ΛΑΤΙΝΙΚΑ-ΜΑΘΗΜΑ 21

You might also like

Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 3

ΜΑΘΗΜΑ 21

ΜΑΘΗΜΑ 21 – LECTIO PRIMA ET VICESIMA

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: ΠΩΣ ΠΗΡΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΤΟ PISAURUM

Brenno duce Galli, Όταν ήταν αρχηγός ο Βρέννος ( = υπό την ηγεσία
του Βρέννου) οι Γαλάτες,
apud Alliam flumen delētis αφού κατατρόπωσαν κοντά στον ποταμό Αλλία τις
legionibus Romanōrum, λεγεώνες των Ρωμαίων,
evertērunt urbem Romam κατέστρεψαν εντελώς την πόλη Ρώμη
praeter Capitōlium, εκτός από το Καπιτώλιο,
prο quo immensam pecuniam accepērunt. για το οποίο πήραν σαν αντάλλαγμα τεράστιο
χρηματικό ποσό.
Tum Camillus, Τότε ο Κάμιλλος,
qui diu apud Ardeam in exilio fuerat ο οποίος είχε παραμείνει εξόριστος για πολύ καιρό
κοντά στην Αρδέα
propter Vēientanam praedam εξαιτίας της λείας από τους Βηίους
nοn aequo iure divīsam, που δεν είχε μοιραστεί ακριβοδίκαια,
absens dictātor est factus; αν και απουσίαζε έγινε δικτάτορας·
is Gallos iam abeuntes secūtus est: αυτός ακολούθησε τους Γαλάτες που (= ενώ) ήδη
έφευγαν:
quibus interemptis aurum omne recēpit. αφού τους εξολόθρεψε, πήρε πίσω όλο το
χρυσάφι.
Quod illic appensum civitāti nomen dedit: Αυτό, επειδή ζυγίστηκε εκεί, έδωσε το όνομά του
στην πόλη:
nam Pisaurum dicitur, Ονομάζεται δηλ. Πίσαυρο,
quod illic aurum pensātum est. επειδή εκεί ζυγίστηκε το χρυσάφι.
Post hoc factum rediit in exilium, Μετά απ’ αυτή την πράξη επέστρεψε στην εξορία,
unde tamen rogātus reversus est. απ’ όπου όμως επέστρεψε αφού παρακλήθηκε.

Β. ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Brenno: αφαιρ. ενικ. του ουσ. Brennus -i αρσ. 2 (= Βρέννος)
duce: αφαιρ. ενικ. του ουσ. dux, ducis αρσ. 3 (= ηγεμόνας, αρχηγός)
Galli: ονομ. πληθ. αρσ. του ουσ. Gallus -i αρσ. 2 (= Γαλάτης)
(ή Galli –orum αρσ. 2 (= Γαλάτες)
apud: (πρόθ.+ αιτιατ.) (= πλησίον, κοντά σε)
Alliam: αιτιατ. ενικ. του ουσ. Allia -ae θηλ. 1 (= Αλλίας)
flumen: αιτιατ. ενικ. του ουσ. flumen -inis ουδ. 3 (= ποταμός)
deletis: αφαιρ. πληθ. θηλ. της μτχ. παθητ. παρακειμ. του ρήμ. deleo, delevi, deletum, delēre 2 (=
σκοτώνω, καταστρέφω)
/ deleor, deletus sum, deleri 2

ΛΑΤΙΝΙΚΑ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ 1
ΜΑΘΗΜΑ 21

legionibus: αφαιρ. πληθ. του ουσ.legiο -onis θηλ. 3 (= λεγεώνα)


