Ἡ ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς - Μητροπολίτη Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ κ. Δανιήλ

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 15

Ἡ ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς

τοῦ Σεβασμιώτατου Μητροπολίτη


Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ κ. Δανιήλ

Πρόλογος
Ἡ τύρβη τοῦ κόσμου καὶ οἱ βιωτικὲς μέριμνες προκαλοῦν ζάλη στὸν νοῦ τῶν
ἀνθρώπων μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποπροσανατολίζωνται καὶ νὰ χάνωνται.
Μὲ ὡραῖα παραδείγματα οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας ἀναφέρονται στὶς
πνευματικὲς αὐτὲς καταστάσεις, οἱ ὁποῖες ἐμπεριέχουν κινδύνους γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ
ζωή μας καὶ ζημιώνουν τὸν ἄνθρωπο ἐνδεχομένως καὶ αἰωνίως, ἐὰν δὲν ἀνανήψη.
Τὸ πρῶτο παράδειγμα εἶναι ἀπὸ τὴν μελισσοκομία.
῞Οταν ὁ μελισσουργὸς θέλει νὰ ἐπέμβη στὴν κυψέλη, γιὰ νὰ ἀφαιρέση τὸ μέλι,
πρέπει πρῶτα νὰ ζαλίση μὲ τὸν καπνὸ τὶς μέλισσες, οἱ ὁποῖες ἐπιτίθενται στὸν
εἰσβολέα. ῞Οταν οἱ μέλισσες ζαλισθοῦν, ἀδρανοῦν καὶ ἀφήνουν ἀνυπεράσπιστη τὴν
κυψέλη καὶ τὸ μέλι, ποὺ εἶναι ὁ καρπὸς τῆς κοπιώδους ἐργασίας τους.
῎Ετσι καὶ ὁ διάβολος ἐνεργεῖ γιὰ νὰ ἐπέμβη στὸ νοῦ τῶν ἀνθρώπων. Χρησιμοποιεῖ
κι αὐτὸς σὰν καπνὸ τὶς βιωτικὲς μέριμνες, οἱ ὁποῖες ἐπιφέρουν ζάλη καὶ σύγχυσι, μὲ
ἀποτέλεσμα ἐκεῖνος εὐχερῶς νὰ ἐργάζεται τὸ ψυχόλεθρο ἔργο του.
Τὸν κίνδυνο αὐτὸ ἐπισημαίνει ὁ Κύριός μας μὲ τοὺς λόγους Του, «προσέχετε δὲ
ἑαυτοῖς μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ καὶ μερίμναις
βιωτικαῖς ... ἀγρυπνεῖτε οὖν ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενοι...»1. ᾿Απόδοσις· Προσέξετε
καλὰ τοὺς ἑαυτούς σας. Μὴν παραδοθῆτε στὴν κραιπάλη καὶ στὴν μέθη καὶ στὶς
βιωτικὲς ἀνάγκες... Νὰ μένετε λοιπὸν ἄγρυπνοι καὶ νὰ προσεύχεσθε ἀδιάκοπα.
Σημειώνουμε, ὅτι ὁ Κύριος στοὺς λόγους αὐτοὺς συμπεριέλαβε τὶς βιωτικὲς
μέριμνες, μὲ τὴν μέθη καὶ τὴν κραιπάλη, καταστάσεις καὶ τρόπους συμπεριφορᾶς,
στὶς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀπωλέσει τὴν αὐτοκυριαρχία καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία
του.
Τὸ δεύτερο παράδειγμα εἶναι ἡ πυξίδα.
῾Ως γνωστό, οἱ ναυτικοί, οἱ ὀρειβάτες καὶ ἄλλοι χρησιμοποιοῦν πρὸς ἔλεγχο εἴτε τοῦ
πλοῦ, εἴτε τῆς ὀρειβασίας, τὴν πυξίδα, τῆς ὁποίας ἡ βελόνα δείχνει πάντοτε τὸν
βορρᾶ καὶ ἔτσι προσανατολίζονται εὐχερῶς γιὰ νὰ μὴ χαθοῦν. ῞Οταν τὸ ὄργανο
αὐτό, ἡ πυξίδα, χαλάση, δὲν δείχνει σωστὰ ποῦ εὑρίσκεται ὁ βορρᾶς γιὰ νὰ ἐλεγχθῆ
ἡ πορεία· καὶ τότε εἴτε ὁ ναυτικὸς εἴτε ὁ ὀρειβάτης εἴτε ὁ ὁδοιπόρος χάνονται καὶ
περιπίπτουν σὲ κινδύνους πολλούς.
Γιὰ νὰ βοηθήσουμε τοὺς πιστοὺς στὴν πορεία τους, γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ
τοὺς ἐνισχύσουμε στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τους, συγγράψαμε αὐτὴ τὴν μικρὴ
πραγματεία, μὲ θέμα τὴν ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία τυπώθηκε καὶ διανέμεται
δωρεὰν ἀπὸ τὴν ἐνορία σας μὲ τὴν εὐχή νὰ γίνη ἀφορμὴ πνευματικῆς ἀφυπνίσεως
καὶ ἐγρηγόρσεως.
῞Οσοι εὕρετε πνευματική ὠφέλεια, εὔχεσθε γιὰ τὸν ταπεινὸ ᾿Επίσκοπό σας καὶ τοὺς
πνευματικοὺς πατέρες τῆς ἐνορίας σας.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
῾Ο Καισαριανῆς, Βύρωνος καὶ ῾Υμηττοῦ Δανιήλ.
῎Εγραφον τὴν 14η Σεπτεμβρίου 2004,
ἑορτὴ τῆς ῾Υψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ.
Η ΕΠΙΜEΛΕΙΑ ΤHΣ ΨΥΧHΣ
῾Ο ἅγιος ᾿Αντώνιος, ὁ μέγας ᾿Ασκητὴς καὶ Καθηγητὴς τῆς ἐρήμου, συμβουλεύει τὸν
πιστὸ νὰ μὴν ἀμελῆ, ἀλλὰ νὰ φροντίζη τὴν ψυχή του, γιατὶ ἀπὸ τὴν ἀμέλειά του ὁ
ἄνθρωπος εἶναι δυνατὸν νὰ βλάψη τὴν ψυχή του.
Χρησιμοποιεῖ μάλιστα ἕνα ὡραῖο καὶ διδακτικὸ παράδειγμα, τὸν χαλκό. Λέγει· «῾Ο
χαλκός, ὅταν τὸν παραμελήσουμε, ἐξαιτίας τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἀχρηστίας σαπίζει
ἀπὸ τὴν σκουριὰ καὶ γίνεται ἄχρηστος καὶ ἄσχημος. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ ψυχή,
ὅταν παραμένει ἀργὴ καὶ δὲν φροντίζει γιὰ ἐνάρετη ζωὴ καὶ ἐπιστροφὴ στὸν Θεό,
χωρίζεται μὲ τὶς κακὲς πράξεις, ἀπὸ τὴν φύλαξι καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ
ἐξαιτίας τῆς κακίας, πού προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀμέλεια καὶ τὴν φροντίδα, ποὺ ἔχει
μόνο γιὰ τὸ σῶμα, σὰν τὸν χαλκὸ καταστρέφεται ἀπὸ τὴν σκουριὰ καὶ γίνεται
ἄσχημος καὶ ἄχρηστος καὶ ἀκατάλληλος γιὰ τὴν σωτηρία».2
῾Ο ἅγιος Βασίλειος ὁ μέγας, ἡ ποικίλη μοῦσα τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ ὁποῖος διερρύθμισε
καὶ κατεκόσμησε τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸν εὐαγγελικὸ νόμο, ἐπισημαίνει, ὅτι·
«Πολλοὶ γὰρ ἀπὸ τῆς ἄγαν ἀπροσεξίας, μεγάλα καὶ ἀνίατα νοσοῦντες, οὐδὲ αὐτὸ
τοῦτο ἴσασιν ὅτι νοσοῦσι».3 ᾿Απόδοσις· Διότι πολλοί ποὺ νοσοῦν ἀπὸ μεγάλη καὶ
ἀνίατο ἀσθένεια, λόγῳ τῆς μεγάλης ἀπροσεξίας, δὲν γνωρίζουν οὔτε αὐτὸ τὸ ἴδιο,
ὅτι δηλαδὴ νοσοῦν.
῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης, ὁ συγγραφέας τῆς Κλίμακος, μεταξὺ τῶν τριάντα λόγων, ποὺ
περιλαμβάνονται στὸ βιβλίο του, συμπεριλαμβάνει καὶ δύο λόγους, τὸν δέκατο τρίτο
περὶ ἀκηδίας καὶ τὸν δέκατο ἕβδομο περὶ ἀναισθησίας, στοὺς ὁποίους μὲ ἐνάργεια
περιγράφει τὶς ἀνάλογες πνευματικὲς καταστάσεις.
Στὸ ἀπολυτίκιο, ποὺ ψάλλεται γιὰ τοὺς ᾿Ασκητὲς Πατέρες «᾿Εν σοὶ Πάτερ, ἀκριβῶς
διεσώθη τὸ κατ᾿ εἰκόνα·... καὶ πράττων ἐδίδασκες ὑπερορᾶν μὲν σαρκὸς,
παρέρχεται γὰρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου» – ὑπάρχει
παρόμοιο γιὰ τὶς ᾿Ασκήτριες Μητέρες - οἱ ῞Αγιοι ἐγκωμιάζονται, ἐπειδὴ ἐτήρησαν τὸ
κατ᾿ εἰκόνα, ἐπειδὴ ἐπέδειξαν ἐπιμέλεια γιὰ τὴν ψυχή τους καὶ ἐκαλλιέργησαν τὴν
ἄγονο σὲ ἀρετὴ ψυχή τους μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὴν ἄσκησί τους καὶ ἀπέδωσαν
καρποὺς ἑκατονταπλάσιους τῆς δωρεᾶς τῆς θείας Χάριτος, τὴν ὁποία ἔλαβαν ἀπὸ
τὸν Θεό.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ θὰ ἀναφερθοῦμε στὸ μεγάλο αὐτὸ ζήτημα ἔχοντες ὁδηγό μας τὴν
῾Αγία Γραφὴ καὶ τὴν διδασκαλία τῶν ῾Αγίων Πατέρων μας, ἑστιάζοντες τὴν προσοχή
μας σὲ τέσσερα θέματα·
Θέμα 1ον· ῞Οτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι διφυής· ἀποτελεῖται ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή.
Θέμα 2ον· Ποιό ἐκ τῶν δύο στοιχείων προηγεῖται; ῾Η ψυχὴ ἢ τὸ σῶμα;
Θέμα 3ον· Ποιές εἶναι οἱ ἀνάγκες τῆς ψυχῆς;
Θέμα 4ον· ῾Ο ἐχθρὸς δὲν παραιτεῖται.
1. ῾Ο ἄνθρωπος μὲ σῶμα καὶ ψυχή.
Κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καὶ τῆς ᾿Εκκλησίας μας ὁ Θεὸς
ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο.
