Η σημασία της κινητοποίησης των ασθενών κατα την διάρκεια της θεραπείας

You might also like

Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 8

Η σημασία της κινητοποίησης των ασθενών κατά τη διάρκεια της

θεραπείας για την χρήση ναρκωτικών.

Η προσπάθεια ενός χρήστη ουσιών να θεραπευθεί και να απεξαρτηθεί από


την κατανάλωση τους είναι μια σύνθετη διαδικασία καθώς δεν αφορά μόνο το
πρακτικό κομμάτι – την αντιμετώπιση δηλαδή του εθισμού στο επίπεδο του σώματος
– αλλά και στη διαμόρφωση νέων στάσεων του υποκειμένου ως προς την ζωή του.
Απαιτείται η συνειδητοποίηση από μέρους του χρήστη των αιτιών που τον οδήγησαν
στην χρήση και την εξάρτηση από ουσίες καθώς και ο μετασχηματισμός του σε ένα
άτομο ικανό να διαχειριστεί τις δυσκολίες της πραγματικότητας (18Ανω). Καθώς
μάλιστα τα ερευνητικά δεδομένα καταδεικνύουν πως σε μεγάλο βαθμό τα άτομα που
εντάσσονται σε κάποιο πρόγραμμα θεραπείας έχουν σαφώς καλύτερα αποτελέσματα
ως προς την σχέση τους με εξαρτησιογόνες ουσίες σε σχέση με όσους δεν έχουν
λάβει κάποια θεραπεία ή έλαβαν ελάχιστη (Prendergast et al :2002), η ένταξη και η
επιτυχής ολοκλήρωση της θεραπείας αποτελούν ζήτημα που μελετάται εκτεταμένα
στη βιβλιογραφία. Σε αυτή το κεφάλαιο της εργασίας, θα γίνει προσπάθεια να
αναφερθούν τα βασικότερα στοιχεία που εντοπίστηκαν στη βιβλιογραφία σχετικά με
τους παράγοντες που επηρεάζουν την παραμονή του θεραπευόμενου στην θεραπεία.

Με την πρόωρη εγκατάλειψη των προγραμμάτων να είναι το μείζον ζήτημα


στην αποτελεσματικότητα της θεραπείας (Ball et al :2006), γεγονός που συχνά οδηγεί
στην υποτροπή του χρήστη και την επαναφορά στην συστηματική χρήση
(Caputo:2018), η κατανόηση των κρίσιμων παραγόντων επιτυχίας της θεραπείας
αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Η θεραπεία ενός χρήστη ναρκωτικών ουσιών θα
πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα διακριτά χαρακτηριστικά της ψυχολογίας ενός χρήστη
τα οποία τον επηρεάζουν και τον οδηγούν στην χρήση και να έχει ως σκοπό την
ενσωμάτωση από αυτόν μιας σειρά από στάσεις που θα οδηγήσουν στην από μέρους
του αλλαγή, με τελικό αποτέλεσμα την προετοιμασία του για την κοινωνική
επανενσωμάτωση (De Leon :2000).

Για την θεραπεία των εξαρτημένων ατόμων, έχουν διατυπωθεί πολλές


προσεγγίσεις οι οποίες παρουσίασαν ποικίλες επιδόσεις ως προς τα αποτελέσματα
τους. Το πρωταρχικό μοντέλο της αντιμετώπισης της εξάρτησης ως μιας ηθικής
ατέλειας του ατόμου που ως εκ τούτου οδηγεί στην ανάγκη σύνδεσης της θεραπείας
του με την ηθική του ανάταση μέσω της θέλησης του ίδιου ή της έξωθεν ποινής (IOM
:1990) η έρευνα οδηγήθηκε εν τέλει στη δημιουργία πιο σύνθετων σχημάτων όπως
αυτό της κοινωνικοπολιτισμικής προσέγγισης της εξάρτησης. Αυτό με τη σειρά του
επεκτείνει τις ιδέες του ψυχολογικού μοντέλου ερμηνεύοντας την εξάρτηση ως
αποτέλεσμα παραγόντων, όπως η κοινωνικοπολιτική θέση του υποκειμένου εντός του
κοινωνικού και πολιτισμικού του πλαισίου και οι εμπειρίες του, οι οποίοι επιδρούν
πάνω στο υποκείμενο και το οδηγούν στην υιοθέτηση συγκεκριμένων συμπεριφορών
οι οποίες ενσωματώνονται στην ψυχολογία του και των οποίων υπεραμύνεται όταν
κληθεί να τις αλλάξει, μέσω των μηχανισμών άμυνας (SAMHSA:1999).

