Professional Documents
Culture Documents
TEP52 Ylikos Pol
TEP52 Ylikos Pol
1 . .~ -; - ,,
.-._ι, ,;
Υλι κ6c; πολ.~Τι~μόc; 'ι 1
,,
Η ανθρωπολογία
στη χώρα
,
των πραγματων
, ,f
δεύτερn έκδοσn
..
Α 11 ιJ ρ ω π ο ιΙ ο;·/ α
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
r-
'
-2-
Πολιτισμική κληρονομιά
Η Verena Stolcke, σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό άρθρο της για τον ανερχό
μενο πολιτισμικό φονταμενταλισμό στην Ευρώπη, υποστήριξε ότι «ο
σύγχρονος πολιτισμικός φονταμενταλισμός αντί να εξαίρει τα διαφορε
τικά χαρίσματα των ανθρώπινων φυλών [... ] δίνει έμφαση στις διαφορές
και τον ασύμμετρο χαρακτήρα της πολιτισμικής κληρονομιάς τους»
(Stolcke, 1995 σ. 4). Κατά την άποψή της, από τις αρχές της δεκαετίας
του 1990 διαφάνηκε μια «νέα πολιτική της αναγνώρισης», βασικό χαρα
κτηριστικό της οποίας ήταν η στρατηγική σύνδεση της ουσιοκρατίας με
την «πολιτική της ταυτότητας». Ο David Lowenthal (1997) χρονολογεί
τα φαινόμενα του αυξημένου ενδιαφέροντος για την πολιτισμική κληρο
νομιά και της εκρηκτικής ανάπτυξης των μουσείων περίπου το 1980,
συνδέοντάς τα με τα τότε ανερχόμενα πολιτικά προγράμματα της νέας
Δεξιάς στην Αμερική, τη Βρετανία και τη Γαλλία. Όπως υποστηρίζει,
κοινό στοιχείο των προγραμμάτων αυτών ήταν η επίμονη ενασχόληση τό
σο με το παρελθόν όσο και με την κληροδότηση στις επόμενες γενιές πο
λιτισμικών παρακαταθηκών μέσα από πράξεις του παρόντος. Σε περι
πτώσεις όπως αυτή της Βοσνίας, η γενοκτονία συνοδεύτηκε από την κα
ταστροφή της πολιτισμικής κληρονομιάς, γεγονός το οποίο υποδεικνύει
τα πάθη και τη βία που μπορεί να συνοδεύουν στην εποχή μας το δικαίω
μα να «έχει» κάποιος πολιτισμό (Layton - Stone - Thomas, 2001). Η πο
λιτισμική κληρονομιά αποτελεί επίσης μια μεγάλη επιχείρηση, είτε υπο
λογιστεί με βάση τις τψές των οίκων δημοπρασιών είτε ιδωθεί ως πόλος
έλξης για τον τουρισμό είτε υπολογιστεί με βάση τη βιομηχανία συντήρη-
126 ΥΛΙΚΟΣ ΠΟ.\ΙΤΙΣΜΟΣ
Τον Δεκέμβριο του 1992, ένα τζαμί του 1 6ου αιώνα στην Ayodhya της βό
ρειας Ινδίας δέχτηκε επίθεση και καταστράφηκε από τους υποστηρικτές
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΉ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΆ 129
ποικίλες ιδέες όσον αφορά τη μοναδικότητα και την πρωτοτυπία της αι
σθητικής προσωπικότητάς του θέτει το ηθικό ζήτημα του τρόπου με τον
οποίο ορίζεται η υπόσταση της μοναδικής ταυτότητας στη διιστορική και
διαπολιτισμική γλώσσα των δικαιωμάτων. Στο παρελθόν, η έμφαση του
ρομαντισμού στην πρωτοτυπία και τη δημιουργική ιδιοφυία λειτουργού
σε με τρόπο που περιθωριοποιούσε ή αρνούνταν τη δημιουργικότητα
των άλλων και απέδιδε προνομιακή θέση σε ιδέες περί «υψηλού πολιτι
σμού» ή στο δικαίωμα αφομοίωσης της ετερότητας. Οι «αντικειμενο
ποιημένες» ιδέες για τον πολιτισμό και το συναφές δικαίωμα ιδιοκτη
σίας του εμφανίζονται ως ηθική προϋπόθεση της «πολιτικής της αναγνώ
ρισης» και ταυτόχρονα ως συνεργοί στη δικαίωση πράξεων πολιτισμικής
καταστροφής, καθώς εκχωρούν σε κάποιον το δικαίωμα να επιβάλλει
