Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 19

Χάρτης 59 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2023

https://www.hartismag.gr/hartis-59/afierwma/i-eksontosi-tis-pneimatikis-ighesias-toi-pontoi-to-
1921-kai-i-protovoilia-toi-nikoi-kazantzaki-kai-ton-omotekhnwn-toi

Η εξόντωση της πνευματικής ηγεσίας του Πόντου το


1921 και η πρωτοβουλία του Νίκου Καζαντζάκη και
των ομότεχνών του

1. Ει­σα­γω­γή

Μία πα­ρά­με­τρος του σχε­δί­ου Γε­νο­κτο­νί­ας ενα­ντί­ον των Ελ­λή­νων και ει­δι­κό­τε­ρα στον Πό­ντο, ήταν
η εξό­ντω­ση της ηγε­σί­ας τους, εξό­ντω­ση η οποία τε­λέ­σθη­κε από τον Ιού­νιο έως τον Οκτώ­βριο του
1921. Η εξό­ντω­ση των Ελ­λή­νων ηγε­τών, όπως συ­νέ­βη και με τους Αρ­μέ­νιους τον Απρί­λιο του 1915
στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, συ­νέ­βαλ­λε στο να χα­θεί η κα­θο­δή­γη­ση και να ση­μειω­θεί πιο γρή­γο­ρα το
μα­ζι­κό έγκλη­μα. Στον Πό­ντο και ει­δι­κό­τε­ρα στην Αμά­σεια, η ηγε­σία των Ελ­λή­νων εξο­ντώ­θη­κε με
τα λε­γό­με­να «δι­κα­στή­ρια ανε­ξαρ­τη­σί­ας» και με τις «απο­φά­σεις» τους απαγ­χο­νί­στη­καν συγ­γρα­-
φείς, πρό­κρι­τοι, δη­μο­σιο­γρά­φοι, κα­θη­γη­τές, δά­σκα­λοι, κλη­ρι­κοί. Στην κα­τα­δί­κη και τον απαγ­χο­νι­-
σμό της πνευ­μα­τι­κής ηγε­σί­ας των Ελ­λή­νων του Πό­ντου αντέ­δρα­σαν, με­τά από πρω­το­βου­λία του
Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη, οι Έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς και λο­γο­τέ­χνες, οι οποί­οι απευ­θύν­θη­καν στους δια­νο­-
ού­με­νους της Ευ­ρώ­πης και των ΗΠΑ. Για τον Κα­ζαν­τζά­κη τα όσα συ­νέ­βαι­ναν στον Πό­ντο ήταν γνω­-
στά αφού λί­γους μή­νες πριν ήταν επι­κε­φα­λής της επι­τρο­πής που εί­χε συ­στα­θεί για τη με­τα­φο­ρά
των Πο­ντί­ων του Καυ­κά­σου και της νό­τιας Ρω­σί­ας στην Ελ­λά­δα.
Η ει­σή­γη­ση κα­τα­γρά­φει το ζή­τη­μα της μα­ζι­κής δο­λο­φο­νί­ας της πνευ­μα­τι­κής ηγε­σί­ας του Πο­ντια­-
κού Ελ­λη­νι­σμού στην Αμά­σεια το 1921 και την αντί­δρα­ση, με προ­ε­ξάρ­χο­ντα και με πρω­το­βου­λία
του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη, των Ελ­λή­νων συγ­γρα­φέ­ων και λο­γο­τε­χνών. Στην ει­σή­γη­ση κα­τα­γρά­φε­ται η
πρω­το­βου­λία του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη να υπάρ­ξει γνω­στο­ποί­η­ση της τρα­γω­δί­ας και της δί­ω­ξης του
Ελ­λη­νι­σμού στον Πό­ντο και ει­δι­κό­τε­ρα της πνευ­μα­τι­κής του ηγε­σί­ας.

2. O Κα­ζαν­τζά­κης και ο Πο­ντια­κός Ελ­λη­νι­σμός

Ο Ελ­λη­νι­σμός του Καυ­κά­σου και της Νό­τιας Ρω­σί­ας, πά­νω από 700.000 το 1917, με­τά από την προ­-
σφυ­γιά από τον Πό­ντο προ­κει­μέ­νου να γλυ­τώ­σει από τη Γε­νο­κτο­νία η οποία βρι­σκό­ταν σε εξέ­λι­ξη,
ήρ­θε αντι­μέ­τω­πος με αι­μα­τη­ρές συ­γκρού­σεις.[1] Στις δύ­σκο­λες εκεί­νες στιγ­μές με εντο­λή του
Ελευ­θέ­ριου Βε­νι­ζέ­λου ανα­τέ­θη­κε στον Νί­κο Κα­ζαν­τζά­κη, ο οποί­ος το 1919 ήταν γε­νι­κός διευ­θυ­ντής
ει­δι­κής επι­τρο­πής του Υπουρ­γεί­ου Πε­ρι­θάλ­ψε­ως, να πά­ει στον Καύ­κα­σο και τη νό­τια Ρω­σία[2] και
να συ­γκε­ντρώ­σει τον απελ­πι­σμέ­νο και εξα­θλιω­μέ­νο ελ­λη­νι­κό πλη­θυ­σμό και να τον με­τα­φέ­ρεις
στην Ελ­λά­δα.[3] Η γνω­ρι­μία του Κα­ζαν­τζά­κη με τον Βε­νι­ζέ­λο υπήρ­χε από την επο­χή των Βαλ­κα­νι­-
κών Πο­λέ­μων, όταν ο Κα­ζαν­τζά­κης κα­τε­τά­γη εθε­λο­ντι­κά στον ελ­λη­νι­κό στρα­τό και υπη­ρέ­τη­σε στο
γρα­φείο του, δί­νο­ντας την ευ­και­ρία αρ­γό­τε­ρα στον Βε­νι­ζέ­λο να τον το­πο­θε­τή­σει σε θέ­ση διευ­θυ­-
ντή στο υπουρ­γείο Πε­ρι­θάλ­ψε­ως. Εκεί ο Κα­ζαν­τζά­κης θα πα­ρα­μεί­νει έναν χρό­νο (1919-1920) και θα
απο­χω­ρή­σει με­τά την ήτ­τα των Φι­λε­λευ­θέ­ρων τον Νο­έμ­βριο του 1920.
Ο Κα­ζαν­τζά­κης γρά­φει σχε­τι­κώς με την ανά­λη­ψη του σπου­δαί­ου έρ­γου του για τον Πο­ντια­κό Ελ­λη­-
νι­σμό:

«Βρι­σκό­μουν ακό­μα στην Ιτα­λία, όταν έλα­βα από την Αθή­να, από τον υπουρ­γό της Κοι­νω­νι­κής Πρό­νοιας, τη­λε­-
γρά­φη­μα αν δέ­χου­μαι ν’ ανα­λά­βω τη Γε­νι­κή Διεύ­θυν­ση του υπουρ­γεί­ου με ει­δι­κή εντο­λή να πάω στον Καύ­κα­σο
που κι­ντύ­νευαν πά­νω από εκα­τό χι­λιά­δες Έλ­λη­νες και να προ­σπα­θή­σω να βρω τρό­πο να με­τα­κο­μι­στούν στην Ελ­-
λά­δα, να σω­θούν. Πρώ­τη φο­ρά πα­ρου­σιά­ζο­νταν στη ζωή μου η ευ­και­ρία να μπω στην πρά­ξη και να μην έχω πια
να πα­λεύω με θε­ω­ρί­ες και ιδέ­ες και Χρι­στούς και Βού­δες πα­ρά με ζω­ντα­νούς, σάρ­κα και κό­κα­λα αν­θρώ­πους. Δέ­-
χτη­κα και για έναν άλ­λο λό­γο: πό­νε­σα την αιώ­νια σταυ­ρω­μέ­νη ρά­τσα μου που κιν­δύ­νευε πά­λι στο προ­μη­θεϊ­κό
βου­νό του Καυ­κά­σου. Δεν ήταν ο Προ­μη­θέ­ας, ήταν η Ελ­λά­δα καρ­φω­μέ­νη πά­λι από το Κρά­τος και τη Βία στον
Καύ­κα­σο –αυ­τός εί­ναι ο στρα­τός ο δι­κός της– και φω­νά­ζει. Φω­νά­ζει όχι τους θε­ούς, φω­νά­ζει τους αν­θρώ­πους, τα
παι­διά της, να τη σώ­σουν. Έτσι, ταυ­τί­ζο­ντας τα ση­με­ρι­νά πα­θή­μα­τα με τα αιώ­νια πά­θη της Ελ­λά­δας, υψώ­νο­ντας
την τρα­γι­κή σύγ­χρο­νη πε­ρι­πέ­τεια σε σύμ­βο­λο, δέ­χτη­κα».[4]

Ο Ελ­λη­νι­σμός της πε­ριο­χής θε­ω­ρεί ότι το εθνι­κό κέ­ντρο νοιά­ζε­ται για αυ­τούς. Ο Πρό­ε­δρος του Συμ­-
βου­λί­ου των Πο­ντί­ων Ελ­λή­νων της Ρω­σί­ας κ. Β. Ιω­αν­νί­δης έγρα­φε στις 22.9.1919 στον Υπουρ­γό
Εξω­τε­ρι­κών Ν. Πο­λί­τη: «Θα ήτο με­γί­στη πα­ρά­λει­ψις κα­θή­κο­ντος εκ μέ­ρους του Συμ­βου­λί­ου των Πο­ντί­ων,
κύ­ριε Υπουρ­γέ, εάν τού­το δεν σας ηυ­χα­ρί­στει θερ­μώς διά την έκτα­κτον απο­στο­λήν, ην υπό την αρ­χη­γί­αν του κ.
Ν. Κα­ζαν­τζά­κη απε­στεί­λα­τε εις Καύ­κα­σον προς με­λέ­την του προ­σφυ­γι­κού και του Εθνι­κού του Πό­ντου ζη­τή­μα­-
τος εν γέ­νει».[5]

«…Έφυ­γα από την Ιτα­λία, πέ­ρα­σα από την Αθή­να, πή­ρα μα­ζί μου μια δε­κα­ριά δια­λε­χτούς συ­νερ­γά­τες, τους πε­-
ρισ­σό­τε­ρους Κρη­τι­κούς, κι έφυ­γα για τον Καύ­κα­σο, να δω από κο­ντά πως θα μπο­ρέ­σουν να σω­θούν οι χι­λιά­δες
αυ­τές ψυ­χές. Από το νό­το οι Κούρ­δοι πε­τά­λω­ναν όσους Έλ­λη­νες έπια­ναν, κι από το βορ­ρά οι μπολ­σε­βί­κοι κα­τέ­-
βαι­ναν με φω­τιά και τσε­κού­ρι, και στη μέ­ση οι Έλ­λη­νες του Μπα­τούμ, του Σο­χούμ, της Τι­φλί­δας, του Καρς, κι όλο
και στέ­νευε γύ­ρω από το λαι­μό τους η θη­λιά, και πε­ρί­με­ναν γυ­μνοί, πει­να­σμέ­νοι, άρ­ρω­στοι το θά­να­το. Το Κρά­τος
πά­λι από τη μια με­ριά, η Βία από την άλ­λη, οι αιώ­νιοι σύμ­μα­χοι… Δεν εί­χα και­ρό, μα μή­τε κι ήθε­λα να λο­ξο­δρο­μή­-
σω το νου μου από το βα­ρύ χρέ­ος που μ’ έφε­ρε εδώ΄ έβλε­πα γύ­ρα μου άντρες και γυ­ναί­κες και μι­κρά παι­διά, να
στρι­μώ­γνου­νται πει­να­σμέ­νοι, απελ­πι­σμέ­νοι, να με κοι­τά­ζουν στα μά­τια και να πε­ρι­μέ­νουν από μέ­να σω­τη­ρία,
πως μπο­ρού­σα να τους προ­δώ­σω; “Θα σω­θώ ή θα χα­θώ μα­ζί σας, τους έλε­γα, μη φο­βά­στε αδέρ­φια, όλοι μα­ζί!”
Και τό­τε πά­λι τους μι­λού­σα για τη βα­σα­νι­σμέ­νη ρά­τσα μας, που αιώ­νες την πα­λεύ­ουν και θέ­νε να την ξε­κά­μουν οι
βάρ­βα­ροι, η πεί­να, η φτώ­χεια, οι σει­σμοί, η δι­χό­νοια, μα αυ­τή ‘ναι αθά­να­τη, και να, χι­λιά­δες χρό­νια ζει και βα­σι­-
λεύ­ει! Κι έτσι, έχο­ντας στο νου τους την Ελ­λά­δα, μπό­ρε­σαν οι κα­κό­μοι­ροι και βά­στα­ξαν…»[6]

Ο Κα­ζαν­τζά­κης διο­ρί­στη­κε γε­νι­κός γραμ­μα­τέ­ας στις 8 Μα­ΐ­ου 1919 και την επο­μέ­νη υπέ­βα­λε έκ­θε­-
ση με θέ­μα (α) τον «αποι­κι­σμόν» της ελ­λη­νι­κής Μα­κε­δο­νί­ας με 100.000 Έλ­λη­νες γε­ωρ­γούς του
Καρς και «όσον το δυ­να­τόν πε­ρισ­σό­τε­ρους» Έλ­λη­νες της Ρω­σί­ας, «εκ­διω­κο­μέ­νους νυν, ως εκ της
επελ­θού­σης πο­λι­τι­κής ανα­τα­ρα­χής», και (β) τον απε­γκλω­βι­σμό «ελ­λη­νι­κών εμπο­ρευ­μά­των» αξί­ας
800.000.000 δρχ. που βρί­σκο­νταν στα πα­ρά­λια της Μαύ­ρης Θά­λασ­σας, μέ­σω δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων
με τα εκεί σο­βιέτ.[7]
Με­τα­ξύ των άλ­λων γρά­φει τα εξής:

«Εί­μαι εν­θου­σια­σμέ­νος για­τί έχω πολ­λή δου­λειά και κά­νω κα­λό, δί­χως να βρί­σκω πολ­λά εμπό­δια. Σή­με­ρα έλα­βα
τη­λε­γρά­φη­μα του Υπουρ­γού από την Αι­δη­ψό: Εγκρί­νει, λέ­ει, το Ση­μεί­ω­μα που του υπέ­βα­λα πε­ρί ορ­γα­νώ­σε­ως
υπη­ρε­σί­ας πα­λιν­νο­στή­σε­ως προ­σφύ­γων και σε 3-4 μέ­ρες έρ­χε­ται να κα­νο­νί­σει εντε­λώς το ζή­τη­μα. Ση­μαί­νει αυ­-
τό ότι δέ­χε­ται σε όλη τη γραμ­μή ό,τι του υπέ­βα­λα; Θα δού­με…. Το τα­ξί­δι για την Ανα­το­λή πά­ει κα­λά. Με­λε­τώ κά­-
θε ζή­τη­μα 5-6 μέ­ρες και έπει­τα υπο­βάλ­λω στον Υπουρ­γό υπό­μνη­μα, όπου του λέω όλες τις δυ­να­τές λύ­σεις».[8]

Στις 2 Ιου­νί­ου 1919 υπο­βάλ­λει σχε­τι­κή έκ­θε­ση με τις προ­τά­σεις του «πε­ρί του τρό­που κα­θ’ ον δέ­ον να
επέλ­θη το Ελ­λη­νι­κόν Κρά­τος αρω­γόν εις τους πρό­σφυ­γας».[9]

Ο Κα­ζαν­τζά­κης τον Αύ­γου­στο του 1919 θα φύ­γει για το Πα­ρί­σι προ­κει­μέ­νου να συ­να­ντή­σει το Βε­νι­-
ζέ­λο και τον υπουρ­γό Εξω­τε­ρι­κών Νι­κό­λαο Πο­λί­τη, για να τους ανα­φέ­ρει την κα­τά­στα­ση. Αυ­τοί τον
πα­ρέ­πεμ­ψαν στον μη­τρο­πο­λί­τη Τρα­πε­ζού­ντας Χρύ­σαν­θο, στον οποίο εί­χαν ανα­θέ­σει εν λευ­κώ τη
δια­χεί­ρι­ση του Πο­ντια­κού, ενώ ταυ­τό­χρο­να ο Βε­νι­ζέ­λος έδω­σε ωστό­σο εντο­λή στην Αθή­να να ξε­κι­-
νή­σουν οι σχε­τι­κές προ­πα­ρα­σκευ­ές:

«… Όσον αφο­ρά εγκα­τά­στα­σιν Μα­κε­δο­νί­ας εκα­τόν χι­λιά­δων Καυ­κα­σί­ων γί­νε­ται με­λέ­τη και ανα­γκαία προ­πα­ρα­-
σκευή. Οφεί­λω όμως πλη­ρο­φο­ρή­σω Υμε­τέ­ραν Εξο­χό­τη­τα….πε­ρί με­γά­λων δυ­σχε­ρειών και ικα­νού χρο­νι­κού δια­-
στή­μα­τος τα οποία θα απαι­τη­θούν διά μί­αν τοιαύ­την με­τα­κί­νη­σιν της οποί­ας αντι­λαμ­βα­νό­με­θα την Εθνι­κήν
σπου­δαιό­τη­τα… Ινα μη απο­θα­νώ­σιν εκ πεί­νης και κα­κου­χιών Έλ­λη­νες πρό­σφυ­γες (δέ­ον όπως) όταν επι­στή ο και­-
ρός επι­τευ­χθή ωρ­γα­νω­μέ­νη και τα­χεία η πα­λιν­νό­στη­σις και εγκα­τά­στα­σις αυ­τών εν Πό­ντω. Η δευ­τέ­ρα κα­τη­γο­-
ρία των Ελ­λή­νων ανερ­χο­μέ­νη εις υπέρ 100 χι­λιά­δας των επι­θυ­μού­ντων εγκα­τά­στα­σιν μό­νον εν ελευ­θέ­ρα Ελ­λά­δι
πα­ρου­σιά­ζει οξυ­τά­την την ανά­γκην αρω­γής. Ευ­ρι­σκό­με­νοι με­τα­ξύ αλ­λη­λο­συ­γκρουο­μέ­νων φυ­λών κιν­δυ­νεύ­ου­σιν
την στιγ­μήν ταύ­την να εξο­λο­θρευ­θώ­σι από τους προ­χω­ρού­ντας εκ της Αρ­με­νί­ας και Αζερ­μπα­τζί­ας Κούρ­δους
Ταρ­τά­ρους. Επι­τρο­παί εξ αυ­τών επα­νει­λημ­μέ­νως σπεύ­δου­σι να εκλι­πα­ρή­σω­σι δι’ εμού την Ελ­λη­νι­κήν Κυ­βέρ­νη­-
σιν να μη τους αφή­σει να χα­θώ­σι. Οι πλεί­στοι εγκα­τέ­λι­πον ήδη την γλώσ­σα των κα­τα­στά­ντες τουρ­κό­φω­νοι ή ρω­-
σό­φω­νοι και με­τά τι­να χρό­νον δεν θα υφί­στα­νται πλέ­ον ως Ελ­λη­νες… Νο­μί­ζω επι­βε­βλη­μέ­νον να με­τα­φερ­θώ­σι
αμέ­σως εις Α. Μα­κε­δο­νί­αν εγκα­θι­στά­με­νοι εις εκ­κε­νού­με­να κτή­μα­τα από Μι­κρα­σιά­τες και Θρά­κες πρό­σφυ­γες…
Πα­ρα­κα­λώ μοι τη­λε­γρα­φή­ση­τε οδη­γί­ας. Κα­ζαν­τζά­κης».[10]

Με­ρι­κούς μή­νες με­τά την απο­στο­λή του, σε μία ακό­μη έκ­θε­σή του (10 Νο­εμ­βρί­ου 1919) προς τον
Υπουρ­γό Πε­ρι­θάλ­ψε­ως Σπ. Σί­μο, ο Κα­ζαν­τζά­κης πρό­τει­νε συ­γκε­κρι­μέ­να μέ­τρα επί­λυ­σης του προ­-
σφυ­γι­κού ζη­τή­μα­τος:

«ΚΥΡΙΕ ΥΠΟΥΡ­ΓΕ

Τολ­μώ να επι­κα­λε­σθώ συ­ντο­μω­τά­την την Υμε­τέ­ραν προ­σο­χήν και πά­λιν επί του Πό­ντου. Εις το ση­μεί­ω­μά μου
τού­το δεν θέ­λω απα­σχο­λή­ση Υμάς μή­τε πε­ρί της στρα­τιω­τι­κής ορ­γα­νώ­σε­ως των Πο­ντια­κών σω­μά­των, μή­τε πε­ρί
του χρό­νου και του τρό­που της πα­λιν­νο­στή­σε­ως των κα­θα­ρώς Πο­ντί­ων εις τας εστί­ας των. Αμ­φό­τε­ραι αι από­ψεις
αύ­ται του Πο­ντια­κού προ­βλή­μα­τος δια­φεύ­γουν, κα­τά μέ­γα μέ­ρος, επί του πα­ρό­ντος, την δι­καιο­δο­σί­αν και την ευ­-
θύ­νην του υφ’ υμάς Υπουρ­γεί­ου. Την προ­σο­χήν Υμών, κ. Υπουρ­γέ, επι­κα­λού­μαι απο­κλει­στι­κώς επί θέ­μα­τος, του
οποί­ου την δια­χεί­ρι­σιν και την ευ­θύ­νην υπέ­χει ακε­ραί­αν το Υπουρ­γεί­ον της Πε­ρι­θάλ­ψε­ως: επί της με­τα­να­στεύ­-
σε­ως των εκα­τό χι­λιά­δων Καυ­κα­σί­ων Ελ­λή­νων. Η Απο­στο­λή, την οποία ηυ­δο­κή­σα­τε να κα­ταρ­τί­ση­τε και να εξα­-
πο­στεί­λη­τε εις τον Καύ­κα­σον προς επι­τό­πιον με­λέ­την του ζω­τι­κού τού­του διά την πύ­κνω­σιν της φυ­λής μας προ­-
βλή­μα­τος, ετε­λεί­ω­σεν ήδη προ πολ­λού την με­λέ­την της και υπέ­βα­λε τα πο­ρί­σμα­τα αυ­τής εις Υμάς και δι’ Υμών
εις τον Πρό­ε­δρον της Κυ­βερ­νή­σε­ως.
Τα πο­ρί­σμα­τα ταύ­τα δύ­να­νται να συ­νο­ψι­σθώ­σιν ως ακο­λού­θως:
1) Κάρ­σιοι 65.000 (35.000 εν τη πε­ρι­φε­ρεία Καρς της Αρ­με­νί­ας και 30.000 εν τη πε­ρι­φε­ρεία Κου­πάν) και
Τσαλ­κη­νοί 35.000 εν Γε­ωρ­γία, δια­τρέ­χουν τον έσχα­τον κίν­δυ­νον ν’ απο­λε­σθώ­σι διά την Ελ­λη­νι­κήν φυ­λήν – μέ­-
ρος, απο­θνή­σκο­ντες της πεί­νης και των κα­κου­χιών, μέ­ρος, αφο­μοιού­με­νοι με την Ρωσ­σι­κήν ιδί­ως εθνό­τη­τα. 2)
Μία μό­νη η σω­τη­ρία αυ­τών: Να με­τα­να­στεύ­σω­σιν εις την Ελ­λά­δα. Ου­δε­μία ελ­πίς πρέ­πει να υπάρ­χη πε­ρί πα­λιν­-
νο­στή­σε­ως αυ­τών εις τον Πό­ντον οπό­θεν εξε­το­πί­σθη­σαν κα­τά τους Ρωσ­σο­τουρ­κι­κούς πο­λέ­μους του 1829 (οι
Τσαλ­κη­νοί) και του 1878 (οι Κάρ­σιοι). Βα­θεί­αν και ανε­ξή­γη­τον αι­σθά­νο­νται αντι­πά­θειαν προς τοιαύ­την επι­στρο­-
φήν: ήδη ελη­σμό­νη­σαν την γλώσ­σαν των (οι Κάρ­σιοι ομι­λούν την Ρωσ­σι­κήν και οι Τσαλ­κη­νοί την Τουρ­κι­κήν), τα
ήθη και τα έθι­μά των ήρ­χι­σαν ν’ αφο­μοιώ­νω­νται με τα ρωσ­σι­κά και μό­νον γε­νι­κήν, άνευ το­πι­κής απο­χρώ­σε­ως,
δια­τη­ρούν ακό­μη άσβε­στον την Ελ­λη­νι­κήν συ­νεί­δη­σιν. Και ο Ελ­λη­νι­κός αυ­τός σπιν­θήρ –αι­σθά­νο­μαι βα­ρυ­τά­την
την ευ­θύ­νην και την υπο­χρέ­ω­σιν να το το­νί­σω προς Υμάς, εγκαί­ρως ει­σέ­τι– εκ­πέ­μπει επί των ημε­ρών Υμών, κ.
Υπουρ­γέ, και δι’ υστά­την ίσως φο­ράν τας τε­λευ­ταί­ας του ανα­λα­μπάς· εάν συ­ντό­νως και συ­στη­μα­τι­κώς δεν λη­φθή
φρο­ντίς, ο σπιν­θήρ ού­τος θα σβή­ση και εκα­τόν χι­λιά­δες Έλ­λη­νες θα χα­θούν. 3) Επα­νει­λημ­μέ­ναι εκ­θέ­σεις της
εκεί αγω­νι­ζο­μέ­νης να σώ­ση την κα­τά­στα­σιν Απο­στο­λής του υφ’ Υμάς Υπουρ­γεί­ου, πα­ρι­στώ­σιν ολο­έν και ζο­φε­-
ρω­τέ­ραν την ψυ­χι­κήν από­γνω­σιν των εκεί Ελ­λή­νων: «Αστε­γοι, υστε­ρού­με­νοι, κα­κου­χού­με­νοι», ως δια­τρα­νοί η
κα­τά τον πα­ρελ­θό­ντα μή­να συ­νελ­θού­σα εκτά­κτως Εθνο­συ­νέ­λευ­σις αυ­τών εν Καρς, πο­λε­μού­με­νοι υπό Τούρ­κων
και Αρ­με­νί­ων, ενα­γω­νί­ως βλέ­πο­ντες απο­μα­κρυ­νου­μέ­νην την ημέ­ραν της «Εξό­δου», κιν­δυ­νεύ­ουν να λά­βουν ολε­-
θρί­ας απο­φά­σεις. «Ας φύ­γω­μεν», ανα­κρά­ζουν επί λέ­ξει, «ας φύ­γω­μεν λοι­πόν όλοι άνευ ανα­βο­λής και ας γί­νη η
θά­λασ­σα τά­φος μας, αφού δεν θα λά­βω­μεν τον κό­πον να τον σκά­ψω­μεν». Τι πρέ­πει να γί­νη διά να μη σω­ρευ­θή
επί της κε­φα­λής του υφ’ Υμάς Υπουρ­γεί­ου η βα­ρυ­τά­τη ευ­θύ­νη της απω­λεί­ας τό­σων χι­λιά­δων Ελ­λη­νι­κών ψυ­χών;
Δι­πλή πα­ρί­στα­ται ανά­γκη ενερ­γεί­ας:
α) Εις τον Καύ­κα­σον: να δο­θούν εις την Απο­στο­λήν του Υπουρ­γεί­ου της Πε­ρι­θάλ­ψε­ως τα υλι­κά μέ­σα αφ’ ενός μεν
να συ­ντη­ρή­ση εις την ζω­ήν τους πά­σχο­ντας Ελ­λη­νι­κούς πλη­θυ­σμούς και αφ’ ετέ­ρου να ορ­γα­νώ­ση, όσον ένε­στι
τα­χύ­τε­ρον, εντός του χει­μώ­νος τού­του, τους πρώ­τους μέλ­λο­ντας να με­τα­να­στεύ­σουν (στα­τι­στι­κή, ορ­γά­νω­σις,
τρό­πος με­τα­το­πί­σε­ως, πώ­λη­σις των ακι­νή­των κτη­μά­των, προ­πα­γάν­δα, συ­νεν­νό­η­σις με­τά των πο­λι­τι­κών αρ­χών,
όπου εί­ναι εγκα­τε­στη­μέ­νοι). β) Εις την ελευ­θέ­ραν Ελ­λά­δα: προ­πα­ρα­σκευα­στι­κή ερ­γα­σία εις τους τό­πους της
εγκα­τα­στά­σε­ως:
Εί­ναι από­λυ­τος ανά­γκη και ασύγ­γνω­στος πά­σα αρ­γο­πο­ρία, εντός του χει­μώ­νος τού­του να ορι­σθούν αι γαί­αι, τας
οποί­ας θα κα­τα­λά­βουν αι πρώ­ται χι­λιά­δες των μελ­λό­ντων να με­τα­να­στεύ­σουν και να εξευ­ρε­θούν ή ν’ ανε­γερ­θούν
τα κα­τάλ­λη­λα οι­κή­μα­τα.
Το ζή­τη­μα του στε­γα­σμού εί­ναι το μέ­γι­στον. Και νο­μί­ζω ότι το Υπουρ­γεί­ον της Πε­ρι­θάλ­ψε­ως, μη επα­να­παυό­με­-
νον απο­κλει­στι­κώς εις την προ­τα­θεί­σαν λύ­σιν πε­ρί ανε­γέρ­σε­ως συ­νοι­κι­σμών δι’ οι­κο­δό­μων Ελ­λή­νων με­τα­πε­μπο­-
μέ­νων εκ της Ν. Ρωσ­σί­ας, οφεί­λει να ζη­τή­ση και εξεύ­ρη τα­χύ­τε­ρον και γε­νι­κώ­τε­ρον τρό­πον στε­γα­σμού: ως
τοιού­τον δε, μο­να­δι­κόν αλη­θώς και διά τα με­γά­λα κοι­νω­νι­κά του απο­τε­λέ­σμα­τα, τα οποία προ­ώ­ρι­σται να έχη εις
την ημε­τέ­ραν χώ­ραν, θε­ω­ρώ την γε­νο­μέ­νην υπό με­γά­λου Αμε­ρι­κα­νι­κού Οί­κου πρό­τα­σιν με­τα­φο­ράς ολο­κλή­ρου
ερ­γο­στα­σί­ου οι­κο­δο­μής εν Ελ­λά­δι. Το ερ­γο­στά­σιον τού­το, κα­τά τας γε­νο­μέ­νας εις το υφ’ Υμάς Υπουρ­γεί­ον επι­σή­-
μους προ­τά­σεις, θα ιδρυ­θή εν Ελ­λά­δι εάν πα­ραγ­γελ­θώ­σιν 4.000 οι­κί­σκοι (εκ 4 δω­μα­τί­ων) και ανα­λαμ­βά­νει την
υπο­χρέ­ω­σιν να κα­τα­σκευά­ζη τρεις οι­κί­σκους τοιού­τους κα­θ’ εκά­στην ώραν. Εάν αλη­θώς η Ελ­λη­νι­κή Κυ­βέρ­νη­σις
απε­φά­σι­σε να με­τα­φέ­ρη τους Καυ­κα­σί­ους εις την Ελ­λά­δα και να πυ­κνώ­ση τον Ελ­λη­νι­κόν πλη­θυ­σμόν με Ελ­λη­νας
γε­ωρ­γούς εξαι­ρέ­του ερ­γα­τι­κό­τη­τος, πρέ­πει και ν’ αντι­κρύ­ση ακε­ραί­αν την υπο­χρέ­ω­σιν ην συ­νε­πά­γε­ται μία τοιαύ­-
τη από­φα­σις: Διά να εκρι­ζω­θούν και να με­τα­φυ­τευ­θούν εις την Ελ­λά­δα τό­σαι χι­λιά­δες αν­θρώ­πων απαι­τού­νται
δα­πά­ναι – και διά την με­τα­φο­ράν των και διά την προ­σω­ρι­νήν συ­ντή­ρη­σίν των άμα έλ­θουν και διά την στέ­γα­σιν
και γε­ωρ­γι­κήν των απο­κα­τά­στα­σιν. Αι δα­πά­ναι αύ­ται βε­βαί­ως εντός ολί­γων ετών θα κα­λυ­φθούν πολ­λα­πλα­σί­ως,
αλ­λ’ εί­ναι ανά­γκη να δια­τε­θώ­σι τά­χι­στα, διό­τι με­τά τι­νας μή­νας όλα δει­κνύ­ουν ότι πι­θα­νώ­τα­τα να εί­ναι πο­λύ αρ­γά
πλέ­ον.
Εάν πά­λιν η Ελ­λη­νι­κή Κυ­βέρ­νη­σις ευ­ρί­σκη­ται επί του πα­ρό­ντος προ της αδυ­να­μί­ας να υπο­στή την δα­πά­νην, την
απαι­του­μέ­νην διά την σω­τη­ρί­αν εκα­τό χι­λιά­δων Ελ­λή­νων, νο­μί­ζω ότι θα ήτο αξιο­πρε­πέ­στε­ρον διά το γό­η­τρον της
Ελ­λά­δος και φι­λαν­θρω­πό­τε­ρον διά τους δυ­στυ­χείς εκεί πέ­ραν Έλ­λη­νας, τους βαυ­κα­λι­ζο­μέ­νους από επι­σή­μως δι­-
δο­μέ­νας ελ­πί­δας, να δη­λώ­ση ότι εγκα­τα­λεί­πει εις την τύ­χην των τους Ελ­λη­νας τού­τους και ν’ απο­σύ­ρη εκ του
Καυ­κά­σου την ει­δι­κώς διά την πε­ρί­θαλ­ψιν και με­τα­νά­στευ­σιν εκ­πεμ­φθεί­σαν Απο­στο­λήν.
Ήδη τα μέ­λη της Απο­στο­λής δη­λούν ότι αδυ­να­τούν πέ­ραν του χει­μώ­νος τού­του να συ­γκρα­τή­σουν τους απηλ­πι­-
σμέ­νους και δει­νο­πα­θού­ντας Ελ­λη­νι­κούς πλη­θυ­σμούς και έν εκ των δύο θα συμ­βή: ή θ’ αφο­μοιω­θούν οι Έλ­λη­νες
προς τους Γε­ωρ­για­νούς και τους Ρώσ­σους, χα­νό­με­νοι διά την Ελ­λά­δα ή –και τού­το εί­ναι πι­θα­νώ­τε­ρον– πολ­λοί θα
σω­ρευ­θούν εις τα πρώ­τα ατμό­πλοια και θα ρι­φθούν εις τα Ελ­λη­νι­κά πα­ρά­λια, δη­μιουρ­γού­ντες νέ­ον προ­σφυ­γι­κόν
ζή­τη­μα και υπο­βάλ­λο­ντες το Ελ­λη­νι­κόν Κρά­τος εις δα­πά­νας πο­λύ με­γα­λυ­τέ­ρας και ακάρ­πους τώ­ρα, από τας δα­-
πά­νας αί­τι­νες θ’ απη­τού­ντο διά την ωρ­γα­νω­μέ­νην και κα­νο­νι­κήν αυ­τών με­τα­νά­στευ­σιν και εγκα­τά­στα­σιν εις τας
πλου­σί­ας και ακαλ­λιερ­γή­τους εθνι­κάς γαί­ας της Μα­κε­δο­νί­ας και της Μ. Ασί­ας.
Κύ­ριε Υπουρ­γέ
Αφιε­ρώ­σας όλους σχε­δόν τους κό­πους και τας προ­σπα­θεί­ας μου, κα­τά το έτος τού­το, εις το ζή­τη­μα του Πό­ντου,
και ανα­λα­βών απέ­να­ντι Υμών μέ­γα μέ­ρος υπη­ρε­σια­κής ευ­θύ­νης διά την δια­χεί­ρι­σίν του, αι­σθά­νο­μαι το χρέ­ος
όπως το­νί­σω τον κίν­δυ­νον και εφελ­κύ­σω ευ­λα­βώς αμέ­ρι­στον την Υμε­τέ­ραν προ­σο­χήν εις την εξε­λισ­σο­μέ­νην εις
τον Καύ­κα­σον, κα­τά τας τε­λευ­ταί­ας εκ­θέ­σεις της υπη­ρε­σί­ας μας, κρί­σι­μον πλέ­ον φά­σιν του ζη­τή­μα­τος. Τολ­μώ να
πα­ρα­κα­λέ­σω Υμάς, κ. Υπουρ­γέ, όπως κα­τά την επι­κει­μέ­νην άφι­ξιν του κ. Προ­έ­δρου της Κυ­βερ­νή­σε­ως, υπο­βά­λη­-
τε εις αυ­τόν σα­φώς και με απλό­τη­τα το δί­λημ­μα. Να εγκα­τα­λει­φθούν εις την τύ­χην των οι εκα­τόν χι­λιά­δες Καυ­-
κά­σιοι Ελ­λη­νες και τό­τε ν’ ανα­κλη­θή η Απο­στο­λή του Υπουρ­γεί­ου Πε­ρι­θάλ­ψε­ως ή να μην εγκα­τα­λει­φθούν και τό­-
τε ν’ απο­φα­σι­σθή εγκαί­ρως και να δια­τε­θή η δα­πά­νη προς συ­στη­μα­τι­κήν και κα­νο­νι­κήν με­τα­νά­στευ­σιν, αρ­ξο­μέ­-
νην κα­τά την προ­σε­χή άνοι­ξιν. Με­τά βα­θυ­τά­του σε­βα­σμού Ν. Κα­ζαν­τζά­κης 10-11-19».[11]

