Professional Documents
Culture Documents
Φόνισσα του Παπαδιαμάντη: Δωρεάν απόδοση κειμένου στα Νεοελληνικά
Φόνισσα του Παπαδιαμάντη: Δωρεάν απόδοση κειμένου στα Νεοελληνικά
Φόνισσα του Παπαδιαμάντη: Δωρεάν απόδοση κειμένου στα Νεοελληνικά
Παρούτσας
Η εκπαίδευση στο Δημοτικό
σχολείο
Εισαγωγικά
Η απόδοση ενός παπαδιαμαντικού κειμένου στα νεοελληνικά θεωρείται τουλάχιστον ιεροσυλία, απ’ όλους εκείνους που έχουν έστω και
μια μικρή ευαισθησία περί τα γλωσσικά. Κι αυτό όχι μόνο γιατί ο τρόπος γραφής του μεγάλου μας λογοτέχνη αποτελεί αναπόσπαστο
μέρος του εκφραστικού του μέσου, αλλά και διότι δεν είναι τόσο δυσνόητη από τον σύγχρονο αναγνώστη. Και υποστηρίζουν οι ίδιοι,
πως αν κάποιος δεν μπορεί να κατανοήσει έστω κι αυτή την απλοποιημένη καθαρεύουσα, τότε καλύτερα να μην μπαίνει στον κόπο να
διαβάζει Παπαδιαμάντη.
Ο Πέτρος Χάρης1 ανέφερε πως η γλώσσα στα κείμενα του Παπαδιαμάντη «είναι η ψυχή τους, η μισή τουλάχιστον, για να μην πω
περισσότερη, από τη μαγεία εκείνη, που κλείνει το ασύλληπτο και αναντικατάστατο μυστικό κάθε αληθινής λογοτεχνικής σελίδας κι
έτσι ο οποιοσδήποτε λογοτέχνης, ακόμα και με δική του ευθύνη, δεν έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει στη γλώσσα σαν να πρόκειται για
«απλό φόρεμα που εύκολα μπορείς να αλλάξεις με ένα άλλο»
Ωστόσο, με την μεγάλη δημοτικότητα που απέκτησε «Η φόνισσα» λόγω της κινηματογραφικής ταινίας της Εύας Νάθενα, στην οποία
πρωταγωνιστεί η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η αναζήτηση «Η φόνισσα, απόδοση στα νέα Ελληνικά» έγινε από τα πιο συχνά ερωτήματα
στο διαδίκτυο. Μπήκα έτσι στον κόπο να το τολμήσω, διότι ως δάσκαλος γνωρίζω πως τουλάχιστον το 80% των σύγχρονων Διαδώστε το!
αναγνωστών είτε διαβάζει Παπαδιαμάντη, είτε διαβάζει Όμηρο από το πρωτότυπο, αντιμετωπίζει την ίδια δυσκολία κατανόησης. Την
Tweet Κοινοποίηση 4
εποχή των greeklish, των συντμήσεων στα sms, και της «γραμματικής της εικόνας», είναι κρίμα να μην μπορεί –όποιος θέλει– να
συγκρίνει το βιβλίο με την ταινία.
Διάφορα τεστ
Η απόδοση του αρχικού κειμένου έγινε απλά επεξηγώντας περιφραστικά (ή αντικαθιστώντας) κάποιες δυσνόητες εκφράσεις. Φυσικά
με πόνο ψυχής «μετέφρασα» τον «ταρσό» ως «κεντρικό μέρος της πατούσας» και τον «κανθό του όμματος» ως «άκρη του ματιού». Εισαγωγή
Στην πραγματικότητα το κείμενο προτείνεται μόνο ως εργαλείο κατανόησης των δυσνόητων χωρίων του αρχικού και αποτελεί απλά
Τεστ ευφυΐας για ενήλικες
ένα εκπαιδευτικό εργαλείο ο τρόπος χρήσης του οποίου εναπόκειται στους εκπαιδευτικούς
Τεστ ευφυΐας με σχήματα
Στόχος μου ήταν να παραδώσω τη "Φόνισσα" στο διαδικτυακό κοινό, έχοντας αφαιρέσει το κύριο εμπόδιο στην κατανόησή της, και την
βασικότερη δικαιολογία στο να μην τη διαβάσει κάποιος. Θεωρώ ότι η ζημιά που έκανα ήταν η ελάχιστη δυνατή, διότι η δύναμη του Τεστ ευφυΐας για παιδιά
έργου βρίσκεται στα νοήματά του και κατά τη γνώμη μου τα «πάθια» της Χαδούλας της Φράγκισας, ούτε αυξάνονται ούτε μειώνονται
από αυτήν την παρέμβαση. Ευχάριστο τεστ προσωπικότητας
Το κείμενο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την διευκόλυνση εκπόνησης ενός σχετικού πρότζεκτ στο Γυμνάσιο ή το Λύκειο. Τεστ επαγγελματικού
προσανατολισμού
Για όλους τους αναγνώστες, ωστόσο, προτείνω το εξής: Διαβάστε την κάθε παράγραφο πρώτα στο πρωτότυπο, και ύστερα την
απόδοσή της στα Νέα Ελληνικά. Είμαι βέβαιος ότι μετά το δεύτερο κεφάλαιο, το περισσότερο κείμενο θα το χαρείτε από το Τεστ προσωπικότητας Χόλαντ
πρωτότυπο. Κι έτσι θα έχετε την ευκαιρία να εκτιμήσετε ιδίοις όμμασιν το βάθος και τον τρόπο της παπαδιαμαντικής γλώσσας.
Δισκόγραμμα: Ψυχολογικό τεστ
Καλή απόλαυση και γόνιμη σκέψη! προσωπικότητας
Κρεμάλα
Επισκέψεις από 1-1-2005: Κουίζ
Βιβλιογραφική αναφορά σε αυτή τη σελίδα: Βιολογική ηλικία και προσδόκιμο
Παρούτσας, Δ., Κ., (1997), Η φόνισσα του Παπαδιαμάντη: Απόδοση στα Νεοελληνικά, ανακτήθηκε στις 10/01/2024 από https://paroutsas.jmc.gr/fonissa.html
ζωής
Προβλέψεις
Παράλληλη Αρχικό κείμενο Απόδοση
Πρόβλεψη μέλλοντος με την
τράπουλα ΤΑΡΩ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β.
Τὸ πῦρ ἔφθινεν εἰς τὴν ἑστίαν, ὁ λύχνος ἐτρεμόφεγγεν εἰς Η φωτιά σιγόσβηνε στο τζάκι, το λυχνάρι τρεμόφεγγε στο
τὸ μικρὸν φάτνωμα, ἡ λεχώνα ἐλαγοκοιμάτο ἐπὶ τῆς κλίνης. μικρό κοίλωμα του τζακιού, η λεχώνα λαγοκοιμόταν στο
τὸ βρέφος ἔβηχεν εἰς τὸ λίκνον, καὶ ἡ γραία κρεβάτι. το βρέφος έβηχε στην κούνια, και η γριά
Φραγκογιαννού, ὅπως καὶ τὰς προλαβούσας νύκτας, Φραγκογιαννού, όπως και τις προηγούμενες νύχτες,
ἠγρύπνει ἐπὶ τῆς στρωμνῆς της.. ξαγρυπνούσε στο στρώμα της..
Ήτον περὶ τὸ πρῶτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ὁπότε αἱ Ήταν κοντά στο πρώτο λάλημα του κόκορα, λίγο πριν τα
ἀναμνήσεις ἔρχονται ἐν εἴδει φαντασμάτων. Ἀφοῦ τὴν μεσάνυχτα, όταν οι αναμνήσεις έρχονται σαν φαντάσματα.
ὑπάνδρευσαν, καὶ τὴν «ἐκουκούλωσαν», καὶ τὴν Αφού την πάντρεψαν, και την "κουκούλωσαν", και την
ἐπροίκισαν μὲ τὸ σπίτι τὸ ἐτοιμόρροπον εἰς τὸ παλαιὸν προίκισαν με το σπίτι το ετοιμόρροπο στο παλιό ακατοίκητο
ἀκατοίκητον Κάστρον, καὶ μὲ τὸ μποστάνι τὸ χέρσον εἰς Κάστρο, και με το μποστάνι το χέρσο στην άγρια βορεινή
τὴν ἀγρίαν βορεινὴν ἐσχατιᾶν, καὶ μὲ τὸ ἀγριοχώραφον τὸ άκρη του νησιού, και με το αγριοχώραφο το
διαφιλονικούμενον ἀπὸ τὸν γείτονα καὶ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, διαφιλονικούμενο από τον γείτονα και από το Μοναστήρι, η
ἡ νεόνυμφος μετὰ τοῦ συζύγου τῆς ἐκατοίκησεν εἰς τὸ νιόνυφη, με τον άντρα της εγκαταστάθηκε στο σπίτι της
σπίτι τῆς ἀνδραδέλφης της τῆς χήρας, καὶ ἄνοιξε αντραδελφής της, της χήρας, και άνοιξε νοικοκυριό με
νοικοκυριὸ μὲ μικρὰ πράγματα. Τὸ προικοσύμφωνόν της, ελάχιστα πράγματα. Το προικοσύμφωνό της, ωστόσο, έγραφε
ὡς τόσον, ἔγραφε λεπτομερῶς ὅτι τῆς εἶχαν δώσει τόσες λεπτομερώς ότι της είχαν δώσει τόσες φορεσιές ρούχα, τόσα
φορεσιὲς ροῦχα, τόσα ὑποκάμισα, τόσες προσκεφαλάδες, πουκάμισα, τόσες προσκεφαλάδες, όπως και δύο χαλκώματα,
ὅπως καὶ δυὸ χαλκώματα, ἕνα τηγάνι, μίαν πυροστιᾶν, κτλ. ένα τηγάνι, μίαν πυροστιά, κτλ. Ακόμη και μαχαιροπίρουνα
Ἀκόμη καὶ μαχαιροπίρουνα καὶ κουτάλια ἀνέγραφε τὸ και κουτάλια αναγραφόταν το προικοσύμφωνο..
προικοσύμφωνον..
Η ἀνδραδέλφη, ἀμέσως τὴν Δευτέραν, τὴν ἐπιοῦσαν τοῦ Η ανδραδέλφη, αμέσως τη Δευτέρα, την επόμενη του
γάμου, τὰ ἐξήλεγξεν ὅλα, καὶ εὗρεν ὅτι ἔλειπον ἐκ τῶν ἐν γάμου, τα εξέτασε όλα λεπτομερώς, και βρήκε ότι έλειπαν
τῶν καταλόγω δυὸ σινδόνια, δυὸ μαξιλάρια, ἐν χάλκωμᾳ, από όσα είχε ο κατάλογος, δύο σεντόνια, δύο μαξιλάρια, ένα
καθὼς καὶ μία πλήρης φορεσιά. Αὐθημερὸν δὲ παρήγγειλε χάλκωμα, καθώς και μία πλήρης φορεσιά. Την ίδια κιόλας
τῆς πενθερᾶς νὰ φέρη τὰ ἐλλείποντα. Ἡ ἰδιοτελὴς γραία μέρας παρήγγειλε της πεθεράς να φέρει όσα έλειπαν. Η
ἀπήντησεν ὅτι «τὰ ὅσα ἔδωσε, εἶναι καλῶς δοσμένα, καὶ ιδιοτελής γριά απάντησε ότι "όσα έδωσε, είναι καλώς
εἶναι ἀρκετά». Τότε ἡ ἀνδραδέλφη ἔβαλε στὰ λόγια τὸν δοσμένα, και είναι αρκετά". Τότε η ανδραδέλφη έβαλε στα
ἀδελφόν της. οὗτος παρεπονέθη εἰς τὴν νεόνυμφον, ἐκείνη λόγια τον αδελφό της. αυτός παραπονέθηκε στη νιόνυφη,
δὲ τοῦ ἀπήντησεν: «Ἂν ἀγροικοῦσε τὸ συφέρο του, δὲν θὰ αλλά κι εκείνη του απάντησε: "Αν ήξερε το συμφέρον του,
ἐδέχετο νὰ τοῦ γράψουν σπίτι στὸ Κάστρο, ὅπου μόνον τὰ δεν θα δεχόταν να του γράψουν σπίτι στο Κάστρο, που
στοιχειὰ κατοικοῦν. καὶ τί τὸν ὠφελοῦν τὰ σινδόνια καὶ τὰ κατοικούνε μονάχα τα στοιχειά. και τι τον ωφελούν τα
ποκάμισα, ἀφοῦ δὲν ἤτον ἱκανὸς νὰ πάρη σπίτι κι ἀμπέλι κ' σεντόνια και τα πουκάμισα, αφού δεν ήταν ικανός να πάρει
ἐλιώνα;». σπίτι κι αμπέλι και λιοστάσι;".
Κατά τὴν ἐποχὴν τοῦ ἀρραβῶνος, ἡ Χαδούλα εἶχε Την εποχή που γίνονταν ο αρραβώνας, η Χαδούλα είχε
δοκιμάσει τῷ ὄντι νὰ σφυρίξη κάτι τοιοῦτον στ' αὐτιὰ τοῦ πράγματι δοκιμάσει να σφυρίξει κάτι τέτοιο στ’ αυτιά του
γαμβροῦ. Ἂν καὶ νέα πολὺ ἤτον, ἀλλά, χάρις εἰς τὴν φύσιν γαμπρού. Αν και ήταν πολύ νέα, ωστόσο χάρη στη φυσική της
κ' εἰς τὰ μαθήματα τῆς μητρός της, τὰ ἐκούσια καὶ τὰ κλίση και στα μαθήματα της μάνας της, που της έδινε άλλοτε
ἀκούσια, εἶχε γίνει πολὺ πονηρή, ἀναλόγως τῆς ἡλικίας της. επίτηδες κι άλλοτε όχι, είχε πονηρέψει πολύ για την ηλικία
Ἀλλ' ἡ μάννα της, μυρισθείσα τὸ πράγμα, καὶ φοβουμένη της. Όμως η μάνα της, έχοντας μυριστεί το πράγμα και από
μήπως αὐτή, ἡ μικρὴ Στριγλίτσα, καθὼς ὠνόμαζε συνήθως φόβο μήπως αυτή, η μικρή Στριγκλίτσα όπως ονόμαζε
τὴν κόρην της, τοῦ σηκώση τὰ μυαλὰ τοῦ γαμβροῦ, ὥστε συνήθως την κόρη της, του σηκώσει τα μυαλά του γαμπρού
νὰ πονηρέψη οὗτος νὰ ζητῆ προικιᾶ περισσότερα, και πονηρέψει κι αυτός και ζητάει μεγαλύτερη προίκα,
ἐξήσκησε τυραννικὴν ἐπιτήρησιν ἐπὶ τῆς κόρης καὶ τοῦ εξάσκησε τυραννική επιτήρηση στην κόρη και τον
ἀρραβωνιαστικοῦ, μὴ ἐπιτρέπουσα τὴν ἐλαχίστην αρραβωνιαστικό και δεν τους επέτρεπε να αλλάξουν ούτε μια
ἰδιαιτέραν συνομιλίαν μεταξὺ τῶν δυό. Τοῦτο ἔκαμνε, κουβέντα οι δυο τους. Κι αυτό το έκανε βέβαια με πρόσχημα
προσχήματι μὲν διὰ τὴν σεμνότητα:. τη σεμνότητα..
— Δὲν ἔχω. νά μου σκαρώση κανένα πρωιμάδι. αὐτὴ ἡ — Δεν έχω. να μου σκαρώσει κανένα πρωιμάδι. αυτή η
Στριγλίτσα! εἶχεν εἰπεῖ.. Στριγκλίτσα! είχε πει..
Βλέπετε, τὴν μεταφορὰν τοῦ ρήματος τὴν ἐλάμβανεν Βλέπετε, τη μεταφορά του ρήματος την πήρε από το
ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα τῆς συντεχνίας. («Σκαρώνω καράβι» επάγγελμα της συντεχνίας. («Σκαρώνω καράβι» ισοδυναμεί
ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ «ναυπηγῶ ναῦν»). ἀλλὰ πράγματι τὸ με το «φτιάχνω πλοίο»). βέβαια στην πραγματικότητα το
ἔκαμνε, διὰ νὰ μὴ ἀναγκασθῆ νὰ δώση μεγαλυτέραν έκανε για να μην αναγκαστεί να δώσει μεγαλύτερη προίκα..
προίκα..
Μίαν ἑσπέραν, τὴν παραμονὴν τοῦ ἀρραβῶνος, ὅτε ὁ Ένα απόγευμα, την παραμονή του αρραβώνα, όταν ο
γαμβρὸς μετὰ τῆς ἀδελφῆς τοῦ εἶχον ἔλθει εἰς τὴν οἰκίαν νὰ γαμπρός με την αδερφή του είχαν έλθει στο σπίτι να
συζητήσουν τα περὶ προικός, ἐνῶ ὁ γέρων ναυπηγὸς συζητήσουν για την προίκα, την ώρα που ο γέρο-ναυπηγός
ὑπηγόρευε τὸ προικοσύμφωνον εἰς τὸν Ἀναγνώστην τὸν υπαγόρευε το προικοσύμφωνο στον Αναγνώστη, τον Συβία,
Συβίαν, ψάλτην τῆς ἐκκλησίας, ὅστις εἶχε βγάλει τὸ ψάλτη της εκκλησίας, που είχε βγάλει το μπρούτζινο
ὀρειχάλκινον καλαμάρι του ἀπὸ τὴν ζώνην, τὴν ἐκ πτεροὺ καλαμάρι του από τη ζώνη, την πένα από φτερό χήνας από τη
χηνὸς πένναν ἀπὸ τὴν μακρὰν θήκην τοῦ καλαμαριοῦ, τοῦ μακριά θήκη του καλαμαριού, που έμοιαζε πολύ με πιστόλα
ὀμοιάζοντος πολὺ μὲ πιστόλαν, καὶ θέσας ἐπὶ τῶν γονάτων και έχοντας βάλει πάνω στα γόνατα το βιβλίο του Αποστόλου
τὸ βιβλίον τοῦ Ἀποστόλου, κ' ἐπάνω εἰς τὸ βιβλίον και πάνω στο βιβλίο ένα κομμάτι χοντρό χαρτί, είχε γράψει
τεμάχιον χονδροῦ χαρτίου, εἶχε γράψει καθ' ὑπαγόρευσιν όπως του έλεγε ο γέροντας «Εις τ' όνομα του Πατρός και του
τοῦ γέροντος «Εἰς τ' ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ Υιού και του Αγίου Πνεύματος. υπανδρεύω την κόρην μου
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. ὑπανδρεύω τὴν κόρην μου Χαδούλαν με τον Ιωάννην Φράγκον, και της δίνω πρώτον την
Χαδούλαν μὲ τὸν Ἰωάννην Φράγκον, καὶ τῆς δίνω πρῶτον ευχήν μου.», η Χαδούλα στέκονταν απέναντι στο τζάκι δίπλα
τὴν εὐχήν μου.», ἡ Χαδούλα ἵστατο ἀντικρὺ τῆς ἑστίας, στην «τέμπλα», δηλαδή τη στοίβα με τα στρώματα, τα
δίπλα εἰς τὴν τέμπλαν –τὴν στήλην τουτέστι τῶν παπλώματα και τα προσκεφάλια, που ήταν σκεπασμένη με
στρωμάτων, παπλωμάτων καὶ προσκεφαλαίων τὴν ένα μεταξωτό σεντόνι και περιτυλιγμένη με δυο τεράστιες
σκεπαστὴν μὲ μεταξωτὴν σινδόνα, καὶ ἐπιστρεφομένην μὲ προσκεφαλάδες – ακίνητη και καμαρωτή εξωτερικά όπως η
δυὸ τεραστίας προσκεφαλάδας– ἀκίνητος καὶ τέμπλα. Vστόσο κάνοντας ανυπόμονα κρυφά νοήματα, αν και
καμαρώνουσα, κατὰ τὸ φαινόμενον, ὅπως ἡ τέμπλα. ἀλλ' με μεγάλη προφύλαξη, στον αρραβωνιαστικό, έγνεφε στην
ὅμως ἔνευε κρυφά, ἀνυπομόνως, καίτοι μὲ μεγάλην κουνιάδα, να μη δεχτούν για προίκα «σπίτι στο Κάστρο» και
προφύλαξιν, ἔνευεν εἰς τὸν ἀρραβωνιαστικόν, ἔνευεν εἰς «χωράφι στο Στοιβωτό», αλλά να απαιτήσουν σπίτι στη νέα
τὴν ἀνδραδέλφην, νὰ μὴ δεχθώσιν ὡς προίκα «σπίτι στὸ πόλη, και αμπέλι και λιοστάσι στην περιοχή της νέας πόλης..
Κάστρο» καὶ «χωράφι στὸ Στοιβωτό», ἀλλὰ ν' ἀπαιτήσωσι
σπίτι εἰς τὴν νέαν πόλιν, καὶ ἀμπέλι κ' ἐλαιώνα εἰς τὴν
περιοχὴν τῆς νέας πόλεως..
Εις μάτην. Οὔτε ὁ γαμβρός, οὔτε ἡ ἀνδραδέλφη εἶδαν τ' Αλλά μάταια. Ούτε ο γαμπρός, ούτε η κουνιάδα είδαν τα
ἀπηλπισμένα νεύματα. Μόνον ἡ γραία, ἡ μήτηρ της, ἥτις, απελπισμένα νοήματα. Μόνο η γριά, η μάνα της, που αν και
ἂν καὶ ἀναγκασμένη ἧτο νὰ στρέφη τὰ νῶτα πρὸς τὴν αναγκασμένη να έχει την πλάτη προς την κόρη της, για να
κόρην, διὰ ν' ἀντιμετωπίζη φιλοφρόνως τὴν συμπεθέραν βλέπει με ευγένεια τη συμπεθέρα και τον γαμπρό, είχε καθίσει
καὶ τὸν γαμβρόν, εἶχε καθίσει ὅμως μὲ τοιοῦτον τρόπον, με τέτοιο τρόπο, ώστε να έχει μόνο τη μία πλάτη γυρισμένη
ὥστε νὰ ἔχη μόνον τὴν μίαν πλάτην γυρισμένην πρὸς τὴν προς την νέα – ξαφνικά, σαν να την πληροφόρησε ένα
νέαν – αἴφνης, ὡς νὰ τὴν ἐπληροφόρησεν ἀόρατον πνεῦμα αόρατο πνεύμα ότι κάτι έτρεχε, στράφηκε απότομα προς την
ὅτι κάτι ἔτρεχεν, ἐστράφη ἀποτόμως πρὸς τὴν θυγατέρα κόρη της και είδε τα απαγορευμένα «καμώματά» της..
της, καὶ εἶδε τ' ἀπηγορευμένα «καμώματά» της..
Πάραυτα ἐτόξευσε βλέμμα φοβερὰς ἀπειλῆς πρὸς Αμέσως, της εκτόξευσε ένα βλέμμα φοβερής απειλής..
αὐτήν..
— Ἕ! μωρὴ Στριγλίτσα! ὑπεψιθύρισε μέσα της. Ἔννοιά — Ε! μωρή Στριγκλίτσα! σιγομουρμούρισε μέσα της.
σου!.κ' ἐγὼ σὲ σώζω.. Έννοια σου!. Και θα σε κανονίσω εγώ..
Ευθύς ὅμως κατόπιν, ἐσκέφθη ὅτι δὲν θὰ ἐσύμφερε νὰ Αμέσως μετά όμως, σκέφτηκε ότι δεν τη συνέφερε να κάνει
κάμη λόγον δι' αὐτὸ τὸ πράγμα εἰς τὴν κόρην της. Διότι λόγο γι’ αυτό το πράγμα στην κόρη της. Γιατί φοβήθηκε μην
ἐφοβήθη μὴν τῆς δώση ἀφορμὴν νὰ παραπονεθῆ εἰς τὸν της δώσει αφορμή και παραπονεθεί στον πατέρα της. Και
πατέρα της. Καὶ τότε τὰ πράγματα θὰ ἐγίνοντο χειρότερα τότε τα πράγματα θα γίνονταν σίγουρα χειρότερα. Ο γέρος,
βεβαίως. Ὁ γέρων πιθανῶς θὰ ἐκάμπτετο εἰς τὰς ἰκεσίας πιθανώς θα λύγιζε από τις ικεσίες και τα κλάματα της
καὶ τὰ κλαύματα τῆς μοναχοκόρης, καὶ θὰ ἔδιδε μοναχοκόρης του και θα έδινε περισσότερη προίκα. Γι’ αυτό
περισσοτέραν προίκα. Ὅθεν ἐσιώπησεν.. και δεν είπε τίποτα..
Η Χαδούλα ἐθαύμασε πώς, ἐνῶ ἡ μήτηρ τῆς ὀλοφάνερα Η Χαδούλα απόρησε πώς, ενώ η μητέρα της ολοφάνερα
τὴν εἶχεν ἰδεῖ νὰ κάμνη τὰ ριψοκίνδυνα ἐκεῖνα νεύματα, την είχε δεί να κάνει εκείνα τα ριψοκίνδυνα νεύματα, για
διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν της, ὅταν εὑρέθησαν μόναι, πρώτη φορά στη ζωή της, όταν έμειναν μόνες, δεν της έδωσε
δὲν τῆς ἔδωκεν οὔτε νυχιές, οὔτε τσιμπιές, οὔτε ούτε νυχιές, ούτε τσιμπιές, ούτε δαγκωματιές, πράγμα που
δαγκωματιές, πράγμα τὸ ὁποῖον, ἄλλως, συχνὰ συνήθιζε. συνήθιζε συχνά άλλες φορές. Πρέπει να πούμε ωστόσο, ότι το
Σημειωτέον ὅτι ἡ προικοδοσία τῆς οἰκίας εἰς τὸ παλαιὸν να δίνει κανείς προίκα ένα σπίτι στο παλιό ακατοίκητο χωριό,
ἀκατοίκητον χωρίον εἶχε τοῦτο τὸ εὐλογοφανές, ὅτι πολλαὶ δικαιολογούταν κάπως, καθώς πολλά σπίτια σώζονταν ακόμα
οἰκίαι ἐσώζοντο ἀκόμα εἰς τὸ Κάστρον, ὅτι οἰκογένειαι στο Κάστρο, ότι κάποιες οικογένειες συνήθιζαν να περνάνε
τίνες συνήθιζον νὰ διατρίβωσι τὸ θέρος ἐκεῖ, καὶ ὅτι εἰς τὴν εκεί το καλοκαίρι και ότι στη φαντασία των ανθρώπων
φαντασίαν τῶν ἀνθρώπων ὑπῆρχε προκατάληψις ὑπὲρ τοῦ υπήρχε μια προκατάληψη υπέρ του «Παλιού Χωριού», το
«Παλαιοῦ Χωριοῦ», τὸ ὁποῖον ἐπονούσαν οἱ γεροντότεροι, οποίο πονούσαν οι γεροντότεροι, και δεν είχαν συνηθίσει
καὶ δὲν εἶχαν συνηθίσει ἀκόμα οὔτε εἰς τὴν νέαν τάξιν τῶν ακόμα ούτε στη νέα τάξη των πραγμάτων, ούτε στην ειρηνική
πραγμάτων, οὔτε εἰς βίον εἰρηνικόν, χωρὶς ἐπιδρομὰς ζωή, χωρίς τις επιδρομές των κλεφτών και των πειρατών και
κλεφτῶν καὶ πειρατῶν καὶ τῆς Τουρκικῆς ἁρμάδας, καὶ ἡ της Τουρκικής αρμάδας, και δεν πίστευαν ότι η εγκατάσταση
ἐγκατάστασις εἰς τὴν νέαν πόλιν δὲν ἐνομίζετο ὁριστική, στη νέα πόλη θα ήταν οριστική, αντίθετα υπήρχε η προσδοκία
ἀλλ' ὑπῆρχε προσδοκία ὅτι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἐβιάζοντο καὶ ότι οι άνθρωποι θα αναγκάζονταν και πάλι να ξαναγυρίσουν
πάλιν νὰ ἐπανέλθουν εἰς τὰ παλαιά, τὰ «μαθημένα» των. Κ' στα παλιά, στα «μαθημένα» τους. Κι ενώ αναπολούσαν
ἐνῶ ὅλο τὸ Κάστρον ἀνεπόλουν, καὶ τὸ Κάστρον συνέχεια Κάστρο, και το Κάστρο λυπούνταν και το
ἐλυποῦντο καὶ τὸ ἐρρέμβαζον, καὶ τὸ εἶχον εἰς τὸ στόμα, ονειρεύονταν, και το είχαν στο στόμα, δεν σταματούσαν όμως
δὲν ἔπαυον ὅμως νὰ κτίζωσιν οἰκοδομὰς εἰς τὸν νέον να χτίζουν οικοδομές στον νέο συνοικισμό – για να
συνοικισμὸν – ὅπως ἀποδειχθῆ διὰ μυριοστὴν φορὰν ὅτι οἱ αποδειχτεί για μυριοστή φορά ότι οι άνθρωποι συνήθως άλλα
ἄνθρωποι συνήθως ἄλλα σκέπτονται καὶ ἄλλα κάμνουν, σκέφτονται και άλλα κάνουν, και ότι μιμείται ο ένας τον
καὶ ὅτι μιμοῦνται ἀλλήλους μηχανικῶς.. άλλον μηχανικά..
Ούτω λοιπόν, μετὰ δυὸ ἑβδομάδας ἀπὸ τοῦ ἀρραβῶνος Έτσι, λοιπόν, δύο εβδομάδες μετά τον αρραβώνα, έγινε ο
ἐτελέσθη ὁ γάμος. Οὕτως ἠθέλησεν ἡ πενθερά. Δὲν τῆς γάμος. Έτσι ήθελε η πεθερά. Δεν της άρεσε, όπως έλεγε, να
ἤρεσκεν, ὡς ἔλεγε, νὰ ἔχη γαμβρὸν ἀστεφάνωτον νὰ έχει γαμπρό αστεφάνωτο να συχνάζει στο σπίτι, αφού είχε
συχνάζη στὸ σπίτι, ἀφοῦ εἶχε θάρρος ἀπὸ πρίν, ὡς θάρρος από πριν, ως συντεχνίτης και παραγιός του ανδρός
συντεχνίτης καὶ παραγυιὸς τοῦ ἀνδρός της. Καὶ ἡ της. Και η ανδραδέλφη, χήρα, ηλικιωμένη, με ένα παιδί
ἀνδραδέλφη, χήρα, ἠλικιωμένη, μὲ ἕνα παίδα ἔφηβον, έφηβο, που δούλευε κι αυτό στο ναυπηγείο, και ένα άλλο
ἐργαζόμενον ἐπίσης εἰς τὸ ναυπηγεῖον, καὶ ἐν ἄλλο παιδίον παιδί (αγόρι) και ένα κορίτσι ανήλικα, δέχτηκε στο σπίτι το
κ' ἐν κοράσιον ἀνήλικα, ἐδέχθη κατ' οἶκον τὸ νέον νέο ανδρόγυνο..
ἀνδρόγυνον..
Εἴτα, μετὰ ἐν ἔτος, ἐγεννήθη τὸ πρῶτον παιδίον, ὁ Έτσι, μετά από ένα χρόνο, γεννήθηκε το πρώτο παιδί, ο
Στάθης, καὶ δευτέρα ἡ Δελχαρῶ, ἀκολούθως ὁ Γιαλής, Στάθης, και δεύτερη η Δελχαρώ, ακολούθησε ο Γιαλής,
κατόπιν ὁ Μιχάλης, ἀκολούθως ἡ Ἀμέρσα, μετ' αὐτὴν ὁ κατόπιν ο Μιχάλης, μετά η Αμέρσα, μετά από αυτή ο
Μητράκης, καὶ ἡ τελευταία ἡ Κρινιῶ. Κατὰ τοὺς πρώτους Μητράκης, και τελευταία η Κρινιώ. Κατά τα πρώτα χρόνια
χρόνους ἐφαίνετο νὰ βασιλεύη εἰρήνη ἐντὸς τῆς οἰκίας. φαινόταν να βασιλεύει ειρήνη στο σπίτι. Έπειτα, όταν
Εἴτα, ὅταν ἤρχισαν νὰ μεγαλώνουν τὰ δυὸ πρῶτα παιδιὰ άρχισαν να μεγαλώνουν τα δύο πρώτα παιδιά της νύφης,
τῆς νύμφης, εἶχον δὲ μεγαλώσει ἀρκετὰ καὶ τὰ δυὸ είχαν δε μεγαλώσει αρκετά και τα δύο τελευταία της
τελευταῖα τῆς ἀνδραδέλφης, ἤρχισε πόλεμος ἐντὸς τοῦ ανδραδέλφης, άρχισε πόλεμος μέσα στο σπιτικό τους..
οἴκου..
Τότε ἡ Φραγκογιαννού, ἥτις μὲ τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν Τότε η Φραγκογιαννού, η οποία με την ηλικία και την
πείραν τοῦ κόσμου ἐγένετο πολὺ σοφωτέρα, εἶχεν ἀξιωθῆ, εμπειρία του κόσμου έγινε πολύ σοφότερη, είχε αξιωθεί, όπως
ὡς ἔλεγε μετριοφρόνως, ν' ἀποκτήση κι αὐτὴ ἕνα σπιτάκι έλεγε με μετριοφροσύνη, να αποκτήσει κι αυτή ένα σπιτάκι
δικό της, χάρις εἰς τὴν ἐπιδεξιότητά της καὶ τὴν οἰκονομίαν δικό της, χάρη στην επιδεξιότητα της και την οικονομία της.
της. Τὴν μίαν χρονιὰν ἠμπόρεσε μόνον νὰ κτίση τέσσαρας Την μία χρονιά μπόρεσε μόνο να χτίσει τέσσερις τοίχους
τοίχους λασποκτίστους, μικροὺς καὶ χαμηλοὺς καὶ νὰ τοὺς λασπόχτιστους, μικρούς και χαμηλούς, και να τους βάλει
στεγάση. Tὴν δευτέραν χρονιὰν κατώρθωσε νὰ πετσώση σκεπή. Τη δεύτερη χρονιά κατόρθωσε να πετσώσει κατά τα
κατὰ τὰ τρία τέταρτα τὸ σπίτι, δηλ. νὰ κατασκευάση τρία τέταρτα το σπίτι, δηλ. να φτιάξει μικρό πάτωμα, με
μικρὸν πάτωμα, μὲ διάφορα σανίδια, ἀνόμοια παλαιὰ καὶ διάφορα σανίδια, ανόμοια παλιά και νέα. Και, χωρίς να χάσει
νέα. Kαί, χωρὶς νὰ χάση καιρόν, ἀνυπομονοῦσα, πότε νὰ χρόνο, ανυπομονώντας πότε να "ξελευτερωθεί" από την
«ξελευθερωθῆ» ἀπὸ τὴν τυραννίαν τῆς ἀνδραδέλφης, ἡ τυραννία της ανδραδέλφης, η οποία γερνούσε και γινόταν
ὁποία ἐγήραζε κ' ἐγίνετο παράξενη, ἐκουβαλήθη, κ' ἐπῆγε παράξενη, άρχισε να κουβαλά τα πράγματά της και πήγε να
νὰ ἐγκατασταθῆ, μαζὶ μὲ τὸν σύζυγον καὶ τὰ τέκνα, εἰς τὴν εγκατασταθεί, μαζί με τον σύζυγο και τα παιδιά, στην
«γωνίαν» της, εἰς τὴν «φωλιᾶν» της, εἰς τὴν «ἄκρην» της. "γωνιά" της, στην "φωλιά" της, στην "άκρη" της. Τη μέρα
Τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ὅπως ἔλεγεν ἡ ἰδία, ἠσθάνθη τὴν εκείνη, όπως έλεγε η ίδια, ένιωσε την μεγαλύτερη χαρά στην
μεγαλυτέραν χαρὰν εἰς τὴν «ζήσιν» της.. "ζήση" της..
Όλ' αὐτὰ τὰ ἐνθυμεῖτο, καὶ οἰονεῖ τὰ ἀνέζη ἡ Όλα αυτά τα θυμόταν, και σαν να τα ζούσε ξανά η
Φραγκογιαννού, κατὰ τὰς μακρᾶς ἐκείνας ἀΰπνους νύκτας Φραγκογιαννού, εκείνες τις μακριές άυπνες νύχτες του
τοῦ Ἰανουαρίου, ἐνῶ ὁ βορρᾶς ἠκούετο ἐκ διαλειμμάτων Γενάρη, την ώρα που ο βοριάς ακουγόταν ώρες-ώρες να
νὰ συρίζη ἔξω, πλήττων τὰς κεράμους, καὶ κάμνων νὰ σφυρίζει έξω, χτυπώντας τις κεραμιδένιες στέγες και
ἠχώσι τὰ παράθυρα, ὁπότε ἠγρύπνει παρὰ τὸ λίκνον τῆς κάνοντας να ηχούν τα παράθυρα, τότε που ξαγρυπνούσε
μικρᾶς ἐγγονῆς της. Ἧτο ἤδη τρίτη ὥρα μετὰ τὰ δίπλα στην κούνια της μικρής εγγονής της. Ήταν ήδη τρίτη
μεσάνυκτα, καὶ ὁ πετεινὸς ἐλάλησε καὶ πάλιν. Τὸ ώρα μετά τα μεσάνυκτα, και ο κόκορας λάλησε και πάλι. Το
θυγάτριον, τὸ ὁποῖον μόλις εἶχεν ἡσυχάσει πρὸ μικροῦ, κορίτσι, που μόλις είχε ησυχάσει πριν από λίγο, άρχισε να
ἄρχισε νὰ βήχη ἐκ νέου ὀδυνηρῶς. Εἶχεν ἔλθει ἀσθενικὸν βήχει ξανά με πόνο. Είχε έρθει ασθενικό στον κόσμο, και
εἰς τὸν κόσμον, καὶ προσέτι, φαίνεται ὅτι εἶχε κρυώσει τὴν επιπλέον, φαίνεται ότι είχε κρυώσει την τρίτη ημέρα, στα
τρίτην ἡμέραν, εἰς τὰ «κολυμπίδια», ὅταν τὸ εἶχαν λούσει «κολυμπίδια», όταν το είχαν λούσει μέσα στη σκάφη και
ἐντὸς τῆς σκάφης, καὶ κακὸς βήχας τὸ εἶχε κολλήσει. Ἡ κακός βήχας το είχε κολλήσει. Η Φραγκογιαννού παραμόνευε
Φραγκογιαννοὺ ἀπλήστως ἀπὸ ἡμερῶν παρεμόνευε νὰ ἵδη άπληστα από μέρες να δει συμπτώματα σπασμών στο μικρό
συμπτώματα σπασμῶν εἰς τὸ μικρὸν ἀσθενὲς πλάσμα – ασθενικό πλάσμα –επειδή τότε ήξερε ότι αυτό δεν θα
ἐπειδὴ τότε ἤξευρεν ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ ἐσώζετο– πλὴν σώζονταν– αλλά ευτυχώς δεν έβλεπε τέτοιο πράγμα. «Είναι
εὐτυχῶς τοιοῦτον πράγμα δὲν ἔβλεπε. «Εἶναι γιὰ νὰ για να βασανίζεται και να μας βασανίζει», είχε ψιθυρίσει,
βασανίζεται καὶ νά μας βασανίζη», εἶχεν ὑποψιθυρίσει, χωρίς να την ακούσει κανείς, μέσα της..
χωρὶς κανεὶς νὰ τὴν ἀκούση, μέσα της..
Την στιγμὴν ταύτην, ἡ Φραγκογιαννοὺ ἄνοιξε τὰ Την στιγμή εκείνη, η Φραγκογιαννού άνοιξε τα κλειστά
κλειστὰ ἀγρυπνούντα ὄμματα, κ' ἐκούνησε τὸ λίκνον. ξάγρυπνα μάτια της, και κούνησε την κούνια. Ταυτόχρονα
Συγχρόνως ἠθέλησε νὰ δώση τὸ σύνηθες ρευστὸν εἰς τὸ είπε να δώσει το συνηθισμένο φάρμακο στο άρρωστο μωρό..
πάσχον μωρόν..
— Ποιὸς βήχει; ἠκούσθη μία φωνὴ ὄπισθεν τοῦ — Ποιος βήχει; ακούστηκε μία φωνή πίσω από το
μεσοτοίχου.. μεσότοιχο..
Η γραία δὲν ἀπήντησεν. Ἧτο Σάββατον ἑσπέρας, καὶ ὁ Η γριά δεν απάντησε. Ήταν Σάββατο βράδυ, και ο
γαμβρὸς τῆς εἶχε πίει ἕνα ρακὶ παραπάνω, πρὶν δειπνήση. γαμπρός της είχε πιει ένα ρακί παραπάνω, πριν φάει. Επίσης
ὁμοίως εἶχε πίει, μετὰ τὸ δεῖπνον, κ' ἕνα μεγάλο ποτήρι ἀπὸ είχε πιει, μετά το φαγητό, και ένα μεγάλο ποτήρι από κρασί,
λάκυρον κρασί, διὰ νὰ ξεκουρασθῆ ἀπὸ τὰ μεροκάματα για να ξεκουραστεί από τα μεροκάματα όλης της εβδομάδας.
ὅλης τῆς ἐβδομάδος. Λοιπόν, ὁ Νταντής, ἐπειδὴ εἶχε πίει Λοιπόν, ο Νταντής, επειδή είχε πιει αρκετά, μιλούσε μέσα
ἀρκετά, ἀναλόγως, ὠμιλοῦσε μέσα στὸν ὕπνο του, ἢ στον ύπνο του ανάλογα, ή μάλλον παραμιλούσε..
μᾶλλον παραμιλοῦσε..
Το μωρὸν δὲν ἐδέχθη τὴν ρανίδα τοῦ ρευστοῦ εἰς τὸ Το μωρό δεν δέχτηκε τη σταγόνα του υγρού στο στόμα,
στόμα, ἀλλὰ τὴν ἐλάκτισε μὲ τὴν γλωσσίτσαν του, ἐν τῇ αλλά την κλώτσησε με τη γλώσσα του, στη δύναμη του βήχα,
ὁρμῇ τοῦ βηχός, ὅστις εἶχεν αὐξήσει λίαν ἀλγεινῶς.. ο οποίος είχε αυξηθεί πολύ οδυνηρά..
— Σκασμός!. εἶπε πάλιν ὁ Κωνσταντής, ὁ πατὴρ τοῦ — Σκασμός!. είπε πάλι ο Κωνσταντής, ο πατέρας του
βρέφους, μέσα στὸν ὕπνο του.. βρέφους, μέσα στον ύπνο του..
— Καὶ πλαντασμός!. προσέθηκε μετ' εἰρωνείας ἡ — Και πλαντασμός!. πρόσθεσε με ειρωνεία η
Φραγκογιαννού.. Φραγκογιαννού..
Η λεχώνα ἐξαφνίσθη μέσα στὸν ὕπνο της, ἀκούσα ἴσως Η λεχώνα ξαφνιάστηκε μέσα στον ύπνο της, ακούγοντας
τὸν βήχα τοῦ μικροῦ, καὶ ἅμα τὸν ἀλλόκοτον βραχὺν ίσως τον βήχα του μικρού, και ταυτόχρονα τον παράξενο
διάλογον, ὅστις διημείφθη μέσω τοῦ ξυλοτοίχου μεταξὺ σύντομο διάλογο, ο οποίος διαμείφθηκε μέσα απ’ τον
τοῦ κοιμωμένου καὶ τῆς ἀγρυπνούσης.. ξυλότοιχο, ανάμεσα σ’ αυτόν που κοιμόταν κι εκείνη που
ξαγρυπνούσε..
— Τ' εἶναι, μάννα; εἶπεν ἀνασηκωθείσα ἡ Δελχαρῶ. Δὲν — Τι είναι, μάνα; είπε σηκώνοντας το κεφάλι της η
εἶναι καλὰ τὸ παιδί;. Δελχαρώ. Δεν είναι καλά το παιδί;.
Ἡ γραία ἐμειδίασε στρυφνῶς εἰς τὸ τρομῶδες φῶς τοῦ Η γριά χαμογέλασε στρυφνά στο τρεμάμενο φως του
μικροῦ λύχνου.. μικρού λυχναριού..
— Σᾶ σ' ἀκούω, δυχατέρα!.. — Σαν σε ακούω, δυχατέρα!..
Αὐτὸ τὸ «σᾶ σ' ἀκούω, δυχατέρα» ἐλέχθη μὲ τόνον πολὺ Αυτό το "σαν σε ακούω, δυχατέρα" ειπώθηκε με έναν πολύ
ἀλλόκοτον. Ἄλλως δὲν ἧτο ἡ πρώτη φορά, καθ' ἢν ἡ νεαρὰ παράξενο τόνο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η νεαρή μητέρα
μήτηρ ἤκουε τοιοῦτον τί ἐκ μέρους τῆς μητρός της. άκουγε κάτι τέτοιο από τη μητέρα της. Θυμόταν ότι και άλλες
Ἐνθυμεῖτο ὅτι καὶ ἄλλοτε συνέβη, ἡ γραία μεταξὺ φορές, η γριά, ανάμεσα σε γυναίκες και γριούλες της
γυναικῶν καὶ γραϊδίων τῆς γειτονιᾶς, νὰ ἐκφράση, μετὰ γειτονιάς, είχε εκφράσει, με ένα εκφραστικό κούνημα του
σείσματος ἐκφραστικοὺ τῆς κεφαλῆς, εἰς ὥρας καθ' ἂς κεφαλιού της, σε ώρες που γινόταν λόγος για την μεγάλο
ἐγίνετο λόγος περὶ τῆς μεγάλης πληθώρας τῶν νεαρῶν αριθμό των νεαρών κοριτσιών, για την σπανιότητα, τον
κορασίων, περὶ τῆς σπάνεως, περὶ τοῦ ξενιτευμοῦ καὶ τῶν ξενιτεμό και τις υπερβολικές απαιτήσεις των γαμπρών, για τα
ὑπέρμετρων ἀπαιτήσεων τῶν γαμβρῶν, περὶ τῶν βασάνων βασανιστήρια που υπέφερε μια χριστιανή για να
ὅσα ὑπέφερε μία χριστιανὴ διὰ νὰ ἀποκαταστήση «τ' αποκαταστήσει "τα αδύνατα μέρη", δηλαδή τα θηλυκά, να
ἀδύνατα μέρη», τουτέστι τὰ θήλεα, νὰ ἐκφράση, λέγω, εκφράσει, λέω, παρόμοια συναισθήματα. Όταν μάλιστα η
παραπλήσια αἰσθήματα. Ὅταν μάλιστα ἡ μήτηρ τῆς ἤκουε μητέρα της άκουγε για αρρώστια μικρών κοριτσιών είχε
περὶ ἀρρώστιας μικρῶν κορασίδων εἶχεν ἀκουσθῆ, σείουσα ακουστεί, κουνώντας το κεφάλι της, να λέει:.
