιμόνιου «Μηδέν Άγαν». Η
σπουδαιότερη και σημαντικότερη αρετή που μπορεί να κατέχει κάποιος είναι η
εγκράτεια, η τάξη, η αυτοκυριαρχία, η αυτογνωσία, η εγκράτεια.

34Στον πλατωνικό Φαίδωνα (68c) ο φιλόσοφος ορίζει τη σωφροσύνη ως τη δύναμη του


ανθρώπου να αντιστέκεται στα πάθη του και να τα περιφρονεί όπως και στο Συμπόσιον (196c)c)
η σωφροσύνη συνδέεται με τη δύναμη του ανθρώπου να εξουσιάζει τις σωματικές του
επιθυμίες. Για τον Αθηναίο στοχαστή μόνο εκείνος ο οποίος είναι συγκρατημένος απέναντι
στις σωματικές ηδονές και αφιερωμένος στη φιλοσοφία κατέχει αυτήν την αρετή.

[68]
Συνεπώς, η Μήδεια δεν θα έπρεπε να έχει υποταχθεί στον έρωτα ενεργώντας μονάχα
για αυτόν αλλά θα έπρεπε να έχει αντιληφθεί εγκαίρως την αγριότητα της
αδελφοκτονίας και της προδοσίας απέναντι στην πατρίδα της και να απορρίψει έναν
έρωτα ο οποίος καταπατά τέτοιες αξίες. Η σωφροσύνη είναι συνδεδεμένη με τη
δικαιοσύνη διότι μονάχα ένα άτομο εγκρατές ως προς τα πάθη του και με αυτοέλεγχο
μπορεί να πάρει δίκαιες αποφάσεις. Η Μήδεια στερούμενη αυτής της αρετής οδηγείται
σε αποτρόπαιες ενέργειες.

δ) Η παραβίαση των γαμήλιων όρκων μολύνει εσωτερικά τη Μήδεια φανερώνοντας τη


δύναμη που έχουν οι πράξεις των άλλων σε αυτήν. Η όψη της προκαλεί τον τρόμο τόσο
στην τροφό και στο γυναικείο χορό όσο και όπως θα δούμε στη συνέχεια ακόμη και στο
βασιλιά Κρέοντα (στ. 37 «δέδοικα δ᾽ αὐτὴν μή τι βουλεύσῃ νέον·»). Το αίσθημα της
αδικίας μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να ενεργήσουν με πολύ σκληρό και βάρβαρο
τρόπο. Ιδιαίτερα όταν ο παραβάτης ξεφεύγει της τιμωρίας. Η τροφός καταλαβαίνει τα
συναισθήματα της και φοβάται για την αντίδραση της έναντι όχι μόνο του Ιάσωνα αλλά
και προσώπων που δεν την έχουν βλάψει. Ακόμη και τα ίδια της τα παιδιά αποτελούν
πιθανά θύματα της οργής της (στ. 90-4 «σὺ δ' ὡς- τινι»). Ο φόβος της τροφού πως η
Μήδεια μπορεί να κακομεταχειριστεί ακόμη και το ίδιο της το αίμα αντικατοπτρίζει
απόλυτα τα συναισθήματα της. Κουβαλάει τέτοιο μίσος μέσα της, που ουσιαστικά έχει
σαλέψει. Το βλέμμα της παρομοιάζεται με αυτό ενός ταύρου (στ. 92 «ταυρουμένην» 35).
Χαρακτηριστικό αυτό του ζώου είναι να επιτίθεται, να ορμάει σε οτιδήποτε κινείται.
Αυτό που του γεννά την οργή είναι η κίνηση 36. Η κίνηση εύλογα ταυτίζεται με τη ζωή,
η ακινησία με το θάνατο. Συνεπώς η Μήδεια είναι κίνδυνος σε οτιδήποτε ζωντανό,

35Όπως η Εκάβη χαρακτηρίζεται από τον Πολυμήστορα σκύλα, έτσι και η Μήδεια ονομάζεται
ταύρος από το γυναικείο χορό. Ο Ευριπίδης με αυτό το μοτίβο μας δείχνει πως η παραβίαση της
εμπιστοσύνης και κομβικών αξιακών δεσμεύσεων, που απαιτούν την καλή πίστη των άλλων,
μπορούν να αρπάξουν την ανθρώπινη μας φύση και να την αντικαταστήσουν με αυτή ενός
ζώου, στερούμενου ηθικότητας, το οποίο ζει μονάχα για να ικανοποιήσει το εκδικητικό του
μένος.

36Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ταυρομαχίες. Εκεί ο ταύρος δε θυμώνει εξαιτίας


του κόκκινου πανιού που κρατά ο ταυρομάχος, αλλά από το γρήγορο κυματισμό που αυτός
κάνει ο οποίος μπορεί να φανεί στα μάτια του ζώου ιδιαίτερα απειλητικός!

[69]
ακόμη και στην ίδια. Τα λόγια της τροφού μας δείχνουν πως ο νους της πλέον έχει
παραδοθεί στην οργή και στο μίσος (στ. 104 «φρενὸς αὐθάδους.»).

ε) Η Μήδεια βρίσκεται απόλυτα στο έλεος της τύχης. Είναι εκτεθειμένη, ανήμπορη και
ευάλωτη συναισθηματικά καθώς δεν έχει κανέναν να της συμπαρασταθεί. Έχει μεν την
υποστήριξη του χορού, ωστόσο αυτός είναι ουσιαστικά ανίσχυρος μιας και δεν μπορεί
να τη βοηθήσει πρακτικά. Παράλληλα, οι πράξεις της δεν της επιτρέπουν να επιστρέψει
στην πατρίδα της και ο ίδιος ο βασιλιάς της πόλης, όπως θα δούμε στη συνέχεια,
διατάζει την εξορία της. Δεν έχει στήριγμα, καμία προστασία και κανέναν έλεγχο των
πραγμάτων (στ. 255-8).

Η παραβίαση του συζυγικού δεσμού οδηγεί στη συντριβή της αντίληψης της αναφορικά
με τον κόσμο και μας φανερώνει την ευθραυστότητα των όρκων και των δεσμεύσεων.
Ακόμα και οι Θεοί γίνονται αντικείμενα αμφισβήτησης (στ. 492-5 «ὅρκων- εὔορκος
ὤν.»). Μήπως έχουν χάσει την εξουσία τους και δεν κυβερνούν πια αυτοί; Αν είναι έτσι
καμία ανώτερη αξία δεν μπορεί να έχει ισχύ. Αυτά που στα μάτια μας είναι
απαραβίαστα μπορούν εύκολα να καταπατηθούν. Σύμφωνα με το χορό αν χαθεί ο
σεβασμός στους όρκους, κάθε πράξη γίνεται ανεκτή και πιθανή. Ο άνθρωπος μπορεί να
κάνει τα πάντα. Δε νιώθει ντροπή για τίποτα. Είτε πιστεύουμε στη θεϊκή ύπαρξη είτε
όχι καταλαβαίνουμε πως η ύπαρξη κάποιων ανώτερων όρκων είναι απαραίτητη στη
ζωή μας που σκοπό έχει να μας προστατεύσει από τον ηθικό ξεπεσμό. (στ. 439-440
«βέβακε-δ' ἀνέπτα.»)

Μήπως, από την άλλη, θεσπίστηκαν καινούργιοι νόμοι από τους θνητούς; Αν είναι έτσι
τίποτα ανθρώπινο δεν είναι άξιο εμπιστοσύνης, διότι μπορεί πολύ εύκολα να αλλάξει. Ο
κόσμος μας χρειάζεται τη σταθερότητα και την πίστη για να μπορέσει να λειτουργήσει
και οι άνθρωποι να μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά.

στ) Σε αντίθεση με τους άντρες, οι γυναίκες, εξαιτίας της υποβαθμισμένης τους


κοινωνικά θέσης, είναι περισσότερο ευάλωτες στην ισχύ της τύχης και βασανίζονται
περισσότερο από τους άνδρες, οι οποίοι συγκριτικά έχουν περισσότερες ελευθερίες.
Στην αρχαία Αθήνα οι γυναίκες δεν είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν διαζύγιο από τους
άνδρες, αλλά μπορούσαν μονάχα να ζητήσουν από τον άρχοντα να εγκαταλείψουν τη

[70]
συζυγική στέγη, ωστόσο, και αυτό ήταν κατακριτέο. Αν ο σύζυγος, συνεπώς, δεν ήταν
αυτό που η γυναίκα νόμιζε ήταν υποχρεωμένη να συνεχίσει να ζει με έναν άνθρωπο που
δεν ήθελε. Η ευτυχία της γυναίκας είναι απόλυτα εξαρτημένη από τον άντρα.

Ο Ευριπίδης, δείχνει να κατανοεί και να συμπονά τις γυναίκες για την υποβαθμισμένη
τους θέση και τον περιορισμό τους στον ιδιωτικό χώρο. Είναι ένας υπέρμαχος των
γυναικών και όχι ένας μισογύνης όπως θεωρείται από κάποιους. Αυτός ο
χαρακτηρισμός του δόθηκε εξαιτίας των κωμικών έργων του Αριστοφάνη
(Αθανασοπούλου 2020: 24). Αφοπλιστικός είναι ο στίχος του «ὡς τρὶς ἄν παρ' ἀσπίδα
στῆναι θέλοιμ' ἄν μᾶλλον ἤ τεκεῖν ἅπαξ». Δηλαδή «τρεις φορές θα προτιμούσα να
πολεμήσω παρά μία να γεννήσω». Συγκρίνει δηλαδή τις ωδίνες της γέννας με τις
κακουχίες κατά τη διάρκεια ενός πολέμου. Από αυτή τη σκοπιά και οι γυναίκες
μπορούν να είναι ηρωίδες. O ποιητής διεισδύει στα βάθη της γυναικείας ψυχής
μιλώντας για ανθρώπους, οι οποίοι εξαιτίας των περιστάσεων ενεργούν κατά βάση για
το δικό τους συμφέρον, εξαπατούν, ερωτεύονται ακραία και εκδικούνται λυσσασμένα.
Οι γυναικείοι χαρακτήρες του Ευριπίδη έρχονται σε σύγκρουση με την υποδεέστερη
κοινωνική τους θέση, με τα θεμέλια πάνω στα οποία είναι χτισμένος ο κόσμος και με
την αντίληψη πως μονάχα η τεκνοποιία δικαιολογεί την ύπαρξη τους. (Αθανασοπούλου
2020:24) Μέσα από τη Μήδεια αποκαλύπτεται η θλίψη των γυναικών εξαιτίας της
εξάρτησης τους στην ανδρική κυριαρχία, αλλά και την αντίδραση τους στην ανδρική
ανωτερότητα. Σε αρκετά έργα μάλιστα οι γυναίκες φαίνονται ανώτερες ηθικά και
αξιακά από τους άντρες. Η οικειοθελής θυσία της Ιφιγένειας, της Μακαρίας και της
Άλκηστης, αποτελούν κομβικά παραδείγματα. Η Μήδεια αναδεικνύει την ανισότητα
και επαναστατεί απέναντι στους θεσμούς οι οποίοι καταπιέζουν το γυναικείο φύλο. Η
οργή της δεν είναι αποκλειστικά απέναντι στον Ιάσονα αλλά γενικότερα προς την
ανδροκρατούμενη κοινωνία (Κατούντα, 2007).

ζ) Ο έρωτας για τη Μήδεια έχει πολύ μεγάλη ισχύ στην ανθρώπινη ζωή, είναι η
απόλυτη αξία. Υποστηρίζει πως η γυναίκα μπορεί να υπομείνει κάθε μορφής θλίψης και
πόνου, αν όμως προδοθεί στον έρωτα τότε τίποτα δεν μπορεί να την συγκρατήσει από
την εκδικητική μανία. Η παραβίαση άλλων αξιών μπορεί να γίνει ανεκτή από τη

[71]
γυναίκα, (στ. 263-6 «γυνὴ γὰρ... μιαιφονωτέρα.») αν όμως οι γαμήλιοι όρκοι
προδοθούν οδηγείται στην απόλυτη εξαγρίωση, στην απόλυτη οργή.

Ας σκεφτούμε λιγάκι αυτή τη θέση και ας προσπαθήσουμε να την αναλύσουμε. Η


Μήδεια για χάρη του έρωτα καταπατά όλους τους οικογενειακούς δεσμούς της. Τί είναι
αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να διαλέξει τον έρωτα αντί της οικογένειας του;

Γενικά, το οικογενειακό μας περιβάλλον αποτελείται από πρόσωπα τα οποία δεν


επιλέγονται από εμάς. Δεν αποφασίζουμε εμείς τον πατέρα και τη μητέρα που θα μας
μεγαλώσει. Η οικογενειακή στέγη που μας πλαισιώνει εξαρτάται από εξωτερικούς
παράγοντες και όχι από εμάς τους ίδιους. Η οικογένεια όπου μεγαλώνουμε είναι μια
δέσμευση. Ανεξάρτητα από τον τρόπο που ο οικογενειακός μας περίγυρος θα
συμπεριφερθεί απέναντι μας εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να τον σεβόμαστε, να τον
τιμάμε και να είμαστε πιστοί σε αυτόν. Μία από τις δέκα εντολές που παρέλαβε ο
Μωυσής από το Θεό γράφει. «Tί συμβαίνει όμως στην περίπτωση τουίμα τὸν πατέρα σου καὶ τήν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι
γένηται καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς.» Η τιμή λοιπόν προς την οικογένεια
είναι ένα καθήκον, μια υποχρέωση. Δεν έχουμε την επιλογή ούτε να διαλέξουμε τα
οικογενειακά μας πρόσωπα, ούτε να αποφασίσουμε αν θα τα σεβόμαστε ή όχι.
Οφείλουμε να το κάνουμε.

Η εντολή χρησιμοποιεί το ρήμα «τιμῶ» και όχι το ρήμα «αγαπῶ». Η τιμή συνδέεται με
τη δέσμευση, με τη λογική. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν αγαπάμε την οικογένεια
μας, αλλά το κύριο μέλημα μας είναι να είναι να τη σεβόμαστε και να την τιμάμε. Το
πρόσωπο με τη θέληση του και όχι επειδή του επιβάλλεται, διαλέγει τον άνθρωπο με
τον οποίο θέλει να πορευτεί στη ζωή του. Ο έρωτας είναι το πιο έντονο συναίσθημα
που μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος καθώς μοιράζεται ένα κομμάτι της ψυχής του
επιθυμώντας την ένωση με το πρόσωπο που αγαπά.

Αυτός ο δεσμός είναι για τη Μήδεια ο ισχυρότερος όλων. Μιας και ο άνθρωπος είναι
συναισθηματικό ον μπορούμε να κατανοήσουμε τις πράξεις της που γίνανε με στόχο να
υπερασπιστεί το ερωτικό της πάθος. Η παραβίαση του σημαίνει πως το κομμάτι του
εαυτού μας το οποίο μοιραστήκαμε πετάχτηκε στα σκουπίδια. Εφόσον ο έρωτας είναι
το πιο όμορφο και το πιο έντονο συναίσθημα που μπορούμε να νιώσουμε, η
καταπάτηση του οδηγεί στην πιο μεγάλη θλίψη και οργή. Ένας τέτοιος θυμός μπορεί να
ξεφύγει από τα ανθρώπινα όρια και να οδηγήσει σε φρικτά εγκλήματα. Ακόμη και ο

[72]
ίδιος βασιλιάς Κρέων τρέμει μπροστά στο θυμό και στο μίσος μιας εξαπατημένης από
έρωτα γυναίκας φοβούμενος για αυτά που το εκδικητικό της μένος μπορούν να
προξενήσουν. Το γεγονός μάλιστα πως η Μήδεια είναι ολομόναχη και δεν έχει κανένα
στήριγμα και είναι φαινομενικά ακίνδυνη υπογραμμίζει ακόμα πιο έντονα το φόβο τον
οποίο προκαλεί (στ. 283 «δέδοικά σ'»). Κάτι τέτοιο φανερώνει δύο πράγματα. Πρώτον,
ο ίδιος ο Κρέων αναγνωρίζει πως η παραβίαση των συζυγικών όρκων και της αγάπης
μπορεί να κάνει τους ανθρώπους τα μεγαλύτερα θηρία. Δεύτερον, παρουσιάζει τον
τρόμο που η Μήδεια προξενούσε. Είναι μια μάγισσα και προέρχεται από την Κολχίδα,
είναι συνεπώς βάρβαρη. Ο Κρέων διατάζει άμεσα την εξορία της, έτσι ώστε αυτός και
η οικογένεια του να προστατευτεί από αυτήν.

η) Η Μήδεια στο διάλογο της με τον Κρέοντα χρησιμοποιεί τρεις τρόπους για να
εξασφαλίσει την παραμονή της, η οποία θα της επιτρέψει να υλοποιήσει το σχέδιο της.
Ο πρώτος είναι με λογικά επιχειρήματα και μάλιστα με την ευχή στον Ιάσωνα να
ευτυχήσει μαζί με την καινούργια του γυναίκα, τη Γλαύκη (στ. 313 «νυμφεύετ᾽, εὖ
πράσσοιτε»). Ο λόγος λειτουργεί για τη Μήδεια ως ένα όπλο εξαπάτησης των εχθρικών
της προσώπων. Ο Κρέων την αποκαλεί «σιωπηλὸς σοφός» Mιλά δηλαδή για έναν
άνθρωπο, υποχθόνιο, που γνωρίζει πράγματα τα οποία βέβαια τα κρατά μυστικά, έτσι
ώστε να τα χρησιμοποιήσει εναντίων των εχθρών του την κατάλληλη στιγμή και λέει
μονάχα τα απαραίτητα τα οποία θα τον βοηθήσουν στην τέλεση του πλάνου του. Η
σοφία της δεν είναι αξιοζήλευτη. Είναι μια σοφία που έχει σαν στόχο να βλάψει τους
άλλους για προσωπικό όφελος.

Όταν ο λόγος όμως αποδεικνύεται ανίκανος να πείσει το βασιλιά τότε η Μήδεια


χρησιμοποιεί το δεύτερο όπλο της, το συναίσθημα. Προσπέφτει μάλιστα στο όνομα της
νύφης, κόρης του Κρέοντα ως ικέτιδά (στ. 324 «μή, πρός σε γονάτων τῆς τε νεογάμου
κόρης»). Οι γαμήλιοι όρκοι που κάποτε ήταν ιεροί, ακλόνητοι και αξιοσέβαστοι τώρα
χρησιμοποιούνται ως όπλα πειθούς. Η παραβίαση τους από τον Ιάσωνα έχει ευτελήσει
τελείως το κύρος τους. Η θρησκευτική αξία και η σπουδαιότητα της ικεσίας, που παίζει
κομβικό ρόλο στην ευριπίδεια τραγωδία, γίνεται όργανο στα χέρια της με στόχο το
προσωπικό της όφελος (Πετρίδης χ.χ.).

