Professional Documents
Culture Documents
Το σπίτι μέσα στην έρημο
Το σπίτι μέσα στην έρημο
Αναστασία: Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας άνθρωπος πολύ πλούσιος. Πιο πλούσιος και
από τον πιο πλούσιο δισεκατομμυριούχο Αμερικάνο. Πιο πλούσιος και από το θείο Σκρουτζ.
Πάρα, πάρα, πάρα πολύ πλούσιος.
Σαββίνα: Είχε μαγαζιά ολόκληρα γεμάτα νομίσματα, από το πάτωμα ως το ταβάνι και από
το υπόγειο ως την ταράτσα. Νομίσματα των πεντακοσίων, των εκατό, των πενήντα.
Στερλίνες εγγλέζικες, δολάρια, ρούβλια, ζλότι. Είχε μπαούλα γεμάτα νομίσματα.
Μαριλίνα: Αυτό τον άνθρωπο τον λέγανε Πουκ. Ο κύριος Πουκ αποφάσισε να φτιάξει ένα
σπίτι. Μακριά απ’ όλους και όλα. Στην έρημο δεν υπάρχουνε πέτρες για να χτίσει κανείς
σπίτι. Δεν υπάρχουν ούτε τούβλα ούτε ασβέστης ούτε ξύλο ούτε μάρμαρο.
Ιάσωνας: Τόσο το καλύτερο, θα φτιάξω ένα σπίτι από τα λεφτά μου. Θα χρειαστώ ένα
σχέδιο. Αρχιτέκτονα, έλα γρήγορα. Θέλω τριακόσια εξήντα πέντε δωμάτια ένα για κάθε
μέρα του χρόνου. Το σπίτι πρέπει να έχει δώδεκα ορόφους, ένα για κάθε μήνα του χρόνου.
Θέλω πενήντα δύο σκάλες, μια για κάθε βδομάδα του χρόνου. Κι όλο το σπίτι πρέπει να
φτιαχτεί από νομίσματα. Καταλάβατε;
Ιάσωνας: Καθόλου. Αν σας χρειαστούν καρφιά πάρτε τα χρυσά μου νομίσματα, λιώστε τα
και φτιάξτε καρφιά.
Ιάσωνας:. Καθόλου. Χρησιμοποιήστε τα ασημένια μου νομίσματα και θα γίνει μια στέγη
πολύ γερή.
Λητώ: Και ύστερα τις πόρτες από νομίσματα Τα έπιπλα, η μπανιέρα, οι βρύσες, τα χαλιά,
το αποχωρητήριο όλα από νομίσματα και πάλι νομίσματα
Ιάσωνας: Για ελάτε εδώ να σας ψάξω. Δεν πιστεύω να μου πήρατε κανένα νόμισμα.
Μαριλίνα: Κι όταν τελείωσε το σπίτι, όλοι έφυγαν κι ο κύριος Πουκ έμεινε μόνος του μέσα
στην έρημο στο απέραντο σπίτι από νομίσματα. Νομίσματα, νομίσματα, νομίσματα… Α
αυτό τον ήχο τον κάνουν τα νομίσματα της Ρουμανίας, Ινδία, Βραζιλία, Καναδάς.
Ιάσωνας: Και τι να διαβάσω τώρα; Α!!! Τον τρίτο τόμο με τα χαρτονομίσματα της Εθνικής
Τράπεζας της Αυστραλίας…
Γιώργος: Κύριοι, σας παρακαλώ μην κλαίτε. Να σας προσφέρω τουλάχιστον μια λεμονάδα.
Αναστασία: Και καθώς έφευγαν τα δάκρυα τους πότιζαν την έρημο και από κάθε δάκρυ
τους φύτρωσε ένα λουλούδι. Το άλλο πρωί ο κύριος Πουκ θαύμαζε την λουλουδιασμένη
έρημο.
Ιάσωνας: Χτυπούν την πόρτα που είναι φτιαγμένη με παλιά τάλιρα από την Αιθιοπία.
Γιάννης: Άντε πάρτε αυτό το παράθυρο κι αφήστε με. Δεν ήξερα ότι υπήρχαν τόσοι πολλοί.
Λητώ: Ο κύριος Πουκ βοήθησε όσο περισσότερο κόσμο μπορούσε. Σε ένα χρόνο το σπίτι
φαγώθηκε ως τα θεμέλια κι εκείνος έζησε σε μια σκηνή σαν κατασκηνωτής κι ένιωθε
ανάλαφρος σαν πουλάκι.
Γιώργος: ψηλά στην κορυφή πάνω στο σωρό τα ερείπια από νομίσματα
Μαριλίνα.: Να ξαναφτιάξει το σπίτι του απ’ την αρχή, δεν το ‘χε πια όρεξη.
Αναστασία : Έμεινε λοιπόν εκεί. Κι όσο καθόταν στην κορφή, όλο και μίκραινε, μίκραινε