Τὸν ἐδημιούργησε, κατὰ τὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τὸν Δαμασκηνὸ, « ἄκακο, εὐθύ, ἐνάρετο,
ἄλυπο, ἀμέριμνο, στολισμένο μὲ τὴ λαμπρότητα κάθε ἀρετῆς, προικισμένο μὲ ὅλα
τὰ ἀγαθά, ὡσὰν κάποιο δεύτερο κόσμο, μικρὸ κόσμο μέσα στὸ μεγάλο, ἄλλο
ἄγγελο προσκυνητή, σύνθετο, θεατὴ τῆς ὁρατῆς δημιουργίας, γνώστη τῶν
μυστηρίων τῆς νοητῆς, βασιλέα τῶν ἐπιγείων, ποὺ κυβερνᾶται «ἄνωθεν», ἐπίγειο
καὶ οὐράνιο, προσωρινὸ καὶ ἀθάνατο, ὁρατὸ καὶ νοούμενο, ἐνδιάμεσο μεταξὺ
μεγαλείου καὶ μικρότητος, τὸν ἴδιο πνεῦμα καὶ σάρκα· πνεῦμα διὰ τὴν χάρι, σάρκα
ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφανείας· τὸ ἕνα διὰ νὰ μένη σταθερός καὶ νὰ δοξάζη τὸν
Εὐεργέτη, τὸ ἄλλο διὰ νὰ ὑποφέρη, καὶ ὑποφέροντας νὰ ἐνθυμῆται καὶ νὰ
σωφρονίζεται φιλοτιμούμενος ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τοῦ πνεύματος· τὸν ἐδημιούργησε
ζῶσα ὕπαρξι, ποὺ κατ᾿ οἰκονομία ζῆ ἐδῶ, δηλαδὴ στὴν παροῦσα ζωή, καὶ ποὺ
μεταβαίνει ἀλλοῦ, δηλαδὴ στὴ μέλλουσα ζωή· καὶ ἡ κατάληξις τοῦ μυστηρίου εἶναι
ὅτι θεοῦται μὲ τὴν ὑπακοὴν στὸν Θεό· θεοῦται μάλιστα μὲ τὴν κοινωνία τοῦ θείου
φωτισμοῦ, χωρὶς νὰ μεταβάλλεται σὲ Θεὸ κατ᾿ οὐσίαν».4 .
Τὸ σῶμα, κατὰ τὸν ῞Οσιο Πατέρα Θεόδωρο ᾿Εδέσσης τῆς Συρίας (7ος αἰών μ. Χ.),
σὰν ὑλικὸ εἶναι «βαρύ» καὶ «βρίθει (βαρυφορτωμένο κάμπτεται) πρὸς τὰ κάτω»,
κλίνει δηλαδὴ πρὸς τὰ γήινα. Τὰ γήινα τοῦ εἶναι «προσφυῆ» καὶ «ἐράσμια». Τοῦ
ταιριάζουν καὶ τοῦ εἶναι ἀγαπητὰ γιὰ τὴν ζωϊκή του φύσι.
᾿Αντιθέτως, γιὰ τὴν νοερὰ καὶ πνευματικὴ ψυχή, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι «νοερὰ
οὐσία», ποθητά, ἐφετά, ἐράσμια καὶ ὀρεκτὰ εἶναι τὰ ἀντίστοιχά της «νοητά». Καὶ
πρὸς αὐτὰ τείνει καὶ αὐτὰ λαχταράει νὰ πετύχη καὶ νὰ ἀπολαύση.5
῾Η ψυχή εἶναι ἀθάνατος, τὸ σῶμα ἀντιθέτως εἶναι θνητό, ἀλλὰ δυνάμενο νὰ
μεταμορφωθῆ καὶ νὰ ἀπαφθαρτισθῆ.
Τὸ σῶμα ἔχει μέλη· Χέρια, πόδια, ὀφθαλμούς, καρδιά, πνεύμονες κ.λπ. ῾Η ψυχὴ
ἔχει μέρη· Λογιστικό, θυμικό, (θυμοειδές), ἐπιθυμητικό.
Τὸ σῶμα ἔχει δεξιότητες καὶ ἱκανότητες· Μπορεῖ νὰ τρέφεται, νὰ αὐξάνη, νὰ
ἀνθίσταται στὶς ἀσθένειες καὶ νὰ ἀντέχη. ῾Η ψυχὴ ἐπίσης διαθέτει δυνάμεις. ῾Ο
῞Αγιος Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητής (7ος αἰὼν μ. Χ.) διδάσκει, ὅτι οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς
εἶναι τρεῖς· θρεπτική, φανταστική-παρορμητικὴ καὶ λογιστική-νοητική. Τὰ φυτὰ ἔχουν
τὴν πρώτη (θρεπτική). Τὰ ἄλογα ζῶα τὴν πρώτη καὶ τὴν δεύτερη (θρεπτικὴ καὶ
παρορμητική). Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν καὶ τὶς τρεῖς. Οἱ δύο πρῶτες εἶναι φθαρτές· ἐνῶ ἡ
τρίτη ἄφθαρτη καὶ ἀθάνατη.6
Κατὰ τοὺς ἁγίους Κάλλιστο καὶ ᾿Ιγνάτιο τοὺς Ξανθόπουλους «ἡ ψυχὴ ἔχει πέντε
δυνά-μεις, τὸν νοῦ, τὴν διάνοια, τὴν δόξα (γνώμη), τὴν φαντασία καὶ τὴν αἴσθησι»7.
Τὸ σῶμα εἶναι ὁρατό. ῾Η ψυχὴ ἀόρατος.
Τὸ σῶμα εἶναι ὄργανο τῆς ψυχῆς γιὰ τὴν ἐκτέλεσι τῆς ἁμαρτίας ἢ τῆς ἀρετῆς.
῞Οπως τὸ σῶμα διέρχεται ἀπὸ διάφορες ἡλικίες καθὼς ἀναπτύσσεται, ἔτσι καὶ ἡ
ψυχὴ ἔχει τὶς ἡλικίες της.
῞Οπως ἀποθνήσκει τὸ σῶμα, ἀποθνήσκει καὶ ἡ ἀθάνατη ψυχή. Θάνατος τοῦ
σώματος εἶναι ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὴν ψυχή. Θάνατος τῆς ἀθανάτου ψυχῆς ὁ
χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Ζωοδότη Θεό.
Τὶς αἰτίες συνδέσεως τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Κατὰ τὸν ἅγιο Πατέρα, ἡ ψυχὴ ἑνώθηκε μὲ τὸ σῶμα γιὰ νὰ ὁδηγήση αὐτὸ στὴν
ἕνωσι μὲ τὸν Θεό.
«῞Οσον δ᾿ οὖν ἐμὲ γινώσκειν καὶ τοὺς κατ᾿ ἐμέ, δυοῖν ἕνεκεν· ἑνὸς μὲν ἵνα δι᾿
ἀγῶνος καὶ πάλης, τῆς πρὸς τὰ κάτω, τῆς ἄνω δόξης κληρονομήσειεν, ὥσπερ
χρυσὸς πυρὶ τοῖς τῇδε βασανισθεῖσα, καὶ ἀρετῆς ἆθλον, ἀλλὰ μὴ Θεοῦ δῶρον
μόνον ἔχῃ τὰ ἐλπιζόμενα... ἑτέρου δὲ ὡς ἂν καὶ τὸ χεῖρον ἑλκύσειε πρὸς ἑαυτὴν καὶ
ἄνω θείη, λύσασα κατὰ μικρὸν τῆς παχύτητος· ἵν᾿ ὅπερ ἐστὶ Θεὸς ψυχῇ, τοῦτο ψυχὴ
σώματι γένηται παιδαγωγήσασα δι᾿ ἑαυτῆς τὴν ὑπηρέτιν ὕλην, καὶ οἰκειώσασα Θεῷ
τὸ ὁμόδουλον»8. ᾿Απόδοσις· Σύμφωνα μὲ ὅσα γνωρίζω ἐγὼ καὶ οἱ γύρω μου, αὐτό,
δηλαδὴ ἡ σύνδεσις τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα, ἔγινε γιὰ δύο λόγους. Πρῶτον γιὰ νὰ
κληρονομήση τὴν ἄνω δόξα μὲ ἀγῶνα καὶ πάλη ἐνάντια πρὸς τὰ ἐπίγεια, ἀφοῦ
δοκιμασθῆ ἀπὸ τὰ ἐπίγεια, ὅπως τὸ χρυσάφι ἀπὸ τὴν φωτιά, καὶ ἀφοῦ κερδίση
ἐκεῖνα ποὺ ἐλπίζει, σὰν βραβεῖο ἀρετῆς καὶ ὄχι μόνον σὰν δῶρο Θεοῦ... Καὶ
δεύτερον γιὰ νὰ σύρη μαζί της καὶ τὸ κατώτερο καὶ νὰ τὸ τοποθετήση στὸν οὐρανό,
ἀφοῦ σιγά-σιγά θὰ τὸ ἔχη ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν γήινη ὕλη του. Γιὰ νὰ γίνη ἡ ψυχή γιὰ
τὸ σῶμα, ὅ,τι εἶναι ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ψυχή, ἀφοῦ διαπαιδαγωγήσει μὲ τὸν ἑαυτό της
τὴν ὑπηρέτρια ὕλη καὶ οἰκειώσει μὲ τὸν Θεὸ τὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο εὑρίσκεται στὴν ἴδια
δουλεία μὲ αὐτή.
2. Προτεραιότητα.
Μεταξὺ ψυχῆς καὶ σώματος προτεραιότητα ἔχει ἡ ψυχὴ καὶ τὰ τῆς ψυχῆς. Τοῦτο
ὀφείλεται στὴν ἀνεκτίμητη ἀξία της, τὴν ὁποία ἐπισημαίνουν οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου
μας· «Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν
ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;»9.
᾿Απόδοσις· Γιατὶ τί θὰ ὠφεληθῆ ὁ ἄνθρωπος, ἂν κερδίση ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ἀλλὰ
χάσει τὴ ζωή του; Τί μπορεῖ νὰ δώση ὁ ἄνθρωπος σὰν ἀντάλλαγμα γιὰ τὴν ζωή του;
«Καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων
ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν
γεέννῃ»10 ᾿Απόδοσις· Καὶ μὴ φοβηθῆτε αὐτοὺς ποὺ σκοτώνουν τὸ σῶμα, ἀλλὰ δὲν
μποροῦν νὰ σκοτώσουν τὴν ψυχή. ᾿Αντίθετα, νὰ φοβηθῆτε, ὅποιον μπορεῖ νὰ
καταστρέψη ψυχὴ καὶ σῶμα στὴν κόλασι.
«Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ
σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ
ἐνδύματος;... Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ,
καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»11. ᾿Απόδοσις· Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, σᾶς λέω· Μὴ
μεριμνᾶτε γιὰ τὴ ζωή σας, τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πιῆτε οὔτε γιὰ τὸ σῶμα σας, τί θὰ
ντυθεῖτε. ῾Η ζωὴ δὲν εἶναι σπουδαιότερη ἀπὸ τὴν τροφή; Καὶ τὸ σῶμα δὲν εἶναι
σπουδαιότερο ἀπὸ τὸ ντύσιμο; ... Γι’ αὐτὸ πρῶτα ἀπ’ ὅλα νὰ ἐπιζητῆτε τὴν βασιλεία
τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐπικράτησι τοῦ θελήματός Του, κι ὅλα αὐτὰ θὰ ἀκολουθήσουν.
῾Ο Κύριος τέλος ἐμακάρισε τὴν Μαρία, ὅτι «τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο».12
᾿Αγαθὴ μερίδα κατὰ τὸν Κύριο εἶναι ἡ ἀκρόασις τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι
τροφὴ τῆς ψυχῆς.
Διδακτικὰ εἶναι καὶ ὅσα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος διδάσκει γιὰ τὴν πάλη ψυχῆς
καὶ σώματος.
«Φιλεῖ γὰρ ὡς τὰ πολλὰ ταῦτα ἀντιπολεμεῖν ἀλλήλοις καὶ ἀντικαθέζεσθαι· καὶ σῶμα
μὲν εὐεκτεῖν, καμνούσης ψυχῆς, ψυχὴν δὲ θάλλειν καὶ ἄνω βλέπειν, τῶν ἡδονῶν
ὑποβαινουσῶν καὶ συναπομαραινομένων τῷ σώματι».13 ᾿Απόδοσις· Διότι αὐτὰ
εἶναι πολὺ συνηθισμένο νὰ ἀντιμάχωνται τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο καὶ νὰ
ἀντιπαρατάσσωνται. Τὸ μὲν σῶμα, δηλαδή, νὰ ἔχη εὐεξία, ὅταν ἡ ψυχὴ εἶναι
κουρασμένη, ἡ δὲ ψυχὴ νὰ εἶναι θαλερὰ καὶ ἀκμαία καὶ νὰ στρέφεται πρὸς τὰ
ἐπάνω, ὅταν οἱ ἡδονὲς ὑποχωροῦν καὶ μαραίνωνται μαζὶ μὲ τὸ σῶμα.
῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁρίζει τὸ ὑπερέχον τῶν δύο στοιχείων τοῦ
ἀνθρώπου ὡς ἑξῆς· «Τίνος ἕνεκεν, εἰ τιμιώτερον ἡ ψυχὴ τοῦ σώματος, τὸ ἔλαττον
πρῶτον δημιουργεῖται, καὶ τότε τὸ μεῖζον καὶ ὑπερέχον;»14. ᾿Απόδοσις· Γιὰ ποιό
λόγο, ἐὰν ἡ ψυχὴ εἶναι τιμιώτερο πρᾶγμα ἀπὸ τὸ σῶμα, τὸ μικρότερον
δημιουργεῖται πρῶτον καὶ ὕστερα τὸ μεγαλύτερο καὶ ἀνώτερο;
3. ῾Η ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς.
Ο ἄνθρωπος ἀφ᾿ ὅτου γεννηθεῖ, συνεχῶς, ἐπιμελεῖται τοῦ σώματός του· Γιὰ νὰ
τραφῆ, γιά νὰ ἐνδυθῆ, γιά νὰ καλλωπισθῆ, γιὰ νὰ αὐξηθῆ, γιὰ νὰ γυμνασθῆ, γιὰ νὰ
θεραπευθῆ, γιὰ νὰ ἀναπαυθῆ, γιὰ νὰ ἱκανοποιηθοῦν ὅλες οἱ ἀνάγκες του.
᾿Αντιθέτως γιὰ τὴν ψυχὴ ὡρισμένοι ἄνθρωποι οὐδεμία φροντίδα καταβάλλουν.
᾿Εκ τούτου ἡ ψυχὴ μένει ἀνώριμος, τυφλή, ρυπαρά, γυμνή, ἀφύλακτος, ἄκαλλος
(ἐστερημένη κάλλους), ἔρημος. ῾Η ψυχὴ εἶναι ἔρημος, ὅταν ἀπουσιάζη ὁ Θεός. Τότε
μεταβάλλεται σέ κατοικητήριο σκοτεινῶν δαιμόνων.
Οἱ ἀνάγκες τῆς ψυχῆς εἶναι ἀντίστοιχες μὲ τὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος. Θὰ τὶς
περιγράψουμε ἀκολουθοῦντες τὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος·
Α. Τροφὴ τῆς ψυχῆς.
῾Η ψυχὴ τρέφεται καὶ αὐξάνει μὲ δύο τρόπους·
α) Μὲ τὴν ἀκρόασι καὶ τὴν μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ μὲ κάθε μελέτη
πνευματική. ᾿Ιδιαιτέρως ἡ ψυχὴ τρέφεται μὲ τὴν προσευχή. ῾Ο Θεός ἀπευθύνεται
στοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς προτρέπει· «᾿Ακούσατέ μου καὶ φάγεσθε ἀγαθά, καὶ
ἐντρυφήσει ἐν ἀγαθοῖς ἡ ψυχὴ ὑμῶν»15. ᾿Ακούσατέ μου καὶ θὰ φάγετε τὰ ἀγαθά
τῆς γῆς, καὶ ἡ ψυχὴ σας θὰ εὕρη τὴν τροφή της στὰ πραγματικὰ ἀγαθά.
β) Μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου.
῾Ο Κύριος εἶπε· «᾿Εγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ,
καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε».16 ᾿Απόδοσις· ᾿Εγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος
τῆς ζωῆς. ῞Οποιος ἔρχεται σὲ μένα δὲν θὰ πεινάση, κι ὅποιος πιστεύει σὲ μένα δὲν
θὰ διψάση ποτέ.
«᾿Εγὼ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ
ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα· καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν
ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς».17 ᾿Απόδοσις· ᾿Εγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος ποὺ
κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ χαρίζει τὴ ζωή· ὅποιος φάει ἀπ᾿ αὐτὸ τὸν ἄρτο θὰ
ζήση αἰώνια. Καὶ ὁ ἄρτος τὸν ὁποῖο θὰ δώσω ἐγὼ εἶναι τὸ σῶμα μου, ποὺ θὰ τὸ
προσφέρω γιὰ νὰ ζήση ὁ κόσμος.
«῝Ος δ᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα,
ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν
αἰώνιον».18 ᾿Απόδοσις· ῞Οποιος ὅμως πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ, ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγὼ δὲν
θὰ διψάση ποτέ, ἀλλὰ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω θὰ γίνη μέσα του μιὰ πηγὴ ποὺ θ᾿
ἀναβλύζη νερὸ ζωῆς αἰώνιας.
«᾿Εάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ῾Ο πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ
Γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ
τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν».19 ᾿Απόδοσις·
῞Οποιος διψάει, νὰ ᾿ρθῆ σὲ μένα καὶ νὰ πιῆ. Μέσα ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει σ᾿
ἐμένα, καθὼς λέει ἡ Γραφή, ποτάμια ζωντανὸ νερὸ θὰ τρέξουν. Αὐτὸ τὸ εἶπε ὁ
᾿Ιησοῦς ἐννοῶντας τὸ Πνεῦμα ποὺ θὰ ἔπαιρναν ὅσοι θὰ πίστευαν σ᾿ Αὐτόν.
«῾Η γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις».20
᾿Απόδοσις· ῾Η σάρκα μου εἶναι ἀληθινὴ τροφὴ καὶ τὸ αἷμα μου ἀληθινὸ ποτό.
᾿Απὸ τοὺς λόγους αὐτοὺς συνάγεται ἡ σημασία τῆς συμμετοχῆς μας στὸ Μυστήριο
τῆς θείας Εὐχαριστίας, στὸ ὁποῖο μεταλαμβάνουμε τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος
τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ τρεφόμαστε πνευματικῶς.
Β. ῎Ενδυμα τῆς ψυχῆς.
α) ῎Ενδυμα τῆς ψυχῆς εἶναι οἱ ἀρετές. Λέγει ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος· «᾿Ενδύσασθε
οὖν ὡς ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καὶ ἠγαπημένοι, σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ, χρηστότητα,
ταπεινοφροσύνην, πρᾳότητα, μακροθυμίαν».21 ᾿Απόδοσις· ῾Ως ἐκλεκτοί, λοιπόν,
τοῦ Θεοῦ, ἁγιασμένοι καὶ ἀγαπημένοι του, ἀποκτῆστε φιλευσπλαγχνία, καλωσύνη,
ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία. Καὶ ἀλλοῦ· «᾿Ενδύσασθε τὴν πανοπλίαν
τοῦ Θεοῦ ».22 ᾿Απόδοσις· Ντυθεῖτε μὲ τὴν πανοπλία ποὺ δίνει ὁ Θεός
β) Κυρίως ὅμως ἔνδυμα τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ Χριστός.
῾Ο ᾿Απ. Παῦλος διδάσκει·
«῞Οσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε».23 ᾿Απόδοσις· Γιατὶ
ντυθήκατε τὸν Χριστό ὅσοι βαπτιστήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Στὴν παραβολὴ τῶν βασιλικῶν γάμων, ὁ Κύριός μας τονίζει αὐτή τήν ἀνάγκη, νὰ
ἔχουμε δηλαδὴ ἔνδυμα γάμου στὴν Βασιλεία Του. ῾Η στέρησις τοῦ ἐνδύματος
συνεπάγεται τὴν ἀπόρριψί μας ἀπὸ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Διαβάζουμε στό κατὰ
Ματθαῖο Εὐαγγέλιο, κβ´ κεφάλαιο, στοὺς στίχους 11-13·
«Εἰσελθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ
ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου· καὶ λέγει αὐτῷ· ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων
ἔνδυμα γάμου; ὁ δὲ ἐφιμώθη. Τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ
πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ
κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων».
᾿Απόδοσις· ῞Οταν ἐμβῆκε ὁ βασιλιᾶς γιὰ νὰ δῆ τοὺς συνδαιτημόνες, εἶδε ἐκεῖ
ἄνθρωπο, ποὺ δὲν φοροῦσε ἔνδυμα γάμου, καὶ τοῦ λέει· “φίλε, πῶς ἐμβῆκες ἐδῶ
χωρὶς νὰ ἔχης ἔνδυμα γάμου;” Αὐτὸς δὲ ἔχασε τὴν μιλιά του. Τότε ὁ βασιλιᾶς εἶπε
στοὺς ὑπηρέτες· “δέστε τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια του, πάρτε τον καὶ βγάλτε τον ἔξω στὸ
σκοτάδι. ᾿Εκεῖ θὰ κλαίη καὶ θὰ τρίζη τὰ δόντια του”.
Στὸ ὡραῖο ᾿Εξαποστειλάριο, ποὺ ψάλλεται στὴν ἀκολουθία τοῦ Νυμφίου τῆς
Μεγάλης Δευτέρας, ἀναγνωρίζουμε, ὅτι στερούμεθα τοῦ ἐνδύματος τοῦ γάμου καὶ
παρακαλοῦμε τὸν Κύριο, νὰ μᾶς λαμπρύνη μὲ τὴν χάρι Του, γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὴ
χαρὰ τῆς Βασιλείας Του.
«Τὸν Νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον, καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα
εἰσέλθω ἐν αὐτῷ· λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα, καὶ σῶσόν
με».
Χωρὶς Χριστὸ εἴμαστε γυμνοὶ, ἐστερημένοι παρρησίας πρὸς τὸν Θεό.
«Τὸ ἔνδυμα τοῦ γάμου, γιὰ τὸ ὁποῖο κάνει λόγο ὁ Χριστός, νὰ φρονῆς, ὅτι εἶναι ἡ
Χάρις τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔγινε ἄξιος νὰ τὴν περιβληθῆ, δὲν
θὰ μετάσχη στὸν ἐπουράνιο γάμο καὶ στὸν πνευματικὸ ἐκεῖνο Δεῖπνο»24.
