Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 232

ΛΙ N O T Π Ο Λ Ι Τ Η

ΙΣΤΟΡΙΑ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΥ' ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
Π ρόεδρος Σ τέλιος Π. ΙΙ λνλγοιιοι λος , Α ντιπρόεδρος Μ ανολιις
Χ ατ ζηδακης , Iενική ς Γ ραμματέας Α ιίςτοηογλος Μ ανεςης , Ταμίας
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Γ ιώργος Δ ε ρτι λι ις , Μέλη Σ ι ιιρ ο ς Λ οξιαλιις , Δ . Ν. Μ αρωνιτμς ,

Γ. Π. Σ αμιιιδιις , Ν ικος Σ ιιορώνος , ΙΙας . Ha . Σ φγροερας /·” Ε Κ Δ Ο ΣΗ

Δ ιευθυντή ς τ ο ύ Ίδρχίματος Κ. X. ΚΑΣΔΑΓΛΗΣ

ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΙΙΕΖΙΙΣ

Α Θ Η Ν Α 1989
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Σνμφίονα μ ι ι nr /un'or/n/tn n or l.ynincn mv roti Μ ορφω τικού 'Ιδρύμ α τος


11'.Ονιπη , Tin ι:ν' η ;, ιό κι t/iii’n, π ροτού παραΐίοΟτ,ϊ σ το τνπογηαφπ ϊο, το
λιιίβαο'ΐ ή η rn ηγιΐ rij·; ιια ; Ιί. / / . 1 [α π α νοϋτσος
Τό βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε πρώ τα στα άγγλικά, «Λ H istory
o f M odern Greek L iteratu re», ’ Οξφόρδη, C la ren don P ress (1 η
έκδ. 1973, ανατύπω ση με διορθώσεις 1975). Π ροηγουμένως είχε
κυκλοφορήσει μ ια πολύ συντομότερη έκδοση,με τον τίτλο a Ιστο­
ρία τής νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Σ υνοπτικό διάγραμμα. Β ι­
βλιογραφ ία», Θ εσσαλονίκη ( 1η έκδ. 1968, 2η έκδ. συμπληρω ­
μένη 1972, 3η έκδ., μέ προσθήκες και βελτιώ σεις και με αλλαγ­
μένο τον τ ίτ λ ο : «Σ υνοπτική ιστορία τής νέας ελληνικής λογο­
τεχνίας. Β ιβλιογραφ ία. ’Ε πίμετρο», 1977). "Οπως το δήλωνα
από την π ρώ τη έκδοση, ατό συνοπτικό αυτό διάγραμ μ α απ οτελεί
μ ια σύνοψη πολύ π εριληπ τική μ ια ς έκτενέστερης 'Ιστορίας πού
ετοιμάζω , καθά>ς καί των μαθημάτω ν πού παρέδιδα επί πολλά
χρόνια με τον γενικό τίτλο Σ ταθμοί τής νεοελληνικής λογοτε­
χνίας». Ε ίναι ένα πρόχειρο βοήθημα, πού θεώρησα σκόπιμο νά
δώσω γ ια τούς φοιτητές, πολύ συμπυκνω μένο : ή κυρίως ιστορία
εκτείνεται σε 68 μόνο σελίδες, καί ακολουθεί μ ιά βιβλιογραφ ία-
άναγραφή τέϋν εκδόσεων των έργων, καθώς καί ένα Ε π ίμ ετρο
στο τέλος π ού περιέχει ένα γενικό βιβλιογραφ ικό βοήθημα γ ιά
τή νεοελληνική γλώ σσα καί φιλολογία.

Τό Δ ιοικητικό Συμβούλιο τοΰ Μ ορφωτικού 'Ιδρύματος ’Εθνι­


κής Τραπέζης, ϋστερ’ άπό εισή γ η ση τοΰ Γ ενικού Γ ραμματέα,
θεώρησε χρήσιμ ο νά συμπεριλάβει στή Β ιβλιοθήκη Γενικής
Π αιδείας πού εκδίδει, καί τήν εκτενέστερη (('Ιστορία» μου.
’Ε πειδή ή αρχική έκδοση άπευθυνόταν κυρίω ς στον άγγλο καί
γενικότερα στον ξένο άναγνώ στη, χρειάστηκε στήν ελληνική έκ­
δοση νά γίνουν άρκετες αλλαγές. Τό κείμενο έτσι Αναθεωρήθηκε
ολόκληρο, κ α ί ακόμη προσαρμόστηκε στις νεώτερες άπόψεις καί
1li I , /mona : τά συμ περάσμ ατα οπού είχε καταλήξει στό μ εταξύ ή επ ιστημ ο­
"Ι.ν.. ■ι·:η , . ·Λ(ΐ;;ντ I'.178 νική έρευνα ( γ ιά τ ό χρόνο π .χ. δπου άποδείχτηκε πώς έζησαν ό
ζ'
ΙΠΌΛΟΓΟΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Σ αχλίκης καί ό Φ αλιέρος), καί φ-υσικιι ένημεριόΟηκε στα σημε­ σέ ορισμένα ση μ εία ( όπως π .χ. γ ιά τήν παλαιότερη φάση τής λο­
ρινά δεδομένα, καί στά σώ μα τού βιβλίο» καί στη βιβλιογραφ ία. γοτεχνίας μ α ς ) ή στις επιμέρους τομές, ο ί απόψεις μας δεν συμ ­
’Εκείνο πού εχει ρ ιζικ ά αλλάζει είναι το τελευταίο κεφάλαιο γιά π ίπ τουν απόλυτα, καί ό τι θά ήταν χρήσιμ ο νά υπάρχει μ ιά έκθεση
τη μεταπ ολεμική π ο ίη σ η και πεζογραφ ία. Σ την πρώ τη του μορ­ άπά διαφ ορετική προοπτική.
φή] τι) κεφτίλαιο αυτό ήταν αρκετά εκτεταμένο, οι άγγλοι εκδό­ Π ολλά οφείλει επ ίσης τά βιβλίο στις προηγούμενες επιμέρους
τες υμιος θειάρησαν πέος δεν π αρείχε τόσο ενδιαφέρον γ ιά το κοι­ εργασίες κ αί έρευνες —ιδιαίτερα στά κεφ άλαια πού δεν άποτέ-
νά προς το όποιο απευθυνόταν το βιβλίο, καί έτσι συμπτύχθηκε λεσαν πεδίο δικών μου ερευνών ή Οεωρήαευτν. Γ ιά τις εργασίες
σέ ένα 'Ε πίμετρο πέντε μόνο ιτελίδιον. Τι) περίεργο είναι πέος οι τού Κ. Θ. Δ ημαρά γιά τά διαφ ω τισμό κ αί τά ρομαντισμό, μ ίλ η σ α
περισσότερες κ ρ ιπ κ ές π εριορίστηκαν στο επίμετρο κ α ί καταλό­ ήδη. Σ τά κεφάλαιο γιά τά δημοτικό τραγούδι στη ρίχ τη κ α προ­
γισαν ιυς έλλειψη τού βιβλίου τά ότι ήταν στο σημείο αυτά τόσο πάντω ν σ τις μελέτες τι»ν Γ. Μ Α π ο σ το λ ά κ η , Σ τ. II. Κ υριακίδη
σνντο/ιο. Tòma τά κει/ ιίλιιιο ξαναγράφ τηκε άπά την αρχή, πήρε κ α ί S. B a u d -B o v y γ ιά τον Κ αβάφ η ατά β ιβ λία τιών Τ. Μ αλά­
τήν άνόλογη έ κ ια σ η καί τί]ν κανονική τον θέση στο τέλος τον νου, Σ τρ. Τ σίρκα, F. Μ. P on ta n i, Γ. II. Σ αββίδη- γ ιά τάν Κ α-
βιβλίου ιος 17ο κεφιίλαιο. ζαντζά κ η στάν 11. Π ρεβελάκη. Γ ιά τά τρία τελευταία κεφάλαια,
'Ιστορίες τής νεοελληνικής λογοτεχνίας έχουν γρ α φ τεί αρκε­ πού άφοροΰν τή σύγχρονη εποχή, καί όπου ή κριτικ ή άπ οτίμ ηση
τές, τά τ ελεεί aia χρόνια μ ά λ ισ τα έχουν εντυπω σιακά π ληθύνει. κ α ί δυσκολότερη είναι καί μ ο ιρ α ία π ιο υποκειμενική, θεώρησα
"Λν εξαιρέσουμε ι ίς πολύ παλιές ( τον I. Ρ ίζου Νερουλού, τον πέος έπρεπε περισσότερο νά στηριχτώ) στις άπόψεις τών εγκυρό­
Λ. Ρ . Ρ αγκαβή ή ιού Λ. D ie.lerich), χρήσιμες μένουν πάντα, άπά τερων κριτικώιν. ’Έ τσι, εκτός άπά τά σχ ετικ ά β ιβλία πού ανα­
τις ξένες, τον I). ( /It-sseling (1920), τού Β. K n ós (1962), τόϋ φέρω στη βιβλιογραφ ία, διάβασα όλες τις κριτικές πού γράφ τη­
Μ. Villi ( 1971, ελλ. έκδ. 197Η), καί οι σύντομες τού A. M iram - καν σ τά φ ιλολογικά περιοδικά, κυρίω ς στη «Νέα Ε σ τία » , «Κ ρι­
bel ( 1956) καί του 11ε. L m 'ugnini ( 3η έκδ. 1969)· άπά τις ελλη­ τ ικ ή » , ιέ Ε ποχές», κ.ά. ( κριτικές Α. Κ αραντώ νη γ ιά τήν π οίη ­
νικές, τον Λ. Κ αμπάνη ( 1925, 5η έκδ. 1948) καί οι συντομότε­ ση, Γ. Χ ατζίνη, Α. Σ αχίνη κ.ά. γ ιά τήν πεζογραφ ία, Μ.'Λνα-
ρες τον II. II. ΙΙουι ιεοίδη ( 1933) καί τού I. Μ. Π αν αγιοττ ύπου­ γνω στάκη, Νόρας Ά ναγνω στάκη, Τ. Σ ινόπουλου κ.ά. γ ιά τή με­
λου (1938). Ί δ ια ίιε ρ η θέση κατέχει, βέβαια, ή μεγάλη συνθε­ τα π ολεμ ικ ή π οίηση)· σέ ορισμένα μ ά λ ισ τα σ η μ εία δέ δίστα σα νά
τικ ή « Ι σ τ ο ρ ία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας» τοϋ Κ . Θ. Δη- κρατήσω ακόμη καί αυτούσια μ ιά επιτυχημένη διατύπ ω ση, άφοΰ
μαρά (1948, πολλές ι'.ίιιιί κδιίατις) , ή πληρέστερη κ α ί ή π ιο υ­ ή πρόθεσή μ ο υ ήταν νά δώσω άκριβώις τις απόψεις τής κριτικής.
πεύθυνη ιος τέιριι ειαοουσίαση. Σ τήν Ε ισαγω γή, γ ιά τά σχ ετικ ά μέ τήν ελληνική γλώ σσα ή δια­
Τά βιβλίο α ύ ιά όιγείλΐΊ πολλά σε όλες τις παραπάνω συνθέ­ π ρ α γμ ά τευ ση έγινε μέ β άση τή «Σ ύντομη ιστορία» τοϋ Γ. Ν.
σεις, τ lì περισσιίι in a ιίσφ·ιιλως σ ιά βιβλίο τον Λ. θ . Δ ημαρά' ό Χ ατζιδάκι, τήν « Ι σ τ ο ρ ικ ή εισαγω γή» τοϋ Μ. Τ ριανταφνλλίδη
δεσμός μου α λλιοσιε μ ι ι ι)ν συγγραφ έα είναι στενάς κ α ί μακρο­ κ α ί τά « B erich t» τοϋ Σ τ. Γ. Καψωμένου.
χρόνιος καί οί ιιπ ο ψιτ ς /ιιις γιά ιή Οειάρηση των π ρα γμ ά τω ν σε
π άρα πολλιί ση/ι.εια ι α υ ιό ο ημι ς. 11ροοςιέιθησα κιίθε φορά νά ση­ ’Εκείνο ποέ) προσπάθησα ήταν νά δώσω μ ιά συνοπτική κ α ί όσο
μειώ νω όπου δανείζομαι μ ιά ιδέα ιο υ ή /inι διατύπω σή του ( ιδίω ς γίνετα ι άντικειμενική παρουσίαση τής ιστορίας τής νεοελληνικής
σ τά κεψ'ΐίλαιa γιά ιά διαι/'ωι ιο/ιά ή ιά ρο/ιανι ισ/ιό, θέματα πού λογοτεχνίας άπά τις πρώ τες αρχές μ έσα στή βυζαντινή εποχή ώς
τά έχει ό ίδιος έ ξα ν ιλ η ι ικά ini υνήοι ι ), θέι υπάρχουν όμω ς ασφα­ τις μέρες μας. ’Αλλά μ ιά ιστορία μόνο ως ένα ορισμένο σημείο
λώς καί ση μ εία ίσιου ιά όριο όνιίμι σα σ ιή ν ενσυνείδητη οφειλή μ π ο ρ ε ί νά είναι αντικειμενική· θά έλεγα μ ά λ ισ τ α πώ ς μ ιά από­
καί στην ασυνείδητη ιινά/ινηση ή καί ιή ν ι αυι ότη τιι το ύ στοχα­ λυτα αντικειμενική θεώρηση, κ α ί κατορθωτέ] αν ήταν, δέ θά είχε
σμού vii μήν είναι π ιίν ιο ιε ι ΰκολο νίι ζι χωρίσουν. "Αν, δίπ λα στη ενδιαφέρον. ’Έ τσι μπ ορεί, στήν ιδιαίτερη τοποθέτηση ορισμένων
δική του rΙστορία, παρουσιάζω ( υ σ ιιιέ άπά εριιίντα χρόνια ) στά συγγραφ έω ν ή έργων έ) στάν τυχόν π αραμ ερισμό άλλων, νά δια-
έλλ.ηνικά κοινά καί ιή δική μ ο υ , ο' α ύ ιά μ ί παρακίνησε τά ότι φ αίνεται κάπ οια π ροτίμ ηση υποκειμενικέ]. Ό συγγραφ έας ώ στό-
Ί 0'
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ

σο γενικά άπέφυγε να κάνει έργο λογοτεχνικού κριτικού καί θέ­ πού πήρε. Σ έ δλη τή διάρκεια τής συγγραφής μ οϋ στάθηκε κοντά
λησε να τονίσει, δσο το μπορούσε, τη θέση τοΰ καθενός μ έσ α στην μ έ τή συνεχή ηθική της ενίσχυση καί μέ τήν ουσιαστικότερη
ιστορική εξέλιξη. Το κ α τά πόσο ή εξέλιξη αυτή, όπως παρουσιά­ βοήθειά της, ή γυναίκα μου. Τέλος οί ευχαριστίες μου άπευθύ-
ζεται, είναι σω στή, αυτό δεν μ π ο ρ ε ί να το κρίνει ο ίδιος. ’Ίσω ς νονται στον διευθυντή τού 'Ιδρύματος κ. E. X. Κ άσδαγλη κ α ί
ό ένας να θεωρήσει πώ ς δόθηκε περισσότερο βάρος στην καθαρή στήν κυρία Ειρήνη Μ εϊτάνη γιά τις φροντίδες τους γ ιά τήν κ α ­
λογοτεχνία καί λιγότερο στην Ιστορία τω ν ιδεών, ό άλλος πώ ς λύτερη παρουσίαση τού βιβλίου.
δε συνδέθηκε αρκετά ή λογοτεχνική μ ε τήν π ολιτική ιστο ρ ία ή
μ ε τις κοινωνικές δομές τής κάθε εποχής, και οί κρίσεις αυτές Σεπτέμβριος 1978 Λ.Π.
μ π ο ρ ε ί κα τά ένα μέρος να είναι σω στές. Α λλά ό συγγραφ έας
είνα ι φιλόλογος, κ α ι μ έσ α άπό τις δυνατότητες τής επ ιστή μ η ς
του θεώρησε πώ ς εκείνο πού μπορούσε να επ ιζη τή σει ήταν προ­
πάντω ν ή φ ιλολογική τεκμηρίω ση κ α ι άκρίβεια.
Π άντως το βιβλίο θέλησε ν' απευθυνθεί σ ’ ένα ευρύτερο ανα­
γνω στικό κοινό, σέ δσους ένδιαφέρονται κ α ι άγαποΰν τή λογο­
τεχνία μα ς καί επιθυμούν να γνω ρίσουν κάπω ς υπεύθυνα τήν
ισ το ρ ία της· φ υσικά έλπίζιο νά είναι χρήσιμο καί γ ια τον σπου­
δαστή κ α ί για τον εκπαιδευτικό. Τά π ρά γμ α τα , στα τριάντα χρό­
νια πού πέρασαν άπό τότε πού άρχισα νά διδάσκω τή νεοελληνι­
κή φ ιλολογία στο Π ανεπιστήμιο τής Θ εσσαλονίκης, έχουν αλλά­
ξει αρκετά. 'Η νεοελληνική λογοτεχνία έχει πάρει σήμερα πολύ
π ιο σημ αντική θέση κ α ί στή Μ έση ’Ε κπαίδευση καί στα Πανε­
π ισ τ ή μ ια , καί ή εκπ αιδευτική μεταρρύθμιση τον 1976 ανοίγει
νέες εντελώς π ροοπτικές γ ιά το μ άθημ α τώ ν νέων ελληνικών καί
γ ιά τις νεοελληνικές σπουδές γενικότερα. Θά ήμουν ευτυχής αν
το βιβλίο μπορούσε νά βοηθήσει στο γενναίο αυτό β ή μ α πού
συντελεϊτ αι.

Ε υχαριστώ θερμά το Μ ορφωτικό "Ιδρυμα τής ’Εθνικής Τράπε­


ζας, πού αποφ άσισε νά συμπεριλάβει το βιβλίο στή Β ιβλιοθήκη
Γ ενικής Π αιδείας τώ ν εκδόσεών του, μ ιά σειρά πού έγινε ήδη
δεκτή μέ ικανοποίηση άπό το ευρύ αναγνω στικά κοινό. ’Ιδ ια ί­
τερα ευχαριστώ τον συνάδελφο κ. Γ. Π. Σ αββίδη γ ιά τις χρή­
σιμ ες υποδείξεις του ιδίω ς στα τελευταία κεφάλαια. Ε ιδικά γιά
τά 17ο κεφάλαιο ση μ α ντικ ή στάθηκε ή βοήθεια πού μ ο ϋ πρό-
σφεραν, μ έ τή συγκέντρω ση τού υλικού κ α ί τις κριτικές παρα­
τηρήσεις τους, ο ί π α λα ιο ί μαθητές μου, π α νεπ ιστη μ ια κ οί βοηθοί
κ.κ. Π. Π ίστας καί Γ. Κ εχαγιόγλου. Χωρίς τήν πρόθυμη αυτή
προσφορά τους τά κεφάλαιο δέ θά μπορούσε νά πάρει τή μορφ ή
ια
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος..................... ζ -ια
Εισαγωγή ................ 1-22
(ΗJ Οί αρχές. Περίοδοι . . . . 1
^ >Νέα έλληνική γλώσσα . . 4
TÒ γλωσσικό ζήτημα . . 11
Νεοελληνική στιχουργική 18

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΑΡΧΕΣ
ΩΣ ΤΟΝ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ ΑΙΩΝΑ
1. 'Η λογοτεχνία πριν άπο την "Αλωση (11ος-15ος
α ί . ) ................................................................................ 25-46
Τί> έπος τοϋ Διγενή Ά κ ρ ιτ α ............................. 27
Στην αύλή των Κομνηνών................................... 30
Ή Φραγκοκρατία. 'Ιπποτικά καί αλλα μυθιστο­
ρήματα.............................................................. 32
Άλληγορικά καί άλλα........................................... 41
Σαχλίκης καί Φαλιέρος....................................... 44

2. Μετά την "Αλωση (15ος-17ος α ί . ) ................... 47-64


Ή λογοτεχνία στα φραγκοκρατούμεναμέρη . . . 47
Ποίηση τής ’Αναγέννησης στην Κρήτη ........... 49
Πετραρχισμός στην Κ ύπ ρ ο ................................. 52
Ή πνευματική κίνηση στή Διασπορά καί στον
τουρκοκρατούμενο έλληνισμό. Δημοτική πε­
ζογραφία .......................................................... 54
Ό δέκατος έβδομος αιώνας ............................... 60
ΠΕΡΙΕΧΟΜ ΕΝ Α ΠΕΡΙΕΧΟ ΜΕΝΑ

3. 'Η λογοτεχνική ακμή στήν Κρήτη (1570-1669) 65-82 Ελληνικός ρομαντισμός ...................................... 170
Πεζογραφία καί θέατρο .................................... 180
Κρητικό θέατρο ....................................................... 65
Τραγωδίες ............................................................... 68 10. Ή γενιά τοϋ 1880. Νέα ’Αθηναϊκή σχολή. Κω-
Κ ω μ ω δίες................................................................. 70 στής Παλαμας ......................................................... 184-199
Ποιμενική ποίηση..................................................... 72
Θυσία τοϋ ’Αβραάμ καίΈ ρω τόκριτος............. 75 Ή δεκαετία 1870-1880 ...................................... - 184
Ή γενιά τοϋ 1880. Παρνασσισμός .................. 186
4. 'Ο δέκατος ογδοος αιώνας. Νεοελληνικός Κωστής ΙΙαλαμάς................................................. 192
διαφω τισμ ός............................................................. 83-100
11. Ή πεζογραφία μετά το 1880. Το ήθογραφικό
Πρώτη περίοδος: 1669-1770/80 ....................... 84
διήγημα. Τό γλωσσικό ζήτημα καί ό Ψυχάρης 200-218
Δεύτερη περίοδος: 1770-1820. ΊΙ άκμή τοϋ δια­
φωτισμού. Τό γλωσσικό ζ ή τ η μ α ................... 94 Τό ηθογραφικό διήγημα .................................... 200
Α. Κοραής ............................................................ 98 Τό γλωσσικό ζήτημα καί ό Υυχάρης ............ 208
Νεώτεροι πεζογράφοι. Γρ. Ξενόπουλος.............. 214
5. Το δημοτικό τραγούδι............................................. 101-119 Τό θέατρο ........................................................... 217
Ή τεχνική .............................................................. 114
12. 'Η ποίηση γύρω καί ύστερα άπο τον Παλαμά 219-226
Οί σ υλλο γές............................................................ 118

