Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 15

Ε.

Βογιατζάκη 1
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟΝ 19Ο ΚΑΙ 20Ο ΑΙΩΝΑ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 5. 3
Ο ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟ

Το παράρτημα αυτό εμπεριέχει αποσπάσματα από λογοτεχνικά κείμενα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας
που συνδέονται με το Συμβολισμό. Είναι τα ακόλουθα:

1. Κωστής Παλαμάς, «Φοινικιά» (1900) στο Κωστής Παλαμάς, Η Ασάλευτη ζωή: Άπαντα τομ. 3, εκδ.
Μπίρης, Αθήνα, χχ. σελ. 7-249.

2. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, «Πόλις»: Ποιήματα, επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, τόμ. Α΄, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα,
1963, 151983, σ. 15.

3. Άγγελος Σικελιανός, «Μήτηρ Θεού» (1917-1919): Λυρικός Βίος, επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, τομ. Δ΄ , εκδ.
Ίκαρος, Αθήνα, 1965, σ. 9-20.

4. Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Tι νέοι που φτάσαμεν εδώ...] (1922): Κ. Γ. Καρυωτάκης, «Ελεγεία και Σάτιρες»:
Ποιήματα και πεζά, επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1972, σ. 67.

5. Γιώργος Σεφέρης, «Στροφή»: Ποιήματα, επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 51978, σ. 9.

Τα κείμενα

1. Κωστής Παλαμάς, «Φοινικιά» (1900) στο Κωστής Παλαμάς, Η Ασάλευτη ζωή: Άπαντα τομ. 3, εκδ.
Μπίρης, Αθήνα, χχ. σελ. 7-249.

Στὸ Δροσίνη, ποὺ τὸ πρωτάκουσε.

Mέσα σ᾿ ἕνα περιβόλι, γύρω στὸν ἴσκιο μιᾶς φοινικιᾶς,


κάποια γαλανὰ λουλουδάκια, ἐδῶ κατάβαθα,
καὶ κεῖ πιὸ ἀνοιχτά, μιλούσανε.
Πέρασ᾿ ἕνας ποιητής, (ποὺ πέθανε τώρα),
καὶ ρύθμισε τὸ μίλημά τους ἔτσι:

Ὦ Φοινικιά, μᾶς ἔρριξεν ἐδῶ ἕνα χέρι·


τὸ χέρι τό ῾βαλε καταραμένη Μοῖρα;
τὸ πῆγε νοῦς καλοπροαίρετος; Ποιὸς ξέρει!
Ἀπὸ ἑνὸς ὕπνου κάτου τὸν καταποτήρα
ποιὰ ὁρμὴ μᾶς ἄδραξε καὶ ποιὸς μᾶς ἔχει φέρει;
Τάχ᾿ ἀπὸ χαλαστῆ γιὰ τάχ᾿ ἀπὸ Σωτῆρα;
Νά μας ἀσάλευτα στὸν ἴσκιο σου ἀποκάτου·
ὁ ἴσκιος σου εἶναι τῆς ζωῆς ἢ τοῦ θανάτου;

Τὰ καταχώνιαζε ὅλα γύρω τὸ λιοπύρι,


ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ ψάχνανε λαίμαργες ἀκρίδες,
κ᾿ ᾖρθε βροχή· καὶ τ᾿ ἄνθια, ποὺ εἶχαν ἀχνογύρει,
Ε. Βογιατζάκη 2
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟΝ 19Ο ΚΑΙ 20Ο ΑΙΩΝΑ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ξυπνοῦνε καὶ ποτίζονται δροσοσταλίδες·
κ᾿ ὕστερ᾿ ἀκόμα πιὸ γλαυκὸ τὸ πανηγύρι
τοῦ ξάστερου οὐρανοῦ ξαναρχισμένο τὸ εἶδες·
τρικυμιστὴ μόνο ἡ κορφή σου ἀνάρια ἀνάρια
σταλοβολάει ἁδρὰ βροχομαργαριτάρια.

Λαμποκοπάει ἀνάσταση τὸ περιβόλι,


κάθε πουλὶ ὀνειρεύεται πὼς εἶναι ἀηδόνι,
μονάχα πέφτει ἀπὸ τὰ ὕψη σου σὰ βόλι
τὸ μαργαριταρένιο στάλαμα, καὶ ―ὢ πόνοι―!
ὅλων κορῶνα τοὺς φορεῖ τὸ δροσοβόλι,
ὅλα τὸ γάργαρο νερὸ τὰ μπαλσαμώνει·
γιατί σ᾿ ἐμᾶς ἡ θεία τῶν ὅλων καλωσύνη
γίνεται λάβωμα κι ἀρρώστια καὶ καμίνι;

Πόσο σκληρὰ χτυπάει τὸ βόλι τὸ δικό σου!


Κανέν᾿ αὐτὶ ψηλά, κανένα μάτι ἐμπρός μας.
Ζοῦμε στὸν ἴσκιο σου, ἕνας κόσμος ὁ κορμός σου,
τὸ στέμμα σου οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα· ὁ οὐρανός μας.
Θεὸς ἀλύπητος ἂν εἶσαι, φανερώσου.
Ἂν ὄχι, γνέψε μας, καὶ μία γαλήνη δός μας,
καὶ μὴ σκοτώνῃς μας ἀγάλια ἀγάλια, ἢ δρᾶμε
καὶ ρῖξε μας νεροποντὴ μὲ μιᾶς νὰ πᾶμε!

Σὰν πληρωμὴ εἶν᾿ ὁ πόνος μας καὶ σὰ βρετήκι,


τῆς ἁρμονίας μας σφράγισεν ἡ χρυσὴ βούλλα,
ἐνῷ μᾶς ῾γγίζει ὁ Χάρος, μᾶς θεριεύει ἡ Νίκη,
τρέμομε, χαῖρε, τοῦ ρυθμοῦ ἱερὴ τρεμούλα!
Καταχωμένο ἀνήλιαγο ζῇ τὸ σκουλῆκι
γιὰ νὰ χαρῇ μεταξοφτέρουγη ψυχούλα
μίαν ὥρα τὴν ὡραία ζωή, καὶ νὰ πεθάνῃ.―
―Τὸ χάσμα τῆς πληγῆς γίνεται συντριβάνι.

Τὰ σταχτερά, τὰ διάφανα, τὰ χίλια μύρια


πράσινα, τ᾿ ἀναβρύσματα· καὶ τὰ μαμούδια
καὶ τὰ δετὰ τῆς γῆς· τ᾿ ἀνάερα τρεχαντήρια,
τὰ σκουληκάκια, οἱ μέλισσες, τὰ πεταλούδια,
λουλούδια, ὦ δισκοπότηρα καὶ θυμιατήρια!
Χάιδια τῆς χλόης, παντοῦ φιλιά, τοῦ μούσκλου χνούδια,
τοῦ κάτου κόσμου ἀχός, αἰθέρια μαντολίνα·
στὰ φύλλα μία λαχτάρα, λίγωμα στὰ κρίνα!

