Ο Κάλβος στα ίχνη του «Λογγίνου»

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 63

άγγΕ λά γίΩτη

Ο ΚΑΛΒ ΟΣ
Σ ΤΑ Ι Χ Ν Η Τ Ο Υ
«ΛΟΓΓΙΝΟΥ»

Ένας ανθρωπος των γραμματων


ςτην Έυρωπη του 19 ου αιωνα

αντίποδες
ά΄ έκδοση : Φεβρουάριος 2019
ISBN : 978-618-5267-05-6
© 2019, άγγέλα γιώτη και αντίποδες

ςχεδιασμός εξωφύλλου : Μάρω Κατσίκα

αντίποδες
Κάλβου 8-10, 11473, άθήνα
τηλ. : 210 6471188
ekd.antipodes@gmail.com
www.antipodes.gr
Στον Αλέξη Πολίτη με ευγνωμοσύνη
Προλογος

τ ο ερευνητικό μου ενδιαφέρον για τον Κάλβο χρονο-


λογείται από τα χρόνια της διδακτορικής μου διατρι-
βής, παρότι τότε δεν ήταν τόσο ένα αυτόνομο ενδιαφέρον,
αλλά μια αφορμή για να μελετήσω μια σειρά ποιημάτων
που γράφτηκαν από άλλους ποιητές για τον Κάλβο. Ήξε-
ρα από εκείνη την εποχή πως όταν θα επέστρεφα στον
Κάλβο δεν θα ήταν για να επεξεργαστώ εκ νέου τις σε-
λίδες της διατριβής, αλλά για να γράψω ένα βιβλίο η έλ-
λειψη του οποίου με είχε τότε ταλαιπωρήσει ερευνητικά.
ςτο παρελθόν αντιμετωπίσαμε τον άνδρέα Κάλβο ως
ένα από τα δύο ισχυρά κεφάλαια στη νεοελληνική ποίη-
ση του 19ου αι. άγνοήσαμε συστηματικά, για δεκαετίες,
τόσο τα ιταλικά του έργα όσο και την ιταλικών, κυρίως,
καταβολών πνευματική του διαμόρφωση. Μέσα σ’ αυτήν
την ελλειμματική ανταπόκριση ο Κάλβος παρέμεινε, αν
και μάλλον μόνο σχηματικά, ένας «υψηλός» ποιητής, κάτι
που, τρόπον τινά, συνάδει με έναν στόχο που έθετε και ο
ίδιος όταν έγραφε:

Σοβαρὸν, ὑψηλὸν
δόσε τόνον ὦ Λύρα·
λάβε ἀστραπὴν, καὶ ἦθος
λάβε νοὸς, ὑμνοῦμεν
ἔνδοξον ἔργον.

η αναγνώριση του καλβικού ποιητικού ύψους μπορεί να


σήμαινε κάπως αφηρημένα την παρασημοφόρηση του
Κάλβου με τον τίτλο του εθνικού ποιητή, ή την αξιολο-
γική παραδοχή ότι η ποίησή του είναι ένα πνευματικό δη-
9
αγγελα γιωτη

μιούργημα υψηλής ποιότητας και υψηλού συγγραφικού


ύφους ή, τέλος, και τα δύο αυτά μαζί.
ςήμερα, καθώς η καλλιτεχνική αναγνώριση της ίδιας
της ποίησης έχει υποσκελιστεί, τα καλλιτεχνικά ερεθίσμα-
τα στα οποία ανταποκρινόμαστε έχουν αλλάξει και, μέσα
σε συνθήκες οικονομικής καχεξίας, η αξιολόγηση της λο-
γοτεχνίας σχετίζεται σιωπηρά και μοιραία, ολοένα και πε-
ρισσότερο, με τον ευπώλητο ή μη χαρακτήρα της, η απο-
τίμηση του Κάλβου ως υψηλού ποιητή μοιάζει ασφαλώς
πολύ λιγότερο ενεργητική. Έχουμε λοιπόν μια ευκαιρία
να διαβάσουμε τον Κάλβο αλλιώς. ο υψηλός χαρακτή-
ρας στην αποτίμηση που επιχειρώ δεν είναι το υφολογικό
και αξιολογικό κριτήριο θεώρησης ενός Έλληνα ποιητή,
αλλά το νήμα που θα μας διευκολύνει να ανιχνεύσουμε
τις αισθητικές αρχές από τις οποίες διέπεται το σύνολο
του έργου ενός Έλληνα διανοούμενου, που διαμορφώνε-
ται πνευματικά στην ίταλία αλλά και διαρκώς μετακινού-
μενος στην Ευρώπη του 19ου αι. Παρακολουθώντας λοι-
πόν τον διανοούμενο Κάλβο να μετακινείται, επιχειρώ να
ανασυγκροτήσω τις θεωρητικές συζητήσεις γύρω από το
υψηλό, όπως διαμορφώθηκαν στις διαδοχικές φάσεις μιας
μακραίωνης συζήτησης και κατέληξαν στην εποχή του
Κάλβου να σημάνουν συγκεκριμένες εξελίξεις στο πεδίο
της αισθητικής και της φιλοσοφίας.
υπό αυτήν την έννοια ο «λογγίνος», περισσότερο από
ιστορικό πρόσωπο και συγγραφέα της γνωστής μελέτης
Περί ύψους της ύστερης αρχαιότητας, αποτελεί, μέσω της
πολλαπλής ανταπόκρισης του έργου του, ένα σημαντικό
ορόσημο μέσα στον ευρωπαϊκό 19ο αι., αφού η ενασχό-
ληση με το Περί ύψους εξακτινώνεται προς όλες τις κα-
τευθύνσεις που τράβηξαν οι μελέτες περί της ποιητολογί-
ας και της αισθητικής. Μέσα σε αυτήν την πολλαπλότητα
και την υπερβολική πολυσημία ο λογγίνος μου φαίνεται
μια καλή αφετηρία για να πιάσει κανείς το νήμα μιας αφή-
γησης που μας γυρίζει στον μακρινό 19ο αι., όταν είχε πα-
ρέλθει ένας και πλέον αιώνας από τότε που ο Μπουαλώ
10
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

«ανακάλυψε» τoν λογγίνο, είχε ανθήσει η πρόσληψη του


Περί ύψους στην Ευρώπη και κυρίως στην άγγλία ήδη από
τον 18ο αι., ο Μπερκ είχε καταθέσει τη δική του συμβολή,
ενώ το πέρασμα στην καντιανή φιλοσοφία είχε κιόλας ση-
μάνει ένα οριστικό «ξεπέρασμα» του λογγίνου και το τέ-
λος μιας μεγάλης πορείας.
Όσον αφορά στις καλβικές μελέτες, φαίνεται πως σή-
μερα έχουμε φτάσει σε ένα σημείο καμπής, που ορίζε-
ται όχι μόνο από το γεγονός ότι μπορούμε να έχουμε μια
τόσο συνολική εποπτεία για την πνευματική δράση του
Κάλβου, τέτοια που δεν είχαμε ποτέ άλλοτε στο παρελ-
θόν, αλλά και από την καθαρότητα του βλέμματος απέ-
ναντί του. Προς την ενίσχυση της ιστορικής προοπτικής
και προκειμένου να εκπληρώσουμε το καθήκον της ανά-
λυσης και της μορφοποίησης του υλικού που μας κληρο-
δοτεί η πρόσφατη έκρηξη των καλβικών ερευνών, επιλέ-
γω να μελετήσω τον Κάλβο υπό τον τίτλο του «ανθρώπου
των γραμμάτων». Πρωτίστως θεωρώντας ότι είναι και-
ρός να εκμεταλλευτούμε θετικά όλα τα στοιχεία που πλέ-
ον τεκμηριώνουν, όχι μόνο ότι ο Κάλβος δεν ήταν εξαρ-
χής ένας Έλληνας ποιητής, αλλά ότι η σύνταξη ωδών
ήταν μόνο μια πλευρά της πνευματικής του δραστηριό-
τητας. άν ήταν παλαιότερος ο Κάλβος, θα τον ονόμαζα
πιθανόν «λόγιο» και αν ήταν πιο σύγχρονος «διανοούμε-
νο», αλλά στις χρονολογικές και γεωγραφικές συντεταγ-
μένες που καταγράφηκε η δράση του η λογιοσύνη άλλαζε
οδεύοντας προς έναν νέο χαρακτήρα. Κι ο Κάλβος έμεινε
ένας απλός άνθρωπος των γραμμάτων. Που ήθελε ως τέ-
τοιος να συμμετέχει στη δημοσιότητα με τρόπο πολιτικό
και ήθελε επίμονα, ώς το τέλος και με όποιο τίμημα, να ζή-
σει από τα γράμματα.
Πάσχισε να χτίσει τον εαυτό του πνευματικά, χωρίς
πάντα να διαθέτει τα μέσα που θα διευκόλυναν αυτήν την
πορεία. Με αυτό το σκεπτικό ο Κάλβος στις σελίδες αυ-
τού του βιβλίου «μικραίνει»: από υψηλός ποιητής γίνεται
ένα ανθρώπινο παράδειγμα για μια διανοητική πορεία. το
11
αγγελα γιωτη

υψηλό μετατρέπεται έτσι σε έναν δούρειο ίππο: ενώ φαι-


νομενικά μας ενθαρρύνει να διαβάσουμε τον Κάλβο εντός
της συνηθισμένης γενικής παραδοχής για την ποιητική
του αξία, χωρίς να την αναιρεί, επιδιώκει να διευρύνει το
πλάνο και να μας δείξει τον Κάλβο ως έναν εργάτη του
πνεύματος, που διαμορφώνεται διαρκώς μετακινούμενος,
όχι στην περιορισμένη ελληνική επικράτεια, αλλά σε μια
Ευρώπη έντονων αισθητικών εξελίξεων και διεργασιών.
ςημειώνω εδώ ότι τηρώ εξ ολοκλήρου την ορθογρα-
φία και τον τονισμό του πρωτοτύπου των παραθεμάτων
μόνο για τον Κάλβο.

άπομένουν οι ευχαριστίες στους ανθρώπους που με στή-


ριξαν σε όλο το διάστημα της συγγραφής. Πρωτίστως
και κυρίως στον Μίλτο Πεχλιβάνο για όλους τους τρό-
πους που εφηύρε, ώστε να γίνει η παλιά σχέση μαθητεί-
ας μια σχέση πολύτιμης και συναρπαστικής συνεργασί-
ας. Εμπνεύστηκε και φρόντισε τη συμμετοχή μου σε μια
υπερδραστήρια επιστημονική κοινότητα: την Έδρα νεο-
ελληνικών ςπουδών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του βε-
ρολίνου, ενίσχυσε σε κάθε περίπτωση τα πληθωρικά ερευ-
νητικά μου ενδιαφέροντα, και ωστόσο δεν σταμάτησε να
μου θυμίζει τα χρέη μου προς τον Κάλβο και το χρέος της
επιστημονικής συνέπειας, ξεκινώντας να διαβάζει αυτό το
βιβλίο από τότε που συγκροτήθηκε το αίτημα που εκφρά-
ζεται στην εισαγωγή του.
Προς τους εκδότες του βιβλίου, τον Κώστα ςπαθαράκη
και τον Θοδωρή Δρίτσα, αλλά και την υπερβολικά ταλα-
ντούχα Μάρω Κατσίκα, οι ευχαριστίες μου έχουν πολλές αι-
τίες. η νάσια γιακωβάκη, πολύτιμη φίλη, έως ότου ολοκλη-
ρωθεί η συγγραφή πρόλαβε και με γλίτωσε από πολλούς
κινδύνους και με ενθάρρυνε διαρκώς. ςτην επιστημονική
της ενάργεια και την οξύτητα της σκέψης της οφείλω πολ-
λά. την κρίσιμη ώρα, όταν όλα φαίνονταν πολύ δύσκολα, η
Μαριλίζα Μητσού, όπως το είχε κάνει και παλιότερα, έγινε,
αυτήν τη φορά ερήμην της, μια φιλόξενη οικοδέσποινα στο
12
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Πανεπιστήμιο LMU. ςτις πλούσιες βιβλιοθήκες του Μονά-


χου, και κυρίως στη StaBi, το βιβλίο αυτό πήρε την τελική
του μορφή, ενώ διανύαμε το ακαδημαϊκό έτος 2015-2016.
ςτάθηκα πολύ τυχερή, που τα χρόνια της ενασχόλη-
σής μου με τον Κάλβο ήταν ακριβώς η εποχή που είδαν το
φως της δημοσιότητας ένα πλήθος μελέτες για τον ποιη-
τή, του ακαταπόνητου Δημήτρη άρβανιτάκη, που επιπλέ-
ον ως φίλος μοιράστηκε μαζί μου όσα τον απασχολούν για
τον Κάλβο, τον Φόσκολο, αλλά και τον ιόνιο χώρο. ο Μι-
χαήλ λειβαδιώτης επιμελήθηκε τη μετάφραση των ιταλι-
κών παραθεμάτων (όπου δεν δηλώνεται διαφορετικά). η
φίλη άντωνία γουναροπούλου είχε την καλοσύνη να δια-
βάσει το βιβλίο, όταν βρισκόταν στο στάδιο των τελευταί-
ων διορθώσεων. Μέχρι και την τελευταία ώρα ωφελήθη-
κα από συζητήσεις και συναναστροφές με την Ελεονώρα
βρατσκίδου και τον Δημήτρη Καρύδα.
ο Daniele Niedda έθεσε πρόθυμα στη διάθεσή μου τις
εργασίες του για το υψηλό στον Μπερκ και μοιράστηκε
μαζί μου σκέψεις για την ιταλική απορρόφηση αυτών των
ιδεών. άπό τους ανθρώπους που συζήτησα για τον Κάλβο
και γνώρισα εξαιτίας του ήταν και ο Παναγιώτης Πίστας:
μου έλυσε απορίες και μου επιβεβαίωσε υποψίες. ο άλέ-
ξης Καλοκαιρινός, παλιός μου δάσκαλος, βρήκε για μια
ακόμη φορά τον τρόπο (και τον χώρο βερολίνο) για να γί-
νει καίριος συνομιλητής.
οφείλω τώρα να γυρίσω στα χρόνια του πρώιμου εν-
διαφέροντός μου για τον Κάλβο και να ευχαριστήσω, μια
φορά ακόμα, κάποιους από τους ανθρώπους που υπήρξαν
οι πρώτοι αναγνώστες όσων προσπαθούσα τότε να απο-
τυπώσω, ενώ μελετούσα τον ποιητή από το Πανεπιστή-
μιο της Κρήτης ως το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης:
πάντα τον άλέξη Πολίτη, την Κατερίνα τικτοπούλου, τον
Δημήτρη Πολυχρονάκη και τον Μιχάλη χρυσανθόπουλο.
Πέρα όμως από την επιστημονική κοινότητα και τον
κύκλο των συνεργατών, υπάρχουν και οι άνθρωποι που
στηρίζουν αλλιώς τις εμμονές μας: οι φίλοι και η οικογέ-
13
αγγελα γιωτη

νεια τα παίρνουν όλα προσωπικά. άπό τους φίλους, που


με συντρόφευσαν σ’ αυτήν τη διαδρομή χωρίς να έχουν
κάποια επαγγελματική εμπλοκή με όλα αυτά και που εί-
ναι πολλοί, αναφέρω ονομαστικά τη γιούλα Μπούντα-
λη, τον νίκο Παπαδακάκη και τη χριστίνα Πλούτογλου.
Μαζί με την οικογένειά μου με υποστήριξαν υπερβολικά
και αγόγγυστα κατά τη διάρκεια της συγγραφής, ενώ ζού-
σα στο βερολίνο και πηγαινοερχόμουν «ακαταπαύστως»
ανάμεσα σε βερολίνο, άθήνα, Θεσσαλονίκη και Έδεσσα,
και τους έβαζα κι αυτούς να πηγαινοέρχονται και να αγω-
νιούν για μένα και για τον Κάλβο.

Ως νεαρή φοιτήτρια πλησίασα κάποτε, στο διάλειμμα ενός


μαθήματος για το δημοτικό τραγούδι, τον άλέξη Πολίτη
και τον ρώτησα, με το θάρρος που έχει η νεότητα για να
αντιπαρέρχεται την άγνοια, ποια μελέτη θα μου πρότεινε
να διαβάσω για τον Κάλβο. ςτα επτά λεπτά του διαλείμ-
ματος κατάφερε να με προϊδεάσει για το μυστήριο Κάλ-
βος με τρόπο που διατηρήθηκε στη μνήμη μου, όταν μετά
από κάποια χρόνια ο ποιητής βρέθηκε στο κέντρο των δι-
κών μου ζητήσεων. «τότε μαθαίνεις», μου είχε πει σε άλλη
συζήτηση, «όταν έρθει η ώρα να ψάξεις μόνος σου». Ως
μέλος της επταμελούς επιτροπής στην οποία υπέβαλα τη
διατριβή μου, ο παλιός μου δάσκαλος, μετά το τέλος της
διαδικασίας της υποστήριξης, μου παρέδωσε το αντίτυπο
που του είχα στείλει γεμάτο με πολύτιμες παρατηρήσεις.
τα χρόνια πέρασαν. για να κλείσει ο κύκλος που άνοιξε
με εκείνη την παλιά πια συζήτηση σε ένα αίθριο του Πα-
νεπιστημίου Κρήτης (γιατί ο κύκλος των μαθημάτων που
παίρνει κανείς από σημαντικούς δασκάλους δεν κλείνει
ποτέ), του αφιερώνω τη δική μου διαδρομή έως αυτό το
βιβλίο: από το διάλειμμα εκείνου του μαθήματος έως σή-
μερα, αυτά έμαθα και αυτά σκέφτηκα για τον Κάλβο.

βερολίνο, άπρίλιος 2018

14
ΕίςάγΩγη

«υψηλον ΔοςΕ τονον Ω λυρά».


ΖητηΜάτά υψους άΠο τον
λογγίνο ΕΩς τον Κάλβο

Ανάμεσα στον μεγαλοπρεπή Κάλβο του Παλαμά και τον


χασματικό Κάλβο του Σεφέρη

Ω ς αναγνώστες και μελετητές της νεοελληνικής ποίη-


σης επιχειρούμε να γνωρίσουμε τον άνδρέα Κάλβο
επισήμως, ας πούμε, από το 1889. άπό την εποχή δηλαδή
που ο Παλαμάς (στο γνωστό «Κάλβος ο Ζακύνθιος»), πα-
ρότι δεν είναι ο πρώτος που το κάνει, αναλαμβάνει να πα-
ρουσιάσει τον Κάλβο στο ευρύ κοινό. η παλαμική εισή-
γηση πετυχαίνει εν πολλοίς να αναγνωριστεί ως η στιγμή
της ανακάλυψης και η αρχή της καθιέρωσης του Κάλβου
στον νεοελληνικό ποιητικό κανόνα, αν και όχι χωρίς να
προκαλέσει σταδιακά και μια ισχυρή αμφιθυμία ως προς
το αν ισχύει ως τέτοια. Είναι ωστόσο βέβαιο ότι τότε περί-
που, το 1889, ξεκινά το στάδιο που θα καθιερώσει τον ίδιο
τον εισηγητή της «ανακάλυψης», τον Παλαμά, ως μία από
τις εμβληματικότερες προσωπικότητες και έναν από τους
μεγαλύτερους πρωταγωνιστές της ελληνικής πνευματι-
κής σκηνής για τα επόμενα πενήντα χρόνια. Κι αυτό βέ-
βαια είναι μια παράμετρος που πρέπει να λάβουμε σοβαρά
υπόψη όταν επιχειρούμε να κατανοήσουμε τη διαχρονική
αναγνώριση της καλβικής «ανακάλυψης» από τον Παλα-
μά. οι σχετικές ενστάσεις πάντως, αρχίζουν από το 1939.
15
αγγελα γιωτη

Πρώτος ο Κ. Θ. Δημαράς1 και σε άλλες εποχές άλλοι,


όπως ο ν. βαγενάς (στις αρχές του 1990),2 και ο Δ. άρ-
βανιτάκης (2014)3 αμφισβητούν σε δύο επίπεδα την πα-
λαμική δεξίωση του Κάλβου ως ιδρυτική στιγμή για την
πρόσληψη του ποιητή στη σύγχρονη εποχή.4 Πρωτίστως
υπενθυμίζουν τα στοιχεία που βεβαιώνουν ότι και πριν το
1889 ο Κάλβος δεν ήταν εντελώς άγνωστος, και ακόμα δι-
απιστώνουν ότι για πολλά χρονιά μετά το 1889 δεν κέρ-
δισε τελικά και καμιά σπουδαία αναγνώριση. Πρόσφατα
(2015) ο άρβανιτάκης συμπληρώνει τα παραπάνω με μια
ακόμη ρητή τοποθέτηση: «Mόνο από τα χρόνια του ςεφέ-
ρη και μετά o Κάλβος είναι ο Κάλβος που ξέρουμε».5
ςτον βαθμό που το θέμα με έχει απασχολήσει από τα
χρόνια της διδακτορικής μου διατριβής, θα συμφωνούσα
με μια τέτοια θεώρηση. Και μάλιστα υπό την έννοια ότι τα

1. Κ. Θ. ∆ημαράς, «Επιστροφή στον Κάλβο» [1939], Σύμμικτα, Α


– Από την παιδεία στη λογοτεχνία, φιλολ. επιμ. άλ. Πολίτης, άθήνα,
ςπουδαστήριο νέου Ελληνισμού, 2000, 115-117.
2. ν. βαγενάς, «η παραμόρφωση του Κάλβου» [1992], στο ν. βα-
γενάς (επιμ.), Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου – Επιλογή κριτικών
κειμένων, ηράκλειο, ΠΕΚ, 1999, 294. για το ίδιο θέμα βλ. και ν. βα-
γενάς, «ο ποιητής ως κριτικός. ο άλέξανδρος ςούτσος, ο Παλαμάς
και η ποίηση του Κάλβου» [1992], στο ν. βαγενάς (επιμ.), Οι Ωδές του
Κάλβου. Επιλογή κριτικών κειμένων, ηράκλειο 1992, 314.
3. Δ. άρβανιτάκης, «Μεταθανάτιες τύχες του άνδρέα Κάλβου. Ένας
διανοούμενος ποιητής στα όρια γλωσσών και πατρίδων», The books’
journal, 48 (οκτώβριος 2014) 68-72.
4. άναφέρω ενδεικτικά τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις μελετη-
τών που αξιοποιούν με ιδιαίτερο τρόπο τη σχετική θέση, ο κατάλογος
όμως με τα ονόματα αυτών που την υιοθετούν θα μπορούσε να είναι
μακρύτερος. άπό τις αρχές της δεκαετίας του ’90 η βενετία άποστο-
λίδου παρέχει μια αναλυτική εικόνα για το πόσο γνωστός ήταν ήδη
ο Κάλβος το 1889. βλ. β. άποστολίδου, Ο Κωστής Παλαμάς ιστορι-
κός της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, άθήνα, Θεμέλιο, 1994, 174-175.
5. Δ. άρβανιτάκης, «Μάθαμε τον Κάλβο μετά τον ςεφέρη», συνέ-
ντευξη στον β. χατζηβασιλείου, The books’ journal, 58 (οκτώβριος
2015) 59.

