Υστεροβυζαντινή Θεσσαλονίκη (1204-1430)

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 44

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Διπλωματική Εργασία

Υστεροβυζαντινή Θεσσαλονίκη (1204‐1430)

της
Δήμητρας Πούλογλου
Επιβλέπων Καθηγητής‫ ׃‬Ιωάννης Σμαρνάκης

Σεπτέμβριος 2017
1

Πίνακας περιεχομένων

Πίνακας περιεχομένων‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐1

Κεφάλαιο 1. Τα πολιτικά γεγονότα‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐2

Κεφάλαιο 2. Η παροχή των προνομίων‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐12

Κεφάλαιο 3. Η οικονομία‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐15

Κεφάλαιο 4. Οι κοινωνικές διεργασίες‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐25

Κεφάλαιο 5. Ο αστικός χώρος‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐30

Επίλογος‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐38

Βιβλιογραφία‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐42
2

Κεφάλαιο 1. Τα πολιτικά γεγονότα

Η προνομιακή και νευραλγική θέση της Θεσσαλονίκης υπήρξε σημαντικός παράγοντας για
την εξέλιξή της και σφράγισε τη μοίρα της. Την ανέδειξε ως το σπουδαιότερο πολιτικό,
οικονομικό και στρατιωτικό κέντρο της αυτοκρατορίας στη Βαλκανική. Παρά όμως τη
σπουδαιότητά της και του πρωταγωνιστικού πολλές φορές ρόλου της στα πολιτικά και
στρατιωτικά γεγονότα, 1η Θεσσαλονίκη θα παραμείνει για τους Βυζαντινούς μια επαρχιακή
πόλη στη σκιά της πρωτεύουσας. Από τις αρχές του 8ο αι. ξεχωρίζει ως η δεύτερη
σημαντικότερη πόλη της βυζαντινής αυτοκρατορίας, εξαιτίας της ζωηρότητας και της ευζωίας
της και από τότε αναπτύσσει αντιπαλότητα προς την Κωνσταντινούπολη για να αποδεσμευτεί
από την εξουσία της, διαμορφώνοντας διαφορετικό εναλλακτικό καθεστώς. 2
Το 1180 ο Ρενιέ Αλεραμίκι Μομφερρατικός, γιος του Γουλιέλμου Ε´, νυμφεύεται τη Μαρία
Κομνηνή κόρη του Μανουήλ Α´ και λαμβάνει ως επιχορήγηση τη διοίκηση της Θεσσαλονίκης
και της ενδοχώρας της. Η περιοχή εξελίσσεται σε «Βασίλειο της Θεσσαλονίκης» και
εμφανίζεται ως ανεξάρτητο πολιτικό κέντρο. Ο Ρενιέ αποκτά τον τίτλο του Καίσαρα, ορίζεται
συναυτοκράτορας και διοικεί την πόλη κατά τα έτη 1180‐1183.3 Από τότε η ιταλική
αριστοκρατική οικογένεια των Αλεραμίκι, που κυβερνά το Δουκάτο των Μονφερρά φιλοδοξεί
να αξιώνει τη διοίκηση της πόλης θεωρώντας την ιδιοκτησία της. Ένας δεύτερος γάμος
κανονίζεται μεταξύ του Κόνραντ Αλεραμίκι, αδελφού του Ρενιέ και της Θεοδώρας, αδελφής
του αυτοκράτορα Ισαάκ Β´ Αγγέλου.4 Το 1185 η πόλη κατακτιέται από το βασιλιά της Σικελίας
Γουλιέλμο.5
Το 1204 ακολουθώντας την πτώση και του Ρενιέ και του Κόνραντ, η Θεσσαλονίκη
διεκδικείται από τον ηγέτη της τέταρτης σταυροφορίας ως μερίδιο από τα λάφυρα αυτής,
τον τρίτο αδελφό, το Βονιφάτιο Β´ Μομφερρατικό, που ανακηρύσσεται βασιλιάς.6 Αποτελεί
ένα από τα τέσσερα λατινικά κράτη που προκύπτουν από τον διαμερισμό της βυζαντινής
επικράτειας αποτέλεσμα της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης και7 περιλαμβάνει τις
γειτονικές περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας.8 Ως το 1207 διοικείται από το
Βονιφάτιο, τον οποίο ο λαός καλωσορίζει και προτιμά από την αφερέγγυα κυβέρνηση της
Κωνσταντινούπολης.9 Επιπλέον, από αυτόν κι όχι από τον αυτοκράτορα εξαρτώνται άμεσα οι
ηγεμόνες περιοχών της κεντρικής και νότιας Ελλάδας, που βρίσκονται σε πολύ χαλαρή σχέση
με την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, το κράτος του Βαλδουίνου.10 Ο Βονιφάτιος

1
Αλκμήνη Σταυρίδου‐Ζαφράκα, «Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη», lyk‐n‐moudan.chal.sch.gr/Downloads/Yliko/
Zafraka_Byzantinh_Thessalonikh.pdf, 21‐7‐2017, σελ.1‐2.
2
John W. Barker, «Late Byzantine Thessalonike: A Second City´s Challenges and Responses», στο Symposium on
Late Byzantine Thessalonike, (Washington, 2003), σελ. 8‐9.
3
Ό. π., σελ. 10.
4
Τeresa Shawcross, «Mediterranean Encounters Before the Renaissance Byzantine and Italian Political Thought
Concerning the Rise of Cities»,στο Renaissance Encounters, Greek East and Latin West, επιμ. Marina S.
Brownlee, Dimitri H. Gondicas, (Leiden‐Boston, 2013), σελ. 61, 87.
5
Ελένη Τούντα, Η Δ´ Σταυροφορία (1204) ανάμεσα στην Ιστορία και την Ιστοριογραφία, (Αθήνα, 2013), σελ.
14.
6
Shawcross, «Mediterranean Encounters», σελ. 87.
7
Νικόλαος. Θ. Γεωργιάδης, Επίτομη Ιστορία της Ύστερης Βυζαντινής Περιόδου (1204‐1461), (Κομοτηνή 2016),
σελ. 19.
8
Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, μτφ Ιωάννης Παναγόπουλος, (Αθήνα 1978), τ. Α, Β, Γ,
σελ. 289.
9
Barker, «Late Byzantine Thessalonike», σελ. 11‐14.
10
Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, σελ. 290.
3

νυμφεύεται τη χήρα του Ισαάκ Β´ Αγγέλου και αποκτά γιο που τον βαπτίζει Δημήτριο προς
τιμή του Αγίου προστάτη της πόλης.11 Στη συνέχεια, όταν σκοτώνεται κατά την πολιορκία της
πόλης από τους Βούλγαρους, η χήρα του συγκροτεί αδύναμη κυβέρνηση στο όνομα του γιού
της Δημητρίου, διοικεί και επιζητά τη βοήθεια της δυτικής Ευρώπης για να αντιμετωπίσει
τους Έλληνες πολιορκητές, όπως ενεργούν και οι μεταγενέστεροι ηγεμόνες της
Κωνσταντινούπολης Βαλδουίνος Β´, Ιωάννης Ε´ (1341‐1391), Μανουήλ Β´ (1391‐1425) και
Ιωάννης Η´ (1425‐1448). Η Θεσσαλονίκη στη διάρκεια της βασιλείας του Βονιφάτιου και του
γιού του αναπτύσσεται με επάρκεια αγαθών και αντιτάσσεται στην εξουσία της
Κωνσταντινούπολης, φανερώνοντας τις αποσχιστικές τάσεις της.
Προσωρινά τελειώνει η σύνδεσή της Θεσσαλονίκης με το Δουκάτο των Μονφερράτ,12 όταν
στα τέλη του 1224 ύστερα από μακρά πολιορκία καταλαμβάνεται από το Θεόδωρο Άγγελο
Δούκα Κομνηνό, Δεσπότη της Ηπείρου,13 ο οποίος έχει αρχίσει έναν μεγαλόπνοο πόλεμο
εναντίον των Λατίνων. 14 Αναδεικνύεται «βασιλεύουσα» με οργανωμένη αυλή, σύγκλητο,
διοίκηση και ιεραρχία.15 Ο Θεόδωρος στέφεται «βασιλιάς της Θεσσαλονίκης» και
«αυτοκράτορας των Ρωμαίων» στον καθεδρικό ναό της στις αρχές του 1225. Ο Δημήτριος και
ο ετεροθαλής αδελφός του Γουλιέλμος επιχειρούν να την ανακαταλάβουν, όμως
αποτυγχάνουν. Ο Δημήτριος πεθαίνει το 1227 και κληροδοτεί τον τίτλο στον Ιωάννη Γ´
Βατατζή, αλλά οι Λατίνοι χορηγούν τη διοίκηση στο γιο του Γουλιέλμου Βονιφάτιο Γ´ και
στους απογόνους του. Η επιχορήγηση συνεχίζεται για αρκετές γενιές της οικογένειας των
Μονφερρά, μέλη της οποίας κατέχουν τον τίτλο του βασιλιά της πόλης. Επίσης, υπάρχουν κι
άλλοι Δυτικοί διεκδικητές που επιτίθενται με στρατό στις επαρχίες, γεγονός που
καταδεικνύει ότι οι δυτικοί αξιώνουν βυζαντινά δικαιώματα. Μετά την τύφλωση του
Θεόδωρου Άγγελου από τον βασιλιά των Βουλγάρων το 1230, η δυναστεία των Αγγέλων
καθίσταται επισφαλής και η Θεσσαλονίκη διοικείται από συναυτοκράτορες για να
διατηρηθεί ο έλεγχος της. Διορίζονται σ´ αυτήν οι: Δεσπότης Μανουήλ 1230‐1241, αδελφός
του Θεόδωρου, Δεσπότης Ιωάννης 1242‐1244, γιος του Θεόδωρου, Δεσπότης Δημήτριος
1244‐1246, γιος του Μανουήλ. Τελικά, προσπαθώντας να αποκαταστήσει τη Βυζαντινή
Αυτοκρατορία, ο Ιωάννης Γ´ Βατάτζης 16 ως γαμπρός και διάδοχος του Θεόδωρου Α΄
Λάσκαρη, αυτοκράτορα της Νίκαιας,17 αφού επεκτείνει την κυριαρχία του στη Θράκη και στη
Μακεδονία, στρέφεται με επιτυχία εναντίον της Θεσσαλονίκης, όπου οι αδύναμοι απόγονοι
του τυφλωμένου Θεοδώρου διαδέχονται ο ένας τον άλλο. Εισέρχεται σε αυτήν το Δεκέμβριο
του 1246, χωρίς καμιά αντίσταση και με την υποστήριξη μιας ισχυρής αντιπολιτεύσεως, που
προσμένει την άφιξή του. Από τότε στη Θεσσαλονίκη διαμένει ως γενικός διοικητής των
ευρωπαϊκών κτήσεων της αυτοκρατορίας της Νίκαιας ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος.18
Ο Μιχαήλ Η΄ μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, θέλοντας να ισχυροποιήσει τη
δυναστεία των Παλαιολόγων, προχωρά στη στέψη του γιου του Ανδρόνικου Β΄ ως
συναυτοκράτορα το 1272 και καθορίζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες του, που
αφορούν και το προνόμιο να κρατά χρυσή βακτηρία και να υπογράφει με κόκκινη μελάνη. Η
παραχώρηση δικαιωμάτων και αρμοδιοτήτων χορηγεί στον νέο συναυτοκράτορα τη
δυνατότητα να αποκτήσει κυβερνητική πείρα και του διασφαλίζει το δικαίωμα της διαδοχής
11
Shawcross, «Mediterranean Encounters», σελ. 87.
12
Barker, «Late Byzantine Thessalonike», σελ.11‐14.
13
Πίτερ Λοκ, Οι Φράγκοι στο Αιγαίο 1204‐1500, μτφ. Γιώργος Κουσουνέλος, (Αθήνα, 1998), σελ. 31.
14
Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, σελ. 295.
15
Σταυρίδου‐Ζαφράκα, «Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη», σελ. 7.
16
Barker, «Late Byzantine Thessalonike», σελ. 11‐13.
17
Γεωργιάδης, Επίτομη Ιστορία, σελ. 42.
18
Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, σελ. 299.
4

στο βυζαντινό θρόνο.19 Η συνεχώς αυξανόμενη σημασία του συναυτοκράτορα αποτελεί


χαρακτηριστικό φαινόμενο της εποχής των Παλαιολόγων και από τυπική άποψη αφορά την
ισοτιμία των τίτλων του πρώτου αυτοκράτορα και του συναυτοκράτορα, επειδή από τότε τον
τίτλο του βασιλιά και του αυτοκράτορα μπορεί να φέρει όχι μόνο ο ίδιος ο πρώτος
αυτοκράτορας, αλλά με τη συγκατάθεσή του και ο πρώτος συναυτοκράτορας και μόνο αυτός,
εφ' όσον μόνο αυτός είναι ο διάδοχος του θρόνου.20 Η ισοτιμία αυτή, η εδαφική ασυνέχεια
και η χαλάρωση των δεσμών ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τις επαρχίες κατά την
Παλαιολόγεια περίοδο οδηγούν στην πολιτική αποσύνθεση και στην αυτονόμηση περιοχών
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Συνέπειες της πολιτικής αποσύνθεσης της αυτοκρατορίας
είναι η αποκέντρωση, η εξασθένιση και η μετατροπή της κεντρικής εξουσίας σε συλλογική
εξουσία της αυτοκρατορικής δυναστείας. Παράλληλα, η διαμονή σε πόλεις της
Αυτοκρατορίας μελών της δυναστείας των Παλαιολόγων και οι προσωπικές τους φιλοδοξίες
προκαλούν προβλήματα κρατικής συνοχής. Επίσης, με αποφάσεις των αυτοκρατόρων
συναυτοκράτορες και μέλη των οικογενειών των Παλαιολόγων και των Καντακουζηνών
διορίζονται διοικητές των αυτόνομων περιοχών της Αυτοκρατορίας, όπως ο Ιωάννης Ε΄
Παλαιολόγος στη Θεσσαλονίκη το 1350. 21
Ο Ανδρόνικος Β´(1282‐1328) γιος του Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγου, ως χήρος αυτοκράτορας,
επιζητώντας να επιλύσει το πρόβλημα της επιχορήγησης της Θεσσαλονίκης, διαφορετικά, της
εκχώρησης του τίτλου του βασιλιά και της διοίκησης της σε μέλη της λατινικής Δυναστείας
των Μονφερρά,22 νυμφεύεται τη Γιολάντα Αλεραμίκι (Ειρήνη), την κόρη του Γουλιέλμου Ζ´
των Μονφερρά, λαμβάνοντας τον τίτλο του Βασιλείου ως τμήμα της προίκας. Παρά τις
προσπάθειες του Ανδρόνικου, η Ειρήνη συνεχίζει μετά το γάμο της να θεωρεί το βασίλειο
πατρογονικό δικαίωμα23 και απαιτεί τη διανομή του αυτοκρατορικού τίτλου στους γιους της
και στους απογόνους τους με επιμερισμό των εδαφών της αυτοκρατορίας, όταν ο Ανδρόνικος
τους αποκλείει από την εξουσία και ορίζει διάδοχό του τον γιο του από τον πρώτο του γάμο
Μιχαήλ Θ´.24 Είναι σημαντική σε αυτή τη φάση η αποφασιστική άρνηση του αυτοκράτορα να
ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της συζύγου του, γεγονός που οδηγεί σε βίαιη σύγκρουση. Εδώ
βρίσκονται οι πρώτες ενδείξεις για τη μετατροπή της κεντρικής μοναρχίας σε συλλογική
εξουσία του αυτοκρατορικού οίκου πάνω σε αυτόνομα τμήματα της αυτοκρατορίας.25 Το
1303 επαναβεβαιώνει τα οικογενειακά δικαιώματα της στη διοίκηση της πόλης, εγκαθίσταται
εκεί, συκοφαντεί και δολοπλοκεί εναντίον του συζύγου της και αναζητά, ανώφελα όμως,
αριστοκράτες συμμάχους για να διοικήσει ο πρωτότοκος γιος της Ιωάννης. Το 1306 ο
Ανδρόνικος χορηγεί τον τίτλο του δεσπότη της πόλης στο γιο του Ιωάννη, ο οποίος τον
διατηρεί ως το θάνατό του το 1307. Η Ειρήνη διατηρεί την αυλή της στην πόλη ως το θάνατό
της το 1317, διοικεί ως ανεξάρτητη ηγεμόνας και στη διάρκεια αυτή η πόλη ευημερεί.26
Σώζονται σφραγίδες με το όνομα της: Ειρήνη Δούκαινα Κομνηνή Παλαιολογίνα.27 Κατά τη
διάρκεια της παρουσίας της εκεί στις αρχές του 14ου αι. οι επαφές μεταξύ Δουκάτου
Μονφερρά και Θεσσαλονίκης για μια ακόμη φορά αναζωογονούνται.28 Κυβερνήτες της

19
Γεωργιάδης, Επίτομη Ιστορία, σελ. 47.
20
Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, σελ. 326.
21
Γεωργιάδης, Επίτομη Ιστορία, σελ. 47‐48.
22
Barker, «Late Byzantine Thessalonike», σελ. 11.
23
Shawcross, «Mediterranean Encounters», σελ. 87.
24
Barker, «Late Byzantine Thessalonike», σελ. 11‐13.
25
Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, σελ 326.
26
Barker, «Late Byzantine Thessalonike», σελ. 11‐13.
27
Σταυρίδου‐Ζαφράκα, «Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη», σελ. 7.
28
Shawcross, «Mediterranean Encounters», σελ. 87.
5

πόλης ως τη δεκαετία του 1320 είναι οι γιοι της, ο Δεσπότης Ιωάννης και ο Δεσπότης
Δημήτριος. Από το 1310 κατοικεί εκεί και ο Μιχαήλ Θ´, ως διάδοχος του Ανδρόνικου. Η
αποστολή στη Θεσσαλονίκη νεαρών μελών της βασιλικής οικογένειας αποσκοπεί στη
διατήρηση του ελέγχου της που δυσχεραίνεται, λόγω της αναπλήρωσης της φθίνουσας
κυβερνητικής γραφειοκρατίας από τη οικονομική ισχύ των δυνατών. Συνεπώς, το ζήτημα της
επιχορήγησης δεν παύει με το θάνατό της Ειρήνης παρά διαφέρει. Ο Barker εκτιμά ότι το
θέμα της αξίωσης των Μονφερρά για τον τίτλο του βασιλιά και για τη διοίκηση της πόλης
τελειώνει με το θάνατο της Ειρήνης, αποτελεί στοιχείο αποκέντρωσης της εξουσίας,
χαρακτηριστικής της βυζαντινής κυβέρνησης στις αρχές του 14ου αι. και ότι ένα νέο
αποκεντρωμένο σύστημα διακυβέρνησης παρατηρείται, διαφορετικό από αυτό της
διοίκησης των Μονφερρά, αφού οι διορισμοί των μελών της βασιλικής οικογένειας δεν είναι
ποτέ κληρονομικοί.29 Χαρακτηρίζεται λοιπόν, από ένα νέο σύστημα διακυβέρνησης πιο
αποκεντρωμένο αφού διοικείται από συναυτοκράτορες, ακόμη και δύο συγχρόνως: μετά τον
Μιχαήλ Ι´, τη Μαρία Ρίτα Παλαιολογίνα, τη σύζυγό του, από το 1320 ως το 1333, την Άννα
Παλαιολογίνα , τη μητέρα του τελευταίου Δεσπότη της Ηπείρου που παραχώρησε τους
τίτλους και τη γη της στον Ανδρόνικο Γ´.30
Ο Ανδρόνικος Γ´ μετά τον αποκλεισμό του από τη διαδοχή στο θρόνο και τη στέρηση του
τίτλου του συναυτοκράτορα, λόγω της επίρριψης της ευθύνης για τον πρόωρο θάνατο του
πατέρα του σε αυτόν, επιτίθεται στον αυτοκράτορα και παππού του Ανδρόνικο Β´.31 Έτσι, το
1321 ξεσπά εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα τους που διεξάγεται σε τρεις φάσεις ως το 1328. 32
Ο Ανδρόνικος Γ΄ επιτυγχάνει να στεφθεί συναυτοκράτορας το 1325, όμως ανικανοποίητος το
1327 εξορμά στην Κωνσταντινούπολη την οποία καταλαμβάνει το 1328, υποχρεώνοντας τον
Ανδρόνικο Β´ να παραιτηθεί από το θρόνο.33 Πριν την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, η
Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία προσχωρούν σε αυτόν το 1328. 34 Κυβερνά ισχυρά και
κατορθώνει να επανακτήσει τον έλεγχο της Ηπείρου και να διαμορφώσει συμμαχίες με τους
γείτονες του, χρήσιμες στις αποτελεσματικές επεκτατικές στρατιωτικές εξόδους του στη
δυτική Ελλάδα, στο 14ο αι. μια περίοδο επαναλαμβανόμενων εμφυλίων πολέμων,
θρησκευτικού μίσους και ξένων εισβολών, μια εποχή παρακμής για την αυτοκρατορία σε
τέτοιο βαθμό, ώστε από το τέλος του αιώνα, να έχει γίνει υποτελές κράτος των Οθωμανών.
35

Στη Θεσσαλονίκη το 1332 ο Δεσπότης Κωνσταντίνος ,γιος του Ανδρόνικου Β´, καθώς
εκδηλώνεται βίαιη εξέγερση του δήμου εγκαταλείπει την πόλη που παραδίνεται στους
υποστηρικτές του Ανδρόνικου Γ´. Το 1337 η πλειοψηφία των Θεσσαλονικέων μετατοπίζει την
υποστήριξή της από τον Ανδρόνικο Γ´ και τον υπαρχηγό του Καντακουζηνό και στη δεύτερη
φάση του αγώνα διαδοχής μεταξύ Ιωάννη Ε´ και Καντακουζηνού το 1341 πυροδοτούνται
ξανά συγκρούσεις. Επομένως με το θάνατό του, ο Ανδρόνικος Γ´ προσφέρει ευκαιρίες για
περαιτέρω δράσεις αυτονόμησης στη Θεσσαλονίκη, όπου εκδηλώνονται βίαιες συμπλοκές
ανάμεσα στο δήμο, υποστηρικτή του Ιωάννη Ε´ Παλαιολόγου και της μητέρας του Άννας και
στους αριστοκράτες, υποστηρικτές του Καντακουζηνού. Ο πλήρης διαχωρισμός του λαού
επιταχύνει τη μείωση των προσόδων και προκαλεί απαρέσκειες μεταξύ κυρίως αστικών

29
Barker, «Late Byzantine Thessalonike», σελ. 11‐13.
30
Ό. π., σελ. 22.
31
Gill Page, Being Byzantine, Greek Identity before the Ottomans, (Cambridge, 2008), σελ. 138.
32
Γεωργιάδης, Επίτομη Ιστορία, σελ. 54‐55.
33
Gill Page, Being Byzantine, σελ. 138.
34
Γεωργιάδης, Επίτομη Ιστορία, σελ. 56.
35
Gill Page, Being Byzantine, σελ. 138.
6

κοινωνικών και πολιτικών ομάδων.36 Ο Ανδρόνικος Γ´ πριν το θάνατό του το 1341, έχει
διορίζει θεματοφύλακα και αντιβασιλέα για τον εννιάχρονο γιο του Ιωάννη Ε´ τον Ιωάννη ΣΤ´
Καντακουζηνό, αλλά η χήρα του Άννα της Σαβοΐας Παλαιολογίνα καθαιρώντας τον, στη
διάρκεια της απουσίας του κατά την εκστρατεία εναντίον των Σέρβων, αναλαμβάνει την
εξουσία με υποστηρικτές τον Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα και τον Αλέξιο Απόκαυκο, αρχηγό
του στόλου. Ο Απόκαυκος, αντίπαλος του αριστοκράτη Καντακουζηνού, συσπειρώνει το λαό
εναντίον των αριστοκρατών,37 λεηλατεί την περιουσία του Καντακουζηνού στην
Κωνσταντινούπολη και διώκει τους φίλους του. Ο Καντακουζηνός βρίσκεται στο Διδυμότειχο
και εκεί ανακηρύσσεται αυτοκράτορας στις 26 Οκτωβρίου του 1341. Η απάντηση στην
αναγόρευση του δίνεται στην Κωνσταντινούπολη με τη στέψη του νόμιμου διαδόχου του
Ανδρόνικου Γ΄, του γιου του Ιωάννη, στις 19 Νοεμβρίου 1341. Ο εμφύλιος πόλεμος της
περιόδου 1341‐1347 δεν είναι όμως μόνον σύγκρουση των δύο οικογενειών, των
Παλαιολόγων και των Καντακουζηνών. Συμμετέχουν σε αυτόν τα κοινωνικά στρώματα της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αλλά και ξένες δυνάμεις.38 Ο Αλέξιος Απόκαυκος, αντίπαλος του
αριστοκράτη Καντακουζηνού με την ενέργειά του φανερώνει ουσιαστικά τη βαθιά έχθρα του
κατά της αριστοκρατίας συσπειρώνοντας το λαό εναντίον της.39
Ο Καντακουζηνός, καθώς αποκλείεται από την πρωτεύουσα, επιδιώκει τον έλεγχο της
Μακεδονίας και της Θράκης με κέντρο τη Θεσσαλονίκη. Αναμένει την παράδοσή της με την
ενίσχυση του φίλου του διοικητή της πόλης Θεόδωρου Συναδινού και των δυνατών .40 Ο
Συναδινός διοικεί για περίπου 20 χρόνια τη Θεσσαλονίκη και ως διοικητής επαρχίας
αμοιβαία σχετίζεται με τον αυτοκράτορα, αποτελεί δούλο του, δηλαδή, δηλώνει την υποταγή
και την υπηρεσία του σ´ αυτόν.41 Ο Καντακουζηνός επανειλημμένα προσπαθεί να
προσεταιρισθεί τη Θεσσαλονίκη όμως, οι κάτοικοί της παραμένουν πιστοί στην οικογένεια
των Παλαιολόγων και στον νόμιμο αυτοκράτορα.42 Έτσι, σε αυτόν τον εμφύλιο πόλεμο που
λαμβάνει χώρα στη Θράκη, στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία, ο Καντακουζηνός συμμαχεί με
τον Σέρβο Δουσάν, που αποκομίζει ως αντάλλαγμα τις κατειλημμένες ως το 1341 από τους
Σέρβους πόλεις. Σε πολλές περιπτώσεις, οι άρχοντες των πόλεων είναι αυτοί που
αποφασίζουν αν θα υπαχθούν στην ηγεμονία του Καντακουζηνού ή του Δουσάν. Επιπλέον,
συμμαχεί με τον Ορχάν, προσφέροντας στους Οθωμανούς την ευκαιρία να κυριεύσουν
βαθμιαία τη Μακεδονία και τη Θράκη. Στο τέλος του 14ου αι. το Βυζάντιο έχει περιοριστεί
στην Κωνσταντινούπολη και στη γύρω της περιοχή43 Κατά τον πρώτο και το δεύτερο εμφύλιο
πόλεμο αυξάνεται η συμμετοχή των ξένων δυνάμεων στις εσωτερικές διαμάχες,
επωφελούνται αυτές της εσωτερικής αναταραχής και καταλαμβάνουν σημαντικά ποσά του
εδάφους της Αυτοκρατορίας.44
Η δυναστική διαμάχη εξελίσσεται σε κοινωνική εξέγερση όταν οι ζηλωτές που προέρχονται
κυρίως από τα κατώτερα στρώματα στασιάζουν το 1342 και λεηλατούν τα σπίτια των
πλουσίων, οι οποίοι εγκαταλείπουν την πόλη μαζί με το διοικητή της. Οι ζηλωτές γίνονται