τὴν κεφαλήν, νὰ λέγη:.
— Σᾶ σ' ἀκούω γειτόνισσα!. «Δὲν εἶναι χάρος, δὲν εἶναι Σαν σε ακούω γειτόνισσα!. "Δεν είναι χάρος, δεν είναι
βράχος;» ἐπειδὴ συνήθιζε πολὺ συχνὰ νὰ ἐκφράζεται μὲ βράχος;" επειδή συνήθιζε πολύ συχνά να εκφράζεται με πολύ
παροιμίας λίαν ἐκφραστικᾶς. Καὶ ἄλλοτε πάλιν τὴν εκφραστικές παροιμίες. Και άλλοτε πάλι την άκουσαν να
ἤκουσαν νὰ δογματίζη ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν συμφέρει νὰ δογματίζει ότι ο άνθρωπος δεν συμφέρει να κάνει πολλά
κάμνη πολλὰ κορίτσια, καὶ ὅτι τὸ καλύτερον εἶναι νὰ μὴ κορίτσια, και ότι το καλύτερο είναι να μην παντρεύεται
πανδρεύεται κανείς. Ἡ δὲ συνήθως εὐχή της πρὸς τὰ μικρὰ κανείς. Και η πιο συνηθισμένη της ευχή προς τα μικρά
κοράσια ἧτο «νὰ μὴ σώσουν!. Νὰ μὴν πᾶνε παραπάνω!». κοριτσάκια ήταν "να μη σώσουν!. Να μην πάνε παραπάνω!".
Καὶ ἄλλοτε προέβη ἐπὶ τοσούτον ὥστε νὰ εἶπε:. Μια φορά μάλιστα έφτασε στο σημείο να πει:.
— Τί νά σας πῶ!. Ἔτσι τοῦ 'ρχεται τ' ἀνθρώπου, τὴν ὥρα "Τι να σας πω!. Έτσι του 'ρχεται τ' ανθρώπου, την ώρα που
ποὺ γεννιῶνται, νὰ τὰ καρυδοπνίγη!.. γεννιόνται, να τα καρυδοπνίγει!.".
Ναὶ μὲν τὸ εἶπεν, ἀλλὰ βεβαίως δὲν θὰ ἧτο ἱκανὴ νὰ τὸ Ναι μεν το είπε, αλλά βέβαια δεν θα ήταν ικανή να το κάνει
κάμη ποτέ. Καὶ ἡ ἰδία δὲν τὸ ἐπίστευε.. ποτέ. Και η ίδια δεν το πίστευε..
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ.
Οὕτω εἶχον διαρρεύσει πολλαὶ νύκτες ἀπὸ τοῦ τοκετοῦ Έτσι πέρασαν πολλές νύχτες από τον τοκετό της Δελχαρώς
τῆς Δελχαρῶς τῆς Τραχήλαινας. Ἀφοῦ τὸ μικρὸν της Τραχήλαινας. Αφού το μικρό βαπτίστηκε, και
ἐβαπτίσθη, καὶ ὠνομάσθη Χαδούλα, μὲ τ' ὄνομα τῆς ονομάστηκε Χαδούλα, με το όνομα της γιαγιάς του –κάτι που
μάμμης του –τὸ ὁποῖον ἔκαμεν ἐκείνην νὰ μορφάζη την έκανε να μορφάσει κουνώντας το κεφάλι, και να
σείουσα τὴν κεφαλήν, καὶ νὰ ψιθυρίζη «μὴν τύχη καὶ χαθῆ ψιθυρίσει «μην τύχη και χαθεί τ' όνομα!»– πάλι η γριά
τ' ὄνομα!»– πάλιν ἡ γραία ἠγρύπνει, ἂν καὶ τὸ μωρὸν ξαγρυπνά, αν και το μωράκι φαινόταν να είναι κάπως
ἐφαίνετο νὰ εἶναι ὀπωσοῦν καλύτερα. Ἄλλως ἡ ἀγρυπνία καλύτερα. Έτσι κι αλλιώς η αγρυπνία ήταν στη φύση και την
ἧτο ἐν τῇ φύσει καὶ τὴ ἰδιοσυγκρασία τῆς Φραγκογιαννούς, ιδιοσυγκρασία της Φραγκογιαννούς, η οποία σκέπτονταν
ἥτις ἐσκέπτετο χίλια πράγματα, καὶ εἶχεν τὸν ὕπνον χίλια πράγματα, και είχε τον ύπνο δύσκολο. Οι λογισμοί και
δύσκολον. Οἱ λογισμοὶ καὶ αἱ ἀναμνήσεις της, ἀμαυραὶ οι αναμνήσεις της, σκοτεινές εικόνες του παρελθόντος,
εἰκόνες τοῦ παρελθόντος, ἤρχοντο ἀλλεπάλληλοι ὡς έρχονταν το ένα μετά το άλλο, σαν κύματα μέσα στον νου
κύματα μέσα εἰς τὸν νοῦν της, πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῆς της, μπροστά στα μάτια της ψυχής της..
ψυχῆς της..
Είχε καρπογονήσει, λοιπόν, ἡ Χαδούλα τόσα τέκνα, καὶ Είχε καρπογονήσει, λοιπόν, η Χαδούλα τόσα παιδιά, και
εἶχε κτίσει μικρὸν ὀσπίτιον διὰ νὰ κατοικήση. Ὅταν είχε χτίσει μικρό σπιτάκι για να κατοικήσει. Όσο μεγάλωνε η
ηὔξανεν ἡ οἰκογένεια, τόσον ηὔξανον καὶ τὰ «φαρμάκια». οικογένεια, τόσο μεγάλωναν και τα «φαρμάκια». Ναι, από τις
Ναί, ἀπὸ τὰς ἰδίας οἰκονομίας τῆς εἶχεν ἀποκτήσει τὴν δικές της οικονομίες είχε αποκτήσει το σπιτάκι η Γιαννού, και
μικρὰν οἰκίαν ἡ Γιαννού, καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ περισσεύματα τοῦ όχι από τα περισσεύματα του συζύγου της. Ο μάστρο-Γιάννης
συζύγου της. Ὁ μάστρο-Γιάννης ὁ Σκοῦφος, ἢ ὁ ο Σκούφος, ή ο «Λογαριασμός», δεν ήξερε, πράγματι, να
«Λογαριασμός», δὲν ἤξευρε, πράγματι, νὰ λογαριάση καλὰ λογαριάσει καλά ούτε πόσα μεροκάματα είχε δουλέψει, ούτε
οὔτε πόσα μεροκάματα εἶχε δουλέψει, οὔτε πόσα κάνουν πόσα κάνουν τέσσερα ή πέντε ή έξι μεροκάματα της
τέσσαρα ἢ πέντε ἢ ἐξ μεροκάματα τῆς ἐβδομάδος πρὸς εβδομάδας προς μία και εβδομήντα πέντε ή μίαν και ογδόντα
μίαν καὶ 75 ἢ μίαν καὶ 80 –διότι τόσα ἔπαιρνεν ὡς τρίτης –διότι τόσα έπαιρνε ως τρίτης τάξεως μαραγκός. Όταν καμιά
τάξεως μαραγκός. Ὅταν ἐνίοτε, ὡς καλαφάτης, φορά, πληρωνόταν προς δύο και τριάντα πέντε ή δύο και
ἐπληρώνετο πρὸς 2,35 ἢ 2,40, πάλιν δὲν ἤξευρε νὰ τὰ σαράντα, σαν καλαφάτης, πάλι δεν ήξερε να τα λογαριάσει..
λογαριάση..
Μόνον τοῦ ἤρεσκε νὰ τὰ πίνη, σχεδὸν ὅλα, τὴν Του άρεσε μόνο να τα πίνει, σχεδόν όλα, την Κυριακή.
Κυριακήν. Πλὴν εὐτυχῶς ἡ σύζυγος τοῦ εἶχε λαβὴ τὰ Όμως ευτυχώς η γυναίκα του είχε λάβει τα μέτρα της, και
μέτρα της, κ' ἔπαιρνεν αὐτὴ τὰ λεπτὰ στὰ χέρια της τὸ έπαιρνε αυτή τα λεπτά στα χέρια της το Σάββατο το βράδυ.
Σάββατον τὸ βράδυ. Ἢ τὰ εἰσέπραττε κατ' εὐθείαν ἀπὸ τὸν Ή τα εισέπραττε κατ' ευθείαν από τον πρωτομάστορα, όχι
πρωτομάστορην, ὄχι ἄνευ ἔριδος καὶ δυσκολίας – ἐπειδὴ ὁ χωρίς τσακωμούς και δυσκολίες –διότι ο πρωτομάστορας δεν
πρωτομάστορης δὲν ἤθελε νὰ τῆς τὰ δώση προτιμῶν νὰ τὰ ήθελε να της τα δώσει προτιμώντας να τα βάλει στα χέρια του
ἐγχειρίση εἰς τὸν μάστρο-Γιάννην τὸν ἴδιον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ίδιου του μαστρο-Γιάννη, από τον οποίον μάλιστα κρατούσε,
μάλιστα ἐκράτει, καθὼς καὶ ἀπ' ὅλους τοὺς ἄλλους, δέκα ἢ καθώς και απ' όλους τους άλλους, δέκα ή δεκαπέντε λεπτά ως
δεκαπέντε λεπτὰ ὡς ἔκτακτα ποσοστά, λέγων «ἔχω έκτακτα ποσοστά, λέγοντας «έχω κορίτσια, βρε αδερφέ, έχω
κορίτσια, βρὲ ἀδερφέ, ἔχω κορίτσια!». Ἀλλ' ἡ κορίτσια!». Αλλ' η Φραγκογιαννού που να γελαστεί! Αυτή
Φραγκογιαννοὺ ποὺ νὰ γελασθῆ! Αὐτὴ τοῦ ἔδιδε τὴν του έδινε την μόνη λογική και την μόνη πρέπουσα απάντηση:
μόνην λογικὴν καὶ τὴν μόνην πρέπουσαν ἀπάντησιν: «Ἐσὺ «Εσύ μονάχα έχεις κορίτσια μάστορη; Ο άλλος κόσμος δεν
μονάχα ἔχεις κορίτσια μάστορη; Ὁ ἄλλος κόσμος δὲν έχουν;».
ἔχουν;».
Ή, ἂν δὲν κατώρθωνε νὰ τὰ λαβὴ ἡ ἰδία ἀπὸ τὸν Ή, αν δεν μπορούσε να τα πάρει η ίδια από τον
ἀρχιναυπηγόν, ἡ Γιαννοὺ τὰ ἥρπαζε, «Σᾶ χωρατά, σὰν αρχιναυπηγό, η Γιαννού τα άρπαζε, "μεταξύ σοβαρού κι
ἀλήθεια», ἀπὸ τὰς χείρας τοῦ συζύγου της, ἀφοῦ ἐφρόντιζε αστείου", από τα χέρια του άντρα της, αφού φρόντιζε πρώτα
πρῶτον νὰ τὸν «καλοκαρδίση» καὶ νὰ τὸν φέρη εἰς τὴν να τον "καλοκαρδίσει" και να τον φέρει στην κατάλληλη
κατάλληλον ψυχολογικὴν θέσιν. Ἤ, τέλος, τὸν ἄφηνε νὰ ψυχολογική θέση. Ή, τέλος, τον άφηνε να κοιμηθεί
κοιμηθῆ μισοζαλισμένος, καὶ τὰ ἔκλεπτεν ἀπὸ τὰ φορέματά μισοζαλισμένος, και τα έκλεβε από τα ρούχα του, τη νύχτα
του, τὴν νύκτα τοῦ Σαββάτου. Μόνον, τὴν Κυριακὴν πρωί, του Σαββάτου. Μόνο, την Κυριακή του πρωί, του έδινε για
τοῦ ἔδιδε διὰ «χαρτζιλίκι» 40 ἢ πενήντα λεπτά.. "χαρτζιλίκι" 40 ή πενήντα λεπτά..
Λοιπόν εἶχε κτίσει τὸν οἰκίσκον ἀπὸ τὰς οἰκονομίας της, Λοιπόν είχε χτίσει το σπιτάκι από τις οικονομίες της, αλλά
ἀλλὰ ποιὰ ἧτο ἡ πρώτη βάσις τοῦ μικροῦ ἐκείνου ποια ήταν η πρώτη βάση του μικρού εκείνου κεφαλαίου; Την
κεφαλαίου; Τὴν ὥραν ταύτην, κατὰ τὴν νύκτα τῆς ώρα αυτή, τη νύχτα της αγρυπνίας, για πρώτη φορά το
ἀγρυπνίας, διὰ πρώτην φορὰν τὸ ἐξωμολογεῖτο καθ' εξομολογήθηκε στον εαυτό της. Ποτέ δεν το είχε πει ούτε
ἑαυτήν. Ποτὲ δὲν τὸ εἶχε εἰπῆ οὔτε εἰς τὸν πνευματικόν της, στον πνευματικό της, στον οποίον άλλωστε πολύ μικρά
εἰς τὸν ὁποῖον ἄλλως πολὺ μικρὰ πράγματα ἔλεγεν. πράγματα έλεγε. ακριβώς εκείνα μόνον τα συνηθισμένα
ἀκριβῶς ἐκεῖνα μόνον τὰ συνήθη ἀμαρτήματα, ὅσα ἐκεῖνος αμαρτήματα, όσα εκείνος ήξερε προτού να τα πει αυτή.
ἤξευρε προτοῦ νὰ τὰ εἴπη αὐτή. δηλαδὴ κακολογίαν, δηλαδή κακολογία, θυμούς, γυναικείες κατάρες και τα
θυμούς, γυναικείας κατάρας καὶ τὰ τοιαυτα. Ποτὲ δὲν τὸ παρόμοια. Ποτέ δεν το είχε ομολογήσει στην μητέρα της, όσο
εἶχεν ὁμολογήσει εἰς τὴν μητέραν της, ἔφ' ὅσον ἔζη ἐκείνη – εκείνη ζούσε – η οποία εξ άλλου ήταν και η μόνη που το
ἥτις ἄλλως ἧτο ἡ μόνη ποὺ τὸ ὑπώπτευε καὶ τὸ ἤξευρε υποπτεύονταν και το ήξερε χωρίς να της τα πει αυτή. Ναι,
χωρὶς νὰ τῆς τὰ εἴπη αὐτή. Ναί, εἶναι ἀληθές, ὅτι ἐμελέτα είναι αλήθεια, ότι το σκεφτόταν και είχε αποφασίσει να της τα
καὶ εἶχεν ἀπόφασιν νὰ τῆς τὰ εἴπη κατὰ τὰς τελευταίας πει στις τελευταίες της στιγμές. Πλην δυστυχώς η γριά, πριν
στιγμάς της. Πλὴν δυστυχῶς ἡ γραία, πρὶν ἀποθάνη, πεθάνει, έτυχε να βουβαθεί και να κουφαθεί και να μείνει
συνέβη νὰ βωβαθῆ καὶ νὰ κωφαθῆ καὶ νὰ μείνη ἀναίσθητη αναίσθητη "σαν πράμα", όπως περιέγραφε την κατάσταση
«σὰν πράμα», ὅπως περιέγραφε τὴν κατάστασιν ταύτην ἡ αυτή η κόρη της, κ' έτσι δεν δόθηκε ευκαιρία να της
κόρη της, κ' ἔτσι δὲν ἐδόθη εὐκαιρία νὰ τῆς ὁμολογήση τὸ ομολογήσει το φταίξιμό της..
πταίσμα της..
Ακόμη ὀλιγώτερον, δὲν τὸ εἶπε ποτὲ εἰς τὸν πατέρα της, Ακόμη λιγότερο, δεν το είπε ποτέ στον πατέρα της, ούτε
οὔτε εἰς τὸν σύζυγόν της. Ἰδοὺ ποιὸν ἧτο τὸ μυστικὸν στον σύζυγό της. Να ποιο ήταν αυτό το μυστικό:.
τοῦτο..
Προ τοῦ γάμου της ἡ Χαδούλα εἶχεν ἀρχίσει νὰ κλέπτη Πριν από τον γάμο της, η Χαδούλα είχε αρχίσει να κλέβει
ἀπ' ὀλίγα ὀλίγα ἐκ τῶν χρημάτων τοῦ πατρός της, ἀπ' λίγα από τα χρήματα του πατέρα της, από λίγους παράδες,
ὀλίγους παράδες, ἀπὸ μισὸν γρόσι. Τόσον ὀλίγα, ὥστε από μισό γρόσι. Τόσο λίγα, ώστε σχεδόν δεν το κατάλαβε
σχεδὸν δὲν τὸ ἠσθάνθη οὔτε τὸ ὑπώπτευσεν ἐκεῖνος. ούτε το υποπτεύθηκε. Μόνον δύο φοράς κατάλαβε ο ίδιος ότι
Μόνον δυὸ φορὰς εἶχεν ἐννοήσει ὁ ἴδιος ὅτι εἶχε κάμει είχε κάμει λάθος τον λογαριασμό του μικρού θησαυρού του.
ἐσφαλμένον τὸν λογαριασμὸν τοῦ μικροῦ θησαυροῦ του. Τον θησαυρό αυτόν τον έβαζε σε μια κρυψώνα, την οποίαν
Τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἀπέθετεν εἰς μίαν κρύπτην, τὴν είχε ανακαλύψει η γριά προ πολλού, και μετά από κάποιο
ὁποίαν πρὸ πολλοῦ εἶχεν ἀνακαλύψει ἡ γραία, μετὰ χρόνον διάστημα τον ανακάλυψε και η κόρη. Τότε, η Χαδούλα
δὲ ἀνεκάλυψε καὶ ἡ κόρη. Τότε πρὸς καιρόν, ἡ Χαδούλα διέκοψε τις κλοπές προσωρινά, για να μη δώσει λαβή για
διέκοψε τὰς κλοπάς, διὰ νὰ μὴ δώση λαβὴν μεγαλυτέρας μεγαλύτερες υποψίες στον πατέρα της. Αργότερα, πάλι
ὑπονοίας εἰς τὸν πατέρα της. Ἀργότερα, πάλιν ἐξανάρχισε ξανάρχισε να κλέβει περισσότερα, αλλά δεν "έπιανε
νὰ κλέπτη περισσότερα, ἀλλὰ δὲν «ἔπιανε χαρτωσιά» χαρτωσιά" μπροστά στις κλοπές της μητέρας της..
ἐμπρὸς εἰς τὰς κλοπὰς τῆς μητρός της..
Αύτη εἶχε κλέψει πολλά, ἀλλὰ μὲ τέχνη καὶ μέθοδον. Αυτή είχε κλέψει πολλά, αλλά με τέχνη και μέθοδο.
Ἔκλεπτε τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰς ἄλλας ἐπιχειρήσεις, εἰς Έκλεβε τα περισσότερα από τις άλλες επιχειρήσεις, των
τὰς ὁποίας εἶχε κατὰ μέγα μέρος τὴν διαχείρισιν, καθὼς οποίων είχε κατά μεγάλο μέρος τη διαχείριση, όπως από το
ἀπὸ πώλησιν ἐλαίου καὶ οἴνου, προϊόντων τῶν κτημάτων πούλημα λαδιού και κρασιού, προϊόντων των κτημάτων της
τῆς οἰκογενείας, καὶ ὀλίγα, σχεδὸν ὅσα καὶ ἡ κόρη τους, οικογένειας, και λίγα, σχεδόν όσα και η κόρη τους, από τα
ἀπὸ τὰ μεροκάματα τοῦ γέρου. Μετὰ χρόνους, ὅταν μεροκάματα του γέρου. Μετά από χρόνια, όταν άνοιξαν οι
ἄνοιξαν οἱ δουλειές, κι ὁ γερο-Στάθης ἔγινε δουλειές, και ο γέρο-Στάθης έγινε μικροαρχιναυπηγός
μικροαρχιναυπηγὸς –ἐσκάρωνε βάρκες καὶ καΐκια μοναχός -σκάρωνε βάρκες και καΐκια μόνος του, βοηθούμενος από τον
του, βοηθούμενος ἀπὸ τὸν υἱὸν καὶ ἀπὸ τὸν παραγυιόν του, γιο και από τον παραγιό του, στο προαύλιο του σπιτιού- τότε
εἰς τὸ προαύλιον τῆς οἰκίας– τότε ἡ γραία ἠμπόρεσε νὰ η γριά μπόρεσε να κλέψει αρκετά και από τα κέρδη της
κλέψη ἀρκετὰ καὶ ἀπὸ τὰ κέρδη τῆς ναυπηγικῆς τέχνης.. ναυπηγικής τέχνης..
Τελευταίον, ὀλίγους μήνας πρὸ τοῦ γάμου της, ἡ Τελευταία, λίγους μήνες πριν από το jpg"
Χαδούλα εἶχε κατορθώσει ν' ἀνακαλύψη τὴν κρύπτην γάμο της, η Χαδούλα είχε καταφέρει να style="width:100%;
ὅπου εἶχε τὸ κομπόδεμα ἡ μητέρα της. Εἰς μίαν ὀπὴν τοῦ ανακαλύψει την κρυψώνα που είχε το max-
κατωγείου, ἀνάμεσα εἰς τὰ πιθάρια τὰ μισογεμάτα καὶ τὰ κομπόδεμα η μητέρα της. Σε μια τρύπα width:200px;min-
βαρέλια τ' ἀδειανά, εὑρίσκετο μία πλατεία καὶ μακρὰ λωρὶς στο κατώι, ανάμεσα στα πιθάρια τα width:100px">
μαύρης μανδήλας, ὅπου ἡ γραία εἶχε δεμένα «σὰν σκυλιὰ» μισογεμάτα και τα βαρέλια τα αδειανά, "Δίστηλο" ή
ἑκατὸν ἐβδομήντα τόσα ἀργυρὰ τάλληρα, ἄλλα κολωνάτα, υπήρχε μια πλατιά και μακριά λουρίδα "κολωνάτο"
ἄλλα ρηγίνες, καὶ ἄλλα τουρκικά, ὅλα κλεμμένα ἀπὸ τὰ μαύρης μαντίλας, όπου η γριά είχε γερμανικό τάλιρο
κέρδη τοῦ γέρου καὶ τὰ προϊόντα τῶν κτημάτων. Ἡ κόρη δεμένα "σαν σκυλιά" εκατόν εβδομήντα
μὲ φαιδρὰν ἔκπληξιν, καὶ μὲ συγκίνησιν τρομώδη, ἐμέτρησε τόσα αργυρά τάλιρα (περίπου 5000 σημερινά ευρώ), άλλα
τὰ τάλληρα, τὰ σκυλοδεμένα, καὶ εἴτα τὰ ἔβαλε πάλιν εἰς κολονάτα (που έδειχναν τις στήλες/κολώνες του Ηρακλή στο
τὴν ὀπήν των, χωρὶς νὰ τολμήση νὰ τὰ πειράξη.. Γιβλαρτάρ), άλλα ρηγίνες (Βαυαρικά νομίσματα του 1770 με
εικόνα της Παναγίας και την επιγραφή «Patrona Bavariae»),
και άλλα τουρκικά, όλα κλεμμένα από τα κέρδη του γέρου
και τα προϊόντα των κτημάτων. Η κόρη με χαρούμενη
έκπληξη, και με τρομερή συγκίνηση, μέτρησε τα τάλιρα, τα
σκυλοδεμένα, και έπειτα τα έβαλε πάλι στην τρύπα τους,
χωρίς να τολμήσει να τα πειράξει..
Αλλά τὴν παραμονὴν τοῦ γάμου, τὸ βράδυ, τὴν ὥραν Αλλά την παραμονή του γάμου, το βράδυ, την ώρα που
ποὺ ἐνύχτωνεν –ὅταν εἶδε τὴν ἐπιμονὴν τῶν γονέων της, νὰ νύχτωνε -όταν είδε την επιμονή των γονέων της, να μην
μὴ θέλουν νὰ τῆς δώσουν ἀρκετὴν προίκα, καὶ εἶδε τὴν θέλουν να της δώσουν αρκετή προίκα, και είδε την απονιά
ἀπονιᾶν τῆς μητρὸς της– παραφυλάξασα τὴν ὥραν ὁπότε ἡ της μάνας της – αφού παραφύλαξε την ώρα που η γριά βγήκε
γραία ἐξῆλθε πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὴν οἰκίαν δι' ἐν θέλημᾳ, για μια στιγμή από το σπίτι για ένα θέλημα, κατέβηκε με
κατέβη μὲ παλμὸν καρδίας κρυφὰ στὸ κατώγι. ἔψαξε καὶ χτυποκάρδι στο κατώι. έψαξε και βρήκε το κομπόδεμα, το
ἀνεῦρε τὸ κομπόδεμα, τὸ σκυλοδεμένο, καὶ τὸ ἔλυσεν. σκυλοδεμένο, και το έλυσε. Αυτή τη φορά της φάνηκαν σαν
Αὐτὴν τὴν φορὰν τῆς ἐφάνησαν ὠσὰν ὀλίγα. Καιρὸν δὲν λίγα. Καιρό δεν είχε να τα μετρήσει. Ίσως η γριά να είχε
εἶχε νὰ τὰ μετρήση. Ἴσως ἡ γραία νὰ εἶχεν ἀφαιρέσει αφαιρέσει μερικά από τα τάλιρα, και τα χρησιμοποίησε για
μερικὰ ἐκ τῶν ταλλήρων, καὶ εἶχε κάμει χρήσιν δι' άγνωστο λόγο. Της ήρθε η ιδέα να πάρει όλο το κομπόδεμα,
ἀγνώστους σκοπούς. Τῆς ἦλθεν ἡ ἰδέα νὰ πάρη τὸ αυτούσιο μαζί με την λωρίδα της παλιάς μαντίλας της
κομπόδεμα ὅλον, αὐτούσιον μαζὶ μὲ τὴν λωρίδα τῆς μητέρας της, αλλά φοβήθηκε. πήρε μόνο οκτώ ή εννέα τάλιρα,
παλαιᾶς μανδήλας τῆς μητρός της, ἀλλ' ἐφοβήθη. ἔλαβε καταρχάς -τόσα, όσα φαντάστηκε ότι η απουσία τους δεν θα
μόνον ὀκτῶ ἢ ἐννέα τάλληρα, καταρχᾶς – τόσα, ὅσα έκανε μεγάλη διαφορά στον όγκο και δεν θα την
ἐφαντάζετο ὅτι ἡ ἀπουσία των δὲν θὰ ἐπέφερε μεγάλην καταλάβαιναν αμέσως. έπειτα έκαμε να το δέσει. στη
διαφορὰν εἰς τὸν ὄγκον καὶ δὲν θὰ ἧτο ἀμέσως ἐπαισθητή. συνέχεια το άνοιξε πάλι, πήρε άλλα πέντε ή έξι, συνολικά
Εἴτα ἔκαμε νὰ τὸ δέση. ἀκολούθως πάλιν τὸ ἤνοιξε, ἔλαβεν δεκαπέντε (περί τα 450 ευρώ του 2023). Κατόπιν πάλι, ενώ το
ἄλλα πέντε ἢ ἐξ, τὸ ὅλον δεκαπέντε. Κατόπιν πάλιν, ἐνῶ τὸ έδενε, ξανά κινήθηκε να το λύσει, με σκοπό να πάρει άλλα
ἔδενε, ἐκ νέου ἔκαμε κίνημα νὰ τὸ λύση, μὲ σκοπὸν νὰ δύο - τρία. Ξαφνικά τότε άκουσε το βήμα της μητέρας της
πάρη ἄλλα δυὸ ἢ τρία ἀκόμη. Αἴφνης τότε ἤκουσε τὸ βῆμα έξω. Βιαστικά, έδεσε το κομπόδεμα, και το έβαλε στη θέση
τῆς μητρός της ἔξω. Βιαστικὰ ἔδεσε τὸ κομπόδεμα, καὶ τὸ του..
ἔβαλεν εἰς τὴν θέσιν του..
Ολίγας ἡμέρας μετὰ τὸν γάμον, ἡ γραία ἀνεκάλυψε τὴν Λίγες μέρες μετά το γάμο, η γριά ανακάλυψε την κλοπή.
κλοπήν. Ἀλλὰ δὲν ἠθέλησε νὰ εἴπη τίποτε εἰς τὴν κόρην Αλλά δεν θέλησε να πει τίποτα στην κόρη της. Έμεινε
της. Ἔμεινεν εὐχαριστημένη διότι ἐκείνη δὲν τὰ ἐπῆρεν ευχαριστημένη επειδή εκείνη δεν τα πήρε όλα. "Στραβωμάρα
ὅλα. «Στραβωμάρα εἶχεν!» εἶπε μεταξὺ τῶν ὀδόντων της.. είχε!" είπε ανάμεσα στα δόντια της..
Το ποσὸν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἡ Χαδούλα εἶχε κλέψει κατὰ Το ποσό εκείνο, το οποίο η Χαδούλα είχε κλέψει κατά
καιροὺς ἀπὸ τοὺς γονεῖς της, ἀνερχόμενον περίπου εἰς καιρούς από τους γονείς της, κι έφτανε περίπου στα
τετρακόσια γρόσια, τὸ νόμισμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τετρακόσια γρόσια (περίπου 2000 ευρώ του 2023), το νόμισμα
ἔκρυπτεν ἐπὶ τόσᾳ ἔτη ἐπιμελῶς. Ἀλλὰ διὰ νὰ κτίση τὴν της εποχής εκείνης, το έκρυβε προσεκτικά για τόσα χρόνια.
οἰκίαν, τὸ ηὔξησε μὲ τὴν ἱκανότητά της. Ἧτο βεβαίως Αλλά για να χτίσει το σπίτι, το αύξησε με την ικανότητά της.
ἐργατικὴ καὶ ἐπιδεξία. Ὅσον τῆς ἐπέτρεπον αἱ μέριμναι τῆς Ήταν βέβαια εργατική και επιδέξια. Όσο της επέτρεπαν οι
ἀνατροφῆς τόσων ἀλλεπαλλήλων τέκνων, ἐξενοδούλευε. φροντίδες του μεγαλώματος τόσων παιδιών που γεννιόνταν
Πλήν, εἰς τοὺς μικροὺς τόπους «δὲν ὑπάρχουσιν εἰδικοί, το ένα μετά το άλλο, ξενοδούλευε. Φυσικά, στους μικρούς
ἀλλὰ πολυτεχνίται» καὶ ὅπως ἕνας μπακάλης κωμοπόλεως τόπους "δεν υπάρχουν ειδικοί, αλλά πολυτεχνίτες" και όπως ο
εἶναι συγχρόνως καὶ ἔμπορος ψιλικῶν, καὶ φαρμακοπώλης, μπακάλης της κωμόπολης είναι συγχρόνως και έμπορος
ἀλλὰ καὶ τοκογλύφος, οὕτω καὶ μία καλὴ ὑφάντρια, ὁποία ψιλικών, και φαρμακοπώλης, αλλά και τοκογλύφος, έτσι και
ἧτο ἡ Φραγκογιαννού, οὐδὲν ἐκώλυε νὰ κάμνη συγχρόνως μία καλή υφάντρια, όπως ήταν η Φραγκογιαννού, τίποτα δεν
καὶ τὴν μαμμὴν ἢ τὴν ψευδογιάτρισσαν, καὶ ἄλλα την εμπόδιζε να κάνει συγχρόνως και τη μαμή ή την
ἐπαγγέλματα ἀκόμη νὰ ἐξασκή, ἤρκει νὰ εἶναι ἐπιτηδεία. ψευτογιάτρισσα, και άλλα επαγγέλματα ακόμη να ασκήσει,
Καὶ ἡ Φραγκογιαννοὺ ἧτο ἐπιτηδειοτάτη μεταξὺ ὅλων τῶν αρκεί να ήταν επιτήδεια. Και η Φραγκογιαννού ήταν η πιο
γυναικῶν.. επιτήδεια ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες..
Έδιδε βότανα, ἔκαμνε κηραλοιφᾶς, ἐξετέλει ἐντριβᾶς, Έδινε βότανα, έκανε κηραλοιφές, εκτελούσε εντριβές,
ἐθεράπευε τὴν βασκανίαν, παρεσκεύαζε φάρμακα διὰ τὰς ξεμάτιαζε, έφτιαχνε φάρμακα για τις άρρωστες, για τα
πασχούσας, διὰ τὰς χλωρωτικᾶς καὶ ἀναιμικᾶς κόρας, διὰ αρρωστιάρικα και αναιμικά κορίτσια, για τις έγκυες και τις
τὰς ἐγκύους καὶ τὰς λεχούς, καὶ τὰς ἐκ μητρικῶν λεχώνες, και γι’ αυτές που έπασχαν από πόνους της μήτρας.
ἀλγηδόνων πασχούσας. Μὲ τὸ καλάθιον ὑπὸ τὸν ἀγκώνα Με το καλάθι κάτω από τον αγκώνα του αριστερού χεριού, κι
τῆς ἀριστερᾶς χειρός, ἀκολουθούμενη ἀπὸ τὰ δυὸ από κοντά τα δύο τελευταία παιδιά της, τον Δημητράκη,
τελευταῖα τέκνα της, τὸν Δημητράκην, ὀκτῶ ἐτῶν, καὶ τὴν οκτώ ετών, και την Κρινιώ, εξάχρονη, έβγαινε στα χωράφια,
Κρινιῶ, ἐξαέτιδα, ἐξήρχετο εἰς τοὺς ἀγρούς, ἀνέβαινεν εἰς ανέβαινε στα βουνά, διέτρεχε φαράγγια, κοιλάδες και
τὰ ὅρη, διέτρεχε φάραγγας, κοιλάδας καὶ ρεύματα, ἔψαχνε ρέματα, έψαχνε να βρει τα βότανα, όσα αυτή γνώριζε -την
νὰ εὔρη τὰ βότανα, ὅσα αὐτὴ ἐγνώριζε –τὴν αγριοκρομμύδα, την δρακοντιά, το τρίμερο και άλλα ακόμη-
ἀγριοκρομμύδα, τὴν δρακοντιά, τὸ τρίμερο καὶ ἀλλ' τα έκοβε ή τα ξερίζωνε, γέμιζε το καλάθι της, και επέστρεφε
ἀκόμη– τὰ ἔκοπτεν ἢ τὰ ἐξερρίζωνεν, ἐγέμιζε τὸ καλάθιόν το βράδυ στο σπίτι..
της, κ' ἐπέστρεφε τὸ βράδυ εἰς τὴν οἰκίαν..
Με αὐτὰ τὰ βότανα κατεσκεύαζε διάφορα μαντζούνια, Με αυτά τα βότανα έφτιαχνε διάφορα μαντζούνια, τα
τὰ ὁποῖα ἐσύσταινεν ὡς ἀλάνθαστα ἰατρικὰ κατὰ τῶν οποία υποστήριζε ότι ήταν αλάνθαστα φάρμακα για τους
χρονίων πόνων, τοῦ στήθους, τῆς κοιλίας, τῶν ἐντέρων, χρόνιους πόνους, του στήθους, της κοιλιάς, των εντέρων, κτλ.
κτλ. Τὴ βοηθεία ὅλων αὐτῶν τῶν μέσων, ὀλίγα Με τη βοήθεια όλων αυτών των μέσων, κερδίζοντας λίγα,
κερδίζουσα, ἀλλ' οἰκονόμος, κατώρθωσε, μὲ τὸν καιρόν, νὰ αλλά με οικονομία, κατάφερε, με τον καιρό, να χτίσει τη
κτίση τὴν μικρὰν φωλέαν της. Ἀλλ' οἱ νεοσσοὶ εἶχαν ἀρχίσει μικρή της φωλιά. Αλλά τα ξεπεταρούδια της είχαν αρχίσει
νὰ ξεπετοῦν ἤδη, νὰ φεύγουν εἰς τὰ ξένα!. ήδη να ξεπετούν, να φεύγουν στο εξωτερικό!.
Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, ὁ πρῶτος υἱός της, εἰκοσαετὴς Την εποχή εκείνη, ο πρώτος γιος της, ο Σταθαρός, που ήταν
ἤδη, ὁ Σταθαρός, εἶχε ξενιτευθῆ εἰς τὴν Ἀμερικήν. Ἀφοῦ δὲ ήδη είκοσι ετών, είχε μεταναστεύσει στην Αμερική. Αφού
ἔστειλεν ἐν ἢ δυὸ γράμματα, ἐσιώπησε, καὶ ἔκτοτε δὲν εἶχε έστειλε ένα ή δύο γράμματα, σταμάτησε, και από τότε δεν είχε
δώσει σημεῖον ζωῆς. Μετὰ τρία ἔτη, ὁ δεύτερος υἱός της, ὁ δώσει κανένα σημάδι ζωής. Τρία χρόνια αργότερα, ο
Γιαλής, εἶχε μεγαλώσει κι αὐτός, κ' ἐμβαρκαρίσθη.. δεύτερος γιος της, ο Γιαλής, μεγάλωσε κι αυτός, και μπήκε σε
καράβι..
Και οἱ δυό, εἰς τὰ μικρὰ των χρόνια, εἶχον δοκιμάσει τὴν Και οι δύο, στα μικρά τους χρόνια, είχαν δοκιμάσει την
τέχνην τοῦ πατρός των, ἀλλ' οὔτε ὁ εἰς οὔτε ὁ ἄλλος τέχνη του πατέρα τους, αλλά ούτε ο ένας ούτε ο άλλος
ἐπρόκοψαν πολύ, οὐδὲ ἠρκέσθησαν εἰς αὐτήν. Ὁ Γιαλής, προχώρησαν πολύ, ούτε έμειναν σε αυτήν. Ο Γιαλής, ως
ὡς φιλόστοργος υἱὸς καὶ ἀδελφός, ἔγραψε πρὸς τὴν μητέρα στοργικός γιος και αδελφός, έγραψε στη μητέρα του από τη
του ἐκ Μασσαλίας, ὅπου εἶχεν ὑπάγει μ' ἕνα πατριώτικον Μασσαλία, όπου είχε πάει με ένα πλοίο από την πατρίδα, ότι
καράβι, ὅτι ἀπεφάσισε κι αὐτὸς νὰ ὑπάγη στὴν Ἀμερικήν, αποφάσισε κι αυτός να πάει στην Αμερική, να δει τι γίνεται με
νὰ ἰδῆ τί γίνεται ὁ μεγάλος ἀδερφός του ἴσως τὸν τον μεγάλο του αδελφό, ίσως να τον βρει κάπου. Αλλά
ἀνακαλύψει κάπου. Ἀλλὰ παρῆλθον καιροὶ καὶ χρόνοι πέρασαν καιροί και χρόνοι από τότε και ούτε ο ένας ούτε ο
ἔκτοτε καὶ οὔτε ὁ εἰς οὔτε ὁ ἄλλος ἠκούσθησαν πλέον.. άλλος ακούστηκαν πλέον..
Τότε ἔλαβεν ἀφορμὴν ἡ μητέρα των νὰ ἐνθυμηθῆ ἕνα Τότε η μητέρα τους βρήκε αφορμή να θυμηθεί ένα
παραμύθι τοῦ λαοῦ ἐκ τῶν ἀστειοτέρων, ἐν ὢ γίνεται λόγος παραμύθι του λαού από τα πιο αστεία, στο οποίο γίνεται
περὶ στρώματος ἀπὸ μέλι, εἰς τὸ ὁποῖον ἐκόλλησαν λόγος για ένα στρώμα από μέλι, στο οποίο κόλλησαν
διαδοχικῶς καὶ ὁ πρῶτος ἀποσταλεὶς υἱὸς τῆς Γριᾶς, διὰ νὰ διαδοχικά και ο πρώτος γιος της Γριάς που τον έστειλε να
συλλέξη καὶ φέρη ἐκεῖθεν τὸ μέλι, καὶ ὁ δεύτερος υἱός, μαζέψει και να φέρει από εκεί το μέλι, και ο δεύτερος γιος, ο
ὅστις εἶχε σταλῆ διὰ νὰ ξεκολλήση τὸν πρῶτον, καὶ ὁ οποίος είχε σταλεί για να ξεκολλήσει τον πρώτο, και ο τρίτος,
τρίτος, ὅστις ἐστάλη διὰ νὰ φέρη ὀπίσω καὶ τοὺς δυό, καὶ ὁ ο οποίος στάλθηκε για να φέρει πίσω και τους δύο, και ο
Γέρος, ὅστις ἐπῆγε νὰ ἰδῆ τί γίνονται οἱ υἱοί του. τέλος, Γέρος, ο οποίος πήγε να δει τι γίνονται τα παιδιά του. τέλος,
αὐτὴ ἡ Γριά, ἡ ὁποία εἰς τὸ ὕστερον ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγη ακόμη κι αυτή η Γριά, η οποία στο τέλος αποφάσισε να πάει
νὰ ἰδῆ, μακρόθεν ὅμως –διότι, ὡς γριά, εἶχε τόσην να δει, μακριά όμως –διότι, ως γριά, είχε τόση πονηριά– τι
πονηρίαν– τί ἔγιναν ὁ Γέρος καὶ τὰ παιδιὰ καὶ δὲν ἐγύρισαν έγιναν ο Γέρος και τα παιδιά και δεν γύρισαν πίσω από το
ὀπίσω ἀπὸ τὸ «θέλημα», εἰς τὸ ὁποῖον τοὺς εἶχε στείλει, «θέλημα», στο οποίο τους είχε στείλει, μόλις που γλύτωσε και
μόλις αὐτὴ ἐγλύτωσε καὶ δὲν ἐκόλλησε. Τότε στραφεῖσα δεν κόλλησε. Τότε γύρισε προς τους τέσσερις, κολλημένους
πρὸς τοὺς τέσσαρας, κολλημένους τοὺς εἶπεν: «Ἅ! αὐτό και τους είπε: «Α! αυτό σας μέλει; Εμένα δεν με μέλει!».
σας μέλει; Ἐμένα δὲν μὲ μέλει!».
Ἐν τῷ μεταξύ, ἐνῶ ὁ Σταθαρὸς κι ὁ Γιαλὴς εἶχαν Εν τω μεταξύ, ενώ ο Σταθαρός και ο Γιαλής είχαν
ξενιτευθῆ εἰς τὴν Ἀμερικήν, καὶ εἶχαν φάγει λωτόν, ἢ εἶχαν μεταναστεύσει στην Αμερική, και είχαν φάει λωτό, ή είχαν
πίει τὴν Λήθην, ἡ Δελχαρῶ, ἡ πρώτη κόρη, πρωτότοκος πιει την Λήθη, η Δελχαρώ, η πρώτη κόρη, πρωτότοκη μετά τα
μετὰ τοὺς ξενιτευμένους ἀδελφούς της, ἐμεγάλωνεν, ξενιτεμένα της αδέρφια, μεγάλωνε, όλο και μεγάλωνε. Και η
ὀλονὲν ἐμεγάλωνε. Κ' ἡ Ἀμέρσα, σχεδὸν τέσσαρα ἔτη Αμέρσα, σχεδόν τέσσερα χρόνια μικρότερη από την αδελφή
μικροτέρα τῆς ἀδελφῆς της, ἐμεγάλωνε κι αὐτὴ ἐναμίλλως της, μεγάλωνε κι αυτή παράλληλα με την Δελχαρώ, και
μὲ τὴν Δελχαρῶ, κι «ἔριχνε μπόι». ἐγίνετο ἀνδρώδης, «έριχνε μπόι». Γινόταν αντρογυναίκα, μελαψή και ζωηρή, και
μελαψὴ καὶ ζωηρά, κ' οἱ γειτόνισσες τὴν ὠνόμαζον «τὸ οι γειτόνισσες την ονόμαζαν «το σερνικοθήλυκο». Και εκείνη
σερνικοθήλυκο». Κ' ἐκείνη ἡ μικρά, τὸ Κρινάκι, ἥτις δὲν η μικρή, το Κρινάκι, η οποία δεν είχε αλίμονο! το χρώμα του
εἶχε φεῦ! τοῦ κρίνου τὸ χρῶμα, ἂν καὶ φυσικὰ ἰσχνή, κρίνου, αν και ήταν λεπτοκαμωμένη από φυσικού της, έδειχνε
ἐδείκνυεν ἤδη συμπτώματα ἀναπτύξεως.. ήδη συμπτώματα ανάπτυξης..
Πώς μεγαλώνουν, Θεέ μου! ἐσκέπτετο ἡ Πώς μεγαλώνουν, Θεέ μου! σκέπτονταν η Φραγκογιαννού.
