Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 14

ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ ΣΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ

ΤΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ενώ για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης ο μεσοπόλεμος εκκινεί με τη λήξη
του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα παραμένει σε εμπόλεμη κατάσταση ως το
1922. Η εκκίνηση της μεσοπολεμικής περιόδου συμπίπτει ουσιαστικά με την
υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης, η οποία παγίωσε σε γενικές γραμμές τα
όρια του ελληνικού κράτους.1 Παράλληλα προέβλεψε την ανταλλαγή των πληθυσμών
Ελλάδας και Τουρκίας, δηλαδή τη μεταφορά 1,5 εκατομμυρίων προσφύγων στα
ελληνικά εδάφη. Το τέλος του οράματος του ελληνικού αλυτρωτισμού και η ανάγκη
αποκατάστασης και ενσωμάτωσης των προσφύγων στιγμάτισαν τον ελληνικό
μεσοπόλεμο, ο οποίος εξελίχθηκε σε μια σύντομη «εποχή των άκρων».2

Ο χαρακτηρισμός αυτός μπορεί να αποδοθεί εξαιτίας των έντονων αντιθέσεων και


αντιφάσεων που διαπερνούν τη μεσοπολεμική Ελλάδα. Ορισμένες αντιθέσεις
κληρονομούνται από το πρόσφατο παρελθόντος. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα
αποτελεί ο διαχωρισμός ανάμεσα στο βενιζελικό και αντιβενιζελικό στρατόπεδο, ο
οποία συμβατικά και μόνο μπορεί να γίνει αντιληπτός σαν αντίθεση ανάμεσα στο
δημοκρατικό και το μοναρχικό πολίτευμα. 3 Δίπλα σε αυτόν (και σε συνάρτηση με
αυτόν) μπορούν να τοποθετηθούν αρκετές ακόμα αντιθέσεις: τα εδάφη της
«Παλαιάς» και της «Νέας Ελλάδας», τα αστικά στρώματα και το ανερχόμενο
εργατικό κίνημα, η ανάπτυξη του Κομμουνιστικού Κόμματος και των θιασωτών του
ιταλικού φασισμού.4

1
Η Ελλάδα αποκτά τότε τη σημερινή εδαφική της μορφή. Η ένταξη των Δωδεκανήσων στο ελληνικό
κράτος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελεί τη μοναδική τροποποίηση στα σύνορα από το 1923
μέχρι σήμερα.
2
Η έκφραση δανεισμένη από τον τίτλο του: E. Hobsbawm, Η εποχή των άκρων: Ο Σύντομος Εικοστός
Αιώνας (1914-1991), Θεμέλιο, Αθήνα, 2010.
3
Οι διαφωνίες του Βενιζέλου με τον Έλληνα μονάρχη εκκινούν από την περίοδο των βαλκανικών
πολέμων. Ωστόσο η αντιπαράθεση εξέλαβε τη μορφή της πραγματικής σύγκρουσης πολιτικών και
συμφερόντων κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε ο Ελευθέριος Βενιζέλος
εγκαθίδρυσε ξεχωριστή κυβέρνηση υπέρ της Αντάντ, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Η μοναρχική εξουσία
από την πλευρά της τασσόταν υπέρ της ουδετερότητας της χώρας στον πόλεμο. Ακόμα και στις
εκλογές του 1920 οι αντιβενιζελικοί επικράτησαν επειδή μπόρεσαν να καρπωθούν το αντιπολεμικό
αίσθημα του ελληνικού λαού, την ίδια στιγμή που ο Βενιζέλος πρότεινε τη συνέχιση της πολεμικής
προσπάθειας για την εθνική ολοκλήρωση (ενδ. Γ. Μηλιός, Ο Ελληνικός Κοινωνικός Σχηματισμός: Από
τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 2000, σ. 386 κ.ε.).
4
Ως Παλαιά Ελλάδα αναφέρονται τα εδάφη της χώρας πριν τους βαλκανικούς πολέμους και ως νέα
Ελλάδα οι μεταγενέστερες προσαρτήσεις.
Οι αντιθέσεις αυτές και η εξέλιξη τους δε μπορούν να γίνουν αντιληπτές ξεχωριστά
από τη δύσκολη οικονομική κατάσταση του ελληνικού κράτους καθ’ όλη τη διάρκεια
του Μεσοπολέμου. Το κραχ του 1929 δεν έρχεται να προσβάλλει μια οικονομία σε
ευημερία, αλλά αντίθετα προσθέτει νέες δυσκολίες στις ήδη υπάρχουσες. Όπως θα
διαπιστώσουμε οι δυσκολίες αυτές ξεπεράστηκαν στο επίπεδο του οικονομικού
συστήματος, το οποίο όμως θυσίασε την κοινωνική συνοχή. Επακολούθησαν
σημάδια πολιτικής και κοινωνικής κρίσης και τελικά η αμφισβήτηση του ίδιου του
κοινοβουλευτικού συστήματος. Η δικτατορία του Μεταξά, η οποία έθεσε τέλος στη
μεσοπολεμική δημοκρατία, δεν παρουσιάζεται σαν αποτέλεσμα καθεαυτής της
οικονομικής κρίσης. Αντίθετα αρκετοί μελετητές τη θεωρούν αποτέλεσμα των
ανισορροπιών που συνδέθηκαν με την οικονομική ανάκαμψη.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις γενικές παραδοχές θα επιχειρήσουμε να εστιάσουμε


στη δεύτερη δεκαετία του ελληνικού μεσοπολέμου και να αναδείξουμε τις βασικές
πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις που τη χαρακτήρισαν. Η μελέτη μας
θα διακριθεί σε τρεις σύντομες θεματικές ενότητες. Η πρώτη θα ασχοληθεί με την
τελευταία πρωθυπουργική θητεία του Ελευθερίου Βενιζέλου και τις αντιδράσεις του
στην έναρξη της διεθνούς κρίσης. Η δεύτερη θα εστιάσει στη διαδικασία της
οικονομικής ανάκαμψης και τις ανισορροπίες που συνδέθηκαν με αυτή. Η τρίτη
ενότητα θα εστιάσει στην περίοδο της μετάβασης από το κοινοβουλευτικό στο
δικτατορικό καθεστώς και θα επιχειρήσει μια συνοπτική αναφορά στους μηχανισμούς
που την επέτρεψαν.

