Φόνισσα του Παπαδιαμάντη: Δωρεάν απόδοση κειμένου στα Νεοελληνικά

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 8

Επιμέλεια Ιστοχώρου: Διον. Κ.

Παρούτσας
Η εκπαίδευση στο Δημοτικό
σχολείο

 Ταυτότητα  Πλοήγηση  Downloads  Επικοινωνία

Η φόνισσα του Παπαδιαμάντη: Απόδοση στα Νεοελληνικά

Εισαγωγικά
Η απόδοση ενός παπαδιαμαντικού κειμένου στα νεοελληνικά θεωρείται τουλάχιστον ιεροσυλία, απ’ όλους εκείνους που έχουν έστω και
μια μικρή ευαισθησία περί τα γλωσσικά. Κι αυτό όχι μόνο γιατί ο τρόπος γραφής του μεγάλου μας λογοτέχνη αποτελεί αναπόσπαστο
μέρος του εκφραστικού του μέσου, αλλά και διότι δεν είναι τόσο δυσνόητη από τον σύγχρονο αναγνώστη. Και υποστηρίζουν οι ίδιοι,
πως αν κάποιος δεν μπορεί να κατανοήσει έστω κι αυτή την απλοποιημένη καθαρεύουσα, τότε καλύτερα να μην μπαίνει στον κόπο να
διαβάζει Παπαδιαμάντη.

Ο Πέτρος Χάρης1 ανέφερε πως η γλώσσα στα κείμενα του Παπαδιαμάντη «είναι η ψυχή τους, η μισή τουλάχιστον, για να μην πω
περισσότερη, από τη μαγεία εκείνη, που κλείνει το ασύλληπτο και αναντικατάστατο μυστικό κάθε αληθινής λογοτεχνικής σελίδας κι
έτσι ο οποιοσδήποτε λογοτέχνης, ακόμα και με δική του ευθύνη, δεν έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει στη γλώσσα σαν να πρόκειται για
«απλό φόρεμα που εύκολα μπορείς να αλλάξεις με ένα άλλο»

Ωστόσο, με την μεγάλη δημοτικότητα που απέκτησε «Η φόνισσα» λόγω της κινηματογραφικής ταινίας της Εύας Νάθενα, στην οποία
πρωταγωνιστεί η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η αναζήτηση «Η φόνισσα, απόδοση στα νέα Ελληνικά» έγινε από τα πιο συχνά ερωτήματα
στο διαδίκτυο. Μπήκα έτσι στον κόπο να το τολμήσω, διότι ως δάσκαλος γνωρίζω πως τουλάχιστον το 80% των σύγχρονων Διαδώστε το!
αναγνωστών είτε διαβάζει Παπαδιαμάντη, είτε διαβάζει Όμηρο από το πρωτότυπο, αντιμετωπίζει την ίδια δυσκολία κατανόησης. Την
Tweet Κοινοποίηση 4
εποχή των greeklish, των συντμήσεων στα sms, και της «γραμματικής της εικόνας», είναι κρίμα να μην μπορεί –όποιος θέλει– να
συγκρίνει το βιβλίο με την ταινία.
Διάφορα τεστ
Η απόδοση του αρχικού κειμένου έγινε απλά επεξηγώντας περιφραστικά (ή αντικαθιστώντας) κάποιες δυσνόητες εκφράσεις. Φυσικά
με πόνο ψυχής «μετέφρασα» τον «ταρσό» ως «κεντρικό μέρος της πατούσας» και τον «κανθό του όμματος» ως «άκρη του ματιού». Εισαγωγή
Στην πραγματικότητα το κείμενο προτείνεται μόνο ως εργαλείο κατανόησης των δυσνόητων χωρίων του αρχικού και αποτελεί απλά
Τεστ ευφυΐας για ενήλικες
ένα εκπαιδευτικό εργαλείο ο τρόπος χρήσης του οποίου εναπόκειται στους εκπαιδευτικούς
Τεστ ευφυΐας με σχήματα
Στόχος μου ήταν να παραδώσω τη "Φόνισσα" στο διαδικτυακό κοινό, έχοντας αφαιρέσει το κύριο εμπόδιο στην κατανόησή της, και την
βασικότερη δικαιολογία στο να μην τη διαβάσει κάποιος. Θεωρώ ότι η ζημιά που έκανα ήταν η ελάχιστη δυνατή, διότι η δύναμη του Τεστ ευφυΐας για παιδιά
έργου βρίσκεται στα νοήματά του και κατά τη γνώμη μου τα «πάθια» της Χαδούλας της Φράγκισας, ούτε αυξάνονται ούτε μειώνονται
από αυτήν την παρέμβαση. Ευχάριστο τεστ προσωπικότητας

Το κείμενο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την διευκόλυνση εκπόνησης ενός σχετικού πρότζεκτ στο Γυμνάσιο ή το Λύκειο. Τεστ επαγγελματικού
προσανατολισμού
Για όλους τους αναγνώστες, ωστόσο, προτείνω το εξής: Διαβάστε την κάθε παράγραφο πρώτα στο πρωτότυπο, και ύστερα την
απόδοσή της στα Νέα Ελληνικά. Είμαι βέβαιος ότι μετά το δεύτερο κεφάλαιο, το περισσότερο κείμενο θα το χαρείτε από το Τεστ προσωπικότητας Χόλαντ
πρωτότυπο. Κι έτσι θα έχετε την ευκαιρία να εκτιμήσετε ιδίοις όμμασιν το βάθος και τον τρόπο της παπαδιαμαντικής γλώσσας.
Δισκόγραμμα: Ψυχολογικό τεστ
Καλή απόλαυση και γόνιμη σκέψη! προσωπικότητας

Υπολογισμός Μορίων: Ποια σχολή


1 να διαλέξω;
Πέτρος Χάρης, «Ένας άγιος κινδυνεύει», περ. Νέα Εστία, τχ. 524 (Μάιος 1949) 529
Παιχνίδια

Κρεμάλα
Επισκέψεις από 1-1-2005: Κουίζ
Βιβλιογραφική αναφορά σε αυτή τη σελίδα: Βιολογική ηλικία και προσδόκιμο
Παρούτσας, Δ., Κ., (1997), Η φόνισσα του Παπαδιαμάντη: Απόδοση στα Νεοελληνικά, ανακτήθηκε στις 10/01/2024 από https://paroutsas.jmc.gr/fonissa.html
ζωής

Κουίζ: Πού οδηγεί η σχέση σας;

Προβλέψεις
 Παράλληλη  Αρχικό κείμενο  Απόδοση
Πρόβλεψη μέλλοντος με την
τράπουλα ΤΑΡΩ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α. Πρόβλεψη μέλλοντος με τα μυστικά


του Ι-τσινγκ (super!)
Μισοπλαγιασμένη κοντὰ εἰς τὴν ἑστίαν, μὲ σφαλιστὰ τὰ Μισοπλαγιασμένη κοντά στο τζάκι, με κλειστά τα μάτια, με
ὄμματα, τὴν κεφαλὴν ἀκουμβώσα εἰς τὸ κράσπεδον τῆς το κεφάλι ακουμπισμένο στο σκαλί του τζακιού που το λένε Δείτε τι επιφυλάσσει το μέλλον
ἑστίας, τὸ λεγόμενον «φουγοπόδαρο», ἡ θεια-Χαδούλα, ἡ «φουγοπόδαρο», η θεία-Χαδούλα, που την ξέρανε όλοι σαν Πρόβλεψη 12 μηνών με χαρτιά και
κοινῶς Γιαννοὺ ἡ Φράγκισσα, δὲν ἐκοιμάτο, ἀλλ' ἐθυσίαζε τη Γιαννού τη Φράγκισσα, δεν κοιμόταν, αλλά θυσίαζε τον ζώδια
τὸν ὕπνο πλησίον εἰς τὸ λίκνον τῆς ἀσθενούσης μικρᾶς ύπνο της δίπλα στην κούνια της άρρωστης μικρής εγγονής
ἐγγονῆς της. Ὅσον διὰ τὴν λεχώ, τὴν μητέρα τοῦ της. Όσο για τη λεχώνα, τη μητέρα του άρρωστου μωρού, Χειρομαντεία
πάσχοντος βρέφους, αὔτη πρὸ ὀλίγου εἶχεν ἀποκοιμηθῆ ἐπὶ αυτή πριν από λίγο είχε αποκοιμηθεί στο χαμηλό, φτωχικό της Αριθμολογία
τῆς χθαμαλῆς, πενιχρᾶς κλίνης της.. κρεβάτι..
Προγράμματα
Ὁ μικρὸς λύχνος, κρεμαστός, ἐτρεμόσβηνε κάτω τοῦ Το μικρό λυχνάρι, κρεμασμένο, τρεμόσβηνε στο κοίλωμα
φατνώματος τῆς ἑστίας. Ἔρριπτε σκιὰν ἀντὶ φωτὸς εἰς τὰ που σχημάτιζαν τα δοκάρια του τζακιού. Πιο πολύ ίσκιο Εύρεση Πάσχα
ὀλίγα πενιχρὰ ἔπιπλα, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο καθαριώτερα έριχνε παρά φως στα λίγα φτωχικά έπιπλα, που φαίνονταν
Εντοπισμός πτήσης off-line
καὶ κοσμιώτερα τὴν νύκτα. Οἱ τρεῖς μισοκαυμένοι δαυλοί, καθαρότερα και πιο αξιοπρεπή στο σκοτάδι. Τα τρία
καὶ τὸ μέγα ὀρθὸν κούτσουρον τῆς ἑστίας, ἔρριπτον πολλὴν μισοκαμένα δαυλιά, και το μεγάλο όρθιο κούτσουρο της Διαχείριση επαφών τηλεφώνου -
στάκτην, ὀλίγην ἀνθρακιὰν καὶ σπανίως βρέμουσαν φλόγα, εστίας, έριχναν πολλή στάχτη, λίγη ανθρακιά και κάπου – Αρχεία vcf σε excel ελληνικά
κάμνουσαν τὴν γραίαν νὰ ἐνθυμῆται μέσα εἰς τὴν νύσταν κάπου μια φλόγα που έσκαγε με θόρυβο, έκανε τη γριά να
Μάθετε τον κώδικα Μορς
της τὴν ἀποῦσαν μικροτέραν κόρην της, τὴν Κρινιῶ, ἥτις θυμάται μέσα στον ύπνο της την μικρότερη κόρη της, την
ἂν εὑρίσκετο τώρα ἐντὸς τοῦ δωματίου, θὰ ὑπεψιθύριζε μὲ Κρινιώ, που έλειπε και που αν βρισκόταν τώρα μέσα στο Μάθετε το σημαφορικό αλφάβητο
τόνον λογαοιδικόν: «Ἂν εἶναι φίλος, νὰ χαρῆ, ἂν εἴν' δωμάτιο, θα απάγγελνε με τρόπο μισοτραγουδιστό: «Αν είναι
Υπολογισμός κατανάλωσης
ἐχθρός, νὰ σκάση...». φίλος, να χαρεί, αν είναι εχτρός, να σκάσει.».
πετρελαίου
Ἡ Χαδούλα, ἡ λεγομένη Φράγκισσα, ἢ ἄλλως Η Χαδούλα, που τη λέγανε και Φράγκισσα, ή αλλιώς
Υπολογισμός κατανάλωσης
Φραγκογιαννού, ἧτο γυνὴ σχεδὸν ἐξηκοντούτις, Φραγκογιαννού, ήταν μια γυναίκα κοντά στα εξήντα,
ηλεκτρικών συσκευών
καλοκαμωμένη, μὲ ἁδροὺς χαρακτήρας, μὲ ἦθος ἀνδρικόν, καλοκαμωμένη, με έντονα χαρακτηριστικά, με αντρικό τρόπο
καὶ μὲ δυὸ μικρὰς ἄκρας μύστακος ἄνω τῶν χειλέων της. συμπεριφοράς και δύο μικρές άκρες από μουστάκι στο πάνω Υπολογισμός κατανάλωσης
Εἰς τοὺς λογισμούς της, συγκεφαλαιοῦσα ὅλην τὴν ζωήν μέρος των χειλιών της. Σαν το συλλογίζονταν και λογάριαζε ρεύματος βάσει μέτρησης
της, ἔβλεπεν ὅτι ποτὲ δὲν εἶχε κάμει ἄλλο τίποτε εἰμῆ νὰ όλη της τη ζωή, έβλεπε ότι δεν είχε κάνει τίποτε άλλο παρά να
Υπολογισμός Μορίων
ὑπηρετῆ τοὺς ἄλλους. Ὅταν ἧτο παιδίσκη, ὑπηρέτει τοὺς υπηρετεί τους άλλους. Όταν ήταν παιδούλα, υπηρετούσε τους
Πανελλαδικών & Δημιουργία
γονεῖς της. Ὅταν ὑπανδρεύθη, ἔγινε σκλάβα τοῦ συζύγου γονείς της. Όταν παντρεύτηκε, έγινε σκλάβα του συζύγου της
Μηχανογραφικού
της - καὶ ὅμως, ὡς ἐκ τοῦ χαρακτῆρος της καὶ τῆς - και όμως, λόγω του χαρακτήρα της και της αδυναμίας του,
ἀδυναμίας ἐκείνου, ἧτο συγχρόνως καὶ κηδεμὼν αὐτοῦ. ήταν ταυτόχρονα και υπεύθυνη γι’ αυτόν. Όταν απέκτησε Εγκυκλοπαίδεια με 12.000 λήμματα
ὅταν ἀπέκτησε τέκνα, ἔγινε δοῦλα τῶν τέκνων της. ὅταν τὰ παιδιά, έγινε δούλα των παιδιών της. Όταν τα παιδιά της
τέκνα τῆς ἀπέκτησαν τέκνα, ἔγινε πάλιν δουλεύτρια τῶν απέκτησαν παιδιά, έγινε ξανά υπηρέτρια των εγγονιών της..
ἐγγόνων της..
Τὸ νεογνὸν εἶχε γεννηθῆ πρὸ δυὸ ἑβδομάδων. Ἡ μητέρα Το νεογέννητο είχε γεννηθεί πριν από δύο εβδομάδες. Η
τοῦ εἶχε κάμει βαριὰ λεχωσιά. Ἧτο αὔτη ἡ κοιμωμένη ἐπὶ μητέρα του είχε αρρωστήσει βαριά μετά τη γέννα. Ήταν αυτή
τῆς κλίνης, ἡ πρωτότοκος κόρη τῆς Φραγκογιαννούς, ἡ που κοιμόταν στο κρεβάτι, η πρωτότοκη κόρη της
Δελχαρῶ ἡ Τραχήλαινα. Εἶχαν βιασθὴ νὰ τὸ βαπτίσουν Φραγκογιαννούς, η Δελχαρώ η Τραχήλαινα. Είχαν
τὴν δεκάτην ἡμέραν ἐπειδὴ ἔπασχε δεινῶς. εἶχε κακὸν αναγκαστεί να το βαφτίσουν την δέκατη ημέρα γιατί ήταν
βήχα, κοκκίτην, συνοδευόμενον μὲ σπασμωδικὰ σχεδὸν βαριά άρρωστο. Είχε κακό βήχα, κοκίτη, που όταν το έπιανε
συμπτώματα. Καθὼς ἐβαπτίσθη, τὸ νήπιον ἐφάνη νὰ έμοιαζε σχεδόν να παθαίνει σπασμούς. Σαν το βάφτισαν, το
καλυτερεύει ὀλίγον, τὴν πρώτην βραδιᾶν, καὶ ὁ βήχας παιδάκι φάνηκε να καλυτερεύει κάπως την πρώτη βραδιά,
ἐκόπασεν ἐπ' ὀλίγον. Ἐπὶ πολλὰς νύκτας, ἡ και ο βήχας κόπασε για λίγο. Για πολλές νύχτες, η
Φραγκογιαννοὺ δὲν εἶχε δώσει ὕπνον εἰς τοῦ ὀφθαλμούς Φραγκογιαννού δεν είχε δώσει ύπνο στα μάτια της, μην
της, οὐδὲ εἰς τὰ βλέφαρά της νυσταγμόν, ἀγρυπνοῦσα αφήνοντας καν τα βλέφαρά της να τρεμοπαίξουν,
πλησίον τοῦ μικροῦ πλάσματος, τὸ ὁποῖον οὔδ' ἐφαντάζετο αγρυπνώντας δίπλα στο μικρό πλάσμα, το οποίο δεν
ποίους κόπους ἐπροξένει εἰς τοὺς ἄλλους, οὐδὲ πόσα μπορούσε καν να φανταστεί τι κούραση προκαλούσε σε
βάσανα ἔμελλε νὰ ὑποφέρη, ἐὰν ἐπέζη, καὶ αὐτό. Καὶ δὲν όλους, ούτε πόσα βάσανα θα έπρεπε να υποφέρει, εάν τελικά
ἧτο ἱκανὸν νὰ αἰσθανθῆ κᾶν τὴν ἀπορίαν, τὴν ὁποίαν μόνη τα κατάφερνε κι αυτό να ζήσει. Και δεν μπορούσε να νιώσει
ἡ μάμμη διετύπωνε κρυφίως μέσα της: «Θέ μου, γιατί νὰ καν την απορία που μόνο η γιαγιά αναρωτιόνταν κρυφά μέσα
ἔλθη στὸν κόσμο κι αὐτό;». της: «Θε μου, γιατί να έρθει στον κόσμο κι αυτό;».
Ἡ γραία τὸ ἐνανούριζε, καὶ θὰ ἤτον ἱκανὴ νὰ εἴπη «τὰ Η γριά το νανούριζε, και θα μπορούσε να κάνει «τα πάθια
πάθη τῆς τραγούδια» ἀποπάνω ἀπὸ τὴν κούνιαν τοῦ της τραγούδια» πάνω από την κούνια του μικρού. Κι αλήθεια,
μικροῦ. Κατὰ τὰς προλαβούσας νύκτας, πράγματι, εἶχε τα προηγούμενα βράδια είχε πράγματι «χάσει το νου της»
«παραλογίσει» ἀναπολοῦσα ὄλ' αὐτὰ τὰ πάθη της εἰς τὸ αναπολώντας όλα αυτά τα πάθια της κι όχι τραγουδιστά,
πεζόν. Εἰς εἰκόνας, εἰς σκηνὰς καὶ εἰς ὁράματα, τῆς εἶχεν αλλά στο μιλητό. Σε εικόνες, σε σκηνές και σε οράματα, της
ἐπανέλθει εἰς τὸν νοῦν ὅλος ὁ βίος της, ὁ ἀνωφελὴς καὶ είχε περάσει από το μυαλό όλη η ζωή της, η άχρηστη, η
μάταιος καὶ βαρύς.. μάταιη κι η βαριά..
Ὁ πατὴρ τῆς ἤτον οἰκονόμος καὶ ἐργατικὸς καὶ Ο πατέρας της ήταν οικονόμος, εργατικός και μυαλωμένος.
φρόνιμος. Ἡ μάννα τῆς ἤτον κακή, βλάσφημος καὶ Η μάνα της ήταν κακιά, βλαστημούσε και τους ζήλευε όλους.
φθονερά. Ἤτον μία ἀπὸ τὰς στρίγλας τῆς ἐποχῆς της. Ήταν μια από τις στρίγγλες της εποχής της. Έκανε και μάγια.
Ἤξευρε μάγια. Τὴν εἶχαν κυνηγήσει δυό-τρεῖς φορὰς οἱ Την είχαν κυνηγήσει δύο-τρεις φορές οι κλέφτες, τα
κλέφτες, τὰ παλληκάρια τοῦ Καρατάσου καὶ τοῦ Γάτσου παλληκάρια του Καρατάσου και του Γάτσου και των άλλων
καὶ τῶν ἄλλων ὀπλαρχηγῶν τῆς Μακεδονίας. Ἔπραξαν οπλαρχηγών της Μακεδονίας. Και το ‘καναν αυτό για να την
τοῦτο διὰ νὰ τὴν ἐκδικηθοῦν, ἐπειδὴ τοὺς εἶχε κάμει μάγια, εκδικηθούν, επειδή τους είχε κάνει μάγια και δεν πήγαιναν
καὶ δὲν ἐπήγαιναν καλὰ οἱ δουλειές των. Ἐπὶ τρεῖς μήνας καλά οι δουλειές τους. Τρεις μήνες έμειναν άπραγοι και δεν
ἐσχόλαζον ἐν ἀργίᾳ, καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ κάμουν τίποτε μπορούσαν να κάνουν τίποτα πλιάτσικο, ούτε από Τούρκους,
πλιάτσικο, οὔτε ἀπὸ Τούρκους, οὔτε ἀπὸ χριστιανούς. ούτε από χριστιανούς. Ακόμα και η κυβέρνηση της Κορίνθου
Οὔτε ἡ Κυβέρνησις τῆς Κορίνθου τοὺς εἶχε στείλει κανὲν δεν τους είχε στείλει κανένα επίδομα..
βοήθημα..
Τὴν εἶχαν κυνηγήσει τὸν κατήφορον, ἀπὸ τὴν κορυφὴν τ' Την είχαν κυνηγήσει τον κατήφορο, από την κορυφή του
Ἀϊ-Θανασού, εἰς τὸ ὀροπέδιον τοῦ Προφήτου Ἠλία, μὲ τὰς Αϊ-Θανασού, στο οροπέδιο του Προφήτη Ηλία, με τα
πελωρίας πλατάνους καὶ τὴν πλουσίαν βρύσιν, κ' ἐκεῖθεν πελώρια πλατάνια και την πλούσια βρύση, και από εκεί στο
εἰς τὸ Μεροβίλι, στὸ πλάγι τοῦ βουνοῦ, ἀνάμεσα εἰς τὰ Μεροβίλι, στο πλάι του βουνού, ανάμεσα στα ρουμάνια και
ὀρμάνια καὶ τοὺς λόγγους. Αὐτὴ ἐδοκίμασε νὰ κρυφθῆ εἰς τους λόγγους. Αυτή προσπάθησε να κρυφτεί βαθιά σε ένα
μίαν λόχμην βαθείαν, πλὴν ἐκεῖνοι δὲν ἐγελάσθησαν. Ὁ σύδεντρο, αλλά εκείνοι δεν γελάστηκαν. Το θρόισμα των
θροῦς τῶν φύλλων καὶ τῶν κλάδων, ὁ ἴδιος τρόμος της, φύλλων και των κλαριών, η ίδια η τρομάρα της, που μετάδινε
ὅστις μετέδιδε τρομώδη κίνησιν εἰς κλώνας καὶ θάμνους, το τρέμισμα σε κλαριά και θάμνους, την πρόδωσε. Άκουσε
τὴν ἐπρόδωκεν. Ἤκουσε τότε ἀγρίαν φωνήν:. τότε άγρια φωνή:.
--- Ἄχ! μωρὴ τσούπα, καὶ σ' ἐπιάσαμε!. — Αχ! μωρή τσούπα, και σε πιάσαμε!.
Αὐτὴ ἀνεπήδησε τότε μέσ' ἀπὸ τοὺς θάμνους, κ' ἔτρεξεν Αυτή ξεπήδησε τότε μέσα από τους θάμνους και έτρεξε σα
ὡς φοβισμένη τρυγῶν μὲ τὸ πτερύγισμα τῶν λευκῶν φοβισμένη τρυγόνα, φτεροκοπώντας με τα λευκά πλατιά της
πλατειῶν χειρίδων της. Δὲν ἧτο πλέον ἐλπὶς νὰ γλυτώση. μανίκια. Δεν υπήρχε πλέον ελπίδα να γλιτώσει. Άλλοτε, την
Ἄλλοτε, τὴν πρώτην φορὰν ὅτε τὴν εἶχον κυνηγήσει, εἶχε πρώτη φορά που την είχαν κυνηγήσει, είχε καταφέρει να
κατορθώσει νὰ κρυφθῆ, κάτω εἰς τὸ Πυργί, ἐπειδὴ τὸ κρυφτεί, κάτω στο Πυργί, επειδή το μέρος εκείνο είχε πολλά
μέρος ἐκεῖνο εἶχε πολλὰ μονοπάτια. Ἐδῶ, στὸ Μεροβίλι, μονοπάτια. Εδώ, στο Μεροβίλι, δεν υπήρχαν δρομάκια και
δὲν ὑπῆρχον δρομίσκοι καὶ λαβύρινθοι, ἀλλὰ μόνον λαβύρινθοι, παρά μόνο συστάδες δέντρων και λόχμες
συστάδες δένδρων καὶ λόχμαι ἀπάτητοι. Ἡ τότε νεαρὰ απάτητες. Η Δελχαρώ, που τότε ήταν ακόμα κοπέλα, η
Δελχαρῶ, ἡ μήτηρ τῆς Φραγκογιαννούς, ἐπήδα ὡς δορκὰς μητέρα της Φραγκογιαννούς, έτρεχε σαν ελάφι από θάμνο σε
ἀπὸ θάμνου εἰς θάμνον, ἀνυπόδητος, ἐπειδὴ πρὸ πολλοῦ θάμνο, ξυπόλητη, αφού είχε πετάξει από νωρίτερα τα ξύλινα
εἶχε πετάξει τὰς ἐμβάδας της ἀπὸ τοὺς πόδας, ὄπισθέν της, τσόκαρα που φορούσε στα πόδια και τα είχε αφήσει πίσω της,
-τὴν μίαν τῶν ὁποίων εἶχεν ἀναλάβει ὡς λάφυρον ὁ εἰς ἐκ ένα μάλιστα από αυτά τα πήρε για λάφυρο ένας από αυτούς
τῶν διωκτῶν- καὶ τ' ἀγκάθια ἐχώνοντο εἰς τὰς πτέρνας της, που την κυνηγούσαν- και τα αγκάθια καρφώνονταν στις
τῆς ἔσχιζον κ' αἰμάτωνον τοὺς ἀστραγάλους καὶ ταρσούς. φτέρνες της, της έσχιζαν και μάτωναν τους αστραγάλους και
Τότε, ἐν τῇ ἀπελπισίᾳ, τῆς ἦλθε μιὰ ἔμπνευσις.. τις πατούσες. Τότε, μες την απελπισιά της, της ήρθε μια
έμπνευση..
Ἐκεῖθεν τοῦ λόγγου, εἰς τὸ πλάγι τοῦ βουνοῦ, ἤτον εἰς Πέρα από τον λόγγο, στο πλάι του βουνού, υπήρχε ένας και
καὶ μόνος καλλιεργημένος ἐλαιῶν, καλούμενος ὁ Πεῦκος μόνος καλλιεργημένος ελαιώνας, που ονομαζόταν ο Πεύκος
τοῦ Μωραΐτη. Ὁ γερο-Μωραΐτης, ὁ πάππος τοῦ κτήτορος, του Μωραΐτη. Ο γερο-Μωραΐτης, ο παππούς του ιδιοκτήτη,
εἶχε μεταναστεύσει ἀπὸ τὸν Μιστρᾶν εἰς τὸν τόπον αὐτόν, είχε έρθει από το Μιστρά στον τόπο αυτόν, στα τέλη του
περὶ τὰ τέλη τοῦ ἄλλου αἰῶνος - κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς περασμένου αιώνα - την εποχή της Αικατερίνης και του
Αἰκατερίνης καὶ τοῦ Ὀρλώφ. Ὁ φημισμένος πεῦκος ἵστατο Ορλώφ. Ο φημισμένος πεύκος στεκόταν μες τη μέση στις
εἰς τὸ μέσον τῶν ἐλαιῶν, ὡς γίγας μεταξὺ νάνων. Τὸ ελιές, σαν γίγαντας ανάμεσα σε νάνους. Το χιλιόχρονο δέντρο
χιλιετὲς δένδρον ἤτον σκαφιδιασμένον κοντὰ εἰς τὴν ρίζαν, ήταν σκαφιδιασμένο κοντά στη ρίζα, κάτω, στον γιγαντιαίο
κάτω, εἰς τὸν γιγαντιαῖον κορμόν, τὸν ὁποῖον δὲν κορμό, που δεν μπορούσαν να αγκαλιάσουν ούτε πέντε
ἠμπορούσαν ν' ἀγκαλιάσουν πέντε ἄνδρες. Οἱ βοσκοὶ καὶ άνδρες. Οι βοσκοί και οι ψαράδες τον είχαν σκαφιδιάσει, του
οἱ ἁλιεῖς τὸν εἶχαν σκαφιδιάσει, τοῦ εἶχαν σκάψει τὴν είχαν σκάψει την καρδιά, του είχαν γουβώσει τα σπλάχνα, για
καρδίαν, τοῦ εἶχαν κοιλάνει τὰ ἔγκατα, διὰ νὰ λάβωσιν να πάρουν από κει άφθονο ρετσινάτο προσάναμμα. Και παρά
ἐκεῖθεν ἄφθονον δάδα. Καὶ μὲ τὴν φοβερὰν πληγὴν εἰς τὰ τη φοβερή πληγή στις νεύρα του, στα σπλάγχνα του, ο πεύκος
ἴνας, εἰς τὰ σπλάγχνα του, ὁ πεῦκος ἐπέζησεν ἄλλα τρία επέζησε άλλα τρία τέταρτα του αιώνα, μέχρι το 1871. Και τον
τέταρτα αἰῶνος, μέχρι τοῦ 1871. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ ἔτους Ιούλη της χρονιάς εκείνης, οι κάτοικοι ένιωσαν ένα μεγάλο
ἐκείνου, μέγαν τοπικὸν σεισμὸν ἠσθάνθησαν οἱ τοπικό σεισμό, σε απόσταση μιλίων, κάτω στ’ ακροθαλάσσι.
κατοικοῦντες, εἰς ἀπόστασιν μιλίων, κάτω εἰς τὴν Την νύχτα εκείνη κατέρρευσε ο γίγαντας..
παραθαλασσίαν. Τὴν νύκτα ἐκείνην κατέρρευσεν ὁ γίγας..
Εἰς τὸ κοίλωμα ἐκεῖνο, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἠδύναντο νὰ Σ’ αυτό το κοίλωμα, μέσα στο οποίο μπορούσαν να
καθίσωσιν ἀνέτως δυὸ ἄνθρωποι, ἔτρεξε νὰ κρυβὴ ἡ τότε καθίσουν άνετα δύο άνθρωποι, έτρεξε να κρυφτεί η νιόνυφη
νεόνυμφος Δελχαρῶ, ἡ μήτηρ τῆς σημερινῆς ακόμα Δελχαρώ, η μάνα της σημερινής Φραγκογιαννούς. Η
Φραγκογιαννούς. Τὸ μέσον ἧτο ἄπελπι, καὶ σχεδὸν ιδέα της ήταν απελπισμένη, και σχεδόν παιδιάστικη. Εκεί δεν
παιδαριῶδες. Ἐκεῖ δὲν ἐκρύπτετο ἄλλως, εἰμὴ κατὰ κρυβόταν στην πραγματικότητα, παρά μόνο στη φαντασία
φαντασίαν, μὲ παιδικὸν τρόπον, ὅπως παίζουσι τὸν της, με παιδικό τρόπο, όπως παίζουν το κρυφτό. Οι κυνηγοί
κρυφτόν. Οἱ διῶκται βεβαίως θὰ τὴν ἔβλεπον, θ' της σίγουρα θα την έβλεπαν, θα ανακάλυπταν το καταφύγιό
ἀνεκάλυπτον τὸ καταφύγιόν της. Μόνον ἐκ τῶν νώτων ἧτο της. Μόνον απ’ το πίσω μέρος ήταν αόρατη, κι όχι από
ἀόρατος, ἀλλ' ὄχι κατὰ πρόσωπον. Ἅμα οἱ τρεῖς κλέφται μπροστά. Μόλις έφταναν οι τρεις κλέφτες πέρα από το πεύκο,
ἔφθανον πέραν τοῦ πεύκου, θὰ τὴν ἔβλεπον ὡς θα την έβλεπαν εκεί σαν καρφωμένη..
καρφωμένην ἐκεῖ..
Οἱ τρεῖς ἄνδρες ἔτρεξαν, τὸ ἐπροσπέρασαν, κ' Οι τρεις άνδρες έτρεξαν, το προσπέρασαν, και συνέχισαν
ἐξηκολούθησαν νὰ τρέχουν. Οἱ δυὸ ἐξ αὐτῶν οὔδ' να τρέχουν. Οι δύο από αυτούς ούτε έστριψαν πίσω να δουν.
ἐστράφησαν ὀπίσω νὰ ἰδοῦν. Ἐφαντάζοντο ὅτι ἡ Πίστεψαν ότι η «τσούπα» έτρεχε μπροστά. Μόνον την
«τσούπα» ἔτρεχεν ἐμπρός. Μόνον τὴν τελευταίαν στιγμήν, τελευταία στιγμή, ο τρίτος έστριψε, κάπως σκοτισμένος, προς
ὁ τρίτος ἐστράφη, ὀπωσοῦν σκοτισμένος, πρὸς τὰ ὀπίσω, τα πίσω, και κοίταξε σ’ όλες τις μεριές, όχι όμως και στον
καὶ ἐκοίταξε παντοῦ ἀλλοῦ, ὄχι ὅμως εἰς τὸν κορμὸν τοῦ κορμό του πεύκου. Έβλεπε και το πεύκο ανακατεμένα με τα
πεύκου. Ἔβλεπε καὶ τὸν πεῦκον συλλήβδην, μὲ τ' ἀλλ' άλλα αντικείμενα, χωρίς να φαντάζεται ότι ο κορμός του είχε
ἀντικείμενα, χωρὶς νὰ φαντάζεται ὅτι ὁ κορμὸς τοῦ εἶχεν κοιλιά, και ότι μέσα της κρυβόταν άνθρωπος. Αλλά και να
κοιλίαν, καὶ ὅτι ἐντὸς τῆς κοιλίας ἐκρύπτετο ἄνθρωπος. γνώριζε και να μη γνώριζε το κοίλωμα του γιγαντιαίου
Καὶ ἂν ἐγνώριζε, καὶ ἂν ἠγνόει τὸ κοίλωμα τοῦ γιγαντιαίου κορμού, εκείνη την στιγμή δεν πέρασε από τον νου του.
κορμοῦ, ἐκείνην τὴν στιγμὴν δὲν ἐπέρασεν ἀπὸ τὸν νοῦν Κοίταζε να δει μπας και ανακάλυπτε κανένα χαντάκι που θα
του. Ἐκοίταζε νὰ ἰδῆ μὴ ἀνακάλυψη ποὺ τὸ χάσμα τῆς την είχε καταπιεί ολόκληρη, γιατί δεν υπήρχε πουθενά
γῆς, τὸ ὁποῖον θὰ τὴν εἶχε καταπίει ἐξ ἅπαντος - διότι λοφίσκος ή ανάχωμα που θα μπορούσε να κρυφτεί. Οι
καμμιὰ πτυχῆ γῆς ὁρατὴ δὲν ὑπῆρχεν ὅπου νὰ κρυβή τις. Δρυάδες, οι νύμφες των δασών, που μπορεί και να τις
Αἱ Δρυάδες, αἱ νύμφαι τῶν δασῶν, τὰς ὁποίας αὐτὴ ἴσως καλούσε στις μαγείες της, την προστάτεψαν, τύφλωσαν τους
ἐπεκαλεῖτο εἰς τὰς μαγείας της, τὴν ἐπροστάτευσαν, διώχτες της, έριξαν πρασινωπή ομίχλη, χλοερό σκοτάδι, στα
ἐτύφλωσαν τοὺς διώκτας της, ἔρριψαν πρασινωπὴν ἀχλύν, μάτια τους - και δεν την είδαν..
χλοερὸν σκότος, εἰς τοὺς ὀφθαλμούς των - καὶ δὲν τὴν
εἶδον..
Ἡ νεαρὰ γυνὴ ἐσώθη ἀπὸ τοὺς ὄνυχάς των. Καὶ ὅλον Η νεαρή γυναίκα σώθηκε από τα νύχια τους. Κι όλον τον
τὸν καιρὸν ὕστερον ἐξηκολούθησε νὰ κάμνη μάγια, μάγια καιρό ύστερα συνέχισε να κάνει μάγια, μάγια ενάντια στους
ἐναντίον τῶν κλεφτῶν, καὶ νὰ φέρνη εἰς αὐτοὺς πολλὰ κλέφτες, για να τους φέρνει πολλά «κεσάτια», και πουθενά
«κεσάτια», ὥστε πουθενὰ πλέον δὲν ὑπῆρχε πλιάτσικο - πια να μην υπάρχει πλιάτσικο – μέχρις ότου, έδωσε ο Θεός
ἐωσότου, ἔδωκεν ὁ Θεὸς καὶ ἡσύχασαν τὰ πράγματα, καὶ ὁ και ησύχασαν τα πράγματα, και ο Σουλτάνος Μαχμούτ
Σουλτάνος Μαχμοὺτ ἐχάρισε, καθὼς λέγουν, τὰ χάρισε, καθώς λένε, τα «Διαβολονήσια» στην Ελλάδα, και
«Διαβολονήσια» εἰς τὴν Ἑλλάδα, κ' ἔκτοτε ἔπαυσαν νὰ έπαψαν από τότε να είναι ασύδοτα. Το πλιατσικολόγημα
εἶναι ἀσύδοτα. Τὴν πλιατσικολογίαν διεδέχθη ἡ διαδέχθηκε η φορολογία, και από τότε όλος ο περιούσιος
φορολογία, καὶ ἔκτοτε ὅλος ὁ περιούσιος λαὸς ἐξακολουθεῖ λαός εξακολουθεί να δουλεύει για την μεγάλο στομάχι του
νὰ δουλεύη διὰ τὴν μεγάλην κεντρικὴν γαστέρα, τὴν «ὦτα κράτους, αυτό που «δεν έχει αυτιά» για ν' ακούει τα
οὐκ ἔχουσαν».. παράπονα των φτωχών..
Ἡ Χαδούλα ἡ Φράγκισσα, ἂν καὶ πολὺ μικρά, ἤτον Η Χαδούλα η Φράγκισσα, αν και πολύ μικρή ήταν
γεννημένη τότε, καὶ τὰ ἐνθυμεῖτο ὄλ' αὐτά, τὰ ὁποῖα γεννημένη τότε και τα θυμούνταν όλα αυτά που τα
διηγεῖτο ἀργότερα ἡ μάννα της. Ὕστερον, ὅταν ἐμεγάλωσε, διηγούνταν αργότερα η μάνα της. Ύστερα, σαν μεγάλωσε κι
κ' ἔγινε δεκαεπτὰ χρόνων, καὶ εἰρήνευσαν ὀπωσοῦν τὰ έγινε δεκαεφτά χρονών, και ειρήνεψαν κάπως τα πράματα,
πράγματα, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Κυβερνήτου, τὴν στα χρόνια του Κυβερνήτη, την πάντρεψαν οι γονιοί της και
ὑπάνδρευσαν οἱ γονεῖς της, καὶ τῆς ἔδωκαν ἄνδρα τὸν της έδωκαν άντρα τον Γιάννη τον Φράγκο, εκείνον που η
Γιάννην τὸν Φράγκον, ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ἡ σύζυγος τοῦ γυναίκα του, του έδωσε αργότερα το παρατσούκλι
ἐπωνόμασεν ἀργότερον «τὸν Σκοῦφον» καὶ «τὸν «Σκούφος» και «Λογαριασμός»..
Λογαριασμόν»..
Τὰ δυὸ ταῦτα παραγκώμια δὲν τοῦ τὰ εἶχε δώσει ἄνευ Η γυναίκα του, η Χαδούλα, δεν του έδωσε τα δύο αυτά
λόγου ἡ σύζυγός του, ἡ Χαδούλα. Σκοῦφον τὸν εἶχεν παρατσούκλια χωρίς λόγο. Τον είχε ονομάσει "Σκούφο" πριν
ὀνομάσει, ἀκόμη πρὶν τὸν ὑπανδρευθῆ, ὅταν τὸν ακόμα τον παντρευτεί, όταν τον ειρωνευόταν συνήθως, με την
εἰρωνεύετο συνήθως, μὲ τὴν παρθενικὴν πονηρίαν της κοριτσίστικη πονηριά της - χωρίς να φαντάζεται ότι αυτός θα
-χωρὶς νὰ προγνωρίζη ὅτι αὐτὸς θὰ ἤτον ἡ τύχη της καὶ ὁ ήταν η τύχη της και ο καλός της - επειδή, αντί για φέσι,
καλός της- ἐπειδή, ἀντὶ φεσίου, ἐφόρει εἶδος μακροῦ φορούσε ένα είδος μακριού σκούφου, σταχτοκόκκινου, με
σκούφου, τεφροκοκκίνου, μὲ κοντὴν φοῦνταν. κοντή φούντα. Τον ονόμασε "Λογαριασμό" αργότερα, αφού
«Λογαριασμόν» τὸν ὠνόμασεν ἀργότερα, ἀφοῦ τὸν τον παντρεύτηκε, επειδή συχνά συνήθιζε να λέει την φράση
ὑπανδρεύθη, ἐπειδὴ συνήθιζε πολλάκις τὴν φράσιν, "αυτός. είν' ο λογαριασμός", και γιατί, απ’ την άλλη, δεν
«αὐτός. εἴν' ὁ λογαριασμός», καὶ διότι, ἄλλως, δὲν ἠδύνατο μπορούσε να λογαριάσει σωστά ούτε το ποσό για λίγους
ὀρθῶς νὰ λογαριάση οὔτε ποσὸν δι' ὀλίγους παράδες, οὔτε παράδες, ούτε για δυο μεροκάματα. Αν έλειπε εκείνη, θα τον
δυὸ ἠμεροκάματα. Ἂν ἔλειπεν αὐτή, θὰ τὸν ἐγελοῦσαν γελούσαν καθημερινά. ποτέ δεν θα του έδιναν σωστό τον
καθημερινῶς. ποτὲ δὲν θὰ τοῦ ἔδιδαν σωστὸν τὸν κόπον κόπο του στα πλοία, στο καρνάγιο ή στο ναυπηγείο, όπου
του εἰς τὰ πλοῖα, εἰς τὸ καρινάγιο ἢ εἰς τὸν ἀρσανᾶν, ὅπου δούλευε σαν μαραγκός ή σαν καλαφάτης που μόνωνε με
εἰργάζετο ὡς μαραγκὸς ἢ ὡς καλαφάτης.. πίσσα τις βάρκες..
Εἶχεν ὑπάρξει ἐπὶ μακρὸν χρόνον μαθητὴς καὶ κάλφας Ήταν για πολύ καιρό μαθητής και βοηθός του πατέρα της
τοῦ πατρός της, ἐξασκοῦντος τὴν ἰδίαν τέχνην. Ὅταν τὸν Χαδούλας, που έκανε την ίδια δουλειά. Όταν ο γέρος τον είδε
εἶδεν ὁ γέρων τόσον ἀπλοϊκόν, ὀλιγαρκὴ καὶ μετριόφρονα, τόσο απλοϊκό, ολιγαρκή και ήσυχο, τον εκτίμησε και
τὸν ἐξετίμησε, καὶ ἀπεφάσισε νὰ τὸν κάμη γαμβρόν. Ὡς αποφάσισε να τον κάνει γαμπρό. Του έδωσε προίκα ένα σπίτι
προίκα τοῦ ἔδωκε μίαν οἰκίαν ἔρημον, ἐτοιμόρροπον, εἰς τὸ ερημωμένο, ετοιμόρροπο, στο παλιό Κάστρο, όπου
παλαιὸν Κάστρον, ὅπου ἐκατοικούσαν ἕνα καιρὸν οἱ κατοικούσαν κάποτε οι άνθρωποι, πριν από το 1821. Του
ἄνθρωποι, πρὸ τοῦ 21. Τοῦ ἔδωκε κ' ἕνα ὀνόματι έδωσε επίσης κι ένα κτήμα που ονομαζόταν Μποστάνι, που
Μποστάνι, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ἀκριβῶς ἔξω τοῦ ἐρήμου βρισκόταν ακριβώς έξω από το ερημωμένο Κάστρο, σε μια
Κάστρου, ἐπὶ τινὸς κρημνώδους ἀκτῆς καὶ ἀπεῖχε τρεῖς απόκρημνη ακτή και απείχε τρεις ώρες από την σημερινή
ὥρας ἀπὸ τὴν σημερινὴν πολίχνην. Ὁμοίως κ' «ἕνα πινάκι μικρή πόλη. Επίσης ένα «πινάκι χωράφι», ένα αγριοχώραφο,
χωράφι», ἐν ἀγριοχώραφον, τὸ ὁποῖον ἀμφεσβήτει ὁ το οποίο αμφισβητούσε ο γείτονας ως δικό του. Και οι άλλοι
γείτονας ὡς ἰδικόν του. οἱ δὲ ἄλλοι γείτονες ἔλεγον ὅτι καὶ γείτονες έλεγαν ότι και τα δύο χωράφια για τα οποία
τὰ δυὸ χωράφια διὰ τὰ ὁποῖα ἐμάλωναν οἱ δυὸ ἦσαν μάλωναν αυτοί οι δύο ήταν καταπατημένα, και ήταν
καταπατημένα, καὶ ἦσαν «καλογερικά», ἀνήκοντα εἰς μίαν «καλογερικά», που ανήκαν σε μια διαλυμένη Μονή. Τέτοια
διαλυθεῖσαν Μονήν. Τοιαυτην προίκα ἔδωκεν ὁ γερο- προίκα έδωσε ο γερο-Σταθαρός στη θυγατέρα του. Άλλωστε
Σταθαρὸς εἰς τὴν θυγατέρα του. Ἄλλως αὔτη ἧτο αυτή ήταν μοναχοκόρη. Για τον εαυτό του, την κυρά του του
μοναχοκόρη. Διὰ τὸν ἑαυτόν του, τὴν συμβίαν καὶ τὸν υἱόν και τον γιο του, είχε κρατήσει τα δύο νεόκτιστα σπίτια στην
του, εἶχε κρατήσει τὰς δυὸ νεοδμήτους οἰκίας εἰς τὴν νέαν νέα πόλη, τα δύο αμπέλια κοντά σε αυτήν, δύο λιοστάσια, και
πόλιν, τὰ δυὸ ἀμπέλια πλησίον ταύτης, δυὸ ἐλαιώνας, καὶ λίγα χωράφια - και όσα μετρητά είχε..
ὀλίγα χωράφια - καὶ ὅσα μετρητὰ εἶχεν..
Ἕως ἐδῶ εἶχαν φθάσει αἱ ἀναμνήσεις τῆς Μέχρι εδώ είχαν φτάσει οι αναμνήσεις της
Φραγκογιαννούς, τὴν νύκτα ἐκείνην. Ἤτον ἡ ἑνδεκάτη Φραγκογιαννούς, εκείνη τη νύχτα. Ήταν το ενδέκατο βράδυ
ἑσπέρα ἀπὸ τοῦ τοκετοῦ τῆς κόρης της. Τὸ θυγάτριον εἶχεν μετά τη γέννα της κόρης της. Το κοριτσάκι είχε υποτροπιάσει
ὑποτροπιάσει πάλιν, κ' ἔπασχε δεινῶς. Εἶχεν ἔλθει ξανά, και ταλαιπωρούνταν πολύ. Είχε έρθει άρρωστο στον
ἄρρωστον εἰς τὸν κόσμον. Ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός του, κόσμο. Από την κοιλιά της μάνας του, η φθορά το είχε
ἡ φθορὰ τὸ εἶχε παρακολουθήσει. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ακολουθήσει. Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε σπασμωδικός
σπασμωδικὸς βήχας ἠκούσθη, καὶ τὰ ξυπνητὰ ὄνειρα, αἱ βήχας, και τα ξυπνητά όνειρα, οι αναμνήσεις, διακόπηκαν.
ἀναμνήσεις, διεκόπησαν. Ἐκινήθη ἐπὶ τῆς πενιχρᾶς Σηκώθηκε από το φτωχικό στρώμα όπου ήταν ξαπλωμένη,
στρωμνῆς, ὅπου ἧτο ἀνακεκλιμένη, ἔκυψεν ἐπὶ τοῦ παιδίου, έσκυψε πάνω στο παιδί, και προσπάθησε να του δώσει
κ' ἐπροσπάθησε νὰ δώση εἰς αὐτὸ πρόχειρον βοήθειαν. πρόχειρη βοήθεια. Πλησίασε στο φως του λυχναριού ένα
Ἐπλησίασεν εἰς τὸ φῶς τοῦ λύχνου μικρὰν φιάλην. μικρό μπουκαλάκι. Δοκίμασε να δώσει μια κουταλιά, στα
Ἐδοκίμασε νὰ δώση μίαν κουταλιᾶν, εἰς τὰ χείλη τοῦ χείλη του μωρού. Το μικρό γεύτηκε το υγρό, και μετά από μια
μωροῦ. Τὸ μικρὸν ἐγεύθη τὸ ρευστόν, καὶ μετὰ μίαν στιγμή το έκανε εμετό..
στιγμὴν πάλιν τὸ ἐξέρασε..
Ἡ λεχώνα ἐκινήθη ἐπὶ τῆς χαμηλῆς καὶ στενῆς κλίνης. Η λεχώνα κουνήθηκε στο χαμηλό και στενό κρεβάτι.
Φαίνεται ὅτι δὲν ἐκοιμάτο καλά. Ἧτο μόνον ναρκωμένη, Φαίνεται πως δεν κοιμόταν καλά. Ήταν μόνο ναρκωμένη και
καὶ εἶχε κλειστὰ τὰ βλέφαρα. Ἤνοιξε τὰ ὄμματα, είχε κλειστά τα βλέφαρα. Άνοιξε τα μάτια, ανασηκώθηκε δυο
ἀνεσηκώθη δυὸ ἢ τρεῖς δακτύλους ἄνω τοῦ προσκεφάλου, τρία δάχτυλα πάνω από το προσκεφάλι και ρώτησε..
καὶ ἠρώτησε:.
--- Πῶς πάει, μάννα;. — Πώς πάει, μάννα;.
--- Πὼς νὰ πάη!. εἶπεν αὐστηρῶς ἡ γραία. ἡσύχασε τώρα, — Πώς να πάει!. είπε αυστηρά η γριά. ησύχασε τώρα, και
καὶ σῦ!. Τί θὰ κάμη!. δὲν θὰ βήξη;. συ!. Τι θα κάμει!. δεν θα βήξει;.
--- Πῶς τὸ βλέπεις, μάννα;. — Πώς το βλέπεις, μάννα;.
--- Πῶς νὰ τὸ ἰδῶ;. Μωρὸ παιδὶ εἶναι. νά, ποὺ ἦρθε στὸν — Πώς να το ιδώ;. Μωρό παιδί είναι. να, που ήρθε στον
κόσμο κι αὐτό!. ἐπρόσθεσε μὲ στρυφνὸν καὶ ἀλλόκοτον κόσμο κι αυτό!. πρόσθεσε με στρυφνή και αλλόκοτη διάθεση
ἦθος ἡ γραία.. η γριά..
Καὶ μετ' ὀλίγον ἡ λεχώνα ἀπεκοιμήθη ἠσυχώτερα. Ἡ Και μετά από λίγο η λεχώνα κοιμήθηκε πιο ήσυχα. Η γριά
γραία μόλις ἔκλεισεν ὀλίγον τὰ ὄμματα τὴν ὥραν τοῦ μόλις έκλεισε τα μάτια της την ώρα που χάραζε, μετά το τρίτο
ὄρθρου, μετὰ τὸ τρίτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ. Ἐξύπνησεν λάλημα του πετεινού. Ξύπνησε από τη φωνή της κόρης της,
ἀπὸ τὴν φωνὴν τῆς κόρης της, τῆς Ἀμέρσας, ἥτις ἦλθε λίαν της Αμέρσας, η οποία ήρθε πολύ πρωί από το μικρό γειτονικό
πρωὶ ἀπὸ τὸν μικρὸν οἰκίσκον, τὸν γειτονικὸν σπιτάκι ανυπομονώντας να μάθει πώς είναι η λεχώνα και το
ἀνυπομονοῦσα νὰ μάθη πὼς εἶναι ἡ λεχώνα καὶ τὸ μωρόν, μωρό, και πώς είχε περάσει τη νύχτα η μητέρα της..
καὶ πὼς εἶχε περάσει τὴν νύκτα ἡ μάννα της..
Ἡ Ἀμέρσα, ἡ δευτερότοκος, ἤτον ἀνύπανδρη, Η Αμέρσα, η δευτερότοκη, ήταν ανύπαντρη, γεροντοκόρη
γεροντοκόρη ἤδη, ἀλλὰ προκομμένη πολύ, «μορφοδούλα», ήδη, αλλά προκομμένη πολύ, «μορφοδούλα», κι ονομαστή
ὀνομαστὴ δὲ ὑφάντρια. ἤτον μελαψή, ὑψηλή, ἀνδρώδης, υφάντρια. Ήταν μαυριδερή, ψηλή, αντρογυναίκα, και τα
-καὶ τὰ προικιά της καὶ τὰ στολίδια τὰ κεντητά, τὰ ὁποῖα προικιά της και τα στολίδια τα κεντητά, που είχε φτιάξει μόνη
μόνη τῆς εἶχε κατασκευάσει, εὑρίσκοντο κλεισμένα ἀπὸ της, βρίσκονταν από πολλά χρόνια κλεισμένα σε μια μεγάλη,
χρόνων πολλῶν εἰς μεγάλην ἄκομψον κασσέλαν, καὶ τὰ χοντροφτιαγμένη κασέλα, και τα έτρωγε ο σκόρος και το
ἔτρωγεν ὁ σκόρος καὶ τὸ σαράκι.. σαράκι.
--- Καλημέρα!.Πῶς εἶστε;.Πῶς περάσατε;. — Καλημέρα!.Πώς είστε;.Πώς περάσατε;.
--- Ἐσύ' σαι, Ἀμέρσα;. Νά, πέρασε κι αὐτὴ ἡ νύχτα.. — Εσύ' σαι, Αμέρσα;. Να, πέρασε κι αυτή η νύχτα..
Ἡ γραία μόλις εἶχεν ἐξυπνήσει, κ' ἔτριβε τὰ ὄμματα Η γριά μόλις είχε ξυπνήσει, και έτριβε τα μάτια της
τραυλίζουσα. Ἠκούσθη θόρυβος εἰς τὸ πλαγινὸν μικρὸν τραυλίζοντας. Ακούστηκε θόρυβος στο διπλανό μικρό
χώρισμα. Ἤτον ὁ Νταντὴς ὁ Τραχήλης, ὁ σύζυγος τῆς δωμάτιο. Ήταν ο Νταντής ο Τραχήλης, ο σύζυγος της
λεχώνας, ὅστις ἐκοιμάτο ἐκεῖθεν τοῦ λεπτοῦ ξυλοτοίχου, λεχώνας, που κοιμόταν από την άλλη μεριά του λεπτού
παραπλεύρως ἑνὸς ἄλλους κορασίου κ' ἑνὸς παιδίου ξύλινου τοίχου, δίπλα σε ένα άλλο κορίτσι και ένα παιδί
μικρὰς ἡλικίας, καὶ εἶχεν ἐξυπνήσει τὴν στιγμὴν ἐκείνην. μικρής ηλικίας, και είχε ξυπνήσει εκείνη τη στιγμή. Μάζευε τα
Ἐμάζευε τὰ ἐργαλεῖα τοῦ - σκεπάρνια, πριόνια, ροκάνια, εργαλεία του - σκεπάρνια, πριόνια, ροκάνια, και ετοιμαζόταν
καὶ ἡτοιμάζετο νὰ ὑπάγη στὸν ταρσανᾶν, ν' ἀρχίση τὸ να πάει στον ταρσανά, να αρχίσει το μεροκάματο..
μεροκάματον..
--- Ἀκοῦς, τί σαμαντᾶ κάνει! εἶπεν ἡ γραία. Δὲν μπορεῖ "Ακούς, τι σαματά κάνει!" είπε η γριά. "Δεν μπορεί να
νὰ μαζώξη τὰ σιδερικά του, χωρὶς ν' ἀκουστή. Ὅποιος τὸν μαζέψει τα σιδερικά του, χωρίς να ακουστεί. Όποιος τον
ἀκούει, θαρρεῖ τί γίνεται!.. ακούει, θα λέει τι γίνεται!".
--- «Γύφτικο σπίτι καίεται», εἶπεν εἰρωνικῶς γελῶσα ἡ "'Γύφτικο σπίτι καίγεται'", είπε ειρωνικά γελώντας η
Ἀμέρσα.. Αμέρσα..
Ὁ θόρυβος τῶν ἐργαλείων, τὰ ὁποῖα ὁ Νταντής, χωρὶς Ο θόρυβος των εργαλείων, που ο Νταντής, χωρίς να
νὰ εἶναι ὁρατός, ὄπισθεν τοῦ ξυλοτοίχου, ἔρριπτεν ἀνὰ ἐν φαίνεται, πίσω από τον ξύλινο τοίχο, έριχνε ένα-ένα μέσα στο
μέσᾳ στὸ ζεμπίλι τοῦ -σκεπάρνια, πριόνια, τριβέλια, κτλ.- ζεμπίλι του - σκεπάρνια, πριόνια, τριβέλια, κτλ. -, ξύπνησε και
ἐξύπνησε καὶ τὴν λεχώ, τὴν γυναίκα του.. τη λεχώνα, την γυναίκα του..
--- Τ' εἶναι, μάννα;. "Τι είναι, μάνα;".
--- Τί νὰ εἶναι!.Ὁ Κωνσταντὴς ρίχνει τὰ σύνεργά του μὲς "Τι να είναι!. Ο Κωνσταντής ρίχνει τα σύνεργα του μέσα
στὸ ζεμπίλι! εἶπε μετὰ στεναγμοῦ ἡ γραία.. στο ζεμπίλι!" είπε αναστενάζοντας η γριά..
--- «Καὶ βιὸ λογαριάζεις;».συνεπλήρωσε τὴν παροιμίαν ἡ "Και βιο λογαριάζεις;." συμπλήρωσε την παροιμία η
Ἀμέρσα.. Αμέρσα..
Ἠκούσθη τότε ἡ φωνὴ τοῦ Κωνσταντῆ ὄπισθεν τοῦ Ακούστηκε τότε η φωνή του Κωνσταντή πίσω από το μικρό
μικροῦ διαφράγματος.. διαμέρισμα..
--- Ξυπνήσατε, πεθερά; ἔλεγε. πῶς περάσατε;. "Ξυπνήσατε, πεθερά;" έλεγε. "Πώς περάσατε;".
--- Πὼς νὰ περάσωμε!. «Σὰν τὴν κόττα στὸ μύλο.» Ἔλα "Πώς να περάσουμε!. Ταλαιπωρία 'σαν την κότα στο μύλο.'
νὰ πιης τὸ ρακί σου.. Έλα να πιείς το ρακί σου.".
Ὁ Νταντὴς ἐφάνη εἰς τὴν θύραν τοῦ χειμερινοῦ Ο Νταντής εμφανίστηκε στην πόρτα του χειμωνιάτικου
θαλάμου. Ἧτο εὐρύστερνος, μὲ ἄχαριν τὸν κορμόν, δωματίου. Είχε πλατύ στέρνο, κι άχαρο κορμί, «ανίσκιωτος»,
«ἀΐσκιωτος», ὅπως ἔλεγεν ἡ γραία πενθερά του, καὶ σχεδὸν όπως έλεγε η γριά πεθερά του, και σχεδόν σπανός. Η γριά
σπανός. Ἡ γραία ἔδειξεν εἰς τὴν Ἀμέρσαν τὴν μικρὰν έδειξε στην Αμέρσα το μικρό μπουκάλι με το ρακί, στο μικρό
φιάλην μὲ τὸ ρακί, εἰς τὸ μικρὸν ράφι ἄνωθεν τῆς ἑστίας, ράφι πάνω από το τζάκι, και της έγνεψε να βάλει στο
καὶ τῆς ἔνευσε νὰ βάλη στὸ ποτηράκι, διὰ νὰ πιη ὁ ποτηράκι, για να πιει ο Κωνσταντής..
Κωνσταντής..
--- Δὲν ἔχει κανένα σύκο;. ἠρώτησε οὗτος, ἅμα ἔλαβε τὸ "Δεν έχει κανένα σύκο;." ρώτησε αυτός, μόλις πήρε το
ρακοπότηρον ἀπὸ τὴν χείρα τῆς γυναικαδέλφης του.. ρακοπότηρο από το χέρι της κουνιάδας του..
--- Ποὺ νὰ βρεθῆ τέτοιο πράμα!. εἶπεν ἡ γραία Χαδούλα. "Που να βρεθεί τέτοιο πράγμα!." είπε η γριά Χαδούλα.
«Σαράντα σταχτοκούλουρά» μας χρειάζοντ' ἐδῶ, "Σαράντα σταχτοκούλουρα" μας χρειάζονται εδώ, πρόσθεσε,
ἐπρόσθεσεν, ἐννοοῦσα τὴν σπατάλην ἥτις συνήθως γίνεται εννοώντας την σπατάλη που γίνεται συνήθως και στα πιο
κ' εἰς τὰ πτωχότερα σπίτια, ἐν καιρῷ ἐνσκήψεως τοιούτου φτωχά σπίτια, αν τύχει και προκύψει τέτοιο "αίσιο γεγονός",
«αἰσίου γεγονότος», ὁποῖον εἶναι καὶ ἡ γέννησις κόρης.. όπως η γέννηση μιας κόρης..
--- Θέλεις ἐσὺ γαμπρὸ μὲ μάτια; εἶπεν ἐνθυμηθεῖσα ἄλλην "Εμ, θέλαμε γαμπρό με μάτια, κι ας ήταν και στραβός" είπε
παροιμίαν ἡ γυναικαδέλφη του, ἡ Ἀμέρσα.. θυμούμενη άλλη παροιμία η γυναικαδέλφη του, η Αμέρσα. .
--- Τουλόου σ' μὴν τὸν θέλης τὸν σαστικό σου νά' ναὶ "Μάλλον του λόγου σου ήθελες να να είναι στραβός ο
στραβός; εἶπε χωρὶς νὰ πειραχθῆ, ὁ Νταντής. Ἐβίβα! Καλὴ αρραβωνιαστικός σου" είπε χωρίς να πειραχτεί, ο Νταντής.
σαράντιση!. "Εβίβα! Καλή σαράντιση!".
Κ' ἔπιεν ἀπνευστὶ τὸ μικρὸν ποτήριον.. Και κατέβασε μονοκοπανιά το μικρό ποτήρι..
--- Καλό σας βράδυ!. "Καλό σας βράδυ!".
Ἐφορτώθη τὴν ζεμπίλαν, κ' ἐπῆγε διὰ τὸν ταρσανᾶν.. Φορτώθηκε το ζεμπίλι και κίνησε για το ναυπηγείο..

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β.
Τὸ πῦρ ἔφθινεν εἰς τὴν ἑστίαν, ὁ λύχνος ἐτρεμόφεγγεν εἰς Η φωτιά σιγόσβηνε στο τζάκι, το λυχνάρι τρεμόφεγγε στο
τὸ μικρὸν φάτνωμα, ἡ λεχώνα ἐλαγοκοιμάτο ἐπὶ τῆς κλίνης. μικρό κοίλωμα του τζακιού, η λεχώνα λαγοκοιμόταν στο
τὸ βρέφος ἔβηχεν εἰς τὸ λίκνον, καὶ ἡ γραία κρεβάτι. το βρέφος έβηχε στην κούνια, και η γριά
Φραγκογιαννού, ὅπως καὶ τὰς προλαβούσας νύκτας, Φραγκογιαννού, όπως και τις προηγούμενες νύχτες,
ἠγρύπνει ἐπὶ τῆς στρωμνῆς της.. ξαγρυπνούσε στο στρώμα της..
Ήτον περὶ τὸ πρῶτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ὁπότε αἱ Ήταν κοντά στο πρώτο λάλημα του κόκορα, λίγο πριν τα
ἀναμνήσεις ἔρχονται ἐν εἴδει φαντασμάτων. Ἀφοῦ τὴν μεσάνυχτα, όταν οι αναμνήσεις έρχονται σαν φαντάσματα.
ὑπάνδρευσαν, καὶ τὴν «ἐκουκούλωσαν», καὶ τὴν Αφού την πάντρεψαν, και την "κουκούλωσαν", και την
ἐπροίκισαν μὲ τὸ σπίτι τὸ ἐτοιμόρροπον εἰς τὸ παλαιὸν προίκισαν με το σπίτι το ετοιμόρροπο στο παλιό ακατοίκητο
ἀκατοίκητον Κάστρον, καὶ μὲ τὸ μποστάνι τὸ χέρσον εἰς Κάστρο, και με το μποστάνι το χέρσο στην άγρια βορεινή
τὴν ἀγρίαν βορεινὴν ἐσχατιᾶν, καὶ μὲ τὸ ἀγριοχώραφον τὸ άκρη του νησιού, και με το αγριοχώραφο το
διαφιλονικούμενον ἀπὸ τὸν γείτονα καὶ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, διαφιλονικούμενο από τον γείτονα και από το Μοναστήρι, η
ἡ νεόνυμφος μετὰ τοῦ συζύγου τῆς ἐκατοίκησεν εἰς τὸ νιόνυφη, με τον άντρα της εγκαταστάθηκε στο σπίτι της
σπίτι τῆς ἀνδραδέλφης της τῆς χήρας, καὶ ἄνοιξε αντραδελφής της, της χήρας, και άνοιξε νοικοκυριό με
νοικοκυριὸ μὲ μικρὰ πράγματα. Τὸ προικοσύμφωνόν της, ελάχιστα πράγματα. Το προικοσύμφωνό της, ωστόσο, έγραφε
ὡς τόσον, ἔγραφε λεπτομερῶς ὅτι τῆς εἶχαν δώσει τόσες λεπτομερώς ότι της είχαν δώσει τόσες φορεσιές ρούχα, τόσα
φορεσιὲς ροῦχα, τόσα ὑποκάμισα, τόσες προσκεφαλάδες, πουκάμισα, τόσες προσκεφαλάδες, όπως και δύο χαλκώματα,
ὅπως καὶ δυὸ χαλκώματα, ἕνα τηγάνι, μίαν πυροστιᾶν, κτλ. ένα τηγάνι, μίαν πυροστιά, κτλ. Ακόμη και μαχαιροπίρουνα
Ἀκόμη καὶ μαχαιροπίρουνα καὶ κουτάλια ἀνέγραφε τὸ και κουτάλια αναγραφόταν το προικοσύμφωνο..
προικοσύμφωνον..
Η ἀνδραδέλφη, ἀμέσως τὴν Δευτέραν, τὴν ἐπιοῦσαν τοῦ Η ανδραδέλφη, αμέσως τη Δευτέρα, την επόμενη του
γάμου, τὰ ἐξήλεγξεν ὅλα, καὶ εὗρεν ὅτι ἔλειπον ἐκ τῶν ἐν γάμου, τα εξέτασε όλα λεπτομερώς, και βρήκε ότι έλειπαν
τῶν καταλόγω δυὸ σινδόνια, δυὸ μαξιλάρια, ἐν χάλκωμᾳ, από όσα είχε ο κατάλογος, δύο σεντόνια, δύο μαξιλάρια, ένα
καθὼς καὶ μία πλήρης φορεσιά. Αὐθημερὸν δὲ παρήγγειλε χάλκωμα, καθώς και μία πλήρης φορεσιά. Την ίδια κιόλας
τῆς πενθερᾶς νὰ φέρη τὰ ἐλλείποντα. Ἡ ἰδιοτελὴς γραία μέρας παρήγγειλε της πεθεράς να φέρει όσα έλειπαν. Η
ἀπήντησεν ὅτι «τὰ ὅσα ἔδωσε, εἶναι καλῶς δοσμένα, καὶ ιδιοτελής γριά απάντησε ότι "όσα έδωσε, είναι καλώς
εἶναι ἀρκετά». Τότε ἡ ἀνδραδέλφη ἔβαλε στὰ λόγια τὸν δοσμένα, και είναι αρκετά". Τότε η ανδραδέλφη έβαλε στα
ἀδελφόν της. οὗτος παρεπονέθη εἰς τὴν νεόνυμφον, ἐκείνη λόγια τον αδελφό της. αυτός παραπονέθηκε στη νιόνυφη,
δὲ τοῦ ἀπήντησεν: «Ἂν ἀγροικοῦσε τὸ συφέρο του, δὲν θὰ αλλά κι εκείνη του απάντησε: "Αν ήξερε το συμφέρον του,
ἐδέχετο νὰ τοῦ γράψουν σπίτι στὸ Κάστρο, ὅπου μόνον τὰ δεν θα δεχόταν να του γράψουν σπίτι στο Κάστρο, που
στοιχειὰ κατοικοῦν. καὶ τί τὸν ὠφελοῦν τὰ σινδόνια καὶ τὰ κατοικούνε μονάχα τα στοιχειά. και τι τον ωφελούν τα
ποκάμισα, ἀφοῦ δὲν ἤτον ἱκανὸς νὰ πάρη σπίτι κι ἀμπέλι κ' σεντόνια και τα πουκάμισα, αφού δεν ήταν ικανός να πάρει
ἐλιώνα;». σπίτι κι αμπέλι και λιοστάσι;".
Κατά τὴν ἐποχὴν τοῦ ἀρραβῶνος, ἡ Χαδούλα εἶχε Την εποχή που γίνονταν ο αρραβώνας, η Χαδούλα είχε
δοκιμάσει τῷ ὄντι νὰ σφυρίξη κάτι τοιοῦτον στ' αὐτιὰ τοῦ πράγματι δοκιμάσει να σφυρίξει κάτι τέτοιο στ’ αυτιά του
γαμβροῦ. Ἂν καὶ νέα πολὺ ἤτον, ἀλλά, χάρις εἰς τὴν φύσιν γαμπρού. Αν και ήταν πολύ νέα, ωστόσο χάρη στη φυσική της
κ' εἰς τὰ μαθήματα τῆς μητρός της, τὰ ἐκούσια καὶ τὰ κλίση και στα μαθήματα της μάνας της, που της έδινε άλλοτε
ἀκούσια, εἶχε γίνει πολὺ πονηρή, ἀναλόγως τῆς ἡλικίας της. επίτηδες κι άλλοτε όχι, είχε πονηρέψει πολύ για την ηλικία
Ἀλλ' ἡ μάννα της, μυρισθείσα τὸ πράγμα, καὶ φοβουμένη της. Όμως η μάνα της, έχοντας μυριστεί το πράγμα και από
μήπως αὐτή, ἡ μικρὴ Στριγλίτσα, καθὼς ὠνόμαζε συνήθως φόβο μήπως αυτή, η μικρή Στριγκλίτσα όπως ονόμαζε
τὴν κόρην της, τοῦ σηκώση τὰ μυαλὰ τοῦ γαμβροῦ, ὥστε συνήθως την κόρη της, του σηκώσει τα μυαλά του γαμπρού
νὰ πονηρέψη οὗτος νὰ ζητῆ προικιᾶ περισσότερα, και πονηρέψει κι αυτός και ζητάει μεγαλύτερη προίκα,
ἐξήσκησε τυραννικὴν ἐπιτήρησιν ἐπὶ τῆς κόρης καὶ τοῦ εξάσκησε τυραννική επιτήρηση στην κόρη και τον
ἀρραβωνιαστικοῦ, μὴ ἐπιτρέπουσα τὴν ἐλαχίστην αρραβωνιαστικό και δεν τους επέτρεπε να αλλάξουν ούτε μια
ἰδιαιτέραν συνομιλίαν μεταξὺ τῶν δυό. Τοῦτο ἔκαμνε, κουβέντα οι δυο τους. Κι αυτό το έκανε βέβαια με πρόσχημα
προσχήματι μὲν διὰ τὴν σεμνότητα:. τη σεμνότητα..
— Δὲν ἔχω. νά μου σκαρώση κανένα πρωιμάδι. αὐτὴ ἡ — Δεν έχω. να μου σκαρώσει κανένα πρωιμάδι. αυτή η
Στριγλίτσα! εἶχεν εἰπεῖ.. Στριγκλίτσα! είχε πει..
Βλέπετε, τὴν μεταφορὰν τοῦ ρήματος τὴν ἐλάμβανεν Βλέπετε, τη μεταφορά του ρήματος την πήρε από το
ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα τῆς συντεχνίας. («Σκαρώνω καράβι» επάγγελμα της συντεχνίας. («Σκαρώνω καράβι» ισοδυναμεί
ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ «ναυπηγῶ ναῦν»). ἀλλὰ πράγματι τὸ με το «φτιάχνω πλοίο»). βέβαια στην πραγματικότητα το
ἔκαμνε, διὰ νὰ μὴ ἀναγκασθῆ νὰ δώση μεγαλυτέραν έκανε για να μην αναγκαστεί να δώσει μεγαλύτερη προίκα..
προίκα..
Μίαν ἑσπέραν, τὴν παραμονὴν τοῦ ἀρραβῶνος, ὅτε ὁ Ένα απόγευμα, την παραμονή του αρραβώνα, όταν ο
γαμβρὸς μετὰ τῆς ἀδελφῆς τοῦ εἶχον ἔλθει εἰς τὴν οἰκίαν νὰ γαμπρός με την αδερφή του είχαν έλθει στο σπίτι να
συζητήσουν τα περὶ προικός, ἐνῶ ὁ γέρων ναυπηγὸς συζητήσουν για την προίκα, την ώρα που ο γέρο-ναυπηγός
ὑπηγόρευε τὸ προικοσύμφωνον εἰς τὸν Ἀναγνώστην τὸν υπαγόρευε το προικοσύμφωνο στον Αναγνώστη, τον Συβία,
Συβίαν, ψάλτην τῆς ἐκκλησίας, ὅστις εἶχε βγάλει τὸ ψάλτη της εκκλησίας, που είχε βγάλει το μπρούτζινο
ὀρειχάλκινον καλαμάρι του ἀπὸ τὴν ζώνην, τὴν ἐκ πτεροὺ καλαμάρι του από τη ζώνη, την πένα από φτερό χήνας από τη
χηνὸς πένναν ἀπὸ τὴν μακρὰν θήκην τοῦ καλαμαριοῦ, τοῦ μακριά θήκη του καλαμαριού, που έμοιαζε πολύ με πιστόλα
ὀμοιάζοντος πολὺ μὲ πιστόλαν, καὶ θέσας ἐπὶ τῶν γονάτων και έχοντας βάλει πάνω στα γόνατα το βιβλίο του Αποστόλου
τὸ βιβλίον τοῦ Ἀποστόλου, κ' ἐπάνω εἰς τὸ βιβλίον και πάνω στο βιβλίο ένα κομμάτι χοντρό χαρτί, είχε γράψει
τεμάχιον χονδροῦ χαρτίου, εἶχε γράψει καθ' ὑπαγόρευσιν όπως του έλεγε ο γέροντας «Εις τ' όνομα του Πατρός και του
τοῦ γέροντος «Εἰς τ' ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ Υιού και του Αγίου Πνεύματος. υπανδρεύω την κόρην μου
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. ὑπανδρεύω τὴν κόρην μου Χαδούλαν με τον Ιωάννην Φράγκον, και της δίνω πρώτον την
Χαδούλαν μὲ τὸν Ἰωάννην Φράγκον, καὶ τῆς δίνω πρῶτον ευχήν μου.», η Χαδούλα στέκονταν απέναντι στο τζάκι δίπλα
τὴν εὐχήν μου.», ἡ Χαδούλα ἵστατο ἀντικρὺ τῆς ἑστίας, στην «τέμπλα», δηλαδή τη στοίβα με τα στρώματα, τα
δίπλα εἰς τὴν τέμπλαν –τὴν στήλην τουτέστι τῶν παπλώματα και τα προσκεφάλια, που ήταν σκεπασμένη με
στρωμάτων, παπλωμάτων καὶ προσκεφαλαίων τὴν ένα μεταξωτό σεντόνι και περιτυλιγμένη με δυο τεράστιες
σκεπαστὴν μὲ μεταξωτὴν σινδόνα, καὶ ἐπιστρεφομένην μὲ προσκεφαλάδες – ακίνητη και καμαρωτή εξωτερικά όπως η
δυὸ τεραστίας προσκεφαλάδας– ἀκίνητος καὶ τέμπλα. Vστόσο κάνοντας ανυπόμονα κρυφά νοήματα, αν και
καμαρώνουσα, κατὰ τὸ φαινόμενον, ὅπως ἡ τέμπλα. ἀλλ' με μεγάλη προφύλαξη, στον αρραβωνιαστικό, έγνεφε στην
ὅμως ἔνευε κρυφά, ἀνυπομόνως, καίτοι μὲ μεγάλην κουνιάδα, να μη δεχτούν για προίκα «σπίτι στο Κάστρο» και
προφύλαξιν, ἔνευεν εἰς τὸν ἀρραβωνιαστικόν, ἔνευεν εἰς «χωράφι στο Στοιβωτό», αλλά να απαιτήσουν σπίτι στη νέα
τὴν ἀνδραδέλφην, νὰ μὴ δεχθώσιν ὡς προίκα «σπίτι στὸ πόλη, και αμπέλι και λιοστάσι στην περιοχή της νέας πόλης..
Κάστρο» καὶ «χωράφι στὸ Στοιβωτό», ἀλλὰ ν' ἀπαιτήσωσι
σπίτι εἰς τὴν νέαν πόλιν, καὶ ἀμπέλι κ' ἐλαιώνα εἰς τὴν
περιοχὴν τῆς νέας πόλεως..
Εις μάτην. Οὔτε ὁ γαμβρός, οὔτε ἡ ἀνδραδέλφη εἶδαν τ' Αλλά μάταια. Ούτε ο γαμπρός, ούτε η κουνιάδα είδαν τα
ἀπηλπισμένα νεύματα. Μόνον ἡ γραία, ἡ μήτηρ της, ἥτις, απελπισμένα νοήματα. Μόνο η γριά, η μάνα της, που αν και
ἂν καὶ ἀναγκασμένη ἧτο νὰ στρέφη τὰ νῶτα πρὸς τὴν αναγκασμένη να έχει την πλάτη προς την κόρη της, για να
κόρην, διὰ ν' ἀντιμετωπίζη φιλοφρόνως τὴν συμπεθέραν βλέπει με ευγένεια τη συμπεθέρα και τον γαμπρό, είχε καθίσει
καὶ τὸν γαμβρόν, εἶχε καθίσει ὅμως μὲ τοιοῦτον τρόπον, με τέτοιο τρόπο, ώστε να έχει μόνο τη μία πλάτη γυρισμένη
ὥστε νὰ ἔχη μόνον τὴν μίαν πλάτην γυρισμένην πρὸς τὴν προς την νέα – ξαφνικά, σαν να την πληροφόρησε ένα
νέαν – αἴφνης, ὡς νὰ τὴν ἐπληροφόρησεν ἀόρατον πνεῦμα αόρατο πνεύμα ότι κάτι έτρεχε, στράφηκε απότομα προς την
ὅτι κάτι ἔτρεχεν, ἐστράφη ἀποτόμως πρὸς τὴν θυγατέρα κόρη της και είδε τα απαγορευμένα «καμώματά» της..
της, καὶ εἶδε τ' ἀπηγορευμένα «καμώματά» της..
Πάραυτα ἐτόξευσε βλέμμα φοβερὰς ἀπειλῆς πρὸς Αμέσως, της εκτόξευσε ένα βλέμμα φοβερής απειλής..
αὐτήν..
— Ἕ! μωρὴ Στριγλίτσα! ὑπεψιθύρισε μέσα της. Ἔννοιά — Ε! μωρή Στριγκλίτσα! σιγομουρμούρισε μέσα της.
σου!.κ' ἐγὼ σὲ σώζω.. Έννοια σου!. Και θα σε κανονίσω εγώ..
Ευθύς ὅμως κατόπιν, ἐσκέφθη ὅτι δὲν θὰ ἐσύμφερε νὰ Αμέσως μετά όμως, σκέφτηκε ότι δεν τη συνέφερε να κάνει
κάμη λόγον δι' αὐτὸ τὸ πράγμα εἰς τὴν κόρην της. Διότι λόγο γι’ αυτό το πράγμα στην κόρη της. Γιατί φοβήθηκε μην
ἐφοβήθη μὴν τῆς δώση ἀφορμὴν νὰ παραπονεθῆ εἰς τὸν της δώσει αφορμή και παραπονεθεί στον πατέρα της. Και
πατέρα της. Καὶ τότε τὰ πράγματα θὰ ἐγίνοντο χειρότερα τότε τα πράγματα θα γίνονταν σίγουρα χειρότερα. Ο γέρος,
βεβαίως. Ὁ γέρων πιθανῶς θὰ ἐκάμπτετο εἰς τὰς ἰκεσίας πιθανώς θα λύγιζε από τις ικεσίες και τα κλάματα της
καὶ τὰ κλαύματα τῆς μοναχοκόρης, καὶ θὰ ἔδιδε μοναχοκόρης του και θα έδινε περισσότερη προίκα. Γι’ αυτό
περισσοτέραν προίκα. Ὅθεν ἐσιώπησεν.. και δεν είπε τίποτα..
Η Χαδούλα ἐθαύμασε πώς, ἐνῶ ἡ μήτηρ τῆς ὀλοφάνερα Η Χαδούλα απόρησε πώς, ενώ η μητέρα της ολοφάνερα
τὴν εἶχεν ἰδεῖ νὰ κάμνη τὰ ριψοκίνδυνα ἐκεῖνα νεύματα, την είχε δεί να κάνει εκείνα τα ριψοκίνδυνα νεύματα, για
διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν της, ὅταν εὑρέθησαν μόναι, πρώτη φορά στη ζωή της, όταν έμειναν μόνες, δεν της έδωσε
δὲν τῆς ἔδωκεν οὔτε νυχιές, οὔτε τσιμπιές, οὔτε ούτε νυχιές, ούτε τσιμπιές, ούτε δαγκωματιές, πράγμα που
δαγκωματιές, πράγμα τὸ ὁποῖον, ἄλλως, συχνὰ συνήθιζε. συνήθιζε συχνά άλλες φορές. Πρέπει να πούμε ωστόσο, ότι το
Σημειωτέον ὅτι ἡ προικοδοσία τῆς οἰκίας εἰς τὸ παλαιὸν να δίνει κανείς προίκα ένα σπίτι στο παλιό ακατοίκητο χωριό,
ἀκατοίκητον χωρίον εἶχε τοῦτο τὸ εὐλογοφανές, ὅτι πολλαὶ δικαιολογούταν κάπως, καθώς πολλά σπίτια σώζονταν ακόμα
οἰκίαι ἐσώζοντο ἀκόμα εἰς τὸ Κάστρον, ὅτι οἰκογένειαι στο Κάστρο, ότι κάποιες οικογένειες συνήθιζαν να περνάνε
τίνες συνήθιζον νὰ διατρίβωσι τὸ θέρος ἐκεῖ, καὶ ὅτι εἰς τὴν εκεί το καλοκαίρι και ότι στη φαντασία των ανθρώπων
φαντασίαν τῶν ἀνθρώπων ὑπῆρχε προκατάληψις ὑπὲρ τοῦ υπήρχε μια προκατάληψη υπέρ του «Παλιού Χωριού», το
«Παλαιοῦ Χωριοῦ», τὸ ὁποῖον ἐπονούσαν οἱ γεροντότεροι, οποίο πονούσαν οι γεροντότεροι, και δεν είχαν συνηθίσει
καὶ δὲν εἶχαν συνηθίσει ἀκόμα οὔτε εἰς τὴν νέαν τάξιν τῶν ακόμα ούτε στη νέα τάξη των πραγμάτων, ούτε στην ειρηνική
πραγμάτων, οὔτε εἰς βίον εἰρηνικόν, χωρὶς ἐπιδρομὰς ζωή, χωρίς τις επιδρομές των κλεφτών και των πειρατών και
κλεφτῶν καὶ πειρατῶν καὶ τῆς Τουρκικῆς ἁρμάδας, καὶ ἡ της Τουρκικής αρμάδας, και δεν πίστευαν ότι η εγκατάσταση
ἐγκατάστασις εἰς τὴν νέαν πόλιν δὲν ἐνομίζετο ὁριστική, στη νέα πόλη θα ήταν οριστική, αντίθετα υπήρχε η προσδοκία
ἀλλ' ὑπῆρχε προσδοκία ὅτι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἐβιάζοντο καὶ ότι οι άνθρωποι θα αναγκάζονταν και πάλι να ξαναγυρίσουν
πάλιν νὰ ἐπανέλθουν εἰς τὰ παλαιά, τὰ «μαθημένα» των. Κ' στα παλιά, στα «μαθημένα» τους. Κι ενώ αναπολούσαν
ἐνῶ ὅλο τὸ Κάστρον ἀνεπόλουν, καὶ τὸ Κάστρον συνέχεια Κάστρο, και το Κάστρο λυπούνταν και το
ἐλυποῦντο καὶ τὸ ἐρρέμβαζον, καὶ τὸ εἶχον εἰς τὸ στόμα, ονειρεύονταν, και το είχαν στο στόμα, δεν σταματούσαν όμως
δὲν ἔπαυον ὅμως νὰ κτίζωσιν οἰκοδομὰς εἰς τὸν νέον να χτίζουν οικοδομές στον νέο συνοικισμό – για να
συνοικισμὸν – ὅπως ἀποδειχθῆ διὰ μυριοστὴν φορὰν ὅτι οἱ αποδειχτεί για μυριοστή φορά ότι οι άνθρωποι συνήθως άλλα
ἄνθρωποι συνήθως ἄλλα σκέπτονται καὶ ἄλλα κάμνουν, σκέφτονται και άλλα κάνουν, και ότι μιμείται ο ένας τον
καὶ ὅτι μιμοῦνται ἀλλήλους μηχανικῶς.. άλλον μηχανικά..
Ούτω λοιπόν, μετὰ δυὸ ἑβδομάδας ἀπὸ τοῦ ἀρραβῶνος Έτσι, λοιπόν, δύο εβδομάδες μετά τον αρραβώνα, έγινε ο
ἐτελέσθη ὁ γάμος. Οὕτως ἠθέλησεν ἡ πενθερά. Δὲν τῆς γάμος. Έτσι ήθελε η πεθερά. Δεν της άρεσε, όπως έλεγε, να
ἤρεσκεν, ὡς ἔλεγε, νὰ ἔχη γαμβρὸν ἀστεφάνωτον νὰ έχει γαμπρό αστεφάνωτο να συχνάζει στο σπίτι, αφού είχε
συχνάζη στὸ σπίτι, ἀφοῦ εἶχε θάρρος ἀπὸ πρίν, ὡς θάρρος από πριν, ως συντεχνίτης και παραγιός του ανδρός
συντεχνίτης καὶ παραγυιὸς τοῦ ἀνδρός της. Καὶ ἡ της. Και η ανδραδέλφη, χήρα, ηλικιωμένη, με ένα παιδί
ἀνδραδέλφη, χήρα, ἠλικιωμένη, μὲ ἕνα παίδα ἔφηβον, έφηβο, που δούλευε κι αυτό στο ναυπηγείο, και ένα άλλο
ἐργαζόμενον ἐπίσης εἰς τὸ ναυπηγεῖον, καὶ ἐν ἄλλο παιδίον παιδί (αγόρι) και ένα κορίτσι ανήλικα, δέχτηκε στο σπίτι το
κ' ἐν κοράσιον ἀνήλικα, ἐδέχθη κατ' οἶκον τὸ νέον νέο ανδρόγυνο..
ἀνδρόγυνον..
Εἴτα, μετὰ ἐν ἔτος, ἐγεννήθη τὸ πρῶτον παιδίον, ὁ Έτσι, μετά από ένα χρόνο, γεννήθηκε το πρώτο παιδί, ο
Στάθης, καὶ δευτέρα ἡ Δελχαρῶ, ἀκολούθως ὁ Γιαλής, Στάθης, και δεύτερη η Δελχαρώ, ακολούθησε ο Γιαλής,
κατόπιν ὁ Μιχάλης, ἀκολούθως ἡ Ἀμέρσα, μετ' αὐτὴν ὁ κατόπιν ο Μιχάλης, μετά η Αμέρσα, μετά από αυτή ο
Μητράκης, καὶ ἡ τελευταία ἡ Κρινιῶ. Κατὰ τοὺς πρώτους Μητράκης, και τελευταία η Κρινιώ. Κατά τα πρώτα χρόνια
χρόνους ἐφαίνετο νὰ βασιλεύη εἰρήνη ἐντὸς τῆς οἰκίας. φαινόταν να βασιλεύει ειρήνη στο σπίτι. Έπειτα, όταν
Εἴτα, ὅταν ἤρχισαν νὰ μεγαλώνουν τὰ δυὸ πρῶτα παιδιὰ άρχισαν να μεγαλώνουν τα δύο πρώτα παιδιά της νύφης,
τῆς νύμφης, εἶχον δὲ μεγαλώσει ἀρκετὰ καὶ τὰ δυὸ είχαν δε μεγαλώσει αρκετά και τα δύο τελευταία της
τελευταῖα τῆς ἀνδραδέλφης, ἤρχισε πόλεμος ἐντὸς τοῦ ανδραδέλφης, άρχισε πόλεμος μέσα στο σπιτικό τους..
οἴκου..
Τότε ἡ Φραγκογιαννού, ἥτις μὲ τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν Τότε η Φραγκογιαννού, η οποία με την ηλικία και την
πείραν τοῦ κόσμου ἐγένετο πολὺ σοφωτέρα, εἶχεν ἀξιωθῆ, εμπειρία του κόσμου έγινε πολύ σοφότερη, είχε αξιωθεί, όπως
ὡς ἔλεγε μετριοφρόνως, ν' ἀποκτήση κι αὐτὴ ἕνα σπιτάκι έλεγε με μετριοφροσύνη, να αποκτήσει κι αυτή ένα σπιτάκι
δικό της, χάρις εἰς τὴν ἐπιδεξιότητά της καὶ τὴν οἰκονομίαν δικό της, χάρη στην επιδεξιότητα της και την οικονομία της.
της. Τὴν μίαν χρονιὰν ἠμπόρεσε μόνον νὰ κτίση τέσσαρας Την μία χρονιά μπόρεσε μόνο να χτίσει τέσσερις τοίχους
τοίχους λασποκτίστους, μικροὺς καὶ χαμηλοὺς καὶ νὰ τοὺς λασπόχτιστους, μικρούς και χαμηλούς, και να τους βάλει
στεγάση. Tὴν δευτέραν χρονιὰν κατώρθωσε νὰ πετσώση σκεπή. Τη δεύτερη χρονιά κατόρθωσε να πετσώσει κατά τα
κατὰ τὰ τρία τέταρτα τὸ σπίτι, δηλ. νὰ κατασκευάση τρία τέταρτα το σπίτι, δηλ. να φτιάξει μικρό πάτωμα, με
μικρὸν πάτωμα, μὲ διάφορα σανίδια, ἀνόμοια παλαιὰ καὶ διάφορα σανίδια, ανόμοια παλιά και νέα. Και, χωρίς να χάσει
νέα. Kαί, χωρὶς νὰ χάση καιρόν, ἀνυπομονοῦσα, πότε νὰ χρόνο, ανυπομονώντας πότε να "ξελευτερωθεί" από την
«ξελευθερωθῆ» ἀπὸ τὴν τυραννίαν τῆς ἀνδραδέλφης, ἡ τυραννία της ανδραδέλφης, η οποία γερνούσε και γινόταν
ὁποία ἐγήραζε κ' ἐγίνετο παράξενη, ἐκουβαλήθη, κ' ἐπῆγε παράξενη, άρχισε να κουβαλά τα πράγματά της και πήγε να
νὰ ἐγκατασταθῆ, μαζὶ μὲ τὸν σύζυγον καὶ τὰ τέκνα, εἰς τὴν εγκατασταθεί, μαζί με τον σύζυγο και τα παιδιά, στην
«γωνίαν» της, εἰς τὴν «φωλιᾶν» της, εἰς τὴν «ἄκρην» της. "γωνιά" της, στην "φωλιά" της, στην "άκρη" της. Τη μέρα
Τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ὅπως ἔλεγεν ἡ ἰδία, ἠσθάνθη τὴν εκείνη, όπως έλεγε η ίδια, ένιωσε την μεγαλύτερη χαρά στην
μεγαλυτέραν χαρὰν εἰς τὴν «ζήσιν» της.. "ζήση" της..
Όλ' αὐτὰ τὰ ἐνθυμεῖτο, καὶ οἰονεῖ τὰ ἀνέζη ἡ Όλα αυτά τα θυμόταν, και σαν να τα ζούσε ξανά η
Φραγκογιαννού, κατὰ τὰς μακρᾶς ἐκείνας ἀΰπνους νύκτας Φραγκογιαννού, εκείνες τις μακριές άυπνες νύχτες του
τοῦ Ἰανουαρίου, ἐνῶ ὁ βορρᾶς ἠκούετο ἐκ διαλειμμάτων Γενάρη, την ώρα που ο βοριάς ακουγόταν ώρες-ώρες να
νὰ συρίζη ἔξω, πλήττων τὰς κεράμους, καὶ κάμνων νὰ σφυρίζει έξω, χτυπώντας τις κεραμιδένιες στέγες και
ἠχώσι τὰ παράθυρα, ὁπότε ἠγρύπνει παρὰ τὸ λίκνον τῆς κάνοντας να ηχούν τα παράθυρα, τότε που ξαγρυπνούσε
μικρᾶς ἐγγονῆς της. Ἧτο ἤδη τρίτη ὥρα μετὰ τὰ δίπλα στην κούνια της μικρής εγγονής της. Ήταν ήδη τρίτη
μεσάνυκτα, καὶ ὁ πετεινὸς ἐλάλησε καὶ πάλιν. Τὸ ώρα μετά τα μεσάνυκτα, και ο κόκορας λάλησε και πάλι. Το
θυγάτριον, τὸ ὁποῖον μόλις εἶχεν ἡσυχάσει πρὸ μικροῦ, κορίτσι, που μόλις είχε ησυχάσει πριν από λίγο, άρχισε να
ἄρχισε νὰ βήχη ἐκ νέου ὀδυνηρῶς. Εἶχεν ἔλθει ἀσθενικὸν βήχει ξανά με πόνο. Είχε έρθει ασθενικό στον κόσμο, και
εἰς τὸν κόσμον, καὶ προσέτι, φαίνεται ὅτι εἶχε κρυώσει τὴν επιπλέον, φαίνεται ότι είχε κρυώσει την τρίτη ημέρα, στα
τρίτην ἡμέραν, εἰς τὰ «κολυμπίδια», ὅταν τὸ εἶχαν λούσει «κολυμπίδια», όταν το είχαν λούσει μέσα στη σκάφη και
ἐντὸς τῆς σκάφης, καὶ κακὸς βήχας τὸ εἶχε κολλήσει. Ἡ κακός βήχας το είχε κολλήσει. Η Φραγκογιαννού παραμόνευε
Φραγκογιαννοὺ ἀπλήστως ἀπὸ ἡμερῶν παρεμόνευε νὰ ἵδη άπληστα από μέρες να δει συμπτώματα σπασμών στο μικρό
συμπτώματα σπασμῶν εἰς τὸ μικρὸν ἀσθενὲς πλάσμα – ασθενικό πλάσμα –επειδή τότε ήξερε ότι αυτό δεν θα
ἐπειδὴ τότε ἤξευρεν ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ ἐσώζετο– πλὴν σώζονταν– αλλά ευτυχώς δεν έβλεπε τέτοιο πράγμα. «Είναι
εὐτυχῶς τοιοῦτον πράγμα δὲν ἔβλεπε. «Εἶναι γιὰ νὰ για να βασανίζεται και να μας βασανίζει», είχε ψιθυρίσει,
βασανίζεται καὶ νά μας βασανίζη», εἶχεν ὑποψιθυρίσει, χωρίς να την ακούσει κανείς, μέσα της..
χωρὶς κανεὶς νὰ τὴν ἀκούση, μέσα της..
Την στιγμὴν ταύτην, ἡ Φραγκογιαννοὺ ἄνοιξε τὰ Την στιγμή εκείνη, η Φραγκογιαννού άνοιξε τα κλειστά
κλειστὰ ἀγρυπνούντα ὄμματα, κ' ἐκούνησε τὸ λίκνον. ξάγρυπνα μάτια της, και κούνησε την κούνια. Ταυτόχρονα
Συγχρόνως ἠθέλησε νὰ δώση τὸ σύνηθες ρευστὸν εἰς τὸ είπε να δώσει το συνηθισμένο φάρμακο στο άρρωστο μωρό..
πάσχον μωρόν..
— Ποιὸς βήχει; ἠκούσθη μία φωνὴ ὄπισθεν τοῦ — Ποιος βήχει; ακούστηκε μία φωνή πίσω από το
μεσοτοίχου.. μεσότοιχο..
Η γραία δὲν ἀπήντησεν. Ἧτο Σάββατον ἑσπέρας, καὶ ὁ Η γριά δεν απάντησε. Ήταν Σάββατο βράδυ, και ο
γαμβρὸς τῆς εἶχε πίει ἕνα ρακὶ παραπάνω, πρὶν δειπνήση. γαμπρός της είχε πιει ένα ρακί παραπάνω, πριν φάει. Επίσης
ὁμοίως εἶχε πίει, μετὰ τὸ δεῖπνον, κ' ἕνα μεγάλο ποτήρι ἀπὸ είχε πιει, μετά το φαγητό, και ένα μεγάλο ποτήρι από κρασί,
λάκυρον κρασί, διὰ νὰ ξεκουρασθῆ ἀπὸ τὰ μεροκάματα για να ξεκουραστεί από τα μεροκάματα όλης της εβδομάδας.
ὅλης τῆς ἐβδομάδος. Λοιπόν, ὁ Νταντής, ἐπειδὴ εἶχε πίει Λοιπόν, ο Νταντής, επειδή είχε πιει αρκετά, μιλούσε μέσα
ἀρκετά, ἀναλόγως, ὠμιλοῦσε μέσα στὸν ὕπνο του, ἢ στον ύπνο του ανάλογα, ή μάλλον παραμιλούσε..
μᾶλλον παραμιλοῦσε..
Το μωρὸν δὲν ἐδέχθη τὴν ρανίδα τοῦ ρευστοῦ εἰς τὸ Το μωρό δεν δέχτηκε τη σταγόνα του υγρού στο στόμα,
στόμα, ἀλλὰ τὴν ἐλάκτισε μὲ τὴν γλωσσίτσαν του, ἐν τῇ αλλά την κλώτσησε με τη γλώσσα του, στη δύναμη του βήχα,
ὁρμῇ τοῦ βηχός, ὅστις εἶχεν αὐξήσει λίαν ἀλγεινῶς.. ο οποίος είχε αυξηθεί πολύ οδυνηρά..
— Σκασμός!. εἶπε πάλιν ὁ Κωνσταντής, ὁ πατὴρ τοῦ — Σκασμός!. είπε πάλι ο Κωνσταντής, ο πατέρας του
βρέφους, μέσα στὸν ὕπνο του.. βρέφους, μέσα στον ύπνο του..
— Καὶ πλαντασμός!. προσέθηκε μετ' εἰρωνείας ἡ — Και πλαντασμός!. πρόσθεσε με ειρωνεία η
Φραγκογιαννού.. Φραγκογιαννού..
Η λεχώνα ἐξαφνίσθη μέσα στὸν ὕπνο της, ἀκούσα ἴσως Η λεχώνα ξαφνιάστηκε μέσα στον ύπνο της, ακούγοντας
τὸν βήχα τοῦ μικροῦ, καὶ ἅμα τὸν ἀλλόκοτον βραχὺν ίσως τον βήχα του μικρού, και ταυτόχρονα τον παράξενο
διάλογον, ὅστις διημείφθη μέσω τοῦ ξυλοτοίχου μεταξὺ σύντομο διάλογο, ο οποίος διαμείφθηκε μέσα απ’ τον
τοῦ κοιμωμένου καὶ τῆς ἀγρυπνούσης.. ξυλότοιχο, ανάμεσα σ’ αυτόν που κοιμόταν κι εκείνη που
ξαγρυπνούσε..
— Τ' εἶναι, μάννα; εἶπεν ἀνασηκωθείσα ἡ Δελχαρῶ. Δὲν — Τι είναι, μάνα; είπε σηκώνοντας το κεφάλι της η
εἶναι καλὰ τὸ παιδί;. Δελχαρώ. Δεν είναι καλά το παιδί;.
Ἡ γραία ἐμειδίασε στρυφνῶς εἰς τὸ τρομῶδες φῶς τοῦ Η γριά χαμογέλασε στρυφνά στο τρεμάμενο φως του
μικροῦ λύχνου.. μικρού λυχναριού..
— Σᾶ σ' ἀκούω, δυχατέρα!.. — Σαν σε ακούω, δυχατέρα!..
Αὐτὸ τὸ «σᾶ σ' ἀκούω, δυχατέρα» ἐλέχθη μὲ τόνον πολὺ Αυτό το "σαν σε ακούω, δυχατέρα" ειπώθηκε με έναν πολύ
ἀλλόκοτον. Ἄλλως δὲν ἧτο ἡ πρώτη φορά, καθ' ἢν ἡ νεαρὰ παράξενο τόνο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η νεαρή μητέρα
μήτηρ ἤκουε τοιοῦτον τί ἐκ μέρους τῆς μητρός της. άκουγε κάτι τέτοιο από τη μητέρα της. Θυμόταν ότι και άλλες
Ἐνθυμεῖτο ὅτι καὶ ἄλλοτε συνέβη, ἡ γραία μεταξὺ φορές, η γριά, ανάμεσα σε γυναίκες και γριούλες της
γυναικῶν καὶ γραϊδίων τῆς γειτονιᾶς, νὰ ἐκφράση, μετὰ γειτονιάς, είχε εκφράσει, με ένα εκφραστικό κούνημα του
σείσματος ἐκφραστικοὺ τῆς κεφαλῆς, εἰς ὥρας καθ' ἂς κεφαλιού της, σε ώρες που γινόταν λόγος για την μεγάλο
ἐγίνετο λόγος περὶ τῆς μεγάλης πληθώρας τῶν νεαρῶν αριθμό των νεαρών κοριτσιών, για την σπανιότητα, τον
κορασίων, περὶ τῆς σπάνεως, περὶ τοῦ ξενιτευμοῦ καὶ τῶν ξενιτεμό και τις υπερβολικές απαιτήσεις των γαμπρών, για τα
ὑπέρμετρων ἀπαιτήσεων τῶν γαμβρῶν, περὶ τῶν βασάνων βασανιστήρια που υπέφερε μια χριστιανή για να
ὅσα ὑπέφερε μία χριστιανὴ διὰ νὰ ἀποκαταστήση «τ' αποκαταστήσει "τα αδύνατα μέρη", δηλαδή τα θηλυκά, να
ἀδύνατα μέρη», τουτέστι τὰ θήλεα, νὰ ἐκφράση, λέγω, εκφράσει, λέω, παρόμοια συναισθήματα. Όταν μάλιστα η
παραπλήσια αἰσθήματα. Ὅταν μάλιστα ἡ μήτηρ τῆς ἤκουε μητέρα της άκουγε για αρρώστια μικρών κοριτσιών είχε
περὶ ἀρρώστιας μικρῶν κορασίδων εἶχεν ἀκουσθῆ, σείουσα ακουστεί, κουνώντας το κεφάλι της, να λέει:.
τὴν κεφαλήν, νὰ λέγη:.
— Σᾶ σ' ἀκούω γειτόνισσα!. «Δὲν εἶναι χάρος, δὲν εἶναι Σαν σε ακούω γειτόνισσα!. "Δεν είναι χάρος, δεν είναι
βράχος;» ἐπειδὴ συνήθιζε πολὺ συχνὰ νὰ ἐκφράζεται μὲ βράχος;" επειδή συνήθιζε πολύ συχνά να εκφράζεται με πολύ
παροιμίας λίαν ἐκφραστικᾶς. Καὶ ἄλλοτε πάλιν τὴν εκφραστικές παροιμίες. Και άλλοτε πάλι την άκουσαν να
ἤκουσαν νὰ δογματίζη ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν συμφέρει νὰ δογματίζει ότι ο άνθρωπος δεν συμφέρει να κάνει πολλά
κάμνη πολλὰ κορίτσια, καὶ ὅτι τὸ καλύτερον εἶναι νὰ μὴ κορίτσια, και ότι το καλύτερο είναι να μην παντρεύεται
πανδρεύεται κανείς. Ἡ δὲ συνήθως εὐχή της πρὸς τὰ μικρὰ κανείς. Και η πιο συνηθισμένη της ευχή προς τα μικρά
κοράσια ἧτο «νὰ μὴ σώσουν!. Νὰ μὴν πᾶνε παραπάνω!». κοριτσάκια ήταν "να μη σώσουν!. Να μην πάνε παραπάνω!".
Καὶ ἄλλοτε προέβη ἐπὶ τοσούτον ὥστε νὰ εἶπε:. Μια φορά μάλιστα έφτασε στο σημείο να πει:.
— Τί νά σας πῶ!. Ἔτσι τοῦ 'ρχεται τ' ἀνθρώπου, τὴν ὥρα "Τι να σας πω!. Έτσι του 'ρχεται τ' ανθρώπου, την ώρα που
ποὺ γεννιῶνται, νὰ τὰ καρυδοπνίγη!.. γεννιόνται, να τα καρυδοπνίγει!.".
Ναὶ μὲν τὸ εἶπεν, ἀλλὰ βεβαίως δὲν θὰ ἧτο ἱκανὴ νὰ τὸ Ναι μεν το είπε, αλλά βέβαια δεν θα ήταν ικανή να το κάνει
κάμη ποτέ. Καὶ ἡ ἰδία δὲν τὸ ἐπίστευε.. ποτέ. Και η ίδια δεν το πίστευε..