[73]
Καθώς ούτε η ικεσία και η συναισθηματική πίεση καθιστά δυνατή την επίτευξη του
στόχου της η Μήδεια χρησιμοποιεί τον πιο ιερό δεσμό που της έχει μείνει, τα ίδια της
τα παιδιά. Η σχέση μάνας- τέκνου χρησιμοποιείται χρησιμοθηρικά φανερώνοντας τον
ηθικό ξεπεσμό της. Ζητά μια μέρα διορία για να φροντίσει τάχα για όλα όσα εκείνα
χρειάζονται. Η μητρική της ιδιότητα εδώ στοχεύει στην εξαπάτηση (στ. 340-7 «μίαν-
κεχρημένους.»). Αποτελεί άλλο ένα εργαλείο πειθούς το οποίο εξυπηρετεί στην
πραγμάτωση του εκδικητικού της σχεδίου.

θ) Όπως η Εκάβη έτσι και η Μήδεια υιοθετεί το νόμο της εκδίκησης, ο οποίος
προστάζει την τιμωρία των αδικούντων. Αυτή η ενέργεια απαιτεί σύμφωνα με την ίδια
τόλμη και θάρρος (στ. 394 «τόλμης δ᾽ εἶμι πρὸς τὸ καρτερόν»). Όποιος δείχνει έλεος
στον εχθρό του, όποιος συγχωρεί αντί να είναι αδυσώπητος είναι όχι μόνο δειλός αλλά
και ανόητος, αφελής. Έτσι χαρακτηρίζεται ο Κρέων, ο οποίος αν και είχε τη δύναμη να
την εξορίσει αμέσως, τελικά λυγίζει και της δίνει άλλη μία μέρα παραμονής στην πόλη.
Η συμπόνια και η στοργή που δείχνει ο Κρέων στη σχέση μητέρας-παιδιών θεωρείται
από τη Μήδεια απερισκεψία.

Χρησιμοποιεί μάλιστα μια αρκετά ενδιαφέρουσα λέξη για να χαρακτηρίσει τον εαυτό
της και τις μελλοντικές της πράξεις, αυτή της ευψυχίας (στ. 403 «νῦν ἀγὼν εὐψυχίας»).
Με τον όρο της «ευψυχίας» ονομάζουμε τη γενναιότητα, το ψυχικό σθένος. Οι πράξεις
οι οποίες σχετίζονται με το δόλο, με το ψέμα, με την εξαπάτηση, εφόσον εξυπηρετούν
το εκδικητικό της πλάνο είναι καλές και θαρραλέες. Ο νόμος της εκδίκησης αλλάζει τη
χροιά αυτών των εννοιών τις οποίες εμείς θεωρούμε αισχρές και άτιμες και
φανερώνουν το πώς βλέπει η Μήδεια τον κόσμο.

Αυτοχαρακτηρίζεται μάλιστα «βουλεύουσα καὶ τεχνωμὲνη». Ο δόλιος λόγος και η


μαγική της τέχνη είναι τα όπλα της. Η Μήδεια όμως δεν είναι ένας διαβολικός
χαρακτήρας. Αναγνωρίζει και εκείνη πως οι πράξεις τις οποίες ποθεί είναι φρικτές (στ.
403 «ἕρπ᾽ ἐς τὸ δεινόν·»). Η τόλμη για την οποία προηγουμένως μίλησε σημαίνει να
αναγκάσει τον εαυτό της, να διαφθαρεί ηθικά έτσι ώστε να ικανοποιήσει τα εκδικητικά
της αισθήματα και το πάθος της να επαναφέρει τον κόσμο σε μια ισορροπία
τιμωρώντας την αδικία.. Ωστόσο, καταλαβαίνει και η ίδια, όπως θα ξαναπεί στη

[74]
συνέχεια, πως είναι όσα πρέπει να γίνουν για την τέλεση των σκοπών της είναι έργα
ανόσια και αισχρά.

ΙΙ.

α) Σε αυτό το σημείο της μελέτης μας καλό θα ήταν να μιλήσουμε για το σύζυγο της
Μήδειας, τον Ιάσονα και για το πως διαγράφεται ο ηθικός του χαρακτήρας. Η
σύγκρουση αναφορικά με το πρόσωπο του έγκειται στο οικογενειακό και θρησκευτικό
του καθήκον απέναντι στο ατομικό, στην προσωπική του ευημερία. Ο Ιάσονας
επιλέγοντας το γάμο με την κόρη του βασιλιά Κρέοντα, αποσκοπεί στην εξασφάλιση
μιας πλουσιοπάροχης ζωής. Ωστόσο, αυτό έχει σαν συνέπεια να καταπατήσει τους
γαμήλιους- θεϊκούς του όρκους. Γίνεται ασεβής όχι μόνο απέναντι στη Μήδεια αλλά
και απέναντι στους Θεούς. Ακόμη, καταπατά το οικογενειακό του καθήκον το οποίο
σχετίζεται με την προστασία της οικογένειας του. Η προδοτική του πράξη αφήνει
ανυπεράσπιστη τη Μήδεια και φέρνει τόσο την ίδια όσο και τα παιδιά της αντιμέτωπα
με τα βάσανα που φέρνει η εξορία.

Για τον Ιάσονα η ανώτατη αξία είναι το προσωπικό όφελος. Στην Κολχίδα
εκμεταλλεύτηκε τον έρωτα της Μήδειας και της μαγικής της τέχνης, έτσι ώστε να
αρπάξει το χρυσόμαλλο δέρας. Έπειτα, αφανίζει τον Πελία, σφετεριστή του θρόνου
του, χάρη στο μαγικό τέχνασμα της γυναίκας του. Όταν όμως η Μήδεια δεν του είναι
πια χρήσιμη την παρατάει σχεδιάζοντας να παντρευτεί την κόρη του βασιλιά. Μιλάμε,
συνεπώς, για ένα άτομο το οποίο αδιαφορεί για τα ιερά του καθήκοντα (οικογένεια,
θρησκεία) και βάζει πάνω από όλα την την προσωπική του ευτυχία. Στην ερώτηση της
τροφού προς τον παιδαγωγό για το πώς ο Ιάσονας θα αφήσει την οικογένεια του στη
μοίρα της (στ.74-5 «καὶ ταῦτ᾽ Ἰάσων παῖδας -ἔχει;») ,ο παιδαγωγός κυνικά απαντά πως
ο Ιάσων πλέον έχει το νου σε νέες συγγένειες και όχι σε παλιές (στ. 76-77 «παλαιὰ
καινῶν λείπεται κηδευμάτων- φίλος.»).

Ποιά είναι όμως τα λόγια και η αντίδραση του Ιάσωνα απέναντι στο κατηγορητήριο της
Μήδειας; Είναι αυτά τα οποία αντιπροσωπεύουν απόλυτα το χαρακτήρα του. Δεν
νιώθει απολύτως καμία θλίψη και καμία μετάνοια για την προδοσία του. Φτάνει
μάλιστα στο σημείο να ενοχοποιήσει την ίδια του τη γυναίκα για τα βάσανα που η ίδια
βιώνει (στ. 448-50»σοὶ γὰρ- χθονὸς»). Για τον ίδιο η σωστή συμπεριφορά της Μήδειας

[75]
θα ήταν να μην τα βάζει με την ισχύ των ανωτέρων αλλά να υποτάσσεται σε αυτήν
εξασφαλίζοντας έτσι την παραμονή της στην πόλη. Υπερασπίζεται το δίκαιο του
ισχυρότερου (Δημητρακοπούλου 2016:80). Ο λόγος παίζει πολύ μεγάλο παράγοντα για
εκείνον. Ενώ η Μήδεια τον προσβάλλει και τον βρίζει εκείνος της απευθύνεται με
τρομερή ψυχραιμία ακόμη και με αλαζονεία. Αναλύει τη ρητορική του βήμα-βήμα σαν
ένας δεινός σοφιστής, σαν να γνωρίζει τον τρόπο να πείθεις. Χρησιμοποιώντας τη
γλώσσα με άριστο τρόπο ο Ιάσων καταφέρνει να αποδείξει πως όχι μόνο δεν έχει
προσωπικές βλέψεις, πως όχι μόνο ενδιαφέρεται για εκείνη αλλά φτάνει μάλιστα στο
αποκορύφωμα λέγοντας πως η Μήδεια πρέπει να είναι ευγνώμων προς το πρόσωπο του.

Η σοφία για τον Ιάσονα σχετίζεται με το λόγο και με τον τρόπο εφαρμογής του (στ. 600
«οἶσθ᾽ ὡς μέτευξαι καὶ σοφωτέρα φανῇ·»). Χρησιμοποιεί το ρήμα «φαίνομαι» και όχι
το «είμαι». Αυτό που φαίνεται να είναι κάτι είναι ανώτερο από τον αληθινό του εαυτό.
Αυτή, όμως. η ρητορική δεινότητα που στόχο έχει να αλλάξει την πραγματική φύση
των γεγονότων και να κρύψει το κακό του χαρακτήρος του πρέπει να τιμωρείται
σύμφωνα με τη Μήδεια (στ. 580-1 «ἐμοὶ γὰρ- ὀφλισκάνει»). Η μη παραδοχή μάλιστα
της προδοσίας αλλά η προσπάθεια συγκάλυψης της με ωραία λόγια είναι για τη Μήδεια
η μεγαλύτερη αρρώστια (στ. 469-72 «οὔτοι-ἀναίδει»). Βέβαια και η ίδια η Μήδεια στη
συνέχεια του έργου θα χρησιμοποιήσει την ίδια μέθοδο για να εξαπατήσει τον Ιάσονα.

Οι δύο ήρωες μας, ωστόσο, είναι εξίσου διεφθαρμένοι. Ο Ιάσων διότι παραβίασε τους
θρησκευτικούς και τους οικογενειακούς του όρκους. Η Μήδεια διότι πρόδωσε την
οικογένεια της και μετά από την προδοσία του Ιάσονα η εσωτερική της νόσος
μετατρέπεται σε μίσος, σε μανία που στο τέλος του έργου της κλέβει την ανθρώπινη
μορφή της.

β) Η προδοτική συμπεριφορά του Ιάσονα έχει φέρει ριζικές αλλαγές στον τρόπο με τον
οποίο η Μήδεια αντιμετωπίζει τους όρκους. Ο διάλογος της με τον Αιγέα είναι ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο βασιλιάς της Αθήνας, ερχόμενος από το μαντείο των
Δελφών, συναντά τυχαία τη Μήδεια. Είναι άτεκνος και ζητάει τον προφητικό χρησμό.
Το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι το ιδανικό για τη σωτηρία της, καθώς όντας βασιλιάς
μπορεί να της δώσει άσυλο στην πόλη του. Αποτελεί μέρος της εκδίκησής της, διότι της
δίνει ένα σίγουρο στήριγμα ότι θα βρει μια στέγη αφότου φύγει από την Κόρινθο. Η

[76]
Μήδεια καταφέρνει να κερδίσει την ευσπλαχνία και την εμπιστοσύνη του
επικαλούμενη το συναίσθημα και τη γνώση της μαγικής τέχνης, η οποία μπορεί να
λύσει το πρόβλημα του. Η μητρότητα εδώ λειτουργεί ως όργανο με το οποίο κερδίζει
την προστασία του εξυπηρετώντας έτσι την επίτευξη του εκδικητικού της σχεδίου. Του
ζητά μάλιστα να ορκιστεί στους Θεούς πως θα της δώσει άσυλο (στ. 731-2
«ἀλλα-.καλῶς.»). Δίχως τον όρκο τα λόγια του δεν έχουν καμία αξία. Είναι κενά. Αυτή
η δυσπιστία αποτελεί σημάδι της εσωτερικής της κατάστασης. Δεν μπορεί πλέον να
έχει εμπιστοσύνη σε τίποτα και σε κανέναν.

Ωστόσο, οι όρκοι, μετά την παραβίαση τους από τον Ιάσονα, έχουν χάσει την
παντοδυναμία τους, είναι εύθραυστοι. Κάποτε, αρκούσαν για να εγγυηθούν ότι οι
άνθρωποι θα μείνουν πιστοί στα λόγια τους, αλλά τώρα αυτό δεν συμβαίνει. Η Μήδεια
τον ρωτάει ποιες θα είναι οι επιπτώσεις μιας πιθανής παραβίασης των όρκων, φοβάται
37
μήπως γίνει το θύμα για δεύτερη φορά (στ. 754). Θέλει να είναι σίγουρη πως αν ο
Αιγέας καταπατήσει τους όρκους του θα τιμωρηθεί. Χωρίς το φόβο της τιμωρίας το
άτομο μπορεί πολύ εύκολα να εξαπατά τους άλλους παραβιάζοντας τους όρκους τους
οποίους έχει δώσει.

γ) Έχοντας εξασφαλίσει την προστασία του Αιγέα η Μήδεια είναι ελεύθερη πια να
βάλει σε δράση το εκδικητικό της σχέδιο. Αυτό περιλαμβάνει τον αφανισμό όλων των
αγαπημένων προσώπων του Ιάσονα, ξεκινώντας από τη γυναίκα που πρόκειται να
παντρευτεί, τη Γλαύκη. Τα μέσα τα οποία χρησιμοποιεί η Μήδεια για να δολοφονήσει
τη Γλαύκη δείχνουν φανερά τις καινούργιες αντιλήψεις της για τους γαμήλιους όρκους.
Τα γαμήλια δώρα τα οποία προσφέρει στη Γλαύκη, τα οποία η νύφη φορά κατά την
τελετή, είναι ποτισμένα με δηλητήριο. Αυτό μας δείχνει κάτι πολύ βασικό. Οι γαμήλιοι
όρκοι είναι εύθραυστοι, δεν είναι ακλόνητοι. Όπως ο Ιάσων με μεγάλη ευκολία τους
καταπάτησε, έτσι και η ίδια οδηγεί το ζευγάρι στον όλεθρο χρησιμοποιώντας την ίδια
αξία. Οι όρκοι οι οποίοι φαίνονται αιώνιοι και σταθεροί μπορούν να κρύβουν μια
χαρακτηριστική αδυναμία. Ο θάνατος της Γλαύκης προέρχεται από το ολόχρυσο
στεφάνι και από το πέπλο που χαρίζει η Μήδεια στη νύφη έχοντας πείσει

37Το μεγαλύτερο κακό που υφίσταται ένας άνθρωπος που η εμπιστοσύνη που έδειξε απέβη
καταστροφική γι’ αυτόν είναι η εμμονική καχυποψία και ο συνεχής φόβος μήπως κάποτε γίνει
το θύμα για δεύτερη φορά

[77]
προηγουμένως τον Ιάσωνα πως μετάνιωσε για τη συμπεριφορά της. Σύμφωνα με τον
Ευριπίδη (στ. 964) «πείθειν δῶρα καὶ θεοὺς λόγος», αλλά και με τον Πλάτωνα «Δῶρα
θεοὺς πείθει, δῶρ' αἰδοίους βασιλῆας» (Πολιτεία 390e). Αυτά λοιπόν που στα μάτια μας
φαίνονται όμορφα μπορεί να κρύβουν μια εσωτερική ασχήμια. Αυτά που φαίνονται
σταθερά και ακλόνητα μπορεί στην πραγματικότητα να μην έχουν καμία δύναμη.

Η Γλαύκη πεθαίνει ίσως με τον πιο βασανιστικό θάνατο: καίγεται ζωντανή. Η φωτιά
χαρακτηρίζει άριστα τη μανία της Μήδειας να καταστρέψει, να αφανίσει. Η φωτιά
όμως εκτός από τη δίψα που έχει να κάψει, κρύβει άλλη μια ιδιότητα, σκοτεινότερη
ίσως της πρώτης. Όταν σβήσει το μόνο που υπάρχει πλέον ζωντανό είναι οι στάχτες
αυτών που κατέστρεψε, το απόλυτο κενό. Ίσως αυτοί που επιβιώνουν είναι
περισσότερο δυστυχισμένοι, έχοντας να αντιμετωπίσουν μια καινούργια
πραγματικότητα στην οποία όλα όσα δημιουργήσανε και αγάπησαν χαθήκανε. Αυτός
είναι ο λόγος που η Μήδεια, αν και μισεί τόσο πολύ τον Ιάσονα, τον αφήνει ζωντανό.
Θέλει να του πάρει τα πάντα, να αφανίσει όλα όσα έχουν αξία γι' αυτόν, όλα όσα δίνουν
νόημα και πνοή στη ζωή του και να τον αφήσει εγκαταλελειμμένο και συντετριμμένο,
όπως ακριβώς άφησε αυτός εκείνη. Μια τέτοια τιμωρία είναι σκληρότερη του θανάτου.
Όπως λέει και ο Κρέων μόνο ένας δαίμονας θα μπορούσε να πράξει με τέτοιο τρόπο,
φανερώνοντας έτσι τη νέα μορφή που η Μήδεια σιγά-σιγά αποκτά (στ. 1207-8 « Ὦ
δύστηνε παῖ,|τίς σ᾽ ὧδ᾽ ἀτίμως δαιμόνων ἀπώλεσεν;;»).

δ) Η ολοκληρωτική εξολόθρευση του Ιάσονα όμως δεν σταματάει εδώ αλλά


περιλαμβάνει άλλη μία πράξη, τη σφαγή των ίδιων της των παιδιών. 38 Ξέρει πως έτσι θα
συντρίψει ολοκληρωτικά τον εχθρό της. Η απόφαση της ενισχύεται επίσης από τη θέση
του Κρέοντα πως μία από τις μεγαλύτερες χαρές είναι να έχεις κάποιος παιδιά και στη
στάση του Αιγέα, ο οποίος κάνει τα πάντα για να αποκτήσει έστω και ένα (στ. 329
«πλὴν-πολύ») (Δημητρακοπούλου 2016 :122). Η Μήδεια αναγνωρίζει το έγκλημα της.
Καταλαβαίνει πως ο θάνατος τους από το δικό της χέρι, οδηγεί και στο δικό της
εσωτερικό θάνατο.

38Ο φόνος των παιδιών από τη Μήδεια στην παρούσα τραγωδία έχει συμβολικό τόνο. Πρώτον,
φανερώνει την οργή της Μήδειας προς το σύζυγο της εξαιτίας της κακομεταχείρισης της και
την προσπάθεια να αποβάλλει από μέσα της τόσο το κομμάτι του Ιάσονα όσο και ένα του
εαυτού της (Πετρίδης χ.χ.).

