Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 12

ISBN 978-960-98282-2-2 Σπυρίδωνος Κ.

Τσιτσίγκου Θρησκεία και Επιστήμη

ΜΟΝΤΕΛΑ ΣΥΝΑΡΜΟΣΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Η σχέση θρησκείας και Επιστήμης παρουσιάζεται στο πιο κάτω


διάγραμμα1ως εξής:

Η Επιστήμη ακυρώνει τη Θρησκεία Η Ε επηρεάζει τη Θ

Η Θ ακυρώνει την Ε Η Θ επηρεάζει την Ε

Ε και Θ σε διάλογο

Ασθενής ανεξαρτησία

Επιστήμη και Θρησκεία ανεξάρτητες

Ισχυρή ανεξαρτησία

1 http://www.quodlibet.net/bishop-barnes.shtml

~1~
ISBN 978-960-98282-2-2 Σπυρίδωνος Κ. Τσιτσίγκου Θρησκεία και Επιστήμη

Στις μέρες μας, οι «εφαπτόμενοι» κύκλοι θρησκείας και Επιστήμης


αναφέρονται κυρίως στις επιστήμες της Φυσικής και της Βιολογίας. Στη διεθνή
βιβλιογραφία2, όσον αφορά στις σχέσεις Επιστήμης και Θρησκείας, απαντούν πέντε
μοντέλα:

Α) Το συγκρουσιακό ή αλληλο-απορριπτικό, το οποίο λειτουργεί με μία


αλληλο-αμφισβήτηση και επιθετική αντιπαράθεση ένθεν κακείθεν: Η Επιστήμη και η
θρησκεία προσεγγίζουν την ίδια πραγματικότητα? ξεκινώντας όμως από
διαφορετικές προϋποθέσεις και χρησιμοποιώντας διαφορετικές μεθόδους. Οι
ερμηνείες, που προκύπτουν, είναι ετερογενείς και αποκλείουν η μια την άλλη.
Συνεπώς, υπάρχει εγγενής διαμάχη μεταξύ επιστημονικής και θρησκευτικής σκέψης
(J. Worrall3, J. W. Draper, A. D. White, La Mettrie, R. Dawkins κ.ά). Πρόκειται για
μία δογματική (μεταφυσική) αντίληψη, που έχει τις ρίζες της σε ιδεολογικές
προκαταλήψεις, εκ μέρους φορέων τόσο της Επιστήμης (Επιστημονικός Υλισμός,
Εμπειρικός Θετικισμός, Επιστημονισμός), όσο και της θρησκείας (Δογματισμός και
εκκλησιαστικός Φονταμενταλισμός). Απολυτοποιείται, έτσι, είτε η Πίστη (βλ.
θεολογικό ολοκληρωτισμό), μεταβαλλόμενη και η ίδια η Επιστήμη} σε (κοσμική)
θρησκεία (πρβλ. J. Ray, Ε. Haeckel, Μ. Graf, W. Stekel, S. Freud κ.ά.)4, είτε η Γνώση,
μεταβαλλόμενη και η ίδια η θρησκεία σε παν-επιστήμη (πρβλ. Γνωστικισμό)5· για
παράδειγμα, ο Ιρλανδός θεολόγος, φυσικός φιλόσοφος, φυσικός και χημικός Robert

2 Βλ. I. G. Barbour, Religion In An Age Of Science, Vol. I, San Francisco: Harper-Collins, 1990, του ιδίου ,
When Science Meets Religion: Enemies, Strangers, or Partners?, HarperOne 2000. Πρβλ. A. J. Day, "Ways of Relating
Science and faith", http://www.iscast.org.au/files/ajd05b.pdf, του ιδίου , Science and Spirituality: Approaches in a
Post Modern World — Notes on Science and Christian Belief, Ridley College, Melbourne, 2001, R. H. Bube, Putting It
All Together: Seven Patterns for Relating Science and Christian Faith, University Press of America, Lanham,
Maryland 1995, J. Church & R. M. Pallotti, "Models for Understanding the Emerging Relationship Between
Religion and Science", http://deaconbob.stjosephbristol.org/peacemaking/religion_science.html, 1997, 2007, D.
R. Alexander, "Models for Relating Science and Religion",
http:llwww.stedmunds.cam.ac.uk/faradaylresources
/Faraday%20Papers/Faraday%20Paper%203%20Alexander_EN.pdf, J. D. Carter & B. Narramore, The Integration
of Psychology and Theology, Grand Rapids, Ml: Academie Books, A division of Zondervan Publishing House, 1979.
3 J. Worrall, "Science Discredits Religion", in: M. L. Peterson & R. J. Van Arragofi (Eds.), Contemporary

Debates in Philosophy of Religion, Blackwell (2004), p. 60.


4 Βλ. E. Mach, Popular wissenschaftliche Vorlesungen, Leipzig 19033, S. 281, M. Martin, "The Scientist as
Shaman", Harper's Magazine, (March 1972), pp. 54-61, P. C. W. Davies, God and the New Physics, σ. 33, P.
Rossi, "Η θρησκεία της επιστήμης", 11/11/2007 , http://www.psyche.gr/modepistheol.htm . Ο «θεός» της
Επιστήμης είναι η αντίληψη που έχουμε διαμορφώσει από την Επιστήμη γι' αυτόν. Ο C. Sagan (The Demon
Haunted World, Ballan- tine Books, 1996, σ. 29) μάλιστα βλέπει την ίδια την Επιστήμη όχι απλώς σε αρμονία με
την πνευματικότητα, αλλ' ως μία βαθειά πηγή πνευματικότητας. Πρόκειται για παγανιστική θεοποίηση της
Φύσης και των επιτευγμάτων τού ανθρώπινου νου.
5Βλ. Β.Thompson, "The Mythology of Science: Spontaneous Generation",
http://www.apologeticspress.org/rr/reprints/Mythology-of-Science.pdf
~2~
ISBN 978-960-98282-2-2 Σπυρίδωνος Κ. Τσιτσίγκου Θρησκεία και Επιστήμη