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ.
Οὕτω εἶχον διαρρεύσει πολλαὶ νύκτες ἀπὸ τοῦ τοκετοῦ Έτσι πέρασαν πολλές νύχτες από τον τοκετό της Δελχαρώς
τῆς Δελχαρῶς τῆς Τραχήλαινας. Ἀφοῦ τὸ μικρὸν της Τραχήλαινας. Αφού το μικρό βαπτίστηκε, και
ἐβαπτίσθη, καὶ ὠνομάσθη Χαδούλα, μὲ τ' ὄνομα τῆς ονομάστηκε Χαδούλα, με το όνομα της γιαγιάς του –κάτι που
μάμμης του –τὸ ὁποῖον ἔκαμεν ἐκείνην νὰ μορφάζη την έκανε να μορφάσει κουνώντας το κεφάλι, και να
σείουσα τὴν κεφαλήν, καὶ νὰ ψιθυρίζη «μὴν τύχη καὶ χαθῆ ψιθυρίσει «μην τύχη και χαθεί τ' όνομα!»– πάλι η γριά
τ' ὄνομα!»– πάλιν ἡ γραία ἠγρύπνει, ἂν καὶ τὸ μωρὸν ξαγρυπνά, αν και το μωράκι φαινόταν να είναι κάπως
ἐφαίνετο νὰ εἶναι ὀπωσοῦν καλύτερα. Ἄλλως ἡ ἀγρυπνία καλύτερα. Έτσι κι αλλιώς η αγρυπνία ήταν στη φύση και την
ἧτο ἐν τῇ φύσει καὶ τὴ ἰδιοσυγκρασία τῆς Φραγκογιαννούς, ιδιοσυγκρασία της Φραγκογιαννούς, η οποία σκέπτονταν
ἥτις ἐσκέπτετο χίλια πράγματα, καὶ εἶχεν τὸν ὕπνον χίλια πράγματα, και είχε τον ύπνο δύσκολο. Οι λογισμοί και
δύσκολον. Οἱ λογισμοὶ καὶ αἱ ἀναμνήσεις της, ἀμαυραὶ οι αναμνήσεις της, σκοτεινές εικόνες του παρελθόντος,
εἰκόνες τοῦ παρελθόντος, ἤρχοντο ἀλλεπάλληλοι ὡς έρχονταν το ένα μετά το άλλο, σαν κύματα μέσα στον νου
κύματα μέσα εἰς τὸν νοῦν της, πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῆς της, μπροστά στα μάτια της ψυχής της..
ψυχῆς της..
Είχε καρπογονήσει, λοιπόν, ἡ Χαδούλα τόσα τέκνα, καὶ Είχε καρπογονήσει, λοιπόν, η Χαδούλα τόσα παιδιά, και
εἶχε κτίσει μικρὸν ὀσπίτιον διὰ νὰ κατοικήση. Ὅταν είχε χτίσει μικρό σπιτάκι για να κατοικήσει. Όσο μεγάλωνε η
ηὔξανεν ἡ οἰκογένεια, τόσον ηὔξανον καὶ τὰ «φαρμάκια». οικογένεια, τόσο μεγάλωναν και τα «φαρμάκια». Ναι, από τις
Ναί, ἀπὸ τὰς ἰδίας οἰκονομίας τῆς εἶχεν ἀποκτήσει τὴν δικές της οικονομίες είχε αποκτήσει το σπιτάκι η Γιαννού, και
μικρὰν οἰκίαν ἡ Γιαννού, καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ περισσεύματα τοῦ όχι από τα περισσεύματα του συζύγου της. Ο μάστρο-Γιάννης
συζύγου της. Ὁ μάστρο-Γιάννης ὁ Σκοῦφος, ἢ ὁ ο Σκούφος, ή ο «Λογαριασμός», δεν ήξερε, πράγματι, να
«Λογαριασμός», δὲν ἤξευρε, πράγματι, νὰ λογαριάση καλὰ λογαριάσει καλά ούτε πόσα μεροκάματα είχε δουλέψει, ούτε
οὔτε πόσα μεροκάματα εἶχε δουλέψει, οὔτε πόσα κάνουν πόσα κάνουν τέσσερα ή πέντε ή έξι μεροκάματα της
τέσσαρα ἢ πέντε ἢ ἐξ μεροκάματα τῆς ἐβδομάδος πρὸς εβδομάδας προς μία και εβδομήντα πέντε ή μίαν και ογδόντα
μίαν καὶ 75 ἢ μίαν καὶ 80 –διότι τόσα ἔπαιρνεν ὡς τρίτης –διότι τόσα έπαιρνε ως τρίτης τάξεως μαραγκός. Όταν καμιά
τάξεως μαραγκός. Ὅταν ἐνίοτε, ὡς καλαφάτης, φορά, πληρωνόταν προς δύο και τριάντα πέντε ή δύο και
ἐπληρώνετο πρὸς 2,35 ἢ 2,40, πάλιν δὲν ἤξευρε νὰ τὰ σαράντα, σαν καλαφάτης, πάλι δεν ήξερε να τα λογαριάσει..
λογαριάση..
Μόνον τοῦ ἤρεσκε νὰ τὰ πίνη, σχεδὸν ὅλα, τὴν Του άρεσε μόνο να τα πίνει, σχεδόν όλα, την Κυριακή.
Κυριακήν. Πλὴν εὐτυχῶς ἡ σύζυγος τοῦ εἶχε λαβὴ τὰ Όμως ευτυχώς η γυναίκα του είχε λάβει τα μέτρα της, και
μέτρα της, κ' ἔπαιρνεν αὐτὴ τὰ λεπτὰ στὰ χέρια της τὸ έπαιρνε αυτή τα λεπτά στα χέρια της το Σάββατο το βράδυ.
Σάββατον τὸ βράδυ. Ἢ τὰ εἰσέπραττε κατ' εὐθείαν ἀπὸ τὸν Ή τα εισέπραττε κατ' ευθείαν από τον πρωτομάστορα, όχι
πρωτομάστορην, ὄχι ἄνευ ἔριδος καὶ δυσκολίας – ἐπειδὴ ὁ χωρίς τσακωμούς και δυσκολίες –διότι ο πρωτομάστορας δεν
πρωτομάστορης δὲν ἤθελε νὰ τῆς τὰ δώση προτιμῶν νὰ τὰ ήθελε να της τα δώσει προτιμώντας να τα βάλει στα χέρια του
ἐγχειρίση εἰς τὸν μάστρο-Γιάννην τὸν ἴδιον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ίδιου του μαστρο-Γιάννη, από τον οποίον μάλιστα κρατούσε,
μάλιστα ἐκράτει, καθὼς καὶ ἀπ' ὅλους τοὺς ἄλλους, δέκα ἢ καθώς και απ' όλους τους άλλους, δέκα ή δεκαπέντε λεπτά ως
δεκαπέντε λεπτὰ ὡς ἔκτακτα ποσοστά, λέγων «ἔχω έκτακτα ποσοστά, λέγοντας «έχω κορίτσια, βρε αδερφέ, έχω
κορίτσια, βρὲ ἀδερφέ, ἔχω κορίτσια!». Ἀλλ' ἡ κορίτσια!». Αλλ' η Φραγκογιαννού που να γελαστεί! Αυτή
Φραγκογιαννοὺ ποὺ νὰ γελασθῆ! Αὐτὴ τοῦ ἔδιδε τὴν του έδινε την μόνη λογική και την μόνη πρέπουσα απάντηση:
μόνην λογικὴν καὶ τὴν μόνην πρέπουσαν ἀπάντησιν: «Ἐσὺ «Εσύ μονάχα έχεις κορίτσια μάστορη; Ο άλλος κόσμος δεν
μονάχα ἔχεις κορίτσια μάστορη; Ὁ ἄλλος κόσμος δὲν έχουν;».
ἔχουν;».
Ή, ἂν δὲν κατώρθωνε νὰ τὰ λαβὴ ἡ ἰδία ἀπὸ τὸν Ή, αν δεν μπορούσε να τα πάρει η ίδια από τον
ἀρχιναυπηγόν, ἡ Γιαννοὺ τὰ ἥρπαζε, «Σᾶ χωρατά, σὰν αρχιναυπηγό, η Γιαννού τα άρπαζε, "μεταξύ σοβαρού κι
ἀλήθεια», ἀπὸ τὰς χείρας τοῦ συζύγου της, ἀφοῦ ἐφρόντιζε αστείου", από τα χέρια του άντρα της, αφού φρόντιζε πρώτα
πρῶτον νὰ τὸν «καλοκαρδίση» καὶ νὰ τὸν φέρη εἰς τὴν να τον "καλοκαρδίσει" και να τον φέρει στην κατάλληλη
κατάλληλον ψυχολογικὴν θέσιν. Ἤ, τέλος, τὸν ἄφηνε νὰ ψυχολογική θέση. Ή, τέλος, τον άφηνε να κοιμηθεί
κοιμηθῆ μισοζαλισμένος, καὶ τὰ ἔκλεπτεν ἀπὸ τὰ φορέματά μισοζαλισμένος, και τα έκλεβε από τα ρούχα του, τη νύχτα
του, τὴν νύκτα τοῦ Σαββάτου. Μόνον, τὴν Κυριακὴν πρωί, του Σαββάτου. Μόνο, την Κυριακή του πρωί, του έδινε για
τοῦ ἔδιδε διὰ «χαρτζιλίκι» 40 ἢ πενήντα λεπτά.. "χαρτζιλίκι" 40 ή πενήντα λεπτά..
Λοιπόν εἶχε κτίσει τὸν οἰκίσκον ἀπὸ τὰς οἰκονομίας της, Λοιπόν είχε χτίσει το σπιτάκι από τις οικονομίες της, αλλά
ἀλλὰ ποιὰ ἧτο ἡ πρώτη βάσις τοῦ μικροῦ ἐκείνου ποια ήταν η πρώτη βάση του μικρού εκείνου κεφαλαίου; Την
κεφαλαίου; Τὴν ὥραν ταύτην, κατὰ τὴν νύκτα τῆς ώρα αυτή, τη νύχτα της αγρυπνίας, για πρώτη φορά το
ἀγρυπνίας, διὰ πρώτην φορὰν τὸ ἐξωμολογεῖτο καθ' εξομολογήθηκε στον εαυτό της. Ποτέ δεν το είχε πει ούτε
ἑαυτήν. Ποτὲ δὲν τὸ εἶχε εἰπῆ οὔτε εἰς τὸν πνευματικόν της, στον πνευματικό της, στον οποίον άλλωστε πολύ μικρά
εἰς τὸν ὁποῖον ἄλλως πολὺ μικρὰ πράγματα ἔλεγεν. πράγματα έλεγε. ακριβώς εκείνα μόνον τα συνηθισμένα
ἀκριβῶς ἐκεῖνα μόνον τὰ συνήθη ἀμαρτήματα, ὅσα ἐκεῖνος αμαρτήματα, όσα εκείνος ήξερε προτού να τα πει αυτή.
ἤξευρε προτοῦ νὰ τὰ εἴπη αὐτή. δηλαδὴ κακολογίαν, δηλαδή κακολογία, θυμούς, γυναικείες κατάρες και τα
θυμούς, γυναικείας κατάρας καὶ τὰ τοιαυτα. Ποτὲ δὲν τὸ παρόμοια. Ποτέ δεν το είχε ομολογήσει στην μητέρα της, όσο
εἶχεν ὁμολογήσει εἰς τὴν μητέραν της, ἔφ' ὅσον ἔζη ἐκείνη – εκείνη ζούσε – η οποία εξ άλλου ήταν και η μόνη που το
ἥτις ἄλλως ἧτο ἡ μόνη ποὺ τὸ ὑπώπτευε καὶ τὸ ἤξευρε υποπτεύονταν και το ήξερε χωρίς να της τα πει αυτή. Ναι,
χωρὶς νὰ τῆς τὰ εἴπη αὐτή. Ναί, εἶναι ἀληθές, ὅτι ἐμελέτα είναι αλήθεια, ότι το σκεφτόταν και είχε αποφασίσει να της τα
καὶ εἶχεν ἀπόφασιν νὰ τῆς τὰ εἴπη κατὰ τὰς τελευταίας πει στις τελευταίες της στιγμές. Πλην δυστυχώς η γριά, πριν
στιγμάς της. Πλὴν δυστυχῶς ἡ γραία, πρὶν ἀποθάνη, πεθάνει, έτυχε να βουβαθεί και να κουφαθεί και να μείνει
συνέβη νὰ βωβαθῆ καὶ νὰ κωφαθῆ καὶ νὰ μείνη ἀναίσθητη αναίσθητη "σαν πράμα", όπως περιέγραφε την κατάσταση
«σὰν πράμα», ὅπως περιέγραφε τὴν κατάστασιν ταύτην ἡ αυτή η κόρη της, κ' έτσι δεν δόθηκε ευκαιρία να της
κόρη της, κ' ἔτσι δὲν ἐδόθη εὐκαιρία νὰ τῆς ὁμολογήση τὸ ομολογήσει το φταίξιμό της..
πταίσμα της..
Ακόμη ὀλιγώτερον, δὲν τὸ εἶπε ποτὲ εἰς τὸν πατέρα της, Ακόμη λιγότερο, δεν το είπε ποτέ στον πατέρα της, ούτε
οὔτε εἰς τὸν σύζυγόν της. Ἰδοὺ ποιὸν ἧτο τὸ μυστικὸν στον σύζυγό της. Να ποιο ήταν αυτό το μυστικό:.
τοῦτο..
Προ τοῦ γάμου της ἡ Χαδούλα εἶχεν ἀρχίσει νὰ κλέπτη Πριν από τον γάμο της, η Χαδούλα είχε αρχίσει να κλέβει
ἀπ' ὀλίγα ὀλίγα ἐκ τῶν χρημάτων τοῦ πατρός της, ἀπ' λίγα από τα χρήματα του πατέρα της, από λίγους παράδες,
ὀλίγους παράδες, ἀπὸ μισὸν γρόσι. Τόσον ὀλίγα, ὥστε από μισό γρόσι. Τόσο λίγα, ώστε σχεδόν δεν το κατάλαβε
σχεδὸν δὲν τὸ ἠσθάνθη οὔτε τὸ ὑπώπτευσεν ἐκεῖνος. ούτε το υποπτεύθηκε. Μόνον δύο φοράς κατάλαβε ο ίδιος ότι
Μόνον δυὸ φορὰς εἶχεν ἐννοήσει ὁ ἴδιος ὅτι εἶχε κάμει είχε κάμει λάθος τον λογαριασμό του μικρού θησαυρού του.
ἐσφαλμένον τὸν λογαριασμὸν τοῦ μικροῦ θησαυροῦ του. Τον θησαυρό αυτόν τον έβαζε σε μια κρυψώνα, την οποίαν
Τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἀπέθετεν εἰς μίαν κρύπτην, τὴν είχε ανακαλύψει η γριά προ πολλού, και μετά από κάποιο
ὁποίαν πρὸ πολλοῦ εἶχεν ἀνακαλύψει ἡ γραία, μετὰ χρόνον διάστημα τον ανακάλυψε και η κόρη. Τότε, η Χαδούλα
δὲ ἀνεκάλυψε καὶ ἡ κόρη. Τότε πρὸς καιρόν, ἡ Χαδούλα διέκοψε τις κλοπές προσωρινά, για να μη δώσει λαβή για
διέκοψε τὰς κλοπάς, διὰ νὰ μὴ δώση λαβὴν μεγαλυτέρας μεγαλύτερες υποψίες στον πατέρα της. Αργότερα, πάλι
ὑπονοίας εἰς τὸν πατέρα της. Ἀργότερα, πάλιν ἐξανάρχισε ξανάρχισε να κλέβει περισσότερα, αλλά δεν "έπιανε
νὰ κλέπτη περισσότερα, ἀλλὰ δὲν «ἔπιανε χαρτωσιά» χαρτωσιά" μπροστά στις κλοπές της μητέρας της..
ἐμπρὸς εἰς τὰς κλοπὰς τῆς μητρός της..
Αύτη εἶχε κλέψει πολλά, ἀλλὰ μὲ τέχνη καὶ μέθοδον. Αυτή είχε κλέψει πολλά, αλλά με τέχνη και μέθοδο.
Ἔκλεπτε τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰς ἄλλας ἐπιχειρήσεις, εἰς Έκλεβε τα περισσότερα από τις άλλες επιχειρήσεις, των
τὰς ὁποίας εἶχε κατὰ μέγα μέρος τὴν διαχείρισιν, καθὼς οποίων είχε κατά μεγάλο μέρος τη διαχείριση, όπως από το
ἀπὸ πώλησιν ἐλαίου καὶ οἴνου, προϊόντων τῶν κτημάτων πούλημα λαδιού και κρασιού, προϊόντων των κτημάτων της
τῆς οἰκογενείας, καὶ ὀλίγα, σχεδὸν ὅσα καὶ ἡ κόρη τους, οικογένειας, και λίγα, σχεδόν όσα και η κόρη τους, από τα
ἀπὸ τὰ μεροκάματα τοῦ γέρου. Μετὰ χρόνους, ὅταν μεροκάματα του γέρου. Μετά από χρόνια, όταν άνοιξαν οι
ἄνοιξαν οἱ δουλειές, κι ὁ γερο-Στάθης ἔγινε δουλειές, και ο γέρο-Στάθης έγινε μικροαρχιναυπηγός
μικροαρχιναυπηγὸς –ἐσκάρωνε βάρκες καὶ καΐκια μοναχός -σκάρωνε βάρκες και καΐκια μόνος του, βοηθούμενος από τον
του, βοηθούμενος ἀπὸ τὸν υἱὸν καὶ ἀπὸ τὸν παραγυιόν του, γιο και από τον παραγιό του, στο προαύλιο του σπιτιού- τότε
εἰς τὸ προαύλιον τῆς οἰκίας– τότε ἡ γραία ἠμπόρεσε νὰ η γριά μπόρεσε να κλέψει αρκετά και από τα κέρδη της
κλέψη ἀρκετὰ καὶ ἀπὸ τὰ κέρδη τῆς ναυπηγικῆς τέχνης.. ναυπηγικής τέχνης..
Τελευταίον, ὀλίγους μήνας πρὸ τοῦ γάμου της, ἡ Τελευταία, λίγους μήνες πριν από το jpg"
Χαδούλα εἶχε κατορθώσει ν' ἀνακαλύψη τὴν κρύπτην γάμο της, η Χαδούλα είχε καταφέρει να style="width:100%;
ὅπου εἶχε τὸ κομπόδεμα ἡ μητέρα της. Εἰς μίαν ὀπὴν τοῦ ανακαλύψει την κρυψώνα που είχε το max-
κατωγείου, ἀνάμεσα εἰς τὰ πιθάρια τὰ μισογεμάτα καὶ τὰ κομπόδεμα η μητέρα της. Σε μια τρύπα width:200px;min-
βαρέλια τ' ἀδειανά, εὑρίσκετο μία πλατεία καὶ μακρὰ λωρὶς στο κατώι, ανάμεσα στα πιθάρια τα width:100px">
μαύρης μανδήλας, ὅπου ἡ γραία εἶχε δεμένα «σὰν σκυλιὰ» μισογεμάτα και τα βαρέλια τα αδειανά, "Δίστηλο" ή
ἑκατὸν ἐβδομήντα τόσα ἀργυρὰ τάλληρα, ἄλλα κολωνάτα, υπήρχε μια πλατιά και μακριά λουρίδα "κολωνάτο"
ἄλλα ρηγίνες, καὶ ἄλλα τουρκικά, ὅλα κλεμμένα ἀπὸ τὰ μαύρης μαντίλας, όπου η γριά είχε γερμανικό τάλιρο
κέρδη τοῦ γέρου καὶ τὰ προϊόντα τῶν κτημάτων. Ἡ κόρη δεμένα "σαν σκυλιά" εκατόν εβδομήντα
μὲ φαιδρὰν ἔκπληξιν, καὶ μὲ συγκίνησιν τρομώδη, ἐμέτρησε τόσα αργυρά τάλιρα (περίπου 5000 σημερινά ευρώ), άλλα
τὰ τάλληρα, τὰ σκυλοδεμένα, καὶ εἴτα τὰ ἔβαλε πάλιν εἰς κολονάτα (που έδειχναν τις στήλες/κολώνες του Ηρακλή στο
τὴν ὀπήν των, χωρὶς νὰ τολμήση νὰ τὰ πειράξη.. Γιβλαρτάρ), άλλα ρηγίνες (Βαυαρικά νομίσματα του 1770 με
εικόνα της Παναγίας και την επιγραφή «Patrona Bavariae»),
και άλλα τουρκικά, όλα κλεμμένα από τα κέρδη του γέρου
και τα προϊόντα των κτημάτων. Η κόρη με χαρούμενη
έκπληξη, και με τρομερή συγκίνηση, μέτρησε τα τάλιρα, τα
σκυλοδεμένα, και έπειτα τα έβαλε πάλι στην τρύπα τους,
χωρίς να τολμήσει να τα πειράξει..
Αλλά τὴν παραμονὴν τοῦ γάμου, τὸ βράδυ, τὴν ὥραν Αλλά την παραμονή του γάμου, το βράδυ, την ώρα που
ποὺ ἐνύχτωνεν –ὅταν εἶδε τὴν ἐπιμονὴν τῶν γονέων της, νὰ νύχτωνε -όταν είδε την επιμονή των γονέων της, να μην
μὴ θέλουν νὰ τῆς δώσουν ἀρκετὴν προίκα, καὶ εἶδε τὴν θέλουν να της δώσουν αρκετή προίκα, και είδε την απονιά
ἀπονιᾶν τῆς μητρὸς της– παραφυλάξασα τὴν ὥραν ὁπότε ἡ της μάνας της – αφού παραφύλαξε την ώρα που η γριά βγήκε
γραία ἐξῆλθε πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὴν οἰκίαν δι' ἐν θέλημᾳ, για μια στιγμή από το σπίτι για ένα θέλημα, κατέβηκε με
κατέβη μὲ παλμὸν καρδίας κρυφὰ στὸ κατώγι. ἔψαξε καὶ χτυποκάρδι στο κατώι. έψαξε και βρήκε το κομπόδεμα, το
ἀνεῦρε τὸ κομπόδεμα, τὸ σκυλοδεμένο, καὶ τὸ ἔλυσεν. σκυλοδεμένο, και το έλυσε. Αυτή τη φορά της φάνηκαν σαν
Αὐτὴν τὴν φορὰν τῆς ἐφάνησαν ὠσὰν ὀλίγα. Καιρὸν δὲν λίγα. Καιρό δεν είχε να τα μετρήσει. Ίσως η γριά να είχε
εἶχε νὰ τὰ μετρήση. Ἴσως ἡ γραία νὰ εἶχεν ἀφαιρέσει αφαιρέσει μερικά από τα τάλιρα, και τα χρησιμοποίησε για
μερικὰ ἐκ τῶν ταλλήρων, καὶ εἶχε κάμει χρήσιν δι' άγνωστο λόγο. Της ήρθε η ιδέα να πάρει όλο το κομπόδεμα,
ἀγνώστους σκοπούς. Τῆς ἦλθεν ἡ ἰδέα νὰ πάρη τὸ αυτούσιο μαζί με την λωρίδα της παλιάς μαντίλας της
κομπόδεμα ὅλον, αὐτούσιον μαζὶ μὲ τὴν λωρίδα τῆς μητέρας της, αλλά φοβήθηκε. πήρε μόνο οκτώ ή εννέα τάλιρα,
παλαιᾶς μανδήλας τῆς μητρός της, ἀλλ' ἐφοβήθη. ἔλαβε καταρχάς -τόσα, όσα φαντάστηκε ότι η απουσία τους δεν θα
μόνον ὀκτῶ ἢ ἐννέα τάλληρα, καταρχᾶς – τόσα, ὅσα έκανε μεγάλη διαφορά στον όγκο και δεν θα την
ἐφαντάζετο ὅτι ἡ ἀπουσία των δὲν θὰ ἐπέφερε μεγάλην καταλάβαιναν αμέσως. έπειτα έκαμε να το δέσει. στη
διαφορὰν εἰς τὸν ὄγκον καὶ δὲν θὰ ἧτο ἀμέσως ἐπαισθητή. συνέχεια το άνοιξε πάλι, πήρε άλλα πέντε ή έξι, συνολικά
Εἴτα ἔκαμε νὰ τὸ δέση. ἀκολούθως πάλιν τὸ ἤνοιξε, ἔλαβεν δεκαπέντε (περί τα 450 ευρώ του 2023). Κατόπιν πάλι, ενώ το
ἄλλα πέντε ἢ ἐξ, τὸ ὅλον δεκαπέντε. Κατόπιν πάλιν, ἐνῶ τὸ έδενε, ξανά κινήθηκε να το λύσει, με σκοπό να πάρει άλλα
ἔδενε, ἐκ νέου ἔκαμε κίνημα νὰ τὸ λύση, μὲ σκοπὸν νὰ δύο - τρία. Ξαφνικά τότε άκουσε το βήμα της μητέρας της
πάρη ἄλλα δυὸ ἢ τρία ἀκόμη. Αἴφνης τότε ἤκουσε τὸ βῆμα έξω. Βιαστικά, έδεσε το κομπόδεμα, και το έβαλε στη θέση
τῆς μητρός της ἔξω. Βιαστικὰ ἔδεσε τὸ κομπόδεμα, καὶ τὸ του..
ἔβαλεν εἰς τὴν θέσιν του..
Ολίγας ἡμέρας μετὰ τὸν γάμον, ἡ γραία ἀνεκάλυψε τὴν Λίγες μέρες μετά το γάμο, η γριά ανακάλυψε την κλοπή.
κλοπήν. Ἀλλὰ δὲν ἠθέλησε νὰ εἴπη τίποτε εἰς τὴν κόρην Αλλά δεν θέλησε να πει τίποτα στην κόρη της. Έμεινε
της. Ἔμεινεν εὐχαριστημένη διότι ἐκείνη δὲν τὰ ἐπῆρεν ευχαριστημένη επειδή εκείνη δεν τα πήρε όλα. "Στραβωμάρα
ὅλα. «Στραβωμάρα εἶχεν!» εἶπε μεταξὺ τῶν ὀδόντων της.. είχε!" είπε ανάμεσα στα δόντια της..
Το ποσὸν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἡ Χαδούλα εἶχε κλέψει κατὰ Το ποσό εκείνο, το οποίο η Χαδούλα είχε κλέψει κατά
καιροὺς ἀπὸ τοὺς γονεῖς της, ἀνερχόμενον περίπου εἰς καιρούς από τους γονείς της, κι έφτανε περίπου στα
τετρακόσια γρόσια, τὸ νόμισμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τετρακόσια γρόσια (περίπου 2000 ευρώ του 2023), το νόμισμα
ἔκρυπτεν ἐπὶ τόσᾳ ἔτη ἐπιμελῶς. Ἀλλὰ διὰ νὰ κτίση τὴν της εποχής εκείνης, το έκρυβε προσεκτικά για τόσα χρόνια.
οἰκίαν, τὸ ηὔξησε μὲ τὴν ἱκανότητά της. Ἧτο βεβαίως Αλλά για να χτίσει το σπίτι, το αύξησε με την ικανότητά της.
ἐργατικὴ καὶ ἐπιδεξία. Ὅσον τῆς ἐπέτρεπον αἱ μέριμναι τῆς Ήταν βέβαια εργατική και επιδέξια. Όσο της επέτρεπαν οι
ἀνατροφῆς τόσων ἀλλεπαλλήλων τέκνων, ἐξενοδούλευε. φροντίδες του μεγαλώματος τόσων παιδιών που γεννιόνταν
Πλήν, εἰς τοὺς μικροὺς τόπους «δὲν ὑπάρχουσιν εἰδικοί, το ένα μετά το άλλο, ξενοδούλευε. Φυσικά, στους μικρούς
ἀλλὰ πολυτεχνίται» καὶ ὅπως ἕνας μπακάλης κωμοπόλεως τόπους "δεν υπάρχουν ειδικοί, αλλά πολυτεχνίτες" και όπως ο
εἶναι συγχρόνως καὶ ἔμπορος ψιλικῶν, καὶ φαρμακοπώλης, μπακάλης της κωμόπολης είναι συγχρόνως και έμπορος
ἀλλὰ καὶ τοκογλύφος, οὕτω καὶ μία καλὴ ὑφάντρια, ὁποία ψιλικών, και φαρμακοπώλης, αλλά και τοκογλύφος, έτσι και
ἧτο ἡ Φραγκογιαννού, οὐδὲν ἐκώλυε νὰ κάμνη συγχρόνως μία καλή υφάντρια, όπως ήταν η Φραγκογιαννού, τίποτα δεν
καὶ τὴν μαμμὴν ἢ τὴν ψευδογιάτρισσαν, καὶ ἄλλα την εμπόδιζε να κάνει συγχρόνως και τη μαμή ή την
ἐπαγγέλματα ἀκόμη νὰ ἐξασκή, ἤρκει νὰ εἶναι ἐπιτηδεία. ψευτογιάτρισσα, και άλλα επαγγέλματα ακόμη να ασκήσει,
Καὶ ἡ Φραγκογιαννοὺ ἧτο ἐπιτηδειοτάτη μεταξὺ ὅλων τῶν αρκεί να ήταν επιτήδεια. Και η Φραγκογιαννού ήταν η πιο
γυναικῶν.. επιτήδεια ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες..
Έδιδε βότανα, ἔκαμνε κηραλοιφᾶς, ἐξετέλει ἐντριβᾶς, Έδινε βότανα, έκανε κηραλοιφές, εκτελούσε εντριβές,
ἐθεράπευε τὴν βασκανίαν, παρεσκεύαζε φάρμακα διὰ τὰς ξεμάτιαζε, έφτιαχνε φάρμακα για τις άρρωστες, για τα
πασχούσας, διὰ τὰς χλωρωτικᾶς καὶ ἀναιμικᾶς κόρας, διὰ αρρωστιάρικα και αναιμικά κορίτσια, για τις έγκυες και τις
τὰς ἐγκύους καὶ τὰς λεχούς, καὶ τὰς ἐκ μητρικῶν λεχώνες, και γι’ αυτές που έπασχαν από πόνους της μήτρας.
ἀλγηδόνων πασχούσας. Μὲ τὸ καλάθιον ὑπὸ τὸν ἀγκώνα Με το καλάθι κάτω από τον αγκώνα του αριστερού χεριού, κι
τῆς ἀριστερᾶς χειρός, ἀκολουθούμενη ἀπὸ τὰ δυὸ από κοντά τα δύο τελευταία παιδιά της, τον Δημητράκη,
τελευταῖα τέκνα της, τὸν Δημητράκην, ὀκτῶ ἐτῶν, καὶ τὴν οκτώ ετών, και την Κρινιώ, εξάχρονη, έβγαινε στα χωράφια,
Κρινιῶ, ἐξαέτιδα, ἐξήρχετο εἰς τοὺς ἀγρούς, ἀνέβαινεν εἰς ανέβαινε στα βουνά, διέτρεχε φαράγγια, κοιλάδες και
τὰ ὅρη, διέτρεχε φάραγγας, κοιλάδας καὶ ρεύματα, ἔψαχνε ρέματα, έψαχνε να βρει τα βότανα, όσα αυτή γνώριζε -την
νὰ εὔρη τὰ βότανα, ὅσα αὐτὴ ἐγνώριζε –τὴν αγριοκρομμύδα, την δρακοντιά, το τρίμερο και άλλα ακόμη-
ἀγριοκρομμύδα, τὴν δρακοντιά, τὸ τρίμερο καὶ ἀλλ' τα έκοβε ή τα ξερίζωνε, γέμιζε το καλάθι της, και επέστρεφε
ἀκόμη– τὰ ἔκοπτεν ἢ τὰ ἐξερρίζωνεν, ἐγέμιζε τὸ καλάθιόν το βράδυ στο σπίτι..
της, κ' ἐπέστρεφε τὸ βράδυ εἰς τὴν οἰκίαν..
Με αὐτὰ τὰ βότανα κατεσκεύαζε διάφορα μαντζούνια, Με αυτά τα βότανα έφτιαχνε διάφορα μαντζούνια, τα
τὰ ὁποῖα ἐσύσταινεν ὡς ἀλάνθαστα ἰατρικὰ κατὰ τῶν οποία υποστήριζε ότι ήταν αλάνθαστα φάρμακα για τους
χρονίων πόνων, τοῦ στήθους, τῆς κοιλίας, τῶν ἐντέρων, χρόνιους πόνους, του στήθους, της κοιλιάς, των εντέρων, κτλ.
κτλ. Τὴ βοηθεία ὅλων αὐτῶν τῶν μέσων, ὀλίγα Με τη βοήθεια όλων αυτών των μέσων, κερδίζοντας λίγα,
κερδίζουσα, ἀλλ' οἰκονόμος, κατώρθωσε, μὲ τὸν καιρόν, νὰ αλλά με οικονομία, κατάφερε, με τον καιρό, να χτίσει τη
κτίση τὴν μικρὰν φωλέαν της. Ἀλλ' οἱ νεοσσοὶ εἶχαν ἀρχίσει μικρή της φωλιά. Αλλά τα ξεπεταρούδια της είχαν αρχίσει
νὰ ξεπετοῦν ἤδη, νὰ φεύγουν εἰς τὰ ξένα!. ήδη να ξεπετούν, να φεύγουν στο εξωτερικό!.
Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, ὁ πρῶτος υἱός της, εἰκοσαετὴς Την εποχή εκείνη, ο πρώτος γιος της, ο Σταθαρός, που ήταν
ἤδη, ὁ Σταθαρός, εἶχε ξενιτευθῆ εἰς τὴν Ἀμερικήν. Ἀφοῦ δὲ ήδη είκοσι ετών, είχε μεταναστεύσει στην Αμερική. Αφού
ἔστειλεν ἐν ἢ δυὸ γράμματα, ἐσιώπησε, καὶ ἔκτοτε δὲν εἶχε έστειλε ένα ή δύο γράμματα, σταμάτησε, και από τότε δεν είχε
δώσει σημεῖον ζωῆς. Μετὰ τρία ἔτη, ὁ δεύτερος υἱός της, ὁ δώσει κανένα σημάδι ζωής. Τρία χρόνια αργότερα, ο
Γιαλής, εἶχε μεγαλώσει κι αὐτός, κ' ἐμβαρκαρίσθη.. δεύτερος γιος της, ο Γιαλής, μεγάλωσε κι αυτός, και μπήκε σε
καράβι..
Και οἱ δυό, εἰς τὰ μικρὰ των χρόνια, εἶχον δοκιμάσει τὴν Και οι δύο, στα μικρά τους χρόνια, είχαν δοκιμάσει την
τέχνην τοῦ πατρός των, ἀλλ' οὔτε ὁ εἰς οὔτε ὁ ἄλλος τέχνη του πατέρα τους, αλλά ούτε ο ένας ούτε ο άλλος
ἐπρόκοψαν πολύ, οὐδὲ ἠρκέσθησαν εἰς αὐτήν. Ὁ Γιαλής, προχώρησαν πολύ, ούτε έμειναν σε αυτήν. Ο Γιαλής, ως
ὡς φιλόστοργος υἱὸς καὶ ἀδελφός, ἔγραψε πρὸς τὴν μητέρα στοργικός γιος και αδελφός, έγραψε στη μητέρα του από τη
του ἐκ Μασσαλίας, ὅπου εἶχεν ὑπάγει μ' ἕνα πατριώτικον Μασσαλία, όπου είχε πάει με ένα πλοίο από την πατρίδα, ότι
καράβι, ὅτι ἀπεφάσισε κι αὐτὸς νὰ ὑπάγη στὴν Ἀμερικήν, αποφάσισε κι αυτός να πάει στην Αμερική, να δει τι γίνεται με
νὰ ἰδῆ τί γίνεται ὁ μεγάλος ἀδερφός του ἴσως τὸν τον μεγάλο του αδελφό, ίσως να τον βρει κάπου. Αλλά
ἀνακαλύψει κάπου. Ἀλλὰ παρῆλθον καιροὶ καὶ χρόνοι πέρασαν καιροί και χρόνοι από τότε και ούτε ο ένας ούτε ο
ἔκτοτε καὶ οὔτε ὁ εἰς οὔτε ὁ ἄλλος ἠκούσθησαν πλέον.. άλλος ακούστηκαν πλέον..
Τότε ἔλαβεν ἀφορμὴν ἡ μητέρα των νὰ ἐνθυμηθῆ ἕνα Τότε η μητέρα τους βρήκε αφορμή να θυμηθεί ένα
παραμύθι τοῦ λαοῦ ἐκ τῶν ἀστειοτέρων, ἐν ὢ γίνεται λόγος παραμύθι του λαού από τα πιο αστεία, στο οποίο γίνεται
περὶ στρώματος ἀπὸ μέλι, εἰς τὸ ὁποῖον ἐκόλλησαν λόγος για ένα στρώμα από μέλι, στο οποίο κόλλησαν
διαδοχικῶς καὶ ὁ πρῶτος ἀποσταλεὶς υἱὸς τῆς Γριᾶς, διὰ νὰ διαδοχικά και ο πρώτος γιος της Γριάς που τον έστειλε να
συλλέξη καὶ φέρη ἐκεῖθεν τὸ μέλι, καὶ ὁ δεύτερος υἱός, μαζέψει και να φέρει από εκεί το μέλι, και ο δεύτερος γιος, ο
ὅστις εἶχε σταλῆ διὰ νὰ ξεκολλήση τὸν πρῶτον, καὶ ὁ οποίος είχε σταλεί για να ξεκολλήσει τον πρώτο, και ο τρίτος,
τρίτος, ὅστις ἐστάλη διὰ νὰ φέρη ὀπίσω καὶ τοὺς δυό, καὶ ὁ ο οποίος στάλθηκε για να φέρει πίσω και τους δύο, και ο
Γέρος, ὅστις ἐπῆγε νὰ ἰδῆ τί γίνονται οἱ υἱοί του. τέλος, Γέρος, ο οποίος πήγε να δει τι γίνονται τα παιδιά του. τέλος,
αὐτὴ ἡ Γριά, ἡ ὁποία εἰς τὸ ὕστερον ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγη ακόμη κι αυτή η Γριά, η οποία στο τέλος αποφάσισε να πάει
νὰ ἰδῆ, μακρόθεν ὅμως –διότι, ὡς γριά, εἶχε τόσην να δει, μακριά όμως –διότι, ως γριά, είχε τόση πονηριά– τι
πονηρίαν– τί ἔγιναν ὁ Γέρος καὶ τὰ παιδιὰ καὶ δὲν ἐγύρισαν έγιναν ο Γέρος και τα παιδιά και δεν γύρισαν πίσω από το
ὀπίσω ἀπὸ τὸ «θέλημα», εἰς τὸ ὁποῖον τοὺς εἶχε στείλει, «θέλημα», στο οποίο τους είχε στείλει, μόλις που γλύτωσε και
μόλις αὐτὴ ἐγλύτωσε καὶ δὲν ἐκόλλησε. Τότε στραφεῖσα δεν κόλλησε. Τότε γύρισε προς τους τέσσερις, κολλημένους
πρὸς τοὺς τέσσαρας, κολλημένους τοὺς εἶπεν: «Ἅ! αὐτό και τους είπε: «Α! αυτό σας μέλει; Εμένα δεν με μέλει!».
σας μέλει; Ἐμένα δὲν μὲ μέλει!».
Ἐν τῷ μεταξύ, ἐνῶ ὁ Σταθαρὸς κι ὁ Γιαλὴς εἶχαν Εν τω μεταξύ, ενώ ο Σταθαρός και ο Γιαλής είχαν
ξενιτευθῆ εἰς τὴν Ἀμερικήν, καὶ εἶχαν φάγει λωτόν, ἢ εἶχαν μεταναστεύσει στην Αμερική, και είχαν φάει λωτό, ή είχαν
πίει τὴν Λήθην, ἡ Δελχαρῶ, ἡ πρώτη κόρη, πρωτότοκος πιει την Λήθη, η Δελχαρώ, η πρώτη κόρη, πρωτότοκη μετά τα
μετὰ τοὺς ξενιτευμένους ἀδελφούς της, ἐμεγάλωνεν, ξενιτεμένα της αδέρφια, μεγάλωνε, όλο και μεγάλωνε. Και η
ὀλονὲν ἐμεγάλωνε. Κ' ἡ Ἀμέρσα, σχεδὸν τέσσαρα ἔτη Αμέρσα, σχεδόν τέσσερα χρόνια μικρότερη από την αδελφή
μικροτέρα τῆς ἀδελφῆς της, ἐμεγάλωνε κι αὐτὴ ἐναμίλλως της, μεγάλωνε κι αυτή παράλληλα με την Δελχαρώ, και
μὲ τὴν Δελχαρῶ, κι «ἔριχνε μπόι». ἐγίνετο ἀνδρώδης, «έριχνε μπόι». Γινόταν αντρογυναίκα, μελαψή και ζωηρή, και
μελαψὴ καὶ ζωηρά, κ' οἱ γειτόνισσες τὴν ὠνόμαζον «τὸ οι γειτόνισσες την ονόμαζαν «το σερνικοθήλυκο». Και εκείνη
σερνικοθήλυκο». Κ' ἐκείνη ἡ μικρά, τὸ Κρινάκι, ἥτις δὲν η μικρή, το Κρινάκι, η οποία δεν είχε αλίμονο! το χρώμα του
εἶχε φεῦ! τοῦ κρίνου τὸ χρῶμα, ἂν καὶ φυσικὰ ἰσχνή, κρίνου, αν και ήταν λεπτοκαμωμένη από φυσικού της, έδειχνε
ἐδείκνυεν ἤδη συμπτώματα ἀναπτύξεως.. ήδη συμπτώματα ανάπτυξης..
Πώς μεγαλώνουν, Θεέ μου! ἐσκέπτετο ἡ Πώς μεγαλώνουν, Θεέ μου! σκέπτονταν η Φραγκογιαννού.
Φραγκογιαννού. Ποιὸς κῆπος, ποιὸν λιβάδι, ποιὰ ἄνοιξις Ποιος κήπος, ποιο λιβάδι, ποια άνοιξη παράγει αυτό το φυτό!
παράγει αὐτὸ τὸ φυτόν! Καὶ πὼς βλαστάνει καὶ θάλλει καὶ Και πώς βλασταίνει και θάλλει και φυλλομανεί και
φυλλομανεῖ καὶ φουντώνει! Καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ βλαστοί, ὅλα φουντώνει! Και όλα αυτά τα βλαστάρια, όλα τα νιόφυτα, θα
τὰ νεόφυτα, θὰ γίνουν μίαν ἡμέραν πρασιαί, λόχμαι, κῆποι; γίνουν μια μέρα πρασιές, λόχμες, κήποι; Κι έτσι θα
Καὶ οὕτω θὰ ἐξακολουθῆ; Καὶ πάσα οἰκογένεια εἰς τὴν συνεχίζεται; Και κάθε οικογένεια στην γειτονιά, και στην
γειτονιᾶν, καὶ εἰς τὴν συνοικίαν καὶ εἰς τὴν πόλιν εἶχαν ἀπὸ συνοικία και στην πόλη είχαν από δύο έως τρία κορίτσια.
δυὸ ἕως τρία κοράσια. Μερικαὶ εἶχον τέσσαρα, ἄλλαι Μερικές είχαν τέσσερα, άλλες πέντε. Μια μητέρα είχε έξι
πέντε. Μία μητέρα εἶχεν ἐξ θυγατέρας χωρὶς κανέναν υἱόν, θυγατέρας χωρίς κανέναν γιο, άλλη μία είχε επτά και έναν
ἄλλη μία εἶχεν ἑπτὰ κ' ἕναν υἱόν, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο γιο, ο οποίος φαινόταν προορισμένος να φανεί άχρηστος..
προωρισμένος νὰ φανῆ ἄχρηστος..
Λοιπὸν ὅλοι αὐτοὶ οἱ γονεῖς, ὅλα τὰ ἀνδρόγυνα, ὅλαι αἱ Λοιπόν, όλοι αυτοί οι γονείς, όλα τα ανδρόγυνα, όλες οι
χῆραι, ἀνάγκη πάσα καὶ χρέος ἀπαραίτητον, νὰ χήρες, είχαν την ανάγκη και το χρέος να παντρέψουν όλες
ὑπανδρεύσουν ὅλας αὐτὰς τὰς κόρας – καὶ τὰς πέντε, καὶ αυτές τις κόρες – και τις πέντε, και τις έξι, και τις επτά! Και να
τὰς ἐξ, καὶ τὰς ἑπτά! Καὶ νὰ δώσουν εἰς ὅλας προίκα. δώσουν σε όλες προίκα. Κάθε φτωχή οικογένεια, κάθε χήρα
Πάσα πτωχὴ οἰκογένεια, πάσα μήτηρ χήρα, μὲ δυὸ μητέρα, με δύο στρέμματα χωράφι, με ένα φτωχικό σπίτι,
στρέμματα ἀγρούς, μ' ἕνα πενιχρὸν οἰκίσκον, ταλαιπωρημένη, αναγκασμένη να ξενοδουλεύει σαν
ταλαιπωρουμένη, ξενοδουλεύουσα – εἴτε κολλήγισα ἄλλων κολλήγισα – είτε σε άλλες πιο ευκατάστατες οικογένειες, στα
εὐπορωτέρων οἰκογενειῶν εἰς τὰ κτήματα, εἰς τὰς συκᾶς χωράφια τους, στις συκιές και τις μουριές – μαζεύοντας
καὶ τὰς μορέας –συλλέγουσα φύλλα, παράγουσα ὀλίγην φύλλα, παράγοντας λίγο μετάξι – είτε εκτρέφοντας δύο ή
μέταξαν– ἢ τρέφουσα δυὸ ἢ τρεῖς αἴγας ἢ ἀμνάδας – τρεις κατσίκες ή προβατίνες – κάνοντας καβγάδες με όλους
γινομένη κακὴ μὲ ὅλους τοὺς γείτονας, πληρώνουσα τους γείτονες, πληρώνοντας πρόστιμα για μικρές ζημιές –
πρόστιμα διὰ μικρὰς ζημίας– φορολογουμένη ἀσπλάγχνως, φορολογούμενη άδικα, τρώγοντας κρίθινο ψωμί ποτισμένο με
τρώγουσα κρίθινον ἄρτον ποτισμένον μὲ ἱδρώτα ἁλμυρὸν – αλμυρό ιδρώτα – όφειλε απόλυτα «να προικοδοτήσει» όλα
ὤφειλεν ἐξ ἅπαντος «ν' ἀποκαταστήση» ὅλα τὰ θήλεα αυτά τα θηλυκά, και να δώσει πέντε, έξι, ή εφτά προίκες! Ω
ταῦτα, καὶ νὰ δώση πέντε, ἐξ, ἢ ἑπτὰ προίκας! Ὢ Θεέ μου!. Θεέ μου!.
Καὶ ὁποίας προίκας, κατὰ τὰ νησιωτικὰ ἔθιμα. «Σπίτι Και τι προίκα, σύμφωνα με τα νησιώτικα έθιμα. «Σπίτι στα
στὰ Κοτρώνια, ἀμπέλι στὴν Ἀμμουδιά, ἔλιωνα στὸ Κοτρώνια, αμπέλι στην Αμμουδιά, λιοστάσι στο Λεχούνι,
Λεχούνι, χωράφι στὸ Στροφλιά». Ἀλλὰ κατὰ τοὺς χωράφι στο Στροφλιά». Και επιπλέον, τα τελευταία χρόνια,
τελευταίους χρόνους, περὶ τὰ μέσα τοῦ αἰῶνος, εἶχε στα μέσα του αιώνα, είχε κολλήσει και άλλη ψώρα. Το
κολλήσει καὶ ἄλλη ψώρα. Τὸ «μέτρημα», ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον «μέτρημα», αυτό που στην Κωνσταντινούπολη ονομαζόταν
εἰς Κωνσταντινούπολιν ὠνομάζετο «τράχωμα», συνήθειαν «τράχωμα», μια συνήθεια την οποίαν, αν δεν κάνω λάθος, την
τὴν ὁποίαν, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, εἶχεν ἀφορίσει ἡ Μεγάλη είχε αφορίσει η Μεγάλη Εκκλησία. Έπρεπε ο καθένας να
Ἐκκλησία. Ὤφειλεν ἕκαστος νὰ δώση καὶ μετρητὴν δώσει και προίκα μετρητά. Δύο χιλιάδες, χίλιες, πεντακόσιες,
προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, ἀδιάφορον. Ἄλλως, αδιάφορο. Διαφορετικά, ας είχε τις κόρες του να τις
ἂς εἶχε τὰς κόρας του νὰ τὰς καμαρώνη. Ἂς τὰς ἔβαζε στὸ καμαρώνει. Ας τις έβαζε στο ράφι. Ας τις έκλεινε στο
ράφι. Ἂς τὰ ἔκλειε στὸ δουλάπι. Ἂς τὰς ἔστελνε στὸ ντουλάπι. Ας τις έστελνε στο Μουσείο..
Μουσεῖον..
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ.
Ἕως ἐδῶ εἶχον φθάσει αἱ ἀναμνήσεις καὶ οἱ λογισμοὶ τῆς Έως εκεί είχαν φτάσει οι αναμνήσεις και οι σκέψεις της
ἀγρυπνούσης γραίας. Ἐλάλησε τὸ δεύτερον ὁ πετεινός. Θὰ γριάς που ξαγρυπνούσε. Λάλησε ο δεύτερος πετεινός. Θα
εἶχαν περάσει δυὸ μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Ἰανουάριος ὁ μήν. είχαν περάσει δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ο μήνας Γενάρης.
Χρόνος ἡ νύκτα. Βορρᾶς ἐφύσα. Ἡ φωτιὰ εἰς τὴν ἑστίαν Χρόνος η νύχτα. Φύσαγε βοριάς. Η φωτιά στο τζάκι έσβηνε.
ἔσβηνε. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἠσθάνθη ρίγος εἰς τὴν ράχιν, Η Φραγκογιαννού ένιωσε ένα ρίγος στην πλάτη και τα πόδια
καὶ παγωμένους τοὺς πόδας της. Ἤθελε νὰ σηκωθῆ νὰ της παγωμένα. Ήθελε να σηκωθεί να φέρει λίγα ξύλα έξω
φέρη ὀλίγα ξύλα ἔξω ἀπὸ τὸν πρόδομον, διὰ νὰ τὰ ρίψη εἰς από το διάδρομο, για να τα ρίξει στην εστία, να ξανανάψει τη
τὴν ἑστίαν, νὰ ξανάψη τὸ πῦρ. Ἀλλ' ἠργοπόρει. καὶ φωτιά. Αλλά το ανέβαλε. και ένιωθε μια μικρή νάρκη, ίσως το
ἠσθάνετο μικρὰν νάρκην, ἴσως τὸ πρῶτον σύμπτωμα τοῦ πρώτο σύμπτωμα του ύπνου που ερχόταν σιγά-σιγά..
εἰσβάλλοντος ὕπνου..
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, τόσον παράωρα, ἐνῶ εἶχε κλειστὰ Την στιγμή εκείνη, τόσο νωρίς, ενώ είχε κλειστά τα μάτια,
τὰ ὄμματα, ἐκρούσθη παραδόξως ἡ θύρα. Ἡ γραία χτύπησε ξαφνικά η πόρτα. Η γριά ξαφνιάστηκε. Δεν ήθελε να
ἐξαφνίσθη. Δὲν ἤθελε νὰ φωνάξη «ποιὸς εἶναι», διὰ νὰ μὴν φωνάξει «ποιος είναι», για να μην ξυπνήσει τη λεχώνα, αλλά
ἐξυπνήση τὴν λεχώ, ἀλλ' ἀπετίναξε τὴν νάρκην της, βγήκε τη νάρκη της, που είχει διακοπεί ήδη απότομα από τον
διακοπεῖσαν ἤδη ἀποτόμως διὰ τοῦ κρότου τῆς θύρας τὸν κρότο της πόρτας τον οποίον είχε ακούσει, σηκώθηκε
ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει, ἐσηκώθη σιγά, ἐξῆλθε τοῦ θαλάμου. σιωπηλά, βγήκε από το δωμάτιο. Πριν φτάσει στην εξώπορτα,
Πρὶν φθάση εἰς τὴν ἔξω θύραν, ἤκουσε διακριτικήν, άκουσε μια διακριτική, ψιθυριστή φωνή:.
ψίθυρον φωνήν:.
- Μάννα!. — Μάννα!.
Ἀνεγνώρισε τὴν φωνὴν τῆς Ἀμέρσας. Ἧτο ἡ Αναγνώρισε τη φωνή της Αμέρσας. Ήταν η δευτερότοκη
δευτερότοκος κόρης της.. κόρη της..
- Τί ἔπαθες, ἀρῆ;. Τί σου ἦρθε, τέτοια ὥρα;. — Τι έπαθες, αρή;. Τι σου ήρθε, τέτοια ώρα;.
Καὶ ἤνοιξε τὴν θύραν.. Και άνοιξε την πόρτα..
- Μάννα, ἐπανέλαβε μετ' ἀσθμαινούσης φωνῆς ἡ — Μάννα, επανέλαβε λαχανιάζοντας η Αμέρσα. Τι κάνει
Ἀμέρσα. Τί κάνει τὸ κορίτσι;. μὴν πέθανε;. το κορίτσι;. μην πέθανε;.
- Ὄχι.κοιμᾶται. τώρα ἡσύχασε, εἶπεν ἡ γραία. Πῶς σου — Όχι.κοιμάται. τώρα ησύχασε, είπε η γριά. Πώς σου
ἦρθε;. ήρθε;.
- Εἶδα στὸν ὕπνο μου πὼς πέθανε, εἶπε μὲ πάλλουσαν — Είδα στον ύπνο μου πως πέθανε, είπε με τρέμουλο
ἀκόμη φωνὴν ἡ ὑψηλὴ γεροντοκόρη.. ακόμα στη φωνή η ψηλή γεροντοκόρη..
- Ἄμμ' σὰν εἶχε πεθάνει, τάχα τί; εἶπε κυνικῶς ἡ γραία.Κ' — Καλά και σαν είχε πεθάνει, τάχα τι; είπε κυνικά η γριά.
ἐσηκώθης. κ' ἦρθες νὰ ἰδῆς;. Και σηκώθηκες. και ήρθες να δεις;.
Ἡ οἰκία τῆς Γιαννούς, ὅπου αὔτη συνήθως ἐκατοίκει Το σπίτι της Γιαννούς, όπου έμενε συνήθως αυτή με τις δυο
μετὰ τῶν δυὸ ἀγάμων θυγατέρων τῆς -καθότι προσωρινῶς ανύπαντρες θυγατέρες της – γιατί προσωρινά τώρα έμενε
τώρα διενυκτέρευε πλησίον τῆς λεχοῦς- ἔκειτο ὀλίγας κοντά στη λεχώνα– βρισκόταν λίγες δεκάδες βήματα
δεκάδας βημάτων βορεινότερα, παρέκει. Αὐτὴ ἡ οἰκία τῆς βορειότερα, δίπλα. Αυτό το σπίτι της Δελχαρώς το είχε πάρει
Δελχαρῶς εἶχε δοθῆ προικώα εἰς ταύτην, ἧτο δὲ αὐτὴ ἡ προίκα και ήταν αυτό το ίδιο παλιό σπίτι, που χτίστηκε με τις
παλαιὰ οἰκία, ἡ κτισθεῖσα ἀπὸ τὰς οἰκονομίας τῆς οικονομίες της Χαδούλας, και από τον πρώτο πυρήνα τον
Χαδούλας, καὶ ἀπὸ τὸν πρῶτον πυρήνα τὸν ὁποῖον εἶχε οποίο είχε σχηματίσει από το κομπόδεμα των μακαρίτηδων
σχηματίσει ἀπὸ τὸ κομπόδεμα τῶν ἀειμνήστων γονέων της. των γονιών της. Αργότερα, λίγα χρόνια μετά τον γάμο της
Ὕστερον, ὀλίγα ἔτη μετὰ τὸν γάμον τῆς Δελχαρῶς, εἶχε Δελχαρώς, είχε καταφέρει η μητέρα της να αποκτήσει και
κατορθώσει ἡ μήτηρ τῆς ν' ἀποκτήση καὶ δευτέραν δεύτερη φωλιά, μικρότερη και αθλιότερη από την πρώτη,
φωλέαν, μικροτέραν καὶ ἀθλιεστέραν τῆς πρώτης, εἰς τὴν στην ίδια συνοικία. Δύο ή τρία σπίτια χώριζαν το δεύτερο
αὐτὴν συνοικίαν. Δυὸ ἢ τρεῖς οἰκίαι ἐχώριζον τὴν δευτέραν από το πρώτο..
ἀπὸ τῆς πρώτης..
Ἀπὸ ἐκείνην λοιπὸν τὴν νεόκτιστον οἰκίαν εἶχεν ἔλθει Από αυτό λοιπόν το νεόκτιστο σπίτι είχε έλθει τόσο νωρίς η
τόσον παράωρα ἡ Ἀμέρσα, ἥτις δὲν ἐφοβεῖτο τὰ στοιχειὰ Αμέρσα, η οποία δεν φοβόταν τα στοιχειά την νύχτα, καθώς
τὴν νύκτα, ἧτο δὲ τολμηρὰ καὶ ἀποφασιστικὴ κόρη.. ήταν μια τολμηρή και αποφασιστική κοπέλα..
- Κ' ἐσηκώθης;. κ' ἦρθες νὰ ἰδῆς;. — Και σηκώθηκες;. και ήρθες να δεις;.
- Ξαφνίστηκα μὲς τὸν ὕπνο μου, μαννούλα. Εἶδα πὼς — Ξαφνίστηκα μέσα στον ύπνο μου, μανούλα. Είδα πως
πέθανε τὸ κορίτσι, καὶ πὼς ἐσὺ εἶχες ἕνα μαῦρο σημάδι στὸ πέθανε το κορίτσι, και πως εσύ είχες ένα μαύρο σημάδι στο
χέρι σου.. χέρι σου..
- Μαῦρο σημάδι;.. — Μαύρο σημάδι;..
- Ἤθελες, τάχα, νὰ σαβανώσης τὸ κορίτσι. Καὶ τὴν ὥρα — Ήθελες, τάχα, να σαβανώσεις το κορίτσι. Και την ώρα
ποὺ τὸ σαβάνωνες, μαύρισε τὸ χέρι σου. καὶ πὼς ἔβαλες, που το σαβάνωνες, μαύρισε το χέρι σου. και πως έβαλες,
τάχα, τὸ χέρι σου στὴ φωτιᾶ, γιὰ νὰ ξεμαυρίση.. τάχα, το χέρι σου στη φωτιά, για να ξεμαυρίσει..
- Μπά! ἀλαφροΐσκιωτη! εἶπεν ἡ γραία Χαδούλα. Κ' — Μπα! αλαφροΐσκιωτη! είπε η γριά Χαδούλα. Και έκαμες
ἔκαμες κουτουράδα, κ' ἦρθες, τέτοιαν ὥρα.. κουτουράδα, και ήρθες, τέτοιαν ώρα..
- Δὲν μποροῦσα νὰ ἡσυχάσω, μάννα.. — Δεν μπορούσα να ησυχάσω, μάνα..
- Καὶ δὲν σ' ἔνοιωσε τὸ Κρινιῶ, ποῦ ἔφυγες;. — Και δεν σε ένιωσε το Κρινιώ, που έφυγες;.
- Ὄχι. κοιμᾶται.. — Όχι. κοιμάται..
- Κι ἂν ξυπνήση, κ' ἰδῆ νὰ λείπης ἀπὸ κοντά της, πῶς θὰ — Κι αν ξυπνήσει, και ιδεί να λείπεις από κοντά της, πώς
τῆς φανῆ;. Δὲ θὰ βάλη τὶς φωνές;. Θὰ τρελαθῆ, τὸ κορίτσι!. θα της φανεί;. Δε θα βάλει τις φωνές;. Θα τρελαθεί, το
κορίτσι!.
Αἱ δυὸ ἀδελφαὶ ἐκοιμῶντο τῷ ὄντι μόναι εἰς τὴν μικρὰν Πράγματι, οι δύο αδελφές κοιμόντουσαν μόνες στο
οἰκίαν. Ἡ Ἀμέρσα ἧτο ἄφοβος, κ' ἐνέπνεε πεποίθησιν, ὡς σπιτάκι. Η Αμέρσα ήταν άφοβη, και γεμάτη αυτοπεποίθηση
νὰ ἧτο ἀνήρ. Ὁ πατὴρ τῶν εἶχεν ἀποθάνει πρὸ πολλοῦ, οἱ λες και ήταν άντρας. Ο πατέρας τους είχε πεθάνει προ
δὲ ἐπιζῶντες υἱοὶ διαρκῶς ἔλειπον εἰς τὰ ξένα.. πολλού, και οι γιοι του που είχαν επιζήσει έλειπαν διαρκώς
στα ξένα..
- Πάω πίσω, μάννα, εἶπεν ἡ Ἀμέρσα. Ἀλήθεια, δὲν — Πάω πίσω, μάνα, είπε η Αμέρσα. Αλήθεια, δε
ἐσυλλογίστηκα πὼς μπορεῖ νὰ ξυπνήση τὸ Κρινιῶ, αὐτὴν συλλογίστηκα πως μπορεί να ξυπνήσει το Κρινιώ, αυτήν την
τὴν ὥρα, νὰ τρομάξη, ποὺ θὰ λείπω.. ώρα, να τρομάξει, που θα λείπω..
- Μποροῦσες νὰ μείνης κ' ἐδῶ, εἶπεν ἡ μητέρα. μόνο, μὴ — Μπορούσες να μείνεις και εδώ, είπε η μητέρα. μόνο, μη
ξυπνήση ἄξαφνα τὸ Κρινιῶ, καὶ πάρη φόβο.. ξυπνήσει άξαφνα το Κρινιώ, και πάρει φόβο..
Ἡ Ἀμέρσα ἐκοντοστάθη πρὸς στιγμήν.. Η Αμέρσα σταμάτησε για μια στιγμή..
- Μάννα, εἶπε, θέλεις νὰ καθίσω ἐγὼ 'δω, νὰ πᾶς ἐσὺ στὸ — Μάνα, είπε, θέλεις να καθίσω εγώ εδώ, να πας εσύ στο
σπίτι;. γιὰ νὰ ξεκουραστής, νὰ ἠσυχάσης.. σπίτι;. για να ξεκουραστείς, να ησυχάσεις..
- Ὄχι, εἶπεν, ἀφοῦ ἐσκέφθη πρὸς στιγμὴν ἡ γραία. Τώρα, — Όχι, είπε, αφού σκέφτηκε για μια στιγμή η γριά. Τώρα,
κ' ἡ νύχτα αὐτὴ πέρασε. Ἀύριο βράδυ, πηγαίνω ἐγὼ στὸ και η νύχτα αυτή πέρασε. Αύριο βράδυ, πηγαίνω εγώ στο
σπίτι, καὶ κάθεσαι σῦ ἐδῶ. Μόνο, τώρα πήγαινε. Καλὸ σπίτι, και κάθεσαι εσύ εδώ. Μόνο, τώρα πήγαινε. Καλό
ξημέρωμα!. ξημέρωμα!.
Ὅλος ὁ διάλογος ἐγίνετο εἰς μικρόν, στενὸν πρόδομον, Όλος ο διάλογος γινόταν σε ένα μικρό, στενό διαδρομάκι,
κατέμπροσθεν τοῦ θαλαμίσκου, ὅπου ἠκούοντο ἠχηροὶ καὶ πίσω από το δωματιάκι που ακούγονταν τα δυνατά και
πολύχορδοι οἱ ρογχαλισμοὶ τοῦ Κωνσταντῆ. Ἡ Ἀμέρσα, πολύχορδα ροχαλίσματα του. Η Αμέρσα, που είχε έλθει
ἥτις εἶχεν ἔλθει ξυπόλητη, μ' ἐλαφρότατον ἄψοφον βῆμα, ξυπόλυτη, με ελαφρότατο άηχο βήμα, βγήκε, και η μητέρα
ἐξῆλθε, καὶ ἡ μήτηρ τῆς ἐκλείδωσεν ἔσωθεν τὴν θύραν.. της έκλεισε από μέσα την πόρτα..
Ἡ Ἀμέρσα ἔφυγε τρέχουσα. Αὐτὴ νὰ φοβηθῆ τὰ Η Αμέρσα έφυγε τρέχοντας. Αυτή να φοβηθεί τα στοιχειά,
στοιχειά, ἥτις δὲν εἶχε φοβηθῆ τὸν ἀδερφόν της τὸν αυτή που δεν είχε φοβηθεί τον αδερφό της τον Μήτρο, αυτόν
Μῆτρον, τὸν κοινῶς καλούμενον Μῶρον ἢ Μοῦρον ἢ που τον έλεγαν και Μώρο ή Μούρο ή Μούτρο – εκείνον τον
Μοῦτρον - τὸν σκιὰν ἐκεῖνον, τὸν τρίτον υἱὸν τῆς μητρός κακούργο, τον τρίτο γιο της μητέρας της, τον οποίο η μάνα
της, τὸν ὁποῖον ἡ τεκοῦσα ὠνόμαζε συνήθως «τὸ σκυλὶ τ' του τον έλεγε συνήθως «το σκυλί τ' Αγαρηνό!» – τον κατά
Ἀγαρηνό!» - τὸν κατὰ τρία ἔτη μεγαλύτερον ἀδελφόν της, τρία χρόνια μεγαλύτερο αδερφό της, που την είχε μαχαιρώσει
ὅστις τὴν εἶχε μαχαιρώσει ἤδη ἅπαξ -ἀλλ' αὐτὴ τὸν εἶχε ήδη μια φορά –αλλά αυτή τον είχε σώσει, μη θέλοντας να τον
σώσει, μὴ θέλουσα νὰ τὸν παραδώση εἰς τὴν ἐξουσίαν- καὶ παραδώσει στην εξουσία– και θα την μαχαίρωνε βέβαια και
θὰ τὴν ἐμαχαίρωνε βεβαίως καὶ δευτέραν φοράν, ἐὰν δεύτερη φορά, εάν έμενε από τότε ελεύθερος. Ευτυχώς,
ἔμενεν ἔκτοτε ἐλεύθερος. Εὐτυχῶς, εἶχεν ἀλλοῦ ἐξασκήσει εξάσκησε αλλού τις φονικές ορμές του, εν τω μεταξύ, και είχε
τὰς φονικὰς ὁρμάς του, ἐν τῷ μεταξύ, καὶ εἶχε κλεισθῆ κλειστεί εγκαίρως στις βενετικές φυλακές του παλαιού
ἐγκαίρως εἰς τὰς βενετικᾶς εἰρκτᾶς τοῦ παλαιοῦ φρουρίου, φρουρίου, στην Χαλκίδα..
εἰς τὴν Χαλκίδα..
Ἰδοὺ πὼς συνέβη τὸ πράγμα. Ὁ Μωρὸς ἢ Μοῦρος ἧτο Να πώς έγιναν τα πράγματα. Ο Μώρος ή Μούρος ήταν απ’
φύσει ὁρμητικὸς καὶ παράφορος, ἂν καὶ εἶχε πολὺ δεξιόν, τη φύση του πολύ ορμητικός και παράφορος, αν και είχε
θηλυκὸν νοῦν, ὅπως ἔλεγεν ἡ μάννα τοῦ - νοῦν ὁ ὁποῖος εύστροφο, θηλυκό μυαλό όπως έλεγε η μητέρα του – μυαλό
ἐγέννα. Παιδιόθεν ἧτο ἱκανὸς μόνος του, νὰ πλάττη, που γεννούσε. Από παιδάκι μπορούσε μόνος του, να φτιάχνει,
αὐτοδίδακτος, πολλὰ ὡραία μικρὰ πράγματα. καραβάκια, αυτοδίδακτος, πολλά ωραία μικρά πράγματα. καραβάκια,
προσωπίδας, ἀγαλμάτια, κοῦκλες καὶ ἄλλα ἀκόμη. Ἧτο προσωπίδες, αγαλματάκια, κούκλες και άλλα ακόμη. Ήταν
σκιὰς τῆς γειτονιᾶς, ὁ σημαιοφόρος ὅλων τῶν μαγκῶν, καὶ καπετάνιος της γειτονιάς, ο σημαιοφόρος όλων των μαγκών,
εἶχεν εἰς τοὺς ὁρισμοὺς τοῦ ὅλους τοὺς ἀγυιόπαιδας, ὅλα και είχε στους ορισμούς του όλα τα αλητάκια, όλα τα
τὰ ξυπόλυτα τοῦ δρόμου. Εἶχε συνηθίσει ἐνωρὶς τὴν μέθην ξυπόλυτα του δρόμου. Είχε συνηθίσει νωρίς το μεθύσι και την
καὶ τὴν ἀσωτίαν, ἐξετέλει θορυβώδεις παιδιᾶς, ασωτία, έπαιζε φασαριόζικα παιχνίδια, τριγύριζε σε ομάδες,
διαδηλώσεις, παιδικᾶς ὀχλαγωγίας, μαζὶ μὲ τοὺς μικροὺς και έκανε παιδικές οχλαγωγίες, μαζί με τους μικρούς φίλους
φίλους του. ἐπροκάλει καυγάδες εἰς τὸν δρόμον, του. προκαλούσε καυγάδες στον δρόμο, τρόμαζε όσους
ἐπετροβόλει ὅσους συνήντα γέροντας καὶ γραίας, ὅσους γέροντες και γριές συναντούσε, όσους φτωχούς και
πτωχοὺς καὶ ἀδυνάτους. Δὲν ἄφηνε σχεδὸν κανένα αδύνατους. Δεν άφηνε σχεδόν κανέναν άνθρωπο απείραχτο..
ἄνθρωπον ἀπείρακτον..
Εἶχε κλέψει μὲ τὸ μάτι, ἀπὸ ἕναν διαβατικὸν Είχε κλέψει με το μάτι, από έναν περαστικό μαχαιροποιό,
μαχαιροποιόν, τὴν τέχνην του. Ἐπροσπάθει ἀτελῶς νὰ την τέχνη του. Προσπαθούσε χωρίς μεγάλη επιτυχία να
κατασκευάζη μαχαίρια. Εἶχε μέγαν τροχὸν εἰς τὴν αὐλήν, κατασκευάζει μαχαίρια. Είχε έναν μεγάλο τροχό στην αυλή,
τὴν σκεπαστὴν ἀπὸ τὸ μέγα χαγιάτι, καὶ τὸ κατώγι τῆς την σκεπαστή από το μεγάλο χαγιάτι, και το κατώι της οικίας
οἰκίας σχεδὸν τὸ εἶχε μεταβάλει εἰς ἐργοστάσιον - κ' σχεδόν το είχε μεταβάλει σε εργοστάσιο – και τρόχιζε όλα τα
ἐτρόχιζεν ὅλα τὰ μαχαίρια καὶ τοὺς ξυραφάδες τῶν μαχαίρια και τα ξουράφια των αλανιών, και όταν δεν είχε
ἀγυιοπαίδων, καὶ ὅταν δὲν εἶχεν ἄλλα νὰ τροχίση, ἐτρόχιζε άλλα να τροχίσει, τρόχιζε το δικό του. Ήθελε πάση θυσία να
τὸ ἰδικόν του. Ἐφιλοτιμεῖτο νὰ τὸ κάμη δίκοπον, ἂν καὶ ἐξ το κάνει δίκοπο, αν και δεν ήταν σχεδιασμένο έτσι εξ αρχής.
ἀρχῆς δὲν ἤτον οὕτω σχεδιασμένον. Προσέτι ἐδοκίμαζε νὰ Ακόμα δοκίμαζε να φτιάχνει κουμπούρες, πιστόλια, μικρά
κατασκευάζη κουμποῦρες, πιστόλια, μικρὰ κανονάκια, καὶ κανονάκια, και άλλα φονικά όργανα. Όλα τα χρήματα, όσα
ἄλλα φονικὰ ὄργανα. Ὅλα τὰ λεπτά, ὅσα ἐκέρδιζεν ἀπὸ τὶς κέρδιζε από τις κούκλες, τ' αγαλματάκια και τις μάσκες, και
κοῦκλες, τ' ἀγαλμάτια καὶ τὰς προσωπίδας, καὶ δὲν τὰ δεν τα έπινε, τα αγόραζε μπαρούτι. Είχε δοκιμάσει μάλιστα
ἔπινε, τὰ ἠγόραζε πυρίτιδα. Καὶ ὁ ἴδιος εἶχε δοκιμάσει νὰ να φτιάξει και μόνος του ένα τέτοιο προϊόν. Τις μέρες του
κατασκευάζη ἐν τοιοῦτον προϊόν. Τὰς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, Πάσχα, και δύο εβδομάδες ακόμη νωρίτερα, ήταν φόβος και
καὶ δυὸ ἑβδομάδας ἀκόμη ὀψιμώτερα, ἧτο φόβος καὶ τρόμος να τολμήσει κάποιος να περάσει από τη γειτονιά, στην
τρόμος νὰ τολμήση τις νὰ περάση ἀπὸ τὴν γειτονιᾶν, εἰς οποία βασίλευε διά του τρόμου ο Μούτρος. Οι πιστολιές
τὴν ὁποίαν ἐβασίλευε διὰ τοῦ τρόμου ὁ Μοῦτρος. Οἱ έπεφταν συνεχώς..
πιστολισμοὶ ἔπιπτον ἀδιάλειπτοι..
Μίαν Κυριακήν, ὁ Μοῦρος μεθυσμένος εἶχε κάμει Μια Κυριακή, ο Μούρος, μεθυσμένος, έκανε μεγάλη
παραπολλᾶς ἀταξίας εἰς τὸν δρόμον. Δυὸ χωροφύλακες φασαρία στον δρόμο. Δύο χωροφύλακες, ακούγοντας τα
ἀκούσαντες τὰ παράπονα πολλῶν ἀνθρώπων, τὸν παράπονα πολλών ανθρώπων, τον κυνήγησαν για να τον
ἐκυνήγησαν διὰ νὰ τὸν πιάσουν, καὶ τὸν πάρουν «μέσα» ἢ πιάσουν και να τον πάρουν "μέσα" ή "στην καζάρμα". Αλλά ο
«στὴν καζάρμα». Ἀλλ' ὁ Μῶρος, λίαν εὐκίνητος, τοὺς Μούρος, πολύ ευκίνητος, τους ξέφυγε, γύρισε και τους
ἔφυγεν, ἐγύρισε καὶ τοὺς ἐμυκτήρισε μακρόθεν, καὶ πάλιν κορόιδεψε από μακριά, και τρέποντας πάλι σε φυγή,
τραπεὶς εἰς φυγήν, ἐκρύβη εἰς μέρος ἀπρόσιτον - εἰς τὸ κρύφτηκε σε μέρος απρόσιτο - στο εσωτερικό μέρος του
μέσα μέρος τοῦ ὑπόστεγου ταρσανᾶ ἑνὸς ναυπηγοῦ, υπόστεγου του ταρσανά ενός ναυπηγού, ξαδέλφου του. Στη
ἐξαδέλφου του. Εἴτα, ἐπειδὴ οἱ δυὸ ἄνδρες παρήτησαν τὴν συνέχεια, επειδή οι δύο άνδρες παράτησαν την καταδίωξη,
καταδίωξιν, ἀνέλαβε θάρρος κ' ἐξῆλθεν εἰς τὸν δρόμον.. πήρε θάρρος και βγήκε στον δρόμο..
Τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ὁ Μῶρος, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ξεμεθύσει Τη μέρα εκείνη, ο Μούρος, επειδή δεν είχε ξεμεθύσει
ἀκόμα, κατήντησε νὰ κυνηγήση εἰς τὸν δρόμον καὶ τὴν ακόμα, κατέληξε να κυνηγάει στον δρόμο και την ίδια του τη
ἰδίαν μητέρα του, ἀπειλῶν νὰ τὴν σφάξη. Παρεπονεῖτο ὅτι μητέρα, απειλώντας να τη σφάξει. Παραπονιόταν ότι η γριά
ἡ γραία τοῦ εἶχε κλέψει λεπτὰ ἀπὸ τὴν τσέπην. Τὴν του είχε κλέψει λεπτά από την τσέπη. Την έφτασε στην αυλή
ἔφθασεν εἰς τὴν αὐλὴν τῆς οἰκίας, ὅπου ἔτρεχεν αὔτη διὰ του σπιτιού, όπου έτρεχε αυτή για να κρυφτεί, την άρπαξε
νὰ κρυφθῆ, τὴν ἄρπαξεν ἀπὸ τὰ μαλλιά, καὶ τὴν ἔσυρεν ἐπὶ από τα μαλλιά, και την έσυρε επί πάνω στο δρόμο σε
τοῦ ἐδάφους τῆς ὁδοῦ, εἰς διάστημα πενήντα βημάτων.. απόσταση πενήντα βημάτων..
Αὐτὴ εἶχε βάλει τὰς φωνάς, κ' ἐξῆλθον οἱ γείτονες. Ἤτον Αυτή είχε βάλει τις φωνές, και βγήκαν οι γείτονες. Ήταν
ὥρα ἐσπερινού, μικρὸν πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου. Εἰς τὰς ώρα του εσπερινού, λίγο πριν τη δύση του ηλίου. Στις φωνές
φωνὰς τῶν γειτόνων, ἔφθασαν οἱ δυὸ χωροφύλακες, των γειτόνων, έφτασαν οι δύο χωροφύλακες, οι οποίοι
οἵτινες ἀπὸ πρὶν κατεζήτουν τὸν Μοῦρον, καὶ μόνον κατὰ αναζητούσαν τον Μούρο από πριν, και μόνον φαινομενικά
τὸ φαινόμενον εἶχον παραιτήσει τὸ κυνήγημα - ἐξ ἐναντίας είχαν παραιτηθεί το κυνηγητό - αντίθετα μάλιστα ήταν πολύ
μάλιστα ἦσαν λίαν ἐξωργισμένοι ἐναντίον τοῦ ταραξίου. Ὁ εξοργισμένοι εναντίον του ταραξία. Ο Μούρος, μόλις τους
Μοῦρος, ἅμα τοὺς εἶδεν, ἄφησεν τὴν μητέρα τοῦ κ' ἐτράπη είδε, άφησε τη μητέρα του και τράπηκε σε φυγή. Έτρεξε να
εἰς φυγήν. Ἔτρεξε νὰ κρυφθῆ εἰς τὴν οἰκίαν, ἐξ ἀνάγκης, κρυφτεί στο σπίτι, εξ ανάγκης, επειδή βρέθηκε "στα στενά",
ἐπειδὴ εὑρέθη «στὰ στενά», καὶ δὲν ἔβλεπεν ἄλλο ἄσυλον και δεν έβλεπε άλλο άσυλο ακόμα μακρύτερα αλλά
πλέον μακρυσμένον ἀλλ' ἀσφαλέστερον.. ασφαλέστερο..
Ἡ γραία, ἅμα ἐσηκώθη, καταμωλωπισμένη, πλήρης Η γριά, μόλις σηκώθηκε, καταματωμένη και γεμάτη σκόνη,
κονιορτοῦ, εἶδε τοὺς χωροφύλακας, κι ἄρχισε νὰ τοὺς είδε τους χωροφύλακες, και άρχισε να τους παρακαλεί..
ἱκετεύη..
- Ἀφῆστε τὸν, παιδιά! Παλαβὸς εἶναι, δὲν εἶναι τίποτε. — Αφήστε τον, παιδιά! Παλαβός είναι, δεν είναι τίποτα.
Μὴν τόνε σκοτώνετε, παιδιά, μὲ τὸ καμτσί!. Μην τον σκοτώνετε, παιδιά, με το μαστίγιο!.
Τοῦτο εἶπε διότι εἶδε τὸν ἕναν χωροφύλακα Τούτο είπε διότι είδε τον έναν χωροφύλακα εξαγριωμένο,
ἐξηγριωμένον, κρατοῦντα εἰς τὴν χείραν φοβερὸν κρατώντας στην χείρα φοβερό μαστίγιο. Οι δύο άνδρες δεν
μαστίγιον. Οἱ δυὸ ἄνδρες δὲν ἔδωκαν προσοχὴν εἰς τὰς έδωσαν προσοχή στις ικεσίες της, αλλά συνέχισαν να τρέχουν
ἰκεσίας της, ἀλλ' ἐξηκολούθησαν νὰ τρέχουν πρὸς καταδιώκοντας τον Μώρο. Παραβίασαν το άσυλο, το κατώι
καταδίωξιν τοῦ Μώρου. Παρεβίασαν τὸ ἄσυλον, τὸ κατώγι του σπιτιού, όπου είχε το εργοστάσιό του ο Μώρος. Εκεί είχε
τῆς οἰκίας, ὅπου εἶχε τὸ ἐργοστάσιόν του ὁ Μῶρος. Ἐκεῖ τρέξει για να κρυφτεί, και μόλις πρόλαβε να μανταλώσει την
εἶχε τρέξει διὰ νὰ κρυφθῆ, καὶ μόλις ἐπρόφθασε νὰ πόρτα. Αλλά η σανίδα ήταν σχεδόν σάπια, και άσχημα
μανδαλώση τὴν θύραν. Ἀλλ' ἡ σανὶς ἧτο ὑπόσαθρος, τοποθετημένη, μιας και ο Μώρος δεν είχε αγαπήσει τις
κακῶς προσαρμοζομένη, καὶ ὁ Μῶρος δὲν εἶχεν ἀγαπήσει ειρηνικές τέχνες για να φροντίσει να την διορθώσει. Εκείνοι
τὰς εἰρηνικᾶς τέχνας διὰ νὰ φροντίση νὰ τὴν διόρθωση. έσπασαν τον μικρό σύρτη και μπήκαν μέσα..
Ἐκεῖνοι ἔσπασαν τὸν μικρὸν σύρτην καὶ εἰσῆλθον..
Ὁ Μοῦρος ταχὺς ὡς αἴλουρος ἀνερριχήθη εἰς τὴν Ο Μούρος γρήγορος σαν αίλουρος σκαρφάλωσε στην
κλαβανήν, εἰς τὸ πάτωμα. Ἡ κλαβανὴ ἧτο σιμὰ εἰς τὸν γκλαβανή, στο πάτωμα. Η γκλαβανή ήταν κοντά στον βόρειο
βόρειον τοῖχον, ὁ δὲ βόρειος τοῖχος ἧτο ἐν μέρει τοίχο, κι ο βόρειος τοίχος ήταν εν μέρει θεμελιωμένος στον
θεμελιωμένος εἰς τὸν βράχον, ὁ βράχος ἐξεῖχε, καὶ παρεῖχε βράχο, ο βράχος εξείχε, και έδινε πάτημα στα γρήγορα πόδια
πάτημα εἰς τοὺς πόδας τοῦ Μώρου τοὺς γοργούς, καὶ του Μώρου, μιας και είχε σκάψει ο ίδιος κατά καιρούς, κι
ἀλλὰς ἐσοχᾶς ἐπὶ τοῦ τοίχου εἶχε σκάψει ὁ ἴδιος κατὰ άλλες εσοχές στον τοίχο μονάχα με τα πόδια του. Επειδή
καιρούς, διὰ μόνων τῶν ποδῶν του. Ἐπειδὴ φαίνεται ὅτι φαίνεται ότι συνήθιζε πολύ συχνά το είδος τούτο της
συνήθιζε πολὺ συχνὰ τὸ εἶδος τοῦτο τῆς γυμναστικῆς.. γυμναστικής..
Ἡ σανὶς τῆς καταρρακτὴς ἧτο κλειστή. Ὁ Μωρὸς τὴν Η σανίδα της καταπακτής ήταν κλειστή. Ο Μούρος την
ἤνοιξε μὲ ἕνα κτύπον τῆς κεφαλῆς του καὶ μὲ μίαν άνοιξε με ένα χτύπημα του κεφαλιού του και με μια
προσπάθειαν τοῦ ἀριστεροῦ τοῦ βραχίονος. Εἴτα ὡς ὁ προσπάθεια του αριστερού του βραχίονα. Έπειτα, σαν
κολυμβητής, ὁ ἀναδυόμενος ἐκ τοῦ κύματος, ἐπήδησεν κολυμβητής που αναδύεται από το κύμα, πήδηξε πάνω στο
ἐπάνω εἰς τὸ πάτωμα, ἔκλεισε μετὰ κρότου τὴν κλαβανήν, πάτωμα, έκλεισε με κρότο την κλαβανή, και φάνηκε ότι έβαλε
κ' ἐφάνη ὅτι ἔθεσεν ἐν βάρος, ἴσως μικρὰν τινὰ κασσέλαν, ένα βάρος, ίσως μια μικρή κασέλα, πάνω στη σανίδα..
ἐπὶ τῆς σανίδας..
Οἱ δυὸ χωροφύλακες, ἐν ὀργῇ καὶ μὲ πολλὰς Οι δύο χωροφύλακες, με οργή και με πολλές βρισιές,
βλασφημίας, ἤρχισαν νὰ ψάχνουν εἰς τὸ ἰσόγειον. άρχισαν να ψάχνουν στο ισόγειο. Κατάσχεσαν όσα μαχαίρια
Κατέσχον ὅσα μαχαίρια καὶ κουμπούρια εὗρον ἐκεῖ, ὅπως και κουμπούρια βρήκαν εκεί, όπως και τον τροχό, και δύο
καὶ τὸν τροχόν, καὶ δυὸ ἀλλὰς μικρὰς ἀκόνας καὶ άλλα μικρά ακονιστήρια και ετοιμάζονταν να βγουν, μπορεί
ἡτοιμάζοντο νὰ ἐξέλθουν ἴσως διὰ νὰ φύγουν, ἴσως καὶ διὰ και για να φύγουν, μπορεί και για να ανέβουν πάνω στο
ν' ἀνέλθουν ἐπάνω εἰς τὴν οἰκίαν.. σπίτι..
Ὁ Μοῦτρος ἢ Μοῦρτος, ἐπάνω στὸ πάτωμα, ἤτον Ο Μούρος, πάνω στο πάτωμα, ήταν γεμάτος οργή,
πλήρης ὀργῆς, μεθύων ἀκόμη, καὶ ἀφρισμένος. Ἐφύσα ἀπὸ μεθυσμένος ακόμη, και αφηνιασμένος. Φυσούσε από μανία
μανίαν καὶ λύσσαν. Ἐκεῖ ἐπάνω εὑρέθη μόνη ἡ ἀδελφή του και λύσσα. Εκεί επάνω βρήκε μόνη την αδερφή του την
ἡ Ἀμέρσα, παιδίσκη δεκαεπτὰ ἐτῶν τότε, ἥτις ἐτρόμαξεν Αμέρσα, κορίτσι δεκαεπτά ετών τότε, η οποία φοβήθηκε όταν
ἅμα τὸν εἶδε ν' ἀναρριχᾶται εἰς τὴν κλαβανὴν μὲ τοιοῦτον τον είδε να ανεβαίνει στην κλαβανή με τέτοιον παράξενο
ἀλλόκοτον τρόπον. Εἶχεν ἀκούσει κάτω τὰ βήματα καὶ τὰς τρόπο. Είχε ακούσει κάτω τα βήματα και τις βρισιές των δύο
βλασφημίας τῶν δυὸ χωροφυλάκων. Ἔκυψεν εἰς μικρὰν χωροφυλάκων. Έσκυψε σε μια μικρή σχισμάδα, μεταξύ δύο
σχισμάδα, μεταξὺ δυὸ σανίδων του κακῶς ἡρμοσμένου σανίδων του κακοφτιαγμένου πατώματος, ή σε κάποιον κενό,
πατώματος, ἢ εἰς ἕνα ρόζον μιᾶς σανίδος, χάσκοντα, κενόν, ανοιχτό ρόζο μιας σανίδας, και είδε κάτω τους δύο
καὶ εἶδε κάτω τοὺς δυὸ ἀνθρώπους τῆς ἐξουσίας, εἰς τὸ ανθρώπους της εξουσίας, στο φως που έμπαινε από την πόρτα
φῶς τὸ εἰσδύον διὰ τῆς θύρας τοῦ κατωγείου, τὴν ὁποίαν του κατωγιού, που είχαν ανοίξει εκείνοι..
εἶχον ἀνοίξει ἐκεῖνοι..
- Μωρή! σ' ἔφαγα. τώρα θὰ πιω τὸ αἷμα σου! ἔκραξεν ὁ — Μωρή! Σε έφαγα. Τώρα θα πιω το αίμα σου! φώναξε ο
Μοῦτρος, μὴ ἔχων ποὺ ἀλλοῦ νὰ ξεθυμάνη καὶ ἀπειλῶν Μούρος, αφού δεν είχε που αλλού να ξεθυμάνει και
ἄνευ αἰτίας τὴν ἀδελφήν του.. απειλώντας δίχως αιτία την αδερφή του..
- Σιώπα!.σιώπα! ἐψιθύρησεν ἡ Ἀμέρσα. Πῶ πῶ, Θεέ μου! — Σώπα!. Σώπα! ψιθύρισε η Αμέρσα. Ω Θεέ μου! Δύο
Δυὸ «ταχτικοί»! κάτω στὸ κατώι. ψάχνουν. ψάχνουν. Τί «ταχτικοί»! κάτω στο κατώι. ψάχνουν. ψάχνουν. Τι
γυρεύουν;. γυρεύουν;.
Ἔβλεπε τοὺς δυὸ χωροφύλακας ν' ἀποκομίζουν τὰ Έβλεπε τους δύο χωροφύλακες να απομακρύνουν τα
μικρά, ἄξεστα ὅπλα, τὰ ἔργα τοῦ ἀδελφοῦ της, ὡς καὶ τὸν μικρά, άξεστα όπλα, τα έργα του αδελφού της, καθώς και τον
τροχὸν καὶ τὰς ἀκόνας. Εἴτα αἴφνης τοὺς εἶδε νὰ κύπτουν τροχό και τα ακονιστήρια. Έπειτα ξαφνικά τους είδε να
πρὸς τὴν γωνίαν, ὅπου ἵστατο ὁ ὑφαντικὸς ἱστὸς τὴν σκύβουν προς τη γωνία, όπου βρισκόταν ο αργαλειός της
μητρός της, καὶ εἶδε τὸν ἕναν χωροφύλακα νὰ λαμβάνη εἰς μητέρας της, και είδε τον έναν χωροφύλακα να παίρνει στα
τὰς χείρας του τὴν σαΐτταν ἢ κερκίδα, ἥτις θὰ τοῦ ἐφάνη χέρια του τη σαΐτα ή κερκίδα, η οποία θα του φαινόταν ίσως
ἴσως καὶ αὐτὴ ὡς ὅπλον - ἀφοῦ μάλιστα καλεῖται καὶ και αυτή ως όπλο - αφού μάλιστα τη λένε και σαΐτα. Ο άλλος
σαΐττα. Ὁ ἄλλος ἐδοκίμασε ν' ἀποσπάση ἀπὸ τὸν ἐργαλεῖον προσπάθησε να αποσπάσει από το εργαλείο το «αντί», το
τὸ ἀντίον, τὸ μέγα κυλινδροειδὲς ξύλον, περὶ τὸ ὁποῖον μεγάλο κυλινδρικό ξύλο, γύρω από το οποίο τυλίγεται το
τυλίγεται τὸ νεοΰφαντον πανίον. ἴσως δὲν εἶχεν ἰδεῖ νεοΰφαντο πανί. Ίσως δεν είχε δει παρόμοιο πράγμα στη ζωή
παρόμοιον πράγμα εἰς τὴν ζωήν του, κ' ἐφαντάζετο ὅτι καὶ του, και φανταζόταν ότι και αυτό ίσως θα μπορούσε να
αὐτὸ ἴσως θὰ ἧτο καλὸν διὰ νὰ χρησιμεύση ὡς ὅπλον.. χρησιμοποιηθεί ως όπλο..
Ἡ Ἀμέρσα, ἰδοῦσα ἀφῆκε κραυγὴν πεπνιγμένην. Η Αμέρσα, μόλις το είδε, άφησε μια πνιγμένη κραυγή.
Ἠθέλησε νὰ φωνάξη ν' ἀφήσουν το ἀντὶ καὶ τὴν σαγίττα, Ήθελε να φωνάξει να αφήσουν το «αντί» και τη «σαΐτα»,
ἀλλ' ὁ ἦχος ἐξέπνευσεν εἰς τὸ στόμα της.. αλλά ο ήχος χάθηκε στο στόμα της..
- Σκάσε, μωρή! ἔγρυξεν ὁ Μοῦρτος. Τί λογιάζεις; Τί — Σκάσε, μωρή! φώναξε ο Μούρτος. Τι λογιάζεις; Τι
γλέπεις καὶ γελᾶς;. βλέπεις και γελάς;.
Ὁ Μοῦρτος, ἐν τῇ μέθῃ του, εἶχεν ἐκλάβει ὡς γέλωτα τὴν Ο Μούρτος, στο μεθύσι του, νόμισε ότι η άναρθρη εκείνη
ἄναρθρον ἐκείνην κραυγὴν τῆς ἀδελφῆς του.. κραυγή της αδελφής του ήταν γέλιο..
Μετ' ὀλίγα λεπτά, οἱ δυὸ χωροφύλακες, ἀφοῦ ἔρριψαν Μετά από λίγα λεπτά, οι δύο χωροφύλακες, αφού έριξαν
τελευταῖον βλέμμα πρὸς τὴν κλαβανὴν -τὴν ὁποίαν εἶχον ένα τελευταίο βλέμμα προς την κλαβανή - την οποία είχαν δει
ἰδεῖ νὰ κλείεται ἀκριβῶς καθ' ἢν στιγμὴν εἰσήρχοντο εἰς τὸ να κλείνει ακριβώς τη στιγμή που μπήκαν στο ισόγειο –
ἰσόγειον- ἐξῆλθον. Ἡ Ἀμέρσα ἀνεσηκώθη. Τῆς ἐφάνη ὅτι βγήκαν έξω. Η Αμέρσα σηκώθηκε. Της φάνηκε ότι άκουσε
ἤκουσε τριγμὸν εἰς τὸ κάτω σκαλοπάτι τῆς ἐξωτερικῆς τρίξιμο στο κάτω σκαλοπάτι της εξωτερικής σκάλας, η οποία
σκάλας, ἥτις ἧτο ξυλίνη, σκεπαστὴ ὑπὸ τὸ εὐρύχωρον ήταν ξύλινη, σκεπασμένη κάτω από το ευρύχωρο χαγιάτι, το
χαγιάτι, τὸ ὑπόστεγον. Ἔτρεξε πρὸς τὴν θύραν.. υπόστεγο. Έτρεξε προς την πόρτα..
Ἐφαντάσθη ὅτι οἱ δυὸ «ταχτικοί», ὅπως τοὺς ὠνόμαζεν, Φαντάστηκε ότι οι δύο «ταχτικοί», όπως τους ονόμαζαν,
ἀνέβαινον τὴν σκάλαν, καὶ ἴσως θὰ παρεβίαζον καὶ τὴν ανέβαιναν τη σκάλα, και ίσως θα παραβίαζαν και την πόρτα
θύραν τῆς οἰκίας. Ἔκυψεν εἰς τὴν κλειδότρυπαν, κ' του σπιτιού. Κάθισε στην κλειδαρότρυπα, και προσπάθησε να
ἐπροσπάθει νὰ ἵδη κ' ἐννοήση τὰ συμβαίνοντα διὰ τῆς δει και να καταλάβει τι γινόταν μέσω της μικρής τρύπας,
μικρᾶς ὀπῆς, ἐπειδὴ τὸ μόνον παράθυρον τῆς προσόψεως επειδή το μόνο παράθυρο της πρόσοψης ήταν κλειστό, και
ἧτο κλεισμένον, καὶ δὲν εἶχεν ἄλλο μέσον διὰ νὰ ἵδη.. δεν είχε άλλο μέσο για να δει..
Ὁ Μοῦρος βλέπων τὴν Ἀμέρσα νὰ τρέχη πρὸς τὴν Ο Μούρος βλέποντας την Αμέρσα να τρέχει προς την
θύραν, ἐφαντάσθη, ἐν τῶν παραλογισμῶ τῆς μέθης του, ὅτι πόρτα, φαντάστηκε, μες τον παραλογισμό του μεθυσιού του,
ἡ ἀδελφὴ τοῦ ἤθελε ν' ἀνοίξη τὴν θύραν καὶ τὸν παραδώση ότι η αδελφή του ήθελε να ανοίξει την πόρτα και να τον
εἰς τοὺς χωροφύλακας. Τότε, τυφλὸς ἐκ μανίας, ἔσυρεν παραδώσει στους χωροφύλακες. Τότε, τυφλός από μανία,
ὄπισθεν, ἀπὸ τὰ νῶτα τῆς ὀσφύος του, τροχισμένην έσυρε από πίσω, από τα πισω μέρος της μέσης του, το
μάχαιραν τὴν ὁποίαν εἶχε, καὶ ὁρμήσας ἐκτύπησε τὴν τροχισμένο μαχαίρι που είχε μαζί του και ορμώντας χτύπησε
ἀδελφήν του εἰς τὸ πλευρὸν ὄπισθεν, κατὰ τὴν δεξιὰν την αδελφή του στο πλευρό πίσω, κατά τη δεξιά μασχάλη..
μασχάλην..
Αἰσθανθείσα τὸν ψυχρὸν σίδηρον, ἡ Ἀμέρσα ἀφῆκε Αισθανόμενη τον κρύο σίδηρο, η Αμέρσα άφησε μια
σπαρακτικὴν κραυγήν.. σπαραχτική κραυγή..
Οἱ δυὸ χωροφύλακες δὲν εἶχον ἀκόμη ἀπομακρυνθῆ, Οι δύο χωροφύλακες δεν είχαν ακόμη απομακρυνθεί, αλλά
ἀλλ' εἶχαν κοντοσταθῆ ἔξω τῆς θύρας τοῦ ἰσογείου, ὡς νὰ είχαν κοντοσταθεί έξω από την πόρτα του ισογείου, σαν να
ἐσυμβουλεύοντο τί νὰ κάμουν. Ἤκουσαν τὴν κραυγὴν συζητούσαν τι να κάνουν. Άκουσαν την κραυγή εκείνη του
ἐκείνην τοῦ τρόμου, ἐκοίταξαν ἐπάνω, κ' ἔτρεξαν.. τρόμου, κοίταξαν επάνω, και έτρεξαν..
Τότε ἀνέβησαν μετὰ κρότου τὴν σκάλαν κ' ἔφθασαν εἰς Τότε ανέβηκαν με θόρυβο τη σκάλα και έφτασαν στο
τὸ χαγιάτι. Ἔσεισαν βιαίως τὴν θύραν.. χαγιάτι. Κούνησαν δυνατά την πόρτα..
- Ἐν ὀνόματι τοῦ Νόμου! Ἀνοίξατε!. — Εν ονόματι του Νόμου! Ανοίξτε!.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἦλθεν εἰς τὸν ἕνα τῶν Την στιγμή εκείνη ήρθε σε έναν από τους χωροφύλακες η
χωροφυλάκων ἡ ὑπόνοια ὅτι ὁ ἔνοχος θὰ ἠδύνατο ἴσως νὰ υποψία ότι ο ένοχος θα μπορούσε ίσως να δραπετεύσει μέσω
δραπετεύση διὰ τῆς καταρρακτὴς καὶ τοῦ ἰσογείου. της καταπακτής και του ισογείου. Γυρνώντας στον δεύτερο
Στραφεὶς εἰς τὸν δεύτερον χωροφύλακα τοῦ λέγει.. χωροφύλακα του λέει..
- Ἔχε τὸ νοῦ σου, σῦ! Μή μας τὸ στρίψη ἀπὸ κατ' ἀπ' τὸ — Έχε το νου σου, συ! Μη μας το στρίψει από κάτω από
καταχυτό, ἀπ' τὴν καταρρήχωση!.Κ' ὕστερις ποῦ νὰ τὸν το καταχυτό, από την καταρρήχωση!.Και ύστερα πού να τον
χαλεύουμε;. ψάχνουμε;.
- Τί κρένεις; εἶπεν ὁ δεύτερος, μὴ ἐννοήσας ἀμέσως.. — Τι λες; είπεν ο δεύτερος, μη καταλαβαίνοντας αμέσως..
- Αὐτὸ πού σου κρένω! ἐπέμενεν ὁ πρῶτος. Κᾶμε κεῖνο — Αυτό που σου λέω! επέμενε ο πρώτος. Κάνε κείνο που σε
ποὺ σὲ χουιάζουνε!. χουγιάζουνε!.
Ὁ δεύτερος χωροφύλαξ, καίτοι νωθρὸς ὀλίγον, ἔτρεξε Ο δεύτερος χωροφύλακας, αν και κάπως νωθρός, έτρεξε
κάτω ὅσον ταχύτερα ἠμπόρεσε, διὰ νὰ κλείση τὴν θύραν κάτω όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να κλείσει την πόρτα
τοῦ ἰσογείου, ἢ διὰ νὰ παραμονεύση. Ἀλλ' ἤτον ἤδη ἀργά. του ισογείου, ή για να παραμείνει εκεί. Αλλά ήταν ήδη αργά.
Ὁ Μοῦρος ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε ἀνοίξει τὴν κλαβανήν, Ο Μούρος εν τω μεταξύ είχε ανοίξει την γκλαβανή,
ἀποσύρας τὴν μικρὰν κασσέλαν τὴν ὁποίαν εἶχε βάλει τραβώντας την μικρή κασέλα που είχε βάλει επάνω της, και
ἐπάνω της, καὶ εἶχε πηδήσει κάτω. Ἤτον ὑπὲρ τὰ δυὸ είχε πηδήξει κάτω. Ήταν πάνω από δύο μέτρα το ύψος, αλλά
μέτρα τὸ ὕψος, ἀλλ' ὁ Μοῦρος ἤτον ἐλαφρός, εὐκίνητος, ο Μούρος ήταν ελαφρύς, ευκίνητος, και κάτω το έδαφος ήταν
κάτω δὲ τὸ ἔδαφος ἧτο στρωμένον μὲ πελεκούδια καὶ στρωμένο με πελεκούδια και πριονίδια, και στάθηκε όρθιος
πριονίδια, κ' ἔφθασε κάτω ὄρθιος καὶ ἀβλαβής.. και αβλαβής..
Τρέχων ὡς ἄνεμος, ἀνέτρεψε τὸν χωροφύλακα, ὅστις Τρέχοντας σαν άνεμος, αναποδογύρισε τον χωροφύλακα, ο
ἔπεσε βαρὺς ἔμπροσθεν τῆς ἐξωτερικῆς σκάλας, κ' ἔφυγεν, οποίος έπεσε βαρύς μπροστά από την εξωτερική σκάλα, και
ὁ Μοῦρτος, ὡς ἀστραπή. Ἔτρεξεν ἐπάνω εἰς τὰ Κοτρώνια, έφυγε, ο Μούρος, σαν αστραπή. Έτρεξε επάνω στα
εἰς τὴν κατοικίαν τῶν γλαυκῶν. Ἧτο βραχώδης λόφος Κοτρώνια, εκεί που ζουν οι κουκουβάγιες. Ήταν ένας λόφος
ὑψούμενος ὑπεράνω, ἐκ τῶν νώτων τῆς οἰκίας, ὅπου όλο βράχια που υψώνονταν πάνω από το πίσω μέρος του
ἤξευρεν ὅλα τὰ «κατατόπια» ὁ Μοῦρτος. Οὔτε κατώρθωσέ σπιτιού, όπου ήξερε όλα τα «κατατόπια» ο Μούρος. Ούτε
τις ποτέ, χωροφύλαξ ἢ ἄλλος νὰ τὸν συλλαβή.. κατόρθωσε ποτέ, χωροφύλακας ή άλλος να τον συλλάβει..
Τὴν ὥραν ποὺ εἶχε πηδήσει ὁ Μοῦτρος ἀπὸ τὴν Την ώρα που είχε πηδήξει ο Μούτρος από την καταπακτή,
καταρράκτην, παραδόξως εἶχεν ἐνθυμηθῆ -ἴσως διότι εἶχε παραδόξως είχε θυμηθεί –ίσως επειδή είχε ξεμεθύσει ήδη από
ξεμεθύσει ἤδη ἀπὸ τὰ συμβάντα, ἢ εἶχε «ξεμουστώσει» τα συμβάντα, ή είχε «ξεμουστώσει» όπως θα έλεγε ο ίδιος–
ὅπως θὰ ἔλεγεν ὁ ἴδιος- εἶχεν ἐνθυμηθῆ, λέγω, ὅτι ἀφοῦ είχε θυμηθεί, λέω, ότι αφού μαχαίρωσε την αδελφή του, το
ἐμαχαίρωσε τὴν ἀδελφήν του, ἡ μάχαιρα τοῦ ἔπεσε ἀπὸ τὴν μαχαίρι του έπεσε από την χέρι, και κείτονταν στο πάτωμα.
χείρα, καὶ ἔκειτο εἰς τὸ πάτωμα. Τοῦτο συνέβη ἴσως διότι Αυτό συνέβη ίσως διότι του είχαν έρθει τύψεις και φόβος, την
τοῦ εἶχον ἔλθει τύψεις καὶ φόβος, τὴν στιγμὴν ἐκείνην - διὸ στιγμή εκείνη –και έτσι είχε αγγίξει με την λεπίδα την σάρκα
καὶ ἐπιπολὴς μόνον εἶχε θίξει μὲ τὴν λεπίδα τὴν σάρκα τῆς της αδελφής του μόνο επιπόλαια..
ἀδελφῆς του..
Καθὼς τοῦ ἦλθεν ἡ ἰδέα νὰ φύγη, κ' ἔτρεξε ν' ἀνοίξη τὴν Καθώς του ήρθε η ιδέα να φύγει, και έτρεξε να ανοίξει την
κλαβανήν, ἐπειδὴ ἐνόησε πλέον ὅτι οἱ χωροφύλακες κλαβανή, επειδή κατάλαβε πλέον ότι οι χωροφύλακες
ἀνέβαινον εἰς τὸ πάτωμα, μὴ ἔχων καιρὸν νὰ ἐπανέλθη ανέβαιναν στο πάτωμα, μη έχοντας χρόνο να επιστρέψει προς
πρὸς τὸ μέρος τῆς θύρας, διὰ νὰ κύψη καὶ νὰ ἀναλάβη τὴν το μέρος της πόρτας, για να σκύψει και να πάρει το μαχαίρι,
μάχαιραν, ἕτοιμος νὰ πηδήση κάτω, ἐφώναξε πρὸς τὴν έτοιμος να πηδήξει κάτω, φώναξε προς την αδελφή του:.
ἀδελφήν του:.
- Τὸ «χαμπέρ'», μωρή!. Κοίταξε νὰ κρύψης ἐκεῖνο τὸ — Το «χαμπέρ'», μωρή!. Κοίταξε να κρύψεις εκείνο το
«χαμπέρι»!. «χαμπέρι»!.
Τὴν ἔκφρασιν ταύτην ἐπροτίμησε, διὰ νὰ μὴ ἀκούσουν Προτίμησε αυτή την έκφραση, για να μην ακούσουν οι
οἱ χωροφύλακες τὸ ὀμοιοτέλευτον «μαχαίρι». Κατὰ τὴν χωροφύλακες τη λέξη «μαχαίρι» που έχει την ίδια κατάληξη.
φοβερὰν στιγμήν, πταίστης καὶ ἔνοχος, ἐπεκαλεῖτο τὴν Εκείνη τη φοβερή στιγμή, φταίχτης και ένοχος, επικαλέστηκε
φιλοστοργίαν τῆς ἀδελφῆς του γιὰ νὰ τὸν σώση, καθότι την φιλοστοργία της αδελφής του για να τον σώσει, καθότι
εἶχε πεποίθησιν εἰς αὐτήν. Ἡ μάχαιρα θὰ ἧτο αἰματωμένη, της είχε εμπιστοσύνη. Το μαχαίρι θα ήταν ματωμένο, και θα
καὶ θὰ ἔβλεπον τὸ αἷμα οἱ διῶκται. Καὶ συνιστῶν τὴν έβλεπαν το αίμα οι διώκτες του. Έτσι λέγοντάς της να κρύψει
ἀπόκρυψιν τοῦ ὀργάνου, ἤλπιζε τὴν ἀπόκρυψιν τοῦ το όργανο, έλπιζε να αποκρύψει και το έγκλημα..
ἐγκλήματος..
Τῷ ὄντι ἡ Ἀμέρσα, ἐνῶ τὸ αἷμα ἔρρεεν ἤδη ἐκ τῆς Πράγματι η Αμέρσα, κι ενώ το αίμα έτρεχε ήδη από την
πληγῆς της, βλέπουσα ὅτι ἐξ ἅπαντος θὰ παρεβιάζετο ἡ πληγή της, βλέποντας ότι σίγουρα πια θα παραβιάζονταν η
θύρα, ἐκ παλαιὰς λεπτῆς σανίδος, μ' ἐσκωριασμένους πόρτα, που ήταν φτιαγμένη από μια παλιά λεπτή σανίδα με
σύρτας καὶ μάνδαλα, σχεδὸν λιποθυμοῦσα ἤδη, ἔκυψε καὶ σκουριασμένους σύρτες και μάνταλα, σχεδόν λιποθυμώντας
ἀνέλαβε τὴν μάχαιραν. Εἴτα ἐσύρθη μέχρι τῆς γωνίας ὅπου ήδη, έσκυψε και πήρε το μαχαίρι. Μετά σύρθηκε μέχρι τη
ἧτο μικρὰ τέμπλα, ἤτοι σωρὸς ἐκ διπλωμένων σινδόνων, γωνία όπου ήταν μια μικρή τέμπλα, δηλαδή ένας σωρός
προσκέφαλων καὶ στρωμνῶν.. διπλωμένων σεντονιών, προσκέφαλων και στρωμάτων..
Ἔκρυψε τὴν αἰματωμένην μάχαιραν κάτωθεν ὅλου Έκρυψε το ματωμένο μαχαίρι κάτω από όλον αυτό το
αὐτοῦ τοῦ σωροῦ τῶν ὀθονίων, ἐτυλίχθη αὐτὴ μὲ παλαιόν, σωρό των ρούχων τυλίχτηκε η ίδια με ένα παλιό, μπαλωμένο
ἐμβαλωμένον, ἀλλὰ καθαρὸν πάπλωμα, κ' ἐκάθισεν ἀπάνω αλλά καθαρό πάπλωμα και κάθισε πάνω στο χαμηλό σωρό
εἰς τὸν χαμηλὸν σωρόν, ὅστις ἐβυθίσθη ἀκόμη χαμηλότερα. που βυθίστηκε ακόμα χαμηλότερα. Έφερε το αριστερό χέρι
Ἔφερε τὴν ἀριστερὰν χείρα εἰς τὴν μασχάλην της, κ' στην μασχάλη της, και προσπάθησε να σταματήσει το αίμα.
ἐπροσπάθει νὰ σταματήση τὸ αἷμα. Παραδόξως δὲν εἶχε Κατά περίεργο τρόπο δεν είχε δειλιάσει όταν είχε δει το αίμα,
δειλιάσει ὅταν εἶχεν ἰδεῖ τὸ αἷμα, ἂν καὶ πρώτην φορὰν τῆς αν και πρώτη φοράν της συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όλο αυτό της
συνέβαινε τὸ πάθημα. Τὸ ὅλον τῆς ἐφαίνετο ὡς ὄνειρον. φαίνονταν σαν όνειρο. Μόνο έσφιγγε τα δόντια κι απορούσε
Μόνον ἔσφιγγε τοὺς ὀδόντας καὶ ἠπόρει πὼς δὲν ἠσθάνετο πώς δεν αισθάνονταν ακόμη πόνο. Λίγα δευτερόλεπτα όμως
ἀκόμη πόνον. Ἀλλὰ μετ' ὀλίγα δευτερόλεπτα, ἠσθάνθη αργότερα αισθάνθηκε έναν οξύ πόνο..
ὀξείαν ἀλγηδόνα..
Τὴν ἰδίαν στιγμήν, ἡ θύρα ἐβυθίσθη πρὸς τὰ ἔσω. Ὁ εἰς Την ίδια στιγμή, η πόρτα άνοιξε με βία. Ο ένας
χωροφύλαξ εἰσεπήδησε μετὰ κρότου εἰς τὸ πάτωμα.. χωροφύλακας όρμησε στο πάτωμα με κρότο..
Ἡ Ἀμέρσα δὲν ἀνεσήκωσε τὴν κεφαλήν, ἔκυπτε, καὶ ἧτο Η Αμέρσα δεν σήκωσε το κεφάλι της, ήταν σκυμμένη και
τυλιγμένη ἕως τὴν μύτην εἰς τὸ πάπλωμα.. τυλιγμένη μέχρι τη μύτη της με το πάπλωμα..
- Ποῦ εἴν' αὐτός, ὁ σκιάς; ἔκραξεν ἀπειλητικῶς ὁ "Πού είναι αυτός ο κακούργος;" φώναξε απειλητικά ο
χωροφύλαξ.. χωροφύλακας..
Ἡ Ἀμέρσα δὲν ἀπήντησεν.. Η Αμέρσα δεν απάντησε..
Ὁ στρατιωτικός, ὅστις δὲν εἶχεν ἀντιληφθῆ οὔτε τὴν Ο στρατιώτης, ο οποίος δεν είχε αντιληφθεί ούτε την φυγή
φυγὴν τοῦ Μούρου, οὔτε τὴν ἀνατροπὴν καὶ πτώσιν τοῦ του Μούρου, ούτε την ανατροπή και πτώση του συντρόφου
ἰδίου συστρατιώτου του, ἴσως διότι ἡ στιγμὴ ἐκείνη του, ίσως επειδή η στιγμή εκείνη συνέπεσε ακριβώς με την
συνέπεσεν ἀκριβῶς μὲ τὴν παραβίασιν τῆς θύρας, καὶ ὁ εἰς παραβίαση της πόρτας, και ο ένας θόρυβος έπνιγε και έσβηνε
κρότος ἔπνιγε καὶ ἐβώβαινε τὸν ἄλλον, ἐξήτασεν ὅλον τὸν τον άλλον, εξερεύνησε ολόκληρο το χώρο όπου βρισκόταν η
πρόδομον ὅπου εὑρίσκετο ἡ Ἀμέρσα, εἴτα μετέβη δρομαίως Αμέρσα, στη συνέχεια μπήκε γρήγορα στο χειμωνιάτικο
εἰς τὸν χειμερινὸν θάλαμον, εἴτα εἰς τὸν θαλαμίσκον. δωμάτιο, και στη συνέχεια στο υπνοδωμάτιο. Δεν βρήκε
Κανένα δὲν εὗρε. Μόνον ἡ κλαβανὴ ἤτον ἀνοικτή.. κανέναν. Μόνο η γκλαβανή ήταν ανοιχτή..
Μετὰ μίαν στιγμήν, ἀνήρχετο καὶ ὁ δεύτερος ὁμόσκηνός Μετά από μια στιγμή, ανέβηκε και ο δεύτερος σύντροφός
του.. του..
- Τὸ 'στριψε;. — Το 'στριψε;.
- Τόδωκε ἀπ' τὴν καταρρήχωση, χάμου.. — Τόδωκε απ' την καταρρήχωση, χάμου..
- Καὶ τὸν ἐχούιαξες;. Δὲν τὸν ἐπρόκαμες;. — Και τον εχούγιαξες;. Δεν τον επρόκαμες;.
- Ἔφαγα κατραπακιά!. Ἅ! μὰ φευγάλα. Ἑφτά μίλια τὴν — Έφαγα κατραπακιά!. Α! μα φευγάλα. Εφτά μίλια την
ὥρα!.. ώρα!..
- Ἄχ! ἔκαμεν ὁ πρῶτος χωροφύλαξ, κάμπτων τὸν "Αχ!" έκανε ο πρώτος χωροφύλακας, λυγίζοντας τον
λιχανὸν τῆς δεξιᾶς χειρός, καὶ φέρων αὐτὸν εἰς τὸ στόμα, δείκτη του δεξιού χεριού και φέρνοντάς τον στο στόμα σαν
ὡς διὰ νὰ τὸν δαγκάση, μετὰ σείσματος βιαίου τῆς για να τον δαγκώσει, με βίαιο κούνημα του κεφαλιού του.
κεφαλῆς. Μᾶς πρέπει γιὰ νά μας τὰ ξηλώσουνε!. Μας πρέπει για να μας τα ξηλώσουνε!".
Ὁ δεύτερος χωροφύλαξ, θέλων νὰ κάμη τὸν αὐστηρόν, Ο δεύτερος χωροφύλακας, θέλοντας να κάνει τον αυστηρό,
ἀπέτεινε τὸν λόγον πρὸς τὴν κόρην:. απευθύνθηκε στη κόρη:.
- Γιὰ ποῦ τὸ 'βαλε ὁ ἀδερφός σου, μωρή; τῆς εἶπεν.. — Για πού το 'βαλε ο αδερφός σου, μωρή; της είπε..
Ἡ Ἀμέρσα δὲν ἀπήντησε. Πλὴν μέσα της μὲ ἀκουσίαν Η Αμέρσα δεν απάντησε. Αλλά μέσα της με ασυναίσθητη
εἰρωνείαν ἴσως θὰ ἐψιθύρισε μὲ ὅλον τὸν δεινὸν πόνον καὶ ειρωνεία ίσως θα ψιθύρισε με όλον τον αβάσταχτο πόνο και
τὴν ἀγωνίαν ἢν ἠσθάνετο: «Ἐσὺ ξέρεις».. την αγωνία που αισθανόταν: «Εσύ ξέρεις»..
- Τί κάθεσαι αὐτοῦ, κορίτσι μου; εἶπεν ὁ ἠμερώτερος ὁ — Τι κάθεσαι αυτού, κορίτσι μου; είπε ο πιο ήρεμος ο
πρῶτος χωροφύλαξ. Μὴ σ' ἐχτύπησε, τίποτα;. πρώτος χωροφύλακας. Μη σε χτύπησε, τίποτα;.
Ἡ Ἀμέρσα ἀνένευσε.. Η Αμέρσα κούνησε αρνητικά το κεφάλι..
- Τ' εἶχε καὶ σ' ἐχάλευε;. Γύρευε νὰ σὲ μαχαιρώση;. — Τ' είχε και σε γύρευε;. Ήθελε να σε μαχαιρώσει;.
- Γιατί φώναξες; προσέθηκεν ὁ δεύτερος.. — Γιατί φώναξες; πρόσθεσε ο δεύτερος..
Ἡ Ἀμέρσα ἀπήντησεν εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ πρώτου Η Αμέρσα απάντησε στην ερώτηση του πρώτου
χωροφύλακος:. χωροφύλακα:.
- Ὄχι!. — Όχι!.
- Ἀλήθεια, μὴ σ' ἐμαχαίρωσε; ἐπέμενεν ὁ ἄνθρωπος.. — Αλήθεια, μη σε μαχαίρωσε; επέμενε ο άνθρωπος..
Ἡ Ἀμέρσα μὲ φυσικὴν ἐπιφώνησιν, εἶπεν:. Η Αμέρσα με φυσική επιφώνηση, είπε:.
- Ὁ ἀδελφός μου, θελᾶ μὲ μαχαιρώση!. — Ο αδερφός μου, να θέλει να με μαχαιρώσει!.
- Γιατί κάθεσ' αὐτοῦ, τί ἔχεις; Εἶσαι ἄρρωστη;. — Γιατί κάθεσαι αυτού, τι έχεις; Είσαι άρρωστη;.
- Ἔχω θέρμη!. — Έχω πυρετό!.
Ἡ Ἀμέρσα δὲν εἶχεν συλλογιστὴ ὅτι τὸ πάτωμα, ἢ καὶ ἡ Η Αμέρσα δεν είχε σκεφτεί ότι το πάτωμα, ή και η ψάθα,
ψάθα, θὰ εἶχαν ἴσως κηλιδωθῆ μὲ αἷμα. Ἤδη εἶχε δύσει ὁ θα είχαν ίσως λερωθεί με αίμα. Ήδη είχε δύσει ο ήλιος, και
ἥλιος, καὶ ἧτο ἀμφιλύκη ἐντὸς τῆς οἰκίας. Ἐκτὸς τούτου τὸ μες το σπίτι είχε μισοσκόταδο. Κι εκτός από αυτό, το μέρος
μέρος ὅπου εἶχε πέσει ἡ αἰματωμένη μάχαιρα, εὑρίσκετο που είχε πέσει το ματωμένο μαχαίρι, βρισκόταν την στιγμήν
τὴν στιγμὴν ταύτην εἰς τὴν σκιάν, ὄπισθεν τῆς μονοφύλλου αυτή στην σκιά, πίσω από την μονόφυλλη πόρτα που ήταν,
θύρας, ἀνοικτῆς κατὰ τὰ δυὸ τρίτα, καὶ φθανούσης μέχρι ανοιχτή κατά τα δύο τρίτα, και έφθανε μέχρι τον τοίχο, ώστε
τοῦ τοίχου, ὥστε οἱ δυὸ ἄνδρες δὲν εἶδον τὰς κηλίδας τὰς οι δύο άνδρες δεν είδαν τις κηλίδες τις κόκκινες..
ἐρυθρᾶς..
- Γιατί εἶχες βάλει μιὰ φωνή; ἐπέμενεν ὁ πρῶτος — Γιατί είχες βάλει μια φωνή; επέμενε ο πρώτος
χωροφύλαξ.. χωροφύλακας..
- Εἶχα πόνον καὶ ζάλη, εἶπεν ἡ Ἀμέρσα.. — Είχα πόνο και ζάλη, είπε η Αμέρσα..
Καὶ τὴν ἰδίαν στιγμήν, ὡς διὰ νὰ ἐπικυρωθῆ ὁ λόγος της, Και την ίδια στιγμή, λες κι ήταν να βγει αληθινός ο λόγος
τῆς ἦλθε πράγματι λιποθυμία. Ἔκαμεν ὤχ! σφίγγουσα τοὺς της της ήρθε πράγματι λιποθυμία. Έκανε ωχ! σφίγγοντας τα
ὀδόντας κ' ἔκυψε κάτω. Οἱ δυὸ ἄνθρωποι τῆς ἐξουσίας, δόντια και κάθισε κάτω. Οι δύο άνθρωποι της εξουσίας,
συγκινηθέντες, ἐκοιτάχθησαν, καὶ ὁ πρῶτος εἶπε:. συγκινημένοι, κοίταξαν ο ένας τον άλλον, και ο πρώτος είπε:.
- Μά, ποῦ εἴν' ἡ μάννα της;. — Μα, πού είναι η μάνα της;.
Ὡς ὑπακούουσα εἰς τὴν πρόσκλησιν ταύτην, ἔφθασε Λες και άκουσε αυτή την πρόσκληση, έφτασε τρέχοντας η
τρέχουσα ἡ Φραγκογιαννού.. Φραγκογιαννού..
- Νὰ ἐκείν' ἡ γριά, ποὺ τὴν τράβηξ' ἀπ' τὰ μαλλιὰ ὁ γυιός — Να εκείνη η γριά, που την τράβηξε απ' τα μαλλιά ο γιος
της, μὲς στὸ σοκάκι! εἶπεν ὁ δεύτερος χωροφύλαξ.. της, μέσα στο σοκάκι! είπε ο δεύτερος χωροφύλακα..
Εἴτε προσέθηκε:. Και μετά πρόσθεσε:.
- Δὲν μ' κρένεις, γερόντισσα, ποῦ εἴν' ὁ γυιόκας σου;. — Δεν μου λες, γερόντισσα, πού είναι ο γιος σου;.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ δὲν ἀπήντησε κ' ἔτρεξε πλησίον τῆς Η Φραγκογιαννού δεν απάντησε και έτρεξε κοντά στην
Ἀμέρσας. Ἧτο ἐπιτηδεία ἰάτρισσα, καὶ ἧτο ἱκανὴ νὰ Αμέρσα. Ήταν επιτήδεια γιάτρισσα και ικανή να περιποιηθεί
περιποιηθῆ τὴν κόρην της.. την κόρη της..
Ὅλα ταῦτα ἤρχοντο συχνὰ εἰς τὴν μνήμην τῆς Ἀμέρσας, Όλα αυτά έρχονταν συχνά στη μνήμη της Αμέρσας, και
κ' ἐπανῆλθον ἀκόμη καὶ κατὰ τὰς μακρᾶς ὥρας τῆς νυκτός, ξανάρθαν ακόμη και κατά τις μακριές ώρες της νύχτας, τις
τὰς ἐσπερινᾶς καὶ ὀρθρίας, ὁπότε αὔτη ἔχανε τὸν ὕπνον απογευματινές και πρωινές, όταν έχανε τον ύπνο της στο
της εἰς τὸν οἰκίσκον, πλησίον τῆς κοιμωμένης Κρινιῶς, τῆς σπιτάκι, κοντά στην κοιμισμένη Κρινιώ, της μικρής αδελφής,
μικρᾶς ἀδελφῆς, ἐνῶ ἡ μήτηρ τῶν ἀποῦσα κατὰ τὰς αὐτὰς ενώ η μητέρα τους που έλειπε τις ίδιες ξαγρυπνούσε για
ὥρας ἠγρύπνει ἐπὶ νύκτας τώρα, εἰς τὸν θάλαμον τῆς νύχτες τώρα, στο δωμάτιο της λεχώνας, στο σπίτι της άλλης
λεχοῦς, εἰς τὴν οἰκίαν τῆς ἄλλης, τῆς μεγάλης κόρης της, της μεγάλης κόρης της, και όταν επέστρεψε στο σπιτάκι μετά
καὶ ὅταν ἐπέστρεψεν εἰς τὸν οἰκίσκον μετὰ τὴν νυκτερινὴν τη νυκτερινή έξοδο, που είχε επιχειρήσει, σαν
ἔξοδον, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἐπιχειρήσει, ὡς «ἀλαφροΐσκιωτη» «αλαφροΐσκιωτη» που ήταν, εξ αιτίας εκείνου του όνειρου,
ποὺ ἤτον, κατ' ἀκολουθίαν τοῦ ὀνείρου ἐκείνου, εἶδεν εἰς είδε στο αμυδρό φως του καντηλιού, που έκαιγε μπροστά
τὸ ἀμυδρὸν φῶς τῆς κανδήλας, τῆς καιούσης ἐμπρὸς εἰς στην μικρή παλιά και μαυρισμένη εικόνα της Παναγίας, είδε
τὴν μικρὰν παλαιὰν καὶ μαυρισμένην εἰκόνα τῆς Παναγίας, ότι η μικρή αδελφή της, το Κρινιώ, κοιμόταν ακόμη, και δεν
εἶδεν ὅτι ἡ μικρὰ ἀδελφή της, τὸ Κρινιῶ, ἐκοιμάτο ἀκόμη, φαινόταν να είχε σειστεί από τη θέση της. Μόνο, μόλις μπήκε
καὶ δὲν ἐφαίνετο νὰ εἶχε σεισθῆ ἀπὸ τὴν θέσιν της. Μόνον, η Αμέρσα, η Κρινιώ, σαν να άκουσε τον μικρό θρόισμα
ἅμα εἰσῆλθεν ἡ Ἀμέρσα, ἡ Κρινιῶ, ὡς νὰ ἤκουσε τὸν αμυδρά μέσα στον ύπνο της, κινήθηκε ήρεμα, αναστέναξε,
μικρὸν θροῦν ἀμυδρῶς μέσα εἰς τὸν ὕπνον της, ἐκινήθη και γύρισε από το άλλο πλευρό, χωρίς να ξυπνήσει αλλιώς..
ἤρεμα, ἐστέναξε, κ' ἐγύρισεν ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν, χωρὶς
ἄλλως νὰ ἐξυπνήση..
Ἀλαφροΐσκιωτη! τῷ ὄντι. Ἡ λέξις τὴν ὁποίαν εἶχε Αλαφροΐσκιωτη! στ’ αλήθεια. Η λέξη που είχε προφέρει
προφέρει ἀρτίως ἡ μήτηρ της, τῆς ἐπανῆλθε πράγματι εἰς πρόσφατα η μητέρα της, της ξαναήλθε πράγματι στον νου,
τὸν νοῦν, τὴν ὥραν καθ' ἤν, μὲ τὸ τρίτον λάλημα τοῦ την ώρα κατά την οποία, με το τρίτον λάλημα του πετεινού,
πετεινοῦ, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν οἰκίαν, πλησίον τῆς επέστρεψε στο σπίτι κοντά στην κοιμισμένη μικρή αδελφή
κοιμωμένης μικρᾶς ἀδελφῆς της. Ἀλλ' ἧτο ἄρα αὐτὴ της. Να ήταν άραγε πράγματι «αλαφροΐσκιωτη»; Αυτή που τα
πράγματι «ἀλαφροΐσκιωτη»; Αὐτὴ τῆς ὁποίας τὰ ὄνειρα, αἱ όνειρα, οι πλάνες και οι παρακρούσεις συχνά συνέβαινε να
πλάναι καὶ αἱ παρακρούσεις πολλάκις συνέβη νὰ σημαίνουν, ή να δηλώνουν κάτι ή να αφήνουν παράδοξη
σημαίνωσιν, ἢ νὰ δηλώσι τί ἢ ν' ἀφήνωσι παράδοξον εντύπωση. Ακόμη και τα ψέματά της, όσα έλεγε, γίνονταν
ἐντύπωσιν. Καὶ αὐτὰ τὰ ψεύματά της, ὅσα ἔλεγε, ἐγίνοντο ακούσιες αλήθειες γι' αυτήν. Όπως, φέρ' ειπείν, όταν, μετά το
ἀκούσιαι ἀλήθειαι δι' αὐτήν. Ὅπως, φέρ' εἰπεῖν, ὅταν, μετὰ μαχαίρωμα που είχε υποστεί από τον αδελφό της,
τὸ μαχαίρωμα τὸ ὁποῖον εἶχεν ὑποστῆ ἀπὸ τὸν ἀδελφόν απαντώντας στις εξεταστικές ερωτήσεις του χωροφύλακα,
της, ἀπαντῶσα εἰς τὰς ἐταστικᾶς ἐρωτήσεις τοῦ είπε: «Είχα πόνο και ζάλη!» Και μόλις είπε την κουβέντα
χωροφύλακος, ἔλεγεν: «Εἶχα πόνο καὶ ζάλη!» Καὶ αυτή, της ήρθε αληθινή λιποθυμιά, σαν κάποια ανώτερη
συγχρόνως ἅμα τῷ λόγῳ αὐτῶ, τῆς ἤρχετο ἀληθὴς δαιμονική θέληση να ήθελε να καλύψει το ψέμα της..
λιποθυμία, ὡσεὶ ἀνωτέρα τις, δαιμονία θέλησις νὰ ἤθελε νὰ
καλύψη τὸ ψεῦδος της..
Ἡ Ἀμέρσα, κατεκλίθη ἐκ νέου πλησίον τῆς ἀδελφῆς της Η Αμέρσα, ξάπλωσε και πάλι κοντά στην αδελφή της και
καὶ δὲν ἐκοιμήθη. Αἱ ἀναμνήσεις ἐξηκολούθουν νὰ τῆς δεν κοιμήθηκε. Οι αναμνήσεις εξακολουθούσαν να της
ἔρχωνται, ραγδαία, καίτοι ὀλιγώτερον τυραννικαὶ καὶ έρχονται, ραγδαία, αν και λιγότερο τυραννικές και
μελανόπτεροι ἢ ὅσον εἰς τὴν μητέρα της. Καὶ κατὰ τὰς μαυροφτέρουγες από ότι στην μητέρα της. Και κατά τις
μακρᾶς ἐκείνας ὥρας δὲν ἔπαυσε ν' ἀναλογίζεται καθ' μακριές εκείνες ώρες δε σταμάτησε να αναλογίζεται μόνη της
ἑαυτὴν τὴν τύχην τοῦ ἀδελφοῦ της, τοῦ Μούρου, ὅστις την τύχη του αδελφού της, του Μούρου, που βρίσκονταν
εὑρίσκετο, τώρα εἰς τὸ δεσμωτήριον τῆς Χαλκίδος.. τώρα στις φυλακές της Χαλκίδας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε.
Ἅμα ἀπῆλθεν ἡ Ἀμέρσα, ἡ Φραγκογιαννού, ζαρωμένη Μόλις έφυγε η Αμέρσα, η Φραγκογιαννού, ζαρωμένη στη
πλησίον τῆς γωνίας, μεταξὺ τῆς ἑστίας καὶ τοῦ λίκνου, γωνιά, ανάμεσα στο τζάκι και την κούνια, έχασε ξανά τον
ἔχασεν ἐκ νέου τὸν ὕπνον της, καὶ ἤρχισε νὰ συνεχίζη τοὺς ύπνο της, και άρχισε να συνεχίζει τις πικρές και απόμακρες
πικροὺς καὶ πόρρω πλανωμένους διαλογισμούς της. Ὅταν σκέψεις της. Όταν λοιπόν εξορίστηκαν στη Αμερική οι δύο
λοιπὸν ἐξενιτεύθησαν εἰς τὴν Ἀμερικὴν οἱ δυὸ μεγαλύτεροι μεγαλύτεροι γιοι της, και η Δελχαρώ μεγάλωσε, ήταν ανάγκη
υἱοί, καὶ ἡ Δελχαρῶ ἐμεγάλωσεν, ἀνάγκη ἧτο αὐτὴ ἡ μήτηρ αυτή η μητέρα να φροντίσει για την αποκατάσταση της
νὰ φροντίση διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς κόρης, καθότι ὁ κόρης, καθώς ο γέρος, ο «Λογαριασμός», δε διακρινόταν για
γέρων, ὁ «Λογαριασμός», δὲν διέπρεπεν ἐπὶ δραστηριότητι. τη δραστηριότητά του. Λοιπόν ξέρει όλος ο κόσμος τι
Λοιπὸν ἠξεύρει ὅλος ὁ κόσμος τί σημαίνει μία μήτηρ νὰ σημαίνει μια μητέρα να είναι ταυτόχρονα και πατέρας για τις
εἶναι συγχρόνως καὶ πατὴρ διὰ τὰς κόρας της, καὶ νὰ μὴν κόρες της, και να μη είναι τουλάχιστο ούτε χήρα. Οφείλει η
εἶναι τουλάχιστον μήτε χήρα. Ὀφείλει ἡ ἰδία καὶ νὰ ίδια και να παντρέψει και να προικίσει και προξενήτρα και
ὑπανδρεύση καὶ νὰ προικίση καὶ προξενήτρια καὶ πανδρολόγισσα να γίνει. Σαν άντρας πρέπει να δώσει σπίτι,
πανδρολόγισσα νὰ γίνη. Ὡς ἀνὴρ ὀφείλει νὰ δώση οἰκίαν, αμπέλι, χωράφι, λιοστάσι, να δανειστεί μετρητά, να τρέξει στο
ἄμπελον, ἀγρόν, ἐλαιώνα, νὰ δανεισθῆ μετρητά, νὰ τρέξη συμβολαιογράφο, να υποθηκεύσει. Ως γυναίκα, πρέπει να
εἰς τοῦ συμβολαιογράφου, νὰ ὑποθήκευση. Ὡς γυνή, κατασκευάσει ή να προμηθευτεί «προίκα», δηλαδή το
πρέπει νὰ κατασκευάση ἢ νὰ προμηθευθῆ «προίκα», πανωπροίκι, που πάει να πει σεντόνια, κεντητές καζάκες,
τουτέστι παράφερνα, ἤτοι σινδόνας, χιτώνια κεντητά, μεταξωτά φορέματα με χρυσοΰφαντα ποδογύρια. Ως
μεταξωτᾶς ἐσθήτας μὲ χρυσοΰφαντα ποδογύρια. Ὡς προξενήτρα πρέπει να ανιχνεύσει γαμπρό, να τον κυνηγήσει,
προξενήτρια πρέπει ν' ἀνιχνεύση γαμβρόν, νὰ τὸν να τον ψαρέψει, να τον αιχμαλωτίσει. Και τι γαμπρό!.
κυνηγήση, νὰ τὸν ἀλιεύση, νὰ τὸν ζωγρήση. Καὶ ὁποῖον
γαμβρόν!.
Ἕνα ὠσὰν τὸν Κωνσταντήν, ὅστις ἐρρογχάλιζε τώρα, Έναν σαν τον Κωνσταντή, που ροχάλιζε τώρα πέρα από
πέραν τοῦ μεσοτοίχου, εἰς τὸν πλαγινὸν θαλαμίσκον, τον μεσότοιχο, στο διπλανό δωματιάκι, έναν άνθρωπο σπανό,
ἄνθρωπον σπανόν, «ἀΐσκιωτον», ἄγαρμπον. Καὶ ὁ τοιοῦτος «αΐσκιωτο», άγαρμπο. Κι αυτός να έχει να έχει «καπρίτσια»,
νὰ ἔχη «καπρίτσια», ἀπαιτήσεις, πείσματα. σήμερον νὰ απαιτήσεις, πείσματα. σήμερα να ζητάει το ένα και αύριο το
ζητῆ τοῦτο καὶ αὔριον ἐκεῖνο. τὴν μίαν ἡμέραν νὰ ζητῆ άλλο. τη μία μέρα να ζητάει τόσα, την άλλη περισσότερα και
τόσα, τὴν ἄλλην περισσότερα καὶ συχνὰ «νὰ τὸν βάζουν συχνά «να τον βάζουν στα λόγια» άλλοι ιδιοτελείς ή
στὰ λόγια» ἄλλοι ἰδιοτελεῖς ἢ φθονεροί, ν' ἀκούη ἐντεῦθεν φθονεροί, ν' ακούει από εδώ κι από εκεί κατηγόριες,
κ' ἐκεῖθεν διαβολάς, ραδιουργίας, «μαναφούκια» καὶ νὰ μὴ ραδιουργίες, «μαναφούκια» και να μη θέλει «να ταιριαστεί».
θέλη «νὰ ταιριασθῆ». Καὶ νὰ ἐγκαθίσταται μετὰ τὸν Και να εγκαθίσταται μετά τον αρραβώνα στης πεθεράς το
ἀρραβώνα στῆς πενθερὰς τὸ σπίτι, καὶ νὰ «σκαρώνη» σπίτι, και να «σκαρώνει» έξαφνα «πρωιμάδι». Κι όλο τον
ἔξαφνα «πρωιμάδι». Κι ὅλον τὸν καιρὸν «κόττα-πίττα».. καιρό «κότα-πίτα», δηλαδή να ξοδεύει για να τον ταΐζει τα
καλύτερα..
Κι αὐτὸν τὸν γαμβρόν, μὲ μυρίους κόπους, μὲ Και αυτόν το γαμπρό, με αμέτρητους κόπους, με ανείπωτα
ἀνεκδιήγητα βάσανα, μόλις, μετὰ πολὺν καιρόν, νὰ τὸν βάσανα, μόλις, μετά πολύ καιρό, να τον πείσει η νύφη να
πείθη τις νὰ στεφανωθῆ ἐπὶ τέλους. Κ' ἡ νύφη νὰ παντρευτεί επιτέλους. Και η νύφη να καμαρώνει, φορώντας
καμαρώνη, φέρουσα στολισμὸν πολυτελή, καρπὸν πολλῆς πολυτελή στολίδια, καρπό πολλής νηστείας και οικονομίας,
νηστείας καὶ οἰκονομίας, κ' ἡ νύφη νὰ μὴν ἔχη πλέον μέση, και η νύφη να μη έχει πλέον μέση, για να αναδεικνύεται το
διὰ ν' ἀναδεικνύεταί το πάλαι λιγυρὸν ἀνάστημά της.. παλιό λιγνό ανάστημά της..
Καὶ τρεῖς μήνας μετὰ τὸν γάμον νὰ γεννᾶ κόρην - μετὰ Και τρεις μήνες μετά το γάμο να γεννά κόρη - μετά τρία
τρία ἀκόμη ἔτη ἕναν υἱὸν - μετὰ δυὸ ἔτη πάλιν κόρην - ακόμη χρόνια ένα γιο - μετά δύο χρόνια πάλι κόρη - αυτή τη
αὐτὴν τὴν νεογέννητον, χάριν τῆς ὁποίας ἠγρύπνει τώρα νεογέννητη, για χάρη της οποίας αγρυπνά τώρα τόσες νύχτες
τόσας νύκτας ἡ γηραιὰ μάμμη.. η γριά γιαγιά..
Καὶ δι' ὄλ' αὐτὰ τὰ θυγάτρια νὰ μέλλη νὰ ὑποφέρη ἡ Και για όλα αυτά τα κορίτσια να πρόκειται να υποφέρει η
μήτηρ τῶν τόσα - κι ἄλλα τόσα - κι ἄλλα τόσα, ἀπὸ ὅσα μητέρα τους τόσα - και άλλα τόσα - και άλλα τόσα, από όσα
ἔχει ὑποφέρει ἡ μάννα τῆς δι' αὐτήν.. έχει υποφέρει η μάνα της για αυτήν..
Ἔμεινεν ἡ καημένη, ἡ ἀνδροκόρη, ἡ Ἀμέρσα, Έμεινε η καημένη, η ανδροκόρη, η Αμέρσα, ανύπαντρη (ας
ἀνύπανδρη (ἂς ἔχη τὴν εὐχήν της). Εἶδε τὴν γλύκα. Τῷ έχει τη ευχή της). Είδε τη γλύκα. Πράγματι, φρόνιμη νέα. Τι
ὄντι, φρόνιμη νέα. Τί θ' ἀπήλαυεν ἀπὸ τὰ βάσανα τοῦ θα απολάμβανε από τα βάσανα του κόσμου; Και ούτε ζηλεύει
κόσμου; Καὶ οὔτ' ἐζήλευε κᾶν! Τί νὰ ζηλέψη; Ἔβλεπε τὴν καν! Τι να ζηλέψει; Έβλεπε τη μεγάλη αδελφή της και τη
μεγάλην ἀδελφήν της καὶ τὴν ἐλυπεῖτο - τὴν ἐκαίετο.. λυπόταν - την καίγονταν..
Ὅσον διὰ τὴν μικράν, τὴν Κρινιῶ, ἄμποτε κι αὐτὴν ὁ Όσο για τη μικρή, την Κρινιώ, μακάρι να τη φωτίσει κι
Θεὸς νὰ τὴν φωτίση! Ὅπως καὶ ἂν ἔχη, ἡ μάννα της δὲν αυτήν ο Θεός! Όπως και να έχει, η μάνα της δεν έχει σκοπό –
ἔχει σκοπὸν - δὲν βαστὰ πλέον, δὲν ἀντέχει - νὰ ὑποφέρη δε βαστά πλέον, δεν αντέχει – να υποφέρει για να την
διὰ νὰ τὴν ὑπανδρεύση καὶ τὸ πολλοστημόριον ὅσων διὰ παντρέψει ούτε και ένα μικρό κλάσμα από όσα πέρασε για τη
τὴν μεγάλην ἀδελφὴν τῆς ὑπέφερε. Ἀλλά σας ἐρωτῶ, μεγάλη της αδερφή. Σας ρωτάω όμως, έπρεπε πράγματι να
ἔπρεπε πράγματι νὰ γεννῶνται τόσα κοράσια; Καὶ ἂν γεννιόνται τόσα κορίτσια; Και αν γεννιόνται, αξίζει το κόπο ν'
γεννῶνται, ἀξίζει τὸν κόπον ν' ἀνατρέφωνται; «Δὲν εἶναι», ανατρέφονται; «Δε είναι», έλεγε η Φραγκογιαννού, «δε είναι
ἔλεγεν ἡ Φραγκογιαννού, «δὲν εἶναι χάρος, δὲν εἶναι χάρος, δε είναι βράχος;» Καλύτερα «να μη σώνουν να πάνε
βράχος;» Καλύτερα «νὰ μὴ σώνουν νὰ πᾶνε παραπάνω». παραπάνω». «Σαν σε ακούω γειτόνισσα!».
«Σᾶ σ' ἀκούω γειτόνισσα!».
Μεγάλην καὶ ἱερὰν ἀνακούφισιν ἠσθάνετο ἡ πολυπαθῆς Η πολύπαθη γυναίκα αισθάνονταν μια μεγάλη και ιερή
γυνή, ὅταν συνέβαινε, μετὰ τῆς μικρᾶς πομπῆς τοῦ ἱερέως, ανακούφιση, αν συνέβαινε να ακολουθεί τη μικρή πομπή της
προπορευομένου τοῦ Σταυροῦ, ν' ἀκολουθῆ βαστάζουσα οποίας προπορεύονταν ο παπάς, βαστώντας στα χέρια της η
εἰς τὰς χείρας της ἡ ἰδία, ὡς φιλεύσπλαγχνος καὶ ίδια, σαν φιλεύσπλαχνη και συμπονετική που ήταν το μικρό
συμπονετικὴ ὀποῦ ἤτον, τὸ ἐν εἴδει λίκνου μικρὸν φέρετρο που έμοιαζε με κούνια. Προέπεμπε την κορούλα μιας
φέρετρον. Προέπεμπε τὸ θυγάτριον μιᾶς γειτόνισσας, ἢ γειτόνισσας, ή μιας μακρινής συγγένισας, μέχρι τον τάφο. Δεν
μακρινῆς συγγενοῦς, μέχρι τοῦ τάφου. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ μπορούσε να καταλάβει τι μουρμούριζε ο παπάς μασώντας
καταλαμβάνη τί ἐμορμύριζεν ὁ ἱερεὺς μασῶν τὰς λέξεις μὲ τις λέξεις με τα δόντια του. «Οὐδὲν ἐστι πατρὸς
τοὺς ὀδόντας του. «Οὐδὲν ἐστι πατρὸς συμπαθέστερον, συμπαθέστερον, οὐδὲν ἐστι μητρὸς ἀθλιώτερον (Δεν υπάρχει
οὐδὲν ἐστι μητρὸς ἀθλιώτερον. Πολλάκις γὰρ τοῦ πιο συμπαθητικό θέαμα από τον πατέρα, ούτε πιο λυπηρό από
μνήματος ἔμπροσθεν τοὺς μαστοὺς συγκροτούσι καὶ τη μητέρα). Πολλάκις γὰρ τοῦ μνήματος ἔμπροσθεν τοὺς
λέγουσιν. Ὢ υἱέ μου καὶ τέκνον γλυκύτατον, οὐκ ἀκούεις μαστοὺς συγκροτούσι καὶ λέγουσιν (Πολλές φορές μπροστά
μητρός σου τί φθέγγεται; Ἰδοὺ καὶ ἡ γαστὴρ ἡ βαστάσασα στο μνήμα χτυπάνε το στήθος και λένε). Ὢ υἱέ μου καὶ τέκνον
σέ. Ἵνα τί οὐ λαλεῖς ὡς ἐλάλεις ἠμίν. Ἀλληλούια!» Καὶ γλυκύτατον, οὐκ ἀκούεις μητρός σου τί φθέγγεται; Ἰδοὺ καὶ ἡ
πάλιν. «Ὢ τέκνον, τὶς ποτὲ μὴ θρηνήσει βλέπων σου τὸ γαστὴρ ἡ βαστάσασά σε (Αχ γιε μου και παιδί μου γλυκύτατο,
ἐμφανές, πρόσωπον εὐμάραντον, τὸ πρὶν ὡς ρόδον δεν ακούς τι σου λέει η μητέρα σου; Να και η κοιλιά που σε
τερπνόν!». βάσταξε). Ἵνα τί οὐ λαλεῖς ὡς ἐλάλεις ἠμίν (Γιατί δεν μιλάς
όπως μας μιλούσες). Ἀλληλούια!» Καὶ πάλι. «Ὢ τέκνον, τὶς
ποτὲ μὴ θρηνήσει βλέπων σου τὸ ἐμφανές, πρόσωπον
εὐμάραντον, τὸ πρὶν ὡς ρόδον τερπνόν!» (Αχ παιδί μου, ποιος
δε θα κλάψει ποτέ, βλέποντας το ωραίο σου πορσωπάκι
μαραμένο, αυτό που πριν ήταν γλυκό σαν τριαντάφυλλο!).
Ἀλλὰ μεγάλως εὐφραίνετο ὅταν ἡ μικρὰ πομπή, μετὰ Όμως ένιωθε μεγάλη χαρά όταν η μικρή πομπή, μετά από
δέκα λεπτῶν τῆς ὥρας δρόμον ἔφθανεν εἰς τὰ δέκα λεπτά δρόμου, έφτανε στο νεκροταφείο. Ήταν ένα
«Μνημούρια». Ὡραία ἐξοχή, παντοτινὴ ἄνοιξις, θάλλουσα όμορφο μέρος, με αιώνια άνοιξη, ανθισμένη βλάστηση και
βλάστη, ἀγριολούλουδα, ἐμύριζε κῆπος. Ἰδοὺ ὁ περίβολος αγριολούλουδα που μύριζε σαν κήπος. Να λοιπόν το περιβόλι
τῶν νεκρῶν! Ὤ! ὁ Παράδεισος, ἀπ' αὐτὸν τὸν κόσμον ἤδη, των νεκρών! Ω, ο Παράδεισος, ήδη από αυτόν το κόσμο,
ἤνοιγε τὰς πύλας διὰ νὰ δεχθῆ τὸ μικρὸν ἄκακον πλάσμα, ανοίγοντας τις πύλες του για να υποδεχτεί το μικρό, αθώο
τὸ ὁποῖον ηὐτύχησε νὰ λύτρωση τοὺς γονεῖς του ἀπὸ τόσα πλάσμα, το οποίο είχε τη ευτυχία να απαλλάξει τους γονείς
βάσανα. Χαρῆτε, ἀγγελούδια, ποὺ πετᾶτε γύρω-τριγύρω μὲ του από τόσα βάσανα. Χαρείτε, αγγελάκια που πετάτε γύρω-
τὰ φτερά σας τὰ χρυσόλευκα, καὶ σεῖς, ψυχαὶ τῶν Ἁγίων, τριγύρω με τα χρυσόλευκά σας φτερά, και εσείς, ψυχές των
ὑποδεχθῆτε το!. Αγίων, υποδεχτείτε το!.
Ὅταν ἐπέστρεφεν εἰς τὴν νεκρώσιμον οἰκίαν ἡ γραία Όταν η γριά Χαδούλα επέστρεφε στο σπίτι της κηδείας, για
Χαδούλα, διὰ νὰ παρευρεθῆ τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν να παρευρεθεί το βράδυ στη παρηγοριά, δε μπορούσε να βρει
παρηγορίαν, -παρηγορίαν καμμίαν δὲν εὕρισκε νὰ εἴπη. κανένα λόγο παρηγοριάς να πει. Ήταν απλώς χαρούμενη και
Μόνον ἧτο χαρωπὴ ὅλη κ' ἐμακάριζεν τὸ ἀθῶον βρέφος μακάριζε το αθώο βρέφος και τους γονείς του. Η λύπη ήταν
καὶ τοὺς γονεῖς του. Καὶ ἡ λύπη ἧτο χαρά, καὶ ἡ θανῆ ἧτο χαρά, ο θάνατος ζωή και όλα ήταν διαφορετικά από ό,τι
ζωή, καὶ ὅλα ἦσαν ἄλλα ἐξ ἄλλων.. φαινόταν..
Ἅ! ἰδού. Κανὲν πράγμα δὲν εἶναι ἀκριβῶς ὅ,τι φαίνεται, Κοίταξε λοιπόν. Κανένα πράγμα δε είναι ακριβώς αυτό
ἀλλὰ πᾶν ἄλλο - μᾶλλον τὸ ἐναντίον.. που φαίνεται, αλλά κάτι άλλο - μάλλον το αντίθετο..
Ἀφοῦ ἡ λύπη εἶναι χαρά, καὶ ὁ θάνατος εἶναι ζωὴ καὶ Αφού η θλίψη είναι χαρά, και ο θάνατος είναι ζωή και
ἀνάστασις, τότε καὶ ἡ συμφορὰ εὐτυχία εἶναι καὶ ἡ νόσος ανάσταση, τότε και η συμφορά είναι ευτυχία και η αρρώστια
ὑγίεια. Ἄρα ὅλαι αἱ μάστιγες ἐκεῖνες, αἱ κατὰ τὸ υγεία. Άρα όλες εκείνες οι μάστιγες, εκείνες που φαίνονται
φαινόμενον τόσον ἄσχημοι, ὅσαι θερίζουν τὰ ἄωρα βρέφη, τόσο άσχημες, που θερίζουν τα πρόωρα βρέφη, η ευλογιά, η
ἡ εὐλογιὰ κ' ἡ ὀστρακιὰ κ' ἡ διφθερίτις, καὶ ἄλλαι νόσοι, οστρακιά, η διφθερίτιδα, και οι άλλες αρρώστιες, δε είναι
δὲν εἶναι μᾶλλον εὐτυχήματα, δὲν εἶναι θωπεύματα καὶ μάλλον ευτυχήματα, δε είναι χάδια και χτυπήματα των
πλήγματα τῶν πτερῶν τῶν μικρῶν Ἀγγέλων, οἵτινες φτερών των μικρών Αγγέλων, οι οποίοι χαίρονται στο ουρανό
χαίρουν εἰς τοὺς οὐρανοὺς ὅταν ὑποδέχωνται τὰς ψυχὰς όταν υποδέχονται τις ψυχές των νηπίων; Και εμείς οι
τῶν νηπίων; Καὶ ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἐν τῇ τυφλώσει μας, άνθρωποι, στη τύφλωσή μας, όλα αυτά τα θεωρούμε
νομίζομεν ταῦτα ὡς δυστυχήματα, ὡς πληγάς, ὡς κακὸν δυστυχήματα, πληγές, σαν να είναι κάτι κακό..
πράγμα..
Καὶ χάνουν τὸν νοῦν των οἱ ταλαίπωροι γονεῖς, καὶ Και χάνουν το μυαλό τους οι ταλαίπωροι γονείς, και
πληρώνουν τόσον ἀκριβὰ τοὺς ἠμιαγύρτας ἰατροὺς καὶ τὰ πληρώνουν τόσο ακριβά τους μισοαπατεώνες γιατρούς και τα
τριωβολιμαία φάρμακα, διὰ νὰ σώσουν τὸ παιδί τους. Δὲν πανάκριβα φάρμακα, για να σώσουν το παιδί τους. Δεν
ὑποπτεύονται ὅτι, ὅταν νομίζουν ὅτι «σώζουν», τότε υποψιάζονται ότι, όταν νομίζουν ότι «σώζουν», τότε
πράγματι «χάνουν» τὸ τεκνίον. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπεν, ὅπως πράγματι «χάνουν» το παιδί τους. Και ο Χριστός είπε, όπως
εἶχεν ἀκούσει ἡ Φραγκογιαννοὺ νὰ τῆς ἐξηγῆ ὁ είχε ακούσει η Φραγκογιαννού να της εξηγήσει ο πνευματικός
πνευματικός της, ὅτι ὅποιος ἀγαπᾶ τὴν ψυχήν του, θὰ τὴν της, ότι όποιος αγαπά τη ψυχή του, θα τη χάσει, κι όποιος
χάση, κι ὅποιος μισεῖ τὴν ψυχήν του, εἰς ζωὴν αἰώνιον θὰ μισεί τη ψυχή του, θα τη φυλάξει στην αιώνια ζωή..
τὴν φυλάξη..
Δὲν ἔπρεπε τῷ ὄντι, ἂν δὲν ἦσαν τυφλοὶ οἱ ἄνθρωποι, νὰ Δε έπρεπε, λοιπόν, αν οι άνθρωποι δεν ήταν τυφλοί, να
βοηθοῦν τὴν μάστιγα, τὴν διὰ πτερῶν Ἀγγέλων βοηθούν τη μάστιγα, που πέφτει από τα φτερά των αγγέλων,
πλήττουσαν, ἀντὶ νὰ ζητοῦν νὰ τὴν ἐξορκίσουν; Ἀλλ' ἰδού, αντί να ζητούν να την εξορκίσουν; Δες, όμως, τα αγγελούδια
τ' Ἀγγελούδια δὲν μεροληπτοῦν οὔτε χαρίζονται, καὶ δεν μεροληπτούν ούτε χαρίζονται, και παίρνουν αδιακρίτως
παίρνουν ἀδιακρίτως εἰς τὸν Παράδεισον ἀγόρια καὶ στο παράδεισο αγόρια και κορίτσια. Περισσότερα μάλιστα
κοράσια. Περισσότερα μάλιστα ἀγόρια -πόσα χαδευμένα αγόρια -πόσα χαϊδεμένα και μοναχογέννητα!- πεθαίνουν
καὶ μοναχογέννητα!- ἀποθνήσκουν ἄωρα. Τὰ κορίτσια εἴν' πρόωρα. Τα κορίτσια είναι εφτάψυχα, σκέφτηκε η γραία.
ἐφτάψυχα, ἐφρόνει ἡ γραία. Δυσκόλως ἀρρωστοῦν καὶ Δύσκολα αρρωσταίνουν και σπανίως πεθαίνουν. Δε έπρεπε
σπανίως ἀποθνήσκουν. Δὲν ἔπρεπεν ἡμεῖς ὡς καλοὶ εμείς, ως καλοί χριστιανοί, να βοηθούμε το έργο των
χριστιανοί, νὰ βοηθῶμεν τὸ ἔργον τῶν Ἀγγέλων; Ὤ, πόσα αγγέλων; Ω, πόσα αγόρια, και αρχοντόπουλα μάλιστα,
ἀγόρια, καὶ ἀρχοντόπουλα μάλιστα, ἁρπάζονται ἄωρα. αρπάζονται πρόωρα. Ακόμη και τα αρχοντοκόριτσα
Ἀκόμη καὶ τ' ἀρχοντοκόριτσα εὐκολώτερον ἀποθνήσκουν ευκολότερα πεθαίνουν -αν και τόσο σπάνια μεταξύ του
-ἂν καὶ τόσον σπάνια μεταξὺ τοῦ φύλου- πάρ' ὅσον τὰ φύλου- παρά τα απειράριθμα θηλυκά της φτωχολογιάς. Τα
ἀπειράριθμα θηλυκὰ τῆς φτωχολογιᾶς. Τὰ κορίτσια τῆς κορίτσια της τάξης αυτής είναι τα μόνα εφτάψυχα! Φαίνεται
τάξεως ταύτης εἶναι τὰ μόνα ἐφτάψυχα! Φαίνονται ὡς νὰ σαν να πληθαίνουν επίτηδες, για να τιμωρούν τους γονείς
πληθύνωνται ἐπίτηδες, διὰ νὰ κολάζουν τοὺς γονεῖς των, τους, από αυτό το κόσμο ήδη. Α! όσο το συλλογίζεται κανείς,
ἀπ' αὐτὸν τὸν κόσμον ἤδη. Ἅ! ὅσον τὸ συλλογίζεται κανείς, τόσο του "φεύγει το μυαλό"!.
«ψηλώνει ὁ νοῦς του»!.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἄρχισε τὸ θυγάτριον νὰ βήχη καὶ Τη στιγμή εκείνη, άρχισε το κοριτσάκι να βήχει και να
νὰ κλαυθμυρίζη. Ἡ γραία ἀφοῦ εἶχε συλλογισθῆ ὅλα τ' κλαίει. Η γριά, που σκεφτόταν όλα τα παραπάνω, όσο κι αν
ἀνωτέρω, ὅσον καὶ ἂν εἶχεν ἐξαφθῆ ἀπὸ τὰ κύματα τῶν είχε ταραχτεί από τα κύματα των αναμνήσεων, αισθάνθηκε
ἀναμνήσεων, ἠσθάνθη αἴφνης ζάλην, ἀπὸ τὸν σάλον οἰονεῖ μια ξαφνική ζαλάδα σα να λέμε από τον σάλο και ι τη ναυτία
καὶ τὴν ναυτίαν τῆς ζωῆς της καὶ ἄρχισε νὰ ναρκώνεται, κ' της ζωής της και άρχισε να ναρκώνεται, και να νυστάζει
ἐνύσταζεν ἀκρατήτως.. ακατάσχετα..
Τὸ μικρὸν κοράσιον ἔβηχε κ' ἔκλαιε κ' ἐθορύβει «ὡς νὰ Το μικρό κορίτσι έβηχε και έκλαιγε και έκανα τόση
ἤτον μεγάλος ἄνθρωπος». Ἡ μάμμη τοῦ ἐσκίρτησεν, φασαρία «σα να ήταν μεγάλος άνθρωπος». Η γιαγιά του
ἐστράφη, κ' ἔχανε πάλιν τὸν ὕπνον της.. κουνήθηκε, γύρισε στο στρώμα και έχασε πάλι τον ύπνο της..
Ἡ λεχώνα ἐκοιμάτο βαθέως, καὶ οὔτε ἤκουσε τὸν βήχα Η λεχώνα κοιμόταν βαθιά, και ούτε άκουσε το βήχα και τα
καὶ τὰ κλαύματα.. κλάματα..
Ἡ γραία ἤνοιξε βλοσυρὰ ὄμματα, κ' ἔκαμε χειρονομίαν Η γριά άνοιξε βλοσυρά τα μάτια, και έκανε μια χειρονομία
ἀνυπομονησίας καὶ ἀπειλῆς.. ανυπομονησίας και απειλής..
- Ἕ! θὰ σκάσης; εἶπε.. "Ε! θα σκάσεις;" είπε..
Τῆς Φραγκογιαννοὺς ἄρχισε πράγματι «νὰ ψηλώνη ὁ Της Φραγκογιαννούς άρχισαν πράγματι να "φουσκώνουν
νοῦς της». Εἶχε «παραλογίσει» ἐπὶ τέλους. Ἑπόμενον ἧτο, τα μυαλά". Έφτασε πια σε σημείο παράνοιας. Επόμενο ήταν,
διότι εἶχεν ἐξαρθῆ εἰς ἀνώτερα ζητήματα. Ἔκλινεν ἐπὶ τοῦ αφού είχε μπει σε σκέψεις για ανώτερα ζητήματα. Έσκυψε
λίκνου. Ἔχωσε τοὺς δυὸ μακρούς, σκληροὺς δακτύλους πάνω από την κούνια. Έχωσε τα δυο μακριά, σκληρά
μέσα εἰς τὸ στόμα τοῦ μικροῦ, διὰ νὰ «τὸ σκάση».. δάχτυλά της μέσα στο στόμα του μικρού, για να "το κάνει να
σκάσει"..
Ἤξευρον ὅτι δὲν ἧτο τόσον συνήθεια «νὰ σκάζουν» τα Ήξερε ότι δεν συνηθίζονταν "να σκάζουν" τα πολύ μικρά
πολὺ μικρὰ παιδία. Ἀλλ' εἶχε «παραλογίσει» πλέον. Δὲν παιδιά. Αλλά πραγματικά ήταν πλέον εκτός εαυτού. Δε
ἐνόει καλὰ τί ἔκαμνε, καὶ δὲν ὡμολόγει εἰς ἑαυτὴν τί ἤθελε καταλάβαινε καλά-καλά τι έκανε, και δεν ομολογούσε ούτε
νὰ κάμη.. στον εαυτό της τι ήθελε να κάνει..
Καὶ παρέτεινε τὸ σκάσιμον ἐπὶ μακρόν. εἴτα ἐξάγουσα Έτσι παράτεινε το «σκάσιμο» για πολύ ώρα. ύστερα,
τοὺς δακτύλους της ἀπὸ τὸ μικρὸν τοῦ ὁποίου εἶχε κοπῆ ἡ βγάζοντας τα δάχτυλά της, από το μικρό που του είχε κοπεί η
ἀναπνοή, ἔδραξεν ἔξωθεν τὸν λαιμὸν τοῦ βρέφους, καὶ τὸν αναπνοή, έπιασε απ’ έξω το λαιμό του βρέφους και το έσφιξε
ἔσφιγξεν ἐπ' ὀλίγα δευτερόλεπτα.. για λίγα δευτερόλεπτα..
Αὐτὸ ἧτο ὅλον.. Αυτό ήταν όλο..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ δὲν εἶχεν ἐνθυμηθῆ τὴν στιγμὴν Η Φραγκογιαννού δεν θυμήθηκε τη στιγμή εκείνη το
ἐκείνη τὸ ὄνειρον τῆς Ἀμέρσας, τὸ ὁποῖον αὔτη ἐλθοῦσα όνειρο της Αμέρσας, αυτό που είχε διηγηθεί στη μητέρα της,
πρὸ μιᾶς ὥρας, μεταξὺ τοῦ δευτέρου καὶ τοῦ τρίτου όταν ήρθε πριν από μια ώρα, μεταξύ του δευτέρου και του
λαλήματος τοῦ πετεινοῦ, εἶχε διηγηθῆ εἰς τὴν μητέρα της!. τρίτου λαλήματος του πετεινού!.
Εἶχε «ψηλώσει» ὁ νοῦς της!. Το μυαλό της είχε "πετάξει" πια..

