Professional Documents
Culture Documents
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗΣ- ΚΑΒΒΑΔΑΣ-ΠΑΝΤΑΖΙΔΟΥ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗΣ- ΚΑΒΒΑΔΑΣ-ΠΑΝΤΑΖΙΔΟΥ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ
ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗΣ
Μ. ΚΑΒΒΑΔΑΣ
Μ. ΠΑΝΤΑΖΙΔΟΥ
Έκδοση Ε. Μ. Πολυτεχνείου
Έκδοση 12, Σεπτέμβριος 2007
iii
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος
Το παρόν βιβλίο απευθύνεται κυρίως στους φοιτητές του 9ου εξαμήνου της
Σχολής Πολιτικών Μηχανικών ΕΜΠ και αποτελεί το διδακτικό εγχειρίδιο του κατ’
επιλογήν υποχρεωτικού μαθήματος “Περιβαλλοντική Γεωτεχνική”.
Μ. Καββαδάς – Μ. Πανταζίδου
Σεπτέμβριος 2007
ix
Μ.ΚΑΒΒΑΔΑ – Μ. ΠΑΝΤΑΖΙΔΟΥ : ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗΣ
2007
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
1. Εισαγωγή
1
“…the release (into any environmental medium) from any process, of substances which are capable
of causing harm to man or any other living organisms supported by the environment”
1-2 Εισαγωγή
2
σύμφωνα με τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης 75/442/EEC και 91/156/EEC, ο όρος “απόβλητα”
περιλαμβάνει όλες τις ουσίες και τα αντικείμενα τα οποία απορρίπτονται ή προβλέπεται να
απορριφθούν ή απαιτείται να απορριφθούν
Το θεσμικό πλαίσιο 1-3
κυρίως με τα θέματα επιλογής της θέσης των σταθμών (από πλευράς γεωτεχνικών
συνθηκών θεμελίωσης, σεισμικότητας κλπ), θεωρήθηκε φυσικό να τους ανατεθεί η
σύνταξη και της ανωτέρω “μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων”. Έτσι, τα διάφορα
γεωτεχνικά γραφεία άρχισαν να συνεργάζονται και με άλλους εξειδικευμένους
επιστήμονες (βιολόγους, γεωλόγους, μετεωρολόγους κλπ) για τα θέματα που
ξέφευγαν από τα στενά αντικείμενα της Γεωτεχνικής, με συνέπεια να δημιουργηθούν
γραφεία εξειδικευμένα σε θέματα περιβαλλοντικών επιπτώσεων των πυρηνικών
σταθμών.
Περί τα μέσα της δεκαετίας του 1970 άρχισε να απασχολεί έντονα τους
επιστήμονες και το θέμα της τελικής διάθεσης (αποθήκευσης) των ραδιενεργών
καταλοίπων των πυρηνικών σταθμών, τα οποία ως γνωστόν συχνά παραμένουν
επικίνδυνα για χιλιάδες χρόνια. Οι γεωτεχνικοί μηχανικοί έπαιξαν και στον τομέα αυτό
ένα σημαντικό ρόλο με τη διερεύνηση των κατάλληλων τρόπων για την ασφαλή
αποθήκευση των πυρηνικών αποβλήτων σε υπόγειους θαλάμους σε μεγάλο βάθος,
μελετώντας την πιθανή επιρροή των υψηλών θερμοκρασιών και πιέσεων που
αναπτύσσονται κατά τη βαθμιαία διάσπαση των ραδιενεργών ουσιών αλλά και την
πιθανότητα διαφυγών ραδιενεργών ουσιών προς τα υπόγεια νερά.
Εκτός από τα ανωτέρω θέματα, αν θελήσει κανείς να αναζητήσει το κυριότερο
γεγονός που συντέλεσε στην επιβολή γεω-περιβαλλοντικών απαιτήσεων νομοθετικής
φύσεως στα έργα Πολιτικού Μηχανικού (και συνεπώς συνετέλεσε στην ανάπτυξη της
σχετικής τεχνολογίας προστασίας του γεω-περιβάλλοντος), θα αναφερθεί στο θέμα
του Love Canal στις ΗΠΑ. Το Love Canal ήταν μια προσπάθεια του William Love
(κυβερνήτη της πολιτείας της Νέας Υόρκης) να συνδέσει με μια διώρυγα ναυσιπλοΐας
το ανάντη και το κατάντη τμήμα του ποταμού Νιαγάρα στη θέση των γνωστών
καταρρακτών, το 1896. Λόγω τεχνικών και οικονομικών δυσχερειών, το έργο τελικώς
εγκαταλείφθηκε αφήνοντας μια ημιτελή διώρυγα μήκους 3000 μέτρων περίπου, η
οποία το 1942 αγοράσθηκε από μια τοπική χημική βιομηχανία για να χρησιμοποιηθεί
ως χώρος απόθεσης των αποβλήτων της. Στο διάστημα 1947-1952 απορρίφθηκαν
και τάφηκαν στη θέση αυτή περί τους 22000 τόννους στερεών και υγρών
αποβλήτων. Τελικά, το 1953 ο χώρος σκεπάσθηκε και πωλήθηκε στην πόλη του
Νιαγάρα (αντί της τιμής του ενός δολαρίου!!!). Αξίζει να σημειωθεί ότι στο συμβόλαιο
της μεταβίβασης, η πωλήτρια εταιρεία είχε περιλάβει ως όρο ότι στη θέση αυτή δεν
θα έπρεπε να κατασκευασθούν κτίρια3 (προφανώς για να καλυφθεί από πιθανές
διεκδικήσεις σε περίπτωση δυσμενών περιβαλλοντικών επιπτώσεων). Παρά ταύτα,
μέχρι το 1977 στη συγκεκριμένη θέση είχαν κατασκευασθεί αρκετές εκατοντάδες
σπίτια και ένα σχολείο, και είχαν αρχίσει έντονα συμπτώματα ανεξήγητων ασθενειών
στον πληθυσμό της περιοχής. Το ζήτημα απετέλεσε κύριο θέμα στις ΗΠΑ κατά το
1978 με αποτέλεσμα την εκκένωση της περιοχής, ενώ η σχετική γεωτεχνική έρευνα
που εκτελέσθηκε απεκάλυψε την παρουσία 248 ρύπων σε υψηλές συγκεντρώσεις,
όπως βενζόλιο, τετραχλωράνθρακα, χλωριούχο βινύλιο, διχλωροαιθάνιο,
εξαχλωροβενζόλιο, τριχλωροφαινόλες, τολουόλιο κλπ. Αξίζει να τονιστεί εδώ ότι η
αποκατάσταση της περιοχής του Love Canal διήρκεσε πάνω από 20 χρόνια και
ολοκληρώθηκε μόλις το 2004. Ο χρονικός ορίζοντας των έργων αποκατάστασης
ρυπασμένων χώρων είναι συχνά της τάξης των λίγων δεκαετιών, με την
τριακονταετία να είναι ο αρχικώς εκλαμβανόμενος ως συμβατικός χρόνος διάρκειας
για πολλά από αυτά τα έργα.
3
“ … the site should not be disturbed by building works”
Το θεσμικό πλαίσιο 1-5
2000/60/EC: Directive of the European Parliament and of the Council of 23 October 2000
establishing a framework for Community action in the field of water policy. Αυτή η Οδηγία έχει
σαν σκοπό την ενοποίηση ενός μεγάλου αριθμού βασικών κοινοτικών οδηγιών σχετικών με τη
διαχείριση και προστασία των υδάτινων πόρων, συμπεριλαμβανόμενης και της 1980/68/ΕEC
για τα υπόγεια νερά, τις οποίες και θα αντικαταστήσει σταδιακά (το αργότερο ως το 2013). Στο
μέλλον θα συμπληρωθεί με πρόσθετες Οδηγίες που θα αφορούν συγκεκριμένες ουσίες ή
ομάδες ουσιών.
COM/2003/550 final, COD 2003/0210: Proposal of 19 September 2003 for a Directive of the
European Parliament and of the Council for the protection of groundwater against pollution.
Πρόταση Οδηγίας η οποία δεν έχει ακόμα οριστικοποιηθεί.
96/61/EC: Council Directive of 24 September 1996 concerning Integrated Pollution Prevention and
Control. Η κεντρική Οδηγία για μια ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των εκπομπών ρύπων από
βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες. Γνωστή και ως IPPC.
99/31/EC: Council Directive of 26 April 1999 on the landfill of waste. Αυτή η Οδηγία για την
κατασκευή, λειτουργία και τελική αποκατάσταση χώρων υγειονομικής ταφής αποβλήτων
(ΧΥΤΑ) επιβάλλει και περιοδικές δειγματοληψίες από γεωτρήσεις και χημικές αναλύσεις για
τον έλεγχο της ποιότητας των υπόγειων νερών.
78/176/EEC: Council Directive of 20 February 1978 on waste from the titanium dioxide industry.
1-8 Εισαγωγή
82/883/EEC: Council Directive of 3 December 1982 on procedures for the surveillance and
monitoring of environments concerned by waste from the titanium dioxide industry.
86/278/EEC: Council Directive of 12 June 1978 on the protection of the environment and
particularly the soil, when sewage sludge is used in agriculture.
87/217/EEC: Council Directive of 19 March 1987 on the prevention and reduction of environmental
pollution by asbestos.
89/428/EEC: Council Directive of 21 June 1989 on procedures for harmonizing the programmes for
the reduction and eventual elimination of pollution caused by waste from the titanium dioxide
industry.
Ελλάδα
1986 Νόμος 1650/1986 (ΦΕΚ 160Α): Για την προστασία του περιβάλλοντος. Σύμφωνα με αυτόν το
Νόμο, η “προστασία” ορίζεται σαν μια ευρύτερη έννοια που περιλαμβάνει πρόληψη και
αποκατάσταση, διατήρηση και βελτίωση.
1988 Κοινή Υπουργική Απόφαση 26857/553/1988 (ΦΕΚ 196Β): Μέτρα και περιορισμοί για την
προστασία των υπόγειων νερών από απορρίψεις ορισμένων επικίνδυνων ουσιών. Πρόκειται
ουσιαστικά για τη μετάφραση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τα υπόγεια νερά 80/68/EEC, η
οποία θα αντικατασταθεί από τη 2000/60/EC, σταδιακά μέχρι το 2013 και μετέπειτα εξ
ολοκλήρου. Περιλαμβάνει δύο λίστες με ουσίες (1) υψηλής και (2) μετρίας επικινδυνότητας για
τα υπόγεια νερά. Μια ενδιαφέρουσα διαφορά είναι ότι, ενώ η Κοινοτική Οδηγία δίνει ένα
μέγιστο περιθώριο προσαρμογής τεσσάρων χρόνων, η Ελληνική Απόφαση δεν απαιτεί
αλλαγές στις άδειες διάθεσης αποβλήτων που έχουν εκδοθεί πριν την έναρξη ισχύος της
Απόφασης.
1997 Κοινή Υπουργική Απόφαση 114218/1997 (ΦΕΚ 1016Β): Κατάρτιση πλαισίου προδιαγραφών
και γενικών προγραμμάτων διαχείρισης στερεών αποβλήτων. Ο κοινός τόπος μεταξύ του
αντικειμένου αυτής της Απόφασης και των θεμάτων προστασίας του υπεδάφους είναι οι
Το θεσμικό πλαίσιο 1-9
διατάξεις που ρυθμίζουν θέματα σχεδιασμού και λειτουργίας χώρων υγειονομικής ταφής
αποβλήτων, με σκοπό την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων στα υπόγεια νερά και το
υπέδαφος.
2002 Κοινή Υπουργική Απόφαση 29407/3508/2002 (ΦΕΚ 1572Β): Μέτρα και όροι για την
υγειονομική ταφή των αποβλήτων. Προσαρμόζει την 99/31/EC (την οποία σε μεγάλο βαθμό
μεταφράζει) στην ελληνική νομοθεσία. Η 114218/1997 εξακολουθεί να ισχύει με μικρές
αλλαγές.
2002 Νόμος 3010/2002 (ΦΕΚ 91 Α): Μεταφέρει την Οδηγία 96/61/ΕΚ για την ολοκληρωμένη
αντιμετώπιση των εκπομπών ρύπων στην ελληνική νομοθεσία.
2003 Νόμος 3199/2003 (ΦΕΚ 280 Α): Εναρμονίζει την ελληνική νομοθεσία με την 2000/60/ΕΚ, η
οποία δίνει το γενικό πλαίσιο για τη διαχείριση των υδάτινων πόρων.
Βρετανία
1986 Directive on Landfilling Wastes, Waste Management Paper No 26, Dept. of the Environment.
1988 Health and Safety Commission “Control of Substances Hazardous to Health” (COSHH
Regulations).
2000 Environmental Protection Act, Part IIA, “On Contaminated Land” (March 2000).
1993 Directive for the Construction of Basal Lining Systems for Landfills and Storage Sites.
1998 Soil Protection Act, Ministry of Spatial Planning, Housing and Environment.
Τα παραπάνω, μαζί και με άλλες οδηγίες για την προστασία του εδάφους είναι
διαθέσιμα, στα αγγλικά, στη διεύθυνση: http://www.vrom.nl/international/.
Ελβετία
1990 Federal Ordinance for the Treatment of Waste (OTW).
Γερμανία
1991 Geotechnics of Landfills and Contaminated Land (GLC) - Technical Recommendations,
German Geotechnical Society.
1998 Federal Soil Protection Act of 17 March 1998 (Federal Law Gazette I p. 502).
1-10 Εισαγωγή
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
2.1 Γενικά
Η ρύπανση των εδαφών και του υπόγειου νερού οφείλεται στην ανεξέλεγκτη
διάθεση αποβλήτων που περιέχουν ρυπαντικές ουσίες. Σύμφωνα με τις Οδηγίες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης 75/442/EEC και 91/156/EEC ο όρος “απόβλητα” περιλαμβάνει
όλες τις ουσίες και τα αντικείμενα τα οποία απορρίπτονται ή προβλέπεται να
απορριφθούν ή απαιτείται να απορριφθούν1. Αντίστοιχος είναι και ο ορισμός των
αποβλήτων στις ΗΠΑ σύμφωνα με την πράξη RCRA (Resource Conservation and
Recovery Act), όπου γίνεται και περαιτέρω διαχωρισμός των αποβλήτων σε:
1. Υδαρή παραπροϊόντα μεταλλευτικών δραστηριοτήτων (mining waste).
2. Ειδικά πυρηνικά απόβλητα υψηλής ραδιενέργειας.
3. Απόβλητα μή-συγκεντρωμένης διάθεσης (non-point source discharge or diffused
discharge), που περιλαμβάνουν τα κάθε είδους φάρμακα και λιπάσματα που
χρησιμοποιούνται στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις.
4. Αστικά λύματα (domestic sewage).
5. Στερεά απόβλητα (solid waste), που περιλαμβάνουν όλα τα στερεά και υγρά
απόβλητα που δεν περιλαμβάνονται στις παραπάνω κατηγορίες.
Ο ορισμός των “στερεών αποβλήτων” είναι πολύ γενικός και ουσιαστικά περιλαμβάνει
την πλειονότητα των αποβλήτων που μπορούν να ρυπάνουν το έδαφος και τους
υπόγειους υδροφορείς (γεω-περιβάλλον). Τα στερεά απόβλητα διαχωρίζονται
περαιτέρω σε δυο κατηγορίες:
1. Τα επικίνδυνα (hazardous) ή τοξικά απόβλητα, των οποίων οι αποδεκτοί τρόποι
διάθεσης περιγράφονται στο εδάφιο C (subtitle C) της RCRA.
2. Τα λοιπά στερεά απόβλητα (δηλαδή τα μή-επικίνδυνα), των οποίων οι αποδεκτοί
τρόποι διάθεσης περιγράφονται στο εδάφιο D (subtitle D) της RCRA.
Σύμφωνα με το εδάφιο C της RCRA, ένα στερεό απόβλητο χαρακτηρίζεται ως
επικίνδυνο εάν πληροί ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα κριτήρια:
1. Περιλαμβάνεται στον κατάλογο των επικινδύνων αποβλήτων της RCRA και
υπερβαίνει τα αποδεκτά όρια τοξικότητας κατά τη δοκιμή EP (Extraction Procedure
toxicity test, κατά την οποία από το αλεσμένο στερεό δείγμα εκχυλίζεται ο ρύπος
με τη βοήθεια οξέος και στη συνέχεια φιλτράρεται και αναλύεται το εκχύλισμα) που
φαίνονται στον ακόλουθο πίνακα:
1
waste shall mean any substance or object which the holder discards or intends or is required to
discard
2-2 Πηγές και αποδεκτά όρια ρύπανσης
H παρουσία των ανωτέρω επικίνδυνων ουσιών στο υπόγειο νερό θεωρείται ότι
προκαλεί ρύπανση, εάν η συγκέντρωσή τους υπερβαίνει το 1% των τιμών του
παραπάνω πίνακα.
Τα επικίνδυνα απόβλητα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό είναι
οργανικά και ανόργανα και ανήκουν στους εξής τύπους:
(α) κοινοί διαλύτες και προϊόντα επεξεργασίας μετάλλων
(β) προϊόντα κατεργασίας ξύλου και οργανικά προϊόντα της χημικής βιομηχανίας
(γ) διάφορα παραπροϊόντα της χημικής βιομηχανίας, προϊόντα έκπλυσης και
υπολείμματα χημικών ουσιών
(δ) 197 προϊόντα που χαρακτηρίζονται ως εξόχως επικίνδυνα και 466 προϊόντα
που χαρακτηρίζονται ως τοξικά. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται προϊόντα
όπως το ναφθαλένιο, το βενζόλιο, το τριχλωροαιθυλένιο, ο τετρα-
χλωράνθρακας, οι φαινόλες, οι ακετόνες αλλά και τα βαρέα μέταλλα (Hg, Pb)
και άλλες επικίνδυνες ουσίες, όπως το αρσενικό, τα κυανιούχα, ο χαλκός, το
χρώμιο, κλπ.
2. Το απόβλητο είναι μείγμα ουσιών εκ των οποίων τουλάχιστον μια χαρακτηρίζεται
ως επικίνδυνο απόβλητο.
3. Το απόβλητο προέρχεται από την επεξεργασία, αποθήκευση ή απόρριψη
επικινδύνων αποβλήτων και περιέχει επικίνδυνες ουσίες σε συγκέντρωση ανώτερη
από κάποια αποδεκτά όρια, τα οποία καθορίζονται με τη δοκιμή TCLP (Toxicity
Characteristic Leaching Procedure, πρόκειται για μια άλλη πρότυπη δοκιμή όπου
μετά από έκπλυση του απόβλητου με οξέα μετριέται η συγκέντρωση του ρύπου
στο εκχύλισμα, είναι βελτίωση της δοκιμής EP).
4. Το απόβλητο χαρακτηρίζεται ως εύφλεκτο. Σε περίπτωση υγρών, μια ουσία
χαρακτηρίζεται ως εύφλεκτη εάν το σημείο αναφλέξεως είναι μικρότερο των 60οC.
Μια στερεά ουσία χαρακτηρίζεται ως εύφλεκτη εάν μπορεί να αναφλεγεί, υπό
συνήθεις συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης, με τριβή, απορρόφηση υγρασίας ή
ανάφλεξη.
5. Το απόβλητο χαρακτηρίζεται ως διαβρωτικό, δηλαδή έχει pH < 2 ή pH > 12.5 ή
διαβρώνει το χάλυβα με ρυθμό μεγαλύτερο των 6.35 mm ανά έτος σε
θερμοκρασία 55οC.
6. Το απόβλητο είναι ασταθές, δηλαδή μπορεί να δώσει εκρηκτικά μείγματα ή να
δημιουργήσει τοξικά αέρια σε ποσότητες επικίνδυνες για το περιβάλλον.
Κατηγορίες Στερεών Αποβλήτων 2-3
Από τον πίνακα αυτό προκύπτει η σημαντική διαφορά στη σύσταση των αστικών
απορριμμάτων. Στις αναπτυσσόμενες χώρες τα απορρίμματα περιέχουν μικρότερες
ποσότητες ανακυκλώσιμων υλικών (π.χ. χαρτί, μέταλλα, γυαλί), επειδή είναι
περισσότερο οικονομική η επαναχρησιμοποίησή τους. Το ίδιο συμβαίνει και στις
πολύ αναπτυγμένες χώρες για διαφορετικούς όμως λόγους (επειδή είναι
περισσότερο αναπτυγμένη η περιβαλλοντική συνείδηση και διατίθενται προγράμματα
ανακύκλωσης).
Σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠΕΧΩΔΕ (1995) στην Ελλάδα τα αστικά (οικιακά)
απορρίμματα ανέρχονται σε 3.1 εκατομμύρια τόννους ετησίως και καταλαμβάνουν
όγκο 17.5 εκατομμύρια κυβικά μέτρα. Εξ αυτών το 50% περίπου παράγεται στο
λεκανοπέδιο της Αττικής. Η μέση σύνθεση των αστικών απορριμμάτων στην Ελλάδα
περιγράφεται στον ακόλουθο πίνακα:
ΜΕΣΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1995)
Υλικό Ποσοστό (%)
Χαρτί 20.0
Μέταλλα 4.5
Γυαλί 4.5
Πλαστικό 8.5
Ύφασμα, ξύλο, δέρμα 5.0
Αδρανή 3.0
Ζυμώσιμα 49.0
Λοιπά 5.5
ορυχείων. Αν και η περιεκτικότητα σε νερό των υλικών αυτών δεν είναι πολύ μεγάλη2,
οι αποθέσεις τους παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα αστάθειας, λόγω της
υψηλής πλαστικότητας των αργίλων και της πλήρους αναμόχλευσης που υφίστανται.
2
επειδή δεν γίνεται έκπλυση κατά τη διαδικασία της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων
3
δηλαδή διπλές στεγανωτικές μεμβράνες κλπ.
2-6 Πηγές και αποδεκτά όρια ρύπανσης
91/689/EEC. Αναφορά στην Οδηγία αυτή δίνεται στο εδάφιο 1 του παρόντος
Κεφαλαίου.
Γενικώς, τα επικίνδυνα απόβλητα κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες:
1. Ανόργανα απόβλητα σε αιώρηση ή διάλυση εντός ύδατος.
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται τα βαρέα μέταλλα (μόλυβδος, υδράργυρος κλπ),
το αρσενικό, το κάδμιο και τα κυανιούχα.
2. Οργανικά υδατοδιαλυτά απόβλητα (Aqueous Phase Liquids - APLs).
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται τα απόβλητα της βιομηχανίας γεωργικών
φαρμάκων, της φαρμακευτικής βιομηχανίας, τα υδατοδιαλυτά χρώματα και
διαλύτες κλπ.
3. Οργανικά μή-υδατοδιαλυτά απόβλητα (Non-Aqueous Phase Liquids - NAPLs).
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται τα ελαιοχρώματα, οι διάφοροι ελαιώδεις διαλύτες,
τα λιπαντικά κλπ. Τα απόβλητα της κατηγορίας αυτής διακρίνονται στα ελαφρά
(Light NAPLs), τα οποία είναι ελαφρότερα από το νερό, όπως η βενζίνη, η
κηροζίνη, το πετρέλαιο Diesel κλπ, και τα βαρέα (Dense NAPLs), όπως το
τριχλωροαιθυλένιο, ο πιο συχνά ανιχνευόμενος οργανικός ρύπος στο υπόγειο
νερό στις ΗΠΑ, που χρησιμοποιείται ευρύτατα ως διαλύτης. Τα ελαφρά οργανικά
μή-υδατοδιαλυτά απόβλητα, επειδή επιπλέουν στο νερό, συγκεντρώνονται στην
επιφάνεια του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα και εξαπλώνονται κυρίως οριζόντια.
Αντίθετα, τα βαρέα απόβλητα βυθίζονται και ρυπαίνουν τους υπόγειους
υδροφορείς εις βάθος. Είναι προφανές ότι οι τεχνικές απορρύπανσης του εδάφους
και των υπογείων υδροφορέων είναι διαφορετικές για τα βαρέα και τα ελαφρά μή-
υδατοδιαλυτά απόβλητα.
4. Επικίνδυνα απόβλητα με τη μορφή παχύρρευστων υγρών, ιλύων και στερεών.
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται παχύρρευστα απόβλητα διυλιστηρίων
πετρελαιοειδών, απόβλητα καθαρισμού των δεξαμενών πλοίων μεταφοράς
πετρελαιοειδών κλπ.
Η κυριότερη πηγή επικίνδυνων αποβλήτων είναι τα βιομηχανικά απόβλητα. Από το
σύνολο των βιομηχανικών επικίνδυνων αποβλήτων, το 35% περίπου κατατάσσεται
στην Κατηγορία 1 (ανόργανα απόβλητα), το 55% περίπου κατατάσσεται στις
Κατηγορίες 2 και 3 (οργανικά υγρά) και το υπόλοιπο 10% κατατάσσεται στην
Κατηγορία 4 (παχύρρευστα και στερεά απόβλητα). Ο επόμενος πίνακας δίνει τα είδη
των επικίνδυνων ουσιών που συνήθως περιλαμβάνονται στα απόβλητα διαφόρων
τύπων βιομηχανιών.
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΟΥΣΙΕΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ
και του ρυπασμένου εδάφους γίνεται μέσω της μέτρησης της συγκέντρωσης των
ακόλουθων ρύπων με τις δοκιμές τύπου TCLP (Toxicity Characteristic Leaching
Procedure) και τύπου EP (Extraction Procedure). Τα αποτελέσματα των δοκιμών
συγκρίνονται με τις τιμές του ακόλουθου πίνακα – αν το δείγμα τις ξεπερνάει τότε
χαρακτηρίζεται ως επικίνδυνο με βάση τις εκτιμώμενες αρνητικές επιπτώσεις στο
περιβάλλον (ζώα-φυτά):
ΟΡΙΑ ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑ (Daniel, 1993)
Κατά τη δοκιμή TCLP Κατά τη δοκιμή EP
Ουσία Μέγιστη αποδεκτή Ουσία Μέγιστη αποδεκτή
συγκέντρωση συγκέντρωση
στο εκχύλισμα (mg/l) στο εκχύλισμα (mg/l)
Βενζόλιο 0.5 Αρσενικό 5
Τετραχλωράνθραξ 0.5 Βάριο 100
Χλωριδάνιο 0.03 Κάδμιο 1
Χλωροβενζόλιο 100 Χρώμιο 5
Χλωροφόρμιο 6 Μόλυβδος 5
Κρεζόλιο 200 Υδράργυρος 0.2
1,4-Διχλωροβενζόλιο 7.5 Σελήνιο 1
1,2-Διχλωροαιθάνιο 0.5 Άργυρος 5
1,1-Διχλωροαιθυλένιο 0.7 Ενδρίνη 0.02
2,4-Δινιτροτολουόλιο 0.13 Λινδάνιο 0.4
Επταχλώριο 0.008 Μεθοξυχλώριο 10
Εξαχλωροβουταδιένιο 0.5 Τοξαφαίνιο 0.5
Εξαχλωροβενζόλιο 0.13 2,4 D 10
Εξαχλωροαιθάνιο 3.0 2,4,5 T-Silvex 1
Μεθυλ-αιθυλ-κετόνη 200
Νιτροβενζόλιο 2
Πενταχλωροφαινόλη 100
Πυριδίνη 5
Τετραχλωροαιθυλένιο 0.7
Τριχλωροαιθυλένιο 0.5
2,4,5-Τριχλωροφαινόλη 400
2,4,6-Τριχλωροφαινόλη 2
Χλωριούχο βινύλιο 0.2
Λόγω των διαφορών μεταξύ των εφαρμοζόμενων μεθόδων, αλλά και των στόχων της
δημόσιας πολιτικής στον τομέα της υγείας, τα μέγιστα αποδεκτά όρια ρύπανσης στις
ΗΠΑ μπορεί διαφέρουν σημαντικά από τα αντίστοιχα όρια που ισχύουν σε χώρες της
Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Τα μέγιστα αποδεκτά όρια ρύπανσης του υπόγειου νερού εξαρτώνται από την
προβλεπόμενη χρήση του. Στην περίπτωση πόσιμου νερού οι μέγιστες αποδεκτές
συγκεντρώσεις των διαφόρων ρύπων περιλαμβάνονται στον ακόλουθο πίνακα:
Αποδεκτά όρια ρύπανσης 2-9
Οι Οδηγίες της Ε.Ε. προτείνουν ότι ο έλεγχος της ρύπανσης εδαφών και υπογείων
υδάτων από τις ανωτέρω ουσίες στις χώρες-μέλη μπορεί να γίνει με δυο τρόπους:
1. Με την επιβολή Στόχων Ποιότητας του Περιβάλλοντος (Environmental Quality
Objectives - EQOs). Στην περίπτωση, π.χ., χρήσης του υπόγειου νερού για
ύδρευση, ένας τέτοιος στόχος είναι η καταλληλότητά του για ασφαλή κατανάλωση,
ενώ αν το υπόγειο νερό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για άρδευση, οι στόχοι θα
είναι η αποφυγή βλάβης στα φυτά, η απουσία βλαπτικών επιδράσεων στους
καρπούς των φυτών (εάν πρόκειται να καταναλωθούν από τον άνθρωπο) και η
αποφυγή της ρύπανσης του εδάφους.
2. Με την επιβολή Ορίων Καθορισμού Ποιότητας του Περιβάλλοντος (Environmental
Quality Standard values - EQSs) που συχνά ονομάζονται και όρια εκπομπής
(Emission Standards). Τα όρια αυτά, τα οποία αναφέρονται στις μέγιστες
αποδεκτές συγκεντρώσεις των διάφορων ρυπαντικών ουσιών, δεν καθορίζονται
από την Κοινότητα αλλά πρέπει να καθορισθούν από τα κράτη-μέλη, αναλόγως
της επιδιωκόμενης χρήσης του εδάφους ή του υπόγειου νερού. Έτσι, π.χ. τα
μέγιστα αποδεκτά όρια ρύπανσης του εδάφους στις σχολικές αυλές θα πρέπει να
είναι πολύ μικρότερα απ’ ότι στους ελεύθερους χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων
ή στο χώρο που πρόκειται να κατασκευασθεί ένα διυλιστήριο πετρελαιοειδών. Τα
Αποδεκτά όρια ρύπανσης 2-11
όρια ρύπανσης που ισχύουν σε ορισμένες χώρες της Ε.Ε. παρουσιάζονται στα
επόμενα εδάφια.
Τα εύρη των τιμών του ανωτέρω πίνακα αναφέρονται στις διάφορες χρήσεις του
εδάφους (π.χ. αυλές σπιτιών, χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων, κλπ). Αυτά τα όρια
ρύπανσης προβλέπεται στο μέλλον να αντικατασταθούν από τιμές που θα
υπολογιστούν με βάση ένα αριθμητικό μοντέλο που εκτιμά την έκθεση στους ρύπους
(Contaminated Land Exposure Assessment – CLEA). Οι καινούριες τιμές θα
αντιπροσωπεύουν “τιμές επέμβασης” που θα υποδεικνύουν ότι απαιτείται επί πλέον
μελέτη και/ή αποκατάσταση.
4
Interdepartmental Committee on the Redevelopment of Contaminated Land
2-12 Πηγές και αποδεκτά όρια ρύπανσης
ΜΕΓΙΣΤΑ ΑΠΟΔΕΚΤΑ ΟΡΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΕΔΑΦΟΥΣ ΚΑΙ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗΝ ΟΛΛΑΝΔΙΑ (2000)
Συγκέντρωση στο έδαφος Συγκέντρωση στο νερό
Ουσία (mg/kg ξηρού εδάφους) (μg/l)
Νέα Παλαιά Νέα Παλαιά
Μέταλλα
Χρώμιο 380 800 30 200
Κοβάλτιο 240 300 100 200
Νικέλιο 210 500 75 200
Χαλκός 190 500 75 200
Ψευδάργυρος 720 3000 800 800
Αρσενικό 55 50 60 100
Μολυβδένιο 200 200 300 100
Κάδμιο 12 20 6 10
Βάριο 625 2000 625 500
Υδράργυρος 10 10 0.3 2
Μόλυβδος 530 600 75 200
Ανόργανες ενώσεις
Κυανιούχα (ελεύθερα) 20 100 1500 100
Κυανιούχα (σύνθετα pH<5) 650 500 1500 200
Κυανιούχα (σύνθετα pH ≥ 5) 50 500 1500 200
Θειοκυανικά (ολικά) 20 1500
Βρωμιούχα 20α 300 0.3α 2000
Χλωριούχα 100α 700
Φθοριούχα 500α 2000 0.5α 4000
Χλωριωμένοι υδρογονάνθρακες
Διχλωρομεθάνιο 10 50 1000 50
Τριχλωρομεθάνιο 10 5 400 50
Τετραχλωρομεθάνιο 1 50 10 50
1,2-Διχλωροαιθάνιο 4 50 400 50
Τριχλωροαιθάνιο 60 50 500 50
Τετραχλωροαιθάνιο 4 50 40 50
Χλωριούχο βινύλιο 0.1 5 35
Χλωροβενζόλια (μεμονωμένα) 10 2
Χλωροβενζόλια (σύνολο) 30 20 5
Μονοχλωροβενζόλιο 10 180 2
Διχλωροβενζόλιο 10 50 2
Τριχλωροβενζόλιο 10 10 2
Τετραχλωροβενζόλιο 10 2.5 2
Πενταχλωροβενζόλιο 10 1 2
Εξαχλωροβενζόλιο 10 0.5 2
Χλωροφαινόλες (σύνολο) 10 2
Μονοχλωροφαινόλες (σύνολο) 5 100 1.5
Διχλωροφαινόλες 30 1.5
Τριχλωροφαινόλες 10 1.5
Τετραχλωροφαινόλες 10 1.5
Πενταχλωροφαινόλη 5 3 1.5
Χλωροναφθαλένιο 6
Πολυχλωριωμένα διφενύλια (7 PCB) 1 10 0.01 1
α
επιθυμητή τιμή (target value), μικρότερη βέβαια της τιμής επέμβασης (intervention value)
Βιβλιογραφικές αναφορές 2-13
ΜΕΓΙΣΤΑ ΑΠΟΔΕΚΤΑ ΟΡΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΕΔΑΦΟΥΣ ΚΑΙ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗΝ ΟΛΛΑΝΔΙΑ (2000)
Συγκέντρωση στο έδαφος Συγκέντρωση στο νερό
Ουσία (mg/kg ξηρού εδάφους) (μg/l)
Νέα Παλαιά Νέα Παλαιά
Αρωματικές ενώσεις
Βενζόλιο 1 5 30 5
Αιθυλοβενζόλιο 50 50 150 60
Φαινόλη 40 10 2000 50
Κρεσόλες 5 200
Τολουόλιο 130 30 1000 50
Ξυλένιο 25 50 70 60
Στυρένιο 100 50 300 60
Καθετόλη 20 1250
Ρεσορσινόλη 10 600
Υδροκαινόνη 10 800
Πολυαρωματικοί υδρογονάνθρακες (PAH)
PAH (σύνολο 10 ουσίες) 40 200 40
Ναφθαλένιο 50 70 30
Ανθρακένιο 100 5 10
Φαινανθρένιο 100 5 10
Φθωρανθένιο 100 1 5
Βενζο(α)ανθρακένιο 50 0.5 2
Χρυσένιο 50 0.2 2
Βενζο(α)πυρένιο 10 0.05 1
Βενζο(χ)περυλένιο 100 0.05 5
Βενζο(κ)φθωρανθένιο 50 0.05 2
Ινδενο(1,2,3-γδ)πυρένιο 50 0.05 2
Εντομοκτόνα
DDT+DDD+DDE (σύνολο) 4 5 0.01 1
Drins (Aldrin, Endrin, Hydrin) 4 5 0.1 1
HCH-ενώσεις (σύνολο 4) 2 5 1 1
Carbaryl 5 50
Carbofuran 2 100
Maneb 35 0.1
Atrazine 6 150
Διάφορες ουσίες
Κυκλοεξάνιο 45 60 15000 50
Φθαλάτια (σύνολο) 60 500 5 50
Ορυκτέλαια 5000 5000 600 600
Πυριδίνιο 0.5 20 30 30
Τετρα-υδροφουράνιο 2 40 300 60
Τετρα-υδροθειοφένιο 90 50 5000 60
3. Στοιχεία υδρογεωλογίας
1
στην περίπτωση αυτή συχνά λέγεται ότι ο βαθμός κορεσμού του εδάφους είναι 100%
3-2 Στοιχεία υδρογεωλογίας
2
τα οποία μπορεί να πληρούνται είτε από αέρα είτε από το υπόγειο νερό
Γενικές Αρχές 3-3
(εξάτμιση του νερού που συγκρατείται στις ανώτερες εδαφικές στρώσεις ή ανέρχεται
μέσω της τριχοειδούς ανύψωσης, απορρόφηση από τα φυτά κλπ.), είτε χάνεται
κινούμενο προς βαθύτερους υδροφόρους ορίζοντες (leakance), είτε συγκρατείται
στην ανώτερη μερικώς κορεσμένη ζώνη για να αντικαταστήσει προηγούμενες
απώλειες στη ζώνη αυτή λόγω εξατμισοδιαπνοής.
Από πλευράς ευχέρειας στη διήθηση του υπόγειου νερού (δηλαδή ευχέρειας
στην κίνηση του νερού εντός του εδάφους) οι γεωλογικοί σχηματισμοί (χαλαρά
εδαφικά υλικά και βραχώδεις σχηματισμοί), όταν βρίσκονται κάτω από τη στάθμη του
υδροφόρου ορίζοντα, διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:
1. Τους υδροφορείς (aquifers), οι οποίοι επιτρέπουν την ευχερή διήθηση του
υπόγειου νερού διαμέσου της μάζας των, δηλαδή τους σχηματισμούς που
έχουν υψηλή υδραυλική αγωγιμότητα. Είναι προφανές ότι η έννοια της
“υψηλής” υδραυλικής αγωγιμότητας είναι σχετική και εξαρτάται από τη
δυνατότητα εκμετάλλευσης του υδροφορέα. Συνεπώς, μπορεί να θεωρηθεί ότι
υδροφορείς είναι οι γεωλογικοί σχηματισμοί που επιτρέπουν την εκμετάλλευση
του υπόγειου νερού που διακινείται διαμέσου της μάζας τους.
2. Τους σχηματισμούς περιορισμένης υδροφορίας (aquitards), οι οποίοι
επιτρέπουν την περιορισμένη κίνηση του υπόγειου νερού διαμέσου της μάζας
τους, και συνεπώς δεν προσφέρονται πάντοτε για την εκμετάλλευση του
υπόγειου νερού που περιέχεται στη μάζα τους. Είναι προφανές ότι η διαφορά
των σχηματισμών περιορισμένης υδροφορίας με τους υδροφορείς είναι
καθαρά θέμα κλίμακας. Έτσι, π.χ. ένας σχηματισμός που μπορεί να
χαρακτηρίζεται ως υδροφορέας για τις ανάγκες ύδρευσης μιας μικρής
κοινότητας, μπορεί να έχει ανεπαρκή παροχετευτικότητα για την ύδρευση μιας
μεγάλης πόλης και να χαρακτηρίζεται ως σχηματισμός περιορισμένης
υδροφορίας για τη μεγάλη πόλη.
3-4 Στοιχεία υδρογεωλογίας
3
οι υδροφορείς εγκιβωτισμένης ροής συχνά ονομάζονται και υδροφορείς υπό πίεση
Γενικές Αρχές 3-5
Σχήμα 3.3: Μεταφορά ρύπων προς τα κατάντη διαμέσου αλλουβιακού και ρωγματωμένου βραχώδους
υδροφορέα
Σχήμα 3.4: Μεταφορά ρύπων προς τα κατάντη σε περίπτωση ελαφρών (LNAPLs) και βαρέων
(DNAPLs) ρύπων που δεν αναμειγνύονται με το νερό
και συνεπώς με τον τρόπο αυτό μπορεί να γίνει έκθεση του πληθυσμού στη
ρύπανση. Το Σχήμα 3.3 παρουσιάζει τη μεταφορά ρύπων από ένα χώρο απόθεσης
στερεών αποβλήτων (χωματερή), διαμέσου της μερικώς κορεσμένης ζώνης του
εδάφους, προς τον υδροφόρο ορίζοντα και στη συνέχεια προς τα κατάντη:
(α) στην περίπτωση ενός αλλουβιακού υδροφορέα (π.χ. ενός χαλαρού εδαφικού
σχηματισμού)
(β) στην περίπτωση ενός ρηγματωμένου βραχώδους σχηματισμού.
Αντίστοιχα, το Σχήμα 3.4 παρουσιάζει τους τρόπους μεταφοράς ελαφρών και βαρέων
ρύπων που δεν αναμειγνύονται με το νερό (LNAPLs και DNAPLs), τόσο στην
ακόρεστη όσο και στην κορεσμένη ζώνη, λόγω διαφυγών από χώρους απόθεσης.
κίνησης του υπόγειου νερού διαμέσου του εδάφους καθώς και οι πρακτικές τους
συνέπειες. Η ανάπτυξη των σχετικών νόμων γίνεται με έμφαση στη ροή διαμέσου
κορεσμένων εδαφών, αλλά παρουσιάζονται και στοιχεία της κίνησης του υπόγειου
νερού στη μερικώς κορεσμένη ζώνη των εδαφών.
Στα επόμενα γίνεται συχνά αναφορά σε ροή νερού (με πυκνότητα ρw και ειδικό
βάρος γw = ρw g ) διαμέσου του εδάφους, επειδή η περίπτωση αυτή είναι αρκετά
συνήθης. Σημειώνεται ότι οι ίδιοι νόμοι μπορούν να εφαρμοσθούν και στη ροή
οποιουδήποτε άλλου ρευστού με κατάλληλη αντικατάσταση των τιμών της
πυκνότητας και του ειδικού βάρους.
3.2.2 Κίνηση του υπόγειου νερού στην κορεσμένη ζώνη των εδαφών
Η κίνηση του νερού στην κορεσμένη ζώνη των εδαφών διέπεται από τη
συνάρτηση του υδραυλικού φορτίου (h), η οποία εκφράζει τη μηχανική ενέργεια ανά
μονάδα μάζης και ορίζεται από τη σχέση:
1 p v2
h ≡ − (r ⋅ g ) + + (3.1α)
g γ w 2g
όπου g είναι το διάνυσμα της επιτάχυνσης του πεδίου βαρύτητος (που έχει ένταση g),
p είναι η συνάρτηση της πίεσης του ρευστού σε κάθε θέση που ορίζεται από το
διάνυσμα θέσης: r ≡ OM (όπου Ο είναι η αρχή των αξόνων των συντεταγμένων και
Μ η θέση του σημείου στο οποίο ορίζεται η πίεση και το υδραυλικό φορτίο), γw είναι
το ειδικό βάρος του νερού και v ≡ v είναι το μέτρο της ταχύτητας ροής. Στην
περίπτωση της ροής διαμέσου του εδάφους, ο τελευταίος όρος της σχέσης (3.1α),
που εκφράζει την ειδική κινητική ενέργεια του ρευστού, είναι συνήθως πολύ μικρός
σε σχέση με τους υπόλοιπους4 και αμελείται, οπότε η ανωτέρω σχέση γράφεται:
1 p
h = − (r ⋅ g ) + (3.1β)
g γw
Σημειώνεται ότι εάν ο άξονας (z) του καρτεσιανού συστήματος είναι κατακόρυφος με
φορά προς τα άνω (δηλαδή αντίθετος με τη φορά του g) ισχύει: r ⋅ g = − g z , και
συνεπώς η συνάρτηση του υδραυλικού φορτίου απλοποιείται ως κατωτέρω:
p
h=z+ (3.2)
γw
όπου (z) είναι η υψομετρική στάθμη του σημείου στο οποίο υπολογίζεται το
υδραυλικό φορτίο, που συχνά αναφέρεται και ως υψομετρικό φορτίο. Αντίστοιχα, ο
όρος p/γw ονομάζεται πιεζομετρικό φορτίο.