Χά­ρη στις εκ­θέ­σεις του Κα­ζαν­τζά­κη, αλ­λά και στην πί­στη για τη με­γί­στη εθνι­κή και πο­λι­τι­κή σπου­-
δαιό­τη­τα του εγ­χει­ρή­μα­τος, η με­τα­φο­ρά των Ελ­λή­νων του Καυ­κά­σου θα εγκρι­θεί από τον Βε­νι­ζέ­λο
κι έτσι τα πράγ­μα­τα θα ακο­λου­θή­σουν το δρό­μο τους. Η δια­χεί­ρι­ση των χρη­μά­των ανα­τέ­θη­κε σε
ει­δι­κή Επι­τρο­πή του Υπουρ­γεί­ου Πε­ρι­θάλ­ψε­ως υπό τον Κα­ζαν­τζά­κη και μέ­λη τους συ­νερ­γά­τες
του, Ηρα­κλή Πο­λε­μαρ­χά­κη, Γ. Κων­στα­ντα­ρά­κη, Γ. Αγ­γε­λά­κη, Ι. Ζερ­βό, Δ. Ελευ­θε­ριά­δη, τον Γιώρ­γη
Ζορ­μπά και τον εκ­πρό­σω­πο του υπουρ­γεί­ου Γιάν­νη Σταυ­ρι­δά­κη.
Πε­ρι­γρά­φει ο ίδιος την εξέ­λι­ξη της απο­στο­λής του:

«Tο βα­πό­ρι ήταν γε­μά­το ψυ­χές που ξε­ρι­ζώ­θη­καν από τα χώ­μα­τά τους και πή­γαι­να να τις φυ­τέ­ψω στην Ελ­λά­δα.
Αν­θρώ­ποι, αλό­γα­τα, βό­δια, σκά­φες, κού­νιες, στρώ­μα­τα, αξί­νες, άγια κο­νί­σμα­τα, Βαγ­γέ­λια, τσά­πες έφευ­γαν τους
μπολ­σε­βί­κους και τους Κούρ­δους και δρό­μω­ναν κα­τά τη λεύ­τε­ρη Ελ­λά­δα. Η Μαύ­ρη θά­λασ­σα κυμ­μά­τι­ζε αλα­φριά
σκού­ρα, λου­λα­κιά και μύ­ρι­ζε σαν καρ­πού­ζι∙ ζερ­βά μας τ’ ακρό­για­λο και τα βου­νά του Πό­ντου. Μια φο­ρά κι έναν
και­ρό δι­κά μας∙ δε­ξιά αστρα­φτε­ρό, απέ­ρα­ντο το πέ­λα­γο. Ο Καύ­κα­σος εί­χε σβύ­σει μέ­σα στο φως, μα οι γέ­ροι, με
τη ρά­χη γυ­ρι­σμέ­νοι, κά­θο­νταν στην πρύ­μνα και δεν μπο­ρού­σαν να ξε­κολ­λή­σουν τα μά­τια τους από τ’ αγα­πη­μέ­νο
ακρο­θά­λασ­σο. Ο Καύ­κα­σος εί­χε χα­θεί, φά­ντα­σμα ήταν και σκόρ­πι­σε, μα από­μει­νε ασά­λευ­τος, αβα­σί­λευ­τος, βα­-
θιά στις λα­μπυ­ρί­θρες των μα­τιών τους. Δύ­σκο­λο πο­λύ η ψυ­χή να ξε­κολ­λή­σει από την πα­τρί­δα. Βου­νά θά­λασ­σες,
αγα­πη­μέ­νοι άν­θρω­ποι, φτω­χό αγα­πη­μέ­νο σπι­τά­κι. Ένα χτα­πό­δι εί­ναι η ψυ­χή του αν­θρώ­που κι όλα ετού­τα απλο­-
κα­μοί της».[12]

Το έρ­γο του Κα­ζαν­τζά­κη στον Καύ­κα­σο στέ­φε­ται από επι­τυ­χία, γί­νε­ται ορ­γα­νω­μέ­να η με­τε­γκα­τά­-
στα­ση σε κτι­ρια­κές δο­μές σε Μα­κε­δο­νία και Θρά­κη, που φτιά­χτη­καν από το μη­δέν. Απο­δεί­χθη­κε
ότι ήταν ένα έρ­γο ζω­ής για τον ίδιο. Γρά­φει σχε­τι­κά η Ελέ­νη Κα­ζαν­τζά­κη:

«Πο­λύ σπά­νια ο Νί­κος μι­λού­σε για τον εαυ­τό του. Όταν γι­νό­ταν λό­γος για τη δρά­ση του στο Υπουρ­γείο, του άρε­σε
να δι­η­γεί­ται με τι συ­γκί­νη­ση τους δέ­χτη­καν οι Έλ­λη­νες του Καυ­κά­σου. Για­τί η Ελ­λά­δα ζού­σε ακό­μα την επο­χή
εκεί­νη το μέ­γα όνει­ρο, που με τον Βε­νι­ζέ­λο πα­ρά τρί­χα να γί­νει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Να δη­μιουρ­γη­θεί δη­λα­δή ένα
αυ­τό­νο­μο κρά­τος του Πό­ντου, όπου θα ζού­σαν και θα ρι­ζο­βο­λού­σαν οι Έλ­λη­νες του Καυ­κά­σου, αυ­τοί οι Ακρί­τες
της Ρω­μιο­σύ­νης. Τέσ­σε­ρις φί­λοι που τον βο­ή­θη­σαν να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει το δύ­σκο­λο χρέ­ος, βρί­σκου­νται κιό­λας
μα­ζί του στον πέ­ρα όχτο: Ο Ηρα­κλής Πο­λε­μαρ­χά­κης κι ο Γιάν­νης Κων­στα­ντα­ρά­κης, αγα­πη­μέ­νοι συμ­μα­θη­τές
του, ο Γιάν­νης Αγ­γε­λά­κης, δι­κη­γό­ρος από τη Μι­κράν Ασία, κι ο πε­ρί­φη­μος πια Γιώρ­γης Ζορ­μπάς. Αγ­γε­λά­κης και
Κων­στα­ντα­ρά­κης με βε­βαί­ω­σαν πως η απο­στο­λή στον Καύ­κα­σο εί­χε εκτε­λε­σεί σύμ­φω­να με τα σχέ­δια του Νί­κου.
Κρά­τη­σε κά­που 15 μή­νες κι έσω­σε πολ­λές χι­λιά­δες Έλ­λη­νες, 150.000 πε­ρί­που. Ορ­γά­νω­σαν νο­σο­κο­μεία, ο Βε­νι­-
ζέ­λος έστει­λε πλοία, που με­τά­φε­ραν στην Ελ­λά­δα όλους όσοι ήθε­λα να με­τα­να­στέ­ψουν μα­ζί με τα ζώα και τα σύ­-
νερ­γά τους. Κι αντί να τους ρί­ξουν στην Ατ­τι­κή, όπως έγι­νε αρ­γό­τε­ρα με τους πρό­σφυ­γες της Μι­κράς Ασί­ας, ο Κα­-
ζαν­τζά­κης, πο­λύ ορ­θά, φρό­ντι­σε να τους εγκα­τα­στή­σουν στα πλού­σια χώ­μα­τα της Θεσ­σα­λί­ας και της Δυ­τι­κής
Μα­κε­δο­νί­ας. Ο Βε­νι­ζέ­λος, όμως, ανα­γκά­στη­κε να πα­ραι­τη­θεί και οι πρό­σφυ­γες του Καυ­κά­σου υπό­φε­ραν πο­λύ,
αβο­ή­θη­τοι ως έμει­ναν από τις κα­το­πι­νές κυ­βερ­νή­σεις».[13]

Και ο Κα­ζαν­τζά­κης κλεί­νει την πε­ρί­ο­δο αυ­τή με τις εξής σκέ­ψεις:

«Έντε­κα μή­νες βά­στα­ξε η θη­τεία μου∙ ολο­έ­να κα­τά­φτα­ναν από τον Καύ­κα­σο βα­πό­ρια φορ­τω­μέ­να αν­θρώ­πους και
ζω­ντα­νά, έμπαι­νε αί­μα και­νού­ριο στις φλέ­βες της Ελ­λά­δας. Γύ­ρι­ζα τη Μα­κε­δο­νία και τη Θρά­κη, διά­λε­γα τα χω­-
ρά­φια και τα χω­ριά που ‘χαν αφή­σει οι Τούρ­κοι φεύ­γο­ντας, έκα­ναν κα­το­χή τα και­νού­ρια αφε­ντι­κά∙ άρ­χι­ζαν να ορ­-
γώ­νουν, να φυ­τεύ­ουν, να χτί­ζουν. Μια από τις πιο νό­μι­μες χα­ρές του αν­θρώ­που εί­ναι, θαρ­ρώ, να μο­χτά­ει και να
βλέ­πει πως ο μό­χτος του φέρ­νει καρ­πό. Κά­πο­τε ένας Ρού­σος αγρο­νό­μος μας πή­γε με τον Ιστρά­τη σε μια έρη­μο
κο­ντά στο Αστρα­χάν∙ άπλω­σε τα μπρά­τσα του, αγκά­λια­σε θριαμ­βευ­τι­κά την απέ­ρα­ντη αμ­μού­δα: «Έχω χι­λιά­δες
ερ­γά­τες, εί­πε, φυ­τεύ­ουν ένα εί­δος χόρ­το με μα­κριές ρί­ζες, που κρα­τά­ει τη βρο­χή και το χώ­μα∙ ύστε­ρα από λί­γα
χρό­νια όλη ετού­τη η έρη­μος θα γί­νει περ­βό­λι». Τα μά­τια του έλα­μπαν: «Κοι­τά­χτε, βλέ­πε­τε, γύ­ρα τρι­γύ­ρα, τα χω­-
ριά, τα περ­βό­λια, τα νε­ρά; Πού; Πού; Δε βλέ­που­με τί­πο­τα!» ξε­φώ­νι­σε ο Ιστρά­τη ξαφ­νια­σμέ­νος. Ο αγρο­νό­μος χα­-
μο­γέ­λα­σε: «Θα τα δεί­τε ύστε­ρα από λί­γα χρό­νια», εί­πε και κάρ­φω­σε το μπα­στού­νι του στον άμ­μο, σαν να ‘παιρ­νε
όρ­κο. Τώ­ρα το βλέ­πω, εί­χε δί­κιο∙ όμοια κι εγώ κοι­τά­ζω γε­μά­τα αν­θρώ­πους και περ­βό­λια και νε­ρά τα ρη­μαγ­μέ­να
γύ­ρα μου χώ­μα­τα, που μοι­ρά­ζου­νται οι συ­ντα­ξι­διώ­τες μου∙ κι ακούω και τις κα­μπά­νες από τις μελ­λού­με­νες εκ­-
κλη­σιές και τα παι­διά, στις αυ­λές των σχο­λειών, να γε­λούν και να παί­ζουν∙ και μια μυ­γδα­λιά αν­θι­σμέ­νη μπρο­στά
μου∙ ν’ απλώ­σω το χέ­ρι, θα κό­ψω ένα κλα­δί αν­θι­σμέ­νο. Για­τί, πι­στεύ­ο­ντας με πά­θος κά­τι που δεν υπάρ­χει ακό­μα,
το δη­μιουρ­γού­με∙ ανύ­παρ­χτο εί­ναι ό,τι δεν πε­θυ­μή­σα­με αρ­κε­τά, ό,τι δεν πο­τί­σα­με αρ­κε­τά με το αί­μα μας, για να
μπο­ρέ­σει να πά­ρει ανά­κα­ρα να δρα­σκε­λί­σει το σκο­τει­νό κα­τώ­φλι της ανυ­παρ­ξί­ας. Όταν πια όλα τέ­λε­ψαν, ένιω­σα
από­το­μα την κού­ρα­ση. Δεν μπο­ρού­σα να στα­θώ στα πό­δια μου, δεν μπο­ρού­σα να φάω, να κοι­μη­θώ, να δια­βά­σω,
ήμουν εξα­ντλη­μέ­νος. Ως τώ­ρα, όσο κρα­τού­σε η με­γά­λη ανά­γκη, εί­χα επι­στρα­τέ­ψει όλες μου τις δυ­νά­μεις, κι η
ψυ­χή στύ­λω­νε το κορ­μί και δεν το άφη­νε να πέ­σει∙ μα ευ­τύς ως τε­λεί­ω­σε η μά­χη, δια­λύ­θη­κε μέ­σα μου η επι­στρά­-
τε­ψη, από­μει­νε το κορ­μί ανυ­πε­ρά­σπι­στο κι έπε­σε. Μα εί­χα προ­φτά­σει να εκτε­λέ­σω την εντο­λή που μου εί­χαν
εμπι­στευ­τεί, ήμουν λέ­φτε­ρος κι έδω­κα την πα­ραί­τη­σή μου∙ κι ευ­τύς γύ­ρι­σα το πρό­σω­πό μου κα­τά την Κρή­τη∙ να
πα­τή­σω το χώ­μα της, ν’ αγ­γί­ξω τα βου­νά της, να πά­ρω δύ­να­μη».[14]

