Τα Παραμύθια μας

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 39

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος ……………………………………………………………………………. 2
Εισαγωγή …………………………………………………………………………….. 4
Χαρακτηριστικά παραµυθιού …… …………………………………………………….. 4
Είδη παραµυθιού …………………………………………………………………….. 4
∆οµή και τεχνική του παραµυθιού ……………………………………………………. 5
Η γοητεία του παραµυθιού ……………………………………………………………. 6
Πηγές παραµυθιού …………………………………………………………………….. 6
Η εξέλιξη και η διάδοση του παραµυθιού …………………………………………… 7
Το Λαϊκό παραµύθι και η αφήγησή του ……………………………………………… 8
Λαϊκά παραµύθια του τόπου µας ……………………………………………………. 10
1. Η κόρη του βασιλιά και το αλάτι ………………………………………………….. 12
2. Η µάνα, η κόρη και τα κουκιά ……………………………………………………. 15
3. Η ευχή της µάνας …………………………………………………………………. 17
4. Κακιά πεθερά ……………………………………………………………………… 20
5. Η περήφανη νύφη ………………………………………………………………… 21
6. Η νύφη µε το αλάτι ……………………………………………………………….. 23
7. Οι γιοι που µάλωναν …………………………………………………………….. 24
8. Ο γέροντας και το σιτάρι ………………………………………………………… 25
9. Ο ξύπνιος και ο κουτός αδελφός ………………………………………………. 27
10. Ο θερισµός του σταριού ……………………………………………………… 29
11. Ο κόκορας, η φλογέρα και το δρεπάνι ……………………………………… 30
12. Το τσικνωµένο φαγητό ………………………………………………………… 32
13. Γλώσσα πεθεράς ……………………………………………………………… 33
14. Το παιδί µε το κυδώνι …………………………………………………………. 33
15. Ο Γιάννος κι η νεράϊδα ……………………………………………………….. 34
16. Ο δίκαιος δικαστής …………………………………………………………….. 35
Λίγα λόγια για τους αφηγητές ……………………………………………………. 37
Συµµετέχοντες µαθητές …………………………………………………………… 38
Βιβλιογραφία ………………………………………………………………………. 39

1
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Υπάρχει ένας κόσµος φανταστικός που ξεχνάµε την ύπαρξή του καθώς τα χρόνια
περνούν και ο σύγχρονος άνθρωπος αποµονώνεται ολοένα και περισσότερο τόσο από το
παρελθόν του όσο και από τους συνανθρώπους του. Αυτό είναι το παραµύθι. Στη µαγεία αυτού
του κόσµου θέλουµε να σας οδηγήσουµε µέσα από τις σελίδες που ακολουθούν.

Με τη λέξη παραµύθι εννοούµε µία διήγηση µαγική και υπερφυσική που δηµιουργείται µε
φαντασία, δεν εξαρτάται από τους όρους της πραγµατικής ζωής και την ακούνε µε ευχαρίστηση
µικροί και µεγάλοι. Στον κόσµο του παραµυθιού όλα τα αδύνατα γίνονται δυνατά. Ο άνθρωπος
που τα αφηγείται δεν τα πιστεύει αλλά τα διηγείται για να ψυχαγωγηθεί, να ψυχαγωγήσει και να
λυτρωθεί κάπως απ’ το βάρος της ζωής.

Το παραµύθι έχει κατάλοιπα ενός κόσµου που χάνεται. Σήµερα συνήθως εξάπτει το
ενδιαφέρον κυρίως των µικρότερων παιδιών µέχρι αυτά να µεγαλώσουν και αρχίσουν ν’
ασχολούνται µε τα σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγµατα (κοµπιούτερ, ηλεκτρονικά παιχνίδια κ.α.).
Ο άνθρωπος είναι φύσει ‘’µυθοποιός’’ κι έχει ανάγκη να θρέψει την ψυχή του µε το µαγικό και το
υπεράνθρωπο.

Το λαϊκό παραµύθι, από τα αρχαία χρόνια µέχρι και τις µέρες µας, είναι ένα είδος
έντεχνου λόγου που ήταν και παραµένει πολύ αγαπητό σε µικρούς αλλά και σε µεγάλους. Έτσι
αποφασίσαµε µε τους µαθητές µας το σχολικό πρόγραµµα « ΤΑΞΙ∆ΕΥΟΥΜΕ ΜΕ ΤΑ
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ - Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ, ΜΕΣO ΓΙΑ ΤΗ
∆ΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ∆ΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» να έχει σχέση µε τα παραµύθια. Στην
αρχή αναφέρουµε περιληπτικά ορισµένα βασικά στοιχεία για τα λαϊκά παραµύθια, τα
χαρακτηριστικά τους γνωρίσµατα, τα είδη τους, την εξέλιξή τους έως τις µέρες µας και τη
σηµασία της αφήγησης. Στη συνέχεια καταγράφουµε ορισµένα παραµύθια της περιοχής που
συγκεντρώθηκαν από τα παιδιά που µετέχουν στο πρόγραµµα. Στο τέλος προσπαθούµε να
αφηγηθούµε τα παραµύθια αυτά συµβάλλοντας έτσι στην προσπάθεια για τη διατήρησή τους.

Ας δούµε το παραµύθι σα «µνηµείο» του λόγου του λαού µέσα από τις παραδόσεις. Το
παραµύθι αποτελεί κύρια εκδήλωση της λαϊκής ψυχής και είναι ένα από τα είδη του έντεχνου
λόγου, τα οποία αποτελούν την πνευµατική ζωή του λαού (Νέστορα Μ., 1979).

Ο ενθουσιασµός των παιδιών ήταν πολύ µεγάλος. Αρχικά βρήκαν απλούς, λαϊκούς
ανθρώπους που τους αφηγήθηκαν παραµύθια και έτσι µπόρεσε να ξεκινήσει αυτό το ωραίο
ταξίδι. Τα παιδιά κρατήσανε τα στοιχεία των ανθρώπων που αφηγήθηκαν τα παραµύθια
(ονοµατεπώνυµο, ηλικία, επάγγελµα, τόπος διαµονής, µέρος όπου λέγονταν τα παραµύθια)
και τους ηχογραφήσανε. Κατόπιν έγινε η αποµαγνητοφώνηση του υλικού, γράφτηκε στον

2
υπολογιστή και έγινε η σχετική εικονογράφηση από τους µαθητές Μπαλαγιάννη Παναγιώτη,
Τοµάϊ Μαρκ και Ξανθόπουλο Εµµανουήλ τους οποίους και ευχαριστούµε ιδιαίτερα.

Το εµπνευσµένο εξώφυλλο αποτελεί καλλιτεχνική δηµιουργία του Μπαλαγιάννη


Παναγιώτη µαθητή της Γ΄ Λυκείου του ΓΕΛ Ν. Σκοπού.

ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Οι υπεύθυνες καθηγήτριες

ΚΑΡΑΝΤΩΝΗ ΝΙΚΟΛΕΤΑ ΠΕ1833

ΧΑΡΤΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΕ02

3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ορισµός Παραµυθιού

«Παραµύθιον» από τα αρχαία χρόνια σήµαινε λόγος παρηγορητικός ή κάποια διήγηση


που σκοπό είχε να κάνει το άτοµο που την άκουγε να ξεχάσει για λίγο κάτι οδυνηρό που το
απασχολούσε. Αργότερα στη γενική έννοια της «παραµυθίας» εντάχθηκαν οι φανταστικές
διηγήσεις που σκοπό είχαν να παρασύρουν την ψυχή του ανθρώπου σ’ έναν κόσµο φανταστικό
για να τον ψυχαγωγήσουν.

Σύµφωνα µε τον καθηγητή Λαογραφίας Γεώργιο Mέγα, τα παραµύθια έχουν σκοπό να


τέρψουν τον ακροατή και χαρακτηρίζονται από το έντεχνο της διήγησης, στη δε πλοκή
πρόσωπα και ζώα κινούνται στον κόσµο του µαγικού και του φανταστικού (Μέγας Γ.Α., 1967).
Σχετικά µε το λαϊκό παραµύθι ο καθηγητής λαογραφίας Mιχάλης Mερακλής αναφέρει ότι η
πραγµατικότητα της ζωής µε την απαράβατη και σκληρή νοµοτέλειά της καταθλίβει τους
ανθρώπους και αυτοί λαχταρούν να ζήσουν κάποτε και δίχως αυτήν, πλάθοντας µύθους
(Μερακλής Μ.Γ., 1993).

Ο ουσιαστικότερος ορισµός παραµυθιού έχει δοθεί από τον Bolte και Polivka (Μάνος
Χρ. κ.α., 2001):

«Με τη λέξη παραµύθι εννοούµε µια διήγηση δηµιουργηµένη µε ποιητική φαντασία,


παρµένη ιδιαίτερα από τον κόσµο του µαγικού, µια ιστορία του θαύµατος, που δεν εξαρτάται
από τους όρους της πραγµατικής ζωής και την ακούν µε ευχαρίστηση µεγάλοι και µικροί, έστω
κι αν δεν τη θεωρούν πιστευτή».

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

1. Το παραµύθι είναι µια διήγηση φανταστική, που σκοπό έχει την ευχαρίστηση και τη
διασκέδαση αυτών που το ακούν.
2. Το παραµύθι δεν αναφέρεται σε συγκεκριµένο τόπο και χρόνο αλλά ούτε και σε
συγκεκριµένο πρόσωπο.
3. Το παραµύθι δεν έχει σκοπό να διδάξει.
4. Tο παραµύθι δεν γνωρίζει την µεσότητα. Όλα σ' αυτό κυµαίνονται µεταξύ των δύο
ακροτήτων. ∆ε γνωρίζει το σύνηθες µέτρο του κοινού ανθρώπου.