Σύμφωνα με την αρχή διατηρήσεως της ενέργειας, η κίνηση του νερού γίνεται
από θέσεις υψηλού υδραυλικού φορτίου προς θέσεις χαμηλότερου υδραυλικού
φορτίου. Κατά συνέπεια, μια μάζα νερού βρίσκεται σε υδροστατική ισορροπία όταν
και μόνον όταν η συνάρτηση του υδραυλικού φορτίου έχει σταθερή τιμή παντού (h =
ct). Στην περίπτωση αυτή η πίεση του νερού σε κάθε θέση ονομάζεται υδροστατική
πίεση, και δίνεται από την ακόλουθη σχέση (που προκύπτει από την 3.2):
p = (h − z ) γ w
όπου (h ) είναι η σταθερή τιμή του υδραυλικού φορτίου.
Η μέτρηση του υδραυλικού φορτίου σε κάποια θέση του εδάφους (κάτω από
τη στάθμη του υπόγειου ορίζοντα) γίνεται με πιεζόμετρα. Ένας από τους συνήθεις
τύπους πιεζομέτρων (βλέπε Σχήμα 3.5) αποτελείται από ένα κατακόρυφο σωλήνα
4
επειδή η ταχύτητα ροής διαμέσου των πόρων του εδάφους είναι πολύ μικρή
3-8 Στοιχεία υδρογεωλογίας
(ανοικτό στα δύο άκρα) με τον οποίο μετράται το υδραυλικό φορτίο στη βάση του
σωλήνα. Πράγματι, νερό από το έδαφος που περιβάλλει τη βάση του σωλήνα
εισέρχεται στο σωλήνα, μέχρις ότου αποκατασταθεί υδροστατική ισορροπία μεταξύ
του νερού στο σωλήνα και του νερού στους πόρους του εδάφους γύρω από τη βάση
του σωλήνα. Λόγω της υδροστατικής ισορροπίας εντός του σωλήνα (στις θέσεις Α,
Β):
p p
z A + A = hA = hB = zB + B = zB + 0
γw γw
και συνεπώς:
p A = γ w (zB − z A ) = γ w H
σχέση από την οποία υπολογίζεται η υδατική πίεση (πίεση του νερού των πόρων ή
πίεση πόρων) στο σημείο Α του εδάφους. Το υδραυλικό φορτίο στο σημείο Α είναι
τότε:
hA = z A + H = z B
δηλαδή η στάθμη του νερού εντός του σωλήνα εκφράζει την τιμή του υδραυλικού
φορτίου στο σημείο Α του εδάφους, όταν η στάθμη μετριέται από το επίπεδο
αναφοράς (π.χ. την αρχή των αξόνων). Εάν χρησιμοποιηθούν περισσότερα του ενός
παρόμοια πιεζόμετρα, μπορεί να μετρηθεί η κατανομή του υδραυλικού φορτίου στον
εδαφικό σχηματισμό και να διαπιστωθεί η διεύθυνση της κίνησης του νερού,
δεδομένου ότι το νερό κινείται από θέσεις υψηλού υδραυλικού φορτίου προς θέσεις
χαμηλού υδραυλικού φορτίου. Η μεταβολή του υδραυλικού φορτίου από θέση σε
θέση αναλύεται παρακάτω μέσω του διανύσματος της κλίσης του υδραυλικού
φορτίου.
Από τη σχέση (3.1β) μπορεί να υπολογισθεί το διάνυσμα της κλίσης (gradient)
του υδραυλικού φορτίου:
1 1
i ≡ ∇h = − g + ∇p (3.3)
g γw
Κατά την υδραυλική ισορροπία (υδροστατική κατάσταση), η συνάρτηση του
υδραυλικού φορτίου είναι σταθερή ( ∇h = 0) και συνεπώς η υδροστατική πίεση (ps)
του ρευστού προκύπτει από την ανωτέρω σχέση (3.3) ως:
Στοιχεία υδραυλικής των υπογείων υδάτων 3-9
∇ps = ρ w g (3.4α)
οπότε:
ps = ρ w (g ⋅ r ) + po (3.4β)
όπου (po) είναι η υδροστατική πίεση στην αρχή των αξόνων (δηλ. στη θέση r = 0).
Τέλος, ο συνδυασμός των σχέσεων (3.3) και (3.4α) δίνει:
1
∇h = ∇( p − ps ) (3.5)
γw
δηλαδή η κλίση του υδραυλικού φορτίου είναι ανάλογη της κλίσης της πίεσης του
ρευστού πέραν της υδροστατικής.
5
δηλαδή το πορώδες που επιτρέπει την κίνηση του ρευστού διαμέσου του
6
προσοχή, ο “νόμος” του Darcy είναι μια εμπειρική σχέση, η οποία μιας και βασίζεται σε πειραματικά
δεδομένα δεν έχει τη γενική ισχύ των νόμων της φύσεως
3-10 Στοιχεία υδρογεωλογίας
Εφαρμογή:
A = 20 cm2, ΔH = 36 cm, L = 20 cm, Q = 130 cm3/sec
-3
Οπότε: k = 10 cm/sec
⎛ kA ⎞
H = H o ⋅ exp ⎜⎜ − t ⎟⎟
⎝ La ⎠
ή ισοδύναμα:
L ⋅ a ⎛ Ho ⎞
k=ln⎜ ⎟ (3.10)
A⋅t ⎝ H ⎠
σχέση η οποία χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της υδραυλικής αγωγιμότητας
συναρτήσει της μετρούμενης διαφοράς στάθμης (H) σε χρόνο (t) μετά την έναρξη της
δοκιμής.
Εφαρμογή:
3-12 Στοιχεία υδρογεωλογίας
Από τον ανωτέρω πίνακα καθίσταται σαφές το τεράστιο εύρος των πιθανών τιμών
της υδραυλικής αγωγιμότητας των εδαφών που φθάνει τις 12 τάξεις μεγέθους (1012).
Επιπλέον σημειώνεται ότι μεταβλητότητα 3-4 τάξεων μεγέθους είναι αρκετά συνήθης
ακόμη και στον ίδιο εδαφικό σχηματισμό.
Εφαρμογή:
Ο συντελεστής διαπερατότητας ενός εδαφικού σχηματισμού μετρήθηκε (για διήθηση με νερό)
ίσος με:
kw = 10-3 cm/sec
Να υπολογισθεί ο συντελεστής διαπερατότητας του ίδιου σχηματισμού για διήθηση με πετρέλαιο
diesel. Δίνεται: ρπ = 0.8 Mg/m3, μπ = 100 μw
Λύση:
μw kw μπ kπ ⎛ ρ ⎞⎛μ ⎞
K= = ⇒ kπ = ⎜⎜ π ⎟⎟ ⎜⎜ w ⎟⎟ k w
ρw g ρπ g ⎝ ρ w ⎠ ⎝ μπ ⎠
οπότε:
kπ = 0.8 x 0.01 x 10-3 = 8 x 10-6 cm/sec
όπου H είναι το κατακόρυφο ύψος (δηλ. το πάχος) του υδροφορέα. Επίσης συνήθως
ορίζεται και η αποθηκευτικότητα7 (S) ενός εγκιβωτισμένου υδροφορέα που εκφράζει
τον όγκο του νερού (ΔVw ) που μπορεί να αποθηκευθεί στον εν λόγω υδροφορέα ανά
μονάδα επιφάνειας κατόψεως (A) και ανά μονάδα μεταβολής του υδραυλικού φορτίου
(Δh):
⎛ ∂Vw ⎞ ⎛ ∂Vw ⎞ ⎛ ∂m ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟⋅H ⎜ w ⎟⋅H
ΔVw ∂t ⎠ ∂t ⎠ ∂t ⎠
S≡ = ⎝ =⎝ =⎝ (3.12α)
A⋅ Δh ∂
⎛ ⎞h ∂
⎛ ⎞h ⎛ ∂h ⎞
A ⎜ ⎟ V⎜ ⎟ ρw ⎜ ⎟
⎝ ∂t ⎠ ⎝ ∂t ⎠ ⎝ ∂t ⎠
όπου:
ρ V
mw ≡ w w (3.12β)
V
είναι η μάζα του νερού (πυκνότητας ρw και όγκου Vw ) που περιέχεται στη μονάδα
όγκου του εδάφους (V = A·H ). Η ανωτέρω σχέση (3.12) δίνει:
∂mw ⎛ ∂Vw ⎞ ρ w ρ S ⎛ ∂h ⎞
=⎜ ⎟ = −Q w = ρ w ⎜ ⎟ (3.13α)
∂t ⎝ ∂t ⎠ V A⋅ H H ⎝ ∂t ⎠
ή ισοδύναμα:
∂M w ⎛ ∂h ⎞
= ρwS A ⎜ ⎟ (3.13β)
∂t ⎝ ∂t ⎠
που εκφράζει τη μεταβολή της συνολικής μάζας του νερού (Mw = mwV ) εντός του
υδροφορέα λόγω μεταβολής του υδραυλικού φορτίου (h).
7
ή συντελεστής εναποθήκευσης
3-14 Στοιχεία υδρογεωλογίας
(2) Σε υδροφορείς υπό πίεση (όπου το σύνολο του υδροφορέα είναι κορεσμένο), η
μεταβολή του υδραυλικού φορτίου προκαλεί μεταβολή της πίεσης των πόρων και
συνεπώς μεταβολή των ενεργών τάσεων. Λόγω της μεταβολής των ενεργών
τάσεων, ο όγκος του υδροφορέα μεταβάλλεται (με ισόποση μεταβολή του όγκου
των εδαφικών πόρων) και συνεπώς μεταβάλλεται και ο όγκος του ρευστού που
περιέχεται εντός των πόρων με αποτέλεσμα ο υδροφορέας να αποδίδει ή να
προσροφά ποσότητα ρευστού.
Σε κορεσμένους υδροφορείς υπό πίεση, ο συντελεστής εναποθήκευσης μπορεί
να συσχετισθεί με το μέτρο συμπιέσεως του υλικού του υδροφορέα επειδή ο
όγκος του ρευστού (ΔVw) που αποδίδεται από τον υδροφορέα λόγω μεταβολής
της πίεσης πόρων (Δp) ισούται με τη μεταβολή του όγκου του υδροφορέα (ΔV).
Πράγματι, εάν θεωρηθεί ότι η ολική κατακόρυφη τάση εντός του υδροφορέα
παραμένει πρακτικώς σταθερή, τότε:
Δσ v = 0 ⇒ Δp = − Δσ v′
οπότε ο συντελεστής εναποθήκευσης μπορεί να γραφεί ως:
ΔVw ΔV ⋅ H H ⋅γ w
S= = =
A ⋅ Δh V (Δp / γ w ) Es
δηλαδή:
H ⋅γ w
S= (3.13δ)
Es
όπου (Η) είναι το πάχος του υδροφορέα, (γw) είναι το ειδικό βάρος του ρευστού
των πόρων και (Εs) το μέτρο μονοδιάστατης συμπίεσης του υλικού του
υδροφορέα.
Εφαρμογή 1:
Ο συντελεστής διαπερατότητας ενός εγκιβωτισμένου υδροφορέα (υπό πίεση) είναι k = 10-3
cm/sec, ο συντελεστής εναποθήκευσης S = 0.05, οι διαστάσεις κατόψεως 500 m x 1000 m και το
πάχος του είναι Η = 100 m. Να εκτιμηθούν:
(α) Η διαβιβαστικότητα του υδροφορέα
3
(β) Ο ρυθμός ταπείνωσης της στάθμης του υδροφορέα για άντληση Q = 1000 m /ημέρα, θεωρώντας
ότι δεν συμβαίνει επαναφόρτιση του υδροφορέα (από κατεισδύουσα βροχόπτωση, πλευρικές
μεταγγίσεις κλπ.)
Λύση:
Εφαρμογή των σχέσεων (3.11) και (3.13) δίνει:
T = k ⋅ H = 10-5 x 100 = 10-3 m2/sec
∂h Q 1000
= = = 0.04 m/ημέρα
∂t S ⋅ A 0.05 × 500 × 1000
Εφαρμογή 2:
Να εκτιμηθεί το μέτρο μονοδιάστατης συμπίεσης (Εs ) του παραπάνω υδροφορέα.
Λύση:
ΔVw 1 ΔVw A ⋅ H
Δh = ⇒ Δp = ⋅
S⋅A γw V S⋅A
Οπότε:
1 H
Δσ v′ = Δε v
γw S
και συνεπώς:
Δσ v′ γ w 10
Es = = H= × 100 = 20000 kPa = 20 MPa
Δε v S 0.05
Στοιχεία υδραυλικής των υπογείων υδάτων 3-15
Η τελευταία σχέση είναι πολύ χρήσιμη και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση της απόδοσης
ενός εγκιβωτισμένου υδροφορέα (δηλαδή της παροχής νερού που μπορεί να αντληθεί) εάν είναι
γνωστό το μέτρο μονοδιάστατης συμπίεσης (Es ) του υλικού του υδροφορέα.
Εφαρμογή:
Ένας εγκιβωτισμένος υδροφορέας αντλείται με παροχή Q = 1500 m3/ημέρα επί ένα έτος με
μια γεώτρηση διαμέτρου d = 0.40 m. Η διαβιβαστικότητα του υδροφορέα είναι T = 600 m2/ημέρα και ο
συντελεστής εναποθήκευσης S = 0.0004. Να εκτιμηθεί η ταπείνωση της στάθμης εντός της γεώτρησης
και σε απόσταση 1000 μέτρων από τη γεώτρηση.
Λύση:
r 2 S 0.2 2 × 0.0004
u1 = = = 1.8 × 10−11
4T t 4 × 600 × 365
1000 2 × 0.0004
u2 = = 4.6 × 10 −4
4 × 600 × 365
και συνεπώς ισχύει η παραδοχή Jacob. Οπότε:
1500 ⎛ 0.5625 ⎞
s ( r = 0.2, t = 365) = ln⎜ ⎟ = 4.81 m
4 × 3.14 × 600 ⎝ 1.8 × 10−11 ⎠
1500 ⎛ 0.5625 ⎞
s (1000, 365) = ln⎜ ⎟ = 1.41 m
4 × 3.14 × 600 ⎝ 4.6 × 10−4 ⎠
Εφαρμογή:
Ένας υδροφορέας υπό πίεση αντλείται με μια γεώτρηση διαμέτρου d = 0.60 m με παροχή
Q = 100 m3/ώρα. Έξι μήνες μετά την έναρξη της άντλησης μετρήθηκαν οι εξής ταπεινώσεις στάθμης:
Απόσταση (m) Ταπείνωση στάθμης (m)
150 16.2
300 13.2
Λύση:
100 / 3600 ⎛ 300 ⎞ 2
T= ln ⎜ ⎟ = 0.001 m /sec
2 × 3.14 × (16.2 − 13.2 ) ⎝ 150 ⎠
0.001× 6 × 30 × 86400
R = 1.5 = 5915 m
0.001
Η ταπείνωση της στάθμης εντός της γεώτρησης είναι:
100 / 3600 ⎛ 5915 ⎞
s= ln⎜ ⎟ = 43.75 m
2 × 3.14 × 0.001 ⎝ 0.3 ⎠
Σχήμα 3.9: Μέθοδος Jacob για τον προσδιορισμό της διαβιβαστικότητας και της αποθηκευτικότητας
υδροφορέων υπό πίεση
3-20 Στοιχεία υδρογεωλογίας
από τη σχέση:
s = s′(t ) − s′(t − Δt )
όπου:
Q ⎛ r2S ⎞
s′(t ) = W ⎜⎜ ⎟⎟
4π T ⎝ 4T t ⎠
Q ⎛ r2S ⎞
s′(t − Δt )= W ⎜⎜ ⎟⎟
4π T ⎝ 4T (t − Δt ) ⎠
Μετά την πάροδο κάποιου χρόνου από τη διακοπή της αντλήσεως, ισχύει και πάλι η
προσέγγιση της συνάρτησης W(u) με το λογάριθμο (εξίσωση Jacob) οπότε:
Q ⎛ t ⎞
s= ln ⎜⎜ ⎟ (3.24)
4π T ⎝ t − Δt ⎟⎠
Η τελευταία σχέση χρησιμεύει για τον προσδιορισμό της διαβιβαστικότητας (T) του
υδροφορέα από τα δεδομένα της βαθμιαίας ανύψωσης της στάθμης του υδροφορέα
μετά τη διακοπή της άντλησης. Συγκεκριμένα, σχεδιάζεται το διάγραμμα
s - ln(t /(t - Δt )) που ονομάζεται διάγραμμα Horner και προσδιορίζεται το T από τη
σχέση (3.24), όπως φαίνεται στο Σχήμα 3.10.
Στοιχεία υδραυλικής των υπογείων υδάτων 3-21
Σχήμα 3.10: Προσδιορισμός της διαβιβαστικότητας υδροφορέων υπό πίεση με βάση τα στοιχεία
επαναφοράς της στάθμης (διάγραμμα Horner)
3-22 Στοιχεία υδρογεωλογίας
Εφαρμογή:
Μια γεώτρηση αντλείται με παροχή Q = 110 m3/ώρα για 500 λεπτά. Στη συνέχεια η άντληση
διακόπτεται και οι μετρήσεις συνεχίζονται για 500 λεπτά ακόμη. Οι μετρήσεις ταπείνωσης της στάθμης
(s) γίνονται σε μια γεώτρηση που βρίσκεται σε απόσταση 12 μέτρων από την αντλούμενη γεώτρηση.
Τα αποτελέσματα των μετρήσεων είναι:
Η λύση φαίνεται στα Σχήματα 3.11 (μέθοδος Jacob) και 3.12 (μέθοδος Horner). Τα
αποτελέσματα είναι:
Μέθοδος Jacob: T = 1.67 x 10-3 m2/sec, S = 0.035%
Μέθοδος Horner: T = 1.75 x 10-3 m2/sec
Παρατήρηση: Η εκτίμηση της ακτίνας επιρροής (R) μπορεί να γίνει από τη γενική
σχέση:
T ⋅t
R = 1 .5 όπου T = k D
S
οπότε:
⎛ ∂h ⎞ Q 1
2h ⎜ ⎟ = ⋅
⎝ ∂r ⎠ π k r
Η ολοκλήρωση της παραπάνω σχέσης και η επιβολή της συνοριακής συνθήκης
h(R ) = H δίνει:
Q ⎛R⎞
h = H2 −ln⎜ ⎟
πk ⎝r⎠
οπότε η ταπείνωση της στάθμης σε κάθε θέση είναι:
Q ⎛R⎞
s = H − H2 − ln⎜ ⎟ (3.26)
πk ⎝r⎠
Παρατήρηση: Η εκτίμηση της ακτίνας επιρροής (R) μπορεί και στην περίπτωση αυτή
να γίνει (κατά προσέγγιση) από τη γνωστή σχέση:
T ⋅t
R = 1. 5 όπου T = k D
S
1. Η αναγκαία παροχή των τεσσάρων γεωτρήσεων για την ταπείνωση της στάθμης (στις γεωτρήσεις
θα τοποθετηθούν όμοιες αντλίες).
2. Η απαιτούμενη ισχύς των αντλιών.
3. Το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας για τις αντλήσεις (1 kWh ≈ 21 δρχ ή 0.06 λεπτά).
Λύση:
1. Αναγκαία παροχή των αντλήσεων:
R = 1.5
T ⋅t
= 1.5
(10−4 × 20)× (24 × 3600) = 62.35 m
S 0.10
14 2 = 9.90 m
r=
2
Η ολική ταπείνωση είναι 8.60 m και συνεπώς σε κάθε μια γεώτρηση αντιστοιχεί ταπείνωση
8.60/4 = 2.15 m. Συνεπώς, η παροχή αντλήσεως από κάθε γεώτρηση θα είναι:
H 2 − (H − s ) 202 − (20 − 2.15) = 1.39 x 10-2 m3/sec
2 2
Q1 = π k = 3.14 × 10−4 ×
⎛R⎞ ⎛ 62.35 ⎞
ln⎜ ⎟ ln⎜ ⎟
r
⎝ ⎠ ⎝ 9.90 ⎠
Άρα:
Q1 = 1.39 x 10-2 m3/sec = 50 m3/ώρα
και συνεπώς η συνολική παροχή των αντλήσεων θα είναι 200 m3/ώρα.
Η ανωτέρω παροχή αντιστοιχεί στη χρονική στιγμή 24 ώρες μετά την έναρξη των αντλήσεων
και είναι η μέγιστη παροχή των αντλήσεων. Με την πάροδο του χρόνου, η ακτίνα επιρροής (R) θα
αυξάνει και η απαιτούμενη παροχή των αντλήσεων για τη διατήρηση της στάθμης θα μειώνεται
βαθμιαία. Κατά συνέπεια, η μεν ισχύς των αντλιών θα υπολογισθεί με βάση την ανωτέρω μέγιστη
παροχή, ενώ το κόστος λειτουργίας των αντλήσεων με βάση τη μέση παροχή.
Λύση:
1. Είναι προφανές ότι η ρύπανση των πηγών οφείλεται στη μεταφορά ρύπων από το χώρο
απόθεσης απορριμμάτων μέσω του αλλουβιακού υδροφορέα και στη συνέχεια μέσω του
καρστικού υδροφορέα που αναπτύσσεται εντός της μάζας των ασβεστολίθων.
Q 300
2. v= = = 0.03 m/ώρα
B ⋅ H 200 × 50
Q 300 × (1 3600) = 0.00694 m2/sec
3. Q = k ⋅i ⋅ B ⋅ H ⇒ T ≡ k ⋅ H = ⇒ T=
i⋅B (60 1000) × 200
T 0.00694 = 1.39 x 10-4 m/sec
k= =
H 50
v 0.03
4. x = 1000 m, C/Co = 10/20 = 0.50, v = = = 0.075 m/ώρα
n 0.4
x ⎛C ⎞ 1000
= − ln⎜⎜ ⎟⎟ = 0.6931 ⇒ t =
vt ⎝ Co ⎠ 0.6931 × 0.075
Άρα: t = 19237 ώρες = 2.2 έτη
3
5. mo = Co Q = 20 mg/lt x 300 m /ώρα = 6 kg/ώρα = 144 kg/ημέρα
3.2.7 Κίνηση του υπόγειου νερού στη μερικώς κορεσμένη ζώνη των εδαφών
Η κίνηση του υπόγειου νερού στη μερικώς κορεσμένη ζώνη των εδαφών
διέπεται8 από την αρχή διατηρήσεως της μάζας (εξίσωση 3.14) και το νόμο του Darcy
(εξίσωση 3.8). Στην περίπτωση της κίνησης του υπόγειου νερού στη μερικώς
κορεσμένη ζώνη, ο βαθμός κορεσμού του εδάφους είναι μικρότερος της μονάδας
(δηλαδή Sr < 1) και επιπλέον δεν είναι σταθερός αλλά εξαρτάται από το μέγεθος της
(αρνητικής) πίεσης του νερού στη μερικώς κορεσμένη ζώνη, δηλαδή Sr = Sr ( p ) . Το
Σχήμα 3.15 παρουσιάζει τυπικές καμπύλες της κατανομής του βαθμού κορεσμού στη
μερικώς κορεσμένη ζώνη σε δυο περιπτώσεις:
(1) Στην περίπτωση τριχοειδούς ανύψωσης του νερού πάνω από τη Στάθμη του
Υδροφόρου Ορίζοντα (ΣΥΟ).
(2) Στην περίπτωση ταπείνωσης της ΣΥΟ που έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή
ενός μέρους του εδάφους από πλήρως κορεσμένο σε μερικώς κορεσμένο.
Το Σχήμα 3.15 επίσης παρουσιάζει την κατανομή της (αρνητικής) υδραυλικής πίεσης
στη μερικώς κορεσμένη ζώνη (πίεση τριχοειδούς ανύψωσης). Από το σχήμα φαίνεται
ότι η συνάρτηση S r = Sr ( p ) δεν είναι μονοσήμαντη αλλά εξαρτάται από τον τρόπο με
τον οποίο έγινε ο μερικός κορεσμός του εδάφους, δηλαδή εάν το έδαφος ήταν
αρχικώς πλήρως κορεσμένο (και μετετράπη σε μερικώς κορεσμένο λόγω ταπείνωσης
της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα) ή εάν το έδαφος ήταν αρχικώς ξηρό (και
μετετράπη σε μερικώς κορεσμένο λόγω τριχοειδούς ανύψωσης νερού από τον
υποκείμενο υδροφόρο ορίζοντα).
Η μαθηματική προσομοίωση της κίνησης του υπόγειου νερού στη μερικώς
κορεσμένη ζώνη γίνεται μέσω της αρχής διατηρήσεως της μάζας που δίνει (βλέπε
εξίσωση 3.14):
∂mw ∂mw′
− ∇⋅q = + (3.29)
∂t ∂t
8
όπως και στην περίπτωση της κίνησης του υπόγειου νερού στην πλήρως κορεσμένη ζώνη
3-30 Στοιχεία υδρογεωλογίας
Σχήμα 3.15: Κατανομή του βαθμού κορεσμού και της υδατικής πίεσης στη μερικώς κορεσμένη ζώνη
των εδαφών
όπου q = ρ w v , (mw) είναι η μάζα του νερού ανά μονάδα όγκου του εδάφους και
( ∂m ′w ∂t ) είναι ο ρυθμός εισροής μάζας νερού ανά μονάδα όγκου του εδάφους.Στην
περίπτωση μερικώς κορεσμένου εδάφους, η μάζα του νερού που περιέχεται σε
μοναδιαίο όγκο του εδάφους είναι (βλέπε σχέση 3.12):
V SV
mw = ρ w w = ρ w r v = nρ w S r (3.30)
V V
όπου (n) είναι το πορώδες του εδάφους, (Vv) ο όγκος των εδαφικών πόρων και (Sr ) ο
βαθμός κορεσμού του εδάφους. Εάν υποτεθεί ότι ο εδαφικός σκελετός στη μερικώς
κορεσμένη ζώνη είναι ασυμπίεστος ( ∂n ∂t = 0 ), ότι το νερό των πόρων είναι
ασυμπίεστο ( ∂ρ w ∂t = 0 ) και ότι δεν υπάρχουν εισροές ή απώλειες εντός της μερικώς
κορεσμένης ζώνης ( ∂mw′ ∂t = 0 ), οι σχέσεις (3.29) και (3.30) σε συνδυασμό με το
νόμο του Darcy (σχέση 3.8) και τη σχέση (3.7) δίνουν:
⎛ ∂S ⎞
∇ ⋅ (k ⋅ ∇h ) = n ⎜ r ⎟ (3.31)
⎝ ∂t ⎠
Αλλά:
∂Sr ⎛ ∂Sr ⎞ ∂p ⎛ ∂Sr ⎞ ∂ ⎛ ∂S ⎞ ∂h
= ⎜⎜ ⎟⎟ = ⎜⎜ ⎟⎟ (hγ w − zγ w ) = γ w ⎜⎜ r ⎟⎟ (3.32)
∂t ⎝ ∂p ⎠ ∂t ⎝ ∂p ⎠ ∂t ⎝ ∂p ⎠ ∂t
όπου (h) είναι το υδραυλικό φορτίο και (z) είναι το σταθερό υψόμετρο της
συγκεκριμένης θέσης. Τελικώς, οι σχέσεις (3.31) και (3.32) δίνουν τη διαφορική
εξίσωση (ως προς h) που διέπει την κίνηση του νερού στη μερικώς κορεσμένη ζώνη:
Στοιχεία υδραυλικής των υπογείων υδάτων 3-31
⎛ ∂S ⎞ ∂h
∇ ⋅ (k ⋅ ∇h ) = n γ w ⎜⎜ r ⎟⎟ (3.33)
⎝ ∂p ⎠ ∂t
Η εξίσωση αυτή είναι μή-γραμμική επειδή η συνάρτηση (∂Sr ∂p ) εξαρτάται από την
πίεση (p) (βλέπε Σχήμα 3.15) και συνεπώς από το (h). Στα επόμενα, η παραπάνω
σχέση απλοποιείται περαιτέρω με τις εξής παραδοχές:
(1) Ο συντελεστής διαπερατότητας είναι ισότροπος και σταθερός (ίσος με k).
(2) Η συνάρτηση (∂S r ∂p ) είναι σταθερή, δηλαδή ο βαθμός κορεσμού μεταβάλλεται
γραμμικά μεταξύ των τιμών 1 (στη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα) και 0 (σε
ύψος zs πάνω από τη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα, όπου zs είναι το ύψος της
τριχοειδούς ανύψωσης). Τότε:
∂Sr 1
=
∂p γ w zs
Με τις παραπάνω παραδοχές, η σχέση (3.33) δίνει:
∂h
c (∇2h ) = (3.34α)
∂t
όπου:
kz
c≡ s (3.34β)
n
είναι ένας σταθερός συντελεστής.
Συνήθως, η κίνηση του νερού στη μερικώς κορεσμένη ζώνη γίνεται μόνον
στην κατακόρυφη διεύθυνση (z), οπότε η σχέση (3.34) απλοποιείται ακόμη
περισσότερο και δίνει:
∂ 2h ∂h
c 2 = (3.35)
∂z ∂t
Εφαρμογή:
Στο παράδειγμα αυτό (Σχήμα Ε3.3) αναλύεται η κίνηση των υγρών αποβλήτων που είναι
αποθηκευμένα σε επιφανειακό ταμιευτήρα, διαμέσου της μερικώς κορεσμένης ζώνης της υποκείμενης
αργίλου προς τον υδροφόρο ορίζοντα που βρίσκεται σε βάθος 6 μέτρων από την επιφάνεια του
εδάφους. Θεωρείται ότι, πριν από την πλήρωση του ταμιευτήρα με υγρά απόβλητα (νερό που περιέχει
νιτρικά ιόντα σε συγκέντρωση Co = 60 mg/lt9), η ζώνη της αργίλου πάνω από τη ΣΥΟ (πάχους 6 m)
βρισκόταν υπό καθεστώς τριχοειδούς ανύψωσης και η κατανομή της πίεσης καθ’ ύψος (τη χρονική
στιγμή t = 0) δινόταν από τη σχέση: p = −γ w z
Θεωρείται επίσης ότι ο ταμιευτήρας πληρούται με απόβλητα πρακτικά ακαριαία, οπότε η υδραυλική
πίεση στον πυθμένα γίνεται: p = γ w H = 10 x 3 = 30 kPa, ενώ πριν την πλήρωση του ταμιευτήρα
9
ας σημειωθεί ότι η ανώτερη επιτρεπτή συγκέντρωση νιτρικών αλάτων στο νερό ύδρευσης ορίζεται σε
50mg/l από την Οδηγία 91/676/ΕΟΚ “για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής
προέλευσης”
Σχήμα Ε3.3: Παράδειγμα εφαρμογής. Διήθηση στη μερικώς κορεσμένη ζώνη των εδαφών
3-32 Στοιχεία υδρογεωλογίας
ήταν p = -10 x 6 = -60 kPa. Η μεταβολή (αύξηση) της υδραυλικής πίεσης και άρα του υδραυλικού
φορτίου στην επιφάνεια του εδάφους προκαλεί τη διήθηση των υγρών αποβλήτων προς τα κάτω,
διαμέσου της μερικώς κορεσμένης ζώνης. Στο Σχήμα Ε3.3 φαίνονται σχηματικά οι καμπύλες
κατανομής της υδραυλικής πίεσης στο έδαφος σε διάφορες χρονικές στιγμές μετά την πλήρωση του
ταμιευτήρα με απόβλητα.
Το φαινόμενο της κίνησης των υγρών αποβλήτων διαμέσου της μερικώς κορεσμένης ζώνης
διέπεται από τη διαφορική εξίσωση (3.35). Στα επόμενα, η διαφορική εξίσωση (3.35) λύνεται με τη
μέθοδο των Πεπερασμένων Διαφορών. Κατά την ανάλυση που ακολουθεί χρησιμοποιείται ο
( )
συμβολισμός hi , j ≡ h zi , t j που δίνει την τιμή του υδραυλικού φορτίου στη θέση z = zi τη χρονική
στιγμή t = tj. Επιπλέον, γίνεται προσέγγιση των παραγώγων της συνάρτησης του υδραυλικού φορτίου
με τις γνωστές σχέσεις:
⎛ ∂h ⎞
⎜ ⎟ = (hi , j +1 − hi , j )
1
⎝ ∂t ⎠ i , j Δ t
⎛ ∂ 2h ⎞
⎜⎜ 2 ⎟⎟ =
1
(hi −1, j − 2hi , j + hi+1, j )
⎝ ∂z ⎠i , j (Δz )
2
ταμιευτήρα όπου ισχύει η συνοριακή συνθήκη: h( z = 6, t ) = 9 m, για όλες τις χρονικές στιγμές.
Διαδοχική εφαρμογή της σχέσης (3.36) με χρονικό βήμα Δt = 3600 sec και διακριτοποίηση στον
κατακόρυφο άξονα Δz = 0.5 m δίνει τις ακόλουθες τιμές:
Οι τιμές αυτές παρουσιάζονται γραφικά στο Σχήμα Ε3.4. Η μέση κλίση του υδραυλικού φορτίου είναι
i = Δh Δz = 9 6 = 1.5 και συνεπώς η μέση φαινόμενη ταχύτητα διήθησης είναι v = k i = 1.5x10-6
m/sec. Εάν η επιφάνεια κατόψεως του ταμιευτήρα είναι 100x50 = 5000 m2, τότε η μέση παροχή
διήθησης των αποβλήτων είναι: Q = 1.5 x 10-6 x 5000 = 0.075 m3/sec. Τέλος, εάν η συγκέντρωση του
ρύπου στα απόβλητα είναι 60 mg/lt, τότε η μάζα του ρύπου που διηθείται ανά μονάδα χρόνου είναι:
m = 60 x (0.075 x 1000) = 4.500 mg/sec.
Σχήμα Ε3.4: Χρονική εξέλιξη του υδραυλικού φορτίου στην αργιλική στρώση κατά τη διήθηση των
υγρών αποβλήτων
3-34 Στοιχεία υδρογεωλογίας
Επιπλέον, η σχέση που συνδέει τη μεταβολή της μάζας (mw) του νερού που
περιέχεται στον υδροφορέα (όγκου V ) είναι (βλέπε εξίσωση 3.13):
∂mw S ⎛ ∂h ⎞
= ρw ⎜ ⎟
∂t H ⎝ ∂t ⎠
όπου: ρw = η πυκνότητα του νερού (ή γενικότερα του ρευστού που περιέχεται στους
πόρους του υδροφορέα)
S = ο συντελεστής εναποθήκευσης του υδροφορέα
Επιπλέον (από την εξίσωση 3.12):
∂m ∂ ⎛ V ⎞ ρ ⎛ ∂V ⎞ ρ Q ρ Q
− w = − ⎜ ρw w ⎟ = w ⎜ − w ⎟ = w = w
∂t ∂t ⎝ V ⎠ V ⎝ ∂t ⎠ V AH
όπου: Q = η παροχή αντλήσεων από τον υδροφορέα
V = ο όγκος του υδροφορέα
A = η επιφάνεια κάτοψης του υδροφορέα
Συνδυασμός των ανωτέρω τριών σχέσεων δίνει:
∂s γ w H
= Q
∂t S Es A
Η σχέση αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση του ρυθμού ταπείνωσης (s)
της επιφάνειας του εδάφους λόγω αντλήσεων με παροχή (Q), υπό την προϋπόθεση
ότι δεν συμβαίνει επαναπλήρωση του υδροφορέα λόγω τροφοδοσίας του (π.χ. από
κατεισδύουσα βροχόπτωση). Στην περίπτωση που ταυτοχρόνως με την άντληση ο
υδροφορέας τροφοδοτείται με φυσική επαναφόρτιση, τότε στην ανωτέρω σχέση ως
παροχή (Q) θα πρέπει να λογίζεται η καθαρή απώλεια του υδροφορέα, δηλαδή η
διαφορά μεταξύ αντλήσεων και επαναφόρτισης. Κατά συνέπεια, αν ο μέσος ρυθμός
άντλησης του υδροφορέα είναι ίσος με το μέσο ρυθμό της επαναφόρτισής του, η
μέση πιεζομετρική στάθμη του υδροφορέα δεν μεταβάλλεται και δεν λαμβάνουν
χώρα υποχωρήσεις τους εδάφους. Αντίθετα, εάν συμβαίνει υπερεκμετάλλευση του
υδροφορέα, δηλαδή εάν ο μέσος ρυθμός άντλησης είναι μεγαλύτερος από το μέσο
ρυθμό επαναφόρτισης, τότε η πιεζομετρική στάθμη του υδροφορέα ταπεινώνεται και
η επιφάνεια του εδάφους υποχωρεί.
Στην περίπτωση εγκιβωτισμένων υδροφορέων, η προηγούμενη σχέση που
δίνει το ρυθμό ταπείνωσης της επιφάνειας του εδάφους μπορεί να απλοποιηθεί
περαιτέρω, επειδή το μέτρο μονοδιάστατης συμπίεσης (Es) συνδέεται με τον
συντελεστή εναποθήκευσης (S ) του υδροφορέα μέσω της σχέσης:
γ H
Es = w
S
οπότε προκύπτει η απλοποιημένη σχέση:
∂s Q
=
∂t A
Απόδειξη:
Από τον ορισμό του συντελεστή εναποθήκευσης (σχέση 3.12α) προκύπτει:
ΔVw 1 ΔVw A ⋅ H 1 H
Δh = ⇒ Δp = ⋅ ⇒ Δσ v′ = Δε v
S⋅A γw V S⋅A γw S
Οπότε:
Δσ v′ γ w H
Es ≡ =
Δε v S
Βιβλιογραφικές αναφορές 3-35
Εφαρμογή:
Υδροφορέας διαστάσεων 10km x 10km και πάχους 100 μέτρων αντλείται μέσω 100
γεωτρήσεων με παροχή κάθε γεώτρησης 100 m3/ώρα. Ο συντελεστής εναποθήκευσης του υδροφορέα
είναι 1%. Να εκτιμηθεί ο ρυθμός ταπείνωσης της επιφάνειας του εδάφους, θεωρώντας ότι δεν
συμβαίνει επαναφόρτιση του υδροφορέα.
Λύση:
8 2
Α = 10000 x 10000 =10 m
Q = 100 x 100 x 24 = 240000 m3/ημέρα
∂s 240000 = 2.4 mm/ημέρα
=
∂t 108
Συνεπώς, αν οι αντλήσεις συνεχισθούν επί ένα έτος, η συνολική υποχώρηση θα είναι:
s = 365 x 2.4 = 876 mm = 0.88 m
Το μέτρο μονοδιάστατης συμπίεσης του υδροφορέα είναι:
10 × 100 = 100000 kPa = 100 MPa
Es =
0.01
Εφαρμογή:
Η μέση ταπείνωση της στάθμης του υδροφορέα της Θεσσαλίας κατά την τελευταία εικοσαετία
(1975-1995) είναι 25 μέτρα και οφείλεται στην έντονη υπερεκμετάλλευση των υπογείων υδάτων για
άρδευση της πεδιάδας. Τα μέσα χαρακτηριστικά του εγκιβωτισμένου υδροφορέα (υπό πίεση) της
Θεσσαλίας είναι: Έκταση 2000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, πάχος 100 μέτρα, συντελεστής
εναποθήκευσης 4%, μέτρο μονοδιάστατης συμπίεσης Εs = 250 MPa. Ζητούνται:
1. Να υπολογισθεί η μέση υποχώρηση της επιφάνειας του εδάφους λόγω των αντλήσεων κατά την
τελευταία εικοσαετία.
2. Να υπολογισθεί το μέσο ετήσιο έλλειμμα του υδροφορέα λόγω της υπερεκμετάλλευσης.
3. Να εκτιμηθεί η απαιτούμενη ετήσια παροχή της εκτροπής υδάτων του ποταμού Αχελώου προς την
Θεσσαλία, ώστε η στάθμη του υπογείου ορίζοντα να επανέλθει στα προ εικοσαετίας επίπεδα σε
χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών, θεωρώντας ότι στο διάστημα αυτό θα διατηρηθούν οι παρούσες
ανάγκες αρδευτικού νερού.
Λύση:
(1) Δσ ′ = − Δu = −γ w ⋅ Δh = −10 × 25 = -250 kPa
Δσ ′ 0.25
δ =H = 100 = 0.10 m
Es 250
25
(2) ΔVw = S ⋅ A ⋅ Δh = 0.04 × 2000 × 106 × = 100 εκατομμύρια κυβικά μέτρα
20
(3) Για να επανέλθει η στάθμη θα πρέπει να ανυψούται κατά 6.25 m ανά έτος. Η απαιτούμενη
προς τούτο ποσότητα νερού είναι:
Vw = S ⋅ A ⋅ Δh = 0.04 × 2000 × 106 × 6.25 = 500 εκατομμύρια κυβικά μέτρα ετησίως.
Συνεπώς, η ολική ποσότητα που θα πρέπει να εκτραπεί είναι 500+100 = 600 εκατομμύρια
κυβικά μέτρα νερού ετησίως (ανύψωση + έλλειμμα).
Hughes G.M., Landon R.A. and Farvolden R.N (1971) “Hydrogeology of solid waste disposal sites in
northeastern Illinois”, USEPA Solid Waste Management Series, SW-12d.
Morris D.A. and Johnson A.I. (1967) “Summary of hydrologic and physical properties of rock and soil
materials”, as analysed by the Hydrologic Laboratory of the U.S. Geological Survey, 1948-1960,
USGS Water Supply paper 1839-D.
Quinlan J.F and Ewers R.O. (1985) “Groundwater flow in limestone terrains: strategy rationale and
procedure for reliable, efficient monitoring of groundwater in karst areas”. Proc. 5th National Symp
and Exp. on Aquifer Restoration and Groundwater Monitoring, National Water Well Association,
pp 197-234.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
4.1 Εισαγωγή
Το αντικείμενο της αλληλεπίδρασης των ρύπων με το έδαφος είναι θεμελιώδης
γνώση που απαιτείται για να απαντηθούν ερωτήματα που ενδιαφέρουν σε
πραγματικά προβλήματα προστασίας και αποκατάστασης του υπεδάφους. Ένα
τέτοιο ποιοτικό ερώτημα είναι το πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για ένα ρύπο να
μεταφερθεί από το υπόγειο νερό στον αέρα της ακόρεστης ζώνης. Η απάντηση σε
αυτό το ερώτημα ενδιαφέρει για να εκτιμήσουμε αν πρέπει να λάβουμε υπόψη
μεταφορά του ρύπου και στην υγρή και στην αέρια φάση (δηλ. και στην κορεσμένη
και στην ακόρεστη ζώνη, αντίστοιχα). Αυτή η απάντηση επίσης ενδιαφέρει και για την
επιλογή μεθόδου απορρύπανσης, καθώς, όπως θα δούμε στο Κεφάλαιο 8, αρκετές
τεχνολογίες αποκατάστασης του υπεδάφους βασίζονται στη μεταφορά πτητικών
ρύπων από την υγρή στην αέρια φάση. Επιπλέον, το περιεχόμενο αυτού του
κεφαλαίου μάς επιτρέπει να εκτιμάμε τη συνολική μάζα του ρύπου, που έχει
διαρρεύσει στο υπέδαφος, συμπληρώνοντας αποτελέσματα από επιτόπου
δειγματοληψίες υπόγειου νερού και εδάφους και χημικές αναλύσεις των δειγμάτων.
Με μια πρώτη ματιά, ίσως φανεί ότι το απαραίτητο υπόβαθρο αποτελείται από
τελείως καινούριες γνώσεις. Στην πραγματικότητα όμως, πρόκειται για αρχές οι
οποίες ενοποιούν σε κοινό ερμηνευτικό πλαίσιο φαινόμενα γνωστά και από την
καθημερινή μας εμπειρία, όπως για παράδειγμα η εξάτμιση και η διάλυση.
