Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 4

Γελοίοι

Άρθρα
Τι να σας πω, μακαρίζω τους ανθρώπους που δεν έχουν συναίσθηση του γελοίου.
Τι είναι όμως η συναίσθηση του γελοίου; Μήπως είναι υποταγή ή τουλάχιστον παραχώρηση του ατόμου
στα γούστα, στις αντιλήψεις, στις εκτιμήσεις και στις προλήψεις που καθιέρωσε το σύνολο; Είναι δηλαδή
μείωση της προσωπικότητας ενός ανθρώπου, όταν δεν είναι η ένδειξη μιας μικρής προσωπικότητας. Όσοι
έχουν τη συναίσθηση του γελοίου, έχουν και το φόβο του. Κι όσο περισσότερο αναπτυγμένη είναι η
συναίσθηση αυτή, τόσο συχνότερος και οξύτερος είναι ο φόβος, που ενίοτε λειτουργεί σαν ασφαλιστική
δικλείδα κατά πάσης γελοιότητας.
Λένε ότι εκείνο που σκοτώνει είναι το γελοίο, αλλά αυτό το συναίσθημα είναι άγνωστο για πολλούς. Η
λεγόμενη αλαζονεία της εξουσίας, για παράδειγμα, δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ιδιάζουσα
αλαζονεία του γελοίου που περνιέται για σοβαρός και συνεπώς το άτομο το περιβεβλημένο με την
«τήβεννο» της εξουσίας, δεν έχει καμιά συναίσθηση του γεγονότος πως το πόστο του δεν του δόθηκε για
να υπηρετήσει τον εαυτό του, αλλά το κοινωνικό σύνολο.
Με εντυπωσιάζει η αυταρέσκεια και η προπέτεια μερικών πολιτικών ανδρών που συχνά κινούνται στα
όρια εξοργιστικής γελοιότητας, χωρίς ουδεμία συναίσθηση του γελοίου.
Βέβαια οι γελοίοι δεν πρόκειται να λείψουν από τη ζωή. Τους συναντάμε παντού, μεταξύ των απλών
καθημερινών ανθρώπων, αλλά και μεταξύ προβεβλημένων που τους χαρακτηρίζουμε «προσωπικότητες».
Κι αν μεν οι απλοί γελοίοι περνούν απαρατήρητοι ανάμεσά μας, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις
προσωπικότητες – γελοίους. Αυτοί οι τελευταίοι με τα καμώματά τους δεν προκαλούν μόνο το κοινό
αίσθημα, αλλά και την αγανάκτηση και τη χλεύη των πολιτών, με την ανεκδιήγητη συμπεριφορά τους.
Το προνόμιο φυσικά δεν το έχουν οι πολιτικοί ή οι περί την πολιτική κινούμενοι. Μεταξύ των κορυφαίων
συναντούμε ανθρώπους – προσωπικότητες της κοινωνικής ζωής, της Εκκλησίας, της «σόου – μπιζ»,
ακόμα και – δυστυχώς – της διανόησης και της Τέχνης.
Και μπορεί η γελοία δραστηριότητα αυτών των επωνύμων της κοινωνικής ζωής να απασχολεί μόνο τον
κύκλο τους και τις στήλες κάποιων περιοδικών, που εκδίδονται ακριβώς για να προβάλουν τις
γελοιότητές τους. Αλλά οι γελοιότητες των πολιτικών ανδρών και ιδίως των επιβητόρων της εξουσίας,
εξοργίζουν το κοινωνικό σύνολο και επηρεάζουν την καθημερινότητα των πολιτών, προκαλώντας την
κοινή λογική.
Ανεξαρτήτως πάντως από το αν έχουν ή δεν έχουν συναίσθηση του γελοίου, πολλοί από τους επώνυμους
και προβεβλημένους που – αν και ευφυείς ορισμένοι με χρήσιμο κοινωνικό έργο – προβαίνουν σε
γελοιότητες «έργω και λόγω», ένα είναι βέβαιο: οι άνθρωποι αυτοί δείχνουν ευτυχείς και μακάριοι! Και η
