Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 48

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ‐ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ‐ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ

ΚΡΑΤΟΣ
Εδώ, λοιπόν, τελειώνει η γη:
στην ερημιά της απροσπέλαστης Σκυθίας.
Ήφαιστε, ήρθε η στιγμή για του πατέρα
τις εντολές να μεριμνήσεις
κι αυτό το κάθαρμα 5
σε βράχο απόκρημνο με σίδερο στυγνό να καθηλώσεις,
γιατί το άνθος σου, την φλόγα
της έντεχνης φωτιάς,
έκλεψε κι έδωσε στον Άνθρωπο· και πρέπει
για το κακούργημα αυτό 10
να δώσει λόγο στους θεούς,
ώστε να μάθει τι σημαίνει εξουσία και τι φιλανθρωπία.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Κράτος και Βία, το έργο,
που σας ανέθεσε ο πατέρας,
το εκτελέσατε άψογα. 15
Μπορείτε να επιστρέψετε ικανοποιημένοι.
Όμως εγώ... Ναι· δεν τολμώ να ρίξω στον χειμώνα
τέτοιου γκρεμού θεό αδελφό. Κι ανάγκη να τολμήσω.
Είναι βαρύ να παραβώ τον νόμο του πατέρα.
Απόκρημνο παιδί του στοχασμού, 20
στην πέτρα την απάνθρωπη που σε σταυρώνω ζωντανό,
κρεμάω την καρδιά μου. Δεν μπορώ
καν να σκεφτώ πως θα σ’ αφήσω
μονάχο εδώ, στα νύχια της σιωπής, να κομματιάζει
το μεγαλείο της σάρκας σου αλύπητα ο ήλιος. 25
Κι όταν νυχτώνει, πριν προλάβεις να χαρείς
το βάλσαμο των αστεριών,
να πυρπολεί αδίστακτα ο ήλιος την δροσιά της χαραυγής.
Πώς γίνεται να ξέρω πως θα υποφέρεις έτσι
μες στους αιώνες και κανείς 30
δεν θα μπορεί να σε λυτρώσει. Κι αν μπορεί,
δεν θα ’χει ακόμα γεννηθεί.
Τι έκανες! Θεός εσύ αψήφησες το μένος των θεών,
για να τιμήσεις τους θνητούς με δώρο που δεν άξιζαν.
Και τώρα πρέπει φυλάς την πέτρινη ειρκτή σου. 35
Άγρυπνος πάντα, αλύγιστος ‐θέλεις δεν θέλεις‐ θα θρηνείς
μάταια τα πάθη σου. Ο Δίας
δεν παραιτείται εύκολα από τις αποφάσεις του.
Είναι απίστευτα σκληρή πάντα η κάθε επόμενη εξουσία.

ΚΡΑΤΟΣ
Εμπρός, μην τον λυπάσαι. 40
Θεός δεν είναι ο θεός που τον σιχαίνονται οι θεοί.
Την τέχνη σου έδωσε στον Άνθρωπο· εσύ
θα έπρεπε να τον μισείς όσο κανείς.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Δεν είναι
εύκολος κόμπος ο αδελφός κι ο φίλος.

ΚΡΑΤΟΣ
Συμφωνώ.
Μα πρέπει να τον λύσεις. Δεν φοβάσαι 45
τον πατέρα;

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Είσαι σκληρός. Εγώ...

ΚΡΑΤΟΣ
Εσύ...
άδικα βασανίζεσαι.
Τίποτα πια δεν τον γλυτώνει.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Άθλια τέχνη μου, από σένα ποιος μπορεί
να με γλιτώσει; 50

ΚΡΑΤΟΣ
Άσε την τέχνη σου ήσυχη.
Τι σχέση έχει με όλα αυτά;

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Θα προτιμούσα να μην έχω
καμιά σχέση μαζί της.

ΚΡΑΤΟΣ
Ελεύθερη να έχει 55
και να μην έχει είναι μόνο η εξουσία.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Το ξέρω και δεν έχω
τίποτα ν’ αντιτάξω.

ΚΡΑΤΟΣ
Άντε λοιπόν: άρχισε να τον δένεις,
πριν σε δει ο πατέρας να διστάζεις. 60

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Να, οι χειροπέδες.
Έτοιμες τις έχω.

ΚΡΑΤΟΣ
Πέρασέ τες
στα χέρια του και κάρφωσέ τες
στον βράχο.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Αμέσως.

ΚΡΑΤΟΣ
Πιο δυνατά, να μην μπορεί 65
να κινηθεί. Αυτός είναι ικανός
να δραπετεύσει κι απ’ τον ίδιο του σώμα.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Εντάξει· στερεώθηκε γερά.

ΚΡΑΤΟΣ
Πέρνα του τώρα και την άλλη
να μάθει πως ακόμα: 70
κι ο πιο σοφός είναι εντελώς
ανίδεος μπροστά στην εξουσία.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Πάντως, για την δική μου
σοφία μόνον αυτός
είναι ικανός ν’ αποφανθεί. 75

ΚΡΑΤΟΣ
Βύθισε τώρα αλύπητα
στο στέρνο του τον στυγερό
κυνόδοντα της σιδερένιας σφήνας.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Αχ, Προμηθέα! Τι έκανες!
Τι μου ’κανες!

ΚΡΑΤΟΣ
Αργείς· 80
αργείς και δείχνεις έλεος στον εχθρό
της εξουσίας. Πρόσεξε
μην ικετεύεις έλεος εσύ στο τέλος.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Μα πώς μπορείς να βλέπεις τόση φρίκη;
ΚΡΑΤΟΣ
Τόση δικαιοσύνη, θέλεις να πεις. 85
Πήρε αυτό που του αξίζει. Πέρασέ του
τώρα τους γάντζους στις μασχάλες.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Ξέρω καλά τι πρέπει να κάνω.
Μην παίζεις με το μαρτύριό μου.

ΚΡΑΤΟΣ
Ξέρω κι εγώ καλά τι σου χρειάζεται. 90
Προχώρα παρακάτω. Δέσε τα πόδια του.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Έγινε κι αυτό.

ΚΡΑΤΟΣ
Κάρφωσ’ τα τώρα ‐ δυνατά·
Μην του χαρίζεσαι ‐ δεν θα σου χαριστώ.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Κνούτο η γλώσσα σου· 95
σκληρό σαν την μορφή σου.

ΚΡΑΤΟΣ
Αφήνω τα λεπτά αισθήματα σε σένα.
Άσε με εμένα και δούλευε.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Ορίστε· είναι έτοιμος:
πέτρα στην πέτρα. 100
Πάμε.

ΚΡΑΤΟΣ
Κάτσε, λοιπόν, εδώ και βρίζε όσο θέλεις
την εξουσία· και μοίραζε προνόμια στους θνητούς.
Έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να σπεύσουν να σε σώσουν.
Προμηθέας να σου πετύχει! 105
Εσύ χρειάζεσαι ο ίδιος Προμηθέα.
Να είναι όμως πραγματικά σοφός.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Απέραντο γαλάζιο τ’ ουρανού·
αέρα, διάφανο γεράκι της δροσιάς,
πηγές των ποταμών, 110
πέλαγο, γέλιο της αρμύρας φωτεινό
μητέρα γη και φλογερό βλέμμα του ήλιου,
δείτε θεός από θεούς τι πάσχω.
Δείτε αιώνιο μαρτύριο που έχω να παλέψω.
Αυτό αξίζω για την νέα εξουσία: 115
πέτρα και σίδερο σε μια ερημιά.
Α, πού κατάντησα! Δεν ξέρω τι να πρωτοπονέσω·
το σιδερένιο μου παρόν
ή τους πέτρινους αιώνες που θα έρθουν;
Λύτρωση! Θά ’ρθει η λύτρωση ποτέ; 120
Τι λέω; Σαν να μην ξέρω τι θα φέρει
το μέλλον: ένα‐ένα, καθαρά·
τίποτα απρόβλεπτο, όλα δοσμένα, μετρημένα.
Θα το αντέξω ‐πρέπει!‐
το μέρισμά μου. Δεν παλεύεται ‐το ξέρω‐ 125
η Ανάγκη. Θα σωπάσω
μπροστά στην δύναμή της.
Μα δεν μπορώ να κάνω την σιωπή μου
να σωπάσει. Μιλάει – κι εγώ ένα στόμα έχω...
Άνθρωπος η κατάντια μου! 130
Γι’ αυτόν άρπαξα απ’ την φλόγα την φωτιά·
σ’ αυτόν την χάρισα, κλεισμένη
σ’ ένα καλάμι, ζωντανή ‐ να τον διδάξει
πως γίνεται Άνθρωπος ο Άνθρωπος. Αυτό
το ανθρώπινο όραμα με οδήγησε εδώ, στην ερημιά 135
των απάνθρωπων δεσμών μου. Αχ!
Ποιος είναι εκεί;
Ποιος ψιθυρίζει; Ποιος μυρώνει τον αέρα,
διάφανος σαν αέρας. Φανερώσου!
Είσαι θεός, θνητός ή πλάσμα θεϊκό; 140
Ήρθες στης γης την άκρη για να δεις
το πέτρινο μαρτύριο που περνώ ή τι;
Βλέπεις θεό δεσμώτη, απόβλητο, εχθρό
της εξουσίας των θεών... από φιλανθρωπία.
Τι είναι αυτό! Ακούω πουλιά; 145
Φτερά θροΐζουν ή σηκώθηκε αέρας;
Τι φέγγει εκεί; Ποιος τρόμος...

ΧΟΡΟΣ
Μην φοβάσαι.
Βιάζονται κάπως τα φτερά μας
να νικήσουν τον αέρα,
κι ακούγονται... όχι καλά· 150
μα είμαστε φίλοι. Ναι·
δεν ήθελε ο πατέρας μας
να έρθουμε στον βράχο σου,
όμως εμείς τον πείσαμε.
Μας τρόμαξαν οι χτύποι. 155
Μπήκε στην σπηλιά μας η δροσιά
ουρλιάζοντας ατσάλι πληγωμένο·
κι εμείς ξεχάσαμε πως είμαστε κορίτσια ντροπαλά
και τρέξαμε ξυπόλυτες στο άρμα
το φτερωτό και... ησύχασε! 160

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αχ,
γεννήματα της εύφορης αρμύρας
κι εκείνου που ποτίζει
την γη στην άγρυπνη αγκαλιά του
‐κόρες του Ωκεανού‐ 165
κοιτάξτε την απόκρημνη
σκλαβιά μου·
δείτε την στυγερή
πέτρα που φυλάει το κάτεργό μου.

ΧΟΡΟΣ
Βλέπω – κι ας μου σκέπασε 170
τα μάτια η συννεφιά
των δακρύων, Προμηθέα,
όταν είδα να σπαράζει
την μορφή σου,
το σίδερο του αίσχους· επειδή 175
στον Όλυμπο δεσπόζει
καινούργια εξουσία:
ο Δίας έκανε θεσμό
την συντριβή κάθε θεσμού.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Καλύτερα, να μ’ έδιωχνε 180
στον Άδη, τον φιλόξενο κύριο νεκρών·
καλύτερα να μ’ έδινε
στον αχόρταγο σκοτάδι του Ταρτάρου ‐
να μην με βλέπουν οι θεοί,
να μην πανηγυρίζουν 185
με την κατάντια μου. Γιατί,
το ξέρω, απολαμβάνουν
το θλιβερό κουφάρι μου στο φως
της μέρας κρεμασμένο.

ΧΟΡΟΣ
Ποιος άκαρδος θεός 190
θα χαιρόταν με τα πάθη σου; Ποιος
δεν θα ένοιωθε τον πόνο σου – εκτός
από τον Δία· αυτός δεν έχει
καρδιά, έχει πέτρα και σίδερο αιχμηρό.
Τσάκισε τα σπλάχνα τ’ Ουρανού 195
και δεν θα ησυχάσει
αν δεν χορτάσει αφανισμό
ή δεν βρεθεί ένα χέρι ν’ αφανίσει
την στυγερή εξουσία του.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μπορεί να είμαι εδώ, καθηλωμένος 200
με σίδερο στυγνό·
μα θά ’ρθει η μέρα, σίγουρα,
που θα προσπέσει, ο «Μέγας Άρχων»,
σε μένα για να μάθει
ποια βούληση για δύναμη 205
πρόκειται να σαρώσει
την δύναμη του. Όχι!
Δεν θα του πω τι έρχεται
‐ ούτε με παρακάλια, ούτε με απειλές.
Θα πρέπει πρώτα 210
να με απαλλάξει απ’ τα δεσμά μου
και να πληρώσει ακριβά
την άθλια ερημιά μου.

ΧΟΡΟΣ
Εσύ είσαι γενναίος: Δεν σε τρομάζουν
η πέτρα και το σίδερο, 215
που σκευωρούν την συντριβή σου.
Μιλάς ελεύθερα! Μπορείς!
Όμως εμείς...
στου φόβου το αγκίστρι σπαρταράμε·
μας κόβει την ανάσα 220
η μοίρα σου: πώς, πότε θα φανεί
στεριά στην τρικυμία, που ζεις.
Είναι απέραντο και άγριο το πέλαγος, που κρύβει
στην καρδιά του ο γιος του Κρόνου.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Το ξέρω, είναι σκληρός, πιστεύει πως το δίκαιο 225
κι ο θρόνος του έχουν φτιαχτεί
από το ίδιο αμείλικτο υλικό: την βούλησή του.
Όμως εγώ πιστεύω
πως με το πρώτο χτύπημα
θα μαλακώσει. Θα ξεχάσει 230
το μένος του, θα καταπιεί
το πείσμα του και θα βιαστεί
να έρθει σαν φίλος στον φίλο που αδημονεί
να τον δεχθεί αναλόγως.
ΧΟΡΟΣ
Πες μας τα πάντα απ’ την αρχή: 235
γιατί σου επέβαλε ο Δίας τόσο βαριά ποινή;
Τι έκανες κι αξίζεις τέτοιον εξευτελισμό;
Πρέπει να μάθουμε – αν δεν είναι
έγκλημα στις μέρες μας κι αυτό.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Είναι δεν είναι, θα σας πω· έτσι κι αλλιώς 240
δεν έχω επιλογή. Από την μια υποφέρω
όταν μιλώ γι’ αυτά κι από την άλλη
με κομματιάζει η σιωπή. Όταν ξεχείλισε η χολή
που μάζευαν καιρό οι θεοί, ξέσπασε άγριος διχασμός.
Κι άλλοι προσπαθούσαν να γκρεμίσουν 245
από τον θρόνο του τον Κρόνο, για να πάρει
την εξουσία ο Δίας, ο μόνος τάχα δίκαιος κυβερνήτης.
Κι άλλοι, απ’ την άλλη,
μάχονταν με λύσσα ν’ αποτρέψουν
την άνοδο του Δία στην εξουσία. 250
Εγώ προσπάθησα να πείσω τους Τιτάνες,
να τους δείξω το σωστό. Όμως αυτοί
‐γνήσια παιδιά της Γης και τ’ Ουρανού, αλαζόνες‐
γελούσαν με τα λόγια μου. Εκτιμούσαν
πως ήταν ικανοί να κάμψουν κατά κράτος 255
κάθε αντίσταση και να επιβάλλουν
την βία τους στην βία των συμμάχων
του Δία. Όμως η Γη, η πάνσοφη μητέρα,
μου είχε επισημάνει αμέτρητες φορές
πως το μέλλον δεν ανήκει 260
ούτε στην δύναμη ούτε στην βία,
αλλά στα επιχειρήματα. Συνέχισα, λοιπόν, να προσπαθώ
να τους πείσω, τους εξήγησα πώς έχουν
τα πράγματα... Πετούσα τα λόγια μου: αυτοί
δεν καταδέχονταν να με κοιτάξουν καν. 265
Τότε, έκρινα σωστό, αφού μιλήσω με την σοφή μητέρα μου
‐την Θέμιδα, την Γη, την Σκέψη... το ίδιο κάνει:
πολλά τα ονόματα, ένα το σώμα, μια η ψυχή‐
αφού μιλήσω μ’ αυτήν και το εγκρίνει,
να συνταχθώ με τις δυνάμεις 270
του Δία. Με τις δικές μου συμβουλές
κατάφερε να ρίξει τον Κρόνο και του Κρόνου
τους συμμάχους στο απύθμενο σκοτάδι του Ταρτάρου.
Και, φυσικά, με τίμησε, ο «Άρχων» των θεών,
για τις υπηρεσίες μου: με σίδερο και πέτρα! 275
Ανήκει στις παθήσεις της εξουσίας να βλέπει
παντού εχθρούς. Ρωτάτε γιατί το έκανε αυτό.
Γιατί... Μόλις ανέβηκε στον θρόνο του πατέρα του,
άρχισε να μοιράζει προνόμια στους θεούς.
Όσο για τους ταλαίπωρους θνητούς, 280
τους έβαλε κι αυτούς στην μοιρασιά:
συνέλαβε το σχέδιο να τους επιβραβεύσει
με αφανισμό και να φυτέψει
στην γη ένα νέο είδος Ανθρώπου, συμβατό
με την δική του εξουσία. Κανείς 285
δεν τόλμησε ν’ αντιταχθεί στην τρομερή απόφασή του.
Μόνον εγώ αντέδρασα.
Έδωσα στον Άνθρωπο την δύναμη ν’ αντέξει, να σταθεί
σαν Άνθρωπος πάνω στην γη.
Με συγκίνησε η θνητή κατάντια του. Και να 290
που κατάντησα: ένα σκιάχτρο
φρικτό, για να τρομάζω όποιον σκεφτεί
ν’ αμφισβητήσει την ακόμα πιο φρικτή ηγεμονία του Δία.

