Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 241

ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ
ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗΣ

Μ. ΚΑΒΒΑΔΑΣ
Μ. ΠΑΝΤΑΖΙΔΟΥ

Ε. Μ. ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ Σεπτέμβριος 2007


ii

Στοιχεία Περιβαλλοντικής Γεωτεχνικής

Μ. Καββαδάς, Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΜΠ


Μ. Πανταζίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια ΕΜΠ

Σχολή Πολιτικών Μηχανικών, Ε. Μ. Πολυτεχνείο

Έκδοση Ε. Μ. Πολυτεχνείου
Έκδοση 12, Σεπτέμβριος 2007
iii

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ............................................................................................................ 1-1


1.1 Αντικείμενο της Περιβαλλοντικής Γεωτεχνικής .................................................... 1-1
1.2 Εξέλιξη της Περιβαλλοντικής Γεωτεχνικής .......................................................... 1-3
1.3 Το θεσμικό πλαίσιο............................................................................................. 1-6
1.3.1 Στις ΗΠΑ .................................................................................................. 1-6
1.3.2 Στην Ευρωπαϊκή Ένωση .......................................................................... 1-6

2. ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΚΤΑ ΟΡΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ......................................................... 2-1


2.1 Γενικά ................................................................................................................. 2-1
2.2 Κατηγορίες Στερεών Αποβλήτων ....................................................................... 2-3
2.2.1 Αστικά απορρίμματα ................................................................................ 2-3
2.2.2 Απόβλητα ορυχείων ................................................................................. 2-4
2.2.3 Βιομηχανικά απόβλητα ............................................................................. 2-5
2.2.4 Επικίνδυνα απόβλητα .............................................................................. 2-5
2.3 Αποδεκτά όρια ρύπανσης .................................................................................. 2-7
2.3.1 Αποδεκτά όρια ρύπανσης στις ΗΠΑ (USEPA, 1989) ............................... 2-7
2.3.2 Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα αποδεκτά όρια ρύπανσης ....... 2-9
2.3.3 Αποδεκτά όρια ρύπανσης στη Βρετανία (ICRCL, 1987)......................... 2-11
2.3.4 Αποδεκτά όρια ρύπανσης στην Ολλανδία .............................................. 2-11
2.4 Βιβλιογραφικές αναφορές ................................................................................. 2-13

3. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ .............................................................................. 3-1


3.1 Γενικές Αρχές ..................................................................................................... 3-1
3.2 Στοιχεία υδραυλικής των υπογείων υδάτων ....................................................... 3-6
3.2.1 Γενικά ....................................................................................................... 3-6
3.2.2 Κίνηση του υπόγειου νερού στην κορεσμένη ζώνη των εδαφών .............. 3-7
3.2.3 Η αρχή διατηρήσεως της μάζας σε κορεσμένα εδάφη............................ 3-14
3.2.4 Κίνηση του υπόγειου νερού προς αντλούμενες γεωτρήσεις ................... 3-16
3.2.5 Εκτίμηση των υδραυλικών παραμέτρων υδροφορέων μέσω δοκιμαστικών
αντλήσεων .............................................................................................. 3-18
3.2.6 Εκμετάλλευση υδροφορέων με αντλήσεις .............................................. 3-22
3.2.7 Κίνηση του υπόγειου νερού στη μερικώς κορεσμένη ζώνη των εδαφών 3-28
3.3 Υποχωρήσεις εδαφών λόγω αντλήσεων .......................................................... 3-32
3.4 Βιβλιογραφικές αναφορές ................................................................................. 3-35

4. ΑΛΛΗΛΕΠIΔΡΑΣΗ ΡYΠΩΝ ΜΕ ΤΟ EΔΑΦΟΣ ..................................................4-1


4.1 Εισαγωγή ...........................................................................................................4-1
4.1.1 Οι φάσεις του εδάφους και των ρύπων .................................................... 4-1
4.1.2 Περιεχόμενα κεφαλαίου ............................................................................4-3
4.2 Ισορροπία μεταξύ αέριας φάσης και μη υδατικής υγρής φάσης ………..............4-4
4.3 Ισορροπία μεταξύ αέριας φάσης και υδατικής φάσης ........................................4-7
4.4 Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και μη υδατικής υγρής φάσης ......................4-9
4.5 Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και στερεάς φάσης …… ............................4-10
iv

4.5.1 Μηχανισμοί εισρόφησης ........................................................................ 4-11


4.5.2 Μαθηματική προσομοίωση του φαινομένου της εισρόφησης ................ 4-12
4.5.3 Αργιλικά υλικά ........................................................................................ 4-20
4.6 Πρακτικές συνέπειες της αλληλεπίδρασης ρύπων – εδάφους ......................... 4-26
4.7 Παράδειγμα υπολογισμού συνολικής μάζας ρύπου στο υπέδαφος ................. 4-28
4.8 Περίληψη ......................................................................................................... 4-31
4.9 Βιβλιογραφικές αναφορές ................................................................................ 4-32

5. ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ................................................................................. 5-1


5.1 Γενικά ................................................................................................................. 5-1
5.2 Φυσικοί μηχανισμοί μεταφοράς ρύπων ............................................................. 5-2
5.3 Προσομοίωση της μεταφοράς ρύπων ................................................................ 5-4
5.3.1 Μεταφορά ρύπων λόγω μεταγωγής......................................................... 5-4
5.3.2 Μεταφορά ρύπων λόγω διάχυσης-διασποράς......................................... 5-5
5.3.3 Αρχή διατηρήσεως της μάζας του ρύπου ................................................ 5-6
5.4 Μονοδιάστατη κίνηση ρύπων στο έδαφος ......................................................... 5-8
5.5 Εξέλιξη του ρυπαντικού φορτίου μετά την αναίρεση του αιτίου της ρύπανσης 5-21
5.6 Βιβλιογραφικές αναφορές ................................................................................ 5-24

6. ΓΕΩΤΕΧΝΙΚEΣ EΡΕΥΝΕΣ ΥΠΕΔAΦΟΥΣ ........................................................... 6-1


6.1 Γενικά ................................................................................................................. 6-1
6.2 Συνήθεις γεωτεχνικές έρευνες ............................................................................ 6-1
6.2.1 Επιτόπου έρευνες .................................................................................... 6-2
6.2.2 Εργαστηριακές δοκιμές ............................................................................ 6-7
6.3 Ειδικές γεωτεχνικές έρευνες ............................................................................... 6-8
6.4 Έλεγχος της συμπυκνωσιμότητας των εδαφών ............................................... 6-10
6.5 Βιβλιογραφικές αναφορές ................................................................................ 6-14

7. ΧΩΡΟΙ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΣΤΕΡΕΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ..................................................... 7-1


7.1 Γενικά ................................................................................................................. 7-1
7.2 Κριτήρια επιλογής της θέσης του αποδέκτη ....................................................... 7-4
7.3 Παραγωγή στραγγίσματος και βιο-αερίου .......................................................... 7-8
7.3.1 Γενικά....................................................................................................... 7-8
7.3.2 Μηχανισμοί αποσύνθεσης των οργανικών ουσιών .................................. 7-9
7.4 Τυπικές διατάξεις των σύγχρονων αποδεκτών ................................................ 7-13
7.5 Στεγανωτικές στρώσεις πυθμένα ..................................................................... 7-14
7.5.1 Στρώσεις συμπυκνωμένης αργίλου ....................................................... 7-15
7.5.2 Συνθετικές μεμβράνες ............................................................................ 7-19
7.5.3 Σύνθετες μεμβράνες .............................................................................. 7-24
7.5.4 Γεω-συνθετικές μεμβράνες .................................................................... 7-27
7.5.5 Υπολογισμός προστασίας πυθμένα ΧΥΤΑ ......................................... 7-28
7.6 Σύστημα συλλογής του στραγγίσματος ............................................................ 7-31
7.7 Σύστημα τελικής κάλυψης ................................................................................ 7-35
7.8 Σύστημα απαγωγής του βιο-αερίου ................................................................. 7-35
7.9 Θεσμικό πλαίσιο για αποδέκτες στερεών αποβλήτων ..................................... 7-37
7.9.1 Γενικά..................................................................................................... 7-37
7.9.2 Ευρωπαϊκές Οδηγίες για τη διάθεση των αποβλήτων ........................... 7-37
7.9.3 Ελάχιστες απαιτήσεις στη Γαλλία........................................................... 7-38
7.9.4 Ελάχιστες απαιτήσεις στη Γερμανία ....................................................... 7-39
7.9.5 Ελάχιστες απαιτήσεις στη Βρετανία ....................................................... 7-40
v

7.9.6 Ελάχιστες απαιτήσεις στις ΗΠΑ ............................................................. 7-40


7.9.7 Το θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα ........................................................... 7-42
7.10 Αποδέκτες αποβλήτων ορυχείων ................................................................... 7-42
7.10.1 Στερεά απόβλητα ορυχείων.................................................................. 7-42
7.10.2 Υδαρή υπολείμματα εκμετάλλευσης ορυχείων (tailings)....................... 7-44
7.10.3 Υγρά απόβλητα ορυχείων .................................................................... 7-47
7.11 Βιβλιογραφικές αναφορές ............................................................................... 7-48

8. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΑΠΟΡΡΥΠΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ........................................ 8-1


8.1 Γενικά ................................................................................................................. 8-1
8.2 Τεχνολογίες απορρύπανσης εδαφών ................................................................. 8-4
8.2.1 Μέθοδος της βιολογικής αποκατάστασης ................................................. 8-4
8.2.2 Έκπλυση του εδάφους με χημικές ουσίες ................................................ 8-9
8.2.3 Θερμική επεξεργασία ............................................................................... 8-9
8.2.4 Απορρύπανση με εφαρμογή υποπίεσης .................................................. 8-9
8.3 Τεχνολογίες απορρύπανσης υδροφορέων ....................................................... 8-11
8.3.1 Βιολογική αποκατάσταση ....................................................................... 8-11
8.3.2 Απορρύπανση με άντληση διαλυμένων ρύπων ..................................... 8-12
8.3.3 Απορρύπανση με άντληση επιπλεόντων ρύπων ................................... 8-12
8.3.4 Απορρύπανση με εφαρμογή υποπίεσης ................................................ 8-17
8.3.5 Απορρύπανση υδροφορέων από βαρέα μέταλλα .................................. 8-17
8.4 Προστασία από την επέκταση της ρύπανσης ................................................... 8-18
8.4.1 Γενικά ..................................................................................................... 8-18
8.4.2 Συστήματα κάλυψης ............................................................................... 8-18
8.4.3 Κατακόρυφα περιμετρικά διαφράγματα .................................................. 8-20
8.4.4 Οριζόντια διαφράγματα βάσης ............................................................... 8-22
8.4.5 Μέθοδοι σταθεροποίησης του εδάφους ................................................. 8-22
8.4.6 Υδραυλικά συστήματα ............................................................................ 8-23
8.5 Διάθεση αποβλήτων στο έδαφος ...................................................................... 8-23
8.6 Βιβλιογραφικές αναφορές ................................................................................. 8-25

9. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΣΤΟΧΙΑΣ ΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ .................... 9-1


9.1 Γενικά ................................................................................................................. 9-1
9.2 Στοιχεία της θεωρίας πιθανοτήτων ..................................................................... 9-1
9.2.1 Το πείραμα Bernoulli ................................................................................ 9-1
9.2.2 Η διωνυμική κατανομή ............................................................................. 9-2
9.2.3 Η κατανομή Poisson ................................................................................. 9-2
9.2.4 Η εκθετική κατανομή ................................................................................ 9-4
9.3 Πιθανοτική θεώρηση της αστοχίας των τεχνικών έργων .................................... 9-5

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ A. Στοιχεία εδαφολογίας ................................................................... Α-1


A.1 Σχηματισμός του εδάφους......................................................................... Α-1
A.2 Είδη εδαφών ............................................................................................. Α-4
A.2.1Αλλούβια .................................................................................................. Α-4
A.2.2Οργανικά εδάφη....................................................................................... Α-6
A.3 Εδαφικοί ορίζοντες και εδαφογένεση ........................................................ Α-6
A.4 Βιβλιογραφικές αναφορές ......................................................................... Α-8
vi
vii
viii

Πρόλογος

Στο βιβλίο αυτό συνοψίζονται οι αρχές και η σύγχρονη τεχνολογία της


Περιβαλλοντικής Γεωτεχνικής σε θέματα διάθεσης των αποβλήτων, προστασίας από
την επέκταση της ρύπανσης και απορρύπανσης εδαφών και υπόγειων υδροφορέων.
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, τα αντικείμενα αυτά έχουν αποκτήσει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον, λόγω της περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης σε διεθνές επίπεδο.

Το παρόν βιβλίο απευθύνεται κυρίως στους φοιτητές του 9ου εξαμήνου της
Σχολής Πολιτικών Μηχανικών ΕΜΠ και αποτελεί το διδακτικό εγχειρίδιο του κατ’
επιλογήν υποχρεωτικού μαθήματος “Περιβαλλοντική Γεωτεχνική”.

Μ. Καββαδάς – Μ. Πανταζίδου
Σεπτέμβριος 2007
ix
Μ.ΚΑΒΒΑΔΑ – Μ. ΠΑΝΤΑΖΙΔΟΥ : ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗΣ
2007
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

1. Εισαγωγή

1.1 Αντικείμενο της Περιβαλλοντικής Γεωτεχνικής


Αντικείμενο της Περιβαλλοντικής Γεωτεχνικής είναι η εφαρμογή των
τεχνολογιών της Γεωτεχνικής Μηχανικής σε θέματα προστασίας του γεω-
περιβάλλοντος από τη ρύπανση (pollution) που μπορεί να οφείλεται είτε σε φυσικές
είτε σε ανθρώπινες επιρροές. Ο όρος “γεω-περιβάλλον” περιλαμβάνει τους
εδαφικούς σχηματισμούς (έδαφος και υπέδαφος) και τα υπόγεια νερά που
συναντώνται εντός των υδροφορέων. Κατά συνέπεια, στο αντικείμενο της
Περιβαλλοντικής Γεωτεχνικής δεν περιλαμβάνονται θέματα που αφορούν τη
ρύπανση της ατμόσφαιρας και των επιφανειακών υδάτων, τα οποία εξετάζονται από
άλλους κλάδους των περιβαλλοντικών επιστημών. Η προστασία του γεω-
περιβάλλοντος περιλαμβάνει την προστασία εδαφών και υδροφορέων από τη
ρύπανση αλλά και γενικότερα την προστασία των υπογείων υδάτων από την
υποβάθμιση της ποιότητάς τους. Έτσι, π.χ., στο αντικείμενο της Περιβαλλοντικής
Γεωτεχνικής περιλαμβάνεται και η προστασία των υδροφορέων από
υπερεκμετάλλευση ή υφαλμύρυνση. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η προστασία του γεω-
περιβάλλοντος από τη ρύπανση ή την υποβάθμιση περιλαμβάνει:
1. Τις μεθόδους μέτρησης της ρύπανσης και τις τεχνολογίες περιορισμού της
επέκτασης της ρύπανσης εδαφών και υδροφορέων (π.χ. μέσω τεχνολογιών
εγκιβωτισμού).
2. Τις μεθόδους απορρύπανσης εδαφών και υδροφορέων, και γενικότερα την
περιβαλλοντική επανένταξη και χρησιμοποίηση περιοχών όπου το έδαφος ή/και τα
υπόγεια νερά έχουν ρυπανθεί.
3. Τις μεθόδους μέτρησης και τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για την αποφυγή
των συνεπειών από την υπερεκμετάλλευση και την υποβάθμιση της ποιότητας των
υπογείων υδροφορέων.
4. Την περιβαλλοντική ένταξη από γεωτεχνικής απόψεως των μεγάλων τεχνικών
έργων, με σκοπό την αποφυγή (κατά το δυνατόν) των δυσμενών συνεπειών τους
στο περιβάλλον.

Η έννοια της “ρύπανσης” που επανειλημμένως αναφέρθηκε παραπάνω δεν


είναι επακριβώς και σαφώς καθορισμένη. Συγκεκριμένα, ο όρος “ρύπανση του
περιβάλλοντος” συχνά αναφέρεται στη “διάθεση εντός του περιβάλλοντος, με
οποιοδήποτε τρόπο, ουσιών οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν βλάβες στον
άνθρωπο ή σε άλλους ζώντες οργανισμούς που εξαρτώνται από το περιβάλλον1”
(The Environmental Protection Act of the United Kingdom, 1990). Στον ανωτέρω
ορισμό δεν καθορίζονται σαφώς οι ουσίες που μπορούν να προκαλέσουν βλάβες
στον άνθρωπο, δεδομένου ότι σχεδόν όλες οι ουσίες μπορούν δυνητικά να
καταστούν επικίνδυνες. Για παράδειγμα, το κοινό μαγειρικό αλάτι (χλωριούχο νάτριο)

1
“…the release (into any environmental medium) from any process, of substances which are capable
of causing harm to man or any other living organisms supported by the environment”
1-2 Εισαγωγή

μπορεί να προκαλέσει ακόμη και το θάνατο, αν καταναλωθεί σε μεγάλες ποσότητες.


Επιπλέον, η έννοια της “βλάβης” που περιλαμβάνεται στον παραπάνω ορισμό δεν
είναι σαφώς καθορισμένη και αναφέρεται σε υποκειμενικά κριτήρια.
Ένας γενικότερος ορισμός της έννοιας της ρύπανσης του περιβάλλοντος
αφορά την, με οποιονδήποτε τρόπο, διάθεση εντός του περιβάλλοντος ουσιών,
μικροοργανισμών (φυσικών ή τροποποιημένων) ή ενέργειας (π.χ. θόρυβος,
θερμότητα, ακτινοβολία) σε ρυθμούς και ποσότητες ανώτερες από την αφομοιωτική
ικανότητα (assimilation capacity) του φυσικού περιβάλλοντος (της ατμόσφαιρας, του
εδάφους, των επιφανειακών και υπογείων υδάτων και των φυτικών και ζωικών
οργανισμών) με συνέπεια την μετρήσιμη τροποποίηση των φυσικών οικο-
συστημάτων. Ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει και την ηχητική και θερμική ρύπανση.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι η υποκειμενική έννοια της “βλάβης” έχει
αντικατασταθεί με τον όρο “μετρήσιμη τροποποίηση των φυσικών οικοσυστημάτων”,
που είναι περισσότερο αντικειμενικός.
Στα πλαίσια των ορισμών που αναφέρονται σε θέματα περιβαλλοντικής
γεωτεχνικής θα πρέπει να διευκρινισθεί και ο όρος “μόλυνση” (infection) που συχνά
συγχέεται εσφαλμένα με τη “ρύπανση” (pollution): μόλυνση είναι μια ειδική
περίπτωση ρύπανσης που οφείλεται αποκλειστικά σε παθογόνους μικρο-
οργανισμούς (μικρόβια και βακτηρίδια), ενώ ο όρος ρύπανση είναι γενικότερος και
περιλαμβάνει και οποιαδήποτε άλλη ουσία καθώς και την ενέργεια. Τέλος θα πρέπει
να διευκρινισθεί η διαφορά μεταξύ “ρύπου” και “ρυπαντή”. Ρύπος είναι η ουσία,
ενέργεια ή μικροοργανισμός στον οποίο οφείλεται η ρύπανση, ενώ ρυπαντής είναι το
αίτιο που μπορεί να προκαλέσει τη διάθεση ρύπων στο περιβάλλον. Έτσι για
παράδειγμα, τα αυτοκίνητα και οι βιομηχανίες είναι ρυπαντές ενώ το διοξείδιο του
άνθρακα (που εκπέμπεται από τα αυτοκίνητα και τις βιομηχανίες) είναι ρύπος.

Τα κύρια αίτια που μπορούν να προκαλέσουν τη ρύπανση του γεω-


περιβάλλοντος υπάγονται στις εξής κατηγορίες:
1. Φυσικές διεργασίες, όπως:
(α) Η διάλυση αλάτων κατά τη διήθηση των υπογείων υδάτων διαμέσου των
πετρωμάτων, με συνέπεια την αύξηση της συγκέντρωσης χλωριόντων,
θειικών, νιτρικών, ιόντων σιδήρου, ασβεστίου κλπ.
(β) Η εξατμισοδιαπνοή από αβαθείς υδροφορείς, η οποία μπορεί επίσης να
προκαλέσει την αύξηση της συγκέντρωσης αλάτων.
2. Ανθρώπινες ενέργειες που σχετίζονται με τη διάθεση αποβλήτων2, όπως:
(α) Βιομηχανικά υγρά απόβλητα που αποθηκεύονται σε επιφανειακούς
ταμιευτήρες.
(β) Αστικά και βιομηχανικά στερεά απόβλητα και ιλύες που διατίθενται στο έδαφος
(π.χ. σε ειδικούς χώρους απόθεσης).
(γ) Αστικά λύματα που διατίθενται στο έδαφος είτε απευθείας είτε μετά από
κάποια επεξεργασία.
(δ) Στερεά και υγρά παραπροϊόντα της εκμετάλλευσης ορυκτών πόρων, όπως
άγονα ανθρακορυχείων, τέφρα θερμοηλεκτρικών σταθμών, προϊόντα
διάτρησης πετρελαιοπηγών ή βαθειών φρεάτων, υποπροϊόντα της διαδικασίας
εμπλουτισμού μεταλλευμάτων κλπ.
(ε) Απόβλητα κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων.

2
σύμφωνα με τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης 75/442/EEC και 91/156/EEC, ο όρος “απόβλητα”
περιλαμβάνει όλες τις ουσίες και τα αντικείμενα τα οποία απορρίπτονται ή προβλέπεται να
απορριφθούν ή απαιτείται να απορριφθούν
Το θεσμικό πλαίσιο 1-3

3. Λοιπές ανθρώπινες ενέργειες, όπως:


(α) Γεωργικές εκμεταλλεύσεις (π.χ. χρήση φυτοφαρμάκων, εντομοκτόνων και
λιπασμάτων).
(β) Ατυχήματα κατά τη μεταφορά ή αποθήκευση ρύπων, με αποτέλεσμα τη
διαφυγή τους στο έδαφος και τα υπόγεια νερά (π.χ. εκτροχιασμός τρένου
μεταφοράς τοξικών ουσιών).
(γ) Αστοχία τεχνικών έργων, με αποτέλεσμα τη διαφυγή ρύπων στο έδαφος και τα
υπόγεια νερά (π.χ. αστοχία φράγματος ταμίευσης υδαρών αποβλήτων
μεταλλευτικής δραστηριότητας).
(δ) Ανεξέλεγκτη απόρριψη αποβλήτων λόγω άγνοιας ή έλλειψης ευαισθησίας για
τις πιθανές περιβαλλοντικές τους επιπτώσεις.
(ε) Τυχαίες διαφυγές ρύπων από τους χώρους αποθήκευσης, όπως π.χ. οι
διαφυγές καυσίμων από δεξαμενές αποθήκευσης με αποτέλεσμα τη ρύπανση
του εδάφους.

Για την αντιμετώπιση της ρύπανσης από τα ανωτέρω αίτια, η Περιβαλλοντική


Γεωτεχνική χρησιμοποιεί τις εξής μεθόδους:
1. Εντοπισμός των πιθανών φυσικών αιτίων και ανθρωπίνων ενεργειών που μπορεί
να έχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Τούτο συνήθως γίνεται πριν
από την κατασκευή των έργων αλλά συχνά γίνεται και σε υπάρχοντα έργα.
2. Προγραμματισμός και εκτέλεση δοκιμών και μετρήσεων για την εκτίμηση του
βαθμού ρύπανσης (εδαφών και υδροφορέων) και της χρονικής εξέλιξής της.
Αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των ανωτέρω (π.χ. αλλαγές στις στάθμες νερού,
συγκεντρώσεις ρύπων κλπ).
3. Ανάλυση της συμπεριφοράς των έργων με προσομοιώματα (πειραματικά ή
αναλυτικά), π.χ. ανάλυση της κίνησης του νερού στο έδαφος σε συνδυασμό με την
εξάπλωση ρύπων, ανάλυση της συμπεριφοράς υδροφορέων υπό εκμετάλλευση.
4. Προγραμματισμός, μελέτη και κατασκευή τεχνικών έργων (ή άλλων επεμβάσεων)
για την πρόληψη ή την αναστροφή δυσμενών περιβαλλοντικών επιπτώσεων,
όπως:
(α) σχεδιασμός χώρων αποθήκευσης τοξικών και γενικότερα ρυπαντικών ουσιών
(πετρελαιοειδή, αστικά και βιομηχανικά απόβλητα)
(β) σχεδιασμός συστημάτων παρακολούθησης της συμπεριφοράς των έργων
(γ) απορρύπανση εδαφών και υδροφορέων
(δ) συμπύκνωση απορριμμάτων για επαναχρησιμοποίηση της γης
(ε) κατασκευή διαφραγμάτων για τον περιορισμό της επέκτασης της ρύπανσης
(στ) μετρήσεις της συγκέντρωσης ρύπων γύρω από χώρους αποθήκευσης.
5. Εκτίμηση του κινδύνου δυσμενών περιβαλλοντικών επιπτώσεων από φυσικά
φαινόμενα και ανθρώπινες επεμβάσεις (Environmental risk assessment), π.χ.
εφαρμογή στατιστικών μεθόδων για τον προσδιορισμό του κινδύνου για την
ανθρώπινη υγεία ή της πιθανότητας αστοχίας κάποιου έργου ή της περιόδου
επαναφοράς ενός φαινομένου με δεδομένη πιθανότητα υπέρβασης.

1.2 Εξέλιξη της Περιβαλλοντικής Γεωτεχνικής


Η γένεση της Περιβαλλοντικής Γεωτεχνικής μπορεί να αναζητηθεί στις ΗΠΑ
περί τις αρχές της δεκαετίας του 1970, με αφορμή την ανάπτυξη της τεχνολογίας
κατασκευής πυρηνικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Συγκεκριμένα,
σύμφωνα με την τότε ισχύουσα νομοθεσία, για την κατασκευή ενός πυρηνικού
σταθμού απαιτείτο η σύνταξη μιας “μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων”
(environmental impact statement). Επειδή οι γεωτεχνικοί μηχανικοί ασχολούντο
1-4 Εισαγωγή

κυρίως με τα θέματα επιλογής της θέσης των σταθμών (από πλευράς γεωτεχνικών
συνθηκών θεμελίωσης, σεισμικότητας κλπ), θεωρήθηκε φυσικό να τους ανατεθεί η
σύνταξη και της ανωτέρω “μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων”. Έτσι, τα διάφορα
γεωτεχνικά γραφεία άρχισαν να συνεργάζονται και με άλλους εξειδικευμένους
επιστήμονες (βιολόγους, γεωλόγους, μετεωρολόγους κλπ) για τα θέματα που
ξέφευγαν από τα στενά αντικείμενα της Γεωτεχνικής, με συνέπεια να δημιουργηθούν
γραφεία εξειδικευμένα σε θέματα περιβαλλοντικών επιπτώσεων των πυρηνικών
σταθμών.
Περί τα μέσα της δεκαετίας του 1970 άρχισε να απασχολεί έντονα τους
επιστήμονες και το θέμα της τελικής διάθεσης (αποθήκευσης) των ραδιενεργών
καταλοίπων των πυρηνικών σταθμών, τα οποία ως γνωστόν συχνά παραμένουν
επικίνδυνα για χιλιάδες χρόνια. Οι γεωτεχνικοί μηχανικοί έπαιξαν και στον τομέα αυτό
ένα σημαντικό ρόλο με τη διερεύνηση των κατάλληλων τρόπων για την ασφαλή
αποθήκευση των πυρηνικών αποβλήτων σε υπόγειους θαλάμους σε μεγάλο βάθος,
μελετώντας την πιθανή επιρροή των υψηλών θερμοκρασιών και πιέσεων που
αναπτύσσονται κατά τη βαθμιαία διάσπαση των ραδιενεργών ουσιών αλλά και την
πιθανότητα διαφυγών ραδιενεργών ουσιών προς τα υπόγεια νερά.
Εκτός από τα ανωτέρω θέματα, αν θελήσει κανείς να αναζητήσει το κυριότερο
γεγονός που συντέλεσε στην επιβολή γεω-περιβαλλοντικών απαιτήσεων νομοθετικής
φύσεως στα έργα Πολιτικού Μηχανικού (και συνεπώς συνετέλεσε στην ανάπτυξη της
σχετικής τεχνολογίας προστασίας του γεω-περιβάλλοντος), θα αναφερθεί στο θέμα
του Love Canal στις ΗΠΑ. Το Love Canal ήταν μια προσπάθεια του William Love
(κυβερνήτη της πολιτείας της Νέας Υόρκης) να συνδέσει με μια διώρυγα ναυσιπλοΐας
το ανάντη και το κατάντη τμήμα του ποταμού Νιαγάρα στη θέση των γνωστών
καταρρακτών, το 1896. Λόγω τεχνικών και οικονομικών δυσχερειών, το έργο τελικώς
εγκαταλείφθηκε αφήνοντας μια ημιτελή διώρυγα μήκους 3000 μέτρων περίπου, η
οποία το 1942 αγοράσθηκε από μια τοπική χημική βιομηχανία για να χρησιμοποιηθεί
ως χώρος απόθεσης των αποβλήτων της. Στο διάστημα 1947-1952 απορρίφθηκαν
και τάφηκαν στη θέση αυτή περί τους 22000 τόννους στερεών και υγρών
αποβλήτων. Τελικά, το 1953 ο χώρος σκεπάσθηκε και πωλήθηκε στην πόλη του
Νιαγάρα (αντί της τιμής του ενός δολαρίου!!!). Αξίζει να σημειωθεί ότι στο συμβόλαιο
της μεταβίβασης, η πωλήτρια εταιρεία είχε περιλάβει ως όρο ότι στη θέση αυτή δεν
θα έπρεπε να κατασκευασθούν κτίρια3 (προφανώς για να καλυφθεί από πιθανές
διεκδικήσεις σε περίπτωση δυσμενών περιβαλλοντικών επιπτώσεων). Παρά ταύτα,
μέχρι το 1977 στη συγκεκριμένη θέση είχαν κατασκευασθεί αρκετές εκατοντάδες
σπίτια και ένα σχολείο, και είχαν αρχίσει έντονα συμπτώματα ανεξήγητων ασθενειών
στον πληθυσμό της περιοχής. Το ζήτημα απετέλεσε κύριο θέμα στις ΗΠΑ κατά το
1978 με αποτέλεσμα την εκκένωση της περιοχής, ενώ η σχετική γεωτεχνική έρευνα
που εκτελέσθηκε απεκάλυψε την παρουσία 248 ρύπων σε υψηλές συγκεντρώσεις,
όπως βενζόλιο, τετραχλωράνθρακα, χλωριούχο βινύλιο, διχλωροαιθάνιο,
εξαχλωροβενζόλιο, τριχλωροφαινόλες, τολουόλιο κλπ. Αξίζει να τονιστεί εδώ ότι η
αποκατάσταση της περιοχής του Love Canal διήρκεσε πάνω από 20 χρόνια και
ολοκληρώθηκε μόλις το 2004. Ο χρονικός ορίζοντας των έργων αποκατάστασης
ρυπασμένων χώρων είναι συχνά της τάξης των λίγων δεκαετιών, με την
τριακονταετία να είναι ο αρχικώς εκλαμβανόμενος ως συμβατικός χρόνος διάρκειας
για πολλά από αυτά τα έργα.

3
“ … the site should not be disturbed by building works”
Το θεσμικό πλαίσιο 1-5

Με κύριο έναυσμα το ανωτέρω γεγονός, αλλά και αρκετές παρόμοιες


περιπτώσεις ρύπανσης του εδάφους που αποκαλύφθηκαν στη συνέχεια,
αναλήφθηκαν στις ΗΠΑ νομοθετικές πρωτοβουλίες για τον έλεγχο της απόθεσης
επικίνδυνων αποβλήτων και τον καθαρισμό των περιοχών που είχαν ήδη ρυπανθεί.
Οι πρωτοβουλίες αυτές κατέληξαν στα εξής:
1. Επιβλήθηκαν αυστηροί περιορισμοί στις μεθόδους αποθήκευσης αποβλήτων με
την απαίτηση κατασκευής διπλής επένδυσης στον πυθμένα χώρων διάθεσης,
ειδικών συστημάτων συλλογής των στραγγισμάτων και ανίχνευσης πιθανών
διαφυγών κλπ. Οι περιορισμοί αυτοί ενσωματώθηκαν στην πράξη RCRA
(Resource Conservation and Recovery Act) που είχε ήδη θεσπισθεί από το 1976.
Η θέσπιση αυστηρών προδιαγραφών για την κατασκευή των χώρων απόθεσης
αποβλήτων είχε σαν συνέπεια την ανάπτυξη της σχετικής τεχνολογίας και των
μεθόδων σχεδιασμού, κατασκευής και παρακολούθησης της συμπεριφοράς
τέτοιων έργων. Ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία η ανάπτυξη της τεχνολογίας
ακολούθησε τη θέσπιση των σχετικών κανονισμών, ενώ γενικώς συμβαίνει το
αντίστροφο: πρώτα αναπτύσσεται κάποια τεχνολογία και στη συνέχεια επιβάλλεται
η υποχρεωτική εφαρμογή της μέσω των κανονιστικών διατάξεων.
2. Το 1980, θεσπίσθηκε από το Κογκρέσσο η νομοθετική πράξη CERCLA
(Comprehensive Environmental Response, Compensation and Liability Act) με την
οποία δημιουργήθηκε ένα Ειδικό Ταμείο (το κοινώς ονομαζόμενο Superfund) για
τη χρηματοδότηση έργων καθαρισμού και απορρύπανσης περιοχών στις οποίες οι
υπεύθυνοι της ρύπανσης είτε ήταν άγνωστοι είτε βρισκόταν σε αδυναμία να
αναλάβουν το κόστος των απαιτούμενων έργων αποκατάστασης της ρύπανσης
(όπως π.χ. στην περιοχή του Love Canal). Τα τελευταία 20 χρόνια το Ταμείο αυτό
χρηματοδότησε χιλιάδες έργα απορρύπανσης στις ΗΠΑ, ενώ στα πλαίσια των
σχετικών δραστηριοτήτων αναπτύχθηκαν νέες μέθοδοι ανάλυσης των φαινομένων
της ρύπανσης και νέες τεχνολογίες απορρύπανσης εδαφών και υπογείων
υδροφορέων. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μόνον το 1990 το Ταμείο Superfund
χρηματοδότησε έργα δυο δισεκατομμυρίων δολαρίων για την περιβαλλοντική
αποκατάσταση 1200 περιοχών που είχαν ρυπανθεί. Τα τελευταία χρόνια η
νομοθετική ρύθμιση CERCLA προσαρμόσθηκε στις νέες απαιτήσεις και
ενισχύθηκε με την πράξη SARA (Superfund Amendments and Reauthorization
Act).

Η Ευρωπαϊκή πρακτική ακολούθησε αντίστοιχη ανάπτυξη με την Αμερικανική,


όσον αφορά την επιβολή νομοθετικών περιορισμών στα επί μέρους θέματα
προστασίας του γεω-περιβάλλοντος από τη ρύπανση, με τη θέσπιση κατά την
τελευταία εικοσαετία πληθώρας Οδηγιών (Council Directives) που ισχύουν στις
χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για την ώρα όμως, δεν υπάρχουν ακόμα διατάξεις
που να ρυθμίζουν συνολικά τα ζητήματα χαρακτηρισμού και αποκατάστασης
περιοχών που έχουν πιθανά ρυπανθεί.
Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να αναπτύσσεται
περιβαλλοντική ευαισθησία σε θέματα προστασίας από τη ρύπανση του εδάφους και
των υπογείων υδροφορέων, η οποία εκφράζεται με τον ορθολογικό σχεδιασμό των
νέων χώρων απόθεσης αστικών απορριμμάτων (χωματερών) αλλά και την
απορρύπανση περιοχών που έχουν ρυπανθεί. Ενδεικτικά αναφέρεται το θέμα της
ρύπανσης του εδάφους από την ταφή δοχείων με φαινόλες στην περιοχή του
εργοστασίου της ΕΑΒ στο Σχηματάρι (που αποκαλύφθηκε το 1984) και το θέμα της
ρύπανσης της λίμνης Κουμουνδούρου με ελαφρά πετρελαιοειδή, λόγω διαφυγών
1-6 Εισαγωγή

υδρογονανθράκων από τα παρακείμενα διυλιστήρια της περιοχής Ασπροπύργου,


μέσω του υπογείου υδροφορέα (που αποκαλύφθηκε το 1993).

1.3 Το θεσμικό πλαίσιο


Όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο εδάφιο, η ραγδαία ανάπτυξη της
Περιβαλλοντικής Γεωτεχνικής οφείλεται κυρίως στη θέσπιση αυστηρών
περιοριστικών κανόνων στους τρόπους αποθήκευσης και διάθεσης των αποβλήτων
στο έδαφος και τα υπόγεια νερά. Η θέσπιση των κανόνων αυτών απαίτησε έρευνες
που είχαν σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη μεθόδων ανάλυσης των σχετικών
φαινομένων, καθώς και μιας σειράς τεχνολογιών προστασίας από τη ρύπανση,
περιορισμού επέκτασης της ρύπανσης αλλά και απορρύπανσης εδαφών και
υδροφορέων. Στα επόμενα παρουσιάζεται συνοπτικά το ισχύον θεσμικό πλαίσιο για
θέματα Περιβαλλοντικής Γεωτεχνικής σε διάφορες χώρες.

1.3.1 Στις ΗΠΑ


Τα θέματα διαχείρισης στερεών αποβλήτων4 (solid waste management)
διέπονται από τη νομοθετική πράξη RCRA (Resource Conservation and Recovery
Act), US Code 42, Chapter 82, που θεσπίσθηκε αρχικώς το 1976 και έκτοτε έχει
συμπληρωθεί επανειλημμένως. Ο όρος “διαχείριση” περιλαμβάνει όλες τις
δραστηριότητες για την αποθήκευση, διαχωρισμό, συλλογή, μεταφορά, επεξεργασία
και τελική διάθεση των αποβλήτων. Συνοπτικά το εδάφιο C (subtitle C) της πράξης
RCRA αναφέρεται στα λεγόμενα “επικίνδυνα” ή “τοξικά” απόβλητα (τα οποία
ορίζονται στο Κεφάλαιο 2 του παρόντος βιβλίου), ενώ το εδάφιο D (subtitle D) της
πράξης RCRA αφορά τα υπόλοιπα (μή-επικίνδυνα) απόβλητα. Για κάθε μια από τις
δυο κατηγορίες καθορίζονται οι απαιτήσεις μελέτης, κατασκευής και
παρακολούθησης της συμπεριφοράς των χώρων απόθεσης. Οι διατάξεις που
εφαρμόζουν την πράξη RCRA δημοσιεύονται στο εδάφιο 40 των Ομοσπονδιακών
Κανονισμών (Title 40, Code of Federal Regulations - CFR).
Τα θέματα ρύπανσης και αποκατάστασης του γεω-περιβάλλοντος
ρυθμίζονται, όπως προαναφέρθηκε, από την πράξη CERCLA (Comprehensive
Environmental Response, Compensation and Liability Act) και τις τροποποιήσεις της,
όπως αυτές καθορίζονται από την πράξη SARA (Superfund Amendments and
Reauthorization Act). Και οι δύο πράξεις περιέχονται στο US Code 42, Chapter 103.
Οι διατάξεις που εφαρμόζουν την πράξη CERCLA δημοσιεύονται επίσης στο εδάφιο
40 των Ομοσπονδιακών κανονισμών, το οποίο αφορά την προστασία του
περιβάλλοντος.
Εκτός των ανωτέρω, διατάξεις και οδηγίες που σχετίζονται με θέματα
προστασίας του γεω-περιβάλλοντος θεσπίζονται και από την Αμερικανική Υπηρεσία
Προστασίας του Περιβάλλοντος (United States Environmental Protection Agency -
USEPA).
Το σύνολο των νόμων των ΗΠΑ (US Code) βρίσκεται δημοσιευμένο στο
διαδίκτυο στη διεύθυνση: http://www4.law.cornell.edu/uscode/, ενώ οι κανονισμοί
δημοσιεύονται στο CFR online στην ακόλουθη διεύθυνση:
http://www.gpoaccess.gov/cfr/index.html.

1.3.2 Στην Ευρωπαϊκή Ένωση


Στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν θεσπισθεί Οδηγίες (Directives) που θέτουν το
θεσμικό πλαίσιο για τη διάθεση των αποβλήτων, τη ρύπανση των εδαφών κλπ. Στην
Ελλάδα η εφαρμογή των Οδηγιών αυτών είναι υποχρεωτική.
Το θεσμικό πλαίσιο 1-7

Το σύνολο της κοινοτικής νομοθεσίας είναι δημοσιευμένο στο διαδίκτυο στη


διεύθυνση: http://www.europa.eu.int/eur-lex/el/index.html (στα ελληνικά) και
http://www.europa.eu.int/eur-lex/en/index.html (στα αγγλικά).

Οι κυριότερες Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (κατά θέμα και χρονολογική


σειρά) είναι:

Οδηγίες που αφορούν τη ρύπανση υπογείων υδάτων


80/68/EEC: Council Directive of 17 December 1979 on the protection of groundwater against
pollution caused by certain dangerous substances.

2000/60/EC: Directive of the European Parliament and of the Council of 23 October 2000
establishing a framework for Community action in the field of water policy. Αυτή η Οδηγία έχει
σαν σκοπό την ενοποίηση ενός μεγάλου αριθμού βασικών κοινοτικών οδηγιών σχετικών με τη
διαχείριση και προστασία των υδάτινων πόρων, συμπεριλαμβανόμενης και της 1980/68/ΕEC
για τα υπόγεια νερά, τις οποίες και θα αντικαταστήσει σταδιακά (το αργότερο ως το 2013). Στο
μέλλον θα συμπληρωθεί με πρόσθετες Οδηγίες που θα αφορούν συγκεκριμένες ουσίες ή
ομάδες ουσιών.

COM/2003/550 final, COD 2003/0210: Proposal of 19 September 2003 for a Directive of the
European Parliament and of the Council for the protection of groundwater against pollution.
Πρόταση Οδηγίας η οποία δεν έχει ακόμα οριστικοποιηθεί.

Οδηγίες που αφορούν τη διάθεση και τη διαχείριση των αποβλήτων


75/442/EEC: Council Directive of 15 July 1975 on waste. Η Οδηγία αυτή είναι από τις κυριότερες
οδηγίες και περιλαμβάνει το γενικό πλαίσιο για τη διάθεση αποβλήτων. Απαιτεί άδειες από
όλες τις εγκαταστάσεις που επεξεργάζονται, αποθηκεύουν ή αποθέτουν στερεά απόβλητα.
Τροποποιείται από την Οδηγία 91/156/EE amending Directive 75/442/ΕEC on waste, η οποία
συμπληρώνει λεπτομέρειες, όπως π.χ. στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει ένα πλάνο
διαχείρισης αποβλήτων, ή μια άδεια διάθεσης αποβλήτων. Συνοδεύεται από την απόφαση της
Επιτροπής 96/350/ΕC για την προσαρμογή των παραρτημάτων ΙΙ Α και ΙΙ Β της Οδηγίας
75/442/EEC του Συμβουλίου για τα απόβλητα, η οποία καθορίζει τις κατηγορίες των μεθόδων
διάθεσης και ανάκτησης αποβλήτων (96/350/EC Commission Decision adapting Annexes IIA
and IIB to Council Directive 75/442/EEC on waste).

91/689/EEC: Council Directive of 3 December 1991 on hazardous waste. Αυτή η Οδηγία


αναφέρεται με πολύ γενικούς όρους στη διαχείριση τοξικών αποβλήτων. Έχει όμως
ενδιαφέρον γιατί περιλαμβάνει λίστες που απαριθμούν συγκεκριμένα επικίνδυνα απόβλητα,
καθώς και τα χαρακτηριστικά των επικινδύνων αποβλήτων.

96/61/EC: Council Directive of 24 September 1996 concerning Integrated Pollution Prevention and
Control. Η κεντρική Οδηγία για μια ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των εκπομπών ρύπων από
βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες. Γνωστή και ως IPPC.

99/31/EC: Council Directive of 26 April 1999 on the landfill of waste. Αυτή η Οδηγία για την
κατασκευή, λειτουργία και τελική αποκατάσταση χώρων υγειονομικής ταφής αποβλήτων
(ΧΥΤΑ) επιβάλλει και περιοδικές δειγματοληψίες από γεωτρήσεις και χημικές αναλύσεις για
τον έλεγχο της ποιότητας των υπόγειων νερών.

Οδηγίες που αφορούν τη διάθεση ειδικών κατηγοριών αποβλήτων


75/439/EEC: Council Directive of 16 June 1975 on the disposal of waste oils.

78/176/EEC: Council Directive of 20 February 1978 on waste from the titanium dioxide industry.
1-8 Εισαγωγή

82/883/EEC: Council Directive of 3 December 1982 on procedures for the surveillance and
monitoring of environments concerned by waste from the titanium dioxide industry.

83/29/EEC: Council Directive of 24 January 1983 amending Directive 78/176/EEC.

86/278/EEC: Council Directive of 12 June 1978 on the protection of the environment and
particularly the soil, when sewage sludge is used in agriculture.

87/217/EEC: Council Directive of 19 March 1987 on the prevention and reduction of environmental
pollution by asbestos.

89/428/EEC: Council Directive of 21 June 1989 on procedures for harmonizing the programmes for
the reduction and eventual elimination of pollution caused by waste from the titanium dioxide
industry.

96/59/EC: Council Directive of 16 September 1996 on the disposal of


polychlorinated biphenyls and polychlorinated terphenyls (PCB/PCT).

Οδηγίες που αφορούν τα ραδιενεργά κατάλοιπα


75/406/Euratom: Council Decision of 26 June 1975 adopting a programme on the management
and storage of radioactive waste.

82/74/Euratom: Commission recommendation of 3 February 1982 on the storage and reprocessing


of irradiated nuclear fuels.

89/664/Euratom: Council Decision of 15 December 1989 adopting a specific research and


technical development programme for the European Energy Community in the field of
management and storage of radioactive waste (1990 to 1994).

Σε πολλές Ευρωπαϊκές Χώρες, πέραν των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης


που περιλαμβάνουν το γενικό θεσμικό πλαίσιο, έχουν θεσπισθεί και κανονιστικές
διατάξεις που εξειδικεύουν τις ανωτέρω Οδηγίες. Ακολουθεί ενδεικτικός κατάλογος
τέτοιων κανόνων στην Ελλάδα και σε ορισμένες από τις Ευρωπαϊκές χώρες:

Ελλάδα
1986 Νόμος 1650/1986 (ΦΕΚ 160Α): Για την προστασία του περιβάλλοντος. Σύμφωνα με αυτόν το
Νόμο, η “προστασία” ορίζεται σαν μια ευρύτερη έννοια που περιλαμβάνει πρόληψη και
αποκατάσταση, διατήρηση και βελτίωση.

1988 Κοινή Υπουργική Απόφαση 26857/553/1988 (ΦΕΚ 196Β): Μέτρα και περιορισμοί για την
προστασία των υπόγειων νερών από απορρίψεις ορισμένων επικίνδυνων ουσιών. Πρόκειται
ουσιαστικά για τη μετάφραση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τα υπόγεια νερά 80/68/EEC, η
οποία θα αντικατασταθεί από τη 2000/60/EC, σταδιακά μέχρι το 2013 και μετέπειτα εξ
ολοκλήρου. Περιλαμβάνει δύο λίστες με ουσίες (1) υψηλής και (2) μετρίας επικινδυνότητας για
τα υπόγεια νερά. Μια ενδιαφέρουσα διαφορά είναι ότι, ενώ η Κοινοτική Οδηγία δίνει ένα
μέγιστο περιθώριο προσαρμογής τεσσάρων χρόνων, η Ελληνική Απόφαση δεν απαιτεί
αλλαγές στις άδειες διάθεσης αποβλήτων που έχουν εκδοθεί πριν την έναρξη ισχύος της
Απόφασης.

1997 Κοινή Υπουργική Απόφαση 19396/1546/1997 (ΦΕΚ 604Β): Καλύπτει τη διαχείριση


επικινδύνων αποβλήτων, εφαρμόζοντας την 91/689/ΕC. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το Άρθρο
12, που ορίζει ότι σε περιπτώσεις που ο ιδιοκτήτης ενός εγκαταλειμμένου ρυπασμένου χώρου
δεν μπορεί να βρεθεί, το κράτος αναλαμβάνει την εξυγίανση αυτού του χώρου.

1997 Κοινή Υπουργική Απόφαση 114218/1997 (ΦΕΚ 1016Β): Κατάρτιση πλαισίου προδιαγραφών
και γενικών προγραμμάτων διαχείρισης στερεών αποβλήτων. Ο κοινός τόπος μεταξύ του
αντικειμένου αυτής της Απόφασης και των θεμάτων προστασίας του υπεδάφους είναι οι
Το θεσμικό πλαίσιο 1-9

διατάξεις που ρυθμίζουν θέματα σχεδιασμού και λειτουργίας χώρων υγειονομικής ταφής
αποβλήτων, με σκοπό την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων στα υπόγεια νερά και το
υπέδαφος.

2002 Κοινή Υπουργική Απόφαση 29407/3508/2002 (ΦΕΚ 1572Β): Μέτρα και όροι για την
υγειονομική ταφή των αποβλήτων. Προσαρμόζει την 99/31/EC (την οποία σε μεγάλο βαθμό
μεταφράζει) στην ελληνική νομοθεσία. Η 114218/1997 εξακολουθεί να ισχύει με μικρές
αλλαγές.

2002 Νόμος 3010/2002 (ΦΕΚ 91 Α): Μεταφέρει την Οδηγία 96/61/ΕΚ για την ολοκληρωμένη
αντιμετώπιση των εκπομπών ρύπων στην ελληνική νομοθεσία.

2003 Κοινή Υπουργική Απόφαση 11014/703/Φ104/2003 ΦΕΚ 332Β: Προσδιορίζει τη διαδικασία


προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και έγκρισης περιβαλλοντικών όρων σύμφωνα με
την 96/61/ΕΚ.

2003 Νόμος 3199/2003 (ΦΕΚ 280 Α): Εναρμονίζει την ελληνική νομοθεσία με την 2000/60/ΕΚ, η
οποία δίνει το γενικό πλαίσιο για τη διαχείριση των υδάτινων πόρων.

Βρετανία
1986 Directive on Landfilling Wastes, Waste Management Paper No 26, Dept. of the Environment.

1988 Health and Safety Commission “Control of Substances Hazardous to Health” (COSHH
Regulations).

1994 Environmental Protection Act, Part II “Waste on Land” (May 1994).

2000 Environmental Protection Act, Part IIA, “On Contaminated Land” (March 2000).

Η Υπηρεσία Περιβάλλοντος της Βρετανίας προσφέρει εκτενείς δημοσιεύσεις


για τη ρύπανση και προστασία του υπεδάφους (Contaminated Land) στο διαδίκτυο:
http://www.environment-agency.gov.uk/.
Ολλανδία
1993 General Administrative Order concerning Landfilling of Solid Wastes.

1993 Directive for the Construction of Basal Lining Systems for Landfills and Storage Sites.

1998 Soil Protection Act, Ministry of Spatial Planning, Housing and Environment.

Τα παραπάνω, μαζί και με άλλες οδηγίες για την προστασία του εδάφους είναι
διαθέσιμα, στα αγγλικά, στη διεύθυνση: http://www.vrom.nl/international/.

Ελβετία
1990 Federal Ordinance for the Treatment of Waste (OTW).

1998 Federal Ordinance on Soil Pollution.

1998 Federal Ordinance relating to remediation of polluted sites.

Γερμανία
1991 Geotechnics of Landfills and Contaminated Land (GLC) - Technical Recommendations,
German Geotechnical Society.
1998 Federal Soil Protection Act of 17 March 1998 (Federal Law Gazette I p. 502).
1-10 Εισαγωγή
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

2. Πηγές και αποδεκτά όρια ρύπανσης

2.1 Γενικά
Η ρύπανση των εδαφών και του υπόγειου νερού οφείλεται στην ανεξέλεγκτη
διάθεση αποβλήτων που περιέχουν ρυπαντικές ουσίες. Σύμφωνα με τις Οδηγίες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης 75/442/EEC και 91/156/EEC ο όρος “απόβλητα” περιλαμβάνει
όλες τις ουσίες και τα αντικείμενα τα οποία απορρίπτονται ή προβλέπεται να
απορριφθούν ή απαιτείται να απορριφθούν1. Αντίστοιχος είναι και ο ορισμός των
αποβλήτων στις ΗΠΑ σύμφωνα με την πράξη RCRA (Resource Conservation and
Recovery Act), όπου γίνεται και περαιτέρω διαχωρισμός των αποβλήτων σε:
1. Υδαρή παραπροϊόντα μεταλλευτικών δραστηριοτήτων (mining waste).
2. Ειδικά πυρηνικά απόβλητα υψηλής ραδιενέργειας.
3. Απόβλητα μή-συγκεντρωμένης διάθεσης (non-point source discharge or diffused
discharge), που περιλαμβάνουν τα κάθε είδους φάρμακα και λιπάσματα που
χρησιμοποιούνται στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις.
4. Αστικά λύματα (domestic sewage).
5. Στερεά απόβλητα (solid waste), που περιλαμβάνουν όλα τα στερεά και υγρά
απόβλητα που δεν περιλαμβάνονται στις παραπάνω κατηγορίες.
Ο ορισμός των “στερεών αποβλήτων” είναι πολύ γενικός και ουσιαστικά περιλαμβάνει
την πλειονότητα των αποβλήτων που μπορούν να ρυπάνουν το έδαφος και τους
υπόγειους υδροφορείς (γεω-περιβάλλον). Τα στερεά απόβλητα διαχωρίζονται
περαιτέρω σε δυο κατηγορίες:
1. Τα επικίνδυνα (hazardous) ή τοξικά απόβλητα, των οποίων οι αποδεκτοί τρόποι
διάθεσης περιγράφονται στο εδάφιο C (subtitle C) της RCRA.
2. Τα λοιπά στερεά απόβλητα (δηλαδή τα μή-επικίνδυνα), των οποίων οι αποδεκτοί
τρόποι διάθεσης περιγράφονται στο εδάφιο D (subtitle D) της RCRA.
Σύμφωνα με το εδάφιο C της RCRA, ένα στερεό απόβλητο χαρακτηρίζεται ως
επικίνδυνο εάν πληροί ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα κριτήρια:
1. Περιλαμβάνεται στον κατάλογο των επικινδύνων αποβλήτων της RCRA και
υπερβαίνει τα αποδεκτά όρια τοξικότητας κατά τη δοκιμή EP (Extraction Procedure
toxicity test, κατά την οποία από το αλεσμένο στερεό δείγμα εκχυλίζεται ο ρύπος
με τη βοήθεια οξέος και στη συνέχεια φιλτράρεται και αναλύεται το εκχύλισμα) που
φαίνονται στον ακόλουθο πίνακα:

1
waste shall mean any substance or object which the holder discards or intends or is required to
discard
2-2 Πηγές και αποδεκτά όρια ρύπανσης

ΟΡΙΑ ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑ (εδάφιο C της RCRA)


Τοξική ουσία Μέγιστη αποδεκτή συγκέντρωση
στο εκχύλισμα εδαφικού δείγματος
(mg/l)
Αρσενικό 5
Βάριο 100
Κάδμιο 1
Χρώμιο 5
Μόλυβδος 5
Υδράργυρος 0.2
Σελήνιο 1
Άργυρος 5
Ενδρίνη (Endrin) 0.02
Λινδάνιο (Lindane) 0.4
Μεθοξυχλώριο (Methoxyclor) 10
Τοξαφαίνιο (Toxaphene) 0.5
2,4 D 10
2,4,5 T - Silvex 1

H παρουσία των ανωτέρω επικίνδυνων ουσιών στο υπόγειο νερό θεωρείται ότι
προκαλεί ρύπανση, εάν η συγκέντρωσή τους υπερβαίνει το 1% των τιμών του
παραπάνω πίνακα.
Τα επικίνδυνα απόβλητα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό είναι
οργανικά και ανόργανα και ανήκουν στους εξής τύπους:
(α) κοινοί διαλύτες και προϊόντα επεξεργασίας μετάλλων
(β) προϊόντα κατεργασίας ξύλου και οργανικά προϊόντα της χημικής βιομηχανίας
(γ) διάφορα παραπροϊόντα της χημικής βιομηχανίας, προϊόντα έκπλυσης και
υπολείμματα χημικών ουσιών
(δ) 197 προϊόντα που χαρακτηρίζονται ως εξόχως επικίνδυνα και 466 προϊόντα
που χαρακτηρίζονται ως τοξικά. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται προϊόντα
όπως το ναφθαλένιο, το βενζόλιο, το τριχλωροαιθυλένιο, ο τετρα-
χλωράνθρακας, οι φαινόλες, οι ακετόνες αλλά και τα βαρέα μέταλλα (Hg, Pb)
και άλλες επικίνδυνες ουσίες, όπως το αρσενικό, τα κυανιούχα, ο χαλκός, το
χρώμιο, κλπ.
2. Το απόβλητο είναι μείγμα ουσιών εκ των οποίων τουλάχιστον μια χαρακτηρίζεται
ως επικίνδυνο απόβλητο.
3. Το απόβλητο προέρχεται από την επεξεργασία, αποθήκευση ή απόρριψη
επικινδύνων αποβλήτων και περιέχει επικίνδυνες ουσίες σε συγκέντρωση ανώτερη
από κάποια αποδεκτά όρια, τα οποία καθορίζονται με τη δοκιμή TCLP (Toxicity
Characteristic Leaching Procedure, πρόκειται για μια άλλη πρότυπη δοκιμή όπου
μετά από έκπλυση του απόβλητου με οξέα μετριέται η συγκέντρωση του ρύπου
στο εκχύλισμα, είναι βελτίωση της δοκιμής EP).
4. Το απόβλητο χαρακτηρίζεται ως εύφλεκτο. Σε περίπτωση υγρών, μια ουσία
χαρακτηρίζεται ως εύφλεκτη εάν το σημείο αναφλέξεως είναι μικρότερο των 60οC.
Μια στερεά ουσία χαρακτηρίζεται ως εύφλεκτη εάν μπορεί να αναφλεγεί, υπό
συνήθεις συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης, με τριβή, απορρόφηση υγρασίας ή
ανάφλεξη.
5. Το απόβλητο χαρακτηρίζεται ως διαβρωτικό, δηλαδή έχει pH < 2 ή pH > 12.5 ή
διαβρώνει το χάλυβα με ρυθμό μεγαλύτερο των 6.35 mm ανά έτος σε
θερμοκρασία 55οC.
6. Το απόβλητο είναι ασταθές, δηλαδή μπορεί να δώσει εκρηκτικά μείγματα ή να
δημιουργήσει τοξικά αέρια σε ποσότητες επικίνδυνες για το περιβάλλον.
Κατηγορίες Στερεών Αποβλήτων 2-3

Σημειώνεται ότι ορισμένα απόβλητα που συχνά χαρακτηρίζονται ως επικίνδυνα


εξαιρούνται των ειδικών απαιτήσεων διάθεσης του εδαφίου C της RCRA και
υπάγονται στις απαιτήσεις του εδαφίου D (για τα μή-επικίνδυνα απόβλητα). Τέτοια
απόβλητα είναι:
1. Τα οικιακά επικίνδυνα απόβλητα (Household Hazardous Waste - HHW), που
περιλαμβάνουν ορυκτέλαια αυτοκινήτων, οργανικούς διαλύτες, χρώματα,
απορρυπαντικά, γεωργικά φάρμακα, οξέα συσσωρευτών κλπ, που συχνά
συναντώνται σε μικρές ποσότητες στα οικιακά απορρίμματα.
2. Απόβλητα γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων.
3. Ιπτάμενη τέφρα και τέφρα κλιβάνων.
4. Παραπροϊόντα ανθρακορυχείων, όπως άγονα υλικά και προϊόντα εκπλύσεως, που
επιστρέφουν για απόθεση στο χώρο του ορυχείου.
5. Προϊόντα κατεδαφίσεων δομικών έργων.
6. Ιλύες που προκύπτουν από την επεξεργασία λυμάτων.
7. Παραπροϊόντα εργοστασίων παραγωγής τσιμέντου.
Στις ΗΠΑ μόνον το 10-15% των στερεών αποβλήτων χαρακτηρίζονται ως επικίνδυνα
απόβλητα και διατίθενται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εδαφίου C. Τα υπόλοιπα
(μή-επικίνδυνα) απόβλητα διατίθεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εδαφίου D είτε
στο έδαφος (σε ποσοστό 90%) είτε σε υγρούς αποδέκτες (σε ποσοστό 10%).

2.2 Κατηγορίες Στερεών Αποβλήτων


Σύμφωνα με την πηγή προέλευσής τους, τα στερεά απόβλητα διακρίνονται
στις ακόλουθες κατηγορίες:

2.2.1 Αστικά απορρίμματα


Τα αστικά απορρίμματα (municipal waste) είναι ετερογενή μείγματα
αποβλήτων οικιακών ή εμπορικών δραστηριοτήτων. Η σύνθεσή τους ποικίλει
αναλόγως του τύπου των δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης κοινωνίας και γενικώς
αποτελούνται από τρόφιμα, φυτικές ύλες, χαρτί, πλαστικά, ελαστικά, υφάσματα,
ξύλο, γυαλί κλπ. Συχνά, τα αστικά απορρίμματα περιέχουν και μεγαλύτερα
αντικείμενα, όπως κορμούς δένδρων, μεταλλικές συσκευές, υλικά κατεδαφίσεων κλπ.
Επίσης, συνήθως τα αστικά απορρίμματα περιέχουν και μικρές ποσότητες
επικίνδυνων ουσιών όπως ορυκτέλαια, χρώματα, διαλύτες, γεωργικά φάρμακα,
απορρυπαντικά κλπ, τα οποία όμως δεν προκαλούν τον χαρακτηρισμό της
συνολικής μάζας των αστικών αποβλήτων ως επικίνδυνων (βλέπε προηγούμενο
εδάφιο). Ο ακόλουθος Πίνακας παρουσιάζει τη μέση σύνθεση των αστικών
απορριμμάτων σε διάφορες πόλεις και χώρες του κόσμου:
ΜΕΣΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ
Υλικό Πόλη ή χώρα προέλευσης
Νέα Υόρκη Πεκίνο Μπαγκόκ ΗΠΑ Βρετανία Γερμανία
Μέταλλα 5 1 1 10 8 5
Χαρτί 22 5 25 37 30 31
Πλαστικά - 1 - 7 - -
Ξύλο, δέρμα 3 1 7 6 1 4
Υφάσματα - - 3 2 2 2
Τρόφιμα και φυτικά υλικά 20 45 44 26 16 16
Γυαλί 6 1 1 10 8 13
Λοιπά ανόργανα υλικά 43 46 19 2 35 29
2-4 Πηγές και αποδεκτά όρια ρύπανσης

Από τον πίνακα αυτό προκύπτει η σημαντική διαφορά στη σύσταση των αστικών
απορριμμάτων. Στις αναπτυσσόμενες χώρες τα απορρίμματα περιέχουν μικρότερες
ποσότητες ανακυκλώσιμων υλικών (π.χ. χαρτί, μέταλλα, γυαλί), επειδή είναι
περισσότερο οικονομική η επαναχρησιμοποίησή τους. Το ίδιο συμβαίνει και στις
πολύ αναπτυγμένες χώρες για διαφορετικούς όμως λόγους (επειδή είναι
περισσότερο αναπτυγμένη η περιβαλλοντική συνείδηση και διατίθενται προγράμματα
ανακύκλωσης).
Σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠΕΧΩΔΕ (1995) στην Ελλάδα τα αστικά (οικιακά)
απορρίμματα ανέρχονται σε 3.1 εκατομμύρια τόννους ετησίως και καταλαμβάνουν
όγκο 17.5 εκατομμύρια κυβικά μέτρα. Εξ αυτών το 50% περίπου παράγεται στο
λεκανοπέδιο της Αττικής. Η μέση σύνθεση των αστικών απορριμμάτων στην Ελλάδα
περιγράφεται στον ακόλουθο πίνακα:
ΜΕΣΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1995)
Υλικό Ποσοστό (%)
Χαρτί 20.0
Μέταλλα 4.5
Γυαλί 4.5
Πλαστικό 8.5
Ύφασμα, ξύλο, δέρμα 5.0
Αδρανή 3.0
Ζυμώσιμα 49.0
Λοιπά 5.5

Ιδιαίτερο πρόβλημα παρουσιάζει το υψηλό ποσοστό των πλαστικών υλικών, που


είναι το μεγαλύτερο μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.2.2 Απόβλητα ορυχείων


Τα απόβλητα αυτά παράγονται κατά την εξόρυξη ορυκτών πόρων σε
μεταλλεία, ανθρακορυχεία (π.χ. λιγνιτορυχεία), κεραμουργεία κλπ. Κατά την εξόρυξη
μεταλλευμάτων, το ορυκτό θρυμματίζεται ή κονιορτοποιείται και συνήθως ακολουθεί
έκπλυση με νερό. Στις περιπτώσεις αυτές τα απόβλητα αποτελούνται από ένα
υδαρές μίγμα που περιέχει χονδρόκοκκα τεμάχια (μεγέθους άμμου) αλλά και
λεπτόκοκκα κολλοειδή. Πριν από την απόρριψη των αποβλήτων, γίνεται διαχωρισμός
(συνήθως με καθίζηση) του χονδροκόκκου κλάσματος (tailings) από το υδαρές
λεπτόκοκκο κλάσμα (slimes). Τα υδαρή απόβλητα των ορυχείων αποτίθενται
συνήθως σε ταμιευτήρες που δημιουργούνται με περιμετρικά αναχώματα που
κατασκευάζονται από τα χονδρόκοκκα υλικά (tailing dams). Επίσης, συχνά τα
χονδρόκοκκα υλικά χρησιμοποιούνται για την επαναπλήρωση των ορυχείων (όχι
όμως και τα υδαρή λεπτόκοκκα που μπορεί να προκαλέσουν την κατάκλυση του
ορυχείου με νερά). Τέλος, τα υλικά του χονδροκόκκου κλάσματος, εάν δεν
χαρακτηρίζονται ως επικίνδυνα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως δομικά υλικά
(π.χ. σε επιχώματα οδοποιίας). Η μεγαλύτερη δυσχέρεια έγκειται στη διάθεση των
υδαρών λεπτοκόκκων υλικών, τα οποία συνήθως είναι με τη μορφή αιωρήματος και
έχουν πολύ μικρή διατμητική αντοχή. Κατά συνέπεια οι αποθέσεις τους είναι ασταθείς
και παρουσιάζουν μεγάλες καθιζήσεις, οι οποίες εξελίσσονται για μεγάλα χρονικά
διαστήματα.
Στην Ελλάδα η κύρια πηγή αποβλήτων ορυχείων είναι τα άγονα και η τέφρα
των λιγνιτορυχείων (Πτολεμαΐδος και Μεγαλοπόλεως). Τα υλικά αυτά είτε αποτίθενται
σε ειδικούς χώρους απόθεσης είτε χρησιμοποιούνται για την επαναπλήρωση των
Κατηγορίες Στερεών Αποβλήτων 2-5

ορυχείων. Αν και η περιεκτικότητα σε νερό των υλικών αυτών δεν είναι πολύ μεγάλη2,
οι αποθέσεις τους παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα αστάθειας, λόγω της
υψηλής πλαστικότητας των αργίλων και της πλήρους αναμόχλευσης που υφίστανται.

2.2.3 Βιομηχανικά απόβλητα


Στα βιομηχανικά απόβλητα υπάγονται τα απόβλητα των χημικών βιομηχανιών
όπως των βιομηχανιών φαρμακευτικών προϊόντων, τροφίμων, πλαστικών,
χρωμάτων, διυλιστηρίων πετρελαιοειδών, βιομηχανιών χάρτου και χαρτόμαζας και
βιομηχανιών ξυλείας. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται και τα απόβλητα γεωργικών
και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων. Η μέση σύνθεση των πάσης φύσεως
βιομηχανικών αποβλήτων στις ΗΠΑ κατά την πενταετία 1985-1990 φαίνεται στον
ακόλουθο πίνακα (Daniel, 1993).
ΣΥΝΘΕΣΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΣΤΙΣ ΗΠΑ

Είδος αποβλήτων Αναλογία (%)


Χημικά και συγγενή προϊόντα 47.9
Μέταλλα 18.0
Πετρελαιοειδή και άνθρακας 11.8
Μεταλλικά αντικείμενα 9.6
Πλαστικά και ελαστικά προϊόντα 5.5
Λοιπά 7.2

Κατά την τελευταία δεκαετία, στις ΗΠΑ τα βιομηχανικά απόβλητα υπάγονται


στην κατηγορία των επικίνδυνων αποβλήτων σε ποσοστό 15% περίπου, αλλά το
ποσοστό αυτό αυξάνει συνεχώς, καθώς η διαρκώς αυξανόμενη περιβαλλοντική
ευαισθησία συντελεί στην υπαγωγή ολοένα και περισσότερων ρύπων στην κατηγορία
των επικίνδυνων ουσιών και στην ταυτόχρονη μείωση των μέγιστων αποδεκτών
ορίων του ρυπαντικού φορτίου για το χαρακτηρισμό των διαφόρων ουσιών ως
επικίνδυνων. Μέχρι το 1978, στις ΗΠΑ, τα βιομηχανικά απόβλητα, ανεξαρτήτως της
φύσεώς τους, δηλαδή τόσο τα στερεά όσο και τα υγρά απόβλητα, σε ποσοστό
περίπου 80%, διετίθεντο σε κοινούς χώρους απόθεσης χωρίς ειδικά μέτρα
προστασίας (δηλαδή χωρίς κάποιο είδος διαχωριστικής μεμβράνης για την αποφυγή
της ρύπανσης του εδάφους). Από το 1981, όμως, έχει απαγορευθεί η ταφή κάθε
είδους αποβλήτων σε υγρή κατάσταση, ακόμη και αφού τοποθετηθούν σε στεγανά
δοχεία. Επιπλέον, έχει απαγορευθεί η διάθεση υγρών βιομηχανικών αποβλήτων
στους χώρους ταφής που προορίζονται για στερεά απόβλητα, ακόμη και στην
περίπτωση που οι χώροι αυτοί διαθέτουν ειδικά συστήματα προστασίας3 και
συλλογής του στραγγίσματος.

2.2.4 Επικίνδυνα απόβλητα


Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ένα ποσοστό των βιομηχανικών
αποβλήτων (περί το 15%) αλλά και ορισμένες άλλες κατηγορίες αποβλήτων (όπως
τα νοσοκομειακά απόβλητα) χαρακτηρίζονται ως επικίνδυνα (hazardous) και η
διάθεσή τους γίνεται με πολύ αυστηρούς περιορισμούς. Στο εδάφιο 2.1
περιγράφηκαν εν συντομία τα κριτήρια που εφαρμόζονται στις ΗΠΑ για τον
χαρακτηρισμό των στερεών αποβλήτων ως επικίνδυνων. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο
χαρακτηρισμός των στερεών αποβλήτων ως επικίνδυνων γίνεται με βάση την Οδηγία

2
επειδή δεν γίνεται έκπλυση κατά τη διαδικασία της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων
3
δηλαδή διπλές στεγανωτικές μεμβράνες κλπ.
2-6 Πηγές και αποδεκτά όρια ρύπανσης

91/689/EEC. Αναφορά στην Οδηγία αυτή δίνεται στο εδάφιο 1 του παρόντος
Κεφαλαίου.
Γενικώς, τα επικίνδυνα απόβλητα κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες:
1. Ανόργανα απόβλητα σε αιώρηση ή διάλυση εντός ύδατος.
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται τα βαρέα μέταλλα (μόλυβδος, υδράργυρος κλπ),
το αρσενικό, το κάδμιο και τα κυανιούχα.
2. Οργανικά υδατοδιαλυτά απόβλητα (Aqueous Phase Liquids - APLs).
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται τα απόβλητα της βιομηχανίας γεωργικών
φαρμάκων, της φαρμακευτικής βιομηχανίας, τα υδατοδιαλυτά χρώματα και
διαλύτες κλπ.
3. Οργανικά μή-υδατοδιαλυτά απόβλητα (Non-Aqueous Phase Liquids - NAPLs).
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται τα ελαιοχρώματα, οι διάφοροι ελαιώδεις διαλύτες,
τα λιπαντικά κλπ. Τα απόβλητα της κατηγορίας αυτής διακρίνονται στα ελαφρά
(Light NAPLs), τα οποία είναι ελαφρότερα από το νερό, όπως η βενζίνη, η
κηροζίνη, το πετρέλαιο Diesel κλπ, και τα βαρέα (Dense NAPLs), όπως το
τριχλωροαιθυλένιο, ο πιο συχνά ανιχνευόμενος οργανικός ρύπος στο υπόγειο
νερό στις ΗΠΑ, που χρησιμοποιείται ευρύτατα ως διαλύτης. Τα ελαφρά οργανικά
μή-υδατοδιαλυτά απόβλητα, επειδή επιπλέουν στο νερό, συγκεντρώνονται στην
επιφάνεια του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα και εξαπλώνονται κυρίως οριζόντια.
Αντίθετα, τα βαρέα απόβλητα βυθίζονται και ρυπαίνουν τους υπόγειους
υδροφορείς εις βάθος. Είναι προφανές ότι οι τεχνικές απορρύπανσης του εδάφους
και των υπογείων υδροφορέων είναι διαφορετικές για τα βαρέα και τα ελαφρά μή-
υδατοδιαλυτά απόβλητα.
4. Επικίνδυνα απόβλητα με τη μορφή παχύρρευστων υγρών, ιλύων και στερεών.
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται παχύρρευστα απόβλητα διυλιστηρίων
πετρελαιοειδών, απόβλητα καθαρισμού των δεξαμενών πλοίων μεταφοράς
πετρελαιοειδών κλπ.
Η κυριότερη πηγή επικίνδυνων αποβλήτων είναι τα βιομηχανικά απόβλητα. Από το
σύνολο των βιομηχανικών επικίνδυνων αποβλήτων, το 35% περίπου κατατάσσεται
στην Κατηγορία 1 (ανόργανα απόβλητα), το 55% περίπου κατατάσσεται στις
Κατηγορίες 2 και 3 (οργανικά υγρά) και το υπόλοιπο 10% κατατάσσεται στην
Κατηγορία 4 (παχύρρευστα και στερεά απόβλητα). Ο επόμενος πίνακας δίνει τα είδη
των επικίνδυνων ουσιών που συνήθως περιλαμβάνονται στα απόβλητα διαφόρων
τύπων βιομηχανιών.
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΟΥΣΙΕΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ

Τύπος Βιομηχανίας O* As Cd CH** Cu Cr CN Pb Hg Se Zn


Χημικές Βιομηχανίες x x x x x
Βυρσοδεψεία x x
Μεταλλουργίες x x x x x x x x x
Χρωματουργεία x x x x x x x x
Φαρμακευτικές Βιομηχανίες x x x
Βιομηχανίες Χάρτου x x
Τυπογραφεία x x x x x
* Διάφορες οργανικές ουσίες ** Χλωριούχοι υδρογονάνθρακες

Σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠΕΧΩΔΕ (1995), στην Ελλάδα παράγονται


ετησίως οι εξής ποσότητες τοξικών και επικινδύνων αποβλήτων:
Αποδεκτά όρια ρύπανσης 2-7

ΕΤΗΣΙΩΣ ΠΑΡΑΓΟΜΕΝΕΣ ΠΟΣΟΤΗΤΕΣ (τόννοι/έτος)


ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1995)
Περιοχή Συνολική Ανακυκλώσιμη Υπόλοιπο
ποσότητα ποσότητα (προς διάθεση)
Νομός Αττικής 111460 56000 55460
Λοιπή Νότια Ελλάδα 107265 30160 77100
Νομός Θεσσαλονίκης 140210 1100 139110
Λοιπή Βόρεια Ελλάδα 89600 33415 56195
ΣΥΝΟΛΟ 448535 120675 327860

Τα επικίνδυνα απόβλητα στην Ελλάδα είναι κυρίως σκωρίες εμπλουτισμού


μεταλλευμάτων (σιδηρονικελίου, σιδηροπυρίτη, αλουμίνας κλπ), λάσπες από
διυλιστήρια πετρελαιοειδών, λάσπες βαφείων-επιμεταλλωτηρίων-βυρσοδεψείων και
άλλων βιομηχανικών μονάδων, σκόνη από σακκόφιλτρα χαλυβουργίας, λάσπες από
βιομηχανία λιπασμάτων, μπαταριών κλπ. Οπως φαίνεται από τον παραπάνω
πίνακα, ένα σημαντικό ποσοστό των παραγόμενων επικινδύνων αποβλήτων
ανακυκλώνεται, όμως παραμένουν και σημαντικές ποσότητες για διάθεση σε
αποδέκτες.
Όσον αφορά τα νοσοκομειακά απόβλητα, αυτά διακρίνονται σε κοινά αστικά
και σε μολυσματικά. Στην Ελλάδα οι παραγόμενες ποσότητες μολυσματικών
νοσοκομειακών αποβλήτων ανέρχονται σε 40 περίπου τόννους την ημέρα. Σε
ορισμένες περιπτώσεις, στην Ελλάδα δεν γίνεται διαχωρισμός των κοινών από τα
μολυσματικά απόβλητα και η διάθεσή τους γίνεται σε πλαστικές σακκούλες και με
συνήθη απορριμματοφόρα οχήματα στις κοινές χωματερές αστικών αποβλήτων
χωρίς ιδιαίτερες προφυλάξεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με μελέτη του
ΥΠΕΧΩΔΕ (1995) μόνον το 37% των νοσηλευτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα διαθέτει
αποτεφρωτική μονάδα για την αποτέφρωση των μολυσματικών αποβλήτων όπως
απαιτούν οι διεθνείς προδιαγραφές. Η κατασκευή της πρώτης ειδικής μονάδας
επεξεργασίας μολυσματικών αποβλήτων στην Ελλάδα άρχισε στην περιοχή της
Αττικής (Νέα Λιόσια) το 1998.

2.3 Αποδεκτά όρια ρύπανσης


Για την εκτίμηση του βαθμού ρύπανσης των εδαφών και των υπογείων
υδάτων από επικίνδυνα απόβλητα έχουν θεσπισθεί μέγιστα αποδεκτά όρια για τους
διάφορους ρύπους. Οι πίνακες που ακολουθούν παρουσιάζουν τα όρια αυτά σε
διάφορες χώρες. Είναι προφανές ότι τα μέγιστα αποδεκτά όρια της ρύπανσης για
κάθε συγκεκριμένο ρύπο εξαρτώνται και από τη χρήση του χώρου στον οποίο έχει
εντοπισθεί η ρύπανση. Έτσι, για παράδειγμα, τα μέγιστα αποδεκτά όρια ρύπανσης
από μόλυβδο πρέπει να είναι διαφορετικά στην αυλή ενός σχολείου απ΄ ότι σε έναν
υπαίθριο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων. Τέλος, τα μέγιστα αποδεκτά όρια
ρύπανσης εξαρτώνται και από τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τη μέτρησή τους.
Κατά συνέπεια, οι διαφορές που παρατηρούνται στους ακόλουθους πίνακες οι οποίοι
περιλαμβάνουν τα μέγιστα αποδεκτά όρια ρύπανσης στις διάφορες χώρες, δεν
οφείλονται πάντοτε σε διαφοροποιήσεις ως προς την περιβαλλοντική ευαισθησία
μεταξύ των διαφόρων χωρών αλλά συχνά οφείλονται κατά κύριο λόγο στην
εφαρμογή διαφορετικών μεθόδων μέτρησης του ρυπαντικού φορτίου.

2.3.1 Αποδεκτά όρια ρύπανσης στις ΗΠΑ


Στις ΗΠΑ δεν έχουν καθοριστεί αποδεκτά όρια για το έδαφος. Όπως
προαναφέρθηκε, ο έλεγχος επικινδυνότητας των στερεών αποβλήτων ορυχείων αλλά
2-8 Πηγές και αποδεκτά όρια ρύπανσης

και του ρυπασμένου εδάφους γίνεται μέσω της μέτρησης της συγκέντρωσης των
ακόλουθων ρύπων με τις δοκιμές τύπου TCLP (Toxicity Characteristic Leaching
Procedure) και τύπου EP (Extraction Procedure). Τα αποτελέσματα των δοκιμών
συγκρίνονται με τις τιμές του ακόλουθου πίνακα – αν το δείγμα τις ξεπερνάει τότε
χαρακτηρίζεται ως επικίνδυνο με βάση τις εκτιμώμενες αρνητικές επιπτώσεις στο
περιβάλλον (ζώα-φυτά):
ΟΡΙΑ ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑ (Daniel, 1993)
Κατά τη δοκιμή TCLP Κατά τη δοκιμή EP
Ουσία Μέγιστη αποδεκτή Ουσία Μέγιστη αποδεκτή
συγκέντρωση συγκέντρωση
στο εκχύλισμα (mg/l) στο εκχύλισμα (mg/l)
Βενζόλιο 0.5 Αρσενικό 5
Τετραχλωράνθραξ 0.5 Βάριο 100
Χλωριδάνιο 0.03 Κάδμιο 1
Χλωροβενζόλιο 100 Χρώμιο 5
Χλωροφόρμιο 6 Μόλυβδος 5
Κρεζόλιο 200 Υδράργυρος 0.2
1,4-Διχλωροβενζόλιο 7.5 Σελήνιο 1
1,2-Διχλωροαιθάνιο 0.5 Άργυρος 5
1,1-Διχλωροαιθυλένιο 0.7 Ενδρίνη 0.02
2,4-Δινιτροτολουόλιο 0.13 Λινδάνιο 0.4
Επταχλώριο 0.008 Μεθοξυχλώριο 10
Εξαχλωροβουταδιένιο 0.5 Τοξαφαίνιο 0.5
Εξαχλωροβενζόλιο 0.13 2,4 D 10
Εξαχλωροαιθάνιο 3.0 2,4,5 T-Silvex 1
Μεθυλ-αιθυλ-κετόνη 200
Νιτροβενζόλιο 2
Πενταχλωροφαινόλη 100
Πυριδίνη 5
Τετραχλωροαιθυλένιο 0.7
Τριχλωροαιθυλένιο 0.5
2,4,5-Τριχλωροφαινόλη 400
2,4,6-Τριχλωροφαινόλη 2
Χλωριούχο βινύλιο 0.2

Λόγω των διαφορών μεταξύ των εφαρμοζόμενων μεθόδων, αλλά και των στόχων της
δημόσιας πολιτικής στον τομέα της υγείας, τα μέγιστα αποδεκτά όρια ρύπανσης στις
ΗΠΑ μπορεί διαφέρουν σημαντικά από τα αντίστοιχα όρια που ισχύουν σε χώρες της
Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Τα μέγιστα αποδεκτά όρια ρύπανσης του υπόγειου νερού εξαρτώνται από την
προβλεπόμενη χρήση του. Στην περίπτωση πόσιμου νερού οι μέγιστες αποδεκτές
συγκεντρώσεις των διαφόρων ρύπων περιλαμβάνονται στον ακόλουθο πίνακα:
Αποδεκτά όρια ρύπανσης 2-9

ΟΡΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΣΙΜΟΥ ΝΕΡΟΥ (USEPA, 2002)


Ουσία Μέγιστη αποδεκτή συγκέντρωση (mg/l)
Maximum Contaminant Level (MCL)
Ανόργανες ουσίες
Νιτρικά (NO3-) 10
Μαγνήσιο (Mg) Βηρύλλιο (Be) 0.004
Χαλκός (Cu) 1.3*
Αρσενικό (As) 0.01
Βάρειο (Ba) 2
Κάδμιο (Cd) 0.005
Χρώμιο (Cr) - ολικό 0.1
Σελήνιο (Se) 0.01
Αντιμόνιο (Sb) 0.006
Μόλυβδος (Pb) 0.015*
Φθόριο (F) 4.0
Οργανικές ουσίες
Βενζόλιο (Benzene) 0.005
Endrine 0.002
Lindane 0.0002
Διοξίνη (2,2,7,8-TCDD) 0.00000003
Toxaphene 0.003
PCBs 0.0005
cis-1,2 Διχλωροαιθένιο 0.07
trans-1,2 Διχλωροαιθένιο 0.1
Τριχλωροαιθένιο 0.005
Χλωριούχο βινύλιο (βινυλοχλωρίδιο) 0.002
Ραδιενεργές ουσίες (συγκεντρώσεις σε pCi/l)
Ράδιο 226 και Ράδιο 228 5
Σωματίδια Α 14
Βακτηρίδια
Ολικά Κολλοβακτηριοειδή 5 ανά 100 ml
* Όριο δράσης (action level)

2.3.2 Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα αποδεκτά όρια ρύπανσης


Στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν θεσπισθεί πολυάριθμες Οδηγίες που αφορούν
τα όρια ρύπανσης εδαφών και υπογείων υδάτων. Η Οδηγία 98/83/ΕΚ σχετικά με την
ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης καθορίζει τις μέγιστες επιτρεπτές
τιμές για μια σειρά από μικροβιολογικές και χημικές παραμέτρους. Η σύγκριση με την
παλαιότερη Κοινοτική Οδηγία (80/778/ΕΟΚ) είναι ενδεικτική των αυξανόμενων
περιβαλλοντικών απαιτήσεων σε συνάρτηση και με την πληρέστερη κατανόηση των
πιθανών επιπτώσεων των χημικών ουσιών στην ανθρώπινη υγεία. Για παράδειγμα οι
μέγιστες τιμές για το μόλυβδο και το αρσενικό μειώθηκαν από 50 μg/l σε 10 μg/l. Επί
πλέον στην Οδηγία του 1998 περιλαμβάνονται για πρώτη φορά βιομηχανικοί ρύποι
όπως π.χ. οι χλωριωμένοι υδρογονάνθρακες. Τέλος, ένας ενδεικτικός κατάλογος για
τα όρια εκροών αποβλήτων από βιομηχανίες παρουσιάζεται στον ακόλουθο πίνακα.

ΟΔΗΓΙΕΣ ΤΗΣ Ε.Ε. ΓΙΑ ΤΑ ΟΡΙΑ ΕΚΡΟΩΝ ΑΠΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ


Οδηγία Θέμα
82/176/EEC Υδράργυρος
83/513/EEC Κάδμιο
84/156/EEC Υδράργυρος
84/491/EEC Εξαχλωροκυκλοεξάνιο
86/280/EEC DDT, τετραχλωράνθρακας, πενταχλωροφαινόλη
2-10 Πηγές και αποδεκτά όρια ρύπανσης

Ο χαρακτηρισμός των επικίνδυνων ρυπαντικών ουσιών δίνεται από την 76/464/EEC,


η οποία τις χωρίζει σε δυο κατηγορίες:
1. Στις πλέον τοξικές (Κατηγορία 1 - Black List)
2. Στις λιγότερο τοξικές (Κατηγορία 2 - Grey List)
Ο σκοπός των ανωτέρω Οδηγιών είναι να απαλειφθεί η ρύπανση του εδάφους και
των υπογείων υδάτων από τις ουσίες της Κατηγορίας 1 (Black List) και να
περιορισθεί η ρύπανση από τις ουσίες της Κατηγορίας 2 (Grey List). Οι ουσίες που
περιλαμβάνονται στις δυο Κατηγορίες είναι:

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΤΟΞΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΣΤΗΝ Ε.Ε.

Τοξικές ρυπαντικές ουσίες Κατηγορίας 1 (Black List)


1. Οργανο-αλογόνες (Organohalogen) ουσίες και ουσίες που μπορούν να τις παράγουν
2. Ουσίες που περιέχουν οργανικό φώσφορο ή οργανικό κασσίτερο
3. Ουσίες που μπορούν να προκαλέσουν καρκινογενέσεις
4. Ουσίες που περιέχουν υδράργυρο ή κάδμιο
5. Ανθεκτικά ορυκτέλαια και ανθεκτικοί υδρογονάνθρακες πετρελαιοειδών
6. Ανθεκτικές συνθετικές ουσίες (persistent synthetic compounds)

Τοξικές ρυπαντικές ουσίες Κατηγορίας 2 (Grey List)


1. Τα ακόλουθα μέταλλα: ψευδάργυρος, χαλκός, νικέλιο, χρώμιο, μόλυβδος, σελήνιο,
αρσενικό, αντιμόνιο, μολυβδένιο, τιτάνιο, κασσίτερος, βάριο, βηρύλιο, βόρον, ουράνιο,
βανάδιο, κοβάλτιο, θάλλιο, τελλούριο, άργυρος
2. Οργανικές ενώσεις των ανωτέρω μετάλλων που δεν περιλαμβάνονται στην Κατηγορία 1
3. Ουσίες που μπορούν να επηρεάσουν δυσμενώς τη γεύση ή την οσμή του υπόγειου νερού,
σε περίπτωση που πρόκεται να χρησιμοποιηθεί για ύδρευση
4. Τοξικές ή ανθεκτικές οργανικές ενώσεις του πυριτίου που μπορούν να ανιχνευθούν στο
υπόγειο νερό
5. Ανόργανες ενώσεις του φωσφόρου και καθαρός φώσφορος
6. Μή- ανθεκτικά ορυκτέλαια και υδρογονάνθρακες πετρελαιοειδών
7. Κυανιούχα και φθοριούχες ενώσεις
8. Ουσίες που έχουν δυσμενείς επιδράσεις στην ισορροπία του οξυγόνου όπως αμμωνία,
νιτρικά, κλπ.

Οι Οδηγίες της Ε.Ε. προτείνουν ότι ο έλεγχος της ρύπανσης εδαφών και υπογείων
υδάτων από τις ανωτέρω ουσίες στις χώρες-μέλη μπορεί να γίνει με δυο τρόπους:
1. Με την επιβολή Στόχων Ποιότητας του Περιβάλλοντος (Environmental Quality
Objectives - EQOs). Στην περίπτωση, π.χ., χρήσης του υπόγειου νερού για
ύδρευση, ένας τέτοιος στόχος είναι η καταλληλότητά του για ασφαλή κατανάλωση,
ενώ αν το υπόγειο νερό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για άρδευση, οι στόχοι θα
είναι η αποφυγή βλάβης στα φυτά, η απουσία βλαπτικών επιδράσεων στους
καρπούς των φυτών (εάν πρόκειται να καταναλωθούν από τον άνθρωπο) και η
αποφυγή της ρύπανσης του εδάφους.
2. Με την επιβολή Ορίων Καθορισμού Ποιότητας του Περιβάλλοντος (Environmental
Quality Standard values - EQSs) που συχνά ονομάζονται και όρια εκπομπής
(Emission Standards). Τα όρια αυτά, τα οποία αναφέρονται στις μέγιστες
αποδεκτές συγκεντρώσεις των διάφορων ρυπαντικών ουσιών, δεν καθορίζονται
από την Κοινότητα αλλά πρέπει να καθορισθούν από τα κράτη-μέλη, αναλόγως
της επιδιωκόμενης χρήσης του εδάφους ή του υπόγειου νερού. Έτσι, π.χ. τα
μέγιστα αποδεκτά όρια ρύπανσης του εδάφους στις σχολικές αυλές θα πρέπει να
είναι πολύ μικρότερα απ’ ότι στους ελεύθερους χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων
ή στο χώρο που πρόκειται να κατασκευασθεί ένα διυλιστήριο πετρελαιοειδών. Τα
Αποδεκτά όρια ρύπανσης 2-11

όρια ρύπανσης που ισχύουν σε ορισμένες χώρες της Ε.Ε. παρουσιάζονται στα
επόμενα εδάφια.

2.3.3 Αποδεκτά όρια ρύπανσης στη Βρετανία (ICRCL4, 1987)


Για τον έλεγχο του βαθμού ρύπανσης του εδάφους ελέγχονται οι
συγκεντρώσεις των ακόλουθων ρύπων και συγκρίνονται με τα όρια επιφυλακής και
τα όρια λήψης μέτρων του ακόλουθου πίκανα:

ΟΡΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ ΣΤΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ (ICRCL, 1987)


Ουσία Όριο επιφυλακής Όριο λήψης μέτρων
(mg/kg ξηρού εδάφους) (mg/kg ξηρού εδάφους)
Αρσενικό 10 - 40 -
Κάδμιο 3 - 15 -
Χρώμιο (ολικό) 600 - 1000 -
Μόλυβδος 500 - 2000 -
Υδράργυρος 1 - 20 -
Σελήνιο 3-6 -
Πολυ-αρωματικοί υδρογονάνθρακες 50 - 1000 500 - 10000
Φαινόλες 5 200 - 1000
Κυανιούχα (ελεύθερα) 25 - 100 500
Κυανιούχα (σύνθετα) 250 1000 - 5000
Θειικά 2000 10000 - 50000000000
Σουλφίδια 250 1000
Θείο 5000 20000
pH (όξινο) 5 3
pH (αλκαλικό) 9 12

Τα εύρη των τιμών του ανωτέρω πίνακα αναφέρονται στις διάφορες χρήσεις του
εδάφους (π.χ. αυλές σπιτιών, χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων, κλπ). Αυτά τα όρια
ρύπανσης προβλέπεται στο μέλλον να αντικατασταθούν από τιμές που θα
υπολογιστούν με βάση ένα αριθμητικό μοντέλο που εκτιμά την έκθεση στους ρύπους
(Contaminated Land Exposure Assessment – CLEA). Οι καινούριες τιμές θα
αντιπροσωπεύουν “τιμές επέμβασης” που θα υποδεικνύουν ότι απαιτείται επί πλέον
μελέτη και/ή αποκατάσταση.

2.3.4 Αποδεκτά όρια ρύπανσης στην Ολλανδία


Η Ολλανδία, πρωτοπόρος στην Ευρώπη, ήδη από 1976 έχει εντάξει την
προστασία του εδάφους στην εθνική περιβαλλοντική πολιτική της. Το 1994 άρχισε να
αναθεωρεί τα μέγιστα αποδεκτά όρια ρύπανσης εδαφών και υπογείων υδάτων. Ο
ακόλουθος πίνακας δίνει τις πιο πρόσφατες τιμές (2000). Για κάθε έναν από τους
ρύπους δίνονται δυο τιμές: η νέα τιμή που θεσπίσθηκε την περίοδο 1994-2000 και η
παλαιά τιμή που ίσχυε μέχρι το 1994. Η υπέρβαση των τιμών αυτών (intervention
values – τιμές επέμβασης) αποτελεί ένδειξη σοβαρής ρύπανσης του εδάφους και των
υπογείων υδάτων και απαιτεί τη λήψη μέτρων απορρύπανσης.

4
Interdepartmental Committee on the Redevelopment of Contaminated Land
2-12 Πηγές και αποδεκτά όρια ρύπανσης

ΜΕΓΙΣΤΑ ΑΠΟΔΕΚΤΑ ΟΡΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΕΔΑΦΟΥΣ ΚΑΙ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗΝ ΟΛΛΑΝΔΙΑ (2000)
Συγκέντρωση στο έδαφος Συγκέντρωση στο νερό
Ουσία (mg/kg ξηρού εδάφους) (μg/l)
Νέα Παλαιά Νέα Παλαιά
Μέταλλα
Χρώμιο 380 800 30 200
Κοβάλτιο 240 300 100 200
Νικέλιο 210 500 75 200
Χαλκός 190 500 75 200
Ψευδάργυρος 720 3000 800 800
Αρσενικό 55 50 60 100
Μολυβδένιο 200 200 300 100
Κάδμιο 12 20 6 10
Βάριο 625 2000 625 500
Υδράργυρος 10 10 0.3 2
Μόλυβδος 530 600 75 200
Ανόργανες ενώσεις
Κυανιούχα (ελεύθερα) 20 100 1500 100
Κυανιούχα (σύνθετα pH<5) 650 500 1500 200
Κυανιούχα (σύνθετα pH ≥ 5) 50 500 1500 200
Θειοκυανικά (ολικά) 20 1500
Βρωμιούχα 20α 300 0.3α 2000
Χλωριούχα 100α 700
Φθοριούχα 500α 2000 0.5α 4000
Χλωριωμένοι υδρογονάνθρακες
Διχλωρομεθάνιο 10 50 1000 50
Τριχλωρομεθάνιο 10 5 400 50
Τετραχλωρομεθάνιο 1 50 10 50
1,2-Διχλωροαιθάνιο 4 50 400 50
Τριχλωροαιθάνιο 60 50 500 50
Τετραχλωροαιθάνιο 4 50 40 50
Χλωριούχο βινύλιο 0.1 5 35
Χλωροβενζόλια (μεμονωμένα) 10 2
Χλωροβενζόλια (σύνολο) 30 20 5
Μονοχλωροβενζόλιο 10 180 2
Διχλωροβενζόλιο 10 50 2
Τριχλωροβενζόλιο 10 10 2
Τετραχλωροβενζόλιο 10 2.5 2
Πενταχλωροβενζόλιο 10 1 2
Εξαχλωροβενζόλιο 10 0.5 2
Χλωροφαινόλες (σύνολο) 10 2
Μονοχλωροφαινόλες (σύνολο) 5 100 1.5
Διχλωροφαινόλες 30 1.5
Τριχλωροφαινόλες 10 1.5
Τετραχλωροφαινόλες 10 1.5
Πενταχλωροφαινόλη 5 3 1.5
Χλωροναφθαλένιο 6
Πολυχλωριωμένα διφενύλια (7 PCB) 1 10 0.01 1

α
επιθυμητή τιμή (target value), μικρότερη βέβαια της τιμής επέμβασης (intervention value)
Βιβλιογραφικές αναφορές 2-13

ΜΕΓΙΣΤΑ ΑΠΟΔΕΚΤΑ ΟΡΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΕΔΑΦΟΥΣ ΚΑΙ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗΝ ΟΛΛΑΝΔΙΑ (2000)
Συγκέντρωση στο έδαφος Συγκέντρωση στο νερό
Ουσία (mg/kg ξηρού εδάφους) (μg/l)
Νέα Παλαιά Νέα Παλαιά
Αρωματικές ενώσεις
Βενζόλιο 1 5 30 5
Αιθυλοβενζόλιο 50 50 150 60
Φαινόλη 40 10 2000 50
Κρεσόλες 5 200
Τολουόλιο 130 30 1000 50
Ξυλένιο 25 50 70 60
Στυρένιο 100 50 300 60
Καθετόλη 20 1250
Ρεσορσινόλη 10 600
Υδροκαινόνη 10 800
Πολυαρωματικοί υδρογονάνθρακες (PAH)
PAH (σύνολο 10 ουσίες) 40 200 40
Ναφθαλένιο 50 70 30
Ανθρακένιο 100 5 10
Φαινανθρένιο 100 5 10
Φθωρανθένιο 100 1 5
Βενζο(α)ανθρακένιο 50 0.5 2
Χρυσένιο 50 0.2 2
Βενζο(α)πυρένιο 10 0.05 1
Βενζο(χ)περυλένιο 100 0.05 5
Βενζο(κ)φθωρανθένιο 50 0.05 2
Ινδενο(1,2,3-γδ)πυρένιο 50 0.05 2
Εντομοκτόνα
DDT+DDD+DDE (σύνολο) 4 5 0.01 1
Drins (Aldrin, Endrin, Hydrin) 4 5 0.1 1
HCH-ενώσεις (σύνολο 4) 2 5 1 1
Carbaryl 5 50
Carbofuran 2 100
Maneb 35 0.1
Atrazine 6 150
Διάφορες ουσίες
Κυκλοεξάνιο 45 60 15000 50
Φθαλάτια (σύνολο) 60 500 5 50
Ορυκτέλαια 5000 5000 600 600
Πυριδίνιο 0.5 20 30 30
Τετρα-υδροφουράνιο 2 40 300 60
Τετρα-υδροθειοφένιο 90 50 5000 60

2.4 Βιβλιογραφικές αναφορές


Daniel, D.E. (1993) Introduction, In: Geotechnical Practice for Waste Disposal, D.E.
Daniel (Ed.), Chapman & Hall.
Ministry of Spatial Planning, Housing and Environment (2000) The Circular on Target
Values and Intervention Values for Soil Remediation, The Hague, The
Netherlands.
ΥΠΕΧΩΔΕ - Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (1995) Η
Ελλάδα, Οικολογικό και Πολιτιστικό Απόθεμα: Δεδομένα, Δράσεις, Προγράμματα
για την Προστασία του Περιβάλλοντος.
2-14 Πηγές και αποδεκτά όρια ρύπανσης

U.S. Environmental Protection Agency - USEPA (2002) National Primary Drinking


Water Regulations, EPA 816-F-02-013 και 40 CFR 141.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

3. Στοιχεία υδρογεωλογίας

3.1 Γενικές Αρχές


Η Υδρογεωλογία ασχολείται με το υπόγειο νερό, δηλαδή το νερό που
βρίσκεται στους εδαφικούς πόρους και διακινείται υπογείως. Το υπόγειο νερό συχνά
χρησιμοποιείται για την ύδρευση οικισμών, και συνεπώς η τυχόν ρύπανσή του έχει
δυσμενείς συνέπειες. Για το λόγο αυτό, η προστασία από τη ρύπανση (αλλά και η
απορρύπανση) των υπογείων υδάτων αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα
αντικείμενα της Περιβαλλοντικής Γεωτεχνικής.
Στις περιπτώσεις που το υπόγειο νερό καταλαμβάνει το σύνολο των εδαφικών
πόρων, το έδαφος είναι πλήρως κορεσμένο1, και συχνά δημιουργείται (υπόγειος)
υδροφόρος ορίζοντας (water table). Στις υπόλοιπες θέσεις, όπου το νερό πληροί
μέρος μόνον των εδαφικών πόρων ενώ το υπόλοιπο μέρος των εδαφικών πόρων
πληρούται από αέρα, το έδαφος είναι μερικώς κορεσμένο (vadose zone). Στη στάθμη
του υδροφόρου ορίζοντα, η υδραυλική πίεση του νερού των πόρων είναι μηδέν
(δηλαδή ίση με την ατμοσφαιρική). Κάτω από τη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα, η
υδραυλική πίεση του νερού των πόρων είναι θετική (δηλαδή ανώτερη της
ατμοσφαιρικής). Αντίθετα, στη μερικώς κορεσμένη ζώνη η υδραυλική πίεση είναι
αρνητική, λόγω των επιφανειακών τάσεων των μηνίσκων του νερού των πόρων που
σχηματίζονται στα εδαφικά κενά με τη βοήθεια των τριχοειδών δυνάμεων. Στις
τριχοειδείς δυνάμεις οφείλεται και η ζώνη πλήρους κορεσμού που παρατηρείται
πάνω από τη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα και στην οποία αναπτύσσονται
αρνητικές υδραυλικές πιέσεις. Αυτή η ζώνη πλήρους κορεσμού υπό αρνητική πίεση
(capillary fringe), που σχηματίζεται πάνω από τον υδροφόρο ορίζοντα, μπορεί να
εκτείνεται για αρκετά μέτρα στις αργίλους, ενώ στις άμμους μπορεί και να αμεληθεί
μιας και είναι της τάξης των εκατοστών. Το υπόγειο νερό που καταλαμβάνει τη
μερικώς κορεσμένη ζώνη δεν κινείται, εκτός εάν τού ασκηθεί μεγαλύτερη υποπίεση
από την αρνητική πίεση στην οποία βρίσκεται. Την κίνηση του υπόγειου νερού, τόσο
στην κορεσμένη όσο και στη μερικώς κορεσμένη (ακόρεστη) ζώνη, πραγματεύεται
αναλυτικά η Υπόγεια Υδραυλική. Στοιχεία των νόμων που διέπουν την κίνηση του
υπόγειου νερού παρουσιάζονται στο επόμενο εδάφιο. Τα θέματα της κίνησης του
υπόγειου νερού αφορούν την Περιβαλλοντική Γεωτεχνική, επειδή το υπόγειο νερό
κατά την κίνησή του παρασύρει (αλλά και διαχέει) ρύπους με συνέπεια την επέκταση
της ρύπανσης και τη μεταφορά ρυπαντικών ουσιών από το σημείο γένεσης της
ρύπανσης (π.χ. τη θέση ταφής επικινδύνων αποβλήτων) στο σημείο έκθεσης του
πληθυσμού (π.χ. σε κατάντη πηγές ή στην περιοχή όπου το υπόγειο νερό αντλείται
για την ύδρευση μιας πόλης).
Η κίνηση του υπόγειου νερού εξαρτάται άμεσα από τα χαρακτηριστικά των
εδαφικών πόρων. Τα εδαφικά κενά είτε σχηματίζονται μεταξύ των εδαφικών κόκκων
(πρωτεύον πορώδες) είτε εμφανίζονται με τη μορφή ρωγμών, διακλάσεων,

1
στην περίπτωση αυτή συχνά λέγεται ότι ο βαθμός κορεσμού του εδάφους είναι 100%
3-2 Στοιχεία υδρογεωλογίας

ρηγματώσεων, καρστικών εγκοίλων κλπ. εντός της μάζας των πετρωμάτων


(δευτερεύον πορώδες). Ποσοτικά, το πορώδες (n) εκφράζεται ως το ποσοστό των
κενών2 (Vv ) στο σύνολο του όγκου (V ) του εδάφους, δηλαδή:
V
n= v
V
Οι τιμές του πορώδους στους εδαφικούς σχηματισμούς ποικίλουν σημαντικά και
κυμαίνονται μεταξύ 0-5% σε υγιείς κρυσταλλικούς βράχους με μικρό βαθμό
κερματισμού και 45-50% σε αργιλικούς σχηματισμούς. Στην υδρογεωλογία ιδιαίτερο
ενδιαφέρον έχει το λεγόμενο ενεργό πορώδες (ne) και όχι το συνολικό πορώδες (ή
απλώς πορώδες) που αναφέρθηκε παραπάνω. Το ενεργό πορώδες εκφράζεται ως
το ποσοστό των κενών διαμέσου των οποίων μπορεί να κινηθεί το υπόγειο νερό ως
προς το σύνολο του όγκου του εδάφους. Η διαφορά μεταξύ των δυο τύπων
πορώδους που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι ότι εδαφικά κενά (πόροι) που είναι
απομονωμένα και συνεπώς δεν αποτελούν δίοδο κίνησης του υπόγειου νερού δεν
συνεισφέρουν στο ενεργό πορώδες, το οποίο κατά συνέπεια είναι πάντοτε μικρότερο
ή ίσο του συνολικού πορώδους. Γενικώς, το ενεργό πορώδες των χονδροκόκκων
εδαφικών υλικών (άμμων, χαλίκων κλπ.) είναι πρακτικώς ίσο με το συνολικό
πορώδες. Αντίθετα, το ενεργό πορώδες των πολύ λεπτοκόκκων εδαφικών υλικών
(π.χ. των αργίλων) μπορεί να είναι μόνον το 10-20% του συνολικού πορώδους. Ένας
άλλος όρος που συνδέεται με το πορώδες είναι ο βαθμός κορεσμού (Sr) που εκφράζει
το ποσοστό του όγκου των εδαφικών πόρων που πληρούνται με νερό:
V
Sr = w
Vv
Ο βαθμός κορεσμού κάτω από τη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα (όπου το έδαφος
είναι πλήρως κορεσμένο) είναι 100% (δηλαδή 1.0) ενώ ο βαθμός κορεσμού του
εδάφους στην ακόρεστη ζώνη είναι εν γένει μικρότερος του 100% λόγω της
παρουσίας αέρα στους πόρους.
Η ευχέρεια της κίνησης του υπόγειου νερού διαμέσου των εδαφικών πόρων
εξαρτάται από την υδραυλική αγωγιμότητα (hydraulic conductivity) ή διαπερατότητα
(permeability) του εδάφους ή γενικότερα του γεωλογικού σχηματισμού. Η υδραυλική
αγωγιμότητα δεν αποτελεί ιδιότητα του κάθε συγκεκριμένου τύπου εδάφους, αλλά
εξαρτάται αφενός μεν από τα χαρακτηριστικά του εδάφους (κοκκομετρική
διαβάθμιση, σχετική πυκνότητα, σχήμα και χωρική κατανομή των πόρων ή των
ρωγμών στη μάζα του εδάφους ή του βράχου), αφετέρου δε από τις ιδιότητες του
υγρού των πόρων (πυκνότητα και ιξώδες). Ο ορισμός της υδραυλικής αγωγιμότητας
παρουσιάζεται στο επόμενο εδάφιο (Υδραυλική των Υπογείων Υδάτων).
Το σύνολο σχεδόν του νερού που περιέχεται στο έδαφος (υπόγειο νερό) και
τροφοδοτεί τους υδροφορείς προέρχεται από τα επιφανειακά νερά (βροχόπτωση,
χιόνι, ποταμοί, λίμνες, νερό τεχνητής άρδευσης κλπ.) μέσω της κατείσδυσης των
ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων ή της διήθησης των συγκεντρωμένων
επιφανειακών υδάτων. Ο συντελεστής κατείσδυσης εκφράζει το ποσοστό του όγκου
των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων που κατεισδύει εντός του εδάφους. Οι τιμές
του συντελεστή κατείσδυσης εξαρτώνται από το είδος των επιφανειακών εδαφικών
σχηματισμών, την κλίση του αναγλύφου του εδάφους, τη βλάστηση αλλά και τη
χρονική κατανομή και ένταση των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων.
Από το νερό που κατεισδύει στο έδαφος, ένα μέρος μόνον τροφοδοτεί
(recharges) τους υδροφορείς. Το υπόλοιπο είτε χάνεται μέσω της εξατμισοδιαπνοής

2
τα οποία μπορεί να πληρούνται είτε από αέρα είτε από το υπόγειο νερό
Γενικές Αρχές 3-3

Σχήμα 3.1: Υδροφορείς ελεύθερης και εγκιβωτισμένης ροής

(εξάτμιση του νερού που συγκρατείται στις ανώτερες εδαφικές στρώσεις ή ανέρχεται
μέσω της τριχοειδούς ανύψωσης, απορρόφηση από τα φυτά κλπ.), είτε χάνεται
κινούμενο προς βαθύτερους υδροφόρους ορίζοντες (leakance), είτε συγκρατείται
στην ανώτερη μερικώς κορεσμένη ζώνη για να αντικαταστήσει προηγούμενες
απώλειες στη ζώνη αυτή λόγω εξατμισοδιαπνοής.
Από πλευράς ευχέρειας στη διήθηση του υπόγειου νερού (δηλαδή ευχέρειας
στην κίνηση του νερού εντός του εδάφους) οι γεωλογικοί σχηματισμοί (χαλαρά
εδαφικά υλικά και βραχώδεις σχηματισμοί), όταν βρίσκονται κάτω από τη στάθμη του
υδροφόρου ορίζοντα, διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:
1. Τους υδροφορείς (aquifers), οι οποίοι επιτρέπουν την ευχερή διήθηση του
υπόγειου νερού διαμέσου της μάζας των, δηλαδή τους σχηματισμούς που
έχουν υψηλή υδραυλική αγωγιμότητα. Είναι προφανές ότι η έννοια της
“υψηλής” υδραυλικής αγωγιμότητας είναι σχετική και εξαρτάται από τη
δυνατότητα εκμετάλλευσης του υδροφορέα. Συνεπώς, μπορεί να θεωρηθεί ότι
υδροφορείς είναι οι γεωλογικοί σχηματισμοί που επιτρέπουν την εκμετάλλευση
του υπόγειου νερού που διακινείται διαμέσου της μάζας τους.
2. Τους σχηματισμούς περιορισμένης υδροφορίας (aquitards), οι οποίοι
επιτρέπουν την περιορισμένη κίνηση του υπόγειου νερού διαμέσου της μάζας
τους, και συνεπώς δεν προσφέρονται πάντοτε για την εκμετάλλευση του
υπόγειου νερού που περιέχεται στη μάζα τους. Είναι προφανές ότι η διαφορά
των σχηματισμών περιορισμένης υδροφορίας με τους υδροφορείς είναι
καθαρά θέμα κλίμακας. Έτσι, π.χ. ένας σχηματισμός που μπορεί να
χαρακτηρίζεται ως υδροφορέας για τις ανάγκες ύδρευσης μιας μικρής
κοινότητας, μπορεί να έχει ανεπαρκή παροχετευτικότητα για την ύδρευση μιας
μεγάλης πόλης και να χαρακτηρίζεται ως σχηματισμός περιορισμένης
υδροφορίας για τη μεγάλη πόλη.
3-4 Στοιχεία υδρογεωλογίας

Σχήμα 3.2: Δημιουργία υδροφορέων ελεύθερης ροής και εγκιβωτισμένης ροής

3. Τους στεγανούς σχηματισμούς (aquifuges ή aquicludes), οι οποίοι πρακτικώς


δεν επιτρέπουν την κίνηση του υπόγειου νερού διαμέσου της μάζας των και
συνεπώς δεν προσφέρονται για την εκμετάλλευση του υπόγειου νερού.