Η λίστα αυτή των μεθόδων θεραπείας δεν είναι εξαντλητική, καθώς και άλλες
προσεγγίσεις όπως της ιατρικής ή της πνευματικής έχουν εφαρμοστεί. Από τη
σύνθεση αυτών των μεθόδων, η βιβλιογραφία καταλήγει στο συμπέρασμα πως στο
σύνολο των χρόνιων παθήσεων η σύνθεση προσεγγίσεων που εκφράζουν
βιοψυχολογικά και πνευματικά στοιχεία είναι η βέλτιστη επιλογή για την επίτευξη
θετικών αποτελεσμάτων στη θεραπεία (Williams και Williams : 1994 ;
SAMHSA :1999). Καθώς η θεραπεία απεξάρτησης σχετίζεται με την μεταστροφή
των στάσεων του υποκειμένου και πραγματώνεται και ως ψυχοθεραπεία, δεν
λειτουργεί απλά στα πλαίσια μιας τυπικής επικοινωνίας ανάμεσα σε έναν θεραπευτή
και έναν θεραπευόμενο αλλά απαιτείται η ενεργή συμμετοχή του ασθενούς για την
όσο το δυνατόν επιτυχέστερη έκβαση της. Η κινητοποίηση του υποκειμένου για την
ενεργή συμμετοχή στην θεραπεία μπορεί να λειτουργήσει ως ζωτικής σημασίας
παράγοντας για αυτήν (Krause:1966).

Η κινητοποίηση των χρηστών κατά τη διάρκεια της θεραπείας απεξάρτησης,


θεωρείται ως κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχία της, καθώς επηρεάζει άμεσα τόσο
σε πρώτη φάση το κατά πόσο ο χρήστης θα επιλέξει την συμμετοχή σε κάποιο
πρόγραμμα – όπως αναλύθηκε στο προηγούμενο μέρος – όσο και το αν θα καταφέρει
να εξαλείψει ή έστω να μειώσει την κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών παραμένοντας
σε αυτό και ολοκληρώνοντας το (Miller et al :1995a ; De Leon et al : 2000 ; Hiller et
al : 2002). Η κινητοποίηση του ασθενούς είτε ατομικά είτε στα πλαίσια μιας
θεραπευτικής ομάδας κρίνεται ως εξαιρετικά σημαντική για την κάμψη των
αντιστάσεων που το ίδιο το άτομο προβάλλει στην διαδικασία αλλαγής στάσεων που
απαιτείται καθώς επηρεάζει άμεσα την πρόθεση του υποκειμένου να συμμετάσχει
επιτυχώς στην διαδικασία (Δημητρακοπούλου : 2010).

