Download as odt, pdf, or txt
Download as odt, pdf, or txt
You are on page 1of 9

ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ


ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
“Η ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ”
EDUG-529 (Ακροατήριο 15)
Νοητική Υστέρηση - Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος

Εργασία:
« ΠΟΛΥΣΧΙΔΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ
ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΝΟΗΤΙΚΗ ΥΣΤΕΡΗΣΗ /
ΝΟΗΤΙΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ. »

Από την
Τσουρουνάκη Γεωργία
Αρ. Φοιτητικής Ταυτότητας: UN234N167
(Ακροατήριο 15)

Υπεύθυνος καθηγητής: Καθ. Στασινός Δημήτρης

Διδάσκων: Δρ.Σανδραβέλης Άγγελος

Εξάμηνο: Εαρινό 2024


Περιεχόμενα
Πρόλογος..................................................................................... 2
Η Διάγνωση................................................................................. 3
Η Αξιολόγηση..............................................................................4
Έγκαιρη παρέμβαση.................................................................... 5
Συμπεράσματα.............................................................................6
Βιβλιογραφία............................................................................... 7
Πρόλογος

Η νοητική υστέρηση είναι μια σύνθετη παθολογική κατάσταση που κάνει την
εμφάνισή της από την αρχή της ζωής ενός ατόμου και δεν μπορεί να μεταβληθεί
αργότερα. Η νοητική υστέρηση μπορεί να είναι το γνώρισμα κάποιου γενετικού
συνδρόμου αλλά είναι δυνατόν να είναι και το αποτέλεσμα κάποιας εγκεφαλικής
βλάβης που προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου.(Συνήθως λόγω
τραυματισμού ή κάποιας εκφυλιστικής νόσου).(Στασινός,2020)
Πολύ συχνά, η νοητική υστέρηση στα μικρά παιδιά παραλείπεται από τους κλινικούς
γιατρούς. Η πάθηση είναι παρούσα στο 2-3% του πληθυσμού, είτε ως μεμονωμένο
εύρημα είτε ως μέρος ενός συνδρόμου ή ευρύτερης διαταραχής. Τα αίτια της
νοητικής υστέρησης είναι πολυάριθμα και περιλαμβάνουν γενετικούς και
περιβαλλοντικούς παράγοντες. Σε τουλάχιστον 30-50% των περιπτώσεων, οι γιατροί
δεν είναι σε θέση να προσδιορίσουν την αιτιολογία παρά τη διεξοδική εξετάσεις.
Η διάγνωση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από μια πολύπλευρη προσέγγιση με
οικογενειακό ιατρικό ιστορικό, μια πλήρη φυσική εξέταση και μια προσεκτική
αναπτυξιακή αξιολόγηση του παιδιού.(Daily et al., 2000)
Κυρίαρχο γνώρισμα των ατόμων με νοητική υστέρηση είναι η ανεπαρκής νοητική
λειτουργικότητα και η μειωμένη ανάπτυξη γνωστικών και κοινωνικών δεξιοτήτων, σε
σχέση με άλλα άτομα της ηλικίας τους. Οι σταθμισμένες κλίμακες μέτρησης
δεξιοτήτων που αφορούν στην νόηση και στην προσαρμοστική συμπεριφορά,
συνήθως κατατάσσουν τα άτομα με νοητική υστέρηση δύο με τρεις κλίμακες κάτω
από το μέσο όρο.
Επομένως, τα άτομα με την οικεία διαταραχή μπορεί να αντιμετωπίζουν σοβαρές
προκλήσεις στην καθημερινότητα τους όσον αφορά την αυτοεξυπηρέτησή τους, τις
κοινωνικές τους επαφές αλλά και την αυτονομία τους. Οι προκλήσεις αυτές είναι
δυνατόν να αντιμετωπιστούν, αρχικά μέσω μιας ορθής διεπιστημονικής αξιολόγησης
του ατόμου και ύστερα μέσα από την διαμόρφωση ενός κατάλληλου προγράμματος
παρέμβασης και γενετικής συμβουλευτικής.
Στην εργασία αυτή θα εξετάσουμε πως η αξιολόγηση των ικανοτήτων κατά μήκος της
ζωής των ατόμων με νοητική υστέρηση μπορεί να μας διασφαλίσει καλύτερη
κατανόηση στην καθημερινότητά τους και να συμβάλλει στον σχεδιασμό
κατάλληλων στρατηγικών παρέμβασης με σκοπό την βελτίωση της ποιότητας της
ζωής τους. (Αγοραστός, 2022)
Η Διάγνωση

