Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 24

Που είναι οι πυγολαμπίδες που έβαζαν φωτιά στη νύχτα;

Που είναι οι κοπέλες που στόλιζαν το φως των άστρων

Με πολύχρωμες ανταύγειες;

Που είναι τα αγόρια που, ξαναμμένα, χόρευαν γυμνά

Γύρω απ’ τη φωτιά;

Που είναι οι λύκοι που υμνούσαν τη χλωμή, ασημοστόλιστη σελήνη;

Που χάθηκαν του έρωτα τα βέλη που χάριζαν ηδονή και ευδαιμονία;

Και που, τάχα, κείται η ελευθερία, η ομορφότερη απ’ όλες τις θεές;

Που την φυλάκισαν οι δειλοί, οι αδύναμοι, οι απρόσωποι

Όσοι δεν βαστάνε του ονείρου την ομορφιά της;

Σε ποια άγονη ερημιά στέκεται απομονωμένη και μακρινή

Από όσους απεγνωσμένα τη ζητούν;

Και την πυρωμένη άμμο ακόμα ζηλεύουν

Όπου τα δάκρυα της πέφτουν, δροσερά διαμάντια.

Αχ, ένας κόκκος ο καθένας να γινόταν,

Να γενεί αμμοθύελλα θυμωμένη ο αναστεναγμός της

Και η φλογερή τους ανάσα, τα δεσμά να λιώσει

Την ελευθερία να λευτερώσουν…


Το ιδρωμένο της κορμί

Λικνιζόταν και γυάλιζε

Τυλιγμένο στις κόκκινες ανταύγειες της φωτιάς

Ντυμένο με τη γύμνια της νυχτιάς

Ο Χορός της ερωτικός, εναρμονισμένος

Στις νυχτερινές μελωδίες

Που συνέθεταν οι λύκοι

Αντικρίζοντας την απεραντοσύνη των αστέρων

Η φωνή της υψώθηκε

Απαλή και τρομερή

Γαλήνια και άγρια συνάμα

Και το βλέμμα της

Παγερό σαν την ανάσα του βοριά

Προκαλούσε τους αρχαίους θεούς

Του στερεώματος τα θεμέλια

Και αψήφιστα καρφώθηκε στο θάνατο…


Μια κηλίδα άλικο αίμα του έγνεψε

Από την μακρινή γωνιά του δωματίου

Στάλαζε αθόρυβα στο πάτωμα

Αιωρούνταν οι σταγόνες στον αέρα

Βλεφάρισε, ξεθώριασε το αίμα

Βλεφάρισε ξανά, αφανίστηκε

Έμεινε έντρομος, ξαπλωμένος

Με το βλέμμα καρφωμένο στη γωνιά

Το σώμα παγωμένο στο κρεβάτι

«Ήρθε επιτέλους η παράνοια

Που ενδόμυχα καρτερούσα

Να με λυτρώσει;

Ή ήταν ο θάνατος που έστειλε

Τους μακάβριους χαιρετισμούς του;»


Βάδιζε ανάμεσα στη ομορφιά και το χάος

Η γαλάζια φλόγα των ματιών της φώτιζε το μονοπάτι

Θεοί καταράστηκαν την απαλότητα

Του ολόλευκου κορμιού τους,

Τροβαδούροι την γαλήνη της φωνής της,

Πιανίστες τα μακριά, ντελικάτα δάχτυλά της,

Ο άνεμος τη δύναμη της και η φωτιά το πάθος της.

Ο ήλιος ντροπιάστηκε απ’ τα πυρόξανθα μαλλιά

Και έδυσε πριν την ώρα του

Έδυσαν και τα αστέρια,

Ταπεινωμένα μπρος στα μάτια της

Αλλά η γη αναρριγούσε, ηδονισμένη

Και όπου αυτή πατούσε

Ρόδα ξεπηδούσαν απ’ το καστανό χώμα


Στην Α.

Αντίκρισε τον λευκό λαιμό της,

Στεφανωμένο απ’ τα πυροκόκκινα μαλλιά της

Που λικνίζονταν σαγηνευτικά

Στο απαλό αγιάζι του δειλινού

Αναρωτήθηκε:

«Με έστειλε τάχα ο Μορφέας

Σε όνειρο του πόθου;

Μήπως είναι η παράνοια

Που δώρο συγχώρεσης μου δίνει

Να αγαπηθεί με την ψυχή;»

Πιο πολύ τρόμαζε όμως

Μήπως τούτο το σκίρτημα

Της καρδιάς του η χαρά

Ήταν της πραγματικότητας το άγγιγμα.