Romanorum: γεν. πληθ. του ουσ. Romani -orum αρσ. 2 (= Ρωμαίοι)
everterunt: γ' πληθ. οριστ. παρακειμ. ενεργ. φων. του ρήμ. everto, everti, eversum, evertĕre 3 (=
καταστρέφω εντελώς) (ex + verto)
urbem: αιτιατ. ενικ. του ουσ. urbs, urbis θηλ. 3 (= πόλη)
Romam: αιτιατ. ενικ. του ουσ. Roma -ae θηλ. 1 (= Ρώμη)
praeter: (πρόθ. + αιτιατ.) (= εκτός)
Capitolium: αιτιατ. ενικ. του ουσ. Capitolium -ii (-i) ουδ. 2 (= Καπιτώλιο)
pro: (πρόθ.+ αφαιρ.) (= ως αντάλλαγμα, ως αντίτιμο)
quo: αφαιρ. ενικ. ουδ. της αναφορ. αντωνυμ. qui, quae, quod (= ο οποίος)
immensam: αιτιατ. ενικ. θηλ. του επιθ. immensus -a -um επίθ. 2 (= τεράστιος)
pecuniam: αιτιατ. ενικ. του ουσ. pecunia -ae θηλ. 1 (= χρήματα)
acceperunt: γ’ πληθ. οριστ. παρακειμ. ενεργ. φων. του ρήμ. accipio, -cepi, -ceptum, -cipĕre 3* (=
παίρνω, δέχομαι) (ad + capio)
tum: (χρον. επίρρ.) (= τότε)
Camillus: ονομ. ενικ. του ουσ. Camillus -i αρσ. 2 (= Κάμιλλος)
qui: ονομ. ενικ. αρσ. της αναφορ. αντωνυμ. qui, quae, quod (= ο οποίος)
diu: (χρον. επίρρ.) (= για πολύ χρόνο)
apud: (πρόθ.+ αιτιατ.) (= σε, κοντά)
Ardeam: αιτιατ. ενικ. του ουσ. Ardea -ae θηλ. 1 (= Αρδέα)
in: (πρόθ.+ αφαιρ.) (= σε)
exilio: αφαιρ. ενικ. του ουσ. exilium -ii (-i) ουδ. 2 (= εξορία)
fuerat: γ’ ενικ. οριστ. υπερσυντ. του βοηθητ. ρήμ. sum, fui, esse (= είμαι, υπάρχω)
propter: (πρόθ. + αιτιατ.) (= εξαιτίας)
Vēientānam: αιτιατ. ενικ. θηλ. του επιθ. Veientanus -a -um επίθ. 2 (= των Βηίων)
praedam: αιτιατ. ενικ. του ουσ. praeda -ae θηλ. 1 (= λεία)
non: (αρνητικό μόριο) (= όχι, δεν)
aequo: αφαιρ. ενικ. ουδ. του επιθ. aequus -a -um επίθ. 2 (= ίσος, δίκαιος)
iure: αφαιρ. ενικ. του ουσ. ius, iuris ουδ. 3 (= δίκαιος) / aequo iure (= ακριβοδίκαια)
divisam: αιτιατ. ενικ. θηλ. της μτχ. παθητ. παρακειμ. του ρήμ. divido, -visi, -visum, -vidĕre 3 (=
μοιράζω) / dividor, divisus sum, dividi 3 (dis + vido)
absens: ονομ. ενικ. αρσ. της μτχ. ενεστ. του ρήμ. absum, afui (abfui), abesse (= απουσιάζω, είμαι
απών) / (ab + sum)
dictator: ονομ. ενικ. του ουσ. dictator -oris αρσ. 3 (= δικτάτορας, αρχιστράτηγος)
est factus: γ’ ενικ. οριστ. παρακειμ. παθητ. φων. του ρήμ. fio, factus sum, fieri (= γίνομαι)
- παθητικό του facio
is: ονομ. ενικ. αρσ. της οριστ. ή επαναληπτ. αντωνυμ. is, ea, id ( = αυτός, -ή, -ό)
Gallos: αιτιατ. πληθ. του ουσ. Gallus -i αρσ. 2 (= Γαλάτης)
ή από το ουσ. Galli –orum αρσ.2
iam: (επίρρ.) (= πια, ήδη)
abeuntes: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μτχ. ενεστώτα του ανώμαλου ρήμ. abeo, abii (-ivi), abitum, abire
(= φεύγω) (ab + eo) .
secūtus est: γ’ ενικ. οριστ. παρακειμ. του αποθετ. ρήμ. sequor, secutus sum, sequi αποθ. 3 (=
ακολουθώ)
quibus: αφαιρ. πληθ. αρσ. της αναφορ. αντωνυμ. qui, quae, quod (= ο οποίος)
interemptis: αφαιρ. πληθ. αρσ. της μτχ. παθητ. παρακειμ. του ρήμ. interimo, -emi, -emptum,
- imĕre 3 (= εξολοθρεύω) / interimor, interemptus sum, interimi 3 (inter + emo)
aurum: αιτιατ. ενικ. του ουσ. aurum -i ουδ. 2 (= χρυσάφι) – ΧΩΡΙΣ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟ
omne: αιτιατ. ενικ. ουδ. του επιθ. omnis -is -e επίθ. 3 (= όλος)
recepit: γ' ενικ. οριστ. παρακειμ. ενεργ. φων. του ρήμ. recipio, -cepi, -ceptum, -cipĕre 3* (=
παίρνω πίσω, επανακτώ) (re + capio)
quod: ονομ. ενικ. ουδ. της αναφορ. αντωνυμ. qui, quae, quod (= ο οποίος)