Ἄνθια, ὅσα ξέρετε, δὲν ξέρουν τὰ τρυγόνια,


ὡραίων ἐρώτων εἶστ᾿ ἐσεῖς τὰ διαλεμένα,
σαλέματα, φιλιά, ταιριάσματα στὰ κλώνια,
μιᾶς πλάσης εἶναι αὐγὴ τοῦ καθενὸς ἡ γέννα·
τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς χαρᾶς τὰ παναιώνια
τὰ ξέρετε, ὦ λιγόζωα σεῖς καὶ ὦ δακρυσμένα!
Ἐμεῖς, ―ὢ τὰ χρυσά της ρίζας σου πλεμάτια!―
μοιάσαμε τὰ στοχαστικὰ καὶ τ᾿ ἄυλα μάτια.

Ἂς εἶστ᾿ ἐσεῖς, ἄπλεροι ἀνθοί, μεστὰ ἀνθοκλάδια,


ἀπὸ τὰ χρυσολούλουδα ὡς τὰ χαμομήλια,
Ε. Βογιατζάκη 3
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟΝ 19Ο ΚΑΙ 20Ο ΑΙΩΝΑ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
σὰν ἀναμμένα κάρβουνα καὶ σὰν πετράδια,
σὰν τὰ παρθένα μάγουλα καὶ σὰν τὰ χείλια,
σὰ χέρια ἂς γλυκανοίγεστε, γιομάτα ἢ ἄδεια,
χαράματα κι ἂς εἶστε αὐγῆς, βραδιοῦ καντήλια,
τῆς νεράιδας δροσιᾶς ἂς εἶστε τὰ παλάτια·
τὰ μάτια εἴμαστ᾿ ἐμεῖς, εἴμαστ᾿ ἐμεῖς τὰ μάτια.

Σ᾿ ἐμᾶς, μικρά, κόσμο ξανοίγετε μεγάλο,


καὶ σύγνεφ᾿ ἀπὸ ἔγνοιες καὶ καημοὺς λαγκάδια,
καὶ τ᾿ οὐρανοῦ τ᾿ ἀσάλευτο σ᾿ ἐμᾶς, τὸ σάλο
τοῦ πέλαου γύρω στὰ καράβια πρὸς τὰ βράδια,
τὸ δάκρυ ἀκύλιστο, κι ἀξήγητο κάτι ἄλλο…
Ποιᾶς φυλακῆς νά ῾μαστ᾿ ἐμεῖς τὰ συγγενάδια;
Ἦρθε καὶ κλείστη μέσα μας, ―ποιὸς νὰ πιστέψῃ!―
μιὰ κολασμένη καὶ μία θεία· ἡ Σκέψη, ἡ Σκέψη!

T᾿ ἀνάστημα ἔχετε, τὸ παίξιμο, τὸ νάζι,


καὶ κάποιο ἀμίλητο περήφανο καμάρι,
καὶ κάποιο μάγεμα ποὺ ρίχνεται κι ἁρπάζει,
κι ἀπ᾿ τὴν πρωτόπλαστη ὀμορφάδα ἔχετε πάρει.
Σὰν εἴδωλα χλωμὰ σᾶς δείχνει τὸ μαράζι,
καὶ τὸ πουλὶ σᾶς δίνει κάποτε τὴ χάρη,
καὶ τὸν ἀέρα μία νεράϊδα ἀνεμοπόδα,
ὢ μὲ τὰ μύρια θεία χαμογέλια, ὢ ρόδα!

Τὸ πρόσταξε θεὸς Ἀπρίλης ἀνθομάλλης·


―ὦ μοσκοβόλισμα, ἄλλαξε καὶ λάμψη γίνε!
Γιὰ τοῦτο ἀμύριστα εἶστε, ρόδα τῆς Βεγγάλης,
ὅλων τῶν ἄλλων ἡ εὐωδιὰ σ᾿ ἐσᾶς φῶς εἶναι.
K᾿ ἐσὺ ποὺ στέκεις, τῶν ἀνθὼν ὡς νὰ εἶσαι ὁ κράλης,
ἀπὸ ποιὸν κόσμο παραστράτισες, ὦ κρῖνε;
Ἀπὸ τῆς εὐωδιᾶς τὴ μάννα, ἀπὸ τ᾿ ἀστέρι
τὸ πιὸ λευκόν;
Ὦ Φοινικιά, κ᾿ ἐμεῖς; Ποιὸς ξέρει!

Τῆς εὐωδιᾶς αἰθεροπόταμο, κρατήσου·


δὲν ἔτρεξες, δὲν πότισες τὴν ἄνθησή μας·
τῆς εὐωδιᾶς εἴπαμε: πάψε τὴν ὁρμή σου,
μὴ χύνεσαι ἀπὸ μᾶς, μὴ γίνεσαι πνοή μας,
βυθίσου μὲς στὰ φυλλοκάρδια μας, καὶ κλείσου
ἀκάτεχη ἀπ᾿ τὸ μύρισμα, μὲς στὴν ψυχή μας·
ψάξε νὰ βρῇς τὴ σκέψη μας, καὶ ὁμάδι ζῆσε.
Ἂς εἶναι ἡ μέλισσα, κ᾿ ἐσὺ τὸ μέλι ἂς εἶσαι!

Ἀπὸ τὸ βιὸς τοῦ ἥλιου ὅλα ἀραδιάστε τὰ ὄξω,


λουλούδια, ὅλα τὰ χρώματα, καὶ στολιστῆτε.
K᾿ εἴπαμε στ᾿ ἀδερφάκια μας: τὸ οὐράνιο τόξο
φορεματάκια κάμετέ το, καὶ ντυθῆτε!
K᾿ εἴπαμε τὸ καθένα μας: «Ψυχή, θὰ διώξω
κάθε λαμπράδα, μήτ᾿ ἡ αὐγή, καὶ ἡ δύση μήτε·
μοῦ φτάνει κάτι ἀπὸ τὴ θάλασσα, κι ἀκόμα
κάτι σὰ γέλιο, ποὺ γελᾷ τὸ οὐράνιο στόμα!»
Ε. Βογιατζάκη 4
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟΝ 19Ο ΚΑΙ 20Ο ΑΙΩΝΑ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Σύγνεφο γίνε, μίλα μὲ τ᾿ ἀστραποβόλι,
κορυδαλλός, καὶ λάλησε, Πόθε μεγάλε,
καὶ ὑψώσου πρὸς ἀστέρινο ἄλλο περιβόλι.
Ὅλη τη μουσικὴ μὲς στὴν ἀγάπη βάλε,
καὶ βάλε τῶν παιδιῶν τὴν ἀθῳότητα ὅλη,
καὶ βάλε κι ὅλη σου τὴν ὀμορφιά, καὶ πάλε
θά ῾χῃς τὸν ἴσκιο τῆς ἀγάπης· ὄχι ἐκείνη·
ἐκείνη λάμπει, καίει, φωτίζει καὶ δὲ σβήνει!

