Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 11

ΣΠΗΛΙΟΣ ΤΥΡΟΠΑΝΗΣ – ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 1

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ - ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ

1. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ύλης: μάζα (m) και όγκο (V).

Μάζα ονομάζεται η ποσότητα ύλης που περιέχεται σ’ ένα σώμα.


Μονάδες μάζας: χιλιόγραμμο ή κιλό (kg), γραμμάριο (g), χιλιοστογραμμάριο (mg).

x 1000 x 1000
kg g mg
: 1000 : 1000
S.I
Η μάζα διαφέρει από το βάρος. Το βάρος, είναι η δύναμη που δέχεται μια ποσότητα ύλης, ή μια μάζα. Το βάρος
εξαρτάται από το γεωγραφικό πλάτος και την απόσταση του σώματος από την επιφάνεια της θάλασσας.

Όγκος ονομάζεται ο χώρος που καταλαμβάνει ένα σώμα.


Μονάδες όγκου: κυβικό μέτρο (m3) λίτρο (L) ή κυβικό δεκατόμετρο (dm3), κυβικό εκατοστόμετρο (cm3) ή (mL).

x 1000 dm3 ή L x 1000


1 m3 cm3 ή mL
: 1000 : 1000
S.I

m
Πυκνότητα: ονομάζεται το πηλίκο της μάζας ενός σώματος δια του όγκου τον οποίο καταλαμβάνει: p =
V
kg g
Μονάδες πυκνότητας: (S.I.) , g
m3 mL L
Μερικά προθέματα που δείχνουν τα πολλαπλάσια και υποπολλαπλάσια των μονάδων:

mega M 10 6 = 1.000.000

kilo k 103 = 1.000

centi c 10 −2 = 0,01

mili m 10 −3 = 0,001

micro μ 10 −6 = 0,000 .001

nano n 10 −9 = 0,000 .000 .001

Θεμελιώδη μεγέθη και τα σύμβολά τους στο S.I.

Μέγεθος Σύμβολο μεγέθους Όνομα μεγέθους Σύμβολο μονάδας


Μήκος l μέτρο m
Μάζα m χιλιόγραμμο kg
Χρόνος t δευτερόλεπτο s
Θερμοκρασία T κέλβιν K
Ποσότητα ουσίας n mol mol
Ηλεκτρικό ρεύμα I αμπέρ A
ΣΠΗΛΙΟΣ ΤΥΡΟΠΑΝΗΣ – ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 2

2. Χημικές ουσίες

Η ύλη αποτελείται από πολύ μικρά δομικά σωματίδια. Αυτά είναι τα άτομα και τα μόρια. Ένα μόριο αποτελείται από
δύο ή περισσότερα άτομα ενωμένα μεταξύ τους.
Τα μόρια συμβολίζονται με χημικούς τύπους
(Ε.Τ.)
Εμπειρικός τύπος: Μας δείχνει το είδος και την αναλογία των ατόμων στο μόριο της ένωσης.
(Μ.Τ)
Μοριακός τύπος: Μας δείχνει το είδος, την αναλογία και τον ακριβή αριθμό των ατόμων στο μόριο της ένωσης
(Συν.Τ.)
Συντακτικός τύπος: Μας δείχνει το είδος, την αναλογία, τον ακριβή αριθμό και τη διάταξη στο επίπεδο των ατόμων
στο μόριο της ένωσης.
(Στ.Τ.)
Στερεοχημικός τύπος: Μας δείχνει το είδος, την αναλογία, τον ακριβή αριθμό και τη διάταξη στο χώρο των ατόμων
στο μόριο της ένωσης.
(Η.Τ.)
Ηλεκτρονικός τύπος: Μας δείχνει το είδος, την αναλογία, τον ακριβή αριθμό και τη διάταξη των ηλεκτρονίων των
εξωτερικών στοιβάδων των ατόμων στο μόριο της ένωσης.

Παράδειγμα το μεθάνιο (CH4)

Συν.Τ. Στ. Τ. Η.Τ.


H
H 
| x
Ε.Τ. (CH4)v M.T. CH4 H − C − H H  x C x  H
| x
H 
H

Χημική ένωση, ονομάζεται η ουσία που αποτελείται, από δύο ή περισσότερα είδη ατόμων, με σταθερή αναλογία
μαζών.
Χημικό στοιχείο, ονομάζεται η ουσία που αποτελείται από ένα είδος ατόμων.
Τα χημικά στοιχεία και οι χημικές ενώσεις ονομάζονται χημικές ουσίες.
Διατομικά στοιχεία, ονομάζονται αυτά που το μόριό τους αποτελείται από δύο άτομα. Τέτοια είναι τα F2, C  2, Br2,
I2, N2, O2, H2.
Ο φώσφορος είναι τετρατομικός ενώ το θείο είναι οκτατομικό.
Τα ευγενή αέρια είναι στοιχεία των οποίων τα δομικά σωματίδια είναι ατομικά και όχι μόρια.