36
Barker, «Late Byzantine Thessalonike», σελ. 16.
37
Page, Being Byzantine, σελ. 139.
38
Γεωργιάδης, Επίτομη Ιστορία, σελ. 56.
39
Page, Being Byzantine, σελ. 139.
40
Barker, «Late Byzantine Thessalonike», σελ.16‐17.
41
Ljubomir Maksimovic, The Byzantine Provincial Administration Under the Palaiologoi, (Amsterdam, 1988),
σελ. 20‐23.
42
Σταυρίδου‐Ζαφράκα, «Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη», σελ. 8.
43
Τόνια Κιουσοπούλου, Οι «Αόρατες» Βυζαντινές Πόλεις στον Ελλαδικό Χώρο (13ος‐15ος αιώνας), (Αθήνα,
2013), σελ. 25.
44
Page, Being Byzantine, σελ. 139.
7

κύριοι της κατάστασης και το 1345 καταπνίγουν στο αίμα την τελευταία αντίσταση των
ευγενών. Γκρεμίζουν από τα τείχη της ακρόπολης εκατό ευγενείς και το διοικητή τους, ενώ
κάτω ο όχλος τους κατακρεουργεί. Εικόνες φρίκης και εκδικητικής μανίας του όχλου
περιγράφει ο Θεσσαλονικιός λόγιος Δημήτριος Κυδώνης.45 Ο Αλέξιος Απόκαυκος τοποθετεί
το γιο του Ιωάννη ως εκπρόσωπο του αυτοκράτορα να μοιράζεται την εξουσία με τον άλλον
αρχηγό των ζηλωτών, το Μιχαήλ Παλαιολόγο, ο οποίος με την υποστήριξη της παράταξής του
έχει δημιουργήσει στη Θεσσαλονίκη ένα σχήμα διακυβέρνησης που προσιδιάζει σε πόλη‐
κράτος, αποτελούμενο από τους δύο άρχοντες και τη βουλή. Ο ένας από τους δύο άρχοντες
εκπροσωπεί τη βυζαντινή κυβέρνηση και ο άλλος επιλέγεται από το λαό της πόλης. Η βουλή
συνεδριάζει τακτικά στο βουλευτήριο. Υφίσταται εύλογα μια μορφή αυτονομίας, μια χαλαρή
σύνδεση με την Κωνσταντινούπολη. Ο Ιωάννης Απόκαυκος, μετά τη δολοφονία του
συνάρχοντα του Μιχαήλ, με εύστοχες ενέργειες κατορθώνει και διατηρεί τον τίτλο του.
Εντούτοις, οι ζηλωτές με νέους αρχηγούς, ένας από τους οποίους ο Ανδρέας Παλαιολόγος,
συσπειρώνουν το λαό που προβαίνει σε παθιασμένες ενέργειες, φυλακίζει τον Απόκαυκο,
λεηλατεί τις οικίες και δολοφονεί κάθε υποστηρικτή του Καντακουζηνού. Στη συνέχεια, το
ριζοσπαστικό ζηλωτικό καθεστώς διαβρώνεται και οι συνάρχοντες, ο Ανδρέας Παλαιολόγος
και ο Αλέξιος Λάσκαρης Μετοχίτης αντιπαρατίθενται. Ο πρώτος, εκπρόσωπος των ζηλωτών,
ηττείται και αποσύρεται στο Άγιο Όρος και ο δεύτερος, εκπρόσωπος της Κωνσταντινούπολης,
ενεργεί ώστε η πόλη να μην απομακρυνθεί από την κεντρική εξουσία και διαπραγματεύεται
με τον Καντακουζηνό, καθιστώντας δυνατή την πανηγυρική είσοδό αυτού στην πόλη το 1350.
Οι αρχηγοί των ζηλωτών, συλλαμβάνονται και οδηγούνται στην Κωνσταντινούπολη όπου
τιμωρούνται.46 Την ίδια περίοδο με τις πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές εκδηλώνεται η
ησυχαστική έριδα με κύριο εκπρόσωπο τον Γρηγόριο Παλαμά.47
Οι Ζηλωτές κυβερνούν τη Θεσσαλονίκη κατά τα έτη 1342‐1350. Κατά τον Barker, σε αυτά
τα 8 χρόνια κυβερνούν χωρίς οργανωμένο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα σχετικό με την
αναδιανομή του πλούτου προς όφελος των μη εχόντων, παρά ως αντίδραση φτωχών
εναντίων πλουσίων· η θρησκευτική πολιτική τους περιορίζεται στην άρνηση τους να
αποδεχτούν για Μητροπολίτη τον προτεινόμενο από τον Καντακουζηνό Γρηγόριο Παλαμά,
χωρίς διαμορφωμένη θεωρία έναντι του ησυχασμού· εκδηλώνουν εχθρότητα προς τον
Καντακουζηνό γιατί υποστηρίζεται από τους αντιπάλους τους αριστοκράτες. Για τον Barker,
το κίνημά τους εμπεριέχει τάση αυτονόμησης και απόσχισης από τη Κωνσταντινούπολη.48 Η
Shawcross παρατηρεί ότι αυτό το καθεστώς αντιστέκεται με επιτυχία σε κάθε εξωτερική
παρέμβαση, χειρίζεται τις υποθέσεις της πόλης ανεξάρτητα και αποστέλλει δικούς του
πρεσβευτές σε διπλωματικές αποστολές. Αναφέρει τις απόψεις του Γρηγορά ότι πρόκειται
για δημαγωγούς του λαού και του Καντακουζηνού ότι ο βασικός σκοπός τους είναι η άρνηση
της αυτοκρατορικής εξουσίας και η επίτευξη της αυτονομίας της Θεσσαλονίκης, καθώς και
ότι οι αντίπαλοι της κυβέρνησης των ζηλωτών επιμένουν για το ριζοσπαστισμό της και το
απόλυτο ασυμβίβαστο της με την αυτοκρατορική κυβέρνηση. 49 Για τον Χρυσό, η ιστορία του
κινήματος των ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη εντάσσεται μέσα σε ένα κλίμα βαθύτατης
πολιτικής, ηθικής, εκκλησιαστικής, ιδεολογικής και οικονομικής παρακμής της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας. Δεν πρόκειται για ένα τοπικό προσδιοριζόμενο φαινόμενο, αλλά για μια
πτυχή της γενικευμένης κρίσης, που μαστίζει την αυτοκρατορία και ούτε ερμηνεύεται με

45
Σταυρίδου‐Ζαφράκα, «Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη», σελ. 8.
46
Barker, «Late Byzantine Thessalonike», σελ. 17‐20.
47
Σταυρίδου‐Ζαφράκα, «Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη», σελ. 8.
48
Barker, «Late Byzantine Thessalonike», σελ. 17‐20.
49
Shawcross, «Mediterranean Encounters», σελ. 77‐79.
8

οδηγό την ιδεολογία του πολέμου των τάξεων. Ο κοινωνικός ιστός έχει ήδη διαρραγεί, η
ισορροπία μεταξύ κεντρικής εξουσίας και τοπικής διοίκησης των λιγοστών βυζαντινών
επαρχιών έχει διαταραχθεί, ενθαρρύνοντας αποσχιστικές τάσεις των τοπικών διοικητικών
μηχανισμών, η οικονομία έχει καταρρεύσει, γιατί το εμπόριο βρίσκεται ουσιαστικά στα χέρια
των Γενουατών και των Ενετών, ενώ οι γεωργικές καλλιέργειες καταστρέφονται συχνά από
τις διαρκείς στρατιωτικές δραστηριότητες στην ύπαιθρο και πάντως είναι συγκεντρωμένες
στα χέρια λίγων γαιοκτημόνων. Ισχυροί γείτονες γίνονται διαρκώς ισχυρότεροι και
καταλαμβάνουν πολλές επαρχίες και επιπρόσθετα το 1346 εμφανίζεται η μεγάλη πανώλη,
που αφανίζει τουλάχιστον το ένα τρίτο του πληθυσμού και ερημώνει τη χώρα.50 Ο Χρυσός
χαρακτηρίζει την κυβέρνηση της πρωτεύουσας, υπό την ουσιαστική ηγεσία του μεγάλου
δούκα Αλεξίου Απόκαυκου δυναστική, που συμβάλλει στην οργάνωση του ιδιόμορφου
καθεστώτος στη Θεσσαλονίκη, που έχει μορφή δυαρχικής εξουσίας. Ο απεσταλμένος της
κυβέρνησης διοικεί τυπικά την πόλη, αλλά ο συνεργάτης αρχηγός των ζηλωτών ασκεί την
πραγματική εξουσία με πρόγραμμα τη βίαιη καταδίωξη όσων θεωρούνται πολιτικοί φίλοι
του Καντακουζηνού. Κάνει λόγο για την απάνθρωπη μανία των ζηλωτών που σφάγιασαν τον
Ιωάννη Απόκαυκο και τους συνοδοιπόρους του και πυρπόλησαν τις οικίες τους στην άνω
πόλη. Τα φοβερά αυτά γεγονότα σφράγισαν την ανήθικη συμπεριφορά των ζηλωτών.
Χαρακτηρίζει επίσης το καθεστώς των ζηλωτών των δυο επόμενων χρόνων ως καθεστώς
απηνούς τρομοκρατίας.51 Οι ζηλωτές ως οικονομική, πολιτική και κοινωνική μονάδα
επιζητούν τη δράση εναντίον της αυτοκρατορικής εξουσίας από κοινού με άλλες πόλεις. Με
αυτούς συνδέεται μια ανώνυμη οργάνωση που κυοφορείται στη Θεσσαλονίκη, αφού εντός
της περιλαμβάνει μετέπειτα κυβερνήτες της, δρα εκεί καθώς και σε άλλες πόλεις της
Μακεδονίας και της Θράκης και τα μέλη της προβαίνουν σε επαναστατικές ενέργειες. Ο
πυρήνας της οργάνωσης δρα στην Κωνσταντινούπολη. Εμπεριέχει αξιωματούχους της
αυτοκρατορικής διοίκησης, οι οποίοι χρησιμοποιούν ονόματα με κωδικούς για να είναι
ασφαλείς και οργανώνουν επεισόδια βίας στους δρόμους που φαινομενικά χαρακτηρίζονται
αυθόρμητα. Επιπλέον, οι τακτικές τους και ιδιαίτερα αυτές που αφορούν τη χρήση άτακτου
πλήθους προσδοκούν τις διαδηλώσεις και τις ταραχές που θα οδηγήσουν στην εγκαθίδρυση
του καθεστώτος της Θεσσαλονίκης.52 Λοιπόν, οι ζηλωτές υποκύπτουν το 1350 και ο
Καντακουζηνός γίνεται δεκτός στην πόλη μαζί με τον Ιωάννη Ε´ που τον ακολουθεί και που
διοικεί την πόλη με τη βοήθεια της μητέρας του Άννας, η οποία παρεμβαίνει σε κρίσιμη
στιγμή και αποτινάζει τον κίνδυνο ελέγχου της πόλης από το Δουσάν.53 Η Θεσσαλονίκη
παρουσιάζει μια διαφορετική αυτόνομη εξουσία από το 1350 και μετέπειτα,54αφού
διορίζονται πάλι μέλη της βασιλικής οικογένειας σ´ αυτήν που τιτλοφορούνται αυτόματα
Δεσπότες, όπως ο Ιωάννης Ε´ (1350‐1354), ο Μανουήλ, δεύτερος γιος του Ιωάννη Ε´ (1369‐
1373 και 1382‐1387), ο Ιωάννης Ζ´ (1403‐1408), ο Ανδρόνικος, τέταρτος γιος του Μανουήλ
(1421).55
Η Άννα διοικεί τη Θεσσαλονίκη με τον τίτλο της Δέσποινας από το 1351 ως το θάνατό της
το 1365, σχετικά αποστασιοποιημένη από τη Κωνσταντινούπολη. Η αποστασιοποίηση της
πόλης από την πρωτεύουσα αυξάνεται στη διάρκεια της διοίκησης της από τον Μανουήλ, ο

50
Ευάγγελος Χρυσός, «Σχόλια για το κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη», Zbornik Radova Vizantološkog
Instituta 50/2 (2013), σελ.705‐711, 21‐07‐2017, σελ.706‐707.
51
Ό. π., σελ.709.
52
Shawcross, «Mediterranean Encounters», σελ. 78‐79.
53
Barker, «Late Byzantine Thessalonike», σελ. 14.
54
Ό. π., σελ. 21.
55
Ό. π., σελ. 14.
9

οποίος μετά το σφετερισμό του δικαιώματος του στο θρόνο από τον αδελφό του Ανδρόνικο
Δ´, διοικεί τελείως ανεξάρτητα από το 1382 ως το 1387, έτος που παρά τις ενέργειες του να
αντισταθεί στην πολιορκία της πόλης από τους Οθωμανούς, οι Θεσσαλονικείς τελικά την
παραδίνουν και τον εξορίζουν.56 Ομάδα βυζαντινών συγγραφέων προβάλλει την επιδίωξη
των κατοίκων της πόλης για αυτοδιοίκηση, την ευαισθητοποίησή τους για τα προβλήματα
κατανομής πλούτου και για τη δίκαιη μεταχείριση των μη εύπορων πολιτών. Ήδη το 12ο αι. ο
Ευστάθιος της Θεσσαλονίκης αναφέρεται στο εμπορικό ήθος τους και στην προθυμία τους
να δανείζουν χρήματα και να επιδιώκουν το κέρδος. Αναφέρει και την κατακόρυφη κοινωνική
κινητικότητα, καθώς περιουσίες αποκτώνται και εξανεμίζονται εν ριπή οφθαλμού. Ο
Νικηφόρος Κομνηνός επισημαίνει αδικίες και την απόγνωση αυτών που τους
εκμεταλλεύονται. Ο Θωμάς Μάγιστρος τονίζει την κακουχία της πόλης και αποδοκιμάζει την
ύπαρξη στερημένων πολιτών που καταφεύγουν στη βία. Μολονότι εικονικά κάτω από την
αυτοκρατορική εξουσία, η Θεσσαλονίκη απαιτεί να έχει ένα καθεστώς άξιο θαυμασμού.
Καυχιέται για αυτό και τους νόμους της, για τους δύο θεσμούς της: τη βουλή ή σύγκλητο που
συνεδριάζει τακτικά στο βουλευτήριο και την εκκλησία του δήμου που συνεδριάζει σε
σημαντικές στιγμές για να συζητήσει το δημοτικό προϋπολογισμό και σχετικά με την ειρήνη
και τον πόλεμο.57
Η Θεσσαλονίκη περνά στην Οθωμανική κυριαρχία το 1387. Το 1382 ο Μανουήλ Β’
Παλαιολόγος εγκαθίσταται εκεί ως αυτοκράτορας58 και ξεκινά μια ανοιχτή επανάσταση
εναντίον των Οθωμανών επικυρίαρχων και μια τολμηρή πρόκληση, που βρίσκεται σε φανερή
αντίθεση με την πολιτική του πατέρα του στην Κωνσταντινούπολη. Η επανάσταση όμως αυτή
δε μπορεί να έχει σημαντικά και μόνιμα αποτελέσματα. Το 1383 αρχίζει η πολιορκία της
Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς. Το ισχυρά οχυρωμένο λιμάνι της πόλης αμύνεται
αποτελεσματικά, τελικά όμως τον Απρίλιο του 138759 στο τέλος τεσσάρων ετών υπό
οθωμανική πολιορκία οι Θεσσαλονικείς πιέζουν τον Μανουήλ να εγκαταλείψει τον αγώνα
και μετά την αποχώρησή του από την πόλη παραδίνονται.60 Ο Μανουήλ το 1384 ξεκινά
διαπραγματεύσεις με τον Πάπα Ουρβανό ΣΤ’ και αναζητά επίσης στρατιωτική και οικονομική
βοήθεια από τη Βενετία. Όμως οι διαπραγματεύσεις αποτυγχάνουν και έχουν ως
αποτέλεσμα την αποξένωση ομάδων μέσα στην πόλη, ιδιαίτερα του κλήρου και των
ησυχαστών μοναχών, που ήταν αντίθετοι στην ένωση της Εκκλησίας τους με την Εκκλησία
της Ρώμης και υπέρ της παράδοσης στους Οθωμανούς. Ο Μανουήλ ήδη έχει επικρίνει
πολίτες που δεν θέλουν να πολεμήσουν εναντίον των Οθωμανών, αλλά αντί αυτού
προτιμούν να υποταχθούν σ’ αυτούς και να πληρώνουν φόρο υποτέλειας.61
Οι Οθωμανοί κατακτούν στη δεκαετία του 1380 σημαντικές πόλεις. Στους κατοίκους που
δέχονται την κυριαρχία τους με την παράδοση παραχωρούν την ασφάλεια της ζωής και της
κινητής περιουσίας, μαζί με τη διατήρηση της πολιτικής και εκκλησιαστικής αυτονομίας τους,
μόνο με όρο την υπακοή, την πληρωμή ενός ετήσιου ειδικού φόρου που ονομάζεται χαράτσι
και τη συμμετοχή με στρατιωτικές δυνάμεις στις οθωμανικές εκστρατείες. Εφαρμόζοντας την
πολιτική αυτή, επιτυγχάνουν να προσελκύσουν πολλούς χριστιανούς της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας και άλλων βαλκανικών κρατών, με ειρηνικούς τρόπους παρά με πόλεμο. Η

56
Ό. π., σελ. 22.
57
Shawcross, «Mediterranean Encounters», σελ. 76‐77.
58
Nevra Necipoglu, Byzantium between the Ottomans and the Latins: Politics and Society in the Late Emprire,
(Cambridge, 2009), σελ. 39.
59
Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, σελ. 364.
60
Necipoglu, Byzantium, σελ. 39.
61
Ό. π., σελ. 46.
10

πρώτη Οθωμανική κατοχή της Θεσσαλονίκης το 1387 λαμβάνει χώρα με αυτήν την τακτική,62
οπότε απονέμεται στην πόλη μια κατάσταση ημιαυτονονομίας· οι διοικητικές λειτουργίες
παραμένουν στη δικαιοδοσία των ντόπιων δικαστών, οι οποίοι λογοδοτούν στην Οθωμανική
αυλή. Συνεπώς, κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις σχετικές με τη συμπεριφορά των αρχόντων
συνεχίζονται στη Θεσσαλονίκη και κατά τη διάρκεια των χρόνων 1387–1403 της Οθωμανικής
κυριαρχίας, επειδή και μετά από την βασιλεία του Μανουήλ οι άρχοντες επιδεικνύουν την
επιθυμία τους να αυτονομηθούν από την κεντρική εξουσία κι αυτό συναρτάται με τη
ελάττωση της ισχύος της αυτοκρατορίας των Παλαιολόγων, τη σύγχρονη απόκτηση
ανεξαρτησίας των επαρχιακών πόλεων από την πρωτεύουσα και κατ´ επέκταση την
ισχυροποίηση του ρόλου των αρχόντων στις εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις της
πόλης.63
Με το θάνατό του το 1389, ο Μουράτ Α´ κληροδοτεί στο διάδοχό του Βαγιαζήτ Α´, ένα
σύνολο από υποτελή πριγκιπάτα στα Βαλκάνια και την Ανατολία. Ο Μπεγιαζίτ Α’ εφαρμόζει
νέα πολιτική διοίκησης σε αυτά, την ίδια που εφαρμόζει το 1394 και στη Θεσσαλονίκη. Τη
θέτει υπό την άμεση εξουσία του, στερώντας την από το σχετικά ανεξάρτητο, ημιαυτόνομο
καθεστώς που απολάμβανε από τη στιγμή της παράδοσής της το 1387. Όταν ο Μανουήλ Β’
αναλαμβάνει το θρόνο, η μνήμη της αποτυχίας του στη Θεσσαλονίκη είναι που πιθανότατα
του δίνει κίνητρο να παραμείνει πιστός στην εξωτερική πολιτική του πατέρα του και να
διατηρήσει τους φιλικούς όρους με τους Οθωμανούς.
Η Θεσσαλονίκη παραμένει υπό οθωμανική κυριαρχία μέχρι την επιστροφή της στο Βυζάντιο
με τη συνθήκη του 1403, που υπογράφηκε μετά την μάχη της Άγκυρας. Η πόλη παραχωρείται
στη συνέχεια από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β´ στον Ιωάννη Ζ’ Παλαιολόγο, ο οποίος
κυβερνά εκεί εντελώς ανεξάρτητα μέχρι το τέλος της ζωής του.64 Παράδειγμα της
ανεξάρτητης πολιτικής του σε θέματα που αφορούν την πόλη που κυβερνά αποτελεί η
προθυμία του να αποδεχθεί το 1403 την παρουσία ενός καδή στη Θεσσαλονίκη, η οποία
βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την απέλαση των Τούρκων από την πρωτεύουσα από τον
αυτοκράτορα Μανουήλ περίπου εκείνη την εποχή.65 Μετά, από το 1408 έως το 1423,
διαχειρίζεται τις υποθέσεις της πόλης με τον τίτλο του Δεσπότη ο τρίτος γιος του Μανουήλ
Β', Ανδρόνικος.66 Στις αρχές του 1403, ένας από τους διαδόχους του Μπεγιαζίτ Α’, ο
Σουλεϊμάν αποκαθιστά με συνθήκη ένα σημαντικό τμήμα της βυζαντινής επικράτειας,
συμπεριλαμβανομένης της Θεσσαλονίκης και της Καλαμαριάς με τα περίχωρά τους. Κατά τη
διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, η βυζαντινή κυβέρνηση μπορεί και διατηρεί την υπεροχή
στους Οθωμανούς που απέκτησε το 1403, απλώς παίζοντας το παιχνίδι της διπλωματίας και
εκμεταλλευόμενη τις αντιπαλότητες μεταξύ των γιων του Μπεγιαζίτ. Υποστηριζόμενος από
τον Μανουήλ Β’, ένας από αυτούς τους γιους, ο Μωάμεθ Α’, ανέρχεται στον οθωμανικό
θρόνο ως μοναδικός ηγεμόνας το 1413. Οι σχέσεις μεταξύ των Βυζαντινών και των
Οθωμανών παραμένουν σχετικά ειρηνικές κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μωάμεθ Α’
ως το 142167 που ανεβαίνει στο θρόνο ο Μουράτ Β´, ο οποίος δεν υποστηρίζεται από τον
νεαρό αυτοκράτορα Ιωάννη Η’. Ο Μουράτ Β´ πολιορκεί τόσο την Κωνσταντινούπολη όσο και

62
Ό. π., σελ. 25‐27.
63
Nevra Necipoglu, «The Aristocracy in Late Byzantine Thessalonike: A Case Study of the City’s Archontes (Late
14th and Early 15th Centuries) », στο Symposium on Late Byzantine Thessalonike, (Washington D. C, 2003), σελ.
136, 139.
64
Necipoglu, Byzantium, σελ. 30, 32, 39.
65
David Jacoby, «Foreigners and the Urban Economy in Thessalonike», ca. 1150–ca. 1450, στο Symposium on
Late Byzantine Thessalonike, ed. Alice‐Mary Talbot, (Washington D. C, 2003 ), σελ. 121.
66
Necipoglu, Byzantium, σελ. 39.
67
Ό. π., σελ. 33‐34.
11