Β. Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΑΧ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ


Ο Βενιζέλος είχε διαπραγματευθεί στη Λωζάννης για λογαριασμό της Ελλάδας,
αλλά στη συνέχεια αποτραβήχτηκε από την πολιτική σκηνή. Η περίοδος μεταξύ 1923
και 1928 χαρακτηρίστηκε από οικονομική, κοινωνική και πολιτική αστάθεια. Τα
στρατιωτικά πραξικοπήματα ήταν πολυάριθμα, ο Ιωάννης Μεταξάς επιχείρησε για
πρώτη φορά να ανέλθει στην εξουσία, ενώ ο Θεόδωρος Πάγκαλος εγκαθίδρυσε μια
σύντομη σε διάρκεια δικτατορία.5 Οι κυβερνήσεις συνασπισμού που ακολούθησαν
από το 1926 δε μπόρεσαν να επιφέρουν τη σταθερότητα, γεγονός που επιχείρησε να
επιτύχει ο Βενιζέλος με την επιστροφή του στην πολιτική σκηνή.

Η τρίτη πρωθυπουργική θητεία του Βενιζέλου εκκίνησε με την εκλογική νίκη των
Φιλελευθέρων το 1928. Η αποκατάσταση των προσφύγων είχε εν μέρει
δρομολογηθεί ήδη, η σταθεροποίηση της δραχμής επιτεύχθηκε με την είσοδο της
Ελλάδας στο χρυσό κανόνα, ενώ και οι πρώτες προσπάθειες δανεισμού από το
εξωτερικό είχε στεφθεί με επιτυχία. Οι ελπίδες για σταθερότητα είχαν αρχίσει να
καλλιεργούνται, γεγονός που αποτυπωνόταν και στα νέα σχέδια εκσυγχρονισμού της
χώρας. Η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων υποσχόταν την υλοποίηση ενός
προγράμματος δημοσίων έργων, κυρίως εγγειοβελτιωτικών, τα οποία θα ευνοούσαν
την ανάπτυξη της γεωργίας. Τα έργα αυτά θα χρηματοδοτούνταν με δάνεια από το
εξωτερικό, άλλωστε ο εξωτερικός δανεισμός αποτελούσε βασικό μηχανισμό
αναπαραγωγής του ελληνικού οικονομικού συστήματος.6

Η διεθνής κρίση του 1929 ξέσπασε σε μια συγκυρία κατά την οποία η Ελλάδα
εγκατέλειπε τις ελπίδες για σύναψη δανείου από τον οίκο Σέλιγκμαν. Η απουσία
ρευστότητας και οι αρνητικές εξελίξεις στον αγροτικό τομέα (κρίση υπερπαραγωγής
του καπνού) είχαν ήδη πυροδοτήσει μια συζήτηση στο εσωτερικό σχετικά με το αν η
ελληνική οικονομία βρισκόταν σε κρίση. Μέχρι το τέλος του χρόνου ήταν γεγονός ότι
η κρίση υπήρχε και έπρεπε να αντιμετωπιστεί.7 Η ελληνική οικονομική κρίση κατά
την πρώτη περίοδο δεν ήταν απότοκο των διεθνών εξελίξεων. Στη συνέχεια η

5
Η πρώτη προσπάθεια του Μεταξά να καταλάβει την εξουσία έλαβε χώρα στα 1923 (το κίνημα της
22ας Οκτωβρίου 1923), ελάχιστα πριν από το γερμανικό πραξικόπημα της μπυραρίας. Μετά την
αποτυχία αναγκάστηκε να καταφύγει στο Μουσολίνι, αλλά επέστρεψε στην Ελλάδα εφόσον του
χορηγήθηκε αμνηστεία και ανέκτησε το ρόλο του στην πολιτική σκηνή. Οι πολιτικοί του στόχοι
εκείνη την περίοδο ήταν λιγότερο σαφείς, ωστόσο οι επαφές με το ιταλικό καθεστώς δύσκολα
αμφισβητούνται. Ενδ. Σ. Μαρκέτος, ο.π., σ. 162.
6
Χ. Χατζηιωσήφ, «Κοινοβούλιο και Δικτατορία» στο Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του
20ου αιώνα, μέρος Β’ (Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940), Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2003, σ. 93 κ.ε., 97
7
Ο καπνός αποτελούσε το βασικό εξαγωγικό προϊόν της ελληνικής γεωργίας κατά την περίοδο 1920-
1930.
απουσία ρευστότητας στο διεθνές περιβάλλον αλληλεπίδρασε με αυτή, οδηγώντας
στην παράταση της «εμπορικής στασιμότητας» (της αδυναμίας πώλησης των
γεωργικών προϊόντων στο εξωτερικό).8.