῾Ο σοφὸς καὶ ἱερὸς μέγας Φώτιος, ὅταν ἐρωτήθηκε, πῶς οἱ εἰς Χριστὸν
βαπτιζόμενοι, Χριστὸν ἐνδύονται, ἀποκρίνεται· «ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ἐνδύονται τὸν
Χριστόν, τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἐνδύονται· ὁ γὰρ Χριστὸς εἴρηκεν εἰς τοὺς
᾿Αποστόλους Του· ὅτι ‘ὑμεῖς μείνατε ἐν τῇ πόλει ῾Ιερουσαλήμ, ἕως οὗ ἐνδύσησθε ἐξ
ὕψους δύναμιν, ἐπελθόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς’. ᾿Αλλὰ δῆλον ἄρα
ἑκάτερον ἔνδυμα ὁμότιμον, καὶ μίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῆς εὐεργεσίας καὶ χάριτος
παρίστησιν αὐθεντίαν. ῎Ενδυμα δὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον λέγεται τῶν πιστῶν, οὐχ ὡς
ἱμάτιον, ἀλλ᾿ ὡς ἐνδύεται σίδηρος τὸ πῦρ· οὐκ ἔξωθεν περιβαλλόμενος, ἀλλ᾿ ὅλος
διόλου. Οὕτω γὰρ καὶ τὸν Χριστὸν τὸ πανάγιον Πνεῦμα οὐχ ὡς ἱμάτιον, ἔξωθεν
περικείμενον, περιβαλλόμεθα, ἀλλ᾿ ὡς τὴν καρδίαν καὶ τοὺς λογισμοὺς
πληρούμενοί τε φωτὸς καὶ τὸ πρόσωπον χάριτος. Διὸ καὶ ἀτενίζοντες εἰς τὸ
πρόσωπον Στεφάνου οἱ ἐπανιστάμενοι εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς πρόσωπον
᾿Αγγέλου».25 ᾿Απόδοσις· ὅτι ὅσοι ντύθηκαν τὸν Χριστὸ ὡς θεϊκὸ ἔνδυμα, ντύνονται
ἐπιπλέον καὶ τὸ ἔνδυμα τοῦ Πνεύματος καὶ ὁ Σωτῆρας λέει, ‘μείνετε στὴν
᾿Ιερουσαλὴμ μέχρι ποὺ νὰ ντυθῆτε δύναμι ἀπὸ ψηλά», ‘ὅταν ἔρθη τὸ Πνεῦμα σ᾿
ἐσᾶς’, Εἶναι ἑπομένως φανερό, ὅτι καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο φόρεμα εἶναι ὁμότιμα καὶ
παριστάνουν μία καὶ τὴν αὐτὴ αὐθεντικότητα. Τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιο λέγεται ἔνδυμα
τῶν πιστῶν, ὄχι ὅπως ἕνα φόρεμα, ἀλλὰ ὅπως τὸ σίδερο ντύνεται τὴ φωτιά. Δὲν
περιβάλλεται τὴν φωτιὰ μόνο ἐξωτερικά, ἀλλὰ διαπερνᾶται ὅλος διόλου. ῎Ετσι
λοιπὸν καὶ τὸν Χριστό, τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, δὲν τὸ ντυνόμαστε, σὰν ἔνδυμα
φορῶντάς το ἐξωτερικά, ἀλλὰ μέχρι τὴν καρδιὰ καὶ τοὺς λογισμούς μας γεμίζουμε
ἀπὸ φῶς καὶ τὸ πρόσωπό μας πλημμυρίζει ἀπὸ τὴ χάρι. Γι᾿ αὐτὸ ἀτενίζοντας τὸν
Στέφανο στὸ πρόσωπο οἱ διῶκτες του, εἶδαν τὸ πρόσωπό του σὰν πρόσωπο
ἀγγέλου.
Τὸ ἔνδυμα αὐτὸ τὸ ἀποκτᾶμε μὲ τὴν συμμετοχή μας στὰ ῞Αγια Μυστήρια τῆς
᾿Εκκλησίας μας καὶ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα μας.
Γ. Στολισμὸς τῆς ψυχῆς.
Στολίδια τῆς ψυχῆς εἶναι·
α´ ῾Η γνῶσις τοῦ Θεοῦ, β´ οἱ θεῖες θεωρίες, γ´ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα.
῞Ολα αὐτὰ εἶναι ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία πρῶτος εἶχε ὁ Κύριος καὶ ἐν συνεχείᾳ
ἡ Θεοτόκος, ὁ Τίμιος Πρόδρομος, οἱ ῞Αγιοι ᾿Απόστολοι, οἱ Προφῆτες καὶ ὅλοι οἱ
῞Αγιοι. ῾Ο Κύριός μας προσευχόμενος πρὸς τὸν ἐπουράνιο Θεὸ καὶ Πατέρα Του,
εὐχαριστεῖ, διότι ἔδωσε τὴν σοφία Του στούς ταπεινοὺς μαθητές Του, νὰ γνωρίσουν
τὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας Του. «᾿Εξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, Κύριε τοῦ οὐρανοῦ
καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ
νηπίοις».26 ᾿Απόδοσις· Σ᾿ εὐχαριστῶ, Πατέρα, Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, γιατὶ
αὐτὰ τὰ ἔκρυψες ἀπὸ τοὺς σοφοὺς καὶ τοὺς συνετοὺς καὶ τὰ ἐφανέρωσες στοὺς
ταπεινούς.
῾Ο ἅγιος ᾿Απόστολος ᾿Ιάκωβος ὁ ᾿Αδελφόθεος στὴν ἐπιστολή του ἀναφέρει τὰ
χαρακτηριστικὰ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ· «῾Η δὲ ἄνωθεν σοφία πρῶτον μὲν ἁγνή ἐστιν,
ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστὴ ἐλέους καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἀδιάκριτος
καὶ ἀνυπόκριτος».27 ᾿Απόδοσις· ῾Η σοφία ὅμως ποὺ δίδεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ εἶναι
πρῶτον γνησία, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, γεμάτη εὐσπλαγχνία καὶ ἀγαθὰ ἔργα,
ἀμερόληπτη καὶ εἰλικρινής.
῾Ο Κύριος διαβεβαίωσε τοὺς μαθητές καὶ ᾿Αποστόλους Του, ὅτι «᾿Εγὼ γὰρ δώσω
ὑμῖν στόμα καὶ σοφία, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντειπεῖν οὐδὲ ἀντιστῆναι πάντες οἱ
ἀντικείμενοι ὑμῖν».28 ᾿Απόδοσις· ᾿Εγὼ θὰ σᾶς δώσω λόγια καὶ σοφία, καὶ σ᾿ αὐτὰ
δὲν θὰ μπορέσουν νὰ ἀντισταθοῦν ἢ νὰ τὰ ἀντικρούσουν οἱ ἀντίπαλοί σας.
Οἱ ἅγιοι ᾿Απόστολοι ἐξέλεξαν τοὺς ἑπτὰ διακόνους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν «πλήρεις
Πνεύματος ῾Αγίου»29 καὶ τοὺς ἀνέθεσαν καθήκοντα στὴν πρώτη χριστιανικὴ
κοινότητα.
Αὐτῆς τῆς σοφίας πρῶτοι κάτοχοι ἦσαν οἱ Πρωτόπλαστοι. ῎Εχουμε μαρτυρία, ὅτι ὁ
᾿Αδάμ, κάτοχος πολλῶν γνώσεων, ἔδωσε τὰ ὀνόματα στὰ ζῶα, τὰ ὁποῖα τοῦ
ἐπαρουσίασε ὁ Δημιουργός, σύμφωνα μὲ τὴν διήγησι τῆς Γενέσεως.30
῾Ο Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἀναφέρει, ὅτι μετὰ τὴν ῾Υπαπαντή, ὁ Κύριος, ὡς νήπιο καὶ
παιδίο, «ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν
ἐπ᾿ αὐτό».31 ᾿Απόδοσις· Τὸ παιδὶ ἐμεγάλωνε στὸ σῶμα καὶ ἐδυνάμωνε στὸ
πνεῦμα, ἐγέμιζε ἀπὸ σοφία, καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἦταν μαζί του.
Πληροφορούμεθα ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ ᾿Ιωάννη, ὅτι «τῆς ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη
ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὸ ῾Ιερὸν καὶ ἐδίδασκε καὶ ἐθαύμαζον οἱ ᾿Ιουδαῖοι λέγοντες· πῶς οὗτος
γράμματα οἶδε μὴ μεμαθηκώς;».32 ᾿Απόδοσις· Εἶχαν πιὰ περάσει οἱ μισὲς μέρες
τῆς ἑορτῆς, καὶ τότε ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνέβηκε στὸν Ναό καὶ ἐδίδασκε. Οἱ ᾿Ιουδαῖοι
ἀποροῦσαν κι ἔλεγαν· Πῶς αὐτὸς ξέρει γράμματα, χωρὶς νὰ ἔχη σπουδάσει;
῾Ο ῞Οσιος Θεόδωρος ᾿Εδέσσης ἀναφέρει ὅτι· «Εἶναι ὡραῖο τὸ κεφάλι ποὺ στολίζεται
μὲ πολύτιμο στέμμα, μὲ λίθους ἰνδικοὺς καὶ ἀστραφτερὰ μαργαριτάρια. ᾿Ασυγκρίτως
ὅμως πιὸ ὡραία εἶναι ἡ ψυχὴ, ποὺ εἶναι πλούσια στὴ γνῶσι τοῦ Θεοῦ καὶ
φωτισμένη ἀπὸ φωτεινότατες θεωρίες καὶ ἔχει ἐγκάτοικο τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα. Καὶ ποιός
θὰ διηγηθῆ ἐπάξια τὴν ὀμορφιὰ τῆς μακαρίας ἐκείνης ψυχῆς;».33
Καὶ ὁ ῞Αγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος· «Κάλλη τῆς ψυχῆς εἶναι οἱ ἀρετές· ἡ προσευχή,
ἡ ἀγάπη, ἡ πίστις, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νηστεία καὶ οἱ λοιπὲς ἀρετές».34
Τὸν θεῖο φωτισμὸ ἀποκτοῦμε, ὅταν εἴμαστε ταπεινοὶ καὶ καθαροὶ ἀπὸ κάθε πονηρία
καὶ ἁμαρτία.
Δ. ῾Η ψυχὴ ἔχει ἀνάγκη ἐνοίκου γιὰ νὰ μὴν εἶναι ἔρημος.
῾Η ψυχὴ εἶναι κατοικία τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Κύριος ὑποσχέθηκε·
«᾿Εάν τις ἀγαπᾶ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ
πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν»35 ᾿Απόδοσις· ῞Οποιος
μὲ ἀγαπάει θὰ τηρήση τὸν λόγο μου. Κι ὁ Πατέρας μου θὰ τὸν ἀγαπήση, καὶ θὰ
ἔρθουμε σ᾿ Αὐτὸν καὶ θὰ κατοικήσουμε μαζί του.)
῏Ηταν μιὰ παλαιὰ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἡ ὁποία ἐδόθηκε τὸν καιρὸ τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης. Εἶπε· «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς».36 Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ᾿Απ. Παῦλος
διδάσκει· «῾Υμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος».37
Τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα κατοικεῖ στὶς ψυχές μας, κατὰ τὸν ῞Αγιο Κάλλιστο ᾿Αγγελικούδη.
῞Ο,τι εἶναι ἡ ψυχὴ γιὰ τὸ σῶμα εἶναι τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα γιὰ τὴν ψυχή. ῾Η ψυχὴ τῆς
ψυχῆς.38
῾Ο ῞Αγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ἐξηγεῖ μὲ ποιὸ τρόπο οἱ πιστοὶ ἔρχονται σὲ
κοινωνία μέ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα, πῶς λαμβάνουν τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα. Διδάσκει· «Εἶναι
ἀδύνατον νὰ λάβη κανεὶς τὸ Πανάγιο Πνεῦμα μὲ ἄλλο τρόπο, ἂν δὲν ἀποξενωθῆ
ὁλότελα ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου καὶ δὲν ἀφιερωθῆ στὴν ἐπιδίωξι τῆς
ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἐλευθερωθῆ ὁ νοῦς ἀπὸ ὅλες τὶς μέριμνες τῆς ὕλης καὶ
ἔτσι νὰ ἀξιωθῆ νὰ γίνη ἕνα πνεῦμα μὲ τὸν Κύριο, ὅπως λέει ὁ ᾿Απόστολος· “῞Οποιος
ἑνώνεται μὲ τὸν Κύριο, θὰ γίνη ἕνα Πνεῦμα μαζί Του” (Α´ Κορ. ς´ 17). ῾Η ψυχὴ
τώρα, ποὺ εἶναι δεμένη ἔστω καὶ μὲ κάτι τοῦ κόσμου τούτου καὶ ἕλκεται πρὸς αὐτό,
εἴτε πρόκειται γιὰ πλοῦτο, εἴτε γιὰ δόξα, εἴτε κοσμικὴ φιλία, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
διαφύγη καὶ νὰ περάση ἀπὸ τὸ σκότος τῶν πονηρῶν δυνάμεων».39.
Γι᾿ αὐτὸ θρηνοῦσαν ὅσοι ἔχαναν τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα.
῾Η ᾿Εκκλησία μᾶς διδάσκει νὰ προσευχώμεθα συνεχῶς, γιὰ νὰ σκηνώνη, νὰ
κατοικῆ στὴν ψυχή μας τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα.
«Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας ᾿Ελθὲ καὶ σκήνωσον ἐν
ὑμῖν» .