Ἀπὸ μία τρίδιπλη ψυχὴ τὸ περιβόλι,


συρτὴ καὶ ριζωτὴ καὶ φτερωμένη, πλέκει
τὸ εἶναι· ἡ κάμπια ὁλόβαθα χτίζει μία πόλη,
καὶ τὸ πουλὶ χτίζει ἕναν ἔρωτα παρέκει
πρὸς τὸν αἰθέρα· καὶ ἡ χλωράδα γύρω σου ὅλη
δὲν ἔχει νόημα, δὲν ὑπάρχει, ἢ γιὰ νὰ στέκῃ
καὶ νὰ εἶναι, ἀκροπρεπίδι σου, στὴ δούλεψή σου·
ὤ! πῶς ὑψώνεται στὸν ἥλιο τὸ κορμί σου!

Δὲ σταματάει κισσός, δὲν κόβει παρακλάδι


τοῦ κορμιοῦ σου χυτὴ κ᾿ ἐλεύτερη τὴ γύμνια·
ὅμως, γυμνή, μὲ ὀνειροΰφαντο μαγνάδι
σκεπάζεις τὰ χλωρὰ τοῦ κήπου στενορρύμια.
Λαμποκοπάει τῆς βασιλείας σου σημάδι
κορῶνα ἀχτίδων ἀπὸ σμάραγδα κι ἀσήμια
κρεμάμενη, τρεμάμενη ἀπὸ τὴν κορφή σου·
ὤ! τί ρυθμὸς ποὺ κυβερνάει τὸ θεῖο κορμί σου!

Ἔτσι δὲν εἶναι ὡραῖο τὸ νέο κυπαρίσσι


λιγώντας αὐροσάλευτο πρὸς τὸν αἰθέρα,
ἔτσι δὲν εἶναι ὡραία ἡ χλοϊσμένη βρύση
ποὺ ψέλνει σὰν ποιητῆς καὶ θρέφει σὰ μητέρα,
ἔτσι δὲν εἶν᾿ ἡ ἀνατολή, δὲν εἶναι ἡ δύση·
ἀπ᾿ τὴν κορφή σου κρέμεται ἄλλου κόσμου μέρα·
ἔτσι ὄμορφη δὲν εἶν᾿ ἡ ἀναπαμένη λίμνη·
στὰ πόδια σου οἱ θεοὶ κ᾿ οἱ θεολάλητοι ὕμνοι!

Ἀγγέλου φάντασμα στὴ σκήτη τοῦ ἐρημίτη,


στῆς νύχτας τὴ σιωπὴ τῆς ἁρμονίας τὸ στόμα,
ἡ σκέψη, ἐκεῖ ποὺ πρωτοστράφτει στοῦ τεχνίτη
τὸν πλατυμέτωπο οὐρανό, καὶ πρὶν ἀκόμα,
ὄνειρο ἀσκλάβωτο κι ἀπάρθενο, εὕρῃ σπίτι
καὶ γίνῃ λόγος, μουσική, μάρμαρο, χρῶμα,
σὰν τὴν ἰδέα σου δὲν εἶναι, καθὼς πέφτει
κι ἀντιχτυπάει στοῦ λογισμοῦ μας τὸν καθρέφτη.

Μέσα σου ρέει τὸ διάφανο, τ᾿ ἀθάνατο αἷμα,


ἢ ὁ χυμὸς ὁ ἀνήμπορος νὰ σὲ ξυπνήσῃ
ἀπό ῾ναν ὕπνο δίχως μίλημα καὶ βλέμμα
σὲ μιᾶς ἀθόλωτης ζωῆς τ᾿ ὡραῖο μεθύσι;
Τὸ στέμμα τῆς κορφῆς σου εἶν᾿ ἕνα ξένο ψέμα
ἢ τὰ μαλλιά σου, ποὺ ἡ πνοὴ σὰν τὰ χτυπήσῃ,
γίνονται λύρες γιὰ νὰ εἰποῦν ὁλόγυρά σου
τὴ συμφωνία τῶν ὅλων καὶ τῆς ὀμορφιᾶς σου;
Ε. Βογιατζάκη 5
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟΝ 19Ο ΚΑΙ 20Ο ΑΙΩΝΑ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά. Φτερὰ εἶν᾿ ἐκεῖνα,
καὶ δοκιμάζεις τα καὶ τὰ τρεμοσαλεύεις.
Φτερά; δὲν εἶναι, γίνονται· σὲ τρώει μία πεῖνα,
καὶ σὲ μία πλάση ἀνώτερη νά ῾μπῃς παλεύεις.
Μιὰ πολιτεία, μίαν ἠλιοστάλαχτην Ἀθήνα
δεξιά, ζερβά, μακριά, στὰ ὕψη, ὅλο γυρεύεις,
καὶ στέκεσαι νὰ φύγῃς πρὸς τὰ μισουράνια
πετώντας μὲ τοὺς κύκνους καὶ μὲ τὰ γεράνια.

Λείψανο εἶσαι ἀπὸ νεκρὸ μεγάλο αἰῶνα,


ζωῆς, ποῦ γίνεται, εἶσαι ἡ πρώτη δροσεράδα;
Πότε ἀπὸ μέσα σου κοιτάει, τραβάει ἀγῶνα
γιὰ νὰ χυθῇ στὸ φῶς μία νύφη Ἀμαδρυάδα,
πότε σὰν τελευταῖα ὑψώνεσαι κολῶνα
ναοῦ, ποὺ κάποτ᾿ ἔστεκε σὲ μίαν Ἑλλάδα.
Τέλος ἢ ἀρχή, βραδιὰ ἢ πρωί, σὲ δένει κάτι
μὲ τοὺς ὁρίζοντες ποὺ χάνεται τὸ μάτι.

Ὡσαννὰ χύνουν οἱ βλαστοί σου καὶ τὰ βάγια


καὶ τὸ βασιλικὸ ὡσαννὰ τ᾿ ἀνάστημά σου
πρὸς ἄγνωστου θεοῦ διαβατικοῦ τὰ μάγια,
φανερωμένου πρῶτα πρῶτα στὴ ματιά σου.
Ἐσὺ ὡσαννά, ὡσαννὰ ἀποκρίνονται τὰ πλάγια.
Ὤ! ποιὰ τὰ ὁράματα καὶ ποιὰ τὰ μυστικά σου;
Σφάζει τὰ λυγερὰ λουλούδια καὶ τὰ φύλλα
ἀπὸ καινούριους οὐρανοὺς ἀνατριχίλα.