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ.


Ἀφοῦ ἡ Ἀμέρσα εἶχε χάσει τὸν ὕπνον της, μετὰ τὴν Αφού η Αμέρσα είχε χάσει τον ύπνο, μόλις γύρισε από το
ἐπάνοδον ἐκ τῆς οἰκίας τῆς λεχώνας καὶ εἶχε πλαγιάσει σπίτι της λεχώνας και είχε ξαπλώσει πάλι, χωρίς να κοιμηθεί,
πάλιν, χωρὶς νὰ κοιμηθῆ, εἰς τὸ πλάγι τῆς μικρᾶς ἀδελφῆς στο πλάι της μικρής της αδερφής, για πολύ ώρα
της, ἐπὶ μακρὸν ἐξηκολούθησε νὰ σκέπτεται καὶ πάλιν τὸν εξακολούθησε να σκέφτεται να πάλι τον αδερφό της, εκείνον
ἀδελφόν της, τὸν δυστυχῆ καὶ ἔνοχον ἐκεῖνον. Ἔκτοτε, το δύστυχο κα ένοχο. Έκτοτε, μετά το πήδημα από την
μετὰ τὸ πήδημα ἀπὸ τῆς κλαβανῆς καὶ τὴν ἀπόδρασίν του, γκλαβανή και την απόδρασή του, δεν τον είχε δει πλέον. Οι
δὲν τὸν εἶχεν ἰδεῖ πλέον. Οἱ χωροφύλακες τὸν κατεζήτουν χωροφύλακες τον καταζητούσαν για μέρες, αλλά δεν τον
ἐπὶ ἡμέρας, ἀλλ' οὐδαμοῦ τὸν εὗρον.. βρήκαν πουθενά..
Εὐθὺς τότε μετὰ τὰς ἐρωτήσεις τῶν χωροφυλάκων, εἰς Αμέσως τότε, μετά τις ερωτήσεις των χωροφυλάκων, στις
τὰς ὁποίας ἀπήντησεν ὅπως ἀπήντησεν ἡ Ἀμέρσα, ἅμα οποίες απάντησε όπως απάντησε η Αμέρσα, μόλις ήρθε η
ἔφθασεν ἡ μήτηρ εἰς τὴν οἰκίαν, ηὗρε τὴν κόρην τυλιγμένην μητέρα στο σπίτι, βρήκε την κόρη τυλιγμένη στο πάπλωμα, να
εἰς τὸ πάπλωμα, κάτω νεύουσαν, καὶ πολὺ χλωμὴν ἐκ τῆς κοιτάει προς τα κάτω και πολύ χλωμή από τη λιγοθυμιά που
λιποθυμίας τὴν ὁποίαν εἶχε φέρει ἡ ροὴ τοῦ αἵματος.. της είχε φέρει η αιμορραγία..
Εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ ἑνὸς χωροφύλακος, ἐκείνου τὸν Στην ερώτηση του ενός χωροφύλακα, αυτού που είχε ρίξει
ὁποῖον εἶχε ἀνατρέψει φεύγων ὁ Μοῦρος, "γερόντισσα, ποὺ κάτω όταν έφευγε ο Μουρος, "γερόντισσα, που είν' ο γυιόκας
εἴν' ὁ γυιόκας σου", δὲν εἶχεν ἀπαντήσει ἡ Φραγκογιαννού. σου", δεν είχε απαντήσει η Φραγκογιαννού. Αλλ' ο άλλος, που
Ἀλλ' ὁ ἄλλος, ὅστις ἐφαίνετο ἀνθρωπινώτερος, μὲ ἤρεμον φαινόταν ανθρωπινότερος, με ήρεμο τόνο είπε:.
τόνον εἶπε:.
- Κοίταξε, κυρά, τί ἔχ' ἡ κόρη σου. Μᾶς λέει πὼς εἶναι — Κοίταξε, κυρά, τί έχ' η κόρη σου. Μας λέει πώς είναι
ἄρρωστη.. άρρωστη..
- Ἄρρωστη εἶναι! πὼς νὰ μὴν εἶναι! ἀπήντησε μέθ' — Άρρωστη είναι! πώς να μην είναι! απάντησε με
ἐτοιμότητος ἡ Φραγκογιαννού. Ἐπῆρε φρίξη ἀπ' τὰ ετοιμότητα η Φραγκογιαννού. Τρόμαξε απ' τα καμώματα
καμώματα ἐκείνου τοῦ προκομμένου, τοῦ γυιοῦ μου. εκείνου του προκομμένου, του γιού μου. Κοιτάξτε, παιδιά!.
Κοιτάξτε, παιδιά!. ἀνίσως τὸν πιάσετε, νὰ μὴν τὸν Ανίσως τον πιάσετε, να μην τον τυραγνήσετε πολύ..
τυραγνήσετε πολύ..
- Τὸν εἶδες πουθενὰ νὰ τρέχη; Κατὰ ποῦ ἔκαμε;. — Τον είδες πουθενά να τρέχει; Κατά πού έκαμε;.
- Τὸν εἴδ' ἀπ' ἀλάργα!. Ἔκαμε κατὰ τὰ Πηγάδια, πέρα — Τον είδ' απ' αλάργα!. Έκαμε κατά τα Πηγάδια, πέρα στ'
στ' Ἁλώνια.. Αλώνια..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐψεύδετο διπλᾶ. Δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν Η Φραγκογιαννού ψευδόταν διπλά. Δεν είχε δει τον
Μοῦρον, ἀλλ' ἧτο βεβαία ὅτι αὐτὸς θὰ ἐτράπη κατὰ τὴν Μούρο, αλλά ήταν σίγουρη ότι αυτός θα πήγε προς την
διεύθυνσιν τὴν ἀντίθετον ἧς αὐτὴ ἔλεγε, κατὰ τὰ αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που έλεγε, προς τα Κοτρώνια,
Κοτρώνια, ἄνωθεν τῆς οἰκίας, πρὸς ἀνατολάς, ἐκεῖ ὅπου πάνω από το σπίτι, ανατολικά, εκεί όπου είχε μάθει από τα
ἤτον μαθημένος ἀπ' τὰ μικρὰ τοῦ χρόνια νὰ κυνηγᾶ τὶς μικρά του χρόνια να κυνηγά τις κουκουβάγιες..
κουκουβάγιες..
Οἱ δυὸ ἄνδρες ἀπῆλθον δρομαῖοι. Ὁ εἰς, φεύγων, ἔρριψε Οι δύο άνδρες έφυγαν τρέχοντας. Ο ένας, καθώς έφευγε,
τελευταῖον φιλύποπτον βλέμμα ὀπίσω διὰ τῆς ἠμιανοικτῆς έριξε ένα τελευταίο καχύποπτο βλέμμα πίσω από την
θύρας.. μισάνοιχτη πόρτα..
Ἡ Χαδούλα ἔκλεισε τὴν θύραν. Συγχρόνως δὲ ἤνοιξε τὸ Η Χαδούλα έκλεισε την πόρτα. Ταυτόχρονα άνοιξε το
παράθυρον.. παράθυρο..
- Μ' ἐμαχαίρωσε, μάννα! ἐστέναξε μετὰ πόνων ἡ "Με μαχαίρωσε, μάνα!" βόγκηξε με πόνους η Αμέρσα,
Ἀμέρσα, αἰσθανθείσα τὸ ρεῦμα τοῦ ἀέρος τὸ εἰσρεῦσαν διὰ καθώς ένιωθε το ρεύμα του αέρα που μπήκε από το ανοιχτό
τοῦ ἀνοιχθέντος παραθύρου πλησίον της, καὶ συνελθοῦσα παράθυρο κοντά της, και συνήλθε από τη λιποθυμία..
ἐκ τῆς λιποθυμίας..
Συγχρόνως δὲ ἀπέρριψε τὸ πάπλωμα, κ' ἐφάνη Συγχρόνως έριξε το πάπλωμα, και εμφανίστηκε ματωμένη
αἰματωμένη ἡ φανέλα τὴν ὁποίαν ἐφόρει ἔξωθεν τοῦ η φανέλα που φορούσε πάνω από το πουκάμισο..
ὑποκαμίσου..
- Ὤ! ἄχ! ὁ φονιάς!. ὁ Θεὸς κ' ἡ γῆς νὰ τὸν εὔρη! — Ω! αχ! ο φονιάς!. ο Θεός και η γη να τον βρει!
κατηράσθη ἰδοῦσα τὸ αἷμα ἡ μάννα της.. καταράστηκε βλέποντας το αίμα η μητέρα της..
Καὶ ἄρχισε νὰ ψαύη τὴν κόρην, καὶ νὰ ζητῆ νὰ Και άρχισε να αγγίζει την κόρη, και να προσπαθεί να
σταματήση τὸ αἷμα, καὶ νὰ ἐπιδέση τὴν πληγήν. Ἀφήρεσε σταματήσει το αίμα, και να επιδέσει την πληγή. Αφαίρεσε τη
τὴν φανέλαν, ἐξέσυρε τὴν χερίδα τοῦ ὑποκαμίσου, κ' ἐφάνη φανέλα, έβγαλε το μανίκι του πουκάμισου, και εμφανίστηκε ο
ὁ δεξιὸς βραχίων τῆς Ἀμέρσας, ἰσχνὸς καὶ ὕπωχρος ἀλλὰ δεξιός βραχίονας της Αμέρσας, ισχνός και λεπτός αλλά
καλοδεμένος καὶ νευρώδης.. καλοσχηματισμένος και γεμάτος νεύρα..
Τὸ τραύμα ἧτο μᾶλλον ἐπιπόλαιον, ἀλλ' οὐχ ἧττον τὸ Το τραύμα ήταν μάλλον επιφανειακό, αλλά παρόλα αυτά
αἷμα ἔρρεε. Ἡ Χαδούλα μετεχειρίσθη ὅ,τι ἴσχαιμον έτρεχε αίμα. Η Χαδούλα χρησιμοποίησε ό,τι αιμοστατικό
ἐγνώριζεν, ἴσως τὸν «αἰμοστάτην» ἂν εἶχε, κ' ἐπέδεσε τὴν γνώριζε, αν και μπορεί να είχε και τον «αιμοστάτη», και έδεσε
πληγήν. Μετ' ὀλίγον ἔπαυσε τὸ αἷμα.. την πληγή. Μετά από λίγο το αίμα σταμάτησε..
Ἡ Ἀμέρσα εἶχεν ἀδυνατήσει ὀπωσοῦν, ἀλλ' ἧτο ἰσχυρά, Η Αμέρσα είχε αδυνατίσει κάπως, αλλά ήταν δυνατή,
θαρραλέα καὶ δὲν ἐφοβεῖτο. Πράγματι μετ' ὀλίγας ἡμέρας, θαρραλέα και δεν φοβόταν. Πράγματι μετά από λίγες μέρες,
χάρις εἰς τὰς φροντίδας τῆς μητρός της, ἐπουλώθη τὸ χάρη στις φροντίδες της μητέρας της, επουλώθηκε το
τραύμα.. τραύμα..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ποτὲ δὲν θὰ ἐκάλει τὸν ἰατρόν. Δὲν Η Φραγκογιαννού δεν θα καλούσε ποτέ γιατρό. Δεν ήθελε
ἤθελε νὰ γνωσθῆ ὅτι ὁ υἱὸς τῆς εἶχε μαχαιρώσει τὴν να μαθευτεί ότι ο γιος της είχε μαχαιρώσει την αδερφή του.
ἀδελφήν του. Εἰς ὅλας τὰς καλοθελητρίας μεταξὺ τῶν Σε όσες από τις «καλοπροαίρετες» γειτόνισσες που την
γειτονισσῶν, ὅσαι τὴν ἠρώτων, πότε μετὰ προσποιητὴς ρωτούσαν, άλλοτε με προσποιητή αγανάκτηση, κι άλλοτε με
ἀγανακτήσεως, πότε μετὰ γέλωτος βεβιασμένου, διέψευσεν βεβιασμένο γέλιο, διέψευδε ότι ο Μούρος είχε τραυματίσει
ὅτι ὁ Μοῦρος εἶχε τραυματίσει τὴν κόρην της. την κόρη της. Αυτό που την ένοιαζε πάνω απ’ όλα ήταν να
Ἐνδιεφέρετο πρὸ πάντων νὰ μάθη ἂν ὁ Μιχάλης θὰ μάθει αν ο Μιχάλης θα γλίτωνε από τα χέρια των
ἐγλύτωνεν ἀπὸ τὰς χείρας τῶν χωροφυλάκων, καὶ ἂς χωροφυλάκων, και ας πήγαινε στο έλεος του Θεού!.
ἐπήγαινεν εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ!.
Τῷ ὄντι, μετ' ὀλίγας ἡμέρας ἐβεβαιώθη ὅτι ὁ υἱὸς τῆς Τελικά, μετά από λίγες ημέρες επιβεβαιώθηκε ότι ο γιος της
ἐμβαρκάρισε κρυφὰ τὴν νύκτα, μὲ ἐν πλοῖον, ὡς ναύτης, κ' είχε επιβιβαστεί κρυφά τη νύχτα σε ένα πλοίο, ως ναύτης, και
ἔφυγεν ἀπὸ τὴν νῆσον. Ὁ γραμματεὺς τοῦ Λιμεναρχείου είχε φύγει από το νησί. Ο γραμματέας του Λιμεναρχείου ήταν
ἤτον βολικὸς καὶ καλοπροαίρετος ἄνθρωπος, καὶ δὲν ένας βολικός και καλοπροαίρετος άνθρωπος, και δεν δίστασε
ἐδίστασε νὰ τὸν ναυτολόγηση. Ἧτο δὲ τότε ὁ Μοῦρος να τον ναυτολογήσει. Ήταν τότε ο Μούρος σχεδόν
σχεδὸν εἰκοσαετής, ἡ δὲ Ἀμέρσα ἧτο μόλις δεκαεπτὰ ἐτῶν.. εικοσάχρονος, ενώ η Αμέρσα μόλις δεκαεπτά ετών..
Παρῆλθε χρόνος ἐωσότου ἡ οἰκογένεια λαβὴ εἰδήσεις Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι η οικογένεια να λάβει
περὶ τοῦ φυγάδος. Τέλος, μετὰ ἔτος καὶ πλέον, ἠκούσθη μία ειδήσεις για τον φυγάδα. Τέλος, μετά από ένα χρόνο και
ἀόριστος φήμη, ὅτι ὁ Μωρὸς διέπραξε φόνον ἐντὸς τοῦ πλέον, ακούστηκε μια αόριστη φήμη, ότι ο Μωρός διέπραξε
πλοίου, μὲ τὸ ὁποῖον ἀρμένιζε. Αἱ ἀδελφαί του, ὅταν τὸ φόνο μέσα στο καράβι, με το οποίο αρμένιζε. Οι αδελφές του,
ἤκουσαν, εἰς τὸν κόσμον εἶπαν ὅτι δὲν ἠξεύρουν τίποτε, καὶ όταν το άκουσαν, είπαν στον κόσμο ότι δεν ξέρουν τίποτα,
ὀλοψύχως ηὔχοντο νὰ ἧτο ψευδὴς ἡ φήμη. Ἀλλ' ἡ μήτηρ και ολόψυχα ευχόντουσαν να ήταν η φήμη ψεύτικη. Η μάνα
ἐνδομύχως ἐπίστευεν εἰς τὸ ἀληθὲς τῆς εἰδήσεως.. του όμως ήξερε μέσα της ότι η είδηση ήταν αληθινή..
Ὀλίγας ἡμέρας ὕστερον, ἔλαβον ἐπιστολὴν φέρουσαν Μερικές ημέρες αργότερα, έλαβε μια επιστολή με σφραγίδα
τὴν ταχυδρομικὴν σφραγίδα Χαλκίδος. Ὁ Μιχάλης Χαλκίδας. Ο Μιχάλης έγραφε από τις φυλακές της πόλης
ἔγραφεν ἀπὸ τῶν εἰρκτῶν τῆς πόλεως ἐκείνης. Κατὰ σχήμα εκείνης. Αρχίζοντας ανάποδα, αρχικά, τους περιέγραψε με
πρωθύστερον, ἐξετραγώδει ἐν πρῶτοις τὰ βάσανά του καὶ τραγικότητα τα βάσανά του και τα παθήματά του στα
τὰ πάθη του εἰς τὰ βουδρούμια τοῦ βενετικοῦ φρουρίου. μπουντρούμια του βενετικού φρουρίου. Στη συνέχεια, με
Εἴτα, μετὰ συντριβῆς καρδίας, ἀλλὰ μὲ διφορουμένας ραγισμένη καρδιά, αλλά με μισόλογα και με υπονοούμενα
φράσεις καὶ οἰονεῖ μεταξὺ τῶν γραμμῶν, ἐξωμολογεῖτο ὅτι ανάμεσα στις γραμμές εξομολογήθηκε ότι ίσως να σκότωσε
ἴσως νὰ ἐφόνευσε πράγματι τὸν ἄνθρωπον, τὸν γέρο- πράγματι τον άνθρωπο, τον γέρο-Πορταΐτη, τον λοστρόμο
Πορταΐτην, τὸν λοστρόμον τοῦ πλοίου, ἀλλὰ χωρὶς καλὰ του πλοίου, αλλά χωρίς να το καταλάβει καλά-καλά, και
νὰ τὸ ἐννοήση, καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλη. (Πράγματι, δὲν θὰ χωρίς να το θέλει. (Πράγματι, δεν θα ήθελε να τον είχε
ἤθελε νὰ τὸν εἶχε φονεύσει). Ὁ ἐχθρὸς τὸν ἔβαλεν, αὐτὸς σκοτώσει). Ο εχθρός τον έβαλε να το κάνει, αυτός δεν
δὲν ἔπταιε τίποτε, τὸ φονικὸ ἔγινε στὸν καυγᾶν ἐπάνω. έφταιγε σε τίποτα, το φονικό έγινε στον καυγά επάνω. Αυτός
Αὐτὸς εἶχεν εὑρεθῆ «εἰς βρασμὸν ψυχῆς». Ἀπεδείχθη είχε βρεθεί «σε βρασμό ψυχής». Αποδείχθηκε μάλιστα ότι το
μάλιστα ὅτι ἡ μάχαιρα ἤτον «τοῦ παθόν». Ἴσως νὰ εἶχεν μαχαίρι ήταν «του παθόν». Ίσως να είχε πάρει, αλλά δεν
ἀποσπάσει, ἀλλὰ δὲν ἐνθυμεῖτο πώς, τὴν μάχαιραν ἀπὸ τὴν θυμόταν πώς, το μαχαίρι από την μέση του θύματος. Αυτός
μέσην τοῦ θύματος. Αὐτὸς ἐπίστευεν ὅτι τοῦ τὴν εἶχεν πίστευε ότι του το είχε αρπάξει μάλλον από το χέρι..
ἁρπάσει μᾶλλον ἀπὸ τὴν χείρα..
Εἴτα καὶ πάλιν ἐπανήρχετο εἰς τὰ βάσανά του, ὅσα Στη συνέχεια, ξαναμιλούσε για τα βάσανά του, όσα
ὑπέφερε δυὸ μήνας τώρα, εἰς τὰς φυλακάς. Ἀκολούθως υπέφερε για δύο μήνες τώρα, στις φυλακές. Κατόπιν,
ἐπεκαλεῖτο τὴν φιλοστοργίαν τῆς μητρός του, καὶ τὴν επικαλέστηκε την αγάπη της μητέρας του, και την ξόρκιζε «να
ἐξώρκιζε «νὰ σηκωθῆ, -τὸ δίχως ἄλλο- νὰ πάη νὰ βρὴ τὴν σηκωθεί, –το δίχως άλλο– να πάει να βρει την Πορταΐτινα»,
Πορταΐτινα», τὴν χήραν τοῦ φονευθέντος καὶ τὴν τη χήρα του δολοφονημένου και την κόρη του, και να τις
θυγατέραν του, καὶ νὰ τὰς παρακαλέση μετὰ δακρύων, «νὰ παρακαλέσει με δάκρυα, «να κάμει νόμο-τρόπο», να τις
κάμη νόμο-τρόπο», νὰ τὰς καταφέρη ὅπως αἱ ἴδιαι καταφέρει να ζητήσουν οι ίδιες την αθώωση του φονιά!.
ζητήσουν τὴν ἀθώωσιν τοῦ φονέως!.
«Νὰ σηκωθῆς, μάννα, νὰ μπαρκάρης, νὰ πᾶς πέρα, στὴν «Να σηκωθείς, μάννα, να μπαρκάρεις, να πας πέρα, στην
Πλατάνα, νὰ τὴν περικαλέσης, τὴν Πορταΐτινα, ὡς καθὼς Πλατάνα, να την περικαλέσης, την Πορταΐτινα, καθώς και
καὶ τὴν κόρη της, τὴν Καρίκλεια, νὰ τὶς καταφέρης νὰ την κόρη της, την Καρίκλεια, να τις καταφέρεις να ζητήσουν
ζητήσουν νὰ βγῶ ἀθῶος, κ' ἐγὼ νὰ γίνω παιδί τους, νὰ να βγω αθώος, κ' εγώ να γίνω παιδί τους, να πάρω και την
πάρω καὶ τὴν Καρίκλεια γυναίκα μου, χωρὶς προίκα, καὶ νὰ Καρίκλεια γυναίκα μου, χωρίς προίκα, και να ζήσουμε καλά
ζήσουμε καλὰ κι ἀγαπημένα ὅλοι μας. Καὶ νὰ δοῦν πὼς κι αγαπημένα όλοι μας. Και να δουν πως εγώ θα την αγαπώ,
ἐγὼ θὰ τὴν ἀγαπῶ, τὴν Καρίκλεια, καὶ πὼς θὰ τὴν ἔχω τὴν την Καρίκλεια, και πως θα την έχω την πεθερά μου, να
πεθερά μου, νὰ δουλεύω σᾶ σκλάβος νὰ τὶς ζωοθρέφω, μὲ δουλεύω σα σκλάβος να τις ζωοθρέφω, με πολλά καλά, γιατί
πολλὰ καλά, γιατί ἐγὼ εἶμαι ἄξιος καὶ μπορῶ νὰ βγάλω εγώ είμαι άξιος και μπορώ να βγάλω λεπτά.». Τελειώνοντας ο
λεπτά.». Περαίνων ὁ φονεύς, ἐπανήρχετο ἐκ τρίτου εἰς τὰ φονιάς, επανέρχονταν για Τρίτη φορά στα βάσανά του, και
βάσανά του, καὶ ὑπέσχετο ὅτι, ἅμα ἐξέλθη τῶν φυλακῶν, υπόσχονταν ότι, όταν βγει από τις φυλακές, θα φέρει πολλά
θὰ φέρη πολλὰ ὡραία πράγματα καὶ στολίδια, διὰ νὰ όμορφα πράγματα και στολίδια, για να προικίσει τις δύο
προικίση τὰς δυὸ ἀδελφάς του, ἀκόμη καὶ κοῦκλες καὶ αδελφές του, ακόμη και κούκλες και παιχνίδια για τα μικρά
παιγνίδια διὰ τὰ μικρὰ κοράσια τῆς μεγάλης ἀδελφῆς του, κορίτσια της μεγάλης αδελφής του, της Δελχαρώς..
τῆς Δελχαρῶς..
Λοιπὸν δὲν εἶναι παράδοξον ἂν ἡ Φραγκογιαννοὺ δὲν Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που η Φραγκογιαννού δεν
ἐδίστασεν. Ἐχρεώθη ὀλίγα χρήματα, δοῦσα ἐνέχυρον ὅ,τι δίστασε. Χρεώθηκε λίγα χρήματα, βάζοντας για ενέχυρο ό,τι
ἀσημικὸν εἶχε, κ' ἐμβαρκάρισε, κ' ἐπέρασε πέρα εἰς τὴν ασημένιο είχε, και ταξίδεψε με πλοίο στο νησί απέναντι, στο
ἀντικρινὴν νῆσον, εἰς τὸ χωρίον Πλατάναν, κ' ἐπῆγε νὰ χωριό Πλατάνα, για να βρει την Πορταΐτινα. Το περίεργο
εὔρη τὴν Πορταΐταιναν. Ἀλλὰ παράδοξον εἶναι ὅτι, μὲ τὴν είναι όμως που, με την γλυκιά της γλώσσα, με τα γυναικεία
εὐγλωττίαν της τὴν περιπαθῆ, μὲ τὴν στωμυλίαν της τὴν της λόγια και με τα χιλιάδες ψέματα που ήξερε -η
γυναικείαν, μὲ τὰ χίλια ψεύματα ὅσα ἤξευρεν -ἧτο δὲ τότε Φραγκογιαννού ήταν τότε 55 χρονών, αλλά δραστήρια και με
ἡ Φραγκογιαννοὺ 55 ἐτῶν, ἀλλ' ἀκμαία γυνὴ καὶ μὲ ζωηρό χαρακτήρα- κατάφερε να πείσει την γριά, τη χήρα του
ζωηροὺς χαρακτήρας- κατώρθωσε νὰ πείση τὴν γραίαν, σκοτωμένου, (σημειώστε ότι η μητέρα και η κόρη ακόμη και
τὴν χήραν τοῦ φονευθέντος (σημειώσατε ὅτι ἡ μήτηρ καὶ ἡ φιλοξένησαν τη μητέρα του φονιά) να την πείσει, δηλαδή,
κόρη ἔδωκαν καὶ ξενίαν ἀκόμη εἰς τὴν μητέρα τοῦ καταβάλλοντας τα έξοδα του ταξιδιού, να φύγουν μαζί για τη
φονέως), νὰ τὴν πείση, λέγω, καταβάλλουσα τὰ ἔξοδα τοῦ Χαλκίδα, με σκοπό να ενεργήσουν από κοινού κοντά στην
ταξιδίου αὐτή, ν' ἀπέλθωσιν ὁμοῦ εἰς τὴν Χαλκίδα, μὲ Εισαγγελία, στο Δικαστήριο και στους Ενόρκους υπέρ της
σκοπὸν νὰ ἐνεργήσωσιν ἀπὸ κοινοῦ πλησίον τῆς απαλλαγής ή της αθώωσης του κατηγορουμένου. Όσον
Εἰσαγγελίας, τοῦ Δικαστηρίου καὶ τῶν Ἐνόρκων ὑπὲρ τῆς αφορά την κόρη, «την Καρίκλεια», αυτή δήλωσε ότι δεν
ἀπαλλαγῆς ἢ τῆς ἀθωώσεως τοῦ ὑποδίκου. Ὅσον ἀφορᾶ ζητούσε εκδίκηση, επειδή «ο πατέρας της δεν έρχεται πίσω»,
τὴν κόρην, «τὴν Καρίκλειαν», αὔτη ἐδήλωσεν ὅτι ἐκδίκησιν μόνο ποτέ δεν θα ήθελε τον φονιά ως σύζυγό της. προτιμά να
δὲν ἐπιζητεῖ, ἐπειδὴ «ὁ πατέρας της δὲν ἔρχεται πίσω», μείνει ανύπαντρη για πάντα..
μόνον ποτὲ δὲν θὰ θέληση τὸν φονέα ὡς ἄνδρα της.
προτιμᾶ νὰ μένη ἀνύπανδρη εἰς τὸν αἰῶνα..
Ἐπῆγαν ὁμοῦ, αἱ δυὸ γραῖαι, κ' ἔμειναν εἰς Χαλκίδα Πήγαν μαζί, οι δύο γριές, και έμειναν στη Χαλκίδα τρεις
τρεῖς μήνας, κατοικοῦσαι εἰς τρώγλην, εἰς ἕνα μήνες, ζώντας σε μια τρώγλη, σε ένα τουρκικό σπίτι - κοντά
τουρκόσπιτον - κοντὰ εἰς τὰ Ἐβραίικα, παρὰ τὴν Ἄνω στα Εβραϊκά, κοντά στην Άνω Πύλη του φρουρίου. Και κάθε
Πύλην τοῦ φρουρίου. Καὶ καθημερινῶς ἡ Χαδούλα μέρα η Χαδούλα πήγαινε στις φυλακές, τις πρωινές ώρες,
ἐπήγαινεν εἰς τὰς εἰρκτᾶς, τὰς πρωινὰς ὥρας, κατὰ τὴν κατά την έξοδο των φυλακισμένων, παρέα συνήθως με την
ἔξοδον τῶν φυλακισμένων, συνοδευομένη συνήθως ἀπὸ Πορταΐτινα, η οποία όμως κάθονταν απέναντι από τις
τὴν Πορταΐταιναν, ἥτις ὅμως ἐκάθητο ἀντικρὺ τῆς εἰρκτῆς φυλακές και περίμενε, μη θέλοντας να δει κατά πρόσωπο τον
κ' ἐπερίμενε, μὴ θέλουσα νὰ ἰδῆ κατὰ πρόσωπον τὸν φονέα. φονιά. Περνώντας έξω από τον μεγάλο και άκομψο παλιό
Διερχόμεναι ἔξω ἀπὸ τὸν μέγαν καὶ ἄκομψον παλαιὸν ναό της Αγίας Παρασκευής, έκαναν το σταυρό τους, και η
ναὸν τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ἔκαμναν τὸν σταυρόν των, μητέρα έφερνε στον κατηγορούμενο σιμιγδαλένιο ψωμί, σύκα
καὶ ἡ μήτηρ ἔφερεν εἰς τὸν ὑπόδικον σιμίθια καὶ σύκα καὶ και σαρδέλες, και καπνό για την πίπα του. Και μέσα στην
σαρδέλες, καὶ καπνὸν διὰ τὴν πίπαν του. Καὶ μέσα εἰς τὴν βαθιά τσέπη του φουστανιού της, κρυφά, είχε κρυμμένο ένα
βαθείαν τσέπην τοῦ φουστανιοῦ της, κρυφά, εἶχε χωμένην μικρό μπουκάλι με ρούμι ή ρακί, για παρηγοριά του
μικρὰν φιαλίδα μὲ ρώμι ἢ ρακί, πρὸς παρηγορίαν τοῦ φυλακισμένου..
φυλακισμένου..
Ἀλλὰ δὶς ἢ τρὶς τῆς ἐβδομάδος διὰ τῆς Ἄνω Πύλης τοῦ Αλλά δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα, βγαίνοντας από την
φρουρίου ἐξήρχοντο κ' ἔβλεπαν κρεμάμενα ἐκεῖ, εἰς τὸν Άνω Πύλη του φρουρίου, έβλεπαν κρεμασμένα εκεί, στον
σκοτεινὸν πυλώνα, τὴν κνήμην τοῦ «Ἕλληνος γίγαντος», σκοτεινό πυλώνα, το πόδι του "Έλληνα γίγαντα", και το
καὶ τὸ «τσαρούχι του», τεραστίου μεγέθους, "τσαρούχι του", τεράστιου μεγέθους, κρατώντας το σαν
ἐπιφυλαττόμεναι, ὅταν θὰ ἐπανέκαμπτον μὲ τὸ καλὸν εἰς ανάμνηση για να το διηγηθούν και οι δύο στα εγγόνια τους
τὴν πατρίδα, νὰ διηγῶνται κ' αἱ δυὸ τὸ πράγμα εἰς τὰ όταν θα επέστρεφαν με το καλό στην πατρίδα. Μετά
ἐγγόνια των. Εἴτα διηυθύνοντο κατὰ τὴν συνοικίαν κατευθύνονταν προς τη συνοικία Σουβάλα, ή προς τον Άγιο
Σουβάλαν, ἢ κατὰ τὸν Ἅγιον Δημήτριον, κ' ἐπεσκέπτοντο Δημήτριο, και επισκέπτονταν τον Εισαγγελέα, ο οποίος μέσω
τὸν Εἰσαγγελέα, ὅστις διὰ τοῦ γραφέως τοῦ τὰς ἀπεδίωκε, του γραμματέα του τις απέτρεπε, και τους δικαστές, οι οποίοι
καὶ τοὺς δικαστάς, οἵτινες ἐνίοτε κατεδέχοντο νὰ γελώσι μερικές φορές καταδέχονταν να γελάσουν μαζί τους..
μαζί των..
Τέλος ὅταν ὡρίσθη ἡ δίκη, ἐζήτησαν νὰ πλησιάσουν Τέλος, όταν ορίστηκε η δίκη, προσπάθησαν να πλησιάσουν
τοὺς ἐνόρκους, οἵτινες εἶχον ἔλθει, ἄλλοι φουστανελάδες, τους ενόρκους, οι οποίοι είχαν έρθει, άλλοι φουστανελάδες,
ἀπὸ τὰ ὀρεινὰ χωρία, ἄλλοι βρακάδες, ἀπὸ τὰς νήσους καὶ από τα ορεινά χωριά, άλλοι βρακάδες, από τα νησιά και τα
τὰ παραθαλάσσια. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ὑπέσχετο χιλίων παραθαλάσσια. Η Φραγκογιαννού υποσχέθηκε χίλιων λογιών
λογιῶν δῶρα εἰς ὅλους, καὶ θὰ ἤτον ἱκανὴ νὰ τὰ δώση, ἂν δώρα σε όλους, και θα ήταν ικανή να τα δώσει, αν είχε:
εἶχε: μοσχάτα κρασιά, ὡραῖα λάδια «κεχριμπάρι», μοσχάτα κρασιά, ωραία λάδια «κεχριμπάρι», αστακοουρές,
ἀστακοουρές, παστὰ κεφαλόπουλα, αὐγοτάραχα, παστά κεφαλόπουλα, αυγοτάραχα, ξεροχτάποδα, εκλεκτά
ξεροχτάποδα, ἐκλεκτὰ σύκα, καὶ πᾶν ὅ,τι ἠδύνατο νὰ σύκα, και ό,τι μπορούσε να παράγει το νησί της..
παράγη ἡ νῆσος της..
Εἰς ἕνα τῶν ἐνόρκων, ἄνθρωπον κίτρινον καὶ βήχοντα, Σε έναν από τους ενόρκους, έναν άνθρωπο κιτρινιάρη που
ὅστις ἐφαίνετο νὰ πάσχη, ὑπεσχέθη αὐτὴ νὰ τὸν ἰατρεύση, έβηχε, που φαινόταν ότι είχε κάποια αρρώστια, υποσχέθηκε
μ' ἕνα μαντζούνι ποὺ ἤξευρεν. Ὄλ' αὐτὰ δὲν ἴσχυσαν, καὶ ὁ αυτή να τον θεραπεύσει, με ένα μαντζούνι που ήξερε. Όλα
φονεὺς κατεδικάσθη εἰς εἰκοσαετῆ δεσμά. Ἐναυάγησαν αυτά δεν ίσχυσαν, και ο φονιάς καταδικάστηκε σε εικοσαετή
ὅλα τὰ σχέδια, ὡς καὶ αὐτὴ ἡ συμπεθεριὰ μεταξὺ τῆς δεσμά. Ναυάγησαν όλα τα σχέδια, καθώς και η ίδια η
μητρὸς τοῦ φονέως καὶ τῆς χήρας τοῦ θύματος.. συμπεθεριά μεταξύ της μητέρας του δολοφόνου και της
χήρας του θύματος..
Τώρα ἀνάγκη ἧτο νὰ ἐπιστρέψωσιν εἰς τὴν πατρίδα, Τώρα ήταν ανάγκη να επιστρέψουν στην πατρίδα, αλλά τα
ἀλλὰ τὰ ὀλίγα χρήματα τῶν εἶχον ἐξαντληθῆ, καὶ ὅσα εἶχον λίγα χρήματά τους είχαν εξαντληθεί, και όσα είχαν φέρει μαζί
κομίσει μέθ' ἑαυτὸν καὶ ὅσα εἶχε στείλει ἐν τῷ μεταξὺ ἡ τους και όσα είχε στείλει εν τω μεταξύ η Αμέρσα που
Ἀμέρσα ξενοδουλεύουσα καὶ ὑφαίνουσα εἰς τὴν πατρίδα. ξενοδούλευε και ύφαινε στην πατρίδα. Αφού η
Ἀφοῦ ἡ Φραγκογιαννοὺ μάτην παρεκάλεσεν ὅσα πλοῖα Φραγκογιαννού μάταια παρακάλεσε όσα πλοία έβλεπε να
ἔβλεπεν ἐτοιμαζόμενα νὰ πλεύσωσι πρὸς τὸν Μαλιακὸν ετοιμάζονται να πλεύσουν προς τον Μαλιακό κόλπο ή προς
κόλπον ἢ πρὸς τὴν Ἰστιαίαν, νὰ παραλάβωσιν τουλάχιστον την Ιστιαία, να παραλάβουν τουλάχιστον την Πορταΐταινα,
τὴν Πορταΐταιναν, ὡς γεροντοτέραν καὶ ἀσθενεστέραν ως γεροντότερη και ασθενέστερη - αυτή για τον εαυτό της
-αὐτὴ διὰ τὸν ἑαυτὸν τῆς εἶχε τὸ σχέδιόν της- ὅταν εἶδεν είχε το σχέδιό της - όταν είδε ότι οι διάφοροι κυβερνήτες
ὅτι οἱ διάφοροι κυβερνῆται ἀπήτουν ὄχι μόνον τὸν ναῦλον, απαιτούσαν όχι μόνο τον ναύλο, αλλά να έχει και τρόφιμα η
ἀλλὰ νὰ ἔχη καὶ τρόφιμα ἡ ἐπιβάτις, καὶ ἂν τὴν ἄφηναν εἰς επιβάτιδα, και αν την άφηναν στη Στυλίδα ή στους Ωρεούς,
τὴν Στυλίδα ἢ τοὺς Ὠρεούς, ἂς κάμη καλὰ νὰ εὔρη πλοῖον ας κάνει καλά να βρει πλοίο για την πατρίδα της -
διὰ τὴν πατρίδα τῆς - ἐξεμυστηρεύθη τὸ σχέδιόν της εἰς τὴν εκμυστηρεύτηκε το σχέδιό της στην Πορταΐταινα..
Πορταΐταιναν..
- Ἐγώ, εἶπεν, εἶμαι ἱκανὴ νὰ πάω στεριά, μὲ τὰ ποδάρια Εγώ, είπε, είμαι ικανή να πάω από τη στεριά, με τα πόδια
μου, ἀποδῶ ὡς τὴν Ἁγίαν Ἄννα -λένε πὼς εἶναι δυὸ μέρες μου, από δω ως την Αγία Άννα –λένε πως είναι δυο μέρες
δρόμος- κ' ἐκεῖ θὰ βροῦμε τὸ ταχύπλο, τὸ δικό μας ποὺ θά δρόμος– και εκεί θα βρούμε το ταχύπλο, το δικό μας που θα
μας γνωρίση ὁ καπετᾶν Πετσερέλος, ὁ ταχυδρόμος, καὶ θά μας γνωρίσει ο καπετάν Πετσερέλος, ο ταχυδρόμος, και θα
μας πάρη. Τὰ ἔξοδά μου στὸ δρόμο θὰ τὰ οἰκονομήσω μας πάρει. Τα έξοδά μου στο δρόμο θα τα εξοικονομήσω
μαζεύοντας βότανα, χορτάρια, κι ἀγριολάχανα, κι ὅποια μαζεύοντας βότανα, χορτάρια, και αγριολάχανα, και όποια
χριστιανὴ βρῶ κ' ἔχη τὸ παιδὶ τῆς ἄρρωστο, ἢ τὸν ἄνδρα χριστιανή βρω που έχει το παιδί της άρρωστο, ή τον άνδρα
της, θὰ τῆς κάμω ψευτογιατρικᾶ νὰ βοηθήσω τὸν ἄνθρωπό της, θα της κάνω ψευτογιατρικά να βοηθήσω τον άνθρωπο
της, νὰ τὴν ὑποχρεώσω. Μπορεῖς ἐσύ; Βαστοῦν τὰ κότσια της, να την υποχρεώσω. Μπορείς εσύ; Βαστούν τα κότσια
σου;. σου;.
- Τί θὰ κάμω; μπορῶ, δὲν μπορῶ, ἀπήντησεν ἡ — Τι θα κάνω; μπορώ, δεν μπορώ, απάντησε η
Πορταΐταινα. Καλύτερα νὰ πᾶμε συντροφιά, ὅπως Πορταΐταινα. Καλύτερα να πάμε μαζί, όπως ήρθαμε..
ἤρθαμε..
Κ' ἐξεκίνησαν. Ἡ Χαδούλα ἔκαμεν ὅπως εἶπε, μόνον Και ξεκίνησαν. Η Χαδούλα έκανε όπως είπε, μόνο που
πὼς ἀργοπόρησαν περισσότερον εἰς τὸν δρόμον, ἕνεκα τῆς αργοπόρησαν περισσότερο στον δρόμο, λόγω της
βραδυπορίας τῆς Πορταΐταινας. Κ' ἐπέτυχε μάλιστα ὑπὲρ βραδυπορίας της Πορταΐταινας. Και πέτυχε μάλιστα πέρα
τὰς ἐλπίδας της. Ὅταν, μετὰ μίαν ἑβδομάδα, ἔφθασεν εἰς από τις ελπίδες της. Όταν, μετά μια εβδομάδα, έφτασε στη
τὴν πατρίδα, εἶχε καὶ περρίσευμα ἀπὸ τὴν ἐπιχείρησιν. πατρίδα, είχε και περισσευούμενα από την επιχείρηση. Έφερε
Ἔφερεν εἰς τὴν οἰκίαν της, ἐξ ὅσων τῆς ἔδιδον δι' ἀμοιβὴν στο σπίτι της, από όσα της έδιναν ως αμοιβή για τις υπηρεσίες
τῶν ἐκδουλεύσεών της, ἕναν σάκκον μὲ σίτον, ὡς μίαν της, έναν σάκο με σιτάρι, περίπου μια οκά τυρί, δύο κότες,
ὀκᾶν τυρίου, δυὸ ὄρνιθας, ἕνα μάλλινο χράμι, τὸ ὁποῖον ένα μάλλινο χράμι, το οποίο της χάρισαν, και λίγες δραχμές
τῆς ἐχάρισαν, καὶ ὀλίγας δραχμὰς μετρητά. Ἐκ τούτων μετρητά. Από αυτά πλήρωσε γενναιόδωρα και το ναύλο της
ἐπλήρωσε γενναιοφρόνως καὶ τὸ ναῦλον τῆς Πορταΐταινας, Πορταΐταινας, για να φύγει κι αυτή στο σπίτι της..
διὰ νὰ ὑπάγη κι αὐτὴ εἰς τὴν ἑστίαν της..
Ὅλα ταῦτα τὰ ἐνθυμεῖται καλῶς ἡ Ἀμέρσα, ἐπειδὴ ἡ Όλα αυτά τα θυμάται καλά η Αμέρσα, επειδή η μάνα της
μάννα της δὲν εἶχε παύσει νὰ τὰ διηγῆται ἔκτοτε. Τώρα, δεν είχε πάψει να τα διηγείται έκτοτε. Τώρα, είχαν περάσει
εἶχον παρέλθει δώδεκα ἔτη, ὁ ἀδελφὸς τῆς εὑρίσκετο δώδεκα χρόνια, ο αδελφός της βρισκόταν ακόμη στις
ἀκόμη εἰς τὰς φυλακάς, ὁ πατήρ της πρὸ πολλοῦ εἶχεν φυλακές, ο πατέρας της ήταν πολύ καιρό πεθαμένος, ο
ἀποθάνει, ὁ Σταθαρὸς κι ὁ Γιαλὴς δὲν ἐπανῆλθον ποτὲ ἀπὸ Σταθαρός και ο Γιαλής δεν επέστρεψαν ποτέ από την
τὴν Ἀμερικήν, ὁ μικρὸς ὁ Γιωργάκης κ' ἐκεῖνος εἶχε πάρει Αμερική, ο μικρός ο Γιωργάκης κι αυτός είχε πάρει μεγάλα
μεγάλα πέλαγα, ἡ Κρινιῶ κι αὐτὴ εἶχε μεγαλώσει, ἡ πέλαγα, η Κρινιώ κι αυτή είχε μεγαλώσει, η Δελχαρώ είχε
Δελχαρῶ εἶχε γεννήσει καὶ πάλιν κόρην, κι αὐτή, ἡ Ἀμέρσα, γεννήσει και πάλι κόρη, κι αυτή, η Αμέρσα, είχε μείνει
εἶχε μείνει γεροντοκόρη.. γεροντοκόρη..