Οι εξαγωγικοί τομείς, οι οποίοι ήταν περισσότερο εκτεθειμένοι στην αστάθεια των


αγορών, βίωσαν κατά προτεραιότητα και με μεγαλύτερη ένταση την κρίση.
Παράλληλα όμως «αρκετοί παράγοντες απάλυναν για ένα διάστημα τις επιπτώσεις
της (κρίσης) στο συνολικό ισοζύγιο των εξωτερικών λογαριασμών της Ελλάδας». 9
Από το 1931 η κατάσταση άρχισε να δυσχεραίνει, εφόσον και οι γειτονικές
οικονομίες (βαλκανικές και ευρύτερα ευρωπαϊκές) εισήλθαν σε καθεστώς ύφεσης. Ο
εφησυχασμός εκ μέρους της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων δε μπορούσε πλέον να
αιτιολογηθεί.. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος παρουσίαζε ένα ευοίωνο μέλλον, την ίδια
στιγμή που η οικονομική κατάσταση του πληθυσμού προοδευτικά επιδεινωνόταν.

Συγκυριακοί παράγοντες όπως η κρίση της σοδειάς στα 1931 συνέβαλαν


αναμφισβήτητα στην επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας. Ωστόσο οι
επιλογές της κυβέρνησης εξώθησαν την κατάσταση στα άκρα. Ο Βενιζέλος έδωσε
ιδιαίτερη σημασία στην παραμονή της δραχμής στο καθεστώς του χρυσού κανόνα,
ακολουθώντας την πολιτική που ο ίδιος αποκάλεσε «μάχη για τη δραχμή». Η
αδυναμία υποτίμησης του νομίσματος σε συνάρτηση με την έλλειψη ρευστότητας και
τις δανειακές υποχρεώσεις, οδήγησαν την οικονομία σε ασφυκτική κατάσταση. Η
χώρα παρέμενε προσδεδεμένη σε ένα καθεστώς που δημιουργούσε υποχρεώσεις
χωρίς να της ανταποδίδει πλέον κανένα όφελος. Η επιμονή του Βενιζέλου ήταν τέτοια
που ακόμα και μετά την απόφαση της Μεγάλης Βρετανίας να εγκαταλείψει τον
κανόνα, η Ελλάδα παρέμεινε σε αυτόν συνδέοντας πλέον την ισοτιμία της δραχμής με
το δολάριο.10

Τα περιθώρια σύναψης ενός εξωτερικού δανείου για την κάλυψη των αναγκών που
δημιούργησε η «μάχη για τη δραχμή» ήταν ιδιαίτερα στενά. Την ίδια στιγμή τα

8
Ήδη από το Σεπτέμβριο του 1929 η Τράπεζα της Ελλάδας αναρωτιέται αν υπήρχε κρίση της
ελληνικής οικονομίας. Ενδ. M. Mazower, Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, ΜΙΕΤ,
Αθήνα, 2009, σ. 187. Όσον αφορά την αναφορά σε «εμπορική στασιμότητα» προέρχεται επίσης από
τον M. Mazower: στο ίδιο, σ. 159 κ.ε., 194.
9
Στο ίδιο, σ. 189
10
Στο ίδιο, σ. 207. Η εγκατάλειψη του χρυσού κανόνα και η υποτίμηση του νομίσματος θα επέφερε
διόγκωση των εξωτερικών δανείων της χώρας. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο ο Βενιζέλος
επέμεινε για την παραμονή στο διεθνές σύστημα ισοτιμιών. Ωστόσο το κόστος αυτής της επιλογής
ήταν τεράστιο.
αποθέματα των εγχώριων τραπεζών και συνεπαγόμενα η χρηματοδοτική τους
ικανότητα εξαντλήθηκαν. Η απειλή του Βενιζέλου ότι αν δε λάβει δάνειο θα
αναγκαστεί να εγκαταλείψει το χρυσό κανόνα δε θορύβησε ιδιαίτερα τις Μεγάλες
Δυνάμεις, οι οποίες πιθανά έβλεπαν ως μονόδρομο αυτή την εξέλιξη. Το κλίμα αυτό
ήταν σαφές στις πρώτες εργασίες της διάσκεψης της Γενεύης, ενώ στις 25 Απριλίου
του 1932 παρουσιάστηκε στη Βουλή το σχέδιο για την υποτίμηση. Η χώρα δήλωσε
χρεοκοπία το Μάιο και οδηγήθηκε σε στάση πληρωμών. Ο Βενιζέλος με αφορμή την
απουσία συναίνεσης σε μια αυταρχική συνταγματική μεταρρύθμιση που επιθυμούσε,
επέλεξε να παραιτηθεί στις 21 Μαίου.11

Η «μάχη για τη δραχμή» δεν ήταν εξαρχής μια παράλογη πολιτική. Τα οφέλη του
χρυσού κανόνα ήταν σημαντικά για το ελληνικό νομισματικό σύστημα, ενώ η
προοπτική της αποσύνδεσης γεννούσε αβεβαιότητα. Οι αντιδράσεις των δανειστών
στη στάση πληρωμών και την κήρυξη χρεωκοπίας δεν ήταν με τη σειρά τους
δεδομένες. Οι παραδοχές αυτές όμως δεν αναιρούν το γεγονός ότι η μάχη για τη
δραχμή σήμανε την εμμονή του Βενιζέλου σε μια συντηρητική πολιτική. Εξάλλου η
συντηρητικοποίηση του ίδιου αλλά και του ευρύτερου βενιζελογενούς χώρου κατά
την τρίτη πρωθυπουργική θητεία αποτελεί ένα ευρέως αποδεκτό γεγονός. Σε ένα
τρίτο επίπεδο όμως πρέπει να διαπιστώσουμε ότι ακόμα και αν ο «δεύτερος
βενιζελισμός» ήταν λιγότερο ριζοσπαστικός από τον πρώτο, η λήξη το Μάιο του
1932 αποτέλεσε το τέλος μιας εποχής. Η ιδιαίτερη σύζευξη του «εκσυγχρονισμού» με
τον «εθνικισμό», η οποία είχε συνδεθεί με τη βενιζελική πολιτική ωθούνταν σε
κρίση.12 Άλλωστε κατά τον Σπύρο Μαρκέτο η «δύση του κοινοβουλευτισμού»
συμπίπτει με τη συγκυρία και έπεται της διακυβέρνησης των Φιλελευθέρων. 13