Φραγκογιαννού. Ποιὸς κῆπος, ποιὸν λιβάδι, ποιὰ ἄνοιξις Ποιος κήπος, ποιο λιβάδι, ποια άνοιξη παράγει αυτό το φυτό!
παράγει αὐτὸ τὸ φυτόν! Καὶ πὼς βλαστάνει καὶ θάλλει καὶ Και πώς βλασταίνει και θάλλει και φυλλομανεί και
φυλλομανεῖ καὶ φουντώνει! Καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ βλαστοί, ὅλα φουντώνει! Και όλα αυτά τα βλαστάρια, όλα τα νιόφυτα, θα
τὰ νεόφυτα, θὰ γίνουν μίαν ἡμέραν πρασιαί, λόχμαι, κῆποι; γίνουν μια μέρα πρασιές, λόχμες, κήποι; Κι έτσι θα
Καὶ οὕτω θὰ ἐξακολουθῆ; Καὶ πάσα οἰκογένεια εἰς τὴν συνεχίζεται; Και κάθε οικογένεια στην γειτονιά, και στην
γειτονιᾶν, καὶ εἰς τὴν συνοικίαν καὶ εἰς τὴν πόλιν εἶχαν ἀπὸ συνοικία και στην πόλη είχαν από δύο έως τρία κορίτσια.
δυὸ ἕως τρία κοράσια. Μερικαὶ εἶχον τέσσαρα, ἄλλαι Μερικές είχαν τέσσερα, άλλες πέντε. Μια μητέρα είχε έξι
πέντε. Μία μητέρα εἶχεν ἐξ θυγατέρας χωρὶς κανέναν υἱόν, θυγατέρας χωρίς κανέναν γιο, άλλη μία είχε επτά και έναν
ἄλλη μία εἶχεν ἑπτὰ κ' ἕναν υἱόν, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο γιο, ο οποίος φαινόταν προορισμένος να φανεί άχρηστος..
προωρισμένος νὰ φανῆ ἄχρηστος..
Λοιπὸν ὅλοι αὐτοὶ οἱ γονεῖς, ὅλα τὰ ἀνδρόγυνα, ὅλαι αἱ Λοιπόν, όλοι αυτοί οι γονείς, όλα τα ανδρόγυνα, όλες οι
χῆραι, ἀνάγκη πάσα καὶ χρέος ἀπαραίτητον, νὰ χήρες, είχαν την ανάγκη και το χρέος να παντρέψουν όλες
ὑπανδρεύσουν ὅλας αὐτὰς τὰς κόρας – καὶ τὰς πέντε, καὶ αυτές τις κόρες – και τις πέντε, και τις έξι, και τις επτά! Και να
τὰς ἐξ, καὶ τὰς ἑπτά! Καὶ νὰ δώσουν εἰς ὅλας προίκα. δώσουν σε όλες προίκα. Κάθε φτωχή οικογένεια, κάθε χήρα
Πάσα πτωχὴ οἰκογένεια, πάσα μήτηρ χήρα, μὲ δυὸ μητέρα, με δύο στρέμματα χωράφι, με ένα φτωχικό σπίτι,
στρέμματα ἀγρούς, μ' ἕνα πενιχρὸν οἰκίσκον, ταλαιπωρημένη, αναγκασμένη να ξενοδουλεύει σαν
ταλαιπωρουμένη, ξενοδουλεύουσα – εἴτε κολλήγισα ἄλλων κολλήγισα – είτε σε άλλες πιο ευκατάστατες οικογένειες, στα
εὐπορωτέρων οἰκογενειῶν εἰς τὰ κτήματα, εἰς τὰς συκᾶς χωράφια τους, στις συκιές και τις μουριές – μαζεύοντας
καὶ τὰς μορέας –συλλέγουσα φύλλα, παράγουσα ὀλίγην φύλλα, παράγοντας λίγο μετάξι – είτε εκτρέφοντας δύο ή
μέταξαν– ἢ τρέφουσα δυὸ ἢ τρεῖς αἴγας ἢ ἀμνάδας – τρεις κατσίκες ή προβατίνες – κάνοντας καβγάδες με όλους
γινομένη κακὴ μὲ ὅλους τοὺς γείτονας, πληρώνουσα τους γείτονες, πληρώνοντας πρόστιμα για μικρές ζημιές –
πρόστιμα διὰ μικρὰς ζημίας– φορολογουμένη ἀσπλάγχνως, φορολογούμενη άδικα, τρώγοντας κρίθινο ψωμί ποτισμένο με
τρώγουσα κρίθινον ἄρτον ποτισμένον μὲ ἱδρώτα ἁλμυρὸν – αλμυρό ιδρώτα – όφειλε απόλυτα «να προικοδοτήσει» όλα
ὤφειλεν ἐξ ἅπαντος «ν' ἀποκαταστήση» ὅλα τὰ θήλεα αυτά τα θηλυκά, και να δώσει πέντε, έξι, ή εφτά προίκες! Ω
ταῦτα, καὶ νὰ δώση πέντε, ἐξ, ἢ ἑπτὰ προίκας! Ὢ Θεέ μου!. Θεέ μου!.
Καὶ ὁποίας προίκας, κατὰ τὰ νησιωτικὰ ἔθιμα. «Σπίτι Και τι προίκα, σύμφωνα με τα νησιώτικα έθιμα. «Σπίτι στα
στὰ Κοτρώνια, ἀμπέλι στὴν Ἀμμουδιά, ἔλιωνα στὸ Κοτρώνια, αμπέλι στην Αμμουδιά, λιοστάσι στο Λεχούνι,
Λεχούνι, χωράφι στὸ Στροφλιά». Ἀλλὰ κατὰ τοὺς χωράφι στο Στροφλιά». Και επιπλέον, τα τελευταία χρόνια,
τελευταίους χρόνους, περὶ τὰ μέσα τοῦ αἰῶνος, εἶχε στα μέσα του αιώνα, είχε κολλήσει και άλλη ψώρα. Το
κολλήσει καὶ ἄλλη ψώρα. Τὸ «μέτρημα», ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον «μέτρημα», αυτό που στην Κωνσταντινούπολη ονομαζόταν
εἰς Κωνσταντινούπολιν ὠνομάζετο «τράχωμα», συνήθειαν «τράχωμα», μια συνήθεια την οποίαν, αν δεν κάνω λάθος, την
τὴν ὁποίαν, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, εἶχεν ἀφορίσει ἡ Μεγάλη είχε αφορίσει η Μεγάλη Εκκλησία. Έπρεπε ο καθένας να
Ἐκκλησία. Ὤφειλεν ἕκαστος νὰ δώση καὶ μετρητὴν δώσει και προίκα μετρητά. Δύο χιλιάδες, χίλιες, πεντακόσιες,
προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, ἀδιάφορον. Ἄλλως, αδιάφορο. Διαφορετικά, ας είχε τις κόρες του να τις
ἂς εἶχε τὰς κόρας του νὰ τὰς καμαρώνη. Ἂς τὰς ἔβαζε στὸ καμαρώνει. Ας τις έβαζε στο ράφι. Ας τις έκλεινε στο
ράφι. Ἂς τὰ ἔκλειε στὸ δουλάπι. Ἂς τὰς ἔστελνε στὸ ντουλάπι. Ας τις έστελνε στο Μουσείο..
Μουσεῖον..
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ.
Ἕως ἐδῶ εἶχον φθάσει αἱ ἀναμνήσεις καὶ οἱ λογισμοὶ τῆς Έως εκεί είχαν φτάσει οι αναμνήσεις και οι σκέψεις της
ἀγρυπνούσης γραίας. Ἐλάλησε τὸ δεύτερον ὁ πετεινός. Θὰ γριάς που ξαγρυπνούσε. Λάλησε ο δεύτερος πετεινός. Θα
εἶχαν περάσει δυὸ μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Ἰανουάριος ὁ μήν. είχαν περάσει δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ο μήνας Γενάρης.
Χρόνος ἡ νύκτα. Βορρᾶς ἐφύσα. Ἡ φωτιὰ εἰς τὴν ἑστίαν Χρόνος η νύχτα. Φύσαγε βοριάς. Η φωτιά στο τζάκι έσβηνε.
ἔσβηνε. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἠσθάνθη ρίγος εἰς τὴν ράχιν, Η Φραγκογιαννού ένιωσε ένα ρίγος στην πλάτη και τα πόδια
καὶ παγωμένους τοὺς πόδας της. Ἤθελε νὰ σηκωθῆ νὰ της παγωμένα. Ήθελε να σηκωθεί να φέρει λίγα ξύλα έξω
φέρη ὀλίγα ξύλα ἔξω ἀπὸ τὸν πρόδομον, διὰ νὰ τὰ ρίψη εἰς από το διάδρομο, για να τα ρίξει στην εστία, να ξανανάψει τη
τὴν ἑστίαν, νὰ ξανάψη τὸ πῦρ. Ἀλλ' ἠργοπόρει. καὶ φωτιά. Αλλά το ανέβαλε. και ένιωθε μια μικρή νάρκη, ίσως το
ἠσθάνετο μικρὰν νάρκην, ἴσως τὸ πρῶτον σύμπτωμα τοῦ πρώτο σύμπτωμα του ύπνου που ερχόταν σιγά-σιγά..
εἰσβάλλοντος ὕπνου..
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, τόσον παράωρα, ἐνῶ εἶχε κλειστὰ Την στιγμή εκείνη, τόσο νωρίς, ενώ είχε κλειστά τα μάτια,
τὰ ὄμματα, ἐκρούσθη παραδόξως ἡ θύρα. Ἡ γραία χτύπησε ξαφνικά η πόρτα. Η γριά ξαφνιάστηκε. Δεν ήθελε να
ἐξαφνίσθη. Δὲν ἤθελε νὰ φωνάξη «ποιὸς εἶναι», διὰ νὰ μὴν φωνάξει «ποιος είναι», για να μην ξυπνήσει τη λεχώνα, αλλά
ἐξυπνήση τὴν λεχώ, ἀλλ' ἀπετίναξε τὴν νάρκην της, βγήκε τη νάρκη της, που είχει διακοπεί ήδη απότομα από τον
διακοπεῖσαν ἤδη ἀποτόμως διὰ τοῦ κρότου τῆς θύρας τὸν κρότο της πόρτας τον οποίον είχε ακούσει, σηκώθηκε
ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει, ἐσηκώθη σιγά, ἐξῆλθε τοῦ θαλάμου. σιωπηλά, βγήκε από το δωμάτιο. Πριν φτάσει στην εξώπορτα,
Πρὶν φθάση εἰς τὴν ἔξω θύραν, ἤκουσε διακριτικήν, άκουσε μια διακριτική, ψιθυριστή φωνή:.
ψίθυρον φωνήν:.
- Μάννα!. — Μάννα!.
Ἀνεγνώρισε τὴν φωνὴν τῆς Ἀμέρσας. Ἧτο ἡ Αναγνώρισε τη φωνή της Αμέρσας. Ήταν η δευτερότοκη
δευτερότοκος κόρης της.. κόρη της..
- Τί ἔπαθες, ἀρῆ;. Τί σου ἦρθε, τέτοια ὥρα;. — Τι έπαθες, αρή;. Τι σου ήρθε, τέτοια ώρα;.
Καὶ ἤνοιξε τὴν θύραν.. Και άνοιξε την πόρτα..
- Μάννα, ἐπανέλαβε μετ' ἀσθμαινούσης φωνῆς ἡ — Μάννα, επανέλαβε λαχανιάζοντας η Αμέρσα. Τι κάνει
Ἀμέρσα. Τί κάνει τὸ κορίτσι;. μὴν πέθανε;. το κορίτσι;. μην πέθανε;.
- Ὄχι.κοιμᾶται. τώρα ἡσύχασε, εἶπεν ἡ γραία. Πῶς σου — Όχι.κοιμάται. τώρα ησύχασε, είπε η γριά. Πώς σου
ἦρθε;. ήρθε;.
- Εἶδα στὸν ὕπνο μου πὼς πέθανε, εἶπε μὲ πάλλουσαν — Είδα στον ύπνο μου πως πέθανε, είπε με τρέμουλο
ἀκόμη φωνὴν ἡ ὑψηλὴ γεροντοκόρη.. ακόμα στη φωνή η ψηλή γεροντοκόρη..
- Ἄμμ' σὰν εἶχε πεθάνει, τάχα τί; εἶπε κυνικῶς ἡ γραία.Κ' — Καλά και σαν είχε πεθάνει, τάχα τι; είπε κυνικά η γριά.
ἐσηκώθης. κ' ἦρθες νὰ ἰδῆς;. Και σηκώθηκες. και ήρθες να δεις;.
Ἡ οἰκία τῆς Γιαννούς, ὅπου αὔτη συνήθως ἐκατοίκει Το σπίτι της Γιαννούς, όπου έμενε συνήθως αυτή με τις δυο
μετὰ τῶν δυὸ ἀγάμων θυγατέρων τῆς -καθότι προσωρινῶς ανύπαντρες θυγατέρες της – γιατί προσωρινά τώρα έμενε
τώρα διενυκτέρευε πλησίον τῆς λεχοῦς- ἔκειτο ὀλίγας κοντά στη λεχώνα– βρισκόταν λίγες δεκάδες βήματα
δεκάδας βημάτων βορεινότερα, παρέκει. Αὐτὴ ἡ οἰκία τῆς βορειότερα, δίπλα. Αυτό το σπίτι της Δελχαρώς το είχε πάρει
Δελχαρῶς εἶχε δοθῆ προικώα εἰς ταύτην, ἧτο δὲ αὐτὴ ἡ προίκα και ήταν αυτό το ίδιο παλιό σπίτι, που χτίστηκε με τις
παλαιὰ οἰκία, ἡ κτισθεῖσα ἀπὸ τὰς οἰκονομίας τῆς οικονομίες της Χαδούλας, και από τον πρώτο πυρήνα τον
Χαδούλας, καὶ ἀπὸ τὸν πρῶτον πυρήνα τὸν ὁποῖον εἶχε οποίο είχε σχηματίσει από το κομπόδεμα των μακαρίτηδων
σχηματίσει ἀπὸ τὸ κομπόδεμα τῶν ἀειμνήστων γονέων της. των γονιών της. Αργότερα, λίγα χρόνια μετά τον γάμο της
Ὕστερον, ὀλίγα ἔτη μετὰ τὸν γάμον τῆς Δελχαρῶς, εἶχε Δελχαρώς, είχε καταφέρει η μητέρα της να αποκτήσει και
κατορθώσει ἡ μήτηρ τῆς ν' ἀποκτήση καὶ δευτέραν δεύτερη φωλιά, μικρότερη και αθλιότερη από την πρώτη,
φωλέαν, μικροτέραν καὶ ἀθλιεστέραν τῆς πρώτης, εἰς τὴν στην ίδια συνοικία. Δύο ή τρία σπίτια χώριζαν το δεύτερο
αὐτὴν συνοικίαν. Δυὸ ἢ τρεῖς οἰκίαι ἐχώριζον τὴν δευτέραν από το πρώτο..
ἀπὸ τῆς πρώτης..
Ἀπὸ ἐκείνην λοιπὸν τὴν νεόκτιστον οἰκίαν εἶχεν ἔλθει Από αυτό λοιπόν το νεόκτιστο σπίτι είχε έλθει τόσο νωρίς η
τόσον παράωρα ἡ Ἀμέρσα, ἥτις δὲν ἐφοβεῖτο τὰ στοιχειὰ Αμέρσα, η οποία δεν φοβόταν τα στοιχειά την νύχτα, καθώς
τὴν νύκτα, ἧτο δὲ τολμηρὰ καὶ ἀποφασιστικὴ κόρη.. ήταν μια τολμηρή και αποφασιστική κοπέλα..
- Κ' ἐσηκώθης;. κ' ἦρθες νὰ ἰδῆς;. — Και σηκώθηκες;. και ήρθες να δεις;.
- Ξαφνίστηκα μὲς τὸν ὕπνο μου, μαννούλα. Εἶδα πὼς — Ξαφνίστηκα μέσα στον ύπνο μου, μανούλα. Είδα πως
πέθανε τὸ κορίτσι, καὶ πὼς ἐσὺ εἶχες ἕνα μαῦρο σημάδι στὸ πέθανε το κορίτσι, και πως εσύ είχες ένα μαύρο σημάδι στο
χέρι σου.. χέρι σου..
- Μαῦρο σημάδι;.. — Μαύρο σημάδι;..
- Ἤθελες, τάχα, νὰ σαβανώσης τὸ κορίτσι. Καὶ τὴν ὥρα — Ήθελες, τάχα, να σαβανώσεις το κορίτσι. Και την ώρα
ποὺ τὸ σαβάνωνες, μαύρισε τὸ χέρι σου. καὶ πὼς ἔβαλες, που το σαβάνωνες, μαύρισε το χέρι σου. και πως έβαλες,
τάχα, τὸ χέρι σου στὴ φωτιᾶ, γιὰ νὰ ξεμαυρίση.. τάχα, το χέρι σου στη φωτιά, για να ξεμαυρίσει..
- Μπά! ἀλαφροΐσκιωτη! εἶπεν ἡ γραία Χαδούλα. Κ' — Μπα! αλαφροΐσκιωτη! είπε η γριά Χαδούλα. Και έκαμες
ἔκαμες κουτουράδα, κ' ἦρθες, τέτοιαν ὥρα.. κουτουράδα, και ήρθες, τέτοιαν ώρα..
- Δὲν μποροῦσα νὰ ἡσυχάσω, μάννα.. — Δεν μπορούσα να ησυχάσω, μάνα..
- Καὶ δὲν σ' ἔνοιωσε τὸ Κρινιῶ, ποῦ ἔφυγες;. — Και δεν σε ένιωσε το Κρινιώ, που έφυγες;.
- Ὄχι. κοιμᾶται.. — Όχι. κοιμάται..
- Κι ἂν ξυπνήση, κ' ἰδῆ νὰ λείπης ἀπὸ κοντά της, πῶς θὰ — Κι αν ξυπνήσει, και ιδεί να λείπεις από κοντά της, πώς
τῆς φανῆ;. Δὲ θὰ βάλη τὶς φωνές;. Θὰ τρελαθῆ, τὸ κορίτσι!. θα της φανεί;. Δε θα βάλει τις φωνές;. Θα τρελαθεί, το
κορίτσι!.
Αἱ δυὸ ἀδελφαὶ ἐκοιμῶντο τῷ ὄντι μόναι εἰς τὴν μικρὰν Πράγματι, οι δύο αδελφές κοιμόντουσαν μόνες στο
οἰκίαν. Ἡ Ἀμέρσα ἧτο ἄφοβος, κ' ἐνέπνεε πεποίθησιν, ὡς σπιτάκι. Η Αμέρσα ήταν άφοβη, και γεμάτη αυτοπεποίθηση
νὰ ἧτο ἀνήρ. Ὁ πατὴρ τῶν εἶχεν ἀποθάνει πρὸ πολλοῦ, οἱ λες και ήταν άντρας. Ο πατέρας τους είχε πεθάνει προ
δὲ ἐπιζῶντες υἱοὶ διαρκῶς ἔλειπον εἰς τὰ ξένα.. πολλού, και οι γιοι του που είχαν επιζήσει έλειπαν διαρκώς
στα ξένα..
- Πάω πίσω, μάννα, εἶπεν ἡ Ἀμέρσα. Ἀλήθεια, δὲν — Πάω πίσω, μάνα, είπε η Αμέρσα. Αλήθεια, δε
ἐσυλλογίστηκα πὼς μπορεῖ νὰ ξυπνήση τὸ Κρινιῶ, αὐτὴν συλλογίστηκα πως μπορεί να ξυπνήσει το Κρινιώ, αυτήν την
τὴν ὥρα, νὰ τρομάξη, ποὺ θὰ λείπω.. ώρα, να τρομάξει, που θα λείπω..
- Μποροῦσες νὰ μείνης κ' ἐδῶ, εἶπεν ἡ μητέρα. μόνο, μὴ — Μπορούσες να μείνεις και εδώ, είπε η μητέρα. μόνο, μη
ξυπνήση ἄξαφνα τὸ Κρινιῶ, καὶ πάρη φόβο.. ξυπνήσει άξαφνα το Κρινιώ, και πάρει φόβο..
Ἡ Ἀμέρσα ἐκοντοστάθη πρὸς στιγμήν.. Η Αμέρσα σταμάτησε για μια στιγμή..
- Μάννα, εἶπε, θέλεις νὰ καθίσω ἐγὼ 'δω, νὰ πᾶς ἐσὺ στὸ — Μάνα, είπε, θέλεις να καθίσω εγώ εδώ, να πας εσύ στο
σπίτι;. γιὰ νὰ ξεκουραστής, νὰ ἠσυχάσης.. σπίτι;. για να ξεκουραστείς, να ησυχάσεις..
- Ὄχι, εἶπεν, ἀφοῦ ἐσκέφθη πρὸς στιγμὴν ἡ γραία. Τώρα, — Όχι, είπε, αφού σκέφτηκε για μια στιγμή η γριά. Τώρα,
κ' ἡ νύχτα αὐτὴ πέρασε. Ἀύριο βράδυ, πηγαίνω ἐγὼ στὸ και η νύχτα αυτή πέρασε. Αύριο βράδυ, πηγαίνω εγώ στο
σπίτι, καὶ κάθεσαι σῦ ἐδῶ. Μόνο, τώρα πήγαινε. Καλὸ σπίτι, και κάθεσαι εσύ εδώ. Μόνο, τώρα πήγαινε. Καλό
ξημέρωμα!. ξημέρωμα!.
Ὅλος ὁ διάλογος ἐγίνετο εἰς μικρόν, στενὸν πρόδομον, Όλος ο διάλογος γινόταν σε ένα μικρό, στενό διαδρομάκι,
κατέμπροσθεν τοῦ θαλαμίσκου, ὅπου ἠκούοντο ἠχηροὶ καὶ πίσω από το δωματιάκι που ακούγονταν τα δυνατά και
πολύχορδοι οἱ ρογχαλισμοὶ τοῦ Κωνσταντῆ. Ἡ Ἀμέρσα, πολύχορδα ροχαλίσματα του. Η Αμέρσα, που είχε έλθει
ἥτις εἶχεν ἔλθει ξυπόλητη, μ' ἐλαφρότατον ἄψοφον βῆμα, ξυπόλυτη, με ελαφρότατο άηχο βήμα, βγήκε, και η μητέρα
ἐξῆλθε, καὶ ἡ μήτηρ τῆς ἐκλείδωσεν ἔσωθεν τὴν θύραν.. της έκλεισε από μέσα την πόρτα..
Ἡ Ἀμέρσα ἔφυγε τρέχουσα. Αὐτὴ νὰ φοβηθῆ τὰ Η Αμέρσα έφυγε τρέχοντας. Αυτή να φοβηθεί τα στοιχειά,
στοιχειά, ἥτις δὲν εἶχε φοβηθῆ τὸν ἀδερφόν της τὸν αυτή που δεν είχε φοβηθεί τον αδερφό της τον Μήτρο, αυτόν
Μῆτρον, τὸν κοινῶς καλούμενον Μῶρον ἢ Μοῦρον ἢ που τον έλεγαν και Μώρο ή Μούρο ή Μούτρο – εκείνον τον
Μοῦτρον - τὸν σκιὰν ἐκεῖνον, τὸν τρίτον υἱὸν τῆς μητρός κακούργο, τον τρίτο γιο της μητέρας της, τον οποίο η μάνα
της, τὸν ὁποῖον ἡ τεκοῦσα ὠνόμαζε συνήθως «τὸ σκυλὶ τ' του τον έλεγε συνήθως «το σκυλί τ' Αγαρηνό!» – τον κατά
Ἀγαρηνό!» - τὸν κατὰ τρία ἔτη μεγαλύτερον ἀδελφόν της, τρία χρόνια μεγαλύτερο αδερφό της, που την είχε μαχαιρώσει
ὅστις τὴν εἶχε μαχαιρώσει ἤδη ἅπαξ -ἀλλ' αὐτὴ τὸν εἶχε ήδη μια φορά –αλλά αυτή τον είχε σώσει, μη θέλοντας να τον
σώσει, μὴ θέλουσα νὰ τὸν παραδώση εἰς τὴν ἐξουσίαν- καὶ παραδώσει στην εξουσία– και θα την μαχαίρωνε βέβαια και
θὰ τὴν ἐμαχαίρωνε βεβαίως καὶ δευτέραν φοράν, ἐὰν δεύτερη φορά, εάν έμενε από τότε ελεύθερος. Ευτυχώς,
ἔμενεν ἔκτοτε ἐλεύθερος. Εὐτυχῶς, εἶχεν ἀλλοῦ ἐξασκήσει εξάσκησε αλλού τις φονικές ορμές του, εν τω μεταξύ, και είχε
τὰς φονικὰς ὁρμάς του, ἐν τῷ μεταξύ, καὶ εἶχε κλεισθῆ κλειστεί εγκαίρως στις βενετικές φυλακές του παλαιού
ἐγκαίρως εἰς τὰς βενετικᾶς εἰρκτᾶς τοῦ παλαιοῦ φρουρίου, φρουρίου, στην Χαλκίδα..
εἰς τὴν Χαλκίδα..
Ἰδοὺ πὼς συνέβη τὸ πράγμα. Ὁ Μωρὸς ἢ Μοῦρος ἧτο Να πώς έγιναν τα πράγματα. Ο Μώρος ή Μούρος ήταν απ’
φύσει ὁρμητικὸς καὶ παράφορος, ἂν καὶ εἶχε πολὺ δεξιόν, τη φύση του πολύ ορμητικός και παράφορος, αν και είχε
θηλυκὸν νοῦν, ὅπως ἔλεγεν ἡ μάννα τοῦ - νοῦν ὁ ὁποῖος εύστροφο, θηλυκό μυαλό όπως έλεγε η μητέρα του – μυαλό
ἐγέννα. Παιδιόθεν ἧτο ἱκανὸς μόνος του, νὰ πλάττη, που γεννούσε. Από παιδάκι μπορούσε μόνος του, να φτιάχνει,
αὐτοδίδακτος, πολλὰ ὡραία μικρὰ πράγματα. καραβάκια, αυτοδίδακτος, πολλά ωραία μικρά πράγματα. καραβάκια,
προσωπίδας, ἀγαλμάτια, κοῦκλες καὶ ἄλλα ἀκόμη. Ἧτο προσωπίδες, αγαλματάκια, κούκλες και άλλα ακόμη. Ήταν
σκιὰς τῆς γειτονιᾶς, ὁ σημαιοφόρος ὅλων τῶν μαγκῶν, καὶ καπετάνιος της γειτονιάς, ο σημαιοφόρος όλων των μαγκών,
εἶχεν εἰς τοὺς ὁρισμοὺς τοῦ ὅλους τοὺς ἀγυιόπαιδας, ὅλα και είχε στους ορισμούς του όλα τα αλητάκια, όλα τα
τὰ ξυπόλυτα τοῦ δρόμου. Εἶχε συνηθίσει ἐνωρὶς τὴν μέθην ξυπόλυτα του δρόμου. Είχε συνηθίσει νωρίς το μεθύσι και την
καὶ τὴν ἀσωτίαν, ἐξετέλει θορυβώδεις παιδιᾶς, ασωτία, έπαιζε φασαριόζικα παιχνίδια, τριγύριζε σε ομάδες,
διαδηλώσεις, παιδικᾶς ὀχλαγωγίας, μαζὶ μὲ τοὺς μικροὺς και έκανε παιδικές οχλαγωγίες, μαζί με τους μικρούς φίλους
φίλους του. ἐπροκάλει καυγάδες εἰς τὸν δρόμον, του. προκαλούσε καυγάδες στον δρόμο, τρόμαζε όσους
ἐπετροβόλει ὅσους συνήντα γέροντας καὶ γραίας, ὅσους γέροντες και γριές συναντούσε, όσους φτωχούς και
πτωχοὺς καὶ ἀδυνάτους. Δὲν ἄφηνε σχεδὸν κανένα αδύνατους. Δεν άφηνε σχεδόν κανέναν άνθρωπο απείραχτο..
ἄνθρωπον ἀπείρακτον..
Εἶχε κλέψει μὲ τὸ μάτι, ἀπὸ ἕναν διαβατικὸν Είχε κλέψει με το μάτι, από έναν περαστικό μαχαιροποιό,
μαχαιροποιόν, τὴν τέχνην του. Ἐπροσπάθει ἀτελῶς νὰ την τέχνη του. Προσπαθούσε χωρίς μεγάλη επιτυχία να
κατασκευάζη μαχαίρια. Εἶχε μέγαν τροχὸν εἰς τὴν αὐλήν, κατασκευάζει μαχαίρια. Είχε έναν μεγάλο τροχό στην αυλή,
τὴν σκεπαστὴν ἀπὸ τὸ μέγα χαγιάτι, καὶ τὸ κατώγι τῆς την σκεπαστή από το μεγάλο χαγιάτι, και το κατώι της οικίας
οἰκίας σχεδὸν τὸ εἶχε μεταβάλει εἰς ἐργοστάσιον - κ' σχεδόν το είχε μεταβάλει σε εργοστάσιο – και τρόχιζε όλα τα
ἐτρόχιζεν ὅλα τὰ μαχαίρια καὶ τοὺς ξυραφάδες τῶν μαχαίρια και τα ξουράφια των αλανιών, και όταν δεν είχε
ἀγυιοπαίδων, καὶ ὅταν δὲν εἶχεν ἄλλα νὰ τροχίση, ἐτρόχιζε άλλα να τροχίσει, τρόχιζε το δικό του. Ήθελε πάση θυσία να
τὸ ἰδικόν του. Ἐφιλοτιμεῖτο νὰ τὸ κάμη δίκοπον, ἂν καὶ ἐξ το κάνει δίκοπο, αν και δεν ήταν σχεδιασμένο έτσι εξ αρχής.
ἀρχῆς δὲν ἤτον οὕτω σχεδιασμένον. Προσέτι ἐδοκίμαζε νὰ Ακόμα δοκίμαζε να φτιάχνει κουμπούρες, πιστόλια, μικρά
κατασκευάζη κουμποῦρες, πιστόλια, μικρὰ κανονάκια, καὶ κανονάκια, και άλλα φονικά όργανα. Όλα τα χρήματα, όσα
ἄλλα φονικὰ ὄργανα. Ὅλα τὰ λεπτά, ὅσα ἐκέρδιζεν ἀπὸ τὶς κέρδιζε από τις κούκλες, τ' αγαλματάκια και τις μάσκες, και
κοῦκλες, τ' ἀγαλμάτια καὶ τὰς προσωπίδας, καὶ δὲν τὰ δεν τα έπινε, τα αγόραζε μπαρούτι. Είχε δοκιμάσει μάλιστα
ἔπινε, τὰ ἠγόραζε πυρίτιδα. Καὶ ὁ ἴδιος εἶχε δοκιμάσει νὰ να φτιάξει και μόνος του ένα τέτοιο προϊόν. Τις μέρες του
κατασκευάζη ἐν τοιοῦτον προϊόν. Τὰς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, Πάσχα, και δύο εβδομάδες ακόμη νωρίτερα, ήταν φόβος και
καὶ δυὸ ἑβδομάδας ἀκόμη ὀψιμώτερα, ἧτο φόβος καὶ τρόμος να τολμήσει κάποιος να περάσει από τη γειτονιά, στην
τρόμος νὰ τολμήση τις νὰ περάση ἀπὸ τὴν γειτονιᾶν, εἰς οποία βασίλευε διά του τρόμου ο Μούτρος. Οι πιστολιές
τὴν ὁποίαν ἐβασίλευε διὰ τοῦ τρόμου ὁ Μοῦτρος. Οἱ έπεφταν συνεχώς..
πιστολισμοὶ ἔπιπτον ἀδιάλειπτοι..
Μίαν Κυριακήν, ὁ Μοῦρος μεθυσμένος εἶχε κάμει Μια Κυριακή, ο Μούρος, μεθυσμένος, έκανε μεγάλη
παραπολλᾶς ἀταξίας εἰς τὸν δρόμον. Δυὸ χωροφύλακες φασαρία στον δρόμο. Δύο χωροφύλακες, ακούγοντας τα
ἀκούσαντες τὰ παράπονα πολλῶν ἀνθρώπων, τὸν παράπονα πολλών ανθρώπων, τον κυνήγησαν για να τον
ἐκυνήγησαν διὰ νὰ τὸν πιάσουν, καὶ τὸν πάρουν «μέσα» ἢ πιάσουν και να τον πάρουν "μέσα" ή "στην καζάρμα". Αλλά ο
«στὴν καζάρμα». Ἀλλ' ὁ Μῶρος, λίαν εὐκίνητος, τοὺς Μούρος, πολύ ευκίνητος, τους ξέφυγε, γύρισε και τους
ἔφυγεν, ἐγύρισε καὶ τοὺς ἐμυκτήρισε μακρόθεν, καὶ πάλιν κορόιδεψε από μακριά, και τρέποντας πάλι σε φυγή,
τραπεὶς εἰς φυγήν, ἐκρύβη εἰς μέρος ἀπρόσιτον - εἰς τὸ κρύφτηκε σε μέρος απρόσιτο - στο εσωτερικό μέρος του
μέσα μέρος τοῦ ὑπόστεγου ταρσανᾶ ἑνὸς ναυπηγοῦ, υπόστεγου του ταρσανά ενός ναυπηγού, ξαδέλφου του. Στη
ἐξαδέλφου του. Εἴτα, ἐπειδὴ οἱ δυὸ ἄνδρες παρήτησαν τὴν συνέχεια, επειδή οι δύο άνδρες παράτησαν την καταδίωξη,
καταδίωξιν, ἀνέλαβε θάρρος κ' ἐξῆλθεν εἰς τὸν δρόμον.. πήρε θάρρος και βγήκε στον δρόμο..
Τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ὁ Μῶρος, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ξεμεθύσει Τη μέρα εκείνη, ο Μούρος, επειδή δεν είχε ξεμεθύσει
ἀκόμα, κατήντησε νὰ κυνηγήση εἰς τὸν δρόμον καὶ τὴν ακόμα, κατέληξε να κυνηγάει στον δρόμο και την ίδια του τη
ἰδίαν μητέρα του, ἀπειλῶν νὰ τὴν σφάξη. Παρεπονεῖτο ὅτι μητέρα, απειλώντας να τη σφάξει. Παραπονιόταν ότι η γριά
ἡ γραία τοῦ εἶχε κλέψει λεπτὰ ἀπὸ τὴν τσέπην. Τὴν του είχε κλέψει λεπτά από την τσέπη. Την έφτασε στην αυλή
ἔφθασεν εἰς τὴν αὐλὴν τῆς οἰκίας, ὅπου ἔτρεχεν αὔτη διὰ του σπιτιού, όπου έτρεχε αυτή για να κρυφτεί, την άρπαξε
νὰ κρυφθῆ, τὴν ἄρπαξεν ἀπὸ τὰ μαλλιά, καὶ τὴν ἔσυρεν ἐπὶ από τα μαλλιά, και την έσυρε επί πάνω στο δρόμο σε
τοῦ ἐδάφους τῆς ὁδοῦ, εἰς διάστημα πενήντα βημάτων.. απόσταση πενήντα βημάτων..
Αὐτὴ εἶχε βάλει τὰς φωνάς, κ' ἐξῆλθον οἱ γείτονες. Ἤτον Αυτή είχε βάλει τις φωνές, και βγήκαν οι γείτονες. Ήταν
ὥρα ἐσπερινού, μικρὸν πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου. Εἰς τὰς ώρα του εσπερινού, λίγο πριν τη δύση του ηλίου. Στις φωνές
φωνὰς τῶν γειτόνων, ἔφθασαν οἱ δυὸ χωροφύλακες, των γειτόνων, έφτασαν οι δύο χωροφύλακες, οι οποίοι
οἵτινες ἀπὸ πρὶν κατεζήτουν τὸν Μοῦρον, καὶ μόνον κατὰ αναζητούσαν τον Μούρο από πριν, και μόνον φαινομενικά
τὸ φαινόμενον εἶχον παραιτήσει τὸ κυνήγημα - ἐξ ἐναντίας είχαν παραιτηθεί το κυνηγητό - αντίθετα μάλιστα ήταν πολύ
μάλιστα ἦσαν λίαν ἐξωργισμένοι ἐναντίον τοῦ ταραξίου. Ὁ εξοργισμένοι εναντίον του ταραξία. Ο Μούρος, μόλις τους
Μοῦρος, ἅμα τοὺς εἶδεν, ἄφησεν τὴν μητέρα τοῦ κ' ἐτράπη είδε, άφησε τη μητέρα του και τράπηκε σε φυγή. Έτρεξε να
εἰς φυγήν. Ἔτρεξε νὰ κρυφθῆ εἰς τὴν οἰκίαν, ἐξ ἀνάγκης, κρυφτεί στο σπίτι, εξ ανάγκης, επειδή βρέθηκε "στα στενά",
ἐπειδὴ εὑρέθη «στὰ στενά», καὶ δὲν ἔβλεπεν ἄλλο ἄσυλον και δεν έβλεπε άλλο άσυλο ακόμα μακρύτερα αλλά
πλέον μακρυσμένον ἀλλ' ἀσφαλέστερον.. ασφαλέστερο..
Ἡ γραία, ἅμα ἐσηκώθη, καταμωλωπισμένη, πλήρης Η γριά, μόλις σηκώθηκε, καταματωμένη και γεμάτη σκόνη,
κονιορτοῦ, εἶδε τοὺς χωροφύλακας, κι ἄρχισε νὰ τοὺς είδε τους χωροφύλακες, και άρχισε να τους παρακαλεί..
ἱκετεύη..
- Ἀφῆστε τὸν, παιδιά! Παλαβὸς εἶναι, δὲν εἶναι τίποτε. — Αφήστε τον, παιδιά! Παλαβός είναι, δεν είναι τίποτα.
Μὴν τόνε σκοτώνετε, παιδιά, μὲ τὸ καμτσί!. Μην τον σκοτώνετε, παιδιά, με το μαστίγιο!.
Τοῦτο εἶπε διότι εἶδε τὸν ἕναν χωροφύλακα Τούτο είπε διότι είδε τον έναν χωροφύλακα εξαγριωμένο,
ἐξηγριωμένον, κρατοῦντα εἰς τὴν χείραν φοβερὸν κρατώντας στην χείρα φοβερό μαστίγιο. Οι δύο άνδρες δεν
μαστίγιον. Οἱ δυὸ ἄνδρες δὲν ἔδωκαν προσοχὴν εἰς τὰς έδωσαν προσοχή στις ικεσίες της, αλλά συνέχισαν να τρέχουν
ἰκεσίας της, ἀλλ' ἐξηκολούθησαν νὰ τρέχουν πρὸς καταδιώκοντας τον Μώρο. Παραβίασαν το άσυλο, το κατώι
καταδίωξιν τοῦ Μώρου. Παρεβίασαν τὸ ἄσυλον, τὸ κατώγι του σπιτιού, όπου είχε το εργοστάσιό του ο Μώρος. Εκεί είχε
τῆς οἰκίας, ὅπου εἶχε τὸ ἐργοστάσιόν του ὁ Μῶρος. Ἐκεῖ τρέξει για να κρυφτεί, και μόλις πρόλαβε να μανταλώσει την
εἶχε τρέξει διὰ νὰ κρυφθῆ, καὶ μόλις ἐπρόφθασε νὰ πόρτα. Αλλά η σανίδα ήταν σχεδόν σάπια, και άσχημα
μανδαλώση τὴν θύραν. Ἀλλ' ἡ σανὶς ἧτο ὑπόσαθρος, τοποθετημένη, μιας και ο Μώρος δεν είχε αγαπήσει τις
κακῶς προσαρμοζομένη, καὶ ὁ Μῶρος δὲν εἶχεν ἀγαπήσει ειρηνικές τέχνες για να φροντίσει να την διορθώσει. Εκείνοι
τὰς εἰρηνικᾶς τέχνας διὰ νὰ φροντίση νὰ τὴν διόρθωση. έσπασαν τον μικρό σύρτη και μπήκαν μέσα..
Ἐκεῖνοι ἔσπασαν τὸν μικρὸν σύρτην καὶ εἰσῆλθον..
Ὁ Μοῦρος ταχὺς ὡς αἴλουρος ἀνερριχήθη εἰς τὴν Ο Μούρος γρήγορος σαν αίλουρος σκαρφάλωσε στην
κλαβανήν, εἰς τὸ πάτωμα. Ἡ κλαβανὴ ἧτο σιμὰ εἰς τὸν γκλαβανή, στο πάτωμα. Η γκλαβανή ήταν κοντά στον βόρειο
βόρειον τοῖχον, ὁ δὲ βόρειος τοῖχος ἧτο ἐν μέρει τοίχο, κι ο βόρειος τοίχος ήταν εν μέρει θεμελιωμένος στον
θεμελιωμένος εἰς τὸν βράχον, ὁ βράχος ἐξεῖχε, καὶ παρεῖχε βράχο, ο βράχος εξείχε, και έδινε πάτημα στα γρήγορα πόδια
πάτημα εἰς τοὺς πόδας τοῦ Μώρου τοὺς γοργούς, καὶ του Μώρου, μιας και είχε σκάψει ο ίδιος κατά καιρούς, κι
ἀλλὰς ἐσοχᾶς ἐπὶ τοῦ τοίχου εἶχε σκάψει ὁ ἴδιος κατὰ άλλες εσοχές στον τοίχο μονάχα με τα πόδια του. Επειδή
καιρούς, διὰ μόνων τῶν ποδῶν του. Ἐπειδὴ φαίνεται ὅτι φαίνεται ότι συνήθιζε πολύ συχνά το είδος τούτο της
συνήθιζε πολὺ συχνὰ τὸ εἶδος τοῦτο τῆς γυμναστικῆς.. γυμναστικής..
Ἡ σανὶς τῆς καταρρακτὴς ἧτο κλειστή. Ὁ Μωρὸς τὴν Η σανίδα της καταπακτής ήταν κλειστή. Ο Μούρος την
ἤνοιξε μὲ ἕνα κτύπον τῆς κεφαλῆς του καὶ μὲ μίαν άνοιξε με ένα χτύπημα του κεφαλιού του και με μια
προσπάθειαν τοῦ ἀριστεροῦ τοῦ βραχίονος. Εἴτα ὡς ὁ προσπάθεια του αριστερού του βραχίονα. Έπειτα, σαν
κολυμβητής, ὁ ἀναδυόμενος ἐκ τοῦ κύματος, ἐπήδησεν κολυμβητής που αναδύεται από το κύμα, πήδηξε πάνω στο
ἐπάνω εἰς τὸ πάτωμα, ἔκλεισε μετὰ κρότου τὴν κλαβανήν, πάτωμα, έκλεισε με κρότο την κλαβανή, και φάνηκε ότι έβαλε
κ' ἐφάνη ὅτι ἔθεσεν ἐν βάρος, ἴσως μικρὰν τινὰ κασσέλαν, ένα βάρος, ίσως μια μικρή κασέλα, πάνω στη σανίδα..
ἐπὶ τῆς σανίδας..
Οἱ δυὸ χωροφύλακες, ἐν ὀργῇ καὶ μὲ πολλὰς Οι δύο χωροφύλακες, με οργή και με πολλές βρισιές,
βλασφημίας, ἤρχισαν νὰ ψάχνουν εἰς τὸ ἰσόγειον. άρχισαν να ψάχνουν στο ισόγειο. Κατάσχεσαν όσα μαχαίρια
Κατέσχον ὅσα μαχαίρια καὶ κουμπούρια εὗρον ἐκεῖ, ὅπως και κουμπούρια βρήκαν εκεί, όπως και τον τροχό, και δύο
καὶ τὸν τροχόν, καὶ δυὸ ἀλλὰς μικρὰς ἀκόνας καὶ άλλα μικρά ακονιστήρια και ετοιμάζονταν να βγουν, μπορεί
ἡτοιμάζοντο νὰ ἐξέλθουν ἴσως διὰ νὰ φύγουν, ἴσως καὶ διὰ και για να φύγουν, μπορεί και για να ανέβουν πάνω στο
ν' ἀνέλθουν ἐπάνω εἰς τὴν οἰκίαν.. σπίτι..
Ὁ Μοῦτρος ἢ Μοῦρτος, ἐπάνω στὸ πάτωμα, ἤτον Ο Μούρος, πάνω στο πάτωμα, ήταν γεμάτος οργή,
πλήρης ὀργῆς, μεθύων ἀκόμη, καὶ ἀφρισμένος. Ἐφύσα ἀπὸ μεθυσμένος ακόμη, και αφηνιασμένος. Φυσούσε από μανία
μανίαν καὶ λύσσαν. Ἐκεῖ ἐπάνω εὑρέθη μόνη ἡ ἀδελφή του και λύσσα. Εκεί επάνω βρήκε μόνη την αδερφή του την
ἡ Ἀμέρσα, παιδίσκη δεκαεπτὰ ἐτῶν τότε, ἥτις ἐτρόμαξεν Αμέρσα, κορίτσι δεκαεπτά ετών τότε, η οποία φοβήθηκε όταν
ἅμα τὸν εἶδε ν' ἀναρριχᾶται εἰς τὴν κλαβανὴν μὲ τοιοῦτον τον είδε να ανεβαίνει στην κλαβανή με τέτοιον παράξενο
ἀλλόκοτον τρόπον. Εἶχεν ἀκούσει κάτω τὰ βήματα καὶ τὰς τρόπο. Είχε ακούσει κάτω τα βήματα και τις βρισιές των δύο
βλασφημίας τῶν δυὸ χωροφυλάκων. Ἔκυψεν εἰς μικρὰν χωροφυλάκων. Έσκυψε σε μια μικρή σχισμάδα, μεταξύ δύο
σχισμάδα, μεταξὺ δυὸ σανίδων του κακῶς ἡρμοσμένου σανίδων του κακοφτιαγμένου πατώματος, ή σε κάποιον κενό,
πατώματος, ἢ εἰς ἕνα ρόζον μιᾶς σανίδος, χάσκοντα, κενόν, ανοιχτό ρόζο μιας σανίδας, και είδε κάτω τους δύο
καὶ εἶδε κάτω τοὺς δυὸ ἀνθρώπους τῆς ἐξουσίας, εἰς τὸ ανθρώπους της εξουσίας, στο φως που έμπαινε από την πόρτα
φῶς τὸ εἰσδύον διὰ τῆς θύρας τοῦ κατωγείου, τὴν ὁποίαν του κατωγιού, που είχαν ανοίξει εκείνοι..