Οι υδροφορείς (Σχήμα 3.1) διακρίνονται περαιτέρω σε υδροφορείς ελεύθερης


ροής (unconfined aquifers) και σε υδροφορείς εγκιβωτισμένης ροής3 (confined
aquifers). Οι υδροφορείς ελεύθερης ροής διαθέτουν ελεύθερη στάθμη, δηλαδή μια
επιφάνεια εντός της μάζας του υδροφορέα όπου η υδραυλική πίεση του υπόγειου
νερού είναι μηδέν (δηλαδή ίση με την ατμοσφαιρική πίεση). Η επιφάνεια αυτή
συνήθως ταυτίζεται με την επιφάνεια που διαχωρίζει την υποκείμενη κορεσμένη ζώνη
από την υπερκείμενη μερικώς κορεσμένη ζώνη (αν και, σε περιπτώσεις λεπτοκόκκων
εδαφών, η ζώνη πάνω από την ελεύθερη στάθμη του υδροφορέα μπορεί να είναι
πλήρως κορεσμένη). Η εναποθήκευση ή η απώλεια υπόγειου νερού στους
υδροφορείς ελεύθερης ροής γίνεται κυρίως μέσω της μεταβολής της θέσης της
ελεύθερης στάθμης. Έτσι, η ανύψωση της ελεύθερης στάθμης οδηγεί σε
εναποθήκευση νερού εντός της ζώνης που κορέσθηκε (λόγω της αντικατάστασης του
αέρα από νερό σε τμήμα των εδαφικών πόρων), ενώ η ταπείνωση της ελεύθερης
στάθμης οδηγεί σε αντίστοιχη απώλεια νερού του υδροφορέα εντός της ζώνης που
μετατράπηκε σε μερικώς κορεσμένη. Λόγω της ύπαρξης ελεύθερης επιφάνειας
(στάθμης), οι υδροφορείς ελεύθερης ροής συχνά ονομάζονται και υδροφορείς με
ελεύθερη επιφάνεια.

3
οι υδροφορείς εγκιβωτισμένης ροής συχνά ονομάζονται και υδροφορείς υπό πίεση
Γενικές Αρχές 3-5

Σχήμα 3.3: Μεταφορά ρύπων προς τα κατάντη διαμέσου αλλουβιακού και ρωγματωμένου βραχώδους
υδροφορέα

Οι υδροφορείς εγκιβωτισμένης ροής δεν διαθέτουν ελεύθερη στάθμη, επειδή


στο ανώτερο τμήμα τους περιορίζονται από άλλον γεωλογικό σχηματισμό με πολύ
μικρότερη υδραυλική αγωγιμότητα. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν σημεία εντός του
υδροφορέα όπου η υδραυλική πίεση του υπόγειου νερού να είναι μηδέν, αλλά
αντίθετα το σύνολο της μάζας του υδροφορέα βρίσκεται υπό θετική υδραυλική πίεση.
Για το λόγο αυτό οι εγκιβωτισμένοι υδροφορείς συχνά ονομάζονται και υδροφορείς
υπό πίεση.
Η δημιουργία υδροφορέων ελεύθερης και εγκιβωτισμένης ροής φαίνεται στο
παράδειγμα του Σχήματος 3.2. Στο σχήμα αυτό, η κατεισδύουσα βροχόπτωση στους
ασβεστολίθους του παρακείμενου όρους δημιουργεί υδροφορέα εγκιβωτισμένης ροής
(υπό πίεση) στη γειτονική πεδιάδα, όπου μάλιστα παρουσιάζεται και αρτεσιανισμός
(άνοδος του υπόγειου νερού κατά τη διάνοιξη γεωτρήσεων σε στάθμη υψηλότερη
από την επιφάνεια του εδάφους).
Το υπόγειο νερό, κατά την κίνησή του εντός των υδροφορέων παρασύρει
ρύπους (σε περίπτωση ρύπανσης του εδάφους ή/και του υπόγειου νερού) και τους
μεταφέρει σε κατάντη περιοχές, όπου πιθανώς γίνεται εκμετάλλευση του υδροφορέα
3-6 Στοιχεία υδρογεωλογίας

Σχήμα 3.4: Μεταφορά ρύπων προς τα κατάντη σε περίπτωση ελαφρών (LNAPLs) και βαρέων
(DNAPLs) ρύπων που δεν αναμειγνύονται με το νερό

και συνεπώς με τον τρόπο αυτό μπορεί να γίνει έκθεση του πληθυσμού στη
ρύπανση. Το Σχήμα 3.3 παρουσιάζει τη μεταφορά ρύπων από ένα χώρο απόθεσης
στερεών αποβλήτων (χωματερή), διαμέσου της μερικώς κορεσμένης ζώνης του
εδάφους, προς τον υδροφόρο ορίζοντα και στη συνέχεια προς τα κατάντη:
(α) στην περίπτωση ενός αλλουβιακού υδροφορέα (π.χ. ενός χαλαρού εδαφικού
σχηματισμού)
(β) στην περίπτωση ενός ρηγματωμένου βραχώδους σχηματισμού.
Αντίστοιχα, το Σχήμα 3.4 παρουσιάζει τους τρόπους μεταφοράς ελαφρών και βαρέων
ρύπων που δεν αναμειγνύονται με το νερό (LNAPLs και DNAPLs), τόσο στην
ακόρεστη όσο και στην κορεσμένη ζώνη, λόγω διαφυγών από χώρους απόθεσης.

3.2 Στοιχεία υδραυλικής των υπογείων υδάτων


3.2.1 Γενικά
Η μεταφορά ρύπων διαμέσου του εδάφους αλλά και πολλές από τις μεθόδους
απορρύπανσης εδαφών και υδροφορέων βασίζονται στη ροή νερού ή άλλου ρευστού
διαμέσου του εδάφους. Έτσι, στο εδάφιο αυτό μελετώνται συνοπτικά οι νόμοι της
Στοιχεία υδραυλικής των υπογείων υδάτων 3-7

κίνησης του υπόγειου νερού διαμέσου του εδάφους καθώς και οι πρακτικές τους
συνέπειες. Η ανάπτυξη των σχετικών νόμων γίνεται με έμφαση στη ροή διαμέσου
κορεσμένων εδαφών, αλλά παρουσιάζονται και στοιχεία της κίνησης του υπόγειου
νερού στη μερικώς κορεσμένη ζώνη των εδαφών.
Στα επόμενα γίνεται συχνά αναφορά σε ροή νερού (με πυκνότητα ρw και ειδικό
βάρος γw = ρw g ) διαμέσου του εδάφους, επειδή η περίπτωση αυτή είναι αρκετά
συνήθης. Σημειώνεται ότι οι ίδιοι νόμοι μπορούν να εφαρμοσθούν και στη ροή
οποιουδήποτε άλλου ρευστού με κατάλληλη αντικατάσταση των τιμών της
πυκνότητας και του ειδικού βάρους.

3.2.2 Κίνηση του υπόγειου νερού στην κορεσμένη ζώνη των εδαφών
Η κίνηση του νερού στην κορεσμένη ζώνη των εδαφών διέπεται από τη
συνάρτηση του υδραυλικού φορτίου (h), η οποία εκφράζει τη μηχανική ενέργεια ανά
μονάδα μάζης και ορίζεται από τη σχέση:
1 p v2
h ≡ − (r ⋅ g ) + + (3.1α)
g γ w 2g
όπου g είναι το διάνυσμα της επιτάχυνσης του πεδίου βαρύτητος (που έχει ένταση g),
p είναι η συνάρτηση της πίεσης του ρευστού σε κάθε θέση που ορίζεται από το
διάνυσμα θέσης: r ≡ OM (όπου Ο είναι η αρχή των αξόνων των συντεταγμένων και
Μ η θέση του σημείου στο οποίο ορίζεται η πίεση και το υδραυλικό φορτίο), γw είναι
το ειδικό βάρος του νερού και v ≡ v είναι το μέτρο της ταχύτητας ροής. Στην
περίπτωση της ροής διαμέσου του εδάφους, ο τελευταίος όρος της σχέσης (3.1α),
που εκφράζει την ειδική κινητική ενέργεια του ρευστού, είναι συνήθως πολύ μικρός
σε σχέση με τους υπόλοιπους4 και αμελείται, οπότε η ανωτέρω σχέση γράφεται:
1 p
h = − (r ⋅ g ) + (3.1β)
g γw
Σημειώνεται ότι εάν ο άξονας (z) του καρτεσιανού συστήματος είναι κατακόρυφος με
φορά προς τα άνω (δηλαδή αντίθετος με τη φορά του g) ισχύει: r ⋅ g = − g z , και
συνεπώς η συνάρτηση του υδραυλικού φορτίου απλοποιείται ως κατωτέρω:
p
h=z+ (3.2)
γw
όπου (z) είναι η υψομετρική στάθμη του σημείου στο οποίο υπολογίζεται το
υδραυλικό φορτίο, που συχνά αναφέρεται και ως υψομετρικό φορτίο. Αντίστοιχα, ο
όρος p/γw ονομάζεται πιεζομετρικό φορτίο.
Σύμφωνα με την αρχή διατηρήσεως της ενέργειας, η κίνηση του νερού γίνεται
από θέσεις υψηλού υδραυλικού φορτίου προς θέσεις χαμηλότερου υδραυλικού
φορτίου. Κατά συνέπεια, μια μάζα νερού βρίσκεται σε υδροστατική ισορροπία όταν
και μόνον όταν η συνάρτηση του υδραυλικού φορτίου έχει σταθερή τιμή παντού (h =
ct). Στην περίπτωση αυτή η πίεση του νερού σε κάθε θέση ονομάζεται υδροστατική
πίεση, και δίνεται από την ακόλουθη σχέση (που προκύπτει από την 3.2):
p = (h − z ) γ w
όπου (h ) είναι η σταθερή τιμή του υδραυλικού φορτίου.
Η μέτρηση του υδραυλικού φορτίου σε κάποια θέση του εδάφους (κάτω από
τη στάθμη του υπόγειου ορίζοντα) γίνεται με πιεζόμετρα. Ένας από τους συνήθεις
τύπους πιεζομέτρων (βλέπε Σχήμα 3.5) αποτελείται από ένα κατακόρυφο σωλήνα

4
επειδή η ταχύτητα ροής διαμέσου των πόρων του εδάφους είναι πολύ μικρή
3-8 Στοιχεία υδρογεωλογίας

Σχήμα 3.5: Λειτουργία του πιεζομέτρου

(ανοικτό στα δύο άκρα) με τον οποίο μετράται το υδραυλικό φορτίο στη βάση του
σωλήνα. Πράγματι, νερό από το έδαφος που περιβάλλει τη βάση του σωλήνα
εισέρχεται στο σωλήνα, μέχρις ότου αποκατασταθεί υδροστατική ισορροπία μεταξύ
του νερού στο σωλήνα και του νερού στους πόρους του εδάφους γύρω από τη βάση
του σωλήνα. Λόγω της υδροστατικής ισορροπίας εντός του σωλήνα (στις θέσεις Α,
Β):
p p
z A + A = hA = hB = zB + B = zB + 0
γw γw
και συνεπώς:
p A = γ w (zB − z A ) = γ w H
σχέση από την οποία υπολογίζεται η υδατική πίεση (πίεση του νερού των πόρων ή
πίεση πόρων) στο σημείο Α του εδάφους. Το υδραυλικό φορτίο στο σημείο Α είναι
τότε:
hA = z A + H = z B
δηλαδή η στάθμη του νερού εντός του σωλήνα εκφράζει την τιμή του υδραυλικού
φορτίου στο σημείο Α του εδάφους, όταν η στάθμη μετριέται από το επίπεδο
αναφοράς (π.χ. την αρχή των αξόνων). Εάν χρησιμοποιηθούν περισσότερα του ενός
παρόμοια πιεζόμετρα, μπορεί να μετρηθεί η κατανομή του υδραυλικού φορτίου στον
εδαφικό σχηματισμό και να διαπιστωθεί η διεύθυνση της κίνησης του νερού,
δεδομένου ότι το νερό κινείται από θέσεις υψηλού υδραυλικού φορτίου προς θέσεις
χαμηλού υδραυλικού φορτίου. Η μεταβολή του υδραυλικού φορτίου από θέση σε
θέση αναλύεται παρακάτω μέσω του διανύσματος της κλίσης του υδραυλικού
φορτίου.
Από τη σχέση (3.1β) μπορεί να υπολογισθεί το διάνυσμα της κλίσης (gradient)
του υδραυλικού φορτίου:
1 1
i ≡ ∇h = − g + ∇p (3.3)
g γw
Κατά την υδραυλική ισορροπία (υδροστατική κατάσταση), η συνάρτηση του
υδραυλικού φορτίου είναι σταθερή ( ∇h = 0) και συνεπώς η υδροστατική πίεση (ps)
του ρευστού προκύπτει από την ανωτέρω σχέση (3.3) ως:
Στοιχεία υδραυλικής των υπογείων υδάτων 3-9

∇ps = ρ w g (3.4α)
οπότε:
ps = ρ w (g ⋅ r ) + po (3.4β)
όπου (po) είναι η υδροστατική πίεση στην αρχή των αξόνων (δηλ. στη θέση r = 0).
Τέλος, ο συνδυασμός των σχέσεων (3.3) και (3.4α) δίνει:
1
∇h = ∇( p − ps ) (3.5)
γw
δηλαδή η κλίση του υδραυλικού φορτίου είναι ανάλογη της κλίσης της πίεσης του
ρευστού πέραν της υδροστατικής.

Ορίζεται επίσης το διάνυσμα ροής μάζας (mass flux) q από τη σχέση:


dm = (n ⋅ q ) ds dt (3.6)
που δίνει τη μάζα του ρευστού (dm ) που διέρχεται δια της στοιχειώδους επιφάνειας
(ds) σε χρόνο (dt). Το διάνυσμα (n) είναι το μοναδιαίο κάθετο διάνυσμα στην
επιφάνεια (ds).
Ορίζεται τέλος η φαινόμενη ταχύτητα v του ρευστού από τη σχέση:
1
v≡ q (3.7)
ρw
Στην περίπτωση ροής υπόγειου νερού, η ταχύτητα αυτή είναι διαφορετική
(μικρότερη) από την πραγματική ταχύτητα ροής του ρευστού διαμέσου των κενών
(πόρων) του εδαφικού σκελετού. Πρέπει να τονιστεί πως η πραγματική ταχύτητα
ροής του ρευστού διαμέσου των πόρων είναι αδύνατον να υπολογιστεί και, βέβαια,
διαφέρει από σημείο σε σημείο. Ακόμα, αν (v) είναι το μέτρο της φαινόμενης
ταχύτητας, τότε ορίζεται ως μέση γραμμική ταχύτητα (v) το μέγεθος που ικανοποιεί
την ακόλουθη σχέση (Freeze and Cherry, 1979):
v = v ⋅ ne
5
όπου (ne) είναι το ενεργό πορώδες . Από τον ορισμό της, η μέση γραμμική ταχύτητα
λαμβάνει υπόψη της ότι μόνο ένα ποσοστό της συνολικής εδαφικής διατομής, αυτό
που αντιστοιχεί στα εδαφικά κενά, είναι διαθέσιμο για την κίνηση του νερού.
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η κίνηση του νερού στους πόρους του
εδάφους γίνεται από θέσεις υψηλού υδραυλικού φορτίου προς θέσεις χαμηλού
υδραυλικού φορτίου και συνεπώς είναι λογικό να θεωρηθεί ότι η ταχύτητα (v) της
ροής συσχετίζεται με την κλίση του υδραυλικού φορτίου ( ∇h ). Ο απλούστερος νόμος
συσχέτισης των ανωτέρω μεγεθών είναι ο λεγόμενος Νόμος του Darcy, ο οποίος
υποθέτει6 μια γραμμική σχέση μεταξύ της κλίσης του υδραυλικού φορτίου ( i ≡ ∇h )
που προκαλεί τη ροή και του αποτελέσματος δηλαδή της ταχύτητας της ροής:
v = − k ⋅ (∇h ) (3.8)
Η σταθερά της αναλογίας k ονομάζεται υδραυλική αγωγιμότητα (ή συντελεστής
διαπερατότητας) και γενικώς αποτελεί τανυστή β’ τάξεως. Στην περίπτωση που το
έδαφος έχει ισότροπη αγωγιμότητα (δηλαδή ανεξάρτητη της κατευθύνσεως στο
χώρο) η ανωτέρω σχέση μπορεί να γραφεί:
v = − k ⋅ (∇h )

5
δηλαδή το πορώδες που επιτρέπει την κίνηση του ρευστού διαμέσου του
6
προσοχή, ο “νόμος” του Darcy είναι μια εμπειρική σχέση, η οποία μιας και βασίζεται σε πειραματικά
δεδομένα δεν έχει τη γενική ισχύ των νόμων της φύσεως
3-10 Στοιχεία υδρογεωλογίας

Στην περίπτωση αυτή η υδραυλική αγωγιμότητα (k) είναι βαθμωτό μέγεθος.


Σημειώνεται ότι το (k ) έχει διαστάσεις ταχύτητας (L/T).
Η πειραματική μέτρηση της υδραυλικής αγωγιμότητας των εδαφικών υλικών
γίνεται με τις συσκευές που φαίνονται στο Σχήμα 3.6.
Το Σχήμα 3.6(α) παρουσιάζει τη συσκευή σταθερού φορτίου, στην οποία η
διαφορά στάθμης (ίση με ΔH) διατηρείται σταθερή και η ροή του νερού διαμέσου του
εδαφικού δοκιμίου γίνεται στην κατακόρυφη διεύθυνση με φορά από κάτω προς τα
άνω. Στην περίπτωση αυτή:
Q ∂h ⎛ ΔH ⎞
= vz = −k = k⎜ ⎟
A ∂z ⎝ L ⎠
και συνεπώς:
Q⋅L
k= (3.9)
A ⋅ ΔH
όπου A είναι το εμβαδόν της διατομής του δοκιμίου (της κάθετης στην κατεύθυνση
ροής) και Q η παροχή που διηθείται διαμέσου του δοκιμίου (όγκος νερού στη μονάδα
του χρόνου).

Εφαρμογή:
A = 20 cm2, ΔH = 36 cm, L = 20 cm, Q = 130 cm3/sec
-3
Οπότε: k = 10 cm/sec

Το Σχήμα 3.6(β) παρουσιάζει τη συσκευή μειούμενου φορτίου, στην οποία η


διαφορά στάθμης H(t) είναι συνάρτηση του χρόνου (με αρχική τιμή Ho για t =0). Στην
περίπτωση αυτή, αν (A) είναι το εμβαδόν της διατομής του δοκιμίου και (a) το
εμβαδόν της διατομής του σωλήνα, η παροχή του νερού που διέρχεται διαμέσου του
εδαφικού δοκιμίου είναι:
⎛ dH ⎞
Q(t ) = −a ⎜ ⎟
⎝ dt ⎠
οπότε:
Q ⎛H ⎞
= v = k⎜ ⎟
A ⎝L⎠
και ο συνδυασμός των ανωτέρω δίνει τη γραμμική διαφορική εξίσωση:
dH ⎛ A k ⎞
+⎜ ⎟H = 0
dt ⎜⎝ a L ⎟⎠
Η εξίσωση αυτή επιλύεται και δίνει:
Στοιχεία υδραυλικής των υπογείων υδάτων 3-11

Σχήμα 3.6α: Διαπερατόμετρο σταθερού φορτίου

Σχήμα 3.6β: Διαπερατόμετρο μειούμενου φορτίου

⎛ kA ⎞
H = H o ⋅ exp ⎜⎜ − t ⎟⎟
⎝ La ⎠
ή ισοδύναμα:
L ⋅ a ⎛ Ho ⎞
k=ln⎜ ⎟ (3.10)
A⋅t ⎝ H ⎠
σχέση η οποία χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της υδραυλικής αγωγιμότητας
συναρτήσει της μετρούμενης διαφοράς στάθμης (H) σε χρόνο (t) μετά την έναρξη της
δοκιμής.

Εφαρμογή:
3-12 Στοιχεία υδρογεωλογίας

Ho = 75 cm, A = 20 cm2, L = 20 cm, a = 1cm2, H = 41 cm μετά από t = 10 min


Οπότε: k = 20 × 1 ln⎛⎜ 75 ⎞⎟ = 10-3 cm/sec
20 × 600 ⎝ 41 ⎠

Τυπικές τιμές της υδραυλικής αγωγιμότητας διάφορων εδαφικών σχηματισμών


δίνονται στον ακόλουθο πίνακα (για ροή νερού):

ΤΥΠΙΚΕΣ ΤΙΜΕΣ ΤΗΣ ΥΔΡΑΥΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΙΜΟΤΗΤΑΣ k (cm/s)


Υλικό k (cm/s)
Χάλικες 100 - 10-1
Αμμοχάλικα 100 - 10-3
Λεπτόκοκκοι άμμοι, ιλύες 10-3 - 10-5
Ιλυώδεις άργιλοι, άργιλοι 10-5 - 10-11
Ασβεστόλιθοι ελαφρά ρηγματωμένοι χωρίς έντονη καρστικοποίηση 10-1 - 10-4
Ασβεστόλιθοι έντονα ρηγματωμένοι 101 - 10-2
Ιλυόλιθοι, ψαμμίτες σχεδόν υγιείς έως λίγο ρηγματωμένοι 10-3 - 10-8

Από τον ανωτέρω πίνακα καθίσταται σαφές το τεράστιο εύρος των πιθανών τιμών
της υδραυλικής αγωγιμότητας των εδαφών που φθάνει τις 12 τάξεις μεγέθους (1012).
Επιπλέον σημειώνεται ότι μεταβλητότητα 3-4 τάξεων μεγέθους είναι αρκετά συνήθης
ακόμη και στον ίδιο εδαφικό σχηματισμό.

Οι τιμές της υδραυλικής αγωγιμότητας (k) που αναφέρονται παραπάνω είναι


χρήσιμες στην περίπτωση ροής νερού διαμέσου του εδάφους. Στην περίπτωση
κίνησης άλλων ρευστών (ή ακόμη και νερού με μεταβαλλόμενη πυκνότητα) η
υδραυλική αγωγιμότητα μεταβάλλεται επειδή εξαρτάται από την πυκνότητα του
ρευστού και από το ιξώδες του. Στις περιπτώσεις αυτές εισάγεται η έννοια της
πραγματικής ή απόλυτης διαπερατότητας (specific ή intrinsic ή absolute permeability)
(K) η οποία δίνεται από τη σχέση:
μk
K=
ρg
Η πραγματική διαπερατότητα (που έχει διαστάσεις L2) δεν εξαρτάται από το είδος του
ρευστού των πόρων αλλά μόνον από τα χαρακτηριστικά του εδαφικού σχηματισμού.
Στην ανωτέρω σχέση, (ρ) είναι η πυκνότητα του ρευστού των πόρων (διαστάσεις
M/L3) και (μ) είναι το ιξώδες του ρευστού των πόρων (διαστάσεις M/LT).

Εφαρμογή:
Ο συντελεστής διαπερατότητας ενός εδαφικού σχηματισμού μετρήθηκε (για διήθηση με νερό)
ίσος με:
kw = 10-3 cm/sec
Να υπολογισθεί ο συντελεστής διαπερατότητας του ίδιου σχηματισμού για διήθηση με πετρέλαιο
diesel. Δίνεται: ρπ = 0.8 Mg/m3, μπ = 100 μw

Λύση:
μw kw μπ kπ ⎛ ρ ⎞⎛μ ⎞
K= = ⇒ kπ = ⎜⎜ π ⎟⎟ ⎜⎜ w ⎟⎟ k w
ρw g ρπ g ⎝ ρ w ⎠ ⎝ μπ ⎠
οπότε:
kπ = 0.8 x 0.01 x 10-3 = 8 x 10-6 cm/sec

Στην υδραυλική των υπόγειων υδροφορέων, συχνά αντί της υδραυλικής


αγωγιμότητας (k) χρησιμοποιείται η διαβιβαστικότητα (T) που ορίζεται από τη σχέση:
T ≡ k ⋅H (3.11)
Στοιχεία υδραυλικής των υπογείων υδάτων 3-13

όπου H είναι το κατακόρυφο ύψος (δηλ. το πάχος) του υδροφορέα. Επίσης συνήθως
ορίζεται και η αποθηκευτικότητα7 (S) ενός εγκιβωτισμένου υδροφορέα που εκφράζει
τον όγκο του νερού (ΔVw ) που μπορεί να αποθηκευθεί στον εν λόγω υδροφορέα ανά
μονάδα επιφάνειας κατόψεως (A) και ανά μονάδα μεταβολής του υδραυλικού φορτίου
(Δh):
⎛ ∂Vw ⎞ ⎛ ∂Vw ⎞ ⎛ ∂m ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟⋅H ⎜ w ⎟⋅H
ΔVw ∂t ⎠ ∂t ⎠ ∂t ⎠
S≡ = ⎝ =⎝ =⎝ (3.12α)
A⋅ Δh ∂
⎛ ⎞h ∂
⎛ ⎞h ⎛ ∂h ⎞
A ⎜ ⎟ V⎜ ⎟ ρw ⎜ ⎟
⎝ ∂t ⎠ ⎝ ∂t ⎠ ⎝ ∂t ⎠
όπου:
ρ V
mw ≡ w w (3.12β)
V
είναι η μάζα του νερού (πυκνότητας ρw και όγκου Vw ) που περιέχεται στη μονάδα
όγκου του εδάφους (V = A·H ). Η ανωτέρω σχέση (3.12) δίνει:
∂mw ⎛ ∂Vw ⎞ ρ w ρ S ⎛ ∂h ⎞
=⎜ ⎟ = −Q w = ρ w ⎜ ⎟ (3.13α)
∂t ⎝ ∂t ⎠ V A⋅ H H ⎝ ∂t ⎠
ή ισοδύναμα:
∂M w ⎛ ∂h ⎞
= ρwS A ⎜ ⎟ (3.13β)
∂t ⎝ ∂t ⎠
που εκφράζει τη μεταβολή της συνολικής μάζας του νερού (Mw = mwV ) εντός του
υδροφορέα λόγω μεταβολής του υδραυλικού φορτίου (h).

Η δυνατότητα εναποθήκευσης ύδατος εντός υδροφορέων με ελεύθερη


επιφάνεια και υδροφορέων υπό πίεση (εγκιβωτισμένων) οφείλεται στους εξής
παράγοντες:
(1) Σε υδροφορείς με ελεύθερη επιφάνεια, η μεταβολή του υδραυλικού φορτίου
προκαλεί μεταβολή της στάθμης της ελεύθερης επιφάνειας και συνεπώς
εναποθήκευση στη ζώνη διακύμανσης της ελεύθερης επιφάνειας (οι πόροι του
υδροφορέα πληρούνται με νερό στην προηγουμένως μερικώς κορεσμένη ζώνη).
Εάν (Sro ) είναι ο βαθμός κορεσμού στη μερικώς κορεσμένη ζώνη του υδροφορέα
(πριν την ανύψωση της στάθμης) και (n) το πορώδες τότε, η μάζα του νερού πριν
την ανύψωση της στάθμης θα είναι:
M wo = ρ w S ro n V
και μετά την ανύψωση της στάθμης (που αντιστοιχεί σε όγκο V ):
M w = ρw n V
Οπότε η μεταβολή της μάζας του νερού λόγω μεταβολής της στάθμης κατά (Δh)
θα είναι:
ΔM w = ρ w (1 − S ro ) n A (Δh )
ή ισοδύναμα:
∂M w ⎛ ∂h ⎞
= ρ w (1 − S ro ) n A ⎜ ⎟
∂t ⎝ ∂t ⎠
όπου (Α) είναι η επιφάνεια κατόψεως του υδροφορέα. Συνεπώς, ο συντελεστής
εναποθήκευσης ενός υδροφορέα με ελεύθερη επιφάνεια δίνεται από τη σχέση:
S = (1 − S ro ) n (3.13γ)

7
ή συντελεστής εναποθήκευσης
3-14 Στοιχεία υδρογεωλογίας

(2) Σε υδροφορείς υπό πίεση (όπου το σύνολο του υδροφορέα είναι κορεσμένο), η
μεταβολή του υδραυλικού φορτίου προκαλεί μεταβολή της πίεσης των πόρων και
συνεπώς μεταβολή των ενεργών τάσεων. Λόγω της μεταβολής των ενεργών
τάσεων, ο όγκος του υδροφορέα μεταβάλλεται (με ισόποση μεταβολή του όγκου
των εδαφικών πόρων) και συνεπώς μεταβάλλεται και ο όγκος του ρευστού που
περιέχεται εντός των πόρων με αποτέλεσμα ο υδροφορέας να αποδίδει ή να
προσροφά ποσότητα ρευστού.
Σε κορεσμένους υδροφορείς υπό πίεση, ο συντελεστής εναποθήκευσης μπορεί
να συσχετισθεί με το μέτρο συμπιέσεως του υλικού του υδροφορέα επειδή ο
όγκος του ρευστού (ΔVw) που αποδίδεται από τον υδροφορέα λόγω μεταβολής
της πίεσης πόρων (Δp) ισούται με τη μεταβολή του όγκου του υδροφορέα (ΔV).
Πράγματι, εάν θεωρηθεί ότι η ολική κατακόρυφη τάση εντός του υδροφορέα
παραμένει πρακτικώς σταθερή, τότε:
Δσ v = 0 ⇒ Δp = − Δσ v′
οπότε ο συντελεστής εναποθήκευσης μπορεί να γραφεί ως:
ΔVw ΔV ⋅ H H ⋅γ w
S= = =
A ⋅ Δh V (Δp / γ w ) Es
δηλαδή:
H ⋅γ w
S= (3.13δ)
Es
όπου (Η) είναι το πάχος του υδροφορέα, (γw) είναι το ειδικό βάρος του ρευστού
των πόρων και (Εs) το μέτρο μονοδιάστατης συμπίεσης του υλικού του
υδροφορέα.

Εφαρμογή 1:
Ο συντελεστής διαπερατότητας ενός εγκιβωτισμένου υδροφορέα (υπό πίεση) είναι k = 10-3
cm/sec, ο συντελεστής εναποθήκευσης S = 0.05, οι διαστάσεις κατόψεως 500 m x 1000 m και το
πάχος του είναι Η = 100 m. Να εκτιμηθούν:
(α) Η διαβιβαστικότητα του υδροφορέα
3
(β) Ο ρυθμός ταπείνωσης της στάθμης του υδροφορέα για άντληση Q = 1000 m /ημέρα, θεωρώντας
ότι δεν συμβαίνει επαναφόρτιση του υδροφορέα (από κατεισδύουσα βροχόπτωση, πλευρικές
μεταγγίσεις κλπ.)

Λύση:
Εφαρμογή των σχέσεων (3.11) και (3.13) δίνει:
T = k ⋅ H = 10-5 x 100 = 10-3 m2/sec
∂h Q 1000
= = = 0.04 m/ημέρα
∂t S ⋅ A 0.05 × 500 × 1000

Εφαρμογή 2:
Να εκτιμηθεί το μέτρο μονοδιάστατης συμπίεσης (Εs ) του παραπάνω υδροφορέα.

Λύση:
ΔVw 1 ΔVw A ⋅ H
Δh = ⇒ Δp = ⋅
S⋅A γw V S⋅A
Οπότε:
1 H
Δσ v′ = Δε v
γw S
και συνεπώς:
Δσ v′ γ w 10
Es = = H= × 100 = 20000 kPa = 20 MPa
Δε v S 0.05
Στοιχεία υδραυλικής των υπογείων υδάτων 3-15

Σχήμα 3.7: Αρχή διατηρήσεως της μάζας

Η τελευταία σχέση είναι πολύ χρήσιμη και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση της απόδοσης
ενός εγκιβωτισμένου υδροφορέα (δηλαδή της παροχής νερού που μπορεί να αντληθεί) εάν είναι
γνωστό το μέτρο μονοδιάστατης συμπίεσης (Es ) του υλικού του υδροφορέα.

3.2.3 Η αρχή διατηρήσεως της μάζας σε κορεσμένα εδάφη


Η βασική εξίσωση που περιγράφει την κίνηση του υπόγειου νερού σε
κορεσμένα εδάφη προκύπτει από την εφαρμογή της αρχής διατηρήσεως της μάζας
του νερού που κινείται διαμέσου του εδάφους. Η αρχή αυτή ουσιαστικά εκφράζει το
γεγονός ότι η μάζα του νερού διατηρείται σταθερή και συνεπώς αν θεωρηθεί (βλέπε
Σχήμα 3.7) ένας σταθερός όγκος νερού V (με σύνορο την επιφάνεια ∂V ), τότε η
καθαρή εισροή νερού στον όγκο V διαμέσου του συνόρου ∂V θα είναι ίση με την
αποθήκευση του νερού στον όγκο αυτό συν τις τυχόν απώλειες εντός του όγκου,
δηλαδή:
∂ ∂m′
− ∫ q ⋅ n ds = ∫ mw dV + ∫ w dV (3.14α)
∂V
∂t V V
∂t
όπου (mw ) είναι η μάζα του νερού ανά μονάδα όγκου του εδάφους και ( ∂mw′ ∂t ) είναι
ο ρυθμός παραγωγής (π.χ. λόγω εισροής νερού εντός του όγκου) μάζας νερού ανά
μονάδα όγκου του εδάφους.
Εφαρμογή του θεωρήματος του Green στη σχέση (3.14α) δίνει:
∂mw ∂mw′
− ∇⋅q = + (3.14β)
∂t ∂t
Όμως από προηγούμενες σχέσεις συνάγεται ότι:
ρw
q = ρ w v = − ρ w ⋅ k ⋅ (∇h ) = − T ⋅ (∇h )
H
∂mw′ ρ
Επιπλέον: ≡ w w , όπου (Η ) είναι το ύψος του υδροφορέα και (w) είναι ο όγκος
∂t H
των εισροών νερού ανά μονάδα χρόνου και ανά μονάδα επιφάνειας κατόψεως του
υδροφορέα. Τέλος, χρησιμοποιώντας και τη σχέση (3.13) προκύπτει:
⎛ ∂h ⎞
S ⎜ ⎟ = ∇ ⋅ (T ⋅ ∇h ) − w (3.15α)
⎝ ∂t ⎠
Στην περίπτωση ισότροπης διαβιβαστικότητας:
∂h
S = T (∇ 2h ) − w (3.15β)
∂t
Η τελευταία σχέση που συνήθως ονομάζεται “εξίσωση συνέχειας” διέπει την κίνηση
του νερού (δηλαδή την κατανομή του υδραυλικού φορτίου) στους υπόγειους
υδροφορείς.
3-16 Στοιχεία υδρογεωλογίας

Αν θεωρηθεί ότι ο υδροφορέας δεν έχει δυνατότητα εναποθήκευσης (π.χ.


υδροφορέας υπό πίεση με πολύ μεγάλο μέτρο ελαστικότητας) και οι απώλειες είναι
μηδενικές, τότε η εξίσωση συνέχειας δίνει τη γνωστή εξίσωση Laplace:
∇2 h = 0
Η ίδια σχέση προκύπτει και στην περίπτωση μόνιμης ροής, δηλαδή όταν
∂h / ∂t = 0 , ανεξαρτήτως της τιμής του συντελεστή εναποθήκευσης.
Στο επόμενο εδάφιο, η εξίσωση συνέχειας επιλύεται αναλυτικά για απλές
περιπτώσεις υδροφορέων. Σε περιπτώσεις με σύνθετη γεωμετρία η επίλυση της
εξίσωσης συνέχειας γίνεται συνήθως αριθμητικά (π.χ. με πεπερασμένες διαφορές ή
με πεπερασμένα στοιχεία).

3.2.4 Κίνηση του υπόγειου νερού προς αντλούμενες γεωτρήσεις


Η εξίσωση συνέχειας που περιγράφηκε στο προηγούμενο εδάφιο αποτελεί τη
βάση για την ανάπτυξη αριθμητικών μοντέλων για την προσομοίωση της κίνησης του
υπόγειου νερού προς αντλούμενες γεωτρήσεις. Μια από τις κλασσικές αναλυτικές
επιλύσεις της εξίσωσης συνέχειας είναι η “επίλυση Theis” που περιγράφει την
άντληση από έναν εγκιβωτισμένο υδροφορέα μέσω μιας γεώτρησης (βλέπε Σχήμα
3.8).
Η εξίσωση συνέχειας σε κυλινδρικές συντεταγμένες γράφεται (θεωρώντας
μηδενικές απώλειες):
∂h ⎧ 1 ∂ ⎛ ∂h ⎞ ⎫
S = T ⎨ ⋅ ⎜ r ⎟⎬ (3.16)
∂t ⎩ r ∂r ⎝ ∂r ⎠ ⎭
και έχει στην περίπτωση του Σχήματος 3.8 την εξής λύση:

Q 1 −w
h (r , t ) = ho − ∫ e dw (3.17)
4π T u w
όπου: ho = h (∞, t ) είναι το αρχικό υδραυλικό φορτίο πριν από την έναρξη των
αντλήσεων,
Q είναι η παροχή αντλήσεως (m3/sec) που ισούται με:
⎛ ∂h ⎞
Q = 2π r T ⎜ ⎟
⎝ ∂t ⎠
και:
r2S
u ≡ είναι μια βοηθητική μεταβλητή
4T t
Στοιχεία υδραυλικής των υπογείων υδάτων 3-17

Το ολοκλήρωμα που υπεισέρχεται στην ανωτέρω σχέση μπορεί να υπολογισθεί με


αριθμητική ολοκλήρωση. Ειδικά, για τιμές του u < 0.01 προκύπτει ότι:

1 ⎛ 0.5625 ⎞
W (u ) ≡ ∫ e − w dw ≈ ln ⎜ ⎟
u
w ⎝ u ⎠
Υπολογίζεται στη συνέχεια η ταπείνωση της στάθμης του υδροφορέα:
s(r, t ) ≡ ho − h (r , t )
οπότε από τη σχέση (3.17) προκύπτει η εξίσωση Jacobs:
Q
s(r, t ) = W (u )
4π T
η οποία για u < 0.01 μπορεί να γραφεί:
Q ⎛ 2.25 T t ⎞
s(r, t ) = ln⎜⎜ 2 ⎟ (3.18)
4π T ⎝ r S ⎟⎠
Η τελευταία σχέση (3.18) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκτιμηθεί η λεγόμενη
ακτίνα επιρροής (R) της γεώτρησης, δηλαδή η ακτίνα της περιοχής γύρω από τη
γεώτρηση όπου η ταπείνωση της στάθμης είναι σημαντική. Πράγματι, θέτοντας s = 0
στη σχέση (3.18) προκύπτει: u = 0.5625 και συνεπώς:
Tt
R = 1.5 (3.19)
S
δηλαδή η ακτίνα επιρροής της άντλησης αυξάνει με την πάροδο του χρόνου.
Επιπλέον, με αντικατάσταση της σχέσης (3.19) στην εξίσωση Jacobs (σχέση 3.18)
προκύπτει ότι η ταπείνωση της στάθμης του υδροφορέα δίνεται από τη σχέση:
Q ⎛R⎞
s= ln⎜ ⎟ (3.20)
2π T ⎝ r ⎠

Εφαρμογή:
Ένας εγκιβωτισμένος υδροφορέας αντλείται με παροχή Q = 1500 m3/ημέρα επί ένα έτος με
μια γεώτρηση διαμέτρου d = 0.40 m. Η διαβιβαστικότητα του υδροφορέα είναι T = 600 m2/ημέρα και ο
συντελεστής εναποθήκευσης S = 0.0004. Να εκτιμηθεί η ταπείνωση της στάθμης εντός της γεώτρησης
και σε απόσταση 1000 μέτρων από τη γεώτρηση.

Σχήμα 3.8: Ροή προς αντλούμενες γεωτρήσεις


3-18 Στοιχεία υδρογεωλογίας

Λύση:
r 2 S 0.2 2 × 0.0004
u1 = = = 1.8 × 10−11
4T t 4 × 600 × 365
1000 2 × 0.0004
u2 = = 4.6 × 10 −4
4 × 600 × 365
και συνεπώς ισχύει η παραδοχή Jacob. Οπότε:
1500 ⎛ 0.5625 ⎞
s ( r = 0.2, t = 365) = ln⎜ ⎟ = 4.81 m
4 × 3.14 × 600 ⎝ 1.8 × 10−11 ⎠
1500 ⎛ 0.5625 ⎞
s (1000, 365) = ln⎜ ⎟ = 1.41 m
4 × 3.14 × 600 ⎝ 4.6 × 10−4 ⎠

Η ανωτέρω σχέση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τον υπολογισμό της


διαβιβαστικότητας (T) ενός υδροφορέα εάν είναι γνωστή η ταπείνωση της στάθμης
(s1, s2) σε δύο θέσεις που βρίσκονται σε αποστάσεις (r1, r2) από την αντλούμενη
γεώτρηση. Πράγματι, από την (3.20) προκύπτει ότι:
Q ⎛r ⎞
s2 − s1 = ln⎜⎜ 1 ⎟⎟
2π T ⎝ r2 ⎠
και συνεπώς:
Q ⎛r ⎞
T= ln⎜⎜ 1 ⎟⎟ (3.21)
2π (s2 − s1 ) ⎝ r2 ⎠
Τονίζεται ότι η ανωτέρω σχέση (3.21) ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι u < 0.01 και
στις δύο θέσεις 1, 2.

Εφαρμογή:
Ένας υδροφορέας υπό πίεση αντλείται με μια γεώτρηση διαμέτρου d = 0.60 m με παροχή
Q = 100 m3/ώρα. Έξι μήνες μετά την έναρξη της άντλησης μετρήθηκαν οι εξής ταπεινώσεις στάθμης:
Απόσταση (m) Ταπείνωση στάθμης (m)
150 16.2
300 13.2

Η αποθηκευτικότητα του υδροφορέα είναι S = 0.001. Να υπολογισθεί η διαβιβαστικότητα (T) και η


ακτίνα επιρροής (R) της άντλησης στους έξι μήνες.

Λύση:
100 / 3600 ⎛ 300 ⎞ 2
T= ln ⎜ ⎟ = 0.001 m /sec
2 × 3.14 × (16.2 − 13.2 ) ⎝ 150 ⎠
0.001× 6 × 30 × 86400
R = 1.5 = 5915 m
0.001
Η ταπείνωση της στάθμης εντός της γεώτρησης είναι:
100 / 3600 ⎛ 5915 ⎞
s= ln⎜ ⎟ = 43.75 m
2 × 3.14 × 0.001 ⎝ 0.3 ⎠

3.2.5 Εκτίμηση των υδραυλικών παραμέτρων υδροφορέων μέσω


δοκιμαστικών αντλήσεων
Ο προσδιορισμός των υδραυλικών παραμέτρων υδροφορέων μέσω
δοκιμαστικών αντλήσεων είναι ένα πολύ συνηθισμένο εργαλείο στο σχεδιασμό
συστημάτων απορρυπάνσεως υδροφορέων μέσω αντλήσεων. Η βασική αρχή της
μεθόδου των δοκιμαστικών αντλήσεων είναι η άντληση με γνωστή παροχή από μια
Στοιχεία υδραυλικής των υπογείων υδάτων 3-19

γεώτρηση και η μέτρηση της ταπείνωσης της στάθμης σε γειτονικές γεωτρήσεις


παρατηρήσεως (πιεζόμετρα).
Μια από τις συνηθέστερες μεθόδους ανάλυσης των αποτελεσμάτων των
δοκιμαστικών αντλήσεων είναι η μέθοδος Jacob που βασίζεται στην ομώνυμη
εξίσωση (σχέση 3.18), η οποία μπορεί να γραφεί:
Q Q ⎛ 2.25 T ⎞
s= ln t + ln ⎜ 2 ⎟
4π T 4π T ⎝ r S ⎠
Σύμφωνα με την εξίσωση αυτή, το διάγραμμα (s , lnt) παριστάνεται με μια ευθεία με
κλίση: Q /(4πT). Έτσι η διαβιβαστικότητα (T) υπολογίζεται από το διάγραμμα (s , lnt)
ως (βλέπε Σχήμα 3.9):
Q ⎛ Δ (ln t ) ⎞
T= ⎜ ⎟ (3.22)
4π ⎝ Δs ⎠
Μετά τον προσδιορισμό της διαβιβαστικότητας (T ) από τα στοιχεία της βαθμιαίας
ταπείνωσης της στάθμης του υδροφορέα σε δορυφορικά πιεζόμετρα, η
αποθηκευτικότητα (S ) υπολογίζεται από τον χρόνο to που αντιστοιχεί σε μηδενική
ταπείνωση στάθμης και προσδιορίζεται από το διάγραμμα s - lnt. Έτσι:
2.25 T to
S= (3.23)
r2
Σημειώνεται ότι τα σημεία του διάγραμματος s - lnt που αντιστοιχούν σε μικρές τιμές
του χρόνου από την έναρξη της άντλησης δεν κείνται επί της ευθείας των υπόλοιπων
σημείων επειδή γι’ αυτά δεν ισχύει η σχέση u < 0.01.

Μια άλλη μέθοδος προσδιορισμού των υδραυλικών χαρακτηριστικών ενός


εγκιβωτισμένου υδροφορέα βασίζεται στην αξιοποίηση των μετρήσεων της βαθμιαίας
ανύψωσης της στάθμης του υδροφορέα (aquifer recovery) μετά τη διακοπή της
άντλησης σε παρακείμενη γεώτρηση. Πράγματι, εάν η διάρκεια της αντλήσεως είναι
Δt (από το χρόνο 0 μέχρι τον χρόνο Δt οπότε διακόπτεται η άντληση) και στη
συνέχεια μετρηθεί η βαθμιαία ανύψωση της ταπεινωθείσας στάθμης τη χρονική
στιγμή (t), δηλαδή σε χρόνο t -Δt μετά τη διακοπή της άντλησης, τότε σύμφωνα με
την αρχή της επαλληλίας η ταπείνωση της στάθμης τη χρονική στιγμή t θα δίνεται

Σχήμα 3.9: Μέθοδος Jacob για τον προσδιορισμό της διαβιβαστικότητας και της αποθηκευτικότητας
υδροφορέων υπό πίεση
3-20 Στοιχεία υδρογεωλογίας

από τη σχέση:
s = s′(t ) − s′(t − Δt )
όπου:
Q ⎛ r2S ⎞
s′(t ) = W ⎜⎜ ⎟⎟
4π T ⎝ 4T t ⎠
Q ⎛ r2S ⎞
s′(t − Δt )= W ⎜⎜ ⎟⎟
4π T ⎝ 4T (t − Δt ) ⎠
Μετά την πάροδο κάποιου χρόνου από τη διακοπή της αντλήσεως, ισχύει και πάλι η
προσέγγιση της συνάρτησης W(u) με το λογάριθμο (εξίσωση Jacob) οπότε:
Q ⎛ t ⎞
s= ln ⎜⎜ ⎟ (3.24)
4π T ⎝ t − Δt ⎟⎠
Η τελευταία σχέση χρησιμεύει για τον προσδιορισμό της διαβιβαστικότητας (T) του
υδροφορέα από τα δεδομένα της βαθμιαίας ανύψωσης της στάθμης του υδροφορέα
μετά τη διακοπή της άντλησης. Συγκεκριμένα, σχεδιάζεται το διάγραμμα
s - ln(t /(t - Δt )) που ονομάζεται διάγραμμα Horner και προσδιορίζεται το T από τη
σχέση (3.24), όπως φαίνεται στο Σχήμα 3.10.
Στοιχεία υδραυλικής των υπογείων υδάτων 3-21

Σχήμα 3.10: Προσδιορισμός της διαβιβαστικότητας υδροφορέων υπό πίεση με βάση τα στοιχεία
επαναφοράς της στάθμης (διάγραμμα Horner)
3-22 Στοιχεία υδρογεωλογίας

Εφαρμογή:
Μια γεώτρηση αντλείται με παροχή Q = 110 m3/ώρα για 500 λεπτά. Στη συνέχεια η άντληση
διακόπτεται και οι μετρήσεις συνεχίζονται για 500 λεπτά ακόμη. Οι μετρήσεις ταπείνωσης της στάθμης
(s) γίνονται σε μια γεώτρηση που βρίσκεται σε απόσταση 12 μέτρων από την αντλούμενη γεώτρηση.
Τα αποτελέσματα των μετρήσεων είναι:

Δεδομένα κατά τη Δεδομένα μετά τη


διάρκεια της αντλήσεως διακοπή της αντλήσεως
Χρόνος (min) s (m) Χρόνος (min) s (m)
1 3.2 500 11.3
2 3.9 501 7.3
4 4.1 502 7.0
6 4.8 505 6.5
8 5.2 508 5.6
10 5.8 517 4.8
20 6.8 525 4.2
40 7.2 545 3.2
60 8.0 600 2.8
80 8.5 670 2.0
100 9.0 750 1.6
200 10.0 1000 1.1
500 11.3

Να προσδιορισθούν οι παράμετροι T , S της γεώτρησης από τις δύο δοκιμές, με εφαρμογή


των μεθόδων Jacob και Horner.

Η λύση φαίνεται στα Σχήματα 3.11 (μέθοδος Jacob) και 3.12 (μέθοδος Horner). Τα
αποτελέσματα είναι:
Μέθοδος Jacob: T = 1.67 x 10-3 m2/sec, S = 0.035%
Μέθοδος Horner: T = 1.75 x 10-3 m2/sec

Σχήμα 3.11: Εφαρμογή της μεθόδου Jacob


Στοιχεία υδραυλικής των υπογείων υδάτων 3-23

Σχήμα 3.12: Εφαρμογή της μεθόδου Horner

3.2.6 Εκμετάλλευση υδροφορέων με αντλήσεις


3.2.6.1 Η παραδοχή της μηδενικής εναποθήκευσης
Κατά την ανάλυση της συμπεριφοράς υδροφορέων μέσω αντλήσεων γίνεται
συχνά η παραδοχή ότι ο συντελεστής εναποθήκευσης (S) είναι μηδέν. Η παραδοχή
αυτή έχει πρακτικώς αμελητέα επιρροή στην ακρίβεια των υπολογισμών για
υδροφορείς με ελεύθερη επιφάνεια, όπου η επιρροή της εναποθήκευσης λόγω
μεταβολής των ενεργών τάσεων είναι μικρή σε σχέση με την εναποθήκευση υπόγειου
νερού που οφείλεται στη διακύμανση της ελεύθερης στάθμης του υδροφορέα. Σε
υδροφορείς υπό πίεση (εγκιβωτισμένους) η παραδοχή του μηδενικού συντελεστή
εναποθήκευσης είναι ακριβής μόνον στην περίπτωση ανάλυσης της μόνιμης ροής,
οπότε οι ενεργές τάσεις δεν μεταβάλλονται και συνεπώς ο όρος της εναποθήκευσης
νερού εντός του υδροφορέα δεν ενεργοποιείται. Στα επόμενα, γίνεται χρήση της
παραδοχής S = 0 για την ανάλυση των εξής περιπτώσεων αντλήσεων:
1. Άντληση υδροφορέων με μια γεώτρηση
1.1 Υδροφορείς υπό πίεση
1.2 Υδροφορείς με ελεύθερη επιφάνεια
2. Άντληση υδροφορέων με σειρά γεωτρήσεων επ’ ευθείας
2.1 Υδροφορείς υπό πίεση
2.2 Υδροφορείς με ελεύθερη επιφάνεια
3. Άντληση υδροφορέων με σύστημα γεωτρήσεων σε τυχαία διάταξη
Τα αποτελέσματα των αναλύσεων αυτών έχουν εφαρμογή σε περιπτώσεις
εκμετάλλευσης υδροφορέων μέσω αντλήσεων αλλά και στη χρήση συστημάτων
αντλήσεων για:
(α) Τον έλεγχο της επέκτασης της ρύπανσης, π.χ. για τη δημιουργία πεδίου
υδραυλικών κλίσεων με φορά αντίθετη από τη φορά που θα προκαλούσε
3-24 Στοιχεία υδρογεωλογίας

επέκταση της ρύπανσης προς περιοχές ενδιαφέροντος (όπως κατοικημένες


περιοχές κλπ).
(β) Την απορρύπανση υδροφορέων μέσω άντλησης, επεξεργασίας και επανα-
φόρτισης.

3.2.6.2 Άντληση υδροφορέων με μια γεώτρηση


3.2.6.2.1 Υδροφορείς υπό πίεση
Το Σχήμα 3.13 παρουσιάζει την ταπείνωση της στάθμης (s) εγκιβωτισμένου
υδροφορέα πάχους (D) με μια γεώτρηση που αντλείται με παροχή (Q). Στην
περίπτωση αυτή:
⎛ ∂h ⎞ ∂h Q 1
Q = k ⋅ i ⋅ A = k ⋅ ⎜ ⎟ ⋅ (2π r D ) ⇒ = ⋅
⎝ ∂r ⎠ ∂r 2π k D r
Η ολοκλήρωση της ανωτέρω σχέσης και η επιβολή της συνοριακής συνθήκης
h (R ) = H δίνει:
Q ⎛R⎞
h=H− ln⎜ ⎟
2π k D ⎝ r ⎠
οπότε, η ταπείνωση της στάθμης s = H - h σε κάθε θέση (r) είναι:
Q ⎛R⎞
s= ln⎜ ⎟ (3.25)
2π k D ⎝ r ⎠

Παρατήρηση: Η εκτίμηση της ακτίνας επιρροής (R) μπορεί να γίνει από τη γενική
σχέση:
T ⋅t
R = 1 .5 όπου T = k D
S

3.2.6.2.2 Υδροφορείς με ελεύθερη επιφάνεια


Το Σχήμα 3.14 παρουσιάζει την ταπείνωση της στάθμης (s) υδροφορέα με
ελεύθερη επιφάνεια που αντλείται από μια γεώτρηση με παροχή (Q). Στην
περίπτωση αυτή:
⎛ ∂h ⎞
Q = k ⋅ i ⋅ A = k ⋅ ⎜ ⎟ ⋅ (2π r h )
⎝ ∂r ⎠

Σχήμα 3.13: Άντληση σε υδροφορέα υπό πίεση


Στοιχεία υδραυλικής των υπογείων υδάτων 3-25

οπότε:
⎛ ∂h ⎞ Q 1
2h ⎜ ⎟ = ⋅
⎝ ∂r ⎠ π k r
Η ολοκλήρωση της παραπάνω σχέσης και η επιβολή της συνοριακής συνθήκης
h(R ) = H δίνει:
Q ⎛R⎞
h = H2 −ln⎜ ⎟
πk ⎝r⎠
οπότε η ταπείνωση της στάθμης σε κάθε θέση είναι:
Q ⎛R⎞
s = H − H2 − ln⎜ ⎟ (3.26)
πk ⎝r⎠
Παρατήρηση: Η εκτίμηση της ακτίνας επιρροής (R) μπορεί και στην περίπτωση αυτή
να γίνει (κατά προσέγγιση) από τη γνωστή σχέση:
T ⋅t
R = 1. 5 όπου T = k D
S

3.2.6.3 Άντληση υδροφορέων με σειρά γεωτρήσεων επ’ ευθείας


Αν οι γεωτρήσεις είναι σε αρκετά πυκνή διάταξη, το πρόβλημα μπορεί να
θεωρηθεί ως διδιάστατο στο επίπεδο που είναι κάθετο στην ευθεία των γεωτρήσεων.
Εστω (Q) η παροχή των αντλήσεων σε μήκος (Β) ανάπτυξης των γεωτρήσεων.

3.2.6.3.1 Υδροφορείς υπό πίεση


Το Σχήμα 3.13 μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην περίπτωση αυτή, όπου
όμως r ≡ x . Έτσι:
1 ⎛ ∂h ⎞
Q = k ⋅ i ⋅ A = k ⎜ ⎟ DB
2 ⎝ ∂x ⎠
όπου B είναι το εύρος της ζώνης των αντλήσεων (δηλαδή το μήκος στο οποίο έχουν
αναπτυχθεί οι γεωτρήσεις) και (Q) είναι η συνολική παροχή ων αντλήσεων στο μήκος
(Β). Η ολοκλήρωση της σχέσης αυτής και η επιβολή της συνοριακής συνθήκης
h(R ) = H , δίνει την ακόλουθη ταπείνωση της στάθμης του υδροφορέα:
Q
s = H −h = (R − x ) (3.27)
2k D B
Παρατήρηση: Η εκτίμηση της ακτίνας επιρροής (R) μπορεί και στην περίπτωση αυτή

Σχήμα 3.14: Άντληση σε υδροφορέα με ελεύθερη ροή


3-26 Στοιχεία υδρογεωλογίας

να γίνει (κατά προσέγγιση) από τη γνωστή σχέση:


T ⋅t
R = 1 .5 όπου T = k D
S

3.2.6.3.2 Υδροφορείς με ελεύθερη επιφάνεια


Το Σχήμα 3.14 μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην περίπτωση αυτή, όπου
όμως r ≡ x . Έτσι:
1 ⎛ ∂h ⎞
Q = k ⋅ i ⋅ A = k ⎜ ⎟Bh
2 ⎝ ∂x ⎠
όπου B είναι το εύρος της ζώνης των αντλήσεων (δηλαδή το μήκος στο οποίο έχουν
αναπτυχθεί οι γεωτρήσεις) και (Q) είναι η συνολική παροχή ων αντλήσεων στο μήκος
(Β). Η ολοκλήρωση της σχέσης αυτής και η επιβολή της συνοριακής συνθήκης
h (R ) = H , δίνει την ακόλουθη ταπείνωση της στάθμης του υδροφορέα:
Q
s = H −h = H − H2 − (R − x ) (3.28)
kB
Παρατήρηση: Η εκτίμηση της ακτίνας επιρροής (R) μπορεί και στην περίπτωση αυτή
να γίνει (κατά προσέγγιση) από τη γνωστή σχέση:
T ⋅t
R = 1.5 όπου T = k D
S

3.2.6.4 Άντληση υδροφορέων με σύστημα γεωτρήσεων σε τυχαία διάταξη


Στην περίπτωση άντλησης ενός υδροφορέα με περισσότερες της μιας
γεωτρήσεις, η ταπείνωση της στάθμης σε κάθε θέση μπορεί κατά προσέγγιση να
υπολογισθεί με θεώρηση της επαλληλίας της επιρροής κάθε γεώτρησης στη
συγκεκριμένη θέση, δηλαδή:
n
s = ∑ si
i =1
όπου si είναι η ταπείνωση της στάθμης στη θέση (r) λόγω της γεώτρησης i = 1,2,…,n.
Έτσι, για παράδειγμα, σε περίπτωση ενός υδροφορέα υπό πίεση:
n n
Qi ⎛R⎞ 1 n
⎛R⎞
s = ∑ si = ∑ ln⎜⎜ ⎟⎟ = ∑ Qi ln⎜⎜ ⎟⎟
i =1 i =1 2π k D ⎝ ri ⎠ 2π k D i =1 ⎝ ri ⎠
όπου (Qi ) είναι η παροχή άντλησης της γεώτρησης (i ), και (ri ) είναι η απόσταση της
γεώτρησης (i ) από τη θέση στην οποία υπολογίζεται η ταπείνωση της στάθμης.
Σημειώνεται ότι η εφαρμογή της αρχής της επαλληλίας είναι ακριβής μόνον σε
γραμμικά προβλήματα, δηλαδή στις περιπτώσεις όπου η ταπείνωση της στάθμης
λόγω μιας γεώτρησης δεν επηρεάζεται από την ταυτόχρονη άντληση και των
υπόλοιπων γεωτρήσεων.

Εφαρμογή 1 (Σχήμα Ε3.1):


Προκειμένου να δημιουργηθεί εκσκαφή διαστάσεων κατόψεως 10m x 10m και βάθους 10 m
προβλέπεται ταπείνωση της ελεύθερης στάθμης του υπογείου ορίζοντα κατά 0.60 m χαμηλότερα από
τη στάθμη του πυθμένα της εκσκαφής μέσω τεσσάρων αντλούμενων γεωτρήσεων διαμέτρου 0.60 m.
Για κατασκευαστικούς λόγους απαιτείται η ταπείνωση της στάθμης να επιτευχθεί εντός 24 ωρών και
να διατηρηθεί επί 30 ακόμα ημέρες. Ο υδροφορέας έχει ελεύθερη επιφάνεια (στο +0.00), υδραυλική
αγωγιμότητα k = 10-4 m/sec και συντελεστή εναποθήκευσης S = 10%. Να προσδιορισθούν:
Στοιχεία υδραυλικής των υπογείων υδάτων 3-27

1. Η αναγκαία παροχή των τεσσάρων γεωτρήσεων για την ταπείνωση της στάθμης (στις γεωτρήσεις
θα τοποθετηθούν όμοιες αντλίες).
2. Η απαιτούμενη ισχύς των αντλιών.
3. Το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας για τις αντλήσεις (1 kWh ≈ 21 δρχ ή 0.06 λεπτά).

Λύση:
1. Αναγκαία παροχή των αντλήσεων:

R = 1.5
T ⋅t
= 1.5
(10−4 × 20)× (24 × 3600) = 62.35 m
S 0.10
14 2 = 9.90 m
r=
2
Η ολική ταπείνωση είναι 8.60 m και συνεπώς σε κάθε μια γεώτρηση αντιστοιχεί ταπείνωση
8.60/4 = 2.15 m. Συνεπώς, η παροχή αντλήσεως από κάθε γεώτρηση θα είναι:
H 2 − (H − s ) 202 − (20 − 2.15) = 1.39 x 10-2 m3/sec
2 2
Q1 = π k = 3.14 × 10−4 ×
⎛R⎞ ⎛ 62.35 ⎞
ln⎜ ⎟ ln⎜ ⎟
r
⎝ ⎠ ⎝ 9.90 ⎠
Άρα:
Q1 = 1.39 x 10-2 m3/sec = 50 m3/ώρα
και συνεπώς η συνολική παροχή των αντλήσεων θα είναι 200 m3/ώρα.
Η ανωτέρω παροχή αντιστοιχεί στη χρονική στιγμή 24 ώρες μετά την έναρξη των αντλήσεων
και είναι η μέγιστη παροχή των αντλήσεων. Με την πάροδο του χρόνου, η ακτίνα επιρροής (R) θα
αυξάνει και η απαιτούμενη παροχή των αντλήσεων για τη διατήρηση της στάθμης θα μειώνεται
βαθμιαία. Κατά συνέπεια, η μεν ισχύς των αντλιών θα υπολογισθεί με βάση την ανωτέρω μέγιστη
παροχή, ενώ το κόστος λειτουργίας των αντλήσεων με βάση τη μέση παροχή.

2. Ισχύς των αντλιών:


Για την εκτίμηση της ισχύος των αντλιών απαιτείται να υπολογισθεί η ταπείνωση της στάθμης
στο εσωτερικό κάθε γεώτρησης (ώστε να εκτιμηθεί το μέγεθος της ανύψωσης του νερού από κάθε
αντλία. Η ταπείνωση της στάθμης εντός της κάθε γεώτρησης λόγω των ανωτέρω αντλήσεων θα είναι:
⎧ −2 ⎫
s = so + 2 s1 + s2 = ⎪⎨20 − 202 − 1.39 × 10 −4 ln⎛⎜ 62.35 ⎞⎟ ⎪⎬ +
⎪⎩ 3.14 × 10 ⎝ 0.30 ⎠ ⎪⎭
⎧ 1.39 × 10 −2 ⎛ 62.35 ⎞ ⎫⎪ + ⎧⎪ 1.39 × 10−2 ⎛ 62.35 ⎞ ⎫⎪ =
+ 2⎪
⎨20 − 20 −
2
ln⎜ ⎟ ⎬ ⎨20 − 20 −
2
ln⎜ ⎟⎬
−4
⎪⎩ 3.14 × 10 ⎝ 14 ⎠ ⎪⎭ ⎪⎩ 3.14 × 10−4 ⎝ 14 2 ⎠ ⎪⎭
= 7.20 + 2 x 1.73 + 1.31 = 11.97 m
Οπότε η ισχύς της κάθε αντλίας θα είναι:
P = Q γw h = 1.39 x 10-2 x 10 x (11.97 + 2) = 1.942 kNm/sec = 1.94 kW

Σχήμα Ε3.1: Παράδειγμα εφαρμογής


3-28 Στοιχεία υδρογεωλογίας

3. Κόστος ηλεκτρικής ενέργειας:


Για την εκτίμηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη διάρκεια των 30 ημερών των
αντλήσεων θα πρέπει να εκτιμηθεί η ισχύς λειτουργίας των αντλιών καθ’ όλο το ανωτέρω διάστημα,
επειδή όπως αναφέρθηκε παραπάνω η απαιτούμενη ισχύς λειτουργίας θα μειώνεται βαθμιαία με την
πάροδο του χρόνου. Για την απλοποίηση των υπολογισμών, στα επόμενα υπολογίζεται η
απαιτούμενη ισχύς λειτουργίας στο τέλος των αντλήσεων (31 ημέρες) και λαμβάνεται ο μέσος όρος
αρχής-τέλους.
Για τη χρονική στιγμή t = 31 ημέρες υπολογίζονται με τον ίδιο ως άνω τρόπο τα διάφορα
μεγέθη και ευρίσκονται:
R = 347.2 m
Q1 = 7.18 x 10-3 m3/sec = 25.9 m3/ ώρα
s = 4.55 + 2 x 1.93 + 1.72 = 10.13 m
P = 7.18 x 10-3 x 10 x (10.13 + 2) = 0.87 kW
Συνεπώς η μέση ισχύς λειτουργίας της κάθε αντλίας θα είναι:
P = 0.50 x (1.94 + 0.87) = 1.405 kW
και συνεπώς το κόστος λειτουργίας των αντλήσεων θα είναι:
K = 4 × P × Δt × m = 4 x 1.405 x (31 x 24) x 0.06 € = 251 €
Προφανώς, στην περίπτωση πραγματικών υπολογισμών κόστους θα πρέπει να συνυπολογισθούν οι
απώλειες ενέργειας κατά τη διάρκεια των αντλήσεων (λόγω τριβών στις σωληνώσεις και τις βαλβίδες,
θέρμανσης των αντλιών, τυχόν διακοπτόμενης λειτουργίας κλπ). Επιπλέον, η απαιτούμενη
ονομαστική ισχύς των αντλιών θα πρέπει να περιλαμβάνει εκτός των ανωτέρω απωλειών την
πρόσθετη ισχύ εκκινήσεως κλπ.

Εφαρμογή 2 (Σχήμα Ε3.2):


Οι πηγές στο κατάντη όριο των ασβεστολίθων έχουν παροχή Q = 300 m3/ώρα και
χρησιμοποιούνται για την ύδρευση πόλης. Πρόσφατα διαπιστώθηκε ότι οι πηγές έχουν ρυπανθεί και
εντοπίσθηκαν νιτρικά ιόντα με συγκέντρωση ελευθέρου αζώτου (Ν) ίση με 10 mg/lt. Για τη διερεύνηση
των αιτίων έγιναν γεωτεχνικές έρευνες και προσδιορίσθηκε η στρωματογραφία του Σχήματος Ε3.2.
Ζητούνται:
1. Να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της ρύπανσης (αίτια, μηχανισμός ρύπανσης, επικινδυνότητα) και οι
προοπτικές της περαιτέρω εξέλιξης.
2. Να προσδιορισθεί η φαινόμενη ταχύτητα διήθησης (v) του νερού διαμέσου των ασβεστολίθων.
3. Να προσδιορισθούν η διαβιβαστικότητα (T) και η διαπερατότητα (k) των ασβεστολίθων.
4. Η δειγματοληψία νερού στη θέση Α έδωσε συγκέντρωση νιτρικών Co = 20 mg/lt. Εάν η
συγκέντρωση των νιτρικών (C) συναρτήσει της απόστασης (x) και του χρόνου (t) από την έναρξη
της ρύπανσης δίνεται από τη σχέση: C = C o exp⎛⎜ −
x⎞
⎟ , όπου v = μέση γραμμική ταχύτητα
⎝ vt ⎠
διήθησης, τότε να εκτιμηθεί πριν από πόσο χρόνο έχει αρχίσει η ρύπανση του υδροφορέα με
νιτρικά. Δίνεται ότι το πορώδες είναι 0.4.
5. Να εκτιμηθεί η ποσότητα των νιτρικών (σε kg/ημέρα) που διαφεύγει από τη χωματερή προς τον
υδροφόρο ορίζοντα.

Λύση:
1. Είναι προφανές ότι η ρύπανση των πηγών οφείλεται στη μεταφορά ρύπων από το χώρο

Σχήμα Ε3.2: Παράδειγμα εφαρμογής


Στοιχεία υδραυλικής των υπογείων υδάτων 3-29

απόθεσης απορριμμάτων μέσω του αλλουβιακού υδροφορέα και στη συνέχεια μέσω του
καρστικού υδροφορέα που αναπτύσσεται εντός της μάζας των ασβεστολίθων.
Q 300
2. v= = = 0.03 m/ώρα
B ⋅ H 200 × 50
Q 300 × (1 3600) = 0.00694 m2/sec
3. Q = k ⋅i ⋅ B ⋅ H ⇒ T ≡ k ⋅ H = ⇒ T=
i⋅B (60 1000) × 200
T 0.00694 = 1.39 x 10-4 m/sec
k= =
H 50
v 0.03
4. x = 1000 m, C/Co = 10/20 = 0.50, v = = = 0.075 m/ώρα
n 0.4
x ⎛C ⎞ 1000
= − ln⎜⎜ ⎟⎟ = 0.6931 ⇒ t =
vt ⎝ Co ⎠ 0.6931 × 0.075
Άρα: t = 19237 ώρες = 2.2 έτη
3
5. mo = Co Q = 20 mg/lt x 300 m /ώρα = 6 kg/ώρα = 144 kg/ημέρα

3.2.7 Κίνηση του υπόγειου νερού στη μερικώς κορεσμένη ζώνη των εδαφών
Η κίνηση του υπόγειου νερού στη μερικώς κορεσμένη ζώνη των εδαφών
διέπεται8 από την αρχή διατηρήσεως της μάζας (εξίσωση 3.14) και το νόμο του Darcy
(εξίσωση 3.8). Στην περίπτωση της κίνησης του υπόγειου νερού στη μερικώς
κορεσμένη ζώνη, ο βαθμός κορεσμού του εδάφους είναι μικρότερος της μονάδας
(δηλαδή Sr < 1) και επιπλέον δεν είναι σταθερός αλλά εξαρτάται από το μέγεθος της
(αρνητικής) πίεσης του νερού στη μερικώς κορεσμένη ζώνη, δηλαδή Sr = Sr ( p ) . Το
Σχήμα 3.15 παρουσιάζει τυπικές καμπύλες της κατανομής του βαθμού κορεσμού στη
μερικώς κορεσμένη ζώνη σε δυο περιπτώσεις:
(1) Στην περίπτωση τριχοειδούς ανύψωσης του νερού πάνω από τη Στάθμη του
Υδροφόρου Ορίζοντα (ΣΥΟ).
(2) Στην περίπτωση ταπείνωσης της ΣΥΟ που έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή
ενός μέρους του εδάφους από πλήρως κορεσμένο σε μερικώς κορεσμένο.
Το Σχήμα 3.15 επίσης παρουσιάζει την κατανομή της (αρνητικής) υδραυλικής πίεσης
στη μερικώς κορεσμένη ζώνη (πίεση τριχοειδούς ανύψωσης). Από το σχήμα φαίνεται
ότι η συνάρτηση S r = Sr ( p ) δεν είναι μονοσήμαντη αλλά εξαρτάται από τον τρόπο με
τον οποίο έγινε ο μερικός κορεσμός του εδάφους, δηλαδή εάν το έδαφος ήταν
αρχικώς πλήρως κορεσμένο (και μετετράπη σε μερικώς κορεσμένο λόγω ταπείνωσης
της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα) ή εάν το έδαφος ήταν αρχικώς ξηρό (και
μετετράπη σε μερικώς κορεσμένο λόγω τριχοειδούς ανύψωσης νερού από τον
υποκείμενο υδροφόρο ορίζοντα).
Η μαθηματική προσομοίωση της κίνησης του υπόγειου νερού στη μερικώς
κορεσμένη ζώνη γίνεται μέσω της αρχής διατηρήσεως της μάζας που δίνει (βλέπε
εξίσωση 3.14):
∂mw ∂mw′
− ∇⋅q = + (3.29)
∂t ∂t

8
όπως και στην περίπτωση της κίνησης του υπόγειου νερού στην πλήρως κορεσμένη ζώνη
3-30 Στοιχεία υδρογεωλογίας

Σχήμα 3.15: Κατανομή του βαθμού κορεσμού και της υδατικής πίεσης στη μερικώς κορεσμένη ζώνη
των εδαφών

όπου q = ρ w v , (mw) είναι η μάζα του νερού ανά μονάδα όγκου του εδάφους και
( ∂m ′w ∂t ) είναι ο ρυθμός εισροής μάζας νερού ανά μονάδα όγκου του εδάφους.Στην
περίπτωση μερικώς κορεσμένου εδάφους, η μάζα του νερού που περιέχεται σε
μοναδιαίο όγκο του εδάφους είναι (βλέπε σχέση 3.12):
V SV
mw = ρ w w = ρ w r v = nρ w S r (3.30)
V V
όπου (n) είναι το πορώδες του εδάφους, (Vv) ο όγκος των εδαφικών πόρων και (Sr ) ο
βαθμός κορεσμού του εδάφους. Εάν υποτεθεί ότι ο εδαφικός σκελετός στη μερικώς
κορεσμένη ζώνη είναι ασυμπίεστος ( ∂n ∂t = 0 ), ότι το νερό των πόρων είναι
ασυμπίεστο ( ∂ρ w ∂t = 0 ) και ότι δεν υπάρχουν εισροές ή απώλειες εντός της μερικώς
κορεσμένης ζώνης ( ∂mw′ ∂t = 0 ), οι σχέσεις (3.29) και (3.30) σε συνδυασμό με το
νόμο του Darcy (σχέση 3.8) και τη σχέση (3.7) δίνουν:
⎛ ∂S ⎞
∇ ⋅ (k ⋅ ∇h ) = n ⎜ r ⎟ (3.31)
⎝ ∂t ⎠
Αλλά:
∂Sr ⎛ ∂Sr ⎞ ∂p ⎛ ∂Sr ⎞ ∂ ⎛ ∂S ⎞ ∂h
= ⎜⎜ ⎟⎟ = ⎜⎜ ⎟⎟ (hγ w − zγ w ) = γ w ⎜⎜ r ⎟⎟ (3.32)
∂t ⎝ ∂p ⎠ ∂t ⎝ ∂p ⎠ ∂t ⎝ ∂p ⎠ ∂t
όπου (h) είναι το υδραυλικό φορτίο και (z) είναι το σταθερό υψόμετρο της
συγκεκριμένης θέσης. Τελικώς, οι σχέσεις (3.31) και (3.32) δίνουν τη διαφορική
εξίσωση (ως προς h) που διέπει την κίνηση του νερού στη μερικώς κορεσμένη ζώνη:
Στοιχεία υδραυλικής των υπογείων υδάτων 3-31

⎛ ∂S ⎞ ∂h
∇ ⋅ (k ⋅ ∇h ) = n γ w ⎜⎜ r ⎟⎟ (3.33)
⎝ ∂p ⎠ ∂t
Η εξίσωση αυτή είναι μή-γραμμική επειδή η συνάρτηση (∂Sr ∂p ) εξαρτάται από την
πίεση (p) (βλέπε Σχήμα 3.15) και συνεπώς από το (h). Στα επόμενα, η παραπάνω
σχέση απλοποιείται περαιτέρω με τις εξής παραδοχές:
(1) Ο συντελεστής διαπερατότητας είναι ισότροπος και σταθερός (ίσος με k).
(2) Η συνάρτηση (∂S r ∂p ) είναι σταθερή, δηλαδή ο βαθμός κορεσμού μεταβάλλεται
γραμμικά μεταξύ των τιμών 1 (στη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα) και 0 (σε
ύψος zs πάνω από τη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα, όπου zs είναι το ύψος της
τριχοειδούς ανύψωσης). Τότε:
∂Sr 1
=
∂p γ w zs
Με τις παραπάνω παραδοχές, η σχέση (3.33) δίνει:
∂h
c (∇2h ) = (3.34α)
∂t
όπου:
kz
c≡ s (3.34β)
n
είναι ένας σταθερός συντελεστής.
Συνήθως, η κίνηση του νερού στη μερικώς κορεσμένη ζώνη γίνεται μόνον
στην κατακόρυφη διεύθυνση (z), οπότε η σχέση (3.34) απλοποιείται ακόμη
περισσότερο και δίνει:
∂ 2h ∂h
c 2 = (3.35)
∂z ∂t

Εφαρμογή:
Στο παράδειγμα αυτό (Σχήμα Ε3.3) αναλύεται η κίνηση των υγρών αποβλήτων που είναι
αποθηκευμένα σε επιφανειακό ταμιευτήρα, διαμέσου της μερικώς κορεσμένης ζώνης της υποκείμενης
αργίλου προς τον υδροφόρο ορίζοντα που βρίσκεται σε βάθος 6 μέτρων από την επιφάνεια του
εδάφους. Θεωρείται ότι, πριν από την πλήρωση του ταμιευτήρα με υγρά απόβλητα (νερό που περιέχει
νιτρικά ιόντα σε συγκέντρωση Co = 60 mg/lt9), η ζώνη της αργίλου πάνω από τη ΣΥΟ (πάχους 6 m)
βρισκόταν υπό καθεστώς τριχοειδούς ανύψωσης και η κατανομή της πίεσης καθ’ ύψος (τη χρονική
στιγμή t = 0) δινόταν από τη σχέση: p = −γ w z
Θεωρείται επίσης ότι ο ταμιευτήρας πληρούται με απόβλητα πρακτικά ακαριαία, οπότε η υδραυλική
πίεση στον πυθμένα γίνεται: p = γ w H = 10 x 3 = 30 kPa, ενώ πριν την πλήρωση του ταμιευτήρα

9
ας σημειωθεί ότι η ανώτερη επιτρεπτή συγκέντρωση νιτρικών αλάτων στο νερό ύδρευσης ορίζεται σε
50mg/l από την Οδηγία 91/676/ΕΟΚ “για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής
προέλευσης”
Σχήμα Ε3.3: Παράδειγμα εφαρμογής. Διήθηση στη μερικώς κορεσμένη ζώνη των εδαφών
3-32 Στοιχεία υδρογεωλογίας

ήταν p = -10 x 6 = -60 kPa. Η μεταβολή (αύξηση) της υδραυλικής πίεσης και άρα του υδραυλικού
φορτίου στην επιφάνεια του εδάφους προκαλεί τη διήθηση των υγρών αποβλήτων προς τα κάτω,
διαμέσου της μερικώς κορεσμένης ζώνης. Στο Σχήμα Ε3.3 φαίνονται σχηματικά οι καμπύλες
κατανομής της υδραυλικής πίεσης στο έδαφος σε διάφορες χρονικές στιγμές μετά την πλήρωση του
ταμιευτήρα με απόβλητα.
Το φαινόμενο της κίνησης των υγρών αποβλήτων διαμέσου της μερικώς κορεσμένης ζώνης
διέπεται από τη διαφορική εξίσωση (3.35). Στα επόμενα, η διαφορική εξίσωση (3.35) λύνεται με τη
μέθοδο των Πεπερασμένων Διαφορών. Κατά την ανάλυση που ακολουθεί χρησιμοποιείται ο
( )
συμβολισμός hi , j ≡ h zi , t j που δίνει την τιμή του υδραυλικού φορτίου στη θέση z = zi τη χρονική
στιγμή t = tj. Επιπλέον, γίνεται προσέγγιση των παραγώγων της συνάρτησης του υδραυλικού φορτίου
με τις γνωστές σχέσεις:
⎛ ∂h ⎞
⎜ ⎟ = (hi , j +1 − hi , j )
1
⎝ ∂t ⎠ i , j Δ t
⎛ ∂ 2h ⎞
⎜⎜ 2 ⎟⎟ =
1
(hi −1, j − 2hi , j + hi+1, j )
⎝ ∂z ⎠i , j (Δz )
2

Αντικατάσταση των ανωτέρω στη διαφορική εξίσωση (3.35) δίνει:


⎛ c (Δt ) ⎞
hi , j +1 = hi , j + ⎜⎜ 2 ⎟
⎟ {hi +1, j − 2hi , j + hi −1, j } (3.36)
⎝ (Δz ) ⎠
Με διαδοχική εφαρμογή της ανωτέρω σχέσης μπορούν να υπολογισθούν οι τιμές του υδραυλικού
φορτίου κατά τη χρονική στιγμή tj+1 = tj + Δt όταν είναι γνωστή η κατανομή του υδραυλικού φορτίου τη
χρονική στιγμή tj . Με τον τρόπο αυτό υπολογίζεται η εξέλιξη του φαινομένου της διήθησης των
αποβλήτων προς τα κάτω.
Μετά τον προσδιορισμό της χρονικής εξέλιξης της συνάρτησης του υδραυλικού φορτίου,
υπολογίζεται η φαινόμενη ταχύτητα διήθησης των αποβλήτων από το νόμο του Darcy:
∂h ∂ ⎧ p⎫ k ∂p
v = −k = −k ⎨ z + ⎬ = −k −
∂z ∂z ⎩ γ w ⎭ γ w ∂z
οπότε η παροχή διηθήσεως των υγρών αποβλήτων είναι: Q = v A , όπου Α είναι η επιφάνεια
κατόψεως του ταμιευτήρα.
Τέλος, εάν (C) είναι η συγκέντρωση του ρύπου εντός του ταμιευτήρα (μάζα ρύπου ανά
μονάδα όγκου των υγρών αποβλήτων), και αν υποτεθεί ότι η ίδια συγκέντρωση χαρακτηρίζει και τη
ζώνη πάνω από τη ΣΥΟ (κάτι τέτοιο προϋποθέτει ότι η μεταφορά του ρύπου οφείλεται μόνο στην
κίνηση του νερού), τότε η μάζα του ρύπου που διηθείται διαμέσου της αργίλου ανά μονάδα χρόνου
 = CQ = C v A .
είναι: m
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, εάν k = 3.75 x 10-7 m/sec, zs = 8 m και n = 0.30 τότε c = 10-5
m /sec. Επιπλέον, η αρχική συνθήκη είναι h( z , 0 ) = 0 , για όλα τα (z) εκτός από τον πυθμένα του
2

ταμιευτήρα όπου ισχύει η συνοριακή συνθήκη: h( z = 6, t ) = 9 m, για όλες τις χρονικές στιγμές.
Διαδοχική εφαρμογή της σχέσης (3.36) με χρονικό βήμα Δt = 3600 sec και διακριτοποίηση στον
κατακόρυφο άξονα Δz = 0.5 m δίνει τις ακόλουθες τιμές:

Υψόμετρο Τιμές του υδραυλικού φορτίου h (m) για:


z (m) t=0 t = 2 ώρες t = 8 ώρες t = 24 ώρες t = 48 ώρες t = 96 ώρες
6 9.0 9.0 9.0 9.0 9.0 9.0
5 0 0.186 1.821 4.062 5.331 6.33
4 0 0 0.09 1.194 2.562 4.02
3 0 0 0 0.21 0.978 2.28
2 0 0 0 0 0.300 1.17
1 0 0 0 0 0.066 0.51
0 0 0 0 0 0.009 0.15
Υποχωρήσεις εδαφών λόγω αντλήσεων 3-33

Οι τιμές αυτές παρουσιάζονται γραφικά στο Σχήμα Ε3.4. Η μέση κλίση του υδραυλικού φορτίου είναι
i = Δh Δz = 9 6 = 1.5 και συνεπώς η μέση φαινόμενη ταχύτητα διήθησης είναι v = k i = 1.5x10-6
m/sec. Εάν η επιφάνεια κατόψεως του ταμιευτήρα είναι 100x50 = 5000 m2, τότε η μέση παροχή
διήθησης των αποβλήτων είναι: Q = 1.5 x 10-6 x 5000 = 0.075 m3/sec. Τέλος, εάν η συγκέντρωση του
ρύπου στα απόβλητα είναι 60 mg/lt, τότε η μάζα του ρύπου που διηθείται ανά μονάδα χρόνου είναι:
m = 60 x (0.075 x 1000) = 4.500 mg/sec.

3.3 Υποχωρήσεις εδαφών λόγω αντλήσεων


Σε περιπτώσεις χωρικά εκτεταμένης και χρονικά παρατεταμένης
εκμετάλλευσης υδροφορέων (μέσω αντλήσεων) παρατηρούνται συχνά υποχωρήσεις
της επιφάνειας του εδάφους (land subsidence) στην ευρύτερη περιοχή που ενίοτε
προκαλούν ρωγμές και άλλες βλάβες στα κτίσματα λόγω διαφορικών υποχωρήσεων
του εδάφους θεμελίωσης. Οι υποχωρήσεις αυτές οφείλονται στην αφαίρεση νερού
από τον υδροφορέα, που προκαλεί μείωση του υδραυλικού φορτίου, μείωση των
πιέσεων πόρων, αύξηση των ενεργών τάσεων και συνεπώς συμπίεση του
υδροφορέα. Στα επόμενα περιγράφεται μια μέθοδος υπολογισμού της υποχώρησης
του εδάφους λόγω αντλήσεων.
Ο ρυθμός υποχώρησης ( ∂s ∂t ) της επιφάνειας του εδάφους λόγω της
βαθμιαίας μεταβολής του υδραυλικού φορτίου ( ∂h ∂t ) που προκαλείται κατά τη
διάρκεια των αντλήσεων είναι (βλέπε εξίσωση 3.2):
∂h 1 ⎛ ∂p ⎞ 1 ⎛ ∂σ ′ ⎞ E ⎛ ∂ε ⎞ E ⎛ ∂s ⎞
= ⎜ ⎟=− ⎜ v⎟=− s⎜ v⎟=− s ⎜ ⎟
∂t γ w ⎝ ∂t ⎠ γ w ⎝ ∂t ⎠ γ w ⎝ ∂t ⎠ γ w H ⎝ ∂t ⎠
όπου: p = η πίεση πόρων
σv΄ = η κατακόρυφη ενεργός τάση
Es = το μέτρο μονοδιάστατης συμπίεσης του υλικού του υδροφορέα
γw = το ειδικό βάρος του νερού (ή γενικότερα του ρευστού που περιέχεται
στους πόρους του υδροφορέα)
H = το κατακόρυφο πάχος του υδροφορέα

Σχήμα Ε3.4: Χρονική εξέλιξη του υδραυλικού φορτίου στην αργιλική στρώση κατά τη διήθηση των
υγρών αποβλήτων
3-34 Στοιχεία υδρογεωλογίας

Επιπλέον, η σχέση που συνδέει τη μεταβολή της μάζας (mw) του νερού που
περιέχεται στον υδροφορέα (όγκου V ) είναι (βλέπε εξίσωση 3.13):
∂mw S ⎛ ∂h ⎞
= ρw ⎜ ⎟
∂t H ⎝ ∂t ⎠
όπου: ρw = η πυκνότητα του νερού (ή γενικότερα του ρευστού που περιέχεται στους
πόρους του υδροφορέα)
S = ο συντελεστής εναποθήκευσης του υδροφορέα
Επιπλέον (από την εξίσωση 3.12):
∂m ∂ ⎛ V ⎞ ρ ⎛ ∂V ⎞ ρ Q ρ Q
− w = − ⎜ ρw w ⎟ = w ⎜ − w ⎟ = w = w
∂t ∂t ⎝ V ⎠ V ⎝ ∂t ⎠ V AH
όπου: Q = η παροχή αντλήσεων από τον υδροφορέα
V = ο όγκος του υδροφορέα
A = η επιφάνεια κάτοψης του υδροφορέα
Συνδυασμός των ανωτέρω τριών σχέσεων δίνει:
∂s γ w H
= Q
∂t S Es A
Η σχέση αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση του ρυθμού ταπείνωσης (s)
της επιφάνειας του εδάφους λόγω αντλήσεων με παροχή (Q), υπό την προϋπόθεση
ότι δεν συμβαίνει επαναπλήρωση του υδροφορέα λόγω τροφοδοσίας του (π.χ. από
κατεισδύουσα βροχόπτωση). Στην περίπτωση που ταυτοχρόνως με την άντληση ο
υδροφορέας τροφοδοτείται με φυσική επαναφόρτιση, τότε στην ανωτέρω σχέση ως
παροχή (Q) θα πρέπει να λογίζεται η καθαρή απώλεια του υδροφορέα, δηλαδή η
διαφορά μεταξύ αντλήσεων και επαναφόρτισης. Κατά συνέπεια, αν ο μέσος ρυθμός
άντλησης του υδροφορέα είναι ίσος με το μέσο ρυθμό της επαναφόρτισής του, η
μέση πιεζομετρική στάθμη του υδροφορέα δεν μεταβάλλεται και δεν λαμβάνουν
χώρα υποχωρήσεις τους εδάφους. Αντίθετα, εάν συμβαίνει υπερεκμετάλλευση του
υδροφορέα, δηλαδή εάν ο μέσος ρυθμός άντλησης είναι μεγαλύτερος από το μέσο
ρυθμό επαναφόρτισης, τότε η πιεζομετρική στάθμη του υδροφορέα ταπεινώνεται και
η επιφάνεια του εδάφους υποχωρεί.
Στην περίπτωση εγκιβωτισμένων υδροφορέων, η προηγούμενη σχέση που
δίνει το ρυθμό ταπείνωσης της επιφάνειας του εδάφους μπορεί να απλοποιηθεί
περαιτέρω, επειδή το μέτρο μονοδιάστατης συμπίεσης (Es) συνδέεται με τον
συντελεστή εναποθήκευσης (S ) του υδροφορέα μέσω της σχέσης:
γ H
Es = w
S
οπότε προκύπτει η απλοποιημένη σχέση:
∂s Q
=
∂t A
Απόδειξη:
Από τον ορισμό του συντελεστή εναποθήκευσης (σχέση 3.12α) προκύπτει:
ΔVw 1 ΔVw A ⋅ H 1 H
Δh = ⇒ Δp = ⋅ ⇒ Δσ v′ = Δε v
S⋅A γw V S⋅A γw S
Οπότε:
Δσ v′ γ w H
Es ≡ =
Δε v S
Βιβλιογραφικές αναφορές 3-35

Εφαρμογή:
Υδροφορέας διαστάσεων 10km x 10km και πάχους 100 μέτρων αντλείται μέσω 100
γεωτρήσεων με παροχή κάθε γεώτρησης 100 m3/ώρα. Ο συντελεστής εναποθήκευσης του υδροφορέα
είναι 1%. Να εκτιμηθεί ο ρυθμός ταπείνωσης της επιφάνειας του εδάφους, θεωρώντας ότι δεν
συμβαίνει επαναφόρτιση του υδροφορέα.

Λύση:
8 2
Α = 10000 x 10000 =10 m
Q = 100 x 100 x 24 = 240000 m3/ημέρα
∂s 240000 = 2.4 mm/ημέρα
=
∂t 108
Συνεπώς, αν οι αντλήσεις συνεχισθούν επί ένα έτος, η συνολική υποχώρηση θα είναι:
s = 365 x 2.4 = 876 mm = 0.88 m
Το μέτρο μονοδιάστατης συμπίεσης του υδροφορέα είναι:
10 × 100 = 100000 kPa = 100 MPa
Es =
0.01

Από το παράδειγμα προκύπτει ότι οι υποχωρήσεις της επιφάνειας του


εδάφους λόγω εκτεταμένων αντλήσεων μπορεί να είναι πολύ σημαντικές. Βεβαίως,
στις συνήθεις περιπτώσεις, ταυτοχρόνως με την άντληση συμβαίνει και
επαναφόρτιση του υδροφορέα, οπότε οι υποχωρήσεις μειώνονται ή ακόμη και
μηδενίζονται (στην περίπτωση που η επαναφόρτιση του υδροφορέα αντισταθμίζει
πλήρως τις συνέπειες της άντλησης).

Εφαρμογή:
Η μέση ταπείνωση της στάθμης του υδροφορέα της Θεσσαλίας κατά την τελευταία εικοσαετία
(1975-1995) είναι 25 μέτρα και οφείλεται στην έντονη υπερεκμετάλλευση των υπογείων υδάτων για
άρδευση της πεδιάδας. Τα μέσα χαρακτηριστικά του εγκιβωτισμένου υδροφορέα (υπό πίεση) της
Θεσσαλίας είναι: Έκταση 2000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, πάχος 100 μέτρα, συντελεστής
εναποθήκευσης 4%, μέτρο μονοδιάστατης συμπίεσης Εs = 250 MPa. Ζητούνται:
1. Να υπολογισθεί η μέση υποχώρηση της επιφάνειας του εδάφους λόγω των αντλήσεων κατά την
τελευταία εικοσαετία.
2. Να υπολογισθεί το μέσο ετήσιο έλλειμμα του υδροφορέα λόγω της υπερεκμετάλλευσης.
3. Να εκτιμηθεί η απαιτούμενη ετήσια παροχή της εκτροπής υδάτων του ποταμού Αχελώου προς την
Θεσσαλία, ώστε η στάθμη του υπογείου ορίζοντα να επανέλθει στα προ εικοσαετίας επίπεδα σε
χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών, θεωρώντας ότι στο διάστημα αυτό θα διατηρηθούν οι παρούσες
ανάγκες αρδευτικού νερού.

Λύση:
(1) Δσ ′ = − Δu = −γ w ⋅ Δh = −10 × 25 = -250 kPa
Δσ ′ 0.25
δ =H = 100 = 0.10 m
Es 250
25
(2) ΔVw = S ⋅ A ⋅ Δh = 0.04 × 2000 × 106 × = 100 εκατομμύρια κυβικά μέτρα
20
(3) Για να επανέλθει η στάθμη θα πρέπει να ανυψούται κατά 6.25 m ανά έτος. Η απαιτούμενη
προς τούτο ποσότητα νερού είναι:
Vw = S ⋅ A ⋅ Δh = 0.04 × 2000 × 106 × 6.25 = 500 εκατομμύρια κυβικά μέτρα ετησίως.
Συνεπώς, η ολική ποσότητα που θα πρέπει να εκτραπεί είναι 500+100 = 600 εκατομμύρια
κυβικά μέτρα νερού ετησίως (ανύψωση + έλλειμμα).

3.4 Βιβλιογραφικές αναφορές


Freeze R.A. and J.A. Cherry (1979) “Groundwater”, Prentice Hall.
3-36 Στοιχεία υδρογεωλογίας

Hughes G.M., Landon R.A. and Farvolden R.N (1971) “Hydrogeology of solid waste disposal sites in
northeastern Illinois”, USEPA Solid Waste Management Series, SW-12d.

Morris D.A. and Johnson A.I. (1967) “Summary of hydrologic and physical properties of rock and soil
materials”, as analysed by the Hydrologic Laboratory of the U.S. Geological Survey, 1948-1960,
USGS Water Supply paper 1839-D.

