Professional Documents
Culture Documents
θεωρ ΘΕΩΡΙΑ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ
θεωρ ΘΕΩΡΙΑ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ
x 1000 x 1000
kg g mg
: 1000 : 1000
S.I
Η μάζα διαφέρει από το βάρος. Το βάρος, είναι η δύναμη που δέχεται μια ποσότητα ύλης, ή μια μάζα. Το βάρος
εξαρτάται από το γεωγραφικό πλάτος και την απόσταση του σώματος από την επιφάνεια της θάλασσας.
m
Πυκνότητα: ονομάζεται το πηλίκο της μάζας ενός σώματος δια του όγκου τον οποίο καταλαμβάνει: p =
V
kg g
Μονάδες πυκνότητας: (S.I.) , g
m3 mL L
Μερικά προθέματα που δείχνουν τα πολλαπλάσια και υποπολλαπλάσια των μονάδων:
mega M 10 6 = 1.000.000
centi c 10 −2 = 0,01
mili m 10 −3 = 0,001
2. Χημικές ουσίες
Η ύλη αποτελείται από πολύ μικρά δομικά σωματίδια. Αυτά είναι τα άτομα και τα μόρια. Ένα μόριο αποτελείται από
δύο ή περισσότερα άτομα ενωμένα μεταξύ τους.
Τα μόρια συμβολίζονται με χημικούς τύπους
(Ε.Τ.)
Εμπειρικός τύπος: Μας δείχνει το είδος και την αναλογία των ατόμων στο μόριο της ένωσης.
(Μ.Τ)
Μοριακός τύπος: Μας δείχνει το είδος, την αναλογία και τον ακριβή αριθμό των ατόμων στο μόριο της ένωσης
(Συν.Τ.)
Συντακτικός τύπος: Μας δείχνει το είδος, την αναλογία, τον ακριβή αριθμό και τη διάταξη στο επίπεδο των ατόμων
στο μόριο της ένωσης.
(Στ.Τ.)
Στερεοχημικός τύπος: Μας δείχνει το είδος, την αναλογία, τον ακριβή αριθμό και τη διάταξη στο χώρο των ατόμων
στο μόριο της ένωσης.
(Η.Τ.)
Ηλεκτρονικός τύπος: Μας δείχνει το είδος, την αναλογία, τον ακριβή αριθμό και τη διάταξη των ηλεκτρονίων των
εξωτερικών στοιβάδων των ατόμων στο μόριο της ένωσης.
Χημική ένωση, ονομάζεται η ουσία που αποτελείται, από δύο ή περισσότερα είδη ατόμων, με σταθερή αναλογία
μαζών.
Χημικό στοιχείο, ονομάζεται η ουσία που αποτελείται από ένα είδος ατόμων.
Τα χημικά στοιχεία και οι χημικές ενώσεις ονομάζονται χημικές ουσίες.
Διατομικά στοιχεία, ονομάζονται αυτά που το μόριό τους αποτελείται από δύο άτομα. Τέτοια είναι τα F2, C 2, Br2,
I2, N2, O2, H2.
Ο φώσφορος είναι τετρατομικός ενώ το θείο είναι οκτατομικό.
Τα ευγενή αέρια είναι στοιχεία των οποίων τα δομικά σωματίδια είναι ατομικά και όχι μόρια.
−
Ιόντα, ονομάζονται τα ηλεκτρικά φορτισμένα άτομα ή συγκροτήματα ατόμων (π.χ. Η+, Να+, C - ή NH +4 , NO 3 ,
SO −4 2 )
Τα θετικά ιόντα ονομάζονται κατιόντα (θετικό φορτίο)
Τα αρνητικά ιόντα ονομάζονται ανιόντα (αρνητικό φορτίο)
Τα ιόντα είναι δομικά σωματίδια των ιοντικών ενώσεων.
Τα στοιχεία γενικά διακρίνονται σε μέταλλα (Fe, A , Nα, Mg) και σε αμέταλλα (C , Br, C) τα οποία έχουν κάποιες
διαφορές μεταξύ τους.