εἶχον ἀνοίξει ἐκεῖνοι..
- Μωρή! σ' ἔφαγα. τώρα θὰ πιω τὸ αἷμα σου! ἔκραξεν ὁ — Μωρή! Σε έφαγα. Τώρα θα πιω το αίμα σου! φώναξε ο
Μοῦτρος, μὴ ἔχων ποὺ ἀλλοῦ νὰ ξεθυμάνη καὶ ἀπειλῶν Μούρος, αφού δεν είχε που αλλού να ξεθυμάνει και
ἄνευ αἰτίας τὴν ἀδελφήν του.. απειλώντας δίχως αιτία την αδερφή του..
- Σιώπα!.σιώπα! ἐψιθύρησεν ἡ Ἀμέρσα. Πῶ πῶ, Θεέ μου! — Σώπα!. Σώπα! ψιθύρισε η Αμέρσα. Ω Θεέ μου! Δύο
Δυὸ «ταχτικοί»! κάτω στὸ κατώι. ψάχνουν. ψάχνουν. Τί «ταχτικοί»! κάτω στο κατώι. ψάχνουν. ψάχνουν. Τι
γυρεύουν;. γυρεύουν;.
Ἔβλεπε τοὺς δυὸ χωροφύλακας ν' ἀποκομίζουν τὰ Έβλεπε τους δύο χωροφύλακες να απομακρύνουν τα
μικρά, ἄξεστα ὅπλα, τὰ ἔργα τοῦ ἀδελφοῦ της, ὡς καὶ τὸν μικρά, άξεστα όπλα, τα έργα του αδελφού της, καθώς και τον
τροχὸν καὶ τὰς ἀκόνας. Εἴτα αἴφνης τοὺς εἶδε νὰ κύπτουν τροχό και τα ακονιστήρια. Έπειτα ξαφνικά τους είδε να
πρὸς τὴν γωνίαν, ὅπου ἵστατο ὁ ὑφαντικὸς ἱστὸς τὴν σκύβουν προς τη γωνία, όπου βρισκόταν ο αργαλειός της
μητρός της, καὶ εἶδε τὸν ἕναν χωροφύλακα νὰ λαμβάνη εἰς μητέρας της, και είδε τον έναν χωροφύλακα να παίρνει στα
τὰς χείρας του τὴν σαΐτταν ἢ κερκίδα, ἥτις θὰ τοῦ ἐφάνη χέρια του τη σαΐτα ή κερκίδα, η οποία θα του φαινόταν ίσως
ἴσως καὶ αὐτὴ ὡς ὅπλον - ἀφοῦ μάλιστα καλεῖται καὶ και αυτή ως όπλο - αφού μάλιστα τη λένε και σαΐτα. Ο άλλος
σαΐττα. Ὁ ἄλλος ἐδοκίμασε ν' ἀποσπάση ἀπὸ τὸν ἐργαλεῖον προσπάθησε να αποσπάσει από το εργαλείο το «αντί», το
τὸ ἀντίον, τὸ μέγα κυλινδροειδὲς ξύλον, περὶ τὸ ὁποῖον μεγάλο κυλινδρικό ξύλο, γύρω από το οποίο τυλίγεται το
τυλίγεται τὸ νεοΰφαντον πανίον. ἴσως δὲν εἶχεν ἰδεῖ νεοΰφαντο πανί. Ίσως δεν είχε δει παρόμοιο πράγμα στη ζωή
παρόμοιον πράγμα εἰς τὴν ζωήν του, κ' ἐφαντάζετο ὅτι καὶ του, και φανταζόταν ότι και αυτό ίσως θα μπορούσε να
αὐτὸ ἴσως θὰ ἧτο καλὸν διὰ νὰ χρησιμεύση ὡς ὅπλον.. χρησιμοποιηθεί ως όπλο..
Ἡ Ἀμέρσα, ἰδοῦσα ἀφῆκε κραυγὴν πεπνιγμένην. Η Αμέρσα, μόλις το είδε, άφησε μια πνιγμένη κραυγή.
Ἠθέλησε νὰ φωνάξη ν' ἀφήσουν το ἀντὶ καὶ τὴν σαγίττα, Ήθελε να φωνάξει να αφήσουν το «αντί» και τη «σαΐτα»,
ἀλλ' ὁ ἦχος ἐξέπνευσεν εἰς τὸ στόμα της.. αλλά ο ήχος χάθηκε στο στόμα της..
- Σκάσε, μωρή! ἔγρυξεν ὁ Μοῦρτος. Τί λογιάζεις; Τί — Σκάσε, μωρή! φώναξε ο Μούρτος. Τι λογιάζεις; Τι
γλέπεις καὶ γελᾶς;. βλέπεις και γελάς;.
Ὁ Μοῦρτος, ἐν τῇ μέθῃ του, εἶχεν ἐκλάβει ὡς γέλωτα τὴν Ο Μούρτος, στο μεθύσι του, νόμισε ότι η άναρθρη εκείνη
ἄναρθρον ἐκείνην κραυγὴν τῆς ἀδελφῆς του.. κραυγή της αδελφής του ήταν γέλιο..
Μετ' ὀλίγα λεπτά, οἱ δυὸ χωροφύλακες, ἀφοῦ ἔρριψαν Μετά από λίγα λεπτά, οι δύο χωροφύλακες, αφού έριξαν
τελευταῖον βλέμμα πρὸς τὴν κλαβανὴν -τὴν ὁποίαν εἶχον ένα τελευταίο βλέμμα προς την κλαβανή - την οποία είχαν δει
ἰδεῖ νὰ κλείεται ἀκριβῶς καθ' ἢν στιγμὴν εἰσήρχοντο εἰς τὸ να κλείνει ακριβώς τη στιγμή που μπήκαν στο ισόγειο –
ἰσόγειον- ἐξῆλθον. Ἡ Ἀμέρσα ἀνεσηκώθη. Τῆς ἐφάνη ὅτι βγήκαν έξω. Η Αμέρσα σηκώθηκε. Της φάνηκε ότι άκουσε
ἤκουσε τριγμὸν εἰς τὸ κάτω σκαλοπάτι τῆς ἐξωτερικῆς τρίξιμο στο κάτω σκαλοπάτι της εξωτερικής σκάλας, η οποία
σκάλας, ἥτις ἧτο ξυλίνη, σκεπαστὴ ὑπὸ τὸ εὐρύχωρον ήταν ξύλινη, σκεπασμένη κάτω από το ευρύχωρο χαγιάτι, το
χαγιάτι, τὸ ὑπόστεγον. Ἔτρεξε πρὸς τὴν θύραν.. υπόστεγο. Έτρεξε προς την πόρτα..
Ἐφαντάσθη ὅτι οἱ δυὸ «ταχτικοί», ὅπως τοὺς ὠνόμαζεν, Φαντάστηκε ότι οι δύο «ταχτικοί», όπως τους ονόμαζαν,
ἀνέβαινον τὴν σκάλαν, καὶ ἴσως θὰ παρεβίαζον καὶ τὴν ανέβαιναν τη σκάλα, και ίσως θα παραβίαζαν και την πόρτα
θύραν τῆς οἰκίας. Ἔκυψεν εἰς τὴν κλειδότρυπαν, κ' του σπιτιού. Κάθισε στην κλειδαρότρυπα, και προσπάθησε να
ἐπροσπάθει νὰ ἵδη κ' ἐννοήση τὰ συμβαίνοντα διὰ τῆς δει και να καταλάβει τι γινόταν μέσω της μικρής τρύπας,
μικρᾶς ὀπῆς, ἐπειδὴ τὸ μόνον παράθυρον τῆς προσόψεως επειδή το μόνο παράθυρο της πρόσοψης ήταν κλειστό, και
ἧτο κλεισμένον, καὶ δὲν εἶχεν ἄλλο μέσον διὰ νὰ ἵδη.. δεν είχε άλλο μέσο για να δει..
Ὁ Μοῦρος βλέπων τὴν Ἀμέρσα νὰ τρέχη πρὸς τὴν Ο Μούρος βλέποντας την Αμέρσα να τρέχει προς την
θύραν, ἐφαντάσθη, ἐν τῶν παραλογισμῶ τῆς μέθης του, ὅτι πόρτα, φαντάστηκε, μες τον παραλογισμό του μεθυσιού του,
ἡ ἀδελφὴ τοῦ ἤθελε ν' ἀνοίξη τὴν θύραν καὶ τὸν παραδώση ότι η αδελφή του ήθελε να ανοίξει την πόρτα και να τον
εἰς τοὺς χωροφύλακας. Τότε, τυφλὸς ἐκ μανίας, ἔσυρεν παραδώσει στους χωροφύλακες. Τότε, τυφλός από μανία,
ὄπισθεν, ἀπὸ τὰ νῶτα τῆς ὀσφύος του, τροχισμένην έσυρε από πίσω, από τα πισω μέρος της μέσης του, το
μάχαιραν τὴν ὁποίαν εἶχε, καὶ ὁρμήσας ἐκτύπησε τὴν τροχισμένο μαχαίρι που είχε μαζί του και ορμώντας χτύπησε
ἀδελφήν του εἰς τὸ πλευρὸν ὄπισθεν, κατὰ τὴν δεξιὰν την αδελφή του στο πλευρό πίσω, κατά τη δεξιά μασχάλη..
μασχάλην..
Αἰσθανθείσα τὸν ψυχρὸν σίδηρον, ἡ Ἀμέρσα ἀφῆκε Αισθανόμενη τον κρύο σίδηρο, η Αμέρσα άφησε μια
σπαρακτικὴν κραυγήν.. σπαραχτική κραυγή..
Οἱ δυὸ χωροφύλακες δὲν εἶχον ἀκόμη ἀπομακρυνθῆ, Οι δύο χωροφύλακες δεν είχαν ακόμη απομακρυνθεί, αλλά
ἀλλ' εἶχαν κοντοσταθῆ ἔξω τῆς θύρας τοῦ ἰσογείου, ὡς νὰ είχαν κοντοσταθεί έξω από την πόρτα του ισογείου, σαν να
ἐσυμβουλεύοντο τί νὰ κάμουν. Ἤκουσαν τὴν κραυγὴν συζητούσαν τι να κάνουν. Άκουσαν την κραυγή εκείνη του
ἐκείνην τοῦ τρόμου, ἐκοίταξαν ἐπάνω, κ' ἔτρεξαν.. τρόμου, κοίταξαν επάνω, και έτρεξαν..
Τότε ἀνέβησαν μετὰ κρότου τὴν σκάλαν κ' ἔφθασαν εἰς Τότε ανέβηκαν με θόρυβο τη σκάλα και έφτασαν στο
τὸ χαγιάτι. Ἔσεισαν βιαίως τὴν θύραν.. χαγιάτι. Κούνησαν δυνατά την πόρτα..
- Ἐν ὀνόματι τοῦ Νόμου! Ἀνοίξατε!. — Εν ονόματι του Νόμου! Ανοίξτε!.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἦλθεν εἰς τὸν ἕνα τῶν Την στιγμή εκείνη ήρθε σε έναν από τους χωροφύλακες η
χωροφυλάκων ἡ ὑπόνοια ὅτι ὁ ἔνοχος θὰ ἠδύνατο ἴσως νὰ υποψία ότι ο ένοχος θα μπορούσε ίσως να δραπετεύσει μέσω
δραπετεύση διὰ τῆς καταρρακτὴς καὶ τοῦ ἰσογείου. της καταπακτής και του ισογείου. Γυρνώντας στον δεύτερο
Στραφεὶς εἰς τὸν δεύτερον χωροφύλακα τοῦ λέγει.. χωροφύλακα του λέει..
- Ἔχε τὸ νοῦ σου, σῦ! Μή μας τὸ στρίψη ἀπὸ κατ' ἀπ' τὸ — Έχε το νου σου, συ! Μη μας το στρίψει από κάτω από
καταχυτό, ἀπ' τὴν καταρρήχωση!.Κ' ὕστερις ποῦ νὰ τὸν το καταχυτό, από την καταρρήχωση!.Και ύστερα πού να τον
χαλεύουμε;. ψάχνουμε;.
- Τί κρένεις; εἶπεν ὁ δεύτερος, μὴ ἐννοήσας ἀμέσως.. — Τι λες; είπεν ο δεύτερος, μη καταλαβαίνοντας αμέσως..
- Αὐτὸ πού σου κρένω! ἐπέμενεν ὁ πρῶτος. Κᾶμε κεῖνο — Αυτό που σου λέω! επέμενε ο πρώτος. Κάνε κείνο που σε
ποὺ σὲ χουιάζουνε!. χουγιάζουνε!.
Ὁ δεύτερος χωροφύλαξ, καίτοι νωθρὸς ὀλίγον, ἔτρεξε Ο δεύτερος χωροφύλακας, αν και κάπως νωθρός, έτρεξε
κάτω ὅσον ταχύτερα ἠμπόρεσε, διὰ νὰ κλείση τὴν θύραν κάτω όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να κλείσει την πόρτα
τοῦ ἰσογείου, ἢ διὰ νὰ παραμονεύση. Ἀλλ' ἤτον ἤδη ἀργά. του ισογείου, ή για να παραμείνει εκεί. Αλλά ήταν ήδη αργά.
Ὁ Μοῦρος ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε ἀνοίξει τὴν κλαβανήν, Ο Μούρος εν τω μεταξύ είχε ανοίξει την γκλαβανή,
ἀποσύρας τὴν μικρὰν κασσέλαν τὴν ὁποίαν εἶχε βάλει τραβώντας την μικρή κασέλα που είχε βάλει επάνω της, και
ἐπάνω της, καὶ εἶχε πηδήσει κάτω. Ἤτον ὑπὲρ τὰ δυὸ είχε πηδήξει κάτω. Ήταν πάνω από δύο μέτρα το ύψος, αλλά
μέτρα τὸ ὕψος, ἀλλ' ὁ Μοῦρος ἤτον ἐλαφρός, εὐκίνητος, ο Μούρος ήταν ελαφρύς, ευκίνητος, και κάτω το έδαφος ήταν
κάτω δὲ τὸ ἔδαφος ἧτο στρωμένον μὲ πελεκούδια καὶ στρωμένο με πελεκούδια και πριονίδια, και στάθηκε όρθιος
πριονίδια, κ' ἔφθασε κάτω ὄρθιος καὶ ἀβλαβής.. και αβλαβής..
Τρέχων ὡς ἄνεμος, ἀνέτρεψε τὸν χωροφύλακα, ὅστις Τρέχοντας σαν άνεμος, αναποδογύρισε τον χωροφύλακα, ο
ἔπεσε βαρὺς ἔμπροσθεν τῆς ἐξωτερικῆς σκάλας, κ' ἔφυγεν, οποίος έπεσε βαρύς μπροστά από την εξωτερική σκάλα, και
ὁ Μοῦρτος, ὡς ἀστραπή. Ἔτρεξεν ἐπάνω εἰς τὰ Κοτρώνια, έφυγε, ο Μούρος, σαν αστραπή. Έτρεξε επάνω στα
εἰς τὴν κατοικίαν τῶν γλαυκῶν. Ἧτο βραχώδης λόφος Κοτρώνια, εκεί που ζουν οι κουκουβάγιες. Ήταν ένας λόφος
ὑψούμενος ὑπεράνω, ἐκ τῶν νώτων τῆς οἰκίας, ὅπου όλο βράχια που υψώνονταν πάνω από το πίσω μέρος του
ἤξευρεν ὅλα τὰ «κατατόπια» ὁ Μοῦρτος. Οὔτε κατώρθωσέ σπιτιού, όπου ήξερε όλα τα «κατατόπια» ο Μούρος. Ούτε
τις ποτέ, χωροφύλαξ ἢ ἄλλος νὰ τὸν συλλαβή.. κατόρθωσε ποτέ, χωροφύλακας ή άλλος να τον συλλάβει..
Τὴν ὥραν ποὺ εἶχε πηδήσει ὁ Μοῦτρος ἀπὸ τὴν Την ώρα που είχε πηδήξει ο Μούτρος από την καταπακτή,
καταρράκτην, παραδόξως εἶχεν ἐνθυμηθῆ -ἴσως διότι εἶχε παραδόξως είχε θυμηθεί –ίσως επειδή είχε ξεμεθύσει ήδη από
ξεμεθύσει ἤδη ἀπὸ τὰ συμβάντα, ἢ εἶχε «ξεμουστώσει» τα συμβάντα, ή είχε «ξεμουστώσει» όπως θα έλεγε ο ίδιος–
ὅπως θὰ ἔλεγεν ὁ ἴδιος- εἶχεν ἐνθυμηθῆ, λέγω, ὅτι ἀφοῦ είχε θυμηθεί, λέω, ότι αφού μαχαίρωσε την αδελφή του, το
ἐμαχαίρωσε τὴν ἀδελφήν του, ἡ μάχαιρα τοῦ ἔπεσε ἀπὸ τὴν μαχαίρι του έπεσε από την χέρι, και κείτονταν στο πάτωμα.
χείρα, καὶ ἔκειτο εἰς τὸ πάτωμα. Τοῦτο συνέβη ἴσως διότι Αυτό συνέβη ίσως διότι του είχαν έρθει τύψεις και φόβος, την
τοῦ εἶχον ἔλθει τύψεις καὶ φόβος, τὴν στιγμὴν ἐκείνην - διὸ στιγμή εκείνη –και έτσι είχε αγγίξει με την λεπίδα την σάρκα
καὶ ἐπιπολὴς μόνον εἶχε θίξει μὲ τὴν λεπίδα τὴν σάρκα τῆς της αδελφής του μόνο επιπόλαια..
ἀδελφῆς του..
Καθὼς τοῦ ἦλθεν ἡ ἰδέα νὰ φύγη, κ' ἔτρεξε ν' ἀνοίξη τὴν Καθώς του ήρθε η ιδέα να φύγει, και έτρεξε να ανοίξει την
κλαβανήν, ἐπειδὴ ἐνόησε πλέον ὅτι οἱ χωροφύλακες κλαβανή, επειδή κατάλαβε πλέον ότι οι χωροφύλακες
ἀνέβαινον εἰς τὸ πάτωμα, μὴ ἔχων καιρὸν νὰ ἐπανέλθη ανέβαιναν στο πάτωμα, μη έχοντας χρόνο να επιστρέψει προς
πρὸς τὸ μέρος τῆς θύρας, διὰ νὰ κύψη καὶ νὰ ἀναλάβη τὴν το μέρος της πόρτας, για να σκύψει και να πάρει το μαχαίρι,
μάχαιραν, ἕτοιμος νὰ πηδήση κάτω, ἐφώναξε πρὸς τὴν έτοιμος να πηδήξει κάτω, φώναξε προς την αδελφή του:.
ἀδελφήν του:.
- Τὸ «χαμπέρ'», μωρή!. Κοίταξε νὰ κρύψης ἐκεῖνο τὸ — Το «χαμπέρ'», μωρή!. Κοίταξε να κρύψεις εκείνο το
«χαμπέρι»!. «χαμπέρι»!.
Τὴν ἔκφρασιν ταύτην ἐπροτίμησε, διὰ νὰ μὴ ἀκούσουν Προτίμησε αυτή την έκφραση, για να μην ακούσουν οι
οἱ χωροφύλακες τὸ ὀμοιοτέλευτον «μαχαίρι». Κατὰ τὴν χωροφύλακες τη λέξη «μαχαίρι» που έχει την ίδια κατάληξη.
φοβερὰν στιγμήν, πταίστης καὶ ἔνοχος, ἐπεκαλεῖτο τὴν Εκείνη τη φοβερή στιγμή, φταίχτης και ένοχος, επικαλέστηκε
φιλοστοργίαν τῆς ἀδελφῆς του γιὰ νὰ τὸν σώση, καθότι την φιλοστοργία της αδελφής του για να τον σώσει, καθότι
εἶχε πεποίθησιν εἰς αὐτήν. Ἡ μάχαιρα θὰ ἧτο αἰματωμένη, της είχε εμπιστοσύνη. Το μαχαίρι θα ήταν ματωμένο, και θα
καὶ θὰ ἔβλεπον τὸ αἷμα οἱ διῶκται. Καὶ συνιστῶν τὴν έβλεπαν το αίμα οι διώκτες του. Έτσι λέγοντάς της να κρύψει
ἀπόκρυψιν τοῦ ὀργάνου, ἤλπιζε τὴν ἀπόκρυψιν τοῦ το όργανο, έλπιζε να αποκρύψει και το έγκλημα..
ἐγκλήματος..
Τῷ ὄντι ἡ Ἀμέρσα, ἐνῶ τὸ αἷμα ἔρρεεν ἤδη ἐκ τῆς Πράγματι η Αμέρσα, κι ενώ το αίμα έτρεχε ήδη από την
πληγῆς της, βλέπουσα ὅτι ἐξ ἅπαντος θὰ παρεβιάζετο ἡ πληγή της, βλέποντας ότι σίγουρα πια θα παραβιάζονταν η
θύρα, ἐκ παλαιὰς λεπτῆς σανίδος, μ' ἐσκωριασμένους πόρτα, που ήταν φτιαγμένη από μια παλιά λεπτή σανίδα με
σύρτας καὶ μάνδαλα, σχεδὸν λιποθυμοῦσα ἤδη, ἔκυψε καὶ σκουριασμένους σύρτες και μάνταλα, σχεδόν λιποθυμώντας
ἀνέλαβε τὴν μάχαιραν. Εἴτα ἐσύρθη μέχρι τῆς γωνίας ὅπου ήδη, έσκυψε και πήρε το μαχαίρι. Μετά σύρθηκε μέχρι τη
ἧτο μικρὰ τέμπλα, ἤτοι σωρὸς ἐκ διπλωμένων σινδόνων, γωνία όπου ήταν μια μικρή τέμπλα, δηλαδή ένας σωρός
προσκέφαλων καὶ στρωμνῶν.. διπλωμένων σεντονιών, προσκέφαλων και στρωμάτων..
Ἔκρυψε τὴν αἰματωμένην μάχαιραν κάτωθεν ὅλου Έκρυψε το ματωμένο μαχαίρι κάτω από όλον αυτό το
αὐτοῦ τοῦ σωροῦ τῶν ὀθονίων, ἐτυλίχθη αὐτὴ μὲ παλαιόν, σωρό των ρούχων τυλίχτηκε η ίδια με ένα παλιό, μπαλωμένο
ἐμβαλωμένον, ἀλλὰ καθαρὸν πάπλωμα, κ' ἐκάθισεν ἀπάνω αλλά καθαρό πάπλωμα και κάθισε πάνω στο χαμηλό σωρό
εἰς τὸν χαμηλὸν σωρόν, ὅστις ἐβυθίσθη ἀκόμη χαμηλότερα. που βυθίστηκε ακόμα χαμηλότερα. Έφερε το αριστερό χέρι
Ἔφερε τὴν ἀριστερὰν χείρα εἰς τὴν μασχάλην της, κ' στην μασχάλη της, και προσπάθησε να σταματήσει το αίμα.
ἐπροσπάθει νὰ σταματήση τὸ αἷμα. Παραδόξως δὲν εἶχε Κατά περίεργο τρόπο δεν είχε δειλιάσει όταν είχε δει το αίμα,
δειλιάσει ὅταν εἶχεν ἰδεῖ τὸ αἷμα, ἂν καὶ πρώτην φορὰν τῆς αν και πρώτη φοράν της συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όλο αυτό της
συνέβαινε τὸ πάθημα. Τὸ ὅλον τῆς ἐφαίνετο ὡς ὄνειρον. φαίνονταν σαν όνειρο. Μόνο έσφιγγε τα δόντια κι απορούσε
Μόνον ἔσφιγγε τοὺς ὀδόντας καὶ ἠπόρει πὼς δὲν ἠσθάνετο πώς δεν αισθάνονταν ακόμη πόνο. Λίγα δευτερόλεπτα όμως
ἀκόμη πόνον. Ἀλλὰ μετ' ὀλίγα δευτερόλεπτα, ἠσθάνθη αργότερα αισθάνθηκε έναν οξύ πόνο..
ὀξείαν ἀλγηδόνα..
Τὴν ἰδίαν στιγμήν, ἡ θύρα ἐβυθίσθη πρὸς τὰ ἔσω. Ὁ εἰς Την ίδια στιγμή, η πόρτα άνοιξε με βία. Ο ένας
χωροφύλαξ εἰσεπήδησε μετὰ κρότου εἰς τὸ πάτωμα.. χωροφύλακας όρμησε στο πάτωμα με κρότο..
Ἡ Ἀμέρσα δὲν ἀνεσήκωσε τὴν κεφαλήν, ἔκυπτε, καὶ ἧτο Η Αμέρσα δεν σήκωσε το κεφάλι της, ήταν σκυμμένη και
τυλιγμένη ἕως τὴν μύτην εἰς τὸ πάπλωμα.. τυλιγμένη μέχρι τη μύτη της με το πάπλωμα..
- Ποῦ εἴν' αὐτός, ὁ σκιάς; ἔκραξεν ἀπειλητικῶς ὁ "Πού είναι αυτός ο κακούργος;" φώναξε απειλητικά ο
χωροφύλαξ.. χωροφύλακας..
Ἡ Ἀμέρσα δὲν ἀπήντησεν.. Η Αμέρσα δεν απάντησε..
Ὁ στρατιωτικός, ὅστις δὲν εἶχεν ἀντιληφθῆ οὔτε τὴν Ο στρατιώτης, ο οποίος δεν είχε αντιληφθεί ούτε την φυγή
φυγὴν τοῦ Μούρου, οὔτε τὴν ἀνατροπὴν καὶ πτώσιν τοῦ του Μούρου, ούτε την ανατροπή και πτώση του συντρόφου
ἰδίου συστρατιώτου του, ἴσως διότι ἡ στιγμὴ ἐκείνη του, ίσως επειδή η στιγμή εκείνη συνέπεσε ακριβώς με την
συνέπεσεν ἀκριβῶς μὲ τὴν παραβίασιν τῆς θύρας, καὶ ὁ εἰς παραβίαση της πόρτας, και ο ένας θόρυβος έπνιγε και έσβηνε
κρότος ἔπνιγε καὶ ἐβώβαινε τὸν ἄλλον, ἐξήτασεν ὅλον τὸν τον άλλον, εξερεύνησε ολόκληρο το χώρο όπου βρισκόταν η
πρόδομον ὅπου εὑρίσκετο ἡ Ἀμέρσα, εἴτα μετέβη δρομαίως Αμέρσα, στη συνέχεια μπήκε γρήγορα στο χειμωνιάτικο
εἰς τὸν χειμερινὸν θάλαμον, εἴτα εἰς τὸν θαλαμίσκον. δωμάτιο, και στη συνέχεια στο υπνοδωμάτιο. Δεν βρήκε
Κανένα δὲν εὗρε. Μόνον ἡ κλαβανὴ ἤτον ἀνοικτή.. κανέναν. Μόνο η γκλαβανή ήταν ανοιχτή..
Μετὰ μίαν στιγμήν, ἀνήρχετο καὶ ὁ δεύτερος ὁμόσκηνός Μετά από μια στιγμή, ανέβηκε και ο δεύτερος σύντροφός
του.. του..
- Τὸ 'στριψε;. — Το 'στριψε;.
- Τόδωκε ἀπ' τὴν καταρρήχωση, χάμου.. — Τόδωκε απ' την καταρρήχωση, χάμου..
- Καὶ τὸν ἐχούιαξες;. Δὲν τὸν ἐπρόκαμες;. — Και τον εχούγιαξες;. Δεν τον επρόκαμες;.
- Ἔφαγα κατραπακιά!. Ἅ! μὰ φευγάλα. Ἑφτά μίλια τὴν — Έφαγα κατραπακιά!. Α! μα φευγάλα. Εφτά μίλια την
ὥρα!.. ώρα!..
- Ἄχ! ἔκαμεν ὁ πρῶτος χωροφύλαξ, κάμπτων τὸν "Αχ!" έκανε ο πρώτος χωροφύλακας, λυγίζοντας τον
λιχανὸν τῆς δεξιᾶς χειρός, καὶ φέρων αὐτὸν εἰς τὸ στόμα, δείκτη του δεξιού χεριού και φέρνοντάς τον στο στόμα σαν
ὡς διὰ νὰ τὸν δαγκάση, μετὰ σείσματος βιαίου τῆς για να τον δαγκώσει, με βίαιο κούνημα του κεφαλιού του.
κεφαλῆς. Μᾶς πρέπει γιὰ νά μας τὰ ξηλώσουνε!. Μας πρέπει για να μας τα ξηλώσουνε!".
Ὁ δεύτερος χωροφύλαξ, θέλων νὰ κάμη τὸν αὐστηρόν, Ο δεύτερος χωροφύλακας, θέλοντας να κάνει τον αυστηρό,
ἀπέτεινε τὸν λόγον πρὸς τὴν κόρην:. απευθύνθηκε στη κόρη:.
- Γιὰ ποῦ τὸ 'βαλε ὁ ἀδερφός σου, μωρή; τῆς εἶπεν.. — Για πού το 'βαλε ο αδερφός σου, μωρή; της είπε..
Ἡ Ἀμέρσα δὲν ἀπήντησε. Πλὴν μέσα της μὲ ἀκουσίαν Η Αμέρσα δεν απάντησε. Αλλά μέσα της με ασυναίσθητη
εἰρωνείαν ἴσως θὰ ἐψιθύρισε μὲ ὅλον τὸν δεινὸν πόνον καὶ ειρωνεία ίσως θα ψιθύρισε με όλον τον αβάσταχτο πόνο και
τὴν ἀγωνίαν ἢν ἠσθάνετο: «Ἐσὺ ξέρεις».. την αγωνία που αισθανόταν: «Εσύ ξέρεις»..
- Τί κάθεσαι αὐτοῦ, κορίτσι μου; εἶπεν ὁ ἠμερώτερος ὁ — Τι κάθεσαι αυτού, κορίτσι μου; είπε ο πιο ήρεμος ο
πρῶτος χωροφύλαξ. Μὴ σ' ἐχτύπησε, τίποτα;. πρώτος χωροφύλακας. Μη σε χτύπησε, τίποτα;.
Ἡ Ἀμέρσα ἀνένευσε.. Η Αμέρσα κούνησε αρνητικά το κεφάλι..
- Τ' εἶχε καὶ σ' ἐχάλευε;. Γύρευε νὰ σὲ μαχαιρώση;. — Τ' είχε και σε γύρευε;. Ήθελε να σε μαχαιρώσει;.
- Γιατί φώναξες; προσέθηκεν ὁ δεύτερος.. — Γιατί φώναξες; πρόσθεσε ο δεύτερος..
Ἡ Ἀμέρσα ἀπήντησεν εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ πρώτου Η Αμέρσα απάντησε στην ερώτηση του πρώτου
χωροφύλακος:. χωροφύλακα:.
- Ὄχι!. — Όχι!.
- Ἀλήθεια, μὴ σ' ἐμαχαίρωσε; ἐπέμενεν ὁ ἄνθρωπος.. — Αλήθεια, μη σε μαχαίρωσε; επέμενε ο άνθρωπος..
Ἡ Ἀμέρσα μὲ φυσικὴν ἐπιφώνησιν, εἶπεν:. Η Αμέρσα με φυσική επιφώνηση, είπε:.
- Ὁ ἀδελφός μου, θελᾶ μὲ μαχαιρώση!. — Ο αδερφός μου, να θέλει να με μαχαιρώσει!.
- Γιατί κάθεσ' αὐτοῦ, τί ἔχεις; Εἶσαι ἄρρωστη;. — Γιατί κάθεσαι αυτού, τι έχεις; Είσαι άρρωστη;.
- Ἔχω θέρμη!. — Έχω πυρετό!.
Ἡ Ἀμέρσα δὲν εἶχεν συλλογιστὴ ὅτι τὸ πάτωμα, ἢ καὶ ἡ Η Αμέρσα δεν είχε σκεφτεί ότι το πάτωμα, ή και η ψάθα,
ψάθα, θὰ εἶχαν ἴσως κηλιδωθῆ μὲ αἷμα. Ἤδη εἶχε δύσει ὁ θα είχαν ίσως λερωθεί με αίμα. Ήδη είχε δύσει ο ήλιος, και
ἥλιος, καὶ ἧτο ἀμφιλύκη ἐντὸς τῆς οἰκίας. Ἐκτὸς τούτου τὸ μες το σπίτι είχε μισοσκόταδο. Κι εκτός από αυτό, το μέρος
μέρος ὅπου εἶχε πέσει ἡ αἰματωμένη μάχαιρα, εὑρίσκετο που είχε πέσει το ματωμένο μαχαίρι, βρισκόταν την στιγμήν
τὴν στιγμὴν ταύτην εἰς τὴν σκιάν, ὄπισθεν τῆς μονοφύλλου αυτή στην σκιά, πίσω από την μονόφυλλη πόρτα που ήταν,
θύρας, ἀνοικτῆς κατὰ τὰ δυὸ τρίτα, καὶ φθανούσης μέχρι ανοιχτή κατά τα δύο τρίτα, και έφθανε μέχρι τον τοίχο, ώστε
τοῦ τοίχου, ὥστε οἱ δυὸ ἄνδρες δὲν εἶδον τὰς κηλίδας τὰς οι δύο άνδρες δεν είδαν τις κηλίδες τις κόκκινες..
ἐρυθρᾶς..
- Γιατί εἶχες βάλει μιὰ φωνή; ἐπέμενεν ὁ πρῶτος — Γιατί είχες βάλει μια φωνή; επέμενε ο πρώτος
χωροφύλαξ.. χωροφύλακας..
- Εἶχα πόνον καὶ ζάλη, εἶπεν ἡ Ἀμέρσα.. — Είχα πόνο και ζάλη, είπε η Αμέρσα..
Καὶ τὴν ἰδίαν στιγμήν, ὡς διὰ νὰ ἐπικυρωθῆ ὁ λόγος της, Και την ίδια στιγμή, λες κι ήταν να βγει αληθινός ο λόγος
τῆς ἦλθε πράγματι λιποθυμία. Ἔκαμεν ὤχ! σφίγγουσα τοὺς της της ήρθε πράγματι λιποθυμία. Έκανε ωχ! σφίγγοντας τα
ὀδόντας κ' ἔκυψε κάτω. Οἱ δυὸ ἄνθρωποι τῆς ἐξουσίας, δόντια και κάθισε κάτω. Οι δύο άνθρωποι της εξουσίας,
συγκινηθέντες, ἐκοιτάχθησαν, καὶ ὁ πρῶτος εἶπε:. συγκινημένοι, κοίταξαν ο ένας τον άλλον, και ο πρώτος είπε:.
- Μά, ποῦ εἴν' ἡ μάννα της;. — Μα, πού είναι η μάνα της;.
Ὡς ὑπακούουσα εἰς τὴν πρόσκλησιν ταύτην, ἔφθασε Λες και άκουσε αυτή την πρόσκληση, έφτασε τρέχοντας η
τρέχουσα ἡ Φραγκογιαννού.. Φραγκογιαννού..
- Νὰ ἐκείν' ἡ γριά, ποὺ τὴν τράβηξ' ἀπ' τὰ μαλλιὰ ὁ γυιός — Να εκείνη η γριά, που την τράβηξε απ' τα μαλλιά ο γιος
της, μὲς στὸ σοκάκι! εἶπεν ὁ δεύτερος χωροφύλαξ.. της, μέσα στο σοκάκι! είπε ο δεύτερος χωροφύλακα..
Εἴτε προσέθηκε:. Και μετά πρόσθεσε:.
- Δὲν μ' κρένεις, γερόντισσα, ποῦ εἴν' ὁ γυιόκας σου;. — Δεν μου λες, γερόντισσα, πού είναι ο γιος σου;.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ δὲν ἀπήντησε κ' ἔτρεξε πλησίον τῆς Η Φραγκογιαννού δεν απάντησε και έτρεξε κοντά στην
Ἀμέρσας. Ἧτο ἐπιτηδεία ἰάτρισσα, καὶ ἧτο ἱκανὴ νὰ Αμέρσα. Ήταν επιτήδεια γιάτρισσα και ικανή να περιποιηθεί
περιποιηθῆ τὴν κόρην της.. την κόρη της..
Ὅλα ταῦτα ἤρχοντο συχνὰ εἰς τὴν μνήμην τῆς Ἀμέρσας, Όλα αυτά έρχονταν συχνά στη μνήμη της Αμέρσας, και
κ' ἐπανῆλθον ἀκόμη καὶ κατὰ τὰς μακρᾶς ὥρας τῆς νυκτός, ξανάρθαν ακόμη και κατά τις μακριές ώρες της νύχτας, τις
τὰς ἐσπερινᾶς καὶ ὀρθρίας, ὁπότε αὔτη ἔχανε τὸν ὕπνον απογευματινές και πρωινές, όταν έχανε τον ύπνο της στο
της εἰς τὸν οἰκίσκον, πλησίον τῆς κοιμωμένης Κρινιῶς, τῆς σπιτάκι, κοντά στην κοιμισμένη Κρινιώ, της μικρής αδελφής,
μικρᾶς ἀδελφῆς, ἐνῶ ἡ μήτηρ τῶν ἀποῦσα κατὰ τὰς αὐτὰς ενώ η μητέρα τους που έλειπε τις ίδιες ξαγρυπνούσε για
ὥρας ἠγρύπνει ἐπὶ νύκτας τώρα, εἰς τὸν θάλαμον τῆς νύχτες τώρα, στο δωμάτιο της λεχώνας, στο σπίτι της άλλης
λεχοῦς, εἰς τὴν οἰκίαν τῆς ἄλλης, τῆς μεγάλης κόρης της, της μεγάλης κόρης της, και όταν επέστρεψε στο σπιτάκι μετά
καὶ ὅταν ἐπέστρεψεν εἰς τὸν οἰκίσκον μετὰ τὴν νυκτερινὴν τη νυκτερινή έξοδο, που είχε επιχειρήσει, σαν
ἔξοδον, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἐπιχειρήσει, ὡς «ἀλαφροΐσκιωτη» «αλαφροΐσκιωτη» που ήταν, εξ αιτίας εκείνου του όνειρου,
ποὺ ἤτον, κατ' ἀκολουθίαν τοῦ ὀνείρου ἐκείνου, εἶδεν εἰς είδε στο αμυδρό φως του καντηλιού, που έκαιγε μπροστά
τὸ ἀμυδρὸν φῶς τῆς κανδήλας, τῆς καιούσης ἐμπρὸς εἰς στην μικρή παλιά και μαυρισμένη εικόνα της Παναγίας, είδε
τὴν μικρὰν παλαιὰν καὶ μαυρισμένην εἰκόνα τῆς Παναγίας, ότι η μικρή αδελφή της, το Κρινιώ, κοιμόταν ακόμη, και δεν
εἶδεν ὅτι ἡ μικρὰ ἀδελφή της, τὸ Κρινιῶ, ἐκοιμάτο ἀκόμη, φαινόταν να είχε σειστεί από τη θέση της. Μόνο, μόλις μπήκε
καὶ δὲν ἐφαίνετο νὰ εἶχε σεισθῆ ἀπὸ τὴν θέσιν της. Μόνον, η Αμέρσα, η Κρινιώ, σαν να άκουσε τον μικρό θρόισμα
ἅμα εἰσῆλθεν ἡ Ἀμέρσα, ἡ Κρινιῶ, ὡς νὰ ἤκουσε τὸν αμυδρά μέσα στον ύπνο της, κινήθηκε ήρεμα, αναστέναξε,
μικρὸν θροῦν ἀμυδρῶς μέσα εἰς τὸν ὕπνον της, ἐκινήθη και γύρισε από το άλλο πλευρό, χωρίς να ξυπνήσει αλλιώς..
ἤρεμα, ἐστέναξε, κ' ἐγύρισεν ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν, χωρὶς
ἄλλως νὰ ἐξυπνήση..
Ἀλαφροΐσκιωτη! τῷ ὄντι. Ἡ λέξις τὴν ὁποίαν εἶχε Αλαφροΐσκιωτη! στ’ αλήθεια. Η λέξη που είχε προφέρει
προφέρει ἀρτίως ἡ μήτηρ της, τῆς ἐπανῆλθε πράγματι εἰς πρόσφατα η μητέρα της, της ξαναήλθε πράγματι στον νου,
τὸν νοῦν, τὴν ὥραν καθ' ἤν, μὲ τὸ τρίτον λάλημα τοῦ την ώρα κατά την οποία, με το τρίτον λάλημα του πετεινού,
πετεινοῦ, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν οἰκίαν, πλησίον τῆς επέστρεψε στο σπίτι κοντά στην κοιμισμένη μικρή αδελφή
κοιμωμένης μικρᾶς ἀδελφῆς της. Ἀλλ' ἧτο ἄρα αὐτὴ της. Να ήταν άραγε πράγματι «αλαφροΐσκιωτη»; Αυτή που τα
πράγματι «ἀλαφροΐσκιωτη»; Αὐτὴ τῆς ὁποίας τὰ ὄνειρα, αἱ όνειρα, οι πλάνες και οι παρακρούσεις συχνά συνέβαινε να
πλάναι καὶ αἱ παρακρούσεις πολλάκις συνέβη νὰ σημαίνουν, ή να δηλώνουν κάτι ή να αφήνουν παράδοξη
σημαίνωσιν, ἢ νὰ δηλώσι τί ἢ ν' ἀφήνωσι παράδοξον εντύπωση. Ακόμη και τα ψέματά της, όσα έλεγε, γίνονταν
ἐντύπωσιν. Καὶ αὐτὰ τὰ ψεύματά της, ὅσα ἔλεγε, ἐγίνοντο ακούσιες αλήθειες γι' αυτήν. Όπως, φέρ' ειπείν, όταν, μετά το
ἀκούσιαι ἀλήθειαι δι' αὐτήν. Ὅπως, φέρ' εἰπεῖν, ὅταν, μετὰ μαχαίρωμα που είχε υποστεί από τον αδελφό της,
τὸ μαχαίρωμα τὸ ὁποῖον εἶχεν ὑποστῆ ἀπὸ τὸν ἀδελφόν απαντώντας στις εξεταστικές ερωτήσεις του χωροφύλακα,
της, ἀπαντῶσα εἰς τὰς ἐταστικᾶς ἐρωτήσεις τοῦ είπε: «Είχα πόνο και ζάλη!» Και μόλις είπε την κουβέντα
χωροφύλακος, ἔλεγεν: «Εἶχα πόνο καὶ ζάλη!» Καὶ αυτή, της ήρθε αληθινή λιποθυμιά, σαν κάποια ανώτερη
συγχρόνως ἅμα τῷ λόγῳ αὐτῶ, τῆς ἤρχετο ἀληθὴς δαιμονική θέληση να ήθελε να καλύψει το ψέμα της..
λιποθυμία, ὡσεὶ ἀνωτέρα τις, δαιμονία θέλησις νὰ ἤθελε νὰ
καλύψη τὸ ψεῦδος της..
Ἡ Ἀμέρσα, κατεκλίθη ἐκ νέου πλησίον τῆς ἀδελφῆς της Η Αμέρσα, ξάπλωσε και πάλι κοντά στην αδελφή της και
καὶ δὲν ἐκοιμήθη. Αἱ ἀναμνήσεις ἐξηκολούθουν νὰ τῆς δεν κοιμήθηκε. Οι αναμνήσεις εξακολουθούσαν να της
ἔρχωνται, ραγδαία, καίτοι ὀλιγώτερον τυραννικαὶ καὶ έρχονται, ραγδαία, αν και λιγότερο τυραννικές και
μελανόπτεροι ἢ ὅσον εἰς τὴν μητέρα της. Καὶ κατὰ τὰς μαυροφτέρουγες από ότι στην μητέρα της. Και κατά τις
μακρᾶς ἐκείνας ὥρας δὲν ἔπαυσε ν' ἀναλογίζεται καθ' μακριές εκείνες ώρες δε σταμάτησε να αναλογίζεται μόνη της
ἑαυτὴν τὴν τύχην τοῦ ἀδελφοῦ της, τοῦ Μούρου, ὅστις την τύχη του αδελφού της, του Μούρου, που βρίσκονταν
εὑρίσκετο, τώρα εἰς τὸ δεσμωτήριον τῆς Χαλκίδος.. τώρα στις φυλακές της Χαλκίδας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε.
