ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ

You might also like

Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 4

ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ

Τόπος: Ελλάδα

Χρόνος: απροσδιόριστος, σύγχρονη εποχή

Πρόσωπα: Παιδί (αναφέρονται ο φύλακας, η μητέρα, ο αδελφός, ο δάσκαλος)

Θέμα: Η σκληρή βιοπάλη του παιδιού που κερδίζει τίμια το ψωμί του στα φανάρια
της λεωφόρου και κοιμάται στο μηχανοστάσιο ενός εργοστασίου

Ο ΤΙΤΛΟΣ
ο τίτλος του ποιήματος γεννά την προσδοκία εικόνων τρυφερής γαλήνης και
οικογενειακής ζεστασιάς, η πραγματικότητα που καταγράφεται είναι εντελώς
διαφορετική .Ο τίτλος είναι παραπλανητικός. (θα ταίριαζε ίσως σε ένα νανούρισμα).
Το ποίημα όμως είναι εμπνευσμένο από τη σκληρή πραγματικότητα της εποχής μας.
Ένα μικρό παιδί που έχει έλθει στην Ελλάδα ως οικονομικός μετανάστης από κάποια
χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ, βρίσκει καταφύγιο τις νύχτες σ’ ένα εργοστάσιο,
με μόνη συντροφιά τις «άγρυπνες» μηχανές, που παραπέμπουν κι αυτές έμμεσα στον
καθημερινό χειρωνακτικό του μόχθο.

ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΚΗ
Το ποίημα έχει τα χαρακτηριστικά της νεωτερικής ποίησης. Ο στίχος είναι ελεύθερος
χωρίς μέτρο και ομοιοκαταληξία και θυμίζει πεζό λόγο. Οι στροφές είναι άνισες, οι
στίχοι δεν έχουν ορισμένο αριθμό συλλαβών και ο ρυθμός του ποιήματος είναι
εσωτερικός.

ΓΛΩΣΣΑ-ΥΦΟΣ
Η γλώσσα είναι λιτή και καθημερινή. Η ζωή του παιδιού περιγράφεται με απλότητα
και ρεαλισμό. Χρησιμοποιείται ο Ενεστώτας για να δοθεί η καθημερινότητα του
παιδιού και ο Παρατατικός για να δοθούν οι αναμνήσεις του παιδιού από την πατρίδα
του. Με απανωτές παρομοιώσεις δίνονται οι εντυπώσεις με τις οποίες έφτασε ο
μικρός μετανάστης στην Ελλάδα αλλά και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει.
Υπάρχουν σχήματα λόγου που ανεβάζουν τον λυρικό τόνο του ποιήματος.

[1]
Το ύφος είναι λιτό, ρεαλιστικό και μας προσγειώνει στην πραγματικότητα αλλά και
λυρικό σε μερικά σημεία όπου υπάρχει έντονη συναισθηματική φόρτιση.

Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Η ποιήτρια, ως παντογνώστης αφηγητής, αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο το παρόν και
κάνει αναδρομές στο παρελθόν του παιδιού.

1η Ενότητα: (Νύχτα................ εκεί μέσα)


