Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 6

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Κατά τον 19ο αιώνα, η Γεωγραφία εδραιώθηκε ως επιστημονικός κλάδος στα


πανεπιστήμια της Ευρώπης και περαιτέρω αναπτύχθηκε σε ακαδημαϊκό κλάδο (αντί
για απλό επιστημονικό εργαλείο της αποικιοκρατίας) που διάφορα είδη εξουσιών
χρησιμοποιούσαν ως υποστηρικτικό μηχανισμό. Σε αυτή την εργασία θα εξετάσουμε
την εξέλιξη αυτή από την σκοπιά των «εθνικών σχολών» και θα γίνει λόγος για την
σημασία των βασικών γεωγραφικών εννοιών.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Η ίδρυση του έθνους-κράτους έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα στην Γερμανία,


το 1820, όπου σημειώθηκε η γέννηση της Ευρωπαϊκής Πανεπιστημιακής Γεωγραφίας
με τον Carl Ritter (1779-1859) να καταλαμβάνει την πρώτη πανεπιστημιακή έδρα,
διδάσκοντας «εφαρμοσμένη γεωγραφία», εκπαιδεύοντας δηλαδή συγκεκριμένα στους
σκοπούς της πολιτικής, της διοίκησης και της διαχείρισης του χώρου. (Λεοντίδου,
2017, σ.71) Τον ίδιο αιώνα παρατηρήθηκε η ύπαρξη δύο αντίπαλων σχολών. Ο
περιβαλλοντικός ντετερμινισμός ή αιτιοκρατία, ισχυριζόταν ότι ο βασικός
παράγοντας της διαμόρφωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι το φυσικό
περιβάλλον, το οποίο συσχέτιζε άμεσα με την ανθρώπινη εξέλιξη. Αυτή ήταν η
πεποίθηση της κλασικής Γεωγραφίας που αναπτύχθηκε στη Γερμανία. Το 1859,
χρονιά θανάτου του Ritter, δημοσιεύτηκε Η προέλευση των ειδών του Charles Darwin
(1809-1882) η οποία προσθέτει περαιτέρω βάρος στην αιτιοκρατική γεωγραφία του
Γερμανού και παγιώνει τον ντετερμινισμό στην Γεωγραφία έως και τις αρχές του 20 ου
αιώνα, με την ιδέα του Darwin πως το φυσικό περιβάλλον επιδρά καταλυτικά στις
αντιδράσεις και σχέσεις του ανθρώπου. (Λεοντίδου, 2017, σ.72) Την άποψη αυτή
υιοθέτησε και ο Άγγλος φιλόσοφος Herbert Spencer (1820-1903), ο αγώνας για
επιβίωση αφορά τόσο τους φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς, όσο και την
ανθρώπινη κοινωνία, καθώς και ότι σε ένα σύστημα ελεύθερου ανταγωνισμού θα
επιβιώσουν οι δυνατότεροι. (Λεοντίδου, 2011, σ.73)

ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΣΙΚΑΓΟ

Σημείο αναφοράς για την αμερικάνικη παρέμβαση υπήρξε η μετανάστευση


προς τη μεγαλούπολη του Σικάγο, καθώς και η καθημερινότητα των κοινωνικών
συγκρούσεων. Το 1920 ιδρύεται η Σχολή του Σικάγο, χαρακτηριστικό της οποίας
ήταν η διεπιστημονικότητα που ένωσε την ανθρώπινη και φυσική Γεωγραφία.
Εντυπωσιασμένοι από το κύμα μετανάστευσης και την πολυπολιτισμικότητα των
μεγάλων αστικών συγκροτημέτων, οι σπουδαστές της πόλης, Park, Burgess και
Mackenzie, προσπαθώντας να κατανοήσουν τα νέα δεδομένα, το 1967 δημιουργούν
την Ανθρωπο-Οικολογία, ιδέα πρωτότυπη και καινοτόμος, η οποία επέδρασσε με
τρόπο καθοριστικό στην κοινωνική και αστική γεωγραφία. Η θεωρία αυτή επηρέασε
τον τρόπο που κατανοείται η μετάλλαξη του αστικού χώρου, όπου η κοινωνική
οργάνωση αντιμετωπίζεται ως οικοσύστημα και υιοθετεί οικολογικούς νόμους των
ανώτερων ζωικών ειδών όπως η συμβίωση, η εκμετάλλευση, η εισβολή, η διαδοχή
και ο ανταγωνισμός προκειμένου να διατυπωθούν οι αναπτυσσόμενες διαδραστικές
σχέσεις ανάμεσα στους πληθυσμούς και τον αστικό χώρο. Η εν λόγω προσέγγιση της
κοινωνικής οικολογίας διέπεται ταυτόχρονα από στοιχεία κοινωνικού δαρβινισμού,
αλλά και τη διεπιστημονικότητα της περιφερειακής Γεωγραφίας. (Λεοντίδου, 2011,
σ.81-82)