Ρύπος Έδαφος
Μη Υδατική Φάση
(Non-Aqueous Phase Liquid – NAPL) Εδαφικές Φάσεις
οργανικοί ρύποι
διαλυμένοι στην
Υδατική Αέρια Στερεά
Φάση Φάση Φάση
Σχήμα 4.1: Οι φάσεις του εδάφους και του ρύπου που χρειάζεται να μελετηθούν στην πιο γενική
περίπτωση ρύπανσης και αποκατάστασης του υπεδάφους.
4-2 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος
Για να μελετήσουμε την αλληλεπίδραση μεταξύ του εδάφους και ενός ρύπου,
είναι απαραίτητο να διαχωρίσουμε τις φάσεις του κάθε ενός, όπως φαίνεται στο
Σχήμα 4.1. Το Σχήμα 4.1 αντιστοιχεί σε περιπτώσεις διαρροής στην ακόρεστη ζώνη
οργανικών ρύπων που δεν αναμειγνύονται με το νερό, όπως π.χ. η βενζίνη, για τους
οποίους έχει επικρατήσει ο αγγλικός όρος nonaqueous phase liquids ή NAPLs. Στην
ακόρεστη ζώνη διαχωρίζουμε τρεις εδαφικές φάσεις, τη στερεά, την υγρή και την
αέρια. Όσον αφορά τον οργανικό ρύπο, διαχωρίζουμε περιπτώσεις όπου αυτός έχει
διαρρεύσει ως ξεχωριστή φάση (π.χ. διαρροή από υπόγεια δεξαμενή πρατηρίου
καυσίμων), όπως φαίνεται στο Σχήμα 4.1, ή ως υδατικό διάλυμα (π.χ. διαρροή
υγρών αποβλήτων χημικής διεργασίας τα οποία περιέχουν κάποια ποσότητα ρύπου
πλήρως διαλυμένου σε νερό), όπως φαίνεται στο Σχήμα 4.2. Το παρόν κεφάλαιο
θεωρεί κυρίως μη υδατικούς υγρούς ρύπους γιατί αντιστοιχούν στην πιο γενική
περίπτωση όπου έχουμε τέσσερις διαφορετικές φάσεις, αλλά και γιατί πρόκειται για
μια κατηγορία ευρέως ανιχνευόμενων ρύπων στο υπόγειο νερό. Η διαρροή ενός
ανόργανου ρύπου σε υδατικό διάλυμα, όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ φάσεων,
είναι ίδια με αυτήν του Σχήματος 4.2. Έπεται ότι αν εξετάζουμε μόνο την κορεσμένη
ζώνη, το πρόβλημα απλοποιείται περαιτέρω, καθώς δεν χρειάζεται να λάβουμε
υπόψη την αέρια φάση.
Ρύπος Έδαφος
Σχήμα 4.2: Οι φάσεις του εδάφους και του ρύπου που χρειάζεται να μελετηθούν σε περιστατικά
διαρροής υδατικού διαλύματος ρύπου.
υδατικής υγρής φάσης (n). Για συγκεκριμένο ρύπο Α, θα διακρίνουμε μεταξύ των
ατμών του ρύπου, οι οποίοι θα χαρακτηρίζονται από τη συγκέντρωσή τους στην
αέρια φάση CΑα (μάζα ρύπου Α ανά όγκο της αέριας φάσης στους εδαφικούς
πόρους), του διαλυμένου ρύπου σε συγκέντρωση CΑw (μάζα ρύπου Α ανά όγκο
νερού στους εδαφικούς πόρους), και του εισροφημένου ρύπου CΑs, (μάζα ρύπου Α
ανά ξηρή μάζα εδαφικών στερεών). Ο μηχανισμός της εισρόφησης, ο οποίος είναι και
η μόνη εντελώς καινούρια έννοια που εισάγει αυτό το κεφάλαιο, αναλύεται στην
Ενότητα 4.5. Έτσι για να υπολογίσουμε τη μάζα ενός ρύπου στο έδαφος, θα πρέπει
να προσδιορίσουμε τις προαναφερθείσες συγκεντρώσεις στις τρεις εδαφικές φάσεις
και να πολλαπλασιάσουμε με την αντίστοιχη ποσότητα αναφοράς. Η αναλογία των
εδαφικών φάσεων δίνεται από τα εδαφομηχανικά χαρακτηριστικά του εδάφους, όπως
το πορώδες (n = όγκος εδαφικών πόρων / όγκος εδαφικού δείγματος), την ξηρή
πυκνότητα του εδάφους (ρd = μάζα εδαφικών στερεών / όγκος εδαφικού δείγματος)
και το βαθμό κορεσμού για το νερό (Sw = όγκος νερού στους εδαφικούς πόρους /
όγκος εδαφικών πόρων). Για τον υπολογισμό της συνολικής μάζας στην περίπτωση
οργανικού ρύπου που δεν αναμειγνύεται με το νερό, θα πρέπει επίσης να ξέρουμε αν
υπάρχει στο υπέδαφος και μη υδατική υγρή φάση, η ποσότητα της οποίας μπορεί να
υπολογιστεί με το βαθμό κορεσμού για τη μη υδατική φάση (Sn = όγκος μη υδατικής
φάσης στους εδαφικούς πόρους / όγκος εδαφικών πόρων) και την πυκνότητα τού μη
υδατικού ρύπου.
Καθαροί Ρύποι – Μη
Υδατικά Συστατικά
(NAPL)
Ενότητα 4.2
Ενότητα 4.4
Εισροφημένα
Ατμοί – Αέρια
Συστατικά
Συστατικά
(στη στερεά φάση)
(της αέριας φάσης)
Ενότητα 4.3
Ενότητα 4.5
Διαλυμένα Συστατικά
(στην υδατική φάση)
Σχήμα 4.3: Τα περιεχόμενα του Κεφαλαίου 4: η ανά ζεύγη ισορροπία μεταξύ των φάσεων του
εδάφους και των ρύπων.
ατμοί
κενό
Α
ισορροπία
καθαρός καθαρός
ρύπος ρύπος
Α Α
t=0
Σχήμα 4.4: Ισορροπία μεταξύ υγρού ρύπου (μη υδατική φάση) και των ατμών του (αέρια φάση).
Παράδειγμα 4.1: ποια είναι η μέγιστη συγκέντρωση στον αέρα των εδαφικών
πόρων κατόπιν διαρροής τριχλωροαιθένιου;
H τάση των ατμών του τριχλωροαιθυλένιου (trichloroethylene ή trichloroethene ή TCE) βρίσκεται ίση
με 60 mmHg σε 20oC (LaGrega et al., 1994). Για να βρούμε τη συγκέντρωση στην αέρια φάση, θα
χρησιμοποιήσουμε το νόμο των ιδανικών αερίων (βλέπε τύπους στο τέλος του κεφαλαίου):
Βλέπουμε ότι η μέγιστη δυνατή συγκέντρωση στον αέρα των εδαφικών πόρων κατόπιν διαρροής του
3
τριχλωροαιθένιου (0.438 kg/m ) αντιστοιχεί σε μια μάζα σχεδόν μισού κιλού τριχλωροαιθένιου στο
κυβικό μέτρο, ποσότητα όχι αμελητέα!
όπου xi είναι το μοριακό κλάσμα της ουσίας i στο μείγμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο
νόμος του Raoult ισχύει για μείγματα ουσιών με παρόμοια χημική δομή. Σε
προβλήματα ρύπανσης από μείγματα οργανικών ουσιών ανόμοιας δομής, ο νόμος
του Raoult εφαρμόζεται προσεγγιστικά.
Παράδειγμα 4.2: ποια είναι η μέγιστη συγκέντρωση στον αέρα των εδαφικών
πόρων κατόπιν διαρροής μείγματος τριχλωροαιθένιου και 1,1,1-
τριχλωροαιθάνιου;
Για να εφαρμόσουμε το νόμο του Raoult στο παράδειγμά μας, ας υποθέσουμε ότι το
τριχλωροαιθυλένιο και το τριχλωροαιθάνιο έχουν την ίδια αναλογία κατά βάρος και ας θεωρήσουμε
μια ενδεικτική ποσότητα μείγματος 1000 g από το καθένα. Το μόριο του τριχλωροαιθυλένιου, όπως
είδαμε στο Παράδειγμα 4.1, έχει 2 άτομα C, 3 άτομα Cl και 1 άτομο H, ενώ του τριχλωροαιθάνιου έχει
2 επιπλέον άτομα H. Τα μοριακά βάρη είναι 131.4 g/mol και 133.4 g/mol. Για το παράδειγμά μας,
υπολογίζονται ο αριθμός mol του τριχλωροαιθυλένιου (ουσία Α), nA = 1000 g /131.4 g = 7.6, ο αριθμός
mol του τριχλωροαιθάνιου (ουσία Β), nΒ = 1000 g /133.4 g = 7.5, και ο συνολικός αριθμός mol στο
μείγμα, nt = 15.1. Τα αντίστοιχα μοριακά κλάσματα των δύο συστατικών του μείγματος είναι xA = 0.5
και xB = 0.5.
Έτσι, ο νόμος του Raoult δίνει PA = PΑ0 xΑ = 8.12 kPa x 0.5 = 4.06 kPa και PB = PΒ0 xΒ = 13.54 kPa x
0.5 = 6.77 kPa. Τέλος, εφαρμόζοντας το νόμο των ιδανικών αερίων, προσδιορίζονται οι
συγκεντρώσεις των δύο συστατικών.
nTCE / V = PTCE / R T = mol/m3 = 4.06 kPa / [(8.314 x 10-3 kPa m3 / K mol) 293 K] = 1.67 mol/m3
→ CTCEα = (nTCE / V) x ΜΒTCE = 1.67 mol/m3 x 131.4 g/mol → CTCEα = 219 g/ m3
nTCA / V = PTCA / R T = mol/m3 = 13.54 / [(8.314 x 10-3 kPa m3 / K mol) 293 K] = 5.56 mol/m3
→ CTCAα = (nTCA / V) x ΜΒTCA = 5.56 mol/m3 x 133.4 g/mol → CTCAα = 741 g/ m3
Αξίζει να σημειωθεί, ότι σε περιπτώσεις μειγμάτων ρύπων, δεν είναι απαραίτητα ο πιο πτητικός ρύπος
εκείνος ο οποίος έχει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στην αέρια φάση, όπως σε αυτό το παράδειγμα.
Αυτό συμβαίνει γιατί η συγκέντρωση του κάθε ρύπου εξαρτάται όχι μόνο από την τάση των ατμών του,
αλλά και από την αναλογία του στο μείγμα και το μοριακό του βάρος.
Ισορροπία μεταξύ αέριας φάσης και υδατικής φάσης 4-7
ατμοί Α
κενό
+ υδρατμοί
ισορροπία
νερό + νερό +
διαλυμένος διαλυμένος
ρύπος Α ρύπος Α
t=0
Σχήμα 4.5: Ισορροπία μεταξύ διαλυμένου ρύπου (υδατική φάση) και των ατμών του (αέρια φάση).
Υποθέτουμε πάλι ότι στο χρόνο μηδέν εισάγουμε στο δοχείο του Σχήματος 4.5
υδατικό διάλυμα ουσίας Α και παρακολουθούμε την ένδειξη της πίεσης στο
μανόμετρο του δοχείου να ανεβαίνει, καθώς τα μόρια τόσο του νερού όσο και της
ουσίας Α ανακατανέμονται μεταξύ της υδατικής και της αέριας φάσης, μέχρι να
επέλθει ισορροπία, δηλ. έως ότου όσα μόρια πηγαίνουν από την υγρή στην αέρια
φάση, άλλα τόσα να επιστρέφουν από την αέρια στην υγρή. Η ένδειξη του
μανόμετρου, Pt, αντιστοιχεί στην ολική πίεση, δηλαδή στο άθροισμα της μερικής
πίεσης των υδρατμών και της μερικής πίεσης των ατμών της ουσίας Α, PA, η οποία
δίνεται από το νόμο του Henry ως:
όπου HMA είναι η σταθερά του νόμου Henry για την ουσία Α, σε μονάδες πίεσης, η
οποία μεταβάλλεται με τη θερμοκρασία, και xAw είναι το μοριακό κλάσμα της ουσίας
4-8 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος
στο υδατικό διάλυμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο νόμος του Henry εκφράζεται και
εναλλακτικά ως:
όπου HCA είναι η σταθερά του νόμου Henry για την ουσία Α, σε μονάδες [πίεσης x
όγκο / mol], και CAwm είναι η μοριακή συγκέντρωση της ουσίας Α, δηλ. τα mol της
ουσίας Α ανά μοναδιαίο όγκο του υδατικού διαλύματος. Έτσι, όταν ανατρέχουμε στη
βιβλιογραφία για να βρούμε την τιμή της σταθεράς του νόμου Henry για ένα ρύπο, θα
καταλάβουμε από τις μονάδες σε ποια μορφή του νόμου (δηλ. στην εξίσωση 4.2α ή
4.2β) αντιστοιχεί.
Εδώ θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: αφού έχουμε μια περίπτωση
μείγματος υγρών, γιατί δεν μπορώ να εφαρμόσω το νόμο του Raoult (εξίσωση 4.1)
για να βρώ τη μερική πίεση της ουσίας Α; Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος του Raoult
ισχύει για μείγματα παρόμοιας χημικής δομής ή τουλάχιστον ομοειδών ενώσεων.
Έτσι ενώ μπορεί να εφαρμοστεί για ένα μείγμα υδρογονανθράκων, δεν μπορεί να
εφαρμοστεί για ανόμοιες ενώσεις όπως είναι το νερό και ένας οργανικός ρύπος. Με
τη σειρά του, ο νόμος του Henry ισχύει για αραιά υδατικά διαλύματα, πρέπει δηλαδή
xAw << 1, περίπτωση η οποία είναι σχεδόν πάντα ο κανόνας στα περιστατικά
ρύπανσης του υπεδάφους. Τέλος, σε περίπτωση που έχουμε υδατικό διάλυμα ενός
αριθμού ρύπων, χρησιμοποιούμε πάλι το νόμο του Henry για τον κάθε ρύπο
ξεχωριστά, περιμένοντας όμως αποκλίσεις.
Παράδειγμα 4.3: ποια είναι η μέγιστη συγκέντρωση στον αέρα των εδαφικών
πόρων κατόπιν διαρροής υδατικού διαλύματος τριχλωροαιθένιου
συγκέντρωσης CΑw = 10mg/l;
Ξαναγυρίζουμε στο ερώτημα της εξέλιξης της διαρροής του υδατικού διαλύματος τριχλωροαιθένιου,
συγκέντρωσης CAw = 10 mg/l, με το οποίο ξεκίνησε αυτή η ενότητα. Από τη δοσμένη συγκέντρωση,
βρίσκεται o αριθμός mol, στη συνέχεια το μοριακό κλάσμα και τέλος από το νόμο του Henry η μερική
πίεση του τριχλωροαιθένιου, από την οποία βρίσκεται η συγκέντρωσή του στον αέρα.
Βρίσκουμε τη σταθερά του νόμου Henry ίση με 0.904 kPa m3/mol στους 20oC (Mackay and Shiu,
1981) και στη συνέχεια εκφράζουμε τη συγκέντρωση του τριχλωροαιθένιου στις κατάλληλες μονάδες:
-3 -3 3 3 -2 3
CAw = 10 x 10 g/ 10 m → CAwm = [10 g /(131.4 g/mol)]/ m = 7.6 x 10 mol/ m
PA = HCA CAwm = 0.904 kPa m3/mol x 7.6 x 10-2 mol/ m3 = 6.9 x 10-2 kPa
nTCE / V = PTCE / R T = 6.9 x 10-2 kPa / [(8.314 x 10-3 kPa m3 / K mol) 293 K] = 0.03 mol/m3
→ CTCEα = (nTCE / V) x ΜΒTCE = 0.03 mol/m3 x 131.4 g/mol → CTCEα = 3.7 g/m3
Συγκρίνοντας αυτήν την τιμή με τη συγκέντρωση που υπολογίσαμε στο Παράδειγμα 4.1, δηλ. στην
περίπτωση διαρροής καθαρού τριχλωροαιθυλενίου (CTCEα = 438 g/m3), τη βρίσκουμε πολύ μικρότερη.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το αποτέλεσμα της σύγκρισης ήταν αναμενόμενο, μιας και η διαρροή
καθαρής ουσίας είναι λογικό να επιβαρύνει περισσότερο την αέρια φάση σε σχέση με τη διαρροή
διαλύματος της ίδιας ουσίας: σε αυτήν την παρατήρηση θα επανέλθουμε στο λυμένο παράδειγμα της
Ενότητας 4.7!
Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και μη υδατικής υγρής φάσης 4-9
υγρός ρύπος Α
υγρός
+
ρύπος Α
διαλυμένο
νερό
ισορροπία
νερό +
νερό διαλυμένος
ρύπος Α
(CAw = S)
t=0
Σχήμα 4.6: Ισορροπία μεταξύ υγρού ρύπου που δεν αναμειγνύεται με το νερό (μη υδατική φάση) και
διαλυμένου ρύπου (υδατική φάση).
Έστω ότι τη χρονική στιγμή μηδέν έρχονται σε επαφή νερό και οργανική ουσία Α η
οποία δεν αναμειγνύεται με το νερό (π.χ. όχι οινόπνευμα). Έτσι μόρια της ουσίας Α
αρχίζουν να μεταφέρονται στο νερό (ενώ παράλληλα μόρια νερού αρχίζουν να
μεταφέρονται στο βενζόλιο), με αποτέλεσμα να αυξάνεται η συγκέντρωση της ουσίας
Α στο νερό (και του νερού στο βενζόλιο), έως ότου επιτευχθεί ισορροπία. Η μέγιστη
δυνατή συγκέντρωση της ουσίας Α στο νερό, είναι η διαλυτότητα της ουσίας Α, S, και
είναι αυτή που αντιστοιχεί στην κατάσταση ισορροπίας. Οι οργανικοί ρύποι που δεν
αναμειγνύονται με το νερό, οι οποίοι δηλ. μπορούν να βρίσκονται ως ξεχωριστή από
το νερό μη υδατική φάση, χαρακτηρίζονται από πολύ μικρές τιμές διαλυτότητας, της
τάξης των εκατοντάδων έως λίγων χιλιάδων χιλιοστογράμμων σε ένα λίτρο νερού,
για θερμοκρασίες μεταξύ 20ο και 25ο C. Με άλλα λόγια, οι μέγιστες δυνατές τιμές των
ρύπων που δεν αναμειγνύονται με το νερό δεν ξεπερνούν τα λίγα γραμμάρια στο
λίτρο, αλλά βέβαια είναι τάξεις μεγέθους μεγαλύτερες από τα αποδεκτά όρια του
Κεφαλαίου 2. Εδώ πρέπει να τονιστεί η διαφορά της πλήρους ανάμειξης δύο υγρών,
που ισχύει για συγκεκριμένα ζεύγη υγρών τα οποία είναι αμοιβαία διαλυτά σε κάθε
αναλογία, και του φαινόμενου της διάλυσης, το οποίο ισχύει για κάθε ζεύγος υγρών
(καθώς και για διαλύματα στερεών σε υγρά), αλλά βέβαια σε διαφορετικό βαθμό.
Για το βενζόλιο του παραδείγματός μας, η διαλυτότητα είναι ίση με 1780 mg/l
στους 20οC (LaGrega et al., 1994). Είναι χρήσιμο να δούμε τη διαλυτότητα από μία
σκοπιά λίγο διαφορετική αυτής του Σχήματος 4.6, η οποία μας είναι πιο οικεία από
την καθημερινή μας εμπειρία. Ας υποθέσουμε ότι ξεκινάμε με ένα λίτρο νερό στο
4-10 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος
όπου Si είναι η διαλυτότητα του συστατικού i στο νερό και xin είναι το μοριακό κλάσμα
του συστατικού i στο μη υδατικό υγρό μείγμα (δηλ. στην κηλίδα του μείγματος στο
παράδειγμά μας).
όπου ο σταθερός συντελεστής Kp που συνδέει τις συγκεντρώσεις στη στερεά φάση,
CΑs, και την υδατική φάση, CΑw, λέγεται συντελεστής διαχωρισμού (partition
coefficient) και έχει μονάδες l/kg, για τις συνήθεις μονάδες συγκέντρωσης στη στερεά
(mg/kg) και την υδατική φάση (mg/l). Ο συντελεστής διαχωρισμού προσδιορίζεται
πειραματικά και εξαρτάται από τις ιδιότητες του ρύπου και του εδάφους.
Εναλλακτικά, μπορεί να προσδιοριστεί μέσω συσχετίσεων, οι οποίες έχουν
αναπτυχθεί για συγκεκριμένες κατηγορίες ρύπων και εδαφών. Συγκεκριμένα, η
πρόβλεψη του συντελεστή διαχωρισμού είναι δυνατή για υδροφοβικούς οργανικούς
ρύπους για τους οποίους ο κύριος μηχανισμός εισρόφησης είναι η απορρόφηση στο
οργανικό εδαφικό κλάσμα. Σε αυτήν την περίπτωση ισχύει:
όπου Koc είναι ένας νέος συντελεστής διαχωρισμού, μεταξύ της υδατικής φάσης και
του οργανικού κλάσματος της στερεάς φάσης, ο οποίος περιγράφει τη συγγένεια του
ρύπου προς το οργανικό εδαφικό κλάσμα, ενώ foc είναι το κλάσμα του οργανικού
άνθρακα στο έδαφος (μάζα οργανικού άνθρακα / μάζα εδάφους). Όπως
προαναφέρθηκε, η πιο πάνω σχέση ισχύει όταν ο κύριος μηχανισμός εισρόφησης
είναι η απορρόφηση στο οργανικό εδαφικό κλάσμα και γι’αυτό συνιστάται να
χρησιμοποιείται όταν foc > 0.1% και για μικρά ποσοστά αργίλου (έτσι ώστε η συμβολή
της προσρόφησης ανταλλαγής στο συνολικό φαινόμενο της εισρόφησης να μην είναι
σημαντική).
Ο συντελεστής διαχωρισμού Koc είναι ιδιότητα του ρύπου και μπορεί να βρεθεί
στη βιβλιογραφία. Εναλλακτικά, μπορεί να προσδιοριστεί μέσω συσχετίσεων με το
συντελεστή διαχωρισμού μεταξύ οκτανόλης και νερού, Kow, o οποίος ορίζεται με τη
βοήθεια του Σχήματος 4.7 ως ο λόγος των συγκεντρώσεων ισορροπίας του ρύπου
στην οκτανόλη και στο νερό.
Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και στερεάς φάσης 4-13
οκτανόλη νερό
οκτανόλη νερό
+ +
CAο CAw
ισορροπία
οργανικός οργανικός
ρύπος Α ρύπος Α
Ο συντελεστής διαχωρισμού Kow περιγράφει τη σχετική προτίμηση του ρύπου για τις
οργανικές ενώσεις σε σχέση με το νερό: για Kow < 10 ο ρύπος θεωρείται υδροφιλικός.
Για μια σειρά από πολυκυκλικές αρωματικές ενώσεις και αλογονοπαράγωγα, ισχύει
(Karickhoff et al., 1979):
Η εξίσωση 4.6 ισχύει για ένα μεγάλο αριθμό οργανικών ενώσεων. Για μεγαλύτερη
ακρίβεια, ανάλογες σχέσεις έχουν προσδιοριστεί για συγκεκριμένες κατηγορίες
οργανικών ενώσεων. Για παράδειγμα, οι Pankow and Cherry (1996) δίνουν μια
συσχέτιση ειδικά για την κατηγορία των οργανικών χλωριωμένων διαλυτών στην
οποία ανήκει και το τριχλωροαιθένιο των παραδειγμάτων αυτού του κεφαλαίου.
Ce ⎛ 1 ⎞ ⎛ 1 ⎞
=⎜ ⎟ + ⎜ ⎟Ce
q ⎜⎝ β qm ⎟⎠ ⎜⎝ qm ⎟⎠
Στην ανωτέρω εξίσωση, η ισόθερμη έχει λάβει την γενική μορφή της γραμμικής
συσχέτισης Y = α0 + α1 X, όπου η εξαρτημένη μεταβλητή Υ ισούται με Ce q , η δε
ανεξάρτητη μεταβλητή Χ με Ce. Με υπολογισμό της εξίσωσης γραμμικής
παλινδρόμησης, ο συντελεστής α0 (που αποτελεί την τομή της εξίσωσης με τον
άξονα Υ) θα είναι ίσος με (β ⋅ qm ) , ενώ ο συντελεστής α1 (που αποτελεί την κλίση της
−1
Η ισόθερμη του Langmuir βασίζεται στις εξής δυο παραδοχές (Metcalf & Eddy,
1991):
1. Στην επιφάνεια του στερεού προσροφητή υπάρχει ένας συγκεκριμένος αριθμός
θέσεων προσρόφησης, οι οποίες είναι ενεργειακά ακριβώς ίδιες.
2. Η προσρόφηση είναι αντιστρεπτή διαδικασία και μάλιστα το φαινόμενο ευρίσκεται
σε κατάσταση ισορροπίας όταν ο ρυθμός προσρόφησης γίνει ίσος με τον ρυθμό
εκρόφησης. Ο ρυθμός του φαινομένου είναι ανάλογος της διαφοράς
συγκέντρωσης μεταξύ της εν διαλύσει ουσίας και αυτής που έχει προσροφηθεί.
Όταν αυτή η διαφορά γίνει μηδέν, το φαινόμενο της προσρόφησης έχει περατωθεί
και έχει επιτευχθεί ισορροπία.
με τον άξονα Υ) θα είναι ίσος με log10 K ενώ ο συντελεστής α1 (που αποτελεί την
1
κλίση της ευθείας γραμμικής παλινδρόμησης) θα είναι ίσος με .
n
Παραδείγματα
Παρουσιάζονται κατωτέρω τρία παραδείγματα από γνωστές πηγές της βιβλιογραφίας. Τα
πρώτα δυο παραδείγματα αφορούν προσρόφηση σε ενεργοποιημένο άνθρακα (activated carbon) που
συχνά χρησιμοποιείται σε πειράματα προσρόφησης, λόγω του εκτεταμένου συστήματος πόρων που
παρουσιάζει. Το τρίτο παράδειγμα αφορά προσρόφηση φωσφορικών σε οξείδιο του αλουμινίου. Τα
παραδείγματα αυτά περιλαμβάνουν υποδειγματική λεπτομερή επεξεργασία ανάλυσης των σχετικών
εργαστηριακών δεδομένων και εφαρμογής του βέλτιστου μοντέλου προσρόφησης.
Παράδειγμα 4.4. Οι Tchobanoglous και Burton (Metcalf & Eddy, 1991) παραθέτουν τα ακόλουθα
στοιχεία προσρόφησης διαλυμένης ουσίας σε ενεργοποιημένο άνθρακα:
Από την πρώτη σειρά του ανωτέρω πίνακα συνάγεται ότι η αρχική συγκέντρωση, C0, είναι 3.37 mg/L.
Για να υπολογισθούν οι υπόλοιπες παράμετροι των ισόθερμων Langmuir και Freundlich,
κωδικοποιούνται τα κατωτέρω σε φύλλο υπολογισμού του στατιστικού προγράμματος MINITAB (ή
Excel):
C0 Ce x m q Ce/q log q log Ce
3.37 3.27 0.10 0.001 0.100 32.700 -1.00000 0.514548
3.37 2.77 0.60 0.010 0.060 46.167 -1.22185 0.442480
3.37 1.86 1.51 0.100 0.015 123.179 -1.82102 0.269513
3.37 1.33 2.04 0.500 0.004 325.980 -2.38934 0.123852
όπου C0 είναι η αρχική συγκέντρωση, Ce είναι η συγκέντρωση ισορροπίας, x είναι η συγκέντρωση της
προσροφημένης ουσίας (προκύπτει από την διαφορά C0-Ce), m είναι η συγκέντρωση του προσροφητή
(ενεργοποιημένου άνθρακα εν προκειμένω), q είναι το πηλίκο x m , και log q και log Ce είναι οι
δεκαδικοί λογάριθμοι του q και της Ce αντίστοιχα.
Ισόθερμη Langmuir
350
300
250
200
Ce/q
150
100
50
Regression Plot
Y = 454.546 - 139.779X
R-Sq = 81.7 %
300
200
Ce/q 100
Ce
Regression Analysis
The regression equation is
log q = - 2.81 + 3.56 log Ce
4 cases used 1 cases contain missing values
Predictor Coef StDev T P
Constant -2.80924 0.03772 -74.47 0.000
log Ce 3.5580 0.1019 34.93 0.001
S = 0.03100 R-Sq = 99.8% R-Sq(adj) = 99.8%
Analysis of Variance
Source DF SS MS F P
Regression 1 1.1727 1.1727 1220.03 0.001
Residual Error 2 0.0019 0.0010
Total 3 1.1746
Από την πρώτη σειρά του ανωτέρω πίνακα συνάγεται ότι η αρχική συγκέντρωση, C0, είναι 20 g/L. Για
να υπολογισθούν οι υπόλοιπες παράμετροι των ισόθερμων Langmuir και Freundlich, κωδικοποιούνται
τα κατωτέρω σε φύλλο υπολογισμού του στατιστικού προγράμματος MINITAB:
Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και στερεάς φάσης 4-17
όπου C0 είναι η αρχική συγκέντρωση, Ce είναι η συγκέντρωση ισορροπίας, x είναι η συγκέντρωση της
προσροφημένης ουσίας (προκύπτει από την διαφορά C0-Ce), m είναι η συγκέντρωση του προσροφητή
(ενεργοποιημένου άνθρακα εν προκειμένω), q είναι το πηλίκο x m και log q και log Ce είναι οι
δεκαδικοί λογάριθμοι του q και της Ce αντίστοιχα.
Ισόθερμη Langmuir
1.80
1.78
1.76
1.74
1.72
Ce/q
1.70
1.68
1.66
1.64
1.62
1.60
0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14
Ce
Regression Plot
Y = 1.78259 - 8.68E-03X
R-Sq = 93.8 %
1.77
1.76
1.75
1.74
1.73
Ce/q
1.72
1.71
1.70
1.69
1.68
1.67
3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13
Ce
Regression Analysis
The regression equation is
Ce/q = 1.78 - 0.00868 Ce
Predictor Coef StDev T P
Constant 1.78259 0.01050 169.77 0.000
Ce -0.008681 0.001292 -6.72 0.007
S = 0.01088 R-Sq = 93.8% R-Sq(adj) = 91.7%
Analysis of Variance
Source DF SS MS F P
4-18 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος
Πριν τον υπολογισμό των συντελεστών της ισόθερμης, απαιτείται ο έλεγχος της στατιστικής
αξιοπιστίας του υπολογισμού της γραμμής ελαχίστων τετραγώνων. Η σταθερά (1.78) και η κλίση (-
0.00868) της εξίσωσης γραμμικής παλινδρόμησης είναι στατιστικά σημαντικές σε επίπεδο
εμπιστοσύνης 95% (οι τιμές t είναι αρκετά μεγάλες και οι συνακόλουθες πιθανότητες p μικρότερες από
5%). Το ίδιο συμπέρασμα δίνει και η τιμή του F (45.11) και η σχετική πιθανότητα p (0.007<5%). Τέλος,
η τιμή του R2 είναι περίπου 94%, δηλαδή το 94% της παρατηρούμενης διασποράς των δεδομένων
εξηγείται επιτυχώς από την υπολογισθείσα εξίσωση παλινδρόμησης.
Βάσει της ανωτέρω στατιστικής ανάλυσης, οι συντελεστές της εξίσωσης παλινδρόμησης είναι:
1
α1 = -0.00868 = ⇒ qm = -115
qm
1 1
α0 = 1.78 = ⇒β = = -0.00489
β qm 1.78 × (− 115)
και επομένως η ισόθερμη Langmuir που ταιριάζει στα πειραματικά δεδομένα του παρόντος
παραδείγματος έχει ως κατωτέρω:
x qm ⋅ β ⋅ Ce (− 115) × (− 0.00489 ) × Ce 0.56 ⋅ Ce
q= = = =
m 1 + β ⋅ Ce 1 + (− 0.00489 ) × Ce 1 − 0.0049 ⋅ Ce
Εξετάζουμε τώρα την συμφωνία των πειραματικών δεδομένων με το μοντέλο ισόθερμης Freundlich.
Ισόθερμη Freundlich
0.9
0.8
0.7
log10(q)
0.6
0.5
0.4
0.3
0.2
0.5 0.6 0.7 0.8 0.9 1.0 1.1
log10(Ce)
Regression Analysis
The regression equation is
log q = - 0.264 + 1.04 log Ce
Predictor Coef StDev T P
Constant -0.263534 0.002942 -89.58 0.000
log Ce 1.03534 0.00355 291.75 0.000
S = 0.001886 R-Sq = 100.0% R-Sq(adj) = 100.0%
Analysis of Variance
Source DF SS MS F P
Regression 1 0.30261 0.30261 85116.80 0.000
Residual Error 3 0.00001 0.00000
Total 4 0.30262
Τα αποτελέσματα της γραμμικής παλινδρόμησης δείχνουν ότι υπάρχει εξαιρετική συμφωνία των
δεδομένων με το προτεινόμενο μοντέλο ισόθερμης, αφού τα λογαριθμικά δεδομένα δίνουν R2 ίσο με
100% ενώ η σταθερά της εξίσωσης και η παράμετρος κλίσης είναι στατιστικά σημαντικές με πολύ
μεγάλες απόλυτες τιμές t και αντίστοιχη πιθανότητα κατά πολύ μικρότερη από 5%.
Βάσει των ανωτέρω αποτελεσμάτων, οι συντελεστές της εξίσωσης παλινδρόμησης είναι:
α0 = -0.264 = log10(K) ⇒ K = 0.545
Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και στερεάς φάσης 4-19
1
α1 = 1.04 = ⇒ n = 0.962
n
και επομένως η ισόθερμη Freundlich που ταιριάζει στα πειραματικά δεδομένα του παρόντος
παραδείγματος έχει ως κατωτέρω:
x
q= = K ⋅ Ce1/ n = 0.55 × Ce
m
Μετά τη διερεύνηση του ορθού στατιστικά υπολογισμού του κατάλληλου μοντέλου ισόθερμης,
ακολουθεί ένα παράδειγμα εργαστηριακών δεδομένων με διαφορετικές μονάδες μέτρησης της εν
διαλύσει συγκέντρωσης και της προσρόφησης.
Παράδειγμα 4.6. Οι Stumm και Morgan (1996) πραγματεύονται τα κατωτέρω εργαστηριακά δεδομένα
προσρόφησης φωσφορικών ριζών (phosphates) σε οξείδιο του αλουμινίου (Al2O3) σε θερμοκρασία
-2
25°C, ενεργό οξύτητα pH = 3.7 και ιονική δύναμη Ι = 10 Μ. Υπενθυμίζεται ότι το οξείδιο του
αλουμινίου, μαζί με τα οξείδια σιδήρου και πυρίτιου, αποτελούν τα τρία βασικά συστατικά της αργίλου.
Επισημαίνεται ότι η μορφή των δεδομένων αυτών διαφέρει από εκείνη των προηγούμενων
παραδειγμάτων.
Ισόθερμη Freundlich
1.6
1.5
1.4
log10(q [μΜ/g] )
1.3
1.2
1.1
1.0
0.9
0.8
0.7
0.6
0.0 0.2 0.4 0.6 0.8 1.0 1.2 1.4 1.6 1.8 2.0
log10(Ce [μM] )
Ισόθερμη Langmuir
2.0
Ce [μΜ] / q [μM/g]
1.5
1.0
0.5
0.0
0 10 20 30 40 50 60 70 80 90
Ce [μM]
Η ισόθερμη που προκύπτει ως η ευθεία των ελαχίστων τετραγώνων, παρουσιάζεται στο επόμενο
διάγραμμα:
4-20 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος
Regression Plot
Y = 0.197255 + 2.30E-02X
R-Sq = 99.5 %
Ce/q
1
0 10 20 30 40 50 60 70 80 90
Ce
Τα αργιλικά ορυκτά σχηματίζονται από δυο βασικά δομικά στοιχεία (Σχήμα 4.8) :
1. Το τετράεδρο του πυριτίου SiO4-4 όπου το άτομο του πυριτίου περιστοιχίζεται από
Σχήμα 4.8: Τα δομικά στοιχεία των αργιλικών ορυκτών: το τετράεδρο του πυριτίου, το οκτάεδρο του
αργιλίου ή του μαγνησίου και η δημιουργία των αργιλικών φύλλων
Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και στερεάς φάσης 4-21
Σχήμα 4.9: Η δομή των αργιλικών ορυκτών (α) καολινίτη, (β) ιλλίτη, (γ) μοντμοριλονίτη
Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και στερεάς φάσης 4-23
Σχήμα 4.10: Δημιουργία της διπλής στρώσης στην επιφάνεια των αργιλικών ορυκτών
3
ονομάζεται διπλή στρώση επειδή αναπτύσσεται και στις δυο επιφάνειες των αργιλικών πλακιδίων
4
που έχουν ομόσημο ηλεκτρικό φορτίο
Ισορροπία μεταξύ υδατικής φάσης και στερεάς φάσης 4-25
ξήρανση μιας αργίλου προκαλεί μείωση του πάχους των διπλών στρώσεων λόγω της
αφαίρεσης νερού, μείωση του όγκου της αργίλου (συρρίκνωση) και αύξηση των
δυνάμεων Van der Waals που ασκούνται μεταξύ των αργιλικών πλακιδίων5. Η ως
άνω αύξηση των δυνάμεων Van der Waals προκαλεί κροκίδωση (flocculation) της
αργίλου, δηλαδή την άμεση επαφή μεταξύ των αργιλικών πλακιδίων που έχει ως
συνέπεια και την αύξηση της διατμητικής αντοχής του υλικού. Το ίδιο αποτέλεσμα
έχει και η αύξηση της παρουσίας κατιόντων (π.χ. ρύπων) στο υπόγειο νερό, επειδή
τα ελεύθερα κατιόντα που έχουν ισχυρό ηλεκτρικό φορτίο δεσμεύονται στην
επιφάνεια των αργιλικών πλακιδίων εξουδετερώνοντας την περίσσεια αρνητικών
φορτίων και έτσι μειώνουν την τάση για ανάπτυξη της διπλής στρώσης, με συνέπεια
την προσέγγιση μεταξύ των αργιλικών πλακιδίων και την κροκίδωση της αργίλου.
Τέλος, σημαντικά αποτελέσματα στην αντοχή των αργίλων έχει και η
παρουσία οργανικών διαλυτών (αλκοολών, αιθέρων, φαινολών κλπ) στο υπόγειο
νερό σε υψηλές συγκεντρώσεις, επειδή τα μόρια των ουσιών αυτών είναι μή-πολικά
και παρεμποδίζουν την ανάπτυξη της διπλής στρώσης στην επιφάνεια των αργιλικών
πλακιδίων6. Επιπλέον, επειδή τα μόρια των οργανικών διαλυτών έχουν μεγάλο
μέγεθος, όταν παρεμβληθούν μεταξύ των αργιλικών πλακιδίων προκαλούν τη
διόγκωσή τους, δηλαδή τη μείωση των δυνάμεων Van der Waals με αποτέλεσμα τη
μείωση της αντοχής των αργίλων.
Η παρουσία ρύπων εντός του υπόγειου νερού επηρεάζει και άλλες ιδιότητες
των αργίλων (εκτός από τη διατμητική αντοχή). Μεγάλη σημασία στη χρήση
συμπυκνωμένων αργιλικών στρώσεων (compacted clay liners) για την παρεμπόδιση
της επέκτασης της ρύπανσης (όπως π.χ. για τη σφράγιση του πυθμένα χώρων
διάθεσης αποβλήτων) έχει η επιρροή της παρουσίας ρύπων στη διαπερατότητα των
αργιλικών στρώσεων. Αναλόγως του είδους των ρύπων που περιέχονται στο νερό
των πόρων του εδάφους, η διαπερατότητα της αργίλου μπορεί να μεταβληθεί λόγω:
1. Μεταβολής του πάχους των διπλών στρώσεων.
2. Μεταβολής της δομής της αργίλου από διεσπαρμένη (dispersed) σε κροκιδωμένη
(flocculated).
3. Διάλυσης εδαφικών υλικών από ισχυρές βάσεις ή οξέα του υπόγειου νερού.
4. Έμφραξης των εδαφικών πόρων κατά τη συγκράτηση αιωρούμενων στερεών
κόκκων, την καθίζηση διαλελυμένων ουσιών, την ανάπτυξη μικροοργανισμών στην
επιφάνεια των εδαφικών κόκκων, την προσρόφηση ρύπων στην επιφάνεια των
εδαφικών κόκκων κλπ.
Από τους ανωτέρω παράγοντες, η παρουσία διαλελυμένων αλάτων (νατρίου, καλίου,
ασβεστίου, μαγνησίου κλπ), ανόργανων οξέων (υδροχλωρικού, θειικού κλπ) και
ποικίλων οργανικών ουσιών (μεθανόλη, ακετόνη, ανιλίνη, βενζόλιο, ξυλένιο κλπ)
προκαλεί σημαντική αύξηση (κατά 10-1000 φορές) της διαπερατότητας των αργίλων
κυρίως λόγω μείωσης του πάχους των διπλών στρώσεων (όπως στην περίπτωση
των οργανικών ουσιών) ή λόγω κροκίδωσης των αργίλων (όπως στην περίπτωση
της παρουσίας κατιόντων αλάτων). Αντίθετα, η παρουσία βαρέων μετάλλων, βαρέων
κλασμάτων υδρογονανθράκων ή σημαντικής συγκέντρωσης αιωρούμενων ουσιών
στο υπόγειο νερό προκαλεί μείωση της διαπερατότητας των αργίλων κυρίως λόγω
έμφραξης των εδαφικών πόρων. Λόγω των ανωτέρω επιρροών των ρύπων στον
συντελεστή διαπερατότητας των αργίλων, συνιστάται να εκτελούνται δοκιμές ελέγχου
της συμβατότητας7 του εδάφους με το υπόγειο νερό (ή το συγκεκριμένο στράγγισμα)
5
επειδή οι αποστάσεις μεταξύ των αργιλικών πλακιδίων μειώνονται
6
η διηλεκτρική σταθερά των οργανικών αυτών διαλυμάτων είναι μικρότερη από τη διηλεκτρική
σταθερά του καθαρού νερού
7
οι λεγόμενες soil-fluid compatibility tests
4-26 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος
Οι διεργασίες αυτές δεν εξαρτιούνται απαραίτητα από την παρουσία των εδαφικών
κόκκων και συνεπώς λαμβάνουν χώρα και στα επιφανειακά ύδατα. Παραδείγματα
τέτοιων μηχανισμών είναι η υδρόλυση, η βιοχημική οξείδωση των οργανικών ρύπων,
η νιτροποίηση του αμμωνιακού αζώτου, η αναγωγή των θειικών ιόντων προς
υδρόθειο, η πυρηνική διάσπαση των ραδιενεργών ισοτόπων κλπ. Η ανάλυση των
διεργασιών αυτών υπερβαίνει τα όρια του αντικειμένου της Περιβαλλοντικής
Γεωτεχνικής, κι έτσι θα περιοριστούμε μόνο στο να περιγράψουμε μαθηματικά τα
αποτελέσματά τους.