Σε πρώτο επίπεδο, οι γονείς είναι αυτοί που θα έρθουν σε περισσότερη επαφή


με το παιδί τους και μπορεί να παρατηρήσουν διαφορές στη συμπεριφορά του
ή στις γνωστικές ικανότητες του σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας
του. (Δροσινού, 2012).
Παρ’ όλα αυτά, στις περισσότερες των περιπτώσεων, η διάγνωση ξεκινά
αρκετά νωρίτερα, και η ευθύνη για τη πρώιμη αναγνώριση του νοητικά
καθυστερημένου παιδιού ανήκει πρωταρχικά στον μαιευτήρα και στον
παιδίατρο και μετέπειτα στον βρεφονηπιοκόμο και τον παιδαγωγό, που
έρχεται σε άμεση επαφή με το παιδί κατά τη διάρκεια της σχολικής ζωής του.
Το παιδί θα πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά για δυσμορφικά χαρακτηριστικά ή
μικρές ανωμαλίες, όπως για παράδειγμα μικρή στρογγυλή κεφαλή, μάτια που
απέχουν πολύ ή είναι στενά, αλλοιώσεις της όρασης, φαρδύ μέτωπο,
μακρόστενο πρόσωπο ή και εξέχοντα αφτιά. Οι δευτερεύουσες ανωμαλίες
ορίζονται ως ελαττώματα που έχουν ασυνήθιστα μορφολογικά χαρακτηριστικά
χωρίς σοβαρές ιατρικές. (Jones KL, Smith DW. 1997). Οι περισσότερες μικρές
ανωμαλίες αφορούν το πρόσωπο, τα αφτιά, τα χέρια ή τα πόδια και
αναγνωρίζονται εύκολα ακόμη και με πρόχειρη εξέταση. (Holmes GE,
Hassanein RS. 1988)
Η αξιολόγηση του κεφαλιού, του προσώπου, των ματιών, των αφτιών και του
στόματος πρέπει να περιλαμβάνει γενική αξιολόγηση της οπτικής οξύτητας και
της ακοής. Τα χαρακτηριστικά αυτά, απαντώνται κυρίως σε πέντε σύνδρομα,
τα οποία επηρεάζουν σημαντικά την νοητική λειτουργία των ατόμων.
Ενδεικτικά τα σύνδρομα αυτά μπορεί να είναι: Το σύνδρομο Down, το
σύνδρομο εύθραυστου Χ Χρωμοσώματος (Fragile X Syndrome, το σύνδρομο
Williams-Beuren, το σύνδρομο Prader – Willi και το σύνδρομο Turner.
(Στασινός,2020)
Παρ’ ότι οι σοβαρές μορφές καθυστέρησης εντοπίζονται συχνά στη γέννηση ή
στη βρεφική περίοδο, η πλειοψηφία των καθυστερημένων παιδιών δεν
αναγνωρίζεται εύκολα δίχως την τακτική εξέταση και εκτίμηση της ανάπτυξης
τους. Ειδικότερα, αν δεν υπάρχουν τα κατάλληλα μέσα για πρώιμη διάγνωση ή
καταρτισμένο προσωπικό, το παιδί με την ελαφρά καθυστέρηση δεν πρόκειται
να εντοπιστεί πριν από την είσοδο του στο σχολείο.
Βέβαια, στη νοητική καθυστέρηση ενός ατόμου μπορεί να παίξουν σημαντικό
ρόλο και περιβαλλοντικοί ή βιολογικοί παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί
συνήθως συμβάλλουν καθοριστικά στην μειωμένη απόδοση κάποιων ατόμων
σε κοινωνικές και γνωστικές αξιολογήσεις. Τέτοιοι, παράγοντες μπορεί να
είναι το χαμηλό βιοτικό επίπεδο, η ανέχεια, η μη διαγνωσμένες βλάβες της
υγείας των γονέων, η μειωμένη πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ή
και ακόμα η μειωμένη πρόσβαση του παιδιού σε σημαντικές πηγές γνώσης και
εκπαίδευσης λόγω πολιτισμικών ή και χωρικών περιορισμών.
(Πολυχρονοπούλου, 2004).
Εντούτοις, η διάγνωση οφείλει να διεξάγεται από ειδικούς ιατρούς βάσει
εξειδικευμένων επιστημονικών διαδικασιών, οι οποίες απαιτούν ένα εύρος
στοιχείων και πληροφοριών για μια άρτια διάγνωση. Τα ευρήματα από το
ιατρικό ιστορικό και η φυσική εξέταση ενός παιδιού είναι τα στοιχεία που
βοηθούν να καθοριστεί ποιες διαγνωστικές εξετάσεις και παραπομπές είναι
κατάλληλες για περαιτέρω αξιολόγηση. Η αξιολόγηση μεμονωμένων
περιπτώσεων πρέπει να βασίζεται στην κλινική εικόνα των ατόμων. Αυτή η
αρχική ανταλλαγή πληροφοριών με τους γονείς είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό
βήμα και πιθανότατα θέτει το υπόβαθρο για τη μελλοντική σχέση ιατρού-
οικογένειας-ασθενούς. .(Daily et al., 2000)