ΕΙ∆Η ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

Tα ελληνικά λαϊκά παραµύθια χωρίζονται στις εξής κατηγορίες:

• µαγικά παραµύθια που είναι τα κατ' εξοχήν παραµύθια και αναφέρονται σε δράκους,
γίγαντες, µάγισσες κ.λ.π., έχουν δηλαδή έντονο το µαγικό στοιχείο. Στα µαγικά

4
παραµύθια υπάρχει ένας κόσµος αγέραστος κι αθάνατος, απόλυτα ωραίος κι απόλυτα
άσχηµος, ανάλογα µε τις προτιµήσεις του λαϊκού αφηγητή. Υπάρχει ένας παµψυχισµός
στα παραµύθια, ζωντανεύοντας άψυχα πράγµατα.
• µύθοι ζώων
• διηγηµατικά ή κοσµικά παραµύθια που κινούνται σε ανθρώπινες κοινωνίες και µοιάζουν
µε µυθιστορήµατα από την πραγµατική ζωή,
• θρησκευτικά ή συναξαρικά που εµπνέονται από τους βίους αγίων,
• ευτράπελες διηγήσεις και ανέκδοτα που αναφέρονται σε παθήµατα κουτών, ξεγελάσµατα
δράκων κ.λ.π.,
• αινιγµατικά και
• κλιµακωτά παραµύθια.

∆ΟΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

Τα βασικότερα δοµικά στοιχεία του παραµυθιού είναι:

1. Η σύντοµη εισαγωγή ή προϊδέαση, π.χ. «αρχή του παραµυθιού», ή «παραµύθι µύθι


µύθι το κουκί και το ρεβίθι».
2. Ακολουθεί η διήγηση του παραµυθιού που είναι και το κύριο µέρος του.
3. Το τέλος του παραµυθιού που κλείνει πάντα µε νίκη του ήρωα και µε τη συνηθισµένη
κατακλείδα: «Κι έζησαν αυτοί καλά και µεις καλύτερα» ή «Κείνοι στ' αγκάθια και µεις
στα βαµπάκια».
Τα γνωρίσµατα του ελληνικού παραµυθιού είναι:
1. H αφήγηση του παραµυθιού γίνεται σε τοπικές ελληνικές διαλέκτους. H τοπική
ιδιωµατική γλώσσα είναι συνυφασµένη µε το ελληνικό παραµύθι, αφού η λαϊκή
αφήγηση τότε µόνο αποκτά υπόσταση και λειτουργικότητα, όταν µπορεί να υπάρξει
επικοινωνία και αλληλεπίδραση ανάµεσα στον παραµυθά και το ακροατήριό του.
2. Tα ελληνικά παραµύθια έχουν εισαγωγικά και καταληκτικά µοτίβα, καθώς επίσης και
ευχάριστες παρεµβολές που τα χαρακτηρίζουν και τα διαφοροποιούν από παραµύθια
άλλων λαών. Έτσι συχνά το ελληνικό παραµύθι αρχίζει µε τη φράση «Kόκκινη κλωστή
δεµένη στην ανέµη γυρισµένη, δος της κλώτσο να γυρίσει παραµύθι να αρχινίσει»·
στη συνέχεια, µπορεί να παρεµβαίνουν κατά τη διάρκεια της αφήγησης ευχάριστα
σχόλια του τύπου «Ψέµµατα κι αλήθεια, έτσι είν’ τα παραµύθια», ενώ στο τέλος το
παραµύθι να καταλήγει στο πολύ γνωστό «έζησαν αυτοί καλά κι εµείς καλύτερα».
3. Στα ελληνικά παραµύθια υπάρχει µια διάθεση περιγραφής του χώρου και του
περιβάλλοντος που µας δίνει στοιχεία πολιτιστικά των τοπικής κουλτούρας και των
συνθηκών διαβίωσης. Οι ήρωες των ελληνικών παραµυθιών συνήθως είναι άνθρωποι

5
καθηµερινοί, απλοί, στους οποίους οι ακροατές του παραµυθιού βρίσκουν κοινά
στοιχεία. Συνολικά λοιπόν το ελληνικό παραµύθι αποπνέει µια οικειότητα στο κοινό
του.
4. O καθηγητής Λαογραφίας ∆ηµήτρης Λουκάτος (Λουκάτος ∆.,1985) διαπιστώνει στο
ελληνικό παραµύθι µια διάθεση διδακτική που φανερώνεται περισσότερο από τη
(συνήθως πολύ σκληρή) τιµωρία των κακών. H τιµωρία των κακών στο ελληνικό
παραµύθι λειτουργεί περισσότερο ως τρόπος απονοµής δικαιοσύνης και
αποκατάστασης του δικαίου.
5. Οι αξίες που προβάλλονται στα ελληνικά παραµύθια χαρακτηρίζονται από µια έντονη
ηθική πρόθεση. Είναι σηµαντική η αδελφική ή η συζυγική αγάπη, αφοσίωση και τιµή.
6. Tα ελληνικά παραµύθια, έχουν µια διάθεση αστείου και χωρατού.

Eίναι εµφανές ότι η βασική λειτουργία του ελληνικού παραµυθιού είναι να βρίσκεται κοντά
στην καθηµερινότητα του απλού ανθρώπου, να τον συντροφεύει και να τον ανακουφίζει από το
µόχθο ή και τη σκληρότητα της πραγµατικότητας.

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

Πολλές φορές, όταν ένας καλός αφηγητής διηγείται ένα λαϊκό παραµύθι, ανακαλύπτουµε
ότι το ακροατήριο, είτε πρόκειται για ενήλικους είτε πρόκειται για παιδιά, έχει ήδη αιχµαλωτίσει
την προσοχή του από την αρχή. Το παραµύθι συγκινεί και γοητεύει µικρούς και µεγάλους. Ο
Walter Scherf (Σακελλαρίου, Χ, ) ισχυρίζεται ότι το παραµύθι αγγίζει προβλήµατα της
οικογενειακής ζωής και ιδιαίτερα τις συγκρούσεις µεταξύ παιδιών µε τους γονείς τους.

Το παραµύθι εκφράζει τρόπους εξοµάλυνσης των οικογενειακών συγκρούσεων, τις


κοινωνικές δοµές της εποχής και καταστάσεις µε τις οποίες ο καθένας µπορεί να ταυτιστεί.
Βοηθά τον άνθρωπο να ξαναβρεί την ψυχική του ηρεµία, γιατί τον ξεκουράζει τον διασκεδάζει
αλλά και είναι αρωγό ώστε να ξεπεράσει µε τρόπο απλό και ευχάριστο τις δυσκολίες
προσαρµογής σ’ έναν κόσµο διαφορετικό, χαοτικό και εχθρικό. Ουσιαστικά µε το παραµύθι
µπορούµε να καταλάβουµε καλύτερα τον εαυτό µας και τους γύρω µας.

Η ανάπτυξη της φαντασίας µέσα από το άκουσµα παραµυθιών ωφελεί στην γενικότερη
ανάπτυξη του ανθρώπου. Χωρίς φαντασία, θα υπήρχε πλήρης στασιµότητα στην εξέλιξη της
κοινωνίας.

ΠΗΓΕΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

Το παραµύθι δηµιουργήθηκε σε χώρους όπου ήταν δυνατόν να συγκεντρώνονται µικρές


οµάδες ανθρώπων. Τέτοιοι χώροι ήταν οι καλύβες σπιτιών και χώροι όπου γινόταν οι

6
αγροτικές δουλειές. Οι εργασίες συνήθως γινόταν το βράδυ, όποτε κάποιος αναλάµβανε να
κρατά ξάγρυπνους τους υπόλοιπους λέγοντας τους ενδιαφέρουσες ιστορίες.

Στην αρχαιότητα υπήρχαν συγκεκριµένα άτοµα που έλεγαν παραµύθια, οι «µυθοποιοί»


που πήγαιναν από τόπο σε τόπο και λέγανε διασκεδαστικές ιστορίες.

Το Λαϊκό παραµύθι δηµιουργείται από τον ίδιο το λαό, οπότε εκφράζει τους πόθους, τα
όνειρα και τις λαχτάρες του.

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ Η ∆ΙΑ∆ΟΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

Ο Johann Herder έλεγε «Τα παραµύθια είναι η αρχαιότερη ποίηση του ανθρώπινου
γένους» (Σακελλαρίου, Χ, ).

Όλοι οι λαοί έχουν µερίδιο στη δηµιουργία των παραµυθιών. Τα παραµύθια των λαών
λόγω των µετακινήσεών τους έχουν πολλές οµοιότητες µεταξύ τους γι’ αυτό και υπάρχει ένας
κοινός κατάλογος κατάταξης των παραµυθιών.

Το παραµύθι έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη ζωή των λαών και των ανθρώπων. Πίστη στο
θαύµα είναι ισχυρή. Ο ήρωας σπάει τους περιορισµούς των φυσικών νόµων, δεν φθείρεται, δεν
εξουδετερώνεται, δεν παθαίνει τίποτα. Αξιοσηµείωτο είναι το γεγονός ότι ενώ οι άνθρωποι
προχωρούν στον πολιτισµό και την τεχνολογική εξέλιξη, τα παραµύθια εξακολουθούν να
υπάρχουν γιατί εκπέµπουν µια γοητεία και δίνουν διεξόδους σε προβλήµατα για το οποία ο
εξελιγµένος άνθρωπος γνωρίζει πως δεν υπάρχουν λύσεις πραγµατικές.

Τα παραµύθια ξεπερνούν τα εθνικά όρια µιας χώρας. Στα ελληνικά παραµύθια µε απλές
λέξεις αποκαλύπτεται η αληθινή ανθρώπινη φύση. Το παραµύθι αποτελεί µία µαρτυρία για τους
χρόνους και τους τόπους της καταγραφής.

