Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 67

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Ποιος δεν γνωρίζει τον θνητό ομόκλινο του Δία,


τον Αργείο Αμφιτρύωνα, τον γιο
του Αλκαίου, του Περσέα τον εγγονό
και πατέρα του Ηρακλή∙
ναι, του ίδιου του Ηρακλή;

Ήρθα στη Θήβα κάποτε, στη γη


που βλάστησε το στάχυ των Σπαρτών
και τ’ άγανα που γλύτωσαν απ’ το δρεπάνι του Άρη
κατόρθωσαν την πολιτεία του Κάδμου,
γονείς γονιών γεννώντας, ώσπου να γεννηθεί
ο Κρέων, ο βασιλιάς, ο γιος του Μενοικέα
και να γεννήσει τη Μεγάρα· τη Μεγάρα!

Θυμάμαι, τώρα... Τι χαρές, τι όργανα και μουσικές!


Ξεφάντωσε του Κάδμου ο λαός,
νύφη όταν την έφερε στο σπίτι μου,
το ένδοξο παιδί μου. Ύστερα, ο Ηρακλής μου
θέλησε να γυρίσουμε στου Άργους την κυκλώπεια πολιτεία,
να κατοικήσουμε ξανά πίσω απ’ τα τείχη
που δεν τολμούσα ν’ αντικρύσω απ’ τον καιρό
που σκότωσα τον Ηλεκτρύονα. Κι έφυγε,
μ’ άφησε εδώ που ρίζωσα, στη Θήβα∙
και άφησε μαζί μου την αρχόντισσα γυναίκα
και τους άρχοντες γονείς της.
Ήθελε, βέβαια, να διώξει απ’ την πατρίδα,
τις συμφορές που γέννησα εκεί,
να επιστρέψουμε στον τόπο μας. Γι’ αυτό
πρόσφερε μέγα αντάλλαγμα στον Ευρυσθέα:
τη μάνα γη να εξανθρωπίσει∙
είτε επειδή τον έσπρωξε της Ήρας το κεντρί
είτε επειδή ακολούθησε τη μοίρα του.
Κι όλα τα μόχθησε και τα κατόρθωσε, μονάχα
ένα του απόμεινε. Και ρίχτηκε απ’ το Ταίναρο, στου Άδη
το στόμα, για να φέρει
στο φως του κόσμου το τρισώματο σκυλί,
και να τελειώνει...
Ακόμα να τελειώσει!
Μετά... Υπήρξε, κάποτε ‐παλιά, πολύ παλιά‐ λέει μια ιστορία,
που γέρασε στα χείλη των Καδμείων, κάποιος Λύκος,
άντρας της Δίρκης∙ και διαφέντευε την πόλη,
πριν καταφτάσουν ο Αμφίονας κι ο Ζήθος, οι εγγονοί
του Δία, και υποτάξουν τα τείχη τα επτάπυργα
στων άσπρων τους αλόγων τις οπλές.
Έρχεται, τώρα, ένας με τ’ όνομα εκείνου του παλιού
‐ όχι Καδμείος∙ απ’ την Εύβοια τσακίστηκε εδώ‐
βρίσκει την πόλη εξεγερμένη, πέφτει πάνω της, σκοτώνει
τον Κάδμο, κι ανεβαίνει στην εξουσία, και γίνεται ο δεσμός μας
με τον νεκρό θανάτου κόμπος∙
γιατί όσο βρίσκεται ο γιος μου μες στα μαύρα
σπλάχνα της γης, αυτός εδώ ο νέος βασιλιάς,
ο Λύκος, θέλει το αίμα να προλάβει με σφαγή,
ν’ αφανίσει από το πρόσωπο της γης τα παιδιά του Ηρακλή
και τη μητέρα τους, κι εμένα ‐ αν μπορεί να ειπωθεί
άντρας το άχρηστο σκαρί των γηρατειών μου.
Ναι∙ να ξεφύγει θέλει από τους άντρες,
που μια μέρα θα θελήσουν να ματώσουν
δικαιοσύνη για το αίμα των γονιών τους.
Κι αφού, όταν έφευγε ο γιος μου για τη νύχτα
του κάτω κόσμου, με άφησε προστάτη
των παιδιών και της μητέρας τους, τι άλλο
να έκανα για να τους προστατεύσω;
Τους πήρα και προσφύγαμε στου Δία Σωτήρα το βωμό,
που ύψωσε για τον όλεθρο που έσπειρε στους Μινύες
ο ένδοξος καρπός μου.
Και να πώς καταντήσαμε: τα πάντα στερημένοι,
τροφή και ρούχα και νερό, πάνω στη γη
να κοιμίζουμε γυμνά τα όνειρά μας, φρουρώντας
την εξορία της ικεσίας μας φρουρώντας,
αφού κλειστές είναι οι πόρτες του σπιτιού μας στην ελπίδα.
Όσο γι’ αυτούς που λέγονται φίλοι, πολύ αμφιβάλω
αν θέλουν φίλοι να σταθούν∙
κι αν κάποιοι θέλουν να βοηθήσουν, δεν μπορούν.
Όμως, οι άνθρωποι έτσι ξέρουν πάντα να δυστυχούν.
Κι εύχομαι ολόψυχα να μην βρεθούν
ακόμα κι οι πιο ψεύτικοι
φίλοι μου αντιμέτωποι με την αλήθεια της φιλίας.

ΜΕΓΑΡΑ

Αχ, γέροντα μου, γέροντα, πού πήγε ο ηγέτης των ανδρών


που όργωσαν τον τόπο των Ταφίων
κι έσπειραν θρίαμβο Καδμείο κι ένδοξο δόρυ;
Σκοτάδι, γέροντα, ερημιά
οι δρόμοι των θεών για τους ανθρώπους.
Ποιος είσαι εσύ; Και ποια είμαι εγώ;
Πού πήγε εκείνο το τυχερό κορίτσι ενός πατέρα
με δύναμη και πλούτο και φήμη κι απογόνους κι εξουσία∙
εξουσία, που ξυπνούσε στων δοράτων τις αιχμές
τον έρωτα του σφριγηλού κορμιού που ξεψυχά.
Πού πήγε η γυναίκα που είχε στείλει
στο σπίτι σου, αυτή που έγειρε νύφη
στο κρεβάτι του παιδιού σου,
η κόρη σου, η συντρόφισσα του γιου σου,
του ίδιου Ηρακλή;
Πάνε, χάθηκαν, πέταξαν ‐τι λέω;‐
τα έσυρε πίσω του ο θάνατος, και τώρα
ήρθε η σειρά μου κι η σειρά σου κι η σειρά...
Ποιος θα ’λεγε πως τα παιδιά
του Ηρακλή ‐Ναι∙ του Ηρακλή‐
τ’ αμάθητα πουλάκια που κουρνιάζουν
κάτω από τις φτερούγες μου,
θα πετούσαν τρομαγμένα ένα γύρο, θα ρωτούσαν:
«Πες μας, πες μας, πού χάθηκε, μητέρα ο πατέρας,
τι πήγε εκεί να κάνει, πότε θα ’ρθει;»
Παιδάκια είναι, τα παιδιά μου, αθώα παιδάκια
και θέλουν το γονιό τους.
Και τα ησυχάζω όσο μπορώ με ψέματα και παραμύθια.
Και πάνω εκεί, τρίζει μια πόρτα και πετιούνται
τάχα να τρέξουν ν’ αγκαλιάσουν του πατέρα τους τα πόδια.
Μάταια, μάταια, και πάλι ξαναρχίζουν.
Λοιπόν, τι προσδοκείς, τι σχεδιάζεις, γέροντα;
Άλλην ελπίδα σωτηρίας δεν έχω από σένα.
Από τον τόπο δεν γίνεται να φύγουμε κρυφά.
Είναι οι φύλακες πολλοί κι οι φίλοι μας... κανείς.
Μίλα, τις σκέψεις σου μην κρύβεις, μην αργείς∙
θα μας προλάβει ο θάνατος.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Εύκολο πράγμα δεν είναι, κόρη, αυτό που μου ζητάς.


Πού να σε σπρώξω βιαστικά, τι να σου πω αβασάνιστα;
Με χρόνο τρέφεται η ανημποριά.

ΜΕΓΑΡΑ

Σου λείπουν βάσανα, λοιπόν;


Τόσο πολύ αγαπάς το φως του κόσμου;
ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Το λατρεύω και λατρεύω τις ελπίδες που γεννά.

ΜΕΓΑΡΑ

Κι εγώ∙ μα δεν μ’ αρέσει,


γέρο μου, μάταια να ελπίζω.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Κι όμως, η μόνη θεραπεία στις συμφορές


είναι το βάλσαμο του χρόνου.

ΜΕΓΑΡΑ

Στο μεταξύ εμένα ο χρόνος με δαγκώνει.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Κουράγιο, κόρη μου! Φυσάει, να,


ο άνεμος της λύτρωσης για μένα και για σένα,
όπου να ’ναι. Γυρίζει, όπου και να ’ναι, το παιδί μου,
ο σύντροφός σου. Ησύχασε
και σκούπισε τα δάκρυα που λερώνουν των παιδιών σου
τα μαγουλάκια∙ μίλησέ τους να ησυχάσουν.
Βρες ένα ψέμα, όσο πιο ψεύτικο μπορείς,
βρες ένα παραμύθι, κάτι να τα γελάσεις,
να παρηγορηθούν, ώσπου... Να ξέρεις, κάποτε
κι οι συμφορές λυγίζουν. Δεν είναι μέχρι τέλος
ευτυχείς όσοι ευτυχούν. Όλοι παραμερίζουν
κι όλοι παραμερίζονται σε τούτη τη ζωή∙
κι ο καλύτερος: εκείνος που εμπιστεύεται μονάχα
τις ελπίδες του. Εκείνος που απελπίζεται...
χαμένος για χαμένος.

ΧΟΡΟΣ

Σ’ αυτή την στέγη, που έκαναν φωλιά


τα ένδοξα χρόνια και τα χιόνια
των βασιλιάδων, σύραμε
πίσω από τα ραβδιά μας,
τα γηρατειά μας∙
την στάχτη να σκορπίσουμε
του κύκνου θρήνου μας. Σκιές
είμαστε πια και σκέψεις
μέσα στη νύχτα, λέξεις
μονάχα, ονείρων πλέξεις.
Φόβος μας έχει∙ φόβος κι όμως
διατηρούμε ακόμη
κάτι από τόλμη.
Αχ, παιδάκια μου ορφανά,
γέροντα σύντροφε, κι εσύ
μάνα δυστυχισμένη,
που σου κεντά τα σπλάχνα,
το ίδιο σκοτάδι, που κρατά
το ταίρι σου στον Άδη.

Σιγά‐σιγά∙ μην προσπαθείς


να τρέξεις μες στα χιόνια
των χρόνων σου. Σιγά!
Μην σπρώχνεις
στην βραχόσπαρτη πλαγιά
το ζώο σου. Δεν βλέπεις; Σέρνει
ένα κάρο φορτωμένο γερατειά.
Κρατήσου!
Κι όταν δεις πως δεν κρατάς,
πως δεν πατάς γερά στη γη,
πιάσου από χέρι, από ρούχο... όπου βρεις.
Στον γέρο ο γέρος ας σταθεί όπως μπορεί,
σύντροφος, συμπολεμιστής.
Μπορεί του δόρατος η αιχμή
στη μάχη πια να μην μας δένει
με της πατρίδας την τιμή,
μα, δείτε, αυτά τα μάτια
τα παιδικά πώς λάμπουν
το βλέμμα του πατέρα!
Κακοτυχία αδίστακτη
πικραίνει την ψυχή τους,
μα η χάρη υπερασπίζεται
ακόμα τη μορφή τους.
Ελλάδα, Ελλάδα, δύστυχη,
την πίστη ποιων πολεμιστών
θα σου στερήσει ο θάνατος
ετούτων των παιδιών!

Μα βλέπω να έρχεται ο τύραννος του τόπου,


ο Λύκος, προς τα εδώ.

ΛΥΚΟΣ
Στον πατέρα και τη σύζυγο ‐ως γνωστόν‐
του περιβόητου Ηρακλή, πολύ θα ήθελα να θέσω
ένα ερώτημα∙ αν είναι πρέπον, βέβαια. Αν όχι,
το κάνω εγώ να είναι. Αφού ‐ως γνωστόν‐
εγώ είμαι πλέον ο άρχοντας, κι εσείς υποτελείς μου.
Λογαριασμό δεν δίνω σε κανέναν τι γνωρίζω,
τι δεν γνωρίζω και τι θέλω να γνωρίζω.
Επί του προκειμένου, θα ήθελα να ξέρω:
για πόσο ακόμα υπολογίζετε πως θα ’στε ζωντανοί,
σε ποιαν ελπίδα ‐βάσιμη, εννοείται‐
στηρίζετε την όποια ελπίδα να σωθείτε;
Ή μήπως πείσατε ο ένας τον άλλον
πως θα ’ρθει από τον Άδη ο πατέρας τούτων εδώ.

Παραδίνετε, μου φαίνεται, αξία στον θάνατό σας.


Εσύ διατρανώνεις τη ματαιοδοξία σου
ανά το πανελλήνιο: πως μοιράστηκες την ίδια
τη συντρόφισσα κυρά σου με τον Δία,
κι εσύ διακηρύττεις πως είσαι παντρεμένη
με τον άριστο, τον ένδοξο, πανίσχυρο...
Για πες μου: τι τρομερό κατόρθωσε το ταίρι σου;
Πήγε στους βάλτους και πετσόκοψε μια βδέλλα
ή βγήκε να ξεσκάσει, κυνηγώντας
σημεία και τέρατα στις εξοχές της Νεμέας;
Το ψάρεψε με δίχτυα το θηρίο, το παγίδευσε∙ κι ας λέει
πως χίμηξε απάνω του και τ’ άρπαξε και το ’πνιξε.
Έτσι ξέρετε εσείς να πολεμάτε;
Γι’ αυτά τα κατορθώματα
δεν πρέπει να πεθάνουν τα παιδιά
του περίφημου Ηρακλή;
Περίφημος ‐ δεν λέω‐ κυνηγός αγρίων ζώων μοναδικός.
Γενναίος, όμως, τολμηρός; Πολύ αμφιβάλω.
Ένιωσε στο μπράτσο του ποτέ τις ασπίδας τα λουριά;
Κοίταξε καταπρόσωπο ποτέ της λόγχης
τη λύσσα; Μ’ ένα τόξο ευτελές κάνει πως πολεμάει
από μακριά, για να μπορεί να τρέξει,
να φύγει, να... λακίσει την κατάλληλη στιγμή.
Τα τόξα και τα βέλη δεν κάνουν τον γενναίο.
Ο άντρας παρατάσσεται με άντρες και ορμά
κι ανοίγει δρόμο με πληγές∙ μόνο μπροστά, πάντα μπροστά.
Γι’ αυτό σου λέω, γέρο: δεν είναι απανθρωπιά
αυτό που κάνω. Σύνεση είναι. Ξέρω καλά
τι έκανα: τούτης εδώ σκότωσα τον πατέρα,
τον Κρέοντα∙ τον σκότωσα και πήρα
τη θέση του στην εξουσία. Οφείλω να τελειώνω
από τώρα με τους άντρες που θα γίνουν τούτα εδώ
και θα κοπιάσουν, τον λόγο να ζητήσουν.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Τι σκέπτεται ο Δίας για το παιδί του,