Ιόντα, ονομάζονται τα ηλεκτρικά φορτισμένα άτομα ή συγκροτήματα ατόμων (π.χ. Η+, Να+, C  - ή NH +4 , NO 3 ,
SO −4 2 )
Τα θετικά ιόντα ονομάζονται κατιόντα (θετικό φορτίο)
Τα αρνητικά ιόντα ονομάζονται ανιόντα (αρνητικό φορτίο)
Τα ιόντα είναι δομικά σωματίδια των ιοντικών ενώσεων.
Τα στοιχεία γενικά διακρίνονται σε μέταλλα (Fe, A  , Nα, Mg) και σε αμέταλλα (C  , Br, C) τα οποία έχουν κάποιες
διαφορές μεταξύ τους.
ΣΠΗΛΙΟΣ ΤΥΡΟΠΑΝΗΣ – ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 3

3. Καταστάσεις της ύλης

Οι φυσικές καταστάσεις της ύλης είναι τρεις:


Αέρια (g) [ Αέριο = gas (g) ]
Υγρή (  ) [ Υγρό = liquid (l) ]
Στερεή (s) [ Στερεό = solid (s) ]

Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα σώμα καθορίζεται:


α) Από τις ελκτικές δυνάμεις συνοχής μεταξύ των δομικών σωματιδίων (των μορίων ή των ατόμων) του σώματος.
β) Από την κινητικότητα των μορίων του σώματος.

Στα αέρια, τα δομικά σωματίδια βρίσκονται σε σχετικά μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους. Οι δυνάμεις συνοχής είναι
ασθενής και η κινητικότητα των σωματιδίων μεγάλη και προς όλες τις κατευθύνσεις.
Γι’ αυτό τα αέρια καταλαμβάνουν όλο το χώρο στον οποίο βρίσκονται.
Στα στερεά, τα δομικά σωματίδια βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους. Οι δυνάμεις συνοχής είναι πολύ μικρές ενώ η
κινητικότητα των δομικών σωματιδίων πολύ μικρή. Γι’ αυτό τα στερεά έχουν συγκεκριμένο σχήμα.
Τα υγρά τέλος παρουσιάζουν ενδιάμεση κατάσταση. Υπάρχουν σ’ αυτά μέτρια ισχυρές δυνάμεις συνοχής και κάποια
ελευθερία κίνησης των δομικών σωματιδίων.

Μονάδα πίεσης στο S.I.: 1 Pa (pascal) = 1 N/m2.


Άλλες μονάδες πίεσης: 1 atm = 1,013  10 5 Pa = 1,013 bar = 760 mm Hg = 760T orr
Μονάδες θερμοκρασίας Κέλβιν (Κ) καi Βαθμοί Κελσίου (θ°C) Τ(Κ) = 273 + θ°C

Μαζικός αριθμός Α (πλήθος πρωτονίων και νετρονίων)


Ατομικός αριθμός Ζ (πλήθος πρωτονίων στο πυρήνα του ατόμου
T: φορτίο ή σθένος ή αριθμός οξείδωσης.
I: ατομικότητα πλήθος ατόμων στο μόριο ενός στοιχείου.
Σ’ ένα ουδέτερο άτομο το πλήθος των πρωτονίων (p+) ισούται με το πλήθος των ηλεκτρονίων.

Ισότοπα είναι τα άτομα που έχουν ίδιο ατομικό (Ζ) αλλά διαφορετικό μαζικό (Α).
Οι φυσικές καταστάσεις των σωμάτων εναλλάσσονται υπό την επίδραση της θερμοκρασίας και της πίεσης. Οι
μεταβολές παρουσιάζονται στο πιο κάτω σχήμα.

ΑΕΡΙΟ

Ρ.Τ.

ΠΗΞΗ
ΥΓΡΟ ΣΤΕΡΕΟ
ΤΗΞΗ

Σημείο τήξης: είναι η ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ στην οποία αρχίζει το στερεό να μετατρέπεται σε υγρό.
Σημείο πήξης: είναι η ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ στην οποία αρχίζει ένα υγρό να μετατρέπεται σε στερεό.
Σημείο βρασμού: είναι η ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ στην οποία αρχίζει ένα υγρό να μετατρέπεται σε αέριο από όλη τη μάζα
του.
Η εξαέρωση ενός υγρού (δηλ. ΥΓΡΟ ΑΕΡΙΟ) μπορεί να γίνει με εξάτμιση ή με βρασμό.
Εξάτμιση έχουμε όταν ένα υγρό μετατρέπεται σε αέριο ΜΟΝΟ από την επιφάνειά του.
Βρασμό έχουμε όταν ένα υγρό μετατρέπεται σε αέριο από ΟΛΗ τη μάζα του.
Πτητικά υγρά είναι τα υγρά που εξατμίζονται εύκολα (π.χ. βενζίνη, οινόπνευμα).
Μη πτητικά είναι τα υγρά που εξατμίζονται δύσκολα (π.χ. λάδι).
Ιξώδες: χαρακτηρίζει τη δυσκολία ροής ενός υγρού. (π.χ. το μέλι έχει μεγάλο ιξώδες ενώ το νερό μικρό).
Το ιξώδες ελαττώνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας.
ΣΠΗΛΙΟΣ ΤΥΡΟΠΑΝΗΣ – ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 4