Quinlan J.F and Ewers R.O. (1985) “Groundwater flow in limestone terrains: strategy rationale and
procedure for reliable, efficient monitoring of groundwater in karst areas”. Proc. 5th National Symp
and Exp. on Aquifer Restoration and Groundwater Monitoring, National Water Well Association,
pp 197-234.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

4. Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος

4.1 Εισαγωγή
Το αντικείμενο της αλληλεπίδρασης των ρύπων με το έδαφος είναι θεμελιώδης
γνώση που απαιτείται για να απαντηθούν ερωτήματα που ενδιαφέρουν σε
πραγματικά προβλήματα προστασίας και αποκατάστασης του υπεδάφους. Ένα
τέτοιο ποιοτικό ερώτημα είναι το πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για ένα ρύπο να
μεταφερθεί από το υπόγειο νερό στον αέρα της ακόρεστης ζώνης. Η απάντηση σε
αυτό το ερώτημα ενδιαφέρει για να εκτιμήσουμε αν πρέπει να λάβουμε υπόψη
μεταφορά του ρύπου και στην υγρή και στην αέρια φάση (δηλ. και στην κορεσμένη
και στην ακόρεστη ζώνη, αντίστοιχα). Αυτή η απάντηση επίσης ενδιαφέρει και για την
επιλογή μεθόδου απορρύπανσης, καθώς, όπως θα δούμε στο Κεφάλαιο 8, αρκετές
τεχνολογίες αποκατάστασης του υπεδάφους βασίζονται στη μεταφορά πτητικών
ρύπων από την υγρή στην αέρια φάση. Επιπλέον, το περιεχόμενο αυτού του
κεφαλαίου μάς επιτρέπει να εκτιμάμε τη συνολική μάζα του ρύπου, που έχει
διαρρεύσει στο υπέδαφος, συμπληρώνοντας αποτελέσματα από επιτόπου
δειγματοληψίες υπόγειου νερού και εδάφους και χημικές αναλύσεις των δειγμάτων.
Με μια πρώτη ματιά, ίσως φανεί ότι το απαραίτητο υπόβαθρο αποτελείται από
τελείως καινούριες γνώσεις. Στην πραγματικότητα όμως, πρόκειται για αρχές οι
οποίες ενοποιούν σε κοινό ερμηνευτικό πλαίσιο φαινόμενα γνωστά και από την
καθημερινή μας εμπειρία, όπως για παράδειγμα η εξάτμιση και η διάλυση.

4.1.1 Οι φάσεις του εδάφους και των ρύπων

Ρύπος Έδαφος

Μη Υδατική Φάση
(Non-Aqueous Phase Liquid – NAPL) Εδαφικές Φάσεις
οργανικοί ρύποι

διαλυμένοι στην
Υδατική Αέρια Στερεά
Φάση Φάση Φάση

Σχήμα 4.1: Οι φάσεις του εδάφους και του ρύπου που χρειάζεται να μελετηθούν στην πιο γενική
περίπτωση ρύπανσης και αποκατάστασης του υπεδάφους.
4-2 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος

Για να μελετήσουμε την αλληλεπίδραση μεταξύ του εδάφους και ενός ρύπου,
είναι απαραίτητο να διαχωρίσουμε τις φάσεις του κάθε ενός, όπως φαίνεται στο
Σχήμα 4.1. Το Σχήμα 4.1 αντιστοιχεί σε περιπτώσεις διαρροής στην ακόρεστη ζώνη
οργανικών ρύπων που δεν αναμειγνύονται με το νερό, όπως π.χ. η βενζίνη, για τους
οποίους έχει επικρατήσει ο αγγλικός όρος nonaqueous phase liquids ή NAPLs. Στην
ακόρεστη ζώνη διαχωρίζουμε τρεις εδαφικές φάσεις, τη στερεά, την υγρή και την
αέρια. Όσον αφορά τον οργανικό ρύπο, διαχωρίζουμε περιπτώσεις όπου αυτός έχει
διαρρεύσει ως ξεχωριστή φάση (π.χ. διαρροή από υπόγεια δεξαμενή πρατηρίου
καυσίμων), όπως φαίνεται στο Σχήμα 4.1, ή ως υδατικό διάλυμα (π.χ. διαρροή
υγρών αποβλήτων χημικής διεργασίας τα οποία περιέχουν κάποια ποσότητα ρύπου
πλήρως διαλυμένου σε νερό), όπως φαίνεται στο Σχήμα 4.2. Το παρόν κεφάλαιο
θεωρεί κυρίως μη υδατικούς υγρούς ρύπους γιατί αντιστοιχούν στην πιο γενική
περίπτωση όπου έχουμε τέσσερις διαφορετικές φάσεις, αλλά και γιατί πρόκειται για
μια κατηγορία ευρέως ανιχνευόμενων ρύπων στο υπόγειο νερό. Η διαρροή ενός
ανόργανου ρύπου σε υδατικό διάλυμα, όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ φάσεων,
είναι ίδια με αυτήν του Σχήματος 4.2. Έπεται ότι αν εξετάζουμε μόνο την κορεσμένη
ζώνη, το πρόβλημα απλοποιείται περαιτέρω, καθώς δεν χρειάζεται να λάβουμε
υπόψη την αέρια φάση.

Ρύπος Έδαφος

διαλυμένος στην Εδαφικές Φάσεις

Υδατική Αέρια Στερεά


Φάση Φάση Φάση

Σχήμα 4.2: Οι φάσεις του εδάφους και του ρύπου που χρειάζεται να μελετηθούν σε περιστατικά
διαρροής υδατικού διαλύματος ρύπου.

Από τη στιγμή που ο ρύπος θα διαρρεύσει στο υπέδαφος, είτε ως ξεχωριστή


φάση ή ως υδατικό διάλυμα, θα κατανεμηθεί σε όλες τις εδαφικές φάσεις. Η κατανομή
των ρύπων στις διάφορες φάσεις περιγράφεται από φυσικοχημικούς νόμους οι
οποίοι θα παρουσιαστούν σε αυτό το κεφάλαιο. Η βασική αρχή από την οποία
απορρέουν αυτοί οι νόμοι είναι ότι ο ρύπος θα “μοιραστεί” ανάμεσα στις φάσεις
ώσπου να επιτευχθεί χημική ισορροπία. Η κατανομή ενός συγκεκριμένου ρύπου
περιγράφεται από τις φυσικοχημικές του ιδιότητες οι οποίες εκφράζουν τις σχετικές
“προτιμήσεις” του ρύπου ανάμεσα στις φάσεις και αποτελούν, επίσης, αντικείμενο
αυτού του κεφαλαίου.
Η μελέτη της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ρύπων και του εδάφους απαιτεί
συστηματική κατασήμανση της κάθε φάσης και των συστατικών της. Γι’αυτόν το
λόγο, είναι σημαντικό να χρησιμοποιούμε δείκτες για να διακρίνουμε μεταξύ της
αέριας (α), της υδατικής (w), της στερεάς (s) και, στη γενική περίπτωση, της μη
4.1 Εισαγωγή 4-3

υδατικής υγρής φάσης (n). Για συγκεκριμένο ρύπο Α, θα διακρίνουμε μεταξύ των
ατμών του ρύπου, οι οποίοι θα χαρακτηρίζονται από τη συγκέντρωσή τους στην
αέρια φάση CΑα (μάζα ρύπου Α ανά όγκο της αέριας φάσης στους εδαφικούς
πόρους), του διαλυμένου ρύπου σε συγκέντρωση CΑw (μάζα ρύπου Α ανά όγκο
νερού στους εδαφικούς πόρους), και του εισροφημένου ρύπου CΑs, (μάζα ρύπου Α
ανά ξηρή μάζα εδαφικών στερεών). Ο μηχανισμός της εισρόφησης, ο οποίος είναι και
η μόνη εντελώς καινούρια έννοια που εισάγει αυτό το κεφάλαιο, αναλύεται στην
Ενότητα 4.5. Έτσι για να υπολογίσουμε τη μάζα ενός ρύπου στο έδαφος, θα πρέπει
να προσδιορίσουμε τις προαναφερθείσες συγκεντρώσεις στις τρεις εδαφικές φάσεις
και να πολλαπλασιάσουμε με την αντίστοιχη ποσότητα αναφοράς. Η αναλογία των
εδαφικών φάσεων δίνεται από τα εδαφομηχανικά χαρακτηριστικά του εδάφους, όπως
το πορώδες (n = όγκος εδαφικών πόρων / όγκος εδαφικού δείγματος), την ξηρή
πυκνότητα του εδάφους (ρd = μάζα εδαφικών στερεών / όγκος εδαφικού δείγματος)
και το βαθμό κορεσμού για το νερό (Sw = όγκος νερού στους εδαφικούς πόρους /
όγκος εδαφικών πόρων). Για τον υπολογισμό της συνολικής μάζας στην περίπτωση
οργανικού ρύπου που δεν αναμειγνύεται με το νερό, θα πρέπει επίσης να ξέρουμε αν
υπάρχει στο υπέδαφος και μη υδατική υγρή φάση, η ποσότητα της οποίας μπορεί να
υπολογιστεί με το βαθμό κορεσμού για τη μη υδατική φάση (Sn = όγκος μη υδατικής
φάσης στους εδαφικούς πόρους / όγκος εδαφικών πόρων) και την πυκνότητα τού μη
υδατικού ρύπου.

4.1.2 Περιεχόμενα κεφαλαίου


Συνοπτικά το αντικείμενο αυτού του κεφαλαίου δίνεται από το Σχήμα 4.3, το
οποίο προς το παρόν μπορεί να χρησιμέψει κυρίως ως εποπτικός οδηγός. Σε
προβλήματα προστασίας, ρύπανσης και αποκατάστασης του υπεδάφους ενδιαφέρει
να αναγνωρίζουμε τα μη εδαφικά συστατικά τής κάθε φάσης (δηλ. τους ρύπους) και
να εκτιμούμε την ποσότητά τους. Ο ποσοτικός προσδιορισμός καθίσταται δυνατός
θεωρώντας την ισορροπία μεταξύ φάσεων ανά δύο, όπως καταδεικνύεται από τα
συνεχή βέλη στο Σχήμα 4.3 και θα παρουσιαστεί στις επόμενες ενότητες. Στο Σχήμα
4.3 θα επανέλθουμε στην Ενότητα 4.8 και θα το χρησιμοποιήσουμε για να
συνοψίσουμε τα περιεχόμενα του κεφαλαίου, τα οποία περιλαμβάνουν τα ακόλουθα.
Οι αμέσως επόμενες ενότητες περιγράφουν την ισορροπία μεταξύ αέριας φάσης – μη
υδατικής φάσης (4.2), αέριας φάσης – υδατικής φάσης (4.3), υδατικής φάσης – μη
υδατικής υγρής φάσης (4.4) και υδατικής φάσης – στερεάς φάσης (4.5). Σημειώνεται
ιδιαίτερα η Ενότητα 4.5.3 η οποία περιγράφει τη σύνθετη αλληλεπίδραση μεταξύ
στερεάς και υδατικής φάσης στην περίπτωση των αργιλικών εδαφών, για την
κατανόηση της οποίας χρειάζεται να γίνει μια επισκόπηση της δομής των αργίλων. Η
Ενότητα 4.6 αναφέρεται στις πρακτικές συνέπειες των φαινομένων αλληλεπίδρασης
ρύπων-εδάφους και αντιδιαστέλλει αυτά τα φαινόμενα με τις χημικές ή βιολογικές
αντιδράσεις που μπορεί να συμβάλλουν στην αποδόμηση των ρύπων και άρα στη
μείωση της μάζας τους στο υπέδαφος. Στην Ενότητα 4.7 δίνεται ένα αριθμητικό
παράδειγμα αντιπροσωπευτικό των προβλημάτων που απαντώνται στην πράξη. Η
Ενότητα 4.8 δίνει την περίληψη του κεφαλαίου, ενώ στο τέλος συμπεριλαμβάνεται
παράρτημα με χρήσιμες σχέσεις της φυσικοχημείας και της εδαφομηχανικής.
4-4 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος

Καθαροί Ρύποι – Μη
Υδατικά Συστατικά
(NAPL)

Ενότητα 4.2

Ενότητα 4.4

Εισροφημένα
Ατμοί – Αέρια
Συστατικά
Συστατικά
(στη στερεά φάση)
(της αέριας φάσης)

Ενότητα 4.3
Ενότητα 4.5

Διαλυμένα Συστατικά
(στην υδατική φάση)

Σχήμα 4.3: Τα περιεχόμενα του Κεφαλαίου 4: η ανά ζεύγη ισορροπία μεταξύ των φάσεων του
εδάφους και των ρύπων.

4.2 Ισορροπία μεταξύ αέριας φάσης και μη υδατικής υγρής φάσης


Είναι σκόπιμο να θεωρήσουμε εξαρχής ένα πιθανό περιστατικό που
προσφέρει το κίνητρο για να μελετηθεί η ισορροπία μεταξύ αέριας φάσης και μη
υδατικής υγρής φάσης. Ένα τέτοιο περιστατικό είναι η διαρροή σε πρακτικά ξηρό
έδαφος (π.χ. κοντά στην επιφάνεια του εδάφους, μακριά από τον υδροφόρο
ορίζοντα) ενός οργανικού διαλύτη με ευρεία χρήση σε βιομηχανικές εφαρμογές, του
τριχλωροαιθυλένιου. Το τριχλωροαιθένιο είναι η μη υδατική φάση η οποία θα
καταλάβει κάποιο ποσοστό των εδαφικών πόρων, ενώ ταυτόχρονα κάποιο μέρος της
θα εξατμιστεί στον αέρα των εδαφικών πόρων. Γνωρίζουμε από την καθημερινή
εμπειρία ότι όσο πιο πτητικό είναι ένα υγρό, τόσο πιο εύκολα (δηλ. τόσο μεγαλύτερο
ποσοστό της μάζας του) θα μεταβεί στην αέρια φάση. Το πόσο πτητική είναι μια
ουσία περιγράφεται από την τάση των ατμών της, η οποία αντιστοιχεί στην
κατάσταση ισορροπίας μεταξύ των δύο φάσεων (δηλ. αέριας και υγρής), όπως
φαίνεται στην απλουστευμένη περίπτωση του Σχήματος 4.4. Αν υποθέσουμε ότι στο
χρόνο μηδέν εισάγουμε στο κενό αέρος δοχείο του Σχήματος 4.4 υγρό ρύπο Α, θα
δούμε την ένδειξη της πίεσης στο μανόμετρο του δοχείου να ανεβαίνει, καθώς το
υγρό θα εξατμίζεται, μέχρι να επέλθει ισορροπία, δηλ. έως ότου όσα μόρια του
ρύπου πηγαίνουν από την υγρή στην αέρια φάση, άλλα τόσα να επιστρέφουν από
την αέρια στην υγρή. Η πίεση που αντιστοιχεί στην κατάσταση ισορροπίας είναι η
τάση ατμών της ουσίας Α, PA0, η οποία είναι ιδιότητα της ουσίας και μεταβάλλεται με
Ισορροπία μεταξύ αέριας φάσης και μη υδατικής υγρής φάσης 4-5

τη θερμοκρασία. Με γνωστή την πίεση των ατμών, μπορούμε να υπολογίσουμε τη


συγκέντρωση της ουσίας Α στην αέρια φάση, CΑα, χρησιμοποιώντας το νόμο των
ιδανικών αερίων.
PA0

ατμοί
κενό
Α
ισορροπία
καθαρός καθαρός
ρύπος ρύπος
Α Α

t=0
Σχήμα 4.4: Ισορροπία μεταξύ υγρού ρύπου (μη υδατική φάση) και των ατμών του (αέρια φάση).

Η σημαντική διαφορά του περιστατικού διαρροής του τριχλωροαιθυλένιου σε


ξηρό έδαφος από την περίπτωση του Σχήματος 4.4 είναι ότι στο έδαφος δεν έχουμε
κλειστό σύστημα, με αποτέλεσμα η ισορροπία να αποτελεί μια εξιδανίκευση. Επίσης,
στο έδαφος τα κενά περιέχουν βέβαια και αέρα μαζί με τους ατμούς του ρύπου. Παρ’
όλα αυτά, η συγκέντρωση CΑα μπορεί πάντα να δώσει ένα άνω όριο της
συγκέντρωσης του τριχλωροαιθυλένιου στα εδαφικά κενά, ενώ είναι μια αρκετά
ακριβής εκτίμηση στην άμεση περιοχή της διαρροής. Ας υπολογίσουμε αυτήν τη
συγκέντρωση.

Παράδειγμα 4.1: ποια είναι η μέγιστη συγκέντρωση στον αέρα των εδαφικών
πόρων κατόπιν διαρροής τριχλωροαιθένιου;

H τάση των ατμών του τριχλωροαιθυλένιου (trichloroethylene ή trichloroethene ή TCE) βρίσκεται ίση
με 60 mmHg σε 20oC (LaGrega et al., 1994). Για να βρούμε τη συγκέντρωση στην αέρια φάση, θα
χρησιμοποιήσουμε το νόμο των ιδανικών αερίων (βλέπε τύπους στο τέλος του κεφαλαίου):

PTCEV = nTCE R T → nTCE / V = PTCE / R T =


= 8.12 kPa / [(8.314 x 10-3 kPa m3 / K mol) 293 K)]
= 3.33 mol / m3
Για τον υπολογισμό της μοριακής συγκέντρωσης (nTCE / V) του τριχλωροαιθυλένιου χρειάστηκαν οι
εξής μετατροπές:
PTCE = 60 mm Hg x 1/7.3833 kPa/ mm Hg = 8.12 kPa
R = 8.314 Pa m3 / K mol = 8.314 x 10-3 kPa m3 / K mol
T = 273 + 20 = 293 oK

Βρίσκουμε το μοριακό βάρος του τριχλωροαιθένιου (C2Cl3H):


ΜΒTCE= 12x2 + 35.45x3 + 1x1 = 131.4 g/mol

και έτσι η συγκέντρωση του τριχλωροαιθένιου στην αέρια φάση είναι:

CTCEα = (nTCE / V) x ΜΒTCE = 3.33 mol/m3 x 131.4 g/mol → CTCEα = 438 g/ m3


4-6 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος

Βλέπουμε ότι η μέγιστη δυνατή συγκέντρωση στον αέρα των εδαφικών πόρων κατόπιν διαρροής του
3
τριχλωροαιθένιου (0.438 kg/m ) αντιστοιχεί σε μια μάζα σχεδόν μισού κιλού τριχλωροαιθένιου στο
κυβικό μέτρο, ποσότητα όχι αμελητέα!

Πολύ συχνά, αντί για μια καθαρή ουσία Α, αντιμετωπίζουμε προβλήματα


διαρροών μειγμάτων ουσιών. Ας υποθέσουμε λοιπόν διαρροή σε ξηρό έδαφος ενός
μείγματος δύο οργανικών διαλυτών, του τριχλωροαιθυλένιου (ουσία Α) και του 1,1,1-
τριχλωροαιθάνιου (ουσία Β). Υπενθυμίζεται ότι η σύσταση ενός μείγματος ουσιών i =
A, B, ... μπορεί να περιγραφεί με τη βοήθεια του μοριακού κλάσματος της κάθε
ουσίας i, xi = ni/nt, όπου ni είναι ο αριθμός mol της ουσίας i και nt ο συνολικός αριθμός
mol όλων των ουσιών στο μείγμα. Για τη γενικότερη περίπτωση διαρροής μείγματος
ουσιών i = A, B, ..., μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το νόμο του Raoult για τον
υπολογισμό της μερικής πίεσης της κάθε ουσίας i, Pi, ο οποίος δίνει:

Pi = Pi0 xi , i = A, B, ... (4.1)

όπου xi είναι το μοριακό κλάσμα της ουσίας i στο μείγμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο
νόμος του Raoult ισχύει για μείγματα ουσιών με παρόμοια χημική δομή. Σε
προβλήματα ρύπανσης από μείγματα οργανικών ουσιών ανόμοιας δομής, ο νόμος
του Raoult εφαρμόζεται προσεγγιστικά.

Παράδειγμα 4.2: ποια είναι η μέγιστη συγκέντρωση στον αέρα των εδαφικών
πόρων κατόπιν διαρροής μείγματος τριχλωροαιθένιου και 1,1,1-
τριχλωροαιθάνιου;

Για να εφαρμόσουμε το νόμο του Raoult στο παράδειγμά μας, ας υποθέσουμε ότι το
τριχλωροαιθυλένιο και το τριχλωροαιθάνιο έχουν την ίδια αναλογία κατά βάρος και ας θεωρήσουμε
μια ενδεικτική ποσότητα μείγματος 1000 g από το καθένα. Το μόριο του τριχλωροαιθυλένιου, όπως
είδαμε στο Παράδειγμα 4.1, έχει 2 άτομα C, 3 άτομα Cl και 1 άτομο H, ενώ του τριχλωροαιθάνιου έχει
2 επιπλέον άτομα H. Τα μοριακά βάρη είναι 131.4 g/mol και 133.4 g/mol. Για το παράδειγμά μας,
υπολογίζονται ο αριθμός mol του τριχλωροαιθυλένιου (ουσία Α), nA = 1000 g /131.4 g = 7.6, ο αριθμός
mol του τριχλωροαιθάνιου (ουσία Β), nΒ = 1000 g /133.4 g = 7.5, και ο συνολικός αριθμός mol στο
μείγμα, nt = 15.1. Τα αντίστοιχα μοριακά κλάσματα των δύο συστατικών του μείγματος είναι xA = 0.5
και xB = 0.5.

Από το προηγούμενο παράδειγμα:


PTCE0 = 60 mm Hg x 1/7.3833 kPa/ mm Hg = 8.12 kPa
H τάση των ατμών του 1,1,1-τριχλωροαιθάνιου (trichloroethane ή TCA) βρίσκεται ίση με 100 mmHg σε
20oC (LaGrega et al., 1994):
PTCA0 = 100 mm Hg x 1/7.3833 kPa/ mm Hg = 13.54 kPa

Έτσι, ο νόμος του Raoult δίνει PA = PΑ0 xΑ = 8.12 kPa x 0.5 = 4.06 kPa και PB = PΒ0 xΒ = 13.54 kPa x
0.5 = 6.77 kPa. Τέλος, εφαρμόζοντας το νόμο των ιδανικών αερίων, προσδιορίζονται οι
συγκεντρώσεις των δύο συστατικών.

nTCE / V = PTCE / R T = mol/m3 = 4.06 kPa / [(8.314 x 10-3 kPa m3 / K mol) 293 K] = 1.67 mol/m3
→ CTCEα = (nTCE / V) x ΜΒTCE = 1.67 mol/m3 x 131.4 g/mol → CTCEα = 219 g/ m3

nTCA / V = PTCA / R T = mol/m3 = 13.54 / [(8.314 x 10-3 kPa m3 / K mol) 293 K] = 5.56 mol/m3
→ CTCAα = (nTCA / V) x ΜΒTCA = 5.56 mol/m3 x 133.4 g/mol → CTCAα = 741 g/ m3

Αξίζει να σημειωθεί, ότι σε περιπτώσεις μειγμάτων ρύπων, δεν είναι απαραίτητα ο πιο πτητικός ρύπος
εκείνος ο οποίος έχει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στην αέρια φάση, όπως σε αυτό το παράδειγμα.
Αυτό συμβαίνει γιατί η συγκέντρωση του κάθε ρύπου εξαρτάται όχι μόνο από την τάση των ατμών του,
αλλά και από την αναλογία του στο μείγμα και το μοριακό του βάρος.
Ισορροπία μεταξύ αέριας φάσης και υδατικής φάσης 4-7

4.3 Ισορροπία μεταξύ αέριας φάσης και υδατικής φάσης


Το πιθανό περιστατικό που δίνει ένα κίνητρο για τη μελέτη της ισορροπίας
μεταξύ αέριας και υδατικής φάσης είναι η διαρροή ενός αραιού διαλύματος
τριχλωροαιθυλένιου από μια υπόγεια δεξαμενή που βρίσκεται πολύ κοντά στη
στάθμη του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. Ας υποθέσουμε ότι πρόκειται για
απόβλητα κάποιας δεδομένης βιομηχανικής εφαρμογής, για την οποία μπορούμε να
εκτιμήσουμε ότι η συγκέντρωση του τριχλωροαιθένιου στο υδατικό διάλυμα είναι CΑw
= 10mg/l. Έτσι, αν γνωρίζουμε τον όγκο των διαρρευσάντων αποβλήτων, μπορούμε
να υπολογίσουμε τη μάζα του διαρρεύσαντος τριχλωροαιθένιου στο υπόγειο νερό.
Πώς θα εξελιχτεί όμως αυτή η διαρροή; Όλη η μάζα του τριχλωροαιθένιου θα
παραμείνει στο υπόγειο νερό; Τι θα συμβεί στη διεπιφάνεια της κορεσμένης με την
ακόρεστη ζώνη; Η αρχή της χημικής ισορροπίας υπαγορεύει ότι κάποιο ποσοστό των
μορίων του τριχλωροαιθυλένιου θα εγκαταλείψει το υδατικό διάλυμα και θα περάσει
στην αέρια φάση. Ας μελετήσουμε την ισορροπία μεταξύ αέριας και υδατικής φάσης
με τη βοήθεια του εξιδανικευμένου Σχήματος 4.5.
Pt=Pυδρ+PA

ατμοί Α
κενό
+ υδρατμοί
ισορροπία
νερό + νερό +
διαλυμένος διαλυμένος
ρύπος Α ρύπος Α

t=0
Σχήμα 4.5: Ισορροπία μεταξύ διαλυμένου ρύπου (υδατική φάση) και των ατμών του (αέρια φάση).

Υποθέτουμε πάλι ότι στο χρόνο μηδέν εισάγουμε στο δοχείο του Σχήματος 4.5
υδατικό διάλυμα ουσίας Α και παρακολουθούμε την ένδειξη της πίεσης στο
μανόμετρο του δοχείου να ανεβαίνει, καθώς τα μόρια τόσο του νερού όσο και της
ουσίας Α ανακατανέμονται μεταξύ της υδατικής και της αέριας φάσης, μέχρι να
επέλθει ισορροπία, δηλ. έως ότου όσα μόρια πηγαίνουν από την υγρή στην αέρια
φάση, άλλα τόσα να επιστρέφουν από την αέρια στην υγρή. Η ένδειξη του
μανόμετρου, Pt, αντιστοιχεί στην ολική πίεση, δηλαδή στο άθροισμα της μερικής
πίεσης των υδρατμών και της μερικής πίεσης των ατμών της ουσίας Α, PA, η οποία
δίνεται από το νόμο του Henry ως:

PA = HMA xAw (4.2α)

όπου HMA είναι η σταθερά του νόμου Henry για την ουσία Α, σε μονάδες πίεσης, η
οποία μεταβάλλεται με τη θερμοκρασία, και xAw είναι το μοριακό κλάσμα της ουσίας
4-8 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος

στο υδατικό διάλυμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο νόμος του Henry εκφράζεται και
εναλλακτικά ως:

PA = HCA CAwm (4.2β)

όπου HCA είναι η σταθερά του νόμου Henry για την ουσία Α, σε μονάδες [πίεσης x
όγκο / mol], και CAwm είναι η μοριακή συγκέντρωση της ουσίας Α, δηλ. τα mol της
ουσίας Α ανά μοναδιαίο όγκο του υδατικού διαλύματος. Έτσι, όταν ανατρέχουμε στη
βιβλιογραφία για να βρούμε την τιμή της σταθεράς του νόμου Henry για ένα ρύπο, θα
καταλάβουμε από τις μονάδες σε ποια μορφή του νόμου (δηλ. στην εξίσωση 4.2α ή
4.2β) αντιστοιχεί.
Εδώ θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: αφού έχουμε μια περίπτωση
μείγματος υγρών, γιατί δεν μπορώ να εφαρμόσω το νόμο του Raoult (εξίσωση 4.1)
για να βρώ τη μερική πίεση της ουσίας Α; Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος του Raoult
ισχύει για μείγματα παρόμοιας χημικής δομής ή τουλάχιστον ομοειδών ενώσεων.
Έτσι ενώ μπορεί να εφαρμοστεί για ένα μείγμα υδρογονανθράκων, δεν μπορεί να
εφαρμοστεί για ανόμοιες ενώσεις όπως είναι το νερό και ένας οργανικός ρύπος. Με
τη σειρά του, ο νόμος του Henry ισχύει για αραιά υδατικά διαλύματα, πρέπει δηλαδή
xAw << 1, περίπτωση η οποία είναι σχεδόν πάντα ο κανόνας στα περιστατικά
ρύπανσης του υπεδάφους. Τέλος, σε περίπτωση που έχουμε υδατικό διάλυμα ενός
αριθμού ρύπων, χρησιμοποιούμε πάλι το νόμο του Henry για τον κάθε ρύπο
ξεχωριστά, περιμένοντας όμως αποκλίσεις.

Παράδειγμα 4.3: ποια είναι η μέγιστη συγκέντρωση στον αέρα των εδαφικών
πόρων κατόπιν διαρροής υδατικού διαλύματος τριχλωροαιθένιου
συγκέντρωσης CΑw = 10mg/l;

Ξαναγυρίζουμε στο ερώτημα της εξέλιξης της διαρροής του υδατικού διαλύματος τριχλωροαιθένιου,
συγκέντρωσης CAw = 10 mg/l, με το οποίο ξεκίνησε αυτή η ενότητα. Από τη δοσμένη συγκέντρωση,
βρίσκεται o αριθμός mol, στη συνέχεια το μοριακό κλάσμα και τέλος από το νόμο του Henry η μερική
πίεση του τριχλωροαιθένιου, από την οποία βρίσκεται η συγκέντρωσή του στον αέρα.

Βρίσκουμε τη σταθερά του νόμου Henry ίση με 0.904 kPa m3/mol στους 20oC (Mackay and Shiu,
1981) και στη συνέχεια εκφράζουμε τη συγκέντρωση του τριχλωροαιθένιου στις κατάλληλες μονάδες:

-3 -3 3 3 -2 3
CAw = 10 x 10 g/ 10 m → CAwm = [10 g /(131.4 g/mol)]/ m = 7.6 x 10 mol/ m

Ο νόμος του Henry (εξίσωση 4.2β) δίνει:

PA = HCA CAwm = 0.904 kPa m3/mol x 7.6 x 10-2 mol/ m3 = 6.9 x 10-2 kPa

Και εφαρμόζοντας το νόμο των ιδανικών αερίων προσδιορίζουμε το ζητούμενο,

nTCE / V = PTCE / R T = 6.9 x 10-2 kPa / [(8.314 x 10-3 kPa m3 / K mol) 293 K] = 0.03 mol/m3
→ CTCEα = (nTCE / V) x ΜΒTCE = 0.03 mol/m3 x 131.4 g/mol → CTCEα = 3.7 g/m3

Συγκρίνοντας αυτήν την τιμή με τη συγκέντρωση που υπολογίσαμε στο Παράδειγμα 4.1, δηλ. στην
περίπτωση διαρροής καθαρού τριχλωροαιθυλενίου (CTCEα = 438 g/m3), τη βρίσκουμε πολύ μικρότερη.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το αποτέλεσμα της σύγκρισης ήταν αναμενόμενο, μιας και η διαρροή
καθαρής ουσίας είναι λογικό να επιβαρύνει περισσότερο την αέρια φάση σε σχέση με τη διαρροή
διαλύματος της ίδιας ουσίας: σε αυτήν την παρατήρηση θα επανέλθουμε στο λυμένο παράδειγμα της
Ενότητας 4.7!
Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και μη υδατικής υγρής φάσης 4-9

4.4 Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και μη υδατικής υγρής


φάσης
Ας θεωρήσουμε μια διαρροή από μια υπόγεια δεξαμενή βενζολίου, κοντά στη
στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα. Το βενζόλιο είναι μια οργανική ένωση ελαφρότερη
από το νερό, κι έτσι όταν φτάσει στον υδροφόρο ορίζοντα θα αρχίσει να εξαπλώνεται
οριζόντια δημιουργώντας μια κηλίδα, ενώ παράλληλα θα αρχίσει να διαλύεται στο
νερό. Θα απλοποιήσουμε αυτό το περιστατικό με το εξιδανικευμένο Σχήμα 4.6.

υγρός ρύπος Α
υγρός
+
ρύπος Α
διαλυμένο
νερό
ισορροπία
νερό +
νερό διαλυμένος
ρύπος Α
(CAw = S)

t=0
Σχήμα 4.6: Ισορροπία μεταξύ υγρού ρύπου που δεν αναμειγνύεται με το νερό (μη υδατική φάση) και
διαλυμένου ρύπου (υδατική φάση).

Έστω ότι τη χρονική στιγμή μηδέν έρχονται σε επαφή νερό και οργανική ουσία Α η
οποία δεν αναμειγνύεται με το νερό (π.χ. όχι οινόπνευμα). Έτσι μόρια της ουσίας Α
αρχίζουν να μεταφέρονται στο νερό (ενώ παράλληλα μόρια νερού αρχίζουν να
μεταφέρονται στο βενζόλιο), με αποτέλεσμα να αυξάνεται η συγκέντρωση της ουσίας
Α στο νερό (και του νερού στο βενζόλιο), έως ότου επιτευχθεί ισορροπία. Η μέγιστη
δυνατή συγκέντρωση της ουσίας Α στο νερό, είναι η διαλυτότητα της ουσίας Α, S, και
είναι αυτή που αντιστοιχεί στην κατάσταση ισορροπίας. Οι οργανικοί ρύποι που δεν
αναμειγνύονται με το νερό, οι οποίοι δηλ. μπορούν να βρίσκονται ως ξεχωριστή από
το νερό μη υδατική φάση, χαρακτηρίζονται από πολύ μικρές τιμές διαλυτότητας, της
τάξης των εκατοντάδων έως λίγων χιλιάδων χιλιοστογράμμων σε ένα λίτρο νερού,
για θερμοκρασίες μεταξύ 20ο και 25ο C. Με άλλα λόγια, οι μέγιστες δυνατές τιμές των
ρύπων που δεν αναμειγνύονται με το νερό δεν ξεπερνούν τα λίγα γραμμάρια στο
λίτρο, αλλά βέβαια είναι τάξεις μεγέθους μεγαλύτερες από τα αποδεκτά όρια του
Κεφαλαίου 2. Εδώ πρέπει να τονιστεί η διαφορά της πλήρους ανάμειξης δύο υγρών,
που ισχύει για συγκεκριμένα ζεύγη υγρών τα οποία είναι αμοιβαία διαλυτά σε κάθε
αναλογία, και του φαινόμενου της διάλυσης, το οποίο ισχύει για κάθε ζεύγος υγρών
(καθώς και για διαλύματα στερεών σε υγρά), αλλά βέβαια σε διαφορετικό βαθμό.
Για το βενζόλιο του παραδείγματός μας, η διαλυτότητα είναι ίση με 1780 mg/l
στους 20οC (LaGrega et al., 1994). Είναι χρήσιμο να δούμε τη διαλυτότητα από μία
σκοπιά λίγο διαφορετική αυτής του Σχήματος 4.6, η οποία μας είναι πιο οικεία από
την καθημερινή μας εμπειρία. Ας υποθέσουμε ότι ξεκινάμε με ένα λίτρο νερό στο
4-10 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος

οποίο προσθέτουμε 100 mg ή 1 g βενζολίου. Αφού περιμένουμε κάποιο χρονικό


διάστημα θα έχουμε ένα υδατικό διάλυμα βενζολίου συγκέντρωσης σχεδόν 100 mg/l
ή 1000 mg/l, αντίστοιχα, υποθέτοντας ότι δεν υπάρχουν απώλειες εξάτμισης. Αν
όμως προσθέσουμε 10 g βενζολίου, τότε θα έχουμε ένα υδατικό διάλυμα βενζολίου
συγκέντρωσης 1780 mg/l, ενώ τα υπόλοιπα 8.2 g θα σχηματίσουν ένα λεπτό φιλμ
πάνω στην επιφάνεια του νερού (όπως βλέπουμε καμιά φορά να γυαλίζει η θάλασσα
στα λιμάνια όταν έχει διαρρεύσει πετρέλαιο). Πρόκειται για το αντίστοιχο φαινόμενο
που παρατηρούμε όταν προσθέτουμε σταδιακά αλάτι σε ένα δοχείο με νερό. Στην
αρχή, όσο προσθέτουμε αλάτι, τόσο αυτό διαλύεται στο νερό. Από ένα σημείο όμως
και πέρα, όταν ξεπεράσουμε τη διαλυτότητα του αλατιού για τη συγκεκριμένη
θερμοκρασία, το επιπλέον αλάτι δεν διαλύεται αλλά κατακάθεται στον πυθμένα του
δοχείου.
Ξαναγυρνώντας στο παράδειγμά μας, υποθέτοντας ισορροπία μεταξύ της
κηλίδας του βενζολίου και του υπόγειου νερού (παραδοχή λογική στην άμεση
γειτονιά της κηλίδας του βενζολίου), ξέρουμε ότι η συγκέντρωση του βενζολίου στο
υπόγειο νερό στην περιοχή της κηλίδας είναι ίση με τη διαλυτότητά του. Σε
περίπτωση όμως που η κηλίδα δεν αποτελείται από καθαρό βενζόλιο, αλλά από ένα
μείγμα οργανικών ενώσεων που περιέχει και βενζόλιο, όπως π.χ. η βενζίνη, τότε η
συγκέντρωση κάθε συστατικού του μείγματος (και άρα και του βενζολίου) στην
περιοχή της κηλίδας δίνεται από την ενεργή διαλυτότητα, Sei, η οποία υπολογίζεται
σύμφωνα με τον τύπο:

Sei = Si xin, i = A, B, ... (4.3)

όπου Si είναι η διαλυτότητα του συστατικού i στο νερό και xin είναι το μοριακό κλάσμα
του συστατικού i στο μη υδατικό υγρό μείγμα (δηλ. στην κηλίδα του μείγματος στο
παράδειγμά μας).

4.5 Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και στερεάς φάσης


Στα παραπάνω εξιδανικευμένα Σχήματα 4.4 έως 4.6 εξετάσαμε την
αλληλεπίδραση μεταξύ των ρευστών φάσεων αγνοώντας τυχόν αλληλεπίδρασή τους
με τα στερεά τοιχώματα του δοχείου. (Η καθημερινή μας εμπειρία πάλι μπορεί να μας
δώσει παραδείγματα μιας τέτοιας αλληλεπίδρασης, στην οποία οφείλεται η δυσκολία
να καθαρίσουμε ένα πλαστικό δοχείο-τάπερ στο οποίο φυλάξαμε κάποιο φαγητό με
πολύ λάδι.) Στην περίπτωση της ρύπανσης του υπεδάφους, το ρόλο των στερεών
τοιχωμάτων των δοχείων στα Σχήματα 4.4-4.6 τον παίζει η στερεά εδαφική φάση
(λεπτομέρειες για τη σύσταση της εδαφικής φάσης θα βρει ο αναγνώστης στο
Παράρτημα Α – Στοιχεία Εδαφολογίας). Η ολοκληρωμένη περιγραφή της
αλληλεπίδρασης ρύπου Α και εδάφους περιλαμβάνει την κατανομή τού ρύπου Α
μεταξύ (1) του αέρα των εδαφικών πόρων (στην ακόρεστη ζώνη), (2) του νερού των
πόρων και (3) των εδαφικών στερεών. Αντίστοιχα, διακρίνουμε ανάμεσα (1) στους
ατμούς του ρύπου, (2) στο διαλυμένο ρύπο και (3) στον εισροφημένο ρύπο. Το
φαινόμενο της εισρόφησης (sorption) περιγράφει τη μεταφορά μιας διαλυμένης
ουσίας Α από την υδατική φάση στη στερεά φάση και είναι αποτέλεσμα μιας σειράς
μηχανισμών που θα παρουσιαστούν στη συνέχεια και οι οποίοι εξαρτώνται σε
μεγάλο βαθμό από τη σύσταση του εδάφους καθώς βέβαια και από τις ιδιότητες της
ουσίας. Ο αντίστροφος μηχανισμός λέγεται εκρόφηση (desorption) και περιγράφει τη
μεταφορά ουσίας Α από τη στερεά φάση στην υδατική, κάτι που θα συμβεί αν π.χ.
εισπιέσουμε καθαρό νερό σε ρυπασμένο έδαφος.
Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και στερεάς φάσης 4-11

4.5.1 Μηχανισμοί εισρόφησης


Το φαινόμενο της εισρόφησης περιλαμβάνει την προσρόφηση (adsorption),
όπου η ουσία Α συγκεντρώνεται στην επιφάνεια της στερεάς φάσης, και την
απορρόφηση (absorption), κατά την οποία η ουσία Α διαχέεται στο εσωτερικό της
στερεάς φάσης. Μελετώντας την εισρόφηση σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια, διακρίνουμε
περαιτέρω τους πιο κάτω μηχανισμούς.
Η φυσική προσρόφηση (physical adsorption) οφείλεται σε ασθενείς ελκτικές
δυνάμεις μεταξύ μορίων και παρατηρείται σε ευρύ φάσμα ρύπων. Τα μόρια που
προσροφιούνται δεν προσαρτιούνται σε ένα συγκεκριμένο σημείο της επιφάνειας
αλλά κινούνται ελεύθερα πάνω σε αυτή. Το υλικό που προσροφιέται μπορεί να
εμφανίσει συμπυκνωμένη διάταξη έτσι ώστε να σχηματισθούν μοριακές στρώσεις
που επικάθονται η μια πάνω στην άλλη (όπως το διπλό παρκάρισμα αυτοκινήτων
στην άκρη ενός δρόμου). Η φυσική προσρόφηση είναι αντιστρέψιμη: μόλις μειωθεί η
συγκέντρωση της προσροφημένης ουσίας στο υδατικό διάλυμα, τα προσροφημένα
μόρια εγκαταλείπουν την επιφάνεια πάνω στην οποία έχουν συγκεντρωθεί και
επιστρέφουν στο υδατικό διάλυμα.
Η χημική προσρόφηση (chemical adsorption) προκαλείται από πολύ
ισχυρότερες δυνάμεις, ανάλογες με αυτές που οδηγούν στο σχηματισμό χημικών
ενώσεων. Η ουσία που προσροφιέται σχηματίζει στρώμα πάχους ενός μόνο μορίου
πάνω στη στερεά επιφάνεια, τα δε προσροφημένα μόρια δεν είναι ελεύθερα να
κινηθούν πάνω στην επιφάνεια αυτή. Επομένως, μόλις η στερεά επιφάνεια καλυφθεί
πλήρως από το μονομοριακό στρώμα της προσροφούμενης ουσίας, το φαινόμενο
της προσρόφησης σταματά, λέγεται δε ότι η ικανότητα για προσρόφηση εξαντλείται.
Σε αντίθεση με την φυσική προσρόφηση, υπό κανονικές συνθήκες η χημική
προσρόφηση δεν είναι αντιστρεπτή διαδικασία· για την εκρόφηση (desorption)
απαιτείται αύξηση της θερμοκρασίας.
Τέλος, η προσρόφηση ανταλλαγής (exchange adsorption) χαρακτηρίζεται από
ελκτικές ηλεκτροστατικές δυνάμεις μεταξύ των μορίων της προσροφούμενης ουσίας
και της στερεάς επιφάνειας. Η αποκαλούμενη ανταλλαγή ιόντων (ion exchange)
αποτελεί το πιο συνηθισμένο είδος προσρόφησης ανταλλαγής. Τα ιόντα της εν
διαλύσει ουσίας συγκεντρώνονται στη στερεά επιφάνεια σαν αποτέλεσμα
ηλεκτροστατικής έλξης μεταξύ αυτών και σημείων της επιφάνειας που έχουν αντίθετο
ηλεκτρικό φορτίο. Όπως είναι αναμενόμενο, τα πολυσθενή ιόντα που
χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερο ηλεκτρικό φορτίο (σθένος) έλκονται σε αντίθετα
φορτισμένα σημεία της στερεάς επιφάνειας περισσότερο από ιόντα με μικρότερο
σθένος. Επίσης, όσο μικρότερο είναι το μέγεθος του (ένυδρου) ιόντος
(συμπεριλαμβανομένων δηλαδή τυχόν μορίων νερού που περιβάλλουν το ιόν), τόσο
μεγαλύτερη η ελκτική δύναμη που παρατηρείται. Το φαινόμενο της ανταλλαγής
κατιόντων είναι πολύ σημαντικό για τις αργίλους και γι’ αυτό εξετάζεται σε
λεπτομέρεια στην Ενότητα 4.5.3.
Όσον αφορά την απορρόφηση, διακρίνουμε μεταξύ της διάχυσης σε πορώδεις
εδαφικούς κόκκους (σε περιπτώσεις δηλαδή όπου τα εδαφικά στερεά έχουν πορώδη
δομή) και της διάχυσης στο οργανικό κλάσμα του εδάφους. Η απορρόφηση στο
οργανικό κλάσμα του εδάφους είναι ιδιαίτερα σημαντική για οργανικούς
υδροφοβικούς ρύπους και σ’αυτήν θα επανέλθουμε στην επόμενη ενότητα.
Ενώ οι μηχανισμοί της εισρόφησης έχουν περιγραφεί στη βιβλιογραφία,
λείπουν επαρκή δεδομένα που να δείχνουν σε μοριακή κλίματα τις θέσεις όπου
συσσωρεύεται ο ρύπος στη στερεά φάση. Έτσι είναι δύσκολο να ποσοτικοποιήσουμε
την αλληλεπίδραση μεταξύ στερεάς και υδατικής φάσης ξεκινώντας από τη γνώση
4-12 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος

των μηχανισμών της εισρόφησης. Γι’αυτό, τις περισσότερες φορές η αλληλεπίδραση


αυτή περιγράφεται με πειραματικές καμπύλες οι οποίες συνδέουν τη συγκέντρωση
ουσίας Α στο υδατικό διάλυμα, CΑw, με τη συγκέντρωση της ουσίας στη στερεά φάση,
CΑs, (μάζα ρύπου Α ανά ξηρή μάζα εδαφικών στερεών). Οι πειραματικές αυτές
μετρήσεις γίνονται σε σταθερή θερμοκρασία και οι καμπύλες που προσδιορίζονται
λέγονται ισόθερμες. Οι ισόθερμες καμπύλες εισρόφησης εξετάζονται στην επόμενη
ενότητα.

4.5.2 Μαθηματική προσομοίωση του φαινομένου της εισρόφησης


Η πιο απλή μορφή ισόθερμης είναι η γραμμική, η οποία χρησιμοποιείται πιο
συχνά σε προβλήματα ρύπανσης και αποκατάστασης του υπεδάφους. Δύο άλλα
συνηθισμένα μαθηματικά μοντέλα εισρόφησης είναι η ισόθερμη του Langmuir (που
έχει αναπτυχθεί βάσει θεωρητικών συλλογισμών και η οποία προσεγγίζεται πολύ
καλά από τη γραμμική ισόθερμη για μικρές τιμές υδατικών συγκεντρώσεων), και η
ισόθερμη του Freundlich (που έχει αναπτυχθεί εμπειρικά).

Γραμμική Ισόθερμη. Η γραμμική εισρόφηση περιγράφεται από τη σχέση:

CΑs = Kp CΑw (4.4)

όπου ο σταθερός συντελεστής Kp που συνδέει τις συγκεντρώσεις στη στερεά φάση,
CΑs, και την υδατική φάση, CΑw, λέγεται συντελεστής διαχωρισμού (partition
coefficient) και έχει μονάδες l/kg, για τις συνήθεις μονάδες συγκέντρωσης στη στερεά
(mg/kg) και την υδατική φάση (mg/l). Ο συντελεστής διαχωρισμού προσδιορίζεται
πειραματικά και εξαρτάται από τις ιδιότητες του ρύπου και του εδάφους.
Εναλλακτικά, μπορεί να προσδιοριστεί μέσω συσχετίσεων, οι οποίες έχουν
αναπτυχθεί για συγκεκριμένες κατηγορίες ρύπων και εδαφών. Συγκεκριμένα, η
πρόβλεψη του συντελεστή διαχωρισμού είναι δυνατή για υδροφοβικούς οργανικούς
ρύπους για τους οποίους ο κύριος μηχανισμός εισρόφησης είναι η απορρόφηση στο
οργανικό εδαφικό κλάσμα. Σε αυτήν την περίπτωση ισχύει:

Kp = Koc foc (4.5)

όπου Koc είναι ένας νέος συντελεστής διαχωρισμού, μεταξύ της υδατικής φάσης και
του οργανικού κλάσματος της στερεάς φάσης, ο οποίος περιγράφει τη συγγένεια του
ρύπου προς το οργανικό εδαφικό κλάσμα, ενώ foc είναι το κλάσμα του οργανικού
άνθρακα στο έδαφος (μάζα οργανικού άνθρακα / μάζα εδάφους). Όπως
προαναφέρθηκε, η πιο πάνω σχέση ισχύει όταν ο κύριος μηχανισμός εισρόφησης
είναι η απορρόφηση στο οργανικό εδαφικό κλάσμα και γι’αυτό συνιστάται να
χρησιμοποιείται όταν foc > 0.1% και για μικρά ποσοστά αργίλου (έτσι ώστε η συμβολή
της προσρόφησης ανταλλαγής στο συνολικό φαινόμενο της εισρόφησης να μην είναι
σημαντική).
Ο συντελεστής διαχωρισμού Koc είναι ιδιότητα του ρύπου και μπορεί να βρεθεί
στη βιβλιογραφία. Εναλλακτικά, μπορεί να προσδιοριστεί μέσω συσχετίσεων με το
συντελεστή διαχωρισμού μεταξύ οκτανόλης και νερού, Kow, o οποίος ορίζεται με τη
βοήθεια του Σχήματος 4.7 ως ο λόγος των συγκεντρώσεων ισορροπίας του ρύπου
στην οκτανόλη και στο νερό.
Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και στερεάς φάσης 4-13

οκτανόλη νερό
οκτανόλη νερό
+ +
CAο CAw
ισορροπία

οργανικός οργανικός
ρύπος Α ρύπος Α

t=0 Kow = CAο / CAw


Σχήμα 4.7: Θεώρηση της ισορροπίας μεταξύ οκτανόλης, νερού και οργανικού ρύπου Α για τον ορισμό
του συντελεστή διαχωρισμού μεταξύ οκτανόλης και νερού, Kow.

Ο συντελεστής διαχωρισμού Kow περιγράφει τη σχετική προτίμηση του ρύπου για τις
οργανικές ενώσεις σε σχέση με το νερό: για Kow < 10 ο ρύπος θεωρείται υδροφιλικός.
Για μια σειρά από πολυκυκλικές αρωματικές ενώσεις και αλογονοπαράγωγα, ισχύει
(Karickhoff et al., 1979):

Koc = 0.63 Kow (4.6)

Η εξίσωση 4.6 ισχύει για ένα μεγάλο αριθμό οργανικών ενώσεων. Για μεγαλύτερη
ακρίβεια, ανάλογες σχέσεις έχουν προσδιοριστεί για συγκεκριμένες κατηγορίες
οργανικών ενώσεων. Για παράδειγμα, οι Pankow and Cherry (1996) δίνουν μια
συσχέτιση ειδικά για την κατηγορία των οργανικών χλωριωμένων διαλυτών στην
οποία ανήκει και το τριχλωροαιθένιο των παραδειγμάτων αυτού του κεφαλαίου.

Ισόθερμη Langmuir. Η θεωρητική ισόθερμη καμπύλη του μοντέλου Langmuir αφορά


μονομοριακή προσρόφηση και έχει ως ακολούθως (Novotny & Olem, 1994):
x q ⋅ β ⋅ Ce
q= = m
m 1 + β ⋅ Ce
όπου:
x
q: συγκέντρωση προσροφημένης ουσίας (σε gr/gr), που είναι ίση με , όπου x
m
είναι η μάζα της προσροφημένης ουσίας και m η μάζα του προσροφητή
qm : εμπειρική σταθερά (σε gr/gr) που αντιστοιχεί στην μέγιστη δυνατή
συγκέντρωση προσροφημένης ουσίας (ικανότητα προσρόφησης)
β: εμπειρική σταθερά (σε m3/gr) (σχετίζεται με την ενθαλπία της προσρόφησης)
Ce : συγκέντρωση (ισορροπίας) της ουσίας στο διάλυμα (gr/m3)

Η ανωτέρω μπορεί εναλλακτικά να γραφεί στην ακόλουθη μορφή που προσφέρεται


καλύτερα για γραφικό υπολογισμό των παραμέτρων qm και β (Sawyer, McCarty &
Parkin, 1994):
4-14 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος

Ce ⎛ 1 ⎞ ⎛ 1 ⎞
=⎜ ⎟ + ⎜ ⎟Ce
q ⎜⎝ β qm ⎟⎠ ⎜⎝ qm ⎟⎠
Στην ανωτέρω εξίσωση, η ισόθερμη έχει λάβει την γενική μορφή της γραμμικής
συσχέτισης Y = α0 + α1 X, όπου η εξαρτημένη μεταβλητή Υ ισούται με Ce q , η δε
ανεξάρτητη μεταβλητή Χ με Ce. Με υπολογισμό της εξίσωσης γραμμικής
παλινδρόμησης, ο συντελεστής α0 (που αποτελεί την τομή της εξίσωσης με τον
άξονα Υ) θα είναι ίσος με (β ⋅ qm ) , ενώ ο συντελεστής α1 (που αποτελεί την κλίση της
−1

ευθείας γραμμικής παλινδρόμησης) θα είναι ίσος με 1 qm .

Η ισόθερμη του Langmuir βασίζεται στις εξής δυο παραδοχές (Metcalf & Eddy,
1991):
1. Στην επιφάνεια του στερεού προσροφητή υπάρχει ένας συγκεκριμένος αριθμός
θέσεων προσρόφησης, οι οποίες είναι ενεργειακά ακριβώς ίδιες.
2. Η προσρόφηση είναι αντιστρεπτή διαδικασία και μάλιστα το φαινόμενο ευρίσκεται
σε κατάσταση ισορροπίας όταν ο ρυθμός προσρόφησης γίνει ίσος με τον ρυθμό
εκρόφησης. Ο ρυθμός του φαινομένου είναι ανάλογος της διαφοράς
συγκέντρωσης μεταξύ της εν διαλύσει ουσίας και αυτής που έχει προσροφηθεί.
Όταν αυτή η διαφορά γίνει μηδέν, το φαινόμενο της προσρόφησης έχει περατωθεί
και έχει επιτευχθεί ισορροπία.

Τονίζεται ότι τυχόν συμφωνία πειραματικών δεδομένων με την ισόθερμη του


Langmuir δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αυτές οι δυο υποθέσεις δεν έχουν
παραβιασθεί, διότι ενδέχεται οι διεργασίες που τις παραβιάζουν να έχουν αντίθετα
αποτελέσματα ώστε η μια να αναιρεί την άλλη (Metcalf & Eddy, 1991).

Ισόθερμη Freundlich. Το εμπειρικό μοντέλο του Freundlich για προσρόφηση


πολλών μοριακών στρωμάτων έχει ως ακολούθως:
x
q = = K Ce1 / n
m
όπου:
q: συγκέντρωση προσροφημένης ουσίας (σε gr/gr) (ως πηλίκο της μάζας της
ουσίας που έχει προσροφηθεί x, προς τη μάζα του στερεού προσροφητή m
Ce : συγκέντρωση ισορροπίας (δηλαδή μετά την ολοκλήρωση της προσρόφησης)
της ουσίας στο διάλυμα (σε gr/m3)
K, n: σταθερές

Οι σταθερές K και n υπολογίζονται με βάση συγκεκριμένα δεδομένα για διαφορετικά


διαλύματα και θερμοκρασίες. Για τον γραφικό υπολογισμό τους, χρησιμοποιείται η
ακόλουθη λογαριθμική μορφή της ισόθερμης Freundlich:
⎛1⎞
log10 q=(log10 K )+⎜ ⎟ log10 Ce
⎝n⎠
Στην ανωτέρω εξίσωση, η ισόθερμη του Freundlich έχει λάβει την γενική μορφή της
γραμμικής συσχέτισης Y = α0 + α1 X, όπου η εξαρτημένη μεταβλητή Υ ισούται με
log10 q , η δε ανεξάρτητη μεταβλητή Χ με log10 Ce . Με υπολογισμό της εξίσωσης
γραμμικής παλινδρόμησης, ο συντελεστής α0 (που αποτελεί την τομή της εξίσωσης
Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και στερεάς φάσης 4-15

με τον άξονα Υ) θα είναι ίσος με log10 K ενώ ο συντελεστής α1 (που αποτελεί την
1
κλίση της ευθείας γραμμικής παλινδρόμησης) θα είναι ίσος με .
n

Παραδείγματα
Παρουσιάζονται κατωτέρω τρία παραδείγματα από γνωστές πηγές της βιβλιογραφίας. Τα
πρώτα δυο παραδείγματα αφορούν προσρόφηση σε ενεργοποιημένο άνθρακα (activated carbon) που
συχνά χρησιμοποιείται σε πειράματα προσρόφησης, λόγω του εκτεταμένου συστήματος πόρων που
παρουσιάζει. Το τρίτο παράδειγμα αφορά προσρόφηση φωσφορικών σε οξείδιο του αλουμινίου. Τα
παραδείγματα αυτά περιλαμβάνουν υποδειγματική λεπτομερή επεξεργασία ανάλυσης των σχετικών
εργαστηριακών δεδομένων και εφαρμογής του βέλτιστου μοντέλου προσρόφησης.

Παράδειγμα 4.4. Οι Tchobanoglous και Burton (Metcalf & Eddy, 1991) παραθέτουν τα ακόλουθα
στοιχεία προσρόφησης διαλυμένης ουσίας σε ενεργοποιημένο άνθρακα:

Μάζα ενεργοποιημένου Συγκέντρωση ισορροπίας


άνθρακα προσροφούμενης ουσίας
(g) (mg/L)
0.0 3.37
0.001 3.27
0.01 2.77
0.1 1.86
0.5 1.33

Από την πρώτη σειρά του ανωτέρω πίνακα συνάγεται ότι η αρχική συγκέντρωση, C0, είναι 3.37 mg/L.
Για να υπολογισθούν οι υπόλοιπες παράμετροι των ισόθερμων Langmuir και Freundlich,
κωδικοποιούνται τα κατωτέρω σε φύλλο υπολογισμού του στατιστικού προγράμματος MINITAB (ή
Excel):
C0 Ce x m q Ce/q log q log Ce
3.37 3.27 0.10 0.001 0.100 32.700 -1.00000 0.514548
3.37 2.77 0.60 0.010 0.060 46.167 -1.22185 0.442480
3.37 1.86 1.51 0.100 0.015 123.179 -1.82102 0.269513
3.37 1.33 2.04 0.500 0.004 325.980 -2.38934 0.123852

όπου C0 είναι η αρχική συγκέντρωση, Ce είναι η συγκέντρωση ισορροπίας, x είναι η συγκέντρωση της
προσροφημένης ουσίας (προκύπτει από την διαφορά C0-Ce), m είναι η συγκέντρωση του προσροφητή
(ενεργοποιημένου άνθρακα εν προκειμένω), q είναι το πηλίκο x m , και log q και log Ce είναι οι
δεκαδικοί λογάριθμοι του q και της Ce αντίστοιχα.

Ισόθερμη Langmuir

350

300

250

200
Ce/q

150

100

50

0.0 0.5 1.0 1.5 2.0 2.5 3.0 3.5 4.0


Ce
4-16 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος

Regression Plot
Y = 454.546 - 139.779X
R-Sq = 81.7 %

300

200

Ce/q 100

1.5 2.5 3.5

Ce

Η γραμμική παλινδρόμηση στο MINITAB δίνει τα ακόλουθα αποτελέσματα:

Regression Analysis
The regression equation is
log q = - 2.81 + 3.56 log Ce
4 cases used 1 cases contain missing values
Predictor Coef StDev T P
Constant -2.80924 0.03772 -74.47 0.000
log Ce 3.5580 0.1019 34.93 0.001
S = 0.03100 R-Sq = 99.8% R-Sq(adj) = 99.8%
Analysis of Variance
Source DF SS MS F P
Regression 1 1.1727 1.1727 1220.03 0.001
Residual Error 2 0.0019 0.0010
Total 3 1.1746

Βάσει των ανωτέρω αποτελεσμάτων, οι συντελεστές της εξίσωσης παλινδρόμησης είναι:


α0 = -2.81 = log10(K) ⇒ K = 0.00155
1
α1 = 3.56 = ⇒ n = 0.281
n
και επομένως η ισόθερμη Freundlich που ταιριάζει στα πειραματικά δεδομένα του παρόντος
παραδείγματος είναι:
x
q= = 0.0016 × Ce3.6
m

Παράδειγμα 4.5. Οι Tchobanoglous και Schroeder (1985) παραθέτουν εργαστηριακά δεδομένα


αφαίρεσης οργανικού ρύπου από υδατική διάλυση, όγκου ενός λίτρου, με προσρόφηση πάνω σε
ενεργοποιημένο άνθρακα:

Μάζα ενεργοποιημένου Συγκέντρωση προσροφούμενης ουσίας


άνθρακα (g) στην υδατική διάλυση (g/L)
0.0 20
0.9 13
1.7 10
4.0 6
7.0 4
10.0 3

Από την πρώτη σειρά του ανωτέρω πίνακα συνάγεται ότι η αρχική συγκέντρωση, C0, είναι 20 g/L. Για
να υπολογισθούν οι υπόλοιπες παράμετροι των ισόθερμων Langmuir και Freundlich, κωδικοποιούνται
τα κατωτέρω σε φύλλο υπολογισμού του στατιστικού προγράμματος MINITAB:
Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και στερεάς φάσης 4-17

C0 Ce x m q Ce/q log q log Ce


20 13 7 0.9 7.8 1.67 0.890856 1.11394
20 10 10 1.7 5.9 1.70 0.769551 1.00000
20 6 14 4.0 3.5 1.71 0.544068 0.77815
20 4 16 7.0 2.3 1.75 0.359022 0.60206
20 3 17 10.0 1.7 1.76 0.230449 0.47712

όπου C0 είναι η αρχική συγκέντρωση, Ce είναι η συγκέντρωση ισορροπίας, x είναι η συγκέντρωση της
προσροφημένης ουσίας (προκύπτει από την διαφορά C0-Ce), m είναι η συγκέντρωση του προσροφητή
(ενεργοποιημένου άνθρακα εν προκειμένω), q είναι το πηλίκο x m και log q και log Ce είναι οι
δεκαδικοί λογάριθμοι του q και της Ce αντίστοιχα.

Στο κατωτέρω διάγραμμα, κατά το μοντέλο Langmuir οι ποσότητες θα έπρεπε να παρουσιάζουν


ευθύγραμμη συσχέτιση.

Ισόθερμη Langmuir

1.80
1.78
1.76
1.74
1.72
Ce/q

1.70
1.68
1.66
1.64
1.62
1.60

0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14
Ce

Regression Plot
Y = 1.78259 - 8.68E-03X
R-Sq = 93.8 %

1.77

1.76

1.75

1.74

1.73
Ce/q

1.72

1.71

1.70

1.69

1.68

1.67

3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13

Ce

Τα αναλυτικά αποτελέσματα της γραμμικής παλινδρόμησης (ευθεία ελαχίστων τετραγώνων)


παρατίθενται κατωτέρω (εκτύπωση MINITAB):

Regression Analysis
The regression equation is
Ce/q = 1.78 - 0.00868 Ce
Predictor Coef StDev T P
Constant 1.78259 0.01050 169.77 0.000
Ce -0.008681 0.001292 -6.72 0.007
S = 0.01088 R-Sq = 93.8% R-Sq(adj) = 91.7%
Analysis of Variance
Source DF SS MS F P
4-18 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος

Regression 1 0.0053356 0.0053356 45.11 0.007


Residual Error 3 0.0003548 0.0001183
Total 4 0.0056904

Πριν τον υπολογισμό των συντελεστών της ισόθερμης, απαιτείται ο έλεγχος της στατιστικής
αξιοπιστίας του υπολογισμού της γραμμής ελαχίστων τετραγώνων. Η σταθερά (1.78) και η κλίση (-
0.00868) της εξίσωσης γραμμικής παλινδρόμησης είναι στατιστικά σημαντικές σε επίπεδο
εμπιστοσύνης 95% (οι τιμές t είναι αρκετά μεγάλες και οι συνακόλουθες πιθανότητες p μικρότερες από
5%). Το ίδιο συμπέρασμα δίνει και η τιμή του F (45.11) και η σχετική πιθανότητα p (0.007<5%). Τέλος,
η τιμή του R2 είναι περίπου 94%, δηλαδή το 94% της παρατηρούμενης διασποράς των δεδομένων
εξηγείται επιτυχώς από την υπολογισθείσα εξίσωση παλινδρόμησης.

Βάσει της ανωτέρω στατιστικής ανάλυσης, οι συντελεστές της εξίσωσης παλινδρόμησης είναι:
1
α1 = -0.00868 = ⇒ qm = -115
qm
1 1
α0 = 1.78 = ⇒β = = -0.00489
β qm 1.78 × (− 115)
και επομένως η ισόθερμη Langmuir που ταιριάζει στα πειραματικά δεδομένα του παρόντος
παραδείγματος έχει ως κατωτέρω:
x qm ⋅ β ⋅ Ce (− 115) × (− 0.00489 ) × Ce 0.56 ⋅ Ce
q= = = =
m 1 + β ⋅ Ce 1 + (− 0.00489 ) × Ce 1 − 0.0049 ⋅ Ce
Εξετάζουμε τώρα την συμφωνία των πειραματικών δεδομένων με το μοντέλο ισόθερμης Freundlich.

Ισόθερμη Freundlich

0.9

0.8

0.7
log10(q)

0.6

0.5

0.4

0.3

0.2
0.5 0.6 0.7 0.8 0.9 1.0 1.1
log10(Ce)

Το ανωτέρω λογαριθμικό σχήμα δείχνει ότι τα δεδομένα ευρίσκονται σε ευθεία γραμμή.

Regression Analysis
The regression equation is
log q = - 0.264 + 1.04 log Ce
Predictor Coef StDev T P
Constant -0.263534 0.002942 -89.58 0.000
log Ce 1.03534 0.00355 291.75 0.000
S = 0.001886 R-Sq = 100.0% R-Sq(adj) = 100.0%
Analysis of Variance
Source DF SS MS F P
Regression 1 0.30261 0.30261 85116.80 0.000
Residual Error 3 0.00001 0.00000
Total 4 0.30262
Τα αποτελέσματα της γραμμικής παλινδρόμησης δείχνουν ότι υπάρχει εξαιρετική συμφωνία των
δεδομένων με το προτεινόμενο μοντέλο ισόθερμης, αφού τα λογαριθμικά δεδομένα δίνουν R2 ίσο με
100% ενώ η σταθερά της εξίσωσης και η παράμετρος κλίσης είναι στατιστικά σημαντικές με πολύ
μεγάλες απόλυτες τιμές t και αντίστοιχη πιθανότητα κατά πολύ μικρότερη από 5%.
Βάσει των ανωτέρω αποτελεσμάτων, οι συντελεστές της εξίσωσης παλινδρόμησης είναι:
α0 = -0.264 = log10(K) ⇒ K = 0.545
Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και στερεάς φάσης 4-19

1
α1 = 1.04 = ⇒ n = 0.962
n
και επομένως η ισόθερμη Freundlich που ταιριάζει στα πειραματικά δεδομένα του παρόντος
παραδείγματος έχει ως κατωτέρω:
x
q= = K ⋅ Ce1/ n = 0.55 × Ce
m
Μετά τη διερεύνηση του ορθού στατιστικά υπολογισμού του κατάλληλου μοντέλου ισόθερμης,
ακολουθεί ένα παράδειγμα εργαστηριακών δεδομένων με διαφορετικές μονάδες μέτρησης της εν
διαλύσει συγκέντρωσης και της προσρόφησης.

Παράδειγμα 4.6. Οι Stumm και Morgan (1996) πραγματεύονται τα κατωτέρω εργαστηριακά δεδομένα
προσρόφησης φωσφορικών ριζών (phosphates) σε οξείδιο του αλουμινίου (Al2O3) σε θερμοκρασία
-2
25°C, ενεργό οξύτητα pH = 3.7 και ιονική δύναμη Ι = 10 Μ. Υπενθυμίζεται ότι το οξείδιο του
αλουμινίου, μαζί με τα οξείδια σιδήρου και πυρίτιου, αποτελούν τα τρία βασικά συστατικά της αργίλου.

Προσροφηθείσα ποσότητα φωσφορικών Υπόλοιπο φωσφορικών εν διαλύσει


(μmol/g Al2O3) (μΜ)
4.0 1.0
10 3.2
23 5.0
30 18
34 33
37 58
40 85

Επισημαίνεται ότι η μορφή των δεδομένων αυτών διαφέρει από εκείνη των προηγούμενων
παραδειγμάτων.
Ισόθερμη Freundlich

1.6
1.5
1.4
log10(q [μΜ/g] )

1.3
1.2
1.1
1.0
0.9
0.8
0.7
0.6

0.0 0.2 0.4 0.6 0.8 1.0 1.2 1.4 1.6 1.8 2.0
log10(Ce [μM] )

Ισόθερμη Langmuir

2.0
Ce [μΜ] / q [μM/g]

1.5

1.0

0.5

0.0

0 10 20 30 40 50 60 70 80 90
Ce [μM]

Η ισόθερμη που προκύπτει ως η ευθεία των ελαχίστων τετραγώνων, παρουσιάζεται στο επόμενο
διάγραμμα:
4-20 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος

Regression Plot
Y = 0.197255 + 2.30E-02X
R-Sq = 99.5 %

Ce/q
1

0 10 20 30 40 50 60 70 80 90

Ce

4.5.3 Αργιλικά υλικά

Τα αργιλικά ορυκτά σχηματίζονται από δυο βασικά δομικά στοιχεία (Σχήμα 4.8) :
1. Το τετράεδρο του πυριτίου SiO4-4 όπου το άτομο του πυριτίου περιστοιχίζεται από

Σχήμα 4.8: Τα δομικά στοιχεία των αργιλικών ορυκτών: το τετράεδρο του πυριτίου, το οκτάεδρο του
αργιλίου ή του μαγνησίου και η δημιουργία των αργιλικών φύλλων
Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και στερεάς φάσης 4-21

τέσσερα άτομα οξυγόνου διατεταγμένα στις κορυφές τετραέδρου με κέντρο το


πυρίτιο.
2. Το οκτάεδρο του αργιλίου Al(OH)6-3 (που ονομάζεται γυψίτης) ή του μαγνησίου
Mg(OH)6-4 (που ονομάζεται βρουσίτης).

Τα δομικά αυτά στοιχεία ενώνονται μεταξύ τους και αναπτύσσουν κρυσταλλικά


πλέγματα. Έτσι, π.χ. το τετράεδρο του πυριτίου δίνει τον κρύσταλλο του υλικού
χαλαζία (SiO2) με συνένωση των τετραέδρων σε τριδιάστατο κρυσταλλικό πλέγμα,
όπου το κάθε άτομο οξυγόνου (που είναι δισθενές) μοιράζεται μεταξύ δυο ατόμων
πυριτίου. Όλοι οι δεσμοί αυτοί είναι ομοιοπολικοί (δηλαδή πολύ ισχυροί δεσμοί) με
συνέπεια ο χαλαζίας να είναι ένα πολύ ανθεκτικό ορυκτό που δεν αποσαθρώνεται
εύκολα, έχει μεγάλη σκληρότητα κλπ. Αρκετά συχνά, η συνένωση των τετραέδρων
του πυριτίου (ή των οκταέδρων του αργιλίου/μαγνησίου) γίνεται στις δυο διαστάσεις
μόνον, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη ενός επιπέδου πλέγματος (αργιλικού φύλλου)
με μεγάλη ανάπτυξη κατ’ έκταση αλλά πολύ μικρό πάχος (φύλλο πυριτίου, γυψίτη ή
βρουσίτη). Κατά τη δημιουργία των αργιλικών φύλλων, η συνένωση των ατόμων στο
επίπεδο γίνεται με ομοιοπολικούς δεσμούς που όπως αναφέρθηκε προηγουμένως
είναι ισχυροί δεσμοί. Στη συνέχεια, τα φύλλα του πυριτίου, γυψίτη (G) ή βρουσίτη (Β)
συνδέονται μεταξύ τους με επίθεση (το ένα πάνω από το άλλο, με τη μορφή
“σάντουιτς”) και δίνουν τα διάφορα αργιλικά ορυκτά (βλέπε Σχήμα 4.9). Οι δεσμοί
που συνδέουν τα αργιλικά φύλλα μεταξύ τους είναι των εξής τύπων:
(1) Δεσμοί υδρογόνου. Οι δεσμοί αυτοί είναι πολύ ισχυροί και συνεπώς τα αργιλικά
φύλλα είναι ισχυρά συνδεδεμένα μεταξύ τους (επίθεση πολλών φύλλων σε
αρκετό πάχος).
(2) Δεσμοί Van der Waals. Οι δεσμοί αυτοί είναι ασθενέστεροι των δεσμών
υδρογόνου και συνεπώς τα αργιλικά φύλλα δεν είναι πολύ ισχυρά συνδεδεμένα
μεταξύ τους (το συνολικό πάχος των επάλληλων φύλλων είναι μικρό).
(3) Δεσμοί που οφείλονται σε ισόμορφη αντικατάσταση (isomorphous substitution),
δηλαδή στην αντικατάσταση ορισμένων ατόμων του αργιλικού φύλλου (π.χ.
ατόμων Al, Mg ή Si) με άλλα άτομα διαφορετικού σθένους. Έτσι π.χ. η
αντικατάσταση ορισμένων ατόμων Al+3 με Mg+2 δημιουργεί πλεόνασμα
αρνητικών φορτίων στο αργιλικό φύλλο το οποίο εξισορροπείται με τη δέσμευση
ελευθέρων κατιόντων στην επιφάνεια του αργιλικού φύλλου (βλέπε Σχήμα
4.9(γ)). Τα κατιόντα αυτά συνδέουν τα γειτονικά αργιλικά φύλλα με χαλαρούς
δεσμούς που οφείλονται στην ισόμορφη αντικατάσταση. Η ικανότητα των
αργιλικών ορυκτών να δεσμεύουν ελεύθερα κατιόντα ονομάζεται ικανότητα
ανταλλαγής κατιόντων (cation exchange capacity, CEC) και οφείλεται στην
ισόμορφη αντικατάσταση. Όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός της ισόμορφης
αντικατάστασης, (δηλαδή όσο περισσότερα κατιόντα έχουν αντικατασταθεί) τόσο
μεγαλύτερη είναι η ικανότητα δέσμευσης ελευθέρων κατιόντων, δηλαδή αυξάνει η
ικανότητα ανταλλαγής κατιόντων των αργιλικών ορυκτών. Σημειώνεται ότι τα
δεσμευμένα κατιόντα στην επιφάνεια των αργιλικών ορυκτών μπορεί να
αντικατασταθούν από άλλα κατιόντα. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται ανταλλαγή
ιόντων και αποτελεί έναν από τους κύριους μηχανισμούς υποβάθμισης του
ρυπαντικού φορτίου. Έτσι, για παράδειγμα, αν τα κατιόντα ασβεστίου (Ca+2) που
είναι δεσμευμένα στην επιφάνεια των αργιλικών ορυκτών αντικατασταθούν με
κατιόντα αρσενικού (As+4) τότε δεσμεύεται το αρσενικό και απελευθερώνεται το
ασβέστιο με συνέπεια τη μείωση του ρυπαντικού φορτίου του αρσενικού.
4-22 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος

Το Σχήμα 4.9 παρουσιάζει σχηματικά τη δομή τριών από τα κυριότερα αργιλικά


ορυκτά: του καολινίτη, του ιλλίτη και του μοντμοριλονίτη.

Σχήμα 4.9: Η δομή των αργιλικών ορυκτών (α) καολινίτη, (β) ιλλίτη, (γ) μοντμοριλονίτη
Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και στερεάς φάσης 4-23

1. Οι κρύσταλλοι του καολινίτη αποτελούνται από επάλληλα φύλλα πυριτίου και


γυψίτη που συνδέονται μεταξύ τους με ισχυρούς δεσμούς υδρογόνου. Λόγω των
ισχυρών δεσμών, ο αριθμός των επάλληλων φύλλων που συνδέονται μεταξύ τους
είναι μεγάλος (70-100) με συνέπεια το πλακίδιο του καολινίτη να έχει αρκετά
μεγάλο πάχος (περί τα 0.05 μm). Σημειώνεται ότι οι άλλες δυο διαστάσεις του
φύλλου είναι περίπου 1 μm, δηλαδή ο λόγος πάχος/διάμετρο είναι περίπου 20.
Έτσι, η ειδική επιφάνεια1 του πλακιδίου του καολινίτη είναι σχετικώς μικρή (περί τα
10-20 m2/gr) σε σύγκριση με τα λοιπά αργιλικά ορυκτά (βλέπε παρακάτω). Θα
πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι η ειδική επιφάνεια του καολινίτη είναι μεγάλη αν
συγκριθεί με την ειδική επιφάνεια ενός σφαιρικού κόκκου άμμου (διαμέτρου 1 mm)
που είναι μόνον 0.001 m2/gr. Η ειδική επιφάνεια ουσιαστικά εκφράζει το σχετικό
μέγεθος των επιφανειακών δυνάμεων (δηλαδή των δευτερευόντων δεσμών τύπου
Van der Waals, ανταλλάξιμων ιόντων κλπ.) σε σχέση με τις δυνάμεις βαρύτητας
(δηλαδή του βάρους των αργιλικών πλακιδίων). Όσο μεγαλύτερη είναι η ειδική
επιφάνεια, τόσο μεγαλύτερες είναι οι επιφανειακές δυνάμεις, δηλαδή τόσο
μεγαλύτερη είναι η δυνατότητα προσρόφησης ρύπων στην επιφάνεια των
αργιλικών κόκκων μέσω ανταλλαγής κατιόντων. Κατά συνέπεια, με την αύξηση της
ειδικής επιφάνειας, αυξάνει η δυνατότητα υποβάθμισης του ρυπαντικού φορτίου εκ
μέρους των αργιλικών πλακιδίων.
2. Οι κρύσταλλοι του ιλλίτη αποτελούνται από φύλλα γυψίτη που παρεμβάλλονται
μεταξύ δυο φύλλων πυριτίου. Λόγω ισόμορφης αντικατάστασης μέρους των
κατιόντων Al+3 του γυψίτη με κατιόντα μικρότερου σθένους (π.χ. Ca+2, Mg+2 κλπ)
παρουσιάζεται πλεόνασμα αρνητικών φορτίων με συνέπεια τη δέσμευση
ελευθέρων κατιόντων2 που συντελούν στη σύνδεση των φύλλων μεταξύ τους.
Λόγω της μικρότερης έντασης των δεσμών που οφείλονται στα ως άνω
ανταλλάξιμα ιόντα, ο αριθμός των επάλληλων φύλλων είναι μικρότερος με
συνέπεια το πάχος του πλακιδίου του ιλλίτη να είναι περί το 0.01 μm (δηλαδή
μικρότερο από το πάχος του πλακιδίου του καολινίτη), ο λόγος πάχος/διάμετρο να
είναι 50-100 περίπου και η ειδική επιφάνεια να είναι 50-100 m2/gr. Λόγω της
αυξημένης ειδικής επιφάνειας, ο ιλλίτης έχει μεγαλύτερη ικανότητα ανταλλαγής
κατιόντων από τον καολινίτη και συνεπώς μεγαλύτερη δυνατότητα δέσμευσης
ρύπων στην επιφάνεια των κόκκων του.
3. Οι κρύσταλλοι του μοντμοριλονίτη έχουν παρόμοια δομή με τους κρυστάλλους του
ιλλίτη (δηλαδή αποτελούνται επίσης από ένα φύλλο γυψίτη μεταξύ δυο φύλλων
πυριτίου) με τη διαφορά ότι ο βαθμός της ισόμορφης αντικατάστασης στην
περίπτωση του μοντμορινολίτη είναι μεγαλύτερος (περίπου ένα στα έξι άτομα Al+3
έχει αντικατασταθεί με Mg+2). Κατά συνέπεια, υπάρχει σημαντική περίσσεια
αρνητικών φορτίων στην επιφάνεια των φύλλων του μοντμοριλονίτη που
εξισορροπούνται με τη δέσμευση διπόλων μορίων νερού. Λόγω της προσρόφησης
μεγάλου αριθμού μορίων νερού στην επιφάνεια των φύλλων του μοντμοριλονίτη,
υπάρχει πολύ μικρή τάση για σύνδεση των φύλλων μεταξύ τους, με συνέπεια το
πλακίδιο του μοντμοριλονίτη να αποτελείται πρακτικά από ένα μόνον φύλλο, να
έχει πολύ μικρό πάχος (0.0001μm), πολύ μεγάλο λόγο πάχους προς διάμετρο
(400-1000) και πολύ μεγάλη ειδική επιφάνεια (700-1000 m2/gr). Λόγω του
σημαντικού βαθμού ισόμορφης αντικατάστασης, ο μοντμοριλονίτης έχει πολύ
υψηλή ικανότητα ανταλλαγής κατιόντων με συνέπεια να μπορεί να δεσμεύσει
ελεύθερα κατιόντα στην επιφάνειά του. Συγκεκριμένα, σε πλακίδια μοντμοριλονίτη
1
η ειδική επιφάνεια ορίζεται ως ο λόγος της επιφάνειας προς τη μάζα του αργιλικού πλακιδίου
2
συνήθως μονοσθενών κατιόντων νατρίου ή καλλίου, τα οποία λόγω μικρού μεγέθους έχουν
μεγαλύτερη κινητικότητα
4-24 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος

έχει παρατηρηθεί η δυνατότητα δέσμευσης κατιόντων χρωμίου, σεληνίου,


αρσενικού κλπ (Daniel, 1993).

Λόγω της δομής των αργιλικών ορυκτών που περιγράφηκε παραπάνω, η


συμπεριφορά των αργίλων μεταβάλλεται δραστικά με την παρουσία νερού (δηλαδή
με την αύξηση της περιεκτικότητας σε νερό) αλλά και με την απλή μεταβολή της
ποιότητας του νερού (π.χ. του pH, του είδους ή της συγκέντρωσης των κατιόντων
ρύπων που περιέχονται στο νερό κλπ). Με την αύξηση της περιεκτικότητας σε νερό,
πολλά κατιόντα που είναι δεσμευμένα στην επιφάνεια των αργιλικών πλακιδίων
απελευθερώνονται και αντικαθίστανται από δίπολα μόρια νερού που προσροφώνται
στις επιφάνειες των αργιλικών πλακιδίων και αποτελούν τη λεγόμενη διπλή στρώση3
νερού (Σχήμα 4.10). Το πάχος της διπλής στρώσης εξαρτάται από την ποσότητα του
διαθέσιμου νερού, την ικανότητα ανταλλαγής κατιόντων των αργιλικών ορυκτών, τη
συγκέντρωση κατιόντων (π.χ. ρύπων) στο υπόγειο νερό (δηλαδή το pH του
διαλύματος), το σθένος των κατιόντων, τη θερμοκρασία του υπόγειου νερού κλπ. Με
τη μεταβολή του πάχους των διπλών στρώσεων μεταβάλλεται και η γεωμετρική δομή
των αργίλων. Συγκεκριμένα, η γεωμετρική δομή των αργιλικών πλακιδίων μέσα στη
μάζα των αργίλων καθορίζεται από το αποτέλεσμα δυο αντικρουόμενων
μηχανισμών: των ηλεκτρικών δυνάμεων απώσεως μεταξύ των γειτονικών διπλών
στρώσεων4 και των ελκτικών δυνάμεων Van der Waals που ασκούνται μεταξύ των
αργιλικών πλακιδίων. Εάν το υπόγειο νερό είναι καθαρό ή περιέχει χαμηλή
συγκέντρωση μονοσθενών ιόντων, οι διπλές στρώσεις έχουν μεγάλο πάχος, οι
αποστάσεις μεταξύ των αργιλικών πλακιδίων είναι μεγάλες, οι δυνάμεις Van der
Waals είναι μικρές και κυριαρχούν οι απωστικές δυνάμεις μεταξύ των αργιλικών
πλακιδίων με συνέπεια η διάταξη των αργιλικών πλακιδίων να είναι παράλληλη
(dispersed structure). Άργιλοι με τέτοια διεσπαρμένη δομή έχουν μεγαλύτερη τάση
για διόγκωση με την αύξηση της περιεκτικότητας σε νερό, μικρότερη διατμητική
αντοχή, μεγαλύτερη συμπιεστότητα και μικρότερη διαπερατότητα. Αντίθετα, η

Σχήμα 4.10: Δημιουργία της διπλής στρώσης στην επιφάνεια των αργιλικών ορυκτών

3
ονομάζεται διπλή στρώση επειδή αναπτύσσεται και στις δυο επιφάνειες των αργιλικών πλακιδίων
4
που έχουν ομόσημο ηλεκτρικό φορτίο
Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και στερεάς φάσης 4-25

ξήρανση μιας αργίλου προκαλεί μείωση του πάχους των διπλών στρώσεων λόγω της
αφαίρεσης νερού, μείωση του όγκου της αργίλου (συρρίκνωση) και αύξηση των
δυνάμεων Van der Waals που ασκούνται μεταξύ των αργιλικών πλακιδίων5. Η ως
άνω αύξηση των δυνάμεων Van der Waals προκαλεί κροκίδωση (flocculation) της
αργίλου, δηλαδή την άμεση επαφή μεταξύ των αργιλικών πλακιδίων που έχει ως
συνέπεια και την αύξηση της διατμητικής αντοχής του υλικού. Το ίδιο αποτέλεσμα
έχει και η αύξηση της παρουσίας κατιόντων (π.χ. ρύπων) στο υπόγειο νερό, επειδή
τα ελεύθερα κατιόντα που έχουν ισχυρό ηλεκτρικό φορτίο δεσμεύονται στην
επιφάνεια των αργιλικών πλακιδίων εξουδετερώνοντας την περίσσεια αρνητικών
φορτίων και έτσι μειώνουν την τάση για ανάπτυξη της διπλής στρώσης, με συνέπεια
την προσέγγιση μεταξύ των αργιλικών πλακιδίων και την κροκίδωση της αργίλου.
Τέλος, σημαντικά αποτελέσματα στην αντοχή των αργίλων έχει και η
παρουσία οργανικών διαλυτών (αλκοολών, αιθέρων, φαινολών κλπ) στο υπόγειο
νερό σε υψηλές συγκεντρώσεις, επειδή τα μόρια των ουσιών αυτών είναι μή-πολικά
και παρεμποδίζουν την ανάπτυξη της διπλής στρώσης στην επιφάνεια των αργιλικών
πλακιδίων6. Επιπλέον, επειδή τα μόρια των οργανικών διαλυτών έχουν μεγάλο
μέγεθος, όταν παρεμβληθούν μεταξύ των αργιλικών πλακιδίων προκαλούν τη
διόγκωσή τους, δηλαδή τη μείωση των δυνάμεων Van der Waals με αποτέλεσμα τη
μείωση της αντοχής των αργίλων.
Η παρουσία ρύπων εντός του υπόγειου νερού επηρεάζει και άλλες ιδιότητες
των αργίλων (εκτός από τη διατμητική αντοχή). Μεγάλη σημασία στη χρήση
συμπυκνωμένων αργιλικών στρώσεων (compacted clay liners) για την παρεμπόδιση
της επέκτασης της ρύπανσης (όπως π.χ. για τη σφράγιση του πυθμένα χώρων
διάθεσης αποβλήτων) έχει η επιρροή της παρουσίας ρύπων στη διαπερατότητα των
αργιλικών στρώσεων. Αναλόγως του είδους των ρύπων που περιέχονται στο νερό
των πόρων του εδάφους, η διαπερατότητα της αργίλου μπορεί να μεταβληθεί λόγω:
1. Μεταβολής του πάχους των διπλών στρώσεων.
2. Μεταβολής της δομής της αργίλου από διεσπαρμένη (dispersed) σε κροκιδωμένη
(flocculated).
3. Διάλυσης εδαφικών υλικών από ισχυρές βάσεις ή οξέα του υπόγειου νερού.
4. Έμφραξης των εδαφικών πόρων κατά τη συγκράτηση αιωρούμενων στερεών
κόκκων, την καθίζηση διαλελυμένων ουσιών, την ανάπτυξη μικροοργανισμών στην
επιφάνεια των εδαφικών κόκκων, την προσρόφηση ρύπων στην επιφάνεια των
εδαφικών κόκκων κλπ.
Από τους ανωτέρω παράγοντες, η παρουσία διαλελυμένων αλάτων (νατρίου, καλίου,
ασβεστίου, μαγνησίου κλπ), ανόργανων οξέων (υδροχλωρικού, θειικού κλπ) και
ποικίλων οργανικών ουσιών (μεθανόλη, ακετόνη, ανιλίνη, βενζόλιο, ξυλένιο κλπ)
προκαλεί σημαντική αύξηση (κατά 10-1000 φορές) της διαπερατότητας των αργίλων
κυρίως λόγω μείωσης του πάχους των διπλών στρώσεων (όπως στην περίπτωση
των οργανικών ουσιών) ή λόγω κροκίδωσης των αργίλων (όπως στην περίπτωση
της παρουσίας κατιόντων αλάτων). Αντίθετα, η παρουσία βαρέων μετάλλων, βαρέων
κλασμάτων υδρογονανθράκων ή σημαντικής συγκέντρωσης αιωρούμενων ουσιών
στο υπόγειο νερό προκαλεί μείωση της διαπερατότητας των αργίλων κυρίως λόγω
έμφραξης των εδαφικών πόρων. Λόγω των ανωτέρω επιρροών των ρύπων στον
συντελεστή διαπερατότητας των αργίλων, συνιστάται να εκτελούνται δοκιμές ελέγχου
της συμβατότητας7 του εδάφους με το υπόγειο νερό (ή το συγκεκριμένο στράγγισμα)

5
επειδή οι αποστάσεις μεταξύ των αργιλικών πλακιδίων μειώνονται
6
η διηλεκτρική σταθερά των οργανικών αυτών διαλυμάτων είναι μικρότερη από τη διηλεκτρική
σταθερά του καθαρού νερού
7
οι λεγόμενες soil-fluid compatibility tests
4-26 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος

στην περίπτωση σχεδιασμού σφραγιστικών στρώσεων από συμπυκνωμένες


αργίλους. Η διεξαγωγή τέτοιων δοκιμών περιγράφεται π.χ. από την USEPA (1986),
Foreman and Daniel (1986) και Korfiatis κ.α. (1986).

4.6 Πρακτικές συνέπειες της αλληλεπίδρασης ρύπων – εδάφους


Όσον αφορά την εξέλιξη της ρύπανσης στο υπόγειο νερό, η πρακτική
συνέπεια της αλληλεπίδρασης μεταξύ των φάσεων είναι ότι για μια δεδομένη μάζα
διαρρεύσαντος ρύπου, ένα ποσοστό μόνο αυτής της μάζας θα παραμείνει στο
υπόγειο νερό, ενώ το υπόλοιπο θα μοιραστεί, όπως περιγράφηκε πιο πάνω, στην
αέρια και στη στερεά φάση. Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι, όσον αφορά την
ποσότητα του ρύπου στο υπόγειο νερό, θα υπάρξει μια μείωση, ή υποβάθμιση, του
ρυπαντικού φορτίου. Πρέπει όμως να προσέξουμε ότι αυτό δεν σημαίνει ότι μειώθηκε
απαραίτητα η συνολική ποσότητα του ρύπου στο υπέδαφος, απλά σημαίνει ότι δεν
βρίσκεται όλη στην υδατική φάση. Ιδιαίτερα όσον αφορά το φαινόμενο της
εισρόφησης, υπενθυμίζεται ότι παρόλο που ίσως φαίνεται ότι το έδαφος “κατακρατά”
τους ρύπους, σε λίγες περιπτώσεις αυτή η “κατακράτηση” είναι μόνιμη. Σημειώθηκε
στην Ενότητα 4.5.1 η εξαίρεση της χημικής προσρόφησης που είναι σπάνια
αναστρέψιμη. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, έτσι όπως η αύξηση της υδατικής
συγκέντρωσης επιφέρει την αύξηση της συγκέντρωσης στη στερεά φάση
(εισρόφηση), έτσι και η μείωση της συγκέντρωσης του ρύπου στην υδατική φάση έχει
σαν αποτέλεσμα την ανάλογη μείωση της συγκέντρωσης στη στερεά φάση
(εκρόφηση). Είναι καλύτερα λοιπόν να αντιλαμβανόμαστε το φαινόμενο της
εισρόφησης σαν μια “προσωρινή αποθήκευση”, παρά μια “μόνιμη εξαφάνιση”. Εξ
άλλου, πολλά έργα απορρύπανσης υδροφορέα απαιτούν απομάκρυνση ή μείωση
.
της μάζας του ρύπου πρόκειται βέβαια για τη συνολική μάζα (σχετικό παράδειγμα
υπολογισμού δίνεται στην Ενότητα 4.7) και όχι μόνο για τη μάζα που είναι διαλυμένη
στο υπόγειο νερό.
Για την ολοκληρωμένη μελέτη της εξέλιξης της ρύπανσης στο υπόγειο νερό,
πρέπει παράλληλα με τα φαινόμενα της αλληλεπίδρασης ρύπων-εδάφους να
ληφθούν υπόψη και οι χημικές και βιολογικές αντιδράσεις που συντελούν στη
μεταβολή (συνήθως μείωση) της συγκέντρωσης των ρύπων στο υπόγειο νερό κατά
την κίνησή του διαμέσου των εδαφικών πόρων. Αυτές οι αντιδράσεις ανήκουν στις
ακόλουθες κατηγορίες:

1. Αντιδράσεις τύπου οξέως-βάσεως (acid-base)


2. Αντιδράσεις τύπου διάλυσης-καθίζησης (solution-precipitation)
3. Αντιδράσεις τύπου οξείδωσης-αναγωγής (oxidation-reduction)
4. Αντιδράσεις τύπου ζεύξης ή σύζευξης ιόντων (ion pairing-complexation)
5. Αντιδράσεις τύπου μικροβιακής κυτταρικής σύνθεσης (microbial cell synthesis)
6. Αντιδράσεις ραδιενεργού απομείωσης (radio-active decay)

Οι διεργασίες αυτές δεν εξαρτιούνται απαραίτητα από την παρουσία των εδαφικών
κόκκων και συνεπώς λαμβάνουν χώρα και στα επιφανειακά ύδατα. Παραδείγματα
τέτοιων μηχανισμών είναι η υδρόλυση, η βιοχημική οξείδωση των οργανικών ρύπων,
η νιτροποίηση του αμμωνιακού αζώτου, η αναγωγή των θειικών ιόντων προς
υδρόθειο, η πυρηνική διάσπαση των ραδιενεργών ισοτόπων κλπ. Η ανάλυση των
διεργασιών αυτών υπερβαίνει τα όρια του αντικειμένου της Περιβαλλοντικής
Γεωτεχνικής, κι έτσι θα περιοριστούμε μόνο στο να περιγράψουμε μαθηματικά τα
αποτελέσματά τους.
Πρακτικές συνέπειες της αλληλεπίδρασης ρύπων – εδάφους 4-27

Για την ποσοτική περιγραφή του ρυπαντικού φορτίου του υπόγειου νερού
ορίζεται η συγκέντρωση (C) του ρύπου στο υπόγειο νερό ως η μάζα του ρύπου που
περιέχεται στη μονάδα του όγκου του νερού των πόρων. Επίσης ορίζεται η ειδική
μάζα (m) ως η μάζα του ρύπου που περιέχεται στη μονάδα όγκου του εδάφους. Οι
δυο αυτές ποσότητες σχετίζονται ως εξής:
m = C Sw n
όπου (Sw) είναι ο βαθμός κορεσμού του εδάφους και (n) είναι το ενεργό πορώδες του
εδάφους, δηλαδή το ποσοστό του όγκου του εδάφους διαμέσου του οποίου κινείται
το υπόγειο νερό. Στην περίπτωση που ο ρύπος είναι συντηρητικός, δηλαδή δεν
εισροφιέται στην επιφάνεια των εδαφικών κόκκων αλλά ούτε και κατ’ άλλον τρόπον
υποβαθμίζεται (π.χ. μέσω χημικών, βιολογικών ή πυρηνικών αντιδράσεων),
παρακολουθεί τη μέση κίνηση του υπόγειου νερού και μεταφέρεται προς τα κατάντη
προκαλώντας επέκταση της ρύπανσης. Αντίθετα, στην περίπτωση μη συντηρητικών
ρύπων:
1. η συνολική μάζα του ρύπου μειώνεται λόγω των διαδικασιών υποβάθμισης, και
2. η μέση ταχύτητα κίνησης του ρύπου είναι μικρότερη από τη μέση ταχύτητα
μεταγωγής του υπόγειου νερού, με συνέπεια να προκαλείται καθυστέρηση στην
επέκταση της ρύπανσης.
Η μεταβολή (μείωση) της ειδικής μάζας του ρύπου λόγω των διαδικασιών
υποβάθμισης συνήθως περιγράφεται με τη σχέση:
dm
− = f +λ m
dt
όπου:
f = μια (γνωστή) συνάρτηση απομείωσης της μάζας του ρύπου (ανά μονάδα
χρόνου και ανά μονάδα όγκου του εδάφους) λόγω χημικών ή βιολογικών
αντιδράσεων. Εάν η τιμή της (f) είναι σταθερά, ονομάζεται σταθερός
συντελεστής διασπάσεως (constant decay coefficient). Ο συντελεστής αυτός
περιγράφει τη διάσπαση ρύπων των οποίων ο ρυθμός υποβάθμισης είναι
σταθερός (δηλαδή π.χ. ανεξάρτητος της συγκέντρωσης του ρύπου).
λ = ο συντελεστής γραμμικής διασπάσεως που χρησιμεύει στην περιγραφή της
απομείωσης της μάζας του ρύπου λόγω πυρηνικών ή βιοχημικών
αντιδράσεων των οποίων ο ρυθμός εξέλιξης είναι ανάλογος της εκάστοτε
μάζας του ρύπου. Ο προσδιορισμός της τιμής του (λ) γίνεται μέσω του χρόνου
ημι-ζωής, δηλαδή του χρόνου που απαιτείται για τον υποδιπλασιασμό (δηλαδή
τη μείωση στο 50%) της μάζας του ρύπου. Συγκεκριμένα:
dm
= − λ m ⇒ m = mo e −λ t
dt
και
0.693
mo 2 = mo e −λ t ⇒ λ =
to
όπου tο είναι ο χρόνος ημι-ζωής του ρύπου.

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η βαθμιαία υποβάθμιση του ρυπαντικού φορτίου


κατά την κίνηση των ρύπων διαμέσου των εδαφικών πόρων εκφράζεται και μέσω
μιας καθυστέρησης στην επέκταση της ρύπανσης, δηλαδή στη μεταφορά των ρύπων
με μέση ταχύτητα (v΄) μικρότερη από τη μέση ταχύτητα (v) της μεταγωγής του
υπόγειου νερού που τους παρασύρει:
v
v′ =
Rd
4-28 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος

όπου ο συντελεστής Rd ( ≥ 1) ονομάζεται συντελεστής υστερήσεως (retardation


factor). Στην περίπτωση υποβάθμισης του ρυπαντικού φορτίου μέσω εισρόφησης
του ρύπου στην επιφάνεια των εδαφικών κόκκων, η τιμή του Rd υπολογίζεται από τη
σχέση:
ρ ⎛ dS ⎞
Rd = 1 + d ⎜ ⎟
n ⎝ dC ⎠
όπου (ρd) είναι η ξηρή πυκνότητα του εδάφους, (n) είναι το πορώδες, (C) είναι η
συγκέντρωση του ρύπου στο υπόγειο νερό και (S) είναι η προσροφημένη ειδική
μάζα, δηλαδή η μάζα του εισροφημένου ρύπου ανά μονάδα μάζας του εδάφους.
Έτσι, ο όρος (dS / dC ) εκφράζει το ρυθμό εξέλιξης του μηχανισμού εισρόφησης
(δηλαδή την ταχύτητα μεταβολής της μάζας του εισροφημένου ρύπου) συναρτήσει
της συγκέντρωσης του ρύπου στο υπόγειο νερό. Όπως προαναφέρθηκε, συχνά ο
όρος (dS / dC) θεωρείται ότι είναι σταθερός, οπότε ονομάζεται συντελεστής
διαχωρισμού (partition coefficient) και συμβολίζεται με Kp . Σε αυτήν την περίπτωση:
ρd
Rd = 1 + Kp
n
Εάν η τιμή του Kp είναι μηδέν, τότε δεν παρουσιάζεται υστέρηση και η ρύπανση
διαδίδεται προς τα κατάντη με μέση ταχύτητα ίση με τη μέση ταχύτητα μεταγωγής του
υπόγειου νερού. Στο φαινόμενο της υστέρησης λόγω εισρόφησης θα επανέλθουμε
στο Κεφάλαιο 5.

4.7 Παράδειγμα υπολογισμού συνολικής μάζας ρύπου στο


υπέδαφος
Στην ακόρεστη ζώνη ενός υδροφορέα, εντοπίζεται τριχλωροαιθένιο (TCE) με
(παραμένοντα*) βαθμό κορεσμού STCE = VTCE / VV % = 2% (αποτέλεσμα μιας παλιάς
διαρροής). Υποθέστε ότι ο συντελεστής διαχωρισμού (μεταξύ της υδατικής φάσης –
στερεάς φάσης) του τριχλωροαιθένιου είναι Kp = 1 l/kg. Για το νερό των πόρων,
θεωρήστε ένα μέσο βαθμό κορεσμού Sw = 50%. Για το έδαφος, χρησιμοποιήστε τις
παρακάτω παραμέτρους: πορώδες n = 0.35 και ειδική πυκνότητα εδαφικών κόκκων
Gs = 2.65. Με αυτά τα δεδομένα,
(α) Yπολογίστε την κατανομή της μάζας του τριχλωροαιθένιου μεταξύ της αέριας, της
υδατικής, της μη υδατικής και της στερεάς φάσης. Για τον υπολογισμό, θεωρήστε
έναν όγκο αναφοράς εδαφικού δείγματος ίσο με 1 cm3. Σχολιάστε τη σχετική
συνεισφορά των τεσσάρων φάσεων στην ολική μάζα του τριχλωροαιθένιου στο
δείγμα.
(β) Στέλνετε ένα δείγμα από αυτό το χώμα στο εργαστήριο για χημική ανάλυση.
Υποθέτοντας ότι η ανάλυση είναι ακριβής, ποια τιμή περιμένετε για τη συγκέντρωση
του τριχλωροαιθένιου CΑχώμα (mg/kg) στο έδαφος; Υπενθύμιση: η συγκέντρωση μιας
ουσίας Α σε εδαφικό δείγμα ορίζεται ως: (συνολική μάζα ουσίας Α στο δείγμα) / (μάζα
ξηρού εδάφους στο δείγμα).
*Σημείωση: χρησιμοποιούμε τον όρο “παραμένων βαθμός κορεσμού” για να
υποδηλώσουμε ότι η μη υδατική φάση έχει ακινητοποιηθεί λόγω τριχοειδών
δυνάμεων.

Τι έχουμε να προσέξουμε σ’ αυτό το παράδειγμα:


(1) Μιας και έχουμε και τις τέσσερις φάσεις (στερεά – υδατική – αέρια – μη υδατική),
καλό είναι να φτιάξουμε μια σχηματική απεικόνιση του εδαφικού δείγματος. Για την
κάθε φάση χρειάζεται να βρούμε, ανάλογα, τον όγκο της (υδατική, αέρια, μη υδατική)
Παράδειγμα υπολογισμού συνολικής μάζας ρύπου στο υπέδαφος 4-29

ή τη μάζα της (στερεά) για να την πολλαπλασιάσουμε με την αντίστοιχη


συγκέντρωση του ρύπου (για την υδατική, αέρια, στερεά φάση), ή την πυκνότητα (για
τη μη υδατική φάση).
V = 1 cm3
Αέρια φάση - Va Vv = V n = 0.35cm3
Vs = V – Vv = 0.65 cm3
Μη
υδατική Ms = Gs ρw Vs = 2.65 x
Υδατική φάση - Vw
φάση – 1g/cm3 x 0.65 cm3 =
Vn 1.723 g

Στερεά φάση – V Vw = Vv x Sw = 0.35 cm3 x 0.5


V s , Ms = 0.175cm3
Vn = Vv x Sn = 0.35 cm3 x
0.02 = 0.007cm3

Va = Vv – Vw –Vn = 0.168 cm3

(2) Πρέπει να ανατρέξουμε σε βιβλιογραφία/σημειώσεις για τις ιδιότητες του TCE.


Χρειαζόμαστε: πυκνότητα (για να βρούμε μάζα από τον όγκο της μη υδατικής
φάσης), τάση ατμών (για να βρούμε συγκέντρωση του TCE στην αέρια φάση) και
διαλυτότητα (δηλ. τη συγκέντρωση του TCE στην υδατική φάση, υποθέτοντας
ισορροπία).