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ.
Ἄκρα σιγὴ καὶ ἡσυχία ἐπεκράτησεν ἐντὸς τοῦ σκοτεινοῦ Άκρα σιγή και ησυχία επικράτησε στο σκοτεινό δωμάτιο,
θαλάμου, μετὰ τὸν τελευταῖον βήχα καὶ τὸν μετά τον τελευταίο βήχα και το κλαψούρισμα του παιδιού, τα
κλαυθμυρισμὸν τοῦ θυγατρίου, τὰ ὁποῖα τόσον ἀποτόμως οποία τόσο ξαφνικά διακόπηκαν. Η Φραγκογιαννού είχε
διεκόπησαν. Ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶχε κύψει τὸ πρόσωπόν σκύψει το πρόσωπό της, και είχε ακουμπήσει με τα δύο χέρια
της, καὶ εἶχε στηρίξει μὲ τὰς δυὸ χείρας τὸ μέτωπον, καὶ το μέτωπό της, και είχε σταματήσει να σκέφτεται. Της
εἶχε παύσει νὰ σκέπτεται. Τῆς ἐφαίνετο ὅτι δὲν ἔζη πλέον. φαινόταν ότι δεν ζούσε πλέον. Ούτε η αναπνοή της
Οὔτε ἡ πνοὴ τῆς ἠκούετο. Πᾶς θόρυβος εἶχε παύσει. Οὔτε ακουγόταν. Κάθε θόρυβος είχε σταματήσει. Ούτε φλόγα
φλὸξ ἔβρεμεν εἰς τὴν ἑστίαν, οὔτε βόμβος ἠκούετο, καὶ τὸ φώτιζε στο τζάκι, ούτε θόρυβος ακουγόταν, και το
ἠμίκαυστον φιτίλιον τοῦ λύχνου ἔφεγγε θλιβερῶς. Ἡ μικρὰ μισοκαμένο φυτίλι του λυχναριού φώτιζε θλιβερά. Το μικρό
κανδήλα πρὸ πολλοῦ εἶχε σβήσει εἰς τὸ εἰκονοστάσιον, καὶ καντήλι είχε σβήσει εδώ και πολύ ώρα στο εικονοστάσι, και οι
αἱ μορφαὶ τῶν ἁγίων δὲν ἐφαίνοντο πλέον.. μορφές των αγίων δεν φαινόντουσαν πλέον..
Αἴφνης ἡ λεχώνα ἐξύπνησε μετὰ τιναγμού, ἐν μέσῳ, τῆς Ξαφνικά η λεχώνα ξύπνησε με ένα τίναγμα μέσα σε αυτή
ἄκρας ἠρεμίας.. την απόλυτη σιωπή..
- Τ' εἶναι μάννα; εἶπε.. — Τι είναι μάνα; είπε..
Ἡ μήτηρ τῆς βλοσυρά, καὶ ὡς ἐν φρεναπάτῃ, τὴν Η μητέρα της, με βλοσυρό βλέμμα, σαν σε έκσταση, την
ἐκοίταξεν εἰς τὸ φῶς τοῦ λυχναρίου.. κοίταξε στο φως του λυχναριού..
- Τ' εἶναι! εἶπε, τίποτα. Ξύπνησες;. — Τί είναι! είπε, τίποτα. Ξύπνησες;.
- Μοῦ φάνηκε πὼς κάτι εἶπες. πὼς μ' ἐφώναξες, μὲς στὸν — Μου φάνηκε πως κάτι είπες. πως μ' εφώναξες, μες στον
ὕπνο μου.. ύπνο μου..
- Ἐγώ;. ὄχι. Τ' αὐτιά σου κάμανε.. — Εγώ;. όχι. Τα αυτιά σου κάμανε..
- Τί ὥρα νὰ εἶναι, μάννα;. — Τί ώρα να είναι, μάνα;.
- Τί ὥρα; ξέρω 'γω;. Τόσες φορὲς λάλησε καὶ — Τί ώρα; ξέρω 'γω;. Τόσες φορές λάλησε και ξαναλάλησε
ξαναλάλησε τ' ὀρνίθι.. το ορνίθι..
- Καὶ σῦ δὲν ἐκοιμήθης, μάννα;. — Και συ δεν κοιμήθηκες, μάνα;.
- Ἐχόρτασα τὸν ὕπνο καλά. Τρύπησε τὸ πλευρό μου, — Χόρτασα τον ύπνο καλά. Τρύπησε το πλευρό μου, είπε η
εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού, ἥτις δὲν εἶχε κλείσει ὄμμα. Ὅπου Φραγκογιαννού, η οποία δεν είχε κλείσει μάτι. Όπου είναι θα
εἶναι θὰ φέξη.. φέξει..
Ἡ λεχώνα ἐχασμήθη, κ' ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ Η λεχώνα χασμουρήθηκε, και έκανε το σημείο του σταυρού
ἐπὶ τοῦ στόματος. Συγχρόνως δὲ ὕψωσε τὸ βλέμμα πρὸς τὸ στο στόμα της. Ταυτόχρονα ύψωσε το βλέμμα προς το μικρό
μικρὸν εἰκονοστάσιον, τὸ ὁποῖον ἀντίκρυζεν.. εικονοστάσι, το οποίο αντίκριζε..
- Ἔχει σβήσει τὸ καντήλι, μάννα. δὲν τὸ ἄναβες;. — Έχει σβήσει το καντήλι, μάνα. δεν το άναβες;.
- Δὲν τὸ ἀγροίκησα, θυγατέρα, εἶπεν ἡ γραία. — Δεν το κατάλαβα, θυγατέρα, είπε η γριά. κοιμόμουν
ἐκοιμώμουν βαθιά.. βαθιά..
- Καὶ τὸ παιδὶ κοιμᾶται, βλέπω, ἥσυχα. Πῶς τὸ 'παθε;. — Και το παιδί κοιμάται, βλέπω, ήσυχα. Πώς το 'παθε;.
- Ἡσύχασε κι αὐτὸ τώρα πλιά, εἶπεν ἡ γραία.. — Ησύχασε κι αυτό τώρα πια, είπε η γριά..
- Κ' ἐμένα μου πονεῖ τὸ βυζί μου, εἶπεν ἡ λεχώ. ἄρχισε νὰ — Και εμένα μου πονάει το στήθος, είπε η λεχώνα. άρχισε
κατεβάζη πολὺ τώρα. Ἤθελα νὰ ἤτον ξυπνητὸ νὰ τὸ να κατεβάζει πολύ τώρα. Ήθελα να ήταν ξυπνητό να το
βύζαινα.. θήλαζα..
- Ἕ! τί νὰ γίνη.Θὰ βροῦμε κανένα παιδί, εἶπεν ἡ γραία.. — Ε! τι να γίνει. Θα βρούμε κανένα παιδί, είπε η γριά..
- Τί λές, μάννα;. — Τι λες, μάνα;.
Ἡ γραία δὲν ἀπήντησεν. Ἤθελε κάτι νὰ εἴπη. Δὲν Η γριά δεν απάντησε. Ήθελε να πει κάτι. Δεν ήξερε τι να
ἤξευρε τί νὰ εἴπη.. πει..
- Δὲν κάνεις τὸν κόπο ν' ἀνάψης τὸ καντήλι, μάννα;. — Δεν κάνεις τον κόπο να ανάψεις το καντήλι, μάνα;.
- Ἂν θέλης, σηκώσου σῦ κι ἄναψέ το. δὲν ἔχω χέρια.. — Αν θέλεις, σήκω εσύ και άναψε το. δεν έχω χέρια..
- Πώς!. — Πώς!.
- Πιάστηκε πλιὰ τὸ χεράκι μου.. — Πιάστηκε πια το χεράκι μου..
- Τί λές; Σὲ καλό σου, μάννα. ἐγὼ ποῦ δὲν ἔχω πάρει — Τι λες; Σε καλό σου, μάνα. εγώ που δεν έχω πάρει ευχή,
εὐχή, κάνει ν' ἀνάψω τὸ καντήλι;. κάνει να ανάψω το καντήλι;.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, καθὼς εἶπε «πιάστηκε τὸ χεράκι Την στιγμή εκείνη, καθώς είπε «πιάστηκε το χεράκι μου»,
μου», ἐπανῆλθεν πρώτην φορὰν εἰς τὸν νοῦν τῆς γραίας τὸ της ήρθε πρώτη φορά στον νου της γριάς το όνειρο της
ὄνειρον τῆς Ἀμέρσας.. Αμέρσας..
Δὲν ἠδυνήθη νὰ κρατηθῆ, καὶ ἔπνιξεν εἰς τὰ στήθη τῆς Δεν μπόρεσε να κρατηθεί, και έπνιξε στα στήθη της ένα
βαθὺν λυγμόν.. βαθύ λυγμό..
- Τί ἔχεις, μάννα;. — Τί έχεις, μάνα;.
Καὶ ἡ λεχὼ ἐπήδησε κάτω ἀπὸ τὴν χαμηλὴν κλίνην.. Και η λεχώνα πήδησε κάτω από το χαμηλό κρεβάτι.
- Δὲν εἶναι καλὰ τὸ παιδί;. — Δεν είναι καλά το παιδί;.
Φωναὶ καὶ σπαραγμὸς καὶ κλαύματα ἠκούσθησαν. Ἡ Φωνές και σπαραγμός και κλάματα ακούστηκαν. Η μητέρα
μήτηρ εὕρισκε τὸ θυγάτριόν της νεκρὸν ἐντὸς τοῦ λίκνου.. εύρισκε το κοριτσάκι της νεκρό μέσα στην κούνια..
Ἀπὸ τὸν θόρυβον, ἐξύπνησεν εἰς τὸ διπλανὸν χώρισμα ὁ Από τον θόρυβο, ξύπνησε στο διπλανό χώρισμα ο
Κωνσταντής, ὅστις εἶχε χορτάσει καλὰ τὸν ὕπνον.. Κωνσταντής, που είχε χορτάσει καλά τον ύπνο..
- Τ' εἶναι; ἔκραξε τρίβων τοὺς ὀφθαλμούς.. — Τ' είναι; Φώναξε τρίβοντας τα μάτια..
Ἐχασμήθη, ἐτανύσθη, ἐτινάχθη, κ' ἔτρεξεν εἰς τὴν θύραν Χασμουρήθηκε, τεντώθηκε, τινάχτηκε κι έτρεξε στην
τοῦ θαλάμου.. πόρτα του δωματίου.
- Βρέ! τί κάνετε σεῖς;. Θὰ σηκώσετε τὸν κόσμο στὸ — Βρε! τί κάνετε σεις;. Θα σηκώσετε τον κόσμο στο
ποδάρι.Μήγαρίς μας ἀφήνετε, μπάρεμ, νὰ πάρουμ' ἕνα ποδάρι. Μπας και μας αφήνετε, μπάρεμ, να πάρουμε ένα ύπνο
ὕπνο ἀπ' τὶς φωνές σας;. απ' τις φωνές σας;.
Κανεὶς δὲν ἀπήντησεν εἰς τὰς διαμαρτυρίας τοῦ Κανείς δεν απάντησε στις διαμαρτυρίες τού Κωνσταντή. Η
Κωνσταντῆ. Ἡ σύζυγος τοῦ ἔκυπτε, πνίγουσα τοὺς σύζυγος του έσκυβε, πνίγοντας τους λυγμούς της, πάνω στην
λυγμούς της, ἐπὶ τοῦ λίκνου. Ἡ πενθερὰ τοῦ ἐκάθητο, κούνια. Η πεθερά του κάθονταν, με μπλεγμένα τα χέρια,
συνάπτουσα τὰς χείρας, αἰνιγματώδης, σφίγγουσα τοὺς αινιγματική, σφίγγοντας τα δόντια, με απλανές βλέμμα. Μετά
ὀδόντας, μὲ ἀπλανὲς τὸ βλέμμα. Μετὰ τὸν πρῶτον τον πρώτο, αθέλητο λυγμό της, δεν είχε βγάλει πλέον άλλη
ἀκούσιον λυγμόν της, δὲν εἶχεν ἐκβάλει πλέον ἄλλην φωνή..
φωνήν..
- Τί! .πέθανε τὸ παιδί; Βρέ!.ἔκαμεν ὁ Κωνσταντής, μείνας — Τι! .πέθανε το παιδί; Βρε! έκαμε ο Κωνσταντής,
μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα.. μένοντας με ανοικτό το στόμα..
Εἴτα προσέθηκε:. Και μετά πρόσθεσε:.
- Γιὰ τοῦτο ἔβλεπα κάτι ἀνάποδα ὄνειρα, ζάβαλε!.. — Για τούτο έβλεπα κάτι ανάποδα όνειρα, ζάβαλε!..
Ἡ Δελχαρῶ, ἀνακύψασα πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τοῦ λίκνου, Η Δελχαρώ, ανασηκώθηκε για μια στιγμή από την κούνια,
συνέχουσα τοὺς λυγμούς της, εἶπε:. συγκρατώντας τα κλάματα και είπε:.
- Μάννα, δὲν θὰ φέρης τὰ ρουχάκια του, νὰ τ' — Μάνα, δεν θα φέρεις τα ρουχαλάκια του, να τ'
ἀλλάξουμε;. Ποῦ εἴν' ἡ Ἀμέρσα;. αλλάξουμε;. Πού είν' η Αμέρσα;.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ δὲν ἀπήντησε.. Η Φραγκογιαννού δεν απάντησε..
- Ποῦ εἶναι ἡ Ἀμέρσα, μάννα; ἐπανέλαβε, ψαύσασα τὸν — Πού είναι η Αμέρσα, μάνα; επανέλαβε, αγγίζοντας τον
ἀγκώνα τῆς μητρός της ἡ Δελχαρῶ.. αγκώνα της μητέρας της η Δελχαρώ..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἀνετινάχθη ὡς νὰ τὴν ἔθιξεν ἄκανθα Η Φραγκογιαννού τινάχτηκε σαν να την τσίμπησε αγκάθι ή
ἢ κέντρον νάρκης.. κεντρί σαλαχιού..
- Ἡ Ἀμέρσα, ποῦ εἶναι; στὸ σπίτι μας. ἀπήντησε.. — Η Αμέρσα, πού είναι; στο σπίτι μας, απάντησε..
- Δὲν εἶχεν ἔρθει 'δω ἡ Ἀμέρσα; Μοῦ φάνηκε πὼς — Δεν είχε έρθει 'δω η Αμέρσα; Μου φάνηκε πως άκουσα
ἄκουσα τὴ φωνή της μὲς στὸν ὕπνο μου, εἶπεν ἡ λεχώνα.. τη φωνή της μες στον ύπνο μου, είπε η λεχώνα..
- Ἂς πάη νὰ τὴν φωνάξη, εἶπεν ἡ γραία, νεύουσα μὲ τὸν — Ας πάει να τη φωνάξει, είπε η γριά, γνέφοντας με την
κανθὸν τοῦ ὄμματός της πρὸς τὸν γαμβρόν της.. άκρη του ματιού της προς τον γαμπρό της..
- Κωνσταντή, πᾶς νὰ φωνάξης τὴν Ἀμέρσα; εἶπεν ἡ λεχὼ — Κωνσταντή, πας να φωνάξεις την Αμέρσα; είπε η
πρὸς τὸν σύζυγόν της.. λεχώνα προς τον σύζυγόν της..
- Πάω. Ἀκοῦς, λέει!. Ὤχ! κρίμα, ζάβαλε!. Καλὰ ποὺ τὸ — Πάω. Ακούς, λέει!. Ωχ! κρίμα, ζάβαλε!. Καλά που το
βαφτίσαμε κιόλας.. βαφτίσαμε κιόλας..
Ὁ Νταντὴς ἔκυψεν εἰς τὸ πάτωμα τοῦ μικροῦ προδόμου Ο Νταντής έσκυψε στο πάτωμα του μικρού διαδρόμου, μες
εἰς τὸ σκότος, ψηλαφῶν νὰ εὔρη τὰ παλιοπάπουτσά του νὰ το σκοτάδι, ψηλαφώντας να βρει τα παλιοπάπουτσα του να
τὰ φορέση. Ἔκαμνε μικρὸν θόρυβον, κρούων διάφορα τα φορέσει. Έκανε ένα μικρό θόρυβο, χτυπώντας διάφορα
ζεύγη παλαιῶν τσόκαρων πρὸς ἄλληλα καὶ ἐπὶ τῶν ζευγάρια παλιών τσόκαρων μεταξύ τους και πάνω στις
σανίδων τοῦ πατώματος.. σανίδες του πατώματος..
- Ποῦ εἶναι τὰ παλιοκατσάρια μου; εἶπε.. — Πού είναι τα παλιοκατσάρια μου; είπε..
Τέλος ἐφόρεσεν ἐν ζεῦγος πατημένων γυναικείων Τέλος φόρεσε ένα ζευγάρι πατημένα γυναικεία παπούτσια,
ἐμβάδων, τὰς ὁποίας εὗρε, καὶ αἴτινες ἐκάλυπτον μόνον που βρήκε, και που κάλυπταν μόνο τα δάχτυλα των ποδιών
τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν καὶ μέρος τοῦ ταρσοῦ, και μέρος του ταρσού, αφήνοντας έξω ολόκληρο το πέλμα.
ἀφήνουσαι ἔξω ὅλην τὴν πτέρναν. Ἄλλον θόρυβον ἔκαμε Έκανε κι άλλο θόρυβο για να ανοίξει την πόρτα, μη
διὰ ν' ἀνοίξη τὴν θύραν, μὴ εὑρίσκων εἰς τὸ σκότος τὸν βρίσκοντας στο σκοτάδι το σύρτη ούτε το μάνταλο. Αφού
σύρτην οὔτε τὸ μάνδαλον. Ἀφοῦ ἤνοιξε τὴν θύραν, άνοιξε την πόρτα, γύρισε ξαφνικά πίσω..
ἐπανῆλθεν αἴφνης ὀπίσω..
- Ἀκοῦς, Δελχαρῶ, εἶπε, τῆς Ἀμέρσας μονάχα νὰ πῶ νὰ "Ακούς, Δελχαρώ," είπε, "της Αμέρσας μόνο να πω, ή να
'ρθή καὶ τὸ Κρινιῶ μαζί; Τί λὲς ἐσύ, πεθερά;. ‘ρθει και το Κρινιώ μαζί; Τι λες εσύ, πεθερά;".
Καὶ ἡ Φραγκογιαννοὺ ἀνυπόμονος:. Και η Φραγκογιαννού ανυπόμονα:.
- Πήγαινε τώρα, τί φέρνεις γύρο; Ἂς ἐρθῆ ὅποιος ἐρθῆ!. "Πήγαινε τώρα, τι φέρνεις γύρω; Ας έρθει όποιος έρθει!".
Ἡ Δελχαρῶ ἐθρήνει ἤρεμα κύπτουσα ἐπὶ τοῦ λίκνου. Ὁ Η Δελχαρώ θρηνούσε ήρεμα σκύβοντας πάνω από την
Νταντὴς πρὶν ἐξέλθη, ἔρριψε βλέμμα εἰς τὸ λίκνον καὶ εἰς κούνια. Ο Νταντής πριν βγει, έριξε μια ματιά στην κούνια και
τὴν σύζυγόν του.. στη σύζυγό του..
- Ἄχ! κρίμα, ζάβαλε! εἶπε. Κ' ἔβλεπα κάτι ὄνειρα!. βρὲ "Αχ! κρίμα, ζάβαλε!" είπε. "Κ' έβλεπα κάτι όνειρα!. βρε
παιδιά!. παιδιά!".
Κ' ἐξῆλθε δρομαῖος.. Και βγήκε τρέχοντας..

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η.
Τὴν ἑβδομάδα τῶν Βαΐων, μίαν πρωίαν, ἀπῆλθεν ἡ Την εβδομάδα των Βαΐων, ένα πρωί, πήγε η
Φραγκογιαννοὺ ὀλομόναχη εἰς τὴν ἐξοχήν, πρὸς τῆς Φραγκογιαννού μόνη της στην εξοχή, προς το ρέμα της
Μαμοὺς τὸ ρέμα. Ἤθελε νὰ ἐπισκεφθῆ τὸν μικρὸν Μαμούς. Ήθελε να επισκεφθεί τον μικρό ελαιώνα, τον οποίο
ἐλαιώνα, τὸν ὁποῖον ὡς «ψυχομοίρι» εἶχε λάβει ἀπὸ μίαν είχε πάρει ως «ψυχομοίρι» από μια κάπως πλούσια κουμπάρα
εὔπορον ὀπωσοῦν κουμπάραν της, ἀποθανοῦσαν ἄκληρον, της, που πέθανε άτεκνη, και στην οποία είχε προσφέρει
καὶ εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε προσφέρει ἐκδουλεύσεις. Τὸ ἥμισυ υπηρεσίες. Το μισό του ελαιώνα αυτού το είχε δώσει ως
τοῦ ἐλαιῶνος τούτου εἶχε δώσει ὡς προίκα εἰς τὴν προίκα στη Δελχαρώ, το άλλο μισό το κρατούσε ακόμα η
Δελχαρῶ, τὸ ἄλλο ἥμισυ κατεῖχεν ἀκόμη ἡ γραία.. γριά..
Ὀλίγαι ἑβδομάδες εἶχον παρέλθει ἀπὸ τὰ γεγονότα τὰ Λίγες εβδομάδες είχαν περάσει από τα γεγονότα που
ὁποῖα διηγήθημεν. Οὐδεὶς δυσανάλογος θόρυβος εἶχε γίνει διηγηθήκαμε. Κανένας δυσανάλογος θόρυβος δεν είχε γίνει
διὰ τὸ μικρὸν θυγάτριον τῆς Δελχαρῶς τῆς Τραχήλαινας, για το μικρό κορίτσι της Δελχαρώς της Τραχήλαινας, το οποίο
τὸ ὁποῖον ἔθαψαν τὴν αὐτὴν ἡμέραν. Ἡ μήτηρ τοῦ το έθαψαν την ίδια μέρα. Η μητέρα του βρέφους, ακόμα κι αν
βρέφους, ἂν καὶ εἶδε τὰ μέλανα τινα σημεῖα περὶ τὸν είδε τα μαύρα σημάδια γύρω από το λαιμό του μικρού
λαιμὸν τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, δὲν θὰ ἐτόλμα ποτὲ νὰ κάμη παιδιού, δεν θα τολμούσε ποτέ να πει τίποτα, ούτε κάποιος
λόγον, οὔτε ἄλλος θὰ ἐπίστευε τὸ ἔγκλημα τῆς μητρός της. άλλος θα πίστευε το έγκλημα της μητέρας της. Προφανώς το
Προφανῶς τὸ παιδίον εἶχεν ἀποθάνει ἀπὸ τὸν κοκκίτην.. παιδί είχε πεθάνει από τον κοκίτη..
Ὁ μόνος ἰατρός, ὅστις ὑπῆρχεν ἀπὸ χρόνων εἰς τὸ Ο μόνος γιατρός, ο οποίος υπήρχε από χρόνια στο χωριό, ο
χωρίον, ὁ φιλάνθρωπος Βαυαρὸς Β., ἔτυχεν ἀπών. Εἶχεν φιλάνθρωπος Βαυαρός Β., έτυχε να είναι απών. Είχε
ἀκουσθῆ καὶ πάλιν χολέρα εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ τὸ ακουστεί και πάλι χολέρα στην Αίγυπτο, και το υπουργείο
ὑπουργεῖον τῶν Ἐσωτερικῶν συνήθιζε ν' ἀποστέλλη κατ' των Εσωτερικών συνήθιζε να στέλνει κατ' εκλογή τον γιατρό
ἐκλογὴν τὸν ἰατρὸν τοῦτον εἰς τὴν διεύθυνσίν του ἐν Δήλῳ αυτόν στην διεύθυνση του λοιμοκαθαρτηρίου στη Δήλο..
λοιμοκαθαρτηρίου..
Ἀντ' αὐτοῦ ἡ Κυβέρνησις εἶχε στείλει προσωρινῶς ὡς Αντί για τον γιατρό, η κυβέρνηση έστειλε προσωρινά έναν
ὑγειονόμον γηραιὸν τινα ἰατρόν, τὸν κ. Μ., ὅστις δὲν εἶχε άλλο γιατρό, τον κ. Μ., ο οποίος δεν είχε φτάσει ακόμα. Στο
φθάσει ἀκόμη. Ἐν τῷ μεταξὺ ὑπῆρχεν εἰς ἀπόφοιτος τῆς μεταξύ, υπήρχε ένας απόφοιτος της ιατρικής, που ζούσε στο
ἰατρικῆς, διατρίβων ἐν τῇ νήσῳ. Οὗτος κληθεὶς ὑπὸ τῆς νησί. Αυτός, όταν κλήθηκε από την δημοτική αστυνομία για
δημοτικῆς ἀστυνομίας ὅπως βεβαιώση τὸν θάνατον, να πιστοποιήσει τον θάνατο, κοίταξε βιαστικά το πρόσωπο
ἐκοίταξεν ἐπιπολαίως τὸ πρόσωπον τοῦ νεκροῦ βρέφους, του νεκρού βρέφους, παραπονέθηκε που δεν τον κάλεσαν
παρεπονέθη διατὶ νὰ μὴν τὸν φωνάξουν ἐνόσω τοῦτο ἔζη κ' όταν το παιδί ήταν ακόμα ζωντανό και έδωσε το
ἔδωκε τὸ «ἐνταφιαστήριον», γράψας «ἐκ σπασμώδους πιστοποιητικό θανάτου, γράφοντας ότι το θάνατο προκάλεσε
βηχός».. ο κοκίτης..
Ἡ γραία Χαδούλα ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἔζησε ζωὴν Η γριά Χαδούλα, από εκείνη την ημέρα, έζησε μια ζωή
τύψεων, ἀνησυχίας, καὶ μ' ἐξωτερικὸν σχήμα ὡς νὰ εἶχε γεμάτη τύψεις και ανησυχίες και φαινόταν σαν να είχε στάχτη
τέφραν ἐπὶ τῆς κόμης τῆς ψαρᾶς, τόσον ἐλαφρῶς κυπτὴν στα γκρίζα της μαλλιά, τόσο σκυφτό και ακούνητο κρατούσε
καὶ ἀκίνητον ἐτήρει τὴν κεφαλήν της, καὶ ὡς νὰ ἐφόρει τὴν το κεφάλι της και σαν να φορούσε τη μακριά μαύρη μαντίλα
μακρὰν μαύρην μανδήλαν της ὡς σάκκον μετανοίας. Ὅταν σαν τον σάκο μετανοίας που φορούν οι δεσποτάδες. Όταν
ἐμβῆκεν ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ἄρχισε νὰ συχνάζη εἰς τὴν ξεκίνησε η Μεγάλη Σαρακοστή, άρχισε να πηγαίνει συχνά
ἐκκλησίαν, ἔκαμνε πολλὰς καὶ βαθείας γονυκλισίας, στην εκκλησία, έκανε πολλές και βαθιές γονυκλισίες,
ἐμελέτα νὰ ἐξομολογηθῆ, καὶ ἀνέβαλλεν. Ἐνήστευεν ἄνευ σκέφτηκε να εξομολογηθεί, αλλά όλο το ανέβαλε. Νήστευε
ἐλαίου ξηροφαγοῦσα τὰς πέντε ἡμέρας ἐκάστης χωρίς λάδι και έτρωγε μόνο στεγνά φαγητά για πέντε ημέρες
ἐβδομάδος, καὶ εἶχε βαστάξει «τρίμερο» τὴν πρώτην την εβδομάδα και είχε νηστέψει για τρεις ημέρες την πρώτη
ἑβδομάδα καὶ τὸ μεσοσαράκοστον. Ἐντρέπετο νὰ βλέπη εβδομάδα της Σαρακοστής και στο μεσοσαράκοστο.
τὴν κόρη της, τὴν Δελχαρῶ, καὶ ἀπέφευγε ν' ἀντικρύση τὸ Ντρέπονταν να βλέπει την κόρη της, τη Δελχαρώ, και
βλέμμα της.. απόφευγε να αντικρύσει το βλέμμα της..
Τὴν ἡμέραν λοιπὸν ἐκείνην, τῆς ἑβδομάδας τῶν Βαΐων, Την ημέρα εκείνη λοιπόν, της εβδομάδας των Βαΐων, η
ἔφθασεν ἡ Φραγκογιαννοὺ λίαν πρωὶ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Φραγκογιαννού έφτασε πολύ νωρίς το πρωί στην κορυφή του
ὑψηλοῦ πετρώδους λόφου, τοῦ ἀντικρύζοντος ἐκ δυσμῶν ψηλού, βραχώδη λόφου, που βλέπει από το δυτικό μέρος την
τὴν πολίχνην, καὶ ὁπόθεν μελαγχολικὸν πίπτει τὸ βλέμμα μικρή πόλη και από όπου το βλέμμα πέφτει λυπητερά πάνω
ἐπὶ τοῦ μικροῦ κοιμητηρίου, ἀπλουμένου κάτω, ἐπὶ ὑψηλῆς στο μικρό νεκροταφείο, που απλώνεται κάτω, σε μια λωρίδα
θαλασσοπλήκτου λωρίδος γῆς, μὲ τὰ λευκὰ μνήματα, καὶ γης που τη βρέχει η θάλασσα, κι αμέσως φεύγει ψάχνοντας
εὐθὺς φεύγει ζητοῦν φαιδρότητα καὶ ζωὴν εἰς τὰ γαλανὰ για χαρά και ζωή στα γαλάζια κύματα, στο πλατύ, τριπλό
κύματα, εἰς τὸ εὐρὺν τριπλοῦν λιμένα, καὶ εἰς τὰ χλοερά, λιμάνι και στα καταπράσινα, όμορφα νησάκια, που το
χαρίεντα νησίδια, τὰ φράττοντα τοῦτον ἐξ ἀνατολῶν καὶ φράζουν από ανατολή και νότο. Πάνω σ’ αυτή την κορυφή
μεσημβρίας. Ἐπάνω τῆς κορυφῆς ἐκείνης ἵστατο ἐρημικόν, βρισκόταν ένα ξωκκλήσι του Αγίου Αντωνίου. Η
ἄποπτον, ὡς φανὸς τὴν ἡμέραν λάμπων, τὸ ἐξωκκλήσιον Φραγκογιαννού πέρασε απ’ έξω, κάνοντας το σταυρό της,
τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Ἡ Φραγκογιαννοὺ διῆλθεν ἔξωθεν, αλλά, ενώ είχε σκοπό να μπει μέσα, στην τελευταία στιγμή
ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, κ' ἐνῶ εἶχε σκοπὸν νὰ δίστασε και συνέχισε το δρόμο της. «Δεν είμαι άξια», είπε
εἰσέλθη, τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἐδίστασε, κ' ἐξηκολούθησε μέσα της, «να μπω σε ένα ξωκκλήσι που λειτουργείται τόσο
τὸν δρόμο της. «Δὲν εἶμαι ἄξια», εἶπε μέσα της, «νὰ μπῶ σ' συχνά. Καλύτερα να πάω στον Άγιο Γιάννη τον Κρυφό»..
ἕνα ξωκκλήσι ποὺ τόσο συχνὰ λειτουργιέται. Ἂς πάω
καλύτερα στὸν Ἀϊ-Γιάννη τὸν Κρυφό»..
Μετὰ τοῦτο ἔφθασε εἰς τὸν ἐλαιώνα, ἐπεθεώρησεν ἐν Μετά από αυτό έφτασε στον ελαιώνα, εξέτασε ένα ένα όλα
πρὸς ἐν ὅλᾳ τὰ ἐλαιόδενδρα διὰ νὰ ἰδῆ ἂν ἦσαν τα ελαιόδεντρα για να δει αν είχαν φουσκώσει ακόμα. Ήταν
φουκωμένα ἤδη. Ἧτο ἤδη πρὸς τὰ μέσα Ἀπριλίου, τὸ δὲ ήδη προς τα μέσα Απριλίου, το Πάσχα όμως ερχόταν αργά.
Πάσχα ἤρχετο ὄψιμον. Παρεκάλει μέσα της τὸν Χριστὸν Προσευχόταν μέσα της στον Χριστό «να δώσει λαδάκι, για να
«νὰ δώση λαδάκι, γιὰ ν' ἀναπλέψ' ἡ φτώχεια». Ἀπὸ δυὸ ανακουφιστεί η φτώχεια». Εδώ και δυο χρόνια, πράγματι, δεν
ἐτῶν, τῷ ὄντι, δὲν εἶχαν καρπίσει οἱ ἐλιές, εἶχε δὲ ἀναφανῆ είχαν καρπίσει οι ελιές, και είχε εμφανιστεί και μια ύπουλη
καὶ μία ὕπουλος ἀσθένεια, φθείρουσα τὸν καρπόν, καὶ ασθένεια, που χαλούσε τον καρπό και μαύριζε τα κλωνάρια
μαυρίζουσα τοὺς κλώνας τῶν δένδρων.. των δένδρων..
Ἀφοῦ ἔμεινεν ἐπ' ὀλίγον εἰς τὸν ἐλαιώνα, ἐσηκώθη, Αφού έμεινε λίγο στον ελαιώνα, σηκώθηκε, γυρίζοντας
στρέφουσα πολλάκις τὴν κεφαλὴν ὀπίσω, ὡς διὰ ν' πολλές φορές το κεφάλι της πίσω, σαν να αποχαιρετούσε τα
ἀποχαιρετίση τὰ ἐλαιόδενδρα καὶ ἀπεμακρύνθη. Ἔφθασε ελαιόδεντρα και απομακρύνθηκε. Έφτασε κάτω στο ρέμα και
κάτω εἰς τὸ ρεῦμα καὶ ἤρχισε νὰ τὸ ἀνέρχεται, καθὼς άρχισε να το ανεβαίνει, όπως το συνήθιζε συχνά.
πολλάκις συνήθιζε. Φέρουσα τὸ καλάθιόν της ὑπὸ τὸν Κουβαλώντας το καλάθι της κάτω από τον αριστερό της
ἀριστερὸν ἀγκώνα, κρατοῦσα τὸ μαχαιράκι της μὲ τὴν αγκώνα, κρατώντας το μαχαίρι της με το χέρι το δεξί, έσκυβε
χείρα τὴν δεξιάν, ἔκυπτε παντοῦ, εἰς ὅσα μέρη αὐτὴ παντού, σε όσα μέρη αυτή ήξερε και έψαχνε να βρει
ἐγνώριζε κ' ἔψαχνε νὰ εὔρη καυκαλῆθρες καὶ ζοχάρια καὶ καυκαλήθρες και ζόχια και μυρώνια και άνηθο για να γεμίσει
μυρόνια καὶ ἄνηθον διὰ νὰ γεμίση τὸ καλαθάκι της, νὰ το καλάθι της, να κάνει πίτα το Σάββατο του Λαζάρου, να
κάμη πίτταν τὸ Σάββατον τοῦ Λαζάρου, νὰ φάγη αὐτὴ κ' φάει αυτή και οι κόρες της, αλλά να προσφέρει και στις
αἱ θυγατέρες της, ἀλλὰ νὰ προσφέρη κ' εἰς τὶς γειτόνισσες, γειτόνισσες, από τις οποίες δεν είχε χάσιμο..
ἀπὸ τὰς ὁποίας χάσιμον δὲν εἶχεν..
Ἐκτὸς τῶν ἀγριολαχάνων τούτων, τὰ ὁποῖα ὅλαι Εκτός από τα αγριολαχανικά αυτά, τα οποία όλες ήξεραν
ἐγνώριζον νὰ συλλέγουν, ἡ Χαδούλα ἤξευρεν ἄλλα να συλλέγουν, η Χαδούλα ήξερε κι άλλα βότανα, χρήσιμα ως
βότανα, χρήσιμα ὡς φάρμακα διὰ τοὺς ἀσθενεῖς, τὸ φάρμακα για τους αρρώστους, το τρίμερο, και τη δρακοντιά
τρίμερο, καὶ τὴν δρακοντιὰ καὶ τὴν ἀγριοκρομμύδα, και την αγριοκρομμύδα, ανάμεσα στις κουμαριές και τις
ἀνάμεσα εἰς τὰς κομάρους καὶ τὰς πτέριδας, καὶ παρὰ τὰς φτέρες, και δίπλα στις ρίζες των άγριων δένδρων, και τα
ρίζας τῶν ἀγρίων δένδρων, καὶ τοὺς μύκητας καὶ τὰς μανιτάρια και τα αγκάθια και τις τσουκνίδες, καθώς και το
ἄκανθας καὶ τὰς κνίδας, καθὼς καὶ τὸ πολυτρίχι εἰς τοὺς πολυτρίχι στους μικρούς καταρράκτες του ρέματος -το οποίο
μικροὺς καταρράκτας τοῦ ρεύματος -τὸ ὁποῖον λέγουν ὅτι λένε ότι είναι φάρμακο για τις λεχώνες κι όσες έχουν πυρετό..
εἶναι φάρμακον διὰ τὰς λεχοὺς τὰς πυρεσσούσας..
Ἀφοῦ συνέλεξεν ἱκανὰ βότανα καὶ ἐκ τοῦ εἴδους τῶν Αφού μάζεψε αρκετά βότανα και από το είδος αυτών των
ἰαματικῶν τούτων, τὰ ὁποῖα ἐτύλιξεν εἰς χωριστὸν μανδήλι θεραπευτικών, τα τύλιξε σε ξεχωριστό μαντίλι μέσα στο
ἐντὸς τοῦ καλαθίου, καὶ ἡ ὥρα ἔκλινεν ἤδη πρὸς τὸ καλάθι, και η ώρα είχε κυλήσει ήδη προς το δειλινό, και ο
δειλινόν, καὶ ὁ ἥλιος ἐπλησίαζεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ήλιος πλησίαζε στην κορυφή του βουνού. μέσα στο ρέμα
βουνοῦ. ἐντὸς τοῦ ρεύματος βαθεία ἧτο ἡ σκιά, καὶ ὁ βαθιά ήταν η σκιά, και ο θόρυβος των βημάτων της αντήχησε
θροῦς τῶν βημάτων τῆς ἀντήχει ὡς δοῦπος σκληρὸς εἰς τὸ σαν γδούπος σκληρός στο βάθος της ψυχής της..
βάθος τῆς ψυχῆς της..
Ἡ γραία ἀνήρχετο ἤδη ὑψηλότερα, πρὸς τὴν ἀπότομον Η γριά ανέβαινε τώρα ψηλότερα, προς την απότομη
κορυφὴν τοῦ ρεύματος. Κάτω ἐχαράττετο βαθὺ τὸ κορυφή του ρέματος. Κάτω χαράζονταν βαθύ το ποτάμι, τ’
ποτάμιον, τ' Ἀχειλὰ τὸ ρέμα, καὶ ὅλην τὴν βαθείαν κοιλάδα Αχειλά το ρέμα, και όλη την βαθιά κοιλάδα διέσχιζε το ρεύμα
μετὰ ἠρέμου μορμυρισμοῦ διέτρεχε τὸ ρεῦμα, κατὰ τὸ με ήρεμο μουρμουρητό, που έμοιαζε να ακίνητο, σα λίμνη,
φαινόμενον ἀκινητοῦν, λιμνάζον, ἀλλὰ πράγματι ἀενάως αλλά στην πραγματικότητα κινείται συνεχώς κάτω από τα
κινούμενον ὑπὸ τὰς μακρᾶς βαθυκόμους πλατάνους. μακριά, μακρυμάλλικα πλατάνια. Ανάμεσα στα βρύα, τους
ἀνάμεσα εἰς βρύα καὶ θάμνους καὶ πτέριδας, ἐφλοίσβιζε θάμνους και τις φτέρες, φλοίσβιζε (τραγουδούσε) μυστικά,
μυστικά, ἐφίλει τοὺς κορμοὺς τῶν δένδρων, ἔρπον έρποντας σαν φίδι κατά μήκος της κοιλάδας, πρασινωπό από
ὀφιοειδῶς κατὰ μῆκος τῆς κοιλάδος, πρασινωπὸν ἀπὸ τὰς τις ανταύγειες του πράσινου τοπίου, φιλώντας και
ἀνταυγείας τὰς χλοερᾶς, φιλοῦν καὶ ἅμα δάκνον τοὺς δαγκώνοντας ταυτόχρονα τους βράχους και τις ρίζες, αγνό
βράχους καὶ τὰς ρίζας, νάμα μορμύρον, ἀθόλωτον, βρίθον μουρμουριστό νερό πηγής, αθόλωτο γεμάτο από μικρά
ἀπὸ μικρὰ καβουράκια, τὰ ὁποῖα ἔτρεχον νὰ κρυβώσιν εἰς καβουράκια, που τρέχουν να κρυφτούν στο θόλωμα της
τὸ θόλωμα τῆς ἄμμου, ἅμα κανὲν βοσκόπουλον, ἀφῆνον άμμου, όταν κανένα βοσκόπουλο, αφήνοντας τα λίγα
τὰς ὀλίγας ἀμνάδας νὰ βόσκουν εἰς τὴν δροσερᾶν χλόην, προβατάκια του να βόσκουν στη δροσερή χλόη έρχονταν να
ἤρχετο νὰ κύψη εἰς τὸ ρεῦμα, καὶ ἀνεσήκωνε πέτραν τινὰ σκύψει στο ρέμα κι ανασήκωνε κάποια πέτρα για να τα
διὰ νὰ τὰ κυνηγήση. Τὸ λάλον, ἀσίγητον κελάδημα τῶν κυνηγήσει. Το φλύαρο ασίγητο κελάηδημα των κοτσυφιών
κοσσύφων ἀντήχει ἀρμονικὸν εἰς τὸ δάσος, τὸ περιστέφον αντηχούσε αρμονικά στο δάσος, το οποίο περιστοιχίζει την
ὅλην τὴν δυτικὴν κλιτύν, καὶ ἀνέρπον εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ δυτική πλαγιά του λόφου και ανεβαίνει μέχρι την κορυφή του
Ἀναγύρου, ἕως τὴν Ἀετοφωλιᾶν ἐπάνω - ὅπου ἐλέγετο ὅτι Αναργύρου, μέχρι πάνω στην Αετοφωλιά, όπου λεγόταν ότι
εἰς θαλασσαετὸς εἶχε κατοικήσει ἐπὶ τρεῖς γενεὰς ένας θαλασσαετός είχε κατοικήσει επί τρεις γενιές ανθρώπων,
ἀνθρώπων ἐκεῖ, καὶ τέλος ἐξέλιπε χωρὶς ν' ἀφήση αλλά τελικά πέθανε χωρίς να αφήσει αετόπουλα. Στην
ἀετόπουλα. Εἰς τὴν ἐρημωθεῖσαν φωλεᾶν τοῦ εὑρέθη ερημωμένη φωλιά του βρέθηκε ολόκληρο μουσείο από
ὁλόκληρον μουσεῖον ἀπὸ τεράστια κόκκαλα θαλασσίων τεράστια κόκκαλα θαλασσίων φιδιών, από φώκιες, από
ὄφεων, φωκῶν, καρχαριῶν καὶ ἄλλων ἐναλίων θηρίων, τὰ καρχαρίες και άλλα θαλάσσια ζώα, τα οποία είχε ξεφαντώσει
ὁποῖα εἶχε ξεφαντώσει κατὰ καιροὺς ὁ μέγας καὶ κραταιὸς κατά καιρούς το μεγάλο και δυνατό πτηνό των θαλασσών, με
ὄρνις τῶν θαλασσῶν, μὲ τὸ γρυπὸν ράμφος του τὸ το γυριστό του ράμφος το γαλαζωπό και με το στάχτινο,
κυανωπόν, καὶ μὲ τὸ τεφρὸν μεγαλοπρεπὲς πτέρωμα.. μεγαλοπρεπές του φτέρωμα..
Ἐπάνω, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ρεύματος, εἰς ἕνα ζυγὸν Επάνω, στην κορυφή του ποταμού, σε ένα σχήμα που
σχηματιζόμενον μεταξὺ δυὸ βουνῶν, ἀνάμεσα εἰς τοῦ μοιάζει με ζυγό, ανάμεσα σε δύο βουνά, ανάμεσα του
Κονόμου τὰ ρόγγια καὶ εἰς τὸν Μικρὸν Ἀνάγυρον, ἐκεῖ Κονόμου τα ρόγγια και στον Μικρό Ανάργυρο, βρισκόταν
εὑρίσκετο ἀπὸ παλαιὸν καιρὸν τὸ ἀρχαῖον, ἔρημον από τα παλιά χρόνια, το αρχαίο έρημο μοναστήρι, ο Άη
μονύδριον, ὁ Ἄις Γιάννης ὁ Κρυφός. Ἧτο πράγματι Γιάννης ο Κρυφός. Το μοναστήρι είναι πραγματικά κρυφό,
κρυφός, κείμενος ὄπισθεν τοῦ μικροῦ αὐχένος, καθώς βρίσκεται πίσω από έναν μικρό λαιμό, καλυμμένο από
καλυπτόμενος ἀπὸ τὰ δυὸ βουνά, καὶ ἀπὸ πυκνὴν λόχμην. τα δύο βουνά και από ένα πυκνό δάσος. Είτε κάποιος
Εἴτε ἐκ τοῦ βορείου μέρους ἤρχετό τις, ὅπως τώρα ἡ ερχόταν από το βόρειο μέρος, όπως τώρα η Φραγκογιαννού
Φραγκογιαννοὺ ἀπὸ τ' Ἀχειλὰ τὸ ρέμα, εἴτε ἐκ τοῦ από τ' Αχειλά το ρέμα, είτε από το νότιο, από την τοποθεσία
μεσημβρινοῦ, ἐκ τῆς τοποθεσίας τῆς καλουμένης τοῦ που ονομάζεται του Κονόμου τα ρόγγια, ακόμη κι αν
Κονόμου τὰ ρόγγια, καὶ ἂν ἐγγύτατα διήρχετο πλησίον τοῦ περνούσε πολύ κοντά στο παλιό σέβασμα (μοναστήρι), είναι
παλαιοῦ σεβάσματος, ἧτο ἀδύνατον νὰ ὑποπτεύση τὴν αδύνατο να το δει, αν δεν γνωρίζει καλά τα μέρη, όπως τα
ὕπαρξίν του, ἂν δὲν ἐγνώριζε καλῶς τὰ μέρη, ὅπως τὰ γνώριζε η Φραγκογιαννού..
ἐγνώριζεν ἡ Φραγκογιαννού..
Ὁ περίβολος καὶ τὰ ὀλίγα κελλία ἦσαν ἐρείπιον ἀπὸ Ο περίβολος και τα λίγα κελιά ήταν ερείπια εδώ και πολύ
πολλοῦ. Ὁ ναΐσκος ὠρθοῦτο ἀκόμη, ἀλλ' ἤτον ἔρημος καὶ καιρό. Η εκκλησούλα στεκόταν ακόμη όρθια, αλλά ήταν
ἀλειτούργητος. Τὸ καθολικὸν ἐστεγάζετο ἀκόμη, ἀλλ' εἰς άδεια και αχρησιμοποίητη. Η στέγη του καθολικού (της
τὸ ἅγιον βῆμα ἡ στέγη εἶχε καταρρεύσει πρὸς τὸ βόρειον, κεντρικής εκκλησίας της μονής) υπήρχε ακόμη, αλλά στο άγιο
αἱ δὲ πλάκες τῆς σκεπῆς καὶ τὰ συντρίμματα εἶχον καλύψει βήμα είχε καταρρεύσει στο βόρειο μέρος, και οι πλάκες τις
τὸ θυσιαστήριον. ὑπῆρχε ξύλινον τέμπλον, πάλαι ποτὲ σκεπής και τα συντρίμμια είχαν καλύψει το θυσιαστήριο (την
γλυπτὸν καὶ χρυσωμένον, ἐφθαρμένον καὶ δυσγνώριστον, Αγία Τράπεζα). Υπήρχε ένα ξύλινο τέμπλο που κάποτε πολύ
ἀλλ' αἱ εἰκόνες ἔλειπον. Αἱ ὀλίγαι τοιχογραφίαι εἶχον παλιά ήταν σκαλιστό και χρυσωμένο, αλλά τώρα ήταν
φθαρῆ ἀπὸ τὴν ὑγρασίαν, καὶ τὰ πρόσωπα τῶν Ἁγίων δὲν φθαρμένο και δυσδιάκριτο, και οι εικόνες είχαν έλειπαν. Οι
διεκρίνοντο πλέον.. λίγες τοιχογραφίες είχαν φθαρεί από την υγρασία, και τα
πρόσωπα των αγίων δεν μπορούσαν πλέον να διακριθούν..
Μόνον δεξιόθεν τοῦ χοροῦ ὑπῆρχε μιὰ τοιχογραφία Μόνο στη δεξιά πλευρά του ψαλτηριού υπήρχε μια
παριστώσα τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον τοιχογραφία που απεικόνιζε τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο
μαρτυροῦντα τὸν Χριστόν. «Ἴδε ὁ Ἀμνὸς τοῦ θεοῦ, ὁ να αναγγέλλει την άφιξη του Χριστού. «Ίδε ο Αμνός του
αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Τὸ πρόσωπον καὶ ἡ χεὶρ θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Να το αρνάκι του
τοῦ Βαπτιστοῦ, τεινομένη καὶ δεικνύουσα, διεκρίνοντο Θεού, που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου). Το πρόσωπο
ὀπωσοῦν καλῶς. Τὸ πρόσωπον τοῦ Σωτῆρος λίαν ἀμυδρῶς και το χέρι του Βαπτιστή, που απλωνόταν και έδειχνε,
ἐφαίνετο ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ τοίχου.. διακρίνονταν ακόμη κάπως καλά. Το πρόσωπο του Σωτήρα
φαινόταν πολύ αμυδρά στον υγρό τοίχο..
Τὸν Ἄϊ-Γιάννην τὸν Κρυφὸν ἐπεκαλοῦντο τὸν παλαιὸν Τον Άη Γιάννη τον Κρυφό παρακαλούσαν τα παλιά χρόνια
καιρὸν ὅλοι ὅσοι εἶχον «κρυφὸν πόνον» ἢ κρυφὴν όλοι όσοι είχαν «κρυφό πόνο» ή κρυφή αμαρτία. Η γριά
ἁμαρτίαν. Ἡ γραία Χαδούλα ἐγνώριζε τὴν δοξασίαν ἢ τὸ Χαδούλα γνώριζε αυτή τη δοξασία, και γι' αυτό θυμήθηκε να
ἔθιμον τοῦτο, καὶ διὰ τοῦτο ἐνθυμήθη νὰ ἔλθη σήμερον εἰς έρθει σήμερα στο παλιό, ερημωμένο εκκλησάκι, για να
τὸν παλαιόν, ἔρημον ναΐσκον, ὅπως προσφέρη τὰς ἰκεσίας προσφέρει τις ικεσίες της. Προτίμησε τον ναό τον
της. Προέκρινε τὸν ναὸν τὸν ἀλειτούργητον, ἀφοῦ καὶ εἰς αλειτούργητο, αφού ακόμα και στην ενοριακή εκκλησία,
τὴν ἐνοριακὴν ἐκκλησίαν, ὅπου ἐσύχναζεν ὅλην τὴν όπου πήγαινε συχνά κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής,
σαρακοστήν, ἐτόλμα μόνον νὰ εἰσέρχεται μᾶλλον εἰς τὸν τολμούσε να μπαίνει μόνο στον νάρθηκα, πίσω από το ένα
νάρθηκα, ὄπισθεν τοῦ ἑνὸς φύλλου τῆς γυναικείας πύλης, φύλλο της γυναικείας πύλης, που ήταν κλειστό με τον σύρτη.
τοῦ κλεισμένου μὲ τὸν σύρτην. Ὠς νὰ ἠσθάνετο τὴν Ήταν σαν να ένιωθε την ανάγκη να είναι έτοιμη να φύγει
ἀνάγκην νὰ εἴν' ἑτοίμη πρὸς φυγήν, ἅμα τὴν ἐδίωκέ τις! αμέσως, αν την έδιωχνε κάποιος! Και δεν φοβόταν τόσο πολύ
Καὶ δὲν ἐφοβεῖτο τόσον μὴ τὴν διώξη ὁ Παπανικόλας, ὁ μήπως την διώξει ο Παπανικόλας, ο αυστηρός και ασκητικός
αὐστηρὸς καὶ ἀσκητικὸς ἐφημέριος, ἢ ὁ κυρ Δημητρὸς ὁ εφημέριος, ή ο κυρ Δημητρός ο επίτροπος, ο οποίος πάντα
ἐπίτροπος, ὅστις πάντοτε ἐγόγγυζε καὶ ἧτο τραχὺς πρὸς τὰς γκρίνιαζε και ήταν σκληρός με τις γριές, που επέμεναν να μην
γραίας, αἴτινες ἐπέμενον μὴ θέλουσαι ν' ἀνέρχωνται εἰς τὸν ανεβαίνουν στον γυναικωνίτη και ζητούσαν να έχουν πάντα
γυναικωνίτην, καὶ ἀπήτουν νὰ ἔχουν διαρκῶς μικρόν, ένα μικρό, περιφραγμένο με σειρές στασιδιών διαμέρισμα, στη
περίφρακτον μὲ σειρὰς στασιδίων διαμέρισμα, εἰς τὴν βορειοδυτική γωνία του ναού. Αλλά φοβόταν τον
βορειοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ναοῦ. ἀλλ' ἐφοβεῖτο τὸν Αρχάγγελο, τον αγριωπό, που ήταν ζωγραφισμένος
Ἀρχάγγελον, τὸν ἀγριωπόν, ὅστις ἧτο ζωγραφισμένος μεγαλόσωμος πάνω στην βόρεια πύλη του ναού, με τη
μεγαλωστὶ ἐπὶ τῆς βορείας πύλης τοῦ ναοῦ, μὲ τὴν φλογερή ρομφαία του στο χέρι..
ρομφαίαν του τὴν φλογίνην εἰς τὴν χείρα..
Εἰσῆλθεν εἰς τὸν ἔρημον ναΐσκον, ἄναψεν ἐν κηρίον, τὸ Μπήκε στο ερημωμένο εκκλησάκι, άναψε ένα κερί, το
ὁποῖον εἶχεν εἰς τὸ καλάθι της μαζὶ μὲ ὀλίγα πυρεία, κ' οποίο είχε στο καλάθι της μαζί με λίγα σπίρτα, και έκανε τρεις
ἔκαμε τρεῖς στρωτᾶς γονυκλισίας ἐμπρὸς εἰς τὴν βαθιές γονυκλισίες μπροστά στην μισοκατεστραμμένη
τοιχογραφίαν τὴν ἠμιεφθαρμένην. Εἴτα, ἀνακυκλοῦσα εἰς τοιχογραφία. Στη συνέχεια, επαναλαμβάνοντας στον νου της
τὸν νοῦν τὴν ἔμμονον ἰδέαν, ἥτις τῆς εἶχε κολλήσει, χωρὶς την εμμονική ιδέα που της είχε κολλήσει, χωρίς να την
νὰ τὴν ἐκφράζη μεγαλοφώνως, εἶπε μὲ φωνήν, τὴν ὁποίαν εκφράσει μεγαλόφωνα, είπε τόσο φωναχτά που θα μπορούσε
θὰ ἠδύνατο ν' ἀκούση τις, ἂν παρίστατο μάρτυς τῆς σκηνῆς να την ακούσει κάποιος, αν ήταν μάρτυρας εκείνης της
ἐκείνης: «Ἂν ἔκαμα καλά, Ἀϊ-Γιάννη μου, νά μου δώσης σκηνής: «Αν έκανα καλά, Άγιε Γιάννη μου, να μου δώσεις
σημεῖο σήμερα. νὰ κάμω μία καλὴ πράξη, ἕνα ψυχικό, γιὰ σημάδι σήμερα. να κάνω μια καλή πράξη, ένα ψυχικό, για να
νὰ γαληνιάσ' ἡ ψυχή μου κ' ἡ καρδούλα μου!.». γαληνέψει η ψυχή μου και η καρδιά μου!.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ.
Ἀφοῦ εἶχε γεμίσει τὸ καλάθι της, καὶ ὁ ἥλιος ἔκλινε πολὺ Αφού γέμισε το καλάθι της και ο ήλιος είχε χαμηλώσει
χαμηλά, καθὼς ἐξῆλθε τοῦ ἐρήμου ναΐσκου, ἡ γραία πολύ, η γριά Χαδούλα βγήκε από το ερημωμένο ναό και
Χαδούλα ἐκίνησε νὰ ἐπιστρέψη εἰς τὴν πολίχνην. Κατῆλθε ξεκίνησε να γυρίσει στην μικρή πόλη. Κατέβηκε ξανά το
πάλιν τὸ ρέμα-ρέμα εἰς τὰ ὀπίσω, ἐστράφη δεξιά, ἄρχισε ν' ρέμα-ρέμα προς τα πίσω, έστριψε δεξιά και άρχισε να
ἀνηφορίζη πρὸς τὸν λόφον τοῦ Ἄγ. Ἀντωνίου, ὁπόθεν ανεβαίνει τον λόφο του Αγίου Αντωνίου, από όπου είχε έρθει.
εἶχεν ἔλθει. Μόνον πρὶν φθάση ἀκόμη εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Μόλις όμως έφτασε στην κορυφή του λόφου, όπου βρίσκεται
λόφου, ἔφ' οὐ ἵσταται τὸ παρεκκλήσιον, καὶ ὁπόθεν το παρεκκλήσι και από όπου ανοίγεται θέα στο λιμάνι και την
ἀνοίγεται μεγάλη θέα πρὸς τὸν λιμένα καὶ τὴν πόλιν, εἶδεν πολιτεία, είδε εκεί δεξιά της, χαμηλά στο βάθος μιας μικρής
ἐκεῖ δεξιὰ τῆς χαμηλὰ εἰς τὸ βάθος μικρὰς κοιλάδος, ἥτις κοιλάδας, που ονομάζεται ρέμα της Μαμούς και κόβει με
καλεῖται τῆς Μαμοὺς τὸ ρέμα, καὶ τέμνει κατ' ἀμβλείαν αμβλεία γωνία την άλλη βαθιά κοιλάδα του Αχειλά, τον
γωνίαν τὴν ἄλλην βαθείαν κοιλάδα τοῦ Ἀχειλᾶ, τὸν εὐρὺν μεγάλο και καλοδιατηρημένο κήπο του Γιάννη του Περιβολά.
καὶ καλῶς καλλιεργημένον κῆπον τοῦ Γιάννη τοῦ Και είπε μέσα της:.
Περιβολᾶ, καὶ εἶπε μέσα της:.
«Ἂς πάω στὸν μπαχτσὲ τοῦ Γιάννη, νὰ τοῦ γυρέψω «Να πάω στον μπαξέ του Γιάννη, να του ζητήσω κανένα
κανένα μάτσο κρομμύδια, ἢ κανένα μαρούλι, νὰ μὲ φιλέψη. μάτσο κρεμμύδια ή κανένα μαρούλι, να με φιλέψει. Τι θα
Τί θὰ χάσω;». χάσω;».
Συγχρόνως, ἀνεπόλησεν τὴν στιγμὴν ἐκείνη, ὅ,τι πρὸ Την ίδια στιγμή, θυμήθηκε ότι είχε ακούσει από μέρες, πως
ἡμερῶν εἶχεν ἀκούσει ὅτι ἡ γυναίκα τοῦ Γιάννη τοῦ η γυναίκα του Γιάννη του Περιβολά ήταν άρρωστη. Δεν
Περιβολᾶ ἤτον ἄρρωστη. Ἠγνόει ἂν αὔτη εὑρίσκετο τώρα ήξερε αν αυτή βρισκόταν τώρα στην καλύβα μέσα στον κήπο,
εἰς τὴν καλύβην τὴν ἐντὸς τοῦ κήπου, παρὰ τὴν εἴσοδον, ἢ δίπλα στην είσοδο, ή αν νοσηλευόταν στην πολιτεία. Αλλά
ἂν ἐνοσηλεύετο εἰς τὴν πόλιν. Ἀλλ' ἐπειδὴ ὁ κηπουρὸς ὁ επειδή ο κηπουρός ο ίδιος θα βρισκόταν σίγουρα εκεί (το
ἴδιος θὰ εὑρίσκετο ἐξ ἅπαντος ἐδῶ, (συνεπέρανεν, ἐπειδὴ συμπέρανε επειδή έβλεπε από μακριά την πόρτα της αυλής
ἔβλεπεν μακρόθεν ἀνοικτὴν τὴν θύραν τοῦ περιβόλου) ανοιχτή), σκέφτηκε να του πουλήσει εξυπηρέτηση με τα
ἐσυλλογίσθη νὰ τοῦ πουλήση δούλευσιν, μὲ τὰ βότανα ποὺ βότανα που είχε στο καλάθι της, τάζοντάς του «μαντζούνια»
εἶχε στὸ καλαθάκι της, ὑποσχόμενη αὐτῶ «μαντζούνια» για τη θεραπεία της γυναίκας του. Μετά αμέσως είπε πάλι
πρὸς ἴασιν τῆς γυναικός του. Εἴτα εὐθὺς πάλιν εἶπε καθ' μέσα της:.
ἑαυτήν:.
«Τί δούλεψη νὰ κάμη κανεὶς στὴ φτώχεια!. Ἡ «Τι εξυπηρέτηση να κάνει κανείς στη φτώχεια!. Η
μεγαλύτερη καλωσύνη ποὺ μποροῦσε νὰ τοὺς κάμη θὰ μεγαλύτερη καλοσύνη που θα μπορούσε να τους κάνει
ἤτον νὰ εἶχε κανεὶς στερφοβότανο νὰ τοὺς δώση. (Θὲ μ' κάποιος θα ήταν να είχε ένα στερφοβότανο για να τους κάνει
σχώρεσε μέ!) Ἂς ἤτον καὶ παλληκαροβότανο! ἐπέφερε. να μην κάνουν παιδιά. (Θεέ μου, συγχώρεσέ με!) Ας ήταν και
Γιατί κάνει ὅλο κοριτσάκια, κι αὐτὴ ἡ φτωχιά!. Θαρρῶ πὼς παληκαροβότανο για να κάνουν αγόρια! πρόσθεσε. Γιατί
ἔχει πέντ' ἕξι ὡς τώρα. Δὲν ξέρω ἂν τῆς ἔχη πεθάνει κάνει μόνο κορίτσια, αυτή η φτωχιά!. Νομίζω ότι έχει πέντε ή
κανένα. ἀπ' αὐτὰ τὰ ἐφτάψυχα!». έξι μέχρι τώρα. Δεν ξέρω αν της έχει πεθάνει κανένα. από
αυτά τα εφτάψυχα!».
Εἶχεν ἐρευνήσει, τῷ ὄντι, ἐπὶ χρόνους πολλούς, εἰς τὰ Η Γιαννού είχε ψάξει, πραγματικά, για πολλά χρόνια, στα
βουνὰ καὶ τὰς φάραγγας, ὅπως εὔρη «παλληκαροβότανο» βουνά και στις ρεματιές, για να βρει «βότανο για αγόρια» για
διὰ τὴν κόρην της, ἀλλ' ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον τῆς εἶχε δώσει δὲν την κόρη της, αλλά εκείνο που της είχε δώσει δεν πέτυχε.
ἐπέτυχεν. ἐξ ἐναντίας, ἐνήργησε μᾶλλον ὡς Αντιθέτως, λειτούργησε περισσότερο ως «βότανο για
«κοριτσοβότανο». Καὶ ὅμως εἰς αὐτὴν ἄλλοτε, ὅταν τῆς τὸ κορίτσια». Και όμως, σε εκείνη κάποτε, όταν της το έδωσε η
ἔδωκεν ἡ ἀνδραδέλφη της, εἶχε τελεσφορήσει, διότι ἔκαμε κουνιάδα της, είχε αποτέλεσμα, γιατί έκανε τέσσερις γιους,
τέσσαρας υἱούς, καὶ μόνον τρεῖς θυγατέρας. Ὅσον ἀφορᾶ και μόνον τρεις κόρες. Όσον αφορά το «βότανο για να μην
τὸ «στερφοβότανο», ὁ πνευματικὸς τῆς εἶχεν εἰπεῖ πρὸ κάνουν παιδιά», ο πνευματικός της είχε πει πριν από χρόνια
χρόνων ὅτι εἶναι μεγάλη ἁμαρτία.. ότι είναι μεγάλη αμαρτία..
Πρὶν φθάση εἰς τὴν θύραν τοῦ κήπου, καθὼς κατήρχετο Πριν φτάσει στην πόρτα του κήπου, καθώς κατέβαινε το
τὸν δρομίσκον τῆς κλιτύος, εἶδεν ὅτι ὁ Γιάννης ὁ μονοπάτι της πλαγιάς, είδε ότι ο Γιάννης ο Περιβολάς δεν
Περιβολὰς δὲν εὑρίσκετο ἐντὸς τοῦ κήπου, ἀλλ' ἧτο τὴν βρισκόταν μέσα στον κήπο, αλλά ήταν εκείνη τη στιγμή στο
στιγμὴν ἐκείνην εἰς τὸν γειτονικὸν ἀγρόν, τὸν ὁποῖον εἶχε γειτονικό χωράφι, το οποίο είχε φαίνεται νοικιάσει ως
φαίνεται ἐνοικιάσει ὡς κολλήγας ἀπὸ τὸν γείτονα. Ὁ ἀγρὸς κολλήγος από τον γείτονα. Το χωράφι ήταν σπαρμένος με
ἤτον σπαρμένος κριθὴν λίαν χλοάζουσαν καὶ σπιθαμιαίαν κριθάρι καταπράσινο που είχε φτάσει ήδη σε ύψος μιας
ἤδη, ἐκεῖτο δὲ ἐπὶ χαμηλοτέρου ἀπὸ τὸν κῆπον ἐπιπέδου, σπιθαμής (περίπου 18 εκ), και βρισκόταν σε χαμηλότερο από
εἰς ὕψος γόνατος. Ὁ Γιάννης, σκυμμένος εἰς μίαν ἄκρην τον κήπο επίπεδο, σε ύψος γόνατος. Ο Γιάννης, σκυμμένος σε
τοῦ ἀγροῦ, ὡς φαίνεται, ἐβοτάνιζεν, ἤτοι ἐξερρίζωνε τ' μία άκρη του χωραφιού, ως φαίνεται, βοτάνιζε, δηλαδή
ἄσχημα χόρτα καὶ τὰ ζιζάνια ἀνάμεσα εἰς τὸ σπαρτόν, ξερίζωνε τα βλαβερά χόρτα και τα ζιζάνια ανάμεσα στο
ἐνόσω ἧτο ἀκόμη ἐνωρίς, καὶ ὁ ἥλιος ἔδυεν ἤδη. Εὑρίσκετο σπαρμένο, ενώ ήταν ακόμη νωρίς, και ο ήλιος έδυε ήδη.
πέραν τῆς ἄλλης ἄκρας τοῦ κήπου, καὶ ὅταν ἡ Γιαννοὺ Βρισκόταν πέρα από την άλλη άκρη του κήπου, και όταν η
ἐπλησίασεν εἰς τὴν θύραν τοῦ περιβόλου, δὲν τὸν ἔβλεπε Γιαννού πλησίασε στην πόρτα του περίβολου, δεν τον έβλεπε
πλέον, κρυπτόμενον ὄπισθεν τοῦ πυκνοῦ φράκτου, εἰς πλέον, κρυμμένο πίσω από τον πυκνό φράκτη, σε αρκετή
ἱκανὴν ἀπόστασιν, ὥστε δὲν ἠμπόρεσε νὰ τοῦ φωνάξη απόσταση, ώστε δεν μπόρεσε να του φωνάξει από μακριά
μακρόθεν τὴν καλησπέραν. Ἐκεῖνος, κύπτων, ὅλος καλησπέρα. Εκείνος, σκυμμένος, εντελώς απορροφημένος
ἔκδοτος εἰς τὴν ἐργασίαν του, οὔτε τὴν εἶδεν.. στην εργασία του, ούτε την είδε..
Ἡ γραία Χαδούλα εἰσῆλθε. Πλησίον τῆς θύρας ἤτον ἡ Η γριά Χαδούλα μπήκε στο κήπο. Κοντά στην πόρτα ήταν
καλύβη, ἱκανῶς λευκάζουσα, μὲ ἐξωτερικὸν ὄχι πολὺ η καλύβα, αρκετά λευκή, με όχι και τόσο περιποιημένο
ἀκμαῖον οὔτε καθάριον. Ἐφαίνετο ὅτι πρὸ πολλοῦ χρόνου εξωτερικό ή καθαρό. Φαινόταν ότι δεν είχε ασβεστωθεί εδώ
δὲν εἶχεν ἀσβεστωθῆ, κ' ἐμαρτύρει περὶ τῆς ἀρρωστίας τῆς και πολύ καιρό, γεγονός που μαρτυρούσε την ασθένεια της
οἰκοκυρᾶς. Ἀταξία ἐργαλείων, χόρτων καὶ δεμάτων νοικοκυράς. Μπροστά στην καλύβα υπήρχε ακαταστασία
ὑπῆρχεν ἔμπροσθεν ταύτης. Ἡ θύρα ἧτο κλειστή. Τὰ δυὸ από εργαλεία, χόρτα και δέματα. Η πόρτα ήταν κλειστή. Τα
παράθυρα κλειστά. Μόνον εἰς φεγγίτης μὲ ὕαλον ὑπῆρχε δύο παράθυρα κλειστά. Μόνο ένας φεγγίτης με τζάμι υπήρχε
πρὸς τὰ ἄνω, ἀλλὰ διὰ νὰ φθάση ὡς ἐκεῖ ἐπάνω ἡ στο πάνω μέρος, αλλά για να φτάσει εκεί η Φραγκογιαννού,
Φραγκογιαννού, διὰ νὰ στηλώση τὸ ἀνάστημά της καὶ ἵδη για να σηκώσει το ανάστημά της και να δει αν υπήρχε
ἂν ἤτον ἄνθρωπος μέσα, ἔπρεπε ν' ἀνέλθη τὰς δυὸ ἢ τρεῖς κάποιος μέσα, έπρεπε να ανέβει τα δύο ή τρία σκαλοπάτια και
βαθμίδας, καὶ νὰ φθάση εἰς τὸ μικρόν, ἄφρακτον να φτάσει στο μικρό, άφρακτο σανίδωμα, που ονομάζεται
σανίδωμα, τὸ καλούμενον «χαγιάτι».. «χαγιάτι»..
Ἐνῶ ἐδίσταζεν, ἂν ἔπρεπε οὕτω νὰ κάμη, ἢ μᾶλλον ν' Ενώ δίσταζε αν έπρεπε να κάνει έτσι, ή μάλλον να ανέβει
ἀνέλθη ἁπλῶς εἰς τὸ χαγιάτι καὶ νὰ κρούση τὴν θύραν, απλώς στο χαγιάτι και να χτυπήσει την πόρτα, άκουσε φωνές
ἤκουσε φωνὰς μικρῶν κορασίων. Ὀλίγον παρέκει ἤτον τὸ μικρών κοριτσιών. Λίγο πιο πέρα ήταν το πηγάδι με το
πηγάδι μὲ τὸ μάγγανον, καὶ δίπλα, ἡ στέρνα, χαμηλή, μαγκάνι και δίπλα, η στέρνα, χαμηλή και βαθιά, με τα
βαθεία, μὲ τὰς ὄχθας μόλις ἀνεχούσας ὑπεράνω τῆς πεζούλα της μόλις να ξεπροβάλλουν από την επιφάνεια της
ἐπιφανεῖας τῆς γῆς. Ἐπάνω εἰς αὐτὴν τὴν κτιστὴν ὄχθην, γης. Πάνω σε αυτή την χτιστή όχθη, δίπλα στο χείλος της
παρὰ τὸ χεῖλος τῆς στέρνας, ἐκάθηντο δυὸ μικρὰ κοράσια, στέρνας, κάθονταν δύο μικρά κορίτσια, το ένα περίπου πέντε
τὸ ἐν ὡς πέντε ἐτῶν, τὸ ἄλλο ὡς τριῶν ἐτῶν, καὶ ἔπαιζαν μὲ ετών και το άλλο περίπου τριών ετών, και έπαιζαν με ένα
μίαν καλαμιᾶν καὶ μὲ σπάγγον καὶ ἐν καρφίον δεμένον εἰς καλάμι, ένα σπάγκο και ένα καρφί δεμένο στην άκρη, σαν να
τὴν ἄκρην, ὡς νὰ ἐψάρευαν τάχα ἐντὸς τῆς στέρνας.. ψάρευαν μέσα στη στέρνα..
- Νά!. μοῦ ἔδωκε τὸ σημεῖο ὁ Ἄις-Γιάννης, εἶπε μέσα της, «Να!. Μου έδωσε το σημάδι ο Άγιος Γιάννης», είπε μέσα
σχεδὸν ἀκουσίως ἡ Φραγκογιαννού, ἅμα εἶδε τὰ δυὸ της, σχεδόν ασυναίσθητα η Φραγκογιαννού, όταν είδε τα δύο
θυγάτρια. Τί λευθεριὰ θὰ τῆς ἔκαναν τῆς φτωχιᾶς, τῆς κοριτσάκι. «Τι λευτεριά θα της έκαναν της φτωχιάς
Περιβολούς, ἀνίσως ἔπεφταν μὲς στὴ στέρνα κ' Περιβολούς, αν έπεφταν μέσα στη στέρνα και κολυμπούσαν!.
ἐκολυμπούσαν!. Νὰ ἰδοῦμε, ἔχει νερό;. Να δούμε, έχει νερό;».
Πλησιάσασα, ἔκυψε, καὶ εἶδεν ὅτι ἡ στέρνα ἤτον σχεδὸν Πλησιάζοντας, έσκυψε και είδε ότι η στέρνα ήταν σχεδόν
γεμάτη. ὡς δυὸ τρίτα ὀργυιὰς νεροῦ.. γεμάτη, με περίπου 2/3 της οργιάς νερό (περίπου 1,5 μ.).
- Τί τ' ἀφήνει ἐδῶ, κεῖνος ὁ πατέρας τους, μικρὰ — Τι τα αφήνει εδώ, αυτός ο πατέρας τους, μικρά
κορίτσια, εἶπεν πάλιν ἡ Φραγκογιαννού. Τάχα δὲν μποροῦν κορίτσια; είπε ξανά η Φραγκογιαννού. Τάχα δεν μπορούν να
νὰ πέσουν καὶ μοναχὰ τοὺς μέσα;. πέσουν και μόνα τους μέσα;.
Ἔστρεψεν ἁνήσυχον βλέμμα πρὸς τὴν καλύβην. Ἀλλ' Γύρισε ανήσυχα το βλέμμα προς την καλύβα. Αλλά αυτή
αὐτὴ εἶχε τὴν ὄψιν ὅτι δὲν ὑπῆρχεν ἄνθρωπος μέσα.. είχε την όψη ότι δεν υπήρχε άνθρωπος μέσα..
Ἐκοίταξε μετὰ περιεργείας τὰ δυὸ κοράσια. Τὸ Κοίταξε με περιέργεια τα δύο κορίτσια. Το μεγαλύτερο από
μεγαλύτερον τούτων ὡραῖον, ξανθόν, ἂν καὶ σχεδὸν αυτά, όμορφο, ξανθό, αν και σχεδόν άπλυτο, έκανε ωραία
ἄνιπτον, ἔκαμνεν ὡραίαν ἐντύπωσιν. Τὸ μικρότερο, εντύπωση. Το μικρότερο, χλωμό, κακοντυμένο, φαινόταν
χλωμόν, κακονδυμένον, ἐφαίνετο μᾶλλον νὰ πάσχη ἀπὸ μάλλον να πάσχει από «ζούρα», δηλαδή παιδικό μαρασμό..
«ζούραν», ἤτοι παιδικὸν μαρασμόν..
- Κοριτσάκια, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού, τί ἐκάνετ' δῶ;. — Κοριτσάκια, είπε η Φραγκογιαννού, τι κάνετε εδώ;. Πού
Ποῦ εἴν' ἡ μάννα σας;. είναι η μάνα σας;.
Τὸ μεγαλύτερον κοράσιον ἀπήντησε:. Το μεγαλύτερο κορίτσι απάντησε:.
- Πίτι.. — Πίτι..
Στὸ σπίτι, ἡρμήνευσεν ἡ γραία. Μὰ ποῦ στὸ σπίτι; Ἐδῶ ἢ Στο σπίτι, ερμήνευσε η γριά. Μα πού στο σπίτι; Εδώ ή στο
στὸ χωριό;. χωριό;.
- Ζὲν εἶναι ζῶ, εἶπεν πάλιν τὸ μικρόν.. — Ζεν είναι ζω, είπε ξανά το μικρό..
Φαίνεται ὅτι ἐξετέλει ἐντολὴν τοῦ πατρός της, μὴ Φαίνεται ότι εκτελούσε εντολή του πατέρα της, μη
θέλοντος νὰ ἐνοχλώσιν οἱ διαβάται τὴν ἄρρωστην. Ἀύτη, θέλοντας να ενοχλήσουν οι διαβάτες την άρρωστη. Αυτή, εξ
ἄλλως, εὑρίσκετο πράγματι ἐντὸς τῆς καλύβης, καίτοι τὰ άλλου, βρισκόταν πράγματι μέσα στην καλύβα, αν και τα
παράθυρα ἦσαν κλειστά, ἴσως διὰ νὰ μὴν τὴν βλάπτη ὁ παράθυρα ήταν κλειστά, ίσως για να μην την βλάπτει το
ἐσπερινὸς ἀὴρ τοῦ ρεύματος. Φαίνεται ὅτι ὁ σύζυγός της βραδινό ρεύμα του αέρα. Φαίνεται ότι ο σύζυγός της είχε
πρὸ ὀλίγου μόνον εἶχε κατέλθει εἰς τὸν γειτονικὸν ἀγρόν, κατέβει στον γειτονικό αγρό, μόλις πριν από λίγο για μικρή
πρὸς μικρὰν συμπληρωματικὴν ἐργασίαν, καὶ εἶχεν ὀκνήσει συμπληρωματική εργασία, και είχε βαρεθεί ή νόμισε περιττό
ἢ νομίσει περιττὸν νὰ κλείση καὶ τὴν θύραν τοῦ περιβόλου να κλείσει και την πόρτα του περίβολου του λαχανόκηπου..
τοῦ λαχανοκήπου..
Ἡ γραία Χαδούλα ἠρώτησε καὶ πάλιν:. Η γραία Χαδούλα ρώτησε και πάλι:.
- Κ' εἶναι στὸ χωριό, ἡ μάννα σας; Καὶ σεῖς πῶς εἶστε 'δω — Και είναι στο χωριό, η μάννα σας; Και σεις πώς είστε 'δω
μοναχά σας;. μοναχά σας;.
- Εἶναι πατέλας ζῶ, εἶπεν ἡ μικρά.. — Είναι πατέλας ζω, είπε το μικρό..
- Ποῦ;. — Πού;.
- Ἐκεῖ κάτω, ἔδειξεν ἡ μικρά.. — Εκεί κάτω, έδειξε το μικρό..
- Καὶ τί κάνει;. — Και τι κάνει;.
Ἡ παιδίσκη ἔσειε τοὺς ὤμους. Δὲν ἤξευρε τί νὰ Το κοριτσάκι κούνησε τους ώμους. Δεν ήξερε τι να πει.
εἴπη.Τέλος ἐπρόφερεν:. Τέλος προέφερε:.
- Ἔχει ζ'λειά. (ἔχει δουλειά). — Έχει ζ'λειά. (έχει δουλειά).
- Πῶς σὲ λένε, κορίτσι μου;. — Πώς σε λένε, κορίτσι μου;.
- Μένα; Μ'σούδα (Μυρσούδα).. — Μένα; Μ'σούδα (Μυρσούδα)..
- Καὶ τὴν ἀδερφή σου;. — Και την αδερφή σου;.
- Τούλα (Ἀρετούλα).. — Τούλα (Αρετούλα)..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐσκέφθη:. Η Φραγκογιαννού σκέφτηκε:.
«Θὰ φωνάξουν, τάχα;. Θ' ἀκουστή; Ποὺ ν' ἀκουστή!. «Θα φωνάξουν, τάχα;. Θα ακουστεί; Πού να ακουστεί!.
Πρέπει νὰ κάμω γλήγορα, προσέθηκε μέσα της. Αὐτός, Πρέπει να κάνω γρήγορα, πρόσθεσε μέσα της. Αυτός, όπου
ὅπου εἶναι, τώρα σὲ λίγο, θὰ 'ρθη δῶ, γιατί θὰ να είναι, τώρα σε λίγο, θα 'ρθει δω, γιατί θα σουρουπώσει, και
σουρουπώση, καὶ δὲν θὰ βλέπη νὰ κάνη δουλειὰ ἐκεῖ κάτω. δεν θα βλέπει να κάνει δουλειά εκεί κάτω. Και πρέπει να
Καὶ πρέπει νὰ φεύγω τὸ γληγορώτερο, χωρὶς νὰ μὲ ἰδῆ, φύγω το γρηγορότερο, χωρίς να με δει, όπως δεν με είδε ως
ὅπως δὲν μὲ εἶδε ὡς τώρα».. τώρα».
Ἐδίστασε πρὸς στιγμήν. Ἠσθάνθη μέσα τῆς φοβερὰν Δίστασε για λίγο. Ένιωσε μέσα της τρομερή πάλη. Μετά
πάλην. Εἴτα εἶπε, σχεδὸν μεγαλοφώνως: «Καρδιά!. αὐτὸ είπε, σχεδόν δυνατά: «Καρδιά!. Μια απόφαση είναι»..
εἶναι μιὰ ἀπόφαση»..
Καὶ δράξασα μὲ τὰς δυὸ χείρας τὰ δυὸ κοράσια, τὰ Και αρπάζοντας με τα δύο χέρια τα δύο κορίτσια, τα
ὤθησε μὲ μεγάλην βίαν.. έσπρωξε με μεγάλη δύναμη..
Ἠκούσθη μέγας πλαταγισμός.. Ακούστηκε ένας μεγάλος παφλασμός..
Τὰ δυὸ πλάσματα ἔπλεαν εἰς τὸ νερὸν τῆς στέρνας.. Τα δύο πλάσματα βούλιαξαν στο νερό της στέρνας..
Ἡ μεγαλυτέρα κορασὶς ἔρρηξεν ὀξείαν κραυγήν, ἥτις Η μεγαλύτερη κοπέλα έβγαλε μια δυνατή κραυγή, η οποία
ἀντήχησεν εἰς τὴν μοναξιᾶν τῆς ἑσπέρας.. αντήχησε στην μοναξιά της βραδιάς..
- Μά.!. — Μα.!.
Ἐξ ἐμφύτου ὁρμῆς, ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔστρεψε τὸ Με μια έμφυτη παρόρμηση, η Φραγκογιαννού γύρισε το
πρόσωπον πρὸς τὴν λευκὴν καλύβην, ὅπου μέχρι τοῦδε πρόσωπό της προς τη λευκή καλύβα, στην οποία μέχρι τώρα
εἶχεν ἐστραμμένα τὰ νῶτα.. είχε γυρισμένη την πλάτη της..
Καὶ συγχρόνως ἐτοιμάζετο νὰ φύγη, καὶ συνάμα Και συγχρόνως ετοιμαζόταν να φύγει, ενώ ταυτόχρονα
ἔστρεφε τὸν κανθὸν τοῦ ὄμματος πρὸς τὴν στέρναν, διὰ νὰ έριχνε μια γρήγορη ματιά στη στέρνα για να δει αν
ἰδῆ ἂν διήρκει ἡ ἀγωνία.. συνεχίζεται η αγωνία..
Ἀνέλαβε τὸ καλάθι της, τὸ ὁποῖον εἶχε ἀποθέσει Πήρε το καλάθι της, το οποίο είχε αφήσει στο έδαφος, και
καταγῆς, καὶ ἀπεμακρύνθη δυὸ βήματα.. απομακρύνθηκε δύο βήματα..
Τὰ δυὸ μικρὰ πλάσματα ἤσπαιρον μέσα εἰς τὸ νερόν. Ἡ Τα δύο μικρά πλάσματα σπαρταρούσαν μέσα στο νερό. Η
μικρὰ εἶχε βυθισθῆ ἤδη. Ἡ μεγαλυτέρα ἐπάλαιε.. μικρή είχε βυθιστεί ήδη. Η μεγαλύτερη πάλευε..
Μετ' ὀλίγα δευτερόλεπτα, ἡ γραία ἤκουσεν ὄπισθέν της Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, η γριά άκουσε πίσω της το
κρότον θύρας ἀνοιγομένης, καὶ ἀσθενῆ φωνήν.. θόρυβο μιας πόρτας που άνοιγε και μια αδύναμη φωνή..
Ἐστράφη. Ἡ θύρα τῆς καλύβης εἶχεν ἀνοιχθῆ. Ἡ Γύρισε το κεφάλι της. Η πόρτα της καλύβας είχε ανοίξει. Η
ἄρρωστη γυνή, ἡ μήτηρ τῶν δυὸ κορασίων, ὠχρά, καὶ άρρωστη γυναίκα, η μητέρα των δύο κοριτσιών, ωχρή, και
τυλιγμένη μὲ μαλλίνην σινδόνα, ὁμοία μὲ φάντασμα, ἵστατο τυλιγμένη με μάλλινο σεντόνι, όμοια με φάντασμα, στεκόταν
εἰς τὸ χάσμα τῆς θύρας.. στο άνοιγμα της πόρτας..
- Τί εἶναι; εἶπε μετὰ τρόμου ἡ πάσχουσα γυνή.. "Τι είναι;" είπε με τρόμο η άρρωστη γυναίκα..
Τότε ἡ Φραγκογιαννού, μὲ μεγάλην ἐτοιμότητα, καθὼς Τότε η Φραγκογιαννού, με μεγάλη ετοιμότητα, καθώς
ἵστατο ὀρθία, δυὸ βήματα πρὸς τὴν στέρναν, ἔρριψε τὸ στεκόταν όρθια, δύο βήματα προς την στέρνα, έριξε το
καλάθι της κάτω, τὸ ὁποῖον εἶχε ἀναλάβει ἀρτίως, καὶ καλάθι της κάτω, το οποίο είχε μόλις σηκώσει, και άρχισε να
ἄρχισε νὰ τρέχη, νὰ πηδά, καὶ νὰ φωνάζη:. τρέχει, να πηδά, και να φωνάζει:.
- Τὰ κορίτσια!. Τὰ κορίτσια!. Πέσανε μέσα!. Κοίταξε!. "Τα κορίτσια!. Τα κορίτσια!. Πέσανε μέσα!. Κοίτα!. Δεν
Δὲν ἔχετε τὸ νοῦ σας, χριστιανοί;. Πῶς κάμανε;. Καὶ τ' έχετε το νου σας, χριστιανοί;. Πώς το έκαναν;. Και τα
ἀφήνετε μοναχά τους, κοντὰ στὴ στέρνα, νερὸ γεμάτη!. αφήνετε μόνα τους, κοντά στη στέρνα, με νερό γεμάτη!.
Καλὰ ποὺ βρέθηκα!. Νά, τώρα πέρασα κ' ἐγώ. Ὁ Θεὸς μ' Ευτυχώς που βρέθηκα!. Να, τώρα πέρασα κι εγώ. Ο Θεός με
ἔστειλε!. έστειλε!".
Κ' ἐνῶ τῷ ἅμα κύψασα, καὶ ἀφαιρέσασα ἐν ἀκαρεῖ τὴν Και στο μεταξύ, σκύβοντας, και βγάζοντας αμέσως την
φουστάνα της, μείνασα μὲ τὴν λεγομένην «μαλλίναν», τὴν φουστάνα της, έμεινε με την λεγόμενη "μαλλίνα", που είχε για
ἐν εἴδει μεσοφορίου, ἀπορρίπτουσα τὰς πατημένας μεσοφόρι, πετώντας τα πατημένα χονδρά της τσόκαρα, έμεινε
χονδρὰς ἐμβάδας, μείνασα μὲ τὰς κάλτσας τὰς τρυπημένας με τις κάλτσες τις τρυπημένες στην φτέρνα, έπεσε βαριά, με
εἰς τὴν πτέρναν, ἐρρίθη βαρεία, μετὰ πατάγου μέσα εἰς τὸ πάταγο μέσα στο νερό της στέρνας..
νερὸν τῆς στέρνας..
Ἡ γυνὴ ἡ ἄρρωστη εἶχεν ἀφήσει βραχνὴν κραυγήν, κ' Η άρρωστη γυναίκα άφησε μια βραχνή κραυγή και έτρεξε
ἔτρεξε νὰ κατέλθη τὰ δυὸ ἢ τρία λίθινα σκαλοπάτια τῆς να κατέβει τα δύο ή τρία λιθόστρωτα σκαλοπάτια της
εἰσόδου, παραπατοῦσα καὶ μόλις δυναμένη νὰ βαδίζη ἐκ εισόδου, παραπατώντας και μόλις μπορώντας να περπατήσει
τῆς ἀδυναμίας. Πρὶν αὔτη φθάση πλησίον τῆς στέρνας, ἡ από την αδυναμία της. Πριν φτάσει κοντά στη στέρνα, η
Γιαννοὺ εἶχε πιάσει τὸ μικρότερον κοράσιον, τὸ ὁποῖον τῆς Γιαννού είχε πιάσει το μικρότερο κορίτσι, το οποίο της
ἐφαίνετο μᾶλλον πνιγμένον ἤδη, καὶ τὸ ἔσυρε βραδέως φαινόταν μάλλον πνιγμένο ήδη, και το έσυρε αργά προς τα
πρὸς τὰ ἔξω, μὲ τὴν κεφαλὴν πάντοτε ἐπίστομα εἰς τὸ νερό. έξω, με το κεφάλι πάντα μπρούμητα στο νερό. Έπειτα
Εἴτα σηκώσασα τὸ μικρὸν σῶμα, ἀφοῦ ἀπέθεσε τοῦτο ἐπὶ σηκώνοντας το μικρό σώμα, αφού το άφησε πάνω στη
τῆς λιθίνης κρηπίδος, ἔκυψε κ' ἔπιασε τὴν ἄλλην κορασίδα, λιθόστρωτη άκρη, έσκυψε και έπιασε το άλλο κοριτσάκι, το
τὴν μεγαλυτέραν. Τὴν ἔδραξεν ἀπὸ τὸ κράσπεδον τοῦ μεγαλύτερο. Την τράβηξε από την άκρη του φορέματός της,
φορέματός της, καὶ ἀπὸ τὸν ἕνα πόδα, κ' ἐνῶ ἐτράβα πρὸς και από το ένα πόδι, και ενώ τραβούσε προς τα πάνω το
τὰ ἄνω τὸ σῶμα, ἡ κεφαλὴ ἕμενε κάτω, ὅσον τὸ δυνατὸν σώμα, το κεφάλι έμενε κάτω, όσο το δυνατόν περισσότερη
μακροτέραν ὥραν ἐντὸς τοῦ νεροῦ.. ώρα μέσα στο νερό..
Τέλος, ἡ μήτηρ εἶχε φθάσει πλησίον τῆς σκηνῆς, καὶ ἡ Τέλος, η μητέρα είχε φτάσει κοντά στη σκηνή, και η
Φραγκογιαννοὺ ἔσυρεν ἀποφασιστικῶς τὸ σῶμα πρὸς τὰ Φραγκογιαννού έσυρε αποφασιστικά το σώμα προς τα έξω.
ἔξω. Ἀπέθηκε τοῦτο πλησίον τοῦ ἄλλου σώματος.. Το άφησε κοντά στο άλλο σώμα..
Τὰ δυὸ μικρὰ πλάσματα ἐφαίνοντο ἀναίσθητα.. Τα δύο μικρά πλάσματα φαίνονταν αναίσθητα..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ μετὰ προσπαθείας, ψάξασα μὲ τοὺς Η Φραγκογιαννού, με έντονη προσπάθεια, ψάχνοντας με
πόδας εἰς τὸ νερόν, ἀνεῦρεν ἐπὶ τῆς μεσημβρινῆς πλευρᾶς τα πόδια της στο νερό, βρήκε στη νότια πλευρά το στόμιο της
τὸ στόμιον τῆς στέρνας, τὸ φραγμένον διὰ πλατείας στέρνας, που ήταν κλειστό με μια πλατιά σανίδα με λαβή
σανίδος μὲ ὑψηλὴν ὡς κοντάριον λαβήν, καὶ πατήσασα τὸν ψηλή όσο ένα κοντάρι, και πατώντας με το ένα πόδι στην
ἕνα πόδα ἐπὶ τῆς ἐσοχῆς ἐκείνης τοῦ τοίχου ἀνῆλθε μετὰ εσοχή εκείνη του τοίχου ανέβηκε με κόπο στο πεζούλι,
κόπου εἰς τὴν κρηπίδα ὅλη στάζουσα.. στάζοντας ολόκληρη..
- Εἶδες! Δὲν τὸ ἐσυλλογίστηκα! ἀνέκραξεν ἐπιδεικτικῶς "Είδες! Δεν το είχα σκεφτεί!" φώναξε επιδεικτικά η
ἡ Φραγκογιαννού. Τάχα δὲν ἔπρεπε νὰ τραβήξω τὸν Φραγκογιαννού. "Μήπως έπρεπε να τραβήξω τον κόπανο
κόπανο ἐπάνω, νὰ ξεφράξω τὴ μπούκα, γιὰ ν' ἀδειάση επάνω, να ξεφράξω τη μπούκα, για να αδειάσει αμέσως η
μονομιᾶς ἡ στέρνα, πρὶν πνιγοῦν τὰ κοριτσάκια, τὰ στέρνα, πριν πνιγούν τα κοριτσάκια, τα καημένα!".
καημένα!.
Ἧτο ἀληθές, ἄλλως, ὅτι δὲν τὸ εἶχε σκεφθῆ. Πλὴν Ήταν αλήθεια, εξ άλλου, ότι δεν το είχε σκεφτεί. Αλλά
ὑπάρχει ὑποκρισία καὶ ἐν τῇ εἰλικρινείᾳ.. υπάρχει υποκρισία και στην ειλικρίνεια..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐτίναξε τὰ κράσπεδα τῶν ἐνδυμάτων Η Φραγκογιαννού τίναξε την άκρη των ρούχων της που
της, τὰ διάβροχα, καὶ ρίπτουσα βλέμμα ἐπὶ τᾷ δυὸ είχαν μουσκέψει και ρίχνοντας μια ματιά στα δύο αναίσθητα
ἀναίσθητα σώματα, ἤρχισεν ἐν βίᾳ καὶ σπουδὴ νὰ λέγη:. σώματα, να λέει βιαστικά και με δύναμη:.
- Κρέμασμα ἀνάποδα θέλουνε. Χτύπημα μὲ τὸ καλάμι, — Κρέμασμα ανάποδα θέλουνε. Χτύπημα με το καλάμι,
γιὰ νὰ ξεράσουν μαθές!. Καλὰ ποὺ εἶναι γλυκὸ τὸ νερό. για να ξεράσουν μαθές!. Καλά που είναι γλυκό το νερό. Πού
Ποῦ εἶναι ὁ ἄνδρας σου, χριστιανή μου;. Ἔτσι τ' ἀφήνουν, είναι ο άνδρας σου, χριστιανή μου;. Έτσι τ' αφήνουν, μικρά
μικρὰ κορίτσια, μοναχά τους, νὰ παίζουν μὲ τὸ νερὸ τῆς κορίτσια, μονάχα τους, να παίζουν με το νερό της στέρνας;.
στέρνας;. Καλὰ ποὺ ἦρθα! Ὁ Θεὸς μ' ἔστειλε. Ἀπὸ τὸν Καλά που ήρθα! Ο Θεός μ' έστειλε. Από τον Ανάργυρο
Ἀνάγυρο ἔρχομαι, ἀπ' τὸν ἐλιώνα. Καλὰ ποὺ ἤτον ἡ πόρτα έρχομαι, απ' τον ελιώνα. Καλά που ήταν η πόρτα του μπαξέ
τοῦ μπαχτσὲ ἀνοιχτῆ!. Ποῦ 'ναι ὁ ἄνδρας σου; Ποῦ 'ν' τος; ανοιχτή!. Πού 'ναι ο άνδρας σου; Πού 'ν' τος; Ό,τι μπήκα απ'
Ό,τι μπῆκα ἀπ' τὴν πόρτα, ἀκούω μπλούμ! Τρέχω. Τί νὰ την πόρτα, ακούω μπλούμ! Τρέχω. Τί να ιδώ! Δεν πρόφτασα.
ἰδῶ! Δὲν πρόφθασα. Οὔτε ἤξευρα πὼς εἴσ' ἐδῶ. Σὲ εἶχα στὸ Ούτε ήξερα πως εισ' εδώ. Σε είχα στο χωριό πως βρίσκεσαι.
χωριὸ πὼς βρίσκεσαι. Εἶχα μάθει πὼς ἤσουν ἄρρωστη. Τὴν Είχα μάθει πως ήσουν άρρωστη. Την τρομάρα που πήρα!.
τρομάρα ποὺ πήρα!. Τώρα, κρέμασμα ἀνάποδα, καὶ Τώρα, κρέμασμα ανάποδα, και γλήγορα. Δεν πιστεύω να
γλήγορα. Δὲν πιστεύω νὰ εἶναι καλὰ πνιγμένα. Ποὺ 'ναι. είναι καλά πνιγμένα. Πού 'ναι. τος ο άνδρας σου; Πού 'ν' τος;.
τος ὁ ἄνδρας σου; Ποῦ 'ν' τος;.
Καὶ δράξασα μετὰ βίας το ἐν σῶμᾳ, τὸ μικρότερον, περὶ Και τραβώντας με δυσκολία το ένα σώμα, το μικρότερο,
τοῦ ὁποίου ἧτο σχεδὸν βεβαία ὅτι ἤτον νεκρὸν ἤδη, τὸ για το οποίο ήταν σχεδόν σίγουρη ότι ήταν ήδη νεκρό, το
μετέφερε πλησίον ἑνὸς δένδρου, διὰ νὰ τὸ κρεμάση μετέφερε κοντά σε ένα δέντρο, για να το κρεμάσει ανάποδα,
ἀνάποδα, ὡς ἔλεγε.. όπως έλεγε..
- Ποῦ εἴν' ἕνα σκοινάκι;. Νά, βλέπω ἕνα σπάγγον μὲ — Πού είναι ένα σκοινάκι;. Να, βλέπω ένα σπάγκο με
καλαμιά! Καλά, θὰ χρειαστή.. καλαμιά! Καλά, θα χρειαστεί..
Ἔνευεν ἀνυπομόνως εἰς τὴν ἄρρωστην γυναίκα, νὰ τῆς Έγνεφε ανυπόμονα στην άρρωστη γυναίκα, να της φέρει
φέρη πλησίον τὴν καλαμιά, μὲ τὴν ὁποίαν ἔπαιζαν πρὸ κοντά την καλαμιά, με την οποία έπαιζαν λίγο πριν τα δυο
μικροῦ αἱ δυὸ κορασίδες.. κοριτσάκια..
Ἡ γυνή, ζαλισμένη, παραλογισμένη, συμπλέκουσα τὰς Η γυναίκα, ζαλισμένη, παραλογισμένη, με τα χέρια της
χείρας ἐν ἀπορίᾳ, ἐν τρόμῳ, ἐν ἀγωνίᾳ, μὲ ἀσθενῆ φωνὴν δεμένα σε ένδειξη απορίας, φόβου και αγωνίας, με αδύναμη
εἶπε:. φωνή είπε:.
- Μὰ ποῦ 'ναι ὁ πατέρας τους;. — Μα πού 'ναι ο πατέρας τους;.
- Ἐμένα ρωτᾶς; εἶπεν ἡ Γιαννού.. — Εμένα ρωτάς; είπε η Γιαννού..
- Δὲν φωνάζεις;. Δὲν μπορῶ νὰ σκούξω, δὲν ἔχω — Δεν φωνάζεις;. Δεν μπορώ να σκούξω, δεν έχω
καρδίτσα, χριστιανή μου. Ἴσως νὰ εἶναι ἀποκάτω, στὸ καρδίτσα, χριστιανή μου. Ίσως να είναι αποκάτω, στο
χωράφι.. χωράφι..
Ἡ Φραγκογιαννού, ἀποθέσασα πρὸς ὥραν τὸ μικρὸν Η Φραγκογιαννού, αφού άφησε για λίγο το μικρό σώμα
σῶμα καταγῆς, εἶχε τρέξη δυὸ βήματα, καὶ λύσει τὴν κάτω, έτρεξε δύο βήματα, και λύνοντας την καλαμιά με τον
καλαμιᾶν μὲ τὸν σπάγγον, κ' ἐπροσπάθει νὰ τὸν λύση ἢ τὸν σπάγκο, προσπάθησε να τον λύσει ή να τον κόψει, για να
κόψη, ὅπως δέση δι' αὐτοῦ τοὺς πόδας τῆς μικρᾶς δέσει με αυτόν τα πόδια της μικρής πνιγμένης στο κλαδί της
πνιγμένης εἰς τὸν κλώνα τῆς κερασέας, καὶ κρέμαση τὸ κερασιάς, και να κρεμάσει το σώμα ανάποδα..
σῶμα κατὰ κεφαλῆς..
Συγχρόνως, ἀπαντῶσα εἰς τὴν ἐπίκλησιν τῆς γυναικός, Συγχρόνως, απαντώντας στην επίκληση της γυναίκας,
ἐφώναξε μὲ ἀγρίαν, ἀλλόκοτον φωνήν:. φώναξε με άγρια, παράξενη φωνή:.
- Γιάννη!. Γιάννη!. — Γιάννη!. Γιάννη!.
Ἡ κραυγὴ ἀντήχησεν ἀνὰ τὴν κοιλάδα. Ἀλλ' ὁ Γιάννης Η κραυγή αντήχησε στην κοιλάδα. Αλλά ο Γιάννης δεν
δὲν ἐφαίνετο. Ἡ Γιαννοὺ ἔδεσε τοὺς πόδας τῆς μικρᾶς, κ' φαινόταν. Η Γιαννού έδεσε τα πόδια της μικρής, και
ἐπροσπάθει νὰ τὴν κρέμαση, συγχρόνως δὲ ἐπανέλαβε τὴν προσπάθησε να την κρεμάσει, συγχρόνως δε επανέλαβε την
κραυγήν της:. κραυγή της:.
- Γιάννη!. Ποῦ εἶσαι;. Ἔλα!.Τὰ κορίτσια πέσανε μὲς στὴν — Γιάννη!. Πού είσαι;. Έλα!. Τα κορίτσια έπεσαν μέσα στη
στέρνα!.. στέρνα!..
«Καλύτερα, ποὺ ἀργεῖ», ἔλεγε μέσα της.. «Καλύτερα, που αργεί», έλεγε μέσα της..
- Δὲν ἀκούει, θὰ πῶ, αὐτὸς ὁ χριστιανός; Τόσο ταμάχι, — Δεν ακούει, θα πω, αυτός ο χριστιανός; Τέτοια
στὴ δουλειά! Τώρα νύκτωσε πλιά. Γιάννη! Γιάννη!.. απληστία, στη δουλειά! Τώρα νύχτωσε πια. Γιάννη! Γιάννη!..
Συγχρόνως συνησθάνθη ὅτι σχεδὸν ἐπροδίδετο, καθότι ἡ Συγχρόνως συνειδητοποίησε ότι σχεδόν προδόθηκε, καθώς
γυνὴ ρητῶς δὲν τῆς εἶχεν εἰπεῖ ὅτι ὁ Γιάννης εἰργάζετο στὸ η γυναίκα δεν της είχε πει ρητά ότι ο Γιάννης εργαζόταν στο
χωράφι, ἀλλὰ μόνον ἡ ἰδία τὸν εἶχεν ἰδεῖ, καὶ ἂν τῆς τὸ εἰπέ χωράφι, αλλά μόνο η ίδια τον είχε δει, και αν της το είπε
τις, ἡ πνιγεῖσα παιδίσκη της τὸ εἶπεν. Ὅθεν ἐπέφερε:. κάποιος, της το είπε το πνιγμένο κοριτσάκι. Γι' αυτό είπε:.
- Μὰ ποῦ εἶναι;. Στὸ χωράφι, εἶπες; Καὶ τί κάνει;. Ποιὸς — Μα πού είναι;. Στο χωράφι, είπες; Και τι κάνει;. Ποιος
νὰ τρέξη, χριστιανή μου, ὡς ἐκεῖ. Σῦ εἶσαι ἄρρωστη να τρέξει, χριστιανή μου, ως εκεί. Εσύ είσαι άρρωστη
γυναίκα. Γιάννη!. Ποῦ εἶσαι, Γιάννη;. γυναίκα. Γιάννη!. Πού είσαι, Γιάννη;.
Τέλος ἠκούσθη φωνή, πέραν τοῦ ἀκρινοῦ φράκτου, ἀπὸ Τέλος ακούστηκε φωνή, πέρα από τον ακρινό φράχτη, που
τὴν ἐσχατιᾶν ἐρχόμενη.. ερχόταν από την άκρη..
- Τί εἶναι;. Ποιὸς φωνάζει;. — Τι είναι;. Ποιος φωνάζει;.
- Τρέξε, Γιάννη!. Τὰ κορίτσια πνιγήκανε! ἔκραξε μὲ — Τρέξε, Γιάννη!. Τα κορίτσια πνίγηκαν! φώναξε με
μέγαν κόπον ἡ ἄρρωστη γυνή.. μεγάλο κόπο η άρρωστη γυναίκα..
Μετὰ ἐν λεπτὸν ἔφθασε τρέχων ὁ Γιάννης.. Μετά από ένα λεπτό έφτασε τρέχοντας ο Γιάννης..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε κρεμάσει τὸ μικρὸν Η Φραγκογιαννού, εν τω μεταξύ, είχε κρεμάσει το μικρό
σῶμα. Εἴτα ἐσήκωσε καὶ τὸ σῶμα τὸ ἄλλο, τῆς σώμα. Έπειτα σήκωσε και το άλλο σώμα, της μεγαλύτερης
μεγαλυτέρας παιδίσκης, καὶ τὸ ἐψηλάφει μὲ τὰς δυὸ κόρης, και το ψηλαφούσε με τα δύο χέρια, για να βεβαιωθεί
χείρας, ζητοῦσα νὰ βεβαιωθῆ ἂν ἧτο νεκρὸν ἤδη. Καὶ αν ήταν ήδη νεκρό. Και συγχρόνως έριχνε λοξό, ύπουλο
συγχρόνως ἔρριπτε λοξὸν ὕπουλον βλέμμα πρὸς τὴν βλέμμα προς τη δύστυχη μητέρα, την χλωμή που ανατρίχιαζε
δύστηνον μητέρα, τὴν ὠχρὰν καὶ ριγούσαν ὑπὸ τὴν λευκήν, κάτω από το λευκό μάλλινο σεντόνι της και κούνησε το
μαλλίνην σινδόνα της, κ' ἔσεισε τὴν κεφαλήν, ἀκουσίως κεφάλι της, νιώθοντας αθέλητη λύπη για τη γυναίκα εκείνη..
οἰκτείρουσα τὴν γυναίκα ἐκείνην..
Ὅταν εἶδε μακρόθεν τὸν πατέρα, τὸν κηπουρόν, νὰ Όταν είδε από μακριά τον πατέρα, τον κηπουρό, να τρέχει
τρέχη πρὸς τὰ ἐδῶ, ἐγύρισε τὸ σῶμα μὲ τὴν κεφαλὴν κάτω, προς τα εκεί, γύρισε το σώμα με το κεφάλι κάτω, και το
καὶ τὸ ἐκράτει προσωρινῶς οὕτω διστάζουσα καὶ κρατούσε προσωρινά έτσι, διστάζοντας και έντρομη..
ἔντρομος..
- Τί εἶναι;. Τί τρέχει; ἔκραξεν ἐν ἄκρᾳ ἀπορία ὁ Γιάννης.. — Τι είναι;. Τι τρέχει; φώναξε με μεγάλη απορία ο
Γιάννης..
- Νά! καλὰ ποὺ βρέθηκα! ἐφώναξε πρὸς τοῦτον ἡ — Να! καλά που βρέθηκα! φώναξε προς αυτόν η
Φραγκογιαννού. Ἠρχόμουν ἀπὸ τὸν Ἀνάγυρο, μὲ τὸ Φραγκογιαννού. Ερχόμουν από τον Ανάργυρο, με το κοφίνι
κοφίνι μου. Ἔλεγα νά σου δώσω κανένα βότανο, ἀπ' αὐτὰ μου. Ήθελα να σου δώσω κανένα βότανο, από αυτά που
ποὺ μάζωξα σήμερα στὸ ρέμα, γιὰ νὰ κάμετε μαντζούνι γιὰ μάζεψα σήμερα στο ρέμα, για να κάνετε μαντζούνι για τη
τὴ γυναίκα σου!. ἐπειδὴ εἶχα μάθει πὼς ἤτον ἄρρωστη. γυναίκα σου!. επειδή είχα μάθει πως ήταν άρρωστη. Καλά
Καλὰ ποὺ βρέθηκε ἡ πόρτα ἀνοιχτή!. Μπαίνω μέσα. που βρέθηκε η πόρτα ανοιχτή!. Μπαίνω μέσα. Ακούω,
Ἀκούω, μπλούμ! τὴν τρομάρα ποὺ πήρα! Τὰ δυὸ κορίτσια, μπλουμ! την τρομάρα που πήρα! Τα δύο κορίτσια, καθώς
καθὼς ἔπαιζαν μὲ τὴν καλαμιά, ἔπεσαν στὴν στέρνα. Κατὰ έπαιζαν με την καλαμιά, έπεσαν στη στέρνα. Κατά πως
πὼς φαίνεται, ὅσο μπόρεσα νὰ καταλάβω, εἶχαν πιάσει φαίνεται, όσο μπόρεσα να καταλάβω, είχαν πιάσει καυγά
καυγὰ ποιὰ νὰ κρατῆ τὴν καλαμιά, γιὰ νὰ βγάλη τάχα τὰ ποια να κρατήσει την καλαμιά, για να βγάλει τάχα τα ψάρια.
ψάρια. Ἡ μικρὴ ἤθελε ν' ἀρπάξη τὴν καλαμιὰ ἀπ' τὴ Η μικρή ήθελε να αρπάξει την καλαμιά από τη μεγάλη.
μεγάλη. Σπρώχνοντας ἡ μεγάλη τὴ μικρή, τὴν ἔρριξε μὲς Σπρώχνοντας η μεγάλη τη μικρή, την έριξε μέσα στο νερό, και
στὸ νερό, καὶ πιάνοντας ἡ μικρὴ τὴν μεγάλη, κατὰ πὼς πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πως φαίνεται, την
φαίνεται, τὴν ἐτράβηξε μαζί της μὲς στὴ στέρνα. (Ἡ τράβηξε μαζί της μέσα στη στέρνα. (Η Φραγκογιαννού είχε
Φραγκογιαννοὺ εἶχε αὐτοσχεδιάσει τὴν ἑρμηνείαν ταύτην αυτοσχεδιάσει την ερμηνεία αυτή στα πρόχειρα και από
ἐκ τοῦ προχείρου, καὶ ἐξ ἐμπνεύσεως). Ἄχ! τὴν τρομάρα έμπνευση). Αχ! την τρομάρα που πήρα! Ακούω ένα μπλουμ!
ποὺ πήρα! Ἀκούω ἕνα μπλούμ! Καλὰ ποὺ βρέθηκα! Ὁ Καλά που βρέθηκα! Ο Θεός με έστειλε. Αμμή, έτσι αφήνουνε,
Θεὸς μ' ἔστειλε. Ἀμμή, ἔτσι ἀφήνουνε, χριστιανοί μου, χριστιανοί μου, μικρά κορίτσια, να παίζουν μόνα τους κοντά
μικρὰ κορίτσια, νὰ παίζουν μοναχά τους κοντὰ στὴ στη στέρνα, γεμάτη νερό!..
στέρνα, γεμάτη νερό!..
Ὁ Γιάννης ἱδὼν τὰ δυὸ ἀναίσθητα σώματα εἰς τὰς Ο Γιάννης, βλέποντας τα δύο αναίσθητα σώματα στις
ὠχρὰς ἀκτίνας τῆς ἀμφιλύκης, τραβῶν τὰ μαλλιά του, χλωμές ακτίνες του μισόφωτος, τραβώντας τα μαλλιά του,
δάκνων τοὺς ἁρμοὺς τῶν δακτύλων του, ἀπήντησεν:. δαγκώνοντας τους κόμπους των δακτύλων του, απάντησε:.
- Ω!. τί ἁμαρτίες!. ἔχεις δίκιο, χριστιανή μου! Ἄχ!. καὶ τί — Ω!. τι αμαρτίες!. έχεις δίκιο, χριστιανή μου! Αχ!. και τι
ἤτον αὐτό!. Κ' ἐγὼ ἤμουν κάτω στὸ χωράφι, κ' ἔβγαζα τὰ ήταν αυτό!. Και εγώ ήμουν κάτω στο χωράφι, και έβγαζα τα
χορτάρια. καὶ δὲν ἠμποροῦσα νὰ ἡσυχάσω, τὸ ἔρμο!. Ἕνα χορτάρια. και δεν μπορούσα να ησυχάσω, να πάρει η ευχή!.
σαράκι μ' ἔτρωγε!. Καὶ δὲν ἐσυλλογίστηκα πὼς ἡ στέρνα Ένα σαράκι με έτρωγε!. Και δεν συλλογίστηκα πως η στέρνα
ἤτον γεμάτη. Κ' εἶχα ἕνα φόβο, μιὰν ὑποψία. ἔλεγα ν' ήταν γεμάτη. Και είχα έναν φόβο, μια υποψία. έλεγα να
ἀφήσω τὸ βοτάνισμα, νὰ 'ρθω, νὰ τρέξω, στὸν μπαχτσὲ αφήσω το βοτάνισμα, να 'ρθω, να τρέξω, στον μπαξέ πίσω.
πίσω. Κ' ἔλεγα, ὁ ἐξαποδῶ κάτι μου σκαρώνει, κάτι μου Και έλεγα, ο εξαποδώ κάτι μου σκαρώνει, κάτι μου
μαγειρεύει. Καὶ δέ μου 'κανε καρδιά, ν' ἀφήσω τὴ δουλειά, μαγειρεύει. Και δε μου 'κανε καρδιά, ν' αφήσω τη δουλειά, να
τὸ ἔρμο! Ὤχ! δίκιο ἔχεις, ὅ,τι καὶ νὰ πής, χριστιανή μου. πάρει η ευχή! Ωχ! δίκιο έχεις, ό,τι και να πεις, χριστιανή μου.
Ἄχ! ἄχ! τί ἁμαρτίες;. Αχ! αχ! τι αμαρτίες;.
Καὶ ἐν πολλῇ ἀγωνία, ὁ κηπουρὸς συνειργάσθη εἰς τὰ Και με μεγάλη αγωνία, ο κηπουρός συνεργάστηκε στα
πρόχειρα ἐναντίον τοῦ πνιγμοῦ μέσα, τὰ ὁποῖα συνίστα ἡ πρόχειρα μέσα εναντίον του πνιγμού, τα οποία του
πολύπειρος Φραγκογιαννού.. συνιστούσε η πολύπειρη Φραγκογιαννού..
Ἡ γραία Χαδούλα ἐξ ἀνάγκης ἔμεινε καθ' ὅλην ἐκείνην Η γριά Χαδούλα αναγκάστηκε να μείνει όλη εκείνη τη
τὴν νύκτα εἰς τὴν καλύβην, ὅπου ἐδοκίμασεν ὅλα τὰ νύχτα στην καλύβα, όπου δοκίμασε όλα τα σπάνια και
σπάνια καὶ ἀπερίγραπτα συναισθήματα τῆς φόνισσας απερίγραπτα συναισθήματα της φόνισσας που μεταβάλλεται
μεταβαλλομένης αἴφνης εἰς ἰάτρισσαν τῶν ἰδίων θυμάτων ξαφνικά σε γιατρό των δικών της θυμάτων. Με όλα τα
της. Μὲ ὅλα τὰ κρεμάσματα καὶ τὰς ἐντριβᾶς, τὰ ὁποῖα κρεμάσματα και τις εντριβές, τις οποίες εφάρμοσε αυτή, τα
ἐφήρμοσεν αὔτη, τὰ δυὸ κοράσια ἀπέθαναν. Τὸ πρωὶ δύο κορίτσια πέθαναν. Το πρωί έτρεξε ο Γιάννης στην
ἔτρεξεν ὁ Γιάννης εἰς τὴν πολίχνην διὰ νὰ δώση εἴδησιν εἰς πολιτεία για να δώσει είδηση στις αρχές, ενώ η
τὰς ἀρχάς, ἐνῶ ἡ Φραγκογιαννοὺ μείνασα ὀπίσω Φραγκογιαννού, που έμεινε πίσω, έκανε συντροφιά στην
ἐσυντρόφευε τὴν ἄρρωστην μητέρα, κλαίουσαν καὶ άρρωστη μητέρα, που έκλαιγε και οδυρόταν ασκώντας και το
ὀδυρομένην, ἐξασκοῦσα καὶ τὸ ἔργον τῆς παρηγορητρίας, έργο της παρηγορήτριας, κοντά στο επάγγελμα της ιατρού..
σιμὰ εἰς τὸ ἐπάγγελμα τῆς ἰάτρισσας..
Ὁ εἰρηνοδίκης καὶ ὁ «ἐκπληρῶν τ' ἀστυνομικά» Ο ειρηνοδίκης και ο «εκπληρών τα αστυνομικά» πάρεδρος
πάρεδρος ἦλθον ἐπὶ τόπου. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ήρθαν επί τόπου. Η Φραγκογιαννού, ανακρινομένη,
ἀνακρινομένη διηγήθη τὴν χθεσινὴν ἐκδρομήν της, καὶ τὴν διηγήθηκε την χθεσινή της εκδρομή, και την τυχαία διέλευσή
τυχαίαν διέλευσίν της ἀπὸ τὸν λαχανόκηπον. Εἴτα της από τον λαχανόκηπο. Έπειτα επανέλαβε σχεδόν κατά
ἐπανέλαβε σχεδὸν κατὰ λέξιν ὅσα εἶχεν εἰπεῖ εἰς τὸν λέξη όσα είχε πει στον πατέρα των δύο κοριτσιών: «Η
πατέρα τῶν δυὸ κορασίων: «Ἡ μικρότερη ἤθελε ν' ἀρπάξη μικρότερη ήθελε να αρπάξει την καλαμιά από την
τὴν καλαμιὰ ἀπ' τὴν μεγαλύτερη. Σπρώχνοντας ἡ μεγάλη μεγαλύτερη. Σπρώχνοντας η μεγάλη την μικρή, την έριξε μέσα
τὴν μικρὴ τὴν ἔρριξε μέσα στὸ νερό, καὶ πιάνοντας ἡ μικρὴ στο νερό, και πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πως
τὴν μεγάλη, κατὰ πὼς φαίνεται, τὴν ἐτράβηξε μαζί της μὲς φαίνεται, την τράβηξε μαζί της μέσα στη στέρνα». Αυτά τα
στὴ στέρνα». Ταῦτα ἐξέφερε μᾶλλον ὡς συμπερασμοὺς ἡ είπε μάλλον ως συμπεράσματα η ανακρινομένη. διότι μόλις
ἀνακρινομένη. διότι μόλις ἐπάτησε τὸ κατώφλιον τῆς πάτησε το κατώφλι της θύρας, έλεγε, και άκουσε ένα μπλούμ!
θύρας, ἔλεγε, κι ἄκουσε ἕνα μπλούμ! καὶ δὲν ἐπρόφθασε νὰ και δεν πρόλαβε να προλάβει την καταστροφή, μόνον πήρε
προλάβη τὴν καταστροφήν, μόνον ἐπῆρε «μεγάλη «μεγάλη τρομάρα»..
τρομάρα»..
Ὁ παρεπιδημῶν ἰατρός, κ. Μ., ἦλθεν, εἶδε τὰ πτώματα Ο παρεπιδημών ιατρός, κ. Μ., ήρθε, είδε τα πτώματα και
καὶ συνέταξε τὴν ἔκθεσίν του. ἀπεφάνθη ὅτι τὰ δυὸ συνέταξε την έκθεσή του. αποφάνθηκε ότι τα δύο κορίτσια
κοράσια ἐπνίγησαν ἐκ πτώσεως εἰς τὸ ὕδωρ.. πνίγηκαν από πτώση στο νερό..
Οὐδεμία ἔνδειξις οὔτε ὑποψία ὑπῆρχε κατὰ τῆς Ουδεμία ένδειξη ούτε υποψία υπήρχε κατά της
Φραγκογιαννούς. Τὰ δυὸ μικρὰ πλάσματα τὰ ἐδιάβασεν Φραγκογιαννούς. Τα δυο μικρά πλάσματα τα έψαλλε ένας
εἰς ἱερεὺς ἐλθών, εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἄγ. Ἀντωνίου, καὶ τὰ ιερέας που ήρθε, στον ναΐσκο του Αγ. Αντωνίου, και τα
ἔθαψαν ἐκεῖ ἔξω, μεταξὺ σχοίνων καὶ θάμνων, πλησίον εἰς έθαψαν εκεί έξω, ανάμεσα στα σχοίνα και τους θάμνους,
τὴν βορείαν πλευρᾶν τοῦ ναΐσκου.. κοντά στην βόρεια πλευρά του ναΐσκου..