Ο Γερµανός Erwin Rohde έδειξε ότι υπήρχε ζωντανή λαϊκή λογοτεχνία στα αρχαία χρόνια
(Mερακλής, Μ.Γ.,1975). Οι αρχαίοι Έλληνες αντλούσαν ευχαρίστηση από τις λαϊκές διηγήσεις.
∆ίπλα στην αρχαία κληρονοµιά, δίπλα στην επίδραση της Ανατολής υπάρχει και η ζωηρή
φαντασία των νεότερων Ελλήνων που πλούτισαν το ελληνικό παραµύθι. Πολλά παραµύθια οι
Έλληνες τα γνώρισαν από τους Τούρκους, ιδιαίτερα στις περιοχές που η συµβίωση των δύο
λαών οδηγούσε σε ανάµιξη των πολιτισµών.

Το παραµύθι στις µέρες µας από ζωντανό ψυχαγωγικό είδος, έγινε ένα είδος φιλολογικού
της παράδοσης. Μετά τη συγκέντρωση παραµυθιών από τον Καθηγητή Λαογραφίας Γ. Μέγα,
στα χρόνια 1957-1963, επέρχεται και το κύκνειο άσµα του ελληνικού παραµυθιού.

Οι βουδιστές χρησιµοποιούσαν το παραµύθι ως µέσο διδασκαλίας. Ανατολικής


προέλευσης είναι η συλλογή παραµυθιών «Παραµύθια της Χαλιµάς» και «Χίλιες και µία
νύχτες».

7
Στην αρχαία Ελλάδα οι διηγήσεις µε τους µυθικούς ήρωες Ηρακλή, Θησέα κ.α. ήταν
ιδιαίτερα αγαπητές στο λαό. Ο Πλάτων, ο Πλούταρχος, ο Αριστοτέλης και άλλοι σπουδαίοι
λόγιοι της αρχαιότητας κάνουν ιδιαίτερη αναφορά στα παραµύθια. Στη Βυζαντινή εποχή το
παραµύθι συνέχιζε να καλλιεργεί τα λαϊκά στρώµατα.

Εκείνος που έδωσε στο παραµύθι τη θέση που του αξίζει ήταν ο ∆ανός συγγραφέας
Άντερσεν που µε την πρώτη του συλλογή «Παραµύθια για παιδιά» κατάφερε να κάνει µεγάλη
εντύπωση. Πολλά από τα παραµύθια του είχαν τις ρίζες τους σε λαϊκά παραµύθια, τα οποία
και των ενέπνευσαν.

ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΚΑΙ Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ

Το «Μια φορά κι έναν καιρό» του αφηγητή παίρνει τον ακροατή µαζί του σ’ έναν κόσµο
µαγικό, έξω από την πραγµατικότητα στην οποία ζούµε. Με τα παραµύθια, οι απλοί άνθρωποι
ανανεώνουν τη χαρά της ζωής στην ταλαιπωρηµένη ψυχή τους. Οι παλαιότεροι παραµυθάδες
συνήθως πίστευαν σε αυτά που διηγούνταν ενώ οι νεότεροι έχουν συνείδητοποιήσει πως
διηγούνται φανταστικές ιστορίες. Παλαιότερα οι αφηγητές µιµούνταν και τις φωνές των ζώων για
να είναι πιο παραστατικοί.

O Leyen στο βιβλίο του «Ο κόσµος τους παραµυθιού» έγραφε «Το παραµύθι δεν ανήκει
µόνο στο παρελθόν, ούτε µόνο στα παιδιά. Είναι συνδεδεµένο µε τη ζωή ολόκληρου λαού,
κάποτε µάλιστα αποτελεί και την πιο γνήσια έκφρασή του. ∆εν µπορούµε επίσης να το
ξεχωρίσουµε από την ποίηση και, τέλος, έχει πολλά να πει ακόµα στο παρόν και στο µέλλον»
(Mερακλής, Μ.Γ.,1975).

Το Λαϊκό παραµύθι είναι γέννηµα του προφορικού λόγου και µόνο µία ζωντανή και
παραστατική διήγηση µπορεί να το κάνει να επενεργήσει αποτελεσµατικά στην ψυχή του
ακροατή. Οπότε η επιτυχία της αφήγησης/ακρόασης ενός παραµυθιού εξαρτάται από την
ιδιοσυγκρασία, την προσωπικότητα και την αφηγηµατική δεξιοτεχνία του ατόµου που παίρνει
το ρόλο του λαϊκού αφηγητή. Ο Άγγλος ποιητής Σάντερ λέει: «Αν γράφεις παραµύθι για να το
διαβάσει κάποιος, είναι σα να τραγουδάς σ’ ένα κουφό». Η ζωντανή διήγηση είναι
αναντικατάστατη. Η στάση του σώµατός µας, ο τόνος της φωνής µας, η έκφραση του
προσώπου µας και όλες οι χειρονοµίες και οι γκριµάτσες του αφηγητή δίνουν στο παραµύθι
δίνουν µία εποπτικότητα που καµία εικόνα δεν µπορεί να δώσει.

Ο αφηγητής µπορεί να παρακολουθεί τη συναισθηµατική φόρτιση του κοινού του και να


ρυθµίζει ανάλογα τον τόνο της φωνής του και όλη του την έκφραση.

Κατά την αφήγηση χρυσοί κανόνες δεν υπάρχουν. Τα κυριότερα σηµεία που οφείλει να
λάβει υπόψη του ο αφηγητής σχετικά µε τον τρόπο παρουσίασης είναι τα παρακάτω:

8
1. Η δηµιουργία κατάλληλου κλίµατος. Ο αφηγητής πρέπει να δηµιουργεί κατάλληλο
κλίµα και να προετοιµάζεται ψυχολογικά. Πρέπει να εξασφαλίζεται η συγκέντρωση της
προσοχής του ακροατηρίου. Επίσης σηµαντικό ρόλο παίζει και ο χώρος όπου γίνεται η
αφήγηση γιατί πρέπει να έχει µία µοναδικότητα και ενδιαφέρον χωρίς ωστόσο να αποσπά
την προσοχή.
2. Η διήγηση του παραµυθιού πρέπει να είναι υποβλητική και ζεστή.
3. Η επιλογή του παραµυθιού. Η σωστή επιλογή παραµυθιού προδιαγράφει και την
επιτυχία της αφήγησης. Ο αφηγητής από τη µια πρέπει να είναι ενηµερωµένος πάνω
στα θέµατα που αφορούν το συγκεκριµένο λογοτεχνικό είδος και από την άλλη πρέπει
να λαµβάνει υπόψη του την ηλικία των αποδεκτών της αφήγησης, τα ενδιαφέροντα και
τις ανάγκες τους.
4. Η γνώση του παραµυθιού. Η γνώση του παραµυθιού δεν σηµαίνει αποστήθιση αλλά
επίγνωση της βασικής δοµής και των λεπτοµερειών του κειµένου πράγµα που
προϋποθέτει προετοιµασία στο σπίτι.
5. Η χαρά του αφηγητή. Ο αφηγητής πρέπει να νιώθει το παραµύθι σαν να είναι βίωµά
του γιατί αυτή η ψυχική ευφορία µεταδίδεται και στο κοινό. Η αισθητική απόλαυση του
κειµένου απαιτεί τριβή µε τη λογοτεχνία.
6. Άρθρωση και φωνή. Ο τόνος και η ένταση της φωνής παίζουν ρόλο στην επιτυχία της
αφήγησης. Έτσι απαιτείται από µέρους του αφηγητή σωστή λειτουργία της αναπνοής.
Επίσης ο τόνος της φωνής, ο χρωµατισµός της και οι ηχητικές διακυµάνσεις της
πρέπει να συµβαδίζουν µε το περιεχόµενο της αφήγησης και να δείχνουν ότι ο
αφηγητής συµπάσχει µε τους ήρωες. Γενικά όταν ο κάποιος αφηγείται ένα παραµύθι,
έµµεσα διδάσκει γλώσσα.
7. Απλότητα και φυσικότητα. Τόσο το παραµύθι όσο και ο τρόπος αφήγησης πρέπει να
διακρίνονται για την απλότητά τους ώστε το περιεχόµενο τους να γίνεται κατανοητό.
Χρειάζεται ηρεµία, αυτοκυριαρχία στο λόγο και αποβολή του τρακ. Όλα αυτά γίνονται
µε συνεχή εξάσκηση.
8. Επεξεργασία και προσέγγιση του µηνύµατος του παραµυθιού. Σε µια αφηγηµατική
εµπειρία που γίνεται µε τρόπο σωστό, τα πνευµατικά οφέλη για µικρούς και µεγάλους
είναι πολλά και πολύ σηµαντικά: καταρχήν είναι ένα ταξίδι γλωσσικό, που όσο πιο
ικανός είναι ο αφηγητής τόσο πιο σπουδαίο είναι και το ταξίδι! Επίσης είναι ένα ταξίδι
στη δηµιουργικότητα και τη φαντασία, εργαλεία σηµαντικά σε όλες τις επιστήµες που
τα παραµύθια των λαών τα αξιοποιούν στο έπακρο! Υπερ – Ήρωες και Μαγικά
Βασίλεια, µαγικές λύσεις και περάσµατα σε Άλλους Κόσµους, Ανίκητα Θεριά που
αντιµετωπίζονται µε ειδικό τρόπο, Μαγικά Υγρά και ∆ιαχρονικά Ταξίδια... όλα
υπάρχουν στα παραµύθια κι από πολύ παλιά! Μα πάνω από όλα σηµασία έχει ότι

9
στο τέλος θριαµβεύει η καλοσύνη, η αληθινή αγάπη και η γενναιοδωρία που κατανικά
κάθε δυσκολία και οδηγεί στον αληθινό ανθρώπινο προορισµό που είναι η απόλαυση
της συνύπαρξής του µε τους άλλους ανθρώπους!
Ο πρώτος συστηµατικός εκδότης παραµυθιών, ο J.E. Hahn, µας πληροφορεί ότι
χρειάστηκε να πληρώσει για να βρει αφηγητές παραµυθιών γιατί οι χωρικοί του 18ου αιώνα
πίστευαν πως µε την αφήγηση παραµυθιών φαίνονταν γελοίοι. Όσο πιο χαµηλό ήταν το
επίπεδο των αντρών τόσο πιο µεγάλη ήταν η ντροπή και η συστολή για παραµύθια (Mερακλής,
Μ.Γ.,1975).

