Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 4

Η ελαφρότητα του γλυκού εθισμού

- Που είμαι; Τι είμαι; Τι είμαστε; Ποιος είμαι;

- Είσαι παγιδευμένος.

- Που;

- Στην ατελείωτη φυλακή της μικρής απόλαυσης που καταστρέφει τα πάντα.

- Τι;

- Είσαι παγιδευμένος στο χάσμα της ζωής και του θανάτου.

- Πως;

- Δεν το λυπήθηκες σήμερα ε;

- Ποιο; ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!

Ξυπνάει ξαφνικά, σαν να είδε εφιάλτη, λες και η ψυχή του, η άυλη μορφή του σώματος
του, την πέταξαν από έναν ουρανοξύστη και έπεσε με δύναμη πίσω εκεί όπου θα έπρεπε να
βρίσκεται.

- Δύναμη ε; Έχω ξεχάσει τι είναι αυτό.

Την έχει ξεχάσει γιατί πνίγει τον εαυτό του στις πιο εγωιστικές επιθυμίες του. Παραδίνεται
στους μεγαλύτερους του δαίμονες.

Δευτέρα, 18 Οκτωβρίου. Το χειμωνιάτικο κρύο έχει κυριεύσει την σάπια και διαλυμένη
τρύπα που αποκαλώ σπίτι μου. Το κρύο που προκαλεί το αδύναμο και διαλυμένο σώμα μου
να τρέμει έχει γίνει ο καλύτερος μου φίλος. Μου προσφέρει συντροφιά και ζεστασιά. Είναι
τέσσερις μέρες τώρα. Έχω αρχίσει να νιώθω την φαγούρα. Το τσούξιμο. Τον καυτό ιδρώτα
να ενοχλεί το παγωμένο σώμα μου. Την νευρικότητα να με κυριεύει. Η γεύση τους αρχίζει
να ανεβαίνει στον ουρανίσκο μου. Ένα σακουλάκι γεμάτο νομίζω μπορώ να πάρω. Μαζεύω
λεφτά καιρό τώρα. Πούλησα το άρωμα της για να είμαι εδώ. Το μόνο πράγμα που είχα από
εκείνη. Αλλά γάμα την. Αυτήν είναι ο λόγος που έχασα τα πάντα. Λόγω αυτής πάτωσε το
βιβλίο, λόγω αυτής έχασα τα λεφτά, το σπίτι, τα αμάξια, όλα.

Σηκώθηκε με τα χίλια ζόρια. Ζούσε μια ωραία ζωή όπου η επιτυχία του έδωσε μέχρι τον
χωρισμό. Και εκεί πήρε την απόφαση της αυτοκαταστροφής για να βρει τον εαυτό του που
νόμιζε ότι έχασε, βυθίστηκε στην περηφάνια του και στον εγωϊσμό του αλλά το μόνο που
του απέμεινε είναι μια ανάμνηση του τι ήταν κάποτε, τώρα είναι ένα σώμα το οποίο μισεί
και ένα πρόσωπο που φοβάται να δει στον καθρέφτη. Καταβάλλοντας πολύ παραπάνω
προσπάθεια από το κανονικό για να ντυθεί και να πάρει τα πραγματα του φεύγει από το
σπίτι του για να πάρει η άδεια του ζωή πάλι νόημα. Πηγαίνοντας στον πωλητή η αδυναμία
κυρίευε, ο ιδρώτας έκαιγε, το σώμα έτρεμε, το στόμα στέγνωνε, η νευρικότητα έπαιρνε τον
έλεγχο.

- Έχεις τα λεφτά;

- Έχω.
- Σήμερα είσαι τυχερούλης. Έχω πολύ για σένα.

- Ωραία, ωραία.

- Όλο δικό σου.

Με το που έπιασε αυτό το γεμάτο σακουλάκι, ένιωθε ότι βρήκε χρυσό. Ότι η ζωή του είχε
ξανά νόημα.

- Ευχαριστώ.

- Επ επ επ. Που πας;

- Φεύγω.

- Σαν να ξέχασες κάτι;

- Το οποίο είναι;

- Μου χρωστάς κάτι ψιλά φίλε. Και εγώ δεν είμαι πολύ υπομονετικό άτομο.

- Ορίστε. Είναι ότι έχω.

- Είναι αρκετά. Καλή συνέχεια φίλε μου.