K᾿ ἐμεῖς; Ἦρθε ὡς ἐμᾶς τὸ μακρινὸ πουλάκι,


τ᾿ ἀγεράκι μας ἄγγιξε μὲ τὰ φτερά του,
καὶ κονταστάθηκε τὸ βιαστικὸ τὸ ρυάκι,
καὶ τὸ παιδί μας ἔρριξε τ᾿ ἀνάβλεμμά του,
καὶ τὸ περήφανό μας ἔγνεψε ζαμπάκι,
καὶ τὸ φεγγάρι ᾖρθε γιὰ μᾶς ὡς ἐδῶ κάτου,
κ᾿ εἶδε καθεὶς τ᾿ ἀπόξω μας, κανεὶς τὰ βάθη·
ὁ κόσμος γλίστρησεν ἀπάνω μας κ᾿ ἐχάθη.

Πορτοκαλλάνθια, τί σᾶς ρώτησαν τ᾿ ἀηδόνια;


Ὁ τζίτζικας τί θέλει ἀπὸ τὰ μεσημέρια;
Κι ὅσα βογγοῦνε σὰν ἀπὸ τὰ καταχθόνια,
κι ὅσα ἀνεβαίνουνε τραγούδια πρὸς τ᾿ ἀστέρια,
τοῦ σαρακιοῦ ἡ φωνή, τ᾿ ἀνήσυχα τριζόνια,
τ᾿ ἀρώματα, οἱ πνοές, τὰ ἕρμα καὶ τὰ ταίρια,
ὅσα πετοῦνε, σέρνονται, λιγιένται, σκύβουν,
κάτι γνωρίζουνε γιὰ σὲ καὶ μᾶς τὸ κρύβουν.

Μέσα μας μιὰ ψυχὴ ἀπὸ μπόρα κι ἀπὸ πίσσα


τὸ πονηρὸ γιὰ σὲ στὸ λογισμό μας βάζει.
Στὴ νυχτερίδα ὅλο γιὰ σὲ μιλοῦσε ἡ κίσσα
κ᾿ ἡ ἀκρίδα τὸ παινεύτηκε μ᾿ ἐσὲ πὼς μοιάζει,
κ᾿ ἡ σφῆκα ηὗρε χαρὰ στὴ σκέπη σου περίσσα,
κι ὁ νυχτοκόρακας μ᾿ ἐσένα ἀναγαλλιάζει·
μιὰ πλάση ―Ἐσὺ ποὺ ἀτάραχη τραβᾶς πρὸς τ᾿ ἄστρα,
παραμονεύει σὲ κακὴ κι ἀναγελάστρα!
Ε. Βογιατζάκη 6
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟΝ 19Ο ΚΑΙ 20Ο ΑΙΩΝΑ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Ὢ φυσημένη ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ τοῦ πεύκου, Ὑγεία!
Πατᾷς, παντοῦ οἱ καρποὶ στ᾿ ἀγκάθια, στὰ τριφύλλια,
κυλᾷς μὲ τὰ νερά, καὶ λάμπουν τὰ στοιχεῖα,
γιὰ τ᾿ ἄδολο κρασὶ τρυγᾷς τὰ ὡραῖα σταφύλια,
ὅπου σταθῇς, θ᾿ ἀναστηθῇ μία πολιτεία,
πάντα ὁ μαστός σου γάλα ρέει, δροσιὰ τὰ χείλια.
Ὢ μάννα στρογγυλὴ καὶ καρπερὴ καὶ ἀκέρια,
μᾶς λυών᾿ ἡ ἀρρώστια· μοιάσαμε τὰ νεκροκέρια.

Κλαδιά, μαλλιά, φτερά. Ἴσκιοι, ποὺ ἡ θεία της χάρη


παίζει κι ἁπλώνει, πρῶτε, δεύτερε καὶ τρίτε,
ἀπὸ τὸ στοιχιωμένο τὸ σκληρὸ φεγγάρι
―μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά, καὶ φτερὰ μήτε!―
Προψὲς μίαν ὄψη τέταρτην εἴχατε πάρει·
σπαθιά! καὶ καρτερούσατε γιὰ νὰ χυθῆτε.
Νυχτοπετοῦσα πεταλούδα, ἔλεος κᾶμε·
ἀπάνω στὰ φτερά σου πᾶρε μας νὰ πᾶμε!

Ἡ ἀρρώστια μας τυράγνησε μὲ τὴν ἀγρύπνια,


ὢ Φοινικιά, καὶ σὲ εἴδαμε νὰ κρυφογέρνῃς,
οἱ δρακοντιές, τὰ σκυλοβότανα, ὅλα ξύπνια,
νύχτα εἴταν, ἄμοιαστο χορὸ μ᾿ αὐτὰ νὰ σέρνῃς,
καὶ σ᾿ εἴδαμε ὄνειρο βαρὺ στὰ πρωτοΰπνια
μὲ φλόμους καὶ μὲ χαμαιλιοὺς νὰ παραδέρνῃς,
καὶ γύρω σ᾿ ἔπνιγαν ἀζώηρων περιβόλια,
κι ἀπὸ σκληρὲς ἀλόες λαὸς κι ἀπὸ τριβόλια.

K᾿ εἴσουνα, τῆς ζωῆς ὡς νὰ ζητοῦσες φόρο


αἱματοπότιστο, κι ὀλάγρια ἀντιχτύπα
πεῖνα στὸ εἶναι σου, καὶ κάποιο σαρκοβόρο
ηὗρε σ᾿ ἐσὲ καὶ φώλιασε, κ᾿ ἔσκαψε τρῦπα,
κ᾿ ἔγινε σπήλαιο τὸ κορμὶ τὸ φτεροφόρο,
καὶ τῆς κορφῆς σου γιὰ κορφὴ φόρεσες γύπα·
σὰ φλόγες καὶ σὰν κύματα καὶ σὰ λεπίδια
συρμένα ἀπὸ τὴ ρίζα ὡς τὴν κορφή σου φίδια.

Ποιὸς τὸ στοχάστηκε, ποιᾶς Μοίρας εἶναι τάμα,


ἀπὸ τὰ κακομύριστα καὶ τ᾿ ἀπορρίμια
νὰ ὑψώνωνται τὰ ὁλόχλωρα, καὶ ἁγνὸ τὸ θάμα
τοῦ Μάη κι Ἀπρίλη ἀπ᾿ τὴν ἀκάθαρτην ἀσκήμια;
Γι᾿ αὐτὸ γαλάζια μέσα μας καὶ μαῦρα ἀντάμα,
καὶ στὴν ψυχή μας ὠκεανοὶ καὶ στενορρύμια,
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς μὲ τὰ ὑπέρτατα παλεύει,
κάτι πανάθλιο μᾶς κρατεῖ καὶ μᾶς μολεύει.