Από το: Davis, M.L. and D.A. Cornwell, 1991, Introduction to Environmental
Engineering: Ειδική πυκνότητα TCE = dTCE = 1.476. Από το: LaGrega et al. (1994):
Τάση ατμών TCE = 60 mmHg σε 20oC και διαλυτότητα TCE = 1100 mg/l σε 25oC

(α) Συγκέντρωση στην υδατική φάση: CTCEw = Διαλυτότητα = 1100 mg/l


= 1.1 mg/cm3

Συγκέντρωση στη στερεά φάση: CTCEs = Kp CTCEw = 1 l/kg x 1100 mg/l


= 1100 mg/kg = 1.1 mg/g

Για να βρούμε τη συγκέντρωση στην αέρια φάση, θα χρησιμοποιήσουμε τους τύπους


στο τέλος του κεφαλαίου και την τάση ατμών (θυμόμαστε ότι ο νόμος των ιδανικών
αερίων μετατρέπει πίεση σε συγκέντρωση). Όπως ακριβώς στο Παράδειγμα 4.1:

PTCEV = nTCE R T → nTCE / V = PTCE / R T = mol/m3


= 8.12 kPa / [(8.314 x 10-3 kPa m3 / K mol) 293 K]
= 3.33 mol / m3

Μοριακό βάρος τριχλωροαιθένιου:


ΜΒTCE= C2Cl3H = 12x2 + 35.45x3 + 1 x1 = 131.4 g/mol

Συγκέντρωση τριχλωροαιθένιου στην αέρια φάση:


CTCEα = (nTCE / V) x ΜΒTCE = 3.33 mol/m3 x 131.4 g/mol = 438 g/ m3
= 0.438 mg/cm3
4-30 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος

Σημείωση: υπολογίσαμε τη συγκέντρωση στην αέρια φάση θεωρώντας ισορροπία


αέριας-μη υδατικής φάσης (γι’αυτό χρησιμοποιήσαμε την τάση ατμών). Θα
μπορούσαμε, ισοδύναμα, να είχαμε θεωρήσει ισορροπία υδατικής-αέριας φάσης
(νόμο του Henry), όπως στο Παράδειγμα 4.3. Ας ξαναδούμε πώς (ενώ σκεφτόμαστε
αν περιμένουμε να βρούμε την ίδια ή διαφορετική απάντηση):

Βρίσκουμε τη σταθερά του νόμου Henry ίση με 0.904 kPa m3/mol στους 20oC
(Mackay and Shiu, 1981) και στη συνέχεια εκφράζουμε τη συγκέντρωση τού
τριχλωροαιθένιου στις κατάλληλες μονάδες:

CAw = 1100 x 10-3 g/ 10-3 m3 → CAwm = [1100 g /(131.4 g/mol)]/ m3 = 8.37 mol/ m3

Ο νόμος του Henry (εξίσωση 4.2β) δίνει:

PA = HCA CAwm = 0.904 kPa m3/mol x 8.37 mol/ m3 = 7.57 kPa

Και εφαρμόζοντας το νόμο των ιδανικών αερίων προσδιορίζουμε το ζητούμενο,

nTCE / V = PTCE / R T = 7.57 kPa / [(8.314 x 10-3 kPa m3 / K mol) 293 K] = 3.1 mol/m3
→ CTCEα = (nTCE / V) x ΜΒTCE = 3.1 mol/m3 x 131.4 g/mol → CTCEα = 408 g/m3

Θεωρητικά θα έπρεπε να βρούμε την ίδια απάντηση (δηλ. 438 g/m3). Στην πράξη
όμως υπάρχει διαφορά, μιας και η σταθερά του νόμου Henry και η τάση ατμών είναι
πειραματικά δεδομένα. Αναφορικά με το σχόλιο στην τελευταία παράγραφο του
Παραδείγματος 4.3 (Ενότητα 4.3), καταλαβαίνουμε ότι για μεγάλη συγκέντρωση στην
υδατική φάση, υπολογίζεται μεγάλη συγκέντρωση στην αέρια φάση, ανεξάρτητα από
το αν έχει διαρρεύσει το τριχλωροαιθένιο ως μη υδατική φάση.

Mάζα τριχλωροαιθένιου στη στερεά φάση:


Μ1 = Μs x CTCEs = 1.723 g x 1.1 mg/g = 1.9 mg

Mάζα τριχλωροαιθένιου στην υδατική φάση:


Μ2 = Vw x CTCEw = 0.175 cm3 x 1.1 mg/cm3 = 0.19 mg

Mάζα τριχλωροαιθένιου στη μη υδατική φάση:


Μ3 = Vn x dTCE x ρw= 0.007 cm3 x 1.476 x 1 g/cm3 = 10 mg

Mάζα τριχλωροαιθένιου στην αέρια φάση:


Μ4 = Vα x CTCEα = 0.168 cm3 x 0.438 mg/cm3 = 0.07 mg

Συνολική μάζα τριχλωροαιθένιου στο δείγμα:

Μ = Μ1+ Μ2+ Μ3+ Μ4 = 1.9+0.19+10+0.07 = 12.16 mg

Σχόλιο: Βλέπουμε ότι σε περίπτωση ύπαρξης μη υδατικής φάσης η συμβολή της στη
συνολική μάζα είναι η πιο σημαντική σε σύγκριση με τη συμβολή των άλλων τριών,
ακόμα και για ένα πολύ μικρό βαθμό κορεσμού, όπως σ’αυτό το παράδειγμα.
Περίληψη 4-31

(β) Συγκέντρωση ρύπου Α σε εδαφικό δείγμα


= (Μάζα Α διαλυμένη στο νερό του δείγματος + Ατμοί Α στην αέρια φάση + Μάζα Α
εισροφημένη στη στερεά φάση + Μη υδατική φάση Α) / (Μάζα ξηρού εδάφους)

Άρα, CTCEχώμα (mg/kg) = ΜTCE /Μs = (Μ1+ Μ2+ Μ3+ Μ4)/ Μs = 12.16 mg / 1.723 g
= 7.06 mg/g = 7060 mg/kg

4.8 Περίληψη
Εξετάζοντας την αλληλεπίδραση των ρύπων με το έδαφος, πρέπει να
μελετήσουμε ξεχωριστά την κάθε φάση: την υδατική, τη στερεά, την αέρια και, στην
περίπτωση οργανικών ρύπων χαμηλής διαλυτότητας που έχουν διαρρεύσει ως
ξεχωριστή φάση, τη μη υδατική φάση. Συχνά, σκοπός μας είναι να προσδιορίσουμε
τα συστατικά του ρύπου στην κάθε φάση, όπως αυτά φαίνονται στο Σχήμα 4.11.
Αυτό το πετυχαίνουμε θεωρώντας αλληλεπίδραση μεταξύ φάσεων ανά δύο και
χρησιμοποιώντας τις φυσικοχημικές ιδιότητες του ρύπου που αντιπροσωπεύουν
συντελεστές διαχωρισμού μεταξύ φάσεων σε κατάσταση ισορροπίας. Στην
περίπτωση ύπαρξης μη υδατικής φάσης, θεωρώντας ισορροπία με την υδατική φάση
βρίσκουμε τη συγκέντρωση του ρύπου στο διάλυμα, που είναι ίση με τη διαλυτότητά

Καθαροί Ρύποι – Μη
Υδατικά Συστατικά
(NAPL)

Τάση ατμών

Διαλυτότητα

Ατμοί – Αέρια Εισροφημένα


Συστατικά Συστατικά
(της αέριας φάσης) (στη στερεά φάση)

Σταθερά Συντελεστής διαχωρισμού


νόμου Henry* στερεάς-υδατικής φάσης**
Διαλυμένα Συστατικά
(στην υδατική φάση)
*για XAw << 1

**για υδροφοβικές οργανικές ενώσεις υπάρχει συσχέτιση με foc, Koc για


μικρές συγκεντρώσεις, μικρά ποσοστά αργίλου και foc > 0.1%

Σχήμα 4.11 Η ανά ζεύγη ισορροπία μεταξύ των φάσεων του εδάφους και των ρύπων.
4-32 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος

του. Θεωρώντας ισορροπία της μη υδατικής φάσης με την αέρια φάση και
χρησιμοποιώντας την τάση ατμών, βρίσκουμε τη συγκέντρωση των ατμών του
ρύπου. Σε περίπτωση διαρροής διαλύματος, θεωρώντας ισορροπία της υδατικής
φάσης με την αέρια φάση και χρησιμοποιώντας τη σταθερά του νόμου Henry,
βρίσκουμε τη συγκέντρωση των ατμών του ρύπου. Η συγκέντρωση στη στερεά φάση
βρίσκεται θεωρώντας ισορροπία με την υδατική φάση και χρησιμοποιώντας το
συντελεστή διαχωρισμού στερεάς-υδατικής φάσης. Για τη σχέση μεταξύ των φάσεων
που σημειώνεται με διακεκομμένο βέλος στο Σχήμα 4.11 υπάρχουν λιγότερα
στοιχεία, αλλά ευτυχώς δεν είναι απαραίτητα για τον υπολογισμό της συνολικής
μάζας!
Κάποιοι από τους συντελεστές διαχωρισμού βρίσκονται στη βιβλιογραφία,
όπως η τάση ατμών, η διαλυτότητα και η σταθερά του νόμου του Henry. Ο
συντελεστής διαχωρισμού υδατικής-στερεάς φάσης μπορεί να υπολογιστεί υπό
προϋποθέσεις μέσω συσχετίσεων ή να προσδιοριστεί πειραματικά.

4.9 Βιβλιογραφικές αναφορές

Daniel, D.E. (1993). Geotechnical Practice for Waste Disposal, Chapman and Hall.
Denbigh, K. (1981). The Principles of Chemical Equilibrium, Cambridge University
Press.
Foreman, D.E. and D.E. Daniel (1986). Permeation of Compacted Clay with Organic
Chemicals, ASCE, JGED, Vol 112, No 6, pp 669-681.
Karickhoff, S.W., D.S. Brown and T.A. Scott (1979). Sorption of Hydrophobic
Pollutants on Natural Sediments, Water Research, Vol 13, pp 241-248.
Korfiatis, G.P., A.C. Demetrakopoulos and J.R. Schuring (1986). Laboratory Testing
for Permeability and Dispersivity of Cohesive Soils, Int. Symp. on Environmental
Geotechnology, Vol 1, pp 363-369 (H.Y. Fang Editor).
LaGrega, M.D., P.L. Buckingham and J.C. Evans (1994). Hazardous Waste
Management, McGraw-Hill.
Mackay, D. and W.Y. Shiu (1981). Critical Review of Henry's Law Constants for
Chemicals of Environmental Interest, J. Phys. Chem. Ref. Data, Vol 10, No 4, pp
1175-1199.
Metcalf & Eddy Inc (1991). Wastewater Engineering: Treatment, Disposal and
Reuse. 3rd edition, revised by G. Tchobanoglous and F.L. Burton, McGraw-Hill.
Novotny, V. and H. Olem (1994). Water Quality: Prevention, Identification and
Management of Diffuse Pollution. Van Nostrad Reinhold, New York.
Pankow, J.F. and J.A. Cherry (1996). Dense Chlorinated Solvents and other
DNAPLs in Groundwater: History, Behavior and Remediation, Waterloo Press.
Sawyer, C.N., P.L. McCarty and G.F. Parkin (1994). Chemistry for Environmental
Engineering. 4th edition, McGraw-Hill.
Shaw, D.J. (1966). Introduction to Colloid and Surface Chemistry. Butterworth.
Stumm, W. and J.J. Morgan (1996). Aquatic Chemistry: Chemical Equilibria and
Rates in Natural Waters. 3rd edition, Environmental Science and Technology,
Wiley-Interscience.
Tchobanoglous, G. and E.D. Schroeder (1985). Water Quality: Characteristics,
Modeling, Modification. Addison Wesley.
USEPA/530-SW-86-007 (1986) Design, Construction and Evaluation of Clay Liners
for Waste Management Facilities, U.S. Environmental Protection Agency
Publication.
Βιβλιογραφικές αναφορές 4-33

Χρήσιμοι Τύποι
1. Σχέση μεταξύ πίεσης και συγκέντρωσης
Νόμος των ιδανικών αερίων: PV = nRT

P = πίεση του αερίου, V = όγκος του αερίου, n = αριθμός moles


R = σταθερά = 8.314 Pa m3 / K mol, T = θερμοκρασία σε βαθμούς K
2 o o
1 Pa = 1 N/m , 0 C = 273 K

- Ο ίδιος νόμος εκφρασμένος με συγκεντρώσεις


CA = nA / V = PA / R T
- Ο νόμος ισχύει για κάθε συστατικό αέριου μείγματος ξεχωριστά όπως και για όλο το μείγμα

2. Σχέση μεταξύ όγκου και μάζας


1 mol αερίου καταλαμβάνει 22.4 λίτρα υπό κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας και
πίεσης (0o C - 1 atm)

3. Η έννοια της μερικής πίεσης


Ορίζουμε μερική πίεση για κάθε συστατικό της αέριας φάσης PA, PB, PΓ
Συνολική πίεση της αέριας φάσης Pt = PA + PB + PΓ

4. Μονάδες πίεσης 1 kPa = 9.8717 x 10-3 atm = 7.3833 mm Hg


--------------------------------------------------------------------------------------------
Για ένα μείγμα δύο αερίων Α, Β:
nΑ = αριθμός moles του συστατικού Α
nΒ = αριθμός moles του συστατικού Β
nt = συνολικός αριθμός moles μείγματος nt = nΑ + nΒ

5. Ορίζουμε το μοριακό κλάσμα ως:

xΑ = nΑ / nt και xB = nB / nt
--------------------------------------------------------------------------------------------
6. Σχέσεις από Εδαφομηχανική

Πορώδες n = VV / V = (όγκος κενών/ ολικός όγκος)


Πυκνότητα του εδάφους ρb = Ms + Mw / V
= (ολική εδαφική μάζα = νερό + κόκκοι)/(ολικός όγκος
εδαφικού δείγματος)
Ξηρή Πυκνότητα του εδάφους ρd = Ms / V
= (μάζα κόκκων )/(ολικός όγκος)
Πυκνότητα των εδαφικών κόκκων ρs = Ms / Vs
= (μάζα κόκκων )/(όγκος κόκκων) = Gs ρw
Gs = 2.6 – 2.75 (ειδική πυκνότητα)
--------------------------------------------------------------------------------------------
7. Συγκεντρώσεις από επί τόπου δειγματοληψία
Συγκέντρωση ρύπου Α σε δείγμα υπόγειου νερού
= (Μάζα Α διαλυμένη στο νερό) / (Όγκος του υδατικού διαλύματος) = CAw

Συγκέντρωση ρύπου Α σε εδαφικό δείγμα


= (Μάζα Α διαλυμένη στο νερό του δείγματος + Ατμοί Α στην αέρια φάση + Μάζα Α εισροφημένη στη
στερεά φάση + Μη υδατική φάση Α) / (Μάζα ξηρού εδάφους)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

5. Εξέλιξη της ρύπανσης

5.1 Γενικά
Όταν οι ρύποι διαφύγουν από ένα χώρο διάθεσης αποβλήτων, μια δεξαμενή
αποθήκευσης ή άλλο χώρο εγκιβωτισμού (Σχήμα 5.1) κινούνται διαμέσου της
μερικώς κορεσμένης ζώνης (vadose zone). Ένα μέρος των ρύπων συγκρατείται στην
επιφάνεια των εδαφικών κόκκων είτε λόγω γεωχημικής εισρόφησης (δέσμευσης) είτε
λόγω μηχανικής συγκράτησης μέσω τριχοειδών δυνάμεων, και το υπόλοιπο τελικώς
φθάνει στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα. Οι διαλυμένοι στο νερό ρύποι που
φθάνουν στον υδροφόρο ορίζοντα παρασύρονται από το υπόγειο νερό κατά την
κίνησή του (που καθορίζεται από την υδραυλική κλίση) και μεταφέρονται (μετάγονται)
προς τα κατάντη παρακολουθώντας ουσιαστικά την κίνηση του υπόγειου νερού.
Κατά την κίνησή τους οι ρύποι υπόκεινται σε ποικίλες μηχανικές, χημικές και
βιολογικές διεργασίες που έχουν ως αποτέλεσμα την επέκταση της ρύπανσης, την
αραίωση των ρύπων και την βαθμιαία υποβάθμιση (εξασθένιση) του ρυπαντικού
φορτίου. Τα θέματα της κίνησης του υπόγειου νερού (το οποίο παρασύρει και τους
ρύπους) εξετάσθηκαν στο Κεφάλαιο 3. Η αλληλεπίδραση των ρύπων με το έδαφος
και οι διεργασίες υποβάθμισης του ρυπαντικού φορτίου εξετάσθηκαν στο Κεφάλαιο 4.
Στο παρόν Κεφάλαιο παρουσιάζονται οι βασικές αρχές και η μαθηματική
προσομοίωση της μεταφοράς των ρύπων στα εδάφη και τους υδροφορείς
(contaminant transport theory).

Σχήμα 5.1: Κίνηση ρύπων εντός του εδάφους


5-2 Εξέλιξη της ρύπανσης

5.2 Φυσικοί μηχανισμοί μεταφοράς ρύπων


Στο εδάφιο αυτό εξετάζονται οι μηχανισμοί μεταφοράς των ρύπων σε
κορεσμένα και μερικώς κορεσμένα εδαφικά υλικά. Η ανάπτυξη του θέματος
περιορίζεται σε ρύπους που μπορούν να αναμειχθούν με το υπόγειο νερό, δηλαδή
εξαιρούνται οι περιπτώσεις ρύπανσης με επιπλέοντες ρύπους (όπως π.χ. τα
πετρελαιοειδή) των οποίων οι μηχανισμοί μεταφοράς διαφέρουν, καθώς και οι
μηχανισμοί μεταφοράς των ρύπων εντός της μερικώς κορεσμένης ζώνης του
εδάφους.
Οι ρύποι μεταφέρονται είτε σε διάλυση είτε σε αιώρηση εντός του ύδατος των
εδαφικών πόρων μέσω των ακόλουθων τριών μηχανισμών:
(1) Μεταγωγή (advection) ή υδραυλική μεταφορά, κατά την οποία ο ρύπος
παρασύρεται από το υπόγειο νερό κατά την κίνησή του διαμέσου των πόρων
λόγω υδραυλικής κλίσης (δηλαδή από περιοχές υψηλής ενέργειας προς περιοχές
χαμηλής ενέργειας). Κατά τη μεταγωγή η συγκέντρωση του ρύπου σε μια
συγκεκριμένη θέση γενικώς μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου, καθώς από
τη θέση αυτή διέρχονται συνεχώς νέα μόρια νερού στα οποία η συγκέντρωση του
ρύπου γενικώς διαφέρει. Αντίθετα, κατά τη μεταγωγή η συγκέντρωση του ρύπου
σε κάποιον συγκεκριμένο όγκο νερού δεν μεταβάλλεται καθώς ο όγκος αυτός
μετακινείται παρακολουθώντας τη ροή, λόγω της αρχής διατηρήσεως της μάζας
του ρύπου εντός του όγκου. Τέλος, αν δεν υπάρχει ροή του υπογείου νερού
(δηλαδή αν η υδραυλική κλίση είναι μηδενική), η μεταγωγή δεν προκαλεί μεταφορά
του ρύπου από θέση σε θέση.
(2) Διάχυση ή μοριακή διάχυση (molecular diffusion), κατά την οποία ο ρύπος
διαχέεται εντός του υπογείου νερού λόγω διαφοράς συγκέντρωσης από θέση σε
θέση. Συγκεκριμένα, η κίνηση του ρύπου γίνεται από περιοχές υψηλής
συγκέντρωσης προς περιοχές χαμηλής συγκέντρωσης, έως ότου τελικώς οι
συγκεντρώσεις εξισωθούν παντού (κατά το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα).
Σύμφωνα με τον μηχανισμό αυτό, η διάχυση του ρύπου δεν εξαρτάται από την
κίνηση του νερού, και συνεπώς διάχυση συμβαίνει ακόμη και στην περίπτωση που
το νερό των πόρων ηρεμεί.
(3) Διασπορά ή μηχανική διασπορά (mechanical dispersion), κατά την οποία η
κίνηση του ρύπου οφείλεται στην παρουσία αλληλοσυνδεδεμένων πόρων του
εδαφικού σκελετού με τυχαίες διευθύνσεις και σχήματα. Έτσι στη μικροκλίμακα
των εδαφικών πόρων, η ταχύτητα κίνησης του νερού εντός των πόρων
μεταβάλλεται ακανόνιστα με αποτέλεσμα να αποκλίνει σημαντικά από τη μέση
(μακροσκοπική) ταχύτητα της υπόγειας ροής (Σχήμα 5.2). Τούτο έχει ως συνέπεια
ο ρύπος που παρασύρεται από το νερό να διασπείρεται τόσο κατά μήκος όσο και
εγκάρσια προς τη μέση διεύθυνση της κίνησης του υπογείου νερού. Επειδή το
αποτέλεσμα της διάχυσης και της διασποράς είναι το ίδιο μακροσκοπικά (δηλαδή
στην κλίμακα του πεδίου ροής), στη μαθηματική ανάλυση της μεταφοράς των
ρύπων τα δύο αυτά φαινόμενα αντιμετωπίζονται από κοινού. Για το συνδυασμένο
μηχανισμό της διάχυσης και της διασποράς χρησιμοποιείται ο όρος υδροδυναμική
διασπορά (hydrodynamic dispersion). Πρέπει όμως να τονιστεί ότι ενώ η διάχυση
είναι μοριακό φαινόμενο, η διασπορά πρόκειται ουσιαστικά για μεταγωγή σε
μικροσκοπική κλίμακα (δηλαδή στην κλίμακα των εδαφικών πόρων).

Συνήθως, οι ανωτέρω μηχανισμοί δρουν ταυτοχρόνως και βέβαια μπορούν να


δράσουν και ανταγωνιστικά. Το Σχήμα 5.3 παρουσιάζει μια τέτοια περίπτωση κατά
την οποία ο μηχανισμός της μεταγωγής προκαλεί κίνηση του ρύπου από δεξιά προς
τα αριστερά (δηλαδή από την περιοχή υψηλού υδραυλικού φορτίου προς την
Φυσικοί μηχανισμοί μεταφοράς ρύπων 5-3

Σχήμα 5.2: Μηχανική διασπορά της ρύπανσης κατά την κίνηση του υπογείου νερού διαμέσου των
εδαφικών πόρων

περιοχή χαμηλότερου υδραυλικού φορτίου), ενώ η μοριακή διάχυση προκαλεί κίνηση


του ρύπου από αριστερά προς τα δεξιά (δηλαδή από την περιοχή υψηλής
συγκέντρωσης του ρύπου προς την περιοχή χαμηλότερης συγκέντρωσης).
Εκτός από τους ανωτέρω φυσικούς μηχανισμούς που διέπουν τη μεταφορά
των ρύπων σε πορώδη υλικά, η μεταφερόμενη μάζα των ρύπων επηρεάζεται και από
άλλες μή-μηχανικές διεργασίες, που έχουν ως αποτέλεσμα τη βαθμιαία μείωση
(υποβάθμιση) του ρυπαντικού φορτίου. Οι διεργασίες αυτές συνοπτικά είναι οι εξής:
1. Βιολογικές και βιοχημικές διεργασίες, όπως η αποσύνθεση των οργανικών ρύπων
και η αποδόμηση ποικίλων ρύπων μέσω μικρο-οργανισμών (αερόβιων αλλά και
αναερόβιων).
2. Χημικές διεργασίες, όπως η εισρόφηση ρύπων στην επιφάνεια των αργιλικών
ορυκτών που αποτελούν τους εδαφικούς κόκκους, η ανταλλαγή ιόντων μεταξύ
ρύπων και εδαφικών κόκκων και η καθίζηση, οξείδωση και αναγωγή ρύπων
ανάλογα με τις υδρογεωχημικές συνθήκες του υπογείου νερού και των εδαφικών
σχηματισμών.
3. Πυρηνικές διεργασίες, όπως η βαθμιαία διάσπαση των ραδιενεργών ισοτόπων με

Σχήμα 5.3: Ανταγωντιστική δράση των μηχανισμών μεταγωγής και διάχυσης ρύπων στο υπόγειο νερό
5-4 Εξέλιξη της ρύπανσης

την πάροδο του χρόνου.


5.3 Προσομοίωση της μεταφοράς ρύπων
5.3.1 Μεταφορά ρύπων λόγω μεταγωγής
Όπως αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο 3, κατά τη μεταγωγή ο ρύπος ακολουθεί την
κίνηση του υπογείου νερού, η οποία διέπεται από την υδραυλική κλίση μέσω του
νόμου του Darcy:
v = k ⋅ ( − ∇h ) (5.1α)
όπου v είναι η φαινόμενη ταχύτητα του υπογείου νερού (δηλαδή η παροχή ανά
μονάδα εδαφικής επιφάνειας) η οποία συχνά αναφέρεται και ως ταχύτητα Darcy, k
είναι ηυδραυλική αγωγιμότητα (διαστάσεις: m/sec), και ∇h είναι η κλίση της
συνάρτησης του υδραυλικού φορτίου (h). Στην περίπτωση της υπόγειας ροής το
υδραυλικό φορτίο ορίζεται από τη σχέση:
p
h≡ z+ (5.1β)
γ
όπου (z) είναι το υψόμετρο της θέσης στην οποία υπολογίζεται το υδραυλικό φορτίο,
(p) είναι η πίεση και (γ) είναι το ειδικό βάρος του υπογείου νερού. Η υδραυλική
αγωγιμότητα εξαρτάται τόσο από τα χαρακτηριστικά του εδαφικού σχηματισμού όσο
και από τις ιδιότητες του ρευστού. Συχνά οι δύο αυτές επιρροές διαχωρίζονται ως
εξής:
γ
k≡ K (5.2)
μ
όπου, πλέον, η πραγματικήδιαπερατότητα K (διαστάσεις m2) εξαρτάται μόνον από τα
χαρακτηριστικά του εδαφικού σχηματισμού, και οι ιδιότητες του ρευστού των πόρων
υπεισέρχονται μέσω του ειδικού βάρους (γ) (διαστάσεις kN/m3) και του ιξώδους (μ)
(διαστάσεις kN⋅sec/m2).
Ο προσδιορισμός της κίνησης του υπογείου νερού, δηλαδή της φαινόμενης
ταχύτητας (v) που είναι συνάρτηση της θέσης και του χρόνου, συνήθως γίνεται με
αναλυτικά προσομοιώματα, τα οποία διέπονται από την αρχή διατηρήσεως της
μάζας του υπογείου νερού κατά την κίνησή του διαμέσου του πορώδους εδαφικού
υλικού. Η εφαρμογή της αρχής διατηρήσεως της μάζας του υπόγειου νερού
καταλήγει στην εξίσωση (βλέπε Κεφάλαιο 3, σχέση 3.15):
∂h
∇ ⋅ (T ⋅ ∇h ) = S −w (5.3)
∂t
όπου T ≡ k ⋅ H είναι η διαβιβαστικότητα του υδροφορέα, (H) είναι το πάχος του
υδροφορέα στην κατακόρυφη διεύθυνση σε κάθε θέση, (S) είναι ο συντελεστής
εναποθήκευσης (που εκφράζει τη δυνατότητα του υδροφορέα να αποδίδει νερό όταν
μεταβάλλεται η πίεσή του) και (w) είναι μια (γνωστή) συνάρτηση τροφοδοσίας1 του
υπό μελέτη υδροφορέα (π.χ. η κατεισδύουσα βροχόπτωση, κάποιες απώλειες του
υπό μελέτη υδροφορέα λόγω αντλήσεων ή λόγω διαφυγών προς βαθύτερες στάθμες,
κλπ). Η διαφορική εξίσωση (5.3) μπορεί να επιλυθεί ως προς το υδραυλικό φορτίο (h)
και, στη συνέχεια, η φαινόμενη ταχύτητα κίνησης του υπογείου νερού μπορεί να
προσδιορισθεί μέσω της εξίσωσης (5.1α). Σημειώνεται ότι η επίλυση της εξίσωσης
(5.3), που καταλήγει στον προσδιορισμό της ταχύτητας (v), γίνεται ανεξαρτήτως της

1
ή απωλειών, εάν η συνάρτηση έχει αρνητική τιμή. Η συνάρτηση αυτή εκφράζει την τροφοδοσία του
υδροφορέα (δηλαδή τον όγκο του νερού που εισρέει στον υδροφορέα) ανά μονάδα χρόνου και ανά
μονάδα επιφάνειας κατόψεως.
Προσομοίωση της μεταφοράς ρύπων 5-5

παρουσίας ή μή ρύπων στο υπόγειο νερό. Η προσομοίωση της μεταφοράς των


ρύπων στο υπόγειο νερό (η οποία προφανώς επηρεάζεται και από την κίνηση του
υπόγειου νερού) γίνεται μέσω της αρχής διατηρήσεως της μάζας των ρύπων που
παρουσιάζεται παρακάτω.

Η μάζα του ρύπου που παρακολουθεί την κίνηση του υπόγειου νερού λόγω
μεταγωγής υπολογίζεται από τη σχέση:
dm ′ = c v ⋅ n dS (5.4)
όπου dm ′ είναι η μάζα του ρύπου που διέρχεται ανά μονάδα χρόνου διαμέσου μιας
στοιχειώδους επιφάνειας dS (με κάθετο διάνυσμα κατεύθυνσης n) και c είναι η
συγκέντρωση του ρύπου σε κάθε θέση (που εκφράζεται ως η μάζα του ρύπου ανά
μονάδα όγκου του νερού των πόρων). Σημειώνεται ότι, στην ανωτέρω σχέση (5.4), η
ποσότητα ( v ⋅ n dS ) εκφράζει τον όγκο του νερού των πόρων που διέρχεται διαμέσου
της στοιχειώδους επιφάνειας (dS) ανά μονάδα χρόνου.

5.3.2 Μεταφορά ρύπων λόγω διάχυσης-διασποράς


Η μεταφορά ρύπων λόγω διάχυσης και διασποράς συνήθως περιγράφεται με
ενιαίο τρόπο, μέσω του νόμου του Fick, ο οποίος εκφράζει ότι η μάζα dm ′′ του ρύπου
που διέρχεται (λόγω διάχυσης και διασποράς) ανά μονάδα χρόνου διαμέσου μιας
στοιχειώδους επιφάνειας dS (με διάνυσμα κατεύθυνσης n) είναι ανάλογη της κλίσης
της συγκέντρωσης του ρύπου ( ∇c ), δηλαδή:
dm ′′ = (− ∇c )⋅ n(D 2 + D 3 ) ⋅ n dS (5.5)
όπου n είναι το ενεργό πορώδες του εδάφους, D2 είναι ο συντελεστής διάχυσης και
D3 ο συντελεστής διασποράς (διαστάσεις m2/sec). Επειδή όπως προαναφέρθηκε οι
μηχανισμοί της διάχυσης και της διασποράς μοιάζουν ως προς το πώς επηρεάζουν
την μεταφορά των ρύπων, συχνά στην ανωτέρω σχέση χρησιμοποιείται ένας ενιαίος
συντελεστής, ο συντελεστής υδροδυναμικής διασποράς D ≡ D 2 + D3 . Η τιμή του
συντελεστή διάχυσης εξαρτάταιαπό το είδος και την κατάσταση των ρύπων (π.χ. αν
αιωρούνται ή αν είναι διαλυμένοι στο υπόγειο νερό). Η τιμή του συντελεστή
διασποράς εξαρτάται από την τάξη μεγέθους της ταχύτητας κίνησης του υπόγειου
νερού.
Η σχετική σημασία των ανωτέρω τριών μηχανισμών στη μεταφορά ρύπων
μέσω του υπόγειου νερού εξαρτάται από την ταχύτητα μεταγωγής (v) δηλαδή
ουσιαστικά από την υδραυλική αγωγιμότητα του εδάφους και το μέγεθος της
υδραυλικής κλίσης εντός του υδροφορέα. Σύμφωνα με αναλυτικές διερευνήσεις (π.χ.
Rowe, 1987) της υπόγειας ροής διαμέσου αργιλικών σχηματισμών προέκυψαν τα
συμπεράσματα του ακόλουθου πίνακα:
ΣΧΕΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΡΥΠΩΝ (ΤΥΠΙΚΕΣ ΤΙΜΕΣ)
Ταχύτητα μεταγωγής Σχετική σημασία μηχανισμών μεταφοράς
(m/έτος) ρύπων στο υπόγειο νερό
v < 0.0001 Μόνον διάχυση
0.0001 < v < 0.02 Διάχυση και μεταγωγή
0.02 < v < 0.1 Μόνον μεταγωγή
v > 0.1 Μεταγωγή και διασπορά

Ο πίνακας αυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απλοποίηση της ανάλυσης


προβλημάτων μεταφοράς ρύπων με απαλοιφή των όρων που έχουν μικρή επιρροή
5-6 Εξέλιξη της ρύπανσης

στο αποτέλεσμα (δηλαδή των όρων μεταγωγής v, διάχυσης D2 ή διασποράς D3 κατά


περίπτωση).

5.3.3 Αρχή διατηρήσεως της μάζας του ρύπου


Με βάση τις εξισώσεις (5.4) και (5.5), η συνολική μάζα του ρύπου που
διέρχεται ανά μονάδα χρόνου διαμέσου μιας στοιχειώδους επιφάνειας λόγω
συνδυασμένης μεταγωγής, διάχυσης και διασποράς δίνεται από τη σχέση:
dm = [c v − (∇c ) ⋅ nD] ⋅ n dS (5.6)

Οι ανωτέρω θεωρήσεις, που αφορούν τη μαθηματική περιγραφή της


μεταφοράς ρύπων σε κορεσμένα εδάφη, μπορούν να γενικευθούν και για την
ανάλυση της μεταφοράς ρύπων στη μερικώς κορεσμένη ζώνη (δηλαδή πάνω από τη
στάθμη του υπογείου ορίζοντα) με κατάλληλη τροποποίηση (δηλαδή μείωση) του
συντελεστή υδροδυναμικής διασποράς (D) και της ταχύτητας Darcy (v), των οποίων
οι τιμές στην περίπτωση αυτή θα εξαρτώνται και από το βαθμό κορεσμού σε κάθε
θέση.

Όσον αφορά τις διεργασίες υποβάθμισης του ρυπαντικού φορτίου, έστω (f) η
όποια (γνωστή) συνάρτηση απομείωσης της μάζας του ρύπου ανά μονάδα χρόνου
και ανά μονάδα όγκου του εδάφους λόγω φυσικών, χημικών, γεωχημικών και
βιολογικών διεργασιών και (g) η αντίστοιχη απομείωση της μάζας του ρύπου λόγω
πυρηνικής διάσπασης. Η μάζα του ρύπου ανά μονάδα όγκου του εδάφους2 είναι:
m=nc (5.7)
όπου n είναι το ενεργό πορώδες (δηλαδή το ποσοστό του όγκου του εδάφους
διαμέσου του οποίου κινείται το υπόγειο νερό). Ο ρυθμός των πυρηνικών
διασπάσεων συνήθως θεωρείται ότι είναι εκθετικός. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο
ρυθμός απομείωσης της μάζας του ρύπου ανά μονάδα όγκου του εδάφους είναι:
− dm = f + g = f + λ m = f + λ n c (5.8)
-1
όπου λ είναι ένας συντελεστής πυρηνικών διασπάσεων (διαστάσεις sec ).
Όπως αναφέρθηκε και στο Κεφάλαιο 4, η εισρόφηση εκφράζεται μέσω του
συντελεστή υστερήσεως (Rd >1) ο οποίος απομειώνει τις τιμές του συντελεστή
διάχυσης-διασποράς (ή υδροδυναμικής διασποράς) και της ταχύτητας στην εξίσωση
(5.6) και δίνει την αντίστοιχη σχέση:
dm =
1
[c v − (∇c ) ⋅ nD]⋅ n dS
Rd
Τούτο συμβαίνει επειδή το αποτέλεσμα των μηχανισμών αυτών είναι η καθυστέρηση
της προώθησης του μετώπου της ρύπανσης, καθώς μέρος του διαλυμένου ρύπου
μεταφέρεται στη στερεά φάση του εδάφους και δεν παρακολουθεί την κίνηση του
υπογείου νερού. Οι τιμές του συντελεστή υστερήσεως για τις διάφορες περιπτώσεις
αντιδράσεων των ρύπων περιγράφονται αναλυτικά από τους Goode & Konikow,
1989. Για την περίπτωση γραμμικής εισρόφησης, ο συντελεστής υστερήσεως δίνεται
από τη σχέση:
ρd K p
Rd = 1 +
n

2
στην περίπτωση που το έδαφος είναι κορεσμένο με διάλυμα του ρύπου. Στην περίπτωση μερικώς
κορεσμένου εδάφους στην ανωτέρω σχέση υπεισέρχεται και ο βαθμός κορεσμού του εδάφους.
Προσομοίωση της μεταφοράς ρύπων 5-7

όπου, ρ d είναι η (ξηρή) πυκνότητα του εδάφους.


Ο συντελεστής διάχυσης (D2) ρύπων στο νερό είναι της τάξεως του D2 = 10-9
2
m /sec. Στην περίπτωση διάχυσης ρύπων εντός του κορεσμένου εδάφους, ο
συντελεστής υστερήσεως (Rd) είναι της τάξεως του: Rd = 10 ÷ 100.
Ο συντελεστής διασποράς (D3) εξαρτάται από την ταχύτητα του υπόγειου
νερού. Για μονοδιάστατη ροή (vy=vz=0), οι τρεις συντελεστές διασποράς
v v
προσδιορίζονται από τις σχέσεις D3 x = α L x = α L v x και D3 y = D3 z = α T x = α T v x ,
n n
όπου α L είναι ο συντελεστής της διαμήκους μηχανικής διασποράς (longitudinal
dispersivity) και α T είναι ο συντελεστής της εγκάρσιας μηχανικής διασποράς
(transverse dispersivity). Εργαστηριακά πειράματα σε άμμους έδειξαν πως ο
συντελεστής α T κυμαίνεται μεταξύ του 1/20 έως 1/5 του συντελεστή α L . Ο
συντελεστής α L εξαρτάται από την κλίμακα του πεδίου ροής (μεγαλώνει όσο
μεγαλώνει το μήκος του πεδίου ροής).

Με βάση τα ανωτέρω, η προσομοίωση της κίνησης των ρύπων στο έδαφος


και το υπόγειο νερό γίνεται με τη διατύπωση της μαθηματικής σχέσης που εκφράζει
τη διατήρηση της μάζας του ρύπου κατά την κίνησή του διαμέσου του εδάφους.
Θεωρείται ένας σταθερός όγκος εδάφους (V), που περιβάλλεται από την κλειστή
επιφάνεια (S), και παρακολουθείται η μάζα του ρύπου εντός του όγκου αυτού. Η
διατήρηση της μάζας του ρύπου απαιτεί όπως η συνολική μείωση της μάζας του
ρύπου εντός του όγκου (V) ισούται με το άθροισμα:
(1) της μάζας του ρύπου που εξέρχεται του όγκου (V) διαμέσου της επιφάνειάς του
(S),
(2) της μείωσης της μάζας του ρύπου εντός του όγκου (V) λόγω των διαδικασιών
υποβάθμισης που εξετάσθηκαν ανωτέρω και
(3) της μείωσης της μάζας του ρύπου εντός του όγκου (V) λόγω αφαίρεσης ρύπου με
μεθόδους τεχνητής απορρύπανσης (π.χ. με άντληση).

Σύμφωνα με τα ανωτέρω:
(α) Η συνολική μείωση της μάζας του ρύπου εντός του όγκου (V) ανά μονάδα
χρόνου είναι (με χρήση της εξίσωσης 5.7):
∂ ∂(n c )
A ≡ − ∫ dm = − ∫ dV (5.9α)
∂t V V
∂t
(β) Η μάζα του ρύπου που εξέρχεται του όγκου (V) διαμέσου της επιφάνειάς του ανά
μονάδα χρόνου είναι (με χρήση της εξίσωσης 5.6):
B ≡ ∫ dm = ∫
1
[c v − (∇c ) ⋅ nD]⋅ n dS
S S
Rd
και με χρήση του θεωρήματος Green για τη μετατροπή του επιφανειακού
ολοκληρώματος σε ολοκλήρωμα όγκου:
⎡ 1 ⎤
B = ∫∇ ⋅ ⎢ c v−
1
(∇c ) ⋅ nD⎥ dV (5.9β)
V ⎣ Rd Rd ⎦
(γ) Η μείωση της μάζας του ρύπου εντός του όγκου (V) λόγω των διαδικασιών
υποβάθμισης ανά μονάδα χρόνου είναι (με χρήση της εξίσωσης 5.8):
Γ ≡ ∫ (− dm ) = ∫ f dV + ∫ λ n c dV (5.9γ)
V V V
5-8 Εξέλιξη της ρύπανσης

(δ) Τέλος, η μείωση της μάζας του ρύπου εντός του όγκου (V) ανά μονάδα χρόνου,
λόγω αφαίρεσης ρύπου με μεθόδους τεχνητής απορρύπανσης (π.χ. άντληση),
είναι:
Δ ≡ ∫ c qdV (5.9δ)
V

όπου q είναι η ειδική παροχή της άντλησης (όγκος αντλούμενου νερού ανά
μονάδα χρόνου και ανά μονάδα όγκου του εδάφους).
Με τηρήση των ανωτέρω σχέσεων (5.9), η αρχή διατήρησης της μάζας του ρύπου
δίνει ότι Α = Β + Γ + Δ , δηλαδή:
∂c ⎡ 1 ⎤ ⎛ 1 ⎞
n = ∇ ⋅ ⎢ (∇c ) ⋅ nD⎥ − ∇ ⋅ ⎜⎜ c v ⎟⎟ − f − λ nc − c q (5.10α)
∂t ⎣ Rd ⎦ ⎝ Rd ⎠
Στην περίπτωση ισότροπης συμπεριφοράς του ρύπου σε διάχυση και διασπορά
(δηλαδή αν το D είναι ισότροπο και έχει μέγεθος D), η ανωτέρω σχέση δίνει:
∂c nD 2 ⎛ c ⎞
n =
∂t Rd
( )
∇ c − ∇ ⋅ ⎜⎜ v ⎟⎟ − f − λ n c − c q (5.10β)
⎝ Rd ⎠
Στη γενική περίπτωση όπου η συγκέντρωση (c) εξαρτάται από τη θέση (x, y, z) και το
χρόνο (t), η ανωτέρω διαφορική εξίσωση ως προς c μπορεί να επιλυθεί αριθμητικά με
τη μέθοδο των Πεπερασμένων Διαφορών ή των Πεπερασμένων Στοιχείων. Σε
ορισμένες ειδικές περιπτώσεις γεωμετρίας και οριακών συνθηκών, η διαφορική
εξίσωση απλοποιείται αρκετά και μπορεί να επιλυθεί και αναλυτικά. Μερικές από τις
περιπτώσεις αυτές εξετάζονται στο επόμενο εδάφιο.

5.4 Μονοδιάστατη κίνηση ρύπων στο έδαφος


Κατά τη μονοδιάστατη κίνηση ρύπου (μόνον κατά τον άξονα x) και με την
πρόσθετη παραδοχή ότι η φαινόμενη ταχύτητα (v) του υπογείου νερού είναι
πρακτικώς σταθερή κατά μήκος του άξονα x, η σχέση (5.10) γράφεται:
∂c nD ∂ 2 c v ∂c
n = − − (λ n + q ) c − f (5.11)
∂t Rd ∂x 2 Rd ∂x
η οποία μπορεί να επιλυθεί και αναλυτικά σε αρκετές περιπτώσεις. Ορισμένες από
τις περιπτώσεις αυτές έχουν σημαντικές πρακτικές εφαρμογές και για το λόγο αυτό
εξετάζονται στα επόμενα μέσω παραδειγμάτων.
Το Σχήμα 5.4 παρουσιάζει ένα χώρο ταφής αστικών απορριμμάτων
διαστάσεων κατόψεως 300 x 300 μέτρα, του οποίου η βάση προστατεύεται με
στεγανωτική στρώση συμπυκνωμένης αργίλου πάχους L = 2 m, ενεργού
πορώδουςn= 30% και υδαταγωγιμότητας k = 3x10-9 m/sec. Η στεγανωτική αργιλική
στρώση έχει κατασκευασθεί για να περιορίσει τη μεταγωγή, διάχυση και διασπορά
της ρύπανσης προς τον υποκείμενο υδροφορέα. Πάνω από την αργιλική στρώση
έχει κατασκευασθεί στρώση στράγγισης για τη συλλογή και απομάκρυνση του
στραγγίσματος των απορριμμάτων. Ανάλυση του στραγγίσματος έδειξε ότι τούτο
περιέχει αμμωνία (ΝΗ4) με συγκέντρωση ιόντων ελευθέρου αζώτου co = 20 mg ανά
λίτρο στραγγίσματος. Η συγκέντρωση των ιόντων αζώτου στο κατώτερο όριο της
αργιλικής στρώσης μπορεί να θεωρηθεί ίση με μηδέν (c = 0), επειδή οι όποιες
διηθήσεις διαπερνούν την αργιλική στεγανωτική στρώση κινούνται πρακτικώς
ελεύθερα διαμέσου της μερικώς κορεσμένης ζώνης του υποκείμενου σχετικώς
διαπερατού εδάφους προς τον υδροφόρο ορίζοντα. Αναλύσεις έδειξαν ότι, κατά τη
διάχυση και διασπορά του ρύπου διαμέσου της αργιλικής στρώσης, ο ενιαίος
συντελεστής διάχυσης/διασποράς είναι D = 0.001 cm2/sec, ενώ για απλοποίηση
Μονοδιάστατη κίνηση ρύπων στο έδαφος 5-9

Σχήμα 5.5: Βαθμιαία προώθηση του μετώπου ρύπανσης πριν από την αποκατάσταση συνθηκών
μόνιμης μεταφοράς

θεωρείται ότι ο συντελεστής υστερήσεως (Rd) είναι ίσος με τη μονάδα. Το νερό του
υδροφόρου ορίζοντα κινείται στην οριζόντια διεύθυνση προς τις κατάντη πηγές, των
οποίων η μέση παροχή είναι 250 m3/ώρα. Στα επόμενα :

(α) Αναλύεται η κατακόρυφη κίνηση του ρύπου διαμέσου της αργιλικής στρώσης και
εκτιμάται η διηθούμενη παροχή, δηλαδή η μάζα του ρύπου που τελικώς
τροφοδοτεί τον υδροφόρο ορίζοντα.

Σχήμα 5.4: Γεωμετρία του παραδείγματος ρύπανσης ενός υδροφορέα και των κατάντη πηγών από το
στράγγισμα των απορριμμάτων που διηθείται διαμέσου της αργιλικής προστατευτικής στρώσης
5-10 Εξέλιξη της ρύπανσης

(β) Αναλύεται η οριζόντια κίνηση του ρύπου που τροφοδοτεί τον υδροφορέα προς
τις κατάντη πηγές. Υπολογίζεται η χρονική εξέλιξη της ρύπανσης των πηγών για
σταθερή τροφοδοσία στραγγίσματος από το χώρο απορριμμάτων αλλά και για
την περίπτωση που κάποια χρονική στιγμή διακόπτεται η περαιτέρω τροφοδοσία
του υδροφορέα με ρυπαντικό φορτίο (λόγω μηδενισμού της διήθησης του
στραγγίσματος).
Κατά την ανάλυση της μονοδιάστατης κίνησης του ρύπου στην κατακόρυφη
διεύθυνση διαμέσου της αργιλικής στρώσης διακρίνονται δύο περιπτώσεις:
(α) Για κάποιο χρονικό διάστημα από την έναρξη της λειτουργίας του χώρου ταφής
απορριμμάτων, ο ρύπος κινείται διαμέσου της αργιλικής στρώσης με βαθμιαία
προώθηση του μετώπου ρύπανσης προς τα κάτω (Σχήμα 5.5). Κατά το χρονικό
αυτό διάστημα, ο ρύπος εισέρχεται στην αργιλική στρώση από το ανώτερο όριο
χωρίς πρακτικά να εξέρχεται από το κατώτερο όριο. Η ισορροπία της μάζας του
ρύπου ικανοποιείται με εναποθήκευση του ρύπου εντός των πόρων της
αργιλικής στρώσης.
(β) Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, το μέτωπο ρύπανσης φθάνει το κατώτερο
όριο της αργιλικής στρώσης και αποκαθίστανται συνθήκες μόνιμης ροής λόγω
της επιβαλλόμενης συνοριακής συνθήκης στο κάτω όριο της αργιλικής στρώσης
(c = 0 για x = L). Μετά την αποκατάσταση μόνιμης ροής, η μάζα του ρύπου που
εισέρχεται στην αργιλική στρώση ανά μονάδα χρόνου ισούται με αυτήν που
εξέρχεται (Σχήμα 5.6).
Στις αναλύσεις που ακολουθούν θεωρείται ότι κατά τη μεταφορά του ο ρύπος είναι
συντηρητικός, δηλαδή δεν διασπάται (λ = 0) ούτε κατ’ άλλον τρόπο υποβαθμίζεται
(f = 0) και ότι δεν αφαιρείται με τεχνητά μέσα κάποια μάζα ρύπου εντός της αργιλικής
στρώσης (q = 0). Συνεπώς, η εξίσωση της κίνησης του ρύπου πριν από την
αποκατάσταση μόνιμης ροής είναι (βλέπε εξίσωση 5.11):
∂c ∂ 2 c ⎛ v ⎞ ∂c ∂ 2c ∂c
= D 2 −⎜ ⎟ = D 2 −v (5.12)
∂t ∂x ⎝ n ⎠ ∂x ∂x ∂x
όπου v = v / n = ( k ⋅ i ) / n είναι η μέση γραμμική ταχύτητα του υπόγειου νερού, η
οποία αναφέρεται και σαν ταχύτητα μεταγωγής, και (i) είναι η υδραυλική κλίση σε

Σχήμα 5.6: Κατανομή της συγκέντρωσης του ρύπου εντός της αργιλικής στρώσης μετά την
αποκατάσταση συνθηκών μόνιμης μεταφοράς
Μονοδιάστατη κίνηση ρύπων στο έδαφος 5-11

κάθε θέση. Για προβλήματα όπου το νερό διηθείται στην κατακόρυφη διεύθυνση
πάνω από τη μόνιμη Στάθμη του Υδροφόρου Ορίζοντα (ΣΥΟ), γίνεται συχνά η
παραδοχή ότι η υδραυλική κλίση είναι ίση με τη μονάδα. Επιπλέον, οι συνοριακές και
αρχικές συνθήκες της διαφορικής εξίσωσης (5.12) είναι: για x = 0 και για κάθε χρόνο t
ισχύει c = co . Η επίλυση της εξίσωσης (5.12) υπό τις ανωτέρω συνοριακές και
αρχικές συνθήκες και με τις πρόσθετες παραδοχές ότι για κάθε x ≠0 και χρόνο t = 0
ισχύει ότι c =0 όπως επίσης ότι για x = ∞ και για κάθε χρόνο t ισχύει ότι c =0 δίνει:
c ⎧⎪ ⎡ x − vt ⎤ ⎛ vx ⎞ ⎡ x + vt ⎤ ⎫⎪
c( x, t ) = o ⎨erfc ⎢ ⎥ + exp ⎜⎜ ⎟⎟ ⋅ erfc ⎢ ⎥⎬ (5.13)
2 ⎪⎩ ⎣ 2 Dt ⎦ ⎝D⎠ ⎣ 2 Dt ⎦ ⎪⎭
όπου :
2 ∞ (− 1) z 2 m+1
m
erfc (z ) ≡ 1 − erf (z ) = 1 − ∑
π m =0 m! (2m + 1)
είναι η συμπληρωματική συνάρτηση σφάλματος (complementary error function),
τιμές της οποίας δίνονται σε πίνακα στο τέλος του κεφαλαίου. Είναι χρήσιμο να
σημειωθεί πως όταν ο αδιάστατος λόγος ⎛⎜ vx ⎞⎟ λαμβάνει τιμές μεταξύ 10 και 100, ο
⎝ D⎠
υπολογισμός μόνο του πρώτου όρου δίνει μια αρκετά καλή προσέγγιση της λύσης,
ενώ όταν ξεπερνάει το 100, τότε η συμβολή του δεύτερου όρου είναι αμελητέα. Ο
λόγος ⎛⎜ vx ⎞⎟ , που είναι γνωστός και σαν αριθμός Pechlet, εκφράζει τη σχετική
⎝ D⎠
επιρροή του μηχανισμού μεταγωγής ως προς την επιρροή των μηχανισμών
διάχυσης-διασποράς. Η σχέση (5.13) δίνει την κατανομή της συγκέντρωσης του
ρύπου εντός της αργιλικής στρώσης για διάφορες χρονικές στιγμές, πριν το μέτωπο
της ρύπανσης φθάσει μέχρι το κατώτερο όριο της αργιλικής στρώσης, δηλαδή πριν
αποκατασταθούν συνθήκες μόνιμης ροής. Το Σχήμα 5.5 παρουσιάζει σχηματικά δύο
τέτοιες καμπύλες για τις χρονικές στιγμές t1 και t2. Όπως αναφέρθηκε και
προηγουμένως, κατά το χρονικό αυτό διάστημα η μάζα του ρύπου που εξέρχεται από
την αργιλική στρώση είναι πρακτικώς μηδέν. Γενικώς, η μάζα του ρύπου (ανά μονάδα
χρόνου και ανά μονάδα επιφάνειας κάτοψης της αργιλικής στρώσης) που κινείται
διαμέσου της αργιλικής στρώσης σε κάποια θέση (x) τη χρονική στιγμή (t ) είναι
(βλέπε εξίσωση 5.6):
∂c
J (x, t ) = c v − nD (5.14)
∂x
Αφού το μέτωπο της ρύπανσης φθάσει στο κατώτερο όριο της αργιλικής
στρώσης και αν υποτεθεί πως τελικώς αποκαθίστανται συνθήκες μόνιμης μεταφοράς
(δηλαδή η συγκέντρωση του ρύπου παραμένει σταθερή σε όλο το πάχος του
αργιλικού στρώματος), η εξίσωση της κίνησης του ρύπου είναι (βλέπε εξίσωση 5.12):
⎛ D ⎞ ∂ c ∂c
2
⎜ ⎟ 2 − =0 (5.15)
⎝ v ⎠ ∂x ∂x
με συνοριακές συνθήκες:
(α) Για x = 0 : c = co
(β) Για x = L : c =0
Η εξίσωση αυτή επιλύεται αναλυτικά και δίνει:
5-12 Εξέλιξη της ρύπανσης

⎛v ⎞ ⎛v ⎞
exp ⎜⎜ L ⎟⎟ − exp ⎜⎜ x ⎟⎟
c( x ) = c o ⎝D ⎠ ⎝D ⎠ (5.16)
⎛v ⎞
exp ⎜⎜ L ⎟⎟ − 1
⎝D ⎠
Σύμφωνα με τη σχέση αυτή, η κατανομή της συγκέντρωσης του ρύπου ως προς το
βάθος φαίνεται στο Σχήμα 5.6 (μετά την αποκατάσταση μόνιμης μεταφοράςς εντός
της αργιλικής στρώσης). Στην περίπτωση αυτή, η μάζα του ρύπου (ανά μονάδα
χρόνου και ανά μονάδα επιφάνειας κάτοψης της αργιλικής στρώσης) που κινείται
διαμέσου της αργιλικής στρώσης είναι σταθερά (δηλαδή εισερχόμενη = εξερχόμενη)
και μπορεί να υπολογισθεί από την εξίσωση (5.14), η οποία σε συνδυασμό με την
εξίσωση (5.16) δίνει:
⎛v ⎞
exp ⎜⎜ L ⎟⎟
J = co v ⎝D ⎠ (5.17)
⎛v ⎞
exp ⎜⎜ L ⎟⎟ − 1
⎝D ⎠
Σημειώνεται ότι οι σχέσεις (5.16) και (5.17) ισχύουν στην περίπτωση που δρουν
ταυτόχρονα οι μηχανισμοί της διάχυσης της διασποράς και της μεταγωγής (δηλαδή
v ≠ 0 ). Στην περίπτωση που v = 0, δηλαδή όταν υπάρχει μόνον διάχυση , η λύση
∂ 2c
της = 0 δίνει για τις συνοριακές συνθήκες x = 0 : c = co και x = L : c = 0 (βλέπε
∂x 2
Σχήμα 5.7):
⎛ x⎞ nD
c( x ) = co ⎜1 − ⎟ και J = co (5.18)
⎝ L⎠ L

Εφαρμογή 1:
Με χρήση των τιμών των παραμέτρων που αναφέρθηκαν προηγουμένως, η σχέση (5.17) δίνει
τη μάζα του ρύπου που διηθείται διαμέσου της αργιλικής στρώσης μετά την αποκατάσταση των
συνθηκών μόνιμης ροής (για k=3x10-9m/sec, v= k=3x10-9m/sec, v =10-8m/sec, D=10-7m2/sec, L=2m και
co=20x103mg/m3):
mg mg
J = 0.00033 2 = 28.6 2
m ⋅ sec m ⋅ημερα
και για το σύνολο της επιφάνειας του χώρου ταφής απορριμμάτων (300m x 300 m):
J = 2575 gr/ημέρα
Η μάζα αυτή του ρύπου, στη συνέχεια, κινείται διαμέσου της μερικώς κορεσμένης ζώνης του εδάφους
και φθάνει στον υποκείμενο υδροφορέα προκαλώντας τη ρύπανσή του. Αν θεωρηθεί ότι η παροχή του
υδροφορέα στην περιοχή κάτω από το χώρο των απορριμμάτων είναι ίση με την παροχή των κατάντη
πηγών (Q = 250 m3/ώρα=6000 m3/ημέρα), τότε η συγκέντρωση του ρύπου στον υδροφορέα ακριβώς
κάτω από τον χώρο ταφής των απορριμμάτων θα είναι:
J = 0.43 gr/m3 = 0.43 mg/lt
c=
Q
Μονοδιάστατη κίνηση ρύπων στο έδαφος 5-13

Σχήμα 5.7: Κατανομή της συγκέντρωσης του ρύπου εντός της αργιλικής στρώσης μετά την
αποκατάσταση συνθηκών μόνιμης μεταφοράς (Περίπτωση μηδενικής ταχύτητας, v = 0)

Ο ρύπος που τροφοδοτεί τον υποκείμενο υδροφορέα παρασύρεται από το νερό στην
οριζόντια διεύθυνση προς τα κατάντη και τελικώς φθάνει στις πηγές. Κατά την κίνηση
του ρύπου στην οριζόντια διεύθυνση ενεργούν και πάλι μηχανισμοί μεταγωγής,
διάχυσης και διασποράς που βαθμιαία επηρεάζουν την συγκέντρωση του ρύπου στις
κατάντη πηγές. Τα φαινόμενα αυτά εξετάζονται στα επόμενα.
Η κίνηση του ρύπου στην οριζόντια διεύθυνση διέπεται και πάλι από την
εξίσωση (5.12), όπου όμως τώρα ο άξονας (x) είναι οριζόντιος, η θέση x = 0
βρίσκεται ακριβώς κάτω από τον χώρο των απορριμμάτων και η θέση x = L = 1000m
αντιστοιχεί στις πηγές. Η συγκέντρωση (co) του ρύπου στη θέση x = 0 υπολογίσθηκε
προηγουμένως ίση με 0.43 mg/lt. Αν θεωρηθεί ότι η διαφορά της πιεζομετρικής
στάθμης του υδροφορέα μεταξύ του χώρου απορριμμάτων και των πηγών είναι 30 m
(100m-70m) και ότι η υδαταγωγιμότητα του εδάφους είναι k = 3x10-4 m/sec, τότε η
φαινόμενη ταχύτητα διήθησης είναι:
Δh 30
v = k ⋅i = k ⋅ = 3 x10 − 4 × =
L 1000
= 9 x 10-6 m/sec = 0.78 m/ημέρα = 284 m/έτος
και άρα η ταχύτητα μεταγωγής, v = v / n είναι, για ενεργό πορώδες n = 30%, ίση με
3x10-5 m/sec ή 946 m/έτος. Όσον αφορά τις λοιπές παραμέτρους του υδροφορέα,
θεωρείται ότι ο ενιαίος συντελεστής διάχυσης/διασποράς D = 0.0033 cm2/sec και ο
συντελεστής υστερήσεως Rd = 1. Κατά την αρχική φάση εξέλιξης της ρύπανσης του
υδροφορέα, δηλαδή πριν το μέτωπο της ρύπανσης φθάσει στις πηγές, η κατανομή
της συγκέντρωσης του ρύπου μπορεί να υπολογισθεί όπως και προηγουμένως από
τη σχέση (5.13). Το Σχήμα 5.8 παρουσιάζει τη μεταβολή της συγκέντρωσης του
ρύπου κατά μήκος της οριζόντιας διαδρομής από τη θέση ρύπανσης του υδροφορέα
(κάτω από το χώρο απορριμμάτων) προς τις κατάντη πηγές με την πάροδο του
χρόνου. Το μέτωπο της ρύπανσης προωθείται βαθμιαία και φθάνει στις πηγές περί
τους 10 μήνες μετά την έναρξη της ρύπανσης του υδροφορέα. Με βάση τον ανωτέρω
χρόνο άφιξης της ρύπανσης μπορεί να εκτιμηθεί η σχετική επιρροή των μηχανισμών
5-14 Εξέλιξη της ρύπανσης

Σχήμα 5.8: Βαθμιαία προώθηση του μετώπου της ρύπανσης προς τις κατάντη πηγές στη θέση
x = 1000 m

διάχυσης/διασποράς ως προς τη μεταγωγή. Πράγματι, εάν λειτουργούσε μόνον ο


μηχανισμός μεταγωγής, ο χρόνος που θα απαιτείτο για την άφιξη του ρύπου στις
πηγές θα ήταν:
L 1000
t= = −5
= 3.33 x 107 sec = 12.9 μήνες
v 3 × 10
και συνεπώς η διάχυση και διασπορά επιταχύνουν τη μεταφορά της ρύπανσης κατά
25% περίπου.

Η παρουσία της πηγής στο κατάντη άκρο του υδροφορέα θεωρείται ότι δεν
επιβάλλει κάποια επί πλέον συνοριακή συνθήκη στο όριο αυτό σε σχέση με το
ρυπαντικό φορτίο3 και συνεπώς η σχέση (5.13) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την
πρόβλεψη της εξέλιξης του ρυπαντικού φορτίου των πηγών και μετά την άφιξη του
μετώπου της ρύπανσης στις πηγές. Το Σχήμα 5.9 παρουσιάζει τη χρονική εξέλιξη του
ρυπαντικού φορτίου των πηγών με εφαρμογή της σχέσης (5.13). Φαίνεται ο χρόνος
άφιξης του μετώπου της ρύπανσης στις πηγές και στη συνέχεια η βαθμιαία αλλά
συνεχής αύξηση του ρυπαντικού φορτίου των πηγών μέχρι την τελική τιμή των 0.43
mg/lt, που είναι η συγκέντρωση του ρυπαντικού φορτίου στο σημείο γένεσης της
ρύπανσης του υδροφορέα (κάτω από τον χώρο των απορριμμάτων). Αξίζει να
σημειωθεί ότι το ρυπαντικό φορτίο των πηγών αυξάνει συνεχώς με την πάροδο του
χρόνου και συνεπώς εάν κάποια στιγμή διαπιστωθεί ότι οι πηγές παρουσιάζουν
πρόβλημα ρύπανσης, οι προοπτικές για τη μελλοντική εξέλιξη της ρύπανσης είναι
δυσμενείς (δηλαδή το ρυπαντικό φορτίο των πηγών θα συνεχίσει να αυξάνεται). Το
συμπέρασμα αυτό ισχύει ακόμη και στην περίπτωση που αμέσως μετά την

3
οι δυνατές συνοριακές συνθήκες είναι δύο τύπων:
(α) γνωστή συγκέντρωση ρυπαντικού φορτίου, (β) γνωστή ροή ρυπαντικού φορτίου
Μονοδιάστατη κίνηση ρύπων στο έδαφος 5-15

Σχήμα 5.9: Χρονική εξέλιξη του ρυπαντικού φορτίου των πηγών ως προς τον χρόνο (με αφετηρία το
χρόνο έναρξης της ρύπανσης του υδροφορέα σε απόσταση 1000 μέτρων ανάντη των πηγών)

διαπίστωση της ρύπανσης των πηγών ληφθούν άμεσα μέτρα για την αναίρεση του
αιτίου που προκαλεί τη ρύπανση. Το φαινόμενο αυτό εξετάζεται στο επόμενο εδάφιο.

Εφαρμογή 1:
Προσδιορισμός της οριακής υδραυλικής κλίσης (ic) υδροφορέα που παρεμποδίζει την υφαλμύρυνσή
του (δηλαδή τη διείσδυση θαλάσσιου ύδατος εντός του υδροφορέα).
Για να παρεμποδίζεται η υφαλμύρυνση, θα πρέπει η διηθούμενη μάζα του ρύπου (J) να είναι
πρακτικώς ίση με μηδέν. Από τη σχέση (5.14) προκύπτει η γραμμική διαφορική εξίσωση:
D ⋅ c′ − v ⋅ c = 0
η οποία λύνεται με συνοριακή συνθήκη c (0) = co και δίνει:
⎛v ⎞
c = c o exp ⎜⎜ x ⎟⎟
⎝D ⎠
ή (επειδή v = − k Δh nx ):
⎛ k ⎞
c = c o exp ⎜ − Δh ⎟
⎝ nD ⎠
δηλαδή:
nD ⎛ c ⎞
Δh = − ln ⎜⎜ ⎟⎟
k ⎝ co ⎠
Στο παράδειγμα αυτό θεωρήθηκε για απλοποίηση των υπολογισμών ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα
ανάμειξης του γλυκού με το αλμυρό νερό. Στην πραγματικότητα, το φαινόμενο είναι αρκετά πιο
σύνθετο επειδή οι πυκνότητες γλυκού και αλμυρού νερού διαφέρουν.

Παράδειγμα:
k = 10-4 m/sec, nxD = 10-5 m2/sec,
c = 0.01
co
οπότε: Δh = 0.46 m, δηλαδή απαιτείται υδραυλική διαφορά στάθμης 46 cm για να περιορισθεί η
συγκέντρωση του αλατιού στο 1% της συγκέντρωσης στο θαλασσινό νερό.
5-16 Εξέλιξη της ρύπανσης

Εφαρμογή 2 (Σχήμα Ε5.1)

Σχήμα Ε5.1: Παράδειγμα εφαρμογής

Λόγω της λειτουργίας του βυρσοδεψείου, στην παρακείμενη γεώτρηση Α εντοπίσθηκε


ρύπανση του υπόγειου νερού από ιόντα χρωμίου με συγκέντρωση co = 150 mg/lt η οποία διατηρείται
πρακτικώς σταθερή με την πάροδο του χρόνου. Για τη διερεύνηση της πιθανής επέκτασης της
ρύπανσης προς τον ταμιευτήρα που βρίσκεται σε απόσταση 400 μέτρων, διανοίχθηκε κοντά στον
ταμιευτήρα η γεώτρηση Β στην οποία μετρήθηκαν οι εξής συγκεντρώσεις ιόντων χρωμίου συναρτήσει
του χρόνου (από την έναρξη της λειτουργίας του βυρσοδεψείου):

Χρόνος συγκέντρωση χρωμίου στο υπόγειο νερό (σε mg/lt)


(έτη) γεώτρηση Α γεώτρηση Β
0 0 0
1 147 5
3 152 48
5 150 76

Ο συντελεστής διαπερατότητας του υδροφορέα είναι ίσος με: k = 10-4 m/sec.

(1) Ζητείται να προσδιορισθεί ο συντελεστής α της εξίσωσης:


⎛ x ⎞
c = co exp ⎜⎜ − ⎟
⎝ α v t ⎟⎠
που δίνει τη συγκέντρωση (c) των ιόντων χρωμίου σε κάποια απόσταση (x) από την πηγή της
ρύπανσης τη χρονική στιγμή (t), όπου (v) είναι η ταχύτητα μεταγωγής του υπόγειου νερού.
(2) Να εκτιμηθεί η προβλεπόμενη συγκέντρωση των ιόντων χρωμίου στη γεώτρηση Β μετά 10 έτη από
την έναρξη λειτουργίας του βυρσοδεψείου.
(3) Να προσδιορισθεί η διηθούμενη μάζα των ιόντων χρωμίου προς τον ταμιευτήρα (σε gr ανά έτος)
κατά το πρώτο έτος από την έναρξη λειτουργίας του βυρσοδεψείου, κατά το τρίτο έτος, κατά το
πέμπτο έτος καθώς και οι προβλέψεις για το δέκατο έτος. Δίδονται: ενεργό πορώδες n = 0.33,
συντελεστής διάχυσης/διασποράς D = 30.3 cm2/sec και εύρος της ζώνης ρύπανσης Β = 200 m
(κάθετα στο επίπεδο του σχήματος).
(4) Να εκτιμηθεί η συνολικά διηθούμενη μάζα των ιόντων χρωμίου προς τον ταμιευτήρα στο χρονικό
διάστημα των 10 ετών.
(5) Να εκτιμηθεί η συγκέντρωση των ιόντων χρωμίου εντός του ταμιευτήρα στο τέλος του πρώτου
έτους, στο τέλος του τρίτου έτους, στο τέλος του πέμπτου έτους και στο τέλος του δέκατου έτους.
Να θεωρηθεί ότι ο όγκος του ταμιευτήρα είναι V = 10000 m3.
(6) Πως συγκρίνονται οι παραπάνω συγκεντρώσεις στον ταμιευτήρα με τα διεθνώς αποδεκτά όρια
ρύπανσης;

Λύση:
Δh 150 − 120
(1) Υδραυλική κλίση: i = = = 0.075
L 400
Ταχύτητα Darcy: v = k ⋅ i = 10-4 x 0.075 = 7.5 x 10-6 m/sec = 236.52 m/έτος
Υπολογισμός του α:
Μονοδιάστατη κίνηση ρύπων στο έδαφος 5-17

⎛ 400 ⎞
5 = 147 × exp⎜ − ⎟ ⇒ α = 0.500
⎝ α × 236.52 × 1 ⎠
⎛ 400 ⎞
48 = 152 × exp⎜ − ⎟ ⇒ α = 0.489
⎝ α × 236.52 × 3 ⎠
⎛ 400 ⎞
76 = 150 × exp⎜ − ⎟ ⇒ α = 0.497
⎝ α × 236.52 × 5 ⎠
Άρα: α = 0.50
(2) c = 150 × exp⎛⎜ − 400 ⎞ = 107 mg/lt

⎝ 0.50 × 236.52 × 10 ⎠
(3) J = c v − nD ∂c
∂x
Αλλά: ∂c = − c
∂x αvt
Οπότε: J = c ⎧⎨v + nD ⎫⎬
⎩ α v t⎭
όπου: n = 0.33 και D = 30.3 cm2/sec = 95554 m2/έτος
Οπότε, στο τέλος του πρώτου έτους:
⎛ 0.33 × 95554 ⎞ = 2.52 mg/m2 ανά έτος
J = 5 ×10 −3 × ⎜ 236.52 + ⎟
⎝ 0.50 × 236.52 ×1 ⎠
Ομοίως, στο τέλος του τρίτου έτους:
⎛ 0.33 × 95554 ⎞ = 15.62 mg/m2 ανά έτος
J = 48 ×10 −3 × ⎜ 236.52 + ⎟
⎝ 0.50 × 236.52 × 3 ⎠
Στο τέλος του πέμπτου έτους:
⎛ 0.33 × 95554 ⎞ = 22.03 mg/m2 ανά έτος
J = 76 × 10 −3 × ⎜ 236.52 + ⎟
⎝ 0.50 × 236.52 × 5 ⎠
Και στο τέλος του δέκατου έτους:
⎛ 0.33 × 95554 ⎞ = 28.16 mg/m2 ανά έτος
J = 107 ×10 −3 × ⎜ 236.52 + ⎟
⎝ 0.50 × 236.52 ×10 ⎠
Αντίστοιχα, για το σύνολο της επιφάνειας ροής με επιφάνεια Α = Β . Η = 200 x 20 = 4000 m2 ο
συνολικός ρυθμός διήθησης του ρύπου θα είναι: Μ = J . A, δηλαδή:

Έτος Ρυθμός διήθησης του ρύπου στο τέλος του έτους (mg/έτος)
0 0
1 2.52 x 10-3 x 4000 = 10.1
3 62.50
5 88.1
10 112.7

(4) Η συνολικά διηθούμενη μάζα του ρύπου εντός του πρώτου έτους θα είναι:
Μ1 = (0 + 10.1) / 2 = 5.04 gr
Η συνολική διηθούμενη μάζα του ρύπου εντός του δεύτερου και τρίτου έτους θα είναι:
Μ2 =2 x (10.1 + 62.50) / 2 = 72.6 gr
Η συνολικά διηθούμενη μάζα του ρύπου εντός του τέταρτου και πέμπτου έτους θα είναι:
Μ3 =2 x (62.50 + 88.10) / 2 = 150.60 gr
Τέλος, η συνολικά διηθούμενη μάζα του ρύπου από το έκτο έως το δέκατο έτος θα είναι:
Μ4 =5 x (88.10 + 112.7) / 2 = 502.1 gr
Δηλαδή, η συνολικά διηθούμενη μάζα του ρύπου εντός των δέκα ετών θα είναι:
Μ4 =5.04 + 72.6 + 150.6 + 502.1 = 730.3 gr
5-18 Εξέλιξη της ρύπανσης

(5) Έτος Μάζα ρύπου που έχει διηθηθεί Συγκέντρωση του ρύπου εντός
αθροιστικά μέχρι το έτος αυτό (gr) της λίμνης (μg/lt)
0 0 0
1 5.04 0.5
3 77.6 7.8
5 228.2 22.8
10 730.3 73.0

(6) Στην Ολλανδία τα νέα (2000) μέγιστα αποδεκτά όρια ρύπανσης από ιόντα χρωμίου είναι 30 μg/lt
(παλαιότερη τιμή 200 μg/lt), ενώ στις ΗΠΑ είναι 100 μg/lt.

Εφαρμογή 3: Μονοδιάστατη κίνηση ρύπων στο υπόγειο νερό


Στο παράδειγμα αυτό, οι διαφορικές εξισώσεις που διέπουν την κίνηση ρύπων στο υπόγειο νεροό
εξειδικεύονται στην περίπτωση μονοδιάστατης κίνησης.

(1) Περίπτωση συντηρητικού ρύπου, δηλαδή ρύπου ο οποίος δεν προσροφάται στους εδαφικούς
κόκκους ούτε υποβαθμίζεται (διασπάται).
(α) Νόμος του Fick (διάχυση-διασπορά)
∂c
J = − nD +cv
∂x
όπου:
c = συγκέντρωση του ρύπου στο υπόγειο νερό εκφραζόμενη ως μάζα του ρύπου ανά μονάδα
όγκου του υπόγειου νερού
n = ενργό πορώδες
D = συντελεστής διάχυσης-διασποράς (μονάδες: m2/sec)
v = φαινόμενη ταχύτητα του υπόγειου νερού ή ταχύτητα Darcy
J = ροή μάζας ρύπου, δηλαδή μάζα του ρύπου που διέρχεται από μοναδιαία επιφάνεια στη
μονάδα του χρόνου
(β) Διατήρηση της μάζας του ρύπου:
⎛ ∂J ⎞ ∂
J −⎜J + dx ⎟ = (c ndx )
⎝ ∂x ⎠ ∂t
δηλαδή ότι η καθαρή εισροή (= εισροή-εκροή) του ρύπου εντός όγκου μήκους dx ισούται με την
ανά μονάδα χρόνου μεταβολή της μάζας του ρύπου στον όγκο αυτό.
Από τις ανωτέρω δυο σχέσεις, και θεωρώντας ότι η φαινόμενηταχύτητα (v) δεν μεταβάλλεται κατά
τον άξονα (x) προκύπτει:
∂ 2c ∂c ∂c
D 2 −v =
∂x ∂x ∂t
Η ανωτέρω διαφορική εξίσωση μπορεί να επιλυθεί για τις εξής συνοριακές και αρχικές συνθήκες:
c (x = 0, t > 0) = co = σταθερά
c (x, t = 0) = 0
c (x =∞, t≥ 0) = 0
δηλαδή για επιβολή σταθερής συγκέντρωσης ρύπου (c = co) στο ένα άκρο (x = 0) μιας στρώσης
στο εσωτερικό της οποίας η αρχική συγκέντρωση του ρύπου είναι μηδενική. Η επίλυση της
διαφορικής εξίσωσης με τις ανωτέρω συνθήκες δίνει την 5.13 που επαναλαμβάνεται πιο κάτω:
⎧⎪ ⎛ x−vt ⎞ ⎛ ⎞ ⎛ ⎞⎫
c=
co
⎨erfc ⎜⎜ ⎟ + exp ⎜ v x ⎟ ⋅ erfc ⎜ x + v t ⎟⎪⎬ (5.19)
⎟ ⎜ D⎟ ⎜ 2 D t ⎟⎪
2 ⎪⎩ ⎝2 Dt ⎠ ⎝ ⎠ ⎝ ⎠⎭
Στην ειδική περίπτωση όπου η ταχύτητα μεταγωγής είναι μηδενική ( v = 0) η παραπάνω σχέση
δίνει:
⎛ x ⎞
c = co erfc ⎜ ⎟
⎜2 D t ⎟
⎝ ⎠
Τα ανωτέρω αποτελέσματα φαίνονται στο Σχήμα Ε5.2.
Μονοδιάστατη κίνηση ρύπων στο έδαφος 5-19

Σχήμα Ε5.2: Προώθηση του μετώπου της ρύπανσης στην περίπτωση καθαρής διάχυσης (v = 0) και
στην περίπτωση διάχυσης, διασποράς και μεταγωγής (v ≠ 0)

(2) Περίπτωση μή-συντηρητικού ρύπου.


Εκτός των ανωτέρω πρέπει να καθορισθεί και ο νόμος εισρόφησης του ρύπου. Εάν (c x Kp) είναι η
μάζα του ρύπου που είναι εισσροφημένη σε μοναδιαία μάζα του εδάφους ρdx (εννοείται ότι έχουμε
θεωρήσει δείγμα εδάφους όγκου dx ⋅ dy ⋅ dz , τότε ο ρυθμός εισρόφησης του ρύπου ανά μονάδα
όγκου του εδάφους είναι4: ∂ ρ cK p dx , όπου ρ είναι η (ξηρή) πυκνότητα του εδάφους και Kp
( )
∂t
είναι ο συντελεστής διαχωρισμού (βλέπε εδάφιο 4.5.2). Συνεπώς το ισοζύγιο της μάζας του ρύπου
εντός όγκου μήκους (dx) δίνει:
∂J ⎞ ∂ ∂

J −⎜J + dx ⎟ = (c ndx ) − ( )
ρ cK p dx
⎝ ∂x ⎠ ∂t ∂t
ή ισοδύναμα:
ρK ⎞
∂ 2c ∂c ∂c ∂ 2c ∂c ∂c ⎛ p ⎟ ∂c
nD − v = ⎛⎜ n + ρK ⎞⎟ → D − v = ⎜1 + = R
2 ∂x ∂t ⎝ p ⎠ 2 ∂x ∂t ⎜ n ⎟ ∂t d
∂x ∂x ⎝ ⎠

D ∂ 2 c v ∂c ∂c
→ − = (5.20)
Rd ∂x 2 Rd ∂x ∂t
για τη λύση της οποίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί και πάλι η (5.19) αν αντικατασταθούν τα D και v με
D και v , αντίστοιχα. Η εξίσωση 5.20 δείχνει καθαρά το ρόλο του συντελεστή υστέρησης
Rd Rd
(Rd>1), την απομείωση δηλαδή των παραμέτρων που αντιπροσωπεύουν τα φαινόμενα μεταγωγής και
διάχυσης-διασποράς.

Εφαρμογή 4: Μονοδιάστατη διάχυση/διασπορά σε κυλινδρικές συντεταγμένες


Στο παράδειγμα αυτό συνάγεται η διαφορική εξίσωση της μονοδιάστατης διάχυσης/διασποράς ρύπου
σε κυλινδρικές συντεταγμένες. Η περίπτωση αυτή αφορά τη διασπορά ρύπων γύρω από κυκλική
πηγή ρύπανσης. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα θεωρείται συντηρητικός ρύπος. Επιπλέον θεωρείται

4
ρ είναι η πυκνότητα του εδάφους
5-20 Εξέλιξη της ρύπανσης

ότι το υπόγειο νερό δεν κινείται λόγω υδραυλικής κλίσης (δηλαδή δεν υφίσταται μεταφορά ρύπων
λόγω μεταγωγής).
(α) Νόμος του Fick (όπως το προηγούμενο παράδειγμα):
∂c
J = − Dn
∂t
όπου (r) είναι η ακτινική συντεταγμένη και (F) είναι η μάζα του ρύπου που διέρχεται από μοναδιαία
επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου.
(β) Διατήρηση της μάζας του ρύπου σε ένα στοιχείο διαστάσεων (r dθ) x (dr):
⎛ ∂J ⎞ ∂
J r dθ − ⎜ J + dr ⎟ (r + dr ) dθ = (c nr dθ dr )
⎝ ∂r ⎠ ∂t
η οποία δίνει:
∂c ⎛ 1 ∂c ∂ 2 c ⎞
= D ⎜⎜ ⋅ + 2 ⎟⎟
∂t ⎝ r ∂r ∂r ⎠
ή ισοδύναμα:
∂c D ∂ ⎛ ∂c ⎞
= ⋅ ⎜r ⎟
∂t r ∂r ⎝ ∂r ⎠
ή ισοδύναμα:
∂c
= D ∇ 2c
∂t
Οι ανωτέρω σχέσεις αποτελούν τη διαφορική εξίσωση που διέπει τη διάχυση/διασπορά του ρύπου
στην ακτινική διεύθυνση.

Εφαρμογή 5:

Σχήμα Ε5.3: Παράδειγμα εφαρμογής

Λόγω υποψίας περί πιθανών διαφυγών προς τον υπόγειο ορίζοντα από θέση ταφής τοξικών
αποβλήτων τοποθετήθηκαν πιεζόμετρα στα σημεία Α και Β και μετρήθηκαν οι εξής συγκεντρώσεις του
εντομοκτόνου DDT στο νερό:

Χρόνος Συγκέντρωση DDT (σε mg/lt)


στο σημείο Α στο σημείο Β
Αρχική μέτρηση 15 10
Μετά 3 μήνες 20 14.5
Μετά 6 μήνες 25 19.5
Μετά 9 μήνες 30 24.5

Για την αναλυτική προσομοίωση του προβλήματος, η διαφορική εξίσωση διάχυσης του ρύπου στον
υδροφορέα:
Μονοδιάστατη κίνηση ρύπων στο έδαφος 5-21

∂c
= D ⋅ ∇2c
∂t
προσεγγίσθηκε από τη σχέση:
⎡ ⎛t ⎞⎛ r ⎞⎤
c (r , t ) = c A (t ) ⋅ exp ⎢ − ⎜ o ⎟ ⎜ − 1⎟⎥ (1)
⎣ ⎝ ⎠⎝t R ⎠⎦
όπου c(r, t) είναι η συγκέντρωση (mg/lt) του ρύπου στη θέση (r) τη χρονική στιγμή (t), cA(t) είναι η
συγκέντρωση στο σημείο Α, to είναι σταθερά, και R = 30m είναι η ακτίνα του χώρου ταφής. Λόγω της
γραμμικής αύξησης της συγκέντρωσης cA με το χρόνο, θεωρήθηκε: c (t ) = α ⎛⎜ t ⎞⎟ , όπου α = σταθερά.
A ⎜t ⎟
⎝ o⎠
Η μάζα του ρύπου που διέρχεται από μια διατομή του υδροφορέα (κυλινδρική επιφάνεια ακτίνας r)
ανά μονάδα χρόνου είναι:
∂c
G = J (2π r ) H όπου J = − Dn καιD = συντελεστής διάχυσης, n = ενεργό πορώδες
∂r
Από τις ανωτέρω σχέσεις προκύπτει: G (r , t ) = 2π nDH ⎛⎜ r ⎞⎟ ⎛⎜ to ⎞⎟ c
⎝R⎠⎝ t ⎠
και για r = R: G (t ) = 2π nDHα = σταθερά

Ζητούνται:

(1) Να εκτιμηθεί ο χρόνος κατά τον οποίο άρχισε η ρύπανση του υδροφορέα.
(2) Να εκτιμηθούν οι παράμετροι (α, to) του μοντέλου.
(3) Να υπολογισθεί η συγκέντρωση στο σημείο Β (από τη σχέση 1) και να συγκριθεί με τις μετρηθείσες
τιμές.
(4) Να εκτιμηθεί η μάζα του DDT που διαφεύγει από το χώρο ταφής ανά μονάδα χρόνου.
Υπόδειξη: Ο όγκος του νερού κάτω από το χώρο ταφής είναι: Vw =n π R2 H, και n = 0.3
(5) Να εκτιμηθεί ο συντελεστής διάχυσης (D) του υδροφορέα (από τη σχέση του G A (t ) ).
(6) Να εκτιμηθεί η συγκέντρωση του ρύπου κάτω από την πόλη (r = 1000m) πέντε έτη μετά τον
εντοπισμό της ρύπανσης στο σημείο Α.

Λύση:
(1) Μετά τον εντοπισμό η συγκέντρωση του ρύπου στο Α αυξάνει κατά 5 mg/lt ανά 3 μήνες. Αφού κατά
τον εντοπισμό ήταν 15mg/lt, η ρύπανση είχε αρχίσει 9 μήνες πριν τον εντοπισμό (3 τρίμηνα).
(2) c (t ) = α t ⇒ 15 mg/lt = α 9 μήνες ⇒ α = 15
A
to to to 9
Επιπλέον, στο σημείο Β για t = 9 μήνες:
⎡ ⎛ t ⎞ ⎛ 60 ⎞⎤
c (r = 60m, t = 9 μήνες ) = 10 mg/lt = 15 mg/lt × exp ⎢ − ⎜ o ⎟ ⎜ − 1⎟⎥ ⇒ to = 3.649 μήνες
⎣ ⎝ 9 ⎠ ⎝ 30 ⎠⎦
Άρα: α = 15 15
to = × 3.649 ⇒ α = 6.082 mg / lt
9 9
(3) c (60m, 12 μήνες ) = 20 × exp⎛⎜ − 3.649 × 1⎞⎟ = 14.76 ≈ 14.50 mg / lt
⎝ 12 ⎠
⎛ 3.649 ⎞
c (60m, 15 μήνες ) = 25 × exp⎜ − × 1⎟ = 19.60 ≈ 19.50 mg / lt
⎝ 15 ⎠
⎛ 3.649 ⎞
c (60m, 18 μήνες ) = 30 × exp⎜ − × 1⎟ = 24.50 mg / lt
⎝ 18 ⎠
(4) Η μάζα του ρύπου κάτω από το χώρο ταφής είναι:
( )
M ρ = c ⋅V w = c nπ R 2 ⋅ H
Άρα, ο ρυθμός αύξησης της μάζας είναι:
∂M ρ ∂c
∂t ∂t
= (
n π R2H )
αλλά από τα δεδομένα ∂c = 5 mg/lt ανά τρεις μήνες
∂t
5-22 Εξέλιξη της ρύπανσης

∂M ρ
Άρα:
∂t
5
( )
= × 0.3 × 3.14 × 30 2 ×10 ×1000 = 14.1×10 6 mg/μήνα = 14.1 kg/μήνα
3
(5) D = G A (t ) = 14.1×10 6 (30 × 86400 )

⇒ D = 4.76 × 10 − 2 m 2 / sec
2π nHα 2 × 3.14 × 0.3 × 10 × (6.082 10 −3 )

(6) c (r = 1000 m, t = 5 έτη ) = 6.082 × 5 × 12 × exp ⎡ − ⎛⎜ 3.649 ⎞⎟ ⎛⎜ 1000 − 1 ⎞⎟⎤ ⇒ c = 14 mg / lt


⎢ 5 × 12 ⎥
3.649 ⎣ ⎝ ⎠ ⎝ 30 ⎠⎦

5.5 Εξέλιξη του ρυπαντικού φορτίου μετά την αναίρεση του αιτίου
της ρύπανσης
Η αναίρεση του αιτίου που έχει προκαλέσει τη ρύπανση είναι μια από τις
συνήθεις και προφανείς επιδιώξεις στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται αυξημένο
ρυπαντικό φορτίο στο σημείο εκμετάλλευσης υδροφορέων (δηλαδή στη θέση
υδροληψίας). Εκ πρώτης όψεως μάλιστα φαίνεται ότι η συγκεκριμένη μέθοδος
απορρύπανσης θα είναι και ιδιαίτερα αποτελεσματική αφού “λύνει το πρόβλημα στη
ρίζα του”. Παρά ταύτα, οι αναλύσεις που ακολουθούν αποδεικνύουν ότι ακόμη και η
πλήρης και άμεση αναίρεση του αιτίου της ρύπανσης δεν έχει άμεση επιρροή στον
περιορισμό του ρυπαντικού φορτίου στο σημείο εκμετάλλευσης και μάλιστα ότι το
ρυπαντικό φορτίο στο σημείο εκμετάλλευσης συνεχίζει να αυξάνει επί μεγάλο χρονικό
διάστημα μετά την αναίρεση του αιτίου της ρύπανσης. Η σημαντική αυτή υστέρηση
οφείλεται στη μικρή ταχύτητα μεταφοράς του ρυπαντικού φορτίου διαμέσου του
εδάφους και συνεπώς στο μεγάλο χρόνο που απαιτείται για την απόκριση του
συστήματος: πηγή ρύπανσης-μέσο μεταφοράς ρύπου (έδαφος)-θέση διαπίστωσης
της ρύπανσης, στις μεταβολές του ρυπαντικού φορτίου που επιβάλλονται στην πηγή
της ρύπανσης.
Το πρόβλημα της εξέλιξης του ρυπαντικού φορτίου μετά την (πλήρη) αναίρεση
του αιτίου της ρύπανσης διερευνάται μέσω του παραδείγματος του Σχήματος 5.4.
Θεωρείται ότι αφού διαπιστωθεί η παρουσία αξιόλογου ρυπαντικού φορτίου στις
κατάντη πηγές (π.χ. 24 μήνες μετά την έναρξη της ρύπανσης, οπότε η συγκέντρωση
του ρύπου στις πηγές είναι 0.18 mg/lt), αναγνωρίζεται ότι το αποκλειστικό αίτιο της
ρύπανσης είναι οι διηθήσεις εκ του χώρου απορριμμάτων ο οποίος με κάποια
μέθοδο σφραγίζεται πλήρως (με ποιά μέθοδο άραγε και με ποιό κόστος;). Θεωρείται
δηλαδή ότι στο σημείο Α του υδροφορέα (ακριβώς κάτω από τον χώρο των
απορριμμάτων) η συγκέντρωση του ρύπου είναι σταθερή (co = 0.43 mg/lt) μέχρι
κάποια χρονική στιγμή (t = 24 μήνες) και στη συνέχεια μηδενίζεται ακαριαία. Ζητείται
να μελετηθεί η χρονική εξέλιξη της συγκέντρωσης του ρύπου κατά μήκος της
διαδρομής από το σημείο Α προς τις κατάντη πηγές και ειδικότερα στη θέση των
πηγών.
Για την ανάλυση της εξέλιξης της ρύπανσης μετά το μηδενισμό της
συγκέντρωσης του ρύπου στο σημείο Α δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η σχέση
(5.13), επειδή αυτή προϋποθέτει ότι η συνοριακή συνθήκη στο σημείο Α είναι
σταθερή (c = co ). Αντίθετα, η διαφορική εξίσωση (5.12) συνεχίζει να ισχύει, θα
πρέπει όμως να επιλυθεί για τη χρονικώς μεταβλητή συνοριακή συνθήκη (c = co για t
< t , και c = 0 για t > t ). Το πρόβλημα μπορεί να επιλυθείαναλυτικά μόνο με τη
μέθοδο της επαλληλίας. Εναλλακτικά, μπορείνα χρησιμοποιηθεί κάποια από τις
αριθμητικές μεθόδους επίλυσης διαφορικών εξισώσεων. Στο συγκεκριμένο
παράδειγμα χρησιμοποιείται η μέθοδος των Πεπερασμένων Διαφορών, η οποία είναι
Εξέλιξη του ρυπαντικού φορτίου μετά την αναίρεση του αιτίου της ρύπανσης 5-23

απλούστερη από τη μέθοδο των Πεπερασμένων Στοιχείων στην προκείμενη


περίπτωση (μονοδιάστατο πρόβλημα).
Για την εφαρμογή της μεθόδου των Πεπερασμένων Διαφορών, η εξίσωση
(5.12):
∂c ∂ 2c ∂c
= A 2 −B (5.21)
∂t ∂x ∂x
όπου: A ≡ D και B ≡ v / n , θα επιλυθεί ως προς τη συγκέντρωση c(x, t) του ρύπου
και συγκεκριμένα θα υπολογισθούν οι τιμές της συγκέντρωσης cij ≡ c (xi , t j ) , όπου:
xi = xi-1 + Δx , xo = 0
tj = tj-1 + Δt , to = 0
και Δx, Δt είναι το βήμα προχώρησης της επίλυσης κατά τον άξονα (x) και τον χρόνο
(t ). Για το σκοπό αυτό, προσεγγίζονται με πεπερασμένες διαφορές οι μερικές
παράγωγοι που υπεισέρχονται στην εξίσωση (5.19) και συγκεκριμένα:
∂c
(xi , t j ) ≈ 1 (ci, j+1 − ci, j ) (5.22α)
∂t Δt
∂c
(xi , t j ) ≈ 1 (ci+1, j − ci−1, j ) (5.22β)
∂x 2(Δx )
∂ 2c
(xi , t j ) ≈ 1 2 (ci−1, j + ci+1, j − 2ci, j ) (5.22γ)
∂x 2
(Δx )
Στη συνέχεια, οι σχέσεις (5.20) αντικαθίστανται στην (5.19) και δίνουν:
⎛ Δt ⎞ ⎧⎛ A B ⎞ 2A ⎛ A B⎞ ⎫
ci , j +1 = ci , j + ⎜ ⎟ ⎨⎜ + ⎟ci −1, j + ci , j + ⎜ − ⎟ ci +1, j ⎬ (5.23)
⎝ Δx ⎠ ⎩⎝ Δx 2 ⎠ Δx ⎝ Δx 2 ⎠ ⎭
Η σχέση αυτή επιτρέπει τον προσδιορισμό της κατανομής της συγκέντρωσης σε κάθε
θέση xi τη χρονική στιγμή (tj+1), εάν είναι γνωστή η κατανομή της συγκέντρωσης την
προηγούμενη χρονική στιγμή (tj). Η εφαρμογή της σχέσης (5.23) διαδοχικά για τις
χρονικές στιγμές t1, t2, ... επιτρέπει την πλήρη επίλυση του προβλήματος για γνωστή
αρχική κατανομή της συγκέντρωσης του ρύπου (για t = to = 0):
co, o = co , c1, 0 = c2, 0 = c3, 0 = … = 0
και τη (μεταβλητή) συνοριακή συνθήκη στη θέση xo = 0:
co, o = c0, 1 = c0, 2 =… = c0, n = c0 (5.24α)
co, n+1 = c0, n+2 = c0, n+3 =… 0 (5.24β)
Στην ανωτέρω σχέση θεωρήθηκε ότι η αναίρεση του αιτίου της ρύπανσης έγινε τη
χρονική στιγμή (tn). Τα αποτελέσματα της επίλυσης φαίνονται στα Σχήματα 5.10 και
5.11, όπου θεωρήθηκε ότι η αναίρεση του αιτίου της ρύπανσης έγινε 24 μήνες μετά
την έναρξη της ρύπανσης του υδροφορέα από τα στραγγίσματα της χωματερής.
5-24 Εξέλιξη της ρύπανσης

Σχήμα 5.10: Εξέλιξη της κατανομής της συγκέντρωσης του ρύπου στην οριζόντια διεύθυνση (κατά
μήκος του υδροφορέα) μετά τη διακοπή του αιτίου της ρύπανσης (που συνέβη τη χρονική στιγμή
t = 24 μήνες).

Το Σχήμα 5.10 παρουσιάζει την εξέλιξη της κατανομής της συγκέντρωσης


κατά μήκος του υδροφορέα (μεταξύ της χωματερής και των κατάντη πηγών) για
διάφορες χρονικές στιγμές μετά τη διακοπή της ρύπανσης. Ενώ η συγκέντρωση του
ρυπαντικού φορτίου μειώνεται ταχέως στις περιοχές που βρίσκονται κοντά στην
πηγή της ρύπανσης (x < 300 m), η συγκέντρωση του ρύπου συνεχίζει να αυξάνει στις
πλέον απομακρυσμένες περιοχές (και συνεπώς στην κατάντη πηγή) για αρκετό
χρόνο μετά τη διακοπή της ρύπανσης (που θεωρήθηκε ότι συνέβη τη στιγμή t = 24
μήνες).
Το Σχήμα 5.11 παρουσιάζει τη χρονική εξέλιξη της συγκέντρωσης του
ρυπαντικού φορτίου στη θέση της κατάντη πηγής. Φαίνεται η βαθμιαία αύξηση του
ρυπαντικού φορτίου που συνεχίζεται για 16 μήνες περίπου μετά την αναίρεση του
αιτίου της ρύπανσης (40-24 = 16) οπότε το ρυπαντικό φορτίο φθάνει τη μέγιστη τιμή,
που είναι αρκετά μεγαλύτερη από την τιμή της συγκέντρωσης όταν διαπιστώθηκε η
ρύπανση (για t = 24 μήνες). Στη συνέχεια η συγκέντρωση του ρύπου μειώνεται
βαθμιαία, αλλά ο χρόνος που απαιτείται για την ουσιαστική εξάλειψη της επιρροής
της ρύπανσης είναι πολύ μεγάλος (περί τα 5 έτη μετά τη διακοπή της ρύπανσης).

Από τις ανωτέρω διερευνήσεις προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:


(1) Υπάρχει σημαντική χρονική υστέρηση μεταξύ της έναρξης της ρύπανσης και της
εμφάνισης του ρύπου στο σημείο εκμετάλλευσης του υδροφορέα. Η υστέρηση
αυτή οφείλεται στη βραδεία κίνηση του ρύπου διαμέσου του εδάφους.
Βιβλιογραφικές αναφορές 5-25

(2) Η ανωτέρω υστέρηση επηρεάζει σημαντικά και την αποτελεσματικότητα των


όποιων μέτρων απορρύπανσης. Συγκεκριμένα, αποδεικνύεται ότι ακόμη και η
πλήρης και άμεση αναίρεση του αιτίου της ρύπανσης δεν έχει άμεση επιρροή
στον περιορισμό του ρυπαντικού φορτίου στο σημείο εκμετάλλευσης και μάλιστα
ότι το ρυπαντικό φορτίο συνεχίζει να αυξάνει επί μεγάλο χρονικό διάστημα μετά
την αναίρεση του αιτίου της ρύπανσης. Η σημαντική αυτή υστέρηση οφείλεται
στη μικρή ταχύτητα μεταφοράς του ρυπαντικού φορτίου διαμέσου του εδάφους
και συνεπώς στο μεγάλο χρόνο που απαιτείται για την απόκριση του
συστήματος: πηγή ρύπανσης-μέσο μεταφοράς ρύπου (έδαφος)-θέση
διαπίστωσης της ρύπανσης στις μεταβολές του ρυπαντικού φορτίου που
επιβάλλονται στην πηγή της ρύπανσης. Σημειώνεται ότι στις πρακτικές
εφαρμογές, εκτός από τη χρονική υστέρηση που αναφέρθηκε παραπάνω,
παρεμβαίνουν και πρόσθετοι δυσμενείς παράγοντες που περιορίζουν ακόμη
περισσότερο την αποτελεσματικότητα των μέτρων απορρύπανσης, όπως η
αδυναμία εντοπισμού του αιτίου και της πηγής της ρύπανσης (π.χ. όταν η πηγή
της ρύπανσης είναι εκτεταμένη) ή η αδυναμία αποτελεσματικής αναίρεσης του
αιτίου της ρύπανσης (π.χ. όταν δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν πλήρως οι
διηθήσεις από μια μεγάλη χωματερή). Για όλους αυτούς τους λόγους τα
προβλήματα της απορρύπανσης είναι δυσεπίλυτα και η αποτελεσματικότητα των
περισσότερων πιθανών παρεμβάσεων είναι πολύ περιορισμένη και έχει υψηλό
κόστος.

5.6 Βιβλιογραφικές αναφορές


Bear J. and Verruijt A. (1987) "Modelling Groundwater Flow and Pollution", D. Reidel publ.

Domenico, P.A. and F.W. Schwartz (1990) “Physical and Chemical Hydrogeology”, John Wiley &
Sons.

Σχήμα 5.11: Χρονική εξέλιξη της συγκέντρωσης του ρύπου στην θέση της κατάντη πηγής:
(α) χωρίς διακοπή της τροφοδοσίας του υδροφορέα με ρυπαντικό φορτίο και
(β) με διακοπή του αιτίου της ρύπανσης τη χρονική στιγμή t = 24 μήνες
5-26 Εξέλιξη της ρύπανσης

Fetter, C.W. (1999) “Contaminant Hydrogeology”, 2nd Ed., Prentice Hall.

Freeze R.A. and J.A. Cherry (1979) “Groundwater”, Prentice Hall.

Konikow L.F. and Brederhoft J.D. (1978) "Techniques of Water-Resources Investigations of the United
States Geological Survey: Computer Model of Two-Dimensional Solute Transport and Dispersion
in Ground Water", Dept. of the Interior Book 7, Chapter C2.

Goode D.J. and Konikow L.F. (1989) "Modification of a Method-of-Characteristics Solute-Transport


Model to Incorporate Decay and Equilibrium-Controlled Sorption or Ion Exchange", Scientific
Software Group.

Rowe R.K. (1987) “Pollutant transport through barriers”, Geotechnical Practice for Waste Disposal,
Proceeding Specialty Conference, ASCE Publication, pp 159-181.
Βιβλιογραφικές αναφορές 5-27

ΤΙΜΕΣ ΤΗΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗΣ ΣΦΑΛΜΑΤΟΣ

Τιμές της συνάρτησης σφάλματος erf(x)


και της συμπληρωματικής συνάρτησης σφάλματος erfc(x), για θετικές τιμές x
________________________________________________________________________
x erf(x) erfc(x) x erf(x) erfc(x)

0 0 1.0 1.1 0.880205 0.119795


0.05 0.056372 0.943628 1.2 0.910314 0.089686
0.1 0.112463 0.887537 1.3 0.934008 0.065992
0.15 0.167996 0.832004 1.4 0.952285 0.047715
0.2 0.222703 0.777297 1.5 0.966105 0.033895
0.25 0.276326 0.723674 1.6 0.976348 0.023652
0.3 0.328627 0.671373 1.7 0.983790 0.016210
0.35 0.379382 0.620618 1.8 0.989091 0.010909
0.4 0.428392 0.571608 1.9 0.992790 0.007210
0.45 0.475482 0.524518 2.0 0.995322 0.004678
0.5 0.520500 0.479500 2.1 0.997021 0.002979
0.55 0.563323 0.436677 2.2 0.998137 0.001863
0.6 0.603856 0.396144 2.3 0.998857 0.001143
0.65 0.642029 0.357971 2.4 0.999311 0.000689
0.7 0.677801 0.322199 2.5 0.999593 0.000407
0.75 0.711156 0.288844 2.6 0.999764 0.000236
0.8 0.742101 0.257899 2.7 0.999866 0.000134
0.85 0.770668 0.229332 2.8 0.999925 0.000075
0.9 0.796908 0.203092 2.9 0.999959 0.000041
0.95 0.820891 0.179109 3.0 0.999978 0.000022
1.0 0.842701 0.157299
________________________________________________________________________
x
2
∫e
−ε 2
erf ( x) = dε
π 0

erfc ( x ) = 1 − erf ( x )

erf ( − x ) = −erf ( x )

erfc (− x) = 1 − erf (− x ) = 1 + erf ( x) = 1 + 1 − erfc ( x) = 2 − erfc ( x)


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

6. Γεωτεχνικές έρευνες υπεδάφους

6.1 Γενικά
Γεωτεχνικές έρευνες του εδάφους και του υπόγειου νερού εκτελούνται στα
ακόλουθα αντικείμενα της Περιβαλλοντικής Γεωτεχνικής:
1. Κατά τη διερεύνηση για τον εντοπισμό κατάλληλων θέσεων προκειμένου να
δημιουργηθούν νέοι χώροι απόθεσης αποβλήτων ή να επεκταθούν ήδη
λειτουργούντες.
2. Κατά το σχεδιασμό συστημάτων προστασίας από τη ρύπανση ή περιορισμού της
περαιτέρω επέκτασης της ρύπανσης.
3. Κατά τη διερεύνηση της πιθανής ρύπανσης εδαφών και υδροφορέων , δηλαδή
προκειμένου να προσδιορισθεί η έκταση και το μέγεθος της ρύπανσης.
4. Κατά το σχεδιασμό μέτρων περιβαλλοντικής αποκατάστασης περιοχών που έχουν
ρυπανθεί (απορρύπανση, επαναχρησιμοποίηση κλπ).
5. Κατά το σχεδιασμό συστημάτων παρακολούθησης της συμπεριφοράς έργων
προστασίας από τη ρύπανση (π.χ. έλεγχος διαφυγών από ταμιευτήρες υγρών
αποβλήτων ή χώρους απόθεσης στερεών αποβλήτων).
Στις περιπτώσεις (1) και (2), οι γεωτεχνικές έρευνες εκτελούνται με το συνήθη τρόπο
(δηλαδή χωρίς ιδιαίτερα μέτρα προστασίας), επειδή, κατά τεκμήριο, τα εδάφη που
διερευνώνται δεν έχουν ρυπανθεί. Αντίθετα, κατά την εκτέλεση των γεωτεχνικών
ερευνών στις περιπτώσεις (3), (4) και (5) θα πρέπει να λαμβάνονται ιδιαίτερα μέτρα
προστασίας και ασφάλειας για να αποφευχθούν τυχόν δυσμενείς συνέπειες από την
έκθεση του προσωπικού σε επικίνδυνες ουσίες ή γενικότερα από διαφυγές ρύπων
προς το περιβάλλον.
Στο Κεφάλαιο αυτό συνοψίζονται κατ’ αρχήν οι γεωτεχνικές έρευνες και
δοκιμές που συνήθως χρησιμοποιούνται για τη διερεύνηση γεω-περιβαλλοντικών
θεμάτων και στη συνέχεια περιγράφονται τα ειδικά μέτρα προστασίας και ασφάλειας
που απαιτούνται κατά τις γεωτεχνικές έρευνες σε περιοχές που έχουν ρυπανθεί.