ΣΠΗΛΙΟΣ ΤΥΡΟΠΑΝΗΣ – ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 3
Στα αέρια, τα δομικά σωματίδια βρίσκονται σε σχετικά μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους. Οι δυνάμεις συνοχής είναι
ασθενής και η κινητικότητα των σωματιδίων μεγάλη και προς όλες τις κατευθύνσεις.
Γι’ αυτό τα αέρια καταλαμβάνουν όλο το χώρο στον οποίο βρίσκονται.
Στα στερεά, τα δομικά σωματίδια βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους. Οι δυνάμεις συνοχής είναι πολύ μικρές ενώ η
κινητικότητα των δομικών σωματιδίων πολύ μικρή. Γι’ αυτό τα στερεά έχουν συγκεκριμένο σχήμα.
Τα υγρά τέλος παρουσιάζουν ενδιάμεση κατάσταση. Υπάρχουν σ’ αυτά μέτρια ισχυρές δυνάμεις συνοχής και κάποια
ελευθερία κίνησης των δομικών σωματιδίων.
Ισότοπα είναι τα άτομα που έχουν ίδιο ατομικό (Ζ) αλλά διαφορετικό μαζικό (Α).
Οι φυσικές καταστάσεις των σωμάτων εναλλάσσονται υπό την επίδραση της θερμοκρασίας και της πίεσης. Οι
μεταβολές παρουσιάζονται στο πιο κάτω σχήμα.
ΑΕΡΙΟ
Ρ.Τ.
ΠΗΞΗ
ΥΓΡΟ ΣΤΕΡΕΟ
ΤΗΞΗ
Σημείο τήξης: είναι η ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ στην οποία αρχίζει το στερεό να μετατρέπεται σε υγρό.
Σημείο πήξης: είναι η ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ στην οποία αρχίζει ένα υγρό να μετατρέπεται σε στερεό.
Σημείο βρασμού: είναι η ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ στην οποία αρχίζει ένα υγρό να μετατρέπεται σε αέριο από όλη τη μάζα
του.
Η εξαέρωση ενός υγρού (δηλ. ΥΓΡΟ ΑΕΡΙΟ) μπορεί να γίνει με εξάτμιση ή με βρασμό.
Εξάτμιση έχουμε όταν ένα υγρό μετατρέπεται σε αέριο ΜΟΝΟ από την επιφάνειά του.
Βρασμό έχουμε όταν ένα υγρό μετατρέπεται σε αέριο από ΟΛΗ τη μάζα του.
Πτητικά υγρά είναι τα υγρά που εξατμίζονται εύκολα (π.χ. βενζίνη, οινόπνευμα).
Μη πτητικά είναι τα υγρά που εξατμίζονται δύσκολα (π.χ. λάδι).
Ιξώδες: χαρακτηρίζει τη δυσκολία ροής ενός υγρού. (π.χ. το μέλι έχει μεγάλο ιξώδες ενώ το νερό μικρό).
Το ιξώδες ελαττώνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας.
ΣΠΗΛΙΟΣ ΤΥΡΟΠΑΝΗΣ – ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 4
4. Μίγματα – Διαλύματα
Μίγμα ονομάζεται το σώμα που αποτελείται από δύο ή περισσότερες χημικές ουσίες οι οποίες ΔΕΝ αντιδρούν
μεταξύ τους.
Ετερογενή μίγματα είναι αυτά που δεν έχουν την ίδια σύσταση σε όλη τη μάζα τους (π.χ. νερό με λάδι).
Ομογενή μίγματα είναι ατά που έχουν την ίδια σύσταση (ποιοτική και ποσοτική) και τις ίδιες ιδιότητες σε
όλη τη μάζα τους.
Περιεκτικότητα (ή συγκέντρωση) διαλύματος ονομάζεται το μέγεθος που εκφράζει την ποσότητα της διαλυμένης
ουσίας που περιέχεται σε ορισμένη ποσότητα διαλύματος.
