Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 7

I Ο Μ!

»
Τσιμουδιά.
«Τομ!»
Καμιά απάντηση.
«Τι να 'παθε αυτό το
παιδί; Τομ, σου φωνά­
ζω!».
Η γηραιά κυρία κατέ­
βασε τα γυαλιά της και
γυρόφερε το βλέμμα της
μες στο δωμάτιο κοιτά­
ζοντας από πάνω. Μετά
τα ανασήκωσε και κοίτα­
ξε από κάτω. Σπάνια, ή
μάλλον ποτέ, δεν κοίταζε
μ έ σ α απ' τα γυαλιά της
για να βρει ένα τοσοδού­
λικο πραγματάκι όσο ένα
παιδί, γιατί αυτά τα γυαλιά ήτανε το «καλό» της ζευγάρι, το
καμάρι της καρδιάς της κι ήτανε καμωμένα για «ύφος» κι όχι
για χρησιμότητα. Θα μπορούσε να 'χει κοιτάξει και μέσ' από
ένα ζευγάρι κουμπότρυπες. Φάνηκε να τα χάνει για μια στιγ-

11
ΜΑΡΚ ΤΟΥΕΪΝ ο ι Π Ε Ρ Ι Π Έ Τ Ε Ι Ε ς ΤΟΥ ΤΟΜ ςΟΠΕΡ

μή και είπε, όχι φουρκισμένα, μα αρκετά δυνατά, ώστε να του. Τότε η θεία του, η θεία Πόλυ, στάίίηκε ξαφνιασμένη για
φτάνει η φωνή της ως τα έπιπλα: μια στιγμή κι έπειτα ξέσπασε σε ένα μικρό γελάκι:
«Ε, λοιπόν, έτσι και σε πιάσω, μαύρη σου μοί—» «Το αναθεματισμένο! Να μην μπορώ ποτέ μου να το κατα­
Δεν αποτέλειωσε τα λόγια της, γιατί είχε κιόλας σκύψει λάβω! Λίγες, τάχα, κασκαρίκες μου 'χει κάνει ως τώρα, που
ψαχουλεύοντας κάτω από το κρεβάτι με τη σκούπα κι έτσι
δεν της έφτανε η ανάσα της να μιλάει και συνάμα να ψαχου­
λεύει. Το μόνο που ψάρεψε κάτω απ' το κρεβάτι ήταν η γά­
τα.
«Ποτέ δεν το 'δειρα αυτό το παιδί όσο του χρειαζόταν!»
Πήγε και στάθηκε στην ανοιχτή πόρτα κοιτάζοντας το λα­
χανόκηπο με τις ντοματιές και τις μελιτζάνες. Άφαντος ο
Τομ. Τότε σήκωσε τη φωνή της σε υπολογισμένο ύψος, ώστε
ν' ακούγεται μακριά, και φώναξε:
«Τομ! Τοοοοοομ!»
Άκουσε πίσω της ένα χαρχαλητό και στράφηκε ακριβώς
πάνω στηνιώρα, ίσα ίσα για ν' αρπάξει έναν μπόμπιρα από
την άκρη του γιλέκου του και να του κόψει την τρεχάλα.
«Σε τσάκωσα! Πού να πάει ο νους μου σ' εκείνο το ντουλά­
πι! Τι έκανες εκεί μέσα;»
«Τίποτα».
«Τίποτα! Κι αυτά στα χέρια σου και στο στόμα σου; Τι
είναι;»
«Δεν ξέρω, θεία».
«Ξέρω όμως ε γ ώ . Μαρμελάδα! Να τι είναι. Πενήντα φο­
ρές σ' το 'χω πει: αν απλώσεις χέρι στη μαρμελάδα, θα σε
γδάρω. Φέρε μου εκείνη εκεί τη βέργα».
Η βέργα ταλαντεύτηκε στον αέρα. Ο κίνδυνος ήταν απει­
λητικός.
«Μαμά μου! Κοίτα πίσω σου, θεία!» να μην μπορώ να μυριστώ τι μαγειρεύει κι αυτή τη φορά;
Η θεία στράφηκε απότομα αρπάζοντας τα φουστάνια της Έτσι είν', όμως. Απ' όλους τους ανόητους, οι πιο ανόητοι εί­
μπροστά στον κίνδυνο, ενώ το αγόρι το 'βαζε αμέσως στα ναι οι γέροι. Ο παλιός γάιδαρος καινούρια περπατησιά δε
πόδια, σκαρφάλωνε στον ψηλό φράχτη και χανότανε πίσω μαθαίνει, καθώς λέει κι η παροιμία. Μα, που να πάρει η ευχή,