Οι παραµυθάδες είναι γυναίκες και άντρες µεγάλης ηλικίας που πολλές φορές φρόντιζαν
να εισάγουν και δικά τους προσωπικά βιώµατα στην αφήγηση. Έτσι στον παραµυθά οφείλονται
κάποιες φράσεις του παραµυθιού που είναι φορτισµένες συναισθηµατικά.

10
ΛΑΪΚΑ
ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ

11
1. Η κόρη του βασιλιά και το αλάτι
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε µια µονάκριβη κόρη και την
αγαπούσε πολύ. Μια µέρα, που είχαν γιορτή στο παλάτι και πολλούς καλεσµένους ο
βασιλιάς, ευτυχισµένος, έκανε στην κόρη του την κλασσική ερώτηση, που κάνει συχνά
ένας γονιός στο παιδί του:
- Μ’ αγαπάς;
- Πατέρα, σ΄ αγαπώ πολύ!
- Πες µου, ποσό πολύ µ’ αγαπάς!
- Σ’ αγαπώ… .., ίσα µε το αλάτι!
- Τι; Ίσα µε το αλάτι;
- Ναι, πατέρα, ίσα µε το αλάτι!
- Και τι αξία έχει το αλάτι;

Ο βασιλιάς δεν πίστευε στα αφτιά του. Άλλαξε χίλια χρώµατα από τον θυµό του και
έτσι οργισµένος, όπως ήταν, διέταξε τους φρουρούς να πάρουν την κόρη του και να την
αφήσουν βαθιά µέσα στο δάσος. Έτσι κι έγινε.

Η πριγκίπισσα φοβόταν πολύ, µόνη στο δάσος. Όταν βράδιασε, βρήκε καταφύγιο µέσα
στα πουρνάρια, για να µην την ανακαλύψουν άγρια ζώα. Το πρωί, που ξύπνησε, ήταν
απελπισµένη, αλλά για καλή της τύχη, πέρασε από εκεί ένας κυνηγός µε το άλογο του.
Την είδε και την πήρε µαζί του.
Ο κυνηγός ζούσε σε ένα φτωχικό σπίτι µαζί µε τη µητέρα του και ζούσαν µόνο από το
κυνήγι του γιου. Έτσι, µόλις η µάνα είδε την κοπέλα, θύµωσε πολύ και του είπε: «Τι
την έφερες αυτήν εδώ; Αφού ούτε εµείς δεν έχουµε να φάµε!». Ο κυνηγός την
καθησύχασε λέγοντας της ότι σήµερα είχε πιάσει τρία πουλάκια στο κυνήγι και υπήρχε
φαγητό για όλους!
Όσο περνούσε ο καιρός, οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν. Σύντοµα, λοιπόν, παντρεύτηκαν.
Μετά από λίγο καιρό απέκτησαν κι ένα αγοράκι. Πέρασαν τα χρόνια και το αγοράκι
µεγάλωσε και άρχισε να πηγαίνει σχολείο. Πηγαίνοντας όµως στο σχολείο, περνούσε
καθηµερινά µπροστά από το παλάτι του βασιλιά.
Ο βασιλιάς βλέποντας κάθε µέρα το αγοράκι να περνά από εκεί, το πρόσεξε και το
συµπάθησε πολύ. Μια µέρα, λοιπόν, διέταξε τον υπηρέτη του να το φέρει κοντά του,
για να το γνωρίσει. Αφού µίλησε µε το αγόρι ώρα πολλή, φεύγοντας του έβαλε µια
λίρα στην τσέπη, για να το ευχαριστήσει. Το παιδί, όταν πήγε στο σπίτι, έδωσε την λίρα
στην µητέρα του λέγοντας ότι του την έδωσε ένας παππούς, που ήταν βασιλιάς. Η µαµά
του τότε του είπε: Την επόµενη φορά που θα σε φωνάξει, να του πεις να σου γεµίσει όλη
την τσάντα σου µε λίρες, αφού σε αγαπάει!
Πράγµατι, την επόµενη φορά ο βασιλιάς έκανε αυτό που του είπε το µικρό αγόρι. Αυτό
γινόταν για πολύ καιρό. Σύντοµα η οικογένεια του κυνηγού, έγινε πολύ πλούσια. Τότε
η πριγκίπισσα έφερε µαστόρους κι έφτιαξε ένα καινούριο σπίτι, που ήταν πιο
εντυπωσιακό και µεγάλο από το παλάτι, που έµενε ο βασιλιάς.

12
Μόλις τελείωσε το σπίτι, η πριγκίπισσα ετοίµασε ένα πολύ πλούσιο και µεγάλο τραπέζι
και κάλεσε το βασιλιά, για να τον φιλέψει. Όταν ήρθε αυτός, εντυπωσιάστηκε
απίστευτα από την όψη του σπιτιού και σκέφτηκε ότι και τα φαγητά, που θα σέρβιραν
σε ένα τέτοιο σπίτι, θα ήταν εξαίσια και πεντανόστιµα. Πράγµατι τα φαγητά ήταν
φτιαγµένα από διαλεχτά υλικά και είχαν εξαιρετική όψη! Έκρυβαν, όµως, ένα µυστικό!
∆εν είχαν καθόλου, µα καθόλου, αλάτι!
Ο βασιλιάς κάθισε στο τραπέζι εντυπωσιασµένος µε όλη αυτή τη χλιδή και ξεκίνησε να
τρώει… Η απογοήτευση του ήταν φανερή! ∆οκίµασε όλα τα φαγητά, αλλά διαπίστωσε
πως όλα ήταν εντελώς ανάλατα και άνοστα. Κοίταξε τότε οργισµένος την οικοδέσποινα,
που δεν είχε καταλάβει ακόµη ότι ήταν η κόρη του, και της είπε:
- Τα φαγητά είναι εντελώς άνοστα! Χωρίς αλάτι δεν τρώγονται µε τίποτα!
Και ευθύς η κόρη του του απαντά:
- Ναι, αλλά εσύ πατέρα, όταν εγώ σου είπα ότι σ’ αγαπώ ίσα µε το αλάτι, διέταξες
να µε αφήσουν µόνη στα βουνά…
Ο πατέρας σάστισε, κεραυνοβολήθηκε! Ευθύς κατάλαβε, πόσο µεγάλο ήταν το λάθος
που είχε κάνει και πόσο σκληρά και άδικα είχε φερθεί στην µονάκριβη κόρη του!
Φανερά µετανιωµένος την αγκάλιασε και της ζήτησε ταπεινά συγνώµη.

13
14
2. Η µάνα,
µάνα, η κόρη και τα κουκιά
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε µια µάνα και µια κόρη. Η κόρη κάθε καλοκαίρι
έσπερνε κουκιά και όταν ξεραινότανε πήγαινε και τα µάζευε, για να τα µαγειρέψουνε
το χειµώνα.
Μια χρονιά, την ώρα που θα πήγαινε να µαζέψει τα κουκιά, της λέει η γριά µάνα
της «Θα έρθω κι εγώ να σε βοηθήσω!». Μόλις φτάσανε στο χωράφι η µάνα έβαλε ένα
κουκί στο στόµα. Κι όση ώρα µαζεύανε τα κουκιά, το γύριζε απ’ εδώ, το γύριζε απ’ εκεί,
αλλά µια και δεν είχε δόντια, δεν κατάφερνε να το σπάσει και να το φάει, τόσο ξερό που
ήταν. Η κόρη την κοιτούσε ενοχληµένη, γιατί νόµιζε ότι η µάνα της έτρωγε συνέχεια
κουκιά και κάποια στιγµή της λέει:

-Άντε µάνα, πάµε να φύγουµε, φτάνει τόσα κουκιά που µαζέψαµε!


-Μα, κόρη µου, γιατί να φύγουµε; Τόση δουλειά έχουµε!
-Άντε, µάνα, να φύγουµε! Φτάνει τόσο!

Εκεί που µιλούσαν της λέει η µάνα:


-Απ’ την ώρα που ήρθαµε, έχω βάλει ένα κουκί στο στόµα µου, αλλά δεν µπορώ να το
φάω µε τίποτα!
Μόλις το άκουσε αυτό η κόρη, κοντοστάθηκε.
-Ναι, µάνα;! Τότε, δεν θέλω να φύγουµε! Έχουµε πολλά κουκιά να µαζέψουµε ακόµη!