4. Μίγματα – Διαλύματα

Μίγμα ονομάζεται το σώμα που αποτελείται από δύο ή περισσότερες χημικές ουσίες οι οποίες ΔΕΝ αντιδρούν
μεταξύ τους.
Ετερογενή μίγματα είναι αυτά που δεν έχουν την ίδια σύσταση σε όλη τη μάζα τους (π.χ. νερό με λάδι).
Ομογενή μίγματα είναι ατά που έχουν την ίδια σύσταση (ποιοτική και ποσοτική) και τις ίδιες ιδιότητες σε
όλη τη μάζα τους.

Διαφορές μεταξύ μιγμάτων – χημικών ενώσεων

Χημική ένωση Μίγμα


1. Έχει καθορισμένη σύσταση. 1. Έχει μεταβλητή σύσταση.
2. Αποτελείται από ένα είδος μορίων. 2. Αποτελείται από δύο ή περισσότερα είδη μορίων.
3. Δε διατηρεί, γενικά, τις ιδιότητες των συστατικών 3. Διατηρεί, γενικά, τις ιδιότητες των συστατικών του.
της.
4. Έχει καθορισμένες φυσικές σταθερές. 4. Δεν έχει καθορισμένες φυσικές σταθερές.

ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ λέγονται τα ομογενή μίγματα.


Ένα διάλυμα αποτελείται από τη ΔΙΑΛΥΜΕΝΗ ΟΥΣΙΑ (ή τις διαλυμένες ουσίες) και από το ΔΙΑΛΥΤΗ.
Αν ο διαλύτης είναι το Η2Ο τότε το διάλυμα χαρακτηρίζεται υδατικό.
Ο διαλύτης είναι το συστατικό του διαλύματος που είναι αναλογικά περισσότερο από αυτά που έχει μέσα το διάλυμα.

Περιεκτικότητα (ή συγκέντρωση) διαλύματος ονομάζεται το μέγεθος που εκφράζει την ποσότητα της διαλυμένης
ουσίας που περιέχεται σε ορισμένη ποσότητα διαλύματος.

Αραιό διάλυμα λέμε αυτό που έχει μικρή ποσότητα διαλυμένης ουσίας σε σχέση με το διαλύτη.

Πυκνό διάλυμα λέμε αυτό που έχει μεγάλη ποσότητα διαλυμένης ουσίας σε σχέση με το διαλύτη.

Κορεσμένο διάλυμα λέμε αυτό που περιέχει τη μέγιστη δυνατή ποσότητα διαλυμένης ουσίας, σε ορισμένες
συνθήκες.

Ακόρεστο διάλυμα λέμε αυτό στο οποίο μπορεί να διαλυθεί επιπλέον ποσότητα ουσίας.

Ευδιάλυτη ουσία είναι αυτή που στον συγκεκριμένο διαλύτη μπορεί να διαλυθεί σε μεγάλες ποσότητες.

Δυσδιάλυτη ουσία είναι αυτή που διαλύεται ελάχιστα σ’ ένα διαλύτη.

Διαλυτότητα μιας ουσίας σε κάποιο διαλύτη, είναι το μέγεθος που εκφράζει, τη μέγιστη ποσότητα της ουσίας που
μπορεί να διαλυθεί σε ορισμένη ποσότητα διαλύτη, κάτω από ορισμένες συνθήκες.

Παράγοντες που επηρεάζουν τη διαλυτότητα μιας ουσίας


α) Η θερμοκρασία
Η διαλυτότητα των στερεών στο Η2Ο αυξάνει με την αύξηση της θερμοκρασίας ενώ των αερίων ελαττώνεται.

