Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 56

Ακολουθώντας τον Παυσανία:

Ο Αρχαίος Δρόμος από το Άργος ως την


Επίδαυρο και η Αρχαιολογία του.

D.J. Windell and R.A. Webb

2022

Μετάφραση: A. Αναγνωστοπούλου
Ακολουθώντας τον Παυσανία: Ο Αρχαίος Δρόμος από το Άργος ως
την Επίδαυρο και η Αρχαιολογία του

D.J. Windell and R.A. Webb1

2021

Μετάφραση: A. Αναγνωστοπούλου

Επικοινωνία: davidwindell@yahoo.co.uk

Εξώφυλλο: Λεπτομέρεια της Πελοποννήσου από το μεσαιωνικό αντίγραφο του ρωμαϊκού


“χάρτη του Πόιτινγκερ”, που απεικονίζει το Άργος και την Επίδαυρο (με γραφή “Epitauro”).

1
Ο David Windell και ο Robert Webb είναι σήμερα ανεξάρτητοι ερευνητές που κατοικούν στην Αργολίδα.
Περίληψη

Η εργασία αυτή περιγράφει μια τοπογραφικά «φυσική» διαδρομή που διασχίζει την κεντρική
Αργολίδα, και διερευνά τους γειτονικούς αρχαιολογικούς χώρους με οδηγό τον Παυσανία.
Υποστηρίζεται ότι ο «ευθύς» δρόμος από το Άργος ως την Επίδαυρο, που κάνει χρήση της
ομαλότερης μορφολογίας εδάφους ανάμεσα στους ορεινούς όγκους Αραχναίο και
Μαυροβούνι, κατασκευάστηκε κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, αν όχι πολύ νωρίτερα,
και συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων. Τα τελευταία 100
χρόνια η αντικατάστασή του από το δρόμο Ναυπλίου – Λυγουριού έχει οδηγήσει στην
υποβάθμισή του και στην παράλειψη αναφοράς και μελέτης των κοντινών του
αρχαιολογικών χώρων.
Υπογραμμίζεται η σημασία της εξέτασης των προτεινόμενων διαδρομών και των πιθανών
αρχαιολογικών χώρων με τη χρήση επιτόπιας έρευνας, χωρίς να απαξιώνεται η σημασία της
δορυφορικής φωτογράφισης. Με συνδυαστική χρήση και των δύο μεθόδων συζητείται μια
σειρά από αρχαιολογικούς χώρους με χρονολόγηση από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού έως
τη Ρωμαϊκή περίοδο και πιο συγκεκριμένα, κάποιοι προηγουμένως αδημοσίευτοι ή
αγνοημένοι χώροι όπως:
Το Καστράκι Φωνίσκου, ένα οχυρωμένο κάστρο πολλών περιόδων, ιδιαίτερης
σημασίας στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού και ξανά στον 4ο αι. π.Χ.
Τρεις μεγάλοι περιτειχισμένοι χώροι (για τους οποίους δεν υπάρχει προηγούμενη
αναφορά) στο βόρειο άκρο του όρους Μαυροβούνι, με θέα στα περάσματα μέσα από την
οροσειρά προς τον Αργολικό Κόλπο.
Μια κυκλική κατασκευή, πιθανώς θολωτός τάφος, κοντά στο χωριό Άγιος Ανδρέας
του Δήμου Επιδαύρου, που δεν έχει αναφερθεί προηγουμένως και που ίσως υποδηλώνει την
ύπαρξη κάποιου άγνωστου Μυκηναϊκού οικισμού εκεί κοντά.
Ένας πύργος ή «οχυρωματικός πύργος» (blockhouse), πιθανότατα του 4ου αιώνα, στο
Πυργούλι κοντά στον Άγιο Δημήτριο (Μετόχι).
Αφού ακολουθήσει τα ίχνη του κεντρικού αρχαίου δρόμου από το Άργος ως την πόλη της
Επιδαύρου, η εργασία ολοκληρώνεται με μια συζήτηση των πιθανών ορίων των πόλεων της
Αργολίδας κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και τον 4ο αι. π.Χ.

Λέξεις κλειδιά: Αρχαιολογία στην Αργολίδα, Ελληνική Εποχή του Χαλκού, Ελληνιστική
Ελλάδα, Αρχαίοι Δρόμοι, Αργολικά Εδάφη.
1. Εισαγωγή

Στην εργασία αυτή επιχειρηματολογείται ότι κατά τον 2ο αι. μ.Χ. ο Παυσανίας ακολούθησε
έναν «φυσικό» δρόμο που διέσχιζε την Αργολίδα, από το Άργος ως την Επίδαυρο 2, και ότι ο
δρόμος αυτός υπήρχε από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού το αργότερο, και συνέχισε να
βρίσκεται σε χρήση μέχρι την κατασκευή σύγχρονων αυτοκινητόδρομων. Πρόκειται για τον
αρχαίο, ευθύ δρόμο που διασχίζει την Αργολίδα, που έχει όμως σχετικά αγνοηθεί από τους
αρχαιολόγους τα τελευταία 80 χρόνια.
Η συγγραφή της εργασίας αυτής ξεκίνησε από τη μελέτη του Καστρακίου, που πρόσφατα
μετονομάστηκε σε «Κάστρο Φωνίσκου», έναν αξιοσημείωτο αρχαιολογικό χώρο πολλών
περιόδων. Έγινε ξεκάθαρο ότι ο χώρος, που βρίσκεται μακριά από τα πιο γνωστά τουριστικά
σημεία, είχε σχεδόν τελείως αγνοηθεί μετά την περιγραφή του από τον Louis Lord το 1939.
Συνειδητοποιήσαμε επίσης ότι το μονοπάτι που περνά μέσα από το στενό πέρασμα κοντά
στο Καστράκι Φωνίσκου3 ήταν τμήμα ενός αρχαιότατου δρόμου. Επρόκειτο όντως για τον
«ευθύ» ή «ίσιο» δρόμο από το Άργος ως το Ιερό του Ασκληπιού και την πόλη της Επιδαύρου
που περπάτησε ο Παυσανίας, όμως πάλι είχε αγνοηθεί σε ερευνητικές εργασίες πάνω στο
οδικό δίκτυο της Πελοποννήσου.
Ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη μας προκάλεσε ο μεγάλος αριθμός αρχαιολογικών χώρων στη
γύρω περιοχή για τους οποίους έχουν γίνει ελάχιστες μελέτες ή δημοσιεύσεις. Η Αργολίδα,
με τους παγκόσμιας φήμης αρχαιολογικούς της χώρους, είναι φαινομενικά μία από τις πιο
λεπτομερώς εξερευνημένες περιοχές της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα όμως, πέρα από
τους μεγάλους και διάσημους αρχαιολογικούς χώρους, υπάρχουν εκτενείς περιοχές τις οποίες
αγνοούν πολλές γενικές εργασίες που έχουν πραγματοποιηθεί. Έχουν υπάρξει βέβαια
κάποιες πολύ λεπτομερείς έρευνες όπως το Southern Argolid Project (Jameson κ.α., 1994), η
Έρευνα Μπερμπατίου - Λιμνών (Berbati-Limnes Survey, Wells, 1996) και άλλα, που
παρήγαγαν αξιοσημείωτα και λεπτομερή αποτελέσματα. Ωστόσο, μεγάλο κομμάτι της
Αργολίδας παραμένει σχεδόν ανεξερεύνητο.
Όσον αφορά τους δρόμους και τις διαδρομές της Αργολίδας, εξαιρετικές εργασίες έχουν
δημοσιεύσει οι Kendrick Pritchett (1980) και Γιάννης Πίκουλας (1995). Πιο πρόσφατα, ο
Klaus Tausend (2006) μελέτησε τους Αργολικούς δρόμους της Εποχής του Χαλκού· θα
διαφωνήσουμε παρόλ’αυτά με την υποτίμηση του «φυσικού» δρόμου που προτείνουμε εδώ.
Η εργασία αυτή γράφεται με την ελπίδα να φέρει και πάλι στο φως το δρόμο αυτό και τους
κοντινούς του αρχαιολογικούς χώρους, και να οδηγήσει σε περαιτέρω έρευνες.

2. Μέθοδοι

Είναι πρωταρχικής σημασίας να υπογραμμίσουμε ότι τη βάση της έρευνας αποτέλεσαν η


περιήγηση και η επίσκεψη των αρχαιολογικών χώρων από κοντά. Παρόλο που δε διστάζουμε
να κάνουμε χρήση δορυφορικής φωτογράφισης, κυρίως για τον εντοπισμό και την
απεικόνιση πιθανών αρχαιολογικών χώρων, πιστεύουμε ακράδαντα πως είναι απαραίτητο οι
επιστημονικές υποθέσεις και τα ενδεχόμενα να επιβεβαιώνονται επιτόπου, ακολουθώντας
δηλαδή προσεκτικά από κοντά τον προτεινόμενο δρόμο. Η προσέγγιση αυτή μας βοήθησε να
κατανοήσουμε τις πραγματικές δυσκολίες που παρουσιάζονται στους ταξιδιώτες, κάποιες
φορές από φαινομενικά λιγότερο σημαντικά τοπογραφικά στοιχεία, όπως κοίτες ρεμάτων.
Τα ευρήματα επιφανείας, όπου αυτά έχουν καταγραφεί, προέρχονται από αδόμητη
περιηγητική έρευνα, που στόχο είχε απλά τη συγκέντρωση στοιχείων χρονολόγησης για τους
χώρους. Πιθανά διαγνωστικά όστρακα εξετάστηκαν και φωτογραφήθηκαν επιτόπου χωρίς να
2
Σε αυτή την εργασία χρησιμοποιούνται τόσο τα σύγχρονα όσο και τα αρχαία Ελληνικά τοπωνύμια. Όπου είναι
απαραίτητο αναφέρονται τα προηγούμενα ονόματα χωριών που έχουν αλλάξει ονομασία.
3
Ο χώρος έχει αναφερθεί προηγουμένως απλά ως «Καστράκι», όμως στην Αργολίδα υπάρχουν τουλάχιστον
άλλοι τέσσερις αρχαιολογικοί χώροι με αυτό το όνομα. «Κάστρο Φωνίσκου» είναι η πολύ πρόσφατη, ονομασία
που του δόθηκε, χωρίς κανένα στοιχείο παράδοσης. Εμείς υιοθετούμε την ονομασία «Καστράκι Φωνίσκου» ως
την πιο ξεκάθαρη επιλογή.
αφαιρεθούν, επομένως δεν είναι δυνατόν να συμπεριλάβουμε στην εργασία λεπτομερή
σχέδια κεραμικής. Επίσης, συχνά η περιγραφή που ήταν εφικτό να δοθεί σε ένα μικρό
σύνολο ευρημάτων επιφανείας ήταν απλά «Υστεροελλαδικά» ή «Κλασικά – Ελληνιστικά».
Ωστόσο αυτό κρίθηκε επαρκές για την προσεγγιστική απόπειρα χρονολόγησης των διάφορων
χώρων. Επιπλέον, οι αναζητήσεις σε καταλόγους χώρων και στην προηγούμενη
βιβλιογραφία έδωσαν στοιχεία από προηγούμενες έρευνες και ευρήματα, στα οποία γίνεται
αναφορά όπου είναι δυνατόν.

3. Διασχίζοντας την Αργολίδα: τα τοπογραφικά εμπόδια

Η μορφολογία της Ελλάδας είναι, ως γνωστόν, εξαιρετικά δύσβατη για τους ταξιδιώτες, κάτι
που συχνά συνδέεται με την ανάπτυξη μικρών πολιτειών κατά διάφορες περιόδους. Στην
περίπτωση της κεντρικής Αργολίδας υπάρχουν δύο κύρια εμπόδια, η γεωμορφολογία που
σχηματίζει τους ορεινούς όγκους της περιοχής, και οι βαθιές κοίτες των ρεμάτων ή
χειμάρρων που δημιουργήθηκαν κατά την τελευταία παγετωνική περίοδο.

3.1 Βραχώδες Υπόστρωμα

Το κυριότερο εμπόδιο για κάθε δρόμο που διασχίζει την Αργολίδα είναι οι Μεσοζωικοί
ασβεστολιθικοί όγκοι και οι τεκτονικοί τους σκόπελοι (outliers) που φέρνουν τον ταξιδιώτη
αντιμέτωπο με ένα πολύ απότομο, ακανόνιστο και άνυδρο ορεινό έδαφος που διαπερνάται
μόνο από ορισμένα δύσβατα μονοπάτια. Το όρος Αραχναίο υψώνεται απότομα στα 1197μ
υψόμετρο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, σε απόσταση 12 χλμ από την ακτή. Προς
τα νότια, το όρος Μαυροβούνι βρίσκεται σε λίγο χαμηλότερο υψόμετρο στα 828μ 4, όμως το
απόκρημνο και ανώμαλο έδαφός του είναι πολύ δύσκολο στη διάβαση. Η ορεινή ράχη
πλησιάζει επίσης πολύ κοντά στη θάλασσα, κάτι που περιορίζει το πέρασμα από παράκτιες
οδούς. Ανάμεσα από αυτούς τους δύο ασβεστολιθικούς και μαρμάρινους όγκους περνάει
ένας «διάδρομος» ευκολότερου εδάφους που ενώνει τον Αργολικό με το Σαρωνικό κόλπο,
στο σημείο της αρχαίας πόλης της Επιδαύρου (Μπορνόβας και Ροντογιάννη - Τσιαμπάου,
1983) (εικ. 1). Ο «διάδρομος» αυτός αποτελείται κυρίως από φλύσχη, προϊόν διάβρωσης
κατά τη Μεσοζωική περίοδο, που εμφανίζεται ως αρκετά πιο χαμηλοί και στρογγυλεμένοι
λόφοι, και παρουσιάζει πολύ πιο ομαλή κλίση για τον διαβάτη από ότι οι ορεινοί όγκοι,
αποτελώντας επίσης πιο κατάλληλο έδαφος για γεωργία. Ο αρχαίος δρόμος, όπως έχουμε
προτείνει, (Δρόμος 1, R1 στους Χάρτες 1 - 5) αξιοποιεί αυτό το «διάδρομο», όπως και τα
Πλειστόκαινα ισόπεδα λιμναία ιζήματα γύρω από το χωριό Άγιος Δημήτριος (πρώην
Μετόχι), και ακόμη τις Ολόκαινες αλλουβιακές αποθέσεις στην πεδιάδα του Άργους. Έτσι
αποφεύγεται η ανάγκη για αναρρίχηση στο δύσκολο ορεινό έδαφος και η πεζοπορία
παραμένει σχετικά εύκολη σε όλο του το μήκος.

4
Το υψόμετρο υπολογίζεται από τη μέση επιφάνεια της θάλασσας.
Εικ. 1. Βραχώδες Υπόστρωμα της Κεντρικής Αργολίδας (λεπτομέρεια από Μπορνόβα
και Ροντογιάννη - Τσιαμπάου, 1983)

3.2 Βαθιές Κοίτες Ρεμάτων

Εκτός από το βραχώδες υπόστρωμα, ο ταξιδιώτης έρχεται αντιμέτωπος με πολυάριθμες


βαθιές κοίτες ρεμάτων ή χειμάρρων. Οι κοίτες αυτές σχηματίστηκαν στους λόφους κατά την
τελευταία παγετωνική περίοδο, όταν το επίπεδο της θάλασσας ήταν έως 100μ χαμηλότερο
από ότι σήμερα. Είναι βαθιές, συχνά με βάθος περισσότερο από 10μ χαμηλότερα του
εδάφους, με πολύ απότομες πλευρές, κάτι που τις καθιστά εξαιρετικά δύσκολα εμπόδια. Στη
σύγχρονη εποχή είναι στην καλύτερη περίπτωση μικρά ρέματα ή τελείως ξηρές, αλλά είναι
ικανές να δεχτούν μεγάλο όγκο χειμαρρώδους νερού έπειτα από καταιγίδες, σαν ξαφνικές
πλημμύρες. Το πέρασμά τους είναι δύσκολο και επικίνδυνο. Ένας δρόμος που
χρησιμοποιείται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους είναι απαραίτητο να τις αποφύγει ή να τις
γεφυρώσει.
Αυτές οι κοίτες ήταν που κατέστησαν αναγκαίες τις πολύ γνωστές Μυκηναϊκές γέφυρες στον
αρχαίο δρόμο από το Ναύπλιο και την Ασίνη ως το Λυγουριό και την Επίδαυρο (Δρόμος 2,
R2 στους Χάρτες 2 - 55). Μέχρι την εμφάνιση της πραγματικής αψίδας για την κατασκευή
γεφυρών κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, είναι σαφές ότι οι μεγαλύτεροι χείμαρροι θα ήταν
αδύνατο να γεφυρωθούν. Η μελέτη των σωζόμενων γεφυρών που έχουν κατασκευαστεί με τη
μέθοδο του εκφορικού τόξου δείχνει ότι μόνο εκτάσεις των 2.5μ ή μικρότερες μπορούσαν να
γεφυρωθούν με ασφάλεια, εκτός αν η κοίτη ήταν αρκετά ισόπεδη ώστε να επιτρέπει την
οικοδόμηση στο εσωτερικό της, πράγμα αρκετά σπάνιο.
Κατά συνέπεια, οι γνωστές τοξωτές γέφυρες δεν διασχίζουν τις μεγαλύτερες κοίτες ρεμάτων
παρά μόνο μικρότερα, δευτερεύοντα ρέματα, κι αυτό με σημαντικό κόστος σε υλικά και
εργασία. Για να διασχίσει τα μεγαλύτερα ρέματα, ο ταξιδιώτης θα αναγκαζόταν σε μεγάλες
παρακάμψεις αντίθετα στο ρεύμα, μέχρι να βρει ένα ασφαλές σημείο διάβασης. Αυτό
αποτελεί ένα μεγάλο πλεονέκτημα υπέρ του «Δρόμου 1» που προτείνεται εδώ. Σε αντίθεση

5
Ο δρόμος αυτός χαρακτηρίζεται ως κεντρικός στους Χάρτες 16 και 17 του Tausend, 2006.
με τον πολύ γνωστότερο «Δρόμο 2» που ενώνει το Ναύπλιο με το Λυγουριό, ο R1 βρίσκεται
προς τα ανάντη και δεν διασχίζει κανένα από αυτά τα βαθύτερα ρέματα.
Κατά ορισμένες περιόδους οι ίδιες οι κοίτες των ρεμάτων ενδέχεται να είχαν αποτελέσει
σημαντικές διόδους, ιδιαίτερα μέσα από το δύσκολο, ανώμαλο έδαφος του όρους
Μαυροβούνι. Παρακάτω θα επιχειρηματολογηθεί ότι η κυριότητα αυτών των δρόμων ήταν
υψίστης σημασίας στην οριοθέτηση των ανεξάρτητων πολιτειών της Επιδαύρου, του Άργους
και της Ασίνης.
Υπό αυτή την έννοια λοιπόν χαρακτηρίζουμε τον προτεινόμενο Δρόμο 1 ως «φυσικό»·
αποφεύγει αριστοτεχνικά τα πιο δύσκολα εμπόδια που αντιμετώπιζαν οι ταξιδιώτες πριν την
κατασκευή των σύγχρονων αυτοκινητόδρομων, χωρίς την ανάγκη πολυδάπανων εργασιών
γεφύρωσης, και χωρίς να καταφεύγει σε χρονοβόρες παρακάμψεις. Πρόκειται για τον «ευθύ»
ή «ίσιο» δρόμο που σημείωσε ο Παυσανίας (II, 25, 6). Επιπλέον, εκτιμούμε ότι οι δρόμοι για
την ανταλλαγή αγαθών ήταν μείζονος σημασίας στην Αργολίδα από παλαιοτάτων χρόνων. Η
διακίνηση οψιδιανού κατά τη Νεολιθική εποχή και (προφανώς) χαλκού κατά την Εποχή του
Χαλκού, αλλά και αγροτικών προϊόντων και ειδών χειροτεχνίας, καθιστούσε αναγκαία την
ύπαρξη δρόμων μεταξύ κύριων και δευτερευόντων κέντρων. Οι δρόμοι αυτοί, αφού
εδραιώνονταν, θα παρέμεναν κατά προσέγγιση στα ίδια σημεία, λόγω της μορφολογίας του
τοπίου και της «κοινωνικής αδράνειας». Επομένως, η εργασία αυτή θα εξετάσει
αρχαιολογικούς χώρους που ανήκουν σε πολλές εποχές, από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού
ως τη Ρωμαϊκή περίοδο, αν και θεωρούμε ότι ο ίδιος δρόμος συνέχισε να βρίσκεται σε χρήση
έως ακόμα και τη σύγχρονη εποχή, και συχνά μπορεί κανείς να τον βρει ακολουθώντας
τωρινούς αγροτικούς χωματόδρομους.

4. Περιηγητές του 19ου - αρχές 20ου αι.

Πριν την εφεύρεση του αυτοκινήτου και την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων υψηλής
ποιότητας, οι ταξιδιώτες θα συναντούσαν τα ίδια εμπόδια που αντιμετώπιζαν και οι μακρινοί
τους πρόγονοι. Τα ταξιδιωτικά τους ημερολόγια είναι επομένως πολύ χρήσιμα στην
προσπάθεια ανασύνθεσης των αρχαίων δρόμων. Οι δημοσιεύσεις αυτές σπάνια
περιλαμβάνουν λεπτομερείς χάρτες, λόγω της δυσκολίας σχεδιασμού χαρτών σε μια κατά τα
άλλα αχαρτογράφητη περιοχή. Πρέπει λοιπόν να βασιστούμε στις γραπτές τους περιγραφές.
Μεταξύ αυτών πιο χρήσιμη είναι η δημοσίευση του Josiah Conder (1830), ο οποίος ταξίδεψε
στο Δρόμο 1, από τα ανατολικά προς τα δυτικά, από την Επίδαυρο δηλαδή ως το Άργος, τα
έτη 1823 - 1824. Ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες εντοπίζουμε και στα δημοσιεύματα των
William Gell (1817) και Edward Dodwell (1819) που επίσης περπάτησαν τμήματα του
Δρόμου 1.
Όσον αφορά τους χάρτες, το μεσαιωνικό αντίγραφο του χάρτη του Πόιτινγκερ (βλ.
εξώφυλλο) απεικονίζει ένα δρόμο της Ρωμαϊκής περιόδου που ενώνει το Άργος με την
Επίδαυρο. Ένας χάρτης που δημοσιεύτηκε το 1788 από τον Jean Denis Barbié du Bocage
απεικονίζει ολόκληρο το Δρόμο 1, σε κάπως όμως αφηρημένη μορφή, με αρκετές
ανακρίβειες. Ο Schliemann (1878, 1) μας δίνει ένα σκίτσο της Αργολίδας, που δείχνει το
δρόμο μας από το Άργος έως το σύγχρονο Χάνι Μερκούρη, όπου ο δικός του δρόμος παίρνει
κλίση προς το Λυγουριό.
Ένα καλύτερο δείγμα είναι ο χάρτης του Μηλιαράκη (1886): παρόλο που δίνει
προτεραιότητα στο Δρόμο 2 από το Ναύπλιο ως το Λυγουριό, ο Δρόμος 1 διακρίνεται
ξεκάθαρα ξεκινώντας από το Κοφίνι (σημερινή Νέα Τίρυνθα) ως το Ιερό του Ασκληπιού,
περνώντας από σημεία που έχουν ονομαστεί «Λήσσα» και «Κορώνη», κι έπειτα
ακολουθώντας την Ιερά Οδό ως την Παλαιά Επίδαυρο (εικ. 2).
Εικ. 2: Λεπτομέρεια από το Χάρτη του Μηλιαράκη, 1886.
Ο Δρόμος 1 διαγράφεται με κόκκινο.