κι αν έχει πρόθεση να το υπερασπίσει,
δεν το ξέρω. Όσο για μένα... λόγια
μονάχα μου απόμειναν, με λόγια
απέναντι στον τύραννο θα σε υπερασπιστώ,
θ’ αποδείξω πως δεν ξέρει
τι λέει, όταν μιλάει για σένα, γιε μου.
Εγώ, τουλάχιστον,
δεν γίνεται ν’ ακούω, Ηρακλή μου,
να σε κατεξευτελίζουν.
Πρώτα, λοιπόν, από την φρίκη του ανήκουστου ‐ και είναι
πράγμα φρικτό, ανήκουστο να σε αποκαλούν
δειλό ‐ από το αίσχος αυτό θα σε απαλλάξω,
με των θεών τη μαρτυρία. Του Δία καλώ τον κεραυνό
και το άρμα, απ’ όπου πέταξαν τα βέλη του να κάνουν
φωλιές θανατηφόρες στα στήθη των Γιγάντων
– και σκότωσε τα εκτρώματα της γης και γλέντησε θεός
με τους θεούς τον θρίαμβό του.
Ύστερα, εσένα προκαλώ, ντροπή των βασιλέων∙
πήγαινε αν θέλεις στη Φολόη
και ρώτα την τετράποδη αυθάδεια των Κενταύρων
ποιον θεωρεί ανίκητο ανάμεσα στους άντρες.
Τον γιο μου θα σου πουν.
Τον γιο μου, αυτόν που αμφισβητείς
στα λόγια∙ αυτόν που λες πως είναι μόνο λόγια.
Πήγαινε ύστερα στον τόπο σου και ρώτα
τη Δίρφυ των Αβάντων, να δούμε τι θα πει
για σένα. Πες μου, τι καλό να σου καταλογίσει;
Πότε την έκανες περήφανη; Ποτέ!
Κι όσο γι’ αυτό το πάνσοφο εύρημα, που περιφρονείς:
το τόξο, λέω, άκουσε ‐ λίγη σοφία δεν βλάπτει.
Δούλο των όπλων του ονομάζω τον οπλίτη∙
και δούλο της παράταξης,
αφού αν δεν τύχουν δίπλα του γενναίοι,
με τη δειλία τους συντροφιά πέφτει στη μάχη.
Κι αν συντριβεί το δόρυ του, τι έχει να προτάξει
άλλο από το σώμα του στον θάνατο; Ωστόσο,
όσοι κρατούν στα χέρια τους έμπιστο τόξο,
έναν μονάχα σύντροφο ‐αλλά γενναίο και δυνατό‐ έχουν στη μάχη.
Δεν τους ζυγώνει ο θάνατος και θάνατο σκορπίζουν.
Από μακριά χτυπάνε τους εχθρούς, κι εκείνοι, σαν τυφλοί,
γυρεύουν νά ’βρουν από πού έρχονται οι πληγές τους.
Γιατί ο τοξότης κρύβεται πίσω απ’ το τόξο του ‐ακούς;‐
δεν ρίχνει στον αντίπαλο το σώμα του βορά∙.
Κι αυτό, αν θες να ξέρεις, είναι η καλύτερη στρατηγική:
να πετσοκόβεις τον εχθρό και να κρατιέσαι ζωντανός
με τακτική ‐ όχι επειδή σε συμπαθεί η τύχη.
Έτσι έχουν τα πράγματα∙
κι αυτά που λες απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια.
Έρχομαι, τώρα, στα παιδάκια ετούτα εδώ.
Τι σου ’καναν, τι έφταιξαν και θέλεις
να τα σκοτώσεις; Μα... για δες, δουλεύει το μυαλό σου!
Είσαι σοφός δειλός, λοιπόν∙ γνωρίζεις
πως τα θρασίμια τρέμουνε μπρος στων γενναίων τα παιδιά.
Έτσι εξηγείται! Ωστόσο,
δεν παύει να ’ναι αβάσταχτο να γίνουμε βορά
της ανανδρίας σου, ενώ θα έπρεπε εσύ να έχεις γονατίσει
μπρος στην υπεροχή μας.
Μα έχε χάρη που ο Δίας δεν φαίνεται να συμφωνεί
μαζί μας.
Άνθρωπέ μου,
αν θέλεις τόσο αυτή τη γη και τα καλά της,
σου την αφήνουμε∙ άφησέ μας
να φύγουμε. Κρατήσου, μην ταΐσεις
τη βία που θα σου ριχτεί πιο πεινασμένη ακόμα,
αν μεταβάλει ο θεός το πνεύμα των καιρών.

Α, συμφορά!
Του Κάδμου γη, εσένα λέω συμφορά.
Ήρθε η σειρά σου τώρα ν’ ακούσεις την ντροπή
που σου αναλογεί.
Έτσι υπερασπίζεσαι
τον Ηρακλή και τα παιδιά τού Ηρακλή, εκείνου
που ρίχτηκε ένας, μόνος του, απάνω στους Μινύες
και νίκησε και γύρισε και μπόρεσε η Θήβα
με βλέμμα ελεύθερο τον κόσμο να κοιτάξει;
Κι εσύ Ελλάδα... δεν μπορώ
να σ’ επαινέσω ‐ και δεν θέλω να σωπάσω.
Κακή ‐τι λέω;‐ κάκιστη δείχτηκες στο παιδί μου.
Πού είναι ο στρατός και η φωτιά
κι οι λόγχες, που θα έπρεπε τώρα να υπερασπίζουν
ετούτα τα παιδάκια;
Για χάρη σου δεν μόχθησε ο γονιός τους να ξεπλύνει
απ’ τα μιάσματα τη γη και τα νερά σου;

Ούτε η Ελλάδα ούτε η Θήβα θα σταθούν


στο πλάι σας, παιδιά μου.
Μονάχα εμένα έχετε και τα τραυλίσματά μου.

Δεν έχω πλέον δύναμη. Αυτά τα γηρατειά!


Τρέμουν τα χέρια και τα πόδια μου, που λέω
απ’ ώρα σ’ ώρα θα λυθούν, θα καταρρεύσω.
Μ’ αν ήμουν νέος και όριζα το σώμα μου, το δόρυ
θα έπιανα και θα ’πνιγα στο αίμα το ξανθό
κεφάλι του∙ θα μ’ έβλεπε και θα ’τρεχε, ο δειλός,
πέρα απ’ τους στύλους του Ηρακλή για να σωθεί.

ΧΟΡΟΣ

Μπορεί ν’ αργεί να πάρει τον λόγο ο δίκαιος θνητός,


μα έχουν τα λόγια του έρμα.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Χτύπα όσο θες πίσω από λόγια οχυρά.


Εγώ με πράξεις θα σε αλώσω.
Τρέξτε αμέσως στις πλαγιές του Ελικώνα, εσείς,
κι εσείς, του Παρνασσού.
Βρείτε τους ξυλοκόπους
και πείτε τους να κόψουν δρύες.
Κι όταν τις μεταφέρουν
στην πόλη ορθώστε μια πυρά τριγύρω στον βωμό
και ρίχτε τους στις φλόγες ζωντανούς∙ να μάθουν
πως τον τόπο ετούτο εδώ δεν τον ορίζει ένας νεκρός,
αλλά εγώ, όπως είμαι και φαίνομαι μπροστά τους.

Κι εσείς, γέροντες, που απορρίπτετε


τα λόγια μου, μην κλαίτε για τα παιδιά του Ηρακλή.
Για τη δική σας μοίρα να θρηνήσετε, όταν κάνω
στάχτη τα σπίτια σας. Δεν πρέπει να ξεχνάτε
πως είστε σκλάβοι μου, κι εγώ το αφεντικό σας.

ΧΟΡΟΣ

Φύτρο της γης, του Άρη σπορά


‐όταν ξεχέρσωσε του δράκοντα τα πέτρινα σαγόνια‐
γιατί το άθλιο κεφάλι αυτού του ξένου δεν τσακίζεις
με το ραβδί που σε στηρίζει;
Καδμείος δεν είναι. Κάθαρμα
είναι∙ και όμως σκλάβωσε τα νιάτα των Καδμείων.
Μα, να το ξέρεις, τη χαρά να γίνεις τύραννός μου
εγώ δεν θα στη δώσω.
Αυτά που μόχθησα, κι αυτά
που μάτωσα τα χέρια μου να φτιάξω,
ποτέ δεν θα τα πάρεις.
Χάσου από μπρος μου! Τρέξε
εκεί απ’ όπου έφερες
το αίσχος σου στη γη μου.
Ούτε όσο ζω θ’ αγγίξεις τα παιδιά του Ηρακλή,
ούτε εκείνος βρίσκεται τόσο βαθιά στη γη.
Δεν τα εγκατέλειψε – ακούς;
Τον τόπο που ευεργέτησε αφάνισες, τη γη
που του ανήκει και του αξίζει πήρες.
Και είναι άδικο αυτό...

Λίγα σου λέω, τύραννε κι ασήμαντα όσα κάνω


για να σταθώ, όπως αξίζει, σε νεκρούς
αγαπημένους, τώρα που οι αγαπημένοι τους
χρειάζονται προστάτες.

Α, χέρι, χέρι μου δεξί, σε καίει ο πόθος του σπαθιού,


σε καίει, μα είναι η γέρικη φωτιά του ασθενική.

Αλλιώς, τώρα θα τσάκιζα


το στόμα αυτό που σκλάβο με ονομάζει.
Θα σου στερούσα τη χαρά να κυβερνάς τη Θήβα
και θα ’φτιαχνα εδώ μιαν έντιμη πατρίδα.
Γιατί δεν σκέφτεται σωστά η πολιτεία,
όταν την τρώνε οι σύμβουλοι
και την σπαράζει ο διχασμός.
Μα πώς αλλιώς θ’ ανέβαινες εσύ στην εξουσία!

ΜΕΓΑΡΑ

Γέροντες, σας ευχαριστώ∙ με κάνετε περήφανη. Έτσι πρέπει!


Δικαίως οργίζονται οι φίλοι, όταν φίλοι αδικούνται.
Μα δεν χρειάζεται να πάθετε για χάρη μας κακό,
προκαλώντας την οργή του ηγεμόνα.
Κι εσύ, Αμφιτρύωνα, άκουσε την γνώμη μου∙ κάτι μπορεί
ν’ αξίζει. Τα παιδιά μου τα λατρεύω, όπως λατρεύει
τα πλάσματα των πόνων και των κόπων του καθένας.
Πράγμα φρικτό ο θάνατος, δεν λέω, όμως αυτός
που αντιτείνει στην απόφαση της μοίρας
μιαν ύπαρξη θνητή, έτσι κι αλλιώς, είναι ‐πιστεύω‐ ανόητος.
Αν πρέπει να πεθάνουμε, ας πεθάνουμε, λοιπόν.
Γιατί θα πρέπει, όμως, να τελειώσουμε σφαδάζοντας στα δόντια της φωτιάς;
Γιατί θα πρέπει θα γελάσουν με την φρίκη μας οι εχθροί μας;
Αυτό είναι, νομίζω, πολύ χειρότερο απ’ τον θάνατο τον ίδιο.
Μας το απαγορεύει το μεγαλείο του οίκου μας:
εσύ, με την ανδρεία σου, κατέκτησες τη φήμη του αλύγιστου πολεμιστή.
Δεν έχει το δικαίωμα κανένας να σε δει
να εκλιπαρείς για τη ζωή σου τη φωτιά.
Ούτε εσύ είσαι δειλός ούτε η γενναιότητα
του άντρα μου χρειάζεται αποδείξεις.
Κι αν ήταν τώρα εδώ,
δεν θ’ άρπαζε απ’ τον θάνατο τ’ αγαπημένα του παιδιά,
αν ήταν να τα δώσει στην ντροπή.
Πονούν οι ευγενείς γονείς στην σκέψη πως μπορεί
να μην αφήσουν πίσω τους περίφημα παιδιά.
Αυτό που θα ’κανε ο άντρας μου, λοιπόν, αυτό θα κάνω.
Όσο για τις ελπίδες σου, άκουσε τι σκέπτομαι και σκέψου.
Πιστεύεις, όντως, πως θα γυρίσει το παιδί σου από τα έγκατα της γης;
Ποιος ξαναγύρισε ποτέ από τον Άδη;
Ή μήπως θα ’πρεπε με λόγια ‐παρακάλια‐
να μαλακώσουμε αυτόν εδώ;
Ποτέ, ποτέ, αποκλείεται!
Μακριά από άτιμο εχθρό!
Μόνο οι σοφοί κι οι ευγενείς έχουν τιμή.
Σεβάσου την αξία τους και βρεθείς με φίλους.
Καλά εμείς, μα τα παιδιά;
Δεν ξέρω! Σκέφτηκα, για μια στιγμή,
να τον παρακαλέσουμε να τα εξορίσει.
Όμως τι θα πετύχουμε;
Θα τους εξασφαλίσουμε μιαν άθλια ζωή
σε ξένο τόπο. Ο φυγάς είναι φυγάς
όπου σταθεί. Κι αν βρει συμπόνια, λένε,
την πρώτη μέρα θα ’ναι.
Βλέπεις, δεν απομένει παρά μονάχα ο θάνατος.
Δέξου τον, γέροντα, μαζί μας.
Έκκληση κάνω στη μεγάλη σου ψυχή.
Γιατί αυτός που μάχεται τις αποφάσεις των θεών
είναι ‐δεν λέω‐ τολμηρός, μα τολμηρός μέχρι ανοησίας.
Κι αυτό που είναι να γίνει, δεν γίνεται αλλιώς.

ΧΟΡΟΣ

Αν είχαν δύναμη τα χέρια μου ‐σ’ το λέω‐


θα τσάκιζα ετούτη την στιγμή τον υβριστή σου.
Μα, βλέπεις, ένα τίποτα με κάνανε τα χρόνια.
Κι έτσι, θα πρέπει μόνος σου
να λύσεις, Αμφιτρύωνα,
τον κόμπο αυτής της συμφοράς.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ
Ούτε ο τρόμος της φωτιάς
ούτε η δίψα για ζωή με κάνουν σκεπτικό
απέναντι στον θάνατο.
Του παιδιού μου τα παιδιά θέλω να σώσω.
Πώς να τα σώσω; Πώς;
Μα ελπίζω... ξέρω, μάταια
ελπίζω...

Να το στήθος μου,
το δίνω στο σπαθί σου.
Χτύπα με, σκότωσέ με,
κι όπου γκρεμός αχόρταγος, πέταξε το κορμί μου.
Μόνο μια χάρη σου ζητάμε... σε ικετεύουμε, άρχοντά μου:
σκότωσε πρώτα εμένα κι αυτή τη δύστυχη∙ αμαρτία
είναι να δούμε τα παιδιά να ξεψυχούν
και να φωνάζουν τη μητέρα, τον παππού τους... αμαρτία!
Μόνο αυτό∙ τα υπόλοιπα, όπως τραβάει ψυχή σου.
Όχι αντίσταση ούτε καν διαφωνία
δεν θα προβάλω στον θάνατό μου.

ΜΕΓΑΡΑ

Εκλιπαρώ κι εγώ μια χάρη στη χάρη να προσθέσεις.


Κάνε διπλά ευγνώμονες στη δύναμή σου δυο νεκρούς.
Επίτρεψέ μου να ετοιμάσω τα παιδιά μου.
Μην μας κρατάς κλεισμένους
έξω απ’ το σπίτι του πατέρα τους.
Να μας ανοίξουν πρόσταξε.
Εκεί ταιριάζει να τα νεκροστολίσω.

ΛΥΚΟΣ

Έστω∙ θα πω να σας ανοίξουν.


Πηγαίνετε να ετοιμαστείτε.
Δεν με πειράζει να φορέσετε στεφάνια,
κι ό,τι άλλο του θανάτου.
Μα, όταν τα φορέσετε,
είστε δικοί μου και της γης.
Θα επιστρέψω.

