Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 9

Ο Ζητιάνος

Α. Περίληψη του έργου

«Ο Ζητιάνος» του Ανδρέα Καρκαβίτσα θεωρείται από τα πιο σημαντικά ηθογραφικά


έργα της ελληνικής γραμματείας του 19ου αιώνα. Γράφτηκε το 1896, αποτελείται από
6 κεφάλαια και αναφέρεται στις συνθήκες εξαθλίωσης που επικρατούν στη
Θεσσαλική επαρχία της εποχής εκείνης. Κατατάσσεται στα έργα του Νατουραλισμού,
μια ακραίας έκφρασης του ρεύματος του Ρεαλισμού ο οποίος αποτυπώνει την
πραγματικότητα υπερτονίζοντας την αρνητική όψη της ανθρώπινης ζωής. Ήρωας του
έργου είναι ο αδίστακτος ζητιάνος Τζιρίτης ή Τζιριτόκωστας, ο οποίος καταφθάνει
στο Νυχτερέμι της Θεσσαλίας με σκοπό να αποκτήσει πλούτη εξαπατώντας τους
εύπιστους και φιλόπτωχους κατοίκους. Με τη χρήση μαγικών βοτάνων κατορθώνει
να ξεγελάσει τις προληπτικές γυναίκες του χωριού και με πονηριά να εκδικηθεί
αυτούς που κατά την άποψή του τον αδίκησαν. Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας περιγράφει
με παραστατικότητα και ρεαλισμό τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων της
Θεσσαλίας[4] και την εκμετάλλευσή τους από τους μεγαλοτσιφλικάδες, ενώ
ταυτόχρονα σατιρίζει την εξάρτησή τους από προλήψεις και δεισιδαιμονίες.

Β. Ο «Ζητιάνος» – Απόσπασμα

Περίληψη του αποσπάσματος


Το απόσπασμα του έργου του Ανδρέα Καρκαβίτσα «Ο Ζητιάνος» είναι από το
δεύτερο κεφάλαιο του διηγήματος με τίτλο «Τα μυστήρια της ζητιανιάς».
Διαδραματίζεται στα Κράκουρα, ένα χωριό της Ρούμελης, και αναφέρεται στη μύηση
της επαιτείας και της εξαπάτησης των νέων του χωριού, ενέργειες που αποτελούν την
αποκλειστική απασχόληση των κατοίκων.

Ενώ οι άνδρες του χωριού απουσιάζουν σε ταξίδια και οι γυναίκες ασχολούνται με


γεωργικές εργασίες, οι σεβάσμιοι γέροντες μαζεύουν τα παιδιά και τους διδάσκουν
την τέχνη της επαιτείας. Τους μαθαίνουν, πώς να παριστάνουν τους σακάτηδες
προκειμένου να τους λυπηθούν οι κάτοικοι άλλων περιοχών και να τους δώσουν τα
προς το ζην. Ενώ τα παιδιά εκπαιδεύονται, ένας από τους γέροντες τραγουδάει ένα
τραγούδι για την ιστορία του κόσμου και του τόπου τους. Εδώ τονίζεται η αδικία που
διέπραξε ο Θεός ρίχνοντας στον τόπο των ζητιάνων μόνο βράχια, υποχρεώνοντας
έτσι τους κατοίκους να στραφούν προς το αξιοσέβαστο επάγγελμα της ζητιανιάς.
Μέσα από τους στίχους του τραγουδιού ο γέροντας δείχνει ταυτόχρονα στους
μικρούς μαθητευόμενους, πώς να πλησιάζουν τους ανυποψίαστους χωρικούς και να
ζητούν τη βοήθειά τους. Στο περίεργο αυτό σχολείο ο νεαρός Τζιριτόκωστας
αποδεικνύεται δεινός μαθητής ξεπερνώντας σε ευρηματικότητα τόσο τους δασκάλους
όσο και τους νεκρούς ζητιάνους που τιμούνται σαν ήρωες στο χωριό. Σαν ανταμοιβή
ο πατέρας του του δείχνει όλα τα μπαστούνια που φυλάει σαν ιερά κειμήλια και τα
οποία δείχνουν την μακρά παράδοση της οικογένειάς του στην επίδοση της επαιτείας,
εξαίροντας ταυτόχρονα και τα βάσανα που πέρασαν προκειμένου η οικογένεια να
φτάσει να γεύεται τους κόπους που εκείνοι έσπειραν.