6.2 Συνήθεις γεωτεχνικές έρευνες


Κατά τη διερεύνηση γεωτεχνικών θεμάτων μεγάλης σημασίας ή μεγάλης
έκτασης, οι γεωτεχνικές έρευνες εκτελούνται συνήθως σε τρεις φάσεις: κατά την
αναγνώριση, την προκαταρκτική έρευνα και τη λεπτομερή έρευνα. Οι φάσεις αυτές
συνήθως συναρτώνται με τα αντίστοιχα στάδια εκπόνησης των μελετών
(προκαταρκτική μελέτη, προμελέτη και οριστική μελέτη).
Η φάση της γεωτεχνικής αναγνώρισης συνήθως περιλαμβάνει τη
συγκέντρωση και αξιολόγηση των διαθέσιμων τοπογραφικών δεδομένων,
γεωλογικών στοιχείων, αεροφωτογραφιών, στοιχείων από προηγούμενες
γεωτεχνικές έρευνες στην ευρύτερη περιοχή και επιτόπου επισκέψεις. Σε ορισμένες
περιπτώσεις κατά τη φάση της αναγνώρισης εκτελούνται και γεωφυσικές
6-2 Γεωτεχνικές έρευνες υπεδάφους

διασκοπήσεις. Σκοπός των γεωτεχνικών ερευνών κατά τη φάση της αναγνώρισης


είναι:
(α) Ο εντοπισμός πιθανών προβλημάτων που θα πρέπει να διερευνηθούν κατά τις
επόμενες φάσεις των ερευνών.
(β) Η σύνταξη του προγράμματος των γεωτεχνικών ερευνών της επόμενης φάσης
(συνήθως προκαταρκτική έρευνα).

Η έκταση της προκαταρκτικής γεωτεχνικής έρευνας εξαρτάται από το είδος του


έργου και τα αποτελέσματα της αναγνώρισης. Η προκαταρκτική έρευνα συνήθως
περιλαμβάνει τη διάνοιξη ερευνητικών φρεάτων, την εκτέλεση περιορισμένου
αριθμού γεωτρήσεων και την εκτέλεση κάποιων εργαστηριακών δοκιμών
εδαφομηχανικής ή/και βραχομηχανικής. Σε ορισμένες περιπτώσεις κατά την
προκαταρκτική έρευνα εκτελούνται και γεωφυσικές διασκοπήσεις. Σκοπός της
προκαταρκτικής έρευνας είναι η διαπίστωση της εδαφικής στρωματογραφίας (είδος
και πάχος των εδαφικών στρώσεων), των υδραυλικών συνθηκών (στάθμες και δίαιτα
του υπογείου ορίζοντα) και των φυσικών, μηχανικών και υδραυλικών ιδιοτήτων των
εδαφικών στρώσεων σε βαθμό λεπτομέρειας ανάλογο της σημασίας και της έκτασης
του έργου. Όσον αφορά τον ελάχιστο αριθμό των γεωτρήσεων που θα πρέπει να
εκτελούνται κατά τη φάση της προκαταρκτικής έρευνας σε διάφορα έργα
περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος, συνιστώνται ενδεικτικά τα εξής (NJDEP, 1984):
1. Έρευνα για χώρους διάθεσης στερεών αποβλήτων:
ΕΛΑΧΙΣΤΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΓΕΩΤΡΗΣΕΩΝ
Έκταση Αριθμός γεωτρήσεων
(στρέμματα) Σύνολο Βαθειές γεωτρήσεις
< 40 4 1
40 - 200 8 2
200 - 400 14 4
400 - 800 20 5
> 800 24 + 1* 6 + 1*
* μια γεώτρηση για κάθε 40 στρέμματα πλέον των 800 στρεμμάτων

2. Ταμιευτήρες υγρών αποβλήτων:


Γεωτρήσεις κατά μήκος του περιμετρικού αναχώματος σε αποστάσεις 30-100 m,
αναλόγως της έκτασης του έργου και των εδαφικών συνθηκών. Πρόσθετες
γεωτρήσεις σε θέσεις τεχνικών έργων (έργα εισόδου, υπερχείλισης κλπ).
3. Διαφράγματα στεγάνωσης και απομόνωσης:
Γεωτρήσεις σε αποστάσεις 100-150 m κατά μήκος του διαφράγματος αναλόγως
του είδους του έργου και των εδαφικών συνθηκών.

Η έκταση και το είδος της λεπτομερούς έρευνας εξαρτώνται από το είδος του
έργου και τις εδαφικές συνθήκες. Συστάσεις σχετικά με τις συνιστώμενες έρευνες
δίνονται στα NAVFAC (1982) και ASCE (1976).
Οι γεωτεχνικές έρευνες διακρίνονται σε επιτόπου έρευνες που εκτελούνται στο
ύπαιθρο και σε εργαστηριακές δοκιμές που εκτελούνται στο εργαστήριο σε εδαφικά
δείγματα που λαμβάνονται κατά τις επιτόπου έρευνες.

6.2.1 Επιτόπου έρευνες


Οι επιτόπου έρευνες περιλαμβάνουν τις γεωφυσικές έρευνες, τη διάνοιξη
ερευνητικών φρεάτων, τη διάνοιξη γεωτρήσεων και την εκτέλεση επιτόπου δοκιμών.
Συνήθεις γεωτεχνικές έρευνες 6-3

6.2.1.1 Γεωφυσικές έρευνες


Οι γεωφυσικές έρευνες εκτελούνται για τη διερεύνηση μεγάλων εκτάσεων
ταχέως και με μικρό κόστος, με σκοπό τον προσδιορισμό της κατά προσέγγιση
στρωματογραφίας. Οι μέθοδοι βασίζονται στον εντοπισμό της διεπιφάνειας μεταξύ
επάλληλων εδαφικών στρώσεων με σημαντική διαφορά ιδιοτήτων και αύξηση των
τιμών των μηχανικών παραμέτρων με το βάθος. Κατά συνέπεια, οι γεωφυσικές
μέθοδοι δεν δίνουν αξιόπιστα αποτελέσματα στις περιπτώσεις που συμβαίνουν
συχνές εναλλαγές εδαφικών στρώσεων με το βάθος, στις περιπτώσεις που οι
ιδιότητες μεταξύ των γειτονικών στρώσεων δεν διαφέρουν σημαντικά (και συνεπώς
δεν υπάρχει διακριτή επιφάνεια) καθώς και στις περιπτώσεις που μια στρώση με
καλύτερες μηχανικές ιδιότητες υπέρκειται μιας στρώσης με υποδεέστερες ιδιότητες.
Οι γεωφυσικές έρευνες απαιτούν και τη διάνοιξη ενός αριθμού γεωτρήσεων για τη
βαθμονόμηση των αποτελεσμάτων τους. Χαρακτηριστική περίπτωση βέλτιστης
απόδοσης των γεωφυσικών μεθόδων είναι ο εντοπισμός της θέσης του βραχώδους
υποβάθρου (π.χ. ασβεστολίθου) σε περίπτωση που οι στρώσεις που υπέρκεινται του
υποβάθρου αποτελούνται από μαλακές αργίλους ή χαλαρές άμμους. Αντίθετα, οι
γεωφυσικές μέθοδοι γενικώς δεν δίνουν αξιόπιστα αποτελέσματα στην περίπτωση
εναλλασσόμενων στρώσεων αποσαθρωμένων και υγιών βραχωδών σχηματισμών ή
στην περίπτωση που οι σχηματισμοί που υπέρκεινται του βραχώδους υποβάθρου
είναι συνεκτικά κορήματα, σκληρές άργιλοι, μάργες κλπ.
Οι κυριότερες γεωφυσικές μέθοδοι είναι:
(α) Σεισμικές μέθοδοι όπως: η μέθοδος της διάθλασης (refraction), της ανάκλασης
υψηλής ευκρίνειας (high resolution reflection) και οι μέθοδοι που εκτελούνται
εντός γεωτρήσεων (uphole, downhole, crosshole).
(β) Ηλεκτρικές μέθοδοι όπως η μέθοδος της ειδικής ηλεκτρικής αντίστασης.
(γ) Άλλες μέθοδοι όπως μαγνητικές μέθοδοι, μέθοδοι βαρύτητας κλπ.

6.2.1.2 Τα ερευνητικά φρέατα


Τα ερευνητικά φρέατα εκσκάπτονται με συνήθη μηχανικά μέσα και συνήθως
φθάνουν σε βάθος 4-5 μέτρων. Συνήθως χρησιμοποιούνται κατά τις έρευνες για
εντοπισμό θέσεων δανειοθαλάμων ή για τη λήψη εδαφικών δειγμάτων μεγάλου
όγκου ή πολύ καλής ποιότητας.

6.2.1.3 Οι γεωτρήσεις
Οι γεωτρήσεις χρησιμοποιούνται για τη διερεύνηση του υπεδάφους σε βάθη
μεγαλύτερα από τα βάθη που διερευνώνται με ερευνητικά φρέατα. Για τη διάνοιξη
των γεωτρήσεων χρησιμοποιούνται οι εξής μέθοδοι:
(α) Η ελικοειδής διάτρηση (hollow-stem continuous flight auger). Η μέθοδος
συνίσταται στην προώθηση μέσω περιστροφής ενός κοίλου σωλήνα με
ελικοειδές σπείρωμα στην εξωτερική πλευρά. Διαταραγμένα εδαφικά δείγματα
λαμβάνονται από το υλικό που εισέρχεται στο εσωτερικό του σωλήνα αλλά και το
υλικό που συγκρατείται στις σπείρες του τοιχώματος.
(β) Η υδραυλική διάτρηση (wash-type boring), κατά την οποία η προώθηση της
γεώτρησης γίνεται μέσω ενός μεταλλικού στελέχους με την εισπίεση νερού που
παρασύρει τα εδαφικά τεμάχια προς την επιφάνεια. Η μέθοδος είναι ταχεία και
έχει μικρό κόστος. Το κύριο μειονέκτημά της είναι η αδυναμία λήψεως
αντιπροσωπευτικών εδαφικών δειγμάτων. Κυρίως χρησιμοποιείται στις
περιπτώσεις που απλώς ζητείται να εντοπισθεί η θέση του βραχώδους
υποβάθρου που υπόκειται χαλαρών εδαφικών σχηματισμών.
6-4 Γεωτεχνικές έρευνες υπεδάφους

(γ) Η κρουστική διάτρηση (percussion drilling, shell and auger, cable tool, churn
drilling), κατά την οποία η προώθηση της γεώτρησης γίνεται με θρυμματισμό των
πετρωμάτων στον πυθμένα της οπής μέσω κρούσης. Η έξοδος των εδαφικών
τεμαχών από την οπή γίνεται συνήθως με την κυκλοφορία νερού που παρασύρει
τα εδαφικά θραύσματα. Κατά τη μέθοδο αυτή λαμβάνονται μόνον διαταραγμένα
εδαφικά δείγματα.
(δ) Η περιστροφική διάτρηση (rotary drilling) κατά την οποία η προχώρηση της οπής
γίνεται με την περιστροφή της γεωτρητικής στήλης η οποία στο άκρο της φέρει
ειδική κοπτική κεφαλή. Η κοπτική κεφαλή μπορεί να είναι συμπαγής (π.χ.
“τρίφτερο”) ή κοίλη (κορώνα). Η ψύξη της κοπτικής κεφαλής γίνεται με νερό το
οποίο κατά την κυκλοφορία του παρασύρει τα εδαφικά θραύσματα. Στην
περίπτωση της χρήσης κοίλης κοπτικής κεφαλής, συνήθως η διάτρηση
συνδυάζεται με ταυτόχρονη δειγματοληψία με την τοποθέτηση κατάλληλου
δειγματολήπτη μεταξύ της κοπτικής κεφαλής και της διατρητικής στήλης. Η
περιστροφική διάτρηση είναι η συνηθέστερη μέθοδος εκτέλεσης γεωτρήσεων
στην Ελλάδα.
Κατά την εκτέλεση των γεωτρήσεων συνήθως γίνεται και εδαφική δειγματοληψία
μέσω κατάλληλων δειγματοληπτών (samplers). Οι τύποι των δειγματοληπτών που
χρησιμοποιούνται συνήθως είναι:
(α) Ο διαιρετός δειγματολήπτης (split barrel) που συνδυάζεται με την εκτέλεση της
επιτόπου δοκιμής Πρότυπης Διείσδυσης (Standard Penetration Test - SPT). Ο
δειγματολήπτης αυτός έχει εσωτερική διάμετρο 1.375 ιντσών (35 mm) και μήκος
45-75 cm. Τα εδαφικά δείγματα που λαμβάνονται είναι διαταραγμένα λόγω της
κρουστικής μεθόδου προώθησης που συνδέεται με την εκτέλεση της δοκιμής
SPT. Χρησιμοποιείται για τη δειγματοληψία εδαφικών υλικών.
(β) Οι δειγματολήπτες με ελικοειδές σπείρωμα (hollow stem auger). Η εσωτερική
διάμετρος του δειγματολήπτη είναι συνήθως 3-4 ίντσες (75-100 mm). Η
προχώρηση του δειγματολήπτη γίνεται μέσω περιστροφής και το δείγμα που
λαμβάνεται είναι διαταραγμένο. Χρησιμοποιείται για τη δειγματοληψία εδαφικών
υλικών.
(γ) Οι δειγματολήπτες λεπτού τοιχώματος τύπου Shelby, Osterberg (υδραυλικού
εμβόλου), Denison και σταθερού εμβόλου (stationary piston). Οι δειγματολήπτες
αυτοί προωθούνται με πίεση και χρησιμοποιούνται για τη λήψη αδιατάρακτων
δειγμάτων σε σχετικώς μαλακά/χαλαρά εδαφικά υλικά. Η εσωτερική διάμετρος
των δειγματοληπτών αυτών είναι 2.875 - 3.875 ίντσες (73-100 mm) και το μήκος
τους συνήθως 30 ίντσες (75 cm).
(δ) Οι δειγματολήπτες σκληρών πετρωμάτων (καροταρίες) που χρησιμοποιούνται
για τη δειγματοληψία σκληρών εδαφών και βράχων κατά την περιστροφική
προώθηση της γεώτρησης. Οι καροταρίες είναι τριών τύπων: απλού τοιχώματος
(single tube), διπλού τοιχώματος (double tube) και τριπλού τοιχώματος (triple
tube). Οι καροταρίες διπλού και τριπλού τοιχώματος χρησιμοποιούνται για την
ανάκτηση δειγμάτων καλύτερης ποιότητας (αδιαταράκτων), επειδή το εδαφικό
δείγμα δεν επηρεάζεται από το νερό που χρησιμοποιείται για την ψύξη της
κοπτικής κεφαλής κατά τη διάνοιξη της γεώτρησης. Συχνά εδαφικά δείγματα
ανακτώνται με την απλή καροταρία με χρήση της λεγόμενης “μεθόδου φραγμού”.
Κατά τη μέθοδο αυτή η καροταρία προωθείται (με περιστροφή) χωρίς την
κυκλοφορία νερού για την ψύξη της κοπτικής κεφαλής, με συνέπεια το εδαφικό
δείγμα να είναι αντιπροσωπευτικό. Όμως, λόγω της θερμοκρασίας που
αναπτύσσεται, το δείγμα ξηραίνεται και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως
αδιατάρακτο.
Συνήθεις γεωτεχνικές έρευνες 6-5

6.2.1.4 Επιτόπου δοκιμές


Οι κυριότερες επιτόπου δοκιμές που χρησιμοποιούνται κατά τις γεωτεχνικές
έρευνες εδαφικών και βραχωδών σχηματισμών είναι:
(α) Η δοκιμή Πρότυπης Διείσδυσης (Standard Penetration Test - SPT)
Η δοκιμή συνίσταται στην προώθηση του διαιρετού δειγματολήπτη Terzaghi με
κρουστική μέθοδο (πτώση βάρους 140 λιβρών από ύψος 30 ιντσών) και την
καταγραφή του αριθμού (Ν) των κρούσεων που απαιτούνται για την προώθηση
του δειγματολήπτη κατά 12 ίντσες (30 cm). Κατά την εκτέλεση της δοκιμής
λαμβάνεται και διαταραγμένο εδαφικό δείγμα στο εσωτερικό του διαιρετού
δειγματολήπτη. Η εκτέλεση της δοκιμής περιγράφεται στην προδιαγραφή ASTM
D 1586. Η δοκιμή συνήθως εκτελείται σε τακτά διαστήματα προώθησης της
γεώτρησης (π.χ. ανά 1.50 - 2.00 μέτρα βάθους) και έτσι προκύπτει διάγραμμα
της κατανομής του αριθμού κρούσεων Ν με το βάθος. Η δοκιμή SPT μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση της σχετικής πυκνότητας των αμμωδών εδαφών
και της συνεκτικότητας (αντοχής) των αργιλικών εδαφών. Η χρησιμοποίηση της
δοκιμής σε υλικά απορριμμάτων συνήθως δίνει αποτελέσματα με ευρύτατη
διασπορά (που οφείλεται στην τυχαία σύνθεση των απορριμμάτων) και συνεπώς
δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση της πυκνότητάς των.
(β) Η δοκιμή Διείσδυσης Κώνου (Cone Penetration Test - CPT)
Η δοκιμή συνίσταται στη συνεχή προχώρηση εντός του εδάφους ενός μεταλλικού
στελέχους με κωνική αιχμή (κώνος γωνίας 60ο) εμβαδού 10 cm2 με ταχύτητα 1-2
cm/sec. Κατά την προχώρηση του στελέχους μετράται η αντίσταση στη διείσδυση
της αιχμής και η πλευρική τριβή σε τμήμα της πλευρικής επιφάνειας του
μεταλλικού στελέχους. Η εκτέλεση της δοκιμής περιγράφεται λεπτομερώς στην
προδιαγραφή ASTM D3441. Από τις μετρούμενες τιμές της αντοχής αιχμής (qc )
και της πλευρικής τριβής (fs ) μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα για το είδος
και τη μηχανική αντοχή των εδαφικών σχηματισμών που συναντώνται κατά τη
διείσδυση του κώνου. Η δοκιμή δεν επιτρέπει τη λήψη εδαφικών δειγμάτων. Σε
ορισμένες διατάξεις της δοκιμής κώνου, εκτός από τα μεγέθη qc και fc μετράται
και η πίεση πόρων στην περιοχή της αιχμής του κώνου.
(γ) Η δοκιμή Πρεσιομέτρου (Pressuremeter test)
Η δοκιμή συνίσταται στην πλευρική διόγκωση ενός κυλινδρικού στοιχείου το
οποίο τοποθετείται στο εσωτερικό της γεώτρησης και αρχικά έχει διάμετρο ίση με
τη διάμετρο της οπής της γεώτρησης. Κατά τη δοκιμή μετράται η διόγκωση που
προκαλείται από μια συγκεκριμένη αύξηση της πίεσης στο εσωτερικό του
κυλινδρικού στοιχείου. Από τις μετρούμενες τιμές της πίεσης και της αντίστοιχης
διόγκωσης μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα για το μέτρο ελαστικότητας
και την αστράγγιστη διατμητική αντοχή του εδάφους.
(δ) Η δοκιμή Πτερυγίου (Field Vane test)
Η δοκιμή συνίσταται στην τοποθέτηση εντός του εδάφους (π.χ. στον πυθμένα της
οπής μιας γεώτρησης) ενός μεταλλικού στοιχείου που αποτελείται από δυο
κατακόρυφα μεταλλικά ελάσματα κάθετα μεταξύ τους. Τα ελάσματα συνδέονται
με κατακόρυφο μεταλλικό στέλεχος το οποίο φθάνει μέχρι την επιφάνεια του
εδάφους και μπορεί να περιστραφεί με ειδικό μηχανισμό. Κατά την εκτέλεση της
δοκιμής (που περιγράφεται στην προδιαγραφή ASTM D2573) περιστρέφεται το
μεταλλικό στέλεχος με τα μεταλλικά ελάσματα και μετράται η ροπή που απαιτείται
για την περιστροφή. Από τα δεδομένα αυτά μπορούν να συναχθούν
συμπεράσματα για την αστράγγιστη διατμητική αντοχή του εδαφικού υλικού.
(ε) Η δοκιμή φόρτισης πλάκας
6-6 Γεωτεχνικές έρευνες υπεδάφους

Κατά τη δοκιμή αυτή φορτίζεται με κατακόρυφο φορτίο μια μεταλλική πλάκα


(διαμέτρου 30 cm) που τοποθετείται στην επιφάνεια του εδάφους και μετράται η
υποχώρηση που αντιστοιχεί σε κάθε βαθμίδα της φόρτισης. Η δοκιμή
περιγράφεται στην προδιαγραφή ASTM D1194. Από τη δοκιμή μπορούν να
συναχθούν συμπεράσματα για το μέτρο ελαστικότητας του εδάφους ακριβώς
κάτω από την πλάκα. Το κυριότερο μειονέκτημα της δοκιμής είναι ότι το βάθος
επιρροής (δηλαδή το πάχος του εδαφικού στρώματος που επηρεάζεται από τη
δοκιμή) είναι μικρό με συνέπεια οι μετρούμενες ιδιότητες να αντιπροσωπεύουν
μια μικρή εδαφική στρώση πάχους της τάξεως των 50 cm κάτω από την πλάκα.
Η εκτέλεση της δοκιμής σε μεγαλύτερα βάθη δεν είναι ευχερής λόγω των
απαιτούμενων εκσκαφών.
(στ) Μέτρηση της στάθμης του υπογείου ορίζοντα
Η μέτρηση της στάθμης του υπογείου ορίζοντα γίνεται με όργανα που
ονομάζονται πιεζόμετρα. Τα όργανα αυτά συνήθως είναι τεσσάρων τύπων:
1. Τα κοινά πιεζόμετρα ή πιεζόμετρα ανοικτού σωλήνα (stand-pipe piezometers)
τα οποία αποτελούνται από ένα κατακόρυφο σωλήνα που διαθέτει οπές στο
κατώτερο τμήμα του. Το νερό εισέρχεται στο σωλήνα και δημιουργεί στάθμη η
οποία μετράται με κατάλληλη βολίδα. Από την παρατηρούμενη στάθμη
υπολογίζεται η υδατική πίεση στην περιοχή μέτρησης του σωλήνα.
2. Τα πιεζόμετρα κεραμικής κεφαλής (ceramic tip piezometers), τα οποία
αποτελούνται από μια κεραμική κεφαλή που επιτρέπει την είσοδο του νερού
αλλά όχι και του αέρα. Η κεραμική κεφαλή που τοποθετείται στον πυθμένα
μιας γεώτρησης συνδέεται με την επιφάνεια του εδάφους με δυο λεπτούς
πλαστικούς σωλήνες μέσω των οποίων μετράται η υδατική πίεση στη στάθμη
της κεραμικής κεφαλής.
3. Τα πιεζόμετρα με διεπιφάνεια αέρα-νερού (air-actuated piezometers). Τα
πιεζόμετρα αυτά έχουν επίσης μια κεραμική κεφαλή εντός της οποίας υπάρχει
μια ελαστική μεμβράνη. Η μεμβράνη πιέζεται από τη μια πλευρά από
πεπιεσμένο αέρα και από την άλλη από το υπόγειο νερό. Η πίεση του αέρα
ρυθμίζεται από την επιφάνεια μέχρις ότου γίνει ίση με την πίεση του υπόγειου
νερού. Με τον τρόπο αυτό μετράται η πίεση του υπόγειου νερού.
4. Τα ηλεκτρικά πιεζόμετρα (electrical piezometers). Τα πιεζόμετρα αυτά
περιέχουν μια εύκαμπτη μεταλλική μεμβράνη της οποίας η παραμόρφωση
μετράται με ηλεκτρικούς μετρητές (strain gauges). Η πίεση του υπόγειου
νερού ασκείται στη μεταλλική μεμβράνη η οποία παραμορφώνεται και το
ηλεκτρικό σήμα που καταγράφεται λόγω της παραμόρφωσης της μεμβράνης
επιτρέπει τον υπολογισμό της πίεσης του υπόγειου νερού.
(ζ) Μέτρηση της υδραυλικής αγωγιμότητας
Η μέτρηση της υδραυλικής αγωγιμότητας του εδάφους συνήθως γίνεται με τις
δοκιμές εισπιέσεως. Οι δοκιμές αυτές βασίζονται στην εισπίεση νερού στο
εσωτερικό μιας γεώτρησης και τη μέτρηση των διαφυγών (απωλειών) που
αντιστοιχούν σε μια συγκεκριμένη πίεση ή, ισοδύναμα, στη μέτρηση της πίεσης
που αντιστοιχεί σε ορισμένες διαφυγές. Υπάρχουν τριών τύπων δοκιμές
εισπιέσεως:
1. Η δοκιμή τύπου Lugeon, κατά την οποία γίνεται εισπίεση μέχρι 1 MPa και
μετρώνται οι διαφυγές.
2. Η δοκιμή τύπου Maag, κατά την οποία η γεώτρηση πληρούται με νερό και στη
συνέχεια η στάθμη του νερού αφήνεται να πέφτει λόγω των διαφυγών και
μετράται ο ρυθμός πτώσης της στάθμης.
Συνήθεις γεωτεχνικές έρευνες 6-7

3. Η δοκιμή τύπου Lefranc, κατά την οποία η οπή της γεώτρησης διατηρείται
πλήρης με νερό και μετράται η παροχή τροφοδοσίας που είναι απαραίτητη για
τη διατήρηση σταθερής στάθμης.
Η αξιολόγηση των ανωτέρω μετρήσεων επιτρέπει την εκτίμηση του συντελεστή
υδραυλικής αγωγιμότητας του εδάφους.
Η μέτρηση της υδραυλικής αγωγιμότητας του εδάφους μπορεί να γίνει και με
δοκιμαστικές αντλήσεις. Κατά τις δοκιμές αυτές αντλείται μια γεώτρηση με
ορισμένη παροχή και μετράται η επιτυγχανόμενη ταπείνωση της στάθμης στην
ίδια τη γεώτρηση και σε δορυφορικά πιεζόμετρα που κατασκευάζονται σε
διάφορες αποστάσεις από την αντλούμενη γεώτρηση. Το Κεφάλαιο 3 παρουσιάζει
τις μεθόδους εκτίμησης των υδραυλικών χαρακτηριστικών των εδαφών μέσω
δοκιμαστικών αντλήσεων.

6.2.2 Εργαστηριακές δοκιμές


Οι εργαστηριακές δοκιμές εδαφομηχανικής που εκτελούνται κατά τις συνήθεις
γεωτεχνικές έρευνες είναι:
1. Δοκιμές κατατάξεως
1.1 Κοκκομετρική ανάλυση με κόσκινα
1.2 Κοκκομετρική ανάλυση με υγρόμετρο
1.3 Προσδιορισμός ορίων Atterberg
1.4 Προσδιορισμός φυσικής υγρασίας
1.5 Προσδιορισμός φαινομένου βάρους εδάφους
1.6 Προσδιορισμός ειδικού βάρους κόκκων
1.7 Προσδιορισμός περιεκτικότητας σε οργανικά
2. Δοκιμές συμπυκνωσιμότητας
2.1 Προσδιορισμός βέλτιστης υγρασίας συμπύκνωσης και μέγιστης ξηρής
πυκνότητας (δοκιμή Proctor)
2.2 Δοκιμή CBR
3. Δοκιμές συμπιεστότητας
3.1 Δοκιμή συμπιεσομέτρου
4. Δοκιμές μηχανικής αντοχής
4.1 Δοκιμή ανεμπόδιστης θλίψης
4.2 Διαφόρων τύπων τριαξονικές δοκιμές
4.3 Απλή διάτμηση
4.4 Απευθείας διάτμηση
4.5 Δακτυλιοειδής διάτμηση
5. Δοκιμές διαπερατότητας
5.1 Δοκιμή σταθερού φορτίου
5.2 Δοκιμή μειούμενου φορτίου
Οι ανωτέρω δοκιμές περιγράφονται αναλυτικά στις προδιαγραφές ASTM (American
Society for Testing Materials). Για ορισμένες από τις δοκιμές αυτές υπάρχουν και
αντίστοιχες Ελληνικές Προδιαγραφές.
Οι εργαστηριακές δοκιμές βραχομηχανικής που εκτελούνται κατά τις συνήθεις
γεωτεχνικές έρευνες είναι:
1. Δοκιμές κατατάξεως
1.1 Προσδιορισμός ειδικού βάρους και πυκνότητας
1.2 Προσδιορισμός υδραπορροφητικότητας
2. Δοκιμές μηχανικής αντοχής
2.1 Δοκιμή μοναξονικής θλίψης (uniaxial compression)
2.2 Δοκιμή σημειακής φόρτισης (point load)
6-8 Γεωτεχνικές έρευνες υπεδάφους

2.3 Δοκιμή θλίψης κατά γενέτειρα (Brazilian test)


3. Δοκιμές καταλληλότητας αδρανών υλικών
3.1 Δοκιμή υγείας
3.2 Δοκιμή αντοχής σε φθορά και κρούση (Los Angeles test)
3.3 Δοκιμή ευθρυπτότητας (slake durability test)

6.3 Ειδικές γεωτεχνικές έρευνες


Σε περιοχές που έχουν ρυπανθεί ή υπάρχει υποψία ότι μπορεί να έχουν
ρυπανθεί από απόβλητα που πιθανώς είναι επικίνδυνα ή τοξικά, πρέπει να
εκτελούνται πέραν των συνήθων ερευνών και άλλες (ειδικές) γεωτεχνικές έρευνες για
τον εντοπισμό και τον ποσοτικό προσδιορισμό της ρύπανσης.
Σύμφωνα με το σχετικό Βρετανικό Προκαταρκτικό Κανονισμό DD175 (1988),
σκοπός των γεωτεχνικών ερευνών σε περιοχές που πιθανόν να έχουν ρυπανθεί
είναι:
(1) Να προσδιορισθούν οι πιθανοί κίνδυνοι για τους εργαζόμενους των υπό
κατασκευήν έργων, τους μελλοντικούς κατοίκους των έργων αλλά και για το
περιβάλλον της περιοχής γενικότερα.
(2) Να προσδιορισθεί ο βαθμός ρύπανσης του εδάφους και των υπογείων υδάτων,
και συνεπώς να αποφασισθεί αν απαιτείται η λήψη άμεσων μέτρων επέμβασης
(π.χ. μέτρων απορρύπανσης) ή αν θα απαιτηθεί η λήψη τέτοιων μέτρων στο
μέλλον.
(3) Να παράσχουν τις απαραίτητες γεωτεχνικές πληροφορίες για τη λήψη των
αναγκαίων μέτρων προστασίας από τη ρύπανση ή την πιθανή επέκταση της
ρύπανσης.
(4) Να εντοπισθούν τα εδαφικά υλικά τα οποία, λόγω επικινδυνότητας, πιθανόν
απαιτείται να απομακρυνθούν και να διατεθούν σε ειδικούς χώρους απόθεσης.
(5) Να παράσχουν τις μετρήσεις αναφοράς της ρύπανσης, ως προς τις οποίες θα
πρέπει να συγκρίνονται οι μελλοντικές μετρήσεις της ρύπανσης μετά την εκτέλεση
κάποιου προγράμματος απορρύπανσης.
(6) Να παράσχει τα απαραίτητα στοιχεία για τη σύγκριση διαφόρων θέσεων ως προς
το βαθμό ρύπανσης.

Κατά την εκτέλεση των γεωτεχνικών ερευνών σε περιοχές που έχουν ρυπανθεί θα
πρέπει να λαμβάνονται ειδικά μέτρα προστασίας και ασφάλειας. Στις ΗΠΑ τα μέτρα
προστασίας και ασφάλειας κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες αναλόγως του
βαθμού ρύπανσης:
1. Η κατηγορία 4 (Level D) περιλαμβάνει έρευνες σε περιοχές όπου δεν έχουν
εντοπισθεί επικίνδυνα ή τοξικά απόβλητα. Τα μέτρα προστασίας συνίστανται στη
χρήση συνήθους στολής εργασίας (φόρμα, προστατευτικό κράνος, μπότες) και
ειδικά προστατευτικά γυαλιά σε ορισμένες περιπτώσεις.
2. Η κατηγορία 3 (Level C) περιλαμβάνει συνήθεις έρευνες σε χώρους διάθεσης
αστικών στερεών αποβλήτων. Τα μέτρα προστασίας συνίστανται στη χρήση
προστατευτικής στολής μιας χρήσεως, υποδημάτων ασφαλείας, προστατευτικού
κράνους, πλαστικών γαντιών, πλήρους προστασίας του προσώπου και
συστήματος καθαρισμού του εισπνεόμενου αέρα.
3. Η κατηγορία 2 (Level B) απαιτεί τη χρήση αυτόνομης αναπνευστικής συσκευής
(self-contained breathing apparatus - SCBA), αδιαπέρατης προστατευτικής στολής
μιας χρήσεως, προστατευτικές μπότες και γάντια.
Ειδικές γεωτεχνικές έρευνες 6-9

4. Η κατηγορία 1 (Level A) αφορά τις περιπτώσεις όπου αναμένονται οι


δυσμενέστερες δυνατές συνθήκες ρύπανσης. Απαιτείται η χρήση πλήρους
προστατευτικής στολής και αυτόνομης αναπνευστικής συσκευής.
Κατά την εκτέλεση των γεωτεχνικών ερευνών σε περιοχές που έχουν ρυπανθεί θα
πρέπει να γίνεται περιοδικός έλεγχος για την ύπαρξη εκρηκτικών αερίων (ιδίως κατά
την εκτέλεση γεωτρήσεων). Συγκεκριμένα, εάν η συγκέντρωση του μεθανίου
προσεγγίσει το 15% που αποτελεί το κατώτερο όριο εκρηκτικότητας (lower explosive
limit - LEL) απαιτείται ο άμεσος αερισμός του χώρου και η παύση των εργασιών στην
περιοχή. Η παρουσία μεθανίου είναι συνηθέστατη στους χώρους απόθεσης αστικών
απορριμμάτων λόγω της παραγωγής του κατά την αναερόβια σήψη των οργανικών
ουσιών.
Οι ειδικές γεωτεχνικές έρευνες που εκτελούνται σε περιοχές που έχουν
ρυπανθεί περιλαμβάνουν χημικές αναλύσεις δειγμάτων του εδάφους και του
υπόγειου νερού. Οι αναλύσεις που συνήθως γίνονται στο έδαφος και το υπόγειο νερό
(κατά περίπτωση) φαίνονται στους ακόλουθους πίνακες.
ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΣΕ ΕΔΑΦΙΚΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ
Κατιόντα Ανιόντα Λοιπές αναλύσεις
pH Ανθρακικά Ικανότητα ανταλλαγής ιόντων (CEC)
Ασβέστιο Φωσφορικά Ικανότητα προσρόφησης ιόντων (CAC)
Μαγνήσιο Χλωριόντα Ολικός οργανικός άνθρακας (TOC)
Νάτριο Ανιόντα αζώτου Υδρογονάνθρακες πετρελαιοειδών
Μαγγάνιο Ανιόντα πυριτίου Πτητικά οργανικά
Σίδηρος Λοιποί υδρογονάνθρακες
Κάλιο BTEX

ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΣΕ ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΥΠΟΓΕΙΟΥ ΝΕΡΟΥ


Γενικές αναλύσεις Ανόργανες αναλύσεις Οργανικές αναλύσεις
pH Κατιόντα Ανιόντα Βενζόλιο
Οξικότητα/αλκαλικότητα Νάτριο Χλωριόντα Αιθυλο-βενζόλιο
Ολικά στερεά Μαγνήσιο Νιτρικά Τολουόλιο
Διηθούμενα στερεά Ασβέστιο Νιτρώδη Ξυλένιο
Πτητικά στερεά Κάλιο Φωσφορικά Υδρογονάνθρακες
Διαλυμένο οξυγόνο Μαγγάνιο Πυριτικά πετρελαιοειδών
Διαλυμένο CO2 Σίδηρος Θειικά Άλλες αναλύσεις
Διαλυμένο μεθάνιο Αμμωνία
Αγωγιμότητα Λοιπά Μέταλλα
Θερμοκρασία Αρσενικό Μόλυβδος
Ox/redox Βάριο Υδράργυρος
Ολικός οργανικός άνθρακας (TOC) Κάδμιο Σελήνιο
Χημικώς απαιτούμενο οξυγόνο (COD) Χρώμιο Άργυρος
Βιοχημικώς απαιτούμενο οξυγόνο (BOD)

Τα αποδεκτά όρια της ρύπανσης από τους διάφορους ρύπους


παρουσιάζονται στο Κεφάλαιο 2.
6-10 Γεωτεχνικές έρευνες υπεδάφους

Κατά τις γεωτεχνικές έρευνες σε περιοχές που έχουν ρυπανθεί, θα πρέπει να


δίνεται ιδιαίτερη προσοχή ώστε να αποφεύγεται η πιθανή επέκταση της ρύπανσης
λόγω των ερευνητικών εργασιών. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να δίνεται προσοχή:
1. Στην κατάλληλη διάθεση των αποβλήτων από τις γεωτεχνικές εργασίες (π.χ.
επιστρέφοντα νερά της γεώτρησης, εδαφικά δείγματα, ύδατα έκπλυσης των
μηχανημάτων κλπ).
2. Στην αποφυγή επέκτασης της ρύπανσης λόγω επικοινωνίας μεταξύ επάλληλων
υδροφορέων μέσω της οπής της γεώτρησης, κυρίως μετά το πέρας των
γεωτρητικών εργασιών (Σχήματα 6.1 και 6.2). Για το λόγο αυτό οι οπές των
γεωτρήσεων μετά το πέρας των εργασιών θα πρέπει να σφραγίζονται επιμελώς
με τσιμεντένεμα.

6.4 Έλεγχος της συμπυκνωσιμότητας των εδαφών


Σε περίπτωση επαναχρησιμοποίησης χώρων απόθεσης στερεών αποβλήτων,
συνήθως απαιτείται η συμπύκνωση των επιτόπου υλικών για τη βελτίωση των
μηχανικών τους ιδιοτήτων, δεδομένου ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η απόθεση
των στερεών αποβλήτων στους χώρους απόθεσης γίνεται ανεξέλεγκτα. Επιπλέον, η
χρησιμοποίηση συμπυκνωμένων αργιλικών στρώσεων για την υδραυλική
απομόνωση χώρων απόθεσης αποβλήτων είναι συνήθης. Τα υλικά αυτά
χρησιμοποιούνται τόσο ως μονωτικές στρώσεις στον πυθμένα (κάτω από τη στρώση
συλλογής του στραγγίσματος) όσο και κατά την τελική κάλυψη των χώρων, με κύριο
σκοπό τον περιορισμό της κατείσδυσης ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, τα οποία
τελικώς αυξάνουν τον όγκο του ρυπογόνου υγρού στραγγίσματος. Στις ανωτέρω
περιπτώσεις, μέσω της συμπύκνωσης, επιτυγχάνονται η βελτίωση των μηχανικών
ιδιοτήτων των εδαφικών υλικών και η μείωση της υδραυλικής τους αγωγιμότητας.
Η επιτόπου συμπύκνωση των εδαφικών υλικών γίνεται με διάφορους τρόπους
αναλόγως της φύσης αλλά και της προβλεπόμενης χρήσης τους μετά τη
συμπύκνωση. Η συμπύκνωση των στερεών αποβλήτων, όπως π.χ. των αστικών
απορριμμάτων, στερεών αποβλήτων ορυχείων, αδρανών προϊόντων κατεδαφίσεων
(μπάζων), συνήθως γίνεται με τη μέθοδο της δυναμικής συμπύκνωσης. Κατά τη
μέθοδο αυτή, τα υλικά συμπυκνώνονται με την ενέργεια που προκαλείται από τις

Σχήμα 6.1: Επικοινωνία μεταξύ επάλληλων υδροφορέων μέσω της οπής της γεώτρησης
Έλεγχος της συμπυκνωσιμότητας των εδαφών 6-11

επαναλαμβανόμενες πτώσεις μεταλλικής πλάκας βάρους 1-2 τόννων από ύψος 20-
30 μέτρων. Η διαδικασία των διαδοχικών πτώσεων γίνεται με κατάλληλο γερανό ο
οποίος ανυψώνει τη μεταλλική πλάκα και στη συνέχεια της επιτρέπει την ελεύθερη
πτώση από το προβλεπόμενο ύψος. Η μέθοδος της δυναμικής συμπύκνωσης είναι
πολύ αποδοτική, έχει μικρό κόστος (σε σχέση με άλλες μεθόδους συμπύκνωσης) και
μπορεί να γίνει σε μικρό χρονικό διάστημα. Το κυριότερο μειονέκτημά της είναι οι
δονήσεις που προκαλούνται κατά την πτώση του βάρους. Η μέθοδος δεν μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για τη συμπύκνωση των κορεσμένων αργιλικών υλικών.
Η συμπύκνωση των αργιλικών υλικών για τη χρησιμοποίησή τους ως
στεγανωτικών μεμβρανών (clay liners) γίνεται με τις συνήθεις μεθόδους
συμπύκνωσης των αργίλων, δηλαδή με διαδοχικές διελεύσεις κατάλληλων
οδοστρωτήρων σε στρώσεις μικρού πάχους (15-30 cm) και με την κατάλληλη
υγρασία συμπυκνώσεως. Με τη συμπύκνωση:
1. Μειώνεται η συμπιεστότητα του εδάφους και συνεπώς οι υποχωρήσεις μετά την
κατασκευή του έργου.
2. Αυξάνεται η διατμητική αντοχή και συνεπώς ο συντελεστής ασφαλείας των
πρανών.
3. Βελτιώνεται η φέρουσα ικανότητα και συνεπώς αυξάνεται η επιτρεπόμενη τάση
έδρασης των θεμελίων των έργων.
4. Ελέγχονται οι μεταβολές του όγκου που προέρχονται από τον παγετό και
μεταβολές της υγρασίας.
5. Οι ιδιότητες του εδάφους γίνονται περισσότερο ομοιόμορφες, δηλαδή μειώνεται η
τυχαία ανομοιομορφία των φυσικών εδαφικών σχηματισμών.
Η συμπύκνωση των εδαφών με την προσθήκη μηχανικής ενέργειας μπορεί να γίνει
με διάφορους τρόπους. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στα κοκκώδη εδάφη η
προσφορότερη ίσως μέθοδος συμπύκνωσης είναι η δόνηση (π.χ. με δονητικούς
οδοστρωτήρες ή με ελεύθερη πτώση βάρους). Τα συνεκτικά εδάφη στο εργαστήριο
συμπυκνώνονται με πολλαπλές πτώσεις βάρους, ενώ στα χωματουργικά έργα
χρησιμοποιούνται μηχανικοί οδοστρωτήρες.
Οι βασικές μέθοδοι συμπύκνωσης των εδαφών μελετήθηκαν από τον R.R.
Proctor στις ΗΠΑ περί το 1930, ο οποίος ανέπτυξε την κυριότερη εργαστηριακή

Σχήμα 6.2: Επέκταση της ρύπανσης προς βαθύτερους υδροφορείς μέσω της οπής της γεώτρησης
6-12 Γεωτεχνικές έρευνες υπεδάφους

μέθοδο μελέτης της συμπύκνωσης εδαφών, που φέρει το όνομά του (μέθοδος
Proctor). Κατά τις έρευνες του Proctor διαπιστώθηκε ότι, με την προσθήκη μηχανικής
ενέργειας σε ένα εδαφικό δοκίμιο, η επιτυγχανόμενη συμπύκνωση (που εκφράζεται
ποσοτικά με την πυκνότητα του ξηρού υλικού ρd ) εξαρτάται από:
(i) το είδος του εδαφικού υλικού
(ii) την ενέργεια συμπύκνωσης ανά μονάδα όγκου του δοκιμίου και
(iii) την υγρασία του εδάφους κατά τη συμπύκνωση.

Κατά την εργαστηριακή δοκιμή Proctor, η συμπύκνωση του εδαφικού


δείγματος γίνεται σε μεταλλικό δοχείο ορισμένου όγκου με πτώση σφύρας
συγκεκριμένου βάρους από ορισμένο ύψος και η ενέργεια συμπύκνωσης μετράται με
τον αριθμό των πτώσεων της σφύρας ή, ακριβέστερα, με τη συνολική ενέργεια
πτώσης της σφύρας ανά μονάδα όγκου του εδαφικού δείγματος. Το Σχήμα 6.3
παρουσιάζει τις τυπικές καμπύλες συμπύκνωσης της δοκιμής Proctor σε διάγραμμα
της επιτυγχανόμενης ξηρής πυκνότητας ως προς την υγρασία του δείγματος κατά τη
συμπύκνωση. Οι καμπύλες συμπύκνωσης, όπως οι καμπύλες (1), (2) και (3)
προσδιορίζονται με τη συμπύκνωση αρκετών δειγμάτων που έχουν ποικίλα ποσοστά
υγρασίας και τη μέτρηση της ξηρής πυκνότητας που επιτυγχάνεται σε κάθε
περίπτωση. Κάθε μια από τις καμπύλες (1), (2) και (3) αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη
ενέργεια συμπύκνωσης: η μέγιστη ενέργεια αντιστοιχεί στην καμπύλη (1) και η
ελάχιστη στην καμπύλη (3). Οι καμπύλες συμπύκνωσης παρουσιάζουν ένα μέγιστο,

Σχήμα 6.3: Καμπύλη συμπύκνωσης εδαφών


Έλεγχος της συμπυκνωσιμότητας των εδαφών 6-13

που αντιστοιχεί στην ξηρή πυκνότητα που επιτυγχάνεται όταν η συμπύκνωση γίνει
στη λεγόμενη βέλτιστη υγρασία (wopt ). Στο ίδιο σχήμα φαίνεται η καμπύλη βέλτιστης
υγρασίας για διάφορες τιμές της ενέργειας συμπύκνωσης και η καμπύλη πλήρους
κορεσμού (S = 100%), που αντιστοιχεί στην εξίσωση:
ρw
ρ d = ρ d (w ) =
w + (ρ w ρ s )
Η μορφή της καμπύλης πλήρους κορεσμού εξαρτάται μόνον από την πυκνότητα των
στερεών κόκκων (ρs ), επειδή η πυκνότητα του νερού είναι ρw = 1 Mg/m3. Γενικώς,
μπορούν να προσδιορισθούν οι καμπύλες που αντιστοιχούν σε οποιονδήποτε βαθμό
κορεσμού από την εξίσωση:
ρw S
ρd =
w + (ρ w ρ s )S
Η κωδωνοειδής μορφή των καμπύλων συμπύκνωσης είναι αρκετά
ενδιαφέρουσα. Κατά τη συμπύκνωση σε υγρασία μικρότερη της βέλτιστης, όσο
αυξάνει το ποσοστό υγρασίας, τα αργιλικά πλακίδια αναπτύσσουν μεγαλύτερες
διπλές στρώσεις οι οποίες κατά κάποιον τρόπο τα “λιπαίνουν” και καθιστούν
ευκολότερη την αναδιάταξή τους σε πυκνότερη δομή. Με την περαιτέρω αύξηση της
υγρασίας (πάνω από το wopt ), η ξηρή πυκνότητα αρχίζει να μειώνεται, επειδή η
προσθήκη νερού απομακρύνει πλέον τους στερεούς κόκκους (αντί απλώς να γεμίζει
τα κενά μεταξύ των κόκκων) και η πυκνότητα του νερού είναι μικρότερη από την
πυκνότητα των στερεών κόκκων που αντικαθιστά (ρw < ρs ). Η κωδωνοειδής μορφή
των καμπύλων συμπύκνωσης κατά την εργαστηριακή δοκιμή Proctor εμφανίζεται και
κατά την επιτόπου συμπύκνωση των εδαφών και μάλιστα η χρησιμότητα της
εργαστηριακής δοκιμής συμπύκνωσης βασίζεται ακριβώς στην αναλογία αυτή.
Ειδικότερα, αν “βαθμονομηθούν” οι μέθοδοι επιτόπου συμπύκνωσης (δηλαδή αν
προσδιορισθεί η ενέργεια συμπύκνωσης που αντιστοιχεί σε μια διέλευση
συγκεκριμένου οδοστρωτήρα), μπορεί να προσδιορισθεί ο απαιτούμενος αριθμός
διελεύσεων και η υγρασία συμπύκνωσης για να επιτευχθεί ο επιθυμητός βαθμός
συμπύκνωσης (ξηρή πυκνότητα) επιτόπου, με βάση τις εργαστηριακές καμπύλες
συμπύκνωσης.
Η σημασία της υγρασίας του εδάφους κατά τη συμπύκνωση δεν περιορίζεται
στην επίτευξη της μέγιστης ξηρής πυκνότητας. Η δομή και συνεπώς οι μηχανικές
ιδιότητες των συνεκτικών εδαφών εξαρτώνται επίσης από την υγρασία
συμπύκνωσης. Η υγρασία συμπύκνωσης επηρεάζει τις μηχανικές ιδιότητες των
συνεκτικών εδαφών ως εξής:
(1) Η διαπερατότητα των συνεκτικών εδαφών μειώνεται με τη αύξηση της υγρασίας
συμπύκνωσης μέχρι μια ελάχιστη τιμή περί τη βέλτιση υγρασία συμπύκνωσης.
Με την περαιτέρω αύξηση της υγρασίας, η διαπερατότητα αυξάνει ελαφρά ή
παραμένει σταθερή. Επίσης, για συγκεκριμένη υγρασία συμπύκνωσης, η
διαπερατότητα μειώνεται με την αύξηση της ενέργειας συμπύκνωσης.
(2) Η συμπιεστότητα των συμπυκνωμένων αργίλων εξαρτάται από την ένταση της
φόρτισης (πίεσης). Σε χαμηλές πιέσεις, οι άργιλοι που έχουν συμπυκνωθεί σε
υγρασία μεγαλύτερη της βέλτιστης είναι περισσότερο συμπιεστές. Σε υψηλές
πιέσεις ισχύει ακριβώς το αντίθετο.
(3) Η τάση για διόγκωση (κατά την έκθεση στο νερό) είναι μεγαλύτερη σε αργίλους
που έχουν συμπυκνωθεί σε υγρασία μικρότερη της βέλτιστης. Αντίθετα, η τάση
για συρρίκνωση κατά την ξήρανση των συνεκτικών εδαφών είναι μεγαλύτερη σε
αργίλους που έχουν συμπυκνωθεί σε υγρασία μεγαλύτερη της βέλτιστης.
6-14 Γεωτεχνικές έρευνες υπεδάφους

(4) Η επιρροή της υγρασίας συμπύκνωσης στη διατμητική αντοχή των συνεκτικών
εδαφών είναι σύνθετη, αλλά συνήθως εδαφικά δείγματα που έχουν συμπυκνωθεί
σε υγρασία μικρότερη της βέλτιστης έχουν μεγαλύτερη αντοχή από αντίστοιχα
δείγματα που έχουν συμπυκνωθεί σε μεγαλύτερη υγρασία. Αν, όμως, τα δείγματα
εκτεθούν στο νερό και διογκωθούν πριν από τη διάτμηση, η συμπεριφορά
αντιστρέφεται, επειδή τα ξηρότερα δείγματα διογκώνονται περισσότερο.
Συνεπώς, η επιλογή της υγρασίας συμπύκνωσης των εδαφικών υλικών στα
χωματουργικά έργα δεν είναι μονοσήμαντη αλλά εξαρτάται από το είδος του
εδαφικού υλικού, το είδος του έργου1 και τα διαθέσιμα μηχανήματα. Στις συνήθεις
περιπτώσεις επιχωμάτων οδοποιίας, άργιλοι χαμηλής και μέσης πλαστιμότητας
συμπυκνώνονται με υγρασία περί τη βέλτιστη τιμή (wopt ± 2%), ενώ άργιλοι μεγάλης
πλαστιμότητας συμπυκνώνονται με υγρασία μεγαλύτερη της βέλτιστης. Στην
περίπτωση συμπύκνωσης των αργίλων για την κατασκευή στεγανωτικών μεμβρανών
(clay liners) η κρίσιμη ιδιότητα είναι η διαπερατότητα, και συνεπώς η συμπύκνωση
των αργίλων γίνεται συνήθως με υγρασία ελαφρά μεγαλύτερη της μέγιστης τιμής.

6.5 Βιβλιογραφικές αναφορές


NJDEP (1984) “Field Sampling Procedures Manual”, New Jersey Department fo Environmental
Protection, Division of Hazardous Site Mitigation.

NAVFAC DM 7.1 (1982) “Soil Mechanics Design Manual”, U.S. Naval Facilities Engineering
Command, Alexandria, VA.

ISSMFE (1979) “State of the Art on Current Soil Sampling”, ISSMFE, Subcommittee on Soil
Sampling.

ASCE (1976) “Subsurface investigation for Design of Foundation of Buildings”, ASCE Manual and
Report of Engineering Practice, No 56.

Hvorslev M.J. (1962) “Subsurface Exploration and Sampling of Soils for Civil Engineering
Purposes, ASCE.

British Standard for Development DD 175 (1988) “Code of Practice for the identification of
potentially contaminated land and its Investigation”, British Standard Institution.

British Drilling Association (1992) “Guidance notes for the safe drilling of landfills and contaminated
land”, British Drilling Association, Essex, England.

British Standards Institution (1981), “Code of Practice for site investigations” BS 5930:1981,
London.

1
δηλαδή την κρίσιμη ιδιότητα που θα πρέπει να βελτιωθεί
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

7. Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

7.1 Γενικά
Η εξεύρεση των πλέον κατάλληλων περιοχών (από γεωτεχνικής απόψεως) και
η βελτίωση της τεχνολογίας κατασκευής των χώρων διάθεσης στερεών αποβλήτων
αποτελούν κάποιους από τους κυριότερους σκοπούς της Περιβαλλοντικής
Γεωτεχνικής. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 70% των αστικών αποβλήτων και το 35%
των βιομηχανικών αποβλήτων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέληγαν πριν
από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας σε “χωματερές”1 (Street, 1994). Ενώ
γίνεται προσπάθεια να μειωθεί ο όγκος των απορριμμάτων που καταλήγουν σε
χώρους ταφής, η διαχείριση απορριμμάτων με τη μέθοδο της ταφής δεν είναι
δυνατόν να εκλείψει. Κατά συνέπεια, η βελτίωση της τεχνολογίας και οι νομοθετικές
απαιτήσεις που αφορούν την κατασκευή των χώρων απόθεσης στερεών αποβλήτων
έχουν σημαντικές οικονομικές συνέπειες.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, το σύνολο σχεδόν των στερεών
αποβλήτων απετίθετο σε “χωματερές” χωρίς ιδιαίτερα μέτρα προστασίας για την
αποφυγή της ρύπανσης του υπεδάφους. Ως θέσεις “χωματερών” συνήθως
επιλέγοντο φυσικές κοιλότητες σε θέσεις σχετικά απομακρυσμένες από αστικές
περιοχές ή εγκαταλειμμένα ορυχεία, λατομεία κλπ. Από άγνοια ή ελλιπή αξιολόγηση
των πιθανών επιπτώσεων από τη ρύπανση του υπεδάφους, δεν λαμβάνονταν
τεχνικά μέτρα σφράγισης του πυθμένα των “χωματερών”, και η όποια προστασία του
περιβάλλοντος βασιζόταν αποκλειστικά στους μηχανισμούς φυσικής υποβάθμισης
του ρυπαντικού φορτίου κατά τη διήθηση των ρύπων διαμέσου του εδάφους και στις
ευνοϊκές συνέπειες της αραίωσης2 των τυχόν διηθήσεων (natural attenuation
landfills).
Με την ανάπτυξη της σχετικής τεχνολογίας, αλλά κυρίως με τη βαθμιαία
ευαισθητοποίηση των κοινωνικών ομάδων σε θέματα προστασίας του
περιβάλλοντος, άρχισε να επιβάλλεται η κατασκευή σύγχρονων υγειονομικών
αποδεκτών στερεών αποβλήτων (sanitary landfills) που συχνά ονομάζονται και
Χώροι Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων (ΧΥΤΑ). Τυπικά η απόθεση των
αποβλήτων στους χώρους αυτούς γίνεται σε κυψέλες πάχους μέχρι 5 μέτρων
περίπου οι οποίες καθημερινά καλύπτονται με γαιώδη υλικά πάχους 0.15 - 0.30
μέτρων για τον περιορισμό των αναθυμιάσεων, του κινδύνου αυτανάφλεξης των
απορριμμάτων, της διασποράς των απορριμμάτων από τα πουλιά και της
κατείσδυσης των υδάτων των βροχοπτώσεων. Στον πυθμένα των σύγχρονων
αποδεκτών στερεών αποβλήτων κατασκευάζεται χαμηλής περατότητας σφραγιστική
στρώση (liner) για την αποφυγή της ρύπανσης του υπεδάφους, και σύστημα
συλλογής και απομάκρυνσης των ρυπογόνων υγρών στραγγισμάτων των

1
τα υπόλοιπα είναι υγρά απόβλητα που είτε αποθηκεύονται σε ταμιευτήρες είτε διατίθενται σε υγρούς
αποδέκτες (συνήθως μετά από κάποια επεξεργασία)
2
κατά τη γνωστή αρχή (που δυστυχώς κάποιες φορές εκλαμβάνεται ως άδεια ρύπανσης): “the
solution to pollution is dilution”
7-2 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

απορριμμάτων και του παραγόμενου βιο-αερίου. Μια τυπική σχηματική διάταξη ενός
υγειονομικού αποδέκτη στερεών αποβλήτων φαίνεται στα Σχήματα 7.1 και 7.2.
Σημειώνεται ότι η χρήση αδιαπέρατων μεμβρανών στον πυθμένα των αποδεκτών
στερεών αποβλήτων άρχισε να εφαρμόζεται στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1980,
ενώ οι πρώτοι χώροι υγειονομικής ταφής με σύγχρονα συστήματα συλλογής και
απομάκρυνσης του υγρού στραγγίσματος και του βιο-αερίου κατασκευάσθηκαν στην
Ελλάδα μετά το 1990.
Ο αντικειμενικός σκοπός ενός σύγχρονου αποδέκτη στερεών αποβλήτων
συνήθως δεν είναι σαφής ούτε αντιληπτός κατά τον ίδιο τρόπο από όλους τους
εμπλεκόμενους φορείς. Έτσι, για τον ιδιοκτήτη του έργου (δήμος ή κοινότητα),
αντικειμενικός σκοπός είναι η απόθεση των αποβλήτων με κόστος κατασκευής και
λειτουργίας το οποίο να συμβιβάζεται με τις υπάρχουσες οικονομικές δυνατότητες.
Για το μηχανικό, αντικειμενικός σκοπός είναι να κατασκευάσει ένα έργο το οποίο να
βελτιστοποιεί την αντικειμενική συνάρτηση που περιέχει ως κύριες μεταβλητές (α) το
κόστος, (β) την επιτυγχανόμενη ασφάλεια έναντι ρύπανσης του περιβάλλοντος και
(γ) την όχληση των περιοίκων. Τέλος, για τους κατοίκους της περιοχής γύρω από το
έργο, αντικειμενικός σκοπός είναι ο μηδενισμός των επιρροών του έργου στην υγεία
τους, τον τρόπο ζωής τους και την αξία της περιουσίας τους. Από τα ανωτέρω, είναι
προφανές ότι η επιλογή της θέσης και ο σχεδιασμός ενός σύγχρονου αποδέκτη
στερεών αποβλήτων είναι θέματα περίπλοκα, όχι τόσο από τεχνικής πλευράς, όσο
λόγω των (εν μέρει λογικών) αντιδράσεων των διαφόρων κοινωνικών ομάδων.
Βεβαίως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, για την επιλογή της θέσης και για το σχεδιασμό
των συγχρόνων αποδεκτών στερεών αποβλήτων, υφίστανται νομοθετικοί

Σχήμα 7.1: Τυπική διάταξη χώρου υγειονομικής διάθεσης στερεών αποβλήτων


Γενικά 7-3

περιορισμοί (κανονισμοί) που καθορίζουν τις ελάχιστες απαιτήσεις σχεδιασμού με


σκοπό τον περιορισμό σε αποδεκτά όρια της όχλησης των περιοίκων και της
πιθανότητας αστοχίας του έργου. Οι βασικές απαιτήσεις των κανονισμών αυτών
παρουσιάζονται σε επόμενα εδάφια, και ιδιαίτερα στην Ενότητα 7.9.
Ένα θέμα το οποίο συνήθως ανακύπτει κατά το σχεδιασμό ενός σύγχρονου
αποδέκτη στερεών αποβλήτων είναι η απάντηση στο ερώτημα, αν κατά τη λειτουργία
του έργου θα υπάρχουν διαρροές ρύπων προς το υπέδαφος. Η απάντηση στο
ερώτημα αυτό εξαρτάται από την έννοια της λέξης “διαρροή”. Εάν ως διαρροή
θεωρηθεί η απρόβλεπτη διαφυγή ρύπων προς το υπέδαφος, τότε η απάντηση είναι
ότι “δεν θα υπάρχουν διαρροές”. Εάν ο ορισμός της λέξης “διαρροή” περιλαμβάνει
την οποιαδήποτε διαφυγή, τότε η απάντηση είναι ότι “θα υπάρχουν διαρροές”, επειδή
κανένα από τα τεχνικώς διαθέσιμα υλικά δεν είναι απόλυτα στεγανό, αλλά ακόμη και
εάν υποτεθεί ότι είναι δυνατόν να κατασκευασθεί ένα σύστημα σφράγισης του
πυθμένα πρακτικά αδιαπέρατο, τούτο πιθανότατα θα έχει κόστος που υπερβαίνει τις
οικονομικές δυνατότητες της συγκεκριμένης κοινωνίας (ή ορθότερα, τις
προτεραιότητες χρήσης των διαθέσιμων οικονομικών πόρων). Κατά συνέπεια, ο
αντικειμενικός σκοπός του συγκεκριμένου έργου είναι να επιτευχθεί η διάθεση των
αποβλήτων με χρήση των διαθέσιμων οικονομικών πόρων και με την ελάχιστη
δυνατή ρύπανση του περιβάλλοντος. Είναι σαφές, όμως, ότι οποιοδήποτε τεχνικό
έργο έχει κάποια πιθανότητα να αστοχήσει, δηλαδή να μη συμπεριφερθεί όπως
μελετήθηκε. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση αστοχίας, η ρύπανση του

Σχήμα 7.2: Τυπική διάταξη αποδέκτη στερεών αποβλήτων


(α) υπέργειος (β) ημι-υπόγειος (γ) υπόγειος
7-4 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

περιβάλλοντος από το συγκεκριμένο έργο θα υπερβαίνει τα αποδεκτά όρια


ρύπανσης για τα οποία μελετήθηκε το έργο. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να υπάρχει
ένα σύστημα παρακολούθησης της συμπεριφοράς του έργου, ώστε η πιθανή αστοχία
να εντοπισθεί έγκαιρα, να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα επέμβασης για την
αποκατάστασή της και ταυτόχρονα να ελαχιστοποιηθούν οι δυσμενείς
περιβαλλοντικές συνέπειες από την αστοχία.
Στο Κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνονται στοιχεία της τεχνολογίας κατασκευής
σύγχρονων αποδεκτών στερεών αποβλήτων. Ο όρος “στερεά απόβλητα”
αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο 2 και περιλαμβάνει τα πάσης φύσεως απόβλητα3 με
εξαίρεση:
1. Τα αστικά λύματα (domestic sewage)
2. Τα παραπροϊόντα μεταλλευτικών δραστηριοτήτων (mining waste)
3. Ειδικά πυρηνικά απόβλητα υψηλής ραδιενέργειας
4. Απόβλητα μή-συγκεντρωμένης διάθεσης (non-point-source discharge), τα οποία
περιλαμβάνουν τα γεωργικά φάρμακα και τα λιπάσματα.

Από πλευράς τεχνολογίας των χώρων διάθεσης, τα στερεά απόβλητα συνήθως


διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:
1. Αστικά απορρίμματα
2. Αδρανή οικοδομικά υλικά κατεδαφίσεων
3. Βιομηχανικά απόβλητα
4. Γαιώδη υλικά που έχουν ρυπανθεί (π.χ. τα γαιώδη προϊόντα απορρύπανσης μιας
περιοχής με αφαίρεση της επιφανειακής εδαφικής στρώσης)
5. Επικίνδυνα ή τοξικά απόβλητα.
Τα θέματα που εξετάζονται στο Κεφάλαιο αυτό αφορούν όλες τις ανωτέρω
κατηγορίες αποβλήτων, με έμφαση όμως στα αστικά απορρίμματα που αποτελούν το
80% περίπου του συνόλου των στερεών αποβλήτων.

7.2 Κριτήρια επιλογής της θέσης του αποδέκτη


Στην επιλογή της κατάλληλης θέσης για τη δημιουργία ενός σύγχρονου
αποδέκτη στερεών αποβλήτων (συνήθως αστικών απορριμμάτων) υπεισέρχονται
διάφοροι παράγοντες, όπως η απόσταση από την πηγή γένεσης των αποβλήτων, το
κλίμα, η γεωλογία/υδρογεωλογία, η απόσταση από αεροδρόμια, οι διαθέσιμες
εκτάσεις, αλλά κυρίως οι αντιδράσεις των διάφορων κοινωνικών ομάδων. Οι κάτοικοι
μιας περιοχής αν και γενικά δέχονται ότι είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός αποδέκτη
στερεών αποβλήτων, ταυτοχρόνως αντιδρούν έντονα στην κατασκευή του σε θέση
που βρίσκεται στην περιοχή τους4. Η αντίδραση αυτή κυρίως αφορά την πιθανή
όχληση και τη μείωση της αξίας των ακινήτων στην περιοχή παρά το φόβο για
πιθανές επιπτώσεις από την ενδεχόμενη ρύπανση. Στις περιπτώσεις αυτές έχει
αποδειχθεί ότι η ενημέρωση των κατοίκων (σε πρώιμη φάση του έργου) για τον
τρόπο λειτουργίας ενός σύγχρονου αποδέκτη στερεών αποβλήτων και η περιγραφή
όλων των μέτρων που προβλέπεται να ληφθούν για τον περιορισμό της όχλησης
συχνά δρουν αποφασιστικά στον περιορισμό των κοινωνικών αντιδράσεων και στην
αποδοχή της κατασκευής του έργου στη συγκεκριμένη περιοχή. Μια άλλη μέθοδος
για την αντιμετώπιση των κοινωνικών αντιδράσεων σχετικά με την επιλογή της θέσης
κατασκευής ενός νέου αποδέκτη στερεών αποβλήτων είναι η επέκταση ενός ήδη
υπάρχοντος αποδέκτη, δεδομένου ότι συνήθως υπάρχουν πολύ λιγότερες
3
δηλαδή όχι μόνον απόβλητα στερεάς φάσης
4
συνήθως το φαινόμενο αυτό αναφέρεται ως σύνδρομο NIMBY (not in my back-yard)
Κριτήρια επιλογής της θέσης του αποδέκτη 7-5

αντιδράσεις για την επέκταση μιας ήδη λειτουργούσας μονάδας παρά για την
ανάπτυξη μιας νέας σε άλλη θέση. Τέλος, μια άλλη εναλλακτική λύση είναι η νέα
μονάδα να κατασκευασθεί σε μια περιοχή όπου ήδη υπάρχουν και άλλες μονάδες
διάθεσης στερεών αποβλήτων.
Στην επιλογή της θέσης κατασκευής ενός σύγχρονου χώρου διάθεσης
(αποδέκτη) στερεών αποβλήτων λαμβάνονται υπόψη και συναξιολογούνται τα εξής
τεχνικά στοιχεία:
1. Χάρτες και λοιπά στοιχεία αποτύπωσης της περιοχής που περιλαμβάνουν:
(α) Τοπογραφικούς χάρτες για τον εντοπισμό κατάλληλων φυσικών κοιλωμάτων,
την κατανόηση του συστήματος φυσικής αποστράγγισης της περιοχής, την
παρουσία υγροβιοτόπων, περιοχών που πλημμυρίζουν συχνά,
καλλιεργήσιμων εκτάσεων κλπ.
(β) Αεροφωτογραφίες για τον προσδιορισμό της χλωρίδας της περιοχής, των
καλλιεργήσιμων εκτάσεων, συστημάτων υδρογεωτρήσεων ύδρευσης κλπ.
(γ) Κυκλοφοριακοί χάρτες με σκοπό τον προσδιορισμό του διαθέσιμου
κυκλοφοριακού δικτύου για τη μεταφορά των αποβλήτων από την πηγή
γένεσης στο χώρο απόθεσης.
(δ) Γεωλογικοί και υδρογεωλογικοί χάρτες για τον προσδιορισμό του είδους των
πετρωμάτων και των υδροφορέων, τη δίαιτα του υπόγειου νερού, την
παρουσία πηγών, τη διαθεσιμότητα δανειοθαλάμων για την απόληψη των
εδαφικών υλικών ημερήσιας κάλυψης των απορριμμάτων κλπ.
(ε) Υδρογεωλογικά και μετεωρολογικά στοιχεία που αφορούν το ύψος των
ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις), τη
θερμοκρασία και την αναμενόμενη εξατμισοδιαπνοή. Οι παράγοντες αυτοί
επηρεάζουν τις ποσότητες των επιφανειακών υδάτων που θα πρέπει να
αποστραγγισθούν (ώστε να μην αυξηθεί ο όγκος του υγρού στραγγίσματος).
Τέλος, η ένταση και διεύθυνση των ανέμων επηρεάζει τη διάδοση οσμών,
ρύπων και σκόνης προς τα κατάντη.
2. Στοιχεία για το είδος, την ποσότητα και τη σύνθεση των αποβλήτων. Το κυριότερο
στοιχείο που πρέπει να καθορισθεί είναι εάν πρόκειται για επικίνδυνα ή μή-
επικίνδυνα απόβλητα. Στην περίπτωση μή-επικινδύνων αποβλήτων, θα πρέπει να
διευκρινισθεί αν πρόκειται για αμιγώς αστικά ή για μίγμα με βιομηχανικά
απόβλητα. Στην περίπτωση αστικών αποβλήτων θα πρέπει να διευκρινισθεί αν
στα συνήθη αστικά απορρίμματα θα περιέχονται και απόβλητα άλλων τύπων σε
σημαντικές ποσότητες (π.χ. ορυκτέλαια αυτοκινήτων – παρόλο που υπάρχει ειδική
οδηγία, η 87/101/EEC, για τη διάθεση των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων – ή
απόβλητα από παρανόμως λειτουργούσες και ρυπαίνουσες βιοτεχνίες-
βιομηχανίες). Στην περίπτωση των βιομηχανικών αποβλήτων θα πρέπει να
διευκρινισθεί το είδος των αποβλήτων, το ρυπαντικό τους φορτίο και οι
αναμενόμενες ποσότητες.
Η εκτίμηση της ποσότητας των αναμενόμενων αποβλήτων σε περίπτωση
αστικών απορριμμάτων γίνεται συνήθως με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία από άλλες
“χωματερές” στην ίδια περιοχή. Σε περίπτωση έλλειψης τέτοιων στοιχείων και για
προκαταρκτικές εκτιμήσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί μια ημερήσια παραγωγή 1-2
kg απορριμμάτων ανά άτομο ή ισοδύναμα 1.5 - 3.0 lt ανά άτομο. Στον όγκο των
αποβλήτων που προκύπτει με βάση τον προβλεπόμενο πληθυσμό της περιοχής
και την ημερήσια παραγωγή απορριμμάτων ανά άτομο, θα πρέπει να προστεθεί
και ο όγκος των εδαφικών υλικών που χρησιμοποιούνται για την καθημερινή
κάλυψη των απορριμμάτων. Μια λογική εκτίμηση της σχέσης των εδαφικών
υλικών προς τα απορρίμματα είναι 1:4 - 1:5.
7-6 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

3. Οι προοπτικές ανακύκλωσης ή καύσης των απορριμμάτων στο εγγύς μέλλον. Με


τους τρόπους αυτούς μπορεί να μειωθεί σημαντικά ο προβλεπόμενος όγκος των
απορριμμάτων και να τροποποιηθεί ο σχεδιασμός του αποδέκτη των
απορριμμάτων (π.χ. στην περίπτωση που ο αποδέκτης θα χρησιμοποιείται
τελικώς για την απόρριψη της στάκτης των καύσεων αντί των απορριμμάτων).
4. Στοιχεία για τις ήδη διαθέσιμες “χωματερές” και τις δυνατότητες επέκτασής τους,
αντί της κατασκευής νέου αποδέκτη.
5. Το κόστος κατασκευής του νέου αποδέκτη, που περιλαμβάνει το κόστος των
ερευνών και μελετών, το κόστος κατασκευής του έργου, το σύνηθες κόστος
λειτουργίας του (μεταφορά των απορριμμάτων, συλλογή και επεξεργασία του
υγρού στραγγίσματος, συλλογή και επεξεργασία του βιο-αερίου, καθημερινή
κάλυψη του χώρου) αλλά και το κόστος της παρακολούθησης της συμπεριφοράς
του αποδέκτη και το πιθανό κόστος της απαιτούμενης επέμβασης σε περίπτωση
αστοχίας του έργου και ρύπανσης του υπεδάφους.

Όσον αφορά τις απαιτήσεις ελάχιστων αποστάσεων ενός αποδέκτη αστικών


απορριμμάτων, συνήθως εφαρμόζονται τα εξής:
1. Ελάχιστη απόσταση 300 μέτρων από λίμνες. Η ελάχιστη απόσταση θα πρέπει να
αυξηθεί σε περίπτωση που υπάρχει δυνατότητα επιφανειακής απορροής των
ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων από την περιοχή του αποδέκτη προς τη λίμνη.
2. Ελάχιστη απόσταση 100 μέτρων από ποταμούς.
3. Απαγόρευση κατασκευής ΧΥΤΑ σε περιοχές που υπάρχει πιθανότητα να
πλημμυρίζουν. Συνήθως ως όριο χρησιμοποιείται η πιθανότητα πλημμύρας για
βροχόπτωση με περίοδο επαναφοράς 100 ετών.
4. Ελάχιστη απόσταση 300 μέτρων από εθνικές οδούς, εθνικά πάρκα κλπ. Ο
περιορισμός αυτός τίθεται κυρίως για αισθητικούς λόγους και μπορεί να μειωθεί
εάν κατασκευασθεί κατάλληλο διάφραγμα οπτικής απομόνωσης (π.χ. συστοιχία
δένδρων).
5. Απαγόρευση κατασκευής χώρων ταφής απορριμμάτων σε προστατευόμενους
βιοτόπους και υγροβιοτόπους.
6. Ελάχιστη απόσταση 3000 μέτρων από αεροδρόμια που χρησιμοποιούνται από
αεριωθούμενα αεροσκάφη και 1500 μέτρων από αεροδρόμια που
χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από ελικοφόρα αεροσκάφη (USEPA, Subtitle D
Regulations). Ο περιορισμός αυτός επιβάλλεται για την αποφυγή όχλησης των
αεροπλάνων από τα πουλιά που συνήθως συγκεντρώνονται στις περιοχές των
“χωματερών”.
7. Ελάχιστη απόσταση 400 μέτρων από πηγάδια υδρεύσεως. Η απόσταση αυτή
μπορεί να αυξηθεί σε περίπτωση ύπαρξης πηγαδιών προς τα κατάντη του
αποδέκτη. Ο περιορισμός αυτός δεν καλύπτει την περίπτωση οργανωμένων
υδρογεωτρήσεων για την ύδρευση οικισμών, όπου η ελάχιστη απόσταση θα
πρέπει να καθορίζεται μετά από ειδική υδρογεωλογική μελέτη.
8. Ελάχιστη απόσταση 60 μέτρων από τεκτονικά ρήγματα τα οποία εκτιμάται ότι
έχουν ενεργοποιηθεί κατά το Ολόκαινο.

Εκτός από τους ανωτέρω περιορισμούς, στην επιλογή των χώρων για την κατασκευή
αποδεκτών στερεών αποβλήτων εφαρμόζονται τα εξής τεχνικά κριτήρια:
1. Γεωτεχνικά κριτήρια
1.1 Διαπερατότητα
Η διαπερατότητα του εδάφους επηρεάζει την ταχύτητα εξάπλωσης των ρύπων
προς τους υδροφορείς της περιοχής σε περίπτωση αστοχίας των τεχνικών
Κριτήρια επιλογής της θέσης του αποδέκτη 7-7

μέτρων σφράγισης του πυθμένα του αποδέκτη. Είναι προφανές ότι εδάφη μικρής
διαπερατότητας προτιμώνται για την κατασκευή ΧΥΤΑ.
1.2 Το pH του εδαφικού νερού
Το pH επηρεάζει τη διαλυτότητα των βαρέων μετάλλων. Υψηλότερες τιμές του
pH είναι προτιμότερες γιατί αντιστοιχούν σε μικρότερες τιμές διαλυτότητας.
1.3 Ικανότητα ανταλλαγής κατιόντων (CEC)
Χαρακτηρίζει την ικανότητα του εδάφους να αδρανοποιεί ποικίλους ρύπους μέσω
των μηχανισμών ανταλλαγής κατιόντων. Υψηλότερες τιμές του δείκτη CEC είναι
προτιμότερες.
1.4 Φύση των επιφανειακών εδαφικών στρώσεων
Επηρεάζει τις απαιτήσεις θεμελίωσης του έργου (π.χ. συμπύκνωση του φυσικού
εδάφους πριν από την κατασκευή της στεγανωτικής μεμβράνης), τις συνθήκες
ευστάθειας των περιμετρικών πρανών της εκσκαφής (σε περίπτωση υπόγειου
αποδέκτη), τις πιθανές υποχωρήσεις κλπ. Γενικώς, η παρουσία στιφρών
αργιλικών εδαφών5 είναι προτιμητέα τόσο λόγω της μικρής τους συμπιεστότητας
όσο και λόγω της μικρής τους διαπερατότητας.
1.5 Διαθέσιμα υλικά
Θα πρέπει στην περιοχή να διατίθενται δανειοθάλαμοι σχετικώς αδιαπέρατων
εδαφικών υλικών για την καθημερινή κάλυψη των απορριμμάτων. Οι
απαιτούμενοι όγκοι των εδαφικών υλικών είναι σημαντικοί (20 - 25% του όγκου
των απορριμμάτων).
2. Γεωλογικά κριτήρια
2.1 Φύση και εμφάνιση του υποβάθρου
Η παρουσία ασβεστολίθων σε μικρό βάθος και ιδίως επιφανειακά δεν είναι
ευνοϊκή για την κατασκευή χώρων υγειονομικής ταφής, λόγω της πιθανής
καρστικοποίησής τους και της ως εκ τούτου αύξησης της διαπερατότητας. Το ίδιο
ισχύει και για άλλους τύπους βραχωδών σχηματισμών που εμφανίζουν έντονη
ρηγμάτωση. Γενικώς, η παρουσία εδαφικού καλύμματος μεγάλου πάχους είναι
ευνοϊκή.
2.2 Τεκτονικά ρήγματα
Η παρουσία τεκτονικών ρηγμάτων δεν είναι ευνοϊκή λόγω της γενικώς αυξημένης
διαπερατότητας κατά μήκος των αξόνων των ρηγμάτων αλλά και των πιθανών
μετακινήσεων (στις περιπτώσεις ενεργών ρηγμάτων).
3. Υδρογεωλογικά κριτήρια
3.1 Παρουσία υδροφορέων
Η παρουσία υδροφορέων με αξιόλογο δυναμικό (ανεξαρτήτως του εάν
βρίσκονται υπό καθεστώς εκμετάλλευσης) σε μικρό βάθος από την επιφάνεια του
εδάφους αποτελεί απαγορευτικό παράγοντα για την κατασκευή ΧΥΤΑ στην
περιοχή λόγω της πιθανής ανεξέλεγκτης ρύπανσης σε περίπτωση αστοχίας των
τεχνικών μέτρων στεγάνωσης του αποδέκτη των αποβλήτων. Σε περίπτωση
υδροφορέων που βρίσκονται υπό καθεστώς εκμετάλλευσης για την ύδρευση
οικισμών, οι περιορισμοί είναι ακόμη αυστηρότεροι (όσον αφορά το απαιτούμενο
ελάχιστο βάθος).
3.2 Ποιότητα του υπόγειου νερού
Περιοχές στις οποίες οι υδροφορείς έχουν φτωχή ποιότητα υπόγειου νερού (π.χ.
λόγω υφαλμύρυνσης ή ρύπανσης από διαφορετικά αίτια) είναι προτιμητέες για
την κατασκευή ΧΥΤΑ.

5
με χαμηλή στάθμη υπογείου ορίζοντα
7-8 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

3.3 Δίαιτα του υπόγειου νερού


Περιοχές στις οποίες η κίνηση του υπόγειου νερού είναι τέτοια ώστε να το
απομακρύνει από κατοικημένες περιοχές ή όπου η κατακόρυφη κίνηση του
υπόγειου νερού γίνεται από κάτω προς τα άνω είναι προτιμητέες για την
κατασκευή αποδεκτών απορριμμάτων. Επίσης, περιοχές με μικρή εποχιακή
διακύμανση της στάθμης του υπόγειου νερού είναι προτιμητέες, επειδή με τον
τρόπο αυτό περιορίζεται η διασπορά των ρύπων από τη μερικώς κορεσμένη
ζώνη προς τον υδροφορέα. Τέλος, είναι προφανές ότι προτιμητέες είναι οι
περιοχές όπου η στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα βρίσκεται σε μεγάλο βάθος
από την επιφάνεια του εδάφους.
4. Τοπογραφικά κριτήρια
4.1 Κλίση του φυσικού εδάφους
Είναι προτιμότερες περιοχές σχεδόν οριζόντιες ή με κατά το δυνατόν μικρές
κλίσεις (μέχρι 15 - 20 %). Στην περίπτωση μεγαλύτερων κλίσεων είναι πιθανή η
επέκταση της ρύπανσης μέσω της ανεξέλεγκτης επιφανειακής απορροής των
ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων.
4.2 Διαβρωσιμότητα του εδάφους
Περιοχές με έντονα τοπογραφικά χαρακτηριστικά διάβρωσης του εδάφους δεν
συνιστώνται για την κατασκευή ΧΥΤΑ, λόγω της ανάγκης περιορισμού της
διάβρωσης των εδαφικών υλικών από τα επιφανειακά νερά με περιμετρικά
αναχώματα, αναβαθμούς ανάσχεσης των πλημμυρών κλπ.
5. Επιφανειακή υδρολογία
5.1 Ένταση και κατανομή των βροχοπτώσεων
Οι έντονες βροχοπτώσεις σε μια περιοχή δεν ευνοούν την κατασκευή χωματερών
λόγω της ανάγκης αποστράγγισης των υδάτων, ώστε να περιορίζεται κατά το
δυνατόν ο όγκος του υγρού στραγγίσματος.
5.2 Εξατμισοδιαπνοή
Έντονη εξατμισοδιαπνοή περιορίζει τον όγκο του υγρού στραγγίσματος.
Αντίθετα, δεν ευνοεί την κατασκευή χωματερών με αργιλικές στεγανωτικές
μεμβράνες (clay liners), λόγω της ρηγμάτωσης της αργίλου από τη συρρίκνωση
που προκαλείται κατά την ξήρανση.
5.3 Λίμνες, ποταμοί, πηγάδια, πηγές, πλημμυριζόμενες εκτάσεις κλπ.
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, θα πρέπει να τηρούνται οι ελάχιστες
αποστάσεις από τα ανωτέρω.

7.3 Παραγωγή στραγγίσματος και βιο-αερίου


7.3.1 Γενικά
Η παραγωγή στραγγίσματος (leachate) και βιο-αερίου στους αποδέκτες
αστικών απορριμμάτων (αλλά και άλλων τύπων στερεών αποβλήτων) αποτελεί έναν
από τους κυριότερους παράγοντες που επηρεάζουν το σχεδιασμό τους. Ειδικώς τα
αστικά απορρίμματα περιέχουν ποικίλα οργανικά υλικά (π.χ. υπολείμματα τροφών,
χαρτί, υφάσματα, φυτικές ύλες, ελαστικά και πλαστικά υλικά) τα οποία με την πάροδο
του χρόνου αποσυντίθενται. Η αποσύνθεση των ανωτέρω οργανικών ουσιών γίνεται
με την παρουσία υγρασίας, κατάλληλης θερμοκρασίας και συχνά οξυγόνου6. Η
υγρασία που είναι απαραίτητη για την αποσύνθεση προέρχεται από τη φυσική

6
όπως αναφέρεται λεπτομερώς στα επόμενα, η παρουσία οξυγόνου δεν είναι πάντοτε απαραίτητη
για την αποσύνθεση των οργανικών ουσιών
Παραγωγή στραγγίσματος και βιο-αερίου 7-9

υγρασία των απορριμμάτων7, από την κατείσδυση της βροχόπτωσης (ιδίως στις
περιπτώσεις που η κάλυψη των απορριμμάτων είναι ανεπαρκής) αλλά και από το
νερό που παράγεται από τις χημικές αντιδράσεις της ίδιας της αποσύνθεσης.
Συγκεκριμένα, κατά την αποσύνθεση οι οργανικές ύλες των απορριμμάτων
διασπώνται από ένζυμα (τα οποία παράγονται από βακτήρια) με τρόπο ανάλογο με
τη χώνευση της τροφής από τον άνθρωπο. Κατά την αποσύνθεση παράγεται
διοξείδιο του άνθρακα, μεθάνιο και άλλα αέρια (υδρόθειο, άζωτο κλπ), ενώ
ταυτόχρονα εκλύεται έντονη θερμότητα λόγω της εξώθερμης φύσης των
αντιδράσεων της αποσύνθεσης. Τα αέρια που παράγονται κατά την αποσύνθεση των
απορριμμάτων αποτελούν το λεγόμενο βιο-αέριο. Το παραγόμενο βιο-αέριο κινείται
προς τα επάνω και φθάνει στην επιφάνεια όπου και απελευθερώνεται στην
ατμόσφαιρα. Λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε μεθάνιο, το βιο-αέριο είναι
εύφλεκτο. Σημειώνεται ότι μίγμα μεθανίου με αέρα σε ποσοστό μεθανίου8 15% κατ’
ελάχιστον αποτελεί εκρηκτικό μίγμα. Επιπλέον, το βιο-αέριο μπορεί να διαλυθεί στο
υγρό στράγγισμα και να επαυξήσει το ρυπαντικό του φορτίο.
Το νερό που παράγεται κατά την αποσύνθεση μαζί με τη φυσική υγρασία των
απορριμμάτων και τις τυχόν διηθούμενες ποσότητες νερού λόγω των βροχοπτώσεων
αποτελούν το υγρό στράγγισμα (leachate). Ως γνωστόν, στους πόρους των
απορριμμάτων μπορεί να συγκρατηθεί κάποια ποσότητα νερού (μέσω των
τριχοειδών δυνάμεων και της συνάφειας). Όταν η ποσότητα του νερού υπερβεί τη
δυνατότητα συγκράτησης των πόρων, αρχίζει η κίνηση του στραγγίσματος προς τα
κάτω. Καθώς το στράγγισμα κινείται διαμέσου της μάζας των απορριμμάτων, διαλύει
και παρασύρει διάφορες ρυπογόνες ουσίες οι οποίες αποτελούν το ρυπαντικό φορτίο
του στραγγίσματος. Εάν ο πυθμένας του αποδέκτη δεν είναι επαρκώς στεγανός, το
στράγγισμα διεισδύει στο υποκείμενο έδαφος και τελικώς μπορεί να φθάσει στον
υποκείμενο υδροφορέα και να τον ρυπάνει. Ακόμη όμως και στις περιπτώσεις που ο
πυθμένας του ΧΥΤΑ έχει επαρκή στεγανότητα, το ύψος της στρώσης του
συγκεντρούμενου στραγγίσματος βαθμιαία αυξάνει με αποτέλεσμα να αυξάνει το
υδραυλικό φορτίο στη στεγανωτική στρώση του πυθμένα και συνεπώς να αυξάνει η
πιθανότητα διαφυγής του στραγγίσματος διαμέσου ρωγμών, κατασκευαστικών
ατελειών κλπ. Για τους ανωτέρω λόγους, είναι απαραίτητη η αποστράγγιση του
στραγγίσματος από τον πυθμένα του αποδέκτη.
Στους σύγχρονους αποδέκτες στερεών αποβλήτων προβλέπεται ειδικό
σύστημα συλλογής και απαγωγής του βιο-αερίου και του υγρού στραγγίσματος, ώστε
να αποκλείεται η ανεξέλεγκτη διαφυγή τους στο περιβάλλον.

7.3.2 Μηχανισμοί αποσύνθεσης των οργανικών ουσιών


Οι μηχανισμοί που περιγράφονται στο εδάφιο αυτό αφορούν γενικώς την
αποσύνθεση των οργανικών ουσιών και βεβαίως ισχύουν και στην περίπτωση των
αστικών απορριμμάτων (αλλά και πολλών άλλων κατηγοριών στερεών αποβλήτων)
τα οποία περιέχουν οργανικές ύλες σε σημαντικό ποσοστό. Σύμφωνα με μετρήσεις
(Barlaz κ.α. 1989), η μέση χημική σύσταση των αστικών απορριμμάτων στις ΗΠΑ
είναι η ακόλουθη:

7
η φυσική υγρασία των απορριμμάτων κυμαίνεται μεταξύ 10-20% κατ’ όγκο
8
το ποσοστό αυτό ονομάζεται ελάχιστο όριο εκρηκτικότητας (lower explosive limit - LEL)
7-10 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

ΜΕΣΗ ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ ΣΤΙΣ ΗΠΑ (1989)


Είδος Χημική ουσία % κατά βάρος
Βιολογικώς Κυτταρίνη 51.2
αποδομήσιμες ουσίες Ημι-κυτταρίνη 11.9
Πρωτεϊνες 4.2
Λιγνίνη 15.2
Άμυλο 0.5
Πηκτίνη 3.0
Ευδιάλυτα Σάκχαρα 0.3
ΣΥΝΟΛΟ: 86.3
Λοιπές ουσίες Μέταλλα, Γυαλί κλπ. 13.7

Από τον ανωτέρω πίνακα προκύπτει ότι το 85% περίπου των ουσιών που
περιέχονται στα αστικά απορρίμματα είναι οργανικές και μπορούν να αποσυντεθούν.
Η βιολογική αποσύνθεση των οργανικών ουσιών προκαλείται από τρεις
τύπους βακτηρίων:
1. τα αερόβια βακτήρια τα οποία δραστηριοποιούνται μόνον με την παρουσία
οξυγόνου
2. τα αναερόβια βακτήρια τα οποία δραστηριοποιούνται μόνον κατά την απουσία
οξυγόνου και
3. τα επαμφοτερίζοντα (facultative) τα οποία μπορούν να προσαρμοσθούν και να
δραστηριοποιηθούν είτε ως αερόβια είτε ως αναερόβια, αναλόγως των συνθηκών.
Με βάση τη δράση των ανωτέρω τύπων βακτηρίων, η διαδικασία της αποσύνθεσης
των οργανικών ουσιών διακρίνεται συνήθως σε τέσσερις φάσεις, οι οποίες
συμβαίνουν διαδοχικά από την πρώτη προς την τέταρτη:
1. Αερόβια φάση (οξείδωση)
2. Αναερόβια όξινη ή μή-μεθανογενετική φάση
3. Αναερόβια επιταχυνόμενη μεθανογενετική φάση
4. Αναερόβια επιβραδυνόμενη μεθανογενετική φάση
Η αερόβια φάση της αποσύνθεσης (οξείδωση) ενεργοποιείται αμέσως μετά την
απόθεση των απορριμμάτων λόγω της παρουσίας οξυγόνου στα κενά των
απορριμμάτων. Κατά την οξείδωση παράγεται νερό, διοξείδιο του άνθρακα (CO2) και
οργανικά οξέα. Λόγω της εντόνως εξώθερμης φύσης της οξείδωσης, παράγεται
σημαντική θερμότητα η οποία ανυψώνει τη θερμοκρασία των απορριμμάτων στους
50 - 60ο C, ενώ έχουν μετρηθεί ακόμη και θερμοκρασίες 70ο C. Η αερόβια φάση
συνήθως διαρκεί μερικές μόνον ημέρες και περατώνεται λόγω της εξάντλησης του
οξυγόνου. Αν και κατά την αερόβια φάση παράγεται κάποια ποσότητα νερού,
συνήθως το νερό αυτό συγκρατείται εντός της μάζας των απορριμμάτων9 και δεν
δημιουργεί υγρό στράγγισμα. Τέλος, το βιο-αέριο που παράγεται κατά την αερόβια
φάση της αποσύνθεσης αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από διοξείδιο του άνθρακα.

9
λόγω του υψηλού πορώδους και του μικρού βαθμού συμπύκνωσης των απορριμμάτων
Παραγωγή στραγγίσματος και βιο-αερίου 7-11

Σχήμα 7.3: Σύνθεση του βιο-αερίου κατά τις διάφορες φάσεις αποσύνθεσης των οργανικών ουσιών

Η δεύτερη φάση της αποσύνθεσης αρχίζει μετά την κατανάλωση του συνόλου
του οξυγόνου που περιέχεται στα κενά των απορριμμάτων, οπότε παύει η δράση των
αεροβίων βακτηρίων και το σύστημα μετατρέπεται σε αναερόβιο. Με την πάροδο του
χρόνου και την αποσύνθεση των οργανικών ουσιών με τη δράση των αναεροβίων
βακτηρίων, αυξάνει η συγκέντρωση των καρβοξυλικών οξέων10, το pH μειώνεται
(όξινη φάση), μέρος της κυτταρίνης και της ημι-κυτταρίνης αποσυντίθεται (και
παρουσιάζεται μια πολύ μικρή παραγωγή μεθανίου), ενώ η έντονη παραγωγή του
διοξειδίου του άνθρακα συνεχίζεται μέσω της μετατροπής των σακχάρων σε
αλκοόλες και καρβοξυλικά οξέα11. Η παραγωγή του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και
του υδρογόνου (Η2) κατά τη φάση αυτή (φάση ΙΙ) φαίνεται στο Σχήμα 7.3. Η πολύ
μικρή παραγωγή μεθανίου κατά την όξινη φάση οφείλεται στις χαμηλές τιμές του pH
που δεν επιτρέπουν τη μεθανογένεση. Σε συνήθεις ΧΥΤΑ η δεύτερη φάση της
αποσύνθεσης μπορεί να κρατήσει αρκετούς μήνες έως και ολίγα έτη. Η θερμότητα
που παράγεται κατά τη δεύτερη φάση της αποσύνθεσης είναι πολύ μικρότερη από
αυτήν που παράγεται κατά την προηγούμενη φάση.
Η μετάβαση στην τρίτη φάση της αποσύνθεσης (τη μεθανογένεση) απαιτεί την
αύξηση του pH, οι χαμηλές τιμές του οποίου εμποδίζουν την παραγωγή μεθανίου. Με
την πάροδο του χρόνου, την παύση της περαιτέρω παραγωγής καρβοξυλικών οξέων

10
που οφείλεται κυρίως στη μετατροπή των σακχάρων σε αλκοόλες και στη συνέχεια σε καρβοξυλικά
οξέα (μια διαδικασία ανάλογη με το “ξύνισμα” του κρασιού). Τα καρβοξυλικά οξέα, ή οργανικά οξέα,
έχουν όξινες ιδιότητες λόγω της καρβοξυλικής ρίζας (-COOH) που περιέχουν. Το οξικό οξύ
(CH3COOH) είναι ένα από τα συνηθέστερα οργανικά οξέα που παράγονται κατά την αναερόβια
αποσύνθεση των οργανικών υλών (κυρίως της κυτταρίνης και της ημι-κυτταρίνης).
11
κατά τη μετατροπή αυτή παράγονται και μικρές ποσότητες υδρογόνου
7-12 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

λόγω εξάντλησης των σακχάρων και την έκπλυση των παραχθέντων καρβοξυλικών
οξέων από την κατεισδύουσα βροχόπτωση ή/και την κατανάλωσή τους από τα
βακτήρια, αυξάνει βαθμιαία το pH. Τότε αρχίζει η φάση της έντονης μεθανογένεσης
(Σχήμα 7.3) με τη δράση των (αναερόβιων) μεθανογενετικών βακτηρίων, τα οποία
δρουν σε πρακτικώς ουδέτερο pH (μεταξύ 6.8 και 7.4). Τα βακτήρια αυτά
καταναλώνουν ουσίες όπως καρβοξυλικά οξέα, μεθανόλη, μεθυλαμίνες, ακετάσες,
υδρογόνο και διοξείδιο του άνθρακα και παράγουν μεθάνιο. Έτσι, κατά την τρίτη
φάση της αποσύνθεσης, η συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα μειώνεται και
αυξάνει η συγκέντρωση του μεθανίου που φθάνει το 50-60% του συνόλου του
παραγόμενου βιο-αερίου. Γενικώς, ο ανωτέρω μηχανισμός της υδρόλυσης της
κυτταρίνης (C6H10O5) και της ημι-κυτταρίνης (C5H8O4) προς διοξείδιο του άνθρακα
και μεθάνιο περιγράφεται από την αντίδραση:
⎛ a b⎞ ⎛n a b⎞ ⎛n a b⎞
Cn H a O b + ⎜ n − − ⎟ H 2O → ⎜ − + ⎟ CO2 + ⎜ + − ⎟ CH 4
⎝ 4 2⎠ ⎝2 8 4⎠ ⎝2 8 4⎠
Η φάση της έντονης παραγωγής μεθανίου σε έναν αποδέκτη μπορεί να διαρκέσει επί
μια δεκαετία περίπου. Κατά τη φάση αυτή η παραγωγή θερμότητας είναι μικρή (πολύ
μικρότερη από την παραγωγή θερμότητας κατά την αερόβια φάση της
αποσύνθεσης).
Η τέταρτη και τελευταία φάση της αποσύνθεσης χαρακτηρίζεται από την
επιβράδυνση της παραγωγής μεθανίου λόγω της εξάντλησης των καρβοξυλικών
οξέων και της περαιτέρω αύξησης του pH (7.5-8.0). Κατά τη φάση αυτή, η σχετική
περιεκτικότητα του βιο-αερίου σε μεθάνιο και διοξείδιο του άνθρακα παραμένει
πρακτικώς σταθερή με αναλογία 50-60% περίπου μεθάνιο και 50-40% διοξείδιο του
άνθρακα, ενώ η παραγόμενη θερμότητα είναι πολύ μικρή.
Συνοπτικά, τα κυριότερα χαρακτηριστικά των τεσσάρων φάσεων της
αποσύνθεσης των οργανικών ουσιών φαίνονται στον ακόλουθο πίνακα:
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ
Φάση Χαρακτηριστικά
(Ι) Οξείδωση μέσω αερόβιων βακτηρίων
Αερόβια αποσύνθεση Παραγωγή CO2
Έντονη θερμότητα
Διάρκεια: μερικές ημέρες
(ΙΙ) Υδρόλυση κυτταρίνης και σακχάρων προς αλκοόλες και στη
Αναερόβια συνέχεια προς καρβοξυλικά οξέα.
όξινη Μή παραγωγή μεθανίου λόγω χαμηλού pH. Παραγωγή CO2 και Η2
μή-μεθανογενετική Χαμηλές τιμές του pH (5.5-6.0)
Διάρκεια: αρκετοί μήνες έως ολίγα έτη
(ΙΙΙ) Κατανάλωση των καρβοξυλικών οξέων (με έντονη παραγωγή
Αναερόβια μεθανίου) λόγω αύξησης του pH
επιταχυνόμενη Έντονη παραγωγή CH4
μεθανογενετική Μέσες τιμές του pH (6.8-7.4)
Διάρκεια: έως και δέκα έτη
(ΙV)
Αναερόβια Σταθεροποίηση παραγωγής μεθανίου
επιβραδυνόμενη Αύξηση του pH (7.5-8.0)
μεθανογενετική Διάρκεια: μερικά έτη

Σε όλες τις φάσεις της αποσύνθεσης των οργανικών ουσιών παράγεται και νερό το
οποίο συνεισφέρει στον όγκο του υγρού στραγγίσματος. Με την αυξανόμενη
παραγωγή νερού και τη βαθμιαία συμπίεση των απορριμμάτων από το βάρος των
υπερκειμένων αλλά και τη μείωση του όγκου τους (λόγω της αποσύνθεσης), το
στράγγισμα κινείται προς τα κάτω και συγκεντρώνεται στον πυθμένα του αποδέκτη.
Τυπικές διατάξεις των σύγχρονων αποδεκτών 7-13

Αντίστοιχα, το παραγόμενο βιο-αέριο διαφεύγει βαθμιαία και κινείται προς την


επιφάνεια του εδάφους.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το βιο-αέριο γενικώς αποτελείται από μεθάνιο
σε ποσοστό 50-70%, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό είναι διοξείδιο του άνθρακα (30-
40%) και διάφορες άλλες ουσίες σε μικρά ποσοστά (π.χ. ελαφρά πετρελαιοειδή,
υδρογόνο, υδρόθειο, αλλά και ίχνη χλωριούχου βινυλίου12). Η συνολική παραγωγή
μεθανίου στους συνήθεις αποδέκτες κυμαίνεται μεταξύ 40 και 120 λίτρων μεθανίου
ανά χιλιόγραμμο απορριμμάτων. Όσον αφορά το ρυθμό παραγωγής του μεθανίου,
με βάση τα στοιχεία της διεθνούς βιβλιογραφίας εκτιμάται ένας μέσος ετήσιος ρυθμός
περί τα 5-10 λίτρα μεθανίου ανά χιλιόγραμμο απορριμμάτων13.
Η σύνθεση του ρυπαντικού φορτίου του υγρού στραγγίσματος ποικίλει
αναλόγως του χρόνου μέτρησης, δηλαδή της φάσης αποσύνθεσης στην οποία
βρίσκεται ο αποδέκτης. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία από 15 αποδέκτες αστικών
απορριμμάτων της Γερμανίας που είχαν ηλικίες μεταξύ 1-12 ετών προέκυψαν τα
στοιχεία που φαίνονται στον ακόλουθο πίνακα (Ehrig, 1988):

ΑΝΑΛΥΣΗ ΥΓΡΟΥ ΣΤΡΑΓΓΙΣΜΑΤΟΣ


(Συγκέντρωση σε mg/l)
Ρύπος Όξινη αναερόβια φάση Μεθανογενετική φάση
BOD* 13000 180
COD** 22000 3000
SO4 500 80
Ca 1200 60
Mg 470 180
Fe 780 15
Mn 25 0.7
Zn 5 0.6
pH 6.1 8.0
BOD/COD 0.58 0.06
*BOD = Biological Oxygen Demand **COD = Chemical Oxygen Demand

ΑΝΑΛΥΣΗ ΥΓΡΟΥ ΣΤΡΑΓΓΙΣΜΑΤΟΣ


(Συγκέντρωση σε μg/l)
Ρύπος Μέση συγκέντρωση
Αρσενικό 160
Κάδμιο 6
Κοβάλτιο 55
Νικέλιο 200
Μόλυβδος 90
Χρώμιο 300
Χαλκός 80
Υδράργυρος 10

7.4 Τυπικές διατάξεις των σύγχρονων αποδεκτών


Ένα από τα πρώτα θέματα που θα πρέπει να προσδιορισθεί κατά το
σχεδιασμό ενός σύγχρονου αποδέκτη στερεών αποβλήτων είναι η θέση του ως προς
την επιφάνεια του εδάφους, δηλαδή εάν πρόκειται για υπέργειο, ημι-υπόγειο ή
υπόγειο αποδέκτη (Σχήμα 7.2). Τα υπέργεια έργα προτιμώνται κυρίως σε
περιπτώσεις όπου ο υδροφόρος ορίζοντας βρίσκεται σε μικρό βάθος από την

12
το οποίο είναι γνωστό καρκινογόνο
13
με την παραδοχή ότι σε μια λειτουργούσα “χωματερή” συνυπάρχουν όλες οι φάσεις της
αποσύνθεσης
7-14 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

επιφάνεια και συνεπώς η όποια εκσκαφή θα μειώσει το πάχος της εδαφικής στρώσης
μεταξύ του πυθμένα του αποδέκτη και της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα. Οι
υπέργειες κατασκευές έχουν επίσης το πλεονέκτημα ότι το διήθημα ή στράγγισμα
(leachate) που συγκεντρώνεται στον πυθμένα του αποδέκτη μπορεί να
αποστραγγισθεί δια βαρύτητος (δηλαδή χωρίς άντληση). Τέλος, η κατασκευή της
στεγανωτικής στρώσης στον πυθμένα του ΧΥΤΑ είναι περισσότερο ευχερής αφού
κατασκευάζεται στην επιφάνεια του εδάφους. Οι ημι-υπόγειες και οι υπόγειες
κατασκευές πλεονεκτούν ως προς τη χωρητικότητα και επιπλέον τα προϊόντα των
εκσκαφών μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν ως υλικά για την καθημερινή κάλυψη
του αποδέκτη. Τέλος, οι υπόγειες κατασκευές έχουν το πλεονέκτημα ότι η περιοχή
μπορεί να επιπεδωθεί μετά την πλήρωσή της και να επαναχρησιμοποιηθεί.
Οι σύγχρονοι αποδέκτες στερεών αποβλήτων διαθέτουν ειδικά συστήματα για
τον έλεγχο και τον περιορισμό της ρύπανσης του περιβάλλοντος. Ειδικότερα, τα
συστήματα αυτά έχουν τους εξής σκοπούς:
1. Να ελαχιστοποιήσουν την κατείσδυση των επιφανειακών υδάτων (βροχόπτωση,
χιονόπτωση και επιφανειακές απορροές) εντός του σώματος του ΧΥΤΑ, ώστε να
μειωθεί κατά το δυνατόν ο όγκος του υγρού στραγγίσματος.
2. Να συγκεντρώσουν και να απαγάγουν με κατάλληλο τρόπο το υγρό στράγγισμα
(leachate) και το παραγόμενο βιο-αέριο.
3. Να ελαχιστοποιήσουν τη διαφυγή του στραγγίσματος προς το υπέδαφος.
Για την πραγματοποίηση των ανωτέρω σκοπών οι σύγχρονοι αποδέκτες στερεών
αποβλήτων διαθέτουν:
1. Ειδική στεγανωτική στρώση στον πυθμένα και τα περιμετρικά πρανή (base liner).
2. Σύστημα συλλογής και απαγωγής του υγρού στραγγίσματος (leachate collection
system).
3. Σύστημα συλλογής και ελεγχόμενης απαγωγής του βιο-αερίου.
4. Ειδικό κάλυμμα στην επιφάνεια του ΧΥΤΑ τόσο κατά τις ενδιάμεσες φάσεις
πλήρωσης του χώρου (καθημερινή κάλυψη) όσο και μετά την τελική του πλήρωση
(τελική κάλυψη).
Το Σχήμα 7.4 παρουσιάζει μερικές τυπικές διατάξεις σύγχρονων αποδεκτών στερεών
αποβλήτων. Στα επόμενα εδάφια περιγράφεται αναλυτικά η τεχνολογία μελέτης και
κατασκευής των ανωτέρω συστημάτων προστασίας από τη ρύπανση.