Αργότερα, ο Louis Lord (1939) μας έδωσε έναν αρκετά πρόχειρα σχεδιασμένο χάρτη του
δρόμου, που δημοσιεύτηκε μαζί με την έρευνα του πάνω στα τοπικά μεσαιωνικά οχυρά.
Τέλος, ο δρόμος εντοπίζεται ξεκάθαρα στο χάρτη του γαλλικού Guide Bleu του 1950.
Έκτοτε, πιο σύγχρονοι χάρτες ασχολούνται μόνο με τους κύριους αυτοκινητόδρομους, και ο
ευθύς ή ίσιος Δρόμος 1 υποβαθμίζεται σε απλό χωματόδρομο.

5. Ο Δρόμος και η Αρχαιολογία του

Αναλυτικές πληροφορίες πάνω στις συντεταγμένες και το υψόμετρο της κάθε τοποθεσίας
περιέχονται στο Παράρτημα 1. Ένας γενικός χάρτης και τέσσερις πιο λεπτομερείς χάρτες του
δρόμου και των τμημάτων του διατίθενται στο παράρτημα με τους Χάρτες 1 – 5.

5.1 Άργος - Άγιος Αδριανός (Χάρτης 2. Τμήμα R1a.)

Δε θα σταθούμε εδώ στη μεγάλη και αρχαιότατη πόλη του Άργους, που κατοικείται συνεχώς
από τη Νεολιθική Εποχή ως σήμερα, καθώς υπάρχουν πολλές και πλήρεις δημοσιεύσεις και
έρευνες που την αφορούν, αλλά θα επικεντρωθούμε στους δρόμους που οδηγούν έξω από
την πόλη.
Προχωρώντας ανατολικά από το Άργος το πρώτο εμπόδιο που συναντάμε είναι ο ποταμός
Ίναχος. Ο Παυσανίας δεν κάνει λόγο για τη διάβαση του ποταμού, άρα μπορούμε να
υποθέσουμε ότι η διάβασή του ήταν απλή, ή ότι κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο είχε γεφυρωθεί. Ο
αρχαίος δρόμος διακρίνεται ξεκάθαρα λίγο πιο βόρεια και παράλληλα στον σύγχρονο
κεντρικό δρόμο. Σε αυτό το σημείο φαίνεται πως οι δύο δρόμοι προς την Επίδαυρο (R1a) και
προς την Τίρυνθα και το Ναύπλιο (R2a) συνέπιπταν για περίπου 6 χλμ.
Η πρώτη παρατήρηση που κάνει ο Παυσανίας στα ανατολικά του Άργους είναι για μια
πυραμιδοειδή κατασκευή που λέει ότι ήταν ο τάφος των πολεμιστών από αντίπαλα
στρατόπεδα, σε μια μάχη μεταξύ του Προίτου και του Ακρίσιου. Η αναφορά αυτή έχει
προκαλέσει μεγάλη σύγχυση με την βάση του οχυρωματικού πύργου (frustum) της
αποκαλούμενης «Πυραμίδας του Ελληνικού». Είναι απολύτως σαφές ότι τα δύο μνημεία δεν
σχετίζονται. Το πυραμιδοειδές πολυάνδριο του Παυσανία βρισκόταν στα ανατολικά του
Άργους ενώ η «Πυραμίδα του Ελληνικού» είναι 7.3 χλμ νοτιοδυτικά του Άργους. Οι μόνοι
λόγοι που συνεχίζει να υπάρχει σύγχυση είναι η επιφανειακή ομοιότητα του μνημείου του
Ελληνικού με πυραμίδα, ταυτόχρονα με την εξαφάνιση του τάφου που αναφέρει ο
Παυσανίας. Παρά τις εντατικές προσπάθειες των ερευνητών, δεν έχουν εντοπιστεί
υπολείμματα του πυραμιδοειδούς ταφικού μνημείου. Κρίνοντας από την περιγραφή του
Παυσανία η τοποθεσία του θα πρέπει να ήταν κάπου κοντά στο σημερινό χωριό
Δαλαμανάρα. Σε προηγούμενη εργασία (Windell and Webb, 2019), προτείναμε ότι το
τελευταίο στοιχείο για την ύπαρξη του μνημείου αυτού ενδέχεται να είναι ένα ασυνήθιστο
σύμβολο στο χάρτη του Johann Laurenberg του 1661, με την ονομασία «Ara Servatorum» ή
Ιερό των Φυλάκων ή Υπερμάχων, που φαίνεται να βρίσκεται περίπου στο σωστό σημείο στα
ανατολικά του Άργους. Δυστυχώς ο χάρτης δεν είναι επαρκώς ακριβής ώστε να μπορέσει να
χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό του μνημείου που απεικονίζεται.
Παρά την εντύπωση που δίνει ο Παυσανίας, είναι πιθανό το μνημείο αυτό να μην στεκόταν
μόνο του. Τα ευρήματα επιφανείας και οι ανασκαφές μικρής κλίμακας δείχνουν την
πιθανότητα ύπαρξης ενός Ρωμαϊκού νεκροταφείου κοντά στον Άγιο Γεώργιο, και ενός
νεκροταφείου της Κλασικής εποχής, καθώς και μετέπειτα αγροτικών οικημάτων στη
Δαλαμανάρα (Bintliff, 1977). Δυστυχώς υπάρχουν ελάχιστα σωζόμενα υπολείμματα, πέρα
από μια κολόνα, που αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως γούρνα στον αυλόγυρο της εκκλησίας
του Αγίου Γεωργίου.
Δίπλα στο δρόμο σε αυτό το σημείο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας τύμβος που βρίσκεται
μεταξύ Αγίου Γεωργίου και Δαλαμανάρας. Παρόλα τα ελάχιστα ευρήματα επιφανείας και
την κακή κατάσταση του τύμβου, χρονολογείται πιθανότατα στη Μεσοελλαδική - πρώιμη
Υστεροελλαδική εποχή, και είναι έκτοπος του μεγαλύτερου συνόλου τύμβων που βρίσκεται
στο Άργος6. Στην περιοχή γύρω από τον τύμβο έχει αναφερθεί ο εντοπισμός κάποιων
Μυκηναϊκών ευρημάτων επιφανείας, χωρίς όμως περαιτέρω πληροφορίες (Bintliff, 1977,
335).
Το επόμενο σημείο ενδιαφέροντος είναι ότι ο ίσιος δρόμος συνεχίζει ευθεία προς το χωριό
Νέα Τίρυνθα (πρώην Κοφίνι) ενώ ο πιο γνωστός δρόμος στρέφεται προς τα νότια με
κατεύθυνση την Τίρυνθα και το Ναύπλιο. Η διασταύρωση αυτή θα πρέπει να βρισκόταν σε
απόσταση 2 χλμ από το χωριό Δαλαμανάρα, κρίνοντας από τα λεγόμενα του Παυσανία (II,
25, 7) που γράφει ότι έκανε παράκαμψη προς τα νότια για να επισκεφθεί τα ερείπια της
Τίρυνθας. Αναφέρει επίσης ότι υπήρχε ένας ακόμα δρόμος προς τα βόρεια, πιθανώς από την
ίδια διασταύρωση, με προορισμό τη Μιδέα, που βρίσκεται περίπου 6 χλμ βορειοανατολικά
(Χάρτης 1).
Δε θα σταθούμε εδώ στα σπουδαία και πασίγνωστα μυκηναϊκά ανάκτορα-οχυρά της
Τίρυνθας και της Μιδέας, για τα οποία πολλά έχουν γραφτεί και δημοσιευτεί, παρά μόνο σε
ένα ανεξήγητο σχόλιο του Παυσανία (II, 25, 8) που έχει να κάνει με τα κτίσματα που είδε
από την Τίρυνθα στην κατεύθυνση της θάλασσας, τα οποία αποκαλεί «θαλάμους των
θυγατέρων του Προίτου». Γράφοντας αυτό μάλλον δεν εννοεί το θολωτό τάφο και το
νεκροταφείο της Εποχής του Χαλκού που βρίσκονται στραμμένα αντίθετα από τη θάλασσα
στις πλαγιές του ασβεστολιθικού λόφου του Προφήτη Ηλία, περίπου 1.2 χλμ ανατολικά της
ακρόπολης της Τίρυνθας. Αναρωτιόμαστε αν αυτοί οι “θάλαμοι” ήταν τμήμα των λιμενικών
εγκαταστάσεων που αργότερα επιχωματώθηκαν, όπως εκείνες στο Τημένιο 7, περίπου 3.5 χλμ
δυτικά, στην απέναντι πλευρά του κόλπου.
Από το χωριό Νέα Τίρυνθα ο δρόμος οδηγεί στο φράγμα της Τίρυνθας, ακριβώς βόρεια του
Αγίου Αδριανού (πρώην Κατσίγκρι). Αν και διακρίνεται δύσκολα πλέον από κοντά,
πρόκειται για ένα φράγμα εκτροπής μαζί με ένα παρακαμπτήριο κανάλι, εξαιρετικά δείγματα
υδραυλικής μηχανικής της Εποχής του Χαλκού, και συγκρίσιμα (αν και σε μικρότερη
κλίμακα) με τα σπουδαία φράγματα και κανάλια που χρησιμοποιήθηκαν για την
αποστράγγιση της λίμνης Κωπαΐδας στη Βοιωτία, κατά τη Μεσοελλαδική και
Υστεροελλαδική εποχή.8

6
Βλ. Σαρρή και Βουτσάκη, 2011, για ανάλυση των τύμβων του Άργους.
7
Βλ. Bintliff, 1977, 335, για ανάλυση των λιμενικών εγκαταστάσεων στο Τημένιο και τη Νέα Κίο.
Εικ. 3: Το «Φράγμα της Τίρυνθας» και το Κανάλι (πορτοκαλί γραμμή).
(φωτογραφία από το Google Earth, 2021)

Παρόλο που ονομάζεται «φράγμα της Τίρυνθας», η τοποθεσία του είναι περίπου 4 χλμ
ανατολικά - βορειοανατολικά της Αρχαίας Τίρυνθας. Πριν την κατασκευή του φράγματος,
στο σημείο αυτό ενώνονταν πολλά μικρά ρέματα, με κυριότερο το ρέμα Μάνεση,
δημιουργώντας ένα μεγαλύτερο ρέμα που κυλούσε δυτικά και νότια, στα βόρεια του οχυρού
της Τίρυνθας, πριν εκβάλλει στη θάλασσα. Είναι ολοφάνερο ότι κατά την Υστεροελλαδική
εποχή η διάβρωση του εδάφους και η ακανόνιστη ροή των ρεμάτων από τα ανάντη
προκαλούσαν πλημμύρες και βαθιές προσχώσεις στην Κάτω Πόλη της Τίρυνθας. Η λύση
ήταν ένα φράγμα που δεν επέτρεπε στα νερά να κυλήσουν στην αρχική τους ροή και ένα
κανάλι εκτροπής που οδηγούσε τα νερά νοτιότερα, περνώντας από τα νότια του λόφου του
Προφήτη Ηλία και έτσι αποφεύγοντας τελείως την πόλη της Τίρυνθας. Το φράγμα, που
χρονολογείται περίπου στα 1300 π.Χ., ήταν ένα τεράστιο χωμάτινο ανάχωμα με περίπου 9μ
ύψος και 40μ μήκος, περιτειχισμένο κατά τόπους από Κυκλώπεια λιθοδομή, που έφρασσε τη
φυσική κοίτη του ρέματος. Τα ύδατα εκτρέπονταν σε ένα κανάλι με μήκος περίπου 1600μ, το
ασυνήθιστα ευθύ ρεύμα ροής προς τα νότια που διακρίνεται στις δορυφορικές εικόνες,
γνωστό σήμερα ως «Μεγάλο Ρέμα». (εικ. 3)9
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι υπάρχουν ενδείξεις Ρωμαϊκής ή μεταγενέστερης
επιχωμάτωσης στην κοίτη του καναλιού, κάτι που υποδηλώνει ότι τα ρέματα ήταν ακόμα
βαθύτερα κατά την Εποχή του Χαλκού από ότι αργότερα (Bintliff, 1977, 281). Η διάβαση
των ρεμάτων αυτών θα ήταν τουλάχιστον τόσο δύσκολη όσο είναι και σήμερα. Ως
αντεπιχείρημα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο αρχαίος δρόμος δε θα στόχευε να περάσει από
εδώ πριν την κατασκευή του φράγματος, που δημιούργησε ένα ασφαλέστερο σημείο
διάβασης των ρεμάτων. Παρόλ’αυτά, είναι ξεκάθαρο ότι τα διάφορα ρέματα από τα
ανατολικά και τα βόρεια διασταυρώνονταν σε αυτό το σημείο, και επομένως η διάβαση θα
ήταν ούτως ή άλλως πιο εύκολη στο σημείο πριν την ένωση των ρεμάτων, εκεί που το
έδαφος αλλάζει από λοφώδες σε αλλουβιακή πεδιάδα, ακόμα και πριν την κατασκευή του
φράγματος και του καναλιού.

8
Βλ. Ghembaza και Windell, υπό έκδοση, και Knauss et al., 1984, για λεπτομέρειες της αποστράγγισης της
Κωπαΐδας κατά την εποχή του Χαλκού.
9
Για περισσότερες πληροφορίες και ανάλυση βλ. Balcer, 1974.
5.2 Από τον Άγιο Αδριανό στο Μετόχι (Χάρτης 3. Τμήμα R1b.)
Αξιοσημείωτα, ορισμένοι περιηγητές του 19ου αι., μεταξύ τους οι Gell (1817), Dodwell
(1819) και Leake (1846), δεν έκαναν χρήση του σύγχρονου δρόμου (R2b) πηγαίνοντας από
το Ναύπλιο στο Λυγουριό, παρά κατευθύνθηκαν πρώτα προς τα βορειοανατολικά και πήραν
τον προτεινόμενο δρόμο (R1b) από τον Άγιο Αδριανό (Κατσίγκρι) προς τα ανατολικά. Αυτό
ενισχύει την άποψη ότι ο Δρόμος R2 δεν ήταν τότε σε καλή κατάσταση, και δεν θεωρούνταν
ο κύριος δρόμος όπως σήμερα. Πράγματι, ο William Leake αναφέρεται στον Δρόμο R1 ως
«ο κύριος δρόμος».
Ο σημερινός μικρός δρόμος περνάει από τη μέση της μικρής κοιλάδας πάνω σε αλλουβιακές
και κολλουβιακές αποθέσεις, με κοίτες ρεμάτων σε μικρή απόσταση από τις λοφογραμμές
στην κάθε πλευρά. Πιθανότατα ο αρχαίος δρόμος να ακολουθούσε την ίδια πορεία. Τα
κοντινότερα ίχνη αρχαιολογικών χώρων εντοπίζονται στους ασβεστολιθικούς λόφους
αμέσως προς τα νότια. Ο Tausend (2006) ισχυρίζεται ότι οι αρχαιολογικοί χώροι σε αυτό το
σημείο δεν αποδεικνύουν τη χρήση του δρόμου από την αρχαιότητα, αλλά θα πρέπει να
διαφωνήσουμε. Παρόλο που δεν υπάρχουν ίχνη του ίδιου του δρόμου, η παρουσία των
αρχαιολογικών χώρων σε τόσο μικρή απόσταση δείχνει παρατεταμένη χρήση του δρόμου
από πολύ πρώιμες εποχές.
Ο πρώτος αρχαιολογικός χώρος που συναντάμε εδώ είναι το Παλαιόκαστρο (εικ. 4&5). Για
τη γνωστή αυτή τοποθεσία υπάρχουν παραπομπές από τις αρχές του 19ου αι. Βρίσκεται σε
μια απότομη προεξοχή από ασβεστόλιθο, με θέα την κοιλάδα ανατολικά του Αγίου
Αδριανού. Αποτελείται από ένα μεγάλο περιτειχισμένο περίβολο με διαστάσεις περίπου 30μ
x 25μ, με μια βαθιά δεξαμενή στη νοτιοδυτική του γωνία. Ο περίβολος στενεύει για να
συναντήσει τα υπολείμματα ορθογώνιου πύργου διαστάσεων 7μ x 6.5μ, που διατηρείται ως
το ανώφλι της εισόδου, στο πιο απότομο και στενό τμήμα του λόφου.
Εικ. 4: Παλαιόκαστρο (εικόνα από Google Earth)

Εικ. 5: Ο πύργος στο Παλαιόκαστρο. Διακρίνεται η βορειοδυτική γωνία και η είσοδος.

Όπως υπέθεσε ο Louis Lord (1939) το είδος τοιχοποιίας του πύργου και του περιβόλου
μοιάζουν με διάφορους άλλους παρόμοιους χώρους στην Αργολίδα που χρονολογούνται
στον 4ο ή τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Οι πύργοι προς τα δυτικά της περιοχής αυτής έχουν
ερευνηθεί συστηματικά από το Γιάννη Πίκουλα (1995) και μπορούν να συσχετιστούν με τα
οχυρωματικά έργα του 4ου αι. στην Ασίνη (Wells, 1990) και αλλού.
Σε περίπου 1.4 χλμ ανατολικά ερχόμαστε στο δεύτερο αρχαιολογικό χώρο, επίσης πάνω σε
ασβεστολιθική προεξοχή στη νότια πλευρά της κοιλάδας: την τοποθεσία Προφήτης Ηλίας
του Αγίου Αδριανού, που χρονολογείται σε διάφορες εποχές. Ο χώρος ερευνήθηκε με μικρής
κλίμακας ανασκαφή το 1962 από την Ευαγγελία Πρωτονοτάριου - Δειλάκη, έπειτα από
τυχαία εύρεση αναθημάτων και ειδωλίων κυρίως Ελληνορωμαϊκής περιόδου, με ορισμένα
Μυκηναϊκά ευρήματα (Daux, 1963). Η κορυφή του λόφου περιβάλλεται από τοιχοποιία με
Μυκηναϊκά θεμέλια, και προς τα βόρεια σε χαμηλότερο ύψος είχαν εντοπιστεί Κυκλώπεια
τείχη. Κατά συνέπεια χαρακτηρίστηκε ως Μυκηναϊκή Ακρόπολη που διέθετε Κάτω Πόλη.
Κατά την Αρχαϊκή περίοδο στην κορυφή στεκόταν ιερό, πιθανώς της Ήρας, ακριβώς κάτω
από το τωρινό παρεκκλήσι. Ο χαρακτηρισμός ως Μυκηναϊκή ακρόπολη έχει δεχτεί κριτική.
Ο Bintliff (1977, 307), δηλώνει ότι πρόκειται για υπερβολικούς ισχυρισμούς, διότι τα
ευρήματα επιφανείας είναι ελάχιστα και ήδη κατά τη δεκαετία του 1970 δεν διακρίνονταν
σημαντικά ίχνη των τειχών, ούτε υπολείμματα Κυκλώπειων κατασκευών. Ο Bintliff υποθέτει
στη συνέχεια ότι ο κύριος Μυκηναϊκός οικισμός της περιοχής θα βρισκόταν μάλλον στα
βόρεια της κοιλάδας κοντά στο σύγχρονο χωριό Νέο Ροεινό. Ελλείψει αποδεικτικών
στοιχείων που στηρίζουν τον ισχυρισμό αυτό όμως, συμπεραίνουμε ότι ο Προφήτης Ηλίας
ήταν πιθανότατα ο κύριος Μυκηναϊκός οικισμός στη μικρή αυτή κοιλάδα, αν και ίσως
μικρότερος σε μέγεθος από ότι υποτέθηκε με την αρχική ανασκαφή. Πρέπει επίσης να
σημειώσουμε ότι η Πρωτονοτάριου - Δειλάκη, και στην συνέχεια και ο Bintliff, όπως και
ορισμένοι περιηγητές του 19ου αι., υποστήριξαν ότι η τοποθεσία αυτή ήταν η Λήσσα, ένα
χωριό το οποίο αναφέρει ο Παυσανίας. Αυτό μοιάζει μάλλον απίθανο, διότι βρίσκεται
αρκετά πιο δυτικά από ότι θα έπρεπε. Η τοποθεσία του χωριού Λήσσα αποτελεί αντικείμενο
αντιπαράθεσης στο οποίο θα επανέλθουμε στο κεφάλαιο για το Καστράκι Φωνίσκου. 10
Ο κύριος δρόμος συνεχίζει ανατολικά με ελαφριά κλίση προς ένα διάσελο στο φλύσχη των
λόφων, σε υψόμετρο 334μ και σε απόσταση περίπου 500μ από τη Μονή του Αγίου
Δημητρίου Καρακαλά, και μπαίνει στη μικρή πεδιάδα γύρω από το σύγχρονο χωριό Άγιος
Δημήτριος, πρώην Μετόχι.

5.3 Η Πεδιάδα του Αγίου Δημητρίου, Μετόχι. (Χάρτης 3. Τμήμα 1c.)