τη Θεσσαλονίκη, την οποία πιέζει με τόση ισχύ, ώστε το 1423 η πόλη παραχωρείται στη
Βενετία από το Δεσπότη Ανδρόνικο, επειδή οι οικονομικοί και στρατιωτικοί πόροι της
μειώνονται πολύ.68 Η αφήγηση του Συμεών για αυτά τα χρόνια διασαφηνίζει ότι και πάλι η
απομόνωση της Θεσσαλονίκης από την Κωνσταντινούπολη και η μη διαθεσιμότητα βοήθειας
από την αυτοκρατορική κυβέρνηση παίζουν κρίσιμο ρόλο στην έκβαση των γεγονότων.
Τονίζεται σε αυτήν το γεγονός ότι στο πολλοστό αίτημα του Δεσπότη Ανδρόνικου προς τον
Μανουήλ Β’, ο αυτοκράτορας τελικά στέλνει στρατιωτικό διοικητή στη Θεσσαλονίκη που
προτείνει τη δημιουργία ενός κοινού ταμείου, στο οποίο το κάθε μέλος της Συγκλήτου και
του σώματος των πολιτών θα συμβάλλει από τα δικά του περιουσιακά στοιχεία. Στην
πρόταση αντιτίθενται όλες οι πλευρές. Επακόλουθα, ο Ανδρόνικος παραχωρεί τη
Θεσσαλονίκη στους Βενετούς που αναλαμβάνουν την προμήθεια και την υπεράσπισή της,
αφού οι κάτοικοι της υποβάλλονται σε καθημερινές οθωμανικές επιθέσεις, λιμοκτονούν και
δεν αναμένουν καμία βοήθεια από την Κωνσταντινούπολη.69
Η παραχώρηση εμπεριέχει τον όρο οι Βενετοί να σεβαστούν τα δικαιώματα των κατοίκων
και τα προνόμια του μητροπολίτη τους.70 Βέβαια, οι Βενετοί επιδιώκουν να συνεννοηθούν
με τον ηγεμόνα των Οθωμανών, ο οποίος θεωρεί την πόλη ως σίγουρη λεία. Οι προτάσεις
τους γίνονται από χρόνο σε χρόνο όλο και δελεαστικότερες, καθώς αυξάνει η τουρκική πίεση
απ' έξω και μεγαλώνει η απειλή της πείνας μέσα στην πόλη. Τελικά, όλες οι
διαπραγματεύσεις και οι συναλλαγές μένουν χωρίς αποτέλεσμα και ύστερα από σύντομη
εξουσία που διαρκεί επτά μόνο χρόνια οι Βενετοί χάνουν πάλι τη Θεσσαλονίκη. Ο Μουράτ Β'
την καταλαμβάνει στις 29 Μαρτίου 1430,71 όπως επιγράφεται σε κιονόκρανο της Παναγίας
της Αχειροποιήτου, τη λεηλατεί και αποδεκατίζει το χριστιανικό πληθυσμό της.72
Κατά την περίοδο της Βενετικής κυριαρχίας, η προτίμηση των κατοίκων για συμβιβαστική
πολιτική όσον αφορά τους Οθωμανούς αυξάνεται σημαντικά. Οι Βενετικές αρχές στη
Θεσσαλονίκη συλλαμβάνουν και εξορίζουν πολλούς ντόπιους αριστοκράτες για τους οποίους
υπάρχουν υπόνοιες συνεργασίας με τον εχθρό. Κατά τη διάρκεια μιας Οθωμανικής επίθεσης
περί το 1426, πολλοί Θεσσαλονικείς, συμπεριλαμβανόμενων και αυτών που έχουν διοριστεί
να φυλάσσουν τα τείχη της πόλης, διαφεύγουν στον εχθρό. Η διάδοση αυτής της
συμβιβαστικής στάσης προς τους Οθωμανούς μεταξύ διαφόρων στοιχείων του πληθυσμού
οφείλεται στις μεθόδους κατάκτησης που εφαρμόζονται από αυτούς κατά την επέκτασή τους
στις Βυζαντινές περιοχές. Ο βασικός στόχος αυτών που τάσσονται υπέρ των Οθωμανών είναι
να εξασφαλίσουν την ειρηνική παράδοση της πόλης τους για να αποφύγουν την
υποδούλωση. Εκτός από τους κατοίκους με συμπάθειες υπέρ των Βενετών και εκείνων που
αντιθέτως ευνοούν το συμβιβασμό με τους Οθωμανούς, υπάρχει ακόμη μια τρίτη ομάδα στη
Θεσσαλονίκη που αποτελείται από αντιτιθέμενους σε οποιαδήποτε προσέγγιση είτε με τους
Λατίνους, είτε με τους Οθωμανούς. Τα αρχηγικά μέλη αυτής της ομάδας είναι οι ησυχαστές
μοναχοί. Ίσως ο πιο ένθερμος υποστηρικτής μιας αντιοθωμανικής/αντιλατινικής θέσης στην
περίοδο μετά την επιστροφή της πόλης στη Βυζαντινή κυριαρχία είναι ο αρχιεπίσκοπος της
πόλης Συμεών που πιστεύει ότι πρέπει οι Θεσσαλονικείς να παραμείνουν πιστοί και
υπάκουοι στην κεντρική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης. Οι υποστηρικτές της θέσης
αυτής μειοψηφούν και επιπλέον, δεν προτείνουν πρακτικό πρόγραμμα για την εγγύηση της

68
Ό. π., σελ. 39‐40.
69
Ό. π. σελ. 47‐48.
70
Σταυρίδου‐Ζαφράκα, «Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη», σελ. 9.
71
Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, σελ. 372.
72
Σταυρίδου‐Ζαφράκα, «Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη», σελ. 9‐10.
12

ασφάλειας της Θεσσαλονίκης.73 Αυτό το περίπλοκο υπόβαθρο, οι συνεχείς πολιτικές


διακυμάνσεις στη διάρκεια μόνο μισού αιώνα, από το 1383 ως το 1430,τα ταραχώδη χρόνια
της πολιορκίας, των στρατιωτικών συγκρούσεων και της πολιτικής αλλαγής 74 καθώς και
γεγονότα κατά τη διάρκεια του ανεξάρτητου καθεστώτος του Μανουήλ Β’ είναι ενδεικτικά
του αντίκτυπου της απομόνωσης της Θεσσαλονίκης από την Κωνσταντινούπολη.75

Κεφάλαιο 2. Η παροχή προνομίων

Η παροχή προνομίων σε άτομα, πόλεις, μοναστήρια, ξένους και αξιωματούχους αποτελεί


κρατική διοικητική τακτική στο Βυζάντιο από την εποχή του Θεοδοσίου Β´. Τονίζει τη
Γενναιοδωρία και τη Δικαιοσύνη, αρετές του Ευεργέτη αυτοκράτορα. Από πηγές
τεκμηριώνεται η χορήγηση προνομίων από το Βατατζή, το Μιχαήλ Η´ και τον Ανδρόνικο Γ´,
που απευθύνονται σε μη προνομιούχα άτομα, συνδέονται με τη μέριμνα των εξασθενημένων
πολιτών, τη συνδρομή σε λεπρούς, την ανέγερση εκκλησιών και πανδοχείων, τα στρατιωτικά
επιδόματα. Με τον Ευεργέτη αυτοκράτορα σχετίζεται και ο τρόπος διεξαγωγής της
φορολογίας,76 γιατί οι μη τακτικές χρηματικές εισφορές, ώστε να ικανοποιηθούν
αυτοκρατορικές οικονομικές δυσκολίες, επιβαρύνουν δυσβάσταχτα τους φορολογουμένους,
ως τον 11ο αι, αφού επιτρέπουν ατασθαλίες στους φοροεισπράκτορες. Συνεπώς, όλο και
περισσότεροι επιδιώκουν προνομιακή μεταχείριση77 και αναπτύσσεται έτσι το προνόμιο της
εξκουσείας που αφορά εξαίρεση από δευτερεύουσες φορολογίες και αγγαρείες, πάντοτε
προς τους μεγαλοκτηματίες και τους κοσμικούς ή εκκλησιαστικούς άρχοντες,78 από τους
οποίους εξαρτάται πλήρως η οικονομία το 10ο και 11ο αι. και οι περιουσίες των οποίων όλο
και περισσότερο εξαιρούνται από τους φόρους, με αποκορύφωμα τον 13ο αι. Επιπλέον, οι
προαναφερόμενοι εξουσιοδοτούνται να συλλέγουν τους φόρους και να τους αποδίδουν
έπειτα στο κεντρικό ταμείο, μάλιστα τόσο συχνά, ώστε το γεγονός αυτό να θεωρείται
κανονικότητα. Επίσης, δικαιούνται να δικάζουν τους αγρότες τους ή να τους
αντιπροσωπεύουν στα επίσημα δικαστήρια. Αυτά τα προνόμια ισχυροποιούν περισσότερο
τη θέση τους και οι μεγαλοκτηματίες και τα μοναστήρια απελευθερώνονται από τα κρατικά
όργανα. Οι αυτοκράτορες αντιδρούν, διορίζοντας μέλη των οικογενειών τους ως διοικητικούς
υπαλλήλους και παρατηρείται βαθμιαία αποκέντρωση της κρατικής εξουσίας. 79
Κατά τον Angelov, στη διάρκεια της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας αυτή η εκχώρηση
προνομίων σε ατομικούς παραλήπτες που διαλέγονται από τον αυτοκράτορα, ο οποίος
επιλέγει και τις περιπτώσεις που θα αθετήσει τους νόμους, σκοπεύει στην απόκτηση νέων
υπηκόων και στην υποστήριξη πολιτικών σκοπών. Παρουσιάζεται μια αμοιβαιότητα στη
σχέση μεταξύ του αυτοκράτορα και των προνομιούχων ατόμων, αφού για να ανταποκριθεί
γενναιόδωρα ο πρώτος ζητείται η πίστη του δεύτερου. Παρουσιάζεται, αλλιώς, οι υπήκοοι

73
Necipoglu, Byzantium, σελ. 49‐50.
74
Ό. π., σελ. 40.
75
Ό. π., σελ. 45.
76
Dimiter Angelov, Imperial Ideology and Political Thought in Byzantium, 1204‐1330, (Cambridge, 2007),
σελ. 134‐137.
77
Αγγελική Ε. Λάιου, Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα, (Αθήνα, 2006), τ. Α, Β, Γ,
σελ. 174, τ. Γ.
78
Ό. π., σελ. 208.
79
Maksimovic, The Byzantine Provincial Administration, σελ. 11‐14, 17.
13

να ανταλλάσουν την υποτέλεια τους με επιβεβαιωμένες δωρεές.80 Έγγραφο του 1316


αποδεικνύει τα χρυσόβουλλα προς Θεσσαλονικείς που απαιτούν ασυλίες περί τα τέλη του
12ουαι. Το 13ο αι. οι αριστοκράτες και οι έμποροι διαπραγματεύονται με τον Ιωάννη Βατατζή
χρυσόβουλλο για σεβασμό των δικαιωμάτων τους.81 Και η Shawcross ταυτίζεται με τον
Angelov σχετικά για τη χορήγηση προνομίων. Επιχειρηματολογεί ότι η αυτονομία της
Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων της Μακεδονίας και της Θράκης, στις οποίες λειτουργεί
κοινοβούλιο, σχολιάζεται από δικαστή που αναφέρει τη μη πληρωμή φόρων της Μακεδονίας
προς την Αυτοκρατορία. Σημειώνει επίσης, το αίτημα για χορήγηση δικαιωμάτων και
ασυλιών προς το Βατάτζη από τους αριστοκράτες και τους εμπόρους της Θεσσαλονίκης, για
τους οποίους πηγές τεκμηριώνουν ότι ωφελούνται για μακρύ χρονικό διάστημα από
αυτοκρατορικές παραχωρήσεις, όπως κυριότητα, μεταβίβασή και πώληση περιουσίας και
εξαίρεση από φορολογικές υποχρεώσεις, ελεύθερη κυβέρνηση της πόλης και των περιχώρων
και τοπικό δικαστήριο με ντόπιους εκλεγμένους δικαστές. Ρητορικά κείμενα φανερώνουν
τους Θεσσαλονικείς να υπερηφανεύονται για τις πρακτικές τους, να εκφράζουν την τοπική
τους ταυτότητα, να γνωστοποιούν ό,τι επιδιώκουν για την πόλη τους. Η επιθυμία του
Θεόδωρου Παλαιολόγου να δημιουργήσει ένα κοινοβούλιο όμοιο με αυτό στο Δουκάτο των
Μονφερρά προκαλεί αίσθηση όταν κάποιος διαπιστώνει ότι στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες
πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης λειτουργεί ένα τέτοιο κοινοβούλιο. Όμως, υπάρχουν
αποδεικτικά στοιχεία ότι από το 12ο αι. και περαιτέρω η βόρεια Ιταλία και η βόρεια Ελλάδα
διατηρούν επαφές. Επιπλέον η αυτονομία της Θεσσαλονίκης είναι θέμα που περιγράφουν
και Λομβαρδοί συγγραφείς.82
Ο Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος εξασφαλίζει και αυτός την υποστήριξη πολιτικών ομάδων με
χρηματικές χορηγήσεις από το αυτοκρατορικό ταμείο. Η γενναιοδωρία του αυτοκράτορα και
το δικαίωμα να διαχειρίζεται τη γη, κατά τη Δυναστεία των Παλαιολόγων που τα προνόμια
είναι πιο δημοφιλή, χρησιμοποιούνται πάλι ως μέσα υποστήριξης υπηκόων αλλά και
προσέλκυσης νέων, αφού η περίοδος είναι περίοδος επανάκτησης περιοχών.
Προσδιορίζονται προνόμια σχετικά με πλήρη κατοχή γης, δικαίωμα κληρονομιάς της γης
προς τα τέκνα, εξαίρεση φόρων ή επικύρωση ήδη υφιστάμενων προνομίων.83 Αυτή η πλατιά
διάδοση το 12ο ως το 15ο αι. των ατομικών προνομίων, σε υπηκόους αλλά και ξένους
συνεπάγεται τη μετατροπή της παροχής προνομίων από έκτακτο μέτρο σε τακτικό
δημοσιονομικό μέσο με κοινωνικές συνέπειες, λόγω της ειδικής μεταχείρισης των
προνομιούχων ατόμων.84 Η Κιουσοπούλου, μελετώντας τα έγγραφα με τα οποία οι πρώτοι
Παλαιολόγοι παραχωρούν προνόμια στις πόλεις, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι
Παλαιολόγοι προσπαθούν μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης να επεκτείνουν
την εξουσία τους στα εδάφη της παλιάς βυζαντινής αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα στη
Βαλκανική85 και ότι τα προνόμια αυτά αφορούν περισσότερο τους εμπόρους. Αντίθετα με
την κρατούσα άποψη ότι στην ουσία είναι φορολογικές απαλλαγές που η κεντρική εξουσία
παραχωρεί στη γαιοκτητική αριστοκρατία, η συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο εκάστοτε
αυτοκράτορας σκοπεύει με τα προνόμια να εξασφαλίσει μια κοινωνική ισορροπία που
σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις μπορεί να απειληθεί από την ενδυνάμωση των εμπόρων,

80
Angelov, Imperial Ideology, σελ. 137‐143.
81
Shawcross, «Mediterranean Encounters», σελ. 74.
82
Ό. π., σελ. 72‐75, 83‐84.
83
Angelov, Imperial Ideology, σελ. 146‐153.
84
Λάιου, Οικονομική Ιστορία, σελ. 211, τ. Γ.
85
Κιουσοπούλου, Οι «Αόρατες» Βυζαντινές Πόλεις, σελ. 93.
14

συνδεδεμένη ασφαλώς και με την ενίσχυση του ιταλικού εμπορίου.86 Έτσι, αποφαίνεται ότι
τα έγγραφα με τα προνόμια που χορηγεί ο Ανδρόνικος Β´ στις πόλεις μιλούν εντέλει
περισσότερο όχι για τους γαιοκτήμονες, παρά για τους μέσους, τη διακριτή κοινωνική τάξη
των εμπόρων που το 13ο και 14ο αι. δεν θεωρείται από την κεντρική εξουσία ένας σταθερός
σύμμαχος και αναγκαία ο αυτοκράτορας χρειάζεται να ακολουθήσει σταθεροποιητική
πολιτική. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου, ότι ακριβώς στα μέσα του 14ου αι. οι εκκλησιαστικοί
λόγιοι αρχίζουν να επιχειρηματολογούν για την αμαρτωλή τακτική του τοκισμού και την
απαξία του χρήματος, υπονομεύοντας έτσι την κοινωνική ισχύ των μέσων που αυξάνεται και
απειλεί την υφιστάμενη πολιτική τάξη. 87
Παλαιότερα, οι σοβιετικοί κυρίως ιστορικοί θεώρησαν τις φορολογικές απαλλαγές ένδειξη
της αυτονομίας των πόλεων. Όμως ο Maksimovic αντικρούει την θέση αυτή και αποφαίνεται
ότι ουσιαστικά συνιστούν οικονομικές παραχωρήσεις είτε σε φυσικά πρόσωπα είτε σε
μοναστήρια του άρχοντα προς τους υποτελείς με αντάλλαγμα την υποστήριξή τους. Η
Ρatlagean ερμηνεύει την παραχώρηση προνομίων σε συσχέτιση με τις πολιτικές περιστάσεις
που διαμορφώνονται μετά το 1204 στο Βαλκανικό χώρο και με τη σπουδαιότητα που
αποκτούν οι πόλεις για την ισχυροποίηση της αυτοκρατορικής εξουσίας. Βεβαίως, τα
προνόμια αν και εντάσσονται στο πλαίσιο της αμοιβαιότητας μεταξύ του αυτοκράτορα και
των υπηκόων του αποδεικνύουν την κυριαρχία του, αφού αυτός διορίζει το διοικητή της
επαρχίας, την κεφαλή και επιβεβαιώνουν το δικαίωμά του να επιλέγει τους συμμάχους του.88
Η Shawcross, αντίθετα, αποφαίνεται ότι το 12ο, 13ο και 14ο αι. σε αστικά κέντρα
παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά της ανεξαρτησίας, καθώς αυτά προσπαθούν να είναι
υπεύθυνα για τις υποθέσεις τους και να κυβερνούν την ενδοχώρα τους. Εμφανίζονται νέοι
θεσμοί, όπως τα κοινοβούλια. Οι πολιτικές ελευθερίες αρχικά κατανοούνται ως απαλλαγές
και ασυλίες, δηλαδή ως ατομικά προνόμια που δίνονται από την κυβέρνηση ως χάρη και
αφορούν κυρίως εδαφικές παραχωρήσεις. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά αποτελούν
απότοκο της μεταμόρφωσης της Μεσογείου, έντονης ιδιαίτερα το 13ο αι .και το πρώτο μισό
του 14ου αι., καθώς εμπορικά δίκτυα αλληλοεπικαλύπτονται με κοινωνικά και πολιτιστικά,
αφού οι εμπορικοί δρόμοι που διασταυρώνονται στη Μεσόγειο δεν μεταφέρουν μόνο αγαθά
και νομίσματα αλλά και ιδέες και ανθρώπους που συνομιλούν σχετικά με νέες πιθανότητες
και νέους τρόπους να δραστηριοποιούνται.89
Η χειραφέτηση των πόλεων προκύπτει σταδιακά.90 Μεταξύ αυτών που διαπραγματεύονται
προνόμια είναι και η Θεσσαλονίκη. Η βόρεια Ελλάδα, ιδιαίτερα η Μακεδονία και η Θράκη
διεκδικούν σταθερά και επιτυχημένα ασυλίες από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.91 Στη χρονική
περίοδο από το 13ο ως το 15ο αι. το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του Βυζαντίου, που
συρρικνωνόταν εδαφικά και αποδυναμωνόταν στρατιωτικά, είναι η σταδιακή εξασθένηση
της κεντρικής εξουσίας, την οποία υπονομεύει η ισχύς της μεγάλης γαιοκτητικής
αριστοκρατίας τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο.92 Ο Ανδρόνικος Γ´, στην αρχή
του πολέμου με τον παππού του, προσφέρει φορολογική ατέλεια στη Θεσσαλονίκη και τη
Μακεδονία.93 Επιπρόσθετα, η πόλη της Θεσσαλονίκης κατέχει ειδικά προνόμια, τα οποία την
απομακρύνουν περισσότερο από την Κωνσταντινούπολη. Ο Μανουήλ Β’ σίγουρα
86
Ό. π., σελ. 151‐152.
87
Ό. π., σελ. 102‐104.
88
Ό. π., σελ. 113‐114.
89
Shawcross, «Mediterranean Encounters», σελ. 59‐60.
90
Ό. π., σελ.66.
91
Ό. π., σελ.72.
92
Κιουσοπούλου, Οι «Αόρατες» Βυζαντινές Πόλεις, σελ. 17.
93
Ό. π., σελ.113.
15

αναγνωρίζει τη σημασία τους σε ένα δημόσιο λόγο που εκφωνεί το 1383 προς τους πολίτες
της Θεσσαλονίκης, όπου τονίζει ότι έχουν συνηθίσει σε μεγαλύτερη ελευθερία συγκριτικά με
τους κατοίκους άλλων πόλεων και ότι εξαιρούνται ακόμη και από τον φόρο υποτέλειας που
όλοι οι ελεύθεροι Βυζαντινοί πληρώνουν στον αυτοκράτορα. Το 1423 η συμφωνία που
αφορά τη μετάβαση της Θεσσαλονίκης στη Βενετική κυριαρχία ολοκληρώνεται με τον όρο
ότι τα προνόμια και τα έθιμα των κατοίκων της πόλης θα γίνουν σεβαστά. Η μερική
αυτονομία που απολαμβάνει η Θεσσαλονίκη, αποτελεί μέρος ενός φαινόμενου που
παρουσιάζεται σε όλη την αυτοκρατορία καθ’ όλη τη διάρκεια του 14ου αιώνα, όπου, με την
προοδευτική εξασθένιση της εξουσίας του κράτους των Παλαιολόγων, αστικές ομάδες ή
ιδρύματα αναλαμβάνουν τις παραδοσιακές λειτουργίες του Βυζαντινού κράτους. Η
Εκκλησία, για παράδειγμα, τις δικαστικές λειτουργίες, ενώ η αριστοκρατία τις διοικητικές
μαζί με τη διαχείριση των οικονομικών και την άμυνα. Στο πλαίσιο του αγώνα εναντίον των
Οθωμανών, οι παράλληλες εξελίξεις στη Θεσσαλονίκη σημαίνουν ότι οι κάτοικοί της,
αποξενωμένοι απ’ την Κωνσταντινούπολη, πρέπει να αντιμετωπίσουν τον πόλεμο με τις δικές
τους προσπάθειες και τα δικά τους διαθέσιμα μέσα. Και όταν δεν μπορούν πια οι ίδιοι να
συντηρήσουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, εναλλακτικά αναζητούν ξένες συμμαχίες, οι
οποίες συμβάλλουν στην πολυδιάσπαση του πληθυσμού, αφού οι γνώμες διίσταντο ως προς
το ποια/ες ξένη δύναμη/εις να προσεγγίσουν.94 Οι λόγιοι που συντάσσουν τα εγκώμια της
παλαιολόγειας εποχής έχουν συνείδηση της πολιτικής λειτουργίας τους. Ως αξία
αναδεικνύουν την ελευθερία της πόλης και με αυτήν συνυφαίνουν τον έπαινο στο λαμπρό
παρελθόν της και την καλλιεργούμενη εκεί παιδεία, που επιτρέπει στους κατοίκους να
διεκδικούν την ιστορική μνήμη της πόλης τους ως πατρίδας, με σημείο αναφοράς πάντοτε
την κεντρική εξουσία. Για τους λογίους απαραίτητη προϋπόθεση της ελευθερίας των πόλεων
είναι η οικονομική τους αυτοδυναμία που προκύπτει από την ύπαιθρο που τις περιβάλλει.
Τα προηγούμενα αποτυπώνονται με μεγαλύτερη ενάργεια και συνοχή στα εγκώμια της
Θεσσαλονίκης, όπου η πόλη χαρακτηρίζεται από την ευνομία και την ισοπολιτεία στις σχέσεις
των κατοίκων της. Τονίζεται στα σχετικά κείμενα, ότι όροι της ύπαρξης της αποτελούν η
πολιτική συμπεριφορά των κατοίκων της, η τήρηση των νόμων, η αλληλεγγύη των πολιτών,
η πρόταξη του κοινού συμφέροντος αλλά και η ιστορία της.95

Κεφάλαιο 3. Η οικονομία

Από τον 7ο αι. ως τις αρχές του 10ου αι. ο κάμπος, τα ποτάμια και οι δυο λίμνες της
Θεσσαλονίκης εφοδιάζουν την αγορά της με άφθονα αγροτικά προϊόντα και ψάρια και στο
ευρύχωρο λιμάνι της τα καράβια μεταφέρουν εμπορεύματα για τις αγορές της Ανατολής και
της Βαλκανικής. Η Εγνατία οδός φέρνει ξένους εμπόρους και ταξιδιώτες από Ανατολή και
Δύση και την αγορά της πλημμυρίζουν ντόπιοι και ξένοι. Βιοτεχνικά προϊόντα από μπακίρι,
σίδερο, μολύβι και γυαλί, έργα μικροτεχνίας από χρυσάφι και ασήμι, υφάσματα μεταξωτά,
μάλλινα και λινά υπάρχουν σε αφθονία. Στις αρχές του 12ου αι., ο συγγραφέας του νεκρικού
διαλόγου «Τιμαρίων» περιγράφει τη μεγάλη εμποροπανήγυρη τις ημέρες της γιορτής του
Αγίου Δημητρίου, την πιο μεγάλη από τις πανηγύρεις που φέρνει στον Μάρτυρα πλήθος
προσκυνητών και πανηγυριωτών.96 Ο Καμενιάτης μνημονεύει την πλούσια αγροτική

94
Necipoglu, Byzantium, σελ. 44‐45.
95
Κιουσοπούλου, Οι «Αόρατες» Βυζαντινές Πόλεις, σελ.128‐129.
96
Σταυρίδου‐Ζαφράκα,«Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη», σελ. 4, 6.
16