16
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

«χάσματα» που διαπιστώνει ο ςεφέρης στην ποίηση και το


«πρόσωπο» του Κάλβου συνιστούν μια ολωσδιόλου νέα
γνωριμία με τον ποιητή, που έως εκείνη τη στιγμή θεω-
ρούσαμε πλήρως αποκατεστημένο αποδίδοντάς του είτε
τον τίτλο του εθνικού ποιητή είτε ανάλογης αξίας τίτλους,
που ανέβαζαν τις μετοχές του Κάλβου στο χρηματιστή-
ριο της νεοελληνικής ποιητικής παράδοσης σε ένα από τα
δύο ισχυρά κεφάλαια του 19ου αι. άπό τα χρόνια του Κ.
Θ. Δημαρά, λοιπόν, δηλαδή ακριβώς από τα χρόνια του
ςεφέρη, χρονολογείται η αμφισβήτηση της γενικευμένης
πεποίθησης ότι ο Παλαμάς μας έμαθε τελικά τον Κάλβο.6
άλλά ποιος είναι ο Κάλβος, όπως τον ξέρουμε από τον
ςεφέρη και μετά; ο άρβανιτάκης εστιάζει στην ποιητικό-
τητα του λόγου του Κάλβου, όπως αυτή αποκαλύπτεται
όταν καταλαγιάζει η ένταση που δημιουργεί το γλωσσι-
κό ζήτημα, και όταν η έλευση του μοντερνισμού και του
υπερρεαλισμού δημιουργούν τις ανάλογες προσλαμβά-
νουσες, ώστε να ακούγονται ως ποίηση οι ωδές στα αυτιά
μας.7 Ωστόσο, κάτι ακόμα σημαντικό συμβαίνει στα χρό-
νια του ςεφέρη (1936), και μάλιστα υπογραμμίζεται από

6. άν θέλουμε βέβαια να είμαστε ακριβέστεροι θα πρέπει να το εκ-


φράσουμε αλλιώς: από τα χρόνια του Καρυωτάκη, όχι του ςεφέρη.
τότε είναι που αρχίζει να μετασχηματίζεται το πρόσωπο του Κάλ-
βου, όταν ο Καρυωτάκης στο ποίημα που του αφιερώνει στη συλλο-
γή Ελεγεία και σάτιρες μας αποκαλύπτει, στον αντίποδα του παλαμι-
κού Κάλβου, έναν διαφορετικό. Ωστόσο, η περίπτωση του Καρυω-
τάκη παραμένει στην εποχή του μοναδική. άντίθετα, στα χρόνια του
ςεφέρη μπορούμε να μιλήσουμε για μια συλλογικότερη αμφισβήτηση
του κατεστημένου ποιητικού προσώπου του Κάλβου. για τον Κάλβο
του Καρυωτάκη, βλ. άγγέλα γιώτη, Εκδοχές του υψηλού στη νεοελλη-
νική ποίηση. το παράδειγμα του άνδρέα Κάλβου και η πρόσληψή του
από τους ποιητές, Διδακτορική διατριβή, ά.Π.Θ., 2009, https://www.
didaktorika.gr/eadd/handle/10442/27570, 176-192, για την ποιοτική
αναλογία ανάμεσα στον Κάλβο του Καρυωτακη και σ’ αυτόν του ςε-
φέρη βλ. τις σ. 416-418.
7. Επαναλαμβάνει, στην πραγματικότητα, μια παλαιότερα εκπεφρα-
σμένη (1992) άποψη του ν. βαγενά.

17
αγγελα γιωτη

τον ίδιο: η ισχυρή θεματοποίηση της ανεπάρκειας των


γνώσεών μας γύρω από τον Κάλβο. «άπορίες» είναι αυτό
που κυρίως έχει να εκφράσει ο ςεφέρης γύρω από την
καλβική ποίηση και το «πρόσωπο» του ποιητή, όχι γνώση.
Και μαζί με τις «απορίες» και τη διαπίστωση των «χασμά-
των» υπογράφει τη θρυλική πλέον τοποθέτηση για την
ανυπαρξία «γνωστής εικόνας του άνδρέα Κάλβου ίωαννί-
δη», ως επιστέγασμα του γνωστού δοκιμίου του 1936, και
αυτολεξεί ως λεζάντα ενός φανταστικού καλβικού πορ-
τρέτου που φιλοτεχνεί ο ίδιος. Παράλληλα, υπογραμμίζει
τις σημαντικότατες ελλείψεις της καλβικής βιβλιογραφί-
ας: μια ολοκληρωμένη βιογραφία και μια έκδοση των απά-
ντων του Κάλβου (1941).8
Με βάση τα παραπάνω η περίπτωση του ςεφέρη θα
μπορούσε συμβολικά να τοποθετηθεί απέναντι σ’ αυτήν
του Παλαμά ως μια ακόμα εμβληματική στιγμή της ανα-
γνωστικής μας ανταπόκρισης σε σχέση με το έργο του
άνδρέα Κάλβου. Θα πρέπει, λοιπόν, να θεωρήσουμε ότι η
εποχή του ςεφέρη γεννά ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για
την αποκατάσταση του προσώπου του Κάλβου. Κι αυτό
το ενδιαφέρον ενέπνευσε πλήθος δημιουργικών ανασυν-
θέσεων του καλβικού προσώπου, έως ότου φθάσουμε στη
δεκαετία του ’60: από τότε και έως σήμερα ένας μεγάλος
αριθμός κοπιαστικότατων ερευνών διευρύνουν κατά πολύ
το corpus των καλβικών κειμένων και των γνώσεών μας
γι’ αυτό. το αίτημα του ςεφέρη για τη βιογραφία του Κάλ-
βου υπηρετούν σήμερα πολύτιμες εκδόσεις.9 Πολύ νωρίς
συνειδητοποιήσαμε, κατά τη διάρκεια αυτής της πορεί-
ας, την ανάγκη μελέτης του συνολικού έργου του Κάλ-

8. γ. ςεφέρης, «άπορίες διαβάζοντας τον Κάλβο» [1936] και «Πρό-


λογος για μια έκδοση των “Ωδών”» [1941], Δοκιμές, τ. ά΄, άθήνα, Ίκα-
ρος, 71999, 56-63 και 179-210.
9. Όπως το Ο βίος και το έργο του Ανδρέα Κάλβου του λεύκιου Ζα-
φείριου (Μεταίχμιο, 2006), κυρίως όμως η έκδοση της καλβικής αλ-
ληλογραφίας (Μουσείο Μπενάκη, 2014).

18
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

βου, και όχι μόνο των ελληνόφωνων ωδών του, αλλά πολύ
αργά προχωράμε προς την πραγματοποίηση ενός τέτοιου
στόχου. Πολύ αργά εκπληρώνεται τελικά και το σεφερι-
κό αίτημα της έκδοσης των απάντων του Κάλβου,10 ση-
ματοδοτώντας ωστόσο το κλείσιμο ενός κύκλου. Και ο
Κάλβος, όπως τον μάθαμε από τα χρόνια του ςεφέρη και
μετά, είναι πλέον όχι απλώς ένας Έλληνας ποιητής είκο-
σι ωδών, αλλά ένας πολιτικός διανοούμενος, εκπρόσω-
πος ενός κόσμου υβριδικού που κινείται προς την εθνική
συνειδητοποίηση και την κατακτά, συγγραφέας ιταλικών
τραγωδιών, δάσκαλος φιλοσοφικών μαθημάτων, μετα-
φραστής θρησκευτικών και επιστημονικών κειμένων, και
τελικά ένας αυτοεξόριστος από την πατρίδα (και την ποί-
ηση), που επέστρεψε σε ξένη γη για να πεθάνει εκεί ως
ένας άγνωστος, καθημερινός άνθρωπος, που ζούσε απ’ τα
γράμματα.
άν όμως θεωρηθεί ότι συγκροτείται πράγματι ένας κύ-
κλος που συμβολικά ανοίγει με τη σεφερική έκφραση των
αποριών και την υπογράμμιση των ελλείψεων της καλβι-
κής βιβλιογραφίας, και κλείνει σήμερα –συμβολικά επί-
σης– με την έκδοση των απάντων του Κάλβου, τότε θα
πρέπει ακολούθως να παραδεχτούμε ότι δεν μαθαίνουμε
απλώς τον Κάλβο σε αυτό το διάστημα, αλλά τον ξανα-
μαθαίνουμε, διαφορετικά από ό,τι τον γνωρίζαμε προη-
γουμένως. γιατί ασφαλώς, όταν ο ςεφέρης υπογραμμίζει
την ανεπάρκεια των γνώσεών μας για τον Κάλβο κινείται
και προς την αμφισβήτηση μιας ήδη καθιερωμένης εικό-
νας του. άπό άλλο δρόμο και απλοϊκότερα, το ίδιο συμ-
βαίνει και όταν ο Ελύτης εισηγείται κι εκείνος μια επανεξέ-
ταση του «προσώπου» του Κάλβου (1946). η προσέγγιση
του Ελύτη είναι μια συντονισμένη και συνειδητή προ-
σπάθεια να ανατραπεί η καθιερωμένη εικόνα του ποιη-
τή: «Πρέπει, είναι ανάγκη να ξαναπάρω αυτό το πορτρέτο

10. η έκδοση της σειράς, που έχει αναλάβει το Μουσείο Μπενάκη,


αναμένεται να ολοκληρωθεί τα επόμενα χρόνια.

19
αγγελα γιωτη

από την αρχή, κι ακόμη μια φορά χωρίς προκατάληψη […]


να λησμονήσω όλα εκείνα τα στοιχεία που το συνθέτουν
και που μου είχαν με την επιμέλεια τρίτων παραδοθεί».11
για μια στιγμή κι ο ίδιος φαίνεται να διστάζει: «ο Κάλβος
χωρίς την πανοπλία του ηρωισμού του;», και συνεχίζει με
αποφασιστικότητα: «είναι καιρός να παρακολουθήσουμε
τη διαμόρφωσή του».
ςτη βάση μιας τέτοιας παραδοχής, ότι ο ςεφέρης αμ-
φισβητεί μια ήδη καθιερωμένη εικόνα του Κάλβου, οι δύο
κρίσιμες στιγμές της καλβικής ανταπόκρισης, η τοποθέ-
τηση του Παλαμά και αυτή του ςεφέρη, σηματοδοτούν
τη σκιαγράφηση δύο ολωσδιόλου διαφορετικών πορτρέ-
των του Κάλβου. ο Παλαμάς «ανακαλύπτει» και μας πα-
ραδίδει τον Κάλβο: ποιητή είκοσι ελληνόφωνων, ελλη-
νοπρεπών και μεγαλόπρεπων ωδών, που διακατέχονται
από «εκείνο το υψηλό πατριωτικό πάθος».12 ο ςεφέρης
«ανακαλύπτει» με τη σειρά του έναν χασματικό ποιητή
και υπογραμμίζει την ανάγκη εμβριθέστερης διερεύνησης
του βίου και του έργου του. Κι ενώ οι ενστάσεις που προ-
αναφέρθηκαν ως προς την ακρίβεια της θέσης ότι στον
Παλαμά οφείλουμε τον Κάλβο είναι δίκαιες και ακριβείς,
οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι δεν αναιρούν τη σημα-
ντικότατη συμβολή του Παλαμά στην «ανακάλυψη» και
καθιέρωση αυτής τουλάχιστον της εικόνας του Κάλβου,
που εισηγείται ο ίδιος. Μόνο που αυτή η «ανακάλυψη»
ούτε ισχύει ούτε κατοχυρώνεται από την επόμενη μέρα
της παλαμικής διάλεξης, αλλά σε ένα βάθος χρόνου: στον
χρόνο κατά τον οποίο ο Παλαμάς καθιερώθηκε ο ίδιος ως

11. οδ. Ελύτης, «η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του


άνδρέα Κάλβου», στο ν. βαγενάς (επιμ.), Εισαγωγή στην ποίηση του
Κάλβου, ό.π., 73.
12. ςχόλιο του Φόσκολο για την «Ωδή στους ίονίους» του Κάλβου
(1815). βλ. άνδρέας Κάλβος, Αλληλογραφία, τόμος ά΄ (1813-1818),
Εισαγωγή – Επιμέλεια – ςχολιασμός, Δ. άρβανιτάκης. Mε τη συνερ-
γασία του λ. Ζαφειρίου, άθήνα, Μουσείο Μπενάκη, 2014, 182.

20
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

πνευματικός ταγός. βάσει αυτής της καθιέρωσης άλλω-


στε, ο Παλαμάς ο ίδιος επιστρέφει το 1934 στον «Κάλβο
κι άλλη μια φορά» και υπογραμμίζει τη σημασία της πα-
ρέμβασης του έτους 1889 καταλογογραφώντας την πρό-
σληψη της καλβικής ποίησης από την κριτική, στα χρόνια
που ακολούθησαν τη δημοσίευση του ιστορικού δοκιμί-
ου του.
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με τον μεγαλοπρεπή ποι-
ητή των ωδών που μας παραδίδει ο Παλαμάς και τον χα-
σματικό ποιητή που μας παραδίδει ο ςεφέρης. τα πορ-
τρέτα που φιλοτεχνούν οι δύο ποιητές για τον ομότεχνό
τους, ακόμα και ως σχηματοποιημένες εκδοχές της καλ-
βικής ανταπόκρισης, μπορούν συμβολικά να θεωρηθούν
διαφορετικές αφετηρίες που τροφοδοτούν διαφορετικές
αντίστοιχα προοπτικές θεώρησης του Κάλβου: ο μεγαλο-
πρεπής Κάλβος είναι ο ποιητής που προορίζεται να χρη-
σιμεύσει ως ένα μεγάλο ποιητικό κεφάλαιο του νεοελλη-
νικού 19ου αι. και ο χασματικός Κάλβος σηματοδοτεί το
τέλος της αντίληψής μας για τον Ζακυνθινό ποιητή ως
εθνικό βάρδο και την αρχή μιας εκ νέου διερεύνησης του
προσώπου του.
το ισχυρό προνόμιο της πρώτης θεώρησης είναι ότι
φαίνεται να αξιοποιεί το χαρακτηριστικό του υψηλού τό-
νου, που επιχειρεί να προσδώσει στην ποίησή του ο ίδιος
ο Κάλβος όταν γράφει:

Σοβαρὸν, ὑψηλὸν
δόσε τόνον ὦ Λύρα·
λάβε ἀστραπὴν, καὶ ἦθος
λάβε νοὸς, ὑμνοῦμεν
ἔνδοξον ἔργον.
[«Εις Πάργαν»]13

13. τα παραθέματα στίχων από τις ωδές και το Ελπίς πατρίδος ακο-
λουθούν γενικά την έκδοση άνδρέας Κάλβος, Έργα, τ. ά΄, Ποιητικά,
μέρος πρώτο: Δημοσιευμένα, επιμέλεια-σχόλια L. Trenti – Ευρ. γαρα-

21
αγγελα γιωτη

η θεώρηση του Κάλβου ως ποιητή υψηλού είναι από πολ-


λές απόψεις ικανοποιητική: ταιριάζει με την πολύ απο-
στασιοποιημένη και αρχαιοπρεπή γλώσσα του ποιητή, με
την ανατεταμένη θεματική του και το ήθος του. το ύψος
ωστόσο των καλβικών ωδών, όχι μόνο στην εποχή του
Παλαμά αλλά και πολύ μετά, παρέμεινε αυτό που είχε απ’
την αρχή διαγνωστεί: ένα αφηρημένο ισοδύναμο της ελ-
ληνοπρέπειας και του πατριωτισμού του ύφους τους.
άπό τον χασματικό Κάλβο, αντίθετα, ξεκινά μια προ-
οπτική θεώρησης του ποιητή που σταδιακά τον απαλλάσ-
σει από το βάρος του τίτλου του εθνικού βάρδου και άρα
από μια μνημειακή και ιδεοληπτική προσέγγιση του έρ-
γου του. άνοίγεται έτσι μπροστά μας ο Κάλβος, όπως τον
αντιλαμβάνονται πρωτίστως (μετά τους συνοδοιπόρους
του ςεφέρη) οι μεταπολεμικοί ποιητές: ως αυτοεξόριστος
ποιητής, που εγκατέλειψε την πατρίδα για να πάει να πε-
θάνει σε ξένη γη, και όπως τον αποκαλύπτουν τα πορί-
σματα της σύγχρονης έρευνας: ως έναν διανοούμενο που,
όχι απλώς δεν αναγνωρίστηκε στην εποχή του, αλλά που
«έζησε και κυρίως πέθανε ως ένας άνθρωπος ηττημέ-
νος».14
άσφαλώς, μια τέτοια μετακίνηση του δείκτη στην
προσληπτική ανταπόκριση του έργου και του προσώπου
του Κάλβου δεν κερδίζει απλώς τα εύσημα της ανανεω-
μένης οπτικής, αλλά βρίσκεται πολύ περισσότερο κοντά
στην ιστορική και όχι σε μια ερμηνευτική προσέγγιση του
Κάλβου. η ιστορία λοιπόν του Κάλβου δεν είναι η ιστορία
ενός εξέχοντος για την εποχή του προσώπου, αλλά ενός
καθημερινού ανθρώπου που θέλησε επίμονα να είναι ένας
άνθρωπος των γραμμάτων. γι’ αυτόν τον λόγο η ιστορία
της πνευματικής του διαμόρφωσης δεν μπορεί να αποδο-
θεί με μια συνεκτική αφήγηση για τις διαδρομές που ακο-

ντούδης, άθήνα, Μουσείο Μπενάκη, 2016. Εφεξής τα παραθέματα εμ-


φανίζονται χωρίς παραπομπή στην έκδοση.
14. Δ. άρβανιτάκης, «Μάθαμε τον Κάλβο μετά τον ςεφέρη», ό.π.

22
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

λούθησε, αλλά, καθώς συνυφαίνεται με την ιστορία του


αγώνα της επιβίωσης, απολήγει μοιραία σε μια κατακερ-
ματισμένη αφήγηση.
τι απομένει όμως, μετά από μια τέτοια εξέλιξη, από τον
υψηλό Κάλβο που ιδεάστηκε η γενιά του Παλαμά, ακο-
λουθώντας μάλιστα τα ίχνη στα οποία μας οδηγεί ο ίδιος
ο Κάλβος; ο κίνδυνος να θεωρηθεί τώρα το ύψος με τρό-
πο αξιολογικό απλώς και μόνο ως ένα εύσημο ποιότητας,
και άρα να αντιστοιχηθεί είτε με μια μη εκπληρωμένη πρό-
θεση του ποιητή είτε με μια, εκ μέρους της κριτικής, υπε-
ρεκτίμηση της ποιητικής του αξίας, είναι παραπάνω από
ορατός. Με άλλα λόγια: και «ηττημένος» και υψηλός φαί-
νεται ότι δεν γίνεται. άν όμως σταθούμε πιο προσεχτι-
κά μπροστά σ’ αυτήν την προϊούσα αντίφαση, θα αντιλη-
φθούμε ότι είναι από μόνη της παραπλανητική.
γιατί όσο η έννοια του υψηλού μετακινείται από τη ρη-
τορική και τη λογοτεχνία στην αισθητική, ο υψηλός χα-
ρακτήρας δεν μπορεί να είναι απλώς ή δεν είναι μόνο ένα
αξιολογικό κριτήριο θεώρησης. τουλάχιστον από την επο-
χή του Μπουαλώ και σε όλο τον 18ο και τις αρχές του
19ου αι. το υψηλό γίνεται επιπλέον μια έννοια ενδεικτική
της συμπόρευσης με συγκεκριμένες κάθε φορά αισθητικές
και ποιητολογικές αρχές. Άσχετα λοιπόν με το αν θα ερμη-
νεύαμε την καλβική ποίηση ως υψηλή, η προφανής πρό-
θεση του Κάλβου να συμπορευτεί με μια καλλιτεχνική και
διανοητική δημιουργία που ο ίδιος θεωρεί υψηλή τι απο-
καλύπτει για τον διανοούμενο Κάλβο; ςε ποιο βαθμό μας
βοηθά να ανιχνεύσουμε τις αισθητικές του αρχές και να
κατανοήσουμε βαθύτερα το σύνολο του έργου του;

Ο Κάλβος στα ίχνη του «υψηλού» ποιητή Πίνδαρου

άν επιχειρήσουμε μια υποτυπώδη αναδρομή στη θεώρη-


ση του Κάλβου ως υψηλού ποιητή, διαβάζουμε ήδη το
1824 στην πρώτη κριτική για τη Λύρα –γραμμένη από τον
23
αγγελα γιωτη

Κωνσταντίνο νικολόπουλο στα γαλλικά, ως επιστολή, σε


θέση προλόγου της πρώτης γαλλικής έκδοσης– : «Προικι-
σμένος με ζωντανή και γόνιμη φαντασία φλεγόμενος από
την ευγενική λαχτάρα να τιμήσει την πατρίδα του, αφοσι-
ώθηκε κατά προτίμηση στην υψηλή λογοτεχνία και ιδιαί-
τερα στη λυρική ποίηση».15 Όπως το θέτει ο νικολόπου-
λος, μοιάζει να θεωρεί την «υψηλή λογοτεχνία» μια πάγια,
ειδολογική κατηγορία.
υπό μια τέτοια έννοια δεν είναι δυνατόν να μη σκε-
φτεί κανείς εδώ τον κατεξοχήν εκπρόσωπο της «υψηλής
λογοτεχνίας» στο πεδίο της λυρικής ποίησης: τον Πίνδα-
ρο. ο λυρικός ποιητής είναι αναγνωρισμένος ήδη στην
αρχαιότητα για το υψηλό του ύφος. άπό τον 1ο αι. μ.χ.,
όταν ο άγνωστος συγγραφέας του Περί ύψους –κρυμμέ-
νος για μας σήμερα πίσω από το συμβατικό όνομα Διονύ-
σιος λογγίνος–, τον επιλέγει ως υψηλότερο από τον πά-
ντα καλαίσθητο βακχυλίδη (33.5), κερδίζει επιπλέον τον
τίτλο της υψηλής μεγαλοφυΐας.16 Άλλωστε, και στις πα-
ρατηρήσεις του νικολόπουλου για το ποιητικό ύψος του
Κάλβου λανθάνει μια σύνδεση του Κάλβου με τον Πίνδα-

15. η κριτική δημοσιεύεται μεταφρασμένη στα ελληνικά από τον Κ.