Η Αξιολόγηση

Ο καθορισμός του επιπέδου της σοβαρότητας μιας περίπτωσης διακυμαίνεται


από ελαφριά/ήπια, μέτρια, βαριά και βαθιά ή πολύ βαριά νοητική υστέρηση. Η
κατάταξη ενός ατόμου στο σωστό επίπεδο σοβαρότητας, είναι υψίστης
σημασίας και πραγματοποιείται βάσει των επιδόσεών του σε ειδικές
σταθμισμένες κλίμακες νοημοσύνης. Οι κλίμακες αυτές χορηγούνται σε
ατομική βάση και πάντα σε συνάρτηση με την ηλικία των ατόμων ενώ
βοηθούν στην μέτρηση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών και δεξιοτήτων.

Για παράδειγμα, σε παιδιά νηπιακής ηλικίας χορηγούνται σταθμισμένα


αναπτυξιακά τεστ, αντί για τεστ νοημοσύνης, τα οποία εστιάζουν κυρίως στην
αισθησιοκινητική πορεία ενός νηπίου και όχι τόσο στην γλωσσική ανάπτυξη
του. Ακόμα, σε λίγο μεγαλύτερη ηλικία (4-6,5 χρόνων) τα παιδιά εξετάζονται
σε λεκτικές δραστηριότητες ή και κατασκευές. Όσον αφορά παιδιά σε
μεγαλύτερη ηλικία, (δηλαδή από 6 χρόνων και άνω), εξετάζονται σε
δραστηριότητες που αφορούν σε γνωστικές ικανότητες, όπως η κατανόηση
λεξιλογίου, η αντιληπτική λογική, η ταχύτητα επεξεργασίας των πληροφοριών
και η εργαζόμενη μνήμη. (Στασινός,2020)

Σύμφωνα με το DSM-5, η ακριβέστερη αξιολόγηση επιτυγχάνεται όταν


λαμβάνεται υπόψη η γενικότερη λειτουργικότητα ενός ατόμου σε γνωστικό,
συμπεριφορικό, κοινωνικό και πρακτικό επίπεδο της καθημερινότητας του.
Ακόμα, πρέπει να επισημανθεί ότι κατά την ανακοίνωση των νοομετρικών
αποτελεσμάτων ενός ατόμου, καλό θα ήταν να αποφεύγεται η ανακοίνωση του
ακριβούς δείκτη νοημοσύνης, ενώ η κατάσταση του ατόμου είναι καλύτερα να
περιγράφεται από τον ειδικό με όρους, που ανταποκρίνονται καλύτερα στα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Αυτό συμβαίνει διότι ο ακριβής αριθμός μπορεί
να δημιουργήσει σύγχυση στο οικείο περιβάλλον ενώ αυτό που έχει
περισσότερη σημασία, είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κάθε ανθρώπου.
Επίσης, όσον αφορά την αξιολόγηση ατόμων με ήπια νοητική υστέρηση, είναι
σημαντικό να εξετάζεται και το περιβάλλον του, καθώς αυτό μπορεί να είναι
ένας καταλυτικός παράγοντας που μπορεί να έχει συμβάλλει στην χαμηλή του
επίδοση στις ειδικές αξιολογήσεις και στην λειτουργικότητά του. (Αγοραστός,
2022)
Επομένως, μετά από τη γέννηση λοιπόν ενός παιδιού με νοητική υστέρηση
κρίνεται αναγκαία η κατάλληλη και έγκαιρη παρέμβαση. Όλες οι έρευνες
δείχνουν ότι τα άτομα με ελαφριά νοητική υστέρηση, μέσα από κατάλληλη
εκπαίδευση δύνανται να αποκαθιστούν ως ανεξάρτητοι ή ημιανεξάρτητοι
εργαζόμενοι (Χρηστάκης, 2006)

Έγκαιρη παρέμβαση

Σύμφωνα με τις μεθόδους παρέμβασης στα άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές


ανάγκες ή και αναπηρίες, κάθε παρέμβαση στοχεύει στην ανάπτυξη της
αυτονομίας των ατόμων με νοητική υστέρηση παρουσιάζοντας εξατομικευμένα
και εξειδικευμένα χαρακτηριστικά ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες,
ικανότητες, δυνατότητες και ενδιαφέροντα του εκάστοτε εκπαιδευόμενου.
Εντούτοις, σε γενικές γραμμές, η μεθοδολογία που εφαρμόζεται συνηθέστερα
είναι αυτή της βιωματικής προσέγγισης. Για την επίτευξη της βιωματικής
μάθησης απαιτείται κατ’ αρχάς ένα επαρκώς καταρτισμένο εκπαιδευτικό
προσωπικό, αλλά και κατάλληλα διαμορφωμένοι χώροι, ούτως ώστε να
προσομοιάζουν σε φυσικά περιβάλλοντα (Κυπριωτάκη, 2008).
Βάσει των παραπάνω δεδομένων, μας είναι ξεκάθαρο, ότι για την σχεδίαση
ενός προγράμματος αποτελεσματικής παρέμβασης είναι σημαντική η ορθή
αξιολόγηση των δυνατοτήτων και των αδυναμιών του καθ’ όλη τη διάρκεια της
ζωής του αλλά κυρίως στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Η αντιμετώπιση του
παιδιού με νοητική υστέρηση/νοητικές δυσκολίες γίνεται βάσει των ιδιαίτερων
χαρακτηριστικών, των κοινωνικών συνθηκών που αναπτύσσεται και ζει και
φυσικά, βάσει του επιπέδου της λειτουργικότητάς του. Είναι πιθανό τα άτομα
αυτά βάσει της αξιολόγησής τους, να χρήζουν αραιής, καθημερινής ή και πιο
εντατικής, μέσα στην ημέρα, υποστήριξης, από ένα δίκτυο εξειδικευμένων
ειδικών παρεμβάσεων από φροντιστές ή και εκπαιδευτικούς. (ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ)
Σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, οι στενοί φροντιστές του ατόμου μαζί με μια
ομάδα επιστημόνων πρέπει να καθορίσουν ένα σχέδιο παρέμβασης με
ξεκάθαρους στόχους και τα μέσα επίτευξης τους. Το σχέδιο αυτό οφείλει να
είναι αναλυτικό και να περιλαμβάνει όλα τα στάδια, τις δυνατότητες του
περιβάλλοντος αλλά και τις αδυναμίες του, για την καλύτερη δυνατή εφαρμογή
του. Παράλληλα, ένα τέτοιο πλάνο χρήζει επαναξιολόγησης και
αναδιαμόρφωσης ανά τακτά χρονικά διαστήματα καθώς οι ανάγκες του
ενδιαφερόμενου διαφοροποιούνται. Αυτό συμβαίνει πρωτίστως, διότι τα άτομα
μπορούν μέσα απ’ αυτό να εξελίσσονται. Το επίπεδο της νοητικής λειτουργίας
των παιδιών με νοητική υστέρηση και ιδιαιτέρως εκείνων με ελαφριά ή μέτρια,
δεν παραμένει στατικό όπως θεωρούταν παλαιότερα. Και από την άλλη, είναι
δυνατόν, ταυτόχρονα, να αξιολογείται και η πρόοδός τους, βάσει των στόχων
που είχαν τεθεί προηγουμένως.(στασινός)
Συνήθως, στα προγράμματα παρέμβασης δίνεται προτεραιότητα στις πρακτικές
αυτοεξυπηρέτησης για την σταδιακή τους αυτονομία, όσο αυτό είναι δυνατόν
βάσει της κατάστασής τους, Ενώ παράλληλα στις περιπτώσεις που το
επιτρέπουν, προωθούνται και εκπαιδευτικές πρακτικές με σκοπό την
κατάκτηση βασικών σχολικών ικανοτήτων όπως η ανάγνωση, η γραφή κι η
αριθμητική. (αγοραστός).
Στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης παρέμβασης, δεν θα μπορούσε να
παραλειφθεί κι η σημαντικότητα μιας ολοκληρωμένης ψυχολογικής στήριξης η
οποία να βασίζεται σε μια συνεπή και σταθερή ανατροφοδότηση και παροχή
κινήτρων, τα οποία δυνητικά μπορούν να ενισχύσουν τις προσπάθειες ενός
παιδιού και να αντισταθμίσουν τυχόν παθολογικές συμπεριφορές όπως
κοινωνικές δυσκολίες, άγχος, ντροπαλότητα ή πιθανή αδεξιότητα. Τέλος είναι
αυτονόητο, πως η οποιαδήποτε παρέμβαση είτε για ψυχολογικούς σκοπούς είτε
για εκπαιδευτικούς, οφείλει να γίνεται με την γόνιμη συνεργασία ειδικού
προσωπικού στήριξης, το οποίο πλαισιώνεται από θεσμικούς φορείς όπως τα
Κ.Ε.Σ.Υ, τα οποία μπορούν να συνεισφέρουν στην καλύτερη δυνατή
αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών των παιδιών και των οικογενειών τους.
(Στασινός,2020)