Δομή του κειμένου – Ενότητες και πλαγιότιτλοι


Το απόσπασμα του διηγήματος «Ο Ζητιάνος» αποτελείται από πέντε ενότητες, οι
οποίες χωρίζονται ως εξής:

Πρώτη ενότητα: (1 – 34): «Ο Κώστας Τζιρίτης … στον κόσμο»

Πλαγιότιτλος: Η εκπαίδευση των παιδιών στις τεχνικές της ζητιανιάς.

Δεύτερη ενότητα: (35 – 94) : «Ενώ τα παιδιά … τρία»

Πλαγιότιτλος: Το τραγούδι της ιστορίας του κόσμου από το γέρο τραγουδιστή.

Τρίτη ενότητα: (95 – 113) : «Σ’ αυτό το μοναδικό … της οικογενείας

του»

Πλαγιότιτλος: Οι εξαιρετικές ικανότητες του μικρού


Τζιριτόκωστα στις τεχνικές της επαιτείας.

Τέταρτη ενότητα: (114 – 147) : «Δεν ήταν αληθινά … ευχή»

Πλαγιότιτλος: Η ιστορία και η αξία των προγονικών μπαστουνιών.


Πέμπτη ενότητα: (148 – 164): «Ο Τζιριτόγιωργας ……… υπόφεραν»

Πλαγιότιτλος: Οι δυσκολίες της ζωής των προγόνων.

Γλώσσα και ύφος


Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Καρκαβίτσας στο απόσπασμα αυτό είναι η δημοτική,
της οποίας άλλωστε υπήρξε και θερμός υποστηρικτής. Είναι η γλώσσα του λαού,
κατανοητή από όλους. Διακρίνονται βέβαια και αρκετά ιδιωματικά στοιχεία της
θεσσαλικής διαλέκτου, όπως «εβολάκιαζαν» (ξεσπείρωναν), «φθισικά» (ατροφικά),
«σταβάρι» (μεγάλο ξύλο του αρότρου) αλλά και κατάλοιπα της καθαρεύουσας όπως
π.χ. «τον τρόμον», «σαν το έβολον», «το νέον άστρο», «αξιομίμητο παράδειγμα της
γενεάς του», «ηξεύρει» κ.α. Στο κείμενο ξεχωρίζει ο λεξιλογικός πλούτος του
συγγραφέα με κυριαρχία σύνθετων λέξεων, κυρίως επιθέτων, όπως π.χ. ο
«κουτσοκουλόστραβος» χορός, τα «ασπρόμαλλα» μέτωπα, το «δροσοπεριχυμένο»
πρόσωπο, ο «πολυκαιρινός» εξευτελισμός, ο «πλουτοφορτωμένος» ζητιάνος αλλά
και ουσιαστικών, όπως π.χ. του χρόνου το «γοργοτρέξιμο», το «κορμόδενδρο», τα
παράδοξα «χονδροσκαλίσματα» κ.α.

Το ύφος του συγγραφέα στο απόσπασμα είναι ζωηρό και γλαφυρό. Οι περιγραφές
είναι σαφείς κα λεπτομερείς ενώ η επιλογή των λέξεων ταιριάζει στο πνεύμα της
συγγραφής.

Αφήγηση
Η αφήγηση στο απόσπασμα του «Ζητιάνου» είναι γραμμική, τα γεγονότα
αναφέρονται κυρίως με τη σειρά που διαδραματίζονται με δύο εξαιρέσεις
εγκυβωτισμού. Η πρώτη είναι το τραγούδι του γέρου λυράρη που αναφέρεται στη
δημιουργία του κόσμου και ιδιαίτερα του άγονου τόπου των ζητιάνων, ενώ στη
δεύτερη ο Τζιριτόγιωργας εξιστορεί την ιστορία των μπαστουνιών που δεν είναι άλλη
από αυτή της οικογένειάς του.