ΧΟΡΟΣ
Μόνον η πέτρα, Προμηθέα
και το σίδερο μπορούν 295
να μείνουν ασυγκίνητα απ’ το μαρτύριό σου.
Μακάρι να μην σ’ έβλεπα ποτέ.
Σε είδα, όμως· κι έγινε κομμάτια η καρδιά μου.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Το ξέρω· είμαι άθλιο θέαμα γι’ αυτούς που ξέρουν
να συμπονούν.

ΧΟΡΟΣ
Τι άλλο 300
έκανες για τους ανθρώπους;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τους έμαθα ν’ αντέχουν τον θάνατο.

ΧΟΡΟΣ
Αντέχεται
τέτοια πληγή;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αντέχεται·
με την ελπίδα: την τρελή, ακλόνητη ελπίδα.

ΧΟΡΟΣ
Αυτό είν’ ευλογία πραγματική.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Και η φωτιά 305
το ίδιο. Τους έδωσα κι αυτή.

ΧΟΡΟΣ
Τι λες! Φλογίζει πια
την όψη των εφήμερων ανθρώπων η φωτιά;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Την όψη και τον νου. Τώρα μπορούν
να κάνουν τέχνη την ζωή.

ΧΟΡΟΣ
Γι’ αυτό, λοιπόν...

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
...με βασανίζει η εξουσία· ναι, γι’ αυτό· 310
κι αυτό θα τελειώσει...

ΧΟΡΟΣ
...πότε;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ποτέ, αν δεν θελήσει
να το τελειώσει ο ίδιος ο Δίας.

ΧΟΡΟΣ
Εκείνος αποκλείεται. Δεν έχεις
καμιάν ελπίδα. Άκουσα
τι έκανες και τρόμαξα. Μα πάλι 315
δεν σου αξίζει αυτή η κατάντια.
Πρέπει να δεις αμέσως, να σκεφτείς
πώς θ’ απελευθερωθείς.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Εύκολα φωνάζεις στον καμένο να τρέξει να σωθεί,
όταν δεν είσαι μέσα στην τρέλα της φωτιάς. 320
Τα έχω σκεφτεί καλά όλα αυτά.
Λες πως σε τρόμαξαν οι πράξεις μου. Και μένα.
Βοήθησα τον Άνθρωπο συνειδητά· δεν πέρασε
στιγμή απ’ το μυαλό μου πως δεν θα ’χε
δυσάρεστες συνέπειες τέτοια παρανομία ‐ 325
αν και δεν πίστεψα ποτέ πως θα μπορούσε
να μου επιβληθεί τέτοια ποινή: να σβήσω
στην πέτρινη εξορία μιας ερημιάς.
Ωστόσο μην ταράζεστε. Στενάζω
γιατί πονάω ‐ και πονάω 330
γιατί συμπόνεσα. Ελάτε, κατεβείτε
στην γη και μαζευτείτε γύρω μου· σας παρακαλώ.
ακούω το αρπακτικό του ολέθρου, που γυρίζει
από κουφάρι ζωντανό σε ζωντανό κουφάρι,
να γράφει κύκλους πάνω μου.

ΧΟΡΟΣ
Για σένα είμαι εδώ. 335
Να· αφήνω κιόλας
την φλογερή πατρίδα των πουλιών.
Δεν με πειράζει αν πληγωθούν
τα τρυφερά φτερά μου
στην βραχόσπαρτη ερημιά σου. 340
Φτάνει ν’ ακούσω
τον πόνο σου να διώχνει
το αρπακτικό του πόνου σου.

ΩΚΕΑΝΟΣ
Στης γης το τέλος απ’ της γης
την άκρη, ήρθα κοντά σου, Προμηθέα: 345
αυτόβουλα, ελεύθερα,
με των ανέμων τα παράφορα φτερά.
Θέλω να ξέρεις πως λυπάμαι
βαθιά πολύ και σκοτεινά
για σένα... Είσαι συγγενής, βέβαια: έτσι πρέπει. 350
Μα κι αν δεν έπρεπε, εγώ
πάλι θα ένιωθα την ίδια τρικυμία να με ταράζει.
Ξέρω τι σκέφτεσαι. Όμως θα δεις
πως είμαι όπως πάντα ευθύς.
Τουλάχιστον εγώ 355
δεν λίμνασα ποτέ στον βάλτο της ρητορικής.
Λοιπόν, πες μου πώς μπορώ να βοηθήσω.
Θα κάνω ό,τι σου φαίνεται σωστό
για να σωθείς και να μπορείς να ισχυριστείς
πως δεν υπάρχει φίλος καλύτερος για σένα 360
απ’ τον Ωκεανό.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τόλμησες ν’ αφήσεις επιτέλους
τα περιβόητα κύματα και τις αδελφοφάδες
σπηλιές των βράχων σου; Ήρθες να δεις
πώς σπέρνει πέτρα κι ερημιά 365
και σίδερο η εξουσία;
Ή να με συλλυπηθείς;
Εμπρός, λοιπόν· ξεδίψασε συμπόνια.
Έχεις μπροστά σου την πηγή
της αθλιότητας. Μπορείς 370
να δεις πώς εξοφλεί τα χρέη του ο Δίας:
βία και τρόμος κι αδικία τοις μετρητοίς.

ΩΚΕΑΝΟΣ
Ξέρω τι βλέπω, Προμηθέα ‐ και τι νοιώθω.
Δεν ήρθα εδώ απλά επειδή σε συμπονώ.
Αυτό σ’ το είπα. Άλλο θέλω από σένα. 375
Δώσε την ευκαιρία
στην σοφία σου να δείξει πως μπορεί
να σώσει έναν σοφό.
Στάθμισε την κατάσταση, εκτίμησε το εφικτό,
προσαρμόσου στην συνθήκη της καινούργιας εξουσίας. 380
Μην προσπαθείς να την χτυπήσεις
με λόγια – ούτε από σίδερο
ούτε από πέτρα είναι οι λέξεις.
Κι αν ήταν δεν θα έφταναν ποτέ
το μεγαλείο των ουρανών. Το μόνο 385
που θα κατάφερνες στο τέλος
θα ήταν να σε ακούσει
ο Δίας και τότε τούτη εδώ
η ερημιά θα σου φαινόταν κήπος
για ξέγνοιαστα παιδιά. 390
Μην παραφέρεσαι,
ταλαίπωρε· αντιστάσου στην οργή σου
και κοίταξε πώς θα σωθείς.
Μπορεί να θεωρείς παρωχημένη ή κάπως
απλοϊκή την λογική μου· όμως σκέψου 395
που σε οδήγησε η δική σου «υψηλή».
Δεν ξέρεις να υποχωρείς
μπροστά στην δυστυχία ‐ το μόνο
που καταφέρνεις είναι να σωριάζεις
πάθη πάνω στα πάθη σου. 400
Άκουσε τι σου λέω ‐ πες πως είμαι δάσκαλός σου.
Βλέπεις μιαν ανεύθυνη εξουσία να επιβάλει
ωμά την νέα τάξη της κι εσύ δίνεις γροθιά
στο μαχαίρι. Φεύγω τώρα·
θα προσπαθήσω ‐όσο μπορώ‐ να λύσω 405
το πρόβλημά σου. Εσύ κοίτα να ησυχάσεις.
Μέτρα τα λόγια σου ‐ κοστίζουν ακριβά.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σε ζηλεύω! Εσύ μπορείς να είσαι όσο άστατος
θέλεις: να οργίζεσαι, να βοηθάς,
να συμμαχείς, να πολεμάς κατά περίσταση. Όσο 410
για τις συνέπειες... νομίζω πως η τύχη
σ’ έχει ευνοήσει αρκετά μέχρι στιγμής.
Άσε με, λοιπόν, εμένα.
Δεν έχει νόημα να προσπαθείς
να πείσεις μιαν απόλυτη εξουσία, 415
για οτιδήποτε. Μην παίξεις
με την τύχη σου.

ΩΚΕΑΝΟΣ
Ο αιώνιος Προμηθέας! Ο Τιτάνας
της λογικής, που ξέρει
τι πρέπει και δεν πρέπει να κάνει ο καθένας,
όμως αφήνει τον εαυτό του 420
να παραδέρνει στο σκοτάδι της ψυχής του.
Κράτα τις συμβουλές σου·
βλέπω μπροστά μου τι αξίζουν!
Εγώ το αποφάσισα. Κι όταν σηκώσω κύμα
δεν μπορεί κανείς να μ’ εμποδίσει – πόσο μάλλον 425
εσύ από δω που βρίσκεσαι.
Να είσαι βέβαιος πως ο Δίας
θα με ακούσει, θα πειστεί και θα σ’ ελευθερώσει.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Με σκλαβώνεις, μπορώ να πω –
και δεν θα πάψω να το λέω, 430
είμαι δεν είμαι σκλάβος αυτού του βράχου. Είναι
αξιοζήλευτος ο ζήλος σου· όμως
μην μπαίνεις άδικα στον κόπο – αν όντως
σκεφτόσουν να το κάνεις.
Την καταδίκη μου, όπως βλέπεις, την αντέχω· μα δεν είμαι 435
καθόλου βέβαιος πως θ’ αντέξω
να πάθει άλλος κακό για μένα.
Ήδη φορτώθηκα την τύχη του αδελφού μου, του Άτλαντα,
που υποχρεώθηκε να πάρει
στις πλάτες του το αβάσταχτο φορτίο του κόσμου, 440
για να μην καταρρεύσει η Δύση. Ήδη είδα
τον Τιτάνα των σπηλαίων,
τον δαίμονα του μακελειού με τα εκατό κεφάλια,
τον αδάμαστο Τυφώνα δαμασμένο απ’ την βία της εξουσίας.
Αντιτάχθηκε στα σχέδια του Δία και των θεών· 445
τα φρικαλέα σαγόνια του ούρλιαξαν πανικό,
τα μάτια του έσπειραν σκληρό, άγριο φως...
Μια μόνο κίνηση χρειάστηκε ο Δίας, που αγρυπνούσε
στον θρόνο του, για να τσακίσει το μεγαλείο του Τιτάνα.
Έστειλε το αρπακτικό του κεραυνού να κομματιάσει 450
με ράμφος πύρινο το στήθος του.
Κλονίστηκε ο Τυφώνας· έγινε στάχτη μέσα του
και τώρα μένει ασάλευτος,
άδειο κουφάρι άχρηστο, βαθιά κάτω απ’ τις ρίζες
της Αίτνας, όπου ο Ήφαιστος 455
λιώνει το σίδερο. Από κει θα ξεχυθούν
μια μέρα πύρινα ερπετά να μπήξουν τα φαρμακερά
δόντια τους στις τρυφερές ακτές της Σικελίας.
Κι η μέσα στάχτη του Τυφώνα,
χολή θα γίνει. Και το άχρηστο κουφάρι, 460
που άφησε εκεί ο Δίας θ’ αρχίσει
να κατακαίει τη γη και τα γεννήματά της.
Μα τι σ’ τα λέω; Εσύ τα ξέρεις όλα
καλύτερα από μένα – έτσι δεν είπες;
Λοιπόν, εκμεταλλεύσου τις γνώσεις και την πείρα σου 465
για να σωθείς· εγώ
θα κρατηθώ σ’ αυτό το πέτρινο κατάρτι,
ώσπου να πάψει η τρικυμία του Δία.

ΩΚΕΑΝΟΣ
Αχ, Προμηθέα!
Σαν να μην άκουσες ποτέ πως η κουβέντα 470
είναι ο καλύτερος γιατρός για τον θυμό.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Όταν τον μαλακώνει ‐
όχι όταν ξύνει την πληγή.

ΩΚΕΑΝΟΣ
Μα, τι κακό μπορούν να προκαλέσουν
η τόλμη και η προθυμία. 475
Ορίστε, γίνε εσύ ο δάσκαλός μου.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Άδικο κόπο και ανόητη καλοσύνη.

ΩΚΕΑΝΟΣ
Ε, τότε φαίνεται πως πάσχω κι απ’ τα δυο.
Δεν με πειράζει. Έχει
και τα καλά του να θεωρείται ανόητος ο σοφός. 480

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αυτό ήταν το λάθος μου.

ΩΚΕΑΝΟΣ
Ούτε λίγο ούτε πολύ,
μου λες να πάω από εκεί
που ήρθα...

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
...για να μην κάνει
η καλοσύνη σου εχθρό...
ΩΚΕΑΝΟΣ
...εκείνον 485
που νέμεται τον θρόνο της παντοδυναμίας;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ποτέ δεν ξέρεις πότε
θα στραφεί εναντίον σου. Φυλάξου.

ΩΚΕΑΝΟΣ
Όπως φυλάχτηκες εσύ.
Διδακτικότατο παράδειγμα! 490

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ε, πήγαινε αποδώ! Χάσου και κοίταξε μην χάσεις
τον περιβόητο ρου σου και τον νου σου.

ΩΚΕΑΝΟΣ
Μην φωνάζεις! Έτσι κι αλλιώς ο νους μου
βιάζεται ν’ ανοίξει τα φτερά του.
Τον πνίγει η ερημιά σου. 495
Θέλει ν’ ανασάνει καθαρό
αέρα και να πάει όσο πιο γρήγορα μπορεί
στην δροσερή φωλιά του.

ΧΟΡΟΣ
Θα με συντρίψει η συντριβή σου,
Προμηθέα· 500
θα με συντρίψει!
Πονώ κι αναστενάζω
και των ματιών μου οι δροσερές
πηγές ποτάμια γίνονται –
ποτάμια: πνίγουν 505
τα τρυφερά μου μάγουλα.
Τόση αυθαιρεσία!
Αυτό, λοιπόν, είναι εξουσία;
Μαχαίρι στον λαιμό
της περηφάνιας; 510
Στενάζει η γη, θρηνεί
το αρχαίο μεγαλείο
της ανυποταγής σου.
Στενάζει ο Άνθρωπος, θρηνεί
η Ευρώπη και πονούν 515
τα σπλάχνα της Ασίας.
Φωνάζουν οι εμπόλεμες
παρθένες της Κολχίδας.
Κραυγάζει η απροσπέλαστη
Σκυθία, σπαράζει 520
η Αζοφική, βογκούν
οι απόκρημνοι στρατοί
των κάστρων του Καυκάσου.
Ουρλιάζουνε τα κύματα,
μουγκρίζουν οι βυθοί, 525
βρυχάται η σκοτεινή καρδιά
του Άδη κι οι κρυστάλλινες
πηγές των ποταμών
είναι ορθάνοιχτες πληγές!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μην θεωρήσεις έπαρση 530
ούτε φτηνή αυταρέσκεια την σιωπή μου.
Προσπαθώ να συνετίσω την οργή, που κομματιάζει
με λύσσα την καρδιά μου.
Πώς τόλμησαν: αυτός κι αυτοί, οι νέοι θεοί. Εγώ,
εγώ τους έφερα στην εξουσία! 535
Τι σου τα λέω; Τα ξέρεις.
Εκείνο που δεν ξέρεις
είναι η τρισάθλια ζωή του Ανθρώπου, πριν του δώσω
σκέψη και βούληση και λογική.
Δεν θέλω να μειώσω κανέναν· θέλω μόνο 540
να δείξω πως δεν είχα προσωπικό συμφέρον
απ’ την ελπίδα ενός καλύτερου Ανθρώπου.
Σαν τα μωρά παιδιά,
κοίταζαν και ξεχνούσαν αμέσως ό,τι έβλεπαν,
άκουγαν και δεν σήμαινε τίποτα ό,τι άκουγαν. 545
Σαν όνειρο ατέλειωτο,
γεμάτο αλλόκοτες σκιές κι αταίριαστες εικόνες
περνούσε η ζωή τους.
Σπίτια δεν είχαν· ο πηλός δεν ήξεραν τι είναι –
ούτε το ξύλο το κομμένο τεχνικά. 550
Σαν τα μυρμήγκια, έσκαβαν όλοι μαζί την γη
και τρύπωναν στα σκοτεινά.
Πότε σκεπάζει η παγωνιά, το χώμα, πότε βγαίνουν
τα τρυφερά βλαστάρια
και πότε δένουν οι καρποί, δεν ήξεραν· στην τύχη 555
είχαν αφήσει την αδέξια ύπαρξή τους,
πριν τους δείξω τις απρόσιτες πορείες των αστεριών.
Τους έδωσα τον αριθμό: πηγή του στοχασμού·
και την γραφή: τροφό της μνήμης και μητέρα των τεχνών.
Έζεψα πρώτη φορά τα κτήνη των αγρών, 560
για ν’ απαλλάξουν τους ανθρώπους
απ’ το κτήνος της απάνθρωπης δουλειάς.
Πέρασα χαλινάρια στο άλογο και το ’δεσα στο άρμα:
μέγα σύμβολο του πλούτου και της δόξας.
Εγώ ήμουν που έδωσα λινά φτερά στο πρώτο πλοίο· 565
εγώ, που δεν μπορώ, μετά από τόσες λύσεις
στο πρόβλημα του Ανθρώπου,
να βρω έναν τρόπο να λυθώ απ’ τα δεσμά μου.