Είπε ψέματα. Δεν ήταν ότι είχε αυτά τα λεφτά. Τα υπόλοιπα τα ξόδεψε σε φτηνό ουίσκι
και τα απαραίτητα. Γύρισε στο σπίτι του. Επιτέλους ήρθε η ώρα. Ήρθε η ώρα να νιώσει
ξανά. Χωρίς να χάνει χρόνο παρατάει όλα τα άλλα, ξαπλώνει και αρχίζει να ρουφάει. Στην
αρχή η μύτη του τον έκαιγε. αλλά δεν τον ένοιαζε. Είχε ξανά το μόνο πράγμα που τον
κρατούσε ζωντανό. Και συνέχιζε να ρουφάει. Ξανά. Και ξανά. Και ξανά.

Νιώθω ελαφρύς. Δεν έχω βάρος. Νιώθω ότι θα αρχίσω να αιωρούμαι σε λίγο. Σαν οι νόμοι
της βαρύτητας να μην με επηρεάζουν. Ο ανεμιστήρας που είναι και φως ταυτόχρονα με
έχουν βάλει σε vertigo. Όλα κάνουν ατελείωτους κύκλους ενώ εγώ αιωρούμαι και
περιστρέφομαι σε αυτούς. Ρούφηξα μέχρι και το σακουλάκι με τα ελάχιστα απομεινάρια
του. Δεν μπορούσα να σταματήσω. Ήταν τόσο γλυκά, τόσο νόστιμα. Μου είχαν μείνει και
δυο ενέσεις που είχα κλέψει. Τις έκανα και αυτές. Νιώθω χαρούμενος, απελευθερωμένος.
Τίποτα δεν έχει σημασία πλέον. Νιώθω… καλά. Νιώθω πολύ καλά.

Προσπάθησε να σηκωθεί. Η επήρεια ήταν τόσο μεγάλη που με το ζόρι μπορούσε να


κουνηθεί. Έτσι έκανε μια στροφή και έπεσε από τον καναπέ. Σύρθηκε στο βρόμικό, σάπιο,
σπασμένο πάτωμα για να φτάσει στην κουζίνα. Όλα ήταν θολά, έκαναν ατελείωτες στροφές
μαζι με αυτόν και ένιωθε σαν το σώμα του να έχασε όλο το βάρος του. Σε κάποιον άλλον
όλα αυτά θα τον αρρώσταιναν, άλλα ήταν τόσο μουδιασμένος, ναρκωμένος που δεν ένιωθε
τίποτα. Ούτε κρύο, ούτε τις επιφάνειες, ούτε ότι άγγιζε. Έφτασε στην κουζίνα και άρχισε να
πίνει το φτηνό ουισκι που είναι σαν κάτουρο με οινόπνευμα. Ένα προς ένα. Φτάνει στο
σημείο να μην έχει κάτι άλλο να καταναλώσει που είναι καταστροφικό.

- Έχω μουδιάσει πλήρως. Είμαι τελείως γυμνός. Τα ρούχα με ενοχλούσαν. Ήταν βαριά.
Είμαι σωριασμένος στο πάτωμα της κουζίνας. Κοιτάζω τον νιπτήρα που είναι γεμάτος με
βρώμικα άπλυτα πιάτα. Έχω αρχίσει να νυστάζω. Να νιώθω τα μάτια μου βαριά.
Δυσκολεύομαι να αναπνεύσω. Νιώθω πολύ βαρύ τον θώρακα μου τώρα. Νιώθω… νιώθω…
νιωθ..ω………

- Το έδωσες να καταλάβει σήμερα ε;

- Εσύ πάλι.

- Εγώ.

- Ποιος είσαι;

- Είμαι τα πάντα και το τίποτα. Η αρχή και το τέλος. Ο πόνος και η θλίψη. Η χαρά και ο
θυμός.

- Αυτό το έχω γράψει εγώ.

- Ακριβώς. Ήταν η χαρακτηριστική σου ατάκα.

- Τι είσαι;

- Μπορείς να με πεις ο παλιός σου εαυτός, μπορείς να με πεις τον άγγελο προστάτη σου,
μπορείς να με πεις την βοήθεια που απεγνωσμένα χρειάζεσαι.

- Δεν χρειάζομαι βοήθεια.

- Αυτό λες στον εαυτό σου κάθε μέρα όταν κοιτάς στον καθρέφτη;

- Δεν κοιτάζομαι στον καθρέφτη πλέον.