Ε. ᾿Ανάπαυσις τῆς ψυχῆς.
῾Ο Κύριος εἶπε· «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι· κἀγὼ
ἀναπαύσω ὑμᾶς»40.
«῎Αρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ
καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν».40α
Στὰ λόγια τοῦ Κυρίου διαπιστώνουμε μιὰ ἀντίφασι, μιὰ ἀντινομία. Μᾶς καλεῖ· ῎Αρατε
τὸν ζυγό μου καὶ θὰ εὕρετε ἀνάπαυσι. ῞Οπως κι ἀλλοῦ· π.χ. ὅτι οἱ πενθοῦντες θὰ
παρηγορηθοῦν, ὅτι οἱ πεινῶντες, οἱ διψῶντες θὰ χορτασθοῦν.
Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ὁ Θεὸς ἀναπαύει τὴν ψυχή, ἐνῶ ἡ ἁμαρτία τὴν κουράζει.
῾Ο Κύριος μᾶς ζητεῖ νὰ εἴμεθα κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῶν ἐντολῶν Του. ᾿Εν τούτοις, ἂν
καὶ ὀνομάζεται ζυγός, ὁ ζυγὸς αὐτὸς φέρει ἀνάπαυσι καὶ χαρὰ στὴν ψυχή.
ΣΤ. Κάθαρσις ψυχῆς
Τὴν ψυχὴ τὴν μολύνουν οἱ ἁμαρτίες. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ᾿Απ. Παῦλος ὁμιλεῖ γιὰ μολυσμὸ
σαρκὸς καὶ πνεύματος. Προτρέπει τοὺς πιστούς· «Καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ
παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ
Θεοῦ»41 ᾿Απόδοσις· ῍Ας καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ καθετί, ποὺ μολύνει
τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή καὶ ἂς ζήσουμε μιὰ ζωὴ ἁγία μὲ φόβο Θεοῦ.
῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει· «Τί ἐστι μολυσμὸς σαρκός; Μοιχεία,
πορνεία, ἀσέλγεια πᾶσα. Τί δὲ ψυχῆς; ᾿Ακάθαρτοι λογισμοὶ, ὡς τὸ ἐμβλέψαι
ἀκολάστοις ὀφθαλμοῖς, μνησικακίαι, δόλοι καὶ ὅσα τοιαῦτα».42 ᾿Απόδοσις· ᾿Αλλὰ
ποιὸς εἶναι ὁ μολυσμὸς τοῦ σώματος; Εἶναι ἡ μοιχεία, ἡ πορνεία, ἡ ἀσέλγεια. Καὶ
ποιός εἶναι ὁ μολυσμὸς τῆς ψυχῆς; Οἱ ἀκάθαρτες σκέψεις, ὅπως τὰ αἰσχρὰ
κοιτάγματα, ἡ μνησικακία, ὁ δόλος καὶ ὅλα τὰ παρόμοια.
᾿Απὸ τὸν καιρὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης οἱ δίκαιοι ἐζήτουν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς.
«᾿Επὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν
με»43. ᾿Απόδοσις· Πάλι καὶ πάλι πλύνε με ἀπὸ τὸν ρύπο τῆς διπλῆς παραβάσεως
τοῦ νόμου σου, στὴν ὁποία παρασύρθηκα, καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μου, ποὺ μὲ
κατέστησε μολυσμένο καὶ ἀκάθαρτο, καθάρισέ με, προσηύχετο ὁ ἁμαρτήσας Δαυΐδ.
῾Η Γραφὴ μᾶς διδάσκει μὲ ποιὸ τρόπο καθαρίζεται ἡ ψυχή·
α) Μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας.
῞Οπως λέγει ἡ ὡραία εὐχὴ τῆς ᾿Ακολουθίας τῆς Θ. Μεταλήψεως «Πλῦνόν με τοῖς
δάκρυσί μου, κάθαρον αὐτοῖς με, Λόγε»44. ᾿Απόδοσις· Μὲ τὰ δάκρυά μου λεύκανέ
με, πλύνε με μ᾿ αὐτὰ Χριστέ μου.
Μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας ἐξομολογεῖται ὁ Δαυΐδ·
«Διεξόδους ὑδάτων κατέδυσαν οἱ ὀφθαλμοί μου, ἐπεὶ οὐκ ἐφύλαξα τὸν νόμον
Σου»45. ᾿Απόδοσις· Σὲ πλῆθος δακρύων ἐπνίγησαν οἱ ὀφθαλμοί μου, ὁσάκις δὲν
ἐφύλαξα τὸν νόμο σου.
Γιὰ τὴν δύναμι τῶν δακρύων ὁμιλεῖ ἡ ῾Υμνολογία36 τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
«Παντοκράτορ Κύριε, οἶδα, πόσα δύνανται τὰ δάκρυα· ᾿Εζεκίαν γὰρ ἐκ τῶν πυλῶν
τοῦ θανάτου ἀνήγαγον· τὴν ἁμαρτωλὸν ἐκ τῶν χρονίων πταισμάτων ἐῤῥύσαντο· τὸν
δὲ Τελώνην, ὑπὲρ τὸν Φαρισαῖον ἐδικαίωσαν· καὶ δέομαι, σὺν αὐτοῖς ἀριθμήσας·
᾿Ελέησόν με».46
῾Η ᾿Εκκλησία διδάσκει, ὅτι τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, ἐφ᾿ ὅσον ὁδηγήσουν τὸν
ἄνθρωπο στὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως γιὰ νὰ λάβη τὴν ἄφεσι,
θεωροῦνται δεύτερο βάπτισμα.
Μὲ τὰ δάκρυα τοῦ κόπου καὶ τοῦ ἱδρῶτος τῆς πνευματικῆς ἐργασίας ὁ ἄνθρωπος
καλλιεργεῖ τὴν ἄγονο ψυχὴ γιὰ νὰ παρουσιάση καρποὺς πνευματικούς.
«Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας»47 ψάλλουμε,
ἐγκωμιαστικῶς γιὰ τοὺς ᾿Ασκητές.
β) Κυρίως μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἁγιασμὸ τῆς θείας Χάριτος.
῾Η σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου μᾶς ἐκαθάρισε ἀπὸ τὸν βόρβορο τῶν ἁμαρτιῶν. Γι᾿
αὐτὸ ὁ Παῦλος διεκήρυξε· «Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ
νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι»48. ᾿Απόδοσις· Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, θὰ
καθαρίση τὴ συνείδησί μας ἀπὸ τὰ ἔργα, ποὺ ὁδηγοῦν στὸ θάνατο, ἔτσι ὥστε νὰ
μποροῦμε νὰ λατρεύουμε τὸν ἀληθινὸ Θεό.
῾Ο Κύριος προσευχόμενος στὸν ᾿Επουράνιο Θεὸ Πατέρα κατὰ τὴν ἀρχιερατικὴ
προσευχή Του δηλώνει· «Καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν
ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ»49. ᾿Απόδοσις· καὶ γιὰ χάρι τους ἀφιερώνω καὶ προσφέρω
τὸν ἑαυτό μου σὲ σένα, ὥστε κι αὐτοί, μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἀλήθειας, νὰ εἶναι
ἀφιερωμένοι σὲ σένα.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ μεταλαμβάνουμε τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου μας «εἰς
ἄφεσιν ἁμαρτιῶν»50.
Ζ. ῾Η ψυχὴ ἀσθενεῖ, ὅταν τραυματίζεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ποιά ἡ νόσος τῆς ψυχῆς; Οἱ ἁμαρτίες, μᾶς ἀπαντοῦν οἱ θεοφόροι Πατέρες.
῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁρίζει τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς· «῾Υγεία μὲν ψυχῆς
εὐσέβεια, νόσος δὲ ἐσχάτη καὶ ἀρρωστία τὸ τὸν Θεὸν μὴ εἰδέναι»51. ᾿Απόδοσις·
῾Υγεία μὲν τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ εὐσέβεια, ἐνῶ χειροτέρα νόσος καὶ ἀρρώστια εἶναι ἡ
ἄγνοια τοῦ Θεοῦ.
Τὰ πάθη τῆς ψυχῆς θεωροῦνται ἀσθένειες αὐτῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ψυχὴ ἔχει ἀνάγκη
περιποιήσεως καὶ θεραπείας ἀπὸ τὰ τραύματά της.
Πῶς θεραπεύεται ἡ ψυχή; Μόνο μὲ τὴν θεία Χάρι.
Οἱ ἀσκητὲς πατέρες ἐπεδόθησαν στὸ ἔργο αὐτό. ῾Υπάρχουν ἐκεῖ πρακτικὲς
συμβουλὲς, γιὰ τὸ πῶς ὁ καθένας μπορεῖ νὰ θεραπεύση τὶς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς
του, μὲ τὴν καθοδήγησι τοῦ πνευματικοῦ πατρός του.
Γιὰ τὴν ἀνάγκη θεραπείας τῆς ψυχῆς, ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, μᾶς
διδάσκει· «Περὶ ψυχὴν ἅπασαν ἀναλώσωμεν τὴν ἐπιμέλειαν καὶ ταύτην παντὶ
θεραπεύσωμεν τρόπῳ... ῾Η τῆς ψυχῆς θεραπεία εὔωνος καὶ ἀδάπανος·... ῎Εξεστι
χωρὶς πόνων οὐχὶ σωμάτων, ἀλλὰ τῶν τῆς ψυχῆς τραυμάτων τὰ φάρμακα εὑρεῖν,
καὶ χωρὶς ὀδύνης τινὸς εἰς ὑγιείαν αὐτὴν ἐπαναγαγεῖν»52. Γιὰ τὴν ψυχὴ ἂς
ἐξαντλήσουμε ὅλη μας τὴν προθυμία καὶ αὐτὴ μὲ κάθε τρόπο ἂς φροντίσουμε... ῾Η
θεραπεία ὅμως τῆς ψυχῆς εἶναι φθηνὴ καὶ χωρὶς ἔξοδα... ᾿Ιδοὺ λοιπὸν σοῦ εἶναι
δυνατὸν χωρὶς κόπο νὰ εὕρης φάρμακα, ποὺ θεραπεύουν τὴν ψυχὴ καὶ χωρὶς
κανένα κόπο νὰ ἐπαναφέρης αὐτὴ στὴν ὑγεία.
Η. ῾Ηδονὴ ψυχῆς.
῞Οπως ὑπάρχουν οἱ ἡδονές τοῦ σώματος, ὑπάρχουν καὶ οἱ ἡδονὲς τῆς ψυχῆς.
Οἰκεῖες ἡδονὲς τῆς ψυχῆς εἶναι οἱ πνευματικὲς ἡδονές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες εὐχαριστεῖται
καὶ ἀγάλλεται ἡ ψυχή.
῾Η ψυχὴ χαίρεται μέ·
α. Τὴν ἐργασία ὅλων τῶν θείων ἐντολῶν.
β. Τὴν ἀπόκτησι ὅλων τῶν ἀρετῶν.
γ. Τὴν μελέτη τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, διότι σ᾿ αὐτὴ εὑρίσκεται ἄκρα ἀλήθεια καὶ ἄκρα
γλυκύτης.
δ. Τοὺς λόγους τῶν κτισμάτων· τὴν θεωρία τῆς κτίσεως καὶ τὴν ἀνακάλυψι τοῦ
σκοποῦ δημιουργίας της, τοὺς λόγους τῶν ὄντων.