Συμπεράσματα

Τα παραπάνω στοιχεία μας βοηθούν να αντιληφθούμε την σημασία μιας ορθής


διάγνωσης αλλά και την χρησιμότητα μιας έγκυρης αξιολόγησης και
κατάταξης των ατόμων με νοητική υστέρηση. Ο σχεδιασμός ενός λεπτομερούς
εξειδικευμένου προγράμματος για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων και την
αντιστάθμιση των αδυναμιών των ατόμων που γεννιούνται με κάποιο
σύνδρομο και έχουν νοητική υστέρηση, είναι ζωτικής σημασίας.
Ένα πρόγραμμα αναλυτικό και προσαρμοσμένο στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά,
στο περιβάλλον και στις ανάγκες του εκάστοτε ατόμου έχει αποδειχθεί μέσα
από ποικίλες έρευνες ότι μπορεί να αναβαθμίσει σημαντικά την ποιότητα της
ζωής των ατόμων αυτών αλλά και των οικογενειών τους.
Το γεγονός ότι τα προγράμματα παρέμβασης οφείλουν να αναδιαμορφώνονται
ανά διαστήματα, μας επιβεβαιώνει πως η εξέλιξη των ατόμων με νοητική
υστέρηση είναι δεδομένη και προκύπτει μέσα από συνεπή και σταθερή
φροντίδα τόσο των οικείων όσο και των ειδικών επιστημόνων που
επιμελούνται τις μεθόδους παρέμβασης σε αυτά τα άτομα.( Στασινός, 2020)
Για τον λόγο αυτό, θα πρέπει να έχουμε κατά νου πως η νοημοσύνη αυξάνεται
όταν ένα παιδί αισθάνεται ότι το φροντίζουν, το ενθαρρύνουν και το αγαπούν,
ειδικά στα πρώτα χρόνια της ζωής του. (Nisbett,2012)
Βιβλιογραφία
 Στασινός, Δ. (2020). Η Ειδική Συμπεριληπτική Εκπαίδευση 2027. Η
ελκυστική εκδίπλωσή του στο Νέο ψηφιακό σχολείο με ψηφιακούς
πρωταθλητές. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση
 Αγοραστός. (2022, June 3). Νοητική υστέρηση: τι είναι, πως αξιολογείται και τι
είδους υποστήριξη χρειάζεται. Ψυχολογείν.
https://psychologein.net/2021/01/15/intellectual-disability/
 Δροσινού, Μ. (2014). Στοχευμένο Ατομικό Δομημένο Ενταξιακό Πρόγραμμα
Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης. Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου Τμήμα
Φιλολογίας Καλαμάτα. Ανάκτηση από
https://eclass.uop.gr/modules/document/document. php?course=LITD178
 Daily, D. K., Ardinger, H. H., & Holmes, G. E. (2000, February
15). Identification and Evaluation of Mental Retardation. AAFP.
https://www.aafp.org/pubs/afp/issues/2000/0215/p1059.html/1000#afp200002
 Holmes GE, Hassanein RS. Significance of minor abnormalities in children.
Am Fam Physician. (1988)
 Jones KL, Smith DW. Smith's recognizable patterns of human malformation.
5th ed. Philadelphia: Saunders, 1997.
 Πολυχρονοπούλου, Σ. (2004). Παιδιά και έφηβοι με ειδικές ανάγκες και
δυνατότητες.Τόμος Β’: ΝΚ . Ψυχολογική, Κοινωνιολογική και Παιδαγωγική
Προσέγγιση.Αθήνα: Ατραπός.
 Χρηστάκης, Κ. (2006). Η εκπαίδευση των παιδιών με δυσκολίες. Εισαγωγή
στην Ειδική Αγωγή. Τόμος Α’. Αθήνα: Ατραπός.
 Nisbett, R. E., Aronson, J., Blair, C., Dickens, W., Flynn, J., Halpern, D. F., &
Turkheimer, E. (2012). "Intelligence: New findings and theoretical
developments": Correction to Nisbett et al. (2012). American Psychologist,
67(2), 129. https://doi.org/10.1037/a0027240

You might also like