[78]
Έχουμε, λοιπόν, εδώ μια τεράστια εσωτερική σύγκρουση. Από τη μία έχουμε τη δίψα
για εκδίκηση, την επιθυμία της τιμωρίας των εχθρών της και της αποκατάστασης της
τιμής και της ισορροπίας. Από την άλλη έχουμε τον ιερό δεσμό ανάμεσα στη μητέρα
και στα παιδιά της. Η Μήδεια δεν μπορεί να έχει και τα δύο. Αν θέλει να καταστρέψει
τον Ιάσονα, πρέπει να σκοτώσει ότι σημαντικότερο έχει αυτός στη ζωή του. Αν όμως
δεν αντέξει τη φρικαλεότητα αυτής της πράξης, τότε θα τον έχει αφήσει ατιμώρητο.
Όπως είδαμε νωρίτερα, η θλίψη και ο πόνος που νιώθει ο άνθρωπος για μια πράξη που
αναγκάζεται να κάνει συνδέεται με την ηθική αρετή. Ας μελετήσουμε τη
συναισθηματική απόκριση της. Κατανοεί μεν τη φρίκη της παιδοκτονίας, την οποία
τίποτα δεν μπορεί να κρύψει, μιλά όμως με μια ψυχρότητα για την πράξη την οποία
ετοιμάζει. Έχει σαπίσει εσωτερικά, το μόνο που της έχει μείνει είναι η δίψα για
εκδίκηση. Ακόμα και τα ίδια της τα παιδιά αποτελούν κομμάτι αυτού του σχεδίου.
Αναγνωρίζει μεν το έγκλημα που πρόκειται να διαπράξει ωστόσο αυτό δεν είναι αρκετό
για να την σταματήσει. Το μίσος και ο πόνος την έχουν κάνει ένα τέρας και δεν θα
κοπάσουν μέχρι το εκδικητικό μένος να ικανοποιηθεί. Δεν μπορεί να ανεχτεί να γίνεται
θύμα στα χέρια των εχθρών της (στ.797 «οὐ γὰρ γελᾶσθαι τλητὸν ἐξ ἐχθρῶν, φίλαι»). Ο
Ευριπίδης εδώ με την περιγραφή της Μήδειας έρχεται σε αντίθεση με την θέση του
Σωκράτη σύμφωνα με την οποία κανένας δεν είναι κακός με τη θέληση του και ότι η
ανηθικότητα οφείλεται στην άγνοια.

Ο χορός αμέσως επεμβαίνει προσπαθώντας να την κάνει να κατανοήσει πραγματικά τη


φύση της πράξης της (στ. 816 «ἀλλὰ κτανεῖν σὸν σπέρμα τολμήσεις, γύναι;»). Δείχνει
το στοιχείο της ανθρωπιάς το οποίο λείπει από εκείνη. Μόνο ένα ακραία διεφθαρμένο
θα τα έβλεπε ως άψυχα εργαλεία εκδίκησης, είναι το αίμα της. Εκείνη όμως προχωρά
με αποφασιστικότητα χωρίς βέβαια να κατανοεί απόλυτα αυτό που σκοπεύει να κάνει.
Το μίσος την έχει τυφλώσει και την οδηγεί σε αισχρές σκέψεις και πράξεις. Την έχει
ερημώσει (στ. 818 «σὺ δ᾽ ἂν γένοιό γ᾽ ἀθλιωτάτη γυνή»).

Παράλληλα, η Μήδεια εκφράζει δύο βασικές αρχές για την ίδια. Πρώτον, ο φίλος του
εχθρού μου είναι και δικός μου εχθρός. Εφόσον, τα πιο αγαπητά στον Ιάσονα πρόσωπα
είναι τα παιδιά του, αυτά πρέπει να αφανιστούν. Αυτή η αρχή είναι ισχυρότερη για

[79]
εκείνη από το δεσμό που έχει με τα ίδια. Ακόμα και αν στο τέλος οδηγεί στον
εσωτερικό αφανισμό της, εκείνη δεν μετανιώνει για την πράξη της.

Δεύτερον, κατηγορεί το χορό για υποκρισία, εκφράζοντας την αντίληψη πως όσοι
δίνουν εντολές αφ’ υψηλού, όσοι επικαλούνται την ψυχρότητα των νόμων είναι
υποκριτές. Ο χορός επικαλείται τους νόμους οι οποίοι απαγορεύουν και κατακρίνουν
τις πράξεις που περιλαμβάνει το εκδικητικό της σχέδιο (στ. 811-3 «ἐπείπερ-τάδε»). Οι
νόμοι που επικαλείται ο χορός δεν αγγίζουν τη Μήδεια διότι είναι άψυχοι,
αναποτελεσματικοί δεν μπορούν να σβήσουν τον πόνο, τον εξευτελισμό και το μίσος
που νιώθει. Οι νόμοι για μια γυναίκα η οποία εξαπατήθηκε και ταπεινώθηκε είναι κενοί
περιεχομένου. Είναι απρόσωποι, άδειες λέξεις. Τα συναισθήματα που γεννιούνται στην
ανθρώπινη ψυχή εξαιτίας της προδοσίας, της αδικίας, της εκμετάλλευσης και της
καταπίεσης είναι κάποιες φορές τόσο έντονα που ο νόμος δεν έχει πια καμία δύναμη να
εμποδίσει τις πράξεις μας.

ε) Υπάρχει όμως μια κομβική διαφορά ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη. Ένα
θεωρητικό πλάνο μπορεί να φαίνεται πως εύκολα μπορεί να υλοποιηθεί, όταν όμως
έρχεται η στιγμή να εφαρμόσουμε εκείνα που σχεδιάζουμε τα πράγματα είναι τελείως
διαφορετικά. Μόλις η Μήδεια βλέπει με τα ίδια της τα μάτια τα παιδιά της αλλάζει.
Κατανοεί πραγματικά τη φύση του εγκλήματος που πρόκειται να διαπράξει. Κλαίει
στην όψη τους, λυγίζει (στ. 922 «τί χλωροῖς δακρύοις τέγγεις κόρας»).

Ο Ευριπίδης δεν θέλει να μας μιλήσει για ένα τέρας, το οποίο λόγω του μίσους
σκοτώνει με μια πρωτοφανή ψυχρότητα, αλλά για έναν άνθρωπο ο οποίος προδόθηκε,
μίσησε, εξαπατήθηκε αλλά την ώρα που πάει να δώσει το τελειωτικό χτύπημα,
διστάζει. Το παιδικό χαμόγελο, η παιδική αγκαλιά δεν μπορούν να την αφήσουν
ασυγκίνητη. Ακόμα και ένας άνθρωπος με τόση οργή, μίσος και δίψα για εκδίκηση
μπορεί να κλάψει. Αυτό το ενδεχόμενο επανένωσης ολόκληρης της οικογένειας, ακόμα
και ψεύτικη, την ταρακουνά. Τα δάκρυα της δείχνουν την αγάπη της, το δεσμό που τη
συνδέει με τα παιδιά της και τον αγιάτρευτο πόνο που θα προκαλέσει. Εκείνη τα
γέννησε (στ. 930 «ἔτικτον αὐτούς·»).

στ) Έχουμε οδηγηθεί στην κορύφωση του δράματος και της αξιακής σύγκρουσης. Ο
φόνος των παιδιών της σημαίνει την ολοκλήρωση του εκδικητικού σχεδίου της.

[80]
Σηματοδοτεί την καταστροφή του Ιάσωνα μέσω του αφανισμού των αγαπημένων του
προσώπων. Ωστόσο, αυτά είναι και τα δικά της προσφιλέστερα πρόσωπα. Αν τα
σκοτώσει χάνεται για πάντα ένα κομμάτι του εαυτού της. Το μοναδικό που δεν έχει
ακόμα καταληφθεί από τη μανία. Το μοναδικό που είναι ακόμα ανθρώπινο. Αυτός είναι
όμως ο αποκλειστικός τρόπος για να εξολοθρεύσει τον εχθρό της.

Ο ποιητής φανερώνει σε όλο της το μεγαλείο την εσωτερική σύγκρουση της Μήδειας
ανάμεσα σε αυτές τις δύο αξίες. Εκείνη, κλαίει για όσα δεν πρόλαβε να ζήσει με τα
παιδιά της και θρηνεί για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται (στ. 1028 «ὦ
δυστάλαινα τῆς ἐμῆς αὐθαδίας»). H οργή την έκανε να χάσει τα λογικά της. Νιώθει
μάλιστα οίκτο για τον εαυτό της. Μια ζωή δίχως τα πολυτιμότερα για μας άτομα οδηγεί
μονάχα στη θλίψη και στον πόνο (στ. 1036-7 «σφῷν γὰρ- ἀλγεινόν τ᾽ ἐμοί·»). Τίποτα
δεν συγκρίνεται με την ευτυχία που μας προσφέρουν τα παιδιά. Τίποτα δεν μπορεί να
τελεστεί έχοντας αυτά ως τίμημα. Υπάρχει ακόμα καρδιά μέσα της, το μίσος χάνεται
μπροστά στο βλέμμα των παιδιών της (στ. 1042 «καρδία γὰρ οἴχεται»). Η εκδικητική
μανία δεν τα κατέστρεψε όλα. Το πλάνο της καταστρέφεται. Θα τα πάρει και θα φύγει
(στ. 1044 οὐκ ἂν δυναίμην·,- ἐκ γαίας ἐμούς»).

Αμέσως, όμως, πυροδοτείται το μένος (στ.1049-50). Μέσα της υπάρχουν δύο


πρόσωπα, το εκδικητικό και το αφιερωμένο στην ευτυχία των παιδιών της, τα οποία
αντιμάχονται να εξουδετερώσουν το ένα το άλλο. Η επιλογή του ενός σημαίνει το τέλος
του άλλου. Αρχικά, η αγάπη προς τα παιδιά, ο δεσμός μητέρας-τέκνων υπερισχύει.
Ύστερα, όμως γίνεται θύμα της οργής. Αυτά τα δύο καθήκοντα συγκρούονται. Η
αδυναμία να επιλέξει δείχνει τη δύναμη που έχουν πάνω της αλλά φανερώνει επίσης
πως η παραβίαση οποιασδήποτε δέσμευσης οδηγεί στη δυστυχία. Ιδανικά, θα ήθελε να
καταστρέψει τον Ιάσονα χωρίς να χρειαστεί να σκοτώσει τα παιδιά της. Κάτι τέτοιο
όμως είναι αδύνατο. Η Μήδεια είναι καταδικασμένη. Καμία επιλογή δεν οδηγεί στην
ευτυχία. Θα μπορούσαμε μάλιστα να μιλήσουμε για μια διαμάχη μεταξύ λογικής και
συναισθήματος. Η λογική λέει ότι τα παιδιά της θα της δίνουν αιώνια χαρά και ότι δεν
έχουν φταίξει σε τίποτα για να πληρώσουν με τέτοιο τρόπο. Από την άλλη, το
συναίσθημα εκφράζει την οργή και την υποχρέωση να τιμωρήσει τους εχθρούς της.
Μονάχα ένα όμως μπορεί να μείνει ζωντανό. Η Μήδεια καταλαβαίνει τη φρίκη της
παιδοκτονίας μα είναι ανήμπορη να υποτάξει το μίσος της. Η οργή στο τέλος

[81]
υπερισχύει της λογικής... (στ. 1079-80 «θυμὸς δὲ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων,|
ὅσπερ μεγίστων αἴτιος κακῶν βροτοῖς.»)

Πρέπει βέβαια σε αυτό το σημείο να υπογραμμίσουμε πως η πράξη της δεν αποτελεί
μονάχα το φρικτό αποτέλεσμα μιας παράλογης οργής αλλά της προσπάθειας να
προστατεύσει τον εαυτό της και να αποκαταστήσει την τιμή της. Η Helen Foley στο
έργο της Female Acts in Greek Tragedy (2002: 200) θεωρεί πως η λογική και το πάθος
συνεργάζονται αρμονικά στο εκδικητικό της πλάνο. Παράλληλα, η τιμωρία του Ιάσονα
αποδεικνύει το σεβασμό της στο δίκαιο, την προσπάθεια της να προστατεύσει τον
εαυτό της από μια ανδροκρατούμενη και διεφθαρμένη κοινωνία καθώς και την τιμή
της, η οποία αν προσβληθεί οδηγεί στο πιο φρικτό και έντονο μίσος (Δημητρακοπούλου
2016 :123). Η απόφαση της είναι απόλυτα συνειδητή και πηγάζει από την ανάγκη να
επαναφέρει τον κόσμο στην πρέπουσα μορφή του. Ωστόσο αυτό δεν αναιρεί το γεγονός
ότι ο θάνατος των παιδιών της από τα ίδια της τα χέρια οδηγεί στην αυτοκαταστροφή
της και στην αλλαγή της σε κάτι το μη ανθρώπινο.

ζ) Η θέση του χορού είναι εξαιρετικά κρίσιμη (στ. 1231-5). Θεωρεί δίκαιη την τιμωρία
του Ιάσονα ( «ἐνδίκως»). Ο επίορκος δεν πρέπει να μείνει ατιμώρητος. Ωστόσο, θρηνεί
για τον τρόπο με τον οποίο επεβλήθη. Αθώα πρόσωπα, όπως της Γλαύκης και των
παιδιών της Μήδειας, χάσανε τη ζωή τους άδικα, χωρίς να έχουν βλάψει κανέναν.

Ας προσπαθήσουμε όμως να σκεφτούμε με ποιον τρόπο θα έπρεπε να τιμωρηθεί ο


Ιάσονας.

Βασιζόμενος στη θεϊκή τιμωρία; Μα η θεϊκή ισχύ αποδείχτηκε αδύναμη μιας και ο
Ιάσονας αν και παραβίασε τους γαμήλιους όρκους έμεινε ατιμώρητος.

Βασιζόμενος στην ανθρώπινη τιμωρία; Μα αυτή αποδείχθηκε διεφθαρμένη. Ο Κρέων


όχι μόνο δεν τον τιμωρεί για την εγκατάλειψη της οικογένειας του αλλά του δίνει
μάλιστα το χέρι της κόρης του.

Όταν ούτε το θεϊκό, ούτε το ανθρώπινο δικαστήριο φαίνεται ικανό να τιμωρήσει τους
εγκληματίες, οι άνθρωποι που υπέστησαν την αδικία μπορεί να πάρουν το νόμο στα
χέρια τους. Η ατιμωρησία στην παρούσα τραγωδία μετατρέπει τη Μήδεια σε μια
παιδοκτόνα, σε μια λυσσασμένη και μανιασμένη ύπαρξη. Οι αξίες της σχετίζονται με

[82]
την απονομή της δικαιοσύνης, την τιμή και την ανταπόδοση των ευεργετικών πράξεων
(Δημητρακοπούλου 2016: 123). Οι πράξεις της είναι ένα κράμα εκδικητικού πάθους και
υπεράσπισης των ιδανικών της.

Ούτε η ίδια όμως δεν μπορεί να ξεφύγει από τις ενέργειες τις οποίες τέλεσε για να
τιμωρήσει τον Ιάσωνα. Αυτές την οδηγούν σε μεγαλύτερη θλίψη (στ. 1250 «δυστυχὴς
δ᾽ ἐγὼ γυνή»). Τα τελευταία λόγια της με τον Ιάσονα φανερώνουν την ολοκληρωτική
της αλλαγή. Έχοντας ικανοποιήσει το εκδικητικό της μένος, εμφανίζεται στη στέγη του
σπιτιού πάνω στο άρμα του Ήλιου που το σέρνουν δράκοντες. Αυτή η σκηνή δείχνει τη
μεταμόρφωση της σε κάτι το μη ανθρώπινο, σε κάτι το δαιμόνιο και τερατόμορφο.
Οδηγείται στη λύτρωση απαλλαγμένη από την ανθρώπινη μορφή της. Πλέον η ζωή της
θα είναι κενή από αγάπη και ευτυχία. Στο τέλος του έργου η Μήδεια γίνεται όμοια με
το πρόσωπο που εκδικήθηκε, ενώ ο Ιάσονας όμοιος με το πρόσωπο που στην αρχή
αδίκησε. Τον βλέπουμε συντετριμμένο να θρηνεί το θάνατο των παιδιών του. Η
συμπεριφορά του είναι όμοια με αυτή που είχε η Μήδεια στην αρχή του έργου..

7.1 Το πρόβλημα της ατιμωρησίας

α) Σύμφωνα με τα όσα είδαμε λοιπόν από αυτά τα δύο έργα του Ευριπίδη, ο
ανθρώπινος χαρακτήρας μπορεί να αλλάξει. Οι συνθήκες και οι περιστάσεις μπορούν
να μας μετατρέψουν σε κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που ήμασταν. Οι αντιλήψεις
και οι ιδέες μας μπορούν να αλλοιωθούν. Οι άνθρωποι είμαστε ευάλωτοι στην αλλαγή.
Μερικές φορές αυτή μπορεί να μας ωφελήσει. Να μας κάνει πιο σκληρούς και ίσως και
πιο ρεαλιστές. Να μας βγάλει από τον παραμυθένιο κόσμο στον οποίο ζούμε. Σίγουρα
όμως η παραβίαση μιας κομβικής δέσμευσης ενός άλλου ανθρώπου που συνδέεται με
μας, δεν έχει πάντα ευνοϊκές αλλαγές για το άτομο. Μπορεί να μετατρέψει τα πρόσωπα
σε θηρία.

Τί είναι όμως αυτό που αναγκάζει τη Μήδεια και την Εκάβη να ενεργήσουν με αυτόν
τον τρόπο; Είναι απλώς κακές και δαιμονικές; Τί είναι αυτό που οδηγεί τις πράξεις
τους; Αυτή είναι η ατιμωρησία. Όταν βλέπουμε ανθρώπους οι οποίοι μας αδίκησαν και

[83]
μας κακομεταχειρίστηκαν, ενώ εμείς υποφέρουμε εσωτερικά, να μην δέχονται καμία
τιμωρία αλλά να κυκλοφορούν με άνεση και με αυτοπεποίθηση σαν να μην έκαναν
ποτέ τίποτα, τότε το αίσθημα της αδικίας και του μίσους κυριαρχούν μέσα μας. Όσο
μάλιστα πιο ταπεινωμένος νιώθει ο άνθρωπος τόσο πιο μανιασμένη θα είναι η
συμπεριφορά του. Μια βίαιη και εγκληματική πράξη απέναντι κάποιου φέρνει την
ανάλογη αντίδραση. Αν ο Πολυμήστορας και ο Ιάσωνας είχαν τιμωρηθεί τότε ούτε η
Εκάβη, ούτε η Μήδεια, θα έκαναν αυτά που έκαναν. Σίγουρα, η οργή δεν θα
εξαφανιζόταν αλλά η τιμωρία τους θα μπορούσε να την απαλύνει. Οι δύο ήρωες μας
κάνουν να σκεφτούμε τον κόσμο όπως θα έπρεπε να είναι. Όποιος αδικεί, εγκληματεί
και παραβιάζει ηθικές δεσμεύσεις πρέπει να τιμωρείται ότι κι αν γίνει. Αυτό όχι μόνο
ικανοποιεί τον θυμό του προσώπου, όχι μόνο απονέμει δικαιοσύνη αλλά φανερώνει πως
παρόμοιες συμπεριφορές δεν ανήκουν σε αυτόν τον κόσμο και πρέπει σταδιακά να
εξαφανιστούν. Διδάσκει στους ανθρώπους ποιες είναι οι ενάρετες και ηθικές πράξεις
και ποιες όχι.39

Ωστόσο, αν η πόλη αδυνατεί να απονείμει δικαιοσύνη τότε το ίδιο το πρόσωπο μπορεί


να πάρει το ρόλο του δικαστή ανεξάρτητα της ηθικής εσωτερικής μόλυνσης που
προκαλείται. Ακόμα και αν οι δύο χαρακτήρες μπορούσαν να γυρίσουν τον χρόνο πίσω
σίγουρα θα ενεργούσαν με τον ίδιο τρόπο, ακόμη και αν γνώριζαν τις επιπτώσεις που οι
ενέργειες τους θα είχαν πάνω τους.