ΜΕΓΑΡΑ
Αχ, παιδιά μου! Ελάτε, ελάτε, από εδώ,
όπου πατάει και δεν πατάει η δύστυχη η μάνα:
στο σπίτι του πατέρα σας, στο σπίτι που έχει τ’ όνομά σας,
κι ας το χαίρονται άλλοι τώρα.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Α, Δία, Δία, εσύ...


άδικα σ’ έλεγα ομόκλινό μου,
άδικα έλεγα παιδί μας το παιδί μου.
Φίλο σε νόμιζα κι έκανα λάθος.
Σε νικώ στην αρετή εγώ, ένας θνητός:
δεν προδίδω τα παιδιά του Ηρακλή.
Εσύ μόνο τον δρόμο για το κρεβάτι μου ήξερες να πάρεις
–και τι δρόμο: κρυφό, αθόρυβο, ύπουλο: δεν ήσουν καν εσύ.
Από πού πάνε, όμως, για των φίλων τη σωτηρία δεν ξέρεις.
Δεν ξέρεις τίποτα ή δεν έμαθες ποτέ σου τι σημαίνει δικαιοσύνη.

ΧΟΡΟΣ

Πώς πιάνει ο Φοίβος για να πει


πικρό ένα μοιρολόι,
όταν τον Λίνο θυμηθεί∙
και η γλυκιά κιθάρα του
θρηνεί κι αυτή, θρηνεί
και το χρυσό της πλήκτρο;
Έτσι κι εγώ τον ένδοξο
νεκρό... όχι νεκρό ‐
μπορεί να βρίσκεται στη γη
βαθιά, όμως για μένα
θα είναι πάντα ο Ηρακλής:
ο γιος του Δία, του Αμφιτρύωνα,
δεν έχει σημασία.

Κάνω, λοιπόν, τα λόγια μου


κλαδιά και φύλλα κι άνθη
στεφάνι να του πλέξω.
Μα, όχι στεφάνι: άγαλμα
στης μνήμης τον ναό,
πρέπει να του σμιλέψω!
Έτσι τιμούνται οι νεκροί
που έζησαν για τη ζωή.

Λύτρωσε πρώτα του Διός


τα δάση απ’ το λιοντάρι.
Κι έριξε πάνω του την πύρινη λεοντή∙
κι έβαλε στο ξανθό
κεφάλι του το τρομερό
κεφάλι του θηρίου.

Ύστερα, των Κενταύρων


την άγρια, ορεινή, φυλή
αποδεκάτισε με βέλη αρπακτικά.
Το μαρτυρούν τα λυγερά
νερά του Πηνειού,
οι καταπράσινες βοσκές
και του Πηλίου τα χωριά.
Το ξέρουν τα πευκόφυτα
λαγκάδια της Ομόλης,
απ’ όπου άρπαζαν κλαδιά
και κάλπαζαν στη γη
των Θεσσαλών και ρήμαζαν τα πάντα.

Την ελαφίνα μάστιγα


των αγροτών, με τα χρυσά
κέρατα και την όμορφη
ράχη, θυσία πρόσφερε
στην κυνηγό θεά∙
κι ευχαριστήθηκε η θεά
κι ανάσανε η Οινόη.

Χαλίνωσε τα αιμοσταγή
πουλάρια του Διομήδη,
που καταβρόχθιζαν αισχρά
σάρκες ανδρών μες στο σφαγείο
του στάβλου τους∙ και πέρασε
του Έβρου τ’ αργυρά νερά,
πασχίζοντας τις εντολές
του τύραννου των Μυκηνών
να εκτελέσει.

Και στου Πηλίου την ακτή,


πλάι στου Αναύρου τα νερά,
σκότωσε τον στυγνό φονιά
των ξένων, τον ληστή
των Αμφανών, τον Κύκνο.
Στων Εσπερίδων υμνωδών
νυμφών τον κήπο μπήκε∙
και σκότωσε τον πορφυρό
δράκοντα που φυλούσε
το δέντρο με τα ολόχρυσα
φύλλα και μήλα, κι άπλωσε
κι έδρεψε τους καρπούς.
Και γύρισε τα πέλαγα
κι έφερε στους θνητούς
γαλήνη των κουπιών.

Κι ήρθε στον οίκο του Άτλαντα.


Κι ακούμπησε τα χέρια του
στον ουρανό και πήρε
στους ώμους το στερέωμα,
και στήριξε τα έναστρα
μέγαρα των θεών.

Κι άφησε πίσω μαχητές


και φίλους, στην Ελλάδα.
Και πέρασε μονάχος του
τον αγριεμένο Πόντο
κι έφτασε στη Μαιώτιδα
των χίλιων ποταμών,
και ρίχτηκε στα έφιππα
στίφη των Αμαζόνων.
Και νίκησε και πήρε
τη ζώνη της βασίλισσας.
Κι απέσπασε η Ελλάδα
ένδοξα λάφυρα απ’ τη βάρβαρη παρθένα∙
κι υπάρχουν στις Μυκήνες.

.
Τη φόνισσα την Ύδρα,
την σαρκοβόρα σκύλα
της Λέρνης, με τ’ αμέτρητα
κεφάλια, έκανε στάχτη∙
και βούτηξε τα βέλη του
στο δηλητήριό της,
και σκότωσε της Ερυθείας
τον τρισώματο βοσκό.
Κι άλλα πολλά ανδραγάθησε!
Τώρα ταξίδεψε στον τόπο των δακρύων,
στον Άδη, να τελειώσει με τους άθλους του.
Και τέλειωσε...
και ρήμαξε το σπίτι του και χάθηκαν οι φίλοι
και ο βαρκάρης περιμένει τα παιδιά του,
από θεούς κι ανθρώπους ξεχασμένα,
για το ταξίδι που δεν έχει γυρισμό.
Στα χέρια σου είναι η μοίρα των δικών σου∙
κι εσύ δεν είσαι εδώ.

Πού πήγε η νιότη μου, της νιότης μου η ορμή,


ν’ αδράξω το ακόντιο και να δείξω την αιχμή του
σ’ όλους αυτούς, και με τα νιάτα των Θηβών
φρουρός πλάι στα παιδιά σου να σταθώ;
Πού πήγε η νιότη μου, της νιότης μου η φωτιά;

Α, δες εκεί παιδιά γονιού, που τον υμνούσαν οι θνητοί


και τον φθονούσαν οι θεοί!
Κοίτα! Φορούν, τα δύστυχα, τα ύστερα στεφάνια τους,
και τα κρατάει η μάνα τους, και σέρνονται εκείνα,
σαν για να την κρατήσουν∙
και σέρνεται ξωπίσω τους ο γέροντας πατέρας
του Ηρακλή. Τι βλέπουνε τα γέρικα μάτια μου;
Δεν βαστώ∙ κυλήστε δάκρυά μου.

ΜΕΓΑΡΑ

Εμπρός, λοιπόν! Πού είναι ο ιερέας;


Πού είναι ο σφαγέας των δύσμοιρων παιδιών μου;
Της παιδεμένης μου ψυχής πού είναι ο φονιάς;
Έτοιμα για τον Άδη είναι τα θύματά του.
Παιδάκια μου, τι θέλετε στον θάνατο μαζί μας;
Δεν είναι αταίριαστη πολύ ετούτη η συντροφιά;
Μια μάνα κι ένας γέροντας, καλά∙ μα τα παιδιά;
Αχ, μοίρα μου τρισάθλια και μοίρα των παιδιών μου,
αβάσταχτη. Αχ, μάτια μου, τι μάτια
κοιτάζετε και σαν κοιτούν για τελευταία φορά;
Τι γέννησα, τι ανάστησα, παιδιά μου∙ τη βορά
του αίσχους, της διαστροφής, του μίσους των εχθρών μας;
Α, συμφορά!
Πόσο σκληρά με πρόδωσαν οι ελπίδες,
που μου γεννούσαν του πατέρα σας τα λόγια!
Εσένα θα σου έδινε το Άργος
και στου Ευρυσθέα θα σ’ έβαζε να μένεις το παλάτι,
να κυβερνάς την Πελασγία με τους γλυκούς καρπούς της,
και σου περνούσε στο μικρό το κεφαλάκι τη λεοντή του,
τάχα πως είσαι εκείνος. Εκείνος, ναι, που είναι νεκρός...
Κι εσένα, λέει, βασιλιά θα σ’ έκανε στη Θήβα
με τα περίφημα άρματα∙ και θα κληρονομούσες
τ’ απέραντα χωράφια της προίκας μου.
Εσύ του το ζητούσες και τον καλόπιανες κι εκείνος
σου το υποσχόταν κι ακουμπούσε
στο χεράκι σου το ρόπαλο άκρη‐άκρη,
προσεκτικά, πως σου το δίνει τάχα.
Σ’ εσένα, αγοράκι μου,
την Οιχαλία έταζε, τον τόπο που κατέκτησε
με τ’ άγρια σμήνη των βελών του!
Έτσι σας ήθελε: άρχοντες και άντρες ισχυρούς,
τιμή του και καμάρι του κι εκείνος αρχηγέτης.
Κι εγώ έκανα όνειρα για νύφες: να σας βρω
τα ταίρια τα καλύτερα,
Σπαρτιάτισσες, Θηβαίες, Αθηναίες,
να σμίξετε, ν’ ανοίξετε πανιά για της ζωής
το δύσκολο ταξίδι, με σίγουρα σκαριά.
Ψεύτικα, όλα ψεύτικα!
Σκιές ήταν και πέρασαν και χάθηκαν οι ελπίδες.
Πρόλαβε η τύχη και σας βρήκε συντρόφισσες φρικτές.
Με τις δαιμόνισσες της νύχτας, με τις κόρες
του θανάτου σας παντρεύει,
κι εγώ με δάκρυα ντύνομαι, με δάκρυα στολίζομαι
στους γάμους σας να τρέξω – η τρελή.
Κι ο παππούς σας ετοιμάζει τη γιορτή –
τον σκοτεινό συμπέθερό του να τιμήσει.
Με τον Άδη συγγενέψαμε, του Άδη
το σκυλολόι, μπήκε στο σπίτι μας, παιδιά μου.
Παιδιά μου ‐Αχ, παιδάκια μου!‐ ποιο ν’ αγκαλιάσω πρώτο;
Ποιο να ησυχάσω με φιλιά; Ποιο να πρωτοφυλάξω;
Να ’μουν μια μέλισσα μικρή και ν’ άνοιγα τα διάφανα φτερά μου,
να μάζευα τους θρήνους σας και να ’φτιαχνα έναν θρήνο
‐ποτάμι θρήνο‐ να ’πνιγε τη γη ως τα πέρατά της.
Κι εσύ καλέ μου ‐ ακούγονται στον Άδη οι ζωντανοί;
Μ’ ακούς που σε φωνάζω;
Σκοτώνουν τον πατέρα σου και τα παιδιά σου.
Με σκοτώνουν, με σκοτώνουν, Ηρακλή.
Εμένα, που όλοι έλεγαν πως βρήκα
την υπέρτατη ευτυχία στο πλευρό σου.
Έλα, Ηρακλή μου, πρόφτασε!
Σαν όνειρο έστω, σαν σκιά –
να δω, να δουν, για μια στιγμή,
πως δεν υπήρξες όνειρο, σκιά...
Αυτό μου φτάνει.
Είναι θρασύδειλοι οι φονιάδες των παιδιών σου.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Έλα, γυναίκα, σώπασε κι ετοίμασε ό,τι πρέπει


για το στερνό ταξίδι μας. Εγώ... ουράνιε Δία,
τα χέρια υψώνω και σου λέω: αν είναι να συντρέξεις
τ’ άμοιρα ετούτα, βιάσου. Σε λίγο θα ’σαι μάταιος,
μάταιος... μα, ήδη είσαι.
Πόσες φορές σε κάλεσα, τόσες φορές με πρόδωσες.
Είναι αναπόφευκτος, λοιπόν, ο θάνατός μας.
Βλέπετε, γέροντές μου: μικρή κι ασήμαντη η ζωή.
Στο λίγο αυτό ‐ακούστε με‐ μόνον οι απολαύσεις
δίνουν αξία. Ζήστε και μην σας θλίβει τίποτα,
απ’ το πρωί ως το βράδυ. Δεν έχει χρόνο ο χρόνος
να περιθάλψει τις ελπίδες μας∙ κοιτάζει τη δουλειά του
και τρέχει να προλάβει.
Δείτε με. Δεν με θαύμαζαν κάποτε οι θνητοί;
Δεν αποθέωναν τα έργα μου; Λοιπόν,
ήρθε μια μέρα η τύχη και με πήρε σαν φτερό.
Κι ομολογώ: δεν ξέρω αν υπήρξε
άνθρωπος, που τελείωσε πλούσιος κι ευτυχισμένος.
Ε, γέροντές μου, έχετε γεια∙ στερνή φορά σας χαιρετά
ο γέρος σύντροφός σας.

ΜΕΓΑΡΑ

Α! Γέροντά μου! Βλέπω... Νομίζω... Ο καλός μου!


Είναι αυτός, ή... τι να πω, τι να σκεφτώ...

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Δεν ξέρω,
δεν ξέρω, κόρη μου κι εγώ...

ΜΕΓΑΡΑ

Είναι αυτός που έλεγαν πως βρίσκεται βαθιά στη γη;


Ναι, είναι αυτός ‐ αν δεν μας πλέκει όνειρα το φως
της μέρας. Μα, τι σκέφτομαι, τι λέω; Μ’ έχει τσακίσει
η αγωνία και δεν ξέρω πια τι βλέπω. Όχι, όχι!
Ήρθε ο γιος σου, γέροντά μου∙ ήρθε ο γιος σου.
Εμπρός, παιδιά μου, ελάτε, ελάτε∙
πιαστείτε γρήγορα απ’ τα ρούχα του πατέρα.
Γερά πιαστείτε: αυτός ο άντρας θα σας σώσει –
και δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα τον Δία σωτήρα.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Χαίρε κατώφλι μου και σπίτι μου κι αυλή μου!


Αυτό, λοιπόν, σημαίνει ευδαιμονία:
να βγαίνεις άξαφνα στο φως του κόσμου και να λάμπει
μπροστά σου ο τόπος σου!
Μα τι;
Στεφάνια του θανάτου φοράνε τα παιδιά μου;
Και τι γυρεύουν όλοι αυτοί με τη γυναίκα μου;
Γιατί
κλαίει και θρηνεί ο πατέρας μου;
Θέλει εξήγηση το πράγμα∙ ετούτη την στιγμή.
Στάσου να πάω κοντά.

Τι γίνεται στο σπίτι μας γυναίκα;

ΜΕΓΑΡΑ

Καλέ μου εσύ∙ μοναδικέ ανάμεσα στους άνδρες!

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Φως των ματιών μου!

ΜΕΓΑΡΑ

Σώθηκες; Ήρθες να μας προλάβεις


στην άκρη του γκρεμού;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Τι λες; Γιατί γυρίζω


και βρίσκω ανάστατο το σπίτι μου, πατέρα;

ΜΕΓΑΡΑ

Χανόμαστε! Συγνώμη σου ζητώ,


γέροντα, που παίρνω εγώ πρώτη τον λόγο.
Ξέρω ποιο είναι το σωστό,
μα η γυναίκα έχει στον πόνο τα πρωτεία:
αν φύγουν τα παιδάκια μου, φεύγω κι εγώ μαζί τους.
ΗΡΑΚΛΗΣ

Ακούς τι λέει, Απόλλωνα;


Άφησε τις περίτεχνες εισαγωγές και μίλα!