μία και μοναδική ταυτότητα. Οι ανησυχίες για αξιώσεις επί πολιτισμι
κών δικαιωμάτων που χαρακτηρίζονταν από υπερτονισμένη αυτοπεποί
θηση προκάλεσαν ένα διάλογο για τον τρόπο με τον οποίο είναι δυνατόν
να προσδιοριστεί μια γλώσσα δικαιωμάτων που να ανταποκρίνεται στη
σημασία του πολιτισμού. Άραγε, το δικαίωμα να «έχει» κάποιος πολιτι
σμό4 συνεπάγεται και δικαιώματα στη δημιουργικότητα ή στη διατήρηση
ενός «πολιτισμού», την πρόσβαση σε αυτόν, τη διάσωσή του ή τη συντή
ρηση της πολιτισμικής ποικιλομορφίας ωσάν αυτή να ήταν ανάλογη με τη
βιολογική ποικιλότητα; Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 έχει σημειω
θεί μια τεράστιας κλίμακας υπαναχώρηση από την εμφανή επιβολή οι
κουμενικών «πολιτισμικών δικαιωμάτων» στους φορείς «παραδοσιακών
πολιτισμών», ιδίως εξαιτίας της ισχυρής παρέμβασης των κινημάτων για
τα δικαιώματα των γηγενών . Η πολιτική αναγνώρισης της πολιτισμικής
διαφοράς ενίσχυσε τη βαρύτητα της πολιτισμικής κληρονομιάς, ακριβώς
επειδή τα γνωρίσματά της που συνδέονται με την υλικότητα και την ικα
νότητά της να ξεφεύγει από τις αμφισημίες της γλώσσας και της γραφής
καθιστούν το ρόλο της ιδιαίτερα σημαντικό κατά τη διαδικασία διαμόρ
φωσης της ταυτότητας. Πρέπει να σκεφτόμαστε την πολιτισμική κληρο
νομιά ως λογοθετική πρακτική, ως τρόπο με τον οποίο μια ομάδα οικο
δομεί με αργό ρυθμό μια συλλογική ταυτότητα αφηγούμενη ιστορίες για
τον εαυτό της . Τούτες οι αφηγήσεις συγκροτούν μια παράδοση η οποία
μέσα στη δομή του αφηγήματος συγκροτεί μια σχέση ανάμεσα σε ένα
παρελθόν, μια κοινότητα και μια ταυτότητα, προκειμένου να ορίσει το
δικαίωμα ύπαρξης της ομάδας. Κατά συνέπεια, μια παράδοση δεν είναι
Ακόμη κι έτσι, είτε η σύγκρουση που χαρακτηρίζει την κτήση ή την ανά
κτηση της πολιτισμικής περιουσίας είτε η νέα αίσθηση του παρελθόντος
μπορεί να προσλάβει ιδιάζουσες μορφές. Η κοινωνική μνήμη, όπως και η
προσωπική, είναι επιλεκτική στο έπακρο, «φωτίζει και προβάλλει, επι
βάλλει αρχή, μέση και τέλος στο τυχαίο και το συγκυριακό» (Hall, 2000,
σ. 5). Επιβάλλει επίσης αποσιωπήσεις, αποκηρύξεις και λήθη καθώς κα
τισχύουν το κύρος και η αξιοπιστία (Forty - Kuechler, 1998). Με άλλα
λόγια, η πολιτισμική κληρονομιά ή παράδοση δημιουργείται πάντοτε για
να υπηρετήσει ένα ιδιαίτερο συμφέρον και συνήθως όσους είναι σε θέση
να διεκδικήσουν την ένταξή τους σε μια ομάδα. Κατά συνέπεια, το «συ
νανήκειν» προϋποθέτει να μοιράζεσαι με τους άλλους κάτι κοινό, που
υπονοείται, είναι αληθινό, άχρονο και αναπόφευκτο. Όσοι ανήκουν σε
μια κοινωνία φαντάζονται την κληρονομιά ως πολιτισμικά ομοιογενή και
ενιαία. Ωστόσο, το πέρασμα του χρόνου ή οι ανατροπές της ιστορίας αρ
κούν για να αποδείξουν ότι οι προϋποθέσεις του συνανήκειν είναι ενδε
χομενικές, εξαρτώνται από την ιστορική συγκυρία και, επομένως, επιδέ
χονται αμφισβήτηση και επαναδιαπραγμάτευση. Άρα, η πολιτισμική
κληρονομιά μπορεί επίσης να αποτελεί ένα λόγο για να αμφισβητηθούν
θεμελιώδεις παραδοχές και να δοθούν εναλλακτικές ερμηνείες (Hall,
2000, σ. 6).