ΧΟΡΟΣ
Είναι βαρύ το χτύπημα που δέχτηκες. Μπορεί
να μην θολώσει το μυαλό σου τέτοιος εξευτελισμός; 570
Παραδέρνεις, Προμηθέα, σαν τον αδέξιο γιατρό
που αρρωσταίνει και δεν ξέρει τι φάρμακο να πάρει.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Και δεν άκουσες ακόμα τα πιο μεγαλειώδη.
Όταν αρρώσταιναν οι άνθρωποι,
αφήνονταν στην τύχη τους, μέχρι να καταντήσουν 575
σκιές ανθρώπων και να σβήσουν,
απαρηγόρητοι, απροστάτευτοι. Εγώ
τους έμαθα να φτιάχνουν φάρμακα, να γλυκαίνουν
τον πόνο, να δαμάζουν τις πληγές.
Έδωσα υπόσταση στην τέχνη της μαντείας, 580
έριξα φως στην σκοτεινή αλήθεια των ονείρων,
τους έμαθα ν’ ακούνε την λαλίστατη σιωπή
που κρύβεται στα λόγια του άλλου και να βλέπουν
τον άνθρωπο στο πρόσωπο του ανθρώπου.
Τους είπα πως το μέλλον έχει φτερά και ράμφος 585
και νύχια αρπακτικά.
Τους έδειξα ένα‐ένα τα πουλιά ‐
πώς τρέφονται, πώς αγαπούν, πώς σμίγουν, πώς μισούν,
πώς πολεμούν ‐ σημάδια
ολέθρου κι ευτυχίας· την ζωντάνια 590
των σπλάχνων και το χρώμα της χολής
την συμμετρία των φλεβών και των λοβών
του συκωτιού, για να χορταίνουν
ευσέβεια οι θεοί·
πώς να καίνε τα μεριά και την ουρά 595
του ζώου τυλιγμένα στην μπόλια – έδωσα γλώσσα
στην φωτιά, για να τους λέει
το μέλλον. Ύστερα τους έμαθα να βγάζουν
το μέλλον τους από της γης τα σπλάχνα:
χρυσάφι, ασήμι, σίδερο... 600
Πρώτος εγώ! Κι όποιος το αρνείται,
τα λογικά του αρνείται.
Ένα σου λέω: Προμηθέας
και Άνθρωπος αντάξιος του Ανθρώπου είναι το ίδιο!

ΧΟΡΟΣ
Μακάρι να ήταν το ίδιο. 605
Έδωσες απλόχερα σε κείνον
την ευτυχία και κράτησες για σένα
την δυστυχία. Όμως...
δεν πιστεύω πως θα μείνεις
πολύ εδώ. Το νοιώθω: θα συντρίψεις 610
πρώτα τα δεσμά σου και μετά
τον Δία.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δεν έχει βάλει
ακόμα την σφραγίδα της η μοίρα.
Πρέπει πρώτα
να με συντρίψει το μαρτύριο των παθών μου.
Η σκέψη και η τέχνη είναι λαθρεπιβάτες 615
στο πλοίο της Ανάγκης.

ΧΟΡΟΣ
Και την Ανάγκη ποιος την κυβερνά;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Η Μοίρα με τις τρεις μορφές
κι οι άγρυπνες Ερινύες.

ΧΟΡΟΣ
Μα έχουν περισσότερη δύναμη απ’ τον Δία; 620

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αφού εκείνος δεν μπορεί
να ξεφύγει από την μοίρα του.

ΧΟΡΟΣ
Και τι άλλο είναι η μοίρα
του Δία απ’ την αιώνια εξουσία;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αν ήξερες, δεν θα ’σουν 625
καθόλου σίγουρη γι’ αυτό.

ΧΟΡΟΣ
Τι έπρεπε να ξέρω;
Κάτι μου κρύβεις κι είναι νομίζω σοβαρό...

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σταμάτα· σκέψου κάτι άλλο. Αυτό...
δεν ήρθε ακόμα η ώρα... 670
όσο καλύτερα το κρύψω,
τόσο ευκολότερα θ’ αποτινάξω
τ’ απαράδεκτα δεσμά μου.

ΧΟΡΟΣ
Είθε ο Δίας, που νέμεται την εξουσία του παντός,
να μην με θεωρήσει ποτέ αντίπαλό του. 675
ούτε να νοιώσουν οι θεοί
πως τους ξεχνώ, στις αμμουδιές
του Ωκεανού πατέρα μου.
Είθε ν’ απολαμβάνουν με σάρκα κι αίμα αγνό
τις θυσίες μου και είθε να μην μείνουν οι ευχές μου 680
λόγια στο εφήμερο κερί,
αλλά γραφή βαθιά στον μέσα μου πηλό.
Γλυκιά η ζωή, όταν μπορείς να ελπίζεις· ανθισμένο
ρόδο η καρδιά στο φως της ευτυχίας. Όμως,
τι να ελπίσω, βλέποντας να σε κατασπαράζει 685
η φρίκη των παθών σου;
Τι έκανες; Επέλεξες
τον Άνθρωπο κι αγνόησες τον θεό;
Αχ, Προμηθέα! Τι κέρδισες;
Που είναι ο περίφημος Άνθρωπος, που ελευθέρωσες 690
απ’ τα δεσμά της γης;
Πού είναι αυτός, που του ’μαθες
να στέκει ορθός και δυνατός; Εφήμερος, φθαρτός,
όνειρο μέσα σ’ όνειρο, παλεύει ο Άνθρωπός σου,
με ιδέες ν’ αντιταχθεί στην βία των ουρανών. 695
Στα σκοτεινά του ολέθρου σου βαδίζω· κι η καρδιά μου
παλεύει με τα χείλη μου ‐
τα χείλη που θυμούνται ακόμα το τραγούδι
του γάμου σου... Πώς ήταν;
«Ο Προμηθέας παντρεύεται την όμορφη Ησιόνη, 700
την αδελφή μου...» Ύστερα...
καίει η καρδιά μου· δεν μπορώ!

ΙΩ
Πού βρίσκομαι; Τι είναι εδώ;
Ποιον τρώει το σίδερο κι ο άνεμος σε κείνον τον γκρεμό.
Τι έκανε κι αξίζει τόση φρίκη; Εσύ εκεί· μ’ ακούς; 705
Σε ποια γωνιά του κόσμου
χάθηκα η δύστυχη! Ε, αχ, φύγε αποδώ.
Άφησέ με· δεν αντέχω.
Ποιος θα με σώσει από τούτο το κεντρί;
Χάσου από μπρος μου, φάντασμα του Άργου. 710
Αχ· μάζεψε τον γιο σου Γη.
Φοβάμαι, τρέμω – έρχεται
με χίλια μάτια ύπουλα, θολά απ’ το σκοτάδι
του Άδη· ούτε νεκρός δεν σταματά.
Με κυνηγάει ο βοσκός της πείνας μου, ο φύλακας 715
της δίψας μου και παίζει...
παίζει ασταμάτητα εκείνη την φλογέρα
που με κοιμίζει ζωντανή.
Τι έπαθα! Πού μ’ έφερε πάλι το αγρίμι
της τρέλας μου! Τι έκανα, Δία, και μου αξίζει 720
να παλεύω μέρα‐νύχτα με την φρίκη στης τρέλας τον ζυγό;
Κάψε με, θάψε με· βορά στ’ αρπακτικά
του πελάγους πέταξέ με...
Μην αποστρέψεις, Κύριε,
το βλέμμα σου: λυπήσου με· κουράστηκα να φεύγω. 725
Να πάω πού;
Κάθε δρόμος μια πληγή βαθιά μου, κάθε τόπος
ένας γκρεμός ακόμα στην καρδιά μου.
Πού να κρυφτώ, να περιμένω
το τέλος μου... Έχει τέλος το μαρτύριο αυτό; 730
Ποιος ξέρει να μου πει; Ποιος ξέρει ως πότε
θ’ αντέχει μια παρθένα
μέσα σ’ αυτό το κερασφόρο κτήνος;
Εσύ εκεί· μ’ ακούς;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σ’ ακούω, παράφορη ομορφιά της κόρης του Ινάχου, 735
που γέννησε τον έρωτα στον Δία
και βρέθηκε να τριγυρνά στις ερημιές,
κυνηγημένη απ’ την στυγνή ζήλια της Ήρας.

ΙΩ
«Του Ινάχου»; Άκουσα καλά;
Τ’ όνομα του πατέρα μου! Ποιος είσαι, 740
δύστυχο πλάσμα; Πώς μπορείς
να λες τόσες αλήθειες σε μια δύστυχη τρελή;
Πώς ξέρεις την αρρώστια που με λιώνει· το κεντρί,
που με τρελαίνει; Ιώ, Ιώ,
πού σ’ έφερε η τρέλα των θεών: 745
κομματιασμένη από τους δρόμους,
πεινασμένη, τρομαγμένη, απελπισμένη,
– ένα σκουπίδι, ό,τι απόμεινε απ’ την λύσσα
της Ήρας... Ποιος ‐πείτε μου όλοι
της γης οι κολασμένοι‐ ποιος 750
πέρασε το δικό μου μαρτύριο... Εσύ,
εσύ εκεί, που λες πως ξέρεις
ποια είμαι, πες μου ‐αν μπορείς‐
τι θ’ απογίνω; Υπάρχει
φάρμακο στην αρρώστια μου; 755
Λυπήσου την παρθένα... έστω το κτήνος που διψάει
ν’ ακούσει μια κουβέντα καθαρή,
διάφανη. Ακούς; Παρηγοριές και ψέματα δεν θέλω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ησύχασε. Εγώ πάντα μιλούσα καθαρά
κι απλά, όπως πρέπει να μιλάει στον φίλο ο φίλος. 760
Τα αινίγματα κι οι σκοτεινές κουβέντες δεν αρέσουν
στον Προμηθέα, σ’ αυτόν που έδωσε την φωτιά
στον Άνθρωπο.

ΙΩ
Ο Προμηθέας! Ο μεγάλος ευεργέτης των ανθρώπων,
σε τέτοια δυστυχία! Τι συνέβη;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Βαρέθηκα να εξηγώ. Τι νόημα έχει; 765

ΙΩ
Πες μου. Εγώ... ξέρεις, μπορώ...
πρέπει ν’ ακούσω... κάνε μου την χάρη.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τι θες να μάθεις;

ΙΩ
Ποιος σ’ έριξε σ’ αυτόν τον γκρεμό;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Η εξουσία... δια χειρός Ηφαίστου, φυσικά. 770

ΙΩ
Γιατί;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Φτάνουν αυτά.

ΙΩ
Καλά, καλά!
Πες μου, τουλάχιστον,
πώς θα τελειώσει το δικό μου μαρτύριο· πότε;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Καλύτερα να μην γνωρίζεις.

ΙΩ
Πρέπει να ξέρω πώς και πότε· 775
μην μ’ αφήνεις στο σκοτάδι.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Εγώ δεν θα ’θελα να ξέρω.

ΙΩ
Μίλα μου καθαρά.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ε, ναι, λοιπόν· σου λέω καθαρά πως δεν μου είναι
καθόλου εύκολο να σε ταράξω. 780

ΙΩ
Σου είπα πως δεν θέλω
παρηγοριές και ψέματα.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αφού επιμένεις, άκου...

ΧΟΡΟΣ
Μη!
Κάνε μας κι εμάς μια χάρη.
Άφησέ την να μας πει 785
πώς έφτασε ως εδώ· να μοιραστεί
μαζί μας το μαρτύριο της άστεγης ζωής της ‐
και ύστερα της λες αν θα στεγάσει
το μέλλον τις ελπίδες της.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ακούς, Ιώ; Θέλουν να μάθουν 790
τι σου συνέβη – και συμβαίνει
να είναι αδελφές του πατέρα σου. Νομίζω
πως πρέπει να τους κάνεις
αυτή την χάρη. Έλα· κάτι κερδίζει πάντα
όποιος μιλάει σε φίλους, 795
που θέλουν και μπορούν να τον ακούσουν.

ΙΩ
Ούτε θέλω ούτε μπορώ να στερήσω από κανέναν
την θλιβερή ιστορία μου – αν και...
ντρέπομαι, ντρέπομαι, η δύστυχη, ν’ ακούω
από τα ίδια μου τα χείλη 800
την θύελλα, που μ’ άρπαξε και μ’ έριξε στην φρίκη
του ζώου μου. Κοιμόμουν τον ύπνο των παρθένων
σεντονιών μου. Κι άρχισαν εκείνα τα όνειρα·
σιγά, απαλά, ψιθυριστά κάποιος μου έλεγε: «Κοιμάσαι,
γλυκιά παρθένα; Σήκω. Δεν σου ταιριάζει η ερημιά 805
του κρεβατιού σου. Έλα, σε περιμένει γάμος
ουράνιος. Ο Δίας χτυπήθηκε από τον έρωτά σου
και θέλει να χαρείτε μαζί της ηδονές της Αφροδίτης.
Ω, μην κοιμάσαι, μην αρνείσαι την αγκαλιά του. Βγες,
τρέξε στης Λέρνης τις δροσιές, 810
στ’ απέραντα λιβάδια του πατέρα σου, να δει
την ομορφιά σου ο θεός, να παρηγορηθεί».
Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ... τα ίδια λόγια.
Ώσπου αναγκάστηκα ν’ αφήσω τις ντροπές και να μιλήσω
για την ντροπή των σεντονιών μου 815
στον πατέρα μου. Εκείνος άρχισε να στέλνει ιερείς
στους Δελφούς και στην Δωδώνη –
να μάθει τι έπρεπε να κάνει, για να εξευμενίσει
τους θεούς. Οι ιερείς
πήγαιναν κι έρχονταν με γρίφους σκοτεινούς, 820
λόγια ακατανόητα, αινίγματα, κουβάρια
δίχως αρχή και τέλος. Κάποτε, πήρε ο Ίναχος
τον αυτονόητο χρησμό που προσδοκούσε.
Κι έλεγε καθαρά και ξάστερα πως έπρεπε
να με διώξει από το σπίτι και την χώρα, 825
να τριγυρνώ αδέσποτη στις εσχατιές του κόσμου· αλλιώς
θα τον τσάκιζε του Δία ο κεραυνός ‐
κι αυτόν και την γενιά του.
Υπάκουσε. Τι να ’κανε μπροστά στην βία του Δία;
Ήθελε δεν ήθελε, μου έκλεισε την πόρτα του σπιτιού. 830
Δεν πρόλαβα να κλάψω, να φωνάξω
και βρέθηκα να τρέχω, σαν ζώο αγριεμένο,
μ’ αυτά τα κέρατα στο μέτωπο και πίσω μου, μπροστά μου,
παντού, μια μύγα, ένα κεντρί αφεύγατο, να με τρυπάει,
να σκάβει μέσα μου, να φτάνει στο μυαλό μου... 835
Κατέφυγα στις δροσερές όχθες της Λέρνης.
Και τότε είδα τον Άργο, τον αποτρόπαιο γιο της Γης:
έναν γιγάντιο βοσκό, να με κοιτάζει
με χίλια μάτια, ξέφρενα, σαν αίμα.
Όσον καιρό έμεινα εκεί, αγρυπνούσε, 840
μετρώντας ένα‐ένα τα βήματά μου...
Πέθανε μια μέρα, ξαφνικά·
κι εγώ ρίχτηκα πάλι στην ξέφρενη εξορία μου,
με μόνη συντροφιά την τρέλα και την μάστιγα
της μύγας που με τρέλαινε. Αυτή 845
ήταν η ιστορία μου. Κι αν ξέρεις πώς τελειώνει,
μίλησέ μου καθαρά. Μετά από τόση φρίκη
μπορώ ν’ αντέξω την αλήθεια· όμως το ψέμα...
ακαριαίος θάνατος είναι το ψέμα!