ευτυχία τους είναι τόσο πιο μεγάλη ενόσω δεν τους αγγίζει καμιά υποψία, καμιά ανησυχία. Περπατούν
στη ζωή και κινούνται ανάμεσα σε προβληματισμένους πολίτες, πράττουν ή μιλούν, με τη βεβαιότητα
και τη χαρά των θριαμβευτών. Είναι βέβαιοι για τον εαυτό τους και για ό,τι κάνουν. Ακόμα και η χλεύη
και η αγανάκτηση του κόσμου που υποφέρει από τα λάθη τους, την ανεπάρκειά τους και την όποια
κοινωνική ή πολιτική τους δραστηριότητα, περνάει πάνω από την αυτοπεποίθησή τους σαν ίσκιος, χωρίς
ν΄αφήσει κανένα σημάδι. Την αποδίδουν σε φθόνο, σε αντιπολιτευτική τακτική, σε αντίπαλη προσπάθεια
μείωσής τους, σε πολιτική σκοπιμότητα κ.λ.π. Κι αυτό είναι η ευτυχέστερη, αν μπορώ να πω, πλευρά της
ευτυχίας τους...
Τι να σας πω. Μακαρίζω αυτούς τους ανθρώπους που δεν έχουν συναίσθηση του γελοίου. Και στην
περίπτωση ακόμα που είναι πραγματικά και ασυζήτητα γελοίοι, γιατί επιτέλους οι άνθρωποι αυτοί είναι
ευτυχείς. Διότι, σας παρακαλώ, οι υπόλοιποι, οι σοβαροί, οι υπεύθυνοι για τις πράξεις και τα λόγια τους,
τι καταλαβαίνουν;
Είπαμε ότι το γελοίο σκοτώνει... Ό,τι σκοτώνει ασφαλέστερα και συχνότερα όμως είναι ο φόβος του
γελοίου. Σκοτώνει μέσα στον άνθρωπο ένα σωρό ευχαριστήσεις, ικανοποιήσεις, προτιμήσεις, φιλοδοξίες,
ιδιοτροπίες, τάσεις και πάθη και γενικά στεγνώνει, δηλητηριάζει τη ζωή του. Δημιουργεί ανθρώπους
συντηρητικούς, δειλούς, κουμπωμένους, κοινούς. Ανθρώπους που οι τύποι και ο «καθωσπρεπισμός»
βάζουν σε καλούπια ασφυκτικά τη ζωή τους.
Ενώ οι γελοίοι. Τους βλέπουμε και τους ακούμε: Γλεντοκόποι, καβγατζήδες, υβριστές, εξυπνάκηδες,
χυδαίοι. Πρωταγωνιστές – πρότυπα μιας αισθητικής που καθιερώνει και επιβάλλει τη λογική του, «ξέρεις
ποιος είμαι ΄γω;» ή «δεν δέχομαι μύγα στο σπαθί μου»... Μιας αισθητικής που αδιαφορεί αν το άτομο
γελοιοποιείται. Οι πρωταγωνιστές – πρότυπα αυτής της – συχνά τηλεοπτικής – κουλτούρας του γελοίου,
επιβάλλουν εντέλει την εικόνα ενός κόσμου που ταπεινωμένος από πλήθος ύπουλες παραβιάσεις των
καθημερινών του δικαιωμάτων, είναι έτοιμος να ξεσπάσει παντοιοτρόπως επιτιθέμενος στον διπλανό του,
στον πιο κοντινό, στον πιο ίδιο.
Κι έπειτα, ας το πάρουμε κι αλλιώς: Τι σημασία έχει να είναι κανείς σοβαρός – για να θυμηθούμε λίγο
τον Όσκαρ Ουάιλντ – όταν στις μέρες μας η σοβαρότητα ταυτίζεται με το μούτρωμα και την κατήφεια, η
γελοιότητα περνιέται για χιούμορ, και χιούμορ σημαίνει κάνουμε την πλάκα μας με χυδαιότητα και με
όποια χοντράδα μας κατέβει, σε βάρος των άλλων...
Ελπίζω όμως να μη φτάσουμε ποτέ στο σημείο, η γελοιότητα να μετατραπεί σε τρόπο ζωής, σαν αντίδοτο
στην αβάσταχτη σοβαρότητα της υπευθυνότητας, όσο κι αν αυτή η τελευταία μας οδηγεί σήμερα στην
κατάθλιψη.