Ἅμα ἀπῆλθεν ἡ Ἀμέρσα, ἡ Φραγκογιαννού, ζαρωμένη Μόλις έφυγε η Αμέρσα, η Φραγκογιαννού, ζαρωμένη στη
πλησίον τῆς γωνίας, μεταξὺ τῆς ἑστίας καὶ τοῦ λίκνου, γωνιά, ανάμεσα στο τζάκι και την κούνια, έχασε ξανά τον
ἔχασεν ἐκ νέου τὸν ὕπνον της, καὶ ἤρχισε νὰ συνεχίζη τοὺς ύπνο της, και άρχισε να συνεχίζει τις πικρές και απόμακρες
πικροὺς καὶ πόρρω πλανωμένους διαλογισμούς της. Ὅταν σκέψεις της. Όταν λοιπόν εξορίστηκαν στη Αμερική οι δύο
λοιπὸν ἐξενιτεύθησαν εἰς τὴν Ἀμερικὴν οἱ δυὸ μεγαλύτεροι μεγαλύτεροι γιοι της, και η Δελχαρώ μεγάλωσε, ήταν ανάγκη
υἱοί, καὶ ἡ Δελχαρῶ ἐμεγάλωσεν, ἀνάγκη ἧτο αὐτὴ ἡ μήτηρ αυτή η μητέρα να φροντίσει για την αποκατάσταση της
νὰ φροντίση διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς κόρης, καθότι ὁ κόρης, καθώς ο γέρος, ο «Λογαριασμός», δε διακρινόταν για
γέρων, ὁ «Λογαριασμός», δὲν διέπρεπεν ἐπὶ δραστηριότητι. τη δραστηριότητά του. Λοιπόν ξέρει όλος ο κόσμος τι
Λοιπὸν ἠξεύρει ὅλος ὁ κόσμος τί σημαίνει μία μήτηρ νὰ σημαίνει μια μητέρα να είναι ταυτόχρονα και πατέρας για τις
εἶναι συγχρόνως καὶ πατὴρ διὰ τὰς κόρας της, καὶ νὰ μὴν κόρες της, και να μη είναι τουλάχιστο ούτε χήρα. Οφείλει η
εἶναι τουλάχιστον μήτε χήρα. Ὀφείλει ἡ ἰδία καὶ νὰ ίδια και να παντρέψει και να προικίσει και προξενήτρα και
ὑπανδρεύση καὶ νὰ προικίση καὶ προξενήτρια καὶ πανδρολόγισσα να γίνει. Σαν άντρας πρέπει να δώσει σπίτι,
πανδρολόγισσα νὰ γίνη. Ὡς ἀνὴρ ὀφείλει νὰ δώση οἰκίαν, αμπέλι, χωράφι, λιοστάσι, να δανειστεί μετρητά, να τρέξει στο
ἄμπελον, ἀγρόν, ἐλαιώνα, νὰ δανεισθῆ μετρητά, νὰ τρέξη συμβολαιογράφο, να υποθηκεύσει. Ως γυναίκα, πρέπει να
εἰς τοῦ συμβολαιογράφου, νὰ ὑποθήκευση. Ὡς γυνή, κατασκευάσει ή να προμηθευτεί «προίκα», δηλαδή το
πρέπει νὰ κατασκευάση ἢ νὰ προμηθευθῆ «προίκα», πανωπροίκι, που πάει να πει σεντόνια, κεντητές καζάκες,
τουτέστι παράφερνα, ἤτοι σινδόνας, χιτώνια κεντητά, μεταξωτά φορέματα με χρυσοΰφαντα ποδογύρια. Ως
μεταξωτᾶς ἐσθήτας μὲ χρυσοΰφαντα ποδογύρια. Ὡς προξενήτρα πρέπει να ανιχνεύσει γαμπρό, να τον κυνηγήσει,
προξενήτρια πρέπει ν' ἀνιχνεύση γαμβρόν, νὰ τὸν να τον ψαρέψει, να τον αιχμαλωτίσει. Και τι γαμπρό!.
κυνηγήση, νὰ τὸν ἀλιεύση, νὰ τὸν ζωγρήση. Καὶ ὁποῖον
γαμβρόν!.
Ἕνα ὠσὰν τὸν Κωνσταντήν, ὅστις ἐρρογχάλιζε τώρα, Έναν σαν τον Κωνσταντή, που ροχάλιζε τώρα πέρα από
πέραν τοῦ μεσοτοίχου, εἰς τὸν πλαγινὸν θαλαμίσκον, τον μεσότοιχο, στο διπλανό δωματιάκι, έναν άνθρωπο σπανό,
ἄνθρωπον σπανόν, «ἀΐσκιωτον», ἄγαρμπον. Καὶ ὁ τοιοῦτος «αΐσκιωτο», άγαρμπο. Κι αυτός να έχει να έχει «καπρίτσια»,
νὰ ἔχη «καπρίτσια», ἀπαιτήσεις, πείσματα. σήμερον νὰ απαιτήσεις, πείσματα. σήμερα να ζητάει το ένα και αύριο το
ζητῆ τοῦτο καὶ αὔριον ἐκεῖνο. τὴν μίαν ἡμέραν νὰ ζητῆ άλλο. τη μία μέρα να ζητάει τόσα, την άλλη περισσότερα και
τόσα, τὴν ἄλλην περισσότερα καὶ συχνὰ «νὰ τὸν βάζουν συχνά «να τον βάζουν στα λόγια» άλλοι ιδιοτελείς ή
στὰ λόγια» ἄλλοι ἰδιοτελεῖς ἢ φθονεροί, ν' ἀκούη ἐντεῦθεν φθονεροί, ν' ακούει από εδώ κι από εκεί κατηγόριες,
κ' ἐκεῖθεν διαβολάς, ραδιουργίας, «μαναφούκια» καὶ νὰ μὴ ραδιουργίες, «μαναφούκια» και να μη θέλει «να ταιριαστεί».
θέλη «νὰ ταιριασθῆ». Καὶ νὰ ἐγκαθίσταται μετὰ τὸν Και να εγκαθίσταται μετά τον αρραβώνα στης πεθεράς το
ἀρραβώνα στῆς πενθερὰς τὸ σπίτι, καὶ νὰ «σκαρώνη» σπίτι, και να «σκαρώνει» έξαφνα «πρωιμάδι». Κι όλο τον
ἔξαφνα «πρωιμάδι». Κι ὅλον τὸν καιρὸν «κόττα-πίττα».. καιρό «κότα-πίτα», δηλαδή να ξοδεύει για να τον ταΐζει τα
καλύτερα..
Κι αὐτὸν τὸν γαμβρόν, μὲ μυρίους κόπους, μὲ Και αυτόν το γαμπρό, με αμέτρητους κόπους, με ανείπωτα
ἀνεκδιήγητα βάσανα, μόλις, μετὰ πολὺν καιρόν, νὰ τὸν βάσανα, μόλις, μετά πολύ καιρό, να τον πείσει η νύφη να
πείθη τις νὰ στεφανωθῆ ἐπὶ τέλους. Κ' ἡ νύφη νὰ παντρευτεί επιτέλους. Και η νύφη να καμαρώνει, φορώντας
καμαρώνη, φέρουσα στολισμὸν πολυτελή, καρπὸν πολλῆς πολυτελή στολίδια, καρπό πολλής νηστείας και οικονομίας,
νηστείας καὶ οἰκονομίας, κ' ἡ νύφη νὰ μὴν ἔχη πλέον μέση, και η νύφη να μη έχει πλέον μέση, για να αναδεικνύεται το
διὰ ν' ἀναδεικνύεταί το πάλαι λιγυρὸν ἀνάστημά της.. παλιό λιγνό ανάστημά της..
Καὶ τρεῖς μήνας μετὰ τὸν γάμον νὰ γεννᾶ κόρην - μετὰ Και τρεις μήνες μετά το γάμο να γεννά κόρη - μετά τρία
τρία ἀκόμη ἔτη ἕναν υἱὸν - μετὰ δυὸ ἔτη πάλιν κόρην - ακόμη χρόνια ένα γιο - μετά δύο χρόνια πάλι κόρη - αυτή τη
αὐτὴν τὴν νεογέννητον, χάριν τῆς ὁποίας ἠγρύπνει τώρα νεογέννητη, για χάρη της οποίας αγρυπνά τώρα τόσες νύχτες
τόσας νύκτας ἡ γηραιὰ μάμμη.. η γριά γιαγιά..
Καὶ δι' ὄλ' αὐτὰ τὰ θυγάτρια νὰ μέλλη νὰ ὑποφέρη ἡ Και για όλα αυτά τα κορίτσια να πρόκειται να υποφέρει η
μήτηρ τῶν τόσα - κι ἄλλα τόσα - κι ἄλλα τόσα, ἀπὸ ὅσα μητέρα τους τόσα - και άλλα τόσα - και άλλα τόσα, από όσα
ἔχει ὑποφέρει ἡ μάννα τῆς δι' αὐτήν.. έχει υποφέρει η μάνα της για αυτήν..
Ἔμεινεν ἡ καημένη, ἡ ἀνδροκόρη, ἡ Ἀμέρσα, Έμεινε η καημένη, η ανδροκόρη, η Αμέρσα, ανύπαντρη (ας
ἀνύπανδρη (ἂς ἔχη τὴν εὐχήν της). Εἶδε τὴν γλύκα. Τῷ έχει τη ευχή της). Είδε τη γλύκα. Πράγματι, φρόνιμη νέα. Τι
ὄντι, φρόνιμη νέα. Τί θ' ἀπήλαυεν ἀπὸ τὰ βάσανα τοῦ θα απολάμβανε από τα βάσανα του κόσμου; Και ούτε ζηλεύει
κόσμου; Καὶ οὔτ' ἐζήλευε κᾶν! Τί νὰ ζηλέψη; Ἔβλεπε τὴν καν! Τι να ζηλέψει; Έβλεπε τη μεγάλη αδελφή της και τη
μεγάλην ἀδελφήν της καὶ τὴν ἐλυπεῖτο - τὴν ἐκαίετο.. λυπόταν - την καίγονταν..
Ὅσον διὰ τὴν μικράν, τὴν Κρινιῶ, ἄμποτε κι αὐτὴν ὁ Όσο για τη μικρή, την Κρινιώ, μακάρι να τη φωτίσει κι
Θεὸς νὰ τὴν φωτίση! Ὅπως καὶ ἂν ἔχη, ἡ μάννα της δὲν αυτήν ο Θεός! Όπως και να έχει, η μάνα της δεν έχει σκοπό –
ἔχει σκοπὸν - δὲν βαστὰ πλέον, δὲν ἀντέχει - νὰ ὑποφέρη δε βαστά πλέον, δεν αντέχει – να υποφέρει για να την
διὰ νὰ τὴν ὑπανδρεύση καὶ τὸ πολλοστημόριον ὅσων διὰ παντρέψει ούτε και ένα μικρό κλάσμα από όσα πέρασε για τη
τὴν μεγάλην ἀδελφὴν τῆς ὑπέφερε. Ἀλλά σας ἐρωτῶ, μεγάλη της αδερφή. Σας ρωτάω όμως, έπρεπε πράγματι να
ἔπρεπε πράγματι νὰ γεννῶνται τόσα κοράσια; Καὶ ἂν γεννιόνται τόσα κορίτσια; Και αν γεννιόνται, αξίζει το κόπο ν'
γεννῶνται, ἀξίζει τὸν κόπον ν' ἀνατρέφωνται; «Δὲν εἶναι», ανατρέφονται; «Δε είναι», έλεγε η Φραγκογιαννού, «δε είναι
ἔλεγεν ἡ Φραγκογιαννού, «δὲν εἶναι χάρος, δὲν εἶναι χάρος, δε είναι βράχος;» Καλύτερα «να μη σώνουν να πάνε
βράχος;» Καλύτερα «νὰ μὴ σώνουν νὰ πᾶνε παραπάνω». παραπάνω». «Σαν σε ακούω γειτόνισσα!».
«Σᾶ σ' ἀκούω γειτόνισσα!».
Μεγάλην καὶ ἱερὰν ἀνακούφισιν ἠσθάνετο ἡ πολυπαθῆς Η πολύπαθη γυναίκα αισθάνονταν μια μεγάλη και ιερή
γυνή, ὅταν συνέβαινε, μετὰ τῆς μικρᾶς πομπῆς τοῦ ἱερέως, ανακούφιση, αν συνέβαινε να ακολουθεί τη μικρή πομπή της
προπορευομένου τοῦ Σταυροῦ, ν' ἀκολουθῆ βαστάζουσα οποίας προπορεύονταν ο παπάς, βαστώντας στα χέρια της η
εἰς τὰς χείρας της ἡ ἰδία, ὡς φιλεύσπλαγχνος καὶ ίδια, σαν φιλεύσπλαχνη και συμπονετική που ήταν το μικρό
συμπονετικὴ ὀποῦ ἤτον, τὸ ἐν εἴδει λίκνου μικρὸν φέρετρο που έμοιαζε με κούνια. Προέπεμπε την κορούλα μιας
φέρετρον. Προέπεμπε τὸ θυγάτριον μιᾶς γειτόνισσας, ἢ γειτόνισσας, ή μιας μακρινής συγγένισας, μέχρι τον τάφο. Δεν
μακρινῆς συγγενοῦς, μέχρι τοῦ τάφου. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ μπορούσε να καταλάβει τι μουρμούριζε ο παπάς μασώντας
καταλαμβάνη τί ἐμορμύριζεν ὁ ἱερεὺς μασῶν τὰς λέξεις μὲ τις λέξεις με τα δόντια του. «Οὐδὲν ἐστι πατρὸς
τοὺς ὀδόντας του. «Οὐδὲν ἐστι πατρὸς συμπαθέστερον, συμπαθέστερον, οὐδὲν ἐστι μητρὸς ἀθλιώτερον (Δεν υπάρχει
οὐδὲν ἐστι μητρὸς ἀθλιώτερον. Πολλάκις γὰρ τοῦ πιο συμπαθητικό θέαμα από τον πατέρα, ούτε πιο λυπηρό από
μνήματος ἔμπροσθεν τοὺς μαστοὺς συγκροτούσι καὶ τη μητέρα). Πολλάκις γὰρ τοῦ μνήματος ἔμπροσθεν τοὺς
λέγουσιν. Ὢ υἱέ μου καὶ τέκνον γλυκύτατον, οὐκ ἀκούεις μαστοὺς συγκροτούσι καὶ λέγουσιν (Πολλές φορές μπροστά
μητρός σου τί φθέγγεται; Ἰδοὺ καὶ ἡ γαστὴρ ἡ βαστάσασα στο μνήμα χτυπάνε το στήθος και λένε). Ὢ υἱέ μου καὶ τέκνον
σέ. Ἵνα τί οὐ λαλεῖς ὡς ἐλάλεις ἠμίν. Ἀλληλούια!» Καὶ γλυκύτατον, οὐκ ἀκούεις μητρός σου τί φθέγγεται; Ἰδοὺ καὶ ἡ
πάλιν. «Ὢ τέκνον, τὶς ποτὲ μὴ θρηνήσει βλέπων σου τὸ γαστὴρ ἡ βαστάσασά σε (Αχ γιε μου και παιδί μου γλυκύτατο,
ἐμφανές, πρόσωπον εὐμάραντον, τὸ πρὶν ὡς ρόδον δεν ακούς τι σου λέει η μητέρα σου; Να και η κοιλιά που σε
τερπνόν!». βάσταξε). Ἵνα τί οὐ λαλεῖς ὡς ἐλάλεις ἠμίν (Γιατί δεν μιλάς
όπως μας μιλούσες). Ἀλληλούια!» Καὶ πάλι. «Ὢ τέκνον, τὶς
ποτὲ μὴ θρηνήσει βλέπων σου τὸ ἐμφανές, πρόσωπον
εὐμάραντον, τὸ πρὶν ὡς ρόδον τερπνόν!» (Αχ παιδί μου, ποιος
δε θα κλάψει ποτέ, βλέποντας το ωραίο σου πορσωπάκι
μαραμένο, αυτό που πριν ήταν γλυκό σαν τριαντάφυλλο!).
Ἀλλὰ μεγάλως εὐφραίνετο ὅταν ἡ μικρὰ πομπή, μετὰ Όμως ένιωθε μεγάλη χαρά όταν η μικρή πομπή, μετά από
δέκα λεπτῶν τῆς ὥρας δρόμον ἔφθανεν εἰς τὰ δέκα λεπτά δρόμου, έφτανε στο νεκροταφείο. Ήταν ένα
«Μνημούρια». Ὡραία ἐξοχή, παντοτινὴ ἄνοιξις, θάλλουσα όμορφο μέρος, με αιώνια άνοιξη, ανθισμένη βλάστηση και
βλάστη, ἀγριολούλουδα, ἐμύριζε κῆπος. Ἰδοὺ ὁ περίβολος αγριολούλουδα που μύριζε σαν κήπος. Να λοιπόν το περιβόλι
τῶν νεκρῶν! Ὤ! ὁ Παράδεισος, ἀπ' αὐτὸν τὸν κόσμον ἤδη, των νεκρών! Ω, ο Παράδεισος, ήδη από αυτόν το κόσμο,
ἤνοιγε τὰς πύλας διὰ νὰ δεχθῆ τὸ μικρὸν ἄκακον πλάσμα, ανοίγοντας τις πύλες του για να υποδεχτεί το μικρό, αθώο
τὸ ὁποῖον ηὐτύχησε νὰ λύτρωση τοὺς γονεῖς του ἀπὸ τόσα πλάσμα, το οποίο είχε τη ευτυχία να απαλλάξει τους γονείς
βάσανα. Χαρῆτε, ἀγγελούδια, ποὺ πετᾶτε γύρω-τριγύρω μὲ του από τόσα βάσανα. Χαρείτε, αγγελάκια που πετάτε γύρω-
τὰ φτερά σας τὰ χρυσόλευκα, καὶ σεῖς, ψυχαὶ τῶν Ἁγίων, τριγύρω με τα χρυσόλευκά σας φτερά, και εσείς, ψυχές των
ὑποδεχθῆτε το!. Αγίων, υποδεχτείτε το!.
Ὅταν ἐπέστρεφεν εἰς τὴν νεκρώσιμον οἰκίαν ἡ γραία Όταν η γριά Χαδούλα επέστρεφε στο σπίτι της κηδείας, για
Χαδούλα, διὰ νὰ παρευρεθῆ τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν να παρευρεθεί το βράδυ στη παρηγοριά, δε μπορούσε να βρει
παρηγορίαν, -παρηγορίαν καμμίαν δὲν εὕρισκε νὰ εἴπη. κανένα λόγο παρηγοριάς να πει. Ήταν απλώς χαρούμενη και
Μόνον ἧτο χαρωπὴ ὅλη κ' ἐμακάριζεν τὸ ἀθῶον βρέφος μακάριζε το αθώο βρέφος και τους γονείς του. Η λύπη ήταν
καὶ τοὺς γονεῖς του. Καὶ ἡ λύπη ἧτο χαρά, καὶ ἡ θανῆ ἧτο χαρά, ο θάνατος ζωή και όλα ήταν διαφορετικά από ό,τι
ζωή, καὶ ὅλα ἦσαν ἄλλα ἐξ ἄλλων.. φαινόταν..
Ἅ! ἰδού. Κανὲν πράγμα δὲν εἶναι ἀκριβῶς ὅ,τι φαίνεται, Κοίταξε λοιπόν. Κανένα πράγμα δε είναι ακριβώς αυτό
ἀλλὰ πᾶν ἄλλο - μᾶλλον τὸ ἐναντίον.. που φαίνεται, αλλά κάτι άλλο - μάλλον το αντίθετο..
Ἀφοῦ ἡ λύπη εἶναι χαρά, καὶ ὁ θάνατος εἶναι ζωὴ καὶ Αφού η θλίψη είναι χαρά, και ο θάνατος είναι ζωή και
ἀνάστασις, τότε καὶ ἡ συμφορὰ εὐτυχία εἶναι καὶ ἡ νόσος ανάσταση, τότε και η συμφορά είναι ευτυχία και η αρρώστια
ὑγίεια. Ἄρα ὅλαι αἱ μάστιγες ἐκεῖνες, αἱ κατὰ τὸ υγεία. Άρα όλες εκείνες οι μάστιγες, εκείνες που φαίνονται
φαινόμενον τόσον ἄσχημοι, ὅσαι θερίζουν τὰ ἄωρα βρέφη, τόσο άσχημες, που θερίζουν τα πρόωρα βρέφη, η ευλογιά, η
ἡ εὐλογιὰ κ' ἡ ὀστρακιὰ κ' ἡ διφθερίτις, καὶ ἄλλαι νόσοι, οστρακιά, η διφθερίτιδα, και οι άλλες αρρώστιες, δε είναι
δὲν εἶναι μᾶλλον εὐτυχήματα, δὲν εἶναι θωπεύματα καὶ μάλλον ευτυχήματα, δε είναι χάδια και χτυπήματα των
πλήγματα τῶν πτερῶν τῶν μικρῶν Ἀγγέλων, οἵτινες φτερών των μικρών Αγγέλων, οι οποίοι χαίρονται στο ουρανό
χαίρουν εἰς τοὺς οὐρανοὺς ὅταν ὑποδέχωνται τὰς ψυχὰς όταν υποδέχονται τις ψυχές των νηπίων; Και εμείς οι
τῶν νηπίων; Καὶ ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἐν τῇ τυφλώσει μας, άνθρωποι, στη τύφλωσή μας, όλα αυτά τα θεωρούμε
νομίζομεν ταῦτα ὡς δυστυχήματα, ὡς πληγάς, ὡς κακὸν δυστυχήματα, πληγές, σαν να είναι κάτι κακό..
πράγμα..
Καὶ χάνουν τὸν νοῦν των οἱ ταλαίπωροι γονεῖς, καὶ Και χάνουν το μυαλό τους οι ταλαίπωροι γονείς, και
πληρώνουν τόσον ἀκριβὰ τοὺς ἠμιαγύρτας ἰατροὺς καὶ τὰ πληρώνουν τόσο ακριβά τους μισοαπατεώνες γιατρούς και τα
τριωβολιμαία φάρμακα, διὰ νὰ σώσουν τὸ παιδί τους. Δὲν πανάκριβα φάρμακα, για να σώσουν το παιδί τους. Δεν
ὑποπτεύονται ὅτι, ὅταν νομίζουν ὅτι «σώζουν», τότε υποψιάζονται ότι, όταν νομίζουν ότι «σώζουν», τότε
πράγματι «χάνουν» τὸ τεκνίον. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπεν, ὅπως πράγματι «χάνουν» το παιδί τους. Και ο Χριστός είπε, όπως
εἶχεν ἀκούσει ἡ Φραγκογιαννοὺ νὰ τῆς ἐξηγῆ ὁ είχε ακούσει η Φραγκογιαννού να της εξηγήσει ο πνευματικός
πνευματικός της, ὅτι ὅποιος ἀγαπᾶ τὴν ψυχήν του, θὰ τὴν της, ότι όποιος αγαπά τη ψυχή του, θα τη χάσει, κι όποιος
χάση, κι ὅποιος μισεῖ τὴν ψυχήν του, εἰς ζωὴν αἰώνιον θὰ μισεί τη ψυχή του, θα τη φυλάξει στην αιώνια ζωή..
τὴν φυλάξη..
Δὲν ἔπρεπε τῷ ὄντι, ἂν δὲν ἦσαν τυφλοὶ οἱ ἄνθρωποι, νὰ Δε έπρεπε, λοιπόν, αν οι άνθρωποι δεν ήταν τυφλοί, να
βοηθοῦν τὴν μάστιγα, τὴν διὰ πτερῶν Ἀγγέλων βοηθούν τη μάστιγα, που πέφτει από τα φτερά των αγγέλων,
πλήττουσαν, ἀντὶ νὰ ζητοῦν νὰ τὴν ἐξορκίσουν; Ἀλλ' ἰδού, αντί να ζητούν να την εξορκίσουν; Δες, όμως, τα αγγελούδια
τ' Ἀγγελούδια δὲν μεροληπτοῦν οὔτε χαρίζονται, καὶ δεν μεροληπτούν ούτε χαρίζονται, και παίρνουν αδιακρίτως
παίρνουν ἀδιακρίτως εἰς τὸν Παράδεισον ἀγόρια καὶ στο παράδεισο αγόρια και κορίτσια. Περισσότερα μάλιστα
κοράσια. Περισσότερα μάλιστα ἀγόρια -πόσα χαδευμένα αγόρια -πόσα χαϊδεμένα και μοναχογέννητα!- πεθαίνουν
καὶ μοναχογέννητα!- ἀποθνήσκουν ἄωρα. Τὰ κορίτσια εἴν' πρόωρα. Τα κορίτσια είναι εφτάψυχα, σκέφτηκε η γραία.
ἐφτάψυχα, ἐφρόνει ἡ γραία. Δυσκόλως ἀρρωστοῦν καὶ Δύσκολα αρρωσταίνουν και σπανίως πεθαίνουν. Δε έπρεπε
σπανίως ἀποθνήσκουν. Δὲν ἔπρεπεν ἡμεῖς ὡς καλοὶ εμείς, ως καλοί χριστιανοί, να βοηθούμε το έργο των
χριστιανοί, νὰ βοηθῶμεν τὸ ἔργον τῶν Ἀγγέλων; Ὤ, πόσα αγγέλων; Ω, πόσα αγόρια, και αρχοντόπουλα μάλιστα,
ἀγόρια, καὶ ἀρχοντόπουλα μάλιστα, ἁρπάζονται ἄωρα. αρπάζονται πρόωρα. Ακόμη και τα αρχοντοκόριτσα
Ἀκόμη καὶ τ' ἀρχοντοκόριτσα εὐκολώτερον ἀποθνήσκουν ευκολότερα πεθαίνουν -αν και τόσο σπάνια μεταξύ του
-ἂν καὶ τόσον σπάνια μεταξὺ τοῦ φύλου- πάρ' ὅσον τὰ φύλου- παρά τα απειράριθμα θηλυκά της φτωχολογιάς. Τα
ἀπειράριθμα θηλυκὰ τῆς φτωχολογιᾶς. Τὰ κορίτσια τῆς κορίτσια της τάξης αυτής είναι τα μόνα εφτάψυχα! Φαίνεται
τάξεως ταύτης εἶναι τὰ μόνα ἐφτάψυχα! Φαίνονται ὡς νὰ σαν να πληθαίνουν επίτηδες, για να τιμωρούν τους γονείς
πληθύνωνται ἐπίτηδες, διὰ νὰ κολάζουν τοὺς γονεῖς των, τους, από αυτό το κόσμο ήδη. Α! όσο το συλλογίζεται κανείς,
ἀπ' αὐτὸν τὸν κόσμον ἤδη. Ἅ! ὅσον τὸ συλλογίζεται κανείς, τόσο του "φεύγει το μυαλό"!.
«ψηλώνει ὁ νοῦς του»!.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἄρχισε τὸ θυγάτριον νὰ βήχη καὶ Τη στιγμή εκείνη, άρχισε το κοριτσάκι να βήχει και να
νὰ κλαυθμυρίζη. Ἡ γραία ἀφοῦ εἶχε συλλογισθῆ ὅλα τ' κλαίει. Η γριά, που σκεφτόταν όλα τα παραπάνω, όσο κι αν
ἀνωτέρω, ὅσον καὶ ἂν εἶχεν ἐξαφθῆ ἀπὸ τὰ κύματα τῶν είχε ταραχτεί από τα κύματα των αναμνήσεων, αισθάνθηκε
ἀναμνήσεων, ἠσθάνθη αἴφνης ζάλην, ἀπὸ τὸν σάλον οἰονεῖ μια ξαφνική ζαλάδα σα να λέμε από τον σάλο και ι τη ναυτία
καὶ τὴν ναυτίαν τῆς ζωῆς της καὶ ἄρχισε νὰ ναρκώνεται, κ' της ζωής της και άρχισε να ναρκώνεται, και να νυστάζει
ἐνύσταζεν ἀκρατήτως.. ακατάσχετα..
Τὸ μικρὸν κοράσιον ἔβηχε κ' ἔκλαιε κ' ἐθορύβει «ὡς νὰ Το μικρό κορίτσι έβηχε και έκλαιγε και έκανα τόση
ἤτον μεγάλος ἄνθρωπος». Ἡ μάμμη τοῦ ἐσκίρτησεν, φασαρία «σα να ήταν μεγάλος άνθρωπος». Η γιαγιά του
ἐστράφη, κ' ἔχανε πάλιν τὸν ὕπνον της.. κουνήθηκε, γύρισε στο στρώμα και έχασε πάλι τον ύπνο της..
Ἡ λεχώνα ἐκοιμάτο βαθέως, καὶ οὔτε ἤκουσε τὸν βήχα Η λεχώνα κοιμόταν βαθιά, και ούτε άκουσε το βήχα και τα
καὶ τὰ κλαύματα.. κλάματα..
Ἡ γραία ἤνοιξε βλοσυρὰ ὄμματα, κ' ἔκαμε χειρονομίαν Η γριά άνοιξε βλοσυρά τα μάτια, και έκανε μια χειρονομία
ἀνυπομονησίας καὶ ἀπειλῆς.. ανυπομονησίας και απειλής..
- Ἕ! θὰ σκάσης; εἶπε.. "Ε! θα σκάσεις;" είπε..
Τῆς Φραγκογιαννοὺς ἄρχισε πράγματι «νὰ ψηλώνη ὁ Της Φραγκογιαννούς άρχισαν πράγματι να "φουσκώνουν
νοῦς της». Εἶχε «παραλογίσει» ἐπὶ τέλους. Ἑπόμενον ἧτο, τα μυαλά". Έφτασε πια σε σημείο παράνοιας. Επόμενο ήταν,
διότι εἶχεν ἐξαρθῆ εἰς ἀνώτερα ζητήματα. Ἔκλινεν ἐπὶ τοῦ αφού είχε μπει σε σκέψεις για ανώτερα ζητήματα. Έσκυψε
λίκνου. Ἔχωσε τοὺς δυὸ μακρούς, σκληροὺς δακτύλους πάνω από την κούνια. Έχωσε τα δυο μακριά, σκληρά
μέσα εἰς τὸ στόμα τοῦ μικροῦ, διὰ νὰ «τὸ σκάση».. δάχτυλά της μέσα στο στόμα του μικρού, για να "το κάνει να
σκάσει"..
Ἤξευρον ὅτι δὲν ἧτο τόσον συνήθεια «νὰ σκάζουν» τα Ήξερε ότι δεν συνηθίζονταν "να σκάζουν" τα πολύ μικρά
πολὺ μικρὰ παιδία. Ἀλλ' εἶχε «παραλογίσει» πλέον. Δὲν παιδιά. Αλλά πραγματικά ήταν πλέον εκτός εαυτού. Δε
ἐνόει καλὰ τί ἔκαμνε, καὶ δὲν ὡμολόγει εἰς ἑαυτὴν τί ἤθελε καταλάβαινε καλά-καλά τι έκανε, και δεν ομολογούσε ούτε
νὰ κάμη.. στον εαυτό της τι ήθελε να κάνει..
Καὶ παρέτεινε τὸ σκάσιμον ἐπὶ μακρόν. εἴτα ἐξάγουσα Έτσι παράτεινε το «σκάσιμο» για πολύ ώρα. ύστερα,
τοὺς δακτύλους της ἀπὸ τὸ μικρὸν τοῦ ὁποίου εἶχε κοπῆ ἡ βγάζοντας τα δάχτυλά της, από το μικρό που του είχε κοπεί η
ἀναπνοή, ἔδραξεν ἔξωθεν τὸν λαιμὸν τοῦ βρέφους, καὶ τὸν αναπνοή, έπιασε απ’ έξω το λαιμό του βρέφους και το έσφιξε
ἔσφιγξεν ἐπ' ὀλίγα δευτερόλεπτα.. για λίγα δευτερόλεπτα..
Αὐτὸ ἧτο ὅλον.. Αυτό ήταν όλο..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ δὲν εἶχεν ἐνθυμηθῆ τὴν στιγμὴν Η Φραγκογιαννού δεν θυμήθηκε τη στιγμή εκείνη το
ἐκείνη τὸ ὄνειρον τῆς Ἀμέρσας, τὸ ὁποῖον αὔτη ἐλθοῦσα όνειρο της Αμέρσας, αυτό που είχε διηγηθεί στη μητέρα της,
πρὸ μιᾶς ὥρας, μεταξὺ τοῦ δευτέρου καὶ τοῦ τρίτου όταν ήρθε πριν από μια ώρα, μεταξύ του δευτέρου και του
λαλήματος τοῦ πετεινοῦ, εἶχε διηγηθῆ εἰς τὴν μητέρα της!. τρίτου λαλήματος του πετεινού!.
Εἶχε «ψηλώσει» ὁ νοῦς της!. Το μυαλό της είχε "πετάξει" πια..
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ.
Ἄκρα σιγὴ καὶ ἡσυχία ἐπεκράτησεν ἐντὸς τοῦ σκοτεινοῦ Άκρα σιγή και ησυχία επικράτησε στο σκοτεινό δωμάτιο,
θαλάμου, μετὰ τὸν τελευταῖον βήχα καὶ τὸν μετά τον τελευταίο βήχα και το κλαψούρισμα του παιδιού, τα
κλαυθμυρισμὸν τοῦ θυγατρίου, τὰ ὁποῖα τόσον ἀποτόμως οποία τόσο ξαφνικά διακόπηκαν. Η Φραγκογιαννού είχε
διεκόπησαν. Ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶχε κύψει τὸ πρόσωπόν σκύψει το πρόσωπό της, και είχε ακουμπήσει με τα δύο χέρια
της, καὶ εἶχε στηρίξει μὲ τὰς δυὸ χείρας τὸ μέτωπον, καὶ το μέτωπό της, και είχε σταματήσει να σκέφτεται. Της
εἶχε παύσει νὰ σκέπτεται. Τῆς ἐφαίνετο ὅτι δὲν ἔζη πλέον. φαινόταν ότι δεν ζούσε πλέον. Ούτε η αναπνοή της
Οὔτε ἡ πνοὴ τῆς ἠκούετο. Πᾶς θόρυβος εἶχε παύσει. Οὔτε ακουγόταν. Κάθε θόρυβος είχε σταματήσει. Ούτε φλόγα
φλὸξ ἔβρεμεν εἰς τὴν ἑστίαν, οὔτε βόμβος ἠκούετο, καὶ τὸ φώτιζε στο τζάκι, ούτε θόρυβος ακουγόταν, και το
ἠμίκαυστον φιτίλιον τοῦ λύχνου ἔφεγγε θλιβερῶς. Ἡ μικρὰ μισοκαμένο φυτίλι του λυχναριού φώτιζε θλιβερά. Το μικρό
κανδήλα πρὸ πολλοῦ εἶχε σβήσει εἰς τὸ εἰκονοστάσιον, καὶ καντήλι είχε σβήσει εδώ και πολύ ώρα στο εικονοστάσι, και οι
αἱ μορφαὶ τῶν ἁγίων δὲν ἐφαίνοντο πλέον.. μορφές των αγίων δεν φαινόντουσαν πλέον..
Αἴφνης ἡ λεχώνα ἐξύπνησε μετὰ τιναγμού, ἐν μέσῳ, τῆς Ξαφνικά η λεχώνα ξύπνησε με ένα τίναγμα μέσα σε αυτή
ἄκρας ἠρεμίας.. την απόλυτη σιωπή..
- Τ' εἶναι μάννα; εἶπε.. — Τι είναι μάνα; είπε..
Ἡ μήτηρ τῆς βλοσυρά, καὶ ὡς ἐν φρεναπάτῃ, τὴν Η μητέρα της, με βλοσυρό βλέμμα, σαν σε έκσταση, την
ἐκοίταξεν εἰς τὸ φῶς τοῦ λυχναρίου.. κοίταξε στο φως του λυχναριού..
- Τ' εἶναι! εἶπε, τίποτα. Ξύπνησες;. — Τί είναι! είπε, τίποτα. Ξύπνησες;.
- Μοῦ φάνηκε πὼς κάτι εἶπες. πὼς μ' ἐφώναξες, μὲς στὸν — Μου φάνηκε πως κάτι είπες. πως μ' εφώναξες, μες στον
ὕπνο μου.. ύπνο μου..
- Ἐγώ;. ὄχι. Τ' αὐτιά σου κάμανε.. — Εγώ;. όχι. Τα αυτιά σου κάμανε..
- Τί ὥρα νὰ εἶναι, μάννα;. — Τί ώρα να είναι, μάνα;.
- Τί ὥρα; ξέρω 'γω;. Τόσες φορὲς λάλησε καὶ — Τί ώρα; ξέρω 'γω;. Τόσες φορές λάλησε και ξαναλάλησε
ξαναλάλησε τ' ὀρνίθι.. το ορνίθι..
- Καὶ σῦ δὲν ἐκοιμήθης, μάννα;. — Και συ δεν κοιμήθηκες, μάνα;.
- Ἐχόρτασα τὸν ὕπνο καλά. Τρύπησε τὸ πλευρό μου, — Χόρτασα τον ύπνο καλά. Τρύπησε το πλευρό μου, είπε η
εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού, ἥτις δὲν εἶχε κλείσει ὄμμα. Ὅπου Φραγκογιαννού, η οποία δεν είχε κλείσει μάτι. Όπου είναι θα
εἶναι θὰ φέξη.. φέξει..
Ἡ λεχώνα ἐχασμήθη, κ' ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ Η λεχώνα χασμουρήθηκε, και έκανε το σημείο του σταυρού
ἐπὶ τοῦ στόματος. Συγχρόνως δὲ ὕψωσε τὸ βλέμμα πρὸς τὸ στο στόμα της. Ταυτόχρονα ύψωσε το βλέμμα προς το μικρό
μικρὸν εἰκονοστάσιον, τὸ ὁποῖον ἀντίκρυζεν.. εικονοστάσι, το οποίο αντίκριζε..
- Ἔχει σβήσει τὸ καντήλι, μάννα. δὲν τὸ ἄναβες;. — Έχει σβήσει το καντήλι, μάνα. δεν το άναβες;.
- Δὲν τὸ ἀγροίκησα, θυγατέρα, εἶπεν ἡ γραία. — Δεν το κατάλαβα, θυγατέρα, είπε η γριά. κοιμόμουν
ἐκοιμώμουν βαθιά.. βαθιά..
- Καὶ τὸ παιδὶ κοιμᾶται, βλέπω, ἥσυχα. Πῶς τὸ 'παθε;. — Και το παιδί κοιμάται, βλέπω, ήσυχα. Πώς το 'παθε;.
- Ἡσύχασε κι αὐτὸ τώρα πλιά, εἶπεν ἡ γραία.. — Ησύχασε κι αυτό τώρα πια, είπε η γριά..
- Κ' ἐμένα μου πονεῖ τὸ βυζί μου, εἶπεν ἡ λεχώ. ἄρχισε νὰ — Και εμένα μου πονάει το στήθος, είπε η λεχώνα. άρχισε
κατεβάζη πολὺ τώρα. Ἤθελα νὰ ἤτον ξυπνητὸ νὰ τὸ να κατεβάζει πολύ τώρα. Ήθελα να ήταν ξυπνητό να το
βύζαινα.. θήλαζα..
- Ἕ! τί νὰ γίνη.Θὰ βροῦμε κανένα παιδί, εἶπεν ἡ γραία.. — Ε! τι να γίνει. Θα βρούμε κανένα παιδί, είπε η γριά..
- Τί λές, μάννα;. — Τι λες, μάνα;.
Ἡ γραία δὲν ἀπήντησεν. Ἤθελε κάτι νὰ εἴπη. Δὲν Η γριά δεν απάντησε. Ήθελε να πει κάτι. Δεν ήξερε τι να
ἤξευρε τί νὰ εἴπη.. πει..
- Δὲν κάνεις τὸν κόπο ν' ἀνάψης τὸ καντήλι, μάννα;. — Δεν κάνεις τον κόπο να ανάψεις το καντήλι, μάνα;.
- Ἂν θέλης, σηκώσου σῦ κι ἄναψέ το. δὲν ἔχω χέρια.. — Αν θέλεις, σήκω εσύ και άναψε το. δεν έχω χέρια..
- Πώς!. — Πώς!.
- Πιάστηκε πλιὰ τὸ χεράκι μου.. — Πιάστηκε πια το χεράκι μου..
- Τί λές; Σὲ καλό σου, μάννα. ἐγὼ ποῦ δὲν ἔχω πάρει — Τι λες; Σε καλό σου, μάνα. εγώ που δεν έχω πάρει ευχή,
εὐχή, κάνει ν' ἀνάψω τὸ καντήλι;. κάνει να ανάψω το καντήλι;.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, καθὼς εἶπε «πιάστηκε τὸ χεράκι Την στιγμή εκείνη, καθώς είπε «πιάστηκε το χεράκι μου»,
μου», ἐπανῆλθεν πρώτην φορὰν εἰς τὸν νοῦν τῆς γραίας τὸ της ήρθε πρώτη φορά στον νου της γριάς το όνειρο της
ὄνειρον τῆς Ἀμέρσας.. Αμέρσας..
Δὲν ἠδυνήθη νὰ κρατηθῆ, καὶ ἔπνιξεν εἰς τὰ στήθη τῆς Δεν μπόρεσε να κρατηθεί, και έπνιξε στα στήθη της ένα
βαθὺν λυγμόν.. βαθύ λυγμό..
- Τί ἔχεις, μάννα;. — Τί έχεις, μάνα;.
Καὶ ἡ λεχὼ ἐπήδησε κάτω ἀπὸ τὴν χαμηλὴν κλίνην.. Και η λεχώνα πήδησε κάτω από το χαμηλό κρεβάτι.
- Δὲν εἶναι καλὰ τὸ παιδί;. — Δεν είναι καλά το παιδί;.
Φωναὶ καὶ σπαραγμὸς καὶ κλαύματα ἠκούσθησαν. Ἡ Φωνές και σπαραγμός και κλάματα ακούστηκαν. Η μητέρα
μήτηρ εὕρισκε τὸ θυγάτριόν της νεκρὸν ἐντὸς τοῦ λίκνου.. εύρισκε το κοριτσάκι της νεκρό μέσα στην κούνια..
Ἀπὸ τὸν θόρυβον, ἐξύπνησεν εἰς τὸ διπλανὸν χώρισμα ὁ Από τον θόρυβο, ξύπνησε στο διπλανό χώρισμα ο
Κωνσταντής, ὅστις εἶχε χορτάσει καλὰ τὸν ὕπνον.. Κωνσταντής, που είχε χορτάσει καλά τον ύπνο..
- Τ' εἶναι; ἔκραξε τρίβων τοὺς ὀφθαλμούς.. — Τ' είναι; Φώναξε τρίβοντας τα μάτια..
Ἐχασμήθη, ἐτανύσθη, ἐτινάχθη, κ' ἔτρεξεν εἰς τὴν θύραν Χασμουρήθηκε, τεντώθηκε, τινάχτηκε κι έτρεξε στην
τοῦ θαλάμου.. πόρτα του δωματίου.
- Βρέ! τί κάνετε σεῖς;. Θὰ σηκώσετε τὸν κόσμο στὸ — Βρε! τί κάνετε σεις;. Θα σηκώσετε τον κόσμο στο
ποδάρι.Μήγαρίς μας ἀφήνετε, μπάρεμ, νὰ πάρουμ' ἕνα ποδάρι. Μπας και μας αφήνετε, μπάρεμ, να πάρουμε ένα ύπνο
ὕπνο ἀπ' τὶς φωνές σας;. απ' τις φωνές σας;.
Κανεὶς δὲν ἀπήντησεν εἰς τὰς διαμαρτυρίας τοῦ Κανείς δεν απάντησε στις διαμαρτυρίες τού Κωνσταντή. Η
Κωνσταντῆ. Ἡ σύζυγος τοῦ ἔκυπτε, πνίγουσα τοὺς σύζυγος του έσκυβε, πνίγοντας τους λυγμούς της, πάνω στην
λυγμούς της, ἐπὶ τοῦ λίκνου. Ἡ πενθερὰ τοῦ ἐκάθητο, κούνια. Η πεθερά του κάθονταν, με μπλεγμένα τα χέρια,
συνάπτουσα τὰς χείρας, αἰνιγματώδης, σφίγγουσα τοὺς αινιγματική, σφίγγοντας τα δόντια, με απλανές βλέμμα. Μετά
ὀδόντας, μὲ ἀπλανὲς τὸ βλέμμα. Μετὰ τὸν πρῶτον τον πρώτο, αθέλητο λυγμό της, δεν είχε βγάλει πλέον άλλη
ἀκούσιον λυγμόν της, δὲν εἶχεν ἐκβάλει πλέον ἄλλην φωνή..
φωνήν..
- Τί! .πέθανε τὸ παιδί; Βρέ!.ἔκαμεν ὁ Κωνσταντής, μείνας — Τι! .πέθανε το παιδί; Βρε! έκαμε ο Κωνσταντής,
μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα.. μένοντας με ανοικτό το στόμα..
Εἴτα προσέθηκε:. Και μετά πρόσθεσε:.
- Γιὰ τοῦτο ἔβλεπα κάτι ἀνάποδα ὄνειρα, ζάβαλε!.. — Για τούτο έβλεπα κάτι ανάποδα όνειρα, ζάβαλε!..
Ἡ Δελχαρῶ, ἀνακύψασα πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τοῦ λίκνου, Η Δελχαρώ, ανασηκώθηκε για μια στιγμή από την κούνια,
συνέχουσα τοὺς λυγμούς της, εἶπε:. συγκρατώντας τα κλάματα και είπε:.
- Μάννα, δὲν θὰ φέρης τὰ ρουχάκια του, νὰ τ' — Μάνα, δεν θα φέρεις τα ρουχαλάκια του, να τ'
ἀλλάξουμε;. Ποῦ εἴν' ἡ Ἀμέρσα;. αλλάξουμε;. Πού είν' η Αμέρσα;.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ δὲν ἀπήντησε.. Η Φραγκογιαννού δεν απάντησε..
