11. Λεξιλογικός Πίνακας Α΄ Γυμνασίου

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 2

Κατερίνα Πόθου Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Α΄ Γυμνασίου

ΕΝΟΤΗΤΑ 11
Β1. ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
ΣΗΜΑΣΙΕΣ

ἡ πόλις

 Αρχαία Ελληνική:
 Απλά:
πολίζω = οικοδομώ, ιδρύω πόλη.
ἡ πολίχνη = η μικρή πόλη.
τὸ πόλισμα = το σύνολο των οικημάτων μιας πόλης, η πόλη, η κωμόπολη.
 Σύνθετα :
ὁ ὑψίπολις = ο πολίτης ένδοξης πόλης.
ὁ ἄπολις = αυτός που δεν έχει πόλη, πατρίδα.
ἀπολίτευτος , -ος, -ον = αυτός που δεν ασκεί πολιτική, που δεν αναμειγνύεται
στα πολιτικά, απολιτικός.
ὁ πολιτάρχης = ο αρχηγός της πόλης.

 Αρχαία / Νέα Ελληνική:


 Απλά:
ὁ πολίτης = 1. κάτοικος πόλεως. 2. κάτοχος ιθαγένειας. 3. κάθε μέλος πολιτείας
και ιδίως αυτός που έχει το δικαίωμα να εκλέγει και να εκλέγεται. 4. ο ιδιώτης, ο μη
στρατιωτικός ή κληρικός.
ἡ πολιτεία = (α.ε.) το πολίτευμα, ο τρόπος ζωής των πολιτών. (ν.ε.) το κράτος,
η πόλη.
ὁ πολιτευτής = ο πολιτικός.
πολιτικός = 1. (ως ουσιαστικό) πρόσωπο που συμμετέχει ενεργά στην πολιτική.
2. (ως επίθετο) αυτός που σχετίζεται με τον πολίτη.
τὰ πολιτικά = τα σχετικά με τη διοίκηση των κοινών, τα ζητήματα της
πολιτικής, ιδίως τα κομματικά.
τὸ πολίτευμα = 1. πολιτειακό καθεστώς. 2. (νομ.) το σύνολο των κανόνων που
ρυθμίζουν την άσκηση της πολιτικής εξουσίας σ’ ένα κράτος.
πολιτεύω = είμαι πολίτης.
πολιτεύομαι = (α.ε.) είμαι ενεργός πολίτης, δρω ως πολίτης. (ν.ε.) θέτω
υποψηφιότητα στις εκλογές.
ὁ πολιτισμός = 1. ο βαθμός ανάπτυξης των υλικών και πνευματικών συνθηκών
της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου. 2. το σύνολο των υλικών και πνευματικών
δημιουργημάτων του ανθρώπου σε ορισμένη χώρα ή εποχή. 3. ημερότητα ηθών στις
σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.
 Σύνθετα :
ἡ ἀκρόπολις (-η) = 1. οχυρωμένη θέση που δεσπόζει σε μια πόλη. 2. (μτφ.)
προπύργιο, προμαχώνας, ορμητήριο. 3. (ειδ.) η Ακρόπολη της Αθήνας.
ἡ κωμόπολις (-η) = οικισμός μεγαλύτερος από χωριό και μικρότερος από
πόλη (ως προς τον πληθυσμό).
πολιορκῶ = 1. ενεργώ πολιορκία, αποκλείω οχυρωμένη θέση με σκοπό την
κατάληψή της. 2. (μτφ.) περισφίγγω. 3. (μτφ.) στενοχωρώ, πιέζω.
ἡ πολιορκία = 1. αποκλεισμός οχυρωμένης θέσεως από πολεμικές δυνάμεις με
σκοπό την κατάληψή της. 2. (μτφ.) συνωστισμός πλήθους γύρω από έναν τόπο. 3.
(μτφ.) φορτική ενόχληση.
ὁ πολιοῦχος = ο προστάτης της πόλης.

1
Κατερίνα Πόθου Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Α΄ Γυμνασίου

πολιτογραφῶ = (α.ε.) εγγράφω κάποιον ως πολίτη. (ν.ε.) δίνω υπηκοότητα.


ὁ πολιτοφύλαξ (-ακας) = αυτός που φυλάει τους πολίτες.
συμπολιτεύω (ν.ε. συμπολιτεύομαι) = ανήκω στην παράταξη που
κυβερνά.
ἡ συμπολίτευσις ( -η) = 1. το σύνολο των βουλευτών της κυβερνητικής
παράταξης. 2. το σύνολο των οπαδών της κυβερνητικής παράταξης.
ὁ συμπολίτης = καθένας από τους πολίτες μιας πόλης, συμπατριώτης.
ἀντιπολιτεύομαι = είμαι πολιτικός αντίπαλος.

 Νέα Ελληνική:
 Απλά:
η πολιτική = 1. η τέχνη, η επιστήμη της διακυβέρνησης κράτους. 2. ο τρόπος
διεξαγωγής των κρατικών υποθέσεων, το πρόγραμμα που εφαρμόζει μία κυβέρνηση
σε κάθε κρατική λειτουργία. 3. τρόπος χειρισμού ορισμένης υπόθεσης. 4. η ενεργός
ανάμειξη στην πολιτική ζωή μιας χώρας. 5. (μτφ.) επιτήδειος τρόπος ενέργειας,
συμπεριφοράς.
πολιτικάντης = ο πολιτικός που αναδεικνύεται με ευτελή μέσα, δημαγωγία,
πελατειακές σχέσεις.
πολιτειακός = αυτός που σχετίζεται με το πολίτευμα.
πολιτισμένος = ο προηγμένος σε πολιτισμό, προοδευμένος.
πολιτιστικός = ο αναφερόμενος στον πολιτισμό ή τις εκδηλώσεις του.
 Σύνθετα :
πολιτικοποιώ = προσδίδω πολιτικό χαρακτήρα (σε κάτι).
πολιτικοποίηση = η ενεργός συμμετοχή στα κοινά, η πολιτική δράση.
πολιτικολογώ = μιλώ διαρκώς για πολιτική
πολιτοφυλακή = ένοπλο σώμα πολιτών για τη διατήρηση της τάξης.
πολεοδόμος = επιστήμονας που ασχολείται με την πολεοδομία.
πολεοδομία = 1. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την τεχνική της
σχεδίασης και οργάνωσης των πόλεων. 2. σύνολο τεχνικών, διοικητικών,
οικονομικών και κοινωνικών μέτρων με τα οποία επιδιώκεται η αρμονική ανάπτυξη
των οικισμών ώστε να υπηρετείται ο ανθρωπιστικός χαρακτήρας.
αντιπολίτευση = 1. η αντίδραση στην κυβερνητική πολιτική. 2. αντίθεση στα
σχέδια κάποιου, αντίπραξη. 3. το σύνολο των βουλευτών που ανήκουν στα έξω από
την κυβέρνηση κόμματα.
απολίτιστος = 1. όχι πολιτισμένος. 2. αγροίκος, άξεστος, απαίδευτος.
απολιτικός = ο αδιάφορος για την πολιτική.

You might also like