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι.
Παρῆλθον αἱ ἑορταὶ τοῦ Πάσχα. Τὴν ἑβδομάδα τοῦ Πέρασαν οι γιορτές του Πάσχα. Την εβδομάδα του Θωμά,
Θωμά, ἡ γραία Χαδούλα, βοηθουμένη ἀπὸ τὴν μικρὰν η γρια-Χαδούλα, βοηθούμενη από την μικρή κόρη της, την
κόρην της, τὴν Κρινιῶ, ἔπλυνεν ἐντὸς τῆς εὐρείας αὐλῆς Κρινιώ, έπλεναν μέσα στη μεγάλη αυλή του κυρ Αλεξάνδρου
τοῦ κυρ Ἀλεξάνδρου τοῦ Ροσμαῆ, γέροντος προκρίτου, του Ροσμαή, ενός γέρο-πρόκριτου, ο οποίος ήταν σύντεκνός
ὅστις ἧτο σύντεκνός της, καὶ τῆς εἶχε βαπτίσει σχεδὸν ὅλα της, και της είχε βαφτίσει σχεδόν όλα τα παιδιά. Στο
τὰ τέκνα. Εἰς τὸ ὑπόστεγον μέρος τῆς αὐλῆς τὸ σκεπασμένο μέρος της αυλής το λεγόμενο λαδαρειό, δίπλα
καλούμενον λαδαρειό, δίπλα εἰς τὴν πελωρίαν ξυλίνην στην τεράστια ξύλινη ποτίστρα για τα ζώα, που έμοιαζε πολύ
καρούταν, ὀμοιάζουσαν πολὺ μὲ τὴν Κιβωτὸν τοῦ Νῶε, με την Κιβωτό του Νώε, όπως την ζωγραφίζουν, κοντά στο
ὅπως τὴν ζωγραφίζουν, πλησίον εἰς τὸ φρέαρ, καὶ ὅπου ἡ πηγάδι, και όπου η ανθισμένη τεράστια μουριά άπλωνε τα
ἀναθάλλουσα τεραστία μορέα ἐξέτεινε τοὺς μεγάλους μεγάλα καταπράσινα κλωνάρια τους, ευλογώντας χιαστί σε
καταπρασίνους κλώνας της, ὡς χιαστὴν εὐλογίαν σχήμα σταυρού και τους άξιους και τους ανάξιους, ο μικρός
διδομένην σταυροειδῶς εἰς ἀξίους καὶ ἀναξίους, ὁ μικρὸς κήπος φραγμένος με ξυλοφράχτη ξεδίπλωνε πολύχρωμα
κῆπος φραγμένος μὲ δρύφακτα ἐξεδίπλωνε πολύχρωμα μεθυστικά λουλούδια με δροσιστική γλύκα και απόλαυση για
μεθυστικὰ ἄνθη εἰς δρόσον γλυκασμοὺ καὶ τρυφὴν τα μάτια για όλα τα πλάσματα του Θεού. Δίπλα στην μικρή
ὀμμάτων δι' ὅλα τοῦ Θεοῦ τὰ πλάσματα. δίπλα εἰς τὴν καμινάδα με την κτιστή στέρνα των σταφυλιών, είχε η
μικρὰν κάμινον μὲ τὴν κτιστὴν στέρναν τῶν στεμφύλων, Φραγκογιαννού την μεγάλη, βαθιά σκάφη της, και δίπλα της
εἶχεν ἡ Φραγκογιαννοὺ τὴν μεγάλην, βαθείαν σκάφην της, είχε μια άλλη σκάφη η Κρινιώ, και ακούραστες και οι δύο
παραπλεύρως ταύτης ἄλλην σκάφην ἡ Κρινιῶ, καὶ εδώ και δύο μέρες έπλεναν, μπουγάδιαζαν, ξέβγαζαν,
ἀκούραστοι αἱ δυὸ ἀπὸ δυὸ ἡμερῶν ἔπλυνον, άπλωναν, στέγνωναν, μαζεύαν, και ακόμα δεν είχαν τελειώσει
ἐμπουγάδιαζαν, ἐξέβγαιναν, ἄπλωναν, ἐστέγνωναν, την καλή τους εργασία..
ἐμάζευαν, καὶ ἀκόμα δὲν εἶχον τελειώσει τὴν καλὴν τῶν
ἐργασίαν..
Τὴν δευτέραν ἡμέραν ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶχεν ἐνοχληθῆ Την δεύτερη ημέρα η Φραγκογιαννού είχε ενοχληθεί πολύ
μεγάλως ἀπὸ τὰ τρεξίματα, τοὺς θορύβους, καὶ τὰ από τα τρεξίματα, τους θορύβους, και τα καμώματα ενός
καμώματα ἑνὸς σμήνους μικρῶν παιδίων καὶ κορασίων, τὰ σμήνους μικρών παιδιών και κοριτσιών, τα οποία εισέβαλαν
ὁποῖα εἰσήλαυνον ἐντὸς τῆς αὐλῆς κ' ἐθορύβουν. Σχεδὸν στην αυλής και έκαναν θόρυβο. Σχεδόν όλα τα παιδιά της
ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς, δέκα ἢ δεκαπέντε τὸν γειτονιάς, δέκα ή δεκαπέντε τον αριθμό, έμπαιναν στην αυλή,
ἀριθμόν, εἰσέβαλλον εἰς τὴν αὐλήν, ἔτρεχαν ἐδῶ-ἐκεῖ, έτρεχαν εδώ-εκεί, χοροπηδούσαν, κυνηγιούνταν γύρω-γύρω
ἐχοροπηδούσαν, ἐκυνηγοῦντο γύρω-γύρω εἰς τὴν στην ποτίστρα, έπαιζαν το κρυφτό, έσκυβαν στο πηγάδι,
καρούταν, ἔπαιζον τὸ κρυφτάκι, ἔκυπταν εἰς τὸ φρέαρ, Νάρκισσοι για να δουν την σκιά τους στο νερό, με κίνδυνο να
Νάρκισσοι διὰ νὰ ἰδοῦν τὴν σκιάν των εἰς τὸ ὕδωρ, μὲ πέσουν μέσα, έβγαζαν μεγάλες, άναρθρες φωνές, σαν Ηχοί,
κίνδυνον νὰ πέσουν μέσα, ἐξέβαλλον μεγάλας, ἀνάρθρους κορίτσια που κρύβονταν πίσω από την ποτίστρα, στα
φωνάς, ὡς Ἠχοῖ, θυγάτρια κρυπτόμενα ὄπισθεν τῆς σκοτεινά στενώματα, όπου τα τραβούσε ο παιγνιώδης φόβος
καρούτας, εἰς τὰ σκοτεινὰ στενώματα, ὅπου τὰ ἔθελγεν ὁ – και όλα αυτά με μεγάλη παιδική αδιακρισία και
παιγνιώδης φόβος - καὶ ὅλα ταῦτα μὲ μεγάλην παιδικὴν φορτικότητα, μη αφήνοντας την εργατική γριά και την κόρη
ἀδιακρισίαν καὶ φορτικότητα, μὴ ἀφήνοντα τὴν φίλεργον της να κάνουν ήσυχα τη δουλειά τους..
γραίαν καὶ τὴν κόρην της νὰ κάμουν ἤσυχαι τὴν ἐργασίαν
των..
Δυὸ πύλας εἶχεν ἡ εὐρεία αὐλή, τὴν μεγάλην καὶ τὴν Δύο πόρτες είχε η μεγάλη αυλή, την μεγάλη και την μικρή.
μικράν. Καὶ τὰς δυὸ τὰς εἶχε κλείσει ἐπανειλλημένως ἡ Και τις δύο τις είχε κλείσει επανειλημμένα η Γιαννού με τον
Γιαννοὺ μὲ τὸν μοχλόν, ἢ μὲ τὸ μάνδαλον, ἐλπίζουσα νὰ μοχλό, ή με το μάνδαλο, ελπίζοντας να βρει ησυχία. και οι
εὔρη ἡσυχίαν. κ' αἱ δυὸ εὑρίσκοντο μετ' ὀλίγον ἀνοικταὶ δύο βρίσκονταν μετά από λίγο ανοιχτές κάθε φορά. Αυτό
ἑκάστοτε. τοῦτο διότι καὶ οἱ ἔνοικοι ἐλάμβανον συχνὰ γινόταν διότι και οι ένοικοι βρίσκονταν συχνά σε ανάγκη να
ἀνάγκην νὰ εἰσέλθουν ἢ νὰ ἐξέλθουν, καὶ ἄλλοι ἐκτὸς τῶν μπουν ή να βγουν, και άλλοι εκτός των παιδιών έρχονταν απ’
παιδίων ἔξωθεν ἤρχοντο, συγγενεῖς ἢ φίλοι τῆς οἰκίας. έξω, συγγενείς ή φίλοι του σπιτιού. Μίλησε πολλές φορές στην
Ἔκαμε παραστάσεις εἰς τὴν σεβασμίαν γερόντισσαν, τὴν σεβαστή γερόντισσα, την νοικοκυρά, η οποία επανειλημμένα
οἰκοκυρᾶν, ἥτις ἐπανειλημμένως ἐμάλωσε τὰ παιδία, ὅλως μάλωσε τα παιδιά, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Παραπονέθηκε
ἀλυσιτελῶς. Παρεπονέθη εἰς δυὸ γειτόνισσες, μητέρας σε δύο γειτόνισσες, μητέρες κάποιων από τα παιδιά που
τινῶν ἐκ τῶν θορυβούντων παιδίων. Ἀύται τῆς ἀπήντησαν έκαναν θόρυβο. Αυτές της απάντησαν «να κοιτάζει τη
ὅτι «νὰ κοιτάζη τὴ δουλειά της, καὶ νὰ μὴν κάνη κουμάντο δουλειά της, και να μην κάνει κουμάντο σε ξένο βιό»..
σὲ ξένο βιό»..
Κοντὰ τὸ μεσημέρι, ἡ Γιαννοὺ ἔστειλε τὴν Κρινιῶ στὸ Κοντά στο μεσημέρι, η Γιαννού έστειλε την Κρινιώ στο
σπίτι, διὰ νὰ φέρη ψωμὶ καὶ φάβα, τὴν ὁποίαν εἶχεν εἰπῆ ὅτι σπίτι, για να φέρει ψωμί και φάβα, την οποία είχε πει ότι θα
θὰ ἔβραζεν ἡ Ἀμέρσα -ἥτις εἶχε πάντοτε τὸν ἐργαλειόν της έβραζε η Αμέρσα –η οποία είχε πάντοτε τον αργαλειό της στο
εἰς τὸ σπίτι, καὶ δὲν συνήθιζε νὰ λαμβάνη μέρος εἰς τὴν σπίτι, και δεν συνήθιζε να παίρνει μέρος στην πλύση και
πλύσιν καὶ ἄλλας ἐξωτερικᾶς ἐργασίας- διὰ νὰ άλλες εξωτερικές εργασίες– για να φάνε μεσημεριανό..
γευματίσουν..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔμεινε πρὸς ὥραν μόνη, Η Φραγκογιαννού έμεινε προσωρινά μόνη, συνεχίζοντας
ἐξακολουθοῦσα νὰ πλύνη. Τὴν ὥραν ἐκείνην ὑπῆρχον να πλένει. Την ώρα εκείνη υπήρχαν μέσα στην αυλής μόνο
ἐντὸς τῆς αὐλῆς μόνον δυὸ ἢ τρία κοράσια, τὰ ὁποῖα δὲν δύο ή τρία κορίτσια, τα οποία ωστόσο δεν έκαναν λιγότερο
ἐθορύβουν κι αὐτὰ ὀλιγώτερον ἀπὸ τὰ παιδία. Ἀφότου θόρυβο από τα παιδιά. Αφότου μάλιστα είχε ιδρυθεί στο
μάλιστα εἶχεν ἱδρυθῆ εἰς τὸ χωρίον σχολεῖον τῶν θηλέων, χωριό σχολείο θηλέων, τα κορίτσια είχαν ξυπνήσει
τὰ κοράσια εἶχον μεγάλως ξυπνήσει. Ἡ κυρὰ δασκάλα υπερβολικά. Η κυρά δασκάλα πολλά γράμματα δεν τα
πολλὰ γράμματα δὲν τὰ ἐδίδασκεν, ἀκόμη ὀλιγώτερα δίδασκε, κι ακόμη λιγώτερα χειροτεχνήματα, αλλά μόνον τα
χειροτεχνήματα, ἀλλὰ μόνον τὰ ἐμάνθανε «νὰ λάβουν μάθαινε «να έχουν θάρρος» και να μην κάνουν «σαν
θάρρος» καὶ νὰ μὴν κάνουν «σὰν σκιασμένα» καὶ σὰν σκιασμένα» και σαν «βουνίσια», και κήρυττε ότι ήταν καιρός
«βουνίσια», καὶ ἐκήρυττεν ὅτι ἧτο καιρὸς πλέον νὰ πλέον να «χειραφετηθούν»..
«χειραφετηθώσιν»..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ τὰ ἐμάλωσεν ἐπανηλειμμένως, ἀλλ' Η Φραγκογιαννού τα μάλωνε επανειλημμένα, αλλά αυτά
αὐτὰ δὲν ἄκουαν. Τὸ ἐν μάλιστᾳ θυγάτριον, μόλις ἑπτὰ δεν άκουγαν. Το ένα μάλιστα κορίτσι, μόλις επτά ετών, της
ἐτῶν, τῆς γειτόνισσας τῆς Προπαντίνας, ἡ Ξενούλα, ἄρχισε γειτόνισσάς της Προπαντίνας, η Ξενούλα, άρχισε να
νὰ περιγελὰ τὴν γραίαν, μὲ μιμικᾶς κινήσεις τῶν χειρῶν καὶ περιγελάει την γραία, με μιμικές κινήσεις των χεριών και του
τοῦ στόματος.. στόματος..
Στιγμὴν τινά, τὰ δυὸ ἄλλα κοράσια ἔτρεξαν ἔξω τῆς Σε λίγο, τα δύο άλλα κορίτσια έτρεξαν έξω από την αυλή,
αὐλῆς, ἡ δὲ Ξενούλα, μείνασα, ἔκυπτεν εἰς τὸ φρέαρ, κ' ενώ η Ξενούλα, που έμεινε πίσω, κρεμόταν στο πηγάδι, και
ἐζητοῦσε, μὲ μίαν βέργαν, νὰ φθάση καὶ ταράξη τὸ νερόν. προσπαθούσε, με μία βέργα, να φτάσει και να ταράξει το
Ἔκυπτεν ἐπιμόνως, ἀλλ' ἡ βέργα ἧτο πολὺ κοντὴ καὶ δὲν νερό. Έσκυβε επίμονα, αλλά η βέργα ήταν πολύ κοντή και
ἔφθανε.. δεν έφτανε..
- Ἕ! Θέ μου, καὶ νὰ 'πεφτες μέσα, Ξενούλα! εἶπε μὲ — Ε! Θε μου, και να 'πεφτες μέσα, Ξενούλα! είπε με
ἀλλόκοτον γέλωτα ἡ Φραγκογιαννού. Τί λευθεριὰ θὰ παράξενο γέλιο η Φραγκογιαννού. "Τι λευτεριά θα έκανες
'κανες τῆς μάννας σου!. στη μάνα σου!".
- Ἕ! Σέ μου, τσαὶ νὰ 'μπεμπες μπέσα! ἐμιμήθη — Ε! Σε μου, τσαί να 'μπεμπες μπέσα! μιμήθηκε
παρωδοῦσα τὴν φωνὴν ἡ Ξενούλα! Τσὶ λελυγιὰ τσάκαλες κοροϊδεύοντας τη φωνή η Ξενούλα! "Τσι λελυγιά τσάκαλες
τσὴ μπάμιάς σου!. τση μπάμιας σου!".
Εἶχεν ἀνασηκωθῆ ὀλίγον, καὶ πάλιν ἔκυψεν βαθύτερον ἢ Είχε σηκωθεί λίγο, και πάλι κρεμόταν βαθύτερα από πριν..
πρίν..
Τὸ στόμιον τοῦ πηγαδιοῦ, τετράγωνον, ἧτο φραγμένον Το στόμιο του πηγαδιού, τετράγωνο, ήταν φραγμένο με
μὲ σανίδας ἀνίσου πλάτους, ὥστε αἱ πλευραὶ δὲν εἶχον τὸ σανίδες που δεν είχαν το ίδιο πλάτος, έτσι ώστε οι πλευρές
αὐτὸ ὕψος. Ἡ μικρὰ σανίς, ἔφ' ἧς ἔκυπτεν ἡ Ξενούλα, ἧτο του δεν είχαν το ίδιο ύψος. Η μικρή σανίδα, πάνω στην οποία
χαμηλοτέρα τῶν ἄλλων τριῶν, φθαρμένη, ὀλισθηρά, κρεμόταν η Ξενούλα, ήταν χαμηλότερη από τις άλλες τρεις,
φαγωμένη ἀπὸ τὴν προστριβὴν τοῦ σχοινίου τοῦ κουβᾶ, δι' φθαρμένη, ολισθηρή, φαγωμένη από την τριβή του σχοινιού
οὐ ἤντλουν ὕδωρ, μὲ σκουριασμένα καρφία, σαπρᾶ καὶ του κουβά, με σκουριασμένα καρφιά, σάπια και κουνιόταν.
κινουμένη. Καθὼς ἔκυψεν ἡ παιδίσκη, ἐστηρίχθη ὅλη, μὲ τὸ Καθώς έσκυψε το παιδί, στήριξε όλο το βάρος του σώματος
βάρος τοῦ σώματος ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς χειρός, ἐπάνω εἰς της στο αριστερό της χέρι, πάνω σε αυτή τη σανίδα,
αὐτὴν τὴν σανίδα, ἐγλίστρησεν, ἡ σανὶς ἐνέδωκεν, γλίστρησε, η σανίδα υποχώρησε, ξεκόλλησε από την μία
ἐξεκόλλησεν ἀπὸ τὴν μίαν ἄκραν, καὶ ἡ Ξενούλα ἔπεσε άκρη, και η Ξενούλα έπεσε κατακέφαλα μέσα στο ανοιχτό
κατακέφαλα μέσα εἰς τὸ χάσκον στόμα τοῦ φρέατος. στόμα του πηγαδιού. Ακούστηκε πνιγμένη κραυγή, χτύπος,
Ἠκούσθη πνιγμένη κραυγή, κτύπος, καὶ εἴτα μέγας και έπειτα μεγάλος πλαταγισμός στο νερό..
πλαταγισμὸς εἰς τὸ ὕδωρ..
Ἡ ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ ἧτο μίαν καὶ ἡμίσειαν ὀργυιὰν Η επιφάνεια του νερού ήταν μία και μισή οργιά κάτω από
κάτω τοῦ στομίου, τὸ δὲ βάθος τοῦ νεροῦ πρέπει νὰ ἧτο το στόμιο, ενώ το βάθος του νερού πρέπει να ήταν μιας
μιᾶς ὀργυιᾶς.. οργιάς (1,8 μ περίπου)..
Ἐξ ἐμφύτου ὁρμῆς, ἡ Φραγκογιαννοὺ ἠθέλησε νὰ Με μια έμφυτη παρόρμηση, η Φραγκογιαννού θέλησε να
φωνάξη καὶ νὰ τρέξη εἰς βοήθειαν. Ἀλλὰ τὴ μὲν κραυγήν φωνάξει και να τρέξει να βοηθήσει. Αλλά τη φωνή της την
της ἡ ἰδία ἔπνιξεν εἰς τὸν λάρυγγα, πρὶν τὴν ἐκβάλη, αἱ δὲ έπνιξε η ίδια στον λάρυγγα, πριν την βγάλει, και οι κινήσεις
κινήσεις παρέλυσαν καὶ τὸ σῶμα τῆς ἐπάγωσεν. Ἀλλόκοτος της παρέλυσαν και το σώμα της πάγωσε. Ένας παράξενος
στοχασμὸς τῆς ἐπῆλθεν εἰς τὸν νοῦν. Ἰδοὺ ὅτι μόλις σχεδὸν στοχασμός της ήρθε στο μυαλό. Να που μόλις σχεδόν ως
ὡς ἀστεϊσμὸν εἶχεν ἐκφέρει τὴν εὐχήν, νὰ ἔπιπτεν ἡ αστείο είχε εκφράσει την ευχή, να πέσει το παιδί μέσα στο
παιδίσκη μέσα στὸ πηγάδι, καὶ ἰδοὺ ἔγινεν! Ἄρα ὁ Θεὸς πηγάδι, και να που έγινε! Άρα ο Θεός (τολμούσε να το
(ἐτόλμα νὰ τὸ σκεφθῆ;) εἱσήκουσε τὴν εὐχήν της, καὶ δὲν σκεφτεί;) εισάκουσε την ευχή της, και δεν ήταν ανάγκη να
ἧτο ἀνάγκη νὰ ἐπιβάλη πλέον χείρας, ἀλλὰ μόνον ἤρκει νὰ βάλει πλέον το χέρι της, αλλά μόνο αρκεί να ευχόταν, και η
ηὔχετο, καὶ ἡ εὐχὴ τῆς εἱσηκούετο.. ευχή της εισακούονταν..
Μετὰ μίαν στιγμή, ἔλαβεν ἀπόφασιν νὰ ἔλθη μέχρι τοῦ Μετά από μια στιγμή, αποφάσισε να πάει μέχρι το στόμιο
στομίου τοῦ φρέατος, νὰ κύψη καὶ νὰ ἰδῆ εἰς τὸ βάθος. του πηγαδιού, να σκύψει και να δει στο βάθος. Είδε την
Εἶδε τὴν ἀγωνίαν τῆς μικρᾶς κόρης, ἀσπαιρούσης μέσα εἰς αγωνία της μικρής κόρης, που σπάραζε μέσα στο νερό, είπε
τὸ νερόν, εἶπε καθ' ἑαυτὴν ὅτι, καὶ ἂν ἤθελε, δὲν θὰ στον εαυτό της ότι, ακόμα κι αν ήθελε, δεν θα μπορούσε να
ἠδύνατο νὰ τὴν σώση. Ἀλλὰ βεβαίως, ἂν ἐπνίγετο. αὐτὴν την σώσει. Αλλά φυσικά, αν πνιγόταν. αυτή θα
θὰ κατηγόρουν! Νὰ κράξει τώρα βοήθειαν, ἧτο ἀργά. κατηγορούσαν! Να φωνάξει τώρα βοήθεια, ήταν αργά. Αργά
Ἀργὰ ἴσως θὰ ἧτο διὰ νὰ σωθῆ ἡ μικρά, ἀλλὰ πιθανῶς δὲν ίσως θα ήταν για να σωθεί η μικρή, αλλά πιθανώς δεν θα ήταν
θὰ ἧτο ἀργὰ διὰ νὰ δείξη αὐτὴ τὴν ἀθωότητά της. Καὶ αργά για να δείξει αυτή την αθωότητά της. Και όμως δεν
ὅμως δὲν ἀπεφάσισε νὰ κράξη. Καλύτερον θὰ ἧτο, ἂν αποφάσισε να φωνάξει. Καλύτερα θα ήταν, αν το είχε κάνει
ἀμέσως τὸ εἶχε κάμει. Ἀλλ' ὁποία κακὴ τύχη! Πὼς τὴν αμέσως. Αλλά τι κακοτυχία! Πώς την εκπαίδευε η αμαρτία!
ἐπαίδευεν ἡ ἁμαρτία! Ἂν ἧτο τώρα ἡ Κρινιῶ ἐδῶ, πόσον Πόσο θα ευχόταν να ήταν τώρα η Κρινιώ εδώ! Εκείνη βέβαια
εὐκταῖον θὰ ἧτο! Ἐκείνη βεβαίως θὰ ἤτον ἱκανὴ νὰ θα ήταν ικανή να κατέβει ξυπόλητη στο νερό -διότι το πηγάδι,
κατέλθη ξυπόλητη εἰς τὸ νερὸν -διότι τὸ πηγάδι, ὅπως όπως συνήθως συμβαίνει, είχε πατήματα στους εσωτερικούς
συνήθως συμβαίνει, εἶχε πατήματα εἰς τοὺς ἐσωτερικοὺς τοίχους, εσοχές μέσα στο κτίσιμο των λίθων, αν και ίσως πολύ
τοίχους, ἐσοχᾶς ἐντὸς τοῦ κτιρίου τῶν λίθων, ἂν καὶ ἴσως επικίνδυνες και γλιστερές- και ήταν πιθανό να κατόρθωνε η
πολὺ ἐπικινδύνους καὶ ὀλισθηράς- καὶ πιθανὸν ἧτο νὰ Κρινιώ να σώσει την μικρή κόρη. Τώρα όμως ήταν απελπισία
κατώρθωνεν ἡ Κρινιῶ νὰ σώση τὴν μικρὰν κορασίδα. και θάνατος!.
Τώρα ὅμως ἧτο ἀπελπισία καὶ θάνατος!.
Εἰς αὐτὰς τὰς στιγμάς, ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶχε Σε αυτές τις στιγμές, η Φραγκογιαννού είχε ξεχάσει την
λησμονήσει τὴν πρώτην ἰδέαν της - ὅτι ὁ Θεὸς ἠθέλησε νὰ πρώτη της ιδέα -ότι ο Θεός θέλησε να εισακουστεί η ευχή της
εἰσακουσθῆ ἡ εὐχή της καὶ νὰ πνιγὴ ἡ παιδίσκη. Εἴτα εὐθὺς και να πνιγεί το παιδί. Έπειτα αμέσως πάλι ο λογισμός αυτός
πάλιν ὁ λογισμὸς οὗτος τῆς ἐπανῆλθεν εἰς τὸν νοῦν - καὶ της ξανάρθε στον νου -και ακούσια γέλασε πικρό γέλιο..
ἀκουσίως ἐγέλασε πικρὸν γέλωτα..
Ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ἀπεφάσισε τί ἔπρεπε νὰ κάμη.. Στο χρόνο που διαρκεί ένα βλεφάρισμα του ματιού
αποφάσισε τι έπρεπε να κάνει..
«Ἂς πάω στὸ σπίτι, εἶπε μέσα της. θὰ προφασισθῶ, «Ας πάω στο σπίτι, είπε μέσα της. θα προφασιστώ, επειδή
ἐπειδὴ τὸ Κρινιῶ ἀργεῖ νὰ ἔλθη -ἴσως νὰ μὴν εἴν' ἕτοιμο τὸ το Κρινιώ αργεί να έρθει -ίσως να μην είναι έτοιμο το φαγητό-
φαΐ- πὼς πείνασα τάχα πολύ, κ' ἐπροτίμησα νὰ φᾶμε ὅλοι πως πείνασα τάχα πολύ, κ' επροτίμησα να φάμε όλοι στο
στὸ σπίτι, γιὰ νὰ βγάλω ἀπ' τὸν κόπο καὶ τὸ Κρινιῶ, νὰ σπίτι, για να βγάλω απ' τον κόπο και το Κρινιώ, να
κουβαλά».. κουβαλάει»..
Καὶ ἐν ἀκαρεῖ, ἀφοῦ ἐτοποθέτησε τὴν σκάφην μὲ ὅσα Και αμέσως, αφού τοποθέτησε το καλάθι με τα ρούχα που
ροῦχα εἶχε μισοπλυμένα ἀκόμη ὄπισθεν τῆς καρούτας, εἰς ήταν ακόμα μισοπλυμένα πίσω από την ποτίστρα, σε ένα
μέγα ξύλινον ἀμπάριον, τὸ ὁποῖον ἐκλείδωσε, κ' ἔβαλε τὸ μεγάλο ξύλινο αμπάρι, το οποίο κλείδωσε, και έβαλε το κλειδί
κλειδίον στὴν τσέπην της, ἐξῆλθε τρέχουσα ἀπὸ τὴν αὐλήν, στην τσέπη της, βγήκε τρέχοντας από την αυλή, από την μικρή
διὰ τῆς μικρᾶς πύλης, τὴν ἔκλεισεν ἔξωθεν μὲ τὸ μάνδαλον, πόρτα, την έκλεισε απ’ έξω με το μάνταλο, και έφυγε..
καὶ ἀπῆλθεν..

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ.


Ἀφοῦ τὸ σῶμα τῆς Ξενούλας ἀνεσύρθη ἀπὸ τὸ φρέαρ, Αφού το σώμα της Ξενούλας ανασύρθηκε από το πηγάδι,
πνιγμένον καὶ νεκρόν, ἡ γραία Χαδούλα δὲν ἧτο πλέον πνιγμένο και νεκρό, η γριά Χαδούλα δεν ήταν πλέον ήσυχη,
ἥσυχη, κρυερὸς φόβος ἤρχισε νὰ τὴν κατατρύχη. Ἔλεγεν κρύος φόβος άρχισε να την καταδιώκει. Έλεγε ότι τώρα, αν
ὅτι τώρα, ἂν καὶ δὲν ἔπταιε, δὲν θὰ ἐγλύτωνε πλέον.. και δεν έφταιγε, δεν θα έμενε πλέον ατιμώρητη..
Τῷ ὄντι, ἡ ἐξουσία εἶχε ἀρχίσει νὰ συλλαμβάνη ὑποψίας. Πραγματικά, η εξουσία είχε αρχίσει να βάζει υποψίες. Η
Ἡ σύμπτωσις ὅτι ἡ γραία ἐκείνη εἶχεν εὑρεθῆ σύμπτωση ότι η γριά εκείνη είχε βρεθεί δευτεραγωνίστρια
δευτεραγωνιστοῦσα εἰς τὸν πνιγμὸν τῶν δυὸ κορασίων τοῦ στον πνιγμό των δύο κοριτσιών του Γιάννη του Περιβολά,
Γιάννη τοῦ Περιβολᾶ, εἰς τῆς Μαμοὺς τὸ ρέμα ὅπου ὅλη ἡ στο ρέμα της Μαμούς όπου όλη η υπόθεση, αν και δεν
ὑπόθεσις, καίτοι δὲν προέκυψαν στοιχεῖα ἐνοχῆς ἢ καὶ προέκυψαν στοιχεία ενοχής ή και νύξεις προς υποψία, είχε
νύξεις πρὸς ὑποψίαν, εἶχε <τί> τὸ παράδοξον καὶ τὸ κάτι το παράδοξο και το παράξενο, και ότι αυτή πάλι η γριά
ἀλλόκοτον, καὶ ὅτι αὐτὴ πάλιν ἡ γραία εὑρίσκετο εἰς τὴν βρισκόταν στην αυλή του γέρο Ροσμαή, κατά τις ώρες
αὐλὴν τοῦ γέροντος Ροσμαῆ, κατὰ τὰς ὥρας περίπου ὅτε περίπου που πνίγηκε στο πηγάδι η μικρή Ξενούλα, η κόρη του
ἐπνίγετο εἰς τὸ φρέαρ ἡ μικρὰ Ξενούλα, ἡ θυγάτηρ τοῦ Προπαντή, έδωσε κάποιες νύξεις υποψίας στον ειρηνοδίκη, ο
Προπαντῆ, παρεῖχε νύξεις τινὰς ὑποψίας εἰς τὸν οποίος τράβηξε την προσοχή του παρέδρου, του
εἰρηνοδίκην, ὅστις ἐπέσυρε τὴν προσοχὴν τοῦ παρέδρου, «εκτελούντος τα αστυνομικά». Και τότε ο πάρεδρος, ο οποίος
τοῦ «ἐκπληροῦντος τ' ἀστυνομικά». Καὶ τότε ὁ πάρεδρος, ως δημόσιος κατήγορος περιορίζονταν μόνο να μιλάει, κατά
ὅστις ὡς δημόσιος κατήγορος περιωρίζετο μόνον ν' τις συνεδριάσεις των ποινικών, λέγοντας: «Κατά τις
ἀγορεύη, κατὰ τὰς συνεδριάσεις τῶν ποινικῶν, λέγων: μαρτυρίες που είπαν οι μάρτυρες, φαίνεται να έκανε, ή
«Κατὰ τὶς μαρτυρίες ποὺ εἶπαν οἱ μαρτύροι, φαίνεται νὰ φαίνεται να μην έκανε την πράξη», κι όλον τον άλλο καιρό
ἔκαμε, ἢ φαίνεται νὰ μὴν ἔκαμε τὴν πράξιν», ὅλον δὲ τὸν δεν έβρισκε αφορμή να αναπτύξει την δραστηριότητά του ή
ἄλλον καιρὸν δὲν ἐλάμβανεν ἀφορμὴν ν' ἀναπτύξη τὴν να τροχίσει την γλώσσα του, απλώς απάντησε ότι «αφού έτσι
δραστηριότητά του ἢ νὰ τροχίση τὴν γλώσσαν του, ἁπλῶς το λέει ο ειρηνοδίκης, έτσι θα είναι, και έτσι μου φαίνεται»,
ἀπήντησεν ὅτι «ἀφοῦ ἔτσι τὸ λέει ὁ εἰρηνοδίκης, ἔτσι θὰ και τότε οι δύο αποφάσισαν να ανακρίνουν αυστηρότερα την
εἶναι, κ' ἔτσι μου φαίνεται», καὶ τότε οἱ δυὸ ἀπεφάσισαν ν' Χαδούλα, χήρα Ιωάννου Φράγκου, και αν χρειαστεί να την
ἀνακρίνωσιν αὐστηρότερον τὴν Χαδούλαν, χήραν προσωποκρατήσουν..
Ἰωάννου Φράγκου, κ' ἐν ἀνάγκῃ νὰ τὴν
προσωποκρατήσωσι..
Κατὰ τὴν πρώτην ἀνάκρισιν, ἥτις εἶχε γίνει ἐπὶ ποδὸς κ' Κατά την πρώτη ανάκριση, η οποία έγινε επιτόπου και
ἐπιτοπίως - τότε ὁ εἰρηνοδίκης καὶ ὁ ἀστυνόμος δὲν εἶχον βιαστικά - τότε ο ειρηνοδίκης και ο αστυνόμος δεν είχαν μπει
συλλάβει ἀκόμη ρητᾶς ὑποψίας, ἢ δὲν τὰς εἶχον ακόμη σε ρητές υποψίες, ή δεν τις είχαν ανακοινώσει ο ένας
ἀνακοινώσει πρὸς ἀλλήλους (ὁπότε διὰ τῆς συνεπινεύσεως στον άλλο (οπότε αν συφωνούσε ο ένας η πεποίθηση του
τοῦ ἑνὸς ἡ πεποίθησις τοῦ ἄλλου, ὡς πάντοτε συμβαίνει, άλλου, όπως γίνεται πάντα, θα δεκαπλασιαζόταν) - η
ἐδεκαπλασιάζετο) - ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐν ἀταραξίᾳ εἶχε Φραγκογιαννού με ηρεμία είχε καταθέσει τα γνωστά ήδη
καταθέσει τὰ γνωστὰ ἤδη γεγονότα, ἄνευ τῆς ἐσωτερικῆς γεγονότα, χωρίς την εσωτερική ψυχολογία τους, ότι δηλαδή
ψυχολογίας των, ὅτι δηλαδή αὐτή, ἐκεῖ ποὺ ἔπλυνε, «σὰν αυτή, εκεί που έπλυνε, «σαν πέρασε το μεσημέρι, και πείνασε,
ἀπέρασε τὸ μεσημέρι, κ' ἐπείνασε, κ' ἡ κόρη της ἡ Κρινιῶ και η κόρη της η Κρινιώ είχε πάει στο σπίτι να φέρει το
εἶχεν ὑπάγει στὸ σπίτι νὰ φέρη τὸ φαΐ, καὶ σὰν ἀργοῦσε, κι φαγητό, και σαν αργούσε, κι αυτή είχε παραπεινάσει - και την
αὐτὴ εἶχε παραπεινάσει - καὶ τὴν εἶχαν καταζαλίσει τὸ είχαν κουράσει το πλήθος εκείνο τα παιδιά και τα κορίτσια,
πλῆθος ἐκεῖνο τὰ παιδιὰ καὶ τὰ κορίτσια, ποὺ ἐχαλνούσαν που χαλούσαν τον κόσμο με τα παιχνίδια και τις αταξίες τους
τὸν κόσμον μὲ τὰ παιγνίδια καὶ τὶς ἀταξίες τους μὲς στὴν μέσα στην αυλή, και γύρω-γύρω στο λαδαρειό, και γύρω-
αὐλή, καὶ γύρω-γύρω στὸ λαδαρειό, καὶ γύρω-τριγύρω τριγύρω στην ποτίστρα, και στο πηγάδι κοντά. Στις φρόνιμες
στὴν καρούτα, καὶ στὸ πηγάδι σιμά. εἰς τὰς φρονίμους νουθεσίες της αυτά, κακομαθημένα, την περιγελούσαν και
νουθεσίας τῆς αὐτά, κακομαθημένα, τὴν ἐπεριγελούσαν την ερέθιζαν, και την έκαναν να χάσει την υπομονή -όλα τα
καὶ τὴν ἠρέθιζαν, καὶ τὴν ἔκαμνον νὰ χάση τὴν ὑπομονὴν ανωτέρω επιβεβαίωσε και η Κρινιώ, η κόρη της- τότε αυτή,
-ὅλα τ' ἀνωτέρω ἐπεβεβαίωσε κ' ἡ Κρινιῶ, ἡ κόρη της- τότε κατακουρασμένη και μη μπορώντας να σταθεί στα πόδια της
αὐτή, καταζαλισμένη καὶ μὴ δυναμένη νὰ σταθῆ στὰ πόδια από την πείνα, αποφάσισε να πάει στο σπίτι, για να φάνε όλοι
τῆς ἀπ' τὴν πείνα, ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγη στὸ σπίτι, διὰ νὰ μαζί εκεί, να απαλλάξει και την Κρινιώ από τον περιττό κόπο
φάγουν ὅλοι μαζὶ ἐκεῖ, ν' ἀπαλλάξη καὶ τὴν Κρινιῶ ἀπὸ τὸν της μεταφοράς του φαγητού, κι αυτή να ησυχάσει για λίγο
περισσὸν κόπον τῆς μεταφορᾶς τοῦ φαγητοῦ, κι αὐτὴ νὰ και να ξαποστάσει. Βγήκε λοιπόν από την αυλή, και έκλεισε
ἠσυχάση πρὸς ὥραν καὶ νὰ ξαποστάση. Ἐξῆλθε λοιπὸν τῆς την πόρτα με το μάνταλο. Όταν, μετά το μεσημεριανό
αὐλῆς, κ' ἔκλεισε τὴν θύραν μὲ τὸ μάνδαλον. Ὅταν, μετὰ τὸ φαγητό, κάπου μία ώρα αργότερα, επέστρεψαν στην αυλή,
γεῦμα, ὡς μίαν ὥραν ἀργότερα, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν αὐλήν, μαζί με την Κρινιώ, κατ' αρχάς δεν υπέθεσαν τίποτα, και
μαζὶ μὲ τὴν Κρινιῶ, κατ' ἀρχὰς δὲν ὑπώπτευσαν τίποτε, κ' επανέλαβαν την εργασία τους. Ο θόρυβος των παιδιών είχε
ἐπανέλαβον τὴν ἐργασίαν των. Ὁ θόρυβος τῶν παιδίων κοπεί προσωρινά τότε. Όταν όμως λίγο αργότερα χρειάστηκε
εἶχε κοπάσει πρὸς ὥραν τότε. Ὅταν ὅμως μετ' ὀλίγον να αντλήσουν νερό από το πηγάδι, τότε το «γιουρδέλι»,
ἐχρειάσθη ν' ἀντλήσουν νερὸν ἀπὸ τὸ φρέαρ, τότε τὸ δηλαδή το άντλημα της Κρινιώς, βρήκε σε στερεό σώμα εντός
«γιουρδέλι», ἤτοι τὸ ἄντλημα τῆς Κρινιῶς, προσέκρουσεν του νερού, κι αυτή με έκπληξη και φόβο φώναξε την μητέρα
εἰς στερεὸν σῶμα ἐντὸς τοῦ ὕδατος, κι αὐτὴ ἐν ἐκπλήξει καὶ της. Τότε οι δύο μαζί ανακάλυψαν το σώμα της μικρής κόρης
φόβω ἔκραξε τὴν μητέρα της. Τότε αἱ δυὸ ὁμοῦ να επιπλέει, ή μάλλον βυθισμένο ήδη μέσα στο νερό»..
ἀνεκάλυψαν τὸ σῶμα τῆς μικρᾶς κόρης ἐπιπλέον, ἢ μᾶλλον
βυθισμένον ἤδη ἐντὸς τοῦ ὕδατος»..
Ἡ Κρινιῶ ἤτον ἐντελῶς εἰλικρινὴς βεβαιοῦσα τ' Η Κρινιώ ήταν εντελώς ειλικρινής επιβεβαιώνοντας όλα
ἀνωτέρω. Ὁ εἰρηνοδίκης ἤκουσεν εὐμενῶς τὴν κατάθεσιν αυτά. Ο ειρηνοδίκης άκουσε ευμενώς την κατάθεσή της.
ταύτης. Ἀλλ' ὅμως ἔκαμε μορφασμὸν εἰς τὴν μητέρα της. Αλλά όμως έκανε μορφασμό στην μητέρα της. Εκείνος ο
Ἐκεῖνος ὁ μορφασμὸς - ἐκεῖνα τὰ «μούτρα» τοῦ μορφασμός - εκείνα τα «μούτρα» του ειρηνοδίκη - δεν της
εἰρηνοδίκου - δὲν τῆς ἤρεσαν, τῆς Φραγκογιαννούς, ἥτις άρεσαν, της Φραγκογιαννούς, η οποία ήταν πολύ
ἧτο λίαν πεπειραμένη, καὶ τότε μεγάλη ἀγωνία τὴν πεπειραμένη, και τότε την έπιασε μεγάλη αγωνία..
ἐκυρίευσεν..
Εἰς τὴν οἰκίαν τῆς Τραχήλαινας τῆς κόρης της, ὅπου Στο σπίτι της Τραχήλαινας, της κόρης της, όπου βρισκόταν
εὑρίσκετο μικρὸν πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, δὲν ἔπαυε νὰ λίγο πριν από τη δύση του ηλίου, δεν σταματούσε να κοιτάζει
κοιτάζη ἁνήσυχος ἀπὸ τὸ παράθυρο. Διεύθυνε τὸ βλέμμα ανήσυχα από το παράθυρο. Κατεύθυνε το βλέμμα της προς το
πρὸς τὴν ἰδίαν τῆς μικρὰν οἰκίαν, ἥτις καίτοι μὴ δικό της μικρό σπίτι, το οποίο αν και δεν ήταν ακριβώς
ἀντικρύζουσα, ἀλλὰ πλαγίως κειμένη, ἧτο ὁρατή, ἐπειδὴ απέναντι, φαινόταν, επειδή προεξείχε πέρα από τα λίγα
ἐξεῖχε πέραν τῶν ὀλίγων μεσολαβουσῶν οἰκιῶν, δυὸ ἢ τρεῖς ενδιάμεσα σπίτια, δύο ή τρεις πήχεις προς τον δρόμο. Η
πῆχες πρὸς τὸν δρόμον. Ἡ Γιαννού, ἂν καὶ συχνὰ Γιαννού, αν και κοίταζε συχνά, δεν έβλεπε τίποτα..
ἐκοίταζε, δὲν ἔβλεπε τίποτε..
Ἡ κόρη της ἡ Δελχαρῶ εἶδε τὴν ἀνησυχίαν της, κι Η κόρη της η Δελχαρώ είδε την ανησυχία της, και άρχισε
ἄρχισε νὰ κοιτάζη, ὅπως ἡ μήτηρ της, καὶ αὐτή. Τὴν ὥραν να κοιτάζει, όπως η μητέρα της, και αυτή. Την ώρα της δύσης
τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, αἴφνης μετὰ κρυφίου φόβου τὴν του ηλίου, ξαφνικά, με κρυφό φόβο, την φώναξε:.
ἔκραξε:.
- Μάννα! Μάννα!. — Μάννα! Μάννα!.
- Τί εἶναι;. — Τί είναι;.
- Ἔλα νὰ ἰδῆς!. — Έλα να ιδείς!.
- Τί;. — Τί;.
- Δυὸ ταχτικοὶ στέκονται καὶ κοιτάζουν ἔξω ἀπ' τὴν — Δυο ταχτικοί στέκονται και κοιτάζουν έξω απ' την αυλή,
αὐλή, στὸ σπίτι σας.. στο σπίτι σας..
Ἡ γραία Χαδούλα ἐσηκώθη, καὶ εἶδεν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον Η γριά Χαδούλα σηκώθηκε, και είδε αυτό που φοβόταν.
ἐφοβεῖτο. Δυὸ «ταχτικοί», ἤτοι χωροφύλακες, ὅπως εἰς Δύο «ταχτικοί», δηλαδή χωροφύλακες, όπως στα χρόνια του
τοὺς χρόνους τοῦ υἱοῦ της, τοῦ Μώρου -ὁπότε οὗτος, πρὸ γιου της, του Μώρου -όταν αυτός, πριν από περίπου
δεκαπέντε ἐτῶν περίπου εἶχε σύρει ἐκ τῆς κόμης ἐπὶ τοῦ δεκαπέντε χρόνια είχε τραβήξει από τα μαλλιά στο
λιθοστρώτου τῆς ὁδοῦ τὴν μητέρα του, καὶ εἶχε μαχαιρώσει πλακόστρωτο της οδού τη μητέρα του, και είχε μαχαιρώσει
τὴν ἀδελφήν του- ἵσταντο παραμονεύοντες, κοιτάζοντες την αδελφή του- στέκονταν παραμονεύοντας, κοιτάζοντας
ἀπλήστως πρὸς τὴν οἰκίαν.. απλώς προς το σπίτι..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶδε καὶ ἐπείσθη ὅτι μέγας καὶ Η Φραγκογιαννού είδε και πείσθηκε ότι την απειλούσε
ἐπικείμενος κίνδυνος τὴν ἠπείλει.. μεγάλος και σίγουρος κίνδυνος..
- Πρέπει νὰ πάρω τὰ βουνά, δυχατέρα! εἶπεν αἴφνης. Ἂν — Πρέπει να πάρω τα βουνά, δυχατέρα! είπε ξαφνικά. Αν
προφτάσω!. προφτάσω!.
- Γιατί, μάννα; εἶπεν ἐν ἀγωνίᾳ ἡ Δελχαρῶ.. — Γιατί, μάννα; είπε με αγωνία η Δελχαρώ..
- Γιατί. μὲ γυρεύουν γιὰ νὰ μὲ φυλακώσουν.. — Γιατί. με γυρεύουν για να με φυλακώσουν..
- Ἀλήθεια;. Ἐσὺ τὸ ἔρριξες, μάννα, τὸ κορίτσι στὸ — Αλήθεια;. Εσύ το έριξες, μάννα, το κορίτσι στο πηγάδι;.
πηγάδι;.
- Ὄχι, μάρτυς μου ὁ Θεός! Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκαμα, εἶπεν ἡ — Όχι, μάρτυς μου ο Θεός! Αυτό δεν το έκαμα, είπε η
Φραγκογιαννού.. Φραγκογιαννού..
- Τότε;.. — Τότε;..
- Σιώπα!. — Σώπα!.
- Ἡ ἁμαρτία σὲ κυνηγά, μάννα, εἶπε δειλῶς ἡ Δελχαρῶ.. — Η αμαρτία σε κυνηγά, μάννα, είπε δειλά η Δελχαρώ..
- Σιώπα! Μουρλάθηκες; εἶπε βλοσυρὰ ἡ μάννα της, — Σιώπα! Μουρλάθηκες; είπε βλοσυρά η μάννα της,
ὑποπτεύσασα ὑπαινιγμὸν τινὰ εἰς τὸν τόνον μέθ' οὐ ὡμίλει αναγνωρίζοντας έναν υπαινιγμό στον τόνο που της μιλούσε η
ἡ κόρη της.. κόρη της..
- Τί νὰ πῶ κ' ἐγώ, ἡ καημένη! εἶπε συμπλέκουσα τὰς — Τί να πω κι εγώ, η καημένη! είπε μπλέκοντας τα χέρια
χείρας ἐν ἀμηχανίᾳ, ἡ Δελχαρῶ.. της με αμηχανία, η Δελχαρώ..
- Ἅ! αὐτὸ μὴν τὸ λές! ὄχι! Δὲν κάνει νὰ τὸ λές!. — Α! αυτό μην το λες! όχι! Δεν κάνει να το λες!.
Καὶ τρομερά, κατῆλθε τὴν σκάλαν νὰ φύγη.. Και με τρομερή όψη, κατέβηκε την σκάλα να φύγει..
- Ποῦ πᾶς, μάννα;. — Πού πας, μάννα;.
- Στὰ βουνά, σοῦ εἶπα!. Δῶσε μου λίγο παξιμάδι.. — Στα βουνά, σου είπα!. Δώσε μου λίγο παξιμάδι..
Ἡ Δελχαρῶ ἔτρεξε ν' ἀνοίξη τὸ ἐρμάριον, κ' ἔλαβεν Η Δελχαρώ έτρεξε ν' ανοίξει το συρτάρι και πήρε από εκεί
ἐκεῖθεν ὀλίγα παξιμάδια.. λίγα ολίγα παξιμάδια..
- Δῶσε μου καὶ τὸ καλάθι μου. κ' ἕνα μαχαιράκι, — Δώσε μου και το καλάθι μου. κ' ένα μαχαιράκι,
ἐπανέλαβεν ἐν ἄκρᾳ βία ἡ Φραγκογιαννού. Βάλε μου κ' επανέλαβε με μεγάλη βιασύνη η Φραγκογιαννού. Βάλε μου κ'
ἕνα χράμι μάλλινο μέσα. καὶ τὴ μανδήλα μου. τὰ ένα χράμι μάλλινο μέσα. Και τη μαντήλα μου. τα
παλιοτσόκαρά μου. Δῶσε μου καὶ τὸ ραβδί μου. ψάξε νὰ παλιοτσόκαρά μου. Δώσε μου και το ραβδί μου. ψάξε να το
τὸ βρής!. βρεις!.
Ἡ Δελχαρῶ, ἐν ἄκρᾳ σιγὴ καὶ ὑπομονή, ἐπροσπάθει νὰ Η Δελχαρώ, με απόλυτη ησυχία και υπομονή,
ἐκτελέση ὅλας τὰς ἐτοιμασίας ταύτας.. προσπαθούσε να εκτελέσει όλες αυτές τις ετοιμασίες..
- Ποῦ θὰ πᾶς, μάννα; ἐπανέλαβε κλαίουσα. Ὤ! καῖετ' ἡ — Πού θα πας, μάννα; επανέλαβε κλαίγοντας. Ω! καίγεται
καρδιά μου!. η καρδιά μου!.
- Μὴν κλαῖς!. Κάπου θὰ κρυφτῶ, σὲ καμμιὰ τρύπα. — Μην κλαις!. Κάπου θα κρυφτώ, σε καμμιά τρύπα.
Ἡσυχία, ἐσεῖς φρόνιμα! ὡς ποὺ νὰ περάση ἡ ὀργὴ τοῦ Ησυχία, εσείς φρόνιμα! ως που να περάσει η οργή του
Κυρίου.. Κυρίου..
Καὶ λαβοῦσα τὸ καλάθιον καὶ τὸ ραβδίον της, κατῆλθε Και παίρνοντας το καλάθι και το ραβδί της, κατέβηκε σιγά.
σιγά. Ἔκαμε τὸν σταυρόν της.. Έκανε τον σταυρό της..
Αἴφνης ἐκοντοστάθη εἰς τὴν τρίτην βαθμίδα τῆς σκάλας, Απότομα κοντοστάθηκε στο τρίτο σκαλοπάτι της σκάλας
καὶ στραφεῖσα πρὸς τὴν Δελχαρῶ, τῆς εἶπε:. και γυρίζοντας προς την Δελχαρώ, της είπε:.
- Ξέρεις τί νὰ κάμης;. Θὰ πάω ἀπ' τὸν ἀπάνω δρόμο, γιὰ — Ξέρεις τί να κάμειςς;. Θα πάω απ' τον απάνω δρόμο, για
νὰ γλυτώσω, νὰ μὴ μὲ ἰδοῦν, τὰ σκυλιά. Καὶ σῦ, αὐτὴν τὴν να γλιτώσω, να μη με ιδούν, τα σκυλιά. Και συ, αυτήν την
στιγμή, νὰ τρέξης στὸ σπίτι. νὰ καμωθῆς πὼς δὲν τοὺς στιγμή, να τρέξεις στο σπίτι. να καμωθής πως δεν τους
βλέπεις, τοὺς ταχτικούς. καὶ νὰ φωνάξης τῆς Ἀμέρσας βλέπεις, τους ταχτικούς. και να φωνάξεις της Αμέρσας
ἀποκάτ' ἀπ' τὸ δρόμο: «Ἀμέρσα, εἶναι ἀπάνω ἡ μάννα;».. αποκάτω απ' το δρόμο: «Αμέρσα, είναι απάνω η μάννα;»..
.'Ὀχι, μὴ λὲς «εἴν' ἀπάνω ἡ μάννα». μόνο νὰ πής: .'Οχι, μη λες «είν' απάνω η μάνα». μόνο να πεις: «Αμέρσα,
«Ἀμέρσα, πῶς εἶναι ἡ μάννα, εἶναι καλύτερα; ἔχει σηκωθῆ;. πώς είναι η μάννα, είναι καλύτερα; έχει σηκωθεί;. Στο στρώμα
Στὸ στρώμα εἴν' ἀκόμα;» Γιὰ νὰ πιστέψουν πὼς βρίσκομαι είν' ακόμα;» Για να πιστέψουν πως βρίσκομαι απάνω στο
ἀπάνω στὸ σπίτι, καὶ πὼς εἶμαι ἄρρωστη. Γιὰ νὰ μὴν σπίτι, και πως είμαι άρρωστη. Για να μην υποπτευθούν
ὑποπτευθοῦν τίποτα, καὶ μὲ κυνηγήσουν τὰ σκυλιά!. Τρέξε, τίποτα, και με κυνηγήσουν τα σκυλιά!. Τρέξε, γλήγορα!.
γλήγορα!.
Εἴτα προσέθηκε:. Και κατόπιν πρόσθεσε.
- Ἔχετε γεια. καὶ καλὴ ἀντάμωση!.. — Έχετε γεια. και καλή αντάμωση!..
Εὐθὺς ὕστερον ἐξῆλθε κ' ἡ Δελχαρῶ, τρέχουσα, μ' Αμέσως μετά βγήκε και η Δελχαρώ, τρέχοντας, με ελαφρύ
ἐλαφρὸν βῆμα, κι διευθύνθη πρὸς τὴν μητρικὴν τῆς οἰκίαν, βήμα, και κατευθύνθηκε προς το σπίτι της μητέρας της να
νὰ ἐκτελέση τὴν ἐντολήν.. εκτελέσει την εντολή..
* * *. .
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐπῆρε τὸν ἀπάνω δρόμον, κατὰ τὰ Η Φραγκογιαννού πήρε τον επάνω δρόμο, προς τα
Κοτρώνια, μὲ δρομαῖον βῆμα. Εἰς τὴν τελευταίαν ἀπήχησιν Κοτρώνια, με γρήγορο βήμα. Στην τελευταία αντήχηση του
τοῦ «καλὴ ἀντάμωση», τὸ ὁποῖον εὐχήθη εἰς τὴν κόρην της, «καλή αντάμωση», το οποίο ευχήθηκε στην κόρη της, χωρίς
ἀκουσίως προσέθηκε καθ' ἑαυτὴν μετὰ πικρᾶς εἰρωνείας: να το θέλει πρόσθεσε από μέσα της με πικρή ειρωνεία: «Ή
«Ἢ ἐσᾶς θ' ἀνταμώσω ἐδῶ - ἤ, τὸν ἀδελφό σας στὴν εσάς θα συναντήσω εδώ – ή, τον αδελφό σας στη φυλακή θα
φυλακὴ θὰ πάω ν' ἀνταμώσω - ἤ, στὸν ἄλλο κόσμο θ' πάω να συναντήσω – ή, στον άλλο κόσμο θα συναντήσω τον
ἀνταμώσω τὸν πατέρα σας. κι αὐτὸ εἶναι ἀπ' τὰ τρία τὸ πατέρα σας. κι αυτό είναι από τα τρία το πιο σίγουρο!».
σιγουρότερο!».
Καθὼς ἀνέβαινεν ἀσθμαίνουσα τὸν πετρώδη λόφον, Καθώς ανέβαινε λαχανιάζοντας τον γεμάτο πέτρες λόφο,
«Ἔλα Παναγία μου, ἔλεγε μέσα της, ἂς εἶμαι κι «Έλα Παναγία μου, έλεγε μέσα της, ας είμαι κι αμαρτωλή».
ἁμαρτωλή». Εἴτα εἰς τὰ ἐνδόμυχα τῆς ψυχῆς τῆς εἶπε: «Δὲν Έπειτα στα ενδόμυχα της ψυχής της είπε: «Δεν το έκανα για
τὸ ἔκαμα γιὰ κακό».. κακό»..
Μόλις ἐπροχώρησεν ὀλίγα βήματα, καὶ εἰς τοὺς Μόλις προχώρησε λίγα βήματα, και φτάνοντας στα
τελευταίους σποραδικοὺς οἰκίσκους τῆς πολίχνης, ἐπάνω τελευταία διάσπαρτα σπιτάκια της πολιτείας, πάνω στους
στοὺς βράχους, καθὼς ἐκατηφόριζε νὰ φθάση στὸν βράχους, καθώς κατηφόριζε για να φτάσει στον γιαλό, βλέπει
αἰγιαλόν, βλέπει τὸν Κυριάκον, τὸν κλήτορα τῆς τον Κυριάκο, τον κλητήρα της αστυνομίας, με το φέσι του με
ἀστυνομίας, μὲ τὸ φέσι του μὲ τὴν κοντὴν φοῦνταν, ἢ την κοντή φούντα, ή «γαλίπα», όπως την έλεγαν, με το
«γαλίπαν», ὅπως τὴν ἔλεγαν, μὲ τὸν καστανὸν τοῦ καστανό του στριμμένο μουστάκι, και κρατώντας στο χέρι
στριμμένον μύστακα, καὶ κρατοῦντα εἰς τὴν χείραν τὸ του το κοντό ρόπαλό του, γύρω από το οποίο διακρίνονταν
κοντὸν ρόπαλόν του, πέριξ τοῦ ὁποίου ἐφαίνετο περιστροφικά η επιγραφή «Ισχύς του Νόμου». Αυτός,
σκυταλοειδῶς ἡ ἐπιγραφὴ «Ἰσχὺς τοῦ Νόμου». Οὗτος, συνοδευόμενος από ένα γέροντα απόμαχο, με στρατιωτική
συνοδευόμενος ἀπὸ ἕνα γέροντα ἀπόμαχον, μὲ στολή, ερχόταν από ένα πλάγιο δρομίσκο, κατευθυνόμενος
στρατιωτικὴν στολήν, ἤρχετο ἀπὸ ἕνα πλάγιον δρομίσκον, προς τον γιαλό, όπου κατέβαινε και η Φραγκογιαννού, και
διευθυνόμενος εἰς τὸν αἰγιαλόν, ὅπου κατήρχετο καὶ ἡ μετά από λίγο στα σίγουρα θα την έφταναν, ή θα της έπιαναν
Φραγκογιαννού, καὶ μετὰ μικρὸν ἐξ ἅπαντος θὰ τὴν τις πλάτες..
ἔφθανον, ἢ θὰ τῆς ἔπαιρνον τὰ νῶτα..
Ἴσως ἡ παρουσία τοῦ Κυριάκου ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τὸν Ίσως η παρουσία του Κυριακού εκεί, μαζί με τον απόμαχο,
ἀπόμαχον, νὰ ἧτο τυχαία. Ἀλλ' ἡ ἔνοχος γυνή, ὡς τοὺς να ήταν τυχαία. Αλλά η ένοχη γυναίκα, καθώς τους είδε,
εἶδεν, ἐταράχθη, κ' ἐτάχυνε τὸ βῆμα. Τῆς ἐφάνη δὲ ὅτι κ' ταράχτηκε, και τάχυνε το βήμα. Της φάνηκε δε ότι και εκείνοι
ἐκεῖνοι τὸ αὐτὸ ἔκαμαν.. το ίδιο έκαναν..
Τότε ἡ Γιαννού, καθὼς ἔφθασεν εἰς τὸν αἰγιαλόν, κατ' Τότε η Γιαννού, καθώς έφτασε στον γιαλό, για καλή της
ἀγαθὴν συγκυρίαν, αἴφνης εἶδεν ἐνώπιόν της ἀνοικτὴν τὴν τύχη, ξαφνικά είδε μπροστά της ανοιχτή την πόρτα ενός
θύραν μιᾶς οἰκίας, λίαν γνωρίμου εἰς αὐτήν, καὶ οὐδὲ σπιτιού που το ήξερε καλά, και δεν δίστασε στιγμή να περάσει
στιγμὴν ἐδίστασε νὰ ὑπερβῆ τὸ κατώφλιον. Ἁμα εἰσῆλθε, το κατώφλι. Μόλις μπήκε, εντελώς ταραγμένη έβαλε το
τεταραγμένη, ἔβαλε τὸ μάνδαλον καὶ τὸν σύρτην.. μάνταλο και τον σύρτη..
- Μαρουσῶ, εἴσ' ἐπάνω; ἔκραξεν μὲ σιγανήν, ἀλλὰ — Μαρουσώ, είσ' επάνω; φώναξε με σιγανή, αλλά
συριστικὴν φωνήν, ἀνερχομένη τὴν σκάλαν.. διαπεραστική φωνή, ανεβαίνοντας την σκάλα..
Μία γυνὴ κοντούλα, ροδοκόκκινη, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν Μία γυναίκα κοντούλα, ροδοκόκκινη, βγήκε από την
θύραν ἑνὸς θαλάμου, κ' ἐπαρουσιάσθη μειδιώσα, ἀλλὰ καὶ πόρτα ενός δωματίου και παρουσιάστηκε χαμογελώντας αλλά
ἁνήσυχος τὸ βλέμμα.. και με ανήσυχο βλέμμα..
- Ποῦ σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, θεια-Χαδούλα; ἠρώτησε.. — Πού σ' αυτόν τον κόσμο, θεια-Χαδούλα; ρώτησε..
- Μὴν τὰ ρωτᾶς, παιδί μου. Μεγάλη συφορά μου — Μην τα ρωτάς, παιδί μου. Μεγάλη συμφορά με βρήκε,
ἐπενέβηκε, ἤρχισε νὰ λέγη ἡ Γιαννού.. άρχισε να λέει η Γιαννού..
Εἴτα ἁνήσυχος ἠρώτησε:. Κατόπιν, ανήσυχη ρώτησε:.
- Μὴν εἴν' ἐδῶ ὁ κυρ Ἀναγνώστης;. — Μην είν' εδώ ο κυρ Αναγνώστης;.
- Ὄχι, δὲν εἴν'ἐδῶ. τόσο νωρὶς δὲν ἔρχεται, εἶναι στὸν — Όχι, δεν είν'εδώ. τόσο νωρίς δεν έρχεται, είναι στον
καφενέ. Ἄχ! θεια-Χαδούλα κ' ἐγὼ ἔλεγα πὼς νὰ κάμω νὰ καφενέ. Αχ! θεια-Χαδούλα κ' εγώ έλεγα πώς να κάμω να 'ρθω
'ρθω στὸ σπίτι σου νά σου πῶ τὰ τρέχοντα.. στο σπίτι σου να σου πω τα τρέχοντα..
- Ἔμαθες τίποτα;. — Έμαθες τίποτα;.
- Τὰ ἔλεγαν τώρα τὸ ἀπόγευμα, ὁ ἀφέντης μου, μαζὶ μὲ — Τα έλεγαν τώρα το απόγευμα, ο αφέντης μου, μαζί με
τὸν κουμπάρο μας τὸν Ἀϊμερίτη, ποὺ ἦρθε γιὰ νὰ φουμάρη τον κουμπάρο μας τον Αϊμερίτη, που ήρθε για να φουμάρει
ἕνα τσιμπούκι καὶ νὰ κουβεντιάσουν, ὅπως συνηθίζουν.. ένα τσιμπούκι και να κουβεντιάσουν, όπως συνηθίζουν..
- Καὶ τί λέγανε;. — Και τί λέγανε;.
- Ὁ ρηνοδίκης μαζὶ μὲ τὸν ἀστυνόμο, θέλουν νὰ σὲ — Ο ‘ρηνοδίκης μαζί με τον αστυνόμο, θέλουν να σε
συλλάβουν. Ἔλεγαν νὰ στείλουν τοὺς χωροφύλακες. Σ' συλλάβουν. Έλεγαν να στείλουν τους χωροφύλακες. Σ' έχουν
ἔχουν ὕποπτη γιὰ τὸ κοριτσάκι ποὺ πνίγηκε χθὲς μὲς στὸ ύποπτη για το κοριτσάκι που πνίγηκε χθες μες στο πηγάδι..
πηγάδι..
- Ὤ! τρομάρα μου.. — Ω! τρομάρα μου..
- Κ' ἔλεγα νὰ 'ρθω νά σου πῶ, γιὰ νὰ κρυφτής, ἂν — Κι έλεγα να 'ρθω να σου πω, για να κρυφτείς, αν
μπορέσης. Μὰ πῶς βρέθηκες ἐδῶ;. μπορέσεις. Μα πώς βρέθηκες εδώ;.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ διηγήθη ὅτι, ἀφοῦ, μετὰ τὴν Η Φραγκογιαννού διηγήθηκε ότι, αφού, μετά την χθεσινή
χθεσινὴν ἀνάκρισίν της, ἐκατάλαβεν ὅτι ὁ εἰρηνοδίκης της ανάκριση, κατάλαβε ότι ο ειρηνοδίκης άρχισε να την έχει
ἄρχισε νὰ τὴν ἔχη «στὴν μπούκα τοῦ τουφεκιοῦ», ἠσθάνθη «στην μπούκα του τουφεκιού», ένιωσε κι αυτή φόβο μήπως
κι αὐτὴ φόβον μὴ κακοπέση ἄδικα, καὶ ὅτι ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς κακοπέσει άδικα, και ότι από το σπίτι της κόρης της, της
κόρης της, τῆς Δελχαρῶς, ὅπου ἔτυχε νὰ εὑρίσκεται Δελχαρώς, όπου έτυχε να βρίσκεται σήμερα το απόγευμα, είχε
σήμερον τὸ δειλινόν, εἶχεν ἰδεῖ τοὺς χωροφύλακας νὰ δει τους χωροφύλακες να κατασκοπεύουν το δικό της το
κατασκοπεύουν τὸ δικό της τὸ σπίτι. ὅτι ἀπεφάσισε νὰ σπίτι. Ότι αποφάσισε να φύγει στα βουνά. Ότι, καθώς έτρεχε
φύγη στὰ βουνά. ὅτι, καθὼς ἔτρεχαν ἐδῶ κάτω, κατὰ τὸν εδώ κάτω, κατά τον γιαλό, σκοπεύοντας να πάρει το κρυφό
αἰγιαλόν, σκοπεύουσα νὰ πάρη τὸ κρυφὸν μονοπάτι τοῦ μονοπάτι του βουνού, πίσω από τα Κοτρώνια, είδε τον
βουνοῦ, ὀπίσω ἀπὸ τὰ Κοτρώνια, εἶδε τὸν Κυριάκον τὸν Κυριάκο τον κλήτορα μαζί με ένα γερο-ταχτικό, να έρχονται
κλήτορα μαζὶ μ' ἕνα γερο-ταχτικόν, νὰ ἔρχωνται κατόπιν πίσω της, αλλά ότι κατά θεϊκή βούληση, βρέθηκε κοντά στο
της, ἀλλ' ὅτι κατὰ θείαν νεύσιν, εὑρέθη κοντὰ στὸ σπίτι τῆς σπίτι της Μαρουσώς, η οποία ξέρει καλά από παλαιό καιρό
Μαρουσῶς, ἡ ὁποία ξεύρει καλὰ ἀπὸ παλαιὸν καιρὸν «τὰ «τα πάθη της», φρόντισε να προσθέσει, και βλέποντας την
πάθια της», ἐφρόντισε νὰ προσθέση, καὶ ἰδοῦσα τὴν θύραν πόρτα ανοιχτή, βιάστηκε να μπει για να βρει καταφύγιο..
ἀνοικτήν, ἔσπευσε νὰ εἰσέλθη, ὅπως εὔρη ἄσυλον..
- Ἔχω κλειδώσει τὴν πόρτα ἀπὸ μέσα, παιδάκι μου. ἀπ' — Έχω κλειδώσει την πόρτα από μέσα, παιδάκι μου. Απ'
τὸ σαστισμό μου, τί νὰ κάμω! Μοῦ ἤτανε γραφτὸ νὰ πάθω, το σάστισμά μου, τι να κάμω! Μου ήτανε γραφτό να πάθω, τα
τὰ 'παθα. Ἔτσι νὰ 'χης πολὺ καλό, Μαρουσῶ μου, δὲν 'παθα. Έτσι να 'χεις πολύ καλό, Μαρουσώ μου, δεν κοιτάζεις
κοιτάζεις κρυφά, κρυφὰ ἀπὸ τὸ παντζούρι ἐκεῖνο;. νὰ ἰδῆς κρυφά, κρυφά από το παντζούρι εκείνο;. να ιδείς αν είναι ο
ἂν εἶναι ὁ Κυριάκος κάτω ἢ ἔχει τραβήξει;. Κυριάκος κάτω ή έχει φύγει;.
Ἡ Μαρουσῶ ἦλθε πρὸς τὸ ὑποδειχθὲν παράθυρον, κ' Η Μαρουσώ πλησίασε προς το παράθυρο που της έδειξε
ἐκοίταξε κατὰ τὸν δρόμον. Εἴτα ἐπιστραφεῖσα εἶπεν:. και κοίταξε κατά το δρόμο. Κατόπιν γυρίζοντας πίσω είπε:.
- Εἶναι παραπέρα, ἐκεῖ. Στέκονται στὸ δρόμο μαζὶ μ' ἕνα — Είναι παραπέρα, εκεί. Στέκονται στο δρόμο μαζί μ' ένα
γέρο ἀπόμαχον. Ἔχουν πιάσει κουβέντα μὲ τὸν γείτονά γέρο απόμαχο. Έχουν πιάσει κουβέντα με τον γείτονα μας
μας τὸν ψαρά, τὸν Φραγκούλη.. τον ψαρά, τον Φραγκούλη..
- Καὶ κοιτάζουν κατὰ δῶ;. — Και κοιτάζουν κατά δω;.
- Κοιτάζουν στὴν ἀμμουδιά, πέρα.. — Κοιτάζουν στην αμμουδιά, πέρα..
Ἡ γραία ἧτο ἔμφοβος, κ' ἔφερε τὰς χείρας περὶ τὸ Η γριά ήταν φοβισμένη, και έφερε τα χέρια γύρω από το
πρόσωπον, ὡς διὰ νὰ τραβήξη τὰ τσουλούφια της, ἢ νὰ πρόσωπο της, σαν να τραβήξει τα μαλλιά της, ή να σκίσει τα
σχίση τὰ μάγουλά της.. μάγουλά της..
Ἡ Μαροῦσα τὴν ὤκτειρε.. Η Μαρούσα την λυπήθηκε..
- Δὲν κάθεσαι, θεια-Χαδούλα;. Μὴ φοβᾶσαι. Ό,τι εἶναι, "Δεν κάθεσαι, θεία-Χαδούλα;. Μη φοβάσαι. Ό,τι είναι, θα
θὰ περάση. Κάθισε, νά σου κάμω καφεδάκι νὰ πιης.. περάσει. Κάθισε, να σου κάνω καφεδάκι να πιείς.".
Ἡ Γιαννοὺ μετὰ δισταγμοὺ ἐρρίφθη ἐπὶ τινος χαμηλοῦ Η Γιαννού μετά από δισταγμό κάθισε σε ένα χαμηλό
σκαμνίου, εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ μαγειρείου, ὅπου ἐγίνετο ὁ σκαμνί, μπροστά στο μαγειρειό, όπου γινόταν ο διάλογος..
διάλογος..
Ἡ οἰκία ἐφαίνετο εὐπορούσης οἰκογενείας, καὶ εἶχε Το σπίτι φαινόταν ευκατάστατης οικογένειας, και είχε
πολλὰ χωρίσματα, κ' ἐπίπλωσιν εὐπρεπῆ.. πολλά δωμάτια, και επίπλωση ευπρεπή..
- Δὲ θυμᾶσαι τὰ δικά μου, θεια-Χαδούλα. εἶπε "Δεν θυμάσαι τα δικά μου, θεια-Χαδούλα." είπε
μυστηριωδῶς ἡ Μαροῦσα, καὶ τὸ πρόσωπον τῆς ἀφ' ὅ,τι μυστηριωδώς η Μαρούσα, και το πρόσωπο της από ό,τι ήταν
ἧτο ἔγινεν ἀκόμη ἐρυθρότερον. Θυμήσου τί τρομάρες, τί έγινε ακόμη πιο κόκκινο. "Θυμήσου τί τρομάρες, τί βάσανα
βάσανα πέρασα τότε κ' ἐγώ! Κι ἂς εἶσαι καλά, πόσο μ' πέρασα τότε κι εγώ! Κι ας είσαι καλά, πόσο μ' βοήθησες!
ἐβοήθησες! Ἔτσι θὰ περάσουν καὶ τὰ δικά σου.. Έτσι θα περάσουν και τα δικά σου.".
- Γιατί εἶπα ἐγὼ πὼς ἐσὺ ξέρεις τὰ πάθια μου! — Γιατί είπα εγώ πως εσύ ξέρεις τα πάθια μου! επανέλαβε
Ἐπανέλαβεν ἡ Φραγκογιαννοὺ μετριόφρων.. η Φραγκογιαννού με μετριοφροσύνη..
- Ἐκεῖνα ποὺ λές, ἦταν πάθια δικά μου, διώρθωσε — Εκείνα που λες, ήταν πάθια δικά μου, διόρθωσε
φιλαλήθης ἡ Μαρουσῶ.. λέγοντας την αλήθεια η Μαρουσώ..
Ἔψησε τὸν καφὲν καὶ τὸν ἐκένωσε.. Έψησε τον καφέ και τον έβαλε στο φλιτζάνι..
- Ὁ ἀφέντης μου, ὅπου εἶναι, θὰ 'ρθη. Πιε τὸν καφέ σου. — Ο αφέντης μου, όπου είναι, θα 'ρθει. Πιε τον καφέ σου.
Βούτηξε καὶ τὸ ψωμάκι, προσέθηκε κόπτουσα μεγάλην Βούτηξε και το ψωμάκι, πρόσθεσε κόβοντας μια μεγάλη φέτα
φέταν ψωμίου.. ψωμιού..
Ἡ γραία ἄρχισε νὰ βουτὰ τὸ ψωμὶ καὶ νὰ τὸ μασὰ χωρὶς Η γριά άρχισε να βουτά το ψωμί και να το μασά χωρίς
ὄρεξιν.. όρεξη..
- Πολὺ καλὸ νὰ 'χης, ἔλεγε. Δὲν πάει κάτω, παιδί μου. — Πολύ καλό να 'χεις, έλεγε. Δεν πάει κάτω, παιδί μου. Απ'
Ἀπ' τὸ χολοσκασμὸ ποὺ ἔχω. Φαρμάκι βγάζ' ὁ οὐρανίσκος το χολοσκασμό που έχω. Φαρμάκι βγάζ' ο ουρανίσκος μου..
μου..
Εἴτε ἐπέφερε:. Και κατόπιν πρόσθεσε:.
- Δὲν κάνεις τὸν κόπο νὰ κοιτάξης πάλι ἀπ' τὸ — Δεν κάνεις τον κόπο να κοιτάξεις πάλι απ' το
παραθυράκι, ἔξω;. Εἶναι ἀκόμη ὁ Κυριάκος κάτω;. παραθυράκι, έξω;. Είναι ακόμη ο Κυριάκος κάτω;.
Ἡ Μαροῦσα ὑπήκουσεν.. Η Μαρούσα υπάκουσε..
- Ἐκεῖ εἶναι θεια-Χαδούλα. Ἔπιασαν μεγάλην κουβέντα — Εκεί είναι θεια-Χαδούλα. Έπιασαν μεγάλη κουβέντα με
μὲ τὸν Φραγκούλη.. τον Φραγκούλη..
- Καὶ τώρα, ποῦ νὰ πάω;. Σὰν ἔρθ' ὁ πατέρας σου;. — Και τώρα, πού να πάω;. Σαν έρθ' ο πατέρας σου;.
Βασιλεψ' ὁ ἥλιος. σουρούπωσε. θὰ νυχτώση.. Βασίλεψε ο ήλιος. σουρούπωσε. θα νυχτώσει..
Ἡ Μαροῦσα ἐσκέφθη ἐπὶ στιγμήν, εἴτα εἶπεν:. Η Μαρούσα σκέφθηκε για μια στιγμή και κατόπιν είπε:.
- Ἐγὼ ἔχω μεγάλην ὑποχρέωση σὲ λόγου σου, θεια- — Εγώ έχω μεγάλη υποχρέωση σε λόγου σου, θεια-
Χαδούλα. Πὼς νὰ τὸ ξεχάσω!. Χαδούλα. Πώς να το ξεχάσω!.
- Θυμᾶσαι; εἶπεν ἀκουσίως μειδιώσα ἡ γραία.. — Θυμάσαι; είπε χαμογελώντας χωρίς να το θέλει, η γριά..
- Καὶ μπορῶ νὰ τ' ἀστοχήσω;. Ό,τι μπορέσω νὰ κάμω, θὰ — Και μπορώ να τ' αστοχήσω;. Ό,τι μπορέσω να κάμω, θα
κάμω γιὰ σένα.. κάμω για σένα..
- Ἂς εἶσαι καλά.. — Ας είσαι καλά..
- Μοῦ φαίνεται πὼς τὸ καλύτερο εἶναι νὰ σὲ κρύψω ἐδῶ — Μου φαίνεται πως το καλύτερο είναι να σε κρύψω εδώ
τὴ νύχτα, τώρα, πρὶν ἔλθη ὁ ἀφέντη μου.. τη νύχτα, τώρα, πριν έρθει ο αφέντης μου..
- Ποῦ;. — Πού;.
- Κάτω, στὸ μικρὸ κατωγάκι, στὸ σοφά. ξέρεις;. — Κάτω, στο μικρό κατωγάκι, στο σοφά. Ξέρεις;.
- Ἅ! εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού, ὡς νὰ τῆς ἦλθε μία — Α! είπε η Φραγκογιαννού, σαν να της ήλθε μία
ἀνάμνησις.. ανάμνηση..
- Καὶ τὰ μεσάνυκτα, σὰν λαλήσει τ' ἀρνίθι.. — Και τα μεσάνυκτα, σαν λαλήσει τ' αρνίθι..
- Ε;.. — Ε;..
- Κοντὰ νὰ φέξη, ὅ,τι ὥρα νοιώσεις.. — Κοντά να φέξει, ό,τι ώρα νοιώσεις..
- Καλά!. — Καλά!.
- Ἂν θέλης, σηκώνεσαι, καὶ πᾶς στὸ καλό, ὅπου σὲ — Αν θέλεις, σηκώνεσαι, και πας στο καλό, όπου σε
φωτίση ὁ Θεός.. φωτίσει ο Θεός..
- Ἂς εἶναι! εἶπε μετὰ στεναγμοῦ ἡ γραία.. — Ας είναι! είπε με έναν στεναγμό η γριά..
- Τὴν ἄλλη νύχτα πάλι, ἀνίσως καὶ δὲν εὕρης ἄλλο — Την άλλη νύχτα πάλι, ανίσως και δεν εύρεις άλλο
καταφύγιο εἰς μέρος πλιὸ κρυφό, καὶ πλιὸ σίγουρο, καταφύγιο σε μέρος πιο κρυφό, και πιο σίγουρο, έρχεσαι, και
ἔρχεσαι, καί μου ρίχνεις ἕνα πετραδάκι σ' αὐτὸ τὸ μου ρίχνεις ένα πετραδάκι σ' αυτό το παράθυρο, ή στο μικρό
παράθυρο, ἢ στὸ μικρὸ μπαλκονάκι κατὰ τὸ γιαλό, μπαλκονάκι κατά το γιαλό, κατεβαίνω, σου ανοίγω, και σε
κατεβαίνω, σοῦ ἀνοίγω, καὶ σὲ κρύφτω πάλι στὸ κρύφτω πάλι στο κατωγάκι..
κατωγάκι..
- Καλά!. Μά, γιὰ κοίταξε, ἔφυγε ὁ Κυριάκος;. — Καλά!. Μα, για κοίταξε, έφυγε ο Κυριάκος;.
Ἡ Μαροῦσα ἐπῆγε πέραν τοῦ μεσοτοίχου, εἰς τὸ Η Μαρούσα πήγε πέρα από τον μεσότοιχο, στο παράθυρο
παράθυρον πρὸς τὸν δρόμον, ἀργοπόρησεν ὀλίγον, ἴσως προς τον δρόμο, αργοπόρησε λίγο, ίσως διότι είχε
διότι εἶχε σκοτεινιάσει πλέον καὶ δὲν διέκρινε καλῶς ἔξω, σκοτεινιάσει πλέον και δεν έβλεπε καλά έξω και ξαναγύρισε..
καὶ ἐπανῆλθε..
- Δὲν ἔφυγαν. ἐκεῖ εἶναι κ' οἱ τρεῖς.. — Δεν έφυγαν. εκεί είναι κ' οι τρεις..
- Τώρα ἕνα πράμα δὲν ξέρω, εἶπε σύννους ἡ — Τώρα ένα πράμα δεν ξέρω, είπε συνοφρυωμένη η
Φραγκογιαννού. Δὲν ξέρω ἂν μὲ εἶδε ὁ Κυριάκος νὰ Φραγκογιαννού. Δεν ξέρω αν με είδε ο Κυριάκος να μπαίνω
'μβαίνω ἐδῶ, ἢ ὄχι. Ἂν δὲν μ' ἔχη ἰδεῖ, καὶ δέν μου κάνει εδώ, ή όχι. Αν δεν μ' έχει δει, και δεν μου κάνει καρτέρι,
καρτέρι, καλύτερα ἔχω νὰ φύγω, νά σας σηκώσω τὸ βάρος καλύτερα έχω να φύγω, να σας σηκώσω το βάρος από τώρα..
ἀπὸ τώρα..
Ἔλεγε τοῦτο εἰλικρινῶς. Ἐστενοχωρεῖτο, ἐπόθει τὸν Αυτό το έλεγε με ειλικρίνεια. Στενοχωριόταν, ποθούσε τον
ἀέρα τοῦ βουνοῦ. Ἐκεῖ ἠσθάνετο ὅτι θὰ εὕρισκεν ἄνεσιν, αέρα του βουνού. Εκεί αισθανόταν ότι θα εύρισκε άνεση και
ἤλπιζε δὲ καὶ ἀσφάλειαν.. έλπιζε και ασφάλεια..
- Ό,τι κι ἂν εἶναι, δὲν πρέπει νὰ φύγης ἀπόψε, εἶπε — Ό,τι κι αν είναι, δεν πρέπει να φύγεις απόψε, είπε
προθυμοτέρα γινομένη ἡ Μαροῦσα, καθ' ὅσον ἐθερμαίνετο γίνοντας πιο πρόθυμη η Μαρούσα, καθόσον τη ζέσταιναν οι
ἐκ τῆς ἀναμνήσεως. Κάθισε, θεια-Χαδούλα, ἀπόψε, στὸ αναμνήσεις. Κάθισε, θεια-Χαδούλα, απόψε, στο κατωγάκι,
κατωγάκι, γιὰ νὰ μὲ κάμης νὰ θυμηθῶ τὰ παλιά μου για να με κάμεις να θυμηθώ τα παλιά μου βάσανα. Θα μου
βάσανα. Θά μου ἔρθουν, τάχα σὰν ὄνειρο στὸν ὕπνο μου;. έρθουν, τάχα σαν όνειρο στον ύπνο μου;.
- Ἔτσι τὰ θυμᾶται, πλιό, κανείς, παιδάκι μου, εἶπε μὲ — Έτσι τα θυμάται, πια, κανείς, παιδάκι μου, είπε με
πονηρᾶν ἀφέλειαν ἡ γραία. Ἄχ! κάθε ἁμαρτία ἔχει καὶ τὴ πονηρή αφέλεια η γριά. Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα
γλύκα της.. της..
- Ἀλήθεια!. καὶ πόση πίκρα φέρνει στὸ τέλος! — Αλήθεια!. και πόση πίκρα φέρνει στο τέλος!
συνεπλήρωσε μελαγχολικῶς ἡ Μαρουσῶ.. Συμπλήρωσε μελαγχολικά η Μαρουσώ..
Ἡ οἰκία ἧτο διπλῆ. Ἐκτὸς τοῦ κυρίως κτιρίου, εἶχε Το σπίτι ήταν διπλό. Εκτός από το κυρίως κτίριο, είχε ένα
μικρὸν παράρτημα πρὸς βορρᾶν, ὅπου ἧτο τὸ μαγειρεῖον, μικρό παράρτημα προς τα βόρεια, όπου βρισκόταν το
καὶ ὑπὸ τὸ μαγειρεῖον εὑρίσκετο «τὸ μικρὸ κατωγάκι». μαγειριό, και κάτω από το μαγειριό υπήρχε το «μικρό
Ἐκεῖ διὰ τῆς καταπακτῆς καὶ μικρὰς σκάλας ὠδήγησεν ἡ κατωγάκι». Εκεί, μέσω της καταπακτής και μιας μικρής
Μαροῦσα τὴν ξένην της, πρὶν ἔλθη ὁ κυρ Ἀναγνώστης, ὁ σκάλας, η Μαρούσα οδήγησε την φιλοξενουμένη της, πριν
οἰκοδεσπότης. Τῆς ἔφερεν ἄρτον, τεμάχιον κρύου φτάσει ο κυρ Αναγνώστης, ο οικοδεσπότης. Της έφερε ψωμί,
βραστοῦ, ὑπόλοιπον τοῦ γεύματος, τυρίον, νερόν, ποτήριον ένα κομμάτι κρύο βραστό, υπόλοιπο του γεύματος, τυρί, νερό,
οἴνου, καὶ τὴν ἐγκατέστησεν ἐπάνω εἰς τὸν σοφᾶν τοῦ ένα ποτήρι κρασί, και την εγκατέστησε πάνω στον καναπέ του
μικροῦ κατωγείου, τοῦ χρησιμεύοντος ὡς ἀποθήκη μικρού κατωγιού, που χρησίμευε ως αποθήκη διαφόρων
διαφόρων οἰκιακῶν σκευῶν. Τῆς ἔστρωσεν ἕνα παλαιὸν οικιακών σκευών. Της έστρωσε ένα παλιό χαλί, μια τριμμένη
κιλίμι, μίαν τριμμένην τσέργαν, ἕνα μικρὸν σινδόνι, τῆς κουβέρτα, ένα μικρό σεντόνι, της έβαλε ένα σκληρό
ἔβαλε μίαν προσκεφαλάδα σκληράν, μὲ γέμισμα ἀπὸ προσκεφάλι, με γέμισμα από λινόξυλα, και της ευχήθηκε καλή
λινόξυλα, καὶ τῆς εὐχήθη καλὴν νύκτα καὶ «ὕπνον νύχτα και «ύπνο ελαφρό»..
ἐλαφρόν»..
Ἐλαφρὸς ἢ βαρύς, ὁ ὕπνος τῆς Φραγκογιαννοὺς δὲν ἧτο Ελαφρύς ή βαρύς, ο ύπνος της Φραγκογιαννούς δεν ήταν
δυνατὸ νὰ ἧτο εὔκολος οὔτε εὐάρεστος, εὑρισκομένης εἰς δυνατό να ήταν εύκολος ούτε ευχάριστος, αφού βρισκόταν σε
τοιαυτην ταραχὴν καὶ τοιοῦτον τρόμον. Ἀλλὰ τὸ τέτοια ταραχή και τέτοιο φόβο. Αλλά το περιβάλλον την
περιβάλλον τὴν ἔκαμε πρὸς ὥραν νὰ λησμονὴ σχεδὸν τὰ έκανε για λίγο να ξεχάσει σχεδόν τα παρόντα και την ίδια την
ἐνεστῶτα καὶ τὴν ἰδίαν τρομερᾶν θέσιν της, καὶ ν' ἀναπολὴ τρομερή της θέση, και να αναπολήσει τα παρελθόντα. Εκείνο
τὰ παρελθόντα. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μετριοφρόνως ἡ Γιαννοὺ το οποίο η Γιαννού είχε ονομάσει δύο φορές «τα πάθια της»,
εἶχεν ὀνομάσει δὶς «τὰ πάθια της», ἡ δὲ Μαροῦσα και η Μαρούσα ειλικρινά είχε αναγνωρίσει μάλλον ως «πάθη»
εἰλικρινῶς εἶχεν ἀναγνωρίσει μᾶλλον ὡς «πάθια» καὶ και «βάσανα» δικά της, είχε συμβεί πριν από οκτώ ή δέκα
«βάσανα» ἰδικά της, εἶχε συμβῆ πρὸ ὀκτῶ ἢ δέκα ἐτῶν.. χρόνια..
Ὁ κυρ Ἀναγνώστης Μπενίδης, ἄτεκνος, εἶχε λάβει ὡς Ο κυρ Αναγνώστης Μπενίδης, άτεκνος, είχε υιοθετήσει την
ψυχοκόρην τὴν Μαρούσαν, καὶ τὴν εἶχεν ἀναθρέψει ὅσον Μαρούσα, και την είχε μεγαλώσει όσο αυστηρά μπορούσε η
αὐστηρὰ ἠδυνήθη ἡ σύζυγός του, ἥτις ἤτον ἀποθαμένη πρὸ γυναίκα του, η οποία είχε πεθάνει πριν από δεκαπέντε χρόνια.
δέκα πέντε ἐτῶν. Ὁ κ. Μπενίδης ἤτον εἰς τὸν καιρόν του τὸ Ο κ. Μπενίδης ήταν στην εποχή του το σημαντικότερο
σημαντικώτερον πρόσωπον τοῦ τόπου του. Εἶχε διατελέσει πρόσωπο του τόπου του. Είχε διατελέσει δήμαρχος πριν από
δημογέρων πρὸ τοῦ Ἀγῶνος, πληρεξούσιος εἰς τὰς πρώτας τον Αγώνα, πληρεξούσιος στις πρώτες Συνελεύσεις
Συνελεύσεις Τροιζῆνος, Προνοίας, Ἄργους, κτλ., δήμαρχος Τροιζήνας, Προνοίας, Άργους, κτλ., δήμαρχος πριν από το
πρὸ τοῦ Συντάγματος. Εἴτα μετὰ τὸ Σύνταγμα διετέλεσεν Σύνταγμα. Στη συνέχεια, μετά το Σύνταγμα, διετέλεσε ως
ὡς ἀνώτερος ὑπάλληλος εἰς πολλὰ μέρη. Τὴν Μαρούσαν, ανώτερος υπάλληλος σε πολλά μέρη. Την Μαρούσα,
Ἐβραιοπούλαν, ἢ κατ' ἄλλους Τουρκοπούλαν, εἶχε Εβραιοπούλα, ή κατ' άλλους Τουρκοπούλα, την είχε πάρει σε
προσλάβει εἰς ἡλικίαν σχεδὸν βρεφικήν, καὶ τὴν εἶχε ηλικία σχεδόν βρεφική, και την είχε βαφτίσει..
βαπτίσει..
Εἴτα, ὅταν κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη, ὡς συνταξιοῦχος Είχε, επίσης, αποφασίσει να την παντρέψει με έναν ανιψιό
ἀπεσύρθη εἰς τὸν τόπον του, τὴν ὑπάνδρευσε μ' ἕνα του, δίνοντάς της ως προίκα το μικρό αυτό διπλανό σπίτι, στο
ἀνεψιόν του, καὶ τῆς ἔδωκεν ὡς προίκα τὸ μικρὸν αὐτὸ ισόγειο του οποίου βρισκόταν τώρα η Φραγκογιαννού,
κολλητὸν σπιτάκι, εἰς τὸ ἰσόγειον τοῦ ὁποίου εὑρίσκετο αρκετά αγροτικά κτήματα, και λίγα μετρητά, με υπόσχεση να
τώρα ἡ Φραγκογιαννού, ἱκανὰ ἀγροτικὰ κτήματα, καὶ της αφήσει ως κληρονομιά και το κυρίως σπίτι και ό,τι άλλο
ὀλίγα μετρητά, ὑποσχεθεῖς νὰ τῆς ἀφήση ὡς κληρονομίαν θα βρισκόταν ότι του ανήκε μετά τον θάνατό του..
καὶ τὴν κυρίως οἰκίαν, καὶ ὅ,τι ἄλλο ἤθελεν εὑρεθῆ πάρ'
αὐτῶ μετὰ θάνατον..
Ὁ γαμβρός, ἀφοῦ ἀπέκτησεν ἐν τέκνον, ἔλειπεν ὅλον τὸν Ο γαμπρός, αφού απέκτησε ένα παιδί, έλειπε όλον τον
καιρόν. Ἐταξίδευε λοστρόμος μὲ τὰ καράβια. Ἤτον καιρό. Ταξίδευε ως λοστρόμος με τα καράβια. Ήταν
φημισμένος ναυτικός, ἀλλὰ σπάταλος καὶ ἀξένοιαστος. φημισμένος ναυτικός, αλλά σπάταλος και αδιάφορος. Τώρα
Τώρα τελευταία, εἶχεν ἀργήσει τρία ἔτη νὰ ἔλθη εἰς τὸν τελευταία, είχε αργήσει τρία χρόνια να επιστρέψει στον τόπο.
τόπον. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ γηραιὸς κυρ Ἀναγνώστης εἶχε Εν τω μεταξύ, ο γέροντας κυρ Αναγνώστης είχε χηρέψει, και
χηρεύσει, καὶ ἡ ψυχοκόρη, κατὰ τὴν ἀπουσίαν τοῦ η υιοθετημένη κόρη του, κατά την απουσία του συζύγου,
συζύγου ὑπηρέτει διαρκῶς εἰς τὴν οἰκίαν τὸν θετὸν πατέρα εξυπηρετούσε διαρκώς στο σπίτι τον θετό πατέρα της, όπως
της, ὅπως καὶ παιδιόθεν ἧτο συνηθισμένη. Ὁ σύζυγος και ήταν συνηθισμένη από παιδί. Ο σύζυγος έγραφε από
ἔγραφεν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐπιστολάς, ὑποσχόμενος καιρό σε καιρό επιστολές, υποσχόμενος ότι θα επιστρέψει,
ὅτι θὰ ἔλθη, ἀλλὰ δὲν ἤρχετο. Τὸ θυγάτριον τῆς Μαρούσας αλλά δεν επέστρεφε. Η κόρη της Μαρούσας ήταν ήδη
ἧτο ἤδη τεσσάρων ἐτῶν, καὶ οὔτε ὁ πατὴρ εἶχεν ἰδεῖ ποτὲ τὸ τεσσάρων ετών, και ούτε ο πατέρας είχε δει ποτέ το παιδί,
τέκνον, οὔτε αὐτὸ ἐγνώριζε τὴν ὄψιν τοῦ πατρός.. ούτε αυτό γνώριζε την όψη του πατέρα..
Κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρόν, μαζὶ μὲ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ Κατά την εποχή εκείνη, μαζί με την ανάπτυξη του εμπορίου
ἐμπορίου καὶ τῆς συγκοινωνίας, εἶχαν ἀρχίσει νὰ και της συγκοινωνίας, είχαν αρχίσει να αλλάζουν κάπως και
ξανοίγουν κάπως καὶ τὰ ἤθη εἰς τὸν μικρόν, ἀπόκεντρον τα ήθη στον μικρό, απόμακρο τόπο. Ξένοι που έρχονταν από
τόπον. Ξένοι ἐρχόμενοι ἀπὸ τὰ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος, τὰ τα άλλα μέρη της Ελλάδας, τα «πιο πολιτισμένα», είτε
«πλέον πολιτισμένα», εἴτε ὑπάλληλοι τῆς κυβερνήσεως, εἴτε υπάλληλοι της κυβέρνησης, είτε έμποροι, έφερναν νέες,
ἔμποροι, ἐκόμιζον νέας, ἐλευθέρας θεωρίας περὶ ὅλων τῶν ελεύθερες θεωρίες για όλα τα πράγματα. Αυτοί την ντροπή
πραγμάτων. Οὗτοι τὴν αἰδῶ καὶ τὴν συστολὴν ὠνόμαζον και την συστολή την ονόμαζαν βλακεία, την εγκράτεια και
βλακείαν, τὴν ἐγκράτειαν καὶ τὴν σωφροσύνην εὐήθειαν. την σωφροσύνη χαζομάρα. Την διαφθορά και την πορνεία
Τὴν διαφθορὰν καὶ τὴν λαγνείαν ὠνόμαζον «φυσικὰ την ονόμαζαν «φυσικά πράγματα». Η άτυχη Μαρούσα, η
πράγματα». Ἡ δύστηνος Μαροῦσα, ἥτις δὲν εἶχε γεννηθῆ οποία δεν είχε γεννηθεί στον τόπο, εξ αρχής δεν ήταν και
εἰς τὸν τόπον, ἀρχῆθεν δὲν ἧτο πολὺ αὐστηρὰ οὔτε τόσο πολύ αυστηρή ούτε σεμνή, και είχε μια μικρή δόση
σεμνοπρεπής, εἶχε δὲ μικρὰν δόσιν ἐλαφρότητος.. ελαφρότητας..
Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εὑρίσκοντο εἰς τὴν νῆσον ἕνας Τον καιρό εκείνον βρίσκονταν στο νησί ένας γραμματέας
γραμματεὺς τοῦ εἰρηνοδικείου, ἄγαμος, φουστανελᾶς. ἕνας του ειρηνοδικείου, ανύπαντρος, φουστανελάς. ένας
γραμματεὺς τοῦ Λιμεναρχείου, βρακᾶς, ἀξιωματικὸς τοῦ γραμματέας του Λιμεναρχείου, βρακάς, αξιωματικός του
οἰκονομικοῦ Ν. κλάδου, γεροντοπαλλήκαρο. ἕνας οικονομικού Ν. κλάδου, γεροντοπαλλήκαρο. ένας
ἐνωμοτάρχης κομψευτής, μὲ λιγνὴν μέσην καὶ ενωμοτάρχης κομψευόμενος, με λιγνή μέση και τσιγκελωτά
ἀγκιστροειδῆ μύστακα. ἕνας τελωνοφύλαξ ἔχων μουστάκια. ένας τελωνοφύλακας που είχε τριπλάσιο
τριπλάσιον εἰσόδημα ἀπὸ τὸν μισθόν του, καὶ δυὸ ἢ τρεῖς εισόδημα από τον μισθό του, και δύο ή τρεις πράκτορες
πράκτορες ξένων ἐμπορικῶν οἴκων ἢ ἄλλοι μέτοικοι. Ὅλοι ξένων εμπορικών οίκων ή άλλοι μέτοικοι. Όλοι αυτοί είχαν
οὗτοι εἶχον παντοτινὴν συντροφιᾶν μὲ δυὸ ἢ τρεῖς ἄλλους συνεχή συντροφιά με δύο ή τρεις άλλους νεαρούς εμπόρους,
νεαροὺς ἐμπορευομένους, κομψευομένους, μ' κομψευόμενους, με πολλές «ελληνικούρες» στη γλώσσα και με
«ἐλληνικοῦρες» πολλὲς εἰς τὴν γλώσσαν καὶ μὲ πολλὰς πολλές «προσφωνήσεις». Με τους τελευταίους αυτούς
«προσρήσεις». Μὲ τοὺς τελευταίους τούτους ἠναγκάζοντο αναγκάζονταν να έρχονται συχνά σε επαφή πολλές γυναίκες,
νὰ ἔρχωνται συχνὰ εἰς ἐπαφὴν πολλαὶ γυναῖκες, καὶ σοβαρές κατά τα άλλα, του τόπου, χάρη στα αναπόφευκτα
σώφρονες ἄλλως, τοῦ τόπου, χάριν τῶν ἀφεύκτων καὶ και ατελείωτα ψώνια από τα οποία αδύνατον να απαλλαγεί
ἀτελειώτων ὀψωνισμάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀδύνατον ν' ποτέ ο γυναικείος κόσμος..
ἀπαλλαγὴ ποτὲ ὁ γυναικεῖος κόσμος..
Ἀπὸ τὰ τόσα βρόχια, τὰ ὁποῖα τῆς εἶχαν ρίψει εἰς τὸν Από τα τόσα δίχτυα που της είχαν ρίξει στον δρόμο της,
δρόμον της, ἀπὸ τὰς τόσας ἐλεπόλεις, τὰς ὁποίας τῆς εἶχον από τους τόσους καταπέλτες που της είχαν στήσει γύρω από
στήσει περὶ τοὺς τοίχους τῆς ὅλοι οἱ εἰρημένοι τους τοίχους της όλοι οι προαναφερθέντες «επιχειρηματίες»,
ἐπιχειρηματίαι, δὲν ἠδυνήθη νὰ γλυτώσει ἡ Μαροῦσα. καὶ δεν μπόρεσε να γλιτώσει η Μαρούσα. Και μετά από λίγο
μετ' ὀλίγον καιρὸν αὔτη, ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ συζύγου, εὑρέθη καιρό αυτή, αν και ο σύζυγός της ήταν απών, βρέθηκε
ἔγκυος. Καὶ τὸ ἐνόησεν ὅτε ἧτο ἤδη δυὸ μηνῶν. Ἀλλὰ πρὶν έγκυος. Και το κατάλαβε όταν ήταν ήδη δύο μηνών. Αλλά
τὸ ἀνακαλύψη αὔτη, ὅλη ἡ γειτονιά, ὡς εἱκός, τὸ ἤξευρεν, πριν από την ανακάλυψη αυτή, όλη η γειτονιά, όπως είναι
ἴσως καὶ προτοῦ νὰ συμβῆ τὸ πράγμα. Μόνον ὁ κυρ φυσικό, το ήξερε, ίσως και πριν να συμβεί το πράγμα. Μόνο ο
Ἀναγνώστης εὑρίσκετο ἐν ἀγνοίᾳ. «Ὁ κόσμος», ὅπως εἶπε κυρ Αναγνώστης βρισκόταν σε άγνοια. «Ο κόσμος», όπως
τότε ἡ πονηρὴ Κοκκίτσα, μία γειτόνισσα, «τὸ 'χε τούμπανο, είπε τότε η πονηρή Κοκκίτσα, μια γειτόνισσα, «το 'χε
κι αὐτὸς κρυφὸ καμάρι».. τούμπανο, κι αυτός κρυφό καμάρι»..
Ὑπῆρξαν κ' αἱ κακαὶ γλῶσσαι, αἴτινες εἶπον ἄνευ τῆς Υπήρξαν και οι κακές γλώσσες, οι οποίες είπαν χωρίς την
ἐλαχίστης πιθανότητος, ὡς εἱκός, ὅτι ὁ κυρ Ἀναγνώστης ελάχιστη πιθανότητα, φυσικά, ότι ο κυρ Αναγνώστης
ἐφήρμοζεν τὴν πάλαιαν μέθοδον τοῦ Δαβίδ, καὶ ὅτι διὰ εφάρμοζε την παλιά μέθοδο του Δαβίδ, ζητώντας να
νεαρὰς πνοὴς καὶ θερμοῦ αἵματος ἐζήτει νὰ «ξανανιώση». «ξανανιώσει» με νεαρά πνοή και θερμό αίμα. Αλλά η
Ἀλλ' ἡ εἰρημένη Κοκκίτσα καὶ δυὸ ἢ τρεῖς ἄλλαι προαναφερθείσα Κοκκίτσα και δύο ή τρεις άλλες γειτόνισσες,
γειτόνισσαι, αἴτινες τὰ ἔλεγον σιγανά, κ' ἐγέλων συριστικὰ οι οποίες τα έλεγαν σιγανά, και γελούσαν σαν οχιές μεταξύ
μεταξύ των, ἰσχυρίζοντο ὅτι, δῆθεν «ἀπ' τὸ παιδὶ ἔχουν τους, ισχυρίζονταν ότι, δήθεν «από το παιδί έχουν πολλοί
πολλοὶ μερδικό». ὅτι τὸ κεφάλι πρέπει νὰ εἶναι τοῦ μερδικό». Ότι το κεφάλι πρέπει να είναι του γραμματικού,
γραμματικοῦ, τοῦ φουστανελᾶ μὲ τὸ τεράστιον φέσι καὶ του φουστανελά με το τεράστιο φέσι και την μακρύτατη
τὴν μακροτάτην φούντα, ἡ μέση, θὰ εἶναι βέβαια τοῦ φούντα, η μέση, θα είναι βέβαια του νωματάρχη, του
νωματάρχη, τοῦ σεβταλῆ, τὸ ἕνα τὸ ποδάρι (στὸ λάκκο!) σεβνταλή, το ένα το πόδι (στο λάκκο!) του γερο-κολασμένου,
τοῦ γερο-κολασμένου, τοῦ βρακᾶ, τὸ ἕνα χέρι (μακρὺ του βρακά, το ένα χέρι (μακρύ χέρι!) του τελωνοφύλακα, και
χέρι!) τοῦ τελωνοφύλακα, καὶ τὸ ἄλλο χέρι (παστρικὸ χέρι!) το άλλο χέρι (παστρικό χέρι!) του ψιλικατζή, με τις
τοῦ ψιλικατζῆ, μὲ τὶς 'λληνικούρες.. 'λληνικούρες..
Πρώτη ἡ ρηθεῖσα Κοκκίτσα εἶχε προσκληθῆ Πρώτη η προαναφερθείσα Κοκκίτσα είχε προσκληθεί
μυστηριωδῶς ἀπὸ τὴν Μαρούσαν (σημειωτέον ὅτι αὔτη, μυστηριωδώς από την Μαρούσα (σημειωτέον ότι αυτή, όσο
ὅσον καὶ ἂν ἐφαίνετο ἀπονήρευτη, εἶχεν ἐννοήσει ὅτι ἡ και αν φαινόταν απονήρευτη, είχε καταλάβει ότι η Κοκκίτσα
Κοκκίτσα τὴν ὑπωπτεύετο πρὸ πολλοῦ, ὅθεν ἐπροσποιήθη την υποπτεύονταν προ πολλού, και γι’ αυτό προσποιήθηκε κι
κι αὐτὴ εὐθήνην, ἀναγκαστικὴν ἐμπιστοσύνην διὰ νὰ τὴν αυτή ειλικρινή, αναγκαστική εμπιστοσύνη για να την
κολακεύση, ἐλπίζουσα ὅτι θὰ τὴν ἔπειθε, καὶ διὰ δώρων, νὰ κολακέψει, ελπίζοντας ότι θα την έπειθε, και με δώρα, να
σιωπήση) εἶχε προσκληθῆ, λέγω, νὰ λαβὴ γνώσιν τοῦ σιωπήσει) είχε προσκληθεί, λέω, να λάβει γνώση του
μυστηρίου. Ἡ Μαροῦσα, «ἀδερφὴ νὰ τὴν κάμη, ἀπ' τὸ Θεὸ μυστικού. Η Μαρούσα, «αδερφή να την κάνει, απ' το Θεό και
καὶ στὰ χέρια της», ἔπεσε στὸν τράχηλόν της καὶ τὴν στα χέρια της», έπεσε στον λαιμό της και την ικέτευε να κάνει
ἱκέτευε νὰ κάμη ἔλεος ἂν ἠξεύρη τίποτε ψευτογιατρικά, διὰ έλεος αν ήξερε κάτι ψευτογιατρικά, για να εξαφανιστεί, εάν
νὰ ἐξαφανισθῆ, εἰ δυνατόν, ὁ καρπὸς τῆς ἁμαρτίας, κι ὁ ήταν δυνατόν, ο καρπός της αμαρτίας, και ο Θεός πλέον ας
Θεὸς πλέον ἂς ἐγίνετο ἵλεως! Διότι ἄλλως αὐτὴ βέβαια -τί γινόταν ίλεως! Διότι διαφορετικά αυτή βέβαια –τι την ήθελε
τὴν ἤθελε τέτοια ζωή;- θὰ ἔπεφτε βέβαια, στὸν γιαλὸ νὰ τέτοια ζωή;– θα έπεφτε βέβαια, στον γιαλό να πνιγεί, καθώς
πνιγή, καθὼς ἤτον μάλιστα καὶ σιμά, ἀπὸ κάτω ἀπ' τὸ σπίτι, ήταν μάλιστα και κοντά, από κάτω από το σπίτι, η θάλασσα.
ἡ θάλασσα. Ἡ Κοκκίτσα τὴν καθησύχασε μὲ λόγια Η Κοκκίτσα την καθησύχασε με λόγια παρηγοριάς, και
παρηγορίας, καὶ ἄρχισε νὰ ἐφαρμόζη ἐπ' αὐτῆς διαφόρους άρχισε να εφαρμόζει πάνω της διάφορες αλοιφές και
ἀλοιφὰς καὶ ἔμπλαστρα, τὰ ὁποῖα οὐδόλως ἐτελεσφόρουν.. έμπλαστρα, τα οποία δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα..
Δευτέρα προσεκλήθη ἡ Σταμάτω, πτωχὴ χήρα, κ' ἡ Δεύτερη προσκλήθηκε η Σταμάτω, φτωχή χήρα, και η
Κονδύλω ἡ ἀδελφή της, ἀλβανόγλωσσοι αἱ δυό, Κονδύλω η αδελφή της, αλβανόγλωσσες οι δύο, καταγόμενες
καταγόμεναι ἀπὸ μίαν τῶν νήσων τοῦ Σαρωνικοῦ. Ἀύται από ένα από τα νησάκια του Σαρωνικού. Αυτές εξασκούσαν
ἐξήσκουν ἐντριβᾶς ἐπὶ τοῦ σώματος τῆς ἀτυχοῦς γυναικός. εντριβές επί του σώματος της άτυχης γυναίκας. Και τις τρεις
Καὶ τὰς τρεῖς μὲ ὅ,τι ἔκλεπτεν ἀπὸ τὰς οἰκονομίας τοῦ κυρ με ό,τι έκλεβε από τις οικονομίες του κυρ Αναγνώστη, τις
Ἀναγνώστη, τὰς ἀντήμειβε. Κ' ἐκεῖναι ἐμάκρυνον τὰς αντάμειβε. Και εκείνες επέκτειναν τις αλοιφές, και
ἀλοιφάς, καὶ παρέτεινον τὰς ἐντριβᾶς, ἀλυσιτελῶς παρατείναν τις εντριβές, πάντοτε χωρίς αποτέλεσμα..
πάντοτε..
Τὴν ἑσπέραν, ἀνερχόμεναι αἱ τρεῖς εἰς τὴν αὐλὴν τῆς Το βραδάκι, ανεβαίνοντας οι τρεις προς την αυλή της
κυρα-Θωμαῆς, ὀλίγα σπίτια παραμέσα, ὅπου ἤρχοντο κ' ἡ κυρα-Θωμαής, λίγα σπίτια πιο πέρα, όπου έρχονταν και η
γριά-Χιόνω, κ' ἡ θεια-Κυράννω, ὅλαι μετανάστιδες ἐκ γριά-Χιόνω, και η θεία-Κυράννω, όλες μετανάστριες από τη
Μακεδονίας τοῦ 1821, τὰ ἔλεγαν μεταξύ των. Αἱ τρεῖς Μακεδονία του 1821, τα έλεγαν μεταξύ τους. Οι τρεις πρώτες
πρῶται ἔδιδον καθ' ἑσπέραν τακτικὴν ἀναφορὰν εἰς τὴν έδιναν κάθε βράδυ τακτική αναφορά στην κυρά-Θωμαή και
κυρα-Θωμαὴν καὶ εἰς τὰς δυὸ ἀλλὰς γραίας. καὶ ὅλαι μαζὶ στις δύο άλλες γριές. και όλες μαζί γελούσαν..
ἐχασκογελούσαν..
Μάλιστα τὰ ὄψιμα ἑλληνικὰ τῆς Σταμάτως, καθὼς Μάλιστα τα όψιμα ελληνικά της Σταμάτως, καθώς
περιέγραφε τὴν κατάστασιν τῆς ἐγκύου («αὐτὴ ὅλη κοντὸ περιέγραφε την κατάσταση της εγκύου («αυτή όλη κοντό
εἶναι. καὶ τὰ πόδια τῆς κοντῆ τὸ ἔχει!. θὰ μὴν τὸ ρίχνη, είναι. και τα πόδια της κοντή τα έχει!. θα μην το ρίχνει,
τάχατες!.») ἐπέτεινον τοὺς γέλωτάς των. Καὶ εἰς τὰς τάχατες!.») δυνάμωναν τα γέλια τους. Και στις αναφορές της
ἐκθέσεις τῆς Σταμάτως, ἡ γραία Κυράννω ἐπρόσθετε τὰ Σταμάτως, η γριά Κυράννω πρόσθετε τα σχόλιά της, με τη
σχόλια της, μὲ τὴν Μακεδονικὴν τῆς διάλεκτον.. μακεδονική της διάλεκτο..
- Αὐτηνιές, σὶ λιέου, εἴνι παλιοφουράδες!. Ἀχιλώνις, — Αυτηνιές, σι λιέου, είνι παλιοφουράδες!. Αχιλώνις,
μαρή. Ποὺ στὰ χουργιά, τὰ θ'κάμας! νὰ τοῦ φτιάξ' καμμιὰ μαρή. Πού στα χουργιά, τα θ'κάμας! να του φτιάξ' καμμιά
αὔτ'νό, θὲ τ'βγάλ'νί, σὶ λιέου, στοῦ γουμαρουπάζαρου!.. αυτ'νό, θε τ'βγαλ'νι, σι λιέου, στου γουμαρουπάζαρου!.
(Αυτές σου λέω είναι παλιοφοράδες! Χελώνες μωρή… Που
στα χωρια΄τα δικά΄μας, να το φτιάξει καμία αυτό, θα τη
βγάζανε στο λέω, στο γαϊδουροπάζαρο.).
Τελευταία ἀπ' ὅλας ἐκλήθη νὰ λαβὴ μέρος ἡ Τελευταία απ' όλες κλήθηκε να λάβει μέρος η
Φραγκογιαννού, ὡς σοφωτέρα ὅλων τῶν ἄλλων. Ἡ Φραγκογιαννού, ως σοφότερη όλων των άλλων. Η Μαρούσα
Μαροῦσα εἶχεν ἀρχίσει ν' ἀπελπίζεται ἀπὸ τὰς τρεῖς είχε αρχίσει να απελπίζεται από τις τρεις πρώτες
πρώτας «ψευτομαμμές», καὶ κατέφυγεν εἰς ταύτην ὡς εἰς «ψευτομαμμές», και κατέφυγε σε αυτήν ως σε τελευταία
τελευταίαν ἐλπίδα. Τῷ ὄντι ἡ γραία Χαδούλα μὲ τὰ ελπίδα. Πραγματικά, η γριά Χαδούλα με τα φάρμακά της, με
φάρμακά της, μὲ τὰ μαντζούνια της καὶ μὲ τὰ ζεστὰ ἢ κρύα τα μαντζούνια της και με τα ζεστά ή κρύα όσα έδινε να πιει
ὅσα ἔδιδε νὰ πίη εἰς τὴν πάσχουσαν, τὴ βοηθεία καὶ τῶν στην πάσχουσα, τη βοήθεια και των εντριβών τις οποίες
ἐντριβῶν τὰς ὁποίας ἐξετέλει μ' ἐπιδεξιότητα πολὺ εκτελούσε μ' επιδεξιότητα πολύ μεγαλύτερη από τις άλλες,
ὑπερτέραν ἀπὸ τὰς ἀλλάς, κατώρθωσεν ἐντὸς ὀλίγων κατόρθωσε μέσα σε λίγες μέρες να επιφέρει την έκτρωση. Ο
ἡμερῶν νὰ ἐπιφέρη τὴν ἔκτρωσιν. Ὁ κυρ Ἀναγνώστης κυρ Αναγνώστης ουδέποτε έμαθε τίποτε..
οὐδέποτε ἔμαθε τίποτε..
Αὐτὴ ἤτον ἡ παλαιὰ ἐκδούλευσις, καὶ αὐτὴ ἡ Αυτή ήταν η παλιά εκδούλευση, και αυτή η ευγνωμοσύνη
εὐγνωμοσύνη τὴν ὁποίαν εἶχον ὑπαινίχθη σήμερον αἱ δυό. την οποία είχαν υπαινιχθεί σήμερα οι δύο γυναίκες. Αυτά
Αὐτὰ ἦσαν τῆς Φραγκογιαννοὺς «τὰ παλιὰ τὰ πάθια τῆς» ήταν της Φραγκογιαννούς «τα παλιά τα πάθια της» κι αυτά
κι αὐτὰ ἦσαν τῆς Μαρούσας «τὰ βάσανά της».. ήταν της Μαρούσας «τα βάσανά της»..
Ἡ ἀνάμνησις κατεῖχε τὸν νοῦν τῆς Φραγκογιαννοὺς Η ανάμνηση κατάκλυζε το νου της Φραγκογιαννούς όλη
ὅλην τὴν ὥραν, ἐνῶ ἔκειτο ἐπὶ τοῦ σοφά, εἰς τὸ σκότος. την ώρα, ενώ βρισκόταν στο κρεβάτι, στο σκοτάδι. διότι η
διότι λύχνον δὲν τῆς εἶχε φέρει ἡ φιλοξενοῦσα, μόνον ἕνα φιλοξενούσα δεν της είχε φέρει λυχνάρι, μόνο ένα κερί και
κηράκι κι ὀλίγα σπίρτα τῆς εἶχεν ἀφήσει. Ὅλην αὐτὴν τὴν λίγα σπίρτα της είχε αφήσει. Όλη αυτή την παλιά ιστορία
παλαιὰν ἱστορίαν ἀνελογίζετο, καὶ ὁ ὕπνος ποτὲ δὲν τῆς αναλογιζόταν, και ο ύπνος δεν την έπιανε ποτέ. Ερευνώντας
ἤρχετο. Ἐρευνώσα τὴν συνείδησίν της, ἐν πράγμᾳ τη συνείδησή της, ένα πράγμα έβρισκε. ό,τι είχε κάνει και τότε
εὕρισκεν. ὅ,τι εἶχε κάμει καὶ τότε καὶ τώρα τὸ εἶχε κάμει και τώρα το είχε κάνει για το καλό. Κουλουριάζονταν από
διὰ τὸ καλόν. Ἐκουλουριάζετο ὑποκάτω εἰς τὸ μάλλινον κάτω από το μάλλινο σκέπασμα, ξαπλωμένη στο δεξί της
σκέπασμα, ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ πλευροῦ κειμένη, κ' ἔκυπτε τὴν πλευρό, και έκρυβε το κεφάλι της στο στήθος, και
κεφαλὴν εἰς τὸ στέρνον, κ' ἐπροσπάθει νὰ ζαλισθῆ, νὰ προσπαθούσε να ζαλιστεί, να ναρκωθεί, να της έρθει
ναρκωθῆ, νὰ τῆς ἔλθη λήθαργος. Τότε, μετὰ χρόνους, λήθαργος. Τότε, μετά από χρόνια, θυμήθηκε και την σύντομη
ἐνθυμήθη καὶ τὴν σύντομον προσευχήν, τὴν ὁποίαν τῆς προσευχή, την οποία της είχε επιβάλει άλλοτε ένας γέρος
εἶχεν ἐπιβάλει ἄλλοτε νὰ λέγη συχνὰ ἕνας γέρων πνευματικός. το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν
πνευματικός. τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, με»..
ἐλέησον μέ»..
Ἡ συχνὴ ἐπανάληψις τῆς εὐχῆς ἐνήργησε, καὶ ἡ Η συχνή επανάληψη της ευχής λειτούργησε, και η
Χαδούλα ἐναρκώθη ἐπ' ὀλίγα λεπτὰ καὶ ἀπεκοιμήθη. Πλὴν Χαδούλα ηρέμησε για λίγα λεπτά και αποκοιμήθηκε. Πλην
πάραυτα εἰς τὸν ὕπνον της, ἢ εἰς τὰ ξύπνα της, (δὲν ἤξευρε όμως αμέσως στον ύπνο της, ή στον ξύπνιο της, (δεν ήξερε
καλά), τῆς ἐφάνη ὅτι μέσα, εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς της, καλά), της φάνηκε ότι μέσα, στο βάθος της ψυχής της, άκουγε
ἤκουε φωνὴν βρέφους, κλαῦμα, μινυρισμὸν θρηνώδη. φωνή βρέφους, κλάμα, θλιβερό κλαψούρισμα. αυτό έμοιαζε
τοῦτο ὠμοίαζε μὲ τὴν φωνὴν τῆς μικρᾶς ἐγγονῆς της, τῆς με τη φωνή της μικρής εγγονής της, αυτής που λίγους μήνες
πρὸ ὀλίγων μηνῶν, διὰ χειρὸς αὐτῆς. τελειωθείσης.. πριν, από το χέρι της… είχε ξεψυχήσει….
Ἡ γραία ἐξύπνησεν ἔντρομος, ἀνετινάχθη ὅλη. Η γριά ξύπνησε έντρομη, και τινάχθηκε ολόκληρη.
Ἀνεσηκώθη καὶ ἠσθάνετο μέγαν σπαραγμόν, ἀλλὰ Σηκώθηκε και αισθανόταν μεγάλο σπαραγμό, αλλά
συγχρόνως καὶ καλυτέραν σωματικὴν ἄνεσιν. Ὁ σύντομος συγχρόνως και καλύτερη σωματική άνεση. Ο σύντομος
ἐκεῖνος ὕπνος εἶχεν ἐξαλείψει πάρ' αὐτὴ τὸ νευροπαθὲς καὶ εκείνος ύπνος της είχε εξαλείψει την ταραχή και την
τὸ ἁνήσυχον. Ἐψηλάφησεν, εὗρε τὰ σπίρτα, ἤναψε τὸ ανησυχία. Ψάχτηκε, βρήκε τα σπίρτα, άναψε το κερί, πήρε το
κηρίον, ἐπῆρε τὸ ραβδί της, τὸ καλάθι της, ἔβαλε μέσα εἰς ραβδί της, το καλάθι της, έβαλε μέσα σε αυτό και τα τσόκαρά
αὐτὸ καὶ τὰς ἐμβάδας της, καὶ ἀνυπόδητη, μὲ τὶς κάλτσες, της, και ξυπόλητη, με τις κάλτσες, ξεκίνησε να φύγει..
ἐκίνησε νὰ φύγη..