ε. Τοὺς λόγους τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας, τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Κατὰ
τὴν διδασκαλία τῶν θεοφόρων Πατέρων τὸ μέγα μυστήριο τῆς εὐσεβείας· Πρῶτον
ὑπερβαίνει τὴν δημιουργία τοῦ ὁρατοῦ καὶ τοῦ ἀοράτου κόσμου. Δεύτερον σ᾿ αὐτὸ
διακρίνουμε τὶς τέσσερες ἰδιότητες ἢ ἀρετὲς τοῦ Θεοῦ ἤτοι α) τὴν ἄκρα ἀγαθότητα,
β) τὴν ἄκρα σοφία, γ) τὴν ἄκρα δικαιοσύνη, δ) τὴν ἄκρα δύναμι, παντοδυναμία. Καὶ
τρίτον, παραμένει ἀνεννόητο καὶ ἀσύλληπτο ἀπὸ κάθε διάνοια, εἴτε ἀγγέλων, εἴτε
ἀνθρώπων, εἴτε δαιμόνων.
στ. Τὴν θεωρία τῶν προσόντων τοῦ Θεοῦ ἢ τὶς ἀρετὲς τοῦ Θεοῦ.
Θ. Αὔξησις καὶ τελείωσις τῆς ψυχῆς.
Κατὰ διαφόρους τρόπους περιγράφονται οἱ πνευματικὲς ἡλικίες, οἱ ἡλικίες τῆς
ψυχῆς.
῾Ο ᾿Απ. Παῦλος διακρίνει τὶς ἑξῆς πνευματικὲς καταστάσεις·
α) Οἱ νήπιοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀλλάσσουν εὐκόλως φρόνημα· «ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι,
κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας»53. Δὲν θὰ
εἴμαστε πιὰ νήπια, δὲν θὰ κλυδωνιζόμαστε καὶ δὲν θὰ μᾶς πηγαίνει πέρα δῶθε ὁ
ἄνεμος κάθε διδασκαλίας.
β) Οἱ σαρκικοί, εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν φρόνημα ἁμαρτωλό· «ὅπου γὰρ ἐν ὑμῖν ζῆλος
καὶ ἔρις καὶ διχοστασίαι οὐχὶ σαρκικοί ἐστε καὶ κατ᾿ ἄνθρωπον περιπατεῖτε;»54.
᾿Αφοῦ ὑπάρχει μεταξύ σας ζηλοτυπία, φιλονικία καὶ διχόνοιες, αὐτὸ δὲ δείχνει ὅτι
εἶστε ἄνθρωποι αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ ὅτι συμπεριφέρεσθε, ὅπως οἱ ἄλλοι
ἄνθρωποι;
γ) Οἱ ψυχικοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ζοῦν ζωὴ ζωώδη «ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ
τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ»55.
δ) Οἱ πνευματικοί εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἄγονται - ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα· «ὁ δὲ
πνευματικὸς ἀνακρίνει πάντα»56.
Οἱ Νηπτικοί Πατέρες κατατάσσουν σὲ τρεῖς κατηγορίες τοὺς ἀγωνιζομένους·
Πρῶτοι οἱ ᾿Αρχάριοι, Δεύτεροι οἱ Μέσοι, Τρίτοι οἱ Τέλειοι.
῾Ο ῞Αγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ᾿Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, (14ος αἰών μ. Χ.)
ὁμιλεῖ γιὰ τρεῖς ἡλικίες·
α) τοὺς Καθαρμένους , β) τοὺς Φωτισμένους, γ) τοὺς Θεωμένους, στὸ ἔργο του
«Περὶ παθῶν καὶ ἀρετῶν καὶ περὶ τῶν τικτομένων ἐκ τῆς κατὰ νοῦν Σχολῆς»57.
῾Ο ῞Οσιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος, (εἶναι Στουδίτης. Ζῆ ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνος. Εἶναι
μαθητὴς τοῦ ῾Αγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου), διακρίνει τρεῖς τάξεις· τὴν
καθαρτική, τὴν φωτιστική, τὴν μυστικὴ τελειοποιητική58.
῾Ο ᾿Απ. Παῦλος ἀναφέρει γιὰ τὸ θέμα μας, ὅτι ὁ πιστὸς ἀγωνίζεται·
«Μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως
τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ
Χριστοῦ»59. ᾿Απόδοσις· ῎Ετσι θὰ καταλήξουμε ὅλοι στὴν ἑνότητα, ποὺ δίνει ἡ πίστις
καὶ ἡ βαθιὰ γνῶσις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, θὰ γίνουμε ὥριμοι καὶ θὰ φθάσουμε στὴν
τελειότητα, ποὺ μέτρο της εἶναι ὁ Χριστός.
῾Ο Οἰκουμένιος, ἑρμηνεύων τὸν βαθὺ τοῦτο ἀποστολικὸ λόγο διδάσκει· «῞Ινα γὰρ
μὴ ἀκούσας ἄνδρα τέλειον, καὶ μέτρον ἡλικίας, τὴν σωματικὴν νοήσης (ἡλικίαν),
ἐπήγαγε, τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ· ὥστε ἔλεγε· μέχρις οὗ εἰς τελειότητα
φθάσωμεν τῆς ὁλοτελοῦς τοῦ Χριστοῦ πίστεως καὶ γνώσεως. Οὐ γὰρ ὁ τυχὼν
γίνεται μέρος τοῦ ὅλου πληρώματος, ἤτοι τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ᾿ ὁ εἰς
ἄνδρα τέλειον τῆς ἐπιγνώσεως αὐτοῦ καταντήσας, καὶ εἰς μέτρον ἡλικίας ἀξίας τοῦ
πληρώματος τοῦ Χριστοῦ»60.
῾Ο ῞Αγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος μαρτυρεῖ, ὅτι δὲν εἶναι ἀδύνατον νὰ φθάση κάποιος
ἄνθρωπος σ᾿ αὐτὴ τὴν τελειότητα61. ῾Ο ἴδιος ἅγιος Πατὴρ διευκρινίζει καὶ
ἐπισημαίνει, ὅτι ὅσο κι ἂν προοδεύση κάποιος σὲ τελειότητα πρέπει πάντοτε νὰ
ταπεινώνεται, στοχαζόμενος, ὅτι εἶναι πολὺ μακρὰν τῆς ἀληθινῆς τελειότητος62.
Σκοπὸς τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος τοῦ πιστοῦ εἶναι νὰ γίνη «σύμμορφος τῆς εἰκόνος
τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ»63. ᾿Απόδοσις· νὰ γίνη ὅμοιος μὲ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ.
4. ῾Ο ἐχθρὸς δὲν παραιτεῖται.
Ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος γράφει στὸν μαθητή του Τιμόθεο, ὅτι «πάντες δὲ οἱ θέλοντες
εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ διωχθήσονται»64.
᾿Απόδοσις· ῞Ολοι ὅσοι θέλουν νὰ ζοῦν μὲ εὐσέβεια, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ, θὰ ἀντιμετωπίσουν διωγμούς.
῾Ο πιστὸς στὴ ζωή του καλεῖται νὰ ἀντιμετωπίση πολλοὺς πειρασμοὺς καὶ νὰ
ὑπομείνη θλίψεις καὶ δοκιμασίες. ᾿Αλλὰ δὲν πρέπει νὰ ἀπελπίζεται. ῾Ο Κύριος εἶπε·
«Θαρσεῖτε ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον»65.
᾿Εν συνεχείᾳ στὴ μικρὴ αὐτὴ μελέτη θὰ παραθέσω δύο κείμενα πατέρων τῆς
᾿Εκκλησίας μας, ποὺ δείχνουν τὴν πνευματικὴ πρόοδο, τὸ ἦθος, τὸν χαρακτῆρα τοῦ
τελείου χριστιανοῦ, τοῦ τελείου πιστοῦ.
Τὸ πρῶτον εἶναι τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου·
«Διὰ πασῶν ὅδευσον ἀμέμπτως τῶν ἡλικιῶν Χριστοῦ καὶ δυνάμεων, ὡς Χριστοῦ
μαθητής. ῾Αγνίσθητι, περιτμήθητι, περιελοῦ τὸ ἀπὸ γενέσεως κάλυμμα. Μετὰ τοῦτο
δίδαξον ἐν τῷ ἱερῷ, τοὺς θεοκαπήλους ἀπέλασον· λιθάσθητι, ἂν τοῦτο δέῃ παθεῖν·
λήσῃ τοὺς βάλλοντας, εὖ οἶδα, φεύξῃ καὶ διὰ μέσου αὐτῶν, ὡς Θεός. ῾Ο Λόγος γὰρ
οὐ λιθάζεται. ῍Αν ῾Ηρώδῃ προσαχθῇς, μηδὲ ἀποκριθῇς τὰ πλείω. Αἰδεσθήσεταί σου
καὶ τὴν σιωπὴν πλέον ἢ ἄλλων τοὺς μακροὺς λόγους. ῍Αν φραγγελωθῇς, καὶ τὰ
λειπόμενα ζήτησον. Γεῦσαι χολῆς, διὰ τὴν γεῦσιν· ὄξος ποτίσθητι, ζήτησον
ἐμπτύσματα, δέξαι ῥαπίσματα, κολαφίσματα· ἀκάνθαις στεφανώθητι τῷ τραχεῖ τοῦ
κατὰ Θεὸν βίου· περιβαλοῦ τὸ κόκκινον, δέξαι κάλαμον, προσκυνήθητι παρὰ τῶν
παιζόντων τὴν ἀλήθειαν. Τέλος συσταυρώθητι, συννεκρώθητι, συντάφηθι
προθύμως, ἵνα καὶ συναναστῇς καὶ συνδοξασθῇς καὶ συμβασιλεύσῃς, Θεὸν ὁρῶν
ὅσον ἐστί, καὶ ὁρώμενος, τὸν ἐν Τριάδι προσκυνούμενόν τε καὶ δοξαζόμενον, ὃν καὶ
νῦν τρανοῦσθαι ἡμῖν εὐχόμεθα, ὅσον ἐφικτὸν τοῖς δεσμίοις τῆς σαρκός, ἐν Χριστῷ
᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. ᾿Αμήν»66.
᾿Απόδοσις· Πέρασε χωρὶς μομφὴ ἀπὸ ὅλες τὶς ἡλικίες καὶ τὶς δυνάμεις τοῦ Χριστοῦ,
σὰν μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Καθαρίσου, κάμε περιτομή, ἀφαίρεσε τὸ κάλυμμα ποὺ
ἔχεις ἀπὸ τὴν δημιουργία. ῞Υστερα δίδαξε στὸ ἱερό, διῶξε ἀπ᾿ ἐκεῖ τοὺς
ἐμπορευομένους τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, ἄφησε νὰ σὲ λιθοβολήσουν, ἂν θὰ πρέπει νὰ
τὸ πάθης. Γνωρίζω καλά, ὅτι θὰ ξεφύγης ἀνάμεσα ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι σὲ
λιθοβολοῦν ὡσὰν Θεός. Διότι ὁ Λόγος δὲν λιθοβολεῖται. ῍Αν σὲ ὁδηγήσουν ἐμπρὸς
στὸν ῾Ηρώδη, μὴν τοῦ δώσης ἀπάντησι στὰ περισσότερα. Θὰ σεβασθῆ τὴν σιωπή
σου περισσότερο ἀπὸ ὅσο θὰ σεβασθῆ πολλοὺς λόγους τῶν ἄλλων. ῍Αν σὲ
μαστιγώσουν, ζήτησε νὰ ἐκτελέσουν ὁλόκληρη τὴν ποινή. Φρόντισε νὰ γευθῆς
χολή, πιὲς ξύδι, ζήτησε ἐμπτυσμούς, δέξου κτυπήματα καὶ ὕβρεις, στεφανώσου μὲ
τὰ ἀγκάθια τοῦ δύσκολου δρόμου τοῦ Θεοῦ, ἐνδύσου τὸ κόκκινο ἔνδυμα, δέξου τὸ
καλάμι, ἄφησε νὰ σὲ προσκυνήσουν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εἰρωνεύονται τὴν ἀλήθεια.