Boyle †1627-1691), που εξύψωσε αληθινά την πειραματική Φυσική6, απέδιδε στον
θεό δυνάμεις, που άλλοι απέδιδαν στη Φύση. Οι υποστηρικτές αυτού του μοντέλου
συνήθως δεν έχουν εμβαθύνει ουσιαστικά στις αλήθειες της άλλης πλευράς, ούτε
είναι εξοπλισμένοι με μία διευρυμένη επιστημολογική προοπτική. Η βιαστική και
πρόχειρη απόρριψη της κοσμοθεωρητικής ετερότητας προδίδει τάσεις αυταρχισμού
και μισαλλοδοξίας. Η υπεροπτική αυτή εξουσιαστική στάση δεν είναι καρπός
πνευματικής εγρήγορσης ή επιστημονικής κατάρτισης, αλλ' ημιμάθειας και
εγωκεντρισμού. Πίσω από τον αυταρχισμό (επιστημονικό ή θρησκευτικό) κρύβεται η
ανάγκη για απόκτηση δύναμης7.
Β) Το (αλληλο)συμπληρωματικό8· η ενύπαρξη τού Υπερβατικού στον κόσμο
(immanence)9 έχει να κάνει με τον τρόπο που Θείο και ύλη αυτο-αναφέρονται,
αλληλο-συνδέονται και αλληλο-ενώνονται αδιαίρετα σε μία δημιουργική και
διαφορετική πραγματικότητα. Ο καθηγητής της Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του
Cambridge, David MacKay (1922-), έχει τονίσει πόσο σημαντικό είναι να
αποφεύγουμε τη σύγχυση επιπέδων, όταν λ.χ. εξετάζουμε τις νευρωνικές (βλ.
εγκεφαλικά κύτταρα) ή τις ψυχικές (βλ. νοητικές και πνευματικές) δραστηριότητες10.
Στη γλώσσα των υπολογιστών, τα δύο αυτά επίπεδα μοιάζουν με τον αιτιακό υλικο-
μηχανικό εξοπλισμό (hardware) και τον λογισμικό/πληροφοριακό εξοπλισμό
(software) αντίστοιχα, ανάμεσα στους οποίους δεν υπάρχει καμία ασυμβατότητα,
αλλά μία συνέλιξη11. Όταν, για παράδειγμα, ένας ασθενής έχει συνείδηση ενός πόνου
του, δεν ισχυρίζεται ότι πονά ο εγκέφαλός του που τον πληροφορεί για την ύπαρξη
αυτού τού πόνου· δεν είναι το σώμα μου που έχει πόνο στο κεφάλι μου, αλλ' εγώ (ως
όλη ύπαρξη) έχω πονοκέφαλο: «Καθάπερ γάρ το σώμα εν εστίν και μέλη πολλά έχει, πάντα
δε τα μέλη του σώματος πολλά όντα εν εστιν σώμα ... και γάρ το σώμα ουκ εστιν εν μέλος αλλά
πολλά, εάν είπη ο πους, Ότι ουκ ειμί χείρ, ουκ ειμί εκ του σώματος, ου παρά τούτο ουκ έστιν εκ
του σώματος; και εάν είπη το ους, Ότι ουκ ειμί οφθαλμός, ουκ ειμί εκ του σώματος, ου παρά
τούτο ουκ έστιν εκ του σώματος; ει όλον το σώμα οφθαλμός, που η ακοή; ει όλον ακοή, που η
όσφρησις;... ει δε ην τα πάντα εν μέλος, που το σώμα; νυν δε πολλά μεν μέλη, εν δε σώμα, ου

6 C. C. Gillispie, on. π., σ. 99.


7Ν. Καυκιο ύ, «Επιστήμη και Θεολογία», 11/11/07, http://www.psyche.g r/modepisth eol.h tm
8 Πρβλ. Dalai Lama, The Universe in a Single Atom: The Convergence of Science and Spirituality,

,
Broadway 2005, Ph. Clayton & J. Schaal (Eds), Practicing Science Living Faith: Interviews with Twelve
Leading Scientists, Columbia University Press 2007, S. Brouwer, Who Made the Moon?: A Father Explores
How Faith and Science Agree, Thomas Nelson 2008.
9 Βλ. A. Peacocke, "Science and Theology today: A critical realist perspective", Religion and

Intellectual Life 5 (1988) 45-58.


10 D. M. MacKay, The Clockwork Image, Inter-Varsity, 1974, κεφ. 9, R. Sapolsky, "A gene for

nothing", Discover 18/10 (1997) 43: "The brain chemicals and genes relevant to anxiety don't make you
anxious".
11 P. C. W. Davies, God and the New Physics, o. 158,173.