Η κινητοποίηση του υποκείμενου είναι μια σύνθετη και πολυδιάστατη


διαδικασία η οποία παρουσιάζει διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια του χρόνου ως
αποτέλεσμα εξωτερικών ερεθισμάτων, ανταποκρινόμενη για παράδειγμα θετικά όταν
επιτυγχάνονται στόχοι και αρνητικά όταν υπάρχει αμφιβολία για την επίτευξη τους ή
για παράδειγμα αντιπαράθεση ανάμεσα στον θεραπευόμενο και τον θεραπευτή
(Miller et al : 1995a ; SAMHSA:1999). Η σύνδεση της κινητοποίησης του
θεραπευομένου με τους στόχους που ο ίδιος έχει θέσει είναι σημαντική για την
εσωτερίκευση από μέρους του της θεραπείας ως δικής του προσπάθειας καθώς οι
αλλαγές που επιτυγχάνονται ακολουθώντας εσωτερικά κίνητρα, φαίνεται να
παρουσιάζουν μεγαλύτερη αντοχή στον χρόνο από αυτές οι οποίες βασίζονται σε
εξωτερικά κίνητρα όπως ο καταναγκασμός (Ryan et al : 1995). Αν και η
κινητοποίηση στα πλαίσια της θεραπείας αφορά άμεσα το υποκείμενο που
συμμετάσχει σε αυτήν, αυτή μπορεί να επηρεαστεί από το περιβάλλον του (Miller et
al: 1995b) με μεγάλη σημασία να έχει η προσέγγιση από μέρους του θεραπευτή
(SAMHSA: 1999 ; Miller et al : 1995a) και της μεθόδου που προτιμάται στα πλαίσια
της θεραπείας.
Η σημασία της κινητοποίησης τεκμαίρεται και από την έμφαση που έχει δοθεί
στην βιβλιογραφία για τον ορισμό της αλλά και τις παραμέτρους που την επηρεάζουν.
Σύμφωνα με τους Longshore και Terya (:2006), η κινητοποίηση του ασθενούς κατά
τη διάρκεια της θεραπείας απεξάρτησης, τυπικά μπορεί να μετρηθεί ως ο βαθμός
κατά τον οποίο ο ασθενής παρουσιάζει αντίσταση στην ίδια την θεραπεία. Η
αντίσταση αυτή εντοπίζεται σε δύο τομείς, πρώτον την προθυμία του ασθενούς να
συμμετάσχει στην θεραπεία και δεύτερον την αντίσταση του σε αυτή όσο βρίσκεται
σε εξέλιξη. Τα αποτελέσματα της έρευνας τους κατέδειξαν πως η προθυμία του
χρήστη να ενταχθεί στο πρόγραμμα είχε σημαντική επίπτωση στο κατά πόσο θα
παραμείνει σε αυτό όπως ήταν αναμενόμενο. Ταυτόχρονα όμως, η έρευνα έφερε στην
επιφάνεια την επίπτωση που είχε η επιβολή στον χρήστη της ένταξης στο πρόγραμμα,
συνήθως στα πλαίσια κάποιας ποινής, καταδεικνύοντας την αρνητική επίπτωση της
επιβολής συμμετοχής στην ενίσχυση της αντίστασης του χρήστη στη θεραπεία.
Ακόμη, τα ευρήματα τους υποστηρίζουν πως οι θεραπευόμενοι θα κάνουν όσα
απαιτούνται τυπικά από αυτούς για να αποφύγουν αρνητικές συνέπειες για τους
ίδιους – όπως για παράδειγμα απώλεια εργασίας ή αναστολής έκτισης ποινής.
Ταυτόχρονα οι Joe et al (1999) έχουν εντοπίσει πως υπάρχει θετική σχέση ανάμεσα
στην νομική επιβολή της ένταξης σε κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα αλλά
ταυτόχρονα αρνητική σχέση της ίδιας αιτίας με την ουσιαστική ενασχόληση του
θεραπευόμενου με την θεραπεία και άρα με την ουσιαστική αλλαγή στάσεων από
μέρους του. Η έρευνα των τους Longshore και Terya καταλήγει πως μετά το πέρας
της θεραπείας, η χρήση ναρκωτικών ουσιών συνεχίστηκε σε μεγαλύτερο βαθμό στους
χρήστες οι οποίοι παρουσίαζαν μεγαλύτερη αντίσταση στη θεραπεία και σε
μικρότερο βαθμό σε αυτούς που είχαν χαμηλή προθυμία, ενισχύοντας με αυτόν τον
τρόπο την σημασία της προσπάθειας μείωσης της αντίστασης του θεραπευόμενου.
Αντίστοιχες διακυμάνσεις ως προς την κινητοποίηση των θεραπευομένων στα
προγράμματα απεξάρτησης εντοπίζουν και οι Melnick et al (1997) αυτή τη φορά ως
αποτέλεσμα της ηλικίας του υποκειμένου όταν ξεκινά την θεραπεία απεξάρτησης.
Στην δική τους έρευνα τα αποτελέσματα κατέδειξαν ευθεία σχέση της ηλικίας με την
κινητοποίηση, με τα νεαρότερα άτομα να εμφανίζουν συνήθως χειρότερα
αποτελέσματα.