Γιατί ξεθωριάζουν οι ευωδιές

Και αρέσει στην πραγματικότητα

Με τις ψυχές να παίζει, σαδιστικά

Σαν σε ένα διεστραμμένο κουκλοθέατρο δυστυχίας.

Μόνο αυτή μπορεί και μετουσιώνει

Σε παρελθόν τις στιγμές

Την χαρά σε λύπη.

Γελάει, βλέποντας

Τις αδύναμες ψυχές να πασχίζουν

Μάταια πνοή στην ανάμνηση να δώσουν

Απ’ τη φθορά να τραβάνε της στιγμής την ηδονή

Ή την οδύνη.
Όμως η ομορφιά νίκησε τον φόβο του.

Έβλεπε μπροστά του μια γαλακτόχρωμη αμμουδιά

Λουσμένη στο φως κόκκινων αστεριών.

Έβλεπε το μεγαλείο της θεάς του Έρωτα

Να του χαμογελάει.

Ήξερε ότι όλες οι δυνάμεις του στερεώματος

Θα υποκλιθούν στο ειδύλλιο της στιγμής.

Αφέθηκε στη δροσιά της αμμουδιάς

Στη γαλήνη του κόκκινου ουρανού

Στη γοητεία της θεάς που του δόθηκε.

Και μέσα απ’ την απλή, ατσαλένια αγκαλιά της

Βρήκε τη δύναμη και χλεύασε τον Μορφέα

Την παράνοια

Την σκιά της πραγματικότητας.

Δεν ήταν σκλάβος τους.

Ήταν πλέον λεύτερος.


Ήσουν εύθραυστη και όμορφη.

Σαν άγαλμα, από κρύσταλλο σμιλεμένο.

Απ’ το διάφανο κορμί σου

Αντρόπιαστη φαινόταν

Η φλογισμένη ψυχή σου.

Και σαν το λευκό φως του ήλιου το χτυπούσε,

Ξεπηδούσαν από τα στήθια σου χαρούμενα

Της ίριδας τα χρώματα

Πρόθυμα να γεμίζουν έναν γκρίζο,

Αδειανό κόσμο.

Πάντα γελαστά, τα χείλη σου

Τους πάντες προσκαλούσαν

Μέσα απ’ το κρυστάλλινο γλυπτό να δουν

Την ψυχή σου, που άλλοτε σιγόκαιε, τυραννισμένη

Και άλλοτε πυράκτωνε τα σωθικά σου

Χορεύοντας ζωηρά, στους ρυθμούς του έρωτα.

Ήσουν από υλικό διάφανο

Και η ψυχή σου ήταν ανοιχτή σε όλους.

Δεν έφταιγες, έτσι ήσουν καμωμένη.

Όμως ήσουν από κρύσταλλο.

Είχες τη δύναμη το λευκό φως να κομματιάσεις,

Χρώμα τον κόσμο να γεμίσεις.

Είχες την δύναμη να είσαι ανοιχτή,

Άφοβη από τα βλέμματα των ανθρώπων.

Δεν είχες την δύναμη να στηρίξεις τον κόσμο ολάκερο.

Δεν έφταιγες εσύ.

Γιατί ήσουν όμορφη και εύθραυστη.

Γιατί ήσουν ένα άγαλμα, σμιλεμένο από κρύσταλλο.


Ένα σώμα μες στο σώμα του υπέφερε από σπασμούς.

Ιδροκοπούσε κάθε νύχτα, ούρλιαζε

Και σαν απομεινάρι κάθε κραυγής πόνου,

Ασθενικά τα χείλη του συλλάβιζαν

Το όνομα της.

Μια ψυχή μες στη ψυχή του χτυπούσε μανιασμένα

Να ξεφύγει απ’ τη στενή φυλακή του στέρνου.

Την έπνιγε, την περιόριζε,

Ήθελε να ανοίξει τα φτερά της,

Να απλωθεί έξω από τα όρια της σάρκας

Και να πετάξει μακριά,

Στα βορινά, ψυχρά αστέρια,

Να κάνει έρωτα κάτω από το ασημένιο φως τους

Και την αυγή να αντικρίσει τον Εωσφόρο να ανατέλλει

Και να παραδοθεί στην αγκαλιά του.