Καιροφύλα στη Νέα Εστία, έτος β΄, τχ. 10/34 (15 Μαΐου 1928) 453-
454 και στο ς. Μυλωνάς, «Εισαγωγή», άνδρέα Κάλβου, Άπαντα, άθή-
να 1960, 37-60, απ’ όπου και η παραπομπή.
16. για την ανανέωση που εξασφαλίζει η πραγματεία του λογγί-
νου στην πρόσληψη της πινδαρικής ποίησης ως υψηλής, βλ. M. Vöh-
ler, Pindarrezeptionen, χαϊδελβέργη, Universitätsverlag Winter, 2006,
2. Πρβλ. επίσης τον τρόπο με τον οποίο ο Πίνδαρος μετατρέπεται,
μέσω του λογγίνου, από ποιητής του υψηλού ύφους σε υψηλή μεγα-
λοφυΐα στο J. Porter, The Sublime in Antiquity, Κέιμπριτζ, Cambridge
University Press, 2016, 350-352. Παρόμοιες αντιλήψεις στηρίζονται
στη γενική πεποίθηση ότι από τον λογγίνο και στο εξής το ύψος παύ-
ει να αντιπροσωπεύει απλώς μια υφολογική κατηγορία και διευρύνε-
ται ώστε να ονομάσει την εξέχουσα ή ακραία στιγμή μιας καλλιτε-
χνικής δημιουργίας. βλ. Μ. Fuhrmann, Αρχαία Λογοτεχνική Θεωρία.
Εισαγωγή στον Αριστοτέλη, τον Οράτιο και τον «Λογγίνο», μτφρ. Μ.
Καίσαρ, επιμ. Δ. ί. ίακώβ, άθήνα, Παπαδήμας, 2007, 286.

24
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ρο. άυτό τουλάχιστον δείχνει η δευτερολογία του 1825,


όταν ο νικολόπουλος ονομάζει ευθέως τον Κάλβο, όχι
μόνο δημιουργό υψηλών ωδών, αλλά «Πίνδαρο της Ελλά-
δας».17 υπό αυτή την έννοια η σύνδεση Κάλβου και Πίν-
δαρου είναι τόσο παλιά όσο τουλάχιστον και η υπόθεση
της πρόσληψης των καλβικών ωδών. Ξέρουμε, άλλωστε,
ότι ο Κάλβος ενισχύει και υποβάλλει ο ίδιος τη σύνδεση
των στίχων του με αυτούς του Πίνδαρου, όχι μόνο εξαιτί-
ας της επιλογής του να καλλιεργήσει το είδος της ωδής,
αλλά και με την (άγνωστή μας έως το 1884) αναφορά του
στον Πίνδαρο ήδη στην «Ode agli Ionii»,18 και με τον στί-
χο από τον ά΄ Πυθιόνικο που ως προμετωπίδα κοσμεί την
έκδοση της Λύρας.
Πάντως, έως τη στιγμή που ο Κάλβος φτάνει σε μας
–εννοώ την περίφημη διάλεξη του Παλαμά το 1889–,
μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι ο υψηλός χαρακτήρας
της ποίησής του και ο πινδαρισμός του δεν παραπέμπουν
απλώς ο ένας στον άλλο, αλλά φαίνεται να ανοίγουν τον
δρόμο σε έναν υπαινιγμό για τη σχέση που αναπτύσσει ο
Κάλβος με τη μελέτη του λογγίνου.
άπό τον νικολόπουλο ώς τον Παλαμά το πινδαρίζον
ύφος που αποδίδεται στον Κάλβο συμπίπτει με τη θεώ-
ρησή του ως υψηλού ποιητή και κυρίως συνοψίζει εμβλη-
ματικά χαρακτηριστικά της καλβικής ποιητικής, αυτά που
επισημαίνει ήδη ο Φόσκολο το 1815, όταν καλείται από
τον ίδιο τον Κάλβο να εκφράσει τη γνώμη του για την

17. «le Pindare de la Grèce actuelle, a consacré une ode sublime».


Nicolo-Poulo, de Smyrne [= Κ. νικολόπουλος], «Discours d’ intro-
duction au cours de littérature grecque moderne, prononcé à l’Athé-
née royal de Paris, dans sa séance du 9 février 1825; par M. G.-A. De
Mano. Paris, 1825; Mongie ainé. In-80 de 27 pages», Revue encyclopé-
dique, 25 (1825) 800.
18. γ. Ζώρας, Ανδρέου Κάλβου Ωδή εις Ιονίους και άλλα μελετήμα-
τα, άθήνα, ςπουδαστήριο βυζαντινής και νεοελληνικής Φιλολογίας
Παν/μίου άθηνών, 1960, 15-16 & 24-25.

25
αγγελα γιωτη

«Ode agli Ionii»: πατριωτικό πάθος και ελληνίζον ύφος.19


Ωστόσο, παρά τις ποικίλες αναφορές σε μελέτες των τε-
λευταίων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα στη σχέση
Κάλβου-Πίνδαρου από τους ς. ςωφρονίου, Άννα τζεντι-
λίνι, Δανιήλ ίακώβ και ίωάννη Περυσινάκη,20 το ζήτη-

19. [χαίτιγκεν, 17 Δεκεμβρίου 1815], άν. Κάλβος, Αλληλογραφία,


τ. ά΄, ό.π., 182.
20. ς. ςωφρονίου, Ανδρέας Κάλβος. Κριτική μελέτη, άθήνα 1960,
30· Anna Gentilini, Fortuna Neogreca di Pindaro, Πάντοβα, Liviana
Scolastica, 1971, 137-151· Δ. ίακώβ, «γενική εισαγωγή» στο Πίνδα-
ρου, Πυθιόνικοι, μτφρ. γ. οικονομίδης, ηράκλειο, βικελαία Δημ. βι-
βλιοθήκη, 1994, 41-42, και ί.ν. Περυσινάκης, «Δομικές αναλογί-
ες και απηχήσεις από την αρχαία ελληνική λογοτεχνία στις Ωδές
του Κάλβου. για μια ποιητική των Ωδών», Δωδώνη (Φιλολογία), 24
(1995) 25-45. ςτις παραπάνω αναφορές πρέπει να συμπεριληφθούν
και οι σχετικές παρατηρήσεις του γ. Δάλλα, ο οποίος χωρίς να ανα-
πτύσσει ιδιαίτερα το ζήτημα καταθέτει συχνά τις υποψίες του για
πινδαρικές επιδράσεις σε διάφορους στίχους των ωδών. βλ. ενδει-
κτικά Ο κλασικισμός του Ανδρέα Κάλβου, άθήνα, ςοκόλης, 1999,
160-161, 224-225 και passim.
τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει η τοποθέτηση της ςοφίας ςκοπετέα
για τον πινδαρισμό του Κάλβου, παρότι ούτε στη δική της περίπτω-
ση έχουμε να κάνουμε με μια αναλυτική μελέτη της σχέσης ανάμεσα
στους δυο ποιητές [ςοφία ςκοπετέα, Πέντε μαθήματα για τον Κάλ-
βο, άθήνα, Ίδρυμα γουλανδρή-χορν, 1985, 66-67, 109-110 και pas-
sim]. ςτο πλάι μιας ευρύτερης διερεύνησης για την καλβική ποιητι-
κή, η μελετήτρια, μέσω της υπόμνησης στον Πίνδαρο, σχολιάζει το
υψηλό στοιχείο της καλβικής ποιητικής [εντοπίζεται και μια αναφο-
ρά στο Περί ύψους (σ. 144), αν και χωρίς να συνδέεται με το ζήτημα
του πινδαρισμού].
Είναι φυσικά πολύ περισσότεροι οι μελετητές που απλώς υιοθετούν
τον χαρακτηρισμό του Κάλβου ως πινδαρικού ποιητή. Θα άξιζε επίσης
να σημειωθεί, για τη διαισθητική βεβαιότητα που επιχειρεί να μεταδώ-
σει, παρότι δεν προέρχεται από το πεδίο της φιλολογικής μελέτης, η
τοποθέτηση του οδ. Ελύτη ότι «ο Κάλβος αν άντλησε από κάπου εί-
ναι από τον Πίνδαρο» [οδ. Ελύτης, «ρωμανός ο Μελωδός» (1986), Εν
λευκώ, άθήνα, Ίκαρος, 1992, 45]. Ενώ, τέλος, είναι αρκετά ηχηρή και
η ποιητική συνταύτιση με την παραπάνω θέση του Άγγελου ςικελια-
νού, όπως εκφράζεται στον στίχο «Ω του Πινδάρου σύνθρονος ψυχή»
με τον οποίο ξεκινά το ποίημά του «άνδρέας Κάλβος».

26
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

μα, σε κάθε περίπτωση, είτε δεν ξεπερνάει το επίπεδο της


απλής επισήμανσης είτε δεν αναλύεται σε βάθος.
Πρόσφατα (2013), ο Μ. Πασχάλης, διερευνώντας
γλωσσολογικά την πιθανότητα μιας διακειμενικής προο-
πτικής ανάμεσα στους δύο ποιητές, χαρακτηρίζει τη σχέση
τους «δευτερογενή και δευτερεύουσα», επανασυνδέοντάς
μας με μια άλλη, αρνητική, θεώρηση του καλβικού πινδα-
ρισμού: ο γ. άποστολάκης το 1934 θεωρεί τους καλβικούς
στίχους «σαχλή και ανούσια μίμηση» του υπέροχου Πίνδα-
ρου,21 ενώ ο Κ. Θ. Δημαράς λίγα χρόνια αργότερα απορρί-
πτει φυσικά τον καυστικό τόνο του άποστολάκη, διατηρεί
όμως τη δυσπιστία αναφορικά με τον ουσιώδη χαρακτήρα
της σχέσης Κάλβου-Πίνδαρου.22 ο Πασχάλης αναλύει πει-
στικά τις θέσεις του στη βάση του ισχυρισμού της ανεπαρ-
κούς ή ίσως ακόμα και μηδενικής επαφής του Κάλβου με
το πρωτότυπο της πινδαρικής ποίησης. Όλη η φιλοδοξία
του Κάλβου να μιμηθεί την ποίηση του Πίνδαρου φαίνεται
έτσι να αποτελεί μίμηση της αντίστοιχης φιλοδοξίας του
Φόσκολο και αναπαραγωγή διάφορων κοινών τόπων της
εποχής, ενώ μοιάζει μάλλον σίγουρο ότι ο Κάλβος στηρί-
ζεται στη χρήση λεξικών κυρίως.23 Είναι λοιπόν παραπάνω
από βέβαιο ότι περαιτέρω έρευνα ευθείας αντιστοίχησης
των γλωσσικών και ρυθμικών τόπων της καλβικής ποίησης
με αυτούς της πινδαρικής θα ήταν ανώφελη.
άπομένει ωστόσο να κατανοήσουμε τι σημαίνει το γε-
γονός ότι ο Κάλβος προβάλλει τον ποιητικό εαυτό του ως
πινδαρικό ποιητή και η εποχή του τον προσλαμβάνει ως
τέτοιο και συνδέει μ’ αυτό το γνώρισμα τον «υψηλό» χα-
ρακτήρα της ποίησής του. τι σημαίνει αυτή η σχέση ακόμα

21. το σχόλιο αναφέρεται στην ωδή «Εις Μούσας». γ. άποστολά-


κης, Τα τραγούδια μας, άθήνα, Πυρσός, 1934, 328.
22. Κ. Θ. Δημαράς, «Πηγές της έμπνευσης του Κάλβου» [1946], Ελ-
ληνικός Ρωμαντισμός, άθήνα, Ερμής, 1982, 105-106.
23. Μ. Πασχάλης, Ξαναδιαβάζοντας τον Κάλβο. Ο Ανδρέας Κάλβος,
η Ιταλία και η αρχαιότητα, ηράκλειο, ΠΕΚ, 2013, 92-104.

27
αγγελα γιωτη

κι έτσι «δευτερογενής», ακόμα και ως τέχνασμα συγκρό-


τησης ποιητικού προφίλ που υιοθετεί ο Κάλβος και απο-
δέχεται το κοινό του. ο ψυχολογικός χαρακτηρισμός της
«μεγαλομανίας» του Κάλβου,24 είτε ισχύει είτε όχι, δεν θα
μπορούσε, προφανώς, να είναι η απάντηση που ζητάμε.
ςτο ίδιο πεδίο, της ψυχολογίας, παραμένουμε ακόμα κι αν
υιοθετήσουμε την υπόθεση για μια πρόθεση του Κάλβου
να κάνει ένα εύκολο βήμα προς την υστεροφημία και να
καλύψει τις ποιητικές του ατέλειες.
άς μου επιτραπεί εδώ ένα εκτενέστερο σχόλιο. Δεδο-
μένου ότι ο άποστολάκης, για παράδειγμα, συνδέει ευ-
θέως την εκ μέρους του Κάλβου επιλογή του Πίνδαρου
ως ποιητικού προτύπου με την προσπάθεια του Κάλβου
«για το “υψηλόν”, τη γνωστή κατηγορία της αισθητικής,
όπως την έφτιαξε στο μυαλό του ο ποιητής διαβάζοντας
αισθητικές και ποιητές»·25 πιστεύω ότι βρισκόμαστε μπρο-
στά σε μια περίπτωση τέτοια, που προσπάθησα προηγου-
μένως να επισημάνω κάνοντας λόγο για τον κίνδυνο να
θεωρηθεί το καλβικό υψηλό ως μια ματαιωμένη πρόθεση
του ποιητή ή μια εκ μέρους της κριτικής υπερεκτίμηση της
ποιητικής του αξίας. Με άλλα λόγια ο άποστολάκης μοιά-
ζει να είναι μια πρώιμη και ωστόσο απολύτως ενδεικτική
περίπτωση απλοποίησης του «υψηλού» Κάλβου προς την
εξής κατεύθυνση: ο Κάλβος διάβασε λίγα πράγματα για το
υψηλό και προσπάθησε ατυχώς να γίνει τέτοιος αντιγρά-
φοντας άλλους ποιητές και καταφέρνοντας απλώς να πα-
ραπλανήσει ορισμένους, ώστε να πιστέψουν τελικά αυτό
το «παρένθυρσον»26 υψηλό για αληθινό. άυτή είναι επί
της ουσίας η γραμμή κατανόησης του Κάλβου που προ-
ωθεί ο άποστολάκης. ςε μια τέτοια λογική η χρήση των
κοινών ποιητικών τόπων της εποχής του Κάλβου αξιολο-

24. Ό.π., 93 και 95.


25. γ. άποστολάκης, ό.π., 358.
26. για να χρησιμοποιήσω τον όρο με τον οποίο ο λογγίνος περι-
γράφει το αποτυχημένο υψηλό ύφος (§ 3.4).

28
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

γείται συλλήβδην αρνητικά, χωρίς όμως κατά βάση να επι-


χειρείται η κατανόησή τους.
Και πάλι θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι, αν
δεν πρόκειται για «μεγαλομανία», πρόκειται απλώς για
μια «αρχαιομανία» γενικού τύπου. Ότι δηλαδή ο Κάλ-
βος δεν ξεχωρίζει και τόσο –Πίνδαρο, Όμηρο, ή ησίο-
δο–, αλλά συμπαραθέτει όλους τους ισχυρούς πατέρες με
όποιο τρόπο μπορεί: όχι αγωνιωδώς, όπως το θέτει ο χ.
Μπλουμ, αλλά με πλήρη άγνοια κινδύνου, δηλαδή κακο-
αντιγράφοντας. Όμως η απόφαση του νεαρού Κάλβου να
μετακινηθεί από τη συγγραφή τραγωδιών στη συγγραφή
ωδών αποτελεί μια εμβληματική κίνηση επιλογής προτύ-
πων, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στις ωδές του: την επο-
χή που αποφασίζει να στραφεί προς το είδος της ωδής, το
πρότυπο του Πίνδαρου είναι στη συνείδησή του προφα-
νώς επικρατέστερο. άυτή είναι άλλωστε και η πρώτη από-
φανση που προκύπτει από την αναγνωστική ανταπόκριση
των ωδών: ο Κάλβος αναγνωρίζεται ως ο «Πίνδαρος της
Ελλάδας» και όχι ως ο Όμηρος ή ο ησίοδος της Ελλάδας.
η σχετική λοιπόν διερεύνηση θα γίνει με το σκεπτικό να
κατανοηθεί η χρήση και η πρόσληψη του πινδαρισμού ως
κοινού τόπου της εποχής του Κάλβου, ο τρόπος με τον
οποίο αποτυπώνει το κοινό αίσθημα αναφορικά με το τι
σημαίνει «υψηλή» ποίηση και, τέλος, το πώς ο καλβικός
πινδαρισμός ανακαλεί τις διαφορετικές ευρωπαϊκές πιν-
δαρικές παραδόσεις και συνομιλεί μαζί τους.
βέβαια, ο όποιος πινδαρισμός του Κάλβου δεν θα συ-
νιστούσε από μόνος του κανενός είδους σχέση με τον
λογγίνο. η υπόθεση εργασίας που περισσότερο υπαινίσ-
σεται παρά παρουσιάζει ο Παλαμάς στη διάλεξη του 1889,
η σύνδεση δηλαδή της καλβικής ποιητικής με το λογγί-
νειο ύψος, φανερώνει περισσότερο ένα δικό του χρέος
στον λογγίνο παρά του Κάλβου.27 η ανάπτυξη ωστόσο

27. γ. Κατσαβέλης, «ο λογγίνος στο κριτικό έργο του Παλαμά»,


Παλίμψηστον, 14-15 (ηράκλειο 1994-1995) 53-66.

29
αγγελα γιωτη

μιας τέτοιας υπόθεσης είναι εύλογη, όχι μόνο γιατί εί-


ναι ο λογγίνος που μας μεταφέρει από μια συζήτηση για
το αδρό ύφος στην κατηγορία της υψηλής λογοτεχνίας,
αλλά και γιατί αναγνωρίζεται σχεδόν συνολικά από τους
πρωτεργάτες της αισθητικής κατά τον 18ο και 19ο αι., αυ-
τούς που προετοιμάζουν το έδαφος για την αναγωγή του
υψηλού σε αισθητική κατηγορία, ως ένας εισηγητής αυ-
τής της εξέλιξης.
Φυσικά δεν θα είχε νόημα να επιχειρήσουμε να ελέγ-
ξουμε αν ο Κάλβος είχε διαβάσει το Περί ύψους στο πρω-
τότυπο. Δεν το έκανε κανείς από τους μελετητές που μας
παρέδωσαν έναν μακροσκελή κατάλογο ερευνών ελέγχο-
ντας το ζήτημα των οφειλών του Κάλβου στην αρχαιοελ-
ληνική γραμματεία.28 η μελέτη του Μ. Πασχάλη άλλωστε
θα πρέπει, πιστεύω, να θεωρηθεί σ’ αυτό το σημείο πιλο-
τική. Κατά τη γνώμη μου, δεν διατρέχουμε μεγάλο κίνδυ-
νο, αν σε επίπεδο διακειμενικής αντιστοιχίας γενικεύσου-
με την απόφανσή του για την εντέλει «δευτερογενή και
δευτερεύουσα» σχέση του Κάλβου με την αρχαία γραμμα-
τεία. Κι αυτό γιατί τα επιχειρήματα του Πασχάλη δεν μέ-
νουν τόσο στην επισήμανση της μειωμένης επαφής του

28. ν. τωμαδάκης, «ο Κάλβος και οι αρχαίοι», Απανθίσματα, άθή-


να, Φέξης, 1962, 163-171· ί. ν. Περυσινάκης, «η ωδή “Εις Μούσας”
του άνδρέα Κάλβου», Δωδώνη, 14 (1985) 9-37· «Δομικές αναλογίες
και απηχήσεις από την άρχαία Ελληνική λογοτεχνία στις Ωδές του
Κάλβου. για μια ποιητική των Ωδών», ό.π.· ς. Διαλησμάς, «η αρχαιο-
γνωσία του Κάλβου και η “Ελληνική άνθολογία”», Επιστημονική Επε-
τηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, 28 (1979-
1985) 503-522· Θ. Κ. ςτεφανόπουλος, «ςημειώσεις για την αρχαιο-
γνωσία του Κάλβου», Μολυβδοκονδυλοπελεκητής, 2 (1990) 33-49,
όπου και παλαιότερη σχετική βιβλιογραφία· γ. Δάλλας, «η διπλή δι-
άσταση του κλασικισμού του Κάλβου», Δωδώνη, 8 (1989) 131-164·
«Παρεκβολές στις Ωδές του Κάλβου», Δωδώνη, 19 (1990) 145-170·
«Κάλβος και ησίοδος», Ελληνικά, 41 (1990) 337-371· «η καταβολή
του ομήρου στις Ωδές του Κάλβου», Σημείο, 1 (λευκωσία 1992) 135-
160· γ. Δάλλας, Ο κλασικισμός του Ανδρέα Κάλβου, ό.π.· ς. Καββαδί-
ας, «η αρχαιογνωσία του Κάλβου», Περίπλους, 34-35 (1993) 169-193.

