Professional Documents
Culture Documents
Ο Ζητιάνος
Ο Ζητιάνος
Β. Ο «Ζητιάνος» – Απόσπασμα
του»
Το ύφος του συγγραφέα στο απόσπασμα είναι ζωηρό και γλαφυρό. Οι περιγραφές
είναι σαφείς κα λεπτομερείς ενώ η επιλογή των λέξεων ταιριάζει στο πνεύμα της
συγγραφής.
Αφήγηση
Η αφήγηση στο απόσπασμα του «Ζητιάνου» είναι γραμμική, τα γεγονότα
αναφέρονται κυρίως με τη σειρά που διαδραματίζονται με δύο εξαιρέσεις
εγκυβωτισμού. Η πρώτη είναι το τραγούδι του γέρου λυράρη που αναφέρεται στη
δημιουργία του κόσμου και ιδιαίτερα του άγονου τόπου των ζητιάνων, ενώ στη
δεύτερη ο Τζιριτόγιωργας εξιστορεί την ιστορία των μπαστουνιών που δεν είναι άλλη
από αυτή της οικογένειάς του.
Σχήματα λόγου
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί σε όλη τη διάρκεια του αποσπάσματος πολλά και
ποικίλα σχήματα λόγου όπως μεταφορές, παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις,
αντιθέσεις, επαναλήψεις, υπερβολές, εύστοχα επίθετα αλλά και παραστατικές εικόνες.
Ενδεικτικά αναφέρονται:
α. Μεταφορές
β. Παρομοιώσεις
28 – 29: «… κι εβημάτιζε με τρέμουλα όλων των μελών, λες και είχε τους αρμούς
ξεχαρβαλωμένους.»
159 – 151: Σαν πουλάρι ασέλωτο που γοργοτρέχει στον κάμπο, έτρεχεν ο νου του
γεροζήτουλα στα περασμένα …
γ. Η ειρωνεία
9 – 10: «όχι του χρόνου το γοργοτρέξιμο, όχι της αρρώστιας η κρυφή ενέργεια,
όχι του καιρού η ξαφνική επιρροή αλλά το πείσμα, …»
ε. Το χιαστό
25 – 26
τρία δεξιά
αριστερά τέσσερα
στ. Υπερβολές
Το μπαστούνι είναι για το ζητιάνο όχι μόνο ένα χρηστικό αντικείμενο, αλλά ο
σύντροφος σε όλες του τις ενέργειες. Προκειμένου αυτό να γίνει αντιληπτό και να
κατανοήσει ο αναγνώστης τη σημασία του αντικειμένου αυτού για τους ήρωες του
αποσπάσματος, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το σχήμα της υπερβολής:
133 – 134: «Καθεν’ από εκείνα [τα μπαστούνια] είχεν επάνω του ιστορίαν ίση και
καλύτερη από το δόρυ του Αχιλλέα.»
139 – 140: «… δυνατότερο [το μπαστούνι] από την εφτατόμαρη ασπίδα του
Αίαντα»
ζ. Προσωποποιήσεις
142 – 146: «Τυφλόν τον οδήγησε στα μαρμαρένια σκαλοπάτια, κουτσόν τον
επέρασε με’σ από τις αγορές, … Άκουσεν όλα του τα ψέματα, όλα τα συγχωρολόγια.
…».
η. Αντιθέσεις
2 – 3: «… ήταν από τόπο που συμμαζώνει στα στενά του σύνορα όλην την
ασυμμάζευτην ιστορία της ελληνικής ζητιανιάς.»
θ. Κύκλος
– 164: «Πόσο υπέφεραν οι δύστυχοι, για να φέρουν εκεί που έφεραν την
οικογένειά τους! … Αληθινά, τι υπόφεραν οι δύστυχοι, τι υπόφεραν!»
