Professional Documents
Culture Documents
Αντιγόνη Μετέωρη
Αντιγόνη Μετέωρη
Δήμητρα Θεοδωροπούλου
ΑΜ: 7568012300019
Εισαγωγικό σημείωμα
Πράγματι η νύχτα με συμφέρει.
Πρώτα-πρώτα ελαττώνει τις φιλοδοξίες·
ύστερα διορθώνει τις σκέψεις· έπειτα
συμμαζώνει τη θλίψη και την κάνει υποφερτότερη
τη σιωπή με σέβας ανατέμνει·
εξαίρει την όσφρηση μα προπάντων η νύχτα περιζώνει.
1
Οι σελίδες παραπέμπουν στο: Σοφοκλή, Αντιγόνη, (μετ. Μ. Βολανάκης), Εκδόσεις Bibliothèque,
Αθήνα Μάιος 2021
«ανάμεσα» μεταξύ γης και Κάτω Κόσμου, αφού γνωρίζει ότι δε θα ζήσει για πολύ
μετά από τη διάλυση της οικογένειάς της.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Καλύτερα ν’ αρέσω κάτω, ξέρεις, παρά σ’ εσάς εδώ. Εκεί
όλα, και η κοίμηση αιώνια. […] Η ανόητη εγώ βαδίζω σ’ ένα ωραίο
θάνατο. Χάνομαι, ναι ̶ μα τίποτα δεν χάνω. […] Μετέωρη ̶ μια ξένη ̶
που δεν ανήκω ούτε στο φως ούτε στο χώμα, εξόριστη κι από τους
ζωντανούς κι απ’ τους νεκρούς. (σ. 10, 12, 58)
Η Αντιγόνη ήδη έχει χάσει τα αδέρφια της, δεν έχει πια ζωή, ενώ ο Κρέων
χάνει σταδιακά την εξουσία αλλά και γιο και σύζυγο λόγω της ύβρης απέναντι στους
πολιτειακούς και θεϊκούς νόμους. Και οι δύο είναι μετέωροι ως ζωντανά σώματα
αλλά νεκρές ψυχές. Συνορεύουν, επομένως, με τον θάνατο, καθώς χαρακτηρίζονται
από μία εκκρεμότητα και εγγύτητα με ένα αλλού, έναν Άλλο κόσμο, όπου τους
τοποθετεί η αναπότρεπτη ειμαρμένη, που έχει καθοριστεί σαν ένθεη τίση λόγω των
ανθρώπινων επιλογών.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Κανείς δυνάστης δεν δύναται να με χωρίσει απ’ τους
δικούς μου. […] Για όποιον ζει, όπως εγώ, μες στο κακό, νεκροζωή,
κέρδος να φύγει μια ώρα αρχύτερα. […] Εμένα η ψυχή μου από καιρό
ταραγμένη στους νεκρούς, πεθαίνει.
ΑΓΓΕΛΟΣ: Όταν ο άνθρωπος προδώσει τη χαρά του μόνος του, δεν
τονε λέω ζωντανό, μα ζώνεκρο, ένα πτώμα έμψυχο. […] Οι Άνακτες
πεθαίνουν. Και ζωντανή αιτία οι νεκροί.
ΚΡΕΩΝ: Νεκρός στα χέρια μου κι αντίκρυ μου νεκρός. […] Αλίμονο,
άθυρμα είμαι ο έρημος, άθροισμα δύο θανάτων είμαι. (σ. 9, 35, 41, 76-77,
83)
Έτσι, οι σκηνογραφικές επιλογές συγκροτούν έναν κατωφλιακό χώρο, που
στην ολότητά του χωρίζει και ενώνει ταυτόχρονα τους κατοίκους του. Το πέρασμα
από τον έναν κόσμο στον άλλον υποβοηθάται με τη γέννηση ενός ενσώματα
εγγράψιμου, τελετουργικού χώρου, που συνοδεύεται από την ενσωμάτωση του ενίοτε
βωβού θρηνητικού πόνου ή και λεκτικού/ομιλούντος πένθους των υποκριτών. Έτσι,
το σώμα και ο λόγος των υποκριτών προσαρμόζονται στο «ζωντανό σώμα» του
σκηνικού πλαισίου.
ΑΓΓΕΛΟΣ: Και κάποιος σαν ν’ άκουσε απόηχο μακρινό κραυγής
παράφωνης, θρήνου κραυγής. Ησυχία. […] Σίγουρα πια βογκούσε το
σπήλαιο σα στόμα, το άναρθρο παραμιλητό του πόνου.
ΧΟΡΟΣ: Μα όπως και οι ακατάσχετες κραυγές, το ίδιο κι η βαριά
σιωπή ̶ φωνάζει.
ΑΓΓΕΛΟΣ: Μην πνίγει στην καρδιά της μαζί με την κραυγή, κάποιο
κακό ̶ ανείπωτο. Τόσο απόλυτη σιγή ̶ μιλάει. (σ. 79, 80-81)
Το αφαιρετικό αλλά συνάμα σύνθετο σκηνικό διαπλέκεται αρμονικά με τον
φωτισμό, ο οποίος δημιουργεί διαφορετικά επίπεδα δραματικών χώρων ως πεδίων
εστίασης ανά σκηνή. Το φως φαίνεται ήπιο, χαμηλό και δυναμώνει σε στιγμές
κορύφωσης, ενώ επικρατεί, σε πολλά σημεία, ένας κυριολεκτικά και μεταφορικά
σκοτεινός τόπος, όπου το φως απουσιάζει δίνοντας τη θέση του στις σημειολογικές
φιγούρες και τις σκιές των ηθοποιών, των νεκροζώντανων απομειναριών ενός
πολέμου.
ΙΣΜΗΝΗ: Και τώρα εμείς – του σπαραγμού τ’ απομεινάρια, ποιο τέλος
πανάθλιο, σίγουρο αν προσβάλουμε τον νόμο και το κύρος του δυνάστη!
(σ. 10)
Πρώτιστο στόχο, εδώ, συνιστά η αποκωδικοποίηση της πολυσημίας των
συνδηλώσεων της νύχτας και του σκοταδιού, που κυριαρχούν έναντι της ημέρας και
του φωτός αποδίδοντας, με μία πεσιμιστική και βαθιά φιλοσοφική χροιά, τα
παθήματα-μαθήματα και τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης. Αρχικά,
χρησιμοποιούνται μερικοί προβολείς με το φως να απομονώνεται και να περιορίζεται
σε πολλές στιγμές, όπου αναδύεται η έννοια της νύχτας. Η τελευταία αποπνέει μια
μετέωρη αύρα και συνδιαλέγεται με ποικίλες συνδηλώσεις.