Ἥλιε, τὰ μαῦρα ὀνείρατα πάρ᾿ τα καὶ πνίχ᾿ τα,


θολοὶ εἶν᾿ ἀχνοί, κ᾿ εἶναι κακόπραγα τελώνια.
Θρέψε τὰ ὡραῖα καὶ τ᾿ ἀγαθά, τὰ πάντα δεῖχ᾿ τα,
σὰν ἀχτιδοπαιξίματα καὶ σὰν ἀηδόνια.
K᾿ ἐσύ, φεγγάρι ξάπλωσε στὴν ἄγρια νύχτα
διάφανη σκέπη ἀπὸ καρδιὰ καὶ ψυχοπόνια,
τῆς Καλλονῆς παντοῦ κυμάτισε, ὢ πορφύρα,
κ᾿ ἡ πλάση ἂς γίνῃ ἀγάπη κι ἂς χτυπάῃ σὰ λύρα!
Ε. Βογιατζάκη 7
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟΝ 19Ο ΚΑΙ 20Ο ΑΙΩΝΑ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Ξημέρωσε. Τὸ φῶς χίλια σου σπέρνει μάτια,
γιὰ ν᾿ ἀγκαλιάζεις τὰ βουνὰ καὶ τὰ ρουμάνια,
στὰ δέντρα τὶς φωλιές, στὶς χῶρες τὰ παλάτια,
καὶ τὰ καράβια στ᾿ ἀνοιχτὰ καὶ στὰ λιμάνια.
Τὴ νύχτα ὡραῖα ξωτικὰ σὲ ἀχτίδων ἄτια
νὰ σὲ δουλέψουν ἔρχονται ἀπὸ τὰ οὐράνια.
Χέρια φυτρώνει ἡ λεῦκα καὶ στ᾿ ἁπλώνει πλείσια
σὲ νανουρίζουν ἥσυχα τὰ κυπαρίσσια.

Μιλᾷς μὲ τὸν ἀϊτὸ καὶ μὲ τὸν πελεκάνο,


ρουφᾷς τὴ μουσικὴ τοῦ κόσμου στάλα στάλα,
βλέπεις τὰ μακρινά, τὰ γύρω καὶ τ᾿ ἀπάνω,
τ᾿ ἀπέραντα καὶ τ᾿ ἄπιαστα καὶ τὰ μεγάλα,
ἀνταποκρίνεσαι μὲ κάθε ἀεροπλάνο,
μὲ ἀχτίδες, μὲ φτερά, μὲ τὴν παγκόσμια σκάλα.
K᾿ ἐμεῖς γυρτὰ στὴ γῆ, δαρμέν᾿ ἀπὸ μία λύπη,
ἀκούσαμε τῆς γῆς τὸ μέγα καρδιοχτύπι.

Ἀκούσαμε τῆς γῆς τὸ μέγα καρδιοχτύπι.


Νέο τραγούδι ἀφάνταστο ποὺ δὲν εἰπώθῃ,
ἦχος ποὺ τίποτ᾿ ἀπὸ μέσα τοῦ δὲ λείπει·
μέσα του ρυάζεται ἄγγελος ποὺ κεραυνώθη,
κι ὅλοι γλυκανασαίνουνε τ᾿ Ἀπρίλη οἱ κῆποι·
κρυφοὶ ἀναπάντεχοι μέσα του κλαῖνε πόθοι,
καὶ τρίζει μία φωτιά, ποὺ κόσμους θὰ χαλάῃ·
κάτι ποὺ μένει ἀξήγητο καὶ σὲ περνάει!

Πές μας τὴ φωτερὴ τ᾿ ἀέρινου ἱστορία,


τοῦ μαύρου θὰ σοῦ ποῦμ᾿ ἐμεῖς τὸ συναξάρι,
κ᾿ ἔλα νὰ τὰ ταιριάσουμε τὰ δυὸ στοιχεῖα,
τὴ δύναμή σου ἐσὺ μὲ τὴ δική μας χάρη.
Στ᾿ ἄφαντα, στὰ μικρά, στ᾿ ἀνήλιαγα, στὰ κρύα
ζοῦν ἕνας κόσμος δουλευτάδες καὶ κουρσάροι,
κ᾿ ἔχουν οἱ δρόμοι καὶ τὰ ἔργα τους καὶ οἱ μέρες
κι ὅσα δὲν ἔχουν τῶν ἀπέραντων οἱ αἰθέρες.

Τὴ ζωή του μᾶς εἶπε τὸ μελισσολόι


κι ἄστραψαν ὡς ἐμᾶς καινούρια νιάτα·
θάματ᾿ ἀνυποψίαστα σκεπάζ᾿ ἡ χλόη,
στὸ πλάϊ μας τὸ μυρμῆγκι ἀνοίγει βαθιὰ στράτα,
μιὰ σαύρα ἀργοσυρμένη μέσ᾿ ἀπὸ κατώι,
χωρῶν, ἐθνῶν, τεχνῶν ἔφερ᾿ ἐδῶ μαντάτα.
Μιὰ πεταλούδα, ποὺ ἔτρεχε γιὰ νὰ παντρέψη
τὰ λουλουδάκια, μᾶς ἐπλάτυνε τὴ σκέψη.

Ἀπάντρευτη, ἄκαρπη, κι ἀξήγητη καὶ ὡραῖα!


Παράξενη εἴταν ὥρα, ποιὸς θὰ τὸ πιστέψη;
Βουλήθη ὁ θεῖος κόσμος, κ᾿ ἔγινεν Ἰδέα,
καὶ στὴ δική μας φανερώθηκε τὴ σκέψη.
Τώρα σ᾿ αἰνίγματα καὶ σὲ σκοτάδια νέα
εἶν᾿ ἕτοιμη ἡ ζωούλα μας γιὰ νὰ μισέψῃ.
―Ώ Φοινικιά, ἀποκρίσου· νά! φυλάει καρτέρι,
πρὶν πῇς τὸ λόγο τὸν ὑπέρτατο, ἕνα χέρι.
Ε. Βογιατζάκη 8
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟΝ 19Ο ΚΑΙ 20Ο ΑΙΩΝΑ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Ὢ Φοινικιά, μᾶς ἔσπειρεν ἐδῶ ἕνα χέρι,
καὶ θὰ ξαναπλωθῇ, καὶ θὰ μᾶς ξερριζώσῃ,
καὶ θὰ πεθάνουμε· τὸ κῦμα καὶ τ᾿ ἀγέρι
καὶ τὸ νερὸ ἀνελεήμονα θὰ μᾶς σαρώσῃ,
καὶ δὲ θὰ κλάψῃ μας τ᾿ ὁλόανθο καλοκαῖρι,
κ᾿ ἡ πλατιὰ πλάση τὸ χαμό μας δὲ θὰ νιώσῃ,
καὶ κάτου ἀπὸ τοῦ ἴσκιου σου τὰ μάγια πάλι
θ᾿ ἀναστηθῇ μοσκόπνοη μιὰ βλάστηση ἄλλη.
Καὶ μήτε θὰ βρεθῇ γιὰ μᾶς κανένα μνῆμα
τοῦ διάβα μας τὸ φάντασμα νὰ συγκρατήσῃ·
μονάχα ὁλόφωτο τριγύρω σου ἕνα ντύμα
μὲ νέα μία λάμψη ἀχάλαστη θὰ σὲ στολίσῃ,
καὶ θὰ εἶναι ἡ σκέψη μας κι ὁ λόγος μας καὶ ἡ ρίμα.
Καὶ θὰ φανῆς ἐσὺ στὴν ξαφνισμένη χτίση
σὰν ἕνα χρυσοπράσινο καινούριο ἀστέρι.
Καὶ μήτ᾿ ἐσύ, μήτε κανεὶς δὲ θὰ μᾶς ξέρῃ…

2. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, «Πόλις»: Ποιήματα, επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, τόμ. Α΄, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα,
1963, 151983, σ. 15.