Γ. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΚΑΜΨΗ

11
Ενδ. για τις εξελίξεις: στο ίδιο, σ. 207 κ.ε.
12
Γ. Μαυρογορδάτος, «Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός» στο Γ. Μαυρογορδάτος και Χ.
Χατζηιωσήφ (επιμ.), Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,
Ηράκλειο, 1988, σ. ..
13
Σ. Μαρκέτος, ο.π., σ. 312 κ.ε.
Σε σχέση με το καθεστώς διακυβέρνησης, ο ελληνικός μεσοπόλεμος διαπερνιόταν
από δύο σημαντικά διλήμματα. Το πρώτο ήταν εκείνο ανάμεσα στη βασιλευόμενη
και αβασίλευτη δημοκρατία, το οποίο είχε τις ρίζες του στον εθνικό διχασμό. Το
δεύτερο και σημαντικότερο στα πλαίσια της μελέτης μας, ήταν εκείνο ανάμεσα στο
κοινοβούλιο και τη δικτατορία. Οι βραχύβιες δικτατορίες της δεκαετίας του 1920
αποτέλεσαν μικρά διαλείμματα από το κοινοβουλευτικό καθεστώς. Σύμφωνα με το
Χρήστο Χατζηιωσήφ ήταν ένα «τεχνικό μέσο πάλης». 14 Οι αντικοινοβουλευτικές
φωνές υπήρχαν αλλά λειτουργούσαν περιθωριακά και αδυνατούσαν να κερδίσουν τη
λαϊκή υποστήριξη, η οποία και ήταν απαραίτητη για τη συνολική αλλαγή της
πολιτικής κατάστασης. Το γεγονός αυτό αποδείχτηκε χαρακτηριστικά στην
περίπτωση της δικτατορίας του Παγκάλου, αλλά και στο αυταρχικό καθεστώς που
είχε εγκαθιδρυθεί αμέσως μετά τη μικρασιατική καταστροφή.

Οι εμπειρίες της πολιτικής εκτροπής κατόρθωσαν από την άλλη πλευρά να


διατηρήσουν ζωντανή την «αντικοινοβουλευτική παράδοση», η οποία με το πέρασμα
στην επόμενη δεκαετία (1930) έλαβε νέα χαρακτηριστικά. Πλέον η πορεία προς τη
δικτατορία δείχνει να ακολουθεί ένα συνεχές, εφόσον τα πολιτικά κόμματα και οι
ηγεμονικές τάξεις αδυνατούσαν να διαχειριστούν την κατάσταση. Εξάλλου το ίδιο το
κόμμα των Φιλελευθέρων δε δίσταζε να φλερτάρει με τις αυταρχικές λύσεις. Μια
τέτοια λύση επεδίωξε να επιβάλλει ο Βενιζέλος πριν την παραίτηση του. Αμέσως
μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1932 ο αρχηγός των Φιλελευθέρων δείχνει
διατεθειμένος να αποδεχτεί την οκτάμηνη διακοπή της λειτουργίας της Βουλής.
Εκτιμούσε ότι η διακυβέρνηση ενός συνασπισμού της παράταξης του με το Λαϊκό
κόμμα (το οποίο είχε πλειοψηφήσει στις εκλογές) θα μπορούσε να εγγυηθεί τη
σταθεροποίηση της κατάστασης δίχως την κοινοβουλευτική διαμεσολάβηση. 15 Η
απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών εμφανίστηκε και σε άλλες χώρες κατά το
μεσοπόλεμο. Στην περίπτωση της Γερμανίας η απαξίωση του Ράιχσταγ είχε
καθοριστική σημασία για την ανάδειξη του ναζισμού στην εξουσία.

Τα αυταρχικά καθεστώτα του μεσοπολέμου παρουσιάζονται συχνά ως αποτέλεσμα


(μεταξύ άλλων) της οικονομικής κρίσης και της δύσκολης συνθήκης που βίωσαν οι
ευρωπαϊκές εθνικές οικονομίες. Στην περίπτωση της Ελλάδας ωστόσο ο αυταρχισμός
εδραιώθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής ανάκαμψης. Μετά την πτώχευση του

14
Χ. Χατζηιωσήφ, ο.π., σ. 39.
15
Σ. Μαρκέτος, ό.π., σ. 290.
1932 και την έξοδο της χώρας από τον χρυσό κανόνα ακολούθησε ταχύρρυθμη
οικονομική μεγέθυνση. Βέβαια σε ένα πρώτο στάδιο η οικονομία έπρεπε να καλύψει
τις απώλειες των προηγούμενων ετών, όμως η στάση πληρωμών που είχε κηρύξει
επέτρεπε τη δημιουργία (οικονομικών) Ιδιαίτερα αναπτύχθηκε η εγχώρια γεωργική
παραγωγή, συμπαρασύροντας και τον βιομηχανικό τομέα.16