12 13
ΜΑΡΚ ΤΟΥΕΪΝ ο ι Π Ε Ρ Ι Π Έ Τ Ε Ι Ε ς ΤΟΥ ΤΟΜ ς Ο Γ Ι Ε Ρ

ποτέ δεν κάνει τα ίδια δυο φορές κι άντε εσύ μετά να μαντεύ­
εις τι θα σού 'ρθει! Σάμπως να ξέρει ακριβώς πόση ώρα μπο­
ρεί να με ταλανίζει, προτού χάσω την υπομονή μου κι αρχίσω
να θυμώνω. Τότε στρέφει αλλού την προσοχή μου για ένα
δευτερόλεπτο ή με κάνει και γελώ, ο θυμός καταλαγιάζει κι
ούτε που τον αγγίζω. Δεν κάνω το καθήκον μου με το παιδί
αυτό, μάρτυς μου ο Κύριος. Μικρό κώλο δεν έδειρες, μεγάλο
μη φοβερίζεις! όπως λένε και τα σοφά βιβλία. Είμαι μια α­
συγχώρητη αμαρτωλή και θα μας έβρει και τους δυο μας
συμφορά, αυτό το ξέρω. Είναι διαβόλου κάλτσα το τρισκατά-
ρατο, μα τι να κάνω! Είναι παιδί της πεθαμένης μου αδελφής,
το δύστυχο, και δε μου κάνει καρδιά να το χτυπήσω. Κάθε
φορά που κάνω τα στραβά μάτια, η συνείδηση μου με βασα­
νίζει και κάθε φορά που το χτυπώ, ραγίζει η γέρικη καρδιά έκλεβε ζάχαρη όταν έβρισκε την ευκαιρία, η θεία Πόλυ του
μου. Τι τα θες, οι μέρες του ανθρώπου είναι λιγοστές και έκανε ερωτήσεις γεμάτες πονηριά και νόημα — γιατί ήθελε
γεμάτες βάσανα, καθώς λέει κι η Γραφή, κι έτσι είναι, θαρρώ. να τόνε παγιδέψει και να τον κάνει ν' αποκαλύψει τερατώδη
Θα το σκάσει απ' το σχολείο το απόγευμα κι εγώ θ' αναγκα­ πράγματα. Όπως τόσες και τόσες απλοϊκές ψυχές, καμάρω­
στώ αύριο να τόνε στρώσω στη δουλειά για τιμωρία. Είναι νε να πιστεύει πως ήταν προικισμένη με ικανότητες για σκο­
πολύ σκληρό να τόνε βάζω να δουλεύει τα Σάββατα, όταν τεινή και μυστηριώδη διπλωματία και της άρεσε να θεωρεί τα
παίζουν όλα τα παιδιά, αλλά μισεί τη δουλειά πιο πολύ απ' πιο φανερά της κόλπα σαν θαύματα δόλιας πανουργίας. Εί­
οτιδήποτε άλλο κι εγώ είμαι υποχρεωμένη να κάνω το καθή­ πε, λοιπόν:
κον μου απέναντι του, γιατί αλλιώς θα είμαι η καταστροφή «Τομ, θα 'κανε ζέστη στο σχολείο, ε;»
του». «Ναι, θεία».
Ο Τομ το έσκασε απ' το σχολείο και πέρασε θαυμάσια. «Πολλή ζέστη, ε;»
Γύρισε σπίτι ακριβώς πάνω στην ώρα για να βοηθήσει τον «Ναι, θεία».
Τζιμ, τον αράπη, να κόψει με το πριόνι τα ξύλα της άλλης «Μη μου πεις ότι δεν ήθελες να πας να κολυμπήσεις, Τομ!»
μέρας και να σκίσει δαδί πριν απ' το βραδινό — τουλάχιστον Φόβος διαπέρασε τον Τομ — κάτι σαν στενάχωρη υποψία.
πρόλαβε ν' αφηγηθεί τις περιπέτειες του στον Τζιμ, ενώ ο Έψαξε το πρόσωπο της θείας αλλά εκείνο δεν του 'λεγε τί­
Τζιμ τέλειωνε τα τρία τέταρτα της δουλειάς. Ο μικρότερος ποτα. Έτσι, λοιπόν, είπε: - *
αδελφός του Τομ (ή, μάλλον, ο ετεροθαλής αδελφός του), ο «Όχι, θεία — χμ, όχι και πολύ».
Σιντ, είχε κιόλας τελειώσει τη δική του δουλειά (μάζευε σχί- Η γηραιά κυρία άπλωσε το χέρι της, ψαχούλεψε το πουκά­
ζες), γιατί ήταν φρόνιμο παιδί, δεν του άρεσαν οι περιπέτειες μισο του Τομ και είπε:
κι είχε τρόπους καλούς. Ενώ ο Τομ έτρωγε το φαγητό του κι «Παρ' όλα αυτά, δε ζεσταίνεσαι και πολύ τώρα».