Ο ηθικός ξεπεσμός όμως που υφίσταται το θύμα για να τιμωρήσει τον παραβάτη δεν θα
έπρεπε να υπάρχει. Μονάχα ένα ισχυρό σύστημα το οποίο τιμωρεί παραδειγματικά
όσους αδίκησαν και κακομεταχειρίστηκαν τους άλλους μπορεί να μας προστατεύσει
από αυτόν τον ηθικό ξεπεσμό και να βάλει τα πράγματα σε ισορροπία. Δυστυχώς όμως
στον κόσμο, εξαιτίας της ανισοκατανομής της εξουσίας ανάμεσα στους ανθρώπους,
βλέπουμε πρόσωπα τα οποία εκμεταλλεύτηκαν την εξουσία που είχαν στα χέρια τους,
να μένουν ελεύθερα και ανέγγιχτα και άλλα να τιμωρούνται πολύ σκληρά για
μικρότερα σε ισχύ αδικήματα. Ο κόσμος για τον Ευριπίδη είναι χτισμένος πάνω σε
εύθραυστα θεμέλια.
39 Κατά τον Πλατωνικό Πρωταγόρα η τιμωρία λειτουργεί προληπτικά, δηλαδή στοχεύει στο να
αποθαρρύνει άλλους ανθρώπους από παραβατικές και εγκληματικές ενέργειες, χωρίς όμως να
έχει εκδικητικό χαρακτήρα (324b). Συνεπώς, η τιμωρία διδάσκει ποιες πράξεις είναι επιθυμητές
και πρέπει να ακολουθούνται και ποιες όχι. Αποτελεί ζωτικό παράγοντα συγκρότησης μιας
κοινωνίας.

[84]
[85]
8. Ευριπίδης-Ηλέκτρα

Ι.

α) Στη συνέχεια της μελέτης μας θα μιλήσουμε για την Ηλέκτρα στην οποία εξετάζεται
ένα πολύ ενδιαφέρον ζήτημα. Είναι οι θεϊκοί χρησμοί, οι θεϊκές εντολές πάντοτε
σωστές και αλάνθαστες ή μήπως ακόμα και οι ίδιοι οι Θεοί, ακόμα και αυτό το οποίο
θεωρείται απολύτως βέβαιο και αδιαμφισβήτητο μπορεί να σφάλλει; Ένας χρησμός ο
οποίος διατάσσει μια απάνθρωπη πράξη, μπορεί να αθωώσει το πρόσωπο από το
έγκλημα το οποίο διέπραξε ή όχι; Ο φόνος της μητέρας, ως αποτέλεσμα της εντολής
του Απόλλωνα, σβήνει τη φρίκη της πράξης ή ο μητροκτόνος πρέπει αναγκαστικά να
πληρώσει, ακόμα και αν υποχρεώθηκε να ενεργήσει ενάντια στις αντιλήψεις του;

Στην παρούσα τραγωδία θα αναφερθούμε σε τέσσερα πρόσωπα μέσα από τα οποία θα


αναζητήσουμε απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Αρχικά, σε έναν φτωχό γεωργό,
σύζυγο της Ηλέκτρας, ο οποίος μας φανερώνει πως η ηθική αρετή δεν είναι
αποκλειστικό προνόμιο της αριστοκρατικής τάξης, αλλά μπορεί να είναι κομμάτι
ανθρώπων που υστερούν σε πλούτο και σε υψηλή καταγωγή.

Στη συνέχεια, στην Ηλέκτρα, κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, η οποία
μετά το θάνατο του πατέρα της, διώχνεται από τον Αίγισθο από το παλάτι και παρόλο
που είναι πριγκίπισσα ζει φτωχικά μέσα μια καλύβα μαζί με τον άντρα της. Μονάχα το
μίσος για τη μητέρα της και το πάθος της για εκδίκηση δίνουν νόημα στην ύπαρξη της.
Από αυτή τη σκοπιά η Ηλέκτρα συνδέεται με τη Μήδεια μιας και το μίσος υπάρχει ήδη
από τους πρώτους στίχους.

Το τρίτο κομβικό πρόσωπο του έργου είναι αυτό του Ορέστη, μικρότερου αδερφού της
Ηλέκτρας, εξόριστου από το Άργος, ο οποίος εκφράζει την αμφισβήτηση στο θεϊκό
αλάθητο αλλά στο τέλος υποτάσσεται στη θεϊκή απόφαση, η οποία προτάσσει την
επιστροφή του στην πόλη και τη δολοφονία της ίδιας του της μητέρας, έτσι ώστε να
ξεπλυθεί ο θάνατος του πατέρα του.

[86]
Τέλος, θα αναφερθούμε στην Κλυταιμνήστρα, μητέρα της Ηλέκτρας και του Ορέστη, η
οποία εξαιτίας της θυσίας της Ιφιγένειας και της προσβολής του Αγαμέμνονα προς την
ίδια φέρνοντας την ερωμένη του μαζί του στο παλάτι από την Τροία, οδηγείται στη
δολοφονία του άντρα της με τη βοήθεια του Αιγίσθου.

Ξεκινώντας λοιπόν τη μελέτη μας αναφορικά με τις αξιακές συγκρούσεις και την ηθική
ή όχι στάση των ηρώων θα μιλήσουμε για το πρόσωπο του γεωργού.

ΙΙ.

α) Ο γεωργός είναι ο σύζυγος της Ηλέκτρας. Ο Αίγισθος που μαζί με την


Κλυταιμνήστρα έχουν αρπάξει την εξουσία, δίνουν την Ηλέκτρα σε ένα φτωχό άντρα
για να είναι σίγουροι ότι εκείνος, όντας ανήμπορος οικονομικά και ασήμαντος
κοινωνικά, δεν θα έχει τη δύναμη να τους τιμωρήσει ούτε να αποκτήσει γιους
εκδικητές.

Ήδη από τα πρώτα του λόγια φανερώνεται ο ηθικός και ενάρετος χαρακτήρας του.
Συμπονά την Ηλέκτρα για τις δυστυχίες της και παρόλο που είναι η γυναίκα του δεν την
έχει αγγίξει ερωτικά. Ο σεβασμός σε ένα πονεμένο πρόσωπο και η αναγνώριση της
βασιλικής της καταγωγής έχουν μεγάλη αξία για αυτόν (στ. 45-6 «αἰσχύνομαι-γεγώς»).
Αντιμετωπίζει την Ηλέκτρα έχοντας ένα υψηλό αίσθημα σεβασμού απέναντι της και
δεν την θεωρεί κτήμα του. Μα και η ίδια ενώ είναι κόρη βασιλιά δείχνει μεγάλη
εκτίμηση στο πρόσωπο του (στ. 71-3 «δεῖ δή- πόνους»). Τα λόγια της ενισχύουν τη
ρεαλιστική όψη που της δίνει ο Ευριπίδης. Κανένας από τους άλλους δύο τραγικούς
ποιητές δεν θα έγραφε ποτέ για μια κόρη βασιλιά, η οποία ασχολείται με καθημερινά
πράγματα, όπως το νοικοκυριό. Παρουσιάζει ανθρώπους του μόχθου, καθημερινούς
όπως εμείς, αντιηρωικούς (Καραδήμα 2018 :3). Οι πράξεις και τα πάθη της
ανταποκρίνονται σε εκείνα ανθρώπων «της διπλανής πόρτας» (στ. 74-5 «τἀν- καλῶς»).
Υπάρχει ένας αμοιβαίος σεβασμός ανάμεσα στα δύο πρόσωπα. Ανεξάρτητα από το
μίσος που κρύβει μέσα της η Ηλέκτρα περιποιείται εκείνον που τη σεβάστηκε.

Ο γεωργός, παράλληλα, αν και είναι αδύναμος οικονομικά είναι πλούσιος σε ηθικές


αξίες και αρετές. Η οικονομική κατάσταση δεν αντιπροσωπεύει τον εσωτερικό κόσμο
των ανθρώπων. Αυτοί που έχουν την πιο μεγάλη οικονομική δύναμη έχουν αποδειχθεί
απατεώνες και κλέφτες. Όπως αναγνωρίζουμε από τα λόγια της Ηλέκτρας η περιουσία

[87]
δε συνδέεται με την ηθική αρετή. Ο άντρας της, μπορεί να είναι φτωχός αλλά αυτό δεν
σημαίνει ότι είναι ούτε άτιμος, ούτε ασεβής, ούτε και δειλός. Αντιθέτως είναι γενναίος
και ευσεβής. Από την άλλη η Κλυταιμνήστρα και ο Αίγισθος αν και είναι οι ανώτατοι
άρχοντες της πόλης αποδείχτηκαν δόλιοι. Είναι λάθος να κρίνουμε την αρετή ενός
ανθρώπου με βάση την οικονομική τους ισχύ (στ. 253 «πένης ἀνὴρ γενναῖος ἔς τ᾽ ἔμ᾽
εὐσεβής.» στ. 261 φεῦ· γενναῖον ἄνδρ᾽ ἔλεξας, εὖ τε δραστέον»).

β) Σύμφωνα με τον Ορέστη η απόκτηση της ηθικής αρετής δεν επιτυγχάνεται μόνο
μέσα από την ανατροφή, όπως είδαμε στην Εκάβη, αλλά και οι δυσκολίες που μπορεί
να περάσει κάποιος στη ζωή του διαμορφώνουν τον ηθικά ενάρετο χαρακτήρα του.
Μονάχα έτσι αναγνωρίζει τον καλό από τον κακό, το δίκαιο από τον άδικο, τον ευσεβή
από τον ασεβή. Τα δεινά τα οποία μας χτυπούν την πόρτα μπορούν να μας κάνουν να
δούμε καλύτερα τον κόσμο και να κατανοήσουμε απόλυτα τι είναι αυτό που αξίζει και
τι όχι. Ούτε μια θεωρητική γνώση και ιδέα περί αρετής μπορεί να αναπτύξει τον ηθικό
μας χαρακτήρα. Οι ιδέες, οι πεποιθήσεις και ο τρόπος συμπεριφοράς μας φαίνεται στο
πως ενεργούμε και συμπεριφερόμαστε, όχι απλώς στο αν γνωρίζουμε θεωρητικά ποιες
είναι οι ενάρετες πράξεις και ποιες όχι. Ακόμη, μια ζωή στην οποία έχουμε τα πάντα
και δε χρειάζεται να κοπιάσουμε για τίποτα δεν μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση του
ενάρετου χαρακτήρα (στ. 295-6 «καὶ γὰρ- σοφήν»).

γ) Ο θεσμός της φιλοξενίας έχει ιερή σημασία για τον γεωργό. 40 Ακόμη και αν ζει
φτωχικά, συμπεριφέρεται με θέρμη στα δύο φιλικά πρόσωπα με τα οποία συνομιλεί η
Ηλέκτρα και τα υποδέχεται ευγενικά στην καλύβα του (στ. 362-3). Αυτή η στάση του
γεωργού επιτρέπει στον Ευριπίδη να εκφράσει τις καινούργιες αντιλήψεις της εποχής,
έντονα επηρεασμένες από τους σοφιστές, σύμφωνα με τις οποίες η αρετή εξαρτάται
αποκλειστικά από το χαρακτήρα και όχι από την καταγωγή. Η αρετή δεν είναι έμφυτη
αλλά διδακτή. Σπουδαίοι και ενάρετοι άνθρωποι μεγάλωσαν φτωχικά και μέσα σε ένα
δύσκολο και σκληρό οικογενειακό περιβάλλον. Άλλοι αν και είχαν όλες τις ανέσεις και

40Εκτός από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, που είδαμε στην αρχή της μελέτης μας, η ιερή
σημασία του θεσμού της φιλοξενίας επαναλαμβάνεται και στον Ευριπίδη. Αυτό σίγουρα
φανερώνει τη θρησκευτική ισχύ και κομβικότητα της φιλοξενίας. Ας μη λησμονούμε τις
πράξεις και τη μεταστροφή της Εκάβης όταν εκείνη παραβιάζεται από τον Πολυμήστορα.

[88]
τις πολυτέλειες ήδη από τα παιδικά τους χρόνια, αποδείχτηκαν άτιμοι, φαύλοι και
μικρόψυχοι. Ο γεωργός ξεχωρίζει ανάμεσα στους ανθρώπους για την αρετή του αν και
φτωχός (στ. 382). Ο Ορέστης αναγνωρίζει την ενάρετη στάση του γεωργού και δέχεται
τη φιλοξενία του ακόμη και αν ο πρώτος είναι γόνος ευγενικής οικογένειας, ενώ ο
δεύτερος φτωχικής. Οι άνθρωποι πρέπει να κρίνονται με βάση τον χαρακτήρα τους.

ΙΙΙ.

α) Το δεύτερο πρόσωπο για το οποίο θα μιλήσουμε είναι αυτό της Ηλέκτρας. Η ίδια
έχοντας χάσει τον πατέρα της και τον αδερφό της ο οποίος είναι εξόριστος, ζει φτωχικά
σε μια καλύβα μαζί με τον σύζυγό της. Η προδοσία της μητέρας της, Κλυταιμνήστρας,
απέναντι σε αυτή και στον αδερφό της, έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις σκέψεις και
τον χαρακτήρα της.

Τα πρώτα της λόγια στο έργο (στ. 54 «ὦ νὺξ μέλαινα») μιλούν για τη σκοτεινή νύχτα, η
οποία ταυτίζεται απόλυτα με τον εσωτερικό της κόσμο. Μέσα της βασιλεύει η δυστυχία
και το μίσος απέναντι στη μητέρα της (στ. 60 «πανώλης Τυνδαρίς»). Όπως και στη
Μήδεια το κυρίαρχο πάθος της είναι η εκδίκηση η οποία σβήνει οποιαδήποτε μορφή
σύγκρουσης (στ. 281 «θάνοιμι μητρὸς αἷμ᾽ ἐπισφάξασ᾽ ἐμῆς»). Φαίνεται να ξεχνά ή
απλώς να μην ενδιαφέρεται για το γεγονός πως το πρόσωπο που θέλει να φονεύσει είναι
η ίδια της η μητέρα. Η δίψα για εκδίκηση πηγάζει από το καθήκον να βάλει τα
πράγματα σε τάξη. Ένας τόσο ντροπιαστικός φόνος του αρχηγού του Ελληνικού
στρατού δεν μπορεί να μείνει ατιμώρητος. Είναι αδύνατον να επιτρέψει στην
Κλυταιμνήστρα και στον Αίγισθο, που ενήργησαν δόλια και υποχθόνια να συνεχίσουν
να καρπώνονται τη δόξα και τα κατορθώματα του Αγαμέμνονα. Η εκδίκηση είναι μια
υποχρέωση,η οποία θα ξεπλύνει το θάνατο του πατέρα της και θα βάλει τους δύο
συνεργούς στη θέση που τους αρμόζει.

Επίσης, η εκδίκηση είναι ένα προσωπικό καθήκον. Είναι απαράδεκτο για εκείνη, οι
απόγονοι ενός βασιλιά να ζουν μέσα στην εξαθλίωση και στη δυστυχία που προκαλεί η
φτώχεια ή η εξορία. Δεν υπάρχουν περιθώρια ούτε για τύψεις ούτε για δεύτερες
σκέψεις. Είναι αποφασισμένη. Το μίσος που νιώθει για τη μητέρα της και το αίσθημα
του καθήκοντος την κάνουν να μη βλέπει την αξιακή σύγκρουση, δεν της είναι ορατό
πως το πρόσωπο που λαχταρά να δολοφονήσει είναι η μητέρα της. Το αίσθημα του

[89]
δικαίου την κάνει να πιστεύει πως τα αισθήματα που νιώθει δεν έχουν καμία δόση
κακοβουλίας μέσα τους και ανηθικότητας. Όταν ο Ορέστης δολοφονεί τον Αίγισθο η
Ηλέκτρα φωνάζει: στ. 771 «ὦ θεοί, Δίκη τε πάνθ᾽ ὁρῶσ᾽, ἦλθές ποτε.»