Σύνδεση με την αρχαιότητα
Διαβάζοντας προσεκτικά το απόσπασμα του «Ζητιάνου» παρατηρούμε ότι υπάρχει
μια άμεση σύνδεση με το παρελθόν και ιδιαίτερα με την αρχαία ελληνική
γραμματεία. Αυτό συμβαίνει επειδή ο Καρκαβίτσας σαν υποστηρικτής της Μεγάλης
Ιδέας ήθελε να συνδέσει την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία με αυτήν της
αρχαιότητας, ώστε να γίνει κατανοητή η θέση, ότι οι σύγχρονοι Έλληνες αποτελούν
συνέχιση των αρχαίων. Έτσι αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο του λυράρη γέροντα που
με μονότονη φωνή τραγουδάει την ιστορία του κόσμου, τον αρχαίο ραψωδό, που με
το ραβδί του αναφερόταν σε ηρωικά κατορθώματα και τον αοιδό που παρευρισκόταν
σε αυλές παλατιών και διασκέδαζε τους θαμώνες με το τραγούδι και τη λύρα του.
Γίνεται επίσης αναφορά στους ομηρικούς ήρωες, τον Αχιλλέα και τον Αίαντα, όταν τα
όπλα τους συγκρίνονται με το ραβδί του ζητιάνου. Όπως το δόρυ χάρισε δόξα στον
Αχιλλέα και η εφτάστρωτη ασπίδα στον Αίαντα, έτσι και το μπαστούνι του ζητιάνου,
ο καλύτερος σύντροφος και συνοδοιπόρος του, μπορεί να τον δοξάσει και να τον
ανεβάσει στα μάτια των συγχωριανών του.
Σχόλια
Στο συγκεκριμένο κείμενο ο Ανδρέας Καρκαβίτσας παρουσιάζει τη ζητιανιά σαν ένα
πατροπαράδοτο και αξιοπρεπές επάγγελμα, βάζοντας σεβάσμιους γέροντες να
εκπαιδεύουν τα αγόρια του χωριού. Πρόκειται για ένα δύσκολο επάγγελμα που
αφήνει τα ίχνη του στα σώματα των γερόντων, το οποίο όμως εξασφαλίζει σε όλους
τροφή και στέγη χωρίς σωματική κόπωση. Παρ’ όλα αυτά, η εκπαίδευση στην
επαιτεία φαίνεται ιδιαίτερα δύσκολη και πραγματοποιείται με ιδιαίτερη επιμονή. Ο
γερο-λυράρης προσπαθεί με το τραγούδι του αφ’ ενός να διασκεδάσει τους μικρούς
μαθητές, αφ’ ετέρου όμως να τους μάθει την ιστορία του τόπου και να τους κάνει να
πιστέψουν, ότι το επάγγελμά τους είναι ευλογία.
Μετά το τέλος της εκπαίδευσης οι μαθητές καλούνται να επιδείξουν όλα αυτά που
έμαθαν. Αυτό γίνεται μέσα από τον Κουτσοκουλόστραβο χορό, ένας χορός που
αναφέρεται στις κινήσεις που κάνουν οι επαίτες, όταν μιμούνται τους κουτσούς, τους
τυφλούς ή τους ανάπηρους. Ο ήρωας της ιστορίας, ο δεκάχρονος Τζιριτόκωστας,
φαίνεται να έχει ιδιαίτερη κλίση τόσο σ’ αυτό το χορό όσο και στην επινοητικότητα
καινούργιων στίχων και μέτρων του τραγουδιού της φυλής. Εδώ πρέπει να τονιστεί,
ότι οι σεβάσμιοι γέροντες χαίρονται την ευρηματικότητα του νεαρού και δεν
επιδεικνύουν καθόλου πικρία. Αντιθέτως ο πατέρας του τον καμαρώνει όπως ένας
πατέρας καμαρώνει για τις σχολικές επιδόσεις του παιδιού του και το επιβραβεύει
δείχνοντάς του τα μπαστούνια, τα τρόπαια των προπάππων του, ζητώντας από το γιο
του να τιμήσει τη φυλή τους. Με τον τρόπο αυτό τον ωθεί να διατηρήσει την
παράδοση και να γίνει άξιος εκπρόσωπος της οικογένειας.