14 15
ΜΑΡΚ ΤΟΥΕΪΝ οι Π Ε Ρ Ι Π Έ Τ Ε Ι Ε ς ΤΟΥ ΤΟΜ ςΟΠΕΡ

Και κολακεύτηκε στη σκέψη πως είχε ανακαλύψει ότι το ρά με μαύρη κλωστή. Αν χρησιμοποιούσε ένα χρώμα, δε θα
πουκάμισο ήταν στεγνό, χωρίς κανείς να ξέρει τι είχε στο 'χανα τώρα το λογαριασμό. Αλλά τον Σιντ θα τόνε συγυρίσω
μυαλό της. Ο Τομ, όμως, ήξερε προς τα πού φυσούσε ο άνε­ γι' αυτό που έκανε. Αν δεν το κάνω, να μου βγούνε τα μά­
μος. Έτσι, πρόλαβε την επόμενη κίνηση της: τια». -
«Μερικοί ρίξαμε νερό στα κεφάλια μας — βλέπεις; Το δικό Ο Τομ δεν ήταν τύπος και υπογραμμός στο χωριό. Ήξερε
μου είναι βρεγμένο ακόμα». πολύ καλά ποιος ήταν το καλύτερο παιδί — γι' αυτό και το
Η θεία Πόλυ δαγκώθηκε στη σκέψη πως είχε παραβλέψει αντιπαθούσε.
αυτή την τυχαία λεπτομέρεια κι έτσι έχασε μια ευκαιρία να Μέσα σε δυο λεπτά, κι ακόμα λιγότερο, είχε ξεχάσει όλες
του στήσει παγίδα. Αλλά καινούρια έμπνευση της ήρθε: τις σκοτούρες του. Όχι γιατί οι σκοτούρες του ήταν πιο ελα­
φρές κι ανώδυνες απ' τις σκοτούρες ενός μεγάλου αλλά για­
«Τομ, δεν πιστεύω να ξήλωσες το γιακά σου, εκεί που τον
τί μια καινούρια και φοβερά ενδιαφέρουσα απασχόληση τις
έραψα, για να ρίξεις νερό στο κεφάλι σου, ε; Για ξεκούμπωσε
έβγαλε απ' το μυαλό του για την ώρα — όπως ακριβώς ξε­
το σακάκι σου».
χνιούνται οι ατυχίες των μεγάλων μέσα στην έξαψη νέων κα­
Το πρόσωπο του Τομ ξαστέρωσε. Άνοιξε το σακάκι του.
τορθωμάτων. Η καινούρια απασχόληση ήταν ένας νέος και
Ο γιακάς του ήταν ραμμένος καλά.
πολύ ενδιαφέρων τρόπος σφυρίγματος που τον είχε ξεση­
«Να πάρει η ευχή! Κι εγώ νόμιζα πως το 'χες σκάσει απ' το
κώσει πριν από λίγο από κάποιο νέγρο και πάσχιζε τώρα να
σχολείο και πήγες για κολύμπι. Αλλά σε συγχωρώ, Τομ. Είσαι εξασκηθεί ανενόχλητος. Ήταν ένα περίεργο σφύριγμα, σαν