ΧΟΡΟΣ
Ε! Όχι εμένα! Φύγε! 850
Μου φτάνει η φρίκη, το αίσχος,
η δυστυχία, που άκουσα.
Τι έκανες, τι έπαθες, Ιώ!
Δεν είναι μοίρα η μοίρα σου·
είναι κεντρί, αγκάθι 855
φαρμακερό. Το νοιώθω,
Ιώ, να σκάβει την δική μου
καρδιά και να φυτεύει
τον φόβο και τον τρόμο σου.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Φύλαξε τα δάκρυά σου για το τέλος ‐ 860
όταν θα ξέρεις τι σημαίνει
μαρτύριο πραγματικό.

ΧΟΡΟΣ
Λέγε, λοιπόν! Γλυκαίνουν
οι πόνοι που περνάς, όταν γνωρίζεις
τους πόνους που θα έρθουν. 865

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Έγινε αυτό που ήθελες:
έμαθες τι συνέβη στο δύστυχο κορίτσι.
Άκουσε τώρα τι θα υποφέρει ακόμα από την Ήρα.
Κι εσύ, κόρη του Ινάχου,
φύλαξε καλά ό,τι σου πω, για να ξέρεις πού πηγαίνεις 870
και πού τελειώνει αυτό το ανέστιο ταξίδι.
Όταν φύγεις από εδώ,
θα τραβήξεις κατά κει που βγαίνει ο ήλιος·
θα περάσεις τον παρθένο
κάμπο, που θα δεις μπροστά σου και θα φτάσεις 875
στα μέρη των Σκυθών νομάδων
που ζουν σε σκεπαστές άμαξες, οπλισμένοι
με τόξα αφεύγατα. Φύγε αμέσως· Πάρε
τον δρόμο της αρμύρας:
βράχο τον βράχο, κύμα 880
το κύμα ώσπου να δεις, αριστερά σου,
τον τόπο, όπου δαμάζουν
το σίδερο οι Χάλυβες. Μην τους εμπιστευτείς,
μην πλησιάσεις – μόνο
ευγενικοί δεν είναι με τους ξένους 885
αυτοί οι αγριάνθρωποι. Όταν βρεις
τον ποταμό, που λένε Υβριστή
κι είναι υβριστής πραγματικός
της γης, μην τον περάσεις ‐ δεν περνιέται.
Πάρε από δίπλα την βοή του: ίσια, πάνω 890
στον Καύκασο, εκεί όπου το μένος του
σφυροκοπάει στα μηνίγγια του βουνού
κι όταν βρεθείς όπου αν σηκώσεις
το χέρι ακουμπάς τον ουρανό, γύρισε νότια, για να βρεις
τις Αμαζόνες, που μισούν τους άνδρες και μια μέρα 895
θα χτίσουν την Θεμίσκυρα στις όχθες του Θερμόδωντα,
εκεί που δείχνει άγρια τα νύχια της στους ναύτες,
η μητριά των καραβιών, η άσπλαχνη Σαλμυδησσός.
Αυτές, λοιπόν, οι εμπόλεμες γυναίκες, οι Αμαζόνες,
θα σε δεχθούν ειρηνικά και θα σου δείξουν 900
την πύλη του Κιμμέριου Βοσπόρου.
Μην φοβηθείς· πέρνα με θάρρος το στενό,
άφησε την Ευρώπη με βήμα σταθερό,
και πάτα στην Ασία – αυτή η πορεία
δεν πρόκειται να ξεχαστεί 905
ποτέ και τα νερά θα πάρουν τ’ όνομά της.
Είναι ή δεν είναι ωμή δικτατορία
η εξουσία του Δία; Βασανίζει μια θνητή, επειδή ποθεί
την σάρκα της. Κόρη μου, κόρη, παρθένα των παραδαρμών,
σκοτάδι αδίστακτο ο πρίγκιπάς σου 910
και είναι ακόμα στην αρχή τα βάσανά σου.

ΙΩ
Ιώ, χαμένη μου Ιώ! Τι δυστυχία...

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πάψε·
κράτα τους θρήνους για το τέλος σου.
Δεν τέλειωσα ακόμα.

ΧΟΡΟΣ
Υπάρχουν κι άλλα;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Κύμα βουνό η συμφορά της. 915

ΙΩ
Τότε γιατί να ζω; Γιατί να μην ριχτώ
απ’ τις μοίρας μου τα βράχια, να πνιγώ
μια και καλή – κι εγώ κι η συμφορά μου.
Καλύτερα νεκρή με τους νεκρούς,
παρά σαν την νεκρή 920
ανάμεσα στους ζωντανούς.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Φαντάσου να ’σουν
στην θέση μου: μετέωρη, ασάλευτη
ανάμεσα στον θάνατο και την ζωή!
Πάψε, λοιπόν, και μάθε πως το μαρτύριό σου
θα τελειώσει όταν χάσει ο Δίας την εξουσία. 925
ΙΩ
Δηλαδή, ποτέ.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Όμως πολύ θα το ’θελες· έτσι δεν είναι;

ΙΩ
Αφού ο Δίας με αποκτήνωσε...

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Λοιπόν, το κτήνος
της εξουσίας του δεν έχει πολλή ζωή ακόμα.

ΙΩ
Ποιος θα τον ανατρέψει; 930

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Η αυθαιρεσία του.

ΙΩ
Πώς; Πες μου ‐ αν γίνεται...

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Θα κάνει έναν γάμο, που θα τον αφανίσει.

ΙΩ
Με θεά ή με θνητή; Πες μου ‐ αν κάνει...

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Όχι, δεν κάνει. Μην ρωτάς. 935

ΙΩ
Αυτή... η θεά ή θνητή θα του αφαιρέσει
την εξουσία;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ο γιος που θα του κάνει.

ΙΩ
Και δεν υπάρχει τρόπος να προλάβει το κακό;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Όχι, αν δεν λυθώ απ’ τα δεσμά μου.

ΙΩ
Αυτό μπορεί
να το κάνει μόνο ο Δίας...
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ή κάποιος 940
γενναίος απόγονός σου.

ΙΩ
Τι είπες;
Παιδί δικό μου θα σε λύσει απ’ τα δεσμά σου;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δέκατος τρίτος απόγονος του γιου σου.

ΙΩ
Αυτό κι αν είναι ακατάληπτος χρησμός!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Γι’ αυτό σταμάτα να ρωτάς.

ΙΩ
Θα αθετήσεις 945
την υπόσχεση που μου ’δωσες;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Την μια
από τις δύο.

ΙΩ
Τι εννοείς; Αν είναι δύο,
έχω δικαίωμα να διαλέξω.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Έχεις· θέλεις
να σου πω τι θα υποφέρεις ή να σου αποκαλύψω
τον ελευθερωτή μου; 950

ΧΟΡΟΣ
Δώσε την μιαν απάντηση σε μένα και την άλλη
σε κείνη. Δεν αξίζω κι εγώ μια χάρη; Πες της
τι θα υποφέρει ακόμα και αποκάλυψέ μου
αυτόν που θα σ’ ελευθερώσει... μόνο αυτό.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πάει καλά! Δεν θέλω να σας δυσαρεστήσω. 955
Άκου, λοιπόν, πρώτα εσύ, Ιώ, τους δρόμους
του μαρτυρίου σου και γράψε τους βαθιά
στον νου σου. Όταν περάσεις το κατώφλι
της Ασίας, στρέψε το βλέμμα
στον πύρινο ήλιο, που μαστίζει 960
την γη και τράβηξε ευθεία, ώσπου να σβήσει
στ’ αυτιά σου ο φλοίσβος του νερού. Θα φτάσεις
στον άγριο τόπο της Κισθήνης,
όπου φωλιάζουν οι αρχαίες Φορκίδες:
τρεις κυνοκέφαλες παρθένες μ’ ένα μάτι 965
και οι τρεις και ένα δόντι η καθεμιά –
ξεχασμένες απ’ τον ήλιο
και το φεγγάρι. Δίπλα τους,
σαλεύουν τα ερπετά μαλλιά
και τα μισάνθρωπα φτερά 970
των αδελφών τους, των τριών
Γοργόνων, που σκοτώνουν με το βλέμμα.
Τρέξε μακριά και γλύτωσε. Όμως μην ξεχαστείς,
γιατί οι εφιάλτες σου δεν σταματούν εκεί.
Φυλάξου από τ’ αθόρυβα σκυλιά του Δία, τους Γρύπες 975
με τα αιμοβόρα ράμφη.
Πρόσεξε τον μονόφθαλμο λαό
των Αριμασπών ιππέων,
που κατοικούν στις όχθες του χρυσοφόρου Πλούτωνα.
Μην πλησιάσεις· φύγε 980
και θα βρεθείς στην άκρα γη των Μελαψών,
που κατοικούν στις όχθες
της λίμνης του ήλιου, εκεί απ’ όπου ξεκινά
ο ποταμός Αιθίοπας. Πάρε τον από δίπλα
ώσπου να δεις τον Νείλο 985
να κατεβάζει το γλυκό, ευλογημένο του νερό
από τα Βίβλινα όρη. Δίπλα εσύ. Θα σε οδηγήσει
στο δέλτα του, στην γη, Ιώ, όπου εσύ
και τα παιδιά σου θα ιδρύσετε αποικία.
Αυτά ‐ κι αν κάτι 990
σου φάνηκε περίπλοκο ή σκοτεινό, μπορώ
να σου το εξηγήσω.
Μόνο από χρόνο δεν έχω έλλειψη εδώ.

ΧΟΡΟΣ
Αν τελείωσες
με τ’ ατέλειωτα δικά της, 995
θυμήσου πως σου ζήτησα
κι εγώ μια χάρη.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τέλειωσα με το τέλος της. Μα για να δει
πως δεν της έλεγα κουβέντες στον αέρα,
δυο λόγια ακόμα: τι πέρασε για νά ’ρθει εδώ. 1000
Όταν έφτασες στην γη των Μολοσσών,
στα θεόρατα βουνά που τριγυρίζουν Δωδώνη
και με το μαντείο του Θεσπρωτού Διός,
σε καλωσόρισε το θαύμα των δρυών
που έχουν φωνή και ούτε λίγο ούτε πολύ 1005
τα δέντρα αυτά τ’ απίστευτα
σε είπαν, με τα φύλλα τους να λάμπουν
στον κρυστάλλινο αέρα,
«Ένδοξη μέλλουσα νύφη του Δία» ‐ θυμάσαι;
Εκεί σε βρήκε ο οίστρος 1010
και χύθηκες παράφορα πίσω απ’ τα βήματά σου,
για τον βαθύ κόλπο της Ρέας,
απ’ όπου επέστρεψες και ρίχτηκες ξανά
στην τρικυμία της εξορίας σου...
Στα χρόνια που θα έρθουν, εκείνη η αρμυρή γωνιά 1015
Ιόνιο Πέλαγος θα ονομαστεί – για να θυμούνται
κύματα, βράχια κι άνθρωποι το πέρασμά σου.
Ας είναι αυτά που άκουσες σημεία πως ξέρω
τ’ ανήξερα κι ανήκουστα. Γυρίζω τώρα
στην χάρη που ζητήσατε εσείς. 1020
Η Κάνωβος, λοιπόν, είναι μια πόλη εκεί
που ψιθυρίζει ο Νείλος γη, στο αρμυρό
σύνορο της Αιγύπτου.
Στην πόλη αυτή, Δίας θα σου δώσει
πίσω τον νου σου και θ’ απλώσει 1025
πάνω σου χέρι τρυφερό. Μ’ αυτό το άγγιγμα, μ’ αυτή
την απαλή επαφή, θα του γεννήσεις
τον Έπαφο, τον μελαψό, που θ’ απολαύσει
την εύφορη επικράτεια του Νείλου.
Πέντε γενιές θα χρειαστούν, ώσπου πενήντα θηλυκά 1030
θα δραπετεύσουν στο Άργος,
για να ξεφύγουν τον αισχρό γάμο με τα ξαδέλφια τους.
Τρελοί εκείνοι από τον πόθο θα ριχτούν
πίσω τους, σαν άγρια γεράκια καταπάνω
σε περιστέρες τρυφερές: να ξεδιψάσουν 1035
ματωμένη ηδονή. Δεν θα ’ναι ωστόσο
θέλημα θεού να απολαύσουν
παρθένα σάρκα. Ο Άρης των αυτεξούσιων θηλυκών,
που φυλάει μέσα στην νύχτα τ’ ανυπότακτα κρεβάτια,
θα τους δαμάσει και θα βρουν 1040
δίκαια την θέση τους στα σπλάχνα
της γης των Πελασγών: κάθε παρθένα
κι ένα μαχαίρι στον λαιμό του αυτόκλητου εραστή
‐ εύχομαι τέτοιες ηδονές
αιμοσταγείς να δώσουν στους εχθρούς μου 1045
οι έρωτές τους! Μόνο μια παρθένα θα λυγίσει
μπροστά στον πόθο.
Θα προτιμήσει να δοθεί στον εραστή,
παρά να χρεωθεί τον φόνο του· αυτή
θα δώσει στο Άργος δυναστεία βασιλική. 1050
Μην τα πολυλογώ· απ’ την γενιά της θα προέλθη
ένας γενναίος πολεμιστής. δεινός τοξότης,
που θα μ’ ελευθερώσει. Αυτό προφήτευσε η αρχαία
μητέρα μου, η Θέμις· και αυτό
σου λέω – το πώς και τι δεν είναι του παρόντος. 1055
Κι εξάλλου τι θα ξέρεις αν το μάθεις;

ΙΩ
Φύγε, χάσου!
Μου κομματιάζεις το μυαλό, μου τρως
τα σπλάχνα, μου ρημάζεις την ψυχή.
Τράβα από μέσα μου το λυσσασμένο 1060
κεντρί σου· καίγομαι,
καίγομαι ολόκληρη... η καρδιά μου...
πώς δέρνεται η καρδιά μου!
Τα μάτια μου, η γλώσσα μου,
η φωνή μου! Τι μου κάνεις, 1065
Χάρυβδη τρέλα· πού με σέρνεις,
Σκύλα των σκοτεινών σπασμών μου;

ΧΟΡΟΣ
Σοφός, σοφός πραγματικός, ήταν αυτός
που συνέλαβε και έδωσε φωνή
στην ιδέα πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να φυτρώνει 1070
εκεί που δεν μπορεί ν’ ανθίσει. Ο βιοπαλαιστής
είναι καλά να μην ποθεί γάμους και μεγαλεία
με πλούσιους αργόσχολους
και θρασείς αριστοκράτες.
Ποτέ, ποτέ, βασίλισσες 1075
Μοίρες, να μην βρεθώ στου Δία το κρεβάτι.
Ουράνιος εραστής να μην με πλησιάσει.
Τρέμω την καταδίκη,
που επέβαλε η Ήρα στην Ιώ,
την παρθένα που δεν γνώρισε αγάπη. 1080
Θέλω έναν γάμο ταπεινό,
ελεύθερο· δεν θέλω
ν’ αγκαλιάζω με αγωνία έναν έναστρο εραστή.
Μην πέσει πάνω μου ποτέ βλέμμα θεού ερωτικό.
Δεν πρόκειται ν’ αντέξω τέτοια δοκιμασία· 1085
θα με τσακίσει τόση απελπισία. Δεν ξέρω,
δεν ξέρω τι θα γίνω,
αφού δεν γίνεται ν’αντιταχθώ
στην βία του Δία.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Στην βία και το θράσος και την αυθαιρεσία του! 1090
Μα θα συμμαζευτεί, θα λουφάξει σαν δαρμένο
σκυλί, όταν τον στείλει
κι αυτόν και την αδίστακτη εξουσία του στην λήθη
ο γάμος που ετοιμάζεται να κάνει.
Έτσι θα εκπληρωθεί 1095
η κατάρα που του έδωσε ο πατέρας του, ο Κρόνος,
όταν του πήρε τον αρχαίο του θρόνο.
Θα πνίγεται στο αίσχος του
και μόνο εγώ θα ξέρω τον τρόπο να επιπλεύσει.
Ας καμαρώνει τώρα· ας παίζει 1100
με τον τρόμο των βροντών
και την φωτιά των κεραυνών του –
δεν θα του χρησιμεύσουν,
όταν ξεσπάσει η θύελλα του εξευτελισμού του.
Γιατί εγκυμονεί, ο άθλιος, τον χειρότερο 1105
αντίπαλό του: τερατώδη μαχητή,
που πυρπολεί όσο κανένας κεραυνός
και σπέρνει πανικό όσο καμιά βροντή·
αυτόν που θα συντρίψει την κατάρα
της θάλασσας και της στεριάς, την τρίαινα, το δόρυ 1110
του Ποσειδώνα. Ναι, θα πάθει
τα πάνδεινα ο Δίας και θα μάθει τι σημαίνει
να είσαι αφέντης και τι δούλος.