3. Η εξό­ντω­ση της ηγε­σί­ας του Πο­ντια­κού Ελ­λη­νι­σμού

Το Πο­ντια­κό ζή­τη­μα[15] έλα­βε άλ­λες δια­στά­σεις με τη Γε­νο­κτο­νία[16] και μία πα­ρά­με­τρος του μα­ζι­-
κού εγκλή­μα­τος ενα­ντί­ον του Ελ­λη­νι­σμού, ήταν η εξό­ντω­ση της ηγε­σί­ας του από τον Ιού­νιο έως τον
Οκτώ­βριο του 1921. Η εξό­ντω­ση των Ελ­λή­νων ηγε­τών, όπως συ­νέ­βη και με τους Αρ­μέ­νιους τον
Απρί­λιο του 1915 στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, συ­νέ­βαλ­λε στο να χα­θεί η κα­θο­δή­γη­ση των Ελ­λή­νων και
να ση­μειω­θεί πιο γρή­γο­ρα η δο­λο­φο­νία τους. Η ηγε­σία των Ελ­λή­νων εξο­ντώ­θη­κε με τα λε­γό­με­να
«δι­κα­στή­ρια ανε­ξαρ­τη­σί­ας» στην Aμά­σεια. Τα «δι­κα­στή­ρια ανε­ξαρ­τη­σί­ας», εκ­δί­δουν «απο­φά­σεις»
και εκτε­λού­νται πρό­κρι­τοι, βου­λευ­τές, δη­μο­σιο­γρά­φοι, κα­θη­γη­τές, δά­σκα­λοι, κλη­ρι­κοί, από τους
οποί­ους ζη­τού­νται δη­λώ­σεις ότι συμ­με­τεί­χαν στην ορ­γά­νω­ση του απε­λευ­θε­ρω­τι­κού κι­νή­μα­τος
στον Πό­ντο. Οι ση­μα­ντι­κό­τε­ρες μορ­φές του πο­ντια­κού Ελ­λη­νι­σμού, κα­τα­δι­κά­στη­καν σε θά­να­το.
Ανά­με­σά τους, ο πρώ­ην βου­λευ­τής Τρα­πε­ζού­ντος, Ματ­θαί­ος Ι. Κω­φί­δης,[17] ο ερ­γο­στα­σιάρ­χης
Αλέ­ξαν­δρος Γ. Ακρι­τί­δης,[18] ο ιδιο­κτή­της της εφη­με­ρί­δας Επο­χή της Τρα­πε­ζού­ντας Νί­κος Κα­πε­τα­-
νί­δης, ο έμπο­ρος από την Κε­ρα­σού­ντα Γε­ώρ­γιος Θ. Κα­κου­λί­δης, ο γραμ­μα­τεύς του Μη­τρο­πο­λί­τη
Κε­ρα­σού­ντας Σπύ­ρος Ι. Σουρ­με­λής, οι έμπο­ροι Ιορ­δά­νης Ι. Σουρ­με­λής, Ιω­άν­νης Κ. Ατμα­τζί­δης, Ιω­-
άν­νης Π. Σπα­θό­που­λος, από την Ορ­ντού, οι Αβρα­άμ Το­κα­τλί­δης και Επα­μει­νών­δας Γρη­γο­ριά­δης,
οι Α. Ασλί­δης, Χ. Ιω­άν­νου και Ι. Δα­ζα­ρά­κης, ο δι­κη­γό­ρος Π.Βαϊ­μα­νί­δης, ο αρ­χι­μαν­δρί­της Πλά­των Ν.
Αι­βα­ζί­δης, πρω­το­σύ­γκε­λος της Μη­τρό­πο­λης· ο Ι. Κα­δέ­μο­γλου, αντι­πρό­σω­πος του Μη­τρο­πο­λί­τη
του Κα­βάκ· ο Α. Τσί­νο­γλου, γραμ­μα­τέ­ας της Μη­τρό­πο­λης· Β. Πα­πα­δό­που­λος, διευ­θυ­ντής της εφη­-
με­ρί­δας «Διο­γέ­νης»· ο Λ. Κυρ. Πα­τσιό­γλου, δι­κη­γό­ρος και δη­μο­σιο­γρά­φος· ο Ι. Ιορ­δα­νί­δης, δι­κη­γό­-
ρος· ο Κ. Κων­στα­ντι­νί­δης· ο Π. Πα­πα­δό­που­λος, διευ­θυ­ντής της Οθω­μα­νι­κής Τρά­πε­ζας, οι κα­θη­γη­-
τές του Αμε­ρι­κα­νι­κού Κο­λε­γί­ου της Μερ­ζι­φού­ντας «Ανα­τό­λια» Γ. Θε­ο­χα­ρί­δης, Χ. Γε­ωρ­γί­ου και Α.
Συ­με­ών και οι μα­θη­τές του ίδιου κολ­λε­γί­ου και αθλη­τές του Συλ­λό­γου «Πό­ντος» Ανα­στά­σιος Παυ­λί­-
δης και Συ­με­ών Ανα­νιά­δης.[19]
Μά­λι­στα οι μα­θη­τές- αθλη­τές της πο­δο­σφαι­ρι­κής ομά­δας «Πό­ντος» θα κα­τα­δι­κα­σθούν σε θά­να­το
έχο­ντας σαν βα­σι­κή κα­τη­γο­ρία την εμ­φά­νι­ση της ομά­δας: Άσπρες και μπλε ορι­ζό­ντιες ρί­γες και το
γράμ­μα «Π» στο στή­θος.[20] Όπως κα­τήγ­γει­λε το Οι­κου­με­νι­κό Πα­τριαρ­χείο οι υπο­τι­θέ­με­νοι ένο­χοι
τις «δη­λώ­σεις» τους τις υπέ­γρα­ψαν με­τά τη θα­να­τι­κή τους κα­τα­δί­κη, την πα­ρα­μο­νή της εκτέ­λε­σής
τους ή ακό­μη δο­λο­φο­νη­μέ­νοι από και­ρό. Τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις εί­ναι του δι­κη­γό­ρου Χ. Ελευ­θε­ριά­δη
δι­κη­γό­ρου στην Κε­ρα­σού­ντα που εί­χε δο­λο­φο­νη­θεί στην Κε­ρα­σού­ντα το 1920, ο δια­πραγ­μα­τευ­τής
με τις κε­μα­λι­κές αρ­χές Μ. Μαυ­ρί­δης, ο διευ­θυ­ντής του ορ­φα­νο­τρο­φεί­ου Γ. Κα­λο­γε­ρό­που­λος, ο Α.
Δε­λι­κά­ρης, ο Λ. Τε­στα­μπα­σί­δης, ο Ι. Ελευ­θε­ριά­δης. Ακό­μη θα πρέ­πει να επι­ση­μαν­θεί ότι ο κα­θη­-
γη­τής Γ. Πα­πα­μάρ­κου, ο διευ­θυ­ντής της Οθω­μα­νι­κής Τρά­πε­ζας Π. Πα­πα­δό­που­λος και ο έμπο­ρος
Θ. Εκ­μεν­τζί­ο­γλου οι οποί­οι ήταν ήδη νε­κροί από την προη­γού­με­νη της εκτέ­λε­σής τους με­τα­φέρ­θη­-
καν στον τό­πο του μα­ζι­κού εγκλή­μα­τος προ­κει­μέ­νου τα σώ­μα­τά τους για να υπο­στούν την ποι­νή
τους![21]

4. Ο Κα­ζαν­τζά­κης και η πρω­το­βου­λία των συγ­γρα­φέ­ων

H κα­τα­δί­κη και ο απαγ­χο­νι­σμός στην Aμά­σεια όλης της θρη­σκευ­τι­κής, πνευ­μα­τι­κής και πο­λι­τι­κής
ηγε­σί­ας ήταν μια προ­σχε­δια­σμέ­νη δο­λο­φο­νι­κή πρά­ξη και για αυ­τήν αντέ­δρα­σαν η Ιε­ρά Σύ­νο­δος
του Οι­κου­με­νι­κού Πα­τριαρ­χεί­ου με κι­νή­σεις προς τους προ­έ­δρους των ΗΠΑ, της Αγ­γλί­ας, Γαλ­λί­ας
και Ιτα­λί­ας, προς τους αντι­προ­σώ­πους της Κοι­νω­νί­ας των Εθνών, στη Γε­νεύη.
Στην Ελ­λά­δα με πρω­το­βου­λία του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη, ο οποί­ος γνώ­ρι­σε και γνώ­ρι­ζε το έγκλη­μα
ενα­ντί­ον του Ελ­λη­νι­σμού του Πό­ντου, γί­νε­ται μία ακό­μη προ­σπά­θεια ανά­δει­ξης της τρα­γι­κής αυ­-
τής κα­τά­στα­σης, τό­σο προς τις κυ­βερ­νή­σεις, όσο και προς την κοι­νή γνώ­μη. Έτσι συ­ντάσ­σε­ται το
ψή­φι­σμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας, το οποίο στάλ­θη­κε από τους Έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς και λο­γο­τέ­χνες, σε δια­-
νο­ού­με­νους της Ευ­ρώ­πης και της Αμε­ρι­κής, ανα­φέ­ρο­ντας τα εξής:

«Mε­τά βα­θυ­τά­της συ­γκι­νή­σε­ως οι συγ­γρα­φείς και καλ­λι­τέ­χναι της Eλ­λά­δος απευ­θύ­νο­νται προς τους δια­νο­ου­μέ­-
νους του πε­πο­λι­τι­σμέ­νου κό­σμου όπως γνω­στο­ποι­ή­σουν εις αυ­τούς την τρα­γω­δί­αν χι­λιά­δων οι­κο­γε­νειών του Eλ­-
λη­νι­κού Πό­ντου. ξη­ρά, εξη­κρι­βω­μέ­να και αναμ­φι­σβή­τη­τα τα γε­γο­νό­τα εί­ναι τα εξής: Oι Tούρ­κοι εφό­νευ­σαν
όλους ανε­ξαι­ρέ­τως τους κα­τοί­κους της πό­λε­ως Mερ­ζι­φού­ντος, αφού την ελε­η­λά­τη­σαν και την επυρ­πό­λη­σαν.
Tους προ­σπα­θή­σα­ντας να δια­σω­θούν ετυ­φέ­κι­σαν και εθα­νά­τω­σαν κα­τα­λα­βό­ντες τας διό­δους. Mε­τε­τό­πι­σαν όλον
τον άρ­ρε­να πλη­θυ­σμόν των πό­λε­ων Tρι­πό­λε­ως, Kε­ρα­σού­ντος, Oρ­δούς, Oι­νό­ης, Aμι­σού και Πά­φρας και κα­θ’ οδόν
κα­τέ­σφα­ξαν τους πλεί­στους εξ αυ­τών. Έκλει­σαν εντός του να­ού του χω­ρί­ου Έλεζ­λη εν Σου­λού-Tε­ρέ 535 Έλ­λη­-
νας και τους κα­τέ­σφα­ξαν δια­σω­θέ­ντων μό­νον τεσ­σά­ρων. Πρώ­τους έσφα­ξαν 7 ιε­ρείς διά πε­λέ­κε­ως προ της θύ­ρας
του να­ού. Aπηγ­χό­νι­σαν εν Aμα­σεία 168 προ­κρί­τους Aμι­σού και Πά­φρας. Eβί­α­σαν όλας ανε­ξαι­ρέ­τως τας γυ­ναί­-
κας, τας παρ­θέ­νους και τα παι­δία των άνω πό­λε­ων, τας ωραιο­τέ­ρας δε παρ­θέ­νους και νέ­ους έκλει­σαν εις τα χα­ρέ­-
μια. Πλεί­στα βρέ­φη εφό­νευ­σαν, σφεν­δο­νί­ζο­ντες αυ­τά κα­τά των τοί­χων. Oι υπο­γε­γραμ­μέ­νοι θέ­του­σι τα ανω­τέ­ρω
υπ’ όψιν των δια­νο­ου­μέ­νων της Eυ­ρώ­πης και της Aμε­ρι­κής θε­ω­ρού­ντες ότι όχι μό­νον τα γε­γο­νό­τα ταύ­τα αλ­λά και
η ανο­χή αυ­τών απο­τε­λεί πέν­θος της αν­θρω­πό­τη­τος».
Aθή­ναι, 22 Nο­εμ­βρί­ου 1921.

Το ψή­φι­σμα το υπέ­γρα­ψαν οι εξής :


Άν­νι­νος X., Aυ­γέ­ρης M., Bλα­χο­γιάν­νης I., Bώ­κος Γερ., Γρυ­πά­ρης I., Δού­ζας A., Δρο­σί­νης Γ., Zά­χος A., Θε­ο­δω­ρο­-
πού­λου Aύ­ρα, Θε­ο­τό­κης K., Iα­κω­βί­δης Γ., Kα­ζαν­τζά­κης N., Kα­ζαν­τζά­κη Γαλ., Kα­μπά­νης Aρ., Kα­μπού­ρο­γλους
Δ., Kα­ρο­λί­δης Π., Kόκ­κι­νος Δ., Kο­ρο­μη­λάς Γ., Mα­λα­κά­σης M., Mα­λέ­ας K., Mέ­ναν­δρος Σ., Nι­κο­λού­δης Θ., Nιρ­-
βά­νας Π., Ξε­νό­που­λος Γρ., Πα­λα­μάς K., Πα­πα­ντω­νί­ου Z., Πα­ρά­σχος K., Πα­σα­γιάν­νης K., Πο­λί­της Φ., Πωπ Γ.,
Σι­κε­λια­νός Άγγ., Σκί­πης Σ., Στρα­τή­γης Γ., Tα­γκό­που­λος Δ.., Tσο­κό­που­λος Γ., Φυλ­λύ­ρας P., Xα­τζι­δά­κις Γ., Xα­-
τζό­που­λος Δ., Xορν Π., Σβο­ρώ­νος I. με­θ’ όλης της πι­κρί­ας μου διά την κυ­ρί­ως υπό της Γαλ­λί­ας και υπό ου­δε­νός
αι­σθή­μα­τος ή συμ­φέ­ρο­ντος αν­θρω­πί­νου, δι­καιο­λο­γου­μέ­νην εγκα­τά­λει­ψιν εις σφα­γήν των Xρι­στια­νών».