ΛΑΤΙΝΙΚΑ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ 2
ΜΑΘΗΜΑ 21

illic: (τοπικό επίρρ.) (= εκεί)


appensum: ονομ. ενικ. ουδ. της μτχ. παθητ. παρακειμ. του ρήμ. appendo, appendi, appensum,
appendĕre 3 (= ζυγίζω) / appendor, appensus sum, appendi 3 < (ad +pendo)
civitāti: δοτ. ενικ. του ουσ. civitas -tatis θηλ. 3 (= πολιτεία)
nomen: αιτιατ. ενικ. του ουσ. nomen -inis ουδ. 3 (= όνομα)
dedit: γ’ ενικ. οριστ. παρακειμ. ενεργ. φων. του ρήμ. do, dedi, datum, dare 1 (= δίνω)
nam: (αι τιολογ. σύνδ.) ( = γιατί, διότι)
Pisaurum: ονομ. ενικ. του ουσ. Pisaurum -i ουδ. 2 (= Πίσαυρο)
dicitur: γ' ενικ. οριστ. ενεστ. παθητ. φων. του ρήμ. dico, dixi, dictum, dicĕre 3 (= λέγω)
/ dicor, dictus sum, dici 3
quod: (αιτιολογ. σύνδ.) (= διότι)
illic: (τοπικό επίρρ.) (= εκεί)
aurum: ονομ. ενικ. του ουσ. aurum -i ουδ. 2 (= χρυσάφι)
pensātum est: γ' ενικ. οριστ. παρακειμ. παθητ. φων. του ρήμ. penso, -avi, -atum, -are 1 (= ζυγίζω)
/ pensor, pensatus sum, pensari 1
post: (πρόθ.+ αιτιατ.) (= ύστερα, μετά)
hoc: αιτιατ. ενικ. ουδ. της δεικτ. αντωνυμ. hic, haec, hoc (= αυτός, -ή, -ό)
factum: αιτιατ. ενικ. του ουσ. factum -i ουδ. 2 (= πράξη)
rediit: γ’ ενικ. οριστ. παρακειμ. του ρήμ. redeo -ii (-i), -itum, -ire (= επιστρέφω, ξαναγυρίζω)
(re + eo)
in: (πρόθ.+ αιτιατ.) (= σε)
exilium: αιτιατ. ενικ. του ουσ. exilium -ii (-i) ουδ. 2 (= εξορία)
unde: (τοπικό επίρρ.) (= απ’ όπου)
tamen: (αντιθετ. σύνδ.) (= όμως)
rogatus: ονομ. ενικ. αρσ. της μτχ. παθητ. παρακειμ. του ρήμ. rogo, -avi, -atum,-are 1 (+ αιτιατ.
προσ.) (= παρακαλώ κάποιον, ζητώ) / rοgοr, rogatus sum, rogari 1
reversus est: γ’ ενικ. οριστ. παρακειμ. του ημιαποθετικού ρήμ. reνertor, reνerti (reνersus sum),
reνerti 3 (= επιστρέφω) (re + νertor) / Το ρήμα είναι ημιαποθετικό ή αποθετικό, ανάλογα με τον
παρακείμενο – ΑΠΟΘΕΤΙΚΟ: revertor, reversus sum, reverti, αποθ. 3

ΛΑΤΙΝΙΚΑ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ 3

You might also like