15
16
3. Η ευχή της µάνας
Μάνα µε τέσσερα παιδιά,
παιδάκια καµωµένα.
Τα έζησε ,τα ανάθρεψε,
τα προίκισε ένα –ένα µε εύθυµη καρδιά.
Και βρήκε και τα πάντρεψε
µε ανθρώπους που είχαν βιός,
που είχαν νοικοκυριό.
Και εκείνα επροκόψανε
και γίνανε µεγάλοι µέσα στο χωριό,
µα την γριά την µάνα τους
της έδωκε η µοίρα άσχηµη ευχή
και απέθανε ο άντρας της
και απόµεινε αυτή χήρα ,χήρα µοναχή
κι αυτό σαν να µην έφτανε
αρρώστησε µια µέρα,
µια κακιά βραδιά.
Στέλνει το γειτονόπουλο, τον γιόκα της µηνά
«να έρθει να µε κοιτάξει που δεν ηµπορώ».
Πήγε και ήρθε και λαλεί
τ΄ αµπέλι του θα φράξει, δεν έχει καιρό.
«Αγκάθια να κολλήσουνε στη ράχη»
είπε η µάνα, για παντοτινά
και από τότε ο γιόκας της
σκαντζόχοιρος εγίνει και κακοπερνά.
«Να πάς να βρεις την κόρη µου που δεν ηµπορώ».
Πήγε και ήρθε και λαλεί
θα πλύνει και θα αλλάξει, δεν έχει καιρό.
«Τη σκάφη να κολλήσει στην ράχη της»
είπε η µάνα για παντοτινά
και από τότε η κόρη της χελώνα έχει γίνει και κακοπερνά.
«Πάνε στην άλλη κόρη µου να µε κοιτάξει που δεν ηµπορώ».
Πήγε και ήρθε και λαλεί
έχει πανί στον αργαλειό και δεν ηµπορεί.
«Να υφαίνει και να αδειάζεται
µα πανί να µην αποκτήσει»
είπε η µάνα για παντοτινά
και από τότε η κόρη της αράχνη έχει γίνει, µαταιοπονά..
«Πάνε στην άλλη κόρη µου να έρθει να µε κοιτάξει,
γιατί άλλο δεν µπορώ».
Μέχρι να πάει και να ’ρθει
η κόρη είχε φτάσει, είχε αυτή καιρό.
17
«Ζυµάρι έχουν τα χέρια σου
κι αλεύρι έχεις εδώ» είπε η µάνα.
«Ζύµωνα µανούλα µου, µα ήδη
σε έχω πάρει και ήρθα να σε δω».
«Ανθόσκονη το αλεύρι σου
και η σκάφη σου κυψέλη».
είπε η µάνα για παντοτινά και ξεψυχά.
Και από τότε η κόρη της µέλισσα έχει γίνει και καλοπερνά
από άνθη σε άνθη τριγυρνά την γύρη τους µαζεύει
και ολόγλυκο και ολόχρυσο µας το κερνά το µέλι,
γιατί της µάνας η ευχή η πιο τρανή µες την ζωή.

18
19
4. Κακιά πεθερά

Κάποτε ήτανε µια πεθερά, πολύ κακιά και την νύφη της την έβαζε συνέχεια να κάνει
δύσκολες δουλειές που δεν µπορούσε να τις κάνει.
Μια µέρα, λοιπόν, την έστειλε στο ποτάµι και της έδωσε µια µαύρη προβιά.
- Αν δεν την κάνεις άσπρη, να µη γυρίσεις στο σπίτι!

Πήγε η νύφη η καηµένη στο ποτάµι έπλενε και έπλενε την προβιά αλλά το µαύρο
γίνεται άσπρο; ∆εν γίνεται! Τι να κάνει η καηµένη; Κάθισε σε µια πέτρα απελπισµένη
και φώναξε «Αχ θεέ µου, κάνε µε, µια αρκούδα να πάω να φάω την πεθερά µου, να
γλιτώσω!». Κι αµέσως έγινε µια µεγάλη αρκούδα και κίνησε για το σπίτι για να φάει
την πεθερά της .
Αλλά µόλις είδε η πεθερά της την αρκούδα, φώναξε:
-Αµάν! Μια αρκούδα! Κι η νύφη µου πλένει στο ποτάµι.. Πω, πω, θα την φάει!

Όταν το άκουσε αυτό η νύφη, που ήταν µεταµορφωµένη σε αρκούδα είπε:


- Αχ..., η πεθερά µου νοιάζεται για µένα! ∆εν θα την φάω! Και γύρισε στο ποτάµι!

20
5. Η περήφανη νύφη

Στα παλιά τα χρόνια ήταν µια πεθερά και µια νύφη. Ζούσαν µαζί. Η νύφη δεν ήξερε να
µαγειρεύει και πάντα ρωτούσε την πεθερά της.
- Μητέρα πως κάνουν αυτό το φαγητό;
Και η πεθερά της εξηγούσε. Αλλά µόλις της έδειχνε πώς το κάνουν η νύφη έλεγε:
- Αααα. . . ξέρω πως το κάνουν, απλά έτσι θέλω και σε ρωτάω. Κάθε µέρα γινόταν το ίδιο
πράγµα. Η πεθερά είχε αρχίσει να θυµώνει.

Μια µέρα, το λοιπόν, η νύφη ήθελε να κάνει σαρµαδάκια και ρωτάει πάλι την πεθερά
της:
- Μητέρα, πώς τα κάνεις τα σαρµαδάκια;
Κι εκείνη, έτσι όπως ήτανε αγανακτισµένη από την συµπεριφορά της νύφης της, της
λέει.
- Να βάλεις το ρύζι, τον κιµά, να βάλεις κι άχυρο χοντρό. Και µετά βράσε τα καλά!
Αλλά, πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση της, η νύφη αναφώνησε:
- Αααα. . . , ξέρω πως το κάνουν, απλά έτσι θέλω και σε ρωτάω!

Ήρθε το βράδυ κι ο άντρας της νύφης ( και γιος της πεθεράς) επέστρεψε από το χωράφι
και κάθισαν όλοι µαζί να φάνε. Παίρνει ο άντρας της να φάει, αλλά αµέσως φτύνει την
µπουκιά! Τι φαγητό είναι αυτό; ! Βλέπω καλά; Άχυρα είναι αυτά που κρέµονται; .
- Να, η µάνα σου έτσι µου είπε να το κάνω, αντιγύρισε η νύφη.
- Τι φαγητό, βρε µάνα, είναι αυτό;

- Τι να κάνω παιδί µου; Κάθε µέρα η γυναίκα σου µε ρωτάει « πώς να κάνω αυτό το
φαγητό, µητέρα» και µόλις της λέω πως γίνεται, µου λέει « ξέρω πως γίνεται, απλά έτσι
θέλω και ρωτάω» . Αφού λοιπόν κάθε µέρα ξέρει πως γίνεται το φαγητό, απλά έτσι
θέλει και ρωτάει, σήµερα της είπα να βάλει άχυρο στα σαρµαδάκια κι αυτή έβαλε!
Η νύφη δαγκώθηκε! Κατάλαβε όµως, πόσο λάθος ήταν η συµπεριφορά της απέναντι
στην πεθερά της κι από τότε δεν της ξαναείπε ποτέ ξανά τη φράση « ξέρω πως γίνεται,
απλά έτσι θέλω και ρωτάω» !

21
22
6. Η νύφη µε το αλάτι
6.Η

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν µια µάνα, που είχε δύο παιδιά, έναν γιο και µια κόρη.
Τα παιδιά της ήταν µεγάλα κι είχαν τις οικογένειές τους. Η µάνα, που είχε χάσει τον
άντρα της, έµενε µε τον γιο και περνούσε καλά στο σπίτι του. Αλλά, από ένα σηµείο και
µετά η νύφη, λίγο πριν να σερβίρει το φαγητό, άρχισε να ρίχνει µια χούφτα αλάτι στο
πιάτο της,. Η καηµένη η µάνα, µια από εδώ το γύριζε, µια από εκεί το γύριζε, έτρωγε
όσο µπορούσε, αλλά δεν έλεγε τίποτα στον γιο της, για να µην µαλώσει µε την γυναίκα
του.
Μια µέρα δεν άντεξε άλλο και λέει «θα πάω να µείνω λίγο και στην κόρη µου». Έτσι
και έκανε. Η κόρη της, πράγµατι, την καλοδέχθηκε. Όταν, όµως, πέρασαν µια δυο
βδοµάδες, η κόρη την βαρέθηκε και δεν ήξερε πως να την διώξει. Σφάζει, λοιπόν, µια
µέρα ένα κοτόπουλο, το κόβει και βάζει τα µπούτια µέσα στον ντορβά της µάνας. Μετά
από λίγο, πηγαίνει, ανοίγει τον ντορβά µπροστά στην µάνα της, βγάζει τα µπούτια και
λέει:
-Μάνα τι έκανες;
-Τι έκανα, κορίτσι µου;
-Τι έκανες;! Έβαλες αυτά τα µπούτια µέσα στο ντορβά σου, για να τα πας στα άλλα τα
εγγόνια σου.
-Όχι βρε κορίτσι µου, δεν έκανα εγώ τέτοιο πράγµα!
-Όχι, τα πήρες! Ορίστε! Και της έδειξε πάλι τα µπούτια που είχε βρει στο ντορβά της.

Τότε η καηµένη η µάνα, πήρε τον ντορβά κι έφυγε κλαίγοντας. Έκλαιγε, έκλαιγε σε
όλο το δρόµο κι έλεγε «Αλµυρό, ξαλµυρό, στου γιου µου την γωνίτσα! Αλµυρό, ξαλµυρό,
στου γιου µου την γωνίτσα». Την ώρα, όµως, που περνούσε µέσα από τα χωράφια ο
γιος της όργωνε, άκουγε τη φωνή της και σκεφτόταν «Μα, γιατί κλαίει αυτή η γυναίκα;
Και τι εννοεί µε αυτή τη φράση; Η φωνή της, πάντως, µοιάζει πολύ µε τη φωνή της
µάνας µου, αλλά η µάνα µου λείπει».

Το βράδυ πάει ο γιος στο σπίτι και βρίσκει εκεί την µητέρα του.
-Τι έγινε µάνα ήρθες;
-Ήρθα, παιδί µου, φτάνει τόσο που έκατσα στην αδερφή σου! Βαρέθηκα.

Το βράδυ κάθονται να φαν, αλλά η νύφη ρίχνει πάλι µια χούφτα αλάτι στο πιάτο της
πεθεράς της. Ο άντρας της, όµως της λέει:
- Απόψε θα αλλάξετε πιάτα. Θα φας εσύ το πιάτο της µάνας µου κι αυτή το δικό σου!
- Μα δεν γίνεται αυτό! Είπε η νύφη.
-Όχι αυτό το πιάτο θα φας!