Αραιό διάλυμα λέμε αυτό που έχει μικρή ποσότητα διαλυμένης ουσίας σε σχέση με το διαλύτη.
Πυκνό διάλυμα λέμε αυτό που έχει μεγάλη ποσότητα διαλυμένης ουσίας σε σχέση με το διαλύτη.
Κορεσμένο διάλυμα λέμε αυτό που περιέχει τη μέγιστη δυνατή ποσότητα διαλυμένης ουσίας, σε ορισμένες
συνθήκες.
Ακόρεστο διάλυμα λέμε αυτό στο οποίο μπορεί να διαλυθεί επιπλέον ποσότητα ουσίας.
Ευδιάλυτη ουσία είναι αυτή που στον συγκεκριμένο διαλύτη μπορεί να διαλυθεί σε μεγάλες ποσότητες.
Διαλυτότητα μιας ουσίας σε κάποιο διαλύτη, είναι το μέγεθος που εκφράζει, τη μέγιστη ποσότητα της ουσίας που
μπορεί να διαλυθεί σε ορισμένη ποσότητα διαλύτη, κάτω από ορισμένες συνθήκες.
β) Η πίεση
i) Η διαλυτότητα των αερίων στα υγρά αυξάνεται με την αύξηση της πίεσης.
ii) Η διαλυτότητα των αερίων στα υγρά ελαττώνεται με την αύξηση της θερμοκρασία.
ΣΠΗΛΙΟΣ ΤΥΡΟΠΑΝΗΣ – ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 5
1. ppm (parts per million): εκφράζει τα μέρη της διαλυμένης ουσίας σε ένα εκατομμύριο (106) μέρη διαλύματος.
π.χ. Ο αέρας περιέχει SO2 σε ποσοστό 2ppm (w). Αυτό σημαίνει ότι:
Σε 1.000.000 μέρη (g) αέρα περιέχονται 2g SO2.
2. ppb (parts per billion): εκφράζει τα μέρη της διαλυμένης ουσίας σ’ ένα δισεκατομμύριο (109) μέρη
διαλύματος.
Γενικά όταν μας δίνεται η περιεκτικότητα δημιουργούμε εύκολα μια απλή κατάταξη και από την αναλογία που
προκύπτει λύνουμε το πρόβλημα. π.χ.
x = 7,5 g HC
2. Σε ποιον όγκο διαλύματος ζάχαρης, το οποίο έχει περιεκτικότητα 25 % w/v, περιέχονται 100 g ζάχαρης;
ΛΥΣΗ
Μπορούμε να γράψουμε:
σε 100mL διαλύματος περιέχονται 25g ζάχαρης
x; 100g
x = 400 mL διαλύματος
Όταν μας ζητείται η % περιεκτικότητα ενός διαλύματος πρέπει να ρωτάμε «στα 100 μέρη διαλύματος πόσα μέρη
διαλυμένης ουσίας έχουμε;».
Προσέχουμε στην εκφώνηση αν πρόκειται για % w/w ή w/v ή v/v, περιεκτικότητα. π.χ.
2. Σε 60 g νερού διαλύονται 10 g υδροξειδίου του νατρίου (ΝαOH), οπότε σχηματίζεται διάλυμα όγκου 63 mL.
Να υπολογιστούν η % w/w και η % w/v περιεκτικότητα του διαλύματος.
ΛΥΣΗ
Για να υπολογίσουμε την % w/w περιεκτικότητα του διαλύματος, πρέπει να γνωρίζουμε τη μάζα του και τη
μάζα της διαλυμένης ουσίας.
Επομένως:
σε 70 g διαλύματος περιέχονται 10 g ΝαOH
100 g x;
x = 14,3 g ΝαΟΗ
Για να υπολογίσουμε την % w/v περιεκτικότητα του διαλύματος, πρέπει να γνωρίζουμε τον όγκο του και τη
μάζα της διαλυμένης ουσίας.