30
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Κάλβου με το εκάστοτε αρχαίο κείμενο που εξετάζει ως


πιθανό καλβικό διακείμενο, αλλά τονίζουν ιδιαίτερα την
πεποίθηση ότι η αρχαιοπρέπεια του Κάλβου γενικά οφεί-
λεται περισσότερο στη χρήση λεξικών και λιγότερο στη
μελέτη αρχαίων κειμένων. Είναι άλλωστε προφανές ότι
και ο ίδιος ο μελετητής προσυπογράφει μια τέτοια γενί-
κευση, όταν υποστηρίζει ότι ο Κάλβος δεν «ήταν τόσο κα-
λός γνώστης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμμα-
τείας, όπως πίστευαν παλιότερα και όπως πιστεύει ακόμα
και σήμερα η πλειονότητα των καλβιστών».29
άφήνω για το τέλος μια ακόμη παράμετρο του ζητή-
ματος. άκόμα και αν υποθέσουμε ότι ο Κάλβος είχε μελε-
τήσει την πραγματεία του λογγίνου, θα μπορούσε σ’ αυτό
να είχε ακολουθήσει την πρακτική πολλών ίταλών: Ξέ-
ρουμε, για παράδειγμα, ότι ο τζιάκομο λεοπάρντι, η σχέ-
ση του οποίου με το υψηλό έχει αρκετά μελετηθεί, είχε στη
βιβλιοθήκη του, μαζί με το πρωτότυπο κείμενο του Περί
ύψους, και μια λατινική μετάφραση.30 η πρώτη μετάφρα-
ση του έργου στο ιταλικό ιδίωμα της τοσκάνης χρονολο-
γείται το 1575. Έκτοτε οι μεταφραστικές μεταφορές στα
ιταλικά είναι αδιάλειπτες. Φαίνεται λοιπόν ότι τόσο ο λε-
οπάρντι, όσο και ένα από τα προβεβλημένα πρότυπα του
Κάλβου, ο βιτόριο άλφιέρι, διαβάζουν τελικά το έργο από
την ιταλική μετάφραση του Άντον Φραντσέσκο γκόρι·31

29. Μ. Πασχάλης, ό.π., 78. Επαναλαμβάνει άλλωστε εδώ ο μελετη-


τής μια παλαιότερα εκπεφρασμένη θέση (βαγενάς).
30. N. J. Perella, Night and the Sublime in Giacomo Leopardi, Μπέρ-
κλεϋ 1970, 76.
31. άναφορικά με τον λεοπάρντι βλ. R. Gaetano, Giacomo Leopardi
e il sublime, Κατατζάρο, Rubbettino, 2002, 110-111. ο Gaetano αναφέ-
ρεται στην τρίτη έκδοση του έργου του Gori [Pseudo Longino, Tratta-
to del Sublime di (…) Tradotto dal Greco in Toscano da Anton Frances-
co Gori. Proposto di S. Giovanni di Firenze, e Lettore pubblico di Storia
nello Studio Fiorentino. Terza editione, di Note accresciuta, Μπολόνια,
nella Stamperia Lelio Dalla Volpe, 1748]. η πρώτη έκδοση κυκλοφο-
ρεί το 1737. O άλφιέρι περιγράφει σε επιστολή του έναν τόμο που έχει

31
αγγελα γιωτη

ενώ την έκδοση της μετάφρασης που γίνεται στο Μιλάνο


το 1801, τη μελετά οπωσδήποτε και ο Φόσκολο, παρά την
αρχαιομάθειά του.32
οφείλουμε ωστόσο εδώ να σημειώσουμε και μια ειδι-
κού τύπου δυσκολία που συνδέεται με τον ιδιαίτερο χαρα-
κτήρα του Περί ύψους: ρητός ορισμός του υψηλού από τον
λογγίνο, που να ξεπερνάει τα επιμέρους χαρακτηριστικά
και να διατυπώνεται με σαφήνεια, δεν υπάρχει. οι πέντε
πηγές υψηγορίας, όπως περιγράφονται από τον συγγρα-
φέα –η ικανότητα να συλλαμβάνει κανείς υψηλά διανοή-
ματα, «το σφοδρόν και ενθουσιαστικόν πάθος», ορισμέ-
να σχήματα λόγου, «η γενναία φράσις» και η σύνθεση
του λόγου– ούτε αυτές προσφέρονται για μια διερεύνη-
ση ή μια ακριβή αντιστοίχηση με τα χαρακτηριστικά της

στην κατοχή του: «il Longino e Demetrio Falereo, Del Sublime, lega-
ti insieme» (1788). ο επιμελητής του τόμου των αλφιεριανών επιστο-
λών, L. Caretti, υποθέτει ότι πρόκειται για μια συνέκδοση των δύο έρ-
γων, όπου η μετάφραση του Περί ύψους είναι του Gori. βλ. [Alfieri
Vittorio], Opere di Vittorio Alfieri da Asti, τ. 14, Epistolario, τ. ί (1767-
1788), επιμ. L. Caretti, Άστι, Casa d’Alfieri, 1963, 402-403. Όπως απο-
δεικνύεται από την έκδοση του καταλόγου της βιβλιοθήκης του άλ-
φιέρι, ο ποιητής διέθετε τουλάχιστον τέσσερις εκδόσεις του έργου:
μία του 1694 με τίτλο Dionysiou Longinou, Peri Hupsous, Kai Talla
Heuriskomena (το κείμενο σε ελληνικά και λατινικά, συνοδεύεται από
γαλλική μετάφραση), μία ακόμα ελληνο-λατινική έκδοση του 1718
(οξφόρδη) με τίτλο Διονυσίου Λογγίνου Περί ύψους βιβλίον. Dionysii
Longini de sublimitate libellus και, πράγματι, δύο εκδόσεις της ιταλι-
κής μετάφρασης του Gori (1737, 1748) [Clara Domenici, La Biblio-
teca classica di Vittorio Alfieri, τορίνο–Μιλάνο, Nino Aragno, 2013,
447-448]. Διαπιστώνεται επίσης σε έργα του άλφιέρι, όπως τα Del-
la tirannide και Del principe e delle lettere, η ακριβής χρήση χωρίων
του Περί ύψους μεταφρασμένων από τον Gori. βλ. R. Pasqua, «Bru-
ti sublimi: Alfieri e il trattato dello Pseudo-Longino», στο Gilberto
Lonardi & Stefano Verdino (επιμ.), Il verso tragico dal Cinquecento al
Settecento: atti del convegno di studi, Verona, 14-15 maggio 2003, Πά-
ντοβα 2005, 274.
32. G. Costa, «Foscolo e la poetica del sublime», Forum Italicum, τ.
12, 4 (1978) 476, 479.

32
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

καλβικής (ή άλλης) ποιητικής. άκόμα κι αν υπήρχε τρό-


πος να αποδείξουμε ότι όλα τα παραπάνω λειτουργούν
ως οδηγίες που κατευθύνουν τον Κάλβο στην οικοδόμη-
ση μιας ποιητικής όντως διακριτής και ιδιαίτερης, δεν θα
είχαμε προχωρήσει πολύ ως προς τον στόχο να μάθουμε
κάτι για τη σχέση που τον συνδέει με το Περί ύψους. γιατί
τόσο «λογγινικοί» υπήρξαν και οι συγγραφείς στους οποί-
ους αναφέρεται ο ίδιος ο λογγίνος, χωρίς φυσικά να έχουν
διαβάσει ποτέ τους την πραγματεία του.
Είναι ίσως αυτός ο λόγος για τον οποίο ακόμα και ο
Παλαμάς διστάζει τελικά να προχωρήσει στην ευθεία δια-
τύπωση μιας υπόθεσης για τη διακειμενική σύνδεση Κάλ-
βου και λογγίνου. η θεωρία του λογγίνου προσφέρει
στον Παλαμά απλώς ένα επιχείρημα, προκειμένου να εν-
δυναμώσει τη θέση του υπέρ της πολυτροπίας των καλβι-
κών μέτρων. Διαβάζοντας, λοιπόν, για την αποδοκιμασία
του λογγίνου απέναντι στους ομοειδείς ρυθμούς που «μι-
κροποιούν το ύψος», ο Παλαμάς υποστηρίζει:

νομίζει τις ότι ο λογγίνος έχει υπ’ όψιν ρυθμούς και μέ-
τρα της καθ’ ημάς ποιήσεως. άλλά τοιαύτας εκβιάσεις,
ως αι ανωτέρω καταδεικνυόμεναι, δεν υφιστάμεθα εκ
των στίχων του Κάλβου, οίτινες, αν δεν αναπαύωσιν ακό-
πως την ακοήν, αλλά πλήττουσιν αυτήν, ευρείς και άνε-
τοι, αδέσμευτοι και μεγαλοπρεπείς, εξόχως εκφραστικοί
και ευαρμοστούντες προς το θέμα όπερ αναπτύσσουσιν.33

άκόμα κι έτσι βέβαια είναι σαφής η πρόθεση του Παλα-


μά να αναβαθμίσει την καλβική προσωδία από ιδιοτρο-
πία του Κάλβου σε ζήτημα υψηλής αισθητικής. Και είναι
επίσης σαφές ότι αυτό για τον Παλαμά του 1889 σημαίνει
πως ο Κάλβος μέσω της πολυτρόπου αρμονίας του «προ-
σεγγίζει τους αρχαίους», ενώ παράλληλα «και τον δεκα-

33. Κ. Παλαμάς, «Κάλβος ο Ζακύνθιος», Άπαντα, τ. β΄, Μπίρης-γκο-


βόστης [χ.χ.], 48.

33
αγγελα γιωτη

πεντασύλλαβον στίχον […] διέπλαττε εφαρμόζων και επ’


αυτού τας αρχάς του». άν, λοιπόν, η συνύπαρξη αρχαίας
και νεωτερικής τεχνοτροπίας συνιστά ένα ζήτημα υψηλής
αισθητικής, τότε η επιλογή του λογγίνου από τον Παλα-
μά, ενός συγγραφέα που σφραγίζει τη μετάβαση από τον
αρχαίο στον σύγχρονο κόσμο, είναι όντως ιδιαιτέρως ευ-
ρηματική. βέβαια, ακόμα κι αν ισχύουν όλα αυτά, κανένας
απ’ όσους άκουσαν τη διάλεξη του Παλαμά και απ’ όσους
διάβασαν αργότερα το δοκίμιό του δεν θα πρέπει να τα
αντιλήφθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο. Μόνο, λοιπόν, σχετική
σημασία μπορεί να έχουν.

Στοιχεία για ένα αίτημα


των καλβικών ερευνών που δεν συγκροτήθηκε ποτέ

Έχει βέβαια ενδιαφέρον ότι, παρ’ όλα αυτά, η υποψία πως


μια υπόγεια σχέση συνδέει πιθανώς την ποιητική του Κάλ-
βου με τις αρχές του λογγίνου για το υψηλό δεν εντοπί-
ζεται άπαξ, μόνο στο δοκίμιο του Παλαμά, αλλά εμφανί-
ζεται εκ νέου κατά καιρούς. άκόμα λοιπόν κι αν περνάνε
πολλά χρόνια έως ότου ξαναδούμε το όνομα του Κάλβου
δίπλα σ’ αυτό του λογγίνου, είναι χαρακτηριστική η ευθύ-
τητα με την οποία ο νάσος βαγενάς το 2009 αποφαίνεται:

λογγίνεια είναι σε μια απ’ τις διαλέξεις του Κάλβου στο


λονδίνο (του 1819), η αντιθετική σύγκριση των ρητο-
ρικών λόγων του Δημοσθένη, που παρομοιάζονται «με
τη φουρτουνιασμένη θάλασσα» («ο Δημοσθένης ανοί-
γει με βία τον δρόμο ανάμεσα από το πλήθος, κάνει τους
εχθρούς του να κλαίνε από οργή»), και του ίσοκράτη,
που μοιάζουν «με το γαλήνιο ουρανό» («ο ίσοκράτης κά-
νει χώρο με τη μεγαλοπρέπεια της συμπεριφοράς, τους
κάνει να κρύβουν το πρόσωπο από ντροπή»): παράβαλε
στο Περί ύψους την ανάλογη παρομοίωση του Δημοσθέ-
νη με κεραυνό ή αστραπή («σκηπτώ τινί παρεικάζοιτ’ αν
34
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

η κεραυνώ»), που με το βίαιο πέρασμά τους καίνε και δι-


αρπάζουν τα πάντα («διά το μετά βίας έκαστα οίον καί-
ειν τε άμα και διαρπάζειν»), και του Κικέρωνα με πελώρια
πυρκαγιά («ως αμφιλαφής τις εμπρησμός»), που ξεδιπλώ-
νεται μεγαλόπρεπα και όλα γύρω της τα καταβροχθίζει
(«πάντη νέμεται και εντέλειται, πολύ έχων και επίμονον
αεί το καίον»).34

ο γ. Δάλλας μερικά χρόνια πριν, το 1997, έχει κι αυτός


τοποθετήσει το όνομα του λογγίνου δίπλα στον Κάλ-
βο.35 Εδώ βέβαια είναι μάλλον ορατοί οι λόγοι μιας τέ-
τοιας επιλογής. ςτο σώμα των Μαθημάτων φιλοσοφίας
της τρίτης καθηγεσίας του ποιητή στην ίόνιο άκαδημία,
που εκδίδει ο Π. άλιπράντης,36 εντοπίζεται ένα μικρό κε-
φάλαιο που επιγράφεται «το ύψος εις το ύφος». Παρότι
το όνομα του λογγίνου δεν αναφέρεται από τον Κάλβο,
και μόνο η συμπερίληψη στα μαθήματά του μιας ενότη-
τας με το θέμα για το οποίο η πραγματεία του λογγίνου
υπήρξε έργο αναφοράς, όχι μόνο ενισχύει την πιθανό-
τητα να το γνώριζε, αλλά κυρίως πιστοποιεί ότι ο Κάλ-
βος είχε τους λόγους του να θεωρεί σημαντική σε μα-
θήματα φιλοσοφίας την προσθήκη μιας ενότητας, στην
οποία να πραγματεύεται την έννοια του υψηλού ύφους.
το 1992, λοιπόν, προδημοσιεύεται μέρος του, προσφά-

34. ν. βαγενάς, «ο λογγίνος και η σημερινή κριτική» [2009], Κι-


νούμενος στόχος. Κριτικά κείμενα, άθήνα, Πόλις, 2011, 27-28. για τη
σύγκριση των ρητορικών λόγων στην εν λόγω διάλεξη, της οποίας το
σώμα δεν σώζεται, βλ. το σημείωμα του De Sanctis σε τεύχος του πε-
ριοδικού L’ Ape Italiana στο Δ. άρβανιτάκης, Στον δρόμο για τις πα-
τρίδες. Η Ape Italiana, ο Ανδρέας Κάλβος, η ιστορία, άθήνα, Μουσείο
Μπενάκη, 2010, 192-193.
35. γ. Δάλλας, «Εισαγωγή», στο άν. Κάλβος, Ωδαί. Η Λύρα – Λυ-
ρικά – Απόσπασμα άτιτλου ποιήματος, φιλολ. επιμ. γ. Δάλλας, άθή-
να 1997, 77.
36. [άν. Κάλβος], Ανδρέα Κάλβου Μαθήματα φιλοσοφίας, ερμην. ει-
σαγ. Π. άλιπράντης, άθήνα, άκαδημία άθηνών, 2002.

35
αγγελα γιωτη

τως τότε ανακαλυφθέντος, χειρογράφου των Μαθημάτων


φιλοσοφίας, που περιλαμβάνει την ενότητα για το ύψος.37
η χρονιά συμβαίνει να είναι έτος Κάλβου, οπότε η προ-
δημοσίευση, που αναδημοσιεύεται δυο φορές,38 βρίσκει
προφανώς γόνιμο έδαφος, προκειμένου να εγείρει και να
τροφοδοτήσει κάποιους νέους προσανατολισμούς στην
έρευνα. Όχι ότι παρατηρείται κάποια θεαματική αλλαγή
ή εξέλιξη στον ορίζοντα των καλβικών μελετών. Κάποια
όμως στοιχεία αλλαγής σχετίζονται, έμμεσα τουλάχιστον,
με την ανακάλυψη του χειρογράφου.
Πρώτα πρώτα ο Δάλλας: έως ότου φτάσει το 1997 να
βάλει το όνομα του λογγίνου δίπλα στον Κάλβο, έχει δι-
ανύσει κάποια διαδρομή, την αρχή της οποίας μπορούμε
να εντοπίσουμε πίσω στο εορταστικό έτος 1992. τότε εί-
ναι που μελετώντας τη «Δυναμική του επιθέτου στις Ωδές
του Κάλβου» υπογραμμίζει την εκ μέρους του ποιητή εμ-
φατική χρήση της επίταξης ως ενδεικτική της διάθεσής
του «ανάβασης προς τις υψηλές πηγές». Είναι ακριβώς η
χρονιά που, συμπτωματικά ή μη, σε εντελώς διαφορετικά
συμφραζόμενα, ο άλ. άκριτόπουλος θεματοποιεί τη με-
λέτη της ποιητικής επίταξης του επιθέτου αναφορικά με
την ποίηση του γ. Θέμελη στη διδακτορική του διατριβή,
που καταθέτει στο ά.Π.Θ. Εκεί μάλιστα, η σύγκλιση επί-
ταξης και υψηλού ποιητικού λόγου δεν εντοπίζεται μόνο
στον τίτλο και στο περιεχόμενο της ενότητας που τιτλο-
φορείται «η επίταξη ως έκφραση του υψηλού στην ουσια-

37. Π. άλιπράντης, «Άγνωστα και ανέκδοτα τετράδια των παρα-


δόσεων φιλοσοφίας στην ίόνιο άκαδημία του έτους 1840-41», Το Δέ-
ντρο, 67-68 (1992) 14-26.
38. Επαναδημ. μερικώς στο Φιλολογική, έτος 11 (οκτώβριος-Δε-
κέμβριος 1992) 57-58 και στο Πόρφυρας 64-65 (Κέρκυρα, 1993) 133-
138. άπό το 1996 διαθέτουμε και τη διδακτορική διατριβή του άλι-
πράντη: η φιλοσοφία στην ίόνιο άκαδημία του έτους 1824-1864. τα
Μαθήματα Φιλοσοφίας του άνδρέα Κάλβου (1840-1841), Κέρκυρα
1996.

36
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

στική ποίηση»,39 αλλά και μέσω της ρητής αναφοράς στο


Περί ύψους. Ως τρίτο χαρακτηριστικό-μέθοδο υψηγορίας
διερευνάται εκεί η χρήση «σχημάτων λόγου» στην ποίη-
ση και μάλιστα η διατάραξη της φυσικής αλληλουχίας των
λέξεων μέσω του υπερβατού, σχήματος συγγενικού με την
επίταξη.40
Με αφετηρία λοιπόν το νέο του ερευνητικό ενδιαφέ-
ρον, τη μελέτη ενός τύπου σύγκλισης ποιητικής και ρη-
τορικής στις ωδές του Κάλβου, ο Δάλλας, μπορεί να μη
φτάνει ρητά σε μια διερεύνηση του υψηλού στον Κάλβο,
θίγει όμως ζητήματα όπως η συνύπαρξη Πίνδαρου και Δα-
βίδ, συνδυασμός που βέβαια αποτέλεσε την αιχμή του δό-
ρατος της λογγίνειας θεωρίας.41 Κι όταν αναρωτιέται για
τις πιθανές συγγένειες τέτοιων συνδυασμών στη νεωτερι-
κή εποχή, ο Δάλλας φτάνει σε τοποθετήσεις εξίσου ενδια-
φέρουσες, αν και χωρίς να προχωράει σε ανάλυση: στους
ρητορικούς «λόγους» των εγχειριδίων της εποχής του
Κάλβου, επιλέγοντας ωστόσο ο ίδιος να αναφερθεί στο
παράδειγμα του Φραγκίσκου ςκούφου (1681): «τη ρητο-
ρική αυτή παράδοση του είδους φαίνεται να ακολουθεί
επίκαιρα και η νεοκλασική ωδή του Κάλβου», που παρου-
σιάζεται έτσι από τον Δάλλα ως ένα «δοκίμιο» πολιτικής
ρητορικής.42 άσφαλώς, η υπόνοια για τη σχέση που ανα-
πτύσσει ο Κάλβος με τα εγχειρίδια της νεοελληνικής ρη-
τορικής δεν είναι καινούρια. Μας υποβάλλει σ’ αυτήν ο

39. άλ. άκριτόπουλος, η επίταξη του σύναρθρου επιθέτου στο ποι-


ητικό έργο του γ. Θέμελη, Διδακτορική διατριβή, άΠΘ, 1992, http://
thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/2105#page/3/mode/1up, 141-158.
40. [Διονύσιος λογγίνος], Περί ύψους, ερμηνευτική έκδοση Μ. Ζ.
Κοπιδάκης, ηράκλειο, βικελαία βιβλιοθήκη, 1990, 124-129.
41. Έχει προηγηθεί, το 1986, η ανάλογη τοποθέτηση του Δ. τζιό-
βα, που αξιοποιεί σχετικές παρατηρήσεις του M. Abrams προκειμέ-
νου να ενισχύσει τους ισχυρισμούς του για τον νεοκλασικό χαρακτή-
ρα της καλβικής ποίησης. (Μετά την αισθητική, άθήνα, γνώση, 1987,
165-166, 167, 170).
42. γ. Δάλλας, «Εισαγωγή», ό.π., 55.