ΜΕΓΑΡΑ

Μου σκότωσαν τον γέροντα πατέρα και τ’ αδέλφια.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Πώς, δηλαδή; Τι έγινε;


Σας κήρυξε τον πόλεμο
κανένας, όσο έλειπα;

ΜΕΓΑΡΑ

Τους σκότωσε ο Λύκος


ο νέος βασιλιάς.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Σε ένοπλη αναμέτρηση ή με συνομωσία;

ΜΕΓΑΡΑ

Η πόλη είχε εξεγερθεί. Βρήκε την ευκαιρία


και άρπαξε την εξουσία.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Κι εσείς γιατί φοβάστε;


Γιατί αυτός ο πανικός;

ΜΕΓΑΡΑ

Ήθελε να σκοτώσει
τον γέροντα πατέρα σου, εμένα, τα παιδιά...

ΗΡΑΚΛΗΣ

Δεν σε καταλαβαίνω.
Κινδύνευε απ’ τ’ ανήμπορα μικρά μου;
ΜΕΓΑΡΑ

Θα ζητούσαν,
λέει, μια μέρα, εκδίκηση
για την σφαγή των συγγενών.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Κι εσύ γιατί τους φόρεσες στεφάνια του θανάτου;

ΜΕΓΑΡΑ

Στον δρόμο για τον θάνατο μας βρίσκεις, Ηρακλή.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Στον δρόμο για τον θάνατο;


Τι άλλο θ’ ακούσω, ο άθλιος; Τι άλλο;

ΜΕΓΑΡΑ

Ξεχασμένοι,
απ’ όλους ήμαστε κι εσύ ‐μας έλεγαν‐ νεκρός.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Ποιοι έλεγαν; Ποιοι έσπερναν ψεύτικη απελπισία;

ΜΕΓΑΡΑ

Του Ευρυσθέα κήρυκες.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Και βγήκατε απ’ το σπίτι;


Γιατί εγκαταλείψατε το άσυλο της εστίας μου;

ΜΕΓΑΡΑ

Δεν βγήκαμε, μας έβγαλαν.


Έσυραν τον πατέρα μου
από την κλίνη του, κι εμάς...
ΗΡΑΚΛΗΣ

Ατίμασε τον γέροντα; Δεν ντράπηκε;

ΜΕΓΑΡΑ

Η ντροπή
είναι στα μέρη του άγνωστη θεά.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Μας έλειψαν, λοιπόν,


οι φίλοι, όσο έλειπα;

ΜΕΓΑΡΑ

Μα έχει φίλους ο άνθρωπος


που δυστυχεί;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Και φτύσανε
πάνω στις μάχες που έδωσα
με τους Μινύες, για χάρη τους;

ΜΕΓΑΡΑ

Σου ξαναλέω: η δυστυχία


δεν έχει φίλους.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Πάψτε πια,
διώξτε απ’ τα μαλλιά σας
ετούτα τ’ άχρηστα χορτάρια του θανάτου∙
σηκώστε το κεφάλι απ’ το σκοτάδι
και θα δείτε την ελπίδα ν’ ανθίζει μες στο φως.
Εγώ έχω δουλειά.
Το σπίτι αυτού του νέου ηγεμόνα θα το σκάψω
απ’ τα θεμέλια∙ το αισχρό κεφάλι θα του κόψω
και θα το ρίξω να το κάνουν κομμάτια τα σκυλιά.
Και τους Καδμείους, που δείχτηκαν εχθροί μου,
για όσα τους έκανα καλά,
με τούτο εδώ το ένδοξο ρόπαλο θα τους λιώσω,
με τούτα εδώ τα φτερωτά βέλη θα τους λιανίσω,
να φράξουν τα κουφάρια τους τον Ισμηνό, ν’ αχνίσει
αίμα της Δίρκης η πηγή. Γυναίκα και παιδιά
και γέροντα πατέρα υπερασπίζω.
Υπάρχει ευγενέστερος σκοπός;
Οι άθλοι μου; Ε, όχι δα.
Εγώ τελείωσα μ’ αυτούς. Να πάνε να χαθούν.
Μάταια τριγύριζα και πάλευα την ώρα
που κινδύνευαν στο σπίτι τα παιδιά μου.
Τώρα και τη ζωή μου θα δώσω αν χρειαστεί,
για να τα προστατεύσω.
Εγώ ευθύνομαι για την κατάστασή τους.
Και είναι τίποτα όλα εκείνα τα θηρία
κι οι βδέλες του Ευρυσθέα
μπρος στων παιδιών μου τη ζωή.
Άθλος μεγάλος είναι να τα σώσω.
Και να μην λέγομαι ανδρείος Ηρακλής αν δεν το κάνω!

ΧΟΡΟΣ

Δίκαιος όπως πάντα, Ηρακλή. Έτσι πρέπει:


να στέκει ο πατέρας στο πλευρό
των παιδιών του και του γέροντα γονιού του.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Το ξέρω, γιε μου, από μικρός δεν μπορούσες


αγαπούσες τους δικούς σου
και μισούσες τους εχθρούς σου με μανία.
Μην βιάζεσαι, όμως!

ΧΟΡΟΣ

Είναι βιασύνη το χρέος μου πατέρα;

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Όλο το κατακάθι της πόλης έχει μαζευτεί


γύρω από τον τύραννο:
κάτι τεμπέληδες, παραλυμένοι,
που έφαγαν ό,τι είχαν και δεν είχαν
κι επιμένουν να περνιούνται
για νοικοκύρηδες. Με τι;
Με ό,τι άρπαξαν από τους γείτονές τους.
Αυτοί ξεσήκωσαν την πόλη
και την παρέδωσαν στο χάος. Δεν μπορεί,
όλο και κάποιος θα σε είδε όταν ερχόσουν.
Δεν είναι απίθανο να έχουν μαζευτεί
και να σε περιμένουν.
Θα σε κυκλώσουν, πριν προλάβεις...

ΗΡΑΚΛΗΣ

...κι όλη η πόλη να με είδε δεν με νοιάζει.


Παρόλα αυτά, καθώς ερχόμουν, έτυχε να δω
ένα πουλί σε μέρος δυσοίωνο καθισμένο,
και σκέφτηκα πως κάποιο κακό στο σπίτι μου έχει πέσει.
Γι’ αυτό και φρόντισα να μπω κρυφά στην πόλη.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Καλώς. Πήγαινε τώρα μέσα να προσπέσεις στην εστία


και να σε δει πως γύρισες το σπίτι του πατέρα σου.
Θα έρθει όπου να ’ναι ο βασιλιάς,
για να σκοτώσει τη γυναίκα και τα παιδιά σου και...
να με πνίξει στο αίμα τους κι εμένα.
Εσύ κοίτα να μείνεις
στην ασφάλεια του σπιτιού. Εκμεταλλεύσου
το πλεονέκτημα αυτό κι όλα θα είναι υπέρ σου.
Μην βάλεις, γιε μου, σε καινούργιες
περιπέτειες την πόλη σου, πριν βάλεις
τάξη στα πράγματα εδώ.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Σωστά μιλάς∙ αυτό θα κάνω:


θα μπω στο σπίτι. Εξάλλου, δεν σκοπεύω
να προσβάλω τους θεούς που προστατεύουν
το σπιτικό μου. Πάει καιρός που ανέβηκα στο φως
από τον μαύρο λάκκο του Άδη και της Κυράς του,
κι ακόμα δεν αξιώθηκα ‐πρώτους αυτούς‐ να τους τιμήσω.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Μα ήρθες όντως, γιε μου, απ’ το παλάτι του Άδη;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Ήρθα κι έφερα στο φως τριπλό κυνήγι.


ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Τον νίκησες τον σκύλο ή σου τον χάρισε η θεά;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Τον νίκησα∙ κι ευτύχησα να δω


τ’ απόκρυφα όργια των μυστών.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Και τώρα το αγρίμι φυλάει το μέγαρο του Ευρυσθέα;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Στο δάσος της Χθονίας.


Εκεί τον άφησα, στην πόλη της Ερμιόνης.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Κι ο Ευρυσθέας; Δεν ξέρει πως ανέβηκες στο φως;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Δεν το ξέρει;
Έτρεξα πρώτα εδώ να μάθω νέα σας.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Τι έκανες τόσον καιρό στης γης τα σκοτεινά;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Έπρεπε να φέρω τον Θησέα και άργησα, πατέρα.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Πού είναι; Ήρθε μαζί σου ή έφυγε


κιόλας για την πατρίδα του;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Δεν πρόλαβε να δει το φως του ήλιου και βρισκόταν στην Αθήνα.
Τόση ήταν η χαρά του που ξέφυγε απ’ τα σκοτάδια.
Καλά όλα αυτά. Μα ελάτε τώρα, παιδιά μου∙ ελάτε, πάμε
στο σπίτι του πατέρα. Είστε μαζί μου, ε;
Θα μπούμε και δεν πρόκειται κανένας να σας βγάλει
στην κατάντια που σας βρήκα. Εμπρός, εμπρός.
Α, τι ’ναι αυτά: δάκρυα στα μαγουλάκια σας;
Όχι δα! Είστε γενναίοι εσείς, έχετε θάρρος...
Κι εσύ, γυναίκα, μάζεψε επιτέλους την ψυχή σου.
Πως φτερουγίζει έτσι τρομαγμένη; Συγκεντρώσου.
Κι εσείς αφήστε μου τα ρούχα.
Ούτε φτερά έχω για να πετάξω
ούτε θα εγκατέλειπα ποτέ εκείνους που αγαπώ.
Α, δεν μ’ αφήνουν, δεν μ’ αφήνουν.
Θ’ ανέβουν πάνω μου σε λίγο. Αχ, παιδιά μου!
Τόσο πολύ σας τρόμαξε ετούτη η τρικυμία;
Πιαστείτε, αφού το θέλετε, βαρκούλες μου∙ πιαστείτε
να σας τραβήξω στα ρηχά ‐
να σας τραβήξει στο λιμάνι της ζωής το καράβι του πατέρα.
Δεν σας αφήνω∙ δεν αφήνω τα παιδιά μου.
Ποιος θα τ’ άφηνε; Σ’ αυτό
τουλάχιστον οι άνθρωποι είναι ίσοι.
Κι οι ισχυροί κι οι ανίσχυροι αγαπάνε τα παιδιά τους.
Μπορεί άλλοι να έχουν
τα πάντα κι άλλοι τίποτα. Διαφέρουν
στα πλούτη∙ ωστόσο, ο άνθρωπος παραμένει
ζώο φιλόστοργο.

ΧΟΡΟΣ

Αυτά τα νιάτα! Δύναμη, δύναμη κι ομορφιά!


Πώς να ξεχάσεις; Κι έρχονται βαριά τα γερατειά
και σε συντρίβουν και σε θάβουν ζωντανό.
Πώς να σηκώσεις τόσο βάρος; Σαν βουνό
‐της Αίτνας όλη η πέτρα‐ πέφτει απάνω σου:
λυγίζεις, χάνεσαι, γυρεύεις λίγο φως∙
κοιτάζεις γύρω σου: η ζωή, φως σκοτεινό.
Όλα τα πλούτη της Ασίας,
όλα τα χρυσοστόλιστα παλάτια της, θα τα ’δινα
για να χαρώ τα νιάτα μου, τα νιάτα που είναι όμορφα
στον πλούτο και στην φτώχια.
Σιχάθηκα τα γερατειά: σκοτάδι, πόνος κι ερημιά.
Σιχάθηκα και τα μισώ! Δεν είναι κάπου ένας βυθός
να τα τραβήξει, να τα πνίξει, να μην πατήσουν πια
αυλή, κατώφλι, κάμαρα. Φτερά να βγάλουν∙ κι ας πετούν,
ας βλέπουν μόνο από ψηλά τις πολιτείες των θνητών.
Μα δεν μετρούν τ’ ανθρώπινα σαν άνθρωποι οι θεοί.
Σοφοί ‐δεν λέω‐ και συνετοί∙ όμως θεοί ‐ προπάντων.
Αν ένιωθαν τον άνθρωπο, θα έδιναν τα νιάτα
δύο φορές στους δυνατούς και τους γενναίους. Έτσι
να ξεχωρίζει η αρετή!
Θα πέθαιναν οι άξιοι κι αντί να βγουν στα σκοτεινά
του κάτω κόσμου, θα έβγαιναν ξανά στο φως του κόσμου:
έτοιμοι να κερδίσουνε έναν ακόμα γύρο
στον ένδοξο αγώνα της ζωής.
Όσο για τους ασήμαντους... έζησαν όπως έζησαν∙
μία προσπάθεια αρκεί.
Τότε θα ξεχωρίζαμε τον χρήσιμο απ’ τον άχρηστο,
όπως οι ναυτικοί ξέρουν ποιο αστέρι κρύβεται
πίσω απ’ τα σύννεφα. Αλλά... τη διαφορά
ανάμεσα στην αρετή και την κακία οι θεοί
την άφησαν ρευστή.
Και πάνε κι έρχονται οι καιροί, ρευστοί κι αυτοί∙
κι η μόνη διαφορά: πως κάποιοι θησαυρίζουν.

Ναι∙ μα εγώ δεν πρόκειται να πάψω να κερνάω


τις μέρες και τα χρόνια μου στις Μούσες και τις Χάρες.
Γλυκόπιοτη είναι η ζωή με τέτοια συντροφιά.
Κι είναι χυδαία, αφόρητη, δίχως την ομορφιά.
Στην ομορφιά: στη μουσική, στους ύμνους, στον χορό
των ανθισμένων στεφανιών∙ εκεί θέλω ν’ ανήκω.
Έχει και το κελάηδημα γερατειών τη Μούσα του:
την Μνήμη. Να, θυμάμαι και τραγουδώ τους άθλους,
του Ηρακλή∙ κι ο Διόνυσος κερνάει κρασί και παίζει
η λύρα η επτάχορδη και παίζει ο λιβυκός αυλός,
κι είναι η καρδιά μου βέβαιη: πάντα θ’ ακολουθεί
τις Μούσες, που της έδειξαν πως γίνεται η ζωή γιορτή.

Μπρος στον ναό μαζεύονται της Δήλου τα κορίτσια


και μπαίνουν στον χορό
και πλέκουν ύμνους στης Λητούς τον γιο τον φωτεινό:
τον πρώτο χορευτή.
Μπρος στο παλάτι σου κι εγώ φέρνω τον κύκνο ύμνο
των παγωμένων μου χειλιών.
Δεν είμαι νέος∙ αδύναμη ακούγεται η φωνή μου.
Μα ξέρω πως στη δύναμη του τραγουδιού φωλιάζει
το σθένος του τραγουδιστή.
Κι εσένα... το τραγούδι σου λέει για τον γιο του Δία,
που ανέβηκε ψηλότερα κι απ’ την καταγωγή του
με τη μεγάλη του αρετή:
τις μάχες, τους αγώνες του να σβήσει από τη γη
την κτηνωδία, να δώσει
στον άνθρωπο μια ανθρώπινη ζωή.

ΛΥΚΟΣ

Καλώς τον! Κι ότι έλεγα: ήρθε η ώρα του...


να βγει από το σπίτι ο Αμφιτρύων!
Σαν να παραστολίζεστε, μου φαίνεται∙
σε θάνατο θα πάτε.
Πολύ αργείτε. Εμπρός, εμπρός,
πήγαινε και φέρε αμέσως έξω τη γυναίκα
και τα παιδιά του Ηρακλή. Σας έχω ετοιμάσει
έναν θάνατο ακριβώς όπως μου τον ζητήσατε.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Άνακτα, με ποδοπατάς μέσα στη δυστυχία μου


και συσσωρεύεις προσβολές
πάνω στο πένθος μου. Συγκράτησε λιγάκι
τον ζήλο σου για το κακό∙ κακό δεν κάνει –
κι ας έχεις εξουσία.
Ωστόσο, αφού θεωρείς τον θάνατο αναγκαίο,
στον εκχωρούμε πρόθυμα: θα γίνουν όλα όπως θες.

ΛΥΚΟΣ

Μα πού είναι, επιτέλους,


η Μεγάρα και τα εγγόνια της Αλκμήνης;

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Έξω, φαντάζομαι.