Είπες- «Θα πάγω σ' άλλη γή, θά πάγω σ' άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' ή καρδιά μου —σαν νεκρός— θαμένη.
Ό νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θά μένει.
"Όπου τό μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δώ
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
πού τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».

Καινούριους τόπους δεν θά βρεις, δεν θα βρεις άλλες θάλασσες.


Ή πόλις θά σε ακολουθεί Στους δρόμους θά γυρνάς
τους ίδιους. Και στές γειτονιές τες ίδιες θά γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αύτη θά φθάνεις. Γιά τα άλλου —μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο γιά σε, δεν έχει οδό.
"Έτσι πού τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γή την χάλασες.

3. Άγγελος Σικελιανός, «Μήτηρ Θεού» (1917-1919): Λυρικός Βίος, επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, τομ. Δ΄ , εκδ.
Ίκαρος, Αθήνα, 1965, σ. 9-20.

I.

Χνούδια και πούπουλα, μικρά φτερά, ξυλάκια, φύλλα,


όσα σωρεύει, το πουλί στου δάσου τη μαυρίλα

και πηγαινόρχεται αστραπή, στη γη ν' αδράξει κάτου


μια λαμπερή αλογότριχα, λίγο μαλλί προβάτου!

Α. τούτ ' η ζέστα είναι βαθιά' δε μοιάζει, λες, εκείνη


που μέσα στου ήλιου την πηγή σαν κύκνοι πλένε οι κρίνοι!
Ε. Βογιατζάκη 9
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟΝ 19Ο ΚΑΙ 20Ο ΑΙΩΝΑ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Αυτή είναι ρόδο πόγινε και π' όλο μεγαλώνει


σε μεταξένιο κέντημα, καιρούς, με το βελόνι·

κάθε γωνιά του, ανασκωτή μ' ολάκερο νυχτέρι.


όλο χρυσό, που πια δεν είναι ρόδον, είναι αστέρι- 10

που πια είναι τ' άστρο τ' ορθρινό κι ο λύχνος στο σκοτάδι
και το καντήλι της Κυράς, πάντα γιομάτο λάδι.

που μες στη σκιά, κρεμάμενον από την περιστέρα,


τη νύχτα ανοίγει και μπουμπούκι σφίγγει την ημέρα!

Πούπουλα, χνούδια, ό,τι στη γην ανάλαφρο έχει μείνει,


να μου φωλιάσει φτάνει των αισθήσεων το καμίνι,

όσο δε φτάνει να μου ανάψει πόθο το λιοπύρι


κι όσο δεν καίει τα κόκαλα το χωνευτήρι….

Εδώ είναι τ' άνθος το μικρό μπρος στον κλειστό πυλώνα,


και το νερό του πηγαδιού που χλιαίνει το χειμώνα. 20

Εδώ είν' της μυρμηκοφωλιάς το καστανό το χώμα,


λαγαρισμένο σαν αφρός, κι (ωστόσο στέριο ακόμα...

Α, και ζεστό είναι σαν η γη μια σπιθαμή από κάτου,


κι ως το πουλί π' αποκοιμιέται πίσω απ' τα φτερά του!

Κ' είν η ευωδιά του έτσι βαθιά, σαν το βιβλίο που μέσα στα φύλλα του
έκλεισεν ανθών χιλιάδων την ανέσα

κ’ αιώνες πέρασαν πάνω του' κι αυτοί που τα 'χαν βάλει,


σ' αχνές εικόνες βρίσκονται κλειστές μες στο κρουστάλλι.

Κ’ είναι σαν πέπλος που 'μεινε σε σπιτικό σεντούκι


που 'ταν γιομάτο μύγδαλο, καρύδι και φουντούκι, 30

και σε μικρό κομπόδεμα, για τ' αγγονοΰ τα νιάτα,


σφιχτοδεμένα τα φλωριά και τα κωνσταντινάτα...

Α, τούτ΄' η ζέστα απ' το Θεό μονάχα είναι βγαλμένη,


ακόμα και το θάνατο η ψυχή μου να υπομένει,

των αδερφών το θάνατο και των δικών, κι ακόμα


εκείνου που μας έδινε και την ψυχή στο στόμα!

Α, τούτ' η ζέστα πια δε μοιάζει καμιά ν άλλη,


γιατί, αν κρατήσω μέσα στις δυο φούχτες το κεφάλι,

πότε το νιώθω σαν πηγή και πότε ωσάν καμίνι.


Ζει ο σπόρος, ζει, του αθάνατου, που μέσα μου έχει μείνει! 40

Ζει ο σπόρος όλων των ανθών, και η μυστική τους μάνα


μιλιά δεν έχει μέσα μου, μα βογκεί ως η καμπάνα,

ως η καμπάνα η βροντερή που, με τα μεσημέρια,


στις στέγες κάνει να τρεμοπετάν τα περιστέρια ...
Ε. Βογιατζάκη 10
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟΝ 19Ο ΚΑΙ 20Ο ΑΙΩΝΑ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Κι αν κλείσω και τα βλέφαρα. Τη βλέπω·, πόσα, πόσα,


τριγύρω απ:’ το καντήλι Της, του σκοταδιού τα κρόσσα,

και των ματιών Της η άβυσσο, κ' η ασάλευτη Της όψη.


σα σπάθα που μπορεί και την καρδιά στα δυο να κόψει!

Ωσάν αϊτίνα κάθεται μες στην αϊτοφωλιά Της


από τη γέννα εσκώθηκε, κι απάρθενη η κοιλιά Της. 50

Λεχώνα στέκει ασάλευτη μες στην υπομονή Της,


σφίγγοντας, ωσά νέο λιοντάρι, το μονογενή Της!

Με της λεχώνας τη ματιά που διαπερνάει την πλάση


και δεν αφήνει, ακοίμητη, κανένας να πλησιάσει

αν ίσως και δεν έρχεται στα χείλη του να πάρει


του γιου Της που απ' το σκέπασμα περσεύει, το ποδάρι. 56

ΙΙ
Άγγελε, στο κατώφλι σου, την ώρα που δεν θάρρεις,
Άνεμος φύσαγε γλυκός πολύ, ψυχοπονιάρης.