Το προηγούμενο όνομα «Μετόχι», που υποδηλώνει μοναστική γαιοκτησία, συνεχίζει να
χρησιμοποιείται ευρέως, οπότε θα προτιμήσουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό αντί της νέας
ονομασίας, «Άγιος Δημήτριος». Η εύφορη καλλιεργήσιμη γη της πεδιάδας, που ανήκε στη
Μονή του Αγίου Δημητρίου, μοιράστηκε στους κατοίκους το 1933, όμως το χωριό Μετόχι
συστάθηκε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως φαίνεται από το χάρτη του Βρετανικού
Γραφείου Πολέμου του 194411 που δε δείχνει κάποιον οικισμό στην περιοχή, παρά μόνο την
εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Στον εν λόγω χάρτη διακρίνεται και ο δρόμος μας (τμήμα
1c), ως «μουλαρόδρομος».
Η πεδιάδα γύρω από το Μετόχι ήταν αρχικά μια μικρή κλειστή λεκάνη, μια παγετωνική
λίμνη, ώσπου τα ύδατα διέφυγαν μέσα από ένα στενό φαράγγι στα νότια, κάτω από το οχυρό
της Καζάρμας. Η πεδιάδα αποτελείται λοιπόν κυρίως από Πλειστόκαινες λιμναίες αποθέσεις,
με μια μικρότερη περιοχή πιο πρόσφατων αποθέσεων στο κέντρο της. Τα εδάφη αυτά είναι
γόνιμα και προσφέρονται για γεωργική χρήση, ειδικά σε σύγκριση με τους ασβεστολιθικούς
όγκους και τις προεξοχές που περιστοιχίζουν την πεδιάδα.
Στη δυτική άκρη της πεδιάδας ο Dodwell (Vol. II, 253) παρατηρεί έναν τετράγωνο πύργο,
που αποκαλεί «μονόπυργο», σε μικρή απόσταση από τον κύριο δρόμο. Περιγράφει ότι
αποτελείται από «μικρά πολύγωνα», σημειώνοντας όμως και τη χρήση κονιάματος στους
τοίχους, κάτι που καθιστά τελείως αβέβαιη τη χρονολόγησή του. Η ύπαρξη ενός μικρού
οχυρωματικού οικοδομήματος σε αυτό το σημείο μοιάζει πιθανή, αλλά δυστυχώς δεν έχουμε
καταφέρει να εντοπίσουμε υπολείμματα. Ίσως μετά το 19ο αι. να καταστράφηκε
ολοκληρωτικά, ή ενδεχομένως η θαμνώδης βλάστηση των λόφων να υπερκαλύπτει τα όποια
εναπομείναντα ίχνη.
Ο δρόμος μας στρέφεται ελαφρώς προς τα βόρεια για να διασχίσει τα δύο κύρια ρέματα της
κοιλάδας σε πιο εύκολα σημεία διάβασης. Τα ίχνη αρχικά μπερδεύονται με το σύγχρονο
δρόμο, όμως σύντομα γίνεται ξεκάθαρα δρόμος που οδηγεί στην τοποθεσία Καστράκι
Φωνίσκου.
Κοντά στο κέντρο της πεδιάδας βρίσκονται τα υπολείμματα ενός μεμονωμένου πύργου ή
«οχυρωματικού πύργου» (blockhouse) που είναι γνωστός στην περιοχή ως Πυργούλι. Από
όσο γνωρίζουμε το μνημείο αυτό δεν έχει αναφερθεί σε κάποια δημοσίευση μετά από μια
σύντομη αναφορά από τον Georges Daux το 1955.
Ο πύργος βρίσκεται στη νότια άκρη μιας μικρής προεξοχής από ασβεστόλιθο, σε περίπου
10μ ύψος από τη βάση της πεδιάδας. Είναι σχεδόν τετράγωνος, με εξωτερικές διαστάσεις
8.4μ x 9μ, και διατηρείται σε ύψος άνω του 1.5μ σε κάποια σημεία. Τα ευρήματα επιφανείας
εδώ είναι ελάχιστα και αβέβαια, όμως το μέγεθος, η κάτοψη του πύργου και το σύστημα
τοιχοποιίας, σε χονδροειδείς βαθμίδες με πολυγωνικούς ογκόλιθους, αντιστοιχούν με μια
μεγάλη ομάδα παρόμοιων μεμονωμένων πύργων, που χρονολογούνται στον 4ο ή τις αρχές
του 3ου αι. π.Χ. Τα μνημεία αυτά έχουν χρονολογηθεί με αρκετή βεβαιότητα, όμως η χρήση
τους δεν έχει εξακριβωθεί. Ο Louis Lord πραγματοποίησε ανασκαφές σε αρκετά από αυτά
και τα χαρακτήρισε «οχυρωματικούς πύργους» (blockhouses) και «παρατηρητήρια»
(watchtowers) εκτιμώντας ότι η χρήση τους ήταν στρατιωτική, σημειώνοντας ταυτόχρονα
ορισμένα αγροτικά ευρήματα όπως μυλόπετρες (Lord et al, 1941).

10
Πρέπει να σημειώσουμε πως ο Foley (1988, 46) φαίνεται να έχει μπερδέψει το χώρο Προφήτης Ηλίας με το
Παλαιόκαστρο. Δεν υπάρχουν ίχνη Ελληνιστικών οχυρωματικών έργων στον Προφήτη Ηλία.
11
Ο χάρτης του Βρετανικού Γραφείου Πολέμου είναι διαθέσιμος στο διαδίκτυο από το McMaster University.
Ο Γιάννης Πίκουλας (1995) πραγματοποίησε έρευνα σε μεγάλο αριθμό παρόμοιων
οικοδομημάτων στη δυτική Αργολίδα και την Αρκαδία, και απέδωσε τόσο το οδικό δίκτυο
όσο και τα «παρατηρητήρια» στη Σπαρτιατική ηγεμονία του 4ου αι. και τις επιδρομές τους
στα Αργειακά εδάφη. Ο Tausend (2006) συμφωνεί με αυτό, σημειώνοντας ότι τα
οικοδομήματα ήταν στρατιωτικού σχεδιασμού και σημασίας.

Εικ. 6: «Οχυρωματικός πύργος», Πυργούλι, Άγιος Δημήτριος, από τα νότια.

Εικ. 7: Λεπτομέρεια της δυτικής πλευράς στο Πυργούλι, Άγιος Δημήτριος.


Αμφισβητούμε την υπόθεση ότι οι δρόμοι είχαν κατασκευαστεί κυρίως για στρατιωτικούς
σκοπούς. Τουναντίον, στηρίζουμε ότι ο «ευθύς» δρόμος που ακολουθούμε στην εργασία
αυτή υπήρχε από πολύ παλαιότερα, τουλάχιστον από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, αν όχι
πολύ νωρίτερα, και συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι τον 20ο αιώνα. Το επιχείρημα της
«στρατιωτικής χρήσης» των δρόμων πηγάζει από την αποκλειστική επικέντρωση σε δρόμους
όπου διακρίνονται ξεκάθαρα αυλάκια τροχών, τα οποία συνήθως σχηματίζονται σε βραχώδη
και δύσβατα εδάφη. Αντιθέτως, προτείνουμε ότι οι «φυσικοί» δρόμοι που διέσχιζαν το τοπίο
εκμεταλλεύονταν τα πιο εύκολα και προσβάσιμα εδάφη. Ένα άλλο επιχείρημα είναι ότι το
σταθερό εύρος των αυλακώσεων υποδηλώνει στρατιωτικά οχήματα. Θα διαφωνήσουμε διότι
το πλάτος του άξονα έχει παραμείνει εξαιρετικά σταθερό, περίπου στα 1.4μ, από
παλαιοτάτων χρόνων, βασισμένο στη βέλτιστη απόσταση μεταξύ δύο ζωσμένων ζώων
μεταφοράς. Παρέμεινε ίδιο ακόμα και μέχρι την εποχή των σιδηροδρόμων, με το Βρετανικό
πρότυπο των 1.43μ (το αρκετά παράξενο μέτρο των 4’ 8½’’). Επίσης, έχουμε αναφέρει
αλλού (Windell & Webb, 2019) πως άλλοι πύργοι με σημαντικές ομοιότητες έχουν
χαρακτηριστεί ως αγροτικές κατασκευές, όπως το Πυργούθι στην κοιλάδα του Μπερμπατίου
(Penttinen, 2001) και στην Αττική (Young, 1956).
Οδηγούμαστε λοιπόν στο εύλογο συμπέρασμα ότι κάποιοι «οχυρωματικοί πύργοι» είχαν
πράγματι στρατιωτική χρησιμότητα, όπως το Παλαιόκαστρο του Αγίου Αδριανού, ενώ άλλοι
όχι. Υποθέτουμε ότι το Πυργούλι ήταν ελάσσονος στρατιωτικής σημασίας. Πρώτα από όλα,
η πεδιάδα στο Μετόχι ήταν υπό τον πλήρη έλεγχο των σύγχρονων οχυρών της Καζάρμας και
του Καστρακίου, και ίσως ενός τρίτου οχυρού που παρατήρησε ο Dodwell στη δυτική άκρη
της πεδιάδας. Το Πυργούλι έχει ξεκάθαρο οπτικό πεδίο μόνο προς τα νότια, καθώς το αρκετά
χαμηλό ύψος στο οποίο βρίσκεται εμποδίζει τη θέα προς τα βόρεια, με αποτέλεσμα να μην
ελέγχει τον κύριο δρόμο (R1c) που διαπερνά την κοιλάδα. Από τη θέση του κοντά στο
κέντρο της πεδιάδας μπορούμε να υποθέσουμε ότι σχετίζεται με κάποιο ιδιόκτητο κτήμα γης.
Είναι πιθανό ότι κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. σχηματίστηκαν πολύ μεγάλα ιδιόκτητα κτήματα,
παρόμοια με τα μεταγενέστερα λατιφούντια, για την παραγωγή αγροτικών προϊόντων
υψηλής αξίας, όπως αρώματα, βαφές και υφάσματα, και την εξαγωγή τους σε πόλεις. Τα
κτήματα αυτά θα είχαν ανάγκη από πολύ ασφαλείς εγκαταστάσεις για την προστασία τόσο
των αγαθών όσο και των εξειδικευμένων εργατών που τα επεξεργάζονταν. Εξού και έχουμε
τους «μεμονωμένους πύργους» στα κέντρα των πεδιάδων: το Πυργούλι εδώ, το Πυργούθι της
κοιλάδας του Μπερμπατίου, όπως και τις αποκαλούμενες «πυραμίδες» στο Ελληνικό και στο
Λυγουριό, πάνω στο ίδιο πρότυπο. Παρά τις συνεχείς πολεμικές αντιπαραθέσεις του 4ου αι.
π.Χ., υπάρχουν στοιχεία ότι τα μεγάλα κέντρα του Άργους και της Επιδαύρου, όπως και το
Ιερό του Ασκληπιού, πραγματοποίησαν σπουδαία κατασκευαστικά έργα που επιδείκνυαν
σημαντικό πλούτο. Οι κάτοικοι των πόλεων αγόραζαν αγαθά αντί να τα παράγουν.
Προτείνουμε επομένως ότι κάποιοι από αυτούς τους «οχυρωματικούς πύργους» ήταν
εμπορικής και όχι στρατιωτικής σημασίας, καθώς οι πύργοι αποτελούσαν τμήμα
αγροκτημάτων σημαντικού μεγέθους.
Επιστρέφοντας στο μονοπάτι μας, ο δρόμος διασχίζει το δεύτερο από τα δύο μεγαλύτερα
ρέματα της πεδιάδας του Μετοχίου και φτάνει μπροστά σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι. Ο
Δρόμος 1 συναντά ένα δρόμο που έρχεται από τα νότια με βόρεια κατεύθυνση, που ξεκινά
από το δρόμο Ναυπλίου-Λυγουριού (R2) και περνά μέσα από το φαράγγι κάτω από το οχυρό
της Καζάρμας, με προορισμό την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, που έχει χτιστεί πάνω στα
θεμέλια ενός Ρωμαϊκού οικοδομήματος. Ο δρόμος συνεχίζει στην ανατολική πλευρά του
ρέματος μέσα από το σύγχρονο χωριό Μετόχι. Εδώ στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου
παρατηρούμε χρήση λαξευμένων μαρμάρων. Ο Daux (1955) υπέθεσε ότι τα μάρμαρα αυτά
προέρχονταν από ένα κυκλικό ιερό, παρόμοιο με το Θόλο ή Θυμέλη στο Ασκληπιείο (4ος αι.
π.Χ.). Σημειώνει ότι το ιερό θα πρέπει να βρισκόταν κοντά στην εκκλησία, αλλά δυστυχώς η
πραγματική θέση του ιερού παραμένει άγνωστη. Τα επαναχρησιμοποιημένα τμήματα
μαρμάρου είναι λίγα και μικρά σε μέγεθος, και είναι πιθανό να είχαν μεταφερθεί από αρκετά
μακρινή απόσταση. Ο νότιος-βόρειος δρόμος διασταυρώνεται με το Δρόμο 1 στο
σταυροδρόμι κι έπειτα παίρνει τη δύσβατη ανηφόρα προς το χωριό Γκάτζια, συνεχίζοντας
έως ότου συναντήσει το δρόμο του Άργους στην πεδιάδα γύρω από το χωριό Χέλι, που
λέγεται σήμερα Αραχναίο, από την ομώνυμη οροσειρά.
Μετά το σταυροδρόμι, σε περίπου 2.5 χλμ πάνω στο Δρόμο 1, τμήμα 1c, με ομαλή κλίση σε
ύψος περίπου 46 μέτρων, φτάνουμε στο στενό πέρασμα που περνάει κάτω από το οχυρωμένο
Καστράκι Φωνίσκου.

5.4 Καστράκι Φωνίσκου

Πιστεύουμε ότι ο σημαντικός αυτός χώρος έχει παραβλεφθεί κατά τα τελευταία 80 χρόνια
ερευνών στην Αργολίδα. Παρότι διαθέτει τείχη που στέκονται σε ύψος άνω των 5μ σε
κάποια σημεία και παρά την πληθώρα ευρημάτων επιφανείας, ο χώρος δεν αναφέρεται στους
πιο σημαντικούς καταλόγους χώρων για την Εποχή του Χαλκού και την Ελληνιστική εποχή,
ούτε περιλαμβάνεται σε πιο γενικές έρευνες πάνω στα δίκτυα μεταφοράς (π.χ. Sanders &
Whitbread, 1990) ή πάνω στις τοπικές επικράτειες της Εποχής του Χαλκού (π.χ. Liko, 2012).
Το όνομα του χώρου δημιουργεί μια κάποια σύγχυση. Τοπικά, όπως και σε σχετικές
αρχαιολογικές αναφορές, αποκαλείται απλά «Καστράκι». Όμως, στην Αργολίδα υπάρχουν
παραπάνω από ένας αρχαιολογικοί χώροι γνωστοί ως «Καστράκι», οπότε το όνομα
Καστράκι από μόνο του δεν αποτελεί μοναδικό αναγνωριστικό. Πρόσφατα, για χάρη μιας
τοπικής διαδρομής πεζοπορίας, μετονομάστηκε σε «Κάστρο Φωνίσκου», παίρνοντας το
όνομα από το βουνό που βρίσκεται ακριβώς στα βόρεια. Η ονομασία αυτή, αν και μοναδική,
δεν περιέχει κανένα στοιχείο παράδοσης. Εδώ λοιπόν αποφασίσαμε να υιοθετήσουμε
συμβιβαστικά την ονομασία «Καστράκι Φωνίσκου».
Η κύρια έρευνα που αναφέρθηκε στο χώρο, μαζί με φωτογραφικό υλικό, δημοσιεύτηκε το
1939 από τον Louis Lord. Από τότε και στο εξής το σχολίασε ο Jean-Pierre Adam (1982) που
αναφέρθηκε ιδιαίτερα στα οχυρωματικά έργα του 4ου αιώνα ή της Πρώιμης Ελληνιστικής
εποχής, και ο Klaus Tausend (2006) που αναφέρθηκε σε αυτό εν συντομία μιλώντας για τους
Μυκηναϊκούς δρόμους (2006, 151, χώρος 129). Παρόλ’αυτά γνώμη μας είναι ότι οι
δημοσιεύσεις αυτές δεν αντικατοπτρίζουν κατάλληλα την αρχαιολογία του χώρου, και τη
χρονολόγηση του σε πολλές ιστορικές περιόδους.

5.4.1: Περιγραφή του Χώρου

Ο χώρος βρίσκεται στη βορειοανατολική άκρη μιας απότομης, βραχώδους ράχης από
ασβεστόλιθο (με μέγιστο ύψος τα 396μ από την επιφάνεια της θάλασσας στο Καστράκι), που
σχεδόν περικλείει την ανατολική άκρη της πεδιάδας γύρω από το Μετόχι. Βλέπει στο στενό
πέρασμα μεταξύ της ράχης και του απότομου, γυμνού ασβεστολιθικού όγκου του όρους
Αραχναίο και μιας από τις κορυφές του, το όρος Φωνίσκος (υψόμετρο 730μ). Έχει θέα σε
όλη τη δυτική πλευρά της πεδιάδας του Μετοχίου και σε μεγάλο τμήμα της προς τα
ανατολικά. Ο δρόμος εδώ (Δρόμος 1, R1) προστατεύεται ανηφορίζοντας από ψηλά τείχη στη
βορινή πλευρά και χαμηλότερα στη νότια πλευρά του για αρκετή απόσταση, δείχνοντας την
προγενέστερη σημασία του.
Το κύριο οχυρωμένο σημείο είναι ένας μικρός, ωοειδής και επίπεδος χώρος (περίπου 0,38
εκτάρια, περίμετρος περίπου 250μ), παρόμοιος σε μέγεθος με την πολύ γνωστή τοποθεσία
της Καζάρμας που βρίσκεται περίπου 2.5 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά. Η λοφοπλαγιά προς τα
δυτικά και τα βόρεια είναι απόκρημνη και βραχώδης, και φαινομενικά ανοχύρωτη, αν και
αυτό μπορεί να οφείλεται σε κατάρρευση των τειχών στο συγκεκριμένο σημείο. Προς τα
νότια και τα ανατολικά, τα τείχη δεσπόζουν σε μια πλαγιά με πιο ήπια κλίση, που όμως είναι
καλυμμένη από ερειπωμένα σύγχρονα κτίρια τα οποία πιθανώς υπερκαλύπτουν μια
μεγαλύτερη επιφάνεια αρχαίου οικισμού (εικ.8 και 9). Δυστυχώς στο εσωτερικό των τειχών
δεν υπάρχουν επιφανειακές ενδείξεις από κτίρια, είτε αρχαία είτε σύγχρονα. Τα κύρια τείχη
χρονολογούνται στον 4ο αι. - αρχές 3ου αι. π.Χ. και θυμίζουν τα τείχη της Αρχαίας Ασίνης
(Wells, 1990), με χονδροειδή τοιχοποιία που περιλαμβάνει όμως τραπεζοειδείς και
πολυγωνικούς ογκόλιθους. Το σύστημα τοιχοποιίας παρουσιάζει στενή ομοιότητα με τους
«οχυρωματικούς πύργους» που αναφέραμε παραπάνω. Στη νοτιοδυτική γωνία βρίσκεται
κυκλικός πύργος, διαμέτρου 8μ, που μοιάζει να είναι ενσωματωμένος στα τείχη. Η μοναδική
είσοδος από τα νότια σχηματίζει στενό διάδρομο (περ. 7μ μήκος x 2μ πλάτος) που
προφυλάσσεται από σημαντικό προμαχώνα ή δεύτερο πύργο. Ο Lord επισήμανε πως τα
κύρια τείχη εμφανώς εφάπτονται σε παλαιότερα τείχη, στο στενότερο σημείο της εισόδου
(εικ. 13). Αυτό το στοιχείο πιθανώς να χρονολογείται στη Μυκηναϊκή εποχή, όπως υπέθεσε
και ο Lord. Μαζί με τον προμαχώνα σχηματίζει στενή είσοδο με πλάτος μόλις 2μ, παρόμοια
με την είσοδο της Μυκηναϊκής Ασίνης ή και την ίδια τη Βόρεια Πύλη των Μυκηνών.
Στο βορειοανατολικό τείχος υπάρχουν ενδείξεις κονιάματος, κάτι που δείχνει Βυζαντινή ή
Οθωμανική ανοικοδόμηση, όπως στην Καζάρμα. Υπολογίζοντας και τα κεραμικά ευρήματα,
συμπεραίνουμε ότι ο χώρος βρίσκεται σε χρήση για συνολικά κοντά στα 3000 χρόνια.

Εικ. 8: Καστράκι Φωνίσκου, σχεδιάγραμμα.


Εικ. 9: Καστράκι Φωνίσκου, από το Google Earth.

Εικ. 10: Καστράκι Φωνίσκου: ο εν μέρει υπό κατάρρευση νοτιοδυτικός πύργος


Εικ. 11: Καστράκι Φωνίσκου: το εξωτερικό του νοτιοδυτικού πύργου

Εικ. 12: Καστράκι Φωνίσκου: η είσοδος από ψηλά


Εικ. 13: Καστράκι Φωνίσκου: λεπτομέρεια της εισόδου

5.4.2: Ευρήματα Επιφανείας

Στο χώρο εσωτερικά των τειχών εντοπίζουμε ευρήματα επιφανείας σε αξιοσημείωτη


πυκνότητα. Για να αποφύγουμε την αφαίρεση των ευρημάτων, χρησιμοποιήσαμε τη μέθοδο
«πιάσε και άφησε». Πιθανά όστρακα, συχνά παρατημένα από κυνηγούς θησαυρού,
φωτογραφήθηκαν και μετά επανατοποθετήθηκαν στην αρχική τους θέση (in situ). Στα
περισσότερα επιφανειακά ευρήματα εντοπίζεται σε κάποιο βαθμό εναπόθεση ασβεστίου,
κάτι που καθιστά προβληματική τη χρονολόγηση σε πολλές περιπτώσεις. Ακόμα κι έτσι, η
εκτενής συγκέντρωση κεραμικών ευρημάτων διηγείται από μόνη της μια αρκετά ξεκάθαρη
ιστορία.
Ένα μοναδικό όστρακο γκρίζας μινυακής κεραμικής (Grey Ware) τοποθετεί τη σύσταση του
οικισμού το αργότερο στην Μεσοελλαδική/Υστεροελλαδική Ι εποχή. Ο Ι. Πίκουλας, ο
οποίος έχει πραγματοποιήσει εκτενείς επιτόπιες έρευνες σε ολόκληρη την Αργολίδα,
σημείωσε την ύπαρξη λεπίδων και πυρήνων οψιδιανού, που ίσως υποδηλώνουν μια ακόμα
πιο πρώιμη χρονολογία (Ι. Πίκουλας, προσωπική επικοινωνία).
Υπάρχουν άφθονα όστρακα της Υστεροελλαδικής εποχής, συμπεριλαμβανομένων δειγμάτων
λεπτόκοκκης κεραμικής με ελαφριά υπόλευκη σύσταση πηλού (light buff fabric) και
καστανόχρωμη ζωγραφιστή επιφάνεια, δίχρωμες λαβές, καθώς και μεγαλύτερα χονδροειδή
κεραμικά που δείχνουν την ύπαρξη αποθηκευτικών χώρων στην τοποθεσία 12. Όπως
επισήμανε ο Lord (1939) η τοποθεσία ήταν εμφανώς πλήρως κατειλημμένη κατά τη
Μυκηναϊκή περίοδο, πιθανώς ως «δευτερεύον κέντρο» Περίπου 220μ βόρεια του
οχυρωμένου χώρου εντοπίζουμε κάτι παράξενο: ένα κυκλικό φρεάτιο διαμέτρου 2μ με βάθος
πάνω από 2μ, γεμάτο συντρίμμια και ερειπωμένο, κρίνοντας από έναν τοίχο ή θόλο
12
Ευχαριστούμε θερμά τη Δρ. Άννα Παναγιώτου για τη βοήθεια της στην εξακρίβωση του υλικού της Εποχής
του Χαλκού.
κατώτερης ποιότητας περιμετρικά του φρεατίου που είναι ακόμα εν μέρει ακέραιος (εικ. 14).
Η χρονολόγηση και η χρήση του στοιχείου αυτού παραμένουν άγνωστες. Σίγουρα δεν
πρόκειται για πηγάδι, θα μπορούσε ίσως να είναι γκρεμισμένος τάφος;

Εικ. 14: Καστράκι Φωνίσκου, πιθανός τάφος (;)

Στη συνέχεια, στο εσωτερικό των τειχών και ακριβώς νότια από αυτά, ανάμεσα στα
ερειπωμένα σύγχρονα κτίρια, εντοπίζονται όστρακα Ύστερης Κλασικής/Ελληνιστικής
χρονολογίας, που περιλαμβάνουν τμήματα μελανόμορφων κεραμικών ειδών. Στο πλάι του
αρχαίου δρόμου, περίπου 250μ βορειοδυτικά του οχυρωμένου χώρου, εντοπίζονται επιπλέον
Ρωμαϊκά όστρακα και κέραμοι. Ο χώρος φαίνεται ότι συνέχισε να κατοικείται κατά τη
Βυζαντινή και Οθωμανική εποχή, με την κατασκευή της εκκλησίας της Αγίας Αικατερίνης
και ορισμένα ευρήματα επιφανείας Οθωμανικής περιόδου, κυρίως ακριβώς στα νότια της
οχύρωσης. Τέλος, ακριβώς στα νότια του οχυρωμένου σημείου και στα πλαϊνά του δρόμου
βρίσκονται κάποια ρημαγμένα σύγχρονα κτίρια, που πιθανότατα εγκαταλείφθηκαν κατά τον
Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ή λίγο αργότερα.
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει κάποιες παράνομες ανασκαφές από κυνηγούς θησαυρών,
που αποτελούν την κυριότερη απειλή για τη διατήρηση του χώρου. Η τοποθεσία έχει γίνει
επίσης σταθμός σε μια νέα τοπική διαδρομή πεζοπορίας. Επικροτούμε την πρωτοβουλία της
πεζοπορικής διαδρομής, όμως είναι απαραίτητο να έχουμε επίγνωση πως οι πεζοπόροι, χωρίς
κακή πρόθεση, μπορεί να συλλέξουν ευρήματα από το χώρο, χειροτερεύοντας την
κατάστασή του.
Ένα τελευταίο, πιο πρόσφατο, ιδιόμορφο στοιχείο, περίπου 250μ βορειοδυτικά του χώρου
είναι ένας μεγάλος πεσμένος βράχος, που έχει περιστοιχιστεί από ένα χαμηλό τοιχάκι από
μαρμάρινες πλάκες, και έχει ονομαστεί «το Λιθάρι του Κολοκοτρώνη». Δεν έχουμε
καταφέρει να βρούμε κάποια ιστορική επεξήγηση για αυτό το συσχετισμό, και θεωρούμε ότι
πρόκειται απλώς για ένα ασυνήθιστο δείγμα μοντέρνας «δημιουργημένης πολιτιστικής
κληρονομιάς».
5.4.3 Η θέση του χωριού «Λήσσα».