β) Η πίεση
i) Η διαλυτότητα των αερίων στα υγρά αυξάνεται με την αύξηση της πίεσης.
ii) Η διαλυτότητα των αερίων στα υγρά ελαττώνεται με την αύξηση της θερμοκρασία.
ΣΠΗΛΙΟΣ ΤΥΡΟΠΑΝΗΣ – ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 5

Εκφράσεις περιεκτικότητας ενός διαλύματος:

1. Περιεκτικότητα επί τοις εκατό κατά βάρος: (% w/w ή % κ.β.):


Εκφράζει την ποσότητα σε g της διαλυμένης ουσίας που περιέχονται σε 100g διαλύματος.
π.χ. διάλυμα ζάχαρης 25% w/w σημαίνει ότι:
Σε 100g διαλύματος περιέχονται 25g ΝαC 

2. Περιεκτικότητα επί τοις εκατό κατά όγκο: (% v/v):


Εκφράζει την ποσότητα σε mL της διαλυμένης ουσίας που περιέχονται σε 100mL διαλύματος.
π.χ. διάλυμα οινοπνεύματος 15% v/v σημαίνει ότι:
Σε 100mL διαλύματος περιέχονται 15mL διαλυμένης ουσίας (οινόπνευμα).
Έτσι μετρώνται και οι αλκοολικοί βαθμοί των οινοπνευματωδών ποτών.

3. Περιεκτικότητα επί τοις εκατό βάρος κατά όγκο: (% w/v):


Εκφράζει την ποσότητα σε g της διαλυμένης ουσίας που περιέχονται σε 100mL διαλύματος.
π.χ. διάλυμα ΚΟΗ (υδροξειδίου του καλίου) 10% w/v σημαίνει ότι:
Σε 100mL διαλύματος περιέχονται 10g KOH.

Εκφράσεις περιεκτικότητας λιγότερο συνηθισμένες είναι:

1. ppm (parts per million): εκφράζει τα μέρη της διαλυμένης ουσίας σε ένα εκατομμύριο (106) μέρη διαλύματος.
π.χ. Ο αέρας περιέχει SO2 σε ποσοστό 2ppm (w). Αυτό σημαίνει ότι:
Σε 1.000.000 μέρη (g) αέρα περιέχονται 2g SO2.

2. ppb (parts per billion): εκφράζει τα μέρη της διαλυμένης ουσίας σ’ ένα δισεκατομμύριο (109) μέρη
διαλύματος.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΣΤΙΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΔΙΑΛΥΜΑΤΩΝ

Α. ΟΜΑΔΑ ΑΣΚΗΣΕΩΝ: Μας δίνεται η περιεκτικότητα ενός διαλύματος.

Γενικά όταν μας δίνεται η περιεκτικότητα δημιουργούμε εύκολα μια απλή κατάταξη και από την αναλογία που
προκύπτει λύνουμε το πρόβλημα. π.χ.

1. Πόσα γραμμάρια υδροχλωρίου (HCI) περιέχονται σε 250g διαλύματος υδροχλωρίου με περιεκτικότητα 3 %


w/w;
ΛΥΣΗ
Από την περιεκτικότητα που έχει δοθεί μπορούμε αμέσως να βρούμε το ζητούμενο:

σε 100g διαλύματος περιέχονται 3g HCI


250g x;

x = 7,5 g HC 

Άρα στα 250 g του διαλύματος περιέχονται 7,5 g HCI


ΣΠΗΛΙΟΣ ΤΥΡΟΠΑΝΗΣ – ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 6

2. Σε ποιον όγκο διαλύματος ζάχαρης, το οποίο έχει περιεκτικότητα 25 % w/v, περιέχονται 100 g ζάχαρης;

ΛΥΣΗ

Μπορούμε να γράψουμε:
σε 100mL διαλύματος περιέχονται 25g ζάχαρης
x; 100g

x = 400 mL διαλύματος

Άρα τα 100 g ζάχαρης περιέχονται σε 400mL του διαλύματος.

Β. ΟΜΑΔΑ ΑΣΚΗΣΕΩΝ: Μας ζητείται η περιεκτικότητα ενός διαλύματος.

Όταν μας ζητείται η % περιεκτικότητα ενός διαλύματος πρέπει να ρωτάμε «στα 100 μέρη διαλύματος πόσα μέρη
διαλυμένης ουσίας έχουμε;».
Προσέχουμε στην εκφώνηση αν πρόκειται για % w/w ή w/v ή v/v, περιεκτικότητα. π.χ.

1. Σε 70 g νερού διαλύονται 5 g ζάχαρης. Να υπολογιστεί η % w/w περιεκτικότητα του διαλύματος που


σχηματίζεται.
ΛΥΣΗ
Για να υπολογίσουμε την % w/w περιεκτικότητα του διαλύματος, πρέπει να γνωρίζουμε τη μάζα του και τη
μάζα της διαλυμένης ουσίας.

- Η μάζα του διαλύματος είναι (70 + 5) g = 75 g.


- Η μάζα της διαλυμένης ουσίας είναι 5 g.

Μπορούμε λοιπόν να υπολογίσουμε το ζητούμενο:

σε 75 g διαλύματος περιέχονται 5g ζάχαρης


100 g x;
x = 6,7 g ζάχαρη

Άρα το διάλυμα έχει περιεκτικότητα 6,7 % w/w.