Στα πλαίσια αυτής όμως της οικονομικής μεγέθυνσης προωθήθηκε και η


αναδιανομή του πλούτου μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων. Μη μπορώντας να
αποτεθεί εκ νέου στο δανεισμό, το ελληνικό οικονομικό σύστημα είχε ανάγκη από
ένα νέο μηχανισμό αναπαραγωγής.17 Η νέα μορφή αναπαραγωγής δε θα μπορούσε
παρά να στηρίζεται στη διατήρηση (και επέκταση) της κερδοφορίας των Ελλήνων
κεφαλαιοκρατών, σε βάρος τόσο των εργαζομένων των πόλεων όσο και των
μικρομεσαίων στρωμάτων. Η πληθώρα εργατικών χεριών μετά τις προσφυγικές
εισροές ευνοούσε τη διατήρηση των ημερομισθίων σε χαμηλά επίπεδα, ενώ η
αποδοτικότητα που εγγυούνταν η ένταση της εργασίας απέτρεπε από την ανάγκη για
δαπάνες σε τεχνολογικό εξοπλισμό.18 Η ένταση της εκμετάλλευσης και η μείωση των
ημερομισθίων συνέπεσαν με την αύξηση του πληθωρισμού, δυσχεραίνοντας την
κατάσταση για τις ευάλωτες τάξεις των πόλεων.19

Η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων σε μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης,


οδήγησε σε κοινωνικές εντάσεις. Τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα είχαν ήδη
αναπτύξει μορφές συνδικαλιστικής οργάνωσης και είχαν επιδοθεί σε αγώνες
διεκδίκησης. Συνεπώς διέθεταν την εμπειρία της αντίδρασης στις προσπάθειες των
κυβερνήσεων και των εργοδοτών να εντείνουν την εκμετάλλευση τους. 20 Την ίδια
στιγμή δεν ήταν σαφές ότι οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις μπορούσαν να ενοποιηθούν
στο κομμάτι του στρατηγικού τους προσανατολισμού (σχεδιασμού). Η αναζωπύρωση
της αντιπαράθεσης βενιζελισμού και αντιβενιζελισμού είναι ενδεικτική αυτής της
συνθήκης, η οποία αυτή τη φορά αποσκοπούσε στην αποσύνθεση του βενιζελικού

16
M. Mazower, ο.π., σ. 239 κ.ε., Χ. Χατζηιωσήφ, ό.π., σ. 108
17
Στο ίδιο, σ. 106 κ.ε.
18
Η φθηνή εργατική δύναμη ευνοούσε συνεπώς την άμεση και ανέξοδη συσσώρευση κερδών.
Παράλληλα όμως φαινόταν να εμποδίζει τη στροφή της εγχώριας βιομηχανίας σε επενδύσεις
εντάσεως κεφαλαίου.
19
M. Mazower, ό.π., σ. 349 κ.ε.
20
Προφανώς η διαδικασία ανάπτυξης του συνδικαλιστικού κινήματος ήταν ανισομερής. Ορισμένοι
κλάδοι επιφορτίζονταν το μεγαλύτερο βάρος των κινητοποιήσεων ενώ σε άλλους επικρατούσε
σχετική νηνεμία.
στρατοπέδου.21 Η αντιπαράθεση μεταξύ των υπέρμαχων του «παρεμβατικού
κράτους» και των υποστηρικτών της ελεύθερης οικονομίας καταδεικνύει με τη σειρά
της την ανάπτυξη διαφορετικών σχεδιασμών για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος
των ανώτερων τάξεων. Οι αντιθέσεις και οι αδυναμίες αυτές, σε συνάρτηση με την
ένταση της κοινωνικής αντιπαράθεσης, καθιστούσαν τον «καισαρισμό» μια
ευπρόσδεκτη λύση.22

Γ. Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΜΕΤΑΞΙΚΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ

21
Ο Χρήστος Χατζηιωσήφ (Χ. Χατζηιωσήφ, ό.π., σ. 105) αναφέρει μια προσπάθεια του Βενιζέλου
κατά την τελευταία του θητεία να επαναθέσει το δίλημμα βενιζελισμού και αντιβενιζελισμού.
Ωστόσο κατά την περίοδο της ανάκαμψης το δίλημμα αυτό επανέρχεται επειδή πλέον το Λαϊκό
κόμμα δείχνει να έχει την πρωτοκαθεδρία στο πολιτικό σκηνικό και επιδιώκει τον εκμηδενισμό της
αντίπαλης παράταξης. Άλλωστε το βενιζελικό στρατόπεδο σταδιακά αποσυντίθεται (M. Mazower,
ό.π., σ. 366).
22
Η εκτίμηση αυτή απορρέει και από το συλλογισμό του Χρήστου Χατζηιωσήφ ( Χ. Χατζηιωσήφ, …,
σ. 114 κ.ε.). Η έννοια του καισαρισμού που χρησιμοποιήσουμε προέρχεται από τον Αντόνιο Γκράμσι.
Ο καισαρισμός στην ελληνική περίπτωση έρχεται μάλλον να προλάβει μια «κρίση
ηγεμονίας» παρά να την επιλύσει. Οι εργατικές κινητοποιήσεις είχαν ενταθεί ήδη με
την πρώτη εμφάνιση των επιπτώσεων της κρίσης και κλιμακώθηκαν κατά την
περίοδο της ανάκαμψης. Το γεγονός ότι οι κοινωνικές διαμαρτυρίες οφείλονταν στις
συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού είχε γίνει αντιληπτό από διάφορους ξένους
παρατηρητές. Ενώ όμως το πρόβλημα της Ελλάδας έδειχνε να είναι κατεξοχήν
οικονομικό, τα κόμματα που ασκούσαν τη διακυβέρνηση επέμεναν να το
παρουσιάζουν σαν πολιτικό.23 Κάθε ενέργεια διαμαρτυρίας εκ μέρους των λαϊκών
στρωμάτων παρουσιάζονταν ως υποκινούμενη από τους κομμουνιστές και με αυτό
τον τρόπο το Κομμουνιστικό Κόμμα αναγορεύθηκε σε κατεξοχήν υπεύθυνο για τα
προβλήματα της χώρας.