37
αγγελα γιωτη

ίδιος ο Κάλβος με την επισήμανση της σημασίας του εγ-


χειριδίου του βάμβα σε έναν από τους δημόσιους λόγους
του, στο λονδίνο. υπενθυμίζει την ένδειξη αυτής της σχέ-
σης ο Κ. Θ. Δημαράς στη σημαντική του μελέτη για τις
πηγές έμπνευσης του Κάλβου.43
την ίδια χρονιά, το 1992, ο Κ. γ. Κασίνης στη μελέ-
τη του με τίτλο «το Φάσμα του “Φάσματος”», εμβαθύ-
νει περισσότερο στην ανάδειξη των στοιχείων της ποιη-
τικής του Κάλβου που θεωρεί ότι συνδέονται ορισμένως
με τα κείμενα των νεοελληνικών ρητορικών. Κυρίως με το
εγχειρίδιο του ν. βάμβα, κατ’ επέκταση όμως και με τα
εγχειρίδια του Κωνσταντίνου βαρδαλάχου και του Κων-
σταντίνου οικονόμου. ο Κασίνης θα πρέπει εν μέρει να
εμπνέεται από μια υπόθεση σύνδεσης της ποιητικής του
Κάλβου με την πραγματεία του λογγίνου. Δεν είναι μόνο
η χρήση ως μότο στην αρχή της μελέτης δύο χαρακτηρι-
στικών χωρίων, ενός από το Περί ύψους και ενός από τη
σχετική με το ύψος ενότητα των μαθημάτων φιλοσοφίας
του Κάλβου,44 που οδηγεί σ’ αυτήν τη σκέψη. Εντός της
μελέτης ο Κασίνης, προκειμένου να αιτιολογήσει τη χρή-
ση κάποιων ρητορικών σχημάτων στις ωδές: το ασύνδετο
σχήμα και την παρατακτικότητα της σύνταξης, παραπέ-
μπει στον λογγίνο. άλλά και το βραχυπερίοδο ύφος45 και
ακόμα η εκλογή των λέξεων46 και διάφορα επιμέρους ζη-
τήματα σύνθεσης του λόγου47 αναλύονται κι αυτά με τον
ίδιο τρόπο: με παραπομπές στο Περί ύψους. οι παραπο-
μπές με τη μορφή υποσημειώσεων μοιάζουν να επιχειρούν
μια τοποθέτηση που θα ήταν περίπου η εξής: ο ρητορι-

43. Κ. Θ. Δημαράς, «Πηγές της έμπνευσης του Κάλβου», ό.π., 121.


44. Κ. γ. Κασίνης, «το Φάσμα του “Φάσματος”. άπό τις λέξεις εις
την “φράσιν”» [1992], Η των προσφυών λέξεων εφάρμοσις εις τα πράγ-
ματα, άθήνα, χατζηνικολής, 1995, 11-69.
45. Ό.π., 49 και 67 υποσ. 110.
46. Ό.π., 64-66.
47. Ό.π., 67-69.

38
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

κός τρόπος με τον οποίο οργανώνει τις ωδές του ο Κάλ-


βος φαίνεται να ακολουθεί τα προστάγματα της λογγί-
νειας θεωρίας. ςε μελέτη του που έχει προηγηθεί την ίδια
χρονιά, ο Κασίνης αποδίδει στον Κάλβο, δυο φορές, χα-
ρακτηριστικά ρομαντικού ποιητή, που «δεν φοβάται τον
ίλιγγο του ύψους»,48 ενώ ο λογγίνος έρχεται για πρώτη
φορά ρητά στο προσκήνιο σε άλλα δυο σημεία, καθώς ο
ερευνητής επιχειρεί να αποδείξει την «ενσυνείδητη οργά-
νωση του [καλβικού ποιητικού] λόγου με βάση τους κα-
νόνες της ρητορικής».49
άν λοιπόν δεχτούμε ότι οι παρεμβάσεις που αναπτύσ-
σουν ο Δάλλας και ο Κασίνης με αφετηρία το έτος 1992
συνδέονται οργανικά με την προέκδοση των καλβικών
Μαθημάτων φιλοσοφίας, και άρα με την ενότητα «το ύψος
εις το ύφος», μπορούμε τώρα να παρατηρήσουμε ότι ένα
ακόμη κοινό χαρακτηριστικό ανάμεσά τους είναι η προ-
ώθηση ενός ζητήματος οφειλών του Κάλβου στην παρά-
δοση της νεοελληνικής ρητορικής.50 η αναφορά στο όνο-
μα του λογγίνου είναι στις περιπτώσεις και των δύο από
περιθωριακή έως υπαινικτική, ωστόσο υπαρκτή. Είναι γε-
γονός ότι το περιεχόμενο της ενότητας «το ύψος εις το
ύφος» των καλβικών μαθημάτων εντοπίζεται σε παραλ-
λαγές σε όλα σχεδόν τα νεοελληνικά εγχειρίδια ρητορικής
και ποιητικής της εποχής του Κάλβου. άκριβώς όμως εδώ
εντοπίζεται και ένα ζήτημα λανθάνουσας ή διαμεσολαβη-
μένης πρόσληψης του Περί ύψους από τον Κάλβο, καθώς
οι ρητοροδιδάσκαλοι της εποχής του αποτίουν εντονότα-

48. Ό.π., 109 και 140.


49. Ό.π., 112 και 114-115.
50. Μετά την όλη ανακίνηση του θέματος στις αρχές της δεκαετίας
του ’90, ο Π. άλιπράντης, όταν θα έρθει η ώρα της έκδοσης των Μα-
θημάτων φιλοσοφίας, θα τοποθετηθεί σχετικά θεωρώντας κι αυτός βέ-
βαιη τη μελέτη των εγχειριδίων ρητορικής από τον Κάλβο. βλ. Π. άλι-
πράντης, «Εισαγωγή» στο [άνδρέας Κάλβος], Ανδρέα Κάλβου Μαθή-
ματα φιλοσοφίας, ό.π., 99.

39
αγγελα γιωτη

το φόρο τιμής στον λογγίνο και υπ’ αυτή την έννοια θα


μπορούσαν ακόμα και να συμπληρώνουν ορισμένως τη
σχέση Κάλβου-λογγίνου.
άσφαλώς, οι δρόμοι που παίρνουν οι επιστημονικές
ζητήσεις σχετίζονται σε κάθε περίπτωση και με τις «ετοι-
μότητες», τις προσλαμβάνουσες που εμφανίζει η κάθε επι-
στημονική-αναγνωστική κοινότητα. άυτός, λοιπόν, στον
οποίο οι εξελίξεις του 1992 θα ξυπνήσουν ταχύτατα τη
σκέψη μιας σχέσης που μπορεί να συνδέει τον Κάλβο με
τον λογγίνο δεν είναι άλλος από τον μεταφραστή και εκ-
δότη του Περί ύψους, τον Μιχάλη Κοπιδάκη: στο πλαίσιο
του συνεδρίου που αφιερώνει στον Κάλβο το Ίδρυμα γου-
λανδρή-χορν, τον οκτώβρη του 1992, αναγγέλλεται ανα-
κοίνωση του Κοπιδάκη με τίτλο «∆ιονύσιος λογγίνος και
άνδρέας Κάλβος: η έννοια του “ύψους” στον ά. Κάλβο».
η ανακοίνωση, ωστόσο, ματαιώνεται και ο μελετητής δεν
επανέρχεται ποτέ στο ζήτημα.51 άξιοσημείωτο είναι σε
κάθε περίπτωση ότι σε αυτό το ελάχιστο πεδίο συνανα-
φοράς Κάλβου και λογγίνου, που δημιουργούν οι παρα-
πάνω τοποθετήσεις, ως κοινός παρονομαστής εμφανίζε-
ται μια εκ του σύνεγγυς ή εκ του μακρόθεν αναγωγή στο
πεδίο της ρητορικής, δηλαδή το γενετικό περιβάλλον του
υψηλού.

άς μου επιτραπεί σ’ αυτό το σημείο μια μικρή παρέκβαση


προκειμένου να γίνω περισσότερο ακριβής ως προς το ζή-
τημα αυτό που αναφέρεται παραπάνω: μιας σταδιακής αύ-
ξησης του ενδιαφέροντος για τη σύγκλιση ρητορικής και
ποιητικής στην περίπτωση του Κάλβου. λίγα χρόνια πριν
από το έτος 1992, το 1986, μια μικρή μελέτη, που όμως

51. το γεγονός της ματαίωσης της ανακοίνωσης μου επιβεβαίωσε


ο Μ. Κοπιδάκης σε σχετική συζήτηση, που είχαμε το 2011. ςτην ίδια
συζήτηση με διαβεβαίωσε ότι την ιδέα της σχετικής διερεύνησης είχε
εμπνευστεί διαπιστώνοντας την παρουσία της ενότητας «το ύψος εις
το ύφος» στα Μαθήματα φιλοσοφίας.

40
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

θα διεκδικήσει σε διάφορα επίπεδα τον αναπροσανατολι-


σμό των καλβικών μελετών, θα στραφεί κι αυτή προς το
ζήτημα των καλβικών οφειλών στη ρητορική. Πρόκειται
για τη μελέτη του Δ. τζιόβα σχετικά με τις μετωνυμικές
δομές στην ποίηση των ωδών,52 όπου το ζήτημα της ρη-
τορικότητας των ωδών αξιοποιείται προς επίρρωση του
επιχειρήματος για τον νεοκλασικό χαρακτήρα της καλβι-
κής ποιητικής. ς’ αυτήν την προοπτική ο τζιόβας επιλέγει
την αναγωγή της σχέσης που εμφανίζει η καλβική ποιητι-
κή με τη ρητορική όχι στη μελέτη της εγχώριας παραγω-
γής ρητορικών εγχειριδίων (αν και προφανώς ξεκινά από
εκεί παραπέμποντας σε Κάλβο και Δημαρά), αλλά της ρη-
τορικής του ςκοτσέζου Μπλερ (Hugh Blair).53
Φτάνοντας τώρα στο έτος 1992 διαπιστώνουμε ότι η
μελέτη του τζιόβα λειτουργεί κι αυτή με τη σειρά της ενι-
σχυτικά ως προς την εκδήλωση ενδιαφέροντος για τη ρη-
τορικότητα των καλβικών ωδών σε δύο τουλάχιστον πε-
ριπτώσεις μελετητών. ο β. άθανασόπουλος αναλύοντας
την ωδή «Εις δόξαν» αποφαίνεται ότι τόσο οι σκοποί της,
όσο και η δομή του ποιήματος και το είδος της διήγησης
που συγκροτεί προσιδιάζουν στην τέχνη της ρητορικής.
Προς επίρρωση των ισχυρισμών του ο ερευνητής στρέφε-
ται και πάλι προς τις νεοελληνικές ρητορικές και επιστρα-
τεύει μερικές παραπομπές στη του Κωνσταντί-
νου βαρδαλάχου. η σχεδόν δομιστικού τύπου ανάλυση
που αναπτύσσει ο άθανασόπουλος, αν και μένει σε μια
μόνο ωδή, φιλοδοξεί να λειτουργήσει πιλοτικά, να εντο-
πίσει δηλαδή έναν «σταθερό τρόπο με τον οποίο ο Κάλ-

52. Δ. τζιόβας, «νεοκλασικές απηχήσεις και μετωνυμική δομή στις


Ωδές του Κάλβου», Πολίτης, 72 (1986) 65-79. Έναν χρόνο μετά την
πρώτη δημοσίευση της μελέτης ο τζιόβας την εντάσσει στον τόμο
Μετά την αισθητική, όπου θα αποτελέσει μέρος μιας ενότητας με τίτ-
λο «η επάνοδος στη ρητορική».
53. την παρατήρηση έχει κάνει πρώτος ο Κ. Θ. ∆ημαράς στο «Πη-
γές της έμπνευσης του Κάλβου», ό.π., 91.

41
αγγελα γιωτη

βος έγραφε τις Ωδές του».54 ςύντομα πάντως ο μελετητής


θα καταλήξει σε ένα γενικότερο σχετικό αίτημα προτείνο-
ντας τη διερεύνηση της σχέσης του Κάλβου με τα εγχει-
ρίδια νεοελληνικής ρητορικής, όχι προς την κατεύθυνση
κατάδειξης ρητορικών στοιχείων στις ωδές, αλλά εντοπι-
σμού του τρόπου με τον οποίο συντελεί μια τέτοια γνώση
στον φωτισμό μιας τυχόν ενιαίας αρχικής πρόθεσης της
συγγραφής των ωδών. ςε άλλη μελέτη του, που δημοσιεύ-
εται το 1994, η συνομιλία με την προαναφερθείσα μελέτη
του τζιόβα είναι σαφής ακόμα και στον τίτλο: «η μεταφο-
ρική ανάγνωση των μετωνυμιών των ωδών του Κάλβου
(το πρόγραμμα και οι βασικές υποθέσεις μιας ανάγνωσης
των ωδών μέσω μιας περιγραφικής ρητορικής)».55
Ένα τελευταίο περιστατικό του έτους 1992 συμπληρώ-
νει τον χάρτη των τοποθετήσεων για τη σχέση ποιητικής
και ρητορικής στις καλβικές ωδές. ο Π. Πίστας παρουσι-
άζει σε ανακοίνωσή του μια άγνωστη μελέτη του 1934 για
τον Κάλβο και την ίδια χρονιά δημοσιεύει το κείμενο της
ανακοίνωσης στο αφιέρωμα για τον ποιητή του περιοδι-
κού Αντί.56 το όνομα του μελετητή (άπ. Μ. γιαννάκης),
ο τόπος και η χρονολογία έκδοσης της μελέτης (άθήνα
1934) είναι τα μόνο στοιχεία ταυτότητας που εμφανίζει ο
Πίστας γι’ αυτό το κείμενο, το οποίο μάλιστα, σύμφωνα με
τις πληροφορίες που μας παρέχει ο ίδιος, στην τρίτη ενό-
τητα του δεύτερου κεφαλαίου διερευνά λεπτομερώς την
τεχνική του υψηλού τόνου στις ωδές. Φαίνεται ότι πρό-
κειται για μια υφολογική μελέτη, που εξετάζει το υψηλό

54. β. άθανασόπουλος, «Εικονοποιία και επιχείρημα στις Ωδές του


Καλβου», Περίπλους, 34-35 (Ζάκυνθος 1993) 146.
55. β. άθανασόπουλος, «η μεταφορική ανάγνωση των μετωνυμι-
ών των ωδών του Κάλβου (το πρόγραμμα και οι βασικές υποθέσεις
μιας ανάγνωσης των ωδών μέσω μιας περιγραφικής ρητορικής)», στο
ς. λ. ςκάρτσης (επιμ.), Πρακτικά Δωδέκατου Συμποσίου Ποίησης, Πά-
τρα, άχαϊκές εκδόσεις, 1994, 21-29.
56. Π. Πίστας, «Μια άγνωστη (ή μάλλον λανθάνουσα) μελέτη για
τον Κάλβο», Αντί, 510 (1992) 38-41.

42
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ως τεχνικό στοιχείο συγγραφής στις ωδές, τέτοιο δηλαδή


που παρουσιάζεται από τον λογγίνο στη σχετική πραγμα-
τεία του. άξιοποιώντας τα στοιχεία που μας δίνει ο ειση-
γητής της ανακάλυψης, φτάνω το 2009 στην υπόθεση ότι
ο συγγραφέας της φημολογούμενης μελέτης θα πρέπει να
κινείται παρωδώντας την αρνητική τοποθέτηση του γ. Μ.
άποστολάκη για τον Κάλβο στη μελέτη του Τα τραγού-
δια μας.57 άκόμα βέβαια και αν ίσχυε κάτι τέτοιο η περί-
φημη μελέτη του 1934 παρέμενε σκοτεινή: πού την εντό-
πισε ο μελετητής; γιατί και ο ίδιος ακόμα δεν έκανε ποτέ
ξανά ούτε μια σχετική αναφορά; την απάντηση είναι εύ-
κολο κανείς να την υποθέσει. ο Π. Πίστας μου αποκάλυψε
σε συζήτηση που είχαμε58 πως μια παιγνιώδης διάθεση τον
οδήγησε στην εν λόγω ανακοίνωση, και παρότι η υπόθεση
για την πρόθεση της αντιστροφής των όρων της μελέτης
του άποστολάκη είναι σωστή, το περιεχόμενο της ανακοί-
νωσης αποτελεί απλώς φάρσα και η περίφημη μελέτη που
περιγράφεται δεν υπάρχει, δεν βρέθηκε ποτέ.
ο παιγνιώδης χαρακτήρας της δημοσίευσης, ωστόσο,
δεν αναιρεί την προοπτική κάποιων συσχετισμών. το ίδιο
το κείμενο του «άπ. Μ. γιαννάκη», λοιπόν, παρουσιάζει
μόνο του τη γενεαλογική του καταγωγή: ο Πίστας θέλει
να είναι το πρώτο μιας σειράς κειμένων που «ασχολούνται
εν όλω ή εν μέρει με τη ρητορική ή τη ρητορικότητα της
ποίησης του Κάλβου».59 Έτσι ο Πίστας γίνεται ο δεύτερος,
μετά τον άθανασόπουλο, μελετητής που εκκινεί από την
έμφαση που δίνει στη ρητορικότητα των ωδών ο τζιόβας.
ο Πίστας, ωστόσο, εμπλουτίζει ο ίδιος τον κατάλογο των
μελετητών που εκδηλώνουν ανάλογα ενδιαφέροντα με
δύο ακόμα ονόματα: του οδ. Ελύτη και του Δ. Μαρωνίτη.

άποτιμώντας κανείς αυτές τις εξελίξεις διαπιστώνει ότι,

57. άγ. γιώτη, ό.π., 63-64.


58. ςτις 24 Φεβρουαρίου 2016.
59. Π. Πίστας, ό.π., 40.

43
αγγελα γιωτη

αν και αναλυόμενες οι παραπάνω παρεμβάσεις προσδί-


δουν έναν πληθωριστικό σχεδόν χαρακτήρα στο ενδια-
φέρον που –με αφετηρία ή κατάληξη το έτος 1992– εκ-
δηλώνουν διάφοροι μελετητές για τη ρητορικότητα των
ωδών, ωστόσο ο δρόμος που διανύθηκε δεν είναι μακρύς.
για να είμαστε μάλιστα ακριβέστεροι, η σχετική σύγκλιση
των τριών μελετητών (Δάλλα, Κασίνη και άθανασόπου-
λου) σε ένα ζητούμενο διερεύνησης της σχέσης που μπο-
ρεί να συνδέει το έργο του Κάλβου με τη ρητορική δεν
φαίνεται να αρθρώνεται επισήμως σε ένα νέο αίτημα των
καλβικών ερευνών. Κι ένας από τους λόγους που κάτι τέ-
τοιο δεν συμβαίνει είναι ότι οι παρεμβάσεις στις οποίες
περιηγηθήκαμε δεν διαθέτουν μια τέτοια δυναμική (κυ-
ριότατα, βέβαια, δεν διαθέτουν καν μια τέτοια πρόθεση).
Εμπνευσμένες κάποτε φανερά ή λιγότερο φανερά από δο-
μιστικού τύπου θεωρητικές αναλύσεις (τζιόβας, άθανα-
σόπουλος), αναλώνονται απλώς σε μελέτη σχημάτων λό-
γου (Δαλλας, Κασίνης) και εμπνέουν με τη σειρά τους, το
πολύ πολύ, κάποιους περιορισμένης εμβέλειας προβλημα-
τισμούς γύρω από ζητήματα κατασκευής των ωδών (δεν
θα πρέπει να είναι τυχαίο ότι η μελέτη της Πολίτου-Μαρ-
μαρινού για τη στίξη των ωδών δημοσιεύεται την ίδια
χρονιά, το 1992).
Θα χρειαστεί να επιστρέψουμε εκεί απ’ όπου ξεκινή-
σαμε, στην τοποθέτηση του βαγενά (2009), για να διαπι-
στώσουμε ότι το ενδιαφέρον στοιχείο εκεί είναι το εξής:
τα ίχνη της καλβικής οφειλής στον λογγίνο εντοπίζονται
σε ένα περιβάλλον εκτός των ωδών και εξωποιητικό, σε
μια διάλεξη για τη γλώσσα. λογγίνειο θεωρεί ο βαγενάς
τον τρόπο με τον οποίο ο Κάλβος εκφράζει τις απόψεις
του για κλασικά έργα μεγάλων ρητόρων της αρχαιότητας.
άντίθετα στους μελετητές που προαναφέρθηκαν η διερεύ-
νηση της σχέσης Κάλβου-λογγίνου και η ανίχνευση μιας
κάποιας υψηγορίας στον καλβικό λόγο περιορίστηκε αυ-
στηρά στις ωδές. οι προσπάθειες αυτές απέδωσαν εγχει-
ρήματα διερεύνησης της χρήσης συντακτικών τρόπων και
44
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

σχημάτων λόγου στις ωδές ενισχύοντας ορισμένως μια


άποψη για τη ρητορικότητά τους. ούτε όμως και προσεγ-
γίσεις εμπνευσμένες από πιο θεωρητική σκοπιά ανέλυσαν
αυτήν τη ρητορικότητα σε ένα περιβάλλον διαφορετικό
από αυτό της δομής της καλβικής ωδής. γίνεται λοιπόν
σαφές ότι το εγχείρημα της μελέτης της ρητορικότητας
των ωδών και μόνο, έτσι περιορισμένο, θα μας φέρνει ξανά
και ξανά μπροστά στη μελέτη σχημάτων λόγου και συντα-
κτικών τρόπων, ή το πιο πολύ θα επεκτείνεται σε μια πιο
διευρυμένη υφολογική μελέτη των ωδών.
Θα έλεγα τώρα ότι αποκαλύπτεται έτσι ένας ακόμα
λόγος για τον οποίο η διάθεση μελέτης μιας κάποιας σύ-
μπραξης ποιητικής και ρητορικής στον Κάλβο, όχι μόνο
δεν αρθρώνεται ποτέ σε ένα αίτημα των καλβικών ερευ-
νών, αλλά εξατμίζεται σε μια μη συστηματική υφολογική
μελέτη του επιτηδευμένου καλβικού ποιητικού λόγου. Εί-
ναι βέβαια λογικό η υποψία να οδηγεί πρώτα στις ωδές. ο
εγκλεισμός όμως του εν δυνάμει νέου αιτήματος σε αυτό
το περιορισμένο πεδίο μελέτης συνδέεται ασφαλώς και με
τη γενικότερη εμμονή που επιδείξαμε για δεκαετίες: να πε-
ριορίζουμε τη μελέτη του Κάλβου στη μελέτη των ωδών.
άν όμως η ενότητα «το ύψος εις το ύφος» των καλ-
βικών μαθημάτων είναι μια αφορμή να μελετήσουμε κάτι
στον Κάλβο, αυτό δεν χρειάζεται να είναι απαραίτητα και
αποκλειστικά κάποια ρητορική επιτήδευση των ωδών του.
ςωστά, κατά τη γνώμη μου, ο βαγενάς μας προσανατολί-
ζει, διά του λογγίνου, στον Κάλβο δημόσιο ομιλητή. Είναι
η πρόθεση και το έργο του Κάλβου ως δημόσιου ομιλητή
και δάσκαλου το περιβάλλον όπου κυρίως θα πρέπει να
διερευνήσουμε πώς διαμορφώνεται η σχέση του με έναν
λόγο που υπήρξε το γενετικό περιβάλλον του υψηλού.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως όλοι οι μελετητές που κα-
ταπιάστηκαν με τη μελέτη της «ρητορικότητας» του Κάλ-
βου φτάσανε, από άλλο δρόμο ο καθένας, στους Έλληνες
(ο Δημαράς και ο τζιόβας και στον Μπλερ) ρητοροδιδά-
σκαλους του 19ου αι. γιατί το υψηλό δεν υπήρξε μόνο κάτι
45
αγγελα γιωτη

που «εφαρμόστηκε» ποιητικά, υπήρξε κυριότατα μια έν-


νοια που χρησίμευσε στη διδασκαλία. ςε αυτήν τη βάση
η διδακτική αξιοποίηση του υψηλού διαπερνά ποικίλα πε-
δία: τη ρητορική, τη γραμματολογία και βέβαια τη φιλο-
σοφική αισθητική.