Η κοινωνική μνήμη παρακάμπτει και μεταμφιέζει εναλλακτικές θεω
ρήσεις του παρελθόντος, υιοθετώντας διακριτές μορφές υλικότητας.
Μνημεία, κτίρια και ερείπια φέρουν πρόδηλα την αξία του χρόνου, κα
θώς αυτός εντυπώνεται κυριολεκτικά στην επιφάνεια των πραγμάτων.
Οι τόποι μνήμης (lieux de memoire), όπως τους ονόμασε ο Pierre Nora,
μοιράζονται από κοινού την ποιότητα του «ονειρώδους», που μας πείθει
ότι και η πραγματικότητα διατηρεί τα ιριδίζοντα χαρακτηριστικά ενός
μαγεμένου, διαχρονικού κόσμου, παρά τις αποδείξεις περί του αντιθέτου
(Nora, 1989). Η έννοια της διάρκειας, πάνω στην οποία κυριολεκτικά
αποτυπώνεται ο χρόνος ως πατίνα και φθορά, συντηρεί σε πολιτισμική
μορφή και ως βοηθήματα μνήμης τόσο τις προσωπικές όσο και τις συλλο
γικές αναμνήσεις. Τα συγκεκριμένα ερείσματα της μνήμης υποκινούν τη
διαδικασία της ανάκλησης, η οποία δεν παίρνει τη μορφή μνημονικού
ίχνους αλλά εσωτερικού διαλόγου ή αναπαράστασης, που εμποδίζει ένα
χαμένο αντικείμενο να γίνει παρελθόν και να λησμονηθεί. Τα αντικείμε
να δρουν επίσης ως βοηθήματα μνήμης όταν συνομιλούμε με κάποιο
πρόσωπο ή αφηγούμαστε κάποιο συμβάν που κινδυνεύει να λησμονηθεί.
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΉ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΆ 133
Στις μέρες μας δείχνουμε μεγάλη εμπιστοσύνη στην ικανότητα τόσο των
μουσείων όσο και της πολιτισμικής κληρονομιάς να μεταμορφώνουν
(Karp - Lavine, 1991). Η επανασύνδεση με το παρελθόν, καθώς έτσι
μπορεί κάποιος να διεκδικήσει το δικαίωμά του να έχει πολιτισμό και
ταυτότητα, δεν αφορά απλώς τις αναμνήσεις, αλλά παίζει και θεραπευ
τικό ρόλο. Οι συζητήσεις για τον επαναπατρισμό της πολιτισμικής περιου
σίας ή για την επιστροφή των ανθρώπινων λειψάνων σε ζώντες απογό
νους προκειμένου να ταφούν εκ νέου, καθώς και οι κυρίαρχες εκδοχές
της πλειονότητας για την πολιτισμική κληρονομιά, σύμφωνα με τις οποίες
πρέπει να αναγνωριστεί η σιωπηρή παρουσία των άλλων, έχουν κοινό
χαρακτηριστικό τους την απαίτηση για αποκατάσταση και επανόρθωση
αλλά έκρυβε και μια συγκαλυμμένη απειλή επανάληψης της βίας αν δεν
τηρούνταν οι προϋποθέσεις αυτές (Rowlands, 2008, σ. 150). Ωστόσο,
μπορούμε πράγματι να είμαστε σίγουροι ότι πάντοτε υπάρχουν τρόποι
με τους οποίους οι άνθρωποι καταφέρνουν να μοιράζονται τη θλίψη, να
διαχειρίζονται τα αποτελέσματα της οδύνης ή να αναπροσαρμόζονται και
να επιβιώνουν όταν αντιμετωπίζουν μια καταστροφή. Πώς γίνονται κατα
νοητές ως πολιτισμική κληρονομιά η γνώση και οι κοινές παραδοχές για
τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται το πρωτόγνωρο; Στο πλαίσιο της
παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής, προβλέπουμε για τους ανθρώπους νέες
ευπάθειες και αδυναμίες σε πρωτοφανή κλίμακα για τα ιστορικά δεδο
μένα.14 Κι όμως γνωρίζουμε ότι, αν τα αντιμετωπίσουμε ως ασυνήθιστα
γεγονότα, τότε αρνούμαστε να διακρίνουμε πώς συνδέονται με τους κιν
δύνους τους οποίους οι άνθρωποι διατρέχουν και ξεπερνούν στην καθη
μερινή ζωή τους (Hastrup, 2009, σ. 14). Γνώσεις εμπεδωμένες ως πολιτι
σμική κληρονομιά, στις οποίες οι άνθρωποι βασίζονται προκειμένου να
επιβιώσουν, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κανονισμών ή κω
δίκων διάσωσης. Αντίθετα, πρέπει να γίνουν κατανοητές και να διασω
θούν ως δυνατότητες αναπροσαρμογής. Για να συμβεί όμως αυτό πρέπει
επίσης να εφαρμοστούν ορισμένες σημαντικές αλλαγές στη μεθοδολογία
των σπουδών της πολιτισμικής κληρονομιάς.