- Ποῦ εἶναι ἡ Ἀμέρσα, μάννα; ἐπανέλαβε, ψαύσασα τὸν — Πού είναι η Αμέρσα, μάνα; επανέλαβε, αγγίζοντας τον
ἀγκώνα τῆς μητρός της ἡ Δελχαρῶ.. αγκώνα της μητέρας της η Δελχαρώ..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἀνετινάχθη ὡς νὰ τὴν ἔθιξεν ἄκανθα Η Φραγκογιαννού τινάχτηκε σαν να την τσίμπησε αγκάθι ή
ἢ κέντρον νάρκης.. κεντρί σαλαχιού..
- Ἡ Ἀμέρσα, ποῦ εἶναι; στὸ σπίτι μας. ἀπήντησε.. — Η Αμέρσα, πού είναι; στο σπίτι μας, απάντησε..
- Δὲν εἶχεν ἔρθει 'δω ἡ Ἀμέρσα; Μοῦ φάνηκε πὼς — Δεν είχε έρθει 'δω η Αμέρσα; Μου φάνηκε πως άκουσα
ἄκουσα τὴ φωνή της μὲς στὸν ὕπνο μου, εἶπεν ἡ λεχώνα.. τη φωνή της μες στον ύπνο μου, είπε η λεχώνα..
- Ἂς πάη νὰ τὴν φωνάξη, εἶπεν ἡ γραία, νεύουσα μὲ τὸν — Ας πάει να τη φωνάξει, είπε η γριά, γνέφοντας με την
κανθὸν τοῦ ὄμματός της πρὸς τὸν γαμβρόν της.. άκρη του ματιού της προς τον γαμπρό της..
- Κωνσταντή, πᾶς νὰ φωνάξης τὴν Ἀμέρσα; εἶπεν ἡ λεχὼ — Κωνσταντή, πας να φωνάξεις την Αμέρσα; είπε η
πρὸς τὸν σύζυγόν της.. λεχώνα προς τον σύζυγόν της..
- Πάω. Ἀκοῦς, λέει!. Ὤχ! κρίμα, ζάβαλε!. Καλὰ ποὺ τὸ — Πάω. Ακούς, λέει!. Ωχ! κρίμα, ζάβαλε!. Καλά που το
βαφτίσαμε κιόλας.. βαφτίσαμε κιόλας..
Ὁ Νταντὴς ἔκυψεν εἰς τὸ πάτωμα τοῦ μικροῦ προδόμου Ο Νταντής έσκυψε στο πάτωμα του μικρού διαδρόμου, μες
εἰς τὸ σκότος, ψηλαφῶν νὰ εὔρη τὰ παλιοπάπουτσά του νὰ το σκοτάδι, ψηλαφώντας να βρει τα παλιοπάπουτσα του να
τὰ φορέση. Ἔκαμνε μικρὸν θόρυβον, κρούων διάφορα τα φορέσει. Έκανε ένα μικρό θόρυβο, χτυπώντας διάφορα
ζεύγη παλαιῶν τσόκαρων πρὸς ἄλληλα καὶ ἐπὶ τῶν ζευγάρια παλιών τσόκαρων μεταξύ τους και πάνω στις
σανίδων τοῦ πατώματος.. σανίδες του πατώματος..
- Ποῦ εἶναι τὰ παλιοκατσάρια μου; εἶπε.. — Πού είναι τα παλιοκατσάρια μου; είπε..
Τέλος ἐφόρεσεν ἐν ζεῦγος πατημένων γυναικείων Τέλος φόρεσε ένα ζευγάρι πατημένα γυναικεία παπούτσια,
ἐμβάδων, τὰς ὁποίας εὗρε, καὶ αἴτινες ἐκάλυπτον μόνον που βρήκε, και που κάλυπταν μόνο τα δάχτυλα των ποδιών
τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν καὶ μέρος τοῦ ταρσοῦ, και μέρος του ταρσού, αφήνοντας έξω ολόκληρο το πέλμα.
ἀφήνουσαι ἔξω ὅλην τὴν πτέρναν. Ἄλλον θόρυβον ἔκαμε Έκανε κι άλλο θόρυβο για να ανοίξει την πόρτα, μη
διὰ ν' ἀνοίξη τὴν θύραν, μὴ εὑρίσκων εἰς τὸ σκότος τὸν βρίσκοντας στο σκοτάδι το σύρτη ούτε το μάνταλο. Αφού
σύρτην οὔτε τὸ μάνδαλον. Ἀφοῦ ἤνοιξε τὴν θύραν, άνοιξε την πόρτα, γύρισε ξαφνικά πίσω..
ἐπανῆλθεν αἴφνης ὀπίσω..
- Ἀκοῦς, Δελχαρῶ, εἶπε, τῆς Ἀμέρσας μονάχα νὰ πῶ νὰ "Ακούς, Δελχαρώ," είπε, "της Αμέρσας μόνο να πω, ή να
'ρθή καὶ τὸ Κρινιῶ μαζί; Τί λὲς ἐσύ, πεθερά;. ‘ρθει και το Κρινιώ μαζί; Τι λες εσύ, πεθερά;".
Καὶ ἡ Φραγκογιαννοὺ ἀνυπόμονος:. Και η Φραγκογιαννού ανυπόμονα:.
- Πήγαινε τώρα, τί φέρνεις γύρο; Ἂς ἐρθῆ ὅποιος ἐρθῆ!. "Πήγαινε τώρα, τι φέρνεις γύρω; Ας έρθει όποιος έρθει!".
Ἡ Δελχαρῶ ἐθρήνει ἤρεμα κύπτουσα ἐπὶ τοῦ λίκνου. Ὁ Η Δελχαρώ θρηνούσε ήρεμα σκύβοντας πάνω από την
Νταντὴς πρὶν ἐξέλθη, ἔρριψε βλέμμα εἰς τὸ λίκνον καὶ εἰς κούνια. Ο Νταντής πριν βγει, έριξε μια ματιά στην κούνια και
τὴν σύζυγόν του.. στη σύζυγό του..
- Ἄχ! κρίμα, ζάβαλε! εἶπε. Κ' ἔβλεπα κάτι ὄνειρα!. βρὲ "Αχ! κρίμα, ζάβαλε!" είπε. "Κ' έβλεπα κάτι όνειρα!. βρε
παιδιά!. παιδιά!".
Κ' ἐξῆλθε δρομαῖος.. Και βγήκε τρέχοντας..
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η.
Τὴν ἑβδομάδα τῶν Βαΐων, μίαν πρωίαν, ἀπῆλθεν ἡ Την εβδομάδα των Βαΐων, ένα πρωί, πήγε η
Φραγκογιαννοὺ ὀλομόναχη εἰς τὴν ἐξοχήν, πρὸς τῆς Φραγκογιαννού μόνη της στην εξοχή, προς το ρέμα της
Μαμοὺς τὸ ρέμα. Ἤθελε νὰ ἐπισκεφθῆ τὸν μικρὸν Μαμούς. Ήθελε να επισκεφθεί τον μικρό ελαιώνα, τον οποίο
ἐλαιώνα, τὸν ὁποῖον ὡς «ψυχομοίρι» εἶχε λάβει ἀπὸ μίαν είχε πάρει ως «ψυχομοίρι» από μια κάπως πλούσια κουμπάρα
εὔπορον ὀπωσοῦν κουμπάραν της, ἀποθανοῦσαν ἄκληρον, της, που πέθανε άτεκνη, και στην οποία είχε προσφέρει
καὶ εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε προσφέρει ἐκδουλεύσεις. Τὸ ἥμισυ υπηρεσίες. Το μισό του ελαιώνα αυτού το είχε δώσει ως
τοῦ ἐλαιῶνος τούτου εἶχε δώσει ὡς προίκα εἰς τὴν προίκα στη Δελχαρώ, το άλλο μισό το κρατούσε ακόμα η
Δελχαρῶ, τὸ ἄλλο ἥμισυ κατεῖχεν ἀκόμη ἡ γραία.. γριά..
Ὀλίγαι ἑβδομάδες εἶχον παρέλθει ἀπὸ τὰ γεγονότα τὰ Λίγες εβδομάδες είχαν περάσει από τα γεγονότα που
ὁποῖα διηγήθημεν. Οὐδεὶς δυσανάλογος θόρυβος εἶχε γίνει διηγηθήκαμε. Κανένας δυσανάλογος θόρυβος δεν είχε γίνει
διὰ τὸ μικρὸν θυγάτριον τῆς Δελχαρῶς τῆς Τραχήλαινας, για το μικρό κορίτσι της Δελχαρώς της Τραχήλαινας, το οποίο
τὸ ὁποῖον ἔθαψαν τὴν αὐτὴν ἡμέραν. Ἡ μήτηρ τοῦ το έθαψαν την ίδια μέρα. Η μητέρα του βρέφους, ακόμα κι αν
βρέφους, ἂν καὶ εἶδε τὰ μέλανα τινα σημεῖα περὶ τὸν είδε τα μαύρα σημάδια γύρω από το λαιμό του μικρού
λαιμὸν τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, δὲν θὰ ἐτόλμα ποτὲ νὰ κάμη παιδιού, δεν θα τολμούσε ποτέ να πει τίποτα, ούτε κάποιος
λόγον, οὔτε ἄλλος θὰ ἐπίστευε τὸ ἔγκλημα τῆς μητρός της. άλλος θα πίστευε το έγκλημα της μητέρας της. Προφανώς το
Προφανῶς τὸ παιδίον εἶχεν ἀποθάνει ἀπὸ τὸν κοκκίτην.. παιδί είχε πεθάνει από τον κοκίτη..
Ὁ μόνος ἰατρός, ὅστις ὑπῆρχεν ἀπὸ χρόνων εἰς τὸ Ο μόνος γιατρός, ο οποίος υπήρχε από χρόνια στο χωριό, ο
χωρίον, ὁ φιλάνθρωπος Βαυαρὸς Β., ἔτυχεν ἀπών. Εἶχεν φιλάνθρωπος Βαυαρός Β., έτυχε να είναι απών. Είχε
ἀκουσθῆ καὶ πάλιν χολέρα εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ τὸ ακουστεί και πάλι χολέρα στην Αίγυπτο, και το υπουργείο
ὑπουργεῖον τῶν Ἐσωτερικῶν συνήθιζε ν' ἀποστέλλη κατ' των Εσωτερικών συνήθιζε να στέλνει κατ' εκλογή τον γιατρό
ἐκλογὴν τὸν ἰατρὸν τοῦτον εἰς τὴν διεύθυνσίν του ἐν Δήλῳ αυτόν στην διεύθυνση του λοιμοκαθαρτηρίου στη Δήλο..
λοιμοκαθαρτηρίου..
Ἀντ' αὐτοῦ ἡ Κυβέρνησις εἶχε στείλει προσωρινῶς ὡς Αντί για τον γιατρό, η κυβέρνηση έστειλε προσωρινά έναν
ὑγειονόμον γηραιὸν τινα ἰατρόν, τὸν κ. Μ., ὅστις δὲν εἶχε άλλο γιατρό, τον κ. Μ., ο οποίος δεν είχε φτάσει ακόμα. Στο
φθάσει ἀκόμη. Ἐν τῷ μεταξὺ ὑπῆρχεν εἰς ἀπόφοιτος τῆς μεταξύ, υπήρχε ένας απόφοιτος της ιατρικής, που ζούσε στο
ἰατρικῆς, διατρίβων ἐν τῇ νήσῳ. Οὗτος κληθεὶς ὑπὸ τῆς νησί. Αυτός, όταν κλήθηκε από την δημοτική αστυνομία για
δημοτικῆς ἀστυνομίας ὅπως βεβαιώση τὸν θάνατον, να πιστοποιήσει τον θάνατο, κοίταξε βιαστικά το πρόσωπο
ἐκοίταξεν ἐπιπολαίως τὸ πρόσωπον τοῦ νεκροῦ βρέφους, του νεκρού βρέφους, παραπονέθηκε που δεν τον κάλεσαν
παρεπονέθη διατὶ νὰ μὴν τὸν φωνάξουν ἐνόσω τοῦτο ἔζη κ' όταν το παιδί ήταν ακόμα ζωντανό και έδωσε το
ἔδωκε τὸ «ἐνταφιαστήριον», γράψας «ἐκ σπασμώδους πιστοποιητικό θανάτου, γράφοντας ότι το θάνατο προκάλεσε
βηχός».. ο κοκίτης..
Ἡ γραία Χαδούλα ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἔζησε ζωὴν Η γριά Χαδούλα, από εκείνη την ημέρα, έζησε μια ζωή
τύψεων, ἀνησυχίας, καὶ μ' ἐξωτερικὸν σχήμα ὡς νὰ εἶχε γεμάτη τύψεις και ανησυχίες και φαινόταν σαν να είχε στάχτη
τέφραν ἐπὶ τῆς κόμης τῆς ψαρᾶς, τόσον ἐλαφρῶς κυπτὴν στα γκρίζα της μαλλιά, τόσο σκυφτό και ακούνητο κρατούσε
καὶ ἀκίνητον ἐτήρει τὴν κεφαλήν της, καὶ ὡς νὰ ἐφόρει τὴν το κεφάλι της και σαν να φορούσε τη μακριά μαύρη μαντίλα
μακρὰν μαύρην μανδήλαν της ὡς σάκκον μετανοίας. Ὅταν σαν τον σάκο μετανοίας που φορούν οι δεσποτάδες. Όταν
ἐμβῆκεν ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ἄρχισε νὰ συχνάζη εἰς τὴν ξεκίνησε η Μεγάλη Σαρακοστή, άρχισε να πηγαίνει συχνά
ἐκκλησίαν, ἔκαμνε πολλὰς καὶ βαθείας γονυκλισίας, στην εκκλησία, έκανε πολλές και βαθιές γονυκλισίες,
ἐμελέτα νὰ ἐξομολογηθῆ, καὶ ἀνέβαλλεν. Ἐνήστευεν ἄνευ σκέφτηκε να εξομολογηθεί, αλλά όλο το ανέβαλε. Νήστευε
ἐλαίου ξηροφαγοῦσα τὰς πέντε ἡμέρας ἐκάστης χωρίς λάδι και έτρωγε μόνο στεγνά φαγητά για πέντε ημέρες
ἐβδομάδος, καὶ εἶχε βαστάξει «τρίμερο» τὴν πρώτην την εβδομάδα και είχε νηστέψει για τρεις ημέρες την πρώτη
ἑβδομάδα καὶ τὸ μεσοσαράκοστον. Ἐντρέπετο νὰ βλέπη εβδομάδα της Σαρακοστής και στο μεσοσαράκοστο.
τὴν κόρη της, τὴν Δελχαρῶ, καὶ ἀπέφευγε ν' ἀντικρύση τὸ Ντρέπονταν να βλέπει την κόρη της, τη Δελχαρώ, και
βλέμμα της.. απόφευγε να αντικρύσει το βλέμμα της..
Τὴν ἡμέραν λοιπὸν ἐκείνην, τῆς ἑβδομάδας τῶν Βαΐων, Την ημέρα εκείνη λοιπόν, της εβδομάδας των Βαΐων, η
ἔφθασεν ἡ Φραγκογιαννοὺ λίαν πρωὶ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Φραγκογιαννού έφτασε πολύ νωρίς το πρωί στην κορυφή του
ὑψηλοῦ πετρώδους λόφου, τοῦ ἀντικρύζοντος ἐκ δυσμῶν ψηλού, βραχώδη λόφου, που βλέπει από το δυτικό μέρος την
τὴν πολίχνην, καὶ ὁπόθεν μελαγχολικὸν πίπτει τὸ βλέμμα μικρή πόλη και από όπου το βλέμμα πέφτει λυπητερά πάνω
ἐπὶ τοῦ μικροῦ κοιμητηρίου, ἀπλουμένου κάτω, ἐπὶ ὑψηλῆς στο μικρό νεκροταφείο, που απλώνεται κάτω, σε μια λωρίδα
θαλασσοπλήκτου λωρίδος γῆς, μὲ τὰ λευκὰ μνήματα, καὶ γης που τη βρέχει η θάλασσα, κι αμέσως φεύγει ψάχνοντας
εὐθὺς φεύγει ζητοῦν φαιδρότητα καὶ ζωὴν εἰς τὰ γαλανὰ για χαρά και ζωή στα γαλάζια κύματα, στο πλατύ, τριπλό
κύματα, εἰς τὸ εὐρὺν τριπλοῦν λιμένα, καὶ εἰς τὰ χλοερά, λιμάνι και στα καταπράσινα, όμορφα νησάκια, που το
χαρίεντα νησίδια, τὰ φράττοντα τοῦτον ἐξ ἀνατολῶν καὶ φράζουν από ανατολή και νότο. Πάνω σ’ αυτή την κορυφή
μεσημβρίας. Ἐπάνω τῆς κορυφῆς ἐκείνης ἵστατο ἐρημικόν, βρισκόταν ένα ξωκκλήσι του Αγίου Αντωνίου. Η
ἄποπτον, ὡς φανὸς τὴν ἡμέραν λάμπων, τὸ ἐξωκκλήσιον Φραγκογιαννού πέρασε απ’ έξω, κάνοντας το σταυρό της,
τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Ἡ Φραγκογιαννοὺ διῆλθεν ἔξωθεν, αλλά, ενώ είχε σκοπό να μπει μέσα, στην τελευταία στιγμή
ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, κ' ἐνῶ εἶχε σκοπὸν νὰ δίστασε και συνέχισε το δρόμο της. «Δεν είμαι άξια», είπε
εἰσέλθη, τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἐδίστασε, κ' ἐξηκολούθησε μέσα της, «να μπω σε ένα ξωκκλήσι που λειτουργείται τόσο
τὸν δρόμο της. «Δὲν εἶμαι ἄξια», εἶπε μέσα της, «νὰ μπῶ σ' συχνά. Καλύτερα να πάω στον Άγιο Γιάννη τον Κρυφό»..
ἕνα ξωκκλήσι ποὺ τόσο συχνὰ λειτουργιέται. Ἂς πάω
καλύτερα στὸν Ἀϊ-Γιάννη τὸν Κρυφό»..
Μετὰ τοῦτο ἔφθασε εἰς τὸν ἐλαιώνα, ἐπεθεώρησεν ἐν Μετά από αυτό έφτασε στον ελαιώνα, εξέτασε ένα ένα όλα
πρὸς ἐν ὅλᾳ τὰ ἐλαιόδενδρα διὰ νὰ ἰδῆ ἂν ἦσαν τα ελαιόδεντρα για να δει αν είχαν φουσκώσει ακόμα. Ήταν
φουκωμένα ἤδη. Ἧτο ἤδη πρὸς τὰ μέσα Ἀπριλίου, τὸ δὲ ήδη προς τα μέσα Απριλίου, το Πάσχα όμως ερχόταν αργά.
Πάσχα ἤρχετο ὄψιμον. Παρεκάλει μέσα της τὸν Χριστὸν Προσευχόταν μέσα της στον Χριστό «να δώσει λαδάκι, για να
«νὰ δώση λαδάκι, γιὰ ν' ἀναπλέψ' ἡ φτώχεια». Ἀπὸ δυὸ ανακουφιστεί η φτώχεια». Εδώ και δυο χρόνια, πράγματι, δεν
ἐτῶν, τῷ ὄντι, δὲν εἶχαν καρπίσει οἱ ἐλιές, εἶχε δὲ ἀναφανῆ είχαν καρπίσει οι ελιές, και είχε εμφανιστεί και μια ύπουλη
καὶ μία ὕπουλος ἀσθένεια, φθείρουσα τὸν καρπόν, καὶ ασθένεια, που χαλούσε τον καρπό και μαύριζε τα κλωνάρια
μαυρίζουσα τοὺς κλώνας τῶν δένδρων.. των δένδρων..
Ἀφοῦ ἔμεινεν ἐπ' ὀλίγον εἰς τὸν ἐλαιώνα, ἐσηκώθη, Αφού έμεινε λίγο στον ελαιώνα, σηκώθηκε, γυρίζοντας
στρέφουσα πολλάκις τὴν κεφαλὴν ὀπίσω, ὡς διὰ ν' πολλές φορές το κεφάλι της πίσω, σαν να αποχαιρετούσε τα
ἀποχαιρετίση τὰ ἐλαιόδενδρα καὶ ἀπεμακρύνθη. Ἔφθασε ελαιόδεντρα και απομακρύνθηκε. Έφτασε κάτω στο ρέμα και
κάτω εἰς τὸ ρεῦμα καὶ ἤρχισε νὰ τὸ ἀνέρχεται, καθὼς άρχισε να το ανεβαίνει, όπως το συνήθιζε συχνά.
πολλάκις συνήθιζε. Φέρουσα τὸ καλάθιόν της ὑπὸ τὸν Κουβαλώντας το καλάθι της κάτω από τον αριστερό της
ἀριστερὸν ἀγκώνα, κρατοῦσα τὸ μαχαιράκι της μὲ τὴν αγκώνα, κρατώντας το μαχαίρι της με το χέρι το δεξί, έσκυβε
χείρα τὴν δεξιάν, ἔκυπτε παντοῦ, εἰς ὅσα μέρη αὐτὴ παντού, σε όσα μέρη αυτή ήξερε και έψαχνε να βρει
ἐγνώριζε κ' ἔψαχνε νὰ εὔρη καυκαλῆθρες καὶ ζοχάρια καὶ καυκαλήθρες και ζόχια και μυρώνια και άνηθο για να γεμίσει
μυρόνια καὶ ἄνηθον διὰ νὰ γεμίση τὸ καλαθάκι της, νὰ το καλάθι της, να κάνει πίτα το Σάββατο του Λαζάρου, να
κάμη πίτταν τὸ Σάββατον τοῦ Λαζάρου, νὰ φάγη αὐτὴ κ' φάει αυτή και οι κόρες της, αλλά να προσφέρει και στις
αἱ θυγατέρες της, ἀλλὰ νὰ προσφέρη κ' εἰς τὶς γειτόνισσες, γειτόνισσες, από τις οποίες δεν είχε χάσιμο..
ἀπὸ τὰς ὁποίας χάσιμον δὲν εἶχεν..
Ἐκτὸς τῶν ἀγριολαχάνων τούτων, τὰ ὁποῖα ὅλαι Εκτός από τα αγριολαχανικά αυτά, τα οποία όλες ήξεραν
ἐγνώριζον νὰ συλλέγουν, ἡ Χαδούλα ἤξευρεν ἄλλα να συλλέγουν, η Χαδούλα ήξερε κι άλλα βότανα, χρήσιμα ως
βότανα, χρήσιμα ὡς φάρμακα διὰ τοὺς ἀσθενεῖς, τὸ φάρμακα για τους αρρώστους, το τρίμερο, και τη δρακοντιά
τρίμερο, καὶ τὴν δρακοντιὰ καὶ τὴν ἀγριοκρομμύδα, και την αγριοκρομμύδα, ανάμεσα στις κουμαριές και τις
ἀνάμεσα εἰς τὰς κομάρους καὶ τὰς πτέριδας, καὶ παρὰ τὰς φτέρες, και δίπλα στις ρίζες των άγριων δένδρων, και τα
ρίζας τῶν ἀγρίων δένδρων, καὶ τοὺς μύκητας καὶ τὰς μανιτάρια και τα αγκάθια και τις τσουκνίδες, καθώς και το
ἄκανθας καὶ τὰς κνίδας, καθὼς καὶ τὸ πολυτρίχι εἰς τοὺς πολυτρίχι στους μικρούς καταρράκτες του ρέματος -το οποίο
μικροὺς καταρράκτας τοῦ ρεύματος -τὸ ὁποῖον λέγουν ὅτι λένε ότι είναι φάρμακο για τις λεχώνες κι όσες έχουν πυρετό..
εἶναι φάρμακον διὰ τὰς λεχοὺς τὰς πυρεσσούσας..
Ἀφοῦ συνέλεξεν ἱκανὰ βότανα καὶ ἐκ τοῦ εἴδους τῶν Αφού μάζεψε αρκετά βότανα και από το είδος αυτών των
ἰαματικῶν τούτων, τὰ ὁποῖα ἐτύλιξεν εἰς χωριστὸν μανδήλι θεραπευτικών, τα τύλιξε σε ξεχωριστό μαντίλι μέσα στο
ἐντὸς τοῦ καλαθίου, καὶ ἡ ὥρα ἔκλινεν ἤδη πρὸς τὸ καλάθι, και η ώρα είχε κυλήσει ήδη προς το δειλινό, και ο
δειλινόν, καὶ ὁ ἥλιος ἐπλησίαζεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ήλιος πλησίαζε στην κορυφή του βουνού. μέσα στο ρέμα
βουνοῦ. ἐντὸς τοῦ ρεύματος βαθεία ἧτο ἡ σκιά, καὶ ὁ βαθιά ήταν η σκιά, και ο θόρυβος των βημάτων της αντήχησε
θροῦς τῶν βημάτων τῆς ἀντήχει ὡς δοῦπος σκληρὸς εἰς τὸ σαν γδούπος σκληρός στο βάθος της ψυχής της..
βάθος τῆς ψυχῆς της..
Ἡ γραία ἀνήρχετο ἤδη ὑψηλότερα, πρὸς τὴν ἀπότομον Η γριά ανέβαινε τώρα ψηλότερα, προς την απότομη
κορυφὴν τοῦ ρεύματος. Κάτω ἐχαράττετο βαθὺ τὸ κορυφή του ρέματος. Κάτω χαράζονταν βαθύ το ποτάμι, τ’
ποτάμιον, τ' Ἀχειλὰ τὸ ρέμα, καὶ ὅλην τὴν βαθείαν κοιλάδα Αχειλά το ρέμα, και όλη την βαθιά κοιλάδα διέσχιζε το ρεύμα
μετὰ ἠρέμου μορμυρισμοῦ διέτρεχε τὸ ρεῦμα, κατὰ τὸ με ήρεμο μουρμουρητό, που έμοιαζε να ακίνητο, σα λίμνη,
φαινόμενον ἀκινητοῦν, λιμνάζον, ἀλλὰ πράγματι ἀενάως αλλά στην πραγματικότητα κινείται συνεχώς κάτω από τα
κινούμενον ὑπὸ τὰς μακρᾶς βαθυκόμους πλατάνους. μακριά, μακρυμάλλικα πλατάνια. Ανάμεσα στα βρύα, τους
ἀνάμεσα εἰς βρύα καὶ θάμνους καὶ πτέριδας, ἐφλοίσβιζε θάμνους και τις φτέρες, φλοίσβιζε (τραγουδούσε) μυστικά,
μυστικά, ἐφίλει τοὺς κορμοὺς τῶν δένδρων, ἔρπον έρποντας σαν φίδι κατά μήκος της κοιλάδας, πρασινωπό από
ὀφιοειδῶς κατὰ μῆκος τῆς κοιλάδος, πρασινωπὸν ἀπὸ τὰς τις ανταύγειες του πράσινου τοπίου, φιλώντας και
ἀνταυγείας τὰς χλοερᾶς, φιλοῦν καὶ ἅμα δάκνον τοὺς δαγκώνοντας ταυτόχρονα τους βράχους και τις ρίζες, αγνό
βράχους καὶ τὰς ρίζας, νάμα μορμύρον, ἀθόλωτον, βρίθον μουρμουριστό νερό πηγής, αθόλωτο γεμάτο από μικρά
ἀπὸ μικρὰ καβουράκια, τὰ ὁποῖα ἔτρεχον νὰ κρυβώσιν εἰς καβουράκια, που τρέχουν να κρυφτούν στο θόλωμα της
τὸ θόλωμα τῆς ἄμμου, ἅμα κανὲν βοσκόπουλον, ἀφῆνον άμμου, όταν κανένα βοσκόπουλο, αφήνοντας τα λίγα
τὰς ὀλίγας ἀμνάδας νὰ βόσκουν εἰς τὴν δροσερᾶν χλόην, προβατάκια του να βόσκουν στη δροσερή χλόη έρχονταν να
ἤρχετο νὰ κύψη εἰς τὸ ρεῦμα, καὶ ἀνεσήκωνε πέτραν τινὰ σκύψει στο ρέμα κι ανασήκωνε κάποια πέτρα για να τα
διὰ νὰ τὰ κυνηγήση. Τὸ λάλον, ἀσίγητον κελάδημα τῶν κυνηγήσει. Το φλύαρο ασίγητο κελάηδημα των κοτσυφιών
κοσσύφων ἀντήχει ἀρμονικὸν εἰς τὸ δάσος, τὸ περιστέφον αντηχούσε αρμονικά στο δάσος, το οποίο περιστοιχίζει την
ὅλην τὴν δυτικὴν κλιτύν, καὶ ἀνέρπον εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ δυτική πλαγιά του λόφου και ανεβαίνει μέχρι την κορυφή του
Ἀναγύρου, ἕως τὴν Ἀετοφωλιᾶν ἐπάνω - ὅπου ἐλέγετο ὅτι Αναργύρου, μέχρι πάνω στην Αετοφωλιά, όπου λεγόταν ότι
εἰς θαλασσαετὸς εἶχε κατοικήσει ἐπὶ τρεῖς γενεὰς ένας θαλασσαετός είχε κατοικήσει επί τρεις γενιές ανθρώπων,
ἀνθρώπων ἐκεῖ, καὶ τέλος ἐξέλιπε χωρὶς ν' ἀφήση αλλά τελικά πέθανε χωρίς να αφήσει αετόπουλα. Στην
ἀετόπουλα. Εἰς τὴν ἐρημωθεῖσαν φωλεᾶν τοῦ εὑρέθη ερημωμένη φωλιά του βρέθηκε ολόκληρο μουσείο από
ὁλόκληρον μουσεῖον ἀπὸ τεράστια κόκκαλα θαλασσίων τεράστια κόκκαλα θαλασσίων φιδιών, από φώκιες, από
ὄφεων, φωκῶν, καρχαριῶν καὶ ἄλλων ἐναλίων θηρίων, τὰ καρχαρίες και άλλα θαλάσσια ζώα, τα οποία είχε ξεφαντώσει
ὁποῖα εἶχε ξεφαντώσει κατὰ καιροὺς ὁ μέγας καὶ κραταιὸς κατά καιρούς το μεγάλο και δυνατό πτηνό των θαλασσών, με
ὄρνις τῶν θαλασσῶν, μὲ τὸ γρυπὸν ράμφος του τὸ το γυριστό του ράμφος το γαλαζωπό και με το στάχτινο,
κυανωπόν, καὶ μὲ τὸ τεφρὸν μεγαλοπρεπὲς πτέρωμα.. μεγαλοπρεπές του φτέρωμα..
Ἐπάνω, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ρεύματος, εἰς ἕνα ζυγὸν Επάνω, στην κορυφή του ποταμού, σε ένα σχήμα που
σχηματιζόμενον μεταξὺ δυὸ βουνῶν, ἀνάμεσα εἰς τοῦ μοιάζει με ζυγό, ανάμεσα σε δύο βουνά, ανάμεσα του
Κονόμου τὰ ρόγγια καὶ εἰς τὸν Μικρὸν Ἀνάγυρον, ἐκεῖ Κονόμου τα ρόγγια και στον Μικρό Ανάργυρο, βρισκόταν
εὑρίσκετο ἀπὸ παλαιὸν καιρὸν τὸ ἀρχαῖον, ἔρημον από τα παλιά χρόνια, το αρχαίο έρημο μοναστήρι, ο Άη
μονύδριον, ὁ Ἄις Γιάννης ὁ Κρυφός. Ἧτο πράγματι Γιάννης ο Κρυφός. Το μοναστήρι είναι πραγματικά κρυφό,
κρυφός, κείμενος ὄπισθεν τοῦ μικροῦ αὐχένος, καθώς βρίσκεται πίσω από έναν μικρό λαιμό, καλυμμένο από
καλυπτόμενος ἀπὸ τὰ δυὸ βουνά, καὶ ἀπὸ πυκνὴν λόχμην. τα δύο βουνά και από ένα πυκνό δάσος. Είτε κάποιος
Εἴτε ἐκ τοῦ βορείου μέρους ἤρχετό τις, ὅπως τώρα ἡ ερχόταν από το βόρειο μέρος, όπως τώρα η Φραγκογιαννού
Φραγκογιαννοὺ ἀπὸ τ' Ἀχειλὰ τὸ ρέμα, εἴτε ἐκ τοῦ από τ' Αχειλά το ρέμα, είτε από το νότιο, από την τοποθεσία
μεσημβρινοῦ, ἐκ τῆς τοποθεσίας τῆς καλουμένης τοῦ που ονομάζεται του Κονόμου τα ρόγγια, ακόμη κι αν
Κονόμου τὰ ρόγγια, καὶ ἂν ἐγγύτατα διήρχετο πλησίον τοῦ περνούσε πολύ κοντά στο παλιό σέβασμα (μοναστήρι), είναι
παλαιοῦ σεβάσματος, ἧτο ἀδύνατον νὰ ὑποπτεύση τὴν αδύνατο να το δει, αν δεν γνωρίζει καλά τα μέρη, όπως τα
ὕπαρξίν του, ἂν δὲν ἐγνώριζε καλῶς τὰ μέρη, ὅπως τὰ γνώριζε η Φραγκογιαννού..
ἐγνώριζεν ἡ Φραγκογιαννού..
Ὁ περίβολος καὶ τὰ ὀλίγα κελλία ἦσαν ἐρείπιον ἀπὸ Ο περίβολος και τα λίγα κελιά ήταν ερείπια εδώ και πολύ
πολλοῦ. Ὁ ναΐσκος ὠρθοῦτο ἀκόμη, ἀλλ' ἤτον ἔρημος καὶ καιρό. Η εκκλησούλα στεκόταν ακόμη όρθια, αλλά ήταν
ἀλειτούργητος. Τὸ καθολικὸν ἐστεγάζετο ἀκόμη, ἀλλ' εἰς άδεια και αχρησιμοποίητη. Η στέγη του καθολικού (της
τὸ ἅγιον βῆμα ἡ στέγη εἶχε καταρρεύσει πρὸς τὸ βόρειον, κεντρικής εκκλησίας της μονής) υπήρχε ακόμη, αλλά στο άγιο
αἱ δὲ πλάκες τῆς σκεπῆς καὶ τὰ συντρίμματα εἶχον καλύψει βήμα είχε καταρρεύσει στο βόρειο μέρος, και οι πλάκες τις
τὸ θυσιαστήριον. ὑπῆρχε ξύλινον τέμπλον, πάλαι ποτὲ σκεπής και τα συντρίμμια είχαν καλύψει το θυσιαστήριο (την
γλυπτὸν καὶ χρυσωμένον, ἐφθαρμένον καὶ δυσγνώριστον, Αγία Τράπεζα). Υπήρχε ένα ξύλινο τέμπλο που κάποτε πολύ
ἀλλ' αἱ εἰκόνες ἔλειπον. Αἱ ὀλίγαι τοιχογραφίαι εἶχον παλιά ήταν σκαλιστό και χρυσωμένο, αλλά τώρα ήταν
φθαρῆ ἀπὸ τὴν ὑγρασίαν, καὶ τὰ πρόσωπα τῶν Ἁγίων δὲν φθαρμένο και δυσδιάκριτο, και οι εικόνες είχαν έλειπαν. Οι
διεκρίνοντο πλέον.. λίγες τοιχογραφίες είχαν φθαρεί από την υγρασία, και τα
πρόσωπα των αγίων δεν μπορούσαν πλέον να διακριθούν..
Μόνον δεξιόθεν τοῦ χοροῦ ὑπῆρχε μιὰ τοιχογραφία Μόνο στη δεξιά πλευρά του ψαλτηριού υπήρχε μια
παριστώσα τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον τοιχογραφία που απεικόνιζε τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο
μαρτυροῦντα τὸν Χριστόν. «Ἴδε ὁ Ἀμνὸς τοῦ θεοῦ, ὁ να αναγγέλλει την άφιξη του Χριστού. «Ίδε ο Αμνός του
αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Τὸ πρόσωπον καὶ ἡ χεὶρ θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Να το αρνάκι του
τοῦ Βαπτιστοῦ, τεινομένη καὶ δεικνύουσα, διεκρίνοντο Θεού, που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου). Το πρόσωπο
ὀπωσοῦν καλῶς. Τὸ πρόσωπον τοῦ Σωτῆρος λίαν ἀμυδρῶς και το χέρι του Βαπτιστή, που απλωνόταν και έδειχνε,
ἐφαίνετο ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ τοίχου.. διακρίνονταν ακόμη κάπως καλά. Το πρόσωπο του Σωτήρα
φαινόταν πολύ αμυδρά στον υγρό τοίχο..
Τὸν Ἄϊ-Γιάννην τὸν Κρυφὸν ἐπεκαλοῦντο τὸν παλαιὸν Τον Άη Γιάννη τον Κρυφό παρακαλούσαν τα παλιά χρόνια
καιρὸν ὅλοι ὅσοι εἶχον «κρυφὸν πόνον» ἢ κρυφὴν όλοι όσοι είχαν «κρυφό πόνο» ή κρυφή αμαρτία. Η γριά
ἁμαρτίαν. Ἡ γραία Χαδούλα ἐγνώριζε τὴν δοξασίαν ἢ τὸ Χαδούλα γνώριζε αυτή τη δοξασία, και γι' αυτό θυμήθηκε να
ἔθιμον τοῦτο, καὶ διὰ τοῦτο ἐνθυμήθη νὰ ἔλθη σήμερον εἰς έρθει σήμερα στο παλιό, ερημωμένο εκκλησάκι, για να
τὸν παλαιόν, ἔρημον ναΐσκον, ὅπως προσφέρη τὰς ἰκεσίας προσφέρει τις ικεσίες της. Προτίμησε τον ναό τον
της. Προέκρινε τὸν ναὸν τὸν ἀλειτούργητον, ἀφοῦ καὶ εἰς αλειτούργητο, αφού ακόμα και στην ενοριακή εκκλησία,
τὴν ἐνοριακὴν ἐκκλησίαν, ὅπου ἐσύχναζεν ὅλην τὴν όπου πήγαινε συχνά κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής,
σαρακοστήν, ἐτόλμα μόνον νὰ εἰσέρχεται μᾶλλον εἰς τὸν τολμούσε να μπαίνει μόνο στον νάρθηκα, πίσω από το ένα
νάρθηκα, ὄπισθεν τοῦ ἑνὸς φύλλου τῆς γυναικείας πύλης, φύλλο της γυναικείας πύλης, που ήταν κλειστό με τον σύρτη.
τοῦ κλεισμένου μὲ τὸν σύρτην. Ὠς νὰ ἠσθάνετο τὴν Ήταν σαν να ένιωθε την ανάγκη να είναι έτοιμη να φύγει
ἀνάγκην νὰ εἴν' ἑτοίμη πρὸς φυγήν, ἅμα τὴν ἐδίωκέ τις! αμέσως, αν την έδιωχνε κάποιος! Και δεν φοβόταν τόσο πολύ
Καὶ δὲν ἐφοβεῖτο τόσον μὴ τὴν διώξη ὁ Παπανικόλας, ὁ μήπως την διώξει ο Παπανικόλας, ο αυστηρός και ασκητικός
αὐστηρὸς καὶ ἀσκητικὸς ἐφημέριος, ἢ ὁ κυρ Δημητρὸς ὁ εφημέριος, ή ο κυρ Δημητρός ο επίτροπος, ο οποίος πάντα
ἐπίτροπος, ὅστις πάντοτε ἐγόγγυζε καὶ ἧτο τραχὺς πρὸς τὰς γκρίνιαζε και ήταν σκληρός με τις γριές, που επέμεναν να μην
γραίας, αἴτινες ἐπέμενον μὴ θέλουσαι ν' ἀνέρχωνται εἰς τὸν ανεβαίνουν στον γυναικωνίτη και ζητούσαν να έχουν πάντα
γυναικωνίτην, καὶ ἀπήτουν νὰ ἔχουν διαρκῶς μικρόν, ένα μικρό, περιφραγμένο με σειρές στασιδιών διαμέρισμα, στη
περίφρακτον μὲ σειρὰς στασιδίων διαμέρισμα, εἰς τὴν βορειοδυτική γωνία του ναού. Αλλά φοβόταν τον
βορειοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ναοῦ. ἀλλ' ἐφοβεῖτο τὸν Αρχάγγελο, τον αγριωπό, που ήταν ζωγραφισμένος
Ἀρχάγγελον, τὸν ἀγριωπόν, ὅστις ἧτο ζωγραφισμένος μεγαλόσωμος πάνω στην βόρεια πύλη του ναού, με τη
μεγαλωστὶ ἐπὶ τῆς βορείας πύλης τοῦ ναοῦ, μὲ τὴν φλογερή ρομφαία του στο χέρι..
ρομφαίαν του τὴν φλογίνην εἰς τὴν χείρα..
Εἰσῆλθεν εἰς τὸν ἔρημον ναΐσκον, ἄναψεν ἐν κηρίον, τὸ Μπήκε στο ερημωμένο εκκλησάκι, άναψε ένα κερί, το
ὁποῖον εἶχεν εἰς τὸ καλάθι της μαζὶ μὲ ὀλίγα πυρεία, κ' οποίο είχε στο καλάθι της μαζί με λίγα σπίρτα, και έκανε τρεις
ἔκαμε τρεῖς στρωτᾶς γονυκλισίας ἐμπρὸς εἰς τὴν βαθιές γονυκλισίες μπροστά στην μισοκατεστραμμένη
τοιχογραφίαν τὴν ἠμιεφθαρμένην. Εἴτα, ἀνακυκλοῦσα εἰς τοιχογραφία. Στη συνέχεια, επαναλαμβάνοντας στον νου της
τὸν νοῦν τὴν ἔμμονον ἰδέαν, ἥτις τῆς εἶχε κολλήσει, χωρὶς την εμμονική ιδέα που της είχε κολλήσει, χωρίς να την
νὰ τὴν ἐκφράζη μεγαλοφώνως, εἶπε μὲ φωνήν, τὴν ὁποίαν εκφράσει μεγαλόφωνα, είπε τόσο φωναχτά που θα μπορούσε
θὰ ἠδύνατο ν' ἀκούση τις, ἂν παρίστατο μάρτυς τῆς σκηνῆς να την ακούσει κάποιος, αν ήταν μάρτυρας εκείνης της
ἐκείνης: «Ἂν ἔκαμα καλά, Ἀϊ-Γιάννη μου, νά μου δώσης σκηνής: «Αν έκανα καλά, Άγιε Γιάννη μου, να μου δώσεις
σημεῖο σήμερα. νὰ κάμω μία καλὴ πράξη, ἕνα ψυχικό, γιὰ σημάδι σήμερα. να κάνω μια καλή πράξη, ένα ψυχικό, για να
νὰ γαληνιάσ' ἡ ψυχή μου κ' ἡ καρδούλα μου!.». γαληνέψει η ψυχή μου και η καρδιά μου!.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ.
Ἀφοῦ εἶχε γεμίσει τὸ καλάθι της, καὶ ὁ ἥλιος ἔκλινε πολὺ Αφού γέμισε το καλάθι της και ο ήλιος είχε χαμηλώσει
χαμηλά, καθὼς ἐξῆλθε τοῦ ἐρήμου ναΐσκου, ἡ γραία πολύ, η γριά Χαδούλα βγήκε από το ερημωμένο ναό και
Χαδούλα ἐκίνησε νὰ ἐπιστρέψη εἰς τὴν πολίχνην. Κατῆλθε ξεκίνησε να γυρίσει στην μικρή πόλη. Κατέβηκε ξανά το
πάλιν τὸ ρέμα-ρέμα εἰς τὰ ὀπίσω, ἐστράφη δεξιά, ἄρχισε ν' ρέμα-ρέμα προς τα πίσω, έστριψε δεξιά και άρχισε να
ἀνηφορίζη πρὸς τὸν λόφον τοῦ Ἄγ. Ἀντωνίου, ὁπόθεν ανεβαίνει τον λόφο του Αγίου Αντωνίου, από όπου είχε έρθει.
εἶχεν ἔλθει. Μόνον πρὶν φθάση ἀκόμη εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Μόλις όμως έφτασε στην κορυφή του λόφου, όπου βρίσκεται
λόφου, ἔφ' οὐ ἵσταται τὸ παρεκκλήσιον, καὶ ὁπόθεν το παρεκκλήσι και από όπου ανοίγεται θέα στο λιμάνι και την
ἀνοίγεται μεγάλη θέα πρὸς τὸν λιμένα καὶ τὴν πόλιν, εἶδεν πολιτεία, είδε εκεί δεξιά της, χαμηλά στο βάθος μιας μικρής
ἐκεῖ δεξιὰ τῆς χαμηλὰ εἰς τὸ βάθος μικρὰς κοιλάδος, ἥτις κοιλάδας, που ονομάζεται ρέμα της Μαμούς και κόβει με
καλεῖται τῆς Μαμοὺς τὸ ρέμα, καὶ τέμνει κατ' ἀμβλείαν αμβλεία γωνία την άλλη βαθιά κοιλάδα του Αχειλά, τον
γωνίαν τὴν ἄλλην βαθείαν κοιλάδα τοῦ Ἀχειλᾶ, τὸν εὐρὺν μεγάλο και καλοδιατηρημένο κήπο του Γιάννη του Περιβολά.
καὶ καλῶς καλλιεργημένον κῆπον τοῦ Γιάννη τοῦ Και είπε μέσα της:.
Περιβολᾶ, καὶ εἶπε μέσα της:.
«Ἂς πάω στὸν μπαχτσὲ τοῦ Γιάννη, νὰ τοῦ γυρέψω «Να πάω στον μπαξέ του Γιάννη, να του ζητήσω κανένα
κανένα μάτσο κρομμύδια, ἢ κανένα μαρούλι, νὰ μὲ φιλέψη. μάτσο κρεμμύδια ή κανένα μαρούλι, να με φιλέψει. Τι θα
Τί θὰ χάσω;». χάσω;».