Την ώρα που στο τρίστρατο η πόρνη περιμένει


μ’ ανάνθη τέλεια την ψυχή, βαμμένη, στολισμένη,

άνεμος φύσαγε γλυκός, από μακρά φτασμένος,


με τη γαλήνιαν ευωδιά των κάμπων φορτωμένος.

Τα μύρα πλέαν ανάερα· αντίκριζε η ψυχή μου,


όθε κι' αν γύριζε, γοργή, τη μυστική άθλησή μου.

Και ιδές... Ανθοί ανεπάντεχοι, δαφνόδεντρα και βάγια


στης γης αν ευωδάγανε τα ευλογημένα πλάγια· 10

στα χρυσοπράσινα έλατα αν ο ήλιος, σε μια στάλα, φλόγα γαλάζια


ανάβρυζε, πήδαε πυρρή διχάλα,

και μιαν ακοίμητη δροσιά κινούσαν, να με ζώνει,


τ' άγια φαράγγια που κρατούν ολοχρονίς το χιόνι·

α, πώς σπαρτάρισε η καρδιά σαν ένιωσε τα μάγια


τα γλυκανάπνοα, σε σφιχτά να την κρατούνε αρπάγια!

Πώς το ρουμπίνι πύρινο ζώνει-ψηλά το στέμμα,


όμοια στο νου μου ολόγυρα μαζωχτή ξάφνου το-αίμα·

και πάλι πισωδρόμισε γοργό, σα για να πάρει


χλωμάδα μεγαλύτερην απ' το μαργαριτάρι. . . 20

Ψυχή! Και ξάφνου, σκίζοντας το φοβερό σκοτάδι,


η αχτίδα της το δάκρυ μου το βρήκε ωσάν πετράδι!

Ματιά δεν ήταν να με ιδεί, καρδιά για να με κρίνει,


Ε. Βογιατζάκη 11
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟΝ 19Ο ΚΑΙ 20Ο ΑΙΩΝΑ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
κ' έκλαψα, όπως δεν έκλαψε κανείς, την ώρα εκείνη ...

Κι όπως την ώρα π' ο ψαράς στα δίχτυα του διαλέει,


με το δαδί χωρίζοντας της θάλασσας τα ελέη,

κι από τη μέση βγάνοντας ένα μικρό, περίσσο,


στο κύμα μέσα, ξένοιαστος, το ξαναρίχνει πίσω,

κι αυτό γυρμένο εδώ κ' εκεί, με το πλευρό, παλεύει,


ώσπου ο γοργός ανασασμός το σπλάχνο του σαλεύει, 30

κ’ αιφνίδια βρίσκει το βυθό —παρόμοια, μες στα βύθη


της κλάψας, χάθηκε η ψυχή κι ολάκερη αναδύθη ...

Α, την ανείπωτην αφή σ' όλα τα μέλη επήρα,


την πρώτη αφή μου, αθάνατη, στου δακρύου το νιφτήρα,

κι όλα να τ' άκουα σαν και πριν το μισημένο αιώνα


καθώς το λάδι ολάκερο καρπίζει τον ελαιώνα,

σα σε πελάου εαρινού την άκρη νηνεμία


το πλάτος το ανεκύμαντον, η αγάπη μου ήταν μία!

Κι ωσάν η πρωτοστέφανη γυναίκα, που γνωρίσει


Τον πρώτο χτύπο του καρπού βαθιά να λαχταρίσει, 40

ζέστα κρυφή κι απόκοσμη της πλημμυράει τα φρένα,


τα πνεύματα της άνοιξης να ιδεί συμμαζεμένα,

τα χλια φυσήματα της ζωής, τα χάδια στο κεφάλι


να της λυγάνε την ψυχή με μια γλυκόβοη ζάλη,

και θέλει κόρφον να κρυφτεί, ζεστό λαιμό να γείρει,


τι, κύμα κύμα, των ανθών την περιζώνει η γύρη,

σε γλυκασμόν ανείπωτον —έτσι άκουγα βαθιά μου


να λαχταρίζει δυνατά, σα βρέφος, η καρδιά μου!

Σάμπως, κοιτώντας θυμιατό με τη φωτιά σβησμένη


λογιάζει ο νους οπού καπνός σιγαλινά ανεβαίνει, 50

συχνά με μάτια ακοίμητα, σε μια άκρη καρφωμένα,


ο μάταιος άνθρωπος θαρρεί κινάν τα περασμένα..

Κ' ευφραίνετ' έτσι η έγνοια του, το πνέμα ως γέρνει πίσω,


να πίνει ως άμμος τον αφρό, μουρμουριστό, περισσό,

κι όπως τα μάτια ανοίγοντας, από χαμό, του αρρώστου


να βλέπουν κλώνο αμυγδαλιάς απιθωμένο ομπρός του ...

Μα εμένα ο νους απλώνονταν απ' άκρη σ' άκρη, σάμπως


σε στάχυα φλώρα, ωκεανού σα σπρώχνει κύμα ο κάμπος.
Ε. Βογιατζάκη 12
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟΝ 19Ο ΚΑΙ 20Ο ΑΙΩΝΑ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Κ’ η ώρα βαθιά μου, σαν πηγή βουνίσια, π' ως την κόψει
στόμα, βυθίζει ολάκερη σε ορτούς αφρούς την όψη. 60

Άγια λαμπράδα ο πόθος μου και λησμονιά είχε πάρει,


Πιότερο απ’ τα’ άστρα, πιότερο παλιός απ’ το φεγγάρι!

Σαν τα γοργά μιλητικά νερά, μαζί εκινούσα’


Τα λόγια μεσ’ απ’ την καρδιά την ανθρωποφωνούσα!

Κι αν έλεγα τα λόγια μου μες στην καρδιά να τα ’χω


καθώς σταλάει σ’ ένα γκρεμό τα’ αγριόμελι από βράχο,

σαν η κραυγή μιανού βοσκού σε βρόντο καταρράχτη,


Έπνιγε η άσωτη χαρά στα στήθια μου τον κράχτη!

Θώρακα νέον ανίκητο θαρρεί κ’ είναι ντυμένο


Το πνέμα μες στον ωκεανό των ήχων τυλιμένο! 70

Αλλ' ως η κοίτη., απλώνοντας, του ποταμού, δαμάζει


σ' ένανε κέλαδο στρωτό την πλημμυρά οπού βράζει,

κι ως, σαν ξεσπάει η τρικυμιά, μια αχτίδα συμμαζώνει


χώματα, πέλαγα, ουρανό μες στην εφτάχροη ζώνη,

—η γη, που πίνει τη βροχή γλυκά, δε μου είναι ξένη,


ν’ ακούω το χόρτο πως ανθεί, το κρίνο πώς αξαίνει

ν' ακούω και τα μικρά πουλιά, που τώρ' ασίγητά 'ναι.