β) Το εκδικητικό μένος καθορίζει τη σχέση της ακόμα και με τον αδερφό της. Αυτό που
τους ενώνει στην πραγματικότητα δεν είναι η αγάπη του ενός προς τον άλλο, αλλά η
εκδίκηση. Ο Ορέστης στα πρώτα του λόγια ομολογεί πως επέστρεψε στο Άργος για να
εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του (στ. 87-9 «ἀφῖγμαι-ἐμοῦ»). Μιλώντας για εκείνη,
ομολογεί πως ο στόχος του είναι να την κάνει βοηθό του στο έγκλημα. Σίγουρα και οι
δύο δείχνουν μια δόση συναισθηματικής φόρτισης μόλις αναγνωρίζονται, εκφράζοντας
κάποια στοργή και αγάπη, ωστόσο η κατάστρωση του εκδικητικού σχεδίου είναι αυτό
που μονοπωλεί τη συζήτηση. Αυτό το πάθος για εκδίκηση, που είναι πιο έντονο στην
Ηλέκτρα απ 'ότι στον Ορέστη, φαίνεται πως πρέπει να είναι απαραίτητο μέσα στα δύο
αδέρφια. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως αν κάποιος από τους δύο δεν είχε
εκδικητικές βλέψεις, δεν θα κέρδιζε την αποδοχή του άλλου. Η Ηλέκτρα βλέπει τον
αδερφό της ως εκείνον που θα τη λυτρώσει βοηθώντας την να πραγματοποιήσει το
εκδικητικό της σχέδιο. Η εκδίκηση εδώ ξεπερνά την αγάπη (στ. 135-9 «ἔλθοις-
ἀλάταν»). O Ορέστης επιστρέφει στο Άργος όχι για να βρει την αδερφή του αλλά για να
τιμωρήσει τους τους δολοφόνους του πατέρα του (στ. 614 «ἥκω- στέφανον»).41

γ) Η εκδικητική της μανία και οι αδικίες που υπέστη τόσο ο πατέρας της, τόσο ο
Ορέστης όσο και η ίδια από την Κλυταιμνήστρα έχουν δημιουργήσει έναν καχύποπτο
και επιφυλακτικό χαρακτήρα. Όπως αναφέραμε στην Εκάβη ένας άνθρωπος για τον
οποίο τίποτα πια δεν είναι αξιόπιστο και όλα τον γεμίζουν με υποψίες και επιφυλάξεις
δεν μπορεί παρά να βασανίζεται εσωτερικά. Μόλις εκείνη βλέπει δύο ξένους κοντά
στην καλύβα της γυρίζει τρομαγμένη πίσω σε αυτήν. Τους αποκαλεί μάλιστα
κακούργους, δίχως καν να τους γνωρίζει ή να τους έχει μιλήσει ποτέ, προσευχόμενη
μάλιστα στον Απόλλωνα να την προστατεύσει. (στ. 221 «ὦ Φοῖβ᾽ Ἄπολλον, προσπίτνω
σε μὴ θανεῖν»). Πλέον οποιοδήποτε ξένο πρόσωπο είναι απειλητικό για' κείνη. Αυτή η

41 Ο Ορέστης λέει συγκεκριμένα πως επέστρεψε στο Άργος για αυτό το «στεφάνι». Στην
αρχαία Ελλάδα το στεφάνι συνδέεται με τη δόξα, με κάποιο σπουδαίο κατόρθωμα.

[90]
συμπεριφορά φανερώνει τον τρόμο και την αδυναμία της θέσης της. Ακόμα και όταν
αποκαλύπτεται η ταυτότητα του Ορέστη εκείνη είναι επιφυλακτική και δεν πείθεται
αμέσως ακόμα και αν αυτός ο οποίος αναγνωρίζει το πρόσωπο του ήταν εκείνος που
τον φυγάδεψε όταν ήταν μικρός.

Απέναντι στον αγγελιοφόρο που αναγγέλλει τη δολοφονία του Αιγίσθου από τον
Ορέστη, η Ηλέκτρα θέλει ρητές αποδείξεις για την αξιοπιστία του λόγου του (στ.765
«τίς-τάδε;»). Αυτή η διαρκής καχυποψία οδηγεί στην απόκλιση. Αυτός ο οποίος έχει
προδοθεί ή εξαπατηθεί στο παρελθόν πάντα κρύβει μέσα του το φόβο πως αυτό μπορεί
να επαναληφθεί. Υπό αυτήν την έννοια μονάχα τα παιδιά μπορούν να είναι
«φυσιολογικά». Αυτός ο φόβος κάνει την Ηλέκτρα να μην μπορεί να αναγνωρίσει το
πρόσωπο του αγγελιοφόρου που είναι απεσταλμένος του Ορέστη και γνώριμος της (στ.
767 «ὦ φίλτατ'- σε δή»).

δ) Το μίσος και η καταπιεσμένη οργή που υπάρχει μέσα της, την οδηγεί ακόμα και στην
ιεροσυλία, στην προσβολή ενός νεκρού. Βλέποντας το νεκρό κορμί του Αιγίσθου η
Ηλέκτρα είναι ελεύθερη πια να εκφράσει το μίσος της. Τον αποκαλεί κακούργο και
μιλά με απέχθεια και με οργή προσβάλλοντας τον με κάθε πιθανό τρόπο. Το εκδικητικό
μένος την οδηγεί τόσο στην προσβολή ενός νεκρού, συνεπώς στην ασέβεια απέναντι
στους Θεούς, αλλά και στην ψυχρή και άκαρδη δολοφονία της μητέρας της. Η
προσέγγιση της απέναντι στο ηθικό πρόβλημα της μητροκτονίας είναι σκληρή σαν
πέτρα. Κατηγορεί μάλιστα τον αδερφό της επειδή δειλιάζει να προβεί στην τέλεση της
πράξης (στ. 967 «μῶν- δέμας»). Για την Ηλέκτρα η πράξη είναι δίκαιη. Η
Κλυταιμνήστρα πρέπει να τιμωρηθεί. (στ. 970 «ὥσπερ- ὤλεσεν»). Αυτό το αίσθημα της
υποχρέωσης ενωμένο με την εκδικητική οργή δεν επιτρέπει την ύπαρξη
συναισθημάτων, όπως ο οίκτος και η λύπη, που θα έπρεπε να νιώθει μια κόρη απέναντι
στη μητέρα της. Υπάρχει μια σύγκρουση ανάμεσα στη δίψα για εκδίκηση και στην ιερή
σχέση ανάμεσα στη μητέρα και στην κόρη. Για την ίδια, η μητροκτονία δεν είναι μια
ασεβής πράξη, αντίθετα η αποφυγή της οδηγεί στην ατιμία, στην έλλειψη οσιότητας και
στην έλλειψη σεβασμού απέναντι στον αδικοχαμένο πατέρα (στ. 976 «καὶ-ἔσῃ»). Ο
φόνος του πατέρα πρέπει να ξεπλυθεί με οποιοδήποτε κόστος. Αυτό είναι το ιερό της

[91]
καθήκον, στο οποίο δε χωρούν συναισθηματισμοί (στ. 978 «τῷ...τιμωρίαν;»). Η
παραβίαση του καθήκοντος είναι πράξη άνανδρη και αισχρή (στ. 982 «oὐ... πεσῇ»).

Μονάχα όταν ο φόνος εκτελείται αναγνωρίζει τη φρίκη της πράξης αυτής (στ. 1183-5
«αἰτία-κούραν»). Τότε μόνο βλέπει τη μητέρα της ως μητέρα, τη μητροκτονία ως
μητροκτονία. Ο χορός αν και αρχικά θεωρούσε δίκαιη την πράξη (στ. 1190 «πατρὸς...
δικαίως») στη συνέχεια αλλάζει τη θέση του. (στ. 1226 «δεινότατον παθέων ἔρεξα.»).
Της προσάπτει μάλιστα πως η εκδικητική της οργή και η απουσία φρόνησης την
οδήγησε στον όλεθρο (στ. 1203-4 «φρονεῖς-φρονοῦσα»).

Μόνο τώρα η Ηλέκτρα εκφράζει αισθήματα στοργής, θλίψης και μετάνοιας. Μόνο
τώρα η Ηλέκτρα δείχνει την αγάπη της προς τον αδερφό της (στ. 1321-4). H τιμωρία
για αυτήν την ανόσια πράξη είναι ο χωρισμός των δύο αδερφών κάτι που οδηγεί στην
κάθαρση. Η θέση του Ευριπίδη απέναντι στο ηθικό ζήτημα είναι σταθερή. Η
μητροκτονία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Η Ηλέκτρα φεύγει γεμάτη τύψεις και πόνο.
Η ξενιτιά και ο αποχωρισμός της από τον αδερφό της αποτελούν τις επιπτώσεις των
πράξεων της που πρέπει να υφίσταται ακόμη και μετά το τέλος της τραγωδίας
(Ξανθάκου 2016:92) (στ. 1339). Εξαφανίζεται από προσώπου γης και δεν μαθαίνουμε
ποτέ τίποτα για εκείνη.

IV.

α) Ο αδερφός της Ηλέκτρας, Ορέστης, σε αντίθεση με εκείνη η οποία ενεργεί


παρασυρμένη από το μίσος, πράττει κατά τη θεϊκή εντολή. Ο θεϊκός χρησμός
προτάσσει την επιστροφή του στο Άργος έτσι ώστε να ξεπλύνει τη δολοφονία του
πατέρα του (στ. 87-9 «ἀφῖγμαι-ἐμοῦ»). Όπως και ο Αγαμέμνων, έτσι και εκείνος είναι
υποχρεωμένος να υπακούσει καταπατώντας τον οικογενειακό του δεσμό, διαφορετικά
θα έχει φανεί ασεβής και ιερόσυλος. Στην αρχή του έργου ο Ορέστης δεν βλέπει το
ηθικό δίλημμα ανάμεσα στην υπακοή προς το θείο και στο καθήκον προς την
οικογένεια (στ. 222 «ἄλλους- σέθεν»). Είναι απόλυτα πεπεισμένος πως οι θεϊκές
εντολές είναι πάντοτε ορθές και δε χωρούν καμία αμφισβήτηση. Η αποφασιστικότητα
την οποία ο ίδιος δείχνει εκπορεύεται τόσο από την πίστη στο θεϊκό αλάθητο, όσο και
από την αγάπη προς τον αδικοσκοτωμένο πατέρα.

[92]
Το δίκαιο της μητροκτονίας βρίσκεται στη θεϊκή εντολή, η οποία πρέπει να είναι ορθή
και στη θέση πως εκείνος που αδίκησε ή εγκλημάτησε πρέπει να τιμωρείται. Έχουμε
λοιπόν ένα επιχείρημα που στηρίζεται στη θεϊκή κρίση και ένα δεύτερο που βασίζεται
στο ανθρώπινο δίκαιο. Αυτός όμως ο συλλογισμός αποκρύπτει την αληθινή φύση της
πράξης. Ο Ορέστης για να μείνει πιστός στη θεϊκή εντολή. πρέπει να δολοφονήσει τη
μητέρα του, πρέπει να παραβιάσει ένα ζωτικό δεσμό. Μπορεί μεν η Κλυταιμνήστρα να
πρέπει να τιμωρηθεί για το φόνο του Αγαμέμνονα (την ίδια θέση έχει και ο χορός στ.
482-5 «τοιγάρ- σιδάρῳ») μα ο φόνος μιας μάνας από το ίδιο της το παιδί δεν έχει
τίποτα έντιμο και ηθικό μέσα του. Αυτό είναι που ο Ορέστης δεν μπορεί να δει στην
αρχή. Το καθήκον που του έχει επιβάλλει ο Απόλλων και το θυελλώδες μίσος της
Ηλέκτρας έναντι της μητέρας τους, που ουσιαστικά κατευθύνει τον Ορέστη,
υπερτερούν και δεν τον κάνουν να δει το πρόβλημα της κατάστασης.

β) Ο Ορέστης του Ευριπίδη είναι ένας αντιηρωικός ήρωας. Στον Αισχύλο ,αντίθετα, τα
πρόσωπα ενεργούν ηρωικά μένοντας πιστά στη θεϊκή βούληση ενώ στο Σοφοκλή
πράττουν το δέον γενέσθαι. Κανένας από τους δύο τραγικούς ποιητές δεν αμφισβητεί
το δίκαιο της πράξης. Ο ηρωισμός μάλιστα που χαρακτηρίζει τις σκέψεις και τις
πράξεις των ηρώων είναι πολύ έντονος. Στον Ευριπίδη όμως τα πράγματα είναι
διαφορετικά. Ο Ορέστης φονεύει τον Αίγισθο χτυπώντας τον πισώπλατα έχοντας
μάλιστα αποκρύψει την αληθινή του ταυτότητα (στ. 839-43). Aν και αναγνωρίζει τον και αναγνωρίζει το
καθήκον του νιώθει μεγάλη αποστροφή για την πράξη του. Ακόμη και αν σκοτώνει το
δολοφόνο του πατέρα του δεν μπορεί να τον κοιτάξει στα μάτια. Μονάχα ένας δειλός
θα σκότωνε κάποιον με αυτόν τον τρόπο. Στον Ευριπίδη λοιπόν η τραγωδία βρίσκεται
μέσα σε ανθρώπινα πλαίσια χωρίς να περιλαμβάνει το αδιαμφισβήτητο μεγαλείο και
τον ηρωισμό των προσώπων.

Το σημαντικότερο όμως στοιχείο σχετικά με τον Ορέστη είναι η αλλαγή στην αντίληψη
του. Ενώ αρχικά ήταν βέβαιος για την ορθότητα της θεϊκής εντολής τώρα αρχίζει και
την αμφισβητεί. Μόλις βλέπει τη μητέρα του αμέσως διστάζει και νιώθει οίκτο, αν και
εκείνη δολοφόνησε τον πατέρα του (στ. 968-9 «φεῦ-κἄτεκεν;»). Είναι η πρώτη φορά
που ένα από τα δύο αδέρφια αναγνωρίζει το ηθικό πρόβλημα. Ακόμα και αν είναι
θέλημα Θεού ο δεσμός μεταξύ μητέρας-παιδιών δεν μπορεί να παραβιαστεί τόσο

[93]
εύκολα. Η μητροκτονία είναι ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Λέει συγκεκριμένα: «ὦ Φοῖβε,
πολλήν γ᾽ ἀμαθίαν ἐθέσπισας» (στ. 971). Η αμφισβήτηση του θεϊκού αλάθητου είναι
ένα στοιχείο που κάνει τον Ευριπίδη τον τραγικό της αμφισβήτησης. Ένας κοινός
θνητός κατηγορεί ένα Θεό για αμάθεια! Η θεϊκή προσταγή δεν μπορεί να αψηφά τις
ανθρώπινες σχέσεις και αξίες (στ. 973 «ὅστις- κτανεῖν»). H δολοφονία της
Κλυταιμνήστρας από τον ίδιο της το γιο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι η
δίκαιη τιμωρία (στ. 975 «μητροκτόνος-. ὤν»). Όλες οι προηγούμενες σκέψεις του που
βασίζονται στο θεϊκό αλάθητο το οποίο δικαιολογεί την παρούσα πράξη έχουν
γκρεμιστεί. Τίποτα δεν μπορεί να δικαιώσει τη μητροκτονία που οδηγεί στην παρακμή,
στην αθλιότητα και στο έγκλημα. Ο Ορέστης μάλιστα αναρωτιέται μήπως κάποιος
δαίμονας πήρε τη θέση του Απόλλωνα και του έδωσε ψεύτικο χρησμό. Μονάχα ένα
κακό πνεύμα θα μπορούσε να έχει διατάξει κάτι τέτοιο. (στ. 979 τῷ- τιμωρίαν;»). Σε
αντίθεση με την Ηλέκτρα κατανοεί το αξιακό πρόβλημα και αμφισβητεί την οσιότητα
της πράξης. Στο τέλος όμως υποχρεώνεται να υπακούσει στη θεϊκή εντολή και να
αγνοήσει το ένστικτο του (στ. 985-7 «ἔσειμι- μοι»). Αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο της
κατάστασης και με πόνο και θλίψη προβαίνει στην πραγμάτωση του χρησμού.
Οποιαδήποτε απόφαση του σε αυτό το σημείο θα οδηγούσε στην παραβίαση ενός
άλλου καθήκοντος, μιας άλλης αξίας.

γ) Ύστερα από την τέλεση της αποτρόπαιας αυτής πράξης τα δύο αδέρφια καταρρέουν
υπό το βάρος του εγκλήματος. Αν και ο στόχος να ξεπληρώσουν τη δολοφονία του
πατέρα τους τιμωρώντας την Κλυταιμνήστρα πέτυχε κανένας δεν χαίρεται για την
πραγματοποίηση αυτού του στόχου. Είναι εξουθενωμένα, δύο ηθικά ερείπια. Την
κάθαρση φέρνουν οι Διόσκουροι, αδελφοί της Κλυταιμνήστρας. Η τιμωρία της ήταν
δίκαιη αυτό όμως δεν αναιρεί το έγκλημα που διαπράχθηκε. Ακόμη και αν ο Ορέστης
αναγκάστηκε να υπακούσει στη θεϊκή εντολή αυτό δεν τον αθωώνει. Η μητροκτονία
παραμένει μητροκτονία ακόμα και αν η επιλογή δεν ήταν ελεύθερη. (στ. 1244 «δίκαια-
δρᾷς»). Ο χρησμός του Απόλλωνα όμως ήταν λανθασμένος (στ. 1246 «σοφὸς-σοφά»).
Ακόμα και οι Θεοί σφάλλουν και κανείς και τίποτα στον κόσμο δεν είναι αλάνθαστο. 42
Αυτή η θέση είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί μας δίνει μεγαλύτερο κίνητρο στο να
ψάχνουμε και στο να ερευνούμε συνεχώς δίχως να μένουμε στάσιμοι θεωρώντας πως

42Μια φράση που κατά τη γνώμη μου δεν πρέπει να ξεχνάμε.

[94]
έχουμε βρει την απόλυτη αλήθεια των πραγμάτων. Οτιδήποτε στον κόσμο έχει
αδυναμίες και μπορεί να βελτιωθεί.

Παράλληλα, σκοπός του ποιητή είναι να απαλλάξει τον άνθρωπο από τη θεϊκή
κηδεμονία, να τον κάνει αυτόνομο δίνοντας του τη δύναμη να χτίσει ένα σύστημα
νόμων, κανόνων και δικαίου βασισμένο όχι στις θεϊκές επιταγές αλλά στη δική του
οντολογία και μόνο ( Νταμπακάκης, 2012: 339).

V.

α) Το τελευταίο πρόσωπο με το οποίο θα ασχοληθούμε στην παρούσα τραγωδία είναι


αυτό της Κλυταιμνήστρας. Ο Ευριπίδης την παρουσιάζει με πιο ανθρώπινα
χαρακτηριστικά σε αντίθεση με τον αυταρχισμό, το δυναμισμό και τη μεγαλοπρέπεια
που της δίνουν οι άλλοι δύο τραγικοί ποιητές.

Μονάχα ο Ευριπίδης ασπάζεται τη θέση σύμφωνα με την οποία η Κλυταιμνήστρα


σώζει την Ηλέκτρα από τα χέρια του Αιγίσθου και τη δίνει σε έναν φτωχό γεωργό όχι
για να της κάνει κακό αλλά για να μην αποτελεί πια κίνδυνο για τον Αίγισθο κάτι που
θα έκανε δυσοίωνο το μέλλον της κόρης της (στ. 27-8). Αναγκάζεται να ενεργήσει έτσι
διότι διαφορετικά θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την οργή του. Είναι και αυτή θύμα και
θύτης ταυτόχρονα. Θύτης, διότι δολοφονεί τον άντρα της, θύμα διότι χάνει τα παιδιά
της τα οποία εχθρεύεται ο Αίγισθος.43 Παρόλο που η Κλυταιμνήστρα αγαπάει τα παιδιά
της οι καταστάσεις την έκαναν να συμπεριφερθεί σε αυτά άδικα και σκληρά.