Συγχρόνως, ἀνεπόλησεν τὴν στιγμὴν ἐκείνη, ὅ,τι πρὸ Την ίδια στιγμή, θυμήθηκε ότι είχε ακούσει από μέρες, πως
ἡμερῶν εἶχεν ἀκούσει ὅτι ἡ γυναίκα τοῦ Γιάννη τοῦ η γυναίκα του Γιάννη του Περιβολά ήταν άρρωστη. Δεν
Περιβολᾶ ἤτον ἄρρωστη. Ἠγνόει ἂν αὔτη εὑρίσκετο τώρα ήξερε αν αυτή βρισκόταν τώρα στην καλύβα μέσα στον κήπο,
εἰς τὴν καλύβην τὴν ἐντὸς τοῦ κήπου, παρὰ τὴν εἴσοδον, ἢ δίπλα στην είσοδο, ή αν νοσηλευόταν στην πολιτεία. Αλλά
ἂν ἐνοσηλεύετο εἰς τὴν πόλιν. Ἀλλ' ἐπειδὴ ὁ κηπουρὸς ὁ επειδή ο κηπουρός ο ίδιος θα βρισκόταν σίγουρα εκεί (το
ἴδιος θὰ εὑρίσκετο ἐξ ἅπαντος ἐδῶ, (συνεπέρανεν, ἐπειδὴ συμπέρανε επειδή έβλεπε από μακριά την πόρτα της αυλής
ἔβλεπεν μακρόθεν ἀνοικτὴν τὴν θύραν τοῦ περιβόλου) ανοιχτή), σκέφτηκε να του πουλήσει εξυπηρέτηση με τα
ἐσυλλογίσθη νὰ τοῦ πουλήση δούλευσιν, μὲ τὰ βότανα ποὺ βότανα που είχε στο καλάθι της, τάζοντάς του «μαντζούνια»
εἶχε στὸ καλαθάκι της, ὑποσχόμενη αὐτῶ «μαντζούνια» για τη θεραπεία της γυναίκας του. Μετά αμέσως είπε πάλι
πρὸς ἴασιν τῆς γυναικός του. Εἴτα εὐθὺς πάλιν εἶπε καθ' μέσα της:.
ἑαυτήν:.
«Τί δούλεψη νὰ κάμη κανεὶς στὴ φτώχεια!. Ἡ «Τι εξυπηρέτηση να κάνει κανείς στη φτώχεια!. Η
μεγαλύτερη καλωσύνη ποὺ μποροῦσε νὰ τοὺς κάμη θὰ μεγαλύτερη καλοσύνη που θα μπορούσε να τους κάνει
ἤτον νὰ εἶχε κανεὶς στερφοβότανο νὰ τοὺς δώση. (Θὲ μ' κάποιος θα ήταν να είχε ένα στερφοβότανο για να τους κάνει
σχώρεσε μέ!) Ἂς ἤτον καὶ παλληκαροβότανο! ἐπέφερε. να μην κάνουν παιδιά. (Θεέ μου, συγχώρεσέ με!) Ας ήταν και
Γιατί κάνει ὅλο κοριτσάκια, κι αὐτὴ ἡ φτωχιά!. Θαρρῶ πὼς παληκαροβότανο για να κάνουν αγόρια! πρόσθεσε. Γιατί
ἔχει πέντ' ἕξι ὡς τώρα. Δὲν ξέρω ἂν τῆς ἔχη πεθάνει κάνει μόνο κορίτσια, αυτή η φτωχιά!. Νομίζω ότι έχει πέντε ή
κανένα. ἀπ' αὐτὰ τὰ ἐφτάψυχα!». έξι μέχρι τώρα. Δεν ξέρω αν της έχει πεθάνει κανένα. από
αυτά τα εφτάψυχα!».
Εἶχεν ἐρευνήσει, τῷ ὄντι, ἐπὶ χρόνους πολλούς, εἰς τὰ Η Γιαννού είχε ψάξει, πραγματικά, για πολλά χρόνια, στα
βουνὰ καὶ τὰς φάραγγας, ὅπως εὔρη «παλληκαροβότανο» βουνά και στις ρεματιές, για να βρει «βότανο για αγόρια» για
διὰ τὴν κόρην της, ἀλλ' ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον τῆς εἶχε δώσει δὲν την κόρη της, αλλά εκείνο που της είχε δώσει δεν πέτυχε.
ἐπέτυχεν. ἐξ ἐναντίας, ἐνήργησε μᾶλλον ὡς Αντιθέτως, λειτούργησε περισσότερο ως «βότανο για
«κοριτσοβότανο». Καὶ ὅμως εἰς αὐτὴν ἄλλοτε, ὅταν τῆς τὸ κορίτσια». Και όμως, σε εκείνη κάποτε, όταν της το έδωσε η
ἔδωκεν ἡ ἀνδραδέλφη της, εἶχε τελεσφορήσει, διότι ἔκαμε κουνιάδα της, είχε αποτέλεσμα, γιατί έκανε τέσσερις γιους,
τέσσαρας υἱούς, καὶ μόνον τρεῖς θυγατέρας. Ὅσον ἀφορᾶ και μόνον τρεις κόρες. Όσον αφορά το «βότανο για να μην
τὸ «στερφοβότανο», ὁ πνευματικὸς τῆς εἶχεν εἰπεῖ πρὸ κάνουν παιδιά», ο πνευματικός της είχε πει πριν από χρόνια
χρόνων ὅτι εἶναι μεγάλη ἁμαρτία.. ότι είναι μεγάλη αμαρτία..
Πρὶν φθάση εἰς τὴν θύραν τοῦ κήπου, καθὼς κατήρχετο Πριν φτάσει στην πόρτα του κήπου, καθώς κατέβαινε το
τὸν δρομίσκον τῆς κλιτύος, εἶδεν ὅτι ὁ Γιάννης ὁ μονοπάτι της πλαγιάς, είδε ότι ο Γιάννης ο Περιβολάς δεν
Περιβολὰς δὲν εὑρίσκετο ἐντὸς τοῦ κήπου, ἀλλ' ἧτο τὴν βρισκόταν μέσα στον κήπο, αλλά ήταν εκείνη τη στιγμή στο
στιγμὴν ἐκείνην εἰς τὸν γειτονικὸν ἀγρόν, τὸν ὁποῖον εἶχε γειτονικό χωράφι, το οποίο είχε φαίνεται νοικιάσει ως
φαίνεται ἐνοικιάσει ὡς κολλήγας ἀπὸ τὸν γείτονα. Ὁ ἀγρὸς κολλήγος από τον γείτονα. Το χωράφι ήταν σπαρμένος με
ἤτον σπαρμένος κριθὴν λίαν χλοάζουσαν καὶ σπιθαμιαίαν κριθάρι καταπράσινο που είχε φτάσει ήδη σε ύψος μιας
ἤδη, ἐκεῖτο δὲ ἐπὶ χαμηλοτέρου ἀπὸ τὸν κῆπον ἐπιπέδου, σπιθαμής (περίπου 18 εκ), και βρισκόταν σε χαμηλότερο από
εἰς ὕψος γόνατος. Ὁ Γιάννης, σκυμμένος εἰς μίαν ἄκρην τον κήπο επίπεδο, σε ύψος γόνατος. Ο Γιάννης, σκυμμένος σε
τοῦ ἀγροῦ, ὡς φαίνεται, ἐβοτάνιζεν, ἤτοι ἐξερρίζωνε τ' μία άκρη του χωραφιού, ως φαίνεται, βοτάνιζε, δηλαδή
ἄσχημα χόρτα καὶ τὰ ζιζάνια ἀνάμεσα εἰς τὸ σπαρτόν, ξερίζωνε τα βλαβερά χόρτα και τα ζιζάνια ανάμεσα στο
ἐνόσω ἧτο ἀκόμη ἐνωρίς, καὶ ὁ ἥλιος ἔδυεν ἤδη. Εὑρίσκετο σπαρμένο, ενώ ήταν ακόμη νωρίς, και ο ήλιος έδυε ήδη.
πέραν τῆς ἄλλης ἄκρας τοῦ κήπου, καὶ ὅταν ἡ Γιαννοὺ Βρισκόταν πέρα από την άλλη άκρη του κήπου, και όταν η
ἐπλησίασεν εἰς τὴν θύραν τοῦ περιβόλου, δὲν τὸν ἔβλεπε Γιαννού πλησίασε στην πόρτα του περίβολου, δεν τον έβλεπε
πλέον, κρυπτόμενον ὄπισθεν τοῦ πυκνοῦ φράκτου, εἰς πλέον, κρυμμένο πίσω από τον πυκνό φράκτη, σε αρκετή
ἱκανὴν ἀπόστασιν, ὥστε δὲν ἠμπόρεσε νὰ τοῦ φωνάξη απόσταση, ώστε δεν μπόρεσε να του φωνάξει από μακριά
μακρόθεν τὴν καλησπέραν. Ἐκεῖνος, κύπτων, ὅλος καλησπέρα. Εκείνος, σκυμμένος, εντελώς απορροφημένος
ἔκδοτος εἰς τὴν ἐργασίαν του, οὔτε τὴν εἶδεν.. στην εργασία του, ούτε την είδε..
Ἡ γραία Χαδούλα εἰσῆλθε. Πλησίον τῆς θύρας ἤτον ἡ Η γριά Χαδούλα μπήκε στο κήπο. Κοντά στην πόρτα ήταν
καλύβη, ἱκανῶς λευκάζουσα, μὲ ἐξωτερικὸν ὄχι πολὺ η καλύβα, αρκετά λευκή, με όχι και τόσο περιποιημένο
ἀκμαῖον οὔτε καθάριον. Ἐφαίνετο ὅτι πρὸ πολλοῦ χρόνου εξωτερικό ή καθαρό. Φαινόταν ότι δεν είχε ασβεστωθεί εδώ
δὲν εἶχεν ἀσβεστωθῆ, κ' ἐμαρτύρει περὶ τῆς ἀρρωστίας τῆς και πολύ καιρό, γεγονός που μαρτυρούσε την ασθένεια της
οἰκοκυρᾶς. Ἀταξία ἐργαλείων, χόρτων καὶ δεμάτων νοικοκυράς. Μπροστά στην καλύβα υπήρχε ακαταστασία
ὑπῆρχεν ἔμπροσθεν ταύτης. Ἡ θύρα ἧτο κλειστή. Τὰ δυὸ από εργαλεία, χόρτα και δέματα. Η πόρτα ήταν κλειστή. Τα
παράθυρα κλειστά. Μόνον εἰς φεγγίτης μὲ ὕαλον ὑπῆρχε δύο παράθυρα κλειστά. Μόνο ένας φεγγίτης με τζάμι υπήρχε
πρὸς τὰ ἄνω, ἀλλὰ διὰ νὰ φθάση ὡς ἐκεῖ ἐπάνω ἡ στο πάνω μέρος, αλλά για να φτάσει εκεί η Φραγκογιαννού,
Φραγκογιαννού, διὰ νὰ στηλώση τὸ ἀνάστημά της καὶ ἵδη για να σηκώσει το ανάστημά της και να δει αν υπήρχε
ἂν ἤτον ἄνθρωπος μέσα, ἔπρεπε ν' ἀνέλθη τὰς δυὸ ἢ τρεῖς κάποιος μέσα, έπρεπε να ανέβει τα δύο ή τρία σκαλοπάτια και
βαθμίδας, καὶ νὰ φθάση εἰς τὸ μικρόν, ἄφρακτον να φτάσει στο μικρό, άφρακτο σανίδωμα, που ονομάζεται
σανίδωμα, τὸ καλούμενον «χαγιάτι».. «χαγιάτι»..
Ἐνῶ ἐδίσταζεν, ἂν ἔπρεπε οὕτω νὰ κάμη, ἢ μᾶλλον ν' Ενώ δίσταζε αν έπρεπε να κάνει έτσι, ή μάλλον να ανέβει
ἀνέλθη ἁπλῶς εἰς τὸ χαγιάτι καὶ νὰ κρούση τὴν θύραν, απλώς στο χαγιάτι και να χτυπήσει την πόρτα, άκουσε φωνές
ἤκουσε φωνὰς μικρῶν κορασίων. Ὀλίγον παρέκει ἤτον τὸ μικρών κοριτσιών. Λίγο πιο πέρα ήταν το πηγάδι με το
πηγάδι μὲ τὸ μάγγανον, καὶ δίπλα, ἡ στέρνα, χαμηλή, μαγκάνι και δίπλα, η στέρνα, χαμηλή και βαθιά, με τα
βαθεία, μὲ τὰς ὄχθας μόλις ἀνεχούσας ὑπεράνω τῆς πεζούλα της μόλις να ξεπροβάλλουν από την επιφάνεια της
ἐπιφανεῖας τῆς γῆς. Ἐπάνω εἰς αὐτὴν τὴν κτιστὴν ὄχθην, γης. Πάνω σε αυτή την χτιστή όχθη, δίπλα στο χείλος της
παρὰ τὸ χεῖλος τῆς στέρνας, ἐκάθηντο δυὸ μικρὰ κοράσια, στέρνας, κάθονταν δύο μικρά κορίτσια, το ένα περίπου πέντε
τὸ ἐν ὡς πέντε ἐτῶν, τὸ ἄλλο ὡς τριῶν ἐτῶν, καὶ ἔπαιζαν μὲ ετών και το άλλο περίπου τριών ετών, και έπαιζαν με ένα
μίαν καλαμιᾶν καὶ μὲ σπάγγον καὶ ἐν καρφίον δεμένον εἰς καλάμι, ένα σπάγκο και ένα καρφί δεμένο στην άκρη, σαν να
τὴν ἄκρην, ὡς νὰ ἐψάρευαν τάχα ἐντὸς τῆς στέρνας.. ψάρευαν μέσα στη στέρνα..
- Νά!. μοῦ ἔδωκε τὸ σημεῖο ὁ Ἄις-Γιάννης, εἶπε μέσα της, «Να!. Μου έδωσε το σημάδι ο Άγιος Γιάννης», είπε μέσα
σχεδὸν ἀκουσίως ἡ Φραγκογιαννού, ἅμα εἶδε τὰ δυὸ της, σχεδόν ασυναίσθητα η Φραγκογιαννού, όταν είδε τα δύο
θυγάτρια. Τί λευθεριὰ θὰ τῆς ἔκαναν τῆς φτωχιᾶς, τῆς κοριτσάκι. «Τι λευτεριά θα της έκαναν της φτωχιάς
Περιβολούς, ἀνίσως ἔπεφταν μὲς στὴ στέρνα κ' Περιβολούς, αν έπεφταν μέσα στη στέρνα και κολυμπούσαν!.
ἐκολυμπούσαν!. Νὰ ἰδοῦμε, ἔχει νερό;. Να δούμε, έχει νερό;».
Πλησιάσασα, ἔκυψε, καὶ εἶδεν ὅτι ἡ στέρνα ἤτον σχεδὸν Πλησιάζοντας, έσκυψε και είδε ότι η στέρνα ήταν σχεδόν
γεμάτη. ὡς δυὸ τρίτα ὀργυιὰς νεροῦ.. γεμάτη, με περίπου 2/3 της οργιάς νερό (περίπου 1,5 μ.).
- Τί τ' ἀφήνει ἐδῶ, κεῖνος ὁ πατέρας τους, μικρὰ — Τι τα αφήνει εδώ, αυτός ο πατέρας τους, μικρά
κορίτσια, εἶπεν πάλιν ἡ Φραγκογιαννού. Τάχα δὲν μποροῦν κορίτσια; είπε ξανά η Φραγκογιαννού. Τάχα δεν μπορούν να
νὰ πέσουν καὶ μοναχὰ τοὺς μέσα;. πέσουν και μόνα τους μέσα;.
Ἔστρεψεν ἁνήσυχον βλέμμα πρὸς τὴν καλύβην. Ἀλλ' Γύρισε ανήσυχα το βλέμμα προς την καλύβα. Αλλά αυτή
αὐτὴ εἶχε τὴν ὄψιν ὅτι δὲν ὑπῆρχεν ἄνθρωπος μέσα.. είχε την όψη ότι δεν υπήρχε άνθρωπος μέσα..
Ἐκοίταξε μετὰ περιεργείας τὰ δυὸ κοράσια. Τὸ Κοίταξε με περιέργεια τα δύο κορίτσια. Το μεγαλύτερο από
μεγαλύτερον τούτων ὡραῖον, ξανθόν, ἂν καὶ σχεδὸν αυτά, όμορφο, ξανθό, αν και σχεδόν άπλυτο, έκανε ωραία
ἄνιπτον, ἔκαμνεν ὡραίαν ἐντύπωσιν. Τὸ μικρότερο, εντύπωση. Το μικρότερο, χλωμό, κακοντυμένο, φαινόταν
χλωμόν, κακονδυμένον, ἐφαίνετο μᾶλλον νὰ πάσχη ἀπὸ μάλλον να πάσχει από «ζούρα», δηλαδή παιδικό μαρασμό..
«ζούραν», ἤτοι παιδικὸν μαρασμόν..
- Κοριτσάκια, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού, τί ἐκάνετ' δῶ;. — Κοριτσάκια, είπε η Φραγκογιαννού, τι κάνετε εδώ;. Πού
Ποῦ εἴν' ἡ μάννα σας;. είναι η μάνα σας;.
Τὸ μεγαλύτερον κοράσιον ἀπήντησε:. Το μεγαλύτερο κορίτσι απάντησε:.
- Πίτι.. — Πίτι..
Στὸ σπίτι, ἡρμήνευσεν ἡ γραία. Μὰ ποῦ στὸ σπίτι; Ἐδῶ ἢ Στο σπίτι, ερμήνευσε η γριά. Μα πού στο σπίτι; Εδώ ή στο
στὸ χωριό;. χωριό;.
- Ζὲν εἶναι ζῶ, εἶπεν πάλιν τὸ μικρόν.. — Ζεν είναι ζω, είπε ξανά το μικρό..
Φαίνεται ὅτι ἐξετέλει ἐντολὴν τοῦ πατρός της, μὴ Φαίνεται ότι εκτελούσε εντολή του πατέρα της, μη
θέλοντος νὰ ἐνοχλώσιν οἱ διαβάται τὴν ἄρρωστην. Ἀύτη, θέλοντας να ενοχλήσουν οι διαβάτες την άρρωστη. Αυτή, εξ
ἄλλως, εὑρίσκετο πράγματι ἐντὸς τῆς καλύβης, καίτοι τὰ άλλου, βρισκόταν πράγματι μέσα στην καλύβα, αν και τα
παράθυρα ἦσαν κλειστά, ἴσως διὰ νὰ μὴν τὴν βλάπτη ὁ παράθυρα ήταν κλειστά, ίσως για να μην την βλάπτει το
ἐσπερινὸς ἀὴρ τοῦ ρεύματος. Φαίνεται ὅτι ὁ σύζυγός της βραδινό ρεύμα του αέρα. Φαίνεται ότι ο σύζυγός της είχε
πρὸ ὀλίγου μόνον εἶχε κατέλθει εἰς τὸν γειτονικὸν ἀγρόν, κατέβει στον γειτονικό αγρό, μόλις πριν από λίγο για μικρή
πρὸς μικρὰν συμπληρωματικὴν ἐργασίαν, καὶ εἶχεν ὀκνήσει συμπληρωματική εργασία, και είχε βαρεθεί ή νόμισε περιττό
ἢ νομίσει περιττὸν νὰ κλείση καὶ τὴν θύραν τοῦ περιβόλου να κλείσει και την πόρτα του περίβολου του λαχανόκηπου..
τοῦ λαχανοκήπου..
Ἡ γραία Χαδούλα ἠρώτησε καὶ πάλιν:. Η γραία Χαδούλα ρώτησε και πάλι:.
- Κ' εἶναι στὸ χωριό, ἡ μάννα σας; Καὶ σεῖς πῶς εἶστε 'δω — Και είναι στο χωριό, η μάννα σας; Και σεις πώς είστε 'δω
μοναχά σας;. μοναχά σας;.
- Εἶναι πατέλας ζῶ, εἶπεν ἡ μικρά.. — Είναι πατέλας ζω, είπε το μικρό..
- Ποῦ;. — Πού;.
- Ἐκεῖ κάτω, ἔδειξεν ἡ μικρά.. — Εκεί κάτω, έδειξε το μικρό..
- Καὶ τί κάνει;. — Και τι κάνει;.
Ἡ παιδίσκη ἔσειε τοὺς ὤμους. Δὲν ἤξευρε τί νὰ Το κοριτσάκι κούνησε τους ώμους. Δεν ήξερε τι να πει.
εἴπη.Τέλος ἐπρόφερεν:. Τέλος προέφερε:.
- Ἔχει ζ'λειά. (ἔχει δουλειά). — Έχει ζ'λειά. (έχει δουλειά).
- Πῶς σὲ λένε, κορίτσι μου;. — Πώς σε λένε, κορίτσι μου;.
- Μένα; Μ'σούδα (Μυρσούδα).. — Μένα; Μ'σούδα (Μυρσούδα)..
- Καὶ τὴν ἀδερφή σου;. — Και την αδερφή σου;.
- Τούλα (Ἀρετούλα).. — Τούλα (Αρετούλα)..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐσκέφθη:. Η Φραγκογιαννού σκέφτηκε:.
«Θὰ φωνάξουν, τάχα;. Θ' ἀκουστή; Ποὺ ν' ἀκουστή!. «Θα φωνάξουν, τάχα;. Θα ακουστεί; Πού να ακουστεί!.
Πρέπει νὰ κάμω γλήγορα, προσέθηκε μέσα της. Αὐτός, Πρέπει να κάνω γρήγορα, πρόσθεσε μέσα της. Αυτός, όπου
ὅπου εἶναι, τώρα σὲ λίγο, θὰ 'ρθη δῶ, γιατί θὰ να είναι, τώρα σε λίγο, θα 'ρθει δω, γιατί θα σουρουπώσει, και
σουρουπώση, καὶ δὲν θὰ βλέπη νὰ κάνη δουλειὰ ἐκεῖ κάτω. δεν θα βλέπει να κάνει δουλειά εκεί κάτω. Και πρέπει να
Καὶ πρέπει νὰ φεύγω τὸ γληγορώτερο, χωρὶς νὰ μὲ ἰδῆ, φύγω το γρηγορότερο, χωρίς να με δει, όπως δεν με είδε ως
ὅπως δὲν μὲ εἶδε ὡς τώρα».. τώρα».
Ἐδίστασε πρὸς στιγμήν. Ἠσθάνθη μέσα τῆς φοβερὰν Δίστασε για λίγο. Ένιωσε μέσα της τρομερή πάλη. Μετά
πάλην. Εἴτα εἶπε, σχεδὸν μεγαλοφώνως: «Καρδιά!. αὐτὸ είπε, σχεδόν δυνατά: «Καρδιά!. Μια απόφαση είναι»..
εἶναι μιὰ ἀπόφαση»..
Καὶ δράξασα μὲ τὰς δυὸ χείρας τὰ δυὸ κοράσια, τὰ Και αρπάζοντας με τα δύο χέρια τα δύο κορίτσια, τα
ὤθησε μὲ μεγάλην βίαν.. έσπρωξε με μεγάλη δύναμη..
Ἠκούσθη μέγας πλαταγισμός.. Ακούστηκε ένας μεγάλος παφλασμός..
Τὰ δυὸ πλάσματα ἔπλεαν εἰς τὸ νερὸν τῆς στέρνας.. Τα δύο πλάσματα βούλιαξαν στο νερό της στέρνας..
Ἡ μεγαλυτέρα κορασὶς ἔρρηξεν ὀξείαν κραυγήν, ἥτις Η μεγαλύτερη κοπέλα έβγαλε μια δυνατή κραυγή, η οποία
ἀντήχησεν εἰς τὴν μοναξιᾶν τῆς ἑσπέρας.. αντήχησε στην μοναξιά της βραδιάς..
- Μά.!. — Μα.!.
Ἐξ ἐμφύτου ὁρμῆς, ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔστρεψε τὸ Με μια έμφυτη παρόρμηση, η Φραγκογιαννού γύρισε το
πρόσωπον πρὸς τὴν λευκὴν καλύβην, ὅπου μέχρι τοῦδε πρόσωπό της προς τη λευκή καλύβα, στην οποία μέχρι τώρα
εἶχεν ἐστραμμένα τὰ νῶτα.. είχε γυρισμένη την πλάτη της..
Καὶ συγχρόνως ἐτοιμάζετο νὰ φύγη, καὶ συνάμα Και συγχρόνως ετοιμαζόταν να φύγει, ενώ ταυτόχρονα
ἔστρεφε τὸν κανθὸν τοῦ ὄμματος πρὸς τὴν στέρναν, διὰ νὰ έριχνε μια γρήγορη ματιά στη στέρνα για να δει αν
ἰδῆ ἂν διήρκει ἡ ἀγωνία.. συνεχίζεται η αγωνία..
Ἀνέλαβε τὸ καλάθι της, τὸ ὁποῖον εἶχε ἀποθέσει Πήρε το καλάθι της, το οποίο είχε αφήσει στο έδαφος, και
καταγῆς, καὶ ἀπεμακρύνθη δυὸ βήματα.. απομακρύνθηκε δύο βήματα..
Τὰ δυὸ μικρὰ πλάσματα ἤσπαιρον μέσα εἰς τὸ νερόν. Ἡ Τα δύο μικρά πλάσματα σπαρταρούσαν μέσα στο νερό. Η
μικρὰ εἶχε βυθισθῆ ἤδη. Ἡ μεγαλυτέρα ἐπάλαιε.. μικρή είχε βυθιστεί ήδη. Η μεγαλύτερη πάλευε..
Μετ' ὀλίγα δευτερόλεπτα, ἡ γραία ἤκουσεν ὄπισθέν της Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, η γριά άκουσε πίσω της το
κρότον θύρας ἀνοιγομένης, καὶ ἀσθενῆ φωνήν.. θόρυβο μιας πόρτας που άνοιγε και μια αδύναμη φωνή..
Ἐστράφη. Ἡ θύρα τῆς καλύβης εἶχεν ἀνοιχθῆ. Ἡ Γύρισε το κεφάλι της. Η πόρτα της καλύβας είχε ανοίξει. Η
ἄρρωστη γυνή, ἡ μήτηρ τῶν δυὸ κορασίων, ὠχρά, καὶ άρρωστη γυναίκα, η μητέρα των δύο κοριτσιών, ωχρή, και
τυλιγμένη μὲ μαλλίνην σινδόνα, ὁμοία μὲ φάντασμα, ἵστατο τυλιγμένη με μάλλινο σεντόνι, όμοια με φάντασμα, στεκόταν
εἰς τὸ χάσμα τῆς θύρας.. στο άνοιγμα της πόρτας..
- Τί εἶναι; εἶπε μετὰ τρόμου ἡ πάσχουσα γυνή.. "Τι είναι;" είπε με τρόμο η άρρωστη γυναίκα..
Τότε ἡ Φραγκογιαννού, μὲ μεγάλην ἐτοιμότητα, καθὼς Τότε η Φραγκογιαννού, με μεγάλη ετοιμότητα, καθώς
ἵστατο ὀρθία, δυὸ βήματα πρὸς τὴν στέρναν, ἔρριψε τὸ στεκόταν όρθια, δύο βήματα προς την στέρνα, έριξε το
καλάθι της κάτω, τὸ ὁποῖον εἶχε ἀναλάβει ἀρτίως, καὶ καλάθι της κάτω, το οποίο είχε μόλις σηκώσει, και άρχισε να
ἄρχισε νὰ τρέχη, νὰ πηδά, καὶ νὰ φωνάζη:. τρέχει, να πηδά, και να φωνάζει:.
- Τὰ κορίτσια!. Τὰ κορίτσια!. Πέσανε μέσα!. Κοίταξε!. "Τα κορίτσια!. Τα κορίτσια!. Πέσανε μέσα!. Κοίτα!. Δεν
Δὲν ἔχετε τὸ νοῦ σας, χριστιανοί;. Πῶς κάμανε;. Καὶ τ' έχετε το νου σας, χριστιανοί;. Πώς το έκαναν;. Και τα
ἀφήνετε μοναχά τους, κοντὰ στὴ στέρνα, νερὸ γεμάτη!. αφήνετε μόνα τους, κοντά στη στέρνα, με νερό γεμάτη!.
Καλὰ ποὺ βρέθηκα!. Νά, τώρα πέρασα κ' ἐγώ. Ὁ Θεὸς μ' Ευτυχώς που βρέθηκα!. Να, τώρα πέρασα κι εγώ. Ο Θεός με
ἔστειλε!. έστειλε!".
Κ' ἐνῶ τῷ ἅμα κύψασα, καὶ ἀφαιρέσασα ἐν ἀκαρεῖ τὴν Και στο μεταξύ, σκύβοντας, και βγάζοντας αμέσως την
φουστάνα της, μείνασα μὲ τὴν λεγομένην «μαλλίναν», τὴν φουστάνα της, έμεινε με την λεγόμενη "μαλλίνα", που είχε για
ἐν εἴδει μεσοφορίου, ἀπορρίπτουσα τὰς πατημένας μεσοφόρι, πετώντας τα πατημένα χονδρά της τσόκαρα, έμεινε
χονδρὰς ἐμβάδας, μείνασα μὲ τὰς κάλτσας τὰς τρυπημένας με τις κάλτσες τις τρυπημένες στην φτέρνα, έπεσε βαριά, με
εἰς τὴν πτέρναν, ἐρρίθη βαρεία, μετὰ πατάγου μέσα εἰς τὸ πάταγο μέσα στο νερό της στέρνας..
νερὸν τῆς στέρνας..
Ἡ γυνὴ ἡ ἄρρωστη εἶχεν ἀφήσει βραχνὴν κραυγήν, κ' Η άρρωστη γυναίκα άφησε μια βραχνή κραυγή και έτρεξε
ἔτρεξε νὰ κατέλθη τὰ δυὸ ἢ τρία λίθινα σκαλοπάτια τῆς να κατέβει τα δύο ή τρία λιθόστρωτα σκαλοπάτια της
εἰσόδου, παραπατοῦσα καὶ μόλις δυναμένη νὰ βαδίζη ἐκ εισόδου, παραπατώντας και μόλις μπορώντας να περπατήσει
τῆς ἀδυναμίας. Πρὶν αὔτη φθάση πλησίον τῆς στέρνας, ἡ από την αδυναμία της. Πριν φτάσει κοντά στη στέρνα, η
Γιαννοὺ εἶχε πιάσει τὸ μικρότερον κοράσιον, τὸ ὁποῖον τῆς Γιαννού είχε πιάσει το μικρότερο κορίτσι, το οποίο της
ἐφαίνετο μᾶλλον πνιγμένον ἤδη, καὶ τὸ ἔσυρε βραδέως φαινόταν μάλλον πνιγμένο ήδη, και το έσυρε αργά προς τα
πρὸς τὰ ἔξω, μὲ τὴν κεφαλὴν πάντοτε ἐπίστομα εἰς τὸ νερό. έξω, με το κεφάλι πάντα μπρούμητα στο νερό. Έπειτα
Εἴτα σηκώσασα τὸ μικρὸν σῶμα, ἀφοῦ ἀπέθεσε τοῦτο ἐπὶ σηκώνοντας το μικρό σώμα, αφού το άφησε πάνω στη
τῆς λιθίνης κρηπίδος, ἔκυψε κ' ἔπιασε τὴν ἄλλην κορασίδα, λιθόστρωτη άκρη, έσκυψε και έπιασε το άλλο κοριτσάκι, το
τὴν μεγαλυτέραν. Τὴν ἔδραξεν ἀπὸ τὸ κράσπεδον τοῦ μεγαλύτερο. Την τράβηξε από την άκρη του φορέματός της,
φορέματός της, καὶ ἀπὸ τὸν ἕνα πόδα, κ' ἐνῶ ἐτράβα πρὸς και από το ένα πόδι, και ενώ τραβούσε προς τα πάνω το
τὰ ἄνω τὸ σῶμα, ἡ κεφαλὴ ἕμενε κάτω, ὅσον τὸ δυνατὸν σώμα, το κεφάλι έμενε κάτω, όσο το δυνατόν περισσότερη
μακροτέραν ὥραν ἐντὸς τοῦ νεροῦ.. ώρα μέσα στο νερό..
Τέλος, ἡ μήτηρ εἶχε φθάσει πλησίον τῆς σκηνῆς, καὶ ἡ Τέλος, η μητέρα είχε φτάσει κοντά στη σκηνή, και η
Φραγκογιαννοὺ ἔσυρεν ἀποφασιστικῶς τὸ σῶμα πρὸς τὰ Φραγκογιαννού έσυρε αποφασιστικά το σώμα προς τα έξω.
ἔξω. Ἀπέθηκε τοῦτο πλησίον τοῦ ἄλλου σώματος.. Το άφησε κοντά στο άλλο σώμα..
Τὰ δυὸ μικρὰ πλάσματα ἐφαίνοντο ἀναίσθητα.. Τα δύο μικρά πλάσματα φαίνονταν αναίσθητα..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ μετὰ προσπαθείας, ψάξασα μὲ τοὺς Η Φραγκογιαννού, με έντονη προσπάθεια, ψάχνοντας με
πόδας εἰς τὸ νερόν, ἀνεῦρεν ἐπὶ τῆς μεσημβρινῆς πλευρᾶς τα πόδια της στο νερό, βρήκε στη νότια πλευρά το στόμιο της
τὸ στόμιον τῆς στέρνας, τὸ φραγμένον διὰ πλατείας στέρνας, που ήταν κλειστό με μια πλατιά σανίδα με λαβή
σανίδος μὲ ὑψηλὴν ὡς κοντάριον λαβήν, καὶ πατήσασα τὸν ψηλή όσο ένα κοντάρι, και πατώντας με το ένα πόδι στην
ἕνα πόδα ἐπὶ τῆς ἐσοχῆς ἐκείνης τοῦ τοίχου ἀνῆλθε μετὰ εσοχή εκείνη του τοίχου ανέβηκε με κόπο στο πεζούλι,
κόπου εἰς τὴν κρηπίδα ὅλη στάζουσα.. στάζοντας ολόκληρη..
- Εἶδες! Δὲν τὸ ἐσυλλογίστηκα! ἀνέκραξεν ἐπιδεικτικῶς "Είδες! Δεν το είχα σκεφτεί!" φώναξε επιδεικτικά η
ἡ Φραγκογιαννού. Τάχα δὲν ἔπρεπε νὰ τραβήξω τὸν Φραγκογιαννού. "Μήπως έπρεπε να τραβήξω τον κόπανο
κόπανο ἐπάνω, νὰ ξεφράξω τὴ μπούκα, γιὰ ν' ἀδειάση επάνω, να ξεφράξω τη μπούκα, για να αδειάσει αμέσως η
μονομιᾶς ἡ στέρνα, πρὶν πνιγοῦν τὰ κοριτσάκια, τὰ στέρνα, πριν πνιγούν τα κοριτσάκια, τα καημένα!".
καημένα!.
Ἧτο ἀληθές, ἄλλως, ὅτι δὲν τὸ εἶχε σκεφθῆ. Πλὴν Ήταν αλήθεια, εξ άλλου, ότι δεν το είχε σκεφτεί. Αλλά
ὑπάρχει ὑποκρισία καὶ ἐν τῇ εἰλικρινείᾳ.. υπάρχει υποκρισία και στην ειλικρίνεια..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐτίναξε τὰ κράσπεδα τῶν ἐνδυμάτων Η Φραγκογιαννού τίναξε την άκρη των ρούχων της που
της, τὰ διάβροχα, καὶ ρίπτουσα βλέμμα ἐπὶ τᾷ δυὸ είχαν μουσκέψει και ρίχνοντας μια ματιά στα δύο αναίσθητα
ἀναίσθητα σώματα, ἤρχισεν ἐν βίᾳ καὶ σπουδὴ νὰ λέγη:. σώματα, να λέει βιαστικά και με δύναμη:.
- Κρέμασμα ἀνάποδα θέλουνε. Χτύπημα μὲ τὸ καλάμι, — Κρέμασμα ανάποδα θέλουνε. Χτύπημα με το καλάμι,
γιὰ νὰ ξεράσουν μαθές!. Καλὰ ποὺ εἶναι γλυκὸ τὸ νερό. για να ξεράσουν μαθές!. Καλά που είναι γλυκό το νερό. Πού
Ποῦ εἶναι ὁ ἄνδρας σου, χριστιανή μου;. Ἔτσι τ' ἀφήνουν, είναι ο άνδρας σου, χριστιανή μου;. Έτσι τ' αφήνουν, μικρά
μικρὰ κορίτσια, μοναχά τους, νὰ παίζουν μὲ τὸ νερὸ τῆς κορίτσια, μονάχα τους, να παίζουν με το νερό της στέρνας;.
στέρνας;. Καλὰ ποὺ ἦρθα! Ὁ Θεὸς μ' ἔστειλε. Ἀπὸ τὸν Καλά που ήρθα! Ο Θεός μ' έστειλε. Από τον Ανάργυρο
Ἀνάγυρο ἔρχομαι, ἀπ' τὸν ἐλιώνα. Καλὰ ποὺ ἤτον ἡ πόρτα έρχομαι, απ' τον ελιώνα. Καλά που ήταν η πόρτα του μπαξέ
τοῦ μπαχτσὲ ἀνοιχτῆ!. Ποῦ 'ναι ὁ ἄνδρας σου; Ποῦ 'ν' τος; ανοιχτή!. Πού 'ναι ο άνδρας σου; Πού 'ν' τος; Ό,τι μπήκα απ'
Ό,τι μπῆκα ἀπ' τὴν πόρτα, ἀκούω μπλούμ! Τρέχω. Τί νὰ την πόρτα, ακούω μπλούμ! Τρέχω. Τί να ιδώ! Δεν πρόφτασα.
ἰδῶ! Δὲν πρόφθασα. Οὔτε ἤξευρα πὼς εἴσ' ἐδῶ. Σὲ εἶχα στὸ Ούτε ήξερα πως εισ' εδώ. Σε είχα στο χωριό πως βρίσκεσαι.
χωριὸ πὼς βρίσκεσαι. Εἶχα μάθει πὼς ἤσουν ἄρρωστη. Τὴν Είχα μάθει πως ήσουν άρρωστη. Την τρομάρα που πήρα!.
τρομάρα ποὺ πήρα!. Τώρα, κρέμασμα ἀνάποδα, καὶ Τώρα, κρέμασμα ανάποδα, και γλήγορα. Δεν πιστεύω να
γλήγορα. Δὲν πιστεύω νὰ εἶναι καλὰ πνιγμένα. Ποὺ 'ναι. είναι καλά πνιγμένα. Πού 'ναι. τος ο άνδρας σου; Πού 'ν' τος;.
τος ὁ ἄνδρας σου; Ποῦ 'ν' τος;.
Καὶ δράξασα μετὰ βίας το ἐν σῶμᾳ, τὸ μικρότερον, περὶ Και τραβώντας με δυσκολία το ένα σώμα, το μικρότερο,
τοῦ ὁποίου ἧτο σχεδὸν βεβαία ὅτι ἤτον νεκρὸν ἤδη, τὸ για το οποίο ήταν σχεδόν σίγουρη ότι ήταν ήδη νεκρό, το
μετέφερε πλησίον ἑνὸς δένδρου, διὰ νὰ τὸ κρεμάση μετέφερε κοντά σε ένα δέντρο, για να το κρεμάσει ανάποδα,
ἀνάποδα, ὡς ἔλεγε.. όπως έλεγε..
- Ποῦ εἴν' ἕνα σκοινάκι;. Νά, βλέπω ἕνα σπάγγον μὲ — Πού είναι ένα σκοινάκι;. Να, βλέπω ένα σπάγκο με
καλαμιά! Καλά, θὰ χρειαστή.. καλαμιά! Καλά, θα χρειαστεί..
Ἔνευεν ἀνυπομόνως εἰς τὴν ἄρρωστην γυναίκα, νὰ τῆς Έγνεφε ανυπόμονα στην άρρωστη γυναίκα, να της φέρει
φέρη πλησίον τὴν καλαμιά, μὲ τὴν ὁποίαν ἔπαιζαν πρὸ κοντά την καλαμιά, με την οποία έπαιζαν λίγο πριν τα δυο
μικροῦ αἱ δυὸ κορασίδες.. κοριτσάκια..
Ἡ γυνή, ζαλισμένη, παραλογισμένη, συμπλέκουσα τὰς Η γυναίκα, ζαλισμένη, παραλογισμένη, με τα χέρια της
χείρας ἐν ἀπορίᾳ, ἐν τρόμῳ, ἐν ἀγωνίᾳ, μὲ ἀσθενῆ φωνὴν δεμένα σε ένδειξη απορίας, φόβου και αγωνίας, με αδύναμη
εἶπε:. φωνή είπε:.
- Μὰ ποῦ 'ναι ὁ πατέρας τους;. — Μα πού 'ναι ο πατέρας τους;.
- Ἐμένα ρωτᾶς; εἶπεν ἡ Γιαννού.. — Εμένα ρωτάς; είπε η Γιαννού..
- Δὲν φωνάζεις;. Δὲν μπορῶ νὰ σκούξω, δὲν ἔχω — Δεν φωνάζεις;. Δεν μπορώ να σκούξω, δεν έχω
καρδίτσα, χριστιανή μου. Ἴσως νὰ εἶναι ἀποκάτω, στὸ καρδίτσα, χριστιανή μου. Ίσως να είναι αποκάτω, στο
χωράφι.. χωράφι..
Ἡ Φραγκογιαννού, ἀποθέσασα πρὸς ὥραν τὸ μικρὸν Η Φραγκογιαννού, αφού άφησε για λίγο το μικρό σώμα
σῶμα καταγῆς, εἶχε τρέξη δυὸ βήματα, καὶ λύσει τὴν κάτω, έτρεξε δύο βήματα, και λύνοντας την καλαμιά με τον
καλαμιᾶν μὲ τὸν σπάγγον, κ' ἐπροσπάθει νὰ τὸν λύση ἢ τὸν σπάγκο, προσπάθησε να τον λύσει ή να τον κόψει, για να
κόψη, ὅπως δέση δι' αὐτοῦ τοὺς πόδας τῆς μικρᾶς δέσει με αυτόν τα πόδια της μικρής πνιγμένης στο κλαδί της
πνιγμένης εἰς τὸν κλώνα τῆς κερασέας, καὶ κρέμαση τὸ κερασιάς, και να κρεμάσει το σώμα ανάποδα..
σῶμα κατὰ κεφαλῆς..
Συγχρόνως, ἀπαντῶσα εἰς τὴν ἐπίκλησιν τῆς γυναικός, Συγχρόνως, απαντώντας στην επίκληση της γυναίκας,
ἐφώναξε μὲ ἀγρίαν, ἀλλόκοτον φωνήν:. φώναξε με άγρια, παράξενη φωνή:.
- Γιάννη!. Γιάννη!. — Γιάννη!. Γιάννη!.
Ἡ κραυγὴ ἀντήχησεν ἀνὰ τὴν κοιλάδα. Ἀλλ' ὁ Γιάννης Η κραυγή αντήχησε στην κοιλάδα. Αλλά ο Γιάννης δεν
δὲν ἐφαίνετο. Ἡ Γιαννοὺ ἔδεσε τοὺς πόδας τῆς μικρᾶς, κ' φαινόταν. Η Γιαννού έδεσε τα πόδια της μικρής, και
ἐπροσπάθει νὰ τὴν κρέμαση, συγχρόνως δὲ ἐπανέλαβε τὴν προσπάθησε να την κρεμάσει, συγχρόνως δε επανέλαβε την
κραυγήν της:. κραυγή της:.
- Γιάννη!. Ποῦ εἶσαι;. Ἔλα!.Τὰ κορίτσια πέσανε μὲς στὴν — Γιάννη!. Πού είσαι;. Έλα!. Τα κορίτσια έπεσαν μέσα στη
στέρνα!.. στέρνα!..
«Καλύτερα, ποὺ ἀργεῖ», ἔλεγε μέσα της.. «Καλύτερα, που αργεί», έλεγε μέσα της..
- Δὲν ἀκούει, θὰ πῶ, αὐτὸς ὁ χριστιανός; Τόσο ταμάχι, — Δεν ακούει, θα πω, αυτός ο χριστιανός; Τέτοια
στὴ δουλειά! Τώρα νύκτωσε πλιά. Γιάννη! Γιάννη!.. απληστία, στη δουλειά! Τώρα νύχτωσε πια. Γιάννη! Γιάννη!..
Συγχρόνως συνησθάνθη ὅτι σχεδὸν ἐπροδίδετο, καθότι ἡ Συγχρόνως συνειδητοποίησε ότι σχεδόν προδόθηκε, καθώς
γυνὴ ρητῶς δὲν τῆς εἶχεν εἰπεῖ ὅτι ὁ Γιάννης εἰργάζετο στὸ η γυναίκα δεν της είχε πει ρητά ότι ο Γιάννης εργαζόταν στο
χωράφι, ἀλλὰ μόνον ἡ ἰδία τὸν εἶχεν ἰδεῖ, καὶ ἂν τῆς τὸ εἰπέ χωράφι, αλλά μόνο η ίδια τον είχε δει, και αν της το είπε
τις, ἡ πνιγεῖσα παιδίσκη της τὸ εἶπεν. Ὅθεν ἐπέφερε:. κάποιος, της το είπε το πνιγμένο κοριτσάκι. Γι' αυτό είπε:.
- Μὰ ποῦ εἶναι;. Στὸ χωράφι, εἶπες; Καὶ τί κάνει;. Ποιὸς — Μα πού είναι;. Στο χωράφι, είπες; Και τι κάνει;. Ποιος
νὰ τρέξη, χριστιανή μου, ὡς ἐκεῖ. Σῦ εἶσαι ἄρρωστη να τρέξει, χριστιανή μου, ως εκεί. Εσύ είσαι άρρωστη
γυναίκα. Γιάννη!. Ποῦ εἶσαι, Γιάννη;. γυναίκα. Γιάννη!. Πού είσαι, Γιάννη;.