Ο καθημερινός αγώνας για επιβίωση

Η Δήμητρα Χριστοδούλου με την έξοχη στη λιτότητά της ποιητική αυτή σύνθεση μας
οδηγεί στο ν’ αντικρίσουμε τη δύσκολη διαβίωση ενός μικρού παιδιού που έχει
μεταναστεύσει στη χώρα μας κι είναι αναγκασμένο τώρα να δουλεύει σκληρά κάθε
μέρα για να μπορέσει να επιβιώσει. Είναι νύχτα και το παιδί- μετανάστης
αναγκάζεται να περάσει τη νύχτα του μέσα σε ένα κλειστό εργοστάσιο ανάμεσα στις
μηχανές από τις οποίες κάποιες συνεχίζουν να κάνουν θόρυβο. Ο ύπνος του παιδιού
είναι πολύ δύσκολος και η ανθρώπινη απουσία έντονη. Η μοναξιά, η έλλειψη χώρου
και θέρμανσης, το παλτό του αδελφού του με το οποίο σκεπάζεται το
παιδί φανερώνουν τις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες το παιδί περνάει τη
νύχτα, αφού δεν υπάρχει κανείς να το φροντίσει και να του διασφαλίσει τα αναγκαία
για την επιβίωσή του. Αντί για την παιδική ανεμελιά και τη διαρκή αίσθηση
ασφάλειας, γνωρίζει μόνο την αγωνία του καθημερινού βιοπορισμού και τη
σκληρότητα των άλλων ανθρώπων. Αντί για τη θαλπωρή του σπιτιού και την
παρουσία των αγαπημένων προσώπων της οικογένειάς του, γνωρίζει την πλήρη
ερημία και τις παρακινδυνευμένες διανυκτερεύσεις σ’ ένα εργοστάσιο, χάρη στην
εξαγορασμένη ανοχή του εκεί νυχτοφύλακα.

Η καθημερινότητα του μικρού παιδιού είναι γεμάτη δυσκολίες και σκληρή δουλειά.
Όλη τη μέρα στέκεται στην άκρη του δρόμου περιμένοντας τη στιγμή που το κόκκινο
φανάρι θα ακινητοποιήσει τα οχήματα και θα του επιτρέψει να καθαρίσει μερικά
τζάμια, προσδοκώντας ως αντάλλαγμα ελάχιστα κέρματα. Μια ανταμοιβή που δεν

[2]
έρχεται πάντοτε, αφού δεν είναι λίγοι εκείνοι που εύλογα αγανακτούν μαζί του, μιας
και δεν έχουν καμία διάθεση ή την οικονομική άνεση, ώστε να δίνουν χρήματα σε
κάθε τους διαδρομή στο πλήθος των επαιτών που βρίσκονται παντού στην πόλη.
Ο μικρός μετανάστης εισπράττει τα μηδαμινά χρηματικά ποσά ή την αγανάκτηση των
ανθρώπων, κι έστω κι αν πληγώνεται απ’ τη συμπεριφορά τους, δεν εγκαταλείπει την
προσπάθειά του. Περιμένει υπομονετικά το επόμενο κόκκινο φανάρι για να επιδοθεί
ξανά στη μόνη ασχολία που μπορεί να του διασφαλίσει με τρόπο τίμιο την επιβίωσή
του. Από τα χρήματα, άλλωστε, που βγάζει μ’ αυτόν τον τρόπο, το μικρό παιδί
οφείλει να καλύπτει όχι μόνο τα έξοδα για τη διατροφή του, αλλά και να δίνει στο
νυχτοφύλακα κάποιο ποσό για να τον αφήνει να κοιμάται μέσα στο εργοστάσιο.
Με κρύο ή με ζέστη, νιώθοντας καλά ή όχι, δεχόμενος προσβολές και σχόλια
αγανάκτησης ή την ψυχρή ευγένεια, ο μικρός μετανάστης είναι αναγκασμένος να
αντέχει∙ είναι αναγκασμένος να επιστρέφει κάθε μέρα στην άκρη του δρόμου και να
προσπαθεί ξανά και ξανά να εξασφαλίσει τα κέρματα του οίκτου, καθώς δεν έχει
άλλο τρόπο να επιβιώσει. Αν μείνει έστω και μια μέρα μακριά απ’ τους δρόμους, θ’
αναγκαστεί να πεινάσει.

2η ενότητα: (Τα χιονισμένα.......ατμό)


Η ξενιτιά, η ορφάνια και η κοινωνική περιθωριοποίηση.