Πρακτικές συνέπειες της αλληλεπίδρασης ρύπων – εδάφους 4-27
Για την ποσοτική περιγραφή του ρυπαντικού φορτίου του υπόγειου νερού
ορίζεται η συγκέντρωση (C) του ρύπου στο υπόγειο νερό ως η μάζα του ρύπου που
περιέχεται στη μονάδα του όγκου του νερού των πόρων. Επίσης ορίζεται η ειδική
μάζα (m) ως η μάζα του ρύπου που περιέχεται στη μονάδα όγκου του εδάφους. Οι
δυο αυτές ποσότητες σχετίζονται ως εξής:
m = C Sw n
όπου (Sw) είναι ο βαθμός κορεσμού του εδάφους και (n) είναι το ενεργό πορώδες του
εδάφους, δηλαδή το ποσοστό του όγκου του εδάφους διαμέσου του οποίου κινείται
το υπόγειο νερό. Στην περίπτωση που ο ρύπος είναι συντηρητικός, δηλαδή δεν
εισροφιέται στην επιφάνεια των εδαφικών κόκκων αλλά ούτε και κατ’ άλλον τρόπον
υποβαθμίζεται (π.χ. μέσω χημικών, βιολογικών ή πυρηνικών αντιδράσεων),
παρακολουθεί τη μέση κίνηση του υπόγειου νερού και μεταφέρεται προς τα κατάντη
προκαλώντας επέκταση της ρύπανσης. Αντίθετα, στην περίπτωση μη συντηρητικών
ρύπων:
1. η συνολική μάζα του ρύπου μειώνεται λόγω των διαδικασιών υποβάθμισης, και
2. η μέση ταχύτητα κίνησης του ρύπου είναι μικρότερη από τη μέση ταχύτητα
μεταγωγής του υπόγειου νερού, με συνέπεια να προκαλείται καθυστέρηση στην
επέκταση της ρύπανσης.
Η μεταβολή (μείωση) της ειδικής μάζας του ρύπου λόγω των διαδικασιών
υποβάθμισης συνήθως περιγράφεται με τη σχέση:
dm
− = f +λ m
dt
όπου:
f = μια (γνωστή) συνάρτηση απομείωσης της μάζας του ρύπου (ανά μονάδα
χρόνου και ανά μονάδα όγκου του εδάφους) λόγω χημικών ή βιολογικών
αντιδράσεων. Εάν η τιμή της (f) είναι σταθερά, ονομάζεται σταθερός
συντελεστής διασπάσεως (constant decay coefficient). Ο συντελεστής αυτός
περιγράφει τη διάσπαση ρύπων των οποίων ο ρυθμός υποβάθμισης είναι
σταθερός (δηλαδή π.χ. ανεξάρτητος της συγκέντρωσης του ρύπου).
λ = ο συντελεστής γραμμικής διασπάσεως που χρησιμεύει στην περιγραφή της
απομείωσης της μάζας του ρύπου λόγω πυρηνικών ή βιοχημικών
αντιδράσεων των οποίων ο ρυθμός εξέλιξης είναι ανάλογος της εκάστοτε
μάζας του ρύπου. Ο προσδιορισμός της τιμής του (λ) γίνεται μέσω του χρόνου
ημι-ζωής, δηλαδή του χρόνου που απαιτείται για τον υποδιπλασιασμό (δηλαδή
τη μείωση στο 50%) της μάζας του ρύπου. Συγκεκριμένα:
dm
= − λ m ⇒ m = mo e −λ t
dt
και
0.693
mo 2 = mo e −λ t ⇒ λ =
to
όπου tο είναι ο χρόνος ημι-ζωής του ρύπου.
Από το: Davis, M.L. and D.A. Cornwell, 1991, Introduction to Environmental
Engineering: Ειδική πυκνότητα TCE = dTCE = 1.476. Από το: LaGrega et al. (1994):
Τάση ατμών TCE = 60 mmHg σε 20oC και διαλυτότητα TCE = 1100 mg/l σε 25oC
Βρίσκουμε τη σταθερά του νόμου Henry ίση με 0.904 kPa m3/mol στους 20oC
(Mackay and Shiu, 1981) και στη συνέχεια εκφράζουμε τη συγκέντρωση τού
τριχλωροαιθένιου στις κατάλληλες μονάδες:
CAw = 1100 x 10-3 g/ 10-3 m3 → CAwm = [1100 g /(131.4 g/mol)]/ m3 = 8.37 mol/ m3
nTCE / V = PTCE / R T = 7.57 kPa / [(8.314 x 10-3 kPa m3 / K mol) 293 K] = 3.1 mol/m3
→ CTCEα = (nTCE / V) x ΜΒTCE = 3.1 mol/m3 x 131.4 g/mol → CTCEα = 408 g/m3
Θεωρητικά θα έπρεπε να βρούμε την ίδια απάντηση (δηλ. 438 g/m3). Στην πράξη
όμως υπάρχει διαφορά, μιας και η σταθερά του νόμου Henry και η τάση ατμών είναι
πειραματικά δεδομένα. Αναφορικά με το σχόλιο στην τελευταία παράγραφο του
Παραδείγματος 4.3 (Ενότητα 4.3), καταλαβαίνουμε ότι για μεγάλη συγκέντρωση στην
υδατική φάση, υπολογίζεται μεγάλη συγκέντρωση στην αέρια φάση, ανεξάρτητα από
το αν έχει διαρρεύσει το τριχλωροαιθένιο ως μη υδατική φάση.
Σχόλιο: Βλέπουμε ότι σε περίπτωση ύπαρξης μη υδατικής φάσης η συμβολή της στη
συνολική μάζα είναι η πιο σημαντική σε σύγκριση με τη συμβολή των άλλων τριών,
ακόμα και για ένα πολύ μικρό βαθμό κορεσμού, όπως σ’αυτό το παράδειγμα.
Περίληψη 4-31
Άρα, CTCEχώμα (mg/kg) = ΜTCE /Μs = (Μ1+ Μ2+ Μ3+ Μ4)/ Μs = 12.16 mg / 1.723 g
= 7.06 mg/g = 7060 mg/kg
4.8 Περίληψη
Εξετάζοντας την αλληλεπίδραση των ρύπων με το έδαφος, πρέπει να
μελετήσουμε ξεχωριστά την κάθε φάση: την υδατική, τη στερεά, την αέρια και, στην
περίπτωση οργανικών ρύπων χαμηλής διαλυτότητας που έχουν διαρρεύσει ως
ξεχωριστή φάση, τη μη υδατική φάση. Συχνά, σκοπός μας είναι να προσδιορίσουμε
τα συστατικά του ρύπου στην κάθε φάση, όπως αυτά φαίνονται στο Σχήμα 4.11.
Αυτό το πετυχαίνουμε θεωρώντας αλληλεπίδραση μεταξύ φάσεων ανά δύο και
χρησιμοποιώντας τις φυσικοχημικές ιδιότητες του ρύπου που αντιπροσωπεύουν
συντελεστές διαχωρισμού μεταξύ φάσεων σε κατάσταση ισορροπίας. Στην
περίπτωση ύπαρξης μη υδατικής φάσης, θεωρώντας ισορροπία με την υδατική φάση
βρίσκουμε τη συγκέντρωση του ρύπου στο διάλυμα, που είναι ίση με τη διαλυτότητά
Καθαροί Ρύποι – Μη
Υδατικά Συστατικά
(NAPL)
Τάση ατμών
Διαλυτότητα
Σχήμα 4.11 Η ανά ζεύγη ισορροπία μεταξύ των φάσεων του εδάφους και των ρύπων.
4-32 Αλληλεπίδραση ρύπων με το έδαφος
του. Θεωρώντας ισορροπία της μη υδατικής φάσης με την αέρια φάση και
χρησιμοποιώντας την τάση ατμών, βρίσκουμε τη συγκέντρωση των ατμών του
ρύπου. Σε περίπτωση διαρροής διαλύματος, θεωρώντας ισορροπία της υδατικής
φάσης με την αέρια φάση και χρησιμοποιώντας τη σταθερά του νόμου Henry,
βρίσκουμε τη συγκέντρωση των ατμών του ρύπου. Η συγκέντρωση στη στερεά φάση
βρίσκεται θεωρώντας ισορροπία με την υδατική φάση και χρησιμοποιώντας το
συντελεστή διαχωρισμού στερεάς-υδατικής φάσης. Για τη σχέση μεταξύ των φάσεων
που σημειώνεται με διακεκομμένο βέλος στο Σχήμα 4.11 υπάρχουν λιγότερα
στοιχεία, αλλά ευτυχώς δεν είναι απαραίτητα για τον υπολογισμό της συνολικής
μάζας!
Κάποιοι από τους συντελεστές διαχωρισμού βρίσκονται στη βιβλιογραφία,
όπως η τάση ατμών, η διαλυτότητα και η σταθερά του νόμου του Henry. Ο
συντελεστής διαχωρισμού υδατικής-στερεάς φάσης μπορεί να υπολογιστεί υπό
προϋποθέσεις μέσω συσχετίσεων ή να προσδιοριστεί πειραματικά.
Daniel, D.E. (1993). Geotechnical Practice for Waste Disposal, Chapman and Hall.
Denbigh, K. (1981). The Principles of Chemical Equilibrium, Cambridge University
Press.
Foreman, D.E. and D.E. Daniel (1986). Permeation of Compacted Clay with Organic
Chemicals, ASCE, JGED, Vol 112, No 6, pp 669-681.
Karickhoff, S.W., D.S. Brown and T.A. Scott (1979). Sorption of Hydrophobic
Pollutants on Natural Sediments, Water Research, Vol 13, pp 241-248.
Korfiatis, G.P., A.C. Demetrakopoulos and J.R. Schuring (1986). Laboratory Testing
for Permeability and Dispersivity of Cohesive Soils, Int. Symp. on Environmental
Geotechnology, Vol 1, pp 363-369 (H.Y. Fang Editor).
LaGrega, M.D., P.L. Buckingham and J.C. Evans (1994). Hazardous Waste
Management, McGraw-Hill.
Mackay, D. and W.Y. Shiu (1981). Critical Review of Henry's Law Constants for
Chemicals of Environmental Interest, J. Phys. Chem. Ref. Data, Vol 10, No 4, pp
1175-1199.
Metcalf & Eddy Inc (1991). Wastewater Engineering: Treatment, Disposal and
Reuse. 3rd edition, revised by G. Tchobanoglous and F.L. Burton, McGraw-Hill.
Novotny, V. and H. Olem (1994). Water Quality: Prevention, Identification and
Management of Diffuse Pollution. Van Nostrad Reinhold, New York.
Pankow, J.F. and J.A. Cherry (1996). Dense Chlorinated Solvents and other
DNAPLs in Groundwater: History, Behavior and Remediation, Waterloo Press.
Sawyer, C.N., P.L. McCarty and G.F. Parkin (1994). Chemistry for Environmental
Engineering. 4th edition, McGraw-Hill.
Shaw, D.J. (1966). Introduction to Colloid and Surface Chemistry. Butterworth.
Stumm, W. and J.J. Morgan (1996). Aquatic Chemistry: Chemical Equilibria and
Rates in Natural Waters. 3rd edition, Environmental Science and Technology,
Wiley-Interscience.
Tchobanoglous, G. and E.D. Schroeder (1985). Water Quality: Characteristics,
Modeling, Modification. Addison Wesley.
USEPA/530-SW-86-007 (1986) Design, Construction and Evaluation of Clay Liners
for Waste Management Facilities, U.S. Environmental Protection Agency
Publication.
Βιβλιογραφικές αναφορές 4-33
Χρήσιμοι Τύποι
1. Σχέση μεταξύ πίεσης και συγκέντρωσης
Νόμος των ιδανικών αερίων: PV = nRT
xΑ = nΑ / nt και xB = nB / nt
--------------------------------------------------------------------------------------------
6. Σχέσεις από Εδαφομηχανική
5.1 Γενικά
Όταν οι ρύποι διαφύγουν από ένα χώρο διάθεσης αποβλήτων, μια δεξαμενή
αποθήκευσης ή άλλο χώρο εγκιβωτισμού (Σχήμα 5.1) κινούνται διαμέσου της
μερικώς κορεσμένης ζώνης (vadose zone). Ένα μέρος των ρύπων συγκρατείται στην
επιφάνεια των εδαφικών κόκκων είτε λόγω γεωχημικής εισρόφησης (δέσμευσης) είτε
λόγω μηχανικής συγκράτησης μέσω τριχοειδών δυνάμεων, και το υπόλοιπο τελικώς
φθάνει στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα. Οι διαλυμένοι στο νερό ρύποι που
φθάνουν στον υδροφόρο ορίζοντα παρασύρονται από το υπόγειο νερό κατά την
κίνησή του (που καθορίζεται από την υδραυλική κλίση) και μεταφέρονται (μετάγονται)
προς τα κατάντη παρακολουθώντας ουσιαστικά την κίνηση του υπόγειου νερού.
Κατά την κίνησή τους οι ρύποι υπόκεινται σε ποικίλες μηχανικές, χημικές και
βιολογικές διεργασίες που έχουν ως αποτέλεσμα την επέκταση της ρύπανσης, την
αραίωση των ρύπων και την βαθμιαία υποβάθμιση (εξασθένιση) του ρυπαντικού
φορτίου. Τα θέματα της κίνησης του υπόγειου νερού (το οποίο παρασύρει και τους
ρύπους) εξετάσθηκαν στο Κεφάλαιο 3. Η αλληλεπίδραση των ρύπων με το έδαφος
και οι διεργασίες υποβάθμισης του ρυπαντικού φορτίου εξετάσθηκαν στο Κεφάλαιο 4.
Στο παρόν Κεφάλαιο παρουσιάζονται οι βασικές αρχές και η μαθηματική
προσομοίωση της μεταφοράς των ρύπων στα εδάφη και τους υδροφορείς
(contaminant transport theory).
Σχήμα 5.2: Μηχανική διασπορά της ρύπανσης κατά την κίνηση του υπογείου νερού διαμέσου των
εδαφικών πόρων
Σχήμα 5.3: Ανταγωντιστική δράση των μηχανισμών μεταγωγής και διάχυσης ρύπων στο υπόγειο νερό
5-4 Εξέλιξη της ρύπανσης
1
ή απωλειών, εάν η συνάρτηση έχει αρνητική τιμή. Η συνάρτηση αυτή εκφράζει την τροφοδοσία του
υδροφορέα (δηλαδή τον όγκο του νερού που εισρέει στον υδροφορέα) ανά μονάδα χρόνου και ανά
μονάδα επιφάνειας κατόψεως.
Προσομοίωση της μεταφοράς ρύπων 5-5
Η μάζα του ρύπου που παρακολουθεί την κίνηση του υπόγειου νερού λόγω
μεταγωγής υπολογίζεται από τη σχέση:
dm ′ = c v ⋅ n dS (5.4)
όπου dm ′ είναι η μάζα του ρύπου που διέρχεται ανά μονάδα χρόνου διαμέσου μιας
στοιχειώδους επιφάνειας dS (με κάθετο διάνυσμα κατεύθυνσης n) και c είναι η
συγκέντρωση του ρύπου σε κάθε θέση (που εκφράζεται ως η μάζα του ρύπου ανά
μονάδα όγκου του νερού των πόρων). Σημειώνεται ότι, στην ανωτέρω σχέση (5.4), η
ποσότητα ( v ⋅ n dS ) εκφράζει τον όγκο του νερού των πόρων που διέρχεται διαμέσου
της στοιχειώδους επιφάνειας (dS) ανά μονάδα χρόνου.
Όσον αφορά τις διεργασίες υποβάθμισης του ρυπαντικού φορτίου, έστω (f) η
όποια (γνωστή) συνάρτηση απομείωσης της μάζας του ρύπου ανά μονάδα χρόνου
και ανά μονάδα όγκου του εδάφους λόγω φυσικών, χημικών, γεωχημικών και
βιολογικών διεργασιών και (g) η αντίστοιχη απομείωση της μάζας του ρύπου λόγω
πυρηνικής διάσπασης. Η μάζα του ρύπου ανά μονάδα όγκου του εδάφους2 είναι:
m=nc (5.7)
όπου n είναι το ενεργό πορώδες (δηλαδή το ποσοστό του όγκου του εδάφους
διαμέσου του οποίου κινείται το υπόγειο νερό). Ο ρυθμός των πυρηνικών
διασπάσεων συνήθως θεωρείται ότι είναι εκθετικός. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο
ρυθμός απομείωσης της μάζας του ρύπου ανά μονάδα όγκου του εδάφους είναι:
− dm = f + g = f + λ m = f + λ n c (5.8)
-1
όπου λ είναι ένας συντελεστής πυρηνικών διασπάσεων (διαστάσεις sec ).
Όπως αναφέρθηκε και στο Κεφάλαιο 4, η εισρόφηση εκφράζεται μέσω του
συντελεστή υστερήσεως (Rd >1) ο οποίος απομειώνει τις τιμές του συντελεστή
διάχυσης-διασποράς (ή υδροδυναμικής διασποράς) και της ταχύτητας στην εξίσωση
(5.6) και δίνει την αντίστοιχη σχέση:
dm =
1
[c v − (∇c ) ⋅ nD]⋅ n dS
Rd
Τούτο συμβαίνει επειδή το αποτέλεσμα των μηχανισμών αυτών είναι η καθυστέρηση
της προώθησης του μετώπου της ρύπανσης, καθώς μέρος του διαλυμένου ρύπου
μεταφέρεται στη στερεά φάση του εδάφους και δεν παρακολουθεί την κίνηση του
υπογείου νερού. Οι τιμές του συντελεστή υστερήσεως για τις διάφορες περιπτώσεις
αντιδράσεων των ρύπων περιγράφονται αναλυτικά από τους Goode & Konikow,
1989. Για την περίπτωση γραμμικής εισρόφησης, ο συντελεστής υστερήσεως δίνεται
από τη σχέση:
ρd K p
Rd = 1 +
n
2
στην περίπτωση που το έδαφος είναι κορεσμένο με διάλυμα του ρύπου. Στην περίπτωση μερικώς
κορεσμένου εδάφους στην ανωτέρω σχέση υπεισέρχεται και ο βαθμός κορεσμού του εδάφους.
Προσομοίωση της μεταφοράς ρύπων 5-7
Σύμφωνα με τα ανωτέρω:
(α) Η συνολική μείωση της μάζας του ρύπου εντός του όγκου (V) ανά μονάδα
χρόνου είναι (με χρήση της εξίσωσης 5.7):
∂ ∂(n c )
A ≡ − ∫ dm = − ∫ dV (5.9α)
∂t V V
∂t
(β) Η μάζα του ρύπου που εξέρχεται του όγκου (V) διαμέσου της επιφάνειάς του ανά
μονάδα χρόνου είναι (με χρήση της εξίσωσης 5.6):
B ≡ ∫ dm = ∫
1
[c v − (∇c ) ⋅ nD]⋅ n dS
S S
Rd
και με χρήση του θεωρήματος Green για τη μετατροπή του επιφανειακού
ολοκληρώματος σε ολοκλήρωμα όγκου:
⎡ 1 ⎤
B = ∫∇ ⋅ ⎢ c v−
1
(∇c ) ⋅ nD⎥ dV (5.9β)
V ⎣ Rd Rd ⎦
(γ) Η μείωση της μάζας του ρύπου εντός του όγκου (V) λόγω των διαδικασιών
υποβάθμισης ανά μονάδα χρόνου είναι (με χρήση της εξίσωσης 5.8):
Γ ≡ ∫ (− dm ) = ∫ f dV + ∫ λ n c dV (5.9γ)
V V V
5-8 Εξέλιξη της ρύπανσης
(δ) Τέλος, η μείωση της μάζας του ρύπου εντός του όγκου (V) ανά μονάδα χρόνου,
λόγω αφαίρεσης ρύπου με μεθόδους τεχνητής απορρύπανσης (π.χ. άντληση),
είναι:
Δ ≡ ∫ c qdV (5.9δ)
V
όπου q είναι η ειδική παροχή της άντλησης (όγκος αντλούμενου νερού ανά
μονάδα χρόνου και ανά μονάδα όγκου του εδάφους).
Με τηρήση των ανωτέρω σχέσεων (5.9), η αρχή διατήρησης της μάζας του ρύπου
δίνει ότι Α = Β + Γ + Δ , δηλαδή:
∂c ⎡ 1 ⎤ ⎛ 1 ⎞
n = ∇ ⋅ ⎢ (∇c ) ⋅ nD⎥ − ∇ ⋅ ⎜⎜ c v ⎟⎟ − f − λ nc − c q (5.10α)
∂t ⎣ Rd ⎦ ⎝ Rd ⎠
Στην περίπτωση ισότροπης συμπεριφοράς του ρύπου σε διάχυση και διασπορά
(δηλαδή αν το D είναι ισότροπο και έχει μέγεθος D), η ανωτέρω σχέση δίνει:
∂c nD 2 ⎛ c ⎞
n =
∂t Rd
( )
∇ c − ∇ ⋅ ⎜⎜ v ⎟⎟ − f − λ n c − c q (5.10β)
⎝ Rd ⎠
Στη γενική περίπτωση όπου η συγκέντρωση (c) εξαρτάται από τη θέση (x, y, z) και το
χρόνο (t), η ανωτέρω διαφορική εξίσωση ως προς c μπορεί να επιλυθεί αριθμητικά με
τη μέθοδο των Πεπερασμένων Διαφορών ή των Πεπερασμένων Στοιχείων. Σε
ορισμένες ειδικές περιπτώσεις γεωμετρίας και οριακών συνθηκών, η διαφορική
εξίσωση απλοποιείται αρκετά και μπορεί να επιλυθεί και αναλυτικά. Μερικές από τις
περιπτώσεις αυτές εξετάζονται στο επόμενο εδάφιο.
Σχήμα 5.5: Βαθμιαία προώθηση του μετώπου ρύπανσης πριν από την αποκατάσταση συνθηκών
μόνιμης μεταφοράς
θεωρείται ότι ο συντελεστής υστερήσεως (Rd) είναι ίσος με τη μονάδα. Το νερό του
υδροφόρου ορίζοντα κινείται στην οριζόντια διεύθυνση προς τις κατάντη πηγές, των
οποίων η μέση παροχή είναι 250 m3/ώρα. Στα επόμενα :
(α) Αναλύεται η κατακόρυφη κίνηση του ρύπου διαμέσου της αργιλικής στρώσης και
εκτιμάται η διηθούμενη παροχή, δηλαδή η μάζα του ρύπου που τελικώς
τροφοδοτεί τον υδροφόρο ορίζοντα.
Σχήμα 5.4: Γεωμετρία του παραδείγματος ρύπανσης ενός υδροφορέα και των κατάντη πηγών από το
στράγγισμα των απορριμμάτων που διηθείται διαμέσου της αργιλικής προστατευτικής στρώσης
5-10 Εξέλιξη της ρύπανσης
(β) Αναλύεται η οριζόντια κίνηση του ρύπου που τροφοδοτεί τον υδροφορέα προς
τις κατάντη πηγές. Υπολογίζεται η χρονική εξέλιξη της ρύπανσης των πηγών για
σταθερή τροφοδοσία στραγγίσματος από το χώρο απορριμμάτων αλλά και για
την περίπτωση που κάποια χρονική στιγμή διακόπτεται η περαιτέρω τροφοδοσία
του υδροφορέα με ρυπαντικό φορτίο (λόγω μηδενισμού της διήθησης του
στραγγίσματος).
Κατά την ανάλυση της μονοδιάστατης κίνησης του ρύπου στην κατακόρυφη
διεύθυνση διαμέσου της αργιλικής στρώσης διακρίνονται δύο περιπτώσεις:
(α) Για κάποιο χρονικό διάστημα από την έναρξη της λειτουργίας του χώρου ταφής
απορριμμάτων, ο ρύπος κινείται διαμέσου της αργιλικής στρώσης με βαθμιαία
προώθηση του μετώπου ρύπανσης προς τα κάτω (Σχήμα 5.5). Κατά το χρονικό
αυτό διάστημα, ο ρύπος εισέρχεται στην αργιλική στρώση από το ανώτερο όριο
χωρίς πρακτικά να εξέρχεται από το κατώτερο όριο. Η ισορροπία της μάζας του
ρύπου ικανοποιείται με εναποθήκευση του ρύπου εντός των πόρων της
αργιλικής στρώσης.
(β) Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, το μέτωπο ρύπανσης φθάνει το κατώτερο
όριο της αργιλικής στρώσης και αποκαθίστανται συνθήκες μόνιμης ροής λόγω
της επιβαλλόμενης συνοριακής συνθήκης στο κάτω όριο της αργιλικής στρώσης
(c = 0 για x = L). Μετά την αποκατάσταση μόνιμης ροής, η μάζα του ρύπου που
εισέρχεται στην αργιλική στρώση ανά μονάδα χρόνου ισούται με αυτήν που
εξέρχεται (Σχήμα 5.6).
Στις αναλύσεις που ακολουθούν θεωρείται ότι κατά τη μεταφορά του ο ρύπος είναι
συντηρητικός, δηλαδή δεν διασπάται (λ = 0) ούτε κατ’ άλλον τρόπο υποβαθμίζεται
(f = 0) και ότι δεν αφαιρείται με τεχνητά μέσα κάποια μάζα ρύπου εντός της αργιλικής
στρώσης (q = 0). Συνεπώς, η εξίσωση της κίνησης του ρύπου πριν από την
αποκατάσταση μόνιμης ροής είναι (βλέπε εξίσωση 5.11):
∂c ∂ 2 c ⎛ v ⎞ ∂c ∂ 2c ∂c
= D 2 −⎜ ⎟ = D 2 −v (5.12)
∂t ∂x ⎝ n ⎠ ∂x ∂x ∂x
όπου v = v / n = ( k ⋅ i ) / n είναι η μέση γραμμική ταχύτητα του υπόγειου νερού, η
οποία αναφέρεται και σαν ταχύτητα μεταγωγής, και (i) είναι η υδραυλική κλίση σε
Σχήμα 5.6: Κατανομή της συγκέντρωσης του ρύπου εντός της αργιλικής στρώσης μετά την
αποκατάσταση συνθηκών μόνιμης μεταφοράς
Μονοδιάστατη κίνηση ρύπων στο έδαφος 5-11
κάθε θέση. Για προβλήματα όπου το νερό διηθείται στην κατακόρυφη διεύθυνση
πάνω από τη μόνιμη Στάθμη του Υδροφόρου Ορίζοντα (ΣΥΟ), γίνεται συχνά η
παραδοχή ότι η υδραυλική κλίση είναι ίση με τη μονάδα. Επιπλέον, οι συνοριακές και
αρχικές συνθήκες της διαφορικής εξίσωσης (5.12) είναι: για x = 0 και για κάθε χρόνο t
ισχύει c = co . Η επίλυση της εξίσωσης (5.12) υπό τις ανωτέρω συνοριακές και
αρχικές συνθήκες και με τις πρόσθετες παραδοχές ότι για κάθε x ≠0 και χρόνο t = 0
ισχύει ότι c =0 όπως επίσης ότι για x = ∞ και για κάθε χρόνο t ισχύει ότι c =0 δίνει:
c ⎧⎪ ⎡ x − vt ⎤ ⎛ vx ⎞ ⎡ x + vt ⎤ ⎫⎪
c( x, t ) = o ⎨erfc ⎢ ⎥ + exp ⎜⎜ ⎟⎟ ⋅ erfc ⎢ ⎥⎬ (5.13)
2 ⎪⎩ ⎣ 2 Dt ⎦ ⎝D⎠ ⎣ 2 Dt ⎦ ⎪⎭
όπου :
2 ∞ (− 1) z 2 m+1
m
erfc (z ) ≡ 1 − erf (z ) = 1 − ∑
π m =0 m! (2m + 1)
είναι η συμπληρωματική συνάρτηση σφάλματος (complementary error function),
τιμές της οποίας δίνονται σε πίνακα στο τέλος του κεφαλαίου. Είναι χρήσιμο να
σημειωθεί πως όταν ο αδιάστατος λόγος ⎛⎜ vx ⎞⎟ λαμβάνει τιμές μεταξύ 10 και 100, ο
⎝ D⎠
υπολογισμός μόνο του πρώτου όρου δίνει μια αρκετά καλή προσέγγιση της λύσης,
ενώ όταν ξεπερνάει το 100, τότε η συμβολή του δεύτερου όρου είναι αμελητέα. Ο
λόγος ⎛⎜ vx ⎞⎟ , που είναι γνωστός και σαν αριθμός Pechlet, εκφράζει τη σχετική
⎝ D⎠
επιρροή του μηχανισμού μεταγωγής ως προς την επιρροή των μηχανισμών
διάχυσης-διασποράς. Η σχέση (5.13) δίνει την κατανομή της συγκέντρωσης του
ρύπου εντός της αργιλικής στρώσης για διάφορες χρονικές στιγμές, πριν το μέτωπο
της ρύπανσης φθάσει μέχρι το κατώτερο όριο της αργιλικής στρώσης, δηλαδή πριν
αποκατασταθούν συνθήκες μόνιμης ροής. Το Σχήμα 5.5 παρουσιάζει σχηματικά δύο
τέτοιες καμπύλες για τις χρονικές στιγμές t1 και t2. Όπως αναφέρθηκε και
προηγουμένως, κατά το χρονικό αυτό διάστημα η μάζα του ρύπου που εξέρχεται από
την αργιλική στρώση είναι πρακτικώς μηδέν. Γενικώς, η μάζα του ρύπου (ανά μονάδα
χρόνου και ανά μονάδα επιφάνειας κάτοψης της αργιλικής στρώσης) που κινείται
διαμέσου της αργιλικής στρώσης σε κάποια θέση (x) τη χρονική στιγμή (t ) είναι
(βλέπε εξίσωση 5.6):
∂c
J (x, t ) = c v − nD (5.14)
∂x
Αφού το μέτωπο της ρύπανσης φθάσει στο κατώτερο όριο της αργιλικής
στρώσης και αν υποτεθεί πως τελικώς αποκαθίστανται συνθήκες μόνιμης μεταφοράς
(δηλαδή η συγκέντρωση του ρύπου παραμένει σταθερή σε όλο το πάχος του
αργιλικού στρώματος), η εξίσωση της κίνησης του ρύπου είναι (βλέπε εξίσωση 5.12):
⎛ D ⎞ ∂ c ∂c
2
⎜ ⎟ 2 − =0 (5.15)
⎝ v ⎠ ∂x ∂x
με συνοριακές συνθήκες:
(α) Για x = 0 : c = co
(β) Για x = L : c =0
Η εξίσωση αυτή επιλύεται αναλυτικά και δίνει:
5-12 Εξέλιξη της ρύπανσης
⎛v ⎞ ⎛v ⎞
exp ⎜⎜ L ⎟⎟ − exp ⎜⎜ x ⎟⎟
c( x ) = c o ⎝D ⎠ ⎝D ⎠ (5.16)
⎛v ⎞
exp ⎜⎜ L ⎟⎟ − 1
⎝D ⎠
Σύμφωνα με τη σχέση αυτή, η κατανομή της συγκέντρωσης του ρύπου ως προς το
βάθος φαίνεται στο Σχήμα 5.6 (μετά την αποκατάσταση μόνιμης μεταφοράςς εντός
της αργιλικής στρώσης). Στην περίπτωση αυτή, η μάζα του ρύπου (ανά μονάδα
χρόνου και ανά μονάδα επιφάνειας κάτοψης της αργιλικής στρώσης) που κινείται
διαμέσου της αργιλικής στρώσης είναι σταθερά (δηλαδή εισερχόμενη = εξερχόμενη)
και μπορεί να υπολογισθεί από την εξίσωση (5.14), η οποία σε συνδυασμό με την
εξίσωση (5.16) δίνει:
⎛v ⎞
exp ⎜⎜ L ⎟⎟
J = co v ⎝D ⎠ (5.17)
⎛v ⎞
exp ⎜⎜ L ⎟⎟ − 1
⎝D ⎠
Σημειώνεται ότι οι σχέσεις (5.16) και (5.17) ισχύουν στην περίπτωση που δρουν
ταυτόχρονα οι μηχανισμοί της διάχυσης της διασποράς και της μεταγωγής (δηλαδή
v ≠ 0 ). Στην περίπτωση που v = 0, δηλαδή όταν υπάρχει μόνον διάχυση , η λύση
∂ 2c
της = 0 δίνει για τις συνοριακές συνθήκες x = 0 : c = co και x = L : c = 0 (βλέπε
∂x 2
Σχήμα 5.7):
⎛ x⎞ nD
c( x ) = co ⎜1 − ⎟ και J = co (5.18)
⎝ L⎠ L
Εφαρμογή 1:
Με χρήση των τιμών των παραμέτρων που αναφέρθηκαν προηγουμένως, η σχέση (5.17) δίνει
τη μάζα του ρύπου που διηθείται διαμέσου της αργιλικής στρώσης μετά την αποκατάσταση των
συνθηκών μόνιμης ροής (για k=3x10-9m/sec, v= k=3x10-9m/sec, v =10-8m/sec, D=10-7m2/sec, L=2m και
co=20x103mg/m3):
mg mg
J = 0.00033 2 = 28.6 2
m ⋅ sec m ⋅ημερα
και για το σύνολο της επιφάνειας του χώρου ταφής απορριμμάτων (300m x 300 m):
J = 2575 gr/ημέρα
Η μάζα αυτή του ρύπου, στη συνέχεια, κινείται διαμέσου της μερικώς κορεσμένης ζώνης του εδάφους
και φθάνει στον υποκείμενο υδροφορέα προκαλώντας τη ρύπανσή του. Αν θεωρηθεί ότι η παροχή του
υδροφορέα στην περιοχή κάτω από το χώρο των απορριμμάτων είναι ίση με την παροχή των κατάντη
πηγών (Q = 250 m3/ώρα=6000 m3/ημέρα), τότε η συγκέντρωση του ρύπου στον υδροφορέα ακριβώς
κάτω από τον χώρο ταφής των απορριμμάτων θα είναι:
J = 0.43 gr/m3 = 0.43 mg/lt
c=
Q
Μονοδιάστατη κίνηση ρύπων στο έδαφος 5-13
Σχήμα 5.7: Κατανομή της συγκέντρωσης του ρύπου εντός της αργιλικής στρώσης μετά την
αποκατάσταση συνθηκών μόνιμης μεταφοράς (Περίπτωση μηδενικής ταχύτητας, v = 0)
Ο ρύπος που τροφοδοτεί τον υποκείμενο υδροφορέα παρασύρεται από το νερό στην
οριζόντια διεύθυνση προς τα κατάντη και τελικώς φθάνει στις πηγές. Κατά την κίνηση
του ρύπου στην οριζόντια διεύθυνση ενεργούν και πάλι μηχανισμοί μεταγωγής,
διάχυσης και διασποράς που βαθμιαία επηρεάζουν την συγκέντρωση του ρύπου στις
κατάντη πηγές. Τα φαινόμενα αυτά εξετάζονται στα επόμενα.
Η κίνηση του ρύπου στην οριζόντια διεύθυνση διέπεται και πάλι από την
εξίσωση (5.12), όπου όμως τώρα ο άξονας (x) είναι οριζόντιος, η θέση x = 0
βρίσκεται ακριβώς κάτω από τον χώρο των απορριμμάτων και η θέση x = L = 1000m
αντιστοιχεί στις πηγές. Η συγκέντρωση (co) του ρύπου στη θέση x = 0 υπολογίσθηκε
προηγουμένως ίση με 0.43 mg/lt. Αν θεωρηθεί ότι η διαφορά της πιεζομετρικής
στάθμης του υδροφορέα μεταξύ του χώρου απορριμμάτων και των πηγών είναι 30 m
(100m-70m) και ότι η υδαταγωγιμότητα του εδάφους είναι k = 3x10-4 m/sec, τότε η
φαινόμενη ταχύτητα διήθησης είναι:
Δh 30
v = k ⋅i = k ⋅ = 3 x10 − 4 × =
L 1000
= 9 x 10-6 m/sec = 0.78 m/ημέρα = 284 m/έτος
και άρα η ταχύτητα μεταγωγής, v = v / n είναι, για ενεργό πορώδες n = 30%, ίση με
3x10-5 m/sec ή 946 m/έτος. Όσον αφορά τις λοιπές παραμέτρους του υδροφορέα,
θεωρείται ότι ο ενιαίος συντελεστής διάχυσης/διασποράς D = 0.0033 cm2/sec και ο
συντελεστής υστερήσεως Rd = 1. Κατά την αρχική φάση εξέλιξης της ρύπανσης του
υδροφορέα, δηλαδή πριν το μέτωπο της ρύπανσης φθάσει στις πηγές, η κατανομή
της συγκέντρωσης του ρύπου μπορεί να υπολογισθεί όπως και προηγουμένως από
τη σχέση (5.13). Το Σχήμα 5.8 παρουσιάζει τη μεταβολή της συγκέντρωσης του
ρύπου κατά μήκος της οριζόντιας διαδρομής από τη θέση ρύπανσης του υδροφορέα
(κάτω από το χώρο απορριμμάτων) προς τις κατάντη πηγές με την πάροδο του
χρόνου. Το μέτωπο της ρύπανσης προωθείται βαθμιαία και φθάνει στις πηγές περί
τους 10 μήνες μετά την έναρξη της ρύπανσης του υδροφορέα. Με βάση τον ανωτέρω
χρόνο άφιξης της ρύπανσης μπορεί να εκτιμηθεί η σχετική επιρροή των μηχανισμών
5-14 Εξέλιξη της ρύπανσης
Σχήμα 5.8: Βαθμιαία προώθηση του μετώπου της ρύπανσης προς τις κατάντη πηγές στη θέση
x = 1000 m
Η παρουσία της πηγής στο κατάντη άκρο του υδροφορέα θεωρείται ότι δεν
επιβάλλει κάποια επί πλέον συνοριακή συνθήκη στο όριο αυτό σε σχέση με το
ρυπαντικό φορτίο3 και συνεπώς η σχέση (5.13) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την
πρόβλεψη της εξέλιξης του ρυπαντικού φορτίου των πηγών και μετά την άφιξη του
μετώπου της ρύπανσης στις πηγές. Το Σχήμα 5.9 παρουσιάζει τη χρονική εξέλιξη του
ρυπαντικού φορτίου των πηγών με εφαρμογή της σχέσης (5.13). Φαίνεται ο χρόνος
άφιξης του μετώπου της ρύπανσης στις πηγές και στη συνέχεια η βαθμιαία αλλά
συνεχής αύξηση του ρυπαντικού φορτίου των πηγών μέχρι την τελική τιμή των 0.43
mg/lt, που είναι η συγκέντρωση του ρυπαντικού φορτίου στο σημείο γένεσης της
ρύπανσης του υδροφορέα (κάτω από τον χώρο των απορριμμάτων). Αξίζει να
σημειωθεί ότι το ρυπαντικό φορτίο των πηγών αυξάνει συνεχώς με την πάροδο του
χρόνου και συνεπώς εάν κάποια στιγμή διαπιστωθεί ότι οι πηγές παρουσιάζουν
πρόβλημα ρύπανσης, οι προοπτικές για τη μελλοντική εξέλιξη της ρύπανσης είναι
δυσμενείς (δηλαδή το ρυπαντικό φορτίο των πηγών θα συνεχίσει να αυξάνεται). Το
συμπέρασμα αυτό ισχύει ακόμη και στην περίπτωση που αμέσως μετά την
3
οι δυνατές συνοριακές συνθήκες είναι δύο τύπων:
(α) γνωστή συγκέντρωση ρυπαντικού φορτίου, (β) γνωστή ροή ρυπαντικού φορτίου
Μονοδιάστατη κίνηση ρύπων στο έδαφος 5-15
Σχήμα 5.9: Χρονική εξέλιξη του ρυπαντικού φορτίου των πηγών ως προς τον χρόνο (με αφετηρία το
χρόνο έναρξης της ρύπανσης του υδροφορέα σε απόσταση 1000 μέτρων ανάντη των πηγών)
διαπίστωση της ρύπανσης των πηγών ληφθούν άμεσα μέτρα για την αναίρεση του
αιτίου που προκαλεί τη ρύπανση. Το φαινόμενο αυτό εξετάζεται στο επόμενο εδάφιο.
Εφαρμογή 1:
Προσδιορισμός της οριακής υδραυλικής κλίσης (ic) υδροφορέα που παρεμποδίζει την υφαλμύρυνσή
του (δηλαδή τη διείσδυση θαλάσσιου ύδατος εντός του υδροφορέα).
Για να παρεμποδίζεται η υφαλμύρυνση, θα πρέπει η διηθούμενη μάζα του ρύπου (J) να είναι
πρακτικώς ίση με μηδέν. Από τη σχέση (5.14) προκύπτει η γραμμική διαφορική εξίσωση:
D ⋅ c′ − v ⋅ c = 0
η οποία λύνεται με συνοριακή συνθήκη c (0) = co και δίνει:
⎛v ⎞
c = c o exp ⎜⎜ x ⎟⎟
⎝D ⎠
ή (επειδή v = − k Δh nx ):
⎛ k ⎞
c = c o exp ⎜ − Δh ⎟
⎝ nD ⎠
δηλαδή:
nD ⎛ c ⎞
Δh = − ln ⎜⎜ ⎟⎟
k ⎝ co ⎠
Στο παράδειγμα αυτό θεωρήθηκε για απλοποίηση των υπολογισμών ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα
ανάμειξης του γλυκού με το αλμυρό νερό. Στην πραγματικότητα, το φαινόμενο είναι αρκετά πιο
σύνθετο επειδή οι πυκνότητες γλυκού και αλμυρού νερού διαφέρουν.
Παράδειγμα:
k = 10-4 m/sec, nxD = 10-5 m2/sec,
c = 0.01
co
οπότε: Δh = 0.46 m, δηλαδή απαιτείται υδραυλική διαφορά στάθμης 46 cm για να περιορισθεί η
συγκέντρωση του αλατιού στο 1% της συγκέντρωσης στο θαλασσινό νερό.
5-16 Εξέλιξη της ρύπανσης
Λύση:
Δh 150 − 120
(1) Υδραυλική κλίση: i = = = 0.075
L 400
Ταχύτητα Darcy: v = k ⋅ i = 10-4 x 0.075 = 7.5 x 10-6 m/sec = 236.52 m/έτος
Υπολογισμός του α:
Μονοδιάστατη κίνηση ρύπων στο έδαφος 5-17
⎛ 400 ⎞
5 = 147 × exp⎜ − ⎟ ⇒ α = 0.500
⎝ α × 236.52 × 1 ⎠
⎛ 400 ⎞
48 = 152 × exp⎜ − ⎟ ⇒ α = 0.489
⎝ α × 236.52 × 3 ⎠
⎛ 400 ⎞
76 = 150 × exp⎜ − ⎟ ⇒ α = 0.497
⎝ α × 236.52 × 5 ⎠
Άρα: α = 0.50
(2) c = 150 × exp⎛⎜ − 400 ⎞ = 107 mg/lt
⎟
⎝ 0.50 × 236.52 × 10 ⎠
(3) J = c v − nD ∂c
∂x
Αλλά: ∂c = − c
∂x αvt
Οπότε: J = c ⎧⎨v + nD ⎫⎬
⎩ α v t⎭
όπου: n = 0.33 και D = 30.3 cm2/sec = 95554 m2/έτος
Οπότε, στο τέλος του πρώτου έτους:
⎛ 0.33 × 95554 ⎞ = 2.52 mg/m2 ανά έτος
J = 5 ×10 −3 × ⎜ 236.52 + ⎟
⎝ 0.50 × 236.52 ×1 ⎠
Ομοίως, στο τέλος του τρίτου έτους:
⎛ 0.33 × 95554 ⎞ = 15.62 mg/m2 ανά έτος
J = 48 ×10 −3 × ⎜ 236.52 + ⎟
⎝ 0.50 × 236.52 × 3 ⎠
Στο τέλος του πέμπτου έτους:
⎛ 0.33 × 95554 ⎞ = 22.03 mg/m2 ανά έτος
J = 76 × 10 −3 × ⎜ 236.52 + ⎟
⎝ 0.50 × 236.52 × 5 ⎠
Και στο τέλος του δέκατου έτους:
⎛ 0.33 × 95554 ⎞ = 28.16 mg/m2 ανά έτος
J = 107 ×10 −3 × ⎜ 236.52 + ⎟
⎝ 0.50 × 236.52 ×10 ⎠
Αντίστοιχα, για το σύνολο της επιφάνειας ροής με επιφάνεια Α = Β . Η = 200 x 20 = 4000 m2 ο
συνολικός ρυθμός διήθησης του ρύπου θα είναι: Μ = J . A, δηλαδή:
Έτος Ρυθμός διήθησης του ρύπου στο τέλος του έτους (mg/έτος)
0 0
1 2.52 x 10-3 x 4000 = 10.1
3 62.50
5 88.1
10 112.7
(4) Η συνολικά διηθούμενη μάζα του ρύπου εντός του πρώτου έτους θα είναι:
Μ1 = (0 + 10.1) / 2 = 5.04 gr
Η συνολική διηθούμενη μάζα του ρύπου εντός του δεύτερου και τρίτου έτους θα είναι:
Μ2 =2 x (10.1 + 62.50) / 2 = 72.6 gr
Η συνολικά διηθούμενη μάζα του ρύπου εντός του τέταρτου και πέμπτου έτους θα είναι:
Μ3 =2 x (62.50 + 88.10) / 2 = 150.60 gr
Τέλος, η συνολικά διηθούμενη μάζα του ρύπου από το έκτο έως το δέκατο έτος θα είναι:
Μ4 =5 x (88.10 + 112.7) / 2 = 502.1 gr
Δηλαδή, η συνολικά διηθούμενη μάζα του ρύπου εντός των δέκα ετών θα είναι:
Μ4 =5.04 + 72.6 + 150.6 + 502.1 = 730.3 gr
5-18 Εξέλιξη της ρύπανσης
(5) Έτος Μάζα ρύπου που έχει διηθηθεί Συγκέντρωση του ρύπου εντός
αθροιστικά μέχρι το έτος αυτό (gr) της λίμνης (μg/lt)
0 0 0
1 5.04 0.5
3 77.6 7.8
5 228.2 22.8
10 730.3 73.0
(6) Στην Ολλανδία τα νέα (2000) μέγιστα αποδεκτά όρια ρύπανσης από ιόντα χρωμίου είναι 30 μg/lt
(παλαιότερη τιμή 200 μg/lt), ενώ στις ΗΠΑ είναι 100 μg/lt.