~3~
ISBN 978-960-98282-2-2 Σπυρίδωνος Κ. Τσιτσίγκου Θρησκεία και Επιστήμη

δύναται δε ο οφθαλμός ειπείν τη χειρί, Χρείαν σου ουκ έχω, ή πάλιν η κεφαλή τοις ποσίν,
Χρείαν υμών ουκ έχω ... ο θεός σννεκέρασεν το σώμα ... ίνα μη η σχίσμα εν τω σώματι»12. Την
άποψη αυτή ανέπτυξε τα τελευταία χρόνια ο Άγγλος φιλόσοφος Alfred North
Whitehead (1861-1948) με την «οργανισμική» λεγάμενη θεωρία του, όπου τονίζεται
η ιδιάζουσα σχέση τού οργανισμού προς το όλο: «το ζων όργανο ενός οργανισμού είναι
το ζων σώμα ενός όλον»13. Η σύγχρονη μάλιστα κβαντική θεωρία ευνοεί την
οργανισμική Φιλοσοφία: «είναι καθαρή ανοησία να λέμε ότι το ανθρώπινο ον δεν είναι παρά
ένα συνάθροισμα κυττάρων που το καθένα δεν είναι παρά μέρη τού DNA και άλλες ενώσεις,
που κι αυτές με τη σειρά τους δεν είναι παρά αλυσίδες ατόμων»14. Σύμφωνα με τον
διάσημο Αμερικανό καθηγητή της Εξελικτικής Ψυχολογίας Jerome Kagan (1929-),
δεν είναι δυνατόν μία συναισθηματική κατάσταση της στιγμής να «μεταφρασθεί»
στη γλώσσα της Βιολογίας15. «Ένα γονίδιο, μία διάταση τον DNA, δεν παράγει μια
συμπεριφορά, ένα συναίσθημα ή ακόμα μια φευγαλέα σκέψη· αυτό απλά παράγει μια
πρωτεΐνη»16. «Δεν είμαι», δηλώνει ο Σκωτσέζος φιλόσοφος Thomas Reid (1710-1796),
«η σκέψη, δεν είμαι η δράση, δεν είμαι το αίσθημα· είμαι κάτι που σκέφτεται και ενεργεί και
πάσχει»17. Οι φυσικοί έχουν προ πολλού εγκαταλείψει την καθαρά αναλυτική μέθοδο
για την ερμηνεία του φυσικού κόσμου· η Ζωή, κατά κάποιο τρόπο, εμπλέκεται στο
όλο σύστημα, που περιλαμβάνει, αναμφισβήτητα, και άβια μέρη18. Όπως
(αλληλο)συμπληρωματική, λοιπόν, (πρέπει να) είναι η σχέση σωματιδίου και
κβαντικού κύματος, υλο-ενέργειας και πνεύματος, σώματος και ψυχής, εγκεφάλου
και νου, έτσι (αλληλο)συμπληρωματικές θα πρέπει να είναι Επιστήμη και θρησκεία
(W. James, D. Alexander, J. Polkinghome, Μ. Planck, H. Brown κ.ά). Σύμφωνα με
αυτό το μοντέλο, η φυσική και αντικειμενική διάσταση των φαινομένων είναι
συμπληρωματική και παράλληλη με την πνευματική τους διάσταση. Η Επιστήμη και
η θρησκεία περιγράφουν με διαφορετικούς τρόπους διαφορετικές πτυχές της
πραγματικότητας.
Προβάλλουν ανεξάρτητες, παράλληλες και συμπληρωματικές γνωσιολογικές προ-

12 Α' Κορ. 12,12-25.


13 A. Whitehead, Adventures of Ideas, p. 225.
14 P. C. W. Davies, God and the New Physics, σ. 124.

15 A. Novotney, "Questionnaire", Monitor on Psychology 39/11 (2008) 26-27: "There's even a small

group of neuroscientists who believe that once we know what's happening in the brain, we will be able to
explain all psychological phenomena in the language of biology...A particular brain state can lead to different
psychological states in different people acting in distinct situations".
16 R. Sapolsky, "A gene for nothing", Discover 18/10 (1997) 42.

17 T. Reid, Essays on the Intellectual Powers of Man, MIT Press, 1969, Μέρος III, κεφ. 4. Πρβλ. Μ.

Lockwood, Mind, Brain and the Quantum, Blackwell 1989.


18 P. C. W. Davies, God and the New Physics, a. 124-125.

~4~
ISBN 978-960-98282-2-2 Σπυρίδωνος Κ. Τσιτσίγκου Θρησκεία και Επιστήμη

σεγγίσεις, οι οποίες δεν αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Η διερεύνηση της φυσικής και
αντικειμενικής διάστασης είναι ανεξάρτητη, ως προς τις προϋποθέσεις, τη μέθοδο
και την αξιολόγηση εγκυρότητας, από την κατανόηση και τη νοηματοδότηση της
πνευματικής διάστασης. Η Επιστήμη μπορεί μόνο να εξακριβώσει αυτό που είναι,
αλλ' όχι αυτό που θα έπρεπε να είναι, και πέρα από τη δικαιοδοσία της, οι
αξιολογικές κρίσεις19 κάθε είδους εξακολουθούν να είναι αναγκαίες. Η θρησκεία, από
την άλλη πλευρά, έχει να κάνει με τις αξιολογήσεις της ανθρώπινης σκέψης και
πράξης, αλλά δεν μπορεί εύλογα να μιλήσει για γεγονότα και για σχέσεις ανάμεσα
σε γεγονότα. Η Επιστήμη και η Θεολογία έχουν αναπτύξει δύο διαφορετικούς,
εννοιολογικούς και νοηματικούς κώδικες, δύο διαφορετικές γλώσσες, κατανόησης
και ερμηνείας της πραγματικότητας. Κάθε γλώσσα υπηρετεί διαφορετικούς
σκοπούς20. Η θρησκευτική γλώσσα υποδεικνύει έναν τρόπο ζωής, προκαλεί μια
σειρά διαθέσεων και ενθαρρύνει την υπακοή σε συγκεκριμένες ηθικές αρχές. Η
γλώσσα αυτή αναδύεται από τη λατρευτική ζωή της κοινότητας21. Η θρησκεία
νοηματοδοτεί πνευματικώς τα φαινόμενα· φορτίζει δηλ. τη φυσική πραγματικότητα
με πνευματικά νοήματα. Τα όντα και τα γεγονότα ανάγονται σε σημεία, που
σηματοδοτούν και αποκαλύπτουν τον Λόγο του Θεού22. Ο φυσικός και θεολόγος
Robert Russell (1946-), διευθυντής του Κέντρου για τη θεολογία και τις Φυσικές
Επιστήμες, παρατηρεί ότι Φυσική και Θεολογία έχουν η μια την ανάγκη της άλλης23.
Και αυτό, γιατί η Επιστήμη δημιουργεί ερωτήματα, τα οποία είναι ευρύτερα από
αυτά που η ίδια μπορεί να απαντήσει. Τέτοια ερωτήματα, για παράδειγμα, είναι
φιλοσοφικής ή ηθικής φύσης: «Γιατί υπάρχει το σύμπαν γενικά;», «Γιατί συναντούμε
μαθηματική τάξη στον κόσμο γύρω μας;», «Ποιο είναι το νόημα της ίδιας της Επιστήμης»;
Με άλλα λόγια, η Φυσική, υποταγμένη στα Μαθηματικά, αφήνει ανερώτητο το ερώ-
τημα για το ίδιο της το νόημα24. Πράγματι, οι πολιτισμικές και θρησκευτικές
πεποιθήσεις παίζουν έναν επιλεκτικό ρόλο στην Επιστήμη. Ορισμένες θρησκευτικές
πεποιθήσεις συντείνουν, —είτε ως κίνητρο, είτε ως αποτέλεσμα— στην επιστημονική

19 Βλ. Π. Α. Γέμπτου, «Η προβληματική των αξιολογικών κρίσεων στις κοινωνικές επιστήμες»,


ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ 4 (1974) 122 εξ. Από την Επιστημολογία, οι αξιολογικές κρίσεις διακρίνονται σε οντολογικές,
τελολογικές, ιδεολογικο-πολιτικές και ηθικές· για περισσότερα βλ. Ν. Δ. Γεωργόπούλου, Μελετήματα Ηθικής,
Αθήνα 1995, σ. 166 εξ.
20 Μ. A. Jeeves, Psychology and Chnstianity: The view both ways, Downers Grove, IL: InterVarsity Press,

1977, pp. 65-66.