ΛΥΚΟΣ

Πού έξω; Πες μου τι εννοείς; Πού βρίσκεται;

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Μπρος στον βωμό∙ και ικετεύει...

ΛΥΚΟΣ
...μάταια να σώσει τη ζωή της...

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

...και μάταια φωνάζει τον νεκρό


άντρα της...

ΛΥΚΟΣ

...που δεν ακούει


και ούτε πρόκειται ποτέ να την ακούσει...

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

...εκτός αν κάποιος θεός τον αναστήσει.

ΛΥΚΟΣ

Έλα, έλα∙ πήγαινε να τη φέρεις, ετούτη την στιγμή.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Μα έτσι την σκοτώνω εγώ. Γίνομαι συνεργός!

ΛΥΚΟΣ

Καλά, λοιπόν∙ αφού εσύ το έχεις σε κακό,


θα πάω ο ίδιος να την φέρω μαζί με τα παιδιά.
Εγώ δεν έχω τίποτα να φοβηθώ.
Εμπρός, φρουροί, μην κάθεστε∙ πίσω μου. Με χαρά
θα δω να τελειώνουν
τα βάσανά μου...

ΛΥΚΟΣ

Βέβαια, πήγαινε να τελειώνεις!


Είσαι στον δρόμο τον σωστό. Προχώρα, μην σκοτίζεσαι
για τίποτα∙ ίσως κάποιος να έχει προνοήσει
τα πάντα – κάποιος άλλος, κάπως αλλιώς:
όποιος γυρεύει το κακό... τον βρίσκει εκείνο.
Καλά βαδίζει, γέροντες∙
τρέχει να πέσει στην παγίδα των σπαθιών,
με την ορμή του αδίστακτου του φονιά,
το κάθαρμα! Πάω να τον δω να πέφτει
νεκρός. Έχει κι ο θάνατος, λοιπόν, τις ηδονές του:
αρκεί να είναι του εχθρού και ν’ αποδίδει δικαιοσύνη.

ΧΟΡΟΣ

Άλλαξε η τύχη του κακού! Κι ο μέγας βασιλιάς


που ήταν παρελθόν,
τον Άδη αφήνει κι έρχεται και δίνει στη ζωή του
το ένδοξο «παρών».
Χαίρε, Δίκη ακλόνητη, κι άστατη Μοίρα των θεών!

Με τη ζωή σου ήρθε η ώρα να πληρώσεις


τον εξευτελισμό ανώτερών σου ανθρώπων.

Τόση χαρά! Τόση χαρά!


Τα μάτια μου έγιναν πηγές
και κλαίω και γελάω.
Γύρισε πάλι αυτός,
που δεν τολμούσα καν
να ελπίσω να γυρίσει,
για να μην τρελαθώ:
της γης ο βασιλιάς!

Ελάτε παλικάρια μου∙ πάρτε τα γερατειά σας


και πάμε να κοιτάξουμε αν έχει αυτός που θέλω
το τέλος το ανάλογο.

ΛΥΚΟΣ

Ω, συμφορά μου! Ω συμφορά!

ΧΟΡΟΣ

Άκου! Κάποιος το γλεντάει εκεί μέσα.


Καλό μου ακούγεται ετούτο το τραγούδι ‐
αν κρίνω απ’ την αρχή του. Δεν θ’ αργήσει
να μπει ο Άδης στον χορό.

Σκούζει, ο Άνακτας! ‐ Να βρει


ο θάνατός του τον ρυθμό.

ΛΥΚΟΣ

Α, γη του Κάδμου! Μου έστησαν


παγίδα. Με σκοτώνουν...
ΧΟΡΟΣ

...επειδή σκότωσες πολλούς!


Βλέπεις, οι πράξεις σου κοστίζουν,
τολμηρέ κατακτητή!
Πάψε τώρα και πλήρωνε
το θράσος σου! Αυτό
σημαίνει δικαιοσύνη.

Ποιο ανόσιο θνητό μυαλό τόλμησε να σκεφτεί


πως οι μακάριοι θεοί
δεν έχουν δύναμη να διώξουν το κακό;

Γέροντες, ο ανόσιος έπαψε να υπάρχει.

Σιωπή! Α, τι σιωπή!
Έτσι, λοιπόν, αρχίζει το τραγούδι της ζωής;
[Γλύτωσαν, είναι ζωντανοί
οι αγαπημένοι μου.] Εμπρός!
Τον λόγο έχουν οι χοροί!

Οι χοροί
και τα τραγούδια
και οι πανηγυρισμοί
βασιλεύουν στην ιερή
πολιτεία των Θηβών.
Πέρασε η συμφορά∙
και γελούν τα δάκρυά μου∙
κι η καρδιά μου,
πλέκει νέων τραγουδιών
μελωδίες καθώς χτυπά.
Πάει ο νέος βασιλιάς.
Κυβερνάει ο παλιός,
ο δικός μας. Ναι, αυτός
που άφησε τα σκοτεινά
του Αχέροντα νερά
κι ήρθε για να φέρει φως
στον λαό του, που δεν είχε
τίποτα να ελπίζει πια.

Οι θεοί
μεριμνούν∙
και τον άδικο βλέπουν
και τον δίκαιο ακούν.
Μα η τρέλα που πιάνει
τον θνητό να πλουτίσει
και να ζήσει: τα πάντα να ζήσει,
τον εκτρέπει∙ τον σέρνει
σαν σκουπίδι, τον κάνει
ν’ αδικήσει πολλούς.
Και κανείς δεν τολμά
ν’ αντικρύσει
την αλήθεια: ο χρόνος γυρνά
και δεν ξέρεις ποτέ τι σου φέρνει.
Κι ο καθένας απλά... αδικεί
για να ζήσει. Έτσι απλά!
Κι έτσι απλά, κάποια μέρα,
το κατάμαυρο άρμα
της δικής του ευτυχίας,
παίρνει λάθος στροφή
και γυρίζει,
κι η ζωή το τσακίζει.

Ισμηνέ,
μην αργείς∙
βάλε άνθη κι εσύ
στην κρυστάλλινη κόμη.
Μην αργείτε, Ω! δρόμοι
της επτάπυλης, μπείτε
στον μεγάλο χορό.
Φέρε, Δίρκη, το ασήμι
των πηγών σου. Παρθένες
του Ασωπού, λίγο αφήστε
τα νερά του πατέρα κι ελάτε∙
ας υμνήσουμε όλοι μαζί
του Ηρακλή
τον καλλίνικο αγώνα.
Του Πυθίου δασόσπαρτη πέτρα,
και σπηλιές του Ελικώνα,
κατοικίες λαμπρές των Μουσών,
περιμένω ν’ ακούσω
τις γλυκές σας φωνές,
μπρος στα τείχη της πόλης,
όπου είδε το φως
ο στρατός των Σπαρτών,
κι ο καθρέφτης χαλκός
των ασπίδων: γενιά τη γενιά,
να κρατάει ζωντανή
της ανδρείας τη λάμψη,
στην πανίερη γη των Θηβών.

Ω, κλίνη του γάμου διπλή


και διπλή αγκαλιά
σ’ ενός γάμου την κλίνη:
μια θνητή και του Δία η άλλη,
του Δία, που έγειρε πλάι
στην παρθένα εγγονή
του Περσέα. Ω, Δία!
Πως θα δείξεις σ’ εκείνη
την παλιά σου αγκαλιά τόση πίστη,
δεν το πίστευα. Κι όμως ο χρόνος
έχει πια αποδείξει
την ισχύ του Ηρακλή,
που ξανάρθε στη γη
απ’ την άσπλαχνη τρύπα
που φωλιάζει ο Πλούτων.
Κι αν ακόμα το δίκιο
συγκινεί τους θεούς,
σου το λέω: εσύ
είσαι ηγέτης σπουδαίος
μπρος στον άθλιον εκείνο,
που δεν άντεξε ούτε να δει
ενός άντρα σπαθί.

Α!

Α!

Σ’ άρπαξε, γέρο μου, κι εσένα


ο τρόμος που μου χίμηξε;

Τι βλέπεις;

Δυο στοιχειά πάνω στο σπίτι!

Φύγε! Τρέξε!
Μάζεψε τα γερατειά σου.
Βιάσου, βιάσου!

Λυπήσου μας Απόλλωνα Σωτήρα! Φύλαξέ μας!

ΙΡΙΣ

Μην τρομάζετε! Τη Λύσσα βλέπετε, γέροντες, την κόρη


της νύχτας ‐ και την Ίριδα, εμένα, που εκτελώ διαταγές
θεών. Δεν πρόκειται να κάνουμε κακό στην πόλη – κυνηγάμε
τον άνδρα εκείνον, που είναι ‐καθώς λένε‐
παιδί του Δία και της Αλκμήνης. Μέχρι τώρα
τον έκρυβαν από την Ήρα κι από μένα
άθλοι επίπονοι και απαραίτητοι ‐ είναι αλήθεια. Εξάλλου ο Δίας
μας είχε απαγορεύσει να του κάνουμε κακό. Όμως τώρα,
που τέλειωσε με τις δουλειές του Ευρυσθέα, η Ήρα θέλει
να του προσάψει κι άλλο χυμένο αίμα:
των ίδιων των παιδιών του. Συμφωνώ απόλυτα.
Εμπρός,
παρθένα σκοτεινή, κόρη της νύχτας, που δεν χάρηκες ποτέ
άντρα μέσα στη νύχτα ‐ τρέξε στον άντρα αυτόν.
Αγκάλιασε τον με μανία, χάρισέ του
παιδοκτόνους ταραγμούς, ποδιών σπασμούς –
συγκλόνισέ τον, πέταξέ τον στα βαθιά του μακελειού,
λύσε του φόνου τα σχοινιά, να καταπλεύσει στα στενά
του Αχέροντα με τα φρικτά λάφυρα του άθλου του στα χέρια:
κομματιασμένα τα παιδιά, που στόλιζαν τη φονική
ζωή του. Μόνον έτσι θα μάθει τι σημαίνει οργή
της Ήρας και δική μου.
Πρέπει να υποφέρει.
Αλλιώς θα χάσουν οι θεοί και θα κερδίσουν οι θνητοί
τα πάντα.

ΛΥΣΣΑ

Από γενιά κατάγομαι ευγενών∙


γεννήθηκα όταν έτρεξε το αίμα τ’ ουρανού
στην αγκαλιά της νύχτας. Και την τιμή αυτή
[ούτε εκείνοι που αγαπώ την θεωρούν προνόμιο]
ούτε εγώ θεωρώ σωστό να κάνω ανθρώπους φίλους.
Μακριά απ’ τα σπίτια τους κρατιέμαι, όσο μπορώ.
Γι’ αυτό θα ήθελα να δώσω στην Ήρα και σ’ εσένα
μια συμβουλή – πριν διαπράξει η θεά μεγάλο σφάλμα.
Ακούστε με: ο άντρας αυτός, που μου ζητάτε να ρημάξω
το σπίτι του, κάθε άλλο παρά ασήμαντος είναι σε γη και ουρανό.
Στεριές απρόσιτες και θάλασσες στυγνές έχει εξανθρωπίσει.
Μόνος αυτός ανέστησε τον σεβασμό προς τους θεούς
που πλήθος όσοι ανόσιοι είχαν γκρεμίσει.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Γι’ αυτό, σε συμβουλεύω να πάψεις να ζητάς τέτοιο κακό.

ΙΡΙΣ
Ούτε η Ήρα ούτε εγώ έχουμε ανάγκη
από τις νουθεσίες σου.

ΛΥΣΣΑ

Να σας γυρίσω προσπαθώ στον δρόμο τον σωστό.

ΙΡΙΣ

Δεν σ’ έστειλε εδώ η σύζυγος Δία,


για να διδάξεις λογική.

ΛΥΣΣΑ

Το φως της μέρας μάρτυρα καλώ: ό,τι καλούμαι σκοτεινό


να πράξω θα το πράξω παρά τη θέλησή μου.
Ωστόσο, απ’ την στιγμή που εκτελώ διαταγές
της Ήρας και δικές σου,
σαν το σκυλί που λαχταρά για θήραμα στα βήματα
του κυνηγού, θα ξεχυθώ∙
κι ούτε πελάγου ταραχή ούτε σεισμός
ούτε αστραπή που κεραυνώνει τις ψυχές μέσα στη νύχτα,
μπορούν να συγκριθούν
με τη μανία που θα ριχτώ στον Ηρακλή∙
να του ανασκάψω την καρδιά, να κομματιάσω
τη στέγη του σπιτιού του, να εισβάλω
και πρώτα τα παιδιά του να σκοτώσω –
και να μην ξέρει ο φονιάς
πως πνίγεται στο ίδιο του το αίμα,
πριν τον αφήσει η τρέλα μου.
Να, δες! Αρχίζει! Αδημονεί να ξελυθεί η τρέλα του!
Τινάζει το κεφάλι, άγρια στρέφει το βλέμμα ένα γύρο,
τρικυμία ξεσπά στο στήθος του∙ σαν ταύρος
[που] ετοιμάζεται να ορμήσει [ρουθουνίζει]∙
τις σκύλες του θανάτου να χιμήξουν
από τον Τάρταρο ικετεύει. Δεν θ’ αργήσω
να σε χορέψω εγώ για τα καλά στου τρόμου τον ρυθμό.
Πάρε τον γαληνότατο δρόμο σου για τον Όλυμπο,
Ίρις∙ εγώ αθέατη στο σπίτι θα τρυπώσω
του Ηρακλή.

ΧΟΡΟΣ

Ω, συμφορά!
Κόβουν της πόλης το βλαστάρι∙ ξεριζώνουν
του Δία την σπορά.
Αλίμονό σου Ελλάδα!
Χάνεις τον ευεργέτη σου∙ τον αφανίζει η Λύσσα
στης τρέλας τον φρικτό χορό.
Ανέβηκε στο άρμα της η μαύρη δυστυχία∙
και μαστιγώνει τ’ άλογα να τρέξουν, να σκορπίσει
τον όλεθρο∙ της νύχτας η Γοργόνα,
η εστεμμένη κεφαλές φιδιών αγριεμένων,
η Λύσσα, με το μάρμαρο στο βλέμμα.

Λίγη ευτυχία άντεξε ο δαίμονάς του. Λίγη


ζωή απομένει στα παιδιά, που θα σκοτώσει
ο ίδιος ο πατέρας τους.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Ω, δυστυχία μου!

ΧΟΡΟΣ

Δία!
Ο σπόρος σου αφανίζει τους καρπούς του!
Έπεσαν πάνω του οι Σκύλες οι αιμοβόρες
της Εκδίκησης∙ χιμούν σαν λυσσασμένες
να τον αφήσουν άκληρο.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Στέγη μου, πώς αντέχεις!

ΧΟΡΟΣ

Αυτός ο ξέφρενος χορός


δεν έχει τύμπανα μπροστά και θύρσο βακχικό...

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Σπίτι μου, πώς δεν πέφτεις!

ΧΟΡΟΣ

...αίμα να βρει, όχι κρασί, για τις σπονδές πηγαίνει.


ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Τρέξτε, παιδιά μου∙ φύγετε!

ΧΟΡΟΣ

Αρχίζει του θανάτου


ο αποτρόπαιος χορός. Ρίχνεται στα παιδιά∙
τα κυνηγάει αλύπητα, σαν αγριμάκια αδύναμα.
Δεν φεύγει από σπίτι η Λύσσα, η μαινάδα,
αν δεν χαρεί αιματηρές σπονδές.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Αχ, συμφορά!

ΧΟΡΟΣ

Αχ, πώς μου σκίζει την καρδιά ο σπαραγμός


του γέροντα πατέρα και της μάνας,
που άδικα γέννησε κι ανάθρεψε παιδιά.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Α, τι αέρας είναι αυτός;


Τρέμει το σπίτι ολόκληρο∙ σωριάζεται η σκεπή!