Μαζί να μεθύσουν με το κρασί της ελευθερίας

Και έπειτα να σβήσουν.


Ο καπνός χτυπάει τον καθρέφτη.

Σκοτεινιάζει το είδωλο μου.

Και οι κόκκινες σου ανταύγειες,

Χορεύουν στο μυαλό μου.

Ίσως είναι η ομορφιά

Που κυβερνά της γης τα πέρατα

Όμως εσύ ορίζεις την ψυχή μου,

Εσύ, η θεά του Έρωτα.

Ιερό, ερπετό,

Εσύ, που το χώμα αγκαλιάζεις,

Άκουσε την,

Μες στης ηδονής τη θέωση,

Που σαν λύκαινα ουρλιάζει.

Βωμός θλίψης, θανάτου, είναι τα μάτια σου.

Στον Ωρίωνα θα γνέψω,

Με το ασημένιο άγγιγμα του

Να απαλύνει τα σκοτάδια σου.

Στης ελευθερίας το άγγιγμα,

Το σώμα σου ηδονικά ριγά.

Σαν λουλούδι, που στην ανοιξιάτικη αύρα

Δακρύζει, γιατί την δροσιά της αγαπά.


Χορδές Κιθάρας ακούω να δονούνται

Στο ρυθμό τους η ψυχή μου τραγουδά.

Το όνομα σου έχει τούτη η άγνωστη μελωδία.

Και εγώ την παράνοια προκαλώ,

Που χρόνια το νου μου πνίγει,

Στην ελεύθερη ψυχή σου να χωθεί,

Και από τον έρωτα που θα αντικρίσει,

Απ’ το φως που θα αντιμετωπίσει

Να τρομάξει και να φύγει.

Στην θέα σου φυλακές γκρεμίζονται

Ακόμα και του νου οι φράχτες φλέγονται.

Μα το κρυστάλλινο, πανώριο πνεύμα

Από του κόσμου το ατσάλι ραγίζει

Απ’ τις ρωγμές, σκιές θανάτου περνάνε,

Και σαν σκουλήκια μέσα σου έρπουν.

Να φοβάμαι όμως έχω πάψει,

Το κρύσταλλο με πολύχρωμες ανταύγειες

Τις σκιές θα κάψει.

Και σαν τις αχτίδες του ήλιου,

Το πνεύμα σου ζεστά θα με σκεπάσει.


Στο τζάμι του βορινού παραθύρου

Είδε την αντανάκλαση της να του χαμογελά.

Έστρεψε απότομα το κεφάλι

Όμως δεν υπήρχε κανείς.

Μόνος, στο σκονισμένο δωμάτιο

Έκλεισε τα μάτια, να δει το φάντασμα

Που στοίχειωνε τις αισθήσεις του.

Η γυναίκα πλανήθηκε στο σκοτεινό τούνελ,

Ολόγυμνη, με βήματα σταθερά και βέβαια.

Ανέγγιχτη από το κρύο,

Άφοβη απ’ τις σκιές,

Γιατί η καρδία της είχε ξεπηδήσει

Από τα ανταριασμένα κύματα του χάους,

Το κορμί της ήταν πλασμένο από ποίηση

Και γόνος της παράνοιας ήταν η ψυχή της.

Και εκεί που το ασημένιο φως φυλούσε ηδονικά το σκοτάδι

Είδε η νύχτα τα σπαστά μαλλιά της να ανεμίζουν.

Εκεί, τα ιδρωμένα στήθη της χάιδευε το αγιάζι

Και το εύθραυστο βλέμμα της ενώθηκε με τ’ άστρα.

Ράγισε ο ουρανός στο αδύναμο χαμόγελο της

Και ενώ οι λύκοι ούρλιαζαν


Φάνηκε απ’ τις ρωγμές η καρδιά του στερεώματος

Τυλιγμένη στις φλόγες.

Και ενώ οι λύκοι ούρλιαζαν

Και υμνούσαν την φωτιά,

Αναδύθηκε από το χώμα

Σαν ερπετό, εκείνος.

Άνοιξε ξανά τα μάτια.

Στο δωμάτιο μύριζε κλεισούρα και τσιγάρο.

Ήταν ακόμα μόνος.

Στο τζάμι, η αντανάκλαση της, του έγνεφε.

Και δίπλα της είδε το δικό του είδωλο,

Στιγματισμένο απ’ τα φιλιά της.


Η μυρωδιά της πλάνεψε τις αισθήσεις του θανάτου.