Κωμωδία
Κωμωδία χαρακτηρίζεται κάθε έργο ή πράξη που έχει ως σκοπό να διασκεδάσει και να προκαλέσει το
γέλιο.

Τα κυριότερα είδη κωμωδίας είναι:

 Σάτιρα: Επιχειρεί τον εμπαιγμό κάποιας έννοιας ή προσώπου.


 Μαύρη κωμωδία ή μαύρο χιούμορ: Ασχολείται με θέματα όπως ο θάνατος και η αρρώστια.

 Το stand-up comedy – όρθια κωμωδία: Είναι είδος κωμωδίας το οποίο πραγματοποιείται ζωντανά και ο

καλλιτέχνης απευθύνεται απευθείας στο κοινό, χωρίς θεατρικό.

 Κωμωδία χαρακτήρων: Με αυτήν την κωμωδία ο καλλιτέχνης αναπαριστά κάποιο δημόσιο πρόσωπο ή

δικής του επινόησης.

 Κινητική κωμωδία: Με αυτήν, ο κωμικός κυρίως στηρίζεται στην χρήση κινήσεων του σώματός του για

την δημιουργία διασκέδασης, (βλ. Τσάρλι Τσάπλιν).

 Σουρεαλιστική κωμωδία: Εδώ παράξενα περιστατικά συμβαίνουν για να προκαλέσουν την έκπληξη

στον αποδέκτη (όπως στην ταινία Τρελές σφαίρες).

Πηγές κωμωδίας: Όταν γίνεται ένα σφάλμα, μια αδεξιότητα, ένα λάθος. Κάτι που μας προκαλεί
έκπληξη ή επαναλαμβάνεται. Σε μία παρεξήγηση. Όταν έχουμε εκτροπή από το καθιερωμένο ή
αντιστροφή όρων.

Έχει παρατηρηθεί η επιρροή της κωμωδίας στην κοινωνία. Σήμερα διάσημοι κωμικοί θεωρείται ότι
ασκούν σημαντική επιρροή στα πολιτικά δρώμενα, όπως ο Τζον Στιούαρτ και ο Λάκης Λαζόπουλος. Η
δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας θεωρείται ότι ενισχύθηκε μέσω έργων κωμωδίας που
χρησιμοποιούσαν την σάτιρα για να διακωμωδήσουν αρνητικά στοιχεία της κοινότητας.

Ο Ιπποκράτης πίστευε στη θεραπευτική αξία του γέλιου, ενώ ο Δημόκριτος ήταν γνωστός ως «ο
φιλόσοφος που γελά» συνέδεε το γέλιο με το «κωμικό της ανθρώπινης φύσης και ζωής». Ο Πυθαγόρας
έκρινε αν θα δεχτεί κάποιον για μαθητή του από τον τρόπο που γέλαγε.
Στην αρχαία Ελλάδα και ειδικότερα στη Σπάρτη και στη Θεσσαλία υπήρχαν Ναοί του Γέλωτα.
Λέγεται ότι τον Γέλωτα, τον χάρισε στους ανθρώπους η θεά του έρωτα Αφροδίτη, μαζί με τον Πόθο και
την Ηδονή.

Σύμφωνα με τα έθιμά τους οι ινδιάνοι Ναβάχο ακόμη και τώρα οργανώνουν γιορτή για το πρώτο γέλιο
ενός μωρού.

Το γέλιο φανερώνει αίσθηση ευτυχίας και συνδέεται με την ενεργοποίηση του αριστερού ημισφαιρίου
του εγκεφάλου που είναι συνυφασμένο με τα θετικά συναισθήματα. Μειώνει την έκκριση ορμονών του
άγχους, αδρεναλίνη, κορτιζόνη, επινεφρίνη και ντοπαμίνη, χαλαρώνει τους μυς και εκτονώνει το
θυμικό. Κινεί το διάφραγμα και έτσι γίνεται ένα εσωτερικό μασάζ σε όλη την σπλαχνική κοιλότητα, με
αποτέλεσμα να λειτουργεί καλύτερα το πεπτικό σύστημα. Ανεβάζει την πίεση, αυξήσει την παροχή
οξυγόνου και αίματος στους ιστούς, αλλάζει τον κύκλο της αναπνοής άρα γίνεται εισπνοή
περισσότερου οξυγόνου και εκπνοή περισσότερου διοξειδίου του άνθρακα.
Μέσω του γέλιου εκφράζουμε την αισιόδοξη στάση μας για την ζωή.
Φωτίζεται η μέρα μας, λάμπει η ψυχή μας, γεφυρώνεται η επικοινωνία μας!

Με τον όρο κωμωδία χαρακτηρίζεται κάθε έργο που έχει ως σκοπό να διασκεδάσει μέσω
κάποιου χιουμοριστικού θέματος. Η ακαδημαϊκή της έννοια, επηρεασμένη από το αρχαίο
ελληνικό θέατρο, είναι συνήθως διαφορετική και συνυφασμένη με τη σατιρική κωμωδία
πολιτικού θέματος.
Η κωμωδία παρουσιάζεται σε πολλές μορφές, όπως τη θεατρική, από όπου ξεκίνησε μέσω του
αρχαίου θεάτρου, την τηλεοπτική και το σταντ απ κόμεντι.
Η επιρροή της κωμωδίας μπορεί να είναι σημαντική σε κοινωνικό επίπεδο. Για παράδειγμα,
η Δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας ενισχύθηκε μέσω έργων κωμωδίας που είχαν ως μέσο
τη σάτιρα για να διακωμωδήσουν αρνητικά στοιχεία της κοινότητας.