Ένα απλό σχόλιο του Παυσανία έχει σταθεί αίτιο για σημαντική αντιπαράθεση. Αμέσως μετά
τις αναφορές του στην Τίρυνθα και τη Μιδέα, γράφει (II, 25, 9): «Στο δρόμο που πάει ευθεία
στην Επίδαυρο βρίσκεται η κώμη Λήσσα, στην οποία υπάρχει ναός της Αθηνάς, με ξόανο
που δε διαφέρει σε τίποτα από εκείνο της ακρόπολης της Λάρισας». Συνεχίζει: «Πάνω από
τη Λήσσα είναι το βουνό Αραχναίο… εκεί υπάρχουν βωμοί του Δία και της Ήρας, όπου
προσφέρουν θυσίες όταν χρειάζονται βροχή». Έπειτα προσθέτει (II, 26, 1) «Στη Λήσσα
βρίσκονται τα σύνορα του Άργους και της Επιδαυρίας».
Μετά τα λεγόμενα του Παυσανία, διάφορες τοποθεσίες έχουν χαρακτηριστεί ως Λήσσα.
Περιηγητές του 19ου πρότειναν το Παλαιόκαστρο του Αγίου Αδριανού, την Καζάρμα, το
Καστράκι και το Λυγουριό. Ο Louis Lord υπέθεσε ότι το Καστράκι ήταν πιθανώς η Λήσσα,
μια άποψη που έχουν στηρίξει αρκετοί συγγραφείς. Οι περισσότεροι σύγχρονοι ειδικοί όμως,
όπως ο Tausend (2006, 150), προτιμούν το Λυγουριό. Περιπλέκοντας κι άλλο την κατάσταση
η Ρόζα Προσκυνητοπούλου (2011, Χάρτης 1), πρότεινε μια τοποθεσία νότια του Λυγουριού,
κοντά στην Κορώνη. Ξεκάθαρα, το μυστήριο της τοποθεσίας της Λήσσας του Παυσανία
παραμένει άλυτο. Με τη σειρά μας, αμφιβάλλουμε για τη σαφήνεια των αποδεικτικών
στοιχείων που υποστηρίζουν είτε το Λυγουριό είτε το Καστράκι. Παρακάτω θα εξετάσουμε
το γενικότερο πρόβλημα των εδαφών των Μυκηνών, της Ασίνης και της Επιδαύρου (βλ.
Κεφάλαιο 7).

5.5 Από το Καστράκι Φωνίσκου έως το Ιερό του Ασκληπιού


(Χάρτης 3. Τμήμα 1d.)

Μετά το στενό πέρασμα στο Καστράκι Φωνίσκου, περνάμε από την πεδιάδα του Μετοχίου
σε μια πεδιάδα που συνδέεται με εκείνη του Λυγουριού. Σχηματίζεται κυρίως από
Πλειστόκαινες λιμναίες αποθέσεις, ανακόπτεται αρχικά από μικρότερες προεξοχές
ασβεστόλιθου και φλύσχη, και χαράσσεται από ορισμένες βαθιές κοίτες ρεμάτων. Κατά
μήκος της βορινής πλευράς του δρόμου αμέσως στα ανατολικά του Καστρακίου εντοπίζουμε
αριθμό ερειπωμένων σύγχρονων κτιρίων. Πρόκειται για το χωριό που έχει καταγραφεί στο
Χάρτη του Βρετανικού Γραφείου Πολέμου (1944), που ίσως να καλύπτει κι άλλα αρχαία
ερείπια. Περίπου 1 χλμ ανατολικά από το Καστράκι διασχίζουμε ένα ρέμα σε ένα σημείο
εύκολης διάβασης. Προς τα νότια, ο Gell (1817, 186) παρατήρησε ένα «παρεκκλήσι ή ιερό».
Φαίνεται ότι ήδη το 1805-06 που πέρασε από εδώ ο Gell, απέμεναν ελάχιστα υπολείμματα,
εκτός από λιγοστά θραύσματα κεράμων και πιθανώς Μεσαιωνικά όστρακα. Περνώντας το
ρέμα βλέπουμε για πρώτη φορά καθαρά την κορυφή του όρους Αραχναίο, όπου βρίσκονται
οι βωμοί του Δία και της Ήρας13 που αναφέρει ο Παυσανίας. Ελάχιστα ευρήματα έχουν
εντοπιστεί πάνω στη γυμνή κορυφή, αλλά ορισμένοι χαμηλοί τοίχοι και τομές στον
ασβεστόλιθο υποδηλώνουν την ύπαρξη μικρών κτιρίων, αβέβαιης χρονολογίας. Είναι αρκετά
πιθανό ότι το σημείο ήταν ένα πρώιμο ιερό κορυφής, που παρέμεινε σε χρήση κατά την
Κλασική και Ρωμαϊκή εποχή.
Αφού διασχίσουμε δύο μικρότερα ρέματα και φτάσουμε στη λεκάνη απορροής, εύκολα
ακολουθούμε το δρόμο έως τη διασταύρωση με το Δρόμο 2b, από το Ναύπλιο προς το
Λυγουριό, 2.5 χιλιόμετρα ανατολικά από το Καστράκι.
Περίπου 500μ βορειοανατολικά της διασταύρωσης, στην τοποθεσία Αλεπότρυπες,
βρίσκονται ορισμένα αινιγματικά ερείπια, που ο Lord (1939, 81) κατέγραψε ως Κυκλικός
Πύργος, και χρονολόγησε στη Μυκηναϊκή εποχή. Οι Αλεπότρυπες βρίσκονται στη νότια
πλευρά ενός χαμηλού λόφου από ασβεστόλιθο (342μ υψόμετρο) νότια από τα Χουνταλαίικα.
Ο Simpson (1981) σημειώνει ότι στο χώρο βρέθηκαν Μυκηναϊκά όστρακα και λεπίδες
οψιδιανού. Δυστυχώς η περιοχή περιμετρικά του πύργου έχει σκαφτεί από μπουλντόζες τα
τελευταία χρόνια, οπότε είναι αδύνατο να το επιβεβαιώσουμε. Τα ευρήματα της Εποχής του
13
Για λεπτομέρειες πάνω στο λατρευτικό χώρο βλ. Rupp, 1976 και Ψυχογιό και Καρατζίκο, 2015.
Χαλκού είναι φαινομενικά λίγα, κάτι που ίσως υποδηλώνει μικρό οικισμό ή κατοίκηση
μικρής διάρκειας.

Εικ. 15: Ο Κυκλικός Πύργος στο σκαμμένο τοπίο στις Αλεπότρυπες.

Ωστόσο, παρά τα λεγόμενα του Lord, ο οικισμός της Εποχής του Χαλκού δε συσχετίζεται με
το κυκλικό λίθινο οικοδόμημα, το οποίο δεν είναι Μυκηναϊκής κατασκευής αλλά
χρονολογείται σχεδόν σίγουρα στην Κλασική εποχή ή αργότερα. Οι πέτρες είναι μικρές αλλά
καλοφτιαγμένες και σχηματίζουν κύκλο διαμέτρου 11μ εξωτερικά. Διακρίνονται δύο
βαθμίδες, με τη δεύτερη να είναι ένθετη περίπου 100mm από την πρώτη. Το έδαφος στο
εσωτερικό είναι ελαφρά ανυψωμένο. Η κατασκευή δεν είναι τέλειος κύκλος, στη νότια
πλευρά υπάρχει ένα ελαφρώς ημικυκλικό άνοιγμα, που ήταν πιθανώς η αρχική είσοδος. Αν
κρίνουμε από τη μορφή και την περίτεχνη λιθοποιία, μάλλον δεν επρόκειτο για
παρατηρητήριο ή φυλάκιο, αλλά ίσως για κάποιο ταφικό μνημείο.
Το αντεπιχείρημα σε αυτό είναι ότι ο Παυσανίας δε το αναφέρει καθόλου. Θα είχε βέβαια
αγνοήσει κάτι κοινότυπο, όπως ένα φυλάκιο, αλλά μάλλον θα είχε σχολιάσει έναν τάφο, αν
στεκόταν ακόμα όταν πέρασε από εκεί τον 2ο αιώνα μ.Χ. Ο χώρος χρειάζεται εκτενή έρευνα
και ανασκαφή, επειδή δυστυχώς απειλείται από εκκαθάριση αγροτεμαχίων και
δενδροφύτευση.
Σε αυτό το σημείο, ο Δρόμος 1 ενώνεται με το Δρόμο 2 για μικρή απόσταση, περίπου 1
χιλιόμετρο, κοντά στο σύγχρονο Χάνι Μερκούρη. Έπειτα φτάνει σε μια δεύτερη
διασταύρωση όπου ο τωρινός κεντρικός δρόμος (R2), παίρνει κλίση προς τα
βορειοανατολικά και μπαίνει στο χωριό Λυγουριό. Αυτός είναι ο κεντρικός δρόμος από τα
τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και σήμερα, όπως φαίνεται και στο χάρτη του Schliemann (1878,
1). Ωστόσο, χρήζει αναγκαστικής παράκαμψης προς τα βόρεια, παρότι υπήρχε ευθύς δρόμος
που οδηγούσε στην είσοδο της κοιλάδας και μετέπειτα στο Ιερό του Ασκληπιού μέσω
Κορώνης. Ο ένας εκ των συγγραφέων (Windell) εκτιμά ότι πιθανότατα οι ταξιδιώτες, μεταξύ
τους και ο Παυσανίας, θα έπαιρναν τον ευθύ δρόμο (1d), ενώ ο άλλος συγγράφων (Webb)
θεωρεί ότι οι ταξιδιώτες θα έκαναν στάση στο Λυγουριό πριν συνεχίσουν.
Στο Λυγουριό είναι γνωστό ότι υπάρχουν διάσπαρτα ερείπια πολλών εποχών. Η ετυμολογία
του ονόματος είναι αβέβαιη. Πρωτοεμφανίζεται σε ένα έγγραφο του 1365, και το 1465 ένα
Ενετικό έγγραφο αναφέρεται σε ένα «castello» στο «Legurio» (Heatherington, 1991, 130).
Είναι πιθανό οι καταγραφές αυτές να αναφέρονται στο Παλυγουριό (Παλαιό Λυγουριό), τον
κύριο μεσαιωνικό οικισμό στα βορειοανατολικά του τωρινού χωριού. Στο χωριό
εντοπίζονται υπολείμματα από διάφορες εποχές: δύο Μυκηναϊκοί θαλαμωτοί τάφοι, μία
«πυραμίδα» του 4ου αιώνα π.Χ., που είναι στην πραγματικότητα οχυρωματικός πύργος με
κεκλιμένους τοίχους, Υστερορωμαϊκά λουτρά και 12 Βυζαντινές εκκλησίες. Τρεις από αυτές
παρουσιάζουν σημαντικό αριθμό από σπόλια: ο Άγιος Ελεήμων (11ου αι.) με αρχιτεκτονικά
σπόλια Κλασικής εποχής, η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (τέλη 13ου αι.) που
χρησιμοποιεί μεγάλες πλάκες μαρμάρου και ορισμένους Κλασικούς κίονες στους τοίχους
της, και τέλος η Αγία Μαρίνα (14ου αι.) που έχει επαναχρησιμοποιήσει Κλασικούς κίονες
στο εσωτερικό της εκκλησίας. Οι περισσότεροι συγγραφείς θεωρούν ότι τα σπόλια
προέρχονται αποκλειστικά από το Ιερό του Ασκληπιού, όμως είναι πιθανό κάποια από αυτά
(όπως τα σπόλια της Αγίας Μαρίνας) να έχουν τοπική προέλευση, αν λάβουμε υπόψη την
κατοίκηση του χώρου κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή.
Πράγματι, οι William Gell, Josiah Conder και Edward Dodwell όλοι σχολίασαν τα «τείχη»
του Λυγουριού, εκφράζοντας θλίψη για την κατάσταση διάλυσης στην οποία βρίσκονταν.
Σήμερα δεν απομένουν καθόλου υπολείμματα των τειχών, όμως οι περιηγητές του 19ου
αιώνα τα θεώρησαν σημαντικά σε σχέση με αυτό που βλέπουμε σήμερα.
Επιστρέφοντας στο Δρόμο 1, ο δρόμος οδηγεί ευθεία από το Χάνι Μερκούρη στην Κορώνη.
Δυστυχώς το τμήμα αυτό του δρόμου έχει σήμερα καλυφθεί τελείως από το σύγχρονο
αυτοκινητόδρομο δύο λωρίδων, τον ακολουθούμε όμως εύκολα πάνω σε παλαιότερους
χάρτες. Το χωριό Κορώνη έχει, όπως το Λυγουριό, σκόρπια ερείπια Κλασικών,
Ελληνιστικών, και πιθανώς Ρωμαϊκών κτισμάτων, με θεμέλια τοίχων και διάσπαρτα όστρακα
(Foley, 1988, χώρος 56). Το τοπωνύμιο παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση: Κορωνίς
λεγόταν η μυθική μητέρα του Ασκληπιού, του οποίου το Ιερό είναι σε κοντινή απόσταση. Το
χωριό δεν εμφανίζεται με αυτό το όνομα πριν το 19ο αι., οπότε το τοπωνύμιο είναι μάλλον
σύγχρονη προσθήκη.
Περίπου 800μ νότια του χωριού Κορώνη, πάνω σε ένα χαμηλό λόφο, βρίσκεται η τοποθεσία
Νότιοι Λόφοι, όπου εντοπίζονται διάσπαρτα δείγματα Υστεροελλαδικής κεραμικής. Δεν
υπάρχουν στοιχεία κτισμάτων, αλλά η συγκέντρωση κεραμικών είναι αρκετή για να δείξει
ότι επάνω στο λόφο υπήρχε ένας μικρός Μυκηναϊκός οικισμός.
Εδώ παρουσιάζουμε τρεις νέους, άγνωστους αρχαιολογικούς χώρους. Πρόκειται για τρεις
περιτειχισμένους περιβόλους, τους E1, E2, και E3 (Χάρτης 4 και Εικ. 16 & 17α – 17β), στις
κορυφές των βουνών ακριβώς νότια της πεδιάδας του Λυγουριού. Δεν καταφέραμε να
βρούμε αναφορές στους χώρους αυτούς στην υπάρχουσα βιβλιογραφία. Οι τρεις κορυφές
στις οποίες βρίσκονται αποτελούνται από γυμνό, άνυδρο καρστικό ασβεστολιθικό πέτρωμα,
με ελάχιστη βλάστηση, και είναι πολύ δύσκολες στην πρόσβαση. Τοπικά αποκαλούνται
Αλογομάνδρες, όμως μοιάζουν ακατάλληλες για χρήση ως στάβλοι για ζώα, ιδιαίτερα για
άλογα, που χρειάζονται μεγάλες ποσότητες νερού και βοσκής. Ωστόσο, προσφέρουν
εξαιρετική θέα κατά μήκος της πεδιάδας και στις στενές κοιλάδες που οδηγούν προς τα
νότια, μέσω της πεδιάδας του Λυγουριού. Οι τοίχοι, που ήταν κατασκευασμένοι από μεγάλο
αριθμό μικρών πετρών από τοπικό ασβεστόλιθο, έχουν σχεδόν εξ ολοκλήρου γκρεμιστεί. Οι
θέσεις των εισόδων δεν είναι ξεκάθαρες, αν και θεωρούμε ότι το κάθε οικοδόμημα είχε μία
μόνο είσοδο. Εντοπίζονται ελάχιστα ευρήματα επιφανείας, με ολοκληρωτική απουσία
Μεσαιωνικών ή πιο πρόσφατων ευρημάτων, κάτι που καταρρίπτει την τοπική θεωρία ότι
πρόκειται για κτίσματα της Οθωμανικής περιόδου. Στον Περίβολο 2 έχει βρεθεί ένα
μοναδικό όστρακο μεγάλου αποθηκευτικού αγγείου (πίθου) που χρονολογείται πιθανότατα
στην Πρωτοελλαδική εποχή. Μοιάζει πιθανό λοιπόν και οι τρεις χώροι να χρονολογούνται
στην (Πρώιμη) Εποχή του Χαλκού.
Και οι τρεις χώροι είναι κατά προσέγγιση ωοειδείς σε σχήμα, με διαφορετικά όμως μεγέθη,
Ο Περίβολος 1, «Αλογομάνδρα Καλογήρου» βρίσκεται σε υψόμετρο 540μ και είναι ο
μεγαλύτερος, με διαστάσεις 170μ x 100μ το μέγιστο, με περίμετρο 450μ και εσωτερική
επιφάνεια που φτάνει τα 1.3 εκτάρια. Βλέπει σε ολόκληρη την πεδιάδα και στο πέρασμα
Ντεβετζή που οδηγεί προς τα νότια, στην Κάντια, στις ακτές του Αργολικού Κόλπου. Ο
Περίβολος 2, «Αλογομάνδρα Τυροβολά» βρίσκεται σε υψόμετρο 482μ, με διαστάσεις 115μ
x 54μ, με περίμετρο περίπου 300μ και επιφάνεια 0.55 εκτάρια. Η είσοδος του μάλλον ήταν
στη βορειοδυτική πλευρά. Βλέπει στην πεδιάδα και στο δρόμο που ακολουθεί τα ρέματα
Κοδέλες - Λιοφάτες προς τα νότια και την Κάντια. Ο Περίβολος 3, στον Προφήτη Ηλία
Αδαμίου, είναι ο μικρότερος με διαστάσεις 68μ x 57μ με περίμετρο περίπου 210μ και
εσωτερική επιφάνεια 0.34 εκτάρια. Βρίσκεται επίσης στο μεγαλύτερο υψόμετρο, στα 685μ.
Δεν έχει θέα προς τα βόρεια και το Λυγουριό, αλλά βλέπει στο δρόμο από τη Δημοσιά, που
περνά από το Αδάμι και φτάνει στο ρέμα Λεβέντη, συναντώντας εκεί τους υπόλοιπους
δρόμους που οδηγούν στην Κάντια.
Η Κάντια είναι ασφαλώς γνωστή για τη Μυκηναϊκή της ακρόπολη, κατοικούνταν όμως ήδη
από την Πρωτοελλαδική εποχή, και μετά την Εποχή του Χαλκού, συνέχισε να κατοικείται
από τη Γεωμετρική ως τη Ρωμαϊκή εποχή.14 Θα επιστρέψουμε σε αυτή κατά την ανάλυση
των εδαφών, στο κεφάλαιο 7.
Με τα λίγα στοιχεία που διαθέτουμε για τους παραπάνω περιβόλους θεωρούμε ότι
χρονολογούνται πιθανότατα στην Εποχή του Χαλκού, και είναι εμφανές ότι χρειάζονται
περαιτέρω έρευνα και ανασκαφή.

Εικ. 16: Περίβολος 1. Αλογομάνδρα Καλογήρου. Κλίμακα 100μ.


Εικόνα από Google Earth.

14
Βλ. Simpson, 1981, 26, και Foley 1988, χώρος 42, για περαιτέρω λεπτομέρειες και βιβλιογραφία για την
Κάντια.
Εικ. 17α, 17β: Περίβολοι 2 και 3, πιθανώς της (Πρώιμης) Εποχής του Χαλκού. Κλίμακα
100μ. Εικόνες από Google Earth.

5.6 Η Περιοχή του Ασκληπιείου

Από την Κορώνη μπαίνουμε στην κοιλάδα που οδηγεί στο Ιερό του Ασκληπιού. Ο
Παυσανίας θα είχε μπει στο Ιερό από τα δυτικά και όχι από τα βορινά Προπύλαια. Δε θα
σταθούμε εδώ στον παγκόσμιας φήμης αρχαιολογικό χώρο του Ασκληπιείου, που έχει
εμφανιστεί ήδη σε πολλές αναλυτικές δημοσιεύσεις. 15 Ωστόσο, θα προτείνουμε κάποιες
απλές αλλά ίσως αμφιλεγόμενες διαφορετικές ερμηνείες για κάποια σχόλια που έκανε ο
Παυσανίας πάνω στη μορφολογία της περιοχής.