Κάτω από τον έναστρο ουρανό,

Η ζωή άνθισε, σαν λευκό νυχτολούλουδο.

Σαν ιερό ερπετό,

Λίκνισε το πάλλευκο κορμί της

Και το αραχνοΰφαντο πέπλο της νυχτιάς

Έλαμψε απ’ τη σαγήνη της.

Και τα όνειρα του δειλινού πλανήθηκαν στον έρωτα

Πέταξαν πάνω από καταπράσινα λιβάδια.

Και στη Σελήνη σταμάτησα

Να αντικρίσουν τα μαλλιά της

Που τα χάιδευε στοργικά ο βορινός αγέρας.

Και πριν η γη την αγκαλιάσει,

Την πήρε ο ερωτικός χορός της φωτιάς

Που βρυχήθηκε ηδονικά.


Σήκωσε το κεφάλι ψηλά στον ουρανό

Και τα μάτια της γέμισαν Σελήνη.

Ακουγόταν από μακριά

Η ερωτική πάλη την θάλασσας με τη γη,

Καθώς τα κύματα μάχονταν το χώμα να αγκαλιάσουν

Και έσπαγαν στα βράχια.

Και ακούγοντας τα γέλια των αστεριών,

Ένας υάκινθος άνθισε στην αμμουδιά.

Τα ποδιά της βυθίστηκαν στην υγρή γη,

Εκστασιασμένο, το πέλαγο αστραποβόλησε

Μόλις εκείνη, γυμνή,

Αφέθηκε στη δροσερή αγκαλιά του.

Στη μεθυστική μυρουδιά του υάκινθου,

Τα γέλια τριγύρω πλήθυναν

Και τα ασημοφωτισμένα της μαλλιά

Σαγήνευαν την πλάση.

Κυμάτιζε στη λήθη, έπλεε μακριά.

Κυμάτιζε στην απεραντοσύνη, έπλεε μακριά.

Κυμάτιζε στο ασύνορο στερέωμα, έπλεε μακριά.

Κυμάτιζε στην ηδονή, στον πόνο και τον θάνατο.

Έπλεε και εχάθη.


Μια παντομίμα έπαιζαν. Βουβή.

Αθέατοι από κοινό

Προχωρούσε ο κόσμος, κανείς δεν στεκόταν να δει.

Κι εκείνοι ενάλλασσαν τις αρμονικές κινήσεις των κορμιών τους

Με τις κωμικές εκφράσεις των προσώπων τους

Σε ένα ασπρόμαυρο τοπίο, κενό

Δίχως χρώματα ούτε σχήματα.

Μονάχα οι ασυντόνιστες χορευτικές τελετουργίες έμειναν

Να γεμίζουν την ανυπαρξία γύρω τους.

Μόνο η λύπη τους συντρόφευε

Μα έμεινε κρυφή πίσω από τα μακιγιαρισμένα πρόσωπα τους,

Καταδικασμένα να χαμογελάνε αιωνίως

Στη χλεύη που τους αντίκριζε.

Και φάνηκε, πως τόσο είχαν συνηθίσει την αδιαφορία

Οι δύο θεατρίνοι

Που αγνοούσαν ο ένας τον άλλον

Κι ας ήταν μονάχα οι δυο τους στον ασπρόμαυρο κόσμο.

Τα κορμιά τους συγκρούονταν

Μα δεν τους έμελε

Τα βλέμματα τους αντάμωναν, και ευθύς

Καμώνονταν εκφράσεις μίσους


Λες και ήταν η απαρηγόρητη μοναξιά τους

Εκείνη που ενοχλούταν.

Δεν έπαψαν στιγμή,

Συνέχιζαν πεισματικά την παντομίμα

Αναπαρίσταναν την ζωή που τους αρνιόνταν.

Δεν υπάκουσαν στις επιταγές του έρωτα

Παρά μιμήθηκαν τον έρωτα,

Αγνόησαν τα γρυλίσματα

Του θανάτου που πλησίαζε,

Γιατί είχαν μάθει

Να μιμούνται και τον θάνατο.


Κατέβηκε ο ύπνος από τις χώρες της σκοτεινιάς

Και κρεμάστηκε στα σφαλιστά ματόκλαδα των κοιμισμένων.

Νωχελικά παρακολουθούσε στων θνητών τα όνειρα

Όσα δεν τολμούσαν οι ψυχές τους να φανερώσουν.