Κι η νύφη υποχώρησε και δεν ξανάβαλε ποτέ ξανά αλάτι στο πιάτο της πεθεράς της…

23
7. Οι γιοι που µάλωναν
7.Οι

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γεωργός που είχε τρεις γιους, που µάλωναν
συνεχώς µεταξύ τους. Ο γεωργός το έβλεπε αυτό κι ανησυχούσε, αλλά καθησύχαζε
τον εαυτό του λέγοντας «Είναι µικροί ακόµη. Όταν µεγαλώσουν θα στρώσουν!». Τα
χρόνια όµως περνούσαν κι οι καβγάδες µεταξύ των γιων δε σταµατούσαν, αλλά
αντίθετα χειροτέρευαν. Καθηµερινά τους έλεγε πολλά για να τους µονοιάσει, αλλά
αυτοί δεν άκουγαν! Κι ο γεωργός ήταν πολύ δυστυχισµένος, γιατί καµιά συµβουλή του
δεν έπιανε τόπο.
Μια µέρα, όταν οι γιοι γύρισαν στο σπίτι, µετά από τις δουλειές τους, βρήκαν ένα
δεµάτι µε ξύλα µέσα. Ο πατέρας τους τούς είπε να καθίσουν κι έδωσε στον καθένα από
ένα ξύλο και τους είπε να το σπάσουν. Κι όλα τα παιδιά το έσπασαν αµέσως και πολύ
εύκολα. Ύστερα, πήρε όλο µαζί το δεµάτι µε τα ξύλα και πάλι τους το έδωσε να το
σπάσουν. Οι γιοι έβαλαν όλη τους τη δύναµη, µα κανένας δεν κατάφερε να το σπάσει.
Τότε ο πατέρας τους γύρισε και τους είπε: «Αν είστε µαλωµένοι και µόνοι σαν
καθένα από αυτά τα ξύλα, εύκολα µπορεί να σας τσακίσει οποιοσδήποτε. Όταν όµως
είστε µονιασµένοι κι όλοι µαζί, όπως αυτό το δεµάτι µε τα ξύλα, κανείς δεν µπορεί να
σας βλάψει».

24
8. Ο γέροντας και το σιτάρι

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς, ο οποίος, όσο οι υπήκοοί του ήταν νέοι
και δούλευαν, τους φρόντιζε, αλλά µόλις περνούσαν τα χρόνια και δεν µπορούσαν πια
να δουλέψουν, έδινε εντολή να τους θανατώνουν.
Ένα παλικάρι όµως, που αγαπούσε πολύ τον πατέρα του και δεν ήθελε να τον χάσει,
για να τον γλιτώσει, τον έκρυψε σε ένα ξεροπήγαδο. Κι ύστερα πήγαινε κάθε µέρα, τον
έβλεπε και του έδινε ψωµί και νερό.
Πέρασαν οι µήνες κι ήρθε µεγάλη ξηρασία στον τόπο. ∆εν έβρεχε καθόλου και δεν
µπορούσαν να σπείρουν τίποτα. Σύντοµα έπεσε µεγάλη πείνα στο βασίλειο και φάγανε
όλο το σιτάρι. Έτσι, όταν άρχισε να βρέχει, δεν είχε µείνει κανένας σπόρος για να
σπείρουν. Μια από αυτές τις δύσκολες µέρες, λοιπόν, αναγκάστηκε ο γιος να πει στον
πατέρα του τι συµβαίνει κι ότι σε λίγο καιρό δε θα µπορούσε πλέον να του φέρνει ψωµί,
αφού είχε σωθεί κάθε σπόρος σιταριού.
Και τότε ο πατέρας του τον συµβούλεψε να πάει να σκάψει βαθιά µέσα στις
µυρµηγκοφωλιές. Εκεί θα έβρισκε σιτάρι. Λιγοστό, ναι µεν, αλλά ικανό να του δώσει
αρκετά στάχυα, ώστε να ξαναρχίσει να υπάρχει σιτάρι στη χώρα. Έτσι κι έγινε. Το
παλικάρι έκανε ακριβώς αυτό που του είπε ο πατέρας του και σε λίγο καιρό ήταν ο
µοναδικός σε όλη τη χώρα που είχε ένα χωράφι µε φυτρωµένο σιτάρι!
Το γεγονός αυτό έφτασε σύντοµα στα αυτιά του βασιλιά. Κάλεσε, το λοιπόν, ο βασιλιάς
το παλικάρι και του είπε:
- Πες µου, σε παρακαλώ, πού βρήκες το σιτάρι;
- Στη σοφία του γέρου πατέρα µου, τον οποίο εσύ, βασιλιά µου, διέταξες να
θανατώσουν ως άχρηστο, µόλις γέρασε…

25
26
9. Ο ξύπνιος
9.Ο ύπνιος και ο κουτός αδελφός
αδελφός

Μια φορά και έναν καιρό ήταν δύο αδέρφια, ένας έξυπνος και ένας λίγο πιο κουτός. Τα
αδέρφια αυτά είχαν ζώα (κι όταν άρχισαν να αυξάνεται ο αριθµός των ζώων) άρχισαν
να χτίζουν καινούριο στάβλο, ενώ κράτησαν και τον παλιό.
Τότε είπε ο έξυπνος στον αδερφό του: «Όσα ζώα θα παν στο καινούργιο το στάβλο, θα
τα πάρεις εσύ και όσα θα παν στον παλιό θα πάρω εγώ». «Εντάξει», είπε αυτός και
χάρηκε που θα έπαιρνε το νέο στάβλο. Τα ζώα όµως ήταν µαθηµένα στον παλιό τον
στάβλο και πήγαν όλα εκεί. Στον καινούριο πήγε µόνο µια κουτσή αγελάδα.
Τι να κάνει ο κουτός αδερφός, πήρε την κουτσή αγελάδα και την βοσκούσε κάθε µέρα.
Μια µέρα την πήγε σ' ένα δέντρο και την έδεσε εκεί. Σε λίγο τα πουλιά που ήταν πάνω
στο δέντρο άρχισαν να φωνάζουν: «Τρι, τρι, τρι,τρι… .». Τότε ο κουτός µην αντέχοντας
τις φωνές τους είπε «Πω, πω κι αυτά τα πουλιά, τι θέλουν και φωνάζουν; Αν
συνεχίσουν έτσι, θα το κόψω αυτό το δέντρο... ∆εν γίνεται να τριγυρίζουν εδώ και να
φωνάζουν... Τι θέλουν, επιτέλους;» Κι επειδή τα πουλιά δε σταµατούσαν τις φωνές,
παίρνει κι αυτός το τσεκούρι του δίνει µια στο δέντρο κι αυτό πέφτει κάτω. Μόλις, όµως
έπεσε το δέντρο, … τι να δει;! Ένα καζάνι µε λίρες µέσα στην κουφάλα του!
Παίρνει αµέσως τις λίρες, ο κουτός αδερφός και πηγαίνει σπίτι, στον αδερφό του. «∆ώσε
µου» του λέει «εκείνο το µεγάλο το κουτί, για να µετρήσω τις λίρες µου». Ο έξυπνος
αδερφός του έφερε το κουτί, αλλά από µέσα του σκεφτόταν « Μωρέ, τι λέει αυτός ο
κουτός ο αδερφός µου; Τι λίρες; Πού να τις βρει; Όµως, … καλού – κακού ας βάλω εγώ
κάτω από το κουτί λίγη κόλλα, κι άµα λέει αλήθεια, όλο και θα κολλήσει καµιά λίρα.
Πραγµατικά, καθώς µετρούσε ο κουτός τις λίρες του, κόλλησαν δυο-τρεις λίρες κάτω
από το κουτί, χωρίς να τις αντιληφθεί. Αφού τις µέτρησε, επέστρεψε το κουτί στον
αδερφό του. Γυρνάει ο τελευταίος το κουτί ανάποδα και τι να δει;! Τρεις λίρες
κολληµένες! Μια και δυο, πηγαίνει τότε στον αδερφό του και του λέει «Βρε αδερφέ, δε
µου είπες όµως, πού τις βρήκες τις λίρες;!». «Α, πού τις βρήκα; Τα πουλιά µου τις
έδωσαν!» και του διηγείται την ιστορία.
Μόλις άκουσε, τι έγινε, ο έξυπνος αδερφός, παίρνει τρέχοντας τη γελάδα του και την
έδεσε σε ένα δέντρο! Όµως, ούτε πουλιά εµφανίστηκαν να φωνάζουν, ούτε τίποτα…
Παρ’ όλα αυτά, παίρνει το τσεκούρι και κόβει το δέντρο… Μα µήτε λίρες βρήκε, µήτε
τίποτα! Φεύγοντας, στενοχωρηµένος µονολογούσε «Μπα..., τάχα εγώ είµαι έξυπνος και
αυτός κουτός… ».
Κι έτσι ο κουτός έγινε πλούσιος κι ο έξυπνος παρέµεινε, όπως ήταν…
27
28
10. Ο θερισµός του σταριού
10.Ο