13. Καβάφης, Σικελιανός. 'Η ποίηση ως τά 1930 227-250


ΔΙΙΠ 'ΙϋΌ Μli ΙΌΣ
Κ. Π. Καβάφης..................................................... 227
Δ Κ Κ Λ Τ Ο Σ ΚΝ ΛΤ Ο Σ Α. Σικελιανός .................................................... 235
Κ Α Ι ΚΙ Κ Ο Σ Τ Ο Σ Α ΙΩ Ν Α Σ Ή ποίηση ώς τό 1930 ....................................... 244

6. Οί δεκαετίες πριν άπο τήν ’ Κπανάσταση. Ρήγας. 14. Οί πρώτες δεκαετίες τοϋ αιώνα μας. 'Η πεζο­
Χριστόπουλος. Πηλαράς ......................................... 123-137 γραφία μετά τον Ί'υχάρη. Ν. Καζαντζάκης. . 251-279
Οί πρώτες δεκαετίες τοϋ αιώνα μας .............. 251
7. Σολωμός .................................................................... 138-151 Ή πεζογραφία στα χρόνια 1900-1920 ............ 254
Τό θέατρο ........................................................... 261
8. 'Ο Κάλβος. 'II ' Κφτανησιώτικη σχολή καί ό Ή κριτική .......................................................... 265
Β α λαω ρίτης................................................................ 152-167 Ν. Καζαντζάκης................................................... 269
Α. Κάλβος ............................................................ 152
Έφτανησιώτικη σ χ ο λ ή ......................................... 156
15. Ή γενιά τοϋ 1930. Ποίηση ............................... ζ}80-301
Α. Βαλαωρίτης .................................................... 164 Γ. Σεφέρης........................................................... 280
'Υπερρεαλισμός καί νεώτεροι ............................ 290
9. Το έλληνικό κράτος. ( )ί Φαναριώτες καί ή ’Α­
θηναϊκή σχολή. 'Κλληνικός ρυμαν: ισμ.υς . . . . 168-183 16. 'Η γενιά τοϋ 1930. Π εζογραφία........................ 302-332
Τό έλληνικό κράτος ........................................... 168 Τό θέατρο καί ή κριτική ................................... 325
ιε'
ΠΕΡΙΕΧΟ ΜΕΝΑ
333-367 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
17. Μεταπολεμική ποίηση καί πεζογραφία
'Η π ο ίη σ η .......................................................... 335
Ή πεζογραφία.................................................... 346
Το θέατρο καί ή κριτική ............................... 362

Συγκριτικοί χρονολογικοί Πίνακες 369-390

Εκλογή βιβλιογραφίας 391-419 ΟΙ ΑΡΧΕΣ. ΠΕΡΙΟΔΟΙ

423-446 "Ενα άπο τά πρώτα θέματα πού έχει ν’ αντιμετωπίσει ό ιστο­


Ευρετήριο ρικός τής νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι το πότε άκριβώς τοπο­
θετούνται οί αρχές τής νέας αύτής ελληνικής λογοτεχνίας. Πολύ
συχνά, στο εξωτερικό ιδίως, γίνεται λόγος γιά βυζαντινή (ή με­
σαιωνική) καί νέα ελληνική λογοτεχνία σαν για ένα αδιάσπαστο
σύνολο. ’Αλλά πότε αρχίζει ή νέα έλληνική νά άποχωρίζεται άπο
\ τή βυζαντινή, πότε αρχίζει ό νεοελληνικός πολιτισμός γενικό­
τερα ν’ άποκτά δική του υπόσταση καί νά διαφοροποιείται άπο
τον βυζαντινό; Καί πότε ό βυζαντινός παύει πιά νά υπάρχει;
”Αν άποβλέιύουριε στά ιστορικά γεγονότα καί uòvo, τότε βέ­
βαια μ,ιά σαφής τομή είναι τ&_1453. Μέ τήν άλωση τής Κωνσταν­
τινούπολης καί τήν πτώση του βυζαντινού κράτους, σταματά ου­
σιαστικά καί ή βυζαντινή ιστορία, έπομένως καί ό βυζαντινός
πολιτισμός. Στήν ιστορία όμως —καί πιο πολύ στήν ιστορία τήν
πνευματική— τέτοιες άπότομες καί αυθαίρετες τομές δεν υπάρ­
χουν ’U ρουμάνος ιστορικός jo rg a μίλησε γιά «Byzance après
B yzan ce»,1 καί οί επιστήμονες συχνά χρησιμοποιούν τον δρο
«μεταβυζαντινός». ’Έ τσι άλλωστε συμβαίνει πάντα στις μετα­
βατικές περιόδους: το παλιό συνυπάρχει με το καινούριο —ή καί
αντίστροφα, προσθέτουμε, το καινούριο έχει κάμει κιόλας τήν
παρουσία του δίπλα στο παλιό. Είναι, δπως θά δούμε, ή περί­
πτωση γιά τή νέα έλληνική λογοτεχνία.
Δεν μοΰ άρέσει νά χρησιμοποιώ γιά τή μετά τήν "Αλωση
λογοτεχνία τον δρο «μεταβυζαντινός». ’Αντίθετα άπ’ δ,τι συνέ­
βηκε πιθανώς σέ άλλους τομείς (δπως π.χ. στή ζωγραφική),γττή.
λογοτεχνία τά βυζαντινά κατάλοιπα, άν υπάρχουν, είναι έλά-
χίστα. Αντίθετα, στούς τελευταίουε αιώνες τού Βυζαντίου πα-
ρ’ό ϋσίαζονται ορισμένα στοιχεία με εκδηλο χαρακτήρα, μπορούμε

1. Ν. Jorga, Byzance après Byzance, Βουκουρέστι 1935.

ις' 1
ΕΙΣΛΓΩ ΓΙΙ ΕΙΣΛΓΩΓΙΙ

άφοβα νά πούμε, «νεοελληνικό». 'Όταν έπεσε ή Πόλη, ό λαός όπως έχει στις λογοτεχνίες των άλλων ευρωπαϊκών εθνών.
θρήνησε τήν~πτώση της μ’ ένα τραγούδι όπου είναι κιόλας δια­ 11ρώτα γιατί ή έλληνική γλώσσα είναι άπό τή φύση της συντη-
μορφωμένοι οί εκφραστικοί τρόποι καί ή τεχνική, πού τούς συ­ ρητική καί άργή στήν εξέλιξή της (πράγμα πού δυσκολεύει τις
ναντούμε υστέρα αύτούσιους στο κλέφτικο τραγούδι τού 18ου σαφείς διακρίσεις), κυρ!ως”όμως γιατί τό Βυζάντιο κυριαρχεί-
αιώνα. Τά ’ίδια αύτά χαρακτηριστικά τά συναντούμε όμως και ται, καθώς θά δούμε, άπό έναν γλωσσικό αρχαϊσμό, πού φέρ~νει
σέ τραγούδια προγενέστερα, τής βυζαντινής άσφαλώς έποχής, εμπόδια —άκόμα καί στα δημιουργήματα τής δημώδους λογο­
όπως π.χ. τά άκριτικά ή άλλα. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρεΐται τεχνίας— στή χωρίς περιορισμούς ή προσμείξεις χρησιμοποίηση
καί στην έντεχνη λογοτεχνία- τά Έ η αηοπ αίγνια π.χ. (γραμμένα άνόθευτης τής όμιλουμένης γλώσσας. Γι’ αύτό τά στοιχεία πού
την έποχή τής Ά λώσεως) έχουν τά ίδια χαρακτηριστικά μέ τά άναφεραμε παραπάνω (όπως τών έκφραστικών τρόπων τού δη­
ποιητικά δείγματα τά πριν άπό την "Αλωση, καί οδηγούν φυ­ μοτικού τραγουδιού), στοιχεία χαρακτηριστικά «νεοελληνικά»,
σιολογικά στήν ποίηση τού δεύτερου μισού τού 15ου αιώνα. ’Από είναι περισσότερο άποφασιστικά άπό τό γλωσσικό τεκμήριο
τον Διγενή ώς τον ’Ε ρωτόκριτο υπάρχει ενότητα καί έξέλιξη μονάχα.
οργανική, άδιάσπαστη, ώστε μιά τομή στά 1453, πού θά χώ­ "Ετσι, ενώ μερικές παλαιότερες —άλλά καί νεώτερες— ιστο­
ριζε τή λογοτεχνία σέ «βυζαντινή» καί σέ «μεταβυζαντινή», θά ρίες τής νέας ελληνικής λογοτεχνίας άρχίζουν τήν έξιστόρηση
ήταν αύθαίρετη καί θά έβίαζε τήν πραγματικότητα. Τή βυζαν­ άπό τό 1453 (κάποτε καί άργότερα, άπό τήν κρητική λογοτε­
τινή «δημώδη γραμματεία»,2 άκριβώς έπειδή άναγνώρισε τή συ­ χνία), οί νεώτεροι μελετητές είναι σύμφωνοι πώε ή άονή τήε
νοχή της, τή συνέχισε ό Knirribacher ώς τά Ϊ869ήως τήν πτώση νεοελληνικής λογοτεχνίας πρέπει νά τοποθετηθεί στό έπος τού
δηλ. τής Κρήτης. "Αλλοι μελετητές, για” νά οικονομήσουν τά - ^Υενη Άκ^ϊΤταΆγραμμένο πιθανότα-ρτ στό πρώτο μισό τοΰΤϊου
πράγματα, μίλησαν γιά «ύστερομεσαιωνική» ή «πρωτονεοελ­ αιώνα, που είναι τό πρώτο λογοτεχνικό (γραπτό) κείμενο, όπου
ληνική» λογοτεχνία.3 Φυσικότερο —καί συμφωνότερο μέ τά χρησιμοποιείται ή νέα ελληνική γλώσσα. ’ Απορρέει άλλωστε τό
πράγματα— είναι νά παραδεχτούμε πώς το νεοελληνικό στοι­ επικό αύτό ποίημα, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, άπό τά ακ ττιτικ ίι
χείο φανερώνεται, κάτω άπό το λόγιο βυζαντινό έπίστρωμα, άπό δημοτικά τραγούδια τού ίδιου έπικοΰ κύκλου, καί έντάσσεται
τά βυζαντινά άκόμη χρόνια, καί νά θεωρήσουμε πώς ή «δημώ­ στό ’ίδιο επικό πνεύμα πού διατρέχει εκεΤνη τήν εποχή τή Δύση
δης γραμματεία» τής τελευταίας βυζαντινής έποχής —το_ πιο καί τήν ’Ανατολή καί μαρτυρεί τό πρώτο σκίρτημα μιας νέας
ζωντανμ'τμήμα τής βυζαντινής λογοτεχνίας, μέ τ ά στοιχεία τής συνείδησης έθνικής.
μελλοντικής έςέλιςης μέσα του— αποτελεί τήν άρχή τής κα­ Δέ χρειάζεται νά δηλώσουμε έδώ εισαγωγικά τις περιόδους
θαυτό νέαε ελληνικής λογοτεχνίας. στις όποιες χωρίζεται ή ιστορία τής νέας έλληνικής λογοτεχνίας.
Μιά διάκριση πού θά ήταν αποφασιστική στο κρίσιμο αύτό Τά κεφάλαια τού βιβλίου αύτοΰ δίνουν στον άναγνώστη μιάν
σημείο, είναι βέβαια ή γλώσσα. 11ραγματικά, στον Διγενή κιό­ άρκετά σαφή εικόνα γ ι’ αύτό. Συνοψίζοντας μόνο μπορούμε νά
λας, καί σέ μεγαλύτερο βαθμό στά μυθιστορήματα τού 14ου αιώ­ πούμε πώς υπάρχει μιά πρώτη φάση, πού τελειώνει οργανικά
να, θά συναντήσουμε τις πρώτες προσπάθειες νά χρησιμοποιηθεί οχι (καθώς είπαμε) μέ τήν άλωση τής Πόλης, άλλά μέ τήν πτώση
στον έντεχνο λόγο ή όμιλουμένη, λαϊκή, δηλ. νεοελληνική γλώσ­ τής Κρήτης στά 1669. Ό 18ος αίώναε. αΐώναε (όπωε καί στή
σα. Τό τεκμήριο όμως τής γλώσσας δέν έχει τόση βαρύτητα Δύση) άντίποίητίκοε. χαρακτηρίζεται ·π-Γρι.<τσότρρ« άπό τήν έν-
τονη πνευματική δραστηριότητα καί τήν άνάπτυξη τής παιδείας,
2. Κ. Krumbacher, Geschichte der byzantinischen Literatur, 2η κυρίως ~με~τήν επίδραση τού ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Κέντρο
έκδ., Μόναχο 1897, § 328 κ.έ., σσ. 787 κ.έ. Βλ. καί μετάφραση Γ. Σω- τώρα είναι οι παραδουνάβιε^ ήγεμονίεε ύπό τ ούς "Ελληνεε ήγε-
τηριάδη, ’Αθήνα 1900, τόμ. 3, σσ. 1 κ.έ.
3. Ε. Κριαρας, 'Η μεσαιωνική ελληνική γραμματεία. (Τά όρια, μερικά 4. "Ολες οί νεώτερες Ιστορίες τής νεοελληνικής λογοτεχνίας άρχίζουν
χαρακτηριστικά) [’Αθήνα 1950] (ανάτυπο άπό την Άγγλοελληνική Ε π ι­ μέ τον Αιγενή ’Ακρίτα, π.χ. Κ. Θ. Δημαράς (Μ948), Λ. Mirainbel (1953),
θεώρηση 5 (1950-52), σσ. 92-96). Hr. Lavagnini (1955), Β. Knós (1962), Μ. Vitti (Μ971).
2 3
Κ ΙΣ ΛΓ Π ΙΊΙ ΕΙΣΑΓΩΓΙΙ

μόνες των. Ά πό τίς τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, με, ρύνολο αύτό^ δύο ή τρεις περιόδους: τήν έλληνιστική Κοινή (300
την ανάπτυξη της παιδείας καί. την τάση του έθνους προς την π.Χ .-550 μ.Χ.), τή μεσαιωνική 1550-1453). καί τή νέα έλλη­
ενότητα καί τήν απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, άρχίζει νική γλώσσα (1453 έως σήμερα). Τά όρια άνάμεσα στις δύο τε­
ή νεώτερη εποχή. Ή ’Επανάσταση τοϋ 1821 καί ή δημιουργία λευταίες περιόδους είναι περισσότερο δυσδιάκριτα, γ ι’ αύτό καί.
του νέου έλληνικο'ΰ κράτους άποτελοΰν άποφασιστικύ σταθμό. πολλοί τίς λογαριάζουν σάν μία ενιαία περίοδο. ’Άλλοι πάλι το­
Τϊστόσο για πολλα~γρόνια ακόμη η λογοτεχνία είναι μοιρασμένη ποθετούν τά όρια άνάμεσα στήν Κοινή καί στή μεσαιωνική γλώσ­
,σέ δύο δΙΗκεκρίμενα γεύματα.-...ή σχολές, στά Εφτάνησα (ως σα στά 330 μ.Χ.
τ α _1Β66 υπό αγγλική κατοχή) ή^ Έφτανησιώτικη σχολή καλ­ Ή μεγάλη άκιχή ταίς άττικΐϊε λογοτεχνίαν στον 5ο καί στον
λιεργεί τή δημοτική γλώσσα καί συνεγίζει το κομμένο νήμα τής 4ο αιώνα π.Χ, ειγε ήδη καταστήσει τήν άττική διάλεκτο κοινή
'παραδοσης^της κργιτικηςάίογοτεγνίας καί, σε απώτερη αναλυση, γλώσσα ελληνική. 'Π άπώλεια τής αύτονομίας των άρχαίων ελ­
τής δημώδους βυζαντινής. Στο ελεύθερο ελληνικό κράτος και ληνικών πόλεων, ή ρωμαϊκή κατάκτηση, ή δημιουργία μεγάλων
στήν~πρωτεύόΰσα (την ’ Αθήνα) έπιζεί ή φαναριωτικη.λ^αγ.ια.πα­ άστικών κέντρων στήν εξελληνισμένη ’Ανατολή, καί άλλοι άκόμ^
ράδοση τής Τουρκοκρατίας καί οί π οιητές (ρομαντικοί στήν τε­ παράγοντες συνετέλεσαν ώστε, μέ βάση τήν άττική διάλεκτο,
χνοτροπία]^ γράφουν στήν καθαρεύουσα. Γύρω στά_1880 η νεω- νά σχηματιστεί μιά ένιαία έλληνική γλώσσα, αυτή πού οί γλωσ­
τερη γενιά (τοϋ Παλαμά, τοϋ Ψυχάρη) εισάγει οριστικά τή δη- σολόγοι τήν ονομάζουν ελληνιστική Κ οινή. Είναι ή γλώσσα στήν^
*μοτική" στηλογοτεχνία καί φέρνει τή συγχώνευση των δύο παρα- όποια γράφτηκε ή Καινή Διαθήκη. Είναι καί ή γλώσσα άπό τήν
δοσεών. Είναι τά~γρονια μιας γενικότερης εξόρμησης, που πολ­ οποία, άμεσα προήλθε πρώτα ή μεσαιω νική καί ύστερότερα ή νέο£
λές φορές θ’ αναστέλλεται εϊτε άπό κινήματα αντιδραστικά είτε έλληνική γλώσσα.
άπό τίς πολιτικές εξελίξεις (Βαλκανικοί καί Α' Παγκόσμιός ' Σύμφωνα μέ τον Γ. Ν. Χατζιδάκι —ό όποιος πρώτος, άνα-
Πόλεμος, Μικρασιατική καταστροφή 1922). Οί λογοτέχνες τής σκευάζοντας παλαιές άνεπιστημονικές γνώμες καί προκαταλή­
γενιάς τοϋ 1930 (άνάμεσά -^>υς καί ό Σεφέρης) εισάγουν- μια ψεις, διατύπωσε τή θεωρία αύτή—^.έ τήν κατίσνυση τής άττικής
ΐ^νου^ριαΠϊέρίδδόνπού, ένισχυμένη άπο τή νεώτερη. μεταπολε­ οί παλαιές έλληνικέε διάλεκτοι χ ά θη κ α ν όλότελα, καί ή Κοινή
μικέ!, γενιά...συνεχίζεται ώς τ ίς “μέρές~μας. 'σχηματίστηκε μέ βάση τήν άττική καί με πρόσμειξη πολλών ιω ­
νικών στοιχείων (γι’ αυτό ονομάζεται καί άττικοϊωνική Κοινή])5
ΝΕΑ ΕΛΛΙ1ΝΙΚΙΤ ΓΛΩΣΣΑ Από τίς άρχαιες διαλέκτους ή μόνη πού έπέζησε είναι ή λακω­
νική, πού διατηρήθηκε στά σημερινά τσακώνικα (σέ μιά περιο­
"Αν στή λογοτεχνία λείπει μια σαφής τομή ανάμεσα στή με­ ρισμένη περιοχή τής ΝΑ ΙΙελοποννήσου, άνάμεσα στον ΙΙάρ-
σαιωνική καί στή νέα ελληνική περίοδο, τοΰτο ισχύει ακόμα πε­ νωνα καί τή θάλασσα). Νεώτερες ωστόσο γλωσσολογικές έρευ­
ρισσότερο για τή γλώ σσα. ”11δη ό Κοραής, και πιο συγκεκρι­ νες έπισήμαναν τήν ύπαρξη δωρικών κυρίως καταλοίπων σέ πολ­
μένα ό μεγάλος ελληνας γλωσσολόγος Γ. Ν. Χατζιδακις επι- λές νεοελληνικές διαλέκτους καί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι
σήμαναν τήν ένότητα τής ελληνικής γλώσσας καί τή συνεχή της στήν εποχή τής Κοινής ορισμένα δωρικά στοιχεία —στις νότιες
έξέλιξη μέσα στο χρόνο. ’ Ιδίως άπό το τέλος τοϋ 4ου π.Χ. αιώνα,' ιδίως περιοχές— άντιστάθηκαν στήν άττικοϊωνική ίσοπέδωση
όταν, μέ τίς κατακτήσεις τοϋ Μεγάλου Αλεξάνδρου, επερχεται τής Κοινής. Τό τελευταίο σημείο τής άντίστασης στάθηκε ή
μια ενοποίηση τοϋ ελληνισμού, ή ελληνική γλωσσά, μοιρασμένη περιοχή τής Τσακωνιάς.
προηγουμένως σέ πολλές_ διαλέκτους (αττική, δωρική, ιωνική Γνωρίσματα τήε Κοινήε (πού βέβαια δέν παρουσιάστηκαν όλα
κτλ.) ενοποιείται στήν ελληνιστική (όπως λέμε) Κ οινή (βλ. πα- συγχρόνως) είναι τά εξής: ΣΧή^ρωνητικ?^ γάνεται ή προσωδία
ρακάτω). Σε όλη~τή μακριά αύτή_ περίοδο των 2.300 ετών (300 5. Γ. Ν. Χατζιδακις, Einleitung in die neugriechische Grammatik,
π.Χ. έως σήμερα) <^γλωσσολόγοι._ ά_ντικρίζαυγ_τήν. ελληνική Λιψία 1892. Του ίδιου, Μεσαιωνικά καί νέα ελληνικά, 2 τόμοι, Α θήνα
γλώσσα σάν ένα σύνολο οργανικό, καί. ξεχωρίζουν, μέσα στο 1905-07.