Η δη­μο­σιο­ποί­η­ση του εγκλή­μα­τος εί­ναι γε­γο­νός ότι ευαι­σθη­το­ποί­η­σε την διε­θνή κοι­νή γνώ­μη, η
οποία πί­ε­σε με τη σει­ρά της τις κυ­βερ­νή­σεις. Οι εξε­λί­ξεις όμως στο οθω­μα­νι­κό εσω­τε­ρι­κό με την
εμ­φά­νι­ση και την εδραί­ω­ση του εθνι­κι­στι­κού κι­νή­μα­τος του Μου­στα­φά Κε­μάλ, η αλ­λα­γή των στό­-
χων των δυ­τι­κών δυ­νά­με­ων, η ου­δέ­τε­ρη θέ­ση τους (30 Μαρ­τί­ου 1921) στην ελ­λη­νο­τουρ­κι­κή σύ­-
γκρου­ση, δεν επέ­τρε­ψαν να συ­νε­χι­στεί η σχε­τι­κή δια­δι­κα­σία τι­μω­ρί­ας των ενό­χων και βε­βαί­ως της
απο­κα­τά­στα­σης των θυ­μά­των. Όπως ση­μειώ­νει ο Ακ­σάμ το ζή­τη­μα της Γε­νο­κτο­νί­ας και των αν­-
θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των εί­χε πα­ρα­πεμ­φθεί στη λή­θη.[22]

5. Συ­μπε­ρά­σμα­τα

Οι εκ­θέ­σεις και η αλ­λη­λο­γρα­φία του Κα­ζαν­τζά­κη απο­κα­λύ­πτουν τη πο­λύ ιδιαί­τε­ρη στιγ­μή, τό­σο
προ­σω­πι­κώς όσο και για το Πο­ντια­κό ζή­τη­μα, με­λε­τώ­ντας τους τρό­πους και τις λύ­σεις για την έκ­-
βα­ση της εγκα­τά­στα­σης στην μελ­λο­ντι­κή τους δια­βί­ω­ση στην Ελ­λά­δα.[23]

«Δου­λεύω θεία. Εξα­ντλού­μαι και έχω τον ηδο­νι­κό ίλιγ­γο της υπερ­κό­πω­σης. Έχω αδυ­να­τί­σει πο­λύ. Εί­ναι κι αυ­τό
μια μέ­θο­δος να δί­νει κα­νείς το αί­μα του για την πα­τρί­δα! Έμει­να πά­νου από ένα χρό­νο πα­λεύ­ο­ντας, πε­θαί­νο­ντας
κά­θε μέ­ρα, για να σώ­σω με­ρι­κούς αν­θρώ­πους στον Πό­ντο, για να θρα­φούν κά­πως κα­λύ­τε­ρα με­ρι­κά παι­διά στα
ορ­φα­νο­τρο­φεία της Μα­κε­δο­νί­ας, για να εγκα­τα­στα­θούν κά­πως κα­λύ­τε­ρα με­ρι­κές φα­με­λιές στη Θρά­κη».[24]
Και συ­νε­χί­ζει γρά­φο­ντας τα εξής: «Πή­ρα μα­ζί μου μια δε­κα­ριά δια­λε­χτούς συ­νερ­γά­τες, τους πε­ρισ­σό­τε­ρους
Κρη­τι­κούς, κι έφυ­γα για τον Καύ­κα­σο, να δω από κο­ντά πώς θα μπο­ρέ­σουν να σω­θούν οι χι­λιά­δες αυ­τές ψυ­χές.
Από το νό­το οι Κούρ­δοι πε­τά­λω­ναν όσους Έλ­λη­νες έπια­ναν, κι από το βορ­ρά οι μπολ­σε­βί­κοι κα­τέ­βαι­ναν με φω­τιά
και με τσε­κού­ρι· και στη μέ­ση οι Έλ­λη­νες του Μπα­τούμ,, του Σο­χούμ, της Τι­φλί­δας, του Καρς, κι όλο και στέ­νευε
γύ­ρα από το λαι­μό τους η θε­λιά, και πε­ρί­με­ναν, γυ­μνοί, πει­να­σμέ­νοι, άρ­ρω­στοι, το θά­να­το. Το Κρά­τος πά­λι από τη
μια με­ριά, η Βία από την άλ­λη· οι αιώ­νιοι σύμ­μα­χοι. Χα­ρά με­γά­λη να κι­νάς για ένα δύ­σκο­λο σκο­πό και να ’χεις γύ­-
ρα σου συ­νερ­γά­τες φλο­γε­ρούς και τί­μιους».[25] Σε επι­στο­λή του προς τον Γιάν­νη Σταυ­ρι­δά­κη, με ημε­ρο­-
μη­νία 27/9/1919, γρά­φει τα εξής: «Κα­τόρ­θω­σα από τα 20.000.000 που έχουν προ­πλη­ρω­θεί τα πέ­ντε να κο­-
πούν και να δια­τε­θούν υπέρ των Ελ­λή­νων νό­τιας Ρω­σί­ας, Καυ­κά­σου και Πό­ντου. Στέλ­νω με τον Αγ­γε­λά­κη στο
Βα­τούμ, οι­κο­νο­μι­κό αντι­πρό­σω­πο της Κυ­βέρ­νη­σης, να δια­χει­ρί­ζε­ται όλα τα πο­σά που στέλ­νο­νται στους Πο­ντί­-
ους, κ.λπ. Κα­μιά επι­τρο­πή πα­τριάρ­χη δεν έχει το δι­καί­ω­μα ν’ ανα­μι­χθεί. Από τα πέ­ντε αυ­τά εκα­τομ­μύ­ρια στεί­λα­-
με 20 κι­λά κι­νί­νο, 12.000 δι­δα­κτι­κά βι­βλία και σή­με­ρα προ­κη­ρύ­χνω μειο­δο­σία για 400.000 πή­χες εξώ­ρου­χα
και εσώ­ρου­χα. Υπό­δη­ση, θα ρυθ­μι­στεί στο Αι­κα­τε­ρι­νο­ντάρ, όπου υπάρ­χει το μέ­γα ερ­γο­στά­σιο του Φω­τιά­δη για
εντό­πια υπό­δη­ση. Όλη η προ­σο­χή του υπουρ­γεί­ου μας στρέ­φε­ται προς το ζή­τη­μα του Πό­ντου και έτσι ελ­πί­ζω σε
με­γά­λα πρά­μα­τα. Ωστό­σο, δια­πραγ­μα­τεύ­ο­μαι με ευ­ρω­παϊ­κούς και αμε­ρι­κα­νι­κούς οί­κους για οι­κο­δο­μή χι­λιά­δων
σπι­τιών στη Μα­κε­δο­νία (…)»[26]
Χά­ρη στις εκ­θέ­σεις του Ν. Κα­ζαν­τζά­κη, αλ­λά και στη πί­στη του για τη εθνι­κή και πο­λι­τι­κή σπου­-
δαιό­τη­τα του εγ­χει­ρή­μα­τος, η με­τα­φο­ρά των Ελ­λή­νων του Καυ­κά­σου θα εγκρι­θεί από τον Βε­νι­ζέ­λο
και έτσι από τους 180.123 Έλ­λη­νες του Καυ­κά­σου που απα­ριθ­μού­νται στις υπη­ρε­σια­κές στα­τι­στι­-
κές[27] στην Ελ­λά­δα ήρ­θαν 52.878.[28]
Λί­γους μή­νες αρ­γό­τε­ρα ο Κα­ζαν­τζά­κης πλη­ρο­φο­ρεί­ται ότι η εκ­δί­ω­ξη των Ελ­λή­νων του Πό­ντου συ­-
νε­χί­ζε­ται με τη μα­ζι­κή δο­λο­φο­νία της ηγε­σί­ας και δια­νό­η­σης στην Αμά­σεια. Το έγκλη­μα ενα­ντί­ον
της ηγε­σί­ας του Πο­ντια­κού Ελ­λη­νι­σμού κα­ταγ­γέλ­λε­ται διε­θνώς με πρω­το­βου­λία του Κα­ζαν­τζά­κη.
Με παρ­ρη­σία και με αγω­νι­στι­κό­τη­τα, χω­ρίς φό­βο, όπως ακρι­βώς επι­τάσ­σει η ελεύ­θε­ρη σκέ­ψη και
γνώ­μη.
Η αδια­φο­ρία όμως της διε­θνής κοι­νό­τη­τας, για την εξό­ντω­ση των Ελ­λή­νων, πλην ελά­χι­στων εξαι­-
ρέ­σε­ων, συ­νε­χί­στη­κε κα­θ’ όλη τη διάρ­κεια της τρα­γι­κής πε­ριό­δου τέ­λε­σης της Γε­νο­κτο­νί­ας. Μία
διε­θνή κοι­νό­τη­τα η οποία όπως και τό­τε αδια­φο­ρεί και σή­με­ρα, σχε­δόν στο σύ­νο­λό της για το
έγκλη­μα, αφού συμ­φέ­ρο­ντα, τα­κτι­κές και επι­διώ­ξεις εμπο­δί­ζουν την αλή­θεια, για την ανά­δει­ξη
του ορ­γα­νω­μέ­νου σχε­δί­ου εξα­φά­νι­σης των Ελ­λή­νων. Όπως ανα­φέ­ρει ο Τα­νέρ Ακ­σάμ «….η εκτό­πι­ση
και οι δο­λο­φο­νί­ες πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν ως τμή­μα ενός γε­νι­κού σχε­δί­ου που θα μπο­ρού­σε να απο­κλη­θεί πο­λι­τι­κή
εκ­κα­θά­ρι­σης του χρι­στια­νι­κού πλη­θυ­σμού της Ανα­το­λί­ας. Αυ­τή η πο­λι­τι­κή εφαρ­μό­στη­κε ως γε­νι­κό σχέ­διο με­τα­-
ξύ του 1913-1918 και συ­νε­χί­στη­κε ενά­ντια στους Έλ­λη­νες του από το 1920 μέ­χρι το 1924. Ο κύ­ριος στό­χος όλης
αυ­τής της πο­λι­τι­κής ήταν να εξα­σφα­λι­στεί ο σχη­μα­τι­σμός μιας ομο­γε­νο­ποι­η­μέ­νης Ανα­το­λί­ας, η οποία μπο­ρεί να
προ­ε­τοι­μά­σει το έδα­φος για ένα έθνος- κρά­τος και να απο­βά­λει οποια­δή­πο­τε επι­κίν­δυ­να στοι­χεία που να εμπο­δί­-
σουν την πραγ­μα­το­ποί­η­ση αυ­τού του σχε­δί­ου».[29]

Έκ­θε­ση του Ν. Κα­ζαν­τζά­κη προς τον Υπουρ­γό Πε­ρι­θάλ­ψε­ως Σ. Σί­μο

Αθή­ναι, 2 Ιου­νί­ου 1919

Κύ­ριε Υπουρ­γέ

Λαμ­βά­νω την τι­μήν όπως υπο­βά­λω υπό την Υμε­τέ­ραν κρί­σιν ση­μεί­ω­μα πε­ρί της ορ­γα­νώ­σε­ως υπευ­θύ­νου
Απο­στο­λής Πε­ρι­θάλ­ψε­ως και απο­κα­τα­στά­σε­ως των προ­σφύ­γων εις Μ. Ασί­αν, εις Θρά­κην και εις Πό­-
ντον. Εις το ση­μεί­ω­μα τού­το προ­σε­πά­θη­σα να συ­μπυ­κνώ­σω εν ελα­χί­στοις συ­μπε­ρά­σμα­τά μου ως προς
τον τρό­πον της διε­ξα­γω­γής μιας τό­σον θε­με­λιώ­δους, από εθνι­κής και οι­κο­νο­μι­κής από­ψε­ως, επι­κει­μέ­νης
ενερ­γεί­ας του Ελ­λη­νι­κού Κρά­τους. Διά τού­το πα­ρα­κα­λώ Υμάς, κ. Υπουρ­γέ, ίνα, εάν πού φαί­νε­ται ατε­λής
η δια­τύ­πω­σις και η δι­καιο­λο­γία της σκέ­ψε­ώς μου, με δια­τά­ξη­τε και υπο­βά­λω επί του ση­μεί­ου τού­του λε­-
πτο­με­ρε­στέ­ραν την εξή­γη­σιν. Το ση­μεί­ω­μα τού­το έχει έν κύ­ριο μειο­νέ­κτη­μα: Και αν υπο­τε­θή ότι η γε­νι­κή
αυ­τού βά­σις εί­ναι ορ­θή, απο­μέ­νει κα­τ’ ανά­γκην εντε­λώς κυ­μαι­νό­με­νον και ακα­θό­ρι­στον το πλή­θος των λε­-
πτο­με­ρειών. Και τού­το διό­τι η τε­λι­κή μορ­φή των λε­πτο­με­ρειών τού­των εξαρ­τά­ται:
α) εκ της αμέ­σου επα­φής με την πραγ­μα­τι­κήν κα­τά­στα­σιν των συν­θη­κών εν Μ. Ασία, Θρά­κη και Πό­-
ντω.
β) εκ της εξε­λί­ξε­ως της εξω­τε­ρι­κής πο­λι­τι­κής, κα­τά τον χρό­νον της πραγ­μα­τώ­σε­ως των σκέ­ψε­ων τού­των
πε­ρί πα­λιν­νο­στή­σε­ως και απο­κα­τα­στά­σε­ως προ­σφύ­γων, και
γ) εκ του ότι απροσ­δό­κη­τοι συ­χνά δυ­σκο­λί­αι, ή ευ­κο­λί­αι ενί­ο­τε, ανα­κύ­πτουν κα­τά την εφαρ­μο­γήν οιου­δή­-
πο­τε εκ των προ­τέ­ρων σχε­δια­σμέ­νου προ­γράμ­μα­τος.

Εως τώ­ρα, κα­θ’ όσον ηδυ­νή­θην ν’ αντι­λη­φθώ εκ της ολι­γο­χρο­νί­ου πα­ρα­μο­νής μου εν τω Υπουρ­γείω της
Πε­ρι­θάλ­ψε­ως, συ­νέ­βαι­νον τα εξής δύο κύ­ρια άτο­πα:
α) Ελ­λει­ψις κε­ντρι­κής ιδέ­ας εις ήν να υπο­τάσ­σω­νται αι εκά­στο­τε ανα­φε­ρό­με­ναι λε­πτο­με­ρεια­καί πε­ρι­πτώ­-
σεις. Επο­μέ­νως έλ­λει­ψις αυ­στη­ράς ενό­τη­τος, πα­ρα­τη­ρου­μέ­νης όχι μό­νον εις την ενέρ­γειαν του κα­θ’ ημάς
Υπουρ­γεί­ου αλ­λά και εις την σχε­τι­κήν σύγ­χυ­σιν, η οποία προ­έ­κυ­πτεν εκ της ακα­θο­ρί­στου ανα­μί­ξε­ως και
άλ­λων Υπουρ­γεί­ων εις την ρύθ­μι­σιν των προ­σφυ­γι­κών ζη­τη­μά­των.
β) Ανά­θε­σις ενερ­γειών με­γί­στης σπου­δαιό­τη­τος εις σω­μα­τεία και άτο­μα σχε­τι­κώς ανεύ­θυ­να και πλημ­με­-
λώς εξε­λεγ­χό­με­να. Επο­μέ­νως σπα­σμω­δι­καί ενέρ­γειαι, έλ­λει­ψις προ­γράμ­μα­τος και διά­θε­σις δη­μο­σί­ου χρή­-
μα­τος κα­τ’ ερα­σι­τε­χνι­κήν έμπνευ­σιν και πρω­το­βου­λί­αν. Κα­τ’ ευ­τυ­χή σύμ­πτω­σιν πολ­λαί των ενερ­γειών
τού­των ανε­τέ­θη­σαν εις άτο­μα αναμ­φι­σβη­τή­του εντι­μό­τη­τος και η εθνι­κή και κοι­νω­νι­κή των επί­δρα­σις
υπήρ­ξεν εις άκρον επω­φε­λής. Αλ­λά τοιαύ­της ση­μα­σί­ας ενέρ­γειαι δεν πρέ­πει να στη­ρί­ζω­νται εις την σύμ­-
πτω­σιν την αγα­θήν. Ανά­γκη το Κρά­τος, εάν θέ­λη να πε­ρι­στεί­λη εις το ελά­χι­στον τα άτο­πα ταύ­τα, ν’ ανα­-
θέ­ση εις υπεύ­θυ­νον και ει­δι­κήν Απο­στο­λήν του Υπουρ­γεί­ου της Πε­ρι­θάλ­ψε­ως την ενιαί­αν δια­χεί­ρι­σιν του
προ­σφυ­γι­κού ζη­τή­μα­τος, όπως τού­το, κα­τά την πα­ρού­σαν τε­λι­κήν αυ­τού φά­σιν της πα­λιν­νο­στή­σε­ως και
απο­κα­τα­στά­σε­ως, αρ­χί­ζει πλέ­ον να δια­μορ­φώ­ται και να προ­κα­λή την μέ­ρι­μναν της Ελ­λη­νι­κής Κυ­βερ­νή­-
σε­ως. Σκο­πός του πα­ρό­ντος ση­μειώ­μα­τος εί­ναι να Σας υπο­βά­λω, κ. Υπουρ­γέ, τας σκέ­ψεις μου πε­ρί της
ορ­γα­νώ­σε­ως της υπευ­θύ­νου και ει­δι­κής ταύ­της Απο­στο­λής. Αλ­λ’ επει­δή η εξάρ­τη­σις αυ­τής και η συ­νερ­γα­-
σία με­τά του Υπουρ­γεί­ου της Πε­ρι­θάλ­ψε­ως πρέ­πει να εί­ναι στε­νο­τά­τη και από­λυ­τος, επι­τρέ­ψα­τέ μου να
προ­τά­ξω εις κε­φα­λαιώ­δεις γραμ­μάς την προ­κα­ταρ­κτι­κήν ενέρ­γειαν την οποί­αν κα­λόν θα ήτο να επι­τε­λέ­ση
το Υπουρ­γεί­ον διά να υπο­βοη­θή­ση ου­σιω­δώς και να ευο­δώ­ση το έρ­γον της απο­στο­λής.