Ο Κάλβος δημόσιος ομιλητής και δάσκαλος

η προσδοκία της διδασκαλικής καριέρας είναι, βέβαια,


σταθερά μέσα στις προοπτικές βιοπορισμού του Κάλβου
από την εποχή που, μέσω του Φόσκολο, καταφέρνει να
γίνει οικοδιδάσκαλος του νεαρού ςτέφανου βούλτσου.
Και ασφαλώς με αυτό το σχέδιο θα πρέπει να συνδέσου-
με την ενασχόληση με τη ρητορική που φανερώνουν οι
σημειώσεις ρητορικής και ο πίνακας ρητορικής ορολογί-
ας που περιέχονται στον κώδικα ά 1883 της Μπολόνια,
που εντόπισε και εξέδωσε ο M. βίττι το 1960.60 Δεν θέλω
να ισχυριστώ ότι ο Κάλβος θέλησε να γίνει καθηγητής ρη-
τορικής, ωστόσο η ευρεία διάδοση της ρητορικής ως μά-
θησης στην εποχή του θα τον έκανε να τη θεωρεί απα-
ραίτητο εφόδιο για έναν δάσκαλο και βασικό στοιχείο της
εγκυκλίου παιδείας. άυτό τουλάχιστον μαρτυρεί ο προ-
βληματισμός που εκφράζει ο ίδιος το 1836, προετοιμάζο-
ντας τη δεύτερη σειρά μαθημάτων του στην ίόνιο άκα-
δημία: «άναλογίστηκα την κατάσταση της νεολαίας,
στερημένης εντελώς από κάθε αναγκαία προετοιμασία,
αφού ελάχιστοι έχουν παρακολουθήσει μια κανονική σει-
ρά παραδόσεων ρητορικής».61
την εποχή που ξεκινά η δίωξή του στη Φλωρεντία δη-

60. ο βίττι βέβαια τοποθετεί τη συγγραφή των χειρογράφων του


κώδικα την περίοδο 1812-1816. [M. Vitti, A. Kalvos e i suoi scritti in
italiano, ρώμη 1960, 20].
61. άν. Κάλβος, Αλληλογραφία, τ. β΄ (1819-1869 & άχρονολόγητες
επιστολές), ό.π., 363.

46
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

λώνει «σπουδαστής των Καλών γραμμάτων».62 Ό,τι κι αν


σημαίνει αυτή η δήλωση ενισχύει κατά κάποιον τρόπο το
προφίλ ενός μελλοντικού δασκάλου, καθώς μάλιστα συ-
μπληρώνεται από τη μαρτυρία του ί. ίακωβάτου που θυμά-
ται ότι το περιεχόμενο των μαθημάτων του Κάλβου κατά
την πρώτη του καθηγεσία στην ίόνιο άκαδημία (1827)
ήταν τα «Ωραία γράμματα».63 Όπως μάλιστα προκύπτει
από το πρόγραμμα της άκαδημίας για το επόμενο έτος,
1827-1828, του είχε ανατεθεί η διδασκαλία των «Καλών
γραμμάτων»,64 αν και η σειρά αυτή μαθημάτων δεν πραγ-
ματοποιήθηκε. Ένα εγχείρημα, λοιπόν, χαρτογράφησης
του σχετικού ενδιαφέροντος από την πλευρά του Κάλβου
θα πρέπει σίγουρα να συμπεριλάβει και το μικρό εκείνο
κείμενο που γράφει στα ιταλικά: Progetto di nuovi principj
di Belle Lettere applicabili alle Belle Arti [Σχέδιο νέων αρχών
των Γραμμάτων που μπορούν να εφαρμοστούν στις Καλές
Τέχνες]. το κείμενο, για το οποίο δεν διαθέτουμε χρονο-
λογία συγγραφής, πρωτοεκδόθηκε από τον άντόνα-τρα-
βέρσι το 1916,65 και σε πρώτη ελληνική μετάφραση από
τον γ. Ζώρα το 1937.66 ο γαλλικός όρος belles lettres που
εμφανίζεται στον τίτλο του, τα «καλά γράμματα» ή «καλά

62. Κ. Πορφύρης, Ο Ανδρέας Κάλβος Καρμπονάρος, άθήνα, Κέδρος,


1992, 96.
63. ί. γ. τυπάλδος-ίακωβάτος, Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας, άθή-
να, βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1982, 64.
64. ς. ί. άσδραχάς, «άπό τη ζωή του Κάλβου στην Κέρκυρα», Ελ-
ληνική κοινωνία και οικονομία: ιη΄ και ιθ΄ αιώνες. Υποθέσεις και προ-
σεγγίσεις, άθήνα, Ερμής, 1982, 270.
65. C. Antona-Traversi, «Notizie e documenti sopra Andrea Calbo»,
Rassegna Critica della Letteratura Italiana, τ. 12 (1916) 162-177. Εκτός
από το «ςχέδιο» ο ίταλός φοσκολιστής παρουσίασε στο ίδιο δημοσί-
ευμα το κείμενο της «άπολογίας της αυτοκτονίας» και μια σειρά επι-
στολές σταλμένες προς ή από τον Κάλβο.
66. γ. Θ. Ζώρας, «άι περί τέχνης θεωρίαι του Κάλβου», Πάφος, έτ.
β΄, 6 (1937) 181-183.

47
αγγελα γιωτη

γραμματικά» ή «καλολογία»,67 που στην κυριολεξία σημαί-


νει το καλό συγγραφικό ύφος, χρησιμοποιήθηκε από τον
18ο αι. για να ονομάσει μια σειρά αντικειμένων και πεδίων:
από τη λογοτεχνία ώς τη μελέτη της λογοτεχνίας.
Πρακτικά, μεταβαίνοντας στην κατηγορία των belles
lettres, δεν έχουμε απομακρυνθεί και πάρα πολύ από τη
ρητορική. για την ακρίβεια, βρισκόμαστε ακριβώς δίπλα:
αρχής γενομένης από τους γάλλους νεοκλασικιστές (ντο-
μινίκ Μπουούρ, Φρανσουά Φενελόν, ρενέ ραπέν, ςαρλ
ρολίν και ςαρλ Μπατέ), όπου αναπτύχθηκε η κατηγορία
των belles lettres ως διδακτικό αντικείμενο, αυτό έγινε σε
συνάφεια και συνδυασμό με τη διδασκαλία της ρητορι-
κής. Μάλιστα σε μια περίπτωση μπορεί κανείς να παρα-
τηρήσει μια ακόμα πιο στενή σχέση: Άγγλοι θεωρητικοί,
όπως οι Κέιμ, ςμιθ και Μπλερ, αντιμετώπισαν τη ρητο-
ρική ως ένα κλάδο της ευρύτερης κατηγορίας των belles
lettres. υπηρετώντας ως δάσκαλοι τα κέντρα της σκοτσέ-
ζικης εκπαίδευσης και ανταποκρινόμενοι στις προκλήσεις
που επιβάλλει η δημόσια εκπαίδευση της εποχής τους, οι
παραπάνω ρήτορες είναι από τους πρώτους που ανταπο-
κρίνονται σε ένα αίτημα εκσυγχρονισμού της διδασκαλί-
ας της λογοτεχνίας συνδέοντάς την αναπόσπαστα με τις
αρχές της ρητορικής. Φτάνουν έτσι σε μια «νέα ρητορι-
κή», η οποία «δεν ενδιαφέρεται πια για τη στείρα εκμάθη-
ση μιας τεχνικής στηριγμένης σε αυστηρούς και άπειρους
κανόνες, ή στην πειθώ και στη μέσω επιχειρημάτων εύρε-
ση της αλήθειας, αλλά για την καλλιέπεια, την αισθητι-
κότητα του γραπτού και προφορικού λόγου, γι’ αυτό και
συνδέεται άμεσα με τη φιλοσοφική αισθητική και τη λο-
γοτεχνικη κριτική, οι οποίες αναπτύσσονται δυναμικά στη
διάρκεια του Διαφωτισμού».68

67. άπό τις ελληνικές μεταφράσεις του τίτλου του καλβικού κειμέ-
νου, εκείνη του Κ. ςολδάτου προκρίνει την εκδοχή της «Καλολογίας»
για τον συγκεκριμένο όρο.
68. άθ. γλυκοφρύδη-λεοντσίνη, Νεοελληνική Αισθητική και Ευρω-

48
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Εμβληματικό έργο ως προς αυτήν τη θεώρηση είναι


το Lectures on Rhetoric and Belles Lettres (1783) του χιου
Μπλερ, η διάδοση του οποίου είναι πολύ μεγάλη όχι μόνο
στη βρετανική επικράτεια, αλλά πανευρωπαϊκά. άναφέρ-
θηκα παραπάνω στη διατυπωμένη ήδη από τον Δημαρά
πεποίθηση ότι ο Κάλβος γνωρίζει την εν λόγω πραγμα-
τεία. Είναι επίσης γνωστό ότι οι Έλληνες συγγραφείς των
εγχειριδίων ρητορικής του 19ου αι., δάσκαλοι όλοι τους
σε ένα πεδίο που γενικά κινείται προς την κατεύθυνση
των ανθρωπιστικών σπουδών, διαβάζουν την πραγματεία
του Μπλερ και εμπνέονται απ’ αυτήν προκειμένου να ορ-
γανώσουν τα δικά τους μαθήματα. ςτα εγχειρίδια Ρητορι-
κής του νεόφυτου βάμβα (²1841) και του Κωνσταντίνου
βαρδαλάχου (1815), καθώς επίσης και στα Γραμματικά
(1817) του Κωνσταντίνου οικονόμου, η παραπάνω τάση
είναι απολύτως εμφανής.69
οι Άγγλοι δεν είναι οι πρώτοι που υιοθετούν αρχές της
ρητορικής και τις μεταφέρουν από ένα περιβάλλον προ-
φορικότητας, όπου παραδοσιακά έχουν αναπτυχθεί, στη
μελέτη μιας περιοχής του γραπτού λόγου, όπως είναι η λο-
γοτεχνία. το κάνουν ωστόσο τόσο συστηματικά και προς
μια κατεύθυνση τόσο συγκεκριμένη, ώστε σύγχρονοι με-
λετητές να περιγράφουν το έργο τους ως μια επιστήμη της
λογοτεχνίας ή της λογοτεχνικής θεωρίας ή της λογοτεχνι-
κής κριτικής.70 Και δεν είναι καθόλου τυχαία η παρατήρη-
ση ότι αναδομώντας τη ρητορική θεωρία δεν διαβάζουν
μόνο τη Ρητορική του άριστοτέλη. άπό τα έργα ρητορικής

παϊκός Διαφωτισμός, άθήνα, ςυμμετρία, 1989, 28.


69. για τη σχέση που αναπτύσσουν οι βάμβας, βαρδαλάχος και
οικονόμος με τη ρητορική του Μπλερ βλ. ό.π., 55- 75, 79-88 και
passim.
70. L. Ferreira Buckley και S. M. Halloran, «Introduction», στο H.
Blair, Lectures on Rhetoric and Belles Lettres, επιμ. L. Ferreira Buckley
και S. M. Halloran, Καρμποντέιλ, Southern Illinois University, 2005,
xxxvii.

49
αγγελα γιωτη

της αρχαιότητας που κερδίζουν έδαφος, αναφέρω μόνο το


Περί ύψους του λογγίνου.
Μια τέτοια σύμπραξη της ρητορικής και του λόγου
περί λογοτεχνίας, για την οποία έγινε λόγος, αντιστοι-
χεί ακριβώς στο γενετικό περιβάλλον του Περί ύψους.
το Περί ύψους είναι το πρώτο εγχειρίδιο που έχει κερδί-
σει τον τίτλο της «εκλογοτεχνισμένης ρητορικής»,71 ενώ
η πρόσληψή του το αναδεικνύει σε οδηγητικό νήμα προς
την αισθητική. ςύγχρονες αναγνώσεις του Περί ύψους το
αντιμετωπίζουν ως σημαντικό σταθμό στην ιστορία της
ρητορικής, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο την ανακαι-
νίζει ως είδος και την απελευθερώνει από τα δεσμά της
κλασικής ρητορικής σκοποθεσίας, δηλαδή την πειθώ.72
τα παραδείγματα που αντλεί από τον πεζό λόγο ο λογγί-
νος προέρχονται από τα φιλοσοφικά κείμενα του Πλάτω-
να, τους ρητορικούς λόγους του Δημοσθένη και την ιστο-
ρία του ηρόδοτου· ενώ τα ποιητικά παραδείγματα του
υψηλού που παραθέτει ξεκινούν από τα ομηρικά έπη και
φτάνουν μέχρι τις τραγωδίες του άισχύλου και τα λυρικά
ερωτικά ποιήματα της ςαπφώς. τα λυρικά παραδείγματα
υπερισχύουν σε μια πραγματεία που, σύμφωνα με τον αρ-
χικό της σχεδιασμό και υπό αυστηρή οπτική γωνία, απο-
τελεί εγχειρίδιο ρητορικής. ςυμβαίνει, λοιπόν, ασφαλώς
όχι τυχαία, και σε ποικίλα περιβάλλοντα πρόσληψης της
πραγματείας του λογγίνου, και ένα εμβληματικό τέτοιο
είναι η θεωρία του τζιαμπατίστα βίκο, να παρατηρείται
αυτός ο συμφυρμός χαρακτηριστικών στοιχείων από πε-
ρισσότερα πεδία λόγου σε ένα. Κάπως έτσι είναι που φτά-
νει και ο βίκο από τη ρητορική σε μια «νέα επιστήμη», για

71. Πολλοί μελετητές διαβάζουν σήμερα το Περί ύψους ως μια ση-


μαντική μαρτυρία της αρχαίας ποιητικής ή ακόμα και ως ένα πρώιμο
στάδιο λογοτεχνικής θεωρίας. βλ. M. Fuhrmann, ό.π., 317.
72. N. O’ Gorman, «Longinus’ s Sublime Rhetoric, or How Rhet-
oric Came into Its Own», Rhetoric Society Quarterly, τ. 34, 2 (2004)
71-89.

50
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

την οποία παραδείγματα λόγου όπως αυτό της ομηρικής


ποίησης είναι καίριας σημασίας.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό το κατώφλι, η σύμπραξη ρη-
τορικής, ποιητολογίας και γραμματολογίας, από το οποίο
φτάνουμε ξανά στον λογγίνο. Μέσα στους στόχους δια-
νοητών όπως ο βίκο, αλλά και ο Μπατέ και ο Μπλερ, είναι
να θεματοποιήσουν και να μεταδώσουν στους νεότερους
τον σχετικό προβληματισμό της εποχής τους για αισθητι-
κές ποιότητες-έννοιες όπως το υψηλό. Κι αυτός είναι ένας
στόχος, που, σε κάθε περίπτωση, μας μεταφέρει στο περι-
βάλλον της φιλοσοφικής αισθητικής. Με ανάλογο τρόπο
και ο Κάλβος, στα γνωστά μας πλέον μαθήματα φιλοσο-
φίας της τρίτης καθηγεσίας του στην ίόνιο άκαδημία, δεν
περιορίζεται σε μια πραγμάτευση του υψηλού, τέτοια που
εντοπίζεται στην ενότητα «το ύψος εις το ύφος».

τι είδους δάσκαλος να ήθελε τελικά να γίνει ο Κάλβος;


Θα πρέπει πρωτίστως να αντιληφθούμε ότι το συγκεκρι-
μένο κεφάλαιο της ζωής του είναι αυτό που κυρίως διέπε-
ται από όρους αναγκαιότητας: ορίζεται από τις διαρκείς
και περιπετειώδεις μετακινήσεις του, αλλά και από τη δυ-
νατότητα του Κάλβου να ανταποκριθεί στο εκάστοτε εκ-
παιδευτικό αίτημα, καθώς, από όσα ξέρουμε, δεν διέθετε
ειδική επαγγελματική εκπαίδευση. Ωστόσο, φαίνεται ότι
δεν του λείπει το πάθος και η κλίση γι’ αυτήν τη δουλειά,
που την αντιλαμβάνεται ως μια κεφαλαιώδους σημασίας
λειτουργία του ανθρώπου των γραμμάτων. Ήδη τα χρόνια
στην άγγλία (1816-1820) το διδασκαλικό του «ρεπερτό-
ριο» συμπεριλαμβάνει μαθήματα ιταλικής και ελληνικής
γλώσσας. το σημαντικό για τον Κάλβο έτος 1824, χρονιά
κατά την οποία εκδίδεται στη γενεύη η πρώτη του ποιητι-
κή συλλογή –η Λύρα–, ο ποιητής φαίνεται ότι παραδίδει,
εκεί –στη γενεύη–, μια σειρά μαθημάτων με τίτλο «Εφαρ-
μογή της φιλοσοφίας στην γενική λογοτεχνία».73 Έχει κά-

73. Κ. ςολδάτος, «άνδρέας Κάλβος. άπό τη γενεύη στην Κέρκυρα –

51
αγγελα γιωτη

ποια σημασία το γεγονός, που μαρτυρείται από διάφορες


πηγές, ότι το ενδιαφέρον του Κάλβου αυτήν την εποχή
συγκεντρώνεται όχι μόνο στην εφαρμογή της φιλοσοφίας
στη λογοτεχνία. Φαίνεται ότι τότε, τα χρόνια της γενεύ-
ης, ο Κάλβος φιλοδοξεί να καταπιαστεί με την επίδραση
των καλών τεχνών, των ηθών και των πολιτικών γεγονό-
των στη λογοτεχνία, τόσο την ελληνική74 όσο και την ιτα-
λική.75
την ίδια χρονιά με τα καλβικά μαθήματα της γενεύης
ανοίγει τις πύλες της η ίόνιος άκαδημία. ο ιδρυτής της,
κόμης γκίλφορντ, προσλαμβάνει τον Κάλβο ως καθηγητή
το 1827, μετά την εγκατάσταση του τελευταίου στην Κέρ-
κυρα. τα μαθήματα του Κάλβου αυτή τη χρονιά έχουν τον
τίτλο εκείνων της γενεύης και επιπλέον συμπεριλαμβά-
νουν την ποίηση του Δάντη. ο Κ. ςολδάτος πιθανολογεί
ότι το «ςχέδιο» χρησίμευσε στον Κάλβο για να οργανώσει
τα πρώτα του μαθήματα στην ίόνιο άκαδημία, το 1827. άς
μην ξεχνάμε όμως κυρίως, ότι το επιστέγασμα της συνερ-
γασίας του Κάλβου με το πρώτο πανεπιστημιακό ίδρυμα
του νεότερου ελληνικού κόσμου, δηλαδή η τρίτη καθηγε-
σία του, το έτος 1840-41, στην ίόνιο άκαδημία, φέρνει στο
κέντρο της καλβικής διδασκαλίας έναν άμεσο απόγονο
της σκοτσέζικης σχολής, τον τόμας ριντ.76 άπό το Progetto

Διδάκτωρ της φιλοσοφίας. η πρώτη καθηγεσία του στην ίόνιο άκα-


δημία (1826-1827)», Επτανησιακή Πρωτοχρονιά, 1 (1960) 16.
74. Μ. Bouvier-Bron, «Le séjour du poète grec André Calvos à
Genève et Lausanne», The Historical Review/La Revue Historique, τ.4
(2007) 13-14.
75. Π. Καραγιώργος, «Άγνωστα γράμματα του Κάλβου», Δελτίο της
Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας, 19 (1982) 70-71.
76. Εξοικειωμένη με τον στοχασμό των ςκοτσέζων φιλοσόφων του
18ου αι. και κυρίως του τόμας ριντ, η άθανασία γλυκοφρύδη-λεο-
ντσίνη [η γνωσιοθεωρητική θεμελίωση της αισθητικής του Thomas
Reid, Διδακτορική διατριβή, ΕΚπα, άθήνα, 1988], διαβάζοντας την
προδημοσίευση του άλιπράντη, κάνει τη σχετική διαπίστωση. βλ.
άθ. λεοντσίνη-γλυκοφρύδη, «γλώσσα και αλήθεια στην ποίηση

52
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

di nuovi principii di belle lettere έως τα Μαθήματα φιλοσο-


φίας η ρητορική ως πεδίο μάθησης αντανακλά την πλού-
σια ανάκαμψη που γνωρίζει στον ευρωπαϊκό χώρο, και λει-
τουργεί για τον Κάλβο με τρόπο ανάλογο: τροφοδοτεί τη
γραμματολογία και την αισθητική, συνυφαίνεται με τη φι-
λοσοφία, ενώ παράλληλα φωτίζει την προσπάθειά του να
οργανώσει από τα παραπάνω πεδία διδακτικές ενότητες.