4
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ε ΙΣΑΓΩ ΓΉ

(ή διάκριση δηλ. μακρόχρονων καί βραχύχρονων φοονηέντων), μοσε είναι ό περίπου σύγχρονός του ΑΡ,ιογ ’ Αριστείδης, ρή­
οΐ δίφθογγοι at, ο ι, καί ει γίνονται μονόφθογγοι (ai> e καί ει, τορας καί σοφιστής, μαθητής τού Ηρώδη τού ’Αττικού. Χαρα­
οι> ί), το η συμπίπτει μέ τ ο ι, τό »_τών διφθόγνω κτηριστικές είναι ορισμένες λέξεις ή έκφράσεις, πού ό Φρύνιχος
άκούγεται σάν f η ν ’)/τα μέσα (β, γ, 3) και τά δασέα (φ, χ, θ) τις καταδικάζει ώς βάρβαρες, «άποδοκιμαστέες», «τών αμα­
σύμφωνα χάνουν την παλαιά τους στιγμιαία προφορά (b. g, d, θών», καί πού ώστόσο τις συναντούμε αυτούσιες στά Ευαγγερ
fili /-/..) καί γίνονται εξακολουθητικά, όπως καί σήμερα. Στο λια: « σκ ίμ π ονς λέγε άλλά μή κράββατος» ·—>«άρον τόν κραβ-
{τυπικρίπολλοί τύποι άπλοποιοϋνται κατ’ άναλογία) ή τρίτη κλίση βατόν σου» (Ίωάνν.) — «ε μέλλον γράιραι, έσχάτως βάρβαρος
των ουσιαστικών έχει την τάση νά / αΠεΐ. εξαφανίζεται ό δυϊ- ή σύνταξις» «—»«τής γυναικός τής μελλονσης τεκεΐν» (Άποκαλ.)
κός ff.pi.Hji.nr κ αί ή εύκτική αχρηστεύεται’ τά_ρήμ.ατα εις -μ ι — αγρηγορώ ' τών άμαθών, γράφε έγρήγορα» >«μείνατε ώδε
κλίνονται κατά τ ά είς -ω , καί γενικά πολλές άνωμαλίες ές,ομα- καί γρ η γ ο ρ εϊτε» (Μάρκ.).8
λύνονται καί ή γλώσσα γίνεται ευκολότερη. ' Η ^ύνταξτργΐνεται Τό βυζαντινό κράτος είναι συνένεια τοϋ ρωμαϊκού, και η επί­
έπίσης αναλυτικότερη, τόύόείμλογ^Δάνανεώνεται σε μεγάλο βαθ­ σημη γλωσσά στούς πρώτους αιώνες ήταν σέ όλες τις κρατικές
μό, πολλές λέξεις αλλάζουν, σημασία (ιδίως μέ την έπίδραση εκδηλώσεις ή λατινική. Γι’ αύτό καί ,ή λατινική άσκησε τη με­
τοϋ χριστιανισμού: εκκ λη σία, άγγελος) καί άλλες παραμερίζον­ γαλύτερη επίδραση στή διαμόρφωση τή; νεώτερης γλώσσας (και
ται άπό τά παράγωγα ή τά ύποκίοφ>ιστφκά_γτους. (ονς> ω τιον)' οι 'Έλληνες στά μεταγενέστερα χρόνια ονομάζονταν Ρ ω μ αίοι και
παράλληλα πολιτογραφοΰνται πολλές ξένε; λέξεις. ίδιως άπο τα Ρ ω μ ιοί). ’Αλλά κιόλας άπό τήν έποχή-.χοΰ.2-Ιουστινιανο1ί- (527-
λατινικά καί τά εβραϊκά. ’Έ τσι ή Κοινή έγινε «πολύ μάλλον ο­ 565) τ ά έλληνικά είσάγονται. στή νομοθεσία (στις Νεαρες τοϋ
μοιότερα προς την νέαν ημών γλώσσαν ή προς την άρχαίαν. . . ’Ιουστινιανού, γραμμένες έλληνικά, «τη κοινή τε και έλλάδι φω­
Ή μεταβολή άρα τής αττικής είς κοινήν δύναται κατά τινα νή»), καί σέ λίγους αιώνες ολοκληρώνεται, γλωσσικά και πολι­
τρόπον νά θεωρηθή άμα καί ώς μεταβολή τής γλώσσης ημών τιστικά) ò εξελλήνΐστΙος~~τοιΓϋφατοΰς7~Σε~ολη όμως την υπερ-
άπο άρχαίας είς νέαν».6 χιλιοχρονη περίοδο τού μεσαιωνικού ελληνισμού παρατηρεΐται
Ή Κοινή ήταν γλώσσα όμιλουμένη καί γραφομένη (μετά­ τό φαινόμενο τής διγλωσσίας. ' II γραπτή γλώσσα τωλλογιων
φραση τών Έβδομήκοντα, Καινή Διαθήκη, καί κυρίως οί πο-j, είναι προσκολλημένη στήν άττικη διάλεκτο καί μέ τόν συγκεν­
λυάριθμοι πάπυροι). ’Αλλά στά χρόνια τού Χριστού παρατηρεΐται τρωτισμό τού βυζαντινού κράτους ή Κωνσταντινούπολη γίνεται
μιά περίεργη τάση νά άνασταλεΐ ή φυσική αυτή εξέλιξη καί ή κέντρο τού γλωσσικού έξαρχαϊσμοΰ καί τής άττικιστικής παι­
γλώσσα νά γραφτεί σύμφωνα μέ τούς κανόνες τής άρχαιας ατ- δείας. Παράλληλα όμως υπάρχει καί ή ζ ω ν τ α ν ή , όμιλουμένη
τικής. Το φαινόμενο αύτό, γνωστό ώς α τ τ ικ ισ μ ό ς 7 δημιουργεί γλώσσα, ή οποία, χάρη κι εδώ στήν ύπαρξη τού ισχυρού κέν­
Τ0__£ρώτο σημαντικό σγίσμα ανάμεσα στη γραφόμενη καί τήν τρου τής πρωτεύουσας, διαμορφώνεται, σέ jir.à ε·Μΐαία_προφορικη
όμιλουμένη γλοισσα. ’Από τότε, μπορούμε νά πούμε, αρχίζει τό κοινή.
φαινόμενο τής διγλω σσίας, ή οποία τόσα κακά προξένησε σέ όλη ’Από τήν^ΐροφοφική αύτή (πολίτικη) κοινή ελάχιστα δείγματα
τή μεταγενέστερη έξέλιξη. μάς έχουν σωθει κάτω άπό τό παχύ στρώμα τής γρα.φομενη;
'Ο κυριότερος θεωρητικός τού άττικισμ,οϋ είναι ό Φρύνιγος λόγιας γλώσσας. Τέτοια είναι π.χ. μερικοί σκωπτικο^ί_στιχοιγτου
άπό τή Βιθυνία (2ος αί. μ.Χ.), αύτός πού περισσότερο τόν έφάρ- λαού (απο τον~6ο ώς τόν 11ο ;ιωνα), κι ακόμα μερικά κάπως
δημωδέστερα κείμενα, όπως ή Χρονογραφία τοϋ Μαλαλα. Συ-
G. Γ. Ν. Χατζιδάκις, Σύντομος ιστορία τής ελληνικής γλώσσης, ’Α ­
θήνα 1915, σ, 71.
7. Τό σημαντικότερο βιβλίο για τον άττικισμό είναι τοϋ W. Schmid,
Ber Attizismus in seinen Hauptvertretern, 4 τόμοι, Στουτγάρδη 1887-
97. Βλ. άκόμη: Μ. Τριανταφυλλίδης, Τά Ευαγγέλια καί ό άττικισμός
(1913), τώρα στα "Απαντα, τόμ. 4, σσ. 111-118 .
6 7
ΕΙΣΑΓΩΓΙΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ρου έξελληνισμένου (6ος αί.), μερικοί βίοι άγιων, τά έργα πού μόνο χρονικά θέματα, τού ενεστώτα καί τού αορίστου. ',0 μέλ-
γράφτηκαν μέ τήν παρακίνηση. του Κωνσταντίνου Πορφυρο- λωιη δ παρακείμενος καί ο υπερσυντέλικος σχηματίζονται περι­
γεννήτου (ΪΟος αί.), το Σ τρα τηγικόν του Κεκαυαένου (11ος αί.) φραστικά, απαρέμφατο δέν υπάρχει, ή μετοχή, στις πιο πολλές
καί μερικά άλλα. ’Από τόν_11ο καί 12ο αιώνα, τά κείμενα τά περιπτώσεις, _εγινε_ακλιτη, ή συλλαβική αύξηση, όταν δέν τονί­
γραμμένα σέ δημωδέστερη γλώσσα πληθαίνουν καί ή όμιλου- ζεται, χάθηκε. Ά πο τίς_ προθέσεις χτολλές χάθηκαν, καί όσες
μενη χρησιμοποιείται πιά_μέ πρόθεση καθαρά λογοτεχνική. Εΐ- έμειναν συντάσσονται πιά μόνο μέ αιτιατική._
ναι τά κείμενα της «δημώδους λογοτεχνίας», πού άποτελοϋν, ό­ Τδ (λεξιλογιμ τής νέας έλληνικής προέρχεται κατά τδ μεγα­
πως είπαμε, καί την αρχή τής νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Το λύτερο μέρος άπο τήν άρχαία' υπάρχουν λέξεις πού έ’μειναν έν-
ότι ή λογοτεχνική αύτή καταξίωση τής όμιλουμένης δυναμώνει τελώς ίδιες (γάλα, ξύλο, γράψω), άλλες, οί περισσότερες, προ­
κατά τήν περίοδο τής Φραγκοκρατίας καί εύδοκιμεί περισσό­ σαρμόστηκαν φωνητικά καί τυπολογικά (πατήρ> πατέρας, π α ϊς
τερό στα φραγκοκρατούμενα μέρη, μακριά δηλ._ άπο τή γλω σ­ >παιδί). Ά πδ τήν επιμειξία μέ τούς άλλους λαούς ή νέα γλώσσα
σική επίδραση καί το συγκεντρωτισμό τής πρωτεύουσας, δεν πλουτίστηκε μέ πολλές ξένες λέξεις, ή Κοινή κιόλας, καθώς εί­
είναι χωρίς σημασία. δαμε, μέ λέξεις λατινικές καί έβραϊκές, στά ύστερότερα χρόνια
’Αντίθετα, στη γραπτή λόγια γλώσσα παρατηρούμε στά χρό­ μπήκαν πολλές ιταλικές καί τουρκικές (άπδ τή γλώσσα των κα-
νια των Κυμνηνών καί των ΙΙαλαιολόγων (11ος-15ος αί.) μια τακτητών)· έλάχιστες είναι οί σλαβικές, άρβανίτικες καί βλά­
ένταση τού αρχαϊσμού, πού δεν είναι άσχετη μέ μιά καλλιέρ­ χικες. Στδν 19ο αιώνα, αέ τήν άποκατάσταση τού κράτουε. πολ-
γεια των ουμανιστικών γραμμάτων, ιδίως στήν παλαιολόγειο λές άπδ τις τουρκικές λέξεις παραμερίζονται ή άπαρχαιώνονται,
εποχή. 'II ’Άννα Κομνηνή (12ος αί.) γράφει έναν άκρατο άττικι- ενώ είσάγοντΰα-πολλέε_λέ£εΐί: λόγιες καί νέοι οροί επιστημονικοί·
στικύ λόγο καί ό Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (15ος αί.) έχει πρό­ παράλληλα, άπδ τήν πολλαπλή επικοινωνία μέ τή δυτική Εύ-
τυπο γλώσσας καί ύφους τον Θουκυδίδη. Πολλές φορές τά γρα­ ρωπη, πολιτογραφεΐται στή γλώσσα ένα νέο στρώμα άπδ ξένες
πτά των βυζαντινών λογιών είναι στρυφνότερα καί πιο δυσκο- λέξεις, τού ίιλινοϋ ή τοΓι πνρυμιν-ρνσΰ πολιτισμού.
λονόητα άπο τά αρχαία. Γενικά ή νέα ελληνική είναι άπλή στή φωνητική της, δέν
Ί Ι νέα έλληνική γλώσσα είναι ήδη σχεδόν τέλεια διαμορφω­ έχει ούτε δασιά σύιαφωνα_(όπως τά sk, tch, d j) ούτε κλειστά
μένη στούς τελευταίους βυζαντινούς αιώνες, στά κείμενα τής (όπως τά γαλλικά u, eu κτλ.).
((δημώδους» λογοτεχνίας. Ά πο τότε έχουν, φαίνεται, κιόλας ξε­ Λείπει επίσηε ή διαφορά ανάμεσα σέ μακρά καί βραχέα φωνήεν-
χωρίσει άπο τή μεσαιωνική κοινή καί έχουν σχηματιστεί οί διά­ τα, η προφορά είναι ομοιόμορφη καί καθαρή, άφθονοΰν οί πολυ-
φορες νεοελληνικέ, διάλ.κιοι (βλ. παρακάτω). ξΗ εξέχιξη στά σύλλαβες_λέξεις, καί κάθε λέξη έχει, σέ μιά ορισμένη συλλαβή
κατοπινά χρόνια συντε/.ειται μέ πολύ βραδύ ρυθμό. 'Ο Φλόριος έναν σαφή τονισμό (πού καθιστά τή συλλαβή ελαφρώς μακρύ-
π.χ. ή ή Ά χιλλψ'^, ι ή : εποχής λίγο πριν άπο τήν 'Ά λωση, έλα- τερη)·
χιστα διαφέρουν γλωσσικά άπο ένα νεώτερο δημοτικό τραγούδι. Έ ξετάζονταα-πήν-ε£έλιξ.η-χήε γλώσσαε στδ σύνολό της δια-
"Ο .τιχαρακτηρίζει τή νέα έλληνική γλώσσα καί τήν ξεχωρίζει πιστώνουμε ότι ή έλλτφνική-εΐναι. γΑώσσα_καχ’_έξοχήν συντηρη-
άπο τήν αρχαία (καί : ή μεσαιωνική) είναι: Στή φωνητική ή τική. ΊΤ προφορά διαφέρει βέβαια σημαντικά άπδ τήν κλασική
άπλοποίηση πολλών συμφωνικών συμπλεγμάτων., η τροπή των εποχή, δέν άλλαξε όμως καί πολύ άπδ τήν εποχή τής Κοινής.
κτ, </(), αχ, κ ι λ . σέ χ ι, </ι, ακ κτλ.. ή έ'κπτωση τού τελικού νι Τδ τυπικδ έπίσης δέν παρουσίασε ριζική άνανέωση, ενώ τδ λεξι­
(ξύλο), ή έμφάνιση καινούριο»/ διφθόγγων (ιΊ -οαι-δα). Στο(ΐυπι-, λόγιο, μέ όλα τά καινούρια στοιχεία πού προσεταιρίστηκε, φύ­
^ο)άπλοποιειται ή κλίση τ(»ν ονομάτων, οί πτ(»σεις μένουν μονο λαξε βασικά τήν παλιά κληρονομιά. ι\1ιά στατιστική έδειξε ότι
τέσσερις μέ τήν τάση να χαθεί καί ή γενική (ιδίως τού πληθυν­ άπδ τις 4.900 περίπου λέξεις τής Καινής Διαθήκης οί μισές
τικού) καί να συρ πέσουν οί λοιποί πτοιτικοί τύποι. Στο ρήμα σχεδδν λέγονται καί σήμερα στδν κοινό προφορικδ λόγο. « Ί Ι
έμειναν μόνο δύο φοινές, καί ή κλίση του γίνεται μέ βάση δύο έκφραση "κόρη τής άρχαίας γλώσσας” είναι για τή νέα γλώσσα
ΕΙΣΑΓΩ ΓΗ ΕΙΣΛΓΩΓΙΙ

μεταφορά άστοχη καί. άπατηλή. Είναι, ή ίδια ή αρχαία, πού ά- χεία υπάρχουν επίσης σέ ποιήματα τού 15ου αιώνα (πιθανόν
διάκοπα μιλημένη άπό το ελληνικό έ'θνος για χιλιάδες χρόνια, στά ’Ε ρω τοπαίγνια, άσφαλώς στον Γεωργιλλα), άλλά εκεί όπου
άπύ χείλη σέ χείλη καί άπο πατέρα σέ παιδί, άλλαξε με το το ντόπιο ιδίωμα καταξιώθηκε ώς γλώσσα λογοτεχνική, είναι
να μιλιέται. . . ώσπου πήρε τή σημερινή μορφή τής μητρικής στήν Κρήτη, Έπου ή κρητική διάλεκτος γράφτηκε ανόθευτη καί
γλώσσας, άφετηρία καί αυτή γιά νέα εξέλιξη».9 καθαρή στά μεγάλα έργα τής κρητικής λογοτεχνίας (16ος-17ος
Οί αρχαίες διάλεκτοι είχαν χαθεί, όπως είδαμε (μέ τήν εξαί­ αί.). Στά νεώτερα χρόνια ή Έ φτανησιώτικη σχολή βασίστηκε
ρεση μόνο των τσακωνικών), στήν εποχή τής Κοινής. Κατά το σέ οιεγάλο σημείο στο έφτανησιώτικο ιδίωμα- καί στά πρώτα
τέλος ίσως του Μεσαίωνα ξεχώρισαν_πάλι, άπο τή μεσαιωνική χρόνια τού ψυχαρικοϋ δημοτικισμού (τέλος 19ου αί.) μερικοί
πολίτικη κοινή, μερικές διάλεκτοι.10 Οί γλωσσολόγοι έπιχεί- π£ζογράηκκ.-χρησψΛποίησαν-.αιτερεοελλαδίιικους ιδιωματισμούς
ρησαν μιά κατάταξη των νεοελληνικών διαλέκτων, καί στηρι- στά~-διηγήματά--τ©υς. Α λλά τό υ.εγάλο άπλωμα.τ ή ς . δημιουρ
ζόμενοι στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους ξεχώρισαν άλλοι έξι γςκής -λογοτεχνίας στις αρχές τού αίώνα-μ^χς—έφερε μιά. πλήρη
βασικές διαλέκτους (Χατζιδάκις) καί άλλοι λιγότερες ή περισσό­ ένατεαίηση-τής--γραφαμέ-νης .λογοτεχνικήμγλώσσας^. Στον περι­
τερες. Μπορούμε επίσης νά διακρίνουμε ομάδες κάπως συμπα­ φερειακό μόνο χώρο, μερικοί κυπριώτες ποιητές έγραψαν στή
γέστερες, π.χ. μιά ομάδα δυτική καί μιά άνατολική, ή —μέ άλλα διάλεκτο τού τόπου τους, καί σήμερα μερικοί Πόντιοι (στήν Α ­
κριτήρια— μιά βόρεια καί μιά νότια. Μιά άλλη διάκριση είναι: θήνα καί στή Θεσσαλονίκη) παριστάνουν θεατρικά έργα στήν
α) ένας κύριος κορμός πού περιλαμβάνει διαλέκτους μέ στενή ποντιακή διάλεκτο. Αύτά όμως άποτελοΰν εξαιρέσεις.
συνάφεια μεταξύ τους (Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος καί γύ­
ρω νησιά)’ αύτές αποτελούν καί τή βάση τής κοινής νεοελλη- ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΙ1ΤΗΜΑ
(τής όμιλουμένης καί τής λογοτεχνικής), καί β). μερικές
διάλεκτοι τής περιφέρειας του -ελληνισμού, μέ χαρακτηριστικές Μιλώντας γιά τήν ιστορία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας δέν μπο­
ιδιοτυπίες. Είναι οί διάλεκτοιτών. Ελλήνων—τής ,Μ—.’Ασίας ρούμε ν’ αγνοήσουμε εναν παράγοντα πού παίζει ρόλο καθορι­
(ΓΓοντος καί Καππαδοκία), καί στήν άντίθετη εντελώς περιοχή, στικό οχι μόνο στή λογοτεχνία, άλλα καί σε πολλά φαινόμενα
των ελληνόφωνων τής Κάτω ’Ιταλίας (Ότραντο καί Μπόβα). τής πνευματικής, άκόμα καί τής πολιτικής ζωής τού τόπου. Ε ί­
ΣΤ αυτές μπορούν νά προστεθούν καί τά τσακώνικα. Οί δια­ ναι τό ιδιότυπο φαινόμενο πού είναι γνωστό ώς « γλωσσικό ζή­
φορές, στις κεντρικέ; διαλέκτους, είναι κυρίως λεξιλογικές- στή τημα». Σέ όλα τά πολιτισμένα έθνη υπάρχει κάποια διαφορά
σύνταξη, στή φωνητική καί τή μορφολογία οί διαφορές δέν είναι ανάμεσα στή γραφομένη καί στήν όμιλουμένη γλωσσά, άλλα
πολλές, έτσι πού ή νέα γλώσσα έχει, καί άπο τήν άποψη αύτή, κράτη αντιμετωπίζουν τό πρόβλημα δύο ή περισσότερων έθνικών
μεγάλη συνοχή. γλιοσσών, ενώ οί εύρωπαϊκές λογοτεχνίες πέρασαν στο τέλος
Στα λογοτεχνικά κείμενα, ώς τον 15ο αιώνα είναι δύσκολο νά τού Μεσαίωνα άπό τό στάδιο τής αναμέτρησης τών νέων εθνι­
ξεχωρίσουν κάτω άπύ τή μεσαιωνική κοινή στοιχεία ιδιωματικά. κών γλωσσών μέ τή λατινική. Τό ελληνικό γλωσσικό ζητημα
Α λλά στήν Κύπρο χρησψor-oiί·ί)τ>κε κοίλα; πολύ νωρίς ή ντόπια δέ μοιάζει μέ καμιά άπό τις περιπτώσεις αύτές. _Στήν_ *Ελλάδα
διάλεκτος στο γραπτό λόγο (’. Ισιι>:ς, 14ος αί., Μαχαιράς, 15ος ΰπάςχ-Ουν .σνΑΐεςα δύο γλώ σσες.ίάε πούμε καλύτερα δύο τύποι
αι.), και στον J <>ο αιώνα δοκιμάστηκε μέ άπόλυτη επιτυχία στήν γλωσσικοί), πού διαφέρουν μεταξύ τους σέ ολα τά σημεία όσα
ποίηση (Κυπριώτικα ερωτικά). Λωδεκανησιακά (ροδίτικα) στοι­ συναπαρτίζουν τή δομή κάθε γλώσσας: τό λεξιλόγιο, τή φωνη­
τική. τό τυπικό, τη σύνταξη. Ή μία είναι ή κοινή νεοελληνική,
9. Μ. Τριανταφυλλίδη;, Κιιιιλλιμ'ΐκι) Γιιιι/ιματική, 'Ιστορική Είοα- ή δημ ο τ ικ ή πού μιλιέται άπό όλους τούς "Ελληνες και γραφεττι
γ ΐ ’ίγι'ι, σ. Γ)(>. άπό πά^ος. πολλούς- είναι έπίσης ή καθιερωμένη γλώσσα τής λο­
10. Καλή pip/ '/.γρν/ή,Ί γιά τ ΐ; νεοελληνικές διαλέκτους βλ. στου Σ τ. γοτεχνίας. 'Π άλλη είναι ru<nOnof-->v)vaa, , πού δε μιλιέται απο
Γ . Κ αψωμένου, ìh c η n erh iseh e Sftrarhr zn’isehcn K om c and N cu grie-
chisr.h , Μόναχο I9ÓH, cscs. IO-19. κανέναν (τουλάχιστον στον κοινό προφορικο λόγο), άλλα ήταν
10 11
ΕΙΣΑΓΩ ΓΗ ΕΙΣΑΓΩ ΓΗ