ενδοχώρα της στη διάρκεια του 9ου αι. καθώς και το θαλάσσιο και το χερσαίο εμπόριο που
τροφοδοτούν τη αγορά με εγχώρια και ξένα προϊόντα και προσδίδουν στους κατοίκους
χρυσό, ασήμι και μεταξωτά. Βεβαιώνεται και η βιοτεχνική παραγωγή που μαρτυρά μια
αστική οικονομία.97 Η πόλη παρουσιάζεται ως επίκεντρο του εμπορίου με την Ελλάδα, τη
Βουλγαρία, την Ιταλία και τα μουσουλμανικά εδάφη.98
Ο Αλέξιος Α´ Κομνηνός δημιουργεί ένα τακτικό νομισματοκοπείο στην πόλη. Στις
εκστρατείες του για την επανάκτηση της Ελλάδας από τους Νορμανδούς τη χρησιμοποιεί ως
βάση και δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι σε τέτοιες συνθήκες είναι πιο ασφαλές να
κόβονται επί τόπου τα νομίσματα για την πληρωμή του στρατού. Αναγνωρίζονται εκδόσεις
της Θεσσαλονίκης του Ιωάννη Β´, του Μανουήλ Α´ Κομνηνού και των διαδόχους τους στην
τέταρτη σταυροφορία. Παρόλο που η Θεσσαλονίκη είναι όντως το δεύτερο νομισματοκοπείο
της αυτοκρατορίας, οι εκδόσεις της του 12ου αι. δεν είναι τόσο άφθονες όσο εκείνες της
Κωνσταντινούπολης και όχι τακτικές έως το 1203.Το 1189 το ποσοστό των νομισματικών
εκδόσεων της Θεσσαλονίκης ελαττώνεται σταθερά και είναι σαφές ότι ο όγκος των χρυσών
προϊόντων της μειώνεται γρήγορα μετά από το απόγειο της υπό τον Αλέξιο. Παρά την
προφανή αυτή παρακμή στα τέλη του 12ου αι., η παράδοση κοπής νομισμάτων μέσα στη
δεύτερη πόλη ή στη ζώνη επιρροής της δεν έχει σταματήσει μετά τη διαίρεση της
αυτοκρατορίας το 1204.
Η βασιλεία του Θεόδωρου Α´ Κομνηνού Δούκα (1224‐1230) αντιπροσωπεύει σε κάθε
περίπτωση το απόγειο του νομισματοκοπείου της Θεσσαλονίκης στην ύστερη βυζαντινή
περίοδο. Η ποιότητα και η ποσότητα των κερμάτων που εκδίδονται είναι αξιοσημείωτες. Το
σύνολο νομισμάτων του Θεόδωρου περιλαμβάνει κάθε ονομαστική αξία του βυζαντινού
νομισματικού συστήματος της περιόδου, εκτός από το χρυσό, το οποίο εξέδωσε ο σύγχρονος
και αντίπαλος του Ιωάννης Γ´ Βατάτζης σε τεράστιους αριθμούς. Από την έλευση του Βατατζή
στην πόλη το 1246, το ωραίο πρότυπο ύφος των νομισμάτων των Δουκών υποχωρεί μπροστά
σε ένα πολύ κατώτερης ποιότητας, παρόμοιο σε εκείνο των θεμάτων της αυτοκρατορίας της
Νίκαιας. Αυτή η μάλλον φτωχή κατασκευή είναι ο κανόνας στον επόμενο και τελευταίο αιώνα
των νομισμάτων της Θεσσαλονίκης. 99
Μετά το 12ο αι. οι ιταλικές ναυτικές πόλεις εμπορεύονται δραστήρια στην ανατολική
Μεσόγειο. Συγχρόνως, αναπτύσσονται οι ανταλλαγές στη Δυτική Ευρώπη και συνακόλουθα
σε όλη την Ευρώπη και από εδώ και πέρα η σπουδαιότητα του θαλάσσιου εμπορίου με τους
Ιταλούς αυξάνεται για το Βυζάντιο,100 όπου το εκτεταμένο εμπόριο των Βενετών, των
Γενουατών και των Πιζάνων το 12ο αι. και τα προνόμια που αυτοί κερδίζουν, επιφέρει τη
μειωμένη συμμετοχή των Βυζαντινών στο εγχώριο και στο εξωτερικό εμπόριο, στα τέλη του
αιώνα. Ίσως, οι έμποροι της Θεσσαλονίκης και της Μονεμβασιάς είναι οι μόνοι που
συναγωνίζονται τους Βενετούς, εξαιτίας της απαγόρευσης της ελεύθερης εισόδου αυτών
στην πόλη τους.101 Επιπλέον οι υστεροβυζαντινές πόλεις υστερούν στη παραγωγή και στη
μεταποίηση των προϊόντων· στο Βυζάντιο οι παραδοσιακές συντεχνίες αντικαθίστανται από
πρώιμες καπιταλιστικές μορφές παραγωγής,102 ενώ η τεχνολογική ανάπτυξη είναι πολύ αργή

97
Λάιου, Οικονομική Ιστορία, σελ. 511‐512, τ. Β.
98
Ό. π., σελ. 541, τ. Β.
99
Cecile Morrisson, «Emperor, the Saint, and the City: Coinage and Money in Thessalonike from the
Thirteenth to the Fifteenth Century», στο Symposium on Late Byzantine Thessalonike, (Washington, 2003),
σελ. 174‐178.
100
Λάιου, Οικονομική Ιστορία, σελ. 528‐529, τ. Β.
101
Ό. π., σελ. 546‐548, τ. Β.
102
Ό. π., σελ.187, τ. Β.
17

και έτσι η παραγωγή εξαγώγιμων προϊόντων πραγματοποιείται σε λιγοστές πόλεις και λίγο
πριν την Άλωση παρατηρείται γρήγορη υπερίσχυση των ευρωπαϊκών προϊόντων.103
Επακόλουθα, από το 1204 αλλάζουν οι γεωγραφικές περιοχές της βυζαντινής οικονομίας
αλλά και η οικονομική δομή. Έμποροι Λατίνοι, Σλάβοι και Τούρκοι διαμένουν μόνιμα στο
Βυζάντιο και οι βυζαντινοί αναγκαία εμπορεύονται με νέους τρόπους και πειραματίζονται
και εκπαιδεύονται για να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό, δηλαδή το βυζαντινό εμπόριο
μεταμορφώνεται.104 Διεξάγεται όχι μόνο από εμπόρους, με κάθε είδους προϊόντα και
παντού, στην ύπαιθρο, στους δρόμους, στα προαύλια εκκλησιών, στα αγροκτήματα, στα
καταστρώματα πλοίων. Στις πόλεις το εμπόριο διεξάγεται κυρίως σε καταστήματα και
μόνιμες αγορές.105 Βέβαια υφίσταται το δικαίωμα φορολογίας του αυτοκράτορα, του
πρίγκιπα ή του δούκα. Ο αυτοκράτορας εισπράττει ως γαιοκτήμονας, αλλά οι εισπράξεις
αυτές δεν αποτελούν το σύνολο των εσόδων του κράτους γιατί περιοχές και δικαιώματα
έχουν παραχωρηθεί σε υποτελείς. Δηλαδή παρατηρείται συνέχιση της βυζαντινής κρατικής
φορολογίας σε δυτικά φεουδαλικά πλαίσια. Επίσης ισχύει το κομμέρκιον, ο φόρος εξαγωγών‐
εισαγωγών, οι ελεύθεροι αγρότες πληρώνουν τη δεκάτη, όπως οι δούλοι τον κεφαλικό
φόρο.106 Μετά το 1204 και κυρίως μετά το 1320 το Βυζάντιο και το Αιγαίο μετατρέπονται σε
ενδοχώρα των ιταλικών αγορών. Οι Βενετοί επιτυγχάνουν να επεκτείνουν το δίκτυο των
πρακτόρων και των προξένων τους στις αναχωρήσεις και αφίξεις όλων των εμπορικών
πλοίων που ταξιδεύουν δύο φορές το χρόνο από και προς Κωνσταντινούπολη.107
Κατά την Παλαιολόγεια περίοδο λοιπόν, η αυτοκρατορία εξαρτάται υπερβολικά από τις
θαλάσσιες πόλεις της Ιταλίας, ιδιαίτερα τη Βενετία και τη Γένοβα, οι οποίες διαθέτουν
ισχυρούς ναυτικούς στόλους.108 Αποδεικνύεται ότι ο ρόλος της Θεσσαλονίκης στις μεγάλες
αποστάσεις ως πόλης διαμετακομιστή και ως αγορά, που άρχισε να παρακμάζει ήδη από το
δεύτερο μισό του 13ου αι., περιορίζεται περαιτέρω από τις πολιτικές και στρατιωτικές
εξελίξεις στην ίδια τη Θεσσαλονίκη και στη Βαλκανική ενδοχώρα τον 14ο αι. Η καλλιέργεια
της γης στις αρχές του 15ου αι., κοντά στη Θεσσαλονίκη και στη χερσόνησο της Χαλκιδικής,
απευθύνεται κυρίως προς την τοπική κατανάλωση και δεν αρκεί για να διατηρήσει τη
λειτουργία της πόλης ως μία σημαντική αγορά των Βαλκανικών προϊόντων. Επιπλέον, όταν η
Θεσσαλονίκη αποκόβεται από την ενδοχώρα της, ως αποτέλεσμα των εμφυλίων πολέμων ή
των ξένων κατακτήσεων, χάνει και τη σημασία της ως περιφερειακό διοικητικό κέντρο. Είναι
σαφές, λοιπόν, ότι η θαλάσσια λειτουργία της Θεσσαλονίκης νοσεί από αυξανόμενη
συρρίκνωση στην παλαιολόγεια περίοδο. Το λιμάνι της, σημαντικός σταθμός φόρτωσης και
μεταφόρτωσης υποβιβάζεται και λειτουργεί κυρίως εντός του βραχυπρόθεσμου και του
μεσοπρόθεσμου εμπορίου και των δικτύων μεταφοράς στην περιοχή του Αιγαίου, τα οποία
το συνδέουν με την Κωνσταντινούπολη, τη Χίο, και τη Χαλκίδα.109 Αυτήν την περίοδο, στο
δεύτερο μισό του 13ου αι, τα οικονομικά του κράτους βρίσκονται σε επισφαλή κατάσταση.
Πρώτα απ’ όλα, τα φορολογικά έσοδα από τη ύπαιθρο έχουν μειωθεί δραματικά επομένως,
στα τελευταία έτη του 14ου αι. η Κωνσταντινούπολη είναι σχεδόν η μόνη περιοχή από την
οποία ο αυτοκράτορας τα συλλέγει. Εδώ όμως, το κρατικό ταμείο στερείται ένα μεγάλο μέρος
από τα παλιά έσοδά του και το Βυζάντιο κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων αδυνατεί να

103
Ό. π., σελ.215, τ. Β.
104
Ό. π., σελ.586, τ. Β.
105
Ό. π., σελ.569, τ. Β.
106
Σελ. 298‐299, Λοκ, Οι Φράγκοι, σελ. 298‐299.
107
Ό. π., σελ. 406.
108
Necipoglu, Byzantium, σελ. 20.
109
Jacoby, «Foreigners», σελ. 104‐105.
18

συντηρεί ένα δυνατό στρατό και έναν επαρκώς εξοπλισμένο στόλο. Επακόλουθα, καταλήγει
να στηρίζεται όλο και περισσότερο είτε σε ιδιωτικούς στρατούς, ή σε μισθοφόρους
στρατιώτες που μπορούν να μισθώνονται μόνο σε μικρούς αριθμούς, δεδομένων των
περιορισμένων εσόδων. Επιπλέον, οι εμφύλιοι πόλεμοι του πρώτου μισού του 14ου αιώνα
όχι μόνο βοηθούν να επισπευστεί η διαδικασία της πολιτικής αποσύνθεσης και της
οικονομικής φθοράς, αλλά διαδραματίζουν επίσης κρίσιμο ρόλο στο να διευκολύνουν την
επέκταση των Οθωμανών καθώς πολλοί από τους διαμαρτυρόμενους στρέφονται στους
τελευταίους για στρατιωτική βοήθεια.110
Εντούτοις, η οικονομία της Μακεδονίας δομείται ικανοποιητικά στη διάρκεια των ετών
1261‐1340. Το χερσαίο και το θαλάσσιο εμπόριο διεξάγονται ομαλά και οι πόλεις συνδέονται
με την αγροτική ενδοχώρα τους. Η Μακεδονία και η Θράκη είναι οι πλουσιότερες επαρχίες
σε δημητριακά και οι γαιοκτήμονες εκεί χρησιμοποιούν δουλοπάροικους.111 Από το 1261 ως
το 1453 η Θεσσαλονίκη αποτελεί ισχυρό οικονομικό κέντρο που συμβολίζει την αυτοτέλεια
για τους βυζαντινούς.112 Βέβαια, η αξιόλογη ανάπτυξη του λιμανιού της παρατηρείται και
νωρίτερα, καθώς οι Μονφερρά αξιώνουν τη διοίκησή της, μετά τη σύνδεση της Βόρειας
Ελλάδας με τη Βόρεια Ιταλία113 Η πρόσληψη περισσότερων από ενενήντα πειρατικών
ομάδων μετά το 1261 από τον Μιχαήλ Η´, για να επιτίθενται σε βενετικά σκάφη που πλέουν
στο Αιγαίο 114 και η ποικιλία χρυσών δουκάτων και φλορινιών σε αυτό, αντανακλούν τη
σημασία του ως διεθνή εμπορική ζώνη και ως απότοκο, τη σημασία του για την ανάπτυξη
του λιμανιού της Θεσσαλονίκης.115
Ως τα μέσα του 14ου αι. οι Θεσσαλονικείς από τις χρηματικές συναλλαγές με τους Ιταλούς
λειτουργούν τραπεζικά καταστήματα που εδρεύουν στη συνοικία του αγίου Μηνά, κοντά στο
λιμάνι και συνδυάζουν κι αυτοί όπως και οι Ιταλοί το εμπόριο προϊόντων με το εμπόριο του
χρήματος.116 Η αναγνώριση των Θεσσαλονικιών νομισμάτων του 14ου αιώνα είναι ήδη
ξεκάθαρη και τεκμηριωμένη.117 Η σχετικά περιορισμένη οικονομική κυκλοφορία τους πέρα
από την ενδοχώρα της πόλης δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένου ότι έχουμε να κάνουμε με
μιας χαμηλής αξίας νομίσματα που χρησιμοποιούνται για μικρές συναλλαγές, ενώ πιο
σημαντικές συναλλαγές εκτελούνται φυσικά με τη χρήση χρυσού ή ασημένιου νομίσματος118
Μετά τη δεκαετία του 1250, σταδιακά, τα βυζαντινά νομίσματα αντικαθίστανται συχνά από
τα βενετσιάνικα ασημένια Δουκάτα, ένα γνωστό φαινόμενο που πιθανότατα είναι πιο έντονο
στη Θεσσαλονίκη και στην περιφέρειά της από οπουδήποτε αλλού.119 Οι Παλαιολόγοι δεν
μένουν αποκλειστικά στη Νίκαια, παρά διαμένουν με την αυλή τους για μακρό διάστημα στη
θερινή τους κατοικία στη Θεσσαλονίκη120 και έτσι το λιμάνι της πόλης αναπτύσσεται και
χαρακτηρίζεται ως τα μέσα του 14ου ως δεύτερη πόλη. Είναι το πιο πυκνοκατοικημένο τμήμα
αν και καταλαμβάνει μόνο ένα μέρος της παραλίας της πόλης και οι πύλες που οδηγούν προς
αυτό είναι δύο. Υπάρχουν εκεί καταστήματα, εργαστήρια και αποθήκες, ασφαλώς και

110
Necipoglu, Byzantium, σελ. 19‐20.
111
Λάιου, Οικονομική Ιστορία, σελ. 515, 518, τ. Α.
112
Ό. π., σελ. 164, τ. Β.
113
Shawcross, «Mediterranean Encounters», σελ. 61.
114
Σελ.416, Λοκ, Οι Φράγκοι, σελ. 416.
115
Ό. π., σελ. 422.
116
, Λάιου, Οικονομική Ιστορία, σελ. 172, 174, τ. Β.
117
Morrisson, «Emperor», σελ. 178.
118
Ό. π., σελ. 189.
119
Ό. π., σελ. 191.
120
Λάιου, Οικονομική Ιστορία, σελ. 142‐143, τ. Β.
19

ναυπηγείο.121 Λόγω της διευρυμένης αυλής τους και της ανεπάρκειας των εσόδων για την
συντήρησή της, οι Παλαιολόγοι πληρούν τις αποθήκες τους δωρεάν στη Θεσσαλονίκη.122 Όλα
συρρικνώνονται και απλοποιούνται, όπως αναγράφεται σε κείμενο του Ψευδοκωδινού, επί
της δυναστείας τους· οι κεντρικές οικονομικές υπηρεσίες απλουστεύονται, κάποιοι
επικεφαλείς δημοσιονομικών υπηρεσιών διατηρούν τον τίτλο τους μόνο ως τιμητική
διάκριση χωρίς περιεχόμενο, οι λογοθέτες δεν έχουν καμία υπηρεσία. Κάθε επαρχία έχει δική
της διοίκηση, έσοδα και έξοδα. Το περίσσευμα από τις επαρχίες το εισπράττει το κεντρικό
ταμείο στην Κωνσταντινούπολη για να μισθοδοτεί τους υπαλλήλους. Μια κεντρική διοίκηση
προσπαθεί να εποπτεύει τη διαχείριση κάθε επαρχίας και υπηρεσίας.123
Οι σημαντικότερες και πιο πολλές πόλεις του Βυζαντίου από το 13ο ως την οθωμανική
κατάκτηση είναι οι πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης, που αποτελούν και το
διακύβευμα στις πολεμικές συγκρούσεις και στους εμφύλιους πολέμους Η Θεσσαλονίκη, το
οικονομικό κέντρο των δυτικών Βαλκανίων, αποτελεί μία από αυτές. Από αυτήν περνά η
Εγνατία οδός, ο μεγάλος χερσαίος δρόμος στη νότια Βαλκανική, που καταλήγει στην
Κωνσταντινούπολη και που σταδιακά τον 13ο αι χάνει τη σημασία της. Το τμήμα της από την
πόλη της Θεσσαλονίκης ως την πρωτεύουσα γίνεται δύσβατο μετά το 1341 και το 14ο αι. η
επικοινωνία της πρωτεύουσας με τον ελλαδικό χώρο επιτυγχάνεται όλο και συχνότερα δια
θαλάσσης με πλοία που φτάνουν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.124 Η σταδιακή εξασθένηση
της κεντρικής εξουσίας έχει αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανασφάλειας στις
περιοχές της δικαιοδοσίας της Θεσσαλονίκης. Όσοι ταξιδεύουν στη Μακεδονία και τη Θράκη
συναντούν δυσκολίες, λόγω των κακοσυντηρημένων δρόμων και του κινδύνου από τους
ληστές. Όλες οι ύστερες πόλεις έχουν την ενδοχώρα τους, η οποία εξασφαλίζει τη συντήρησή
τους αλλά και την εμπορία των αγροτικών ή κτηνοτροφικών προϊόντων. Επίσης, η ύπαρξη
βιοτεχνικής παραγωγής συνήθως αφορά την οικοτεχνική βιοτεχνική παραγωγή, προορισμένη
για τοπική κατανάλωση.125 Αυτήν την εποχή οι πόλεις αποτελούν κέντρα κατανάλωσης και
αποθήκευσης αγαθών. Οι γαιοκτήμονες και τα μοναστήρια, ελέγχουν σε μέγιστο βαθμό και
το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων και η οικονομική δύναμη τους με αυτό τον τρόπο
προέρχεται κατά βάση από την εκμετάλλευση της γης αλλά και από τον δανεισμό.
Η Θεσσαλονίκη που είναι το διαμετακομιστικό κέντρο της δυτικής Βαλκανικής126 στον
ύστερο 14ο αι. εξάγει σπάνια και ξεκομμένη από την ύπαιθρό της για μεγάλα διαστήματα
μετατρέπεται από εξαγωγέα σε εισαγωγέα.127 Οι Βενετοί την ελέγχουν στις αρχές του 15ου
αι., όταν διαμένουν πια μόνιμα εκεί και καταλήγουν κύριοι προμηθευτές του τοπικού
εμπορίου· επισκέπτονται εμποροπανηγύρεις και χωριά, και δυσκολεύουν συνεχώς τους
βυζαντινούς εμπόρους στις δραστηριότητές τους. Τα προνόμια τους είναι πανίσχυρα και οι
Παλαιολόγοι αδυνατούν να τους περιορίσουν. 128 Σχετικά με το αξιόλογο εμπόριο των
υφασμάτων, οι τελωνειακοί κωλύουν τη χονδρική και τη λιανική πώληση από τους Βενετούς
γύρω στο 1320, αλλά το 1420 η εισαγωγή και το χονδρικό εμπόριο των υφασμάτων τελείται
από αυτούς και μόνο το λιανικό εμπόριο διεξάγεται από βυζαντινούς Έλληνες. Οι
Θεσσαλονικείς μάλιστα, διατηρούν την άδεια λιανικής πώλησης υφασμάτων και κατά τη

121
Ό. π., σελ. 157, τ. Β.
122
Ό. π., σελ. 564, τ. Β.
123
Ό. π., σελ. 214‐215, τ. Γ.
124
Κιουσοπούλου, Οι «Αόρατες» Βυζαντινές Πόλεις, σελ. 34‐34.
125
Ό. π., σελ. 36‐37.
126
Ό. π., σελ. 101.
127
Λάιου, Οικονομική Ιστορία, σελ. 573, τ. Α.
128
Ό. π., σελ. 561‐565, 568, 578, τ. Β.
20

διάρκεια της βενετικής κυριαρχίας. 129 Η εικόνα της οικονομικής παρακμής που παρουσιάζει
η πόλη στα τέλη του 14ου και στις αρχές του 15ου αιώνα, σε αντίθεση με αυτήν στις αρχές
της Παλαιολόγειας περιόδου οφείλεται και στις συνεχείς οθωμανικές επιθέσεις. Τα χωράφια
έξω από τα τείχη της παραμένουν ακαλλιέργητα. Η εμπορική δραστηριότητα της σταματά.
Ήδη κατά την πολιορκία του 1422‐3 οι πύλες της παραμένουν κλειστές και η μόνη τακτική
πρόσβασης στον έξω κόσμο είναι δια θαλάσσης και καθόλου επαρκής. Υπό τόσο δυσμενείς
συνθήκες, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης επηρεάζονται αρνητικά: οι
αριστοκράτες που κατέχουν γη στερούνται την περιουσία τους, η εμπορική δραστηριότητα
παρεμποδίζεται και οι χαμηλότερες τάξεις αναγκάζονται να υπομένουν την αυξανόμενη
φτώχεια και ταλαιπωρία.
Οι απώλειες των αριστοκρατών επέρχονται άμεσα, μέσω των κατακτήσεων και
κατασχέσεων στις οποίες προβαίνουν οι Οθωμανοί, αλλά και έμμεσα, ως αποτέλεσμα των
συνεχών εχθροπραξιών που ερημώνουν την ύπαιθρο και εμποδίζουν την καλλιέργεια και ως
αποτέλεσμα οι αριστοκράτες παρακινούνται και παραχωρούν τα κτήματά τους στις μονές
επιλέγοντας, υπό τόσο επισφαλείς συνθήκες, να παραλαμβάνουν από αυτές σταθερές
ποσότητες τροφίμων, κατά τη διάρκεια της ζωής τους και εκείνης των κληρονόμων τους, ως
λιγότερο επικίνδυνη και πιο επικερδής εναλλακτική λύση από την καλλιέργεια τους. Στην
ύπαιθρο της Θεσσαλονίκης, οι μεταβιβάσεις ακίνητης περιουσίας στα μοναστήρια
αποδεικνύονται η καλύτερη λύση για τους ιδιοκτήτες γης που δεν έχουν τα οικονομικά μέσα
να διατηρήσουν τις εκτάσεις τους ή να τα επαναφέρουν σε παραγωγική κατάσταση. Η
συχνότητα τέτοιων μεταβιβάσεων ιδιοκτησίας καταδεικνύει ότι εν μέσω της αστάθειας και
της αβεβαιότητας που δημιουργεί η οθωμανική επέκταση, τα ισχυρά μοναστικά ιδρύματα
κατορθώνουν να διατηρήσουν την οικονομική τους δύναμη, σε αντίθεση με την αριστοκρατία
των γαιοκτημόνων της Θεσσαλονίκης και πράγματι αντλούν οικονομικά οφέλη από τις
κακοτυχίες πολλών λαϊκών γαιοκτημόνων. 130 Οι δυσκολίες που συναντά η αριστοκρατία της
Θεσσαλονίκης αποτελούν μόνο μια πτυχή της ερήμωσης που εκ των πραγμάτων επεκτείνεται
σε όλη τη γεωργική οικονομία της περιοχής κατά τη διάρκεια των Οθωμανικών επιθέσεων με
μόνο μια εξαίρεση σ’ αυτό. Απεικονίζεται η Θεσσαλονίκη ως μια ανθηρή πόλη μετά την
επιστροφή της στη βυζαντινή εξουσία στα χρόνια της διοίκησης από τον Ιωάννη Ζ' (1403‐8).
Αποδεικνύεται όμως, ότι οι συνθήκες στην πόλη και στα περίχωρά της αρχίζουν να
δυσχεραίνουν γύρω στο 1411, όπου αναφέρονται συνθήκες λιμού που αποδίδονται στις
συνεχείς επιδρομές των Οθωμανών στην περιοχή. Επιπρόσθετα, οι αυθαίρετες απαιτήσεις
από φορολογικούς παράγοντες της βυζαντινής κυβέρνησης δημιουργούν δυσκολίες στον
αγροτικό πληθυσμό131. Εφαρμόζεται το φορολογικό σύστημα των Οθωμανών, μετά την
παραχώρηση της, επειδή παρά το ότι οι φόροι είναι αυξημένοι σε σχέση με τον 14ο αι. οι
δευτερεύοντες φόροι μειώνονται δραστικά, με απότοκο οι χωρικοί να πληρώνουν περί τα
μισά χρήματα. Αυτό εξηγεί την ατολμία των Βυζαντινών για επαναφορά του πριν τον 14ο αι.
φορολογικού συστήματος.132 Όμως, γνωρίζουμε ότι στη Χαλκιδική οι φόροι που πληρώνουν
οι χωρικοί σε χρήμα αυξάνονται απότομα και πολύ κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του
15ου αιώνα σε σύγκριση με τους αντίστοιχους φόρους του 14ο αι.
Εύλογα και οι έμποροι μέσα στη Θεσσαλονίκη υποφέρουν από τις διαταραχές στην
εμπορική τους δραστηριότητα. Η παρουσία των Οθωμανών και η απομόνωση της πόλης από
την ενδοχώρα της έχουν ήδη καταστήσει αδύνατες τις χερσαίες συναλλαγές και ούτε το

129
Ό. π., σελ. 569, τ. Β.
130
Necipoglu, Byzantium, σελ. 57‐60.
131
Ό. π., σελ. 63‐64.
132
Λάιου, Οικονομική Ιστορία, σελ. 228, τ. Γ.
21