Τέλος ἠκούσθη φωνή, πέραν τοῦ ἀκρινοῦ φράκτου, ἀπὸ Τέλος ακούστηκε φωνή, πέρα από τον ακρινό φράχτη, που
τὴν ἐσχατιᾶν ἐρχόμενη.. ερχόταν από την άκρη..
- Τί εἶναι;. Ποιὸς φωνάζει;. — Τι είναι;. Ποιος φωνάζει;.
- Τρέξε, Γιάννη!. Τὰ κορίτσια πνιγήκανε! ἔκραξε μὲ — Τρέξε, Γιάννη!. Τα κορίτσια πνίγηκαν! φώναξε με
μέγαν κόπον ἡ ἄρρωστη γυνή.. μεγάλο κόπο η άρρωστη γυναίκα..
Μετὰ ἐν λεπτὸν ἔφθασε τρέχων ὁ Γιάννης.. Μετά από ένα λεπτό έφτασε τρέχοντας ο Γιάννης..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε κρεμάσει τὸ μικρὸν Η Φραγκογιαννού, εν τω μεταξύ, είχε κρεμάσει το μικρό
σῶμα. Εἴτα ἐσήκωσε καὶ τὸ σῶμα τὸ ἄλλο, τῆς σώμα. Έπειτα σήκωσε και το άλλο σώμα, της μεγαλύτερης
μεγαλυτέρας παιδίσκης, καὶ τὸ ἐψηλάφει μὲ τὰς δυὸ κόρης, και το ψηλαφούσε με τα δύο χέρια, για να βεβαιωθεί
χείρας, ζητοῦσα νὰ βεβαιωθῆ ἂν ἧτο νεκρὸν ἤδη. Καὶ αν ήταν ήδη νεκρό. Και συγχρόνως έριχνε λοξό, ύπουλο
συγχρόνως ἔρριπτε λοξὸν ὕπουλον βλέμμα πρὸς τὴν βλέμμα προς τη δύστυχη μητέρα, την χλωμή που ανατρίχιαζε
δύστηνον μητέρα, τὴν ὠχρὰν καὶ ριγούσαν ὑπὸ τὴν λευκήν, κάτω από το λευκό μάλλινο σεντόνι της και κούνησε το
μαλλίνην σινδόνα της, κ' ἔσεισε τὴν κεφαλήν, ἀκουσίως κεφάλι της, νιώθοντας αθέλητη λύπη για τη γυναίκα εκείνη..
οἰκτείρουσα τὴν γυναίκα ἐκείνην..
Ὅταν εἶδε μακρόθεν τὸν πατέρα, τὸν κηπουρόν, νὰ Όταν είδε από μακριά τον πατέρα, τον κηπουρό, να τρέχει
τρέχη πρὸς τὰ ἐδῶ, ἐγύρισε τὸ σῶμα μὲ τὴν κεφαλὴν κάτω, προς τα εκεί, γύρισε το σώμα με το κεφάλι κάτω, και το
καὶ τὸ ἐκράτει προσωρινῶς οὕτω διστάζουσα καὶ κρατούσε προσωρινά έτσι, διστάζοντας και έντρομη..
ἔντρομος..
- Τί εἶναι;. Τί τρέχει; ἔκραξεν ἐν ἄκρᾳ ἀπορία ὁ Γιάννης.. — Τι είναι;. Τι τρέχει; φώναξε με μεγάλη απορία ο
Γιάννης..
- Νά! καλὰ ποὺ βρέθηκα! ἐφώναξε πρὸς τοῦτον ἡ — Να! καλά που βρέθηκα! φώναξε προς αυτόν η
Φραγκογιαννού. Ἠρχόμουν ἀπὸ τὸν Ἀνάγυρο, μὲ τὸ Φραγκογιαννού. Ερχόμουν από τον Ανάργυρο, με το κοφίνι
κοφίνι μου. Ἔλεγα νά σου δώσω κανένα βότανο, ἀπ' αὐτὰ μου. Ήθελα να σου δώσω κανένα βότανο, από αυτά που
ποὺ μάζωξα σήμερα στὸ ρέμα, γιὰ νὰ κάμετε μαντζούνι γιὰ μάζεψα σήμερα στο ρέμα, για να κάνετε μαντζούνι για τη
τὴ γυναίκα σου!. ἐπειδὴ εἶχα μάθει πὼς ἤτον ἄρρωστη. γυναίκα σου!. επειδή είχα μάθει πως ήταν άρρωστη. Καλά
Καλὰ ποὺ βρέθηκε ἡ πόρτα ἀνοιχτή!. Μπαίνω μέσα. που βρέθηκε η πόρτα ανοιχτή!. Μπαίνω μέσα. Ακούω,
Ἀκούω, μπλούμ! τὴν τρομάρα ποὺ πήρα! Τὰ δυὸ κορίτσια, μπλουμ! την τρομάρα που πήρα! Τα δύο κορίτσια, καθώς
καθὼς ἔπαιζαν μὲ τὴν καλαμιά, ἔπεσαν στὴν στέρνα. Κατὰ έπαιζαν με την καλαμιά, έπεσαν στη στέρνα. Κατά πως
πὼς φαίνεται, ὅσο μπόρεσα νὰ καταλάβω, εἶχαν πιάσει φαίνεται, όσο μπόρεσα να καταλάβω, είχαν πιάσει καυγά
καυγὰ ποιὰ νὰ κρατῆ τὴν καλαμιά, γιὰ νὰ βγάλη τάχα τὰ ποια να κρατήσει την καλαμιά, για να βγάλει τάχα τα ψάρια.
ψάρια. Ἡ μικρὴ ἤθελε ν' ἀρπάξη τὴν καλαμιὰ ἀπ' τὴ Η μικρή ήθελε να αρπάξει την καλαμιά από τη μεγάλη.
μεγάλη. Σπρώχνοντας ἡ μεγάλη τὴ μικρή, τὴν ἔρριξε μὲς Σπρώχνοντας η μεγάλη τη μικρή, την έριξε μέσα στο νερό, και
στὸ νερό, καὶ πιάνοντας ἡ μικρὴ τὴν μεγάλη, κατὰ πὼς πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πως φαίνεται, την
φαίνεται, τὴν ἐτράβηξε μαζί της μὲς στὴ στέρνα. (Ἡ τράβηξε μαζί της μέσα στη στέρνα. (Η Φραγκογιαννού είχε
Φραγκογιαννοὺ εἶχε αὐτοσχεδιάσει τὴν ἑρμηνείαν ταύτην αυτοσχεδιάσει την ερμηνεία αυτή στα πρόχειρα και από
ἐκ τοῦ προχείρου, καὶ ἐξ ἐμπνεύσεως). Ἄχ! τὴν τρομάρα έμπνευση). Αχ! την τρομάρα που πήρα! Ακούω ένα μπλουμ!
ποὺ πήρα! Ἀκούω ἕνα μπλούμ! Καλὰ ποὺ βρέθηκα! Ὁ Καλά που βρέθηκα! Ο Θεός με έστειλε. Αμμή, έτσι αφήνουνε,
Θεὸς μ' ἔστειλε. Ἀμμή, ἔτσι ἀφήνουνε, χριστιανοί μου, χριστιανοί μου, μικρά κορίτσια, να παίζουν μόνα τους κοντά
μικρὰ κορίτσια, νὰ παίζουν μοναχά τους κοντὰ στὴ στη στέρνα, γεμάτη νερό!..
στέρνα, γεμάτη νερό!..
Ὁ Γιάννης ἱδὼν τὰ δυὸ ἀναίσθητα σώματα εἰς τὰς Ο Γιάννης, βλέποντας τα δύο αναίσθητα σώματα στις
ὠχρὰς ἀκτίνας τῆς ἀμφιλύκης, τραβῶν τὰ μαλλιά του, χλωμές ακτίνες του μισόφωτος, τραβώντας τα μαλλιά του,
δάκνων τοὺς ἁρμοὺς τῶν δακτύλων του, ἀπήντησεν:. δαγκώνοντας τους κόμπους των δακτύλων του, απάντησε:.
- Ω!. τί ἁμαρτίες!. ἔχεις δίκιο, χριστιανή μου! Ἄχ!. καὶ τί — Ω!. τι αμαρτίες!. έχεις δίκιο, χριστιανή μου! Αχ!. και τι
ἤτον αὐτό!. Κ' ἐγὼ ἤμουν κάτω στὸ χωράφι, κ' ἔβγαζα τὰ ήταν αυτό!. Και εγώ ήμουν κάτω στο χωράφι, και έβγαζα τα
χορτάρια. καὶ δὲν ἠμποροῦσα νὰ ἡσυχάσω, τὸ ἔρμο!. Ἕνα χορτάρια. και δεν μπορούσα να ησυχάσω, να πάρει η ευχή!.
σαράκι μ' ἔτρωγε!. Καὶ δὲν ἐσυλλογίστηκα πὼς ἡ στέρνα Ένα σαράκι με έτρωγε!. Και δεν συλλογίστηκα πως η στέρνα
ἤτον γεμάτη. Κ' εἶχα ἕνα φόβο, μιὰν ὑποψία. ἔλεγα ν' ήταν γεμάτη. Και είχα έναν φόβο, μια υποψία. έλεγα να
ἀφήσω τὸ βοτάνισμα, νὰ 'ρθω, νὰ τρέξω, στὸν μπαχτσὲ αφήσω το βοτάνισμα, να 'ρθω, να τρέξω, στον μπαξέ πίσω.
πίσω. Κ' ἔλεγα, ὁ ἐξαποδῶ κάτι μου σκαρώνει, κάτι μου Και έλεγα, ο εξαποδώ κάτι μου σκαρώνει, κάτι μου
μαγειρεύει. Καὶ δέ μου 'κανε καρδιά, ν' ἀφήσω τὴ δουλειά, μαγειρεύει. Και δε μου 'κανε καρδιά, ν' αφήσω τη δουλειά, να
τὸ ἔρμο! Ὤχ! δίκιο ἔχεις, ὅ,τι καὶ νὰ πής, χριστιανή μου. πάρει η ευχή! Ωχ! δίκιο έχεις, ό,τι και να πεις, χριστιανή μου.
Ἄχ! ἄχ! τί ἁμαρτίες;. Αχ! αχ! τι αμαρτίες;.
Καὶ ἐν πολλῇ ἀγωνία, ὁ κηπουρὸς συνειργάσθη εἰς τὰ Και με μεγάλη αγωνία, ο κηπουρός συνεργάστηκε στα
πρόχειρα ἐναντίον τοῦ πνιγμοῦ μέσα, τὰ ὁποῖα συνίστα ἡ πρόχειρα μέσα εναντίον του πνιγμού, τα οποία του
πολύπειρος Φραγκογιαννού.. συνιστούσε η πολύπειρη Φραγκογιαννού..
Ἡ γραία Χαδούλα ἐξ ἀνάγκης ἔμεινε καθ' ὅλην ἐκείνην Η γριά Χαδούλα αναγκάστηκε να μείνει όλη εκείνη τη
τὴν νύκτα εἰς τὴν καλύβην, ὅπου ἐδοκίμασεν ὅλα τὰ νύχτα στην καλύβα, όπου δοκίμασε όλα τα σπάνια και
σπάνια καὶ ἀπερίγραπτα συναισθήματα τῆς φόνισσας απερίγραπτα συναισθήματα της φόνισσας που μεταβάλλεται
μεταβαλλομένης αἴφνης εἰς ἰάτρισσαν τῶν ἰδίων θυμάτων ξαφνικά σε γιατρό των δικών της θυμάτων. Με όλα τα
της. Μὲ ὅλα τὰ κρεμάσματα καὶ τὰς ἐντριβᾶς, τὰ ὁποῖα κρεμάσματα και τις εντριβές, τις οποίες εφάρμοσε αυτή, τα
ἐφήρμοσεν αὔτη, τὰ δυὸ κοράσια ἀπέθαναν. Τὸ πρωὶ δύο κορίτσια πέθαναν. Το πρωί έτρεξε ο Γιάννης στην
ἔτρεξεν ὁ Γιάννης εἰς τὴν πολίχνην διὰ νὰ δώση εἴδησιν εἰς πολιτεία για να δώσει είδηση στις αρχές, ενώ η
τὰς ἀρχάς, ἐνῶ ἡ Φραγκογιαννοὺ μείνασα ὀπίσω Φραγκογιαννού, που έμεινε πίσω, έκανε συντροφιά στην
ἐσυντρόφευε τὴν ἄρρωστην μητέρα, κλαίουσαν καὶ άρρωστη μητέρα, που έκλαιγε και οδυρόταν ασκώντας και το
ὀδυρομένην, ἐξασκοῦσα καὶ τὸ ἔργον τῆς παρηγορητρίας, έργο της παρηγορήτριας, κοντά στο επάγγελμα της ιατρού..
σιμὰ εἰς τὸ ἐπάγγελμα τῆς ἰάτρισσας..
Ὁ εἰρηνοδίκης καὶ ὁ «ἐκπληρῶν τ' ἀστυνομικά» Ο ειρηνοδίκης και ο «εκπληρών τα αστυνομικά» πάρεδρος
πάρεδρος ἦλθον ἐπὶ τόπου. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ήρθαν επί τόπου. Η Φραγκογιαννού, ανακρινομένη,
ἀνακρινομένη διηγήθη τὴν χθεσινὴν ἐκδρομήν της, καὶ τὴν διηγήθηκε την χθεσινή της εκδρομή, και την τυχαία διέλευσή
τυχαίαν διέλευσίν της ἀπὸ τὸν λαχανόκηπον. Εἴτα της από τον λαχανόκηπο. Έπειτα επανέλαβε σχεδόν κατά
ἐπανέλαβε σχεδὸν κατὰ λέξιν ὅσα εἶχεν εἰπεῖ εἰς τὸν λέξη όσα είχε πει στον πατέρα των δύο κοριτσιών: «Η
πατέρα τῶν δυὸ κορασίων: «Ἡ μικρότερη ἤθελε ν' ἀρπάξη μικρότερη ήθελε να αρπάξει την καλαμιά από την
τὴν καλαμιὰ ἀπ' τὴν μεγαλύτερη. Σπρώχνοντας ἡ μεγάλη μεγαλύτερη. Σπρώχνοντας η μεγάλη την μικρή, την έριξε μέσα
τὴν μικρὴ τὴν ἔρριξε μέσα στὸ νερό, καὶ πιάνοντας ἡ μικρὴ στο νερό, και πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πως
τὴν μεγάλη, κατὰ πὼς φαίνεται, τὴν ἐτράβηξε μαζί της μὲς φαίνεται, την τράβηξε μαζί της μέσα στη στέρνα». Αυτά τα
στὴ στέρνα». Ταῦτα ἐξέφερε μᾶλλον ὡς συμπερασμοὺς ἡ είπε μάλλον ως συμπεράσματα η ανακρινομένη. διότι μόλις
ἀνακρινομένη. διότι μόλις ἐπάτησε τὸ κατώφλιον τῆς πάτησε το κατώφλι της θύρας, έλεγε, και άκουσε ένα μπλούμ!
θύρας, ἔλεγε, κι ἄκουσε ἕνα μπλούμ! καὶ δὲν ἐπρόφθασε νὰ και δεν πρόλαβε να προλάβει την καταστροφή, μόνον πήρε
προλάβη τὴν καταστροφήν, μόνον ἐπῆρε «μεγάλη «μεγάλη τρομάρα»..
τρομάρα»..
Ὁ παρεπιδημῶν ἰατρός, κ. Μ., ἦλθεν, εἶδε τὰ πτώματα Ο παρεπιδημών ιατρός, κ. Μ., ήρθε, είδε τα πτώματα και
καὶ συνέταξε τὴν ἔκθεσίν του. ἀπεφάνθη ὅτι τὰ δυὸ συνέταξε την έκθεσή του. αποφάνθηκε ότι τα δύο κορίτσια
κοράσια ἐπνίγησαν ἐκ πτώσεως εἰς τὸ ὕδωρ.. πνίγηκαν από πτώση στο νερό..
Οὐδεμία ἔνδειξις οὔτε ὑποψία ὑπῆρχε κατὰ τῆς Ουδεμία ένδειξη ούτε υποψία υπήρχε κατά της
Φραγκογιαννούς. Τὰ δυὸ μικρὰ πλάσματα τὰ ἐδιάβασεν Φραγκογιαννούς. Τα δυο μικρά πλάσματα τα έψαλλε ένας
εἰς ἱερεὺς ἐλθών, εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἄγ. Ἀντωνίου, καὶ τὰ ιερέας που ήρθε, στον ναΐσκο του Αγ. Αντωνίου, και τα
ἔθαψαν ἐκεῖ ἔξω, μεταξὺ σχοίνων καὶ θάμνων, πλησίον εἰς έθαψαν εκεί έξω, ανάμεσα στα σχοίνα και τους θάμνους,
τὴν βορείαν πλευρᾶν τοῦ ναΐσκου.. κοντά στην βόρεια πλευρά του ναΐσκου..
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι.
Παρῆλθον αἱ ἑορταὶ τοῦ Πάσχα. Τὴν ἑβδομάδα τοῦ Πέρασαν οι γιορτές του Πάσχα. Την εβδομάδα του Θωμά,
Θωμά, ἡ γραία Χαδούλα, βοηθουμένη ἀπὸ τὴν μικρὰν η γρια-Χαδούλα, βοηθούμενη από την μικρή κόρη της, την
κόρην της, τὴν Κρινιῶ, ἔπλυνεν ἐντὸς τῆς εὐρείας αὐλῆς Κρινιώ, έπλεναν μέσα στη μεγάλη αυλή του κυρ Αλεξάνδρου
τοῦ κυρ Ἀλεξάνδρου τοῦ Ροσμαῆ, γέροντος προκρίτου, του Ροσμαή, ενός γέρο-πρόκριτου, ο οποίος ήταν σύντεκνός
ὅστις ἧτο σύντεκνός της, καὶ τῆς εἶχε βαπτίσει σχεδὸν ὅλα της, και της είχε βαφτίσει σχεδόν όλα τα παιδιά. Στο
τὰ τέκνα. Εἰς τὸ ὑπόστεγον μέρος τῆς αὐλῆς τὸ σκεπασμένο μέρος της αυλής το λεγόμενο λαδαρειό, δίπλα
καλούμενον λαδαρειό, δίπλα εἰς τὴν πελωρίαν ξυλίνην στην τεράστια ξύλινη ποτίστρα για τα ζώα, που έμοιαζε πολύ
καρούταν, ὀμοιάζουσαν πολὺ μὲ τὴν Κιβωτὸν τοῦ Νῶε, με την Κιβωτό του Νώε, όπως την ζωγραφίζουν, κοντά στο
ὅπως τὴν ζωγραφίζουν, πλησίον εἰς τὸ φρέαρ, καὶ ὅπου ἡ πηγάδι, και όπου η ανθισμένη τεράστια μουριά άπλωνε τα
ἀναθάλλουσα τεραστία μορέα ἐξέτεινε τοὺς μεγάλους μεγάλα καταπράσινα κλωνάρια τους, ευλογώντας χιαστί σε
καταπρασίνους κλώνας της, ὡς χιαστὴν εὐλογίαν σχήμα σταυρού και τους άξιους και τους ανάξιους, ο μικρός
διδομένην σταυροειδῶς εἰς ἀξίους καὶ ἀναξίους, ὁ μικρὸς κήπος φραγμένος με ξυλοφράχτη ξεδίπλωνε πολύχρωμα
κῆπος φραγμένος μὲ δρύφακτα ἐξεδίπλωνε πολύχρωμα μεθυστικά λουλούδια με δροσιστική γλύκα και απόλαυση για
μεθυστικὰ ἄνθη εἰς δρόσον γλυκασμοὺ καὶ τρυφὴν τα μάτια για όλα τα πλάσματα του Θεού. Δίπλα στην μικρή
ὀμμάτων δι' ὅλα τοῦ Θεοῦ τὰ πλάσματα. δίπλα εἰς τὴν καμινάδα με την κτιστή στέρνα των σταφυλιών, είχε η
μικρὰν κάμινον μὲ τὴν κτιστὴν στέρναν τῶν στεμφύλων, Φραγκογιαννού την μεγάλη, βαθιά σκάφη της, και δίπλα της
εἶχεν ἡ Φραγκογιαννοὺ τὴν μεγάλην, βαθείαν σκάφην της, είχε μια άλλη σκάφη η Κρινιώ, και ακούραστες και οι δύο
παραπλεύρως ταύτης ἄλλην σκάφην ἡ Κρινιῶ, καὶ εδώ και δύο μέρες έπλεναν, μπουγάδιαζαν, ξέβγαζαν,
ἀκούραστοι αἱ δυὸ ἀπὸ δυὸ ἡμερῶν ἔπλυνον, άπλωναν, στέγνωναν, μαζεύαν, και ακόμα δεν είχαν τελειώσει
ἐμπουγάδιαζαν, ἐξέβγαιναν, ἄπλωναν, ἐστέγνωναν, την καλή τους εργασία..
ἐμάζευαν, καὶ ἀκόμα δὲν εἶχον τελειώσει τὴν καλὴν τῶν
ἐργασίαν..
Τὴν δευτέραν ἡμέραν ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶχεν ἐνοχληθῆ Την δεύτερη ημέρα η Φραγκογιαννού είχε ενοχληθεί πολύ
μεγάλως ἀπὸ τὰ τρεξίματα, τοὺς θορύβους, καὶ τὰ από τα τρεξίματα, τους θορύβους, και τα καμώματα ενός
καμώματα ἑνὸς σμήνους μικρῶν παιδίων καὶ κορασίων, τὰ σμήνους μικρών παιδιών και κοριτσιών, τα οποία εισέβαλαν
ὁποῖα εἰσήλαυνον ἐντὸς τῆς αὐλῆς κ' ἐθορύβουν. Σχεδὸν στην αυλής και έκαναν θόρυβο. Σχεδόν όλα τα παιδιά της
ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς, δέκα ἢ δεκαπέντε τὸν γειτονιάς, δέκα ή δεκαπέντε τον αριθμό, έμπαιναν στην αυλή,
ἀριθμόν, εἰσέβαλλον εἰς τὴν αὐλήν, ἔτρεχαν ἐδῶ-ἐκεῖ, έτρεχαν εδώ-εκεί, χοροπηδούσαν, κυνηγιούνταν γύρω-γύρω
ἐχοροπηδούσαν, ἐκυνηγοῦντο γύρω-γύρω εἰς τὴν στην ποτίστρα, έπαιζαν το κρυφτό, έσκυβαν στο πηγάδι,
καρούταν, ἔπαιζον τὸ κρυφτάκι, ἔκυπταν εἰς τὸ φρέαρ, Νάρκισσοι για να δουν την σκιά τους στο νερό, με κίνδυνο να
Νάρκισσοι διὰ νὰ ἰδοῦν τὴν σκιάν των εἰς τὸ ὕδωρ, μὲ πέσουν μέσα, έβγαζαν μεγάλες, άναρθρες φωνές, σαν Ηχοί,
κίνδυνον νὰ πέσουν μέσα, ἐξέβαλλον μεγάλας, ἀνάρθρους κορίτσια που κρύβονταν πίσω από την ποτίστρα, στα
φωνάς, ὡς Ἠχοῖ, θυγάτρια κρυπτόμενα ὄπισθεν τῆς σκοτεινά στενώματα, όπου τα τραβούσε ο παιγνιώδης φόβος
καρούτας, εἰς τὰ σκοτεινὰ στενώματα, ὅπου τὰ ἔθελγεν ὁ – και όλα αυτά με μεγάλη παιδική αδιακρισία και
παιγνιώδης φόβος - καὶ ὅλα ταῦτα μὲ μεγάλην παιδικὴν φορτικότητα, μη αφήνοντας την εργατική γριά και την κόρη
ἀδιακρισίαν καὶ φορτικότητα, μὴ ἀφήνοντα τὴν φίλεργον της να κάνουν ήσυχα τη δουλειά τους..
γραίαν καὶ τὴν κόρην της νὰ κάμουν ἤσυχαι τὴν ἐργασίαν
των..
Δυὸ πύλας εἶχεν ἡ εὐρεία αὐλή, τὴν μεγάλην καὶ τὴν Δύο πόρτες είχε η μεγάλη αυλή, την μεγάλη και την μικρή.
μικράν. Καὶ τὰς δυὸ τὰς εἶχε κλείσει ἐπανειλλημένως ἡ Και τις δύο τις είχε κλείσει επανειλημμένα η Γιαννού με τον
Γιαννοὺ μὲ τὸν μοχλόν, ἢ μὲ τὸ μάνδαλον, ἐλπίζουσα νὰ μοχλό, ή με το μάνδαλο, ελπίζοντας να βρει ησυχία. και οι
εὔρη ἡσυχίαν. κ' αἱ δυὸ εὑρίσκοντο μετ' ὀλίγον ἀνοικταὶ δύο βρίσκονταν μετά από λίγο ανοιχτές κάθε φορά. Αυτό
ἑκάστοτε. τοῦτο διότι καὶ οἱ ἔνοικοι ἐλάμβανον συχνὰ γινόταν διότι και οι ένοικοι βρίσκονταν συχνά σε ανάγκη να
ἀνάγκην νὰ εἰσέλθουν ἢ νὰ ἐξέλθουν, καὶ ἄλλοι ἐκτὸς τῶν μπουν ή να βγουν, και άλλοι εκτός των παιδιών έρχονταν απ’
παιδίων ἔξωθεν ἤρχοντο, συγγενεῖς ἢ φίλοι τῆς οἰκίας. έξω, συγγενείς ή φίλοι του σπιτιού. Μίλησε πολλές φορές στην
Ἔκαμε παραστάσεις εἰς τὴν σεβασμίαν γερόντισσαν, τὴν σεβαστή γερόντισσα, την νοικοκυρά, η οποία επανειλημμένα
οἰκοκυρᾶν, ἥτις ἐπανειλημμένως ἐμάλωσε τὰ παιδία, ὅλως μάλωσε τα παιδιά, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Παραπονέθηκε
ἀλυσιτελῶς. Παρεπονέθη εἰς δυὸ γειτόνισσες, μητέρας σε δύο γειτόνισσες, μητέρες κάποιων από τα παιδιά που
τινῶν ἐκ τῶν θορυβούντων παιδίων. Ἀύται τῆς ἀπήντησαν έκαναν θόρυβο. Αυτές της απάντησαν «να κοιτάζει τη
ὅτι «νὰ κοιτάζη τὴ δουλειά της, καὶ νὰ μὴν κάνη κουμάντο δουλειά της, και να μην κάνει κουμάντο σε ξένο βιό»..
σὲ ξένο βιό»..
Κοντὰ τὸ μεσημέρι, ἡ Γιαννοὺ ἔστειλε τὴν Κρινιῶ στὸ Κοντά στο μεσημέρι, η Γιαννού έστειλε την Κρινιώ στο
σπίτι, διὰ νὰ φέρη ψωμὶ καὶ φάβα, τὴν ὁποίαν εἶχεν εἰπῆ ὅτι σπίτι, για να φέρει ψωμί και φάβα, την οποία είχε πει ότι θα
θὰ ἔβραζεν ἡ Ἀμέρσα -ἥτις εἶχε πάντοτε τὸν ἐργαλειόν της έβραζε η Αμέρσα –η οποία είχε πάντοτε τον αργαλειό της στο
εἰς τὸ σπίτι, καὶ δὲν συνήθιζε νὰ λαμβάνη μέρος εἰς τὴν σπίτι, και δεν συνήθιζε να παίρνει μέρος στην πλύση και
πλύσιν καὶ ἄλλας ἐξωτερικᾶς ἐργασίας- διὰ νὰ άλλες εξωτερικές εργασίες– για να φάνε μεσημεριανό..
γευματίσουν..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔμεινε πρὸς ὥραν μόνη, Η Φραγκογιαννού έμεινε προσωρινά μόνη, συνεχίζοντας
ἐξακολουθοῦσα νὰ πλύνη. Τὴν ὥραν ἐκείνην ὑπῆρχον να πλένει. Την ώρα εκείνη υπήρχαν μέσα στην αυλής μόνο
ἐντὸς τῆς αὐλῆς μόνον δυὸ ἢ τρία κοράσια, τὰ ὁποῖα δὲν δύο ή τρία κορίτσια, τα οποία ωστόσο δεν έκαναν λιγότερο
ἐθορύβουν κι αὐτὰ ὀλιγώτερον ἀπὸ τὰ παιδία. Ἀφότου θόρυβο από τα παιδιά. Αφότου μάλιστα είχε ιδρυθεί στο
μάλιστα εἶχεν ἱδρυθῆ εἰς τὸ χωρίον σχολεῖον τῶν θηλέων, χωριό σχολείο θηλέων, τα κορίτσια είχαν ξυπνήσει
τὰ κοράσια εἶχον μεγάλως ξυπνήσει. Ἡ κυρὰ δασκάλα υπερβολικά. Η κυρά δασκάλα πολλά γράμματα δεν τα
πολλὰ γράμματα δὲν τὰ ἐδίδασκεν, ἀκόμη ὀλιγώτερα δίδασκε, κι ακόμη λιγώτερα χειροτεχνήματα, αλλά μόνον τα
χειροτεχνήματα, ἀλλὰ μόνον τὰ ἐμάνθανε «νὰ λάβουν μάθαινε «να έχουν θάρρος» και να μην κάνουν «σαν
θάρρος» καὶ νὰ μὴν κάνουν «σὰν σκιασμένα» καὶ σὰν σκιασμένα» και σαν «βουνίσια», και κήρυττε ότι ήταν καιρός
«βουνίσια», καὶ ἐκήρυττεν ὅτι ἧτο καιρὸς πλέον νὰ πλέον να «χειραφετηθούν»..
«χειραφετηθώσιν»..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ τὰ ἐμάλωσεν ἐπανηλειμμένως, ἀλλ' Η Φραγκογιαννού τα μάλωνε επανειλημμένα, αλλά αυτά
αὐτὰ δὲν ἄκουαν. Τὸ ἐν μάλιστᾳ θυγάτριον, μόλις ἑπτὰ δεν άκουγαν. Το ένα μάλιστα κορίτσι, μόλις επτά ετών, της
ἐτῶν, τῆς γειτόνισσας τῆς Προπαντίνας, ἡ Ξενούλα, ἄρχισε γειτόνισσάς της Προπαντίνας, η Ξενούλα, άρχισε να
νὰ περιγελὰ τὴν γραίαν, μὲ μιμικᾶς κινήσεις τῶν χειρῶν καὶ περιγελάει την γραία, με μιμικές κινήσεις των χεριών και του
τοῦ στόματος.. στόματος..
Στιγμὴν τινά, τὰ δυὸ ἄλλα κοράσια ἔτρεξαν ἔξω τῆς Σε λίγο, τα δύο άλλα κορίτσια έτρεξαν έξω από την αυλή,
αὐλῆς, ἡ δὲ Ξενούλα, μείνασα, ἔκυπτεν εἰς τὸ φρέαρ, κ' ενώ η Ξενούλα, που έμεινε πίσω, κρεμόταν στο πηγάδι, και
ἐζητοῦσε, μὲ μίαν βέργαν, νὰ φθάση καὶ ταράξη τὸ νερόν. προσπαθούσε, με μία βέργα, να φτάσει και να ταράξει το
Ἔκυπτεν ἐπιμόνως, ἀλλ' ἡ βέργα ἧτο πολὺ κοντὴ καὶ δὲν νερό. Έσκυβε επίμονα, αλλά η βέργα ήταν πολύ κοντή και
ἔφθανε.. δεν έφτανε..
- Ἕ! Θέ μου, καὶ νὰ 'πεφτες μέσα, Ξενούλα! εἶπε μὲ — Ε! Θε μου, και να 'πεφτες μέσα, Ξενούλα! είπε με
ἀλλόκοτον γέλωτα ἡ Φραγκογιαννού. Τί λευθεριὰ θὰ παράξενο γέλιο η Φραγκογιαννού. "Τι λευτεριά θα έκανες
'κανες τῆς μάννας σου!. στη μάνα σου!".
- Ἕ! Σέ μου, τσαὶ νὰ 'μπεμπες μπέσα! ἐμιμήθη — Ε! Σε μου, τσαί να 'μπεμπες μπέσα! μιμήθηκε
παρωδοῦσα τὴν φωνὴν ἡ Ξενούλα! Τσὶ λελυγιὰ τσάκαλες κοροϊδεύοντας τη φωνή η Ξενούλα! "Τσι λελυγιά τσάκαλες
τσὴ μπάμιάς σου!. τση μπάμιας σου!".
Εἶχεν ἀνασηκωθῆ ὀλίγον, καὶ πάλιν ἔκυψεν βαθύτερον ἢ Είχε σηκωθεί λίγο, και πάλι κρεμόταν βαθύτερα από πριν..
πρίν..
Τὸ στόμιον τοῦ πηγαδιοῦ, τετράγωνον, ἧτο φραγμένον Το στόμιο του πηγαδιού, τετράγωνο, ήταν φραγμένο με
μὲ σανίδας ἀνίσου πλάτους, ὥστε αἱ πλευραὶ δὲν εἶχον τὸ σανίδες που δεν είχαν το ίδιο πλάτος, έτσι ώστε οι πλευρές
αὐτὸ ὕψος. Ἡ μικρὰ σανίς, ἔφ' ἧς ἔκυπτεν ἡ Ξενούλα, ἧτο του δεν είχαν το ίδιο ύψος. Η μικρή σανίδα, πάνω στην οποία
χαμηλοτέρα τῶν ἄλλων τριῶν, φθαρμένη, ὀλισθηρά, κρεμόταν η Ξενούλα, ήταν χαμηλότερη από τις άλλες τρεις,
φαγωμένη ἀπὸ τὴν προστριβὴν τοῦ σχοινίου τοῦ κουβᾶ, δι' φθαρμένη, ολισθηρή, φαγωμένη από την τριβή του σχοινιού
οὐ ἤντλουν ὕδωρ, μὲ σκουριασμένα καρφία, σαπρᾶ καὶ του κουβά, με σκουριασμένα καρφιά, σάπια και κουνιόταν.
κινουμένη. Καθὼς ἔκυψεν ἡ παιδίσκη, ἐστηρίχθη ὅλη, μὲ τὸ Καθώς έσκυψε το παιδί, στήριξε όλο το βάρος του σώματος
βάρος τοῦ σώματος ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς χειρός, ἐπάνω εἰς της στο αριστερό της χέρι, πάνω σε αυτή τη σανίδα,
αὐτὴν τὴν σανίδα, ἐγλίστρησεν, ἡ σανὶς ἐνέδωκεν, γλίστρησε, η σανίδα υποχώρησε, ξεκόλλησε από την μία
ἐξεκόλλησεν ἀπὸ τὴν μίαν ἄκραν, καὶ ἡ Ξενούλα ἔπεσε άκρη, και η Ξενούλα έπεσε κατακέφαλα μέσα στο ανοιχτό
κατακέφαλα μέσα εἰς τὸ χάσκον στόμα τοῦ φρέατος. στόμα του πηγαδιού. Ακούστηκε πνιγμένη κραυγή, χτύπος,
Ἠκούσθη πνιγμένη κραυγή, κτύπος, καὶ εἴτα μέγας και έπειτα μεγάλος πλαταγισμός στο νερό..
πλαταγισμὸς εἰς τὸ ὕδωρ..
Ἡ ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ ἧτο μίαν καὶ ἡμίσειαν ὀργυιὰν Η επιφάνεια του νερού ήταν μία και μισή οργιά κάτω από
κάτω τοῦ στομίου, τὸ δὲ βάθος τοῦ νεροῦ πρέπει νὰ ἧτο το στόμιο, ενώ το βάθος του νερού πρέπει να ήταν μιας
μιᾶς ὀργυιᾶς.. οργιάς (1,8 μ περίπου)..
Ἐξ ἐμφύτου ὁρμῆς, ἡ Φραγκογιαννοὺ ἠθέλησε νὰ Με μια έμφυτη παρόρμηση, η Φραγκογιαννού θέλησε να
φωνάξη καὶ νὰ τρέξη εἰς βοήθειαν. Ἀλλὰ τὴ μὲν κραυγήν φωνάξει και να τρέξει να βοηθήσει. Αλλά τη φωνή της την
της ἡ ἰδία ἔπνιξεν εἰς τὸν λάρυγγα, πρὶν τὴν ἐκβάλη, αἱ δὲ έπνιξε η ίδια στον λάρυγγα, πριν την βγάλει, και οι κινήσεις
κινήσεις παρέλυσαν καὶ τὸ σῶμα τῆς ἐπάγωσεν. Ἀλλόκοτος της παρέλυσαν και το σώμα της πάγωσε. Ένας παράξενος
στοχασμὸς τῆς ἐπῆλθεν εἰς τὸν νοῦν. Ἰδοὺ ὅτι μόλις σχεδὸν στοχασμός της ήρθε στο μυαλό. Να που μόλις σχεδόν ως
ὡς ἀστεϊσμὸν εἶχεν ἐκφέρει τὴν εὐχήν, νὰ ἔπιπτεν ἡ αστείο είχε εκφράσει την ευχή, να πέσει το παιδί μέσα στο
παιδίσκη μέσα στὸ πηγάδι, καὶ ἰδοὺ ἔγινεν! Ἄρα ὁ Θεὸς πηγάδι, και να που έγινε! Άρα ο Θεός (τολμούσε να το
(ἐτόλμα νὰ τὸ σκεφθῆ;) εἱσήκουσε τὴν εὐχήν της, καὶ δὲν σκεφτεί;) εισάκουσε την ευχή της, και δεν ήταν ανάγκη να
ἧτο ἀνάγκη νὰ ἐπιβάλη πλέον χείρας, ἀλλὰ μόνον ἤρκει νὰ βάλει πλέον το χέρι της, αλλά μόνο αρκεί να ευχόταν, και η
ηὔχετο, καὶ ἡ εὐχὴ τῆς εἱσηκούετο.. ευχή της εισακούονταν..
Μετὰ μίαν στιγμή, ἔλαβεν ἀπόφασιν νὰ ἔλθη μέχρι τοῦ Μετά από μια στιγμή, αποφάσισε να πάει μέχρι το στόμιο
στομίου τοῦ φρέατος, νὰ κύψη καὶ νὰ ἰδῆ εἰς τὸ βάθος. του πηγαδιού, να σκύψει και να δει στο βάθος. Είδε την
Εἶδε τὴν ἀγωνίαν τῆς μικρᾶς κόρης, ἀσπαιρούσης μέσα εἰς αγωνία της μικρής κόρης, που σπάραζε μέσα στο νερό, είπε
τὸ νερόν, εἶπε καθ' ἑαυτὴν ὅτι, καὶ ἂν ἤθελε, δὲν θὰ στον εαυτό της ότι, ακόμα κι αν ήθελε, δεν θα μπορούσε να
ἠδύνατο νὰ τὴν σώση. Ἀλλὰ βεβαίως, ἂν ἐπνίγετο. αὐτὴν την σώσει. Αλλά φυσικά, αν πνιγόταν. αυτή θα
θὰ κατηγόρουν! Νὰ κράξει τώρα βοήθειαν, ἧτο ἀργά. κατηγορούσαν! Να φωνάξει τώρα βοήθεια, ήταν αργά. Αργά
Ἀργὰ ἴσως θὰ ἧτο διὰ νὰ σωθῆ ἡ μικρά, ἀλλὰ πιθανῶς δὲν ίσως θα ήταν για να σωθεί η μικρή, αλλά πιθανώς δεν θα ήταν
θὰ ἧτο ἀργὰ διὰ νὰ δείξη αὐτὴ τὴν ἀθωότητά της. Καὶ αργά για να δείξει αυτή την αθωότητά της. Και όμως δεν
ὅμως δὲν ἀπεφάσισε νὰ κράξη. Καλύτερον θὰ ἧτο, ἂν αποφάσισε να φωνάξει. Καλύτερα θα ήταν, αν το είχε κάνει
ἀμέσως τὸ εἶχε κάμει. Ἀλλ' ὁποία κακὴ τύχη! Πὼς τὴν αμέσως. Αλλά τι κακοτυχία! Πώς την εκπαίδευε η αμαρτία!
ἐπαίδευεν ἡ ἁμαρτία! Ἂν ἧτο τώρα ἡ Κρινιῶ ἐδῶ, πόσον Πόσο θα ευχόταν να ήταν τώρα η Κρινιώ εδώ! Εκείνη βέβαια
εὐκταῖον θὰ ἧτο! Ἐκείνη βεβαίως θὰ ἤτον ἱκανὴ νὰ θα ήταν ικανή να κατέβει ξυπόλητη στο νερό -διότι το πηγάδι,
κατέλθη ξυπόλητη εἰς τὸ νερὸν -διότι τὸ πηγάδι, ὅπως όπως συνήθως συμβαίνει, είχε πατήματα στους εσωτερικούς
συνήθως συμβαίνει, εἶχε πατήματα εἰς τοὺς ἐσωτερικοὺς τοίχους, εσοχές μέσα στο κτίσιμο των λίθων, αν και ίσως πολύ
τοίχους, ἐσοχᾶς ἐντὸς τοῦ κτιρίου τῶν λίθων, ἂν καὶ ἴσως επικίνδυνες και γλιστερές- και ήταν πιθανό να κατόρθωνε η
πολὺ ἐπικινδύνους καὶ ὀλισθηράς- καὶ πιθανὸν ἧτο νὰ Κρινιώ να σώσει την μικρή κόρη. Τώρα όμως ήταν απελπισία
κατώρθωνεν ἡ Κρινιῶ νὰ σώση τὴν μικρὰν κορασίδα. και θάνατος!.
Τώρα ὅμως ἧτο ἀπελπισία καὶ θάνατος!.
Εἰς αὐτὰς τὰς στιγμάς, ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶχε Σε αυτές τις στιγμές, η Φραγκογιαννού είχε ξεχάσει την
λησμονήσει τὴν πρώτην ἰδέαν της - ὅτι ὁ Θεὸς ἠθέλησε νὰ πρώτη της ιδέα -ότι ο Θεός θέλησε να εισακουστεί η ευχή της
εἰσακουσθῆ ἡ εὐχή της καὶ νὰ πνιγὴ ἡ παιδίσκη. Εἴτα εὐθὺς και να πνιγεί το παιδί. Έπειτα αμέσως πάλι ο λογισμός αυτός
πάλιν ὁ λογισμὸς οὗτος τῆς ἐπανῆλθεν εἰς τὸν νοῦν - καὶ της ξανάρθε στον νου -και ακούσια γέλασε πικρό γέλιο..
ἀκουσίως ἐγέλασε πικρὸν γέλωτα..
Ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ἀπεφάσισε τί ἔπρεπε νὰ κάμη.. Στο χρόνο που διαρκεί ένα βλεφάρισμα του ματιού
αποφάσισε τι έπρεπε να κάνει..
«Ἂς πάω στὸ σπίτι, εἶπε μέσα της. θὰ προφασισθῶ, «Ας πάω στο σπίτι, είπε μέσα της. θα προφασιστώ, επειδή
ἐπειδὴ τὸ Κρινιῶ ἀργεῖ νὰ ἔλθη -ἴσως νὰ μὴν εἴν' ἕτοιμο τὸ το Κρινιώ αργεί να έρθει -ίσως να μην είναι έτοιμο το φαγητό-
φαΐ- πὼς πείνασα τάχα πολύ, κ' ἐπροτίμησα νὰ φᾶμε ὅλοι πως πείνασα τάχα πολύ, κ' επροτίμησα να φάμε όλοι στο
στὸ σπίτι, γιὰ νὰ βγάλω ἀπ' τὸν κόπο καὶ τὸ Κρινιῶ, νὰ σπίτι, για να βγάλω απ' τον κόπο και το Κρινιώ, να
κουβαλά».. κουβαλάει»..
Καὶ ἐν ἀκαρεῖ, ἀφοῦ ἐτοποθέτησε τὴν σκάφην μὲ ὅσα Και αμέσως, αφού τοποθέτησε το καλάθι με τα ρούχα που
ροῦχα εἶχε μισοπλυμένα ἀκόμη ὄπισθεν τῆς καρούτας, εἰς ήταν ακόμα μισοπλυμένα πίσω από την ποτίστρα, σε ένα
μέγα ξύλινον ἀμπάριον, τὸ ὁποῖον ἐκλείδωσε, κ' ἔβαλε τὸ μεγάλο ξύλινο αμπάρι, το οποίο κλείδωσε, και έβαλε το κλειδί
κλειδίον στὴν τσέπην της, ἐξῆλθε τρέχουσα ἀπὸ τὴν αὐλήν, στην τσέπη της, βγήκε τρέχοντας από την αυλή, από την μικρή
διὰ τῆς μικρᾶς πύλης, τὴν ἔκλεισεν ἔξωθεν μὲ τὸ μάνδαλον, πόρτα, την έκλεισε απ’ έξω με το μάνταλο, και έφυγε..
καὶ ἀπῆλθεν..
ΤΕΛΟΣ. ΤΕΛΟΣ.
[1] Θέλει γαμπρό με μάτια, ας είναι και τυφλός, λέγεται για κάποιον επιφανειακό άνθρωπο που νοιάζεται περισσότερο για το
φαίνεσθαι παρά για την ουσία.
×
Αυτό το σάιτ χρησιμοποιεί Κώδικα Καταγραφής (ΚωΚ ή cookies) κυρίως για την προβολή διαφημίσεων από την Google - Μάθετε περισσότερα...