7.5 Στεγανωτικές στρώσεις πυθμένα


Όλοι οι σύγχρονοι αποδέκτες στερεών αποβλήτων διαθέτουν στεγανωτικές
στρώσεις στον πυθμένα και τα περιμετρικά πρανή, που έχουν σκοπό να
ελαχιστοποιήσουν τη διαφυγή του υγρού στραγγίσματος προς το υπέδαφος. Οι
στρώσεις μπορεί να είναι :

1. Απλή στρώση συμπυκνωμένης αργίλου (compacted clay liner).


2. Μεμβράνη από συνθετικό υλικό (synthetic liner), όπως το χλωριούχο πολυβινύλιο
(PVC), το πολυαιθυλένιο υψηλής πυκνότητας (HDPE), το πολυαιθυλένιο χαμηλής
πυκνότητας (LDPE) κλπ.
3. Σύνθετη στεγανωτική μεμβράνη (composite liner), που αποτελείται από μια
συνθετική μεμβράνη τοποθετημένη πάνω σε μια στρώση συμπυκνωμένης
αργίλου.
4. Γεω-συνθετική αργιλική στεγανωτική μεμβράνη (geo-synthetic clay liner), που
αποτελείται από συνδυασμό μιας λεπτής αργιλικής στρώσης (πάχους μερικών
χιλιοστών) και ενός ή δύο συνθετικών υλικών.
Στεγανωτικές στρώσεις πυθμένα 7-15

5. Διπλή στεγανωτική στρώση με ενδιάμεση αποστραγγιστική στρώση (για τον


εντοπισμό και τη συλλογή των πιθανών διαφυγών διαμέσου της ανώτερης
στεγανωτικής στρώσης). Το σύστημα αυτό προσφέρει τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια
έναντι διαφυγών και χρησιμοποιείται συνήθως στους αποδέκτες επικίνδυνων ή
τοξικών αποβλήτων. Η κάθε μια από τις δυο στεγανωτικές στρώσεις μπορεί να
είναι κάποια από τις ανωτέρω περιπτώσεις (1), (2), (3) ή (4).
Στα επόμενα περιγράφονται οι παραπάνω τύποι στεγανωτικών στρώσεων.

7.5.1 Στρώσεις συμπυκνωμένης αργίλου


Στρώσεις συμπυκνωμένης αργίλου χρησιμοποιόντουσαν συχνά στο παρελθόν
ως η μοναδική επένδυση του πυθμένα αποδεκτών μή-επικινδύνων αποβλήτων. Οι
νεώτεροι όμως κανονισμοί απαιτούν και τη χρήση συνθετικής μεμβράνης στον
πυθμένα και τα περιμετρικά πρανή. Στις περιπτώσεις αποδεκτών επικινδύνων
στερεών αποβλήτων, οι συμπυκνωμένες αργιλικές στρώσεις μπορούν επίσης να
χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό με κάποια άλλη στεγανωτική επένδυση (π.χ.
συνθετικές μεμβράνες ή γεω-συνθετικές μεμβράνες). Όπως αναφέρθηκε σε

Σχήμα 7.4: Τυπική διάταξη ενός σύγχρονου αποδέκτη στερεών αποβλήτων


7-16 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

προηγούμενο Κεφάλαιο, τα αργιλικά υλικά14 όταν συμπυκνωθούν με κατάλληλη


υγρασία αποκτούν μικρή διαπερατότητα και μπορούν να λειτουργήσουν ως
στεγανωτική μεμβράνη. Κατά τη χρήση όμως των συμπυκνωμένων αργιλικών υλικών
ως στεγανωτικών μεμβρανών στον πυθμένα και τις παρειές των σύγχρονων
αποδεκτών στερεών αποβλήτων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα εξής:
1. Ο συντελεστής υδραυλικής αγωγιμότητας (διαπερατότητας) της συμπυκνωμένης
αργιλικής στρώσης θα πρέπει γενικώς να είναι μικρότερος από το 10-9 m/sec. Ως
ενδεικτικές απαιτήσεις για την επίτευξη του ανωτέρω περιορισμού είναι:
(α) Ποσοστό λεπτοκόκκου κλάσματος (< Νο 200): κατ’ ελάχιστον 20 - 30 %
(β) Δείκτης πλαστικότητας: κατ’ ελάχιστον 7 - 10 %
(γ) Ποσοστό χαλίκων (> Νο 4, d = 4.75 mm): μικρότερο από 30 %
(δ) Μέγιστη διάσταση κόκκου: 25 - 50 mm
Οι ανωτέρω είναι ενδεικτικές τιμές των αντίστοιχων ιδιοτήτων, και συνεπώς ο
επιτυγχανόμενος συντελεστής διαπερατότητας θα πρέπει πάντοτε να ελέγχεται με
επαρκή αριθμό δοκιμών μέτρησης της διαπερατότητας. Ανεξάρτητα όμως από τα
αποτελέσματα των εργαστηριακών δοκιμών, κατά την επιλογή των υλικών
κατασκευής της αργιλικής στεγανωτικής στρώσης θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη
προσοχή και σε κατασκευαστικά θέματα που συνδέονται κυρίως με τη διαφορά
κλίμακας μεταξύ των εργαστηριακών δοκιμών και της επιτόπου συμπεριφοράς της
συμπυκνωμένης αργιλικής στρώσης. Έτσι, π.χ. η παρουσία υψηλού ποσοστού
χαλίκων (50-60%) μπορεί να μην αυξάνει την υδραυλική αγωγιμότητα πάνω από
το αποδεκτό όριο κατά τις εργαστηριακές δοκιμές όπου η ανάμειξη των υλικών
είναι ικανοποιητική. Κατά τις επιτόπου εργασίες συμπύκνωσης, όμως, είναι πολύ
πιθανόν να προκληθεί απόμειξη των υλικών και να δημιουργηθούν θύλακες με
αυξημένο ποσοστό χαλίκων (άνω του 60%), όπου η διαπερατότητα θα είναι
ασφαλώς αυξημένη και θα προκληθούν διαρροές.
2. Ο συντελεστής υδραυλικής αγωγιμότητας των αργιλικών υλικών επηρεάζεται
σημαντικά από την υγρασία συμπυκνώσεως και την εφαρμοζόμενη ενέργεια. Το
Σχήμα 7.5 παρουσιάζει τυπικές καμπύλες της μεταβολής της υδραυλικής
αγωγιμότητας για διάφορες τιμές της υγρασίας κατά τη συμπύκνωση και την
εφαρμοζόμενη ενέργεια συμπύκνωσης. Η υδραυλική αγωγιμότητα προφανώς
μειώνεται με την αύξηση της ενέργειας συμπύκνωσης. Επιπλέον, η υδραυλική
αγωγιμότητα μειώνεται σημαντικά (κατά 10-100 φορές) με την αύξηση της
υγρασίας συμπύκνωσης κατά 2-3% πάνω από τη βέλτιστη τιμή. Κατά συνέπεια,
στην περίπτωση χρήσης των συμπυκνωμένων αργίλων ως στεγανωτικών
μεμβρανών συνιστάται η υγρασία της συμπύκνωσης να είναι ελαφρά μεγαλύτερη
(κατά 2% περίπου) από τη βέλτιστη υγρασία.
3. Τα αργιλικά υλικά όταν ξηρανθούν συρρικνούνται και ρηγματώνονται. Η τάση για
συρρίκνωση γενικώς αυξάνει με την αύξηση του δείκτη πλαστικότητας της
αργίλου. Οι αργιλικές στεγανωτικές μεμβράνες στον πυθμένα ΧΥΤΑ γενικώς
εκτίθενται στην ηλιακή ακτινοβολία πριν από την αρχική κάλυψή τους, με συνέπεια
να ξηραίνονται και να υπάρχει κίνδυνος να ρηγματωθούν. Για τους λόγους αυτούς:

14
δηλαδή τα γαιώδη υλικά που περιέχουν ένα σημαντικό ποσοστό λεπτοκόκκου κλάσματος
(διερχόμενο από το κόσκινο Νο 200 - d < 75 μm)
Στεγανωτικές στρώσεις πυθμένα 7-17

Σχήμα 7.5: Μεταβολή του συντελεστή διαπερατότητας των συμπυκνωμένων αργίλων με την ενέργεια
και την υγρασία κατά τη συμπύκνωση

(α) Δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται αργιλικά υλικά υψηλής πλαστικότητας.


Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο δείκτης πλαστικότητας θα πρέπει να είναι
μικρότερος του 30-35%, ιδίως στις περιπτώσεις όπου προβλέπεται αξιόλογη
ξήρανση του υλικού.
(β) Η συμπύκνωση των επάλληλων στρώσεων της αργιλικής στεγανωτικής
μεμβράνης θα πρέπει να γίνεται ταχέως ώστε να αποφεύγεται η παρατεταμένη
έκθεση της επιφάνειας της αργίλου στην ηλιακή ακτινοβολία, η ξήρανσή της
και συνεπώς η ρηγμάτωσή της (Σχήμα 7.6).
(γ) Η τελική επιφάνεια της συμπυκνωμένης αργιλικής μεμβράνης θα πρέπει να
καλύπτεται ταχέως, ώστε να αποφεύγεται η ξήρανση και η ως εκ τούτου

Σχήμα 7.6: Τυπική ξήρανση των επάλληλων στρώσεων συμπυκνωμένης αργιλικής μεμβράνης
7-18 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

ρηγμάτωσή της. Επιπλέον, η πλήρωση του αποδέκτη στερεών αποβλήτων θα


πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε η στεγανωτική μεμβράνη του πυθμένα
να καλύπτεται ταχέως από την πρώτη στρώση αποβλήτων η οποία θα
προστατεύσει τη μεμβράνη και από την έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία.
(δ) Σε περιοχές έντονου ψύχους, η αργιλική στεγανωτική στρώση θα πρέπει να
προστατεύεται και από τον παγετό. Για τις Ελληνικές κλιματικές συνθήκες, η
κάλυψη της αργιλικής μεμβράνης με την αμμώδη στρώση συλλογής του υγρού
στραγγίσματος είναι συνήθως επαρκής για την αποφυγή βλαβών της αργιλικής
στρώσης λόγω παγετού.
4. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται κατά τη συμπύκνωση της αργιλικής
στεγανωτικής μεμβράνης στις παρειές του αποδέκτη στερεών αποβλήτων (Σχήμα
7.7). Η συμπύκνωση σε οριζόντιες στρώσεις δεν συνιστάται, επειδή γενικώς η
διαπερατότητα κατά μήκος των διεπιφανειών μεταξύ των επάλληλων στρώσεων
είναι αυξημένη με συνέπεια πιθανές διαφυγές του στραγγίσματος. Αν τελικώς
επιλεγεί η συμπύκνωση σε οριζόντιες στρώσεις, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη
προσοχή ώστε η διεπιφάνεια μεταξύ των επάλληλων στρώσεων να έχει κλίση
προς το εσωτερικό του αποδέκτη. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται οι διαφυγές
του υγρού στραγγίσματος εκτός του αποδέκτη (υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι
το στράγγισμα απομακρύνεται από τον πυθμένα του ΧΥΤΑ και δεν δημιουργεί
στάθμη).
5. Οι χημικές ουσίες που περιέχονται στο υγρό στράγγισμα μπορούν να προσβάλουν
τη συμπυκνωμένη αργιλική στρώση και να μεταβάλουν τις ιδιότητές της (π.χ. να
αυξήσουν τη διαπερατότητα ή να τη διαβρώσουν πλήρως). Συγκεκριμένα:
(α) Ισχυρά οξέα και βάσεις μπορούν να διαλύσουν τα αργιλικά ορυκτά και να
διαβρώσουν την αργιλική μεμβράνη. Ορισμένα οξέα όπως το υδροφθορικό και
το φωσφορικό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα από την άποψη αυτή.
(β) Ποικίλες ανόργανες και οργανικές ουσίες του υγρού στραγγίσματος μπορούν
να μεταβάλουν το πάχος της διπλής στρώσης των αργιλικών ορυκτών, να
τροποποιήσουν τη δομή τους και να μεταβάλουν την υδραυλική τους
αγωγιμότητα. Τα θέματα αυτά εξετάσθηκαν λεπτομερώς στο Κεφάλαιο 4.
Υπενθυμίζεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. ηλεκτρολύτες, οργανικές
ενώσεις), προκαλείται θρόμβωση (flocculation) της δομής των αργιλικών

Σχήμα 7.7: Συμπύκνωση αργιλικής στεγανωτικής μεμβράνης στις παρειές του αποδέκτη στερεών
αποβλήτων (α) παράλληλα με την κλίση του πρανούς και (β) σε οριζόντιες στρώσεις
Στεγανωτικές στρώσεις πυθμένα 7-19

ορυκτών με συνέπεια τη ρηγμάτωση της αργίλου και την αύξηση της


διαπερατότητας. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται “συναίρεση” (syneresis) και οι
αναπτυσσόμενες ρωγμές “συναιρετικές ρωγμές”.
Για τους ανωτέρω λόγους, θα πρέπει να εκτελούνται ειδικές δοκιμές συμβατότητας
(compatibility tests) για τον έλεγχο της επιρροής του αναμενόμενου στραγγίσματος
των απορριμμάτων στα συγκεκριμένα αργιλικά υλικά που προβλέπεται να
χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή της αργιλικής στεγανωτικής μεμβράνης.
Πάντως, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η χρήση μιας απλής αργιλικής στεγανωτικής
μεμβράνης στον πυθμένα ενός αποδέκτη στερεών αποβλήτων είναι πιθανόν να
παρουσιάσει αξιόλογες διαρροές στραγγίσματος προς το περιβάλλον για κάποιον
από τους λόγους που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Έτσι, στους περισσότερους
αποδέκτες στερεών αποβλήτων χρησιμοποιούνται σύνθετες στεγανωτικές στρώσεις
που περιλαμβάνουν και άλλες στρώσεις εκτός από την αργιλική μεμβράνη15.

7.5.2 Συνθετικές μεμβράνες


Μέχρι το 1982 η στεγάνωση του πυθμένα των αποδεκτών στερεών
αποβλήτων συνίστατο σχεδόν αποκλειστικά από στρώσεις συμπυκνωμένης
αργίλου16. Όμως η χρήση της συμπυκνωμένης αργίλου ως μοναδικής στεγανωτικής
μεμβράνης παρουσιάζει δυο βασικά μειονεκτήματα:
1. Είναι δυσχερής (αν όχι αδύνατη) η κατασκευή μιας εκτεταμένης στρώσης
συμπυκνωμένης αργίλου χωρίς περιοχές αυξημένης διαπερατότητας (π.χ. λόγω
της τυχαίας παρουσίας κάποιας ποσότητας χονδρόκοκκου υλικού).
2. Είναι δύσκολο να αποφευχθεί η ρηγμάτωση μιας εκτεταμένης στρώσης
συμπυκνωμένης αργίλου λόγω ξήρανσης και συρρίκνωσης.
Τα μειονεκτήματα αυτά θεραπεύονται από τις λεγόμενες συνθετικές μεμβράνες
(synthetic liners) ή γεω-μεμβράνες (geomembrane liners) των οποίων η βιομηχανική
παραγωγή παρουσίασε ραγδαία ανάπτυξη στις αρχές της δεκαετίας του 1980 λόγω
αντίστοιχης ανάπτυξης της τεχνολογίας των πολυμερών. Έτσι, σήμερα η χρήση
συνθετικών μεμβρανών στον πυθμένα και τις παρειές των αποδεκτών των
περισσότερων στερεών (αλλά και υγρών) αποβλήτων είναι επιβεβλημένη από τους
Κανονισμούς όλων των προηγμένων χωρών.
Τρεις κατηγορίες πολυμερών προσφέρονται για την κατασκευή γεω-
μεμβρανών: τα θερμοσκληρυνόμενα ελαστομερή, τα βιτουμενιούχα (ασφαλτικά)
πολυμερή και τα θερμοπλαστικά πολυμερή. Τα θερμοσκληρυνόμενα ελαστομερή
χρησιμοποιούνται σπανίως για τη στεγάνωση του πυθμένα ΧΥΤΑ λόγω της
δυσχέρειας στη συρραφή των φύλλων τους σε συνθήκες εργοταξίου. Τα
βιτουμενιούχα πολυμερή επίσης χρησιμοποιούνται σε λίγες περιπτώσεις, κυρίως
λόγω της μικρής μηχανικής τους αντοχής17. Έτσι, το σύνολο σχεδόν των συνθετικών
γεω-μεμβρανών που χρησιμοποιούνται στους αποδέκτες στερεών αποβλήτων
υπάγονται στην κατηγορία των θερμοπλαστικών. Τα θερμο-πλαστικά υλικά έχουν την

15
Εξαίρεση αποτελούν οι αποδέκτες αδρανών προϊόντων κατεδαφίσεων (μπάζων), όπου το
ρυπαντικό φορτίο των υλικών είναι γενικώς μικρό και δεν παράγονται αξιόλογες ποσότητες υγρού
στραγγίσματος
16
σε πολλές περιπτώσεις, ιδίως παλαιότερων “χωματερών”, δεν προβλεπόταν η κατασκευή ειδικής
στεγανωτικής στρώσης στον πυθμένα και η όποια προστασία από τη ρύπανση επαφίετο στη φυσική
εξασθένηση του ρυπαντικού φορτίου κατά την κίνηση του υγρού στραγγίσματος διαμέσου των
υποκείμενων εδαφικών στρώσεων
17
το κύριο πλεονέκτημα των βιτουμενιούχων πολυμερών είναι η αντοχή τους στην υπεριώδη
ακτινοβολία (UV) και συνεπώς χρησιμοποιούνται κυρίως σε περιπτώσεις παρατεταμένης έκθεσης της
μεμβράνης στην ηλιακή ακτινοβολία
7-20 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

ιδιότητα να μαλακώνουν (λιώνουν) όταν θερμανθούν και να επανέρχονται πρακτικώς


στην αρχική τους κατάσταση αφού ψυχθούν. Τα κυριότερα είδη θερμοπλαστικών
υλικών που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή γεω-μεμβρανών είναι:
1. Το πολυ-αιθυλένιο υψηλής πυκνότητας (High Density Poly-Ethylene, HDPE) με
λεία ή τραχεία επιφάνεια.
2. Το πολυ-αιθυλένιο χαμηλής πυκνότητας (Low Density Poly-Ethylene, LDPE) με
λεία ή τραχεία επιφάνεια.
3. Το χλωριωμένο πολυ-αιθυλένιο (Chlorinated Poly-Ethylene, CPE) είτε απλό είτε
ενισχυμένο (οπλισμένο) με πλέγμα από συνθετικές ίνες για την αύξηση της
μηχανικής αντοχής σε εφελκυσμό.
4. Το χλωρο-θειωμένο πολυ-αιθυλένιο (Chloro-sulfonated Poly-Ethylene, CSPE),
συνήθως ενισχυμένο (οπλισμένο) με πλέγμα από συνθετικές ίνες για την αύξηση
της μηχανικής αντοχής σε εφελκυσμό.
5. Το χλωριούχο πολυ-βινύλιο (Poly-Vinyl Chloride, PVC).
Τα ανωτέρω θερμοπλαστικά υλικά συνήθως κατεργάζονται με διάφορα πρόσμικτα
(additives) που έχουν ως σκοπό τη βελτίωση των ιδιοτήτων τους. Έτσι, προκύπτουν
τελικώς πολλές ποικιλίες υλικών με διάφορα εμπορικά ονόματα. Οι συνθετικές
γεωμεμβράνες κυκλοφορούν στο εμπόριο με τη μορφή φύλλων πάχους 0.3-3
χιλιοστών18 (ή και περισσότερο) σε ρολλά εύρους 5-8 μέτρων και μήκους μερικών
δεκάδων μέτρων. Η παραγωγή των φύλλων από τη θερμοπλαστική μάζα του
πολυμερούς γίνεται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:
1. Με πίεση διαμέσου του κενού που δημιουργείται από δυο κυλινδρικούς σωλήνες
που περιστρέφονται με αντίθετη φορά (extrusion, calendering). Με τον τρόπο αυτό
παράγονται οι απλές γεω-μεμβράνες (δηλαδή οι μή-οπλισμένες).
2. Με βαφή και εμποτισμό (spread coating) της θερμοπλαστικής ύλης πάνω σε ένα
πλέγμα από συνθετικές ίνες οι οποίες αποτελούν και τον οπλισμό της
γεωμεμβράνης.
Η καταλληλότητα των γεω-μεμβρανών ως στεγανωτικών υλικών στον πυθμένα των
σύγχρονων αποδεκτών εξαρτάται από τις ιδιότητές τους. Οι κυριότερες ιδιότητες των
γεω-μεμβρανών είναι (σε παρένθεση δίνεται ο αριθμός της Αμερικανικής
προδιαγραφής ASTM για τον έλεγχο της συγκεκριμένης ιδιότητας):
1. Φυσικές ιδιότητες
Όπως το πάχος της μεμβράνης (D751), το ειδικό βάρος (D792 ή D1505), το βάρος
ανά μονάδα επιφάνειας (D1910), η διαπερατότητα (E96), η περιεκτικότητα σε
άνθρακα (D1603) κλπ.
2. Μηχανικές ιδιότητες
Όπως η εφελκυστική αντοχή και η αντίστοιχη παραμόρφωση (D638), η αντοχή
έναντι σχισίματος (D1004), η αντοχή έναντι διατρήσεως (FTMS 101 B), η
ψαθυρότητα σε χαμηλές θερμοκρασίες (D746), η αντοχή σε υψηλές θερμοκρασίες
(794), η αντοχή σε ρηγμάτωση (D1693), η αντοχή σε γήρανση (D573, D1349) κλπ.
3. Χημικές ιδιότητες
Όπως η αντοχή σε διόγκωση (D570), η αντοχή έναντι του όζοντος (D1149) και η
αντοχή έναντι υπεριώδους ακτινοβολίας (D3334, G23, G26, G53). Επιπλέον,
προσδιορίζεται η αντοχή έναντι του υγρού στραγγίσματος των απορριμμάτων με
τη μέθοδο 9090 της U.S.EPA (1985) που ελέγχει τη συμβατότητα της γεω-
μεμβράνης με συνήθεις ρύπους των υγρών στραγγισμάτων ΧΥΤΑ.
4. Βιολογικές ιδιότητες

18
το πάχος των γεω-μεμβρανών συνήθως μετράται σε mils (1mm = 40 mils)
Στεγανωτικές στρώσεις πυθμένα 7-21

Όπως η αντοχή στην ανάπτυξη μηκύτων (G21) και έναντι βακτηρίων (G22). Στις
ανωτέρω δοκιμές ελέγχονται κυρίως τα πρόσμικτα υλικά της μεμβράνης
δεδομένου ότι τα πολυμερή υλικά είναι αδρανή έναντι τέτοιων επιδράσεων.
Επίσης θα πρέπει να ελέγχεται η αντοχή της μεμβράνης στα τρωκτικά και στη
διάτρηση από τις ρίζες διάφορων φυτών (ζιζανίων).
Τυπικές τιμές των ανωτέρω ιδιοτήτων για θερμοπλαστικές γεω-μεμβράνες είναι:

Ιδιότητα Απλή μεμβράνη Ενισχυμένη μεμβράνη


(οπλισμένη)
Εφελκυστική αντοχή (kN/m) 10 - 50 20 - 200
Παραμόρφωση θραύσεως (%) 100 - 500 10 - 30
Ανηγμένο βάρος (kg/m2) 0.3 - 1.5 0.6 - 2.0

Ένα από τα σημαντικότερα θέματα που επηρεάζουν τη στεγανότητα είναι η


προσεκτική συρραφή των φύλλων. Είναι προφανές ότι λόγω της μεγάλης έκτασης
της επιφάνειας που καλύπτεται με τη γεω-μεμβράνη απαιτούνται συρραφές μήκους
πολλών χιλιομέτρων. Οι συρραφές των μεμβρανών γίνονται με τρεις τρόπους:
1. Με κανονική συγκόλληση (extrusion welding) κατά την οποία ένα πρόσθετο θερμό
θερμοπλαστικό υλικό τοποθετείται στην επαφή των δυο μεμβρανών οι οποίες
λιώνουν και συγκολλώνται. Η μέθοδος αυτή είναι ανάλογη της
ηλεκτροσυγκολλήσεως των μεταλλικών φύλλων. Η κανονική συγκόλληση
χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε γεω-μεμβράνες από πολυ-αιθυλένιο (HDPE,
LDPE).
2. Με θερμική επεξεργασία, δηλαδή με θέρμανση των δυο φύλλων της μεμβράνης
στην περιοχή της επικάλυψης (χωρίς πρόσθεση άλλου υλικού) και συγκόλλησή
τους λόγω της υψηλής θερμοκρασίας. Η θέρμανση συνήθως γίνεται μέσω
ηλεκτρικώς θερμαινόμενου μεταλλικού στελέχους το οποίο έρχεται σε επαφή με τις
μεμβράνες στην περιοχή που επικαλύπτονται.
3. Με διάφορες άλλες μεθόδους όπως με υπερήχους, με χημικούς διαλύτες κλπ.
Οι συρραφές των γεω-μεμβρανών είναι τα ασθενέστερα σημεία στα οποία υπάρχει
πιθανότητα διαρροών. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι για τον
έλεγχο των συγκολλήσεων στις θέσεις συρραφής των μεμβρανών. Μια από τις
συνηθέστερες μεθόδους συρραφής είναι η επίθεση δυο φύλλων κατά 10-20 cm
περίπου και η διπλή συρραφή τους με δυο παράλληλες συγκολλήσεις. Στη συνέχεια,
η ποιότητα της συρραφής δοκιμάζεται με εισπίεση νερού στο θύλακα που
δημιουργείται μεταξύ των δυο επάλληλων φύλλων και των δυο ραφών. Τυχόν
ατέλειες στη συγκόλληση εντοπίζονται μέσω της παρατηρούμενης απώλειας πίεσης
και της διαφυγής νερού. Στατιστικές μετρήσεις που έγιναν για τη διερεύνηση της
συχνότητας των ατελειών στη συρραφή των μεμβρανών δείχνουν ότι, αναλόγως της
μεθόδου συρραφής και της ικανότητας και επιμέλειας του τεχνίτη, η συχνότητα των
ατελειών είναι από μία ανά 10 μέτρα ραφής έως μία ανά 300 μέτρα ραφής. Έτσι, για
τις συνήθεις διαστάσεις των φύλλων των μεμβρανών, οι πιθανές ατέλειες κυμαίνονται
μεταξύ των δέκα ατελειών ανά στρέμμα καλυπτόμενης επιφάνειας και των τριών
ατελειών ανά δέκα στρέμματα καλυπτόμενης επιφάνειας. Λόγω των διαφυγών που
αναμένονται στις θέσεις των ατελειών των ραφών, συνήθως χρησιμοποιούνται
σύνθετες στεγανωτικές μεμβράνες19, όπως αναφέρεται στο επόμενο εδάφιο.
Οι συνθετικές μεμβράνες είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες σε διάτρηση από αιχμηρά
αντικείμενα και σχίζονται εύκολα. Επίσης είναι γενικώς ευαίσθητες στην υπεριώδη
ακτινοβολία αν και προσφάτως έχουν κατασκευασθεί συνθετικές γεω-μεμβράνες με
19
δηλαδή συνδυασμός συνθετικής μεμβράνης και συμπυκνωμένης αργιλικής στρώσης
7-22 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

ειδικά πρόσμικτα οι οποίες έχουν ικανοποιητική αντοχή στην υπεριώδη ακτινοβολία.


Για το λόγο αυτό:
(1) Θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή κατά την τοποθέτηση και συρραφή των
φύλλων της μεμβράνης ώστε να αποφευχθούν βλάβες από αιχμηρά αντικείμενα
κλπ.
(2) Οι μεμβράνες θα πρέπει να καλύπτονται με την (αμμώδη) στρώση συλλογής και
αποστράγγισης του στραγγίσματος αμέσως μετά την τοποθέτησή τους, ώστε
αφενός να προστατεύονται από σχίσιμο και διάτρηση και αφετέρου να μην
εκτίθενται στην ηλιακή ακτινοβολία.
Ο ακόλουθος πίνακας παρουσιάζει τα σχετικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των
κυριότερων τύπων θερμοπλαστικών και βιτουμενιούχων συνθετικών μεμβρανών. Οι
μεμβράνες που εξετάζονται είναι:
1. Θερμοπλαστικές μεμβράνες
Πολυαιθυλενίου (HDPE, LDPE)
Χλωριωμένου Πολυαιθυλενίου (CPE)
Χλωρο-θειωμένου Πολυαιθυλενίου (CSPE)
Χλωριούχου Πολυβινυλίου (PVC)
2. Βιτουμενιούχες μεμβράνες
Βουτυλίου (BR)
Αιθυλενίου-Προπυλενίου (EPDM)

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΣΥΝΘΕΤΙΚΩΝ ΜΕΜΒΡΑΝΩΝ


Ιδιότητα HDPE CPE CSPE PVC BR EPDM
LDPE
Αντοχή στην υπεριώδη ΜΕΤΡΙΑ ΚΑΛΗ ΚΑΛΗ ΚΑΚΗ ΚΑΛΗ ΚΑΛΗ
ακτινοβολία
Αντοχή σε υψηλές/χαμηλές ΚΑΛΗ ΚΑΛΗ ΚΑΛΗ ΚΑΚΗ ΚΑΛΗ ΚΑΛΗ
θερμοκρασίες
Αντοχή στη διάτρηση ΚΑΚΗ ΜΕΤΡΙΑ ΚΑΚΗ ΜΕΤΡΙΑ ΚΑΚΗ ΜΕΤΡΙΑ
Μηχανική αντοχή ΚΑΛΗ ΚΑΛΗ ΚΑΚΗ ΚΑΛΗ ΚΑΚΗ ΚΑΛΗ
Αντοχή στα βακτήρια ΚΑΛΗ ΚΑΚΗ ΚΑΛΗ ΜΕΤΡΙΑ ΜΕΤΡΙΑ ΜΕΤΡΙΑ
Αντοχή στα πετρελαιοειδή ΚΑΚΗ ΚΑΚΗ ΚΑΛΗ ΜΕΤΡΙΑ ΚΑΚΗ ΚΑΚΗ
Ευχέρεια στη συρραφή ΜΕΤΡΙΑ ΚΑΛΗ ΚΑΚΗ ΚΑΛΗ ΚΑΚΗ ΚΑΚΗ

Σε περίπτωση κατασκευής του αποδέκτη στερεών αποβλήτων σε περιοχή


όπου η μόνιμη στάθμη του υπογείου ορίζοντα είναι υψηλότερη από τη στάθμη του
πυθμένα του αποδέκτη (ή όταν υπάρχει δυνατότητα ανάπτυξης επικρεμάμενου
υδροφόρου ορίζοντα με στάθμη υψηλότερη από τη στάθμη του αποδέκτη), η
στεγανωτική μεμβράνη του πυθμένα και των πρανών θα πρέπει να ελέγχεται έναντι
υδροστατικής ανύψωσης. Στις παραπάνω περιπτώσεις υπάρχει κίνδυνος να
συγκεντρωθεί νερό στην κατώτερη επιφάνεια της στεγανωτικής μεμβράνης και να
προκληθεί ανύψωση της μεμβράνης. Ο κίνδυνος αυτός είναι αυξημένος στις αρχικές
φάσεις της λειτουργίας του έργου, όταν δηλαδή ο αποδέκτης είναι άδειος. Στις
περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να κατασκευάζεται ειδικό σύστημα αποστράγγισης του
φυσικού εδάφους κάτω από τη στεγανωτική στρώση του πυθμένα του ΧΥΤΑ, ώστε
να αποφεύγεται η συγκέντρωση των υπογείων υδάτων και η αύξηση των
υδροστατικών πιέσεων.
Κατά το σχεδιασμό των στεγανωτικών στρώσεων στον πυθμένα και τα
περιμετρικά πρανή των σύγχρονων χώρων υγειονομικής ταφής απορριμμάτων
(ΧΥΤΑ), το πάχος της συνθετικής γεωμεμβράνης καθορίζεται από τους εξής
παράγοντες:
1. Τις ελάχιστες απαιτήσεις των Κανονισμών για το συγκεκριμένο τύπο αποδέκτη.
Στεγανωτικές στρώσεις πυθμένα 7-23

2. Τυχόν ειδικές απαιτήσεις (όπως π.χ. η πιθανή κυκλοφορία βαρέων οχημάτων επί
της μεμβράνης κλπ).
3. Τη μέγιστη εφελκυστική δύναμη που αναπτύσσεται στη μεμβράνη λόγω του
βάρους της στρώσης κάλυψης της μεμβράνης στα πρανή του αποδέκτου.
Η μέθοδος υπολογισμού για την τελευταία αυτή περίπτωση παρουσιάζεται
παρακάτω.

Έλεγχος εφελκυσμού και μήκους αγκυρώσεως της μεμβράνης (Σχήμα 7.8):


Το βάρος της εδαφικής στρώσης (πάχους d) που υπέρκειται της μεμβράνης είναι:
W = γLd
Εάν (FSu ) είναι ο συντελεστής ασφάλειας σε ολίσθηση μεταξύ της μεμβράνης και του
υποκείμενου εδάφους (γωνία τριβής δu ) και (FSo ) είναι ο συντελεστής ασφάλειας σε
ολίσθηση μεταξύ της μεμβράνης και του υπερκείμενου εδάφους (γωνία τριβής δο )
τότε:
FSo =
(W cos β ) tan δ o = tan δ o
W sin β tan β
W cos β tan δ u
F=
FSu
T = W sinβ - F
και το απαιτούμενο πάχος (t ) της μεμβράνης είναι:
T
t = (FSt )
σy
όπου (σy ) είναι η εφελκυστική αντοχή της μεμβράνης και (FSt ) είναι ο απαιτούμενος
συντελεστής ασφαλείας.
Εφαρμογή:
ο
Κλίση πρανούς 1:3 (άρα β = 18.4 ), d = 0.30 m,
δu = δo = 21o, L = 50 m, γ = 18 kN/m3, FSu = 2, σy = 40 MPa, FSt = 3
Οπότε:
W = 270 kN/m , F = 49.2 kN/m , T = 36 kN/m
36 = 0.0027 m = 2.7 mm
t = 3×
40000

Εκτός του ελέγχου εφελκυστικής αντοχής, πρέπει να γίνεται και έλεγχος του μήκους (l
) αγκυρώσεως της μεμβράνης στο ανάντη άκρο του πρανούς. Το Σχήμα 7.8
παρουσιάζει τα γεωμετρικά στοιχεία που απαιτούνται για τον έλεγχο του μήκους
αγκυρώσεως. Η αγκύρωση της μεμβράνης γίνεται μέσω της τριβής που
αναπτύσσεται στην κάτω επιφάνεια της μεμβράνης λόγω του βάρους (W ) της
επίχωσης (πάχους D ) πάνω από τη μεμβράνη. Συγκεκριμένα :
W=γDl
Αντοχή τριβής: Τu = (W + T sinβ ) tanδu
Δύναμη εξόλκευσης: To = T cosβ
όπου (δu ) είναι η γωνία τριβής μεταξύ της μεμβράνης και του υποκείμενου εδάφους,
και T η μέγιστη εφελκυστική δύναμη επί της μεμβράνης. Έτσι, ο διαθέσιμος
συντελεστής ασφαλείας είναι :
T
FS = u
To
Συνδυασμός των ανωτέρω σχέσεων δίνει το απαιτούμενο μήκος αγκυρώσεως:
7-24 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

Σχήμα 7.8: Έλεγχος εφελκυστικής αντοχής και μήκους αγκυρώσεως της γεω-μεμβράνης

⎧ (F S ) ⎫ T cos β
l=⎨ − tan β ⎬
⎩ tan δ u ⎭ γD

Εφαρμογή:
Από το προηγούμενο παράδειγμα:
Τ = 36 kN/m, δu = 21o, β = 18.4ο, FS = 1.5, γ = 18 kN/m3, D = 1.5 m
Οπότε: l = 4.50 m

7.5.3 Σύνθετες μεμβράνες


Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο εδάφιο, οι συνθετικές γεω-μεμβράνες
έχουν τυχαίες ατέλειες (κυρίως κατά μήκος των συρραφών μεταξύ γειτονικών
φύλλων), με συνέπεια τη διαφυγή υγρού στραγγίσματος προς το υπέδαφος διαμέσου
των οπών της μεμβράνης στις θέσεις των ατελειών. Το μειονέκτημα αυτό των απλών
συνθετικών μεμβρανών αναιρείται σε μεγάλο βαθμό με τη χρήση των λεγόμενων
σύνθετων μεμβρανών (composite liners). Οι σύνθετες μεμβράνες αποτελούνται από
μια συνθετική μεμβράνη η οποία τοποθετείται στην άνω επιφάνεια μιας
συμπυκνωμένης αργιλικής στρώσης.
Το Σχήμα 7.9 παρουσιάζει το μηχανισμό της δραστικής μείωσης της διήθησης
διαμέσου μιας μικρής οπής της συνθετικής μεμβράνης στην περίπτωση σύνθετης
μεμβράνης (δεξί μέρος του σχήματος). Το αριστερό μέρος του σχήματος παρουσιάζει
τη διαφυγή στραγγίσματος διαμέσου μιας μικρής οπής της συνθετικής μεμβράνης
Στεγανωτικές στρώσεις πυθμένα 7-25

χωρίς υποκείμενη αργιλική στρώση. Ακόμη και στην περίπτωση μιας πολύ μικρής
οπής, η διηθούμενη παροχή είναι μεγάλη. Το κεντρικό μέρος του σχήματος δείχνει τη
διήθηση διαμέσου μιας αργιλικής στρώσης χωρίς υπερκείμενη συνθετική μεμβράνη.
Η διηθούμενη παροχή μπορεί να είναι σημαντική (ακόμη και για μικρές τιμές της
διαπερατότητας της αργίλου), λόγω της μεγάλης επιφάνειας επαφής του
στραγγίσματος με την υποκείμενη άργιλο. Το δεξί μέρος του σχήματος παρουσιάζει
τη λειτουργία της σύνθετης μεμβράνης στην περίπτωση μιας μικρής οπής της
συνθετικής μεμβράνης: η διηθούμενη παροχή είναι μικρή, επειδή η όποια διήθηση
διαμέσου της οπής υποχρεώνεται στη συνέχεια να διέλθει διαμέσου της υποκείμενης
αργιλικής στρώσης που έχει μικρή διαπερατότητα.
Η καλή λειτουργία της σύνθετης μεμβράνης βασίζεται στην τέλεια επαφή
(πρόσφυση) μεταξύ της συνθετικής μεμβράνης και της υποκείμενης αργιλικής
στρώσης. Το Σχήμα 7.10 παρουσιάζει τη λειτουργία της σύνθετης μεμβράνης σε
περίπτωση καλής πρόσφυσης (άνω μέρος) και κακής πρόσφυσης (κάτω μέρος).
Στην περίπτωση κακής πρόσφυσης, η διαρροή στραγγίσματος διαμέσου μιας μικρής
οπής της συνθετικής μεμβράνης συνοδεύεται από κίνηση του στραγγίσματος στην
οριζόντια διεύθυνση κάτω από τη συνθετική μεμβράνη. Με τον τρόπο αυτό η
επιφάνεια “προσβολής” της υποκείμενης αργιλικής στρώσης από το στράγγισμα
μεγαλώνει πολύ, με συνέπεια τη σημαντική αύξηση της παροχής που διηθείται
διαμέσου της αργιλικής στρώσης. Ο ακόλουθος πίνακας παρουσιάζει υπολογισθείσες
παροχές διηθήσεως ρύπου διαμέσου (α) μιας συνθετικής γεω-μεμβράνης, (β) μιας
συμπυκνωμένης αργιλικής στρώσης και (γ) μιας σύνθετης μεμβράνης που
αποτελείται από τις ανωτέρω δυο στρώσεις.

Σχήμα 7.9: Περιορισμός των διαφυγών στραγγίσματος στις θέσεις των ατελειών της συνθετικής
μεμβράνης μέσω της υποκείμενης αργιλικής στρώσης
7-26 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

Σχήμα 7.10: Λειτουργία της σύνθετης μεμβράνης στην περίπτωση (α) καλής επαφής και (β) μή-καλής
επαφής, μεταξύ της συνθετικής μεμβράνης και της υποκείμενης αργιλικής στρώσης

Τύπος μεμβράνης Παροχή διηθήσεως


(Λίτρα ανά ημέρα ανά στρέμμα)
Γεωμεμβράνη* 2500
Συμπυκνωμένη άργιλος** 115
Σύνθετη μεμβράνη (κακή πρόσφυση) 47
Σύνθετη μεμβράνη (καλή πρόσφυση) 5
* με 2 οπές ανά στρέμμα ** k = 10-9 m/sec

Κατά την τοποθέτηση των σύνθετων μεμβρανών θα πρέπει να δίνεται


ιδιαίτερη προσοχή στην αποφυγή βλάβης της συνθετικής μεμβράνης από σχίσιμο ή
διάτρηση με αιχμηρά αντικείμενα. Επίσης, θα πρέπει να γίνεται έλεγχος της
στεγανότητας των συρραφών των φύλλων σύμφωνα με τις σχετικές προδιαγραφές.
Τέλος, η συνθετική μεμβράνη θα πρέπει να προστατεύεται κατά το δυνατόν από την
υπεριώδη ακτινοβολία (π.χ. με ταχεία κάλυψή της με την αμμώδη στρώση συλλογής
και αποστράγγισης του στραγγίσματος). Η προστασία από την ηλιακή ακτινοβολία
στην περίπτωση των σύνθετων μεμβρανών θα πρέπει να γίνεται και για την αποφυγή
της ξήρανσης, συρρίκνωσης και τελικώς ρηγμάτωσης της συμπυκνωμένης αργιλικής
στρώσης που υπόκειται της συνθετικής γεω-μεμβράνης. Το φαινόμενο αυτό είναι
ιδιαίτερα επικίνδυνο σε χώρες με έντονη ηλιοφάνεια (όπως η Ελλάδα), επειδή κατά
την έκθεση της συνθετικής μεμβράνης στην ηλιακή ακτινοβολία αναπτύσσονται
υψηλές θερμοκρασίες20.

20
οι συνθετικές γεω-μεμβράνες είναι συνήθως μελανού χρώματος και ως εκ τούτου απορροφούν
έντονα την ηλιακή ακτινοβολία
Στεγανωτικές στρώσεις πυθμένα 7-27

Σχήμα 7.11: Διάφοροι τύποι γεω-συνθετικών αργιλικών μεμβρανών (GCL)

7.5.4 Γεω-συνθετικές μεμβράνες


Οι γεω-συνθετικές αργιλικές μεμβράνες (Geosynthetic Clay Liners, GCL)
αποτελούν ένα σχετικά πρόσφατο επίτευγμα της τεχνολογίας στεγανωτικών
μεμβρανών για τον πυθμένα και τα περιμετρικά πρανή των σύγχρονων αποδεκτών
στερεών και υγρών αποβλήτων. Η μεμβράνη τύπου GCL αποτελείται από μια λεπτή
αργιλική21 στρώση (πάχους λίγων εκατοστών του μέτρου) η οποία παρεμβάλλεται
μεταξύ δυο λεπτών γεωυφασμάτων (πάχους εκάστου 0.75-1.5 mm περίπου), ή
εναλλακτικά αποτελείται από μια λεπτή αργιλική στρώση (πάχους λίγων εκατοστών)
συγκολλημένη επί μιας λεπτής συνθετικής μεμβράνης (πάχους 1-2 mm). Το Σχήμα
7.11 παρουσιάζει τυπικές περιπτώσεις γεω-συνθετικών αργιλικών μεμβρανών. Η
λειτουργία των γεω-συνθετικών αργιλικών μεμβρανών τύπου (α) και (β) στο Σχήμα
7.11 είναι αντίστοιχη της στρώσης συμπυκνωμένης αργίλου, ενώ η λειτουργία της
μεμβράνης GCL τύπου (γ) είναι αντίστοιχη με τη λειτουργία της σύνθετης μεμβράνης
που περιγράφηκε παραπάνω. Το πλεονέκτημα της γεω-συνθετικής αργιλικής
μεμβράνης είναι ότι διατίθεται έτοιμη στο εμπόριο και συνεπώς δεν απαιτείται η
χωριστή κατασκευή τής κάθε στρώσης στο εργοτάξιο. Συνεπώς αποφεύγονται τα
πιθανά προβλήματα αυξημένης διαπερατότητας της συμπυκνωμένης αργίλου λόγω
τυχαίας απόμειξης των υλικών στο εργοτάξιο. Επιπλέον, λόγω της βιομηχανικής της
παραγωγής, η γεω-συνθετική αργιλική μεμβράνη εξασφαλίζει την καλή πρόσφυση

21
συνήθως από μοντμοριλονίτη (μπεντονίτη)
7-28 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

μεταξύ των επάλληλων στρώσεων και συνεπώς επιτυγχάνει πολύ μικρές τιμές
διαπερατότητας με υψηλή αξιοπιστία σε μεγάλη κλίμακα.

7.5.5 Υπολογισμός προστασίας πυθμένα ΧΥΤΑ


Καθώς η έννοια της “προστασίας” που προσφέρει ο πυθμένας έναντι
διαρροών του στραγγίσματος δεν ορίζεται από τους κανονισμούς, ο μελετητής,
συγκρίνοντας εναλλακτικές διατάξεις, καλείται να ποσοτικοποιήσει την προστασία
θεωρώντας τα εξής μεγέθη: υδραυλική αγωγιμότητα, παροχή, και χρόνο άφιξης
ρύπου ή χρόνο άφιξης κάποιου συγκεκριμένου κλάσματος της συγκέντρωσης του
ρύπου (στο στράγγισμα) στα σημεία ελέγχου (δηλαδή τα φρέατα δειγματοληψίας).
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, όπως θα δείξει και το πιο κάτω αριθμητικό
παράδειγμα, η επίτευξη μιας τιμής υδραυλικής αγωγιμότητας, ή η ελαχιστοποίηση
της παροχής ή του όγκου του διηθούμενου στραγγίσματος διαμέσου του πυθμένα
δεν είναι επαρκή κριτήρια σχεδιασμού.
Αριθμητικό παράδειγμα υπολογισμού προστασίας πυθμένα (Σχήμα 7.12)
Λόγω αστοχίας του συστήματος στράγγισης χώρου υγειονομικής ταφής, έχει
μαζευτεί στράγγισμα ύψους 10 μέτρων. Να εκτιμηθεί η προστασία (έναντι εξάπλωσης
των ρύπων του στραγγίσματος στο φυσικό έδαφος) που προσφέρουν (Ι) μία στρώση
συμπυκνωμένης αργίλου πάχους dα = 1m και (ΙΙ) μία σύνθετη στρώση που
αποτελείται από συμπυκνωμένη άργιλο πάχους dα = 0.8m και γεωμεμβράνη
πάχους dμ = 1.5 mm, όπως φαίνεται στο Σχήμα 7.12.
Δεδομένα:
• Άργιλος Υδραυλική Αγωγιμότητα kα = 10-9 m/s Πορώδες nα = 0.4
• Γεωμεμβράνη Υδραυλική Αγωγιμότητα kμ = 10-13 m/s Πορώδες nμ = 0.02
• Συντελεστής διάχυσης/διασποράς D = 32 cm2 / έτος
• Θεωρείται ότι έχουν αποκατασταθεί συνθήκες μόνιμης ροής

Σχήμα 7.12: Υπολογισμός προστασίας εναλλακτικών διατάξεων για την περίπτωση διαρροών από
στράγγισμα ύψους 10 m
Στεγανωτικές στρώσεις πυθμένα 7-29

Θα υπολογιστούν: (α) Υδραυλική αγωγιμότητα στην κατακόρυφη διεύθυνση


(β) Παροχή στραγγίσματος (l/m2- έτος)
(γ) Χρόνος άφιξης μετώπου ρύπου λόγω μεταγωγής (έτη)
(δ) Χρόνος άφιξης συγκέντρωσης ρύπου C = 0.01Co λόγω
μεταγωγής & διάχυσης/διασποράς (έτη)

(α) Υπολογισμός υδραυλικής αγωγιμότητας


kI = kα = 10-9 m/s
Για τη διάταξη ΙΙ εφαρμόζεται η εξίσωση που δίνει την ισοδύναμη υδραυλική
αγωγιμότητα για επάλληλα στρώματα πάχους di και υδραυλικής αγωγιμότητας ki:

k II =
∑ d i = d a + d μ = 0.8m + 0.0015m = 5.1 × 10 −11 m / s
d d d 0.8m 0.0015m
∑ k i kα + k μ m
+
m
i α μ 10 −9 10 −13
s s
Σχόλιο: Ο υπολογισμός μίας ενιαίας τιμής υδραυλικής αγωγιμότητας στη διεύθυνση
την κάθετη προς τη στρωματογραφία, όπως π.χ. για τη σύνθετη διάταξη ΙΙ, επιτρέπει
τη σύγκριση εναλλακτικών διατάξεων σύνθετων στρώσεων στεγάνωσης.

(β) Υπολογισμός παροχής


Χρειάζεται να επιλυθεί το πρόβλημα κατακόρυφης μονοδιάστατης ροής, που
ουσιαστικά συνίσταται στον υπολογισμό της κλίσης του υδραυλικού φορτίου. Η
κατάντη επιφάνεια της στρώσης στεγάνωσης θεωρείται ως επίπεδο αναφοράς για τη
μέτρηση του υψομετρικού φορτίου z. Επίσης γίνεται η παραδοχή ότι η πίεση του
νερού στο ίδιο επίπεδο είναι ατμοσφαιρική (Pw2= 0).

Στην ανάντη επιφάνεια της στρώσης στεγάνωσης


(σημείο 1 στο Σχήμα 7.12 – Διάταξη Ι):
h1 = Pw1/γw + z1= 10m+1m = 11m
Στην κατάντη επιφάνεια της στρώσης στεγάνωσης
(σημείο 2 στο Σχήμα 7.12 – Διάταξη Ι):
h2 = Pw2/γw + z2= 0m + 0m = 0m
Για αυτές τις τιμές του υδραυλικού φορτίου, η υδραυλική κλίση είναι:
Δh h − h2 11m
iI = I = 1 = = 11
ΔL I dα 1m
Με ανάλογους υπολογισμούς για τη διάταξη ΙΙ:
ΔhII h − h2 10.8m
i II = = 1 = = 13.5
ΔLII d α + d μ 0.8m
Υπολογισμός παροχών (βλέπε Κεφάλαιο 3):
m m3 lt
QI = k I i I A = 10 −9 × 11 × 1m 2 = 11 × 10 −9 = 347
s s ετoς
m m3 lt
QII = k II i II A = 5.1 × 10 −11 × 13.5 × 1m 2 = 6.8 × 10 −10 = 21.6
s s ετoς

(γ) Υπολογισμός χρόνου άφιξης μετώπου ρύπου


Για το χρόνο άφιξης του μετώπου ρύπου λόγω μεταγωγής, χρειάζεται να
υπολογιστεί η μέση γραμμική ταχύτητα ροής σε πορώδες μέσο v (βλέπε Κεφάλαιο
3).
7-30 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

Διάταξη Ι
m m
v I = k I i I = 10 −9
× 11 = 1.1 × 10 −8
s s
m
1.1 × 10 −8
vI s = 2.75 × 10 −8 m
va = =
nα 0.4 s
Ο χρόνος άφιξης ρύπου λόγω μεταγωγής δίνεται ως ο λόγος της απόστασης από την
πηγή του ρύπου (την ανάντη επιφάνεια της στεγανωτικής στρώσης) έως το σημείο
που μας ενδιαφέρει (την κατάντη επιφάνεια της στεγανωτικής στρώσης) με τη μέση
γραμμική ταχύτητα:
d 1m
TI = α = = 421ημ . → ΤΙ = 1.15 έτη
v a 2.75 × 10 −8 m
s
Διάταξη ΙΙ
m m
v II = k II i II = 5.1 × 10 −11
× 13.5 = 6.8 × 10 −10
s s
d μ dα dμ d 0.0015m 0.8m
TII = + = + α = +
v μ v α v II v II −10 m −10 m
nμ nα 6.8 × 10 s / 0.02 6.8 × 10 s / 0.4
→ ΤΙΙ= (0.5 + 5447) ημέρες → ΤΙΙ = 15 έτη

(δ) Υπολογισμός χρόνου άφιξης συγκέντρωσης ίσης με 0.01 της συγκέντρωσης


του διαφυγόντος στραγγίσματος
Χρησιμοποιούμε τη λύση της εξίσωσης της μονοδιάστατης μεταφοράς ρύπου
(εξίσωση 5.13). Χρειαζόμαστε δύο βασικές παραμέτρους: τη γραμμική ταχύτητα ροής
v (από το πρόβλημα ροής) και το συντελεστή διάχυσης/διασποράς D (από τα
δεδομένα).
Διάταξη Ι
v a = 2.75x10-6 cm/s = 86.7 cm/ έτος
v a x 86.7 × 100
= = 271 → μπορούμε να αγνοήσουμε το δεύτερο όρο της λύσης
D 32
C 1 ⎛ x − vt ⎞
= erfc⎜⎜ ⎟ = 0.01

C0 2 ⎝ 2 Dt ⎠
x − vt
έστω β= → erfc β = 0.02 → β = 1.645
2 Dt
100 − 86.7t
1.645 =
2 32t
100 − 86.7T 2
για t = T → 1.645 = → T = 0.97 → tΙ = 0.99 έτη
11.31T
Διάταξη ΙΙ
Θα υπολογίσουμε μεταφορά του ρύπου μόνο μέσω της αργίλου:
Σύστημα συλλογής του στραγγίσματος 7-31

cm
6.8 × 10 −8
va = s
= 5.36 cm/ έτος
0.4
v a x 5.36 × 80
= = 13.4 → μπορούμε να αγνοήσουμε το δεύτερο όρο της λύσης
D 32
80 − 5.36t
1.645 =
2 32t

80 − 5.36T 2
για t = T → 1.645 = → Τ=2.5 → tII = 6.25 έτη
11.31T
Σχόλια:
• Υπενθυμίζεται ότι δεν είναι υπέρ της ασφάλειας να αγνοείται η συμβολή της
διάχυσης και της διασποράς, ιδιαίτερα για υλικά χαμηλής υδραυλικής αγωγιμότητας.
• Τονίζεται ότι πρέπει να εξασφαλιστεί όχι μόνο μικρή υδραυλική αγωγιμότητα και
μικρή παροχή, αλλά και μεγάλος χρόνος άφιξης συγκέντρωσης ρύπου. Αυτός ο
συνδυασμός είναι αδύνατο να επιτευχθεί μόνο με γεωμεμβράνη, γιατί ενώ πληροί
τους δύο πρώτους περιορισμούς, αποτυγχάνει στον τρίτο.

7.6 Σύστημα συλλογής του στραγγίσματος


Η συλλογή και απομάκρυνση του υγρού στραγγίσματος (leachate) των
απορριμμάτων που συγκεντρώνεται στον πυθμένα των αποδεκτών στερεών
αποβλήτων είναι τελείως απαραίτητη για την επιτυχή λειτουργία του συστήματος
στεγανώσεως. Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο κεφάλαιο, το υγρό
στράγγισμα που συγκεντρώνεται στον πυθμένα των “χωματερών” οφείλεται:
1. Στην κατείσδυση των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (βροχόπτωση, χιόνι) και
στην εισροή επιφανειακών υδάτων, λόγω πλημμελούς κάλυψης και περιμετρικής
αποστράγγισης του χώρου.
2. Στη φυσική υγρασία των απορριμμάτων.
3. Στο νερό που παράγεται κατά τις χημικές αντιδράσεις αποσύνθεσης των
οργανικών ουσιών.
Το υγρό στράγγισμα έχει αξιόλογο ρυπαντικό φορτίο και συνεπώς η τυχόν διαφυγή
του στο υπέδαφος μπορεί να προκαλέσει σημαντική ρύπανση του περιβάλλοντος.
Ακόμη και στην περίπτωση ύπαρξης στεγανωτικής μεμβράνης στον πυθμένα του
αποδέκτη, το υγρό στράγγισμα που συγκεντρώνεται (αν δεν απομακρυνθεί με
κατάλληλο σύστημα αποστράγγισης) δημιουργεί στάθμη, αυξάνει το υδραυλικό
φορτίο στην υποκείμενη στεγανωτική μεμβράνη και ως εκ τούτου πολλαπλασιάζεται
η παροχή διηθήσεως διαμέσου των ατελειών της αλλά και του υποκείμενου εδαφικού
υλικού. Για το λόγο αυτό:
1. Θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην κατασκευή συστήματος περιμετρικής
αποστράγγισης του ΧΥΤΑ, ώστε να αποφεύγεται η εισροή επιφανειακών υδάτων
στο χώρο του αποδέκτη.
2. Θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην καθημερινή κάλυψη των
απορριμμάτων με εδαφικό υλικό το οποίο θα πρέπει να επιπεδώνεται, η επιφάνειά
του να διαμορφώνεται με κατάλληλες κλίσεις και να προβλέπεται σύστημα
συγκέντρωσης και απαγωγής των ομβρίων υδάτων (μέσω τάφρων, φρεατίων
κλπ).
7-32 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

3. Πάνω από τη στεγανωτική μεμβράνη του πυθμένα του αποδέκτη θα πρέπει να


κατασκευάζεται ειδικό σύστημα συλλογής και απομάκρυνσης του στραγγίσματος.
Τυπικές διατάξεις τέτοιων έργων φαίνονται στο Σχήμα 7.13.
Στην περίπτωση πρόβλεψης διπλής στεγανωτικής μεμβράνης στον πυθμένα του
ΧΥΤΑ (όπως π.χ. απαιτείται στους αποδέκτες επικινδύνων αποβλήτων), τότε θα
πρέπει να κατασκευάζονται και δυο συστήματα συλλογής και αποστράγγισης του
στραγγίσματος:
(1) Το κύριο σύστημα συλλογής του στραγγίσματος (primary leachate collection
system), το οποίο κατασκευάζεται στην επιφάνεια της ανώτερης στεγανωτικής
μεμβράνης. Το σύστημα αυτό συνήθως αποτελείται από μια στρώση ελευθέρως
στραγγιζόμενου εδαφικού υλικού (π.χ. αμμοχάλικο) πάχους 30-40 cm η οποία
προστατεύεται ως εξής:

Σχήμα 7.13: Σύστημα συλλογής και αποστράγγισης του στραγγίσματος από τον πυθμένα αποδέκτη
Σύστημα συλλογής του στραγγίσματος 7-33

(α) Στην ανώτερη επιφάνειά της φέρει στρώση φίλτρου από άμμο (πάχους 15-20
cm) ή διαπερατό συνθετικό γεω-ύφασμα (geotextile) με σκοπό την
κατακράτηση των στερεών κόκκων που τυχόν αιωρούνται εντός του
στραγγίσματος (ώστε να μην αποφραχθεί η υποκείμενη στρώση στράγγισης).
(β) Στην κατώτερη επιφάνειά της φέρει ειδικό συνθετικό γεω-ύφασμα για την
προστασία της υποκείμενης στεγανωτικής μεμβράνης από τη διάτρηση
(λόγω των χαλίκων της στρώσης στράγγισης).
Κατά θέσεις, εντός της στρώσης στράγγισης τοποθετούνται και διάτρητοι

Συστήματα στεγάνωσης: 1 συμπιεσμένη άργιλος μικρής διαπερατότητας, 2 εύκαμπτη


μεμβράνη (flexible membrane liner-FML), 3 σύστημα συλλογής/παρακολούθησης του
στραγγίσματος, 4 εύκαμπτη μεμβράνη (FML), 5 πρωτεύον σύστημα συλλογής του
στραγγίσματος

Σχήμα 7.14: Τυπικές διατάξεις απλών και διπλών συστημάτων αποστράγγισης του στραγγίσματος
7-34 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

σωλήνες για τη συλλογή και ταχεία αποστράγγιση του στραγγίσματος. Οι


σωλήνες αυτοί οδηγούνται σε φρεάτια απ’ όπου το στράγγισμα απάγεται είτε με
φυσική ροή, είτε (συνηθέστερα) με άντληση.
(2) Το δευτερεύον σύστημα συλλογής του στραγγίσματος (secondary leachate
collection system). Το σύστημα αυτό αποτελείται από μια αποστραγγιστική
στρώση (άμμο πάχους 20-30 cm, διαπερατό συνθετικό γεω-ύφασμα κλπ) που
τοποθετείται μεταξύ των δυο στεγανωτικών μεμβρανών. Όπως στο πρωτεύον
σύστημα, έτσι και στο δευτερεύον προβλέπεται σύστημα συλλογής του τυχόν
διαφεύγοντος στραγγίσματος μέσω σωλήνων, φρεατίων, άντλησης κλπ. Το
δευτερεύον σύστημα συλλογής του στραγγίσματος έχει τους εξής σκοπούς:
(α) Να εντοπίσει τη θέση και το μέγεθος των τυχόν διαρροών στραγγίσματος
διαμέσου της ανώτερης (κύριας) στεγανωτικής στρώσης.
(β) Να συλλέξει και να απαγάγει τις ανωτέρω διαφυγές.
(γ) Να λειτουργήσει ως κύρια αποστραγγιστική στρώση στην περίπτωση που η
ανώτερη αποστραγγιστική στρώση καταστραφεί (π.χ. λόγω απόφραξης από
στερεά υλικά του στραγγίσματος, ανάπτυξη μυκήτων κλπ).
Το Σχήμα 7.14 παρουσιάζει τυπικές διατάξεις απλών και διπλών συστημάτων
συλλογής και αποστράγγισης του στραγγίσματος από τον πυθμένα χώρων
υγειονομικής ταφής απορριμμάτων.
Οι ελάχιστες απαιτήσεις του συστήματος συλλογής και αποστράγγισης του
υγρού στραγγίσματος προβλέπονται από τους κανονισμούς των διάφορων χωρών.
Έτσι, για παράδειγμα, οι Αμερικανικοί Κανονισμοί (USEPA, 1985) έχουν τις εξής
ελάχιστες απαιτήσεις για την κύρια στρώση στράγγισης στην περίπτωση αποδεκτών
επικινδύνων αποβλήτων:
(1) Πάχος 30 cm τουλάχιστον
(2) Υδραυλική αγωγιμότητα k > 0.01 cm/sec (Σημείωση: προσφάτως υπάρχει η τάση
η τιμή αυτή να αυξηθεί στο 1 cm/sec)
(3) Κλίση της στρώσης 2% τουλάχιστον (για τη διευκόλυνση της αποστράγγισης)
(4) Ύπαρξη διάτρητων σωλήνων στο εσωτερικό της στρώσης
(5) Ύπαρξη στρώσης φίλτρου πάνω από τη στρώση στράγγισης
(6) Η στρώση αποστράγγισης πρέπει να κατασκευάζεται στο σύνολο του πυθμένα
και των παρειών του αποδέκτη.

Ένα από τα κυριότερα θέματα των συστημάτων συλλογής και αποστράγγισης


του στραγγίσματος είναι η αποφυγή της έμφραξής τους (clogging) κατά τη λειτουργία
του ΧΥΤΑ αλλά και για τουλάχιστον 30 χρόνια μετά την τελική κάλυψη του αποδέκτη
(δηλαδή μέχρις ότου εξασθενήσει επαρκώς το ρυπαντικό φορτίο του στραγγίσματος).
Η έμφραξη του συστήματος αποστράγγισης μπορεί να συμβεί για τους εξής λόγους:
(1) Συγκράτηση των αιωρούμενων στερεών ουσιών του στραγγίσματος στους
πόρους της στρώσης αποστράγγισης.
(2) Ανάπτυξη μικροοργανισμών (κυρίως μυκήτων) στο εσωτερικό της στρώσης
αποστράγγισης με συνέπεια τη μείωση του ενεργού πορώδους.
Για την αποφυγή της έμφραξης θα πρέπει τα υλικά της στρώσης στράγγισης να είναι
χονδρόκοκκα (π.χ. χάλικες), η διαπερατότητά τους να είναι υψηλή (π.χ. > 0.01
cm/sec ή και ακόμη υψηλότερη), η στρώση να έχει επαρκές πάχος (άνω των 30 cm),
να διαθέτει διάτρητους σωλήνες στράγγισης και τέλος να υπάρχει σύστημα φίλτρου
στην ανώτερη επιφάνεια της στρώσης στράγγισης.
Σύστημα τελικής κάλυψης 7-35

7.7 Σύστημα τελικής κάλυψης


Το σύστημα τελικής κάλυψης ενός αποδέκτη στερεών αποβλήτων έχει ως
σκοπό τον περιορισμό της κατείσδυσης των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων
(βροχόπτωσης, χιονιού) μετά την πλήρωση του αποδέκτη ώστε να περιορισθεί ο
παραγόμενος όγκος του υγρού στραγγίσματος, αλλά και τη διαμόρφωση της
επιφάνειας του αποδέκτη έτσι ώστε να μπορεί να επανενταχθεί στο περιβάλλον. Το
σύστημα τελικής κάλυψης αποτελείται από επάλληλες στρώσεις, κάθε μια από τις
οποίες εξυπηρετεί έναν συγκεκριμένο σκοπό. Μια τυπική διάταξη έργου τελικής
κάλυψης αποτελείται από τις εξής στρώσεις (από κάτω προς τα πάνω):
1. Μια στρώση επιπέδωσης (grading layer) πάχους 15-60 cm. Η στρώση αυτή έχει
σκοπό την επιπέδωση της επιφάνειας των απορριμμάτων ώστε να καταστεί
ευχερής η κατασκευή των επόμενων στρώσεων. Η στρώση επιπέδωσης συνήθως
αποτελείται από χονδρόκοκκα υλικά (π.χ. αμμοχάλικα). Σε περίπτωση που τα
υποκείμενα υλικά (απορρίμματα) είναι ιδιαίτερα ασταθή και συμπιεστά, συχνά η
στρώση επιπέδωσης ενισχύεται με ένα συνθετικό γεώ-πλεγμα αξιόλογης
εφελκυστικής αντοχής.
2. Μια σφραγιστική στρώση (barrier layer) η οποία αποτελεί την κύρια στεγανωτική
στρώση για τον περιορισμό της κατείσδυσης των επιφανειακών υδάτων. Η
στρώση αυτή αποτελείται είτε από συμπυκνωμένη άργιλο (πάχους 0.50 μέτρων
περίπου) είτε από μια συνθετική γεω-μεμβράνη πάχους 1-2 mm (40-80 mils).
3. Μια προστατευτική στρώση που έχει σκοπό να προστατεύει την υποκείμενη
σφραγιστική στρώση από τις εναλλαγές της θερμοκρασίας (παγετός και έντονη
θερμότητα) που θα μπορούσαν να προκαλέσουν την ξήρανση της αργιλικής
σφραγιστικής στρώσης και τη ρηγμάτωσή της. Τέλος, η στρώση αυτή έχει σκοπό
να επιτρέψει την ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των φυτών. Η προστατευτική
στρώση έχει πάχος 30-100 cm, αναλόγως της περιοχής και του είδους της
υποκείμενης σφραγιστικής στρώσης.
4. Μια επιφανειακή γαιώδης στρώση (φυτικές γαίες) πάχους 10-20 cm για την αρχική
ανάπτυξη των φυτών.

7.8 Σύστημα απαγωγής του βιο-αερίου


Κατά την αποσύνθεση των οργανικών ουσιών παράγονται σημαντικές
ποσότητες αερίων (βιο-αέριο). Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται λεπτομερώς στο
Εδάφιο 7.3, κατά την αερόβια αποσύνθεση των οργανικών ουσιών παράγεται κυρίως
διοξείδιο του άνθρακα (CO2), ενώ κατά την αναερόβια αποσύνθεση παράγεται
κυρίως μεθάνιο (CH4) αλλά και διοξείδιο του άνθρακα. Το διοξείδιο του άνθρακα είναι
βαρύτερο από τον αέρα και συνεπώς κινείται κυρίως προς τον πυθμένα του
αποδέκτη, όπου τελικώς διαλύεται εντός του υγρού στραγγίσματος. Αντίθετα, το
μεθάνιο είναι ελαφρύτερο από τον αέρα και ως εκ τούτου ανέρχεται προς την
επιφάνεια των απορριμμάτων, εγκλωβίζεται κάτω από τη στρώση κάλυψης και
τελικώς, αν δεν υπάρχει κατάλληλο σύστημα ελεγχόμενης απομάκρυνσής του,
διαφεύγει στον αέρα μέσω των ρωγμών της σφραγιστικής στρώσης. Για την αποφυγή
των ανωτέρω ανεξέλεγκτων διαφυγών του μεθανίου, οι αποδέκτες αστικών
απορριμμάτων θα πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με σύστημα συλλογής και
ελεγχόμενης απαγωγής22 του βιο-αερίου.
Τα συστήματα συλλογής και απαγωγής του βιο-αερίου υπάγονται σε δυο
κατηγορίες: τα συστήματα παθητικής απαγωγής και τα συστήματα ενεργητικής

22
κυρίως μέσω απλής καύσης ή παραγωγής ενέργειας
7-36 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

απαγωγής. Στα επόμενα παρουσιάζονται τα κύρια χαρακτηριστικά των δυο


συστημάτων απαγωγής του βιο-αερίου.
Τα συστήματα παθητικής απαγωγής συνήθως χρησιμοποιούνται σε μικρούς
αποδέκτες αστικών απορριμμάτων (δηλαδή χωρητικότητας μέχρι 40000 m3 περίπου)
και σε όλους τους υπόλοιπους τύπους αποδεκτών στερεών αποβλήτων, δηλαδή
γενικώς στις περιπτώσεις όπου αναμένονται μικρές ποσότητες βιο-αερίου. Το
σύστημα αποτελείται από απλούς αγωγούς εξαερισμού (Σχήμα 7.15) που
τοποθετούνται στα υψηλότερα σημεία της στρώσης κάλυψης του ΧΥΤΑ. Η συχνότητα
των αεραγωγών είναι συνήθως ένας αγωγός ανά 4-8 στρέμματα.
Τα συστήματα ενεργητικής απαγωγής αποτελούνται από μια συστοιχία
βαθειών γεωτρήσεων που είναι εφοδιασμένες με διάτρητους σωλήνες. Οι κεφαλές
των σωλήνων είναι συνδεδεμένες με οριζόντιους αγωγούς που καταλήγουν σε
αντλητικό συγκρότημα το οποίο εφαρμόζει υποπίεση (αναρρόφηση). Με τον τρόπο
αυτό το βιο-αέριο αντλείται και στη συνέχεια οδηγείται σε σύστημα απλής καύσης ή
παραγωγής ενέργειας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το βιο-αέριο απλώς
απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα. Η δυνατότητα απελευθέρωσης του βιο-αερίου

Σχήμα 7.15: Τυπικές διατάξεις συστημάτων παθητικής απαγωγής του βιο-αερίου


Θεσμικό πλαίσιο για αποδέκτες στερεών αποβλήτων 7-37

στην ατμόσφαιρα καθορίζεται από τους εξής παράγοντες:


1. Από τις χημικές ουσίες που περιέχονται στο βιο-αέριο. Εάν περιέχονται
επικίνδυνοι ρύποι όπως χλωριούχο βινύλιο ή βενζόλιο, τότε η καύση του αερίου
είναι απαραίτητη.
2. Από τη θέση του αποδέκτη και τις παραγόμενες ποσότητες του βιο-αερίου. Εάν ο
αποδέκτης βρίσκεται κοντά σε κατοικημένες περιοχές, οπότε η δυσοσμία του
μεθανίου είναι ενοχλητική, τότε η καύση του βιο-αερίου είναι προτιμητέα.
Όσον αφορά το βάθος των γεωτρήσεων συλλογής του βιο-αερίου και τις αποστάσεις
μεταξύ τους συνιστώνται τα εξής:
1. Οι γεωτρήσεις θα πρέπει να διεισδύουν στον αποδέκτη σε βάθος ίσο με το 80-
90% του συνολικού πάχους των απορριμμάτων.
2. Οι αποστάσεις μεταξύ των γεωτρήσεων θα πρέπει να είναι της τάξεως των 60-80
μέτρων.

7.9 Θεσμικό πλαίσιο για αποδέκτες στερεών αποβλήτων


7.9.1 Γενικά
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το θεσμικό πλαίσιο που περιλαμβάνει τις ελάχιστες
απαιτήσεις για την κατασκευή αποδεκτών στερεών αποβλήτων ποικίλει από χώρα σε
χώρα. Με την εισαγωγή της Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους χώρους
υγειονομικής ταφής αποβλήτων (99/31/EC), προβλέπεται ότι θα επιτευχθεί κάποια
ομοιομορφία ως προς τις ελάχιστες απαιτήσεις για τους αποδέκτες στερεών
αποβλήτων. Θα πρέπει βέβαια να αναφερθεί ότι η ανωτέρω Οδηγία δεν καλύπτει
όλες λεπτομέρειες του σχεδιασμού των χώρων διάθεσης στερεών αποβλήτων.
Αντίθετα, διάφορες χώρες της Ε.Ε. έχουν λεπτομερείς Κανονισμούς που
περιλαμβάνουν αναλυτικά τις ελάχιστες απαιτήσεις που ισχύουν στην συγκεκριμένη
χώρα. Στα επόμενα παρουσιάζονται κατ΄ αρχήν οι βασικές αρχές της Ευρωπαϊκής
Οδηγίας και στη συνέχεια συνοψίζονται οι ελάχιστες απαιτήσεις σε ορισμένες από τις
χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις ΗΠΑ.

7.9.2 Ευρωπαϊκές Οδηγίες για τη διάθεση των αποβλήτων


Στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπισθεί μεγάλος αριθμός Οδηγιών που
καθορίζουν το θεσμικό πλαίσιο για την διάθεση των αποβλήτων και η εφαρμογή τους
είναι υποχρεωτική στις χώρες της Ένωσης (βλέπε και Κεφάλαιο 2). Οι κυριότερες
από τις Οδηγίες αυτές κατά χρονολογική σειρά είναι:
75/439/EEC: Council Directive of 16 June 1975 on the disposal of waste oils.

75/442/EEC: Council Directive of 15 July 1975 on waste. Amended by 91/156/EEC.

78/176/EEC: Council Directive of 20 February 1978 on waste from the titanium dioxide industry.

78/319/EEC: Council Directive of 20 March 1978 on toxic and dangerous waste.

83/29/EEC: Council Directive of 24 January 1983 amending Directive 78/176/EEC.

89/428/EEC: Council Directive of 21 June 1989 on procedures for harmonising the programmes for
the reduction and eventual elimination of pollution caused by waste from the titanium dioxide
industry.

91/156/EEC: Council Directive of 18 March 1991 amending Directive 75/442/EEC on waste.


7-38 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

91/689/EEC: Council Directive of 3 December 1991 on hazardous waste, OJ L 377 31.12.91 p.20.

96/59/EC: Council Directive of 16 September 1996 on the disposal of polychlorinated biphenyls and
polychlorinated terphenyls (PCB/PCT).

99/31/EC: Council Directive of 26 April 1999 on the landfill of waste.

Από τις ανωτέρω Οδηγίες, η 75/442/ΕEC αποτελεί τη μητρική Οδηγία και


περιλαμβάνει το γενικό πλαίσιο για τη διάθεση αποβλήτων. Το πλαίσιο αυτό
συμπληρώθηκε με την πολύ σημαντική Οδηγία 99/31/EC, η οποία δίνει γενικές
κατευθύνσεις σχετικά με (1) τις διαδικασίες αποδοχής αποβλήτων στο χώρο ταφής,
(2) τις υποχρεώσεις για έλεγχο και παρακολούθηση τόσο κατά τη διάρκεια
λειτουργίας όσο και στο στάδιο της μετέπειτα φροντίδας καθώς και (3) τα απαραίτητα
μέτρα για να συμμορφωθούν υφιστάμενοι χώροι ανεξέλεγκτης ταφής στις απαιτήσεις
της Οδηγίας. Οι βασικές αρχές της Οδηγίας 99/31/EC είναι:
1. Επιβάλλεται για τους χώρους ταφής αστικών αποβλήτων η σταδιακή μείωση του
του οργανικού βιοδιασπάσιμου κλάσματος. Η Οδηγία απαιτεί αυτή η μείωση να
επιτευχθεί σταδιακά έως το 2016, οπότε το οργανικό κλάσμα δεν θα μπορεί να
υπερβαίνει το 35% (κατά βάρος) του συνόλου. Με άλλα λόγια, η Οδηγία
προσφέρει κίνητρα για ανάπτυξη εναλλακτικών τρόπων διαχείρισης για τα
ευκόλως διασπάσιμα απόβλητα, έμμεσα υποδεικνύοντας ότι η ταφή δεν είναι η
πλέον κατάλληλη λύση γι’αυτήν την κατηγορία αποβλήτων.
2. Επιβάλλεται ο διαχωρισμός των αποδεκτών στερεών αποβλήτων στις εξής
κατηγορίες αποβλήτων:
(α) Επικίνδυνα απόβλητα
(β) Αστικά και λοιπά μή-επικίνδυνα απόβλητα
(γ) Αδρανή απόβλητα (κυρίως προϊόντα οικοδομικών κατεδαφίσεων)
και απαγορεύεται η συναπόθεση (multi-disposal) ουσιών διαφόρων κατηγοριών
στον ίδιο αποδέκτη.
3. Απαγορεύεται η διάθεση ορισμένων τύπων αποβλήτων σε κοινές χωματερές (π.χ.
ραδιενεργά απόβλητα υψηλής ραδιενέργειας, νοσοκομειακά απόβλητα
μολυσματικής φύσεως κλπ).
4. Καθορίζονται κριτήρια για την επιλογή της θέσης κατασκευής νέων αποδεκτών
στερεών αποβλήτων.
5. Επιβάλλεται η χρήση κατάλληλων φυσικών (αργιλικών) ή συνθετικών μεμβρανών
στον πυθμένα των χώρων διάθεσης στερεών αποβλήτων για την προστασία του
εδάφους και του υπόγειου νερού από την επέκταση της ρύπανσης.
6. Επιβάλλεται η κατασκευή ειδικών έργων για τον έλεγχο των επιφανειακών
απορροών γύρω από τον ΧΥΤΑ και την απαγωγή του στραγγίσματος και του βιο-
αερίου.
7. Καθορίζεται αναλυτικά η διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθείται για την
έγκριση της μελέτης και τον έλεγχο της λειτουργίας των αποδεκτών στερεών
αποβλήτων.
8. Δίνονται οδηγίες για την τελική κάλυψη και την αποκατάσταση της επιφάνειας των
αποδεκτών μετά την πλήρωσή τους.

7.9.3 Ελάχιστες απαιτήσεις στη Γαλλία


Στη Γαλλία ισχύει ο διαχωρισμός των στερεών αποβλήτων στις ακόλουθες
τρεις κατηγορίες:
Κατηγορία Ι - Βιομηχανικά απόβλητα
Κατηγορία ΙΙ - Αστικά απόβλητα
Θεσμικό πλαίσιο για αποδέκτες στερεών αποβλήτων 7-39

Κατηγορία ΙΙΙ - Αδρανή απόβλητα


Η συναπόθεση αποβλήτων διαφόρων κατηγοριών στον ίδιο αποδέκτη απαγορεύεται.
Για αποδέκτες στερεών αποβλήτων Κατηγορίας Ι ισχύουν οι εξής περιορισμοί:
1. Η υπόβαση του πυθμένα και των περιμετρικών πρανών του αποδέκτου θα πρέπει
να αποτελείται από εδαφικό υλικό με υδραυλική αγωγιμότητα μικρότερη από 10-9
m/sec και πάχος τουλάχιστον 5 μέτρων.
2. Στον πυθμένα και τα πρανή θα πρέπει να υπάρχει κατάλληλη στεγανωτική
μεμβράνη.
3. Πάνω από τη στεγανωτική μεμβράνη του πυθμένα και των πρανών θα πρέπει να
υπάρχει σύστημα αποστράγγισης του στραγγίσματος (με υδραυλική αγωγιμότητα
μεγαλύτερη των 10-4 m/sec). Το σύστημα αυτό θα πρέπει να έχει επαρκή
αποχετευτική ικανότητα ώστε να μην επιτρέπει τη δημιουργία στρώσης υγρού
στραγγίσματος πάχους άνω των 30 cm.
Για αποδέκτες στερεών αποβλήτων Κατηγορίας ΙΙ οι περιορισμοί είναι λιγότερο
αυστηροί και περιλαμβάνουν:
1. Υπόβαση του πυθμένα από γαιώδη υλικά πάχους τουλάχιστον 5 m με υδραυλική
αγωγιμότητα μικρότερη από 10-6 m/sec.
2. Τελική κάλυψη της επιφάνειας με υλικό μικρής διαπερατότητας.
Τέλος, δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι περιορισμοί για αποδέκτες αποβλήτων
Κατηγορίας ΙΙΙ.

7.9.4 Ελάχιστες απαιτήσεις στη Γερμανία


Στη Γερμανία έχει τεθεί ως απώτερος στόχος (δηλαδή μετά από μια 15-ετία) η
καύση του συνόλου των αστικών και βιομηχανικών στερεών αποβλήτων, οπότε θα
υπάρχει ανάγκη για τη διάθεση μόνον της τέφρας (η οποία έχει πολύ μικρότερο
ρυπαντικό φορτίο). Μέχρι τότε, οι αποδέκτες στερεών αποβλήτων διακρίνονται στις
εξής Κατηγορίες:
Κατηγορία Ι - Γαιώδη υλικά που έχουν ρυπανθεί23
Κατηγορία ΙΙ - Αδρανή υλικά (π.χ. υλικά κατεδαφίσεων)
Κατηγορία ΙΙΙ - Αστικά απορρίμματα
Κατηγορία ΙV - Βιομηχανικά απόβλητα
Κατηγορία V -Τοξικά ή επικίνδυνα απόβλητα
Η συναπόθεση αποβλήτων διαφόρων κατηγοριών στον ίδιο αποδέκτη απαγορεύεται.
Για τους αποδέκτες αστικών απορριμμάτων (Κατηγορία ΙΙΙ), ισχύουν οι εξής
ελάχιστες απαιτήσεις:
Σύνθετη στεγανωτική στρώση στον πυθμένα και τα περιμετρικά πρανή του
αποδέκτη, η οποία να αποτελείται από:
(α) μια συνθετική γεω-μεμβράνη από υψηλής πυκνότητας πολυ-αιθυλένιο (HDPE)
(β) μια στρώση συμπυκνωμένης αργίλου πάχους 0.75 m με συντελεστή
διαπερατότητας μικρότερο από 5x10-10 m/sec.
Επίσης προβλέπεται η κατασκευή στρώσης συλλογής και απαγωγής του υγρού
στραγγίσματος και του βιο-αερίου και η τελική κάλυψη του αποδέκτη μετά την
πλήρωσή του.
Για τους αποδέκτες αδρανών υλικών (Κατηγορία ΙΙ), απαιτείται επίσης σύνθετη
στεγανωτική στρώση από συνθετική γεω-μεμβράνη και στρώση συμπυκνωμένης
αργίλου πάχους 0.50 m με συντελεστής διαπερατότητας μικρότερο από 10-9 m/sec.

23
π.χ. εδαφικά υλικά που αφαιρούνται από περιοχές που έχουν ρυπανθεί και θα πρέπει να διατεθούν
σε ειδικούς αποδέκτες
7-40 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

Για τους αποδέκτες επικίνδυνων ή τοξικών αποβλήτων ισχύουν οι εξής


περιορισμοί:
1. Υπόβαση του πυθμένα από άργιλο με διαπερατότητα μικρότερη από 10-7 m/sec
και πάχος άνω των 3 μέτρων.
2. Ανωτάτη στάθμη του υπογείου ορίζοντα σε απόσταση μεγαλύτερη του ενός
μέτρου από την κατωτάτη στάθμη του πυθμένα του αποδέκτη.
3. Σύνθετη στεγανωτική στρώση στον πυθμένα και τα περιμετρικά πρανή από:
(α) Συνθετική γεω-μεμβράνη πάχους τουλάχιστον 2.5 mm.
(β) Στρώση συμπυκνωμένης αργίλου πάχους τουλάχιστον 1.5 m με
διαπερατότητα μικρότερη από 5x10-10 m/sec.
(γ) Κλίση της επιφάνειας του πυθμένα μεγαλύτερη από 3% (για τη στράγγιση του
στραγγίσματος).
4. Στρώση τελικής κάλυψης της επιφάνειας που αποτελείται από τα εξής (από κάτω
προς τα άνω):
(α) Διαπερατή στρώση διαμόρφωσης πάχους άνω των 30 cm με διαπερατότητα
άνω του 10-3 m/sec.
(β) Εύκαμπτη συνθετική γεω-μεμβράνη πάχους άνω των 2.5 mm.
(γ) Στρώση συμπυκνωμένης αργίλου πάχους άνω των 50 cm με διαπερατότητα
μικρότερη από 5x10-10 m/sec και κλίση της επιφάνειας μεγαλύτερη από 5%.

7.9.5 Ελάχιστες απαιτήσεις στη Βρετανία


Στη Βρετανία δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ελάχιστες απαιτήσεις των
Κανονισμών για τους αποδέκτες στερεών αποβλήτων, αλλά το κάθε συγκεκριμένο
έργο σχεδιάζεται με βάση το είδος των αποβλήτων που πρόκειται να δεχθεί τις
τοπικές γεωλογικές, υδρογεωλογικές και γεωτεχνικές συνθήκες, την πιθανότητα
ρύπανσης του περιβάλλοντος και τις πιθανές επιπτώσεις από την ενδεχόμενη
ρύπανση (δηλαδή την απόσταση από εκμεταλλεύσιμους υδροφορείς, κατοικημένες
περιοχές κλπ). Πάντως, συνήθως, η στεγάνωση του πυθμένα των αποδεκτών
αστικών απορριμμάτων γίνεται μέσω σύνθετης γεω-μεμβράνης που αποτελείται από
συνθετική μεμβράνη πολυαιθυλενίου (HDPE) πάχους 1-2 mm και στρώση
συμπυκνωμένης αργίλου πάχους ενός μέτρου (k < 10-9 m/sec). Επίσης, σε όλες τις
περιπτώσεις, πάνω από τη στεγανωτική μεμβράνη κατασκευάζεται στρώση
αποστράγγισης και σύστημα συλλογής και απαγωγής του στραγγίσματος.

7.9.6 Ελάχιστες απαιτήσεις στις ΗΠΑ


Η διάθεση των αποβλήτων (στερεών και υγρών) στις ΗΠΑ διέπεται από την
Πράξη Προστασίας και Εκμετάλλευσης Φυσικών Πόρων (Resource Conservation
and Recovery Act - RCRA). Η Πράξη αυτή συμπληρώθηκε το 1984 με ειδικούς
περιορισμούς για τα επικίνδυνα και τα λοιπά στερεά απόβλητα (Hazardous and Solid
Waste Amendments - HSWA). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, τα στερεά απόβλητα
διακρίνονται σε δυο κατηγορίες (όσον αφορά τον τρόπο διάθεσης):
1. Τα επικίνδυνα/τοξικά απόβλητα των οποίων οι αποδεκτοί τρόποι διάθεσης
καθορίζονται στο “Εδάφιο C” (Subtitle C Regulations).
2. Τα μή-επικίνδυνα απόβλητα που περιλαμβάνουν τα αστικά απορρίμματα, τις ιλύες
που προκύπτουν από τη βιολογική επεξεργασία των αστικών λυμάτων και τις
στάκτες από την καύση των αστικών απορριμμάτων. Οι αποδεκτοί τρόποι
διάθεσης αυτών των αποβλήτων καθορίζονται στο “Εδάφιο D” (Subtitle D
Regulations).
Θεσμικό πλαίσιο για αποδέκτες στερεών αποβλήτων 7-41

Κατά το σχεδιασμό αποδεκτών για τη διάθεση αποβλήτων του Εδαφίου D (μή-


επικίνδυνα) εφαρμόζονται δυο μέθοδοι24:
1. Η ικανοποίηση των ελάχιστων απαιτήσεων του Κανονισμού. Οι απαιτήσεις αυτές
για τη στεγάνωση του πυθμένα και των περιμετρικών πρανών είναι (από κάτω
προς τα πάνω):
(α) Στρώση συμπυκνωμένης αργίλου πάχους 60 cm με διαπερατότητα μικρότερη
από 10-9 m/sec.
(β) Εύκαμπτη συνθετική μεμβράνη κατάλληλης ποιότητας και επαρκούς πάχους.
(γ) Σύστημα συλλογής και απομάκρυνσης του υγρού στραγγίσματος.
2. Η ικανοποίηση του λεγόμενου επιθυμητού αποτελέσματος (performance standard)
όσον αφορά τη ρύπανση του περιβάλλοντος. Η απαίτηση αυτή επιβάλλει ότι το
σύστημα στεγάνωσης του πυθμένα του αποδέκτη θα πρέπει να είναι τέτοιο ώστε
οι συγκεντρώσεις 24 συγκεκριμένων ρύπων στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα σε
αποστάσεις 0-150 μέτρων από τον πυθμένα της χωματερής να μην υπερβαίνουν
τις ελάχιστες αποδεκτές συγκεντρώσεις που καθορίζονται στην Πράξη του
Πόσιμου Νερού (The Safe Drinking Water Act).
Κατά το σχεδιασμό της στεγάνωσης του πυθμένα των αποδεκτών για τη διάθεση των
επικίνδυνων αποβλήτων του Εδαφίου C, απαιτείται η χρησιμοποίηση διπλής
στρώσης στεγάνωσης που αποτελείται από τα εξής (από κάτω προς τα πάνω):
1. Στρώση συμπυκνωμένης αργίλου πάχους 90 cm με διαπερατότητα μικρότερη από
10-9 m/sec.
2. Κατώτερη στεγανωτική συνθετική γεω-μεμβάνη πάχους τουλάχιστον 30 mils (0.75
mm) αλλά συνήθως χρησιμοποιείται πάχος 60-100 mils (1.5-2.5 mm).
3. Διαπερατή στρώση για τον εντοπισμό των διαρροών της ανώτερης στεγανωτικής
στρώσης. Η στρώση αυτή αποτελείται από κοκκώδες υλικό με διαπερατότητα
μεγαλύτερη από 10-2 m/sec και πάχος 30 cm. Η στρώση θα πρέπει να περιέχει και
σύστημα διάτρητων σωλήνων για την απαγωγή και μέτρηση του όγκου του
στραγγίσματος που τυχόν διαφεύγει από την ανώτερη στεγανωτική στρώση.
4. Ανώτερη στεγανωτική συνθετική γεω-μεμβράνη πάχους 45 mils (1 mm περίπου)
αλλά συνήθως χρησιμοποιείται μεμβράνη πάχους 1.5 - 2.5 mm.
5. Ανώτερη στρώση στράγγισης που αποτελείται από κοκκώδες υλικό με
διαπερατότητα μεγαλύτερη από 10-2 m/sec και πάχος 30 cm. Η στρώση θα πρέπει
να περιέχει σύστημα διάτρητων σωλήνων για την απαγωγή του στραγγίσματος.
Εναλλακτικά, αντί του κοκκώδους υλικού μπορεί να χρησιμοποιηθεί και συνθετικό
αποστραγγιστικό γεώ-πλεγμα με επαρκή διαπερατότητα.
Όσον αφορά το σύστημα τελικής κάλυψης των αποδεκτών επικίνδυνων αποβλήτων
(του Εδαφίου C), τούτο θα πρέπει να αποτελείται από τις εξής στρώσεις (από κάτω
προς τα άνω):
1. Εδαφική στρώση ισοπέδωσης πάχους 60 cm με διαπερατότητα μικρότερη από
10-9 m/sec.
2. Συνθετική στεγανωτική μεμβράνη πάχους 20 mils (0.5 mm) με κλίση μεγαλύτερη
από 2%.
3. Αποστραγγιστική στρώση πάχους 30 cm με διαπερατότητα μεγαλύτερη από 10-5
m/sec.
4. Στρώση φυτικής γης πάχους 60 cm και διαμόρφωση της επιφάνειας με κλίση
3-5%.

24
όχι εναλλακτικά, αλλά σε ορισμένες Πολιτείες των ΗΠΑ απαιτείται η εφαρμογή της μιας μεθόδου και
σε άλλες Πολιτείες η εφαρμογή της άλλης μεθόδου
7-42 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

7.9.7 Το θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα


Στην Ελλάδα ισχύει το θεσμικό πλαίσιο για αποδέκτες στερεών αποβλήτων
της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρθηκε παραπάνω. Όπως αναφέρθηκε στο
Κεφάλαιο 2, οι κανονισμοί για τα ΧΥΤΑ δίνονται από δύο Κοινές Υπουργικές
Αποφάσεις:
1. Κοινή Υπουργική Απόφαση 114218/1997 (ΦΕΚ 1016Β): Κατάρτιση πλαισίου
προδιαγραφών και γενικών προγραμμάτων διαχείρισης στερεών αποβλήτων. Δίνει
λεπτομερείς οδηγίες για την χωροθέτηση, κατασκευή και λειτουργία ΧΥΤΑ και
ελάχιστες απαιτήσεις σχεδιασμού. Η ΚΥΑ 114218/1997 αναφέρεται σχεδόν
αποκλειστικά σε χώρους ταφής αστικών αποβλήτων, με μια σύντομη μόνο αναφορά
σε χώρους ταφής αδρανών αποβλήτων. Στο μέλλον αναμένεται να εκδοθεί
αντίστοιχη ΚΥΑ και για τα επικίνδυνα απόβλητα.
2. Κοινή Υπουργική Απόφαση 29407/3508/2002 (ΦΕΚ 1572Β): Μέτρα και όροι για
την υγειονομική ταφή των αποβλήτων. Προσαρμόζει την 99/31/EC (την οποία σε
μεγάλο βαθμό μεταφράζει) στην ελληνική νομοθεσία. Όσον αφορά το τεχνικό
περιεχόμενο της ΚΥΑ 114218/1997, η ΚΥΑ 29407/3508/2002 δεν επέφερε
σημαντικές αλλαγές. Συνεπώς, η ΚΥΑ 114218/1997 παραμένει η βασική ρυθμιστική
διάταξη για τη χωροθέτηση ενός ΧΥΤΑ, τις τεχνικές προδιαγραφές κατασκευής και
λειτουργίας του, και τις απαιτήσεις για τελική κάλυψη και επανένταξη του χώρου στο
περιβάλλον.

7.10 Αποδέκτες αποβλήτων ορυχείων


Τα παραπροϊόντα των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων (mining waste), αν και
δεν υπάγονται στην κατηγορία των “στερεών αποβλήτων” (βλέπε Κεφάλαιο 2),
αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα αντικείμενα μελέτης της Περιβαλλοντικής
Γεωτεχνικής, και για το λόγο αυτό εξετάζονται στο παρόν κεφάλαιο. Η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή έχει υποβάλει πρόταση οδηγίας για τη διαχείριση των αποβλήτων της
εξορυκτικής βιομηχανίας [COM(2003) 319 final/COD 2003/0107], η οποία δεν έχει
όμως ακόμα οριστικοποιηθεί. Τα παραπροϊόντα αυτά συχνά είναι πρακτικώς αδρανή
(δηλαδή δεν έχουν αξιόλογο ρυπαντικό φορτίο) αλλά σε πολλές περιπτώσεις
περιέχουν επικίνδυνες/τοξικές ουσίες σε μικρή συγκέντρωση. Το κύριο
χαρακτηριστικό τους είναι ότι παράγονται σε πολύ μεγάλες ποσότητες με συνέπεια η
τελική τους διάθεση να έχει υψηλό κόστος. Τα απόβλητα των ορυχείων υπάγονται σε
τρεις κατηγορίες, αναλόγως της φύσης τους (η οποία όμως καθορίζει και τις
μεθόδους της τελικής τους διάθεσης): τα στερεά, τα υδαρή και τα υγρά. Στα επόμενα
εξετάζονται χωριστά οι ανωτέρω τρεις κατηγορίες.