Ο Κάλβος απέναντι στους διαρκείς


μετασχηματισμούς της λογγίνειας θεωρίας

η παρατήρηση ωστόσο του βαγενά, το 2009, δεν μας ωθεί


απλώς να δούμε το καλβικό υψηλό σε ένα περιβάλλον ρη-
τορικής, αλλά του προσδίδει και ένα συγκεκριμένο περιε-
χόμενο: το στοιχείο που θεωρεί «λογγίνειο» είναι η εκ μέ-
ρους του Κάλβου παρομοίωση των ρητορικών λόγων με
«φουρτουνιασμένη θάλασσα» και «γαλήνιο ουρανό», σε
αντιστοιχία με τη λογγίνεια παρομοίωση των λόγων του
Δημοσθένη και του Κικέρωνα με κεραυνό ή αστραπή και
με πελώρια φωτιά αντίστοιχα.
άν κανείς δεν διαθέτει μια σχετική εξοικείωση με την
πραγματεία του λογγίνου και τη σχετική βιβλιογραφία,
πιθανώς έχει ήδη αρχίσει να αναρωτιέται τι μπορεί να είναι
υψηλό στην παρομοίωση ενός ρητορικού λόγου με στοι-
χεία της φύσης. Πού σταματά το υψηλό να αποτελεί τεχνι-
κό όρο της ρητορικής και πού αρχίζει να αφορά ουρανούς,
θάλασσες και πυρκαγιές; άπό τον νικολόπουλο έως τον
Παλαμά αλλά και αργότερα, όταν πιστώνεται στον Κάλβο
ένα στοιχείο ύψους, το υψηλό χρησιμοποιείται στις περισ-
σότερες περιπτώσεις ως ένας αφηρημένος χαρακτηρισμός
ποιότητας ή ένα υφολογικό χαρακτηριστικό περιγραφικό
της ελληνοπρέπειας, του πατριωτισμού και του πινδαρι-

του Κάλβου» (1992), Νεοελληνική Φιλοσοφία. Πρόσωπα και θέματα,


άθήνα, άφοί τολίδη, 1993, 306-307.

53
αγγελα γιωτη

σμού των ωδών. Εάν όμως επιχειρήσουμε να διερευνήσου-


με τον λογγίνεια υψηλό χαρακτήρα στο έργο του Κάλβου,
όπως μας παροτρύνει έμμεσα η τοποθέτηση του βαγενά,
θα έχουμε να παρατηρήσουμε περισσότερα.
άσφαλώς το υψηλό κατά τα πρώτα στάδια πρόσληψης
της λογγίνειας πραγματείας παραμένει αυτονόητα άρρη-
κτα συνδεδεμένο με το συγγραφικό ύφος. Ωστόσο, ήδη
στο 35ο κεφάλαιο της πραγματείας του λογγίνου (§35,4)
εντοπίζεται το σημείο που επιτρέπει μια επέκταση της έν-
νοιας του ύψους από στοιχείο υφολογικό σε στοιχείο φυ-
σικό. Μέσα λοιπόν στο διάστημα των ετών από το 1674
έως το 1790, τα χρόνια δηλαδή κατά τα οποία οι προσεγ-
γίσεις του υψηλού που μας παραδίδουν οι Μπουαλώ και
Καντ σηματοδοτούν τη μακρά πορεία μετεξέλιξης της έν-
νοιας του ύψους στη νεωτερική εποχή· όσο περισσότερο
το μικρό αυτό χωρίο του Περί ύψους έλκει την προσοχή
των μελετητών, τόσο περισσότερο ποικίλλουν οι απόψεις
τους ως προς το ποιος ή τι θα ονομάζεται υψηλό. Ένα (φυ-
σικό) αντικείμενο καθαυτό; Ή μήπως, άσχετα με τα παρα-
πάνω, υψηλό θα ονομάζεται το συναίσθημα που προκύ-
πτει από τη θέαση του φυσικά υψηλού αντικειμένου στον
ψυχισμό του θεατή; άν λοιπόν η διττή φύση της πραγμα-
τείας του λογγίνου εντοπίζεται αρχικά στην εύκολη μετα-
κίνηση που προσφέρει από τη ρητορική στη λογοτεχνία,
φτάνουμε τώρα σε ένα ακόμα στοιχείο αυτής της διττότη-
τας: το Περί ύψους δεν προσφέρει απλώς μια εύκολη με-
τάβαση από τη ρητορική στο πεδίο της αισθητικής, αλλά
γεφυρώνει τα δύο πεδία, καθώς είναι το πρώτο εγχειρίδιο
ρητορικής στο οποίο το υψηλό, πέρα από υφολογική κα-
τηγορία, αξιοποιείται και στην απόδοση μιας αισθητικής
εμπειρίας της φύσης.
για τον τζόζεφ Άντισον, αναγνώστη του λογγίνου,
το υψηλό είναι απολύτως συνδεδεμένο με τη φύση, την
απεραντοσύνη και τη δύναμη της φύσης.77 άπέναντι σε

77. τα κείμενα του Άντισον που αφορούν στο υψηλό δημοσιεύονται

54
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

φυσικά αντικείμενα απείρως εκτεινόμενα, όπως είναι ο


ωκεανός και τα ψηλά βουνά, ο άνθρωπος νιώθει ένα συ-
ναίσθημα δέους και κάποτε τρόμου, που διαφοροποιείται
από την απλή ευχαρίστηση. βρισκόμαστε στο κέντρο μιας
προσέγγισης κατεξοχήν εμπειρικής, που συνειδητά πια
αντικαθιστά το ενδιαφέρον για τους συγγραφικούς κανό-
νες από ένα εξίσου ισχυρό ενδιαφέρον για τις καταστά-
σεις στις οποίες υποβάλλεται το αισθητικά ενεργό υπο-
κείμενο: ατενίζοντας τις Άλπεις απολαμβάνει ένα θέαμα
που δεν το θεωρεί όμορφο και που του εμπνέει τρόμο. οι
απόψεις του Άντισον βρίσκουν ανταπόκριση στο έργο θε-
ωρητικών όπως οι τζον Μπέιλι, χένρι χόουμ (1696-1782)
και άλεξάντρ Ζεράρ (1728-1795). το υψηλό σταδιακά δι-
αχωρίζεται από το ωραίο και αυτή η αίσθηση του τρόμου
ενσωματώνεται στις αισθητικές αναπαραστάσεις του δια-
φωτιστικού κλασικισμού.
ο διαχωρισμός του υψηλού από το ωραίο είναι απο-
λύτως σαφής ήδη στον τίτλο του συγγράμματος του
Έντμουντ Μπερκ: A Philosophical Enquiry into the Origin
of our Ideas of the Sublime and Beautiful (1757). η οριοθέ-
τηση του πεδίου της διαφοράς των δύο εννοιών, που αντι-
μετωπίζονται στον πρόλογο από τον Μπερκ78 ως αισθητι-

τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αι. στο περιοδικό Spectator. βλ. ενδει-
κτικά J. Addison, [No 339. Saturday, March 27, 1712], [No 412. Mon-
day, June 23, 1712: «Paper II. On the Pleasures of the Imagination»],
[No 413. Thursday, June 24, 1712: «Paper III. On the Pleasures of the
Imagination»], [No 414. Wednesday, June 25, 1712: «Paper IV…»] στο
Joseph Addison και Richard Steele, The Spectator: With a Biographical
and Critical Preface, and Explanatory Notes in four volumes, λονδίνο,
Bosworth, 1854, τ. III, 58-63, 272-275, 275-278, 279-282. Επίσης σχετι-
κά αποσπάσματα των άρθρων του Spectator βλ. στο A. Ashfield & P. de
Bolla (επιμ.), The Sublime: A Reader in British Eighteenth-Century Aes-
thetic Theory, Cambridge University Press, 1996, 62-71.
78. ο Άντισον ωστόσο είναι ο πρώτος που θα μιλήσει για το ύψος
διαχωρίζοντάς το από άλλες αισθητικές ποιότητες. τρεις είναι οι κα-
τηγορίες που διακρίνει: του μεγαλοπρεπούς (υψηλού), του ωραίου και
του καινοφανούς.

55
αγγελα γιωτη

κές κατηγορίες, αποτελεί έναν στόχο που βρίσκεται κάθε


στιγμή στο κέντρο της ερευνητικής του προσπάθειας. η
τάση του Μπερκ είναι προς την υπόδειξη της αντιπαράθε-
σης: η μελέτη βασίζεται στην αντίθεση πόνου και ευχαρί-
στησης. η ευχαρίστηση προκαλείται από το ωραίο και ο
πόνος από το υψηλό.
ο Μπερκ ξεκινάει και αυτός από μια θεώρηση του
υψηλού ως ποιότητας που αποδίδεται σε ένα αντικείμε-
νο. Εντούτοις, η προσέγγισή του είναι ακόμα περισσότερο
προσανατολισμένη προς την πλευρά του υποκειμένου. Κι
απ’ αυτόν τον προσανατολισμό προκύπτει το ενδιαφέρον
του για την αντίθεση ανάμεσα στα συναισθήματα του πό-
νου και της ευχαρίστησης. άναλύοντάς την παρατηρεί το
εξής παράδοξο: υπάρχει ένα είδος ευχαρίστησης και μέσα
στον πόνο, που συνδέεται με το στοιχείο του τρόμου και
συνδυάζεται με ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης. Εδώ ακρι-
βώς εντοπίζεται η ευχαρίστηση που προκαλεί το υψηλό,
καθώς προκύπτει από καταστάσεις που συνδέονται με τον
τρόμο, όταν η οδυνηρότητά τους μειώνεται εξαιτίας των
συνθηκών ασφάλειας στις οποίες βρίσκεται το υποκείμενο.
ςτη συνέχεια ο Μπερκ περιγράφει αναλυτικά υψηλά
αντικείμενα [sublime objects]. Διερευνά τις αισθητές ποι-
ότητες που τα κάνουν να φαίνονται τρομερά ή τους δί-
νουν τη δυνατότητα να επιδρούν στον άνθρωπο με τρόπο
ανάλογο. τι είναι όμως αυτό που δικαιολογεί την επίδρα-
σή τους πάνω μας; ο Μπερκ τώρα υιοθετεί μια εξήγηση
που σχετίζεται με τη φυσιολογία: τα αντικείμενα της κα-
τηγορίας που περιγράφηκαν παραπάνω προκαλούν βίαιες
κινήσεις των νεύρων. άυτή η θέση, που συναρτά την από-
λαυση ή τον τρόμο με τη λειτουργία αισθητηριακών ορ-
γάνων, λειτουργεί αρκετά βοηθητικά στην ανάπτυξη της
αισθητικής.
τι σχέση μπορεί ωστόσο να έχει ο Κάλβος με όλα αυ-
τά;79 Μάλλον όχι κάποια ιδιαίτερη. Πιθανόν αυτή που δι-

79. ςτις σημειώσεις που συνοδεύουν το κείμενο της προέκδοσης

56
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ατηρούν οι περισσότεροι διανοούμενοι της εποχής του: η


συμβολή του Μπερκ στη μετεξέλιξη της έννοιας του υψη-
λού είναι τόσο εμβληματική, που καταφέρνει να αποτε-
λέσει σημείο αναφοράς έως και την εποχή του Κάλβου.
άκόμα και αν ο Κάλβος δεν διάβασε ποτέ την τελευταία
μελέτη του παλιού του μέντορα, του Φόσκολο, για τις Χά-
ριτες, δημοσιευμένη από τον ίδιο τον Φόσκολο το 1822
στο λονδίνο, και άρα δεν είδε ποτέ την αρνητική αναφορά
του Φόσκολο στην μπερκιανή θεωρία, όπως καταγράφεται
σ’ αυτό το κείμενο· πιθανόν να είχε συζητήσει μαζί του σχε-
τικά όσο και οι δυο βρίσκονταν στην πατρίδα του Μπερκ
και συζητούσαν για τις Χάριτες πριν την οριστική ρήξη στις
σχέσεις τους. άυτό ωστόσο που θα πρέπει να θεωρηθεί βέ-
βαιο είναι πως έως την εποχή του Κάλβου η χρήση φυσι-
κών αντικειμένων ως συμβόλων του υψηλού έχει παγιω-
θεί στη λογοτεχνία, και στοχεύει στην αυτόματη ανάκληση
συναισθημάτων όπως ο τρόμος, το δέος και η ιδιαίτερη αι-
σθητική απόλαυση που προσφέρουν. Και παρότι ο ίδιος ο
Μπερκ επιχειρεί μια σχετική απομάκρυνση από την παρά-
δοση του λογγίνου και του Μπουαλώ αποφεύγοντας να
αναφερθεί και στους δύο, για τους πιο πιστούς του λογγί-
νου ακόμα και η δική του παρέμβαση θα συνυπολογιστεί
με αυτές που υπογραμμίζουν τη σημασία του λογγινικού
χωρίου (§35,4), όπου εντοπίζεται η έμφαση στην αισθητι-
κή θεώρηση των φυσικών αντικειμένων του ύψους.
η περίπτωση του ςκοτσέζου τόμας ριντ δεν παρουσι-
άζει ασφαλώς ένα αυτόνομο ενδιαφέρον ως προς τον με-

των καλβικών μαθημάτων φιλοσοφίας, ο ν. ςεβαστάκης, κρίνοντας


με γνώμονα την αναφορά του Κάλβου σε «υψηλά αντικείμενα», δι-
ατυπώνει την άποψη ότι η περί ύψους θεωρία του Κάλβου απέχει
πολύ από τις σχεδόν σύγχρονές του επεξεργασίες της ευρωπαϊκής
φιλοσοφίας (εννοεί τις ανάλογες θεωρήσεις των Μπερκ και Καντ)·
και, καθώς αγνοεί την πηγή του Κάλβου, υποθέτει ότι κινείται σε
μια περιοχή «βολταιρισμού», όπου η «υψηλότης είναι μια ευγενής
ομορφιά» [ν. ςεβαστάκης, «ςημειώσεις για το “Δ”», Το Δέντρο, 67-
68 (1992) 36].

57
αγγελα γιωτη

τασχηματισμό της έννοιας του ύψους, στον βαθμό ωστό-


σο που ο ίδιος εκφράζεται σχετικά η συμβολή του γίνεται
ενδιαφέρουσα εξαιτίας της σχέσης που τον συνδέει με τον
Κάλβο-καθηγητή της φιλοσοφίας στην ίόνιο άκαδημία.
Είδαμε ότι από την εποχή του Μπερκ το ενδιαφέρον για
τα υψηλά συναισθήματα θεματοποιεί ένα νέο πεδίο με-
λέτης του υψηλού. ςτην περίπτωση του ριντ παρατηρεί-
ται μια καταστρατήγηση αυτής της προτεραιότητας, προ-
κειμένου να δοθεί εκ νέου μια ενδιαφέρουσα έμφαση στα
«υψηλά αντικείμενα». ο ριντ επιμένει ότι τα αντικείμενα
που υπάγονται σε αισθητική εκτίμηση διαθέτουν ποιότη-
τες που είναι αντικειμενικά πραγματικές. ςτο στόχαστρό
του μπαίνουν σύγχρονές του φιλοσοφικές αντιλήψεις που
θέλουν τον υλικό κόσμο να μην είναι παρά φαινόμενο
μόνο, χωρίς άλλη υπόσταση από ιδέα του μυαλού. Δεν εί-
ναι ασφαλώς τυχαίο ότι στην κορωνίδα του ύψους τοπο-
θετείται από τον ριντ, ανενδοίαστα, ο ίδιος ο Θεός. Δεν
πρόκειται φυσικά για καμιά πρωτότυπη ανακάλυψη. Πε-
ρισσότερο έχουμε να κάνουμε με μια εμφατική επανασύν-
δεση με την προϊστορία της ανάπτυξης του υψηλού ως έν-
νοιας αισθητικής. ςτις παρυφές αυτής της πορείας, πολύ
πριν ο Μπερκ συστηματοποιήσει τις προηγούμενες σχετι-
κές εξελίξεις προς την κατεύθυνση της δικής του ερμηνεί-
ας, οι θρησκευτικές καταβολές του δέους και του τρόμου
απέναντι στο μεγαλείο της φύσης είναι ήδη εντονότατες
ανάμεσα στους μελετητές του λογγίνου.
Ήδη στο τέλος του 17ου αι. στην άγγλία ξεκινά ως μέ-
ρος μιας θεωρητικής προσέγγισης του υψηλού η σύνδε-
ση θρησκευτικού ύψους και ποίησης. η ενασχόληση του
τζον ντένις με το υψηλό εντοπίζεται κυρίως σε τρία κεί-
μενα γραμμένα από το 1696 ώς το 1704.80 το υψηλό είναι

80. Remarks on a Book Entitled Prince Arthur, 1696· The Advance-


ment and Reformation of Modern Poetry, 1701· The grounds of criti-
cism in Poetry, 1704. βλ. αποσπάσματα στο An. Ashfield και P. de Bol-
la (επιμ.), ό.π., 30-39.

58
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

για τον ντένις μια εμπειρία που μεταδίδεται μέσω της ποί-
ησης, στο φως μιας ψυχολογίας του αισθήματος και του
πάθους. άυτό είναι το στοιχείο που επιλέγει να κρατή-
σει από τον λογγίνο, ενώ καταλληλότερο πάθος για την
μετάδοση της εμπειρίας του υψηλού θεωρεί ο ντένις το
ενθουσιαστικό-θρησκευτικό πάθος. η προσέγγιση του
ντένις συντονίζεται με την ανακάλυψη του τρόμου ως αι-
σθήματος που συνδέεται με το υψηλό: αν το υψηλό ενυ-
πάρχει στη βίωση του τρόμου, τίποτα δεν είναι πιο τρο-
μερό από έναν θυμωμένο Θεό.81 Έχει ειδικό βάρος για τη
δική μας διερεύνηση η μελέτη ενός ακόμα αναγνώστη του
λογγίνου που φαίνεται να προσλαμβάνει το Περί ύψους
με τρόπο ανάλογο: του τζιαμπατίστα βίκο.82
άσφαλώς, τόσο για τον ντένις όσο και για τον βίκο,
η αφορμή αυτής της πορείας είναι το γνωστό παράδειγμα
ποιητικού ύψους της λογγίνειας πραγματείας (§ 9,9), εμ-
βληματικό ήδη στην προσέγγιση του Μπουαλώ, το χωρίο
της γενέσεως: «και είπεν ο Θεός γενηθήτω φως και εγένε-
το φως». άυτή η μικρή λεπτομέρεια, που συνιστά ωστό-
σο την πρώτη φορά που ένας ρήτορας της ελληνορωμα-
ϊκής παράδοσης στρέφεται στη βίβλο και τη βάζει δίπλα
στον Όμηρο, θα αποτελέσει παρακαταθήκη σημαντική και
ικανή να αποκαλύψει μια νέα διπλή προοπτική στο κεί-
μενο της ύστερης αρχαιότητας: ο αρχαίος κόσμος δίπλα
στον εβραϊκό. ςτη σύμπραξη αρχαιοελληνικής και εβραϊ-
κής λογοτεχνικής παράδοσης που απελευθερώνει ο λογ-
γίνος διαθέτουμε κιόλας ένα σημαντικότατο πεδίο εντός

81. D. Morris, The Religious Sublime, University Press of Kentucky,


1972, 47-78.
82. ο βίκο μας είναι φυσικά γνωστός ως μελετητής του λογγίνου,
η περίπτωσή του όμως θεωρήθηκε μάλλον απομακρυσμένη σε σχέ-
ση με τις εξελίξεις της εποχής σε γαλλικό και αγγλικό έδαφος, ώστε
μόνο πρόσφατα συμπεριλαμβάνεται σε σχετικές μελέτες ως παράλ-
ληλη με τον ντένις περίπτωση πρόσληψης του λογγίνου. βλ. Robert
Doran, The Theory of the Sublime from Longinus to Kant, Cambridge
UP, 2015, 72, 76-77 & 136-139.

