Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 5

Όνομα: Δήμητρα

Επώνυμο: Θεοδωροπούλου

Α.Μ.: 1568201700024

Ακαδημαϊκό έτος: Τρίτο

Μάθημα: Θεωρία του θεάτρου & του δράματος Α΄

Εξάμηνο: Πέμπτο

Καθηγητής: κος. Πεφάνης Γεώργιος

ΘΕΑΤΡΙΚΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΒΙΟΣ


Το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας συνιστά δρώμενο της χριστιανικής ιερουργίας και
κοινωνική «σκηνή» της ήδη θεατροειδούς1 ζωής με έντονα θεατρόμορφα2 στοιχεία τόσο
μορφολογικά όσο και λειτουργικά. Πρόκειται για μία αναπαράσταση της ζωής και των παθών
του Χριστού, που περιλαμβάνει διάφορα στάδια – «πράξεις»3 με ιδιαίτερα δραματικές σκηνές
και φανερώνει μία θεατρικότητα τόσο ως προς την δομή όσο και προς τη μορφή της. Ακόμη,
ομοιάζει σε παράσταση αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, καθώς και οι δύο ολοκληρώνονται
σχεδόν πάντοτε με την κάθαρση. Εξάλλου, το παρόν μυστήριο διαθέτει παρόμοια ιερά
θρησκευτική χροιά, όπως και οι αρχαιοελληνικές παραστάσεις4, που προέρχονται από την
εκδήλωση της Διονυσιακής λατρείας. Αυτό το τελετουργικό-θεατρικό δρώμενο αποτελείται από
μία σειρά συγκεκριμένων θεατρικών κωδίκων συμπεριφοράς και ενεργειών, όπως η πλοκή μίας
θεατρικής παράστασης και παρακολουθείται από ένα «κοινό», σύνολο ανθρώπων που εκούσια
«κοινωνούν», δηλαδή, συμ-μετέχουν και αλληλοδρούν σαν μία συνεργατική ομάδα. Η Θεία
Λειτουργία βασίζεται στην αφηγηματικότητα της τελετής, τη ζωντάνια, την αμεσότητα και την
παραστατικότητα των πατέρων και των ψαλτών- «ηθοποιών», που επιτελούν εκείνη τη στιγμή
τον ρόλο τους αλλά και των κοινωνικών μελών- «θεατών». Υφίσταται, επίσης, κάποια
ομοιότητα ανάμεσα στην αρχιτεκτονική του εκκλησιαστικού χώρου, την αξιοποίησή του και τη
σκηνική χωροταξία της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Παραδείγματος χάρη, παρατηρείται
αναλογία μεταξύ βωμού και θυμέλης ενός αρχαιοελληνικού θεάτρου και της Αγίας Τράπεζας,
μεταξύ πρόσοψης οίκου/ανακτόρου με τρεις θύρες και τέμπλου5 με τρεις πόρτες (την Ωραία

1
Γ. Πεφάνης, Σκηνές της θεωρίας. Ανοικτά πεδία στη θεωρία και την κριτική του θεάτρου, Παπαζήσης, Αθήνα 2007,
σελ. 159

2
Ι, Βιβιλάκης. Για το ιερό και το δράμα, θεατρολογικές προσεγγίσεις,Αρμός,2004, σελ. 82: Το αρχαίο δράμα
μεταλλάχθηκε στο λαϊκό θέατρο, όπου εντάσσονται εποχικά δρώμενα. Τις δραματικές συμβάσεις τις
αναγνωρίζουμε στη Θεία Λειτουργία και γενικότερα στη χριστιανική λατρεία.

3
Ι, Βιβιλάκης. Για το ιερό και το δράμα, θεατρολογικές προσεγγίσεις,Αρμός,2004, σελ.85: Τα μέλη των κοινοτήτων
μετέχουν στα μυστήρια με την αναπαράσταση (εποπτεία) μυστηριακών πράξεων.

4
Ι, Βιβιλάκης. Για το ιερό και το δράμα, θεατρολογικές προσεγγίσεις,Αρμός,2004, σελ.78: Οι αρχαιοελληνικές
θεατρικές παραστάσεις δεν αποτελούσαν καθημερινή εμπειρία, με απεριόριστες δυνατότητες επανάληψης
εντάσσονταν μόνιμα στο πλαίσιο γιορταστικών εκδηλώσεων, οι οποίες, σε έντονη αντίθεση με ό,τι συμβαίνει
σήμερα, είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα. Οι παραστάσεις αποτελούσαν αναπόσπαστο και ουσιαστικό τμήμα των
λατρευτικών δρωμένων. Έτσι το θέατρο στην αρχαία Αθήνα, όπως και κάθε κοινωνική δραστηριότητα, δεν
αναπτύσσεται αυτονομημένο από τη θρησκεία και ειδικότερα από τη λατρευτική παράδοση του Διονύσου.