2. Σε 60 g νερού διαλύονται 10 g υδροξειδίου του νατρίου (ΝαOH), οπότε σχηματίζεται διάλυμα όγκου 63 mL.
Να υπολογιστούν η % w/w και η % w/v περιεκτικότητα του διαλύματος.
ΛΥΣΗ
Για να υπολογίσουμε την % w/w περιεκτικότητα του διαλύματος, πρέπει να γνωρίζουμε τη μάζα του και τη
μάζα της διαλυμένης ουσίας.

- Η μάζα του διαλύματος είναι (60 + 10) g = 70 g


- Η μάζα της διαλυμένης ουσίας είναι 10 g

Επομένως:
σε 70 g διαλύματος περιέχονται 10 g ΝαOH
100 g x;
x = 14,3 g ΝαΟΗ

Άρα, το διάλυμα έχει περιεκτικότητα 14,3 % w/w.


ΣΠΗΛΙΟΣ ΤΥΡΟΠΑΝΗΣ – ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 7

Για να υπολογίσουμε την % w/v περιεκτικότητα του διαλύματος, πρέπει να γνωρίζουμε τον όγκο του και τη
μάζα της διαλυμένης ουσίας.
- Ο όγκος του διαλύματος είναι 63 mL.
- Η μάζα της διαλυμένης ουσίας είναι 10 g.
Επομένως:

σε 63 g διαλύματος περιέχονται 10 g ΝαΟΗ


100 g x;

x = 15,9 g ΝαΟΗ

Άρα το διάλυμα έχει περιεκτικότητα 15,9 % w/v.

Γ. ΟΜΑΔΑ ΑΣΚΗΣΕΩΝ: Ασκήσεις με την πυκνότητα


m
Η πυκνότητα δίνεται από τη σχέση p = . Γνωρίζοντας την πυκνότητα μιας μάζας διαλύματος μπορούμε να βρούμε
V
σε τι όγκο αντιστοιχεί και το αντίθετο. Η πυκνότητα είναι χρήσιμο «εργαλείο» για τις ασκήσεις που μας ζητούν
μετατροπή από % w/v περιεκτικότητα σε % w/w και το αντίθετο. π.χ.

1. Πόσο καθαρό υδροχλώριο (HCI) περιέχεται σε 400 mL διαλύματος υδροχλωρίου με περιεκτικότητα 20 %


w/w και πυκνότητα 1,05 g/mL;
ΛΥΣΗ
Για να χρησιμοποιήσουμε την % w/w περιεκτικότητα, πρέπει να γνωρίζουμε τη μάζα του διαλύματος.
μπορούμε να τη βρούμε από τον όγκο του διαλύματος και την πυκνότητά του:
g
m ύ =   V = 1,05  400mL = 420g
mL
τώρα μπορούμε να υπολογίσουμε το ζητούμενο:

σε 100 g διαλύματος περιέχονται 20g HCI


420 g x;

x = 84 g ΗC 

Άρα, στα 400 mL του διαλύματος περιέχονται 84 g HCI.

2. Σε 200 g νερού διαλύονται 20 g αλατιού. Το διάλυμα που σχηματίζεται έχει πυκνότητα 1,05 g/mL. Να
υπολογιστούν η % w/w % και η w/v περιεκτικότητα αυτού του διαλύματος.
ΛΥΣΗ
Η μάζα του διαλύματος είναι 220 g (200 + 20) και η μάζα της διαλυμένης ουσίας 20 g. Μπορούμε λοιπόν να
υπολογίσουμε την % w/w περιεκτικότητά του:

σε 220 g διαλύματος περιέχονται 20g αλάτι


100 g x;

x = 9,1 g

Άρα, το διάλυμα έχει περιεκτικότητα 9,1 % w/v

Για να υπολογίσουμε την % w/v περιεκτικότητα του διαλύματος, πρέπει να βρούμε τον όγκο του. Αφού
γνωρίζουμε τη μάζα του(220 g) και την πυκνότητά του (1,05 g/mL), βρίσκουμε τον όγκο του:
ΣΠΗΛΙΟΣ ΤΥΡΟΠΑΝΗΣ – ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 8

m 220g
V= = = 209,5mL
p 1,05g / mL

σε 209,5 ml διαλύματος περιέχονται 20g αλάτι


100 g x;

x = 9,55 g αλάτι

Το διάλυμα λοιπόν έχει περιεκτικότητα 9,55 % w/v.

Παρατήρηση: αν ένα διάλυμα έχει περισσότερες από μια διαλυμένη ουσίες τότε στον υπολογισμό της ολικής
μάζας του διαλύματος τις προσθέτω όλες μαζί.