(1) Περίπτωση συντηρητικού ρύπου, δηλαδή ρύπου ο οποίος δεν προσροφάται στους εδαφικούς
κόκκους ούτε υποβαθμίζεται (διασπάται).
(α) Νόμος του Fick (διάχυση-διασπορά)
∂c
J = − nD +cv
∂x
όπου:
c = συγκέντρωση του ρύπου στο υπόγειο νερό εκφραζόμενη ως μάζα του ρύπου ανά μονάδα
όγκου του υπόγειου νερού
n = ενργό πορώδες
D = συντελεστής διάχυσης-διασποράς (μονάδες: m2/sec)
v = φαινόμενη ταχύτητα του υπόγειου νερού ή ταχύτητα Darcy
J = ροή μάζας ρύπου, δηλαδή μάζα του ρύπου που διέρχεται από μοναδιαία επιφάνεια στη
μονάδα του χρόνου
(β) Διατήρηση της μάζας του ρύπου:
⎛ ∂J ⎞ ∂
J −⎜J + dx ⎟ = (c ndx )
⎝ ∂x ⎠ ∂t
δηλαδή ότι η καθαρή εισροή (= εισροή-εκροή) του ρύπου εντός όγκου μήκους dx ισούται με την
ανά μονάδα χρόνου μεταβολή της μάζας του ρύπου στον όγκο αυτό.
Από τις ανωτέρω δυο σχέσεις, και θεωρώντας ότι η φαινόμενηταχύτητα (v) δεν μεταβάλλεται κατά
τον άξονα (x) προκύπτει:
∂ 2c ∂c ∂c
D 2 −v =
∂x ∂x ∂t
Η ανωτέρω διαφορική εξίσωση μπορεί να επιλυθεί για τις εξής συνοριακές και αρχικές συνθήκες:
c (x = 0, t > 0) = co = σταθερά
c (x, t = 0) = 0
c (x =∞, t≥ 0) = 0
δηλαδή για επιβολή σταθερής συγκέντρωσης ρύπου (c = co) στο ένα άκρο (x = 0) μιας στρώσης
στο εσωτερικό της οποίας η αρχική συγκέντρωση του ρύπου είναι μηδενική. Η επίλυση της
διαφορικής εξίσωσης με τις ανωτέρω συνθήκες δίνει την 5.13 που επαναλαμβάνεται πιο κάτω:
⎧⎪ ⎛ x−vt ⎞ ⎛ ⎞ ⎛ ⎞⎫
c=
co
⎨erfc ⎜⎜ ⎟ + exp ⎜ v x ⎟ ⋅ erfc ⎜ x + v t ⎟⎪⎬ (5.19)
⎟ ⎜ D⎟ ⎜ 2 D t ⎟⎪
2 ⎪⎩ ⎝2 Dt ⎠ ⎝ ⎠ ⎝ ⎠⎭
Στην ειδική περίπτωση όπου η ταχύτητα μεταγωγής είναι μηδενική ( v = 0) η παραπάνω σχέση
δίνει:
⎛ x ⎞
c = co erfc ⎜ ⎟
⎜2 D t ⎟
⎝ ⎠
Τα ανωτέρω αποτελέσματα φαίνονται στο Σχήμα Ε5.2.
Μονοδιάστατη κίνηση ρύπων στο έδαφος 5-19
Σχήμα Ε5.2: Προώθηση του μετώπου της ρύπανσης στην περίπτωση καθαρής διάχυσης (v = 0) και
στην περίπτωση διάχυσης, διασποράς και μεταγωγής (v ≠ 0)
D ∂ 2 c v ∂c ∂c
→ − = (5.20)
Rd ∂x 2 Rd ∂x ∂t
για τη λύση της οποίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί και πάλι η (5.19) αν αντικατασταθούν τα D και v με
D και v , αντίστοιχα. Η εξίσωση 5.20 δείχνει καθαρά το ρόλο του συντελεστή υστέρησης
Rd Rd
(Rd>1), την απομείωση δηλαδή των παραμέτρων που αντιπροσωπεύουν τα φαινόμενα μεταγωγής και
διάχυσης-διασποράς.
4
ρ είναι η πυκνότητα του εδάφους
5-20 Εξέλιξη της ρύπανσης
ότι το υπόγειο νερό δεν κινείται λόγω υδραυλικής κλίσης (δηλαδή δεν υφίσταται μεταφορά ρύπων
λόγω μεταγωγής).
(α) Νόμος του Fick (όπως το προηγούμενο παράδειγμα):
∂c
J = − Dn
∂t
όπου (r) είναι η ακτινική συντεταγμένη και (F) είναι η μάζα του ρύπου που διέρχεται από μοναδιαία
επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου.
(β) Διατήρηση της μάζας του ρύπου σε ένα στοιχείο διαστάσεων (r dθ) x (dr):
⎛ ∂J ⎞ ∂
J r dθ − ⎜ J + dr ⎟ (r + dr ) dθ = (c nr dθ dr )
⎝ ∂r ⎠ ∂t
η οποία δίνει:
∂c ⎛ 1 ∂c ∂ 2 c ⎞
= D ⎜⎜ ⋅ + 2 ⎟⎟
∂t ⎝ r ∂r ∂r ⎠
ή ισοδύναμα:
∂c D ∂ ⎛ ∂c ⎞
= ⋅ ⎜r ⎟
∂t r ∂r ⎝ ∂r ⎠
ή ισοδύναμα:
∂c
= D ∇ 2c
∂t
Οι ανωτέρω σχέσεις αποτελούν τη διαφορική εξίσωση που διέπει τη διάχυση/διασπορά του ρύπου
στην ακτινική διεύθυνση.
Εφαρμογή 5:
Λόγω υποψίας περί πιθανών διαφυγών προς τον υπόγειο ορίζοντα από θέση ταφής τοξικών
αποβλήτων τοποθετήθηκαν πιεζόμετρα στα σημεία Α και Β και μετρήθηκαν οι εξής συγκεντρώσεις του
εντομοκτόνου DDT στο νερό:
Για την αναλυτική προσομοίωση του προβλήματος, η διαφορική εξίσωση διάχυσης του ρύπου στον
υδροφορέα:
Μονοδιάστατη κίνηση ρύπων στο έδαφος 5-21
∂c
= D ⋅ ∇2c
∂t
προσεγγίσθηκε από τη σχέση:
⎡ ⎛t ⎞⎛ r ⎞⎤
c (r , t ) = c A (t ) ⋅ exp ⎢ − ⎜ o ⎟ ⎜ − 1⎟⎥ (1)
⎣ ⎝ ⎠⎝t R ⎠⎦
όπου c(r, t) είναι η συγκέντρωση (mg/lt) του ρύπου στη θέση (r) τη χρονική στιγμή (t), cA(t) είναι η
συγκέντρωση στο σημείο Α, to είναι σταθερά, και R = 30m είναι η ακτίνα του χώρου ταφής. Λόγω της
γραμμικής αύξησης της συγκέντρωσης cA με το χρόνο, θεωρήθηκε: c (t ) = α ⎛⎜ t ⎞⎟ , όπου α = σταθερά.
A ⎜t ⎟
⎝ o⎠
Η μάζα του ρύπου που διέρχεται από μια διατομή του υδροφορέα (κυλινδρική επιφάνεια ακτίνας r)
ανά μονάδα χρόνου είναι:
∂c
G = J (2π r ) H όπου J = − Dn καιD = συντελεστής διάχυσης, n = ενεργό πορώδες
∂r
Από τις ανωτέρω σχέσεις προκύπτει: G (r , t ) = 2π nDH ⎛⎜ r ⎞⎟ ⎛⎜ to ⎞⎟ c
⎝R⎠⎝ t ⎠
και για r = R: G (t ) = 2π nDHα = σταθερά
Ζητούνται:
(1) Να εκτιμηθεί ο χρόνος κατά τον οποίο άρχισε η ρύπανση του υδροφορέα.
(2) Να εκτιμηθούν οι παράμετροι (α, to) του μοντέλου.
(3) Να υπολογισθεί η συγκέντρωση στο σημείο Β (από τη σχέση 1) και να συγκριθεί με τις μετρηθείσες
τιμές.
(4) Να εκτιμηθεί η μάζα του DDT που διαφεύγει από το χώρο ταφής ανά μονάδα χρόνου.
Υπόδειξη: Ο όγκος του νερού κάτω από το χώρο ταφής είναι: Vw =n π R2 H, και n = 0.3
(5) Να εκτιμηθεί ο συντελεστής διάχυσης (D) του υδροφορέα (από τη σχέση του G A (t ) ).
(6) Να εκτιμηθεί η συγκέντρωση του ρύπου κάτω από την πόλη (r = 1000m) πέντε έτη μετά τον
εντοπισμό της ρύπανσης στο σημείο Α.
Λύση:
(1) Μετά τον εντοπισμό η συγκέντρωση του ρύπου στο Α αυξάνει κατά 5 mg/lt ανά 3 μήνες. Αφού κατά
τον εντοπισμό ήταν 15mg/lt, η ρύπανση είχε αρχίσει 9 μήνες πριν τον εντοπισμό (3 τρίμηνα).
(2) c (t ) = α t ⇒ 15 mg/lt = α 9 μήνες ⇒ α = 15
A
to to to 9
Επιπλέον, στο σημείο Β για t = 9 μήνες:
⎡ ⎛ t ⎞ ⎛ 60 ⎞⎤
c (r = 60m, t = 9 μήνες ) = 10 mg/lt = 15 mg/lt × exp ⎢ − ⎜ o ⎟ ⎜ − 1⎟⎥ ⇒ to = 3.649 μήνες
⎣ ⎝ 9 ⎠ ⎝ 30 ⎠⎦
Άρα: α = 15 15
to = × 3.649 ⇒ α = 6.082 mg / lt
9 9
(3) c (60m, 12 μήνες ) = 20 × exp⎛⎜ − 3.649 × 1⎞⎟ = 14.76 ≈ 14.50 mg / lt
⎝ 12 ⎠
⎛ 3.649 ⎞
c (60m, 15 μήνες ) = 25 × exp⎜ − × 1⎟ = 19.60 ≈ 19.50 mg / lt
⎝ 15 ⎠
⎛ 3.649 ⎞
c (60m, 18 μήνες ) = 30 × exp⎜ − × 1⎟ = 24.50 mg / lt
⎝ 18 ⎠
(4) Η μάζα του ρύπου κάτω από το χώρο ταφής είναι:
( )
M ρ = c ⋅V w = c nπ R 2 ⋅ H
Άρα, ο ρυθμός αύξησης της μάζας είναι:
∂M ρ ∂c
∂t ∂t
= (
n π R2H )
αλλά από τα δεδομένα ∂c = 5 mg/lt ανά τρεις μήνες
∂t
5-22 Εξέλιξη της ρύπανσης
∂M ρ
Άρα:
∂t
5
( )
= × 0.3 × 3.14 × 30 2 ×10 ×1000 = 14.1×10 6 mg/μήνα = 14.1 kg/μήνα
3
(5) D = G A (t ) = 14.1×10 6 (30 × 86400 )
⇒ D = 4.76 × 10 − 2 m 2 / sec
2π nHα 2 × 3.14 × 0.3 × 10 × (6.082 10 −3 )
5.5 Εξέλιξη του ρυπαντικού φορτίου μετά την αναίρεση του αιτίου
της ρύπανσης
Η αναίρεση του αιτίου που έχει προκαλέσει τη ρύπανση είναι μια από τις
συνήθεις και προφανείς επιδιώξεις στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται αυξημένο
ρυπαντικό φορτίο στο σημείο εκμετάλλευσης υδροφορέων (δηλαδή στη θέση
υδροληψίας). Εκ πρώτης όψεως μάλιστα φαίνεται ότι η συγκεκριμένη μέθοδος
απορρύπανσης θα είναι και ιδιαίτερα αποτελεσματική αφού “λύνει το πρόβλημα στη
ρίζα του”. Παρά ταύτα, οι αναλύσεις που ακολουθούν αποδεικνύουν ότι ακόμη και η
πλήρης και άμεση αναίρεση του αιτίου της ρύπανσης δεν έχει άμεση επιρροή στον
περιορισμό του ρυπαντικού φορτίου στο σημείο εκμετάλλευσης και μάλιστα ότι το
ρυπαντικό φορτίο στο σημείο εκμετάλλευσης συνεχίζει να αυξάνει επί μεγάλο χρονικό
διάστημα μετά την αναίρεση του αιτίου της ρύπανσης. Η σημαντική αυτή υστέρηση
οφείλεται στη μικρή ταχύτητα μεταφοράς του ρυπαντικού φορτίου διαμέσου του
εδάφους και συνεπώς στο μεγάλο χρόνο που απαιτείται για την απόκριση του
συστήματος: πηγή ρύπανσης-μέσο μεταφοράς ρύπου (έδαφος)-θέση διαπίστωσης
της ρύπανσης, στις μεταβολές του ρυπαντικού φορτίου που επιβάλλονται στην πηγή
της ρύπανσης.
Το πρόβλημα της εξέλιξης του ρυπαντικού φορτίου μετά την (πλήρη) αναίρεση
του αιτίου της ρύπανσης διερευνάται μέσω του παραδείγματος του Σχήματος 5.4.
Θεωρείται ότι αφού διαπιστωθεί η παρουσία αξιόλογου ρυπαντικού φορτίου στις
κατάντη πηγές (π.χ. 24 μήνες μετά την έναρξη της ρύπανσης, οπότε η συγκέντρωση
του ρύπου στις πηγές είναι 0.18 mg/lt), αναγνωρίζεται ότι το αποκλειστικό αίτιο της
ρύπανσης είναι οι διηθήσεις εκ του χώρου απορριμμάτων ο οποίος με κάποια
μέθοδο σφραγίζεται πλήρως (με ποιά μέθοδο άραγε και με ποιό κόστος;). Θεωρείται
δηλαδή ότι στο σημείο Α του υδροφορέα (ακριβώς κάτω από τον χώρο των
απορριμμάτων) η συγκέντρωση του ρύπου είναι σταθερή (co = 0.43 mg/lt) μέχρι
κάποια χρονική στιγμή (t = 24 μήνες) και στη συνέχεια μηδενίζεται ακαριαία. Ζητείται
να μελετηθεί η χρονική εξέλιξη της συγκέντρωσης του ρύπου κατά μήκος της
διαδρομής από το σημείο Α προς τις κατάντη πηγές και ειδικότερα στη θέση των
πηγών.
Για την ανάλυση της εξέλιξης της ρύπανσης μετά το μηδενισμό της
συγκέντρωσης του ρύπου στο σημείο Α δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η σχέση
(5.13), επειδή αυτή προϋποθέτει ότι η συνοριακή συνθήκη στο σημείο Α είναι
σταθερή (c = co ). Αντίθετα, η διαφορική εξίσωση (5.12) συνεχίζει να ισχύει, θα
πρέπει όμως να επιλυθεί για τη χρονικώς μεταβλητή συνοριακή συνθήκη (c = co για t
< t , και c = 0 για t > t ). Το πρόβλημα μπορεί να επιλυθείαναλυτικά μόνο με τη
μέθοδο της επαλληλίας. Εναλλακτικά, μπορείνα χρησιμοποιηθεί κάποια από τις
αριθμητικές μεθόδους επίλυσης διαφορικών εξισώσεων. Στο συγκεκριμένο
παράδειγμα χρησιμοποιείται η μέθοδος των Πεπερασμένων Διαφορών, η οποία είναι
Εξέλιξη του ρυπαντικού φορτίου μετά την αναίρεση του αιτίου της ρύπανσης 5-23
Σχήμα 5.10: Εξέλιξη της κατανομής της συγκέντρωσης του ρύπου στην οριζόντια διεύθυνση (κατά
μήκος του υδροφορέα) μετά τη διακοπή του αιτίου της ρύπανσης (που συνέβη τη χρονική στιγμή
t = 24 μήνες).
Domenico, P.A. and F.W. Schwartz (1990) “Physical and Chemical Hydrogeology”, John Wiley &
Sons.
Σχήμα 5.11: Χρονική εξέλιξη της συγκέντρωσης του ρύπου στην θέση της κατάντη πηγής:
(α) χωρίς διακοπή της τροφοδοσίας του υδροφορέα με ρυπαντικό φορτίο και
(β) με διακοπή του αιτίου της ρύπανσης τη χρονική στιγμή t = 24 μήνες
5-26 Εξέλιξη της ρύπανσης
Konikow L.F. and Brederhoft J.D. (1978) "Techniques of Water-Resources Investigations of the United
States Geological Survey: Computer Model of Two-Dimensional Solute Transport and Dispersion
in Ground Water", Dept. of the Interior Book 7, Chapter C2.
Rowe R.K. (1987) “Pollutant transport through barriers”, Geotechnical Practice for Waste Disposal,
Proceeding Specialty Conference, ASCE Publication, pp 159-181.
Βιβλιογραφικές αναφορές 5-27
erfc ( x ) = 1 − erf ( x )
erf ( − x ) = −erf ( x )
6.1 Γενικά
Γεωτεχνικές έρευνες του εδάφους και του υπόγειου νερού εκτελούνται στα
ακόλουθα αντικείμενα της Περιβαλλοντικής Γεωτεχνικής:
1. Κατά τη διερεύνηση για τον εντοπισμό κατάλληλων θέσεων προκειμένου να
δημιουργηθούν νέοι χώροι απόθεσης αποβλήτων ή να επεκταθούν ήδη
λειτουργούντες.
2. Κατά το σχεδιασμό συστημάτων προστασίας από τη ρύπανση ή περιορισμού της
περαιτέρω επέκτασης της ρύπανσης.
3. Κατά τη διερεύνηση της πιθανής ρύπανσης εδαφών και υδροφορέων , δηλαδή
προκειμένου να προσδιορισθεί η έκταση και το μέγεθος της ρύπανσης.
4. Κατά το σχεδιασμό μέτρων περιβαλλοντικής αποκατάστασης περιοχών που έχουν
ρυπανθεί (απορρύπανση, επαναχρησιμοποίηση κλπ).
5. Κατά το σχεδιασμό συστημάτων παρακολούθησης της συμπεριφοράς έργων
προστασίας από τη ρύπανση (π.χ. έλεγχος διαφυγών από ταμιευτήρες υγρών
αποβλήτων ή χώρους απόθεσης στερεών αποβλήτων).
Στις περιπτώσεις (1) και (2), οι γεωτεχνικές έρευνες εκτελούνται με το συνήθη τρόπο
(δηλαδή χωρίς ιδιαίτερα μέτρα προστασίας), επειδή, κατά τεκμήριο, τα εδάφη που
διερευνώνται δεν έχουν ρυπανθεί. Αντίθετα, κατά την εκτέλεση των γεωτεχνικών
ερευνών στις περιπτώσεις (3), (4) και (5) θα πρέπει να λαμβάνονται ιδιαίτερα μέτρα
προστασίας και ασφάλειας για να αποφευχθούν τυχόν δυσμενείς συνέπειες από την
έκθεση του προσωπικού σε επικίνδυνες ουσίες ή γενικότερα από διαφυγές ρύπων
προς το περιβάλλον.
Στο Κεφάλαιο αυτό συνοψίζονται κατ’ αρχήν οι γεωτεχνικές έρευνες και
δοκιμές που συνήθως χρησιμοποιούνται για τη διερεύνηση γεω-περιβαλλοντικών
θεμάτων και στη συνέχεια περιγράφονται τα ειδικά μέτρα προστασίας και ασφάλειας
που απαιτούνται κατά τις γεωτεχνικές έρευνες σε περιοχές που έχουν ρυπανθεί.
Η έκταση και το είδος της λεπτομερούς έρευνας εξαρτώνται από το είδος του
έργου και τις εδαφικές συνθήκες. Συστάσεις σχετικά με τις συνιστώμενες έρευνες
δίνονται στα NAVFAC (1982) και ASCE (1976).
Οι γεωτεχνικές έρευνες διακρίνονται σε επιτόπου έρευνες που εκτελούνται στο
ύπαιθρο και σε εργαστηριακές δοκιμές που εκτελούνται στο εργαστήριο σε εδαφικά
δείγματα που λαμβάνονται κατά τις επιτόπου έρευνες.
6.2.1.3 Οι γεωτρήσεις
Οι γεωτρήσεις χρησιμοποιούνται για τη διερεύνηση του υπεδάφους σε βάθη
μεγαλύτερα από τα βάθη που διερευνώνται με ερευνητικά φρέατα. Για τη διάνοιξη
των γεωτρήσεων χρησιμοποιούνται οι εξής μέθοδοι:
(α) Η ελικοειδής διάτρηση (hollow-stem continuous flight auger). Η μέθοδος
συνίσταται στην προώθηση μέσω περιστροφής ενός κοίλου σωλήνα με
ελικοειδές σπείρωμα στην εξωτερική πλευρά. Διαταραγμένα εδαφικά δείγματα
λαμβάνονται από το υλικό που εισέρχεται στο εσωτερικό του σωλήνα αλλά και το
υλικό που συγκρατείται στις σπείρες του τοιχώματος.
(β) Η υδραυλική διάτρηση (wash-type boring), κατά την οποία η προώθηση της
γεώτρησης γίνεται μέσω ενός μεταλλικού στελέχους με την εισπίεση νερού που
παρασύρει τα εδαφικά τεμάχια προς την επιφάνεια. Η μέθοδος είναι ταχεία και
έχει μικρό κόστος. Το κύριο μειονέκτημά της είναι η αδυναμία λήψεως
αντιπροσωπευτικών εδαφικών δειγμάτων. Κυρίως χρησιμοποιείται στις
περιπτώσεις που απλώς ζητείται να εντοπισθεί η θέση του βραχώδους
υποβάθρου που υπόκειται χαλαρών εδαφικών σχηματισμών.
6-4 Γεωτεχνικές έρευνες υπεδάφους
(γ) Η κρουστική διάτρηση (percussion drilling, shell and auger, cable tool, churn
drilling), κατά την οποία η προώθηση της γεώτρησης γίνεται με θρυμματισμό των
πετρωμάτων στον πυθμένα της οπής μέσω κρούσης. Η έξοδος των εδαφικών
τεμαχών από την οπή γίνεται συνήθως με την κυκλοφορία νερού που παρασύρει
τα εδαφικά θραύσματα. Κατά τη μέθοδο αυτή λαμβάνονται μόνον διαταραγμένα
εδαφικά δείγματα.
(δ) Η περιστροφική διάτρηση (rotary drilling) κατά την οποία η προχώρηση της οπής
γίνεται με την περιστροφή της γεωτρητικής στήλης η οποία στο άκρο της φέρει
ειδική κοπτική κεφαλή. Η κοπτική κεφαλή μπορεί να είναι συμπαγής (π.χ.
“τρίφτερο”) ή κοίλη (κορώνα). Η ψύξη της κοπτικής κεφαλής γίνεται με νερό το
οποίο κατά την κυκλοφορία του παρασύρει τα εδαφικά θραύσματα. Στην
περίπτωση της χρήσης κοίλης κοπτικής κεφαλής, συνήθως η διάτρηση
συνδυάζεται με ταυτόχρονη δειγματοληψία με την τοποθέτηση κατάλληλου
δειγματολήπτη μεταξύ της κοπτικής κεφαλής και της διατρητικής στήλης. Η
περιστροφική διάτρηση είναι η συνηθέστερη μέθοδος εκτέλεσης γεωτρήσεων
στην Ελλάδα.
Κατά την εκτέλεση των γεωτρήσεων συνήθως γίνεται και εδαφική δειγματοληψία
μέσω κατάλληλων δειγματοληπτών (samplers). Οι τύποι των δειγματοληπτών που
χρησιμοποιούνται συνήθως είναι:
(α) Ο διαιρετός δειγματολήπτης (split barrel) που συνδυάζεται με την εκτέλεση της
επιτόπου δοκιμής Πρότυπης Διείσδυσης (Standard Penetration Test - SPT). Ο
δειγματολήπτης αυτός έχει εσωτερική διάμετρο 1.375 ιντσών (35 mm) και μήκος
45-75 cm. Τα εδαφικά δείγματα που λαμβάνονται είναι διαταραγμένα λόγω της
κρουστικής μεθόδου προώθησης που συνδέεται με την εκτέλεση της δοκιμής
SPT. Χρησιμοποιείται για τη δειγματοληψία εδαφικών υλικών.
(β) Οι δειγματολήπτες με ελικοειδές σπείρωμα (hollow stem auger). Η εσωτερική
διάμετρος του δειγματολήπτη είναι συνήθως 3-4 ίντσες (75-100 mm). Η
προχώρηση του δειγματολήπτη γίνεται μέσω περιστροφής και το δείγμα που
λαμβάνεται είναι διαταραγμένο. Χρησιμοποιείται για τη δειγματοληψία εδαφικών
υλικών.
(γ) Οι δειγματολήπτες λεπτού τοιχώματος τύπου Shelby, Osterberg (υδραυλικού
εμβόλου), Denison και σταθερού εμβόλου (stationary piston). Οι δειγματολήπτες
αυτοί προωθούνται με πίεση και χρησιμοποιούνται για τη λήψη αδιατάρακτων
δειγμάτων σε σχετικώς μαλακά/χαλαρά εδαφικά υλικά. Η εσωτερική διάμετρος
των δειγματοληπτών αυτών είναι 2.875 - 3.875 ίντσες (73-100 mm) και το μήκος
τους συνήθως 30 ίντσες (75 cm).
(δ) Οι δειγματολήπτες σκληρών πετρωμάτων (καροταρίες) που χρησιμοποιούνται
για τη δειγματοληψία σκληρών εδαφών και βράχων κατά την περιστροφική
προώθηση της γεώτρησης. Οι καροταρίες είναι τριών τύπων: απλού τοιχώματος
(single tube), διπλού τοιχώματος (double tube) και τριπλού τοιχώματος (triple
tube). Οι καροταρίες διπλού και τριπλού τοιχώματος χρησιμοποιούνται για την
ανάκτηση δειγμάτων καλύτερης ποιότητας (αδιαταράκτων), επειδή το εδαφικό
δείγμα δεν επηρεάζεται από το νερό που χρησιμοποιείται για την ψύξη της
κοπτικής κεφαλής κατά τη διάνοιξη της γεώτρησης. Συχνά εδαφικά δείγματα
ανακτώνται με την απλή καροταρία με χρήση της λεγόμενης “μεθόδου φραγμού”.
Κατά τη μέθοδο αυτή η καροταρία προωθείται (με περιστροφή) χωρίς την
κυκλοφορία νερού για την ψύξη της κοπτικής κεφαλής, με συνέπεια το εδαφικό
δείγμα να είναι αντιπροσωπευτικό. Όμως, λόγω της θερμοκρασίας που
αναπτύσσεται, το δείγμα ξηραίνεται και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως
αδιατάρακτο.
Συνήθεις γεωτεχνικές έρευνες 6-5
3. Η δοκιμή τύπου Lefranc, κατά την οποία η οπή της γεώτρησης διατηρείται
πλήρης με νερό και μετράται η παροχή τροφοδοσίας που είναι απαραίτητη για
τη διατήρηση σταθερής στάθμης.
Η αξιολόγηση των ανωτέρω μετρήσεων επιτρέπει την εκτίμηση του συντελεστή
υδραυλικής αγωγιμότητας του εδάφους.
Η μέτρηση της υδραυλικής αγωγιμότητας του εδάφους μπορεί να γίνει και με
δοκιμαστικές αντλήσεις. Κατά τις δοκιμές αυτές αντλείται μια γεώτρηση με
ορισμένη παροχή και μετράται η επιτυγχανόμενη ταπείνωση της στάθμης στην
ίδια τη γεώτρηση και σε δορυφορικά πιεζόμετρα που κατασκευάζονται σε
διάφορες αποστάσεις από την αντλούμενη γεώτρηση. Το Κεφάλαιο 3 παρουσιάζει
τις μεθόδους εκτίμησης των υδραυλικών χαρακτηριστικών των εδαφών μέσω
δοκιμαστικών αντλήσεων.
Κατά την εκτέλεση των γεωτεχνικών ερευνών σε περιοχές που έχουν ρυπανθεί θα
πρέπει να λαμβάνονται ειδικά μέτρα προστασίας και ασφάλειας. Στις ΗΠΑ τα μέτρα
προστασίας και ασφάλειας κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες αναλόγως του
βαθμού ρύπανσης:
1. Η κατηγορία 4 (Level D) περιλαμβάνει έρευνες σε περιοχές όπου δεν έχουν
εντοπισθεί επικίνδυνα ή τοξικά απόβλητα. Τα μέτρα προστασίας συνίστανται στη
χρήση συνήθους στολής εργασίας (φόρμα, προστατευτικό κράνος, μπότες) και
ειδικά προστατευτικά γυαλιά σε ορισμένες περιπτώσεις.
2. Η κατηγορία 3 (Level C) περιλαμβάνει συνήθεις έρευνες σε χώρους διάθεσης
αστικών στερεών αποβλήτων. Τα μέτρα προστασίας συνίστανται στη χρήση
προστατευτικής στολής μιας χρήσεως, υποδημάτων ασφαλείας, προστατευτικού
κράνους, πλαστικών γαντιών, πλήρους προστασίας του προσώπου και
συστήματος καθαρισμού του εισπνεόμενου αέρα.
3. Η κατηγορία 2 (Level B) απαιτεί τη χρήση αυτόνομης αναπνευστικής συσκευής
(self-contained breathing apparatus - SCBA), αδιαπέρατης προστατευτικής στολής
μιας χρήσεως, προστατευτικές μπότες και γάντια.
Ειδικές γεωτεχνικές έρευνες 6-9
Σχήμα 6.1: Επικοινωνία μεταξύ επάλληλων υδροφορέων μέσω της οπής της γεώτρησης
Έλεγχος της συμπυκνωσιμότητας των εδαφών 6-11
επαναλαμβανόμενες πτώσεις μεταλλικής πλάκας βάρους 1-2 τόννων από ύψος 20-
30 μέτρων. Η διαδικασία των διαδοχικών πτώσεων γίνεται με κατάλληλο γερανό ο
οποίος ανυψώνει τη μεταλλική πλάκα και στη συνέχεια της επιτρέπει την ελεύθερη
πτώση από το προβλεπόμενο ύψος. Η μέθοδος της δυναμικής συμπύκνωσης είναι
πολύ αποδοτική, έχει μικρό κόστος (σε σχέση με άλλες μεθόδους συμπύκνωσης) και
μπορεί να γίνει σε μικρό χρονικό διάστημα. Το κυριότερο μειονέκτημά της είναι οι
δονήσεις που προκαλούνται κατά την πτώση του βάρους. Η μέθοδος δεν μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για τη συμπύκνωση των κορεσμένων αργιλικών υλικών.
Η συμπύκνωση των αργιλικών υλικών για τη χρησιμοποίησή τους ως
στεγανωτικών μεμβρανών (clay liners) γίνεται με τις συνήθεις μεθόδους
συμπύκνωσης των αργίλων, δηλαδή με διαδοχικές διελεύσεις κατάλληλων
οδοστρωτήρων σε στρώσεις μικρού πάχους (15-30 cm) και με την κατάλληλη
υγρασία συμπυκνώσεως. Με τη συμπύκνωση:
1. Μειώνεται η συμπιεστότητα του εδάφους και συνεπώς οι υποχωρήσεις μετά την
κατασκευή του έργου.
2. Αυξάνεται η διατμητική αντοχή και συνεπώς ο συντελεστής ασφαλείας των
πρανών.
3. Βελτιώνεται η φέρουσα ικανότητα και συνεπώς αυξάνεται η επιτρεπόμενη τάση
έδρασης των θεμελίων των έργων.
4. Ελέγχονται οι μεταβολές του όγκου που προέρχονται από τον παγετό και
μεταβολές της υγρασίας.
5. Οι ιδιότητες του εδάφους γίνονται περισσότερο ομοιόμορφες, δηλαδή μειώνεται η
τυχαία ανομοιομορφία των φυσικών εδαφικών σχηματισμών.
Η συμπύκνωση των εδαφών με την προσθήκη μηχανικής ενέργειας μπορεί να γίνει
με διάφορους τρόπους. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στα κοκκώδη εδάφη η
προσφορότερη ίσως μέθοδος συμπύκνωσης είναι η δόνηση (π.χ. με δονητικούς
οδοστρωτήρες ή με ελεύθερη πτώση βάρους). Τα συνεκτικά εδάφη στο εργαστήριο
συμπυκνώνονται με πολλαπλές πτώσεις βάρους, ενώ στα χωματουργικά έργα
χρησιμοποιούνται μηχανικοί οδοστρωτήρες.
Οι βασικές μέθοδοι συμπύκνωσης των εδαφών μελετήθηκαν από τον R.R.
Proctor στις ΗΠΑ περί το 1930, ο οποίος ανέπτυξε την κυριότερη εργαστηριακή
Σχήμα 6.2: Επέκταση της ρύπανσης προς βαθύτερους υδροφορείς μέσω της οπής της γεώτρησης
6-12 Γεωτεχνικές έρευνες υπεδάφους
μέθοδο μελέτης της συμπύκνωσης εδαφών, που φέρει το όνομά του (μέθοδος
Proctor). Κατά τις έρευνες του Proctor διαπιστώθηκε ότι, με την προσθήκη μηχανικής
ενέργειας σε ένα εδαφικό δοκίμιο, η επιτυγχανόμενη συμπύκνωση (που εκφράζεται
ποσοτικά με την πυκνότητα του ξηρού υλικού ρd ) εξαρτάται από:
(i) το είδος του εδαφικού υλικού
(ii) την ενέργεια συμπύκνωσης ανά μονάδα όγκου του δοκιμίου και
(iii) την υγρασία του εδάφους κατά τη συμπύκνωση.
που αντιστοιχεί στην ξηρή πυκνότητα που επιτυγχάνεται όταν η συμπύκνωση γίνει
στη λεγόμενη βέλτιστη υγρασία (wopt ). Στο ίδιο σχήμα φαίνεται η καμπύλη βέλτιστης
υγρασίας για διάφορες τιμές της ενέργειας συμπύκνωσης και η καμπύλη πλήρους
κορεσμού (S = 100%), που αντιστοιχεί στην εξίσωση:
ρw
ρ d = ρ d (w ) =
w + (ρ w ρ s )
Η μορφή της καμπύλης πλήρους κορεσμού εξαρτάται μόνον από την πυκνότητα των
στερεών κόκκων (ρs ), επειδή η πυκνότητα του νερού είναι ρw = 1 Mg/m3. Γενικώς,
μπορούν να προσδιορισθούν οι καμπύλες που αντιστοιχούν σε οποιονδήποτε βαθμό
κορεσμού από την εξίσωση:
ρw S
ρd =
w + (ρ w ρ s )S
Η κωδωνοειδής μορφή των καμπύλων συμπύκνωσης είναι αρκετά
ενδιαφέρουσα. Κατά τη συμπύκνωση σε υγρασία μικρότερη της βέλτιστης, όσο
αυξάνει το ποσοστό υγρασίας, τα αργιλικά πλακίδια αναπτύσσουν μεγαλύτερες
διπλές στρώσεις οι οποίες κατά κάποιον τρόπο τα “λιπαίνουν” και καθιστούν
ευκολότερη την αναδιάταξή τους σε πυκνότερη δομή. Με την περαιτέρω αύξηση της
υγρασίας (πάνω από το wopt ), η ξηρή πυκνότητα αρχίζει να μειώνεται, επειδή η
προσθήκη νερού απομακρύνει πλέον τους στερεούς κόκκους (αντί απλώς να γεμίζει
τα κενά μεταξύ των κόκκων) και η πυκνότητα του νερού είναι μικρότερη από την
πυκνότητα των στερεών κόκκων που αντικαθιστά (ρw < ρs ). Η κωδωνοειδής μορφή
των καμπύλων συμπύκνωσης κατά την εργαστηριακή δοκιμή Proctor εμφανίζεται και
κατά την επιτόπου συμπύκνωση των εδαφών και μάλιστα η χρησιμότητα της
εργαστηριακής δοκιμής συμπύκνωσης βασίζεται ακριβώς στην αναλογία αυτή.
Ειδικότερα, αν “βαθμονομηθούν” οι μέθοδοι επιτόπου συμπύκνωσης (δηλαδή αν
προσδιορισθεί η ενέργεια συμπύκνωσης που αντιστοιχεί σε μια διέλευση
συγκεκριμένου οδοστρωτήρα), μπορεί να προσδιορισθεί ο απαιτούμενος αριθμός
διελεύσεων και η υγρασία συμπύκνωσης για να επιτευχθεί ο επιθυμητός βαθμός
συμπύκνωσης (ξηρή πυκνότητα) επιτόπου, με βάση τις εργαστηριακές καμπύλες
συμπύκνωσης.
Η σημασία της υγρασίας του εδάφους κατά τη συμπύκνωση δεν περιορίζεται
στην επίτευξη της μέγιστης ξηρής πυκνότητας. Η δομή και συνεπώς οι μηχανικές
ιδιότητες των συνεκτικών εδαφών εξαρτώνται επίσης από την υγρασία
συμπύκνωσης. Η υγρασία συμπύκνωσης επηρεάζει τις μηχανικές ιδιότητες των
συνεκτικών εδαφών ως εξής:
(1) Η διαπερατότητα των συνεκτικών εδαφών μειώνεται με τη αύξηση της υγρασίας
συμπύκνωσης μέχρι μια ελάχιστη τιμή περί τη βέλτιση υγρασία συμπύκνωσης.
Με την περαιτέρω αύξηση της υγρασίας, η διαπερατότητα αυξάνει ελαφρά ή
παραμένει σταθερή. Επίσης, για συγκεκριμένη υγρασία συμπύκνωσης, η
διαπερατότητα μειώνεται με την αύξηση της ενέργειας συμπύκνωσης.
(2) Η συμπιεστότητα των συμπυκνωμένων αργίλων εξαρτάται από την ένταση της
φόρτισης (πίεσης). Σε χαμηλές πιέσεις, οι άργιλοι που έχουν συμπυκνωθεί σε
υγρασία μεγαλύτερη της βέλτιστης είναι περισσότερο συμπιεστές. Σε υψηλές
πιέσεις ισχύει ακριβώς το αντίθετο.
(3) Η τάση για διόγκωση (κατά την έκθεση στο νερό) είναι μεγαλύτερη σε αργίλους
που έχουν συμπυκνωθεί σε υγρασία μικρότερη της βέλτιστης. Αντίθετα, η τάση
για συρρίκνωση κατά την ξήρανση των συνεκτικών εδαφών είναι μεγαλύτερη σε
αργίλους που έχουν συμπυκνωθεί σε υγρασία μεγαλύτερη της βέλτιστης.
6-14 Γεωτεχνικές έρευνες υπεδάφους
(4) Η επιρροή της υγρασίας συμπύκνωσης στη διατμητική αντοχή των συνεκτικών
εδαφών είναι σύνθετη, αλλά συνήθως εδαφικά δείγματα που έχουν συμπυκνωθεί
σε υγρασία μικρότερη της βέλτιστης έχουν μεγαλύτερη αντοχή από αντίστοιχα
δείγματα που έχουν συμπυκνωθεί σε μεγαλύτερη υγρασία. Αν, όμως, τα δείγματα
εκτεθούν στο νερό και διογκωθούν πριν από τη διάτμηση, η συμπεριφορά
αντιστρέφεται, επειδή τα ξηρότερα δείγματα διογκώνονται περισσότερο.
Συνεπώς, η επιλογή της υγρασίας συμπύκνωσης των εδαφικών υλικών στα
χωματουργικά έργα δεν είναι μονοσήμαντη αλλά εξαρτάται από το είδος του
εδαφικού υλικού, το είδος του έργου1 και τα διαθέσιμα μηχανήματα. Στις συνήθεις
περιπτώσεις επιχωμάτων οδοποιίας, άργιλοι χαμηλής και μέσης πλαστιμότητας
συμπυκνώνονται με υγρασία περί τη βέλτιστη τιμή (wopt ± 2%), ενώ άργιλοι μεγάλης
πλαστιμότητας συμπυκνώνονται με υγρασία μεγαλύτερη της βέλτιστης. Στην
περίπτωση συμπύκνωσης των αργίλων για την κατασκευή στεγανωτικών μεμβρανών
(clay liners) η κρίσιμη ιδιότητα είναι η διαπερατότητα, και συνεπώς η συμπύκνωση
των αργίλων γίνεται συνήθως με υγρασία ελαφρά μεγαλύτερη της μέγιστης τιμής.
NAVFAC DM 7.1 (1982) “Soil Mechanics Design Manual”, U.S. Naval Facilities Engineering
Command, Alexandria, VA.
ISSMFE (1979) “State of the Art on Current Soil Sampling”, ISSMFE, Subcommittee on Soil
Sampling.
ASCE (1976) “Subsurface investigation for Design of Foundation of Buildings”, ASCE Manual and
Report of Engineering Practice, No 56.
Hvorslev M.J. (1962) “Subsurface Exploration and Sampling of Soils for Civil Engineering
Purposes, ASCE.
British Standard for Development DD 175 (1988) “Code of Practice for the identification of
potentially contaminated land and its Investigation”, British Standard Institution.
British Drilling Association (1992) “Guidance notes for the safe drilling of landfills and contaminated
land”, British Drilling Association, Essex, England.
British Standards Institution (1981), “Code of Practice for site investigations” BS 5930:1981,
London.