5
Ι, Βιβιλάκης. Για το ιερό και το δράμα, θεατρολογικές προσεγγίσεις,Αρμός,2004, σελ. 97: Στο σκηνικό του
αρχαίου δράματος η κεντρική είσοδος είναι είσοδος και η έξοδος του ανακτόρου. Το ότι ο επίσκοπος
αντιπροσωπεύει τον Ιησού μας θυμίζει την βασιλική του ιδιότητα. Το μεγαλύτερο μέρος της δράσης
Πύλη και τις δύο πλαϊνές, που αντιστοιχούν στις δύο παρόδους), του λογείου όπου εμφανίζονταν
οι ηθοποιοί και του Άμβωνα όπου διαβάζεται το Ευαγγέλιο, του προλόγου και εν συνεχεία της
παρόδου και των δύο συναπτών εισόδων (μικρή είσοδος και «άγια των αγίων») και μεταξύ του
γεγονότος ότι οι δολοφονίες και οι θυσίες αποτελούσαν εξωσκηνικά μέρη της πλοκής και ότι οι
μυστικές προσευχές, η προετοιμασία της Θείας Κοινωνίας ως κορύφωσης-λύτρωσης της
θρησκευτικής τελετής και η ιερή θυσία πραγματώνονταν εντός του Ιερού Βήματος.

Επιπροσθέτως, ο ιερέας, οι ιερείς και ο διάκονος διαθέτουν συγκεκριμένη


ενδυματολογική αμφίεση όντες αντίστοιχοι των υποκριτών και υποδύονται τους ρόλους της εν
λόγω αναπαράστασης. Ακόμη και ο δεξιός και αριστερός «χορός»6 των ψαλτών παραπέμπουν
στα δύο ημιχόρια στα οποία χωρίζεται ο Χορός. Εξάλλου, και οι ρίζες της αρχαίας ελληνικής
τραγωδίας εντοπίζονται στη διονυσιακή θρησκευτική λατρεία ως δρώμενο αλλά όχι ως
μυστηρίου, όπως στη σύγχρονη χριστιανική τελετή. Επιπλέον, μπορεί να παραλληλιστούν οι
«σκηνοθετημένες»7 τελεστικές8 ενέργειες των ιερέων, ο ρυθμός, ο ήχος, τα φώτα και η
θεατρικότητα των ψαλμών με τα αντίστοιχα θεατρικά στοιχεία. Παρόλη την απόσταση9 που

διαδραματίζεται σε σχέση με την κεντρική πύλη του τέμπλου. Κάθε πράξη μέσα στην λειτουργία είναι μέρος του
θείου δράματος. Η μικρή και η μεγάλη είσοδος, η πρόθεση, τα αναγνώσματα του ευαγγελίου, η τέλεση της
ευχαριστίας, τέλος, είναι μέρος του δράματος που αναπαριστούν γεγονότα τη ζωή και την δράση του ίσου και
δείχνουν την ολοκλήρωση της θείας οικονομίας. Σε αυτά τα λειτουργικά δρώμενα πρωταγωνιστές είναι όλοι,
σύμπασα η εκκλησία, ορατή και αόρατη, Η στρατευόμενη και η θριαμβεύουσα. Οι πιστοί δεν είναι απλοί θεατές,
είναι συμμετοχή λατρεία της εκκλησίας αναπαριστά την ζωή σαν πεδίο συνάντησης της ανθρώπινης ελευθερίας με
την θεϊκή υπάρξει. Κάθε πρόσωπο έχει τον ρόλο του.