21 Ι. Barbour, When Science Meets Religion, San Francisco: Harper San Francisco, 2000, p. 20.

22 Ν. Καυκιού, «Επιστήμη και Θεολογία», 11/11/07, http://www.psyche.g r/ modepisth eol.h tm

23 R. J. Russell, "Completing the Bridge: The New CTNS Logo", Theology and Science 1/1 (2003) 1-3, 2/1

(2004) 2-3, 6/1 (2008) 9-11. Βλ. D. O'Leary, Faith & Science: Why Science Needs Faith in the Twenty-First Century, J.
Gordon Shillingford, 2001.
24 Σ. Δ. Κυριαζόπουλου, Η παρουσία της Φυσικής Επιστήμης, σ. 293.

~5~
ISBN 978-960-98282-2-2 Σπυρίδωνος Κ. Τσιτσίγκου Θρησκεία και Επιστήμη

δραστηριότητα και πρόοδο (A. Whitehead, R. Κ. Merton, R. Boyle κ.ά)25. Οι


πουριτανικές (θρησκευτικές) αξίες (όπως η ευσυνειδησία και η αφοσίωση σε ένα
έργο), για παράδειγμα, απέβησαν ωφέλιμες για την αγγλική Επιστήμη κατά τον 17°
αιώνα. Αντίστροφα, μελετώντας κανείς την Επιστήμη, μπορεί —αν είναι
θεοκεντρικά προσανατολισμένος— να μάθει πολλά για τον Θεό. Ο θεολόγος,
λοιπόν, πρέπει να είναι ενημερωμένος σχετικά με τις θετικές επιστήμες, προκειμένου
να κατανοήσει —σε πλάτος και βάθος— τη γλώσσα της Αγίας Γραφής.

Γ) Το διαλογικό (ή διαδραστικό) μοντέλο υποστηρίζει ότι Επιστήμη και


θρησκεία, μολονότι αποτελούν χωριστά πεδία, εντούτοις απευθύνονται παράλληλα
στην ίδια πραγματικότητα, την οποία όμως η κάθε μία προσεγγίζει από διαφορετική
οπτική γωνία, χωρίς αλληλεπιδράσεις (βλ. Com-partmentalism). Κατά την
καθηγήτρια της Ποιμαντικής στο θεολογικό Σεμινάριο του Princeton, Deborah van
Deusen Hunsinger26, το διαλογικό μοντέλο μεταξύ θρησκείας και Επιστήμης
βασίζεται στο χριστολογικό δόγμα της Συνόδου της Χαλκηδόνας, το οποίο ως
κανονιστική Αρχή κρατεί αφενός την ενότητα και αφετέρου τη διάκριση
ταυτόχρονα, χωρίς έτσι ούτε η θρησκεία να «φυσικοποιείται», ούτε η Επιστήμη να
«θρησκειοποιείται». Το αυτό μοντέλο διακρίνει βασικά μεταξύ μονισμού ή ολισμού
και έμμονου δυϊσμού (ή ολιστικού δυϊσμού). Ο απλός γνωστός δυϊσμός (ή
διαχωρισμός), που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο το Θείο και η ύλη
διακρίνονται οξέως, τοποθετεί την Επιστήμη και τη Θεολογία στις Καρτεσιανές
δυϊστικές κατηγορίες που μεταξύ τους δεν αλληλεπιδρούν. Ο συνδυασμός τού
έμμονου (immanence) με τον δυϊσμό (βλ. έμμονο δυϊσμό) υπογραμμίζει πως ο
διάλογος μεταξύ θρησκείας και Επιστήμης εντάσσεται σε ένα νέο επιστημονικό
παράδειγμα (paradigm) —αποτελούμενο από ομοιότητες και διαφορές— κατανόησης
της Επιστήμης, της ανθρώπινης συνείδησης και της θρησκείας, όπως υποστηρίζει ο
Philip Clayton, καθηγητής της Θρησκείας και της Φιλοσοφίας στα Πανεπιστήμια
Claremont και Ingraham27· ένα παράδειγμα, που βρίσκεται μεταξύ απολυταρχίας και
σχετικισμού, επιμένοντας ότι ο κόσμος είναι και λογικά νοήμων αλλά και εγγενώς
ενδεχόμενος28. Συνεπώς, ο έμμονος δυϊσμός είναι μια πρόταση λειτουργική,
δυναμική και πολυδιάστατη (δηλ. πλουραλιστική, ιστορική, αφηγηματική και

25 Βλ. Π. Μπρατσιώτη, Χριστιανισμός και Πολιτισμός, σ. 20-25, Ε. Θεοδώρου, Ιστορία του


χριστιανικού πολιτισμού, σ. 160 εξ., 186 εξ., 261,265 εξ.
26 D. Van Deusen Hunsinger, Theology and pastoral counseling: A new interdisciplinary approach,

Grand Rapids: Eerdmans, 1995, pp. 62-66.


27 Ph. Clayton, Mind and Emergence: From Quantum to Consciousness, New York and Oxford, U.K.:

Oxford Univ. Press, Deacon, Terrence, 2000.


28 Ph. Clayton, Explanation from Physics to Theology: an Essay in Rationality and Religion, Yale University

Press, 1989, R. H. Bube, όπ. π., p. 84.