θαλάσσιο εμπόριο είναι πολύ ασφαλές. Ένδειξη της επικινδυνότητας του θαλάσσιου
εμπορίου αποτελεί η χρέωση υψηλών επιτοκίων για θαλασσοδάνεια στη Θεσσαλονίκη στις
αρχές του 15ου αιώνα, που οδηγεί πολλούς Θεσσαλονικείς εμπόρους να συσσωρεύσουν
μεγάλα χρέη. Πιθανότατα κάποιοι από αυτούς επιδιώκουν οικονομικά κέρδη μέσω ιδιωτικών
συμφωνιών με τους Ιταλούς, παρακάμπτοντας την πληρωμή των τελωνειακών φόρων στο
Βυζαντινό κράτος. Ωστόσο, εκτός από συγκεκριμένα άτομα που ωφελούνται από τη σχέση
τους με τους Ιταλούς, στο σύνολό της, η παρουσία των Ιταλών εμπόρων στη Θεσσαλονίκη
δεν ευνοεί τους βυζαντινούς εμπόρους και στις αρχές του 15ου αιώνα, στην πόλη κατοικεί
μεγάλο πληθυσμό Βενετών εμπόρων.133
Τον 11ο αι. η αύξηση του εμπορίου αποδεικνύεται και από την αύξηση της παραγωγής και
κυκλοφορίας νομισμάτων και τη δημιουργία νομισματικών υποδιαιρέσεων. Το
νομισματοκοπείο της Θεσσαλονίκης λειτουργεί σε μόνιμη βάση134 και το 12ο αι.
αντιπαραβάλλεται στην ανατολική νομισματική ζώνη ή Κωνσταντινουπολίτικη μια δυτική,
αυτή της Θεσσαλονίκης και κυρίως των θεμάτων της Ελλάδας και της Πελοποννήσου, όπου
κυκλοφορούν το τεταρτητό και το μισό του. Οι τοπικές διαφοροποιήσεις τόσο από τον 7ο αι.
ως τον 9ο αι., όσο και το 12ο αι. μαρτυρούν την προσαρμοστικότητα ενός πιστωτικού
νομίσματος στις τοπικές συνθήκες. 135
Μετά το 1204 ο κατακερματισμός του βυζαντινού κόσμου οδηγεί στην κοπή τοπικών
νομισμάτων που εμποδίζουν τη κυκλοφορία του αυτοκρατορικού νομίσματος και συχνά το
αντιγράφουν, όπως οι απομιμήσεις στάμενων και υπέρπυρων που κόβονται στην
Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη. Η τελευταία κοπή του υπέρπυρου χρονολογείται
το 1353 και τη θέση του στο διεθνές εμπόριο από το 1350 ως και το 15ο αι. παίρνει το χρυσό
βενετικό δουκάτο και οι απομιμήσεις του.136 Από το 1350 ξεκινούν και οι πληρωμές ενοικίων
και φόρων με βυζαντινά νομίσματα που κυκλοφορούν και μετά το 1204137. Οι εγκαταστάσεις
καθαρισμού των πολύτιμων μετάλλων, ώστε αυτά να γίνουν κατάλληλα για κοπή
νομισμάτων και η κοπή νομισμάτων στη Θεσσαλονίκη και στην Κωνσταντινούπολη
εκμισθώνεται σε ιδιώτες.138 Θεωρείται ότι επί Παλαιολόγων η κοπή νομισμάτων λαμβάνει
χώρα στα νομισματοκοπεία των δύο αυτών πόλεων. Στη Θεσσαλονίκη αποδίδονται
υπέρπυρα με τα ονόματα των Μιχαήλ Η´ και Ανδρόνικου Β´, ενώ συνεχίζεται και η παραγωγή
χάλκινων νομισμάτων.139
Στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου πραγματοποιείται η μεγάλη εμποροπανήγυρη της πόλης,
που αποκαλείται μεγίστη των πανηγύρεων στη σάτιρα του 12 αι. Τιμαρίων. Είναι μια μεγάλη
αγορά για υφάσματα, βοοειδή, πρόβατα και χοίρους. Εμπορεύματα φτάνουν σε αυτήν από
περιοχές της Ελλάδας και της Ιταλίας, αλλά και από τη Συρία, την Αίγυπτο, την Ισπανία καθώς
και από τη Μαύρη Θάλασσα μεταφερόμενα με καραβάνια δια της Εγνατίας οδού.140 Οι
εμποροπανηγύρεις στην ύπαιθρο γύρω από τη Θεσσαλονίκη μαρτυρούνται ως το 1350, όταν
οι έγγειες περιουσίες των μοναστηριών αυξάνονται πολύ. Μετά το 1350 συνεχίζονται οι
αστικές του Αγίου Δημητρίου, της Αγίας Σοφίας, των Αγίων Αγγέλων και ίσως της
Αχειροποιήτου, που διοργανώνονται όπως οι υπαίθριες από τα μοναστήρια του Αγίου
Όρους, τα οποία αποκομίζουν ποσοστά από τις πωλήσεις, τις ενοικιάσεις και τις προσωρινές
133
Necipoglu, Byzantium, σελ.64‐65, 67.
134
Λάιου, Οικονομική Ιστορία, σελ. 554, τ. Β.
135
Ό. π., σελ. 78‐80, τ. Γ.
136
Ό. π., σελ. 123‐124, τ. Γ.
137
Λοκ, Οι Φράγκοι στο Αιγαίο, σελ. 423‐424.
138
Λάιου, Οικονομική Ιστορία, σελ. 185, τ. Β.
139
Ό. π., σελ. 52, τ. Γ.
140
Ό. π., σελ. 554, τ. Β.
22

εκμισθώσεις χώρων. Το 1421 ο Δεσπότης Ανδρόνικος, λόγω οικονομικών δυσχερειών,


παρακρατά όλα τα έσοδα από το πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου και προκύπτει έτσι η
διάσταση στη σχέση του με τον Μητροπολίτη, λίγο πριν παραδοθεί η πόλη στους Βενετούς.
Παραδοσιακά η αυτοκρατορία συνεισέφερε για τη διοργάνωση της εμποροπανήγυρης
ακόμα και σε καιρό πολέμου. Η Σύγκλητος της Βενετίας εγγυάται στους Θεσσαλονικείς
απεσταλμένους το 1425 την επιδότηση της εμποροπανήγυρης, αντίθετα η κατάληψη της
πόλης από το Μουράτ Β´ το 1430, σημαίνει το τέλος των εμποροπανηγύρεων.141
Οι Εβραίοι είναι η αρχαιότερη μειονότητα στην πόλη της Θεσσαλονίκης με διαρκή
παρουσία. Ξεκάθαρα διακρίνονται από το θρήσκευμα, τα έθιμα, τη χρήση της Εβραϊκής
γλώσσας και του ημερολογίου τους, τη σχετική στις αστικές τους υποθέσεις αυτονομία, τους
θρησκευτικούς και νομικούς περιορισμούς και την ειδική φορολογία στην οποία
εξαναγκάζονται. Το 1160 τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας αριθμούνται σε πεντακόσια,
μεταξύ των οποίων και οι εργάτες μεταξιού. Η κοινότητα είναι μία από τις μεγαλύτερες της
αυτοκρατορίας και διοικείται από αξιωματούχο διορισμένο από τον αυτοκράτορα. Η
συνέχεια της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 13ου αι. απεικονίζεται
αμέσως μετά τη λατινική κατάληψη της πόλης το 1204. Ιστορικές πηγές τεκμηριώνουν ότι η
εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης εξακολουθεί να λειτουργεί και κατά την κυριαρχία της
πόλης από τους Οθωμανούς κατά τα έτη 1387‐1403, ότι το 1420 η εβραϊκή γειτονιά που
βρίσκεται βορειοανατολικά του ναού των Σαράντα Μαρτύρων καταστρέφεται από φωτιά και
ότι το σύνολο των Εβραίων απομακρύνεται από τους Οθωμανούς προς την
Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1455 και έως το 1490 οι Εβραίοι εκλείπουν από τη πόλη.142
Κατά τη δυναστεία των Παλαιολόγων, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης καταβάλλουν ετήσιο
φόρο 1.000 υπέρπυρων στο αυτοκρατορικό ταμείο, επιβαρυνόμενοι ασύμμετρα σε σχέση με
τους άλλους κατοίκους. Ο φόρος αυτός δεν φανερώνει τον αριθμό τους, ούτε το ρόλο τους
στην οικονομία της πόλης, αφού παραμένει ίδιος για πολλά χρόνια, ανεξάρτητα από τις
αυξομειώσεις του πληθυσμού και του πλούτου τους. Η Βενετία μετά την κατάληψη της
Θεσσαλονίκης, αρχικά διατηρεί την καταβολή του παραπάνω συλλογικού φόρου, στη
συνέχεια όμως, μετά από αίτημα των εκπροσώπων των Εβραίων το 1425 τον μειώνει σε 800
υπέρπυρα, κρίνοντας ότι είναι επιβαρυντικός. Η συνεχής παρουσία των Εβραίων στη
Θεσσαλονίκη μέχρι περίπου το 1455 συνεπάγεται ότι συνεχίζουν να συμμετέχουν στην
τοπική κατασκευή μεταξωτών υφασμάτων, με την οποία έχουν ασχοληθεί το 12ο αι. 143
Οι Βενετοί εμπορεύονται ελεύθερα με παντός είδους προϊόντα σε όλες τις περιοχές της
βυζαντινής αυτοκρατορίας.144 Από την εποχή των Κομνηνών ο γάμος κάποιων με Ελληνίδες
ενθαρρύνεται από την κυβέρνηση και αυτό δικαιολογεί το μεγάλο αριθμό τους που
απασχολείται μόνιμα στο Αιγαίο.145 Το 1204 εδραιώνουν την αυξανόμενη δύναμη τους με
την ιδιοποίηση των πιο σημαντικών λιμανιών και νησιών. Επικρατούν σ' όλα τα θαλάσσια
δίκτυα, από την πατρίδα τους ως την Κωνσταντινούπολη, κατέχουν όλες τις θαλάσσιες
διόδους και ελέγχουν την είσοδο στην Κωνσταντινούπολη, ενώ στην ίδια την πρωτεύουσα
μετά την κατάκτησή της εξουσιάζουν τα τρία όγδοα της πόλεως μαζί με την Αγία Σοφία.146 Η
πόλη της Θεσσαλονίκης έχει μια ιδιαίτερα ευνοϊκή θέση κατά μήκος της διαδρομής της
στεριάς και του θαλάσσιου δρόμου που συνδέει την Κωνσταντινούπολη με τη Δύση και οι

141
Ό. π., σελ. 576‐577, τ. Β.
142
Jacoby, «Foreigners», σελ. 123‐127.
143
Ό. π., σελ. 128‐129.
144
Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, σελ. 249.
145
Λοκ, Οι Φράγκοι, σελ. 36.
146
Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, σελ. 289.
23

Λατίνοι είναι η πιο σημαντική ομάδα μεταξύ των ξένων που δραστηριοποιούνται σε αυτήν
στη διάρκεια 1150‐1350. Βέβαια, μεταξύ 1204 και 1224, η εμφάνιση τους στην πόλη δεν
σχετίζεται μόνο με οικονομικά κίνητρα επειδή μετά το 1204 οι διακυμάνσεις στις πολιτικές,
οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που προκύπτουν από τις διαδοχικές κατακτήσεις και
τους εμφύλιους πολέμους, καθώς και από διάφορες εξωτερικές εξελίξεις επιφέρουν αλλαγές
στη δραστηριότητα και στην παρουσία,147 είτε των εγκατεστημένων μόνιμα, είτε των
επισκεπτών. Η Θεσσαλονίκη εμφανίζεται κατά το δεύτερο μισό του 12ου αι. ως προορισμός
και σταθμός μετακομιδής των Βενετών και άλλων Λατίνων εμπόρων. Ωστόσο, δεδομένου ότι
οι Βενετοί απολαμβάνουν πιο εκτεταμένα προνόμια από τους αντιπάλους τους κυριαρχούν
έναντι αυτών στις εμπορικές επιχειρήσεις στη Θεσσαλονίκη αυτή την περίοδο.148 Συνεχίζουν
το εμπόριο τους και κατά τα είκοσι χρόνια της Λατινοκρατίας στην πόλη πιο έντονα, αφού
δεσπόζοντας στην οικονομική ζωή της Κωνσταντινούπολης, καλούνται να σαλπάρουν από το
λιμάνι της μεταξύ της δικής τους πόλης και του Κεράτιου κόλπου.149 Αναφέρονται
περιπτώσεις εχθρότητας των αυτοκρατορικών αξιωματούχων και άλλων ατόμων προς τους
Βενετούς, όπως παράνομης φορολογίας, παράνομων κατασχέσεων εμπορευμάτων και
διοικητικά εμπόδια που δυσχεραίνουν τις εμπορικές συναλλαγές, όμως αυτά τα περιστατικά
δεν θεωρούνται ως ο κανόνας.150
Η τοποθέτηση Ενετού προξένου στην πόλη από τα τέλη του 13ου αιώνα για να φροντίζει τα
συμφέροντα των εμπόρων, οι οποίοι δραστηριοποιούνται εκεί επιχειρηματικά,151
προϋποθέτει έναν ορισμένο βαθμό τακτικής ενετικής εμπορικής διακίνησης και συνεχούς
παρουσίας. Αυτό επίσης υπονοείται και από την συνθήκη του 1277, η οποία αντανακλά το
αυξανόμενο ενδιαφέρον της Βενετίας για την πόλη.152 Οι Ενετοί ενεργούν αποκλειστικά ως
χονδρέμποροι μάλλινων ειδών, το λιανικό εμπόριο μάλλινων ειδών βρίσκεται σε ελληνικά
χέρια καθ 'όλη τη βυζαντινή περίοδο.153 Η τοπική παραγωγή μάλλινων και μικτών
υφασμάτων στην Παλαιολόγεια περίοδο περιορίζεται σε προϊόντα μέσης και χαμηλής
ποιότητας και διεξάγεται σε αρκετά περιορισμένη κλίμακα.154 Σε έγγραφο που χρονολογείται
το 1425 αναφέρεται η εξαίρεση των Ενετών και Γενουατών εμπόρων από τους εμπορικούς
φόρους στα αγαθά που εισάγουν. Οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες όταν οι Λατίνοι μέσω
της παρέμβασής τους στο λιανικό εμπόριο της πόλης, αρχίζουν να ανταγωνίζονται τους
Θεσσαλονικείς εμπόρους και να παρακωλύουν τις δραστηριότητές τους.155 Περί το 1320
βυζαντινοί έμποροι και κυρίως αυτοκρατορικοί υπάλληλοι που ασχολούνται με το εμπόριο,
σκοπεύοντας στην προώθηση των προσωπικών συμφερόντων τους, κακομεταχειρίζονται
τους Βενετούς εμπόρους και τους ζημιώνουν οικονομικά.
Ο βαθμός και η φύση του ενετικού εμπορίου στη Θεσσαλονίκη κατά την Παλαιολόγεια
εποχή συνδέεται στενά με την εξελισσόμενη λειτουργία της πόλης μέσα στο ευρύτερο
πλαίσιο του εμπορίου μεγάλων αποστάσεων και τη ναυσιπλοΐα και τη ουσιαστική
εντατικοποίηση του δυτικού εμπορίου στη Μαύρη Θάλασσα μετά τη βυζαντινή ανάκτηση της
Κωνσταντινούπολης το 1261. Το γεγονός ότι οι γαλέρες του ενετικού κράτους παρακάμπτουν
τη Θεσσαλονίκη και αγκυροβολούν στη Χαλκίδα αποδεικνύει ότι ο ρόλος της Θεσσαλονίκης

147
Jacoby, «Foreigners», σελ. 85, 88.
148
Ό. π., σελ. 91.
149
Ό. π., σελ. 93.
150
Ό. π., σελ. 97.
151
Necipoglu, Byzantium, σελ. 67.
152
Jacoby, «Foreigners», σελ. 99.
153
Ό. π., σελ. 101.
154
Ό. π., σελ. 107.
155
Necipoglu, Byzantium, σελ. 68.
24

στο εμπόριο των μεγάλων αποστάσεων ως πόλης διαμετακομιστή και ως αγορά, που άρχισε
να παρακμάζει ήδη από το δεύτερο μισό του 13ου αι. περιορίζεται περαιτέρω από τις
πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις στην ίδια την πόλη και στη Βαλκανική ενδοχώρα το 14ο
αι. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης των ζηλωτών προκύπτει ότι Ενετοί έμποροι και έποικοι
δραστηριοποιούνται στη Θεσσαλονίκη. Η Οθωμανική κατάληψη της Θεσσαλονίκης 1387‐
1403 προκαλεί αύξηση στο ενετικό εμπόριο και την ενετική παρουσία στην πόλη. Μέχρι το
1407 η Θεσσαλονίκη έχει γίνει αγορά πολύτιμων μετάλλων, στην οποία οι Ενετοί
ανταλλάζουν τα χρυσά δουκάτα τους για το ασήμι, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στο
πλαίσιο αυτό, εξαιτίας της συνεχούς παρουσίας τους στην πόλη και της δράσης τους ως
τοπικοί παράγοντες, προωθώντας τα συμφέροντα των εμπόρων που ταξιδεύουν.
Βεβαιώνεται και πάλι άμεσα η ύπαρξη ενετών εποίκων στη Θεσσαλονίκη το 1418 και η
συνέχιση της δραστηριότητας τους και μετά την τουρκική κατάκτηση το 1430.
Στα χρόνια της ενετοκρατίας (1423‐ 1430) σημειώνεται φυσικά αύξηση της παρουσίας των
Ενετών. Εκτός από τους αξιωματούχους υπάρχει και μια φρουρά, αποτελούμενη από ενετούς
και ξένους στρατιωτικούς. Η ενετική εμπορική δραστηριότητα ενισχύεται και η Θεσσαλονίκη
καταλήγει να εξαρτάται πλήρως από τις ενετικές προμήθειες σιτηρών από διάφορες περιοχές
διαμέσου της θάλασσας. Μερικοί έποικοι, οι οποίοι είχαν περιοριστεί στο παρελθόν οι ίδιοι
στη χονδρική πώληση μάλλινων, παρεισφρέουν στο λιανικό εμπόριο σε βάρος των ντόπιων
Ελλήνων εμπόρων.156
Οι Γενουάτες έμποροι ή έποικοι εμφανίζονται στη Θεσσαλονίκη μετά από την Τέταρτη
Σταυροφορία. Υποθέτουμε ότι τα πλοία τους αγκυροβολούν στην πόλη κατά καιρούς, στο
δρόμο τους προς και από την Κωνσταντινούπολη, αν και η διαδρομή που ακολουθούν μεταξύ
της πόλης τους και της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας παρακάμπτει τη Θεσσαλονίκη.
Πιθανώς, ενδιαφέρονται λιγότερο για την πόλη από ότι οι αντίπαλοί τους.157 Οι Γενουάτες
είναι οι κύριοι αντίπαλοι των Βενετών στην ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα
κατά την Παλαιολόγεια περίοδο και η παρουσία Γενουάτη πρόξενου το 1305 δικαιολογεί τη
διεξαγωγή εντατικού εμπορίου από τους εποίκους και από τους επισκέπτες Γενουάτες
εμπόρους. Ο πόλεμος του 1350‐1355 μεταξύ Ενετών και Γενουατών που χωρίζει το Αιγαίο σε
δύο ζώνες, τη μία υπό την κυριαρχία της Γένοβας και την άλλη υπό την κυριαρχία της
Βενετίας, μειώνει τον όγκο του εμπορίου των Γενουατών στο εξής. 158 Από το 1300 οι
Γενουάτες που επενδύουν κεφάλαια στη Θεσσαλονίκη δημιουργούν συνοικία.159 Η
Θεσσαλονίκη χρησιμεύει ως λιμάνι κατάπλου για πλοία που πλέουν μεταξύ της Πίζας και της
Κωνσταντινούπολης, αφού η Πίζα διατηρεί τη συνοικία, την εκκλησία και το προξενείο της
στην πρωτεύουσα, μετά από τη βυζαντινή ανάκτηση της το 1261. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία
άμεση απόδειξη σχετικά με την δραστηριότητα των Πιζανών ή την παρουσία τους στη
Θεσσαλονίκη το 13ο αι. Η απουσία των εν λόγω στοιχείων αντανακλά μια γενική πτώση των
δραστηριοτήτων των Πιζανών στο Βυζάντιο η οποία συνεχίζεται και στα χρόνια της
οθωμανικής κυριαρχίας.
Η παρουσία των Λατίνων μετά το 1204 είναι δυναμική και συμβάλλει στην αποκρυστάλλωση
των αντι‐Λατινικών αισθημάτων και στην όξυνση της μνησικακίας που υπήρχε. Ο πληθυσμός
υποτάσσεται στην πολιτική, οικονομική και εκκλησιαστική κυριαρχία των Λατίνων.Επιπλέον,
η αποκατάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας το 1261 δεν επηρεάζει την Ιταλική
οικονομική κυριαρχία στις ανακτημένες περιοχές και οι καθημερινές επαφές μεταξύ τους,

156
Jacoby, «Foreigners», σελ. 102‐111.
157
Ό. π., σελ. 89‐90.
158
Ό. π., σελ. 115‐116.
159
Shawcross, «Mediterranean Encounters», σελ. 85‐86.
25

πλάι‐πλάι με συμβάντα έκδηλης εχθρότητας, προκαλούν και στενή επικοινωνία και


συνεργασία, κυρίως στην οικονομική σφαίρα.160
Η πρώτη τουρκική κατοχή της Θεσσαλονίκης, η οποία διαρκεί από το 1387 έως το 1403,
μαρτυρεί την εγκατάσταση Τούρκων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι αγρότες
που είναι εγκατεστημένοι στην αγροτική ενδοχώρα της και την επισκέπτονται για να
εμπορευτούν τα προϊόντα τους και οι έποικοι που διαμένουν εντός της. Η παρουσία τους
επιβεβαιώνεται και μετά το 1403 και καθ’ όλη την ενετική περίοδο ως την οθωμανική
κατάκτηση.161

Κεφάλαιο 4. Οι κοινωνικές διεργασίες

Στα τέλη του 11ου αι. και στις αρχές του 12ου αι. η αύξηση του πληθυσμού και η
αστικοποίηση μεγεθύνουν τις πόλεις.162 Ο πλούτος αυτής της εποχής από την οικονομική
άνοδο και την υψηλή κυκλοφορία του χρήματος, αυξάνει τον αριθμό των αριστοκρατών, τα
εισοδήματα των οποίων προέρχονται από τις γαίες και τις αυτοκρατορικές δωρεές,163
Συνακόλουθα αυξάνει και τις ανάγκες και η Θεσσαλονίκη εξελίσσεται ως βιοτεχνικό
κέντρο,164 ισχυροποιείται η κοινωνική τάξη των μέσων (έμποροι και βιοτέχνες) που τα μέλη
της επιδιώκουν κοινωνικά προνόμια και επιτυγχάνουν και αποκτούν τον τίτλο του
συγκλητικού. Κατά συνέπεια, ως την εποχή των Κομνηνών ο αριθμός των Συγκλητικών
αυξάνει υπερβολικά, σε «μυριάδες» αναφέρει η Αγγελική Λάιου.165
Μετά το 1204 οι αριστοκράτες ενδιαφέρονται περισσότερο για τα αγροτικά εισοδήματα
παρά για τη νομή κρατικών εσόδων.166 Σχετικά με τις αντιγνωμίες που αφορούν το ερώτημα
αν οι Σταυροφόροι εισάγουν μια φεουδαλική κοινωνία το 1204, ο Λοκ υποστηρίζει ότι το
Βυζάντιο βρίσκεται σε παρόμοια με τη φεουδαλική κατάσταση, άσχετα αν ο αυτοκράτορας
δεν μπορεί να επιβάλλει φορολογία σε ορισμένες περιοχές, δηλαδή και η βυζαντινή
αυτοκρατορία χαρακτηρίζεται ως προβιομηχανική, αφού υπάρχει πλούτος γης και καταβολή
φόρων από αγρότες. Το φέουδο λοιπόν, προσομοιάζει με την πρόνοια, μια περιουσία
συνήθως έγγειο για αντάλλαγμα στρατιωτικής υπηρεσίας στον αυτοκρατορικό στρατό. Με
την άφιξή τους οι Φράγκοι ιππότες ως ανταπόδοση των υπηρεσιών τους στις στρατιωτικές
επιχειρήσεις διαμοιράζονται διαθέσιμη γη ανάλογα με τις υπηρεσίες που προσφέρουν και η
συναίνεση και η συνύπαρξη αποτελούν τις δυο λέξεις που από κοινού χρησιμοποιούνται για
να περιγραφεί η συμβίωση Βυζαντινών και Λατίνων. Για τους Βυζαντινούς, αναφέρει ο Λοκ,
ότι είναι σημαντικό να γνωρίζουν τον άρχοντά τους, στον οποίο πληρώνουν φόρο και ο
οποίος τους προστατεύει. Επομένως, αποφαίνεται ότι οι Λατίνοι δεν μεταβάλλουν ριζικά την
κοινωνία της ηπειρωτικής Ελλάδας. Οι γαιοκτήμονες παραμένουν στα πατρογονικά τους
κτήματα και συνεργάζονται μαζί με αυτούς. Η ελάχιστη δυτική επιρροή περιορίζεται στην
αυλική κοινωνία. Εξάλλου, στη διάρκεια του 12ου αι. Βυζαντινοί και Λατίνοι σχετίζονται
στρατιωτικά, πολιτικά και εμπορικά, αφού συναντώνται μισθοφόροι στους στρατούς
αλλήλων, εμπορικά προνόμια των ιταλικών δημοκρατιών στην βυζαντινή αυτοκρατορία,

160
Necipoglu, Byzantium, σελ.22‐24.
161
Jacoby, «Foreigners», σελ. 119‐123.
162
Λάιου, Οικονομική Ιστορία, σελ. 119, τ. Α.
163
Ό. π., σελ. 558, τ. Β.
164
Ό. π., σελ. 532, τ. Β.
165
Ό. π., σελ. 71‐74, τ. Β.
166
Ό. π., σελ. 564, τ. Β.
26