Η περισσότερο διαδεδομένη μέθοδος θεραπείας απεξάρτησης είναι η


κοινοτική προσέγγιση, γνωστή και ως Θεραπευτική Κοινότητα. Στα πλαίσια της
Κοινότητας, ένα σύνολο ομάδων με διαφορές ως προς τους σκοπούς που έχουν θέσει,
το μέγεθος και την θεραπευτική μέθοδο, αποτελούν την Κοινότητα απεξάρτησης.
Στις Θεραπευτικές Κοινότητες, οι βασικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται έχουν να
κάνουν με την ψυχοθεραπευτική παρέμβαση, την ατομική και οικογενειακή θεραπεία
και την προσωπική ανάπτυξη μέσα από μια σειρά δραστηριοτήτων που αποβλέπουν
στην ενεργοποίηση του υποκειμένου και την ένταξη του σε μια κοινωνική ομάδα
(Δημητρακοπούλου : 2010). Η μέθοδος της Κοινότητας έχει εφαρμοστεί σε μεγάλο
βαθμό στο εξωτερικό ενώ στην Ελλάδα χρησιμοποιείται από έναν αριθμό δράσεων
όπως η Ιθάκη, η Στροφή, ο Νόστος, η Αριάδνη και άλλες. Ο George De Leon (1984)
καταλήγει πως οι θεραπευτικές κοινότητες έχουν πολύ καλά αποτελέσματα σχετικά
με την επιτυχία των προγραμμάτων που εφαρμόζουν και την κοινωνική
αποκατάσταση των θεραπευομένων.

Για την ενίσχυση της κινητοποίησης των θεραπευομένων υπάρχουν διάφορες


μέθοδοι οι οποίες εμφανίζουν ομοιότητες. Μια από αυτές είναι η Θεραπεία Ενίσχυση
Κινήτρων. Η μέθοδος αυτή έγκειται στην δημιουργία μιας σχέσης αλληλεπίδρασης
όπου ο θεραπευτής μετατρέπεται σε συνεργάτη του θεραπευόμενου στα πλαίσια μιας
σειράς συζητήσεων σχετικά με την χρήση ουσιών. Σκοπός της μεθόδου είναι να
ενισχύσει στον θεραπευόμενο την στάση πως η αλλαγή είναι κάτι που ο ίδιος
επιθυμεί, κάτι που είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί αν το προσπαθήσει και εν τέλει
κάτι που θα αποβεί επωφελές για τον ίδιο (ΑΣΚ :2010).

Παρόμοια με την προηγούμενη μέθοδο, είναι και η Κινητοποιητική


Συνέντευξη. Στα πλαίσια μιας σειράς συνεντεύξεων ο θεραπευτής καλείται να
ενισχύσει την αίσθηση συμμετοχικότητας του θεραπευόμενου στη διαδικασία ως
ισότιμου μέλους ανατρέποντας την τυπική σχέση ιατρού – ασθενή. Ο θεραπευόμενος
δεν παρακολουθεί απλά την θεραπεία αλλά την συνδιαμορφώνει. Ακολούθως, ο
θεραπευτής χτίζει στον θεραπευόμενο την αντίληψη της αποδοχής του. Τέλος, ο
θεραπευτής προσπαθεί να ενισχύσει την υπάρχουσα στον ασθενή διάθεση για
αλλαγή. Και τα τρία αυτά στάδια προϋποθέτουν την συμπόνια του θεραπευτή προς
τον ασθενή και το πρόβλημα που αυτός βιώνει ( Κυζαρίδης και Διακογιάννης :2019).
Η χρήση της Κινητοποιητικής Συνέντευξης για την επίτευξη της ενίσχυσης της
κινητοποίησης του ασθενούς, προσπαθεί μέσα από την σχέση ισότητας που
αναπτύσσεται ανάμεσα σε θεραπευτή και θεραπευόμενο να οδηγήσει τον δεύτερο
διαλεκτικά στην αντίληψη από μέρους του των αντιφάσεων ανάμεσα στους στόχους
του και την πραγματικότητα του και να τον ενισχύσει στο να οδηγηθεί στην αλλαγή
(Miller and Rollnick : 1991).