σαν το αδικημένο παπί, καθώς λένε —καλύτερος απ' ό,τι δεί­ τρίλια πουλιού, κάτι σαν υγρό τερέτισμα, που το πετύχαινες,
χνεις— α υ τ ή τη φορά». αν άγγιζες τη γλώσσα στον ουρανίσκο κατά διαλείμματα. Ο
Από τη μια λυπόταν που είχε πέσει έξω κι από την άλλη αναγνώστης μπορεί, ίσως, να θυμάται πώς γίνεται, αν υπήρξε
χαιρόταν που ο Τομ είχε φερθεί φρόνιμα για μια φορά. κάποτε παιδί. Με επιμέλεια και προσοχή σε λίγο τα κατάφε­
Αλλά μίλησε ο Σίντνεϋ: ρε και κατηφόρισε στο δρόμο με το στόμα του γεμάτο μελω­
«Αν δεν κάνω λάθος, είχες ράψει το γιακά του με άσπρη δία και με την ψυχή του πλημμυρισμένη από χαρά. Ένιωθε
κλωστή, ενώ τούτη εδώ είναι μαύρη». όπως ακριβώς νιώθει ένας αστρονόμος που ανακαλύπτει ένα
«Και βέβαια τον έραψα με άσπρη κλωστή... Τομ!» νέο πλανήτη. Αναμφίβολα, όμως, η δύναμη και το βάθος της
Όμως ο Τομ δεν περίμενε για τα υπόλοιπα. Καί)ώς ορμού­ χαράς του ήταν μεγαλύτερα.
σε έξω απ' την πόρτα, είπε:
Τα καλοκαιρινά δειλινά κρατούσαν πολύ. Δεν είχε ακόμα
«Σίντυ, θα σε γδάρω γι' αυτό».
σκοτεινιάσει. Άξαφνα, όμως, ο Τομ σταμάτησε το σφύριγμα.
Σαν έφτασε σε σίγουρο μέρος, ο Τομ κοίταξε δυο μεγάλες
Μπροστά του στεκόταν ένας ξένος — ένα παιδί λίγο πιο με­
βελόνες που τις είχε μπήξει στα πέτα του σακακιού του —με
γαλόσωμο απ' τον ίδιο. Για το φτωχό χωριουδάκι του Σεντ
κλωστή περασμένη γύρω γύρω— η μια με άσπρη κι η άλλη
Πίτερσμπουργκ ήταν εντυπωσιακή και προκαλούσε την πε­
με μαύρη κλωστή.
ριέργεια η άφιξη κάποιου νεοφερμένου, άντρα ή γυναίκας,
«Δε θα το πρόσεχε, αν δεν το 'χε δει ο Σιντ», είπε. «Να πά­ μεγάλου ή μικρού. Αυτό το παιδί ήταν καλοντυμένο —και
ρει η οργή! Τη μια φορά το ράβει με άσπρη και την άλλη φο-
16 17