~6~
ISBN 978-960-98282-2-2 Σπυρίδωνος Κ. Τσιτσίγκου Θρησκεία και Επιστήμη

αναπτυξιακή) και όχι μηχανιστική, γραμμική και μονοσήμαντη. Η κοσμολογία του


έμμονου δυϊσμού υποστηρίζει ότι η Επιστήμη και η Θεολογία, καθόσον και οι δύο
εξετάζουν την ίδια πραγματικότητα, σε ένα επίπεδο, θα πρέπει να εναρμονίζονται29.
Ενώ η πραγματικότητα υπάρχει, αυτή δεν μπορεί ποτέ να γνωσθεί πλήρως, επειδή οι
άνθρωποι ενσωματώνονται στην ίδια αυτή πραγματικότητα, περιοριζόμενοι από τις
αισθήσεις τους. Η ίδια αυτή κοσμολογία μπορεί ακόμη να βοηθήσει στη διευκρίνιση
και την ανάπτυξη του σεβασμού των δυνατοτήτων και των περιορισμών τόσο της
Επιστήμης, όσο και της Θεολογίας30. Ο ολιστικός δυϊσμός αυτός εκφράζεται
πολυδιάστατα και μπορεί να περιγραφεί με τη χρήση μεταφορικών εκφράσεων. Αν
θεωρηθεί η Επιστήμη ως έκφραση του υλικού κόσμου και η θρησκεία ως έκφραση
του συμβολικού κόσμου, ο έμμονος δυϊσμός θα μπορούσε να κατανοηθεί ως μία πα-
γκόσμια άποψη που επιτρέπει τη δυνατότητα για έναν σταθερό διάλογο μεταξύ
θρησκείας και Επιστήμης, διατηρώντας η κάθε μια την ιδιαιτερότητά της31. Το
μοντέλο τού διαλόγου θρησκείας και Επιστήμης αναγνωρίζει, μέσω της Φιλοσοφίας
(Επιστημολογίας και Ηθικής), θρησκευτικές διαστάσεις της Επιστήμης και
επιστημονικές διαστάσεις της θρησκείας (βλ. διαδραστική ή διαλογική επιστημολογία).
Και οι δύο πλευρές αναζητούν, αναγνωρίζουν, εκτιμούν και αποδέχονται τα
ψήγματα αλήθειας που περιέχει η άλλη άποψη. Σέβονται και αποδέχονται την
αλήθεια ακόμη και αν αυτή ανήκει «στο άλλο στρατόπεδο» και προχωρούν στην
καλλιέργεια ισότιμου διαλόγου ιδίως σε θέματα οριακών ερωτήσεων και
γνωσιολογικών προϋποθέσεων, καθώς και ηθικών αρχών, χωρίς να θίγεται η
αυτονομία και η ακεραιότητα του κάθε χώρου32. Μαζί Επιστήμη και θρησκεία
διατυπώνουν νέα σχήματα, τα οποία απορρέουν από τη σχέση μεταξύ
υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου κόσμου33.
Έννοιες και αντιλήψεις της θρησκευτικής Παράδοσης μπορούν να συσχετισθούν με
έννοιες και θεωρίες της Επιστήμης χωρίς να επιδιώκεται η εξομοίωση ή να
παραλείπεται η υπογράμμιση της διαφορετικότητας. Σε αρκετές περιπτώσεις
διαπιστώνουμε κοινότητα και αντιστοιχία εννοιών και μεθόδων: «υπάρχουν επίσης
σημαντικές παραλληλίες στις μεθόδους των δύο πεδίων μεταξύ των οποίων
συμπεριλαμβάνεται η χρήση των κριτηρίων συνέπειας και συμφωνίας με τα δεδομένα της
εμπειρίας»34.

29R. Η. Bube, όπ. π.


30R. Η. Bube, όπ. π., ρ. 168.
31 R. Η. Bube, "Reason/Faith", PSCF 42 (December 1990) 253.

32 Πρβλ. T. Peters (Ed.), Science and Theology. The New Consonance, Oxford: Westview Press 1998.

33 R. H. Bube, Putting It All Together: Seven Patterns for Relating Science and the Christian Faith, Univ. Pr. of

Amer., 1995, p. 172.


34 Ι. Barbour, When Science Meets Religion, San Francisco: Harper San Francisco, 2000, p. 27.

~7~
ISBN 978-960-98282-2-2 Σπυρίδωνος Κ. Τσιτσίγκου Θρησκεία και Επιστήμη

Δ) Το συζευκτικό — συνθετικό — συναρμοστικό (ενοποιητικό ή άλληλο-


συγχωνευτικό)35. Όπως ενιαίος είναι ο άνθρωπος, αλλά για μεθοδολογικούς λόγους
διακρίνουμε διάφορες ιατρικές ειδικότητες, έτσι συμβαίνει και στο όλο επιστητό36.
Το «σύμπαν» των σκέψεων μας, μολονότι δεν ενοικεί στον εγκέφαλο, ούτε σε κάποιο
άλλο μέρος του σώματος, ούτε κάπου στον χώρο, δεν είναι απομονωμένο από το
γύρω μας φυσικό σύμπαν, αλλά συνδέεται μαζί του στενά. Σε σύγχρονη διατύπωση,
θα λέγαμε ότι ο νους είναι ολιστικός37. Όπου μεταξύ των δύο μεγεθών (θρησκείας
και Επιστήμης) παραμένουν ασύμβατες οι διαφορές, επιχειρείται μέσω της
καλλιέργειας της διανοητικής και πνευματικής μετριοφροσύνης, ο αμοιβαίος
σεβασμός ως δυνατότητα επινοήσιμων διευθετήσεων για μια διακριτική σύγκλιση38.
Σύμφωνα με τον ψυχολόγο και πρόεδρο του συνδέσμου για το προσωπικό νόημα,
Paul Τ. Ρ. Wong, η προσπάθεια συνάρμοσης (integration) της Επιστήμης με τη
Θεολογία αποτελεί ένα μόνο μέρος μιας ευρύτερης εσωτερικής τάσης του ανθρώπου
για την άρση των αντιθέσεων: «Η integration είναι περισσότερο μια διαδικασία, παρά μια
κατάσταση [...] είναι η προσπάθεια συμφιλίωσης αντιθετικών απόψεων και αντιφατικών
πεποιθήσεων. Είναι η προσπάθεια δημιουργίας νοήματος και εξεύρεσης λογικής συνάφειας στη
μέση του χάους, ανακάλυψης νοήματος και συνέχειας απέναντι στη συνεχή αλλαγή. Η
συνύφανση είναι μια συνεχής εξισορροπητική πράξη...είναι περισσότερο από μια διανοητική
άσκηση, διότι εμπλέκει ολόκληρο το πρόσωπο—γνωσιακά, συγκινησιακά, πνευματικά—, αλλά
και ως προς τα κίνητρα και τις διαπροσωπικές σχέσεις. Η συνύφανση είναι ουσιαστική για την
προσωπική ανάπτυξη, διότι η απουσία της σημαίνει σύγχυση, έλλειψη στόχων, τελμάτωση και
αποδιάρθρωση»39. Η αλληλο-συσχέτιση και η συνύφανση της ετερότητας χαρακτηρίζει
τη λειτουργία όλων των διαστάσεων και των επιπέδων της πραγματικότητας
σήμερα. Τίποτε δεν υφίσταται σε κατάσταση στατικής απομόνωσης. Ακόμη και τα
υποατομικά συστατικά του υλικού κόσμου δεν αναγνωρίζονται τόσο ως
μεμονωμένες οντότητες, όσο ως δυναμικές, αλληλε- ξαρτώμενες, ενεργειακές σχέσεις:
«Η κίνηση του ελάχιστου ατόμου επηρεάζεται από το πιο μακρυνό αστέρι»40. Η ανάδυση στο
επίπεδο της ύπαρξης συντελείται μέσα από δυναμικές σχέσεις αλληλεξάρτησης41.
Από την άλλη μεριά, ο Χριστιανός δεν θα μπορούσε να απομονώσει την πίστη του