παρουσία δυτικών στην αυλή ως συμβούλων, προσωρινοί σταυροφόροι ή μισθοφόροι και


επιπλέον ενθαρρύνονται οι γάμοι μεταξύ τους. Επίσης, οικονομικά και ταξικά συμφέροντα
και επιδιώξεις οδηγούν στην ανάπτυξη σχέσεων, όπως αυτές των δυτικών εμπόρων με τους
τοπικούς εμπόρους στην εμποροπανήγυρη του Αγίου Δημητρίου και αυτές των Λατίνων
αρχόντων με τους βυζαντινούς γαιοκτήμονες.167
Οι Βενετοί που απολαμβάνουν πιο εκτεταμένα προνόμια από τους αντιπάλους τους μέχρι
το 1192, είναι η κυρίαρχη υποομάδα μεταξύ των Λατίνων που αναπτύσσουν
επιχειρηματικότητα στην αυτοκρατορία και στη Θεσσαλονίκη το 12ο αι.168 Η κατάληψη της
Θεσσαλονίκης από τον Βονιφάτιο Μομφερρατικό το 1204 έχει τριπλό αντίκτυπο για τη
Λατινική παρουσία στην πόλη. Εισάγει νέα κοινωνικά στοιχεία, αυξάνει τον πληθυσμό των
εποίκων και ενισχύει τη λατινική εκκλησιαστική παρουσία. Εκτός από τους εμπόρους, τώρα
κατοικούν στην πόλη έποικοι που ανήκουν στη αριστοκρατική τάξη, καθώς και άλλοι, που
δεν δραστηριοποιούνται εμπορικά. Μερικοί ιππότες του σώματος των σταυροφόρων
εγκαθίστανται στην πόλη. Ο Βονιφάτιος δημεύει τα πλουσιότερα σπίτια της Θεσσαλονίκης
και τους τα προσφέρει. Η ενίσχυση του λατινικού κλήρου, με επικεφαλής διαδοχικούς
Λατίνους αρχιεπισκόπους, συνοδεύεται από την κατάληψη της ελληνικής εκκλησιαστικής
περιουσίας. Παραδείγματα αποτελούν η παραχώρηση της μονής του Φιλόκαλου στο τάγμα
των Ναϊτών το 1210 από τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ´ και η παραχώρηση του μοναστηριού του
Χορταϊτου στους Κιστερκιανούς μοναχούς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.169
Από το 13ο ως το 15ο αι. εποχή της δυναστείας των Παλαιολόγων το Βυζάντιο περιορίζεται
εδαφικά και εξασθενεί στρατιωτικά, η κεντρική εξουσία αποδυναμώνεται βαθμιαία και
συνεπώς η αριστοκρατία ισχυροποιείται πολιτικά και οικονομικά.170 Καθώς η βυζαντινή
κοινωνία φθίνει και απομακρύνεται από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, πρωτοεμφανίζονται
οι αριστοκράτες επιχειρηματίες, που δεν εξελίσσονται όπως οι Δυτικοί σε επιχειρηματίες του
πρώιμου καπιταλισμού, γιατί δε διαθέτουν αναπτυγμένο κλάδο μεταποίησης των
προϊόντων, ούτε χρηματοοικονομική και εμπορική συγκρότηση. Συνδέονται περιορισμένα με
τη γαιοκτησία, ενδιαφέρονται λιγότερο για τις κρατικές θέσεις, εμφανίζονται ως κρατικοί
υπάλληλοι, γαιοκτήμονες και αγρότες που ασχολούνται με το εμπόριο και επιχειρούν
διαμέσου των ανταλλαγών τους με τους Δυτικούς επιχειρηματίες να συσσωρεύσουν
κέρδη.171 Πρόκειται για αριστοκράτες πρωτίστως αστούς που εμπορεύονται τα προϊόντα των
κτημάτων τους αποκομίζοντας κέρδη στις αγορές των πόλεων.172 Η Θεσσαλονίκη ελκύει τη
βυζαντινή αριστοκρατία ως τόπος διαμονής, γιατί είναι πλούσια πόλη με εύφορη ενδοχώρα,
γιατί υφίσταται ως μια πόλη λιμάνι με ανθηρό εμπόριο, με το οποίο αναμειγνύονται οι
αριστοκράτες από περίπου τα μέσα του 14ου αιώνα και μετά, γιατί κατέχει κάποιο βαθμό
αυτονομίας και αυτοδιοίκησης λόγω προνομίων και ασυλιών, που της παρέχει μέσα
επέκτασης της πολιτικής και οικονομικής ισχύος της.173 Παράλληλα με την προϊούσα
αποκέντρωση και την αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας ενισχύεται ο φεουδαλικός
χαρακτήρας της βυζαντινής αγροτικής κοινωνίας κατά τον 14ο και τον 15ο αι. Στο πρώτο μισό
του 14ου αι. η βυζαντινή αριστοκρατία παραμένει ισχυρή και κατοικεί κυρίως στις πόλεις,
όπου μεταφέρει τον πλούτο που παράγει η ύπαιθρος. Τα αστικά στρώματα, έμποροι,

167
Λοκ, Οι Φράγκοι, σελ. 436‐455.
168
Jacoby, «Foreigners», σελ. 90.
169
Ό. π., σελ. 92‐93.
170
Κιουσοπούλου, Οι «Αόρατες» Βυζαντινές Πόλεις, σελ. 17.
171
Λάιου, Οικονομική Ιστορία, σελ. 611‐612, τ. Β.
172
Ό. π., σελ. 143, τ. Β.
173
Necipoglu, «The Aristocracy», σελ. 133‐134.
27

ναυτικοί και τραπεζίτες, κατοικούν στις παράκτιες πόλεις αλλά και στις πόλεις της ενδοχώρας
από τις οποίες περνούν οι εμπορικοί δρόμοι. Μετά τους εμφυλίους πολέμους όμως και κατά
το δεύτερο μισό του 14ου αι. η βυζαντινή αριστοκρατία χάνει τα έσοδά της από τα κτήματα
αλλά και από τα κρατικά ταμεία.174
Βεβαιωμένα, η κυρίαρχη τάξη στις επαρχιακές πόλεις είναι οι άρχοντες που κατέχουν γη,
εμπορεύονται την παραγωγή τους, φέρουν τίτλους και από αυτούς προέρχεται η κεφαλή, 175
ο διοικητής της πόλης, τον οποίο τοποθετεί η κεντρική εξουσία.176 Οι άρχοντες της
Θεσσαλονίκης κατέχουν εκμεταλλεύσιμες εκτάσεις στη γύρω ύπαιθρο, κυρίως στη Χαλκιδική
και επιπλέον αστικά ακίνητα, όπως κατοικίες, καταστήματα, εργαστήρια.177 Οι περισσότεροι
ανήκουν σε οικογένειες κύρους της πόλης με ισχυρά τοπικά συμφέροντα, αποτελούν μια
ομάδα τοπικών αξιωματούχων που κυριαρχούν στο δημόσιο βίο της και ελάχιστοι από
αυτούς συνδέονται με την υψηλή αριστοκρατία της.178 Απαρτίζουν μια στενά συνδεδεμένη,
περισσότερο ή λιγότερο ομοιογενή κοινωνική ομάδα με κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά
χαρακτηριστικά και αποκαλούνται στα έγγραφα ως οικείοι ή και δούλοι του αυτοκράτορα ή
του δεσπότη της Θεσσαλονίκης ή και των δύο. Ανάμεσα τους συναντούμε μέλη της Γερουσίας
της Θεσσαλονίκης,179 επίσης και εκπροσώπους των τυπικών επαγγελμάτων της αστικής
μεσαίας τάξης180.Οι άρχοντες διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στις επαρχιακές πόλεις
του Βυζαντίου μεταξύ του 11ου και του 13ου αι. Με τη δύναμή τους προκαλούν αυξανόμενη
δυσαρέσκεια, η οποία γίνεται εμφανής στα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας κατά τις
πρώτες δεκαετίες του 14ου αι. και η οποία τελικά ξεσπά με την εξέγερση των ζηλωτών στην
πόλη της Θεσσαλονίκης στα μέσα του 14ου αι. Κατά τη διάρκεια του ύστερου 14ου και
πρώιμου 15ου αι. συνεχίζουν να περιφρονούν τις ανάγκες των φτωχών και να επιδεικνύουν
έντονη την επιθυμία τους να διαχωριστούν από την κεντρική εξουσία, ώστε στη Θεσσαλονίκη
συχνά να αναφέρεται το θέμα των κοινωνικών συγκρούσεων μεταξύ αυτών και του λαού·
ώστε, ο λαός να τείνει στο σύνολό του να εγκαταλείπει τους ίδιους του τους κυρίους, τους
δεσπότες, υπέρ μιας ξένης κυριαρχίας, 181 επειδή οι δεσπότες ενεργούν ως απάντηση στις
συμβουλές των αρχόντων, όπως ο δεσπότης Ανδρόνικος Παλαιολόγος ενήργησε
συμφωνώντας την παραχώρηση της Θεσσαλονίκης στη Βενετία.182
Στις ύστερες πόλεις εκτός από την αριστοκρατία ζουν και οι μέσοι. Άρα υπάρχουν
κοινωνικές ομάδες ιεραρχημένες που συμπεριφέρονται πολιτικά ανάλογα και με την
προϊούσα εξασθένηση της αυτοκρατορικής εξουσίας.183 Οι μέσοι ασχολούνται με το εμπόριο
και με τη βιοτεχνία184 και καθώς αποκτούν οικονομική δύναμη με την ανάπτυξη του
εμπορίου, επιδιώκουν και επιτυγχάνουν να συμμετάσχουν στην άσκηση της εξουσίας το 15ο
αι. λίγο πριν την άλωση. Οι ύστερες επαρχιακές πολιτείες που αρχικά διακρίνονται από την
ευγένεια των μελών τους περιλαμβάνουν στην πορεία και εκπροσώπους του δήμου, τον
οποίο εκπροσωπούν οι μέσοι, και το γεγονός αυτό υποδηλώνει κοινωνικές διεργασίες, στις
οποίες δρα καταλυτικά ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, αφού η ομάδα της αντιβασιλείας

174
Γεωργιάδης, Επίτομη Ιστορία, σελ. 87.
175
Κιουσοπούλου, Οι «Αόρατες» Βυζαντινές Πόλεις, σελ. 150‐151.
176
Ό. π., σελ. 111.
177
Necipoglu, «The Aristocracy», σελ. 147.
178
Ό. π., σελ. 140.
179
Ό. π., σελ. 135,146.
180
Ό. π., σελ. 149.
181
Ό. π., σελ. 135‐137.
182
Ό. π., σελ. 147.
183
Κιουσοπούλου, Οι «Αόρατες» Βυζαντινές Πόλεις, σελ.81.
184
Ό. π., σελ. 151.
28

προσεταιρίζεται τους μέσους185. Ο δεύτερος εμφύλιος και η ανάγκη των ανταγωνιστικών


ομάδων να εξασφαλίσουν τους συμμάχους τους, ενδυναμώνει πολιτικά τους μέσους
περισσότερο. Στη Θεσσαλονίκη την κοινωνική τάξη των μέσων απαρτίζουν οι έμποροι και οι
βιοτέχνες που παράγουν και διακινούν τα προϊόντα τους τοπικά και περιφερειακά προς την
Κωνσταντινούπολη.186 Ο ρόλος του δήμου αποδεικνύεται κρίσιμος, γιατί αναλαμβάνει να
υπερασπιστεί τα τείχη ή να σκάψει τάφρο γύρω από αυτά και αποφασίζει να προσχωρήσει
στον έναν ή στον άλλον βασιλιά κρίνοντας ουσιαστικά τη νίκη εκείνου τον οποίο υποστηρίζει.
Ο Γρηγοράς, όπως και ο Καντακουζηνός, αποδίδει σημασία στο ρόλο του δήμου σε κρίσιμες
περιστάσεις και επισημαίνει ότι εκπρόσωποι του δήμου διαπραγματεύονται με τον
Ανδρόνικο Β´ στη διάρκεια του πρώτου εμφύλιου πολέμου. 187 Αναφορικά με τους θεσμούς,
οι επαρχιακές πόλεις διοικούνται από έναν εκπρόσωπο της κεντρικής εξουσίας, την κεφαλή
και από ένα τοπικό συμβούλιο.188 Ο Καντακουζηνός στην Ιστορία του αναφέρεται στην
πολιτεία των πόλεων, στο τοπικό συμβούλιο το οποίο αποφασίζει για κρίσιμα θέματα, ως
στοιχείο που διαφοροποιεί τους κατοίκους των πόλεων από αυτούς των άλλων οχυρωμένων
οικισμών στην περιφέρεια. Η πολιτεία καθιστά την πόλη υποκείμενο που δρα, είναι μια
στοιχειώδης συλλογική πολιτική λειτουργία. Το μέγεθος, η αυτάρκεια και η στρατηγική
σημασία της πόλης αποτελούν δευτερεύοντα στοιχεία και προκύπτουν ως συνέπεια της
πολιτικής τους λειτουργίας. 189
Με δεδομένη την οικονομική και την κοινωνική υπεροχή της τοπικής γαιοκτητικής
αριστοκρατίας, η κεντρική εξουσία τοποθετεί ως διοικητή της πόλης ένα από τα μέλη της,
έμπιστο πρόσωπο του αυτοκράτορα, την κεφαλή. Στο διοικητή χορηγούνται διοικητικές,
στρατιωτικές και δικαστικές αρμοδιότητες και σε πολλές περιπτώσεις η αρμοδιότητα της
είσπραξης φόρων.190 Το τοπικό συμβούλιο της πόλης είναι η πολιτεία, που διοικεί την πόλη
μαζί με την κεφαλή. Πιθανότατα η πολιτεία αναλαμβάνει να εκτελεί τα δημόσια έργα, όπως
την επισκευή των τειχών και την υδροδότηση ή τον ανεφοδιασμό της πόλης και ασφαλώς
λειτουργεί ως μεσάζοντας ανάμεσα στην κοινωνία και την κεφαλή.191 Στις αρχές του 14ου αι.,
η κοινωνία της Θεσσαλονίκης διαρθρώνεται από το ανώτατο στρώμα της αριστοκρατίας της
γης, που είναι και λαϊκή και εκκλησιαστική, από μια μεσαία τάξη αποτελούμενη από
πλούσιους εμπόρους, μικρούς γαιοκτήμονες, ελάσσονες αξιωματούχους, κατώτερους
κληρικούς και ανεξάρτητους επαγγελματίες, τους μέσους και στη βάση αυτών τους φτωχούς,
στις τάξεις των οποίων ανήκουν οι μικροτεχνίτες, οι εργάτες και οι καλλιεργητές.192
Η Θεσσαλονίκη είναι σημαντικό βυζαντινό πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο, που
έρχεται δεύτερο μόνο μετά από την Κωνσταντινούπολη και που στο 14ο αι., κατά καιρούς,
πιθανόν ξεπερνά ακόμη και την πρωτεύουσα στην πνευματική και καλλιτεχνική
δραστηριότητα.193 Ο 14ος αι. θεωρείται χρυσός αιώνας των γραμμάτων και των τεχνών για
αυτήν. Πολλοί λόγιοι γεννιούνται ή δρουν εδώ, όπως οι φιλόλογοι Θωμάς Μάγιστρος και
Δημήτριος Τρικλίνιος, οι πολιτικοί αξιωματούχοι και λόγιοι Νικηφόρος Χούμνος και
Θεόδωρος Μετοχίτης, ο ανώτερος δικαστής Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος, ο μοναχός
Ματθαίος Βλάσταρης, οι λόγιοι Δημήτριος και Πρόχορος Κυδώνης, οι θεολόγοι Νείλος και

185
Ό. π., σελ. 120‐121.
186
Ό. π., σελ. 150.
187
Ό. π., σελ. 91‐92.
188
Ό. π., σελ. 120‐121.
189
Ό. π., σελ. 129.
190
Ό. π., σελ. 111‐112.
191
Ό. π., σελ. 117‐119.
192
Necipoglu, Byzantium, σελ. 41.
193
Jacoby, «Foreigners», σελ. 85.
29

Νικόλαος Καβάσιλας, ο πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος.194 Όμως, κατά τον 14ο αι. η διαμάχη
για τη νομιμότητα του ησυχασμού, την αμφιλεγόμενη μέθοδο για τη θρησκευτική ζωή που
υποστηρίζει τη δυνατότητα πρόσβασης της θείας χάριτος μέσω προσευχής, διαιρεί τους
Ορθόδοξους κληρικούς του Βυζαντίου. Ο Καντακουζηνός ταυτίζεται με την ησυχαστική θέση
του Αθωνίτη μοναχού Γρηγορίου του Παλαμά, ενώ ο Γρηγοράς στενός του φίλος είναι
κορυφαίος αντι‐ησυχαστής, διατηρεί τη θέση αυτή με φανατικό θάρρος, παρά την
κατοχύρωση του ησυχασμού ως ορθόδοξο δόγμα και αναγκάζεται να αποσυρθεί από τη
δημόσια ζωή.195
Διαφωνίες πολιτικές και αυξημένα παράπονα της κατώτερης τάξης σε σχέση με τις
καταπιεστικές πρακτικές των πλουσίων είναι ήδη εμφανή στη Θεσσαλονίκη κατά το πρώτο
μισό του 14ου αι. Αυτή η έντονη κοινωνική και οικονομική διαφοροποίηση επιταχύνεται από
τις οθωμανικές εισβολές. Οι νέες συνθήκες και οι κακουχίες που προκαλούν αυτές εντείνουν
τις υπάρχουσες κοινωνικοοικονομικές εντάσεις. Οι σύγχρονοι παρατηρητές, παρουσιάζουν
τις εσωτερικές διαιρέσεις της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης ως κύρια αιτία της αδυναμίας της
πόλης να αντιμετωπίσει τον εχθρό.196 Επιπρόσθετα, παρουσιάζεται και το φαινόμενο της
αισχροκέρδειας. Ενώ μερικοί Θεσσαλονικείς έμποροι συνάπτουν συμφέρουσες σχέσεις με
τους Ιταλούς και μερικοί με τους Οθωμανούς, άλλοι προσπαθούν να λύσουν τα οικονομικά
προβλήματά τους στρεφόμενοι προς την αθέμιτη κερδοσκοπία.197 Ο Συμεών για την περίοδο
1404‐23 αποδοκιμάζει τους άρχοντες, τους οποίους καθιστά υπεύθυνους και για τις
επιλήψιμες πράξεις των απλών ανθρώπων. Η αναφορά του αποκαλύπτει σε πιο βαθμό οι
τελευταίοι αισθάνονται καταπίεση στις αρχές του 15ου αι. από τη συμπεριφορά των
πολιτικών αρχών. Μια παρόμοια ατμόσφαιρα κοινωνικής δυσαρέσκειας παρατηρείται στη
Θεσσαλονίκη και νωρίτερα το 1393.198 Σε σύγκριση με τα προβλήματα και τις δυσκολίες που
αντιμετωπίζουν οι αριστοκράτες που κατέχουν γαίες, οι έμποροι και οι τραπεζίτες της
Θεσσαλονίκης, οι κατώτερες τάξεις της πόλης φαίνονται να είναι η κοινωνική ομάδα που
υποφέρει περισσότερο και στα έτη 1382‐7 και στα έτη 1403‐23. Οι σύγχρονες πηγές συχνά
αναφέρουν τους φτωχούς και περιγράφουν την αξιοθρήνητη κατάστασή τους.199 Πάραυτα,
παραμένει ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού που αποτελείται από άτομα στην κορυφή που
έχουν στην κατοχή τους ένα σημαντικό ποσό χρημάτων.200

Κεφάλαιο 5. Ο αστικός χώρος

194
Σταυρίδου‐Ζαφράκα, «Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη», σελ. 9.
195
Page, Being Byzantine, σελ. 142, 144.
196
Necipoglu, Byzantium, σελ. 42‐43.
197
Ό. π., σελ. 69.
198
Ό. π., σελ. 76‐77.
199
Ό. π., σελ. 71.
200
Ό. π., σελ. 74.
30

Πηγή: Bakirtzis, 2003

Ο αστικός χώρος καθορίζει τη φυσιογνωμία μιας κοινωνίας συμπυκνώνοντας πολλαπλά


νοήματα.201 Στην υστεροβυζαντινή περίοδο μαρτυρείται ότι η πόλη προσδιορίζεται από τα
κτίρια και τα μνημεία αλλά και τους κατοίκους μέσα στα ενισχυμένα τείχη μαζί με τη γη που
τα περιβάλλει. Ένας σχολιαστής, που η πόλη του έλαβε χρυσόβουλο, τονίζει ότι δεν
συγκροτούν τα κτίρια με το μεγαλείο τους και την ομορφιά τους την πόλη, παρά οι πολίτες
που ζουν σε αυτήν.202 Εκείνη την εποχή, οι λόγιοι των εγκωμίων επαινούν την πόλη ως
πραγματική ή θετή πατρίδα. Στα εγκώμια διαφαίνεται η αμφίδρομη σχέση μεταξύ της πόλης
και των κατοίκων της, που αναπτύσσεται κατά την τελευταία βυζαντινή εποχή. Η γενέθλια
πόλη αποκτά εκτός από τις γεωγραφικές και άλλες συνδηλώσεις, καθώς συμπυκνώνει
πολιτικές και πολιτισμικές σημασίες που προσδιορίζουν τους κατοίκους της. Αντιστρόφως, η
πόλη καθορίζεται από την αξία των κατοίκων, του καθενός ξεχωριστά κι όλων μαζί. Ως

201
Τόνια Κιουσοπούλου, Οι Βυζαντινές Πόλεις, (8ος‐15ος αιώνας: Προοπτικές της έρευνας και νέες
ερμηνευτικές προσεγγίσεις, ( Ρέθυμνο 2012), σελ. 6‐7.
202
Shawcross, «Mediterranean Encounters»,σελ. 70.
31

αποτέλεσμα της διαμορφούμενης αυτής αμφίδρομης σχέσης ανάμεσα στον κάτοικο και τη
γενέθλια πόλη η πόλη γίνεται πατρίδα, δηλαδή στοιχείο διαφοροποίησης και ταυτότητας,
αποκτώντας όλο και πιο συχνά συγκινησιακή φόρτιση.203 Η αξιοποίηση της έννοιας της
πατρίδας και η καλλιέργεια ενός τοπικού πατριωτισμού, αποσκοπεί στη διαμόρφωση μιας
αστικής συνείδησης, που εξυπηρετεί τη διάσωση των μεγάλων πόλεων και τη διατήρηση
επακόλουθα της υφιστάμενης πολιτικής τάξης.204 Η έννοια της πόλης ως πατρίδας συνιστά
νεωτερισμό για τη βυζαντινή σκέψη.205 Βασικό στοιχείο της ταυτότητας των συγκεκριμένων
λογίων και των ομοίων τους ως «αστών» είναι η βεβαιότητα της πολιτισμικής και άρα της
κοινωνικής τους υπεροχής, που στην ουσία αποδίδεται στον κάτοικο της Κωνσταντινούπολης
ή της Θεσσαλονίκης, εφόσον μάλιστα αυτός συνδέεται με τους φορείς της πολιτικής ή της
εκκλησιαστικής εξουσίας206 και κατά συνέπεια ασκεί την ηγεμονία του στους μη «αστούς».207
Ο αστός με υπομονή και ανεκτικότητα υπηρετεί το βασιλιά, αναγνωρίζει τις αξίες του
κάλλους και της παιδείας, κατοικεί σε πολυτελή και απομονωμένο ιδιωτικό χώρο και η πόλη
του δύναται να μετασχηματίζει σε ωραία κτίρια τα ερείπια του λαμπρού παρελθόντος της. Ο
αστικός χώρος δεν υπάρχει ως στοιχείο της πόλης και ο αστός νοιώθει ότι ανήκει σε αυτήν
ως συλλογικότητα. Εκφράζει τον τοπικό πατριωτισμό του με τις ευεργεσίες, την ίδρυση των
μικρών μοναστηριών και την ανοικοδόμηση και εικονογράφηση εκκλησιών όπου το
κοινωνικό περιβάλλον θα εκτιμά την εκλεπτυσμένη καλλιτεχνική δραστηριότητα. Η
πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση είναι αναγκαία μεν αλλά όχι ικανή συνθήκη για τη
λειτουργία της πόλης.208 Στο Βυζάντιο ο αστικός χώρος δεν θεωρείται στοιχείο της
ταυτότητας. Ακόμα και οι λόγιοι που εμφορούνται από μία αστική συνείδηση δεν
ενδιαφέρονται για αυτόν.209
Έμφαση από τις αφηγηματικές πηγές, τις σχετικές για τις ύστερες βυζαντινές πόλεις, δίνεται
στα τείχη, που περικλείουν το χώρο και τους ανθρώπους, καθιστώντας τους μια γεωγραφική,
κοινωνική, και διοικητική ή/και στρατιωτική οντότητα που ελέγχεται από έναν άρχοντα.210 Ο
όρος κάστρον ταυτίζεται με την ίδια την πόλη, αντανακλώντας με αυτόν τον τρόπο τον
σημαντικό και σύνθετο ρόλο των τειχών. Τα τείχη διαχωρίζουν το μέσα από το έξω, το οικείο
από το εχθρικό, το γνωστό από το άγνωστο, το καλό από το κακό, το δυνατό από το ασθενές,
το ορθό από το λανθασμένο, το υγιές από το άρρωστο. Σε περιόδους έντονης ανασφάλειας
η συνέχεια και η επιβίωση της πόλης ταυτίζεται με τα τείχη της που θεωρούνται μία βασική
αξία της καθημερινής ζωής και που επαινούνται, μεταξύ άλλων, για τη στερεά κατασκευή και
το απροσπέλαστο κάλλος τους, φανερώνοντας την αυξανόμενη
ανάγκη των κατοίκων για προστασία και άμυνα.211 Επιπλέον, οι όψεις πύργων, μεταπυργίων
και πυλών, καθώς και οι επιγραφές και τα εικαστικά θέματα λειτουργούν ως μέσα
επικοινωνίας και διάχυσης πληροφοριών,212 αφού αποτελούν συνθέσεις με σαφές ιστορικό

203
Κιουσοπούλου, Οι «Αόρατες» Βυζαντινές Πόλεις, σελ. 127.
204
Ό. π., σελ. 142.
205
Ό. π., σελ. 153.
206
Ό. π., σελ. 142.
207
Ό. π., σελ.145.
208
Ό. π., σελ.141‐148.
209
Ό. π., σελ. 156.
210
Ό. π., σελ. 53.
211
Νικόλας Μπακιρτζής: «Τα Τείχη των Βυζαντινών Πόλεων: αισθητική, ιδεολογίες και συμβολισμοί»,
στο, Οι Βυζαντινές Πόλεις (8ος‐15ος αιώνας): Προοπτικές της έρευνας και νέες ερμηνευτικές
προσεγγίσεις, επιμ. Τόνια Κιουσοπούλου, (Ρέθυμνο 2012), σελ. 140‐141.
212
Ό. π., σελ. 144.
32

περιεχόμενο και συμβολισμό.213 Η εκτεταμένη παρουσία κτητορικών επιγραφών στα τείχη