7.10.1 Στερεά απόβλητα ορυχείων


Στην κατηγορία αυτή υπάγονται γαιώδη υλικά μεγάλου όγκου τα οποία είτε είναι
αδρανή είτε έχουν μικρό ρυπαντικό φορτίο, όπως:
(α) Τα υπερκείμενα και ενδιάμεσα άγονα των ορυχείων ανοικτής εκμετάλλευσης
(open-pit mining). Στην Ελλάδα τέτοια απόβλητα παράγονται σε μεγάλες
ποσότητες στα λιγνιτορυχεία της Πτολεμαΐδας-Αμυνταίου και της Μεγαλόπολης.
Συγκεκριμένα, με τη βελτίωση της τεχνολογίας των χωματουργικών
μηχανημάτων έχει πλέον καταστεί οικονομικά συμφέρουσα η εκμετάλλευση
λιγνιτορυχείων με σχέση αγόνων/κοίτασμα 3/1 έως 3.5/1, δηλαδή για κάθε τόνο
λιγνίτη συμφέρει να εκσκάπτονται και να απορρίπτονται 3-3.5 m3 αγόνων υλικών
Αποδέκτες αποβλήτων ορυχείων 7-43

(αμμοϊλύων, αργίλων, μαργών κλπ). Ο ακόλουθος πίνακας παρουσιάζει στοιχεία


της ΔΕΗ για την ετήσια παραγωγή λιγνίτη και την αφαίρεση αγόνων υλικών:

ΕΤΗΣΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΛΙΓΝΙΤΗ ΚΑΙ ΑΓΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΗ


Λιγνιτικό κέντρο Λιγνίτης Άγονα
(εκατομμύρια τόνοι) (εκατομμύρια m3)
Πτολεμαΐδας-Αμυνταίου 43 140
Μεγαλόπολης 12 45

Από τον ανωτέρω πίνακα προκύπτει ότι στα δυο κύρια λιγνιτικά κέντρα της
Ελλάδος παράγονται ετησίως περί τα 200 εκατομμύρια κυβικά μέτρα αγόνων
που θα πρέπει να απορριφθούν. Τα άγονα αυτά υλικά είναι γενικώς αδρανή,
όμως η απόθεσή τους παρουσιάζει τα εξής γεωτεχνικά και περιβαλλοντικά
προβλήματα:
(1) Ανάγκη εκτεταμένων χώρων απόθεσης. Η απόθεση των αγόνων των
λιγνιτορυχείων γίνεται συνήθως εντός του ορυχείου, το οποίο με τον τρόπο
αυτό επαναπληρώνεται και αποκαθίσταται η αρχική του μορφή. Όμως, συχνά
το πρόγραμμα εκμετάλλευσης του ορυχείου επιβάλλει τη χρησιμοποίηση και
άλλων χώρων απόθεσης εκτός του ορυχείου.
(2) Ευστάθεια των πρανών των αποθέσεων που γενικώς έχουν μεγάλο ύψος:
τυπικά οι αποθέσεις σε χώρους εκτός του ορυχείου έχουν πάχος 40-80
μέτρα, ενώ οι αποθέσεις εντός του ορυχείου έχουν πάχος που μπορεί να
φθάσει και τα 250 μέτρα (ίσο με το βάθος του ορυχείου). Είναι προφανές ότι
η ευστάθεια των πρανών της απόθεσης είναι κρίσιμη και τυχόν αστοχία τους
μπορεί να έχει πολύ δυσμενείς συνέπειες. Τα προβλήματα ευστάθειας των
πρανών επιτείνονται από το γεγονός ότι τα υλικά των αποθέσεων είναι
αναμοχλευμένα (λόγω της εκσκαφής), είναι χαλαρά επειδή γενικώς
αποτίθενται χωρίς να συμπυκνωθούν, συνήθως έχουν σχετικώς υψηλή
περιεκτικότητα σε νερό και είναι συχνά αργιλικής φύσεως. Κατά συνέπεια, η
διατμητική τους αντοχή είναι μικρή (λόγω της αναμόχλευσης και της έλλειψης
συμπύκνωσης), ενώ μετά την απόθεσή τους αναπτύσσονται σημαντικές
υδατικές πιέσεις πόρων (λόγω της υψηλής υγρασίας, της αργιλικής τους
φύσεως και του μεγάλου πάχους των υπερκείμενων στρώσεων). Οι
παράγοντες αυτοί είναι ιδιαίτερα δυσμενείς για τις συνθήκες ευστάθειας των
πρανών. Στις αποθέσεις των αγόνων του Λιγνιτικού κέντρου της Πτολεμαΐδας
διαπιστώθηκε ότι η μικρή διατμητική αντοχή των υλικών οφείλεται και στις
δονήσεις που υφίστανται τα υλικά κατά τη μεταφορά τους με ταινιοδρόμους
μήκους αρκετών χιλιομέτρων προς τους χώρους απόθεσης. Οι δονήσεις
αυτές προκαλούν πλήρη καταστροφή της δομής των υλικών, με συνέπεια την
άφιξή τους στην περιοχή απόθεσης με τη μορφή υδαρούς ιλύος.
(3) Υποχωρήσεις της επιφάνειας των χώρων απόθεσης. Όπως αναφέρθηκε
παραπάνω, οι αποθέσεις των αγόνων έχουν μεγάλο πάχος (έως και 250
μέτρα) και αποτελούνται από χαλαρά υλικά που γενικώς έχουν αποτεθεί
χωρίς συμπύκνωση. Είναι προφανές ότι τα υλικά αυτά είναι πολύ συμπιεστά
και υφίστανται μεγάλες υποχωρήσεις λόγω του ιδίου βάρους των αποθέσεων
(συνίζηση). Οι υποχωρήσεις αυτές εξελίσσονται βαθμιαία και συχνά διαρκούν
επί δεκαετίες, λόγω στερεοποίησης και ερπυσμού. Συμπιέσεις της τάξεως
του 2-4% (δηλαδή υποχώρηση 2-4 μέτρων για κάθε 100 μέτρα πάχους της
απόθεσης) είναι αρκετά συνήθεις. Συνεπώς, στην περίπτωση που οι χώροι
απόθεσης πρόκειται τελικώς να χρησιμοποιηθούν για την ανέγερση κτιρίων
κλπ, θα πρέπει είτε να προβλέπεται η βελτίωση των ιδιοτήτων των υλικών
7-44 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

κατά την απόθεση (π.χ. τοποθέτηση αποστραγγιστικών σωλήνων,


συμπύκνωση των υλικών), είτε η μελέτη της θεμελίωσης των έργων να
λαμβάνει υπόψη τις πολύ μεγάλες υποχωρήσεις του εδάφους εκ συνιζήσεως.
(β) Τα στερεά απόβλητα που προκύπτουν μετά την εκμετάλλευση του κοιτάσματος.
Λόγω της μικρής περιεκτικότητας του κοιτάσματος σε μετάλλευμα, οι ποσότητες
των αποβλήτων που παράγονται μετά την αφαίρεση του μεταλλεύματος είναι
τεράστιες. Έτσι, π.χ. τα συνήθη κοιτάσματα χαλκού περιέχουν 1-2 kg καθαρού
μετάλλου ανά τόνο μεταλλεύματος, ενώ στα χρυσορυχεία η σχέση είναι πολύ
μικρότερη (0.5 gr χρυσού ανά τόνο μεταλλεύματος). Κατά συνέπεια, το σύνολο
σχεδόν της ποσότητας του κοιτάσματος πρέπει να απορριφθεί. Συνήθως τα
απόβλητα αυτά έχουν αξιόλογο ρυπαντικό φορτίο λόγω των χημικών ουσιών που
χρησιμοποιούνται κατά την επεξεργασία του μεταλλεύματος για την ανάκτηση
του καθαρού μετάλλου.
Στην κατηγορία των στερεών αποβλήτων της εκμετάλλευσης υπάγεται και η
τέφρα των λιγνιτορυχείων που προκύπτει από την καύση του λιγνίτη για την
παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Λόγω των μεγάλων ποσοτήτων λιγνίτη που
καίγονται αλλά και της υψηλής περιεκτικότητας του λιγνίτη σε τέφρα, οι
παραγόμενες ποσότητες τέφρας είναι σημαντικές. Σύμφωνα με στοιχεία της ΔΕΗ,
η ετησίως παραγόμενη τέφρα στα λιγνιτορυχεία Πτολεμαΐδας-Αμυνταίου είναι 15
εκατομμύρια κυβικά μετρα περίπου, ενώ στη Μεγαλόπολη παράγονται ετησίως
περί τα 5 εκατομμύρια κυβικά μέτρα τέφρας. Η παραγόμενη τέφρα έχει ιδιότητες
υδραυλικού κονιάματος (δηλαδή αποκτά μηχανική αντοχή με την πάροδο του
χρόνου) και συνεπώς η συναπόθεση της τέφρας με τα άγονα βελτιώνει τις
μηχανικές ιδιότητες του σύμμικτου υλικού.

7.10.2 Υδαρή υπολείμματα εκμετάλλευσης ορυχείων (tailings)


Στην κατηγορία αυτή υπάγονται τα υδαρή υπολείμματα του μεταλλεύματος
που απομένουν μετά την εξαγωγή του καθαρού μετάλλου μέσω φυσικών ή χημικών
μεθόδων. Τα υλικά αυτά έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:
(1) Γενικώς είναι λεπτόκοκκα, με ποσοστό λεπτοκόκκου κλάσματος (διερχόμενο από
το κόσκινο Νο 200) που φθάνει το 80%. Τούτο οφείλεται στην κονιοποίηση του
μεταλλεύματος που γίνεται για την πληρέστερη εξαγωγή του μετάλλου. Συχνά τα
υλικά αυτά διακρίνονται σε δυο κατηγορίες αναλόγως της περιεκτικότητάς τους
σε λεπτόκοκκα: στα αμμώδη (sandy tailings), με ποσοστό λεπτοκόκκου
κλάσματος έως 30%, και στα ιλυώδη (slimes), με ποσοστό λεπτοκόκκου
κλάσματος άνω του 30%.
(2) Έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε υγρασία (συνήθως 100-200%) λόγω της
μεθόδου επεξεργασίας του μεταλλεύματος που συνήθως απαιτεί την έκπλυση με
νερό. Κατά συνέπεια, τα απόβλητα της επεξεργασίας αποτελούν ένα υδαρές
αργιλικό μίγμα με τη μορφή ιλύος που έχει υγρασία αρκετά μεγαλύτερη από το
όριο υδαρότητας, και ως εκ τούτου πολύ μικρή διατμητική αντοχή. Η μεταφορά
και απόθεση των υλικών αυτών γίνεται με υδραυλικές μεθόδους (με
σωληνώσεις).
(3) Συνήθως έχουν υψηλό ρυπαντικό φορτίο που οφείλεται κυρίως στις χημικές
ουσίες που χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή του μετάλλου. Έτσι, για
παράδειγμα, τα υδαρή υπολείμματα των χρυσορυχείων περιέχουν κυανιούχα
λόγω της συνήθως χρησιμοποιούμενης μεθόδου ανάκτησης του χρυσού με
έκπλυση του κονιοποιημένου μεταλλεύματος (heap leaching). Η μέθοδος αυτή τα
τελευταία χρόνια εφαρμόζεται με συνεχώς αυξανόμενους ρυθμούς για την
ανάκτηση και άλλων μετάλλων (χαλκού, αργύρου, ουρανίου) και συνεπώς τα
Αποδέκτες αποβλήτων ορυχείων 7-45

περιβαλλοντικά προβλήματα σε περίπτωση πλημμελούς διάθεσης των


υπολειμμάτων θα είναι σημαντικά.

Η διάθεση των υδαρών υπολειμμάτων της εκμετάλλευσης μεταλλευμάτων γίνεται σε


ταμιευτήρες (tailings lagoons), στους οποίους τα υλικά μεταφέρονται και
απορρίπτονται με υδραυλικές μεθόδους (συνήθως με άντληση του υδαρούς υλικού
μέσω σωληνώσεων). Οι ταμιευτήρες αυτοί δημιουργούνται με την κατασκευή
περιμετρικών αναχωμάτων (tailings dams), όπως φαίνεται στο Σχήμα 7.16. Τα
αναχώματα κατασκευάζονται είτε από τα ίδια υλικά των υπολειμμάτων (μετά από
ξήρανση και κατάλληλη συμπύκνωση) ή από άλλα (κοκκώδη) υλικά που προέρχονται
από δανειοθαλάμους της περιοχής. Η κατασκευή των περιμετρικών αναχωμάτων
γίνεται βαθμιαία και ακολουθεί την πλήρωση του ταμιευτήρα. Σημειώνεται ότι τα
υδαρή υλικά που αποτίθενται εντός του ταμιευτήρα βαθμιαία ξηραίνονται (λόγω της
εξάτμισης) και τελικώς ο ταμιευτήρας περιέχει μια παχύρρευστη ιλύ ή ακόμη και ξηρό
υλικό (αναλόγως των κλιματικών συνθηκών). Τα κυριότερα γεωτεχνικά και
περιβαλλοντικά προβλήματα των ταμιευτήρων αυτών είναι:
(1) Οι πιθανές διαφυγές ρύπων διαμέσου του πυθμένα προς το υπέδαφος. Για την
αντιμετώπιση των διαφυγών αυτών λαμβάνονται διάφορα μέτρα που εξαρτώνται
από το είδος και το ρυπαντικό φορτίο των αποβλήτων και τις γεωτεχνικές και
υδρογεωλογικές συνθήκες του υπεδάφους. Σε περιπτώσεις αποβλήτων με
υψηλό ρυπαντικό φορτίο χρησιμοποιείται επένδυση του πυθμένα με συνθετική
γεω-μεμβράνη και στη συνέχεια απόθεση των υδαρών αποβλήτων με τη μέθοδο
των λεπτών στρώσεων (thin-layer managed technique). Κατά τη μέθοδο αυτή, τα
υλικά των αρχικών στρώσεων αποτίθενται σε λεπτές στρώσεις, ώστε να
ξηραίνονται μέσω της εξάτμισης και στη συνέχεια συμπυκνώνονται. Έτσι
δημιουργείται μια συμπυκνωμένη αργιλική μεμβράνη με μικρό συντελεστή
διαπερατότητας που συνεπικουρεί τη συνθετική στεγανωτική γεω-μεμβράνη.
Επίσης, συχνά μεταξύ της συνθετικής γεω-μεμβράνης και της υπερκείμενης
αργιλικής στρώσης παρεμβάλλεται διαπερατή αποστραγγιστική στρώση μέσω
της οποίας αποστραγγίζεται το στράγγισμα με σκοπό τη μείωση του υδραυλικού
φορτίου στην υποκείμενη συνθετική μεμβράνη και τον περιορισμό των διαφυγών
του στραγγίσματος διαμέσου των ατελειών της μεμβράνης.
(2) Η ευστάθεια των περιμετρικών αναχωμάτων τόσο υπό συνθήκες στατικής
φόρτισης όσο και στην περίπτωση σεισμικής επιφόρτισης. Όπως φαίνεται και στο
Σχήμα 7.16, για τη μείωση του κόστους, τα περιμετρικά αναχώματα
κατασκευάζονται συχνά επί των υδαρών υλικών των υπολειμμάτων ή ακόμη και
με χρήση των ίδιων αυτών των υλικών. Συνεπώς, λόγω της μικρής διατμητικής
αντοχής των υλικών και της υψηλής τους υγρασίας, τα προβλήματα της
ευστάθειας είναι αυξημένα. Σε περίπτωση σεισμικής επιφόρτισης, υπάρχει ο
επιπλέον κίνδυνος της ρευστοποίησης των υλικών που αποτελούν το
περιμετρικό ανάχωμα με συνέπεια την αστοχία του. Οι έλεγχοι ευστάθειας που
απαιτούνται στις περιπτώσεις αυτές γίνονται με τις συνήθεις μεθόδους ανάλυσης
της ευστάθειας πρανών της Εδαφομηχανικής.
(3) Το λεπτόκοκκο υλικό που ξηραίνεται μέσω της εξάτμισης μπορεί να παρασυρθεί
από τον αέρα με τη μορφή σκόνης και να αποτεθεί σε άλλες περιοχές κατάντη με
συνέπεια την επέκταση της ρύπανσης. Τα μέτρα που λαμβάνονται για να
αποφευχθεί τέτοια ρύπανση είναι:
(α) Η τελική κάλυψη του ταμιευτήρα στις περιοχές όπου έχει συντελεσθεί η
πλήρωσή του.
7-46 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

(β) Η διαχείριση των αποθέσεων στα ενδιάμεσα στάδια της πλήρωσης του
ταμιευτήρα, ώστε η επιφάνεια να μην ξηραίνεται πλήρως. Τούτο γίνεται μέσω
της μετακίνησης των στομίων εξόδου των σωληνώσεων προσαγωγής των
αποβλήτων στον ταμιευτήρα, ώστε η απόθεση να γίνεται περιοδικώς σε όλες
τις θέσεις και η επιφάνεια να διατηρείται υγρή.
(4) Η τελική κάλυψη και η επαναχρησιμοποίηση των χώρων μετά την πλήρωση του
αποδέκτη. Η κάλυψη των αποδεκτών αυτών γίνεται με τις ίδιες μεθόδους που
χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των αποδεκτών βιομηχανικών αποβλήτων και
εξαρτώνται κυρίως από το ρυπαντικό φορτίο των αποβλήτων. Για την
επαναχρησιμοποίηση των χώρων, το κυριότερο πρόβλημα είναι οι σημαντικές
και χρονικώς εξελισσόμενες υποχωρήσεις εκ συνιζήσεως των αποβλήτων εντός
του ταμιευτήρα.

Η βαθμιαία ανύψωση των περιμετρικών αναχωμάτων (tailings dam) ακολουθεί το


ρυθμό πλήρωσης του ταμιευτήρα με τα υδαρή απόβλητα. Το Σχήμα 7.16
παρουσιάζει τρεις μεθόδους κατασκευής των περιμετρικών αναχωμάτων:
1. Η προώθηση προς τα ανάντη (upstream construction) που φαίνεται στο άνω
μέρος του Σχήματος 7.16. Κυρίως χρησιμοποιείται σε ορυχεία όπου διατίθενται
χονδρόκοκκα (αμμοχαλικώδη) υλικά για την κατασκευή των αναχωμάτων, καθώς
και σε ξηρά κλίματα όπου η ξήρανση των αποβλήτων μέσω της εξάτμισης γίνεται
με ταχείς ρυθμούς. Τα κυριότερα πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι η απλότητά της
και το μικρό κόστος λόγω του μικρού όγκου των υλικών που πρέπει να
συμπυκνωθούν για την κατασκευή του αναχώματος. Τα μειονεκτήματα της
μεθόδου είναι:
(α) Η ανάγκη χρήσης χονδρόκοκκου υλικού για την κατασκευή των αναχωμάτων.
Συνήθως, το ίδιο το υλικό των αποβλήτων του ορυχείου δεν είναι επαρκώς
χονδρόκοκκο και συνεπώς απαιτείται η δημιουργία ειδικών δανειοθαλάμων
που αυξάνει το κόστος.

Σχήμα 7.16: Μέθοδοι κατασκευής των περιμετρικών αναχωμάτων για τη δημιουργία ταμιευτήρων
υδαρών υπολειμμάτων ορυχείων (tailings dams)
Αποδέκτες αποβλήτων ορυχείων 7-47

(β) Απαιτεί την επιμελή διαχείριση της διάθεσης των αποβλήτων στον ταμιευτήρα,
ώστε το υλικό που βρίσκεται σε επαφή με τα αναχώματα να έχει χαμηλή
υδραυλική στάθμη και οι πιέσεις πόρων στην περιοχή του αναχώματος να
είναι μικρές. Τούτο μπορεί να επιτευχθεί με την ενσωμάτωση συστήματος
αποστράγγισης και με την κατάλληλη απόθεση των υλικών (ώστε τα πλέον
χονδρόκοκκα να αποτίθενται κοντά στο περιμετρικό ανάχωμα) αλλά και στις
περιπτώσεις όπου το έδαφος θεμελίωσης είναι διαπερατό (οπότε η στράγγιση
γίνεται μέσω του πυθμένα).
2. Η προώθηση προς τα κατάντη (downstream construction) που φαίνεται στο κάτω
μέρος του Σχήματος 7.16. Η μέθοδος αυτή ουσιαστικά απαιτεί την κατασκευή ενός
κανονικού φράγματος από συμπυκνωμένο υλικό των αποβλήτων. Τα κυριότερα
πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι:
(α) Επιτρέπει την τοποθέτηση συνθετικής στεγανωτικής μεμβράνης στο ανάντη
πρανές για τον περιορισμό της διήθησης διαμέσου του σώματος του
φράγματος. Με τον τρόπο αυτό αφενός μεν περιορίζονται οι διαρροές ρύπων
και αφετέρου βελτιώνονται οι συνθήκες ευστάθειας του αναχώματος.
(β) Το ύψος του φράγματος μπορεί να αυξάνεται χωρίς σημαντική μείωση της
επιφάνειας του ταμιευτήρα (σε αντίθεση με την προηγούμενη μέθοδο όπου η
επιφάνεια του ταμιευτήρα μειώνεται).
(γ) Το σύνολο του σώματος του φράγματος συμπυκνώνεται και συνεπώς το
ανάχωμα είναι περισσότερο ανθεκτικό έναντι ρευστοποίησης σε περίπτωση
σεισμού.
Τα κυριότερα μειονεκτήματα της μεθόδου είναι:
(α) Απαιτείται η κατασκευή ενός αρχικού περιμετρικού αναχώματος μικρού ύψους
(starter dike) πριν από την έναρξη της απόθεσης των αποβλήτων. Η
κατασκευή αυτού του αναχώματος πρέπει να γίνει με διαφορετικό υλικό από
αυτό των αποβλήτων (ανάγκη δανειοθαλάμου).
(β) Απαιτεί σημαντικό όγκο υλικού για την κατασκευή του συμπυκνωμένου
αναχώματος, και μάλιστα ο όγκος αυτός αυξάνει με την αύξηση του ύψους του
αναχώματος. Βεβαίως, για την κατασκευή των επάλληλων στρώσεων του
αναχώματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα ίδια τα υλικά των αποβλήτων
μετά από κατάλληλη ξήρανση.
3. Η κεντρική προώθηση (center-line construction) που φαίνεται στο κεντρικό μέρος
του Σχήματος 7.16. Η μέθοδος αυτή συνδυάζει τα περισσότερα πλεονεκτήματα
των παραπάνω μεθόδων και γενικώς είναι προτιμητέα. Βεβαίως, το κόστος
κατασκευής του αναχώματος στην περίπτωση αυτή είναι μεγαλύτερο από το
κόστος με τη μέθοδο της προώθησης προς τα ανάντη αλλά μικρότερο από το
κόστος με τη μέθοδο της προώθησης προς τα κατάντη.

7.10.3 Υγρά απόβλητα ορυχείων


Τα υγρά απόβλητα των ορυχείων προέρχονται από:
(1) Το νερό που χρησιμοποιείται για την έκπλυση (rinsing) του μεταλλεύματος μετά
το πέρας της διαδικασίας ανακτήσεως του μετάλλου, ώστε να απομακρυνθούν οι
χημικές ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν κατά την επεξεργασία και να μειωθεί το
ρυπαντικό φορτίο των υδαρών ή στερεών αποβλήτων (ιλύος).
(2) Το νερό που αποβάλλεται από τα υδαρή υπολείμματα της εκμετάλλευσης, π.χ. το
νερό που αποστραγγίζεται από τη βάση των ταμιευτήρων υδαρών υπολειμμάτων
(tailings).
(3) Οι επιφανειακές απορροές των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων από την
επιφάνεια των αποδεκτών των αποβλήτων.
7-48 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων

(4) Το νερό που αντλείται για τις ανάγκες ταπείνωσης της στάθμης και
αποστράγγισης των ορυχείων.
Η διάθεση των ανωτέρω υγρών αποβλήτων γίνεται με μεθόδους που εξαρτώνται από
το ρυπαντικό φορτίο των αποβλήτων. Συνήθως χρησιμοποιούνται μέθοδοι ανάλογες
με τις μεθόδους διάθεσης των υγρών βιομηχανικών αποβλήτων (αποθήκευση σε
ταμιευτήρες με ειδική στεγάνωση του πυθμένα, όπου το νερό τελικώς εξατμίζεται).

7.11 Βιβλιογραφικές αναφορές


Barlaz M.A., Ham R.K. and Schaefer D.M. (1989) “Microbial and chemical dynamics during refuge
decomposition in a simulated sanitary landfill”, Journal of Environmental Engineering, ASCE,
Vol 115(6), pp 1088-1102.

Budhu M., Giese R.F., Campbell G. and Baumgrass L. (1991) “The permeability of soils with
organic fluids”, Canadian Geotechnical Journal, Vol 28(1), pp 140-147.

Chapuis R.P. (1989) “Soil-bentonite liners: predicting permeability from laboratory tests”, Canadian
Geotechnical Journal, Vol 27(1), pp 647-654.

Ehrig H.J. (1988) “Water and element balances of landfilles”, in Lecture Notes in Earth Sciences
(editor P. Baccini), Springer Verlag, Berlin.

Fernandez F. and Quingley R.M. (1985) “Hydraulic conductivity of natural clays permeated with
simple liquid hydrocarbons”, Canadian Geotechnical Journal, Vol 22(2), pp 205-214.

Koerner, R.M. (1998) “Designing with Geosynthetics” 4th Edition, Prentice Hall, Eaglewood Cliffs,
NJ, USA.

Qian, X., R.M. Koerner and D.H. Gray, 2002, Geotechnical Aspects of Landfill Design and
Construction, Prentice Hall.

Street A. (1994) “Landfilling: the difference between Continental European and British Practice”,
Geotechnical Engineering, ICE, Vol 107, pp 41-46.

Tchobanoglous G., Theisen H. and Eliassen R. (1977) “Solid Wastes”, McGraw Hill Inc., N.Y., 334
pages.

U.S. Department of the Interior (1975) Engineering and Design Manual, “Coal Refuse Disposal
Facilities, Mining Enforcement and Safety Administration”.

U.S. Environmental Protection Agency (EPA) (1985) “Compatibility Test for Wastes and Membrane
Liners”, Method 9090 Washington DC.

U.S. Environmental Protection Agency (EPA) (1985) “Report to Congress: Wastes form the
extraction and beneficiation of metalic ores, phosphate rock, asbestos, overburden from
uranium mining and oil shale”, EPA/530-SW-85-033.

U.S. Environmental Protection Agency (EPA) (1985) “Minimum technology guidance on double
liner systems for landfills and surface impoundments: design, construction and operations”,
EPA/530-SW-84-014.

U.S. Environmental Protection Agency (EPA) (1986) “Construction Quality Assurance for
Hazardous Waste Land Disposal Facilities”, EPA/530-SW-86-031, Washington DC.

U.S. Environmental Protection Agency (EPA) (1988) “Lining of Waste Containment and Other
Impounding Facilities”, EPA/600/2-88/052, Matrecon, Washington, DC.
Βιβλιογραφικές αναφορές 7-49

U.S. Environmental Protection Agency (EPA) (1988) “Flexible Membrane Liner Advisory Expert
System (FLEX) - Computer Code”, Cincinnati, OH, USA.

U.S. Environmental Protection Agency (EPA) (1989) “Final covers on Hazardous Waste Landfills
and Surface Impoundments”, EPA/530-SW-89-047, Washington, DC.

U.S. Environmental Protection Agency (EPA) (1990) “Characterization of Municipal Solid Waste in
the United States” 1990 Update, EPA/530-SW-90-042, USEPA, Washington, DC, PB 90-
215112.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

8. Τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας

8.1 Γενικά
Η απορρύπανση εδαφών και υπόγειων υδροφορέων αλλά και η προστασία
τους από τη ρύπανση αποτελούν αντικείμενα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από
γεωτεχνική άποψη. Τα θέματα απορρύπανσης αφορούν την ανάληψη ενεργειών για
την περιβαλλοντική αποκατάσταση εδαφών και υδροφορέων που έχουν ήδη
ρυπανθεί, ενώ τα θέματα προστασίας αφορούν τη λήψη μέτρων για να αποφευχθεί η
περαιτέρω επέκταση της ρύπανσης από περιοχές που έχουν ρυπανθεί προς άλλες
περιοχές (π.χ. μέσω της κίνησης του υπόγειου νερού). Ενδεικτικά αναφέρονται
ορισμένες κατηγορίες θεμάτων απορρύπανσης και προστασίας εδαφών και
υπόγειων υδροφορέων:
1. Καθαρισμός εδαφών που έχουν ρυπανθεί από την ανεξέλεγκτη ταφή χημικών
αποβλήτων, όπως παραπροϊόντων της διύλισης πετρελαιοειδών (νάφθα,
φαινόλες, χλωριωμένοι διαλύτες, κρεόζοτο, BTEX1 κλπ), τοξικών αποβλήτων
(διοξίνη, τετραχλωράνθρακας, PCB2), γεωργικών φαρμάκων (π.χ. DDT, Aldrin,
μαλαθείο, PCP3), βαρέων μετάλλων (υδράργυρος, μόλυβδος, κάδμιο) κλπ.
2. Καθαρισμός εδαφών που έχουν ρυπανθεί από τυχαίες διαρροές
υδρογονανθράκων (π.χ. σε διυλιστήρια πετρελαιοειδών, δεξαμενές καυσίμων
βιομηχανιών αλλά και κατοικιών), τυχαίες διαρροές επικίνδυνων και τοξικών
ουσιών από τους ταμιευτήρες αποθήκευσής τους ή σε ατυχήματα κατά τη
μεταφορά τους κλπ.
3. Καθαρισμός εδαφών που έχουν ρυπανθεί από την απόθεση αστικών ή
βιομηχανικών αποβλήτων σε παλαιότερες εποχές χωρίς να ληφθούν ειδικά μέτρα
προστασίας έναντι διαρροής του υγρού στραγγίσματος (leachate) στο υπέδαφος.
4. Προστασία από τη ρύπανση υδροφορέων που γειτνιάζουν με περιοχές που έχουν
ρυπανθεί μέσω κάποιας από τις παραπάνω αιτίες.
5. Προστασία υδροφορέων από την υφαλμύρυνση (δηλαδή την αύξηση της
περιεκτικότητας σε άλατα) λόγω υπερεκμετάλλευσης, ανάμειξης με το θαλάσσιο
νερό, έντονης εξάτμισης, κλπ.

Οι λόγοι που συνήθως επιβάλλουν τη λήψη μέτρων απορρύπανσης και προστασίας


εδαφών και υδροφορέων είναι:
1. Η διαπίστωση ότι ο βαθμός ρύπανσης είναι τέτοιος που προκαλεί σημαντικούς
κινδύνους στη δημόσια υγεία ή γενικότερα “μή-αποδεκτή υποβάθμιση του
περιβάλλοντος”. Τα τελευταία χρόνια, τα μέγιστα όρια της αποδεκτής υποβάθμισης

1
Μίγμα των υδρογονανθράκων βενζολίου (Benzene), τολουολίου (ΤΕ) και ξυλολίου (Xylene) που
συχνά εμφανίζεται σε περιοχές που έχουν ρυπανθεί από πετρελαιοειδή.
2
Poly-Chlorinated Biphenyls. Οι ουσίες αυτές, που είναι καρκινογόνες, χρησιμοποιούνται ευρέως στη
βιομηχανία μετασχηματιστών ηλεκτρικού ρεύματος και έχουν προκαλέσει πολυάριθμες ρυπάνσεις
λόγω της ανεξέλεγκτης απόρριψής τους στο περιβάλλον.
3
Penta-Chloro-Phenol
8-2 Τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας

του περιβάλλοντος έχουν μειωθεί σημαντικά (κυρίως λόγω της ευαισθητοποίησης


των κοινωνικών φορέων) με συνέπεια τη μεγάλη αύξηση των περιοχών στις
οποίες υπάρχει ανάγκη απορρύπανσης ή/και προστασίας.
2. Η ανάγκη βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος σε μια περιοχή, έστω και
εάν ο βαθμός ρύπανσης δεν προκαλεί σημαντικά προβλήματα δημόσιας υγείας.
3. Η ανάγκη αύξησης της εμπορικής αξίας των ακινήτων σε μια περιοχή.
4. Η ανάγκη ανάπτυξης μιας περιοχής σε συνδυασμό με την έλλειψη “καθαρών”
χώρων για τη δημιουργία βιομηχανιών, οικισμών κλπ. Στην κατηγορία αυτή
υπάγονται και περιπτώσεις όπου διατίθενται μεν “καθαροί” χώροι για ανάπτυξη
αλλά το κόστος τους υπερβαίνει το μικτό κόστος ανάπτυξης (αγορά συν
απορρύπανση) άλλων χώρων στους οποίους επιβάλλεται απορρύπανση.

Η απλούστερη και λιγότερο δαπανηρή μέθοδος περιβαλλοντικής αποκατάστασης


είναι η λεγόμενη “μηδενική λύση”, κατά την οποία δεν λαμβάνονται ειδικά μέτρα
απορρύπανσης, αλλά η εξασθένιση του ρυπαντικού φορτίου επαφίεται στους
φυσικούς μηχανισμούς υποβάθμισης, όπως η βιολογική αποδόμηση των ρύπων, η
προσρόφησή τους στην επιφάνεια των αργιλικών ορυκτών, η μείωση της
συγκέντρωσης των ρύπων μέσω αραίωσης ή εξάτμισης κλπ. Οι μηχανισμοί αυτοί
είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις συνθήκες του περιβάλλοντος (pH, θερμοκρασία,
υγρασία, παρουσία ουσιών που είναι τοξικές για τους μικρο-οργανισμούς κλπ) και
συνεπώς η αποτελεσματική λειτουργία τους δεν είναι πάντοτε αξιόπιστη. Επιπλέον, η
δράση των μηχανισμών φυσικής εξασθένισης είναι πολύ βραδεία. Για τους λόγους
αυτούς, στις περισσότερες περιπτώσεις έντονης ρύπανσης δεν συνιστάται η
εφαρμογή της ”μηδενικής λύσης”.
Μια δεύτερη μέθοδος αντιμετώπισης της ρύπανσης είναι η επιβολή
περιορισμών στην πρόσβαση και χρήση της περιοχής που έχει ρυπανθεί μέσω
περίφραξης, προειδοποιητικών πινακίδων κλπ. Η μέθοδος αυτή μπορεί να
χρησιμοποιηθεί μόνον ως προσωρινό μέτρο και δεν αποτελεί οριστική λύση του
προβλήματος.
Μια τρίτη μέθοδος αντιμετώπισης είναι η αφαίρεση (με εκσκαφή) του εδάφους
που έχει ρυπανθεί και η μεταφορά και απόρριψή του σε ελεγχόμενους αποδέκτες με
σύγχρονα συστήματα προστασίας από την επέκταση της ρύπανσης (συστήματα
στεγάνωσης του πυθμένα, συστήματα συλλογής και απομάκρυνσης του υγρού
στραγγίσματος, συστήματα κάλυψης κλπ). Αν και η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται σε
ορισμένες περιπτώσεις (κυρίως σε περιπτώσεις εντοπισμένης ρύπανσης)
παρουσιάζει σημαντικά μειονεκτήματα όπως:
1. Η πιθανή διαφυγή ρύπων κατά την εκσκαφή και μεταφορά των εδαφικών υλικών
προς τους χώρους απόρριψης (κυρίως με τη μορφή σκόνης και υγρού
στραγγίσματος).
2. Νομικοί περιορισμοί ως προς τη δυνατότητα μεταφοράς επικίνδυνων φορτίων από
ορισμένους δρόμους.
3. Πολύ μεγάλο κόστος, ιδίως στις περιπτώσεις που οι ποσότητες των εδαφικών
υλικών που πρέπει να αφαιρεθούν είναι μεγάλες.
4. Δεν αποτελεί λύση του προβλήματος, αλλά απλή μεταφορά του σε άλλη θέση.
5. Η έλλειψη κατάλληλων χώρων επαρκούς χωρητικότητας για την απόρριψη των
ρυπανθέντων υλικών αλλά και το υψηλό κόστος κατασκευής των μέτρων
προστασίας από την επέκταση της ρύπανσης στους χώρους αυτούς.
Για τους ανωτέρω λόγους η μέθοδος αυτή δεν χρησιμοποιείται παρά μόνον σε
περιπτώσεις ρύπανσης με πολύ περιορισμένη έκταση.
Τεχνολογίες απορρύπανσης εδαφών 8-3

Εκτός από τις ανωτέρω μεθόδους υπάρχουν και οι λεγόμενες μέθοδοι


ενεργητικής απορρύπανσης που περιλαμβάνουν:
1. Μεθόδους απορρύπανσης εδαφών, που είναι:
1.1 Η βιολογική αποκατάσταση (bio-remediation) μέσω της αποδόμησης των
οργανικών ρύπων, είτε επιτόπου είτε μετά από εκσκαφή και αναμόχλευση.
1.2 Η έκπλυση του εδάφους με χημικές ουσίες (soil washing, chemical extraction,
leaching).
1.3 Η θερμική επεξεργασία είτε επιτόπου είτε μετά από μεταφορά σε ειδικούς
κλιβάνους όπου επιβάλλεται απλή θέρμανση (heating), καύση (incineration) ή
επεξεργασία με ατμό (steam stripping).
1.4 Η απορρύπανση με εφαρμογή υποπίεσης (vacuum extraction) ή απλού
αερισμού (soil venting).
2. Μεθόδους απορρύπανσης υπογείων υδάτων, που είναι:
2.1 Η βιολογική αποκατάσταση (bio-remediation) μέσω της αποδόμησης των
οργανικών ρύπων.
2.2 Η μέθοδος άντλησης και απορρύπανσης (pump and treat) διαλελυμένων και
αιωρούμενων ρύπων.
2.3 Η μέθοδος άντλησης επιπλεόντων ρύπων (free product recovery), όπως
ελαφρών πετρελαιοειδών.
2.4 Η αφαίρεση πτητικών ρύπων με εφαρμογή υποπίεσης (vacuum extraction).
2.5 Η αφαίρεση βαρέων μετάλλων με εφαρμογή ηλεκτρικού ρεύματος (electro-
reclamation).
Η επιλογή μιας συγκεκριμένης από τις παραπάνω μεθόδους εξαρτάται από το είδος,
τη συγκέντρωση και την ποσότητα του ρύπου, το είδος του εδάφους, το κόστος και τη
διαθέσιμη τεχνολογία και τεχνογνωσία. Οι μέθοδοι αυτές εξετάζονται αναλυτικά σε
επόμενα εδάφια.

Οι μέθοδοι προστασίας εδαφών και υπόγειων υδροφορέων από την επέκταση


της ρύπανσης υπάγονται στις εξής κατηγορίες:
1. Μέθοδοι εγκιβωτισμού (containment) του εδάφους, που είναι:
1.1 Τα συστήματα κάλυψης της επιφάνειας.
1.2 Τα περιμετρικά κατακόρυφα διαφράγματα.
1.3 Τα οριζόντια διαφράγματα βάσης.
1.4 Τα συστήματα σταθεροποίησης του εδάφους που έχει ρυπανθεί με χημικές
μεθόδους (τσιμέντο, άσβεστο, πολυμερή, ασφαλτικά κλπ) ή με θερμικές
μεθόδους (vitrification).
2. Υδραυλικές μέθοδοι αναστροφής της κίνησης του υπόγειου νερού.
Οι μέθοδοι αυτές εξετάζονται αναλυτικά στα επόμενα εδάφια.
Τέλος, στις τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας από τη ρύπανση
υπάγονται και οι μέθοδοι διάθεσης των επεξεργασμένων λυμάτων (sewage sludge)
στο έδαφος με τις μεθόδους άρδευσης και ταχείας διήθησης. Οι μέθοδοι αυτές
εξετάζονται σε επόμενο εδάφιο.
8.2 Τεχνολογίες απορρύπανσης εδαφών
8.2.1 Μέθοδος της βιολογικής αποκατάστασης
8.2.1.1 Περιγραφή της μεθόδου
Η μέθοδος της βιολογικής αποκατάστασης (bio-remediation) αποτελεί μια από
τις σημαντικότερες μεθόδους απορρύπανσης των εδαφών και των υπόγειων
υδροφορέων και βασίζεται στην αποδόμηση των οργανικών ουσιών και την τελική
8-4 Τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας

μετατροπή τους σε αβλαβείς4 ουσίες μέσω της δράσης μικρο-οργανισμών. Η


μέθοδος χρησιμοποιείται επί αρκετές δεκαετίες κατά την επεξεργασία των αστικών
λυμάτων με συστήματα βιολογικής επεξεργασίας, ενώ η εφαρμογή της στην
ελεγχόμενη αποδόμηση των οργανικών ρύπων του εδάφους και των υπόγειων
υδάτων είναι πολύ πρόσφατη. Κατά την τελευταία δεκαπενταετία, η μέθοδος έχει
χρησιμοποιηθεί για την απορρύπανση εδαφών από πολυαρωματικούς
υδρογονάνθρακες (poly-aromatic hydrocarbons, PAH), πτητικές οργανικές ουσίες
(όπως το γνωστό BTEX5) χλωριούχους οργανικούς ρύπους (όπως ο
τετραχλωράνθρακας, οι πενταχλωροφαινόλες-PCP και τα επίσης γνωστά PCBs6) και
άλλες οργανικές ενώσεις.
Η βιολογική αποδόμηση των οργανικών ενώσεων γίνεται μέσω της δράσης
μικρο-οργανισμών (βακτηριδίων, μυκήτων, κλπ) οι οποίοι αναπτύσσονται
χρησιμοποιώντας τον άνθρακα ή/και την ενέργεια που απελευθερώνεται κατά τον
μεταβολισμό (αποσύνθεση) των οργανικών ουσιών. Οι μικρο-οργανισμοί
αποσυνθέτουν τις οργανικές ενώσεις χρησιμοποιώντας ως καταλύτες κατάλληλα
ένζυμα (πρωτεϊνες) τα οποία παράγουν οι ίδιοι. Το τελικό προϊόν της αποσύνθεσης
των οργανικών ουσιών μέσω των μικρο-οργανισμών είναι ανόργανες ουσίες
(διοξείδιο του άνθρακα και νερό) που συνήθως θεωρούνται λιγότερο επιβλαβείς από
τις αρχικές ενώσεις, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ατελούς αποσύνθεσης7
παράγονται και άλλες απλές ενώσεις όπως μεθάνιο, υδρόθειο, νιτρικά και θειικά
άλατα.
Για να συντελεσθεί η αποσύνθεση των οργανικών ουσιών μέσω μικρο-
οργανισμών απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις:
1. Η παρουσία κατάλληλων μικρο-οργανισμών, δηλαδή μικρο-οργανισμών που
παράγουν ένζυμα κατάλληλα για τον μεταβολισμό της συγκεκριμένης οργανικής
ουσίας.
2. Η παρουσία οργανικών ουσιών οι οποίες με την αποσύνθεσή τους θα παράσχουν
την απαιτούμενη ενέργεια στους μικρο-οργανισμούς για να αναπτυχθούν.
3. Η παρουσία θρεπτικών ουσιών (nutrients), όπως το άζωτο, ο φωσφόρος, το κάλιο,
το θείο κλπ. που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των μικρο-οργανισμών.
4. Η παρουσία δεκτών ηλεκτρονίων (electron acceptors), δηλαδή ατόμων ή ριζών τα
οποία δέχονται τα ηλεκτρόνια που προκύπτουν κατά την οξείδωση των οργανικών
ουσιών.
5. Η παρουσία κατάλληλων συνθηκών για την ανάπτυξη των μικρο-οργανισμών και
συγκεκριμένα: κατάλληλη υγρασία, θερμοκρασία και pH και η απουσία ορισμένων
χημικών ουσιών σε συγκεντρώσεις που είναι τοξικές για τους μικρο-οργανισμούς
(και τους καταστρέφουν).
Συνεπώς, οι τεχνολογίες βιολογικής αποκατάστασης έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν
και να ενισχύσουν με ελεγχόμενο τρόπο τις ανωτέρω απαιτήσεις ώστε να
συντελεσθεί η αποσύνθεση των οργανικών ουσιών που αποτελούν το ρυπαντικό
φορτίο του εδάφους ή του υπόγειου νερού. Ως εκ τούτου είναι απαραίτητη αφενός
μεν η κατανόηση της λειτουργίας των μηχανισμών βιολογικής αποσύνθεσης των
οργανικών ουσιών, αφετέρου δε η ανάπτυξη της σχετικής τεχνολογίας ώστε με
4
θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις τα ενδιάμεσα προϊόντα της αποδόμησης των
οργανικών ουσιών είναι εξίσου ή και περισσότερο επιβλαβή από τα αρχικά. Συνεπώς, κατά την
εφαρμογή των μεθόδων βιολογικής αποκατάστασης, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην
επίτευξη πλήρους αποδόμησης των ρύπων ώστε να αδρανοποιηθεί πλήρως το ρυπαντικό φορτίο.
5
μίγμα βενζολίου (Benzene), τολουολίου (Toluene) και ξυλολίου (Xylene)
6
Poly-Chlorinated Biphenyls, που χρησιμοποιούνται ευρέως στη βιομηχανία των ηλεκτρικών
μετασχηματιστών
7
όπως π.χ. κατά την αναερόβια αποσύνθεση των οργανικών ουσιών
Τεχνολογίες απορρύπανσης εδαφών 8-5

τεχνικές επεμβάσεις να διατηρούνται οι βέλτιστες συνθήκες δράσης των μικρο-


οργανισμών. Οι μηχανισμοί βιολογικής αποσύνθεσης των οργανικών ενώσεων
περιγράφονται αναλυτικότερα στα επόμενα.

1. Μικρο-οργανισμοί και οργανικές ενώσεις


Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που περιγράφηκαν παραπάνω,
αναπτύσσονται μικρο-οργανισμοί οι οποίοι μπορούν να διασπάσουν τις
περισσότερες οργανικές ενώσεις που υπάρχουν στη φύση ή κατασκευάζονται από
τον άνθρωπο. Η διάσπαση των οργανικών ουσιών από τους μικρο-οργανισμούς
γίνεται με βάση τις εξής αρχές:
(α) Σε περίπτωση παρουσίας πολλών οργανικών ενώσεων, αρχικώς διασπώνται οι
απλούστερες ενώσεις επειδή είναι ευχερέστερη η ανάπτυξη μικρο-οργανισμών
που παράγουν ένζυμα για τη διάσπαση των απλών ενώσεων.
(β) Για τη διάσπαση των σύνθετων οργανικών ουσιών που κατασκευάζονται από τον
άνθρωπο, απλώς απαιτείται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ώστε αφενός μεν να
διασπασθούν προηγουμένως οι απλούστερες ενώσεις, αφετέρου δε να συμβεί
προσαρμογή (acclimation) των μικρο-οργανισμών, δηλαδή να παραγάγουν τα
κατάλληλα ένζυμα που διασπούν τις πλέον σύνθετες ενώσεις.
(γ) Η αποσύνθεση των οργανικών ουσιών γίνεται σε διαδοχικές φάσεις με τη δράση
διάφορων μικρο-οργανισμών. Έτσι, μια ομάδα μικρο-οργανισμών διασπά την
αρχική οργανική ένωση σε κάποια απλούστερη, η οποία στη συνέχεια διασπάται
εκ νέου από άλλους μικρο-οργανισμούς και η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται
έως ότου τελικώς παραχθούν πολύ απλές ενώσεις (CO2, H2O, CH4 κλπ).
Ο ρυθμός της βιολογικής διάσπασης των οργανικών ουσιών εξαρτάται από το είδος
των βακτηριδίων που προκαλούν την αποδόμηση και τις συνθήκες του
περιβάλλοντος (π.χ. θερμοκρασία, pH) που συχνά αποτελούν καθοριστικούς
παράγοντες για την δράση των μικρο-οργανισμών. Αρκετές συνήθεις βιολογικές
διασπάσεις ακολουθούν8 τον γνωστό εκθετικό νόμο των πυρηνικών διασπάσεων
(κινητική πρώτης τάξεως - Monod kinetics), κατά τον οποίο ο ρυθμός της διάσπασης
είναι ανάλογος του διαθέσιμου για διάσπαση αριθμού μορίων. Κατά τον νόμο αυτό, η
συγκέντρωση (c ) της οργανικής ουσίας τη χρονική στιγμή (t ) είναι:
c = co e − kt
όπου (co ) είναι η αρχική συγκέντρωση (για t = 0) και (k ) είναι η σταθερά της
διάσπασης που δίνεται από τη σχέση:
0.693
k=
t1 2
όπου (t1/2 ) είναι ο λεγόμενος χρόνος ημιζωής, δηλαδή ο χρόνος που απαιτείται για τη
διάσπαση του ημίσεως των μορίων της οργανικής ένωσης. Σύμφωνα με τα ανωτέρω,
δοθέντος αρκετού χρόνου (και προφανώς με τις κατάλληλες λοιπές συνθήκες) θα
αναπτυχθούν μικρο-οργανισμοί που μπορούν να διασπάσουν και τις πλέον σταθερές
συνθετικές οργανικές ενώσεις. Ο ακόλουθος πίνακας παρουσιάζει τυπικές τιμές του
χρόνου ημιζωής ορισμένων από τις οργανικές ενώσεις που συνήθως υπάρχουν στα
βιομηχανικά απόβλητα. Λόγω της εξάρτησης του ρυθμού των βιολογικών
διασπάσεων από τις συνθήκες του περιβάλλοντος (θερμοκρασία, υγρασία, pH κλπ),
οι παρακάτω χρόνοι ημιζωής είναι ενδεικτικοί και αναφέρονται σε μετρήσεις που
έγιναν στο εργαστήριο κάτω από “συνήθεις” συνθήκες περιβάλλοντος, ενώ στην
πραγματικότητα μπορεί να διαφέρουν σημαντικά. Πάντως από τις τιμές του πίνακα
8
υπάρχουν όμως και πολλοί τύποι βιολογικής απoδόμησης που δεν ακολουθούν τον εκθετικό νόμο,
όπως π.χ. οι περισσότερες διασπάσεις που προκαλούνται από μικρόβια (microbial kinetics)
8-6 Τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας

καθίσταται σαφές ότι ορισμένες οργανικές ενώσεις είναι πολύ πιό εύκολα
διασπάσιμες από άλλες.
ΤΥΠΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΗΜΙΖΩΗΣ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ
ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΙΝΗΤΙΚΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΤΑΞΕΩΣ

Οργανική Ένωση Χρόνος ημιζωής9 (ημέρες)


Βενζόλιο 1
Τολουόλιο 6.4
Ανθρακένιο 30
Ξυλόλιο 40
Πυρένιο 40
Ναφθαλένιο 95
Βενζο-φθορο-ανθένιο 1290
Βενζο-πυριλένιο 360
Ιδενο-πυρένιο 600

2. Θρεπτικές ουσίες (nutrients)


Η ανάπτυξη των μικρο-οργανισμών απαιτεί την παρουσία θρεπτικών ουσιών
(τροφών) οι οποίες αποτελούν συστατικά του κυττάρου των, όπως το άζωτο (Ν), ο
φωσφόρος (Ρ), το κάλιο (Κ) το θείο (S) και διάφορα ιχνοστοιχεία. Τα στοιχεία αυτά
συνήθως υπάρχουν στα εδαφικά υλικά. Σε περίπτωση έλλειψης, θα πρέπει να
προστίθενται κατάλληλες ουσίες ώστε να μη διακόπτεται η ανάπτυξη των μικρο-
οργανισμών. Μια ικανοποιητική αναλογία άνθρακα : άζωτο : φωσφόρο (C/N/P) στο
έδαφος για την ανάπτυξη μικρο-οργανισμών είναι 100:10:1. Σε περίπτωση έλλειψης
(π.χ. αζώτου) θα πρέπει να προστίθενται κατάλληλα χημικά λιπάσματα (π.χ. θειική
αμμωνία).

3. Δέκτες ηλεκτρονίων
Κατά τον βιολογικό μεταβολισμό, οι διασπώμενες οργανικές ενώσεις χάνουν
ηλεκτρόνια τα οποία μεταφέρονται σε κάποιον δέκτη ηλεκτρονίων. Κατά την αερόβια
διάσπαση, ο τελικός αποδέκτης των ηλεκτρονίων είναι το οξυγόνο. Έτσι, π.χ. η
αερόβια αποσύνθεση (οξείδωση) του βενζολίου παρουσιάζεται από τη σχέση:
C6H6 + 7.5 O2 → 6 CO2 + 3 H2O
Εάν δεν υπάρχει διαθέσιμο οξυγόνο (δηλαδή υπό αναερόβιες συνθήκες), η νιτρική
ρίζα (ΝΟ3-), ιόντα σιδήρου (Fe+3), ιόντα μαγγανίου (Μn+2) και η θειική ρίζα (SO4-2)
μπορούν να δράσουν ως δέκτες ηλεκτρονίων, εάν βεβαίως στο σύστημα έχουν
αναπτυχθεί μικρο-οργανισμοί που δύνανται να παράγουν τα κατάλληλα ένζυμα.
Όπως φαίνεται από την ανωτέρω χημική αντίδραση, η αερόβια οξείδωση των
οργανικών ενώσεων αφαιρεί οξυγόνο από το σύστημα. Εάν το οξυγόνο δεν
αναπληρωθεί (π.χ. με μηχανική ανάμειξη και αερισμό των υλικών, τεχνητή
κυκλοφορία αέρα κλπ), τελικώς το σύστημα θα μετατραπεί σε αναερόβιο, θα
αναπτυχθούν αναερόβιοι μικρο-οργανισμοί και η αποσύνθεση θα δώσει και μεθάνιο
(CH4) αντί του διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Η αερόβια οξείδωση δίνει τα πλέον
αβλαβή προϊόντα και συνεπώς είναι προτιμητέα. Έτσι, στα συστήματα
απορρύπανσης μέσω της βιολογικής αποσύνθεσης θα πρέπει να γίνεται κατάλληλος
μηχανικός αερισμός (με αναμόχλευση, ανάδευση κλπ), ώστε η συγκέντρωση του
οξυγόνου να διατηρείται σε ικανοποιητικό επίπεδο.

9
χρόνος ημιζωής είναι ο χρόνος που απαιτείται για τη διάσπαση του ημίσεως των μορίων της
οργανικής ένωσης
Τεχνολογίες απορρύπανσης εδαφών 8-7

4. Υγρασία
Η παρουσία υγρασίας είναι απαραίτητη για τη δράση των μικρο-οργανισμών.
Το ιδανικό ποσοστό υγρασίας στο έδαφος είναι 15-30%. Εάν η υγρασία μειωθεί κάτω
από το 15%, η δράση των μικρο-οργανισμών αναστέλλεται. Επίσης, αν η υγρασία
αυξηθεί πάνω από το 30% (όπου ο βαθμός κορεσμού του εδάφους είναι σχεδόν
100%) δεν γίνεται ικανοποιητικός αερισμός του εδάφους και το διαθέσιμο οξυγόνο
μειώνεται. Κατά συνέπεια, για τη βέλτιστη δράση των μικρο-οργανισμών, η υγρασία
του εδάφους θα πρέπει να ρυθμίζεται στα ανωτέρω όρια. Είναι προφανές από τα
παραπάνω ότι δεν είναι ευχερής η βιολογική αποσύνθεση των οργανικών ρύπων του
υπόγειου νερού κάτω από τη στάθμη του υπόγειου ορίζοντα λόγω έλλειψης
οξυγόνου, εκτός εάν γίνεται κυκλοφορία αέρα με τεχνητά μέσα (π.χ εισπίεση αέρα
μέσω γεωτρήσεων). Κατά συνέπεια, η βιολογική αποσύνθεση των οργανικών ρύπων
στο υπόγειο νερό γίνεται συνήθως υπό αναερόβιες συνθήκες και καταλήγει στην
παραγωγή μεθανίου, υδροθείου (το οποίο δίνει άσχημη οσμή στο νερό), κλπ.

5. Θερμοκρασία
Ο ρυθμός ανάπτυξης και δράσης των μικρο-οργανισμών επηρεάζεται
σημαντικά από τη θερμοκρασία. Σε χαμηλές θερμοκρασίες (κάτω των 5-10ο C) οι
μικρο-οργανισμοί αδρανοποιούνται (χωρίς όμως να καταστρέφονται), ενώ σε υψηλές
θερμοκρασίες (άνω των 60ο C) οι μικρο-οργανισμοί καταστρέφονται.

6. pH
Οι βέλτιστες τιμές του pH για τη δράση των μικρο-οργανισμών είναι 5.5-8.5
(περί το ουδέτερο pH). Συνεπώς, η ρύθμιση του pH του εδάφους είναι απαραίτητη
για τη διατήρηση της βιολογικής αποσύνθεσης των οργανικών ρύπων.

7. Τοξικότητα
Ορισμένες χημικές ενώσεις σε υψηλές συγκεντρώσεις είναι τοξικές για τους
μικρο-οργανισμούς, δηλαδή τους καταστρέφουν. Παρά ταύτα, η αντίληψη που
συνήθως υπάρχει ότι δηλαδή οι ουσίες που είναι επικίνδυνες ή τοξικές για τον
άνθρωπο είναι τοξικές και για τους μικρο-οργανισμούς είναι εσφαλμένη. Αντίθετα,
πολλές επικίνδυνες ή τοξικές ουσίες (για τον άνθρωπο) διασπώνται από μικρο-
οργανισμούς. Στην περίπτωση που πρόκειται να εφαρμοσθεί η μέθοδος της
βιολογικής απορρύπανσης σε ένα συγκεκριμένα έδαφος, θα πρέπει να ελέγχεται η
τοξικότητα των χημικών ουσιών που περιέχονται στο έδαφος για διάφορους τύπους
μικρο-οργανισμών. Τούτο γίνεται με ειδικές δοκιμές (toxicity assays), κατά τις οποίες
ένα πρότυπο σύστημα μικρο-οργανισμών εκτίθεται σε δείγμα του εδάφους και
παρακολουθούνται οι πληθυσμοί των μικρο-οργανισμών για ενδείξεις τοξικότητας.
Στις περιπτώσεις αυξημένης τοξικότητας μπορεί να γίνει ανάμειξη του εδάφους με
άλλα “καθαρά” εδαφικά υλικά ή να γίνει έκπλυση του εδάφους, ώστε να μειωθούν οι
συγκεντρώσεις των τοξικών για τους μικρο-οργανισμούς ουσιών.

8.2.1.2 Συστήματα βιολογικής απορρύπανσης εδαφών


Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η βιολογική απορρύπανση των εδαφών
είναι μια πολύ αποτελεσματική μέθοδος για την εξουδετέρωση των οργανικών
ρύπων. Βεβαίως, τονίζεται και πάλι ότι η δράση των μικρο-οργανισμών που
διασπούν τους οργανικούς ρύπους εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, οι
σημαντικότεροι των οποίων αναφέρθηκαν παραπάνω. Αν και η βιολογική
αποσύνθεση των οργανικών ενώσεων υπό αναερόβιες συνθήκες είναι δυνατή, θα
πρέπει να προτιμάται η αερόβια αποσύνθεση επειδή καταλήγει σε περισσότερο
8-8 Τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας

αβλαβή προϊόντα (π.χ. διοξείδιο του άνθρακα αντί μεθανίου). Συνεπώς, ο καλός
αερισμός του εδάφους (soil venting) με έντονη μηχανική αναμόχλευση ή με τεχνητή
κυκλοφορία αέρα είναι απαραίτητος ώστε να δημιουργηθούν κατάλληλες συνθήκες
για την ανάπτυξη αερόβιων βακτηριδίων.
Η βιολογική απορρύπανση εδαφών έχει εφαρμοσθεί με πολύ ικανοποιητικά
αποτελέσματα στην αποσύνθεση πολυ-αρωματικών υδρογονανθράκων,
πετρελαιοειδών και άλλων οργανικών ενώσεων. Η μέθοδος είναι αποτελεσματική για
την απορρύπανση εδαφών πάνω από τη στάθμη του υπόγειου ορίζοντα (δηλαδή στη
μερικώς κορεσμένη ζώνη), επειδή στα κορεσμένα εδάφη δεν είναι ευχερής ο
αερισμός και συνεπώς ευνοούνται συνθήκες αναερόβιας αποσύνθεσης που γενικώς
δεν είναι επιθυμητή. Επίσης, η μέθοδος είναι αποτελεσματική σε σχετικώς
χονδρόκοκκα εδάφη επειδή και πάλι σε αυτά είναι ευχερής ο αερισμός (συνήθως
χρησιμοποιείται σε εδάφη με διαπερατότητα k > 10-3 cm/sec). Τα κυριότερα
μειονεκτήματα της μεθόδου είναι:
1. Η βιολογική απορρύπανση απαιτεί γενικώς μακροχρόνια επεξεργασία που μπορεί
να φθάσει σε ορισμένες περιπτώσεις σταθερών ρύπων και τα 15-20 έτη.
Επιπλέον, υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα ως προς τον απαιτούμενο χρόνο λόγω
της εξάρτησης της δράσης των μικρο-οργανισμών από πολλούς παράγοντες.
2. Όταν το έδαφος περιέχει πολλούς οργανικούς ρύπους, είναι πιθανόν οι πλέον
τοξικοί για τον άνθρωπο να διασπώνται δυσκολότερα, και συνεπώς η
απορρύπανση του εδάφους από τους ρύπους αυτούς να καθυστερήσει, λόγω
ευχερέστερης διάσπασης των άλλων οργανικών ουσιών (οι οποίες όμως έχουν
μικρότερο ενδιαφέρον από πλευράς ρυπαντικού φορτίου).
3. Η μέθοδος είναι ευαίσθητη σε πολλούς παράγοντες (παρουσία δεκτών
ηλεκτρονίων, θρεπτικών ουσιών, υγρασία, θερμοκρασία, pH κλπ), οι οποίοι θα
πρέπει να ελέγχονται και να ρυθμίζονται διαρκώς ώστε να επιτυγχάνονται
βέλτιστοι ρυθμοί δράσης των μικρο-οργανισμών και συνεπώς βέλτιστη απόδοση
της βιολογικής αποδόμησης των ρύπων.
4. Η μέθοδος είναι πρόσφορη για την αποδόμηση οργανικών κυρίως ρύπων, αν και
ενίοτε χρησιμοποιείται και για την διάσπαση ανόργανων ουσιών (π.χ. την
μετατροπή θειικών ριζών σε θειούχες με την επίδραση μικρο-οργανισμών).

8.2.2 Έκπλυση του εδάφους με χημικές ουσίες


Η έκπλυση του εδάφους (soil washing, chemical extraction, leaching) γίνεται
με νερό υπό πίεση το οποίο συχνά περιέχει οξέα, βάσεις ή απορρυπαντικά για να
διαλύσει ή να διασπάσει τους ρύπους. Κατά την επεξεργασία απαιτείται έντονη
αναμόχλευση του εδάφους, ώστε οι ρύποι να εκπλυθούν. Το κυριότερο πρόβλημα
της μεθόδου είναι οι μεγάλες ποσότητες νερού που προκύπτουν ως παραπροϊόντα
της έκπλυσης και περιέχουν σημαντικό ρυπαντικό φορτίο. Το νερό αυτό πρέπει να
υποστεί ειδική επεξεργασία για την αφαίρεση των ρύπων και στη συνέχεια να
ανακυκλωθεί. Επίσης υπάρχει κίνδυνος διήθησης του νερού στο υπέδαφος και
επέκτασης της ρύπανσης. Συχνά αντί για νερό χρησιμοποιούνται οργανικοί διαλύτες,
οι οποίοι όμως γενικώς είναι τοξικοί, εύφλεκτοι κλπ. και συνεπώς απαιτείται ιδιαίτερη
προσοχή στη χρήση τους.

8.2.3 Θερμική επεξεργασία


Τεχνολογίες απορρύπανσης εδαφών 8-9

Η θερμική επεξεργασία του εδάφους συνήθως γίνεται σε κλιβάνους και έχει


σκοπό την αφαίρεση των πτητικών ρύπων σε αυξημένη θερμοκρασία (π.χ.
πετρελαιοειδή, κυανιούχα, πολυ-κυκλικές αρωματικές ενώσεις, αμίαντος κλπ). Εάν η
θερμοκρασία αυξηθεί σημαντικά προκαλείται καύση (incineration) των περισσότερων
οργανικών ουσιών. Η μέθοδος έχει χρησιμοποιηθεί για την απορρύπανση εδαφών
ρυπανθέντων με PCBs. Ο τρόπος θέρμανσης θα πρέπει να ελέγχεται απόλυτα
επειδή υπό ορισμένες συνθήκες είναι δυνατόν να παραχθούν δηλητηριώδη αέρια
(π.χ. αέρια που περιέχουν διοξίνες) και να διαφύγουν στην ατμόσφαιρα. Μια άλλη
μέθοδος θερμικής επεξεργασίας του εδάφους επιτόπου είναι η παροχή υπέρθερμου
ατμού στο έδαφος (steamstripping) μέσω γεωτρήσεων. Με τον τρόπο αυτό: (α)
εξατμίζονται οι πτητικοί ρύποι και συλλέγονται με άλλες γεωτρήσεις, στις οποίες
ασκείται αναρρόφηση, (β) οι ρύποι διαλύονται στο νερό του ατμού και αφαιρούνται
μαζί με το νερό με σύστημα αποστράγγισης.

8.2.4 Απορρύπανση με εφαρμογή υποπίεσης


Η απορρύπανση με εφαρμογή υποπίεσης (vacuum extraction) είναι μια
πρόσφατη μέθοδος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απορρύπανση της
μερικώς κορεσμένης ζώνης εδαφών10 από πτητικούς υδρογονάνθρακες (π.χ. ελαφρά
πετρελαιοειδή). Η μέθοδος συνίσταται στη διάνοιξη γεωτρήσεων εντός της μερικώς
κορεσμένης ζώνης και στην εφαρμογή αναρρόφησης (υποπίεσης), με την οποία
εξατμίζονται οι πτητικοί υδρογονάνθρακες και συλλέγονται μαζί με τον
αναρροφούμενο αέρα (Σχήμα 8.1). Η μέθοδος μπορεί να εφαρμοσθεί σε
χονδρόκοκκα εδάφη (k > 10-4 cm/sec), επειδή τα λεπτόκοκκα έχουν μικρή
αγωγιμότητα και δεν είναι ευχερής η εφαρμογή της υποπίεσης σε μεγάλη ζώνη γύρω
από τη γεώτρηση. Η μέθοδος αυτή μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την
απορρύπανση υπόγειων υδροφορέων από επιπλέοντα ελαφρά πετρελαιοειδή. Με
την εφαρμογή της υποπίεσης, τα πτητικά πετρελαιοειδή που επιπλέουν στην
επιφάνεια του υπόγειου νερού εξατμίζονται και συλλέγονται μαζί με τον
αναρροφούμενο αέρα.
Σύγκριση των αποτελεσμάτων αυτής της μεθόδου με αποτελέσματα της
μεθόδου της διπλής άντλησης (βλέπε παρακάτω) για την ανάκτηση ελαφρών
πετρελαιοειδών από την επιφάνεια υπόγειων υδροφορέων δείχνει ότι συχνά η

10
Σχήμα 8.1: Σύστημα
δηλαδή πάνω απόαπορρύπανσης
τη στάθμη του εδαφών
υπογείουμεορίζοντα
εφαρμογή υποπίεσης
8-10 Τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας

μέθοδος της υποπίεσης είναι ταχύτερη και έχει μικρότερο κόστος. Επιπλέον, η
μέθοδος της υποπίεσης πλεονεκτεί στο ότι μπορεί να απορρυπάνει ταυτοχρόνως
τόσο τη μερικώς κορεσμένη ζώνη όσο και τους επιπλέοντες υδρογονάνθρακες, ενώ η
μέθοδος της διπλής άντλησης περιορίζεται στην ανάκτηση των υδρογονανθράκων
που επιπλέουν στο υπόγειο νερό. Το κυριότερο μειονέκτημα της μεθόδου εφαρμογής
υποπίεσης είναι η ανάγκη απομόνωσης της μερικώς κορεσμένης ζώνης του εδάφους
από τον ατμοσφαιρικό αέρα, ώστε να είναι αποδοτική η εφαρμογή της υποπίεσης.
Τούτο συνήθως γίνεται με προσωρινή κάλυψη της επιφάνειας του εδάφους με
συνθετική μεμβράνη, αν και συχνά οι χώροι είναι ήδη καλυμμένοι επιφανειακά με
ασφαλτοτάπητα ή κτίρια οπότε η απαίτηση αυτή δεν ισχύει.

Εφαρμογή:
Λόγω ανατροπής βυτιοφόρου μεταφοράς βενζίνης απελευθερώθηκαν 2 m3 καυσίμου στο
έδαφος. Μετρήσεις που έγιναν στην περιοχή έδειξαν ότι το καύσιμο έχει διαχυθεί σε μια έκταση 450
m2 (15m x 30m) μέχρι βάθους 10 m από την επιφάνεια του εδάφους, δηλαδή έχει επηρεασθεί όγκος
4500 m3 εδάφους. Η στάθμη του υπόγειου ορίζοντα είναι σε βάθος 15 m και δεν έχει επηρεασθεί από
το καύσιμο (το οποίο συγκρατήθηκε στους πόρους του εδάφους). Το πορώδες του εδαφικού
σχηματισμού είναι η = 30%, οπότε ο μέσος βαθμός κορεσμού του εδάφους με το καύσιμο είναι:
Vβ Vβ 2
Sr = = = = 0.148%
Vv ηV 0.30 × 4500
Για την απορρύπανση του εδάφους αποφασίσθηκε να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος με εφαρμογή
υποπίεσης. Συγκεκριμένα, διανοίχθηκαν τρεις γεωτρήσεις βάθους 13 μέτρων σε αποστάσεις μεταξύ
τους 12 μέτρων. Από τις γεωτρήσεις γίνεται άντληση αέρα με εφαρμογή μικρής υποπίεσης (κατά 0.1
bar μικρότερη από την ατμοσφαιρική). Η συνολική παροχή του αντλούμενου αέρα είναι 900 lt/min
(δηλαδή 300 lt/min από κάθε γεώτρηση). Ζητείται να υπολογισθεί ο χρόνος που θα απαιτηθεί για την
ανάκτηση του καυσίμου.
Δίνονται:
• Το μοριακό βάρος του καυσίμου: m = 190 gr/mole
• Η πυκνότητα του καυσίμου: ρ = 0.8 Mg/m3
ο
• Θερμοκρασία του αέρα των πόρων: 14 C
• Μερική πίεση των ατμών του καυσίμου (υπό συνθήκες κορεσμού) στη θερμοκρασία των 14ο C και
για πίεση ελαφρά μικρότερη της ατμοσφαιρικής (0.9 bar): pi = 0.15 bar
• Παγκόσμιος σταθερά αερίων: R = 0.0821 lt.atm/mole.grad
• Λόγω πλημμελούς αερισμού των εδαφικών πόρων κατά την εφαρμογή της μεθόδου, ο
αντλούμενος αέρας είναι μερικώς κορεσμένος με καύσιμο και συγκεκριμένα είναι στο 75% του
πλήρους κορεσμού. Τούτο οφείλεται στον τρόπο κυκλοφορίας του αέρα διαμέσου των εδαφικών
πόρων κατά την οποία δεν αερίζεται πλήρως το σύνολο των εδαφικών πόρων.

Λύση:
Σύμφωνα με το νόμο των ιδανικών αερίων:
pV = n R T
όπου: p = η μερική πίεση του καυσίμου στο αντλούμενο αέριο που είναι ίση με
ξ pi = 0.75 x 0.15 = 0.1125 bar
V = ο αντλούμενος όγκος αέρα που είναι ίσος με 900 lt/min
T = η θερμοκρασία του αέρα σε βαθμούς Kelvin που είναι 273 + 14 = 287 grad
n = ο αριθμός των moles του καυσίμου που περιέχεται στον αντλούμενο αέρα
Οπότε:
0.1125 × 900
n= = 4.297 moles
0.0821 × 287
δηλαδή η μάζα του είναι:
M = n . m = 4.297 x 190 = 816.4 gr
και ο όγκος του είναι:
M 816.4 = 340.2 cm3 = 1.020 lt
V= =
ρ 0.8
Ο όγκος αυτός του καυσίμου αντλείται σε μια ώρα, και συνεπώς για την άντληση του συνόλου (2000 lt
καυσίμου) θα απαιτηθούν:
Τεχνολογίες απορρύπανσης υδροφορέων 8-11

t = 2000 / 1.020 = 1961 ώρες = 82 ημέρες


Από το ανωτέρω χαρακτηριστικό παράδειγμα προκύπτει ότι οι διαδικασίες απορρύπανσης
είναι ιδιαίτερα χρονοβόρες και συνεπώς έχουν μεγάλο κόστος. Σημειώνεται επίσης ότι η βενζίνη είναι
πολύ πτητική ουσία. Συνεπώς αν η ρύπανση είχε προέλθει από πετρέλαιο diesel αντί βενζίνης, ο
απαιτούμενος χρόνος θα ήταν πολύ μεγαλύτερος (4-6 μήνες).
Εναλλακτικά, θα μπορούσε να εξετασθεί η εκσκαφή και μεταφορά του εδάφους (4500 m3) σε
ειδικούς κλιβάνους, όπου με θέρμανση (thermal treatment) εξατμίζεται ευκολότερα η βενζίνη11 και
ανακτάται ευκολότερα. Βεβαίως, στην περίπτωση αυτή πρέπει να συνυπολογισθεί και το κόστος
εκσκαφής και μεταφοράς του εδάφους στη μονάδα επεξεργασίας. Τέλος, θα μπορούσε να εξετασθεί
και η περίπτωση εκσκαφής και αερισμού του εδάφους επιτόπου με συνεχή αναμόχλευση, οπότε όμως
οι ατμοί της βενζίνης απελευθερώνονται στον αέρα.

8.3 Τεχνολογίες απορρύπανσης υδροφορέων


8.3.1 Βιολογική αποκατάσταση
Η μέθοδος της βιολογικής αποκατάστασης (bio-remediation) για την
απορρύπανση υπόγειων υδροφορέων βασίζεται στις ίδιες αρχές με την ανάλογη
μέθοδο που χρησιμοποιείται για την απορρύπανση των εδαφών πάνω από τη
στάθμη του υπόγειου ορίζοντα (βλέπε εδάφιο 8.2.1). Η κύρια διαφορά οφείλεται στο
ότι κάτω από τη στάθμη του υπόγειου ορίζοντα είναι δυσχερής ο αερισμός (δηλαδή η
παρουσία οξυγόνου), και συνεπώς υπάρχει κίνδυνος να συμβεί αναερόβια
αποσύνθεση, η οποία καταλήγει στην παραγωγή μεθανίου και υδροθείου, που
προσδίδουν άσχημη οσμή στο νερό. Για το λόγο αυτό, στις περιπτώσεις που
προβλέπεται να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος της βιολογικής αποκατάστασης υπόγειων
υδροφορέων, χρησιμοποιείται τεχνητός αερισμός με την εισπίεση αέρα μέσω
βαθειών γεωτρήσεων. Επιπλέον, κατά την εφαρμογή της μεθόδου στους υδροφορείς
είναι δυσχερής ο έλεγχος των λοιπών συνθηκών που απαιτούνται για τη δράση των
μικρο-οργανισμών (θερμοκρασία, pH, παροχή θρεπτικών ουσιών κλπ), με συνέπεια
η αποτελεσματικότητα της μεθόδου να είναι μικρή. Έτσι, η μέθοδος αυτή σπανίως
χρησιμοποιείται για την απορρύπανση υδροφορέων ή χρησιμοποιείται σε συνδυασμό
με κάποια άλλη μέθοδο απορρύπανσης.

8.3.2 Απορρύπανση με άντληση διαλυμένων ρύπων


Κατά τη μέθοδο της άντλησης και απορρύπανσης (pump and treat)
υδροφορέων από διαλυμένους ρύπους που αναμειγνύονται με το νερό του
υδροφορέα, το υπόγειο νερό αντλείται με σύστημα γεωτρήσεων, οδηγείται σε μονάδα
επεξεργασίας για την απορρύπανσή του12 και τέλος επανατροφοδοτείται στον
υδροφόρο ορίζοντα από άλλες γεωτρήσεις. Ο υπολογισμός του απαιτούμενου
αριθμού γεωτρήσεων για την άντληση, οι αντλούμενες ποσότητες κλπ. γίνονται με τις
μεθόδους που περιγράφηκαν στο Κεφάλαιο 3.
Η απορρύπανση των υπόγειων υδροφορέων από υγρούς ρύπους που είναι
βαρύτεροι από το νερό και συνεπώς βυθίζονται χωρίς να αναμειγνύονται είναι
δυσχερής. Τέτοιοι ρύποι είναι τα πυκνά πετρελαιοειδή (Dense Non-Aqueous Phase
Liquids, DNAPLs), όπως οι χλωριωμένοι διαλύτες (τριχλωροαιθένιο-TCE,
τετραχλωροαιθένιο-PERC κλπ), τα απόβλητα από τις ξυλουργικές βιομηχανίες
(κρεόζοτο, πενταχλωροφαινόλη κλπ) τα εντομοκτόνα (DDT, Aldrin, Endrin κλπ) και
άλλα. Η ρύπανση από ρύπους που δεν αναμειγνύονται με το νερό αλλά επιπλέουν

11
λόγω αύξησης της μερικής πίεσης των ατμών της βενζίνης σε υψηλή θερμοκρασία
12
με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται και για την απορρύπανση των επιφανειακών υδάτων
8-12 Τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας

(ως ελαφρύτεροι από το νερό), όπως είναι η ρύπανση από ελαφρά πετρελαιοειδή
(Light Non-Aqueous Phase Liquids, LNAPLs) εξετάζονται στο επόμενο εδάφιο.

8.3.3 Απορρύπανση με άντληση επιπλεόντων ρύπων


Μια από τις πλέον συνήθεις ρυπάνσεις είναι η ρύπανση του εδάφους με
ελαφρά πετρελαιοειδή13 λόγω τυχαίων διαφυγών από δεξαμενές αποθήκευσης σε
διυλιστήρια, βιομηχανίες αλλά και κατοικίες. Τα πετρελαιοειδή που διαφεύγουν στο
έδαφος συνήθως κατακρατούνται στους πόρους του εδάφους εντός της μερικώς
κορεσμένης ζώνης (λόγω τριχοειδών κυρίως δυνάμεων). Εάν τα πετρελαιοειδή είναι
σε μεγάλες ποσότητες, τελικώς υπερβαίνουν τη δυνατότητα συγκράτησης των
εδαφικών πόρων, φθάνουν στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα και συγκεντρώνονται
στην επιφάνειά του14 δημιουργώντας μια κηλίδα (plume). Με την πάροδο του χρόνου,
η κηλίδα διαχέεται στην οριζόντια διεύθυνση και μπορεί να καταλάβει μεγάλη έκταση
φθάνοντας σε μεγάλη απόσταση από το σημείο της διαρροής. Εάν η στάθμη του
υπόγειου ορίζοντα υπόκειται σε εποχιακές διακυμάνσεις, η επιπλέουσα κηλίδα
παρακολουθεί τη διακύμανση της στάθμης του υπόγειου ορίζοντα και ρυπαίνει τη
μερικώς κορεσμένη ζώνη του εδάφους καθ’ ύψος σε μεγάλη απόσταση από την πηγή
της ρύπανσης. Η ρύπανση αυτού του τύπου είναι πολύ συνήθης σε περιοχές
διυλιστηρίων αλλά παρουσιάζεται και σε βιομηχανικές ακόμη και σε αστικές περιοχές.
Η διαπίστωση της έκτασης της ρύπανσης από επιπλέοντα πετρελαιοειδή
μπορεί να γίνει με ερευνητικές γεωτρήσεις που φθάνουν μέχρι τη στάθμη του
υπόγειου ορίζοντα. Κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της γεώτρησης λαμβάνονται εδαφικά
δείγματα απο τη μερικώς κορεσμένη ζώνη στα οποία προσδιορίζεται η
περιεκτικότητα σε πετρελαιοειδή με χημικές μεθόδους (π.χ. με πύρωση). Με την
πάροδο επαρκούς χρόνου, εντός της γεώτρησης συγκεντρώνονται επιπλέοντα
πετρελαιοειδή και τελικώς αποκαθίστανται συνθήκες υδροστατικής ισορροπίας,
οπότε το πάχος της στρώσης των υδρογονανθράκων στην επιφάνεια του νερού
ισούται πρακτικά με το πάχος της πλήρως κορεσμένης με πετρελαιοειδή στοιβάδας
εντός του εδάφους (Σχήμα 8.2). Πάνω από τη ζώνη του εδάφους που είναι
κορεσμένη με πετρελαιοειδή, υπάρχει μια μερικώς κορεσμένη ζώνη, όπου στους
πόρους του εδάφους συγκρατείται πετρέλαιο (λόγω τριχοειδών δυνάμεων και
πρόσφυσης των υδρογονανθράκων στην επιφάνεια των εδαφικών κόκκων). Ο
υπολογισμός του όγκου της κηλίδας των πετρελαιοειδών γίνεται με πολλαπλασιασμό
του πάχους της (που μετράται στο εσωτερικό της γεώτρησης) επί την επιφάνεια της
κηλίδας (που εκτιμάται με τη διάνοιξη πολλών γεωτρήσεων στην περιοχή που έχει
ρυπανθεί).

13
όπως πετρέλαιο, βενζίνη, κηροζίνη κλπ, τα οποία γενικώς ονομάζονται LNAPLs (Light Non-
Aqueous Phase Liquids)
14
ως ελαφρότερα από το νερό
Τεχνολογίες απορρύπανσης υδροφορέων 8-13

Η απορρύπανση των υπόγειων υδροφορέων από επιπλέοντες ρύπους


(συνήθως ελαφρά πετρελαιοειδή) γίνεται με το σύστημα της διπλής άντλησης του
επιπλέοντος πετρελαιοειδούς (dual pump free product recovery). Μια τυπική διάταξη
φαίνεται στο Σχήμα 8.3. Η μέθοδος συνίσταται στην άντληση νερού από τον
υδροφορέα μέσω γεώτρησης, ώστε να δημιουργηθεί ένας κώνος ταπείνωσης της
στάθμης του υδροφορέα. Ο επιπλέων ρύπος παρακολουθεί την επιφάνεια του κώνου
ταπείνωσης και, λόγω της υδραυλικής κλίσης που δημιουργείται, κινείται προς τη
γεώτρηση, απ’ όπου αντλείται με μια δεύτερη αντλία (skimmer pump). Είναι
προφανές ότι λόγω της παρουσίας δυο αντλιών, η απόδοση της μεθόδου εξαρτάται
από τη ρύθμιση των παροχών τους (και ιδίως από την παροχή της αντλίας νερού),
δηλαδή από την επιτυγχανόμενη ταπείνωση της στάθμης του υδροφορέα. Εκ
πρώτης όψεως φαίνεται ότι όσο μεγαλύτερη είναι η ταπείνωση της στάθμης του
υδροφορέα, τόσο αυξάνει η παροχή άντλησης του επιπλέοντος ρύπου και συνεπώς
αυξάνει η απόδοση της μεθόδου. Όμως, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι
αυξάνοντας την ταπείνωση της στάθμης του υδροφορέα, τα επιπλέοντα
πετρελαιοειδή ρυπαίνουν τον υδροφορέα καθ’ ύψος σε όλη την έκταση του κώνου
ταπείνωσης και αυξάνεται η ποσότητα του ρύπου που συγκρατείται στους πόρους
του υδροφορέα, χωρίς να μπορεί να ανακτηθεί με τη μέθοδο της άντλησης και να
απαιτεί τη χρήση άλλων μεθόδων (όπως η εφαρμογή υποπίεσης, η θέρμανση κλπ).
Για το λόγο αυτό, η ρύθμιση της ταπείνωσης της στάθμης θα πρέπει να γίνεται με
προσοχή15.
Επιπλέον, για μια συγκεκριμένη ταπείνωση της στάθμης του υδροφορέα, η
αντλούμενη παροχή του επιπλέοντος ρύπου απαιτεί προσεκτική ρύθμιση. Αν η
αντλούμενη παροχή του ρύπου είναι πολύ μικρή, τότε η απόδοση της μεθόδου
μειώνεται. Αντίθετα, αν η αντλούμενη παροχή του ρύπου είναι πολύ μεγάλη, τότε η
ανώτερη αντλία θα αρχίσει να παράγει μίγμα πετρελαίου με νερό, τα οποία θα πρέπει
να διαχωρισθούν αυξάνοντας το κόστος λειτουργίας της μεθόδου.
Στα επόμενα παρουσιάζεται μια μέθοδος υπολογισμού των βέλτιστων
παροχών άντλησης και της επιτυγχανόμενης ταπείνωσης της στάθμης του

15
κατά τη ρύθμιση της ταπείνωσης της στάθμης του υδροφορέα, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη
και οι πιθανές συνέπειες λόγω της υποχώρησης της επιφάνειας του εδάφους. Η υποχώρηση αυτή
οφείλεται στη μεταβολή των ενεργών τάσεων και μπορεί να εκτιμηθεί με τις συνήθεις μεθόδους της
Εδαφομηχανικής.
Σχήμα 8.2: Ρύπανση του υπόγειου ορίζοντα με επιπλέοντα πετρελαιοειδή (LNAPLs)
8-14 Τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας

υδροφορέα. Γίνεται χρήση των σχέσεων που παρουσιάζονται στο Κεφάλαιο 3 και
αφορούν θέματα αντλήσεων από υδροφορείς.
Η ταπείνωση (s) της στάθμηςτου υδροφορέα16 στο εσωτερικό της γεώτρησης,
που αντιστοιχεί σε μια παροχή άντλησης νερού (Qw ), είναι:
Qw ⎛ R ⎞
s = H − H2 − ln ⎜ ⎟ (8.1)
π k w ⎜⎝ rw ⎟⎠
όπου: Η είναι το πάχος του υδροφορέα που επηρεάζεται από την άντληση
kw είναι ο συντελεστής αγωγιμότητας του υδροφορέα για διήθηση νερού
rw είναι η ακτίνα της γεώτρησης άντλησης και
T t
R = 1.5 w είναι η ακτίνα επιρροής της άντλησης, η οποία ως γνωστόν
Sw
εξαρτάται από το χρόνο (t ) που μεσολαβεί από την έναρξη της άντλησης, τη
διαβιβαστικότητα Tw = kw H του υδροφορέα και το συντελεστή εναποθήκευσης
(Sw ) του υδροφορέα.
Η παραπάνω σχέση αφορά υδροφορείς με ελεύθερη επιφάνεια, παραδοχή που
συνήθως ισχύει στην περίπτωση των υδροφορέων που έχουν ρυπανθεί με
επιπλέοντες ρύπους.
Η παροχή του πετρελαίου που κινείται προς την οπή της γεώτρησης άντλησης
μπορεί να υπολογισθεί από τη σχέση:
2 π ko d s
Qo = (8.2)
ln (R rw )

16
τόσο της στάθμης του νερού όσο και της στάθμης του επιπλέοντος πετρελαιοειδούς
Τεχνολογίες απορρύπανσης υδροφορέων 8-15

Σχήμα 8.3: Μέθοδος διπλής άντλησης για απορρύπανση από επιπλέοντες ρύπους (π.χ.
πετρελαιοειδή)
8-16 Τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας

όπου: d είναι το πάχος της στοιβάδας του πετρελαίου που επιπλέει στην επιφάνεια
του υδροφορέα και
ko είναι ο συντελεστής αγωγιμότητας του υδροφορέα για διήθηση με
πετρέλαιο.
Ως γνωστόν (βλέπε Κεφάλαιο 3), ισχύει:
⎛ρ ρ ⎞
ko = k w ⎜⎜ o w ⎟⎟
⎝ μo μ w ⎠
όπου (ρο , ρw ) είναι οι πυκνότητες του πετρελαίου και του νερού και (μο , μw ) οι
συντελεστές ιξώδους (viscosity) του πετρελαίου και του νερού.
Η σχέση 8.2 έχει προκύψει με την παραδοχή σταθερού πάχους (d ) της
στοιβάδας του πετρελαίου και είναι αντίστοιχη με τη σχέση της παροχής προς
αντλούμενη γεώτρηση για υδροφορείς υπό πίεση (βλέπε Κεφάλαιο 3), επειδή και στις
δυο περιπτώσεις το πάχος της εδαφικής στρώσης διαμέσου της οποίας γίνεται η
διήθηση είναι σταθερό.

Εφαρμογή:
Ένας αλλουβιακός υδροφορέας έχει πάχος Η = 25 m, υδαταγωγιμότητα για νερό kw = 5 x 10-5
m/sec και συντελεστή εναποθήκευσης17 Sw = 0.15. Στην επιφάνεια του υδροφορέα έχει εντοπισθεί
κηλίδα από επιπλέοντα ρύπο (πετρέλαιο diesel κατηγορίας API 40), ο οποίος έχει πυκνότητα ρο = 0.8
Mg/m3 και ιξώδες δεκαπλάσιο από το νερό (μο / μw = 10). Το πάχος της στοιβάδας του πετρελαίου
είναι d = 0.60 m. Αποφασίσθηκε η άντληση να γίνει με μια γεώτρηση διαμέτρου 50 cm (δηλαδή rw =
0.25 m) και να χρησιμοποιηθεί άντληση του νερού με παροχή Qw = 5 lt/sec = 18 m3/ώρα. Ζητείται να
προσδιορισθεί η παροχή άντλησης του πετρελαίου ένα μήνα (30 ημέρες) μετά την έναρξη εφαρμογής
της μεθόδου.

Λύση:
Η διαβιβαστικότητα του υδροφορέα είναι:
Tw = 5 x 10-5 x 25 = 1.25 x 10-3 m2/sec
Η ακτίνα επιρροής της άντλησης, μετά από 30 ημέρες θα είναι:
1.25 × 10−3 × 30 × 86400 =220.5 m
R = 1.5
0.15
Η ταπείνωση της στάθμης του υδροφορέα στο εσωτερικό της γεώτρησης μετά από 30 ημέρες θα είναι:
0.005 ⎛ 220.5 ⎞ = 4.78 m
s = 25 − 252 − ln ⎜ ⎟
3.14 × 5 × 10−5 ⎝ 0.25 ⎠
Ο συντελεστής αγωγιμότητας (διαπερατότητας) του υδροφορέα για διήθηση πετρελαίου θα είναι:
-5 -6
ko = 5 x 10 x 0.8 / 10 = 4 x 10 m/sec
Οπότε, η βέλτιστη παροχή άντλησης του πετρελαίου θα είναι:
2 × 3.14 × 4 × 10−6 × 0.60 × 4.78 = 1.06 x 10-5 m3/sec = 38.2 lt/ώρα
Qo =
⎛ 220.5 ⎞
ln⎜ ⎟
⎝ 0.25 ⎠
Από τα ανωτέρω είναι προφανές ότι ο ρυθμός άντλησης του πετρελαίου είναι πολύ βραδύς (38.2
λίτρα ανά ώρα), ενώ στο ίδιο χρονικό διάστημα θα αντληθούν 18 κυβικά μέτρα νερού. Για να γίνει
κατανοητός ο βραδύς ρυθμός της απορρύπανσης (και συνεπώς το μεγάλο κόστος των μεθόδων
απορρύπανσης), υπολογίζεται παρακάτω ο όγκος του πετρελαίου που βρίσκεται εντός της ζώνης
επιρροής της γεώτρησης, θεωρώντας ότι η κηλίδα του πετρελαίου έχει διάμετρο 40 m (Rο = 20 m) και
ότι το ενεργό πορώδες του αλλουβιακού σχηματισμού για το πετρέλαιο είναι η = 15%. Ο όγκος του
πετρελαίου θα είναι:
Vo = π Ro2 d η = 3.14 x 202 x 0.60 x 0.15 = 113 m3
Συνεπώς, εάν ο ρυθμός άντλησης του πετρελαίου και η απόδοση της μεθόδου διατηρηθούν σταθερά
καθ’ όλη τη διάρκεια της άντλησης (Qo = 38.2 lt/ώρα), η άντληση θα πρέπει να διαρκέσει:
t = 113000 / 38.2 = 2958 ώρες = 123 ημέρες

17
για λειτουργία με ελεύθερη επιφάνεια
Προστασία από την επέκταση της ρύπανσης 8-17

Είναι προφανές ότι με το πέρας της άντλησης θα έχει ανακτηθεί ένα μέρος μόνον του πετρελαίου και
συγκεκριμένα η ποσότητα που δεν συγκρατείται στους πόρους του εδάφους μέσω τριχοειδών
δυνάμεων κλπ. Η υπόλοιπη ποσότητα (που συχνά είναι σημαντική) θα πρέπει να ανακτηθεί με άλλη
μέθοδο. Από τα ανωτέρω χαρακτηριστικά αποτελέσματα προκύπτει σαφώς ότι το κόστος της
απορρύπανσης είναι πολύ υψηλό και οι σχετικές εργασίες είναι χρονοβόρες.

8.3.4 Απορρύπανση με εφαρμογή υποπίεσης


Η μέθοδος αυτή (vacuum extraction) είναι ανάλογη της μεθόδου για την
απορρύπανση της μερικώς κορεσμένης ζώνης των εδαφών από πτητικούς ρύπους
(βλέπε ανωτέρω). Στην περίπτωση υδροφορέων, είναι προφανές ότι η εφαρμογή της
υποπίεσης δεν μπορεί να γίνει κάτω από τη στάθμη του υπόγειου ορίζοντα αλλά
μόνον εντός της μερικώς κορεσμένης ζώνης18, με συνέπεια να επηρεάζεται μόνον η
επιφάνεια του υδροφορέα. Έτσι, η μέθοδος είναι αποδοτική για την απορρύπανση
από επιπλέοντες πτητικούς ρύπους (όπως είναι τα ελαφρά κλάσματα της απόσταξης
των πετρελαιοειδών: βενζίνη κλπ). Η εφαρμογή της στις ΗΠΑ κατά την τελευταία
δεκαετία δείχνει ότι συχνά η μέθοδος αυτή πλεονεκτεί σε σχέση με τη μέθοδο της
διπλής άντλησης των επιπλεόντων ρύπων (βλέπε παραπάνω) ως προς το κόστος,
τον απαιτούμενο χρόνο και ότι ταυτοχρόνως γίνεται ανάκτηση τόσο των επιπλεόντων
υδρογονανθράκων όσο και των υδρογονανθράκων που συγκρατούνται στους
πόρους του εδάφους (εντός της μερικώς κορεσμένης ζώνης). Το κυριότερο
μειονέκτημα της μεθόδου εφαρμογής υποπίεσης είναι η ανάγκη απομόνωσης της
μερικώς κορεσμένης ζώνης του εδάφους από τον ατμοσφαιρικό αέρα, ώστε να είναι
αποδοτική η εφαρμογή της υποπίεσης. Τούτο συνήθως γίνεται με προσωρινή
κάλυψη της επιφάνειας του εδάφους με συνθετική μεμβράνη, αν και συχνά οι χώροι
είναι ήδη καλυμμένοι επιφανειακά με ασφαλτοτάπητα ή κτίρια, οπότε η απαίτηση
αυτή δεν ισχύει.
Στο εδάφιο 8.2.4 παρουσιάζεται ένα παράδειγμα εφαρμογής της μεθόδου
άντλησης μέσω υποπίεσης για την ανάκτηση πτητικών υδρογονανθράκων από τη
μερικώς κορεσμένη ζώνη του εδάφους. Ανάλογη μέθοδος υπολογισμού μπορεί να
χρησιμοποιηθεί και για την ανάκτηση επιπλεόντων ρύπων, με τη διαφορά ότι η
απόδοση της μεθόδου είναι μικρότερη επειδή είναι δυσχερέστερος ο αερισμός της
επιφάνειας του υδροφορέα.

8.3.5 Απορρύπανση υδροφορέων από βαρέα μέταλλα


Η απορρύπανση υδροφορέων από βαρέα μέταλλα (υδράργυρος, μόλυβδος
κλπ) συνήθως γίνεται μέσω των μεθόδων φυσικής εξασθένισης, με την προσρόφηση
των ιόντων των βαρέων μετάλλων στην επιφάνεια των αργιλικών ορυκτών και την
ακινητοποίησή τους. Η μέθοδος αυτή είναι αποτελεσματική και κυρίως δεν έχει
κόστος. Μια άλλη μέθοδος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί είναι η απορρύπανση με
εφαρμογή ηλεκτρικού ρεύματος (electro-reclamation). Κατά τη μέθοδο αυτή, στον
υδροφορέα εφαρμόζεται διαφορά δυναμικού μέσω ηλεκτροδίων και τα βαρέα
μέταλλα συλλέγονται στην άνοδο.
8.4 Προστασία από την επέκταση της ρύπανσης
8.4.1 Γενικά
Οι τεχνολογίες προστασίας από την επέκταση της ρύπανσης εδαφών και
υδροφορέων αποτελούν ένα πολύ σημαντικό αντικείμενο της Περιβαλλοντικής
18
μέσω εφαρμογής υποπίεσης σε σύστημα γεωτρήσεων
8-18 Τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας

Γεωτεχνικής επειδή συμβάλλουν στην πρόληψη των δυσμενών περιβαλλοντικών


επιπτώσεων από την επέκταση της ρύπανσης. Επιπλέον, το κόστος των
συστημάτων προστασίας είναι σημαντικά μικρότερο (τουλάχιστον κατά μια τάξη
μεγέθους) από το κόστος της αντίστοιχης απορρύπανσης. Οι μέθοδοι προστασίας
από την επέκταση της ρύπανσης εδαφών και υδροφορέων περιλαμβάνουν:
1. Συστήματα κάλυψης της επιφάνειας περιοχών που έχουν ρυπανθεί με σκοπό τον
εγκιβωτισμό των ρύπων, ώστε αφενός μεν να μη διασπείρονται στο περιβάλλον με
τη μορφή σκόνης, αφετέρου δε να περιορίζεται η κατείσδυση των επιφανειακών
υδάτων (γεγονός που μπορεί να καταλήξει στη ρύπανση των υπόγειων
υδροφορέων της περιοχής).
2. Κατακόρυφα περιμετρικά διαφράγματα με σκοπό τον περιορισμό της επέκτασης
της ρύπανσης μέσω της κυκλοφορίας του υπόγειου νερού στην οριζόντια
διεύθυνση.
3. Οριζόντια διαφράγματα βάσης, με σκοπό τον περιορισμό της επέκτασης της
ρύπανσης μέσω της κίνησης των ρύπων στην κατακόρυφη διεύθυνση.
4. Συστήματα σταθεροποίησης (στερεοποίησης) του εδάφους που έχει ρυπανθεί
μέσω ανάμειξής του με υδραυλικά κονιάματα (τσιμέντο, άσβεστο), πολυμερή,
ασφαλτικά υλικά ή με έντονη θερμότητα (vitrification).
5. Υδραυλικά συστήματα, όπως συστήματα αναστροφής της διεύθυνσης κίνησης του
υπόγειου νερού (κυρίως μέσω εκτεταμένων αντλήσεων), με σκοπό να αποφευχθεί
η επέκταση της ρύπανσης προς περιοχές που πρέπει να προστατευθούν.
Οι ανωτέρω μέθοδοι εξετάζονται αναλυτικά στα επόμενα εδάφια. Οι μέθοδοι αυτές
δεν αφορούν τα μέτρα προστασίας που λαμβάνονται για τον εγκιβωτισμό του
ρυπαντικού φορτίου των αποβλήτων πριν από την απόθεσή τους σε “χωματερές”
(όπως στεγανωτικές στρώσεις πυθμένα, συστήματα τελικής κάλυψης κλπ). Τα
θέματα αυτά εξετάζονται στο Κεφάλαιο 7.

8.4.2 Συστήματα κάλυψης


Η κάλυψη της επιφάνειας εδαφών που έχουν ρυπανθεί είναι ίσως η
απλούστερη και φθηνότερη μέθοδος περιβαλλοντικής “αποκατάστασης” περιοχών
που έχουν ρυπανθεί, αν και είναι προφανές ότι αποτελεί προσωρινό μέτρο κάλυψης
(“κουκουλώματος”) του προβλήματος, παρά τρόπο αποτελεσματικής αντιμετώπισής
του. Η περιοχή καλύπτεται συνήθως με ασφαλτικά υλικά, σκυρόδεμα ή ακόμη και
“καθαρό” έδαφος. Συχνά κάτω από τις στρώσεις αυτές τοποθετείται συνθετική γεω-
μεμβράνη για τον περιορισμό της κατείσδυσης επιφανειακών υδάτων και της
ανάβλυσης αερίων από το έδαφος. Το είδος και το πάχος της σφραγιστικής στρώσης
κάλυψης θα πρέπει να είναι αρκετό ώστε οι ρίζες των δένδρων να μην εισέρχονται
στο έδαφος που έχει ρυπανθεί19 και επιπλέον να μην υπάρχει κίνδυνος να
αποκαλυφθεί το έδαφος που έχει ρυπανθεί σε περίπτωση εκσκαφών για την
τοποθέτηση δικτύων κοινής ωφέλειας, θεμελίωσης έργων κλπ. Τέλος, κατά το
σχεδιασμό των συστημάτων κάλυψης, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιθανή
ανύψωση του υπόγειου ορίζοντα (και συνεπώς η μεταφορά ρύπων μέσω του
υπόγειου νερού), το ύψος της τριχοειδούς ανύψωσης του υπόγειου νερού αλλά και οι
πιθανές υποχωρήσεις της επιφάνειας λόγω πλημμελούς συμπύκνωσης του
υποκείμενου εδάφους.

19
ιδιαίτερα στην περίπτωση που εκτιμάται ότι η βλάστηση αυτή μπορεί να εισέλθει στην τροφική
αλυσίδα των ανθρώπων
Προστασία από την επέκταση της ρύπανσης 8-19

8.4.3 Κατακόρυφα περιμετρικά διαφράγματα


Σε περίπτωση διαφυγής επικίνδυνων ή τοξικών ρύπων από κάποιο χώρο
χρήσης ή αποθήκευσης προς το έδαφος, υπάρχει κίνδυνος ρύπανσης του υπόγειου
νερού, το οποίο στη συνέχεια μπορεί να μεταφέρει τους ρύπους προς τα κατάντη και
να προκληθεί επέκταση της ρύπανσης. Τυπική περίπτωση ρύπανσης αυτού του
τύπου ήταν η διαφυγή ραδιενεργών ουσιών στο υπέδαφος (εκτός όλων των άλλων)
κατά το γνωστό πυρηνικό ατύχημα στο Chernobyl το Μάιο 1986. Σε τέτοιες

Σχήμα 8.4: Τυπική διάταξη περιμετρικών διαφραγμάτων για την απομόνωση του εδάφους που έχει
ρυπανθεί από επικίνδυνα ή τοξικά απόβλητα
8-20 Τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας

περιπτώσεις, είναι συνήθης η κατασκευή βαθειών περιμετρικών διαφραγμάτων για


την απομόνωση του εδάφους κάτω από τη θέση της διαρροής (Σχήμα 8.4). Τα
διαφράγματα πρέπει να φθάνουν μέχρι κάποιο αδιαπέρατο υπόστρωμα και συνήθως
κατασκευάζονται με τους ακόλουθους τρόπους:
1. Ως συμβατικά διαφράγματα (πάχους 60-100 cm) με τμηματική εκσκαφή και
αφαίρεση του εδαφικού υλικού. Η συγκράτηση των τοιχωμάτων της εκσκαφής και
η αποφυγή καταπτώσεων συνήθως γίνεται με χρήση υδατικού αιωρήματος
μπεντονίτη εντός της εκσκαφής. Το υλικό αυτό, που έχει ειδικό βάρος20 γ = 11.3
kN/m3, συγκρατεί τα τοιχώματα της εκσκαφής μέσω των εξής μηχανισμών:
(α) Ασκώντας υδροστατικές πιέσεις και συνεπώς αυξάνοντας την ελάχιστη κύρια
τάση (σ3 ), οπότε αυξάνει και η μέγιστη κύρια τάση (σ1 ) που αντιστοιχεί στην
αστοχία εφόσον, κατά το κριτήριο αστοχίας Mohr-Coulomb:
⎛ ö⎞ ⎛ ö⎞
ó 1 = ó 3 tan 2 ⎜ 45 + ⎟ + 2 c tan ⎜ 45 + ⎟
⎝ 2⎠ ⎝ 2⎠
(β) Δημιουργώντας μια αδιαπέρατη στρώση από μπεντονίτη στα τοιχώματα της
εκσκαφής, ώστε να μην υπάρχει υδραυλική επικοινωνία μεταξύ του
αιωρήματος εντός της εκσκαφής και του υπόγειου νερού στο έδαφος εκτός της
εκσκαφής. Με τον τρόπο αυτό, οι υδατικές πιέσεις πόρων εκτός της εκσκαφής
παραμένουν χαμηλές21 και συνεπώς η αντοχή του υλικού αυξάνει.
Μετά το πέρας της εκσκαφής, η πλήρωση της οπής συνήθως γίνεται με μίγμα
μπεντονίτη-τσιμέντου σε αναλογία 20-60 kg μπεντονίτη, 100-400 kg τσιμέντου και
1000 kg νερού. Συχνά, ένα μέρος του τσιμέντου (10-20%) αντικαθίσταται με
ιπτάμενη τέφρα (pulverized fly ash-PFA). Σε περίπτωση παρουσίας θειικών ιόντων
με υψηλή συγκέντρωση στο έδαφος, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ειδικά
τσιμέντα που είναι ανθεκτικά στην επίδραση των θειικών (sulphate-resisting
cement). Το διάφραγμα που δημιουργείται με τον τρόπο αυτό έχει μικρή
διαπερατότητα (< 10-9 m/sec) και είναι σχετικώς εύκαμπτο, οπότε μπορεί να
αναλάβει κάποιες παραμορφώσεις χωρίς να ρηγματωθεί. Το διάφραγμα που
κατασκευάζεται με μίγμα τσιμέντου-μπεντονίτη έχει μικρή διατμητική αντοχή (300-
1000 kPa), αλλά αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα επειδή η κύρια λειτουργία του είναι
ως στεγανωτική μεμβράνη. Συχνά, για την περαιτέρω μείωση της διαπερατότητας,
στο διάφραγμα ενσωματώνεται και συνθετική γεω-μεμβράνη. Επίσης συχνά, αντί
του μπεντονίτη, χρησιμοποιούνται ασφαλτικά υλικά για την περαιτέρω μείωση της
διαπερατότητας. Η εκσκαφή και σκυροδέτηση του διαφράγματος γίνεται με τα
διαδοχικά στάδια που φαίνονται στο Σχήμα 8.5.
2. Ως σύστημα αλληλοτεμνόμενων πασσάλων από σκυρόδεμα. Το σύστημα αυτό
αποτελείται από έγχυτους φρεατοπασσάλους που εφάπτονται μεταξύ τους22.

20
και συνεπώς είναι ελαφρά βαρύτερο από το νερό (10 kN/m3)
21
η στάθμη του αιωρήματος εντός της εκσκαφής διατηρείται πάντοτε υψηλότερα από τη στάθμη του
υπόγειου νερού στο έδαφος
22
συχνά υπάρχει και μικρή επικάλυψη των διατομών των πασσάλων για την εξασφάλιση της
στεγανότητας
Προστασία από την επέκταση της ρύπανσης 8-21

Σχήμα 8.5: Διαδοχικά στάδια κατασκευής περιμετρικού διαφράγματος

3. Ως διάφραγμα από προκατασκευασμένες μεταλλικές πασσαλοσανίδες, η


στεγανότητα του οποίου βελτιώνεται με συστοιχία τσιμεντενέσεων ακριβώς ανάντη
του διαφράγματος.
4. Ως διάφραγμα από τσιμεντενέσεις με εισπίεση ενέματος υπό υψηλή πίεση (high
pressure jet grouting) ή με ανάμιξη του εδαφικού υλικού με τσιμεντένεμα (deep
mixing method).
5. Ως διάφραγμα που δημιουργείται μέσω της πήξης του υπόγειου νερού δια ψύξεως
(ground freezing). Είναι προφανές ότι ο τύπος αυτός του διαφράγματος
8-22 Τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας

χρησιμοποιείται μόνον ως προσωρινό μέτρο απομόνωσης (λόγω του κόστους


διάτρησης της ψύξεως).