Η Ηλέκτρα όταν ψάχνει ένα τέχνασμα έτσι ώστε να φέρει τη μητέρα της στην καλύβα
της και να προβεί στη δολοφονία της, χρησιμοποιεί τον τοκετό και είναι σίγουρη πως
όταν εκείνη μάθει για αυτόν θα έρθει γρήγορα για να την βοηθήσει και να της
συμπαρασταθεί (στ. 656 «ἥξει-νοσήματα», στ. 658 «ναί-τόκων»). Το ρήμα «δακρύσει»
δείχνει πως η Κλυταιμνήστρα νοιάζεται για την κόρη της και για το παιδί της. Είναι ένα
καθαρά συναισθηματικό ρήμα το οποίο δείχνει πως νιώθει. Εξακολουθεί να αγαπά τα
παιδιά της, παρόλα όσο συνέβησαν και όσα έπραξε.

43Ας μην ξεχνάμε τη θυσία της Ιφιγένειας και την επιστροφή του Αγαμέμνονα στο Άργος με
την ερωμένη του.

[95]
β) Στον αγώνα λόγων μεταξύ μητέρας και κόρης η Κλυταιμνήστρα παρουσιάζει και τη
δική της εκδοχή (στ. 1022-3). H παραβίαση του οικογενειακού δεσμού με τη θυσία της
Ιφιγένειας είναι αδικαιολόγητη. Ακόμη, η καταπάτηση της συζυγικής πίστης από τον
Αγαμέμνονα είναι ένας ισχυρός λόγος που οπλίζει το χέρι της. Η τιμωρία του συζύγου
είναι δικαιολογήσιμη μα η πράξη είναι άτιμη. Το αδιέξοδο αυτό αναγνωρίζεται και από
το χορό (στ. 1051-4). Σύμφωνα με τον ίδιο έπρεπε να συγχωρήσει τον άντρα της και όχι
να τον εκδικηθεί. Είναι μια θεωρία η οποία ορίζει ότι η οικογένεια και ο γάμος
στηρίζονται κατά βάση στο γυναικείο φύλο.

Όπως και αν πράξει ο άντρας, η γυναίκα πρέπει πάντοτε να τον συγχωρεί και να τον
στηρίζει και να μην του εναντιώνεται ποτέ. Αυτή η αντίληψη δίνει στη γυναίκα ένα
μονόπλευρο ρόλο ο οποίος αντικατοπτρίζει απόλυτα τη θέση της γυναίκας στην αρχαία
Αθήνα (Ξανθάκου 2016: 113). Η πράξη της Κλυταιμνήστρας, αν και δίκαιη στα λόγια,
είναι άτιμη διότι έρχεται σε ρήξη με τον οικογενειακό δεσμό. Ακόμη και η ίδια
αναγνωρίζει την αισχρότητα της. Δεν προσπαθεί να τη δικαιολογήσει (στ. 1105-6 «καὶ-
τέκνον»). Εκφράζει όμως τη θέση πως η απιστία έχει χαρακτήρα ανταποδοτικό για τον
οποίο οφείλεται ο Αγαμέμνων (Ξανθάκου 2016 :112). Παρουσιάζει τη δική της
κατάσταση και εκπροσωπεί τη γυναικεία πλευρά σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες
κατηγορούνται και επικρίνονται αν απιστήσουν ενώ κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στους
άντρες44 (στ. 1039-40). Λυπάται μάλιστα για την εικόνα της Ηλέκτρας που οι δικές της
πράξεις έχουν δημιουργήσει (στ. 1108-10). Με μεγάλη προθυμία μάλιστα μπαίνει μέσα
στην καλύβα για να προσφέρει θυσίες για το παιδί της κόρης της (στ. 1132). Τα
χαρακτηριστικά της μεταμέλειας και των μητρικών συναισθημάτων την κάνουν πιο
συμπαθή και δικαιολογούν ακόμη περισσότερο τις τύψεις που νιώθουν τα δύο αδέρφια
για το φόνο της (Ξανθάκου 2016 :110).

Βλέπουμε, συνεπώς, μια Κλυταιμνήστρα θύμα των περιστάσεων. Οι πράξεις του


Αγαμέμνονα, τόσο σκληρές και άτιμες, την οδηγούν στο φόνο. Από θύμα γίνεται θύτης
και στο τέλος και πάλι θύμα. Χάνει και τα δυο παιδιά της, ενώ η σχέση της με τον
Αίγισθο είναι χτισμένη πάνω στο μίσος κατά του Αγαμέμνονα, όχι στην αγάπη. Αν και
στο τέλος μετανιώνει για τις πράξεις της είναι ανήμπορη να επανορθώσει. Βρίσκει το
τέλος από τα ίδια της τα παιδιά.

44Για την ανισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα μιλάει ο Ευριπίδης και στη Μήδεια. (στ. 230-251)

[96]
VI.

α) Ανακεφαλαιώνοντας, στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη είδαμε τα εξής: Πρώτον, η ηθική


αρετή δεν συνδέεται με την οικονομική ισχύ, με την καταγωγή και με την περιουσία. Οι
άνθρωποι πρέπει να κρίνονται με βάση τον χαρακτήρα τους ακόμα και αν ζουν
φτωχικά. Τις μεγαλύτερες ατιμίες και αδικίες τις έχουν κάνει άνθρωποι με σπουδαία
οικονομική δύναμη.

Δεύτερον, για να γίνει κάποιος ηθικά ενάρετος πρέπει να περάσει δυσκολίες και
βάσανα στη ζωή του. Μια ζωή στην οποία όλα είναι στρωμένα στα πόδια μας δεν
μπορεί να μας κάνει να ξεχωρίσουμε το καλό από το κακό, το ηθικό από το ανήθικο. Ο
ηθικά ενάρετος χαρακτήρας φαίνεται στη σύγκρουση και όταν συναντά αναποδιές στο
δρόμο του.

Τρίτον, όλα στον ανθρώπινο κόσμο μπορούν να αμφισβητηθούν. Όταν μέχρι και οι
θεϊκοί νόμοι αποδεικνύονται άδικοι και ανορθολογικοί πρέπει εμείς πάντοτε να
συνεχίζουμε να ερευνούμε, να ψάχνουμε, να δοκιμάζουμε και ποτέ να μη θεωρούμε
πως έχουμε καταλήξει σε ένα ακλόνητο και αψεγάδιαστο συμπέρασμα. Αυτά που
σήμερα πιστεύουμε ως απολύτως ορθά, αύριο θα έχουν καταρριφθεί.

Τέλος, βλέπουμε πως οι καταστάσεις μπορούν να αλλάξουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα


και τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόμαστε. Η Ηλέκτρα και η Κλυταιμνήστρα είναι
δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα που αποδεικνύουν αυτή τη θέση.

9. Ευριπίδης - Ιππόλυτος

Ι.

α) Το πρώτο μέρος της μελέτης μας κλείνει με τον Ιππόλυτο. Δύο πρόσωπα θα μας
απασχολήσουν στο παρόν έργο, αυτό του Ιππόλυτου και εκείνου της Φαίδρας.

Ο Ιππόλυτος αρχικά, είναι ένας νεαρός, γιος του βασιλιά Θησέα, ο οποίος είναι
απόλυτα αφοσιωμένος στη λατρεία της θεάς Αρτέμιδος και ζει σύμφωνα με τις αξίες

[97]
που αυτή πρεσβεύει αγνοώντας όλες τις υπόλοιπες και κυρίως αυτήν του έρωτα. Από
την άλλη η Φαίδρα είναι η γυναίκα του Θησέα, μητριά του Ιππόλυτου, η οποία είναι
κρυφά ερωτευμένη μαζί του. Αυτό το μυστικό που κουβαλά την τυραννά αλλά αρνείται
να το αποκαλύψει για χάρη της τιμής της. Ξέρει πως μονάχα ντροπή μπορεί να της
φέρει. Όταν όμως φανερώνεται πια ο έρωτας της, τον οποίο ο Ιππόλυτος αρνείται, τον
κατηγορεί στον άντρα της για βιασμό ή για απόπειρα βιασμού προσπαθώντας έτσι να
προστατεύσει την τιμή της όπως και αυτή της οικογένειας της. Ως αποτέλεσμα ο
Ιππόλυτος εξορίζεται και στη συνέχεια θανατώνεται μετά από την προσευχή του
μαινόμενου Θησέα προς τον Ποσειδώνα, ενώ η Φαίδρα αυτοκτονεί.

Ας προβούμε όμως στην εξέταση του κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά έτσι ώστε να
αντιληφθούμε καλύτερα τις ιδέες και τις αντιλήψεις των δύο ηρώων όπως και τις
αξιακές συγκρούσεις οι οποίες τους ταλανίζουν. Ξεκινάμε πρώτα από το πρόσωπο του
Ιππόλυτου.

II.

α) Ήδη από την αρχή του έργου, γίνεται φανερό, ότι ο κόσμος του Ιππόλυτου βάζει
στην ανώτατη θέση τις αξίες που εκπροσωπεί η θεά Άρτεμις οι οποίες συνδέονται με
την αγνότητα και την κυνηγετική ζωή (στ. 16 «τιμᾷ- ἡγούμενος»). Αυτή όμως η
κοσμοθεωρία του βάζει σε δεύτερη μοίρα μια εξίσου κομβική αξία, αυτή του έρωτα και
του γάμου (στ. 14 «ἀναίνεται- γάμων»). Ο έρωτας είναι ίσως το πιο όμορφο και το πιο
έντονο ανθρώπινο συναίσθημα.Ο Ιππόλυτος, ωστόσο, ζει υπηρετώντας μία και
μοναδική αξία, αυτή της αγνότητας, της αυτοπειθαρχίας και της καθαρότητας τόσο της
σωματικής όσο και της ψυχικής. Όταν στο τέλος του έργου, η Άρτεμις βλέπει τον
αγαπημένο της Ιππόλυτο να ξεψυχά εκφράζει την αγάπη της προς το πρόσωπο του αλλά
με μέτρο, δεν παρασύρεται από τα συναισθήματα της μένοντας σταθερή, ακλόνητη και
καθαρή. (στ.1396 «ὁρῶ- δάκρυ»). Τα δάκρυα θα έπαιρναν μακριά την καθαρότητα της.
Ο Ιππόλυτος αρνείται τη δύναμη του έρωτα γιατί έτσι θα έχανε την αγνότητα του, η
οποία είναι πάνω από όλα για αυτόν. Το πλεκτό στεφάνι το οποίο δωρίζει στην Άρτεμη
το πήρε από ένα αγνό και ανέγγιχτο λιβάδι το οποίο ούτε έχει θεριστεί, ούτε βοσκάνε
σε αυτό βόδια (στ. 73-7). Η καθαρότητα τόσο εκείνου όσο και των πραγμάτων με τα
οποία έρχεται σε επαφή είναι αδιαπραγμάτευτη.

[98]
β) Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τον κόσμο είναι αρκετά
προβληματικός. Ο ήρωας μας πλήττεται από κάποια έλλειψη, από κάποια στέρηση.
Σεβόμενος μόνο την Άρτεμη και ζώντας απλώς με αυτά που εκείνη πρεσβεύει, αγνοεί
τόσο τους ανθρώπινους, όσο και τους θεϊκούς νόμους δημιουργώντας μια μονόπλευρη
μορφή. Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος που έχει με έναν υπηρέτη του παλατιού. Ο
Ιππόλυτος αν και είναι ο γιος του βασιλιά, όχι μόνο δέχεται μαθήματα ως προς τους
νόμους της πόλης, ως προς την ηθική και την ευσέβεια, αλλά αποδεικνύεται ότι δεν
γνωρίζει αρκετά πράγματα για τους ανθρώπους αλλά και για τους Θεούς. Στην ερώτηση
του γέρου θεράποντα αν γνωρίζει τους νόμους των θνητών (στ. 91 «οἶσθ'- νόμος»),
εκείνος απαντά αρνητικά (στ. 92 «οὐκ οἶδα»). Η προσήλωση του μονάχα σε μία αξία
τον κάνει να μη γνωρίζει τους νόμους οι οποίοι διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις.

Η κατηγορία μάλιστα του θεράποντα έναντι του Ιππόλυτου είναι πως δεν τιμά άλλες
ανθρώπινες αξίες και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για εκείνες. Όντας απόλυτα
αφοσιωμένος στην Άρτεμη δείχνει ασέβεια στους υπόλοιπους Θεούς και στις αξίες τις
οποίες εκπροσωπούν. Σύμφωνα, με το θεράποντα, οι άνθρωποι πρέπει να τιμούν όλους
τους Θεούς και να ζουν σύμφωνα με τις αρχές και τα ιδανικά που αυτοί εκπροσωπούν
και πρεσβεύουν. (στ. 107 «τιμαῖσιν- χρεών»). Για να είναι ένας άνθρωπος
ολοκληρωμένος πρέπει να ζει τιμώντας μια πληθώρα αξιών και όχι μονάχα μία. Οφείλει
να έχει και να τιμά όλα τα χαρακτηριστικά που οι Θεοί αντιπροσωπεύουν και να
παίρνει μέρος στις λατρείες της πόλης προς όλους τους Θεούς. Ο Δίας για παράδειγμα
εκπροσωπεί τη φιλοξενία, η Ήρα τον γάμο, η Αφροδίτη τον έρωτα, ο Διόνυσος την
έκσταση, ακόμα και ο θυμός και η μανία που εκπροσωπεί ο Άρης πρέπει να είναι ένα
κομμάτι του ανθρώπινου χαρακτήρα. Αν στην καθημερινή μας ζωή, για παράδειγμα,
δούμε έναν άνθρωπο που χαρακτηρίζεται από αλεξιθυμία, ο οποίος απωθεί τα
συναισθήματά του, θεωρούμε ότι κάτι συμβαίνει μαζί του, κάτι στερείται, εκδηλώνει
μια αφύσικη συμπεριφορά. Ένας υγιής άνθρωπος πρέπει να αναγνωρίζει πολλές αξίες.
Αντίθετα, ο Ιππόλυτος αγνοώντας την αξία του έρωτα και ζώντας αποστασιοποιημένος
από αυτήν, όχι μόνο φαίνεται ασεβής προς το θείο και τους θεσμούς που η Αφροδίτη
αντιπροσωπεύει, οι οποίοι συντηρούν την κοινωνία, όχι μόνο απειλεί το πολυθεϊστικό
σύστημα των αρχαίων Ελλήνων βάζοντας μια θεότητα πάνω από όλες τις άλλες (Τούνα
2008 :80), αλλά στρέφεται εναντίον της πόλης του καθώς με αυτήν την κοσμοθεωρία

[99]
έρχεται σε σύγκρουση με την οικογένεια (Τούνα 2008 :54). Εφόσον εκείνος έχει την
αγνότητα ως την ανώτατη αξία, δεν μπορεί να δεχτεί την αξία του έρωτα τον οποίο
αποστρέφεται πλήρως. Η αποδοχή του θα σήμαινε την απώλεια της καθαρότητας του.

γ) Στη συνέχεια του έργου παρατηρούμε μια σκηνή εξαιρετικά ενδιαφέρουσα για τη
σκιαγράφηση του Ιππόλυτου. Όταν η τροφός, προσπαθώντας να βοηθήσει τη Φαίδρα
να απαλλαγεί από το μυστικό του έρωτα της το οποίο την αρρωσταίνει καθημερινά, το
φανερώνει στον Ιππόλυτο εκείνος αντιδρά με μια ανεξέλεγκτη οργή. Μόλις η τροφός
προσπαθεί να τον ηρεμήσει κρατώντας τον εκείνος αντιδρά αμέσως (στ. 606 «οὐ-
πέπλων»). Οποιαδήποτε επαφή με ένα άτομο που ξεστομίζει τέτοια λόγια απειλεί την
αγνότητα του, απειλεί να τον λερώσει. Η τροφός, όμως, είναι ένα εξαιρετικά θερμό,
στοργικό και καθαρό ψυχικά πρόσωπο που αγαπά και νοιάζεται τη Φαίδρα. Είναι ένα
τίμιο άτομο. Ο Ιππόλυτος όμως δεν μπορεί να το δει. Είναι σαν να αποστρέφεται
οποιαδήποτε σωματική επαφή. Βέβαια κατανοούμε ότι η περίπτωση είναι ανάρμοστη,
διότι το πρόσωπο που έχει ερωτικά αισθήματα για αυτόν είναι η μητριά του. Ως ένα
βαθμό η στάση του είναι δικαιολογημένη. Εκείνος, όμως αντιδρά με μια τρομερή
μανία. Ασκεί μάλιστα ένα δριμύτατο κατηγορητήριο προς όλο το γυναικείο φύλο (στ.
616-7 «ὦ Ζεῦ- κατῴκισας;»). Εφόσον η Φαίδρα αποδείχτηκε «βρώμικη», τότε όλες οι
γυναίκες είναι έτσι. Εκφράζει μίσος και κακία προς όλα τα γυναικεία πρόσωπα (στ. 627
«τούτῳ- μέγα»). Η τροφός αποκαλείται κακεντρεχής αν και δεν έχει κανένα μερίδιο
ευθύνης (στ. 651 «ὦ κακὸν κάρα»). Οτιδήποτε μπορεί να προσβάλει την αγνότητα του
είναι αισχρό και βρώμικο (στ. 654-5 «πῶς- δοκῶ;»).

Το κατηγορητήριο, όμως, το οποίο ασκεί είναι τόσο σκληρό και ακραίο, όπως και το
μίσος που νιώθει για τις γυναίκες (στ. 664-5) που θα μπορούσε να μας βάλει σε σκέψεις
αναφορικά με την αγνότητα την οποία επικαλείται. Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος
που υποστηρίζει πως είναι εσωτερικά καθαρός να κρύβει μέσα του τέτοιο μίσος και
τέτοια οργή; Μιλά μάλιστα σαν να είναι ανώτερος όλων των άλλων ανθρώπων. Μία
κατηγορία του θεράποντα προς το πρόσωπο του είναι πως συμπεριφέρεται με
αλαζονεία (στ. 93 «μισεῖν- φίλον»). Εφόσον ο Ιππόλυτος αποστρέφεται τις αξίες που
πρεσβεύουν οι Θεοί, πλην της Αρτέμιδος, καταλαβαίνουμε ποια συμπεριφορά θα έχει
προς τους ανθρώπους που έχουν διαφορετικές αντιλήψεις από αυτόν. Απαντά σε ένα

[100]
ηλικιακά μεγαλύτερο από αυτόν πρόσωπο με τρομερή αυθάδεια και επιθετικότητα.
Ένας τόσο ηθικά αγνός άνθρωπος θα ήταν ποτέ δυνατόν να είχε μια τέτοια στάση;

Μιλάμε συνεπώς για έναν άνθρωπο που αρνείται τον έρωτα και το γάμο και διαλέγει
την προστασία της Άρτεμις, σαν ένας αιώνιος έφηβος. Δεν δέχεται να κάνει τη
μετάβαση σε μια ενήλικη ζωή με κοινωνικοπολιτικές δεσμεύσεις και απαιτήσεις. Ο
έρωτας, όμως, είναι αυτός ο οποίος δημιουργεί την οικογένεια, η οποία με τη σειρά της
δημιουργεί την κοινωνία. Ο Ιππόλυτος αγνοώντας απόλυτα τις αξίες που πρεσβεύει η
Αφροδίτη είναι σαν να αρνείται όλα αυτά τα οποία συντηρούν μια κοινωνία (Τούνα
2008 :33).