Παρά τις διαφορές τους, τις οποίες θα εξετάσουμε παρακάτω, η Γερμανική


Σχολή και η Ανθωπο-οικολογική Σχολή του Σικάγο έχουν έναν κοινό παρονομαστή
στην κοσμοθεωρία τους όσον αφορά τη σχέση χώρου-κοινωνίας και αυτός είναι ο
ντετερμινισμός, ή η αιτιοκρατία. Σε αυτή τη θεώρηση, ειδικά στη Γερμανία,
υποστηρίζεται η πρωτοκαθεδρία του φυσικού περιβάλλοντος, στο οποίο ο άνθρωπος
θα προσαρμοστεί υποχρεωτικά, έναντι της ανθρώπινης δράσης. Βάσει αυτού,
γεγονότα όπως η πολιτιστική ανάπτυξη της Ευρώπης, όπως και η εκβιομηχάνισή της,
απορρέουν από πρόσφορες φυσικές συνθήκες, και όχι από το ανθρώπινο δυναμικό.
Περαιτέρω, ο ντετερμινισμός υπήρξε ο στυλοβάτης της αποικιοκρατίας, μιας
μονόπλευρης θεωρίας που απαξίωνε την αμοιβαία επίδραση κοινωνικο-πολιτιστικών
και φυσικών παραγόντων στο σχηματισμό του χώρου και ως και τούτου αρνείται την
διεπιστημονικότητα. (Λεοντίδου, 2011, σ.73)

Όπως προαναφέρθηκε, για την Ανθρωπο-οικολογική Σχολή του Σικάγο η πόλη


αντιμετωπίζεται ως οικοσύστημα, το οποίο διαμορφώνεται μέσω οικολογικών
διαδικασιών που επιδρούν σημαντικά στην διαμόρφωση του χώρου. Καθώς προχωρά
η αστική ανάπτυξη, σημειώνεται μια συνεχής διαδικασία εισβολής και διαδοχής όταν
κάποιες κοινωνικές ομάδες εγκαταλείπουν περιοχές τις οποίες καταλαμβάνουν
φτωχές κοινωνικές ομάδες ή φυλετικές μειονότητες, συνήθως το κέντρο της πόλης,
με αποτέλεσμα την υποβάθμισή του. Οι ανώτερες κοινωνικά πληθυσμιακές ομάδες,
συνήθως εύπορες οικογένειες, εγκαταλείπουν όπως προ είπαμε τις περιοχές αυτές και
προτιμούν τα προάστια. Για το συγκεκριμένο φαινόμενο, χρησιμοποιείται ο όρος της
καθοδικής διύλισης από τον Hoyt (1937) και οπτικά διαρθρώθηκε από το μοντέλο
ομόκεντρων ζωνών του Burgess, που βασίζεται στην θεωρητική έννοια της
ανταγωνιστικότητας. (Λεοντίδου, 2011, σ. 83-84)

ΓΑΛΛΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

Ο περιβαλλοντικός ντετερμινισμός επικρίθηκε έντονα από Γάλλους


επιστήμονες που αναγνώρισαν τον δυναμικό ρόλο του ανθρώπου κατά την εξέλιξή
του και στην μεταβολή του χώρου. Η γαλλική Γεωγραφία υιοθέτησε την
πιθανοκρατία, ή ποσιμπιλισμό, στις αρχές του 20ου αιώνα, παρόλο που ο παρόμοιες
σκέψεις είχαν κάνει και νωρίτερα την εμφάνισή τους με τον Γάλλο Γεωγράφο Vidal
de la Blache (1848-1918), ο οποίος υποστήριζε πως το φυσικό περιβάλλον και τα
πολιτισμικά φαινόμενα είναι αδιαίρετα και δεν διαχώριζε την αλληλοεπίδραση του
ανθρώπου με το περιβάλλον. Πρόκειται για μια σχέση ανοικτή ανάμεσα στο φυσικό
και κοινωνικό περιβάλλον και είναι δυνατή και ελεύθερη η επιλογή σε διάφορες
πιθανές εκβάσεις. Η εν λόγω επιλογή είναι και η ανθρώπινη ελευθερία αντί των
φυσικών καθορισμών που διατάσσει ο ντετερμινισμός. Έτσι, όσο πιο πολύπλοκο
είναι το επίπεδο του υλικού πολιτισμού, τόσο πιο ριζική θα είναι η αλλαγή στο
φυσικό περιβάλλον. Οι επιστήμονες της πιθανοκρατίας άλλωστε υποστήριζαν πως η
φυσική γεωγραφία δεν εξηγεί απόλυτα ούτε την κατανομή του οικισμού, ούτε των
ανθρώπων και τόνιζαν τις ιδιομορφίες κάθε μικρής κοινότητας που επιδρούσαν
αναλόγως και στη διαμόρφωση του χώρου. (Λεοντίδου, 2011, σ.76-77)