35 Πρβλ. F. A. Freer, Religion and science harmonized in conditionalism ("The faith" library), "The Faith" Press
1897, A. Tang, Science and theology an integrative approach, Biola University, 1997, K. Wilber, The Marriage of Sense
and Soul, Integrating Science and Religion, Random House, NY 1998, repr. 1999, Th. J. Schoenbaum, Keeping the Faith:
Religious Belief in an Age of Science, McFarland, 2007.
36 BA. A. Whitehead, Adventures of Ideas, p. 225.

37 P. C. W. Davies, God and the New Physics, a. 138,148,157,167.

38 R. H. Bube, ό π. n.

39 P. T. P. Wong, "Meaning of life and meaning of death in successful aging7

(Ed.), Death attitudes and the older adult, pp. 23-35. Brunner/Mazel Publishers, 1999.
40 L. De Broglie, Continu et discontinu en Physique modeme, Paris 1941, p. 59.

41 Ν. Καυκιού, «Επιστήμη και Θεολογία», 11/11/07, http://www .psyche.g r/ modepisth eol.h tm

~8~
ISBN 978-960-98282-2-2 Σπυρίδωνος Κ. Τσιτσίγκου Θρησκεία και Επιστήμη

από τις υπόλοιπες πτυχές της προσωπικής και κοινωνικής του ζωής· η πνευματική,
ψυχολογική, γνωσιακή, διαπροσωπική, κοινωνική, οικονομική και επαγγελματική
διάσταση της ζωής του βρίσκεται σε μία συνεχή και αναγκαία σχέση
αλληλεπίδρασης, επιδιώκοντας όλο και πιο λειτουργικές μορφές συνθετικής
ισορροπίας. Ο θρησκευόμενος επιστήμονας, που δεν κατορθώνει να εναρμονίσει τις
θεολογικές αρχές της Πίστης του με τις θεωρητικές αρχές της Επιστήμης του,
ταλανίζεται συνειδητά ή ασυνείδητα από έναν εσωτερικό διχασμό. Ο κοινωνικός
ψυχολόγος Leon Festinger (1919-1989)42 έδειξε με πειραματική μέθοδο ότι η
συνύπαρξη αντιφατικών απόψεων και πεποιθήσεων συνοδεύεται από ψυχική
σύγχυση, ανισορροπία και σύγκρουση. Η θεμελιώδης ανάγκη, λοιπόν, εναρμόνισης
και υπέρβασης της ετερότητας επιβάλλει την αναζήτηση ισορροπίας ανάμεσα στις
πτυχές της πνευματικής ζωής και την επιστημονική θεωρία και πράξη με την
δημιουργία γόνιμων μοντέλων εναρμόνισης της θεολογικής με την επιστημονική
κοσμο-αντίληψη. Σύμφωνα με τα πιο πάνω, το μοντέλο αυτό δέχεται ότι θρησκεία
και Επιστήμη αντλούν από την ίδια αδιαίρετη πραγματικότητα ως πηγή γνώσης. Η
πνευματικότητα και η αντικειμενικότητα αποτελούν δύο διαφορετικές εκφράσεις
της ίδιας πραγματικότητας. Ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα δεν υπάρχει
διαφορά είδους, αλλά μόνο διαφορά βαθμού Χαρισμάτων. Όλα τα πλάσματα του
Θεού διαθέτουν κάποια μορφή συνειδητότητας και έχουν αυτοτελή αξία. Η Φύση
δεν ταυτίζεται με τη θεότητα· είναι μόνο μία όψη, «έκφραση» της θεότητας. Μεταξύ
τους όμως λειτουργεί μία ώσμωση. Συνεπώς, μεταξύ θρησκείας και Επιστήμης
υφίσταται μία αμοιβαία πρόσληψη και ένας αλληλοδανεισμός43. Αποτέλεσμα αυτής
της αλληλεπίδρασης είναι η προσαρμογή των αισθητικών δεδομένων στις νοητικές,
αντιληπτικές, ερμηνευτικές δομές, αλλά και η προσαρμογή των αντιληπτικών,
νοητικών δομών στα αντιληπτικά δεδομένα. Ο Θεός, αν και υπερβατικός, είναι
πάντοτε ενεργητικός ως προς την υλική δημιουργία· βαστάζει και νοηματοδοτεί τα
σύμπαντα ως παντο-κράτωρ, πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Αλληλεπιδρά
αδιάλειπτα με όλα τα όντα και όλα τα γεγονότα. Είναι συμμέτοχος σε όλες τις
διεργασίες (processes): «κάθε νέο γεγονός είναι μαζί το προϊόν του παρελθόντος της
οντότητας, της ενέργειάς της και της ενέργειας του Θεού»44. Προσφέρει απεριόριστες
δυνατότητες δημιουργικής ελευθερίας και συμβάλλει ουσιαστικά στην πραγμάτωση
υψηλών στόχων και νοήματος. Με μία, όμως, τέτοια τοποθέτηση, κτιστό και
Άκτιστο, στην ουσία, δεν διακρίνονται, αλλ' υιοθετείται ένα ολιστικό συγκρητιστικό
μοντέλο της πραγματικότητας, που προσιδιάζει περισσότερο στα ανατολικά