ΧΟΡΟΣ
Καταλαβαίνω. Θέλεις να πάθει...

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Το καλό
δεν είναι πως το θέλω, αλλά πως θα το πάθει, 1115
γιατί το λέει η προφητεία.

ΧΟΡΟΣ
Κι ελπίζεις πως θα δεις δούλο τον Δία;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σκλάβο θέλω να τον δω· να υποφέρει
ανείπωτα μαρτύρια.

ΧΟΡΟΣ
Και δεν φοβάσαι μήπως σ’ ακούσει; 1120

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τι να φοβηθώ; Μην χάσω
την αθανασία μου;

ΧΟΡΟΣ
Μην
σε ρίξει σε χειρότερα μαρτύρια.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Και, λοιπόν;
Απ’ την στιγμή που έμπλεξα μ’ αυτόν,
όλα τα περιμένω.

ΧΟΡΟΣ
Είναι σοφοί εκείνοι 1125
που σέβονται την Νέμεση των λόγων.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σεβάσου εσύ όποιον θέλεις.
Την Νέμεση των λόγων, την Νέμεση των έργων,
θεό, πατέρα, αφεντικό... Για μένα
ο Δίας είν’ ένα τίποτα. Ας χαρεί όσο μπορεί 1130
ακόμα το απόλυτο μηδέν του.
Ζήτημα χρόνου είναι η πτώση του.
Μα ποιος... Καλώς τον!
Έρχεται ο πάντα πρόθυμος λακές του αφεντικού.
Φαίνεται πως έχουμε εξελίξεις! 1135

ΕΡΜΗΣ
Εσύ, ο ρήτορας, που στάζεις
φαρμάκι, ο κλέφτης της φωτιάς,
ο ευεργέτης των θνητών
και προδότης των θεών... Ναι, ναι, σε σένα
μιλάω. Ο πατέρας διατάσσει 1140
ν’ αποκαλύψεις πάραυτα
ποιος είναι αυτός ο γάμος που θα τον ανατρέψει.
Και να το κάνεις, με απλό και καθαρό
τρόπο, δίχως αινίγματα και γρίφους. Σε προειδοποιώ:
μην μ’ αναγκάσεις, Προμηθέα, να τρέχω από σένα 1145
στον Δία κι απ’ τον Δία σε σένα· αλλιώς...
δεν τα σηκώνει αυτά ο πατέρας!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Χυδαίο θρασίμι, με μεγάλη
γλώσσα και μικρή ψυχή... Εύγε σου Ερμή·
είσαι ο τέλειος, υπεύθυνος, λακές! 1150
Κλωσσόπουλα της νέας εξουσίας,
και νομίζετε πως είναι απόρθητο οχυρό
το κοτέτσι σας. Ανόητοι, έχω δει δυο εξουσίες
να γκρεμίζονται και σίγουρα θα δω
μια τρίτη ερείπια και στάχτες! 1155
Σου φαίνομαι απ’ αυτούς
που τρέμουν μπρος στους νέους
θεούς σου. Πήγαινε από κει
που ήρθες. Και μην ρωτάς
αυτό που αποκλείεται να μάθεις. 1160

ΕΡΜΗΣ
Βρίζε εσύ, ο ελεύθερος, ελεύθερα! Γι’ αυτό
το έριξες στα βράχια το σαπιοκάραβό σου.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δεν θ’ άλλαζα ποτέ με την σκλαβιά σου
ετούτο το ναυάγιο. Τουλάχιστον μου ανήκει.
Καλύτερα αφέντης 1165
του πέτρινου αφέντη μου, παρά κουβαλητής
του Δία. Βρίζω ‐ και θα βρίζω όσο θέλω
εκείνους που με βρίζουν.

ΕΡΜΗΣ
Μα, εσύ περηφανεύεσαι για την κατάστασή σου!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Περηφανεύομαι; Όχι· θα περηφανευτώ, 1170
όταν οι εχθροί μου θα υποφέρουν
τα ίδια και χειρότερα ‐ και συ μαζί.

ΕΡΜΗΣ
Με θεωρείς υπεύθυνο για το μαρτύριό σου;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Και σένα κι όλους τους θεούς.
Τους θεωρώ υπεύθυνούς και τους μισώ, γιατί 1175
εγώ τους έκανα καλό κι εκείνοι μ’ εξευτέλισαν.

ΕΡΜΗΣ
Αν κατάλαβα καλά, είσαι εντελώς τρελός.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μπορεί ‐ αν είναι τρέλα να μισείς
τους εχθρούς σου.

ΕΡΜΗΣ
Βέβαια είναι·
και μάλιστα απαράδεκτη, θα έλεγα ‐ αν δεν ήσουν 1180
καρφωμένος εκεί πέρα.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Έλεος πια!
ΕΡΜΗΣ
Έλεος; Ο Δίας δεν γνωρίζει τέτοια λέξη.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σιγά‐σιγά. Ο χρόνος είναι μεγάλος δάσκαλος.

ΕΡΜΗΣ
Φαίνεται πως εσένα δεν σου έμαθε πολλά.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Το αντίθετο: κυρίως συγκατάβαση. Αλλιώς 1185
πώς θα μιλούσα ακόμα
μ’ έναν λακέ;

ΕΡΜΗΣ
Δεν πρόκειται να συνεννοηθούμε!
Λοιπόν, θα πεις στον Δία αυτό που σε ρωτάει;
Δεν θέλεις, ε;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τι κρίμα! Μετά από τόσες χάρες,
που μου έκανε, εγώ... Ω, πόση αχαριστία!

ΕΡΜΗΣ
Μην μου μιλάς σαν να ’μαι 1190
μικρό παιδί.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Παιδί δεν είσαι ‐
ούτε μικρό ούτε μεγάλο. Ανόητος είσαι εντελώς,
αφού επιμένεις να ζητάς αυτό που δεν υπάρχει
περίπτωση να πάρεις. Άκου, μικρέ αφελή θεέ μου, Ερμή:
ό,τι και να σοφιστεί ο Δίας σου ‐κομμάτια να με κάνει‐ 1195
δεν πρόκειται να πάρει κουβέντα από μένα,
αν δεν με λύσει απ’ τα δεσμά
του αίσχους του. Φωτιά να ρίξει να με κάψει,
στο χιόνι να με θάψει, να βυθίσει
τον κόσμο σύψυχο στης γης τα σπλάχνα, εγώ 1200
θα μείνω όρθιος εδώ
και θα φυλάω το μυστικό, που θα τον αφανίσει.

ΕΡΜΗΣ
Λοιπόν; Και τι νομίζεις πως θα κερδίσεις; Σκέψου...

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Το έχω σκεφτεί από καιρό και το έχω αποφασίσει.

ΕΡΜΗΣ
Σύνελθε, συγκεντρώσου! 1205
Δες τι τραβάς και βάλε τα πράγματα σε μια σειρά.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μην με ζαλίζεις άδικα. Όσο ακούει ο βράχος
το κύμα, άλλο τόσο
ακούω κι εγώ τις συμβουλές σου.
Ξέχνα το: δεν πρόκειται να τρέξω 1210
σαν τρομαγμένη γυναικούλα να φιλήσω
το βρωμερό χέρι του Δία ‐ να κλάψω,
να δαρθώ, να ικετεύσω
να με απαλλάξει απ’ τα δεσμά μου.
Εγώ είμαι αλλού· κατάλαβες; Αλλού και άλλος! 1215

ΕΡΜΗΣ
Όντως, χάνω τα λόγια μου. Ευκολότερα
θα έπειθα τον βράχο σου παρά εσένα. Έχεις αρπάξει
στα δόντια σου τα γκέμια της ψυχής σου
και παλεύεις να τα κόψεις, σαν άλογο ατίθασο –
να φύγεις. Πού να πας; Κινούμενη άμμος 1220
είναι το πείσμα σου. Μηδέν, απόλυτο, βαθύ
και σκοτεινό μηδέν η ελευθερία, όταν δεν ξέρει
να ξεχωρίζει το εφικτό από το ανέφικτο.
Λοιπόν, μπορείς αν θες να μείνεις
μοναδικό αφεντικό αυτού του άλλου, 1225
που λες πως είσαι. Άκουσε τώρα και το κόστος.
Σε λίγο το πραγματικό αφεντικό θα σπάσει
τα δόντια του γκρεμού σου:
κάρβουνο η πέτρα αναμμένο, στάχτη η άμμος·
εσύ θαμμένος στον φλεγόμενο βυθό της θεϊκής οργής 1230
κι ο βράχος να μην λέει να σου στερήσει
την άσπονδη αγκαλιά του. Το φως του ήλιου, όμως,
αιώνες θα το στερηθείς. Και μέχρι τότε, το φτερωτό σκυλί
του Δία, ο αιμοβόρος αετός, θα κομματιάζει
αχόρταγα την σάρκα σου ‐ κουρέλι ματωμένο 1235
θα κρέμεται το σώμα σου στο ράμφος του: σαν κλέφτης
θα σκάβει το συκώτι σου, αργά, αθόρυβα, να βρει
τον ματωμένο θησαυρό
της βουλιμίας του. Θα τον βρίσκει – κάθε μέρα.
Και κάθε μέρα θα τον χάνει και θ’ αρχίζει 1240
πάλι να σκάβει η φρίκη τα σπλάχνα σου – για πάντα·
αν δεν βρεθεί θεός τόσο απελπισμένος,
που θα θελήσει να χαθεί αντί για σένα
στην νύχτα του Άδη, στου Ταρτάρου
τον ζοφερό βυθό. Τώρα μπορείς 1245
να εκτιμήσεις την κατάσταση. Γιατί
εγώ όταν ανοίγω το στόμα μου, μιλάω· δεν ξεφωνίζω
συνθήματα ούτε πετάω τις λέξεις σαν τις πέτρες.
Λέω την αλήθεια: την απλή,
μεθοδική, πραγματική, αλήθεια της ζωής. 1250
Έτσι μου έμαθε ο Δίας, που σιχαίνεται το ψέμα
και λέει πάντα αλήθεια...
Την λέει κι όταν χρειαστεί την επιβάλει με πυγμή.
Κοίταξε γύρω σου και σκέψου αν μπορεί
το πείσμα να σου δώσει όσα η πειθαρχία. 1255

ΧΟΡΟΣ
Σαν να μην έχει άδικο ο Ερμής.
Σου λέει ν’ αφήσεις
το πείσμα σου και να σκεφτείς μεθοδικά. Άκουσέ τον.
Είναι ντροπή ν’ αυθαδιάζει ο σοφός.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Όταν τον είδα να ’ρχεται 1260
ήξερα τι θ’ αρχίσει να γαυγίζει.
Από πότε είναι ντροπή
να σε στρώνουν στο κυνήγι
τα κοπρόσκυλα; Εμπρός! Τι περιμένει
το μεγάλο αφεντικό; Ας προσπαθήσει 1265
να με υποτάξει· ας στείλει
τους κεραυνούς του· ας σπείρει
ανέμων πανικό· ας συνταράξει
συθέμελα τη γη· ας πνίξει
στα πέλαγα τον ουρανό· ας φυλακίσει 1270
τ’ αστέρια στο σκοτάδι των βυθών κι ας με πετάξει
στην δίνη της αδέκαστης Ανάγκης: να με αρπάξουν
του σκοταδιού οι ρίζες στον Τάρταρο – Εγώ
θα μείνω ζωντανός.

ΕΡΜΗΣ
Τρελός!
Παράφρων εντελώς! 1275
Μόνο ένα άρρωστο μυαλό
μπορεί να σκέφτεται έτσι.
Παραληρεί· τον τσάκισε η μανία!
Εσείς εκεί, που τον παρηγορείτε·
φύγετε γρήγορα, 1280
θα σας τρελάνει
ο χαλασμός που έρχεται.

ΧΟΡΟΣ
Τι τρόπος είναι αυτός;
Πώς μου μιλάς
και πώς τολμάς να μου ζητάς 1285
να τον εγκαταλείψω;
Ντροπή σου! Εδώ θα μείνω· κι ό,τι πάθει
θα το πάθουμε μαζί.
Σιχαίνομαι την προδοσία· δεν υπάρχει
χειρότερη αρρώστια απ’ αυτήν. 1290

ΕΡΜΗΣ
Εγώ σας προειδοποίησα.
Όταν σας στρώσει στο κυνήγι
το κακό, μην καταριέστε
την μοίρα σας, ούτε να λέτε
πως σας παγίδεψε ο Δίας, 1295
σας αιφνιδίασε η αυθαίρετη εξουσία...
Τίποτα τέτοιο. Ξέρετε· κι αν βρεθείτε
μπλεγμένες στο απέραντο δίχτυ της δυστυχίας,
θα είστε εσείς υπεύθυνες.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Εδώ τελειώνει ο Λόγος 1300
κι αρχίζει η βία: τρέμει
η γη ‐ πονούν τας σπλάχνα της,
βογκάει βαθιά και σκοτεινά·
πύρινη λαίλαπα ξεχύνεται στην γη,
μάστιγα η σκόνη, λύσσα 1305
εμφύλια τρελαίνει τους ανέμους
κι η θάλασσα ζητάει ν’ αφανίσει
τον ουρανό. Έτσι νομίζει ο Δίας
πως θα με τελειώσει.
Σκέψη μητέρα πάνσεπτη 1310
και Πνεύμα φωτεινό
του σύμπαντος, φυλάξτε
τον Λόγο του παιδιού σας:
βία και τρόμος κι αδικία η Εξουσία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Για την συγκρότηση του αρχαίου κειμένου, το οποίο ακολουθεί η μετάφραση, χρησιμοποιήθηκαν οι εκδόσεις;

Aeschylus, with an English translation by Herbert Weir Smyth, Ph. D. Cambridge, Mass., Harvard University
Press, 1926. Vol. 1. Prometheus.

Τραγωδίαι Αισχύλου εκδιδόμεναι μετά σχολίων υπό Γεωργίου Μιστριώτου. Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου Π. Δ.
Σακελλαρίου, 1902. Προμηθεύς.

στ. 2, Στην ερημιά της απροσπέλαστης Σκυθίας. Με πρώτον τον Ηρόδοτο, οι αρχαίοι συγγραφείς
τοποθετούσαν την Σκυθία, στην Βορειοανατολική Ευρώπη. Άρχιζε από τον Εύξεινο Πόντο και εκτεινόταν
δυτικά μέχρι την Μαιώτιδα Λίμνη (Θάλασσα της Αζοφικής) και βόρεια μέχρι το τέλος του κόσμου, στις
όχθες του Ωκεανού, ο οποίος έζωνε την γη. Οι μεγάλοι ορεινοί όγκοι, οι απέραντες πεδιάδες και οι έρημες
και οι ακατοίκητες εκτάσεις της Σκυθίας την είχαν καταστήσει, στην φαντασία των αρχαίων, τόπο κάθε
λογής παραδοξότητας, σύμβολο του ακραίου στοιχείου της ύπαρξης.