2° — Οι περιπέτειες τον Τομ Σόγιερ


ΜΑΡΚ ΤΟΥΕΪΝ
οι Π Ε Ρ Ι Π Έ Τ Ε Ι Ε ς ΤΟΥ ΤΟΜ ς Ο Π Ε Ρ

κάτι περισσότερο από καλοντυμένο— κι ας μην ήταν Κυρια­ «Θα το κάνω, αν συνεχίσεις να μου κοκορεύεσαι».
κή, πράγμα ανήκουστο. Το καπέλο του ήταν κομψότατο, το «Ξέρεις πόσους έχω δει σαν και του λόγου σου;»
κουμπωτό γαλάζιο του γιλέκο καινούριο και περιποιημένο, «Εξυπνάκια! Μη μου κάνεις τον τάχα εμένα, με το καπέλο
το ίδιο και το παντελόνι του. Φόραγε παπούτσια — κι ας που φοράς».
ήταν μόνο Παρασκευή. Φόραγε ακόμα και λαιμοδέτη, μια
«Φάτο, άμα δε σου γουστάρει. Κι αν τολμάς, κάνε πως το
πλουμιστή κορδέλα. Είχε πάνω του τον αέρα του πρωτευου­
σιάνου κι αυτό έκανε τον Τομ να σκυλιάζει από τη ζήλια του.
Όσο περισσότερο κοίταζε ο Τομ το υπέροχο εκείνο θαύμα,
τόσο περισσότερο γούρλωνε τα μάτια του με την κομψότητα
του και τόσο πιο κακομοιριασμένη φαινότανε στα μάτια του
η δική του περιβολή. Κανείς απ τους δυο δε μιλούσε. Σά­
λευε ο ένας, σάλευε κι ο άλλος — στο πλάι, όμως, κυκλικά.
Ούτε στιγμή δεν έπαιρναν τα μάτια τους ο ένας απ' τον άλλο,
έτσι κατάφατσα που κοιτάζονταν. Στο τέλος μίλησε ο Τομ:
«Μπορώ να σε κάνω τ' αλατιού».
«Για κάνε πως τολμάς».
«Τι στοίχημα βάζεις;»
«Δεν μπορείς».
«Κι όμως μπορώ».
«Όχι, δεν μπορείς».
«Μπορώ».
«Δεν μπορείς».
Στενάχωρη παύση. Μετά είπε ο Τομ:
«Πώς σε λένε;»
«Δεν είναι δική σου δουλειά».
«Ε, λοιπόν, θα την κ ά ν ω να γίνει».
«Τότε γιατί δεν προχωράς;»
«Αν συνεχίσεις να λες πολλά...» αγγίζεις. Όποιος τολμήσει, θα βλαστημήσει της μάνας του
«Πολλά! Άντε αποκεί χάμω!» γάλα».
«Να τα μας! Μήπως περνιέσαι για έξυπνος; Θα μπορούσα «Παλιοψεύτη!»
να σε ξαπλώσω κάτω φαρδύ πλατύ και με το 'να χέρι, αν «Εσύ είσαι!»
ήθελα». «Είσ' ένας παλιοψεύτης νταής».
«Γιατί δεν το κ ά ν ε ι ς ! Αφού λες ότι μπορείς...» «Δεν πας καμιά βόλτα λέω γω » ;