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας νέος γεωργός µε την οικογένειά του. Μια µέρα ο
γεωργός έσπειρε πολύ στάρι, γι αυτό όταν έγινε το στάρι κι έφτασε η ώρα του θέρους,
πήγε και φώναξε τους γείτονές του για να τον βοηθήσουν.
-Καλοί µου γείτονες, θα ΄ρθείτε να θερίσουµε το στάρι;
-Θα ΄ρθούµε , είπαν οι γείτονες.
Περνούσαν, όµως, οι µέρες και ο γεωργός περίµενε, περίµενε και οι γείτονες δεν
ερχόταν, προτιµώντας την ησυχία τους και την καλοπέραση τους.
Αφού είδε ο γεωργός ότι οι γείτονές του δεν ερχόταν, αποφάσισε να φωνάξει τους
συγγενείς του .
-Καλοί µου συγγενείς, θα ΄ρθείτε να θερίσουµε το στάρι; Σας παρακαλώ, ελάτε, γιατί
θα βρέξει και θα το χάσω όλο.
-Καλά, θα ΄ρθούµε , είπαν οι συγγενείς.
Κι αυτοί όµως προτίµησαν τη δική τους ηρεµία και ξεκούραση και δεν πήγαν να
βοηθήσουν.
Εν τω µεταξύ , µέσα στο σιτάρι υπήρχε µια φωλιά σκαντζόχοιρων. Η µαµά
σκαντζοχοιρίνα, όσο καιρό άκουγε ότι ο γεωργός περίµενε να έρθουν οι γείτονες και οι
συγγενείς να θερίσουν το στάρι , έλεγε:
-Σκαντζοχοιράκια µου, µη φοβάστε! ∆εν πρόκειται να έρθουν ούτε οι γείτονες, ούτε οι
συγγενείς να βοηθήσουν το γεωργό! ∆εν χρειάζεται ακόµη να φύγουµε.
Κι ο γεωργός καθόταν σκεφτικός και προβληµατισµένος ψάχνοντας, ποιος θα τον
βοηθούσε µε το στάρι… Την επόµενη µέρα, όµως, σηκώθηκε το πρωί και είπε στην
οικογένειά του:
- Πάµε! Θα το θερίσουµε εµείς! Μόνοι µας!
Μόλις το άκουσε αυτό η σκαντζοχοιρίνα, πήρε τα σκαντζοχοιράκια της κι έφυγε
τρέχοντας από το χωράφι του γεωργού!

29
11. Ο κόκορας,
11.Ο κόκορας, η φλογέρα και το δρεπάνι
Ένα καιρό και ένα ζαµάνι, ήταν ένα φτωχό παλικάρι που δεν του άρεσε καθόλου το
µέρος, όπου ζούσε. Αποφάσισε, λοιπόν, να ξενιτευτεί. Έτσι, πήρε µαζί του έναν κόκορα,
µια φλογέρα και ένα δρεπάνι και ξεκίνησε για άλλα µέρη.
Με τα λίγα µε τα πολλά έφτασε στην Αφρική. Εκεί, κουρασµένος, σταµάτησε κάπου να
ξεκουραστεί κι άρχισε να παίζει τη φλογέρα του. Σύντοµα, µαζεύτηκε πολύς κόσµος
γύρω του, γιατί οι ντόπιοι δεν ήξεραν από φλογέρα. Τον ρώτησαν, λοιπόν, «Τι είναι
αυτό;». «Είναι φλογέρα. Παίζει µουσική», τους απάντησε εκείνος. «Την πουλάς;», τον
ρώτησαν µετά. «Ναι», τους είπε. «Πόσο;», τον ξαναρώτησαν. Το παλικάρι είχε µαζί του
ένα φέσι, οπότε τους απάντησε: «Ένα φέσι λίρες». Οι ντόπιοι αγόρασαν τη φλογέρα και
του έδωσαν ένα φέσι λίρες.
Έφυγε το παλικάρι και πήγε να κατασκηνώσει έξω από το χωριό. Όµως, το πρωί ο
κόκορας άρχισε να λαλεί. Έτσι πήγαν εκεί οι ντόπιοι. «Τι είναι αυτό;», τον ρώτησαν
πάλι. «Είναι ένας κόκορας!. Το πρωί λαλεί και σε ξυπνάει! Το βράδυ λαλεί και σε
ειδοποιεί ότι ήρθε η ώρα για ύπνο», τους είπε. Επαναλήφθηκε η ίδια συζήτηση, όπως
προηγουµένως µε τη φλογέρα, και το παλικάρι πούλησε και τον κόκορα στους ντόπιους
για ένα φέσι λίρες.

30
Την επόµενη µέρα, τους είδε να θερίζουν τα χωράφια τους µε τα ξυράφια. Αµέσως
παίρνει το δρεπάνι, πηγαίνει στο χωράφι και τσακ τσουκ θερίζει γρήγορα - γρήγορα τα
στάχυα. «Αααα, τι είναι πάλι αυτό;», ρώτησαν οι ντόπιοι απορηµένοι. «Αυτό είναι ένα
δρεπάνι. Θερίζει στάχυα», τους απάντησε. Επαναλήφθηκαν και πάλι τα ίδια που είπαν
είχαν πει για τη φλογέρα και τον κόκορα. Τελικά οι ντόπιοι αγόρασαν και το δρεπάνι
για ένα φέσι λίρες.
Αφού το παλικάρι πούλησε όλα τα πράγµατα, που είχε πάρει µαζί του, σηκώθηκε
να πάει στον τόπο του. Είχε φύγει µε έναν κόκορα, µια φλογέρα και ένα δρεπάνι από
το χωριό του και γύριζε πίσω µε τρία φέσια λίρες…
Και έζησε αυτός καλά και εµείς καλύτερα.

31
12. Το τσικνωµένο φαγητό

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αντρόγυνο πολύ αγαπηµένο, αλλά η γυναίκα είχε
ένα ελάττωµα! Μαγείρευε µόνο τσικνωµένα φαγητά, αφού πάντα κολλούσε το φαγητό
στην κατσαρόλα!

Μετά από µερικά χρόνια η γυναίκα δυστυχώς πέθανε κι ο άντρας της


ξαναπαντρεύτηκε. Αυτή η γυναίκα του µαγείρευε πολύ ωραία και δεν κολλούσε ποτέ
το φαγητό στην κατσαρόλα, αλλά αυτός δεν ήταν καθόλου ευχαριστηµένος από το
φαγητό της.

Μια µέρα η γυναίκα του έπιασε την κουβέντα µε την γειτόνισσα, ξεχάστηκε και
κόλλησε το φαγητό της στην κατσαρόλα! Αυτή στεναχωρήθηκε πολύ και δεν είχε
µούτρα να κοιτάξει τον άντρα της, όταν του σέρβιρε το τσικνωµένο φαγητό. Αλλά,
αυτός, µόλις το µύρισε, είπε: « πω ,πω, ρε γυναίκα, τι ωραία που µοσχοβολάει, αυτό το
φαγητό!» Και µόλις έβαλε την πρώτη µπουκιά στο στόµα του, φώναξε: «Μπράβο, βρε
γυναίκα, αυτό είναι φαγητό!».

32
3. Γλώσσα πεθεράς
1 3.Γλώσσα

Κάποτε πήγε ένας άνδρας να αγοράσει κρέας από ένα βοσκό. Τον πλησίασε, λοιπόν,
και του είπε.
- Μήπως πουλάς και γλώσσα; ( Εννοώντας τη γλώσσα ζώου) .
Πριν προλάβει όµως να απαντήσει ο βοσκός, πετάχτηκε ένας άλλος χωρικός, που ήταν
εκεί, και είπε:
- Τι θέλεις; Γλώσσα; ! Έλα στο σπίτι να σου δώσω όση θες!
- Από πού την έχεις εσύ την γλώσσα; Απ’ ό, τι ξέρω δεν έχεις ζώα.
- Έχω όµως µπόλικη γλώσσα! Τόση πολλή που δεν την αντέχω άλλο! Τη γλώσσα
της πεθεράς µου!

14.Το παιδί µε το κυδώνι


14.Το

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν µια γυναίκα και θα πήγαινε επίσκεψη µε το παιδί της
σε µια γειτόνισσα που είχε πολλά κυδώνια. Ήθελε να της ζητήσει κυδώνια αλλά
ντρεπότανε και λέει στο παιδί της .
- Όταν θα πάµε στο σπίτι της γειτόνισσας, µετά από λίγη ώρα θα πεις «Μάνα,
θέλω κυδώνι»!
Αλλά όταν πήγαν, το παιδί ξέχασε τι έπρεπε να ζητήσει κι άρχισε να λέει :
- Μάνα θέλω, µάνα θέλω… .
- Τι θέλεις παιδί µου; Λέει η γειτόνισσα
- Μάνα θέλω, µάνα θέλω…
- Τι θέλεις; Ξαναρωτάει η γειτόνισσα
- Αν σε δώσω µια, θα σκάσεις σαν κυδώνι! Του λέει η µάνα του!
- Αχ µάνα κυδώνι θέλω!