Α'. Προ­κα­ταρ­κτι­καί ενέρ­γειαι του Υπουρ­γεί­ου της Πε­ρι­θάλ­ψε­ως

Ι) Να κα­ταρ­τι­σθή, ως τά­χι­στα, ακρι­βής στα­τι­στι­κή των προ­σφύ­γων, εμ­φαί­νου­σα τον τό­πον της κα­τα­γω­-
γής των, το επάγ­γελ­μα, την πε­ριου­σί­αν την οποί­αν τυ­χόν αφή­καν εις τον γε­νέ­θλιον τό­πον και τέ­λος την
επι­θυ­μί­αν των να πα­λιν­νο­στή­σουν ή να πα­ρα­μεί­νουν εν τη Πα­λαιά Ελ­λά­δι.
ΙΙ) Να με­λε­τη­θή με­τ’ επι­στα­σί­ας:
α) Εις ποί­ους θα επι­τρέ­ψουν ανε­νό­χλη­τον και άμε­σον την πα­λιν­νό­στη­σιν.
β) Εις ποί­ους θα πα­ρεμ­βά­λουν χρο­νι­κά και άλ­λα προ­σκόμ­μα­τα.
γ) Εις ποί­ους θ’ απα­γο­ρεύ­σουν απο­λύ­τως την πα­λιν­νό­στη­σιν.

Εκ της με­λέ­της του ζη­τή­μα­τος τού­του, και εκ των υπο­βλη­θει­σών εις το Υπουρ­γεί­ον μας εκ­θέ­σε­ων, έφθα­-
σα εις τα εξής συ­μπε­ρά­σμα­τα: Οι αστι­κοί πλη­θυ­σμοί να πα­λιν­νο­στή­σουν ανε­νο­χλή­τως.

Οι αγρο­τι­κοί πλη­θυ­σμοί πρέ­πει να υπο­διαι­ρε­θούν εις δύο:


α) εις όσους εγκα­τε­στά­θη­σαν ήδη γε­ωρ­γι­κώς εν Μα­κε­δο­νία. Εις αυ­τούς πρέ­πει ν’ απα­γο­ρευ­θή, όσον εί­ναι
τού­το δυ­να­τόν, η πα­λιν­νό­στη­σις. Και επει­δή τού­το δυ­σχε­ρέ­στα­τον, κα­λόν θα ήτο να κα­τα­βλη­θή προ­σπά­-
θεια απο­σχί­σε­ως των οι­κο­γε­νειών: μέ­ρος της οι­κο­γε­νεί­ας να επι­στρέ­ψη εις την γε­νέ­τει­ραν και μέ­ρος να πα­-
ρα­μεί­νη εις την Παλ. Ελ­λά­δα.
Τοιου­το­τρό­πως θα επε­τυγ­χά­νο­ντο τα επό­με­να τρία ωφέ­λι­μα επα­κό­λου­θα:
1) δεν θ’ αραιώ­νε­το ο Ελ­λη­νι­κός πλη­θυ­σμός εις Βουλ­γα­ρό­φω­να και Βουλ­γα­ρό­φρο­να μέ­ρη της Μα­κε­-
δο­νί­ας.
2) δεν θα υπε­χρε­ού­το το Κρά­τος να εξο­δεύη εξ ολο­κλή­ρου και πά­λιν προς νέα απο­κα­τά­στα­σιν.
3) θα συ­νή­πτε­το ψυ­χι­κή ένω­σις, με­γά­λης εθνο­λο­γι­κής σπου­δαιό­τη­τος, με­τα­ξύ Πα­λαιάς και Νέ­ας Ελ­-
λά­δος.

β) εις γε­ωρ­γούς πρό­σφυ­γας μη εγκα­τα­στη­θέ­ντας έτι γε­ωρ­γι­κώς εν Ελ­λά­δι. Εις αυ­τούς θ’ απη­γο­ρεύ­ε­το
προ­σω­ρι­νώς η πα­λιν­νό­στη­σις έως ότου επι­τευ­χθή η απο­μά­κρυν­σις των Μου­σουλ­μά­νων των εγκα­τα­στα­-
θέ­ντων εις τα κτή­μα­τά των.
ΙΙΙ) Πρέ­πει να με­λε­τη­θή και με σύ­στη­μα να εφαρ­μο­σθή ο τρό­πος της πα­λιν­νο­στή­σε­ως. Να μη επι­τρα­πή
ανα­χώ­ρι­σις ει­μή κα­τό­πιν συ­νεν­νο­ή­σε­ως
α) με την υπη­ρε­σί­αν της Απο­στο­λής την ευ­ρι­σκο­μέ­νην εις τους τό­πους της με­λε­τω­μέ­νης αφί­ξε­ως.
Αύ­τη θα υπο­δει­κνύη εις πό­σους πρό­σφυ­γας και ποί­ας πε­ρι­φε­ρεί­ας και ποί­ας, ει δυ­να­τόν, ιδιό­τη­τος να επι­-
τρα­πή η πα­λιν­νό­στη­σις (οι καλ­λιερ­γη­ταί σι­τη­ρών π.χ. πρέ­πει ν’ ανα­χω­ρή­σουν ενω­ρί­τε­ρον, διά να προ­λά­-
βουν να σπεί­ρουν τον Σε­πτέμ­βριον ή Οκτώ­βριον, από τους αμπε­λουρ­γούς, οι οποί­οι δυ­να­τόν να πε­ρι­μέ­-
νουν και μέ­χρι του Δε­κεμ­βρί­ου).
β) με την Ανω­τά­την Διεύ­θυν­σιν Με­τα­φο­ρών. Εις τα μέ­σα της συ­γκοι­νω­νί­ας πρέ­πει να δο­θή με­γά­λη
προ­σο­χή: να εί­ναι επαρ­κή και να λει­τουρ­γούν με ακρί­βειαν.

Β'. Ερ­γον Απο­στο­λής

Η Απο­στο­λή αύ­τη θα εξαρ­τά­ται απο­λύ­τως από το Υπουρ­γεί­ον της Πε­ρι­θάλ­ψε­ως.


Θ’ απο­τε­λεί­ται εξ ενός ανω­τά­του υπαλ­λή­λου, εκ τριών ή τεσ­σά­ρων κα­τω­τέ­ρων υπαλ­λή­λων, κα­τε­χό­ντων
εχέγ­γυα ει­δι­κό­τη­τος, φι­λερ­γί­ας και εντι­μό­τη­τος και εκ προ­σώ­πων τι­νών εκτός της υπη­ρε­σί­ας απο­λύ­του
εμπι­στο­σύ­νης. Η Απο­στο­λή, αφ’ ού δι’ απευ­θεί­ας αντι­λή­ψε­ως, επι­σκε­πτο­μέ­νη την Σμύρ­νην, Κων­στα­ντι­-
νού­πο­λιν, Κρι­μαία και Τρα­πε­ζού­ντα, λά­βη άμε­σον γνώ­σιν των εκα­στα­χού ανα­γκών, θα εγκα­τα­στή­ση εις
έκα­στον των Κέ­ντρων τού­των, χρη­σι­μο­ποιού­σα και εντό­πια στοι­χεία, ιδί­αν υπη­ρε­σί­αν και ορ­γά­νω­σιν.

Κυ­ρί­ας βά­σεις της ορ­γα­νώ­σε­ως ταύ­της θε­ω­ρώ τας ακο­λού­θους πέ­ντε:

Α'. Υπη­ρε­σία ανα­χω­ρή­σε­ως

Να συ­γκε­ντρω­θούν οι πρό­σφυ­γες εις σταθ­μούς ανα­χω­ρή­σε­ως.


Εκεί να διορ­γα­νω­θούν:
α) συσ­σί­τια
β) ια­τρεία, απο­λυ­μα­ντι­κός κλί­βα­νος, υγειο­νο­μι­κή υπη­ρε­σία
γ) δια­νο­μή εν­δυ­μά­των, υπο­δή­σε­ως, χρη­μά­των.
Κα­τό­πιν συ­νεν­νο­ή­σε­ως με­τά του Κέ­ντρου (Αθή­ναι, Σμύρ­νη, Κων­στα­ντι­νού­πο­λις, Τρα­πε­ζούς) να κα­τα­-
γρά­φω­νται και να ορί­ζω­νται οι εκά­στο­τε μέλ­λο­ντες να πα­λιν­νο­στή­σουν.
Η από­φα­σις της ανα­χω­ρή­σε­ως να λαμ­βά­νη­ται τό­τε μό­νον όταν κα­λώς εξε­τα­σθούν και ορι­σθούν τα μέ­ρη
της εγκα­τα­στά­σε­ως.
Η υπη­ρε­σία αύ­τη της πε­ρι­θάλ­ψε­ως διε­νερ­γου­μέ­νη ήδη από του Κρά­τους διά τους πρό­σφυ­γας τους κα­τα­-
φυ­γό­ντας εις την ελευ­θέ­ραν Ελ­λά­δα, εί­ναι ανά­γκη να ορ­γα­νω­θή υπό της Απο­στο­λής διά τους πρό­σφυ­γας
τους κα­τα­φυ­γό­ντας ιδία εις Κων­στα­ντι­νού­πο­λιν και Κρι­μαί­αν.

Β'. Υπη­ρε­σία με­τα­κο­μί­σε­ως

1) πρό­νοια πε­ρί μέ­σων με­τα­φο­ράς


2) ακρι­βής κα­τα­γρα­φή ανα­χω­ρού­ντων
3) υπάλ­λη­λοι να τους πα­ρα­κο­λου­θούν κα­τά την με­τα­φο­ράν: προς τή­ρη­σιν της τά­ξε­ως, πε­ρί­θαλ­ψιν,
συσ­σί­τια, ια­τροί κ.τ.λ.

Γ'. Υπη­ρε­σία εγκα­τα­στά­σε­ως


Η υπη­ρε­σία αύ­τη θα υπο­διαι­ρή­ται:
1) εις σταθ­μούς αφί­ξε­ως, όπου θα πα­ρέ­χη­ται η απαι­του­μέ­νη πε­ρί­θαλ­ψις όπως και εις τους σταθ­μούς
ανα­χω­ρή­σε­ως
2) εις εύ­ρε­σιν μέ­σων προς τα­χυ­τέ­ραν κα­τα­νο­μήν εις τα προς εγκα­τά­στα­σιν μέ­ρη
3) εις οι­κο­δο­μήν οι­κη­μά­των κ.τ.λ.
4) εις γε­ωρ­γι­κήν απο­κα­τά­στα­σιν.

Κα­τά το Γ' τού­το στά­διον του έρ­γου της Απο­στο­λής απα­ραί­τη­τος κα­θί­στα­ται η επέμ­βα­σις και δύο άλ­λων
Υπουρ­γεί­ων: του Υπουρ­γεί­ου της Συ­γκοι­νω­νί­ας και του Υπουρ­γεί­ου της Γε­ωρ­γί­ας.

Θε­με­λιώ­δους ση­μα­σί­ας θε­ω­ρώ την από­σπα­σιν των απαι­του­μέ­νων υπη­ρε­σιών εκ των δύο τού­των Υπουρ­-
γεί­ων και την υπο­βο­λήν αυ­τών υπό την άμε­σον εξάρ­τη­σιν της Διευ­θύν­σε­ως της Απο­στο­λής. Η με­τά του
Υπουρ­γεί­ου της Συ­γκοι­νω­νί­ας συ­νερ­γα­σία θα εί­ναι προ­σω­ρι­νή και θα αφο­ρά την όσον το δυ­να­τόν πε­ριω­ρι­-
σμέ­νην οι­κο­δο­μήν συ­νοι­κι­σμών και την κα­τα­σκευ­ήν οδών, γε­φυ­ρών κ.λπ. Προς τού­το το Υπουρ­γεί­ον της
Συ­γκοι­νω­νί­ας θα θέ­ση εις την διά­θε­σιν της Απο­στο­λής τα απα­ραί­τη­τα προς τον σκο­πόν τού­τον πρό­σω­πα
και συ­νερ­γεία. Ισως θα ήτο εις πολ­λά μέ­ρη επω­φε­λές να ανα­τε­θή η κα­τα­σκευή συ­νοι­κι­σμών εις εται­ρεί­ας,
κα­τα­βαλ­λο­μέ­νης πά­ντο­τε προ­σπα­θεί­ας όπως οι συ­νοι­κι­σμοί ού­τοι προ­σαρ­μό­ζω­νται με το κλί­μα, την το­-
πο­θε­σί­αν, τα ήθη και τα έθι­μα και τας ανά­γκας των κα­τοί­κων, με την υγιει­νήν, την πο­λι­τι­κήν σκο­πι­μό­τη­-
τα κ.λπ., και μη επι­κρα­τή­σω­σιν ομοιό­μορ­φα και αλ­λο­γε­νή σχε­διά­σμα­τα, με­τα­φε­ρό­με­να αυ­τού­σια από ξέ­-
νους τό­πους και λα­ούς. Η με­τά του Υπουρ­γεί­ου της Γε­ωρ­γί­ας συ­νερ­γα­σία θα εί­ναι διαρ­κε­στέ­ρα. Επο­μέ­νως
με­γα­λυ­τέ­ρα ανά­γκη όπως κα­νο­νι­σθή εκ των προ­τέ­ρων η δι­καιο­δο­σία των δύο Υπουρ­γεί­ων (Γε­ωρ­γί­ας και
πε­ρι­θάλ­ψε­ως) διά να μη έχω­μεν συ­γκρού­σεις δι­καιο­δο­σιών και σύγ­χυ­σιν.

Το δια­χει­ρι­στι­κόν όριον των δύο δι­καιο­δο­σιών ευ­ρί­σκω ότι εί­ναι το ακό­λου­θον:

Η κα­τα­νο­μή των γαιών, ο κα­θο­ρι­σμός της καλ­λιερ­γεί­ας των, η επι­στη­μο­νι­κή επί­βλε­ψις, η πα­ρο­χή κλή­-
ρου, κτη­νών, γε­ωρ­γι­κών ερ­γα­λεί­ων κ.λπ. υπά­γο­νται εις το Υπουρ­γεί­ον της Γε­ωρ­γί­ας. Η οι­κο­νο­μι­κή δια­-
χεί­ρι­σις υπά­γε­ται απο­λύ­τως εις το Υπουρ­γεί­ον της Πε­ρι­θάλ­ψε­ως. Τοιου­το­τρό­πως η δια­χει­ρι­στι­κή ευ­θύ­νη
απο­μέ­νει ακε­ραία και ο τρό­πος του ελέγ­χου, μη εξαρ­τώ­με­νος εκ δια­φό­ρων Υπουρ­γεί­ων, κα­θί­στα­ται όσον
ένε­στι απλούς.
Αι δο­θη­σό­με­ναι τυ­χόν γαί­αι εις τους εγκα­θι­στα­μέ­νους πρό­σφυ­γας, θα πα­ρέ­χω­νται επί χρε­ω­λυ­τι­κή πλη­ρω­-
μή 30 ετών, δι­χο­μέ­νης επί των εν­δε­χο­μέ­νων θε­ο­μη­νιών τριε­τούς εν τω συ­νό­λω πα­ρα­τά­σε­ως προ­θε­σμί­ας
(αι θε­ο­μη­νί­αι ως γνω­στόν έχει πα­ρα­τη­ρη­θή ότι επα­νέρ­χο­νται κα­τά δε­κα­ε­τί­αν συ­νή­θως).
Επί­σης και τα πα­ρα­σχε­θη­σό­με­να εις ερ­γα­λεία, σπό­ρον, κτή­νη, εν­δύ­μα­τα κ.λπ. δά­νεια θα απο­δί­δω­νται
χρε­ω­λυ­τι­κώς εις προ­θε­σμί­αν 15 ετών, πα­ρα­τει­νο­μέ­νης και πά­λιν της προ­θε­σμί­ας, λό­γω θε­ο­μη­νιών, επί
διε­τί­αν. Δε­δο­μέ­νης της με­γά­λης εκτά­σε­ως των γαιών αί­τι­νες θ’ απο­βώ­σιν Εθνι­καί, εί­μαι της γνώ­μης, κ.
Υπουρ­γέ, ότι και προς το συμ­φέ­ρον του τα­χέ­ως συ­νοι­κι­σμού και προς μεί­ω­σιν των δα­πα­νών, τας οποί­ας
θ’ αντι­με­τω­πί­ση η Κυ­βέρ­νη­σις, να γί­νη ενέρ­γεια όπως εκ των προ­τέ­ρων, ορι­ζό­με­ναι εκτά­σεις γαιών, εί­τε
μι­σθω­θώ­σι πο­λυ­χρο­νί­ως, εί­τε πω­λη­θώ­σιν εις με­γά­λας Ελ­λη­νι­κάς Εται­ρεί­ας. Τοιου­το­τρό­πως θα υπο­κι­νή­-
σω­μεν την ιδιω­τι­κήν πρω­το­βου­λί­αν του κε­φα­λαί­ου προς ορ­γά­νω­σιν και επέ­κτα­σιν του αποι­κι­σμού και
προς άμε­σον πλου­το­πα­ρα­γω­γήν, θα πο­ρι­ζώ­με­θα δε αφ’ ετέ­ρου ση­μα­ντι­κά πο­σά, προς αντι­με­τώ­πι­σιν των
οι­κο­νο­μι­κών ανα­γκών. Το μειο­νέ­κτη­μα όπερ θα ηδύ­να­το ν’ αντι­τα­χθή εκ της οι­κο­νο­μο­λο­γι­κής αντι­λή­ψε­-
ως, ότι δη­μιουρ­γού­μεν ού­τω εκ­με­τάλ­λευ­σιν της ερ­γα­σί­ας υπό του κε­φα­λαί­ου, αί­ρε­ται, νο­μί­ζω, διά των
εξής τριών επι­χει­ρη­μά­των:

1) Εκ της πεί­ρας εν Αυ­στρα­λία, Κα­να­δά και αλ­λα­χού, πι­στο­ποιεί­ται ότι οι μι­σθού­με­νοι ερ­γά­ται τα­χέ­ως
ευ­δο­κι­μούν και συ­νε­χώς εναλ­λάσ­σουν, των πα­λαιο­τέ­ρων γι­γνο­μέ­νων ιδιο­κτη­τών και προ­σερ­χο­μέ­νων νε­ω­-
τέ­ρων.
2) Δε­δο­μέ­νου ότι η Ελλ. Κυ­βέρ­νη­σις θα πα­ρέ­χη εις πά­ντα βου­λό­με­νον Ελ­λη­να τμή­μα γης, και τα μέ­σα
καλ­λιερ­γεί­ας, αι κε­φα­λαιο­κρα­τι­καί επι­χει­ρή­σεις θα ευ­ρε­θώ­σιν εις την ανά­γκην να πο­ρι­σθώ­σιν ερ­γα­τι­κάς
χεί­ρας άλ­λο­θεν. Τού­τον θα απο­τε­λέ­ση υπό τας ση­με­ρι­νάς συν­θή­κας, του σχε­τι­κώς αραιού πλη­θυ­σμού, μέ­-
γα δι’ ημάς πλε­ο­νέ­κτη­μα. Υπο­θέ­τω δε κυ­ρί­ως ότι, λό­γω των δυ­σμε­νε­στέ­ρων συν­θη­κών, αί­τι­νες θα υφί­-
στα­νται εις τα υπό την Τουρ­κι­κήν κυ­ριαρ­χί­αν απο­μέ­νο­ντα βι­λα­έ­τια και λό­γω με­τα­να­στευ­τι­κού τι­νος ρεύ­-
μα­τος υπάρ­χο­ντος ήδη εν Ασία από του εσω­τε­ρι­κού, οι ερ­γά­ται των σχη­μα­τι­σθη­σο­μέ­νων γε­ωρ­γι­κών επι­-
χει­ρή­σε­ων θα προ­έλ­θω­σιν εκεί­θεν.

Και κα­θό­σον μά­λι­στα εις τα απο­μέ­νο­ντα Τουρ­κι­κά βι­λα­έ­τια υπάρ­χουν πολ­λοί Ελ­λη­νες ή απλώς Ορ­θό­δο­-
ξοι εν δια­σπο­ρά, θα εί­ναι ο τρό­πος ού­τος επι­τή­δειον μέ­σον συ­γκε­ντρώ­σε­ώς των εν Ελ­λά­δι.

Λαμ­βά­νο­ντες υπ’ όψιν ότι η υπη­ρε­σία δια­νο­μής γαιών θα εξα­κο­λου­θή­ση εν Ελ­λά­δι υφι­στα­μέ­νη, αφί­ε­ται
πά­ντο­τε εις τους μι­σθω­τούς ερ­γά­τας των ως άνω αγρο­τι­κών επι­χει­ρή­σε­ων, η ελευ­θε­ρία ν’ απο­βώ­σιν ιδιο­-
κτή­ται.

Δ'. Σπου­δαιό­τε­ρον Τμή­μα της Απο­στο­λής ταύ­της πρέ­πει ν’ απο­τε­λέ­ση η λο­γι­στι­κή αυ­τού υπη­ρε­σία, και,

Ε'. Εις την απο­στο­λήν ανά­γκη ν’ απο­σπα­σθώ­σιν εκ του Υπουρ­γεί­ου ει­δι­καί υπη­ρε­σί­αι:
α) διά την πλη­ρω­μήν συ­ντά­ξε­ων θυ­μά­των πο­λέ­μου
β) διά την πλη­ρω­μήν επι­δο­μά­των (τρε­χό­ντων και κα­θυ­στε­ρου­μέ­νων) εις οι­κο­γε­νεί­ας επι­στρά­των
προ­σφύ­γων.

Εί­ναι πε­ριτ­τόν, Κύ­ριε Υπουρ­γέ, να εξά­ρω εις Υμάς τον ανυ­πο­λό­γι­στον εθνι­κόν και οι­κο­νο­μι­κόν αντί­κτυ­-
πον, τον οποί­ον προ­ώ­ρι­σται να έχη η κα­λή ή η κα­κή δια­χεί­ρι­σις του με­γί­στου τού­του προ­βλή­μα­τος, το
οποί­ον ήδη αντι­κρύ­ζει, και εντός ολί­γου θα κλη­θή να λύ­ση και να εφαρ­μό­ση το Ελ­λη­νι­κόν Κρά­τος.

Αρ­κεί να σας υπεν­θυ­μί­σω, Κύ­ριε Υπουρ­γέ, τους εξής αριθ­μούς:


1) Οτι εις την Ελευ­θέ­ραν Ελ­λά­δα πε­ρι­θάλ­πω­μεν ήδη, υπέρ τας 470.000 προ­σφύ­γων.
2) Οτι εις την Νό­τιον Ρωσ­σί­αν έχουν συ­γκε­ντρω­θή πε­ρί τας 600.000 Ελ­λη­νες πρό­σφυ­γες, οι πλεί­στοι
κα­τα­γό­με­νοι εκ του Πό­ντου.
Και διά την ακρί­βεια:
Οδησ­σός 20.000
Κρι­μαία 60.000
Μα­ριού­πο­λις 100.000
Ταϊ­γά­νι 1.000
Ρο­στό­βη 10.000
Αι­κα­τε­ρι­νο­δάρ (& πέ­ριξ) 100.000
Σο­χούμ 40.000
Τυ­φλίς (& πέ­ριξ) 200.000
Βα­τούμ (& πα­ρα­λία) 30.000
__________________________
566.000

Ού­τοι ζη­τούν να πα­λιν­νο­στή­σουν εις το βι­λα­έ­τιον της Τρα­πε­ζού­ντος κυ­ρί­ως.


Ου­δείς δύ­να­ται να προ­ΐ­δη την κο­λοσ­σιαί­αν διά το μέλ­λον της Ελ­λη­νι­κής φυ­λής επί­δρα­σιν μιας κα­λώς
ωρ­γα­νω­μέ­νης πα­λιν­νο­στή­σε­ως και εγκα­τα­στά­σε­ως του πλη­θυ­σμού τού­του εις τα πα­ρά­λια του Ευ­ξεί­νου
Πό­ντου, δε­δο­μέ­νου μά­λι­στα ότι εντός ολί­γου θα ενερ­γη­θή δη­μο­ψή­φι­σμα το οποί­ον και θα κα­θο­ρί­ση την
διε­θνή θέ­σιν του με­γά­λου τού­του Ελ­λη­νι­κού τμή­μα­τος.
3) 200.000 Θρά­κες, με­τα­κι­νη­θέ­ντες εκ των Τουρ­κι­κών και Βουλ­γα­ρι­κών κα­τα­διώ­ξε­ων ζη­τούν να επα­νέλ­-
θουν και να ελ­λη­νο­ποι­ή­σουν εκ νέ­ου τα Θρα­κι­κά εδά­φη.
Η κα­τά­στα­σις των προ­σφύ­γων των δύο τού­των τε­λευ­ταί­ων κα­τη­γο­ριών εί­ναι κα­τά τας ανε­πι­σή­μους εκ­θέ­-
σεις τας υπο­βλη­θεί­σας εις το Υπουρ­γεί­ον των Εξω­τε­ρι­κών αφά­ντα­στος οι­κτρά.
Ου­δε­μία συ­στη­μα­τι­κή ορ­γά­νω­σις, ου­δε­μία πρό­νοια συ­νε­χής· πλεί­στοι απο­θνή­σουν εκ της πεί­νης, άλ­λοι
εκ της ελ­λεί­ψε­ως στοι­χειώ­δους ια­τρι­κής πε­ρι­θάλ­ψε­ως.
Η επού­λω­σις των πλη­γών τού­των δεν πρέ­πει ν’ αφε­θή εις την κα­λήν θέ­λη­σιν μό­νον των ατό­μων, και εις
την πο­λυ­θό­ρυ­βον φι­λαν­θρω­πί­αν των κυ­ριών.
Ανά­γκη το Κρά­τος να επέμ­βη.
Από έκ­θε­σιν υπο­βλη­θεί­σαν εις το ημέ­τε­ρον Υπουρ­γεί­ον απο­σπώ την εξής, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κήν πε­ρι­κο­πήν:

«Η συ­ντε­λε­σθεί­σα κα­τα­στρο­φή εί­ναι ανω­τέ­ρα και της τρα­γι­κω­τέ­ρας πε­ρι­γρα­φής. Τα χω­ρία εί­ναι σχε­δόν
κα­τε­στραμ­μέ­να, επεί­γει άμε­σος διόρ­θω­σις αυ­τών, όπως μέ­χρι του χει­μώ­νος κα­τα­στώ­σι κα­τοι­κή­σι­μα.
Οπως προ πε­ντα­ε­τί­ας, λό­γω των εκ Τουρ­κί­ας διωγ­μών πα­ρου­σιά­σθη­σαν τοιού­τοι ανά­γκαι ώστε να συ­στη­-
θή ιδιαί­τε­ρον Υπουρ­γεί­ον προς εγκα­τά­στα­σιν των εκ Τουρ­κί­ας κα­τα­φθα­νό­ντων προ­σφύ­γων, ού­τω και σή­-
με­ρον πα­ρου­σιά­ζε­ται η αυ­τή ανά­γκη, αν μη μεί­ζων, διά τους πα­λιν­νο­στού­ντας πρό­σφυ­γας.
Αι επι­τρο­παί των προ­σφύ­γων ενταύ­θα, πα­ρ’ όλην την κα­λήν των διά­θε­σιν, θα εί­ναι ανε­παρ­κείς. Προς
αντι­με­τώ­πι­σιν της κα­τα­στά­σε­ως χρή­ζει ιδιαι­τέ­ρως κρα­τι­κή ορ­γά­νω­σις. Τοιαύ­τη δε ευ­τυ­χώς δεν πρό­κει­-
ται να δη­μιουρ­γη­θή σή­με­ρον εις τα ελευ­θε­ρού­με­να μέ­ρη. Αι ανά την πα­λαιάν Ελ­λά­δα υφι­στά­με­ναι υπη­-
ρε­σί­αι επί της εγκα­τα­στά­σε­ως προ­σφύ­γων, αί­τι­νες λό­γω της ει­δι­κό­τη­τος αυ­τών, της απο­κτη­θεί­σης πεί­-
ρας, του ενιαί­ου της κα­τευ­θύν­σε­ως, εν συ­νερ­γα­σία με­τά των ενταύ­θα επι­τρο­πών, θα εξυ­πη­ρε­τή­σω­σιν απο­-
τε­λε­σμα­τι­κώ­τε­ρον την κα­τά­στα­σιν».

Ανα­κε­φα­λαιών υπο­βάλ­λω Υμίν, κ. Υπουρ­γέ, το γε­νι­κόν διά­γραμ­μα της ορ­γα­νώ­σε­ως της Απο­στο­λής:

Ι. Διευ­θυ­ντής της Απο­στο­λής


ΙΙ. Υπη­ρε­σία ανα­χω­ρή­σε­ως προ­σφύ­γων.
ΙΙΙ. Υπη­ρε­σία με­τα­κο­μί­σε­ως προ­σφύ­γων.
ΙV. Υπη­ρε­σία απο­κα­τα­στά­σε­ως προ­σφύ­γων.
V. Υπη­ρε­σία λο­γι­στι­κή και στα­τι­στι­κή.
VI. Υπη­ρε­σία πλη­ρω­μής συ­ντά­ξε­ων και επι­δο­μά­των.

Κύ­ριε Υπουρ­γέ

Η θε­ω­ρη­τι­κή με­λέ­τη και δια­γρα­φή ενός προ­γράμ­μα­τος δεν εί­ναι τό­σον δυ­σχε­ρής, όσον η εύ­ρε­σις προ­σώ­-
πων δυ­να­μέ­νων να προ­σαρ­μό­σω­σι αρ­τί­ως το πρό­γραμ­μα τού­το εις πράγ­μα­τα. Διά τού­το τολ­μώ, Κύ­ριε
Υπουρ­γέ, να επι­στή­σω ιδιαί­τα­τα την Υμε­τέ­ραν προ­σο­χήν εις την εύ­ρε­σιν των προ­σώ­πων τού­των. Πρέ­πει
να συν­δυά­ζω­σι τον εν­θου­σια­σμόν με­τά της λε­λο­γι­σμέ­νης σκέ­ψε­ως, την φι­λερ­γί­αν με­τά της εντι­μό­τη­τος,
απα­ρέ­γκλι­τον προ­σή­λω­σιν εις τον γε­νι­κόν σκο­πόν με­τά της ευ­στρο­φί­ας και ικα­νό­τη­τος προς εύ­θε­τον με­-
ταλ­λα­γήν των λε­πτο­με­ρειών. Το ση­μεί­ω­μα τού­το θα ήτο ατε­λές, αν δεν υπέ­βαλ­λον εις Υμάς, Κύ­ριε
Υπουρ­γέ, συμ­φώ­νως και προς την προ­φο­ρι­κήν εντο­λήν ήν μοι εδώ­κα­τε, κα­τά­λο­γον προ­σώ­πων τα οποία,
ως εκ της υπη­ρε­σια­κής ή κοι­νω­νι­κής με­τ’ αυ­τών γνω­ρι­μί­ας μου, θε­ω­ρώ απο­λύ­τως άξια ν’ ανα­λά­βουν και
να φέ­ρουν εις αί­σιον πέ­ρας έν τό­σον δύ­σκο­λον και συ­νά­μα το­σαύ­της εθνι­κής ση­μα­σί­ας έρ­γον.