5.6.1 Τα όρη Κυνόρτιο και Τίτθιο

Η πρώτη δυσκολία είναι η εξακρίβωση των βουνών που αναφέρει ο Παυσανίας (II, 27, 8):
«Πάνω από το άλσος υψώνονται τα βουνά Τίτθιο και ένα άλλο το λεγόμενο Κυνόρτιο, στο
οποίο υπάρχει ιερό του Απόλλωνα Μαλεάτη».
Δεν υπάρχει αμφιβολία για τη θέση του όρους Κυνόρτιο. Το Ιερό του Απόλλωνος Μαλεάτα
είναι γνωστό, επομένως το βουνό 2.5 χλμ βορειοανατολικά του Ασκληπιείου είναι χωρίς
αμφιβολία το όρος Κυνόρτιο. Είναι ξεκάθαρα το κυρίαρχο βουνό της περιοχής, ευδιάκριτο
από μεγάλη απόσταση. Κάποιοι συγγραφείς έχουν προτείνει την ύπαρξη ενός ακόμα όρους,
με το όνομα Κόρυφον. Θεωρούμε ότι πρόκειται απλά για την ψηλότερη κορυφή του όρους
Κυνόρτιο (854μ υψόμετρο), αντί του χαμηλότερου πλατώματος (425μ υψόμετρο) όπου
βρίσκεται το Ιερό του Απόλλωνος Μαλεάτα. Μένει λοιπόν το ερώτημα του Όρους Τίτθιο
(Θηλή), που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο μύθο ως η γενέτειρα του Ασκληπιού
(Παυσανίας, II, 26, 4-7). Ένας εκ των συγγραφέων (Webb) θεωρεί ότι η ανατολικότερη άκρη
της οροσειράς του Αραχναίου, που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας, δυτικά του χωριού
Αναστασοπουλαίικα, είναι η πιθανότερη θέση του όρους Τίτθιο. Ιδιαίτερα από την
ανατολική σκοπιά θυμίζει ξεκάθαρα το σχήμα γυναικείου στήθους. Ακόμα, κάποιοι βράχοι
στη νότια πλευρά του σχηματίζουν μορφές κατσίκας και κοιμώμενου σκύλου, φιγούρες που
πρωταγωνιστούν στην ιστορία της γέννησης του Ασκληπιού. Ο άλλος συγγράφων (Windell)
δεν είναι πεπεισμένος, διότι αν και το βουνό είναι ορατό από το Ιερό του Ασκληπιού,
βρίσκεται σε απόσταση 7 χιλιομέτρων, άρα η περιγραφή «πάνω από το άλσος» του
Παυσανία δε μοιάζει να ταιριάζει εδώ. Άλλοι συγγραφείς έχουν τοποθετήσει το Τίτθιο στο
λόφο που λέγεται σήμερα Θεόκαυτο (471μ υψόμετρο), που βρίσκεται στη βορειοδυτική
πλευρά του Ασκληπιείου, ή στην Ψηλή Ράχη (599 υψόμετρο) προς τα νοτιοανατολικά.
Κανένα από τα δύο δεν ταιριάζει απόλυτα: πρόκειται για λόφους και όχι βουνά, το σχήμα
τους δε θυμίζει ιδιαίτερα στήθος, και δεν είναι τόσο εντυπωσιακά όσο το Κυνόρτιο.
Πράγματι, ατενίζοντας από το Ασκληπιείο, το βουνό που μοιάζει περισσότερο με σχήμα
στήθους και θηλής είναι μακράν το ίδιο το Κυνόρτιο. Ο Windell αναρωτάται λοιπόν αν στα
γραπτά του Παυσανία υπήρχε κάποια σύγχυση πολλών ονομασιών για το ίδιο βουνό.

5.6.2 Ανάπτυξη της Περιοχής του Ασκληπιείου

Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι το ιερό και η αφιέρωση στον Ασκληπιό δε φαίνονται να
προϋπήρχαν του 6ου αιώνα π.Χ. Ο προηγούμενος κυρίως λατρευτικός χώρος φαίνεται ότι
ήταν το Ιερό του Απόλλωνος Μαλεάτα, πιο ψηλά στο Όρος Κυνόρτιο. Ο χώρος αυτός έχει
ευτυχώς ερευνηθεί ενδελεχώς και τα ευρήματα δείχνουν κατοίκηση που ξεκινά την πρώιμη
Νεολιθική εποχή. Ο Πρωτοελλαδικός οικισμός περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων κτισμάτων, μια
πιθανή απλή οικία με διαδρόμους (Κτίριο Α, Θεοδώρου-Μαυρομματίδη, 2004), δείγμα
υψηλής κοινωνικής θέσης εκείνης της περιόδου. Το εύρημα της κεφαλής ενός μικρού
Κυκλαδικού μαρμάρινου ειδωλίου δείχνει την ύπαρξη ανταλλακτικών δεσμών από μεγάλη
απόσταση, και μας κάνει να αναρωτηθούμε αν ίσως ο χώρος ήταν Πρωτοελλαδικό
τελετουργικό κέντρο. Η κατοίκηση συνεχίζεται τη Μεσοελλαδική εποχή με τελετουργικό
χαρακτήρα (Θεοδώρου-Μαυρομματίδη, 2010) και στη συνέχεια με Υστεροελλαδικά
κτίσματα θρησκευτικής φύσης, με πολυάριθμα ειδώλια και αναθήματα μεταξύ των
ευρημάτων. Ο βωμός της Γεωμετρικής και μεταγενέστερης εποχής βρίσκεται ακριβώς πάνω
από το Μυκηναϊκό κέντρο, είναι λοιπόν πολύ πιθανό η λατρεία να συνεχίστηκε αδιάκοπα
εδώ από την Εποχή του Χαλκού ως τη Ρωμαϊκή περίοδο.

15
Βλ. Foley 1988, χώρος 24, και Alram-Stern 2004, 627 για βιβλιογραφία πάνω στο Ασκληπιείο.
Στην ψηλότερη κορυφή του όρους Κυνόρτιο ένας λάκκος με πέτρινη επένδυση γεμισμένος
με σκούρο χώμα, και μια σειρά από παραταγμένες πέτρες, ένδειξη παρουσίας βάσης βωμού,
μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι εδώ μάλλον ήταν το ιερό κορυφής της «Αρτέμιδος
Κορυφαίας». Μοιάζει πιθανό το ιερό της Άρτεμης, αδελφής του Απόλλωνα, να βρισκόταν
εδώ, πάνω από το ιερό του Απόλλωνος Μαλεάτα. Το μεταγενέστερο ιερό της βρίσκεται μέσα
στο Ασκληπιείο. Αυτό συνάδει με το επιχείρημα της Natalie Susmann (2021) ότι τα ιερά
κορυφής κατέβηκαν από τις κορυφές σε πιο χαμηλά ύψη με το πέρασμα του χρόνου, ενώ τα
ίδια τα βουνά παρέμειναν σημαντικά στοιχεία του θρησκευτικού τοπίου. Σε αυτή την
περίπτωση, το ιερό κορυφής στο Κυνόρτιο διατήρησε τη σημασία του ακόμα και αφότου το
Ιερό κατέβηκε από την κορυφή, και ο κυρίως λατρευτικός χώρος μετακινήθηκε από το ιερό
του Απόλλωνος Μαλεάτα στο Ασκληπιείο.

5.6.3 Ο Δρόμος του Παυσανία μετά το Ασκληπιείο (Χάρτης 5. Τμήμα δρόμου 1e)

Από τη σύντομη περιγραφή που μας δίνει, ο Παυσανίας ανέβηκε πεζή ή το πιθανότερο
έφιππος στο ιερό του Απόλλωνος Μαλεάτα, για το οποίο λέει «τα άλλα όμως που βρίσκονται
γύρω από το ιερό του Μαλεάτη, ακόμα και το κτίσμα της κρήνης… τα έχτισε ο Αντωνίνος»
(ο Ρωμαίος κυβερνήτης). Δεν είναι σαφές αν αναφέρεται σε κάποια δεξαμενή που βρισκόταν
στο ίδιο το ιερό του Απόλλωνος Μαλεάτα ή στη μεγάλη Ρωμαϊκή δεξαμενή (εικ. 18)
περίπου 375μ χαμηλότερα και δυτικά από το ιερό του Απόλλωνα, που συνδεόταν με το
υδραγωγείο που τροφοδοτούσε με νερό το Ασκληπιείο. Η δεξαμενή αυτή είναι σε σχετικά
καλή κατάσταση, διαστάσεων 30μ x 12μ και βάθους 8μ, με τις γενέσεις των τόξων των
αψίδων της οροφής και το υδραυλικό κονίαμα των τοίχων να διατηρούνται ακόμα. Επίσης,
κατηφορίζοντας το λόφο εντοπίζονται εύκολα τα ίχνη του υδραγωγείου.

Εικ. 18: Η μεγάλη Ρωμαϊκή δεξαμενή στο Ασκληπιείο. Θέα από τα δυτικά.
Από το ιερό του Απόλλωνος Μαλεάτα ο Παυσανίας θα είχε να επιλέξει ανάμεσα σε τρεις
κατευθύνσεις. Η πρώτη και κατά τη γνώμη μας λιγότερο πιθανή επιλογή θα ήταν να
επιστρέψει στο Ασκληπιείο και να πάρει τη βόρεια έξοδο από τα Προπύλαια προς την Ιερά
Οδό (Χάρτης 5). Μια δεύτερη, πιο δύσβατη επιλογή θα ήταν ένα μονοπάτι που οδηγεί προς
τα βορειοδυτικά, και συναντά ένα άλλο μονοπάτι με κατεύθυνση το τωρινό χωριό Δημοσιά.
Από εκεί ένα δύσκολο, φιδογυριστό μονοπάτι οδηγεί βόρεια μέσα από το πέρασμα ανάμεσα
στο Κυνόρτιο και το ανατολικό βουνό που λέγεται σήμερα Ψηλή Ράχη, κοντά στο μοναστήρι
της Μονής Καλαμίου. Το μονοπάτι αυτό συμπίπτει για λίγο με το ρέμα Ντουφέκα, κι έπειτα
με το χείμαρρο Λιθάρι. Το μόνο στοιχείο υπέρ αυτού του δυσπρόσιτου μονοπατιού είναι ότι
οδηγεί κατευθείαν στο Υρνήθιο, που είναι το επόμενο σημείο ενδιαφέροντος του Παυσανία.
Η τρίτη και μάλλον λογικότερη επιλογή θα ήταν ότι πήρε το εύκολο ανηφορικό μονοπάτι
που ανεβαίνει την ορεινή ράχη και φτάνει στην κορυφή του Όρους Κυνόρτιο (πεζοπορία
διάρκειας 2 ωρών), κατηφορίζοντας έπειτα το επίσης απλό δυτικό μονοπάτι για να φτάσει
στην Ιερά Οδό στο σημείο που παρακάμπτει το ρέμα Σκάλας (Χάρτης 5, R1e).
Μετά τον Απόλλωνα Μαλεάτα, ο Παυσανίας σημειώνει ότι (II, 28, 2) «Ανεβαίνοντας στο
βουνό Κόρυφο βλέπει κανείς ελιά, που λέγεται Στρεπτή… δεν ξέρω αν έτσι την έκανε (ο
Ηρακλής) σύνορο της Ασίνης στην Αργολίδα αφού πουθενά, όταν ερημωθεί μια χώρα, δεν
είναι δυνατό να βρεθούν τα σύνορά της».
Το σύντομο αυτό σχόλιο παρουσιάζει δύο βασικά προβλήματα. Πρώτον, μιλούσε άραγε εδώ
για το μονοπάτι του όρους Κυνόρτιο; Κάποιοι σχολιαστές θεωρούν ότι αν αναφερόταν όντως
στα σύνορα της Ασίνης, θα πρέπει να μιλάει για κάποιο άλλο βουνό, προς τα νοτιοδυτικά.
Διαφωνούμε με αυτό και πιστεύουμε ότι όντως αναφερόταν στο μονοπάτι του όρους
Κυνόρτιο, διότι μας φαίνεται απίθανο ξαφνικά ο Παυσανίας να στρέφει πάλι την προσοχή
του πίσω προς τα νοτιοδυτικά. Συνεπώς αυτό για εμάς επιβεβαιώνει ότι ο Παυσανίας
ανηφόρισε το μονοπάτι προς την κορυφή. Κατά δεύτερον, θέτει το ζήτημα αν τα εδάφη της
Ασίνης στον Αργολικό Κόλπο θα μπορούσαν ποτέ να φτάνουν μέχρι εδώ, σε τόσο μακρινή
απόσταση προς τα βόρεια και τα ανατολικά. Μια γρήγορη ματιά στο χάρτη μας λέει ότι
μάλλον κάτι τέτοιο δεν μοιάζει λογικό, και από τον τρόπο που το παρουσιάζει ο Παυσανίας,
φαίνεται ότι και εκείνος είναι της ίδιας γνώμης. Ωστόσο, η μελέτη των εδαφών των
διάφορων πολιτειών ίσως δώσει απάντηση στο ερώτημα (βλ. κεφάλαιο 7, παρακάτω).

5.7 Η Ιερά Οδός, από το Ασκληπιείο στην Αρχαία Επίδαυρο

5.7.1 Από το Ασκληπιείο στο Υρνήθιο (Χάρτης 5. Τμήμα δρόμου 1f)

Επιστρέφουμε για λίγο στα Προπύλαια, τη μνημειώδη Δωρική πύλη του Ασκληπιείου, για να
εξέλθουμε από το Ιερό προς τα βόρεια, παίρνοντας την Ιερά Οδό. Πρόκειται για τον κύριο
δρόμο που χρησιμοποιούσαν οι προσκυνητές που ταξίδευαν προς το Ιερό από την πόλη της
Επιδαύρου, το κοντινότερο λιμάνι. Μεγάλα τμήματα του αρχαίου αυτού δρόμου έχουν
μετατραπεί σε πεζοπορικές διαδρομές. Στηρίζουμε ολόκαρδα αυτή την πρωτοβουλία αν και
ορισμένα τμήματα που συμπίπτουν με τον αυτοκινητόδρομο είναι αρκετά επικίνδυνα.
Αρκετοί συγγραφείς έχουν γράψει για το δρόμο, πιο πρόσφατα ο Klaus Tausend (2006).
Το μονοπάτι κάνει ελαφριά παράκαμψη για να περάσει το ρέμα Σκάλας και μετά στρέφεται
βορειοανατολικά για να περάσει γύρω από τις δυτικότερες προεξοχές του όρους Κυνόρτιο.
Έπειτα ακολουθεί το ρέμα Τσιπιανίτη μέχρι να διασχίσει τη βαθιά του κοίτη που φτάνει
μέχρι τη θάλασσα στην Επίδαυρο. Εδώ θα σημειώσουμε μια ανακρίβεια του Tausend (2006,
Χάρτης 17), που δείχνει το δρόμο να συνεχίζει στη νότια πλευρά του ρέματος ενώ στην
πραγματικότητα είναι στη βόρεια πλευρά. Υπάρχουν τρία πιθανά σημεία διάβασης του
ποταμού Τσιπιανίτη: το πρώτο στο χωριό Άγιος Ανδρέας όπου το μονοπάτι αναγκάζεται σε
παράκαμψη για να διαβεί έναν παραπόταμο, το δεύτερο 670μ δυτικά του Άγιου Ανδρέα και
το τρίτο περίπου 1000μ πιο μακριά.16
Κοντά στο τρίτο σημείο διάβασης, το πιο μακρινό από τον Άγιο Ανδρέα βρίσκονται τα
ερείπια μιας κυκλικής κατασκευής, ενός πιθανού θολωτού τάφου. Εντοπίζεται ξεκάθαρα ο
τεχνητός λοφίσκος, διαμέτρου 8.5μ, που περικλείει γκρεμισμένο θάλαμο πλάτους 5μ. Ο
θάλαμος είναι γεμάτος χώμα και πέτρες, υπολείμματα από τοίχο που διατηρείται μόνο σε
ορισμένα σημεία, κυρίως στην ανατολική πλευρά. Δεν είναι εύκολο να εντοπίσουμε τη δίοδο
που οδηγούσε στο ταφικό οικοδόμημα, διότι η Ιερά Οδός και ο σύγχρονος δρόμος
παρεμβάλλονται στη νότια πλευρά. Όμως, μια σειρά λαξευμένων λίθων, σε περίπου 6μ
απόσταση από το θάλαμο με βόρεια-νότια κατεύθυνση, ενδέχεται να είναι τα υπολείμματα
των λιθόκτιστων τοίχων του δρόμου της εισόδου. Από την τωρινή κατάσταση του
οικοδομήματος και χωρίς διεξοδική ανασκαφή θα ήταν αδύνατο να βγάλουμε τελικά
συμπεράσματα, θυμίζει όμως αρκετά έναν μικρότερο θολωτό τάφο ακριβώς νότια της
Καζάρμας. Αν το οικοδόμημα είναι όντως θολωτός τάφος, αυτό υποδηλώνει την ύπαρξη
κάποιου Υστεροελλαδικού οικισμού σε κοντινή απόσταση, πιθανότατα στο λόφο Τρυπητό
(410μ υψόμετρο) προς τα βόρεια.
Δυστυχώς η πυκνή θαμνώδης βλάστηση σε αυτό το σημείο δυσκολεύει εξαιρετικά τον
εντοπισμό ευρημάτων επιφανείας, οπότε μέχρι στιγμής δεν έχουμε αποδεικτικά στοιχεία για
την ύπαρξη τέτοιου οικισμού. Ο χώρος χρήζει σαφώς περαιτέρω έρευνας.

Εικ. 19: Άγιος Ανδρέας. Κυκλική κατασκευή, πιθανός θολωτός τάφος

16
Ευχαριστούμε θερμά το Δημήτρη Γκίνη για την πολύτιμη βοήθεια που με χαρά μας προσέφερε σε αυτό το
τμήμα του δρόμου.
Εικ. 20: Άγιος Ανδρέας. Πιθανός θολωτός τάφος, από τα ανατολικά.

5.7.2 Το Υρνήθιο

Συνεχίζοντας ανατολικά πλάι στην κοίτη του ρέματος φτάνουμε στην τοποθεσία Υρνήθιο,
που ο Παυσανίας (II, 28, 3) λέει ότι στην εποχή του ήταν απλά άγριος ελαιώνας. Ο μύθος της
Υρνηθώς περιέχει κλασικά στοιχεία δοξασίας.
Η Υρνηθώ ήταν κόρη του βασιλιά του Άργους Τημένου και πιστή σύζυγος του Δηιφόντη,
τρισέγγονου του Ηρακλή και άρχοντα της Επιδαύρου. Οι αδελφοί της, συνειδητοποιώντας
ότι ο βασιλιάς Τήμενος έδειχνε προτίμηση στο Δηιφόντη, σκότωσαν τον πατέρα τους για να
διαδεχθεί το θρόνο ο πρωτότοκος γιος του, ο Κείσος. Δύο από τους αδελφούς της Υρνηθώς
τότε προσπάθησαν να την απομακρύνουν με δόλο από το σύζυγό της, και όταν αυτό απέτυχε
την άρπαξαν με τη βία. Ο Δηιφόντης τους καταδίωξε, σκοτώνοντας τον έναν, τον Κερύνη,
και παλεύοντας με τον άλλο, τον Φάλκη. Στη μάχη αυτή η Υρνηθώ σκοτώθηκε από το χέρι
του ίδιου του αδελφού της. Τότε ο Δηιφόντης πήρε το σώμα της Υρνηθώς και έχτισε ιερό
αφιερωμένο σε εκείνη, το Υρνήθιο. Η ιστορία φαίνεται να σχετίζεται με την περίοδο μετά τις
υποτιθέμενες εισβολές των Δωριέων ή των «Ηρακλειδών» στην Πελοπόννησο, όμως η
αρχαιολογία του χώρου είναι κατά πολύ παλαιότερη. Μια ερμηνεία του μύθου είναι ότι οι
νεοφερμένοι σε ένα τόπο, ή τουλάχιστον οι νέοι ηγέτες, εδραιώνουν την παρουσία τους στα
νέα εδάφη επιβάλλοντας τις δικές τους μυθολογικές παραδόσεις. Ο Παυσανίας μάς λέει ότι
μέσα στην πόλη του Άργους υπήρχε επίσης μνημείο για την Υρνηθώ, οπότε ίσως μπορούμε
να ερμηνεύσουμε το μύθο υπό το πρίσμα του διαχωρισμού του Άργους και της Επιδαύρου σε
διαφορετικές πόλεις.
Ο χώρος βρίσκεται στο λόφο ή αντέρεισμα που λέγεται Κολότι (214μ υψόμετρο) (εικ. 21).
Βλέπει στο σημείο που σμίγει το Βασόρεμα, ένα μικρότερο πλαϊνό ρέμα, με την κυρίως
κοίτη του ποταμού, και στο σημείο που ενώνεται η Ιερά Οδός με ένα μονοπάτι που
κατεβαίνει απότομα από τη Μονή Παναγίας Καλαμίου, προς τα νότια. Ακολουθώντας το
Βασόρεμα προς τα βόρεια ερχόμαστε σε ένα σχετικά ανεξερεύνητο πέρασμα μέσα από το
όρος Άκρος προς τους αρχαιολογικούς χώρους στην περιοχή Βασσά και τη σύγχρονη
Δήμαινα. Το 1994 ο Χρήστος Πιτερός έσκαψε πέντε λάκκους ως «επείγουσα ανασκαφή»
(Alram-Stern, 2004, 627). Αξιοσημείωτο είναι ότι η ανασκαφή έδειξε Πρωτοελλαδικά
κτίσματα και τάφους μαζί με κτερίσματα, καθώς και μεγάλες ποσότητες κεραμικών, με
χρονολόγηση στην Πρωτοελλαδική I, II, και III. Μεταξύ αυτών βρέθηκε Κυκλαδικό
μαρμάρινο ειδώλιο παραλλαγής Σπεδού, με ενδείξεις σπασίματος και επισκευής (Πιτερός,
2019). Η Eva Alram-Stern συμπεραίνει ότι στο χώρο υπήρχε Πρωτοελλαδικός οικισμός, θα
θέλαμε όμως να πάμε ένα βήμα πιο μακριά και να προτείνουμε ότι τα ερείπια αυτά ίσως
αποτελούν πρώιμο στάδιο του Ιερού.
Δυστυχώς η κορυφή του λόφου δεν έχει εξεταστεί προσεκτικά. Η χαρακτηριστική σφαιρική
μορφή της κορυφής υποδηλώνει την ύπαρξη πιθανού τύμβου εδώ, ίσως ως μνημείο που
σημάδευε το κέντρο του Ιερού (εικ. 21). Χρειάζεται όμως περαιτέρω έρευνα για να
επιβεβαιώσουμε οποιαδήποτε υπόθεση.
Κατηφορίζοντας το λόφο, στην απέναντι όχθη του Βασορέματος ανασκαφές έδειξαν
Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά ερείπια, μεταξύ αυτών ένα μικρό λουτρό (Foley 1988, χώρος 36).
Συχνά ο χώρος αυτός ταυτίζεται με το Υρνήθιο, αλλά μοιάζει παράξενο ο Παυσανίας να μην
έκανε λόγο για άλλα κτίσματα γύρω από το ιερό, παρά μόνο για τον ελαιώνα από αγριλιές.
Τέλος, σημειώνουμε την ενδιαφέρουσα σύμπτωση του τοπωνυμίου Κολότι με την ονομασία
“Κωλώτις” με την οποία χαρακτηρίζει την Αφροδίτη ο μυθογράφος Λυκόφρων 17 του 3ου
αιώνα π.Χ. (Mair, 1921).