Παρά την οργανωτική ανάπτυξη του ΚΚΕ και τη διεύρυνση της απήχησης του στην
πορεία του μεσοπολέμου, ο κίνδυνος του κομμουνισμού που επικαλούνταν διαρκώς
τα κόμματα εξουσίας αποτελούσε ουσιαστικά μια «φαντασιακή κατασκευή». Ήταν
όμως μια χρήσιμη κατασκευή εφόσον συνέβαλλε στη συσπείρωση των δυνάμεων
εκείνων που αντιλαμβάνονται τον «μπολσεβικισμό» σαν κοινωνικό κίνδυνο. 24
Παράλληλα η προβολή ενός τέτοιου κινδύνου επιχειρούσε να αποστρέψει τη
συζήτηση από το ζήτημα της κοινωνικής πολιτικής και να αποκρύψει τα πραγματικά
αίτια του κοινωνικού αναβρασμού. Εφόσον όμως η ανάπτυξη των κοινωνικών
ανταγωνισμών συνεχιζόταν, το Κομμουνιστικό Κόμμα κατόρθωνε να ενισχύσει τη
σημασία και την απήχηση του.25 Το 1935 το εκλογικό του ποσοστό πλησίασε το 10%
,γεγονός που ανάγκασε τα «αντικομμουνιστικά» κόμματα να επιδιώξουν
συνεννοήσεις μαζί του για το σχηματισμό κυβέρνησης ένα χρόνο αργότερα.26

Ως το 1936 οι απεργίες είχαν εξελιχθεί σε «επιδημία». 27 Σε αυτό το καθεστώς η


κοινωνική δυναμική του ΚΚΕ έδειχνε να ξεπερνά το εύρος της εκλογικής του
απήχησης. Το κράτος αντιδρούσε στις απεργιακές διαμαρτυρίες με καταστολή. Ήδη
από το 1933 είχε καταπνίξει την απεργία των καπνεργατών, ενώ στην απεργία των
λιμενικών του Ηρακλείου το 1935 υπήρξαν αρκετοί νεκροί. Η απεργία των
καπνεργατών το Μάιο του 1936 αποτέλεσε το αποκορύφωμα της δυναμικής του

23
M. Mazower, ό.π., σ 371
24
Σ. Μαρκέτος, ό.π., σ. 281
25
Χ. Χατζηιωσήφ, ό.π., σ. 113
26
Θέλησαν να επιτύχουν την υποστήριξη του ΚΚΕ για το σχηματισμό κυβέρνησης μετά τις εκλογές.
27
M. Mazower, ό.π, σ. 349
μεσοπολεμικού εργατικού κινήματος στην Ελλάδα. Μετά την αιματηρή καταστολή
των διαδηλώσεων οι απεργοί εργαζόμενοι αντέδρασαν δυναμικά θέτοντας ουσιαστικά
τη Θεσσαλονίκη εκτός του κρατικού ελέγχου. 28, η οποία οδήγησε ουσιαστικά την
αποτίναξη του ελέγχου του κρατικού μηχανισμού από την πόλη αποτελεί ένδειξη της
δυναμικής του εργατικού κινήματος.29 Αυτή η «επίδειξη ισχύος» θα λειτουργήσει ως
άλλοθι για την καθεστωτική εκτροπή. Οι βάσεις για την εξέλιξη της είχαν τεθεί
νωρίτερα στην πραγματικότητα.

Ο πολιτικός κόσμος της χώρας, ο οποίος από το 1932 έδειχνε να θεωρεί περιττή τη
δημοκρατία, πλέον εκδήλωνε την πεποίθηση του αυτή με μεγαλύτερη σαφήνεια. Οι
συζητήσεις για την έξοδο από τον κοινοβουλευτισμό εντείνονταν τόσο στους
κόλπους του Λαϊκού Κόμματος όσο και στο κόμμα των Φιλελευθέρων. Το
περιθωριακό αντικοινοβουλευτικό ρεύμα της προηγούμενης δεκαετίας ενισχύθηκε,
αποκτώντας θεωρητικές και πρακτικές εμπειρίες από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα
της Ιταλίας και της Γερμανίας. Κλήθηκε όμως να λειτουργήσει στη βάση των
ιδιαίτερων εγχώριων αναγκών και να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες που του παρείχε
μια ειδική συγκυρία. Οι εξελίξεις που επέφεραν το τέλος της «παραπαίουσας
δημοκρατίας» του ελληνικού μεσοπολέμου αναπτύχθηκαν ραγδαία.30