Στα πλαίσια των παραπάνω μεθόδων θεραπευτικής παρέμβασης, εντάσσεται η


προσέγγιση FRAMES. Σε αυτήν, αρχικά παρουσιάζεται στον θεραπευόμενο
ανατροφοδότηση (Feedback) σχετικά με το προφίλ συνεπειών που επιφέρουν οι
ουσίες που χρησιμοποιεί. Ακολουθεί η ανάληψη ευθύνης (Responsibility) για την
επίτευξη αλλαγή αποκλειστικά στον ίδιο και συμβουλές (Advice) σχετικά με το πώς
θα μπορούσε να περιορίσει ή και να διακόψει την χρήση. Στην συνέχεια, του
παρουσιάζονται επιλογές (Menus) σχετικά με το πώς θα μπορούσε ο ίδιος να πετύχει
τις αλλαγές που έχει που έχει επιλέξει. Η όλη προσέγγιση χαρακτηρίζεται από
ενσυναίσθηση και κατανόηση (Empathy) ενώ εν τέλει προσπαθεί να παράξει στον
θεραπευόμενο την αίσθηση της ενδυνάμωσης (Self-efficacy) με σκοπό να
πραγματώσει τις αλλαγές που ο ίδιος έθεσε (SAMHSA :1999)

Συμπερασματικά, από την ανάγνωση της βιβλιογραφίας προκύπτει πως η


κινητοποίηση του θεραπευόμενου κατά τη διάρκεια της θεραπείας αποτελεί κρίσιμο
κριτήριο για την επιτυχή ολοκλήρωση αυτής. Η έρευνα έχει προσπαθήσει να
δημιουργήσει ένα πλέγμα μεθόδων και τεχνικών με στόχο την κινητοποίηση του
υποκειμένου για την επίτευξη της αλλαγής. Ανεξάρτητα με τις θεωρητικές αφετηρίες
της κάθε προσέγγισης – αν για παράδειγμα η εξάρτηση είναι αποτέλεσμα της ηθικής
αδυναμίας του χρήστη ή αν είναι αποτέλεσμα περισσότερο του περιβάλλοντος του –
οι μέθοδοι θεραπευτικής παρέμβασης προσπαθούν εν τέλει να πείσουν το ίδιο το
υποκείμενο για την ανάγκη αλλαγής της κατάστασης στην οποία βρίσκεται. Βασικός
φορέας αυτής της αλλαγής όμως δεν μπορεί να είναι κάποιος άλλος από αυτόν, με την
αρωγή του θεραπευτή. Για αυτό το λόγο, η κινητοποίηση του θεραπευόμενου κατά τη
διάρκεια της θεραπείας και το πώς αυτή μπορεί να ενισχυθεί αποκτά μεγάλο
ενδιαφέρον και ερευνάται σε διάφορες περιπτώσεις μελέτης όπως σε θεραπευτικές
κοινότητες φυλακισμένων (Hiller et al :2002) ή ανάμεσα σε εφήβους και ενηλίκους
(Melnick et al 1997).

Τα θετικά αποτελέσματα της κινητοποίησης στα πλαίσια της θεραπείας


απεξάρτησης πηγάζουν από το γεγονός ότι ο θεραπευόμενος θέτει ο ίδιος τους
στόχους που επιθυμεί να κατακτήσει και είναι ταυτόχρονα και ο ίδιος υπεύθυνος για
την επίτευξη τους. Ως εκ τούτου, καθώς αρχίζει να επιτυγχάνει τα ζητούμενα που ο
ίδιος έθεσε, υπεισέρχεται σε μια διαδικασία θετικής ανατροφοδότησης η οποία του
επιτρέπει να ωφεληθεί πολλαπλώς, καθώς η ικανοποίηση που λαμβάνει από την
επίτευξη στόχων λειτουργεί ανταγωνιστικά προς την ικανοποίηση που προσφέρει η
ουσία. Εν κατακλείδι, οι τεχνικές ενίσχυσης της κινητοποίησης των θεραπευομένων
κατά τη διάρκεια της θεραπείας τους, καταδεικνύονται ως ζωτικής σημασίας για την
επίτευξη των βέλτιστων δυνατών αποτελεσμάτων σε ένα σύνολο περιπτώσεων όπου
δύνανται να εφαρμοστούν.
Βιβλιογραφία