Ο αφηγητής είναι ετεροδιηγητικός, δηλαδή δε συμμετέχει στα γεγονότα ενώ η


διήγηση είναι τριτοπρόσωπη. Αν και στο ολοκληρωμένο έργο εμφανίζονται και
διάλογοι, στο συγκεκριμένο απόσπασμα η τριτοπρόσωπη αφήγηση διακόπτεται μόνο
από το τραγούδι του λυράρη. Αυτό εναλλάσσεται μεταξύ πρώτου και δευτέρου
προσώπου, δεδομένου ότι αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι μικροί μαθητές
καλούνται να ζητιανέψουν από άλλους χωρικούς. Ο χώρος της αφήγησης είναι το
θεσσαλικό χωριό Κράκουρα, αλλά ο ακριβής χρόνος δεν προσδιορίζεται. Μπορεί
μόνο από το «ξεσπύρισμα» του αραβώσιτου στο οποίο επιδίδονται οι γυναίκες να
υποθέσει κανείς, ότι η ιστορία εξελίσσεται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Στόχος του συγγραφέα


Ο στόχος του συγγραφέα στο συγκεκριμένο απόσπασμα είναι να παρουσιάσει τόσο
τη μύηση των παιδιών ενός θεσσαλικού χωριού στην παραδοσιακή τέχνη της
ζητιανιάς όσο και τις αξιοζήλευτες επιδώσεις ενός νεαρού, του Τζιριτόκωστα, να
εξαπατά τους φιλεύσπλαχνους χωρικούς!

Σχήματα λόγου
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί σε όλη τη διάρκεια του αποσπάσματος πολλά και
ποικίλα σχήματα λόγου όπως μεταφορές, παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις,
αντιθέσεις, επαναλήψεις, υπερβολές, εύστοχα επίθετα αλλά και παραστατικές εικόνες.
Ενδεικτικά αναφέρονται:

α. Μεταφορές

Στο κείμενο εμφανίζονται πολλά σχήματα λόγου όπου οι λέξεις χρησιμοποιούνται


αναλογικά, προκειμένου να δώσουν έμφαση σε καταστάσεις ή αντικείμενα:

5: «… εβολάκιαζαν(καθάριζαν) τα φθισικά (ατροφικά) αραποσίτια τους, …»

8: «… που παραμορφωμένα επέτρωσεν η αδιάκοπη


πλαστοπροσωπία …»

41 – 42: «… έλεγε τραγούδι ταπεινό, …, ψειριασμένο.»


65: «… δε θα μαραθούν τα χρυσά του νιάτα ξεκολλώντας ριζιμιά (βαθιά
ριζωμένα) λιθάρια …»

β. Παρομοιώσεις

Το απόσπασμα βρίθει από παρομοιώσεις, οι οποίες δίνουν στο λόγο ιδιαίτερη


ζωντάνια εξαίροντας ταυτόχρονα τις ιδιότητες της κατάστασης ή του αντικειμένου,
που αναφέρονται:

14 – 16: «… και ανεβοκατέβαζε το κορμί του σε κάθε βήμα, σαν το έμβολον


ανάμεσα στα μετάλλινα πλευρά της τρόμπας.»

28 – 29: «… κι εβημάτιζε με τρέμουλα όλων των μελών, λες και είχε τους αρμούς
ξεχαρβαλωμένους.»

32 – 33: «… κι εταλάντευε το σώμα του ανάμεσα στις πατερίτσες, σαν βρωμερό


κουρέλι στο ανεμοφύσημα.»

56 – 57: «Απεναντίας, σαν εμπνευσμένος ψάλτης του παλιού καιρού, …»

149 – 150: Τα στήθη του εβάρυναν, σαν μυλόπετρα.