ώς χτες ακόμα ή επίσημη γλώσσα, τοϋ κράτους, καί ως πριν καλλιέργειας τής λαϊκής γλώσσας, είναι στις αρχές τοϋ 16ου
άπο bu-t)0 χρόνίϋΤη κοινή γραφομένη, καί διατηρείται καί σή- αιώνα 6 λόγιος ούμανιστής Νικόλαος Σοφιανός" τό κήρυγμά του
μερα ώς γραφομένη σέ πολλούς άκόμα τομείς. Είναι περίεργο έμεινε ωστόσο χωρίς συνέχεια.- Σέ ολη-τήν περίοδο τής Τουρκο-
καί άρκετοΓκωμικό ότι σήμερα, άν σ ’ έναν φιλικό κύκλο μιλήσει κρατίας οί λόγιοι γράφουν, όπως καί οί βυζαντινοί πρόδρομοί
κανείς στήν καθαρεύουσα, θά γίνει ασφαλώς καταγέλαστος, το τους, στήν άρχαία. 'Η δημοτική περιορίζεται στή λογοτεχνία
πράγμα όμως δέ φαίνεται αφύσικο αν ή καθαρεύουσα άκουστεϊ (πού άκολουθεΐ άνεξάρτητη παράδοση), σέ μερικά βιβλία προο­
σέ δημόσια ομιλία ή σέ πανεπιστημιακό μάθημα' τό ίδιο, ένα ρισμένα γιά τό λαό καί στά εκκλησιαστικά κηρύγματα.
γράμμα φιλικό ή οικογενειακό σέ καθαρεύουσα θά ήταν όλότελα Το ζήτημα,-.στον προβληματισμό του, προβάλλει καί πάλι
γελοίο, οχι όμως άν τό γράμμα δημοσιευτεί σέ μιά έφημερίδα. οξύ στις τελευταίες δεκαετίες τοϋ 18ου αιώνα, όταν,.,μ,έ τήν επί­
'Η παράδοξη αύτή δ ιγλ ω σ σ ία , πού είναι βέβαια άκατανόητη για δραση τοϋ εύρωπαϊκοΰ διαφωτισμού, έπιζητείται ό πνευματικός
τούς ξένους (όπως καί για κάθε λογικά σκεπτόμενο άνθρωπο) φω τισμός τοϋ έθνους και η μεταφορά στήν Ελλάδα τών νέων
καί πού οφείλεται σέ λόγους ιδιαίτερους ιστορικούς καί εθνολο­ ιδεών καί τής προοδευμένης επιστήμης τής δυτικής Εύρώπης.
γικούς, έπαιξε άποφασιστικό ρόλο στήν όλη διαμόρφωση του νέου Οί συντηρητικοί κατάλληλο όργανο γιά τή μεταφορά αύτή θεω-
έλληνισμοΰ, καί οί συνέπειες της στάθηκαν πάντα, καί είναι ροΰν τήν άρχαία, μιά γλώσσα έτοιμη κιόλας καί διαμορφωμένη"
καί σήμερα άκόμη, σημαντικές. "Αν δέ .φταίει.- αύτή για όλες μιά μικρή ομάδα προοδευτικών λογίων, άντίθετα, επιζητεί, γιά
τις κακοδαιμονίες μας (όπως μέ κάποιαν άφέλεια υποστήριζαν τό σκοπό αύτό, τήν καλλιέργεια τής κοινής. ’Ανάμεσα στούς
οί πρώτοι δημοτικιστές), δέν είναι όμως άνεύθυνη για τήν όλέ-_ άρχαΐστές καί στούς δημοτικιστές, ό Κοραής (1804), ζήτησε τή
θρια πραγματικότητα πώς ό απόφοιτος τοϋ ελληνικού Γυμνα­ «μέση οδό»: μιά γλώσσα στηριγμένη στή λαϊκή, άλλα «διορθω­
σίου δέν είναι σέ θέση (σήμερα άκόμη) νά γράψει σωστά κ α ινά μένη» καί «καλλωπισμένη» πάνω στό πρότυπο τής άρχαίας. ’Έ ­
έκφραστει μέ σαφήνεια στή γλώσσα του (είτε στή δημοτική είτε γινε έτσι ό πρώτος διαμορφωτής τής ακαθαοενονσας». Οί συζη­
στήν καθαρεύουσα). Τό ζήτημα έχει καί φανερές προεκτάσεις τήσεις καί οί διαμάχες κράτησαν τριάντα καί παραπάνω χρόνια
πολιτικές καί κοινωνικές. Οί φιλελεύθερες καί δημοκρατικές κυ­ (1789-1821). Στό τέλος ύπερίσχυσε ή μέση λύση καί ό ορθο­
βερνήσεις, άρχίζοντας άπό τήν κυβέρνηση τοϋ Ελευθερίου Βε- λογικός ρεαλισμός τοϋ Κοραή. “Ισως ή εποχή νά ήταν άκόμα
νιζέλου τό 1917, εύνόησαν πάντοτε τή δημοτική καί προχώ- . πρώιμη.γιά μιά οριστική επικράτηση της δημοτικής (μέ τό μέ­
ρησαν, μέ τό πνεϋμα αυτό, σέ μεταρρυθμίσεις στήν έκπαίδευση, ρος τής οποίας τάχθηκαν άνεπιφύλακτα οί ποιητές: ό Χριστό-
ένώ τά συντηρητικά καί άντιδραστικά καθεστώτα (μέ εξαίρεση πουλος, ό Βηλαράς, καί προπάντων ό Σολωμός). Κέρδος ότι πα-
τόν ’Ιωάννη Μεταξά) προσπαθούσαν νά άναστείλουν τήν πρόοδο ραμερίστηκαν, γιά τότε τουλάχιστον, οί άρχαΐστές. ’
καί νά κατοχυρώσουν τήν καθαρεύουσα, μέ άποκορύφωση τόν ΑΤετά τη^δημ7ουργίοι..το,ΰ ελληνικού κράτους ή καθαρεύουσα
συστηματικό διωγμό τής δημοτικής στά χρόνια τής τελευταίας τοϋ Κοραή καλλιεργήθηκε άπό τούς λογοτέχνες (μέ εξαίρεση
δικτατορίας. τούς Έφτανησιώτες) καί καθιερώθηκε ώς γλώσσα τής πολι­
Ή άργή τής διγλωσσίας βρίσκεται, είδαμε, στό κίνημα τοϋ τείας καί όλων τών έκδηλώσεων τής πνευματικής ζωής. ΤΙ έπι-
άττικισμοΰ καί διατηρήθηκε σέ όλη τή χιλιόχρονη ιστορία τοϋ βολή της ήταν στήν άρχή καθολική" σιγά σιγά όμως οί άρχαϊ-
Βυζαντίου. 'Ωστόσο γλω σσικό ζή τη μ α θά ήταν λάθος νά ποΰμε στικές τάσεις τής προεπαναστατικής εποχής άονίζουν νά άνα-
πώς γνώρισαν οί Βυζαντινοί.11 'Ο πρώτος πού συνειδητοποιεί βΐωνουν;~το γενικό άλλωστε πνεϋμα πού κυριαρχεί είναι ένα
τ ό πρόβλημα καί άντιλαμβάνεται τή γενικότερη σημασία τής πνεϋμα άρχαιστικό καί τό όνειρο τής επιστροφής στήν άρχαία
δόξα. ’Έ τσι, άκόμα καί ή μετρημένη καί καλαίσθητη καθαρεύου­
11. Βλ. γιά τό ζήτημα αυτό 10. Κριαρας, Diglossie des derniers σα τοϋ Κοραή μετατρέπεται σιγά σιγά σέ μιά όλο καί πιό ά­
siècles de Byzance: Naissance de In Uuéralnre néo-hellénique, ’Οξ­ κρατη άρχαΐζουσα. 'Ο γλωσσικός αύτός άρχαϊσμός φτάνει μέ
φόρδη 1966 (Thirteenth International (loacross of Ity/.antine Studies, τόν Κ. Κόντο στό κορύφωμά του γύρω στό 1880.
Alain Papers IX).
12 13
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΤΣΛΓΩΓΙΙ

'Η υπερβολή ό|ΐως αυτή, γέννα γόνιμες αντιδράσεις· στά δέκα όριζε στό σχολείο τήν ισοτιμία ανάμεσα στήν καθαρεύουσα καί
χρόνια ανάμεσα στά 1876 καί στά 1886 το γλωσσικό πρόβλημα τή δημοτική. ’Αλλά ή μεταρρύθμιση αύτή στάθηκε εφήμερη, καί
γίνεται καί πάλι άπό τά πράγματα οξύ και επίκαιρο. καί παίρνει τό πραξικόπημα τής 21 ’Απριλίου 1967 έφερε καί έδώ, όπως
αποφασιστική τροπή μέ τήν εμφάνιση τής ηγετικής μορφής, τού καί σέ τόσα άλλα θέματα, μιά οδυνηρή οπισθοδρόμηση: τό «Σύν­
Ψ υγάρη (βλ. κεφ. 11). 'Η δημοτική διεκδικεΐ καί πάλι τά δι- ταγμα» τού 1968 πρόσθετε πώς ή καθαρεύουσα είναι όχψ μόνο
καιώματά της, καί το κήρυγμα του Έυχάρη (ό_«δημοτικισμός»)^., ή έπίσημη γλώσσα τού...κράτους^αλλά καί τής παιδείας, καί ό
παίρνει ιδιαίτερη έκταση καί καθορίζει όλη τή νεώτερη πνευμα­ Α.Ν. 129 τού 1967 τήν καθόριζε ώς αποκλειστικό όργανο έκ-
τική ιστορία. 'Ύστερ’ άπο τις άντιδράσεις τής πρώτης αρχής, φράσεως, γραπτής καί προφορικής, διδασκόντων καί διδασκο-
το κίνημα άπλώνεται ολοένα καί σέ εύρύτερους κύκλους (καί μένων, άπό τήν Δ' Δημοτικού ώς τις άνώτερες σχολέε.
σ’ αύτό συντελεί δίχως άμφιβολία καί ή μαχητικότητα του ίδιου Μέ τή μεταπολίτευση τού 1974 ή κατάσταση άλλαξε ριζικά.
του Ψυχάρη)" τά χρόνια ώς το 1917 τάόνόμασαις του « ορμητι­ ’ ΗρςαθαρΓ.ύουΓτα (πού είχε ιδιαίτερα κακοποιηθεί στούς λόγους
κού δημοτικισμοΰ»._Δίπλα στά μαχητικά άρθρα καί φυλλάδια καί στά διαγγέλματα τής δικτατορίας) δέν ήταν π ιά ανεκτή·
τόΐΓΥυχάρη (πού ζοϋσε στο Παρίσι), οί οπαδοί του στήν Ε λ ­ σχεδόν όλες οί εφημερίδες (ακόμα καί οί πολιτικά συντηρητικές)
λάδα οργανώνουν έπίσης τον άγώνα, εκδίδουν δικό τους περιο^ χρησιμοποίησαν άποκλειστικά τή δημοτική’ τό ραδιόφωνο καί
δικό (τον Ν ουμα)ι ιδρύουν σωματεία γιά τή γλώσσα.. Ό πιο ή τηλεόραση τήν είσήγαγαν σ’ όλες τις έκπομπές τους. Καί τό
σημαντικός σταθμός ήταν άσφαλώς ή_ιδβυση τοϋ_.«.Έκπαιδευί· σημαντικότερο: ή Βουλή τών Ελλήνων, μέ τήν πρωτοβουλία
τικοϋ 'Ομίλου» (1610) καί ή συσχέτιση έτσι του γλωσσικού μέ τού πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή καί μέ τήν εισήγηση τού υ­
το εκπαιδευτικό πρόβλημα (((εκπαιδευτικός δημοτικισμός»). Στο πουργού Παιδείας Γ. Ράλλη, έψήφισε παμψηφεί τόν νέο εκπαι­
μεταξύ καί οί οπαδοί τής καθαρεύουσας οργάνωναν τον άγώνα δευτικό Νόμο 309 τής 30.4Π976, μέ τόν όποιο ή δημοτική-^κα-
τοΰςΓ~’ό ί“φό’ιτητές δημιουργούσαν' ταραχές στούς δρόμους τής Οιερώνεται σέ όλες τις βαθμίδες τών σχολείων τής Γενικής Έ κ-
Αθήνας, τό 191 1 ένα άρθρο στο νέο Σύνταγμα, πού ψήφισε ή παιδεύσεως. "Ενα άποφασιστικό βήμα παραπέρα ήταν ή~Έγ-
’Αναθεωρητική Βουλή καθιέρωνε τήν καθαρεύουσα ώς έπίσημη κυκλιος τού 'Υπουργείου Προεδρίας τής Κυβερνήσεως τής 8 Δε­
γλώσσα τοϋ κράτους. κεμβρίου 1976 γιά τή χρησιμοποίηση τής δημοτικής στά επί­
Σημαντική νίκη του δημοτικισμού στάθηκε ή εκπαιδευτική σημα δημόσια έγγραφα..__
μεταρρύθμιση τού 1917, ή όποια έμπαζε γιά πρώτη φορά τή ~^Όλα αυτά είναι γεγονότα μέ εξαιρετική σημασία. Δέ ση­
μητρική γλώσσα στις τρεις πρώτες τάξεις τού δημοτικού σχο- μαίνουν ίσως άκόμη τήν οριστική λύση τού γλωσσικού ζητή­
λείου. Στά εξήντα χρόνια πού πέρασαν άπο τότε ό δημοτικι­ ματος, καί ή καθαρεύουσα δέν μπορεί βέβαια νά πάψει νά υ­
σμός, σαν κίνημα προοδευτικό (καί ιδιαίτερα ό εκπαιδευτικός πάρχει άπό τή μιά στιγμή στήν άλλη. ’Αλλά ή δύναμη τών πραγ­
δημοτικισμός), γνώρισε πολλές άναστολές, οπισθοδρομήσεις, μάτων είναι τέτοια, ώστε καί οί λίγες έστίες άντιστάσεως, πού
καινούριες κατακτήσεις, άλλα καί κρίσεις εσωτερικές. Οί κυβερ­ κρατεί άκόμη (είτε άπό άθεράπευτη άντιδραστική νοοτροπία είτε
νήσεις καί τά καθεστώτα πού διαδέχονταν τό ένα το άλλο έ­ απλώς άπό τή συνήθεια στά καθιερωμένα), νά υποχωρήσουν καί
παιρναν θέση, θετική ή άρνητική, άπέναντι στο ζήτημα, καί αυ­ νά έξουδετερωθοΰν άργά ή γρήγορα. Τό πρόβλημα πού προ­
τές οί μεταλλαγές δέν ήταν βέβαια ωφέλιμες γιά τήν παιδεία. κύπτει σήμερα είναι περισσότερο έσωτερικό: πώς, ξεπερνώντας
Τή Σύνταγμα τού 1952 διατήρησε τήν αναχρονιστική διάταξη άστοχες υποκειμενικές αύθαιρεσίες, ή δημοτική, ώς γλώσσα γρα-
τού Σΐυντάγματος τού ΗΠΙ^έτσι τά πρώτα μεταπολεμικά χρό­ φομένη, θά οργανωθεί σέ πανελλήνιο γλωσσικό όργανο μέ συ­
νια πέρασαν χωρίς καμιά ούσιαστική πρόοδο. 'Ένας σημαντικός νέπεια καί συνοχή, ικανό νά έκφράσει μέ άπλότητα καί ζωντάνια
σταθμός ήταν ή έκπαιδευτική μεταρρύθμιση τού 1964 (μέ πρω­ τις σκέψεις καί τά αισθήματα τού καθενός, στή λογοτεχνία, στήν
θυπουργό καί υπουργό παιδείας τόν Γ. Παπανδρέου καί γενικό επιστήμη, στόν κρατικό οργανισμό.
γραμματέα τού 'Υπουργείου τόν Ε. Π. Παπανούτσο), ή οποία
14 * 15
ΕΙΣΑΓΩ ΓΗ ΕΙΣΑΓΩ ΓΗ

ΠΡΟΦΟΡΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ φωνητική ορθογραφία, καί ό Σολωμός στά ιδιωτικά του γραφτά
εφάρμοζε επίσης ένα είδος φωνητικής γραφής. Ιΐροηγουμένως,
'Ό τι οί άρχαΐοι "Ελληνες δέν πρόφεραν τά ελληνικά δπως τά στόν 17ο αιώνα, στά βενετοκρατούμενα μέρη είχε επικρατήσει
προφέρουν οί "Ελληνες οί σημερινοί, είναι άλήθεια έπιστημονική, νά γράφονται τά ελληνικά με λατινικά στοιχεία" τό σύστήμα
γνωστή άπό τον καιρό τοϋ ’Εράσμου (1528). Στο μακροχρόνιο χρησιμοποιήθηκε καί άπό τήν παπική προπαγάνδα^γιά τούς "Ελ­
διάστημα άπο τήν άρχαιότητα ώς σήμερα οί φθόγγοι τής γλώσ­ ληνες καθολικούς των νησιών («φραγκοχιώτικα»)12 —δπως καί
σας, σέ μια εξέλιξη φυσιολογική, άλλαζαν κάθε τόσο προφορά. πρόσφατα στή Σοβιετική "Ενωση γιά τούς "Ελληνες τού Καυ-
Οί πιο ουσιώδεις, διαιρορές είχαν ήδη συντελεστεΐ στά χρόνια κάσου. Τέτοιες ακραίες λύσεις δμωε ούτε επιθυμητές είναι ούτε
τής Κοινής (βλ. σ. 6)' το πιο χαρακτηριστικό φαινόμενο είναι ο καί_π£ακτι_κά εφαρμόσιμες- "Ο.τι άποτελεΐ επιτακτική άνάγκη
ιω τακισμός, ή προφορά δηλ. των αρχαίων φωνηέντων η, ν, ι, (καί άμεση, προπάντων γιά τήν εκπαίδευση), είναι μιά δσο γί-
καί των διφθόγγων ει, οι, υι, σάν γιώτα (ί). Ά ν όμως άλλαξε νεται μεγαλύτερη απλοποίηση τής ορθογραφίας, στά πλαίσια
ή προφορά, ή^όρθογραφία έμεινε ή ΐδια" άπό φ ω ν η τ ι κ ή δηλ. πάντοτε τής ιστορικής άρχής. Τέτοιες- απλοποιήσεις είσήγαγε
εγΐνΐέ ι σ τ ο ρ ι κ ή , με τό βάρος_ μάλιστα μιας πολύ μακριάς ό εκπαιδευτικός δημοτικισμός, καί οί απλοποιήσεις αύτές κω-
ιστορίας. Οί νέοι "Ελληνες γράφουν π.χ. ποικίλη, φ ιλειρηνικοί δικοποιήθηκαν στή Γρα μ μ α τική της Νεοελλ/ηνικης (1941) τού
καΓ"προφέρουν pikili, filiriniki. Αύτό δημιουργεί άφάνταστες Μανόλη Τριανταφυλλίδη.13 Μέ βάση τούς εύχρηστους κανόνες
δυσκολίες, στις όποιες έ'ρχονται να προστεθούν καί οί δυσκο­ τής Γραμματικής θά μπορούσαν νά λείψουν οί πιό πολλές δυσκο­
λίες των τόνων καί των πνευμάτων, πού δέν τά είχαν οί άρχαΐοι λίες καί νά μπει μιά τάξη στό ορθογραφικό χάος. ’Αλλά οί Έ λ ­
καί τά έπινόησαν οί άλεξανδρινοί γραμματικοί για να δηλωσουν ληνες είμαστε δυστυχώς πολύ άτομικιστές, καί ό καθένας μας
τή μ ο υ σ ι κ ή προφορά, δταν πιά είχε χαθεί. Σήμερα τόνοι έχει καί στήν ορθογραφία τις δικές του άτομικές προτιμήσεις.
καί πνεύματα έ'χουν μόνο ιστορική (ή διακοσμητική) σημασία. Τις μισές τουλάχιστον άπό τις ορθογραφικές δυσκολίες θά
Οί τυπογράφοι δμως είναι άναγκασμένοι νά χρησιμοποιούν 24 τις εξουδετέρωνε μιά άποφασιστική τονική μεταρρύθμιση, ή κα­
άλφα, τά παιδιά τού δημοτικού σχολείου νά ταλαιπωρούνται τάργηση δηλ. τών τριών διαφορετικών τόνων καί τών πνευμά­
μαθαίνοντας τις «δασυνόμενες λέξεις», καί ό πιό μορφωμένος των καί ή διατήρηση ενός μόνο τόνου (πού αυτός είναι άπαραί-
(γιατί στήν Ελλάδα ή έννοια τής μόρφωσης έ'χει συμπέσει πε­ τητος). Μιά τέτοια μεταρρύθμιση, ένώ δέ θά άλλοίωνε τήν οπτική
ρίπου με τήν έννοια τής ορθογραφίας) νά συμβουλεύεται τό εικόνα τών λέξεων, καί άνώδυνη θά ήταν καί θά μπορούσε άμέ-
λεξικό, γιά νά σιγουρευτεί τί τόνο παίρνει 6 κρίνος ή τί πνεύ­ σως νά εφαρμοστεί. ’Αλλα φαίνεται πώς τά διαβολικά αύτά ση-
μα ό αδρός. μαδάκια τών άλεξανδρινών γραμματικών είναι ένα είδος ταμπ ού
Πρέπει ωστόσο νά παρατηρηθεί πώς ένώ γιά έναν, τόν ΐδιο,
φθόγγο ή νεοελληνική ορθογραφία χρησιμοποιεί πλήθος ψηφίων 12. Βλ. Eug. Dallegio, «Bibliographic analytique d’ouvrages reli-
uicux en grec imprimés avcc dcs caractères latins», Μικρασιατικά
(δπως π.χ. στήν περίπτωση τού ί) όσο άσφαλώς καμιά άλλη Χρονικά 9 (1961), 385-499.
ευρωπαϊκή γλώσσα, άντίθετα, σε κάθε ψηφίο άντιστοιχ^ΐώπάν- 13. Έκτος άπό τή μεγάλη Γραμματική, έκδοση ΟΕΣΒ, 1941, ό Μ.
τοτε ένας καί μόνο φθόγγος" δέ συμβαίνει δηλ. τό φαινόμενό Τριανταφυλλίδης έξέδωσε μιά σύντομη καί εύχρηστη Μικρή νεοελληνική
(δπώς σΰμ^αΐ^ στά άγγλικά) ένα ψηφίο νά γραμματική, Α θήνα 1949, ή οποία έπανεκδόθηκε, με ορισμένες τροπο­
ποιήσεις καί βελτιώσεις, άπο τό ’Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσ­
π ροφέρεται πότε με τόν έναν καί πότε με τόν άλλο τροπο. (Μο­ σαλονίκη 1975. Καί τελευταία, μέ τή φροντίδα τού Κέντρου Έκπαιδευ-
ναδική, καί μηδαμινή έξαίρεση, τό σίγμα, πού έμπροψαπό ορι­ ιικών Μελετών καί Έπιμορφώσεως (KE.V1E) τοϋ 'Υπουργείου Παιδείας,
σμένα σύμφωνα άκούγεται σάν ζήτα: σβήνω -ζ,νίτιο, και το ύ­ κυκλοφόρησε, βασισμένη στή Γραμματική Τριανταφυλλίδη (μέ ορισμένες
ψιλον στις διφθόγγους αν καί ευ, πού άκούγεται πότε σάν f ακόμη περισσότερες άπλουστεύσεις στήν ορθογραφία) ή επίσημη κρατική
Γραμματική γιά τά σχολεία: Νεοελληνική Γραμματική. ’Αναπροσαρμογή
καί πότε σάν ν : αύτός-aftos, αΰρα-avra). ιι/.; Μικρής Νεοελληνικής Γραμματικής τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη,
Στά 1814 ό Βηλαράς έξψδωσε ενα βιβλίο _.δπου Ιφάρμοσε τή ι ΈΛΒ, ’Αθήνα 1976 (άνατύπωση 1977).