- Ο όγκος του διαλύματος είναι 63 mL.
- Η μάζα της διαλυμένης ουσίας είναι 10 g.
Επομένως:
x = 15,9 g ΝαΟΗ
x = 84 g ΗC
2. Σε 200 g νερού διαλύονται 20 g αλατιού. Το διάλυμα που σχηματίζεται έχει πυκνότητα 1,05 g/mL. Να
υπολογιστούν η % w/w % και η w/v περιεκτικότητα αυτού του διαλύματος.
ΛΥΣΗ
Η μάζα του διαλύματος είναι 220 g (200 + 20) και η μάζα της διαλυμένης ουσίας 20 g. Μπορούμε λοιπόν να
υπολογίσουμε την % w/w περιεκτικότητά του:
x = 9,1 g
Για να υπολογίσουμε την % w/v περιεκτικότητα του διαλύματος, πρέπει να βρούμε τον όγκο του. Αφού
γνωρίζουμε τη μάζα του(220 g) και την πυκνότητά του (1,05 g/mL), βρίσκουμε τον όγκο του:
ΣΠΗΛΙΟΣ ΤΥΡΟΠΑΝΗΣ – ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 8
m 220g
V= = = 209,5mL
p 1,05g / mL
x = 9,55 g αλάτι
Παρατήρηση: αν ένα διάλυμα έχει περισσότερες από μια διαλυμένη ουσίες τότε στον υπολογισμό της ολικής
μάζας του διαλύματος τις προσθέτω όλες μαζί.
3. Σε 50 g νερού είναι διαλυμένα 3 g υδροχλωρίου (HCI) και 7 g θειικού οξέος (Η2SO4). Το διάλυμα έχει
πυκνότητα 1,1 g/mL. Ζητούνται η % w/w και η % w/v περιεκτικότητα του διαλύματος για καθεμία διαλυμένη
ουσία.
ΛΥΣΗ
Για να υπολογίσουμε την % w/w περιεκτικότητα του διαλύματος για καθεμία διαλυμένη ουσία, πρέπει να
γνωρίζουμε τη μάζα του διαλύματος και τη μάζα καθεμιάς ουσίας.
- Η μάζα του διαλύματος είναι 60 g (50 + 3 + 7).
- Οι μάζες των διαλυμένων ουσιών έχουν δοθεί (3 gHCI και 7 g H2SO4)
Άρα:
σε 60 g διαλύματος περιέχονται 3 g HCI
100 g x;
x=5g
y = 11,7 g Η2SΟ4
Το διάλυμα λοιπόν έχει περιεκτικότητα 5 % w/w σε υδροχλώριο και 11,7 % w/w ε θειικό οξύ.
Για να υπολογίσουμε την % w/v περιεκτικότητα του διαλύματος για καθεμία διαλυμένη ουσία, πρέπει να
γνωρίζουμε τον όγκο του διαλύματος και τη μάζα καθεμίας ουσίας.
- Οι μάζες των διαλυμένων ουσιών έχουν δοθεί.
- Ο όγκος του διαλύματος θα βρεθεί από τη μάζα του (60 g) και τη πυκνότητά του (1,1 g/mL):
m 60g
V= = = 54,5mL
1,1g / mL
Άρα:
σε 54,5 mL διαλύματος περιέχονται 3 g HCI
100 mL x;
x = 5,5 g HC
1. Σε 400 g διαλύματος υδροξειδίου του καλίου (ΚΟΗ) με περιεκτικότητα 15 % w/w προστίθενται 100 g νερού.
Να υπολογιστεί η % w/w περιεκτικότητα του αραιωμένου διαλύματος.
ΛΥΣΗ
Για να υπολογίσουμε την % w/w περιεκτικότητα του αραιωμένου διαλύματος, πρέπει να γνωρίζουμε τη μάζα
του και τη μάζα της διαλυμένης ουσίας.
- Η μάζα του αραιωμένου διαλύματος είναι προφανώς (400 + 100) g = 500 g.