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙB.


Ἡ Μαροῦσα τῆς εἶχε δώσει τὸ κλειδὶ τοῦ μικροῦ Η Μαρούσα της έδωσε το κλειδί του μικρού υπογείου, της
κατωγείου, τῆς εἶπε νὰ ἐξέλθη διὰ τῆς ἰδιαιτέρας θύρας είπε να βγει από την ξεχωριστή πόρτα του προς την οδό, να
τούτου πρὸς τὴν ὁδόν, νὰ κλειδώση ἔξωθεν, καὶ νὰ πάρη τὸ κλείσει από έξω, και να πάρει το κλειδί μαζί της, για να το
κλειδὶ μαζί της, διὰ νὰ τὸ μεταχειρισθῆ πάλιν τὴν ἄλλην χρησιμοποιήσει ξανά την άλλη νύχτα, αν επρόκειτο να
νύκτα, ἂν ἔμελλε νὰ ἐπανέλθη. Ὅσον δι' αὐτήν, ἂν επιστρέψει. Όσο για αυτήν, αν χρειαζόταν να κατέβει στο
ἐλάμβανεν ἀνάγκην νὰ κατέλθη εἰς τὸ κατωγάκι, θὰ υπόγειο, θα κατέβαινε από τον δρόμο, από τον οποίο είχε
κατήρχετο διὰ τῆς ὁδοῦ, δι' ἧς εἶχεν ὀδηγήσει ἐκεῖ τὴν οδηγήσει εκεί την φιλοξενούμενή της, από την εσωτερική
ξένην της, τῆς ἐσωτερικῆς σκάλας καὶ τῆς θύρας τοῦ σκάλα και από την πόρτα του μεσότοιχου..
μεσοτοίχου..
Τῷ ὄντι, ἡ Φραγκογιαννοὺ ἠσθάνετο πλέον μεγάλην Πραγματικά, η Φραγκογιαννού ένιωθε πλέον μεγάλη
σφλομονήν, καὶ τὸ στενὸν κατωγάκι μὲ τὸν ὑγρὸν ἀέρα του δυσφορία, και το στενό υπόγειο με τον υγρό αέρα του την
τὴν ἐστενοχώρει. Καιρὸ ἧτο ν' ἀναπνεύση πλέον τὸν ἀέρα έσκαζε. Ήταν καιρός να αναπνεύσει ξανά τον αέρα του
τοῦ βουνοῦ, πρὶν οἱ διῶκται χωροφύλακες τὴν κλείσωσιν, βουνού, πριν οι διώκτες χωροφύλακες την κλείσουν, ίσως για
ἴσως διὰ βίου, εἰς τὰ ὑγρὰ καὶ ἀνήλια ὑπόγεια τῆς πάντα, στα υγρά και ανήλια υπόγεια της ανθρώπινης
ἀνθρωπίνης θέμιδος.. δικαιοσύνης..
Ἐξῆλθε, καί, κάτω εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς της, ἐμινύριζεν Βγήκε, και, στο βάθος της ψυχής της, ακουγόταν ακόμη το
ἀκόμη ἡ θρηνώδης φωνὴ τοῦ βρέφους, τοῦ μικροῦ θλιβερό κλάμα του βρέφους, του μικρού κοριτσιού του
κορασίου τοῦ ἀδικοθανατίσαντος. Ἐστάθη εἰς τὸ χάσμα αδικοχαμένου. Σταμάτησε στο άνοιγμα της πόρτας, κοίταξε
τῆς θύρας, ἐκοίταξε μετὰ προφυλάξεως ἔξω, δεξιά, με προφύλαξη έξω, δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω του δρόμου.
ἀριστερά, ἄνω, κάτω τοῦ δρόμου. δὲν εἶδε ψυχὴν οὔτε δεν είδε ψυχή ούτε σκιά. Έβαλε φτερά στα πόδια της..
σκιάν. Ἔβαλε πτερὰ εἰς τοὺς πόδας της..
Δὲν ἧτο πρώτη φορὰ καθ' ἢν ἤκουε μέσα εἰς τὴν ψυχήν Δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγε μέσα στην ψυχή της,
της, ὅπου ὑπῆρχε σκοτεινή, σπηλαιώδης ἠχώ, τὸ πένθιμον όπου υπήρχε σκοτεινή, σπηλαιώδης ηχώ, το πένθιμο εκείνο
ἐκεῖνο κλαῦμα τοῦ βρέφους. Κ' ἐνόμιζεν ὅτι ἔφευγε τὸν κλάμα του βρέφους. Και ενώ πίστευε ότι ξέφευγε τον κίνδυνο
κίνδυνον καὶ τὴν συμφορᾶν, καὶ τὴν συμφορᾶν καὶ τὴν και την συμφορά, τη συμφορά και την πληγή την έφερε μαζί
πληγὴν τὴν ἔφερε μαζί της. Κ' ἐφαντάζετο ὅτι ἔφευγε τὸ της. Και φανταζόταν ότι ξέφευγε το υπόγειο και την φυλακή,
ὑπόγειον καὶ τὴν εἰρκτήν, καὶ ἡ εἰρκτὴ καὶ ἡ Κόλασις ἧτο και η φυλακή και η Κόλαση ήταν μέσα της..
μέσα της..
Ὥρα ἧτο ὡς δυὸ μετὰ τὰ μεσάνυκτα, νὺξ ἀσέληνος, Η ώρα ήταν περίπου δύο μετά τα μεσάνυχτα, νύχτα
ἀστροφεγγής. Ἀρχὰς Μαΐου, δευτέραν ἑβδομάδα μετὰ ασέληνη, γεμάτη άστρα. Αρχές Μαΐου, δεύτερη εβδομάδα
ὄψιμον Πάσχα. Ἡ ἐξοχὴ εὐωδίαζεν, ἡ αὔρα ἐμυροβόλει. μετά το όψιμο Πάσχα. Η εξοχή ευωδίαζε, η αύρα
Ὀλίγα ἄγρυπνα πουλάκια ἔμελπον τὸ ὄρθιον ἐπάνω εἰς τὰ μοσχοβολούσε. Λίγα άγρυπνα πουλάκια κελαηδούσαν το
κλαδιά. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐπῆρε τὸν δρομίσκον, τὸν λίαν πρωινό τους τραγούδι στα κλαδιά. Η Φραγκογιαννού πήρε το
γνωστὸν εἰς αὐτήν, στενὸν καὶ ἔρποντα, ὄπισθεν τῶν μονοπάτι, το πολύ γνωστό σε αυτήν, στενό και φιδογυριστό,
κήπων καὶ κάτωθεν τῶν βράχων. Ὁ δρομίσκος μόλις ἤτον πίσω από τους κήπους και κάτω από τους βράχους. Το
ὁρατὸς εἰς τὴν ἀστροφεγγιᾶν, καλυπτόμενος ἐν μέρει ἀπὸ μονοπάτι μόλις ήταν ορατό στην αστροφεγγιά, καλυμμένο εν
τοὺς προεξέχοντας ράμνους τῶν θάμνων καὶ τῶν βάτων, μέρει από τους προεξέχοντες βλαστούς των θάμνων και των
οἵτινες προέκυπτον ἀπὸ τοὺς φράκτας τῶν κήπων. Ἡ βάτων, οι οποίοι ξεπρόβαλλαν από τους φράχτες των κήπων.
εὐκίνητος γραία ἐπάτει ἐπὶ χόρτων καὶ χαμαιμήλων, κ' ἐπὶ Η ευκίνητη γριά πατούσε πάνω σε χόρτα και χαμομήλια, και
χλωρῶν ἀκάνθων, ἀνήρχετο δὲ μὲ βῆμα κόρης, νεαρᾶς πάνω σε χλωρά αγκάθια, και ανέβαινε με βήμα κόρης, νεαρής
βοσκοπούλας τοῦ βουνοῦ, τὸν ἀνηφορικὸν δρομίσκον.. βοσκοπούλας του βουνού, το ανηφορικό μονοπάτι..
Εἶχε τελειώσει ἡ μακρὰ σειρὰ τῶν κήπων καὶ τῶν Είχε τελειώσει η μακρά σειρά των κήπων και των
περιβολίων πρὸς τὰ δεξιά της, ἐνῶ ἀριστερὰ τῆς περιβολιών προς τα δεξιά της, ενώ αριστερά της
παρετείνετο ἀκόμη ὁ μικρὸς βραχώδης λόφος, τὰ παρατείνονταν ακόμη ο μικρός βραχώδης λόφος, τα
Κοτρώνια, μὲ τὰς τρεῖς γραφικὰς κορυφάς των τὴν μίαν Κοτρώνια, με τις τρεις γραφικές κορυφές τους, την μία μετά
κατόπιν τῆς ἄλλης, τὰ ἐπιστεφομένας ἀπὸ ἀνεμομύλους καὶ την άλλη, τις στεφανωμένες από ανεμόμυλους και μικρά
μικρὰ λευκὰ καλύβια καὶ σπιτάκια, ἔρποντα γύρω των. λευκά καλύβια και σπιτάκια, που έρπονταν γύρω τους. Τώρα
Τώρα πλέον ἔφθασεν εἰς μέρος ὅπου ἄρχιζαν ἀμπέλια, πλέον έφτασε σε μέρος όπου άρχιζαν αμπέλια, αγροί με
ἀγροὶ μὲ ὀπωροφόρα δένδρα, ὅσον ἤτον ἀκόμη πλαγινὸς ὁ οπωροφόρα δέντρα, όσο ακόμη ο ανήφορος πήγαινε χωρίς
ἀνήφορος, καὶ ἐλαιῶνες, ἢ ἀγροὶ μὲ ὑψηλοὺς στάχυς, μεγάλη κλίση ακολουθώντας την πλαγιά, και ελαιώνες, ή
σειομένους ἀπὸ τὴν νυκτερινὴν αὔραν, ἐκεῖθεν, ὅπου ὁ αγροί με ψηλά στάχυα, που κουνιόταν από τη νυκτερινή
ἀνήφορος καθίστατο ἀποτομώτερος, καὶ ἄνω. Ἡ αύρα, και από εκεί έφτασε στο σημείο όπου ο ανήφορος
Φραγκογιαννού, μὲ ἐλαφρὸν ἄσθμα, ἔτρεχεν, ἔτρεχε, γίνονταν πιο απότομος, και παραπάνω. Η Φραγκογιαννού, με
μαστιζομένη τὸ πρόσωπον ἀπὸ τὸ ἀπόγειον τὸ πρωινόν, τὸ ελαφρύ λαχάνιασμα, έτρεχε, έτρεχε, ενώ τη χτυπούσε στο
ἀντίπνοον, τοῦ Βορρᾶ τὸ χαϊδευμένον ἑωθινὸν τέκνον.. πρόσωπο το πρωινό αεράκι, που φυσούσε αντίθετα, το
χαϊδεμένο πρωινό παιδί του Βοριά..
Ἔσπευδε νὰ φθάση τὸ ταχύτερον, πρὶν ἀνατείλει ἡ Βιάζονταν να φτάσει το συντομότερο δυνατό, πριν
ἡμέρα, εἰς τὰ μέρη τὰ ὁποῖα αὐτὴ ἐγνώριζε. Ὑπῆρχον, ανατείλει ο ήλιος, στα μέρη που γνώριζε. Υπήρχαν, κοντά στα
κατὰ τοὺς βορείους αἰγιαλοὺς τῆς νήσου, πολλοὶ βόρεια ακρογιάλια του νησιού πολλά κρησφύγετα, μέρη
κλεφτότοποι, μέρη ἀπάτητα, σπήλαια καὶ βράχοι ὅπου απρόσιτα, σπηλιές και βράχοι όπου φύτρωνε το αγριοβότανο
ἐφύτρωνε τὸ ἀγριοβότανον καὶ ἡ κάππαρις, καὶ τὰ κρίταμα και η κάππαρη, και τα κρίταμα και η αρμυρήθρα, και όπου
καὶ ἡ ἀρμυρήθρα, καὶ ὅπου τοὺς ὑπάρχοντας ὀλίγους τους υπάρχοντες λίγους δρόμους κατέστρεφαν καθημερινά
δρόμους κατέστρεφον καθημερινῶς τὰ κοπάδια τῶν τα κοπάδια των κατσικιών και των γιδιών. Εκεί θα ήταν το
ἐρίφων καὶ τῶν αἰγῶν. Ἐκεῖ θὰ ἧτο τὸ ἄσυλόν της, ἐκεῖ καταφύγιό της, εκεί που ήταν οι αναμνήσεις της παιδικής της
ὀποῦ ἦσαν αἱ ἀναμνήσεις τῆς παιδικῆς ἡλικίας της. Εἰς ηλικίας. Σ' εκείνα τα βόρεια ακρογιάλια, κοντά στο άγριο και
ἐκείνους τοὺς βορείους αἰγιαλούς, σιμὰ εἰς τὸ ἄγριον καὶ γαλαζοπράσινο πέλαγος, στο παλιό Κάστρο, το χτισμένο
γαλανὸν πέλαγος, εἰς τὸ παλαιὸν Κάστρον, τὸ κτισμένον πάνω σε γιγαντιαίο βράχο που το χτυπάει η θάλασσα, εκεί
ἐπὶ γιγαντιαίου θαλασσοπλήκτου βράχου, ἐκεῖ εἶχε γεννηθῆ είχε γεννηθεί η Χαδούλα, και εκεί είχε μεγαλώσει ως δέκα
ἡ Χαδούλα, κ' ἐκεῖ εἶχεν ἀνατραφῆ ὡς δέκα ἐτῶν κόρη.. χρονών κορίτσι..
Εἴτα, ὅταν εἰρήνευσαν τὰ πράγματα, καὶ ἡ νέα πολίχνη Έπειτα, όταν ησυχάσαν τα πράγματα και χτίστηκε η νέα
ἐκτίσθη εἰς τὸν λιμένα τὸ μεσημβρινόν, ἡ μάννα της, ἡ πόλη στον νότιο λιμένα, η μητέρα της, η μάγισσα, που την
μάγισσα, ἡ πολυκυνηγημένη ἀπὸ τοὺς κλέφτες καὶ τοὺς κυνηγούσαν οι κλέφτες και οι ληστές, συχνά την είχε
λιάπηδες, συχνὰ τὴν εἶχεν ἐπαναφέρει εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα, ξαναφέρει στα μέρη εκείνα, της είχε δείξει όλα τα
τῆς εἶχε δείξει ὅλους τοὺς κλεφτότοπους, τοὺς ἄβατους κρησφύγετα, τους απρόσιτους βράχους και τα σπήλαια, και
βράχους καὶ τὰ ἄντρα, καὶ τῆς εἶχε διηγηθῆ δι' ἕνα ἕκαστον της είχε διηγηθεί για καθένα από τα μέρη εκείνα μια ιστορία,
τῶν τόπων ἐκείνων ἀνὰ μίαν ἱστορίαν, φανταστικὴν ἢ φανταστική ή αληθινή. Σ' εκείνα τα μέρη, όταν την
ἀληθῆ. Εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη, ὅταν τὴν ὑπάνδρευσαν καὶ τὴν πάντρεψαν και την «κουκούλωσαν», και την
«ἐκουκούλωσαν», καὶ τὴν «ἐνεκροβλόγησαν» κατὰ τὴ «νεκροβλόγησαν» σύμφωνα με τη συνήθη φρασεολογία της
συνήθη φρασεολογίαν τῆς μητρός της, τῆς εἶχαν δώσει μητέρας της, της είχαν δώσει ακόμα και την προίκα της. Το
ἀκόμα καὶ τὴν προίκα της. Τὸ σπίτι, στὸ Κάστρο τὸ ἔρημο, σπίτι, στο Κάστρο το ερημωμένο, και το χωράφι στο
καὶ τὸ χωράφι στὸ Μποστάνι, στὸν ἀπάτητον κρημνόν. Μποστάνι, στον απάτητο γκρεμό. Αργότερα, όταν
Ὕστερον, ὅταν αὐτὴ ἐνοικοκυρεύθη, κ' ἔμαθε πολλά, κ' παντρεύτηκε και έμαθε πολλά, και προχώρησε στη γυναικεία
ἐπρόκοψεν εἰς γυναικείαν σοφίαν, κ' ἐσυνήθισε νὰ θηρεύη σοφία, και συνήθισε να μαζεύει βότανα και τρίφυλλα και
τὰ βότανα καὶ τὰ τρίφυλλα καὶ τὰς δρακοντιᾶς εἰς τοὺς δρακοντιές στους λόφους και τα βουνά, είχε επισκεφτεί πολύ
λόγγους καὶ τὰ βουνά, πολὺ συχνὰ εἶχεν ἐπισκεφθῆ τὰ συχνά τα μέρη εκείνα, ψάχνοντας..
μέρη ἐκεῖνα, χάριν τῶν ἐρευνῶν της..
Ἐκεῖ λοιπὸν ἐπήγαινε καὶ τώρα, ἂν ἔδιδεν ὁ Θεὸς νὰ Εκεί λοιπόν πήγαινε και τώρα, αν ο Θεός έδινε να φτάσει
φθάση ἀσφαλῶς, ἀλλ' εἰς ποιὰν δεινοτάτην περίστασιν. Καὶ με ασφάλεια, αλλά υπό ποιες εξαιρετικά δύσκολες
ποιὰ ἄρα θὰ ἤτον ἡ τύχη της ἀπὸ τοῦδε; Μόνος ὁ θεὸς τὸ περιστάσεις. Και ποια θα ήταν άραγε η τύχη της από δω και
ἤξευρε.. πέρα; Μόνο ο Θεός το ήξερε..
Πρὶν φθάση εἰς τὸ μέρος, ὅπου ὁ δρόμος ἀποτόμως Πριν φτάσει στο μέρος όπου ο δρόμος απότομα ανηφόριζε,
ἀνηφόριζε, καθὼς διήρχετο ἔξω ἀπὸ ἕνα περιβόλι, καθώς διέρχονταν έξω από ένα περιβόλι, φραγμένο με
φραγμένον μὲ πυκνοὺς βάτους καὶ θάμνους ὑψηλοὺς καὶ πυκνούς θάμνους και ψηλά δέντρα και εν μέρει με τοίχο,
ἐν μέρει μὲ τοιχογύρισμα, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὑπῆρχον μέσα στο οποίο υπήρχαν πολλά είδη οπωροφόρων δέντρων, η
πολλῶν εἰδῶν ὀπωροφόρα δένδρα, ἡ Φραγκογιαννοὺ κατὰ Φραγκογιαννού κατά τύχη σκόνταψε στο δρόμο, και έκανε
τύχην ἐσκόνταψεν εἰς τὸν δρόμον, ἔκαμε δὲ μικρὸν θροῦν, ένα μικρό θόρυβο, πέφτοντας ελαφριά πάνω σε ένα θάμνο.
πεσοῦσα ἐλαφρῶς ἐπάνω εἰς ἕνα θάμνον. Ἀφῆκε μικρὰν Αφησε μικρή φωνή σαν στεναγμό..
φωνὴν ὁμοίαν μὲ στεναγμόν..
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἤκουσε πολὺ πλησίον της, ἀλλ' ἔσωθεν Την ίδια στιγμή άκουσε πολύ κοντά της, αλλά μέσα από το
τοῦ φράκτου, δυνατὸν γαύγισμα σκύλου. Ἀνωρθώθη, καὶ φράχτη, δυνατό γαύγισμα σκύλου. Σηκώθηκε και με
μὲ ταχύτερον βῆμα ἐξηκολούθησε τὸν δρόμον της.. ταχύτερο βήμα συνέχισε το δρόμο της..
- «Ποιὸς νὰ εἶναι;» εἶπε μέσα της.. «Ποιος να είναι;» είπε μέσα της..
Ἠκούσθη τότε μία φωνὴ βραχνὴ καὶ νυσταλέα, ἀλλ' Ακούστηκε τότε μια φωνή βραχνή και νυσταλέα, αλλά
ἀπότομος.. απότομη..
- Ἕ! βάρδ' ἀπ' τὰ περιβόλια! Ἀνοιχτά!. Ἀνοιχτά!. «Ε! βάρδ' απ' τα περιβόλια! Ανοιχτά!. Ανοιχτά!».
Ἀνεγνώρισε τὴν φωνὴν τοῦ Ταμπούρα, τοῦ δραγάτη. Αναγνώρισε τη φωνή του Ταμπούρα, του αγροφύλακα.
Ἐνόησε τότε τί συνέβαινε. Τὸ περιβόλι, ἔξωθεν τοῦ ὁποίου Κατάλαβε τότε τι συνέβαινε. Το περιβόλι, έξω από το οποίο
εἶχε σκοντάψει, ἀνῆκεν εἰς τὸν τότε Δήμαρχον τοῦ τόπου. είχε σκοντάψει, ανήκε στον τότε Δήμαρχο του τόπου. Μέσα
Ἐντὸς αὐτοῦ, σιμὰ εἰς τ' ἄλλα δένδρα, ὑπῆρχον καὶ ὀλίγαι σ’ αυτό, κοντά στα άλλα δέντρα, υπήρχαν και λίγες κερασιές,
κερασέαι, μὲ καρποὺς σχεδὸν ὡρίμους ἤδη καὶ με καρπούς σχεδόν ώριμους ήδη και που έπαιρναν σκούρο
περκάζοντας, μελανωποὺς εἰς τὴν ἀστροφεγγιᾶν, ἀνάμεσα χρώμα, και φαίνονταν μαύροι στην αστροφεγγιά, ανάμεσα
εἰς τὰ μαυροπράσινα φύλλα. Ὁ Ταμπούρας, μὴ ἔχων τί στα μαυροπράσινα φύλλα. Ο Ταμπούρας, μη έχοντας τι άλλο
ἄλλο νὰ φυλάξη, ἐπειδὴ δὲν ἧτο ἀκόμη ἡ ὥρα τῶν ὀπωρῶν να φυλάξει, επειδή δεν ήταν ακόμη η ώρα των φρούτων ούτε
οὔτε τῶν καρπῶν, ἐκοιμάτο εἰς τὸ περιβόλι τοῦ Δημάρχου, των καρπών, κοιμόταν στο περιβόλι του Δημάρχου, σε μια
ἐντὸς μικρὰς καλύβης μὲ τὸν σκύλον του, κ' ἐφύλαγε τὰ μικρή καλύβα με τον σκύλο του, και φύλαγε τα κεράσια, μην
κεράσια, μὴν τὰ κλέψουν οἱ δημόται τοῦ ἄρχοντος.. τα κλέψουν οι δημότες του άρχοντος..
Φεύγουσα, ἤκουεν ἀκόμα τὸ γαύγισμα τοῦ σκύλου, Φεύγοντας, άκουγε ακόμα το γαύγισμα του σκύλου, και
συγχρόνως δὲ «αὐτιάσθη» καὶ τῆς ἐφάνη ὅτι ἤκουεν ταυτόχρονα της φάνηκε ότι άκουγε ανθρώπινα βήματα. Αλλά
ἀνθρώπινα βήματα. Ἀλλ' ἠπατήθη. Ἴσως ἧτο μᾶλλον έκανε λάθος. Ίσως ήταν μάλλον αντίκτυπος και ηχώ των
ἀντίκτυπος καὶ ἠχὼ τῶν ἰδίων βημάτων της. Φαίνεται ὅτι ὁ δικών της βημάτων. Φαίνεται ότι ο αγροφύλακας μόλις είχε
ἀγροφύλαξ μόλις εἶχε μισοξυπνήσει, κ' ἔβαλεν, ὡς ἐν μισοξυπνήσει, και έβαλε, σαν να υπνοβατούσε, μηχανικά, τη
ὑπνοβασίᾳ, μηχανικῶς, τὴν συνήθη φωνήν του. Εἴτα εὐθὺς συνηθισμένη φωνή του. Έπειτα αμέσως ξανακοιμήθηκε..
πάλιν ἀπεκοιμήθη..
Ἡ Χαδούλα ἔγινεν ἄφαντη εἰς τὸ ὕψος τοῦ λόφου, Η Χαδούλα έγινε άφαντη στο ύψος του λόφου, πίσω από
ὄπισθεν τῶν δένδρων. Ἐκεῖ ἐστάθη μίαν στιγμὴν κ' ἔτεινε τα δέντρα. Εκεί στάθηκε για μια στιγμή και άκουσε
τὸ οὖς. Τίποτε δὲν ἤκουεν εἰμὴ τὸ λάλημα ἑνὸς πουλιοῦ, τὸ προσεκτικά. Τίποτα δεν άκουγε παρά το λάλημα ενός
σύριγμα ἑνὸς νυκτερινοῦ ἐντόμου, καὶ τὸ φύσημα τῆς πουλιού, το σιγανό σφύριγμα ενός νυχτερινού εντόμου, και το
αὔρας. Τότε τῆς ἦλθαν εἰς τὸν νοῦν τὰ κεράσια, τὰ ὁποῖα φύσημα της αύρας. Τότε της ήρθαν στο νου τα κεράσια, τα
εἶχε διακρίνει ἀμυδρῶς στίλβοντα εἰς ἕνα κρεμάμενον οποία είχε διακρίνει αμυδρά να λάμπουν σε έναν κρεμασμένο
κλώνα, ἐξέχοντα ὀλίγον ἔξω τοῦ φράκτου τοῦ δημαρχικοῦ κλαδί, που προεξείχε λίγο έξω από τον φράκτη του
περιβολίου, σιμὰ ἐκεῖ ὅπου εἶχε σκοντάψει, καὶ εἶπεν:. δημαρχικού περιβολιού, κοντά εκεί όπου είχε σκοντάψει, και
είπε:.
- Ἄχ! Καὶ δὲν ἔκαμα νὰ φτάσω ἕνα κεράσι, νὰ δροσίσω "Αχ! Και δεν κατάφερα να φτάσω ένα κεράσι, να δροσίσω
τὸ στόμα μου, ποὺ εἶναι φαρμάκι. Ξέχασα νὰ πιω μιὰ το στόμα μου, που είναι φαρμάκι. Ξέχασα να πιω μια σταγόνα
σταξιὰ νερὸ πρὶν φύγω. Ἂς φτάσω στὴ βρύση, μιά!. νερό πριν φύγω. Ας φτάσω στη βρύση, μια!".
Τότε μόνον ἐνθυμήθη ὅτι δὲν εἶχε πίει νερὸν πρὶν ἐξέλθη Τότε μόνο θυμήθηκε ότι δεν είχε πιει νερό πριν βγει από το
ἀπὸ τὸ κατωγάκι, ὅπου εἶχε διέλθει ὀλίγας ἀλλὰ τόσον κατωγάκι, όπου είχε περάσει λίγες αλλά τόσο μακριές
μακρᾶς ἐναγωνίους ὥρας. Ἡ Χαδούλα ἀνελογίσθη μετὰ αγωνιώδεις ώρες. Η Χαδούλα αναλογίστηκε με πικρία ότι
πικρίας ὅτι ὅλα, καὶ τὰ μικρότερα πράγματα, πρωθύστερα όλα, και τα μικρότερα πράγματα, της έρχονταν λάθος και
καὶ ἀνάποδα τῆς ἤρχοντο εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον. Ἐὰν εἶχε ανάποδα σε αυτόν τον κόσμο. Εάν είχε προμελετήσει να
προμελετήσει νὰ κλέψη ὀλίγα κεράσια ἀπὸ τὴν κερασιὰ κλέψει λίγα κεράσια από την κερασιά του Δημάρχου, θα
τοῦ Δημάρχου, θὰ ἐπάτει μετὰ προσοχῆς, θὰ ἐπλησίαζε πατούσε με προσοχή, θα πλησίαζε με προφύλαξη, και τότε
μετὰ προφυλάξεως, καὶ τότε πιθανῶς οὔτε ὁ δραγάτης πιθανώς ούτε ο αγροφύλακας θα ξυπνούσε, ούτε ο σκύλος
ἤθελεν ἐξυπνήσει, οὔτε ὁ σκύλος ἴσως θὰ ἐγαύγιζε. Ἀλλὰ ίσως θα γάβγιζε. Αλλά για να βρεθεί απρόσεκτη και να
διὰ νὰ εὑρεθῆ ἀπρόσεκτη καὶ ἀλλοφρονοῦσα, διὰ νὰ μὴν σκέφτεται άλλα, για να μην κοιτάξει καλά πού βρισκόταν
κοιτάξη καλὰ ποὺ πλησίον εὑρίσκετο, ἐπαραπάτησεν, κοντά, παραπάτησε, έκανε μικρό θόρυβο, αρκετό για να
ἔκαμε μικρὸν θόρυβον, ἀρκοῦντα διὰ νὰ ξυπνήση τὸν ξυπνήσει τον σκύλο και τον άνθρωπο. Όλα έτσι της
σκύλον καὶ τὸν ἄνθρωπον. Ὅλα ἔτσι τῆς ἤρχοντο!. έρχονταν!.
Ἄλλως, ἡ δίψα της τώρα εἶχεν ἐρεθισθῆ μὲ τὸν δρόμον Εξ άλλου, η δίψα της είχε μεγαλώσει τώρα από τον
τὸν ἀνωφερῆ. Ἔκοψε φύλλα ἐλαιοδένδρων καὶ τὰ ἔβαλε ανηφορικό δρόμο. Έκοψε φύλλα ελιάς και τα έβαλε στο
μὲς στὸ στόμα της.. στόμα της..
Ἐβάδισεν ἐπὶ μίαν ὥραν ἀκόμη. Ἤτον ἤδη χαραυγή. Βάδισε για μια ώρα ακόμη. Ήταν ήδη ξημέρωμα. Όταν
Ἀφοῦ ἔφθασεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ λόφου, κατῆλθε πάλιν έφτασε στην κορυφή του λόφου, κατηφόρισε ξανά στο ρέμα,
εἰς τὸ ρεῦμα, εἰς τὴν ὑπώρειαν τοῦ βουνοῦ μὲ τὰς που έρεε στους πρόποδες του βουνού με τις πλευρές που ήταν
πολυσχιδεῖς πλευρᾶς, τὸ ὁποῖον ἐκαλεῖτο οἱ Βίγλες. Τὶς οἵδε γεμάτες σχισματιές, που ονομαζόταν Βίγλες. Ποιος ξέρει
ποιοὶ παλαιοὶ κλέφτες ἐφύλαγαν ἄγρυπνοι καραούλια ἐκεῖ, ποιοι παλαιοί κλέφτες φρουρούσαν εκεί, και από εκεί πήρε το
καὶ ἐντεῦθεν εἶχε λάβει τὸ ὄνομα. Ἔφθασεν εἰς τὴν μικρὰν όνομά του. Έφτασε στη μικρή βρύση, στη βάση του βουνού.
βρύσιν, εἰς τὴν ρίζαν τοῦ βουνοῦ. Ἔφεγγεν ἤδη. Ἔπιε Είχε ήδη χαράξει. Ήπιε νερό, δροσίστηκε και αμέσως έφυγε.
νερόν, ἐδροσίσθη, κ' εὐθὺς ἔφυγεν. Εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο Το μέρος εκείνο ήταν πολύ πολυσύχναστο, από βοσκούς,
ἐσύχναζον πολλοὶ ἄνθρωποι, βοσκοὶ καὶ ξωμερίται κι ξωμερίτες και άλλους. Η Γιαννού ήθελε να μείνει όσο το
ἄλλοι. Ἡ Γιαννοὺ ἤθελεν ὅσον τὸ δυνατὸν νὰ μείνη δυνατόν πιο αόρατη. Κατηφόρισε ακόμη πιο χαμηλά, και
ἀόρατος. Ἐκατηφόρισεν ἀκόμη, εἰσῆλθεν εἰς τὸ κάτω μπήκε στο βαθύ ρέμα που κατευθυνόταν προς τη θάλασσα, το
ρεῦμα τὸ βαθύ, τὸ βαῖνον πρὸς τὴν θάλασσαν, τὸ οποίο ονομαζόταν Λεχούνι..
καλούμενον Λεχούνι..
Ἐκεῖ ἔφθασε μικρὸν πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου. Έφτασε εκεί, λίγο πριν ξημερώσει. Υπήρχαν δύο ή τρεις
Ὑπῆρχον ἐκεῖ δυὸ ἢ τρεῖς νερόμυλοι, μᾶλλον παλαιοὶ καὶ παλιοί νερόμυλοι, που δεν λειτουργούσαν πλέον, εκτός από
ἄχρηστοι, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ εἰς μόνον ἐδούλευε, καὶ τοῦτο έναν που λειτουργούσε σπάνια. Όλα έδειχναν ότι το μέρος
σπανίως. Ὅλα ἐδείκνουν τὴν ἐρημίαν, δὲν ἐφαίνετο ἴχνος ήταν έρημο, και δεν φαινόταν κανένα ίχνος ανθρώπου. Η
ἀνθρώπου ἐκεῖ. Ἡ Φραγκογιαννού, ἀπὸ περισσὴν Φραγκογιαννού, για να είναι πιο προσεκτική, δεν θέλησε να
προφύλαξιν, δὲν ἠθέλησε νὰ πλησιάση. Ἀπέφυγε τὸ μέρος πλησιάσει. Απέφυγε το μέρος εκείνο, και βάδισε πίσω από ένα
ἐκεῖνο, ἐβάδισεν ὄπισθεν λόχμης, κ' ἔφθασεν εἰς γούρναν δασάκι φτάνοντας ι σε μια βαθιά γούρνα με καθαρό νερό,
βαθείαν, μὲ διαυγὲς νερόν, γνωστὴν εἰς ὀλίγους. Ἧτο που ήταν γνωστή σε λίγους. Ήταν ένα κρυφό και απάτητο
μέρος κρυφὸν καὶ ἀπάτητον. Ἐσχηματίζετο ἐκεῖ οἰονεῖ μέρος. Εξαιτίας του νερού, σχηματιζόταν εκεί κάτι σαν
ἄντρον, ἀποτελούμενον ἐκ χλόης, ἐκ κορμῶν καὶ κισσοῦ. σπήλαιο, αποτελούμενο από χλόη, κορμούς δέντρων και
Ἄντρον νύμφης, Δρυάδος τῶν παλιῶν χρόνων ἢ Ναϊάδος, κισσούς. Ήταν σαν το σπήλαιο μιας νύμφης, μιας Δρυάδας
εὑρούσης ἴσως καταφύγιον ἐκεῖ.. των παλαιών χρόνων ή μιας Ναϊάδας, που μπορεί να είχε βρει
εκεί καταφύγιο..
Διὰ νὰ κατέλθη τις εἰς τὴν μικρὰν πτυχὴν τῆς γῆς, ὅπου Για να κατέβει κανείς στην μικρή πτυχή της γης, όπου ήταν
ἧτο ἡ γούρνα τοῦ νεροῦ, ἔπρεπε νὰ ἔχη τὴν τύχην η γούρνα του νερού, έπρεπε να ήταν κυνηγημένος από την
διώκτριαν καὶ τοὺς πόδας τῆς Φραγκογιαννούς, τοὺς τύχη του και να έχει τα πόδια της Φραγκογιαννούς, τους
ἀνυποδήτους, τοὺς σχισμένους κ' αἰματωμένους ἀπὸ τὰ ξυπόλητα, τα σχισμένα και ματωμένα από τις τσουκνίδες και
κνίδας καὶ τὰς ἀκάνθας. Ἐκεῖ ἐκάθισε ν' ἀναπαυθῆ. τα αγκάθια. Εκεί κάθισε να αναπαυθεί. Έβγαλε από το
Ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ καλάθι της τὸ ψωμὶ καὶ τὸ τυρὶ καὶ ὀλίγον καλάθι της το ψωμί, το τυρί και λίγο κρέας, τα οποία της είχε
κρέας, τὰ ὁποῖα τὴν εἶχε φιλεύσει ἡ Μαροῦσα, ἐπειδὴ τὴν δώσει η Μαρούσα, επειδή το βράδυ δεν είχε μπορέσει να φάει
ἑσπέραν δὲν εἶχε δυνηθῆ νὰ φάγη τίποτε, μετὰ τὸν καφὲ τίποτα, μετά τον καφέ που είχε πιει στην κουζίνα. Φύλαξε
ὀποῦ εἶχε πίει εἰς τὸ μαγειρεῖον. Ἐφύλαξε μόνον τὰ δίπυρα, μόνο τα παξιμάδια, τα οποία είχε πάρει από το σπίτι της
τὰ ὁποῖα εἶχε λάβει ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς κόρης της, τῆς κόρης της, της Δελχαρώς. Έφαγε, ήπιε δροσερό νερό, και
Δελχαρῶς. Ἔφαγεν, ἔπιε δροσερὸν νερόν, κ' ἔλαβεν μικρὰν πήρε μικρή ανάπαυση..
ἀναψυχήν..
Ἐκείνην τὴν στιγμήν, ἀνέτελλεν ὁ ἥλιος. Ὁ δίσκος τοῦ Εκείνη την στιγμή, ανέτειλε ο ήλιος. Ο δίσκος του φάνηκε
ἐφάνη ν' ἀναδύεται ἀπὸ τὰ κύματα, ἀντικρύ, εἰς τὸ να αναδύεται από τα κύματα, απέναντι, στο μακρινό πέλαγος,
μακρινὸν πέλαγος, τοῦ ὁποίου μίαν λωρίδα ἔβλεπεν ἀπὸ του οποίου μια λωρίδα έβλεπε από την κρυψώνα της η
τὴν κρύπτην της ἡ Χαδούλα. Τὰ ὄρνεα τοῦ βουνοῦ, τοῦ Χαδούλα. Τα αγριοπούλια του βουνού, το οποίο ήταν όλο
πετρώδους καὶ ἠχώδους, τὸ ὁποῖον ἠγείρετο ὄπισθέν της, πέτρα και αντηχούσε δυνατά και το οποίο υψωνόταν πίσω
ἔρρηξαν μακροὺς κρωγμούς, καὶ τὰ πουλάκια τῆς της, έβγαλαν μακρόσυρτα σκουξίματα, και τα πουλιά της
κοιλάδος, τῆς λόχμης, τοῦ μικροῦ δάσους, ἀφήκαν κοιλάδας, της λόχμης, του μικρού δάσους, άφησαν
φαιδρὰς μελωδίας.. χαρούμενες μελωδίες..
Μία ἀκτὶς θερμή, ἐρχομένη μακράν, ἀπὸ τὸ φλεγόμενον Μια αχτίδα θερμή, ερχομένη από μακριά, από το
πέλαγος, διέσχιζε τὴν πυκνὴν φυλλάδα καὶ τὸν κισσὸν τὸν φλεγόμενο πέλαγος, διαπερνούσε την πυκνή βλάστηση και
περισκέποντα τὸ ἄσυλον τῆς ταλαιπώρου γραίας, καὶ τον κισσό που περίβαλε το καταφύγιο της ταλαιπωρημένης
ἔκαμνε νὰ στίλβη ὡς πλῆθος μαργαρίτων ἡ δρόσος ἡ γριάς, και έκανε να λάμπει σαν πλήθος μαργαριταριών η
πρωινή, ἡ βρέχουσα τὸν πλούσιον σμαράγδινον πέπλον, κ' πρωινή δροσιά, που έβρεχε το πλούσιο σμαραγδένιο πέπλο,
ἐφυγάδευεν ὅλον τὸ ρίγος τῆς ὑγρασίας, καὶ ὅλον τὸ κρύος και έδιωχνε όλο το ρίγος της υγρασίας, και όλο το κρύο του
τοῦ φόβου τοῦ πελιδνοῦ, φέρουσα πρόσκαιρον ἐλπίδα καὶ μαυροκίτρινου φόβου, φέρνοντας πρόσκαιρη ελπίδα και
θάλπος.. ζεστασιά..
Ἡ Γιαννοὺ ἔβγαλε τὸ χράμι τὸ μάλλινον, τὸ διπλωμένον Η Γιαννού έβγαλε το μάλλινο χράμι, που ήταν διπλωμένο
εἰς πολλὰς πτυχᾶς, ἀπὸ τὸ καλάθι της, τὸ ἐξεδίπλωσεν, σε πολλές πτυχές, από το καλάθι της, το άνοιξε, τυλίχτηκε με
ἐτυλίχθη μ' αὐτό, κ' ἔκλινε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὴν ρίζαν τοῦ αυτό, και έσκυψε το κεφάλι της προς τη ρίζα του γέρικου
γηραιοῦ πλατάνου. Ἀπεκοιμήθη.. πλατάνου. Κοιμήθηκε..
Τῆς ἐφάνη εἰς τὸν ὕπνον της ὅτι ἤτον νέα ἀκόμα. ὅτι ὁ Στον ύπνο της είδε ότι ήταν ακόμα νέα. ότι ο πατέρας της
πατήρ της καὶ ἡ μάννα της τὴν ὑπάνδρευον, ὅπως τὴν εἶχαν και η μητέρα της την παντρεύουν, όπως την είχαν παντρέψει
ὑπανδρεύσει καὶ τὴν εἶχαν «νεκροβλοήσει» τὸν καιρὸν και την είχαν «νεκροβλοήσει» τότε, και την προικίζουν,
ἐκεῖνον, καὶ τὴν ἐπροίκιζαν, δίδοντες αὐτὴ καὶ τὸν κῆπον δίνοντάς της και τον κήπο των γονιών της, όπου εκείνη
τὸν πατρῶον, ὅπου αὐτὴ ἐσκάλιζε κ' ἐπότιζε τὰ κουκιὰ καὶ σκάλιζε και πότιζε τα κουκιά και τα λάχανα, όταν ήταν
τὰ λάχανα, ὅταν ἤτον μικρή. καὶ ὁ πατήρ της τὴν ἐφίλευε μικρή. και ο πατέρας της την φίλευε τάχα, για τον κόπο της
τάχα, διὰ τὸν κόπον της καὶ τῆς ἔδιδε «τέσσερα κεφάλια», και της έδινε «τέσσερα κεφάλια», κεφάλια από λαχανίδες. Η
κεφάλια ἀπὸ λαχανίδες. Ἡ Χαδούλα μετὰ χαρὰς ἔλαβε τὰ Χαδούλα με χαρά πήρε τα τέσσερα φυτά στα χέρια της, αλλά
τέσσερα φυτὰ εἰς τὰς χείρας, ἀλλ' ὅταν τὰ ἐκοίταξε, εἶδεν ὢ όταν τα κοίταξε, είδε -ω φρίκη!- ότι ήταν τέσσερα μικρά
φρίκη! ὅτι ἦσαν τέσσαρα μικρὰ κεφάλια ἀνθρώπινα κεφάλια ανθρώπινα νεκρικά..
νεκρικά..
Ἀνεταράχθη, ἐσκίρτησεν, εἶπε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ!.» Ξαφνιάστηκε, τρόμαξε, είπε «Κύριε jpg"
Πάλιν ἀπεκοιμήθη. Ὠνειρεύθη ὅτι ἡ μητέρα της τὴν Ιησού Χριστέ!.» Ξανά κοιμήθηκε. style="width:100%;
συνελάμβανεν ἐπ' αὐτοφώρω ἐρευνώσαν νὰ εὔρη τὸ Ονειρεύτηκε ότι η μητέρα της την έπιανε max-
κομπόδεμα, κάτω εἰς τὸ ἰσόγειον, ἀνάμεσα εἰς τὰ βαρέλια επ' αυτοφώρω να ψάχνει να βρει το width:200px;min-
καὶ τὰ πιθάρια καὶ τὸν σωρὸν τῶν καυσοξύλων. ὡς τὴν κομπόδεμα, κάτω στο ισόγειο, ανάμεσα width:100px">
εἶδεν, ἐμειδίασε πικρῶς, τὸ σύνηθες μειδίαμά της, καὶ διὰ στα βαρέλια και τα πιθάρια και τον "Ρηγίνα"
νὰ τὴν ἐβγάλη τάχα ἀπὸ τὸν κόπον, ἐπῆρε μοναχή της τὸ σωρό των καυσόξυλων. Μόλις την είδε, Βαυαρίας του
κομπόδεμα, ἔβγαλε καὶ τῆς ἐχάρισεν ἀπὸ τὰ τόσα τάλληρα, χαμογέλασε πικρά, το συνηθισμένο της 1783
τὰ σκυλοδεμένα, τρία γερμανικὰ τάλληρα, τρεῖς ρηγίνες, χαμόγελο, και για να την βγάλει τάχα
ἀπ' ἐκείνας ποὺ εἶχαν καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἐπάνω, από τον κόπο, πήρε μόνη της το κομπόδεμα, έβγαλε και της
μὲ τὴν ἐπιγραφὴν «Patrona Bavariae». Ἡ Φραγκογιαννού, χάρισε από τα τόσα τάλληρα, τα σκυλοδεμένα, τρία
μετὰ χαρὰς μεμειγμένης μ' ἐντροπήν, ἐπῆρε τὰ τρία γερμανικά τάλιρα, τρεις ρηγίνες, απ' εκείνες που είχαν και την
νομίσματα ἀπὸ τὰ χέρια τῆς μητρός της, πλὴν ὅταν τὰ εικόνα της Παναγίας επάνω, με την επιγραφή «Patrona
ἐκοίταξεν, εἶδεν ὅτι τὰ τρία ἐκεῖνα νομίσματα, μὲ τὰ Bavariae». Η Φραγκογιαννού, με χαρά ανακατεμένη με
πρόσωπα ποὺ ἔφερον ἐπάνω, ἦσαν τρία προσωπάκια, ντροπή, πήρε τα τρία νομίσματα από τα χέρια της μητέρας
μικρά, πελιδνά, μὲ σβησμένα ματάκια. Ὤ! τρόμος! της, αλλά όταν τα κοίταξε, είδε ότι τα τρία εκείνα νομίσματα,
προσωπάκια μικρῶν κορασίδων!. με τα πρόσωπα που έφεραν επάνω, ήταν τρία προσωπάκια,
μικρά, χλομιασμένα, με σβησμένα ματάκια. Ω! τρόμος!
προσωπάκια μικρών κοριτσιών!.
Ἐξύπνησε περίτρομος, δυστυχής, φρενιασμένη. Ἤτον Ξύπνησε τρομαγμένη, δυστυχισμένη, τρελαμένη. Ήταν ήδη
ἤδη μεσημβρία. Ὁ ἥλιος ἔκαιεν ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς τῆς μεσημέρι. Ο ήλιος έκαιγε πάνω από το κεφάλι της, πάνω από
ἄνωθεν τῆς κορυφῆς τοῦ δροσεροῦ πλατάνου. Μὲ ὅλον τὸ την κορυφή του δροσερού πλατάνου. Με όλο το θέρμη του
θάλπος τοῦ ἡλίου, καὶ τὴν φαιδρότητα τῆς ἡμέρας τῆς ηλίου και τη λάμψη της μέρας της Μαγιάτικης, η εντύπωση
μαγιάτικης, ἡ ἐντύπωσις τοῦ ὀνείρου ἔμεινεν ἐπὶ μακρὸν εἰς του ονείρου έμεινε για πολύ στον νου της. Της φαινόταν
τὸν νοῦν της. Τῆς ἐφαίνετο παράξενον μάλιστα πώς, ἐν παράξενο, μάλιστα, πώς, μέρα, είδε αυτά τα όνειρα. Όσες
ἡμέρᾳ, εἶδε τὰ ὄνειρα αὐτά. Ὁσάκις εἶχε κοιμηθῆ ἐν καιρῷ φορές είχε κοιμηθεί κατά τη διάρκεια της μέρας, στη ζωή της,
ἡμέρας, εἰς τὴν ζωήν της, δὲν ἐνθυμεῖτο ποτὲ νὰ εἶδεν δεν θυμόταν ποτέ να είδε όνειρο..
ὄνειρον..
Ἔβρεξεν εἰς τὴν γούρναν δυὸ δίπυρα, τὰ ἀπέθηκεν ἐπὶ Έβρεξε στη γούρνα δύο παξιμάδια, τα άφησε πάνω στην
τῆς πέτρας τῆς πλακαρῆς παρὰ τὸ χεῖλος τοῦ λάκκου, καὶ πέτρα την επίπεδη δίπλα στο χείλος του λάκκου, και τα
τὰ ἐλησμόνησεν ἐκεῖ ἐπὶ μακρόν, ἐωσότου ἔλυωσαν ἀπὸ τὸ ξέχασε εκεί για πολύ, ώσπου έλιωσαν από το βρέξιμο και
βρέξιμον κ' ἐσάπισαν. Μετὰ ὥραν, ἐγέμισε τὴν φούχταν της σαπίσανε. Μετά από ώρα, γέμισε τη χούφτα της με τα
μὲ τὰ ψιχία, καὶ τὰ ἔφαγε.. ψίχουλα και τα έφαγε..
Ὅταν ὁ ἥλιος ἐκρύβη εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βραχώδους Όταν ο ήλιος κρύφτηκε στην κορυφή του βραχωμένου
βουνοῦ, κ' ἐσκίασεν ἡ κοιλάς, καὶ ἧτο δειλινὸν πλέον, βουνού, και σκοτείνιασε η κοιλάδα, και ήταν πλέον
ἐστενοχωρήθη καὶ προέκυψε τὴν κεφαλὴν ἔξω τῆς σούρουπο, ένιωσε δυσφορία και έβγαλε το κεφάλι της έξω
κρύπτης. Ἐκοίταξεν ἄνω καὶ κάτω, εἰς τὴν κοιλάδα τὴν από την κρυψώνα. Κοίταξε πάνω και κάτω, στην κοιλάδα την
κατάφυτον ἀπὸ ἐλαιώνας, ἀλλὰ ψυχὴ δὲν ἐφαίνετο. Τότε κατάφυτη από ελαιώνες, αλλά ψυχή δεν φαινόταν. Τότε
ἐσκέφθη νὰ πάρη τὸ καλάθι της καὶ τὸ ραβδί της, νὰ σκέφτηκε να πάρει το καλάθι της και το ραβδί της, να βγει
ἐξέλθη ἀπὸ τὴν μικρὰν κόγχην, ν' ἀναβῆ ἐπάνω εἰς τὴν από την μικρή κόγχη, να ανέβει πάνω στη λόχμη την πυκνή με
λόχμην τὴν σύνδενδρον, καὶ νὰ πάρη σιγὰ τὸ ρέμα-ρέμα, δέντρα, και να πάρει αργά το ρέμα-ρέμα, και να αρχίσει ξανά
καὶ ν' ἀρχίση πάλιν τὴν Παλαιὰν τῆς τέχνην, νὰ ψάχνη την παλιά της τέχνη, να ψάχνει για εύρεση βοτάνων - τα
πρὸς ἀνεύρεσιν βοτάνων - τὰ ὁποῖα δὲν ἤξευρε πλέον εἰς τί οποία δεν ήξερε πλέον σε τι θα της χρησίμευαν, αφού δεν είχε
θὰ τῆς ἐχρησίμευον, ἀφοῦ δὲν εἶχε πλέον εἰς τὸν κόσμον πλέον στον κόσμο άλλο καταφύγιο, παρά μόνο την φυλακή
ἄλλο ἄσυλον, εἰμὴ τὴν εἰρκτὴν καὶ μόνην.. και μόνο..
Ἀλλ' ὅμως ἔτρεφεν ἀόριστον ἐλπίδα, ὅτι θὰ εὕρισκεν Εντούτοις, η Φραγκογιαννού διατηρούσε μια αόριστη
ἴσως ξενίαν εἰς καμμίαν μάνδραν ἢ καλύβην βοσκοῦ, καὶ ελπίδα ότι θα έβρισκε ίσως φιλοξενία σε κανένα μαντρί ή
τότε τὰ βότανα θὰ τὰ ἐπρόσφερεν εἰς τὴν σύζυγον τοῦ καλύβα βοσκού, και τότε τα βότανα θα τα προσέφερε στην
φιλοξενοῦντος ὡς μικρὸν ἀντάλλαγμα. Τὸ περισσότερον σύζυγο του φιλοξενούντος ως μικρό αντίδωρο. Πιο πολύ
ὅμως, θὰ τὸ ἔκαμνε διὰ νὰ περάση ἡ βαρεία ἀνία, ἥτις όμως, θα το έκανε για να περάσει τη βαριά ανία, η οποία
ἐβασάνιζε τὴν ψυχήν της.. βασάνιζε την ψυχή της..
Τὴν ὥρα ἐκείνην ἤκουσε μεμακρυσμένους κωδωνίσκους Την ώρα εκείνη, άκουσε μακρινά κουδουνάκια να ηχούν,
νὰ ἠχοῦν, καὶ συγχρόνως εἶδε μακρόθεν νὰ κατέρχεται ἕνα και συγχρόνως είδε από μακριά να κατεβαίνει ένα κοπάδι.
κοπάδι. Πάραυτα ἐσκέφθη, ὅτι, ἂν δὲν προλάβη εὐθὺς νὰ Αμέσως σκέφτηκε ότι, αν δεν προλάβει αμέσως να βγει από
ἐξέλθη ἀπὸ τὴν μικρὰν χαράδραν, μετ' ὀλίγον ἡ κρύπτη της την μικρή χαράδρα, σύντομα η κρυψώνα της θα αποκαλυφθεί
θ' ἀνακαλυφθῆ ἐξ ἅπαντος. Διότι, καὶ ἂν τὰ πολλὰ τῶν εξ ολοκλήρου. Διότι, ακόμα κι αν τα περισσότερα από τα
ἀρνίων ἢ τῶν ἐριφίων ἐσκορπίζοντο, κ' ἐπήγαινον νὰ αρνιά ή τα κατσικάκια σκορπίζονταν, και πήγαν να πιουν στο
πίωσιν εἰς τὸ μέγα ρεῦμα, τὸ ὁποῖον ἔρρεεν ἐπάνω μέχρι τῆς μεγάλο ρέμα, το οποίο έρεε επάνω μέχρι της στέρνα, και
στέρνας, καὶ ὕστερον κάτω ἀπὸ τὸν νερόμυλον, μερικὰ ἐξ ύστερα κάτω από τον νερόμυλο, κάποια από αυτά βέβαια θα
αὐτῶν βεβαίως θὰ κατήρχοντο εἰς τὸ μικρὸν ρεῦμα, τὸ κατέβαιναν στο μικρό ρέμα, που ήταν κοντά στη γούρνα.
γεῖτον τῆς γούρνας. Εἴτα τὰ ζῶα θὰ ἐσκιάζοντο, θὰ Έπειτα τα ζώα θα τρόμαζαν, θα ξαφνιαζόντουσαν, θα
ἐξαφνίζοντο, θὰ ὠπισθοχώρουν πηδώντα, καὶ ὁ βοσκός, οπισθοχωρούσαν πηδώντας, και ο βοσκός, όποιος και αν
ὅστις καὶ ἂν ἧτο, θὰ τὴν ἀνεκάλυπτε, θὰ ἐπαραξενεύετο, ήταν, θα την ανακάλυπτε, θα ξαφνιαζόταν, και ίσως θα
καὶ ἴσως θὰ συνελάμβανεν ὑποψίας.. έμπαινε σε υποψίες..
Τὸ καλύτερον ἄρα θὰ ἧτο ν' ἀντιμετωπίση μὲ τὴν Το καλύτερο λοιπόν θα ήταν να αντιμετωπίσει με την
ἄφευκτον προσποίησιν, μὲ τὸ ψεῦδος εἰς τὰ χείλη, τὴν αναπόφευκτη προσποίηση, με το ψέμα στα χείλη, την
παρουσίαν τοῦ βοσκοῦ. Ἄλλως ἧτο πολὺ πιθανόν, ὁ παρουσία του βοσκού. Εξ άλλου, ήταν πολύ πιθανόν, εκείνο ο
ἀγροδίαιτος ἐκεῖνος νὰ μὴν εἶχε πρὸ ἡμερῶν εἰδήσεις ἀπὸ ξωμάχος να μην είχε από μέρες ειδήσεις από την πόλη, και να
τὴν πόλιν, καὶ νὰ μὴν ἐγνώριζε τίποτε περὶ τοῦ διωγμοῦ, μην γνώριζε τίποτε για τον διωγμό, τον οποίο υπέφερε η
τὸν ὁποῖον ὑπέφερεν ἡ Φραγκογιαννού.. Φραγκογιαννού..

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ.