16 17
Ε ΙΣ Α ΓΩΓΉ ΕΙΣ ΑΓΩ ΓII

καί κανείς δεν τολμά νά κάνει, το αποφασιστικό βήμα. Ό καθη­ τόνοι πού πραγματικά άκούγονται καί όχι όλοι όσοι γράφονται,
γητής I. Θ. Κακριδής, άπό τούς κορυφαίους έλληνες φιλολό­ πού πολλές φορές (ιδίως στά άρθρα) είναι εικονικοί.
γους, βρέθηκε (στα χρόνια τής Κατοχής) υπόδικος στο πειθαρ­ Παραδείγματα
χικό συμβούλιο του Πανεπιστημίου ’Αθηνών έπειδή είχε έκδώ-
σει βιβλία του χωρίς τόνους, καί απολύθηκε για τό λόγο αύτόν βαριά βροντούν, π ικ ρά βαρούν
άπο τό Πανεπιστήμιο.1415 ’Ά ς ελπίσουμε πώς σήμερα πιά, μέ , W—, W—, W— (ίαμβος)
τό προοδευτικό πνεύμα πού επικράτησε στη νέα έκπαιδευτική
μεταρρύθμιση, θά ξεκινήσει μιά πρωτοβουλία, ιδιωτική ή κρα­ στο ρημοκλήσι τού Δηροϋ
τική, γιά τήν κατάργηση των τόνων καί τήν εφαρμογή τού μο- W , W— »
νοτονικου συστήματος.10 φύσα βοριά, φύσα Θρακιά
—w , W—, —w , W— »
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΙΧΟΤΡΓΙΚΗ
Λενθεριά, γ ιά λίγο πάψε
’ Η_νεοελληνική_στιχουργία —όπως καί των περισσότερων νεώ- ν ν νν,— —νν , —W (τροχαίος)
τερων γλωσσών— στηρίζεται στον δυναμικό τονισμό. Ή κανο­
νική εναλλαγή των ,τονοονώάημιουργεΐ τό ρυθμό, τό μέτρο. Τά τώ ρα σίμ ω σε κ αί κλάψε
δυο βασικά μέτρα είναι ό ία μ βος (τόνος στις άρτιες συλλαβές: — —νν,νυ ^ , ^ »
w —) καί ό τροχαίος (τόνος στις περιττές συλλαβές: —w ).16 τά τραγούδια μου τά "λεγες δλα
Αύτά είναι και τά μόνα μέτρα τής δημοτικής ποίησης. 'Η νν W—, W W—, WW—, W
έντεχνη ποίηση, άπό τήν έπίδραση τής ξένης (ή καί τής άρ- (άνάπαιστος)
χαίας) μετρικής, χρησιμοποιεί καί τά ακόλουθα τρία μέτρα: Ή Λόξα δεξιά συντροφεύει
τόν άνάπ αιστο ( ικ w —) τώε_δάκ,τΐ'λα (—w w ) καί τόν ά μφ ί- —w , ^ (άμφίβραχυς)
βραγυ ( w —^ ) . Στον ίαμβο καί στον τροχαίο δέν τονίζονται ξέρω μ ιά λύρ’ ακριβότατη
"όλες οί άρτιες (ή όλες οί περιττές) συλλαβές- καθώς μάλιστα
οί περισσότερες λέξεις τής νεοελληνικής γλώσσας είναι πολυσύλ­ — νν W ,— W , — W (δάκτυλος)
λαβες, τό φαινόμενο αύτό είναι αρκετά συνηθισμένο" ωστόσο αν
μείνουν άτονες πεβΐσσότερες_03Ε0..τέσσερις συλλαβές, δημιουρ- Φαινόμενο συνηθέστατο καί κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό τής
γεϊται κάποια χαλάρωση τού ρυθμού. Συχνά επίσης μπορεί νά νεοελληνικής μετρικής είναι ή συνίζηση, ή συμπροφορά δηλ.
τονιστεΐ στόν ίαμβο μιά περιττή συλλαβή (ή —άλλά σπανιό­ στό στίχο δύο φωνηέντων (πού ανήκουν σε δύο συνεχόμενες λέ­
τερα— στόν τροχαίο μιά άρτια). Φυσικά υπολογίζονται μόνο οί ξεις) σέ_ ε ν α χρόνο: ή α υγή , νύχτά ήταν. (Σέ ε ν α χρόνο προ-
φέρονται κανονικά καί οί —σημερινοί, οχι άρχαΐοι— δίφθογγοι:
14. Βλ. Ή δίκη τών τόνων. (Ή πειθαρχική δίωξις τον καθηγητον κ. όιμέ, νεράιδα —ακόμα π ιάνω , ποιος). Π.χ.:
I. Θ. Κακριδή), Α θήνα 1942. Πρβ. καί: Ί Ι αντιδικία τών τόνων (εκ τών
συνεδριάσεων τής Φιλοσ. Σχολής τον Πανεπιστ. ’Αθηνών), ’Αθήνα 1944. Τον π α τέρα σου δταν έλθεις νν w — νν — ι.j — w
15. Το ’Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών ('Ίδρυμα Μανόλη Τριαντα-
φυλλίδη) τής Θεσσαλονίκης καθιέρωσε ήδη τό μονοτονικό σύστημα στην δεν θά ίδείς π αρά τόν τάφο, —w —kj w w —KJ
άλληλογραφία καί τά δημοσιεύματα του. Ή ΕΔΗΚ, τό κόμμα της άξιω- ε ίμ α ι όμπρός τον καί σοϋ γράφω —w —w νν w —w
ματικής άντιπολιτεύσεως, τό Μάιο τοϋ 1977 υπέβαλε στη Βουλή πρόταση
γιά τήν καθιέρωση τοϋ μονοτονικού. μέρα π ρώ τη τού Μ αγιού. —w —w w —
16. Συμβατικά άποδίδουμε τήν άτονη συλλαβή μέ \^j καί τήν τονι­
σμένη μέ —. (Σολωμός)

18 19
Ε ΙΣΛΓΩ1ΊΙ ΕΙΣΛΓΩΓΙΙ

' 0 tuo συνηθισμένος νεοελληνικός στίχος είναι όβαμβικός δε- ’Από τούς υπόλοιπους ιαμβικούς στίχους συχνός (καί στά δη­
καπεντασύλλαβοα. Με σταθερή τομή ύστερ’ άπό την 8η συλλαβή μοτικά τραγούδια) είναι ό αχτασν2λαβος' στήν ε'ντεγνη ποίηση
μοιράζεται σε δύο περίπου ΐσα ημιστίχια (8-7 συλλαβές): πολλές φορές σέ συνδυασμό μέεφτασύλλαβο ή (σπανιότερα) μέ
έννεασύλλαβο. Τον μικρό πάλι καί εϋπλαστο πεντασύλλαβο τον
Σ ημαίνει 6 Θιός, σημαίνει η γης, jj σημαίνουν τα επουράνια (α)
(δημοτικό) χρησιμοποίησαν καί οί φαναριώτες στιχουργοί (Χριστόπουλός,
Τοϋ κύκλου τά γ υ ρ ίσ μ α τα ] π άνεβοκατεβαίνον (β) Βηλαράς) καί ό Σολωμός" μέ πολλή δεξιοτεχνία τον χρησιμο­
(Έρωτόκριτος) ποίησε καί ό ΙΙαλαμάς (συλλογή 01 π εντασύλλαβοι).
Το πρώτο ήμιστίγιο μπορεί νά είναι οξύτονο (α) ή προπαροξύ­ Π ουλάκι ξένο
τονο (β). ξενιτεμένο
Τ>"δεκαπεντασύλλαβος είναι ό πιο συνηθισμένος στίχος των (Βηλαράς)
δημοτικών τραγουδιών επίσης, ολη ή πο.ίηση_η,πρίν μιαΟμμετά Καί ό τοοχαΐκόα ό γ τα σ ύλλαβοο φαίνεται πώς είναι πολύ πα­
την "Αλωση (άπο τον Διγενη Ά κ ρ ιτ α ), εκτός άπο ελάχιστες λιός· τον βρίσκουμε σέ σκωπτικά ^βυζαντινά λαϊκάηιραγούδια
εξαιρέσεις, είναι γραμμένη στον δεκαπεντασύλλαβο. ’Απο το β' καί σέ ένα εκτενέστερο ποίημα (Π τωχολέων). Στή νεώτερη έ-
μίσο~ του 14ου αιώνα (όταν είσάγεται ή ομοιοκαταληξία) συν ποχη τον χρησιμοποίησαν οί Φαναριώτες καί ό Σολωμός, κυ­
δΰαζεται κανονικά σέ δίστιχα, καί ή δεκαπεντασύλλαβη δίστιχη ρίως_σ§_συνδυασμό μέ τόν εφτασύλλαβο! ~
ενότητα είναι ή κύρια στιχουργική μορφή της κρητικής λογο-
τ εχνίας. Είναι ένας στίχος εύπλασχος καί μπορεί νά πάρει με­ Σ ε γνω ρίζω από τήν κόψη —cv
γάλη ποικιλία μορφών στά χέρια αδέξιων στιχουργών γίνεται τοϋ σπαθιού τήν τρομερή ευ ευ—cv ευ w —
(Σολωμός)
κουραστικός καί μονότονος, άλλα οί κορυφαίοι ελληνες ποιητές
του έδωσαν βάθος καί μουσικότητα. Ό Σολωμός τον καλλιέρ­ Οί ρομαντικοί τής ’Αθηναϊκής σχολής μέ το συνδυασμό δύο ο­
γησε ιδιαίτερα, ιδίως στά μεγάλα του συνθέματα τής ώριμης χτασύλλαβων^ έπλασαν έναν κάπως δύσκαμπτο τροχαϊκό δεκατ
περιόδου, ό Γίαλαμας ζήτησε νά τον άνανεώσει στή μορφή' τήν εξασύλλαβογ.
τελευταία δημιουργική καλλιέργεια τή γνώρισε μέ το Σικελιανό
θόλωσε κ α ι μαύρη τρέχει, ![ 'Ο δοιπόρε, ή ζωή σου
καί το Σεφέρη.
Ό ιταλικός έντεκασύλλαβος μπήκε στή νεοελληνική μετρική —cv w νυ — νυ — νυ ]| ευ *-υ— νυ νυ— νυ
άπο επίδραση τής ιταλικής' τον βλέπουμε για πρώτη φορά στο: (Π. Σοϋτσος)
Κυπριώτικα ερωτικά τοϋ 16ου αιώνα, καί ύστερα στήν κρητικη Ό Σολωμός χρησιμοποίησε τόν άναπ αιστικό δεκασύλλαβο,
ποίηση (Β ο σ κ ο π ο ύ λ α ,χ ορικά τού κρητικοΰ θεάτρου). Στή νεόϋ- άπό επίδραση τής ιταλικής στιχουργίας, κυρίως σέ ποιήματα
τερη εποχή τόν καλλιέργησαν ποιητές θρεμμένοι μέ τήν ιταλική ελεγειακά (Φ αρμακωμένη)' τό ίδιο καί τόν άμφ ιβραχικό έννεα­
ποίηση, όπως ό Σολωμός (Λ άμπρος) καί ό Μαβίλης.^Αύτοί ξέ­ σύλλαβο :
ρουν νά τον χρησιμοποιούν με τους τονισμούς (ή παρατονισμους)
στην 3η ή τήν 7η συλλαβή (dantesco), ποη σπάζουν τόν ιαμβικό 'Η Λόξα δεξιά συντροφεύει
ρυθμό, άλλα δημιουργούν μια ιδιαίτερη ένταση. 11.'/. νυ— νυ, w — νυ, ε υ — νυ

Κ αθαρότατου ήλιο έπρομηνοϋσε Τό άμφιβραχικό μέτρο τό προτίμησαν πολλοί ποιητές γιά τόν
w —w W — w w w — νυ (Σολωμό;) λικνιστικό του ρυθμό. ’Αντίθετα ό δάκτυλος δύσκολα προσαρμό­
ζεται στήν ελληνική γλώσσα, γ ι’ αύτό καί δσοι επιχείρησαν νά
Φ υσάει τ αεράκι μ άνάλαφρη φόρα μεταφέρουν στή νέα γλώσσα τόν άρχαΐο ομηρικό έξάμετρο δέν
'V — V-V — ευ w — ν u — ευ (Μαβίλης) είχαν έπιτυχία. "Ο,τι κυρίως εμποδίζει τή χρησιμοποίησή του
20 21
ΕΙΣΛΤΩΓ11

είναι ή έλλειψη στη νέα γλώσσα μακρόχρονων συλλαβών, ώστε ΠΡΩΤΟ Μ E Ρ ΟΣ


να μην μπορεί νά χρησιμοποιηθεί ο σπονδείος (------).
’Ιδιότυπη μετρική ακολούθησε ό Κάλβος. Οί ωδές του είναι ΑΠΟ Τ ΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΑΡΧΕΣ
όλες γραμμένες σ’ ένα σύστημα πεντάστιχων στροφών, μέ τέσ­
σερις στίχους έφτασύλλαβους καί τον τελευταίο πεντασύλλαβο. ΩΣ Τ Ο Ν Δ Ε Κ Α Τ Ο Ο Γ Δ Ο Ο Α Ι Ω Ν Α
'Ο Κάλβος, πού μαθήτευσε στους ΐταλούς κλασικιστές, θέλησε
μέ τον τρόπο αύτο νά μιμηθει αρχαίες σαπφικές ή άλκαϊκες
στροφές:
"Ας μ η βρέξει π ο τέ w —w w —]
το σύννεφον, και ό άνεμος w —υ υ υ —] w w
σκληρός ας μη σκορπίσει w —νυ—νυ— ] w
το χώ μα το μακάριον yy —w w w —] w νυ
που σάς σκεπάζει. w w —] w
'Ο Κάλβος κρατά ένα σταθερό τόνο στην προτελευταία (6η)
συλλαβή, καί τοποθετεί τούς άλλους τόνους (κατά τά ιταλικά
πρότυπα) άδιάφορα σε άρτιες ή σέ περιττές συλλαβές. ’Επίσης
οί στίχοι του (έκτος άπό τον πεντασύλλαβο τοΰ τέλους) είναι
άδιάφορα οξύτονοι, παροξύτονοι ή προπαροξύτονοι (μέ έξι, εφτά,
ή οχτώ συλλαβές).

22
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ


(11ος - 15ος ΑΙΩΝΑΣ)

ϋ ί χρόνοι πριν άπο το 1000 αποτελούν το κέντρο καί το κορύ­


φωμα της μεσαιωνικής ιστορίας, καί στον δυτικό καί στον άνα-
τολικύ κόσμο. Το Βυζάντιο τήν πιο λαμπρή του άκμή τή γνω ­
ρίζει κατά τήν περίοδο τής Μακεδονικής δυναστείας κυρίως, μέ
τούς τρεις μεγάλους της αύτοκράτορες, τον Νικηφόρο Φωκά,
τον ’Ιωάννη Τσιμισκή καί τον Βασίλειο Β'. Ό Νικηφόρος στέ­
φεται αύτοκράτορας το 963 (άφοΰ είχε διώξει τούς ’Άραβες από
τήν Κρήτη καί είχε ιδρύσει τή μονή Μεγίστης Λαύρας στο
Ά γιο ν ’Όρος), ένα χρόνο μετά τή στέψη του ’Όθωνος Α' ώς
αύτοκράτορα του Ά γιου Ρωμαϊκού Κράτους. Το 1071 το άνα-
τολικύ κράτος ύφίσταται δύο θανατηφόρα χτυπήματα καί χάνει
οριστικά τις ανατολικές επαρχίες τής Μ. ’Ασίας μέ τήν ήττα
στο Μαντζικέρτ, καί συνάμα τήν κυριαρχία στήν ’Ιταλία μέ
τις νίκες τού Ροβέρτου Γυσκάρδου, πέντε μόλις χρόνια μετά
τή μάχη τού Hastings. Δύση καί ’Ανατολή βαδίζουν παράλ­
ληλα- άπο το τέλος τού 11ου αιώνα, μέ τήν πρώτη σταυρο­
φορία, οί δύο κόσμοι θά έρθουν σέ σύγκρουση, άλλά καί σέ
στενότερη έπαφή.
Είναι μιά εποχή κρίσιμη, εποχή άνακατατάξεων, συγκρού­
σεων των λαών, δημιουργίας νέων εθνικών συνειδήσεων, άλλά
καί εποχή κορύφωσης τού μεσαιωνικού πνεύματος, τής πίστης
καί τού ίπποτισμοΰ. Μιά οθωνική εκκλησία είναι βέβαια δια­
φορετική άπο το Δαφνί ή τή Νέα Μονή τής Χίου, καί ένας
φράγκος ιππότης δέ βρίσκει το άνάλογό του σ’ έναν βυζαντινό
πολεμιστή, το θρησκευτικό όμως ή το άγωνιστικο πνεύμα είναι
τά ίδια. Ξέρουμε πώς το άγωνιστικο πνεύμα, ιδίως στήν άνα-
μέτρησή του μέ ξένους, άλλόφυλους λαούς, γέννησε θρύλους γύ­
ρω άπο ορισμένες έξέχουσες μορφές, πραγματικές ή φανταστι­
κές, καί πώς οί θρύλοι αύτοί άποτέλεσαν σιγά σιγά μιά επική
όλη, πού συμπυκνώθηκε ύστερα σέ συγκεκριμένες ποιητικές δη-
25
1. II Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α ΠΡΙΝ’ Λ Π Ο ΤΗΝ' Λ Λ Ω Σ Ι ί ΤΟ Ε Π Ο Σ T O T « Δ Ι Ι Έ Ν Ι Ι Α Κ Ρ Ι Τ Α »