1
δηλαδή την κρίσιμη ιδιότητα που θα πρέπει να βελτιωθεί
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
7.1 Γενικά
Η εξεύρεση των πλέον κατάλληλων περιοχών (από γεωτεχνικής απόψεως) και
η βελτίωση της τεχνολογίας κατασκευής των χώρων διάθεσης στερεών αποβλήτων
αποτελούν κάποιους από τους κυριότερους σκοπούς της Περιβαλλοντικής
Γεωτεχνικής. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 70% των αστικών αποβλήτων και το 35%
των βιομηχανικών αποβλήτων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέληγαν πριν
από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας σε “χωματερές”1 (Street, 1994). Ενώ
γίνεται προσπάθεια να μειωθεί ο όγκος των απορριμμάτων που καταλήγουν σε
χώρους ταφής, η διαχείριση απορριμμάτων με τη μέθοδο της ταφής δεν είναι
δυνατόν να εκλείψει. Κατά συνέπεια, η βελτίωση της τεχνολογίας και οι νομοθετικές
απαιτήσεις που αφορούν την κατασκευή των χώρων απόθεσης στερεών αποβλήτων
έχουν σημαντικές οικονομικές συνέπειες.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, το σύνολο σχεδόν των στερεών
αποβλήτων απετίθετο σε “χωματερές” χωρίς ιδιαίτερα μέτρα προστασίας για την
αποφυγή της ρύπανσης του υπεδάφους. Ως θέσεις “χωματερών” συνήθως
επιλέγοντο φυσικές κοιλότητες σε θέσεις σχετικά απομακρυσμένες από αστικές
περιοχές ή εγκαταλειμμένα ορυχεία, λατομεία κλπ. Από άγνοια ή ελλιπή αξιολόγηση
των πιθανών επιπτώσεων από τη ρύπανση του υπεδάφους, δεν λαμβάνονταν
τεχνικά μέτρα σφράγισης του πυθμένα των “χωματερών”, και η όποια προστασία του
περιβάλλοντος βασιζόταν αποκλειστικά στους μηχανισμούς φυσικής υποβάθμισης
του ρυπαντικού φορτίου κατά τη διήθηση των ρύπων διαμέσου του εδάφους και στις
ευνοϊκές συνέπειες της αραίωσης2 των τυχόν διηθήσεων (natural attenuation
landfills).
Με την ανάπτυξη της σχετικής τεχνολογίας, αλλά κυρίως με τη βαθμιαία
ευαισθητοποίηση των κοινωνικών ομάδων σε θέματα προστασίας του
περιβάλλοντος, άρχισε να επιβάλλεται η κατασκευή σύγχρονων υγειονομικών
αποδεκτών στερεών αποβλήτων (sanitary landfills) που συχνά ονομάζονται και
Χώροι Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων (ΧΥΤΑ). Τυπικά η απόθεση των
αποβλήτων στους χώρους αυτούς γίνεται σε κυψέλες πάχους μέχρι 5 μέτρων
περίπου οι οποίες καθημερινά καλύπτονται με γαιώδη υλικά πάχους 0.15 - 0.30
μέτρων για τον περιορισμό των αναθυμιάσεων, του κινδύνου αυτανάφλεξης των
απορριμμάτων, της διασποράς των απορριμμάτων από τα πουλιά και της
κατείσδυσης των υδάτων των βροχοπτώσεων. Στον πυθμένα των σύγχρονων
αποδεκτών στερεών αποβλήτων κατασκευάζεται χαμηλής περατότητας σφραγιστική
στρώση (liner) για την αποφυγή της ρύπανσης του υπεδάφους, και σύστημα
συλλογής και απομάκρυνσης των ρυπογόνων υγρών στραγγισμάτων των
1
τα υπόλοιπα είναι υγρά απόβλητα που είτε αποθηκεύονται σε ταμιευτήρες είτε διατίθενται σε υγρούς
αποδέκτες (συνήθως μετά από κάποια επεξεργασία)
2
κατά τη γνωστή αρχή (που δυστυχώς κάποιες φορές εκλαμβάνεται ως άδεια ρύπανσης): “the
solution to pollution is dilution”
7-2 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων
απορριμμάτων και του παραγόμενου βιο-αερίου. Μια τυπική σχηματική διάταξη ενός
υγειονομικού αποδέκτη στερεών αποβλήτων φαίνεται στα Σχήματα 7.1 και 7.2.
Σημειώνεται ότι η χρήση αδιαπέρατων μεμβρανών στον πυθμένα των αποδεκτών
στερεών αποβλήτων άρχισε να εφαρμόζεται στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1980,
ενώ οι πρώτοι χώροι υγειονομικής ταφής με σύγχρονα συστήματα συλλογής και
απομάκρυνσης του υγρού στραγγίσματος και του βιο-αερίου κατασκευάσθηκαν στην
Ελλάδα μετά το 1990.
Ο αντικειμενικός σκοπός ενός σύγχρονου αποδέκτη στερεών αποβλήτων
συνήθως δεν είναι σαφής ούτε αντιληπτός κατά τον ίδιο τρόπο από όλους τους
εμπλεκόμενους φορείς. Έτσι, για τον ιδιοκτήτη του έργου (δήμος ή κοινότητα),
αντικειμενικός σκοπός είναι η απόθεση των αποβλήτων με κόστος κατασκευής και
λειτουργίας το οποίο να συμβιβάζεται με τις υπάρχουσες οικονομικές δυνατότητες.
Για το μηχανικό, αντικειμενικός σκοπός είναι να κατασκευάσει ένα έργο το οποίο να
βελτιστοποιεί την αντικειμενική συνάρτηση που περιέχει ως κύριες μεταβλητές (α) το
κόστος, (β) την επιτυγχανόμενη ασφάλεια έναντι ρύπανσης του περιβάλλοντος και
(γ) την όχληση των περιοίκων. Τέλος, για τους κατοίκους της περιοχής γύρω από το
έργο, αντικειμενικός σκοπός είναι ο μηδενισμός των επιρροών του έργου στην υγεία
τους, τον τρόπο ζωής τους και την αξία της περιουσίας τους. Από τα ανωτέρω, είναι
προφανές ότι η επιλογή της θέσης και ο σχεδιασμός ενός σύγχρονου αποδέκτη
στερεών αποβλήτων είναι θέματα περίπλοκα, όχι τόσο από τεχνικής πλευράς, όσο
λόγω των (εν μέρει λογικών) αντιδράσεων των διαφόρων κοινωνικών ομάδων.
Βεβαίως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, για την επιλογή της θέσης και για το σχεδιασμό
των συγχρόνων αποδεκτών στερεών αποβλήτων, υφίστανται νομοθετικοί
αντιδράσεις για την επέκταση μιας ήδη λειτουργούσας μονάδας παρά για την
ανάπτυξη μιας νέας σε άλλη θέση. Τέλος, μια άλλη εναλλακτική λύση είναι η νέα
μονάδα να κατασκευασθεί σε μια περιοχή όπου ήδη υπάρχουν και άλλες μονάδες
διάθεσης στερεών αποβλήτων.
Στην επιλογή της θέσης κατασκευής ενός σύγχρονου χώρου διάθεσης
(αποδέκτη) στερεών αποβλήτων λαμβάνονται υπόψη και συναξιολογούνται τα εξής
τεχνικά στοιχεία:
1. Χάρτες και λοιπά στοιχεία αποτύπωσης της περιοχής που περιλαμβάνουν:
(α) Τοπογραφικούς χάρτες για τον εντοπισμό κατάλληλων φυσικών κοιλωμάτων,
την κατανόηση του συστήματος φυσικής αποστράγγισης της περιοχής, την
παρουσία υγροβιοτόπων, περιοχών που πλημμυρίζουν συχνά,
καλλιεργήσιμων εκτάσεων κλπ.
(β) Αεροφωτογραφίες για τον προσδιορισμό της χλωρίδας της περιοχής, των
καλλιεργήσιμων εκτάσεων, συστημάτων υδρογεωτρήσεων ύδρευσης κλπ.
(γ) Κυκλοφοριακοί χάρτες με σκοπό τον προσδιορισμό του διαθέσιμου
κυκλοφοριακού δικτύου για τη μεταφορά των αποβλήτων από την πηγή
γένεσης στο χώρο απόθεσης.
(δ) Γεωλογικοί και υδρογεωλογικοί χάρτες για τον προσδιορισμό του είδους των
πετρωμάτων και των υδροφορέων, τη δίαιτα του υπόγειου νερού, την
παρουσία πηγών, τη διαθεσιμότητα δανειοθαλάμων για την απόληψη των
εδαφικών υλικών ημερήσιας κάλυψης των απορριμμάτων κλπ.
(ε) Υδρογεωλογικά και μετεωρολογικά στοιχεία που αφορούν το ύψος των
ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις), τη
θερμοκρασία και την αναμενόμενη εξατμισοδιαπνοή. Οι παράγοντες αυτοί
επηρεάζουν τις ποσότητες των επιφανειακών υδάτων που θα πρέπει να
αποστραγγισθούν (ώστε να μην αυξηθεί ο όγκος του υγρού στραγγίσματος).
Τέλος, η ένταση και διεύθυνση των ανέμων επηρεάζει τη διάδοση οσμών,
ρύπων και σκόνης προς τα κατάντη.
2. Στοιχεία για το είδος, την ποσότητα και τη σύνθεση των αποβλήτων. Το κυριότερο
στοιχείο που πρέπει να καθορισθεί είναι εάν πρόκειται για επικίνδυνα ή μή-
επικίνδυνα απόβλητα. Στην περίπτωση μή-επικινδύνων αποβλήτων, θα πρέπει να
διευκρινισθεί αν πρόκειται για αμιγώς αστικά ή για μίγμα με βιομηχανικά
απόβλητα. Στην περίπτωση αστικών αποβλήτων θα πρέπει να διευκρινισθεί αν
στα συνήθη αστικά απορρίμματα θα περιέχονται και απόβλητα άλλων τύπων σε
σημαντικές ποσότητες (π.χ. ορυκτέλαια αυτοκινήτων – παρόλο που υπάρχει ειδική
οδηγία, η 87/101/EEC, για τη διάθεση των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων – ή
απόβλητα από παρανόμως λειτουργούσες και ρυπαίνουσες βιοτεχνίες-
βιομηχανίες). Στην περίπτωση των βιομηχανικών αποβλήτων θα πρέπει να
διευκρινισθεί το είδος των αποβλήτων, το ρυπαντικό τους φορτίο και οι
αναμενόμενες ποσότητες.
Η εκτίμηση της ποσότητας των αναμενόμενων αποβλήτων σε περίπτωση
αστικών απορριμμάτων γίνεται συνήθως με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία από άλλες
“χωματερές” στην ίδια περιοχή. Σε περίπτωση έλλειψης τέτοιων στοιχείων και για
προκαταρκτικές εκτιμήσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί μια ημερήσια παραγωγή 1-2
kg απορριμμάτων ανά άτομο ή ισοδύναμα 1.5 - 3.0 lt ανά άτομο. Στον όγκο των
αποβλήτων που προκύπτει με βάση τον προβλεπόμενο πληθυσμό της περιοχής
και την ημερήσια παραγωγή απορριμμάτων ανά άτομο, θα πρέπει να προστεθεί
και ο όγκος των εδαφικών υλικών που χρησιμοποιούνται για την καθημερινή
κάλυψη των απορριμμάτων. Μια λογική εκτίμηση της σχέσης των εδαφικών
υλικών προς τα απορρίμματα είναι 1:4 - 1:5.
7-6 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων
Εκτός από τους ανωτέρω περιορισμούς, στην επιλογή των χώρων για την κατασκευή
αποδεκτών στερεών αποβλήτων εφαρμόζονται τα εξής τεχνικά κριτήρια:
1. Γεωτεχνικά κριτήρια
1.1 Διαπερατότητα
Η διαπερατότητα του εδάφους επηρεάζει την ταχύτητα εξάπλωσης των ρύπων
προς τους υδροφορείς της περιοχής σε περίπτωση αστοχίας των τεχνικών
Κριτήρια επιλογής της θέσης του αποδέκτη 7-7
μέτρων σφράγισης του πυθμένα του αποδέκτη. Είναι προφανές ότι εδάφη μικρής
διαπερατότητας προτιμώνται για την κατασκευή ΧΥΤΑ.
1.2 Το pH του εδαφικού νερού
Το pH επηρεάζει τη διαλυτότητα των βαρέων μετάλλων. Υψηλότερες τιμές του
pH είναι προτιμότερες γιατί αντιστοιχούν σε μικρότερες τιμές διαλυτότητας.
1.3 Ικανότητα ανταλλαγής κατιόντων (CEC)
Χαρακτηρίζει την ικανότητα του εδάφους να αδρανοποιεί ποικίλους ρύπους μέσω
των μηχανισμών ανταλλαγής κατιόντων. Υψηλότερες τιμές του δείκτη CEC είναι
προτιμότερες.
1.4 Φύση των επιφανειακών εδαφικών στρώσεων
Επηρεάζει τις απαιτήσεις θεμελίωσης του έργου (π.χ. συμπύκνωση του φυσικού
εδάφους πριν από την κατασκευή της στεγανωτικής μεμβράνης), τις συνθήκες
ευστάθειας των περιμετρικών πρανών της εκσκαφής (σε περίπτωση υπόγειου
αποδέκτη), τις πιθανές υποχωρήσεις κλπ. Γενικώς, η παρουσία στιφρών
αργιλικών εδαφών5 είναι προτιμητέα τόσο λόγω της μικρής τους συμπιεστότητας
όσο και λόγω της μικρής τους διαπερατότητας.
1.5 Διαθέσιμα υλικά
Θα πρέπει στην περιοχή να διατίθενται δανειοθάλαμοι σχετικώς αδιαπέρατων
εδαφικών υλικών για την καθημερινή κάλυψη των απορριμμάτων. Οι
απαιτούμενοι όγκοι των εδαφικών υλικών είναι σημαντικοί (20 - 25% του όγκου
των απορριμμάτων).
2. Γεωλογικά κριτήρια
2.1 Φύση και εμφάνιση του υποβάθρου
Η παρουσία ασβεστολίθων σε μικρό βάθος και ιδίως επιφανειακά δεν είναι
ευνοϊκή για την κατασκευή χώρων υγειονομικής ταφής, λόγω της πιθανής
καρστικοποίησής τους και της ως εκ τούτου αύξησης της διαπερατότητας. Το ίδιο
ισχύει και για άλλους τύπους βραχωδών σχηματισμών που εμφανίζουν έντονη
ρηγμάτωση. Γενικώς, η παρουσία εδαφικού καλύμματος μεγάλου πάχους είναι
ευνοϊκή.
2.2 Τεκτονικά ρήγματα
Η παρουσία τεκτονικών ρηγμάτων δεν είναι ευνοϊκή λόγω της γενικώς αυξημένης
διαπερατότητας κατά μήκος των αξόνων των ρηγμάτων αλλά και των πιθανών
μετακινήσεων (στις περιπτώσεις ενεργών ρηγμάτων).
3. Υδρογεωλογικά κριτήρια
3.1 Παρουσία υδροφορέων
Η παρουσία υδροφορέων με αξιόλογο δυναμικό (ανεξαρτήτως του εάν
βρίσκονται υπό καθεστώς εκμετάλλευσης) σε μικρό βάθος από την επιφάνεια του
εδάφους αποτελεί απαγορευτικό παράγοντα για την κατασκευή ΧΥΤΑ στην
περιοχή λόγω της πιθανής ανεξέλεγκτης ρύπανσης σε περίπτωση αστοχίας των
τεχνικών μέτρων στεγάνωσης του αποδέκτη των αποβλήτων. Σε περίπτωση
υδροφορέων που βρίσκονται υπό καθεστώς εκμετάλλευσης για την ύδρευση
οικισμών, οι περιορισμοί είναι ακόμη αυστηρότεροι (όσον αφορά το απαιτούμενο
ελάχιστο βάθος).
3.2 Ποιότητα του υπόγειου νερού
Περιοχές στις οποίες οι υδροφορείς έχουν φτωχή ποιότητα υπόγειου νερού (π.χ.
λόγω υφαλμύρυνσης ή ρύπανσης από διαφορετικά αίτια) είναι προτιμητέες για
την κατασκευή ΧΥΤΑ.
5
με χαμηλή στάθμη υπογείου ορίζοντα
7-8 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων
6
όπως αναφέρεται λεπτομερώς στα επόμενα, η παρουσία οξυγόνου δεν είναι πάντοτε απαραίτητη
για την αποσύνθεση των οργανικών ουσιών
Παραγωγή στραγγίσματος και βιο-αερίου 7-9
υγρασία των απορριμμάτων7, από την κατείσδυση της βροχόπτωσης (ιδίως στις
περιπτώσεις που η κάλυψη των απορριμμάτων είναι ανεπαρκής) αλλά και από το
νερό που παράγεται από τις χημικές αντιδράσεις της ίδιας της αποσύνθεσης.
Συγκεκριμένα, κατά την αποσύνθεση οι οργανικές ύλες των απορριμμάτων
διασπώνται από ένζυμα (τα οποία παράγονται από βακτήρια) με τρόπο ανάλογο με
τη χώνευση της τροφής από τον άνθρωπο. Κατά την αποσύνθεση παράγεται
διοξείδιο του άνθρακα, μεθάνιο και άλλα αέρια (υδρόθειο, άζωτο κλπ), ενώ
ταυτόχρονα εκλύεται έντονη θερμότητα λόγω της εξώθερμης φύσης των
αντιδράσεων της αποσύνθεσης. Τα αέρια που παράγονται κατά την αποσύνθεση των
απορριμμάτων αποτελούν το λεγόμενο βιο-αέριο. Το παραγόμενο βιο-αέριο κινείται
προς τα επάνω και φθάνει στην επιφάνεια όπου και απελευθερώνεται στην
ατμόσφαιρα. Λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε μεθάνιο, το βιο-αέριο είναι
εύφλεκτο. Σημειώνεται ότι μίγμα μεθανίου με αέρα σε ποσοστό μεθανίου8 15% κατ’
ελάχιστον αποτελεί εκρηκτικό μίγμα. Επιπλέον, το βιο-αέριο μπορεί να διαλυθεί στο
υγρό στράγγισμα και να επαυξήσει το ρυπαντικό του φορτίο.
Το νερό που παράγεται κατά την αποσύνθεση μαζί με τη φυσική υγρασία των
απορριμμάτων και τις τυχόν διηθούμενες ποσότητες νερού λόγω των βροχοπτώσεων
αποτελούν το υγρό στράγγισμα (leachate). Ως γνωστόν, στους πόρους των
απορριμμάτων μπορεί να συγκρατηθεί κάποια ποσότητα νερού (μέσω των
τριχοειδών δυνάμεων και της συνάφειας). Όταν η ποσότητα του νερού υπερβεί τη
δυνατότητα συγκράτησης των πόρων, αρχίζει η κίνηση του στραγγίσματος προς τα
κάτω. Καθώς το στράγγισμα κινείται διαμέσου της μάζας των απορριμμάτων, διαλύει
και παρασύρει διάφορες ρυπογόνες ουσίες οι οποίες αποτελούν το ρυπαντικό φορτίο
του στραγγίσματος. Εάν ο πυθμένας του αποδέκτη δεν είναι επαρκώς στεγανός, το
στράγγισμα διεισδύει στο υποκείμενο έδαφος και τελικώς μπορεί να φθάσει στον
υποκείμενο υδροφορέα και να τον ρυπάνει. Ακόμη όμως και στις περιπτώσεις που ο
πυθμένας του ΧΥΤΑ έχει επαρκή στεγανότητα, το ύψος της στρώσης του
συγκεντρούμενου στραγγίσματος βαθμιαία αυξάνει με αποτέλεσμα να αυξάνει το
υδραυλικό φορτίο στη στεγανωτική στρώση του πυθμένα και συνεπώς να αυξάνει η
πιθανότητα διαφυγής του στραγγίσματος διαμέσου ρωγμών, κατασκευαστικών
ατελειών κλπ. Για τους ανωτέρω λόγους, είναι απαραίτητη η αποστράγγιση του
στραγγίσματος από τον πυθμένα του αποδέκτη.
Στους σύγχρονους αποδέκτες στερεών αποβλήτων προβλέπεται ειδικό
σύστημα συλλογής και απαγωγής του βιο-αερίου και του υγρού στραγγίσματος, ώστε
να αποκλείεται η ανεξέλεγκτη διαφυγή τους στο περιβάλλον.
7
η φυσική υγρασία των απορριμμάτων κυμαίνεται μεταξύ 10-20% κατ’ όγκο
8
το ποσοστό αυτό ονομάζεται ελάχιστο όριο εκρηκτικότητας (lower explosive limit - LEL)
7-10 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων
Από τον ανωτέρω πίνακα προκύπτει ότι το 85% περίπου των ουσιών που
περιέχονται στα αστικά απορρίμματα είναι οργανικές και μπορούν να αποσυντεθούν.
Η βιολογική αποσύνθεση των οργανικών ουσιών προκαλείται από τρεις
τύπους βακτηρίων:
1. τα αερόβια βακτήρια τα οποία δραστηριοποιούνται μόνον με την παρουσία
οξυγόνου
2. τα αναερόβια βακτήρια τα οποία δραστηριοποιούνται μόνον κατά την απουσία
οξυγόνου και
3. τα επαμφοτερίζοντα (facultative) τα οποία μπορούν να προσαρμοσθούν και να
δραστηριοποιηθούν είτε ως αερόβια είτε ως αναερόβια, αναλόγως των συνθηκών.
Με βάση τη δράση των ανωτέρω τύπων βακτηρίων, η διαδικασία της αποσύνθεσης
των οργανικών ουσιών διακρίνεται συνήθως σε τέσσερις φάσεις, οι οποίες
συμβαίνουν διαδοχικά από την πρώτη προς την τέταρτη:
1. Αερόβια φάση (οξείδωση)
2. Αναερόβια όξινη ή μή-μεθανογενετική φάση
3. Αναερόβια επιταχυνόμενη μεθανογενετική φάση
4. Αναερόβια επιβραδυνόμενη μεθανογενετική φάση
Η αερόβια φάση της αποσύνθεσης (οξείδωση) ενεργοποιείται αμέσως μετά την
απόθεση των απορριμμάτων λόγω της παρουσίας οξυγόνου στα κενά των
απορριμμάτων. Κατά την οξείδωση παράγεται νερό, διοξείδιο του άνθρακα (CO2) και
οργανικά οξέα. Λόγω της εντόνως εξώθερμης φύσης της οξείδωσης, παράγεται
σημαντική θερμότητα η οποία ανυψώνει τη θερμοκρασία των απορριμμάτων στους
50 - 60ο C, ενώ έχουν μετρηθεί ακόμη και θερμοκρασίες 70ο C. Η αερόβια φάση
συνήθως διαρκεί μερικές μόνον ημέρες και περατώνεται λόγω της εξάντλησης του
οξυγόνου. Αν και κατά την αερόβια φάση παράγεται κάποια ποσότητα νερού,
συνήθως το νερό αυτό συγκρατείται εντός της μάζας των απορριμμάτων9 και δεν
δημιουργεί υγρό στράγγισμα. Τέλος, το βιο-αέριο που παράγεται κατά την αερόβια
φάση της αποσύνθεσης αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από διοξείδιο του άνθρακα.
9
λόγω του υψηλού πορώδους και του μικρού βαθμού συμπύκνωσης των απορριμμάτων
Παραγωγή στραγγίσματος και βιο-αερίου 7-11
Σχήμα 7.3: Σύνθεση του βιο-αερίου κατά τις διάφορες φάσεις αποσύνθεσης των οργανικών ουσιών
Η δεύτερη φάση της αποσύνθεσης αρχίζει μετά την κατανάλωση του συνόλου
του οξυγόνου που περιέχεται στα κενά των απορριμμάτων, οπότε παύει η δράση των
αεροβίων βακτηρίων και το σύστημα μετατρέπεται σε αναερόβιο. Με την πάροδο του
χρόνου και την αποσύνθεση των οργανικών ουσιών με τη δράση των αναεροβίων
βακτηρίων, αυξάνει η συγκέντρωση των καρβοξυλικών οξέων10, το pH μειώνεται
(όξινη φάση), μέρος της κυτταρίνης και της ημι-κυτταρίνης αποσυντίθεται (και
παρουσιάζεται μια πολύ μικρή παραγωγή μεθανίου), ενώ η έντονη παραγωγή του
διοξειδίου του άνθρακα συνεχίζεται μέσω της μετατροπής των σακχάρων σε
αλκοόλες και καρβοξυλικά οξέα11. Η παραγωγή του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και
του υδρογόνου (Η2) κατά τη φάση αυτή (φάση ΙΙ) φαίνεται στο Σχήμα 7.3. Η πολύ
μικρή παραγωγή μεθανίου κατά την όξινη φάση οφείλεται στις χαμηλές τιμές του pH
που δεν επιτρέπουν τη μεθανογένεση. Σε συνήθεις ΧΥΤΑ η δεύτερη φάση της
αποσύνθεσης μπορεί να κρατήσει αρκετούς μήνες έως και ολίγα έτη. Η θερμότητα
που παράγεται κατά τη δεύτερη φάση της αποσύνθεσης είναι πολύ μικρότερη από
αυτήν που παράγεται κατά την προηγούμενη φάση.
Η μετάβαση στην τρίτη φάση της αποσύνθεσης (τη μεθανογένεση) απαιτεί την
αύξηση του pH, οι χαμηλές τιμές του οποίου εμποδίζουν την παραγωγή μεθανίου. Με
την πάροδο του χρόνου, την παύση της περαιτέρω παραγωγής καρβοξυλικών οξέων
10
που οφείλεται κυρίως στη μετατροπή των σακχάρων σε αλκοόλες και στη συνέχεια σε καρβοξυλικά
οξέα (μια διαδικασία ανάλογη με το “ξύνισμα” του κρασιού). Τα καρβοξυλικά οξέα, ή οργανικά οξέα,
έχουν όξινες ιδιότητες λόγω της καρβοξυλικής ρίζας (-COOH) που περιέχουν. Το οξικό οξύ
(CH3COOH) είναι ένα από τα συνηθέστερα οργανικά οξέα που παράγονται κατά την αναερόβια
αποσύνθεση των οργανικών υλών (κυρίως της κυτταρίνης και της ημι-κυτταρίνης).
11
κατά τη μετατροπή αυτή παράγονται και μικρές ποσότητες υδρογόνου
7-12 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων
λόγω εξάντλησης των σακχάρων και την έκπλυση των παραχθέντων καρβοξυλικών
οξέων από την κατεισδύουσα βροχόπτωση ή/και την κατανάλωσή τους από τα
βακτήρια, αυξάνει βαθμιαία το pH. Τότε αρχίζει η φάση της έντονης μεθανογένεσης
(Σχήμα 7.3) με τη δράση των (αναερόβιων) μεθανογενετικών βακτηρίων, τα οποία
δρουν σε πρακτικώς ουδέτερο pH (μεταξύ 6.8 και 7.4). Τα βακτήρια αυτά
καταναλώνουν ουσίες όπως καρβοξυλικά οξέα, μεθανόλη, μεθυλαμίνες, ακετάσες,
υδρογόνο και διοξείδιο του άνθρακα και παράγουν μεθάνιο. Έτσι, κατά την τρίτη
φάση της αποσύνθεσης, η συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα μειώνεται και
αυξάνει η συγκέντρωση του μεθανίου που φθάνει το 50-60% του συνόλου του
παραγόμενου βιο-αερίου. Γενικώς, ο ανωτέρω μηχανισμός της υδρόλυσης της
κυτταρίνης (C6H10O5) και της ημι-κυτταρίνης (C5H8O4) προς διοξείδιο του άνθρακα
και μεθάνιο περιγράφεται από την αντίδραση:
⎛ a b⎞ ⎛n a b⎞ ⎛n a b⎞
Cn H a O b + ⎜ n − − ⎟ H 2O → ⎜ − + ⎟ CO2 + ⎜ + − ⎟ CH 4
⎝ 4 2⎠ ⎝2 8 4⎠ ⎝2 8 4⎠
Η φάση της έντονης παραγωγής μεθανίου σε έναν αποδέκτη μπορεί να διαρκέσει επί
μια δεκαετία περίπου. Κατά τη φάση αυτή η παραγωγή θερμότητας είναι μικρή (πολύ
μικρότερη από την παραγωγή θερμότητας κατά την αερόβια φάση της
αποσύνθεσης).
Η τέταρτη και τελευταία φάση της αποσύνθεσης χαρακτηρίζεται από την
επιβράδυνση της παραγωγής μεθανίου λόγω της εξάντλησης των καρβοξυλικών
οξέων και της περαιτέρω αύξησης του pH (7.5-8.0). Κατά τη φάση αυτή, η σχετική
περιεκτικότητα του βιο-αερίου σε μεθάνιο και διοξείδιο του άνθρακα παραμένει
πρακτικώς σταθερή με αναλογία 50-60% περίπου μεθάνιο και 50-40% διοξείδιο του
άνθρακα, ενώ η παραγόμενη θερμότητα είναι πολύ μικρή.
Συνοπτικά, τα κυριότερα χαρακτηριστικά των τεσσάρων φάσεων της
αποσύνθεσης των οργανικών ουσιών φαίνονται στον ακόλουθο πίνακα:
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ
Φάση Χαρακτηριστικά
(Ι) Οξείδωση μέσω αερόβιων βακτηρίων
Αερόβια αποσύνθεση Παραγωγή CO2
Έντονη θερμότητα
Διάρκεια: μερικές ημέρες
(ΙΙ) Υδρόλυση κυτταρίνης και σακχάρων προς αλκοόλες και στη
Αναερόβια συνέχεια προς καρβοξυλικά οξέα.
όξινη Μή παραγωγή μεθανίου λόγω χαμηλού pH. Παραγωγή CO2 και Η2
μή-μεθανογενετική Χαμηλές τιμές του pH (5.5-6.0)
Διάρκεια: αρκετοί μήνες έως ολίγα έτη
(ΙΙΙ) Κατανάλωση των καρβοξυλικών οξέων (με έντονη παραγωγή
Αναερόβια μεθανίου) λόγω αύξησης του pH
επιταχυνόμενη Έντονη παραγωγή CH4
μεθανογενετική Μέσες τιμές του pH (6.8-7.4)
Διάρκεια: έως και δέκα έτη
(ΙV)
Αναερόβια Σταθεροποίηση παραγωγής μεθανίου
επιβραδυνόμενη Αύξηση του pH (7.5-8.0)
μεθανογενετική Διάρκεια: μερικά έτη
Σε όλες τις φάσεις της αποσύνθεσης των οργανικών ουσιών παράγεται και νερό το
οποίο συνεισφέρει στον όγκο του υγρού στραγγίσματος. Με την αυξανόμενη
παραγωγή νερού και τη βαθμιαία συμπίεση των απορριμμάτων από το βάρος των
υπερκειμένων αλλά και τη μείωση του όγκου τους (λόγω της αποσύνθεσης), το
στράγγισμα κινείται προς τα κάτω και συγκεντρώνεται στον πυθμένα του αποδέκτη.
Τυπικές διατάξεις των σύγχρονων αποδεκτών 7-13
12
το οποίο είναι γνωστό καρκινογόνο
13
με την παραδοχή ότι σε μια λειτουργούσα “χωματερή” συνυπάρχουν όλες οι φάσεις της
αποσύνθεσης
7-14 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων
επιφάνεια και συνεπώς η όποια εκσκαφή θα μειώσει το πάχος της εδαφικής στρώσης
μεταξύ του πυθμένα του αποδέκτη και της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα. Οι
υπέργειες κατασκευές έχουν επίσης το πλεονέκτημα ότι το διήθημα ή στράγγισμα
(leachate) που συγκεντρώνεται στον πυθμένα του αποδέκτη μπορεί να
αποστραγγισθεί δια βαρύτητος (δηλαδή χωρίς άντληση). Τέλος, η κατασκευή της
στεγανωτικής στρώσης στον πυθμένα του ΧΥΤΑ είναι περισσότερο ευχερής αφού
κατασκευάζεται στην επιφάνεια του εδάφους. Οι ημι-υπόγειες και οι υπόγειες
κατασκευές πλεονεκτούν ως προς τη χωρητικότητα και επιπλέον τα προϊόντα των
εκσκαφών μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν ως υλικά για την καθημερινή κάλυψη
του αποδέκτη. Τέλος, οι υπόγειες κατασκευές έχουν το πλεονέκτημα ότι η περιοχή
μπορεί να επιπεδωθεί μετά την πλήρωσή της και να επαναχρησιμοποιηθεί.
Οι σύγχρονοι αποδέκτες στερεών αποβλήτων διαθέτουν ειδικά συστήματα για
τον έλεγχο και τον περιορισμό της ρύπανσης του περιβάλλοντος. Ειδικότερα, τα
συστήματα αυτά έχουν τους εξής σκοπούς:
1. Να ελαχιστοποιήσουν την κατείσδυση των επιφανειακών υδάτων (βροχόπτωση,
χιονόπτωση και επιφανειακές απορροές) εντός του σώματος του ΧΥΤΑ, ώστε να
μειωθεί κατά το δυνατόν ο όγκος του υγρού στραγγίσματος.
2. Να συγκεντρώσουν και να απαγάγουν με κατάλληλο τρόπο το υγρό στράγγισμα
(leachate) και το παραγόμενο βιο-αέριο.
3. Να ελαχιστοποιήσουν τη διαφυγή του στραγγίσματος προς το υπέδαφος.
Για την πραγματοποίηση των ανωτέρω σκοπών οι σύγχρονοι αποδέκτες στερεών
αποβλήτων διαθέτουν:
1. Ειδική στεγανωτική στρώση στον πυθμένα και τα περιμετρικά πρανή (base liner).
2. Σύστημα συλλογής και απαγωγής του υγρού στραγγίσματος (leachate collection
system).
3. Σύστημα συλλογής και ελεγχόμενης απαγωγής του βιο-αερίου.
4. Ειδικό κάλυμμα στην επιφάνεια του ΧΥΤΑ τόσο κατά τις ενδιάμεσες φάσεις
πλήρωσης του χώρου (καθημερινή κάλυψη) όσο και μετά την τελική του πλήρωση
(τελική κάλυψη).
Το Σχήμα 7.4 παρουσιάζει μερικές τυπικές διατάξεις σύγχρονων αποδεκτών στερεών
αποβλήτων. Στα επόμενα εδάφια περιγράφεται αναλυτικά η τεχνολογία μελέτης και
κατασκευής των ανωτέρω συστημάτων προστασίας από τη ρύπανση.
14
δηλαδή τα γαιώδη υλικά που περιέχουν ένα σημαντικό ποσοστό λεπτοκόκκου κλάσματος
(διερχόμενο από το κόσκινο Νο 200 - d < 75 μm)
Στεγανωτικές στρώσεις πυθμένα 7-17
Σχήμα 7.5: Μεταβολή του συντελεστή διαπερατότητας των συμπυκνωμένων αργίλων με την ενέργεια
και την υγρασία κατά τη συμπύκνωση
Σχήμα 7.6: Τυπική ξήρανση των επάλληλων στρώσεων συμπυκνωμένης αργιλικής μεμβράνης
7-18 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων
Σχήμα 7.7: Συμπύκνωση αργιλικής στεγανωτικής μεμβράνης στις παρειές του αποδέκτη στερεών
αποβλήτων (α) παράλληλα με την κλίση του πρανούς και (β) σε οριζόντιες στρώσεις
Στεγανωτικές στρώσεις πυθμένα 7-19
15
Εξαίρεση αποτελούν οι αποδέκτες αδρανών προϊόντων κατεδαφίσεων (μπάζων), όπου το
ρυπαντικό φορτίο των υλικών είναι γενικώς μικρό και δεν παράγονται αξιόλογες ποσότητες υγρού
στραγγίσματος
16
σε πολλές περιπτώσεις, ιδίως παλαιότερων “χωματερών”, δεν προβλεπόταν η κατασκευή ειδικής
στεγανωτικής στρώσης στον πυθμένα και η όποια προστασία από τη ρύπανση επαφίετο στη φυσική
εξασθένηση του ρυπαντικού φορτίου κατά την κίνηση του υγρού στραγγίσματος διαμέσου των
υποκείμενων εδαφικών στρώσεων
17
το κύριο πλεονέκτημα των βιτουμενιούχων πολυμερών είναι η αντοχή τους στην υπεριώδη
ακτινοβολία (UV) και συνεπώς χρησιμοποιούνται κυρίως σε περιπτώσεις παρατεταμένης έκθεσης της
μεμβράνης στην ηλιακή ακτινοβολία
7-20 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων
18
το πάχος των γεω-μεμβρανών συνήθως μετράται σε mils (1mm = 40 mils)
Στεγανωτικές στρώσεις πυθμένα 7-21
Όπως η αντοχή στην ανάπτυξη μηκύτων (G21) και έναντι βακτηρίων (G22). Στις
ανωτέρω δοκιμές ελέγχονται κυρίως τα πρόσμικτα υλικά της μεμβράνης
δεδομένου ότι τα πολυμερή υλικά είναι αδρανή έναντι τέτοιων επιδράσεων.
Επίσης θα πρέπει να ελέγχεται η αντοχή της μεμβράνης στα τρωκτικά και στη
διάτρηση από τις ρίζες διάφορων φυτών (ζιζανίων).
Τυπικές τιμές των ανωτέρω ιδιοτήτων για θερμοπλαστικές γεω-μεμβράνες είναι:
2. Τυχόν ειδικές απαιτήσεις (όπως π.χ. η πιθανή κυκλοφορία βαρέων οχημάτων επί
της μεμβράνης κλπ).
3. Τη μέγιστη εφελκυστική δύναμη που αναπτύσσεται στη μεμβράνη λόγω του
βάρους της στρώσης κάλυψης της μεμβράνης στα πρανή του αποδέκτου.
Η μέθοδος υπολογισμού για την τελευταία αυτή περίπτωση παρουσιάζεται
παρακάτω.
Εκτός του ελέγχου εφελκυστικής αντοχής, πρέπει να γίνεται και έλεγχος του μήκους (l
) αγκυρώσεως της μεμβράνης στο ανάντη άκρο του πρανούς. Το Σχήμα 7.8
παρουσιάζει τα γεωμετρικά στοιχεία που απαιτούνται για τον έλεγχο του μήκους
αγκυρώσεως. Η αγκύρωση της μεμβράνης γίνεται μέσω της τριβής που
αναπτύσσεται στην κάτω επιφάνεια της μεμβράνης λόγω του βάρους (W ) της
επίχωσης (πάχους D ) πάνω από τη μεμβράνη. Συγκεκριμένα :
W=γDl
Αντοχή τριβής: Τu = (W + T sinβ ) tanδu
Δύναμη εξόλκευσης: To = T cosβ
όπου (δu ) είναι η γωνία τριβής μεταξύ της μεμβράνης και του υποκείμενου εδάφους,
και T η μέγιστη εφελκυστική δύναμη επί της μεμβράνης. Έτσι, ο διαθέσιμος
συντελεστής ασφαλείας είναι :
T
FS = u
To
Συνδυασμός των ανωτέρω σχέσεων δίνει το απαιτούμενο μήκος αγκυρώσεως:
7-24 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων
Σχήμα 7.8: Έλεγχος εφελκυστικής αντοχής και μήκους αγκυρώσεως της γεω-μεμβράνης
⎧ (F S ) ⎫ T cos β
l=⎨ − tan β ⎬
⎩ tan δ u ⎭ γD
Εφαρμογή:
Από το προηγούμενο παράδειγμα:
Τ = 36 kN/m, δu = 21o, β = 18.4ο, FS = 1.5, γ = 18 kN/m3, D = 1.5 m
Οπότε: l = 4.50 m
χωρίς υποκείμενη αργιλική στρώση. Ακόμη και στην περίπτωση μιας πολύ μικρής
οπής, η διηθούμενη παροχή είναι μεγάλη. Το κεντρικό μέρος του σχήματος δείχνει τη
διήθηση διαμέσου μιας αργιλικής στρώσης χωρίς υπερκείμενη συνθετική μεμβράνη.
Η διηθούμενη παροχή μπορεί να είναι σημαντική (ακόμη και για μικρές τιμές της
διαπερατότητας της αργίλου), λόγω της μεγάλης επιφάνειας επαφής του
στραγγίσματος με την υποκείμενη άργιλο. Το δεξί μέρος του σχήματος παρουσιάζει
τη λειτουργία της σύνθετης μεμβράνης στην περίπτωση μιας μικρής οπής της
συνθετικής μεμβράνης: η διηθούμενη παροχή είναι μικρή, επειδή η όποια διήθηση
διαμέσου της οπής υποχρεώνεται στη συνέχεια να διέλθει διαμέσου της υποκείμενης
αργιλικής στρώσης που έχει μικρή διαπερατότητα.
Η καλή λειτουργία της σύνθετης μεμβράνης βασίζεται στην τέλεια επαφή
(πρόσφυση) μεταξύ της συνθετικής μεμβράνης και της υποκείμενης αργιλικής
στρώσης. Το Σχήμα 7.10 παρουσιάζει τη λειτουργία της σύνθετης μεμβράνης σε
περίπτωση καλής πρόσφυσης (άνω μέρος) και κακής πρόσφυσης (κάτω μέρος).
Στην περίπτωση κακής πρόσφυσης, η διαρροή στραγγίσματος διαμέσου μιας μικρής
οπής της συνθετικής μεμβράνης συνοδεύεται από κίνηση του στραγγίσματος στην
οριζόντια διεύθυνση κάτω από τη συνθετική μεμβράνη. Με τον τρόπο αυτό η
επιφάνεια “προσβολής” της υποκείμενης αργιλικής στρώσης από το στράγγισμα
μεγαλώνει πολύ, με συνέπεια τη σημαντική αύξηση της παροχής που διηθείται
διαμέσου της αργιλικής στρώσης. Ο ακόλουθος πίνακας παρουσιάζει υπολογισθείσες
παροχές διηθήσεως ρύπου διαμέσου (α) μιας συνθετικής γεω-μεμβράνης, (β) μιας
συμπυκνωμένης αργιλικής στρώσης και (γ) μιας σύνθετης μεμβράνης που
αποτελείται από τις ανωτέρω δυο στρώσεις.
Σχήμα 7.9: Περιορισμός των διαφυγών στραγγίσματος στις θέσεις των ατελειών της συνθετικής
μεμβράνης μέσω της υποκείμενης αργιλικής στρώσης
7-26 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων
Σχήμα 7.10: Λειτουργία της σύνθετης μεμβράνης στην περίπτωση (α) καλής επαφής και (β) μή-καλής
επαφής, μεταξύ της συνθετικής μεμβράνης και της υποκείμενης αργιλικής στρώσης
20
οι συνθετικές γεω-μεμβράνες είναι συνήθως μελανού χρώματος και ως εκ τούτου απορροφούν
έντονα την ηλιακή ακτινοβολία
Στεγανωτικές στρώσεις πυθμένα 7-27
21
συνήθως από μοντμοριλονίτη (μπεντονίτη)
7-28 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων
μεταξύ των επάλληλων στρώσεων και συνεπώς επιτυγχάνει πολύ μικρές τιμές
διαπερατότητας με υψηλή αξιοπιστία σε μεγάλη κλίμακα.
Σχήμα 7.12: Υπολογισμός προστασίας εναλλακτικών διατάξεων για την περίπτωση διαρροών από
στράγγισμα ύψους 10 m
Στεγανωτικές στρώσεις πυθμένα 7-29
k II =
∑ d i = d a + d μ = 0.8m + 0.0015m = 5.1 × 10 −11 m / s
d d d 0.8m 0.0015m
∑ k i kα + k μ m
+
m
i α μ 10 −9 10 −13
s s
Σχόλιο: Ο υπολογισμός μίας ενιαίας τιμής υδραυλικής αγωγιμότητας στη διεύθυνση
την κάθετη προς τη στρωματογραφία, όπως π.χ. για τη σύνθετη διάταξη ΙΙ, επιτρέπει
τη σύγκριση εναλλακτικών διατάξεων σύνθετων στρώσεων στεγάνωσης.