Εικ. 21.: Άποψη του λόφου Κολότι και του Υρνήθιου

Τ? = Πιθανός τύμβος. EH = Πρωτοελλαδικά κτίσματα και ευρήματα.

H-R = Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά κτίσματα. Κλίμακα = 100μ.

5.7.3: Από το Υρνήθιο στην Πόλη της Επιδαύρου (Χάρτης 5. Τμήμα δρόμου 1g)

Αφήνοντας το Υρνήθιο με κατεύθυνση προς τα ανατολικά ο Παυσανίας κάνει λόγο για ένα
ακόμα μνημείο (II, 28, 4) πριν φτάσει στην πόλη της Επιδαύρου. Βρισκόταν «κοντά στην
πόλη», ένα «μνήμα της Μέλισσας, της γυναίκας του Περίανδρου, γιου του Κυψέλου και

17
Ευχαριστούμε τον Patrick De Smet, MA Classics, MA Egyptology, για την πολύ ενδιαφέρουσα αυτή ιδέα.
άλλο του Προκλή, πατέρα της Μέλισσας… ήταν τύραννος στην Επίδαυρο, όπως ο γαμπρός
του Περίανδρος στην Κόρινθο». Η περιγραφή αυτή χρονολογεί το μνημείο στον 6ο αιώνα
π.Χ., αφού γνωρίζουμε ότι ο Περίανδρος έζησε μέχρι το 585 π.Χ. περίπου. Δυστυχώς δεν
απομένουν καθόλου υπολείμματα του μνημείου αυτού.
Η Ιερά Οδός μας οδηγεί στην πόλη μέσα από ένα στενό πέρασμα ή «είσοδο» μεταξύ δύο
λόφων, όπως και ο σύγχρονος δρόμος μέχρι και σήμερα. Η αρχαιολογία της πόλεως της
Επιδαύρου, από την Πρωτοελλαδική έως τη Ρωμαϊκή εποχή έχει μελετηθεί διεξοδικά και
δημοσιευτεί από τη Ρόζα Προσκυνητοπούλου (2011) και οι ανασκαφές συνεχίζονται στην
περιοχή πλησίον του Κλασικού θεάτρου. Θα σταθούμε λοιπόν μόνο σε ορισμένα σημεία.

Εικ. 22: Η περιοχή της Αρχαίας Επιδαύρου. Διακρίνονται οι αρχαιολογικοί χώροι.

Πρώτον, η μορφολογία του εδάφους είναι τυπικό δείγμα λιμανιού της Χαλκολιθικής -
Πρώιμης Εποχής του Χαλκού στην Ανατολική Μεσόγειο (Broodbank, 2013), με ένα χερσαίο
ακρωτήρι που δημιουργεί προστατευμένα λιμάνια ή σημεία προσάραξης και από τις δύο του
πλευρές, στην περίπτωση αυτή προς τα βόρεια και τα νότια πάνω στο Σαρωνικό Κόλπο.
Παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με άλλα λιμάνια της Αργολίδας, ειδικότερα με το λιμάνι
της Ασίνης στον Αργολικό Κόλπο.
Δεύτερον, τα στοιχεία δείχνουν ότι η Επίδαυρος κατείχε θέση μεγάλης σημασίας, και
συνδεόταν με τα εμπορικά δίκτυα από την Πρωτοελλαδική ΙΙ και μετά. Μεταξύ των
Πρωτοελλαδικών σφραγίδων που έχουν βρεθεί είναι και κάποιες που έχουν παρόμοια σχέδια
με εκείνα της Λέρνας III. Μια Κρητικού ύφους ορειχάλκινη σφραγίδα θυμίζει μία που έχει
βρεθεί στην Ασίνη, ενώ ο στεατίτης που σχηματίζει μια άλλη κυλινδρική σφραγίδα έχει
προέλευση το νησί της Αμοργού. Ακόμα, ένα Κυκλαδικό μαρμάρινο ειδώλιο έχει βρεθεί
στην περιοχή «Καταράχι». Εδώ, στο σημείο που ανακαλύφθηκε το ειδώλιο, πάνω σε χαμηλό
λόφο, δυτικά της χερσονήσου, βρίσκεται ένα Ιερό της Ρωμαϊκής περιόδου, ακριβώς πάνω
στα θεμέλια Πρωτοελλαδικών κτισμάτων. Πρόκειται για απλή σύμπτωση, ή μήπως για
μνημείο που οικοδομήθηκε για να μνημονεύσει έναν πανάρχαιο χώρο, ήδη τουλάχιστον 2000
ετών όταν οι Ρωμαίοι έχτισαν το Ιερό τους;
Τρίτον, η Μυκηναϊκή κατοίκηση έχει ως ένα βαθμό παραβλεφθεί λόγω της έλλειψης
ανασκαμμένων ερειπίων από κτίσματα. Το μέγεθος του νεκροταφείου θαλαμωτών τάφων
καταδεικνύει σπουδαίο και πλούσιο οικισμού κατά την εποχή εκείνη, σίγουρα με ισχυρές
συνδέσεις με τα εμπορικά δίκτυα αλλά και με πλούτο που οφειλόταν στην εκμετάλλευση των
πόρων της γης και της θάλασσας: η «αμπελωμένη Επίδαυρος» του Ομήρου (Ιλιάδα II, 652).
Έκτοτε, η πόλη αναπτύχθηκε ως ξεχωριστή πόλη-κράτος από την Πρώιμη Εποχή του
Σιδήρου, κι έφτασε στην ακμή της κατά τον 4ο αι. π.Χ., ως το λιμάνι κατάπλου των
προσκυνητών που επισκέπτονταν το Ιερό του Ασκληπιού. Η πόλη παρέμεινε λιμάνι υψηλής
σημασίας κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, κάτι που φαίνεται από το Χάρτη του Πόιτινγκερ και από
τη «βυθισμένη πολιτεία» στο νότιο κολπίσκο. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η πολιτεία
βυθίστηκε λόγω του γιγάντιου τσουνάμι της 21ης Ιουλίου 365 μ.Χ. Κάτι τέτοιο δεν είναι
διόλου απίθανο, όμως παραμένει αβέβαιο διότι οι κινήσεις των τεκτονικών πλακών έχουν
προκαλέσει αρκετές αλλαγές στο επίπεδο της θάλασσας στην περιοχή.
Κατά τη Μεσαιωνική εποχή η πόλη παρήκμασε, και το κέντρο εξουσίας μεταφέρθηκε βόρεια
στην Πιάδα, κοντά στη σύγχρονη Νέα Επίδαυρο. Ως το 1800 η αρχαία πόλη είχε μεταβληθεί
σε μικρό χωριό, όπως δείχνει και η εικονογράφηση του William Gell (1817, 188).

Εδώ, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, η περιήγησή μας στην Αργολίδα ακολουθώντας το
δρόμο του Παυσανία παίρνει τέλος.

6. Τέλος του Δρόμου 1.

Έχοντας ακολουθήσει το δρόμο σε όλο του το μήκος, από το Άργος έως την Επίδαυρο, και
έχοντας εξετάσει όλους τους κοντινούς αρχαιολογικούς χώρους, συμπεραίνουμε ότι ο
Δρόμος 1 είναι πράγματι ο δρόμος που ταξίδεψε ο Παυσανίας κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. Είναι
απόλυτα σαφές ότι πρόκειται για ένα αρχαιότατο, φυσικό μονοπάτι που αποφεύγει τα
γεωμορφολογικά εμπόδια που δυσκολεύουν το πέρασμα της Αργολίδας, το οποίο ξεκίνησε
να χρησιμοποιείται κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, αν όχι πολύ πρωτύτερα. Παρέμεινε
σε χρήση ως ο κύριος δρόμος μέχρι τη σύγχρονη εποχή, όταν και αντικαταστάθηκε από το
δρόμο Ναυπλίου - Λυγουριού.
Κατά τη διάρκεια της εξέτασης του δρόμου σχολιάσαμε σημαντικό αριθμό αρχαιολογικών
χώρων υψηλής σημασίας, διαφόρων εποχών, που έχουν υποτιμηθεί, παραβλεφθεί, ή
παραλειφθεί τελείως από δημοσιεύσεις: το Καστράκι Φωνίσκου, το Πυργούλι, ο πιθανός
θολωτός τάφος κοντά στον Άγιο Ανδρέα, και οι τρεις ορεινοί περίβολοι στη βόρεια άκρη του
όρους Μαυροβούνι. Άλλοι χώροι, όπως ο «Κυκλικός Πύργος» και ο Προφήτης Ηλίας του
Αγίου Αδριανού δεν έχουν κατανοηθεί πλήρως. Όλοι οι παραπάνω χώροι χρήζουν διεξοδικής
έρευνας με τη χρήση σύγχρονων μεθόδων.
Σημειώσαμε επίσης ότι στην Αργολίδα, μια από τις εκτενέστερα διερευνημένες περιοχές της
Ελλάδας, υπάρχουν ακόμα γνωστικές ελλείψεις, που με τη σειρά τους δημιουργούν ατέλειες
σε κατά τα άλλα εξαιρετικές γενικές εργασίες πάνω στην εδαφική διαίρεση και στα δίκτυα
μεταφορών ανά τους αιώνες. Πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε την ανεκτίμητη αξία της
επιτόπιας έρευνας. Η ηλεκτρονική έρευνα αποτελεί θαυμάσιο βοηθητικό εργαλείο στην
αρχαιολογία αλλά σε καμία περίπτωση δεν αντικαθιστά την περιήγηση στον τόπο.
Ελπίζουμε η εργασία αυτή, που βασίστηκε σε αδόμητη περιήγηση και απλή εξέταση των
αρχαιολογικών χώρων, να εμπνεύσει άλλους μελετητές που θα αναλάβουν δράση ώστε να
καλυφθούν τα μεγάλα γνωστικά κενά στην ιστορία μας.

7. Τα Εδάφη της Κεντρικής Αργολίδας

Πολλοί μελετητές έχουν κατά καιρούς επιχειρήσει να ορίσουν τα σύνορα των κρατών της
Αργολίδας. Ειδικά κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, η κοντινή απόσταση μεταξύ
διαφόρων πολιτειών στην κοιλάδα του Άργους έχει προκαλέσει μεγάλη συζήτηση 18. Οι
ιστορικές πηγές που αναφέρονται στα σύνορα οποιασδήποτε εποχής είναι λίγες. Στην

18
Βλ. ειδικότερα Kilian 1988 και Liko 2012, αλλά και Chadwick 1976, Bintliff 1977, Bennet 2011, και Bennet
2014, και τις βιβλιογραφίες τους.
εργασία αυτή έχουμε τονίσει επανειλημμένα τη σημασία της μορφολογίας του εδάφους, που
επηρεάζει και καθορίζει όχι μόνο τους «φυσικούς δρόμους» αλλά και τα «φυσικά σύνορα».
Ακόμα, πρέπει να διαχωρίσουμε τα εδάφη σε «οικονομικές περιοχές», που προορίζονταν για
εκμετάλλευση της γεωργίας και άλλων πόρων, και «διοικητικές περιοχές», που διοικούνταν
από ένα μόνο συντονιστικό κέντρο. Οι τελευταίες ήταν συχνά μεγαλύτερες σε έκταση αλλά
συνήθως περισσότερο μεταβλητές από τις πρώτες.
Ελλείψει προγενέστερων αποδεικτικών στοιχείων ξεκινάμε την ανασκόπηση στην Ύστερη
Εποχή του Χαλκού. Δε θέλουμε να ανοίξουμε εδώ τον ασκό του Αιόλου με το «Ομηρικό
ζήτημα»19, το ερώτημα δηλαδή του αν είναι εύλογο και αξιόπιστο να βασιστούμε στα μεγάλα
έπη για να διαλευκάνουμε πτυχές της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Θέλουμε απλώς να
διασαφηνίσουμε δύο στοιχεία σύγκρισης μεταξύ της γεωγραφίας του Ομήρου και εκείνης
των βασιλείων που είναι γνωστά από πινακίδες της Γραμμικής Β’: την έκταση των κρατών
και την πιθανότητα να υπήρχαν δύο «επαρχίες» μέσα σε ένα βασίλειο.
Παρόλο που έχει σχετικά παραγκωνιστεί και δε λαμβάνεται τόσο υπόψη από τους ερευνητές,
ο «Νεών Κατάλογος» (κατάλογος των πλοίων) του Ομήρου (Ιλιάδα, II, 580-862) ίσως να
εμπεριέχει κάποια χρήσιμα στοιχεία20. Ο Όμηρος αποδίδει στο Άργος και την Τίρυνθα την
περιοχή που αντιστοιχεί περίπου στη σημερινή Αργολίδα. Απαριθμεί τις πόλεις Ερμιόνη,
Ασίνη, Τροιζήνα, Ηιόνες, Επίδαυρος, Αίγινα και Μάσης ως πόλεις υπό την κυριαρχία του
Διομήδη της Τίρυνθας (Ιλιάδα, II, 650-659). Η τοποθεσία τους έχει αναγνωριστεί με αρκετή
βεβαιότητα, εκτός από τις Ηιόνες, που προτείνουμε ότι ίσως αντιστοιχούν στη σύγχρονη
Κάντια.
Όλως περιέργως, στους επόμενους στίχους ο Όμηρος αποδίδει στις Μυκήνες μια εκτενή
περιοχή προς τα βόρεια, που περιλαμβάνει τη σύγχρονη Κορινθία και τμήματα της Αχαΐας.
Καταγράφει τις πόλεις Κόρινθος, Κλεωναί, Ορνειαί, Αραιθυρέη, Σικυώνα, Υπηρήσια,
Γονόεσσα, Αίγιο και Ελίκη ως υπό την κυριαρχία των Μυκηνών. Από τις παραπάνω η
τοποθεσία της Γονόεσσας παραμένει άγνωστη, και υπάρχει αρκετή αβεβαιότητα ως προς τις
τοποθεσίες της Αραιθυρέης και της Υπηρήσιας21.
Η διαίρεση αυτή μοιάζει τόσο παράλογη που ορισμένοι ερευνητές ισχυρίζονται ότι «πρέπει
να είναι αλήθεια» διότι κανένας ποιητής δε θα έμπαινε στη διαδικασία να επινοήσει κάτι
τέτοιο. Μπορούμε να κάνουμε μια εκτίμηση της έκτασης των κρατών αυτών συγκρίνοντάς
τα με τις πληροφορίες που προέρχονται από τα κείμενα Γραμμικής Β’ από την Πύλο και την
Κνωσσό. Είναι γνωστό ότι η Πύλος είχε κάτω από τον έλεγχό της μια μεγάλη περιοχή
περίπου ίση με τη σύγχρονη Μεσσηνία (Chadwick, 1976, 44. Liko, 2012, 62.), κατά
προσέγγιση 2000km2. Επίσης, τα εδάφη της Πύλου ήταν χωρισμένα σε δύο επαρχίες.

19
Βλ. Bennet 2014 για μια εξαιρετική ανάλυση της αξίας των Ομηρικών επών, και επίσης Chadwick 1976
Wood 1985 για προγενέστερες αλλά και αντιφατικές απόψεις πάνω στο ζήτημα.
20
Βλ. Hope-Simpson Lazenby, 1970, για λεπτομέρειες πάνω στα επιχειρήματα.
21
Όσον αφορά τις Ορνειές, ακολουθήσαμε τα λογικά συμπεράσματα που παρουσιάζει η Jeannette Marchand
(2002).
Εικ. 23: Προτεινόμενες τοποθεσίες των Βασιλείων των Μυκηνών και του Άργους, από
τον Όμηρο.

Προσπερνώντας τις αμφιβολίες των ειδικών για την ιστορική εγκυρότητα του καταλόγου των
πλοίων και με γνώμονα την Πύλο θα θέλαμε να διατυπώσουμε δύο απλές θεωρίες. Πρώτον,
ότι τα μοναρχικά κράτη των Μυκηνών και του Άργους-Τίρυνθας, που κατέγραψε ο Όμηρος,
έχουν σχετικά παρόμοια έκταση με το Βασίλειο της Πύλου, του οποίου την έκταση
γνωρίζουμε με ακρίβεια από τις πινακίδες της Γραμμικής Β’. Όπως φαίνεται στην εικόνα 23,
τα εδάφη του Άργους και των Μυκηνών εκτείνονται περίπου στα 2000km 2. Δεύτερον, ότι τα
λεγόμενα του Ομήρου αναφέρονται στον καιρό που το μεγάλο βασίλειο των Μυκηνών
αποτελούνταν από δύο επαρχίες: την «Κάτω Επαρχία» της Αργολίδας, με έδρα το Άργος και
την Τίρυνθα, και την «Άνω Επαρχία» της Κορίνθου και ανατολικής Αχαΐας, με έδρα τις ίδιες
τις Μυκήνες. Αυτό σημαίνει ότι το βασίλειο των Μυκηνών θα είχε δύο φορές την έκταση του
βασιλείου της Πύλου, κάτι που συμπίπτει με τη φήμη των Μυκηνών ως το ισχυρότερο
κέντρο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι ο Όμηρος
δικαιολογεί αυτή την κατανομή των εδαφών, λέγοντας ότι οι Μυκήνες είχαν κληρονομήσει
το Βορρά, συγκεκριμένα τη Σικυώνα, από τον Άδραστο. Οι εδαφικές επεκτάσεις, η
κληρονομική κυριαρχία καθώς και οι τοπικές εχθροπραξίες συμβαδίζουν με την «ιδεολογία
του άνακτος» (wanax) του Μεγάλου Βασιλιά (Great King).
Η Sarah Liko (2012) εκφράζει μια διαφορετική άποψη, αποδίδοντας στις Μυκήνες ένα κατά
πολύ μικρότερο σε έκταση κράτος κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Παρά την
εξαιρετική της ανάλυση μας είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως η Τίρυνθα, με τα σπουδαία
της ανάκτορα, ήταν «δευτερεύον κέντρο» ισάξιο για παράδειγμα με την Καζάρμα, όπου δεν
υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ανακτορικών οικοδομημάτων. Τα εδάφη που αποδίδει στις
Μυκήνες αντιστοιχούν μόνο σε κατά προσέγγιση 1200km 2, σχετικά μικρή έκταση σε σχέση
με το βασίλειο της Πύλου, όπως έχει υπολογιστεί από τις πινακίδες της Γραμμικής Β’.
Επίσης, η έλλειψη των τοπικών πληροφοριών που έχουμε παραθέσει παραπάνω, ιδίως για το
Καστράκι Φωνίσκου, καθιστά την ερμηνεία της ανακριβή ως ένα σημείο. Παρόλ’αυτά είναι
άξιο αναφοράς ότι τα ανατολικά σύνορα Μυκηνών-Άργους που προτείνει βρίσκονται κοντά
στη λεκάνη απορροής ακριβώς ανατολικά από το Καστράκι Φωνίσκου, κάτι που θεωρούμε
σημαντικό για μεταγενέστερες περιόδους.
Συνεχίζοντας στην Κλασική Εποχή έχουμε πολυάριθμες πηγές που δείχνουν ότι η Επίδαυρος
ήταν «πόλις» ξεχωριστή από το Άργος προς τα δυτικά, την Τροιζήνα στα νότια και την
Κορινθία στα βόρεια. Από τη Γεωμετρική περίοδο και μετά το Άργος είναι η κυρίαρχη πόλη-
κράτος στα δυτικά. Οι Αργείοι κατέστρεψαν ολοσχερώς την Ασίνη το 740 π.Χ., όμως η
Τίρυνθα και οι Μυκήνες διατήρησαν μια κάποια αυτονομία μέχρι την τελειωτική
καταστροφή τους το 468 π.Χ. Η Επίδαυρος παρέμεινε ανεξάρτητη και πραγματοποίησε
πολλές εκστρατείες κατά των Αργείων 22. Επίσης, όπως αναφέραμε παραπάνω, ο μύθος της
Υρνηθώς ενδέχεται να αντιπροσωπεύει λαϊκές μνήμες από τις πρώτες συγκρούσεις, πριν οι
πόλεις να διαχωριστούν. Παρά το μεγάλο αριθμό αναφορών στις συγκρούσεις, καμία δε μας
δίνει ξεκάθαρη άποψη για την έκταση των κρατών ή για τα σύνορά τους. Ωστόσο, τα σύνορα
ενδέχεται να μεταβάλλονταν ανάλογα με το αποτέλεσμα της κάθε διαμάχης, όπως στην
περίπτωση της Κυνουρίας, της οποίας η κυριαρχία αποτέλεσε συχνά αιτία διένεξης ανάμεσα
στο Άργος και τη Σπάρτη.
Η επόμενη σημαντική πηγή είναι ο Περίπλους του Ψευδοσκύλακα του 4ου αιώνα π.Χ.
(Shipley, 2011). Το κείμενο ασχολείται ασφαλώς μόνο με τις θαλάσσιες εκτάσεις των
διαφόρων πόλεων, μας δίνει εντούτοις κάποιες σημαντικές πληροφορίες. Στο Σαρωνικό
Κόλπο, η ακτογραμμή της Επιδαύρου αναφέρεται ως 30 στάδια (περ. 5,5 χλμ) 23, που
διορθώνεται αργότερα στο πιο εύλογο μήκος των 130 σταδίων (περ. 24 χλμ), μεταξύ των
εδαφών της Τροιζήνας και του λιμανιού των Κεγχρεών στην Κόρινθο. Δεν είναι βέβαιο αν ο
Περίπλους υπολογίζει την ακτογραμμή, την ευθεία γραμμή πλεύσης μεταξύ δύο σημείων, ή
κάποιο συνδυασμό και των δύο. Το μήκος που δίνεται αντιστοιχεί σε μια ευθεία γραμμή
πλεύσης ανάμεσα στο Ακρωτήριο Νήσιζα, βορειοδυτικά της Τροιζήνας, έως το Ακρωτήριο
Στείρι, νοτιοανατολικά των Κεγχρεών, ένα λογικό μήκος ακτογραμμής για την Επίδαυρο
(Εικ. 23).
Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι ο Ψευδοσκύλακας αποδίδει στην
Επίδαυρο μια ακτογραμμή της τάξης των 30 σταδίων (περ. 5,5 χλμ) στον Αργολικό Κόλπο,
μεταξύ του Άργους και της πόλης των Αλιέων. Το μήκος της ακτής που δίνεται για το Άργος
(150), την Επίδαυρο (30), τους Αλιείς (100) και την Ερμιόνη (80) αθροίζεται σε 360 στάδια,
απόσταση υπερβολικά μικρή (ακόμα και αν την υπολογίσουμε χρησιμοποιώντας το
μεγαλύτερο γνωστό μήκος ενός σταδίου, που ισούται με περίπου 200μ) για να αντιστοιχεί
στον περίπλου από το βόρειο άκρο της Κυνουρίας έως το νότιο άκρο της Ακτής, κι αυτό πριν
λάβουμε υπόψη ότι στην Τροιζήνα αποδίδονται μόλις 30 στάδια μεταξύ της Ερμιόνης και της
Επιδαύρου. Βέβαια, είναι γνωστό ότι οι εκτιμήσεις του μήκους της ακτογραμμής από τη
θάλασσα έχουν υψηλό περιθώριο σφάλματος λόγω διαφόρων παραγόντων: τους ανέμους, τα
θαλάσσια ρεύματα, και την περιορισμένη ορατότητα. Ακόμα κι έτσι ο παραπάνω
υπολογισμός μοιάζει υπερβολικά μικρός. Είναι άγνωστο που μπορεί να οφείλεται το λάθος.