μιουργίες —στήν ’ Γσπανία αίφνης στο έπος του Citi ή του Ρο- τής συνέθεσε ένα εκτενές ποίημα, τό έπος τού Διγενή ’Α κρίτα,
λάνδου. τό πρώτο γραπτό μνημείο τής νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Γιά
Καί στήν άλλη άκρη του δυτικού κόσμου (το Βυζάντιο είναι ποιό λόγο ή άρχή τής νέας ελληνικής λογοτεχνίας (τής λογο­
κι αύτό «Δύση»), οί Βυζαντινοί είχαν ν’ άναμετρηθοΰν μέ τον τεχνίας τής γραμμένης στή λαϊκή, όμιλουμένη, δηλ. νεοελληνική
ίδιο επικίνδυνο εχθρό, τούς ’Άραβες. ’Εκεί, στα ανατολικά σύ­ γλώσσα) πρέπει νά τοποθετηθεί σέ χρόνια τόσο πρώιμα, στά
νορα τής αυτοκρατορίας (πού δεν ήταν πάντοτε σταθερά, καί στον χρόνια τής κορύφωσης τού βυζαντινού κόσμου, δηλώθηκε στην
8ο ως τον 10ο αιώνα κυμαίνονταν άνάμεσα στήν Καππαδοκία εισαγωγή. Δέν είναι άλλωστε μόνο ώς πρός τή γλώσσα του ό
καί στον Ευφράτη), τις «άκρες» τού κράτους τις έφύλαγαν οί Διγενής κείμενο «νεοελληνικό», εκφράζει κι αύτός —όπως καί
«ακρίτες». Δεν αποτελούσαν ιδιαίτερα σώματα στρατιωτικά, ή τά άλλα άντίστοιχα επικά ποιήματα τής Δύσης (καί τής ’Ανα­
κεντρική διοίκηση τούς παραχωρούσε γαϊες, κι έτσι σιγά σιγά τολής)— τό πρώτο, άς είναι άχνό άκόμα, φανέρωμα μιας και­
δημιουργήθηκε στις άκριτικές αυτές περιοχές μιά ισχυρή στρα­ νούριας συνείδησης εθνικής, πού μπορούμε, στήν περίπτωσή μας,
τιωτική φεουδαρχία, κάτι παρόμοιο μέ τούς «μαρκήσιους» στή νά τήν πούμε, άκριβώς, νεοελληνική.
Δύση. Ιίολεμοΰσαν οί άκριτες μέ τούς ’Άραβες, πιο πολύ με
τούς τοπικούς άρχοντες, τούς άμιράδες, άλλά πολεμούσαν καί ΤΟ ΕΠΟΣ TOT ΔΙΓΕΝΗ ΛΚΠ ΤΛ
μέ τούς «άπελάτες», ένα είδος παράνομων καί ληστών, πού δια-
κρίνονταν κι αύτοί γιά τήν παλικαριά τους καί είχαν τήν ίδια "Ως τό 1875 τίποτα δέν ήταν γνωστό γιάτό έπος τού Διγενή Ά ­
πολεμική τακτική καί τον ίδιο κώδικα ηθικής μέ τούς άκριτες. κριτα. Τή χρονιά εκείνη δύο βυζαντινολόγοι, ό Κ. Ν. Σάθας καί
Γύρω άπό τά κατορθώματα των άκριτων άρχισαν νωρίς νά ό E. Legrand, δημοσίευσαν άπό ένα χειρόγραφο στήν Τραπε-
πλάθονται κι έκεϊ διάφοροι θρύλοι καί νά σχηματίζεται ένας κύ­ ζούντα μιά πρώτη παραλλαγή τού έπους. Σάν νά είχε δοθεί τό
κλος άπό δημοτικά τραγούδια (μπαλάντες) επικής μορφής' ένα σύνθημα, τρεις άλλες παραλλαγές άνακαλύπτονταν μέσα στά πέν­
σχόλιο τού Άρέθα, τού λόγιου μαθητή τού Φωτίου (άρχές 10ου τε επόμενα χρόνια (στήν Άνδρο, στήν έλληνόρρυθμη μονή τής
αιώνα) μάς δίνει τή ρητή μαρτυρία πώς τραγουδιστές άπό τον G rottaferrata κοντά στή Ρώμη, καί στήν ’Οξφόρδη), γιά νά
ΙΙόντο καί τήν Καππαδοκία («κατάρατοι Παφλαγόνες») τρα­ προστεθούν, γύρω στά 1900, δυό άλλες, μία στό Έσκοριάλ και
γουδούσαν «προς οβολόν» τά κατορθώματα των άκριτων.1 'Ο μία (πεζή αύτή) πάλι στήν Άνδρο. 'Υπάρχει τέλος καί μιά άλλη
επικός αυτός κύκλος, τά «άκριτικά» δημοτικά τραγούδια, σώ­ διασκευή σέ ρωσική γλώσσα, θ ά δούμε παρακάτω ποια είναι
θηκαν στις ίδιες αύτές περιοχές, τόν Πόντο καί τήν Καππαδοκία ή σχέση τών παραλλαγών αύτών μεταξύ τους.
(άλλά καί στήν Κύπρο, στήν Κρήτη καί άλλοΰ), μέ τήν προφο­ Κεντρικός ήρωας τού έπους είναι ό Βασίλειος Διγενής ’Α­
ρική παράδοση καί τραγουδιούνται ώς τις μέρες μας (ή ώς χτές). κρίτας. 'Ωστόσο τά τρία πρώτα βιβλία (τό ποίημα διαιρείται σε
’Έψαλλαν τήν παλικαριά καί τή σχεδόν ύπερφυσική σωματική οχτώ ή σέ δέκα) περιέχουν τήν 'ιστορία τού πατέρα του, τού άμιρά
δύναμη των άκριτων, τά ήρωικά κατορθώματα τού ’Ανδρόνικου, τής Συρίας Μουσούρ, δηλαδή τήν αρπαγή άπό αύτόν τής κόρης
τού Άρμούρη, τού Σκληρόπουλου. Θά μιλήσουμε γιά τά τρα­ ενός έλληνα στρατηγού, τήν καταδίωξή του άπό τούς πέντε
γούδια αύτά σέ άλλο κεφάλαιο (βλ. κεφ. 5). άδερφούς της, τή μονομαχία του μέ τόν νεώτερο καί τήν ήττα
Βασισμένος κυρίως στά τραγούδια αύτά καί στούς θρύλους, του, τόν προσηλυτισμό του στό χριστιανισμό καί το γάμο του
άλλά καί σέ άλλες, καθώς θά δούμε, λογιότερες πηγές, ένας ποιη­ μέ τήν κόρη. Γιος άπό τό γάμο αύτόν («διγενής», άπό δύο γένη,
τό αραβικό καί τό ελληνικό) είναι ό ήρωας τού έπους, καί τά
1. «Τούς άγείροντας λέγει, ήτοι άγύρτας, ών νϋν δείγμα οί κατάρατοι υπόλοιπα βιβλία εξιστορούν τά κατορθώματά του: τά κυνήγια
Παφλαγόνες ώδάς τινας συμπλάσαντες πάθη περιεχούσας ενδόξων άνδρών του τών άγριων θηρίων, τήν έρωτική του ιστορία (μιά αρπαγή,
καί προς οβολόν άδοντες καθ’ έκάστην οικίαν», ύλ/όλιυ τού Ά ρέθα στον άλλά μέ τή συγκατάθεση τής κόρης), τήν άναχώρηση στις άκρες,
Βίο ’Απολλώνιου τον Φι/.οστράτον, βλ. Σ. Β. Κουγέας, «Α ί έν τοΐς σχο-
λίοις τού Άρέθα λαογραφικαί ειδήσεις», Λαογραφία 4 (1914) 239.
όπου γίνεται άκριτης, καί τέλος τό θάνατό του. Σύμφωνα με
26 27
1. II Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α Π Ρ Ι Ν Α Ι Ι Ο Τ Η Ν Α Λ Ω Σ Ι Ι ΤΟ Ε Π Ο Σ T O T « Δ Ι Γ Ι Ϊ Ν Η Α Κ Ρ Ι Τ Α :

την παλιά επική τεχνική, κεντρική θέση έχει κι έδώ ή έξιστό- ’Αλλά τό άρχικό αύτό κείμενο, όπως είπαμε, δέ μάς έχει σω­
ρηση των κατορθωμάτων του ηρώα άπό τον ίδιο (5ο καί 6ο θεί. Οί διάφορες παραλλαγές ποιά σχέση έχουν μέ τό άρχικό
βιβλίο στήν παραλλαγή τής G rottaferrata, 6ο καί 7ο στις άλ­ κείμενο, καί άκόμα, ποιά σχέση άναμεταξύ τους: 'Η παραλλαγή
λες): οί μάχες του μέ τούς αρχηγούς των άπελατών καί κυρίως τής G rottaferrata παρουσιάζει στή γλώσσα πολλά στοιχεία λο­
ή μονομαχία του μέ τήν αμαζόνα Μαξιμώ —τύ ωραιότερο καί γιότερα καί άρχαϊκά καί παρέχει τό ικανοποιητικότερο κείμενο.
«έπικότερο» επεισόδιο ολόκληρου τοΰ ποιήματος. Οί παραλλαγές τής Τραπεζούντας καί τής "Ανδρου προέρχονται
'Ένα κείμενο τοσο πρώιμο, στηριγμένο σέ παραδόσεις καί γε­ φανερά άπό τής G rottaferrata, ένώ ή παραλλαγή τοΰ Έσκοριάλ
γονότα ιστορικά, μέ ποικίλες έπιδράσεις, καί παραδομένο σέ τό­ είναι έντελώς ιδιότυπη: τό κείμενο πού μάς παραδίδει είναι τό
σες παραλλαγές, φυσικό ήταν νά γεννήσει πλήθος προβλήματα, χειρότερο καί εξαιρετικά συντομευμένο, ένώ ή γλώσσα του πολύ
στα περισσότερα απο τα όποια ή φιλολογική έρευνα, μολονότι περισσότερο δημοτική. Οί παλαιότεροι μελετητές είχαν πιστέψει
εντατικά τήν απασχόλησαν, δέν μπόρεσε νά δώσει ακόμα ορι­ πώς ή παραλλαγή τοΰ Έσκοριάλ σώζει τό αύθεντικό κείμενο,
στική λύση. Στα χρόνια 1930-40 οί γοητευτικές αλλά καί τολ­ τό όποιο, κατά τή θεωρία τους, ήταν γραμμένο σέ γλώσσα λαϊ­
μηρές καί τελικά απίθανες θεωρίες τοΰ Henri Grégoire2 πλά­ κότερη καί «μεταφράστηκε» ύστερότερα σέ λογιότερη, αυτή
τυναν πολύ τον ορίζοντα τής έρευνας, άλλα καί τήν έβγαλαν άπο πού μάς παραδίδουν οί άλλες παραλλαγές. 'Η νεώτερη έρευνα
τα φυσικά της δρια. ’Αντίθετα άπο τήν, ιστορική περισσότερο φαίνεται μάλλον νά άποδεικνύει τό άντίθετο: κοντότερα στο αρ­
καί λαογραφική, έρευνα των παλαιότερων, ή νηφαλιότερη καί ορ­ χικό κείμενο βρίσκεται ή παραλλαγή τής G rottaterrata' ή γλώσ­
θόδοξα φιλολογική άντιμετώπιση των προβλημάτων άπο τον σα της, μολονότι βασικά άρχαίζει, πλησιάζει πολύ τήν όμιλου-
John Mavrogordato (1956) έδωσε, κατά τή γνώμη μου, άπο- μένη τής εποχής, μέ πολλά, βέβαια, άκόμα στοιχεία τής λόγιας
κρίσεις περισσότερο ικανοποιητικές. γραφομένης. Οί μεταγενέστεροι διασκευαστές προσάρμοζαν ολο­
Καμιά άπο τις παραλλαγές δέ μας παραδίδει άσφαλώς το ένα τή γλώσσα τους πρός τόν νεωτερικότερο τύπο τής εποχής
πρωταρχικό κείμενο τοΰ έπους. Ό Grégoire, στηριγμένος στά τους. Καί τά λαϊκότερα στοιχεία τής γλώσσας τοΰ Έσκοριάλ
ιστορικά γεγονότα, πού κατά τή γνώμη του καθρεφτίζονται στο (αύτά πού είχαν γοητεύσει τούς παλαιότερους μελετητές) δέν
έπος, τοποθετούσε τήν άρχική μορφή άνάμεσα στά 928 καί στά είναι λείψανα τής άρχικής μορφής τοΰ κειμένου, άλλά προσθήκες
944. 'Η χρονολογία αύτή είναι χωρίς άλλο πολύ πρώιμη. Ό νεώτερες, όφειλόμενες στήν οικείωση τοΰ διασκευαστή με τη
Μαυρογορδάτος τοποθετεί το άρχικό κείμενο στά ειρηνικά χρό­ δημοτική ποίηση τοΰ καιροΰ του.:ί
νια τοΰ Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου (1042-54), τοΰ τελευ­ Καί γιά τή σχέση τοΰ γραπτού έπους μέ τά δημοτικά τρα­
ταίου βασιλιά τής «έπικής» Μακεδονικής δυναστείας. Αύτό πάλι γούδια τοΰ άκριτικοΰ κύκλου, διχασμένες είναι οί γνώμες τών
είναι ΐσως πολύ άργά. "Ενας σταθερός terminus ante quem μελετητών. "Οτι τά άκριτικά αύτά τραγούδια προϋπήρχαν απο
είναι οπωσδήποτε τά μέσα τοΰ 11ου αιώνα, δταν ή νέα δύναμη τό έπος πρέπει νά θεωρηθεί βέβαιο' καί ότι άποτέλεσαν μια,
των Σελτζούκων έξετόπιζε διαδοχικά τούς Βυζαντινούς άπο τά καί τή σημαντικότερη, πηγή του, επίσης. ’Από τήν άλλη μέρια
άνατολικά σύνορα τοΰ κράτους, γιά νά τούς δώσει το τελειωτικό δέν μπορεί ν’ άποκλειστεΐ τό γεγονός ότι τό έπος, μέ τή διά­
χτύπημα στο Μαντζικέρτ (1071). ’Ίσως ή πιο πιθανή χρονο­ δοση πού πήρε, γέννησε μέ τή σειρά του έναν ιδιαίτερο κύκλο
λόγηση νά είναι τά χρόνια τοΰ τέλους τοΰ 10ου καί των άρχών 3. Βλ. Λ. Πολίτη, «L ’épopée byzanline de Digenis Akrilas. Pro-
τοΰ 11ου αιώνα, τά χρόνια τής άκμής τής Μακεδονικής δυνα­ lilòmes de la tradition dii texte et des rapports aver les chansons
στείας, μέ τούς συνεχείς πολέμους προς όλες τις κατευθύνσεις, akritiques», στό: Atti del Convegno Internazionale sul tema: La
χρόνια τόσο πρόσφορα γιά τήν επική διαπραγμάτευση. poesia epica e la sua formazione, Ρώμη, Accademia Nazionale dei
Lincei, 1970, σσ. 551-581. (’Ανατύπωση στό: Linos Politis, Paléo-
2. Έκτος άπο τά πολυάριθμα άρθρα του, ιδίως στο περ. Byzantion, graphie et, littérature byzantine et néo-grecque. Recueil d’ètudes, Λον­
ό Grégoire έξέθεσε συνοπτικά τις θεωρίες του στο βιβλίο Ό Διγενής ’Α ­ δίνο, Variorum Reprints, 1975). Καί γιά τή σχέση τοΰ έπους μέ τά ά-
κρίτας, Νέα 'ϊόρκη 1942 (βλ. Βιβλιογραφία). κριτικά δημοτικά τραγούδια βλ. A. Periusi, αύτ. σσ. 481-544.

28 29
1. Π Λ Ο Γ Ο Τ Κ Χ Ν Ι Λ Π Ρ Ι Ν Λ Ι Ι Ο ΤI ! Ν Α Λ Ω Σ II «Π ΡΟ ΔΡΟ Μ ΙΚ Α ». «Σ Π Α Ν Ε Λ Σ ». ΓΛΤΚΛΣ

τραγουδιών. Τέτοια πρέπει νά είναι το δίχως άλλο δσα μνη­ τάσουμε. Τά πιό σημαντικά είναι τά Π ροδρομικά, έτσι ονομα­
μονεύουν ρητά τον ήρωα μέ τ ’ δνομά του' δεν είναι άλλωστε σμένα άπό τόν Θεόδωρο Πρόδρομο, στόν όποιο τά άποδίδουν
πολλά, τραγουδούν το θάνατό του καί επιχωριάζουν προπάντων τά χειρόγραφα. "Ολα δμως τά φαινόμενα πείθουν πώς τά ποιή­
στην Κύπρο καί στην Κρήτη, οπού πολλές είναι καί οί λαϊκές ματα, γραμμένα σέ μιά πολύ έντονη δημώδη γλώσσα τής έπο­
παραδόσεις πού άναφέρονται στον Διγενή. χής, δέν έχουν τίποτα νά κάμουν μέ τόν γνωστό λόγιο ποιητή
Τα άκριτικά αυτά τραγούδια φτάνουν πολλές φορές σέ άλη- καί πολυγράφο. Είναι ένα είδος αιτήσεις πρός τόν αύτοκράτορα,
θινό ποιητικό ύψος, καί αύτό είναι πού έκαμε τούς παλαιότε- τόν ’Ιωάννη ή τό γιό του Μανουήλ Κομνηνό, ή πρός άλλα μέλη
ρους μελετητές νά υποτιμήσουν τό γραπτό έπος καί νά τό θεω­ τής βασιλικής οικογένειας, καί ζητούν τή βοήθειά τους. Καί
ρήσουν κατασκεύασμα ενός σχολαστικού καλόγερου. 'Ωστόσο, καθώς ό Θεόδωρος Πρόδρομος ήταν άρκετά γνωστός γιά πα­
άν ό ποιητής τού Διγενή δέν είναι τόσο μεγάλος όσο ό ποιητής ρόμοια αίτητικά ποιήματα, ό άγνωστος (ή οί άγνωστοι;) συγ­
τού C hanson de R o la n d , τό έργο του δέν είναι στερημένο άπό γραφέας βάζει τά λόγια του στό στόμα τού Προδρόμου.
ποιητικές άρετές καί άποδίδει πιστά τό ηρωικό πνεύμα τής ε­ Στό πρώτο άπό τά τέσσερα συνολικά ποιήματα (κατά τήν
ποχής καί τού περιβάλλοντος δπου γεννήθηκε. 'II αναμφισβή­ άρίθμηση τών νεώτερων έκδοτων, τών Hesseling-Pernot), ό
τητη λογιοσύνη τού ποιητή καί ή τάση του για εποικοδομητικές « ΙΙτωχοπρόδρομος» παραπονιέται γιά τή φτώχεια του καί γιά
παραινέσεις (άν δέν οφείλονται σέ μεταγενέστερες επεμβάσεις), τήν γκρίνια τής γυναίκας του, ένώ στό δεύτερο έχει νά λέει γιά
δέν πρέπει νά μάς κάνουν νά παραβλέπουμε τις γνήσιες επικές τά βάσανα τού πολυφαμελίτη καί γιά τά δεκατρία στόματα πού
σκηνές των τριών πρώτων βιβλίων π.χ. ή των άγώνων μέ τούς έχει νά θρέψει. Τό τρίτο, άρκετά διαφορετικό, άποτελεΐ κάτι
άπελάτες καί τή Μαξιμώ. ΙΙολλές φορές ή έκθεση είναι μόνο πολύ άγαπημένο στό Μεσαίωνα, μιά σάτιρα κατά τών ήγουμέ-
περιγραφική ή άπλά διηγηματική, στό σύνολό του δμως τό ποίη­ νων: τά πλούσια καί λαχταριστά φαγητά πού τρώνε αύτοί καί
μα δέν είναι, νομίζουμε, ούτε μυθιστόρημα ούτε έπος αύλικό. τά βρεγμένα κουκιά καί τό τσάι άπό κύμινο πού δίνουν στούς
Είναι ένα ήρωικό έπος, άνάλογο μέ τά ήρωικά έπη τής ίδιας άλλους. Τό τελευταίο πάλι είναι τό αίούνιο παράπονο τού «γραμ­
έποχής στήν ’Ανατολή καί στή Δύση. ’Ίσως ό έπικός αυτός χα­ ματικού», τού δασκάλου, γιά τή φτώχεια πού τόν δέρνει καί γιά
ρακτήρας νά ήταν έμφανέστερος στήν πρώτη γραφή. Δέν πρέπει ι ό πόσο καλύτερα θά περνούσε άν είχε μάθει όποιαδήποτε άλλη
νά ξεχνούμε καί κάτι άλλο: πώς ό άγνωστος ποιητής, πού ζοΰσε ιί/νη. 'Ο στίχος έμεινε παροιμιώδης: Α νάθεμα τά γράμ ματα,
μακριά άπό τό λόγιο περιβάλλον τής βασιλεύουσας, κοντά στούς Χοιοτέ, κα'ι όπου τά θέλει !
άκριτες καί τήν πολεμική ζωή τους, στόν Πόντο ή στήν Καππα­ Κρύβεται έ ν α ς ποιητής κάτω άπό τόν ψευδο-Πτωχοπρό-
δοκία (δπου στις έκκλησιές τις πελεκημένες στό βράχο —αύτές Α|/ομυ αύτόν, ή περισσότεροι; Τά ποιήματα έχουν μελετηθεί
πού μάς άποκάλυψε ό Pére Jerphanion καί ό Γιώργος Σεφέ- ιιυλύ ώς τώρα, περισσότερο άπό τή γλωσσική καί τή λαογρα-
ρης— άναγνωρίζουμε στις αγιογραφίες μέ τις ανορθόγραφες επι­ μ.κή πλευρά (άποτελοΰσαν άλλωστε, ως τήν άνακάλυψη τού α-
γραφές ένα στύλ ρεαλιστικότερο καί λαϊκότερο), ό ποιητής αύτός .μκιικοϋ έπους, τό παλαιότερο μνημείο τής νέας ελληνικής), καί
είναι ό πρώτος πού χρησιμοποίησε τή λαϊκή γλώσσα γιά μιά /’ ,'ότερυ άπό τήν καθαρά φιλολογική. ’Αλλά καί ή πλευρά τους
δημιουργία ποιητική. Τού χρωστούμε τό πρώτο κείμενο στή .«■Τή δέν είναι λιγότερο ένδιαφέρουσα. Σαν τά «Carm ina Bu-
λαϊκή (δηλ. τή νεοελληνική) γλώσσα. ι .ιιι.ιχ ή τά ποιήματα τού Francois Villon (μέ τά όποια τά
ί /(.έβαλαν)1 δίνουν μιά εικόνα τής κοινωνίας τής έποχής των,
ΣΤΗΝ ΛΤΛΗ ΤΩΝ ΚΟΜΝΙΙΝΩΝ I*έ πολλή ένάργεια καί χιούμορ, άλλά καί μέ διάθεση σατιρική.
I ο θέμα βοηθά έξάλλου τόν ποιητή στή χρησιμοποίηση λέξεων
Σέ όλότελα διαφορετικό κλίμα, μέσα στή βασιλεύουσα, στήν <, καθημερινής ζωής καθώς καί δραστικών εκφράσεων, καί
αύλή τών Κομνηνών, γύρω στά μισά τού 12ου αιώνα, βρισκό­ ϊ >κκμία ’ Λντωνιάδη,· « IΙτωχοπροδρομικά», στο Melanges offerts à
μαστε μέ μιά ομάδα ποιημάτων πού έρχόμαστε τώρα νά έξε- ι ι leer ri Melpn Meritar, τόμ. 1, ’Αθήνα 1953, σσ. 13-23.