18
19
ΜΑΡΚ Τ Ο Υ Ε Ϊ Ν
οι Π Ε Ρ Ι Π Έ Τ Ε Ι Ε ς ΤΟΥ ΤΟΜ ς Ο Γ Ι Ε Ρ

«Αν πει κι άλλα το βρομόστομά σου, θα πάρω μια πέτρα


«Αν σου βαστάει, πέρνα τη γραμμή και θα σε κάνω τόπι
και θα σου ανοίξω το κεφάλι». στο ξύλο. Οποιανού του βαστάει, ας κάνει πρώτα την προ­
«Δε θα τολμήσεις, βέβαια!» σευχή του».
«Ναι, θα το κάνω». Ο νεοφερμένος πάτησε τη γραμμή στο άψε σβήσε.
«Όλο "θα το κάνω και θα το κάνω" λες. Κάν' το, λοιπόν! «Μόνος σου το είπες. Να δούμε τώρα τι θα κάνεις».
Αλλά νά σε πάει! Φοβάσαι». «Μη μου μπαίνεις στη μύτη! Πρόσεχε καλύτερα».
«Δε φοβάμαι». « Μ ό ν ο ς σ ο υ το είπες! Τι κάθεσαι;»
«Τρέμεις!» «Διάολε, αν μου 'δινες δυο σεντς...»
«Καθόλου». Ο νεοφερμένος έβγαλε δυο νομίσματα απ' την τσέπη του
«Άκου που σου λέω!» και τα κράτησε περιφρονητικά.
Κι άλλη παύση κι άλλα αγριοκοιτάγματα και διπλαρώματα. Ο Τομ, μ' ένα χτύπημα, τα πέταξε καταγής.
Σε λίγο βρέθηκαν ώμο με ώμο. Αρπάχτηκαν στη στιγμή. Κουτρουβαλιάστηκαν κι άρχισαν
«Δίνε του!» είπε ο Τομ. να κυλιούνται στο χώμα σφιχταγκαλιασμένοι σαν γατιά. Κι
«Εσύ να του δίνεις!» επί ένα ολόκληρο λεπτό μαλλιοτραβιόντουσαν και σκίζανε τα
«Δε φεύγω!» ρούχα τους και πέφταν σύννεφο οι γροθιές πάνω σε μούτρα
«Ούτ' εγώ!» και μύτες που γέμισαν αίματα, ώσπου στο τέλος σκεπάστη­
Στέκονταν έτσι, με το πόδι λυγισμένο κι οι δυο για στήριγ­ καν με χώματα και μεγαλείο. Αμέσως μετά ξεκαθαρίστηκε το
μα, σπρώχνοντας δυνατά ο ένας τον άλλο και τα μάτια τους ανακάτωμα και μέσ' από τον κουρνιαχτό της μάχης, πρόβαλε
πετούσαν αστραπές. Αλλά κανείς δεν μπορούσε να νικήσει η φιγούρα του Τομ καβάλα πάνω στο νιόφερτο παιδί να τόνε
τον άλλο. Αφού πάλεψαν έτσι κι αναψοκοκκίνισαν, χαλάρω­ κοπανά με τις γροθιές του.
σαν κι οι δυο αλλά με άγρυπνη προσοχή. «Παραδίνομαι! Πες παραδίνομαι!» του φώναζε ο Τομ.
«Είσαι δειλός σαν κουταβάκι. Θα τα πω όλα στο μεγάλο Το παιδί άλλο δεν έκανε παρά να παλεύει για να ξεφύγει.
μου αδελφό κι αυτός θα σε λιανίσει με το μικρό του δαχτυλά­ Έκλαιγε — αλλά από λύσσα.
κι». «Πες παραδίνομαι!» και οι γροθιές πέφτανε βροχή.
«Δεκάρα δε δίνω για το μεγάλο σου αδελφό. Έχω κι εγώ Στο τέλος το ξενόφερτο παιδί πρόφερε ένα πνιχτό «παρα­
αδελφό, πιο μεγάλο ακόμα απ' το δικό σου. Κι αν θες να δίνομαι!» κι ο Τομ τον άφησε να σηκωθεί λέγοντας του:
ξέρεις, μπορεί να του δώσει μια και να τόνε σβουρίξει πάνω «Για να μάθεις! Καλύτερα να προσέχεις ποιον πας να κο­
από το φράχτη». ροϊδέψεις άλλη φορά».
Κι οι δυο αδελφοί ήτανε φαντασία του μυαλού τους. Το νιόφερτο παιδί το έβαλε στα πόδια τινάζοντας τα χώ­
«Ψέματα!» ματα απ' τα ρούχα του, κλαίγοντας με αναφιλητά, ξεφυσώ­
«Και τα δικά σου δεν είναι;» ντας και γυρίζοντας πότε πότε προς τα πίσω, κουνώντας το
Ο Τομ έσυρε μια γραμμή πάνω στο χώμα με το μεγάλο κεφάλι του και εκτοξεύοντας απειλές ότι θα έκανε τον Τομ
δάχτυλο του ποδιού του και είπε: του αλατιού την άλλη φορά που θα 'πεφτε στα χέρια του. Σ'
20
21
ΜΑΡΚ ΤΟΥΕΪΝ