22
Οι πιο γνωστές μάχες μεταξύ Επιδαύρου και Άργους έγιναν τη δεκαετία του 460 π.Χ., το 419/418 π.Χ. και το
368π.Χ. Πιθανότατα να υπήρχαν προγενέστερες εχθροπραξίες που όμως δεν έχουν καταγραφεί.
23
Το μήκος ενός σταδίου κυμαινόταν μεταξύ 157μ και 209μ, ανάλογα με το χρονικό και χωρικό πλαίσιο. Εδώ
χρησιμοποιήσαμε το «Αττικό» στάδιο των 185μ.
Εικ. 24: Προτεινόμενα σύνορα Επιδαυρίας και Άργους κατά τον 4ο αιώνα

Εικάζουμε λοιπόν ότι κατά τον 4ο αιώνα η Επίδαυρος έλεγχε ένα τμήμα της ακτογραμμής
του Αργολικού κόλπου. Βασισμένοι στα γεωγραφικά στοιχεία μπορούμε να υποθέσουμε ότι
το σημείο αυτό ήταν στην Κάντια ή/και στα Ίρια. Η Κάντια κατοικούνταν από την
Πρωτοελλαδική έως τη Ρωμαϊκή εποχή και ήταν κάποτε σημαντικό λιμάνι. Στα Ίρια έχουν
βρεθεί αρχαιολογικοί χώροι που χρονολογούνται από τη Νεολιθική ως και την Ελληνιστική
εποχή. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. σημειώνουμε και τις τοποθεσίες «Ελληνικό» στα
Καρναζαίικα και το οχυρό «Καλόγρια» μεταξύ Κάντιας και Ιρίων (Foley,1988, χώροι 31 και
41).
Η πρόσβαση στην Κάντια από την Επίδαυρο μέσω του δύσβατου ορεινού όγκου
Μαυροβούνι γίνεται μόνο μέσα από στενά περάσματα που ξεκινούν από την πεδιάδα του
Λυγουριού, ή πιο ανατολικά από το Αδάμι. Ο κυρίως δρόμος από τη δυτική πλευρά της
πεδιάδας του Λυγουριού είναι το πέρασμα Ντεβετζή, που ξεκινά νότια από το σύγχρονο
Χάνι Μερκούρη και περνά από τις κοιλάδες των ρεμάτων Κοκκινόβραχου, Λεβέντη και
Γιαννακάκη πριν φτάσει στην Κάντια. Ένα δεύτερο, επίσης σημαντικό πέρασμα, ξεκινά
κοντά στην Κορώνη, ακολουθεί το ρέμα Λεβέντη και συναντά το δρόμο περνώντας μέσα
από το πέρασμα Ντεβετζή. Ένας τρίτος και δυσκολότερος δρόμος αρχίζει από την Επάνω
Επίδαυρο, διασχίζει το ορεινό πέρασμα προς τη Δημοσιά και το Αδάμι και συναντά το δρόμο
της Κορώνης. Τέλος, αν υπολογίσουμε την Τραχειά ως μέρος της ευρύτερης πολιτείας της
Επιδαύρου κατά τον 4ο αιώνα, έχουμε έναν ακόμα δρόμο από την Επίδαυρο στον Αργολικό
κόλπο, μέσω των αρχαιολογικών χώρων στην Τραχειά και το Γυφτόκαστρο, και
ακολουθώντας εν μέρει το ρέμα Ράδος.
Ο έλεγχος αυτών των περασμάτων προς τον Αργολικό κόλπο δείχνει ότι τουλάχιστον κατά
τον 4ο αιώνα π.Χ. η Επίδαυρος κατείχε εξ ολοκλήρου την πεδιάδα του Λυγουριού στα
δυτικά, συνορεύοντας με τα Αργειακά εδάφη μάλλον στο σημείο της λεκάνης απορροής,
κοντά στα Σταματαίικα. Με αυτό ως γενικό πλαίσιο και λαμβάνοντας υπόψη τις
εχθροπραξίες μεταξύ Άργους και Επιδαύρου, εξηγούνται τα ενισχυτικά οχυρωματικά έργα
του 4ου αι. στην Καζάρμα και το Καστράκι Φωνίσκου.
Προς τα νότια, τόσο η περιοχή στους πρόποδες του όρους Δίδυμο και του όρους
Μεγαλοβούνι όσο και η ακτή κοντά στο ακρωτήριο Νησί θα βρισκόταν μέσα στην
Επιδαυρία, συνορεύοντας με την Τροιζήνα και την Ερμιόνη πάνω στον Αργολικό κόλπο. Ο
Περίπλους υποδεικνύει ένα σημείο κοντά στο ακρωτήριο Στείρι ως το βορειότερο σημείο της
ακτογραμμής της Επιδαυρίας, στα όρια με την Κορινθία. Στην ενδοχώρα φαίνεται πιθανό
πως ο ορεινός όγκος του Αραχναίου, με τις απροσπέλαστες κορυφές του, αποτελούσε το
βόρειο σύνορο της Επιδαυρίας. Δεν είναι ξεκάθαρο όμως ποια πολιτεία είχε τον έλεγχο του
υψιπέδου γύρω από το σύγχρονο χωριό Αραχναίο (πρώην Χέλι)· πιθανότατα η Κορινθία.
Ακόμα κι έτσι, βλέπουμε ότι κατά τον 4ο αι. π.Χ. η Επιδαυρία κατείχε σημαντικό αριθμό
εδαφών. Το εμβαδόν των παραπάνω εδαφών εκτιμάται περίπου στα 450 με 500km 2. Με
παρόμοιο σύστημα υπολογισμού τα εδάφη του Άργους ανέρχονται σε 800 με 850km 2 24(εικ.
24).
Η επόμενη γραπτή πηγή μας είναι τα Γεωγραφικά του Στράβωνα, γραμμένα στα τέλη του
1ου αι. π.Χ. Εκείνη την εποχή φυσικά οι διάφορες πολιτείες είχαν ονομαστική αυτονομία
ήδη για περίπου 300 χρόνια. Ο Στράβων (VIII, 6,5) δεν αποδίδει στην Επίδαυρο ακτογραμμή
πάνω στον Αργολικό κόλπο, παρά μόνο «κυκλική ακτή 15 σταδίων» (περ. 2.75 χλμ) πάνω
στο Σαρωνικό κόλπο. Είναι δύσκολο να ερμηνεύσουμε τι εννοούσε με ένα τόσο μικρό
αριθμό, ίσως μόνο τους δύο κολπίσκους και την ενδιάμεση χερσόνησο, δηλαδή μόνο το
λιμάνι της Επιδαύρου. Παρόλη τη σημασία της περιοχής, με τους προσκυνητές να
συνεχίζουν να επισκέπτονται το Ιερό του Ασκληπιού, ο Στράβων δε μας δίνει αρκετές
πληροφορίες ώστε να ορίσουμε τα εδάφη της Επιδαυρίας κατά τον 1ο αι. π.Χ.
Όταν ο Παυσανίας έγραφε τα ταξιδιωτικά του ημερολόγια το 2ο αι. μ.Χ., δεν εντρύφησε στα
σύνορα και τα εδάφη των πόλεων, είτε όπως ήταν τότε είτε παλαιότερα. Ασχολήθηκε κυρίως
με τοποθεσίες και μνημεία θρησκευτικής, μυθικής και καλλιτεχνικής σημασίας, που θα
ενδιέφεραν τους εύπορους Ρωμαίους τουρίστες της εποχής. Πράγματι, αναφέρει πως τα
σύνορα ήταν πλέον δυσδιάκριτα λόγω της μείωσης του πληθυσμού στην περιοχή (II, 28, 2).
Ο Παυσανίας κάνει όμως δύο πολύ ενδιαφέροντα σχόλια που αφορούν τα παλαιότερα
σύνορα στο εσωτερικό της Αργολίδας. Το πρώτο είναι για την ελιά που έστριψε με τα χέρια
του ο Ηρακλής, που κάποτε ήταν το σύνορο με την Ασίνη. Την τοποθετεί στο δρόμο για το
Ιερό της Αρτέμιδος Κορυφαίας, που εκτιμήσαμε ότι βρισκόταν στην κορυφή του όρους
Κυνόρτιο. Με μια πρώτη ματιά κάτι τέτοιο δε μοιάζει βάσιμο, και αν κρίνουμε από τον
τρόπο που το αναφέρει ο Παυσανίας, φαίνεται ότι μάλλον και εκείνος το έβλεπε με
δυσπιστία. Όπως δείξαμε όμως παραπάνω, η Επίδαυρος ενδέχεται κατά τον 4ο αιώνα να
κατείχε εκτενή εδάφη που έφταναν έως και τον Αργολικό κόλπο, και συμπεριλάμβαναν και
ολόκληρο το όρος Μαυροβούνι. Διαφορετικά, αν αντιστρέψουμε την κυριαρχία των εδαφών,
ίσως κάποια άλλη ισχυρή πολιτεία του Αργολικού κόλπου, όπως η Ασίνη, να κατείχε τους
παράκτιους οικισμούς της Κάντιας και των Ιρίων, καθώς και την οροσειρά.
Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί την εξής απορία: ποια χρονική περίοδο θα ήταν λογικό να
συμβεί κάτι τέτοιο; Η Ασίνη καταστράφηκε από το Άργος περίπου το 700 π.Χ. και
επανασυστάθηκε στα τέλη του 4ου αιώνα, άρα θα πρέπει να κατείχε τα παραπάνω εδάφη
πριν την καταστροφή της. Η αναφορά του Παυσανία στον Ηρακλή δείχνει ότι η κοινή γνώμη
θεωρούσε ότι αυτό είχε συμβεί «μια φορά κι έναν καιρό». Μπορούμε ίσως να αναλογιστούμε
μια περίοδο πριν την ανάπτυξη του κράτους Άργους-Τίρυνθας κατά την Ύστερη Εποχή του
Χαλκού, όταν η Ασίνη θα κυριαρχούσε στην ακτή και την ενδοχώρα, ανατολικά των εδαφών
του Άργους. Εδώ είναι ευκαιρία να ανακαλέσουμε τους αχρονολόγητους Περιβόλους E1, E2,
E3, που φυλάσσουν τα βορεινά περάσματα μέσα από το όρος Μαυροβούνι: ενδέχεται η
κατασκευή τους να σχετίζεται με μια περίοδο κατά την οποία η Ασίνη κατείχε το όρος
Μαυροβούνι, στην εποχή του Χαλκού.

24
Η έκταση των εδαφών του Άργους μπορεί να διαφέρει σε κάθε χρονική στιγμή ανάλογα με το αν
συμπεριληφθεί η Κυνουρία, η Βόρεια Κυνουρία και/ή το υψίπεδο του Αραχναίου.
Προηγουμένως (II, 25, 9), ο Παυσανίας αναφέρθηκε στη Λήσσα ως ένα χωριό (κώμη) στα
σύνορα του Άργους και της Επιδαύρου. Γράφει ότι βρισκόταν πάνω στον ευθύ δρόμο (το
Δρόμο 1), είχε ιερό με ξόανο της Αθηνάς, και ήταν κάτω από το όρος Αραχναίο όπου
βρίσκονταν οι βωμοί του Δία και της Ήρας. Τα λίγα αυτά σχόλια έχουν προκαλέσει μεγάλες
διαφωνίες ως προς τη θέση της Λήσσας.
Από τοπογραφικής άποψης, ο διαμοιρασμός των μικρών πεδιάδων γύρω από το Λυγουριό
και γύρω από το σύγχρονο Μετόχι σε δύο διαφορετικές πολιτείες δε μοιάζει πιθανός. Επίσης,
η πιο λογική συνοριακή γραμμή θα ήταν κοντά στη λεκάνη απορροής, δυτικά από τα
Χουνταλαίικα. Απομένουν λοιπόν δύο πιθανές τοποθεσίες: το Λυγουριό και το Καστράκι
Φωνίσκου.
Η πρώτη επιλογή, το Καστράκι Φωνίσκου, έχει εξαιρετική θέση και ελέγχει το ανατολικό
πέρασμα προς την πεδιάδα του Μετοχίου. Ο Louis Lord (1939) ισχυρίστηκε ότι εδώ ήταν η
Λήσσα και άλλοι ερευνητές έχουν συμφωνήσει. Το κύριο αντεπιχείρημα είναι ότι δεν έχουν
εντοπιστεί ενδείξεις ιερού στο εσωτερικό της οχυρωμένης τοποθεσίας ή στη γύρω περιοχή,
και υπάρχουν ελάχιστα αποδεδειγμένα ευρήματα της Κλασικής εποχής. Κάτι που θα
εξηγούσε τα ευρήματα επιφανείας είναι ότι ίσως ο χώρος να κατοικήθηκε ξανά τον 4ο αι.
μετά από παρατεταμένη εγκατάλειψη. Θεωρούμε αρκετά απίθανο να υπήρχε ιερό με ξόανο
παρόμοιο με εκείνο στη Λάρισα του Άργους, λόγω και της έλλειψης ενδείξεων. Ο χώρος
είναι πράγματι κάτω από το Αραχναίο, αν λάβουμε υπόψη ότι το όρος Φωνίσκος είναι
παρακλάδι της οροσειράς του Αραχναίου. Οι βωμοί του Δία και της Ήρας όμως δε φαίνονται
από το Καστράκι και χρειάζεται να διανύσουμε απόσταση περίπου 1,5 χλμ προς τα
ανατολικά πριν φανεί η κορυφή του Αραχναίου.
Η δεύτερη επιλογή είναι μια θέση κοντά ή μέσα στη σύγχρονη πόλη του Λυγουριού, όπως
έχουν υποθέσει κάποιοι άλλοι ερευνητές, πιο πρόσφατα ο Klaus Tausend (2006). Γύρω από
το Λυγουριό υπάρχουν πράγματι ευρήματα από την Υστεροελλαδική έως και τη Ρωμαϊκή
εποχή, αν και δεν έχουν εντοπιστεί υπολείμματα κάποιου ιερού. Τα ευρήματα της Κλασικής
εποχής είναι λίγα, και ο μεγαλύτερος αριθμός ευρημάτων είναι Ελληνιστικής ή Ρωμαϊκής
χρονολογίας. Σε κάποιες Βυζαντινές εκκλησίες εντοπίζονται σπόλια που έχει θεωρηθεί ότι
είχαν προέλευση το Ιερό του Ασκληπιού, είναι πιθανό όμως να προέρχονται από κάποιο
άγνωστο πιο κοντινό ιερό. Το παραπάνω είναι ασφαλώς μόνο υπόθεση. Αυτό που μπορούμε
να πούμε με σιγουριά είναι ότι το Λυγουριό βρίσκεται «κάτω από το Αραχναίο», και έχει θέα
στην κορυφή με τους βωμούς. Παρόλ’αυτά, τα υπολείμματα απλώνονται σε μια περιοχή με
αρκετά μεγάλη έκταση, και δεν είναι ξεκάθαρο σε ποιο σημείο θα ήταν η θέση του χωριού
κατά τον 2ο αιώνα π.Χ., ή ακόμα και αν υπήρχε χωριό.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι η Ρόζα Προσκυνητοπούλου (2011, 31) τοποθετεί τη Λήσσα
σε απόσταση περίπου 2 χλμ νοτιοανατολικά από το κέντρο του σύγχρονου Λυγουριού, κοντά
στην Κορώνη. Πρόκειται για μια ακόμα πιθανή τοποθεσία, καθώς βρίσκεται πάνω στον
«ευθύ» δρόμο που έχουμε προτείνει. Αυτό μας δείχνει ότι ο προσδιορισμός της θέσης της
Λήσσας του Παυσανία δεν είναι απλή υπόθεση.
Εν κατακλείδι, τα σύνορα μεταξύ Άργους και Επιδαύρου φαίνεται ότι βρίσκονταν κοντά στη
λεκάνη απορροής κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., με την πεδιάδα του Μετοχίου να ανήκε στα
δυτικά και την πεδιάδα του Λυγουριού να ανήκε στα ανατολικά. Η ακριβής θέση των
συνόρων είναι πιθανό να είχε αλλάξει ως αποτέλεσμα των εκστρατειών του Άργους εναντίον
της Επιδαύρου, και μέχρι τον καιρό του Παυσανία το σύνορο ήταν απλά συμβολικό.
Μιλήσαμε για «διοικητικά» εδάφη, δηλαδή περιοχές που θα διοικούνταν από κάποιο κέντρο,
είτε στην περίπτωση βασιλείου είτε δημοκρατικής πόλης-κράτους. Οι περιοχές που
περιγράψαμε είναι εκτενείς, και για την εκμετάλλευση τους, την άντληση πρώτων υλών και
αγροτικών ειδών, δεν θα αρκούσε ένα μόνο κέντρο διοίκησης. Για να προσδιορίσουμε τα
«δευτερεύοντα κέντρα» θα εξετάσουμε τους χρόνους πεζοπορίας. Η «μία ώρα πεζοπορίας»
έχει χρησιμοποιηθεί ως μονάδα μέτρησης (Bintliff, 1977). Σε μία ώρα ένας άνθρωπος μπορεί
να διανύσει περίπου 6 με 7 χιλιόμετρα με τα πόδια. Η απόσταση φυσικά μπορεί να διαφέρει
ανάλογα με τη μορφολογία του εδάφους και το φορτίο που μεταφέρει. Ξέρουμε ότι οι
περιηγητές του 19ου αι. χρησιμοποιούσαν περίπου τα ίδια μεταφορικά μέσα που ήταν
διαθέσιμα από την Εποχή του Χαλκού και μετά 25, οπότε εξετάζοντας τα στοιχεία που
καταγράφουν βλέπουμε ότι οι χρόνοι κάλυψης μιας απόστασης μπορεί να διαφέρουν
αισθητά. Επίσης, ένας καλοχτισμένος και καλοδιατηρημένος δρόμος προφανώς μπορεί να
μειώσει το χρόνο του ταξιδιού. Από τους σωζόμενους Μυκηναϊκούς δρόμους και τις γέφυρες
γνωρίζουμε ότι το μεταφορικό δίκτυο ήταν πολύ ανεπτυγμένο κατά την Ύστερη Εποχή του
Χαλκού, και εικάζουμε (αν και ελλείψει χειροπιαστών αποδείξεων) ότι οι δρόμοι είχαν
κατασκευαστεί ήδη από αρχαιότερες εποχές.
Στην επιτόπου περιήγηση, η μονάδα μέτρησης της μίας ώρας και κάτι χρησιμεύει στο να
εξηγήσουμε την κατανομή των αρχαιολογικών χώρων. Ο Bintliff (1977) εξέτασε την πεδιάδα
του Άργους, όμως μπορούμε να εφαρμόσουμε τα ευρήματά του και στην περιοχή της
Επιδαύρου.
Ξεκινώντας από την Επίδαυρο και με κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά (εικ. 25,
Χάρτες 5, 4, 3), σε μία ώρα πεζοπορίας φτάνουμε στον Άγιο Ανδρέα και τον πιθανό θολωτό
τάφο. Ακολουθώντας την Ιερά Οδό για ακόμη μία ώρα φτάνουμε στο Ασκληπιείο, αν και
χρειάζεται κι άλλος χρόνος μέχρι να φτάσουμε στο Ιερό του Απόλλωνος Μαλεάτα που
βρίσκεται πιο ψηλά. Μία ώρα απόσταση από τον Άγιο Ανδρέα είναι επίσης η Κορώνη ή το
Λυγουριό, ανάλογα με το δρόμο που θα επιλέξουμε. Σε ακόμη μία ώρα φτάνουμε λίγο πιο
πέρα από τη λεκάνη απορροής, βόρεια από τα Γιαννουλαίικα, ή στις αρχές του περάσματος
που οδηγεί στην πεδιάδα γύρω από το Μετόχι. Για να διασχίσουμε την πεδιάδα χρειαζόμαστε
μία ώρα, και συνεχίζοντας την πεζοπορία για μία ώρα ακόμα φτάνουμε στη μέση της
κοιλάδας λίγο μετά τον Προφήτη Ηλία του Αγίου Αδριανού (Κατσίγκρι), και από κει στην
πεδιάδα του Άργους. Είναι εντυπωσιακό πως έτσι αποτυπώνονται όλοι οι βασικοί σταθμοί
του Δρόμου 1.
Όμως, η μονάδα μέτρησης της μίας ώρας δεν εφαρμόζεται το ίδιο καλά σε πιο ορεινά εδάφη,
τα οποία δεν έχουν αρκετή καλλιεργήσιμη γη για να υποστηρίξουν ακόμα και «δευτερεύοντα
κέντρα», και είναι κατάλληλα μόνο ως βοσκοτόπια. Νότια της Επιδαύρου, σε απόσταση
πεζοπορίας δύο ωρών, βρίσκεται ο Υστεροελλαδικός/Ρωμαϊκός οικισμός της Τραχειάς. Σε
δύο ώρες από εκεί φτάνουμε στο Γυφτόκαστρο και σε μία ακόμα ώρα στα Ίρια. Προς τα
βόρεια, σε απόσταση περίπου μίας ώρας από την Παλιά Επίδαυρο, δηλαδή γύρω από τη Νέα
Επίδαυρο, υπάρχουν αρκετοί αρχαιολογικοί χώροι, με πιο σημαντικό το Παλαιοχώρι, αλλά
από κει είναι απαραίτητη ακόμα μισή ώρα πεζοπορίας μέχρι τον σπουδαίο αρχαιολογικό
χώρο της Βασσάς. Όσον αφορά τους δύσκολους δρόμους που διασχίζουν το όρος
Μαυροβούνι παρατηρούμε ότι από το σύγχρονο Χάνι Μερκούρη σε μία ώρα φτάνουμε στον
οικισμό Σύνορο, που χρονολογείται στην Εποχή του Χαλκού, και σε μία ώρα από εκεί στην
Κάντια.