- Ακριβώς. Είσαι τα απομεινάρια ενός καλόκαρδου, ευφάνταστου ανθρώπου.

- Αυτήν φταίει που είμαι εδώ αυτήν την στιγμή.

- Όχι. Είναι η άρνηση σου να αποδεχτείς ότι φέρθηκες εγωιστικά, όπου έγινες νάρκισσος
από την επιτυχία σου.

- Τι;

- Με άκουσες. Βαθιά μέσα σου ξέρεις ότι λέω την αλήθεια.

- Και τώρα που είμαι;

- Τώρα αργοπεθαίνεις γυμνός στην κουζίνα σου με το κρύο πάτωμα και αέρα να ζαρώνει τα
αρχίδια σου και να συρρικνώνει την πούτσα σου.

- Και τι θέλεις από εμένα δηλαδη;

- Θέλω να αποδεχτείς ότι εθίστηκες πολύ πριν αυτήν η άσπρη σκόνη γίνει ο μόνος λόγος
που ζεις.

- Εθίστηκα με τι;

- Αλήθεια τώρα; Νομίζω ότι ξέρεις πολύ καλά.

- Διαφώτισέ με.

- Τα αμάξια, τα λεφτά, οι κάμερες, οι αμέτρητες γυναίκες να παρακαλάγανε να περάσουν


μια νύχτα μαζι τους.
- Είσαι… λες την… χέεις δίκαιο.

- Το ξέρω. Θέλω να φτιάξεις την ζωή σου από την ράχη.

- Μα… είπες ότι αργοπεθαίνω.

- Το είπα, άλλα αυτό δεν θα γίνει. Τουλάχιστον όχι σήμερα.

- Πως όμως;

- Πως όμως τι;

- Πως θα φταίξω την ζωή μου; Δεν έχω χρήματα, δεν έχω τίποτα.

- Έχεις. Έχεις το μοναδικό πράγμα που σε κρατούσε στα πόδια σου όλη σου την ζωή και σου
έδωσε τα πάντα. Την δημιουργικότητά σου.

- Να γράψω ξανά; Αφού το τελευταίο βιβλίο πάτωσε.

- Πάτωσε γιατί το έγραψες για να ικανοποιήσεις τους κουστουμάτους με αποτέλεσμα να


είναι σαν να το έχει γράψει υπολογιστής που προσποιείται ότι ξέρει και έχει εμπειρία από
αυτά του έγραφες. Γράψε για κάτι προσωπικό. Και σταμάτα να ρουφάς την κόλαση και να
πίνεις καρκίνο.

- Πως;

- Αυτό θα πρέπει να το βρεις μόνος σου.

- Τι προσωπικό να γράψω; Ο τελευταίος χρόνος ήταν…

- Γράψε για αυτό. Ο Στίβεν Κινγκ έγραψε την Λάμψη όταν ξεπερνούσε τον αλκοολισμό και
το όλο βιβλίο ήταν μεταφορά για τον εθισμό.

- Έχεις δίκαιο.

- Οπότε από αύριο ξεκίνα να γράφεις. Ο κοσμος ακόμα θέλει να ακούσει τις ιστορίες σου.
Εσύ τις χρειάζεσαι.

- Είπες ότι αργοπεθαίνω. Πως θα ξυπνήσω αύριο;

- Θα ξυπνήσεις γιατί η ζωή σου απέκτησε κάτι που χρειαζόταν απεγνωσμένα. Έναν αληθινό
σκοπό.

Ξύπνησε στο σχεδόν διαλυμένο κρεβάτι του. Είχε την δύναμη να φτάσει μέχρι το κρεβάτι
μέχρι που λιποθύμησε ετοιμοθάνατος. αλλά δεν πέθανε. Γιατί μετά από έναν χρόνο
απόλυτης αυτοκαταστροφής, είχε χάσει τους πάντες και τα πάντα. Ή έτσι νόμιζε. Ξαναβρήκε
τον εαυτό του ο οποίος θα γίνει πιο δυνατός από πότε και θυμήθηκε το πράγμα που
αγαπούσε περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο, το γράψιμο. Και όταν φτάνεις στον
πάτο, δεν έχεις τίποτα να χάσεις. Άρα ο αυτοκαταστροφικός, ναρκομανής, εγωιστικός,
περήφανος και ναρκισσιστικός πρωταγωνιστής μας έμαθε ότι όταν έχεις χάσει τα πάντα,
μπορείς να κάνεις τα πάντα.

You might also like