Διάταξη Ι
m m
v I = k I i I = 10 −9
× 11 = 1.1 × 10 −8
s s
m
1.1 × 10 −8
vI s = 2.75 × 10 −8 m
va = =
nα 0.4 s
Ο χρόνος άφιξης ρύπου λόγω μεταγωγής δίνεται ως ο λόγος της απόστασης από την
πηγή του ρύπου (την ανάντη επιφάνεια της στεγανωτικής στρώσης) έως το σημείο
που μας ενδιαφέρει (την κατάντη επιφάνεια της στεγανωτικής στρώσης) με τη μέση
γραμμική ταχύτητα:
d 1m
TI = α = = 421ημ . → ΤΙ = 1.15 έτη
v a 2.75 × 10 −8 m
s
Διάταξη ΙΙ
m m
v II = k II i II = 5.1 × 10 −11
× 13.5 = 6.8 × 10 −10
s s
d μ dα dμ d 0.0015m 0.8m
TII = + = + α = +
v μ v α v II v II −10 m −10 m
nμ nα 6.8 × 10 s / 0.02 6.8 × 10 s / 0.4
→ ΤΙΙ= (0.5 + 5447) ημέρες → ΤΙΙ = 15 έτη
cm
6.8 × 10 −8
va = s
= 5.36 cm/ έτος
0.4
v a x 5.36 × 80
= = 13.4 → μπορούμε να αγνοήσουμε το δεύτερο όρο της λύσης
D 32
80 − 5.36t
1.645 =
2 32t
80 − 5.36T 2
για t = T → 1.645 = → Τ=2.5 → tII = 6.25 έτη
11.31T
Σχόλια:
• Υπενθυμίζεται ότι δεν είναι υπέρ της ασφάλειας να αγνοείται η συμβολή της
διάχυσης και της διασποράς, ιδιαίτερα για υλικά χαμηλής υδραυλικής αγωγιμότητας.
• Τονίζεται ότι πρέπει να εξασφαλιστεί όχι μόνο μικρή υδραυλική αγωγιμότητα και
μικρή παροχή, αλλά και μεγάλος χρόνος άφιξης συγκέντρωσης ρύπου. Αυτός ο
συνδυασμός είναι αδύνατο να επιτευχθεί μόνο με γεωμεμβράνη, γιατί ενώ πληροί
τους δύο πρώτους περιορισμούς, αποτυγχάνει στον τρίτο.
Σχήμα 7.13: Σύστημα συλλογής και αποστράγγισης του στραγγίσματος από τον πυθμένα αποδέκτη
Σύστημα συλλογής του στραγγίσματος 7-33
(α) Στην ανώτερη επιφάνειά της φέρει στρώση φίλτρου από άμμο (πάχους 15-20
cm) ή διαπερατό συνθετικό γεω-ύφασμα (geotextile) με σκοπό την
κατακράτηση των στερεών κόκκων που τυχόν αιωρούνται εντός του
στραγγίσματος (ώστε να μην αποφραχθεί η υποκείμενη στρώση στράγγισης).
(β) Στην κατώτερη επιφάνειά της φέρει ειδικό συνθετικό γεω-ύφασμα για την
προστασία της υποκείμενης στεγανωτικής μεμβράνης από τη διάτρηση
(λόγω των χαλίκων της στρώσης στράγγισης).
Κατά θέσεις, εντός της στρώσης στράγγισης τοποθετούνται και διάτρητοι
Σχήμα 7.14: Τυπικές διατάξεις απλών και διπλών συστημάτων αποστράγγισης του στραγγίσματος
7-34 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων
22
κυρίως μέσω απλής καύσης ή παραγωγής ενέργειας
7-36 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων
78/176/EEC: Council Directive of 20 February 1978 on waste from the titanium dioxide industry.
89/428/EEC: Council Directive of 21 June 1989 on procedures for harmonising the programmes for
the reduction and eventual elimination of pollution caused by waste from the titanium dioxide
industry.
91/689/EEC: Council Directive of 3 December 1991 on hazardous waste, OJ L 377 31.12.91 p.20.
96/59/EC: Council Directive of 16 September 1996 on the disposal of polychlorinated biphenyls and
polychlorinated terphenyls (PCB/PCT).
23
π.χ. εδαφικά υλικά που αφαιρούνται από περιοχές που έχουν ρυπανθεί και θα πρέπει να διατεθούν
σε ειδικούς αποδέκτες
7-40 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων
24
όχι εναλλακτικά, αλλά σε ορισμένες Πολιτείες των ΗΠΑ απαιτείται η εφαρμογή της μιας μεθόδου και
σε άλλες Πολιτείες η εφαρμογή της άλλης μεθόδου
7-42 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων
Από τον ανωτέρω πίνακα προκύπτει ότι στα δυο κύρια λιγνιτικά κέντρα της
Ελλάδος παράγονται ετησίως περί τα 200 εκατομμύρια κυβικά μέτρα αγόνων
που θα πρέπει να απορριφθούν. Τα άγονα αυτά υλικά είναι γενικώς αδρανή,
όμως η απόθεσή τους παρουσιάζει τα εξής γεωτεχνικά και περιβαλλοντικά
προβλήματα:
(1) Ανάγκη εκτεταμένων χώρων απόθεσης. Η απόθεση των αγόνων των
λιγνιτορυχείων γίνεται συνήθως εντός του ορυχείου, το οποίο με τον τρόπο
αυτό επαναπληρώνεται και αποκαθίσταται η αρχική του μορφή. Όμως, συχνά
το πρόγραμμα εκμετάλλευσης του ορυχείου επιβάλλει τη χρησιμοποίηση και
άλλων χώρων απόθεσης εκτός του ορυχείου.
(2) Ευστάθεια των πρανών των αποθέσεων που γενικώς έχουν μεγάλο ύψος:
τυπικά οι αποθέσεις σε χώρους εκτός του ορυχείου έχουν πάχος 40-80
μέτρα, ενώ οι αποθέσεις εντός του ορυχείου έχουν πάχος που μπορεί να
φθάσει και τα 250 μέτρα (ίσο με το βάθος του ορυχείου). Είναι προφανές ότι
η ευστάθεια των πρανών της απόθεσης είναι κρίσιμη και τυχόν αστοχία τους
μπορεί να έχει πολύ δυσμενείς συνέπειες. Τα προβλήματα ευστάθειας των
πρανών επιτείνονται από το γεγονός ότι τα υλικά των αποθέσεων είναι
αναμοχλευμένα (λόγω της εκσκαφής), είναι χαλαρά επειδή γενικώς
αποτίθενται χωρίς να συμπυκνωθούν, συνήθως έχουν σχετικώς υψηλή
περιεκτικότητα σε νερό και είναι συχνά αργιλικής φύσεως. Κατά συνέπεια, η
διατμητική τους αντοχή είναι μικρή (λόγω της αναμόχλευσης και της έλλειψης
συμπύκνωσης), ενώ μετά την απόθεσή τους αναπτύσσονται σημαντικές
υδατικές πιέσεις πόρων (λόγω της υψηλής υγρασίας, της αργιλικής τους
φύσεως και του μεγάλου πάχους των υπερκείμενων στρώσεων). Οι
παράγοντες αυτοί είναι ιδιαίτερα δυσμενείς για τις συνθήκες ευστάθειας των
πρανών. Στις αποθέσεις των αγόνων του Λιγνιτικού κέντρου της Πτολεμαΐδας
διαπιστώθηκε ότι η μικρή διατμητική αντοχή των υλικών οφείλεται και στις
δονήσεις που υφίστανται τα υλικά κατά τη μεταφορά τους με ταινιοδρόμους
μήκους αρκετών χιλιομέτρων προς τους χώρους απόθεσης. Οι δονήσεις
αυτές προκαλούν πλήρη καταστροφή της δομής των υλικών, με συνέπεια την
άφιξή τους στην περιοχή απόθεσης με τη μορφή υδαρούς ιλύος.
(3) Υποχωρήσεις της επιφάνειας των χώρων απόθεσης. Όπως αναφέρθηκε
παραπάνω, οι αποθέσεις των αγόνων έχουν μεγάλο πάχος (έως και 250
μέτρα) και αποτελούνται από χαλαρά υλικά που γενικώς έχουν αποτεθεί
χωρίς συμπύκνωση. Είναι προφανές ότι τα υλικά αυτά είναι πολύ συμπιεστά
και υφίστανται μεγάλες υποχωρήσεις λόγω του ιδίου βάρους των αποθέσεων
(συνίζηση). Οι υποχωρήσεις αυτές εξελίσσονται βαθμιαία και συχνά διαρκούν
επί δεκαετίες, λόγω στερεοποίησης και ερπυσμού. Συμπιέσεις της τάξεως
του 2-4% (δηλαδή υποχώρηση 2-4 μέτρων για κάθε 100 μέτρα πάχους της
απόθεσης) είναι αρκετά συνήθεις. Συνεπώς, στην περίπτωση που οι χώροι
απόθεσης πρόκειται τελικώς να χρησιμοποιηθούν για την ανέγερση κτιρίων
κλπ, θα πρέπει είτε να προβλέπεται η βελτίωση των ιδιοτήτων των υλικών
7-44 Χώροι διάθεσης στερεών αποβλήτων
(β) Η διαχείριση των αποθέσεων στα ενδιάμεσα στάδια της πλήρωσης του
ταμιευτήρα, ώστε η επιφάνεια να μην ξηραίνεται πλήρως. Τούτο γίνεται μέσω
της μετακίνησης των στομίων εξόδου των σωληνώσεων προσαγωγής των
αποβλήτων στον ταμιευτήρα, ώστε η απόθεση να γίνεται περιοδικώς σε όλες
τις θέσεις και η επιφάνεια να διατηρείται υγρή.
(4) Η τελική κάλυψη και η επαναχρησιμοποίηση των χώρων μετά την πλήρωση του
αποδέκτη. Η κάλυψη των αποδεκτών αυτών γίνεται με τις ίδιες μεθόδους που
χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των αποδεκτών βιομηχανικών αποβλήτων και
εξαρτώνται κυρίως από το ρυπαντικό φορτίο των αποβλήτων. Για την
επαναχρησιμοποίηση των χώρων, το κυριότερο πρόβλημα είναι οι σημαντικές
και χρονικώς εξελισσόμενες υποχωρήσεις εκ συνιζήσεως των αποβλήτων εντός
του ταμιευτήρα.
Σχήμα 7.16: Μέθοδοι κατασκευής των περιμετρικών αναχωμάτων για τη δημιουργία ταμιευτήρων
υδαρών υπολειμμάτων ορυχείων (tailings dams)
Αποδέκτες αποβλήτων ορυχείων 7-47
(β) Απαιτεί την επιμελή διαχείριση της διάθεσης των αποβλήτων στον ταμιευτήρα,
ώστε το υλικό που βρίσκεται σε επαφή με τα αναχώματα να έχει χαμηλή
υδραυλική στάθμη και οι πιέσεις πόρων στην περιοχή του αναχώματος να
είναι μικρές. Τούτο μπορεί να επιτευχθεί με την ενσωμάτωση συστήματος
αποστράγγισης και με την κατάλληλη απόθεση των υλικών (ώστε τα πλέον
χονδρόκοκκα να αποτίθενται κοντά στο περιμετρικό ανάχωμα) αλλά και στις
περιπτώσεις όπου το έδαφος θεμελίωσης είναι διαπερατό (οπότε η στράγγιση
γίνεται μέσω του πυθμένα).
2. Η προώθηση προς τα κατάντη (downstream construction) που φαίνεται στο κάτω
μέρος του Σχήματος 7.16. Η μέθοδος αυτή ουσιαστικά απαιτεί την κατασκευή ενός
κανονικού φράγματος από συμπυκνωμένο υλικό των αποβλήτων. Τα κυριότερα
πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι:
(α) Επιτρέπει την τοποθέτηση συνθετικής στεγανωτικής μεμβράνης στο ανάντη
πρανές για τον περιορισμό της διήθησης διαμέσου του σώματος του
φράγματος. Με τον τρόπο αυτό αφενός μεν περιορίζονται οι διαρροές ρύπων
και αφετέρου βελτιώνονται οι συνθήκες ευστάθειας του αναχώματος.
(β) Το ύψος του φράγματος μπορεί να αυξάνεται χωρίς σημαντική μείωση της
επιφάνειας του ταμιευτήρα (σε αντίθεση με την προηγούμενη μέθοδο όπου η
επιφάνεια του ταμιευτήρα μειώνεται).
(γ) Το σύνολο του σώματος του φράγματος συμπυκνώνεται και συνεπώς το
ανάχωμα είναι περισσότερο ανθεκτικό έναντι ρευστοποίησης σε περίπτωση
σεισμού.
Τα κυριότερα μειονεκτήματα της μεθόδου είναι:
(α) Απαιτείται η κατασκευή ενός αρχικού περιμετρικού αναχώματος μικρού ύψους
(starter dike) πριν από την έναρξη της απόθεσης των αποβλήτων. Η
κατασκευή αυτού του αναχώματος πρέπει να γίνει με διαφορετικό υλικό από
αυτό των αποβλήτων (ανάγκη δανειοθαλάμου).
(β) Απαιτεί σημαντικό όγκο υλικού για την κατασκευή του συμπυκνωμένου
αναχώματος, και μάλιστα ο όγκος αυτός αυξάνει με την αύξηση του ύψους του
αναχώματος. Βεβαίως, για την κατασκευή των επάλληλων στρώσεων του
αναχώματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα ίδια τα υλικά των αποβλήτων
μετά από κατάλληλη ξήρανση.
3. Η κεντρική προώθηση (center-line construction) που φαίνεται στο κεντρικό μέρος
του Σχήματος 7.16. Η μέθοδος αυτή συνδυάζει τα περισσότερα πλεονεκτήματα
των παραπάνω μεθόδων και γενικώς είναι προτιμητέα. Βεβαίως, το κόστος
κατασκευής του αναχώματος στην περίπτωση αυτή είναι μεγαλύτερο από το
κόστος με τη μέθοδο της προώθησης προς τα ανάντη αλλά μικρότερο από το
κόστος με τη μέθοδο της προώθησης προς τα κατάντη.
(4) Το νερό που αντλείται για τις ανάγκες ταπείνωσης της στάθμης και
αποστράγγισης των ορυχείων.
Η διάθεση των ανωτέρω υγρών αποβλήτων γίνεται με μεθόδους που εξαρτώνται από
το ρυπαντικό φορτίο των αποβλήτων. Συνήθως χρησιμοποιούνται μέθοδοι ανάλογες
με τις μεθόδους διάθεσης των υγρών βιομηχανικών αποβλήτων (αποθήκευση σε
ταμιευτήρες με ειδική στεγάνωση του πυθμένα, όπου το νερό τελικώς εξατμίζεται).
Budhu M., Giese R.F., Campbell G. and Baumgrass L. (1991) “The permeability of soils with
organic fluids”, Canadian Geotechnical Journal, Vol 28(1), pp 140-147.
Chapuis R.P. (1989) “Soil-bentonite liners: predicting permeability from laboratory tests”, Canadian
Geotechnical Journal, Vol 27(1), pp 647-654.
Ehrig H.J. (1988) “Water and element balances of landfilles”, in Lecture Notes in Earth Sciences
(editor P. Baccini), Springer Verlag, Berlin.
Fernandez F. and Quingley R.M. (1985) “Hydraulic conductivity of natural clays permeated with
simple liquid hydrocarbons”, Canadian Geotechnical Journal, Vol 22(2), pp 205-214.
Koerner, R.M. (1998) “Designing with Geosynthetics” 4th Edition, Prentice Hall, Eaglewood Cliffs,
NJ, USA.
Qian, X., R.M. Koerner and D.H. Gray, 2002, Geotechnical Aspects of Landfill Design and
Construction, Prentice Hall.
Street A. (1994) “Landfilling: the difference between Continental European and British Practice”,
Geotechnical Engineering, ICE, Vol 107, pp 41-46.
Tchobanoglous G., Theisen H. and Eliassen R. (1977) “Solid Wastes”, McGraw Hill Inc., N.Y., 334
pages.
U.S. Department of the Interior (1975) Engineering and Design Manual, “Coal Refuse Disposal
Facilities, Mining Enforcement and Safety Administration”.
U.S. Environmental Protection Agency (EPA) (1985) “Compatibility Test for Wastes and Membrane
Liners”, Method 9090 Washington DC.
U.S. Environmental Protection Agency (EPA) (1985) “Report to Congress: Wastes form the
extraction and beneficiation of metalic ores, phosphate rock, asbestos, overburden from
uranium mining and oil shale”, EPA/530-SW-85-033.
U.S. Environmental Protection Agency (EPA) (1985) “Minimum technology guidance on double
liner systems for landfills and surface impoundments: design, construction and operations”,
EPA/530-SW-84-014.
U.S. Environmental Protection Agency (EPA) (1986) “Construction Quality Assurance for
Hazardous Waste Land Disposal Facilities”, EPA/530-SW-86-031, Washington DC.
U.S. Environmental Protection Agency (EPA) (1988) “Lining of Waste Containment and Other
Impounding Facilities”, EPA/600/2-88/052, Matrecon, Washington, DC.
Βιβλιογραφικές αναφορές 7-49
U.S. Environmental Protection Agency (EPA) (1988) “Flexible Membrane Liner Advisory Expert
System (FLEX) - Computer Code”, Cincinnati, OH, USA.
U.S. Environmental Protection Agency (EPA) (1989) “Final covers on Hazardous Waste Landfills
and Surface Impoundments”, EPA/530-SW-89-047, Washington, DC.
U.S. Environmental Protection Agency (EPA) (1990) “Characterization of Municipal Solid Waste in
the United States” 1990 Update, EPA/530-SW-90-042, USEPA, Washington, DC, PB 90-
215112.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
8.1 Γενικά
Η απορρύπανση εδαφών και υπόγειων υδροφορέων αλλά και η προστασία
τους από τη ρύπανση αποτελούν αντικείμενα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από
γεωτεχνική άποψη. Τα θέματα απορρύπανσης αφορούν την ανάληψη ενεργειών για
την περιβαλλοντική αποκατάσταση εδαφών και υδροφορέων που έχουν ήδη
ρυπανθεί, ενώ τα θέματα προστασίας αφορούν τη λήψη μέτρων για να αποφευχθεί η
περαιτέρω επέκταση της ρύπανσης από περιοχές που έχουν ρυπανθεί προς άλλες
περιοχές (π.χ. μέσω της κίνησης του υπόγειου νερού). Ενδεικτικά αναφέρονται
ορισμένες κατηγορίες θεμάτων απορρύπανσης και προστασίας εδαφών και
υπόγειων υδροφορέων:
1. Καθαρισμός εδαφών που έχουν ρυπανθεί από την ανεξέλεγκτη ταφή χημικών
αποβλήτων, όπως παραπροϊόντων της διύλισης πετρελαιοειδών (νάφθα,
φαινόλες, χλωριωμένοι διαλύτες, κρεόζοτο, BTEX1 κλπ), τοξικών αποβλήτων
(διοξίνη, τετραχλωράνθρακας, PCB2), γεωργικών φαρμάκων (π.χ. DDT, Aldrin,
μαλαθείο, PCP3), βαρέων μετάλλων (υδράργυρος, μόλυβδος, κάδμιο) κλπ.
2. Καθαρισμός εδαφών που έχουν ρυπανθεί από τυχαίες διαρροές
υδρογονανθράκων (π.χ. σε διυλιστήρια πετρελαιοειδών, δεξαμενές καυσίμων
βιομηχανιών αλλά και κατοικιών), τυχαίες διαρροές επικίνδυνων και τοξικών
ουσιών από τους ταμιευτήρες αποθήκευσής τους ή σε ατυχήματα κατά τη
μεταφορά τους κλπ.
3. Καθαρισμός εδαφών που έχουν ρυπανθεί από την απόθεση αστικών ή
βιομηχανικών αποβλήτων σε παλαιότερες εποχές χωρίς να ληφθούν ειδικά μέτρα
προστασίας έναντι διαρροής του υγρού στραγγίσματος (leachate) στο υπέδαφος.
4. Προστασία από τη ρύπανση υδροφορέων που γειτνιάζουν με περιοχές που έχουν
ρυπανθεί μέσω κάποιας από τις παραπάνω αιτίες.
5. Προστασία υδροφορέων από την υφαλμύρυνση (δηλαδή την αύξηση της
περιεκτικότητας σε άλατα) λόγω υπερεκμετάλλευσης, ανάμειξης με το θαλάσσιο
νερό, έντονης εξάτμισης, κλπ.
1
Μίγμα των υδρογονανθράκων βενζολίου (Benzene), τολουολίου (ΤΕ) και ξυλολίου (Xylene) που
συχνά εμφανίζεται σε περιοχές που έχουν ρυπανθεί από πετρελαιοειδή.
2
Poly-Chlorinated Biphenyls. Οι ουσίες αυτές, που είναι καρκινογόνες, χρησιμοποιούνται ευρέως στη
βιομηχανία μετασχηματιστών ηλεκτρικού ρεύματος και έχουν προκαλέσει πολυάριθμες ρυπάνσεις
λόγω της ανεξέλεγκτης απόρριψής τους στο περιβάλλον.
3
Penta-Chloro-Phenol
8-2 Τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας
καθίσταται σαφές ότι ορισμένες οργανικές ενώσεις είναι πολύ πιό εύκολα
διασπάσιμες από άλλες.
ΤΥΠΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΗΜΙΖΩΗΣ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ
ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΙΝΗΤΙΚΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΤΑΞΕΩΣ
3. Δέκτες ηλεκτρονίων
Κατά τον βιολογικό μεταβολισμό, οι διασπώμενες οργανικές ενώσεις χάνουν
ηλεκτρόνια τα οποία μεταφέρονται σε κάποιον δέκτη ηλεκτρονίων. Κατά την αερόβια
διάσπαση, ο τελικός αποδέκτης των ηλεκτρονίων είναι το οξυγόνο. Έτσι, π.χ. η
αερόβια αποσύνθεση (οξείδωση) του βενζολίου παρουσιάζεται από τη σχέση:
C6H6 + 7.5 O2 → 6 CO2 + 3 H2O
Εάν δεν υπάρχει διαθέσιμο οξυγόνο (δηλαδή υπό αναερόβιες συνθήκες), η νιτρική
ρίζα (ΝΟ3-), ιόντα σιδήρου (Fe+3), ιόντα μαγγανίου (Μn+2) και η θειική ρίζα (SO4-2)
μπορούν να δράσουν ως δέκτες ηλεκτρονίων, εάν βεβαίως στο σύστημα έχουν
αναπτυχθεί μικρο-οργανισμοί που δύνανται να παράγουν τα κατάλληλα ένζυμα.
Όπως φαίνεται από την ανωτέρω χημική αντίδραση, η αερόβια οξείδωση των
οργανικών ενώσεων αφαιρεί οξυγόνο από το σύστημα. Εάν το οξυγόνο δεν
αναπληρωθεί (π.χ. με μηχανική ανάμειξη και αερισμό των υλικών, τεχνητή
κυκλοφορία αέρα κλπ), τελικώς το σύστημα θα μετατραπεί σε αναερόβιο, θα
αναπτυχθούν αναερόβιοι μικρο-οργανισμοί και η αποσύνθεση θα δώσει και μεθάνιο
(CH4) αντί του διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Η αερόβια οξείδωση δίνει τα πλέον
αβλαβή προϊόντα και συνεπώς είναι προτιμητέα. Έτσι, στα συστήματα
απορρύπανσης μέσω της βιολογικής αποσύνθεσης θα πρέπει να γίνεται κατάλληλος
μηχανικός αερισμός (με αναμόχλευση, ανάδευση κλπ), ώστε η συγκέντρωση του
οξυγόνου να διατηρείται σε ικανοποιητικό επίπεδο.
9
χρόνος ημιζωής είναι ο χρόνος που απαιτείται για τη διάσπαση του ημίσεως των μορίων της
οργανικής ένωσης
Τεχνολογίες απορρύπανσης εδαφών 8-7
4. Υγρασία
Η παρουσία υγρασίας είναι απαραίτητη για τη δράση των μικρο-οργανισμών.
Το ιδανικό ποσοστό υγρασίας στο έδαφος είναι 15-30%. Εάν η υγρασία μειωθεί κάτω
από το 15%, η δράση των μικρο-οργανισμών αναστέλλεται. Επίσης, αν η υγρασία
αυξηθεί πάνω από το 30% (όπου ο βαθμός κορεσμού του εδάφους είναι σχεδόν
100%) δεν γίνεται ικανοποιητικός αερισμός του εδάφους και το διαθέσιμο οξυγόνο
μειώνεται. Κατά συνέπεια, για τη βέλτιστη δράση των μικρο-οργανισμών, η υγρασία
του εδάφους θα πρέπει να ρυθμίζεται στα ανωτέρω όρια. Είναι προφανές από τα
παραπάνω ότι δεν είναι ευχερής η βιολογική αποσύνθεση των οργανικών ρύπων του
υπόγειου νερού κάτω από τη στάθμη του υπόγειου ορίζοντα λόγω έλλειψης
οξυγόνου, εκτός εάν γίνεται κυκλοφορία αέρα με τεχνητά μέσα (π.χ εισπίεση αέρα
μέσω γεωτρήσεων). Κατά συνέπεια, η βιολογική αποσύνθεση των οργανικών ρύπων
στο υπόγειο νερό γίνεται συνήθως υπό αναερόβιες συνθήκες και καταλήγει στην
παραγωγή μεθανίου, υδροθείου (το οποίο δίνει άσχημη οσμή στο νερό), κλπ.
5. Θερμοκρασία
Ο ρυθμός ανάπτυξης και δράσης των μικρο-οργανισμών επηρεάζεται
σημαντικά από τη θερμοκρασία. Σε χαμηλές θερμοκρασίες (κάτω των 5-10ο C) οι
μικρο-οργανισμοί αδρανοποιούνται (χωρίς όμως να καταστρέφονται), ενώ σε υψηλές
θερμοκρασίες (άνω των 60ο C) οι μικρο-οργανισμοί καταστρέφονται.
6. pH
Οι βέλτιστες τιμές του pH για τη δράση των μικρο-οργανισμών είναι 5.5-8.5
(περί το ουδέτερο pH). Συνεπώς, η ρύθμιση του pH του εδάφους είναι απαραίτητη
για τη διατήρηση της βιολογικής αποσύνθεσης των οργανικών ρύπων.
7. Τοξικότητα
Ορισμένες χημικές ενώσεις σε υψηλές συγκεντρώσεις είναι τοξικές για τους
μικρο-οργανισμούς, δηλαδή τους καταστρέφουν. Παρά ταύτα, η αντίληψη που
συνήθως υπάρχει ότι δηλαδή οι ουσίες που είναι επικίνδυνες ή τοξικές για τον
άνθρωπο είναι τοξικές και για τους μικρο-οργανισμούς είναι εσφαλμένη. Αντίθετα,
πολλές επικίνδυνες ή τοξικές ουσίες (για τον άνθρωπο) διασπώνται από μικρο-
οργανισμούς. Στην περίπτωση που πρόκειται να εφαρμοσθεί η μέθοδος της
βιολογικής απορρύπανσης σε ένα συγκεκριμένα έδαφος, θα πρέπει να ελέγχεται η
τοξικότητα των χημικών ουσιών που περιέχονται στο έδαφος για διάφορους τύπους
μικρο-οργανισμών. Τούτο γίνεται με ειδικές δοκιμές (toxicity assays), κατά τις οποίες
ένα πρότυπο σύστημα μικρο-οργανισμών εκτίθεται σε δείγμα του εδάφους και
παρακολουθούνται οι πληθυσμοί των μικρο-οργανισμών για ενδείξεις τοξικότητας.
Στις περιπτώσεις αυξημένης τοξικότητας μπορεί να γίνει ανάμειξη του εδάφους με
άλλα “καθαρά” εδαφικά υλικά ή να γίνει έκπλυση του εδάφους, ώστε να μειωθούν οι
συγκεντρώσεις των τοξικών για τους μικρο-οργανισμούς ουσιών.
αβλαβή προϊόντα (π.χ. διοξείδιο του άνθρακα αντί μεθανίου). Συνεπώς, ο καλός
αερισμός του εδάφους (soil venting) με έντονη μηχανική αναμόχλευση ή με τεχνητή
κυκλοφορία αέρα είναι απαραίτητος ώστε να δημιουργηθούν κατάλληλες συνθήκες
για την ανάπτυξη αερόβιων βακτηριδίων.
Η βιολογική απορρύπανση εδαφών έχει εφαρμοσθεί με πολύ ικανοποιητικά
αποτελέσματα στην αποσύνθεση πολυ-αρωματικών υδρογονανθράκων,
πετρελαιοειδών και άλλων οργανικών ενώσεων. Η μέθοδος είναι αποτελεσματική για
την απορρύπανση εδαφών πάνω από τη στάθμη του υπόγειου ορίζοντα (δηλαδή στη
μερικώς κορεσμένη ζώνη), επειδή στα κορεσμένα εδάφη δεν είναι ευχερής ο
αερισμός και συνεπώς ευνοούνται συνθήκες αναερόβιας αποσύνθεσης που γενικώς
δεν είναι επιθυμητή. Επίσης, η μέθοδος είναι αποτελεσματική σε σχετικώς
χονδρόκοκκα εδάφη επειδή και πάλι σε αυτά είναι ευχερής ο αερισμός (συνήθως
χρησιμοποιείται σε εδάφη με διαπερατότητα k > 10-3 cm/sec). Τα κυριότερα
μειονεκτήματα της μεθόδου είναι:
1. Η βιολογική απορρύπανση απαιτεί γενικώς μακροχρόνια επεξεργασία που μπορεί
να φθάσει σε ορισμένες περιπτώσεις σταθερών ρύπων και τα 15-20 έτη.
Επιπλέον, υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα ως προς τον απαιτούμενο χρόνο λόγω
της εξάρτησης της δράσης των μικρο-οργανισμών από πολλούς παράγοντες.
2. Όταν το έδαφος περιέχει πολλούς οργανικούς ρύπους, είναι πιθανόν οι πλέον
τοξικοί για τον άνθρωπο να διασπώνται δυσκολότερα, και συνεπώς η
απορρύπανση του εδάφους από τους ρύπους αυτούς να καθυστερήσει, λόγω
ευχερέστερης διάσπασης των άλλων οργανικών ουσιών (οι οποίες όμως έχουν
μικρότερο ενδιαφέρον από πλευράς ρυπαντικού φορτίου).
3. Η μέθοδος είναι ευαίσθητη σε πολλούς παράγοντες (παρουσία δεκτών
ηλεκτρονίων, θρεπτικών ουσιών, υγρασία, θερμοκρασία, pH κλπ), οι οποίοι θα
πρέπει να ελέγχονται και να ρυθμίζονται διαρκώς ώστε να επιτυγχάνονται
βέλτιστοι ρυθμοί δράσης των μικρο-οργανισμών και συνεπώς βέλτιστη απόδοση
της βιολογικής αποδόμησης των ρύπων.
4. Η μέθοδος είναι πρόσφορη για την αποδόμηση οργανικών κυρίως ρύπων, αν και
ενίοτε χρησιμοποιείται και για την διάσπαση ανόργανων ουσιών (π.χ. την
μετατροπή θειικών ριζών σε θειούχες με την επίδραση μικρο-οργανισμών).
10
Σχήμα 8.1: Σύστημα
δηλαδή πάνω απόαπορρύπανσης
τη στάθμη του εδαφών
υπογείουμεορίζοντα
εφαρμογή υποπίεσης
8-10 Τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας
μέθοδος της υποπίεσης είναι ταχύτερη και έχει μικρότερο κόστος. Επιπλέον, η
μέθοδος της υποπίεσης πλεονεκτεί στο ότι μπορεί να απορρυπάνει ταυτοχρόνως
τόσο τη μερικώς κορεσμένη ζώνη όσο και τους επιπλέοντες υδρογονάνθρακες, ενώ η
μέθοδος της διπλής άντλησης περιορίζεται στην ανάκτηση των υδρογονανθράκων
που επιπλέουν στο υπόγειο νερό. Το κυριότερο μειονέκτημα της μεθόδου εφαρμογής
υποπίεσης είναι η ανάγκη απομόνωσης της μερικώς κορεσμένης ζώνης του εδάφους
από τον ατμοσφαιρικό αέρα, ώστε να είναι αποδοτική η εφαρμογή της υποπίεσης.
Τούτο συνήθως γίνεται με προσωρινή κάλυψη της επιφάνειας του εδάφους με
συνθετική μεμβράνη, αν και συχνά οι χώροι είναι ήδη καλυμμένοι επιφανειακά με
ασφαλτοτάπητα ή κτίρια οπότε η απαίτηση αυτή δεν ισχύει.
Εφαρμογή:
Λόγω ανατροπής βυτιοφόρου μεταφοράς βενζίνης απελευθερώθηκαν 2 m3 καυσίμου στο
έδαφος. Μετρήσεις που έγιναν στην περιοχή έδειξαν ότι το καύσιμο έχει διαχυθεί σε μια έκταση 450
m2 (15m x 30m) μέχρι βάθους 10 m από την επιφάνεια του εδάφους, δηλαδή έχει επηρεασθεί όγκος
4500 m3 εδάφους. Η στάθμη του υπόγειου ορίζοντα είναι σε βάθος 15 m και δεν έχει επηρεασθεί από
το καύσιμο (το οποίο συγκρατήθηκε στους πόρους του εδάφους). Το πορώδες του εδαφικού
σχηματισμού είναι η = 30%, οπότε ο μέσος βαθμός κορεσμού του εδάφους με το καύσιμο είναι:
Vβ Vβ 2
Sr = = = = 0.148%
Vv ηV 0.30 × 4500
Για την απορρύπανση του εδάφους αποφασίσθηκε να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος με εφαρμογή
υποπίεσης. Συγκεκριμένα, διανοίχθηκαν τρεις γεωτρήσεις βάθους 13 μέτρων σε αποστάσεις μεταξύ
τους 12 μέτρων. Από τις γεωτρήσεις γίνεται άντληση αέρα με εφαρμογή μικρής υποπίεσης (κατά 0.1
bar μικρότερη από την ατμοσφαιρική). Η συνολική παροχή του αντλούμενου αέρα είναι 900 lt/min
(δηλαδή 300 lt/min από κάθε γεώτρηση). Ζητείται να υπολογισθεί ο χρόνος που θα απαιτηθεί για την
ανάκτηση του καυσίμου.
Δίνονται:
• Το μοριακό βάρος του καυσίμου: m = 190 gr/mole
• Η πυκνότητα του καυσίμου: ρ = 0.8 Mg/m3
ο
• Θερμοκρασία του αέρα των πόρων: 14 C
• Μερική πίεση των ατμών του καυσίμου (υπό συνθήκες κορεσμού) στη θερμοκρασία των 14ο C και
για πίεση ελαφρά μικρότερη της ατμοσφαιρικής (0.9 bar): pi = 0.15 bar
• Παγκόσμιος σταθερά αερίων: R = 0.0821 lt.atm/mole.grad
• Λόγω πλημμελούς αερισμού των εδαφικών πόρων κατά την εφαρμογή της μεθόδου, ο
αντλούμενος αέρας είναι μερικώς κορεσμένος με καύσιμο και συγκεκριμένα είναι στο 75% του
πλήρους κορεσμού. Τούτο οφείλεται στον τρόπο κυκλοφορίας του αέρα διαμέσου των εδαφικών
πόρων κατά την οποία δεν αερίζεται πλήρως το σύνολο των εδαφικών πόρων.
Λύση:
Σύμφωνα με το νόμο των ιδανικών αερίων:
pV = n R T
όπου: p = η μερική πίεση του καυσίμου στο αντλούμενο αέριο που είναι ίση με
ξ pi = 0.75 x 0.15 = 0.1125 bar
V = ο αντλούμενος όγκος αέρα που είναι ίσος με 900 lt/min
T = η θερμοκρασία του αέρα σε βαθμούς Kelvin που είναι 273 + 14 = 287 grad
n = ο αριθμός των moles του καυσίμου που περιέχεται στον αντλούμενο αέρα
Οπότε:
0.1125 × 900
n= = 4.297 moles
0.0821 × 287
δηλαδή η μάζα του είναι:
M = n . m = 4.297 x 190 = 816.4 gr
και ο όγκος του είναι:
M 816.4 = 340.2 cm3 = 1.020 lt
V= =
ρ 0.8
Ο όγκος αυτός του καυσίμου αντλείται σε μια ώρα, και συνεπώς για την άντληση του συνόλου (2000 lt
καυσίμου) θα απαιτηθούν:
Τεχνολογίες απορρύπανσης υδροφορέων 8-11
11
λόγω αύξησης της μερικής πίεσης των ατμών της βενζίνης σε υψηλή θερμοκρασία
12
με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται και για την απορρύπανση των επιφανειακών υδάτων
8-12 Τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας
(ως ελαφρύτεροι από το νερό), όπως είναι η ρύπανση από ελαφρά πετρελαιοειδή
(Light Non-Aqueous Phase Liquids, LNAPLs) εξετάζονται στο επόμενο εδάφιο.
13
όπως πετρέλαιο, βενζίνη, κηροζίνη κλπ, τα οποία γενικώς ονομάζονται LNAPLs (Light Non-
Aqueous Phase Liquids)
14
ως ελαφρότερα από το νερό
Τεχνολογίες απορρύπανσης υδροφορέων 8-13
15
κατά τη ρύθμιση της ταπείνωσης της στάθμης του υδροφορέα, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη
και οι πιθανές συνέπειες λόγω της υποχώρησης της επιφάνειας του εδάφους. Η υποχώρηση αυτή
οφείλεται στη μεταβολή των ενεργών τάσεων και μπορεί να εκτιμηθεί με τις συνήθεις μεθόδους της
Εδαφομηχανικής.
Σχήμα 8.2: Ρύπανση του υπόγειου ορίζοντα με επιπλέοντα πετρελαιοειδή (LNAPLs)
8-14 Τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας
υδροφορέα. Γίνεται χρήση των σχέσεων που παρουσιάζονται στο Κεφάλαιο 3 και
αφορούν θέματα αντλήσεων από υδροφορείς.
Η ταπείνωση (s) της στάθμηςτου υδροφορέα16 στο εσωτερικό της γεώτρησης,
που αντιστοιχεί σε μια παροχή άντλησης νερού (Qw ), είναι:
Qw ⎛ R ⎞
s = H − H2 − ln ⎜ ⎟ (8.1)
π k w ⎜⎝ rw ⎟⎠
όπου: Η είναι το πάχος του υδροφορέα που επηρεάζεται από την άντληση
kw είναι ο συντελεστής αγωγιμότητας του υδροφορέα για διήθηση νερού
rw είναι η ακτίνα της γεώτρησης άντλησης και
T t
R = 1.5 w είναι η ακτίνα επιρροής της άντλησης, η οποία ως γνωστόν
Sw
εξαρτάται από το χρόνο (t ) που μεσολαβεί από την έναρξη της άντλησης, τη
διαβιβαστικότητα Tw = kw H του υδροφορέα και το συντελεστή εναποθήκευσης
(Sw ) του υδροφορέα.
Η παραπάνω σχέση αφορά υδροφορείς με ελεύθερη επιφάνεια, παραδοχή που
συνήθως ισχύει στην περίπτωση των υδροφορέων που έχουν ρυπανθεί με
επιπλέοντες ρύπους.
Η παροχή του πετρελαίου που κινείται προς την οπή της γεώτρησης άντλησης
μπορεί να υπολογισθεί από τη σχέση:
2 π ko d s
Qo = (8.2)
ln (R rw )
16
τόσο της στάθμης του νερού όσο και της στάθμης του επιπλέοντος πετρελαιοειδούς
Τεχνολογίες απορρύπανσης υδροφορέων 8-15
Σχήμα 8.3: Μέθοδος διπλής άντλησης για απορρύπανση από επιπλέοντες ρύπους (π.χ.
πετρελαιοειδή)
8-16 Τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας
όπου: d είναι το πάχος της στοιβάδας του πετρελαίου που επιπλέει στην επιφάνεια
του υδροφορέα και
ko είναι ο συντελεστής αγωγιμότητας του υδροφορέα για διήθηση με
πετρέλαιο.
Ως γνωστόν (βλέπε Κεφάλαιο 3), ισχύει:
⎛ρ ρ ⎞
ko = k w ⎜⎜ o w ⎟⎟
⎝ μo μ w ⎠
όπου (ρο , ρw ) είναι οι πυκνότητες του πετρελαίου και του νερού και (μο , μw ) οι
συντελεστές ιξώδους (viscosity) του πετρελαίου και του νερού.
Η σχέση 8.2 έχει προκύψει με την παραδοχή σταθερού πάχους (d ) της
στοιβάδας του πετρελαίου και είναι αντίστοιχη με τη σχέση της παροχής προς
αντλούμενη γεώτρηση για υδροφορείς υπό πίεση (βλέπε Κεφάλαιο 3), επειδή και στις
δυο περιπτώσεις το πάχος της εδαφικής στρώσης διαμέσου της οποίας γίνεται η
διήθηση είναι σταθερό.
Εφαρμογή:
Ένας αλλουβιακός υδροφορέας έχει πάχος Η = 25 m, υδαταγωγιμότητα για νερό kw = 5 x 10-5
m/sec και συντελεστή εναποθήκευσης17 Sw = 0.15. Στην επιφάνεια του υδροφορέα έχει εντοπισθεί
κηλίδα από επιπλέοντα ρύπο (πετρέλαιο diesel κατηγορίας API 40), ο οποίος έχει πυκνότητα ρο = 0.8
Mg/m3 και ιξώδες δεκαπλάσιο από το νερό (μο / μw = 10). Το πάχος της στοιβάδας του πετρελαίου
είναι d = 0.60 m. Αποφασίσθηκε η άντληση να γίνει με μια γεώτρηση διαμέτρου 50 cm (δηλαδή rw =
0.25 m) και να χρησιμοποιηθεί άντληση του νερού με παροχή Qw = 5 lt/sec = 18 m3/ώρα. Ζητείται να
προσδιορισθεί η παροχή άντλησης του πετρελαίου ένα μήνα (30 ημέρες) μετά την έναρξη εφαρμογής
της μεθόδου.
Λύση:
Η διαβιβαστικότητα του υδροφορέα είναι:
Tw = 5 x 10-5 x 25 = 1.25 x 10-3 m2/sec
Η ακτίνα επιρροής της άντλησης, μετά από 30 ημέρες θα είναι:
1.25 × 10−3 × 30 × 86400 =220.5 m
R = 1.5
0.15
Η ταπείνωση της στάθμης του υδροφορέα στο εσωτερικό της γεώτρησης μετά από 30 ημέρες θα είναι:
0.005 ⎛ 220.5 ⎞ = 4.78 m
s = 25 − 252 − ln ⎜ ⎟
3.14 × 5 × 10−5 ⎝ 0.25 ⎠
Ο συντελεστής αγωγιμότητας (διαπερατότητας) του υδροφορέα για διήθηση πετρελαίου θα είναι:
-5 -6
ko = 5 x 10 x 0.8 / 10 = 4 x 10 m/sec
Οπότε, η βέλτιστη παροχή άντλησης του πετρελαίου θα είναι:
2 × 3.14 × 4 × 10−6 × 0.60 × 4.78 = 1.06 x 10-5 m3/sec = 38.2 lt/ώρα
Qo =
⎛ 220.5 ⎞
ln⎜ ⎟
⎝ 0.25 ⎠
Από τα ανωτέρω είναι προφανές ότι ο ρυθμός άντλησης του πετρελαίου είναι πολύ βραδύς (38.2
λίτρα ανά ώρα), ενώ στο ίδιο χρονικό διάστημα θα αντληθούν 18 κυβικά μέτρα νερού. Για να γίνει
κατανοητός ο βραδύς ρυθμός της απορρύπανσης (και συνεπώς το μεγάλο κόστος των μεθόδων
απορρύπανσης), υπολογίζεται παρακάτω ο όγκος του πετρελαίου που βρίσκεται εντός της ζώνης
επιρροής της γεώτρησης, θεωρώντας ότι η κηλίδα του πετρελαίου έχει διάμετρο 40 m (Rο = 20 m) και
ότι το ενεργό πορώδες του αλλουβιακού σχηματισμού για το πετρέλαιο είναι η = 15%. Ο όγκος του
πετρελαίου θα είναι:
Vo = π Ro2 d η = 3.14 x 202 x 0.60 x 0.15 = 113 m3
Συνεπώς, εάν ο ρυθμός άντλησης του πετρελαίου και η απόδοση της μεθόδου διατηρηθούν σταθερά
καθ’ όλη τη διάρκεια της άντλησης (Qo = 38.2 lt/ώρα), η άντληση θα πρέπει να διαρκέσει:
t = 113000 / 38.2 = 2958 ώρες = 123 ημέρες
17
για λειτουργία με ελεύθερη επιφάνεια
Προστασία από την επέκταση της ρύπανσης 8-17
Είναι προφανές ότι με το πέρας της άντλησης θα έχει ανακτηθεί ένα μέρος μόνον του πετρελαίου και
συγκεκριμένα η ποσότητα που δεν συγκρατείται στους πόρους του εδάφους μέσω τριχοειδών
δυνάμεων κλπ. Η υπόλοιπη ποσότητα (που συχνά είναι σημαντική) θα πρέπει να ανακτηθεί με άλλη
μέθοδο. Από τα ανωτέρω χαρακτηριστικά αποτελέσματα προκύπτει σαφώς ότι το κόστος της
απορρύπανσης είναι πολύ υψηλό και οι σχετικές εργασίες είναι χρονοβόρες.