30
1. II Λ ΟΓΟ ΤΕΧΝ ΙΑ 11PIN ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣ II ΤΟ «ΧΡΟΝΙΚΟΝ TOT ΜΟΡΕΩΣ»

όλ’ αύτά δίδουν στο σύνολο έναν έντονο, ζωηρό χρωματισμό. Κά­ μικρά κρατίδια καί πριγκιπάτα, πού ίδρυσαν καί πού οργάνωσαν
ποτε (χωρίς βέβαια να ξέρουμε αν αύτό ήταν μέσα στις προθέ­ μέ τόν δυτικό φεουδαρχικό τρόπο, θά έχουν μιά μακρότερη ζωή,
σεις των) άγγίζουν καί τά δρια τής κοινωνικής σάτιρας. πού γιά τά περισσότερα θά διατηρηθεί ώς τή δεύτερη άλωση
τής Πόλης τό 1453, ή καί πέρα άπό τή χρονολογία αύτή. Οί
Τά άλλα δύο ποιήματα, πού είναι συνδεδεμένα άμεσα μέ τήν φράγκοι κατακτητές ήρθαν φυσικά σέ βίαιες συγκρούσεις μέ
αυλή των Κομνηνών, δέ φτάνουν στή σημασία τά ΓΙροδρομικά. τόν ντόπιο πληθυσμό, καί πολλές είναι οί μάχες πού άναγκά-
Ό Σπανέας, κατά το πρότυπο τού Θέογνη, είναι συμβουλές πού στηκαν νά δώσουν, ιδίως μετά τήν άποκατάσταση τού βυζαν­
απευθύνει ένας γεροντότερος αύλικός, ’ίσως μέλος του αύτοκρα- τινού κράτους στά 1261. ’Αλλά ήρθαν καί σέ επαφή ειρηνική
τορικοϋ οίκου, προς κάποιον νεώτερο πρίγκιπα: ένας ύποτυ- καί σέ πολιτιστικές άνταλλαγές, πού στάθηκαν έξαιρετικά γό­
πώδης κώδικας αύλικής ήθικής καί έθιμοτυπίας. Στην αρχική νιμες, καθώς έτσι γνωρίζονταν άπό πιό κοντά δύο λαοί καί δύο
του μορφή ίσως νά γράφτηκε άπό τον ’Αλέξιο, γιο του αύτο- πολιτισμοί πού είχαν πίσω τους μιά μεγάλη καί τόσο διαφο­
κράτορα ’Ιωάννη Κομνηνοϋ, πού πέθανε το 1142 πριν άπό τον ρετική παράδοση. 'Η Δύση στόν πρώιμο αύτό 13ο αιώνα βρι­
πατέρα του, καί ό νέος πρίγκιπας στον όποιον άπευθύνεται νά σκόταν σέ μιά στιγμή δημιουργικής άνόδου καί άκμής (τήν έπο-·
είναι ό γιος τής αδερφής του καί του Σικελοϋ «καίσαρα» Ιω ά ν­ χή οπού χτίζεται ή μητρόπολη τής Chartres καί όπου ή ποίηση
νη Ρογήρου. 'Ο αρχικός αυτός πυρήνας γρήγορα εξογκώθηκε στις έθνικές λογοτεχνίες γνωρίζει μιά έξαίρετη άνθηση), ό πο­
άπό διάφορες παραπανίσιες συμβουλές πού πρόσθετε ό κάθε άντι- λιτισμός τους ήταν νεώτεοος καί πιό σφριγηλός" τό Βυζάντιο
γραφέας· άπό τά μέσα του 16ου αιώνα κυκλοφορούσε μάλιστα είχε διαγράψει πιά τό μεσουράνημά του, άλλά καί ή έξοχη χάρη
καί ώς έντυπη φυλλάδα. Τού άλλου ποιήματος ό συγγραφέας καί αβρότητα τής παλαιολόγειας τέχνης κρατούσε άκόμα πολλή
μάς είναι σίγουρα γνωστός· είναι ό Μιχαήλ Γλύκας, γνωστός άπό τήν παλαιότερη αίγλη. Οί Φράγκοι έδωσαν πολλά, άλλά
λόγιος τής εποχής των Κομνηνών, άπό τόν όποιο έχουμε θεο- δέν πήραν καί λίγα. Οί γοτθικές έκκλησίες στήν ’Ανδραβίδα ή
λογικά έργα, μιά χρονογραφία καί άλλα (γραμμένα φυσικά στήν στήν Κρήτη, ό πλαστικός διάκοσμος στή βυζαντινή Παρηγορή-
άρχαία γλώσσα των βυζαντινών συγγραφέων). Σέ μιά γλώσσα τισσα τής ’Άρτας μαρτυρούν άκόμα καί σήμερα γιά τήν έπικοι-
μάλλον άνάμεικτη (μέ κατάσπαρτα όμως πολλά δημοτικά στοι­ νωνία αύτή. ' Η έντονη δυτική επίδραση άποτυπώνει τή σφραγί­
χεία) άπηύθυνε τό μοναδικό του αύτό δημοτικό ποίημα πρός τόν δα της καί στά λογοτεχνικά κείμενα τού 13ου καί τών δύο έπό-
Μανουήλ Α' Κομνηνό άπό τή φυλακή όπου τόν έκλεισαν οί δια- μενων αιώνων.
βολές, όπως λέει, κάποιου γείτονα. Τό ποίημα γράφτηκε ίσως Ά π ό τούς Φράγκους πού μόνιμα εγκαταστάθηκαν στά ελλη­
τό 1159" τό δραστικό του ύφος πλ.ησιάζει στις καλύτερες στιγμές νικά μέρη, πολλοί, στή δεύτερη ιδίως καί στήν τρίτη γενιά, άφο-
τά Π ροόρομικά. 'Η γλώσσα του χρωματίζεται πολλές φορές δη- μοιώθηκαν γλωσσικά" άλλοι πάλι ήταν «γασμούλοι», γιοι Φράγ­
μοτικοτερα χάρη στις λαϊκές παροιμίες τις όποιες άρέσκεται ό κων άπό μητέρες Έλληνίδες. 'Ένας άπό τούς γλωσσικά έξελ-
Γλυκάς νά παρεμβάλλει στο λόγο του. ’Ανάμεσα στά λόγια έργα ληνισμένους αυτούς Φράγκους (οχι άναγκαστικά «γασμούλος»)
του ήταν άλλωστε καί μιά συναγωγή καί θεολογική έρμηνεία έγραψε γύρω στά 1300 ένα χρονικό στά ελληνικά σέ 10.000 πε­
λαϊκών παροιμιών. ρίπου δεκαπεντασύλλαβους στίχους, τό Χρονικόν τον Μορέως.
Είναι ή έξιστόρηση, άπό τή μεριά τών κατακτητών, καί μέ πνεύ­
Η ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ. μα σαφώς άντιελληνικό καί άντιορθόδοξο, τής κατάκτησης τής
ΙΠΠΟΤΙΚΑ ΚΑΙ Α Λ Λ Α ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ Πελοποννήσου (τού Μορέως) άπό τούς Φράγκους καί τής κα­
τοχής τής χερσονήσου άπό τούς διάφορους αύθέντες ή πρίγκιπες.
Τό 1204 οί φράγκοι σταυροφόροι έμπαιναν κατακτητές στήν Τό μεγαλύτερο μέρος τό καταλαμβάνει ή άφήγηση τών γεγονό­
Κωνσταντινούπολη καί κατέλυαν τό βυζαντινό κράτος· θά μεί­ των στά χρόνια όπου κυβερνά ό Γουλιέλμος Β' Βιλλαρδουίνος
νουν στήν πρωτεύουσα ώς τό 1261 μονάχα, άλλά. τά διάφορα (1246-1278), πού ό συγγραφέας τόν θαυμάζει καί τόν παρου-
32 33
1. Η Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α Π Ρ Ι Ν Λ Π Ο Τ Η Ν Λ Λ Ω Σ Ι Ι ΕΡΩ ΤΙΚ .Α-ΙΙΙΠ Ο ΤΙΚ Α Μ Υ Θ ΙΣ Τ Ο Ρ Η Μ Α Τ Α

σιάζει ώς πρότυπο ίπποτικής άρετής. 'Η έξιστόρηση των γεγο­ ,τανα καί περιπέτειες ώσπου νά ξανασμίξει καί νά φτάσει στο
νότων φτάνει ως το 1292. ,ιοθητό τέλος. 'Ιπποτικά, γιατί έκδηλη είναι σ’ αύτά η επίδραση
Τό έργο μας έχει σωθεί σέ αρκετά έλληνικά χειρόγραφα καί ιοΰ δυτικοΰ μεσαιωνικού ίπποτισμοΰ με τον άντρα υποτελή («λι-
σέ τρεις ξενόγλωσσες διασκευές, μία γαλλική, μία ιταλική καί ζιο») στον ’Έρωτα, μέ τις μονομαχίες, τά κονταροχτυπήματα,
μία άραγονική. Αυτό —καί μερικές άλλες πετυχημένες παρα­ καί άκόμα τήν άγάπη γιά περιπέτειες σέ χώρες μακρινές. Πα­
τηρήσεις— έκαμαν τον έκδοτη τού έργου John Schm itt (1904) ράλληλα ισχυρότατο είναι στά μυθιστορήματα αύτά καί τό στοι­
να θεωρήσει ώς αρχικό πρωτότυπο κείμενο τήν έλληνική δια­ χείο τοϋ παραμυθιού, τού υπερφυσικού καί τού μαγικού (μαγε­
σκευή, άπο τήν οποία προήλθαν οί ξενόγλωσσες. Ε ντελώ ς πρό­ μένα παλάτια, δράκοι πού κρατούν φυλακισμένες βασιλοπούλες,
σφατα ή άποψη αύτή άμφισβητήθηκε, καί ύποστηρίχτηκε πώς μαγικά δαχτυλίδια κ.ά.).
ή αρχική παραλλαγή είχε γραφτεί στά γαλλικά’5 αμφιβάλλω ’Αντίθετα άπο το έπικό ξεκίνημα τού Διγενή, άντιπροσωπευ-
για τήν ορθότητα τής νέας θεωρίας. Το έργο είναι ένα πρώτης ουν τά μυθιστορήματα αύτά μιά λυρικότερη καί ρομαντικότερη
τάξεως ιστορικό, γεωγραφικό, άλλα καί γλωσσικό μνημείο, κα­ στροφή τού νέου ελληνισμού. 'Ο ήρωας μπορεί να είναι αν­
θώς μάλιστα ό έξελληνισμένος αύτός Φράγκος είναι τελείως άνε- δρείος, άλλά δέν πολεμά μέ τούς Σαοακηνούς ή τούς άπελατες,
πηρεαστος άπο τήν κλασική καί τήν έκκλησιαστική έλληνική άλλά μέ το δράκο πού βασανίζει τή βασιλοπούλα ή μέ τον ξένο
παράδοση καί γράφει γνησιότερα τήν όμιλουμένη τοϋ καιρού βασιλιά πού έκλεψε τή γυναίκα του. 'Η φαντασία, ή περιπέτεια,
του. Λογοτεχνικές ή ποιητικές άρετές δέν είναι δυνατόν βέβαια ή άφηγηματική περιγραφή έχουν άντικαταστήσει τις επικες ανα­
να περιμένουμε’ αλλά δέν είναι αύτές μονάχα πού δίνουν το εν­ μετρήσεις. Καί κυρίαρχο υπάρχει παντού το ερωτικό στοιχείο,
διαφέρον σ’ ένα παλαιότερο φιλολογικό έργο. ή έρωτική μελαγχολία καί καταδυνάστευση, άλλά καί ή αισθη­
σιακή ολοκλήρωση. 'Ένας κόσμος διαφορετικός, γοητευτικός,
Το Χρονικόν τον Μορειος ανήκει βέβαια στήν ιστορία τής νέας άνάλογος μ’ έκεϊνον πού παρουσιάζει το γαλλικό «roman cour-
ελληνικής λογοτεχνίας, άφοΰ γράφτηκε στά έλληνικά (καί μά­ fois» καί οί μπαλάντες τού κύκλου τού Αρθούρου.
λιστα σε στίχους, όπως θά έκανε ένας 'Έλληνας, καί πού θά Δέν είναι μόνο ή φραγκική έπίδραση πού συνιστά τά με­
ήταν αδιανόητο για εναν Γάλλο)’ άλλα δέν εκφράζει τίποτα άπο σαιωνικά αύτά μυθιστορήματα. Αύτή είναι άναμφισβήτητα ή πιο
το πνεύμα τοϋ νέου ελληνισμού, όπως έκφράστηκε γιά πρώτη μόνιμη καί ή πιο κυριαρχική’ άλλά στήν άγάπη γιά τις περι­
φορά στο έπος του Διγενή Α κρίτα. Τή συνέχεια τοϋ άρχικοΰ πλανήσεις καί τις περιπέτειες, στήν έκταση πού έχουν, όπως
εκείνου ξεκινήματος σέ μια ώριμότερη καί μεταγενέστερη φάση, είδαμε, στοιχεία καθαρά τού παραμυθιού, πρέπει ασφαλώς να α­
και παραλληλα τήν ισχυρή έπίδραση τοϋ δυτικοΰ πνεύματος θά ναγνωριστεί μιά ισχυρή έπίδραση άπο τήν Ανατολή’ δέν έστρεψε
τα δοΰμε σε μια σειρά άπο μυθιστορήματα, πού καλύπτουν τούς άλλωστε άπότομα ό ελληνισμός τό πρόσωπό απο την Ανα­
δυο τελευταίους βυζαντινούς αιώνες, άπο τά μέσα τοϋ 13ου ώς τολή προς τή Δύση, καί ή έρευνα εξακρίβωσε σέ πολλά σημεία
τα μέσα τοϋ 15ου. Τά ονομάζουμε έρωτικά ή ίπποτικά, καί οί επιδράσεις άπο τις Χίλιες και μ ία ννχτες π.χ. ή απο παρα­
ονομασίες αυτές είναι καί οί δύο σωστές. Έρωτικά, γιατί ή μύθια νεοελληνικά. 'Ένα τρίτο στοιχείο, σέ ορισμένα μυθιστο­
ιστορία πού διηγούνται είναι πάντα ή ιστορία ένός ζευγαριού, ρήματα άρκετά έντονο, είναι ή έπίδραση τής λόγιας βυζαντινής
πού χωρίζει (συνήθως ΰστερ’ άπο τήν ένωσή του) καί περνά βά- παράδοσης’ ας έγραφαν στή δημώδη γλώσσα τής εποχής και
ας επηρεάζονταν άπο τά άντίστοιχα μυθιστορήματα τής δυτικής
5. Βλ. G. Spadaro, «Studi introduttivi alla Cronaca di Morea», ιπποσύνης, οί ποιητές τών έργων αύτών δέν έπαυαν νά είναι
Siculorurn Gymnasium, 1959-61. H. Lurier, Crusaders and Conque­ Βυζαντινοί καί νά δέχονται τήν έπίδραση τής βυζαντινής λογιο­
rors, Νεα Υορκη και Λονδίνο 1964. Πρβ. όμως Γ. Κεχαγιόγλου, 'Ελληνι­ σύνης. ’Ήξεραν (όπως τά ήξερε καί ό ποιητής τού Διγενή) τά
κά 27 (1974) 254-267 καί, συμπληρωματικά, 28 (1975) 420-425 καθώς μυθιστορήματα τής δεύτερης σοφιστικής, ήξεραν σίγουρα και τα
καί Μ. J. Jeffreys, Byz. Zeitschr. 68 (1975) 304-350, οί όποιοι άν’τικρού- βυζαντινά λόγια μυθιστορήματα, έργα σχολαστικά καί άνούσια
ουν πειστικά τις απόψεις για τήν προτεραιότητα τής γαλλικής διασκευής.
34 35
1. II Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α Π Ρ Ι Ν Α Π Ο Τ Ι Ι Ν Α Λ Ω Σ II
Ε Ρ Ω Τ 1 Κ Λ -ΙΠ Π 0 Τ 1 Κ Λ Μ ΪΒ Ι Σ Τ Ο Ρ Η Μ Λ Τ Λ
πού γνώρισαν μιά παράδοξη άκμή μέσα στον 12ο αιώνα. Κοινό δημιουργό. Τό μυθιστόρημα άλλωστε έχει πολλές άρετές ποιη­
μέ αύτά έχουν τις «εκφράσεις», τις έκτενεΐς δηλ. ρητορικές πε­ τικές, μιά διάθεση καθαρά λυρική, κι άκόμα μιά αίσθηση μεσο­
ριγραφές: ένύς κάστρου, ενός έργου τέχνης, ενός κήπου ή καί γειακή (ή άνατολίτικη) τής φύσης, τού υπαίθρου καί τού τρα­
ένύς προσώπου ακόμα. Καί τέλος ένα τέταρτο, πολύ ισχυρό στοι­ γουδιού, όπως π.χ. στά τραγούδια πού τραγουδούν ή Ροδάμνη
χείο, ή μάλλον τό έδαφος πάνω στο όποιο άναχωνεύονται δη­ μέ τις άκόλουθές της καθώς βγαίνουν τή νύχτα στό δώμα (τόν
μιουργικά όλες οί άλλες επιδράσεις, είναι τό στοιχείο τό νεο­
ηλιακό) τού πύργου:
ελληνικό, ή γνήσια λαϊκή, δημοτική αίσθηση, πού τή συναντούμε
εδώ πολύ περισσότερο προχωρημένη από τόν Διγενή. Σέ μερικά Καί αργά βραδύ, δταν έψεξε καί έξεβην το ψ εγγίτσιν,
μυθιστορήματα βρίσκουμε μάλιστα παρέμβλητα αυτούσια, φαί­ έβγαίνουν εις τόν ηλιακόν τής κόρης οι κανχίτσες,
νεται, δημοτικά τραγούδια τής εποχής («καταλόγια»). νά στέκουν καί νά λέγουσιν, φίλε μου, κ α τα λ όγ ι:
’Ά γουρος ποθοαιχμάλοττος, άπό τά γονικά του
Πέντε είναι τά κυρίως ερωτικά ίπποτικά μυθιστορήματα πού εις τό έμνοστοαναλίβαδον ήλθε καί κατουνεύεΐ'
μάς έχουν σωθεί. Τό μεγαλύτερο καί τό πιό χαρακτηριστικό, αυγή π οτέ ου κοιμίζει τον, νύκτα ού καταπ ονεί τον. . .β
ασφαλώς κι εκείνο πού θά ήταν τό περισσότερο διαδεδομένο (μάς 'II γλώσσα, ό στίχος, είναι πολύ περισσότερο δημοτικά, νεο­
έχει παραδοθεί μέ πέντε χειρόγραφα) είναι ό Λ ίβιστρος καί Ρ ο- ελληνικά- έχουν μιά ποιότητα καί μιά θερμότητα πού δέν τή
δάμνη. Ή ύπόθεση είναι άρκετά περίπλοκη- όλο τό μυθιστό­ γνωρίσαμε ώς τώρα. "Ενα έργο άξιόλογο, δημιούργημα οχι κοι­
ρημα τό διηγείται έ'νας νέος, ό Κλιτοβός, στή φίλη του τή Μυρ- νού ποιητή, πού εκφράζει εγκυρότερα τό προχωρημένο στάδιο
τανη. Περπατούντας κάποτε θλιμμένος συνάντησε έναν άλλο τής νεοελληνικής αίσθησης, γιά τό όποιο έγινε λόγος. Γιά τον
θλιμμένο νέο" ήταν ό Λίβιστρος, εύγενής Λατίνος, πρίγκιπας ποιητή φυσικά δέν ξέρουμε τίποτα. Καί ή χρονολογία τών μυθι­
τήζ χωράς τού Λιβάνδρου. Καί αύτός τού διηγείται τήν ιστορία στορημάτων, γενικά, δέν είναι άκόμη πιστοποιημένη μέ άκρί-
του: πώς ΰστερ’ άπό ένα άλληγορικό όνειρο έφυγε άπό τή χώρα βεια. Μερικές ενδείξεις τοποθετούν τό έργο μέ άσφάλεια μέσα
του, έφτασε στό ’Αργυρόκαστρο καί έρωτεύτηκε τήν κόρη τού στον 14ο αιώνα, άλλά άν στό πρώτο ή στό δεύτερο μισό, είναι
βασιλιά, τή Ροδάμνη. Πολύ χώρο καταλαμβάνουν στή διήγηση άκόμη άβέβαιο. ΙΙροσωπικά θά προτιμούσα τήν πρωιμότερη
τά «πιττάκια» (τά γράμματα) πού τής έστελνε ό Λίβιστρος στήν χρονολόγηση. Καί γιά τό πού γράφτηκαν τά έργα δέν έχουμε
ταράτσα τού πύργου, καρφώνοντάς τα στά βέλη του. Οί δυο ενδείξεις. Βέβαια κάπου όπου ή φραγκική επίδραση ήταν διαρ­
νέοι παντρεύονται στό τέλος, άλλά ΰστερ’ άπό λίγο καιρό ό βα­ κέστερη καί εντονότερη, ίσως στήν Κρήτη ή στήν Κύπρο- ο
σιλιάς τής Αΐγύπτου Βερδερίχος μέ τή βοήθεια μιάς μάγισσας γλωσσικός τύπος, μιά πρώιμη άκόμη, κοινή δημοτική (άλλά καί
καταφέρνει νά κλέψει τή Ροδάμνη, καί ό Λίβιστρος γυρίζει τόν ή κακή παράδοση τών κειμένων) δέ βοηθούν στο σημείο αυτό.
κόσμο γιά νά τή βρεί. (Τότε συναντά καί τόν Κλιτοβό). Οί δυό Στόν Κ αλλίμ αχο καί Χρυσορρόη τά στοιχεία τού παραμυθιού
φίλοι εξακολουθούν μαζί τήν αναζήτηση, βρίσκουν τή μάγισσα άφθονοΰν περισσότερο. Άκόμα, ή φραγκική έπίδραση είναι λι­
πού είχε βοηθήσει στήν άπαγωγή, αύτή τούς προμηθεύει μαγικά γότερο έκδηλη καί ή γλώσσα κάπως λογιότερη. Αύτό έκαμε πολ­
άλογα καί μ’ αύτά περνούν τή θάλασσα, βρίσκουν τή Ροδάμνη λούς νά θεωρούν τό μυθιστόρημα τούτο άρχαιότερο, μέσα στον
καί έπιστρέφουν ευτυχισμένοι στή χώρα τους. 13ο κιόλας αιώνα. Ά λλά τά άρχαϊστικά γλωσσικά στοιχεία
’Επάνω σέ ανάλογο καμβά πλέκονται καί τά άλλα μυθιστορή­ σ’ ένα βυζαντινό έργο δέν μπορεί νά είναι καθοριστικά για τη
ματα. Στόν Λ ίβιστρο ή διήγηση ρέει πλατιά καί άνετα, όπως χρονολόγησή του. Μιά έμμεση μαρτυρία μάς οδηγεί στήν υπό­
ταιριάζει σέ παραμύθι, χωρίς νά γίνεται ποτέ άνιαρή. ’Εξάλλου θεση, πού είναι πολύ πιθανή, πώς συγγραφέας είναι ό Άνδρόνι-
ή περίπλοκη τεχνική (τά δυό ζευγάρια τών έρωτευμένων, ή διή­
γηση έν μέρει τών περιπετειών τού ηρώα άπό τόν ίδιο στό φίλο 6. 'Ερμηνεύουμε τις πιο σπάνιες λέξεις: βραδύ: βράδυ, ψεγγίτσιν:
φεγγάρι, κανχίτσες·. άκόλουθές, καταλόγι: τραγούδι (δημοτικό, ερωτικό),
του καί άπό αύτόν πάλι στή φίλη του) μαρτυρεί τόν έμπειρο εμνυστοαναλίβαδυ: όμορφο λιβάδι, κατοννενει: κατασκηνώνει.
36 37
Α Λ Λ Α Μ VC-)IΣT Ο P II MAT A
1. Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΊΑ ΙΙΙΊΝ ΛΙΙΟ Τ1ΙΝ ΑΛΩΣΗ