στ. 133, Σ’ ένα καλάμι, ζωντανή. Σε βλαστό του φυτού νάρθηκα, συγκεκριμένα. Ο νάρθηκας είναι φυτό με
χοντρό βλαστό, ύψους τριών περίπου μέτρων. Η ψίχα του βλαστού είναι δηλητηριώδης για τα ζώα και
μπορεί να καίγεται, χωρίς να επηρεάζεται ο φλοιός ‐ιδιότητα που την έκανε κατάλληλη για την κατασκευή
φυτιλιών. Οι αρχαίοι ξέραιναν τον βλαστό και είχαν στην διάθεσή τους καλάμια δίχως κόμπους,
κατάλληλα για την κατασκευή μπαστουνιών και πυρσών.

στ. 164, Κόρες του Ωκεανού. Στην ελληνική μυθολογία οι Ωκεανίδες παριστάνονται συχνά ως
Νύμφες των ακτών: μέχρι την μέση παρθένες, με μιαν ομορφιά απλή, λαχταριστή, γήινη και από
εκεί και κάτω ψάρια, όπως οι γοργόνες. Όμως, στα βαθύτερα στρώματα του ελληνικού
φαντασιακού, ταυτίζονται γενικά με τις νύμφες. Μπορεί να είναι όλες κόρες του Ωκεανού και της
Τηθύος (Γης ή Θέμιδος, αλλιώς), αλλά προστατεύουν και τα τέσσερα φυσικά στοιχεία: γη, νερό,
αέρας, φωτιά, με υπόσταση κατά κύριο λόγο αέρια και φωτεινή. Οι μορφές τους είναι πολλές και
συνδέονται σχεδόν πάντα με τον αέρα και το φως. Ως κόρες της Τηθύος, είναι αδελφές του
Προμηθέα.

στ. 195, Τσάκισε τα σπλάχνα τ’ Ουρανού. Τους Τιτάνες, δηλαδή.

στ. 267, Την Θέμιδα, την Γη, την Σκέψη... το ίδιο κάνει. Η Τηθύς (κόρη του Ουρανού και της Γης), η
Γη και η Θέμις (εγγονή της Τηθύος) ήταν ένα και το αυτό θεϊκό στοιχείο, που συνδύαζε την
μητρική φροντίδα και τον στοχασμό.

στ. 362, Τόλμησες ν’ αφήσεις επιτέλους. Ο Τιτάνας Ωκεανός, το αρχαιότερο υδάτινο στοιχείο, δεν
αναμίχθηκε στις συγκρούσεις για την διαδοχή του Κρόνου. Ο Προμηθέας υπαινίσσεται πως η
ουδετερότητά του οφειλόταν σε δειλία.

στ. 438, Ήδη φορτώθηκα την τύχη του αδελφού μου, του Άτλαντα. Ο Τιτάνας Άτλας, γιος του
Ιαπετού και της Ωκεανίδας Κλυμένης ήταν αδελφός του Προμηθέα. Στις συγκρούσεις για την
διαδοχή του Κρόνου ήταν αρχηγός των Τιτάνων. Ο Δίας τον τιμώρησε, υποχρεώνοντας τον να
στηρίζει στους ώμους του τον ουράνιο θόλο.
στ. 444, Τον αδάμαστο Τυφώνα. Τιτάνας μεγαλειώδης ήταν ο Τυφώνας ή Τυφωεύς ή Τυφάων, παιδί της
σκόνης της Γης και του σκότους του Ταρτάρου. Ήταν ψηλότερος από το ψηλότερος βουνό και όταν άνοιγε
τα χέρια του έφτανε από τη Δύση μέχρι την Ανατολή. Το κεφάλι του ήταν ανθρώπινο με μακριά μαλλιά και
γένια και μάτια που πετούσαν φωτιά. Ανθρώπινο ήταν και το σώμα του, αλλά για πόδια είχε δύο
πανίσχυρα φίδια. Στις πλάτες του βρίσκονταν εκατό κεφάλια φιδιών. Λόγο δεν είχε. Πότε γάβγιζε σαν
σκυλί, πότε βρυχιόταν σαν λιοντάρι και πότε σφύριζε ανατριχιαστικά και η ανάσα του σάρωνε τη γη.
Μετά την εξόντωση των Τιτάνων και των γιγάντων, ο Τυφώνας θέλησε να εκδικηθεί τους θεούς
και ανέβηκε στον Όλυμπο μαινόμενος. Στην μάχη που ακολούθησε, ο Δίας κατάφερε με πολύ
κόπο να θάψει τον Τυφώνα κάτω από το όρος Αίτνα, όπου το μεγαλειώδες τέρας συνέχισε να
ξερνάει φωτιά.

στ. 618, Η Μοίρα με τις τρεις μορφές. Στην ελληνική μυθολογία, η ανθρώπινη ζωή βρίσκεται στα
χέρια τριών γυναικείων μορφών, οι οποίες γνέθουν το νήμα της: την Κλωθώ (παρόν), την Λάχεση
(παρελθόν) και την Άτροπο (μέλλον). Αντλούν την δύναμή τους από τον Δία, ο οποίος ωστόσο
υπόκειται στις αποφάσεις τους. Στα ομηρικά έπη, οι τρεις Μοίρες παρουσιάζονται ως ένα
πρόσωπο, με τρεις μορφές ή μάλλον με τρεις λειτουργίες.

στ. 700, Ο Προμηθέας παντρεύεται την όμορφη Ησιόνη. Η Ησιόνη ήταν κόρη του Ωκεανού και της
Τιθύος. Γέννησε στον Προμηθέα τον Δευκαλίωνα, ο οποίος επιβίωσε του μεγάλου κατακλυσμού
που προκάλεσε ο Δίας για να αφανίσει το γένος των ανθρώπων. Μαζί με την γυναίκα του, την
Πύρρα, ξανάφτιαξε την ανθρωπότητα.

στ. 842, Πέθανε μια μέρα, ξαφνικά. Τον Άργο τον δηλητηρίασε ο Ερμής, αφού πρώτα τον
αποκοίμισε με τη μουσική του, εκτελώντας διαταγή του Δία

στ. 883, Το σίδερο οι Χάλυβες. Το μυθικό έθνος των Χαλύβων ήταν εγκαταστημένο στα παράλια
του Εύξεινου πόντου. Κύρια ασχολία τους ήταν η επεξεργασία του σιδήρου και κυρίως του
χάλυβα.

στ. 887, Τον ποταμό, που λένε Υβριστή. Οι απόψεις των αρχαίων σχολιαστών του Προμηθέα...
διίστανται σχετικά με την ταυτότητα του ποταμού Υβριστή. Άλλοι ισχυρίζονται πως πρόκειται για
τον ποταμό της Δυτικής Ασίας Αράξη και άλλοι πως είναι πλάσμα της φαντασίας του Αισχύλου. Ο
Γεώργιος Μιστριώτης πρότεινε την ταύτισή του με τον ποταμό Ντον.

στ. 896, Θα χτίσουν την Θεμίσκυρα στις όχθες του Θερμόδωντα. H Θεμίσκυρα ήταν η μυθική
πρωτεύουσα των Αμαζόνων, στις όχθες του ποταμού Θερμόδωντα, σημερινού Terme, μεταξύ
Σαψούντας και Τραπεζούντας.

στ. 898, Η μητριά των καραβιών, η άσπλαχνη Σαλμυδησσός. Η Σαλμυδησσός (ίσως η σημερινή
Μήδεια) υπήρξε αρχαιότατη πόλη στα παράλια του Ευξείνου Πόντου. Τα ισχυρά θαλάσσια
ρεύματα και οι άγριες ακτές, την έκαναν πραγματική παγίδα για τα διερχόμενα πλοία. Οι
αφιλόξενοι και πολεμοχαρείς κάτοικοί της επιδίδονταν στην λεηλασία των πλοίων που
συντρίβονταν στα βράχια.

στ. 901, Την πύλη του Κιμμέριου Βοσπόρου. Πρόκειται για την σημερινή Αζοφική Θάλασσα.
Πολυεθνικό βασίλειο, που άκμασε στη διάρκεια του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. Την ονομασία του
είχε πάρει από τον αρχαιότερο ‐ιστορικά ασαφή‐ λαό που κατοίκησε την περιοχή, τους
Κιμμέριους
στ. 906, Ποτέ και τα νερά θα πάρουν τ’ όνομά της. Βόσπορος, βοός πόρος, το πέρασμα του
βοδιού. Ο Δίας είχε μεταμορφώσει την Ιώ σε δαμάλα.

στ. 963, Στον άγριο τόπο της Κισθήνης. Αν και η Κισθήνη υπήρξε αρχαία αιολική πόλη της Μικράς
Ασίας, κοντά στο Αϊβαλί, εδώ φαίνεται να είναι η περιοχή της Θράκης, την οποία αναφέρει ο
Ισοκράτης στον Πανηγυρικό του.

στ. 965, Όπου φωλιάζουν οι αρχαίες Φορκίδες. Οι Γραίες Δεινώ, Πεφρυδώ και Ενυώ, κόρες του
θαλάσσιου θεού Φόρκυδος. Είναι αθάνατες παρθένες με μακριά κατάλευκα μαλλιά και δέρμα
ζαρωμένο γεροντικό. Περιπολούν μπροστά στην είσοδο του κάτω κόσμου κι έχουν στη φύλαξή τους τα
φτερωτά σανδάλια του Ερμή και την ασπίδα της Αθηνάς.

στ. 972, Γοργόνων, που σκοτώνουν με το βλέμμα. Οι Γοργόνες Σθενώ, Ευρυάλη και Μέδουσα ήταν
κόρες του Φόρκυδος της θαλάσσιας θεότητας Κητώς. Ο μυθογράφος Απολλόδωρος τις αναφέρει
μόνο ονομαστικά. Το φαντασιακό των Ελλήνων ασχολήθηκε αποκλειστικά με την Μέδουσα.

στ. 975‐979, Φυλάξου από τ’ αθόρυβα σκυλιά [...] του χρυσοφόρου Πλούτωνα. «Αλλά στην βόρεια
Ευρώπη υπάρχει πολύ περισσότερο χρυσάφι από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Δεν μπορώ να πω με
βεβαιότητα πως βρέθηκε εκεί, αλλά φημολογείται πως κάποιοι μονόφθαλμοι πολεμιστές που
ονομάζονται Αριμασποί το κλέβουν από τους Γρύπους», έγραψε πρώτος ο Ηρόδοτος. Έκτοτε σχηματίστηκε
ένας θρύλος, σύμφωνα με τον οποίον οι μονόφθαλμοι, μικροκαμωμένοι, αλλά αιμοβόροι πολεμιστές
Αριμασποί, που ζούσαν πότε στον Καύκασο, πότε στα Καρπάθια και πότε στην Βόρεια Ινδία, βρίσκονταν
σε συνεχή πόλεμο με τους Γρύπους: φτερωτά λιοντάρια με κεφάλι αετού και ουρά φιδιού. Αντικείμενο
της διαμάχης ήταν το χρυσάφι που κατέβαζε ο ποταμός Πλούτων – ο οποίος ωστόσο βρισκόταν (σύμφωνα
με τους αρχαίους γεωγράφους) στην Αιθιοπία ή ήταν ένα άλλο όνομα του Νείλου. Ο Αισχύλος δημιουργεί
έναν εντυπωσιακό χάρτη της γης, ο οποίος προκαλεί τον θεατή να τον «διαβάσει» ως εικονογραφία της
ταραγμένης ψυχής της Ιώς: ερημιά, ξενότητα, αγριότητα, ασχήμια, θάνατος και ύστερα ορμή, γονιμότητα.

στ. 981‐987, Και θα βρεθείς στην άκρα γη [...] από τα Βίβλινα όρη. Η περιγραφή της πορείας του
Νείλου από τον Αισχύλο απηχεί τις συγκεχυμένες γεωγραφικές γνώσεις των αρχαίων, αν και είναι
κυρίως συμβολική: από την λίμνη του ήλιου, όπου το στοιχείο της φωτιάς βυθίζεται στο στοιχείο
του νερού, για να το ανυψώσει στο στοιχείο του αέρα (καταρράκτης) και να το καταστήσει ενεργό
ώστε να γονιμοποιήσει την γη. Άλλωστε η πορεία της Ιώς ακολουθεί την κίνηση των φυσικών
στοιχείων προς την δημιουργία της Ιστορίας: Γη (Σκυθία‐νομάδες), αέρας (Καύκασος‐μύθος,
λόγος), φωτιά (Χαλκοί, Αριμασποί‐μεταλλουργία), Νερό (Νείλος) και πάλι Γη (Δέλτα του Νείλου‐
γονιμότητα, πόλις).

στ. 1001, Όταν έφτασες στην γη των Μολοσσών. Στην Ήπειρο, δηλαδή. Οι Μολοσσοί ήταν
ελληνικό φύλο που εγκαταστάθηκε στην Ήπειρο στη διάρκεια των Μυκηναϊκών χρόνων.

στ. 1005, Που έχουν φωνή και ούτε λίγο ούτε πολύ. Στο Μαντείο της Δωδώνης, οι προβλέψεις
γίνονταν με την ερμηνεία του θροΐσματος των δρυών.

στ. 1012, Για τον βαθύ κόλπο της Ρέας. Πρόκειται για το Ιόνιο Πέλαγος. Η ονομασία «Κόλπος
Ρέας» συναντιέται μόνο στον Προμηθέα... και στα Αργοναυτικά του Απολλώνιου. Όσο για τον
χαρακτηρισμός «κόλπος», φαίνεται πως υπήρχε στους αρχαίους η αίσθηση του ημίκλειστου της
Αδριατικής, πριν ακόμα γίνει ο περίπλους των ακτών της.
στ. 1021, Η Κάνωβος, λοιπόν, είναι μια πόλη εκεί. Η αρχαία πόλη Κάνωβος βρισκόταν στο
ομώνυμο νησάκι απέναντι από το Δέλτα του Νείλου.

στ. 1030‐1052, Πέντε γενιές θα χρειαστούν [...] δεινός τοξότης. Η Ιώ γέννησε στον Δία τον Έπαφο·
ο Έπαφος απέκτησε την κόρη Λιβύη· η Λιβύη γέννησε τον βασιλιά της Αιγύπτου Βήλο κι εκείνος
απέκτησε τον γιο Αίγυπτο, βασιλιά της Αραβίας· ο Αίγυπτος απέκτησε 50 κόρες, που επέστρεψαν
στο Άργος και από τις οποίες μόνον η Υπερμνήστρα τεκνοποίησε. Ο γιος της Άβαντας έγινε ο
πρώτος βασιλιάς του Άργους και απέκτησε τον γιο Ακρίσιο, του οποίου η κόρη Δανάη γέννησε
στον Δία τον Περσέα. Η Ανδρομέδα γέννησε στον Περσέα τον Αλκαίο, κόρη του οποίου ήταν η
Αναξώ, μητέρα της Αλκμήνης, που γέννησε στον Δία τον Ηρακλή.

στ. 1126, Που σέβονται την Νέμεση των λόγων. Αδράστεια στο αρχαίο κείμενο. Η Αδράστεια ήταν
κόρη του Δία και της Ανάγκης ή της Νύχτας. Ενδέχεται ωστόσο να μην ήταν παρά ένα
προσωνύμιο της Νέμεσης ως τιμωρού εκείνων που διαπράττουν αδικήματα λόγου, των
υβριστών, δηλαδή.
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΠΡΟΜΗΘΕΑ ΔΕΣΜΩΤΗ

Τιταίνω, Εκτείνω εαυτόν, απλώνομαι.

Τίω, Σέβομαι, αποτιμώ, ορίζω την αξία.

Titanism, Η έμπρακτη αμφισβήτηση


κάθε κοινωνικής ή καλλιτεχνικής
σύμβασης.