Απόκρυφα μυστικά

Μυρωμένα με γέλια, δάκρυα, έρωτα και θάνατο.

Και τότε την είδε.

Μοναχή, να αψηφά με θράσος την επιβολή του.

Στα μακριά ματόκλαδα της δεν κρεμόταν η νωθρή μορφή του.

Αντιφέγγιζαν το φως των αστεριών

Και η ασημοστολισμένη Σελήνη

Πιάστηκε στα πράσινα της μάτια.

Φλόγες άλικες χάιδευαν τα κυματιστά μαλλιά της

Και όλο το φως του στερεώματος

Ζήλευε την δόξα του αστραφτερού κορμιού της.

Αψηφούσε τούτη η ομορφιά των έρωτα και τον θάνατο,

Ανάξια της ήταν

Τα όνειρα της νάρκης.

Και την μοναξιά της οπτασίας

Αθόρυβα παρηγορούσε το αρχαίο ερπετό.

Αθόρυβα σερνόταν στα σκοτεινά στενά.


Άχρωμα φάνταζαν τα υγρά του λέπια

Στο παγωμένο, καχεκτικό φως της μεγαλούπολης.

Αθόρυβα σερνόταν ο αρχαίος περιπλανώμενος

Άφοβος και αβέβαιος

Ως ήταν πάντοτε.

Και στα θαμπά του λέπια

Είχε αφήσει τα σημάδια της το βάρος της σοφίας,

Που πάντα στο χέρι της κρατά

Τη ρομφαία της παράνοιας.

Και όπως αθόρυβα σερνόταν,

Ακολουθώντας τα αστροφέγγητα χνάρια της οπτασίας,

Είδε με τα μαύρα μάτια του

Τον ύπνο να δακρύζει.

Γιατί αναρωτήθηκε ο αθάνατος

Μήπως είχε ευλογηθεί με χαρίσματα θνητά.

Με το χάρισμα του ονείρου.


Η νύχτα είναι μια γυμνή πλανεύτρα και γι αυτό ότι βλέπει το απογυμνώνει κι εκείνο

Ψίθυρους που τη μέρα μένουν πίσω από χείλη σφραγιστά και σκέψεις που ντρέπονται το
φως

Φαντασιώσεις απαγορευμένες και πράξεις αμαρτωλές

Φόβους κρυφούς και έρωτες ανεξομολόγητους

Στην αστροφεγγιά χύνονται τα δάκρυα που κρατάμε την ημέρα

Και στο σκοτάδι αντηχούν τα πιο αυθόρμητα μας γέλια

Η νύχτα λευτερώνει την οργή και ξυπνά τα πάθη μας

Το φεγγάρι συνοδεύει την μουσική που μας κάνει να ριγούμε

Ω, νύχτα ευλογημένη

Ω, νύχτα αλήτισσα

Εσύ μονάχα ξέρεις την ηδονή και την οδύνη μας

Εσύ συντροφεύεις την μοναξιά μας

Κι εσύ παρακολουθείς, γελώντας, το παιχνίδι των χεριών κάτω από τα τραπέζια

Τα καμώματα των χειλιών στα υγρά σοκάκια

Τις άσκοπες περιπλανήσεις μας στην γκρίζα πόλη

Τις άτακτες βόλτες με ωραίους ανθρώπους

Όλα τα ξεγυμνώνεις και τίποτα δεν μολογάς

Τα πάντα δείχνεις μα τίποτα δεν λες

Ω, νύχτα, γιατί είσαι γέννημα νόθο και αγαπημένο

Της ένωσης ψυχής και αμαρτίας


Ο λύκος κοιμήθηκε

Έσβησε η φλόγα του θυμού

Κι ήρθε το κοράκι

Της απελπισίας της μαύρης ο άγγελος

Στο κοιμισμένο θεριό να κάτσει

Ξυπνάει την οργή η ματαιότητα

Την θλίψη το αδιέξοδο

Όσα είναι ακατάκτητα

Όσα η ζωή στερεί

Όσα μου είναι μακρινά

Μπλέκουν οι σφιγμένες γροθιές με δάκρυα στα μάτια

Πότε χαλαρώνουν τα χείλη σε αναστεναγμό

Πότε σφίγγουν σε πέτρινη μάσκα θυμωμένη

Και η εξάντληση σαν παράδοση μου μοιάζει

Τραγούδι παρηγορητικό δεν βρίσκω

Να θρέψω την μπερδεμένη μου ψυχή

Ποια μελωδία συνδυάζει την απελπισία με την οργή;

Την ματαιότητα με τον έρωτα;

Δεν ξέρω
Τούτο το φιλί από τον θάνατο θα κλέψω.