Συμπέρασμα
Οι μελέτες της πολιτισμικής κληρονομιάς είναι ένα πεδίο που έχει ανα
πτυχθεί πρόσφατα στον ακαδημαϊκό χώρο . Έχουν τις καταβολές τους
στην αντίδραση που σημειώθηκε απέναντι στη διαχείριση και την προ
στασία της πολιτισμικής κληρονομιάς ύστερα από τις καταστροφές εξαι
τίας του Β ' Παγκόσμιου πολέμου , καθώς και στα πρακτικά ζητήματα
που ανέκυψαν κατά τη διατύπωση κριτηρίων για την αναγνώριση μιας
οικουμενικής αξίας, με καθολική εφαρμογή ανεξάρτητα από διαφορές
ιστορικού και κοινωνικού πλαισίου. Εξού και η κριτική κατά τη δεκαετία
του 1970 όσον αφορά τη μεροληπτική διαχείριση της πολιτισμικής κληρο
νομιάς υπέρ της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, που εναρμονίζο
νταν ευρέως με τη γεωπολιτική του Ψυχρού Πολέμου, ευνοώντας τα φι
λελεύθερα δημοκρατικά καθεστώτα του δυτικού ημισφαιρίου και τη με
ταποικιακή κυριαρχία, κυρίως των λευκών εποίκων, σε βάρος των γηγε
νών μειονοτήτων .
Ενώ αυτό έχει αλλάξει ριζικά, οι μελέτες της πολιτισμικής κληρονο
μιάς παραμένουν προσανατολισμένες στην επίλυση πρακτικών προβλη
μάτων σχετικά με τη διαχείριση, τη συντήρηση, την τεκμηρίωση και τη
συλλεκτική δραστηριότητα . Η πολιτισμική κληρονομιά, που πολλές φο
ρές προσδιορίζεται πιο πολύ ως μέσο παρά ως σκοπός, αναδύθηκε
πραγματιστικά, με ελάχιστη αυτογνωσία όσον αφορά τις συνέπειες που
είχαν οι πολιτικές μεταβολές στη διερεύνηση μερικών κεντρικών εννοιών
της . Έχουμε δείξει ότι αυτό αρχίζει να αλλάζει και, ενώ μερικές πραγμα
τιστικές ανησυχίες έχουν δεχτεί ρητά κριτική, αναγνωρίζουμε επίσης μια
μετατόπιση από το ενδιαφέρον για την πολιτισμική κληρονομιά ως είδος
περιουσίας σε ευρύτερες γενικές θεωρίες οι οποίες την αντιλαμβάνονται
ως πλήθος υλικών κόσμων που αναγνωρίζονται και μεταδίδονται στη
μακρά διάρκεια. Εδώ κρίσιμη είναι η αναγνώριση μιας «οντολογικής
στροφής» προς την πολιτική του ανήκειν, σύμφωνα με την οποία η ταυ
τότητα σημαίνει ελάχιστα αν περιοριστεί στη μεθοδολογική προκρού
στεια κλίνη της πολιτισμικής περ ι ουσίας. Με αυτή την αναθεώρηση στο
πεδίο μελέτης της πολιτισμικής κληρονομιάς, καθώς και με την αυξανό
μενη σπουδαιότητά της συνδέεται ένας μουσειολογικός λόγος βάσει του
οποίου η απλή αντικατάσταση του πραγματισμού από το ρομαντισμό
-η τρέχουσα στροφή προς την πολιτισμική κληρονομιά ως μορφή θερα
πείας- καλλιεργεί μια υπόσχεση για πολιτισμική ίαση με αρκετά επικίν
δυνα πολιτικά συνεπακόλουθα. Οι απαρχές της πολιτισμικής κληρονο
μιάς ανιχνεύονται στις εθνικιστικές ξενοφοβίες του 19ου αιώνα και, πιο
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΉ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΆ 147
Βιβλιογραφία
Ί ' ' !
τις εξελίξεις και τους νέους δρόμους έρευνας και θεωρητικού
, 1
προβληματισμού σε θεματικές οι οποίες έχουν αποτελέσει
' 1 ) f
ISBN 978-960-221-552-4
·:
111111111111111111111111
9 789602 215524