25
Τα αποτελέσματα των μελετών πάνω στο πότε πρωτοέγινε χρήση υποζυγίων και κάρων παραμένουν αρκετά
αβέβαια. Με σιγουριά μπορούμε να πούμε ότι και τα δύο χρησιμοποιούνταν κατά την Ύστερη Εποχή του
Χαλκού (και ίσως αρκετά νωρίτερα).
Εικ. 25: Αποτύπωση των κατά προσέγγιση χρόνων πεζοπορίας

Συμπεραίνουμε ότι όπου υπάρχουν αρκετές καλλιεργήσιμες εκτάσεις η απόσταση μεταξύ


των κέντρων που εκμεταλλεύονταν τα εδάφη αυτά είναι κατά προσέγγιση μία ώρα. Η
μονάδα αυτή αντιπροσωπεύει μία λογική απόσταση που θα είχαν να διανύσουν οι αγρότες
για τις ασχολίες τους - γνωρίζοντας ότι οι μετακινήσεις τους θα περιορίζονταν σε πεζοπορία
ή χρήση υποζυγίων, από την Πρωτοελλαδική περίοδο ή και νωρίτερα. Σε όποιες περιοχές τα
εδάφη είναι ακατάλληλα για καλλιέργεια, οι οικισμοί είναι πιο αραιοί και εντοπίζονται
κυρίως σε κοιλάδες, που προσφέρουν έστω λίγη εύφορη γη. Η κατανομή αυτή παρέμεινε ίδια
για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, παρά τη μείωση του πληθυσμού και την οικονομική
ύφεση, πιθανώς από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού έως και την κατασκευή των σύγχρονων
δρόμων για τα αυτοκίνητα.
Συνοψίζοντας, προτείνουμε τα εξής:
1. Οι εκτάσεις των βασιλείων όπως τις αναφέρει ο Όμηρος είναι αληθείς.
2. Υπάρχει πιθανότητα η ακανόνιστη κατανομή των εδαφών μεταξύ Μυκηνών και
Άργους στον Όμηρο να αντιπροσωπεύει το διαχωρισμό σε δύο μεγάλες επαρχίες.
3. Η διαίρεση των διαφόρων κρατών της Αργολίδας κατά την Κλασική περίοδο
πραγματοποιήθηκε μετά την κατάρρευση των μεγαλύτερων κρατών της Ύστερης
Εποχής του Χαλκού.
4. Κατά τον 4ο αι. π.Χ. η Επίδαυρος κατείχε τμήμα της ακτής του Αργολικού κόλπου,
κοντά στην Κάντια, όπως και τμήμα της ακτής του Σαρωνικού κόλπου, και συνεπώς
κατείχε την πεδιάδα του Λυγουριού και τα περάσματα μέσα από το όρος
Μαυροβούνι.
5. Το αινιγματικό σχόλιο του Παυσανία για τα σύνορα στο όρος Κυνόρτιο μπορεί να
εξηγηθεί με την «αντιστροφή» της περιοχής εξουσίας της Επιδαύρου, υποθέτοντας
ότι κατά κάποια περίοδο της Εποχής του Χαλκού το Μαυροβούνι ήταν υπό την
κυριαρχία της Ασίνης.
6. Στις περιοχές με εδάφη κατάλληλα για καλλιέργεια, οι οικισμοί κατανέμονται σε
αποστάσεις περίπου μίας ώρας πεζοπορίας μεταξύ τους, με εξαίρεση τους κεντρικούς
δρόμους, με στόχο τη διευκόλυνση της οικονομικής εκμετάλλευσης της γης.
Παράρτημα 1: Τοποθεσίες Αρχαιολογικών Χώρων

Συντομογραφίες χρονολογιών
ΠΕ - Πρωτοελλαδική, ΜΕ - Μεσοελλαδική, ΥΕ - Υστεροελλαδική, Γ - Γεωμετρική, Α -
Αρχαϊκή, Κ - Κλασική, Ε - Ελληνιστική, Ρ - Ρωμαϊκή, Β - Βυζαντινή

Άγιος Γεώργιος, Δαλαμανάρα


37°37' 25.58'' N x 22°45' 24.94'' E. Υψόμετρο: 10μ. Κ, Ε, Ρ.
Τύμβος, Δαλαμανάρα
37°37' 13.86'' N x 22°45' 45.14'' E. Υψόμετρο: 9μ. ΠΕ/ΜΕ.

Φράγμα Τίρυνθας
37°36' 30.77'' N x 22°50' 40.27'' E. Υψόμετρο: 63μ. ΥΕ

Παλαιόκαστρο, Άγιος Αδριανός


37°36'11.12'' N x 22°51' 31.00'' E. Υψόμετρο: 141μ. Κ/Ε

Προφήτης Ηλίας, Άγιος Αδριανός


37°36' 11.49'' N x 22°52' 29.09'' E. Υψόμετρο: 240μ. ΠΕ, ΥΕ

Πυργούλι, Άγιος Δημήτριος


37°36' 40.25'' N x 22°56' 03.57'' E. Υψόμετρο 302μ. Κ/Ε

Εκκλησία Αγίου Νικολάου, Άγιος Δημήτριος


37°36' 18.28'' N x 22°56' 40.44'' E. Υψόμετρο 260μ. Κ/Ε

Καζάρμα
37°35' 49.08'' N x 22°56' 31.22'' E. Υψόμετρο 300μ. ΠΕ, ΥΕ, Κ?, Ε, Β

Εκκλησία Αγίας Μαρίνας, Άγιος Δημήτριος


37°35' 54.14'' N x 22°56' 25.10'' E. Υψόμετρο 222μ. Κ? Ρ? Β

Καστράκι Φωνίσκου, Οχυρό


37°36' 21.92'' N x 22°58' 06.63'' E. Υψόμετρο 396μ. ΜΕ, ΥΕ, Κ/Ε, Ρ, Β.

Καστράκι Φωνίσκου, Ρωμαϊκά - Βυζαντινά Όστρακα


37°36' 29.56'' N x 22°57' 59.34'' E. Υψόμετρο 359μ. Ρ

Καστράκι Φωνίσκου, Πιθανός Τάφος


37°36' 28.63'' N x 22°58' 10.10'' E. Υψόμετρο 396μ. ?

Αραχναίο, Βωμοί Δία και Ήρας


37°38' 27.11'' N x 22°58' 09.25'' E. Υψόμετρο 1197μ. Κ/Ε/Ρ ?

Αλεπότρυπες / Κυκλικός Πύργος


37°36' 15.12'' N x 23°00' 02.56'' E. Υψόμετρο 342μ. Κ/Ε/Ρ?
Λυγουριό, Μυκηναϊκοί Θαλαμωτοί Τάφοι
37°36' 46.34'' N x 23°02' 45.35'' E. Υψόμετρο 329μ. ΥΕ

Λυγουριό, «Πυραμίδα» / Οχυρωματικός Πύργος


37°37' 00.95'' N x 23°01' 50.99'' E. Υψόμετρο 325μ. Κ/Ε

Λυγουριό, Αγία Μαρίνα


37°36' 59.92'' N x 23°01' 50.99'' E. Υψόμετρο 336μ. Β

Λυγουριό, Άγιος Ιωάννης Ελεήμων


37°36' 42.13'' N x 23°02' 41.16'' E. Υψόμετρο 327μ. Β

Λυγουριό, Εκκλησία Κοίμησης της Θεοτόκου


37°36 50.77'' N x 23°02' 16.01'' E. Υψόμετρο 371μ. Β

Χωριό Κορώνη
37°36' 18.35'' N x 23°02' 46.01'' E. Υψόμετρο 320μ. Κ, Ε, Ρ

Νότιοι Λόφοι - Υστεροελλαδικά Όστρακα


37°35' 52.44'' N x 23°02' 49.06'' E. Υψόμετρο 392μ. ΥΕ

Ε1, «Αλογομάνδρα Καλογήρου»


37°35' 12.50'' N x 23°01' 03.07'' E. Υψόμετρο 540μ. ΠΕ?

Ε2, «Αλογομάνδρα Τυροβολά»


37°35' 20.88'' N x 23°02' 38.30'' E. Υψόμετρο 482μ. ΠΕ?

Ε3, Αδάμι, Προφήτης Ηλίας


37°34' 47.73'' N x 23°04' 28.23'' E. Υψόμετρο 685μ. ΠΕ?

Ασκληπιείο, Ιερό Ασκληπιού


37°35' 55.01'' N x 23°04' 27.92'' E. Υψόμετρο 325μ. Κ

Ιερό Απόλλωνος Μαλεάτα


37°35' 57.92'' N x 23°05' 08.28'' E. Υψόμετρο 425μ. ΠΕ, ΥΕ, Κ, Ε, Ρ

Πιθανό Ιερό Κορυφής Αρτέμιδος Κορυφαίας, Κυνόρτιο


37°36' 45.45'' N x 23°05' 37.47'' E. Υψόμετρο 853μ. ?ΠΕ - Κ?

Ρωμαϊκή Δεξαμενή, Ασκληπιείο


37°35' 59.32'' N x 23°04' 52.19'' E. Υψόμετρο 357μ. Ρ

Θολωτός Τάφος, Άγιος Ανδρέας


37°37' 41.35'' N x 23°05' 04.44'' E. Υψόμετρο 150μ. ?ΥΕ?

Υρνήθιο, Κορυφή Λόφου Κολότι


37°38' 03.99'' N x 23°07' 16.14'' E. Υψόμετρο 214μ. ?ΠΕ, ΜΕ?

Υρνήθιο, Λάκκοι Ανασκαφής (κέντρο)


37°38' 02.60 N x 23°07' 18.80'' E. Υψόμετρο 189μ. ΠΕ

Υρνήθιο, Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά κτίσματα


37°38' 00.30'' N x 23°07' 23.46'' E. Υψόμετρο 50μ. Ε/Ρ
Πόλη της Επιδαύρου, Θέατρο
37°38' 00.26'' N x 23°09' 35.99'' E. Υψόμετρο 10μ. Κ

Καταράχι Επιδαύρου
37°38' 11.19'' N x 23°09' 01.30'' E. Υψόμετρο 88μ. ΠΕ, Κ

Θαλαμωτοί Τάφοι Επιδαύρου


37°38' 06.60'' N x 23°09' 08.83'' E. Υψόμετρο 26μ. ΥΕ

Χερσόνησος Επιδαύρου
37°38' 03.47'' N x 23°09' 49.05'' E. Υψόμετρο 60μ. Κ, Ρ, Β

Επίδαυρος, “Βυθισμένη Πολιτεία”


37°37' 32.85'' N x 23°09' 27.29'' E. Υψόμετρο -2μ. Ρ

Κάντια, «Κάστρο»
37°31' 51.57'' N x 22°57' 45.44'' E. Υψόμετρο 48μ. ΠΕ, ΜΕ, ΥΕ, Α, Ε, Ρ.

Σύνορο
37°33' 37.48'' N x 22°59' 40.98'' E. Υψόμετρο 247μ. ΠΕ, ΥΕ.

Ίρια, «Κάστρο»
37°29' 54.71'' N x 23°02' 22.24'' E. Υψόμετρο 85μ. ΠΕ, ΥΕ.

Τραχειά
37°34' 10.70'' N x 23°08' 47.66'' E. Υψόμετρο 237μ. ΠΕ, ΥΕ, Κ, Ε, Ρ.

Γυφτόκαστρο
37°30' 35.00'' N x 23°06' 16.35'' E. Υψόμετρο 403μ. ΜΕ, ΥΕ, Α, Κ, Ε, ?Ρ?

Παλαιοχώρι
37°40' 24.76'' N x 23°08' 05.70'' E. Υψόμετρο 141μ. ΥΕ

Βασσά
37°41' 05.76'' N x 23°06' 29.12''E. Υψόμετρο 163μ. ΠΕ, ΜΕ, ΥΕ, Γ.
Βιβλιογραφία

Adam, J-P. (1982). L'architecture militaire grecque. Paris. Picard.

Alram-Stern, E. (2004). Die ägäische Frühzeit: 2. Serie: Forschungsbericht 1975 - 2002. 2.


Band: Teil 1 und Teil 2: Die Frühbronzezeit in Griechenland mit Ausnahme von
Kreta. Vienna. Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften.

Balcer, J. M. (1974). The Mycenaean Dam of Tiryns. American Journal of Archaeology,


78,2, 141-149.

Bennet, J. (2011). The Geography of the Mycenaean Kingdoms. In Duhoux, Y.and Morpurgo
Davies, A. (eds) A Companion to Linear B. Vol. II.137-168. Louvain-la-Neuve-
Walpole MA. Peeters.

Bennet, J. (2014). Linear B and Homer. In Duhoux, Y. and Morpurgo Davies, A. (eds) A
Companion to Linear B. Vol. III. 187-234. Louvain-la-Neuve-Walpole MA. Peeters.

Bintliff, J. L. (1977). Natural Environment and Human Settlement in Prehistoric Greece.


Part I. BAR Supplementary Series 28(i). Oxford. BAR.

Bornovas, I. and Rondogianni_Tsaimbaou, T. (1983) Geological Map of Greece. Athens.


Institute of Geology and Mineral Exploration.

Broodbank, C. (2013). The Making of the Middle Sea. London. Thames and Hudson.

Chadwick, J. (1976). The Mycenaean World. Cambridge. Cambridge University Press.

Conder, J. (1830). The Modern Traveller. Greece. Volume 15. London. Duncan.

Daux, G. (1955). Chronique des fouilles et découvertes archéologiques en Grèce en 1954.


Bulletin de correspondance hellénique. Volume 79, 1955. pp. 205-376. At:
www.persee.fr/doc/bch_0007-4217_1955_num_79_1_2429

Daux, G. (1963) Chronique de Fouilles 1962. Bulletin de Correspondence Hellenique, 87,


748. At https://persee.fr/doc/bch_0007-4217_1963_num_87_2_5011

Dodwell, E. (1819). Classical and Topographical Tour in Greece, during the years 1801,
1805, and 1806. Vol II. London. Rodwell and Martin.
https://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php

Foley, A. (1988). The Argolid 800- 600 BC. An Archaeological Survey. PhD dissertation.
London. Bedford College. https://repository.royalholloway.ac.uk/file/0f1e0a3a-c805-
497e-91c2-2e9eab40a348/1/10098515.pdf

Gell, W. (1817). The Itinerary of the Morea. London.


https://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/1/c/c/metadata-
670000002.tkl&do=159313.pdf&pageno=1&width=727&height=515&pagesta
rt=1&maxpage=136&lang=en.
Ghembaza. T. and Windell, D. (forthcoming). The Mysteries of Lake Copais and the Island
Fortress of Gla. Open Journal for Studies in History. 2021.

Hetherington, P. (1991). Byzantine and Medieval Greece: Churches, Castles and Art.
London. Murray.

Homer. The Iliad. Translated by Fagles, R. (1990). Penguin. London.

Hope-Taylor, R. and Lazenby J.F. (1970). The Catalogue of the Ships in Homer’s Iliad.
Oxford, Clarendon Press.

Jameson, M.H., Runnels, C.N. and van Andel, T.H. (1994). A Greek Countryside: The
Southern Argolid from Prehistory to the Present Day, Stanford, 1994.

Kilian, K. (1988) The emergence of Wanax ideology in the Mycenaean Palaces. Open
Journal of Archaeology, 7, 291-302.

Knauss J., Heinrich, B. and Kalcyk, H. (1984). 'Die Wasserbauten der Minyer in der Kopais:
die alteste Flussregulierung Europas'. Institut für Wasserbau und Wassermengen
Wirtschaft und Versuchanstalt für Wasserbau, Oskar von Miller Institut in Obernach,
Technische Universitat München, Bericht 50, München Obernach.

Leake, W. M. (1846). Peloponnesiaca: A Supplement to Travels in the Morea. London.


Rodwell. At https://archive.org/details/peloponnesiacaa00leak.goog/

Liko, S. M. (2012). Second Order Centers and Regional Integration in the Late Bronze Age
Aegean. Florida State University. https://fsu.digital.flvc.org.

Lord, L. (1939). Watchtowers and Fortresses in Argolis. American Journal of Archaeology.


43, 1, 78-84.

Mair, A. W. (1921). Callimachus, Lychophron, Aratus. London. Loeb.

Maran, J. (2010). Tiryns. In Cline E.H.(ed). The Oxford Handbook of the Bronze Age
Aegean.
722-734. Oxford. Oxford University Press.

Marchand, J. (2002). A New Bronze Age Site in the Corinthia, The Orneai of Homer and
Strabo? Hesperia 71.119-148.

McMaster University. (2021). British War Office Map of Greece 1944, Sheet K8, Korinthos.
https://digitalarchive.mcmaster.ca/islandora/object/macrepo:21419

Pausanias. Translated by Levi, P. (1971). Pausanias. Guide to Greece. Volume 1. London.


Penguin.

Pausanias. Μετάφραση Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, 1992. Παυσανίας, Ελλάδος


Περιήγησις, Τόμος 2, Κορινθιακά. Εκδόσεις Κάκτος.

Penttinen, A. (2001). Berbati between Argos and Corinth: the excavations at Pyrgouthi in
1995 and 1997 from the early Iron Age to the Roman period. Stockholm. University
of Stockholm

Pikoulas, Y. (1995). Οδικό δίκτυο και άμυνα. Από την Κόρινθο στο Άργος και την Αρκαδία.
Athens

Pritchett, W. K. (1980). Studies in Ancient Greek Topography III (Roads). Berkeley.


University of California Publications in Classical Studies.

Proskynetopoulou, R. (2011). Αρχαία Επίδαυρος. Athens. Ministry of Culture.

Psychoyos, O. and Karatzikos, Y. (2015). Mycenaean Cult on Mount Arachnaion in the


Argolid. In Scallin, A-L. and Tournavitou, I. (eds), Mycenaeans up to date.
Stockholm. AIARS Series 4, 56. 261-271.

Rupp, D.W. (1976). The Altars of Zeus and Hera on Mt. Arachnaion in the Argeia, Greece.
Journal of Field Archaeology, Vol. 3. 3. 261-268.
https://doi.org/10.1179/009346976791490600

Sanders, G.D.R. and I.K. Whitbread. 1990. Central Places and Major Roads in the
Peloponnese. The Annual of the British School at Athens. Vol 85. 333-361.
https://www.jstor.org/stable/30102854

Sarri, K. and Voutsaki, S. (2011). The Argos “Tumuli”: A Re-Examination.


Ancestral Landscapes. Lyon. At
https://www.persee.fr/docAsPDF/mom_2259_4884_2012_act_58-1-3483.

Schliemann, H. (1878). Mycenae: A Narrative of Researches and Discoveries at Mycenae


and Tiryns. Cambridge. Cambridge University Press.

Shipley, D.G.J. (2008). Klaus Tausend, Verkehrwege der Argolis: Rekonstruktion und
Historiche Bedeutung. Bryn Mawr Classical Review.
https://bmcr.brynmawr.edu/2008/2008.03.40/

Shipley, G. (2011). Pseudo-Skylax's Periplous, the Circumnavigation of the Inhabited World.


Text, Translation and Commentary. Exeter. Bristol Phoenix Press.

Simpson, R. Hope. (1981). Mycenaean Greece. New Jersey. Noyes Press.

Strabo. The Geography of Strabo Literally Translated with Notes. Translated by Hamilton H.
C. and Falconer, W. (1857).
https://www.gutenberg.org/files/44886/44886-h/44886-h.htm

Susmann. N. M. (2021). Moving down the mountain: pathways for sacred landscape
transformation at ancient Epidaurus and Nemea. Time and Mind. Vol. 14,1. 73-109.
At https://doi.org/10.1080/1751696X.2021.1891367.

Tabula Peutingariana. Explore Peutinger's Roman Map.


https://isaw.nyu.edu/exhibitions/space/tpeut.html
Tausend, K. (2006). Verkehrwege der Argolis: Rekonstruktion und Historiche Bedeutung.
Stuttgart. Franz Steiner Verlag.

Theodorou-Mavrommatidi, A. (2004). An Early Helladic Settlement in the Apollon Maleatas


Site at Epidaurus. In Alram-Stern, E. Die ägäische Frühzeit: 2. Serie:
Forschungsbericht 1975-2002. 2. Band: Teil 1 und Teil 2: Diehip Frühbronzezeit in
Griechenland mit Ausnahme von Kreta. 1167-1182.

Theodorou-Mavrommatidi, E. (2010). A Middle Helladic Pit at the Site of Apollon


Maleatas. In Mesohelladika. Bulletin de Correspondance Hellénique, Supplément 52.
521-533. Athens. École française d'Athènes.

Wells, B. (1990). The Walls of Asine. Opuscula Atheniensia , 19. 135-142.

Wells, B. (1996). The Berbati-Limnes Archaeological Survey 1988-1990. Jonsered.

Wiencke, M.H. Lerna. In Cline E.H. (ed). The Oxford Handbook of the Bronze Age Aegean.
722-734. Oxford. Oxford University Press.

Windell, D.J. And Webb, R. (2019). The So-Called Pyramids of the Peloponnese. A
Compilation and Reconsideration of the Evidence.
https://www.academia.edu/40044090/

Young, J. H. (1956). Studies in South Attica: Country Estates at Sounion. Hesperia 25, 2,
122-146. At: https://www.jstor.org/stable/147050.
Σημειώσεις για τους Χάρτες

Οι βάσεις των χαρτών είναι όλες από το Google Earth.

Η Κόκκινη Γραμμή απεικονίζει τη διαδρομή του Δρόμου 1 (R1) με τους αριθμούς των
τμημάτων.

Οι Κόκκινοι Δείκτες αντιπροσωπεύουν τους αρχαιολογικούς χώρους που σχετίζονται με το


Δρόμο 1.

Η Μωβ Γραμμή απεικονίζει τα τμήματα του Δρόμου 1f και 1g: την Ιερά Οδό.

Η Πορτοκαλί Γραμμή δείχνει τη διαδρομή του Δρόμου 2 (R2).

Οι Πορτοκαλί Δείκτες αντιπροσωπεύουν τους αρχαιολογικούς χώρους που σχετίζονται με


το Δρόμο 2.

Οι Κίτρινοι Δείκτες αντιπροσωπεύουν άλλους αρχαιολογικούς χώρους που αναφέρονται


στο κείμενο.

Η Κίτρινη Γραμμή απεικονίζει το Βόρειο-νότιο δρόμο μέσα από την πεδιάδα του Μετοχίου.

Οι Μπλε Γραμμές δείχνουν σημαντικούς ποταμούς ή ρέματα που αναφέρονται στο κείμενο.

Συντομογραφίες στους Χάρτες:


Ay = Άγιος/Αγία.
Myc = Μυκηναϊκό.
Kastraki F = Καστράκι Φωνίσκου
Apollo M = Απόλλων Μαλεάτας.
Artemis K = Άρτεμις Κορυφαία.
Ch Tombs = Μυκηναϊκοί Θαλαμωτοί Τάφοι

Χάρτης 1: Κεντρική Αργολίδα. Διακρίνονται οι Δρόμοι 1 και 2 από το Άργος ως την


Επίδαυρο.

Χάρτης 2: Από το Άργος έως το Παλαιόκαστρο του Αγίου Αδριανού

Χάρτης 3: Από τον Προφήτη Ηλία του Αγίου Αδριανού ως το Χάνι Μερκούρη.

Χάρτης 4: Από το Καστράκι Φωνίσκου ως το Ιερό του Ασκληπιού.

Χάρτης 5: Από το Ασκληπιείο ως την Πόλη της Επιδαύρου.


Χάρτη 1
Χαρτη 2
Χάρτη 3
Χάρτη 4
Χάρτη 5

You might also like