19
ιδιαίτερα στην περίπτωση που εκτιμάται ότι η βλάστηση αυτή μπορεί να εισέλθει στην τροφική
αλυσίδα των ανθρώπων
Προστασία από την επέκταση της ρύπανσης 8-19
Σχήμα 8.4: Τυπική διάταξη περιμετρικών διαφραγμάτων για την απομόνωση του εδάφους που έχει
ρυπανθεί από επικίνδυνα ή τοξικά απόβλητα
8-20 Τεχνολογίες απορρύπανσης και προστασίας
20
και συνεπώς είναι ελαφρά βαρύτερο από το νερό (10 kN/m3)
21
η στάθμη του αιωρήματος εντός της εκσκαφής διατηρείται πάντοτε υψηλότερα από τη στάθμη του
υπόγειου νερού στο έδαφος
22
συχνά υπάρχει και μικρή επικάλυψη των διατομών των πασσάλων για την εξασφάλιση της
στεγανότητας
Προστασία από την επέκταση της ρύπανσης 8-21
Σχήμα 8.6: Σύστημα προστασίας από τη ρύπανση με αντιστροφή της κίνησης του υπόγειου νερού
από την πηγή της ρύπανσης (Σχήμα 8.6). Ουσιαστικά, η περίπτωση αυτή βασίζεται
επίσης στην αντιστροφή της κίνησης του υπόγειου νερού. Πράγματι, στο Σχήμα 8.6,
πριν από την κατασκευή του στραγγιστηρίου, η κατεύθυνση της κίνησης του
υπόγειου νερού μεταξύ της θέσης του στραγγιστηρίου και της λίμνης ήταν από
αριστερά προς τα δεξιά και ευνοούσε την επέκταση της ρύπανσης προς τη λίμνη,
ενώ μετά την κατασκευή του στραγγιστηρίου η κατεύθυνση της κίνησης του υπόγειου
νερού αναστράφηκε, με αποτέλεσμα τον περιορισμό επέκτασης της ρύπανσης προς
τη λίμνη.
24
Genetically Modified Organisms (GMO)
Βιβλιογραφικές αναφορές 8-25
χωρίς προηγούμενη βιολογική επεξεργασία. Επίσης, για την αποφυγή του κορεσμού
του εδάφους και την αδυναμία περαιτέρω προσρόφησης μεταλλικών ιόντων, η
Ευρωπαϊκή Οδηγία 86/278/EEC επιβάλλει τους ακόλουθους περιορισμούς ως προς
το ρυθμό εφαρμογής μεταλλικών ιόντων στο έδαφος μέσω των επεξεργασμένων
λυμάτων.
Charbeneau R.J., Bedient P.B. and Loehr R.C. (1992) “Groundwater Remediation”, Technomic
Publishing Co, Lancaster, PA, USA.
European Economic Community 86/278/EEC “Council Directive of 12 June 1986 on the protection
of the Environment, and particularly the soil, when sewage sludge is used in agriculture”, OJ L
181, 4.7.86.
European Economic Community 91/271/EEC “Council Directive of 21 May 1991 concerning urban
waste-water treatment”, OJ L 135, 30.5.91.
Proceedings “Soil Vapor Extraction Technology Workshop” (1989), U.S. Environmental Protection
Agency, Risk Reduction Engineering Laboratory, Edison, NJ, USA.
Russel D.L. (1991) “Remediation Manual for Petroleum Contaminated Sites”, Technomic
Publishing Co, Lancaster, PA, USA.
Schwille F. (1967) “Petroleum Contamination of the Subsoil - A Hydrological Problem”, in the Joint
Problems of the Oil and Water Industries, P. Hepple editor, Institute of Petroleum, London.
Χριστούλας Δ. (1991) “Ρύπανση των υδάτων και αντιρρυπαντική τεχνολογία”, Εκδόσεις Συμεών,
Αθήνα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
9.1 Γενικά
Τα τεχνικά έργα σχεδιάζονται ώστε να αναλαμβάνουν ασφαλώς κάποια
συγκεκριμένα φορτία (φορτία σχεδιασμού). Λόγω απρόβλεπτης διακύμανσης του
μεγέθους των επιβαλλόμενων φορτίων κατά τη διάρκεια της ζωής του έργου, είναι
πιθανόν ορισμένα από τα φορτία να υπερβούν τις τιμές για τις οποίες σχεδιάσθηκε η
κατασκευή με συνέπεια την αστοχία της. Για παράδειγμα, ένα φράγμα που έχει
σχεδιασθεί έναντι σεισμού μεγέθους 7.0 μπορεί να αστοχήσει εάν συμβεί σεισμός
μεγέθους 8.0. Τούτο σημαίνει ότι το συγκεκριμένο φράγμα έχει κάποια πιθανότητα
αστοχίας έναντι ισχυρού σεισμού (που καθορίζεται από την πιθανότητα να συμβεί
σεισμός με μέγεθος Μ > 7). Η πιθανότητα να συμβεί ένας σεισμός τέτοιου μεγέθους
μπορεί να είναι μικρή, όμως δεν είναι μηδενική. Η μικρή αυτή πιθανότητα αστοχίας
συχνά θεωρείται ως αποδεκτή, με κύριο σκοπό τον περιορισμό του κόστους
κατασκευής των τεχνικών έργων.
Με τον όρο “κίνδυνος αστοχίας” (risk) ορίζεται η πιθανότητα αστοχίας ενός
έργου κατά το χρόνο της λειτουργίας του (δηλαδή της χρήσιμης ζωής του). Επίσης, ο
όρος “αποδεκτός κίνδυνος αστοχίας” (acceptable risk) εκφράζει την πιθανότητα
αστοχίας που θεωρείται αποδεκτή κατά τη χρήσιμη ζωή του έργου. Ο αποδεκτός
κίνδυνος αστοχίας καθορίζεται με συνεκτίμηση ποικίλων παραγόντων αλλά κυρίως
από τις συνέπειες της πιθανής αστοχίας του έργου (θάνατος ανθρώπων, υλικές
ζημιές, διαφεύγοντα κέρδη, κόστος ανακατασκευής κλπ) και από το πρόσθετο κόστος
κατασκευής του ίδιου του έργου ώστε να μπορεί να αναλάβει ασφαλώς τις αυξημένες
φορτίσεις (δηλαδή να έχει μικρότερον αποδεκτό κίνδυνο αστοχίας). Σύμφωνα με τα
παραπάνω, οι φορτίσεις σχεδιασμού των έργων καθορίζονται με βάση τον αποδεκτό
κίνδυνο αστοχίας.
Η αστοχία των μεγάλων τεχνικών έργων έχει συχνά ιδιαιτέρως δυσμενείς
συνέπειες στο περιβάλλον, και συνεπώς είναι απαραίτητη η ορθολογική εκτίμηση του
κινδύνου αστοχίας των για κάθε πιθανή φόρτιση. Επίσης, είναι απαραίτητος ο
ορθολογικός καθορισμός του αποδεκτού κινδύνου αστοχίας ο οποίος, όπως
αναφέρθηκε ανωτέρω, συνήθως γίνεται με συνεκτίμηση των συνεπειών της πιθανής
αστοχίας και του κόστους κατασκευής του έργου.
Στο Κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται στοιχεία των μεθόδων που συνήθως
χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση του κινδύνου αστοχίας των τεχνικών έργων.
1. Η εξέταση ενός δοκιμίου από σκυρόδεμα για να ελεγχθεί εάν η αντοχή του
υπερβαίνει την απαιτούμενη αντοχή (επιτυχία) ή εάν υπολείπεται αυτής
(αποτυχία).
2. Η εξέταση μιας δεξαμενής καυσίμων για να διαπιστωθεί εάν είναι στεγανή
(επιτυχία) ή αν παρουσιάζει διαρροές (αποτυχία).
3. Η εξέταση ενός εδαφικού δοκιμίου για να διαπιστωθεί εάν ο βαθμός ρύπανσής του
υπολείπεται των μέγιστων αποδεκτών ορίων (επιτυχία) ή υπερβαίνει τα μέγιστα
αποδεκτά όρια (αποτυχία).
Κατά τα ανωτέρω, εάν (p) είναι η πιθανότητα επιτυχίας σε ένα πείραμα Bernoulli τότε
η πιθανότητα αποτυχίας είναι (1-p). Σύμφωνα με τη θεωρία των πιθανοτήτων, το
πείραμα Bernoulli ορίζει μια τυχαία μεταβλητή (X) με δυο δυνατές τιμές (1 = επιτυχία,
0 = αποτυχία) και συνάρτηση κατανομής:
p( X = 1) = p, p( X = 0) = 1 − p
p ( X = x ) ≡ p ( x ) = e −λt
(λ t )x (9.2)
x!
Η σταθερά (λ) της κατανομής Poisson εκφράζει τη μέση συχνότητα εμφάνισης του
συγκεκριμένου γεγονότος ανά μονάδα χρόνου, ενώ η ποσότητα (λt) δίνει τη μέση
συχνότητα εμφάνισης του συγκεκριμένου γεγονότος στο χρονικό διάστημα (t). Η
ποσότητα to = 1 λ ονομάζεται μέση περίοδος επαναφοράς και εκφράζει το χρονικό
διάστημα στο οποίο το συγκεκριμένο (σπάνιο) γεγονός συμβαίνει μια φορά κατά
μέσον όρο. Επειδή το γεγονός θεωρείται σπάνιο, η σταθερά (λ) της κατανομής
Poisson είναι πολύ μικρή (λ << 1) και συνεπώς η μέση περίοδος επαναφοράς είναι
μεγάλη (to >> 1).
1
ανεξαρτήτων μεταξύ τους
2
με τον όρο σπάνιο εννοείται ότι η πιθανότητα το γεγονός αυτό να συμβεί δυο ή περισσότερες φορές
μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα (Δt) είναι μηδενική
Στοιχεία της θεωρίας πιθανοτήτων 9-3
Εφαρμογή:
Οι σεισμικές κινήσεις σχεδιασμού του Νέου Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού (ΝΕΑΚ)
αντιστοιχούν σε σεισμικά γεγονότα με πιθανότητα υπέρβασης 10% εντός 50 ετών. Κατά συνέπεια, οι
σεισμικές κινήσεις σχεδιασμού του ΝΕΑΚ έχουν μέση περίοδο επαναφοράς:
50
to = − = 475 έτη
ln(1 − 0.10)
δηλαδή αντιστοιχούν σε σεισμικές κινήσεις που συμβαίνουν κατά μέσον όρο μια φορά κάθε 475 έτη.
Αν είναι επιθυμητό να αναθεωρηθούν οι σεισμικές κινήσεις σχεδιασμού του ΝΕΑΚ ώστε η
πιθανότητα υπέρβασης να μειωθεί από 10% σε 5% εντός 50 ετών, τότε η μέση περίοδος επαναφοράς
των σεισμικών κινήσεων σχεδιασμού των έργων θα γίνει:
50
to = − = 975 έτη
ln(1 − 0.05)
1
N=
p
η παραπάνω σχέση γράφεται:
n
⎛ 1⎞
R = 1 − ⎜1 − ⎟ (9.5)
⎝ N⎠
Στην ειδική περίπτωση που η μέση περίοδος επαναφοράς του συγκεκριμένου
γεγονότος είναι αρκετά μεγαλύτερη από τη μονάδα (Ν >> 1), δηλαδή εάν p << 1,
πράγμα που σημαίνει ότι το γεγονός είναι σπάνιο, τότε η παραπάνω σχέση μπορεί
να προσεγγισθεί από την:
n n
⎛ 1⎞ −
R = 1 − ⎜1 − ⎟ ≈ 1 − e N = 1 − e − pn (9.6)
⎝ N⎠
Η τελευταία αυτή σχέση είναι ίδια με τη σχέση 9.3β που δίνει τον κίνδυνο αστοχίας
των έργων κατά την κατανομή Poisson (δηλαδή για σπάνια γεγονότα).
Σημείωση: το σφάλμα της παραπάνω προσέγγισης είναι μικρότερο από 1% εάν
Ν > 50. Συνεπώς θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι σχέσεις που αναφέρονται σε
σπάνια γεγονότα μπορούν να χρησιμοποιούνται για γεγονότα με περίοδο
επαναφοράς άνω των 50 ετών.
Παράδειγμα εφαρμογής:
Ρωγμές σε επιχρίσματα μιας τυπικής πολυκατοικίας εμφανίζονται σε περίπτωση σεισμού
μεγέθους Μ > 4.5. Στην περιοχή των Αθηνών, η μέση περίοδος επαναφοράς τέτοιων σεισμών είναι Ν
= 15 έτη. Να προσδιορισθεί η πιθανότητα ρηγμάτωσης των επιχρισμάτων μιας πολυκατοικίας από
σεισμό σε χρονικό διάστημα 20 ετών.
Λύση:
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η πιθανότητα ρηγμάτωσης είναι:
20
⎛ 1⎞
R = 1 − ⎜1 − ⎟ = 74.84%
⎝ 15 ⎠
Εάν είχε εφαρμοσθεί η σχέση που ισχύει για σπάνια γεγονότα, η αντίστοιχη πιθανότητα θα είχε
υπολογισθεί ως:
20
−
R = 1− e 15
= 73.64%
και το υπολογιστικό σφάλμα θα ήταν 1.6%.
3
δηλαδή η πιθανότητα να μη συμβεί το συγκεκριμένο γεγονός εντός του χρονικού διαστήματος (t ).
Πιθανοτική θεώρηση της αστοχίας των τεχνικών έργων 9-5
Παράδειγμα εφαρμογής:
Στην Ελλάδα οι θάνατοι από τροχαία ατυχήματα είναι περί τους 2000 κατ’ έτος. Να
προσδιορισθεί η πιθανότητα ένας άνθρωπος να σκοτωθεί σε τροχαίο ατύχημα κατά τη διάρκεια της
ζωής του (μέση διάρκεια ζωής 75 έτη). Να προσδιορισθεί η ίδια πιθανότητα για τις ΗΠΑ όπου οι
ετήσιοι θάνατοι από τροχαία ατυχήματα είναι κατά μέσον όρο 35000.
Στην Ελλάδα, με πληθυσμό 10.000.000, η μέση ετήσια συχνότητα θανάτων από τροχαία
ατυχήματα είναι:
2.000
λ1 = = 1 5000 = 0.0002
10.000.000
Αντίστοιχα, στις ΗΠΑ, με πληθυσμό 250.000.000, η μέση ετήσια συχνότητα θανάτων από τροχαία
ατυχήματα είναι:
35.000
λ2 = = 0.00014
250.000.000
Οπότε η πιθανότητα θανάτου από τροχαίο ατύχημα κατά τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου (t = 75
έτη) είναι:
p = 1 - e-λt
που δίνει: Ελλάδα: p1 = 1.49 % ΗΠΑ: p2 = 1.04 %
Κατά συνέπεια, στην Ελλάδα, ένας συγκεκριμένος άνθρωπος έχει πιθανότητα να σκοτωθεί σε τροχαίο
ατύχημα περίπου 1.5 %, δηλαδή 1/67 (ένας στους εξήντα επτά), ενώ στις ΗΠΑ η ίδια πιθανότητα
είναι1% περίπου.
Αν το γεγονός που προκαλεί την αστοχία του έργου δεν είναι σπάνιο, δηλαδή
εάν η μέση συχνότητα εμφάνισής του (λ) δεν είναι πολύ μικρή, τότε ισχύουν τα εξής:
Έστω (po) η πιθανότητα να συμβεί (σε μοναδιαίο χρονικό διάστημα, π.χ. ενός
έτους) κάποιο γεγονός που προκαλεί την αστοχία του έργου. Τότε, η πιθανότητα
αστοχίας του έργου σε χρονικό διάστημα (t) ετών είναι:
p = 1 − (1 − po )
t
Από την παραπάνω σχέση προκύπτει ότι εάν η χρήσιμη ζωή του έργου είναι (t) έτη
και η αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας του κατά τη διάρκεια της χρήσιμης ζωής του
είναι (p), τότε το έργο θα πρέπει να σχεδιασθεί έναντι κάποιου γεγονότος που έχει
πιθανότητα να συμβεί (ανά έτος):
po = 1 − t 1 − p
δηλαδή έναντι κάποιου γεγονότος με μέση περίοδο επαναφοράς:
1 1
to = =
po 1 − 1 − p
t
Παράδειγμα εφαρμογής:
Η σήραγγα προσωρινής εκτροπής ενός φράγματος σχεδιάζεται με χρήσιμη διάρκεια ζωής
τριών ετών. Η αποδεκτή πιθανότητα υπερπήδησης του υπό κατασκευήν φράγματος (κατά το
διάστημα των τριών ετών) είναι 10%. Να υπολογισθεί το μέγεθος της πλημμύρας σχεδιασμού της
σήραγγας προσωρινής εκτροπής.
Λύση:
p = 0.10 , n = 3 έτη, οπότε:
po = 1 − 3 1 − 0.10 = 3.45%
δηλαδή το έργο προσωρινής εκτροπής θα πρέπει να σχεδιασθεί για πλημμύρα με πιθανότητα
υπέρβασης 3.45% το έτος, δηλαδή για πλημμύρα με μέση περίοδο επαναφοράς 29 ετών.
Αν κατά την επίλυση είχε χρησιμοποιηθεί η σχέση για σπάνια γεγονότα, τότε:
t 3
to = − =− = 28.5 έτη
ln(1 − p ) ln(1 − 0.10)
ΛΥΜΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Πρόβλημα 1:
Τα φράγματα σχεδιάζονται έναντι υπερπήδησης με τη λεγόμενη πλημμύρα Ν-ετίας. Το
μέγεθος της πλημμύρας αυτής έχει μέση πιθανότητα υπέρβασης 1/Ν σε κάθε συγκεκριμένο έτος,
δηλαδή (ισοδύναμα) η μέση συχνότητα υπέρβασης της πλημμύρας αυτής είναι μια φορά (κατά μέσον
όρο) ανά Ν έτη. Συχνά η περίοδος των Ν ετών αναφέρεται και ως μέση περίοδος επαναφοράς του
συγκεκριμένου γεγονότος. Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η μέση περίοδος επαναφοράς ενός
γεγονότος (Ν έτη) είναι ίση με το αντίστροφο της μέσης πιθανότητας υπέρβασης (p = 1/Ν) του
γεγονότος αυτού στη μονάδα του χρόνου.
Αν θεωρηθεί ότι οι πλημμύρες αυτού του μεγέθους ή μεγαλύτερες συμβαίνουν χρονικά
διαστήματα που ακολουθούν την κατανομή Poisson (δηλαδή είναι σπάνια γεγονότα ανεξάρτητα
μεταξύ τους), τότε η σταθερά της κατανομής Poisson είναι: λ = 1/Ν.
Ας θεωρηθεί λοιπόν ότι ένα φράγμα σχεδιάσθηκε με την πλημμύρα 50-ετίας. Τότε η
πιθανότητα υπερπήδησης του φράγματος εντός διαστήματος 50 ετών (δηλαδή t = 50) είναι:
p ( X > 0) = 1 − e−50 / 50 = 1 − e−1 = 63.2 %
Εάν το φράγμα είχε σχεδιασθεί με την πλημμύρα 100-ετίας, τότε η πιθανότητα υπερπήδησης κατά το
διάστημα των 50 ετών είναι:
p ( X > 0) = 1 − e −50 / 100 = 1 − e −0.5 = 39.3 %
Πιθανοτική θεώρηση της αστοχίας των τεχνικών έργων 9-9
Τέλος, αν το φράγμα είχε σχεδιασθεί με την πλημμύρα 1000-ετίας, τότε η πιθανότητα υπερπήδησης
σε διάστημα 50 ετών είναι:
p ( X > 0 ) = 1 − e −50 / 1000 = 1 − e −0.05 = 4.9 %
Γενικότερα, εάν (Ν) είναι η μέση περίοδος επαναφοράς ενός σπανίου γεγονότος που η
υπέρβασή του προκαλεί αστοχία του έργου, και (n) είναι η διάρκεια της χρήσιμης ζωής του έργου, τότε
η πιθανότητα αστοχίας του έργου κατά τη διάρκεια της χρήσιμης ζωής του είναι:
n
−
R = 1− e N
Δηλαδή, εάν 5% είναι η αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας ενός έργου με χρήσιμη διάρκεια ζωής 50
ετών, το έργου θα πρέπει να σχεδιασθεί έναντι σπάνιων γεγονότων με μέση περίοδο επαναφοράς
περίπου 1000 ετών.
Ας θεωρηθεί ότι στην Ελλάδα υπάρχουν 30 φράγματα που έχουν σχεδιασθεί όλα έναντι της
πλημμύρας 1000-ετίας και συνεπώς το καθένα από αυτά έχει πιθανότητα υπερπήδησης κατά τη
διάρκεια μιας 50-ετίας (χρήσιμη ζωή του έργου): p = 4.9 % σύμφωνα με το παραπάνω αποτέλεσμα.
Στα επόμενα προσδιορίζεται η πιθανότητα να μην αστοχήσει λόγω υπερπήδησης κανένα από τα 30
φράγματα στο διάστημα της επόμενης πεντηκονταετίας.
Ο αριθμός των φραγμάτων που είναι πιθανόν να υπερπηδηθούν στην επόμενη
πεντηκονταετία ακολουθεί τη διωνυμική κατανομή και συνεπώς:
⎛n⎞
p ( X = x ) = ⎜⎜ ⎟⎟ p x (1 − p )
n− x
⎝ x⎠
όπου p = 0.049, n = 30 και (x) είναι ο αριθμός των φραγμάτων που πιθανώς υπερπηδούνται.
Συνεπώς, η πιθανότητα να μην αστοχήσει δι’ υπερπηδήσεως κανένα φράγμα είναι:
⎛ 30 ⎞
p( X = 0) = ⎜⎜ ⎟⎟ p 0 (1 − p ) = (1 − p ) = 22.2 %
30 30
⎝ ⎠0
Συνεπώς, η πιθανότητα να αστοχήσει λόγω υπερπήδησης τουλάχιστον ένα από τα 30 φράγματα είναι
77.8 % (αρκετά μεγάλη πράγματι).
Πρόβλημα 2:
Το μέγεθος (σε μονάδες Richter) των σεισμών στην Ελλάδα θεωρείται ότι κατανέμεται
εκθετικά με παράμετρο r = 2.35, δηλαδή η πιθανότητα όταν συμβεί ένας σεισμός το μέγεθός του (M)
να υπερβαίνει την τιμή (m) είναι:
m
−
p(M > m ) = e r
Επιπλέον, θεωρείται ότι οι σεισμοί μεγάλου μεγέθους είναι σπάνια γεγονότα και συμβαίνουν με
χρονική συχνότητα που ακολουθεί την κατανομή Poisson.
Στην περιοχή του φράγματος του Ευήνου, η μέση συχνότητα εμφάνισης σεισμών μεγέθους
άνω του 3.0 είναι ένας σεισμός ανά έτος, δηλαδή η μέση περίοδος επαναφοράς των σεισμών
μεγέθους Μ > 3.0 είναι Τ = 1 έτος.
Το φράγμα σχεδιάζεται για μια χρήσιμη ζωή 50 ετών και η αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας του
από σεισμό στη διάρκεια της ζωής του δεν πρέπει να υπερβαίνει το 10%. Ζητείται να προσδιορισθεί το
μέγεθος του σεισμού σχεδιασμού του έργου.
Λύση:
Αν θεωρηθεί ότι ο σεισμός σχεδιασμού του έργου είναι σπάνιο γεγονός που ακολουθεί την
κατανομή Poisson και η πιθανότητα να μην υπερβληθεί στη διάρκεια ζωής του έργου θα πρέπει να
είναι 90% (αφού η αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας είναι 10%), τότε:
1 1
p( X = 0) = 0.90 = e −λ to ⇒ λ = − ln (0.90 ) ⇒ λ = − ln (0.90) = 2.1072 × 10−3
to 50
δηλαδή η μέση περίοδος επαναφοράς του σεισμού σχεδιασμού του έργου θα πρέπει να είναι:
1
T= = 474.6 έτη
λ
Ζητείται λοιπόν να προσδιορισθεί το μέγεθος σεισμού με περίοδο επαναφοράς 474.6 ετών όταν είναι
γνωστό ότι σεισμοί μεγέθους άνω του 3.0 έχουν περίοδο επαναφοράς ενός έτους.
Κατά την κατανομή Poisson, η πιθανότητα υπέρβασης ενός σεισμού μεγέθους (m) εντός
χρονικού διαστήματος (t) είναι:
t
−
p(M > m ) = e −λ t = 1 − e T
όπου (λ) είναι η σταθερά της κατανομής και Τ = 1/λ είναι η μέση περίοδος επαναφοράς του σεισμού
σχεδιασμού του έργου. Η παραπάνω σχέση ισχύει για ισχυρούς σεισμούς (σπάνια γεγονότα). Για
ασθενείς σεισμούς αντίστοιχα ισχύει:
t
⎛ 1⎞
p(M > m ) = 1 − ⎜1 − ⎟
⎝ T⎠
Επιπλέον, θεωρήθηκε παραπάνω ότι τα μεγέθη των σεισμών που συμβαίνουν σε κάποιο χρονικό
διάστημα κατανέμονται εκθετικά και συνεπώς:
p(M > m1 ) e−m1 r 1 − (1 − 1 T1 )
t
= −m2 r =
p(M > m2 ) e 1− e −t T2
όπου (Τ1, Τ2) είναι οι μέσες περίοδοι επαναφοράς των σεισμών μεγέθους (m1, m2). Από την ανωτέρω
σχέση προκύπτει ότι:
1 − (1 − 1 T1 )
t
e (m2 −m1 ) r =
1 − e −t T2
Εφαρμόζοντας την ανωτέρω σχέση για: m1 = 3, Τ1 = 1 έτος, Τ2 = 474.6 έτη, r = 2.35 και για χρονικό
διάστημα t = 50 έτη, προκύπτει: m2 = 8.4, δηλαδή ο σεισμός σχεδιασμού του έργου θα πρέπει να έχει
μέγεθος 8.4.
Αν θεωρηθεί ότι ο σχεδιασμός του φράγματος για σεισμό μεγέθους 8.4 είναι αντι-οικονομικός
και επιλεγεί ως σεισμός σχεδιασμού ένας σεισμός μεγέθους Μ = 8.0, ζητείται να προσδιορισθεί η
πιθανότητα αστοχίας του φράγματος λόγω σεισμού μεγέθους Μ = 8.0 σε διάστημα 50 ετών.
Εφαρμογή της παραπάνω σχέσης με: m1 = 3, Τ1 = 1 έτος, t = 50 έτη, m2 = 8, r = 2.35 δίνει Τ2
= 394.2 έτη, δηλαδή ότι ο σεισμός μεγέθους Μ = 8.0 έχει περίοδο επαναφοράς 394.2 ετών. Συνεπώς,
εάν το φράγμα σχεδιασθεί έναντι σεισμού μεγέθους Μ = 8.0, η πιθανότητα αστοχίας κατά τη διάρκεια
της χρήσιμης ζωής του θα είναι:
t 50
− −
p(M > 8.0) = 1 − e T
= 1− e 394.2
= 11.9%
Πιθανοτική θεώρηση της αστοχίας των τεχνικών έργων 9-11
που προφανώς είναι ελαφρώς μεγαλύτερη από τη θεωρούμενη ως αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας
(10%).
Πρόβλημα 3:
Ένα διυλιστήριο πετρελαιοειδών διαθέτει n = 30 δεξαμενές αποθήκευσης καυσίμων. Οι
δεξαμενές αυτές έχουν προσδοκώμενη μέση διάρκεια ζωής to = 30 έτη, δηλαδή η μέση περίοδος
εμφάνισης διαρροών είναι 30 έτη. Η χρήσιμη ζωή των δεξαμενών (δηλαδή ο χρόνος μέχρι την
αντικατάστασή τους) προσδιορίζεται από τη συνθήκη ότι η πιθανότητα εμφάνισης διαφυγών κατά τη
διάρκεια της χρήσιμης ζωής τους δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το p = 25 % (αποδεκτή πιθανότητα
αστοχίας). Το κόστος της επισκευής μιας δεξαμενής σε περίπτωση εμφάνισης διαφυγών είναι C = 106
δρχ. Να προσδιορισθεί το μέσο αναμενόμενο ετήσιο κόστος του διυλιστηρίου για την επισκευή των
δεξαμενών από διαρροές. Να προσδιορισθεί επίσης το αντίστοιχο κόστος του διυλιστηρίου σε
περίπτωση που οι δεξαμενές αντικαθίστανται σε τακτικότερα διαστήματα (π.χ. όταν p = 15%).
Λύση:
Στην περίπτωση που η αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας της κάθε δεξαμενής είναι p = 25%, η
διάρκεια της χρήσιμης ζωής (δηλαδή ο χρόνος μέχρι την αντικατάσταση) κάθε δεξαμενής θα πρέπει
να είναι:
t = −to ln (1 − p ) = −30 × ln (1 − 0.25) = 8.63 έτη
Κατά τη διάρκεια της χρήσιμης ζωής των δεξαμενών του διυλιστηρίου (8.63 έτη), τα πιθανά
ενδεχόμενα, οι αντίστοιχες πιθανότητες και το κόστος επισκευής για κάθε ενδεχόμενο είναι:
όπου:
⎛ 30 ⎞
p( x ) = ⎜⎜ ⎟⎟ p x (1 − p )
30− x
⎝x⎠
Οπότε το συνολικό αναμενόμενο κόστος θα είναι:
CT = Co p(0) + C1 p(1) + ... + C3o p(30) =
= C ⋅ {0 ⋅ p(0 ) + 1 ⋅ p(1) + ... + 30 ⋅ p(30 )} =
= 30 ⋅ C ⋅ p = 30 × 106 × 0.25 = 7.500.000 δρχ .
και συνεπώς το μέσο ετήσιο αναμενόμενο κόστος θα είναι:
C΄ = 7.500.000 / 8.63 = 869.061 δρχ/έτος
Αντίστοιχα, εάν p = 0.15, τότε με την παραπάνω μεθοδολογία προκύπτει ότι: t = 4.88 έτη
6
Ct = 30 x 10 x 0.15 = 4.500.000 δρχ.
και:
C΄ = 4.500.000 / 4.88 = 922.131 δρχ/έτος
δηλαδή η μείωση της μέσης πιθανότητας αστοχίας προκαλεί αύξηση του μέσου ετήσιου κόστους
συντήρησης.
πρόσθετο κόστος λόγω της ανάγκης αποκατάστασης των ζημιών που θα προκληθούν από την
ενδεχόμενη αστοχία.
Πρόβλημα 4:
Ο πυθμένας ταμιευτήρα αποθήκευσης τοξικών αποβλήτων επιφάνειας κατόψεως 30
στρεμμάτων έχει επενδυθεί με συνθετική στεγανωτική μεμβράνη PVC πάχους 2 mm. Κάτω από τη
μεμβράνη έχει κατασκευασθεί συμπυκνωμένη αργιλική στρώση πάχους 1.20 m. Η αργιλική στρώση
υπέρκειται καρστικών ασβεστολίθων που επικοινωνούν ελευθέρως με τον υδροφορέα της περιοχής.
Η συνθετική μεμβράνη αποτελείται από λωρίδες πλάτους 4 μέτρων και μήκους 20 μέτρων
που έχουν συγκολληθεί με διπλή ραφή. Λόγω τυχαίων σφαλμάτων κατά τη συγκόλληση των φύλλων,
οι ραφές δεν είναι πλήρως στεγανές αλλά κατά θέσεις έχουν οπές. Η εμπειρία δείχνει ότι η κατανομή
του αριθμού των οπών ακολουθεί την κατανομή Poisson (δηλαδή είναι σπάνια γεγονότα) με μέση τιμή
μια (1) οπή ανά τέσσερα στρέμματα μεμβράνης.
Συνέπεια της ύπαρξης μιας οπής στη στεγανωτική μεμβράνη του πυθμένα του ταμιευτήρα
είναι η διαφυγή αποβλήτων διαμέσου της οπής προς την υποκείμενη συμπυκνωμένη αργιλική
στρώση. Λόγω αλληλεπίδρασης των τοξικών αποβλήτων με τα αργιλικά πλακίδια, η άργιλος βαθμιαία
αχρηστεύεται λόγω διόγκωσης και η διαπερατότητά της αυξάνει σημαντικά. Η διόγκωση της αργίλου
αρχίζει από την ανώτερη επιφάνεια της στρώσης και βαθμιαία προχωρεί προς τα κάτω.
Η προβλεπόμενη διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου ταμιευτήρα αποβλήτων είναι 20 έτη.
Πειράματα έχουν δείξει ότι μετά από 20-ετή έκθεση στα τοξικά απόβλητα, το πάχος της αργιλικής
στρώσης που αχρηστεύεται λόγω διόγκωσης έχει εκθετική κατανομή με μέση τιμή m = 20 cm, δηλαδή:
p (D > d ) = e −d m
σχέση που δίνει την πιθανότητα το πάχος της ζώνης της αργίλου που έχει αχρηστευθεί (μετά από 20-
ετή έκθεση σε τοξικά απόβλητα) να υπερβαίνει την τιμή d (σε cm). Η παραπάνω σχέση δίνει τις τιμές
του ακόλουθου πίνακα:
d (cm) p ( D > d)
0 1.00
20 0.368
30 0.223
40 0.135
60 0.0497
80 0.0183
100 0.00674
Για παράδειγμα, μετά 20-ετή έκθεση στα τοξικά απόβλητα, υπάρχει πιθανότητα 5% να έχει
αχρηστευθεί η άργιλος σε πάχος μεγαλύτερο από 60 cm.
Λόγω της τοπικής μείωσης του ενεργού πάχους της αργιλικής στεγανωτικής στρώσης, και για
να αποφευχθεί το φαινόμενο της διασωλήνωσης4 (piping) του υπολειπόμενου πάχους της αργιλικής
στρώσης θα πρέπει να μειωθεί το βάθος των αποβλήτων στον ταμιευτήρα. Με τον τρόπο αυτό θα
μειωθεί η υδραυλική κλίση και συνεπώς θα μειωθεί ο κίνδυνος ανάπτυξης του φαινομένου της
διασωλήνωσης. Συγκεκριμένα, είναι επιθυμητό να διατηρηθεί η ίδια τιμή της υδραυλικής κλίσης (i)
εντός της αργίλου πριν και μετά την αχρήστευση μέρους της αργιλικής στρώσης, ώστε να διατηρηθεί ο
ίδιος βαθμός ασφάλειας έναντι διασωλήνωσης. Έστω:
Ho = αρχικό επιτρεπόμενο βάθος αποβλήτων στον ταμιευτήρα = 12 m
L = 1.20 m = αρχικό πάχος αργιλικής στρώσης
d = πάχος της αργίλου που έχει αχρηστευθεί λόγω διόγκωσης μέσω της έκθεσης στα
απόβλητα. Αντιστοιχεί στην τυχαία μεταβλητή D.
h = επιτρεπόμενο βάθος αποβλήτων στον ταμιευτήρα που αντιστοιχεί σε ενεργό πάχος
αργίλου (L - d). Αντιστοιχεί στην τυχαία μεταβλητή Η.
Συνεπώς, το βάθος (h) υπολογίζεται ως εξής:
Ho h ⎛H ⎞
io = = ⇒ h = H o − ⎜ o ⎟d
L L−d ⎝ L ⎠
4
κατά το φαινόμενο αυτό, λόγω υψηλής τιμής της υδραυλικής κλίσης, γίνεται έκπλυση της αργίλου,
με συνέπεια την απότομη αύξηση των διαφυγών. Το φαινόμενο επιταχύνεται με την πάροδο του
χρόνου λόγω της συνεχιζόμενης έκπλυσης της αργίλου προς τα υποκείμενα στρώματα.
Πιθανοτική θεώρηση της αστοχίας των τεχνικών έργων 9-13
⎛ L ⎞
Ισοδύναμα, ισχύει: d = L − ⎜ ⎟⎟h
⎜
⎝ Ho ⎠
Με βάση τα ανωτέρω, ζητείται να προσδιορισθεί η συνάρτηση κατανομής του βάθους των αποβλήτων
στον ταμιευτήρα, δηλαδή η πιθανότητα αστοχίας του πυθμένα του ταμιευτήρα λόγω διασωλήνωσης,
συναρτήσει του βάθους των αποβλήτων στον ταμιευτήρα.
Λύση:
Η αστοχία του πυθμένα του ταμιευτήρα λόγω διασωλήνωσης του τμήματος της αργιλικής
στρώσης που απομένει μετά την αχρήστευση μέρους της αργίλου από τα τοξικά απόβλητα είναι ένα
ενδεχόμενο που εκφράζεται από τη σχέση: i > io ⇒ H > h = H o − (H o L )d . Το συμπληρωματικό
ενδεχόμενο (Η < h), δηλαδή η μή-αστοχία του πυθμένα του ταμιευτήρα μπορεί να συμβεί όταν και
μόνον όταν συμβαίνει ένα από τα επόμενα:
1. Ο πυθμένας της δεξαμενής δεν έχει καμμία οπή, δηλαδή Χ = 0, όπου Χ είναι ο αριθμός των οπών.
2. Ο πυθμένας της δεξαμενής έχει μια οπή (Χ = 1) και ταυτόχρονα, το αχρηστευθέν πάχος της
αργίλου στη θέση εκείνη είναι μικρότερο από το ελάχιστο απαιτούμενο για να μην συμβεί
διασωλήνωση, δηλαδή (D1 < d).
3. Ο πυθμένας έχει δυο οπές (Χ = 2) και στις θέσεις των δυο οπών D1 < d και D2 < d.
4. Ως άνω για Χ = 3, D1 < d, D2 < d, D3 < d.
5. κλπ.
Σημειώνεται ότι τα παραπάνω ενδεχόμενα είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα (ξένα μεταξύ τους). Επίσης
σε κάθε περίπτωση (π.χ. Χ = 3, D1 < d, D2 < d, D3 < d), οι συνθήκες αυτές είναι ανεξάρτητες μεταξύ
τους. Επίσης: p (D1 < d ) = p (D2 < d ) = ... = p (Dn < d ) = p (D < d ) = 1 − e −d m . Τέλος:
⎛ L ⎞ ⎛ 1⎛ L ⎞⎞
p (D < d ) = p⎜⎜ D < L − h ⎟⎟ = 1 − exp⎜⎜ − ⎜⎜ L − h ⎟⎟ ⎟⎟
⎝ Ho ⎠ ⎝ m ⎝ H o ⎠⎠
Σύμφωνα με τα παραπάνω:
p (H < h ) = p ( X = 0 ) + p ( X = 1) ⋅ p (D < d ) +
p ( X = 2 ) ⋅ p (D < d ) ⋅ p ( D < d ) +
p ( X = 3) ⋅ {p (D < d )} + ...
3
p ( X = n ) = e −λ t
(λ t )n
n!
όπου λ = 0.25 οπές/στρέμμα και t = 30 στρέμματα, δηλαδή: λ t = 7.5. Συνδυάζοντας τις ανωτέρω σχέσεις
προκύπτει:
∞
p (H < h ) = e −λ t ∑
(λ t )n ⋅ {p(D < d )}n = e −λ t ⋅ e(λ t ){p ( D<d )}
n =0 n!
και τελικώς, η πιθανότητα μή-αστοχίας του πυθμένα για βάθος αποβλήτων (h) είναι ίση με:
⎧⎪ ⎡ 1⎛ L ⎞⎤ ⎫⎪
p (H < h ) = exp ⎨− (λ t ) exp ⎢ − ⎜⎜ L − h ⎟⎥ ⎬
⎪⎩ ⎣ m⎝ H o ⎟⎠⎦ ⎪⎭
Εφαρμογή για λ t = 7.5, m = 20 cm, L = 120 cm, Ηο = 12 m δίνει:
Κατά συνέπεια, αναλόγως της αποδεκτής πιθανότητας αστοχίας του πυθμένα, θα πρέπει να μειωθεί
το βάθος των αποβλήτων στον ταμιευτήρα. Αν για παράδειγμα η αποδεκτή πιθανότητα αστοχίας του
πυθμένα (και συνεπώς ρύπανσης του υποκείμενου υδροφορέα) είναι 10%, τότε το βάθος των
αποβλήτων στον ταμιευτήρα θα πρέπει να μειώνεται βαθμιαία από 12 m στην αρχή έως 3.50 m μετά
την πάροδο εικοσαετίας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α
A. Στοιχεία εδαφολογίας
1. μητρικό υλικό (parent material) δηλαδή το γεωλογικό υπόθεμα, που συχνά είναι
βραχώδες
2. κλίμα (climate), που καθορίζεται σαν ο διαχρονικός μέσος όρος των
μετεωρολογικών συνθηκών που επικρατούν
3. τοπογραφικό ανάγλυφο (relief ή topography) δηλαδή η επιφανειακή μορφολογία
4. βλάστηση (vegetation)
5. χρόνος (time)
Τα διαφορετικά είδη εδαφών αναπτύσσονται καθώς σε μια περιοχή δεδομένης
επιφανειακής μορφολογίας και πάνω σε ένα συγκεκριμένο μητρικό υπόστρωμα,
επενεργούν βλάστηση και κλίμα για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Από τους παράγοντες αυτούς, οι σημαντικότεροι είναι το μητρικό υλικό και το κλίμα.
Οι ανωτέρω παράγοντες δεν είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους, για παράδειγμα η
βλάστηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το κλίμα. Τέλος, οι ανωτέρω παράγοντες
A-8 Στοιχεία εδαφολογίας
δεν δρουν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, αλλά σε συνεργία· κάποτε οι
παράγοντες αυτοί επηρεάζουν προς την ίδια κατεύθυνση ενώ άλλες φορές δρουν
προς αντίθετες κατευθύνσεις. Η ταυτόχρονη δράση των 5 αυτών παραγόντων μπορεί
να προκαλέσει την ύπαρξη πολλών διαφορετικών τύπων εδάφους σε μια
περιορισμένη έκταση, π.χ. όπου υπάρχουν 3 διαφορετικά πετρώματα, 5 διαφορετικές
μορφολογίες, 2 είδη βλάστησης, 1 κλίμα και 2 χρονικές κλίμακες αναμένεται να
υπάρχουν 30 διαφορετικά εδάφη.