33
15. Ο Γιάννος κι η νεράιδα
15.Ο
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα πολύ όµορφο παλικάρι, που το έλεγαν Γιάννο.
Ζούσε σε ένα χωριό, πάνω στα βουνά και δίπλα σε µια λίµνη. Ο Γιάννος ήταν
ξυλοκόπος και καθηµερινά περνούσε από τη λίµνη, αλλά µόνο το πρωί και το βράδυ.
Τα µεσηµέρια δεν περνούσε από εκεί κανείς, γιατί ο θρύλος έλεγε ότι τότε εµφανίζονταν
στη λίµνη πανέµορφες νεράιδες, που αν παρασυρόσουν και τους µιλούσες, θα έχανες
για πάντα τη µιλιά σου.
Μια µέρα ο Γιάννος τελείωσε νωρίτερα τη δουλειά του και βρέθηκε να περνάει µέρα
µεσηµέρι από τη λίµνη. Η περιέργεια τον έκανε να καθίσει και να ξαποστάσει εκεί.
Πέρασε αρκετή ώρα, χωρίς να δει τίποτα και ξεκούραστος πια, σηκώθηκε να πάει στο
χωριό του. Εκείνη όµως τη στιγµή, του φάνηκε ότι άκουσε κοριτσίστικα γέλια και
τραγούδια και κοντοστάθηκε. Σε λίγο εννέα πανέµορφες κοπέλες µε αέρινα φορέµατα
και πέπλα στα µαλλιά ξεπρόβαλαν µέσα από τη λίµνη. Τέτοια οµορφιά, δεν είχε
ξαναντικρύσει ο Γιάννος. Οι κοπέλες τον πλησίασαν και τον παρέσυραν στο χορό τους.
Τα µάτια του, όµως, κοιτούσαν µια µόνο νεράιδα, που τον είχε µαγέψει. Από την πρώτη

34
στιγµή που την είδε, βάλθηκε να σκέφτεται, πώς θα µπορούσε να την κάνει γυναίκα
του.
Τότε, αυτή η νεράιδα, που ήταν η µεγαλύτερη και η οµορφότερη από όλες, σαν να
διάβασε τις σκέψεις του, τον πλησίασε και του είπε «Χρόνια τώρα σε παρακολουθώ,
κάθε φορά που περνάς. Σε έχω ερωτευτεί. Σε αγαπώ πολύ, αλλά άνθρωπος µε νεράιδα
δεν γίνεται να παντρευτούν. Ένας µόνος τρόπος υπάρχει… Να σου τραγουδήσω ένα
τραγούδι κι εσύ να χάσεις την ακοή σου κι εγώ
τη φωνή µου …

Το παλικάρι δε νοιάστηκε στιγµή για ό,τι θα έχανε. Η νεράιδα άρχισε να τραγουδάει κι


ο Γιάννος έχασε για πάντα την ακοή του και αυτή για πάντα τη φωνή της…

16. Ο δίκαιος δικαστής


16.Ο
∆υο αδέλφια µαλώνανε συνέχεια και ένας δικαστής ανέλαβε να ξεδιαλύνει, ποιος είχε
το δίκιο και ποιος το άδικο .Μια µέρα, λοιπόν, τους κάλεσε και τους άκουσε έναν -έναν
χωριστά. Έτσι, καλεί τον πρώτο και του λέει:
-Πες µου, εσύ τι παράπονο έχεις από τον αδελφό σου;
Και πράγµατι λέει ο αδερφός την εκδοχή του.
-Έχεις απόλυτο δίκιο, του λέει ο δικαστής. ∆ε φταις µόνο εσύ, φταίει και ο αδελφός σου!
Γι΄ αυτό πες µου, τι τιµωρία θες να σου βάλω, αλλά να ξέρεις, ό,τι τιµωρία βάλω σε
σένα, στον αδελφό σου θα βάλω τη διπλάσια, επειδή εκείνος φταίει περισσότερο.
Ο πρώτος αδελφός σκέφτεται για λίγο και απαντά:
-Να µου πάρεις τα µισά κτήµατα.
Τότε ο δικαστής λέει:
- θα πάρω τα µισά σου κτήµατα και από τον αδελφό σου θα πάρω τα διπλά, δηλαδή
όλα.
Στη συνέχεια ο δικαστής έδιωξε τον πρώτο αδελφό και κάλεσε το δεύτερο και τον
ρώτησε:
-Τι παράπονο έχεις και µαλώνεις µε τον αδελφό σου;
Λέει και αυτός την ιστορία του.

35
-Ααα! αναφωνεί ο δικαστής. Εσύ δεν φταις πολύ. Πιο πολύ φταίει ο αδελφός σου.
Ζήτα µου να σου βάλω µια τιµωρία γιατί φταις, αλλά να ξέρεις ότι θα βάλω τη
διπλάσια στον αδελφό σου, γιατί αυτός φταίει περισσότερο.
-Να µου βγάλεις το ένα µάτι, απαντά ο δεύτερος αδελφός.
-Γιατί; Ρωτά µε απορία ο ∆ικαστής.
-Για να βγάλεις του αδελφού µου και τα δύο. Εγώ και µε ένα µάτι θα βλέπω, ενώ
αυτός δεν θα βλέπει καθόλου.
Και τότε ο δικαστής γυρίζει και του λέει:
- Τελικά εσύ είσαι ο κακός και θα τιµωρηθείς µόνο εσύ!!!

36
Λίγα Λόγια για τους Αφηγητές
Τα παραµύθια που αναφέρονται σ΄ αυτή την εργασία µας τα έχουν διηγηθεί:

1. Η κ. Γλυκερία Κουζουτζίδου. Είναι εβδοµήντα ετών και κάτοικος Νεοχωρίου του ∆ήµου
Εµµανουήλ Παπά. Έχει τελειώσει το δηµοτικό και είναι αγρότισσα. Ήταν πολύ καλή στην
έκθεση και της αρέσει µέχρι σήµερα να γράφει ποιήµατα και τραγούδια. Τα παραµύθια αυτά τα
είχε ακούσει από τη µητέρα της και περισσότερο από τον πατέρα της. Όπως µας είπε η ίδια, η
αφήγηση των παραµυθιών γινόταν από τους γεροντότερους της οικογένειας συνήθως βράδυ,
µπροστά στο τζάκι, µε κύριο σκοπό τη διασκέδαση µια και η τηλεόραση δεν υπήρχε εκείνη την
εποχή.
2. Η κ. Κολύµπαλη Μαρίνα. Είναι εβδοµήντα τεσσάρων ετών και κάτοικος Νέου Σκοπού του
∆ήµου Εµµανουήλ Παπά. Είναι απόφοιτος δηµοτικού σχολείου. Αργότερα σπούδασε Κοπτική
Ραπτική και έγινε δασκάλα κοπτικής ραπτικής στην Εργατική εστία. Τα παραµύθια τα είχε
ακούσει από τον πατέρα της, συνήθως σε γιορτές, αλλά και σε νυχτέρια που γινόταν για να
κεντήσουν την προίκα τους τα κορίτσια.
3. Ο κ. Μούντιος Αθανάσιος. Είναι εξήντα επτά ετών και κάτοικος Βαλτοτοπίου του ∆ήµου
Εµµανουήλ Παπά. Έχει τελειώσει το δηµοτικό και είναι συνταξιούχος αγρότης. Τα παραµύθια
που µας διηγήθηκε τα άκουσε από τον πατέρα του που τα έλεγε συχνά σε νυχτέρια που
κάνανε για να τελειώσουν τις αγροτικές δουλειές.
4. Η κ. Χατζηαθανασίου Μελποµένη. Είναι εξήντα πέντε ετών και κάτοικος Μονόβρυσης του
∆ήµου Εµµανουήλ Παπά. Είναι απόφοιτη δηµοτικού σχολείου και ασχολείται µε την
καλλιέργεια ανθών και φυτών. Τα παραµύθια αυτά τα άκουσε από τον παππού της που ήρθε
πρόσφυγας από την Μ. Ασία στα µέσα περίπου του 1922.

37
Συµµετέχοντες µαθητές
Παρακάτω αναφέρονται αλφαβητικά τα ονοµατεπώνυµα των µαθητών του ΓΕΛ Νέου Σκοπού
που συµµετείχαν στην υλοποίηση αυτής της εργασίας.

ΤΑΞΗ: Α΄

ΤΜΗΜΑ: Α2 & Α1 (4 µαθητές)

ΑΓΟΡΙΑ : 8

ΚΟΡΙΤΣΙΑ: 10

1. ΜΑΚΡΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
2. ΜΑΛΙΓΚΟΥ ΠΗΝΕΛΟΠΗ
3. ΜΑΡΚΟΥ ΚΡΙΣΤΙΑΝΑ
4. ΜΠΑΛΤΖΙ∆ΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ
5. ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
6. ΟΥΖΟΥΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
7. ΠΑΤΗΝΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
8. ΠΟΛΥΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
9. ΣΟΚΟΛΗ ΜΑΡΙΑ
10. ΣΟΥΛΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
11. ΤΟΜΑΪ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ
12. ΤΣΑΤΣΟΥΛΑ ΕΙΡΗΝΗ
13. ΧΑΤΖΗΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ∆ΗΜΗΤΡΙΟΣ
14. ΧΑΤΖΙ∆ΟΥ ∆ΕΣΠΟΙΝΑ-ΜΑΡΙΑ
15. ΑΛΕΞΙΑ∆ΟΥ ΜΑΡΙΑ
16. ΖΑΦΕΙΡΙΑ∆ΟΥ ΖΩΗ

17. ΤΟΜΑΪ ΜΑΡΚ

18. ΚΕΒΑΝΙ ΜΕΓΕ

38
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

• ∆. Λουκάτος: Eισαγωγή στην Eλληνική Λαογραφία, Mορφωτικό Ίδρυµα Eθνικής


Tραπέζης, Aθήνα 1985.
• Μάνος Χρ., Σελίµης Ε., Σονιάδης Χ., Λογοτεχνία Προσχολικής Ηλικίας Αθήνα 2001
Σχολικό βιβλίο
• Mέγας, Γ.Α., Eισαγωγή εις την Λαογραφίαν, Aθήνα 1967
• Mερακλής, Μ.Γ., Τα παραµύθια µας, Κωνσταντινίδη 1975
• Mερακλής, Μ.Γ., Έντεχνος λαϊκός λόγος, Kαρδαµίτσα, Aθήνα 1993, στο Aπό το
παραµύθι στα κόµικς. Παράδοση και νεοτερικότητα (επιµ. E.Aυδίκου), Oδυσσέας, Aθήνα
1996 και στο E.Aυδίκος: Tο λαϊκό παραµύθι. Θεωρητικές προσεγγίσεις , Oδυσσέας,
Aθήνα 1994.
• Νέστορα Μ., Το περιβόλι µε τα χαµένα παραµύθια, Εστία, Αθήνα 1979
• Σακελλαρίου, Χ, Εισαγωγή της παιδικής Λογοτεχνίας Ελληνική και Παγκόσµια, ∆ανιά

39

You might also like