6
Ι, Βιβιλάκης. Για το ιερό και το δράμα, θεατρολογικές προσεγγίσεις,Αρμός,2004, σελ. 97: Ο διάκονος, ο
πρεσβύτερος και ο επίσκοπος, αντιπρόσωποι της εκκλησιαστικής κοινότητας ενώπιον του Θεού, τελούν το
μυστήριο όχι μόνοι τους αλλά με τον λαό, που ως αρχαίος χορός καταφάσκει ή σχολιάζει τα δρώμενα επί της
σκηνής. Σε κάθε αίτημα, δέηση ή προτροπή του πρεσβύτερου θα δοθεί μία απάντηση και θα αναπτυχθεί ένας
διάλογος. Η αντιφωνική ψαλμωδία, δηλαδή να εκφέρεται πρώτα ένας ψαλμός και να ακολουθεί το εφύμνιο από τον
χώρο, είναι αρχαιότατος τρόπος ψαλμωδίες στην εκκλησία.
7
Τ. Λιγνάδης, Το ζώον και το τέρας, Ηρόδοτος, Αθήνα, 1988, σελ. 183-184: Εάν θελήσουμε να βασιστούμε στο
τοπικό της σκηνοθεσίας μιας εκκλησιαστικές λειτουργίες σε μία ενωμένη βυζαντινή διάταξη… Δηλαδή σε ένα
οργανωμένο δραματικά κώδικα συμβολικών και ιεροπρακτικών σχημάτων, οπωσδήποτε αντλεί την προέλευση του
από προγενέστερες σκηνικές μορφές, από τότε δηλαδή που η εκκλησία αναγκάστηκε να υποκύψει στην
αναγκαιότητα της θεατρικής ψυχαγωγίας και να αποκτήσει με ιστορικό συμβιβασμό τη γλώσσα της δραματικής
μορφολογίας, τότε σε αυτήν την περίπτωση έχουμε στη διάθεσή μας ένα υπόδειγμα εκφράσεως που αποτελεί
συνέχεια της αρχαιότητας, και μπορώ να επιμείνω ότι είναι πιο κοντά στη φύση της τραγωδίας από οποιοδήποτε
αλλότριο τελετουργικό υπόδειγμα.
χωρίζει το αρχαίο δράμα από την λειτουργία της εκκλησίας, το κοινό ανάμεσα στα δύο είδη
είναι η θρησκευτική πνοή.

Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο θα έλεγε κανείς με φιλοσοφική διάθεση πως γενικότερα όλα τα
θρησκευτικά μυστήρια εκπέμπουν και εκφράζουν με μία ψυχοθεραπευτική διάσταση, όπως
ακριβώς και το θέατρο, κοινωνικά, πολιτιστικά, πολιτικά μηνύματα και καθιερωμένες αξίες ως
χώροι ιδεολογικών, κοινωνικών, συναισθηματικών και προσωπικών συνειδητοποιήσεων μεταξύ
του «εγώ» και των αντιμαχόμενων τάσεων της ψυχής, του μυαλού, του ασυνείδητου και του
συνειδητού.

Έτσι, παρά την εστιασμένη συνάντηση με προδιατεταγμένους ρόλους, που έχουν


επιλεγεί υπεύθυνα φαίνεται να υπάρχει κάποιος διαχωρισμός της θρησκευτικής τελετής-
κοινωνικής σκηνής από τη θεατρική της υπόσταση, καθώς παύει να είναι θεατρική σε κάποιο
σημείο. Βάσει του κριτηρίου10 της διπλής σημείωσης παρατηρείται μερική διάκριση, αφού ο
εκάστοτε άνθρωπος- κοινωνός εκλαμβάνει, ερμηνεύει και αποκωδικοποιεί, με τον δικό του
τρόπο και με βάση τα προσωπικά του βιώματα και τις εμπειρίες του, τα μηνύματα της εκκλησίας
που δέχεται και τα όσα επιλέγει να κρατήσει για τον εαυτό του από τις προσευχές που
ακούγονται. Υπάρχει, επίσης, διαφορά ανάμεσα στον καθημερινό λόγο και τον
εκκλησιαστικό-«σκηνικό» λόγο-γλώσσα11 σύμφωνα με το κριτήριο της αυτοτέλειας του
σκηνικού λόγου, όπως διαχωρίζεται η σκηνική ζωή από την καθημερινή12. Καταρχάς, ο

8
Β, Πούχνερ. Θεωρία του λαϊκού θεάτρου, Δελτίον της Λαογραφικής Εταιρείας, Παράρτημα 9, Αθήνα 1985, σελ.
39: Το αρχαίο θέατρο ξεκίνησε από δρώμενα. Στο πλέγμα δρώμενο-τελετή-έθιμο που τελούνται για κάποιο μαγικό
θρησκευτικό σκοπό.