42 L. Festinger, A theory of cognitive dissonance, Evanston, IL: Row, Peterson, 1957.


43Βλ. K. Sharpe & R. Bry ant, "Camellias and Happiness: An Integration of Science and Religion",
Quodlibet Journal 4/1 (Winter 2002), http://www.quodlibet.net/sharpe-science.shtml
44 Ι. Barbour, When Science Meets Religion, p. 35.

~9~
ISBN 978-960-98282-2-2 Σπυρίδωνος Κ. Τσιτσίγκου Θρησκεία και Επιστήμη

θρησκεύματα, τα μονιστικά φιλοσοφικά συστήματα και τον Πανενθεϊσμό. Το


μοντέλο αυτό, γυρνώντας μας αιώνες πίσω, όπου Φιλοσοφία, Θεολογία και
Επιστήμη λειτουργούσαν αδιαίρετα και ενιαία, επιδιώκει τη διαμόρφωση μιας
ενιαίας συγκροτημένης και ολοκληρωμένης κοσμοθεωρητικής προσέγγισης
απέναντι στον Θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο. Μάλιστα, μία ακραία (αιρετική)
εκδοχή τού μοντέλου αυτού φθάνει μέχρι την πλήρη ταύτιση Επιστήμης και
θρησκείας (Η. Drummond), πιστεύοντας στην υιοθέτηση εκ μέρους της Εκκλησίας
κάθε νέας επιστημονικής θεωρίας (ή και αυτού του ιδεώδους της προόδου), με κόστος,
βέβαια, την εντύπωση της αναξιοπιστίας, σε περίπτωση που η επιστημονική αυτή
Γενική Θεωρία —μετά από κάποιο χρονικό διάστημα— τελικά διαψευσθεί.
Ε) Το διαχωριστικό (πρβλ. Ε. Παπανούτσο45). Κάθε ένα από τα δύο μέρη
(Επιστήμη και θρησκεία) διατηρεί την αυτοτέλειά του, χωρίς επιδιώξεις αλληλο-
διείσδυσης, ούτε αλληλο-επικάλυψης, ούτε αλληλοσύγκρουσης46. Για παράδειγμα, η
Επιστήμη εξετάζει το πώς τού φυσικού κόσμου, ενώ η Θεολογία παρέχει τα θεμέλια
της Ηθικής και της γνώσης για τη σχέση Θεού ανθρώπου και ανθρώπων μεταξύ
τους. Στο βιβλίο του <Rocks (1999) ο διαπρεπής Αμερικανός παλαιοντολόγος και
ιστορικός της Επιστήμης Stephen Jay Gould (1941-2002) αναφέρεται στη λεγάμενη
<Αρχή της αλληλοεπικάλυψης>(NOMA= Nonoverlapping Magisteria) των δύο
περιοχών θρησκείας και Επιστήμης. To magisterium της Επιστήμης περιλαμβάνει,
κατά τον Gould, την εμπειρική σφαίρα, δηλ. το από τι αποτελείται ο κόσμος (βλ.
fact) και γιατί λειτουργεί κατ' αυτόν τον τρόπο (βλ. θεωρία). To magisterium της
θρησκείας εκτείνεται πέρα από τον κόσμο της εμπειρίας, σε θέματα του νοήματος
και της (ηθικής) αξίας της ζωής47. Το μοντέλο αυτό, το οποίο βασίζεται στο
πρόγραμμα του «παθητικού» Εμπειρισμού τού Hume για τη διάσπαση του κόσμου
σε δύο ξεχωριστές περιοχές (εμπειρικές επιστήμες που έχουν ως αντικείμενο τη Φύση
και θεωρητικές επιστήμες που ερευνούν την ανθρώπινη συνείδηση)48, μοιάζει,
mutatis mutandis, με τη θεωρία της «διπλής αλήθειας», δηλ. ότι η θρησκεία
αναφέρεται σε πράγματα υπερφυσικά (τον Θεό), ενώ η Επιστήμη σε φυσικά (το
επιστητό), και συνεπώς δεν τίθεται θέμα σύγκρουσης μεταξύ τους, αφού κάτι τέτοιο
θα ήταν μια διαπάλη μεταξύ λέοντος και ιχθύος. Ωστόσο, ενώ παλαιότερα —με βάση
τον ίδιο τρόπο σκέψης αυτού του μοντέλου— η θρησκεία λεγόταν ότι ασχολείται με
γεγονότα (όπως ο Μ. Heidegger κατατάσσει τη Θεολογία στις Θετικές επιστήμες), και

45 ΒΛ. X. Τερέζη, Φιλοσοφική Ανθρωπολογία στο Βυζάντιο, Αθήνα 1993, σ. 17 εξ.


46 R. Η. Bube, Putting It All Together: Seven Patterns for Relating Science and the Christian Faith, Univ. Pr. of
Amer., 1995, p. 169.
47 S. J. Gould, Rocks of Ages, New York: Ballantine (1999), p. 88.

48 Λ. K. Μπαρτζελιώτη, Φιλοσοφία και επιστημονική έρευνα, Αθήνα 19892, σ. 36. Πρβλ. D. Hume, A

Treatise of Human Nature, εκδ. A. D. Lindsay 1911, London 1739.