Στη δεύτερη ενότητα η ποιήτρια κάνει μια αναδρομή στο παρελθόν. Το παιδί ίσα που
θυμάται τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας του, τα χέρια της μητέρας του και τον
δάσκαλο του που του μάθαινε Ελληνικά. Το παιδί και στην πατρίδα του ζούσε
μάλλον σε κατάσταση φτώχειας αλλά οι μνήμες παραπέμπουν σε μια απλή και
ευτυχισμένη ζωή. Έχει κατ’ ανάγκη ξεθωριάσει μέσα του η ανάμνησή τους, διότι ο
πόνος που θα του προκαλούταν απ’ τη συνεχή σύγκριση της αγάπης που βίωνε τότε
και της εγκατάλειψης που βιώνει τώρα, θα ήταν συντριπτικός. Το παιδί έχει
αναγκαστεί να ξεχάσει τη ζεστασιά της μητρικής αγάπης, μιας και πρόκειται για κάτι
που δεν υπάρχει πια στη ζωή του.

Αμυδρή παραμένει στη σκέψη του κι η ανάμνηση του δασκάλου του, που ερχόταν να
τους κάνει μάθημα παίρνοντας για ανταμοιβή μόνο γάλα, αφού δεν υπήρχαν στη
χώρα τους χρήματα για να πληρωθεί κανονικά.

[3]
Η αναφορά στην Ελληνική γλώσσα που διδασκόταν το παιδί μας οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι το παιδί πρέπει να ήταν Ελληνικής καταγωγής.
Μετά από την αναδρομή στο παρελθόν η ποιήτρια στρέφει ξανά τη ματιά της στο
παρόν και στην πραγματικότητα που συνάντησε το παιδί, όταν έφτασε στην Ελλάδα.
Θυμάται κάποια λίγα ελληνικά που άκουγε απ’ το στόμα του δασκάλου εκείνου, τα
οποία ακούγονταν τότε τελείως αλλιώτικα από το πώς τ’ ακούει τώρα απ’ το στόμα
των ίδιων των Ελλήνων. Δεν αντανακλάται πια στον ήχο τους, όπως τότε, η λάμψη
από τα γυαλιστερά βότσαλα μιας όμορφης μεγάλης θάλασσας, κι ούτε αναδύεται απ’
αυτά το ποδοβολητό του αλόγου ενός αήττητου -σχεδόν μυθικού- στρατηλάτη που
άφοβος κατέκτησε τον κόσμο. Το παιδί άκουγε στην πατρίδα του για μια λαμπρή και
όμορφη Ελλάδα με ένδοξο και σπουδαίο παρελθόν. Η χώρα του καταγάλανου
ουρανού, της γαλήνιας θάλασσας και των ηρωικών ανθρώπων, δεν είναι παρά μια
ελάχιστη φιλόξενη χώρα που προφανώς δεν έχει να του προσφέρει την καλύτερη ζωή
που είχε κάποτε ελπίσει. Τώρα όμως είναι αντιμέτωπος με μια άλλη σκληρή
πραγματικότητα: η Ελλάδα για αυτό το παιδί ταυτίζεται με τη ζητιανιά και τα λίγα
κέρματα που κερδίζει για να επιβιώσει, με την αδιάφορη και ταπεινωτική
συμπεριφορά που εισπράττει από τους οδηγούς, με τη σχάρα του ατμού που τον
ζεσταίνει και που είναι η μόνη του παρηγοριά. Είναι αναγκασμένος να επιβιώνει χάρη
στη συχνά απρόθυμη «ελεημοσύνη» που του προσφέρεται και στην ανοχή εκείνων
που, όχι χωρίς αντάλλαγμα, του επιτρέπουν να βρίσκει μια ζεστή γωνιά για να
κοιμηθεί. Το εργοστάσιο είναι το μόνο μέρος στο οποίο δεν έχει να αντιμετωπίσει την
κοινωνική απόρριψη και τα προσβλητικά βλέμματα των οδηγών.

[4]

You might also like