Συ­νι­στών τα πρό­σω­πα ταύ­τα έχω πλή­ρη συ­ναί­σθη­σιν της ευ­θύ­νης, ην ανα­λαμ­βά­νω:


Θ. Θε­ο­δω­ρί­δην } διά την πε­ρί­θαλ­ψιν
Δ. Φι­κιώ­την } εν γέ­νει προ­σφύ­γων (ΙΙ, ΙV)
Ν. Κασ­σα­βέ­την διά την διεύ­θυν­σιν του VΙ τμή­μα­τος
Δί­δα Καλ­λί­ου διά την διεύ­θυν­σιν των συσ­σι­τί­ων

Τα Υπουρ­γεία της Συ­γκοι­νω­νί­ας και Γε­ωρ­γί­ας θα μας απο­σπά­σουν τα κα­τάλ­λη­λα διά την υπη­ρε­σί­αν της
δι­καιο­δο­σί­ας των πρό­σω­πα.
Εκτός της υπη­ρε­σί­ας, της απο­λύ­του εμπι­στο­σύ­νης μου και με ατο­μι­κήν μου ευ­θύ­νην υπο­δει­κνύω τους
εξής: Τον κ. Εμμ. Γε­ωρ­γιά­δην, εξαι­ρε­τι­κής όλως αντι­λή­ψε­ως και δρα­στη­ριό­τη­τος, διά την διεύ­θυν­σιν του
ΙΙΙ τμή­μα­τος. Τον κ. Κ. Χα­ρι­τά­κην, ια­τρόν, διά την διεύ­θυν­σιν της Υγειο­νο­μι­κής υπη­ρε­σί­ας.
Τον κ. Ιω. Αγ­γε­λά­κην, Γραμ­μα­τέα της Ιο­νι­κής Τρα­πέ­ζης, διά την Διεύ­θυν­σιν του V τμή­μα­τος.
Η υπο­δει­κνυου­μέ­νη εν τω ση­μειώ­μα­τι τού­τω ορ­γά­νω­σις, πι­θα­νόν κα­τά πολ­λά να με­τα­τρα­πή με­τά την
άμε­σον αντί­λη­ψιν των το­πι­κών συν­θη­κών. Πο­τέ δεν εί­ναι δυ­να­τόν να εφαρ­μο­σθή η αυ­τή και εις τα τρία
προ­σφυ­γι­κά κέ­ντρα. Αι λε­πτο­μέ­ρειαι βε­βαιό­τα­τα, χω­ρίς να λά­βω­σι πο­τέ ωρι­σμέ­νην αμε­τα­κί­νη­τον μορ­-
φήν, θα πα­ραλ­λάσ­σουν, διαρ­κώς προ­σαρ­μο­ζό­με­ναι με την εκά­στο­τε ανά­γκην. Αλ­λά πα­ντού και πά­ντα θα
κα­θο­δη­γή την εφαρ­μο­γήν η αυ­τή κε­ντρι­κή κα­τεύ­θυν­σις και θα πα­ρα­μέ­νη απα­ρα­βί­α­στος η εσω­τε­ρι­κή ενό­-
της· θα κα­τα­με­ρί­ζω­νται αι ευ­θύ­ναι εις πρό­σω­πα ει­δι­κά και θα λεί­ψη πλέ­ον η ασυ­στη­μα­το­ποί­η­τος και επι­-
κίν­δυ­νος επέμ­βα­σις της φι­λαν­θρω­πί­ας, του ερα­σι­τε­χνι­σμού και του ανευ­θύ­νου. Διά τού­το φρο­νώ ότι η
Απο­στο­λή πρέ­πει να λά­βη εκ του Κέ­ντρου μό­νον την ωρι­σμέ­νην γε­νι­κήν κα­τεύ­θυν­σιν· εις τον κα­θο­ρι­-
σμόν των μέ­σων εν τη εφαρ­μο­γή σκό­πι­μον θε­ω­ρώ ν’ απο­λαύη ποιάς τι­νος ελευ­θε­ρί­ας. Τού­το κα­θί­στα­ται,
νο­μί­ζω, όλως απα­ραί­τη­τον, εάν λη­φθώ­σιν ει­δι­κώς νυν υπ’ όψιν αι με­γά­λαι απο­στά­σεις, αι δυ­σκο­λί­αι της
επι­κοι­νω­νί­ας και αι κα­θ’ ημέ­ραν σχε­δόν με­τα­βαλ­λό­με­ναι, εις το ακα­θό­ρι­στον έτι χά­ος των με­ρών εκεί­νων,
μορ­φαί της πραγ­μα­τι­κό­τη­τος. Διά της τοιαύ­της μό­νον συ­γκε­ντρω­τι­κής άμα και αυ­τε­ξου­σί­ου ενερ­γεί­ας εί­-
μαι βέ­βαιος ότι η Απο­στο­λή αύ­τη θα δυ­νη­θή να επι­τε­λέ­ση την ανα­τε­θη­σο­μέ­νην εις αυ­τήν δύ­σκο­λον και
με­γά­λην εντο­λήν.

Με­τά βα­θυ­τά­της τι­μής


Ο Διευ­θυ­ντής του Υπουρ­γεί­ου Πε­ρι­θάλ­ψε­ως Ν. Κα­ζαν­τζά­κης.
Εν Αθή­ναις 17/6/1919

_______________

Πηγή: Αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 131, εγγρ. 4. Μουσείο Μπενάκη (φ. 131, εγγρ. 2). Υπηρεσιακό αρχείο του Πολιτικού Γραφείου του Πρω-

θυπουργού, Γενικά Αρχεία του Κράτους (φ. 431).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελ­λη­νό­γλωσ­ση:
Αι­λια­νός, Χ., 1921, Το έρ­γον της ελ­λη­νι­κής πε­ρι­θάλ­ψε­ως. Εν Αθή­ναις.
Ακ­σάμ, Τ., 2008, Η Γε­νο­κτο­νία στην Ανα­το­λία, ει­σα­γω­γή στο: Μαλ­κί­δης, Θ., Η Γε­νο­κτο­νία των Ελ­λή­-
νων του Πό­ντου, Αθή­να, Γόρ­διος.
Αλε­ξαν­δρής, Α., 1980, Η ανά­πτυ­ξη του εθνι­κού πνεύ­μα­τος των Ελ­λή­νων του Πό­ντου, 1918-1922: ελ­-
λη­νι­κή εξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή και τουρ­κι­κή αντί­δρα­ση, στο Βε­ρέ­μης, Θ., (επιμ.), Με­λε­τή­μα­τα γύ­ρω από
τον Βε­νι­ζέ­λο και την επο­χή του, Φι­λιπ­πό­της.
Αρ­χείο Υπουρ­γεί­ου Εξω­τε­ρι­κών (Α.Υ.Ε.), 1919 A/5/VI(15)
Αρ­χείο Ελ. Βε­νι­ζέ­λου, φ. 131, εγ­γρ. 4. Μου­σείο Μπε­νά­κη (φ. 131, εγ­γρ. 2). Εν Αθή­ναις 17/6/1919.
Κα­ζαν­τζά­κης, Ν., 1993, Επι­στο­λές προς Γα­λά­τεια Αθή­να, Δί­φρος.
Κα­ζαν­τζά­κη, Ε., 1977, Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης – Ο Ασυμ­βί­βα­στος, εκδ. Κα­ζαν­τζά­κη.
Κα­ζαν­τζά­κης, Ν., 1969, Ανα­φο­ρά στον Γκρέ­κο. εκδ. Κα­ζαν­τζά­κη.
Κου­ζι­νός, Ε., 2023, Ει­κο­σι­τρία χρό­νια στη Μι­κρά Ασία, Με­τά­φρα­ση, ει­σα­γω­γή Θε­ο­φά­νης Μαλ­κί­δης,
Κα­βά­λα, Λέ­σχη Πο­ντί­ων Νο­μού Κα­βά­λας.
Μαλ­κί­δης, Θ.,2019, Η Γε­νο­κτο­νία των Ελ­λή­νων. Θρά­κη, Μι­κρά Ασία, Πό­ντος, Αθή­να, Εύ­ξει­νος Λό­γος.
Μαλ­κί­δης, Θ., 2018, Από το Γή­πε­δο στην Αγ­χό­νη. Ο Αθλη­τι­κός Σύλ­λο­γος «Πό­ντος» Μερ­ζι­φού­ντας, Αθή­να,
Εύ­ξει­νος Λό­γος.
Πο­λι­τι­κό Γρα­φείο του πρω­θυ­πουρ­γού, Γε­νι­κά Αρ­χεία του Κρά­τους (φ.222, φ. 431).
Πρί­φτη, Κ., 1999, Ρό­δο των Ανέ­μων, Δω­ρι­κός, 1999.
Φω­τιά­δης, Κ., 2003, Ο Ελ­λη­νι­σμός της Ρω­σί­ας και της Σο­βιε­τι­κής Ένω­σης. Θεσ­σα­λο­νί­κη, Βι­βλιο­πω­λείο
Ηρό­δο­τος.
Φω­τιά­δης, Κ., 1991, Ο Ελ­λη­νι­σμός της Σο­βιε­τι­κής Ένω­σης τον 20ό αιώ­να, στο Τα­νι­μα­νί­δης, Π.,
(επιμ.), Ο Πο­ντια­κός Ελ­λη­νι­σμός της τέ­ως Σο­βιε­τι­κής Ένω­σης. Θεσ­σα­λο­νί­κη, Σω­μα­τείο Πα­να­γία Σου­με­-
λά 1991.
Χει­μά­ριος, Κ., 1979, «Ο Κα­ζαν­τζά­κης και οι Πό­ντιοι», ανέκ­δο­τα κεί­με­να, στο : Νέα Εστία, τχ. 1247.

Ξε­νό­γλωσ­ση:
Aksam, T., 2006, A shameful act. The Armenian genocide and the question of Turkish responsibility, Νέα
Υόρ­κη, Metropolitan Books.

1. Φωτιάδης, Κ., 2003, Ο Ελληνισμός της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Θεσσαλονίκη, Βιβλιοπωλείο Ηρόδοτος, σσ. 50-
52. 
2. «Τον Ιούλιο του 1919, μόλις που έχει διοριστεί γενικός διευθυντής του Υπουργείου Περιθάλψεως, μπαίνει επικεφαλής μιας
αποστολής, που σκοπό είχε να μεριμνήσει για τον επαναπατρισμό στην Ελλάδα των Ελλήνων του Καυκάσου. Η αποστολή αυτή
περιλάμβανε εκτός από το Ν.Κ. και τους Ηρακλή Πολεμαρχάκη, Γιάννη Κωνστανταράκη, Γιάννη Αγγελάκη και Γιώργη Ζορμπά. Στο
έργο της αποστολής βοήθησε, σαν εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών, ο Γιάννης Σταυριδάκης, που πέθανε κατά την
παραμονή της ομάδας στην Τιφλίδα, όπου και ετάφη». Καζαντζάκης, Ν., 1993, Επιστολές προς Γαλάτεια, Δίφρος, σ. 51. 
3. Χειμάριος, Κ., 1979, Ο Καζαντζάκης και οι Πόντιοι, ανέκδοτα κείμενα, στο : Νέα Εστία, τχ. 1247, σ. 872. 
4. Καζαντζάκης, Ν., 1969, Αναφορά στον Γκρέκο. εκδ. Καζαντζάκη, σσ. 510-511. 
5. Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών (Α.Υ.Ε.), 1919 A/5/VI(15). 
6. Καζαντζάκης, Ν., Αναφορά στον Γκρέκο, ό.π., σ. 511. 
7. Χειμάριος, Κ., Ο Καζαντζάκης και οι Πόντιοι, ό.π., σσ. 872-873. 
8. Φωτιάδης, Κ., Ο Ελληνισμός της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, ό.π., σ. 53. 
9. Αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 131, εγγρ. 4. Μουσείο Μπενάκη (φ. 131, εγγρ. 2) Εν Αθήναις 17/6/1919. Πολιτικό Γραφείο του
πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, 1919 Γενικά Αρχεία του Κράτους (φ. 431), Αθήνα και ολόκληρη η έκθεση στο
Παράρτημα. 
10. Φωτιάδης, Κ., Ο Ελληνισμός της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, ό.π., σ. 54. Φωτιάδης, Κ., 1991, Ο Ελληνισμός της
Σοβιετικής Ένωσης τον 20ό αιώνα, στο Τανιμανίδης, Π., (επιμ.), Ο Ποντιακός Ελληνισμός της τέως Σοβιετικής Ένωσης.
Θεσσαλονίκη, Σωματείο Παναγία Σουμελά 1991, σ. 42. 
11. Πολιτικό Γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, 1919 Γενικά Αρχεία του Κράτους (φ. 422), Αθήνα. 
12. Καζαντζάκης, Ν., Αναφορά στον Γκρέκο, ό.π., σ.511. 
13. Καζαντζάκη, Ε., 1977, Νίκος Καζαντζάκης – Ο Ασυμβίβαστος, εκδ. Καζαντζάκη, σ.23. 
14. Καζαντζάκης, Ν., Αναφορά στον Γκρέκο, ό.π., σσ.522-523. 
15. Αλεξανδρής, Α., 1980, Η ανάπτυξη του εθνικού πνεύματος των Ελλήνων του Πόντου, 1918-1922: ελληνική εξωτερική
πολιτική και τουρκική αντίδραση, στο Βερέμης, Θ., (επιμ.), Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του,
Φιλιππότης, σσ. 427-474. 
16. Μαλκίδης, Θ., 2019, Η Γενοκτονία των Ελλήνων. Θράκη, Μικρά Ασία, Πόντος. Αθήνα, Εύξεινος Λόγος, σ. 56. 
17. Η επιστολή του Ματθαίου Κωφίδη, πρώην βουλευτή Τραπεζούντας, προς τη σύζυγό του, λίγο πριν τον
απαγχονισμό του στην Αμάσεια: «15/28 Σεπτεμβρίου 1921 φυλακαί Τιμαρχανέ – Αμασείας Φιλτάτη Ουρανία Χθες ημέραν της
Σταυροπροσκυνήσεως επαρουσιάσθην εις το δικαστήριον Ιστικλάλ, καμίαν ελπίδα δεν έχω πλέον, σήμερον θα δοθή η απόφασις η
οποία βεβαίως θα είναι καταδικαστική, σας αφίνω υγείαν και εις την προστασίαν του Παναγάθου, περιττά τα πολλά λόγια, θάρρος
και εγκαρτέρησις και ελπίς επί Κύριον, δια να ημπορέσης το κατά δύναμιν να σηκώσης το βαρύ φορτίον σου. Σας γλυκοφιλώ όλους
Ο Ματθαίος σου». Μαλκίδης, Θ., 2018, Από το Γήπεδο στην Αγχόνη. Ο Αθλητικός Σύλλογος «Πόντος» Μερζιφούντας, Αθήνα,
Εύξεινος Λόγος, σ.56. 
18. Επιστολή του Αλέξανδρου Ακριτίδη, εμπόρου Τραπεζούντας προς την οικογένειά του, λίγο πριν τον απαγχονισμό
του στην Αμάσεια: «1921 7βρ 5 Κυριακή Γλυκυτάτη μου Κλειώ Σήμερον ετελέσθη εν τη φυλακή λειτουργία και εκοινωνήσαμε
όλοι, περί τους 100 από διάφορα μέρη. Έχει αποφασισθεί ο δια της κρεμάλας θάνατος. Αύριον θα πηγαίνουν οι 60, μεταξύ αυτών οι
5 Τραπεζούντιοι και θα γίνει ο δι’ αγχόνης θάνατος. Την Τρίτην δεν θα είμεθα εν ζωή, ο Θεός να μας αξιώσει τους ουρανούς και σε σας
να δώσει ευλογίαν και υπομονήν και άλλο κακόν να μη δοκιμάσητε. Όταν θα μάθετε το λυπηρόν γεγονός να μη χαλάσετε τον κόσμον,
να έχετε υπομονή. Τα παιδιά ας παίξουν και ας χορέψουν. Ας σε βλέπω να κανονίσης όλα όπως ξέρεις εσύ. Ο αγαπητός μου
Θεόδωρος ας αναλαμβάνει πατρικά καθήκοντα και να μην αδικήσει κανένα από τα παιδιά τον Γέργον να τελειώσει το σχολείον και να
γίνει καλός πολίτης. Τον Γιάννην ας τον έχει μαζί του στη δουλειά. Από τα μικρά, τον Παναγιώτη να στείλεις στο σχολείο, την
Βαλεντίνην να την μάθης ραπτικήν. Την Φωφών να μη χωρίζεσαι ενόσω ζεις. Εις τον Στάθιον τας ευχάς μου και την υποχρέωσιν
όπως χωρίς αμοιβήν διεκπεραιώσει όλας τα οικογενειακάς μου υποθέσεις που θα του αναθέσητε. Ο παπα Συμεών ας με
μνημονεύσει ενόσω ζη. Να δώσης 5 λίρες στην Φιλόπτωχον, 5 λίρες στην Μέριμναν, 5 λίρες στου Λυκαστή το σχολείον. Και ας με
συγχωρέσουν όλοι οι αδελφοί μου, οι νυφάδες και όλοι οι συγγενείς και φίλοι. Αντίο βαίνω προς τον πατέρα και συγχωρήσατέ μου ο
υμέτερος Αλ. Γ. Ακριτίδης». Μαλκίδης, Θ., Από το Γήπεδο στην Αγχόνη, ό.π., σ. 56. 
19. Κουζινός, Ε., 2023, Εικοσιτρία χρόνια στη Μικρά Ασία, Μετάφραση, εισαγωγή Θεοφάνης Μαλκίδης, Καβάλα, σ. 45. 
20. Μαλκίδης, Θ., Από το Γήπεδο στην Αγχόνη, ό.π., σ. 65. 
21. Μαλκίδης, Θ., Η Γενοκτονία των Ελλήνων, ό.π., σ. 234. 
22. Aksam, T., 2006, A shameful act. The Armenian genocide and the question of Turkish responsibility, Nέα Υόρκη,
Metropolitan Books, σ. 541. 
23. Πρίφτη, Κ., 1999, Ρόδο των Ανέμων, Δωρικός 1999, σσ. 171-203. 
24. Καζαντζάκης, Ν., Αναφορά στον Γκρέκο, ό.π., σ. 523. 
25. Καζαντζάκης, Ν., Αναφορά στον Γκρέκο, ό.π., σ. 523. 
26. Φωτιάδης, Κ., Ο Ελληνισμός της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, ό.π., σ. 68. 
27. ΑΥΕ 1919/ΑΑΚ/Β4/34, 1921. 
28. Αιλιανός, Χ., 1921, Το έργον της ελληνικής περιθάλψεως. Εν Αθήναις, σ. 59. 
29. Ακσάμ, Τ., 2008, Η Γενοκτονία στην Ανατολία, εισαγωγή στο Μαλκίδης, Θ., Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, Αθήνα,
Γόρδιος. 

You might also like