Τέλος, σταυρώσου μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, νεκρώσου μαζί Του, κατέβα πρόθυμα μαζί
Του στὸν τάφο, γιὰ νὰ δοξασθῆς καὶ νὰ συμβασιλεύσης μαζί Του. Βλέποντας, ὅσο
εἶναι δυνατὸν καὶ ὅπως μπορεῖς νὰ Τὸν ἰδῆς, τὸν Θεόν, ὁ ῾Οποῖος προσκυνεῖται ὡς
Τριάς, καὶ ὁ ὁποῖος εὐχόμεθα νὰ φανερωθῆ καθαρὰ καὶ σὲ μᾶς τώρα, ὅσο εἶναι
αὐτὸ δυνατόν γιὰ τοὺς αἰχμαλώτους στὴν σάρκα, μὲ τὴν χάρι τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ
τοῦ Κυρίου μας, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνας. ᾿Αμήν.
Τὸ δεύτερον εἶναι μιὰ ἐπιστολὴ τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου πρὸς τὸ
πνευματικό του υἱό, τὸν ᾿Επίσκοπο Κυριακό, ὁ ὁποῖος κι αὐτὸς εἶχε ἐξορισθῆ, ἀπὸ
τὴν βασίλισσα Εὐδοξία, ἐπειδὴ ἦταν μαθητής του. Τὸ κείμενο ἀποδεικνύει, ὅτι ὁ
῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ἦταν ζωντανὴ μαρτυρία αὐτῆς τῆς πνευματικῆς
ἐνηλικιώσεως καὶ ὡριμότητος. Τοῦ γράφει·
«Μὴ οὖν ἀθυμήσῃς μηδὲ ὀλιγωρήσῃς. Καὶ γὰρ ἐγώ ὅτε ἐξηλαυνόμην ἀπὸ τῆς
πόλεως, οὐδὲν τούτων οὐκ ἐφρόντιζον, ἀλλ᾿ ἔλεγον πρὸς ἑμαυτόν· Εἰ μὲν βούλεται
ἡ βασίλισσα ἐξορίσαι, ἐξορίσῃ με· “τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς”. Καὶ εἰ
βούλεται πρῖσαι, πρίσῃ με· τὸν ῾Ησαΐαν ἔχω ὑπογραμμόν. Εἰ θέλει εἰς τὸ πέλαγος
ἀκοντίσαι με, τὸν ᾿Ιωνᾶν ὑπομιμνῄσκομαι. Εἴ με θέλει εἰς κάμινον ἐμβαλεῖν, τοὺς
τρεῖς παῖδας ἔχω τοῦτο πεπονθότας. Εἴ με θέλει τοῖς θηρίοις βαλεῖν, τὸν Δανιὴλ ἐν
λάκκῳ τοῖς λέουσι βεβλημένον ὑπομιμνῄσκομαι. Εἰ θέλει με λιθάσαι, λιθάσῃ με· τὸν
Στέφανον ἔχω τὸν πρωτομάρτυρα. Εἰ θέλει τὴν κεφαλήν μου λαβεῖν, λάβῃ· ἔχω
᾿Ιωάννην τὸν βαπτιστήν. Εἰ θέλει τὰ ὑπάρχοντά μου λαβεῖν, λάβῃ αὐτά· “γυμνὸς
ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι”. ᾿Εμοὶ παραινεῖ ὁ
᾿Απόστολος· “πρόσωπον ἀνθρώπου ὁ Θεὸς οὐ λαμβάνει”, καί, “εἰ ἔτι”, φησίν,
“ἀνθρώποις ἤρεσκον, Χριστοῦ δοῦλος οὐκ ἂν ἤμην”. Καὶ ὁ Δαυΐδ καθοπλίζει με
λέγων, «ἐλάλουν ἐν τοῖς μαρτυρίοις σου ἐναντίον βασιλέων, καὶ οὐκ ᾐσχυνόμην...
᾿Αλλὰ πάντως λυπῇ, ἀδελφὲ Κυριακέ, ὅτι ἐκεῖνοι οἱ ἡμᾶς ἐξορίσαντες ἐπὶ τῆς
ἀγορᾶς παρρησιάζονται καὶ πλῆθος ἀκολουθεῖ δορυφόρων αὐτοῖς; ᾿Αλλὰ πάλιν
ὑπομνήσθητι τὸν πλούσιον καὶ τὸν Λάζαρον, ποῖος μὲν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι ἐθλίβη,
ποῖος δὲ ἀπήλαυσε. Τί ἔβλαψεν αὐτὸν ἡ πενία; Οὐχί ὁ ἀθλητὴς καὶ νικητὴς εἰς τοὺς
κόλπους ᾿Αβραὰμ ἀπηνέχθη; Τί δὲ ὠφέλησεν ἐκεῖνον ὁ πλοῦτος τὸν ἐν πορφύρᾳ
καὶ βύσσῳ ἀναπαυόμενον; Ποῦ οἱ ραβδοῦχοι; ποῦ οἱ δορυφόροι; ποῦ οἱ
χρυσοχάλινοι ἵπποι; ποῦ οἱ παράσιτοι καὶ ἡ βασιλικὴ τράπεζα; Οὐχί ὡς ληστὴς
δεδεμένος ἀπήγετο ἐν τῷ μνήματι, γυμνὴν τὴν ψυχὴν ἐκ τοῦ κόσμου ἐκφέρων καὶ
κράζει κενῇ τῇ φωνῇ, “πάτερ ᾿Αβραάμ, πέμψον Λάζαρον, ἵνα βρέξῃ τὸ ἄκρον τοῦ
δακτύλου αὐτοῦ καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶττάν μου, διότι δεινῶς ἀποτηγανίζομαι;” Μὴ
οὖν ἀθύμει, ἀλλὰ μνημόνευε τοῦ προφήτου λέγοντος· “μυκτηρισμὸν ἀνθρώπων μὴ
φοβεῖσθε, καὶ τῷ φαυλισμῷ αὐτῶν μὴ ἡττᾶσθε· ὥσπερ γὰρ ἔριον ὑπὸ σητός, οὕτω
βρωθήσονται, καὶ ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται”. Κατανόησον δὲ τὸν Δεσπότην, πῶς
εὐθὺς ἀπὸ τῶν σπαργάνων ἐδιώκετο καὶ εἰς βάρβαρον γῆν ἀπερρίπτετο, ὁ τὸν
κόσμον κατέχων, τύπος ἡμῖν γενόμενος τοῦ μὴ ἐκκακεῖν ἐν τοῖς πειρασμοῖς.
᾿Ανάμνησαι τὸ πάθος τοῦ Σωτῆρος, ὅσας ὕβρεις δι᾿ ἡμᾶς ὑπέμεινεν. Οἱ μὲν γὰρ
αὐτὸν Σαμαρείτην ἐκάλουν, οἱ δὲ δαιμονιῶντα, καὶ γαστρίμαργον καὶ
ψευδοπροφήτην. Λέγουσι γάρ· “ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης”, καί, ὅτι “ἐν
τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια”. Τί δὲ ὅτε ἦγον αὐτὸν κρημνίσαι καὶ
ὅτε εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐνέπτυον; Τί δὲ ὅτε τὴν χλαμύδα αὐτῷ περιετίθουν καὶ
ὅτε ἐμπαίζοντες καὶ πᾶν εἶδος χλεύης αὐτῷ ἐπάγοντες, τί δὲ ὅτε ραπίσματα αὐτῷ
ἐδίδουν; ὅτε ὄξος καὶ τὴν χολὴν αὐτὸν ἐπότιζον; ὅτε τῷ καλάμῳ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ
ἔτυπτον, καὶ ὅτε περιῆγον αὐτὸν οἱ αἱμοβόροι ἐκεῖνοι κύνες; Τί δὲ ὅτε ἐπὶ τὸ πάθος
ἤγετο γυμνὸς καὶ πάντες αὐτὸν κατέλιπον οἱ μαθηταί, καὶ ὁ εἷς μὲν αὐτὸν
προέδωκεν, εἷς δὲ ἠρνήσατο, οἱ δὲ ἄλλοι ἐδραπέτευσαν καὶ μόνος εἰστήκει γυμνὸς
ἐν μέσῳ τῶν ὄχλων ἐκείνων; ῾Εορτὴ γὰρ ἦν ἡ ἅπαντας συνάγουσα τότε· καὶ ὅτε ὡς
πονηρὸν ἐν μέσῳ κακούργων αὐτὸν ἐσταύρωσαν καὶ ἄταφος ἐκρέματο καὶ οὔτε
κατήνεγκαν αὐτὸν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ, ἕως οὗ τις αὐτὸν ἐξῃτήσατο, ἵνα αὐτὸν θάψῃ;
Μνήσθητι ὅτι ταφῆς οὐκ ἠξιώθη, καὶ ὅτι ψόγον πονηρὸν κατ᾿ αὐτοῦ ἀπεφήναντο, καὶ
ὅτι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἔκλεψαν αὐτὸν καὶ οὐκ ἀνέστη.
»῾Υπομνήσθητι δὲ καὶ τοὺς ἀποστόλους, ὅτι πανταχόθεν ἐδιώκοντο καὶ
κατεκρύπτοντο, ἐν ταῖς πόλεσι μὴ δυνάμενοι φανῆναι· πῶς ὁ Πέτρος παρὰ Σίμωνι
τῷ βυρσεῖ κατεκρύπτετο, καὶ ὁ Παῦλος παρὰ τῇ πορφυροπώλιδι γυναικί, ὅτι οὐκ
εἶχον παρὰ τοῖς πλουσίοις παρρησίαν. ᾿Αλλ᾿ ὕστερον πάντα ὁμαλὰ ἐγένετο αὐτοῖς.
Οὕτω καὶ νῦν μὴ ἀθυμήσῃς. ῎Ηκουσα γὰρ κἀγὼ περὶ τοῦ λήρου ἐκείνου τοῦ
᾿Αρσακίου, ὃν ἐκάθισεν ἡ βασίλισσα ἐν τῷ θρόνῳ, ὅτι ἔθλιψε τοὺς ἀδελφοὺς ὅλους
μὴ θέλοντας αὐτῷ κοινωνῆσαι· πολλοὶ δὲ αὐτῶν δι᾿ ἐμὲ καὶ ἐν τῇ φυλακῇ
ἐναπέθανον. ῾Ο γὰρ προβατόσχημος ἐκεῖνος λύκος, ὁ σχῆμα μὲν ἔχων ἐπισκόπου,
μοιχὸς δὲ ὑπάρχων, ὡς γὰρ ἡ γυνὴ μοιχαλὶς χρηματίζει, ἡ ζῶντος τοῦ ἀνδρὸς ἑτέρῳ
συναφθεῖσα, οὕτω καὶ οὗτος μοιχός ἐστιν, οὐ σαρκός, ἀλλὰ πνεύματος· ζῶντος γὰρ
ἐμοῦ ἤρπασέ μου τὸν θρόνον τῆς ᾿Εκκλησίας»67.