ΗΡΑΚΛΗΣ

Τι κάνεις, γιε του Δία,


στο σπίτι σου; Ζητάς
να το γκρεμίσεις; Φτάνει!
Δεν είναι ο Εγκέλαδος
που γκρέμισε στον Τάρταρο η Παλλάδα!

ΑΓΓΕΛΟΣ

Ε, χιονισμένα γηρατειά...

ΧΟΡΟΣ

Τι τρέχει; Τι φωνάζεις;
Δεν βρίσκομαι στον Άδη!
ΑΓΓΕΛΟΣ

Ο Άδης όμως βρίσκεται, γέροντες, εκεί μέσα.

ΧΟΡΟΣ

Μόνον ο μάντης μου έλειπε!


Μίλησε καθαρά!

ΑΓΓΕΛΟΣ

Σκότωσε τα παιδιά του!

ΧΟΡΟΣ

Αχ!

ΑΓΓΕΛΟΣ

Κλάψε, κλάψε! Αβάσταχτη


είναι η συμφορά!

ΧΟΡΟΣ

Έγκλημα αποτρόπαιο!
Ανόσια χέρια πατρικά!

ΑΓΓΕΛΟΣ

Μόνο τα μάτια ξέρουν


την φρίκη που αντίκρισαν.
Τα λόγια είναι λόγια...

ΧΟΡΟΣ

...και μόνο αυτά μπορούν


να πουν πώς σκότωσε γονιός τα ίδια τα παιδιά του.
Μίλα! Πώς ρήμαξε το σπίτι η συμφορά,
που έστειλαν οι θεοί;
Πώς τέλειωσαν τα δύστυχα παιδιά;

ΑΓΓΕΛΟΣ

Τα σφάγια περίμεναν μπρος στον βωμό του Δία


για την θυσία του καθαρμού∙ αφού ο Ηρακλής
σκότωσε μες στο σπίτι του τον ξένο βασιλιά
και πέταξε το πτώμα του έξω, σαν το σκυλί.
Στέκονταν τώρα πλάι του ‐πανέμορφος χορός‐
τα τέκνα του, ο πατέρας κι η Μεγάρα.
Τέλειωνε η περιφορά των προσφορών∙ μόνο η σιωπή
θρόιζε γύρω μας.
Και κάνει της Αλκμήνης
ο γιος να πάρει απ’ τη φωτιά να καθαρίσει το νερό
και μένει με το χέρι του απάνω στο δαδί.
Είδαν που αργούσε, τα παιδιά, και σήκωσαν τα μάτια
να δουν τι κάνει∙ κι έπιασαν το βλέμμα του! Αυτός
που έστεκε μπρος στον βωμό δεν ήταν ο πατέρας τους:
η όψη του, σαν του νεκρού∙ τα μάτια είχαν γυρίσει
ανάποδα∙ οι ρίζες τους έσταζαν αίμα∙ κι έτρεχαν
αφροί απ’ το στόμα του στην όμορφη γενειάδα.
Και ξαφνικά, τραντάχτηκε όλος από τα γέλια.
Γέλια τρελά∙ και φώναξε: «Τι θέλω τις θυσίες,
πατέρα, πριν σκοτώσω
τον Ευρυσθέα; Διπλές δουλειές;
Αφού εγώ τους άθλους μου τους κάνω μονομιάς!
Άντε να πάω με το καλό
να φέρω το κεφάλι του και τότε θα νιφτώ
να φύγουν από πάνω μου και τούτοι οι σκοτωμένοι.
Αδειάστε αμέσως το νερό, πετάξτε επιτέλους
αυτές τις προσφορές!
Το τόξο μου! Το τόξο μου! Κάποιος να μου το φέρει.
Το ρόπαλό μου! Γρήγορα! Φεύγω για τις Μυκήνες.
Έχω δουλειές∙ πρέπει να βρω…
ν’ αρπάξω… τίποτα λοστούς, αξίνες, να γκρεμίσω
συθέμελα τα τείχη αυτά, να σου πω εγώ
τι αλφαδιάσανε οι Κύκλωπες:
αν κόψανε ή δεν κόψανε σωστά
τους λίθους κι αν τους δέσανε όπως πρέπει!
Σαν τα στάχυα,
με το δικράνι θα τους κάνω άνω‐κάτω!»
Και άπλωσε το χέρι του κι άρπαξε στον αέρα
κάποιαν αόρατη άντυγα.
Κι έδωσε μια και πήδησε στον δίφρο
της φαντασίας του∙ κι έσπρωχνε
το χέρι σαν να κέντριζε τ’ άλογα.
Και οι άντρες του
δεν ήξεραν τι έπρεπε: να βάλουνε τα γέλια
ή να το βάλουνε στα πόδια∙ και κοιτούσαν και κοιτιούνταν
κι άλλος το ένα έλεγε κι άλλος το άλλο∙ κι ένας:
«Τα θέλει και τα κάνει ο αρχηγός ή έχασε το νου του;»
Κι εκείνος να οργώνει πάνω‐κάτω την αυλή.
Πίσω του εμείς. Πάει μπροστά στην πόρτα του ανδρωνίτη
και λέει πως έφτασε στα Μέγαρα∙
και κάθεται κατάχαμα και κάνει σαν να βρίσκεται
σε γιορτινό τραπέζι.
Δεν έμεινε πολύ εκεί.
Σηκώθηκε και φώναζε πως φτάνει
στη χλοερή κοιλάδα του Ισθμού.
Και τράβηξε τις πόρπες του χιτώνα του:
γυμνώθηκε και ρίχτηκε απάνω στον κανένα
και πάλευε και πάλευε,
ώσπου κάλεσε το πλήθος του μυαλού του να σωπάσει
και ανακήρυξε μ’ επίσημη φωνή
τον εαυτό του νικητή ‐ ποιανού, ποιος ξέρει.
Κι άρχισε να ωρύεται κατά του Ευρυσθέα∙
και λέγοντας και βρίζοντας και απειλώντας,
έφτασε ‐λέει‐ στις Μυκήνες. Τρέχει τότε
και τον αρπάζει από το χέρι ο πατέρας του∙ πασχίζει
να τον κρατήσει και πασχίζοντας του λέει:
«Τι έπαθες, παιδί μου;
«Πού χάθηκες; Σε μέθυσε το αίμα
αυτών εδώ που σκότωσες και οργιάζει ο νους σου;»
Όμως εκείνος έβλεπε μπροστά του τον πατέρα
του Ευρυσθέα να προσπαθεί να φτάσει
το χέρι του, με κλάματα και ικεσίες∙ κι απώθησε
τον γέροντα γεμάτος αηδία∙
Και τότε... πότε... πώς... βρέθηκε με το τόξο
στραμμένο καταπάνω στα παιδιά του
‐να θέλει, λέει, να σκοτώσει τα παιδιά
του Ευρυσθέα‐ κι εκείνα να σκορπίζουν
άλλο εδώ κι άλλο εκεί, τρέμοντας απ’ τον φόβο.
Πάσχιζαν να κρυφτούν:
στης δύστυχης μητέρας τον χιτώνα,
πίσω από μια κολώνα∙ στο βάθρο του βωμού
ένα, σαν το πουλί, να τρέμει κουρνιασμένο...
«Τι κάνεις!» ξεφωνίζει η μάνα. «Είσαι γονιός εσύ;
Πας να σκοτώσεις τα παιδιά, που γέννησες;» Φωνάζει
ο γέροντας, φωνάζουν οι υπηρέτες... Δεν ακούει.
Ρίχνεται στο παιδί που είχε καταφύγει
πίσω από την κολώνα,
κι αρχίζει να το ψάχνει, να γυρίζει με μανία ‐
να γυρίζει, να ξεφύγει το μικρό,
ώσπου το βρίσκει απέναντί του και του ρίχνει
το βέλος ίσια στην καρδιά. Πέφτει στη γη
ένα κουβάρι το παιδί και σπαρταράει∙ πετάγεται
το αίμα απ’ τα χειλάκια του, καθώς ψυχορραγεί,
και κοκκινίζουν οι άστοργες κολώνες.
Αλάλαξε ο πατέρας του: «Πάει το ένα κουτσούβελο
του Ευρυσθέα∙ πλήρωσε το πατρικό του μίσος!»
Και στράφηκε σ’ εκείνο,
που κούρνιαζε στο βάθρο του βωμού∙
νομίζοντας, το δύστυχο, πως γλύτωσε. Τον βλέπει,
βλέπει το βέλος έτοιμο να φύγει και πετάγεται
και τρέχει κι αγκαλιάζει
τα πόδια του πατέρα του και προσπαθεί ν’ ανέβει
στην αγκαλιά του.
«Άκου με, καλέ μου πατερούλη»,
του λέει. «Μην με σκοτώσεις.
Αφού είμαι το παιδάκι σου. Δεν είμαι του Ευρυσθέα!»
Του ρίχνει εκείνος μια ματιά άγρια σαν της Μέδουσας∙
βλέπει πως η απόσταση δεν είναι αρκετή
να το ξεκάνει γρήγορα με βέλος και αρπάζει
το ρόπαλο: σηκώνει, κατεβάζει
και ‐πώς χτυπάει ο σιδεράς το αναμμένο μέταλλο
για να το πλάσει;‐ έτσι συντρίβει το γλυκό παιδί,
που προσπαθούσε, το άμοιρο, να φυλαχτεί με τα λιανά
χεράκια στο κεφάλι.
Μα δυο ζωές δεν φτάνουν∙ χρειάζεται και τρίτο
σφάγιο η θυσία του στο μίσος. Το γυρεύει∙
το βλέπει φωλιασμένο στης μάνας τον χιτώνα.
Ωστόσο, εκείνη η δύστυχη το παίρνει απελπισμένη
στην αγκαλιά της∙ τρέχει
κ’ ίσα που προλαβαίνει
να μπει στο σπίτι, κλείνοντας
γερά την πόρτα πίσω της.
Μανιάζει ο κυνηγός.
Νομίζει πως περάσανε των Μυκηνών την πύλη.
Και ρίχνεται μ’ έναν λοστό
απάνω στα... κυκλώπεια
τείχη και σκάβει τους αρμούς, γκρεμίζει, κομματιάζει
την πόρτα∙ μπαίνει... μ’ ένα
μονάχα βέλος σκότωσε μητέρα και παιδί.
Καλπάζει η τρέλα του∙ γυρνάει
και βάζει τον πατέρα του σημάδι!
Και τότε, σαν να πέρασε κάτι μπροστά μας. Έμοιαζε
με την Παλλάδα: έφτασε, [με την ψυχή στο στόμα;]
κραδαίνοντας το δόρυ της∙
και χτύπησε τον Ηρακλή, που λύσσαγε για αίμα,
μ’ ένα λιθάρι τρομερό στο στήθος και τον γκρέμισε
στο βάραθρο του ύπνου.
Σωριάστηκε απάνω
σε μια κολώνα που είχε πέσει, όταν σκίστηκε η σκεπή,
κι είχε κοπεί στα δύο.
Κόπασε μέσα μας η θύελλα της φυγής∙
και τρέξαμε κοντά
στον γέροντα και πήραμε σκοινιά και δέσαμε τον γιο του
σ’ εκείνη την κολώνα,
μην σηκωθεί κι αρχίσει τα ίδια όταν ξυπνήσει.
Κοιμάται ακόμα, ο άμοιρος, τον ύπνο του φονιά
γυναίκας και παιδιών.
Δεν ξέρω αν βρίσκεται στη γη
πιο θλιβερό ερείπιο ανθρώπου.

ΧΟΡΟΣ

—Άκουγε και δεν πίστευε κάποτε η Ελλάδα


το μακελειό που έκαναν οι κόρες
του Δαναού, πάνω στον βράχο του Άργους.
Όμως η φρίκη που έσπειρε εδώ του Δία το παιδί
δεν έχει προηγούμενο.

—Δεν ξέρω τι να πω.


Κι η Πρόκνη σκότωσε το μόνο της παιδί.
Ακόμα το θυμούνται τα μοιρολόγια τα παλιά.
Όμως εσύ... δαίμονα εσύ...
τρία παιδιά απέκτησες και τρεις ζωούλες πήρες,
ταΐζοντας της μοίρας σου τη λύσσα.

—Ω, ποιον να κλάψω∙


ποιον να θρηνήσω∙ πού να βρω
τη δύναμη για να σταθώ
όρθιος μπρος στον θάνατο και να μοιρολογήσω;

—Κοίτα! Ανοίγει η πύλη του παλατιού!

—Α, τι θα δω,
ο δύστυχος!

—Αργεί πολύ!

—Άνοιξε, να!

—Αχ, τα παιδιά!
Σαν κουρελάκια, τα έρημα, στο αίμα βουτηγμένα.

—Λες: παραστέκουν τον φονιά πατέρα τους, δεμένο


σε μια κολώνα.

—Αχ, ο φονιάς!
Σε ποια τρισκότεινη γωνιά του ύπνου του σκοτώνει
ακόμα τα παιδιά του!
—Να, ο γέροντας∙ σαν το πουλί θρηνεί τα σπαραγμένα
μικρά του ‐ γυροφέρνει
σέρνοντας τα ανήμπορα φτερά του.

—Έρχεται προς τα εδώ.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Σιγά, καδμείοι γέροντες∙


αφήστε τον στον ύπνο του:
κοιμάται, δεν θυμάται.

ΧΟΡΟΣ

Πώς να σωπάσω, γέρο μου!


Για σένα κλαίω, για τα παιδιά
και για τον ήρωα αυτόν.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Σωπάστε, τραβηχτείτε!
Μην τον τραβάτε στα ρηχά
του ύπνου∙ ταξιδεύει.

ΧΟΡΟΣ

Το αίμα, το αίμα μ’ έπνιξε.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Πάψτε, δεν το αντέχω!

ΧΟΡΟΣ

Το αίμα δεν μ’ αφήνει!

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Γέροι μου, σας εκλιπαρώ, θρηνείστε πιο σιγά.


Γιατί αν ξυπνήσει και λυθεί ‐ και σπίτι και πατέρα
και πόλη θ’ αφανίσει.

ΧΟΡΟΣ

Αφού το βλέπεις, δεν μπορώ.


ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Σταθείτε μια στιγμή


ν’ ακούσω την ανάσα του.

ΧΟΡΟΣ

Κοιμάται;

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Αχ, κοιμάται∙
ύπνο σκληρό σαν θάνατο, στυγνό σαν τη χορδή
του τόξου που του στέρησε γυναίκα και παιδιά.

ΧΟΡΟΣ

Κλάψε! Αχ, κλάψε...

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Κλαίω...

ΧΟΡΟΣ

...για τα παιδάκια που έφυγαν...

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

...θρηνώ...

ΧΟΡΟΣ

...για το παιδί σου...

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

...Ω συμφορά μου!...

ΧΟΡΟΣ

...γέρο μου...

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ
...Σιγά, σιγά! Σαλεύει∙
ξυπνάει! Να φύγω, να κρυφτώ
μέσα στο σπίτι∙ να χαθώ,
να μην με βρίσκει...

ΧΟΡΟΣ

Ησύχασε! Είναι ακόμα νύχτα


στα βλέφαρά του.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Πρόσεχε! Το φως, ο δυστυχής,


δεν με πειράζει αν ξαναδώ.
Δεν θέλω αίμα γονικό στις Ερινύες να δώσει.
Δεν θέλω άλλο κακό.

ΧΟΡΟΣ

Καλύτερα να σ’ άρπαζαν τα κύματα που τρώνε


την πέτρα των Ταφίων,
τότε που τους αφάνιζες, για να εκδικηθείς
τον θάνατο των γυναικαδελφών σου.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Φύγετε, τρέξτε, γέροντες! Μακριά απ’ αυτό το σπίτι!