H Σχολή της αναρχικής Γεωγραφίας με εκπροσώπους τον Elisee Reclus (1830-


1905) και τον Πέτρο Κροπότκιν (1842-1921), πρότεινε την αλληλοβοήθεια έναντι
του ανταγωνισμού των Ανθρωπο-οικολόγων και ακυρώνουν τον ντετερμινισμό
καθώς στη σκέψη τους ο μοναδικός παράγοντας διαμόρφωσης της συμπεριφοράς του
ανθρώπου είναι τα φυσικά φαινόμενα. Η αλληλεπίδραση εισάγεται στην Γεωγραφία,
την οποία ο Κροπότκιν θεωρεί μια επιστήμη που φτάνει πέρα από τον διαμελισμό
φυσικών και ανθρώπινων επιστημών. Όσον αφορά την ανάλυση γεγονότων, για τους
αναρχικούς γεωγράφους θα πρέπει να συμπεριληφθούν και παράγοντες όπως ο
ιμπεριαλισμός της εποχής, οι συμπεριφορές του κοινωνικού συνόλου αλλά και η
τεχνολογική και επιστημονική εξέλιξη. (Λεοντίδου, 2011, σ.79-80)

Βασικές Γεωγραφικές έννοιες

Από την Αρχαία Ελλάδα ακόμα, παρατηρείται η ενασχόληση με το περιβάλλον.


Αρχικά με το σύμπαν και έπειτα –έως και σήμερα— οι έννοιες φύση, τόπος,
επικράτεια χρησιμοποιούνται ως στυλοβάτες προκειμένου να επιτευχθεί η ανάλυση
και η γνώση της γεωγραφίας. Από τις πιο αρχαίες και πιο σύνθετες έννοιες, στον όρο
φύση αντιπαραθέτουμε συχνά τις έννοιες τεχνητό, υπερφυσικό, την αφύσικη τέχνη
αλλά και το πολιτιστικό. Γεωγραφικά, επίσης, υπάρχει η διάκριση μεταξύ του
φυσικού και δεδομένου περιβάλλοντος, καθώς και η χρήση διάφορων ζευγμάτων για
την ταξινόμηση του χώρου, όπως ορεινό/πεδινό, αγροτικό/αστικό. Η σημασία των
παραπάνω διαφέρει αναλόγως το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιούνται (επιστημονικό,
φιλοσοφικό κ.ο.κ). Η έννοια του χώρου προσεγγίζεται τόσο απόλυτα όσο και σχετικά
και ενδέχεται να αναφέρεται σε συγκεκριμένες υλικές, φυσικές ενότητες είτε σε
αφηρημένες σχέσεις ανάμεσα σε γεγονότα. Οι μετρήσιμοι όγκοι αποτελούν
περιπτώσεις υλικού χώρου, καθώς και οι εκτάσεις σε χάρτη πχ. η μέτρησή τους σε
τετραγωνικά μέτρα (μ2), τετραγωνικά χιλιόμετρα (χλμ2), το στρέμμα (1000 μ2) κτλ.
Υπάρχουν όμως και παραδείγματα μη υλικού χώρου και αυτό αποτελούν το πεδίο
επιρροής μιας πόλης. Όταν πρόκειται για κάποιον τόπο αναφερόμαστε σε
συγκεκριμένο και μοναδικό τμήμα του γεωγραφικού χώρου που απασχολείται από
πρόσωπα, πράγματα με ιδιαιτερότητα και υλική υπόσταση. Παρόμοιες έννοιες με τον
τόπο αποτελούν οι έννοιες της περιφέρειας και της γειτονιάς. Στην πολιτική
Γεωγραφία συναντάμε τον όρο επικράτεια, ή έδαφος και εδαφικότητα, που
περισσότερο συνδέεται με την έννοια του κράτους. Οι προαναφερθείσες έννοιες
αλλοιώνονται με την επικοινωνία, την κίνηση αλλά και το πέρασμα του χρόνου.
(Λεοντίδου, 2011, σ.66-67)