᾿Απόδοσις· Μὴ λιποψυχήσης λοιπὸν οὔτε νὰ ἀμελήσης. Γιατὶ κι ἐγώ, ὅταν
ἀπομακρυνόμουν ἀπὸ τὴν πόλι, γιὰ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν φρόντιζα, ἀλλὰ ἔλεγα στὸν
ἑαυτό μου. ᾿Εὰν θέλη ἡ βασίλισσα νὰ μὲ ἐξορίση, νὰ μὲ ἐξορίση· “τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ
γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς”. Καὶ ἐὰν θέλει νὰ μὲ πριονίση, νὰ μὲ πριονίση· ἔχω γιὰ
ὑπόδειγμα τὸν ῾Ησαΐα. ᾿Εὰν θέλη νὰ μὲ πετάξη στὸ πέλαγος, φέρνω στὴ μνήμη μου
τὸν ᾿Ιωνᾶ. ᾿Εὰν θέλη νὰ μὲ ρίξη στὴν κάμινο τοῦ πυρός, ἔχω τοὺς τρεῖς παῖδες ποὺ
ἔπαθαν τὸ ἴδιο. ᾿Εὰν θέλη νὰ μὲ ρίξη στὰ θηρία, θυμᾶμαι τὸν Δανιὴλ ριγμένο στὸ
λάκκο μὲ τὰ λιοντάρια. ᾿Εὰν θέλη νὰ μὲ λιθοβολήση, νὰ μὲ λιθοβολήση· τὸν Στέφανο
ἔχω παράδειγμα τὸν πρωτομάρτυρα. ᾿Εὰν θέλη νὰ πάρη τὸ κεφάλι μου, νὰ τὸ
πάρη· ἔχω παράδειγμα τὸν βαπτιστὴ ᾿Ιωάννη. ᾿Εὰν θέλη νὰ πάρη τὰ ὑπάρχοντά
μου, νὰ τὰ πάρη· “γυμνὸς βγῆκα ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας μου, γυμνὸς καὶ θὰ
φύγω”. ᾿Εμένα μὲ συμβουλεύει ὁ ᾿Απόστολος λέγοντας· “ὁ Θεὸς δὲν λαμβάνει
ὑπόψι του τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου”· καὶ “ἐὰν ζητοῦσα ἀκόμα νὰ εἶμαι ἀρεστὸς
στοὺς ἀνθρώπους, δὲν θὰ ἤμουν δοῦλος τοῦ Χριστοῦ”. Καὶ ὁ Δαβὶδ μὲ ὁπλίζει καλὰ
λέγοντας· “μιλοῦσα γιὰ τὶς ἐντολές σου μπροστὰ σὲ βασιλεῖς καὶ δὲν φοβόμουν”.
᾿Αλλὰ σὲ στενοχωρεῖ, ἀδελφὲ Κυριακέ, τὸ ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς ἐξόρισαν μιλοῦν μὲ
παρρησία στὴν ἀγορὰ καὶ τοὺς ἀκολουθεῖ πλῆθος δορυφόρων; Καὶ πάλι θυμήσου
τὸν πλούσιο καὶ τὸν Λάζαρο, ποιός ἀπὸ αὐτοὺς δοκίμασε θλίψεις στὴν ἐδῶ ζωὴ καὶ
ποιός πέρασε μὲ ἀπολαύσεις. Σὲ τί ἔβλαψε τὸν πρῶτο ἡ φτώχεια; Δὲν μεταφέρθηκε
ὁ ἀθλητὴς καὶ νικητὴς στοὺς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ; Καὶ σὲ τί ὠφέλησε ὁ πλοῦτος
τὸν ἄλλο, ποὺ ἀναπαυόταν σὲ πορφυρὰ καὶ λινὰ ἐνδύματα; Ποῦ πῆγαν οἱ
ραβδοῦχοι; Ποῦ πῆγαν οἱ σωματοφύλακες; Ποῦ πῆγαν τὰ ἄλογα μὲ τὰ χρυσὰ
χαλινάρια; Ποῦ πῆγαν οἱ ὁμοτράπεζοι καὶ τὸ βασιλικὸ τραπέζι; Δὲν μεταφερόταν στὸ
μνῆμα δεμένος σὰν ληστής, βγάζοντας τὴν ψυχή του γυμνή ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ
φωνάζοντας μὲ τὴν ὑπόκωφη φωνή του, “πάτερ ᾿Αβραάμ, στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ
βρέξη τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του καὶ νὰ δροσίση τὴ γλώσσα μου, γιατὶ τηγανίζομαι
φοβερά”;
Μὴ στενοχωρεῖσαι λοιπὸν, ἀλλὰ νὰ θυμᾶσαι τὸν Προφήτη, ποὺ λέει· “μὴ φοβᾶστε
τὸν ἐμπαιγμὸ τῶν ἀνθρώπων καὶ μὴ ὑποχωρῆτε στὴν καταφρόνησι αὐτῶν. Γιατί,
ὅπως τὸ μαλλὶ τρώγεται ἀπὸ τὸν σκόρο, ἔτσι θὰ φαγωθοῦν καὶ θὰ παλιώσουν σὰν
ἱμάτιο”. Σκέψου καὶ τὸν Δεσπότη, πῶς ἀκόμα ἀπὸ τὰ σπάργανά του διωκόταν καὶ
ἐξοριζόταν σὲ βάρβαρη χώρα, αὐτὸς ποὺ κατέχει τὸν κόσμο, γινόμενος ὑπόδειγμα
στὸ νὰ μὴ λιποψυχοῦμε στὶς δοκιμασίες. Θυμήσου τὸ πάθος τοῦ Σωτῆρος, πόσες
ταπεινώσεις ὑπέμεινε γιὰ χάρι μας, ἀφοῦ ἄλλοι τὸν ἀποκαλοῦσαν Σαμαρείτη, καὶ
ἄλλοι δαιμονιζόμενο καὶ λαίμαργο καὶ ψευδοπροφήτη. Γιατὶ ἔλεγαν· “νὰ ἄνθρωπος
λαίμαργος καὶ πότης” καὶ ὅτι “στὸ ὄνομα τοῦ ἄρχοντα τῶν δαιμονίων βγάζει τὰ
δαιμόνια”. Τί πάλι πάθαινε ὅταν πῆγαν νὰ Τὸν κρημνίσουν καὶ ὅταν ἔφτυναν στὸ
πρόσωπό Του; Καὶ τί ὅταν Τοῦ φοροῦσαν τὴ χλαμύδα καὶ Τὸν στεφάνωναν μὲ
ἀγκάθια καὶ τὸν προσκυνοῦσαν κοροϊδεύοντάς Τον καὶ προκαλῶντας Του κάθε
εἴδους ἐμπαιγμό, καὶ τί ὅταν Τοῦ ἔδιναν ραπίσματα, ὅταν Τὸν πότιζαν ξύδι καὶ χολή,
ὅταν χτυποῦσαν τὸ κεφάλι Του μὲ τὸ καλάμι καὶ ὅταν Τὸν περιέφεραν ἐδῶ κι ἐκεῖ
ἐκεῖνα τὰ αἱμοβόρα σκυλιά; Καὶ τί ὅταν Τὸν ὁδηγοῦσαν γυμνὸ στὸ πάθος καὶ ὅλοι οἱ
μαθητές Του τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει καὶ ἕνας Τὸν πρόδωσε, ἄλλος πάλι Τὸν
ἀρνήθηκε καὶ οἱ ἄλλοι δραπέτευσαν καὶ στεκόταν μόνος γυμνὸς ἀνάμεσα σ᾿ ἐκεῖνο
τὸν ὄχλο; Γιατὶ ἡ γιορτὴ ἦταν ἐκείνη ποὺ τοὺς εἶχε τότε συγκεντρώσει ὅλους. Καὶ
ὅταν Τὸν σταύρωσαν, σὰν κακοῦργο ἀνάμεσα σὲ κακούργους, καὶ κρεμόταν ἄταφος
καὶ οὔτε Τὸν κατέβασαν ἀπὸ τὸ σταυρό, μέχρι ποὺ κάποιος ζήτησε γιὰ νὰ Τὸν
θάψη; Θυμήσου ὅτι δὲν ἀξιώθηκε νὰ ταφῆ καὶ ὅτι ἐξεστόμισαν ἐναντίον Του βαρειὰ
κατηγορία, καὶ ὅτι Τὸν ἔκλεψαν οἱ μαθητές Του καὶ δὲν ἀναστήθηκε.
»Θυμήσου ἐπίσης καὶ τοὺς ᾿Αποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ παντοῦ ἐδιώχνονταν καὶ
ἐκρύβονταν μὴ μπορῶντας νὰ ἐμφανισθοῦν μέσα στὶς πόλεις. Θυμήσου ὅτι ὁ
Πέτρος κρυβόταν στὸν Σίμωνα τὸν βυρσοδέψη καὶ ὁ Παῦλος στὴ γυναίκα, ποὺ ἦταν
ἔμπορος πορφυρῶν ὑφασμάτων, γιατὶ δὲν εἶχαν θάρρος νὰ προσφύγουν σὲ
πλούσιους. ῞Ομως ὕστερα ὅλα ἐξελίχθηκαν ὁμαλὰ γι᾿ αὐτούς. ῎Ετσι καὶ τώρα νὰ μὴ
στενοχωρῆσαι. Γιατὶ ἄκουσα κι ἐγὼ γιὰ ἐκεῖνον τὸν φλύαρο ᾿Αρσάκιο, τὸν ὁποῖο
ἐγκατέστησε στὸ θρόνο ἡ βασίλισσα, ὅτι πίεσε ὅλους τοὺς ἀδελφούς, ποὺ δὲν
ἤθελαν νὰ ἔχουν κοινωνία μαζί του. Μάλιστα πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς γιὰ μένα πέθαναν
καὶ στὴ φυλακή. Γιατὶ ἐκεῖνος ὁ προβατόσχημος λύκος, ἔχει βέβαια σχῆμα
ἐπισκόπου, ἀλλὰ εἶναι μοιχός· γιατί, ὅπως ἡ γυναίκα χαρακτηρίζεται μοιχαλίδα ὅταν,
ἐνῶ ζεῖ ὁ ἄνδρας της, συνάπτει σχέσεις μὲ ἄλλον ἄνδρα, ἔτσι καὶ αὐτὸς εἶναι μοιχός,
ὄχι σαρκικὸς ἀλλὰ πνευματικός, διότι, ἐνῶ ἐγὼ ζῶ, μοῦ ἅρπαξε τὸ θρόνο τῆς
᾿Εκκλησίας.
᾿Επίλογος
Ο μέγας Βασίλειος συνεβούλευε τοὺς ἀνεψιούς του, ὅτι πρέπει νὰ ἐπιμελοῦνται τῆς
ψυχῆς τους. ῎Εγραψε· «Τῆς ψυχῆς ἐπιμέλειαν ἔχειν, πᾶσαν σχολὴν ἀπὸ τῶν ἄλλων
ἅγοντας»68. ᾿Απόδοσις· νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴν ψυχή μας, ἀφοῦ ἐντελῶς
σχολάζουμε ἀπὸ τὶς ἄλλες φροντίδες.
῾Ο ἴδιος ἅγιος Πατέρας καὶ φωτισμένος διδάσκαλος προτρέπει ὅλους μας·
«“Πρόσεχε σεαυτῷ”· τοὐτέστι, τῇ ψυχῇ σου. Ταύτην κατακόσμει καὶ ταύτης
ἐπιμελοῦ, ὥστε πάντα μὲν τὸν ἐκ τῆς πονηρίας ἐπιγινόμενον αὐτῇ ῥύπον
ἀποικονομεῖσαι διὰ τῆς προσοχῆς, πᾶν δὲ τὸ ἀπὸ κακίας αἶσχος ἀποκαθαίρεσθαι,
παντὶ δὲ τῷ ἐξ ἀρετῆς κάλλει κατακοσμεῖν αὐτὴν καὶ φαιδρύνειν. ῾Υπερόρα σαρκός,
παρέρχεται γάρ· ἐπιμελοῦ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου»69. ᾿Απόδοσις· ᾿Αλλὰ
πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου· δηλαδὴ τὴν ψυχή σου. Αὐτὴ στόλιζε καὶ αὐτὴ φρόντιζε,
ὥστε μὲ τὴν προσοχὴ νὰ κατορθώνης νὰ τὴν ἀπαλάσσης ἀπὸ ὁλόκληρο τὸν ρύπο,
ποὺ ἐπικάθεται σ᾿ αὐτὴ ἀπὸ τὴν πονηρία· νὰ ἀποκαθαίρεται κάθε αἶσχος κακίας καὶ
νὰ τὴν κοσμῆς καὶ νὰ τὴν φαιδρύνης μὲ ὅλο τὸ κάλλος τῆς ἀρετῆς. Νὰ περιφρονῆς
τὴν σάρκα, διότι παρέρχεται. Νὰ ἐπιμελῆσαι τὴν ψυχή, διότι εἶναι πρᾶγμα ἀθάνατον.

You might also like