59
αγγελα γιωτη

του οποίου δραστηριοποιείται λογοτεχνικά, μεταφραστι-


κά και εκδοτικά και ο ίδιος ο Κάλβος. Φυσικά ακολουθώ-
ντας μια τάση της εποχής, ασφαλώς όμως όχι χωρίς να
αντιλαμβάνεται την ιδιαιτερότητα αυτής της σύμπραξης.
Δεν έχουμε λοιπόν παρά να ερευνήσουμε αυτήν την τάση,
του θρησκευτικού υψηλού, προκειμένου να καταλάβουμε
πιο σταθερά τον τρόπο με τον οποίο ενεργοποιείται και
στο έργο του Κάλβου.
τέλος, η διαπιστωμένη, ισχυρή σχέση των Μαθημά-
των φιλοσοφίας με το φιλοσοφικό έργο του ριντ παρέχει
μια δραστική αφετηρία διερεύνησης ενός ακόμα ζητήμα-
τος που σχετίζεται με τη μετεξέλιξη της έννοιας του υψη-
λού, καθώς ο ριντ συνιστά από την πλευρά του Κάλβου
μια επιλογή που θα αναδείξει και μια διακριτικά αντικα-
ντιανή άποψη.83

ο λογγίνος υπήρξε χωρίς αμφιβολία ένα τολμηρό και γό-


νιμο πνεύμα, η μοίρα του οποίου ήταν αυτή που συχνά
επιφυλάσσει η ιστορία σε ανάλογες περιπτώσεις: σε πρώ-
το επίπεδο η λήθη που περιμένει τους πληθωρικούς και
κάποτε μη συστηματικούς στοχαστές, και ύστερα η εν-
θουσιώδης επανακάλυψή τους από μεταγενέστερους δια-
νοητές, που διαισθάνονται την αυθεντικότητα των ιδεών
τους. το τι μπορεί να συμβεί εδώ είναι προφανές: οι θαυ-
μαστές τείνουν κάποτε να ανακαλύπτουν πάρα πολλά στο
ιδεώδες πρότυπο μεταστρέφοντάς το ίσως, ασυναίσθητα,
στην κατεύθυνση των δικών τους σκέψεων. η πληθωρική
ανάπτυξη και διάχυση που γνωρίζουν οι αρχές του Περί
ύψους έως τον 19ο αι. ίσως κάποτε γινόταν δύσκολα κα-

83. Μια κατά τη γνώμη μου αυθαίρετη και υπεραπλουστευτι-


κή προσέγγιση του ύψους στα καλβικά Μαθήματα φιλοσοφίας, στη
βάση της καντιανής θεωρίας, επιχειρείται στο W. Benning, «Zwi-
schen Klassizismus und Romantik in Griechenland: das erhabene
Object bei Andreas Kalvos», στο Al. von Bormann (επιμ.), Ungleich-
zeitigkeiten der europäischen Romantik, βίρτσμπουργκ, 2006, 140.

60
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

τανοητή ακόμα και από τον πρώτο εισηγητή του ύψους.


Είναι όμως απολύτως βέβαιο ότι όλες αυτές οι ανα-
γνώσεις του λογγίνου αποτελούν ψηφίδες ενός κόσμου,
που υπήρξε ο πνευματικός κόσμος του Κάλβου. άκόμα
και αν ο Κάλβος είχε διαβάσει το Περί ύψους, από πουθε-
νά δεν προκύπτει να βρήκε σ’ αυτό ένα έργο που να τον
διαμόρφωσε καθοριστικά. η έρευνα για τη σχέση που πι-
θανόν αναπτύσσει ο Κάλβος με το έργο του λογγίνου δεν
θα έπρεπε να μας φέρει αντιμέτωπους με μια υπόθεση ερ-
γασίας, που θα επιχειρούσε να ελέγξει αν ο Κάλβος ως
νέος διανοούμενος κράτησε κάποτε την αρχαία πραγμα-
τεία στα χέρια του, τη διάβασε επιμελώς ή λιγότερο επιμε-
λώς και προσπάθησε να αντλήσει από το περιεχόμενό της
ιδέες και στοιχεία που τροφοδότησαν το δικό του έργο.
ο λόγος λοιπόν για τον οποίο ο λογγίνος εμφανίζεται
στον τίτλο αυτού του βιβλίου με εισαγωγικά δεν είναι μόνο
ο γνωστός: ότι δηλαδή ο λογγίνος παραμένει σύμβαση
ονόματος που καλύπτει την άγνοιά μας για την ταυτότητα
του συγγραφέα του Περί ύψους. Μέσα σ’ αυτή την πραγ-
ματική συνθήκη και υπό το ίδιο σύμβολο βρίσκει χώρο να
εκφραστεί και μια ακόμα σύμβαση: ο λογγίνος και η μελέ-
τη του είναι μόνο ο δορυφόρος στην τροχιά του οποίου θα
επιχειρήσουμε παρακάτω τη μελέτη της πνευματικής και
αισθητικής διαμόρφωσης του Κάλβου. υπό το σχήμα της
σχέσης του τίτλου, Κάλβος και λογγίνος, δεν υπονοείται
επ’ ουδενί μια σχέση άμεσης αναγνωστικής ανταπόκρισης.
Διερευνάται, αντίθετα, η σχέση που μπορεί να αναπτύσ-
σει ο Κάλβος με τον τρόπο που η εποχή του αντιλαμβάνε-
ται και κατανοεί την πραγματεία του λογγίνου, και μέσω
αυτής αναπτύσσει τη δική της ποιητική και αισθητική του
υψηλού. Θα περιηγηθούμε δηλαδή στις μεγάλες συζητή-
σεις για το υψηλό, ο απόηχος των οποίων αντανακλάται
στο έργο του Κάλβου και τροφοδοτεί την καλλιτεχνική
του δημιουργία και το διδακτικό του έργο.
άλλά και πάλι τα πράγματα δεν είναι εύκολα, γιατί τι
από την πλημμυρίδα των άλλοτε εναργών και άλλοτε συ-
61
αγγελα γιωτη

γκεχυμένων ενοράσεων που εμπνέει ο λογγίνος συνιστά


ένα αρραγές και συμπαγές αισθητικό μόρφωμα ή μια ενι-
αία περιεχομενολογική κατηγορία, τέτοια που αν τα περι-
γράψουμε επαρκώς και λεπτομερώς θα μπορούσαμε μετά
να ελέγξουμε κατά πόσο ο Κάλβος τα υιοθετεί; ςτη βάση
όσων προηγήθηκαν τρεις είναι οι διαδρομές του υψηλού
που συνιστούν εδώ το οδηγητικό νήμα για την επίσκεψη
σε αντίστοιχες περιοχές του αισθητικού στοχασμού του
Κάλβου στο πρώτο μέρος της μελέτης: η διαμόρφωση της
ποιητικής υπό την επίδραση των υψηλών ποιητών, η δια-
μόρφωση ενός διδακτικού αντικειμένου στην κατηγορία
των belles lettres ως διάδοχου πεδίου της ρητορικής, και
η συγκρότηση ενός μαθήματος με περιεχόμενο από τη φι-
λοσοφική αισθητική έως τη φιλοσοφία. ςτην τροχιά αυτών
των διαδρομών και στη λογική της επικοινωνίας που επι-
τρέπουν των τριών πεδίων –της ποιητικής, της ρητορικής
και της φιλοσοφικής αισθητικής–, διαμορφώνονται τα τρία
κεφάλαια στο πρώτο μέρος της μελέτης.
ςτο πρώτο κεφάλαιο διερευνάται η σχέση του Κάλβου
με τους υψηλούς ποιητές Πίνδαρο και Δαβίδ. η επιλογή
των δύο στηρίζεται τόσο στην εξέχουσα θέση που κατέ-
χουν στο πεδίο της πρόσληψης του Περί ύψους αλλά και
στο έργο του Κάλβου, όσο και στον τρόπο με τον οποίο
οι δυο τους θεματοποιούν από κοινού μια ιδιαίτερη περι-
οχή έρευνας που σχετίζεται με τη συνάντηση της βίβλου
και της αρχαιότητας στην πολιτισμική παραγωγή του 19ου
αι. Με αυτό το σκεπτικό ιχνηλατείται η διαμόρφωση πρώ-
τα του φαινομένου του πινδαρισμού σε άγγλία και ίταλία
έως τη στιγμή που ο Κάλβος μετατρέπεται σε ένα αντη-
χείο που μας μεταδίδει τον απόηχο αυτής της παράδοσης.
άσφαλώς, το ισχυρότερο μέρισμα στην καλβική ανταπό-
κριση είναι η αξιοποίηση του πινδαρισμού στην κατεύθυν-
ση μιας αγωνιστικής ποίησης και υπό αυτήν την έννοια η
εκτενέστερη περιοχή καλλιέργειας του πινδαρισμού είναι
για τον Κάλβο οι ωδές. η περιοχή αυτή όμως διευρύνεται
όσο προχωράμε στην ανίχνευση της επίδρασης που ασκεί
62
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

η εβραϊκή ποίηση στον Κάλβο, καθώς εδώ πλέον έχουμε


να κάνουμε όχι μόνο με τον ποιητή των ωδών, αλλά και με
τον τραγικό ποιητή, που εμπνεύστηκε από τον Δαβίδ-ή-
ρωα του άλφιέρι στην τραγωδία Σαούλ για να γράψει τις
Δαναΐδες, αλλά και με τον Κάλβο-εκδότη που εξέδωσε τον
Σαούλ του άλφιέρι· έμμεσα και με τον Κάλβο-δάσκαλο
που συμπεριέλαβε τον Σαούλ σε μια έκδοση μαθημάτων
της ιταλικής γλώσσας. οπωσδήποτε βέβαια, βρισκόμαστε
ενώπιον του Κάλβου-μεταφραστή των Ψαλμών του Δαβίδ.
η πρακτική αξιοποίησης της πινδαρικής παράδοσης στην
κατεύθυνση μιας αγωνιστικής ποίησης, χωρίς καθόλου να
υποσκελίζεται, εμπλουτίζεται φέρνοντας στο φως μια πα-
ράμετρο που κάθε άλλο παρά απούσα είναι στον Πίνδαρο:
τη θρησκευτικότητα. την εντονότατη πολιτική στόχευση
που εμφανίζει η προοπτική σύμπραξης των δύο εμβλημα-
τικών ποιητικών κεφαλαίων, του Πίνδαρου και του Δαβίδ,
για τον Κάλβο συμπληρώνει και θεωρητικοποιεί η τοποθέ-
τηση του άλφιέρι για τον «υψηλό ποιητή».
Εκκινώντας στο δεύτερο κεφάλαιο από το πεδίο της δι-
δασκαλίας της ρητορικής και διερευνώντας τον τρόπο με
τον οποίο συμβάλλει στη διαμόρφωση τάσεων στη γραμ-
ματολογία, την ιστορία και την πολιτική θεωρία του ιτα-
λικού κόσμου, βρισκόμαστε από την αρχή απέναντι στον
πιο σημαντικό εισηγητή του λογγίνου στην ίταλία κατά
τον 18ο αι.: τον τζιαμπατίστα βίκο. άν κανείς μελετήσει το
έργο του ίταλού ρητοροδιδάσκαλου, πιθανόν να αναρωτη-
θεί πού πήγε τελικά η ρητορική στο απαύγασμα της βικια-
νής θεωρίας που είναι η νέα Επιστήμη. Όμως η θεωρία του
βίκο για το υψηλό ξεκινάει το 1711 από μια εξέταση του
υψηλού ύφους στη ρητορική για να ενσωματώσει έως το
1744, στη νέα Επιστήμη, μια ερμηνεία της πριμιτιβιστικής
ποίησης –πρότυπο της οποίας ο βίκο θεωρεί τα ομηρικά
έπη–, και να μετεξελιχθεί έτσι σε μια νέα κριτική της ποί-
ησης. το είδος της συμπλοκής ανάμεσα στη ρητορική και
στην ερμηνεία της ποίησης είναι από τις πιο αυθεντικά ιτα-
λικές αναγνώσεις του λογγίνου, κι ενώ το όραμα του βίκο
63
αγγελα γιωτη

για την ανθρωπιστική εκπαίδευση δεν είναι αμιγώς θεολο-


γικό, η χριστιανική πίστη παραμένει ζήτημα κεντρικό στη
θεώρησή του για τη διαμόρφωση του ανθρώπου. οι συ-
μπατριώτες του θα αργήσουν, αλλά θα διαβάσουν τελικά
τον βίκο με πάθος κατά την αυγή του νέου αιώνα, αξιοποι-
ώντας τη θεωρία του σε ένα πεδίο πολιτικού ριζοσπαστι-
σμού σύμφωνα με τις αρχές του Risorgimento. ςτη βάση
αυτής της εξέλιξης έχει προηγηθεί ως προϊστορία η καλλι-
έργεια μιας ιδιαίτερης παράδοσης ρητορικής στην ίταλία
των αρχών του 19ου αι., στο πλαίσιο της οποίας η σύμπρα-
ξη ρητορικής και λογοτεχνίας κερδίζει ιδιαίτερο έδαφος.
το κεντρικό παράδειγμα του Φόσκολο θα αναλυθεί περισ-
σότερο, εξαιτίας της κοντινής του σχέσης με τον Κάλβο.
Ήδη με τον βίκο βρισκόμαστε στο περιβάλλον μιας εκ-
παιδευτικής πολιτικής. το ίδιο συμβαίνει και με την παρά-
δοση των belles lettres, την ιταλική αφομοίωση της οποίας
θα παρακολουθήσουμε στο δεύτερο μέρος του δεύτερου
κεφαλαίου. Καίρια αποδεικνύεται στο σημείο αυτό η συμ-
βολή του μεταφραστή του εγχειριδίου του Μπλερ στα
ιταλικά, του Φραντσέσκο ςοάβε, ο οποίος αξιοποιεί ιδι-
αιτέρως την εγγενή κλίση του έργου προς τις αρχές του
Διαφωτισμού και του εμπειρισμού. Και παρά το γεγονός
πως όλα δείχνουν ότι έχουμε να κάνουμε με δύο εντελώς
διαφορετικές παραδόσεις λόγων: τη βικιανή θεωρία και
την ιταλική παράδοση των belle lettere, οι εσωτερικές τους
ομοιότητες έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον μελετητών
που έχουν αναδείξει ίχνη μιας εκλεκτικής συγγένειας ανά-
μεσά τους. Θα επιχειρήσουμε κι εμείς να ακολουθήσουμε
αυτά τα ίχνη και θα διερευνήσουμε με αυτήν την αφορμή
τη συμβολή και άλλων, όπως του τζιουζέπε Παρίνι.
ςτη βάση που δημιουργεί η γνωριμία μας με τις δύο
παραπάνω παραδόσεις, μπορούμε πλέον, στα δύο τελευ-
ταία μέρη αυτού του κεφαλαίου να ακολουθήσουμε τον
απόηχό τους στο καλβικό έργο: πρώτα στο «ςχέδιο νέων
αρχών των γραμμάτων» και ακολούθως στις ωδές. Ως μέ-
ρος αυτής της αναζήτησης θα διερευνηθούν και οι προϋ-
64
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

πάρχουσες ερευνητικές τοποθετήσεις σχετικά με τις γενε-


τικές καταβολές του καλβικού «ςχεδίου».
η τροπή που παίρνουν οι συζητήσεις για το υψηλό
οδηγούν απαρέγκλιτα στη φιλοσοφική αισθητική και τη
φιλοσοφία. το ίδιο και η διανοητική πορεία του Κάλβου.
ςτο τρίτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους θα ακολουθήσου-
με τη διαδρομή του στην ίόνιο άκαδημία, κυρίως μέσα από
τα μαθήματα του έτους 1840-1841, που οργανώθηκαν ως
μεταφορά της φιλοσοφίας του τόμας ριντ. Ως άξονας μορ-
φοποίησης στη διερεύνηση αυτής της σχέσης αναδεικνύ-
εται το βασικό χαρακτηριστικό της φιλοσοφικής οπτικής
του ριντ: η θεωρία του common sense. ςτη συνάφεια που
μπορεί να εμφανίζει με τη βικιανή sensus communis παρα-
κολουθεί κανείς την εξέλιξη μιας κατεξοχήν αντικαρτεσια-
νής σκέψης.
άλλά τι απέγινε εκείνο το ύψος που διάβασε ο Πα-
λαμάς στον Κάλβο και το κληροδότησε ως βασικό χαρα-
κτηριστικό σε μια πλειάδα ποιητών-συνομιλητών και με-
λετητών του Κάλβου; ςτον άξονα που δημιουργούν οι
συντεταγμένες της παλαμικής ανάγνωσης μπορούμε να
ανιχνεύσουμε, στο δεύτερο μέρος της μελέτης, την κατα-
σκευή ενός υψηλού Κάλβου που ισοδυναμεί πότε με μια
ιστορία μονοδιάστατης ερμηνείας του έργου του και πότε
με μια ιστορία διαρκών παραμορφώσεων της εικόνας του.
Έτσι, μονοδιάστατα καλλιεργήθηκε για καιρό πότε το νε-
οκλασικό και πότε το ρομαντικό προφίλ του ποιητή Κάλ-
βου, το θρησκευτικό και το πατριωτικό στοιχείο της ποί-
ησής του. Κυριότατα όμως παραμορφωτική υπήρξε η
θεώρησή του ως ενός υψηλού «ποιητή της ίδέας», θέση
που εκφράστηκε κυρίως από τον Κ. τσάτσο και επιχείρη-
σε να συνδέσει τον Κάλβο με μια περιοχή «ιδεαλιστικής»
φιλοσοφίας, καταφέρνοντας σε μεγάλο βαθμό και για με-
γάλο διάστημα να συνενώσει τις φωνές εκείνων των μελε-
τητών που ανέγνωσαν στην ποίηση του Κάλβου ένα σύμ-
βολο εθνικής υπερηφάνειας και μεγαλείου.

65
Π Ε ρί Ε χοΜ Ε νά

Προλογος 9

ΕίςάγΩγη
«Ὑψηλὸν δόσε τόνον ὦ λύρα»: Ζητήματα ύψους από τον λογγίνο
έως τον Κάλβο
Ανάμεσα στον μεγαλοπρεπή Κάλβο του Παλαμά και τον χασματικό
Κάλβο του Σεφέρη 15
Ο Κάλβος στα ίχνη του «υψηλού» ποιητή Πίνδαρου 23
Στοιχεία για ένα αίτημα των καλβικών ερευνών που δεν
συγκροτήθηκε ποτέ 34
Ο Κάλβος δημόσιος ομιλητής και δάσκαλος 46
Ο Κάλβος απέναντι στους διαρκείς μετασχηματισμούς της λογγίνειας
θεωρίας 53

ΜΕρος ά΄
υψηλΕς ΔίάΔροΜΕς

ΚΕΦάλάίο ΠρΩτο
ςτη σφαίρα επιρροής των υψηλών ποιητών

ί. ο υψηλός ποιητής Πίνδαρος. Ευρωπαϊκός πινδαρισμός


έως τον 19ο αιώνα ή αρχαίοι εναντίον νεωτερικών και
ρομαντικοί-νεοκλασικιστές 69
Στοιχεία για την ανάπτυξη του πινδαρισμού στη Βρετανία 69
Στοιχεία για την ανάπτυξη του πινδαρισμού στην Ιταλία 78
Πινδαρικά στοιχεία στην ποίηση του Κάλβου 100

ίί. ο υψηλός ποιητής Δαβίδ 128


Ο παραλληλισμός Πίνδαρου και Δαβίδ 128
Το «πρόσωπο» του Θεού στον Κάλβο: αντίδοτο στην
απελπισία και πηγή «ελπίδας» 138

471
αγγελα γιωτη

«Θάνατον θέλω» – «Io voglio morte» 146


Η «αθώα ελπίδα» στις Δαναΐδες και η αυτοδιάθεση με τίμημα
τον θάνατο 157

ίίί. ο «υψηλός συγγραφέας» του βιτόριο άλφιέρι 176

ΚΕΦάλάίο ΔΕυτΕρο
η διδασκαλία της ρητορικής και οι νέες τάσεις στη
γραμματολογία, στην ιστορία και στην πολιτική θεωρία

ί. Nεωτερικές αναγνώσεις του λογγίνου στον ιταλικό κόσμο


κατά τον 18ο και τον 19ο αι.: τζιαμπατίστα βίκο
Το υψηλό στον Βίκο 185
Η αποκατάσταση της βικιανής θεωρίας στα ίχνη του πολιτικού
ριζοσπαστισμού 193
Ρητοροδιδάσκαλοι-ποιητές: το παράδειγμα του Φόσκολο 198

ίί. Nεωτερικές αναγνώσεις του λογγίνου στον ιταλικό


κόσμο κατά τον 18ο και 19ο αι.: η κατηγορία των belles
lettres
Φραντσέσκο Σοάβε και Χιου Μπλερ – Τζιουζέπε Παρίνι και Σαρλ
Μπατέ 207
III. το «ςχέδιο νέων αρχών των γραμμάτων που μπορούν να
εφαρμοστούν στις Καλές τέχνες»
Προβλήματα και βεβαιότητες γύρω από ένα «Σχέδιο» 226
«Η με ιστορισμό εξήγηση του φαινομένου της τέχνης» 234
«Η Επιστήμη που θα εντοπίσει τις πρώτες ρίζες του ωραίου και
του αγαθού» και ο ρόλος της ρητορικής και των παθών 245
Από τα πάθη στα ήθη 251
ίV. η (επανα)τροφοδότηση της καλβικής ποίησης 257

Κ Ε Φά λ ά ίο τ ρί το
Περί φιλοσοφικής αισθητικής και φιλοσοφίας
ί. ο «αυτοδίδακτος» φιλόσοφος Κάλβος 269
ίI. η αυγή ενός νέου αιώνα στην ίταλία: επεισόδια από

472
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

τη δεξίωση της καντιανής φιλοσοφίας και το «ταξίδι» του


τόμας ριντ 276

ίίI. ο τόμας ριντ, η common sense και ο Κάλβος 282


ίV. τα καλβικά Μαθήματα φιλοσοφίας
«Από τα δεδομένα των υλιστών στα συμπεράσματα των
πνευματοκρατών» 291
Επαγωγή vs. υπόθεση: «Λόγος περί της μεθόδου» της γνώσης
299
«Υλιστές ή εξωτερικοί» – «πνευματιστές ή εσωτερικοί» –
«σκεπτικοί» και ο Καντ 316
«Περί μεγέθους ή ύψους. Το ύψος εις το ύφος» και το ύψος της
ηθικής 328

ΜΕρος β΄
το ΚάλβίΚο υψηλο: ΕρΜηνΕυτίΚΕς
τοΠοΘΕτηςΕίς Κάί «ΠάράΜορΦΩςΕίς»

ΚΕΦάλάίο ΠρΩτο
η πρόσληψη του καλβικού πινδαρισμού και η διαμάχη
μεταξύ αρχαίων και νεωτερικών (καλβιστών) 343

ΚΕΦάλάίο ΔΕυτΕρο
η πρόσληψη του θρησκευτικού στοιχείου στην
καλβική ποίηση 379

ΚΕΦάλάίο τρίτο
ο Κάλβος ποιητής της ιδέας 399

ΕΠίλογος 419

βίβλίογράΦίά 429

ΕυρΕτηρίο ΠροςΩΠΩν Κάί ΕργΩν 459

You might also like