159 – 151: Σαν πουλάρι ασέλωτο που γοργοτρέχει στον κάμπο, έτρεχεν ο νου του
γεροζήτουλα στα περασμένα …

γ. Η ειρωνεία

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί στο απόσπασμα αυτό φράσεις που το σημασιολογικό


τους περιεχόμενο είναι αντίθετο από αυτό που έχει ο ίδιος στο νου του, με σκοπό να
δοθεί χλευαστικός τόνος στο λόγο. Έτσι για παράδειγμα ο προσποιητά τυφλός
χαρακτηρίζεται ταλαίπωρος (18), ενώ το μπαστούνι βοήθησε το ζητιάνο να
«ξεκρεμάσει από τα σχοινιά τ’ ασπρόρουχα και από τα παραθύρια κουρτίνες και από
τους φούρνους κουλούρια …» (137 – 139).
δ. Ασύνδετο σχήμα

Στο κείμενο εμφανίζονται σχήματα λόγου από τα οποία απουσιάζουν οι σύνδεσμοι:

9 – 10: «όχι του χρόνου το γοργοτρέξιμο, όχι της αρρώστιας η κρυφή ενέργεια,
όχι του καιρού η ξαφνική επιρροή αλλά το πείσμα, …»

ε. Το χιαστό

25 – 26

τρία δεξιά

αριστερά τέσσερα

εδοκίμαζε να γυρίσει δεξιά

και αριστερά εγύριζεν

στ. Υπερβολές

Το μπαστούνι είναι για το ζητιάνο όχι μόνο ένα χρηστικό αντικείμενο, αλλά ο
σύντροφος σε όλες του τις ενέργειες. Προκειμένου αυτό να γίνει αντιληπτό και να
κατανοήσει ο αναγνώστης τη σημασία του αντικειμένου αυτού για τους ήρωες του
αποσπάσματος, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το σχήμα της υπερβολής:

133 – 134: «Καθεν’ από εκείνα [τα μπαστούνια] είχεν επάνω του ιστορίαν ίση και
καλύτερη από το δόρυ του Αχιλλέα.»
139 – 140: «… δυνατότερο [το μπαστούνι] από την εφτατόμαρη ασπίδα του
Αίαντα»

ζ. Προσωποποιήσεις

Ο συγγραφέας περιγράφει επανειλημμένα τη χρησιμότητα του άψυχου μπαστουνιού


δίνοντάς του ανθρώπινη διάσταση:

104 – 106: «Και τα μπαστούνια τα κρεμασμένα στους τοίχους των σπιτιών


εταράχθηκαν κι εκείνα με ιερή φρικίαση, αβέβαια πιο τάχα θα τιμηθεί να
συντροφέψει στο πρώτο του ταξίδι τον νέον αρχιθεομπαίχτη.»

142 – 146: «Τυφλόν τον οδήγησε στα μαρμαρένια σκαλοπάτια, κουτσόν τον
επέρασε με’σ από τις αγορές, … Άκουσεν όλα του τα ψέματα, όλα τα συγχωρολόγια.
…».

η. Αντιθέσεις

Στο κείμενο εμφανίζονται κάποιες αντιθέσεις:

2 – 3: «… ήταν από τόπο που συμμαζώνει στα στενά του σύνορα όλην την
ασυμμάζευτην ιστορία της ελληνικής ζητιανιάς.»

58 – 59: «…, κι ενώ εκαταριόταν τη Γη, εμακάριζε τα παιδιά της.»

θ. Κύκλος

Η τελευταία παράγραφος του αποσπάσματος κλείνει με έναν κύκλο:

– 164: «Πόσο υπέφεραν οι δύστυχοι, για να φέρουν εκεί που έφεραν την
οικογένειά τους! … Αληθινά, τι υπόφεραν οι δύστυχοι, τι υπόφεραν!»
Σύνδεση με την αρχαιότητα
Διαβάζοντας προσεκτικά το απόσπασμα του «Ζητιάνου» παρατηρούμε ότι υπάρχει
μια άμεση σύνδεση με το παρελθόν και ιδιαίτερα με την αρχαία ελληνική
γραμματεία. Αυτό συμβαίνει επειδή ο Καρκαβίτσας σαν υποστηρικτής της Μεγάλης
Ιδέας ήθελε να συνδέσει την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία με αυτήν της
αρχαιότητας, ώστε να γίνει κατανοητή η θέση, ότι οι σύγχρονοι Έλληνες αποτελούν
συνέχιση των αρχαίων. Έτσι αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο του λυράρη γέροντα που
με μονότονη φωνή τραγουδάει την ιστορία του κόσμου, τον αρχαίο ραψωδό, που με
το ραβδί του αναφερόταν σε ηρωικά κατορθώματα και τον αοιδό που παρευρισκόταν
σε αυλές παλατιών και διασκέδαζε τους θαμώνες με το τραγούδι και τη λύρα του.