δηλώνει το έργο αυτοκρατόρων, κρατικών αξιωματούχων και εκκλησιαστικών λειτουργών.
Στις πλείστες περιπτώσεις πρόκειται για λιτές επιγραφές που περιορίζονται στο όνομα και το
αξίωμα του κτήτορα και η συνήθης θέση τους αφορά κεντρικά και ορατά σημεία του
οχυρωτικού περιβόλου, όπως πύλες, οι οποίες αποτελούν τους κύριους άξονες της
επικοινωνίας και του εμπορίου.214
Οι Βυζαντινοί αντιλαμβάνονται τον αστικό χώρο ως περίκλειστο, εσωστρεφή και ως εκ
τούτου ασφαλή.215. Η εσωστρέφεια και στενότητά του αντανακλά την πολιτική σχέση
αυτοκράτορα‐υπηκόων όπως διαμορφώθηκε μετά τον 7ο αι.216 Η καθημερινή εμπειρία του
ορίου ανάμεσα στο ασφαλές εσωτερικό και το επισφαλές εξωτερικό των τειχών δυναμώνει
και την ανάγκη επίκλησης του Θείου για προστασία. Η παρουσία του συμβόλου του σταυρού,
όπως και η τοποθέτηση και η περιφορά εικόνων ενισχύουν την ιεροτοπία των πιο
ευαίσθητων σημείων των οχυρωτικών συνόλων. Παράλληλα, η ύπαρξη παρεκκλησίων επί
των οχυρώσεων, εξυπηρετεί τις ανάγκες της φρουράς και καθαγιάζει τα ίδια τα κτιστά όρια
της πόλης.217 Σε κάθε περίπτωση, η ενεργή συμμετοχή του Αγίου Δημητρίου στη προστασία
της Θεσσαλονίκης συνιστά διαχρονική εμπειρία και μέρος της συλλογικής μνήμης των
κατοίκων.218 Κατά τους παλαιολόγειους χρόνους η πολιτική αστάθεια πολλαπλασιάζει τον
αριθμό των αμυντικών πύργων που χτίζονται μέσα στις μεγάλες γαιοκτησίες και μάλιστα στις
γαιοκτησίες των αθωνίτικων μοναστηριών, κυρίως για να προφυλάξουν τους καλλιεργητές
και την αγροτική παραγωγή. Πολλές φορές μαρτυρείται ότι την ενίσχυση της οχύρωσης
αναλαμβάνουν οι εύποροι κάτοικοί της. Ο Καντακουζηνός επαίρεται για τις επισκευές
ορισμένων οχυρώσεων.219 Ο Ανδρόνικος Γ´ για τις κτίσεις των κάστρων του 1341, που
οριοθετούν την παραγωγική και εμπορική ενδοχώρα της Θεσσαλονίκης. 220 Αξιοσημείωτα
όμως, η τριγωνική διάταξη του τείχους της ακρόπολης της Θεσσαλονίκης δεν μεταβάλλεται
από τότε που κτίστηκε, από τα μέσα του 3ου αι. π.Χ. Κατά συνέπεια, η Θεσσαλονίκη καλύπτει
την ίδια περιοχή στην ύστερη βυζαντινή περίοδο όπως στη ρωμαϊκή και στις πρώτες
χριστιανικές περιόδους και το γεγονός αυτό εξηγεί το χαρακτηρισμό της ως η δεύτερη πόλη.
Οι περιορισμένες παρεμβάσεις το 14ου αι. συμβαίνουν ως επί το πλείστον στην περιοχή της
ακρόπολης, κυρίως στα τείχη της, επειδή πρέπει να αντέξουν το κύριο βάρος των επιθέσεων.
Το 1356 κατασκευάζεται ή διευρύνεται μια πύλη με εντολή της Άννας Παλαιολογίνας. Επίσης
κατά τη διάρκεια διαμονής της αυτοκράτειρας Ειρήνης‐Γιολάντας επισκευάζεται μέρος του
θαλάσσιου τείχους.221
Σε αυτή την περίοδο, η ακρόπολη που αποτελεί ένα διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο
μεταμορφώνεται σε ανάκτορο που περιλαμβάνει μεγάλα οικιστικά συγκροτήματα.222
Αντανακλάται σε αυτήν την μεταμόρφωση η κάθετη σχέση ηγεμόνα‐υπηκόων. Η ακρόπολη
όπου εδρεύει η κεφαλή, αποτελεί το διοικητικό κέντρο που συμβολίζει την ισχύ του

213
Ό. π., σελ. 147.
214
Ό. π., σελ. 150‐151.
215
Κιουσοπούλου, Οι «Αόρατες» Βυζαντινές Πόλεις, σελ. 75.
216
Ό. π., σελ. 154.
217
Νικόλας Μπακιρτζής: «Τα Τείχη των Βυζαντινών Πόλεων», σελ. 157.
218
Ό. π., σελ. 140.
219
Κιουσοπούλου, Οι «Αόρατες» Βυζαντινές Πόλεις, σελ. 30.
220
, Charalambos Bakirtzis, «The Urban Continuity and Size of Late Byzantine Thessalonike»,
στο, Symposium on Late Byzantine Thessalonike, (Washington, 2003), σελ.35.
221
Ό. π., σελ. 39‐42.
222
Κιουσοπούλου, Οι «Αόρατες» Βυζαντινές Πόλεις, σελ. 56.
33

αυτοκράτορα ή του δεσπότη.223 Στη Θεσσαλονίκη αποτελεί το βόρειο τριγωνικό τμήμα της
και χωρίζεται από την πόλη με ένα τείχος. Στο πρώτο μισό του 14ου αι., ο Χούμνος και ο
Καντακουζηνός την περιγράφουν ως οικισμένη αστική ζώνη και όπως και το λιμάνι,
ξεχωριστή από αυτή καθαυτή την πόλη, με την οποία επικοινωνεί μέσω δύο πυλών που είναι
ασφαλισμένες στην πλευρά της, με κλειδιά που φυλάσσονται από τον φύλακα, έναν κάτοικο
της. Εντός της βρίσκονται η αποθήκη του φροντιστή, οι στάβλοι του ιππικού και η φυλακή,
είτε ως ξεχωριστά κτίρια, είτε ως τμήμα της. Με άλλα λόγια, η ακρόπολη είναι ένας
στρατώνας και μια κατοικημένη περιοχή για το πολιτικό προσωπικό.224 Προσφέρει ασφάλεια
στους κυβερνήτες της πόλης. Λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της αυξημένης εξωτερικής
και εσωτερικής ανασφάλειας και των κοινωνικών αναταραχών που επικρατούν στην περιοχή
της Θεσσαλονίκης στα μέσα του 14ου αιώνα, είναι πιθανό ότι ο Ιωάννης Ε´, η μητέρα του η
Άννα Παλαιολογίνα, όπως η Άννα ως αυτοκράτειρα (1352‐65), και ο Μανουήλ Παλαιολόγος,
ως δεσπότης της Θεσσαλονίκης (1369‐73), χρησιμοποιούν την ακρόπολη παρά την πόλη,
μετατρέποντας την σε τόπο αυτοκρατορικής κατοικίας και κυβέρνησης, δηλαδή, σε παλάτι.225
Κατά την πρώτη κατοχή της πόλης από τους Τούρκους καταστρέφονται όλες οι εκκλησίες
μέσα στην ακρόπολη, συμπεριλαμβανομένης της σημαντικότερης, της Εκκλησίας του
Σωτήρος, για να εγκαταστήσουν σε αυτήν έναν στρατό κατοχής. Επίσης, ιδρύουν μέσα στην
ακρόπολη το Atik Camii, γνωστό και ως Eski Camii για τόπο λατρείας τους 226
Σε όλες τις πόλεις η κύρια οδός είναι αυτή που συνδέει την ακρόπολη με μια από τις πύλες
του εξωτερικού τείχους.227 Μια σημαντική οδός της Θεσσαλονίκης είναι η οδός του Αγίου
Δημητρίου, στη νότια πλευρά της βασιλικής του Άγιου που διαχωρίζει τις δύο περιοχές της
πόλης, την κάτω, επίπεδη, παράκτια πόλη και την επάνω πόλη που βρίσκεται στις πλαγιές
των λόφων. Κατά μήκος της οδού τοποθετείται ένα κεντρικό δίκτυο νερού, ενώ κατά το
τέλος της βυζαντινής περιόδου περιορίζεται το εύρος της οδού από μεγάλα κτίρια που
χτίζονται στο πεζοδρόμιο. Το οδικό σχέδιο της Θεσσαλονίκης ακολουθεί λίγο ή πολύ το
σχέδιο της αρχαίας πόλης, ιπποδάμειας στην κάτω πόλη μέχρι το χαμηλότερο τρίτο της άνω
πόλης, αν και με τις απαραίτητες τροποποιήσεις. Το πλάτος των οδών περιστασιακά
περιορίζεται και πολλές από αυτές αλλάζουν φυσικά ή καταργούνται. Στην υπόλοιπη άνω
πόλη και στην ακρόπολη, η θέση των πυλών μέσα στο τοίχος και των εισόδων στα βυζαντινά
μοναστήρια και στις εκκλησίες υποδηλώνουν ότι οι διαδρομές δεν ακολουθούν το αρχαίο
οδικό σύστημα.
Το λιμάνι της πόλης λειτουργεί στη νοτιοδυτική γωνία της. Το εσωτερικό του τείχος δεν
είναι τόσο ευρύ όσο η κύρια οχύρωση, αλλά έχει πύργους.228 Η διαμονή των Παλαιολόγων
για μακρό διάστημα στη θερινή τους κατοικία στην πόλη229 αναπτύσσει το λιμάνι που
χαρακτηρίζεται ως τα μέσα του 14ου ως δεύτερη πόλη. Είναι το πιο πυκνοκατοικημένο
τμήμα αν και καταλαμβάνει μόνο ένα μέρος της παραλίας της πόλης και οι πύλες που
οδηγούν προς αυτό είναι δύο. Υπάρχουν εκεί καταστήματα, εργαστήρια και αποθήκες,
ασφαλώς και ναυπηγείο.230 Ο Καντακουζηνός αναφέρει ότι κοντά στη πύλη του θαλάσσιου
τείχους που οδηγεί στο λιμάνι βρίσκεται η συνοικία των ναυτικών που διαδραματίζουν

223
Ό. π., σελ. 154.
224
Charalambos Bakirtzis, «The Urban Continuity», σελ. 43‐44.
225
Ό. π., σελ. 46‐47.
226
Ό. π., σελ. 44.
227
Κιουσοπούλου, Οι «Αόρατες» Βυζαντινές Πόλεις, σελ. 60.
228
Charalambos Bakirtzis, «The Urban Continuity», σελ. 42‐43.
229
Λάιου, Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, σελ. 142‐143, τ. Β.
230
Ό. π., σελ. 157, τ. Β.
34

αποφασιστικό ρόλο στην εξέγερση των ζηλωτών. Στα χρόνια μετά τη διοίκηση των ζηλωτών
(1342‐50), το λιμάνι δεν ανθεί όπως πριν.231
Ως οικονομικό κέντρο της πόλης, στο μέσο της υπήρχε η ρωμαϊκή αγορά. Στην
υστεροβυζαντινή περίοδο ο ημιυπόγειος διάδρομος της, όπως και το θέατρο του ωδείου
είναι γεμάτος χώμα. Πολλά μέρη της αγοράς χρησιμοποιούνται ως τόποι ταφής, όπως και
οι εναπομείναντες χώροι από τα μνημειώδη κτίρια της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου στα
όρια της κάτω πόλης, που δεν διατηρούνται από τους Θεσσαλονικείς και καταρρέουν. Εκτός
από ταφές οι χώροι χρησιμοποιούνται και για καλλιέργειες και κάποιες αναλαμβάνονται
από μοναστήρια. Τα Παλαιολόγεια λουστραρισμένα είδη κεραμικής που βρέθηκαν σε
μεγάλες ποσότητες κατά την ανασκαφή του παλατιού του Γαλέριου φανερώνουν την
παρουσία εργαστηρίων ή χωματερής.232 Εργαστήρια βρίσκονται και στο κέντρο της άνω
πόλης της Θεσσαλονίκης κι αυτό σημαίνει ότι σε περιόδους ανασφάλειας στην ύπαιθρο και
κατά τη διάρκεια πολιορκίας, είναι δυνατή η επεξεργασία γεωργικών προϊόντων μέσα στην
πόλη.233 Κανένα βυζαντινό κτήριο δεν βρέθηκε στην αγορά. Αυτή είναι απλά μια ανοιχτή
πλατεία. Εντούτοις, αναγνωρίζεται η "δημόσια αγορά" κοντά στη βασιλική της
Αχειροποιήτου, ο τόπος των εκτελέσεων και λιθοβολιών και ξυλοδαρμών μέχρι τον θάνατο.
Αναμφίβολα, και ο αγαπημένος τόπος συγκέντρωσης των Θεσσαλονικέων για συζήτηση και
κουτσομπολιά, λόγω των ταβερνών εκεί.234 Εκτός από την αγορά δεν μαρτυρούνται ούτε
κτίσματα, ούτε τόποι συνδεδεμένοι με την ενεργή παρουσία των εμπόρων στην πόλη. Ο
αστικός χώρος της παραμένει ιεραρχημένος με τα κριτήρια που θέτει η πολιτική και
εκκλησιαστική αρχή.235
Διάσπαρτοι μέσα στις πόλεις βρίσκονται οι ναοί και τα μοναστήρια. Είναι χτισμένα μέσα
στις αυλές, κλειστά κτηριακά σύνολα κατοικίας που περιλαμβάνουν επιπλέον αποθήκες,
πηγάδια και σύστημα αποχέτευσης.236 Οι αυλές της Θεσσαλονίκης αποτελούν
αντιπροσωπευτικά δείγματα της αστικής κοινωνικής ζωής. Στα αρχεία των αθωνίτικων
μοναστηριών περιγράφονται πολλές αυλές που έχουν περιέλθει στην ιδιοκτησία των
αντίστοιχων μοναστηριών.237 Καλύπτουν ίσως το μεγαλύτερο τμήμα του οικισμένου χώρου,
επειδή ακριβώς εξισορροπούν την έλλειψη ανοικτών δημόσιων χώρων και προσφέρουν
δυνατότητες για την επικοινωνία που χαρακτηρίζει την αστική ιδιότητα. Η συνεύρεση μέσα
στην ίδια αυλή, χωρίς να αναιρεί τον εσωστρεφή χαρακτήρα των ύστερων πόλεων,
καλλιεργεί στους κατοίκους την αίσθηση μιας διευρυμένης ιδιωτικότητας που αναπληρώνει
τις περιορισμένες ευκαιρίες για κοινωνική ζωή σε ανοικτούς δημόσιους χώρους.238 Έχει
προσδιοριστεί ότι η χαμηλότερη περιοχή της Θεσσαλονίκης είναι πιο πυκνοκατοικημένη
από την άνω Θεσσαλονίκη. Ένας παρόμοιος συνωστισμός διακρίνεται επίσης ψηλότερα
στην πλατεία Διοικητηρίου, δηλαδή νότια της οδού Αγίου Δημητρίου. Κοντά στην πλατεία
βρίσκεται νεκροταφείο που συνδέεται με σπίτια της ύστερης βυζαντινής περιόδου με μικρά
δωμάτια, με υπερπληθυσμό και άφθονη καθημερινή αγγειοπλαστική. Τα δωμάτια
απαρτίζουν μικρά διαμερίσματα, που ανήκουν σε διαφορετικούς κατοίκους, οι οποίοι
μοιράζονται μια ενιαία αυλή. Μικροί αδιέξοδοι δρόμοι οδηγούν από τους κύριους δρόμους

231
Charalambos Bakirtzis, «The Urban Continuity», σελ. 43.
232
Ό. π., σελ. 57‐58.
233
Ό. π., σελ. 36.
234
Ό. π., σελ. 57.
235
Κιουσοπούλου, Οι «Αόρατες» Βυζαντινές Πόλεις, σελ. 152.
236
Ό. π., σελ. 62‐ 63.
237
Ό. π., σελ. 77.
238
Ό. π., σελ. 80, ο. π.
35

της πόλης σε αυτές τις αυλές, 239 οι οποίες σχηματίζουν τις γειτονίες, συνοικίες που
ονομάζονται από τον άγιο στον οποίο είναι αφιερωμένος ο αντίστοιχος ναός τους.240 Το
1310 εκθειάζονται και "πολύ μεγάλα σπίτια" της Θεσσαλονίκης, όπως τα πανέμορφα σπίτια
που ο Μουράτ Β´ έδωσε στους αξιωματικούς του μετά το 1430. Αυτή η κατηγορία χώρων
διαμονής, εκπροσωπείται από παλιά διώροφα σπίτια με μια εσωτερική αυλή που
βρίσκονται στο χαμηλότερο ανατολικό τμήμα της πόλης.241
Τα ιδιωτικά μοναστήρια χτισμένα μέσα στις αυλές εντάσσονται απόλυτα στον αστικό
ιστό242 και σχηματίζουν τους δημόσιους χώρους, δηλαδή τους προορισμένους ώστε να
συγκεντρώνονται οι κάτοικοι για να γιορτάζουν, να διαμαρτύρονται ή να συσκέπτονται.
Παρόμοια χρησιμοποιούνται και οι μικρότεροι ναοί στις γειτονιές, εφόσον στο επίπεδο της
γειτονιάς αναπτύσσεται η στοιχειώδης κοινωνικότητα των κατοίκων. Δεν μαρτυρούνται
άλλοι ανοικτοί χώροι σχεδιασμένοι για συγκεντρώσεις,243 ούτε ανοικτά δημόσια κτήρια,
γιατί λόγω ανυπαρξίας οριζόντιων κοινωνικών σχέσεων δεν είναι αναγκαία. Μόνο στους
ναούς και στους περίβολους τους συναθροίζονται οι κάτοικοι.244 Το πιο γνωστό τοπικό
μοναστήρι στην ύστερη βυζαντινή περίοδο είναι το μοναστήρι Χορταϊτης στους βόρειους
πρόποδες του όρους Χορτιάτης, που προμηθεύει τη Θεσσαλονίκη και την περιοχή στα
ανατολικά της με νερό.245
Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, η ανασφάλεια που προκαλείται από τους πολέμους
και τις συγκρούσεις στην ανοιχτή ύπαιθρο ωθεί τα μοναστήρια εκεί να μετακινηθούν μέσα
σε οχυρωμένες περιοχές. Μεμονωμένα μοναστήρια αλλά και μεγάλα μοναστικά κέντρα
μειώνονται και εγκαταλείπονται και οι μοναχοί από αυτά μεταφέρονται σε κοντινές πόλεις.
Για τους ίδιους λόγους δημιουργούνται και νέα μοναστήρια μέσα στη Θεσσαλονίκη, στα όρια
της πόλης και στην άνω πόλη, επειδή σε αυτές οι περιοχές διατίθενται κατάλληλες
τοποθεσίες, λόγω της ύπαρξης καλλιεργήσιμων οικοπέδων και πολυάριθμων δεξαμενών
νερού. Έτσι, ενισχύεται η ιδιοκτησία μεγάλων ακινήτων και μεγάλα συγκροτήματα
μοναστηριών χτίζονται στην πόλη από τοπικούς εκκλησιαστικούς αξιωματούχους.
Παραδείγματα είναι η Νέα Μονή, που ιδρύεται το 1360 στην άνω πόλη και η μονή Βλατάδων
που χτίζεται μπροστά από το βόρειο τείχος της πόλης και συμμετέχει στη ζωή της, καθώς η
προμήθεια της Θεσσαλονίκης με νερό από το Όρος Χορτιάτης διαμοιράζεται από τρεις
δεξαμενές στην αυλή της. Αυτά, όπως και άλλα μοναστήρια, δεν είναι αποκλειστικά
θρησκευτικά ιδρύματα. Οι δραστηριότητές τους περιλαμβάνουν εργαστήρια αντιγραφής
χειρογράφων και εργαστήρια μικροτεχνίας και χειροτεχνίας. Τα αστικά μοναστήρια δεν
συγκροτούνται απομονωμένα. Έξω στον περίβολό τους υπάρχουν σπίτια για τους υπηρέτες
τους με τις οικογένειές τους και άλλες παρακείμενες κατασκευές, σχηματίζοντας περιοχές
που ονομάζονται από τα ίδια τα μοναστήρια. Την περίοδο αυτή ο πληθυσμός της
Θεσσαλονίκης υπολογίζεται σε είκοσι πέντε με σαράντα χιλιάδες κατοίκους.
Οι διαθέσιμοι χώροι στα όρια της πόλης και στην άνω πόλη, που μετατρέπονται σε
μοναστήρια αφορούν μεγάλα παλαιοχριστιανικά αρχοντικά που εγκαταλείφθηκαν. Οι
σωστικές ανασκαφές φανερώνουν ότι δεν υπάρχει πυκνή κατοίκηση στην άνω πόλη και στα
περίχωρα της πόλης στη μέση και την ύστερη βυζαντινή περίοδο, σε αντίθεση με την

239
Charalambos Bakirtzis, «The Urban Continuity», σελ. 55.
240
Κιουσοπούλου, Οι «Αόρατες» Βυζαντινές Πόλεις, σελ.68.
241
Charalambos Bakirtzis, «The Urban Continuity», σελ. 56.
242
Κιουσοπούλου, Οι «Αόρατες» Βυζαντινές Πόλεις, σελ. 63.
243
Ό. π., σελ. 71.
244
Ό. π., σελ. 154.
245
Charalambos Bakirtzis, «The Urban Continuity», σελ. 38.
36

αδιάκοπη, πυκνή κατοίκηση που σημειώνεται σε τμήματα της χαμηλότερης πόλης. Αυτό το
γεγονός αποδεικνύει ότι ο οικισμένος χώρος της Θεσσαλονίκης μειώνεται στη μέση
Βυζαντινή περίοδο και ότι η διαδικασία αυτή επιταχύνεται μετέπειτα, στην ύστερη βυζαντινή
περίοδο. Η έκταση της πόλης όμως δε μειώνεται με μετακίνηση του τείχους, επειδή οι άδειοι
χώροι χρησιμοποιούνται αμέσως για προκύπτουσες έκτακτες ανάγκες. Οπότε,
δραστηριότητες της υπαίθρου έξω από τα τείχη, όπως η μοναστική ζωή και η κατασκευή
εργαστηρίων μεταφέρονται μέσα στην πόλη. Οι κάτοικοι εκμεταλλεύονται επίσης την
ευκαιρία να εκτρέφουν τα ζώα τους και να καλλιεργούν τροφή στις άδειες περιοχές, έτσι
ώστε ένα μικρό μέρος του παραγωγικού χώρου της υπαίθρου έχει επίσης μετεγκατασταθεί
στο εσωτερικό.246
Ασφαλώς βαρύτητα για την ταυτότητα μιας πόλης έχει η μητρόπολη της που αποτελεί το
θρησκευτικό της κέντρο.247 Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας είναι η μητροπολιτική εκκλησία της
Θεσσαλονίκης από την ανέγερσή της έως ότου μετατρέπεται σε τζαμί το 1523‐24. Ο ρόλος
της στη ζωή της πόλης αποδεικνύεται σημαντικός. Για παράδειγμα, η Βενετική Γερουσία την
αναγνωρίζει ως τόπο παροχής ασύλου το 1425. Η εκκλησία είναι μία από τις τέσσερις
μεγάλες παλιές εκκλησίες, που λειτουργούν στην υστεροβυζαντινή περίοδο και
αξιοσημείωτα βρίσκονται όλες στο κέντρο της χαμηλότερης Θεσσαλονίκης. Οι άλλες τρεις
είναι: η Ροτόντα της οποίας η περιβάλλουσα περιοχή χρησιμοποιείται ως νεκροταφείο ως και
την οθωμανική περίοδο, η βασιλική της Αχειροποιήτου και η βασιλική του Αγίου Δημητρίου.
Οι εκκλησίες αυτές, λόγω κυρίως του διακεκριμένου ρόλου τους στη θρησκευτική ζωή της
πόλης και τη μεγάλη ιστορική, πνευματική και καλλιτεχνική αξία της διακόσμησης τους, είναι
συντηρημένες από τους Θεσσαλονικείς. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον φανερώνεται για τη βασιλική
του Αγίου Δημητρίου. Οι αυτοκράτορες και οι αξιωματούχοι πάντα ανησυχούν για τη
διατήρηση της εκκλησίας του προστάτη της πόλης και η εκκλησία λαμβάνει προσφορές και
δωρεές από αυτούς. Η κρύπτη της συμμετέχει στη λειτουργία της βασιλικής ως τόπος όπου
πλήθος προσκυνητών λαμβάνουν το μύρον σε κύπελλα που φέρουν το μονόγραμμα του
Αγίου. Η κρύπτη χάνει το κύρος της μετά το 1387, όταν οι Τούρκοι αρχίζουν να παρεμβαίνουν
στις εσωτερικές υποθέσεις της πόλης. Μέχρι τη μετατροπή της βασιλικής σε τζαμί το 1492,
το μύρον ρέει από τον τάφο του Αγίου. Στις σωζόμενες τοιχογραφίες στην ύστερη βυζαντινή
περίοδο προστέθηκαν νέες, που απεικονίζουν σκηνές από το μαρτύριο και τα θαύματα του
Αγίου Δημητρίου, στη στοά του βόρειου εσωτερικού διαδρόμου. Παλιές εκκλησίες, επίσης,
που συνεχίζουν να λειτουργούν στην ύστερη βυζαντινή Θεσσαλονίκη είναι το καθολικόν του
πολύ ενεργού μοναστηριού του Λατόμου στην άνω πόλη, η εκκλησία της Παναγίας
Παρθένου, σήμερα γνωστή ως η εκκλησία της Παναγίας των Χαλκέων στην κάτω πόλη και το
καθολικόν του μοναστηριού της Αγίας Θεοδώρας, η λατρεία της οποίας ανθεί και κάτω από
το πάτωμα της εκκλησίας βρίσκονται πολυάριθμοι τάφοι της εποχής των Παλαιολόγων.248
Επιπλέον υστεροβυζαντινά κτήρια χτίζονται στην περίοδο από το 1280 ως το 1380 περίπου
και είναι σχεδόν όλα εκκλησίες και πιο συγκεκριμένα καθολικά από μοναστήρια. Μόνο δύο
από αυτές ανεγείρονται στην πυκνοκατοικημένη ανατολική κατώτερη πόλη. Οι υπόλοιπες
διασκορπίζονται σε όλη την άνω πόλη και γύρω από τα δυτικά περιθώρια της χαμηλότερης
πόλης.249
Το θρησκευτικό πρόσωπο της πόλης λοιπόν, το συνθέτουν μονές, ναοί και εκκλησίες μέσα
και έξω από αυτήν. Οι Θεσσαλονικείς φανερώνουν την ενισχυμένη χριστιανική πίστη τους,

246
Ό. π., σελ. 60‐63.
247
Κιουσοπούλου, Οι «Αόρατες» Βυζαντινές Πόλεις, σελ. 55.
248
Charalambos Bakirtzis, «The Urban Continuity», σελ. 48‐54.
249
Ό. π., σελ. 58‐59.
37