Μετ' ὀλίγον τῷ ὄντι, ἀφοῦ ἡ Γιαννοὺ ἐξῆλθε τῆς Πράγματι, μετά από λίγο, αφού η Γιαννού βγήκε από την
κρύπτης, καὶ βαίνουσα παρὰ τὸ ρεῦμα ἔνευεν ἐδῶ κ' ἐκεῖ κρύπτη, και περπατώντας παράλληλα με το ρεύμα κοίταζε
ἀναζητοῦσα βότανα, ἐπλησίασε τὸ κοπάδι τῶν προβάτων εδώ κι εκεί αναζητώντας βότανα, πλησίασε το κοπάδι των
μεικτὸν μετὰ τινων αἰγῶν καὶ ὁ βοσκὸς ἐνεφανίσθη. Ἡ προβάτων μεικτό με μερικές κατσίκες και εμφανίστηκε και ο
Γιαννοὺ τὸν ἀνεγνώρισεν ἀμέσως. Ἤτον ὁ καλούμενος βοσκός. Η Γιαννού τον αναγνώρισε αμέσως. Ήταν αυτός που
Γιάννης Λυρίγκος. Ἅμα εἶδε τὴν γραίαν, ἄρχισε νὰ τον έλεγαν Γιάννη Λυρίγκο. Μόλις είδε τη γριά, άρχισε να
φωνάζει μακρόθεν:. φωνάζει από μακριά:.
- Καὶ ποὺ σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, θεια-Γαρουφαλιὰ (Ὁ — Και πού σε αυτόν τον κόσμο, θεία-Γαρουφαλιά (Ο
Λυρίγκος ἀνεγνώρισε τὸ πρόσωπον, ἀλλά, φαίνεται, δὲν Λυρίγκος αναγνώρισε το πρόσωπο, αλλά, φαίνεται, δεν
ἐνθυμεῖτο καλῶς τὸ ὄνομα). Καλὰ ποὺ σ' ηὔρα!. Ὁ Θεὸς σ' θυμόταν καλά το όνομα). Καλά που σε βρήκα!. Ο Θεός σε
ἔστειλε!. έστειλε!.
- Τί νὰ τρέχη; εἶπε μέσα της ἡ Φραγκογιαννού. Κάτι — Τι να τρέχει; είπε μέσα της η Φραγκογιαννού. Κάτι θέλει
θέλει νά μου πῆ. Βέβια, ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ ἔχη ἀκούσει να μου πει. Βεβαίως, ο άνθρωπος δεν θα έχει ακούσει τίποτα
τίποτα γιὰ τὰ πάθια τὰ δικά μου.. για τα πάθη τα δικά μου..
- Ξέρεις τίποτα, θεια-Γαρουφαλιά; ἐπανέλαβεν ὁ — Ξέρεις τίποτα, θεία-Γαρουφαλιά; επανέλαβε ο Λυρίγκος
Λυρίγκος πλησιέστερον ἐρχόμενος.. ερχόμενος πιο κοντά..
- Τί νὰ ξέρω, γυιέ μου; εἶπεν ὑποκριτικῶς ἡ — Τι να ξέρω, γιο μου; είπε με υποκρισία η
Φραγκογιαννού, ἀπέχουσα νὰ ἐξαγάγη τὸν ἄνθρωπον ἐκ Φραγκογιαννού, αποφεύγοντας να βγάλει τον άνθρωπο από
τῆς πλάνης ὅσον ἀφορᾶ τὸ βαπτιστικὸν τῆς ὄνομα, εἴτε την πλάνη όσον αφορά το βαπτιστικό της όνομα, και είπε: —
ἐπέφερεν: - Ἀπὸ τὰ ψὲς λείπω ἀπ' τὸ χωριό. Ἦρθα νὰ Από τα ψες λείπω απ' το χωριό. Ήρθα να μαζώξω βότανα
μαζώξω βότανα στὰ ρέματα.. στα ρέματα..
- Ἄκουσε θεια-Γαρουφαλιά, ἐπανέλαβε μὲ ἁπλότητα ὁ — Άκουσε θεια-Γαρουφαλιά, επανέλαβε με απλότητα ο
ἄνθρωπος. Ἀπόψε γεννήσαμε, στὸ καλύβι.. άνθρωπος. Απόψε γεννήσαμε, στο καλύβι..
- Γεννήσατε;. — Γεννήσατε;.
- Σπαργανίσαμε! Εἶναι τὸ τρίτο κοριτσάκι πού μας ἦρθε — Σπαργανίσαμε! Είναι το τρίτο κοριτσάκι που μας ήρθε
στὰ πέντα χρόνια. ὅλο κοριτσούδια, τὸ ἔρμο!. στα πέντα χρόνια. Όλο κοριτσούδια, να πάρει η ευχή!.
- Νά σας ζήση! εἶπεν ἡ γραία. Καλὴ σαράντιση τῆς — Να σας ζήση! είπε η γριά. Καλή σαράντιση της φαμίλιας
φαμιλιᾶς σου!. σου!.
- Ὡς τόσο, τὸ κοριτσάκι ἦρθε στὸν κόσμο ἄρρωστο, κι — Ως τόσο, το κοριτσάκι ήρθε στον κόσμο άρρωστο, κι όλο
ὅλο κλαίει, καὶ στὸ βυζὶ δὲν κολλάει. Κ' ἡ μάννα του ἡ κλαίει, και στο βυζί δεν κολλάει. Κ' η μάννα του η καψερή,
καψερή, τόσο καλὰ δὲν εἶναι. Ὅλο κάψη καὶ σεκλέτι, τὸ τόσο καλά δεν είναι. Όλο κάψη και σεκλέτι, να παρει η ευχή!.
ἔρμο!.
- Ἀλήθεια;. — Αλήθεια;.
- Νὰ ἤθελες νά μας ἔκανες τὴ χάρη, νὰ περνοῦσες ἀπ' τὸ — Να ήθελες να μας έκανες τη χάρη, να περνούσες απ' το
καλύβι, νὰ ἔκανες κανένα ψευτογιατρικό, θεια- καλύβι, να έκανες κανένα ψευτογιατρικό, θεια-Γαρουφαλιά;.
Γαρουφαλιά;. Ἐκείνη ἡ πεθερά μου δὲ φελάει τίποτα, τί Εκείνη η πεθερά μου δε αξίζει τίποτα, τί να σου κάμει;.
σου κάμη;.
- Μὰ τώρα κοντεύει νὰ νυχτώση. εἶπε μὲ ὑποκρισίαν ἡ — Μα τώρα κοντεύει να νυχτώσει. είπε με υποκρισία η
Φραγκογιαννού.. Φραγκογιαννού..
Καὶ μέσα τῆς ἔλεγε: «Τὸ ριζικό μου εἶναι πλιό! Ὢχ Θέ Και μέσα της έλεγε: «Το ριζικό μου είναι πια! Ωχ Θε μου!».
μου!».
- Ἂς νυχτώση. Ἂν θέλης, κοιμᾶσαι στὸ καλύβι.. — Ας νυχτώσει. Αν θέλεις, κοιμάσαι στο καλύβι..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐστάθη ὡς νὰ ἐδίσταζεν. Ἀλλ' ἤτον Η Φραγκογιαννού στάθηκε σαν να δίσταζε. Αλλ' ήταν
ἑτοίμη νὰ συναινέση.. έτοιμη να δεχτεί..
Τὴν ἰδίαν στιγμήν, μὲ τὴν τελευταίαν ἀκτίνα τοῦ ἡλίου, Την ίδια στιγμή, με την τελευταία ακτίνα του ήλιου, η
ἥτις ἐχρύσωνε τὴν κορυφὴν τοῦ ἀνατολικοῦ λόφου μὲ τοὺς οποία χρυσοστόλισε την κορυφή του ανατολικού λόφου με
ἐλαιώνας τοὺς πολλούς, κ' ἔκαμνε νὰ στίλβη τὸ φύλλωμα τους πολλούς ελαιώνες, και έκανε να λάμψει το φύλλωμα των
τῶν ἐλαίων, ἐφάνησαν δυὸ ἄνθρωποι κατερχόμενοι ελιών, εμφανίστηκαν δύο άνθρωποι να κατεβαίνουν
δρομαῖοι ἀπὸ ἕνα μονοπάτι μεταξὺ δυὸ ἐλαιώνων.. τρέχοντας από ένα μονοπάτι μεταξύ δύο ελαιώνων..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ τοὺς εἶδε πρώτη κ' ἐτρόμαξεν. Ὁ Η Φραγκογιαννού τους είδε πρώτη και τρόμαξε. Ο ήλιος, ο
ἥλιος, ὅστις κατέλαμπε τὰ φύλλα, ἔκαμνε νὰ γυαλίζουν καὶ οποίος φώτιζε δυνατά τα φύλλα, έκανε να γυαλίζουν και τα
τὰ κομβία τῆς στολῆς των τὰ πρὸ μακροῦ χρόνου κουμπιά της στολής τους, που τα αγυάλιστα από καιρό. Ήταν
ἀγυάλιστα. Ἦσαν οἱ χωροφύλακες.. οι χωροφύλακες..
Πάραυτα ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔστρεφε τὰ νῶτα πρὸς τὸν Αμέσως η Φραγκογιαννού γύρισε την πλάτη στον Γιάννη
Γιάννην τὸν Λυρίγκον, κ' ἔτρεξε πρὸς τὴν ρίζαν τοῦ τον Λυρίγκο, και έτρεξε προς την ρίζα του πετρώδους
πετρώδους βουνοῦ, πρὸς δυσμάς.. βουνού, προς τα δυτικά..
Ὁ βοσκὸς ἐφώναξεν ἔκπληκτος:. Ο βοσκός φώναξε έκπληκτος:.
- Ποῦ πᾶς, θεια-Γαρουφαλιά;. — Πού πας, θεια-Γαρουφαλιά;.
- Σιώπα! παιδί μου, τοῦ ἐσύριξεν ἔντρομος ἡ γυνή, ἂν — Σώπα! παιδί μου, του σφύριξε έντρομη η γυναίκα, αν
ἀγαπᾶς τὸν Χριστό! Ἔρχονται ταχτικοί!. Νὰ μὴν πὴς πὼς αγαπάς τον Χριστό! Έρχονται ταχτικοί!. Να μην πεις πως με
μὲ εἶδες!. είδες!.
- Ταχτικοί;. — Ταχτικοί;.
- Νὰ μὴ μὲ μαρτυρήσεις, παιδί μου, χάνομαι! Ἡσύχασε!. — Να μην με μαρτυρήσεις, παιδί μου, χάνομαι! Ησύχασε!.
Ἂν γλυτώσω τώρα, τὴν νύχτα θά' ρθῶ στὸ καλύβι σας.. Αν γλυτώσω τώρα, την νύχτα θα έρθω στο καλύβι σας..
Καὶ ἀφοῦ ἔβγαλε τὰ πασουμάκια της, τὰ ὁποῖα Και αφού έβγαλε τα παπούτσια της, τα οποία τα είχε
ἐξερχομένη ἀπὸ τὴν γούρναν εἶχε φορέσει, καὶ τὰ ἔρριψε φορέσει φεύγοντας από τη γούρνα, και τα έριξε μέσα στο
μέσα στὸ καλάθι, ἄρχισε ν' ἀναρριχᾶται ἐλαφρὰ πατοῦσα, καλάθι, άρχισε να αναρριχάται πατώντας ελαφρά, ξυπόλητη,
ἀνυπόδητη, μὲ τὸ καλάθι της περὶ τὸν ἀριστερὸν ἀγκώνα, με το καλάθι της γύρω τον αριστερό αγκώνα, με το ραβδί της
μὲ τὸ ραβδί της εἰς τὴν χείρα τὴν δεξιάν, τὸν κρημνὸν τὸν στο δεξί της χέρι, στον ανηφορικό γκρεμό όπου μόνον τα λίγα
ἀνωφερῆ, ὅπου μόνον τὰ ὀλίγα ἐρίφια, ὅσα ἦσαν μεταξὺ κατσίκια, όσα ήταν ανάμεσα στα πρόβατα του Λυρίγκου, θα
τῶν προβάτων τοῦ Λυρίγκου, θὰ ἠδύναντο ν' μπορούσαν να σκαρφαλώσουν..
ἀναρριχηθώσι..
Μετ' ὀλίγα δευτερόλεπτα, ἀφοῦ ἀνῆλθεν εἰς ὕφος ὀλίγων Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, αφού ανέβηκε σε ύψος λίγων
ὀργυιῶν, ἐκρύπτετο ὄπισθεν τοῦ πρώτου προέχοντος οργιών, κρύφτηκε πίσω από τον πρώτο προεξέχοντα βράχο
βράχου, κ' ἐγίνετο ἄφαντη.. και εξαφανίστηκε..
Εὐθὺς κατόπιν οἱ δυὸ χωροφύλακες, οἵτινες διὰ νὰ Αμέσως μετά, οι δύο χωροφύλακες, οι οποίοι για να
φθάσουν ἕως τὸ μέρος ὅπου εὑρίσκετο ὁ βοσκὸς ἧτο φτάσουν στο μέρος όπου βρισκόταν ο βοσκός έπρεπε να
ἀνάγκη νὰ χαμηλώσουν καὶ διέλθουν τὸ ρεῦμα, μεταξὺ τῆς χαμηλώσουν και να περάσουν το ρεύμα, ανάμεσα στην πυκνή
πυκνῆς λόχμης -καὶ τὴν περίστασιν ταύτην εἶχεν βλάστηση - και αυτή την ευκαιρία είχε εκμεταλλευτεί η
ἐπωφεληθῆ ὅπως φύγη ἡ Φραγκογιαννού- ἔφθασαν Φραγκογιαννού για να φύγει - έφτασαν κοντά στον Λυρίγκο.
πλησίον τοῦ Λυρίγκου. Ὁ βοσκὸς ἐν τῷ μεταξὺ ἐκοίταζε τὰ Ο βοσκός εν τω μεταξύ κοίταζε τα αιγοπρόβατά του, τα
αἰγοπρόβατά του, τὰ ἐφώναξε: «Τίβι! τίβι!. ὅι! ὅι!.» φώναξε: «Τίβι! τίβι!. όι! όι!.» Προσπάθησε να τα μαζέψει και
Ἐπροσπάθει νὰ τὰ συμμαζέψη καὶ τὰ φέρη πρὸς τὸν να τα πάει προς τον ανήφορο, για να τα οδηγήσει προς την
ἀνήφορον, διὰ νὰ τὰ ὀδήγηση πρὸς τὴν ράχιν τὴν νότια ράχη, όπου βρισκόταν η στάνη του..
μεσημβρινήν, ὅπου εὑρίσκετο ἡ στάνη του..
Οἱ δυὸ ἄνδρες ἐχαιρέτησαν τὸν Λυρίγκον. Εἴτε τὸν Οι δύο άνδρες χαιρέτισαν τον Λυρίγκο. Ήθελαν να τον
ἠρώτησαν ἂν εἶδε «κείνη τὴν παλιογυναίκα, πὼς τὴν λέν, ρωτήσουν αν είδε «εκείνη την παλιογυναίκα, πώς την λένε, τη
τὴν Φραγκογιαννού».. Φραγκογιαννού»..
Ὁ Λυρίγκος εἶπεν ὄχι.. Ο Λυρίγκος είπε όχι..
Ὁ εἰς τῶν χωροφυλάκων ὕβρισε τὸν βοσκόν.. Ένας από τους χωροφύλακες έβρισε τον βοσκό..
- Ψέματα λές! Ἐγὼ τὴν εἶδα!.. Ψέματα λες! Εγώ την είδα!..
Οὔτε ἐπέμενεν ὅτι εἶχεν ἰδεῖ τὸν ἴσκιον, τὸν «διακαμόν» Αυτός επέμενε ότι είχε δει τον ίσκιο, τη φευγαλέα λάμψη,
ἢ τὸ «διάνεμα», καθὼς ἔλεγε, τῆς γραίας, ν' ἀναρριχᾶται ὡς την αμυδρή παρουσία καθώς έλεγε της γριάς να σκαρφαλώνει
γάττα εἰς τὸ ὕψος τοῦ κρημνοῦ. Ὁ ἄλλος δὲν εἶχεν ἰδεῖ σαν γάτα στο ύψος του γκρεμού. Ο άλλος ούτε είχε δει ούτε
οὔτε ἰσχυρίζετο τίποτε.. ισχυρίζονταν τίποτα..
Ὁ πρῶτος, μὲ τὰ τσαρούχια του, ἐδοκίμασε ν' Ο πρώτος χωροφύλακας, με τα τσαρούχια του,
ἀναρριχηθῆ εἰς τὸν βράχον. Ἀλλὰ μετὰ τρία βήματα προσπάθησε να ανέβει στον βράχο. Αλλά μετά από τρία
κατεκρημνίσθη κ' ἔπεσε, κτυπήσας ἐλαφρῶς εἰς τὸ γόνυ.. βήματα γλίστρησε και έπεσε, χτυπώντας ελαφρά το γόνατό
του..
Ἐκεῖ ὅπου εἶχεν ἀναβῆ ἡ Φραγκογιαννού, ἧτο τὸ Το μέρος όπου είχε ανέβει η Φραγκογιαννού ήταν το βουνό
βουνὸν τοῦ Κουρούπη, βορεινόν, βραχῶδες, ἀπάτητον, καὶ του Κουρούπη, βορινό, βραχώδες, απροσπέλαστο, και τα
τοὺς πόδας τοῦ ἐφίλει καὶ ἔπληττε τὸ κύμα τοῦ πελάγους. κύματα της θάλασσας φιλούσαν και χτυπούσαν τα πόδια του.
Ἡ θέα ἠνοίγετο πρὸς τὴν ἀκτὴν τῆς Μακεδονίας, τὴν Η θέα άνοιγε προς την ακτή της Μακεδονίας, τη Χαλκιδική
Χαλκιδικήν, καὶ τὸν μέγαν Ἄθωνα.. και τον Άθωνα..
Ἡ θέσις ὅπου ἔφθασεν ἡ καταδιωκομένη γυνὴ ἐκαλεῖτο Η θέση όπου έφτασε η καταδιωκόμενη γυναίκα
τὸ Κοχύλι. Ἀνθρώπινος ποὺς σπανίως ἐπάτει ἐκεῖ. Μόνον ονομαζόταν το Κοχύλι. Ανθρώπινο πόδι σπάνια πατούσε
ὅταν ἀπεπλανάτο ἢ «ἐβραχώνετο» καμμιὰ γίδα, τότε εκεί. Μόνο όταν χανόταν ή παγιδευόταν στον βράχο κάποια
κανεὶς βοσκὸς ἐρριψοκινδύνευε ν' ἀνέλθη πρὸς τὴν ἄβατον γίδα, τότε κάποιος βοσκός ρίσκαρε να ανέβει στην
ἐκείνην σκοπιᾶν. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἀνεκάλυψε μικρὸν απροσπέλαστη εκείνη σκοπιά. Η Φραγκογιαννού ανακάλυψε
σπήλαιον, ὅλον ἀνοικτὸν εἰς τὴν θέαν τοῦ πελάγους, τὸ ένα μικρό σπήλαιο, όλο ανοιχτό στη θέα της θάλασσας, το
ὁποῖον ἧτο το κυρίως Κοχύλι, κ' ἐκάθισεν ἀνέτως εἰς τὴν οποίο ήταν το κυρίως Κοχύλι, και κάθισε άνετα στην αγκαλιά
χιβάδα ἐκείνην. Ἧτο σχεδὸν βεβαία ὅτι οἱ διῶκται της δὲν του. Ήταν σχεδόν σίγουρη ότι οι διώκτες της δεν θα έφταναν
θὰ τὴν ἔφθανον ἐκεῖ. Ἐὰν τυχὸν κανεὶς ἀπ' αὐτοὺς ἧτο εκεί. Εάν τυχόν κάποιος από αυτούς ήταν τόσο δυνατός,
τόσον «μάννας γυιός», ὥστε ν' ἀποφασίση καὶ νὰ ώστε να αποφασίσει και να καταφέρει να ανέβει στον βράχο,
κατορθώση ν' ἀναρριχηθῆ εἰς τὸν βράχον, αὐτὴ εἶχεν εκείνη είχε έτοιμη και την υποχώρηση. Γνώριζε ένα άλλο
ἑτοίμην καὶ τὴν «ὑποχώρησιν». Ἐγνώριζεν ἐν ἄλλο μονοπάτι, μέσα από την διπλή κορυφή του πετρώδους
μονοπάτι, ἔσωθεν τῆς διπλῆς κορυφῆς τοῦ πετρώδους βουνού, που χώριζε σε δύο τις συστάδες των βράχων, το
βουνοῦ, σχίζον εἰς δυὸ τὰς συστάδας τῶν βράχων, τὸ οποίο, γνωστό μόνο στους αιγοβοσκούς των περιοχών αυτών,
ὁποῖον, γνωστὸν εἰς μόνους τοὺς αἰγοβοσκοὺς τῶν μερῶν οδηγούσε απευθείας στα μαντριά και τις κατοικίες τους..
τούτων, ἔφερε κατ' εὐθείαν εἰς τὰς μάνδρας καὶ τὰς
κατοικίας των..
Ἐκάθισεν εἰς τὴν κόγχην τοῦ βράχου, κάτω ἀπὸ τοὺς Κάθισε στην αγκαλιά του βράχου, έχοντας κάτω από τα
πόδας τῆς ἔχουσα τὴν βοὴν καὶ τὴν μελωδίαν τῶν πόδια της τους ήχους και τη μελωδία των κυμάτων, και πάνω
κυμάτων, καὶ ἄνω τῆς κεφαλῆς τῆς ἤκουε τὴν κλαγγὴν τῶν από το κεφάλι της άκουγε το κράξιμο των αετών και τους
ἀετῶν καὶ τοὺς κρωγμοὺς τοῦ ἱέρακος. Καθὼς ἠπλώθη ἡ σκουξίματα του γερακιού. Καθώς έπεσε η νύχτα, το άπειρο
νύκτα, ἐφεγγοβόλησεν ἀπὸ ἄστρα τὸ ἀχανὲς στερέωμα, καὶ στερέωμα πλημμύρισε από το φως των αστεριών, και ο
ὁ ἀὴρ ὁ εὐώδης θὰ ἤτον ἱκανὸς νὰ βαλσαμώση καὶ αὐτὰ ευωδιαστός αέρας θα μπορούσε να βαλσαμώσει ακόμα και τα
τῆς γυναικὸς ταύτης τὰ «πάθια». Τὸ κογχυλοειδὲς ἄντρον βάσανα αυτής της γυναίκας. Το σπήλαιο που είχε σχήμα
ἧτο μόνον ὡς τρία μπόια ἄνω ἀπὸ τὸ κύμα, ἀλλ' ὁ βράχος κοχυλιού ήταν μόνο τρία ανθρώπινα ύψη πάνω από το κύμα,
ἕως κάτω ἧτο τόσον κάθετος, ὥστε ἀδύνατον ἧτο «βροτὸς αλλά ο βράχος κάτω ήταν τόσο κάθετος, ώστε ήταν αδύνατον
ἀνήρ» ν' ἀνέλθη ἢ νὰ κατέλθη. Ἧτο θέσις καλὴ μόνον διὰ για ένα «κοινό θνητό» να ανέβει ή να κατέβει. Ήταν μια θέση
νὰ πέση τις εἰς τὴν θάλασσαν νὰ πνιγή, ἐὰν τὸ εἶχεν κατάλληλη μόνο για να πέσει κάποιος στη θάλασσα να πνιγεί,
ἀποφασίσει.. αν το είχε αποφασίσει..
Ἡ γραία ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ καλάθι της τὰ ὀλίγα παξιμάδια, Η γριά έβγαλε από το καλάθι της τα λίγα παξιμάδια που
ὅσα τῆς εἶχον μείνει, ἐλαίας καὶ τυρίον, κ' ἐδείπνησεν. της είχαν μείνει, ελιές και τυρί, και έφαγε. Ευτυχώς το φλασκί
Εὐτυχῶς τὸ φλασκὶ τῆς ἧτο γεμάτο νερόν, ἐπειδὴ τὸ της ήταν γεμάτο νερό, επειδή το απόγευμα το είχε γεμίσει από
δειλινὸν τὸ εἶχε γεμίσει ἀπὸ τὴν γούρναν.. τη γούρνα..
Ἔκλεισε τὰ ὄμματα, καὶ ἤρχισε νὰ ναναρίζεται μόνη της, Έκλεισε τα μάτια της και άρχισε να νανουρίζεται μόνη της,
ὑποψιθυρίζουσα ἕνα τραγούδι ὠσὰν μοιρολόγι, ἀλλὰ δὲν ψιθυρίζοντας ένα τραγούδι σαν μοιρολόγι, αλλά δεν είχε
εἶχεν ὕπνον. Ἐπανῆλθον πάλιν καὶ τῆς ἔστησαν πολιορκίαν ύπνο. Ξανα ήρθαν και της έστηναν πολιορκία οι φόβοι και τα
οἱ φόβοι καὶ τὰ φαντάσματα. Τὸν κλαυθμυρισμὸν ἐκεῖνον φαντάσματα. Το κλάμα εκείνο του παιδιού το άκουγε συχνά
τοῦ νηπίου τὸν ἤκουε συχνὰ μέσα της, βαθιὰ στὰ σωθικά μέσα της, βαθιά στα σωθικά της. Το μυστηριώδες αυτό κλάμα
της. Τὸ μυστηριῶδες τοῦτο κλαῦμα ματαίως ἐδοκίμαζε νὰ μάταια προσπαθούσε να το κατασιγάσει με το τραγούδι το
κατασιγάση μὲ τὸ ἄσμα τὸ παραπονετικὸν καὶ ρεμβῶδες, παραπονετικό και συναισθηματικό που ψιθύριζε:.
τὸ ὁποῖον ὑπεψιθύριζε:.
Μαννούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω,. Μαννούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω,.
του ριζικού μου ἀπὸ μακριὰ τὴν πόρτα ν' ἀγναντέψω.. τον ριζικού μου από μακριά την πόρτα ν' αγναντέψω..
Στὸ σκοτεινὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω,. Στο σκοτεινό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,.
κ' κεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου, καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.. κ' κεί να βρω τη μοίρα μου, και να την ερωτήσω..
Τῆς ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν ὅτι, ἴσως οἱ «ταχτικοί» νὰ τὴν Της ήρθε στο μυαλό ότι ίσως οι χωροφύλακες να την
ἐκυνήγουν καὶ τὴν νύκτα ἀκόμη. Ἐὰν αὐτοὶ ἀνήρχοντο κυνηγούν και τη νύχτα ακόμη. Εάν αυτοί ανέβουν επάνω,
ἐπάνω, εἰς τὰ μανδριὰ τῶν βοσκῶν, κ' ἔμεναν ἐκεῖ νὰ στα μαντριά των βοσκών, και μείνουν εκεί να
διανυκτερεύσουν;. Μήπως δὲν εἶχαν χλωρὴν μυζήθραν οἱ διανυκτερεύσουν;. Μήπως οι βοσκοί δεν είχαν νωπή
βοσκοί, ἢ μήπως δὲν εἶχαν γάλα καὶ στρογγυλιάτα, ἢ μυζήθρα, ή μήπως δεν είχαν γάλα και στρογγυλά ψωμάκια, ή
ἀκόμα καὶ κόττες διὰ στραγγάλισμα καὶ ψήσιμον, εἰς ακόμα και κότες για στραγγάλισμα και ψήσιμο σε πρόχειρη
πρόχειρον ξυλίνην σούβλαν; Ἐὰν τυχὸν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ξύλινη σούβλα; Εάν τυχόν κάποιος από τους βοσκούς
βοσκοὺς ἐγελάτο, κ' ἐδείκνυεν εἰς τοὺς χωροφύλακας τὸ μιλήσει, και δείξει στους χωροφύλακες το μέσα μονοπάτι,
μέσα μονοπάτι, τότε ἡ ἀποχώρησίς της δὲν θὰ ἐκόπτετο; τότε η αποχώρησή της δεν θα διακοπεί; Και ήταν απείρως πιο
Καὶ ἧτο ἀπείρως δυσκολώτερον νὰ καταβή, ὁπόθεν ἀνέβη, δύσκολο να κατέβει από εκεί που ανέβηκε, εκτός αν γινόταν
ἐκτὸς ἂν ἐγίνετο πτερόπους κ' ἔφευγε.. φτεροπόδαρη και έφευγε..
Εἶχε μέγα ἐνδιαφέρον νὰ ἐμάνθανε τί τοῦ εἶπαν τοῦ Την έτρωγε η περιέργεια να μάθει τι είπαν οι δύο
Λυρίγκου οἱ δυὸ «ταχτικοί», καὶ τί αὐτὸς εἶπε. Τὸ καλύβι «ταχτικοί» στον Λυρίγκο και τι τους είπε αυτός. Το καλύβι
τοῦ Λυρίγκου, τὸ ἐγνώριζε, ἤτον ἐπάνω στὴν ράχιν, του Λυρίγκου, το γνώριζε, ήταν πάνω στη ράχη, πίσω από το
ὄπισθεν τοῦ βουνοῦ, καὶ ἀπεῖχεν ὡς εἴκοσι λεπτὰ τῆς ὥρας. βουνό, και απείχε περίπου είκοσι λεπτά της ώρας. Τώρα,
Τώρα, βέβαια, ὁ Λυρίγκος θὰ εἶχε μάθει τὸ διατὶ αὐτὴ βέβαια, ο Λυρίγκος θα είχε μάθει το γιατί αυτή
κατεδιώκετο νὰ συλληφθῆ καὶ διὰ ποιὰν πράξιν καταδιώκονταν για να συλληφθεί και για ποια πράξη
κατηγορεῖτο. Καὶ μὲ τί μούτρα νὰ παρουσιασθῆ, τότε, στὸ κατηγορείται. Και με τι μούτρα να παρουσιαστεί, τότε, στο
καλύβι αὐτή; Ἀλλὰ πιθανὸν ὁ ἴδιος νὰ μὴν ἐκοιμάτο στὸ καλύβι; Αλλά πιθανόν ο ίδιος να μην κοιμάται στο καλύβι,
καλύβι, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὴν μάνδραν τῆς ἀγέλης του, ἥτις αλλά μάλλον στο μαντρί του κοπαδιού του, το οποίο θα
θὰ εὑρίσκετο ἐκεῖ κάπου, ὄχι πολὺ μακράν. Καὶ τότε αὐτὴ βρισκόταν εκεί κάπου, όχι πολύ μακριά. Και τότε αυτή θα
θὰ εὕρισκε τὰς δυὸ γυναίκας, τὴν λεχὼ καὶ τὴν μητέρα της, έβρισκε τις δύο γυναίκες, τη λεχώνα και τη μητέρα της, θα τις
θὰ τὰς ἐξάφνιζε. Τί νὰ κάμη; Ποιὰν ἀπόφασιν νὰ λαβή;. ξάφνιαζε. Τι να κάνει; Ποια απόφαση να πάρει;.
Ἀπεναρκώθη, καὶ χωρὶς νὰ κοιμᾶται ἐντελῶς, Αποναρκώθηκε, και χωρίς να κοιμάται εντελώς,
ὠνειρεύετο. Τῆς ἐφάνη ὅτι εὑρίσκετο ἀλλοῦ, εἰς ἄλλον ονειρευόταν. Της φάνηκε ότι βρισκόταν αλλού, σε άλλο τόπο.
τόπον. Σιμὰ εἰς τὸν Ἀϊ-Γιάννην τὸν Κρυφόν, ἐκεῖνον τὸν Συγκεκριμένα στον Αϊ-Γιάννη τον Κρυφό, εκείνον τον Άγιο
Ἁγιον ὅστις ἐγιάτρευε τοὺς κρυφοὺς πόνους, κ' ἐδέχετο τὴν που γιάτρευε τους κρυφούς πόνους, και δεχόταν την
ἐξαγόρευσιν τῶν κρυφῶν ἁμαρτιῶν. ἐκεῖ ἔξαφνα εὑρέθη. εξομολόγηση των κρυφών αμαρτιών. εκεί ξαφνικά βρέθηκε.
Ἀντίκρυζε τὸν κῆπον τοῦ Περιβολᾶ, μὲ τὴν γυναίκα τὴν Αντίκρυζε τον κήπο του Περιβολά, με τη γυναίκα που ήταν
κατάκλειστον εἰς τὴν καλύβην, τὴν ἄρρωστην. Ἔβλεπε τὴν κλεισμένη στην καλύβα, την άρρωστη. Έβλεπε την πόρτα του
θύραν τοῦ φραγμένου κήπου, τὸ πηγάδι, τὴν στέρναν, τὸ φραγμένου κήπου, το πηγάδι, τη στέρνα, το μάγγανο. Άκουσε
μάγγανον. Ἤκουσεν εὐκρινῶς νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν καθαρά να βγαίνει από τη στέρνα μία βαθιά, πολύ βαθιά,
στέρναν μία βαθεία, πολὺ βαθεία, ἀλλόκοτος βοή. αλλόκοτη βοή. Ταράζονταν το νερό της στέρνας, με
Ἐταράσσετο τὸ νερὸν τῆς στέρνας, μὲ παφλασμὸν παφλασμό τρικυμίας, φώναζε, και σχεδόν μιλούσε ως
τρικυμίας, ἐφώναζε, καὶ σχεδὸν ὡμίλει ὡς ἄνθρωπος. Αὐτὴ άνθρωπος. Αυτή διέκρινε ξεκάθαρα τη λέξη την οποία
διέκρινεν ἐναργὼς τὴν λέξιν τὴν ὁποίαν ἐπρόφερε τὸ πρόφερε εκείνο το νερό που μιλούσε: «Φόνισσα!. Φόνισσα!.».
λαλοῦν ἐκεῖνο νερόν: «Φόνισσα!. Φόνισσα!.».
Ἀνετινάχθη φρίσσουσα, ἐξύπνησε, καὶ διετύπωσε πρὸς Σηκώθηκε τρέμοντας, ξύπνησε, και διατύπωσε προς τον
ἑαυτήν, ὡς εἰς παραμίλημα πυρετού, μίαν ἀλλόκοτον εαυτό της, σαν σε παραλήρημα πυρετού, μια παράξενη
ἐρώτησιν: «Τάχα τὸ αἷμα τὸ πνιγμένο φωνάζει, ὅπως καὶ τὸ ερώτηση: «Τάχα το αίμα το πνιγμένο φωνάζει, όπως και το
αἷμα ποῦ χύθηκε;». αίμα που χύθηκε;».
Εἴτα εὐθὺς συνῆλθεν εἰς ἑαυτήν, ἐδοκίμασε πάλιν νὰ Έπειτα αμέσως ξανάρθε στον εαυτό της, προσπάθησε ξανά
προφέρη τῆς προσευχῆς τὰ καταπραϋντικὰ λόγια: «Κύριε να προφέρει τα καταπραϋντικά λόγια της προσευχής: «Κύριε
Ἰησοῦ.» Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἀνεπόλησε τὰ λησμονημένα Ιησού.» Την ίδια στιγμή αναπόλησε τα ξεχασμένα λόγια ενός
λόγια ἑνὸς τροπαρίου, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει πολλὰς τροπαρίου, το οποίο είχε ακούσει πολλές φορές στη νεότητά
φορὰς εἰς τὴν νεότητά της νὰ ψάλλη ἕνας γέρων ἱερεύς: της να ψάλλει ένας γέρος ιερέας: «Ιησού γλυκύτατε Χριστέ.
«Ἰησοῦ γλυκύτατε Χριστέ. Ἰησοῦ μακρόθυμε!». Ιησού μακρόθυμε!».
Τότε εὐθὺς τῆς ἦλθε πάλιν ὁ ὕπνος, βαθὺς καὶ Τότε αμέσως της ήρθε ξανά ο ύπνος, βαθύς και
διαρκέστερος. Καὶ τότε ὠνειρεύθη οἰονεῖ ὅτι ἐξαναέζη διαρκέστερος. Και τότε ονειρεύτηκε σαν να ξαναζούσε όλη
ὅλην τὴν περασμένην ζωήν της. Καὶ παραδόξως, μέσα εἰς την περασμένη της ζωή. Και κατά περίεργο τρόπο, μέσα στον
τὸν ὕπνον της, ἔβλεπε τὰ ἐπίλοιπα ἐκ τῶν ὀνείρων τῆς ύπνο της, έβλεπε τα υπόλοιπα από τα όνειρα της
παρελθούσης ἡμέρας. Ἔβλεπεν ὄχι πλέον ὅτι ὑπανδρεύετο προηγούμενης ημέρας. Έβλεπε όχι πλέον ότι παντρευόταν ή
ἢ προικίζετο, ἀλλὰ ὅτι ἐγέννα, καὶ τῆς ἐφάνη ὅτι εἶχε καὶ προικιζόταν, αλλά ότι γεννούσε, και της φάνηκε ότι είχε και
τὰς τρεῖς κόρας τῆς συγχρόνως, τὴν Δελχαρῶ, τὴν τις τρεις κόρες της ταυτόχρονα, τη Δελχαρώ, την Αμέρσαν
Ἀμέρσαν καὶ τὴν Κρινιῶ, μικράς, σχεδὸν ὀμήλικας ὡς νὰ και την Κρινιώ, μικρές, σχεδόν ομήλικες σαν να ήταν
ἦσαν τρίδυμοι. Ὅτι αἱ τρεῖς, κρατούμεναι ἐκ τῶν χειρῶν, τρίδυμες. Ότι οι τρεις, κρατώντας τα χέρια, στέκονταν
ἵσταντο ἔμπροσθέν της, καὶ τῆς ἐζήτουν θωπείας, μπροστά της, και της ζητούσαν χάδια, αγκαλιές και φιλιά.
ἀσπασμοὺς καὶ φιλεύματα. Αἴφνης, τὰ πρόσωπά των, Ξαφνικά, τα πρόσωπά τους, αλλοιωμένα, δεν έμοιαζαν πλέον
ἀλλοιωθέντα, δὲν ὠμοίαζαν πλέον ὡς τῶν τριῶν με εκείνα των τριών κορών της, αλλά απέκτησαν όλα τα
θυγατέρων της, ἀλλὰ προσέλαβον ὅλους τοὺς χαρακτήρας χαρακτηριστικά των τριών εκείνων κοριτσιών, των
τῶν τριῶν ἐκείνων κορασίων, τῶν πνιγμένων, καί, ὡς πνιγμένων, και, σαν κομπολόι, κρεμάστηκαν ξαφνικά από το
κομβολόγιον ἐκρεμάσθησαν αἴφνης ἀπὸ τὸν λαιμόν της.. λαιμό της..
- Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ματούλα, ἔλεγεν ἡ μία. - Κ' ἐγὼ ἡ — Εγώ είμαι η Ματούλα, έλεγε η μία. — Κ' εγώ η
Μυλσούδα, ἡ μικλή, ἐψέλλιζεν ἡ ἄλλη. - Κ' ἐγὼ εἶμαι ἡ Μυλσούδα, η μικλή, ψέλλιζε η άλλη. — Κ' εγώ είμαι η
Ξενούλα, ἔλεγεν ἡ τρίτη. - Φίλησέ μας! - Πάρε μας! - Ἡμεῖς Ξενούλα, έλεγε η τρίτη. — Φίλησε μας! — Πάρε μας! — Εμείς
τὰ κορίτσια σου! - Ἐσύ μας γέννησες, μᾶς ἔκαμες! - Μᾶς τα κορίτσια σου! — Εσύ μας γέννησες, μας έκαμες! — Μας
γέννησε. στὸν ἄλλο κόσμο, ἐπρόσθεσε σαρκαστικῶς ἡ γέννησε. στον άλλο κόσμο, πρόσθεσε σαρκαστικά η Ξενούλα.
Ξενούλα. - Χόρεψέ μας! - Δῶσε μας μάμ! - Κᾶνε μας νάνι! - — Χόρεψέ μας! — Δώσε μας μαμ! — Κάνε μας νάνι! —
Τραγούδα μας! - Καμάρωσέ μας!. Τραγούδα μας! — Καμάρωσέ μας!.
Ὤ! ἀλήθεια, τῆς ἐφαίνετο τόσον φυσικὸν τὸ πράγμα! Ω! αλήθεια, της φαινόταν τόσο φυσικό το πράγμα! Αυτά τα
Αὐταὶ αἱ τρεῖς μικραὶ κορασίδες ἦσαν τὰ τέκνα της! τρία μικρά κορίτσια ήταν τα παιδιά της! Τι περιδέραιο
Ὁποῖος ὁρμαθὸς ἔμψυχος, ἀνθρώπινος!. Νεκρωμένος, ανθρώπινο, ζωντανό. … Νεκρό, βαρύ από το νερό,
βαρὺς ἀπὸ τὸ ὕδωρ, ἀφρισμένος!. Πὼς θ' ἀντεῖχεν ἡ γραία αφρισμένο!. Πώς θα άντεχε η γριά Χαδούλα να κουβαλάει,
Χαδούλα νὰ φέρη, εἰς ὅλον τὸν καιρόν, ὅλον τὸν φρικώδη για πάντα, όλο το φρικτό τούτο περιδέραιο κρεμασμένο από
τοῦτον ὁρμαθὸν κρεμασμένον ἀπὸ τὸν τράχηλόν της! τον λαιμό της! Ξύπνησε παραλογισμένη, τρέμοντας.
Ἐξύπνησε παραλογισμένη, φρίσσουσα. ἐσηκώθη, ἐπῆρε τὸ σηκώθηκε, πήρε το ραβδί της, το καλάθι της, και αποφάσισε
ραβδί της, τὸ καλάθι της, καὶ ἀπεφάσισε νὰ φύγη ἐκεῖθεν. να φύγει από κει. Εδώ, στην στο κοίλωμα του βράχου, στη
Ἐδῶ εἰς τὴν κοίλην χιβάδα τοῦ βράχου, εἰς τὴν βοὴν τοῦ βοή του ερημικού γιαλού, υπήρχαν πολλά φαντάσματα. Ο
ἐρήμου αἰγιαλοῦ, ὑπῆρχον πολλὰ φαντάσματα. Ὁ τόπος τόπος ήταν στοιχειωμένος. «Ας φύγω κι από δω!» Αμέσως
ἤτον στοιχειωμένος. «Ἂς φύγω κι ἀποδῶ!» Πάραυτα ξαναήρθαν στο μυαλό της οι άλλες σκέψεις, οι θετικότερες.
ἐπανῆλθον εἰς τὸν νοῦν της οἱ λογισμοί της οἱ ἄλλοι, οἱ Εάν τυχόν οι δύο χωροφύλακες είχαν ανακαλύψει το κρυφό
θετικώτεροι. Ἐὰν τυχὸν οἱ δυὸ χωροφύλακες εἶχον μονοπάτι, το καλύτερο ήταν να τρέξει πριν από τον κίνδυνο,
ἀνακαλύψει τὸ κρυφὸ μονοπάτι, τὸ καλύτερον ἧτο νὰ και αν τους συναντούσε καθ' οδόν, πιθανόν να έβρισκε
τρέξη πρὸ τοῦ κινδύνου, καὶ ἂν τοὺς συνήντα καθ' ὁδόν, διέξοδο πίσω από τη συστάδα των βράχων, άλλωστε θα ήταν
πιθανὸν νὰ εὕρισκε διέξοδον ὄπισθεν τῆς συστάδος τῶν χειρότερο αν την απέκλειαν εδώ, σε αυτήν την στενούρα, στο
βράχων, χειρότερον δὲ θὰ ἧτο ἂν τὴν ἀπέκλειαν ἐδῶ εἰς Κοχύλι..
αὐτὴν τὴν στενούραν, εἰς τὸ Κοχύλι..
Ἔτρεξε τὸν δρομίσκον τὸν ἀνωφερῆ, εἰς τὴν Έτρεξε το ανηφορικό δρομάκι, στην αστροφεγγιά,
ἀστροφεγγιᾶν, ἀνάμεσα εἰς τοὺς βράχους, καὶ μετὰ ανάμεσα στους βράχους, και μετά μισή ώρα έφτασε
ἡμίσειαν ὥραν ἔφθασεν ἀσθμαίνουσα εἰς τὸν οἰκίσκον τοῦ λαχανιάζοντας στο σπιτάκι του Λυρίγκου. Σταμάτησε για να
Λυρίγκου. Ἐστάθη διὰ νὰ λαβὴ ἀναπνοή, εἴτα ἔκρουσε τὴν πάρει αναπνοή, έπειτα χτύπησε την πόρτα..
θύραν..
Περὶ ἑνὸς μόνου ἧτο βεβαία, ὅτι οἱ δυὸ «ταχτικοί» Για ένα μόνο ήταν βέβαιη, ότι οι δύο «ταχτικοί»
εὑρίσκοντο παντοῦ ἀλλοῦ, ἀλλ' ὄχι εἰς αὐτὸ τὸ καλύβι, βρίσκονταν παντού αλλού, αλλά όχι σε αυτό το καλύβι, όπου
ὅπου ὑπῆρχε γυνὴ λεχὼ μὲ τὴν συντροφιᾶν τῆς μητρός της. υπήρχε γυναίκα λεχώνα με την συντροφιά της μητέρας της.
Ἐὰν ἔμειναν τὴν νύκτα εἰς τὸ βουνόν, θὰ εὑρίσκοντο εἰς ἐν Εάν έμειναν την νύχτα στο βουνό, θα βρίσκονταν σε ένα από
ἀπὸ τὰ μανδριὰ τῶν ποιμνίων.. τα μαντριά των κοπαδιών..
Ἡ γραία, ἡ πενθερὰ τοῦ Λυρίγκου, ἥτις δὲν εἶχεν ὕπνον Η γριά, η πεθερά του Λυρίγκου, η οποία δεν είχε ύπνο να
νὰ κοιμηθῆ, ὅπως δὲν ἐκοιμάτο καὶ ἡ Φραγκογιαννοὺ πρὸ κοιμηθεί, όπως δεν κοιμόνταν και η Φραγκογιανού, προ
ἡμερῶν, ὅταν ἐσυντρόφευε τὴν λεχώ, τὴν κόρην της, ημερών όταν συντρόφευε τη λεχώνα την κόρη της, σηκώθηκε
ἐσηκώθη καὶ ἠρώτησε;. και ρώτησε:.
- Ποιὸς εἶναι;. — Ποιος είναι;.
- Μ' ἔστειλε ὁ Γιάννης, ἀπήντησεν ἔξωθεν τῆς κλειστῆς — Μ' έστειλε ο Γιάννης, απάντησε έξω από την κλειστή
θύρας ἡ Χαδούλα, χωρὶς νὰ εἴπη τ' ὄνομά της, γιὰ νὰ κάμω πόρτα η Χαδούλα, χωρίς να πει τ' όνομά της, για να κάμω
γιατρικὰ τῆς λεχώνας.. γιατρικά της λεχώνας..
- Τέτοιαν ὥρα;. — Τέτοιαν ώρα;.
- Δὲν μπόρεσα νωρίτερα νὰ 'ρθω.. — Δεν μπόρεσα νωρίτερα να 'ρθω..
- Ποῦ τὸν ηὗρες;. — Πού τον βρήκες;.
- Κάτω στὸ Λεχούνι, στὸ ρέμα.. — Κάτω στο Λεχούνι, στο ρέμα..
Ἡ γραία ἀπέσυρε τὸν μοχλὸν καὶ ἤνοιξε τὴν θύραν.. Η γριά τράβηξε τον μοχλό και άνοιξε την πόρτα..
- Αὐτοὶ δὲν ξέρουν τίποτε, ἐσκέφθη καθ' ἑαυτὴν ἡ — Αυτοί δεν ξέρουν τίποτε, σκέφθηκε από μέσα της η
Φραγκογιαννού. σ' αὐτὲς «περνάει ἡ μπογιά μου» ἀκόμα.. Φραγκογιαννού. σ' αυτές «περνάει η μπογιά μου» ακόμα..
Ἅμα ἐπάτησε τὸν πόδα μέσα, καὶ ἄρχισε νὰ φέρεται ὡς Μόλις έβαλε το πόδι μέσα, άρχισε να συμπεριφέρεται σαν
οἰκοκυρά. Εἰς τὸ φῶς τοῦ κανδηλίου, τοῦ καίοντος ἐμπρὸς νοικοκυρά. Στο φως του καντηλιού, που έκαιγε μπροστά σε
εἰς ἐν παλαιὸν εἰκόνισμα, τρίπτυχον, φέρον τὸν Χριστὸν ἐν ένα παλιό εικονοστάσι, τρίπτυχο, που έφερε τον Χριστό στο
τῷ μέσῳ, καὶ διαφόρους ἁγίους εἰς τὰς δυὸ πτέρυγας, κέντρο, και διάφορους αγίους στις δύο πτέρυγες, πήγε κατ'
ἐπῆγε κατ' εὐθείαν εἰς τὴν ἑστίαν, σιμὰ εἰς τὴν στρωμνὴν ευθείαν στο τζάκι, κοντά στο στρώμα της λεχώνας, στο
τῆς λεχοῦς, ἐπὶ τοῦ δαπέδου, ἐδοκίμασε τὴν φωτιᾶν, καὶ πάτωμα, δοκίμασε τη φωτιά, και είδε ότι ήταν μισοσβησμένη.
εἶδεν ὅτι ἤτον μισοσβησμένη. Ἐπῆρε ξυλάρια καὶ Πήρε ξυλαράκια και ξερόκλαδα, από ένα σωρό δίπλα στη
ξηρόκλαδα, ἀπὸ ἕνα σωρὸν παρὰ τὴν γωνίαν, ἔρριψεν γωνία, έριξε λίγα στην εστία, φύσηξε και άναψε τη φλόγα.
ὀλίγα εἰς τὴν ἑστίαν, ἐφύσησε κ' ἐξάναψε τὴν φλόγα. Έπιασε ένα μπρίκι, το οποίο βρισκόταν πάνω στο τζάκι, το
Ἔλαβεν ἕνα ἰμβρίκι, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ἐπὶ τῆς ἑστίας, τὸ γέμισε νερό, έψαξε στο καλάθι της, πήρε δύο ή τρία
ἐγέμισε νερόν, ἔψαξεν εἰς τὸ καλάθι της, ἐπῆρε δυὸ ἢ τρία κλωναράκια βοτάνων, τα έριξε μέσα, και έβαλε το δοχείο στη
κλωναράκια βοτάνων, τὰ ἔρριψε μέσα, κ' ἔβαλε τὸ ἀγγεῖον φωτιά..
εἰς τὸ πῦρ..
Εἴτα, νεύουσα πρὸς τὸ μέρος τῆς λεχώνας, εἶπε σιγὰ εἰς Έπειτα, γνέφοντας προς το μέρος της λεχώνας, είπε σιγά
τὴν γραίαν:. στη γραία:.
- Μὴν τὴν ξυπνᾶς. Σὰν ξυπνήση, ὕστερα νὰ τὸ πιη αὐτό.. — Μην την ξυπνάς. Σαν ξυπνήσει, ύστερα να το πιει αυτό..
Ἡ γυνὴ ἀπήντησε διὰ νεύματος. Ἡ Φραγκογιαννοὺ Η γυναίκα απάντησε με ένα νεύμα. Η Φραγκογιαννού
ἐξηκολούθει νὰ φυσὰ τὸ πῦρ. Ἡ γραία, ἐν ἀμηχανίᾳ, συνέχισε να φυσάει τη φωτιά. Η γριά, απορημένη, ήθελε να τη
ἐπεθύμει νὰ τὴν ἐρώτηση καὶ πάλιν πὼς εὑρέθη ἐκεῖ ρωτήσει ξανά πώς βρέθηκε εκεί τέτοια ώρα, αλλά δεν
τοιαυτην ὥραν, ἀλλὰ δὲν ἐτόλμα. Ἡ κόρη τῆς ἔκαμνε κακὴ τολμούσε. Η κόρη της έκανε κακή λεχωσιά, και φοβόταν μην
λεχωσιᾶ, κ' ἐφοβεῖτο μὴν ἐξυπνήση ἔξαφνα καὶ θορυβηθῆ.. ξυπνήσει ξαφνικά και τρομάξει..
Τὸ θυγάτριον, μικρὸν ράκος, δυὸ ἡμερῶν ζωῆς, τὸ Το κοριτσάκι, ένα μικρό κουρέλι, δύο ημερών ζωής, το
ὁποῖον εἶχε ἔλθει κι αὐτὸ εἰς τὸν κόσμον δι' ἁμαρτίας καὶ οποίο είχε έρθει κι αυτό στον κόσμο με αμαρτία και βάσανα,
βάσανα, ἐκοιμάτο εἰς τὴν κοιτίδα του, ἀλλ' ἡ ἀναπνοὴ τοῦ κοιμόταν στην κούνια του, αλλά η αναπνοή του ήταν
ἧτο δύσκολος καὶ ἠκούετο ἐν μέσῳ τῆς σιωπῆς. Ἀπὸ δύσκολη και ακούγονταν μέσα στη σιωπή. Από καιρό σε
καιροῦ εἰς καιρόν, ὅταν τὸ φύσημα τοῦ ἐγίνετο ὀπωσοῦν καιρό, όταν το φύσημα του γινόταν κάπως πιο δυνατό, και το
σφοδρότερον, καὶ τὸ βρέφος ἐφαίνετο ἕτοιμον νὰ ξυπνήση βρέφος φαινόταν έτοιμο να ξυπνήσει και να φωνάξει, η
καὶ νὰ φωνάξη, ἡ μαμμὴ τὸ ἐνανούριζε δι' ἑνὸς γιαγιά το νανούριζε με ένα μονοσύλλαβο, «Κοι, κοι, κοι,
μονοσυλλάβου, «Κοί, κοί, κοί, κοί!», ἐφαίνετο δὲ τῷ ὄντι ἡ κοι!», φαινόταν δε πραγματικά η συλλαβή αυτή (η οποία
συλλαβὴ αὔτη (ἥτις φαίνεται νὰ εἶναι ἡ πρώτη συλλαβὴ τοῦ φαίνεται να είναι η πρώτη συλλαβή του «κοιμήσου!», ή και η
«κοιμήσου!», ἢ αὐτὴ ἡ ρίζα τοῦ «κεῖμαι»), ἐφαίνετο, λέγω, ίδια η ρίζα του «κείμαι»), φαινόταν, λέω, πολλές φορές
πολλάκις ἐπαναλαμβανομένη, νὰ ἐξασκὴ παράδοξον επαναλαμβανόμενη, να ασκεί παράδοξη υποβολή και
ὑποβολὴν καὶ γοητείαν.. γοητεία..
Ἡ ὥρα παρήρχετο. Εἶχον λαλήσει ἤδη δυὸ φόρας τὰ Η ώρα περνούσε. Είχαν λαλήσει ήδη δύο φορές τα
ὀρνίθια. Ἡ Πουλιὰ εἶχεν ὑπερβῆ πρὸ πολλοῦ τὸ κοκόρια. Η Πούλια είχε υπερβεί προ πολλού το μεσουράνημα.
μεσουράνημα. Ἀπὸ τὴν ἀντικρινὴν κορυφὴν τῆς ράχης, Από την απέναντι κορυφή της ράχης, όπου υπήρχαν άλλα
ὅπου ἦσαν ἄλλα καλύβια κατοικούμενα ἀπὸ τὰς καλύβια κατοικούμενα από τις οικογένειες βοσκών,
οἰκογενείας βοσκῶν, ἠκούσθησαν μεμακρυσμένα ακούστηκαν απομακρυσμένα λαλήματα. Σε αυτά απάντησε
λαλήματα. Εἰς ταῦτα ἀπήντησεν εὐθὺς τὸ λάλημα τῶν αμέσως το λάλημα των πετεινών από το κοτέτσι του καλυβιού
πετεινῶν ἀπὸ τὸν ὀρνιθώνα τοῦ καλυβιοῦ τοῦ Λυρίγκου.. του Λυρίγκου..
Ἡ λεχώνα ἐξύπνησε. Ἡ μάννα της τῆς ἔδωκεν νὰ πίη τὸ Η λεχώνα ξύπνησε. Η μητέρα της της έδωσε να πιει το
φάρμακον, τὸ ὁποῖον εἶχε παρασκευάσει ἡ φάρμακο, το οποίο είχε παρασκευάσει η Φραγκογιαννού..
Φραγκογιαννού..
- Κουράγιο, κοπέλα μ', εἶπεν αὔτη μὲ πραείαν φωνήν.. — Κουράγιο, κοπέλα μου, είπε αυτή με ήρεμη φωνή..
- Ποῦ βρέθηκες ἐδῶ; εἶπεν ἡ λεχώνα.. — Πού βρέθηκες εδώ; είπε η λεχώνα..
Τὴν ἐκοίταζε μὲ ἀπορίαν, κ' ἐδυσκολεύετο νὰ τὴν Την κοίταζε με απορία, και δυσκολευόταν να την
ἀναγνωρίση.. αναγνωρίσει..
- Ὁ Θεὸς μ' ἔστειλε, εἶπε μετὰ πεποιθήσεως ἡ Γιαννού.. — Ο Θεός με έστειλε, είπε με πεποίθηση η Γιαννού..
- Καλὰ ποὺ ἦρθες, ἐδήλωσε τότε καὶ ἡ γραία.. — Καλά που ήρθες, δήλωσε τότε και η γριά..
Τῷ ὄντι, αὔτη, ἂν καὶ εἶχε παραξενευθῆ καταρχᾶς, Πράγματι, αυτή, αν και είχε παραξενευτεί καταρχάς,
ἐσκέφθη καὶ ἀνεγνώρισεν ὅτι ἡ παρουσία τῆς Γιαννοὺς ἧτο σκέφτηκε και αναγνώρισε ότι η παρουσία της Γιαννούς ήταν
μία παρηγορία εἰς τὴν μοναξίαν των.. μια παρηγοριά στην μοναξιά τους..

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ.


Περὶ τὰ πρῶτα γλυκοχαράγματα, τὸ βρέφος εἶχεν Όταν άρχισε να ξημερώνει, το βρέφος είχε ξυπνήσει και
ἐξυπνήσει, κι ἄρχισε νὰ κλαυθμυρίζη. Ἡ Φραγκογιαννοὺ άρχισε να κλαίει. Η Φραγκογιαννού πήρε ξανά τον έλεγχο.
ἔκαμε καὶ πάλιν «κουμάντο». Ἐσυμβούλευσε τὴν λεχὼ νὰ Συμβούλευσε τη λεχώνα να βάλει το μωρό στο στήθος της, για
βάλη τὸ παιδίον εἰς τὸ βυζί, διὰ νὰ δοκιμάση ἂν κατέβη τὸ να δοκιμάσει αν θα κατέβει το γάλα. Ταυτόχρονα ακούστηκε
γάλα. Συγχρόνως ἠκούσθη κρότος ἔξωθεν, κ' εὐθὺς ένας θόρυβος έξω, και αμέσως μετά μια φωνή..
κατόπιν μιὰ φωνή..
- Γριά!. Γριά! κοιμάστε;. "Γριά!. Γριά! κοιμάστε;".
Ἤτον ὁ Λυρίγκος, κ' ἐκάλει τὴν πενθερά του.. Ήταν ο Λυρίγκος, και καλούσε τη πεθερά του..
Ἡ γραία ἐγνώρισε τὴν φωνήν, ἐσηκώθη κ' ἔτρεξεν εἰς Η γριά αναγνώρισε τη φωνή, σηκώθηκε και έτρεξε στην
τὴν θύραν.. πόρτα..
- Ἔλα νά μου δώσης ἕνα χέρι, ἐφώναξεν ὁ Λυρίγκος. Ὁ "Έλα να μου δώσεις ένα χέρι," φώναξε ο Λυρίγκος. "Ο
παραγυιὸς λείπει κ' εἶμαι μοναχός.. παραγιός λείπει και είμαι μόνος.".
Ὁ Γιάννης φαίνεται ὅτι δὲν ἐσκέφθη κᾶν νὰ ἐρωτήση Ο Γιάννης φαίνεται ότι δεν σκέφτηκε καν να ρωτήσει για
διὰ τὴ λεχώ, τὴν γυναίκα του, καὶ διὰ τὸ τέκνον του, πὼς τη λεχώνα, τη γυναίκα του, και για το παιδί του, πώς ήταν.
εἶχον. Ἠσθάνετο μόνον ἐπείγουσαν ἀνάγκην, κ' ἔκραζε τὴν Ένιωθε μόνο επείγουσα ανάγκη, και φώναζε την πεθερά του
πενθεράν του νὰ τὸν βοηθήση εἰς τὰς ποιμενικᾶς ἐργασίας να τον βοηθήσει στις πρωινές εργασίες των βοσκών, δηλαδή
τῆς πρωίας, δηλαδὴ ἴσως εἰς τὸ ξεμάνδριασμα, τὸ ἄρμεγμα, ίσως στο ξεμάντρισμα, το άρμεγμα, και τα λοιπά..
καὶ τὰ λοιπά..
- Δὲν μπορεῖ κανεὶς μοναχός του, τὸ ἔρμο!. Πρέπει νὰ 'χη "Δεν μπορεί κανείς μόνος του, να πάρει η ευχή!. Πρέπει να
τέσσερα χέρια! ἐπρόσθεσεν ὡς αὐτοδικαιολογούμενος.. 'χει τέσσερα χέρια!" πρόσθεσε σαν να δικαιολογούσε τον
εαυτό του..
Ἡ γραία ἐξῆλθε τρέχουσα. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔμεινε Η γριά βγήκε τρέχοντας. Η Φραγκογιαννού έμεινε μόνη, με
μόνη, μὲ τὴν λεχὼ καὶ τὸ βρέφος.. τη λεχώνα και το βρέφος..
Ἡ νεαρὰ γυνὴ εἶχε λαγοκοιμηθῆ πάλιν, καὶ δὲν εἶχεν Η νεαρή γυναίκα είχε ξανακοιμηθεί, και δεν είχε
ἀντιληφθῆ καλῶς τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρός της. Μετ' αντιληφθεί καλά την απουσία της μητέρας της. Μετά από
ὀλίγας στιγμὰς ἐξύπνησε καὶ εἶπε:. λίγες στιγμές ξύπνησε και είπε:.
- Ποῦ πάει ἡ μάννα, θὰ πῶ;. "Πού πάει η μάννα, θα πω;".
Ἡ Φραγκογιαννού, φρονοῦσα ὅτι τὸ καλύτερον ἤτον ἡ Η Φραγκογιαννού, πιστεύοντας ότι το καλύτερο ήταν η
λεχώνα νὰ κοιμᾶται γιὰ νὰ ἡσυχάζη, καὶ γνωρίζουσα ὅτι ἡ λεχώνα να κοιμάται για να ησυχάζει, και γνωρίζοντας ότι η
ἀπόκρισις ἡ διδομένη εἰς τοὺς πυρέσσοντας καὶ εἰς τοὺς ὡς απάντηση που δίνεται σε όσους έχουν πυρετό και στους
ἐν ὑπνοβασίᾳ παριμιλούντας βλάπτει μᾶλλον ἢ ὠφελεῖ, δὲν ανθρώπους που μιλούν στον ύπνο τους βλάπτει μάλλον παρά
ἀπήντησε τίποτε. Ἡ λεχὼ εὐθὺς καὶ πάλιν ἀπεκοιμήθη.. ωφελεί, δεν απάντησε τίποτα. Η λεχώνα αμέσως και πάλι
ξανακοιμήθηκε..
Τὸ θυγάτριον ἐκ νέου ἄρχισε νὰ κλαυθμυρίζη πολὺ Το κορίτσι ξανά άρχισε να κλαψουρίζει πολύ τρυφερά και
τρυφερὰ καὶ παραπονετικά, μέχρις ὀχληρότητος. Ἡ παραπονετικά, μέχρις ενοχλήσεως. Η Φραγκογιαννού, η
Φραγκογιαννού, ἥτις εἶχε λησμονήσει ὅλας τὰς τύψεις, τὰς οποία είχε ξεχάσει όλες τις τύψεις, τις οποίες είχε αισθανθεί
ὁποίας εἶχεν αἰσθανθῆ ἀλγεινῶς ὑπὸ τὰς μελανὰς πτέρυγας με πόνο κάτω από τα μαύρα φτερά των ονείρων της, και
τῶν ὀνείρων της, καὶ ἐσπαράσσετο καὶ πάλιν ἀπὸ τοὺς άρχισε να σπαράζεται και πάλι από τα νύχια της
ὄνυχας τῆς πραγματικότητας, ἄρχισε νὰ σκέπτεται μέσα πραγματικότητας, άρχισε να σκέφτεται μέσα της:.
της:.
- Ἄχ! δίκιο ἔχει, ὁ καημένος, ὁ Λυρίγκος. «Ὅλο — Αχ! δίκιο έχει, ο καημένος, ο Λυρίγκος. «Όλο
κοριτσούδια, τὸ ἔρμο, ὅλο κοριτσούδια!». Καὶ τί κοριτσούδια, να πάρει η ευχή, όλο κοριτσούδια!». Και τί
ξαλάφρωμα θὰ ἤτον τώρα γι' αὐτόν, γιὰ τὴν ἄμοιρη τὴ ξαλάφρωμα θα ήταν τώρα γι' αυτόν, για την άμοιρη τη
γυναίκα του, νὰ τοῦ τὸ 'παιρνε τώρα, ὁ Μεγαλοδύναμος!. γυναίκα του, να του το 'παιρνε τώρα, ο Μεγαλοδύναμος!.
αὐτὸ κᾶν ποὺ 'ναι μικρό, καὶ δὲν ἔχει ν' ἀφήση μεγάλον αυτό καν που 'ναι μικρό, και δεν έχει ν' αφήσει μεγάλο καημό
καημὸ πίσω του!. πίσω του!.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην τῆς ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν μία μικρὰ Εκείνη τη στιγμή, της ήρθε στο μυαλό μια μικρή απορία:
ἀπορία: ποὺ εὑρίσκοντο τ' ἄλλα κοράσια τοῦ Λυρίγκου, τὰ πού βρίσκονταν τα άλλα κορίτσια του Λυρίγκου, τα
μεγαλύτερα. Τότε ἐνθυμήθη ὅτι πρὶν ν' ἀναβῆ εἰς τὸ μεγαλύτερα. Τότε θυμήθηκε ότι πριν ανέβει στο καλύβι, όπου
καλύβι, ὅπου εὑρίσκετο τώρα, τὸ ὁποῖον ἧτο χαμηλὸν βρισκόταν τώρα, το οποίο ήταν χαμηλό ανώγειο, πέρασε έξω
ἀνώγειον, ἐπέρασεν ἔξω ἀπὸ τὴν θύραν ἑνὸς ἄλλου από την πόρτα ενός άλλου μικρότερου καλυβιού, το οποίο
μικροτέρου καλυβίου, τὸ ὁποῖον ἧτο χαμόγειον, καὶ ἧτο ήταν ισόγειο, και ήταν χτισμένο δίπλα, κολλητά με το πρώτο.
κτισμένον δίπλα, κολλητὰ μὲ τὸ πρῶτον. Ἧτο τὸ μικρὸν Ήταν το μικρό καλυβάκι της γριάς, της πεθεράς του
καλυβάκι τῆς γραίας, τῆς πενθερᾶς τοῦ Λυρίγκου, κ' ἐκεῖ Λυρίγκου, και εκεί μέσα της είχε φανεί ότι άκουγε αναπνοές
μέσα τῆς εἶχε φανῆ ὅτι ἤκουεν ἀναπνοὰς κοιμωμένων, κοιμωμένων, ροχαλητά. Εκεί βέβαια θα κοιμόνταν, μαζί με
ρογχαλίσματα. Ἐκεῖ βέβαια θὰ ἐκοιμῶντο, μαζὶ μὲ τὴν την μικρή θεία τους την ανύπαντρη, τα άλλα κορίτσια του
μικρὰν θείαν τους τὴν ἄγαμον, τὰ ἄλλα κοράσια τοῦ Λυρίγκου..
Λυρίγκου..
Ὡς ἐν ἀλλοφροσύνῃ καὶ ἐν πλάνῃ ὀνείρου, ἔτεινε τὴν Λες και είχε χάσει το νου της και σε πλάνη ονείρου, άπλωσε
χείραν πρὸς τὸ λίκνον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὠλόλυζε τὸ το χέρι της προς την κούνια μέσα στην οποία έσκαγε στο
μικρόν. Ἔκαμε χειρονομίαν ὡς διὰ νὰ σχηματίση τοὺς κλάμα το μικρό. Έκανε μια χειρονομία σαν να έφτιαχνε με τα
δακτύλους της εἰς διλαβίδα, εἰς ἀρπάγην καὶ στραγγαλιᾶν. δάχτυλά της μια τανάλια, μια αρπάγη για στραγγάλισμα.
Ἠσθάνετο τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἀγρίαν χαρὰν νὰ πνίξη τὸ Ένιωθε εκείνη τη στιγμή άγρια χαρά να πνίξει το μικρό
μικρὸν θυγάτριον. Τῆς ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν ὅτι ἧτο κορίτσι. Της ήρθε στο μυαλό ότι ήταν αβάπτιστο, και αν το
ἀβάπτιστον, καὶ ἂν τὸ ἔπνιγε, θὰ εἶχε διπλῆν ἁμαρτίαν. Ἡ έπνιγε, θα είχε διπλή αμαρτία. Η σκέψη αυτή για μια στιγμή
σκέψις αὔτη ἐπὶ μίαν στιγμὴν τὴν ἀνεχαίτισεν, ἀλλ' ὅμως την εμπόδισε, αλλά όμως αποφάσισε να υπερπηδήσει αυτό το
ἀπεφάσισε νὰ ὑπερπηδήση τὸν φραγμὸν τοῦτον. Παρὰ ἕνα εμπόδιο. Το χέρι της απείχε μόλις δυο εκατοστά από το να
δάκτυλον, ἡ χεὶρ τῆς ἔψαυε τὸν λαιμὸν τοῦ μικροῦ αγγίξει τον λαιμό του μικρού πλάσματος..
πλάσματος..
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθη φωνή, βῆμα, κρότος, εἰς τὸ Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε φωνή, βήμα, κρότος, στο
μικρὸν χαγιάτι ἔξω, καὶ ἡ θύρα, τὴν ὁποίαν ἡ γραία, ἡ μικρό χαγιάτι έξω, και η πόρτα, την οποία η γριά, η πεθερά
πενθερὰ τοῦ Λυρίγκου ἀναχωρήσασα δὲν εἶχε κλείσει μὲ τὸ του Λυρίγκου αναχωρώντας δεν είχε κλείσει με το μάνταλο,
μάνδαλον, ἀλλὰ μόνον τὴν εἶχε γείρει, ἠνοίχθη πέραν καὶ αλλά μόνον την είχε γείρει, άνοιξε πέρα και πέρα,
πέραν, ἐνδίδουσα εἰς ὤθησιν ἔξωθεν.. υποχωρώντας σε ένα σπρώξιμο που δόθηκε απ’ έξω..
- Ἐδῶ εἶναι, ἠρώτησεν ὁ ἐμφανισθεῖς ἄνθρωπος, ἐδῶ "Εδώ είναι, ρώτησε ο άνθρωπος που εμφανίστηκε, εδώ
εἶναι τὸ σπίτι τοῦ Λυρίγκου, τοῦ τσοπάνη;. είναι το σπίτι του Λυρίγκου, του τσοπάνη;".
Ἤτον χωροφύλαξ, μὲ τὸ χιτώνιον μισοκουμβωμένον, Ήταν χωροφύλακας, με το πουκάμισο μισοκουμπωμένο,
φουσκωτὸν ἐπὶ τοῦ στήθους, μὲ τὸ κασκέτον στραβά, μὲ φουσκωτό στο στήθος, με το καπέλο στραβά, με στριμμένο το
στριμμένον τὸν μύστακα, καὶ μὲ τὴν κάπαν διπλωμένην μουστάκι, και με την κάπα διπλωμένη μακρινάρι στον
μακρυνάρι ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ ὤμου.. αριστερό ώμο..
Μέσα στὸ καλύβι, ἡ κανδήλα ἐτρεμόσβηνεν ἐμπρὸς εἰς Μέσα στο καλύβι, το καντήλι τρεμόσβηνε μπροστά στα
τὰ εἰκονίσματα. Ἡ φωτιὰ εἶχε καλυφθῆ καὶ πάλιν ἀπὸ τὴν εικονίσματα. Η φωτιά είχε καλυφθεί και πάλι από την στάχτη.
τέφραν. Τὸ λυχνάρι σβηστὸν ἐκρέματο ἀπὸ τὸ μικρὸν ράφι Το λυχνάρι σβηστό κρέμονταν από το μικρό ράφι του
τῆς ἑστίας. Ἧτο σκότος. Ἔξω, εἶχεν ἐξημερώσει, καὶ παρὰ τζακιού. Ήταν σκοτάδι. Έξω, είχε ξημερώσει, και σε δύο
δυὸ λεπτὰ ὁ ἥλιος θ' ἀνέτελλεν.. λεπτά θα ανέτειλε ο ήλιος..
Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔβλεπεν εἰμὴ ἀμυδρὰς σκιὰς μέσα. Τὴν Ο άνθρωπος δεν έβλεπε μέσα παρά μόνον αμυδρές σκιές.
λεχώναν εἰς τὴν στρωμνήν της, ὡς ἀμαυρὸν ὄγκον Τη λεχώνα στο κρεβάτι της, ξαπλωμένη σαν σκούρο όγκο, το
κατακειμένην, τὸ βρέφος τὸ ὁποῖον ἐσάλευε καὶ ἀνάσαινεν βρέφος που κουνιόταν και ανάπνεε μέσα η σκάφη, η οποία
ἐντὸς τῆς σκάφης, ἥτις ἐχρησίμευεν ὡς λίκνον. καὶ τὴν χρησιμοποιούνταν ως κούνια. και τη Φραγκογιαννού να
Φραγκογιαννοὺ καθημένην ὡς φάντασμα, καὶ τείνουσαν κάθεται σαν φάντασμα, και να απλώνει το χέρι της προς την
τὴν χείραν πρὸς τὸ λίκνον.. κούνια..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔμεινε μὲ τὴν χείρα τεταμένην. Τὴν Η Φραγκογιαννού έμεινε με το χέρι της τεντωμένο. Την
κατέλαβε φρίκη, τρόμος, ζάλη. Ἐντὸς δευτερολέπτου κατέλαβε φρίκη, τρεμούλα, ζάλη. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο
ἦλθεν εἰς ἑαυτήν, καὶ εἶδε τὸν φοβερὸν κίνδυνον.. συνήλθε, και είδε τον τρομερό κίνδυνο..
Ἀκριβῶς ὄπισθέν της ἧτο ἐν μικρὸν παράθυρον βλέπον Ακριβώς πίσω της ήταν ένα μικρό παράθυρο που κοιτούσε
πρὸς βορρᾶν, ὑπόσαθρον, νοτισμένον καὶ κακοκλεισμένον. προς τα βόρεια, μισοφαγωμένο, νοτισμένο και
Ὡς νὰ εἶχε τιναχθῆ ἀπὸ ἔκρηξιν, ἐστράφη μηχανικῶς, κακοκλεισμένο. Σαν να είχε τιναχθεί από έκρηξη, γύρισε
ἄνοιξε τὸ παράθυρον, κ' ἐπήδησεν ἔξω. Ἔπεσεν ἐπάνω εἰς μηχανικά, άνοιξε το παράθυρο, και πήδηξε έξω. Έπεσε πάνω
χόρτα καὶ ἄχυρα, καὶ ὁ δοῦπος τῆς πτώσεώς της οὔτε σε χόρτα και άχυρα, και ο θόρυβος της πτώσης της δεν
ἠκούσθη. Τὸ χαμηλὸν παράθυρον μόλις ἀνεῖχε μισὴν ακούστηκε καν. Το χαμηλό παράθυρο μόλις έφτανε μισή
ὀργυιὰν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους.. οργιά από το έδαφος..
Μόνον εἶχε ξεχάσει νὰ πάρη μαζί το ραβδί της καὶ τὸ Μόνον είχε ξεχάσει να πάρει μαζί το ραβδί της και το
καλάθι της, τὰ ὁποῖα ὡς τόσον εὑρίσκοντο δίπλα της, εἰς τὸ καλάθι της, τα οποία ως τόσο βρισκόταν δίπλα της, στο
πάτωμα. Ἧτο ἄξιον ἀπορίας, πὼς τόσον εἶχε σαστίσει. Τὰ πάτωμα. Ήταν άξιο απορίας, πώς είχε σαστίσει τόσο. Τα
ἐνθυμήθη ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν καθ' ἢν ἄρχισε νὰ τρέχη θυμήθηκε ακριβώς τη στιγμή που άρχισε να τρέχει μετά το
μετὰ τὸ πήδημά της, κ' ἔτσι τῆς ἤρχετο ἂν ἧτο τρόπος, νὰ πήδημα της, κ' έτσι της έρχονταν αν ήταν τρόπος, να γυρίσει
γυρίση πίσω νὰ τὰ πάρη, καὶ νὰ στραβωθοῦν, νὰ μὴν τὴν πίσω να τα πάρει, και να στραβωθούν, να μην τη δουν οι
ἰδοῦν οἱ διῶκται της.. διώκτες της..
Ὡς τόσον ἔτρεχεν, ἔτρεχεν. εἶχεν εἰσέλθη μέσα εἰς τὸ Ωστόσο έτρεχε, έτρεχε. Είχε μπει στο δάσος, τα διάφορα
δάσος, τοῦ ὁποίου τὰ διάφορα μονοπάτια τῆς ἦσαν πολὺ μονοπάτια του οποίου της ήταν πολύ γνωστά. Δεν κοίταζε
γνωστά. Δὲν ἐγύριζε νὰ ἰδῆ ὀπίσω της. Ἧτο βεβαία ὅτι οἱ πίσω της. Ήταν σίγουρη ότι οι δύο «ταχτικοί» θα αργούσαν
δυὸ «ταχτικοί» θ' ἀργήσουν νὰ ἐννοήσουν τί συνέβη, καὶ να καταλάβουν τι συνέβη, και να αρχίσουν να την κυνηγούν..
νὰ βαλθοῦν νὰ τὴν κυνηγήσουν..
Τῷ ὄντι οἱ δυὸ ἐκεῖνοι ἄνδρες τῆς δημοσίας ἀνάγκης δὲν Κι αλήθεια, οι δύο εκείνοι άνδρες της δημόσιας τάξης δεν
ἐνόησαν κατ' ἀρχὰς τί εἶχε συμβῆ. Τοὺς εἶχε στείλει κατάλαβαν αρχικά τι είχε συμβεί. Τους είχε στείλει
«κατεπεῖγον» ὀπίσω ὁ εἰρηνοδίκης, ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν "επειγόντως" πίσω ο ειρηνοδίκης, μαζί με τον πάρεδρο τον
πάρεδρον τὸν ἀστυνόμον, ὅστις, εἰς ὅσα ἀπεφαίνετο ὁ αστυνομικό, ο οποίος, σε όσα αποφάσιζε ο εμπνευσμένος
ἐμπνευσμένος ἐκεῖνος λειτουργὸς τῆς Θέμιδος, ἔλεγε εκείνος λειτουργός της Θέμιδας, έλεγε πάντα ναι, και με τον
πάντοτε ναί, καὶ μὲ τὸν ἐνωμοτάρχην, ὅστις δὲν ἔλεγε ποτὲ ενωμοτάρχη, ο οποίος δεν έλεγε ποτέ όχι, τους είχε στείλει να
ὄχι, τοὺς εἶχε στείλει νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἀγροτικὴν οἰκίαν πάνε αγροτόσπιτο του Ιωάννη Λυρίγκου, για να τον
τοῦ Ἰωάννου Λυρίγκου, διὰ νὰ τὸν προσκαλέσουν νὰ καλέσουν να εμφανιστεί ενώπιον των αρχών, και αν χρειαστεί
ἐμφανισθῆ ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν, κ' ἐν ἀνάγκῃ νὰ τὸν να τον φέρουν με τη βία, επειδή, από όσα είχαν διηγηθεί το
φέρουν διὰ τῆς βίας, ἐπειδή, ἐξ' ὅσων εἶχον διηγηθῆ τὴν προηγούμενο βράδυ στην πολιτεία, οι δύο χωροφύλακες,
ἑσπέραν τῆς προτεραίας, εἰς τὴν πολίχνην, οἱ δυὸ (αυτά τα «σαΐνια» που είπαμε), συνέλαβαν την υποψία ότι ο
χωροφύλακες, οἱ εἰρημένοι φωστῆρες συνέλαβον τὴν Λυρίγκος εμπλεκόταν στην υπόθεση της φυγής της γυναίκας
ὑπόνοιαν ὅτι ὁ Λυρίγκος ἐνείχετο εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς Χαδούλας, χήρας Ιωάννη Φράγκου, χριστιανής και
φυγῆς τῆς γυναικὸς Χαδούλας, χήρας Ἰωάννου Φράγκου, ασχολούμενης με τα οικιακά, την οποία έλεγαν ότι είχαν δει
χριστιανῆς καὶ ἐκτελούσης οἰκιακὰ ἔργα, τὴν ὁποίαν να αναρριχάται στον γκρεμό του βραχώδους βουνού οι δύο
ἔλεγον ὅτι εἶχον ἰδεῖ ν' ἀναρριχᾶται εἰς τὸν κρημνὸν τοῦ αξιωματικοί..
πετρώδους βουνοῦ οἱ δυὸ στρατιωτικοὶ ἄνδρες..
Ὅθεν ἀμέσως, περὶ ὄρθρον βαθύν, ἀφοῦ ἐκοιμήθησαν Έτσι, αμέσως, γύρω στα χαράματα, αφού κοιμήθηκαν για
ἐπὶ δυὸ ἢ τρεῖς ὥρας, φοροῦντες ὅλην τὴν στολήν των, οἱ δύο ή τρεις ώρες, φορώντας όλη τους τη στολή, οι δύο
δυὸ χωροφύλακες, εἰς τὰ ἰσόγεια τῆς δημαρχίας, τὰ γεμάτα χωροφύλακες, στα ισόγεια της δημαρχίας, τα γεμάτα από
ἀπὸ βλατοῦδες, σαρανταποδαροῦσες καὶ σαμαμίθια, τὰ κατσαρίδες, σαρανταποδαρούσες και σαύρες, τα οποία
ὁποῖα ἐχρησίμευον ὡς καζάρμα (ἡ καζάρμα αὐτὴ ἤτον ὁ χρησιμοποιούνταν ως κρατητήριο (το κρατητήριο αυτό ήταν
τρόμος τῶν ἀγυιοπαίδων, τῶν μοσχομαγκῶν, ὡς καὶ ὅλων ο φόβος των μικρών αλητάκων, των μοσχομαγκών, καθώς
τῶν ὀφειλετὼν τοῦ δημοσίου), εἰς ἐν σφύριγμᾳ τοῦ και όλων των οφειλετών του δημοσίου), σε ένα σφύριγμα του
ἐνωμοτάρχου ἐσηκώθησαν, ἐπῆραν τὶς κάπες των, καὶ τὸ ενωμοτάρχη σηκώθηκαν, πήραν τις κάπες τους, και
ἔβαλαν δρόμον διὰ τὸ βουνόν.. ξεκίνησαν για το βουνό..
Ἐστέλλοντο ἰδίως διὰ νὰ φέρουν τὸν Λυρίγκον (καθὼς Στέλνονταν ειδικά για να φέρουν τον Λυρίγκο (καθώς και
καὶ πάντα ἄλλον βοσκόν, τὸν ὁποῖον θὰ ἠξήταζον οἱ ἴδιοι, κάθε άλλο βοσκό, τον οποίο θα εξέταζαν οι ίδιοι, και ο οποίος
καὶ ὅστις θὰ ἔλεγε «μπερδεμένα λόγια», ἐφρόντισε νὰ θα έλεγε «μπερδεμένα λόγια», φρόντισε να προσθέσει ο
προσθέση ὁ εἰρηνοδίκης), ἀλλὰ πρὸ πάντων διὰ νὰ ειρηνοδίκης), αλλά κυρίως για να μυριστούν τα ίχνη της
μυρισθοῦν τὰ ἴχνη τῆς Φραγκογιαννοὺς καὶ κατορθώσουν Φραγκογιαννούς και να καταφέρουν να την ανακαλύψουν.
νὰ τὴν ἀνακαλύψουν. Διὰ τοῦτο εἶχον πληρεξουσιότητα νὰ Για το λόγο αυτό είχαν πληρεξουσιότητα να ψάξουν όλα τα
ψάξουν ὅλα τὰ μανδριὰ καὶ τὶς στάνες, καὶ νὰ ἐξετάσουν μαντριά και τις στάνες, και να εξετάσουν όλους τους βοσκούς
ὅλους τοὺς βοσκοὺς τοῦ βουνοῦ. Ὅθεν, διὰ καλὸν καὶ διὰ του βουνού. Έτσι, για καλό και για κακό, πήραν μαζί και τις
κακόν, ἐπῆραν μαζὶ καὶ τὶς κάπες των.. κάπες τους..
Ὅταν ὁ πρῶτος χωροφύλαξ ὤθησε τὴν θύραν τοῦ Όταν ο πρώτος χωροφύλακας άνοιξε την πόρτα του
οἰκίσκου, καὶ εἶδε σκότος καὶ σκιὰν μέσα, ἤκουσε τὸν μικρού σπιτιού, και είδε σκοτάδι και σκιά μέσα, άκουσε τον
κρότον τοῦ βορεινοῦ παραθύρου ἀνοιγομένου, εἶδεν θόρυβο του βόρειου παραθύρου να ανοίγει, είδε ακτίνες
ἀκτίνας φωτὸς ἐκεῖθεν νὰ εἰσδύωσι, κ' εὐθὺς ἐν μαῦρον φωτός να εισχωρούν από εκεί, και αμέσως ένα μαύρο σώμα
σῶμα νὰ φράττη τὰς ἀκτίνας ταύτας, κυρτόν, να φράζει τις ακτίνες αυτές, κυρτό, συρρικνωμένο, άμορφο,
συνεσταλμένον, ἄμορφον, καὶ ἤκουσε τὸν ἀσθενῆ δοῦπον και άκουσε τον ασθενή ήχο της πτώσης. Τότε το παράθυρο
τῆς πτώσεως. Τότε τὸ παράθυρον ἔμεινεν ἀνοικτόν, καὶ εἰς έμεινε ανοιχτό, και στις δύο διασταυρούμενες ακτίνες, αυτές
τὰς δίπλας διασταυρουμένας ἀκτίνας τὰς διὰ τῆς θύρας της πόρτας και του παραθύρου, είδε καθαρά τη γυναίκα τη
καὶ τοῦ παραθύρου, εἶδε καθαρὰ τὴν γυναίκα τὴν λεχώ, λεχώνα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της..
ἐξαπλωμένην ἐπὶ τῆς κλίνης της..
- Τί τρέχει ἐδῶ; ἐφώναξεν ἔκπληκτος ὁ ἄνθρωπος.. — Τι τρέχει εδώ; φώναξε έκπληκτος ο άνθρωπος..
- Ἡ λεχώνα ἐξύπνησε, κ' ἐπρόφερε μὲ ἀσθενῆ φωνήν:. — Η λεχώνα ξύπνησε, και πρόφερε με ασθενή φωνή:.
- Μάννα, ἐσὺ 'σαι. Ἦρθες;. — Μάνα, εσύ είσαι;. Ήρθες;.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ.


Ἐπάνω, εἰς τὰ Καμπιά, εἰς τὸ ὑψηλὸν ὀροπέδιον, ὅταν Πάνω, στα Καμπιά, στο ψηλό οροπέδιο, όταν έφθασε
ἔφθασε λαχανιασμένη, ξεγλωσσασμένη ἡ Φραγκογιαννού, λαχανιασμένη, ξεγλωσσασμένη η Φραγκογιαννού, στάθηκε,
ἐστάθη, ἐγύρισε πρὸς τὸν κατήφορον, ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει, κ' γύρισε προς τον κατήφορο, από όπου είχε έλθει, και κοίταζε
ἐκοίταζε μὴν ἵδη ἢ ἀκούση σκιὰν ἢ βῆμα τρέχοντος μην δει ή ακούσει σκιά ή τρεχαλητό λαγωνικού, χωροφύλακα.
λαγωνικοῦ, χωροφύλακος. Δὲν ἐφαίνετο τίποτε. Ἀλλ' ὅμως Δεν φαινόταν τίποτε. Αλλ' όμως δεν αισθανόταν σε
δὲν ἠσθάνετο ἐν ἀσφαλείᾳ.. ασφάλεια..
Ἐστάθη ὡς ἀφηρημένη κ' ἐσκέπτετο. Ἔκαμνε κάτι ὡς Στάθηκε σαν αφηρημένη και σκέφτηκε. Έκανε κάτι σαν
μαθηματικὸν ὑπολογισμόν. Ἐλογάριαζε τὸν χρόνον ὅσος μαθηματικό υπολογισμό. Υπολόγιζε τον χρόνο που θα
θ' ἀπητεῖτο ὡς ἔγγιστα, διὰ νὰ συνέλθουν ἀπὸ τὴν ἔκπληξίν χρειαζόταν περίπου, για να συνέλθουν από την έκπληξή τους
των οἱ δυὸ ταχτικοὶ (τὸν δεύτερον δὲν τὸν εἶδεν, ἀλλὰ τὸν οι δύο χωροφύλακες (τον δεύτερον δεν τον είδε, αλλά τον
ἐμάντευε), διὰ νὰ ἐννοήσουν τί συνέβη, ἴσως νὰ ζητήσουν ένιωσε), για να καταλάβουν τι συνέβη, ίσως να ζητήσουν
πληροφορίας (ἡ λεχώνα θὰ ἐτρόμαζεν ἄδικα, καὶ δὲν θὰ πληροφορίες (η λεχώνα θα φοβόταν άδικα, και δεν θα ήξερε
ἤξευρε τίποτε νὰ τοὺς εἰπῆ. ἀλλὰ τότε, θὰ ἔτρεχον ἴσως τίποτα να τους πει. αλλά τότε, θα έτρεχαν ίσως προς τη στάνη,
πρὸς τὴν στάνην, ὅπου εὑρίσκετο ὁ Λυρίγκος κ' ἡ πενθερά όπου βρισκόταν ο Λυρίγκος και η πεθερά του; Τόσο
του; τόσω περισσότερον θ' ἀργοπορούσαν) εἴτα νὰ περισσότερο θα αργοπορούσαν) έπειτα να πετάξουν τις κάπες
πετάξουν τὶς κάπες των κάτω, καὶ νὰ τὸ βάλουν στὰ πόδια τους κάτω, και να το βάλουν στα πόδια να την κυνηγήσουν..
νὰ τὴν κυνηγήσουν..
Ἀλλ' εἶδαν τάχα ἀκριβῶς, ἢ ἐνόησαν, ἢ ἐγνώριζαν τὸ Αλλά είδαν τάχα ακριβώς, ή κατάλαβαν, ή γνώριζαν το
μονοπάτι τὸ ὁποῖον εἶχε πάρει αὐτή; Καὶ μήπως εἶχε τρέξει μονοπάτι που είχε πάρει αυτή; Και μήπως είχε τρέξει όλη την
ὅλην τὴν ὥραν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν δρόμον; Καταρχᾶς εἶχε ώρα ένα και τον ίδιο δρόμο; Καταρχάς είχε στραφεί δεξιά, σα
στραφῆ δεξιά, ὡς νὰ ἤθελε νὰ πάρη τὸν κατήφορον, εἴτα να ήθελε να πάρει τον κατήφορο, έπειτα στράφηκε αριστερά,
ἐστράφη ἀριστερά, κ' ἔτρεξε τὸν ἀνήφορον - μὲ ὅλον τὸ και έτρεξε τον ανήφορο – με όλο το μειονέκτημα το οποίον
μειονέκτημα τὸ ὁποῖον εἶχεν ὁ ἀνηφορικὸς δρόμος διὰ νὰ είχε ο ανηφορικός δρόμος διά να λαχανιάσει κάποιος, όταν
λαχανιάση τις, ὅταν καταδιωκόμενος βιάζεται νὰ τρέχη. αναγκάζεται να τρέχει γιατί των καταδιώκουν. Αλλ' εάν αυτή
Ἀλλ' ἐὰν αὐτὴ θὰ ἐλαχάνιαζε, μήπως ἐκεῖνοι, καίτοι νέοι, θα λαχάνιαζε, μήπως εκείνοι, αν και νέοι, δεν υπέφεραν από
δὲν ὑπέκειντο εἰς τὸ πάθημα τοῦτο; Ἡ Χαδούλα ἤξευρε την ίδια κατάσταση; Η Χαδούλα ήξερε μάλιστα, κατά
μάλιστα, κατὰ σύμπτωσιν, ὅτι ὁ εἰς τῶν δυὸ ἐκείνων νέων σύμπτωση, ότι ο ένας από εκείνους τους δύο νέους, έπασχε
ἔπασχεν ἀπὸ ἄσθμα. Δὲν ἧτο πολὺς καιρὸς ἀφότου αὐτὸς από άσθμα. Δεν ήταν πολύς καιρός αφότου αυτός είχε
εἶχε παρακαλέσει τὸν γαμβρόν της νὰ εἰπῆ τῆς γριᾶς νὰ τοῦ παρακαλέσει τον γαμπρό της να πει της γριάς να του κάμει
κάμη ἕνα μαντζούνι διὰ τὸ νόσημα τοῦτο.. ένα μαντζούνι γι’ αυτή την αρρώστια..
Ἀλλὰ μὲ ὅλην τὴν ἐκδούλευσιν αὐτήν, ἡ Γιαννοὺ Αλλά με όλη αυτή την εκδούλευση, η Γιαννού ήξερε ότι δεν
ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ περιμένει ἔλεος ἀπὸ τὸν έπρεπε να περιμένει έλεος από τον χωροφύλακα. Ο άνθρωπος
χωροφύλακα. Ὁ ἄνθρωπος ἔκαμνε τὸ καθῆκον του. Ἂς έκανε το καθήκον του. Ας έλειπαν οι περιποιήσεις τις οποίες
ἔλειπαν αἱ περιποιήσεις τὰς ὁποίας θὰ τῆς ἔκαμναν, ἂν θα της έκαναν, αν αυτή έπεφτε στα χέρια τους, και ας τη
αὐτὴ ἔπεφτε στὰ χέρια των, καὶ ἂν ἔμελλον νὰ τὴν φώναζαν και «σταυρομάννα»!! Είχε παρατηρήσει άλλοτε,
ὀνομάζουν «σταυρομάννα»!! Εἶχε παρατηρήσει ἄλλοτε, εἰς στις περιπέτειες και τα βάσανα όσα είχε υποφέρει εξαιτίας
τὰς περιπετείας καὶ τὰ βάσανα ὅσα εἶχεν ὑποφέρει ἐξαιτίας του γιου της, του Μούρτου, ότι το είδος αυτών των
τοῦ υἱοῦ της, τοῦ Μούρτου, ὅτι τὸ εἶδος αὐτῶν τῶν ανθρώπων τότε θυμώνουν ακόμα περισσότερο όταν ο
ἀνθρώπων τότε μάλιστα θυμώνουν ὅταν ὁ καταζητούμενος καταζητούμενος αντιστέκεται, όταν αυθαδιάζει, και πολύ
ἀνθίσταται, ὅταν αὐθαδιάζη, πολὺ δὲ περισσότερον ὅταν περισσότερο όταν φύγει, και αναγκάζονται αυτοί να τον
φεύγη, καὶ ἀναγκάζωνται αὐτοὶ νὰ τὸν κυνηγοῦν, ὥστε νὰ κυνηγούν, ώστε να βγαίνει η ψυχή τους ανάποδα. Ω! βέβαια
βγαίνη ἡ ψυχὴ τοὺς ἀνάποδα. Ὤ! βέβαια ἔχουν δίκαιον έχουν δίκιο τότε να σκληραίνουν, και να γίνονται θηρία
τότε νὰ σκληρύνωνται, καὶ νὰ γίνωνται θηρία ἀνήμερα. ανήμερα. έτσι και η Φραγκογιαννού, με τη φυγή της, και
ὅθεν καὶ ἡ Φραγκογιαννού, φεύγουσα, καὶ βιάζουσα αναγκάζοντάς τους να τρέχουν δεν περίμενε έλεος απ'
αὐτοὺς νὰ τρέχουν δὲν ἐπερίμενεν ἔλεος ἀπ' αὐτούς.. αυτούς..
Ἐκεῖ ὅπου ἵστατο συλλογισμένη, ἀκούει βήματα ὄπισθέν Εκεί όπου στεκόταν συλλογισμένη, ακούει βήματα πίσω
της, ἀπὸ τὸ μέρος τὸ ἀντίθετον πρὸς ἐκεῖνο ἐξ οὐ αὐτὴ της, από το μέρος το αντίθετο από αυτό που είχε έρθει.
ἦλθε. Στρέφεται καὶ βλέπει ἕνα ἄνθρωπον, ἕνα βοσκόν. Ἡ Στρέφεται και βλέπει έναν άνθρωπο, έναν βοσκό. Η
Φραγκογιαννοὺ τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἧτο ὁ καλούμενος Φραγκογιαννού τον αναγνώρισε. Ήταν αυτός που τον έλεγαν
Καμπαναχμάκης. Ἤρχετο μὲ πατήματα λοξά, Καμπαναχμάκη. Ερχόταν με πατήματα λοξά,
ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν σκύλον του, ὅστις ἐγρύλισεν ἅμα ακολουθούμενος από τον σκύλο του, που γρύλισε άμα είδε
εἶδε τὴν γυναίκα. Ἀλλ' ὁ ἀφέντης του τὸν ἐμάλωσε.. την γυναίκα. Αλλ' ο αφέντης του τον μάλωσε..
Εἶδε τὴν Φραγκογιαννοὺ κ' ἐστάθη. Ἤρχετο ἀπὸ τὸ Είδε την Φραγκογιαννού και στάθηκε. Έρχονταν από το
καλύβι κ' ἐπήγαινεν εἰς τὸ μανδρί του. Ὑψηλός, μελαψός, καλύβι και πήγαινε στο μαντρί του. Ψηλός, μελαψός, ισχνός,
ἰσχνός, εὐρύστερνος, τὴν κόμην καὶ τὸ γένειον μὲ χρῶμα με πλατύ στήθος, με τα μαλλιά και το γένι να έχουν το χρώμα
ἀχύρου καψαλισμένου, κρατῶν τὴν ράβδον του τὴν καψαλισμένου άχυρου, κρατώντας το ραβδί του την γυριστό,
κυρτήν, ὑψηλὴν ἴσα μὲ τὸ μπόι του, ἐστάθη ἐνώπιον τῆς ψηλό ίσα με το μπόι του, στάθηκε μπροστά στη
Φραγκογιαννούς. Ὁ ἄνθρωπος ἐφαίνετο νὰ εὑρίσκεται εἰς Φραγκογιαννού. Ο άνθρωπος φαινόταν να βρίσκεται σε
μεγάλην θλίψην καὶ ἀδημονίαν.. μεγάλη θλίψη και αδημονία..
- Ἅ! ποῦθε αὐτὸ τὸ καλό! εἶπε μὲ τὴν φωνήν του τὴν — Α! από πού ήρθε αυτό το καλό! είπε με την φωνή του τη
δυσδιάκριτον καὶ τραχείαν, σφίγγων τοὺς ὀδόντας ἐνῶ μπερδεμένη και σκληρή, σφίγγοντας τα δόντια ενώ μιλούσε.
ὡμίλει. Τόμ' σ' ἀγροίκησα, ταμὰμ σὲ προσήφερα, κυρά- Μόλις σε σκέφτηκα αμέσως σε συνάντησα, κυρά-Γιαννού. Ο
Γιαννού. Ὁ Γεραμπὴς σὲ στέλνει!. Θεός σε στέλνει!.
- Τί λές, γυιέ μου; εἶπε μὲ τὸ ὑποκριτικὸν ἦθος της ἡ — Τί λες, γιέ μου; είπε με το υποκριτικό ήθος της η
Χαδούλα.. Χαδούλα..
- Καλὰ ποὺ σ' ἐσταύρωσα! Εἶπα, αὐτήνη εἶναι κείν' ἡ — Καλά που διασταυρωθήκαμε! Είπα, αυτή είναι κείνη η
καλὴ γυναίκα κατ' ἀπ' τὴ χώρα ποὺ γρουνίζει τὰ γιατρικὰ καλή γυναίκα κάτω απ' τη χώρα που ξέρει τα γιατρικά και
καὶ διώχνει κάθε γρουσουζιὰ ἀλάργα! Τόμ' σ' ἀπείκασα, διώχνει κάθε γρουσουζιά αλάργα! Μόλις σε είδα, με τη μία σε
μονοκοπανιᾶς σ' ἐγρούνισα!. Μὰ δὲ ξέρ'ς τίποτε, κυρα- γνώρισα. Μα δε ξέρεις τίποτε, κυρα-Γιαννού μ';.
Γιαννοὺ μ';.
- Τί τρέχει, παιδί μου;. — Τί τρέχει, παιδί μου;.
- Μεγάλο ζαράρι μ' εὑρῆκε νὰ 'χω τὸ συμπάθειο, θεια- — Μεγάλη ζημιά με βρήκε να 'χω το συμπάθιο, θεια-
Γιαννού! Τρανό, ἄτυχο ντέρτι! Ἡ φαμιλιὰ μ', ὄξ' ἀπὸ λόου Γιαννού! Μεγάλος άτυχος καημός! Η οικογένειά μου, μακριά
σου, βγῆκε τὴν νύχτα πρὸς νεροῦ της, ὂξ ἀπ' τὸ καλύβι, από σένα, βγήκε την νύχτα προς νερού της, έξω απ' το καλύβι,
κυρα-Γιαννοὺ μ', κ' ἐγύρισε πίσω κακὰ κι ἀδέξια. Ντούρμα κυρα-Γιαννού μου, και γύρισε πίσω κακά κι αδέξια. Αφού
βγῆκε, κ' ἐγύρισε μονοκοπανιά, χτυπημένη, βγήκε, γύρισε μονοκοπανιά, χτυπημένη, ξεγλωσσασμένη,
ξεγλωσσασμένη, ἀγρούνιστη. Χτυπήθηκε, μακριὰ ἀπὸ αγνώριστη. Χτυπήθηκε, μακριά από λόγου σου. Η γλώσσα
λόγου σου. Ἡ γλώσσα τῆς κρεμασμένη, ὄξ' ἀπ' τὸ σιαγόνι της κρεμασμένη, έξω απ' το σαγόνι της, τη λαλιά της την
της, τὴ λαλιά της τὴν ἔχασε, τὴν ηὗρε κακὴ θερμασιὰ καὶ έχασε, την βρήκε κακός πυρετός και κρυάδα και σπασμοί.
κρυάδα κι ἀσπασμοί. Κείτεται στὸ στρώμα μισοπεθαμένη!. Κείτεται στο στρώμα μισοπεθαμένη!.
- Ἀλήθεια; Ὤ, ἁμαρτίες!. Καὶ πότε ἔγινε αὐτό;. — Αλήθεια; Ω, αμαρτίες!. Και πότε έγινε αυτό;.
- Προχτὲς τὸ βράδυ, τὴν νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, θεια- — Προχτές το βράδυ, την νύχτα, τα μεσάνυχτα, θεια-
Γιαννού! Ὄξου ἀπὸ λόου σου, νά' χω τὸ συμπάθειο. Γιαννού! Μακριά από σένα, να' χω το συμπάθιο. Αφού βγήκε
Ντούρμα βγῆκε ὄξ' ἀπ' τὸ καλύβι, κ' ἐγύρισε πίσω έξω απ' το καλύβι, και γύρισε πίσω χτυπημένη, παλαβιασμένη.
χτυπημένη, παλαβιασμένη. Κοπιάζεις ὡς τὸ καλύβι μπάριμ, Έρχεσαι ως το καλύβι καλή μου, τώρα εδώ που σε
τώρα ἐδῶ ποὺ σ' ἐσταύρωσα, κυρα-Γιαννοὺ μ! Μονάχα νὰ συνάντησα, κυρα-Γιαννού μ! Μονάχα να την δεις, ν'
τὴν θωρήσης, ν' ἀγροικήσης σὲ τί χάλι βρίσκεται. Ἐλμπέτ, καταλάβεις σε τι χάλι βρίσκεται. Ελμπέτ, καλό θα της κάμεις.
καλὸ θὰ τῆς κάμης. μὲ τὰ γιατρικά σου, θὰ διώξης κάθε Με τα γιατρικά σου, θα διώξεις κάθε ενάντιο, ένα κ' ένα!.
ἐνάντιο, ἕνα κ' ἕνα!.
- Καὶ πῶς τῆς ἦρθε αὐτό; εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού.. — Και πώς της ήρθε αυτό; είπε η Φραγκογιαννού..
- Ποιὸς ξέρει τί ἁμαρτίες, κυρα-Γιαννοὺ μ'. Ὁ Γεραμπὴς — Ποιος ξέρει τι αμαρτίες, κυρα-Γιαννού μ'. Ο Θεός το
τὸ ξέρει.. ξέρει..
Ἡ Χαδούλα ἐσκέφθη ἐπὶ στιγμήν. Εἴτα εἶπε:. Η Χαδούλα σκέφτηκε για μια στιγμή. Μετά είπε:.
- Καλά. θὰ πάω ἀποκεῖ, τώρα-τώρα.. — Καλά. θα πάω από κει, τώρα-τώρα..
- Νὰ 'χης πολλὴ ζωὴ καὶ καλὴ ψυχή, θεια-Γιαννού! εἶπεν — Να 'χεις πολλή ζωή και καλή ψυχή, θεια-Γιαννού! είπε ο
ὁ Καμπαναχμάκης. Ὁ Γεραμπὴς σ' ἔστειλε.. Καμπαναχμάκης. Ο Θεός σ' έστειλε..
* * *. .
Ἀφοῦ ἀπεμακρύνθη ὁ Καμπαναχμάκης, ἡ Αφού απομακρύνθηκε ο Καμπαναχμάκης, η
Φραγκογιαννοὺ ἐσκέφθη ὅτι θὰ εἶχε καταφύγιον, Φραγκογιαννού σκέφτηκε ότι θα είχε καταφύγιο,
τουλάχιστον, διὰ τὴν ἑπομένην νύχτα καὶ ὅτι τὸ καλύτερον τουλάχιστον, για την επόμενη νύχτα και ότι το καλύτερο θα
θὰ ἧτο νὰ κρυφθῆ τὴν ἡμέραν εἰς καμμίαν λόχμην ἢ εἰς ήταν να κρυφτεί την ημέρα σε κάποια λόχμη ή σε κάποια
καμμίαν σπηλιᾶν, ὅπου οἱ χωροφύλακες ἀδύνατον θὰ ἧτο σπηλιά, όπου οι χωροφύλακες θα ήταν αδύνατον να την
νὰ τὴν εὕρωσι.. βρουν..
Ἐπῆρε τὸν κατήφορον, κατῆλθεν εἰς τῆς Ἀγαλλιανοὺς Πήρε τον κατήφορο, κατέβηκε στο ρέμα της Αγαλλιανούς.
τὸ ρέμα. Ἐστάθη νὰ πίη νερὸν εἰς μίαν βρύσιν. Ἐκεῖ Σταμάτησε να πιει νερό σε μια βρύση. Εκεί συνάντησε έναν
συνήντησεν ἕνα γέροντα μοναχόν, τὸν πάτερ Ἰωάσαφ, γέροντα μοναχό, τον πάτερ Ιωάσαφ, κηπουρό του
κηπουρὸν τοῦ μοναστηρίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τὸ ὁποῖον μοναστηριού του Ευαγγελισμού, το οποίο διέγραφε προς τα
διέγραφε πρὸς τὰ ἄνω τὴν σεμνὴν κατατομήν του, εἰς τὴν πάνω το σεβάσμιο σχήμα του, στην κορυφή του ρέματος..
κορυφὴν τοῦ ρέματος..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶχε καθίσει νὰ λαβὴ ἀναψυχὴν Η Φραγκογιαννού είχε καθίσει να ξεκουραστεί λίγο κοντά
πλησίον τῆς δροσερὰς πηγῆς, ἐστήριξε τὴν κεφαλὴν εἰς τὴν στη δροσερή πηγή, στήριξε το κεφάλι της στο χέρι της,
χείρα της, ἐφαίνετο βυθισμένη εἰς λογισμούς, καὶ φαινόταν βυθισμένη σε λογισμούς, και συγχρόνως
συγχρόνως «αὐτιάζετο» κ' ἔτεινε τὸ οὖς, φανταζόμενη «αυτιάζονταν» και τέντωνε το αυτί, νομίζοντας κάθε στιγμή
κατὰ πάσαν στιγμὴν ὅτι ἤκουε βήματα τῶν χωροφυλάκων.. ότι άκουγε βήματα των χωροφυλάκων..
Ὁ πάτερ-Ἰωάσαφ ἦλθε νὰ γεμίση ἕνα σταμνίον ὕδατος, Ο πάτερ-Ιωάσαφ ήλθε να γεμίσει ένα σταμνί νερό, και
καὶ ἱδὼν τὴν Φραγκογιαννοὺ τὴν ἐκαλημέρισε.. βλέποντας την Φραγκογιαννού την καλημέρισε..
- Ποῦ βρέθηκες ἐδῶ, γερόντισσα; Κάτι συλλογισμένη σὲ — Πού βρέθηκες εδώ, γερόντισσα; Κάτι συλλογισμένη σε
βλέπω.. βλέπω..
- Ἄχ! γυιέ μου!. εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού. Ἔχω βάσανα — Αχ! γιέ μου!. είπε η Φραγκογιαννού. Έχω βάσανα και
καὶ πάθια.. πάθια..
- Τὰ βάσανα δὲν λείπουν ἀπὸ τὸν κόσμο, γερόντισσα. — Τα βάσανα δεν λείπουν από τον κόσμο, γερόντισσα.
Ὅσο καὶ νὰ κάμη ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ τ' ἀποφύγη.. Όσο και να κάμει ο άνθρωπος, δεν μπορεί να τ' αποφύγει..
- Ἄχ! πάτερ Γιάσαφε, εἶπεν ἐν θλιβερᾷ διαχύσει ἡ — Αχ! πάτερ Γιάσαφε, είπεν εν θλιβερά διαχύσει η
Φραγκογιαννού. Νὰ 'μουν πουλὶ νὰ πέταγα!!!. Φραγκογιαννού. Να 'μουν πουλί να πέταγα!!!.
- «Τὶς δώσει μοὶ πτέρυγας ὡσεὶ περιστεράς;» εἶπεν ὁ — «Ποιος να μου δώσει φτερά σαν του περιστεριού;» είπε ο
Ἰωάσαφ, ἐνθυμηθεὶς τὸν ψαλμόν.. Ιωάσαφ, θυμούμενος τον ψαλμό..
- Ἤθελα νὰ ἔφευγα ἀπ' τὸν κόσμο, γέροντά μου. Δὲν — Ήθελα να έφευγα απ' τον κόσμο, γέροντά μου. Δεν
μπορῶ νὰ ὑποφέρω πλιά!. μπορώ να υποφέρω πια!.
- «Ἐμάκρυνας φυγαδεύουσα καὶ ηὐλίσθης ἐν τῇ ἐρήμῳ» — «Ξεμάκρυνες φεύγοντας και έμεινες στην έρημο» είπε
εἶπεν πάλιν ὁ γέρων μοναχός.. πάλι ο γέρο μοναχός..
- Μεγάλη φουρτούνα μ' ηὗρε, γέροντά μου, καὶ μεγάλη — Μεγάλη φουρτούνα μ' ηύρε, γέροντά μου, και μεγάλη
λιγοψυχιὰ μ' ἐκόλλησε.. λιγοψυχιά με κόλλησε..
- Ὁ Θεὸς νὰ σὲ γλυτώση, κόρη μου, «ἀπὸ ὀλιγοψυχίας — Ο Θεός να σε γλυτώσει, κόρη μου, «από ολιγοψυχίας
καὶ ἀπὸ καταιγίδος», ἐπέφερεν ὁ Ἰωάσαφ, συνεχίζων τὸν και από καταιγίδος», πρόσθεσε ο Ιωάσαφ, συνεχίζοντας τον
ψαλμόν.. ψαλμό..
- Ἀπ' τὴν κακία, ἀπ' τὴν κακογλωσσιά, ἀπ' τὸ φθόνο, δὲν — Απ' την κακία, απ' την κακογλωσσιά, απ' το φθόνο, δεν
μπορεῖ νὰ γλυτώση ἕνας ἄνθρωπος.. μπορεί να γλυτώσει ένας άνθρωπος..
- «Καταπόντισον, Κύριε, καὶ καταδίελε τὰς γλώσσας — «Καταπόντισε, Κύριε, και διέλυσε τις γλώσσες τους,
αὐτῶν, ὅτι εἶδον ἀνομίαν καὶ ἀντιλογίαν ἐν τῇ πόλει», γιατί είδα ανομία και αντιλογία στην πόλη», τέλειωσε ο πάτερ
ἐπέρανεν ὁ πάτερ Ἰωάσαφ.. Ιωάσαφ..
Εἴτα ἀφοῦ ἐγέμισε τὸ σταμνὶ τοῦ εἶπε:. Έπειτα αφού γέμισε το σταμνί του είπε:.
- Ἂν περάσης ἀπὸ τοὺς κήπους, γερόντισσα, φώναξε μὲ — Αν περάσεις από τους κήπους, γερόντισσα, φώναξέ με
νὰ σὲ φιλέψω κανένα μαρούλι κι ὀλίγα κουκιά.. να σε φιλέψω κανένα μαρούλι κι λίγα κουκιά..
Καὶ ἀπεμακρύνθη.. Και απομακρύνθηκε..
Τὴν ἑσπέραν ἡ Φραγκογιαννοὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν Πέρα- Το βράδυ η Φραγκογιαννού βρισκόταν στην Πέρα-Ράχη,
Ράχην, εἰς τὸ καλύβι τοῦ Καμπαναχμάκη. Ἡ σύζυγος τοῦ στο καλύβι του Καμπαναχμάκη. Η σύζυγος του βοσκού, μια
βοσκοῦ, γυνὴ πλέον ἢ τριάκοντα ἐτῶν καὶ μήτηρ πέντε γυναίκα περίπου τριάντα ετών και μητέρα πέντε παιδιών,
τέκνων, ἔκειτο ἐπὶ τῆς κλίνης. Ἧτο εἰς ἀθλίαν κατάστασιν. ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Ήταν σε άθλια κατάσταση. Το
Τὸ μοῦτρο τῆς εἶχε στραβώσει ἀπὸ τὴν νευρικὴν πρόσωπό της είχε παραμορφωθεί από το νευρικό επεισόδιο, η
προσβολήν, ἡ γλώσσα τῆς ἐκρέματο ἔξω τοῦ στόματος, κ' γλώσσα της κρεμόταν έξω από το στόμα και έβγαζε άναρθρες
ἐξέπεμπεν ἀνάρθρους φωνάς.. φωνές..
- Πῶς σου ἦρθε αὐτό; τὴν ἠρώτησε διὰ νεύματος μᾶλλον "Πώς σου ήρθε αυτό;" την ρώτησε η Φραγκογιαννού πιο
ἢ διὰ τῆς φωνῆς ἡ Φραγκογιαννού. Ἡ πάσχουσα ἀπήντησε πολύ με ένα νόημα παρά μιλώντας. Η άρρωστη απάντησε με
διὰ γρυλισμοὺ οὐδὲν τὸ ἀνθρώπινον ἔχοντος.. έναν μορφασμό που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐκάθισε παρὰ τὴν ἑστίαν, καὶ Η Φραγκογιαννού κάθισε κοντά στη φωτιά και
ἠσχολεῖτο νὰ βράση βότανα διὰ τὴν πάσχουσαν. Δὲν εἶχε ασχολήθηκε να βράσει βότανα για την άρρωστη. Δεν είχε
πλέον τὸ καλάθι της, ἀλλὰ εἶχε γεμίσει τοὺς κόλπους της πλέον το καλάθι της, αλλά είχε γεμίσει τα στήθη της με
ἀπὸ διάφορα μικροσκοπικὰ χόρτα, τὰ ὁποῖα εἶχε συλλέξει διάφορα μικροσκοπικά χόρτα, τα οποία είχε μαζέψει τη μέρα
τὴν ἡμέραν κάτω εἰς τὰ ρέματα τῶν κοιλάδων.. κάτω στα ρέματα των κοιλάδων..
Τὰ δυὸ μικρὰ κοράσια τῆς ἀσθενοῦς ἐκάθισαν σιμὰ εἰς Τα δύο μικρά κορίτσια της άρρωστης κάθονταν κοντά στα
τὰ γόνατα τῆς Φραγκογιαννούς, γλειφίδικα, καὶ ζητοῦντα γόνατα της Φραγκογιαννούς, ναζιάρικα και ζητώντας χάδια.
θωπείας. Ἡ Γιαννοὺ ἐθώπευσεν τὰ σιαγόνια των καὶ τοὺς Η Γιαννού τούς χάιδεψε τα σαγόνια και τους λαιμούς τόσο
λαιμούς των, τόσον δυνατά, ὥστε ἠσθάνθησαν πόνον, καὶ δυνατά, ώστε πόνεσαν, και το ένα φώναξε:.
τὸ ἐν ἐφώναξε:.
- Μάννα!. - Μάνα!.
Ἀλλ' ἡ μάννα ἤτον δι' αὐτὰ ὡς νὰ μὴν ὑπῆρχε, καὶ τὰ Αλλά η μάνα τους ήταν για αυτά σαν να μην υπήρχε, και
δυστυχῆ πλάσματα δὲν ἦσαν εἰς ἡλικίαν οὔτε νὰ τα δυστυχισμένα πλάσματα δεν ήταν σε ηλικία ούτε να
αἰσθανθώσι τὴν ἔλλειψιν, οὔτε νὰ δύνανται τουλάχιστον νὰ αισθανθούν την έλλειψη, ούτε να μπορέσουν τουλάχιστον να
τὴν ἀναπληρώσωσι. Τὸ μικρὸν ἀγόρι, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο την αναπληρώσουν. Το μικρό αγόρι, το οποίο φαινόταν να
νὰ εἶναι ὀμήλικον μὲ τὸ κοράσιόν το ἐν, ὡς νὰ ἦσαν είναι συνομήλικο με το κορίτσι το ένα, σαν να ήταν δίδυμα,
δίδυμα, ἔκλαιε κι ἐζήτει «νὰ σηκωθῆ ἡ μάννα του νὰ τοῦ έκλαιγε και ζητούσε «να σηκωθεί η μαμά του να του κάνει
κάμη γριᾶ στὸ τηγάνι».. γριά στο τηγάνι», δηλαδή τηγανίτες με πολλές δίπλες..
- Τώρα, γυιέ μου, ἐγὼ νά σου κάμω γριᾶ, εἶπε τυχαίως ἡ — Τώρα, γιε μου, εγώ να σου κάμω γριά, είπε αδιάφορα η
Φραγκογιαννού.. Φραγκογιαννού..
- Δὲν ἔχουμε ἀλεύρι, θειά, εἶπε τὸ μεγαλύτερον ἐκ τῶν — Δεν έχουμε αλεύρι, θεία, είπε το μεγαλύτερο από τα δύο
δυὸ κορασίων.. κορίτσια.
- Καλά. νὰ ἔλθη ὁ πατέρας νὰ φέρη ἀλεύρι, εἶπεν ἡ — Καλά. να έρθει ο πατέρας να φέρει αλεύρι, είπε η
Φραγκογιαννοὺ πρὸς τὸ παιδίον, κ' ἐγὼ νά σου κάμω Φραγκογιαννού στο παιδί, κ' εγώ να σου κάμω «γριά»!
«γριᾶ»! Ἡσύχασε τώρα.. Ησύχασε τώρα..
Ἀλλὰ τὸ ἀγόρι δὲν τὰ ἤκουεν αὐτά.. Αλλά το αγόρι δεν τα άκουγε αυτά..
- Γριὰ θέλω, καὶ νὰ 'ναι ζαρωμένη γριά! Νὰ 'χη καὶ — Γριά θέλω, και να 'ναι ζαρωμένη γριά! Να 'χει και
πετμέζι.. πετμέζι..
- Ποῦ νὰ βρεθῆ τὸ πετμέζι, γυιέ μου; εἶπεν ἡ — Πού να βρεθεί το πετμέζι, γιε μου; είπε η
Φραγκογιαννού. Μεθαύριο νὰ μαυρίσουν τὰ σταφύλια στ' Φραγκογιαννού. Μεθαύριο να μαυρίσουν τα σταφύλια στ'
ἀμπέλι, νὰ τὰ τρυγήσουμε, νὰ κόψουμε τὰ ξεκούδουνα ἀπ' αμπέλι, να τα τρυγήσουμε, να κόψουμε τα ξεμοναχιασμένα
τὰ κλήματα, νὰ κάμουμε πολύ-πολὺ πετμέζι νὰ φάη τὸ απ' τα κλήματα, να κάμουμε πολύ-πολύ πετμέζι να φάει το
καλὸ παιδί. Πῶς σὲ λένε;. καλό παιδί. Πώς σε λένε;.
- Γιώργη τόνε λέμε, θειά, εἶπε τὸ μεγαλύτερον κοράσιον.. — Γιώργη τόν λέμε, θεία, είπε το μεγαλύτερο κορίτσι..
- Ἐσένα;. — Εσένα;.
- Δαφνῶ.. — Δαφνώ..
- Κ' ἐσένα; ἠρώτησεν ἡ Γιαννοὺ τὸ μικρότερον — Κ' εσένα; ρώτησε η Γιαννού το μικρότερο κοριτσάκι..
θυγάτριον..
- Ἀνθή.. — Ανθή..
- Νὰ ζήσετε!. — Να ζήσετε!.
- Καὶ πότε θὰ τὰ κόψουμε, θειά, τὰ σταφύλια; ἐφώναξε — Και πότε θα τα κόψουμε, θεία, τα σταφύλια; φώναξε το
τὸ ἀγόρι. Δὲν πᾶμε τώρα στ' ἀμπέλι νὰ τὰ κόψουμε;. αγόρι. Δεν πάμε τώρα στ' αμπέλι να τα κόψουμε;.
- Ὄχι τώρα, γυιέ μου, ταχιά.. — Όχι τώρα, γιε μου, ταχιά..
- Ταχιά το-ταχύ; εἶπεν ὁ Γιώργης.. — Ταχιά το-ταχύ; είπε ο Γιώργης..
- Ναί, γυιόκα μου. Ἀπόψε θὰ δέσουν οἱ ράγες, καὶ θὰ — Ναι, γιόκα μου. Απόψε θα δέσουν οι ράγες, και θα
γλυκάνουν, καὶ θὰ μαυρίσουν, καὶ ταχιά το-ταχὺ θὰ γλυκάνουν, και θα μαυρίσουν, και ταχιά το-ταχύ θα πάρουμε
πάρουμε τοὺς τρυγολόγους νὰ τρέξουμε στ' ἀμπέλι, νὰ τους εργάτες που τρυγούνε, να τρέξουμε στ' αμπέλι, να
τρυγήσουμε, νὰ τὰ κάμουμε κότσι-κότσι, τὰ σταφύλια, τὰ τρυγήσουμε, να τα κάμουμε κότσι-κότσι, τα σταφύλια, τα
ξεκούδουνα, νὰ τὰ πατήσουμε, νὰ τὰ λυώσουμε, καὶ θὰ ξεμοναχιασμένα, να τα πατήσουμε, να τα λιώσουμε, και θα
κάμουμε μουστόπιττες καὶ πετμέζια καὶ χίλια λογιῶν καλά. κάμουμε μουστόπιτες και πετμέζια και χίλια λογιών καλά.
καὶ τότε, θά σου κάμω ἐγὼ μιὰ γριά, ζαρωμένη, ἴσα μὲ τὸ Και τότε, θα σου κάμω εγώ μια γριά, ζαρωμένη, ίσα με το
τηγάνι μεγάλη!. τηγάνι μεγάλη!.
- Σέλω νά' ναὶ πουλύ, πουλὺ μεγάλη! εἶπεν ὁ μικρός.. — Σέλω να' ναι πουλύ, πουλύ μεγάλη! είπε ο μικρός..
- Μεγάλη γριά, ἴσα μ' ἐμένα, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού.. — Μεγάλη γριά, ίσα μ' εμένα, είπε η Φραγκογιαννού..
Ἐν τῷ μεταξύ, τὸ μικρότερον τῶν δυὸ κορασίων, τὸ Ταυτόχρονα, το μικρότερο από τα δύο κορίτσια, το
Δαφνῶ, καθὼς ἐκοίταζεν ἐναλλὰξ τὸν λύχνον καὶ τὴν Δαφνώ, καθώς κοίταζε μια το λυχνάρι και μια τη
Φραγκογιαννοὺ μὲ τεθηπὸς βλέμμα, ὡς νὰ ὑπνωτίσθη ἀπὸ Φραγκογιαννού με βλέμμα μαγεμένο, σαν να υπνωτίστηκε
τὸ ὄμμα τῆς γραίας, ἐνύσταξε, ἔγειρε τὸ κεφαλάκι του πρὸς από το βλέμμα της γριάς, νύσταξε, έγειρε το κεφαλάκι του
τὴν ἑστίαν, καὶ ἀπεκοιμήθη. Ἡ Γιαννοὺ ἐπιμόνως τὸ προς τη φωτιά και αποκοιμήθηκε. Η Γιαννού το χάιδευε
ἐχάδευεν ὑπὸ τὸ κατωσάγονον, καὶ πότε ἡ χεὶρ τῆς επίμονα κάτω από το σαγόνι, και μερικές φορές το χέρι της
ἐγλίστρα πρὸς τὸν τράχηλον, καὶ ἴσως εἶχε κλίσιν νὰ θλίψη γλιστρούσε προς τον λαιμό, και ίσως είχε την τάση να σφίξει
κάπως δυνατώτερα τὸν λαιμὸν τοῦ κορασίου. Ἀλλὰ τὴν λίγο πιο δυνατά τον λαιμό του κοριτσιού. Αλλά την ίδια
ἰδίαν στιγμὴν ἠκούσθη δρομαῖον βῆμα ἔξωθεν, ἡ θύρα στιγμή ακούστηκε ένα βιαστικό βήμα έξω, η πόρτα άνοιξε,
ἠνοίχθη, καὶ εἰσῆλθεν ὁ Καμπαναχμάκης.. και μπήκε ο Καμπαναχμάκης..
- Δῶ εἶσαι, κυρά-Γιαννού! εἶπεν ἐν ἄκρᾳ ταραχή. Σήκου! — Δω είσαι, κυρά-Γιαννού! είπε γεμάτος ταραχή. Σήκω!
Νὰ φύγης! νὰ κρυφτής!. Να φύγεις! να κρυφτείς!.
- Τί τρέχει; εἶπεν ἡ γραία, προσπαθοῦσα νὰ φανῆ — Τί τρέχει; είπε η γριά, προσπαθούσα να φανεί ατάραχη..
ἀτάραχος..
- Οἱ ταχτικοὶ σὲ χαλεύουν; Τί ζαρὰρ ἔκαμες χριστιανή; — Οι ταχτικοί σε αναζητούν; Τί κακό έκαμες χριστιανή;
Τρέχουν οἱ ταχτικοὶ γυρεύοντας σέ. Σήκου, τρέχα! νὰ Τρέχουν οι ταχτικοί γυρεύοντάς σε. Σήκω, τρέχα! να
κρυφτὴς πουθενὰ μπάριμ! Σὲ λυποῦμαι, καημένη! Τί κρίμα κρυφτείς πουθενά καλή μου! Σε λυπούμαι, καημένη! Τι κρίμα
ἔκαμες;. έκαμες;.
- Ἐγώ; κρίματα πολλά. Μὰ δὲν ξέρω, γιατί νὰ μὲ — Εγώ; κρίματα πολλά. Μα δεν ξέρω, γιατί να με
γυρεύουν οἱ ταχτικοί, ποῦ μου λές;. γυρεύουν οι ταχτικοί, που μου λες;.
- Τρέχα, κατὰ δῶ ἔρχονται τώρα. Δὲ γρουνίζω πὼς σ' — Τρέχα, κατά δω έρχονται τώρα. Δε ξέρω πώς
ἀγροίκησαν πὼς τὰ πρύμισες κατὰ δῶ, θὰ 'ρθουν τώρα νὰ κατάλαβαν πώς τα πρύμισες κατά δω, θα 'ρθουν τώρα να
χαλέψουν. Ὅπου κι ἂν εἶναι, πλάκωσαν! Ἀκοῦς! κάτου, ζητήσουν. Όπου κι αν είναι, πλάκωσαν! Ακούς! κάτω, στη
στὴ Σκότ'νὴ Σπ'λιά, στὸ Κακόρρεμα, κατακεῖ νὰ πάρης τὸ Σκοτεινή Σπηλιά, στο Κακόρρεμα, κατακεί να πάρεις το
φύσημά σου! Στὸ κλῆμα στὸ Μονοπάτι, στοῦ Π'λιοῦ τὴ φύσημά σου! Στο κλήμα στο Μονοπάτι, στου Π'λιού τη
Βρύση, ἐκεῖ νὰ σὲ πάρουν στὸ κοντό, δὲν μποροῦν νὰ σὲ Βρύση, εκεί να σε πάρουν κι αν σε κυνηγήσουν, δεν μπορούν
πιάσ'ν! Ἀποκεῖ μπορεῖς νὰ κατεβὴς στὸ Γέροντα, στὸ να σε πιάσουν! Από κεί μπορείς να κατεβείς στο Γέροντα, στο
Ἐρμητήριο, νὰ ξαγορευθῆς, τὰ κρίματα σ', καημένη. Ερμητήριο, να εξομολογηθείς, τα κρίματά σου, καημένη.
Τρέχα!.. Τρέχα!..
Ἔτρεξεν ἡ ἀθλία ἀλλὰ δὲν ἠσθήνετο πλέον δυνάμεις Η κακόμοιρη έτρεξε, αλλά δεν ένιωθε πλέον δυνάμεις
ἀκμαίας. Ἡ ἀϋπνία τῶν περασμένων νυκτῶν, ἡ ακμαίες. Η αϋπνία των προηγούμενων νυχτών, η κακουχία, οι
κακοπάθεια, αἱ συγκινήσεις τὴν εἶχον καταβάλει. Τὰ μέρη, συγκινήσεις την είχαν καταβάλει. Τα μέρη, τα οποία είχε
τὰ ὁποῖα εἶχεν ὀνομάσει ὁ Καμπαναχμάκης, ἀπεῖχον πολύ, αναφέρει ο Καμπαναχμάκης, απείχαν πολύ, και δεν μπορούσε
δὲν ἠδύνατο δὲ νὰ ὁδοιπορήση πρὸς τὰ ἐκεῖ εἰς τὴν να περπατήσει προς τα εκεί στην ασέληνη νύχτα..
ἀσέληνον νύκτα..
Καθὼς ἔτρεχεν, αὐτιαζόμενη κατὰ πάσαν στιγμή, Καθώς έτρεχε, αυτιάζονταν συνεχώς, ξαφνιαζόταν, και
ἐξαφνιζομένη, καὶ νομίζουσα ὅτι ἀκούει παντοῦ βήματα. νόμιζε ότι ακούει παντού βήματα. Στο μονοπάτι, ανάμεσα σε
Εἰς τὸ μονοπάτι, ἀνάμεσα εἰς δένδρα καὶ θάμνους, ἤκουσε δέντρα και θάμνους, άκουσε βήματα αληθινά, που ερχόταν
βήματα ἀληθῆ, ἐρχόμενα ἀπὸ διακοσίων βημάτων, ἀπὸ τὸν από απόσταση εβδομήντα μέτρων περίπου, από τον κύριο
κύριον δρόμον. Ἐκρύβη ὄπισθεν τῶν θάμνων, καὶ τῆς δρόμο. Κρύφτηκε πίσω από τους θάμνους, και της φάνηκε ότι
ἐφάνη ὅτι ἦσαν πράγματι οἱ χωροφύλακες, βαδίζοντες ήταν πράγματι οι χωροφύλακες, που βάδιζαν προς την
πρὸς τὴν καλύβην τοῦ Καμπαναχμάκη, πρὸς τὸ μέρος καλύβα του Καμπαναχμάκη, προς το μέρος από όπου εκείνη
ὁπόθεν αὐτὴ ἤρχετο. Ἐὰν οὕτως εἶχεν, ἡ θέσις τῆς ερχόταν. Εάν πράγματι ήταν έτσι, η θέση της γινόταν
καθίστατο ἀσφαλεστέρα πρὸς τὸ παρόν, καθότι δὲν ασφαλέστερη προς το παρόν, καθώς δεν φοβόταν πλέον να
ἐφοβεῖτο πλέον νὰ τοὺς συναντήση, διὰ τὴν νύκτα ἐκείνην.. τους συναντήσει, για τη νύχτα εκείνη..
Ἐπροχώρησε πρὸς τὸ μέρος, ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει τὴν Προχώρησε προς το μέρος από όπου είχε έρθει το πρωί.
πρωίαν. Ἔφθασεν εἰς τὸν μικρὸν ναΐσκον τῆς Ζωοδόχου Έφτασε στον μικρό ναΐσκο της Ζωοδόχου Πηγής, στο
Πηγῆς, εἰς τὸ Κοιμητήριον τῶν Καλογήρων, εἰς τ' Ἀλώνι Κοιμητήριο των Καλογήρων, στο Αλώνι του Μοναστηριού.
τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἐπέρασεν ἔξω ἀπὸ τὸ Βουρδουναριό, Πέρασε έξω από το Βουρδουναριό, απέναντι από τη
ἀντικρὺ τῆς σιδηρᾶς πύλης τοῦ Κοινοβίου, ἥτις ἧτο σιδερένια πύλη του Κοινοβίου, η οποία ήταν κλειστή.
κατάκλειστος. Ἀλλως, γυναῖκες ποτὲ δὲν ἐπήρχοντο εἰς τὸν Άλλωστε, γυναίκες ποτέ δεν έμπαιναν στον ιερό περίβολο.
ἱερὸν περίβολον. Κατῆλθεν εἰς τοὺς κήπους, ὅπου εἶχε Κατέβηκε στους κήπους, όπου είχε συναντήσει το πρωί τον
συναντήσει τὴν πρωίαν τὸν καλόγηρον, τὸν κηπουρόν, καλόγερο, τον κηπουρό, ο οποίος της είχε πει διάφορα ρητά
ὅστις τῆς εἶχεν εἰπεῖ διάφορα ρητᾶ ἀπὸ τὸ Ψαλτήριον, τὰ από το Ψαλτήριο, τα οποία εκείνη δεν καταλάβαινε, αλλά
ὁποῖα αὐτὴ δὲν ἐνόει, ἀλλ' ἀορίστως ὑπώπτευεν ὅτι αόριστα υποψιαζόταν ότι ταίριαζαν κάπως στη θέση της. Και
προσηρμόζοντο κάπως εἰς τὴν θέσιν της. Καὶ πράγματι τῆς πράγματι της είχαν αφήσει σαν έναν θόρυβο γύρω από τα
εἶχον ἀφήσει ὡς ἕνα βόμβον περὶ τὰ ὦτα της: «Τὶς δώσει αυτιά της: «Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς;. Ιδού
μοὶ πτέρυγας ὡσεὶ περιστεράς;. Ἰδοὺ ἐμάκρυνα φυγαδεύων εμάκρυνα φυγαδεύων και ηυλίσθην εν τη έρήμω.
καὶ ηὐλίσθην ἐν τῇ ἐρήμῳ. Προσεδεχόμην τὸν Θεόν, τὸν Προσεδεχόμην τον Θεόν, τον σώζοντά με από ολιγοψυχίας
σώζοντα μὲ ἀπὸ ὀλιγοψυχίας καὶ ἀπὸ καταιγίδος.».. και από καταιγίδος.»..
Καθὼς ἀνήρχετο τὴν ράχιν ἀντικρύ, πέραν τῶν κήπων, Καθώς ανέβαινε τη ράχη απέναντι, πέρα από τους κήπους,
ἄνω τοῦ ρεύματος, ἤκουσε τὸν μικρὸν κώδωνα τοῦ πάνω από το ρέμα, άκουσε την μικρή καμπάνα του
μοναστηριοῦ νὰ ἠχὴ γλυκᾶ, ταπεινὰ καὶ μονότονα, νὰ μοναστηριού να ηχεί γλυκά, ταπεινά και μονότονα, να ξυπνά
ἐξυπνὰ τὰς ἠχοῦς τοῦ βουνοῦ, καὶ νὰ δονὴ τὴν μαλακὴν τις ηχούς του βουνού, και να δονεί το απαλό αεράκι. Ήταν
αὔραν. Ἧτο ἄρα μεσονύκτιον, ὥρα τοῦ Μεσονυκτικοῦ, λοιπόν μεσάνυχτα, ώρα του Μεσονυκτικού, ώρα του
ὥρα τοῦ Ὄρθρου! Πὼς ἦσαν εὐτυχεῖς οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, Όρθρου! Πόσο ευτυχισμένοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, οι
οἵτινες εὐθὺς ἀμέσως, ἐκ νεαρὰς ἡλικίας, ὠσὰν ἀπὸ θείαν οποίοι αμέσως, από νεαρή ηλικία, σαν από θεϊκή έμπνευση,
ἔμπνευσιν, εἶχον αἰσθανθῆ ποιὸν ἧτο τὸ καλύτερον τὸ είχαν αισθανθεί ποιο ήταν το καλύτερο που μπορούσαν να
ὁποῖον ἠμπορούσαν νὰ κάμουν - το νὰ μὴ φέρουν, δηλαδή, κάνουν - το να μην φέρουν, δηλαδή, άλλους στον κόσμο
ἄλλους εἰς τὸν κόσμον δυστυχεῖς!.καὶ μετὰ τοῦτο, ὅλα δυστυχισμένους!. Και μετά από αυτό, όλα ήταν
ἦσαν δεύτερα. Τὴν φιλοσοφίαν, αὐτοί, τὴν εἶχον λάβει ὡς δευτερεύοντα. Τη φιλοσοφία, αυτοί, την είχαν λάβει σαν
ἐκ κληρονομίας, χωρὶς <νά> σκοτίσουν τὸν νοῦν των εἰς κληρονομιά, χωρίς να σκοτίσουν το νου τους στην
τὴν «ζήτησιν τῆς ἀληθείας», ὅπου ποτὲ δὲν εὑρίσκεται.. «αναζήτηση της αλήθειας», που ποτέ δεν βρίσκεται..
Ἀνέβη ὑψηλότερα τὴν ράχιν, χωρὶς νὰ ἔχη σκοπὸν ἢ Ανέβηκε ψηλότερα στη ράχη, χωρίς να έχει σκοπό ή
ἀπόφασιν ποὺ ἐπήγαινε. Καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν δρόμον, ὀλίγα απόφαση πού πήγαινε. Και έξω από το δρόμο, λίγα βήματα
βήματα μακράν, εἶδε μίαν στάνην, τὴν ὁποίαν ἀνεγνώρισεν μακριά, είδε μίαν στάνη, την οποίαν αναγνώρισε ότι ήταν του
ὅτι ἤτον τοῦ Γιάννη τοῦ Λυρίγκου. Ὁ σκύλος αἰσθανθεῖς Γιάννη του Λυρίγκου. Ο σκύλος που αισθάνθηκε από μακριά
μακρόθεν τὴν παρουσίαν της, ἤρχισε νὰ γαυγίζη.. την παρουσία της, άρχισε να γαυγίζει..
Εἶχεν ἔλθει ἄρα, πλησίον εἰς τὸ κατάλυμα τῆς Είχε έλθει λοιπόν, κοντά στο κατάλυμα της προηγούμενης
παρελθούσης νυκτὸς χωρὶς νὰ τὸ σκεφθῆ! Καὶ τώρα μόνον νύχτας χωρίς να το καταλάβει! Και τώρα μόνο άρχισε να το
ἤρχισε νὰ τὸ σκέπτεται. Ἕως τὴν στιγμὴν τὸ ἔνστικτον τὴν σκέφτεται. Μέχρι τότε το ένστικτο την είχε οδηγήσει. Αλλά
εἶχεν ὀδηγήσει. Ἀλλὰ τώρα ὁ συλλογισμὸς τῆς διετυποῦτο τώρα ο συλλογισμός της διατυπώνονταν καθαρά. «Πού
καθαρά. «Ποῦ ἀλλοῦ θὰ εἶμαι πλέον ἀσφαλής, γιὰ τὴν αλλού θα είμαι περισσότερο ασφαλής, για την ώρα, παρά
ὥρα, παρὰ ἐδῶ; Οἱ ταχτικοὶ ποτὲ δὲν θὰ πιστεύουν ὅτι εδώ; Οι ταχτικοί ποτέ δεν θα πιστέψουν ότι ξαναήλθα πάλι
ξαναήλθα πάλιν πρὸς τὸ ἴδιο μέρος, ποὺ μὲ εἶχαν εὑρεῖ στο ίδιο μέρος, που με είχαν βρει χθες, και με κυνήγησαν. Ο
χθές, καὶ μ' ἐκυνήγησαν. Ὁ Γιάννης κοιμᾶται στὸ μανδρί Γιάννης κοιμάται στο μαντρί του. Στο καλύβι θα' ναι η
του. Στὸ καλύβι θά' ναὶ ἡ λεχώνα, κ' ἡ γριά. Τὴν νύχτα λεχώνα, κι η γριά. Την νύχτα χθες, από τον σαστισμό κι από
χθές, ἀπὸ τὸν σαστισμὸ κι ἀπὸ τὴ βία μου, ξέχασα ἐκεῖ τὸ τη βία μου, ξέχασα εκεί το καλαθάκι μου. Δεν θα είναι
καλαθάκι μου. Δὲν θὰ εἶναι καλύτερα νὰ πάω νὰ χτυπήσω καλύτερα να πάω να χτυπήσω την πόρτα, να τους πουλήσω
τὴν πόρτα, νὰ τοὺς πουλήσω πάλι δούλεψη μὲ κανένα πάλι δούλεψη με κανένα ψευτογιατρικό, να πάρω και το
ψευτογιατρικό, νὰ πάρω καὶ τὸ καλαθάκι μου, καὶ σᾶ φέξη καλαθάκι μου, και σα φέξη να πάω να κρυφτώ κάτω στο
νὰ πάω νὰ κρυφθῶ κάτω στὸ Κακκόρεμα, ἐκεῖ ποῦ λέει ὁ Κακκόρεμα, εκεί που λέει ο Καμπαναχμάκης;.».
Καμπαναχμάκης;.».
Βεβαίως ἡ γραία, ἡ πενθερὰ τοῦ Λυρίγκου, κάτι θὰ εἶχεν Βεβαίως η γριά, η πεθερά του Λυρίγκου, κάτι θα είχε
ἀκούσει εἰς βάρος της ἀπὸ χωροφύλακες ἢ ἀπὸ τρίτους, ακούσει εις βάρος της από χωροφύλακες ή από τρίτους, αλλά
ἀλλὰ τί μ' αὐτό;. τί μ' αυτό;.
Δὲν θὰ εἶχε τόσην κακίαν οὔτε τόσον θάρρος, ὥστε νὰ Δεν θα είχε τόσο κακία ούτε τόσο θάρρος, ώστε να την
τὴν προδώση. Ἄλλως, αὐτὴ ὡς κυρίαν πρόφασιν, διὰ νὰ προδώσει. Αλλιώς, αυτή ως κύρια πρόφαση, για να μπει θα
εἰσέλθη θὰ προέταττεν ὅτι ἦλθε νὰ ζήτηση τὸ προφασίζονταν ότι ήρθε να ζητήσει το λησμονημένο καλάθι
λησμονημένον καλάθι της.. της..
Ἐκρύωνε πολὺ ἀπὸ τὸν ἀέρα τοῦ βουνοῦ, καὶ εἶχεν Κρύωνε πολύ από τον αέρα του βουνού, και είχε ανάγκη
ἀνάγκη νὰ στεγασθῆ πουθενά, πρὸς ὥραν. Δὲν ἐδίστασε να στεγαστεί κάπου, προσωρινά. Δεν δίστασε πλέον. Πέρασε
πλέον. Διέβη τὸν ζυγόν, τὸν ἐνούντα τὰς δυὸ ράχεις, ἐπὶ τον ζυγό, που ένωνε τις δυο ράχες, στη νοτιότερη των οποίων
τῆς μεσημβρινωτέρας τῶν ὁποίων ἧτο ἡ μάνδρα, ἐπὶ δὲ τῆς ήταν το μαντρί, και στη βορειότερη το σπίτι του Λυρίγκου,
βορειοτέρας ἡ οἰκία τοῦ Λυρίγκου, κ' ἔφθασεν εἰς τὸ και έφτασε στο καλύβι..
καλύβι..
Ἔκρουσε τὴν θύραν. Ἡ γραία ἐκοιμάτο, ἀλλὰ δὲν Χτύπησε την πόρτα. Η γριά κοιμόταν, αλλά δεν άργησε να
ἄργησε νὰ ἐξυπνήση, κ' ἐλθοῦσα ἤνοιξε τὴν θύραν, χωρίς, ξυπνήσει, και ερχόμενη άνοιξε την πόρτα, χωρίς, αυτήν την
αὐτὴν τὴν φοράν, νὰ ἐρώτηση τὶς εἶναι, ἴσως διότι ἧτο φορά, να ρωτήσει ποιος είναι, ίσως επειδή ήταν
μισοκοιμισμένη κ' ἐνήργει ὡς ἐν ὑπνοβασίᾳ μηχανικῶς, ἢ μισοκοιμισμένη και ενεργούσε σαν σε υπονοβασία μηχανικά,
εἶχε τὴν ἐντύπωσιν ὅτι οὐδεὶς ἄλλος ἠδύνατο νὰ εἶναι εἰμὴ ή είχε την εντύπωση ότι κανείς άλλος δε θα μπορούσε να είναι
ὁ γαμβρός της. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔσπευσε νὰ εἰσέλθη.. παρά ο γαμπρός της. Η Φραγκογιαννού βιάστηκε να μπει..
- Τὸ κοφίνι μ' πλιό, ξέχασα ἀπ' τὴ βία μου, ἐψές, εἶπε. Τὸ — Το κοφίνι μ' πλιο, ξέχασα απ' τη βία μου, εψές, είπε. Το
εἶδες; Εἶναι πουθενά; Ποῦ τὸ 'χεις;. είδες; Είναι πουθενά; Πού το 'χεις;.
Ἡ χωρικὴ γραία ἐστάθη καὶ τὴν ἐκοίταξε. Τώρα μόνον Η ηλικιωμένη χωριάτισσα στάθηκε και την κοίταξε. Τώρα
ἐφάνη νὰ ἐξύπνησεν ἐντελῶς, καὶ ἀναγνωρίσασα αὐτήν.. μόνο φάνηκε να ξύπνησε εντελώς, και να την αναγνώρισε..
- Ποῦ βρέθηκες ἐδῶ; εἶπε.. — Πού βρέθηκες εδώ; είπε..
- Μὴν ἐρωτᾶς, εἶπεν ἡ Γιαννού. Εἶχα νυχτώσει σ' ἕν' ἄλλο — Μη ερωτάς, είπε η Γιαννού. Είχα νυχτώσει σ' ένα άλλο
καλύβι, μὰ δὲν εἶχα ὕπνο. Σᾶ θυμήθηκα τὸ κοφίνι μου, καλύβι, μα δεν είχα ύπνο. Σα θυμήθηκα το κοφίνι μου, ήρθα.
ἦρθα. Πῶς εἶστε; Τί κᾶν' ἡ λεχώνα;. Πώς είστε; Τί κάνει η λεχώνα;.
- Τί νὰ κάμη; Τὰ ἴδια. Μὰ δέ μου λές, εἶπε μετὰ τινὰ — Τί να κάμει; Τα ίδια. Μα δε μου λες, είπε μετά από μικρό
δισταγμὸν ἡ γραία. γιατί σ' ἐγύρευαν κείν' οἱ ταχτικοί;. δισταγμό η γριά. γιατί σε γύρευαν κείν' οι ταχτικοί;.
- Φτόνος τοῦ κόσμου, ἀπήντησε μ' ἐτοιμότητα ἡ — Φθόνος του κόσμου, απάντησε μ' ετοιμότητα η
Φραγκογιαννού. Ἕνα κορίτσ' εἶχε πνιγὴ μὲς στὸ πηγάδι.. Φραγκογιαννού. Ένα κορίτσι είχε πνιγεί μες στο πηγάδι..
- Ε;. — Ε;.
- Καὶ δὲν ξέρω ποιὸς ἐχτρὸς εἶπε πὼς ἔφταια ἐγώ. Μὰ — Και δεν ξέρω ποιος εχτρός είπε πως έφταια εγώ. Μα έτσι
ἔτσι νά' χουμε καλὴ ψυχή, μπορεῖς νὰ τὸ πιστέψης; Τάχα να' χουμε καλή ψυχή, μπορείς να το πιστέψεις; Τάχα δεν
δὲν μποροῦσε νὰ πνίγη καὶ μοναχό του τὸ κορίτσι; Ἦταν μπορούσε να πνιγεί και μοναχό του το κορίτσι; Ήταν ανάγκη
ἀνάγκη νὰ βάλω χέρι ἐγώ;. να βάλω χέρι εγώ;.
- Μαθές!. ἔκαμεν ἡ γραία.. — Μαθές!. έκανε η γριά..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐγκατεστάθη, ὅπως καὶ τὴν Η Φραγκογιαννού εγκαταστάθηκε, όπως και την
προλαβοῦσαν νύκτα, σιμὰ εἰς τὴν γωνίαν τῆς ἑστίας, ὅπου προηγούμενη νύχτα, κοντά στην γωνία της εστίας, όπου
εὗρε καὶ τὸ καλάθι της. Ἐξάναψε τὴν φωτιᾶν, ἔβαλε νερὸ βρήκε και το καλάθι της. Ζωντάνεψε τη φωτιά, έβαλε νερό
στὸ μπρίκι, καὶ κατεγίνετο νὰ βράση βότανα, τὰ ὁποῖα στο μπρίκι, και άρχισε να βράζει βότανα, τα οποία έβγαλε
ἔβγαλεν ἀπὸ τὸν κόλπον της.. από το στήθος της..
Ἡ λεχώνα ἐκοιμάτο, τοῦ μικροῦ θυγατρίου ἠκούετο ἡ Η λεχώνα κοιμόταν, του μικρού κοριτσιού ακουγόταν η
ἀναπνοὴ μέσα εἰς τὴν σκάφην τὴν χρησιμεύουσαν ὡς αναπνοή μέσα στην σκάφη που χρησιμοποιούσαν ως κούνια,
λίκνον, ὑπὸ τὸ στέφανον τοῦ βαρελιοῦ τὸ ἀνέχον ὑψηλὰ ἐν κάτω από το στεφάνι ενός βαρελιού που κρατούσε ψηλά ένα
λεπτὸν πανίον. Ἐνίοτε ἐκλαυθμύριζε. «Κοί, κοί, κοί!» λεπτό πανί. Κάπου κάπου κλαψούριζε. «Κοι, κοι, κοι!»
ἐπρόφερεν ἡ γραία, ἡ προμήτωρ, ἥτις εἶχε κλείσει το ἐν πρόφερε η γριά, η γιαγιά του, η οποία είχε κλείσει το ένα μάτι,
ὄμμᾳ, καὶ μὲ τὸ ἄλλο, εἰς τὸ ἀσθενὲς φῶς τοῦ κανδηλίου και με το άλλο, στο αδύναμο φως του κανδηλιού και στο
καὶ εἰς τὴν διαλείπουσαν τῆς ἑστίας ἀναλαμπήν, δὲν αναβόσβημα που δημιουργούσε η αναλαμπή του τζακιού, δεν
ἔπαυσε νὰ κοιτάζη τὴν Φραγκογιαννού. Τέλος, μετὰ ὥραν, έπαψε να κοιτάζει την Φραγκογιαννού. Τέλος, μετά από ώρα,
ἡ γραία καίτοι ἐφαίνετο ἀπόφασιν ἔχουσα νὰ μὴ κοιμηθῆ, η γριά, ενώ φαινόταν αποφασισμένη να μην κοιμηθεί, της
τῆς ἦλθεν ὁ προδότης ὁ ὕπνος - ἴσως δι' αὐτὸ τοῦτο, ὅτι ήρθε ο προδότης ο ύπνος – ίσως γι' αυτό το λόγο, ότι κοίταζε
ἐκοίταζε λίαν ἐπιμόνως τὴν ὕποπτον γυναίκα καὶ πολύ επίμονα την ύποπτη γυναίκα και αποκοιμήθηκε επάνω
ἀπεκοιμήθη ἐπάνω εἰς τὸ τρίτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ.. στο τρίτο λάλημα του πετεινού..
Τὸ βρέφος ἐκλαυθμύριζεν ἀκόμη. Ἡ μάμμη δὲν Το βρέφος κλαψούριζε ακόμη. Η γιαγιά δεν αγρυπνούσε
ἠγρύπνει πλέον διὰ ν' ἀπαγγέλλη τὸ μονότονον «Κοί, κοί, πια για να απαγγέλλει το μονότονο «Κοι, κοι, κοι!».
κοί!».
- «Ὅλο κοριτσούδια, τὸ ἔρμο!» Τὸ παράπονον τοῦ — «Όλο κοριτσούδια, να πάρει η ευχή!» Το παράπονο του
Γιάννη τοῦ Λυρίγκου ἐβόμβει εἰς τὰ ὦτα τῆς Γιάννη του Λυρίγκου βούιζε στα αυτιά της Φραγκογιαννούς.
Φραγκογιαννούς..
Ἡ λεχώνα δὲν εἶχεν ἐξυπνήσει. Ἡ γραία Χαδούλα Η λεχώνα δεν είχε ξυπνήσει. Η γριά Χαδούλα κινήθηκε
ἐκινήθη ὀλίγον, ἐτανύσθη ἐπὶ τῶν γονάτων της, κ' ἔφθασε λίγο, τεντώθηκε στα γόνατά της, και έφτασε την κούνια.
τὸ λίκνον. Παρεμέρισε τὸ λευκὸν πανίον ἀπὸ τὴν κεφαλὴν Παραμέρισε το λευκό πανί από την κεφαλή της κούνιας, και
τῆς κούνιας, κ' ἔτεινε τὴν χείρα διὰ νὰ θωπεύση τὸ μικρόν, τέντωσε το χέρι της για να χαϊδέψει το μικρό, ενώ αυτό
ἐνῶ τοῦτο ἐκλαυθμύριζεν. Ἔφραξε μὲ τὴν χείρα της τὸ κλαψούριζε. Έφραξε με το χέρι της το μικρό στόμα, για να
μικρὸν στόμα, διὰ νὰ μὴ φωνάζη, ἐκοίταξε πρὸς τὸ μέρος μη φωνάζει, κοίταξε προς το μέρος της λεχώνας, έπειτα προς
τῆς λεχώνας, εἴτα πρὸς τὴν στρωμνὴν ἔφ' ἧς ἐκεῖτο το στρώμα πάνω στην οποία κείτονταν κουβαριασμένη η
κουβαριασμένη ἡ γραία.. γριά..
Ἡ φωνὴ τοῦ βρέφους ἐπνίγη. Μίαν χεριᾶν ἀκόμη Η φωνή του βρέφους πνίγηκε. Μια χεριά ακόμη
ἐχρειάζετο νὰ κάμη ἡ Φραγκογιαννού. Μὲ τὴν ἄλλην χρειαζόταν να κάμει η Φραγκογιαννού. Με την άλλην χείρα,
χείρα, τοῦ ἔσφιξε δυνατὰ τὸν λαιμόν. Εἴτα ἐμάζωξε τὸ του έσφιξε δυνατά τον λαιμό. Έπειτα μάζεψε το λεπτό πανί
λεπτὸν πανίον διὰ νὰ τὸ ρίψη πάλιν ἐπάνω τῆς στεφάνης. για να το ρίξει πάλι επάνω στο στεφάνι. Το χέρι της βρήκε
Ἡ χεὶρ τῆς προσέκοψεν εἰς τὴν σανίδα, κ' ἔκαμε μικρὸν στην σανίδα, και έκανε μικρόν θόρυβο. Η γριά, που δεν
θόρυβον. Ἡ γραία, ἥτις δὲν ἐκοιμάτο βαρέως, ἐξύπνησεν. κοιμόταν βαριά, ξύπνησε. Τινάχτηκε, σκίρτησε. Είδε την
Ἀνετινάχθη, ἐσκίρτησεν. Εἶδε τὴν Φραγκογιαννοὺ ν' Φραγκογιαννού να τραβάει το χέρι της και να αποσύρεται,
ἀποσύρη τὴν χείρα της καὶ ν' ἀποχωρῆ, ἀνεγειρομένη ἐπὶ σηκωμένη στα γόνατά της, πίσω στην θέση της..
τῶν γονάτων, ὀπίσω εἰς τὴν θέσιν της..
- Τί κάνεις; ἔκραξεν ἔντρομος ἡ γραία.. — Τί κάνεις; φώναξε έντρομη η γριά..
Ἡ λεχώνα ἐπετάχθη, ἀνεπήδησε.. Η λεχώνα πετάχτηκε, αναπήδησε..
- Τί εἶναι, μάννα;. — Τί είναι, μάννα;.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐσηκώθη, ἐπῆρε τὸ καλάθι της.. Η Φραγκογιαννού ξεσηκώθηκε, πήρε το καλάθι της..
- Τίποτα. θέλησα νὰ τὸ κάμω νὰ λουφάξη, νὰ μὴν κλαίη, — Τίποτα. θέλησα να το κάμω να λουφάξει, να μην κλαίει,
ἀπήντησεν.. απάντησε..
Ἡ γραία μάμμη ἔκυψε πρὸς τὴν κούνιαν.. Η γριά γιαγιά έκυψε προς την κούνια..
- Πηγαίνω τώρα, ἔφεξε, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού. Δῶσε — Πηγαίνω τώρα, έφεξε, είπε η Φραγκογιαννού. Δώσε της
τῆς λεχώνας τὸ γιατρικὸ ποὺ ἔβρασα νὰ τὸ πιῆ!. λεχώνας το γιατρικό που έβρασα να το πιεί!.
Καὶ πάραυτα ἐξῆλθεν. Ἔτρεξε μὲ βῆμα δρομαῖον ν' Και αμέσως βγήκε έξω. Άρχισε να τρέχει με γρήγορα
ἀπομακρυνθῆ τάχιστα. Ἐπῆρε τὸν ἐπάνω δρόμον, κατὰ τὸ βήματα για να απομακρυνθεί γρήγορα. Πήρε τον επάνω
δάσος, διὰ νὰ μὴ περάση ἀπὸ τὴν ἀντικρινὴν ράχιν ὅπου δρόμο, προς το δάσος, για να μην περάσει από την απέναντι
ἤτον ἡ στάνη.. ράχη όπου ήταν η στάνη..
Ἧτο γλυκειὰ αὐγὴ τοῦ Μαΐου. Ἡ κυανωπὴ καὶ ροδίνη Ήταν γλυκιά αυγή του Μαΐου. Η γαλαζωπή και ροζ
ἀνταύγεια τοῦ οὐρανοῦ ἔχριε μὲ ἀπόχρωσιν μελιχρᾶν τὰ ανταύγεια του ουρανού χρωμάτιζε με μια σκούρα απόχρωση
χόρτα καὶ τοὺς θάμνους. Ἠκούετο ὁ μινυρισμὸς τῶν τα χόρτα και τους θάμνους. Ακουγόταν ο κελαηδισμός των
ἀηδόνων εἰς τὸ δάσος, καὶ τ' ἀναρίθμητα μικρὰ πουλιὰ αηδονιών στο δάσος, και τα αναρίθμητα μικρά πουλιά
ἐτέλουν ἐκθύμως, ἀπλήστως, τὴν συναυλίαν των τὴν εκτελούσαν με ενθουσιασμό, ατέλειωτα, τη συναυλία τους
ἄφατον.. που δεν περιγράφεται με λόγια..
Ἀφοῦ ἡ Φραγκογιαννοὺ ἀπεμακρύνθη πολλὰ βήματα, Αφού η Φραγκογιαννού απομακρύνθηκε πολλά βήματα,
ἤκουσε βραχνὴν κραυγὴν ὄπισθέν της. Ἧτο ἡ γραία, ἡ άκουσε μια βραχνή κραυγή πίσω της. Ήταν η γριά, η μητέρα
μήτηρ τῆς λεχώνας. ἔξαλλος, τραβοῦσα τὰ μαλλιά της, εἶχε της λεχώνας. έξαλλη, τραβώντας τα μαλλιά της, είχε τρέξει
τρέξει ἔξω τῆς καλύβης, κ' ἐφώναζε:. έξω από το καλύβι, και φώναζε:.
- Πιάστε τὴν!. Πιάστε τὴν! Μᾶς ἔκαμε φονικό!. — Πιάστε την!. Πιάστε την! Μας έκανε φονικό!.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔτρεχεν, ἔτρεχε. Ἤλπιζε νὰ χωθῆ τὸ Η Φραγκογιαννού έτρεχε, έτρεχε. Ελπίζει να χαθεί το
ταχύτερον εἰς τὸ δάσος, ὅπου, καὶ ἂν τυχὸν ἔτρεχον συντομότερο δυνατόν στο δάσος, όπου, ακόμα κι αν τυχόν
κατόπιν της, τὰ ἴχνη τῆς τάχιστα θὰ ἐχάνοντο.. έτρεχαν πίσω της, τα ίχνη της θα χανόντουσαν γρήγορα..
Ἀλλὰ πάρ' ἐλπίδα, μετ' ὀλίγα λεπτά, εὑρέθη ἀντιμέτωπος Αλλά παρά τις ελπίδες της, μετά από λίγα λεπτά, βρέθηκε
τοῦ Γιάννη τοῦ Λυρίγκου, βαδίζοντος πρὸς τὴν οἰκίαν του. αντιμέτωπη με τον Γιάννη τον Λυρίγκο, που περπατούσε προς
Οὗτος εἶχεν ἐξυπνήσει τὴν συνήθη ὥραν, κ' ἐπήγαινε πρὸς το σπίτι του. Εκείνος είχε ξυπνήσει την συνηθισμένη ώρα, και
τὸ καλύβι, ἴσως διὰ νὰ κράξη πρὸς συνεργασίαν τὴν πήγαινε προς το καλύβι, ίσως για να καλέσει σε συνεργασία
πενθεράν του, ὅπως καὶ τὴν προλαβοῦσαν πρωίαν. Ἀλλ' την πεθερά του, όπως και το προηγούμενο πρωί. Αλλά όταν
ὅταν εἶδε τὴν πενθεράν του νὰ φωνάζη καὶ νὰ χειρονομὴ είδε την πεθερά του να φωνάζει και να χειρονομεί τόσο
τόσον μακράν, ὥστε δὲν ἠδύνατο ν' ἀκούη τί αὔτη ἔλεγεν, μακριά, ώστε δεν μπορούσε να ακούσει τι εκείνη έλεγε,
ὀδηγούμενος μόνον ἀπὸ τὴν διεύθυνσιν τῶν χειρονομιῶν οδηγούμενος μόνο από την κατεύθυνση των χειρονομιών της,
της, εἶδε τὴν Φραγκογιαννοὺ νὰ φεύγη πρὸς τὸ μέρος τοῦ είδε την Φραγκογιαννού να φεύγει προς το μέρος του δάσους
δάσους - τότε, ἔτρεξε πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο, κ' ἐφώναξε – τότε, έτρεξε προς το μέρος εκείνο, και φώναξε δυνατά προς
μεγάλη τὴ φωνὴ πρὸς τὴν Φραγκογιαννού.. την Φραγκογιαννού..
- Τί εἶναι;. Τί τρέχει;. — Τι είναι;. Τι τρέχει;.
Τότε ἡ Χαδούλα ἐστάθη, κ' ἐφώναξε μακρόθεν πρὸς τὸν Τότε η Χαδούλα σταμάτησε, και φώναξε μακριά προς τον
Γιάννην τὸν Λυρίγκον.. Γιάννη τον Λυρίγκο..
- Φεύγω!. Πάω νά.. — Φεύγω!. Πάω να..
Ὁ Γιάννης ὁ Λυρίγκος εἶχε τρέξει ὀλίγα βήματα, κ' ἦλθε Ο Γιάννης ο Λυρίγκος είχε τρέξει λίγα βήματα, και ήρθε
πλησιέστερα πρὸς τὴν Φραγκογιαννού. Τότε κι αὐτή, πιο κοντά προς την Φραγκογιαννού. Τότε κι αυτή,
ἀποφασιστικῶς, προέβη δυὸ ἢ τρία βήματα πλησιέστερα αποφασιστικά, προχώρησε δύο ή τρία βήματα πιο κοντά προς
πρὸς ἐκεῖνον.. εκείνον..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐπεκαλέσθη εἰς βοήθειαν ὅλην τὴν Η Φραγκογιαννού κάλεσε σε βοήθεια όλη την ετοιμότητά
ἐτοιμότητά της. Ηὐτοσχεδίασε.. της. Αυτοσχεδίασε..
- Γιάννη! ἡ γυναίκα σου ἔχει τοὺς πόνους! Εἶναι — Γιάννη! η γυναίκα σου έχει τους πόνους! Είναι άσκημα..
ἄσκημα..
- Ἔχει τοὺς πόνους! ἀνέκραξεν ἐν ἄκρᾳ ἀπορία ὁ — Έχει τους πόνους! αναφώνησε με άκρα απορία ο
ἄνθρωπος. Τί λές, χριστιανή μου;. άνθρωπος. Τι λες, χριστιανή μου;.
- Ἔχει κι ἄλλο παιδὶ στὴν κοιλιά της! ἰσχυρίσθη μὲ — Έχει κι άλλο παιδί στην κοιλιά της! ισχυρίστηκε με
τόλμην ἡ Φραγκογιαννού.. τόλμη η Φραγκογιαννού..
- Ἄλλο παιδὶ στὴν κοιλιά της!. — Άλλο παιδί στην κοιλιά της!.
- Ναί, αὐτὸ πού σου λέω. Μόνο τρέχα στὸ χωριὸ νὰ — Ναι, αυτό που σου λέω. Μόνο τρέχα στο χωριό να
φωνάξης τὴ μαμμή!. νὰ πὴς καὶ τοῦ γιατροῦ νὰ 'ρθη!. φωνάξεις τη μαμή!. Να πεις και του γιατρού να 'ρθει!.
Ὁ Λυρίγκος ἐστάθη. Πέραν, ἐπὶ τοῦ μικροῦ ὀροπεδίου, Ο Λυρίγκος σταμάτησε. Πέρα, στο μικρό οροπέδιο,
πρὸ τῆς οἰκίας, ἡ πενθερὰ τοῦ ἐφώναζεν ἀκόμη βραχνὰς μπροστά από το σπίτι, η πενθερά του φώναζε ακόμη βραχνές
κραυγάς, τὰς ὁποίας ἔπαιρνε μακρὰν ὁ ἄνεμος, χωρὶς ὁ κραυγές, τις οποίες έπαιρνε μακριά ο άνεμος, χωρίς ο Γιάννης
Γιάννης ν' ἀκούη, τί ἔλεγεν ἐκείνη. Ἡ Φραγκογιαννοὺ να ακούει, τι έλεγε εκείνη. Η Φραγκογιαννού μιλούσε με
ὡμίλει μὲ θάρρος, κ' ἐφαίνετο ὅτι ἤξευρε τί ἔλεγε.. θάρρος, και φαινόταν ότι ήξερε τι έλεγε..
- Πῶς γίνεται αὐτὸ ποτέ; ἀνέκραξεν ὁ Γιάννης. Εἶσαι — Πώς γίνεται αυτό ποτέ; φώναξε ο Γιάννης. Είσαι καλά,
καλά, χριστιανή μου;. χριστιανή μου;.
- Αὐτὸ γίνεται, ἐπέμενεν ἡ Φραγκογιαννού. Οὖλες τὶς — Αυτό γίνεται, επέμενε η Φραγκογιαννού. Όλες τις φορές
φορὲς τὰ διπλάρικα δὲν πέφτουν μαζὶ ἀπ' τὴν κοιλιά. Τὸ τα δίδυμα δεν πέφτουν μαζί απ' την κοιλιά. Το ένα, το πιο
ἕνα, τὸ πλιὸ ἀδύνατο ἀπ' τὰ δυό, ἀργεῖ καὶ ὧρες καὶ μέρες αδύνατο απ' τα δυο, αργεί και ώρες και μέρες να πέσει..
νὰ πέση..
- Ἀλήθεια! Ἔχω ἀκουστά μου, εἶπεν ὁ Γιάννης.. — Αλήθεια! Έχω ακουστά μου, είπε ο Γιάννης..
- Κατὰ πὼς φαίνεται, συνεπέρανε λίαν σοβαρὰ ἡ — Κατά πώς φαίνεται, συμπέρανε πολύ σοβαρά η
Φραγκογιαννού, αὐτὴν τὴν φορὰ τὸ ἕνα τὸ παιδὶ θὰ Φραγκογιαννού, αυτήν την φορά το ένα το παιδί θα πιάστηκε
πιάστηκε ὕστερ' ἀπ' τὸ ἄλλο.. ύστερ' απ' το άλλο..
- Αὐτὸ εἶναι τάχα; εἶπε μὲ ἦθος οἴκτου ὁ Λυρίγκος.. — Αυτό είναι τάχα; είπε με ένα αίσθημα λύπης ο
Λυρίγκος..
- Τρέχα τὸ γληγορότερο! νὰ πᾶς νὰ φέρης τὸ γιατρό!.. — Τρέχα το γληγορότερο! να πας να φέρεις το γιατρό!..
- Ἐσὺ ποῦ πᾶς; ἠρώτησεν ὁ Λυρίγκος.. — Εσύ πού πας; ρώτησε ο Λυρίγκος..
- Ἐγὼ πάω στὸν Ἀϊ-Χαράλαμπο. πάω νὰ φωνάξω τὸν — Εγώ πάω στον Αϊ-Χαράλαμπο. πάω να φωνάξω τον
παπα-Μακάριο, νὰ 'ρθή νὰ τῆς κάμη μιὰ παράκληση, τῆς παπα-Μακάριο, να ‘ρθει να της κάμει μια παράκληση, της
γυναίκας!. γυναίκας!.
- Καλά! Τρέξε!. — Καλά! Τρέξε!.
Καὶ ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔτρεξε.. Και η Φραγκογιαννού έτρεξε..

