Professional Documents
Culture Documents
Irregular Verbs
Irregular Verbs
Irregular Verbs
2
Give gave given = δίνω
Go went gone = πηγαίνω
Grind ground ground = ακονίζω
λειαίνω
τρίβω
αλέθω
Grow grew grown = μεγαλώνω
Hang hung hung = κρεμάω
Have had had = έχω
Hear heard heard = ακούω
Hide hid hidden = κρύβω
Hit hit hit = χτυπώ
Hold held held = κρατώ
Hurt hurt hurt = πληγώνω
πονάω
Input input, inputted input, inputted = εισάγω
Keep kept kept = κρατώ
διατηρώ
συντηρώ
Kneel knelt knelled knelt, knelled = γονατίζω
Know knew known = γνωρίζω
ξέρω
Lay laid laid = ακουμπώ
απλώνω
Lead led led = ηγούμαι
διευθύνω
καθοδηγώ
προηγούμαι
Lean leant, leaned leant, leaned = ακουμπώ
γέρνω
στηρίζομαι
Leap leapt, leaped leapt, leaped = πηδώ
σκιρτώ
Leave left left = φεύγω
αναχωρώ
αφήνω
παρατώ
Lend lent lent = δανείζω
Let let let = αφήνω
επιτρέπω
εκμισθώνω
νοικιάζω
Lie lay lain = ψεύδομαι
Απλώνω
ξαπλώνω
Light lit lit = φωτίζω
Lose lost lost = χάνομαι
χάνω
Make made made = φτιάχνω
κατασκευάζω
δημιουργώ
πλάθω
3
Mean meant meant = εννοώ
σημαίνω
σχεδιάζω
Meet met met = ανταμώνω
συναντώ
υποδέχομαι
υπόκειμαι
Mislay mislaid mislaid = παραπετώ
τοποθετώ κάτι
λαθεμένα
Misread misread misread = παρερμηνεύω
διαβάζω κάτι
λαθεμένα
Misspell misspelled misspelled = ανορθογραφώ
Mistake mistook mistaken = κάνω λάθος
παρανοώ
παρεξηγώ
σφάλλω
Misunderstand misunderstood misunderstood = δεν καταλαβαίνω
παρανοώ
Mow mowed mowed = θερίζω
δρεπανίζω
κουρεύω
(το γρασίδι)
Outdo outdid outdone = νικώ
ξεπερνώ
πλειοδοτώ
υπερβαίνω
υπερέχω
υπερισχύω
Outgrow outgrew outgrown = μεγαλώνω
υπερβολικά
υπέρμεγενθύνω
Overcome overcame overcome = καταβάλλω
ξεπερνώ
κυριεύω
υπερνικώ
Overdo overdid overdone = παρακάνω
παρατραβώ
υπερβάλω
Overhang overhung overhung = απειλώ
επικρέμαμαι
προεξέχω
επεκτείνομαι
Overhear overheard overheard = κρυφάκουω
Override overrode overridden = αγνοώ
εξουδετερώνω
καταπατώ
κυριαρχώ
παραμερίζω
προέχω
υπερισχύω
4
υπερκαλύπτω
Overrun overran overrun = παραχρησιμοποιώ
5
κουδουνίζω
τηλεφωνώ
Rise rose risen = ανατέλλω
αυξάνομαι
ξυπνώ
Run ran run = τρέχω
Say said said = λέω
μιλώ
δηλώνω
See saw seen = βλέπω
αναζητώ
εξετάζω
ερευνώ
Saw sawed sawn, sawed = πριονίζω
κόβω
Seek sought sought = αναζητώ
επιζητώ
ερευνώ
ψάχνω
Sell sold sold = πουλώ
Send sent sent = αποστέλλω
διεκπεραιώνω
εκπέμπω
Set set set = ακουμπώ
δύω
κανονίζω
ρυθμίζω
στερεώνω
τοποθετώ
Sew sewed sewn, sewed = ράβω
Shake shook shaken = αναδεύω
αναταράζω
δονώ
κουνώ
ταράζω
Shear sheared sheared, shorn = αποκόπτω
κουρεύω
(όχι άνθρωπο)
Shed shed shed = αποβάλω
απορρέω
διασκορπίζω
ξεφορτώνομαι
Shine shone shone = λάμπω
γυαλίζω
Shoot shot shot = αναφλέγομαι
εκπυρσοκροτώ
εκρήγνυμαι
εκτοξεύω
πυροβολώ
Show showed shown, showed = δείχνω
εκδηλώνω
εμφανίζω
6
παρουσιάζω
Shrink shrank shrunk = ελαττώνομαι
Ζαρώνω
Μαζεύομαι
Συρρικνώνομαι
Συστέλλομαι
Shut shut shut = βουλώνω
κλείνω
σφαλίζω
Sing sang sung = τραγουδώ
εξυμνώ
Sink sank sunk = βυθίζω
Διαποτίζω
καταποντίζω
Sit sat sat = κάθομαι
Slay slew slain = δολοφονώ
μακελεύω
σκοτώνω
σφάζω
Sleep slept slept = κοιμάμαι
Slide slid slid = γλιστρώ
έρπω
ολισθαίνω
Sling slung slung = εκσφενδονίζω
πετώ
σφεντονίζω
Slink slunk slunk = κινούμαι
απαρατήρητος
κρύβομαι
μπαίνω & φεύγω
απαρατήρητος
παραφυλάω