Σάτιρα
Η σάτιρα (εσφαλμένα σάτυρα) επιχειρεί τον εμπαιγμό κάποιας έννοιας ή γεγονότος που
χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο, που ο σατιρικός καλλιτέχνης θεωρεί ότι αξίζει τέτοια αντιμετώπιση
με σκοπό συχνά τη βελτίωση του αντικειμένου. Γίνεται μέσω μεθόδων όπως η παρωδία,
η υπερβολή, η σύγκριση, η αναλογία και η ειρωνεία.
Ο σατιρικός, εστιάζει σε γεγονότα και στιγμές προσώπων χωρίς να έχει προσβλητική διάθεση
απέναντι στη προσωπικότητα και στα χαρακτηριστικά των σατιριζόμενων.

Η ενασχόληση με το φαινόμενο της σάτιρας οδηγεί τον μελετητή της, αναπόφευκτα,


στο συμπέρασμα ότι ένας ορισμός του όρου και μια προσέγγιση της έννοιας είναι
ανεπαρκείς διότι δεν μπορούν να στεγάσουν την ποικιλομορφία και την
πολυπλοκότητά του. Παρά τον μεγάλο αριθμό άρθρων ή εκτενών μελετών γύρω από
τη φύση της σάτιρας κανένας ορισμός δε φαίνεται να καλύπτει τις ανάγκες της
κριτικής. Κάποιοι δέχονται την παραδοσιακή άποψη ότι η σάτιρα είναι συνδυασμός
κριτικής και χιούμορ· άλλοι κριτικοί επιμένουν ότι η έκθεση των αδυναμιών και όχι το
χιούμορ είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της σάτιρας. Μερικοί υποστηρίζουν τη
συντηρητική θέση ότι η σάτιρα σκοπεύει στην ηθική αναμόρφωση· άλλοι ότι η σάτιρα
μπορεί να μην έχει ηθική. Ένας κοινός τόπος που χρησιμοποιούν οι μελετητές για να
περιγράψουν αυτή την ποικιλομορφία είναι ο χαρακτηρισμός της φύσης της σάτιρας
ως πρωτεϊκής. Όπως φαίνεται από τις ποικίλες προσεγγίσεις της έννοιας, αλλά και
από τις μελέτες συγκεκριμένων έργων, το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο να ανιχνεύσει
κανείς τη σάτιρα, αλλά στο να την ορίσει. Η εξήγηση αυτού του φαινομένου
εντοπίζεται στην ίδια τη φύση του όρου: κανένας ορισμός δεν μπορεί να
συμπεριλάβει την ευρύτητα μιας λέξης η οποία δηλώνει από τη μια μεριά ένα είδος
λογοτεχνίας και από την άλλη ένα πνεύμα ή έναν τόνο που μπορεί να εκφραστεί
μέσα από πολλά λογοτεχνικά είδη. Η σημερινή μου ανακοίνωση, θα περιοριστεί στον
εντοπισμό κάποιων βασικών ερωτημάτων που συνδέονται με την έννοια της
σάτιρας, μέσα σε μια γενική και πολύ συνοπτική επισκόπηση της βιβλιογραφίας.
Από αυτά τα ερωτήματα και κυρίως από την έλλειψη της επισήμανσής τους στον
ελληνικό χώρο φαίνεται ότι απορρέουν οι περισσότερες παρανοήσεις όπου συχνά
έχει οδηγηθεί η κριτική και η φιλολογία. Το σημαντικότερο ερώτημα που έθεσε η
ξενόφωνη κριτική είναι το θεμελιώδες ερώτημα αν η σάτιρα αποτελεί είδος (με την
αριστοτελική έννοια του όρου) ή όχι. Η απάντηση δεν είναι καθόλου απλή και έχει
αποτελέσει αντικείμενο πολλών αντικρουόμενων μελετών. Οι περισσότεροι
ερευνητές φαίνεται να υποστηρίζουν ότι η σάτιρα μπορεί να συνυπάρχει με άλλους
στόχους αντίθετους ή συναφείς, εφόσον δεν συνιστά είδος αλλά τόνο του λόγου:
Από τις πρώτες του κιόλας μελέτες ο Leonard Feinberg στηρίζει τη διάκριση της.

You might also like