Μακριά από την τρέλα του∙ πάνω σας θα ξεσπάσει.

ΧΟΡΟΣ

Ποιο μίσος, Δία, ξέσπασες απάνω στο παιδί σου;


Γιατί τον εγκατέλειψες στο πέλαγο του πόνου;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Α!
Είμαι ακόμα ζωντανός! Το νιώθω: ανασαίνω!
Να και το φως, ο ουρανός, ο ήλιος∙ να η γη
κι ο κόσμος... Μα, πώς τρέμω;
Γυρίζει το κεφάλι μου!
Πού ήμουν;
Με ποιον κλύδωνα
πάλευα; Πώς χτυπάει
το στήθος μου∙
κι η ανάσα μου
πώς καίει;
Τι κάνω εδώ,
σαν το καράβι με σκοινιά δεμένος ‐
πώς με δέσανε! ‐ σ’ ένα παλιολιθάρι;
Και τι γυρεύουν γύρω μου αυτοί οι νεκροί;
Πώς βρέθηκαν
μακριά μου πεταμένα,
το τόξο μου, τα βέλη μου, που με κρατούσαν ζωντανό
και τ’ αγαπούσα σαν παιδιά;
Κατέβηκα στον Άδη;
Μ’ έστειλε πάλι ο Ευρυσθέας;
Στον Άδη!
Πότε;
Πώς;
Δεν βλέπω ούτε του Σίσυφου
την πέτρα ούτε τον Πλούτωνα και τη βασίλισσά του,
της Δήμητρας την Κόρη.
Κάπου αλλού έχω χαθεί, ή...
Με ακούει κανείς!
Ας έρθει κάποιος να μου πει πού βρίσκομαι.
Όλα γύρω
μου είναι ξένα, σκοτεινά, και με πονάνε σαν πληγή.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Θέλω, μα τρέμω, γέροντες,


ν’ αγγίξω την πληγή μου.

ΧΟΡΟΣ

Μαζί! Δεν εγκατέλειψα ποτέ μου πληγωμένο


φίλο στη μάχη της ζωής.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Πατέρα, κλαις;
Πάρε τα χέρια από το πρόσωπο να δω.
Γιατί δεν έρχεσαι κοντά, πατέρα∙ εγώ δεν είμαι
το αγαπημένο σου παιδί;

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Είσαι, παιδί μου, είσαι.


Κι ας είσαι η πιο βαθιά πληγή.

ΗΡΑΚΛΗΣ
Εγώ πληγή;
Τι έπαθα, τι έκανα; Πατέρα ποιον θρηνείς;

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Αυτόν, που ακόμα και θεός


θα τον θρηνούσε, αν ήξερε...

ΗΡΑΚΛΗΣ

Μεγάλη συμφορά,
κατάλαβα∙ μα πες μου τι έγινε, πατέρα!

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Δες γύρω σου τι γίνεται κι αν είσαι πάλι εσύ


θα καταλάβεις...

ΗΡΑΚΛΗΣ

...πες μου:
τι έπαθε η ζωή μου;

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Όταν σε αφήσει το κρασί του Άδη, θα σου πω.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Σε τι σκοτάδια με τραβούν τα λόγια σου ξανά.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Θέλω να ξέρω σίγουρα πως σ’ άφησε η τρέλα.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Ποια τρέλα;
Πώς τρελάθηκα, δίχως να το γνωρίζω;

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Παιδί μου είναι, γέροντες.


Πείτε μου: να τον λύσω
ή... τι να κάνω;
ΗΡΑΚΛΗΣ

Λύσε με ‐
και πες μου ποιος μου το ’κανε
αυτό∙ είναι ντροπή!

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Ησύχασε! Ό,τι έμαθες


για τα δεινά σου έμαθες∙
τ’ άλλα...
ΗΡΑΚΛΗΣ

...θα μου τα μάθει,


πατέρα, η σιωπή σου;

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Α, Δία! Εσύ κάθεσαι


πλάι στην Ήρα σου κι εδώ...
Βλέπεις; Μας βλέπεις;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Πάλι αυτή
μας κήρυξε τον πόλεμο;

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Άφησε τη θεά
στον θρόνο της∙ και κοίταξε
να δεις τι θ’ απογίνεις.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Χάνομαι, λες; Αυτό μου λες;


Ή... πες μου τι ν’ ακούσω;

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Πως τα παιδιά σου είναι νεκρά.


Δες μόνος σου.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Αχ, η φρίκη
μου τρώει τα μάτια. Ο δύστυχος
εγώ...

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Εσύ, παιδί μου –


σε πόλεμο ακήρυχτο...

ΗΡΑΚΛΗΣ

Τι πόλεμο μου λες;


Ποιος μου τα σκότωσε;

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Εσύ
το τόξο σου, τα βέλη σου,
κι ένας θεός...

ΗΡΑΚΛΗΣ

Τι λες
και τι ακούω; Τι έκανα,
εξάγγελε του ολέθρου...
πατέρα, εξήγησέ μου.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Ρωτάς, ρωτάς! Σου εξηγώ


τι είναι όλεθρος, λοιπόν:
τρελάθηκες.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Το ταίρι μου;
Την σκότωσα κι αυτήν;

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Το ίδιο χέρι έδωσε


τον θάνατο σε όλους.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Πνίγομαι, αχ! Με πλάκωσε


σαν συννεφιά η οδύνη!

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Να, γιατί κλαίω.

ΗΡΑΚΛΗΣ

[Το σπίτι μου;


Κι αυτό, πάνω στην τρέλα μου,
το γκρέμισα;]

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Μην με ρωτάς. Ένα μονάχα ξέρω:


την γκρέμισες, αγόρι μου, τη δύστυχη ζωή σου.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Κι η τρέλα πότε μ’ άρπαξε;


Πού ήμουν;

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Στον βωμό.
Ετοίμαζες τις προσφορές και...

ΗΡΑΚΛΗΣ

Ανάθεμά με!
Γιατί να σέρνω μέσα μου ψυχή, ο δολοφόνος
των αγοριών μου; Ένας γκρεμός δεν βρίσκεται να πέσω;
Ένα μαχαίρι, την καρδιά τη φόνισσα να βγάλω,
να τη δικάσω, να μου πει τι έκανε στα παιδιά μου∙
κι αυτή τη σάρκα, που άκουσε την τρέλα της, να κάψω∙
να διώξω από πάνω μου το αίσχος της ζωής μου;

Να ο Θησέας, ο φίλος μου, ο αδελφός. Δεν πρέπει


να μ’ εμποδίσει∙ είμαι νεκρός και πρέπει να πεθάνω.
Α, τι θα δει! Την βρωμερή ζωή μου, τα κουρέλια
της τρέλας της, θα δει αυτός: ο φίλος, ο αδελφός μου.
Να’ χα φτερά να πέταγα, ο άθλιος, να χανόμουν.
Ν’ άνοιγε η γη στα πόδια μου να καταποντιζόμουν.
Φέρτε μου ένα σκοτεινό κουρέλι να σκεπάσω
το πρόσωπό μου. Ντρέπομαι των ζωντανών το βλέμμα
και τρέμω η καταισχύνη μου να μην μολύνει αθώους.
ΘΗΣΕΑΣ

Έσπευσα, με τους ένοπλους νέους των Αθηνών,


απ’ την φρουρά του Ασωπού, γέροντα, για να θέσω
στου γιου σου τη διάθεση τα δόρατά μας. Έφτασαν
στην πόλη των Ερεχθειδών κάποιες συγκεχυμένες
πληροφορίες: εισέβαλε στη γη σας, λέει, ο Λύκος,
κατέλαβε την εξουσία, σας απειλεί με πόλεμο...
Χρωστώ πολλά στον Ηρακλή,
γέρο μου. Εκείνος μ’ έβγαλε
απ’ τα σκοτάδια. Ήρθα, λοιπόν,
κι εγώ να του προσφέρω
ό,τι μπορώ κι ό,τι μπορούν
οι λόγχες των ανδρών μου.

Μα... εδώ έγινε σφαγή!


Άργησα και προέκυψαν καινούργιες συμφορές;
Ποιος σκότωσε ανήμπορα παιδάκια; Κι η γυναίκα
ετούτη εδώ ποιον άφησε στον κόσμο μοναχό;
Σε μάχη, βέβαια, δεν μπορεί
να ’πεσαν μια σταλιά παιδιά...
Θα ξέσπασε κι άλλο κακό,
ώσπου να φτάσω.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Ω, βασιλιά
της γης, που ευλογήθηκε
με την ελιά...

ΘΗΣΕΑΣ

Εισπράττω
πόνο και πίκρα, γέροντα,
απ’ την προσφώνησή σου.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Μας χτύπησαν σκληρά οι θεοί.

ΘΗΣΕΑΣ

Ποια είναι τούτα τα παιδιά


και τα θρηνείς;

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ
Στα χέρια
του γιου μου είδαν τη ζωή∙
κι αυτά τα έρημα χέρια
βάφτηκαν με το αίμα τους.

ΘΗΣΕΑΣ

Αυτά που λες δεν λέγονται!

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Μακάρι να μπορούσα
να μην τα πω.

ΘΗΣΕΑΣ

Είναι πράγματα
φρικτά αυτά που ακούω.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Σκορπίσαμε, σκορπίσαμε∙
τσάκισαν τα φτερά μας.

ΘΗΣΕΑΣ

Τι λες; Εξήγησέ μου.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Κάποια μανία τον έπιασε. Δεν ήξερε πού ήταν,


ποιος ήταν∙ και τους χτύπησε με βέλη βουτηγμένα
στης Ύδρας το φαρμάκι.

ΘΗΣΕΑΣ

Αχ, γέροντά μου, αυτό εδώ είναι της Ήρας έργο.


Μα... κάποιος βρίσκεται εκεί
μες στους νεκρούς. Ποιος είναι;

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Ο γιος μου, το πολύπαθο παιδί μου, ο μαχητής∙


αυτός που συστρατεύτηκε με τους θεούς στη μάχη
της Φλέγρας και αφάνισαν τους Γίγαντες.

ΘΗΣΕΑΣ

Τι οδύνη!
Υπάρχει άραγε άνθρωπος πιο δυστυχής;

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Κανένας.
Όσο κι αν ψάξεις δεν θα βρεις θνητό να έχει υποφέρει
τόσα πολλά, τόσον καιρό.

ΘΗΣΕΑΣ

Γιατί έχει σκεπάσει


το πρόσωπό του, ο δύστυχος;

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Το βλέμμα σου φοβάται.


Να μην τον δει ο φίλος του,
ο αδελφός∙ και να μην δει το αίμα των παιδιών του.

ΘΗΣΕΑΣ

Εγώ είμ’ εδώ∙ ξεσκέπασε το πρόσωπό σου∙ ήρθα


να σου παρασταθώ.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Ξεσκέπασε τα μάτια σου,


παιδί μου, να σε δει
το φως του ήλιου. Είναι πολύ
βαριά η συμφορά
για δάκρυα. Σ’ εκλιπαρώ∙
πέφτω στα πόδια σου, φιλώ
τα χέρια σου, δακρύζω...
Δάμασε, γιε μου, το άγριο
λιοντάρι που φωλιάζει
στα δάση της ψυχής σου.
Φτάνουν όσα περάσαμε.

ΘΗΣΕΑΣ
Αρκεί! Εσύ, που κρύβεσαι πίσω απ’ τις συμφορές σου∙
ξεσκέπασε το πρόσωπο και κοίταξε τους φίλους.
Έτσι κι αλλιώς σκοτάδι
τόσο πυκνό, για να κρυφτούν εκείνες δεν υπάρχει.
Γιατί μου δείχνεις τους νεκρούς;
Να φύγω λέει το χέρι σου; Μην μολυνθώ φοβάσαι
απ’ τη φωνή σου; Όμως εγώ καθόλου δεν φοβάμαι
να φορτωθώ τους πόνους σου.
Μ’ έβγαλες απ’ τους πόνους
των σκοταδιών, μου έδειξες το φως, αν το θυμάσαι∙
και εγώ εκείνους που γερνούν δίχως ν’ ανταποδώσουν
όσα καλά τους έγιναν και κρύβονται όταν πρέπει
να μοιραστούν τις συμφορές των φίλων τους,
μα σπεύδουν να ζητήσουν
μερίδιο στην ευτυχία, τους θεωρώ αποβράσματα.
Σήκω, επιτέλους! Πέταξε εκείνο το κουρέλι
και κοίταξέ με. Οι ευγενείς θνητοί δίνουν τη μάχη
με όσα τους στέλνουν οι θεοί και δεν λιποτακτούν.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Είδες τη μάχη που έδωσα, Θησέα, με τα παιδιά μου.

ΘΗΣΕΑΣ

Βλέπω το αποτέλεσμα και σε καταλαβαίνω.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Τότε γιατί ζητάς


να βγω στο φως;

ΘΗΣΕΑΣ

Γιατί θνητός
δεν γίνεται να μιάνει τους θεούς.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Φύγε, δυστυχισμένε!
Τραβήξου από το ανόσιο μίασμα της ζωής μου.

ΘΗΣΕΑΣ

Δεν μεταδίδει ο φίλος


κανένα πνεύμα εκδίκησης
σε φίλο.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Ευχαριστώ∙
Άδικα δεν σου πρόσφερα
βοήθεια.

ΘΗΣΕΑΣ

Γι’ αυτό
είμαι κοντά σου∙ κάποτε
πονούσα και πονούσες.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Πονώ, πονώ και ντρέπομαι∙


σκότωσα τα παιδιά μου.

ΘΗΣΕΑΣ

Πονώ και κλαίω μαζί σου!

ΗΡΑΚΛΗΣ

Πες μου: υπάρχει συμφορά


χειρότερη;

ΘΗΣΕΑΣ

Καμία,
κάτω απ’ τον ουρανό.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Γι’ αυτό κι εγώ αποφάσισα,


να τελειώνω...

ΘΗΣΕΑΣ

Οι απειλές δεν κάμπτουν τους θεούς.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Με τσάκισαν, με... αγνόησαν∙ δεν τους υπολογίζω.


ΘΗΣΕΑΣ

Συγκράτησε την γλώσσα σου!


Μην λες μεγάλα λόγια
και κάνεις μεγαλύτερο κακό στον εαυτό σου.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Ακόμα μεγαλύτερο; Έγειρε πια η ζωή μου.

ΘΗΣΕΑΣ

Και πού θα φτάσεις, τρέχοντας


πίσω από τον θυμό σου;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Στον θάνατο, βαθιά στη γη,


εκεί απ’ όπου ήρθα.

ΘΗΣΕΑΣ

Ακούγεσαι ασήμαντος!

ΗΡΑΚΛΗΣ

Αν πέρναγες τα βάσανα
που πέρασα...

ΘΗΣΕΑΣ

Μιλάει
ο Ηρακλής, ο αλύγιστος;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Όλοι λυγίζουν κάποτε∙


φτάνει να βρεις το χτύπημα.

ΘΗΣΕΑΣ

Κι ο ευεργέτης των θνητών,


ο φίλος ο ανεκτίμητος;

ΗΡΑΚΛΗΣ
Κι αυτός!
Δεν μου χρειάζεται
η αγάπη των θνητών.
Έτσι κι αλλιώς στο τέλος
πάντα νικά η Ήρα.