Γίνεται επίσης αναφορά στους ομηρικούς ήρωες, τον Αχιλλέα και τον Αίαντα, όταν τα
όπλα τους συγκρίνονται με το ραβδί του ζητιάνου. Όπως το δόρυ χάρισε δόξα στον
Αχιλλέα και η εφτάστρωτη ασπίδα στον Αίαντα, έτσι και το μπαστούνι του ζητιάνου,
ο καλύτερος σύντροφος και συνοδοιπόρος του, μπορεί να τον δοξάσει και να τον
ανεβάσει στα μάτια των συγχωριανών του.

Σχόλια
Στο συγκεκριμένο κείμενο ο Ανδρέας Καρκαβίτσας παρουσιάζει τη ζητιανιά σαν ένα
πατροπαράδοτο και αξιοπρεπές επάγγελμα, βάζοντας σεβάσμιους γέροντες να
εκπαιδεύουν τα αγόρια του χωριού. Πρόκειται για ένα δύσκολο επάγγελμα που
αφήνει τα ίχνη του στα σώματα των γερόντων, το οποίο όμως εξασφαλίζει σε όλους
τροφή και στέγη χωρίς σωματική κόπωση. Παρ’ όλα αυτά, η εκπαίδευση στην
επαιτεία φαίνεται ιδιαίτερα δύσκολη και πραγματοποιείται με ιδιαίτερη επιμονή. Ο
γερο-λυράρης προσπαθεί με το τραγούδι του αφ’ ενός να διασκεδάσει τους μικρούς
μαθητές, αφ’ ετέρου όμως να τους μάθει την ιστορία του τόπου και να τους κάνει να
πιστέψουν, ότι το επάγγελμά τους είναι ευλογία.

Μετά το τέλος της εκπαίδευσης οι μαθητές καλούνται να επιδείξουν όλα αυτά που
έμαθαν. Αυτό γίνεται μέσα από τον Κουτσοκουλόστραβο χορό, ένας χορός που
αναφέρεται στις κινήσεις που κάνουν οι επαίτες, όταν μιμούνται τους κουτσούς, τους
τυφλούς ή τους ανάπηρους. Ο ήρωας της ιστορίας, ο δεκάχρονος Τζιριτόκωστας,
φαίνεται να έχει ιδιαίτερη κλίση τόσο σ’ αυτό το χορό όσο και στην επινοητικότητα
καινούργιων στίχων και μέτρων του τραγουδιού της φυλής. Εδώ πρέπει να τονιστεί,
ότι οι σεβάσμιοι γέροντες χαίρονται την ευρηματικότητα του νεαρού και δεν
επιδεικνύουν καθόλου πικρία. Αντιθέτως ο πατέρας του τον καμαρώνει όπως ένας
πατέρας καμαρώνει για τις σχολικές επιδόσεις του παιδιού του και το επιβραβεύει
δείχνοντάς του τα μπαστούνια, τα τρόπαια των προπάππων του, ζητώντας από το γιο
του να τιμήσει τη φυλή τους. Με τον τρόπο αυτό τον ωθεί να διατηρήσει την
παράδοση και να γίνει άξιος εκπρόσωπος της οικογένειας.

«Ο Ζητιάνος» δεν είναι η ωραιοποιημένη βουκολική πλευρά της ελληνικής υπαίθρου.


Αντίθετα, είναι η άθλια καθημερινότητα ενός λαού που επιβιώνει εξαπατώντας τα
φιλεύσπλαχνα συναισθήματα συμπατριωτών του.

You might also like