στον κόρφο μέσα το ζεστό του βάτου να πετάνε—

πολύ σιγά, πολύ γλυκά τρεχάμενα, εκινούσα’


τα λόγια πάλι απ' την καρδιά την ανθρωποφωνούσα! 80

Το λαβωμένο το πουλί δεν ήμουν στο κυνήγι,


που από τη φούχτα, σαν καρδιά, παλεύει να ξεφύγει,

και μηδ’ αυτό που λύγισεν αιφνίδια το κεφάλι,


με κόκκινη όλη του φτερού τη μαλακιά αμασχάλη·

θέλοντας την ανέβαζα την πιο πικρήν εικόνα.


σα μια τρυγόνα ο σταυραϊτός, στον καθαρό Ελικώνα!

Κι όπως το σύγνεφο αρχινά σαν πούπουλο ν' απλώνει,


σα μπουμπουκιάζουν σε γλυκιά καταχνιά μέσα οι κλώνοι,

κι όλο το φως αργοπορά στα πέλαγα, κ' η μέρα


κλώθει το δείλι ασάλευτη, σε μια άκρη, ως περιστέρα, 90

στο χάδι μέσα το κρυφό, στην τρομερή του γλύκα,


σαν άστρο μέσα μου έτρεμε μικρό, το Εν τούτω Νίκα!

Κάθε του ανέμου ρίπισμα μουρμούριζε: «Κοιμάσαι,


ή αφήνεσαι στον ύπνο σου βαθιά, για να θυμάσαι;

”Που ως στην κορφή του δαμαλιού, που η δύναμη του στρώνει,


Ε. Βογιατζάκη 13
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟΝ 19Ο ΚΑΙ 20Ο ΑΙΩΝΑ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ανάμεσα στα κέρατα σγουρό μαλλί φυτρώνει,

”ανθίζει η νια σου δύναμη μια γλύκα, μια συμπόνια,


να προβοδάει τα νιάτα σου στ' αντρίκεια σου τα χρόνια;

”Κύμα από χάδι ατέλειωτο γιομίζει την ψυχή σου·


λούζεται μες σε ωκεανό η μυστική άθληση σου· 100

”αναγαλλιάζει ο πόθος σου, βυθίζει το κεφάλι,


σα βουτηχτής, σε πέλαγο γιομάτο από κοράλλι!

Ήλιος κρυφός, κι ανάτειλε μες στην καρδιά σου η ώρα!


Άγγελε, πες, σε ποια άκρη γης γλύκανασαίνεις τώρα;

”Σα σε παρθέναν αμμουδιά, π' άλλο δεν έχει χνάρι


παρά του θαλασσοπουλιοΰ τ' ανάλαφρο ποδάρι,

” σα σ΄ένα απάτητο νησί, που ανθεί γιγαντωμένα


λούλουδα θεία οπ' όνομα δεν έχουνε κανένα,

κι άφοβα δίπλα, τα πουλιά που βόσκουν, σταματάνε.


τ' άγνωρο πλάσμα, αθάνατο σα να, ήταν, να κοιτάνε! 110

”Μείνε, σου λέει κρυφή φωνή, τα νιάτα σου να τα ’χω


σαν έρωτα περιστεριών, πολύ βαθιά σε βράχο·

”αργά μια πύρα, μέσα σου, με τη σιωπή, ν' ανοίγει,


σαν τη φωτιάν η αγάπη σου το λογισμό να σμίγει,

” να καίει κρυφά κι αδιάκοπα, και σπάταλα να βάνει,


με πλέρια φούχτα, στης χαράς τη θράκα το λιβάνι!

”Της πλάσης όλης το κρυφό το πλούτος σε ζυγώνει,


σαν ήσυχο στα πόδια σου να βόσκει ένα παγόνι!

”Καρδιά! και τ’ άνθη π' όλο ρέν μαζεύω στην ποδιά μου.”
Μα εγώ: “Αντισκώσου, θρόνε μου· μην κλονιστείς, καρδιά μου!” 120

Κι ω, ιδές με τα’ άνθια τα’ Απριλιού, με του Μαγιού τη γλύκα


τρεις χρόνους αγγελομαχώ και νικητής εβγήκα!

Που γαλαζώνει ο ουρανός βυθό μελανιασμένο,


να το το πνε΄μα αδάμαστο, μεσουρανίς φτασμένο!

Όσο θερμό είναι το φτερό, στ’ άγιο βαθιό μου στήθος


να μολογήσει ολάκερος των ουρανών ο μύθος!

Ζεστή φωλιά στον ουρανό κι αν σιγοτρέμει η Πούλια,


κι αϊτός ο πόθος οπού ορμά γοργός μκροπούλια,

σκιώντας τη μαύρην άβυσσο, τη γαλανή του ευδία,


αδράζει λεία την άμαχη ψυχή, την πάει στο Δία· 130

μα εγώ, φτεροκλαγγάζοντας στα κύματα του ανέμου,


να διώχνω τον ατέλειωτο χαμόν απάνωθέ μου.
Ε. Βογιατζάκη 14
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟΝ 19Ο ΚΑΙ 20Ο ΑΙΩΝΑ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Κι αν η ψυχή μου. ως η κοιλιά του κύκνου απιθωμένη
στο κύμα που αποκάτω της ανεβοκατεβαίνει,

ποτέ σταθεί, αλλ' απάνω σου μονάχα, ω τρικυμία,


να σε παλευ’ η αγάπη μου, να σε δαμάζει, η μία!
Ε. Βογιατζάκη 15
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟΝ 19Ο ΚΑΙ 20Ο ΑΙΩΝΑ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

4. Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Tι νέοι που φτάσαμεν εδώ...] (1922): Κ. Γ. Καρυωτάκης,


«Ελεγεία και Σάτιρες»: Ποιήματα και πεζά, επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, εκδ. Ερμής, Αθήνα,
1972, σ. 67.

Tι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος


του κόσμου, δώθε απ' τ' όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.

Mε μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο


τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νιώθουμε τ' άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.

H ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,


μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Kι είμαστε νέοι, πολύ

νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ' ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να 'χουμε, τι να 'χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ' έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!

5. Γιώργος Σεφέρης, «Στροφή» (1931): Ποιήματα, επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, εκδ. Ίκαρος,


Αθήνα, 51978, σ. 9.

Στιγμή, σταλμένη ἀπὸ ἕνα χέρι


ποὺ εἶχα τόσο ἀγαπήσει
μὲ πρόφταξες ἴσια στὴ δύση
σὰ μαῦρο περιστέρι.

Ὁ δρόμος ἄσπριζε μπροστά μου,


ἁπαλὸς ἀχνὸς ὕπνου
στὸ γέρμα ἑνὸς μυστικοῦ δείπνου...
Στιγμὴ σπυρὶ τῆς ἄμμου,

ποὺ κράτησες μονάχη σου ὅλη


τὴν τραγικὴ κλεψύδρα
βουβή, σὰ νὰ εἶχε δεῖ τὴν Ὕδρα
στὸ οὐράνιο περιβόλι.

You might also like