3. Σε 50 g νερού είναι διαλυμένα 3 g υδροχλωρίου (HCI) και 7 g θειικού οξέος (Η2SO4). Το διάλυμα έχει
πυκνότητα 1,1 g/mL. Ζητούνται η % w/w και η % w/v περιεκτικότητα του διαλύματος για καθεμία διαλυμένη
ουσία.
ΛΥΣΗ
Για να υπολογίσουμε την % w/w περιεκτικότητα του διαλύματος για καθεμία διαλυμένη ουσία, πρέπει να
γνωρίζουμε τη μάζα του διαλύματος και τη μάζα καθεμιάς ουσίας.
- Η μάζα του διαλύματος είναι 60 g (50 + 3 + 7).
- Οι μάζες των διαλυμένων ουσιών έχουν δοθεί (3 gHCI και 7 g H2SO4)
Άρα:
σε 60 g διαλύματος περιέχονται 3 g HCI
100 g x;

x=5g

σε 60 g διαλύματος περιέχονται 7 g H2SO4


100 g y;

y = 11,7 g Η2SΟ4

Το διάλυμα λοιπόν έχει περιεκτικότητα 5 % w/w σε υδροχλώριο και 11,7 % w/w ε θειικό οξύ.
Για να υπολογίσουμε την % w/v περιεκτικότητα του διαλύματος για καθεμία διαλυμένη ουσία, πρέπει να
γνωρίζουμε τον όγκο του διαλύματος και τη μάζα καθεμίας ουσίας.
- Οι μάζες των διαλυμένων ουσιών έχουν δοθεί.
- Ο όγκος του διαλύματος θα βρεθεί από τη μάζα του (60 g) και τη πυκνότητά του (1,1 g/mL):
m 60g
V= = = 54,5mL
 1,1g / mL
Άρα:
σε 54,5 mL διαλύματος περιέχονται 3 g HCI
100 mL x;
x = 5,5 g HC 

σε 54,5 mL διαλύματος περιέχονται 7 g H2SO4


100 g y;
y = 12,8 g H2SO4
Το διάλυμα λοιπόν έχει περιεκτικότητα 5,5 % w/v σε υδροχλώριο και 12,8 % w/v σε θειικό οξύ.
ΣΠΗΛΙΟΣ ΤΥΡΟΠΑΝΗΣ – ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 9

Δ. ΟΜΑΔΑ ΑΣΚΗΣΕΩΝ: Αραίωση ή συμπύκνωση διαλύματος.


Αραίωση ενός διαλύματος πετυχαίνω προσθέτοντας Η2Ο. Τότε αποκτά μικρότερη επί τοις εκατό περιεκτικότητα σε
διαλυμένη ουσία.

Συμπύκνωση ενός διαλύματος πετυχαίνω αφαιρώντας Η2Ο (συνήθως με θέρμανση).


Το συμπυκνωμένο διάλυμα έχει μεγαλύτερη περιεκτικότητα από το αρχικό.
Η περιεκτικότητα επίσης ενός διαλύματος σε διαλυμένη ουσία μπορεί ν’ αυξηθεί αν προσθέσω νέα ποσότητα
διαλυμένης ουσίας. π.χ.

1. Σε 400 g διαλύματος υδροξειδίου του καλίου (ΚΟΗ) με περιεκτικότητα 15 % w/w προστίθενται 100 g νερού.
Να υπολογιστεί η % w/w περιεκτικότητα του αραιωμένου διαλύματος.
ΛΥΣΗ
Για να υπολογίσουμε την % w/w περιεκτικότητα του αραιωμένου διαλύματος, πρέπει να γνωρίζουμε τη μάζα
του και τη μάζα της διαλυμένης ουσίας.
- Η μάζα του αραιωμένου διαλύματος είναι προφανώς (400 + 100) g = 500 g.
- Η μάζα του ΚΟΗ στο αραιωμένο διάλυμα είναι ίση με τη μάζα του στο αρχικό διάλυμα, αφού προστέθηκε
μόνο νερό.
Υπολογίζουμε λοιπόν τη μάζα του ΚΟΗ στο αρχικό διάλυμα:
σε 100 g αρχικού διαλύματος περιέχονται 15 g ΚΟΗ
400 g x;
x = 60 g KOH

Το αρχικό διάλυμα περιείχε λοιπόν 60 g ΚΟΗ, άρα τόσα θα περιέχει και το αραιωμένο. Μπορούμε τώρα να
υπολογίσουμε την περιεκτικότητα του αραιωμένου διαλύματος:
σε 500 g αραιωμένου διαλύματος περιέχονται 60 g ΚΟΗ
100 g x;
x = 12 g KOH

Άρα το αραιωμένο διάλυμα έχει περιεκτικότητα 12 % w/w.