ΘΗΣΕΑΣ

Δεν θα πεθάνεις. Δεν μπορεί


η αμάθεια να σε σβήσει∙
δεν το επιτρέπει η Ελλάδα.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Λοιπόν, αφού πιαστήκαμε για τα καλά λόγια,


άκου στις νουθεσίες σου τι έχω ν’ αντιτάξω∙
και μέτρα τα χτυπήματα που μου ’δωσε η ζωή.
Με γέννησε ο άνθρωπος
που σκότωσε τον γέροντα πατέρα της μητέρας μου ‐
κι όταν δεν έχει μια γενιά βάσεις σωστές, οι απόγονοι
θα δυστυχήσουν βέβαια.
Ύστερα, αυτός ο Δίας
‐ποιος είναι δεν με νοιάζει‐
σε κάποια κλίνη, μου άνοιξε πόλεμο με την Ήρα.

Γέρο μου, μην ανησυχείς. Έναν πατέρα έχω.

Ήμουν μωρό, στα σπάργανα, κι έπρεπε να παλέψω


με φίδια τερατόμορφα, για να επιβιώσω.
Κι όταν στο σώμα μου έδεσε η πανοπλία του άντρα,
τι δεν αντιμετώπισα ‐ Τρισώματους Τυφώνες;
Λιοντάρια; Γίγαντες; Ορδές τετράποδων πολεμιστών;
Τη σαρκοβόρα Ύδρα, που είχε δυο κεφάλια και έκαψα εκατό;
Τι πέρασα! Πώς άντεξα! Και άντεξα πολλά.
Μέχρι τον Άδη έφτασα και έφερα στο φως
τον σκύλο τον τρικέφαλο, τον πυλωρό του σκότους∙
για χάρη του Ευρυσθέα.
Και, να, το επιστέγασμα των άθλων μου: τα λάφυρα
της δυστυχίας μου: νεκρά
παιδιά ‐ και είναι παιδιά μου!
Κατάντια!
Πώς να μείνω στη Θήβα που αγάπησα;
Είναι ντροπή!
Κι αν μείνω
ποιο ιερό, ποια τελετή, ποιον φίλο να πλησιάσω;
Δεν έχω το δικαίωμα και δεν θα με δεχθούν.
Να πάω στο Άργος; Πώς; Φυγάς
απ’ την πατρίδα μου;
Ή να βρω
μιαν άλλη πόλη να κρυφτώ;
Ποια πόλη; Είναι μπροστά μου
τα μοχθηρά τους βλέμματα, που θα με αναγνωρίζουν∙
Τρυπούν τ’ αφτιά μου οι ψίθυροι:
«Αυτός δεν είναι ο φονιάς,
ο γιος του Δία, που σκότωσε γυναίκα και παιδιά;
Α, να χαθεί, το σίχαμα, να ξεβρομίσει ο τόπος!»

[Άκου με: αυτός ο άνθρωπος που έλεγε πως ζούσε


τάχα μέσα στο φως
της ευτυχίας, ταράζεται, τα χάνει, όταν αρχίσει
να σκοτεινιάζει η μοίρα του.
Όμως αυτός που έμαθε τι είναι δυστυχία
από τα γεννοφάσκια του, ξέρει τι περιμένει.]
Κι εγώ γνωρίζω, φίλε μου,
πως θα τελειώσω. Κάποτε κι η γη θα μου φωνάζει
πως είμαι ανεπιθύμητο; να πάψω να μολύνω
τα χώματά της, τα νερά, τις θάλασσες. Θα λέει
πως μόνο το μαρτύριο του Ιξίωνα μου ταιριάζει.
[Καλύτερα έτσι. Οι Έλληνες δεν θα ’ναι αναγκασμένοι
να βλέπουν ενός Έλληνα γενναίου την κατάντια.]

Λοιπόν; Γιατί να ζω;


Τι έχει να μου δώσει αυτή η άχρηστη ζωή;
Το αίσχος της;
Τώρα μπορεί του Δία η γυναίκα
να ξεσηκώσει απ’ τους χορούς τις αίθουσες του Ολύμπου.
Έγινε αυτό που ήθελε. Τον πρώτο των Ελλήνων
τον γκρέμισε απ’ το βάθρο του.
Θεά να σου πετύχει!
Πώς να την σεβαστείς,
όταν για μια γυναίκα, που άρεσε στον Δία,
στερεί από την Ελλάδα
τους υπερασπιστές της;

ΘΗΣΕΑΣ

Όσο γι’ αυτό, ξέρεις τι λες. Δεν είναι οι θεοί


που σε χτυπούν. Είναι ο θυμός της Ήρας.
Μα {όσο κι αν ενόχλησαν τα επιχειρήματά μου}
εγώ επιμένω και σου λέω: η σκοτεινότερη ζωή
είναι σαν φως μπρος στη φρικτή μαυρίλα του θανάτου.
Κανέναν δεν αφήνει
η δυστυχία ανέπαφο∙
ούτε θεό – αν ξέρουνε τι λένε οι ποιητές.
Θεοί δεν αγκαλιάστηκαν
σε κλίνες ανεπίτρεπτες;
Θεοί δεν εξευτέλισαν, δεν έσυραν δεμένους,
μέχρι και τους γενάρχες τους, διψώντας για εξουσία;
Κι όμως, υπάρχουν, στέκονται ακόμα εκεί ψηλά,
στη θέση τους, υπεύθυνοι για όσα έχουν πράξει.
Πες μου, ακούγεται καλά: ένας θνητός να θέλει
ν’ απαλλαγεί απ’ τις πράξεις του∙
και να μην θέλουν οι θεοί;
Άσε, λοιπόν, τη Θήβα,
αφού ο νόμος το απαιτεί,
κι έλα μαζί μου,
στην πόλη της Παλλάδας.
Εκεί, θα καθαρίσω τα ματωμένα χέρια σου
και θα σου εξασφαλίσω
στέγη από την στέγη μου, μιαν έντιμη ζωή
απ’ τη ζωή μου∙ κι όλα
όσα μου χάρισε ο λαός,
τότε που σκότωσα τον ταύρο της Κνωσού,
κι έφερα πίσω ζωντανούς
τους δεκατέσσερις ανθούς
των Αθηνών.
Η πολιτεία
με τίμησε με αμέτρητα τεμένη.
Κι αυτά δικά σου∙ όσο ζεις, θα φέρουν τ’ όνομά σου.
Κι όταν κλιθείς στον Άδη,
θα μεγαλύνει η Αθήνα
το έργο σου με προσφορές
και τύμβο θα υψώσει
στην μνήμη σου.
Οι πολίτες
τον στέφανο της αρετής θα φέρουν με καμάρι
ενώπιον των Ελλήνων,
αφού πολύτιμο άνδρα
εκτίμησαν και τίμησαν∙
κι εγώ τη σωτηρία μου θα σου έχω ανταποδώσει.
Τώρα, λοιπόν, χρειάζεσαι
τους φίλους∙ τώρα που οι θεοί...
[Αν θέλουν να βοηθήσουν
έναν θνητό, του δίνουνε
τα πάντα – αν όχι, οι φίλοι...
ό,τι μπορούν.]
ΗΡΑΚΛΗΣ

{Τα λόγια κάποτε ενοχλούν,


μα, όποιος προσπαθεί
να τ’ αποφύγει, πέφτει στα νύχια της σιωπής.}

Μακάρι να μπορούσαν
τα λόγια και οι πράξεις σου να πάρουν το σκοτάδι
απ’ τη ζωή μου.
Όμως εγώ δεν πίστεψα ποτέ
και ούτε θα πιστέψω
πως οι θεοί αγκαλιάζονται σε κλίνες ανεπίτρεπτες
και αλληλοσπαράζονται κι εξευτελίζει ο ένας
τον άλλον για την εξουσία.
Ούτε καλό ούτε κακό έχουν ανάγκη οι θεοί∙
μονάχα την αλήθεια τους.
Τ’ άλλα, για μένα είναι
των ανοησίες ποιητών.
Εκείνο που με νοιάζει
είναι να μην θεωρηθώ δειλός, αν δώσω τέλος
ο ίδιος στη ζωή μου.
Γιατί, αν κάποιος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει
μια δύσκολη ζωή,
πώς να πιστέψεις πως μπορεί να αντιμετωπίσει
ένα γυμνό σπαθί;
Θα υποστώ τον βίο μου. Στην πόλη σου θα έρθω.
Και θα δεχθώ τα δώρα σου και θα σ’ ευγνωμονώ
και το καθένα μια πληγή
που μ’ άνοιξαν και άνοιξα θα μου θυμίζει...
Αμέτρητες
πληγές κι ούτε ένα δάκρυ
δεν κύλισε απ’ τα μάτια μου, δεν σκέφτηκα ποτέ
να κάνω πίσω∙ άντεχα και νόμιζα πως θα ’χα
τη δύναμη ν’ αντέξω
τα πάντα – και, για δες, κατάντησα ικέτης...
κλαίω... με άρπαξε η ζωή και μ’ έδωσε στην τύχη:
έναν σακάτη δούλο.
Αυτά τα δάκρυα... φτάνει!
Γέροντα, όταν θα με δεις να φεύγω, των παιδιών μου
θα ’ναι ο φονιάς, που τρέχει στην εξορία του να κρυφτεί.
Τότε να τα κηδέψεις όπως ταιριάζει σε παιδιά...
όπως τους πρέπει – ο νόμος εμένα δεν μ’ αφήνει.
Και θρήνησέ τα∙ όμως σιγά, σιγά, μην φοβηθούν.
Στην αγκαλιά της μάνας τους άσ’ τα ν’ αναπαυθούν,
στην αγκαλιά που αφάνισα...
Δεν το’ θελα! Δεν το’ θελα!
...κι ύστερα ζήσε όπως μπορείς κι όσο μπορείς στη γη
που κρύβει τους νεκρούς σου.
Είναι σκληρό, μα σ’ το ζητά το δύστυχο παιδί σου.
Παιδιά μου, αχ, παιδάκια μου∙ σας γέννησε ο φονιάς σας!
Σας στέρησα τους κόπους μου και την παρηγοριά μου:
έναν πατέρα ενάρετο, μιαν έντιμη ζωή.
Κι εσύ, δυστυχισμένη
συντρόφισσά μου...
Τι έκανα; Πώς μπόρεσα να πνίξω
στο αίμα την αγάπη σου, την αρετή, την πίστη,
τις αγωνίες που πέρασες για μένα;
Ταίρι μου ακριβό,
παιδιά μου και ζωή μου!
Σκορπίσαμε, χαθήκαμε!
Πού είναι τα φιλιά σας;
Φιλιά γλυκά, φιλιά πικρά – φιλιά αγαπημένα!
Κι εγώ χολή κατάπικρη να σας κερνώ μ’ εκείνα
τα όπλα. Τι τα θέλω; Να τα κρεμάσω δεν μπορώ
στο πλάι μου∙ θα φωνάζουν: «Ε, σύντροφε φονιά!
Μαζί μ’ εμάς αφάνισες γυναίκα και παιδιά!»
Μα πώς να μείνω άοπλος; Πώς να εγκαταλείψω
συντρόφους που με δόξασαν σε όλη την Ελλάδα;
Δεν ξέρω, αλήθεια, τι να πω. Χωρίς αυτά θα ήμουν
χίλιες φορές νεκρός.
Χωρίς αυτά, βαδίζω γυμνός στον θάνατό μου.
Θα τα κρατήσω: άλλη μια πληγή στο μακελειό μου!
Μια χάρη μόνο σου ζητώ, Θησέα: έλα μαζί μου
εκείνο το φρικτό σκυλί να φέρουμε στο Άργος.
Μην με αφήσεις στο έλεος του πόνου και της ερημιάς.

Παιδιά του Κάδμου! Ω, Θηβαίοι πολίτες, κόψτε τα μαλλιά,


πενθήστε ‐ κι όταν έρθετε το μνήμα των παιδιών μου,
θάψτε κι εμένα: ζωντανό νεκρό με τους νεκρούς.
Σκεπάστε τα χαλάσματα, που άφησε πίσω της η οργή
της Ήρας.

ΘΗΣΕΑΣ

Φτάνουν πια
τα δάκρυα, δύστυχε. Εμπρός∙
σήκω!

ΗΡΑΚΛΗΣ

Δεν έχω δύναμη∙


Σαν να με θέλει η γη.
ΘΗΣΕΑΣ

Προσπάθησε, αντιστάσου!
Η δυστυχία είναι σκληρός
αντίπαλος.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Αχ, να ’μουν
μια πέτρα∙ να ’μενα εδώ,
να μην θυμάμαι...

ΘΗΣΕΑΣ

Ησύχασε!
Εγώ είμαι εδώ: ο φίλος σου,
το στήριγμά σου. Δώσε μου
το χέρι.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Έχω αίματα
θα σε λερώσω...

ΘΗΣΕΑΣ

Ας λερωθώ∙
Εσύ με νοιάζεις.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Έχασα
τρία παιδιά και βρήκα
παρηγοριά μου εσένα∙
Παιδί μου θα σε λέω.

ΘΗΣΕΑΣ

Ακούμπησε απάνω μου


και θα σε οδηγήσω.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Ήταν δυο φίλοι μια φορά∙


τον έναν τον χτυπούσαν
οι δυστυχίες...
Αχ, γέροντα,
ανθρώπους σαν κι αυτόν
αξίζει να ’χεις φίλους.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Περήφανη η πατρίδα του!

ΗΡΑΚΛΗΣ

Θησέα... τα παιδιά μου!


Βοήθησέ με... γύρνα με...
μια τελευταία φορά...

ΘΗΣΕΑΣ

Γιατί;
Μήπως εκεί
θα βρει το βάλσαμό του
ο πόνος σου;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Δεν ξέρω∙
ξέρω πως θέλω να τα δω,
και να ριχτώ στην αγκαλιά
του γέροντά μου.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Γιε μου,
η αγκαλιά μου είν’ ανοιχτή.

ΘΗΣΕΑΣ

Έτσι εύκολα, λοιπόν,


ξέχασες τι κατόρθωσες,
με πόσο σθένος;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Όχι∙
όμως αυτή η συμφορά
με ξεπερνάει.

ΘΗΣΕΑΣ

Αν κάνεις
σαν θηλυκό, δεν θα βρεθεί
κανείς να σ’ επαινέσει.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Είμαι δειλός επειδή ζω


ακόμα; Άλλα έλεγες.

ΘΗΣΕΑΣ

Άλλα, μα δυστυχώς
δεν έχω πια μπροστά μου
κείνον τον ένδοξο Ηρακλή.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Κι εσύ;
Ποιος ήσουν, όταν σ’ έπνιγαν
του Άδη τα σκοτάδια;

ΘΗΣΕΑΣ

Ο πιο ασήμαντος δειλός.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Τότε γιατί με ψέγεις;

ΘΗΣΕΑΣ

Προχώρα.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Χαίρε, γέροντα.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Χαίρε κι εσύ παιδί μου.


ΗΡΑΚΛΗΣ

Να θάψεις τα παιδιά,
όπως σου είπα.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Εμένα;
Ποιος θα με θάψει εμένα;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Εγώ.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Πότε θα έρθεις;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Αφού κηδέψεις τα παιδιά.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ

Και πώς θα γίνει αυτό;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Θα στείλω να σε φέρουν στην Αθήνα.


Μα τώρα, δώσε τα παιδιά στης γης την αγκαλιά.
Πονάει κι αυτή ‐το ξέρω‐ να αντικρίζει άταφα.
Εγώ... αυτός που ντρόπιασε
κι αφάνισε το σπίτι σου... σαν βάρκα τσακισμένη
θ’ αφήσω το καράβι του Θησέα να με βγάλει στα ρηχά
του βίου μου.
Όποιος προτιμά
να ’χει πλούτη και δύναμη, παρά φίλους πιστούς,
δεν σκέπτεται καλά.

ΧΟΡΟΣ
Πηγαίνουμε. Με δάκρυα
και θρήνους, προχωράμε.
Χάνουμε τους καλύτερους,
χάνουμε τις ελπίδες μας...
και πάμε.
ΤΕΛΟΣ

You might also like