Οι βασικές έννοιες της Γεωγραφίας στη Γερμανική κλασική Σχολή

Στην κλασική Γεωγραφία της Γερμανικής Σχολής το φυσικό περιβάλλον


σχετιζόταν άμεσα με την ανθρώπινη εξέλιξη. Η οπτική της αιτιοκρατίας έχει Γερμανό
εμπνευστή, τον Friedrich Ratzel (1844-1904) ο οποίος στο έργο του
Ανθρωπογεωγραφία (1882) υποστήριξε τη δυνατότητα συστηματικής μελέτης των
πολιτισμικών και των φυσικών μορφών και των φαινομένων και παρουσίασε τις
κοινωνικές σχέσεις ως φυσικές και τις ενέταξε στη φυσική γεωγραφία. Καθοριστικά
για την εξέλιξη των πολιτισμών και των ανθρώπινων χαρακτήρων θεωρούνται το
έδαφος, το κλίμα και γενικότερα τα φυσικά διαθέσιμα. Οι φυσικές συνθήκες
αποτελούν την εξήγηση για τα ανθρώπινα κατορθώματα. Για τον Ratzel το κράτος
παρουσιάζεται ως μια «φυσική» οντότητα και η χωρική επικράτεια του κράτους
εκλαμβάνεται ως «ολότητα», περαιτέρω δηλαδή από το σύνολο των μερών της.
Υποστήριξε μια θεωρία οργανική για την έννοια του κράτους, ως ζωντανό οργανισμό
που χρειάζεται «ζωτικό χώρο» προκειμένου να αναπτυχθεί, ανεξαρτητοποιώντας το
από τις κοινωνίες και τα έθνη. Ο προαναφερθείς «ζωτικός χώρος» έκρινε ο Γερμανός
πως πρόκειται για την επιδίωξη των δυναμικών κρατών προς επέκταση, μια θεωρία
που υιοθετήθηκε από τους ναζιστές για την ανάδειξή τους στην Ευρώπη. (Λεοντίδου,
2011, σ.74)

Κοινότητα, γειτονιά και φυσικές περιοχές στη Σχολή του Σικάγο

Όπως προαναφέραμε, το μοντέλο του Burgess διατύπωσε θεωρητικά την


ομόκεντρη δομή του αστικού χώρου, όπου οι φτωχότεροι πληθυσμοί καταλαμβάνουν
το κέντρο και οι πλουσιότεροι κατοικούν στα προάστια. Σε αυτό ο πληθυσμός
διαδραματίζει τον βασικό παράγοντα της εξέλιξης του χώρου. Ο διαχωρισμός της
κοινωνίας εντός της πόλης και η ταξινόμησή της σε γειτονιές συμπεριλήφθηκε στο
μοντέλο και ξεκίνησε μια πλούσια θεωρητική παράδοση. Η «γειτονιά» ως φυσική
περιοχή διαφέρει από την «κοινότητα» που είναι συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα.
Το 1937, Ο Hoyt συστήνει τον όρο της «κυριαρχίας» ομάδων στον χώρο και
αναφερόταν στη δυναμική τους να επιλέγουν πού θα κατοικήσουν οπότε ουσιαστικά
και διαμορφώνουν την αστική ανάπτυξη και επέκταση. Περαιτέρω οι Ανθρωπο-
οικολόγοι αναφέρθηκαν στο «οικολογικό σύμπλεγμα» (POET) στο οποίο η
διαμόρφωση της χωρικής διάστασης της ανθρώπινης δραστηριότητας βασίζεται στη
δημογραφία και σχετίζεται με την αστική διαμόρφωση, τις επιδημίες, τη μετακίνηση
κτλ. Η οργάνωση της κοινωνίας αφορά και τον τοπικό υλικό πολιτισμό και τα
στοιχεία διαμόρφωσής του αλλά και την τεχνολογία. Η διάρθρωση του πολεοδομικού
χώρου σε κατηγορίες και «κλειστές» περιοχές λόγω του κοινωνικού διαχωρισμού
(ειδικά του φυλετικού) ονομάστηκε από τους Ανθρωπο-οικολόγους του Σικάγο
«φυσικές περιοχές». Εκεί διακρίνονται βάσει φυλής, εθνότητας, χρώμα και τάξης
εντός πόλεως πχ. το εβραϊκό ghetto, Little Sicily, Chinatown. (Λεοντίδου, 2011, σ.
82-83)
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ο περιβαλλοντικός ντετερμινισμός αποτελούσε εγγενές πρόβλημα της


ανθρωπογεωγραφίας από τον 19ο αιώνα, όπου ξεκίνησε ο συσχετισμός ανθρώπου και
περιβάλλοντος για να ακολουθήσει η αλληλεπίδραση μεταξύ κοινωνίας και χώρου.
Οι διάφορες εθνικές σχολές μελέτησαν διεξοδικά δίδοντας η κάθε μία τη δική της
εκδοχή, μεταλλάσσοντας την αιτιοκρατία σε κοινωνικό δαρβινισμό (Σικάγο) για
καταλήξουμε στην σημερινή του μορφή ως τεχνολογικού ντετερμινισμού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Λεοντίδου Λ. 2011, Αγεωγράφητος Χώρα, Ελληνικά είδωλα στους επιστημολογικούς


αναστοχασμούς της ευρωπαϊκής γεωγραφίας, Προπομπός, Αθήνα

You might also like