Slit slit slit = αποκόπτω
κόβω
σκίζομαι
Smell smelt, smelled smelt, smelled = μυρίζω
Sow sowed sowed = διασπείρω
εμφυτεύω
υποθάλπω
φυτεύω
Speak spoke spoken = μιλάω
αγορεύω
εκφωνώ λόγο
Speed sped, speeded sped, speeded = βιάζομαι
Επισπεύδω
ταχύνω
Spell spelled, spelt spelled, spelt = σημαίνω
συλλαβίζω
προφέρω
μαγεύω
Spend spent spent = ξοδεύω
αναλώνω
7
δαπανώ
σπαταλώ
Spin spun spun = γνέθω
παραπαίω
περιστρέφομαι
σβουρίζω
στροβιλίζομαι
Spit spat spat = φτύνω
σουβλίζω
Split split split = διαιρώ
διαμοιράζω
διασπώ
διαχωρίζω
σκίζω
χωρίζω
Spoil spoiled, spoilt spoiled, spoilt = απογυμνώνω
κακομαθαίνω
λεηλατώ
παρακμάζω
παραχαϊδεύω
Spread spread spread = αλείφω
Απλώνω
= διαδίδω
εκτείνω
εξαπλώνομαι
Spring sprang sprung = αναβλύζω
αναπηδώ
ανατινάζω
εκτινάζω
πηγάζω
υπερπηδώ
Stand stood stood = στέκομαι
αντέχω
υπομένω
διατηρούμαι
Steal stole stolen = κλέβω
Stick stuck stuck = κολλώ
μπήγομαι
προσκολλώ
Sting stung stung = αγκυλώνω
κεντρίζω
τσιμπώ
τσούζω
Stink stank stunk = βρομάω
ζέχνω
Stride strode strode = δρασκελίζω
καβαλικεύω
υπερπηδώ
Strike struck struck = ακυρώνω
Ανάβω
Ανακαλύπτω
απεργώ
8
σφυρηλατώ
χτυπώ με το χέρι
String strung strung = απαγχονίζω
δένω με σκοινί
Strive strove, strived strove, strived = αγωνίζομαι
Αντιμάχομαι
Κοπιάζω
προσπαθώ
Swear swore sworn = ορκίζομαι
καταθέτω ενόρκως
βλαστημώ
καταριέμαι
Sweep swept swept = σκουπίζω
σαρώνω
καθαρίζω με
σκούπα
Swell swelled swollen, swelled = πρήζομαι
διογκώνω
φουσκώνω
Swim swam swum = κολυμπώ
Swing swung swung = αιωρούμαι
αμφιταλαντεύομαι
κουμαντάρω
κουνιέμαι
παλαντζάρω
παλινδρομώ
ταλαντεύομαι
Take took taken = παίρνω
Αναλαμβάνω
Αντέχω
απαιτώ
Teach taught taught = διδάσκω
καθοδηγώ
μορφώνω
Tear tore torn = σκίζω
ξεσκίζω
δακρύζω
Tell told told = λέω
αφηγούμαι
γνωστοποιώ
διηγούμαι
πληροφορώ
Think thought thought = σκέφτομαι
νομίζω
στοχάζομαι
συλλογίζομαι
Throw threw thrown = πετώ
απορρίπτω
απορρίχνω
εγκαταλείπω
Thrust thrust thrust = μπήγω
σπρώχνω
9
ωθούμαι
Tread trod trodden = ακολουθώ
Βαδίζω
Βηματίζω
περπατώ
Undercut undercut undercut = υπονομεύω
υποσκάπτω
Undergo underwent undergone = υποβάλλομαι
υφίσταμαι
Understand understood understood = καταλαβαίνω
αντιλαμβάνομαι
κατανοώ
συμπεραίνω
νιώθω
Undertake undertook undertaken = αναδέχομαι
αναλαμβάνω
Undo undid undone = ακυρώνω
αντιστρέφω
επανορθώνω
ξεκουμπώνω
ξετυλίγω
Unwind unwound unwound = ηρεμώ
ησυχάζω
καλμάρω
ξεκουρδίζω
ξετυλίγομαι
Uphold upheld upheld = διατηρώ
εγκρίνω
υποστηρίζω
φροντίζω
Upset upset upset = αναποδογυρίζω
αναστατώνω
ανατρέπω
διαταράσσω
στεναχωρώ
ταράζω
Wake woke woken = αγρυπνώ
αφυπνίζω
διεγείρω
ξυπνώ
συνέρχομαι
Wear wore worn = φοράω
αναλώνω
εξαντλώ
καταπονώ
τρίβω
φθείρω
Weave wove, weaved woven, weaved = εξυφαίνω
επινοώ
πλέκω
υφαίνω
Weep wept wept = δακρυρροώ
10
θρηνώ
κλαίω
Wet wet, wetted wet, wetted = βρέχω
Καθυγραίνω
Μουσκεύω
υγραίνω
Win won won = κερδίζω
Wind wound wound = ελίσσομαι
Κουρδίζω
Περιελίσσομαι
περιστρέφομαι
Withdraw withdrew withdrawn = αναχωρώ
αποσύρομαι
ανακαλώ
οπισθοχωρώ
παραιτούμαι
Withhold withheld withheld = αναχαιτίζω
αποκρύπτω
αποσιωπώ
επιφυλάσσω
κατακρατώ
παρακρατώ
Withstand withstood withstood = ανθίσταμαι
αντιστέκομαι σε
αντέχω σε
Wring wrung wrung = στύβω
στρίβω
συστρέφω
σφίγγω
Write wrote written = γράφω
11