Προτού το σύρει στην υγρή του τρύπα.

Είθε τούτο το φιλί, το κλεμμένο, τον θάνατο να έκλεβε από τα στήθια σου τα ωραία.

Μα έχω μονάχα χείλη να φέρω στα δικά σου, χείλη από σάρκα θνητή και ταπεινή

Ανευλόγητα από θαύματα και ξόρκια.

Τα πλησιάζω, σιγανά, αθόρυβα, ένα φιλί σου από τον θάνατο να κλέψω.

Όχι, δεν το κλέβω, δες, με δάκρυα το πληρώνω

Ω, πως με χλευάζει η θλίψη!

Που ρίχνει δάκρυα πυρωμένα, μα δεν μπορούν την παγωνιά του κορμιού σου να ξορκίσουν

Μήτε τα στεγνά σου χείλη να υγράνουν

Μονάχα του θανάτου το απύθμενο πουγκί γεμίζουν

Αφού με τούτα, ένα φιλί σου αγοράζω


Κι αν κατεβαίνοντας στον Άδη

Επιζητήσω της Λήθης το ποτό

Ξέρω ότι το ποτήρι μου

Από μνημοσύνη θα γεμίσει

Και από το λαρύγγι μου θα πιουν

Οι δαιμόνισες να μην ξεχαστούν ποτέ

Πότε το σκοτάδι να μην ξεθωριάσει

Και σαν νυχτερίδα θα πετώ μέσα του, καταραμένη

Φωλιάζοντας στις αναμνήσεις που ψύχρανε ο χρόνος.

Εκεί που ο καπνός μένει στα πνευμόνια

Και τα δάκρυα τα μάτια δεν αφήνουν

Θα ζητώ απαλλαγή από τον θάνατο και τη ζωή

Από τη λογική και την παράνοια

Και το μόνο φως θα έρχεται από των άστρων

Την απρόσιτη παρηγοριά

Και η μόνη μουσική ο χτύπος του μαστιγίου

Που κραδαίνει η μοναξιά και πλησιάζει

Να, βλέπω, προάγγελοι της είναι οι δαιμόνισες

Με τις φολιδωτές φτερούγες και τα μαύρα μαλλιά

Ζυγώνει η καταραμένη.

Και τι να κάνω τα νεύματα του ουρανού


Που στέκει τόσο ψηλά που θνητός δεν φτάνει;

Πώς να αποκτήσω της γης την γαλήνη

Όταν καλεί μονάχα τους νεκρούς;

Γιατί χορεύουν των ανθρώπων τα φαντάσματα

Αφού δεν τους έμεινε ζεστασιά, να με αγκαλιάσουν;

Τούτο το σκοινί που κρέμεται στα κάγκελα

Δες! Έχει βρόγχο, παράθυρο στον Άδη.

Χαμηλά το τραβάει, κάτω από τη γη

Και λύτρωση θαρρείς πως τάζει.

Λικνίζεται σαν ερπετό

Μαυλιστικά χορεύει

Στην υπνωτική μουσική γητευτή αόρατου

Και μια φλογέρα μιλάει για λήθη και για λησμονιά

Απαλλαγή από παράνοια και από λόγο

Ταξίδι πέρα απ’ το ένστικτο και τον πόνο.

Να, δεν σέρνεται το φίδι πια στο χώμα,

Όσο παίζει η μουσική ορθώνεται, δεν έχει βάρος

Φτερά γίνηκαν οι υποσχέσεις και οι ψεύτικες ελπίδες

Οι νότες της απελπισίας, του σπαραγμού, της αγωνίας.

Μα σαν κοπάσει η μουσική, ο άνεμος όταν πέσει

Γκρεμίζεται το ερπετό, ξανάγινε σκοινί.

Το παράθυρο στον βρόγχο έσπασε

Απ’ τη θηλιά φαίνεται μονάχα το κενό


Να καθρεφτίζεται σε δάκρυα, να χάνεται στις γοργές αναπνοές

Μένει η παράνοια μονάχη, απαρηγόρητη,

Να αναρωτιέται μες στο χάος:

«Είναι το φίδι ελεύθερο που υπνωτισμένο ορθώνεται;

Ή σκλάβος του γητευτή που με τη μουσική το ανυψώνει;»

You might also like