καθώς τιμούν αγίους και ταυτίζονται με τον κατεξοχήν μάρτυρα της πόλης, τον πολιούχο Άγιο
Δημήτριο. Ο ναός του, που αναδεικνύεται σε προσκύνημα για ντόπιους και ξένους, προσδίδει
μια οικουμενικότητα στην πόλη. Η ίδια η ύπαρξη της πόλης και η σωτηρία της συνδέονται με
τη λατρεία του Αγίου,250 ο οποίος ανταμείβει τους πολίτες απαλλάσσοντας τους από
πολιορκίες, ανακουφίζοντας από λιμούς και ασθένειες και εξαφανίζοντας ηγεμόνες που
επιτίθενται. Ο Άγιος απεικονίζεται σε αυτοκρατορικά νομίσματα, υποδηλώνοντας την
εδραίωση της πόλης της Θεσσαλονίκης στο Βυζάντιο. 251. Επιλέγεται από αυτοκράτορες, οι
οποίοι έχουν προηγουμένως βασιλεύσει στην Θεσσαλονίκη, που υιοθετούν τον τύπο του
Αγίου ως ιππέα, επιδεικνύοντας την ελπίδα ότι σαν ισχυρός στρατιωτικός φύλακας θα
επεκτείνει την προστασία του στην πρωτεύουσα του Βυζαντίου.252 Ο προστάτης της
Θεσσαλονίκης πρωτοεμφανίζεται στα βυζαντινά νομίσματα στην έκδοση του Αλέξιου Α´
Κομνηνού, για να πληρωθεί ο στρατός που θα αγωνιστεί εναντίον των Νορμανδών.
Σύμφωνα με την Μorrisson τα νομίσματα είναι αποτελεσματικό μέσο για τη μεταβίβαση
συμβόλων που δύνανται να συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας πολιτικής ταυτότητας.253 Μια
πόλη που καρπώνεται δικαιώματα και προνόμια, όπως η Θεσσαλονίκη, έχει εκφράσει αυτή
την αίσθηση της υπερηφάνειας μέσα στα νομίσματά της. Το πρώτο μισό του 13ου αι.
αντιγράφονται μοτίβα από τα νομίσματα των Κομνηνών και επεκτείνεται αυτά πάνω στην
ταυτότητα της πόλης, συνδεδεμένη για αιώνες με τον άγιο. Ένα νόμισμα του Μανουήλ
Κομνηνού Δούκα (1230‐37) στην πίσω πλευρά συγκεντρώνει σε μία εικόνα: στα αριστερά τον
κυβερνήτη ως τον Μανουήλ Δεσπότη, στα δεξιά τον άγιο ως τον άγιο Δημήτριο και την πόλη
της Θεσσαλονίκης που αναπαρίσταται ως τειχισμένη με τρεις πύργους που συγκρατούνται
μεταξύ τους από τον άρχοντα και τον άγιο. Το νόμισμα μεταφέρει το μήνυμα της στενότερης
σύνδεσης του ηγεμόνα με την πόλη, καθώς επίσης την ιδέα της ουράνιας προστασίας.
Ταυτόχρονα δίνει την ευλογία του αγίου και το χρίσμα στον νέο ηγεμόνα. Η επιμονή στην
λειτουργία του αγίου, ως εκ των προτέρων υπερασπιστή της άμυνας των τειχών της πόλης,
εξηγεί την περισσότερο κοινή αναπαράστασή του ως στρατιωτικός άγιος. Κανένας άλλος
στρατιωτικός άγιος δεν εκπροσωπείται ποτέ σε νομίσματα και αυτό το χαρακτηριστικό
πρέπει να θεωρηθεί ιδιοσυγκρασία της εικονογραφίας της Θεσσαλονίκης. Στο νόμισμα της
έκδοσης της στέψης του Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα, μεταξύ των τριών πύργων που
απεικονίζουν το τείχος της πόλης, ο κεντρικός, ψηλότερος από τους δύο εξωτερικούς,
μεταδίδει μια άποψη πανοραμική. Σε αυτή την περίπτωση η πόλη εκφράζει την αυτονομία
και την ανεξαρτησία των Κομνηνών. Η αυτοκρατορική κατοχή ή η παράδοση της πόλης
παραμένει ένα σταθερό θέμα σε όλες τις επόμενες βασιλείες στα μέσα του 14ου αιώνα και
είναι χαρακτηριστικό της τοπικής ιδεολογίας της πόλης. Η απεικόνιση του Αγίου Δημητρίου
που στέκεται με το δεξί του χέρι στον ώμο του αυτοκράτορα και η αντιπροσώπευση του
αυτοκράτορα ως πολύ μικρότερη φιγούρα, τονίζει την προστασία που παρέχεται από τον
άγιο.254

Επίλογος

250
Σταυρίδου‐Ζαφράκα, «Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη», σελ. 2.
251
Barker, «Late Byzantine Thessalonike», σελ. 6.
252
Morrisson, «Emperor», σελ. 189.
253
Ό. π., σελ. 173‐174.
254
Ό. π. σελ. 178‐181.
38

Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, η Θεσσαλονίκη διαμορφώνει ένα διαφορετικό


καθεστώς, ώστε να αποχωριστεί από την εξουσία της Κωνσταντινούπολης. Είναι ανεξάρτητο
πολιτικό κέντρο από το 1180, όταν ξεκινά η διοίκηση της ως επιχορήγηση, που συνεχίζεται
για αρκετές γενιές από την οικογένεια των Μονφερρά. Η οικογένεια Μομφερρά αντιτάσσεται
στην εξουσία της πρωτεύουσας φανερώνοντας τις αποσχιστικές τάσεις της. Μετά το 1230 η
πόλη διοικείται από συναυτοκράτορες για να διατηρηθεί ο έλεγχος της, αφού η δυναστεία
των Αγγέλων καθίσταται επισφαλής. Η συνεχώς αυξανόμενη σημασία του συναυτοκράτορα
αποτελεί χαρακτηριστικό φαινόμενο της εποχής των Παλαιολόγων και χαλαρώνει τους
δεσμούς με την Κωνσταντινούπολη, με συνέπεια τη μετατροπή της μονοπρόσωπης
αυτοκρατορικής εξουσίας σε συλλογική εξουσία της αυτοκρατορικής δυναστείας.
Παράλληλα, οι προσωπικές φιλοδοξίες των μελών της δυναστείας των Παλαιολόγων που
διαμένουν εκεί, προκαλούν προβλήματα κρατικής συνοχής. Η Ειρήνη, σύζυγος του
Ανδρόνικου Β´ διατηρεί την αυλή της εκεί, διοικεί ως ανεξάρτητη ηγεμόνας (1303‐1317) Τη
Θεσσαλονίκη διοικούν μέλη της βασιλικής οικογένειας, χωρίς οι διορισμοί τους να είναι
κληρονομικοί. ώστε να διατηρηθεί ο έλεγχος της, μια που η κεντρική εξουσία αναπληρώνεται
σταδιακά από τη ισχύ των δυνατών. Χαρακτηρίζεται λοιπόν, από αποκεντρωμένη
διακυβέρνηση, αφού διοικείται από συναυτοκράτορες που οφείλουν την υποταγή και την
υπηρεσία τους στον αυτοκράτορα. Αυξημένη τάση αυτονόμησης εμφανίζεται και στη
διάρκεια της κυβέρνησης των Ζηλωτών (1342‐1350) και στη διάρκεια της διοίκησης της από
την Άννα της Σαβοΐας (1351‐1365) καθώς και από τον Μανουήλ (1382‐1387). Στη διάρκεια
της κυβέρνησης των Ζηλωτών λειτουργεί στην πόλη ένα σχήμα εξουσίας πόλης‐κράτους,
αποτελούμενο από τους δύο άρχοντες και τη βουλή. Ο ένας από τους δύο άρχοντες, η κεφαλή
εκπροσωπεί τη βυζαντινή κυβέρνηση και με δεδομένη την οικονομική και την κοινωνική
υπεροχή της τοπικής αριστοκρατίας αποτελεί μέλος της. Ο άλλος ,εκλέγεται από το δήμο της
πόλης και τον εκπροσωπεί. Η Βουλή συνεδριάζει τακτικά στα Βουλευτήρια. Υφίσταται εύλογα
μια μορφή αυτονομίας, μια χαλαρή σύνδεση με την Κωνσταντινούπολη. Κατά την περίοδο
μεταξύ 1382 και 1430 η πόλη ταλανίζεται από αδιάλειπτους στρατιωτικούς αγώνες και
πολιτικές εκδηλώσεις, που κάποτε έχουν ως αποτέλεσμα την πλήρη ανεξαρτησία της πόλης
από την Κωνσταντινούπολη και όχι λιγότερο από τρεις φορές την υποταγή της σε ξένη
κυριαρχία. Επιπρόσθετα, οι Οθωμανοί προσφέρουν στην πόλη κάποιο βαθμό αυτονομίας
(1387‐1403).Η επίμονη πίεση τους προς αυτήν καθορίζει την πολιτική ατμόσφαιρα, επειδή
εμπρός στην οθωμανική απειλή, οι πολίτες της Θεσσαλονίκης διχάζονται πολιτικά αν θα
στηρίξουν τον πόλεμο ή την ειρήνη.

Η παροχή προνομίων του Ευεργέτη αυτοκράτορα αποτελεί κυβερνητική τακτική, που


αυξάνεται κατακόρυφα το 13ο αι. Τότε αναπτύσσεται το προνόμιο της εξκουσείας, σχετικό με
απαλλαγή από δευτερεύοντες φόρους και τότε καταλήγει σε κανονικότητα η συλλογή φόρων
στις επαρχίες από προνομιούχα άτομα. Κατά τον Angelov και την Shawcross η αυτονομία της
Θεσσαλονίκης σχετίζεται με την αποδεδειγμένη χορήγηση προνομίων προς τους κατοίκους
της, ιδιαίτερα στους άρχοντες και η ευρεία διάδοση των προνομίων κατά την δυναστεία των
Παλαιολόγων αποσκοπεί στην υποτέλεια των υπηκόων και στην απόκτηση νέων. Η
Κιουσοπούλου συμπεραίνει ότι προνόμια χορηγούνται περισσότερο στους εμπόρους για να
εξασφαλιστεί η κοινωνική ισορροπία που απειλείται από την ενδυνάμωση τους. Η πόλη της
Θεσσαλονίκης κατέχει και επιπρόσθετα ειδικά προνόμια, τα οποία την απομακρύνουν
περισσότερο από την Κωνσταντινούπολη και οι Θεσσαλονικείς διεκδικούν την ιστορική
μνήμη της ελεύθερης και αυτόνομης πόλης τους ως πατρίδα . Η μερική αυτονομία της
αποτελεί μέρος ενός φαινόμενου που παρουσιάζεται σε όλη την αυτοκρατορία. Κατά την
39

χρονική περίοδο από τον 13ο έως τον 15ο αιώνα, σταδιακά εξασθενεί η κεντρική εξουσία και
ισχυροποιείται η αριστοκρατία τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο.

Η Θεσσαλονίκη ως το 12ο αι είναι ξακουστό οικονομικό κέντρο. Λειτουργεί σε αυτήν το


δεύτερο νομισματοκοπείο της αυτοκρατορίας. Ενώ, από το 1204 στο Βυζάντιο υπερισχύουν
οι Ιταλοί έμποροι, οι Γενουάτες, οι Πιζάνοι, κυρίως όμως οι Βενετοί, εντούτοις οι
Θεσσαλονικείς κατορθώνουν και συναγωνίζονται τους Βενετούς, συνεργάζονται με τους
Γενουάτες από το 1300, καθώς και με τους Εβραίους και από τις χρηματικές εμπορικές
συναλλαγές τους ιδρύουν τραπεζικά καταστήματα. Μετά το 1204 το Βυζάντιο και το Αιγαίο
μετατρέπονται σε ενδοχώρα των ιταλικών αγορών και βυζαντινοί αναγκαία εμπορεύονται με
νέους τρόπους και εκπαιδεύονται για να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό. Κατά την
Παλαιολόγεια περίοδο η υπερβολική εξάρτηση της αυτοκρατορίας από τις θαλάσσιες πόλεις
της Ιταλίας και η κατά διαστήματα πολιτική και οικονομική αστάθεια στα Βαλκάνια περιορίζει
σημαντικά τόσο το εμπόριο της, όσο και την επιλογή της ως προορισμό από τους εμπόρους.
Ξεκομμένη από την ύπαιθρό της μετατρέπεται από εξαγωγέα σε εισαγωγέα. Αυτήν την
περίοδο τα οικονομικά του κράτους βρίσκονται σε επισφαλή κατάσταση. Από το 1261 ως το
1453 όμως αναγνωρίζεται ως ισχυρό οικονομικό κέντρο που συμβολίζει την αυτοτέλεια για
τους βυζαντινούς. Οι Παλαιολόγοι διαμένουν εκεί και το λιμάνι της αναπτύσσεται. Μετά το
1341 η σταδιακή εξασθένηση της κεντρικής εξουσίας έχει αποτέλεσμα τη δημιουργία
συνθηκών ανασφάλειας στις περιοχές της δικαιοδοσίας της Θεσσαλονίκης και το εμπόριο
περιορίζεται και ελέγχεται από τους γαιοκτήμονες και τα μοναστήρια.
Οι Βενετοί την ελέγχουν στις αρχές του 15ου καθώς τα προνόμια τους δεν δύναται να
περιοριστούν από τους Παλαιολόγους. Επίσης, λόγω των συνεχών οθωμανικών επιθέσεων
την ίδια περίοδο η πόλη παρακμάζει. Οι Θεσσαλονικείς έμποροι υποφέρουν από τις
διαταραχές στην εμπορική τους δραστηριότητα.
Από το 12ο αι. η νομισματική ζώνη της Θεσσαλονίκης αντιπαραβάλλεται σε αυτήν της
Κωνσταντινούπολης και οι υπαίθριες εμποροπανηγύρεις της Θεσσαλονίκης μαρτυρούνται
ως το 1350, ενώ αργότερα συνεχίζονται οι αστικές με μεγαλύτερη του Αγίου Δημητρίου ως
το 1430.

Στα τέλη του 11ου αι. και στις αρχές του 12ου αι αυξάνονται πληθυσμιακά οι αριστοκράτες,
ισχυροποιείται η κοινωνική τάξη των μέσων, τα μέλη της επιδιώκουν κοινωνικά προνόμια και
επιτυγχάνουν να συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας. Μετά το 1204 οι Βυζαντινοί
συνυπάρχουν και σχετίζονται με τους Λατίνους και δεν μεταβάλλουν ριζικά την κοινωνία. Στα
χρόνια των Παλαιολόγων εμφανίζονται οι αριστοκράτες επιχειρηματίες, που εμπορεύονται
με τη Δύση και πλουτίζουν και καθώς η αυτοκρατορία φθίνει και η κεντρική εξουσία
αποδυναμώνεται η αριστοκρατία, βασικά αστική, ισχυροποιείται πολιτικά και οικονομικά. Η
Θεσσαλονίκη ελκύει τους βυζαντινούς αριστοκράτες γιατί ακμάζει και είναι σχετικά
αυτόνομη. Μετά τους εμφυλίους πολέμους η μεγάλη αριστοκρατία αποδυναμώνεται και
ενισχύεται η τοπική. Οι άρχοντες, που την αποτελούν κατέχουν εκμεταλλεύσιμες εκτάσεις
στη γύρω ύπαιθρο και αστικά ακίνητα, ισχυρά συμμετέχουν στις εσωτερικές και εξωτερικές
υποθέσεις της πόλης και από αυτούς προέρχεται η κεφαλή που τη διοικεί. Όμως από τα μέσα
του 14ου αι. ζημιώνονται οικονομικά και η κοινωνική τάξη των μέσων που παράγουν και
διακινούν τα προϊόντα τους τοπικά και περιφερειακά, καθώς αποκτά οικονομική δύναμη,
αρχίζει να συμμετάσχει στην άσκηση της εξουσίας. Στις αρχές του 14ου αι. η κοινωνική
διάρθρωση της Θεσσαλονίκης συμπεριλαμβάνει τους αριστοκράτες, τους μέσους και τους
φτωχούς. Η πόλη διοικείται εκτός από την κεφαλή που εκπροσωπεί την κεντρική εξουσία και
40

από ένα τοπικό συμβούλιο, την πολιτεία. Η ύπαρξη της πολιτείας διαφοροποιεί τον αστό από
τον κάτοικο της υπαίθρου. Στο 14ο αι. οι Θεσσαλονικείς δραστηριοποιούνται πνευματικά και
καλλιτεχνικά, όμως διχάζονται θρησκευτικά και εμφανίζονται εντάσεις. Επιπλέον οι σχετικές
με τη συμπεριφορά των αρχόντων κοινωνικές εντάσεις στα τέλη του 14ου και στις αρχές του
15ου αιώνα συνεχίζονται, γιατί οι άρχοντες επιθυμούν να αυτονομηθούν από την κεντρική
εξουσία. Οι Οθωμανοί απονέμουν μια κατάσταση ημιαυτονονομίας και οι κοινωνικές και
πολιτικές εντάσεις συνεχίζουν και κατά τη διάρκεια των χρόνων της Οθωμανικής κυριαρχίας
που οι κάτοικοι εξαθλιώνονται.
Στην ύστερη βυζαντινή περίοδο διαφαίνεται μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ της πόλης και
των κατοίκων της. Η πόλη γίνεται πατρίδα. Καλλιεργείται ένας τοπικός πατριωτισμός που
αποσκοπεί στη διαμόρφωση μιας αστικής συνείδησης και η τοπική αστική ταυτότητα
ορίζεται έτσι σε αντιπαράθεση προς την Κωνσταντινούπολη. Βασικά στοιχεία της ταυτότητας
πέρα από τον τοπικό πατριωτισμό, αποτελούν η πολιτισμική και κοινωνική υπεροχή, η άσκηση
πολιτικής ή εκκλησιαστικής εξουσίας και κατά συνέπεια η ηγεμονία στους παροίκους, η
υπηρέτηση στον αυτοκράτορα και η αναγνώριση των αξιών του κάλλους και της παιδείας.
Στο Βυζάντιο ο αστικός χώρος δεν θεωρείται στοιχείο της ταυτότητας. Οι Βυζαντινοί
αντιλαμβάνονται τον αστικό χώρο ως περίκλειστο, εσωστρεφή και ως εκ τούτου ασφαλή. Η
πόλη είναι μια ολόκληρη οντότητα, προστατευμένη από τα τείχη της και από τον προστάτη
της τον μυροβλύτη Αγ. Δημήτριο. Μια μεγάλη κατοικημένη ακρόπολη βρίσκεται στο βόρειο
τμήμα της πόλης. Προσφέρει κατοικία και ασφάλεια στους κυβερνήτες της,
αντιπροσωπεύοντας έτσι τη βασιλική εξουσία. Αποτελεί μια από τις δύο ζώνες κατοίκησης.
της πόλης. Έξω από αυτήν, στη χαμηλότερη πόλη, παρουσιάζεται στην ύστερη βυζαντινή
περίοδο, ο πυρήνας της αστικής ζωής και οι κύριες λειτουργίες της πόλης περιορίζονται εκεί.
Η περιοχή της ακρόπολης και του λιμανιού εμφανίζονται στον 14ο αιώνα ως ξεχωριστές
περιοχές και από τότε έχουν σαφώς διαφορετικές λειτουργίες, στρατιωτικές και διοικητικές
η πρώτη, εμπορικές και ναυτιλιακές η δεύτερη. Η ρωμαϊκή αγορά δεν λειτουργεί,
αναγνωρίζεται όμως η δημόσια αγορά, τόπος αγαπημένος συγκέντρωσης των
Θεσσαλονικέων. Η πόλη καλύπτει την ίδιο μέγεθος και εμφανίζει στο χαμηλότερο τμήμα της
το ίδιο οδικό δίκτυο όπως στη ρωμαϊκή περίοδο. Ωστόσο, υπάρχουν πυκνοκατοικημένες
οικιστικές γειτονιές, λόγω μετατόπισης του πληθυσμού από την άνω πόλη προς το λιμάνι.
Στις γειτονιές τα σπίτια μοιράζονται κοινόχρηστες αυλές και υπάρχουν εκκλησίες και ιδιωτικά
παρεκκλήσια. Οι αυλές της Θεσσαλονίκης καλύπτουν ευρύ τμήμα του οικισμένου τόπου,
προσφέρουν δυνατότητες για την επικοινωνία των αστών, καλλιεργώντας τους την αίσθηση
μιας διευρυμένης ιδιωτικότητας που αναπληρώνει τις περιορισμένες ευκαιρίες για κοινωνική
ζωή σε ανοικτούς δημόσιους χώρους. Μέσα στην κάτω πόλη, οι ερειπωμένοι χώροι
χρησιμοποιούνται από εργαστήρια και ως τόποι ταφής, ενώ στην άνω πόλη αναλαμβάνονται
επιπλέον και από μοναστήρια, με ωραίους ναούς, κήπους και νερά. Στην ύστερη βυζαντινή
κάτω Θεσσαλονίκη υπάρχουν οι τέσσερις μεγάλες παλιές εκκλησίες καθολικοί ναοί,
μοναστήρια και ξωκλήσια ανάμεσα σε σπίτια. Η πόλη είναι στραμμένη προς τους επιχώριους
αγίους και ταυτίζεται με τον μάρτυρα της, τον πολιούχο Άγιο Δημήτριο, φανερώνοντας τη
θρησκευτική της ταυτότητα. Ο Άγιος εικονογραφείται στα νομίσματά της Θεσσαλονίκης,
μεταφέροντας την ιδέα της ουράνιας προστασίας, δίνοντας την ευλογία και το χρίσμα στον
νέο ηγεμόνα. Είναι ο εκ των προτέρων υπερασπιστής της άμυνας των τειχών της πόλης. Ο
Άγιος απεικονίζεται και σε αυτοκρατορικά νομίσματα, υποδηλώνοντας την σπουδαιότητα
της Θεσσαλονίκης στο Βυζάντιο.
41

Βιβλιογραφία

Dimiter Angelov, Imperial Ideology and Political Thought in Byzantium, 1204‐1330, (Cambridge,
2007).

Charalambos Bakirtzis, «The Urban Continuity and Size of Late Byzantine Thessalonike», στο
Symposium on Late Byzantine Thessalonike, (Washington D. C, 2003).

John W. Barker, «Late Byzantine Thessalonike: A Second City´s Challenges and Responses», στο
Symposium on Late Byzantine Thessalonike, ed. Alice‐Mary Talbot, (Washington D. C, 2003).

David Jacoby, «Foreigners and the Urban Economy in Thessalonike», ca. 1150–ca. 1450, στο
Symposium on Late Byzantine Thessalonike, ed. Alice‐Mary Talbot, (Washington D. C, 2003).
42

Ljubomir Maksimovic, The Byzantine Provincial Administration Under the Palaiologoi, (Amsterdam,
1988).

Cecile Morrisson, «Emperor, the Saint, and the City: Coinage and Money in Thessalonike from the
Thirteenth to the Fifteenth Century», στο Symposium on Late Byzantine Thessalonike,
(Washington D. C, 2003).

Nevra Necipoglu, «The Aristocracy in Late Byzantine Thessalonike: A Case Study of the City’s
Archontes (Late 14th and Early 15th Centuries)», στο Symposium on Late Byzantine Thessalonike,
ed. Alice‐Mary Talbot, (Washington, D. C, 2003).

Nevra Necipoglu, Byzantium between the Ottomans and the Latins: Politics and Society in the Late
Emprire, (Cambridge, 2009).

Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, μετ. Ιωάννης Παναγόπουλος, (Αθήνα, 1978),
τ. Α, Β, Γ.

Gill Page, Being Byzantine, Greek Identity before the Ottomans, (Cambridge, 2008).

Teresa Shawcross, «Mediterranean Encounters Before the Renaissance Byzantine and Italian
Political Thought Concerning the Rise of Cities», στο Renaissance Encounters, Greek East and Latin
West, επιμ. Marina S. Brownlee, Dimitri H. Gondicas, (Leiden‐Boston, 2013).

Νικόλαος. Θ. Γεωργιάδης, Επίτομη Ιστορία της Ύστερης Βυζαντινής Περιόδου (1204‐1461),


(Κομοτηνή 2016).

Τόνια Κιουσοπούλου, Οι «Αόρατες» Βυζαντινές Πόλεις στον Ελλαδικό Χώρο (13ος‐15ος αιώνας),
(Αθήνα, 2013).

Τόνια Κιουσοπούλου, Οι Βυζαντινές Πόλεις (8ος‐15ος αιώνας): Προοπτικές της έρευνας και νέες
ερμηνευτικές προσεγγίσεις, (Ρέθυμνο, 2012).

Αγγελική Ε. Λάιου, Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα, (Αθήνα,
2006), τ. Α, Β, Γ.

Πίτερ Λοκ, Οι Φράγκοι στο Αιγαίο 1204‐1500, μτφ. Γιώργος Κουσουνέλος, (Αθήνα, 1998).

Νικόλας Μπακιρτζής: «Τα Τείχη των Βυζαντινών Πόλεων: αισθητική, ιδεολογίες και
συμβολισμοί», Οι Βυζαντινές Πόλεις (8ος‐15ος αιώνας): Προοπτικές της έρευνας και νέες
ερμηνευτικές προσεγγίσεις, επιμ. Τόνια Κιουσοπούλου, (Ρέθυμνο, 2012).

Τάσος Τανούλας, «Αναζητώντας την αντίληψη του αστικού χώρου στο βυζάντιο», Οι Βυζαντινές
Πόλεις (8ος‐15ος αιώνας): Προοπτικές της έρευνας και νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, επιμ. Τόνια
Κιουσοπούλου, (Ρέθυμνο, 2012).

Ελένη Τούντα, Η Δ´ Σταυροφορία (1204)ανάμεσα στην Ιστορία και την Ιστοριογραφία, (Αθήνα,
2013).
43

Αλκμήνη Σταυρίδου‐Ζαφράκα, «Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη», lyk‐n‐


moudan.chal.sch.gr/Downloads/Yliko/Zafraka_Byzantinh_Thessalonikh.pdf, 21‐7‐2017.

Ευάγγελος Χρυσός, «Σχόλια για το κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη», Zbornik Radova
Vizantološkog Instituta 50/2 (2013), σελ.705‐711, 21‐07‐2017.

You might also like