αυτό ο Τομ του απάντησε με κοροϊδίες και κίνησε να φύγει


φουσκώνοντας σαν γάλος. Μόλις όμως γύρισε την πλάτη του,
το άλλο παιδί άρπαξε μια πέτρα, την εκσφενδόνισε καταπά­
νω του και τόνε βρήκε ανάμεσα στους ώμους. Μετά απ' αυ­
τό, γύρισε κι έγινε καπνός. Ο Τομ έπιασε να καταδιώκει τον
προδότη ως το σπίτι του κι έτσι ανακάλυψε πού έμενε. Στή­
θηκε τότε στην εξώί)υρα για λίγη ώρα προκαλώντας τον ε­
χθρό να βγει έξω, αν τολμούσε. Μα ο εχθρός τόνε κορόιδευε
με μορφασμούς πίσω από το παράθυρο, χωρίς ν' ανταποκρί­
νεται στην πρόκληση. Τελικά παρουσιάστηκε η μάνα του, εί­
πε παλιόπαιδο τον Τομ, κακοαναθρεμμένο και βρομιάρη και
τόνε διέταξε να φύγει. Εκείνος έφυγε αλλά φρόντισε να πει
ότι αυτό το παιδί δε θα γλίτωνε απ' τα χέρια του. ΡΘΕ TO ΣΑΒΒΑΤΟ κι

Γύρισε σπίτι πολύ αργά κείνο το βράδυ κι όταν σκαρφά­ ολάκερος ο κόσμος
λωσε αθόρυβα σαν γάτος στο παράθυρο και μπήκε, ανακά­ έλαμπε δροσερός
λυψε πως η θεία του του είχε στήσει ενέδρα. Εκείνη, βλέπο­ μέσα στην καλοκαιριάτι­
ντας σε τι άθλια κατάσταση βρισκόντουσαν τα ρούχα του, κη αχλή σφύζοντας από
ζωή. Μέσα σε κάθε καρ­

mm
έκανε αμετάκλητη την απόφαση της ν' αλλάξει τη σαββατιά­ i/.V/'. >,'<•
τικη αργία του σε καταναγκαστικά έργα. διά υπήρχε ένα τραγούδι
κι αν η καρδιά ήτανε
παιδική, νεανική, ανέβαι­
νε ως τα χείλη μουσική.
Σε κάθε πρόσωπο απλω­
νόταν η χαρά κι ανάλα­
φρο γινότανε το κάθε βή­
μα. Ανθοβολούσανε οι
χαρουπιές και μοσχομύ­
ριζε ο αέρας.
Ο λόφος του Κάρντιφ
υψωνόταν καταπράσινος πέρα και πάνω απ' το χωριό και
φάνταζε από μακριά σαν μια γη της επαγγελίας που σε προ­
σκαλούσε, έτσι ονειρική καθώς ήταν και γαλήνια.
Ο Τομ παρουσιάστηκε στο μονοπάτι μ' έναν κάδο ασβέ­
στη και με μια μεγάλη ταβανόβουρτσα. Κοίταζε το φράχτη κι
22
2IJ

You might also like