«Φόβο και τρόμο προκαλεί ο Αισχύλος. Τον πλησιάζεις και τρέμεις. Βάρβαρος, παράδοξος,
γεμάτος αντιθέσεις, υπερβολικός – να η δικαστική απόφαση που εξέδωσε εναντίον του η
επίσημη ρητορική των ημερών μας {του 19ου αιώνα}. Η ρητορική αυτή θα αλλάξει. Ο Αισχύλος
είναι από εκείνους τους ανθρώπους, που ο επιπόλαιος κριτικός ειρωνεύεται ή προσπερνά και ο
πραγματικός κριτικός πλησιάζει με ιερό δέος. Ο φόβος είναι αυτό που μας έλκει στην
μεγαλοφυΐα. Αυτός που δεν καταλαβαίνει τον Αισχύλο είναι αθεράπευτα μέτριος. Στον Αισχύλο
δοκιμάζεται η δύναμη του στοχασμού». Αυτά έγραφε ο Victor Hugo στο διακατεχόμενο από
επαναστατική ορμή βιβλίο του Littérature et philosophie mêlées. Και φυσικά ο Προμηθέας
Δεσμώτης σηκώνει το περισσότερο βάρος αυτού του ιερού δέους. Πραγματικά, δεν θα
μπορούσαμε να διαφωνήσουμε: «Αυτός που δεν καταλαβαίνει τον Αισχύλο είναι αθεράπευτα
μέτριος». Αλλά το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό. Οι κριτικοί μπορούν να είναι όσο επιπόλαιοι ή
ευφυείς θέλουν, δίχως να χαθεί δα κι ο κόσμος! Εκείνο που συγκλονίζει είναι πως αυτός που δεν
καταλαβαίνει τον Προμηθέα... ‐είτε τον έχει διαβάσει είτε όχι‐ είναι αθεράπευτα ανίκανος να
πάρει στα χέρια του τον εαυτό του και συνεπώς να αποτελέσει μέρος του ιστορικού υποκειμένου,
που είναι ο άνθρωπος. Γι’ αυτό ίσως η ανθρωπότητα θυμάται την μορφή του εξεγερμένου Τιτάνα
κάθε φορά που βρίσκεται σε σημείο καμπής, από τον Ησίοδο μέχρι σήμερα.
Ο Ησίοδος θα δημιουργήσει έναν Προμηθέα υπεύθυνο για τα δεινά του ανθρώπου. Θα του
καταλογίσει την διαφθορά του «παραδείσιου» δίποδου, από τον πλούτο. Κάποτε οι άνθρωποι
δεν χρειαζόταν να δουλεύουν, να κοπιάζουν για να καρπίσουν την γη. Απολάμβαναν την θεϊκή
φύση τους. Αλλά ο Προμηθέας επιχείρησε να εξαπατήσει τον Δία, να κρατήσει για λογαριασμό
των ανθρώπων την θρεπτική σάρκα του ζώου που θυσίαζαν στον θεό και να του δώσει τα
άχρηστα κόκκαλα. Όταν οι θεοί και οι θνητοί αποφάσισαν να διευθετήσουν την οντολογική τους
θέση, ο Προμηθέας ανέλαβε να κάνει την θυσία με την οποία θα άρχιζε το καθοριστικό για την
σύσταση του κόσμου γεγονός. Έσφαξε ένα βόδι και χώρισε τις σάρκες από τα κόκκαλα. Έφτιαξε
δύο σωρούς: έναν με τις σάρκες κλεισμένες στο στομάχι του ζώου και έναν με τα κόκκαλα
τυλιγμένα σε λίπος. Ζήτησε λοιπόν από τον Δία να διαλέξει το δώρο του. Εκείνος κατάλαβε το
τέχνασμα, αλλά χάρηκε επειδή έτσι του δινόταν η ευκαιρία να τσακίσει τους ανθρώπους. Επέλεξε
τον σωρό με τα κόκκαλα και όταν τον είδε στο θυσιαστήριο, άρχισε να φωνάζει, προσάπτοντας
δόλο στον Προμηθέα – με τον οποίον οι σχέσεις του ήδη δεν ήταν οι καλύτερες. Αποφάσισε να
αφαιρέσει από τους ανθρώπους την φωτιά και το έκανε. Αλλά ο Προμηθέας την έκλεψε από το
εργαστήριο του Ηφαίστου και την ξανάδωσε στον άνθρωπο. Όταν ο Δίας ανακάλυψε την κλοπή,
έστειλε στους ανθρώπους μια τρομερή συμφορά: την γυναίκα, την Πανδώρα, που είχε κλεισμένα
στο «πιθάρι» της όλα τα κακά του κόσμου. Παράλληλα τιμώρησε τον κύριο υπεύθυνο,
καρφώνοντάς τον σ’ έναν βράχο στην ερημιά της Σκυθίας, στον Καύκασο. Όσο για τους
ανθρώπους, αυτό που θα χαρακτηρίζαμε «πρωταρχική συσσώρευση» είχε ήδη τεθεί σε
λειτουργία, αφού πρώτα ο Προμηθέας είχε φροντίσει να δώσει σε αυτό που θα χαρακτηρίζαμε
«αξία χρήσης» χαρακτήρα «ανταλλακτικής αξίας» ενώπιον των θεών. Ο ευσεβής
μικροκαλλιεργητής του 7ου π.Χ. αιώνα, εργαζόμενος σκληρά, αγωνιζόμενος να προφυλάξει την γη
του από τους εύπορους γαιοκτήμονες και εξαρτώμενος από τις συντεχνίες των μεταλλουργών,
αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του ως πτώση από μια παραδείσια κατάσταση στην σκληρή
πραγματικότητα του αγώνα για την παραγωγή των προς το ζην. Ο αγρότης δεν μπορεί να μην
σκεφτεί πως κοπιάζει για να υποχρεώσει την γη να κάνει αυτό που έτσι κι αλλιώς μπορεί να κάνει
από μόνη της. Αφού η γη διαθέτει τους καρπούς της ελεύθερα, προς τι η ιδιοκτησία; Δεν θα
μπορούσε ο άνθρωπος απλά να δρέπει τους καρπούς. Τι χρειάζεται η τεχνική, η οποία
συνδυάζεται με την άνιση κατανομή του γήινου πλούτου; Δεν είναι ευχή και κατάρα; Ευχή και
κατάρα είναι, λοιπόν, το δώρο του Προμηθέα: η φωτιά. Ναι μεν δίνει στον άνθρωπο την
δυνατότητα να επιλύσει αρκετά προβλήματα επιβίωσης, αλλά γεννά το ζήτημα της κοινωνικής
οργάνωσης, των συνεχών ανταγωνισμών. Κατά τον Ησίοδο, η μόνη λύση είναι η θρησκευτική
νομιμοφροσύνη. «Η απόγνωση», γράφει ο Martin Nilsson (Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής
Θρησκείας), «ρίχνει τον άνθρωπο στα χέρια της θρησκείας. Αυξάνει την ευαισθησία της
συνείδησής του, όταν άλλοι άνθρωποι προσβάλλουν τους θεούς και παραβαίνουν τις εντολές
τους. Στην έξαρση του θρησκευτικού αισθήματος ψάχνει να βρει λησμονιά από τις δυστυχίες της
ζωής και τις καθημερινές στενοχώριες», την στιγμή μάλιστα που η αριστοκρατία είχε αναπτύξει
«ένα αίσθημα αυτοεκτίμησης, που κατευθυνόταν επίσης εναντίων των θεών». Ο αγροτικός
πληθυσμός θα μπορούσε να εξεγερθεί ή να δραπετεύσει σε άλλους τόπους, όπου θα μπορούσε
να ανακουφιστεί από την βία και την αυθαιρεσία. Μαζί του θα έπαιρνε τελικά το αίτημα της
δικαιοσύνης, που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με την πίστη σε έναν Δία πάνσοφο, δίκαιο,
αυστηρό επόπτη του γένους των ανθρώπων, τιμωρό των αδίκων. Ο Προμηθέας είναι ένας
αλαζόνας αριστοκράτης.
Ο Πλάτων θα θέσει το ζήτημα της πολιτικής ικανότητας στον διάλογο Πρωταγόρας,
ισχυριζόμενος –δια στόματος Σωκράτους‐ πως στον άνθρωπο είναι έμφυτη η απαραίτητη για την
άσκηση πολιτικής αίσθηση του δικαίου και άρα(!) δεν είναι όλοι ικανοί να παίρνουν πολιτικές
αποφάσεις, αλλά μόνο οι πεπαιδευμένοι. Αντίθετα, ο σοφιστής Πρωταγόρας ισχυρίζεται πως η
αίσθηση του δικαίου διδάσκεται και άρα (!) όλοι οι πολίτες είναι ικανοί να παίρνουν πολιτικές
αποφάσεις. Στην πραγματικότητα, ο ένας κατασκευάζει το κατεξοχήν επιχείρημα του άλλου, σ’
αυτόν τον «πονηρό» διάλογο, όπου η αυτοαναίρεση αποτελεί τέχνη: αν η αίσθηση του δικαίου
είναι έμφυτη, κάθε προσπάθεια γνωστικής θεμελίωσης του έμφυτου χαρακτήρα της δεν είναι
παρά διαστροφή· και αν η αίσθηση του δικαίου δεν είναι έμφυτη αλλά διδάσκεται, κάθε
προσπάθεια γνωστικής θεμελίωσης του διδακτέου χαρακτήρα της θέτει εν αμφιβόλω την ίδια την
ταυτότητά της. Εν πάση περιπτώσει, σ’ αυτό το διαλογικό παιχνίδι, ο Πρωταγόρας αποφασίζει να
χρησιμοποιήσει έναν διδακτικό μύθο, τον μύθο του Προμηθέα. Λέει πως τα θνητά όντα υπήρξαν
δημιουργήματα των θεών, πως ο Προμηθέας έλαβε από τον Δία την διαταγή να τα εφοδιάσει με
όλα όσα χρειάζονταν για να επιζήσουν. Ωστόσο, ο Τιτάνας ενέδωσε στην παράκληση του
αδελφού του Επιμηθέα να αναλάβει εκείνος το έργο του εξοπλισμού των θνητών όντων. Ο
Επιμηθέας (αυτός που πρώτα πράττει και μετά σκέφτεται – η αρνητική εκδοχή του Προμηθέα,
που πρώτα σκέφτεται και μετά πράττει) εξάντλησε το απόθεμα φυσικών ικανοτήτων, για να
εξοπλίσει τα ζώα, αφήνοντας τον άνθρωπο γυμνό, ευαίσθητο, απροστάτευτο. Ο Προμηθέας,
διαπιστώνοντας την επιπόλαιη διευθέτηση του ζητήματος από τον αδελφό του και μη έχοντας
στην διάθεσή του άλλο αξιόλογο πράγμα από την φωτιά την έδωσε στον άνθρωπο. Ο
Πρωταγόρας χαρακτηρίζει την φωτιά ως εργαλείο με το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να παράγει τα
προς το ζην, αλλά όχι να προφυλαχτεί από τα δυνατότερα ζώα και ‐το κυριότερο‐ να συγκροτήσει
ειρηνικές κοινωνίες, που δεν θα σπαράσσονται από εσωτερικές συγκρούσεις. Γι’ αυτό ‐πάλι
σύμφωνα με τον Πρωταγόρα‐ ο Δίας έστειλε το Ερμή να δώσει στους ανθρώπους την αίσθηση
του δικαίου και του σεβασμού. Σαν να λέμε πως το δώρο του Προμηθέα δεν ήταν παρά μια
«προσθήκη» στον άνθρωπο, που από την φύση του ήταν ανίκανος να δημιουργήσει πολιτικό
πολιτισμό: θα έπρεπε να διδαχθεί από τον πατέρα των θεών την τέχνη της πολιτικής ‐ μέρος της
οποίας είναι ο πόλεμος. Ένας πόλεμος, βέβαια, που σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πρωταγόρα θα
έπρεπε ήδη να ήταν γενικευμένη ‐αν όχι συγκροτούσα‐ συνθήκη των σπαρασσόμενων κοινωνιών,
πριν από τα δώρα της αίσθησης του δικαίου και του σεβασμού. Αυτή η εκδοχή του μύθου του
Προμηθέα ηχεί αλλόκοτα πλατωνικά στο στόμα ενός σοφιστή, εκχωρώντας το κοινωνικό
υποκείμενο στην βούληση ενός θεού. Ωστόσο ο Σωκράτης, δίνοντας τέλος στον διάλογο, δηλώνει
ειρωνικά πως είναι με το μέρος του Προμηθέα τινάζοντας στον αέρα την αποτελεσματικότητα
του μύθου που αφηγήθηκε ο Πρωταγόρας, αλλά και του διαλόγου Πρωταγόρας.
Θα έλεγε κανείς πως ο Προμηθέας Δεσμώτης διατρέχεται από κάποιον αδιόρατο θυμό για
τέτοιου είδους ρητορικά παιχνίδια με το σοβαρότατο ζήτημα της λειτουργίας της δημοκρατίας. Η
αρχαία δημοκρατία θεμελιώνεται στην αρχή, σύμφωνα με την οποία η αίσθηση του δικαίου
διδάσκεται , όλοι οι πολίτες είναι ικανοί να την διδαχθούν και άρα όλοι οι πολίτες είναι ικανοί να
ασκήσουν πολιτική. Δεν χρειάζονται υπερβατικούς ποιμένες. Αν δεν μπορούν μόνοι τους να
ιδρύσουν την πόλη, ερχόμενοι σε κοινωνία, δεν μπορούμε να μιλάμε για κοινωνικό υποκείμενο,
αλλά για ένα ζώο που πορεύεται κατά κοπάδια, φυλασσόμενο από τα «σκυλιά» του μεγάλου
βοσκού. Ο Αισχύλος είναι μεγαλειωδώς σαφής: Δίας‐υποταγή‐θεός vs Προμηθέας‐εξέγερση‐
άνθρωπος. Η τιτάνια μορφή που δημιούργησε ο Αισχύλος, και δεν έπαψε ποτέ να απασχολεί την
ανθρώπινη σκέψη, μοιάζει παράδοξη, επειδή ακριβώς είναι η πιο ανθρώπινη. Όλοι οι ήρωες της
αρχαίας τραγωδίας έχουν προσωπικά κίνητρα, συγκρούονται με την μοίρα τους στην βάση των
αναγκών τους. Το μεγαλειώδες με τον Προμηθέα είναι πως αυτό που έκανε, να δώσει στον
άνθρωπο την φωτιά, δεν μπορεί να εξηγηθεί. Γιατί ένα θεϊκό πνεύμα –και μάλιστα από τα
παλαιά‐ να δώσει στους ανθρώπους τον εαυτό τους; Γιατί να τους καταστήσει κύριους της
Ιστορίας τους, διδάσκοντάς τους πώς να δαμάζουν την φύση και τον εαυτό τους; Γιατί να θέσει σε
κίνδυνο την παντοδυναμία του; Αυτό το μυστήριο είναι η καρδιά της τραγωδίας Προμηθέας
Δεσμώτης, ενός ποιητικού αριστουργήματος με κατεξοχήν πολιτικό προσανατολισμό. Γιατί το πιο
πολιτικό από τα πολιτικά ερωτήματα που έθεσε ποτέ ο άνθρωπος είναι: Σε τι μπορεί να βασιστεί
η αμφισβήτηση της εξουσίας; Στον «Θεό», στον «Λόγο», στον «ρου της Ιστορίας»... Ο
Προμηθέας απαντά: στην ελεύθερη βούληση, χωρίς τακτικούς ελιγμούς, χωρίς «στρατηγικούς»
περιορισμούς. Η αμφισβήτηση της εξουσίας είναι πάντα, ένα ρήγμα, ένα άλμα, ένα δημιουργικό
ξέσπασμα, «απαλλαγμένο από τα μιάσματα της φιλοδοξίας, του φθόνου, της εκδίκησης και της
αναρρίχησης στην εξουσία». Ο Προμηθέας είναι η πρώτη φωνή στην ανθρώπινη Ιστορία που
δηλώνει ευθαρσώς: Είμαι ρεαλιστής, γιατί ζητώ το αδύνατο. Και το ζητώ, χωρίς άλλον λόγο από
τον εαυτό μου. Σαν να λέμε: δημοκρατία. Η Δημοκρατία είναι το μοναδικό πολίτευμα που αυτο‐
θεσπίζεται, δεν χρειάζεται να θεμελιώσει την αρχή της παρά μόνο στην ελεύθερη βούληση του
κοινωνικού υποκειμένου. Το δίκαιο είναι προϊόν της Ιστορίας. Δεν είναι ούτε θεμέλιό της ούτε
δώρο κάποιας υπερβατικής αρχής. Είναι η φυσική απόληξη του ανεξήγητου πόθου του
ανθρώπου να δημιουργεί τον εαυτό του. Στον Προμηθέα Δεσμώτη δεν υπάρχει τίποτα
«βλάσφημο» ‐ παρά το γεγονός πως μας έχει παραδοθεί η προσπάθεια κάποιου θεατή να