Λίγο πριν την εκδήλωση της μεταξικής δικτατορίας οι συζητήσεις για τον
εκδημοκρατισμό της πολιτικής και κοινωνικής ζωής απουσίαζαν παντελώς. Αντίθετα
γινόταν πιο έκδηλη η ανάγκη για τον «αναγκαίο δικτάτορα της παραγωγής», την
επιβολή στρατιωτικού νόμου, την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος και
των απεργιών.31 Το πολιτικό προσωπικό της χώρας και ένα μεγάλο μέρος της
διανόησης πρότασσαν την ανάγκη τεχνοκρατικών λύσεων, οι οποίες ήταν
ασυμβίβαστες με οποιαδήποτε δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης. Το κίνημα του
Βενιζέλου υπέρ της αβασίλευτης Δημοκρατίας το 1935, αποτέλεσε ενδεχομένως το

28
Χ. Χατζηιωσήφ, ό.π., σ. 113
29

30
Ο προσδιορισμός «παραπαίουσα δημοκρατία» χρησιμοποιείται από τον Τάσο Βουρνά και
αναφέρεται κυρίως στα πρώτα χρόνια της μεσοπολεμικής δημοκρατίας. Βέβαια η δημοκρατία στην
Ελλάδα φαίνεται να βάδιζε «παραπαίουσα και σταθής» καθ΄ όλη την περίοδο του μεσοπολέμου. Τ.
Βουρνάς, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας: από την έλευση του Βενιζέλου στην Ελλάδα (1909) ως την
έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου (28 Οκτωβρίου 1940), Αφοί Τολίδη, Αθήνα, 1977 σ. 299, 329.

31
Η αναφορά στον αναγκαίο «δικτάτορα της παραγωγής» που παραθέτει ο M. Mazower (M.
Mazower, ό.π., σ. 208) λαμβάνει χώρα το 1932. Είναι όμως ενδεικτική των προτεραιοτήτων που
θέτουν οι εγχώριες ελίτ και την ακόλουθη περίοδο.
κύκνειο άσμα του κοινοβουλευτισμού. Ο στόχος ήταν μάλλον
αποπροσανατολιστικός, εφόσον η Δημοκρατία εκείνη την εποχή δεν κινδύνευε από
το βασιλιά αλλά από απόψεις που ενίοτε εξέφραζε και ο ίδιος ο Βενιζέλος. Η
αποτυχία του κινήματος επέτρεψε πάντως στις πιο αυταρχικές φωνές να καθορίζουν
τις εξελίξεις.

Οι τελευταίοι μήνες του κοινοβουλευτισμού προμήνυαν με σαφήνεια την έλευση


μιας δικτατορίας. Το κόμμα των φιλελευθέρων κατηγορούνταν για την επιδίωξη
συνεργασίας με τους κομμουνιστές και τον προσεταιρισμό μέρους των απόψεων
τους. Η κατηγορία για «βενιζελοκομμουνισμό» εντάθηκε μετά το κίνημα του 1935.
Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ο Κονδύλης ανέτρεψε την κυβέρνηση Τσαλδάρη
πραξικοπηματικά. Ακολούθησε το «νόθο δημοψήφισμα» για την επάνοδο της
βασιλείας. Όπως παρατηρεί ο Mark Mazower το δημοψήφισμα αυτό υπήρξε
ενδεικτικό της απάθειας των μαζών απέναντι στις πολιτικές εξελίξεις.32 Η
απαγόρευση των πολιτικών συγκεντρώσεων των Φιλελευθέρων αποτέλεσε τη μέγιστη
επίδειξη ισχύος της «δεξιάς πτέρυγας» και το σαφέστερο δείγμα εκτροπής από τις
δημοκρατικές αξιώσεις.

Η τελευταία παρέκβαση από τον κοινοβουλευτισμό αφορά την ανάθεση της


πρωθυπουργίας στον Ιωάννη Μεταξά, έναν «κομματάρχη» ο οποίος είχε καταγράψει
ισχνά εκλογικά ποσοστά στις εκλογές. Εκείνος, επικαλούμενος τον κομμουνιστικό
κίνδυνο, προχώρησε στην κατάργηση του κοινοβουλίου και την εγκαθίδρυση
δικτατορίας. Το κράτος έκτακτης ανάγκης που παρέλαβε από τις τελευταίες
«δημοκρατικές κυβερνήσεις» αποτέλεσε μια χρήσιμη παρακαταθήκη για την
εδραίωση της εξουσίας του. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου (1936) αποτέλεσε
συνεπώς το επιστέγασμα μιας διαδικασίας που ήδη δρομολογούνταν. Εξάλλου η
αντιπρόταση των κοινοβουλευτικών κομμάτων στην δικτατορική προοπτική ήταν ένα
εξίσου αυταρχικό, μολονότι πολυκομματικό, καθεστώς.33

32
M. Mazower, ο.π., σ. 367 κ.ε. Εφόσον τα αγωνιστικά τμήματα του πληθυσμού (τα οποία σίγουρα δεν
ήταν πλειοψηφικά) επέμεναν στην καθημερινή διεκδίκηση ή το σοσιαλιστικό όραμα, ήταν σαφές ότι ο
κοινοβουλευτισμός είχε χάσει οποιοδήποτε στήριγμα.
33
Χ. Χατζηιωσήφ, ο.π., σ. 115. Η έκβαση του ελληνικού μεσοπολέμου δείχνει να δικαιώνει την
εκτίμηση του Σεραφείμ Μάξιμου. Στο έργο του Κοινοβούλιο ή Δικτατορία (Σ. Μάξιμος, Κοινοβούλιο ή
Δικτατορία, Στοχαστής, Αθήνα, 1975 - από τον τίτλο του οποίου αντλεί τον τίτλο του δικού του
δοκιμίου ο Χ. Χατζηιωσήφ) παρατηρούσε ότι η αστική δημοκρατία και η δικτατορία καλούνταν να
υπερασπιστούν με διαφορετικά μέσα τα ίδια κοινωνικά συμφέροντα. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε αρκετά
πριν την εγκαθίδρυση της μεταξικής δικτατορίας, αλλά ο πυρήνας του συλλογισμού του (μολονότι
σχετικά απλουστευτικός) αξιοποιείται και από τη σύγχρονη ιστοριογραφία του ελληνικού
μεσοπολέμου.
Ε. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η αδυναμία της ελληνικής δημοκρατίας να διατηρηθεί και να ευημερήσει σε μια