18άνω, Συχνές ερωτήσεις, διαθέσιμο στο https://www.18ano.gr/faq/ [πρόσβαση


6/1/2021]

Αντιναρκωτικό Συμβούλιο Κύπρου (ΑΣΚ) (2010), διαθέσιμο στο


https://www.openbook.gr/odigos-therapeias-apo-ta-narkwtika/ [πρόσβαση 4/1/2021]

Δημητρακοπούλου Κ (2010), Η συνεισφορά της Ομαδικής Ψυχοθεραπείας στην


Θεραπεία της Τοξικοεξάρτησης. Βιβλιογραφική Ανασκόπηση, Ανοικτό
Ψυχοθεραπευτικό Κέντρο, διαθέσιμο στο http://www.opc.gr/gr/article.asp?
in=67&sub=77&id=726 [πρόσβαση 6/1/2021]

Κυζιρίδης Θ.Χ., Διακογιάννης Ι.Α. (2019) Η κινητοποιητική συνέντευξη στη


διαχείριση των ασθενών με διαταραχές χρήσης αλκοόλ, Διεπιστημονική φροντίδα
υγείας, τόμος 11, τευχ.1 σελ. 1-16 διαθέσιμο στο
http://www.inhealthcare.gr/assets/uploads/manuscripts/manufel_350_26SzT9Hk4i.pd
f [πρόσβαση 7/1/2021]

M.S Krause (1966) A cognitive theory of motivation for treatment The Journal of
General Psychiatry, 75, pp. 9-19, διαθέσιμο στο
https://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/00221309.1966.9710345?
journalCode=vgen20 [πρόσβαση 3/1/2021]

De Leon, (1984) The therapeutic community: study of effectiveness, National


Institute of Drug Abuse, Rockville Maryland, διαθέσιμο στο
https://books.google.gr/books?
hl=en&lr=&id=Lyw6FFAs7agC&oi=fnd&pg=PR3&dq=therapeutic+community+and
+motivation&ots=m1Nw-
gnbCd&sig=Up0jHeA84cMwDWXyv05leOfekUQ&redir_esc=y#v=onepage&q=ther
apeutic%20community%20and%20motivation&f=false [πρόσβαση 7/1/2021]

Institute of Medicine. (1990) Treating Drug Problems. Washington, DC: National


Academy Press,

Rollinick S., Miller W. R., (1991) Motivational Interviewing: Preparing people to


change addictive Behavior, Guilford Publications

Williams, R., and Williams, V. (1994) Anger Kills: Seventeen Strategies for
Controlling the Hostility That Can Harm Your Health. New York: HarperCollins,.

Miller, W.R., Brown, J.M., Simpson, T.L., Handmaker, N.S., Bien, T.H., Luckie,
L.F., Montgomery, H.A., Hester, R.K., Tonigan, J.S. (1995a) What works? A
methodological analysis of the alcohol treatment outcome literature. In: Hester, R.K.,
and Miller, W.R., eds. Handbook of Alcoholism Treatment Approaches: Effective
Alternatives, 2nd ed. Boston: Allyn & Bacon

Miller, W.R., Westerberg, V.S., Waldron, H.B. (1995b) Evaluating alcohol problems.
In: Hester, R.K., and Miller, W.R., eds. Handbook of Alcoholism Treatment
Approaches: Effective Alternatives, 2nd ed. Boston: Allyn & Bacon, pp. 61-88.
Ryan R.M., Plant R.W., O’Malley S. (1995). Initial motivations for alcohol treatment:
Relations with patient characteristics, treatment involvement, and dropout. Addictive
Behaviors 20(3): 279–297.