8.4.4 Οριζόντια διαφράγματα βάσης


Η κατασκευή κατακόρυφων περιμετρικών διαφραγμάτων σε μια περιοχή που
έχει ρυπανθεί περιορίζει τη δυνατότητα επέκτασης της ρύπανσης στην οριζόντια
διεύθυνση. Τα διαφράγματα αυτά συνήθως φθάνουν μέχρι το βάθος κάποιας
οριζόντιας εδαφικής στρώσης με μικρή διαπερατότητα, η οποία εξασφαλίζει τη
στεγανότητα του συστήματος έναντι επέκτασης της ρύπανσης με κίνηση των ρύπων
στην κατακόρυφη διεύθυνση. Εάν δεν υπάρχει κάποια πρακτικώς αδιαπέρατη
εδαφική στρώση σε λογικό βάθος, μια λύση είναι η στεγάνωση της βάσης με τεχνητά
μέσα. Οι μέθοδοι κατασκευής οριζόντιων στεγανωτικών διαφραγμάτων χωρίς
αφαίρεση των υπερκείμενων εδαφικών υλικών είναι περιορισμένες, η στεγάνωση
που προσφέρουν δεν είναι αξιόπιστη και επιπλέον έχουν υψηλό κόστος. Η μέθοδος
που κυρίως εφαρμόζεται στις περιπτώσεις αυτές είναι η κατασκευή ενός
διαφράγματος από οριζόντιες τσιμεντενέσεις με εισπίεση ενέματος υπό υψηλή πίεση
(high pressure jet grouting).

8.4.5 Μέθοδοι σταθεροποίησης του εδάφους


Οι μέθοδοι σταθεροποίησης του εδάφους (soil stabilization, solidification)
χρησιμοποιούνται ευρέως για τον περιορισμό επέκτασης της ρύπανσης. Η λειτουργία
τους βασίζεται στην ανάμειξη του εδάφους που έχει ρυπανθεί με κάποιο υλικό, ώστε
το μίγμα που δημιουργείται (κονίαμα) να αποκτά μηχανική αντοχή, δηλαδή να
στερεοποιείται. Με τον τρόπο αυτό ακινητοποιείται το ρυπαντικό φορτίο εντός της
στερεοποιημένης εδαφικής μάζας και η ρύπανση εγκιβωτίζεται. Το σταθεροποιημένο
εδαφικό υλικό έχει επίσης μικρή διαπερατότητα και δεν επιτρέπει την κίνηση του
υπόγειου νερού διαμέσου της μάζας του, οπότε περιορίζεται και ο κίνδυνος
επέκτασης της ρύπανσης λόγω μεταγωγής των ρύπων. Τέλος, ακόμη και στην
περίπτωση που η σταθεροποίηση του εδάφους δεν είναι πλήρης, το
σταθεροποιημένο υλικό εγκιβωτίζει τυχόν μή σταθεροποιημένες εδαφικές μάζες και
περιορίζει την επέκταση της ρύπανσης.
Τα υλικά που συνήθως χρησιμοποιούνται για τη σταθεροποίηση εδαφών που
έχουν ρυπανθεί είναι:
1. Το τσιμέντο. Η ανάμειξη του εδαφικού υλικού με τσιμέντο δημιουργεί ένα υλικό του
οποίου η αντοχή εξαρτάται από την περιεκτικότητα σε τσιμέντο.
2. Οι πουζολάνες και η άσβεστος (CaO). Η ανάμειξη των εδαφικών υλικών με τα
ανωτέρω δημιουργεί υδραυλικά κονιάματα που αποκτούν αυξημένη μηχανική
αντοχή.
3. Διάφορα ασφαλτικά υλικά καθώς και συνθετικές ουσίες (πολυμερή).

8.4.6 Υδραυλικά συστήματα


Τα συστήματα αυτά βασίζονται στην τροποποίηση της πιεζομετρίας του
υπόγειου νερού με σκοπό τη μεταβολή της κατεύθυνσης κίνησής του. Έτσι, π.χ.
συχνά γίνονται εκτεταμένες αντλήσεις σε κάποια περιοχή, ώστε να τροποποιηθεί το
καθεστώς κίνησης του υπόγειου νερού και να μεταβληθεί η κατεύθυνση μετάδοσης
της ρύπανσης. Επίσης, συχνά, μεταξύ της πηγής γένεσης της ρύπανσης και του
σημείου εκμετάλλευσης του υπόγειου νερού (πηγή, λίμνη κλπ) κατασκευάζεται
επίμηκες στραγγιστήριο στο οποίο συγκεντρώνεται το υπόγειο νερό που προέρχεται
Διάθεση αποβλήτων στο έδαφος 8-23

Σχήμα 8.6: Σύστημα προστασίας από τη ρύπανση με αντιστροφή της κίνησης του υπόγειου νερού

από την πηγή της ρύπανσης (Σχήμα 8.6). Ουσιαστικά, η περίπτωση αυτή βασίζεται
επίσης στην αντιστροφή της κίνησης του υπόγειου νερού. Πράγματι, στο Σχήμα 8.6,
πριν από την κατασκευή του στραγγιστηρίου, η κατεύθυνση της κίνησης του
υπόγειου νερού μεταξύ της θέσης του στραγγιστηρίου και της λίμνης ήταν από
αριστερά προς τα δεξιά και ευνοούσε την επέκταση της ρύπανσης προς τη λίμνη,
ενώ μετά την κατασκευή του στραγγιστηρίου η κατεύθυνση της κίνησης του υπόγειου
νερού αναστράφηκε, με αποτέλεσμα τον περιορισμό επέκτασης της ρύπανσης προς
τη λίμνη.

8.5 Διάθεση αποβλήτων στο έδαφος


Η τεχνολογία της ελεγχόμενης διάθεσης αποβλήτων στην επιφάνεια του
εδάφους23 (ή της ανάμειξης των αποβλήτων με τις ανώτερες εδαφικές στρώσεις)
βασίζεται στις φυσικές, χημικές και βιολογικές αντιδράσεις των ρύπων με τις οποίες
το ρυπαντικό φορτίο των αποβλήτων σταδιακά ακινητοποιείται, υποβαθμίζεται και
τελικώς μετατρέπεται σε ουσίες χωρίς δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Οι
αντιδράσεις αυτές περιγράφηκαν αναλυτικά σε προηγούμενα εδάφια και είναι:
1. Η εξασθένιση των ανόργανων (κυρίως) ρύπων μέσω των φυσικών και χημικών
μηχανισμών προσρόφησης στην επιφάνεια των αργιλικών ορυκτών και
ανταλλαγής ιόντων (Κεφάλαιο 4).
2. Η βιολογική υποβάθμιση των οργανικών ρύπων μέσω μικρο-οργανισμών (Εδάφιο
8.2.1).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ελεγχόμενη διάθεση αποβλήτων στο έδαφος είναι
τελείως διαφορετική από την τυχαία απόρριψη των αποβλήτων σε “χωματερές”,
δεδομένου ότι στις “χωματερές” η εξασθένιση του ρυπαντικού φορτίου των
αποβλήτων γίνεται με ανεξέλεγκτο τρόπο, ενώ ταυτόχρονα παράγεται υγρό
23
land treatment of wastes
8-24 Τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας

στράγγισμα το οποίο έχει αξιόλογο ρυπαντικό φορτίο. Αντίθετα, η ελεγχόμενη


διάθεση των αποβλήτων στο έδαφος αξιοποιεί τη διαθέσιμη τεχνολογία με σκοπό:
1. Να μεγιστοποιήσει το ρυθμό αδρανοποίησης του ρυπαντικού φορτίου των
αποβλήτων, ενισχύοντας τους παράγοντες εκείνους που ευνοούν τη βιολογική
αποσύνθεση των οργανικών ουσιών, π.χ. με αερισμό, έλεγχο της θερμοκρασίας,
της υγρασίας, του pH και της τοξικότητας, με την παροχή θρεπτικών ουσιών,
ακόμη και με την εισαγωγή γενετικώς τροποποιημένων μικρο-οργανισμών24, οι
οποίοι μπορούν να παράγουν τα κατάλληλα ένζυμα για τη διάσπαση των πολύ
ανθεκτικών οργανικών ενώσεων.
2. Να ελαχιστοποιήσει τη ρύπανση της ατμόσφαιρας από σκόνη ή πτητικούς ρύπους.
3. Να ελαχιστοποιήσει τη ρύπανση του υπεδάφους περιορίζοντας την εισροή των
επιφανειακών υδάτων μέσω συστημάτων περιμετρικής αποστράγγισης.
Η τεχνολογία της ελεγχόμενης διάθεσης αποβλήτων στην επιφάνεια του εδάφους
μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάθεση διάφορων τύπων αποβλήτων (ακόμη και
επικίνδυνων αποβλήτων), συνήθως όμως χρησιμοποιείται για την τελική διάθεση των
επεξεργασμένων αστικών λυμάτων. Είναι προφανές ότι κατά την εφαρμογή της
μεθόδου, ο τρόπος ελέγχου των συνθηκών που ευνοούν την ανάπτυξη των μικρο-
οργανισμών οι οποίοι αποσυνθέτουν τις διάφορες οργανικές ενώσεις ποικίλει
αναλόγως του ρυπαντικού φορτίου των αποβλήτων. Έτσι, στην περίπτωση
επικίνδυνων αποβλήτων, συνήθως απαιτείται η επεξεργασία των αποβλήτων μέσα
σε στεγανούς αποδέκτες με ειδικό σύστημα αποστράγγισης του στραγγίσματος,
στεγανωτική μεμβράνη στον πυθμένα κλπ. Αντίθετα, στην περίπτωση διάθεσης
βιολογικώς επεξεργασμένων αστικών λυμάτων, οι περιορισμοί είναι πολύ λιγότεροι
και γενικώς εξαρτώνται από τις κλιματικές συνθήκες (θερμοκρασία, εξάτμιση,
βροχόπτωση), τις καλλιέργειες που εφαρμόζονται στην περιοχή (π.χ. το ρυθμό
πρόσληψης του αζώτου από τα φυτά), τη φύση του εδάφους (όξινα ή αλκαλικά
εδάφη, περιεκτικότητα σε ανθρακικό ασβέστιο κλπ).
Η διάθεση των επεξεργασμένων αστικών λυμάτων στο έδαφος γίνεται
συνήθως με δυο τρόπους:
1. Με τη μέθοδο της άρδευσης, κατά την οποία τα επεξεργασμένα λύματα διατίθενται
στην επιφάνεια του εδάφους σε μεγάλη έκταση με καταιονισμό ή ακόμη και με
κατάκλυση. Οι μέγιστες παροχές διάθεσης των λυμάτων εξαρτώνται από τις
κλιματικές συνθήκες και τη χλωρίδα της περιοχής και μπορούν να φθάσουν μέχρι
10 cm την εβδομάδα (σε ξηρές περιόδους και με καλλιέργειες υψηλής ταχύτητας
πρόσληψης αζώτου).
2. Με τη μέθοδο της ταχείας διήθησης, κατά την οποία τα επεξεργασμένα λύματα
διατίθενται εντός αβαθών λεκανών του εδάφους με κατάκλυση και παροχές που
μπορούν να φθάσουν τα 2 μέτρα την εβδομάδα. Η μέθοδος βασίζεται αφενός μεν
στην προσρόφηση των ανόργανων ρύπων κατά τη διήθηση των λυμάτων εντός
της μερικώς κορεσμένης ζώνης του εδάφους, αφετέρου δε στην αερόβια
αποσύνθεση των οργανικών ρύπων. Για την αποκατάσταση αερόβιων συνθηκών,
η εφαρμογή των λυμάτων στο έδαφος γίνεται ασυνεχώς με περίοδο επανάληψης
της τάξεως των δυο εβδομάδων. Στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δυο
διαδοχικών εφαρμογών, αποκαθίστανται αερόβιες συνθήκες στο έδαφος και το
ρυπαντικό φορτίο των λυμάτων βαθμιαία αποσυντίθεται.

Σύμφωνα με πρόσφατες Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (86/278/ΕΕC και


91/271/EEC) δεν επιτρέπεται η ανεξέλεγκτη διάθεση αστικών λυμάτων στο έδαφος

24
Genetically Modified Organisms (GMO)
Βιβλιογραφικές αναφορές 8-25

χωρίς προηγούμενη βιολογική επεξεργασία. Επίσης, για την αποφυγή του κορεσμού
του εδάφους και την αδυναμία περαιτέρω προσρόφησης μεταλλικών ιόντων, η
Ευρωπαϊκή Οδηγία 86/278/EEC επιβάλλει τους ακόλουθους περιορισμούς ως προς
το ρυθμό εφαρμογής μεταλλικών ιόντων στο έδαφος μέσω των επεξεργασμένων
λυμάτων.

Μέταλλο Μέγιστος ετήσιος ρυθμός εφαρμογής*


(gr/στρέμμα)
Κάδμιο 15
Χαλκός 1200
Νικέλιο 300
Μόλυβδος 1500
Ψευδάργυρος 3000
Υδράργυρος 10
* με μέγιστη διάρκεια εφαρμογής τα δέκα έτη

8.6 Βιβλιογραφικές αναφορές


API (American Petroleum Institute) (1985) “Detection of Hydrocarbons in Groundwater by Analysis
of Shallow Soil Gas Vapor”, API, Washington, DC, USA.

Attewell P.W. (1993) “Ground Pollution”, E.F.N. Spon, London.

Charbeneau R.J., Bedient P.B. and Loehr R.C. (1992) “Groundwater Remediation”, Technomic
Publishing Co, Lancaster, PA, USA.

European Economic Community 86/278/EEC “Council Directive of 12 June 1986 on the protection
of the Environment, and particularly the soil, when sewage sludge is used in agriculture”, OJ L
181, 4.7.86.

European Economic Community 91/271/EEC “Council Directive of 21 May 1991 concerning urban
waste-water treatment”, OJ L 135, 30.5.91.

Proceedings “Petroleum Hydrocarbons and Organic Chemicals in Groundwater: Prevention,


Detection and Restoration” (1987), National Water Well Association, Dublin, OH, USA.

Proceedings “Soil Vapor Extraction Technology Workshop” (1989), U.S. Environmental Protection
Agency, Risk Reduction Engineering Laboratory, Edison, NJ, USA.

Russel D.L. (1991) “Remediation Manual for Petroleum Contaminated Sites”, Technomic
Publishing Co, Lancaster, PA, USA.

Schwille F. (1967) “Petroleum Contamination of the Subsoil - A Hydrological Problem”, in the Joint
Problems of the Oil and Water Industries, P. Hepple editor, Institute of Petroleum, London.

U.S. Environmental Protection Agency (1989) “Evaluation of Groundwater Extraction Remedies”,


Volume 1, Office of Emergency and Remedial Response, Washington, DC.

Woodward-Clyde Consultants (1985) “Performance evaluation, pilot scale installation and


operation, soil-gas vapor extraction system - Time Oil Company site”, USEPA Work
Assignment No 74-ON 14.1.

Χριστούλας Δ. (1991) “Ρύπανση των υδάτων και αντιρρυπαντική τεχνολογία”, Εκδόσεις Συμεών,
Αθήνα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

9. Εκτίμηση του κινδύνου αστοχίας των τεχνικών


έργων

9.1 Γενικά
Τα τεχνικά έργα σχεδιάζονται ώστε να αναλαμβάνουν ασφαλώς κάποια
συγκεκριμένα φορτία (φορτία σχεδιασμού). Λόγω απρόβλεπτης διακύμανσης του
μεγέθους των επιβαλλόμενων φορτίων κατά τη διάρκεια της ζωής του έργου, είναι
πιθανόν ορισμένα από τα φορτία να υπερβούν τις τιμές για τις οποίες σχεδιάσθηκε η
κατασκευή με συνέπεια την αστοχία της. Για παράδειγμα, ένα φράγμα που έχει
σχεδιασθεί έναντι σεισμού μεγέθους 7.0 μπορεί να αστοχήσει εάν συμβεί σεισμός
μεγέθους 8.0. Τούτο σημαίνει ότι το συγκεκριμένο φράγμα έχει κάποια πιθανότητα
αστοχίας έναντι ισχυρού σεισμού (που καθορίζεται από την πιθανότητα να συμβεί
σεισμός με μέγεθος Μ > 7). Η πιθανότητα να συμβεί ένας σεισμός τέτοιου μεγέθους
μπορεί να είναι μικρή, όμως δεν είναι μηδενική. Η μικρή αυτή πιθανότητα αστοχίας
συχνά θεωρείται ως αποδεκτή, με κύριο σκοπό τον περιορισμό του κόστους
κατασκευής των τεχνικών έργων.
Με τον όρο “κίνδυνος αστοχίας” (risk) ορίζεται η πιθανότητα αστοχίας ενός
έργου κατά το χρόνο της λειτουργίας του (δηλαδή της χρήσιμης ζωής του). Επίσης, ο
όρος “αποδεκτός κίνδυνος αστοχίας” (acceptable risk) εκφράζει την πιθανότητα
αστοχίας που θεωρείται αποδεκτή κατά τη χρήσιμη ζωή του έργου. Ο αποδεκτός
κίνδυνος αστοχίας καθορίζεται με συνεκτίμηση ποικίλων παραγόντων αλλά κυρίως
από τις συνέπειες της πιθανής αστοχίας του έργου (θάνατος ανθρώπων, υλικές
ζημιές, διαφεύγοντα κέρδη, κόστος ανακατασκευής κλπ) και από το πρόσθετο κόστος
κατασκευής του ίδιου του έργου ώστε να μπορεί να αναλάβει ασφαλώς τις αυξημένες
φορτίσεις (δηλαδή να έχει μικρότερον αποδεκτό κίνδυνο αστοχίας). Σύμφωνα με τα
παραπάνω, οι φορτίσεις σχεδιασμού των έργων καθορίζονται με βάση τον αποδεκτό
κίνδυνο αστοχίας.
Η αστοχία των μεγάλων τεχνικών έργων έχει συχνά ιδιαιτέρως δυσμενείς
συνέπειες στο περιβάλλον, και συνεπώς είναι απαραίτητη η ορθολογική εκτίμηση του
κινδύνου αστοχίας των για κάθε πιθανή φόρτιση. Επίσης, είναι απαραίτητος ο
ορθολογικός καθορισμός του αποδεκτού κινδύνου αστοχίας ο οποίος, όπως
αναφέρθηκε ανωτέρω, συνήθως γίνεται με συνεκτίμηση των συνεπειών της πιθανής
αστοχίας και του κόστους κατασκευής του έργου.
Στο Κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται στοιχεία των μεθόδων που συνήθως
χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση του κινδύνου αστοχίας των τεχνικών έργων.

9.2 Στοιχεία της θεωρίας πιθανοτήτων


9.2.1 Το πείραμα Bernoulli
Το πείραμα Bernoulli είναι ένα πείραμα με δυο δυνατά αποτελέσματα:
“επιτυχία” ή “αποτυχία”. Παραδείγματα πειραμάτων Bernoulli αποτελούν:
Στοιχεία της θεωρίας πιθανοτήτων 9-2

1. Η εξέταση ενός δοκιμίου από σκυρόδεμα για να ελεγχθεί εάν η αντοχή του
υπερβαίνει την απαιτούμενη αντοχή (επιτυχία) ή εάν υπολείπεται αυτής
(αποτυχία).
2. Η εξέταση μιας δεξαμενής καυσίμων για να διαπιστωθεί εάν είναι στεγανή
(επιτυχία) ή αν παρουσιάζει διαρροές (αποτυχία).
3. Η εξέταση ενός εδαφικού δοκιμίου για να διαπιστωθεί εάν ο βαθμός ρύπανσής του
υπολείπεται των μέγιστων αποδεκτών ορίων (επιτυχία) ή υπερβαίνει τα μέγιστα
αποδεκτά όρια (αποτυχία).
Κατά τα ανωτέρω, εάν (p) είναι η πιθανότητα επιτυχίας σε ένα πείραμα Bernoulli τότε
η πιθανότητα αποτυχίας είναι (1-p). Σύμφωνα με τη θεωρία των πιθανοτήτων, το
πείραμα Bernoulli ορίζει μια τυχαία μεταβλητή (X) με δυο δυνατές τιμές (1 = επιτυχία,
0 = αποτυχία) και συνάρτηση κατανομής:
p( X = 1) = p, p( X = 0) = 1 − p

9.2.2 Η διωνυμική κατανομή


Η διωνυμική κατανομή αναφέρεται στην εκτέλεση (n) πειραμάτων1 Bernoulli
και στον ορισμό μιας τυχαίας μεταβλητής (X) που δίνει τον αριθμό των επιτυχιών στα
ανωτέρω πειράματα. Αποδεικνύεται ότι η πιθανότητα (x) επιτυχιών που αποτελεί τη
συνάρτηση κατανομής της διωνυμικής τυχαίας μεταβλητής ισούται με:
⎛n⎞
p( X = x ) = ⎜⎜ ⎟⎟ p x (1 − p )
n− x
(9.1)
⎝ x⎠
όπου ⎛⎜ n ⎞⎟ = n! είναι οι συνδυασμοί των (n) δοκιμών ανά (x) και:
⎜ ⎟ (n − x )! x!
⎝ x⎠
Στη διωνυμική κατανομή, ο αριθμός των δοκιμών (n) και των επιτυχιών (x)
είναι πεπερασμένος. Στα επόμενα εξετάζονται συναρτήσεις κατανομής στις οποίες ο
αριθμός των πιθανών ενδεχομένων δεν είναι πεπερασμένος.

9.2.3 Η κατανομή Poisson


Ας θεωρηθεί ότι η πιθανότητα να συμβεί ένα σπάνιο2 γεγονός μέσα σε ένα
μικρό χρονικό διάστημα (Δt) είναι ίση με (λΔt), δηλαδή η πιθανότητα του γεγονότος
αυτού είναι (λ) ανά μονάδα χρόνου. Η κατανομή Poisson δίνει την πιθανότητα το
παραπάνω γεγονός να συμβεί (x) φορές σε ένα χρονικό διάστημα (t), όπου t >> Δt.
Αποδεικνύεται ότι η πιθανότητα αυτή είναι:

p ( X = x ) ≡ p ( x ) = e −λt
(λ t )x (9.2)
x!
Η σταθερά (λ) της κατανομής Poisson εκφράζει τη μέση συχνότητα εμφάνισης του
συγκεκριμένου γεγονότος ανά μονάδα χρόνου, ενώ η ποσότητα (λt) δίνει τη μέση
συχνότητα εμφάνισης του συγκεκριμένου γεγονότος στο χρονικό διάστημα (t). Η
ποσότητα to = 1 λ ονομάζεται μέση περίοδος επαναφοράς και εκφράζει το χρονικό
διάστημα στο οποίο το συγκεκριμένο (σπάνιο) γεγονός συμβαίνει μια φορά κατά
μέσον όρο. Επειδή το γεγονός θεωρείται σπάνιο, η σταθερά (λ) της κατανομής
Poisson είναι πολύ μικρή (λ << 1) και συνεπώς η μέση περίοδος επαναφοράς είναι
μεγάλη (to >> 1).

1
ανεξαρτήτων μεταξύ τους
2
με τον όρο σπάνιο εννοείται ότι η πιθανότητα το γεγονός αυτό να συμβεί δυο ή περισσότερες φορές
μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα (Δt) είναι μηδενική
Στοιχεία της θεωρίας πιθανοτήτων 9-3

Σύμφωνα με την κατανομή Poisson, η πιθανότητα το συγκεκριμένο γεγονός να


μη συμβεί εντός του χρονικού διαστήματος (t) είναι:
p ( X = 0) = e − λ t (9.3α)
ενώ η πιθανότητα το συγκεκριμένο γεγονός να συμβεί τουλάχιστον μια φορά εντός
χρόνου (t) είναι:
p ( X > 0) = 1 − e − λ t = 1 − e −t to (9.3β)
Στην περίπτωση που το παραπάνω γεγονός αντιστοιχεί σε φόρτιση που
υπερβαίνει τη φόρτιση σχεδιασμού του έργου, το γεγονός μπορεί να προκαλέσει την
αστοχία του έργου. Στην περίπτωση αυτή, η τελευταία σχέση δίνει και την πιθανότητα
αστοχίας του έργου λόγω του συγκεκριμένου γεγονότος εντός του χρονικού
διαστήματος (t).
Επίλυση της σχέσης (9.3.β) ως προς τη μέση περίοδο επαναφοράς δίνει:
t
to = −
ln (1 − p )
όπου (p) είναι η πιθανότητα το γεγονός να συμβεί τουλάχιστον μια φορά εντός
χρόνου (t).

Εφαρμογή:
Οι σεισμικές κινήσεις σχεδιασμού του Νέου Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού (ΝΕΑΚ)
αντιστοιχούν σε σεισμικά γεγονότα με πιθανότητα υπέρβασης 10% εντός 50 ετών. Κατά συνέπεια, οι
σεισμικές κινήσεις σχεδιασμού του ΝΕΑΚ έχουν μέση περίοδο επαναφοράς:
50
to = − = 475 έτη
ln(1 − 0.10)
δηλαδή αντιστοιχούν σε σεισμικές κινήσεις που συμβαίνουν κατά μέσον όρο μια φορά κάθε 475 έτη.
Αν είναι επιθυμητό να αναθεωρηθούν οι σεισμικές κινήσεις σχεδιασμού του ΝΕΑΚ ώστε η
πιθανότητα υπέρβασης να μειωθεί από 10% σε 5% εντός 50 ετών, τότε η μέση περίοδος επαναφοράς
των σεισμικών κινήσεων σχεδιασμού των έργων θα γίνει:
50
to = − = 975 έτη
ln(1 − 0.05)

Με την κατανομή Poisson υπολογίζεται η πιθανότητα αστοχίας ενός έργου


λόγω κάποιου σπάνιου γεγονότος, δηλαδή ενός γεγονότος με μεγάλη περίοδο
επαναφοράς (to >> 1). Στα επόμενα εξετάζεται η πιθανότητα αστοχίας ενός έργου
από κάποιο γεγονός που μπορεί να μην είναι σπάνιο.
Έστω ότι (p) είναι η πιθανότητα να συμβεί (σε μοναδιαίο χρονικό διάστημα,
π.χ. ενός έτους) κάποιο γεγονός που προκαλεί αστοχία του έργου (π.χ. ένας ισχυρός
σεισμός). Συνεπώς, η πιθανότητα αστοχίας του έργου στο μοναδιαίο χρονικό
διάστημα είναι (p), ενώ η πιθανότητα μή-αστοχίας του έργου στο ίδιο διάστημα είναι
(1-p). Αν θεωρηθεί ότι το συγκεκριμένο γεγονός δεν έχει μνήμη (δηλαδή ότι οι
διαδοχικές εμφανίσεις του είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους), τότε η πιθανότητα
αστοχίας του έργου σε χρονικό διάστημα (n) χρονικών μονάδων (π.χ. ετών) θα είναι:
p (αστοχίας) = 1 - p (μή-αστοχίας) = 1 - (1 - p)n
δεδομένου ότι μή-αστοχία του έργου στο διάστημα των (n) χρονικών μονάδων
σημαίνει μή-αστοχία σε κάθε μια από τις παραπάνω χρονικές μονάδες (δηλαδή σε
ανεξάρτητα μεταξύ τους ενδεχόμενα). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο κίνδυνος αστοχίας
του έργου είναι:
R ≡ 1 − (1 − p )
n
(9.4)
Επειδή όμως, σύμφωνα με τα προηγούμενα, η μέση περίοδος επαναφοράς του
γεγονότος που προκαλεί την αστοχία του έργου είναι:
Στοιχεία της θεωρίας πιθανοτήτων 9-4

1
N=
p
η παραπάνω σχέση γράφεται:
n
⎛ 1⎞
R = 1 − ⎜1 − ⎟ (9.5)
⎝ N⎠
Στην ειδική περίπτωση που η μέση περίοδος επαναφοράς του συγκεκριμένου
γεγονότος είναι αρκετά μεγαλύτερη από τη μονάδα (Ν >> 1), δηλαδή εάν p << 1,
πράγμα που σημαίνει ότι το γεγονός είναι σπάνιο, τότε η παραπάνω σχέση μπορεί
να προσεγγισθεί από την:
n n
⎛ 1⎞ −
R = 1 − ⎜1 − ⎟ ≈ 1 − e N = 1 − e − pn (9.6)
⎝ N⎠
Η τελευταία αυτή σχέση είναι ίδια με τη σχέση 9.3β που δίνει τον κίνδυνο αστοχίας
των έργων κατά την κατανομή Poisson (δηλαδή για σπάνια γεγονότα).
Σημείωση: το σφάλμα της παραπάνω προσέγγισης είναι μικρότερο από 1% εάν
Ν > 50. Συνεπώς θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι σχέσεις που αναφέρονται σε
σπάνια γεγονότα μπορούν να χρησιμοποιούνται για γεγονότα με περίοδο
επαναφοράς άνω των 50 ετών.

Παράδειγμα εφαρμογής:
Ρωγμές σε επιχρίσματα μιας τυπικής πολυκατοικίας εμφανίζονται σε περίπτωση σεισμού
μεγέθους Μ > 4.5. Στην περιοχή των Αθηνών, η μέση περίοδος επαναφοράς τέτοιων σεισμών είναι Ν
= 15 έτη. Να προσδιορισθεί η πιθανότητα ρηγμάτωσης των επιχρισμάτων μιας πολυκατοικίας από
σεισμό σε χρονικό διάστημα 20 ετών.

Λύση:
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η πιθανότητα ρηγμάτωσης είναι:
20
⎛ 1⎞
R = 1 − ⎜1 − ⎟ = 74.84%
⎝ 15 ⎠
Εάν είχε εφαρμοσθεί η σχέση που ισχύει για σπάνια γεγονότα, η αντίστοιχη πιθανότητα θα είχε
υπολογισθεί ως:
20

R = 1− e 15
= 73.64%
και το υπολογιστικό σφάλμα θα ήταν 1.6%.

9.2.4 Η εκθετική κατανομή


Μια κατανομή που σχετίζεται με την κατανομή Poisson είναι η εκθετική
κατανομή. Κατά την εκθετική κατανομή, θεωρούνται και πάλι σπάνια γεγονότα με
μέση συχνότητα εμφάνισης (λ) ανά μονάδα χρόνου και ζητείται η κατανομή του
χρόνου μέχρις ότου συμβεί για πρώτη φορά το συγκεκριμένο γεγονός. Η συνάρτηση
πυκνότητας πιθανότητας (probability density function) της κατανομής αυτής είναι:
f (t ) = λ e − λ t (9.7)
οπότε η πιθανότητα ο χρόνος πρώτης εμφάνισης του συγκεκριμένου γεγονότος να
είναι μεγαλύτερος από (t )3 είναι:

p (T > t ) = ∫ f ( x ) dx = e −λ t (9.8α)
t

3
δηλαδή η πιθανότητα να μη συμβεί το συγκεκριμένο γεγονός εντός του χρονικού διαστήματος (t ).
Πιθανοτική θεώρηση της αστοχίας των τεχνικών έργων 9-5

ενώ η πιθανότητα να συμβεί το συγκεκριμένο γεγονός εντός χρονικού διαστήματος


(t ) είναι:
t
p (T < t ) = ∫ f ( x ) dx = 1 − e −λ t (9.8β)
0
Τέλος, ο μέσος χρόνος μεταξύ των διαδοχικών εμφανίσεων του συγκεκριμένου
γεγονότος είναι:

1
μ = ∫ x f ( x ) dx =
0
λ
και η μέση συχνότητα εμφάνισης του γεγονότος ανά μονάδα χρόνου είναι (λ). Ο
μέσος χρόνος μεταξύ των διαδοχικών εμφανίσεων του συγκεκριμένου γεγονότος
ονομάζεται μέση περίοδος επαναφοράς του γεγονότος. Επειδή το γεγονός θεωρείται
σπάνιο, η μέση συχνότητα εμφάνισής του ανά μονάδα χρόνου είναι πολύ μικρή (λ <<
1), οπότε η μέση περίοδος επαναφοράς είναι αρκετά μεγαλύτερη από τη μονάδα.

9.3 Πιθανοτική θεώρηση της αστοχίας των τεχνικών έργων


Για τα τεχνικά έργα μπορεί να ορισθεί η “προσδοκώμενη μέση διάρκεια ζωής”
(average life expectancy) ως ο μέσος χρόνος μέχρι την εμφάνιση ενός σπάνιου
γεγονότος που προκαλεί την αστοχία του έργου. Σύμφωνα με τα προηγούμενα, εάν
(λ) είναι η μέση συχνότητα εμφάνισης του συγκεκριμένου σπάνιου γεγονότος ανά
μονάδα χρόνου, τότε η προσδοκώμενη μέση διάρκεια ζωής του έργου είναι to = 1/λ.
Είναι προφανές ότι η προσδοκώμενη μέση διάρκεια ζωής ενός έργου είναι ίση με την
μέση περίοδο επαναφοράς του γεγονότος που προκαλεί την αστοχία του έργου.
Η πιθανότητα αστοχίας του έργου από κάποιο σπάνιο γεγονός κατά τη
διάρκεια της προσδοκώμενης μέσης διάρκειας ζωής του είναι 63.2%. Πράγματι:
p (T < to ) = 1 − e − λ to = 1 − e −1 = 63.2 %
Τα τεχνικά έργα σχεδιάζονται να λειτουργήσουν για μια ορισμένη χρονική
περίοδο που ονομάζεται “χρήσιμη διάρκεια ζωής” (useful life). Είναι προφανές ότι η
πιθανότητα αστοχίας των έργων εξαρτάται και από τη χρήσιμη διάρκεια ζωής τους.
Έτσι, εάν (to) είναι η προσδοκώμενη μέση διάρκεια ζωής του έργου και (t) η χρήσιμη
διάρκεια ζωής του, τότε η πιθανότητα αστοχίας του έργου από κάποιο σπάνιο
γεγονός κατά τη διάρκεια της χρήσιμης ζωής του είναι:
p (T < t ) = 1 − e − λ t = 1 − e −t to
Συνήθως, το πρόβλημα τίθεται αντίστροφα: Με βάση τις συνέπειες εκ της
πιθανής αστοχίας του έργου εκτιμάται η μέγιστη αποδεκτή πιθανότητα (p) αστοχίας
κατά τη διάρκεια (t) της χρήσιμης ζωής του και ζητείται να προσδιορισθεί η μέση
συχνότητα (λ) εμφάνισης του γεγονότος που προκαλεί την αστοχία. Στη συνέχεια, το
έργο σχεδιάζεται έναντι του γεγονότος αυτού. Για παράδειγμα, εάν η αποδεκτή
πιθανότητα αστοχίας του έργου κατά τη χρήσιμη διάρκεια ζωής του είναι 10%, τότε
από την παραπάνω σχέση προκύπτει ότι:
1 − e −t to = 0.1 ⇒ t to = 0.105 ⇒ to = 9.5 t
δηλαδή το έργο πρέπει να σχεδιασθεί με προσδοκώμενη μέση διάρκεια ζωής
περίπου δεκαπλάσια της πραγματικής χρήσιμης ζωής του. Έτσι, εάν η χρήσιμη ζωή
ενός φράγματος είναι 50 έτη, το φράγμα θα πρέπει να σχεδιασθεί με την πλημμύρα
της 500-ετίας (δηλαδή την πλημμύρα με μέση περίοδο επαναφοράς 500 ετών).
Γενικότερα, εάν (p) είναι η αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας του έργου κατά τη
διάρκεια της χρήσιμης ζωής του, και (λ) είναι η μέση συχνότητα εμφάνισης ενός
σπάνιου γεγονότος που προκαλεί αστοχία του έργου, τότε, η διάρκεια (t) της
Πιθανοτική θεώρηση της αστοχίας των τεχνικών έργων 9-6

χρήσιμης ζωής του έργου για τη συγκεκριμένη αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας


προκύπτει από τη σχέση:
1
p = 1 − e −λt ⇒ t = − ln(1 − p )
λ
ή ισοδύναμα:
t = −to ln(1 − p )
όπου (to) είναι η προσδοκώμενη μέση διάρκεια ζωής του έργου. Αντιστοίχως, εάν
είναι γνωστή η διάρκεια (t) της χρήσιμης ζωής του έργου, και η αποδεκτή πιθανότητα
αστοχίας (p), τότε το έργο θα πρέπει να σχεδιασθεί έναντι σπάνιου γεγονότος με
μέση συχνότητα εμφάνισης:
1
λ = − ln(1 − p )
t
ή μέση περίοδο επαναφοράς:
t
to = −
ln(1 − p )
Τυπικές περιπτώσεις φαίνονται στον ακόλουθο πίνακα:

ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑΣ (σε έτη) ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ


(για σπάνια γεγονότα)
Αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας: 10% 5% 1%
Χρήσιμη διάρκεια ζωής του έργου (έτη)
25 237 487 2487
50 475 975 4975
100 950 1950 9950
Δηλαδή, εάν 5% είναι η αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας ενός έργου με χρήσιμη
διάρκεια ζωής 50 ετών, το έργο θα πρέπει να σχεδιασθεί έναντι σπάνιων γεγονότων
με μέση περίοδο επαναφοράς περίπου 1000 ετών.

Παράδειγμα εφαρμογής:
Στην Ελλάδα οι θάνατοι από τροχαία ατυχήματα είναι περί τους 2000 κατ’ έτος. Να
προσδιορισθεί η πιθανότητα ένας άνθρωπος να σκοτωθεί σε τροχαίο ατύχημα κατά τη διάρκεια της
ζωής του (μέση διάρκεια ζωής 75 έτη). Να προσδιορισθεί η ίδια πιθανότητα για τις ΗΠΑ όπου οι
ετήσιοι θάνατοι από τροχαία ατυχήματα είναι κατά μέσον όρο 35000.
Στην Ελλάδα, με πληθυσμό 10.000.000, η μέση ετήσια συχνότητα θανάτων από τροχαία
ατυχήματα είναι:
2.000
λ1 = = 1 5000 = 0.0002
10.000.000
Αντίστοιχα, στις ΗΠΑ, με πληθυσμό 250.000.000, η μέση ετήσια συχνότητα θανάτων από τροχαία
ατυχήματα είναι:
35.000
λ2 = = 0.00014
250.000.000
Οπότε η πιθανότητα θανάτου από τροχαίο ατύχημα κατά τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου (t = 75
έτη) είναι:
p = 1 - e-λt
που δίνει: Ελλάδα: p1 = 1.49 % ΗΠΑ: p2 = 1.04 %
Κατά συνέπεια, στην Ελλάδα, ένας συγκεκριμένος άνθρωπος έχει πιθανότητα να σκοτωθεί σε τροχαίο
ατύχημα περίπου 1.5 %, δηλαδή 1/67 (ένας στους εξήντα επτά), ενώ στις ΗΠΑ η ίδια πιθανότητα
είναι1% περίπου.

Από το προηγούμενο παράδειγμα προκύπτει ότι η πιθανότητα θανάτου ενός


ανθρώπου από τροχαίο ατύχημα είναι πολύ μεγάλη (περίπου 1.5%). Αντίθετα, στα
Πιθανοτική θεώρηση της αστοχίας των τεχνικών έργων 9-7

μεγάλα τεχνικά έργα συνήθως θεωρούνται οι ακόλουθες αποδεκτές πιθανότητες


απώλειας ανθρώπινης ζωής λόγω της αστοχίας του έργου (CERCLA, 1980):
1. Κατά το σχεδιασμό νέων έργων: p = 10-5 έως 10-6, δηλαδή μέγιστη αποδεκτή
πιθανότητα απώλειας ζωής ίση με 0.001% έως 0.0001%.
2. Κατά την απόφαση λήψης μέτρων επισκευής ενός ήδη λειτουργούντος έργου:
p = 10-4, δηλαδή μέγιστη αποδεκτή πιθανότητα απώλεια ζωής ίση με 0.01%.
Οι πιθανότητες αυτές είναι 100-10000 φορές μικρότερες από την πιθανότητα
απώλειας ανθρώπινης ζωής σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η θέσπιση των
παραπάνω πολύ μικρών αποδεκτών πιθανοτήτων απώλειας ανθρώπινης ζωής στα
τεχνικά έργα οφείλεται κυρίως στη διαφορά μεταξύ του λεγόμενου εκούσιου και
ακούσιου κινδύνου, δηλαδή ότι η εκούσια επιλογή χρήσης του αυτοκινήτου
δικαιολογεί κατά κάποιον τρόπο τον αυξημένο κίνδυνο από ατύχημα, ενώ αντίθετα ο
κίνδυνος από τη διαρροή τοξικών αποβλήτων από μια βιομηχανία είναι ακούσιος
(δεδομένου ότι οι κάτοικοι της περιοχής δεν συμμετέχουν στη λήψη της απόφασης
για το βαθμό ασφάλειας του έργου).
Το παραπάνω συμπέρασμα δεν είναι απόλυτο αν υπολογίσει κανείς τους
θανάτους πεζών από αυτοκινητιστικά ατυχήματα, τα οποία αποτελούν ακούσιο
κίνδυνο. Στην Ελλάδα, ο μέσος ετήσιος αριθμός θανάτων πεζών σε τροχαία
ατυχήματα είναι 100 και συνεπώς κατά το προηγούμενο παράδειγμα:
λ = 100/10.000.000 = 10-5. Συνεπώς, η πιθανότητα θανάτου ενός πεζού από τροχαίο
ατύχημα κατά τη διάρκεια της ζωής του (t = 75 έτη) είναι:
p = 1 − e − λt = 7.5 x 10-4 = 0.075 %
Η πιθανότητα αυτή είναι βεβαίως πολύ μικρότερη από την πιθανότητα θανάτου ενός
επιβαίνοντος σε αυτοκίνητο (p = 1.49%), όμως και πάλι είναι 7.5 φορές μεγαλύτερη
από τη μέγιστη αποδεκτή πιθανότητα απώλειας ανθρώπινης ζωής για τη λήψη
μέτρων επισκευής ενός υφιστάμενου τεχνικού έργου και 75-750 φορές μεγαλύτερη
από την αντίστοιχη πιθανότητα για το σχεδιασμό νέων τεχνικών έργων.

Αν το γεγονός που προκαλεί την αστοχία του έργου δεν είναι σπάνιο, δηλαδή
εάν η μέση συχνότητα εμφάνισής του (λ) δεν είναι πολύ μικρή, τότε ισχύουν τα εξής:
Έστω (po) η πιθανότητα να συμβεί (σε μοναδιαίο χρονικό διάστημα, π.χ. ενός
έτους) κάποιο γεγονός που προκαλεί την αστοχία του έργου. Τότε, η πιθανότητα
αστοχίας του έργου σε χρονικό διάστημα (t) ετών είναι:
p = 1 − (1 − po )
t

Από την παραπάνω σχέση προκύπτει ότι εάν η χρήσιμη ζωή του έργου είναι (t) έτη
και η αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας του κατά τη διάρκεια της χρήσιμης ζωής του
είναι (p), τότε το έργο θα πρέπει να σχεδιασθεί έναντι κάποιου γεγονότος που έχει
πιθανότητα να συμβεί (ανά έτος):
po = 1 − t 1 − p
δηλαδή έναντι κάποιου γεγονότος με μέση περίοδο επαναφοράς:
1 1
to = =
po 1 − 1 − p
t

Τυπικές περιπτώσεις φαίνονται στον ακόλουθο πίνακα:


Πιθανοτική θεώρηση της αστοχίας των τεχνικών έργων 9-8

ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑΣ (σε έτη) ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ


(για σπάνια και μή-σπάνια γεγονότα)
Αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας: 10% 5% 1%
Χρήσιμη διάρκεια ζωής του έργου (έτη)
5 48 98 498
10 95 195 995
25 238 488 2488
50 475 975 4975

Δηλαδή, εάν 5% είναι η αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας ενός έργου με χρήσιμη


διάρκεια ζωής 10 ετών, το έργο θα πρέπει να σχεδιασθεί έναντι γεγονότων με μέση
περίοδο επαναφοράς περίπου 200 ετών.
Αντίστοιχα, εάν δίνονται:
1. Η μέση πιθανότητα (po) να συμβεί (εντός ενός έτους) το γεγονός που προκαλεί την
αστοχία του έργου και
2. Η αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας του έργου (p)
τότε, η χρήσιμη ζωή του έργου (t έτη) υπολογίζεται από τη σχέση:
ln(1 − p )
t=
ln(1 − po )

Παράδειγμα εφαρμογής:
Η σήραγγα προσωρινής εκτροπής ενός φράγματος σχεδιάζεται με χρήσιμη διάρκεια ζωής
τριών ετών. Η αποδεκτή πιθανότητα υπερπήδησης του υπό κατασκευήν φράγματος (κατά το
διάστημα των τριών ετών) είναι 10%. Να υπολογισθεί το μέγεθος της πλημμύρας σχεδιασμού της
σήραγγας προσωρινής εκτροπής.

Λύση:
p = 0.10 , n = 3 έτη, οπότε:
po = 1 − 3 1 − 0.10 = 3.45%
δηλαδή το έργο προσωρινής εκτροπής θα πρέπει να σχεδιασθεί για πλημμύρα με πιθανότητα
υπέρβασης 3.45% το έτος, δηλαδή για πλημμύρα με μέση περίοδο επαναφοράς 29 ετών.
Αν κατά την επίλυση είχε χρησιμοποιηθεί η σχέση για σπάνια γεγονότα, τότε:
t 3
to = − =− = 28.5 έτη
ln(1 − p ) ln(1 − 0.10)

ΛΥΜΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Πρόβλημα 1:
Τα φράγματα σχεδιάζονται έναντι υπερπήδησης με τη λεγόμενη πλημμύρα Ν-ετίας. Το
μέγεθος της πλημμύρας αυτής έχει μέση πιθανότητα υπέρβασης 1/Ν σε κάθε συγκεκριμένο έτος,
δηλαδή (ισοδύναμα) η μέση συχνότητα υπέρβασης της πλημμύρας αυτής είναι μια φορά (κατά μέσον
όρο) ανά Ν έτη. Συχνά η περίοδος των Ν ετών αναφέρεται και ως μέση περίοδος επαναφοράς του
συγκεκριμένου γεγονότος. Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η μέση περίοδος επαναφοράς ενός
γεγονότος (Ν έτη) είναι ίση με το αντίστροφο της μέσης πιθανότητας υπέρβασης (p = 1/Ν) του
γεγονότος αυτού στη μονάδα του χρόνου.
Αν θεωρηθεί ότι οι πλημμύρες αυτού του μεγέθους ή μεγαλύτερες συμβαίνουν χρονικά
διαστήματα που ακολουθούν την κατανομή Poisson (δηλαδή είναι σπάνια γεγονότα ανεξάρτητα
μεταξύ τους), τότε η σταθερά της κατανομής Poisson είναι: λ = 1/Ν.
Ας θεωρηθεί λοιπόν ότι ένα φράγμα σχεδιάσθηκε με την πλημμύρα 50-ετίας. Τότε η
πιθανότητα υπερπήδησης του φράγματος εντός διαστήματος 50 ετών (δηλαδή t = 50) είναι:
p ( X > 0) = 1 − e−50 / 50 = 1 − e−1 = 63.2 %
Εάν το φράγμα είχε σχεδιασθεί με την πλημμύρα 100-ετίας, τότε η πιθανότητα υπερπήδησης κατά το
διάστημα των 50 ετών είναι:
p ( X > 0) = 1 − e −50 / 100 = 1 − e −0.5 = 39.3 %
Πιθανοτική θεώρηση της αστοχίας των τεχνικών έργων 9-9

Τέλος, αν το φράγμα είχε σχεδιασθεί με την πλημμύρα 1000-ετίας, τότε η πιθανότητα υπερπήδησης
σε διάστημα 50 ετών είναι:
p ( X > 0 ) = 1 − e −50 / 1000 = 1 − e −0.05 = 4.9 %
Γενικότερα, εάν (Ν) είναι η μέση περίοδος επαναφοράς ενός σπανίου γεγονότος που η
υπέρβασή του προκαλεί αστοχία του έργου, και (n) είναι η διάρκεια της χρήσιμης ζωής του έργου, τότε
η πιθανότητα αστοχίας του έργου κατά τη διάρκεια της χρήσιμης ζωής του είναι:
n

R = 1− e N

Η πιθανότητα αυτή συχνά ονομάζεται κίνδυνος (risk ) αστοχίας του έργου.

Ο ακόλουθος πίνακας παρουσιάζει τυπικές περιπτώσεις εκτίμησης του κινδύνου αστοχίας


ενός έργου:

ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΣΤΟΧΙΑΣ ΕΝΟΣ ΕΡΓΟΥ (%)


Χρήσιμη διάρκεια ζωής (έτη) 5 10 25 50 100
Μέση περίοδος επαναφοράς του
γεγονότος σχεδιασμού (έτη)
50 9.5% 18.1% 39.3% 63.2% 86.5%
100 4.9% 9.5% 22.1% 39.3% 63.2%
250 2% 3.9% 9.5% 18.1% 32.9%
500 1% 2% 4.9% 9.5% 18.1%
1000 0.5% 1% 2.5% 4.9% 9.5%

Δηλαδή, εάν 5% είναι η αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας ενός έργου με χρήσιμη διάρκεια ζωής 50
ετών, το έργου θα πρέπει να σχεδιασθεί έναντι σπάνιων γεγονότων με μέση περίοδο επαναφοράς
περίπου 1000 ετών.
Ας θεωρηθεί ότι στην Ελλάδα υπάρχουν 30 φράγματα που έχουν σχεδιασθεί όλα έναντι της
πλημμύρας 1000-ετίας και συνεπώς το καθένα από αυτά έχει πιθανότητα υπερπήδησης κατά τη
διάρκεια μιας 50-ετίας (χρήσιμη ζωή του έργου): p = 4.9 % σύμφωνα με το παραπάνω αποτέλεσμα.
Στα επόμενα προσδιορίζεται η πιθανότητα να μην αστοχήσει λόγω υπερπήδησης κανένα από τα 30
φράγματα στο διάστημα της επόμενης πεντηκονταετίας.
Ο αριθμός των φραγμάτων που είναι πιθανόν να υπερπηδηθούν στην επόμενη
πεντηκονταετία ακολουθεί τη διωνυμική κατανομή και συνεπώς:
⎛n⎞
p ( X = x ) = ⎜⎜ ⎟⎟ p x (1 − p )
n− x

⎝ x⎠
όπου p = 0.049, n = 30 και (x) είναι ο αριθμός των φραγμάτων που πιθανώς υπερπηδούνται.
Συνεπώς, η πιθανότητα να μην αστοχήσει δι’ υπερπηδήσεως κανένα φράγμα είναι:
⎛ 30 ⎞
p( X = 0) = ⎜⎜ ⎟⎟ p 0 (1 − p ) = (1 − p ) = 22.2 %
30 30

⎝ ⎠0
Συνεπώς, η πιθανότητα να αστοχήσει λόγω υπερπήδησης τουλάχιστον ένα από τα 30 φράγματα είναι
77.8 % (αρκετά μεγάλη πράγματι).

Πρόβλημα 2:
Το μέγεθος (σε μονάδες Richter) των σεισμών στην Ελλάδα θεωρείται ότι κατανέμεται
εκθετικά με παράμετρο r = 2.35, δηλαδή η πιθανότητα όταν συμβεί ένας σεισμός το μέγεθός του (M)
να υπερβαίνει την τιμή (m) είναι:
m

p(M > m ) = e r

και με τη μορφή πίνακα:


Πιθανοτική θεώρηση της αστοχίας των τεχνικών έργων 9-10

Μέγεθος (m) Πιθανότητα υπέρβασης (%)


3 27.90
4 18.23
5 11.91
6 7.78
7 5.09
8 3.32

Επιπλέον, θεωρείται ότι οι σεισμοί μεγάλου μεγέθους είναι σπάνια γεγονότα και συμβαίνουν με
χρονική συχνότητα που ακολουθεί την κατανομή Poisson.
Στην περιοχή του φράγματος του Ευήνου, η μέση συχνότητα εμφάνισης σεισμών μεγέθους
άνω του 3.0 είναι ένας σεισμός ανά έτος, δηλαδή η μέση περίοδος επαναφοράς των σεισμών
μεγέθους Μ > 3.0 είναι Τ = 1 έτος.
Το φράγμα σχεδιάζεται για μια χρήσιμη ζωή 50 ετών και η αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας του
από σεισμό στη διάρκεια της ζωής του δεν πρέπει να υπερβαίνει το 10%. Ζητείται να προσδιορισθεί το
μέγεθος του σεισμού σχεδιασμού του έργου.

Λύση:
Αν θεωρηθεί ότι ο σεισμός σχεδιασμού του έργου είναι σπάνιο γεγονός που ακολουθεί την
κατανομή Poisson και η πιθανότητα να μην υπερβληθεί στη διάρκεια ζωής του έργου θα πρέπει να
είναι 90% (αφού η αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας είναι 10%), τότε:
1 1
p( X = 0) = 0.90 = e −λ to ⇒ λ = − ln (0.90 ) ⇒ λ = − ln (0.90) = 2.1072 × 10−3
to 50
δηλαδή η μέση περίοδος επαναφοράς του σεισμού σχεδιασμού του έργου θα πρέπει να είναι:
1
T= = 474.6 έτη
λ
Ζητείται λοιπόν να προσδιορισθεί το μέγεθος σεισμού με περίοδο επαναφοράς 474.6 ετών όταν είναι
γνωστό ότι σεισμοί μεγέθους άνω του 3.0 έχουν περίοδο επαναφοράς ενός έτους.
Κατά την κατανομή Poisson, η πιθανότητα υπέρβασης ενός σεισμού μεγέθους (m) εντός
χρονικού διαστήματος (t) είναι:
t

p(M > m ) = e −λ t = 1 − e T
όπου (λ) είναι η σταθερά της κατανομής και Τ = 1/λ είναι η μέση περίοδος επαναφοράς του σεισμού
σχεδιασμού του έργου. Η παραπάνω σχέση ισχύει για ισχυρούς σεισμούς (σπάνια γεγονότα). Για
ασθενείς σεισμούς αντίστοιχα ισχύει:
t
⎛ 1⎞
p(M > m ) = 1 − ⎜1 − ⎟
⎝ T⎠
Επιπλέον, θεωρήθηκε παραπάνω ότι τα μεγέθη των σεισμών που συμβαίνουν σε κάποιο χρονικό
διάστημα κατανέμονται εκθετικά και συνεπώς:
p(M > m1 ) e−m1 r 1 − (1 − 1 T1 )
t
= −m2 r =
p(M > m2 ) e 1− e −t T2

όπου (Τ1, Τ2) είναι οι μέσες περίοδοι επαναφοράς των σεισμών μεγέθους (m1, m2). Από την ανωτέρω
σχέση προκύπτει ότι:
1 − (1 − 1 T1 )
t
e (m2 −m1 ) r =
1 − e −t T2
Εφαρμόζοντας την ανωτέρω σχέση για: m1 = 3, Τ1 = 1 έτος, Τ2 = 474.6 έτη, r = 2.35 και για χρονικό
διάστημα t = 50 έτη, προκύπτει: m2 = 8.4, δηλαδή ο σεισμός σχεδιασμού του έργου θα πρέπει να έχει
μέγεθος 8.4.
Αν θεωρηθεί ότι ο σχεδιασμός του φράγματος για σεισμό μεγέθους 8.4 είναι αντι-οικονομικός
και επιλεγεί ως σεισμός σχεδιασμού ένας σεισμός μεγέθους Μ = 8.0, ζητείται να προσδιορισθεί η
πιθανότητα αστοχίας του φράγματος λόγω σεισμού μεγέθους Μ = 8.0 σε διάστημα 50 ετών.
Εφαρμογή της παραπάνω σχέσης με: m1 = 3, Τ1 = 1 έτος, t = 50 έτη, m2 = 8, r = 2.35 δίνει Τ2
= 394.2 έτη, δηλαδή ότι ο σεισμός μεγέθους Μ = 8.0 έχει περίοδο επαναφοράς 394.2 ετών. Συνεπώς,
εάν το φράγμα σχεδιασθεί έναντι σεισμού μεγέθους Μ = 8.0, η πιθανότητα αστοχίας κατά τη διάρκεια
της χρήσιμης ζωής του θα είναι:
t 50
− −
p(M > 8.0) = 1 − e T
= 1− e 394.2
= 11.9%
Πιθανοτική θεώρηση της αστοχίας των τεχνικών έργων 9-11

που προφανώς είναι ελαφρώς μεγαλύτερη από τη θεωρούμενη ως αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας
(10%).

Πρόβλημα 3:
Ένα διυλιστήριο πετρελαιοειδών διαθέτει n = 30 δεξαμενές αποθήκευσης καυσίμων. Οι
δεξαμενές αυτές έχουν προσδοκώμενη μέση διάρκεια ζωής to = 30 έτη, δηλαδή η μέση περίοδος
εμφάνισης διαρροών είναι 30 έτη. Η χρήσιμη ζωή των δεξαμενών (δηλαδή ο χρόνος μέχρι την
αντικατάστασή τους) προσδιορίζεται από τη συνθήκη ότι η πιθανότητα εμφάνισης διαφυγών κατά τη
διάρκεια της χρήσιμης ζωής τους δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το p = 25 % (αποδεκτή πιθανότητα
αστοχίας). Το κόστος της επισκευής μιας δεξαμενής σε περίπτωση εμφάνισης διαφυγών είναι C = 106
δρχ. Να προσδιορισθεί το μέσο αναμενόμενο ετήσιο κόστος του διυλιστηρίου για την επισκευή των
δεξαμενών από διαρροές. Να προσδιορισθεί επίσης το αντίστοιχο κόστος του διυλιστηρίου σε
περίπτωση που οι δεξαμενές αντικαθίστανται σε τακτικότερα διαστήματα (π.χ. όταν p = 15%).

Λύση:
Στην περίπτωση που η αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας της κάθε δεξαμενής είναι p = 25%, η
διάρκεια της χρήσιμης ζωής (δηλαδή ο χρόνος μέχρι την αντικατάσταση) κάθε δεξαμενής θα πρέπει
να είναι:
t = −to ln (1 − p ) = −30 × ln (1 − 0.25) = 8.63 έτη
Κατά τη διάρκεια της χρήσιμης ζωής των δεξαμενών του διυλιστηρίου (8.63 έτη), τα πιθανά
ενδεχόμενα, οι αντίστοιχες πιθανότητες και το κόστος επισκευής για κάθε ενδεχόμενο είναι:

Ενδεχόμενο Πιθανότητα Κόστος επισκευής


ουδεμία δεξαμενή αστοχεί p(0) C0 = 0
μiα δεξαμενή αστοχεί p(1) C1 = C
2 δεξαμενές αστοχούν p(2) C 2 = 2*C
. . .
. . .
. . .
30 δεξαμενές αστοχούν p(30) C2 = 30*C

όπου:
⎛ 30 ⎞
p( x ) = ⎜⎜ ⎟⎟ p x (1 − p )
30− x

⎝x⎠
Οπότε το συνολικό αναμενόμενο κόστος θα είναι:
CT = Co p(0) + C1 p(1) + ... + C3o p(30) =
= C ⋅ {0 ⋅ p(0 ) + 1 ⋅ p(1) + ... + 30 ⋅ p(30 )} =
= 30 ⋅ C ⋅ p = 30 × 106 × 0.25 = 7.500.000 δρχ .
και συνεπώς το μέσο ετήσιο αναμενόμενο κόστος θα είναι:
C΄ = 7.500.000 / 8.63 = 869.061 δρχ/έτος
Αντίστοιχα, εάν p = 0.15, τότε με την παραπάνω μεθοδολογία προκύπτει ότι: t = 4.88 έτη
6
Ct = 30 x 10 x 0.15 = 4.500.000 δρχ.
και:
C΄ = 4.500.000 / 4.88 = 922.131 δρχ/έτος
δηλαδή η μείωση της μέσης πιθανότητας αστοχίας προκαλεί αύξηση του μέσου ετήσιου κόστους
συντήρησης.

Από το ανωτέρω παράδειγμα προκύπτει το (προφανές) συμπέρασμα ότι η μείωση της


αποδεκτής πιθανότητας αστοχίας των έργων συνεπάγεται αυξημένο κόστος. Επιπλέον, προέκυψε ότι,
αν μοναδική συνιστώσα του “κόστους” της αστοχίας του έργου είναι το κόστος επισκευής ή
αντικατάστασής του, τότε από καθαρά λογιστική άποψη συμφέρει η επισκευή ή αντικατάσταση των
έργων να γίνεται στα κατά το δυνατόν μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα
η αύξηση του χρόνου αντικατάσταστης των δεξαμενών από 4.88 έτη σε 8.63 έτη μείωσε το ετήσιο
κόστος από 922131 δρχ. σε 869061 δρχ. Βεβαίως, η αντικατάσταση των δεξαμενών σε μεγαλύτερο
χρονικό διάστημα συνεπάγεται αύξηση της πιθανότητας αστοχίας κάθε δεξαμενής (στο συγκεκριμένο
παράδειγμα από 15% σε 25%). Συνήθως, η αυξημένη πιθανότητα αστοχίας περιλαμβάνει και ένα
Πιθανοτική θεώρηση της αστοχίας των τεχνικών έργων 9-12

πρόσθετο κόστος λόγω της ανάγκης αποκατάστασης των ζημιών που θα προκληθούν από την
ενδεχόμενη αστοχία.

Πρόβλημα 4:
Ο πυθμένας ταμιευτήρα αποθήκευσης τοξικών αποβλήτων επιφάνειας κατόψεως 30
στρεμμάτων έχει επενδυθεί με συνθετική στεγανωτική μεμβράνη PVC πάχους 2 mm. Κάτω από τη
μεμβράνη έχει κατασκευασθεί συμπυκνωμένη αργιλική στρώση πάχους 1.20 m. Η αργιλική στρώση
υπέρκειται καρστικών ασβεστολίθων που επικοινωνούν ελευθέρως με τον υδροφορέα της περιοχής.
Η συνθετική μεμβράνη αποτελείται από λωρίδες πλάτους 4 μέτρων και μήκους 20 μέτρων
που έχουν συγκολληθεί με διπλή ραφή. Λόγω τυχαίων σφαλμάτων κατά τη συγκόλληση των φύλλων,
οι ραφές δεν είναι πλήρως στεγανές αλλά κατά θέσεις έχουν οπές. Η εμπειρία δείχνει ότι η κατανομή
του αριθμού των οπών ακολουθεί την κατανομή Poisson (δηλαδή είναι σπάνια γεγονότα) με μέση τιμή
μια (1) οπή ανά τέσσερα στρέμματα μεμβράνης.
Συνέπεια της ύπαρξης μιας οπής στη στεγανωτική μεμβράνη του πυθμένα του ταμιευτήρα
είναι η διαφυγή αποβλήτων διαμέσου της οπής προς την υποκείμενη συμπυκνωμένη αργιλική
στρώση. Λόγω αλληλεπίδρασης των τοξικών αποβλήτων με τα αργιλικά πλακίδια, η άργιλος βαθμιαία
αχρηστεύεται λόγω διόγκωσης και η διαπερατότητά της αυξάνει σημαντικά. Η διόγκωση της αργίλου
αρχίζει από την ανώτερη επιφάνεια της στρώσης και βαθμιαία προχωρεί προς τα κάτω.
Η προβλεπόμενη διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου ταμιευτήρα αποβλήτων είναι 20 έτη.
Πειράματα έχουν δείξει ότι μετά από 20-ετή έκθεση στα τοξικά απόβλητα, το πάχος της αργιλικής
στρώσης που αχρηστεύεται λόγω διόγκωσης έχει εκθετική κατανομή με μέση τιμή m = 20 cm, δηλαδή:
p (D > d ) = e −d m
σχέση που δίνει την πιθανότητα το πάχος της ζώνης της αργίλου που έχει αχρηστευθεί (μετά από 20-
ετή έκθεση σε τοξικά απόβλητα) να υπερβαίνει την τιμή d (σε cm). Η παραπάνω σχέση δίνει τις τιμές
του ακόλουθου πίνακα:

d (cm) p ( D > d)
0 1.00
20 0.368
30 0.223
40 0.135
60 0.0497
80 0.0183
100 0.00674

Για παράδειγμα, μετά 20-ετή έκθεση στα τοξικά απόβλητα, υπάρχει πιθανότητα 5% να έχει
αχρηστευθεί η άργιλος σε πάχος μεγαλύτερο από 60 cm.

Λόγω της τοπικής μείωσης του ενεργού πάχους της αργιλικής στεγανωτικής στρώσης, και για
να αποφευχθεί το φαινόμενο της διασωλήνωσης4 (piping) του υπολειπόμενου πάχους της αργιλικής
στρώσης θα πρέπει να μειωθεί το βάθος των αποβλήτων στον ταμιευτήρα. Με τον τρόπο αυτό θα
μειωθεί η υδραυλική κλίση και συνεπώς θα μειωθεί ο κίνδυνος ανάπτυξης του φαινομένου της
διασωλήνωσης. Συγκεκριμένα, είναι επιθυμητό να διατηρηθεί η ίδια τιμή της υδραυλικής κλίσης (i)
εντός της αργίλου πριν και μετά την αχρήστευση μέρους της αργιλικής στρώσης, ώστε να διατηρηθεί ο
ίδιος βαθμός ασφάλειας έναντι διασωλήνωσης. Έστω:
Ho = αρχικό επιτρεπόμενο βάθος αποβλήτων στον ταμιευτήρα = 12 m
L = 1.20 m = αρχικό πάχος αργιλικής στρώσης
d = πάχος της αργίλου που έχει αχρηστευθεί λόγω διόγκωσης μέσω της έκθεσης στα
απόβλητα. Αντιστοιχεί στην τυχαία μεταβλητή D.
h = επιτρεπόμενο βάθος αποβλήτων στον ταμιευτήρα που αντιστοιχεί σε ενεργό πάχος
αργίλου (L - d). Αντιστοιχεί στην τυχαία μεταβλητή Η.
Συνεπώς, το βάθος (h) υπολογίζεται ως εξής:
Ho h ⎛H ⎞
io = = ⇒ h = H o − ⎜ o ⎟d
L L−d ⎝ L ⎠

4
κατά το φαινόμενο αυτό, λόγω υψηλής τιμής της υδραυλικής κλίσης, γίνεται έκπλυση της αργίλου,
με συνέπεια την απότομη αύξηση των διαφυγών. Το φαινόμενο επιταχύνεται με την πάροδο του
χρόνου λόγω της συνεχιζόμενης έκπλυσης της αργίλου προς τα υποκείμενα στρώματα.
Πιθανοτική θεώρηση της αστοχίας των τεχνικών έργων 9-13

⎛ L ⎞
Ισοδύναμα, ισχύει: d = L − ⎜ ⎟⎟h

⎝ Ho ⎠
Με βάση τα ανωτέρω, ζητείται να προσδιορισθεί η συνάρτηση κατανομής του βάθους των αποβλήτων
στον ταμιευτήρα, δηλαδή η πιθανότητα αστοχίας του πυθμένα του ταμιευτήρα λόγω διασωλήνωσης,
συναρτήσει του βάθους των αποβλήτων στον ταμιευτήρα.

Λύση:
Η αστοχία του πυθμένα του ταμιευτήρα λόγω διασωλήνωσης του τμήματος της αργιλικής
στρώσης που απομένει μετά την αχρήστευση μέρους της αργίλου από τα τοξικά απόβλητα είναι ένα
ενδεχόμενο που εκφράζεται από τη σχέση: i > io ⇒ H > h = H o − (H o L )d . Το συμπληρωματικό
ενδεχόμενο (Η < h), δηλαδή η μή-αστοχία του πυθμένα του ταμιευτήρα μπορεί να συμβεί όταν και
μόνον όταν συμβαίνει ένα από τα επόμενα:
1. Ο πυθμένας της δεξαμενής δεν έχει καμμία οπή, δηλαδή Χ = 0, όπου Χ είναι ο αριθμός των οπών.
2. Ο πυθμένας της δεξαμενής έχει μια οπή (Χ = 1) και ταυτόχρονα, το αχρηστευθέν πάχος της
αργίλου στη θέση εκείνη είναι μικρότερο από το ελάχιστο απαιτούμενο για να μην συμβεί
διασωλήνωση, δηλαδή (D1 < d).
3. Ο πυθμένας έχει δυο οπές (Χ = 2) και στις θέσεις των δυο οπών D1 < d και D2 < d.
4. Ως άνω για Χ = 3, D1 < d, D2 < d, D3 < d.
5. κλπ.
Σημειώνεται ότι τα παραπάνω ενδεχόμενα είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα (ξένα μεταξύ τους). Επίσης
σε κάθε περίπτωση (π.χ. Χ = 3, D1 < d, D2 < d, D3 < d), οι συνθήκες αυτές είναι ανεξάρτητες μεταξύ
τους. Επίσης: p (D1 < d ) = p (D2 < d ) = ... = p (Dn < d ) = p (D < d ) = 1 − e −d m . Τέλος:
⎛ L ⎞ ⎛ 1⎛ L ⎞⎞
p (D < d ) = p⎜⎜ D < L − h ⎟⎟ = 1 − exp⎜⎜ − ⎜⎜ L − h ⎟⎟ ⎟⎟
⎝ Ho ⎠ ⎝ m ⎝ H o ⎠⎠
Σύμφωνα με τα παραπάνω:
p (H < h ) = p ( X = 0 ) + p ( X = 1) ⋅ p (D < d ) +
p ( X = 2 ) ⋅ p (D < d ) ⋅ p ( D < d ) +
p ( X = 3) ⋅ {p (D < d )} + ...
3

Αλλά κατά την κατανομή Poisson:

p ( X = n ) = e −λ t
(λ t )n
n!
όπου λ = 0.25 οπές/στρέμμα και t = 30 στρέμματα, δηλαδή: λ t = 7.5. Συνδυάζοντας τις ανωτέρω σχέσεις
προκύπτει:

p (H < h ) = e −λ t ∑
(λ t )n ⋅ {p(D < d )}n = e −λ t ⋅ e(λ t ){p ( D<d )}
n =0 n!
και τελικώς, η πιθανότητα μή-αστοχίας του πυθμένα για βάθος αποβλήτων (h) είναι ίση με:
⎧⎪ ⎡ 1⎛ L ⎞⎤ ⎫⎪
p (H < h ) = exp ⎨− (λ t ) exp ⎢ − ⎜⎜ L − h ⎟⎥ ⎬
⎪⎩ ⎣ m⎝ H o ⎟⎠⎦ ⎪⎭
Εφαρμογή για λ t = 7.5, m = 20 cm, L = 120 cm, Ηο = 12 m δίνει:

Βάθος αποβλήτων Πιθανότητα μή-αστοχίας, Πιθανότητα


στον ταμιευτήρα h (m) δηλαδή: p(H < h) αστοχίας
12 0.0006 ≈ 0 ≈1
10 0.063 0.937
8 0.362 0.638
6 0.688 0.312
5 0.797 0.203
4 0.872 0.128
3 0.920 0.08
2 0.951 0.049
1 0.970 0.030
Πιθανοτική θεώρηση της αστοχίας των τεχνικών έργων 9-14

Κατά συνέπεια, αναλόγως της αποδεκτής πιθανότητας αστοχίας του πυθμένα, θα πρέπει να μειωθεί
το βάθος των αποβλήτων στον ταμιευτήρα. Αν για παράδειγμα η αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας του
πυθμένα (και συνεπώς ρύπανσης του υποκείμενου υδροφορέα) είναι 10%, τότε το βάθος των
αποβλήτων στον ταμιευτήρα θα πρέπει να μειώνεται βαθμιαία από 12 m στην αρχή έως 3.50 m μετά
την πάροδο εικοσαετίας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

A. Στοιχεία εδαφολογίας

A.1 Σχηματισμός του εδάφους


Στην Περιβαλλοντική Γεωτεχνική, ως "έδαφος" νοούνται οι ανώτερες στρώσεις
του φλοιού της γης οι οποίες λόγω της αποσάθρωσης και της δράσης οργανισμών
μπορούν να υποστηρίξουν την ανάπτυξη φυτών. Οι υποκείμενες του εδάφους
στρώσεις του ανώτερου φλοιού αποτελούν το "υπέδαφος". Το υπέδαφος από
τεχνικής απόψεως διακρίνεται σε μαλακούς και βραχώδεις σχηματισμούς
(πετρώματα) που μελετώνται από την Εδαφομηχανική και Βραχομηχανική
αντιστοίχως. Οι βραχώδεις σχηματισμοί διακρίνονται σε πυριγενείς (που έχουν
προέλθει από την πήξη μάγματος), ιζηματογενείς (που έχουν προέλθει από τη
γεωλογική διαγένεση μαλακών ιζημάτων) και μεταμορφωσιγενείς (που έχουν
προέλθει από τη μεταμόρφωση πυριγενών και ιζηματογενών πετρωμάτων υπό
συνθήκες μεγάλων πιέσεων και θερμοκρασιών). Οι μαλακοί σχηματισμοί
προέρχονται από την αποσάθρωση βραχωδών σχηματισμών και διακρίνονται σε
αλλουβιακούς (δηλαδή προϊόντα αποσάθρωσης βράχων που έχουν μεταφερθεί από
το νερό και έχουν αποτεθεί ως ιζήματα στους πυθμένες θαλασσών και λιμνών σε
σχετικώς πρόσφατες γεωλογικές περιόδους και συνεπώς δεν έχουν υποστεί
αξιόλογη διαγένεση) και υπολειμματικούς (δηλαδή χαλαρά προϊόντα της
αποσάθρωσης βραχωδών σχηματισμών που έχουν αποτεθεί επιτόπου στις βάσεις
των κλιτύων, χωρίς προηγούμενη μεταφορά από το νερό).
Οι σχηματισμοί που αποτελούν το έδαφος και το υπέδαφος συνίστανται από
ορυκτά (minerals), δηλαδή ανόργανα υλικά με σταθερή χημική σύνθεση και
συγκεκριμένες χημικές ιδιότητες. Οι βραχώδεις και μαλακοί σχηματισμοί
αποτελούνται από ποικίλα ορυκτά σε διάφορες αναλογίες και συνεπώς έχουν
μεταβλητή σύνθεση και χημικές ιδιότητες.
Η αποσάθρωση των βραχωδών σχηματισμών προκαλείται από ποικίλους
παράγοντες και κυρίως κλιματικούς (βροχή, άνεμος, θερμοκρασιακές μεταβολές),
χημικούς (επίδραση χημικών διαλυμάτων που διακινούνται μέσω του υπόγειου νερού
ή υδροθερμικών διαλυμάτων που διακινούνται μέσω των ρωγμών των πετρωμάτων)
ή οργανικούς (ριζικό σύστημα των φυτών, βακτηρίδια). Οι ανωτέρω παράγοντες είτε
προκαλούν μηχανική καταπόνηση και φθορά των πετρωμάτων είτε προκαλούν
χημική εξαλλοίωση κατά την οποία τροποποιείται η χημική σύνθεση των ορυκτών και
προκύπτουν ουσίες με διαφορετική σύσταση και ιδιότητες. Ο ακόλουθος πίνακας
περιλαμβάνει τα κυριότερα ορυκτά και τα συνήθη προϊόντα της χημικής τους
εξαλλοίωσης (αποσάθρωσης).

Οι άστριοι απαντώνται σε αφθονία στην επιφάνεια της γης. Τα ορθόκλαστα


είναι ο πιο συχνός άστριος σε εδάφη, ενώ ο αλβίτης και τα πλαγιόκλαστα
συναντώνται σε πολύ μικρότερες ποσότητες. Όπως δείχνει ο πίνακας, οι άστριοι
συνεισφέρουν μεγάλες ποσότητες καλίου και μικρότερες ποσότητες νατρίου και
ασβεστίου στα εδάφη.
A-2 Στοιχεία εδαφολογίας

Οι αμφιβολίτες και πυρόξενοι ευρίσκονται σε μικρότερες ποσότητες από τους


άστριους, αποσαθρώνονται εύκολα και παρέχουν στα εδάφη σημαντικές ποσότητες
ασβεστίου, μαγνησίου, νατρίου και ολίγου σιδήρου.
Οι μαρμαρυγίες είναι κοινά ορυκτά που σχηματίζονται από φύλλα που είναι
σχετικά διαφανή όταν είναι λεπτά. Ο ανοιχτόχρωμος μοσκοβίτης αποτελεί τον πιο
συνήθη μαρμαρυγία ενώ ο σκουρόχρωμος βιοτίτης είναι πιο σπάνιος. Καθώς
αποσαθρώνονται, οι μαρμαρυγίες συνεισφέρουν στα εδάφη κυρίως κάλιο. Αξίζει να
σημειωθεί ότι, σε παλαιότερα εδάφη, απαντώνται πολύ μικρές ποσότητες βιοτίτη διότι
αυτός αποσαθρώνεται πολύ γρηγορότερα από τον μοσκοβίτη.
Τα πυριτικά ορυκτά είναι εξαιρετικής γεωλογικής και εδαφολογικής σημασίας
δεδομένου ότι ο χαλαζίας και η άμμος είναι τα πιο διαδεδομένα ορυκτά στην γη. Τα
πυριτικά ορυκτά χαρακτηρίζονται από μεγάλη σκληρότητα και εξαιρετική αντοχή στην
αποσάθρωση, γιαυτό αυτά τα ορυκτά ευρίσκονται σε εδάφη ακόμα και όταν άλλα
ορυκτά έχουν αποσαρθρωθεί πλήρως. Ο κριστοβαλίτης και ο χαλκηδόνιος
απαντώνται σε μικρότερες ποσότητες και είναι ήσσονος σημασίας στα εδάφη, είναι
ενδιαφέρον όμως να αναφερθεί ότι ο χαλκηδόνιος, σε καθαρή μορφή, είναι
ημιπολύτιμη πέτρα εξαιρετικής ομορφιάς.
Από τα τέσσερα οξείδια του σιδήρου, ο αιματίτης και κυρίως ο λιμονίτης
ευρίσκονται σε μεγαλύτερες ποσότητες από τον γκαιτίτη και τον μαγνητίτη. Τα ορυκτά
αυτά απελευθερώνουν σίδηρο και προσδίδουν στον έδαφος χαρακτηριστικές
κοκκινοκίτρινες αποχρώσεις (κοκκινόχωμα).
Τέλος, τα ανθρακικά άλατα (carbonates) αποσαθρώνονται πολύ εύκολα και
έτσι στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν ήδη εκπλυθεί από το έδαφος.
Από τα λοιπά ορυκτά, το υδροξείδιο του αργιλίου συνεισφέρει το μεγαλύτερο
μέρος του αργιλίου που ανευρίσκεται στα εδάφη. Ο απατίτης δεν απαντάται πολύ
συχνά αλλά αποτελεί μια σημαντική πηγή φωσφόρου. Ο τουρμαλίνης συναντάται σε
μικρές ποσότητες αλλά είναι σχεδόν η μοναδική πηγή του εδαφικού βορίου, το οποίο
είναι κατά κανόνα ανεπαρκές σε Μεσογειακά εδάφη· σε ελαιώνες, για παράδειγμα,
έλλειψη βορίου προκαλεί μερική ξήρανση του φυλλώματος. Το ζιρκόνιο (που
αποτελεί ημιπολύτιμο λίθο) είναι αρκετά σκληρό και ανθεκτικό στην αποσάθρωση,
έτσι απαντάται ακόμα και σε παλαιότερα εδάφη. Ο θειούχος σίδηρος, με την
χαρακτηριστική γυαλιστερή κίτρινη απόχρωση που του δίνει μεγάλη ομοιότητα με τον
χρυσό, παρέχει σίδηρο και θείο στα εδάφη. Τέλος, ο γύψος αποσαθρώνεται εύκολα,
παρέχει ασβέστιο και θείο στα εδάφη, προκαλεί δε πτώση του pH.
Σχηματισμός του εδάφους A-3

ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΧΗΜΙΚΗΣ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΟΡΥΚΤΩΝ


Ορυκτό Προϊόντα χημικής αποσάθρωσης
Άστριοι (feldspars):
ορθόκλαστα (orthoclase) απελευθερώνεται κάλιο, σχηματίζεται άργιλος
αλβίτης (albite) απελευθερώνεται νάτριο, σχηματίζεται άργιλος
πλαγιόκλαστα (plagioclase) απελευθερώνεται νάτριο και ασβέστιο, σχηματίζεται
άργιλος
Αμφιβολίτες (amphiboles):
κερατόλιθος (hornblende) απελευθερώνεται ασβέστιο, μαγνήσιο, νάτριο και λίγος
σίδηρος
Πυρόξενοι (pyroxenes):
αυγίτης (augite) απελευθερώνεται ασβέστιο, μαγνήσιο και λίγος σίδηρος
Μαρμαρυγίες (micas):
μοσχοβίτης (muscovite), απελευθερώνεται κάλιο, σχηματίζεται άργιλος
βιοτίτης (biotite)
Πυριτικά ορυκτά (silica):
χαλαζίας (quartz), κριστοβαλίτης εξαιρετική ανθεκτικότητα σε αποσάθρωση,
(cristobilite), χαλκηδόνιος (chalcedony) σχηματίζεται άμμος
Οξείδια σιδήρου (iron oxides):
αιματίτης (hematite), λιμονίτης (limonite), απελευθερώνεται σίδηρος, σχηματίζονται
γκαιτίτης (geothite), μαγνητίτης κοκκινοκίτρινες αποχρώσεις
(magnetite)
Ανθρακικά ορυκτά (carbonates):
καλσίτης (calcite) απελευθερώνεται ασβέστιο, σχηματίζονται
ασβεστόλιθοι
δολομίτης (dolomite) απελευθερώνεται ασβέστιο και μαγνήσιο,
σχηματίζονται δολομιτικοί άμμοι
Άλλα ορυκτά:
υδροξείδιο του αργιλίου (gibbsite) απελευθερώνεται αργίλιο
απατίτης (apatite) απελευθερώνεται φωσφόρος
τουρμαλίνης (tourmaline) απελευθερώνεται βόριο
ζιρκόνιο (zircon) ανθεκτικότητα σε αποσάθρωση
θειούχος σίδηρος (pyrite) απελευθερώνεται σίδηρος και θείο
γύψος (gypsum) απελευθερώνεται ασβέστιο και θείο, δημιουργούνται
όξινα εδάφη
Άργιλοι (clay minerals):
καολινίτης (kaolinite), μοντμοριλονίτης απαντώνται στα περισσότερα εδάφη και είναι υπεύθυνα
(montmorillonite), βερμικουλίτης για τις φυσικοχημικές ιδιότητές τους
(vermiculite), ιλλίτης (illite)

Αργιλικά ορυκτά (clay minerals). Τα ορυκτά που αναφέρθηκαν ανωτέρω


αποτελούν στην ουσία πρωτογενή ορυκτά που σχηματίζονται όταν τα χημικά στοιχεία
που τα αποτελούν ενώνονται σε κρυσταλλική μορφή. Καθώς τα πρωτογενή αυτά
ορυκτά αποσαθρώνονται, σχηματίζονται οι άργιλοι (clay minerals) που συνεπώς
μπορούν να θεωρηθούν δευτερογενή ορυκτά και απαντώνται ευρέως στα εδάφη.
Συνήθη αργιλικά ορυκτά είναι ο καολινίτης (που στην Ελλάδα απαντάται μόνο σε
παλαιοτροπικά εδάφη), μοντμοριλονίτης, βερμικουλίτης και ιλλίτης, που
παρουσιάζονται στο κάτω μέρος του προηγούμενου πίνακα.
Οι άργιλοι είναι υπεύθυνοι για τις περισσότερες φυσικές και χημικές ιδιότητες
του εδάφους, έχουν επομένως εξαιρετική εδαφολογική και περιβαλλοντική σημασία
και συζητούνται αναλυτικά σε άλλες ενότητες του παρόντος εγχειριδίου.
Πυριγενή πετρώματα που έχουν σκούρα απόχρωση (όπως ο γάββρος και ο
βασάλτης) περιέχουν σκουρόχρωμα σιδηρομαγνητικά υλικά όπως βιοτίτη, αυγίτη και
κερατόλιθο. Τέτοια πετρώματα περιέχουν μεγάλες ποσότητες ασβεστίου, σιδήρου,
μαγνησίου και καλίου, οπότε και τα εδάφη που γεννώνται από τα πετρώματα αυτά
A-4 Στοιχεία εδαφολογίας

είναι πλούσια σε αυτά τα χημικά στοιχεία που ταυτόχρονα αποτελούν θρεπτικές


ουσίες (nutrients) για τους φυτικούς οργανισμούς. Ανοιχτόχρωμα πετρώματα
περιέχουν υψηλό ποσοστό χαλαζία, όπως ο γρανίτης και ο οψιδιανός. Τέτοια
πετρώματα γεννούν εδάφη πλούσια σε χαλαζία και φτωχά σε θρεπτικές ουσίες. Η
υφή των πυριγενών πετρωμάτων ποικίλλει: ο γρανίτης και ο γάββρος για παράδειγμα
έχουν αδρή υφή ενώ ο οψιδιανός και ο βασάλτης είναι λείοι. Πετρώματα με αδρή
επιφάνεια παράγουν εδάφη με υψηλό περιεχόμενο χονδρόκοκκων συστατικών, ενώ
πετρώματα με λεία επιφάνεια παράγουν εδάφη με υψηλή περιεκτικότητα σε
λεπτόκοκκα συστατικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα λεπτόκοκκα εδάφη χαρακτηρίζονται
από μεγαλύτερη ειδική επιφάνεια των εδαφικών σωματιδίων.
Βάσει των ανωτέρω, από τον προηγούμενο πίνακα συμπεραίνεται ότι εδάφη
που προέρχονται από γρανίτη (συνήθως γρανιτικοί άμμοι που απαντώνται ευρέως
π.χ. στην Χαλκιδική) είναι χονδρόκοκκα, περιέχουν πολύ χαλαζία και είναι φτωχά σε
ανόργανες θρεπτικές ουσίες. Αντίθετα, εδάφη που προέρχονται από βασάλτη, είναι
ενδιάμεσης μέχρι και λεπτής κοκκομετρικής σύστασης, περιέχουν σχετικά λίγο
χαλαζία και έχουν μεγαλύτερες ποσότητες θρεπτικών συστατικών.
Όσον αφορά τα ιζηματογενή (sedimentary) πετρώματα, αξίζει να σημειωθεί ότι
ενώ αποτελούν μόνο ένα εικοστό του συνολικού όγκου των πετρωμάτων του
ανώτερου τμήματος του φλοιού της γης, εν τούτοις καλύπτουν τα τρία τέταρτα του
εδάφους. Στην Ελλάδα, ένα μεγάλο μέρος της επιφάνειας της γης καλύπτεται από
ιζηματογενή πετρώματα.
Ο επόμενος πίνακας παρουσιάζει τα κυριότερα ιζηματογενή πετρώματα από
τα οποία παράγονται εδαφικά υλικά μέσω των μηχανισμών της αποσάθρωσης.

Πέτρωμα Σύσταση Όψη Παράγωγο έδαφος


ασβεστόλιθος δολομίτης ή λευκό, γκρι, κίτρινο, ανοικτό βασικά εδάφη πλούσια σε
(limestone) καλσίτης κόκκινο ασβέστιο και μαγνήσιο
μάργα (marle) ασβεστούχος λευκή έως ερυθρόμαυρη ασβεστούχα βασικά εδάφη
άργιλος (ορφνά και ρεντζίνες)
ψαμμίτης κυρίως χαλαζίας λευκό, καφέ, κεραμιδί όξινα εδάφη που εκπλύνονται
(sandstone) εύκολα και είναι φτωχά σε
θρεπτικές ουσίες
σχιστόλιθος άργιλοι, λίγος στρωματοποιημένη όψη, εξαρτάται από το περιεχόμενο
(shale) χαλαζίας και αποχρώσεις ανάλογα με τα χαλαζία και σιδηρομαγνητικών
οργανικό υλικό ορυκτά που περιέχονται ορυκτών
κροκαλοπαγή ποικίλει συγκολλημένα χαλίκια και ποικίλουν, συνήθως
(conglomerate) κομμάτια βράχων χονδρόκοκκα με πολλά χαλίκια

A.2 Είδη εδαφών


A.2.1 Αλλούβια
Οι αλλουβιακές αποθέσεις έχουν στο γεωλογικό παρελθόν παρασυρθεί από
τρεχούμενο νερό (π.χ. χειμάρρους) και έχουν αποτεθεί στους πυθμένες θαλασσών ή
λιμνών. Η διάκριση αυτή είναι σημαντική από εδαφογενετικής πλευράς διότι οι
αποθέσεις αυτές καταλήγουν σε διαφορετικού τύπου εδάφη.
Τρία είδη αλλουβιακών αποθέσεων αποτελούν συνήθη μητρικά υλικά για
εδαφογένεση: κώνοι αποθέσεως που σχηματίζουν αλλουβιακά ριπίδια (alluvial fans),
πλημμυρικές ζώνες (floodplains) και δέλτα ποταμών (deltas).
Αλλουβιακά ριπίδια. Καθώς το νερό ενός χειμάρρου κυλάει στην πλαγιά ενός
βουνού, αυξάνει η ταχύτητά του και παρασύρει σημαντικές ποσότητες φερτών
υλικών. Όταν ο χείμαρρος φθάσει σε πεδιάδα, η ταχύτητα του νερού μειώνεται
Είδη εδαφών A-5

ξαφνικά, με αποτέλεσμα να αποτεθούν ως ιζήματα τα μεταφερόμενα φερτά υλικά. Οι


κώνοι αποθέσεως που δημιουργούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκαλούνται
αλλουβιακά ριπίδια (“ριπίδιο” σημαίνει βεντάλια).
Τα εδάφη που προέρχονται από αλλουβιακές αποθέσεις δεν είναι εξελιγμένα
(δεν παρουσιάζουν δηλαδή ορίζοντες), κατά κανόνα δε χαρακτηρίζονται από καλή
αποστράγγιση. Η σύσταση αυτών των εδαφών εξαρτάται από τα ορυκτά και
πετρώματα που ευρίσκονται στις ανάντη πλαγιές από τις οποίες ο χείμαρρος
παρασύρει φερτά υλικά.
Πλημμυρικές ζώνες. Ενώ τα αλλουβιακά ριπίδια απαντώνται σε πλαγιές βουνών και
λόφων, σε πεδιάδες που διασχίζονται από ποταμούς απαντώνται πλημμυρικές
ζώνες. Με την δημιουργία μαιάνδρων από την κοίτη ενός ποταμού, δημιουργείται με
την πάροδο του χρόνου η ευρεία επίπεδη ζώνη που αποκαλείται πλημμυρική ζώνη
του ποταμού, η οποία καλύπτεται από αποκαλούμενα παρόχθια έλη, και γεμίζει με
νερό σε περιπτώσεις πλημμύρας. Καθώς τα πλημμυρικά νερά του ποταμού βγαίνουν
από την κοίτη του, η ταχύτητά τους μειώνεται με αποτέλεσμα την απόθεση των
φερτών υλικών που μεταφέρουν. Με την πάροδο του χρόνου και μετά από πολλές
διαδοχικές πλημμύρες, η πλημμυρική ζώνη που περιβάλλει την κοίτη του ποταμού
καλύπτεται από φερτά υλικά.
Τα εδάφη που δημιουργούνται σε πλημμυρικές ζώνες είναι σχετικά βαλτώδη,
ενώ η σύστασή τους εξαρτάται από τη σύσταση των φερτών υλικών. Επειδή αυτά
προέρχονται από διάβρωση του ορίζοντα Α1 των ανάντη εδαφών, είναι πιθανό να
περιέχουν υψηλό ποσοστό οργανικών υλικών και ιλύος γιαυτό είναι αρκετά γόνιμα.
Σε περίπτωση που τα φερτά υλικά προέρχονται από αγροτικές εκτάσεις, τα εδάφη
πλημμυρικών ζωνών μπορεί να είναι πλούσια σε θρεπτικές ουσίες.
Ποτάμια δέλτα. Όταν ένας ποταμός εκβάλλει σε ένα μεγάλο σώμα επιφανειακού
νερού (π.χ. λίμνη, κόλπο ή ανοιχτή θάλασσα) και η ενέργεια των κυμάτων δεν είναι
αρκετή για να κρατήσει τα φερτά υλικά σε αιώρηση, δημιουργείται ένα δέλτα (που
συνήθως έχει την μορφή ριπιδίου). Τα δέλτα είναι συνήθως βαλτώδη, διασχίζονται
από μικρές παραφυάδες του ποταμού και υπόκεινται σε συχνές πλημμύρες. Η
βαθμιαία μετάβαση από το γλυκό σε αλμυρό νερό που παρατηρείται σε περιοχές
δέλτα, αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα που συντελεί στην δημιουργία
οικοσυστημάτων μοναδικής βιοποικιλότητας και υψηλής παραγωγικότητας. Αξίζει να
σημειωθεί ότι τέτοιες ζώνες βαθμιαίας μεταβολής φυσικών παραμέτρων που
παρατηρούνται στα όρια διαφορετικών οικοσυστημάτων, αποκαλούνται οικότονοι
(ecotone). Επειδή το μεγαλύτερο μέρος των χονδρόκοκκων φερτών υλικών που
μεταφέρονται από τους ποταμούς έχουν ήδη αποτεθεί ανάντη, τα δέλτα συνήθως
καλύπτοναι από άμμο, ιλύ και άργιλο. Δεδομένου ότι οι αλλουβιακές αποθέσεις είναι
σχετικά πρόσφατες, τα εδάφη που προκύπτουν από αυτές είναι σχετικά νέα, οι δε
θρεπτικές ουσίες δεν έχουν ακόμα εκπλυθεί από αυτά.
Παράκτιες ζώνες. Τα φερτά υλικά που δεν αποτίθενται στις αλλουβιακές περιοχές
που εξετάστηκαν παραπάνω, φθάνουν στην θάλασσα. Με την είσοδο τους στο
θαλασσινό νερό, αποτίθενται στον πυθμένα, τα μεν χονδρόκοκκα υλικά κοντά στην
παραλία, τα δε λεπτόκοκκα υλικά όπως οι άργιλοι, σε μεγαλύτερη απόσταση από
αυτή. Σε αντίθεση με τις χερσαίες αλλουβιακές αποθέσεις, οι παραθαλάσσιες
αποθέσεις είναι σχετικά παλαιές και τα παράκτια εδάφη που δημιουργούνται από
αυτές χαρακτηρίζονται από υψηλή έκπλυση θρεπτικών ουσιών, ο δε χαλαζίας
αποτελεί την πλέον συνήθη συνιστώσα τους. Γεωμορφολογικά, η παράκτια ζώνη
A-6 Στοιχεία εδαφολογίας

χαρακτηρίζεται από εναλλαγή αλλουβιακών αποθέσεων νεαρής ηλικίας με


παλαιότερες θαλάσσιες αποθέσεις, με αποτέλεσμα την γένεση σύνθετων εδαφών.

A.2.2 Οργανικά εδάφη


Αν και οι οργανικές αποθέσεις είναι πιο περιορισμένες από τα άλλα είδη
εδαφικών μητρικών υποστρωμάτων, εν τούτοις καταλαμβάνουν ένα σημαντικό τμήμα
της επιφάνειας της γης και είναι σημαντικές από περιβαλλοντικής και γεωργικής
πλευράς.
Συνήθως οργανικές αποθέσεις σχηματίζονται σε παράλια έλη και χερσαίες
βαλτώδεις περιοχές. Όταν το νερό είναι ρηχό, απαντώνται χαρακτηριστικά είδη
χλωρίδας π.χ. βούρλα (sedges), καλαμιές (reeds) και γράστεις (το κοινό γρασσίδι,
grasses)· στις ΗΠΑ συναντώνται και χαμεκύπαρεις (είδη χαμηλών κυπαρισιών,
cypress). Στην Ελλάδα, σε τέτοιες περιοχές φύονται καλάμια, βούρλα και ιτιές, π.χ.
στις Πρέσπες. Καθώς οι φυτικοί αυτοί οργανισμοί νεκρώνονται ή ρίχνουν τα φύλλα
τους, δημιουργείται στον πυθμένα μια στρώση οργανικών καταλοίπων. Λόγω της
παρουσίας του νερού, τα οργανικά αυτά κατάλοιπα δεν οξειδώνονται και, με την
πάροδο των ετών, συσσωρεύνονται και δημιουργούνται οργανικές αποθέσεις
μεγάλου πάχους.
Οι οργανικές αυτές αποθέσεις διακρίνονται σε εκείνες που έχουν ημιτελώς
αποσυντεθεί (muck) όπου μπορούμε ακόμα να διακρίνουμε κομμάτια φύλλων,
κλαδιών κ.λπ. και εκείνες που έχουν πλήρως αποσυντεθεί και συχνά αποκαλούνται
τύρφη (peat), όπου δεν μπορούμε πλέον να αναγνωρίσουμε την αρχική προέλευση
των οργανικών καταλοίπων. Εάν η τύρφη προέρχεται από βούρλα, καλαμιές, βρύα
(mosses) και γρασίδια, αποκαλείται ινώδης τύρφη (fibrous peat) ενώ εάν η τύρφη έχει
σχηματισθεί από δένδρα όπως ιτιές, σκλήθρα, ελώδη πεύκα (Pinus palustris, που
δεν απαντώνται στην Ελλάδα) ή χαμεκύπαρεις (Chamaecyparis lawsoniana, κοινώς
cypress, που επίσης δεν απαντώνται στην Ελλάδα), αποκαλείται ξυλώδης τύρφη
(woody peat).
Εάν οι οργανικές αποθέσεις είναι παχύτερες από περίπου 40 cm και
περιέχουν τουλάχιστο 30% οργανικά υλικά, σχηματίζουν με την πάροδο του χρόνου
οργανικά εδάφη που αποκαλούνται Histosols (προφέρεται “χίστοσολ”). Τέτοια εδάφη
μπορεί να έχουν πάχος αρκετά μέτρα και περιέχουν ακόμα και 100% οργανικό υλικό.
Στην Ελλάδα, χαρακτηριστικά παραδείγματα τυρφωδών εκτάσεων αποτελούν
η πεδιάδα των Φιλίππων στην περιοχή της Καβάλας και οι αποξηραμένες λίμνες
Κωπαϊδας και Ξηνιάδας.

A.3 Εδαφικοί ορίζοντες και εδαφογένεση


Μια πλήρως εξελιγμένη εδαφοτομή (προφίλ) περιέχει τους ακόλουθους
ορίζοντες (στρώματα):
1. Ο επιφανειακός Ορίζοντας Ο (O horizon), που είναι στρώμα νεκρής οργανικής
ύλης (surface litter). Διακρίνονται οι ακόλουθες υποδιαιρέσεις:
• ορίζοντας O1 που συνίσταται σε αναγνωρίσιμα οργανικά κατάλοιπα,
αποκαλείται δε και ορίζοντας L (litter)
• ενδιάμεση στρώση που ονομάζεται F (fermentation: ζύμωση, σήψη)
• ορίζοντας O2 που συνίσταται σε οργανικά κατάλοιπα που έχουν πλήρως
αποσυντεθεί, αποκαλείται δε και Η (humus).
2. Ορίζοντας A (Α horizon), που αποτελεί ανάμειξη οργανικής και ανόργανης ύλης.
Διακρίνονται οι ακόλουθες υποδιαιρέσεις:
Εδαφικοί ορίζοντες και εδαφογένεση A-7

• ορίζοντας A1 ή Ap (plowed: οργωμένο), που είναι πλούσιος σε σκουρόχρωμο


οργανικό υλικό - η απόχρωση οφείλεται στην ανάμειξη οργανικής και
ανόργανης ύλης)
• ορίζοντας Α2, που είναι αποχρωματισμένος, με ελάχιστη άργιλο και θρεπτικές
ουσίες και περιέχει την ζώνη μέγιστων απωλειών (zone of maximum loss) -
κολλοειδών και οργανικής ουσίας - συχνά ο ορίζοντας αυτός ονομάζεται
ιλλουβιακός διότι εκπλύνεται.
• ορίζοντας A3, που είναι μεταβατικός προς τον ορίζοντα Β - στην Ελλάδα, ο
ορίζοντας Α3 είναι σπάνιος, εμφανίζεται δε μόνο σε ποδσολικά εδάφη (πολύ
όξινα εδάφη με τυπικό pH 4.5 έως 4), π.χ. Όσα, Κάτω Όλυμπος, Πιέρια (κυρίως
σε δάση οξιάς σε μεγάλα υψόμετρα).
3. Ορίζοντας B (Β horizon), που είναι ο εμπλουτιζόμενος με κολλοειδή και θρεπτικές
ουσίες ορίζοντας, ο οποίος υφίσταται διαπήλωση. Διακρίνονται οι ακόλουθες
υποδιαιρέσεις:
• ορίζοντας Β1, που είναι μεταβατικός
• ορίζοντας Β2, που αποτελεί την ζώνη μέγιστης συσσώρευσης υλικού από τον
ορίζοντας Α (zone of maximum accumulation)
• ορίζοντας Β3, που είναι μεταβατικός προς το ημιαποσαθρωμένο μητρικό υλικό.
4. Ορίζοντας C (C horizon), που είναι το ημιαποσαθρωμένο μητρικό πέτρωμα
(parent material).
5. Ορίζοντας R (R horizon), που είναι το βραχώδες υπόθεμα που υπάρχει κάτω από
το έδαφος. Επί του ορίζοντα R, δύναται να έχει επικαθήσει ξένο έδαφος, π.χ.
αλλουβιακά, κολλουβιακά (εξαιρετικά αργή κατολίσθηση) ή λόγω κατολίσθησης.

Από περιβαλλοντικής απόψεως ενδιαφέρουν οι ορίζοντες A, B και C. Συνήθως, οι


ορίζοντες Α και Β αποκαλούνται επιφανειακό έδαφος (topsoil). Ενώ οι ανωτέρω
ορίζοντες απαντώνται σε πλήρως εξελιγμένα εδάφη στην ιδανική τους μορφή, στην
πράξη δύναται να απαντώνται ολίγον εξελιγμένα εδάφη με ορίζοντες A και C ή εδάφη
με ορίζοντες B και C όπου ο ορίζοντας Α έχει αφαιρεθεί λόγω διάβρωσης.
Σημειώνεται ότι εδάφη αποψιλωμένα του ορίζοντα Α συχνά δημιουργούνται σε
καμένες δασικές εκτάσεις.

Οι ακόλουθοι παράγοντες διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην δημιουργία και


σχηματισμό των διαφορετικών τύπων εδάφους (υπάρχουν εκτενείς σχετικές
αναφορές στην βιβλιογραφία όπως Sopher & Baird, 1978):

1. μητρικό υλικό (parent material) δηλαδή το γεωλογικό υπόθεμα, που συχνά είναι
βραχώδες
2. κλίμα (climate), που καθορίζεται σαν ο διαχρονικός μέσος όρος των
μετεωρολογικών συνθηκών που επικρατούν
3. τοπογραφικό ανάγλυφο (relief ή topography) δηλαδή η επιφανειακή μορφολογία
4. βλάστηση (vegetation)
5. χρόνος (time)
Τα διαφορετικά είδη εδαφών αναπτύσσονται καθώς σε μια περιοχή δεδομένης
επιφανειακής μορφολογίας και πάνω σε ένα συγκεκριμένο μητρικό υπόστρωμα,
επενεργούν βλάστηση και κλίμα για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Από τους παράγοντες αυτούς, οι σημαντικότεροι είναι το μητρικό υλικό και το κλίμα.
Οι ανωτέρω παράγοντες δεν είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους, για παράδειγμα η
βλάστηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το κλίμα. Τέλος, οι ανωτέρω παράγοντες
A-8 Στοιχεία εδαφολογίας

δεν δρουν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, αλλά σε συνεργία· κάποτε οι
παράγοντες αυτοί επηρεάζουν προς την ίδια κατεύθυνση ενώ άλλες φορές δρουν
προς αντίθετες κατευθύνσεις. Η ταυτόχρονη δράση των 5 αυτών παραγόντων μπορεί
να προκαλέσει την ύπαρξη πολλών διαφορετικών τύπων εδάφους σε μια
περιορισμένη έκταση, π.χ. όπου υπάρχουν 3 διαφορετικά πετρώματα, 5 διαφορετικές
μορφολογίες, 2 είδη βλάστησης, 1 κλίμα και 2 χρονικές κλίμακες αναμένεται να
υπάρχουν 30 διαφορετικά εδάφη.

A.4 Βιβλιογραφικές αναφορές


Sopher, C.D. and J.V. Baird (1978). Soils and Soil Management. Reston, Prentice Hall.

You might also like