~ 10 ~
ISBN 978-960-98282-2-2 Σπυρίδωνος Κ. Τσιτσίγκου Θρησκεία και Επιστήμη

η Επιστήμη με τη θεωρία49, τώρα τα πράγματα έχουν τελείως αντιστραφεί. Εξάλλου,


όπως θα δούμε αναλυτικότερα σε επόμενα Κεφάλαια, ιστορικά ποτέ δεν υπήρξε ένας
τέτοιος απόλυτος διαχωρισμός αυτών των δύο μεγεθών, δεδομένου ότι τόσο το
ενιαίο της ίδιας της ανθρώπινης ζωής (σύμπλεξη υλικών και πνευματικών
υποθέσεων και αξιών μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία), όσο και αυτό το δισύνθετο
(σώμα και πνεύμα) τού ανθρώπου, ευνοούν τη σχέση θρησκείας και Επιστήμης. Έτσι,
για παράδειγμα, ο Άγγλος φυσικός και κοσμολόγος Paul Davies (1946-)50, που δεν
ασπάζεται τις παραδοσιακές θρησκευτικές απόψεις, παραδέχεται ότι ο
εκλεπτυσμένος συντονισμός των φυσικών νόμων που περιγράφει τη δομή του
σύμπαντος, τον ανάγκασε να μελετήσει τις σχετικές θρησκευτικές ερμηνείες.

Όλα, πάντως, αυτά τα ως άνω μοντέλα εκφράζουν πτυχές της αλήθειας, γι'
αυτό και δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε απροϋπόθετα κάποιο με Μ απόλυτο τρόπο.
Κάθε μοντέλο μπορεί να αποβεί λειτουργικό ανάλογα με την περίπτωση.
Σήμερα, όχι μόνο δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε αντιπαλότητα, αλλ'
έχουμε ικανούς λόγους από τον χώρο μάλιστα των θετικών επιστημών για ενίσχυση
πολλών θρησκευτικών και θεολογικών διδασκαλιών51. Αναφέρουμε ενδεικτικά:
α) την Τελολογία, που προσιδιάζει σε έναν «Ιθύνοντα Νουν» και στη Θ.
Πρόνοια,
β) την εντροπία που ανταποκρίνεται στο δόγμα της Συντέλειας, γ) την Αρχή της
Αβεβαιότητας (πρβλ. Indeterminism), που συμφωνεί με την ύπαρξη ελευθερίας
βουλήσεως του ανθρώπου,
δ) τη φιλοσοφικο-λογική και μαθηματική τριάδα (Πλάτων, Πλωτίνος, Hegel,
C. Peirce κ.ά.), τη βιο-ψυχο-πνευματική και τη θρησκειοψυχοκοινωνική τριάδα
(Θεός, Αδάμ, Εύα), τη φυσική Αρχή της Komplementaritdt, την τριαδική σχέση της
Quantum δυναμικής και το τρίγωνο των συστημάτων Πληροφορικής, που
εναρμονίζονται στο δόγμα της Αγίας Τριάδος (πρβλ. <Τριάδα εν Μονάδι»),
ε) την αντιΰλη, που υποφαίνει το πνευματικό σώμα εσχατολογικά κ.λπ. πιο
κάτω χαρακτηριστικά:
Επίσης, η σύγχρονη Φυσιολογία και Νευρολογία αποδεικνύουν ολοένα και
περισσότερο την ψυχοσωματική αλληλεπίδραση, που εδώ και 20 αιώνες κηρύττει η
χριστιανική Θεολογία.

49 Δ. Μ. Καλοποθάκη, «Αι αξιώσεις τού Χριστιανισμού κυρούμεναι υπό της Επιστήμης» (ομιλία
στον ΠΑΡΝΑΣΣΟ), εν Αθήναις 1892.
50 Ρ. Davies, The Mind of God: The Scientific Basis for a Rational World, Simon & Schuster, Reprint 1993,

του ιδίου , The Goldilocks Enigma: Why is the Universe Just Right for Life?, London: Allen Lane 3006.
51 Πρβλ. Μ. Χάλαρη, «Η συμμαχία Επιστήμης — Θρησκείας», Περισκόπιο A 30/62, Απογευματινή της

Κυριακής, 5 Σεπτεμβρίου 2004.

~ 11 ~
ISBN 978-960-98282-2-2 Σπυρίδωνος Κ. Τσιτσίγκου Θρησκεία και Επιστήμη

Κατά συνέπεια, ένα ολικό μοντέλο εξισορροπητικής συνάρμοσης Επιστήμης


και θρησκείας με ευρύτητα και υψηλή λειτουργικότητα θα πρέπει να διαθέτει τα πιο
κάτω χαρακτηριστικά:
1) να αναγνωρίζει και να σέβεται τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά της Επιστήμης
και της θρησκείας, χωρίς να τα αλλοιώνει και παραμορφώνει.
2) να μην επιδιώκει να καλύψει αγεφύρωτα χάσματα ή να παραβλέψει
σημεία επαφής και δυνατότητες συναρμογής.
3) να αναγνωρίζει και να προβάλλει όσο το δυνατόν περισσότερα σημεία
επαφής (ως προς τις αρχές, τις έννοιες και τις μεθόδους) και να διασαφηνίζει τα
ποιοτικά χαρακτηριστικά της αλληλεπίδρασης.
4) να διερευνά τις δυνατότητες διαμόρφωσης μιας ενιαίας, χριστιανικής και
επιστημονικής κοσμοθεωρητικής αντίληψης, υπογραμμίζοντας τα θετικά και τα
αρνητικά σημεία τού εγχειρήματος.
5) να είναι ελαστικό και ευέλικτο, παραμένοντας πάντοτε ανοιχτό σε
αμφισβήτηση και αναθεώρηση των προτάσεών του.
6) να αναγνωρίζει και να αποδέχεται την πιθανή εγκυρότητα κάθε συ-
γκεκριμένης πρότασής του, χωρίς να διεκδικεί την απόλυτη και γενική ισχύ όλων
των προτάσεών του52.

Σπυρίδωνος Κ. Τσιτσίγκου – Θρησκεία και Επιστήμη - εκδ. Tremendum - Κωνσταντίνος Βουτζουλίδης 2010- ISBN
978-960-98282-2-2

52 Ν. Καυκιού , «Επιστήμη και Θεολογία», 11/11/07, http://www.psych e. gr/modepistheol.htm


~ 12 ~

You might also like