Παράλληλα, η περιορισμένη αξιακά κοσμοθεωρία του τον οδηγεί σε ένα ακόμα


σφάλμα. Η Άρτεμις εκτός από την αγνότητα και το κυνήγι, εκπροσωπεί τη μετάβαση
των νέων προς την ενήλικη ζωή και την προστασία των γυναικών κατά τον τοκετό.
Λαμβάνοντας αυτό υπόψη κατανοούμε πως ανάμεσα στην Άρτεμη και στην Αφροδίτη
υπάρχει κάποια σχέση, κάποια συνεργασία και όχι σύγκρουση όπως θεωρεί ο ίδιος
(Τούνα 2008 :34). Η μονόπλευρη στάση του Ιππόλυτου τον κάνει να μη βλέπει την
απόλυτη αλήθεια των πραγμάτων και να επιλέγει τη μοναχικότητα και την αγριότητα
και όχι τον πολιτισμό και το δημόσιο βίο.

δ) Ποιός είναι όμως ο στόχος του Ευριπίδη μιλώντας για το συγκεκριμένο πρόσωπο;
Μήπως θέλει να μας δείξει ένα πρόσωπο το οποίο για να υπερασπιστεί την αγνότητα
του δέχεται ακόμα και να εξοριστεί από τον ίδιο του τον πατέρα; 45 Μήπως στόχος του
είναι να δείξει ένα άτομο το οποίο υποφέρει άδικα για χάρη των ιδανικών και των
αξιών των οποίων πρεσβεύει;

Αντίθετα, με την πτώση του Ιππόλυτου ο ποιητής δείχνει πως όντας αφοσιωμένος σε
μία μονάχα αξία απέρριψε ένα σημαντικό μέρος της ζωής αλλά και της φύσης του
ανθρώπου.46 Η ευτυχία δεν μπορεί να έρθει έχοντας αποκλειστικά ένα ιδανικό. Η
αδιαλλαξία του τονίζει πως κάτι του έλειπε, κάτι στερούνταν. Η αρετή και η ευδαιμονία
45Έπειτα από την ψεύτικη κατηγορία της Φαίδρας προς τον Ιππόλυτο για βιασμό, ο βασιλιάς
Θησέας τον εξορίζει από την πόλη.

46Από αυτή τη σκοπιά ο Ιππόλυτος μοιάζει με τον Αγαμέμνονα, την Αντιγόνη και με τον
Κρέοντα οι οποίοι έχοντας μία αξία ως την ανώτερη όλων, αγνοούν και γυρνούν την πλάτη σε
άλλα κομμάτια της ζωής και στο τέλος πληρώνουν για τη μονόπλευρη κατανόηση του κόσμου.

[101]
δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν αγνοώντας όλες τις άλλες αξίες και ζώντας μονάχα
με μία. Μέσα από το πρόσωπο του Ιππόλυτου ο Ευριπίδης προσπαθεί να μας δείξει
ακριβώς αυτό. Ο ήρωας του έργου όμως ούτε όταν ξεψυχά δεν το αναγνωρίζει (στ.
1364-7).

Στον επιτάφιο του Θουκυδίδη ο Περικλής ονομάζει εκείνους που δε συμμετέχουν στα
κοινά ως αχρείους. «Καὶ ἑτέροις ἕτερα πρὸς ἔργα τετραμμένοις τὰ πολιτικὰ μὴ ἐνδεῶς
γνῶναι, μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ' ἀχρεῖον
νομίζομεν » (2.40.2). Ο Αριστοτέλης από την άλλη στο πρώτο βιβλίο των Πολιτικών
του (1253a) θεωρεί πως ο άνθρωπος από τη φύση του είναι προορισμένος να ζει μέσα
σε ένα οργανωμένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Όποιος ζει έξω από αυτό ή είναι
φαύλος ή κάτι ανώτερο του ανθρώπου («ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικόν ζῷον»). Ο
Ευριπίδης με το πρόσωπο του Ιππόλυτου ουσιαστικά δικαιολογεί την ορθότητα αυτών
των λόγων και φανερώνει το πρόβλημα της κοσμοθεωρίας του. Η αγνότητα την οποία
υπερασπίζεται βρίσκεται πιο κοντά στα μέτρα ενός Θεού και όχι ενός ανθρώπου, κάτι
που τον οδηγεί στην αλαζονεία, στην αυταρέσκεια και στην ύβρη διότι για να μείνει
πιστός σε αυτή πρέπει να αποποιηθεί ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης φύσης του.

III.

α) Η Φαίδρα από την άλλη είναι ένα τελείως διαφορετικό πρόσωπο. Είναι μία γυναίκα
ανοιχτή στον έρωτα, η οποία ωστόσο υποφέρει εξαιτίας αυτού. Η εσωτερική της μάχη
βρίσκεται ανάμεσα στον ερωτικό της πόθο και στη διατήρηση της τιμής της όσο και
των παιδιών της. Αν ο έρωτας της προς τον Ιππόλυτο αποκαλυφθεί τότε το πρόσωπο
της και η οικογένεια της θα ατιμαστούν. Ωστόσο, τα καταπιεσμένα συναισθήματα που
νιώθει, τα οποία πρέπει να μείνουν κρυφά, την οδηγούν στα άκρα. Στα πρώτα της λόγια
η Φαίδρα μιλά συμβολικά εκφράζοντας τον έρωτα της, χωρίς όμως να γίνεται
κατανοητή από την τροφό ή από τον χορό που αποδίδουν τα λόγια της σε κάποια
άγνωστη ασθένεια (στ. 132-40 «τειρομέναν- δύστανον»). Ενώ ο έρωτας που νιώθει
είναι τόσο έντονος, εκείνη πολεμάει με τον εαυτό της για να τον κρατήσει μυστικό.
Ψέγει μάλιστα τον εαυτό της για τα συναισθήματα που έχει (στ. 239-49 «δύστηνος-
ἀπολέσθαι»). Κατανοεί πως ο έρωτας της είναι άτιμος και ντροπιαστικός. Είναι κάτι

[102]
όμως το οποίο δεν μπορεί να ελέγξει, δεν μπορεί να του επιβληθεί και να τον διαγράψει
από μέσα της.

Το γεγονός πως η Φαίδρα κατανοεί πως το πάθος της δεν έχει κανένα στοιχείο
εντιμότητας, είναι αυτό που δείχνει την αρετή της. Βάζει πάνω από όλα την τιμή και όχι
το πάθος πολεμώντας με τις επιπτώσεις που η καταπίεση των συναισθημάτων της
φέρνει. Η διαφορά της με τον Ιππόλυτο είναι ότι αυτή αναγνωρίζει ότι πάσχει και
μάχεται ενάντια σε αυτό που βιώνει με οποιοδήποτε κόστος, ενώ εκείνος ακόμη και
όταν φτάνει το τέλος του δεν αντιλαμβάνεται ότι κάτι στερείται, ότι είναι ατελής. Η
Φαίδρα αποκαλεί τον έρωτα της μίασμα, μια ψυχική αρρώστια, ένα στίγμα (στ. 317
«χεῖρες- μίασμά τι»). Ακόμα και όταν η τροφός την πιέζει να φανερώσει αυτό που την
τυραννά εκείνη δεν τολμά να προφέρει καθαρά τον έρωτα της, αυτό που νιώθει της
προκαλεί ντροπή.

β) Η Φαίδρα, στη συνέχεια του έργου, οδηγείται σε μια πολύ ενδιαφέρουσα διάκριση
ανάμεσα στο πως οι άνθρωποι συμπεριφέρονται και στο πως θα έπρεπε να
συμπεριφέρονται. Αναγνωρίζει τη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στη γνώση για το
ποιες πράξεις είναι ορθές και ηθικές, οι οποίες πρέπει να τελούνται, και στην
ανθρώπινη φύση η οποία είτε για προσωπικό όφελος, είτε απλώς από τεμπελιά ενεργεί
με τρόπο τελείως διαφορετικό (στ. 377-85 «καί μοι- αἰδώς δε»). Mε τα λόγια της
φανερώνει και τη δική της αδυναμία. Ενώ γνωρίζει πως ο έρωτας της μόνο ντροπή
μπορεί να φέρει εκείνη δεν μπορεί να τον σβήσει. Εξαιτίας του πάθους κάποιος θα
μπορούσε εύλογα να την κατηγορήσει για ατιμία και προστυχιά καθώς επιθυμεί
ερωτικά το γιο του συζύγου της. Οι άνθρωποι αρκετές φορές εξαιτίας του πάθους ή της
απόλαυσης που παίρνουν ενεργούν με τρόπο αντίθετο από το σωστό. Αυτή η δύναμη
του πάθους παρασύρει τους ανθρώπους και τους αποτρέπει από το να δουν την αλήθεια
και την πραγματικότητα όπως στα αλήθεια είναι Η δειλία, η τεμπελιά και η
καλοπέραση κάνουν τους ανθρώπους ανενεργούς, φοβισμένους και μη αντιδραστικούς.
Εμείς οι ίδιοι σε τεράστιο βαθμό είμαστε υπεύθυνοι για τα προβλήματα μας. Το εὐ
φρονεῖν πρέπει να υπερισχύει της καλοπέρασης, της αδράνειας και του φόβου. Αυτό
είναι το ουσιώδες που προσπαθεί να μας πει ο Ευριπίδης μέσα από το στόμα του χορού
και της Φαίδρας (στ. 431-2).

[103]
H Φαίδρα γνωρίζει το ντροπιασμένο της πάθος μα δεν μπορεί να το καταπνίξει. Το
αδιέξοδο για εκείνη λύνεται μέσα από την αυτοκτονία. Η τιμή της ίδιας και της
οικογένειας της είναι σπουδαιότερη από τον έρωτα ακόμη και αν αυτός είναι το πιο
έντονο ανθρώπινο συναίσθημα (στ. 488-9 «οὐ-γενήσεται»). Η αυτοκτονία μονάχα θα
διαφυλάξει την τιμή κρατώντας κρυφό το μυστικό και παράλληλα θα πνίξει αιώνια τον
έρωτα της. Είναι δυνατή ψυχικά και ενάρετη ηθικά διότι για χάρη της τιμής της δεν
αποκαλύπτει τον έρωτα της στον Ιππόλυτο μα και αδύναμη, διότι αν και γνωρίζει την
ντροπή αυτών που νιώθει δεν μπορεί να τα διαγράψει. Αυτή είναι όμως η φύση των
ανθρώπων ( στ. 467-9 «οὐδ'-ἀκριβώσειαν»). Σύμφωνα με την τροφό τα ανθρώπινα όντα
είναι φυσικό να έχουν ελλείψεις και να σφάλλουν. Κανένα σπίτι για παράδειγμα δεν
μπορεί να κατασκευαστεί αλάνθαστα, ούτε υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι στη ζωή τους
πήρανε πάντοτε τις σωστές επιλογές. Η γνώση αυτής της έλλειψης και ο τρόπος με τον
οποίο αντιμετωπίζει η Φαίδρα την αξιακή σύγκρουση αποδεικνύει την αρετή της σε
αντίθεση με τον Ιππόλυτο ο οποίος είναι περήφανος και θεωρεί τον εαυτό του απόλυτα
ευσεβή και ενάρετο αν και αγνοεί την ύπαρξη άλλων αξιών πλην αυτής που πρεσβεύει
η Άρτεμις.

γ) Η αποκάλυψη του μυστικού της Φαίδρας από την τροφό στον Ιππόλυτο οδηγεί στο
τέλος της βασίλισσας. Η τιμή της χάθηκε για πάντα. Το όνομα της είναι πλέον
συνδεδεμένο με την ατιμία και με τη χυδαιότητα. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να
αντέξει (στ. 689-92 «οὗτος-λόγων»). Η ανώτατη αξία για 'κείνη είναι η τιμή, η
αξιοπρέπεια. Μετά την απώλεια αυτής η Φαίδρα νικημένη από τη θλίψη δίνει τέλος στη
ζωή της. Ωστόσο, κάνει κάτι το οποίο δεν έρχεται σε αρμονία με το χαρακτήρα της.
Αφήνει ένα γράμμα, ένα σημείωμα στο οποίο κατηγορεί τον Ιππόλυτο για βιασμό. Πώς
μπορούμε να δικαιολογήσουμε αυτήν την πράξη από την ηθική σκοπιά; Είναι κάτι
έντιμο ή ανέντιμο;

Η Φαίδρα φοβάται τον εξευτελισμό του ονόματος της και των παιδιών της, τα οποία θα
ατιμαστούν εξαιτίας της. Η ψευδής κατηγορία προσπαθεί να διαφυλάξει αυτήν την
τιμή. Το ψέμα εδώ χρησιμοποιείται ως ένα αναγκαίο κακό. Είναι ένα μέσο προστασίας
από την κοινωνική κατακραυγή. Σίγουρα εκείνη δεν ατίμασε και δεν αδίκησε κάποιον,
δεν έπραξε κάτι αισχρό, απλά ένιωσε κάτι που δεν θα έπρεπε να νιώσει. Αυτό το

[104]
γνωρίζει πολύ καλά. Η αυτοκτονία δείχνει ότι δεν μπορεί να ζει όντας ατιμασμένη.
Είναι μια πράξη που φανερώνει το χαρακτήρα της. Ωστόσο, η Φαίδρα είναι και αυτή
άνθρωπος με αδυναμίες. Οι χαρακτήρες του Ευριπίδη διαφέρουν από εκείνους του
Σοφοκλή οι οποίοι έχουν σταθερό χαρακτήρα και σιδερένια βούληση (Δεληγιώργης
2010) (στ. 728-31 «θανοῦσ'-μαθήσεται») .47 Η πίκρα που ένιωσε από τη μη
πραγματοποίηση του έρωτα της σίγουρα είναι ένας λόγος για την πραγματοποίηση της
ψευδούς κατηγορίας της, διότι έτσι νιώθει ότι θα τιμωρηθεί ο Ιππόλυτος. Η απεικόνιση
των ψυχικών μας παθών είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της δραματουργίας του
Ευριπίδη. Η αυτοκτονία και η ψευδής κατηγορία προστατεύει την τιμή αυτής και της
οικογένειας της και την οδηγεί στην κάθαρση μέσω της απαλλαγής της από το μίασμα
του ερωτικού της πόθου, ωστόσο, το ψυχικό πάθος δεν μπορεί να λείψει. Αποτελεί
μάλιστα το μοναδικό τρόπο να κατανοήσει ο Ιππόλυτος πως η συμπεριφορά του
48
ξεπερνά το μέτρο και να σωφρονιστεί (στ. 731 «σωφρονεῖν μαθήσεται»). Η
Αφροδίτη μάλιστα λέει στην αρχή του έργου πως αυτή η τόσο στενή σχέση του
Ιππόλυτου με την Άρτεμη δεν ταιριάζει στους ανθρώπους, αγγίζει δηλαδή τα όρια της
αλαζονείας μιας και προσπαθεί να εξομοιωθεί με έναν Θεό (στ. 19 «μείζω βροτείας
προσπεσὼν ὁμιλίας»). Ταυτόχρονα, αυτή η σχέση τον κάνει ξένο προς μια
φυσιολογική, ανθρώπινη κοινωνικοπολιτικοθρησκευτική ζωή. Το γεγονός μάλιστα πως
στο τέλος του έργου η Άρτεμις, στην οποία ο Ιππόλυτος αφιέρωσε ολοκληρωτικά τη

47π.χ. Αντιγόνη, Κρέων, Αίαντας


48Η έννοια της σωφροσύνης εμφανίζεται σε τρία έργα τα οποία μελετήσαμε, την Αντιγόνη, τη
Μήδεια και τον Ιππόλυτο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως αυτός ο όρος εμπεριέχεται
με διαφορετικό τρόπο σε κάθε έργο. Στην Αντιγόνη ο Κρέων ορίζει το σώφρονα ως εκείνο που
παίρνει τις άριστες για την πόλη αποφάσεις με κάθε κόστος. Ο μάντης Τειρεσίας ,ωστόσο στη
συνέχεια του έργου, αναπλάθει αυτόν τον όρο υποστηρίζοντας πως σώφρων είναι εκείνος που
δεν είναι εμμονικά πεπεισμένος ότι έχει πάντα δίκιο αλλά είναι σε θέση να ακούσει την
αντίθετη γνώμη και να την υιοθετήσει αν τη βρει σωστή. Εκείνος δηλαδή που είναι ανοιχτός
στο να αλλάζει τον τρόπο σκέψης του.
Παράλληλα, στη Μήδεια σώφρων είναι εκείνος ο οποίος είναι εγκρατής απέναντι στα πάθη του,
δεν υποτάσσεται σε αυτά αλλά πράττει με γνώμονα τη λογική. Τέλος, στον Ιππόλυτο εκείνος ο
οποίος ζει σύμφωνα με ένα μονάχα ιδανικό είναι άφρων. Ο σώφρων άνθρωπος είναι
αφιερωμένος σε μια πληθώρα από δεσμεύσεις και αξίες. Καταλαβαίνουμε συνεπώς ότι η έννοια
της σωφροσύνης είναι περισσότερο πολύπλοκη και έχει μια ευρύτερη σημασία η οποία φυσικά
είναι υπεύθυνη για τη γέννηση του πολιτισμού.

[105]
ζωή του, αφήνει τον Ιππόλυτο να ξεψυχήσει και δεν τον σώζει, φανερώνει το χάσμα
που υπάρχει ανάμεσα στους Θεούς και στους ανθρώπους (Τούνα 2008 :89).

[106]
9. Ανασκόπηση

Μελετήσαμε επτά αρχαίες τραγωδίες. Μέσα σε αυτές είδαμε αυτό που ονομάζουμε
«αξιακή σύγκρουση» και τον τρόπο με τον οποίο οι ήρωες συμπεριφέρονται σε αυτήν.
Στα δύο έργα του Αισχύλου μιλήσαμε για δύο ανθρώπους, οι οποίοι κάτω από το βάρος
των περιστάσεων πράττουν με τρόπο που είναι αντίθετος προς τον χαρακτήρα τους.
Κατά συνέπεια, αυτό το ενδεχόμενο49 μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να ενεργήσουν
τελείως αντίθετα από αυτά τα οποία πρεσβεύουν. Ο σωστός τρόπος αντίδρασης σε
αυτές τις δύο περιστάσεις είναι η θλίψη και ο πόνος που φανερώνει την ηθικά ενάρετη
στάση ενός ανθρώπου, ο οποίος αναγκάζεται να καταπατήσει μια δέσμευση του για
χάρη μιας άλλης.