συνθήκη οικονομικής ανάκαμψης δείχνει να αποτελεί ένα σημαντικό παράδοξο του
ελληνικού μεσοπολέμου. O Mazower εκτιμά ότι η αδυναμία αυτή εδράζει στο κράτος
και τη διακυβέρνηση: η ανάκαμψη δεν ήταν αποτέλεσμα κυβερνητικών επιλογών
αλλά των ίδιων των καλλιεργητών, δυσκολίες στην εγκατάλειψη της ελεύθερης
αγοράς υπέρ της σχεδιασμένης οικονομίας, αδυναμία των φιλελευθέρων να
προχωρήσουν στον εκσυγχρονισμό του κράτους. Η κρατική παρεμβατικότητα
αποτελεί κατά τον αμερικανό ιστορικό μια σημαντική παράμετρο της αποτυχίας.
Εφόσον η Δημοκρατία δε μπορούσε να εισάγει τον κρατικό παρεμβατισμό,
χρειαζόταν μια αυταρχική μορφή διακυβέρνησης για να τον επιβάλλει.

Οι κοινωνικές και οι πολιτικές αντιθέσεις δεν εκλείπουν από την εξέταση του Mark
Mazower, είναι ωστόσο εντονότερες στην ανάλυση που επιχειρεί ο Χρήστος
Χατζηιωσήφ. Σε αυτή την περίπτωση αναδεικνύεται η ανάγκη προώθησης ενός νέου
μοντέλου αναπαραγωγής και συσσώρευσης, το οποίο όμως ωθεί στην ανάδειξη των
ταξικών σχέσεων. Παράλληλα η μεταστροφή σε αυτό το νέο καθεστώς δημιουργεί
αντιπαραθέσεις τόσο μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, όσο και στο ίδιο το εσωτερικό
των κομμάτων αυτών. Η βενιζελογενής αντιπολίτευση στο Βενιζέλο αποτελεί ένα
ενδεικτικό παράδειγμα. Τελικά αυτές οι αντιπαραθέσεις συνδέονται και με
διαφορετικές επιλογές των κοινωνικών ελίτ, οι οποίες χρειάζεται όμως να
συσπειρωθούν για να διατηρήσουν την εξουσία τους.

Ο Σπύρος Μαρκέτος από την πλευρά του επιχειρεί να τονίσει τη σημασία της
ιδεολογίας, αναδεικνύοντας την ύπαρξη μιας τάσης εκφασισμού στην ελληνική
κοινωνία καθ όλη την περίοδο του μεσοπολέμου. Η τάση αυτή ενίοτε αναδεικνύεται
σε ρυθμιστή των εξελίξεων και κατά κάποιο τρόπο οδηγεί έμμεσα προς το καθεστώς
της 4ης Αυγούστου. Η εκτίμηση μου είναι ότι εν μέρει υπερεκτιμά αυτή την τάση
ονοματίζοντας τη «φασιστική», χωρίς αυτό να αναιρεί το γεγονός ότι έχει αυταρχικά
και αντικοινοβουλευτικά χαρακτηριστικά. Η ικανότητα αναπαραγωγής της κατά την
πρώτη δεκαετία του μεσοπολέμου και η ενδυνάμωση της μετά το 1932 επιφέρουν
τελικά την περιθωριοποίηση του κοινοβουλευτισμού.

Μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι η μεταξική δικτατορία δεν αποτέλεσε απότοκο μιας


ισοπεδωτικής οικονομικής κρίσης, όπως εκείνη που έπληττε την Γερμανία όταν
ανήλθαν οι ναζί στην εξουσία. Συνεπώς δε μπορεί να ειδωθεί ως άμεσο απότοκο της
οικονομικής κατάστασης, αλλά σαν αποτέλεσμα της διαχείρισης της εγχώριας
οικονομίας. Όπως εύστοχα παρατηρούσε ο Πάλλης «η Ελλάδα δε θα έπρεπε να
ανησυχεί για τις οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης αλλά για τον αντίκτυπο της στην
κοινωνική γαλήνη».34

34
M. Mazower, ο.π., σ. 365
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βουρνάς, Τ., Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας: από την έλευση του Βενιζέλου στην Ελλάδα
(1909) ως την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου (28 Οκτωβρίου 1940), Αφοί Τολίδη,
Αθήνα, 1977

Μάξιμος, Σ. Κοινοβούλιο ή Δικτατορία, Στοχαστής, Αθήνα, 1975

Μαυρογορδάτος, Γ. και Χατζηιωσήφ, Χ. (επιμ.), Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός,


Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1988

Μηλιός, Γ., Ο Ελληνικός Κοινωνικός Σχηματισμός: Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική
ανάπτυξη, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 2000

Χατζηιωσήφ Χ. (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20 ου αιώνα, μέρος Β’ (Ο Μεσοπόλεμος


1922-1940), Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2003

Hobsbawm, Ε., Η εποχή των άκρων: Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας (1914-1991), Θεμέλιο,
Αθήνα, 2010

Mazower, Μ., Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2009

You might also like