2. 500mL υδατικού διαλύματος χλωριούχου νατρίου (ΝαCl) με περιεκτικότητα 12 % w/v θερμαίνονται, ώσπου
να απομείνει διάλυμα όγκου 300mL. Να υπολογιστεί η % w/v περιεκτικότητα του συμπυκνωμένου
διαλύματος.
ΛΥΣΗ
Για να υπολογίσουμε την % w/v περιεκτικότητα του συμπυκνωμένου διαλύματος, πρέπει να γνωρίζουμε τον
όγκο του και τη μάζα της διαλυμένης ουσίας.
- Ο όγκος του διαλύματος είναι 300mL.
- Η μάζα του ΝαCl στο συμπυκνωμένο διάλυμα είναι ίση με τη μάζα του στο αρχικό διάλυμα, αφού
απομακρύνθηκε μόνο νερό. Υπολογίζουμε λοιπόν τη μάζα του ΝαCl στο αρχικό διάλυμα:
σε 100 mL αρχικού διαλύματος περιέχονται 12 g ΝαCl
500 mL x;
x = 60 g NαC 

Το συμπυκνωμένο διάλυμα περιέχει επίσης 60 g ΝαCl.

Μπορούμε τώρα να υπολογίσουμε την περιεκτικότητά του:


σε 300 mL συμπυκνωμένου διαλύματος περιέχονται 60 g ΝαCl
100 mL x;
x = 20 g NαC 
Άρα το συμπυκνωμένο διάλυμα έχει περιεκτικότητα 20 % w/v.
ΣΠΗΛΙΟΣ ΤΥΡΟΠΑΝΗΣ – ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 10

Ε. ΟΜΑΔΑ ΑΣΚΗΣΕΩΝ: Ανάμιξη διαλυμάτων.

Η λύση των ασκήσεων ανάμιξης διαλυμάτων βασίζεται στην παρατήρηση ότι: Η ποσότητα της διαλυμένης ουσίας
στο τελικό διάλυμα είναι ακριβώς ίση με το άθροισμα των ποσοτήτων της στα διαλύματα που αναμίχθηκαν. π.χ:
1. Αναμιγνύονται 150 mL διαλύματος υδροχλωρίου (ΗCl) 8 % w/v με 250 mL άλλου διαλύματος υδροχλωρίου
16 % w/v. Ζητείται η % w/v περιεκτικότητα του διαλύματος που σχηματίζεται.
ΛΥΣΗ
Για αν υπολογίσουμε την % w/v περιεκτικότητα του διαλύματος που σχηματίστηκε, πρέπει να γνωρίζουμε
τον όγκο του και τη μάζα του υδροχλωρίου που περιέχει.
- Ο όγκος του διαλύματος είναι προφανώς 400 mL (150 + 250).
- Η μάζα του HCl στο διάλυμα είναι το άθροισμα των μαζών του HCl στα δύο διαλύματα που αναμείχθηκαν
Υπολογίζουμε λοιπόν πόσα γραμμάρια HCl περιείχε καθένα από τα διαλύματα που αναμίχθηκαν:

σε 100 mL του πρώτου διαλύματος περιέχονται 8 g ΗCl


150 mL x1;

x1 = 12 g HC 

σε 100 mL του δεύτερου διαλύματος περιέχονται 16 g ΗCl


250 mL x2;
x2 = 40 g HC 

Επομένως, το νέο διάλυμα περιέχει 52 g HCl (12 + 400). Μπορούμε τώρα να υπολογίσουμε την
περιεκτικότητά του:
σε 400 mL του νέου διαλύματος περιέχονται 52 g ΗCl
100 mL y;
y = 13 g HC 
Η περιεκτικότητα λοιπόν του διαλύματος που σχηματίστηκε είναι 13 % w/v.

Παρατηρούμε ότι η τιμή της περιεκτικότητας του διαλύματος είναι μεταξύ των τιμών των περιεκτικοτήτων
των διαλυμάτων που αναμίχθηκαν, δηλαδή μεταξύ του 8 % και του 15 %. Μ’ άλλα λόγια, το διάλυμα που
σχηματίστηκε είναι αραιότερο του πυκνού που χρησιμοποιήσαμε (του 15%), αλλά πυκνότερο του αραιού που
χρησιμοποιήσαμε (του 8 %).

2. Πόσα mL ενός διαλύματος υδροξειδίου του καλίου (ΚΟΗ), περιεκτικότητας 15 % w/v, πρέπει να αναμιχθούν
με 400 mL άλλου διαλύματος υδροξειδίου του καλίου, περιεκτικότητας 5 % w/v, για να προκύψει διάλυμα με
περιεκτικότητα 7 % w/v.
ΛΥΣΗ
Έστω ότι πρέπει να χρησιμοποιηθούν ω mL από το πρώτο διάλυμα. Το τελικό διάλυμα θα έχει όγκο (400 +
ω) mL και θα περιέχει όσο ΚΟΗ περιείχαν και τα δύο διαλύματα που αναμίχθηκαν.