Στην Αντιγόνη και στον Ιππόλυτο είδαμε τρεις χαρακτήρες (Αντιγόνη, Κρέων,
Ιππόλυτος) οι οποίοι εξαιτίας της αδιαλλαξίας τους, του εμμονικού πείσματος τους και
της αφοσίωσης τους σε μία μονάχα αξία, οδηγούνται στην καταστροφή. Η σωστή
στάση θα ήταν η αποδοχή πως υπάρχουν και άλλες κομβικές για τους ανθρώπους αξίες
και η αφομοίωση τους στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται και βλέπουν τον
κόσμο. Απαιτείται μια αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τη ζωή.

Στην Εκάβη και στη Μήδεια είδαμε δύο ηρωίδες οι οποίες εξαιτίας της παραβίασης μιας
ζωτικής αξίας για εκείνες από ένα έμπιστο σε εκείνες πρόσωπο, οδηγήθηκαν στην
απόλυτη ηθική κατάπτωση και ανομία. Το γεγονός μάλιστα πως οι δύο παραβάτες,
Πολυμήστωρ και Ιάσων, δεν τιμωρούνται για τις πράξεις τους τις οδηγούν στο έγκλημα
και στην παραβίαση κομβικών για τις ίδιες αξιών και δεσμεύσεων. Οι περιστάσεις
μπορεί να εκμηδενίσουν τον ηθικό χαρακτήρα των ανθρώπων.

Τέλος, στην Ηλέκτρα, είδαμε την αμφισβήτηση μιας θεϊκής εντολής που στο τέλος
αποδεικνύεται λανθασμένη. Αυτό μας κάνει να κατανοήσουμε πως τίποτα στη ζωή δεν
είναι σίγουρο, πως η πλάνη είναι πολύ συνηθισμένη και ότι εμείς πρέπει να είμαστε σε
θέση να συνεχίζουμε να ερευνούμε και να ψάχνουμε. Παράλληλα στην Ηλέκτρα
βλέπουμε πως αν κάποιος αναγκάζεται να πράξει κάτι αισχρό και αντίθετο με τις
αντιλήψεις του, πρέπει υποχρεωτικά να τιμωρηθεί στο τέλος τιμωρείται ακόμα και αν
δεν είχε την απόλυτη ελευθερία επιλογής.

49Τύχη.

[107]
[108]
10. Συμπεράσματα

Κλείνοντας τη μελέτη μας για τις επτά αυτές αρχαίες τραγωδίες και τις αξιακές
συγκρούσεις που αναδεικνύουν, θα θέλαμε να καταθέσουμε κάποια συμπεράσματα.
Πιστεύουμε ότι η κωδικοποίηση αυτών των συμπερασμάτων μπορεί να αποβεί
ιδιαίτερα χρήσιμη στο πλαίσιο σύγχρονων ηθικών αναζητήσεων και αντιπαραθέσεων
και αυτό αποτελεί ένα διόλου ευκαταφρόνητο κληροδότημα της αρχαίας τραγωδίας στη
σύγχρονη κανονιστική σκέψη. Με αυτό δεν εννοούμε ότι ο καθένας καλείται να
ενστερνιστεί αυτά τα συμπεράσματα, αλλά ότι είναι απολύτως κατανοητά στους
συγχρόνους μας και μπορούν να ενσωματωθούν επεξεργασμένα (όπως έχει ήδη συμβεί
και στο παρελθόν) σε επιχειρήματα και τοποθετήσεις που άπτονται της τρέχουσας
ηθικής προβληματικής. Ακόμα, και αν δεχτούμε ότι κάποιες αυτές τις ιδέες
επινοήθηκαν εκ νέου κατά τη νεότερη εποχή, αυτό δεν καθιστά περιττή την ανίχνευση
και την ανάδειξη των αρχικών πηγών τους.

1. Υπάρχει μια πολλαπλότητα ηθικών αξιών. Είναι λάθος να θεωρούμε ότι όλες οι
αξιακές θεωρήσεις προέρχονται από μία και μοναδική πηγή. Η θέση αυτή
μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο των προσπαθειών αντίκρουσης θεωριών
που προβάλλουν μία και μοναδική υπέρτατη ηθική αρχή, όπως λ.χ. ο
ωφελιμισμός.
2. Τα ηθικά διλήμματα είναι υπαρκτά και δεν επιλύονται με έναν ανώδυνο τρόπο.
Οποιαδήποτε επιλογή ενέχει βαρύ προσωπικό και ηθικό κόστος το οποίο
αναγνωρίζει και υφίσταται ο δρων. Αυτή είναι μια θέση που επισημαίνεται από
διαπρεπείς σύγχρονους ηθικούς φιλοσόφους, όπως ο Bernard Williams, οι
οποίοι δείχνουν να επηρεάζονται από αυτή την αρχαιοελληνική αντίληψη.
3. Η ορθοπραξία σε σχέση με συγκεκριμένες καταστάσεις προϋποθέτει τη
βούληση να ακούσει κανείς τις θέσεις όσων εμπλέκονται σε αυτές. Η ηθική
αδιαλλαξία δεν είναι καλός σύμβουλος. Η απόλυτη βεβαιότητα δεν βοηθά και ο
δρων πρέπει να είναι ανοιχτός στο ενδεχόμενο να αναγνωρίσει ότι σφάλλει και
να αλλάξει άποψη. Πρόκειται για θέση που έχει ενσωματωθεί στην αντίληψή
μας για το ηθικό πράττειν. Η λήψη ηθικών αποφάσεων προϋποθέτει την

[109]
εξέταση διαφορετικών ηθικών προσεγγίσεων που ενδέχεται να επιφέρουν
διαφορετικά ηθικά αποτελέσματα. Κάποιες από αυτές τις προσεγγίσεις μπορεί
να υποδεικνύονται στον δρώντα από τρίτα πρόσωπα. Ακόμα, θεωρούμε ότι
κανείς δεν διαθέτει το αλάθητο σε ηθικά ζητήματα.
4. Οι ηθικοί δρώντες αναγκάζονται από τις περιστάσεις να απαρνηθούν τα πιστεύω
τους. Η εκδικητική τους μανία τούς οδηγεί στο να υποστούν μια βαθιά
αλλοίωση του χαρακτήρα τους, παρόλο που η εκδίκηση δεν μπορεί να
χαρακτηριστεί αδικαιολόγητη. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που μας
καθιστά σήμερα επικριτικούς ως προς την ιδέα μιας εμμονικού χαρακτήρα
εκδικητικότητας, ιδιαίτερα όταν αυτή καταλήγει στην αυτοδικία.
5. Η ατιμωρησία των ισχυρών για τα εγκλήματα που διαπράττουν οδηγεί τα
θύματα στην αυτοδικία και στην εσωτερική διάλυση. Και αυτή η ιδέα
χρησιμοποιείται σήμερα για να καταδείξει την αναγκαιότητα εδραίωσης ενός
αποτελεσματικού και αμερόληπτου συστήματος απονομής δικαιοσύνης.
6. Η αρετή δεν είναι ίδιον μόνο των ευπόρων και των ευγενών. Η θέση αυτή
χρησιμοποιήθηκε από την εποχή του Διαφωτισμού και εφεξής προκειμένου να
καταπολεμηθεί η διαδεδομένη αντίληψη ότι η ένδεια και η ταπεινή καταγωγή
συμβαδίζουν με την ανηθικότητα.
7. Ο ενάρετος χαρακτήρας σφυρηλατείται μέσα από την καθημερινή τριβή και από
τις δυσκολίες. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα δημοφιλή ιδέα, αν και η δημοφιλία
της οφείλεται περισσότερο στην συμπερίληψή της στην χριστιανική ηθική.
8. Η γνώση του κακού δεν λειτουργεί πάντα αποτρεπτικά. Αυτή η τοποθέτηση
αντιβαίνει στο σωκρατικό «οὐδεὶς ἑκὼν κακός». Θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί στη σύγχρονη διαμάχη σχετικά με το εάν ο ενστερνισμός των
ηθικών αξιών επαρκεί ή όχι για να μας κινητοποιήσει ηθικά
(ιντερναλισμός/εξτερναλισμός).
9. Μια εντολή που προέρχεται από τον Θεό δεν έχει κατ’ ανάγκη ανεξάρτητη
ηθική αξία. Το κριτήριο είναι το επινοημένο από τους ανθρώπους δίκαιο.
Πρόκειται για θέση που χρησιμοποιήθηκε και συνεχίζει να χρησιμοποιείται στο
πλαίσιο της υπεράσπισης μιας κοσμικής ηθικής ενάντια στην πάλαι ποτέ
κυριαρχία της χριστιανικής ηθικής.

[110]
Εξυπακούεται ότι παρά πολλά μπορεί να ειπωθούν για τις δυνατότητες και το ιστορικό
της ενσωμάτωσης αυτών των αρχαιοελληνικών θέσεων -που ανακύπτουν από τη μελέτη
συγκεκριμένων τραγωδιών- στην ηθική προβληματική της νεωτερικότητας. Αυτό,
όμως, αποτελεί αντικείμενο μιας διαφορετικής μελέτης.

[111]
ΠΗΓΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α) Αρχαία κείμενα

Diggle, James. (ed.). 1982. Euripidis. Fabulae. Τόμ. II: Supplices, Electra, Hercules,
Troades, Iphigenia in Tauris, Ion. Oxford Classical Tί συμβαίνει όμως στην περίπτωση τουexts. Οξφόρδη: Clarendon
Press.

Diggle, James. (ed.). 1984. Euripidis. Fabulae. Τόμ. 1: Cyclops; Αlcestis; Medea;
Heraclidae; Hippolytus; Andromacha; Hecuba. Oxford Classical Tί συμβαίνει όμως στην περίπτωση τουexts. Οξφόρδη :
Clarendon Press.

Diggle, James. (ed.). 1994. Euripidis. Fabulae. Τόμ. ΙΙΙ: Helena, Phoenissae, Orestes,
Bacchae, Iphigenia Aulidensis, Rhesus. Oxford Classical Tί συμβαίνει όμως στην περίπτωση τουexts. Οξφόρδη:
Clarendon Press.

Lloyd- Jones, Hugh & N.G. Wilson (ed.). [1990] 1992. Sophoclis. Fabulae. 2η έκδ.
Oxford Classical Tί συμβαίνει όμως στην περίπτωση τουexts. Οξφόρδη: Clarendon Press.

Page, D.L. (ed.). 1972. Aeshyli Septem Quae Supersunt Tragoediae. Oxford Classical
Tί συμβαίνει όμως στην περίπτωση τουexts. Οξφόρδη: Clarendon Press.

Βάρναλης, Κώστας. «Ιππόλυτος» του Ευριπίδη. Μετάφραση. Αθήνα: Κέδρος.

Βλάχος, Άγγελος Σ. 2008. Θουκυδίδου «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου».


Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας [1η έκδ. Αθήνα: Γαλαξίας, 1965-1968].

Γεραλής, Γιώργος. 1994. Ευριπίδη Τραγωδίες, «Μήδεια, Τρωάδες, Ανδρομάχη, Εκάβη».


Mετάφραση. Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος.

Γρυπάρης, Ι.Ν. 1938. Οι τραγωδίες του Αισχύλου. Μετάφραση. Αθήνα: Bιβλιοπωλείον


της Εστίας [1η έκδ. Αθήνα: Γ. Φέξη 1911].

Γρυπάρης, Ι. Ν. 1940. Σοφοκλέους «Αντιγόνη». Μετάφραση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της


Εστίας.

[112]
Λυπουρλής, Δ. 2002. Αριστοτέλης. Ηθικά Νικομάχεια. Μετάφραση. Θεσσαλονίκη:
Ζήτρος.

Μαρωνίτης, Δ.Ν. 2012. Όμηρος. Ιλιάς. Ραψωδίες Α-Ω. Μετάφραση. Αθήνα: Άγρα.

Παπαδής, Δ. 2006. Αριστοτέλης. «Πολιτικά». Μετάφραση. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Ρούσσος, Τάσος. 1988. Ευριπίδης, «Hλέκτρα». Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.

Σκουτερόπουλος, Ν.Μ. 2002. Πλάτων. «Πολιτεία». Mετάφραση. Αθήνα: Πόλις.

Σκουτερόπουλος, Ν.Μ. 2015. Πλάτων. «Φαίδων». Μετάφραση. Αθήνα: Πόλις.

Σπυρόπουλος, Ηλίας. 2009. Πλάτων. «Πρωταγόρας». Mετάφραση. Θεσσαλονίκη:


Ζήτρος

Σπυρόπουλος, Ηλίας. 2009. Πλάτων. «Συμπόσιον». Mετάφραση. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Στεφανόπουλος, Θ.Κ. 2012. Ευριπίδης, «Μήδεια». Αθήνα: Kίχλη.ίχλη.

Β) Δευτερεύουσα βιβλιογραφία

Αθανασοπούλου, Ευγενία. 2020. Ο ρόλος της γυναίκας στον αγώνα λόγων της
ευριπίδειας τραγωδίας (Μήδεια, Εκάβη, Τρωάδες, Ηλέκτρα) (Διδακτορική
διατριβή). Καλαμάτα: Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

Βαϊα, Τούνα. 2008. «Mηδέν Άγαν» Η τραγικότητα του ανθρώπου στον Ιππόλυτο του
Ευριπίδη (Μεταπτυχιακή εργασία). Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.

Δημητρακοπούλου, Γ. Χρυσοθέμη. 2016. Συγκριτική ανάλυση Άλκηστης και Μήδειας


του Ευριπίδη (Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία.). Καλαμάτα: Πανεπιστήμιο
Πελοποννήσου.

Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica. 2007. Τόμοι: 12, 16, 36, 47. Αθήνα:
Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος.

Καραδήμα, Αναστασία. 2018. Η Ηλέκτρα του Ευριπίδη: ρεαλισμός και κωμικό


στοιχείο. Πανεπιστήμιο Πατρών.

Ματράκα, Αγγελική. 2019. Ανάλυση επιλεγμένων μοτίβων εικονοποιίας στους επτά επί
Θήβας του Αισχύλου ( Διπλωματική εργασία). Πάτρα: Πανεπιστήμιο Πατρών.

[113]
Tί συμβαίνει όμως στην περίπτωση τουζον Στιούαρτ, Μίλλ. 2018. Περί ελευθερίας (μτφρ. Γιάννης Βογιατζής). Αθήνα:
Ηριδανός.

Ξανθάκου, Ελένη. 2016. Ευριπίδη Ηλέκτρα: Συγκριτική προσέγγιση στη δομή και στην
ηθογράφηση με τις Χοηφόρους του Αισχύλου και την Ηλέκτρα του Σοφοκλή.
(Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία). Καλαμάτα: Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

Σοπενχάουερ, Άρθουρ. 2016. Κριτική της ελευθερίας της βουλήσεως (μτφρ.


Παντούλιας Μιχάλης, Υφαντής Δημήτρης επιμ.Υφαντής Δημήτρης ). Φιλοσοφική
Βιβλιοθήκη.

Buxton, Richard. 2005. Oι ελληνικοί μύθοι: Ένας ολοκληρωμένος οδηγός. Μτφρ. Τάσος
Τυφλόπουλος. Eπιμ. Δανιήλ Ι. Ιακώβ. Αθήνα: Πατάκης.πιμ. Δανιήλ Ι. Ιακώβ. Αθήνα: Πατάκης.

Γ. Ξενόγλωσση βιβλιογραφία

Foley, Helene P. 2002. Female Acts in Greek Tragedy. Princeton: Princeton Univ). Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να αναγκαστούμε να κάνουμεersity
Press.

Nussbaum, Martha C. 2001. The fragility of goodness: Luck and ethics in Greek
tragedy and philosophy. Cambridge: Cambridge Univ). Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να αναγκαστούμε να κάνουμεersity Press.

Rescher, Nicholas. 1995. Luck: Tί συμβαίνει όμως στην περίπτωση τουhe Brilliant Randomness of Eπιμ. Δανιήλ Ι. Ιακώβ. Αθήνα: Πατάκης.v). Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να αναγκαστούμε να κάνουμεeryday Life. New York:
Farrar, Straus, Giroux.
Statman, Daniel, ed. 1993. Moral Luck. New York: State Univ). Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να αναγκαστούμε να κάνουμεersity of New York
Press.
Williams, Bernard. 1973. Problems of the Self: Philosophical Papers 1956-1972.
Cambridge: Cambridge Univ). Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να αναγκαστούμε να κάνουμεersity Press.
Cowley, Christopher. 2001. Moral Dilemmas in Greek Tί συμβαίνει όμως στην περίπτωση τουragedies: a Discussion of
Aν και αναγνωρίζει τοeschylus’s Aν και αναγνωρίζει τοgamemnon and Sophocles’Aν και αναγνωρίζει τοntigone.

Δ. Ιστοσελίδες

Γεωργιλάς, Αθανάσιος. Οι μεταμορφώσεις της Μήδειας. Αναρτήθηκε από


https://www.respublica.gr/2015/10/post/οι-μεταμορφώσεις-της-μήδειας/

[114]
Δανιήλ, Μαρία. Η Εκάβη του Ευριπίδη. Αναρτήθηκε από https://www.e-prologos.gr/η-
εκάβη-του-ευριπίδη/

Δεληγιώργης, Κ. 2010. «Η Φαίδρα στον Ευριπίδη: Θύτης ή θύμα;» Αναρτήθηκε από


"DO%) Η ΦΑΙΔΡΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΙΠΙΔΗ : ΘΥΤΗΣ Η ΘΥΜΑ; | Konstantinos Deligiorgis -
Academia.edu

Κατούντα, Σύλβια. 2007. Από τη μητρική αγάπη στην παιδοκτονία. Αναρτήθηκε από
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/sygkrisi/article/v). Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να αναγκαστούμε να κάνουμεiew/10289/10401

Πετρίδης, Αντώνης. 204. Για την «Eκάβη» του Ευριπίδη (1) Η δομή, τα πρόσωπα, ο
χρόνος, ο χώρος. Αναρτήθηκε από
https://antonispetrides.wordpress.com/2014/04/11/euripides-hecuba-freedom/

Πετρίδης, Αντώνης. 2014. Για τη «Μήδεια» του Ευριπίδη (1): αμφίσημη Μήδεια,
αμφίθυμοι θεατές. Αναρτήθηκε από Αναρτήθηκε από
https://www.tovima.gr/2019/07/30/culture/aisxylos-to-pneyma-tou-dikaiou-meros-ia/

[115]

You might also like