Melnick G., De Leon G., Hawke J., Jainchill N., Kressel D., (1997), Motivation and
readiness for therapeutic community treatment among adolescents and adult substance
abusers, The American Journal of Drug and Alcohol Abuse, vol. 23, issue 4 διαθέσιμο
στο https://doi.org/10.3109/00952999709016891 [πρόσβαση 8/1/2021]

Di Clemente, C. C. (1999). Motivation for Change: Implications for Substance Abuse


Treatment. Psychological Science, 10(3), 209–213.διαθέσιμο στο
https://doi.org/10.1111/1467-9280.00137 [πρόσβαση 3/1/2021]

De Leon, G., Melnick, G. and Hawke, J. (1999), "The motivation-readiness factor in


drug treatment implications for research and policy", Levy, J.A., Stephens,
R.C. and McBride, D.C. (Ed.) Emergent Issues in the Field of Drug Abuse, Advances
in Medical Sociology, Vol. 7, Emerald Group Publishing Limited, Bingley, pp. 103-
129. https://doi.org/10.1016/S1057-6290(00)80006-6
Download as .RIS [ πρόσβαση 5/1/2021]

Joe G.W., Simpson D., . Broome K.M., (1999) Retention and patient engagement
models of different treatment modalities in DATOS Drug Alcohol Depend., 57 ,
pp. 113-125

Substance abuse and Mental Health Services Administration (SAMHSA) (1999),


Enhancing motivation for change in substance abuse treatment, Center for Substance
Abuse Treatment διαθέσιμο στο https://www.ncbi.nlm.nih.gov/books/NBK64972/
[πρόσβαση 7/1/2021]

De Leon, G. (2000). The therapeutic community: theory, model and method. New
York: Springer Publishing Company.

Hiller, M. L., Knight, K., Leukefeld, C., & Simpson, D. D. (2002). Motivation as a
Predictor of Therapeutic Engagement in Mandated Residential Substance Abuse
Treatment. Criminal Justice and Behavior, 29(1), 56–75. Διαθέσιμο στο
https://doi.org/10.1177/0093854802029001004 [πρόσβαση 4/1/2021]

Prendergast M. L., Podus D., Chang E., Urada D., (2002) The effectiveness of drug
abuse treatment: a meta-analysis of comparison group studies, Drug and Alcohol
Dependence, June 2002, Vol. 67, Issue 1, pp53-72, διαθέσιμο στο
https://doi.org/10.1016/S0376-8716(02)00014-5 [πρόσβαση 5/1/2021]

Simoneau H., Bergeron J (2003) Factors affecting motivation during the first six
weeks of treatment, Addictive Behaviors, September 2008, vol. 28, Issue 7, pp1219-
1241 διαθέσιμο στο https://doi.org/10.1016/S0306-4603(02)00257-5 [πρόσβαση
4/1/2021]
Drieschner K. H., Lammers S. M. M., Staak C. P. F., (2004), Treatment motivation:
an attempt for clarification of an ambiguous concept, Clinical Psychology Review,
January 2004, vol.23, Issue 8, pp 1115-1137, διαθέσιμο στο
https://doi.org/10.1016/j.cpr.2003.09.003 [πρόσβαση 3/1/2021]

Ball S., Carroll K M., Canning-Ball M., Rousanville B. J., (2006), Reasons for
dropout from drug abuse treatment Symptoms, personality, and motivation.,
Addictive Behaviors, Vol. 32, Issue 2, FEvruary 2006, pp320-330, διαθέσιμο στο
https://doi.org/10.1016/j.addbeh.2005.05.013 [πρόσβαση 6/1/2021]

Longshore D., Teruya C. (2006) Treatment motivation in drug users: A theory-based


analysis, Drug and Alcohol dependence, February 2006, Vol. 81, Issue 2, pp 179-188
διαθέσιμο στο https://doi.org/10.1016/j.drugalcdep.2005.06.011 [πρόσβαση 5/1/2021]

De Leon G., Melnick. G., Thomas G., Kressel D., Wexler H., (2000) Motivation for
treatment in a prison – based therapeutic community, American Journal of Drug and
Alcohol Abuse, 26 February 2000, pp 33-46 διαθέσιμο στο
https://doi.org/10.1081/ADA-100100589 [πρόσβαση 6/1/2021]

Caputo, A. (2019) The Experience of Therapeutic Community: Emotional and


Motivational Dynamics of People with Drug Addiction Following Rehabilitation. Int
J Ment Health Addiction 17, 151–. https://doi.org/10.1007/s11469-018-0008-4
[πρόσβαση 7/1/2021]

You might also like