Βρίσκουμε την ποσότητα του ΚΟΗ σε καθένα από τα διαλύματα που αναμίχθηκαν:

σε 100 mL του πρώτου διαλύματος περιέχονται 15 g ΚΟΗ


ω mL x1;
x1 = 0,15  g KOH

σε 100 mL του δεύτερου διαλύματος περιέχονται 5 g ΚΟΗ


400 mL x2;
x2 = 20 g KOH
ΣΠΗΛΙΟΣ ΤΥΡΟΠΑΝΗΣ – ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 11

Το τελικό διάλυμα λοιπόν έχει όγκο (400 + ω) mL και περιέχει (0,15   + 20)g ΚΟΗ. Αφού έχει
περιεκτικότητα 7 % w/v, μπορούμε να γράψουμε:
σε 100 mL τελικού διαλύματος περιέχονται 7 g ΚΟΗ
(400 + ω) mL (0,15   + 20)g

Από τα παραπάνω προκύπτει η αναλογία


100 7
=
400 +  0,15   + 20
από την οποία παίρνουμε ω = 100.
Πρέπει λοιπόν να χρησιμοποιηθούν 100 mL από το πρώτο διάλυμα.

ΣΤ. ΟΜΑΔΑ ΑΣΚΗΣΕΩΝ: Διαλυτότητα.

Θυμίζουμε ότι διαλυτότητα μιας ουσίας σ’ ένα διαλύτη ονομάζεται η ποσότητα της ουσίας που πρέπει να διαλυθεί σε
ορισμένη ποσότητα διαλύτη (κάτω από ορισμένες συνθήκες), για να προκύψει κορεσμένο διάλυμα.
Εμείς λοιπόν στις ασκήσεις με τη διαλυτότητα θα ξέρουμε ότι η περιεκτικότητα ενός κορεσμένου διαλύματος μιας
ουσίας μας οδηγεί άμεσα στη διαλυτότητα της ουσίας. π.χ.

1. Η διαλυτότητα της ουσίας Α στο νερό, στους 20°C, είναι 25 g Α ανά 100 g νερού. Πόση είναι η % w/w
περιεκτικότητα ενός κορεσμένου υδατικού διαλύματος της Α, θερμοκρασίας 20°C ;
ΛΥΣΗ
Για να υπολογίσουμε την % w/w περιεκτικότητα, πρέπει να βρούμε πόσα γραμμάρια της Α περιέχονται σε
100 g του κορεσμένου διαλύματός της.
Σύμφωνα με την άσκηση, σε 100 g νερού μπορούν να διαλυθούν το πολύ 25 g Α, οπότε θα προκύψουν 125 g
κορεσμένου διαλύματος.
Μπορούμε λοιπόν να υπολογίσουμε αυτό που ζητάμε:

σε 125 mL κορεσμένου διαλύματος περιέχονται 25 g της Α


100 mL x;
x = 20 g
Επομένως το κορεσμένο διάλυμα της Α, στους 20°C, έχει περιεκτικότητα 20 % w/w.

2. Η διαλυτότητα του νιτρικού καλίου (ΚΝΟ3) στο νερό, στους 20°C, είναι 32 g νιτρικού καλίου ανά 100 g
νερού. Σε 200 g νερού, θερμοκρασίας 20°C, προσθέτουμε:
α) 60 g νιτρικού καλίου
β) 70 g νιτρικού καλίου
Τι θα συμβεί σε κάθε περίπτωση; Σε ποια περίπτωση προκύπτει κορεσμένο διάλυμα νιτρικού καλίου; πόση είναι
η % w/w περιεκτικότητα αυτού του διαλύματος;
ΛΥΣΗ
Αφού σε 100 g νερού μπορούν να διαλυθούν 32 g ΚΝΟ3, σε 200 g νερού μπορούν να διαλυθούν 64 gΚΝΟ3. Έτσι:
α) Αν προσθέσουμε 60 g ΚΝΟ3, θα διαλυθούν όλα και θα προκύψει ένα ακόρεστο διάλυμα.

β) Αν προσθέσουμε 70 g ΚΝΟ3, θα διαλυθούν τα 64 g, θα προκύψει ένα κορεσμένο διάλυμα, και τα υπόλοιπα 6 g


ΚΝΟ3 θα καταβυθιστούν στον πυθμένα του δοχείου.
Όπως είδαμε, στη δεύτερη περίπτωση σχηματίστηκε ένα κορεσμένο διάλυμα στο οποίο περιέχονται 64 g ΚΝΟ3
και 200 g νερού. Όλο το διάλυμα ζυγίζει 26 g, οπότε μπορούμε να υπολογίσουμε την % w/w περιεκτικότητά του:
σε 264 g κορεσμένου διαλύματος περιέχονται 64 g ΚΝΟ3
100 g x;
x = 24,2 g KNO3
Επομένως, το κορεσμένο διάλυμα του ΚΝΟ3, στους 20°C, έχει περιεκτικότητα 24,2 % w/w.

You might also like