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΣΤ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΣΤ.


Κάτω εἰς τὸ Κακόρρεμα, χαμηλὰ εἰς τὸ βάθος, σιμὰ εἰς Κάτω στο Κακόρρεμα, χαμηλά στο βάθος, κοντά στη
τὴν Σκοτεινὴν Σπηλιᾶν, οἱ λίθοι ἐχόρευον δαιμονικὸν Σκοτεινή Σπηλιά, οι πέτρες χόρευαν έναν δαιμονικό χορό τη
χορὸν τὴν νύκτα. Ἀνωρθοῦντο, ὡς ἔμψυχοι, καὶ νύχτα. Σηκώνονταν, σαν να ήταν ζωντανές, και κυνηγούσαν
κατεδίωκον τὴν Φραγκογιαννού, καὶ τὴν ἐλιθοβόλουν, ὡς τη Φραγκογιαννού, και της έριχναν πέτρες, σαν να
νὰ ἐσφενδονίζοντο ἀπὸ ἀοράτους τιμωροὺς χείρας.. εκτοξεύονταν από αόρατα τιμωρητικά χέρια..
Εἶχον παρέλθει τρεῖς ἡμέραι ἀπὸ τὴν τελευταίαν φυγήν Είχαν περάσει τρεις μέρες από την τελευταία της φυγή, από
της, ἀπὸ τὴν καλύβην τοῦ Λυρίγκου. Ἡ ἔνοχος γυνὴ εἶχε την καλύβα του Λυρίγκου. Η ένοχη γυναίκα είχε κρυφτεί
κρυφθῆ ἐκεῖ, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ διέφευγε πρὸς καιρὸν εκεί, με την ελπίδα ότι θα ξεφύγει κάποια στιγμή από τα νύχια
τοὺς ὄνυχας τῶν διωκτῶν της. Μὲ τὰ ὀλίγα δίπυρα τὰ των διωκτών της. Με τα λίγα παξιμάδια που βρίσκονταν
ὁποῖα εὑρίσκοντο ἀκόμη εἰς τὸ καλάθι της, μὲ τὰς ακόμα στο καλάθι της, με τις καυκαλήθρες, τον άνηθο, και τα
καυκαλήθρας, τὸν ἄνηθον, καὶ τὰ μυρόνια ὅσα συνέλεγε, μυρόνια που μάζευε, και με το γλυκό νερό της Σκοτεινής
καὶ μὲ τὸ γλυφὸ νερὸν τῆς Σκοτεινῆς Σπηλιᾶς, εἶχε Σπηλιάς, είχε επιβιώσει. Το μέρος ήταν σχεδόν έρημο. Το
διατηρηθῆ. Τὸ μέρος ἧτο σχεδὸν ἄβατον. Τὸ Κακόρρεμα Κακόρρεμα σχηματιζόταν από έναν βράχο που δεν
ἐσχηματίζετο ἀπὸ ἕναν βράχον ἀπάτητον πρὸς δυσμάς, καὶ μπορούσες να περάσεις από τη δύση, και από έναν γκρεμό, ή
ἀπὸ ἕνα κρημνόν, ἢ μίαν σάραν ὀλισθηρὰν ἐξ ἀνατολῶν. μια ολισθηρή σάρα από την ανατολή. Κάτω στο βάθος
Κάτω εἰς τὸ βάθος ἀνέβλυζε τὸ Γλυφονέρι. Δυὸ ἄντρα, μὲ ανάβλυζε το Γλυφονέρι. Δύο σπηλιές, με το στόμιο πολύ
τὸ στόμιον πολὺ στενόν, ἔχασκον ἔνθεν καὶ ἔνθεν. Ἐκεῖ στενό, άνοιγαν από τις δύο πλευρές. Εκεί κοιμόταν τη νύχτα.
ἐκοιμάτο τὴν νύκτα. τὴν ἡμέραν κατήρχετο εἰς τὴν την ημέρα κατέβαινε στη Σκοτεινή Σπηλιά. Για να ανέβει και
Σκοτεινὴν Σπηλιᾶν. Διὰ ν' ἀνέλθη καὶ διὰ νὰ κατέλθη, οὔτε για να κατέβει, δεν υπήρχε μονοπάτι. Περπατούσε πάνω στη
δρομίσκος οὔτε μονοπάτι ὑπῆρχεν. Ἐπάτει ἐπὶ τῆς σάρας, σάρα, στη βάση του γκρεμού. Τότε η σάρα ταρασσόταν,
εἰς τὴν βάσιν τοῦ κρημνοῦ. Τότε ἡ σάρα ἐταράσσετο, φαινόταν σαν να εξοργιζόταν. Οι πέτρες που μετακινούσε
ἐφαίνετο ὡς νὰ ἐθύμωνε. Οἱ λίθοι τοὺς ὁποίους ἐξετόπιζε γινόταν ήταν σαν βάση και θεμέλιο σε ολόκληρο τον άπειρο
πατοῦσα, ἦσαν ὡς βάσις καὶ θεμέλιον εἰς ὅλον τὸν ἄπειρον σωρό των πετρών, που απλωνόταν στο πρανές του γκρεμού.
σωρὸν τῶν λίθων, τὸν ἀπλούμενον ἐπὶ τοῦ πρανοὺς τοῦ Καθώς έφευγαν οι πρώτες πέτρες, άλλοι πέτρες έρχονταν να
κρημνοῦ. Καθὼς ἔφευγον οἱ πρῶτοι λίθοι, ἄλλοι λίθοι πάρουν τη θέση τους, και μετά από αυτές άλλες. Και έτσι η
ἤρχοντο νὰ λάβωσι τὴν θέσιν των, μετ' αὐτοὺς δὲ ἄλλοι. παλίρροια ολόκληρου του γκρεμού ερχόταν πάνω της, έπεφτε
Καὶ οὕτω ἡ παλίρροια ὅλη τοῦ κρημνοῦ ἤρχετο κατ' ἐπάνω στις κνήμες και τα πόδια της, στα χέρια και το στήθος της.
της, ἔπιπτεν εἰς τὰς κνήμας καὶ τὰ σκέλη της, εἰς τὰς χείρας Μερικές φορές, κάποιες που κατρακυλούσαν από ψηλά,
καὶ τὸ στέρνον της. Ἐνίοτε, λίθοι τινές, ἀπὸ ὕψος έπεφταν με ορμή και κακία στο πρόσωπο της. Αυτές τις
κατερχόμενοι, ἔπιπτον μὲ ὁρμὴν καὶ κακίαν τοῦ προσώπου τελευταίες, φαινόταν πράγματι να τις εκτοξεύει κάποιο
της. Τοὺς τελευταίους τούτους ἐφαίνετο πράγματι ὡς νὰ αόρατο χέρι πάνω στο κεφάλι της..
τοὺς ἐσφενδόνιζεν ἀόρατος χεὶρ κατὰ τῆς κεφαλῆς της..
Ἀφοῦ τέλος, μετὰ τόσον λιθοβόλημα, ἔφθασεν εἰς τὴν Αφού τελικά, μετά από τόσο λιθοβολισμό, έφτασε στη
Σκοτεινὴν Σπηλιᾶν, τὴν πρώτην ἡμέραν, ἐκάθισε κι Σκοτεινή Σπηλιά, την πρώτη μέρα, κάθισε και κοίταξε τη
ἀγνάντευε τὸ πέλαγος. Ἡ Σπηλιά, ἡ θαλασσόπληκτος, ἔχει θάλασσα. Η Σπηλιά, η θαλασσοχτυπημένη, έχει διπλή είσοδο,
διπλῆν εἴσοδον, ἐκ τὲ τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θαλάσσης. Πρὸς από τη γη και τη θάλασσα. Προς τη θάλασσα, το στόμιο της
τὴν θάλασσαν, τὸ στόμιον τῆς χαμηλὸν καὶ στενόν, ὅσον είναι χαμηλό και στενό, όσο χρειάζεται για να περάσει μια
διὰ νὰ διέλθη μικρὰ βάρκα ἁλιέως. Ἡ Φραγκογιαννού, μικρή βάρκα ψαρά. Η Φραγκογιαννού, αόρατη, από το μέρος
ἀόρατος, ἀπὸ τὸ μέρος τῆς ξηρᾶς, ἤκουε τὸν ὑπόκωφον, της ξηράς, άκουγε τον υπόκωφο, επίμονο φλοίσβο του
ἐπίμονον παφλασμὸν τοῦ κύματος εἰς τὸ στόμιον τοῦ κύματος στο στόμιο του σπηλαίου. Το κύμα ανέβαινε, έπεφτε,
ἄντρου. Τὸ κύμα ἀνωρθοῦτο, ἐπήδα, ἔπληττε τὴν ἄνω χτυπούσε το πάνω δοκάρι του στομίου, έπεφτε ξανά, ξανά
φλιᾶν τοῦ στομίου, κατέπιπτε, πάλιν ἀνεπήδα, ἐξέπεμπε ανέβαινε, και πότε έβγαζε μακρόσυρτα ουρλιαχτά μανίας από
μακροὺς ὠρυγμοὺς μανίας ἀπὸ τὶς ἀποθαλασσιὲς τοῦ τις απομακρυσμένες θάλασσες του βορρά, και πότε
βορρᾶ, πότε στεναγμοὺς πόνου καὶ πάθους ἀπὸ τὴν στεναγμούς πόνου και πάθους από τη φουρτουνιασμένη
φουσκοθάλασσαν. Κάτω εἰς τὸ βάθος τὸ ἄπατον, θάλασσα. Κάτω στο βάθος, το απέραντο, υπήρχε μυστήριο
μυστήριον καὶ σκότος σαλεῦον. Μία ποτὲ βάρκα, ὡς και κινούμενο σκοτάδι. Κάποτε, μια βάρκα, όπως διηγούνταν,
διηγοῦντο, εἰσπλεύσασα διὰ νὰ συλλέξη καραβίδας καὶ μπήκε για να μαζέψει καραβίδες και γαρίδες, ενώ ένας από
παγούρια, ἐνῶ εἰς τῶν ναυβατῶν εἶχεν ἀναρριχηθῆ εἰς τὸ τους ναύτες είχε αναρριχηθεί στο τρομερό ύψος του βράχου
τρομερὸν ὕψος τοῦ βράχου διὰ νὰ συλλέξη κρίταμα, για να μαζέψει χταπόδια, κάθισε πάνω σε μια φώκια ζωντανή
ἐκάθισεν ἐπάνω εἰς μίαν φώκην ζωντανὴν φράττουσαν που έφραζε ακριβώς το πλάτος της εισόδου. Το σκοτεινό ζώο
ἀκριβῶς τὸ πλάτος τοῦ στομίου. Τὸ σκοτεινὸν ζῶον αναταραζόταν, έπαιρνε ανάσες, το μικρό σκάφος
ἀνεταράσσετο, ἤσπαιρεν, ἡ μικρὰ σκάφη ἐπάλλετο, ἔτρεμε, ταλαντεύονταν, έτρεμε, και δεν μπορούσε να προχωρήσει
καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ὑπάγη οὔτε ἐμπρὸς οὔτε ὀπίσω. Ὁ ούτε μπροστά ούτε πίσω. Ο ναύτης μέσα στη βάρκα χτύπησε
ναυβάτης ὁ ἐντὸς τῆς βάρκας ἐκτύπησε τὴν φώκην μ' ἕνα τη φώκια με ένα τσεκούρι, την μάτωσε, το κύμα κοκκίνισε για
πέλεκυν, τὴν αἰμάτωσε, τὸ κύμα ἐκοκκίνησε ἐπ' ὀλίγον. Ἡ λίγο. Η φώκια έπαιρνε ανάσες αγωνίας. Ο νεαρός ψαράς
φώκη ἤσπαιρεν ἐν ἀγωνίᾳ. Ὁ νεαρὸς ἁλιεὺς κατώρθωσε νὰ κατάφερε να σφίξει το λαιμό της με μια θηλιά, και καλώντας
σφίγξη τὸν λαιμὸν μὲ μίαν θηλειάν, καὶ καλέσας τὸν ἄλλον τον άλλον σύντροφό του σε βοήθεια κατάφερε με τη βοήθεια
σύντροφόν του εἰς βοήθειαν κατώρθωσε τὴ βοηθεία αὐτοῦ, του, με κίνδυνο να βυθιστεί η βάρκα, να ανασύρει επάνω τη
μὲ κίνδυνον νὰ βουλιάξη ἡ φελούκα, ν' ἀνασύρη ἐπάνω τὴν φώκια..
φώκην..
Ἡ γραία Χαδούλα ἀγνάντευεν, ἀγνάντευεν εἰς τὸ Η γριά Χαδούλα κοίταζε, κοίταζε τη θάλασσα. Αν ήταν
πέλαγος. Ἂς ἧτο καὶ τώρα, νὰ φανῆ νὰ πλησιάση μία τώρα, να φανεί να πλησιάσει μια βάρκα!. Η Φραγκογιαννού
βάρκα!. Ἡ Φραγκογιαννοὺ θὰ παρεκάλει τοὺς νέους θα παρακαλούσε τους νέους ψαράδες, τους συμπατριώτες
ἁλιεῖς, τοὺς πατριώτας της, νὰ τὴν ἐπάρουν μαζί, μὲς στὴν της, να την πάρουν μαζί, μέσα στη βάρκα. Και πού θα
βάρκα. Καὶ ποὺ θὰ ἐπήγαινε. Ὤ, βέβαια στὰ πέρα χώματα, πήγαινε. Ω, βέβαια στα πέρα χώματα, στα μέρη απέναντι, στη
στὰ μέρη τ' ἀντικρινά, στὴν μεγάλη στεριά. Κ' ἐκεῖ τί θὰ μεγάλη στεριά. Και εκεί τι θα έκανε; Ω, αν ήθελε ο Θεός, θα
ἔκαμνε; Ὤ, εἶχεν ὁ Θεός, θ' ἄρχιζ' ἐκεῖ νέον βίον!. ξεκινούσε νέα ζωή εκεί!.
Ἔβλεπεν, ἔβλεπεν, ἀνοιχτὰ εἰς τὸ πέλαγος, μακρὰν ἔξω, Κοίταζε, κοίταζε, μακριά στο πέλαγος, μακριά έξω, πολλά
πολλὰ πανιά, λευκὰ ἱστία, σὰν τοῦ γλάρου τὰ φτερά. πανιά, λευκά ιστία, σαν τα φτερά του γλάρου. Μπρατσέρες,
Βρατσέρες, γολέτες, μικρὰ καΐκια, τὰ ἔβλεπε ν' ἀρμενίζουν, γολέτες, μικρά καΐκια, τα έβλεπε να αρμενίζουν, να οργώνουν
νὰ ὀργώνουν τὰ κύματα, ὠσὰν βοϊδάκια ζευγαρωτά. Ἄλλα τα κύματα, σαν βόδια ζευγαρωτά. Άλλα έπλεαν μακριά προς
ἔπλεον πόρρω πρὸς βορρᾶν, ἄλλα κατήρχοντο πρὸς νότον, τον βορρά, άλλα κατέβαιναν προς τον νότο, άλλα αρμένιζαν
ἄλλα ἀρμένιζαν πρὸς ἀνατολὰς ἢ πρὸς δυσμάς, τέμνοντας προς ανατολή ή προς δύση, διασταυρώνοντας τα ίχνη, τις
σταυροειδῶς τοὺς ὁλκούς, τὰς βαθείας ὀρατᾶς αὔλακας, βαθιές ορατές αυλακώσεις, τις οποίες άφηναν πίσω τους τα
τὰς ὁποίας ἄφηναν ὄπισθέν των τὰ πρῶτα. Εἴτα πολλὰ πρώτα. Έπειτα έβλεπε πολλά ρεύματα που διατάρασσαν το
ρεύματα διαχαράσσοντα τὸ πέλαγος, ἀπὸ τὰ ὁποῖα πέλαγος, από τα οποία φαινόταν η θάλασσα σαν κεντητή,
ἐφαίνετο ἡ θάλασσα ὠσὰν κεντητή, πεποικιλμένη. στολισμένη. Κοίταζε, μέχρι που τα μάτια της πονούσαν και
Ἔβλεπεν, ἐωσότου τὰ μάτια τῆς «ἔκαμαν γυαλιᾶ» νὰ την έτριβαν από το κοίταγμα..
βλέπη..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ καλάθι της τὸ Η Φραγκογιαννού έβγαλε από το καλάθι της το παλιό
παλαιὸν κιτρινωπὸν χράμι, τὸ μάλλινον, τὸ ὁποῖον εἶχε διὰ κιτρινωπό χράμι, το μάλλινο, το οποίο είχε για να τυλίγεται
νὰ τυλίγεται ὅταν ἤθελε νὰ κοιμηθῆ καὶ δὲν εἶχεν ὕπνον, όταν ήθελε να κοιμηθεί και δεν είχε ύπνο, σηκώθηκε όρθια,
ἐσηκώθη ὀρθή, ἀνεπέτασε τὴν μαλλίνην σινδόνα, κ' άνοιξε το μάλλινο σεντόνι, και άρχισε με ενθουσιασμό να το
ἄρχισεν ἐκθύμως νὰ τὴν σείη. Ἔκαμνε σήματα, κουνάει. Έκανε σημάδια, απελπισμένα σημάδια προς τους
ἀπηλπισμένα σήματα πρὸς τοὺς ναυτίλους, νὰ ἔλθουν νὰ ναυτικούς, να έρθουν να την πάρουν μαζί τους. Έβλεπαν, δεν
τὴν ἐπάρουν μαζί των. Ἔβλεπον, δὲν ἔβλεπον οἱ ναυβάται έβλεπαν οι ναυτικοί τα σημάδια της; Από κανένα πλοίο δεν
τὰ σημεῖα της; Ἀπὸ κανὲν πλοῖον δὲν ἀπήντησαν εἰς τὸν απάντησαν στον πόθο της, στις τόσες προσπάθειές της. Τα
πόθον της, εἰς τὰς τόσας προσπαθείας της. Τὰ λευκὰ ἱστία λευκά ιστία έφευγαν με τον άνεμο στο κύμα, και αυτή έμενε
ἔφευγον μὲ τὸν ἄνεμον εἰς τὸ κύμα, καὶ αὐτὴ ἕμενε καρφωμένη στον βράχο της Σκοτεινής Σπηλιάς,
προσηλωμένη εἰς τὸν βράχον τῆς Σκοτεινῆς Σπηλιᾶς, καταδικασμένη, έρημη, μη βλέποντας την αυριανή χρυσή
προγεγραμμένη, ἔρημος, μὴ βλέπουσα διὰ τὴ αὔριον αυγή την ανατολή..
χρυσῆς αὐγῆς τὴν ἀνατολήν..
Τὸ λευκάζον καὶ κιτρινωπὸν ράκος τῆς ἔφυγεν ἀπὸ τὴν Το λευκό και κιτρινωπό κουρέλι της έφυγε από το χέρι της.
χείρα. τὸ ἐπῆρεν ὁ ἄνεμος, καὶ τὸ ἔρριψεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς το πήρε ο άνεμος, και το πέταξε πάνω στο κεφάλι και τους
καὶ τῶν ὤμων τῆς γυναικός.. ώμους της γυναίκας..
- Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ σάβανό μου! ἐψιθύρισε πικρῶς — Αυτό θα είναι το σάβανό μου! ψιθύρισε πικρά
μειδιώσα ἡ Φραγκογιαννού.. χαμογελώντας η Φραγκογιαννού..
Τέλος, καθὼς ἐκάθισε κάτω ἐπὶ τοῦ βράχου, βλέπει μίαν Τέλος, καθώς καθόταν κάτω στον βράχο, βλέπει μια
βάρκαν, μικρὰν φελούκαν, νὰ ἔρχεται παραπλέουσα τὴν βάρκα, μια μικρή φελούκα, να έρχεται παραπλέοντας την
ἀκτήν. Εἶχε μικρὸν ἱστίον καὶ δυὸ κουπιά, τὰ ὁποῖα ακτή. Είχε μικρό πανί και δύο κουπιά, τα οποία χτυπούσαν
ἔτυπτον ραθύμως τὸ κύμα. Ἔπλεεν ἐξ ἀνατολῶν κ' αργά το κύμα. Έπλεε από ανατολικά και πλησίαζε προς τον
ἐπλησίαζε πρὸς τὸν ἔρημον βράχον, εἰς τὸ ἄσυλόν της. Ἡ έρημο βράχο, στο καταφύγιό της. Η Φραγκογιαννού ένιωσε
Φραγκογιαννοὺ ἠσθάνθη σκίρτημα ἐλπίδος μέσα της. ένα σκίρτημα ελπίδας μέσα της. Κρύφτηκε πίσω από την
Ἐκρύβη ὄπισθεν τῆς κορυφῆς τοῦ βράχου, διὰ νὰ κορυφή του βράχου, για να κατοπτεύσει και να δει αν θα
κατοπτεύση καὶ ἵδη ἂν θὰ ἐγνώριζε τοὺς ἐπιβαίνοντας. αναγνώριζε τους επιβαίνοντες. Όταν η φελούκα πλησίασε,
Ὅταν ἡ φελούκα ἐπλησίασεν, εἶδεν ὅτι ὁ εἰς ἐκ τῶν τριῶν είδε ότι ένας από τους τρεις επιβάτες της, ο οποίος έσυρε τη
ἐπιβατῶν της, ὅστις ἔσυρε τὴν «συρτήν» ἀπὸ τὴν πρύμνης, «συρτή» από την πρύμνη, φορούσε στρατιωτική στολή.
ἐφόρει στρατιωτικὴν στολήν. Κάποιος παρεπιδημῶν Κάποιος απόστρατος που βρέθηκε σε εκείνα τα μέρη, που
ἀπόστρατος, ἀγαπῶν τ' ὀψάρευμα, εἶχεν ἐξέλθει πρὸς αγαπούσε το ψάρεμα το βράδυ, είχε βγει για να ψαρέψει,
ἄγραν, ὁμοῦ μὲ δυὸ ἐξ ἐπαγγέλματος ἁλιεῖς. Ἡ μαζί με δύο επαγγελματίες ψαράδες. Η Φραγκογιαννού είδε
Φραγκογιαννοὺ μόνον εἶδεν ὅτι ἧτο «ταχτικός», καὶ μόνο ότι ήταν «στρατιώτης», ξεγελάστηκε και κρύφτηκε πιο
γελασμένη ἐκρύβη βαθύτερα ὄπισθεν τοῦ βράχου.. βαθιά πίσω από τον βράχο..
* * *. .
Τὴν νύκτα ἀπεκοιμήθη εἰς τὴν κρύπτην της, μέσα εἰς τὴν Την νύχτα κοιμήθηκε στην κρυψώνα της, μέσα στην υγρή
ὑγρᾶν ἅλμην τῆς Σπηλιᾶς. Βόμβοι ἐθορύβουν εἰς τὰ ὦτα άλμη της Σπηλιάς. Τα αυτιά της βούιζαν. Το κύμα κάτω από
της. Τὸ κύμα ὑπὸ τοὺς πόδας τῆς ἐρρόχθει, μὲ τα πόδια της μούγκριζε, με παρατεταμένα ουρλιαχτά τρέλας.
παρατεταμένους ὠρυγμοὺς λύσσης. Βαθιά, μέσα εἰς τὰ Βαθιά, μέσα στην καρδιά της άκουγε τα κλάματα των αθώων
στέρνα τῆς ἤκουε τὰ κλαυθμυρίσματα τῶν ἀκάκων νηπίων. νηπίων. Υπόκωφα σφυρίγματα του μακρινού ανέμου
Ὑπόκωφοι συριγμοὶ τοῦ μακρινοῦ ἀνέμου ἤρχοντο εἰς τὰς έρχονταν στα αυτιά της. Ο νεκρώσιμος χορός των κοριτσιών,
ἀκοάς της. Ὁ νεκρώσιμος χορὸς τῶν κορασίδων, μὲ με αυξημένο τον φρικιαστικό όγκο του, χόρευε τριγύρω της.
ηὐξημένον τὸν φρικώδη ὁρμαθόν, ἐχοροπήδα τριγύρω της. «Είμαστε τα παιδιά σου! –Μας γέννησες! –Φίλησέ μας! –
«Εἴμαστε παιδιά σου! -Μᾶς ἐγέννησες! -Φίλησέ μας! - Δώσε μας μαμά! – Πάρε μας στολίδια, στολίδια όμορφα! –
Δῶσε μας μαμμά! - Πάρε μας στολίδια, στολίδια ὄμορφα! - Χάιδεψέ μας! – Δεν μας αγαπάς;».
Χάιδεψέ μας! - Δέν μας ἀγαπᾶς;».
Ἡ γραία πενθερὰ τοῦ Λυρίγκου, μανιώδης, Η γριά πεθερά του Λυρίγκου, αγριεμένη, σφίγγοντας τα
συστρέφουσα τὰς χείρας, τὴν ἠπείλει τρομερά, καὶ ὁ χέρια της, την απειλούσε τρομερά, και ο γαμπρός της, με ύφος
γαμβρός της, μὲ ἦθος παραπονεμένον, τὴν ἐπέπληττε. παραπονεμένο, την μάλωνε. Κάτω στους πόδι της, στο βάθος
Κάτω εἰς τοὺς πόδας, εἰς τὸ βάθος τῆς Σπηλιᾶς, ἐρρόχθει της Σπηλιάς, μούγκριζε το κύμα. Έβραζε, έβραζε, και η
τὸ κύμα. Ἔβραζεν, ἔβραζε, καὶ τὸ ἄντρον μετεβάλλετο εἰς σπηλιά μετατρέπονταν σε στέρνα, και το νερό της στέρνας
στέρναν, καὶ τὸ νερὸν τῆς στέρνας ἐβρυχάτο μ' ἔναρθρον βρυχώνταν με ανθρώπινη φωνή:.
φωνήν:.
- Φόνισσα! - Φόνισσα!. — Φόνισσα! – Φόνισσα!.
Ἡ δυστυχὴς ἐξύπνησεν ἔντρομος, περιρρεομένη ἀπὸ Η δυστυχισμένη ξύπνησε έντρομη, περιχυμένη από αλάτι
ἅλμην καὶ ἱδρώτα. Ηὔχετο πλέον καὶ πάραυτα τὸ και ιδρώτα. Εύχονταν πλέον και αμέσως το αποφάσισε, να
ἀπεφάσισε, νὰ μὴν κοιμηθῆ ἄλλην φορὰν εἰς τὴν ζωήν της, μην κοιμηθεί άλλη φορά στη ζωή της, αν ήταν για να βλέπει
ἂν ἤτον διὰ νὰ βλέπη τέτοια ὄνειρα. Ὁ θάνατος θὰ εἶναι ὁ τέτοια όνειρα. Ο θάνατος θα είναι ο ωραιότερος των ύπνων –
κάλλιστος τῶν ὕπνων - ἀρκεῖ νὰ μὴν ἔχει κακὰ ὄνειρα! Τὶς αρκεί να μην έχει κακά όνειρα! Ποιος ξέρει! – Μόλις το
οἵδε! - Μόλις τὸ ἐσκέφθη, καὶ μετ' ὀλίγον ἀπεναρκώθη σκέφτηκε, και λίγο αργότερα ξαναναρκώθηκε. Τότε της
πάλιν. Τότε τῆς ἐφάνη ὅτι ἔβλεπεν ἐμπρὸς τῆς τὸν φάνηκε ότι έβλεπε μπροστά της τον Καμπαναχμάκη, τον
Καμπαναχμάκην, τὸν ἄγροικον ἐκεῖνον τοῦ βουνοῦ. ἵστατο αγριάνθρωπο εκείνον του βουνού. στεκόταν μπροστά της με
ἐνώπιόν της μὲ τὴν στραβολέκαν του τὴν ποιμενικήν, μὲ τὸ τη στραβολέκα του την τσομπάνικη, με το σκληρό χαρακτήρα
σκαιὸν ἦθος του, μὲ τὴν ὄψιν του τὴν τραχείαν καὶ μὲ του, με την όψη του την τραχιά και με φωνή που έβγαζε από
λαρυγγώδη φωνὴν τῆς ἔλεγε: «Στὸ Κακόρρεμα! Στὸ τον λάρυγγα της έλεγε: «Στο Κακόρρεμα! Στο Μονοπάτι, στη
Μονοπάτι, στὴ Βρύση τοῦ Πουλιοῦ! Στοῦ Γέροντα τὸ Βρύση του Πουλιού! Στο κελί του Γέροντα!».
Ἐρμητήριο!».
Καὶ καθὼς ἐγίνετο ἄφαντος, ἀκόμη ἐπανέλαβε:. Και καθώς εξαφανιζόταν, ακόμη επανέλαβε:.
- «Στὸ Ἐρμητήριο! Στοῦ Γέροντα τὸ Ἐρμητήριο!». — «Στο Κελί! Στο Κελί του Γέροντα!».
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐξύπνησε τὴν ὥρα τοῦ λυκαυγοῦς μὲ Η Φραγκογιαννού ξύπνησε την αυγή με μια μικρή γαλήνη
μικρὰν γαλήνην εἰς τὴν ψυχήν, ἐνῶ τὸ κυανοῦν καὶ στην ψυχή της, ενώ το γαλάζιο και πορφυρό του ουρανού
πορφυρίζον τοῦ στερεώματος καταντικρὺ τῆς συνεχέετο μὲ απέναντί της μπερδεύονταν με το σκούρο μπλε της θάλασσας,
τὸ μαυρογάλανον τοῦ πόντου, καὶ αὔρα, δρόσος, και η αύρα, η δροσιά, ο φλοίσβος, το κελάρυσμα
φλοῖσβος, κελάρυσμα ἀπετέλουν ἡδείαν συζυγίαν αποτελούσαν ευχάριστη συνύπαρξη αρμονίας στις αισθήσεις
ἁρμονίας εἰς τὰς αἰσθήσεις της.. της..
Ἀπὸ τῆς προχθὲς δὲν εἶχε παύσει νὰ σκέπτεται τὸ Από προχτές δεν είχε σταματήσει να σκέφτεται το
ἐρημητήριον ἐκεῖνο, περὶ οὐ τῆς εἶχεν ὁμιλήσει πρὸς τριῶν ερημητήριο εκείνο, για το οποίο της είχε μιλήσει πριν από
ἡμερῶν ὁ Καμπαναχμάκης. Εἶχεν ἀκούσει πολλὰ νὰ τρεις ημέρες ο Καμπαναχμάκης. Είχε ακούσει πολλά να λένε
λέγουν γυναῖκες εὐλαβεῖς περὶ τῶν ἀρετῶν τοῦ Γέροντος ευλαβείς γυναίκες για τις αρετές εκείνου του Γέροντα, του
ἐκείνου, τοῦ πάπ' Ἀκακίου, ὅστις πρὸ ὀλίγου καιροῦ μόνον παπα- Ακάκιου, ο οποίος μόλις πρόσφατα είχε έρθει στο νησί,
εἶχεν ἔλθει εἰς τὴν νῆσον, καὶ εἶχε κατοικήσει εἰς τὸν Ἅγιον και είχε εγκατασταθεί στον Άγιο Σώστη, παλιό αναχωρητήριο
Σώστην, παλαιὸν ἀναχωρητήριον μετὰ ἐρήμου ναΐσκου, τὸ με ερημωμένο ναό, το οποίο βρισκόταν πάνω σε ένα μικρό,
ὁποῖον ἔκειτο ἐπὶ μικροῦ θαλασσοπλήκτου βράχου, ὅστις θαλασσοδαρμένο βράχο, που αποτελούσε ύφαλο ή μικρό νησί
ἀπετέλει σκόπελον ἢ μικρὸν νησίδιον παρὰ τὴν βορείαν, δίπλα στη βόρεια, που πήγαινε και λίγο προς τα δυτικά,
μικρὸν πρὸς δυσμὰς κλίνουσαν, κρημνώδη ἀκτήν, καὶ μὲ απόκρημνη ακτή, και με την παλίρροια, το νησί γινόταν μικρή
τὴν ἄμπωτιν τῶν ὑδάτων, τὸ νησίδιον ἐγίνετο μικρὰ χερσόνησος. Ο γέροντας παπα-Ακάκιος ήταν, έλεγαν,
χερσόνησος. Ὁ γέρων πάπ' Ἀκάκιος ἧτο, ἔλεγαν, αὐστηρὸς αυστηρός πνευματικός, αλλά είχε το σπάνιο χάρισμα της
πνευματικός, πλὴν εἶχε τὸ σπάνιον χάρισμα τῆς διακρίσεως διάκρισης των λογισμών, και έφτανε μέχρι τη διορατικότητα.
τῶν λογισμῶν, κ' ἔφθανε μέχρι προορατικότητος. Αἱ Οι γυναίκες διαβεβαίωναν ότι ήταν σωστός κρυφογνώστης,
γυναῖκες ἐβεβαίουν ὅτι ἧτο σωστὸς κρυφιογνώστης, καί και σου έλεγε τι είχες μέσα σου. Και πολλές φορές
σου ἔλεγε τί εἶχες μέσα σου. Καὶ πολλάκις ἐξωμολόγει τὸν εξομολογούσε τον μετανοούντα πολύ περισσότερο από όσο
μετανοούντα πολὺ περισσότερον ἢ ὅσον αὐτὸς ἤθελε νὰ αυτός ήθελε να εξομολογηθεί..
ἐξομολογηθῆ..
Διὰ τὴν Φραγκογιαννοὺ θὰ ἧτο εὐτύχημα, ἂν εἶχεν Για την Φραγκογιαννού θα ήταν ευτυχία, αν είχε ειλικρινή
εἰλικρινὴ ἀπόφασιν νὰ ἐξομολογηθῆ, νὰ εὑρίσκετο εἰς απόφαση να εξομολογηθεί, να βρίσκονταν ένας πνευματικός
πνευματικὸς ὅστις νὰ τὴν ἀπήλλαττεν ἀπὸ τὸν κόπον καὶ που να την απελευθέρωνε από τον κόπο και από το φοβερό
ἀπὸ τὸ φοβερὸν βάσανον τοῦ δισταγμοῦ, λέγων: «Αὐτὸ κι μαρτύριο του δισταγμού, λέγοντας: «Αυτό κι αυτό έκανες!»
αὐτὸ ἔκαμες!» Ἤρκει νὰ μὴν τὴν ἀπήλπιζε, ἀλλὰ νὰ ἧτο Αρκεί να μην την απέλπιζε, αλλά να ήταν ικανός να την
ἱκανὸς νὰ τὴν βοηθήση καὶ νὰ τὴν σώση, - ἀκόμη καὶ εἰς βοηθήσει και να την σώσει, - ακόμη και στον πρόσκαιρο
τὸν πρόσκαιρον κόσμον, εἰ δυνατόν! Τάχα δὲν ὑπῆρξεν εἰς κόσμο, αν ήταν δυνατόν! Τάχα δεν υπήρξε ένας Άγιος που
Ἅγιος ὅστις ἔκρυψε καὶ ἔσωσε, μὴ θελήσας νὰ τὸν έκρυψε και έσωσε, μη θέλοντας να τον παραδώσει στην
παραδώση εἰς τὴν ἐξουσίαν, τὸν φονέα τοῦ ἰδίου ἀδελφοῦ εξουσία, τον φονιά του ίδιου του αδελφού του; Πόσο μάλλον
του; Πόσω μᾶλλον ὁ πάπ' Ἀκάκιος δὲν θὰ ἔσωζε καὶ θὰ ο παπα-Ακάκιος δεν θα έσωζε και θα έκρυβε αυτήν, η οποία
ἔκρυπτεν αὐτήν, ἥτις δὲν εἶχε κάμει κακὸν ἀτομικῶς εἰς τὸν δεν είχε κάνει κακό ατομικά στον σεβαστό ερημίτη; Μήπως
σεβάσμιον ἐρημίτην; Μήπως δὲν ἐπερνούσαν καθημερινῶς δεν περνούσαν καθημερινά πλοία, κοντά στο γιαλό ή ανοιχτά
πλοῖα, γιαλὸ ἢ ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὸν Ἀϊ-Σώστην, καὶ δὲν θὰ από τον Αϊ-Σώστη, και δεν θα μπορούσε να την φυγαδέψει αν
ἠδύνατο νὰ τὴν φυγάδευση ἂν ἤθελε;. ήθελε;.
Ἡ Χαδούλα εἶχε βαρυνθῆ τὴν μονοτονίαν τῆς Σκοτεινῆς Η Χαδούλα είχε κουραστεί από τη μονοτονία της
Σπηλιᾶς, καὶ εἶχεν ἀρχίσει ν' ἀδυνατίζη πολὺ ἀπὸ τὴν Σκοτεινής Σπηλιάς και είχε αρχίσει να αδυνατίζει από την
ἀνεπαρκὴ τροφήν. Ἔλαβεν ἀπόφασιν, ἅμα φέξη καλά, νὰ ανεπαρκή τροφή. Είχε αποφασίσει, μόλις ξημερώσει, να πάρει
πάρη τὸ καλαθάκι της, καὶ νὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὸ ἄσυλόν της, το καλαθάκι της και να φύγει από το καταφύγιό της, για να
ὅπως διευθυνθῆ πρὸς τὸν Ἁγιον Σώστην. Ἐκεῖ θὰ κατευθυνθεί προς τον Άγιο Σώστη. Εκεί θα εξομολογούνταν
ἐξωμολογεῖτο ὅλα τὰ «πάθια της». Καιρὸς μετανοίας όλα τα «παθήματά της». Ήταν πια καιρός για μεταμέλεια..
πλέον..
* * *. .
Ἔφθασαν, ἔφθασαν, οἱ χωροφύλακες! Εἴτε διὰ Έφθασαν, έφθασαν, οι χωροφύλακες! Είτε από προδοσία,
προδοσίας, εἴτε δι' ἰχνηλασίας, τὴν εἶχαν ἀνακαλύψει. είτε από ιχνηλασία, την είχαν ανακαλύψει. Κατόρθωσαν να
Κατώρθωσαν νὰ κατέλθουν εἰς τὸ Κακόρρεμα, χωρὶς νὰ κατέβουν στο Κακόρρεμα, χωρίς να ενοχληθούν από τον
ἐνοχληθοῦν ἀπὸ τὸν κρημνόν, χωρὶς οἱ λίθοι τῆς σάρας νὰ γκρεμό, χωρίς οι πέτρες της χαράδρας να σηκωθούν και να
σηκωθοῦν καὶ νὰ ριφθοῦν κατεπάνω τους, νὰ τοὺς τους ρίξουν επάνω τους, να τους κυνηγήσουν!.
κυνηγήσουν!.
Ἧτο τὴν αὐγὴν ἅμα ἔφεξεν, ἐνῶ ἡ Φραγκογιαννοὺ Ήταν την αυγή μόλις ξημερώνοντας, ενώ η
ἡτοιμάζετο νὰ διεθυνθῆ διὰ τοῦ συντομωτέρου δρόμου, εἰς Φραγκογιαννού ετοιμαζόταν να κατευθυνθεί μέσω του
τὸν Αἱ-Σώστην, εἰς τὸ Ἐρημητήριον. Ὁ ἥλιος δὲν εἶχεν συντομότερου δρόμου, στον Άγιο Σώστη, στο Ερημητήριο. Ο
ἀνατείλει διὰ νὰ φωτίση ἀκόμη τὴν φαλακρὰν ἀκτήν, τὸ ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμα για να φωτίσει ακόμη την
Κουρούπι, καὶ νὰ στείλη χρυσᾶς ἀκτίνας εἰς τὴν ἀπότομον φαλακρή ακτή, το Κουρούπι, και να στείλει χρυσές ακτίνες
κλιτὺν τοῦ Στοιβωτοῦ. Ἡ Φραγκογιαννοὺ τοὺς εἶδεν, στην απόκρημνη πλαγιά του Στοιβωτού. Η Φραγκογιαννού
ἐτρόμαξεν, ἐπῆρε τὸ καλάθι της, καὶ ἀσθμαίνουσα, τους είδε, φοβήθηκε, πήρε το καλάθι της, και λαχανιάζοντας,
ξεγλωσσασμένη, ἔτρεξε τὸν ἀνήφορον, ἐπάνω εἰς τὸν ξεγλωσσασμένη, έτρεξε τον ανήφορο, πάνω στον βράχο τον
βράχον τὸν ἄβατον, εἰς τὸ Κλῆμα, πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος. απάτητο, στο Κλήμα, προς το δυτικό μέρος. Έριξε, με
Ἐπέταξε, μὲ λάκτισμα τῶν ποδῶν πρὸς τὰ ὀπίσω, τὰς κλωτσώντας τα πόδια της προς τα πίσω τα σωμένα της
φθαρμένας ἐμβάδας, «τὰ παλιοκατσάρια της», καὶ τσόκαρα, «τα παλιοκατσάρια της», και ξυπόλητη ανέβηκε
ξυπόλητη ἀνερριχήθη ἐπάνω εἰς τὸν κρημνόν. Οἱ δυὸ πάνω στον γκρεμό. Οι δύο «νομάτοι» έβγαλαν κι αυτοί τα
«νομάτοι» ἔβγαλαν κι αὐτοὶ τὰ τσαρούχια τους, κ' ἔτρεξαν παπούτσια τους, και έτρεξαν κατόπιν της, στον βράχο τον
κατόπιν της, εἰς τὸν βράχον τὸν ἀπάτητον, εἰς τὸν χῶρον απάτητο, στον χώρο της απελπισίας, όπου βάδιζε εκείνη..
τῆς ἀπελπισίας, ὅπου ἐβάδιζεν ἐκείνη..
Μίαν μόνην στιγμήν, ἡ δύστηνος ἔστρεφε τὴν κεφαλὴν Για μια μόνο στιγμή, η δυστυχισμένη έστρεψε το κεφάλι της
ὀπίσω. Τότε εἶδεν ὅτι οἱ διῶκται ἦσαν μὲν δυό, ἀλλὰ μόνον πίσω. Τότε είδε ότι οι διώκτες της ήταν μεν δύο, αλλά μόνο ο
ὁ εἰς ἐφόρει τὴν στρατιωτικὴν στολήν. Ὁ ἄλλος ἔφερεν ένας φορούσε τη στρατιωτική στολή. Ο άλλος φορούσε
ἐγχώριον ἔνδυμα, μὲ σελάχι, ἐφωδιασμένον μὲ πιστόλια καὶ τοπική φορεσιά, με σελάχι, εφοδιασμένος με πιστόλια και
χαρμπιά, περὶ τὴ μέσην. Ἐφαίνετο νὰ εἶναι εἰς τῶν μπαρουτόβεργα, γύρω από τη μέση. Φαινόταν να είναι ένας
ἀγροφυλάκων.. από τους αγροφύλακες..
Τοῦτο τὴν ἐπτόησε καὶ τὴν ἐφόβισεν. Ἡ ἀπουσία τοῦ Αυτό την εξέπληξε και την φόβισε. Η απουσία του ενός
ἑνὸς χωροφύλακος ἔδιδεν ἀφορμὴν εἰς ὑποψίας. Μήπως χωροφύλακα έδινε αφορμή για υποψίες. Μήπως από την
ἀπὸ τὴν ἄλλην πλευρᾶν τοῦ κρημνοῦ, πέραν τοῦ βράχου άλλη πλευρά του γκρεμού, πέρα από τον αφιλόξενο βράχο,
τοῦ ἀξένου τῆς ἀπορρῶγος ἀκτῆς τὴν ἐπερίμενεν ἐνέδρα της γεμάτης χάσματα ακτής, την περίμενε κάποια ενέδρα,
τις, ὥστε νὰ τὴν κλείσωσιν οἱ σκληροὶ διῶκται μεταξὺ δυὸ ώστε να την κλείσουν οι σκληροί διώκτες της μεταξύ δύο
πυρῶν;. πυρών;.
Καὶ πάλιν ἡ σύμπτωσις αὐτὴ τὴν ἐπαρηγόρησε καὶ τῆς Και πάλι η σύμπτωση αυτή την ενθάρρυνε και της
ἐνέπνευσε μικρὰν ἐλπίδα. Ἐὰν ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δυὸ ενέπνευσε μικρή ελπίδα. Εάν ο ένας από τους δύο
«νομάτους» ἤτον πατριώτης, χωρικὸς ἄνθρωπος εἰς τὴν «νομάτους» ήταν ντόπιος, χωρικός άνθρωπος στην υπηρεσία
ὑπηρεσίαν τῆς δημαρχίας, τοῦτο ἴσως ἐσήμαινεν ὅτι οὗτος της κοινότητας, αυτό ίσως σήμαινε ότι αυτός θα εκτελούσε
θὰ ἐξετέλει μᾶλλον ὡς ἀγγαρείαν τὸ κυνήγημα τὸ ὁποῖον μάλλον ως αγγαρεία το κυνήγημα το οποίο του είχαν επιβάλει
τοῦ εἶχαν ἐπιβάλει καὶ ἴσως μᾶλλον θὰ ἔκοπτε τὴν ὁρμὴν και ίσως μάλλον θα έκοβε την ορμή του άλλου, του
τοῦ ἄλλου, τοῦ χωροφύλακος. Δὲν ἧτο δὲ ἀπίθανον ὁ χωροφύλακα. Δεν ήταν δε απίθανο ο αγροφύλακας εκείνος
ἀγροφύλαξ ἐκεῖνος καὶ νὰ ἠσθάνετο μέσα τοῦ κρυφὴν και να αισθανόταν μέσα του κρυφή συμπάθεια προς την
συμπάθειαν πρὸς τὴν φεύγουσαν, τὴν διωκομένην, τὴν κυνηγημένη, την καταδιωκομένη, αυτή που έτρεχε επάνω στα
τρέχουσαν ἐπάνω εἰς τὰ κατσάβραχα, μ' αἰματωμένους κατσάβραχα, με ματωμένα τα πόδια, δύστυχη γυναίκα –για
τοὺς πόδας, δύστυχη γυναίκα -περὶ τῆς ἐνοχῆς τῆς ὁποίας την ενοχή της οποίας δεν ήταν καν βέβαιος..
δὲν ἧτο κᾶν βέβαιος..

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ.


Ὕστερον ἀπ' ὀλίγων λεπτῶν τῆς ὥρας κυνηγητόν, ἡ Μετά από λίγα λεπτά κυνηγητού, η Φραγκογιαννού έφτασε
Φραγκογιαννοὺ ἔφθασεν εἰς τὴν τοποθεσίαν, τὴν ὁποία ὁ στην τοποθεσία που ο Καμπαναχμάκης είχε ονομάσει «το
Καμπαναχμάκης εἶχεν ὀνομάσει «τὸ Μονοπάτι στὸ Μονοπάτι στο Κλήμα». Ήταν ένας βράχος που προεξείχε
Κλῆμα». Ἤτον βράχος εἰσέχων ἀποτόμως πρὸς τὰ ἔσω, απότομα προς τα μέσα, σχηματίζοντας ένα μικρό ζύγωμα,
σχηματίζων μικρὸν ζύγωμα, κάτωθεν τοῦ ὁποίου ἔχασκεν κάτω από το οποίο χάνονταν οι άβυσσος, η θάλασσα. Πάνω
ἡ ἄβυσσος, ἡ θάλασσα. Ἄνω τοῦ ζυγώματος τούτου ὑπῆρχε από το ζύγωμα αυτό υπήρχε ένα πέρασμα πλάτους μισής
πάτημα ἡμισείας παλάμης τὸ πλάτος, ὅλον δὲν τὸ πέραμα παλάμης, και όλο το πέρασμα δεν ήταν περισσότερο από τρία
ἧτο τριῶν ἢ τεσσάρων βημάτων. Ὅπως τὸ διέλθη τις, ή τέσσερα βήματα. Για να το διασχίσει κάποιος, έπρεπε να
ἔπρεπε νὰ πιασθῆ ἀπὸ τὸν ἄνω βράχον, βλέπων πρὸς τὴν πιαστεί από τον άνω βράχο, κοιτάζοντας προς τη θάλασσα,
θάλασσαν, νὰ πατὴ μὲ τὴν πτέρναν, καὶ νὰ βαδίζη ἐκ να πατήσει με την φτέρνα και να βαδίσει από τα δεξιά προς
δεξιῶν πρὸς τὰ ἀριστερά. Ἡ ζωὴ τοῦ ἐκρέματο εἰς μίαν τα αριστερά. Η ζωή του κρέμονταν από μια τρίχα..
τρίχα..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔκαμε τὸν σταυρόν της καὶ δὲν Η Φραγκογιαννού έκανε τον σταυρό της και δεν δίστασε.
ἐδίστασε. Οὔτε ὑπῆρχεν ἄλλη αἵρεσις ἢ προσφυγῆ. Δρυμὸς Ούτε υπήρχε άλλη επιλογή ή καταφύγιο. Δεν υπήρχε άλλο
ἄλλος δὲν ὑπῆρχεν ἐπάνω τοῦ βράχου. Ἡ γυνὴ ἐπῆρε τὸ δάσος πάνω στον βράχο. Η γυναίκα πήρε το καλάθι της στα
καλάθι της εἰς τοὺς ὀδόντας, ἐπήδησεν ἀποφασιστικῶς, καὶ δόντια, πήδηξε αποφασιστικά και διέσχισε το φοβερό
διέβη αἰσίως τὸ φοβερὸν πέραμα.. πέρασμα με επιτυχία..
Ἔφθασαν κατόπιν ἀσθμαίνοντες οἱ δυὸ νομάτοι. Ὁ Έφθασαν κατόπιν ασθμαίνοντες οι δύο νομάτοι. Ο
χωροφύλαξ εἶδε τὸ πέραμα κ' ἐστάθη.. χωροφύλακας είδε το πέραμα και σταμάτησε..
- Σοῦ βαστᾶ ἡ καρδιά σου; εἶπε μὲ κρυφὴν χαιρεκακίαν — Σου βαστά η καρδιά σου; είπε με κρυφή χαιρεκακία ο
ὁ σύντροφός του.. σύντροφός του..
- Δὲν εἶναι ἄλλος δρόμος;. — Δεν είναι άλλος δρόμος;.
- Δὲν εἶναι.. — Δεν είναι..
- Ἐσὺ θὰ τὸ 'χης περάσει πολλὲς φορές, εἶπεν ὁ — Εσύ θα το 'χεις περάσει πολλές φορές, είπε ο ένστολος..
στρατιώτης..
- Ἐγώ, ὄχι! ἠρνήθη ὁ ἀγροφύλαξ.. — Εγώ, όχι! αρνήθηκε ο αγροφύλακας..
- Δὲν ἤσουν τσομπάνης;. — Δεν ήσουν τσομπάνης;.
- Ἐγὼ ἔβοσκα πρόβατα στὸν κάμπο.. — Εγώ έβοσκα πρόβατα στον κάμπο..
Ὁ χωροφύλαξ ἐδίστασεν ἀκόμη.. Ο χωροφύλακας δίστασεν ακόμη..
- Καὶ νά μας ρίξη κάτω μία γυναίκα! εἶπε.. — Και να μας ρίξει κάτω μία γυναίκα! είπε..
- Δὲν προφτάσαμε νὰ τὴν ἰδοῦμε τὴ στιγμὴ ποὺ — Δεν προφτάσαμε να την δούμε τη στιγμή που περνούσε,
περνοῦσε, εἶπεν εἴρων ὁ δραγάτης. Ἂν τὴν ἔβλεπες, θά σου είπε ειρωνικά ο δραγάτης. Αν την έβλεπες, θα σου 'κανε
'κανε καρδιά.. καρδιά..
- Ἀληθινά;. — Αληθινά;.
- Δὲν ξέρεις πόσες φορὲς δίνουν τὸ παράδειγμα οἱ — Δεν ξέρεις πόσες φορές δίνουν το παράδειγμα οι
γυναῖκες! εἶπεν ὁ ἀγροφύλαξ. Σὲ κάμποσα πράγματα, γυναίκες! είπε ο αγροφύλακας. Σε κάμποσα πράγματα,
δείχνουν πολὺ κουράγιο.. δείχνουν πολύ κουράγιο..
- Κ' ἐγὼ θὰ περάσω! εἶπεν ὁ χωροφύλαξ.. — Κ' εγώ θα περάσω! είπε ο χωροφύλακας..
- Ἐμπρός!. — Εμπρός!.
Ὁ χωροφύλαξ ἔβγαλε τὸ ἀμπέχονόν του, καὶ τὸ ἔτεινεν Ο χωροφύλακας έβγαλε το αμπέχονό του και το έδωσε
εἰς τὸν σύντροφόν του, μείνας μὲ τὸ ὑποκάμισον. Ἔκαμε τὸ στον σύντροφό του, μένοντας με το πουκάμισο. Έκανε το
σημεῖον τοῦ Σταυροῦ.. σημείο του Σταυρού..
- Ἂν περάσω πέρα, μοῦ τὸ ρίχνεις, εἶπε.. "Αν περάσω πέρα, μου το ρίχνεις", είπε..
Ἐδοκίμασε νὰ πατήση ἐπὶ τοῦ στενοῦ, ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν Δοκίμασε να πατήσει πάνω στο στενό, πιάστηκε από τον
βράχον. Μετὰ ἐν βῆμᾳ ὠπισθοδρόμησε.. βράχο. Μετά από ένα βήμα οπισθοδρόμησε..
- Μ' ἔπιασε ζαλάδα, εἶπεν.. "Μ' έπιασε ζαλάδα", είπε..
Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Φραγκογιαννού, τρέχουσα, εἶχεν Εν τω μεταξύ η Φραγκογιαννού, τρέχοντας, είχε
ἀνηφορίσει, καὶ ἀνήρχετο ὑψηλότερα εἰς τὴν ἀκτήν. ανηφορίσει και ανέβαινε ψηλότερα στην ακτή.
Ἀποκαμωμένη, ἤσθμαινεν, ἐφύσα. Ἐπήγαινε, κ' ἐστέκετο Αποκαμωμένη, έβηχε, ξεφυσούσε. Προχωρούσε και
ἐπὶ μίαν ἀνεπαίσθητον στιγμήν, κ' ἔτεινε τὰ ὦτα σταματούσε για μια ανεπαίσθητη στιγμή, και τέντωνε τα
ἀκροωμένη. Ἤθελε νὰ βεβαιωθῆ ἂν θὰ διέβαινον τὸ αυτιά της να ακούσει. Ήθελε να βεβαιωθεί αν θα διάβηκαν
πέραμα οἱ δυὸ διῶκται της. Ἀλλὰ δὲν ἤκουε τίποτε. Ἀπὸ το πέρασμα οι δύο διώκτες της. Αλλά δεν άκουγε τίποτα. Από
τὴν βραδύτητα αὐτὴν ἐσυμπέρανεν ὅτι οἱ δυὸ «νομάτοι» την καθυστέρηση αυτή κατάλαβε ότι οι δύο "νομάτοι"
ἐδίσταζον πολὺ νὰ περάσουν τὸ μονοπάτι.. δίσταζαν πολύ να περάσουν το μονοπάτι..
Τέλος, ἔφθασεν εἰς τοῦ Πουλιοῦ τὴν Βρύση, ὅπως τὴν Τέλος, έφτασε στον Πουλιού τη Βρύση, όπως την είχε
εἶχεν ὀνομάσει ὁ Καμπαναχμάκης. Ἧτο μιὰ πηγὴ ἐπάνω εἰς ονομάσει ο Καμπαναχμάκης. Ήταν μια πηγή πάνω σε υψηλό
ὑψηλὸν βράχον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐσχηματίζετο μικρὸν βράχο, πάνω στον οποίο σχηματιζόταν μικρό ολισθηρό
ὀλισθηρὸν ὀροπέδιον ἀπὸ χῶμα, γεμάτον ἀπὸ βρύα καὶ οροπέδιο από χώμα, γεμάτο από βρύα και άλλα υγρά χόρτα,
ἄλλα ὑγρὰ χόρτα, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἔπλεον εἰς τὸ τα οποία φαίνονταν σαν να έπλεαν στο νερό. Η
νερόν. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐπάτει καλὰ διὰ νὰ μὴ Φραγκογιαννού πατούσε καλά για να μην γλιστρήσει και
γλιστρήση καὶ πέση. Ἀπὸ τὴν βρύσιν ἐκείνην, πράγματι, πέσει. Από τη βρύση εκείνη, πράγματι, μόνο τα πουλιά του
μόνον τὰ πετεινὰ τ' οὐρανοῦ ἠδύνατο νὰ πίνουν. Ἡ ουρανού μπορούσαν να πιούν. Η Χαδούλα έσκυψε και ήπιε..
Χαδούλα ἔκυψε κ' ἔπιε..
- Ἄχ! καθὼς πίνω ἀπ' τὴ βρυσούλα σας, πουλάκια μου, "Αχ! καθώς πίνω απ' τη βρυσούλα σας, πουλάκια μου",
εἶπε, δῶστε μου καὶ τὴν χάρη σας, νὰ πετάξω!.. είπε, "δώστε μου και την χάρη σας, να πετάξω!"..
Κ' ἐγέλασε μοναχή της, ἀποροῦσα ποὺ εὗρε τὸν Και γέλασε μόνη της, απορώντας πού βρήκε όρεξη για
ἀστεϊσμὸν αὐτὸν εἰς τοιαυτην ὥραν. Ἀλλὰ τὰ πουλιά, ὅταν αστεία τέτοια ώρα. Αλλά τα πουλιά, όταν την είδαν, είχαν
τὴν εἶδαν, εἶχαν ἀγριεύσει, κ' ἐπέταξαν ἔντρομα.. αγριέψει και πέταξαν έντρομα..
Ἐκάθισε, δίπλα εἰς τοῦ Πουλιοῦ τὴν Βρύση, διὰ νὰ Κάθισε, δίπλα στον Πουλιού τη Βρύση, για να ξαποστάσει
ξαποστάση καὶ πάρη τὸν ἀνασασμόν της. Σχεδὸν εἶχε και να βρει την ανάσα της. Σχεδόν είχε βεβαιωθεί πλέον ότι οι
βεβαιωθῆ πλέον ὅτι οἱ δυὸ «νομάτοι» δὲν εἶχαν δύο «νομάτοι» δεν είχαν καταφέρει να διαβούν το Μονοπάτι
κατορθώσει νὰ διαβώσι τὸ Μονοπάτι στὸ Κλῆμα.. στο Κλήμα..
Ἀλλὰ δὲν ἠσθάνετο ἀσφάλειαν, ἡ δύστηνος, καθημένη Αλλά δεν αισθανόταν ασφάλεια, η δυστυχής, καθισμένη
ἐκεῖ. Ὅθεν, μετ' ὀλίγα λεπτὰ ἐσηκώθη, ἐπῆρε τὸ καλάθι της, εκεί. Γι’ αυτό, μετά από λίγα λεπτά σηκώθηκε, πήρε το καλάθι
κ' ἔτρεξεν τὸν κατήφορον. Τώρα πλέον ἐπήγαινεν της και έτρεξε τον κατήφορο. Τώρα πλέον πήγαινε
ἀποφασιστικῶς εἰς τὸν Αἱ-Σώστην, εἰς τὸ Ἐρημητήριον. αποφασιστικά στον Άι-Σώστη, στο Ερημητήριο. Καιρός ήταν,
Καιρὸς ἧτο, ἂν ἐγλύτωνε, νὰ ἐξαγορευθῆ τὰ κρίματά της αν γλίτωνε, να ξαγορευτεί τα κρίματά της στον γέροντα, τον
εἰς τὸν γέροντα, τὸν ἀσκητήν.. ασκητή..
Εἰς ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας κατῆλθε τὴν ἀκτήν, κ' ἔφθασεν Σε λίγα λεπτά της ώρας κατέβηκε την ακτή και έφτασε στα
εἰς τὰ χαλίκια τοῦ αἰγιαλοῦ, εἰς τὴν ἄμμον. Ἀντίκρυσε τὸν χαλίκια του γιαλού, στην άμμο. Αντίκρυσε τον
ἀλίκτυπον βράχον, ἐπάνω εἰς τὸν ὁποῖον ἐφαίνετο ὁ θαλασσοδαρμένο βράχο, επάνω στον οποίο φαινόταν το
παλαιὸς ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Σώζοντος. Ὁ λαιμὸς τῆς παλιό εκκλησάκι του Αγίου Σώζοντος. Ο λαιμός της άμμου, ο
ἄμμου, ὁ ἐνώνων τὸν μικρὸν βράχον μὲ τὴν στερεάν, μόλις οποίος ένωνε τον μικρό βράχο με την στεριά, μόλις ανέβαινε
ἀνεῖχεν ἕνα δάκτυλον ὑπεράνω τοῦ κύματος. Τώρα ἤρχιζε ένα δάχτυλο πάνω από το κύμα. Τώρα άρχιζε να γίνεται
νὰ γίνεται πλημμύρα. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐστάθη κ' πλημμύρα. Η Φραγκογιαννού στάθηκε και δίστασε. «Τάχα
ἐδίστασε. «Τάχα δὲν θὰ . ξαναγίνη ρήχη σὲ λίγη ὥρα; εἶπε. δεν θα ξαναγίνει ρηχή σε λίγη ώρα; είπε. Γιατί να βιαστώ
Γιατί νὰ βιαστῶ τώρα, νὰ γίνω μούσκεμα;». τώρα, να γίνω μούσκεμα;».
Ἀλλὰ τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἤκουσε θόρυβον ὄχι μικρὸν ἐπὶ Αλλά την ίδια στιγμή άκουσε δυνατό θόρυβο πάνω στον
τοῦ κρημνοῦ. Δυὸ ἄνδρες, ὁ εἰς στρατιωτικός, ὁ ἄλλος γκρεμό. Δύο άνδρες, ο ένας στρατιωτικός, ο άλλος πολίτης, με
πολίτης, μὲ δυὸ τουφέκια ἐπ' ὤμου, κατήρχοντο τρέχοντες δύο τουφέκια επ' ώμου, κατέβαιναν τρέχοντας τον κατήφορο.
τὸν κατήφορον. Ὁ πολίτης δὲν ἤτον ὁ δραγάτης τὸν ὁποῖον Ο πολίτης δεν ήταν ο δραγάτης τον οποίον είχε αφήσει πίσω,
εἶχεν ἀφήσει ὀπίσω, μὲ τὸν ἕνα χωροφύλακα, ἤτον ἄλλος, με τον ένα χωροφύλακα, ήταν άλλος, και φορούσε φράγκικα.
κ' ἐφόρει φράγκικα. Αὐτὴ λοιπὸν ἧτο ἡ ἐνέδρα, τὴν ὁποίαν Αυτή λοιπόν ήταν η ενέδρα, την οποία εύλογα είχε
εἶχεν ὑποπτεύσει εὐλόγως αὐτή, μὲ τὴν ὁποίαν ἠθέλησαν νὰ υποπτευθεί και με την οποία ήθελαν να την στριμώξουν; Και
τὴν βάλουν εἰς τὰ στενά; Ἰδοὺ ὅτι τώρα τὴν ἔφθαναν.. να που τώρα την έφταναν..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔτρεξεν, ἔκαμε τὸν σταυρόν της, κ' Η Φραγκογιαννού έτρεξε, έκανε τον σταυρό της, και
ἐπάτησεν ἐπάνω εἰς τὸ πέραμα τῆς ἄμμου. Ἡ ἄμμος ἤτον πάτησε πάνω στο πέραμα της άμμου. Η άμμος γλιστρούσε. Το
ὀλισθηρά. Τὸ κύμα ἀνήρχετο, ἐφούσκωνε. Ἡ γυνὴ δὲν κύμα ανέβαινε, φούσκωνε. Η γυναίκα δεν οπισθοδρόμησε.
ὠπισθοδρόμησε. Δὲν εἶχεν ἄλλην σανίδα σωτηρίας. Οὔτε Δεν είχε άλλη σανίδα σωτηρίας. Ούτε αυτή, την παρούσα,
αὐτήν, τὴν παροῦσαν, μάλιστα δὲν εἶχε.. μάλιστα δεν είχε..
Τὸ κύμα ἀνέβαινεν, ἀνέβαινε. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐπάτει. Το κύμα ανέβαινε, ανέβαινε. Η Φραγκογιαννού πατούσε.
Ἡ ἄμμος ἐνέδιδε. Οἱ πόδες τῆς ἐγλιστρούσαν.. Η άμμος υποχωρούσε. Τα πόδια της γλιστρούσαν..
Ὁ βράχος τοῦ Ἁγίου Σώζοντος ἀπεῖχε περὶ τὰς δώδεκα Ο βράχος του Αγίου Σώζοντος απείχε γύρω στις δώδεκα
ὀργυιὰς ἀπὸ τὴν ἀκτήν. Ὁ λαιμὸς τῆς ἄμμου, τὸ πέραμα, οργιές από την ακτή. Ο λαιμός της άμμου, το πέρασμα, θα
θὰ ἧτο πλέον ἢ πεντήκοντα βημάτων τὸ μῆκος.. ήταν λίγο παραπάνω από πενήντα βήματα σε μήκος..
Τὸ κύμα τὴν ἔφθασεν ἕως τὸ γόνυ, εἴτα ὡς τὴν μέσην. Ἡ Το κύμα την έφτασε έως το γόνατο, έπειτα ως την μέση. Η
ἄμμος ἐγλιστροῦσε. Ἐγίνετο βάλτος, λάκκος. Τὸ κύμα άμμος γλιστρούσε. Έγινε βάλτος, λάκκος. Το κύμα ανέβηκε
ἀνῆλθεν ἕως τὸ στέρνον της.. μέχρι το στήθος της..
Οἱ δυὸ ἄνδρες, οἵτινες τὴν ἐκυνήγουν, ἔρριψαν μίαν Οι δύο άνδρες που την κυνηγούσαν, έριξαν μια τουφεκιά
τουφεκιᾶν διὰ νὰ τὴν πτοήσουν. Εἴτα ἠκούσθησαν αἱ για να την φοβίσουν. Στη συνέχεια ακούστηκαν οι φωνές
φωναί των, φωναὶ ἀλαλαγμοῦ καὶ βεβαίας νίκης.. τους, φωνές αλαλαγμού και βεβαίας νίκης..
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἀπεῖχεν ἀκόμη ὡς δέκα βήματα ἀπὸ Η Φραγκογιαννού απείχε ακόμη ως δέκα βήματα από τον
τὸν Ἀϊ-Σώστην.. Άι-Σώστη..
Δὲν εἶχε πλέον ἔδαφος νὰ πατήση. ἐγονάτισεν. Εἰς τὸ Δεν είχε πλέον έδαφος να πατήσει. γονάτισε. Στο στόμα της
στόμα τῆς εἰσήρχετο τὸ ἁλμυρὸν καὶ πικρὸν ὕδωρ.. εισερχόταν το αλμυρό και πικρό νερό..
Τὰ κύματα ἐφούσκωσαν ἀγρίως, ὡς νὰ εἶχον πάθος. Τα κύματα φούσκωσαν άγρια σαν να είχαν πάθος.
Ἐκάλυψαν τοὺς μυκτήρας καὶ τὰ ὦτα της. Τὴν στιγμὴν Κάλυψαν τα ρουθούνια και τα αυτιά της. Την στιγμή εκείνη
ἐκείνην τὸ βλέμμα τὴ Φραγκογιαννοὺς ἀντίκρυσε τὸ το βλέμμα της Φραγκογιαννούς αντίκρυσε το Μποστάνι, την
Μποστάνι, τὴν ἔρημον βορειοδυτικὴν ἀκτήν, ὅπου τῆς έρημη βορειοδυτική ακτή, όπου της είχαν δώσει ως προίκα
εἶχον δώσει ὡς προίκα ἕνα ἀγρόν, ὅταν νεανίδα τὴν ένα χωράφι, όταν νεαρή την πάντρεψαν και την
ὑπάνδρευσαν καὶ τὴν ἐκουκούλωσαν, καὶ τὴν ἔκαμαν κουκούλωσαν, και την έκαναν νύφη οι γονείς της..
νύφην οἱ γονεῖς της..
- Ὤ! νὰ τὸ προικιό μου! εἶπε.. "Ω! να το προικιό μου!" είπε..
Αὐταὶ ὑπῆρξαν αἱ τελευταῖαι λέξεις της. Ἡ γραία Αυτές υπήρξαν οι τελευταίες λέξεις της. Η γριά Χαδούλα
Χαδούλα εὗρε τὸν θάνατο εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, βρήκε τον θάνατο στο πέρασμα του Αγίου Σώστη, στον λαιμό
εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἐνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἐρημητηρίου που ενώνει τον βράχο του ερημητηρίου με την ξηρά, στα μισά
μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς θείας του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης
καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης.. δικαιοσύνης..

ΤΕΛΟΣ. ΤΕΛΟΣ.

[1] Θέλει γαμπρό με μάτια, ας είναι και τυφλός, λέγεται για κάποιον επιφανειακό άνθρωπο που νοιάζεται περισσότερο για το
φαίνεσθαι παρά για την ουσία.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΪΤ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΣΤ - ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ - ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ

Αυτόνομες Ενότητες Διάφορα τεστ


Εφαρμογή δημιουργίας περιγραφικής αξιολόγησης για τα εργαστήρια δεξιοτήτων Τεστ προσωπικότητας Χόλαντ
Εφαρμογή δημιουργίας περιγραφικής αξιολόγησης για όλα τα μαθήματα Τεστ επαγγελματικού προσανατολισμού
Ο Φάκελος Εργασιών Μαθητή ως μέσο αυθεντικής αξιολόγησης Δισκόγραμμα: Ψυχολογικό τεστ προσωπικότητας
Πελοποννησιακός Πόλεμος: Βραβευμένο Παιχνίδι Τεστ ευφυΐας για ενήλικες
Τουριστικός Οδηγός Ευρυτανίας Τεστ ευφυΐας με σχήματα
Ναρκωτικά: Πρόληψη και αντιμετώπιση Τεστ ευφυΐας για παιδιά
Αρχές Γλωσσολογίας Ευχάριστο τεστ προσωπικότητας
Οι ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί Βιολογική ηλικία και προσδόκιμο ζωής
Ο ρόλος της οικογένειας στην ανάπτυξη του παιδιού Κουίζ: Πού οδηγεί η σχέση σας;
Πρώτες Βοήθειες Τι να ψηφίσω; Ένα χρήσιμο τεστ πολιτικής αυτοαξιολόγησης
Υπολογισμός Μορίων: Ποια σχολή να διαλέξω; Προβλέψεις - Διασκέδαση
Υπολογισμός Αναγνωσιμότητας Κειμένων Πρόβλεψη μέλλοντος με την τράπουλα ΤΑΡΩ

×
Αυτό το σάιτ χρησιμοποιεί Κώδικα Καταγραφής (ΚωΚ ή cookies) κυρίως για την προβολή διαφημίσεων από την Google - Μάθετε περισσότερα...

You might also like