9
Ι, Βιβιλάκης. Για το ιερό και το δράμα, θεατρολογικές προσεγγίσεις,Αρμός,2004, σελ. 97

10
Γ. Πεφάνης, Σκηνές της θεωρίας. Ανοικτά πεδία στη θεωρία και την κριτική του θεάτρου, Παπαζήσης, Αθήνα
2007, σελ. 90-108

11
Ι, Βιβιλάκης. Για το ιερό και το δράμα, θεατρολογικές προσεγγίσεις,Αρμός,2004, σελ. 95: Η Εκκλησία
χρησιμοποιεί δραματική γλώσσα στο τυπικό της λατρείας, καθώς και έναν κώδικα συμπεριφοράς που συγγενεύει με
την αρχαία ελληνική τραγωδία.

12
Γ. Πεφάνης, Σκηνές της θεωρίας. Ανοικτά πεδία στη θεωρία και την κριτική του θεάτρου, Παπαζήσης, Αθήνα
2007, σελ. 76: Η αμοιβαιότητα του κόσμου και του θεάτρου, σύμφωνα με την Elisabeth Burns, εξασφαλίζεται από
το γεγονός ότι το θέατρο δανείζεται το υλικό του από τη ζωή και το προσαρμόζει στις δικές τους συμβάσεις και
δυνατότητες, για να το επιστρέψει στη συνέχεια εν είδει προτύπων θεατροποιημένης κοινωνικής συμπεριφοράς.
Υπό το πρίσμα αυτό, και εφόσον το θέατρο θεωρηθεί ως ένας κατασκευαστής εναλλακτικών κοινωνικών υπάρξεων,
άρα και ως παράδειγμα για τον κοινωνικό βίο, η θεατρική μεταφορά έχει κάποια λογική, στο μετρό που
χρησιμοποιεί ως βάση της τις ομοιότητες ή τις αναλογίες που υπάρχουν ανάμεσα στον κόσμο και στο θέατρο.
εκκλησιαστικός λόγος είναι ουσιώδης, σαφής, δομημένος, οργανωμένος, με συγκεκριμένη
εκκλησιαστική γλώσσα, έχει καθαρότητα, πληροφορική πυκνότητα, ιεράρχηση έκφρασης από
τους πατέρες και ειδική στόχευση, την επίτευξη, δηλαδή, ομόνοιας, επικοινωνίας και πρόσληψης
γαλήνιων μηνυμάτων, η εκφορά του λόγου υπαγορεύεται με συγκεκριμένο τρόπο κι
επαναληπτικότητα με προσχεδιασμένη πρόοδο που καταλήγει πάντοτε στην «κάθαρση» με τη
Θεία Κοινωνία και με λογική και υφολογική συνάφεια σε αντίθεση με τον καθημερινό λόγο που
είναι μη οργανωμένος, πρόχειρος, μη προσχεδιασμένος, πολλές φορές με μη διακριτά θέματα
προς συζήτηση, κάποτε ανούσιος και μπορεί να μην καταλήγει κάπου. Ενίοτε η πλαισιωμένη
«δράση» του μυστηρίου διαχωρίζεται από την καθημερινή δράση και το «κοινό» της Θείας
Λειτουργίας αποστασιοποιείται και διακρίνει τη δυαδικότητα (κριτήριο τριπλού διαχωρισμού 13)
και τα δραματικά- «φαντασιακά»14 χαρακτηριστικά της από αυτά της καθημερινής ζωής. Τέλος,
οι της εκκλησίας έχουν επιλέξει και ακολουθούν με πίστη και συνέπεια τον ρόλο τους χωρίς να
διαχωρίζονται από αυτούς σε αντίθεση με τους θεατρικούς ηθοποιούς σύμφωνα με το κριτήριο
της ηθικής δέσμευσης.

13
Γ. Πεφάνης, Σκηνές της θεωρίας. Ανοικτά πεδία στη θεωρία και την κριτική του θεάτρου, Παπαζήσης, Αθήνα
2007, σελ. 90-108
14
https://uoa.academia.edu/GeorgePefanis,"Εαυτός, ρόλος και ταυτότητα. Μια φαινομενολογική προσέγγιση της
θεατρικής σχέσης", σελ. 593 : Οι ρόλοι ερείδονται στο αίσθημα του συνανήκειν και, ιδίως στην θεατρική σκηνή,
συγκροτούνται μέσω της ενεργοποίησης της φαντασιακής κοινότητας, ύστερα από το όριο ώσμωσης ηθοποιών και
θεατών. Το διάνυσμα με τις συνάψεις της εαυτότητας με τους ρόλους και τα διακυβεύματα προς τις ταυτοποιήσεις
ενώπιον ενός κοινού θέτουν τον άνθρωπο – ηθοποιό σε ένα πεδίο ηθικής εγρήγορσης και πραγματικής αγρύπνιας.

You might also like