σκοτώσει τον Αισχύλο στην διάρκεια της πρώτης παράστασης του έργου. Ο μέγας ποιητής θέτει
με τον πιο αποφασιστικό τρόπο την συστατική αρχή της δημοκρατίας: συνεχής αμφισβήτηση του
υπάρχοντος. Έκτοτε, η ερμηνεία του Προμηθέα Δεσμώτη θα είναι έργο όχι μόνο των φιλολόγων,
αλλά κυρίως της ίδιας της ιστορικής πράξης. Δημιουργώντας ο άνθρωπος την Ιστορία του
ερμηνεύει τον Προμηθέα του Αισχύλου.
Ο Nietzsche ισχυρίστηκε (Η Γέννηση της Τραγωδίας) πως ο Αισχύλος υπαινίχτηκε –μόνο‐ κάτι
που ο Goethe αποκάλυψε στο νεανικό ποίημά του Προμηθέας: ο άνθρωπος αίρεται στο ύψος
ενός Τιτάνα, δημιουργεί τον πολιτισμό του και υποχρεώνει τους θεούς να συνθηκολογήσουν,
αφού σε τελευταία ανάλυση αυτός κρατάει την ύπαρξή τους και τις ιδιότητές τους στα χέρια του.
Ο Προμηθέας του Goethe έχει ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Πονάει, κλαίει, χαίρεται, γελάει, στην
καλύβα του, πλάι στην ζεστή φωτιά. Ένα παιδί είναι, ένα αθώο παιδί και μόνο η γη, η μητέρα με
την απέραντη αγκαλιά, μπορεί να τον καταλάβει και να τον συντρέξει. το σαστισμένο βλέμμα του
στην φύση, ένοιωσε πως μόνο η μεγάλη μητέρα όλων των ζωντανών όντων μπορούσε να δεχθεί
την διαφορετικότητά του και ν’ ακούσει τον πόνο που του γεννούσε η μοναξιά. Οι θεοί είναι ένα
άχρηστο βάρος ‐ δεν θα υπήρχαν καν, αν ο αδύναμος άνθρωπος δεν υπέκυπτε στην τρομοκρατία
τους. Ζητάει, λοιπόν, από τον Δία να περιοριστεί στον ουρανό του, να αρκεστεί στο εντυπωσιακό
παιχνίδι των κεραυνών και των βροντών του και να αφήσει τον άνθρωπο να χτίσει την ζωή του
πάνω στην γη. Η λογική του Goethe είναι σαφής: Δίας‐ουρανός‐υπερβατικότητα‐ετερονομία vs
άνθρωπος‐γη‐εμπειρία‐αυτονομία. Ο επαναστατικός ρομαντισμός τίθεται αποφασιστικά. Η
αντίθεση ανάμεσα στους θεούς και στον άνθρωπο, αφήνει ένα υπόλοιπο, το ουσιαστικό
αντικείμενο της σύγκρουσης: την φύση. άνθρωπος και φύση αποτελούν μιαν επικράτεια, από την
οποία πρέπει να παραιτηθούν οι θεοί. Η ανθρώπινη ψυχή προσιδιάζει σε φύση. Όλα βρίσκονται
εδώ κάτω: το μέσα και το έξω, το επάνω και το κάτω, το υπερβατικό και το εμμενές. Η λογική της
φύσης κρύβεται εκεί που όπου την τοποθέτησε ο Προμηθέας: βαθιά στον πυρήνα της σχέσης της
με την ψυχή, απ’ όπου μπορεί να ξεχειλίζει σαν ηφαιστειακό μάγμα. Ο στοχασμός και η πράξη
έχουν την ίδια πηγή. Ο Marx θα επαναλάβει την προοπτική του Goethe, εγγράφοντας στο
επαναστατικό πρόταγμα μια μορφή, η οποία έμελλε ‐όπως και ο Υπεράνθρωπος του Nietzsche‐
να γίνει στα χέρια του ολοκληρωτισμού Κράτος και Βία και αυθαιρεσία, Δίας στη θέση του Δία,
δηλαδή – όπως ο Δίας του Αισχύλου είχε γίνει Κρόνος στην θέση του Κρόνου. «Η ομολογία πίστης
του Προμηθέα: ‘...όλους τους θεούς, τους θεωρώ υπεύθυνούς και τους μισώ’, είναι και η
ομολογία της φιλοσοφίας, το δικό της σύνθημα ενάντια σε κάθε ουράνιο και γήινο θεό, που δεν
εννοεί να παραδεχθεί πως η μεγαλύτερη θεότητα είναι η αυτοσυνειδησία του ανθρώπου»,
γράφει ο νεαρός Marx στον πρόλογο της διδακτορικής διατριβής του Διαφορά της Δημοκρίτειας
και Επικούρειας Φυσικής Φιλοσοφίας». Λίγο αργότερα, ο Hölderlin θα ισχυριστεί πως ο
άνθρωπος κατοικεί ποιητικά την γη, αλλά ο Δίας του 20ού αιώνα, ένας εξαχρειωμένος Ιανός δεν θ’
ακούσει τον ποιητή –στο πιο προμηθεϊκό δημιούργημά του. Το ένα στυγνό πρόσωπο της
ολοκληρωτικής εξουσίας θα θεωρήσει πως η λέξη «ποιητικά» σημαίνει «κατασκευαστικά» και το
άλλο πως η ποίηση είναι η μεγαλειώδης απαλλαγή του ανθρώπου από την «αναπηρία» της
ανθρώπινης φύσης. Στην πραγματικότητα κάθε ολοκληρωτισμός του 20ού αιώνα θα ισχυριστεί
πως ο Προμηθέας ήθελε να φτιάξει τον «τέλειο» άνθρωπο και όχι να βοηθήσει το δίποδο ζώο να
δημιουργήσει τον εαυτό του – συμπεριλαμβανομένης της «αναπηρίας» του. Ο Heidegger,
σχολιάζοντας τον Hölderlin, θα σπεύσει να επισημάνει πως ο ουρανός υπάρχει κι αν ο άνθρωπος
κατοικεί ποιητικά την γη είναι γιατί μετρά την απόστασή του από τον ουρανό. Κανείς δεν μπορεί
να το αρνηθεί αυτό. Αλλά το παιχνίδι θα παιχτεί γύρω στο ποιος είναι ο «ιδιοκτήτης» του
ουρανού και –με ένα υστερόβουλο λογικό άλμα‐ της γης!
Την μετατροπή του Προμηθέα σε Δία από τον 20ό αιώνα την είχε ίσως διαιστανθεί ο Percy
Bysshe Shelley και στον πρόλογο του λυρικού δράματός του Προμηθέας Λυόμενος, σπεύδει να
θέσει τα ερμηνευτικά όρια της μορφής του Τιτάνα: «Ο Προμηθέας είναι, κατά την γνώμη μου, ένα
μεγαλειώδες ποιητικό πλάσμα, επειδή εκτός από το θάρρος, το μεγαλείο και το σθένος με το
οποίο αντιδρά στην παντοδυναμία της εξουσίας, είναι απαλλαγμένος από τα μιάσματα της
φιλοδοξίας, του φθόνου, της εκδίκησης και της αναρρίχησης στην εξουσία». Τα τελευταία αυτά
ελαττώματα τα αποδίδει στον Σατανά της χριστιανικής κουλτούρας και υποκουλτούρας,
αρνούμενος να αναγνωρίσει οποιαδήποτε ομοιότητα ανάμεσα στον «παραβάτη» Προμηθέα του
Ησιόδου και τον «διαφθορέα» Σατανά της Βίβλου. Βέβαια, ο αθεϊσμός και ο ακραίος πολιτικός
ριζοσπαστισμός του δεν τον άφησαν να μην δαγκώσει άγρια τον χριστιανισμό. Ο Προμηθέας
Λυόμενος τελειώνει με τις συμβουλές του Demogorgon: «Να υποφέρεις συμφορές που μοιάζουν
να μην έχουν τέλος· να συγχωρείς λάθη σκοτεινά σαν τον θάνατο ή την νύχτα· ν’ αψηφάς την
Εξουσία που μοιάζει παντοδύναμη· ν’ αγαπάς και ν’ αντέχεις και να ελπίζεις, ώσπου η Ελπίδα να
πλάσει από τα ερείπιά της το αντικείμενό της· να στέκεσαι ακλόνητος, να μην συμβιβάζεσαι να
μην μετανοείς. Έτσι γίνεται κανείς ένδοξος σαν και σένα, Τιτάνα: Καλός, υπέροχος, χαρούμενος,
όμορφος και ελεύθερος. Μόνον αυτά είναι Ζωή, Χαρά, Δύναμη και Δόξα». Εδώ βρισκόμαστε
μπροστά στο απολλώνιο στοιχείο του διονυσιακού στοιχείου ή το ανάστροφο ‐πάντως σε μια
κατάσταση ροής του ενός μέσα στο άλλο‐ πράγμα που κάνει το συμπέρασμα του Nietzsche ‐
σύμφωνα με το οποίο η παρουσία τόσο του απολλώνιου όσο και του διονυσιακού στοιχείου στον
Προμηθέα σημαίνει πως ό,τι υπάρχει είναι εξίσου καλό και κακό και πάντα δικαιολογημένο‐ να
ηχεί σαν μια αφελής εκλαΐκευση της θέσης του Hegel για την πλήρη ταύτιση του λογικού με το
πραγματικό. Για τον Shelley ο Προμηθέας δεν είναι ούτε ον ούτε ιδιότητα, αλλά σχέση όντων τα
οποία αναδημιουργούνται κάθε φορά που αποκτούν συνείδηση του εαυτού τους. Ο Προμηθέας
οδηγείται από τον Demogorgon, έναν χθόνιο δαίμονα με παρελθόν στον μαχητικό –αν όχι
επιθετικό‐ χριστιανισμό. Στην φιλολογία ο Demogorgon εμφανίστηκε τον 4ο μ.Χ. αιώνα και
απέκτησε αμέσως σατανικό χαρακτήρα, διασχίζοντας την μυθολογία του Μεσαίωνα και της
Αναγέννησης ως παγανιστική πρωταρχική ζωώδης δύναμη, της οποίας και μόνο το όνομα
μπορούσε να εξαπολύσει την κόλαση στην γη. Ο Shelley τον αντιστοιχίζει στον Ηρακλή, που θα
εκθρονίσει τον Δία. Είναι το αιώνιο στοιχείο της γης, ο πλατωνικός δημιουργός, που πράττει την
πραγματικότητα με οδηγό τις ιδέες και όχι τα ήδη καμωμένα ‐και γι’ αυτό τετριμμένα‐ πράγματα
που υφίστανται ήδη. Αυτό που υπάρχει είναι ήδη ξεπερασμένο κάθε φορά. Ο δημιουργός
Demogorgon δεν κατασκευάζει, αλλά πράττει απευθυνόμενος στην αυτονομία των
δημιουργημάτων του. Βρίσκεται μέσα στο στοιχείο του πρακτέου: είναι αυτό το άλλο που γίνεται
κάθε φορά και του εξασφαλίζει την μονιμότητά του. Ο Demogorgon δεν ενδιαφέρεται για το αν η
«ανάπτυξη» της βιομηχανίας χρειάζεται εργατικά χέρια ή αν η ύπαρξη πορνών «ανακουφίζει»
τους ανύπανδρους ευυπόληπτους άνδρες, που αλλιώς ίσως εξωθούνταν σε αντικοινωνική
συμπεριφορά. Ο Demogorgon ενδιαφέρεται για το αν αυτές οι συνθήκες μπορούν να
θεμελιωθούν στο παραμόνιμο ανθρώπινο στοιχείο: την αυτονομία. Το εντυπωσιακό, στην
περίπτωση του Shelley και των ρομαντικών εν γένει δεν ήταν η άρνηση της «σατανικής»
διάστασης του Προμηθέα ‐την στιγμή που κάθε άλλο παρά αρνούνταν το σατανικό στοιχείο στον
ανθρώπινο χαρακτήρα‐ αλλά στο ότι δεν συνέδεσαν ποτέ τον Τιτάνα με το στοιχείο της
τεχνολογίας (μια σύνδεση που είχε κάνει σαφώς ο Πλάτων στον Πρωταγόρα). Για τους
ρομαντικούς, η τεχνολογία ήταν πραγματικά σατανική, διασπούσε την ενότητα του ανθρώπου με
την φύση και καταδίκαζε το υποκείμενο σε μαρασμό. Αλλά ήδη η αποσπασματικότητα και η
αντιφατικότητα ήταν χαρακτηριστικά του ρομαντισμού. Σαν να λέμε: η ισχύς του ήταν η ισχύς του
στοιχείου της φωτιάς. Κάθε φωτιά είναι ένα απόσπασμα φωτιάς. Κάθε φωτιά που μπορεί να
ζεστάνει, μπορεί να κάψει!
Φυσικά, η «σατανική» διάσταση του Προμηθέα ήταν γερά «καρφωμένη» στον βράχο –ή
μάλλον στον σταυρό‐ του χριστιανισμού και κάθε υπαινιγμός για την πολιτική διάστασή του
έμπηγε ακόμα βαθύτερα τα καρφιά, παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες μιας σειράς ποιητών και
διανοουμένων, από την Elizabeth Barrett Browning, η οποία ισχυρίστηκε πως «...ο Σατανάς
τιμωρήθηκε για την φιλοδοξία του, ενώ ο Προμηθέας για την φιλανθρωπία του», μέχρι την
Simone Weil, που πίστευε πως «ο Προμηθέας είναι ο αμνός που θυσιάστηκε για την δημιουργία
του κόσμου».
Μόνος ο Victor Hugo θα επιστρέψει στους μοναρχικούς καθολικούς Ευρωπαίους την ύβρη που
εξακόντισαν στον Τιτάνα, γράφοντας (Littérature et philosophie mêlées): «Ο Προμηθέας έκανε
στον Όλυμπο ό,τι έκανε η Εύα στην Εδέμ: έδρεψε λίγη επιστήμη. Ο Δίας, ο οποίος είναι άλλωστε
ο ίδιος ο Ιεχωβάς, τιμωρεί το θράσος εκείνου που θέλει να ζήσει. Ο Έλληνας Δίας, κακός γιος
κακού πατέρα, αποστάτης του Κρόνου, που υπήρξε αποστάτης του Ουρανού, είναι παρείσακτος.
Οι Τιτάνες έχουν το δικό τους κόμμα, του οποίου πιστός είναι ο Αισχύλος. Ο Προμηθέας είναι το
σφαγιασμένο δίκαιο. Ο Δίας, όπως γίνεται πάντα, σφετερίστηκε την εξουσία, καρατομώντας το
δίκαιο. Ο Όλυμπος χρειάζεται τον Καύκασο για να βάλει τάξη στα πράγματα. Ο Τιτάνας
καθηλώνεται εκεί. Ο νομιμόφρων Ερμής έρχεται να του δώσει τις συμβουλές που δίνονται
συνήθως την επομένη των πραξικοπημάτων. Ο Ερμής είναι το άκρον άωτον της πνευματικής
δειλίας. Ο Ερμής είναι το άκρον άωτον της πνευματικής διαφθοράς. Ο διεφθαρμένος θεός Ερμής
υπηρετεί τον εγκληματία θεό Δία. Αυτή η δουλικότητα απέναντι στο κακό εκδηλώνεται και
σήμερα {δεκαετία του 1830} με την μορφή του σεβασμού του κλέφτη προς τον δολοφόνο. Και
υπάρχει κάτι από αυτήν την μορφή στο διπλωμάτη που τρέχει πίσω από τον κατακτητή. Το
μεγαλείο των αριστουργημάτων έγκειται στην αιώνια αναπαράσταση των ανθρωπίνων πράξεων.
Ο Προμηθέας στον Καύκασο είναι η Πολωνία μετά {τον διαμοιρασμό της από τις μεγάλες
Δυνάμεις} το 1772. Είναι η Γαλλία μετά το Βατερλώ. Είναι η {Γαλλική} Επανάσταση μετά την
ανακήρυξη της Δημοκρατίας»! Φυσικά, θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε τον κατάλογο του
Hugo με τόσα ακόμα ιστορικά παραδείγματα – σε σημείο μάλιστα να καταλήξουμε
αναφωνώντας: «Η Ιστορία δεν είναι παρά ένας Προμηθέας στον Καύκασο!»
Όσο για τον Demogorgon... θα τον συλλάβει ο Pessoa, δια χειρός Álvaro de Campos να
περιφέρεται σ’ ένα ηλιόλουστο πεζοδρόμιο, ζητώντας από την αλήθεια –του Marx άραγε, του
Shelley, Goethe ή του Αισχύλου‐ να τον αφήσει με τα σπίτια και τους ανθρώπους, να τραβήξει την
παγωμένη ανάσα της απ’ τα κλειστά του βλέφαρα! Ο Καύκασος του σύγχρονου ανθρώπου είναι ο
άνθρωπος!

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
Αθήνα – Απρίλιος 2015

You might also like