- Η μάζα του ΚΟΗ στο αραιωμένο διάλυμα είναι ίση με τη μάζα του στο αρχικό διάλυμα, αφού προστέθηκε
μόνο νερό.
Υπολογίζουμε λοιπόν τη μάζα του ΚΟΗ στο αρχικό διάλυμα:
σε 100 g αρχικού διαλύματος περιέχονται 15 g ΚΟΗ
400 g x;
x = 60 g KOH
Το αρχικό διάλυμα περιείχε λοιπόν 60 g ΚΟΗ, άρα τόσα θα περιέχει και το αραιωμένο. Μπορούμε τώρα να
υπολογίσουμε την περιεκτικότητα του αραιωμένου διαλύματος:
σε 500 g αραιωμένου διαλύματος περιέχονται 60 g ΚΟΗ
100 g x;
x = 12 g KOH
2. 500mL υδατικού διαλύματος χλωριούχου νατρίου (ΝαCl) με περιεκτικότητα 12 % w/v θερμαίνονται, ώσπου
να απομείνει διάλυμα όγκου 300mL. Να υπολογιστεί η % w/v περιεκτικότητα του συμπυκνωμένου
διαλύματος.
ΛΥΣΗ
Για να υπολογίσουμε την % w/v περιεκτικότητα του συμπυκνωμένου διαλύματος, πρέπει να γνωρίζουμε τον
όγκο του και τη μάζα της διαλυμένης ουσίας.
- Ο όγκος του διαλύματος είναι 300mL.
- Η μάζα του ΝαCl στο συμπυκνωμένο διάλυμα είναι ίση με τη μάζα του στο αρχικό διάλυμα, αφού
απομακρύνθηκε μόνο νερό. Υπολογίζουμε λοιπόν τη μάζα του ΝαCl στο αρχικό διάλυμα:
σε 100 mL αρχικού διαλύματος περιέχονται 12 g ΝαCl
500 mL x;
x = 60 g NαC
Η λύση των ασκήσεων ανάμιξης διαλυμάτων βασίζεται στην παρατήρηση ότι: Η ποσότητα της διαλυμένης ουσίας
στο τελικό διάλυμα είναι ακριβώς ίση με το άθροισμα των ποσοτήτων της στα διαλύματα που αναμίχθηκαν. π.χ:
1. Αναμιγνύονται 150 mL διαλύματος υδροχλωρίου (ΗCl) 8 % w/v με 250 mL άλλου διαλύματος υδροχλωρίου
16 % w/v. Ζητείται η % w/v περιεκτικότητα του διαλύματος που σχηματίζεται.
ΛΥΣΗ
Για αν υπολογίσουμε την % w/v περιεκτικότητα του διαλύματος που σχηματίστηκε, πρέπει να γνωρίζουμε
τον όγκο του και τη μάζα του υδροχλωρίου που περιέχει.
- Ο όγκος του διαλύματος είναι προφανώς 400 mL (150 + 250).
- Η μάζα του HCl στο διάλυμα είναι το άθροισμα των μαζών του HCl στα δύο διαλύματα που αναμείχθηκαν
Υπολογίζουμε λοιπόν πόσα γραμμάρια HCl περιείχε καθένα από τα διαλύματα που αναμίχθηκαν:
x1 = 12 g HC
Επομένως, το νέο διάλυμα περιέχει 52 g HCl (12 + 400). Μπορούμε τώρα να υπολογίσουμε την
περιεκτικότητά του:
σε 400 mL του νέου διαλύματος περιέχονται 52 g ΗCl
100 mL y;
y = 13 g HC
Η περιεκτικότητα λοιπόν του διαλύματος που σχηματίστηκε είναι 13 % w/v.
Παρατηρούμε ότι η τιμή της περιεκτικότητας του διαλύματος είναι μεταξύ των τιμών των περιεκτικοτήτων
των διαλυμάτων που αναμίχθηκαν, δηλαδή μεταξύ του 8 % και του 15 %. Μ’ άλλα λόγια, το διάλυμα που
σχηματίστηκε είναι αραιότερο του πυκνού που χρησιμοποιήσαμε (του 15%), αλλά πυκνότερο του αραιού που
χρησιμοποιήσαμε (του 8 %).
2. Πόσα mL ενός διαλύματος υδροξειδίου του καλίου (ΚΟΗ), περιεκτικότητας 15 % w/v, πρέπει να αναμιχθούν
με 400 mL άλλου διαλύματος υδροξειδίου του καλίου, περιεκτικότητας 5 % w/v, για να προκύψει διάλυμα με
περιεκτικότητα 7 % w/v.
ΛΥΣΗ
Έστω ότι πρέπει να χρησιμοποιηθούν ω mL από το πρώτο διάλυμα. Το τελικό διάλυμα θα έχει όγκο (400 +
ω) mL και θα περιέχει όσο ΚΟΗ περιείχαν και τα δύο διαλύματα που αναμίχθηκαν.
Βρίσκουμε την ποσότητα του ΚΟΗ σε καθένα από τα διαλύματα που αναμίχθηκαν:
Το τελικό διάλυμα λοιπόν έχει όγκο (400 + ω) mL και περιέχει (0,15 + 20)g ΚΟΗ. Αφού έχει
περιεκτικότητα 7 % w/v, μπορούμε να γράψουμε:
σε 100 mL τελικού διαλύματος περιέχονται 7 g ΚΟΗ
(400 + ω) mL (0,15 + 20)g
Θυμίζουμε ότι διαλυτότητα μιας ουσίας σ’ ένα διαλύτη ονομάζεται η ποσότητα της ουσίας που πρέπει να διαλυθεί σε
ορισμένη ποσότητα διαλύτη (κάτω από ορισμένες συνθήκες), για να προκύψει κορεσμένο διάλυμα.
Εμείς λοιπόν στις ασκήσεις με τη διαλυτότητα θα ξέρουμε ότι η περιεκτικότητα ενός κορεσμένου διαλύματος μιας
ουσίας μας οδηγεί άμεσα στη διαλυτότητα της ουσίας. π.χ.
1. Η διαλυτότητα της ουσίας Α στο νερό, στους 20°C, είναι 25 g Α ανά 100 g νερού. Πόση είναι η % w/w
περιεκτικότητα ενός κορεσμένου υδατικού διαλύματος της Α, θερμοκρασίας 20°C ;
ΛΥΣΗ
Για να υπολογίσουμε την % w/w περιεκτικότητα, πρέπει να βρούμε πόσα γραμμάρια της Α περιέχονται σε
100 g του κορεσμένου διαλύματός της.
Σύμφωνα με την άσκηση, σε 100 g νερού μπορούν να διαλυθούν το πολύ 25 g Α, οπότε θα προκύψουν 125 g
κορεσμένου διαλύματος.
Μπορούμε λοιπόν να υπολογίσουμε αυτό που ζητάμε:
2. Η διαλυτότητα του νιτρικού καλίου (ΚΝΟ3) στο νερό, στους 20°C, είναι 32 g νιτρικού καλίου ανά 100 g
νερού. Σε 200 g νερού, θερμοκρασίας 20°C, προσθέτουμε:
α) 60 g νιτρικού καλίου
β) 70 g νιτρικού καλίου
Τι θα συμβεί σε κάθε περίπτωση; Σε ποια περίπτωση προκύπτει κορεσμένο διάλυμα νιτρικού καλίου; πόση είναι
η % w/w περιεκτικότητα αυτού του διαλύματος;
ΛΥΣΗ
Αφού σε 100 g νερού μπορούν να διαλυθούν 32 g ΚΝΟ3, σε 200 g νερού μπορούν να διαλυθούν 64 gΚΝΟ3. Έτσι:
α) Αν προσθέσουμε 60 g ΚΝΟ3, θα διαλυθούν όλα και θα προκύψει ένα ακόρεστο διάλυμα.