κος Ιίαλαιολόγος, γιος του σεβαστοκράτορα Κωνσταντίνου καί 'Ο Φλόριος καί ΤΙλατζιαψλόρα είναι κι αύτό διασκευή άπό
πρωτεςαδερφος του Ανδρονίκου Β '.' Αύτό θά τοποθετούσε τή γνωστό γαλλικό μυθιστόρημα, τόν F lo ire et B la n ch efleu r (ή
συγγραφή του στα χρόνια 1310-1340, καί θά μπορούσε να δι­ άρχική διασκευή είναι κι έδώ τού 12ου αιώνα). Ό έλληνας
καιολογήσει. καί τή λογιότητα τής γλώσσας. διασκευαστής άντλεΐ άμεσα άπό μιά έμμετρη τοσκανική δια­
Το έργο έχει τή μισή έκταση άπό το Λ ίβιστρο καί μας έχει σκευή τών άρχών τού 14ου αιώνα (σέ όχτάβες), Il C antare d i
παραδοθεΐ σέ ένα μόνο χειρόγραφο. Είναι άμφίβολο αν είχε κά­ F iorio e B ia n cifio re. Πολλοί κοινοί μεσαιωνικοί τόποι υπάρ­
ποια διάδοση. Συντομότερο άκόμα (1.350 στίχοι), παραδομένο χουν κι έδώ: ή μονομαχία μέ τήν έννοια τής θεοδικίας, ό ξένος
κι αυτό μέ ένα μόνο χειρόγραφο, είναι ό Βέλθανόρος καί Χρν- βασιλιάς πού κρατά, αιχμάλωτη τή βασιλοπούλα, οί περιπέτειες
σάντζα. 'Υπάρχουν πολλές αναλογίες καί όμοια μοτίβα μέ τα τών χωρισμένων ώσπου νά ξαναενωθοΰν. ’Αλλά υπάρχουν καί
άλλα (όπως π.χ. το Έρωτόκαστρο), άλλα καί·άρκετές διαφορές' πολλά στοιχεία πού σάν νά. προμηνοΰν ένα καινούριο πνεύμα:
δεν υπάρχει π.χ. εδώ το υπερφυσικό στοιχείο του παραμυθιού, μιά στενότερη ψυχική συγγένεια ενώνει τούς δυό ήρωες, ό έ-
ο έρωτας παίρνει χρώμα έντονότερα αισθησιακό, ενωμένο μέ τήν ρωτάς τους είναι αγνός καί νεανικός, ό Φλόριος μάς συγκινεί
αίσθηση τής φύσης καί τής νύχτας, όπως στον Λ ίβιστρο. Ή οχι μέ τήν άνδρεία του, άλλά μέ τήν εύγένεια καί τήν άφοσίωσή
γλωσσά καί ό στίχος φαίνονται περισσότερο προχωρημένα προς του προς τήν κόρη πού άγαπά. 'Ο έλληνας διασκευαστής παρα­
τό δημοτικό καί τό νεοελληνικό. Καί οί άλλες ενδείξεις μας οδη­ φορτώνει τή νηφάλια άφήγηση τού προτύπου μέ «λυρικές» εκ­
γούν σέ μιά προχωρημένη χρονολογία, ίσως πια στό πρώτο μισό φράσεις δανεισμένες άπό τό δημοτικό τραγούδι, πού ηχούν όμως
τού 15ου αιώνα. άρκετά κενές. Βρισκόμαστε κι έδώ άσφαλώς σέ άρκετά προχω­
ρημένη έποχή, ίσως λίγο πριν άπό τά μέσα τού 15ου αιώνα.
Τά δύο άλλα άπό τά έρωτικά-ίπποτικά μυθιστορήματα είναι
καθαρές διασκευές (γιά νά μήν πούμε μεταφράσεις) άπό γνωστά Στήν άγάπη τής έποχής γιά μυθιστορίες καί περιπέτειες καί
καί πολύ διαδεδομένα δυτικά πρότυπα. 'Ο Ί μ π έριος κ α ί Μ αρ- στήν έκμετάλλευση τών ξένων προτύπων χρωστούμε καί άλλα
γαρόνα είναι διασκευή τού γαλλικού P ierr e d e P ro v en ce et la μυθιστορήματα έκτος άπό τά έρωτικά-ίπποτικά. ’Έ τσι ή Διή-
belle M a gu elon e, πού ή πρώτη του επεξεργασία άνάγεται στό γη σ ις ’Α πολλώνιου τον Τυρίου διασκευάζει ενα μυθιστόρημα δυ­
τέλος τού 12ου αιώνα. 'Η γνωστή ιστορία θυμίζει σέ πολλά ορι­ τικό' στό χειρόγραφο πού μάς τό έσωσε δηλώνεται ρητά «με-
σμένες λεπτομέρειες τών γνήσιων βυζαντινών μυθιστορημάτων ταγλώττισμα άπό λατινικόν (δηλ. φράγκικο) εις ρωμαίικον». Τό
πού είδαμε (ή γνωριμιά μέ τή βασιλοπούλα τής Άνάπολης, τό άπώτερο όμως πρότυπο είναι ένα ελληνιστικό σοφιστικό μυθι­
κονταροχτύπημα μέ τόν Άλαμάνο)· λείπει όμως τό στοιχείο τού στόρημα τού 3ου ή τού 4ου μ.Χ. αιώνα, χαμένο σήμερα, πού
παραμυθιού, λείπουν καί οΐ τυπικές βυζαντινές «εκφράσεις». 'II είχε μεταφραστεί νωρίς στά λατινικά καί είχε μεγάλη διάδοση
άφήγηση είναι νηφαλιότερη καί τό κεντρικό επεισόδιο (ό άετός ολον τό Μεσαίωνα στή Δύση, ή H istoria A pollon ii B eg is
που άρπάζει τό φυλαχτό άπό τήν κοιμισμένη Μαργαρόνα) μάς T yrii.HΉ υπόθεση δέν έχει τίποτα τό κοινό μέ τά έρωτικά-ίππο­
οδηγεί μέ τό ρεαλισμό του άπό τό μυθιστόρημα στό πεζό διή­ τικά καί θυμίζει πολύ τά μυθιστορήματα τού Ξενοφώντα τού
γημα —τή novellistica πού θά άκμάσει άργότερα στήν ’ Ιτα­ Έφέσιου ή τού Ά χιλλέα Τατίου: ό ’Απολλώνιος, ή γυναίκα του
λία. Τό έργο άγαπήθηκε, φαίνεται, πολύ άπό τόν έλληνικό λαό καί ή κόρη του περνούν διάφορες περιπέτειες, χωρίζονται, νο­
καί είχε μεγάλη διάδοση. Μας έχει σωθεί σέ τέσσερα χειρό­ μίζουν ό ένας τόν άλλο νεκρό, καί στό τέλος ξανασμίγουν εύτυ-
γραφα, άλλά καί άργότερα διασκευάστηκε σέ ρίμα (όπως καί χισμένοι: 'Η δράση διαδραματίζεται στις ελληνικές χώρες τής
πολλά άλλα, καθώς θά δούμε), καί άπό τά μέσα τού 16ου αιώνα ’Ανατολής: ’Αντιόχεια, Κυρηναϊκή, ’Έφεσο, Ταρσό, Μυτιλήνη.
κυκλοφορούσε σέ λαϊκές εκδόσεις τής Βενετίας. 8. Έ χει έκδοθεΐ άπό τον A. Rios, 2η εκδ., Λιψία 1893 (Bibliotheca
7. Βλ. Bòrje Knòs, «Qui est ta ille u r chi rornan de Callimaque Teubnoriana). Βλ. Ε. Rohde, l)er grieehische Roman und seine Vor-
et de Chrysorrlioò?», 'Ελληνικά 17 (1962) 274-295. laufer, 3η εκδ., Λοφία 1911, σσ. 435-453.

38 39
1. Η Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α Π Ρ Ι Ν Α Ι Ι Ο Τ Η Ν Α Λ Ω Σ Η A Λ Λ Α Μ Τ Θ I Σ Τ Ο Ρ 11 Μ A Τ Λ

’Ίσως αύτό νά είναι πού παρακίνησε τον ελληνα διασκευαστή Θρύλους καί φανταστικές διηγήσεις γύρω άπό ένα ιστορικό
νά το «μεταγλωττίσει» άπό το «λατινικόν». πρόσωπο, το στρατηγό τού Ίαυστιανιανοΰ Βελισάριο, εκμεταλ­
Μετάφραση άπό το γνωστό γαλλικό R om an d e T roie του λεύεται καί ή Αιήγησι,ς τοϋ Β ελισαρίου. Οί θρύλοι αύτοί είχαν
Benoit de Sam te-M aure (του 12ου αιώνα) είναι καί ό μακρο- άρχίσει, φαίνεται, νά δημιουργούνται άρκετά νωρίς. Ή Δ ιήγηση
σκελεστατος και αρκετα αδέξιος στην έκφραση /1d/j-iioq της μάς τον παρουσιάζει στόχο τού φθόνου των αύλικών, οι οποίοι
Τρωαδος. Μάς έχει σωθεί σε πολλά χειρόγραφα, πράγμα πού κατορθώνουν νά πείσουν τον αύτοκράτορα νά τον βάλει στη φυ­
άποδεικνύει τη διάδοση πού είχε. Κανένας νεώτερος φιλόλογος λακή καί τελικά νά τον τυφλώσει. 'Η άρχική διασκευή δέν μπορεί
δεν είχε ως τώρα το κουράγιο νά τον έκδώσει.9 Ό ΙΊρέσβνς νά είναι προγενέστερη άπό τον 15ο αιώνα" ύπάρχει μια άλλη
Ιπ πότης (που, αντίθετα, μας εχει σωθεί σέ ένα μ,όνο χειρόγρα­ πού οφείλεται στον Ρόδιο Γεωργιλλά (βλ. σ. 48), και μια τρίτη
φο) είναι μια συντομευμένη, ξερή διασκευή σέ λόγια' γλώσσα σέ ομοιοκατάληκτους στίχους. (Οί γνωστές δυτικές διασκευές
ενός μέρους του γαλλικού μυθιστορήματος Gi/ron le Co urto is. τοϋ θέματος τού Βελισαρίου τοϋ Rotrou καί τοϋ Marmontel
'Η διάκριση τού Krumbacher σέ μυθιστορήματα «μέ υπό­ είναι άνεξάρτητες άπό τον βυζαντινό Βελισάριο).
θεση εθνική», μολονοτι, καθώς θα δούμε, οχι οργανική, είναι 'II Δ ιήγησις τοϋ ’Α χιλλέως ή *Α χιλληίς, τοϋ 15ου αιώνα
αρκετα βολική για την καταταξη. Τα μυθιστορήματα είναι άνό- κι αύτή, έχει άλλο εντελώς χαρακτήρα. Είναι ένα ερωτικό μυ­
μοια μεταξύ τους. It Λιηγγ/οις τον Λλεζάνδρον είναι μιά έμμε­ θιστόρημα, πάνω στ’ άχνάρια των γνωστών πού είδαμε, μόνο που
τρη διασκευή σέ άρχαΐζουσα γλώσσα, χρονολογημένη στα 1888, ό ποιητής πήρε για ήρωά του τό μυθικό Ά χιλλέα. 'Ο Ά χ ιλ-
τού γνωστού ελληνιστικού μυθιστορήματος τού ψευδο-Καλλι- λέας αύτός είναι βέβαια γιός τοϋ βασιλέα των Μυρμιδόνων, έχει
σθένη,ή οποία άντλεϊ άπευθείας άπό το άρχαΐο κείμενο. Δύσκολα κι ένα φίλο πού τόν λένε Πάντρουκλο ( ! ), άλλά τίποτα άλλο δέν
μπορεί νά μπεί στά πλαίσια των έ'ργων πού εξετάζουμε. Ά λλα τόν συνδέει μέ τόν ήρωα τής Ί λ ιά δα ς, πού είναι ζήτημα άν ό
τού λόγιου αύτοΰ κειμένου έχουμε άργότερα μιά ομοιοκατάληκτη συγγραφέας τήν ήξερε. 'Ο δικός του Άχιλλέας είναι ντυμένος
παραλλαγή στή συνηθισμένη πιά δημοτική γλώσσα, πού έκδί- φράγκικα καί είναι ήρωας μιάς ιστορίας έρωτικής, σαν τόν Βέλ-
δεται συχνά, άπό τό 1529 καί ύστερα, άπό τά τυπογραφεία τής θανδρο ή τόν Ίμπέριο. ΙΙολλές είναι οί άντιστοιχίες μέ τά δυό
Βενετίας. Εχουμε ακόμη μια πεζή διασκευή τής ίδιας εποχής αύτά μυθιστορήματα, σημαντική όμως είναι μιά άλλη διαπί­
ή λίγο προγενέστερη ^(γύρω στά 1500), πού οχι σωστά χαρα- στωση, ή στενή εξάρτηση τού μυθιστορήματος άπό τόν Διγενή
κτηριζεται συνήθως ως «βυζαντινή» ή «μεσαιωνική ελληνική», ’Α κρίτα. Ό Άχιλλέας, σαν τό Διγενή ή σαν τόν πατέρα του
και σώζεται σε διάφορες παραλλαγές καί χειρόγραφα- καί άργό­ τόν Μουσούρ, κλέβει τήν άγαπημένη του καί τόν κυνηγούν τά
τερα ακόμη μια δεύτερη πεζή διασκευή, δημοτικότερη καί στο πέντε άδέρφια της, γιά νά καταλήξουν τελικά στή συμφιλίωση
ύφος καί στη γλώσσα, τήν περίφημη Φυλλάδα του Μ εγαλεξαν- καί στό γάμο. ’Ίσως ή εξάρτηση αύτή νά δίνει στό μυθιστόρημα
τρον, εξαιρετικά αγαπητό λαϊκό αναγνωσμα, πού κυκλοφορούσε κάποιο χρώμα άκραιφνέστερα ελληνικό. 'Η άποκλειστικη επί­
σέ φτηνές λαϊκές εκδόσεις άπό το 1680 περίπου ως τις μέρες δραση άπό τά δυτικά πρότυπα φανερώνεται χαλαρωμένη- θα
μας με το αναγνωσμα αυτό η μορφή τού Μακεδόνα βασιλιά βρισκόμαστε στό τέλος πιά τού βυζαντινού μεσαιωνα, λίγο πριν
περασε στη σφαίρα τής λαϊκής μυθολογίας καί διατήρησε γύρω άπό τά μέσα τού 15ου αιώνα.
στο πρόσωπό του τίς πιο περίεργες καί θαυμαστές διηγήσεις.10
ΛΛΛΙΙΓΟ ΡΙΚΑ ΚΑΙ Α Λ Λ Α
9. Ό κ. Μ. ΙΙαπαθωμόπουλος, καθηγητής τοϋ Πανεπιστημίου Ίωαν-
νίνων, κ α ίή κυρία Ε. Μ. Jeffreys (Cambridge) έχουν ετοιμάσει κριτική Πολύ συνηθισμένη καί αγαπητή στάθηκε πάντα στό Μεσαίωνα
έκδοση τοϋ έργου γιά τή «Βυζαντινή καί Νεοελληνική Βιβλιοθήκη». ή διδακτική, καί άκόμα ή άλληγορική ποίηση, μέ κορυφαίο πα-
10. Βλ. Georg Veloudis, Der neugriechische Alexander. Tradition
in Bewahrung und Wandel, Μόναχο 1968 (Miscellanea Byzantina έκδοση David Holton, Θεσσαλονίκη 1974 (Βυζαντινή καί Νεοελληνική
Monacensia 8). The Tale of Alexander, The rhymed Version, κριτική Βιβλιοθήκη 1).
40 41
1. II Λ Ο Γ Ο Τ Κ Χ Ν Ι Λ Π Ρ Ι Χ ΛΙ Ι Ο Τ Η Χ Λ Λ Ω Σ Ι Ι Α Λ Λ Ι 1 Γ 0 Ρ Ι Κ 1 Ι ΚΛ Ι ΔΙ ΛΛΚ. ΤΙ ΚΙ Ι ΓΙ ΟΙ ΗΣΙ Ι

ράδειγματό περίφημο R om an d e la R ose. Στον ίδιο αύτό κύκλο των τετραπόδω ν είναι άρκετά εκτεταμένη καί άκριβώς χρονολο­
πρεπει νά εντάξουμε το σύντομο σχετικά ποίημα (756 στίχοι) γημένη (τό 1364). Τό παιδιόφ ραστος πρέπει νά σημαίνει γραμ­
μέ τον τίτλο Λόγος π αρηγορητικός περί Δ υστυχίας καί Ευτυχίας. μένη «χάριν παιδιάς», παιχνιδιάρικη, εύτράπελη- μερικά χειρό­
'Ένας νέος βασανισμένος άπό τή Δυστυχία πορεύεται προς το γραφα, πού δέ φαίνεται δμως ν’ άκολουθοΰν τή σωστή παρά­
κάστρο της. Στο δρόμο συναντά το Χρόνο, μπαίνει μέσα στο δοση, παραδίδουν τόν τύπο πεζόφραστος, δηλ. γραμμένη σέ πεζή,
κάστρο τής Δυστυχίας καί άπό εκεί οδηγείται στο κάστρο νής άπλή γλώσσα. Τό ποίημα, σέ περισσότερους άπό χίλιους στί­
αδερφής της, τής Εύτυχίας, πού μ’ ένα «πιττάκι» (έπίσημο έγ­ χους, διηγείται μέ πολύ χιούμορ μιά σύναξη όλων των ζώων,
γραφο, κανονικά σφραγισμένο καί ύπογραμμένο) τον λυτρώνει καθαρών καί αίμοβόρων, ύστερα άπό πρόσκληση τοΰ Λέοντα τοϋ
άπό τά δεινά. Οί προσωποποιήσεις έχουν βέβαια κάτι το τε­ βασιλέα. Ά φοΰ ορκιστούν φιλία άνάμεσά τους άρχίζει νά μιλά
χνητό, ωστόσο ή δλη άφήγηση δέν είναι χωρίς ενδιαφέρον. Ό τό κάθε ζώο χωριστά καί νά λέει τά καλά τά δικά του καί τά
Λόγος είναι φανερά επηρεασμένος άπό τά μυθιστορήματα πού ψεγάδια τοΰ άλλου. Στό τέλος ό Λέων ορίζει ξαφνικά νά λυθεί
γνωρίσαμε, ίσως μάλιστα ειδικότερα νά παρακολουθεί άπό πιο ή φιλία, καί ή συνέλευση καταλήγει σέ ομηρική μάχη καί άλλη-
κοντά τον Λ ίβιστρο. ’Ανήκει άκόμα μέσα, στον 14ο αιώνα. λοφάγωμα. Δέν υπάρχει άμφιβολία πώς ίσως στήν πρόθεση τοΰ
Εξίσου παλαια, ίσως μάλιστα καί παλαιότερη, πιθανόν καί συγγραφέα νά υπήρχε καί κάποιος διδακτισμός, μιά άπόπειρα
πριν άπό τή Φραγκοκρατία, είναι ή 'Ιστορία τού Π τωχολέοντος. γιά ενα λαϊκό εγχειρίδιο ζωολογίας. ’Αλλά δλος αύτός ό «άγων
Και η στιχουργική μορφή στον δχι καί τόσο συνηθισμένο τρο­ λόγων» τών τετραπόδων ξεπερνά πολύ τήν άρχική αυτή πρό­
χαϊκό οχτασύλλαβο δέν άποκλείεται νά είναι κάποιο ίχνος πα- θεση" έχει νεϋρο καί πηγαίο χιούμορ, κάποτε μάλιστα πολύ π ι­
λαιοτητας. Απώτερο πρότυπο είναι άσφαλώς κάποια άνατολική περάτο καί έλευθερόστομο. Γό κωμικό καί το ευτράπελο κυ­
(ίσως ινδική) διήγηση: ό πλούσιος καί σοφός γέροντας πού σέ ριαρχούν περισσότερο άπό τό περιγραφικό καί τό διδακτικό.
καποια επιδρομή κουρσάρων χάνει δλη του τήν περιουσία, τόν 'Υψηλή ποιότητα έχει καί ό Π ουλολόγος, τό άντίστοιχο τής
άγοράζουν σκλάβο στό παλάτι καί έκεΐ έχει πολλές εύκαιρίες Δ ιηγήσεως τών τετραπόδονν έφαρμοσμένο στά πουλιά. Ή άντι-
να δείξει τή σοφία του —άκόμα καί ν’ άποκαλύψει τή νόθη κα­ στοιχία αύτή δέν είναι άπαραίτητο νά σημαίνει εξάρτηση τοϋ
ταγωγή τοϋ ίδιου του βασιλέα. Τό ίδιο μοτίβο τό άπαντοϋμε Π ουλολόγου άπό τή Δ ιήγηση' καί τό άντίστροφο είναι πολύ π ι­
καί στον E racle (τόν βυζαντινό αύτοκράτορα Η ράκλειο!) τοΰ θανό. ’ Εδώ ό ’Αετός, «ό μέγας βασιλεύς απάντων τών ορνέων»
Gautier d’Arras (12ος αιώνας), σ ’ iva. ρωσικό τραγούδι (τοϋ κάνει κάλεσμα γιά τούς γάμους τοΰ γιοΰ του. J α πουλιά πα­
Ιβάν) καί σ’ ένα τουρκικό παραμύθι. ρουσιάζονται δυό δυό καί λένε (όπως καί τά ζώα στή Δ ιήγηση)
^ παΡΧουν καί μερικά άλλα έλάσσονα ποιήματα μέ ποικίλο τούς επαίνους καί τούς όνειδισμούς. Στό τέλος ό Ά ετος τους
χαρακτήρα καί με άκαθόριστη χρονολόγηση. Ή ΓΑ μαρτωλού καλεί νά πάψουν τις λογομαχίες καί νά φάνε καί νά πιοϋνε στη
παρακλησις προδίδει στούς λίγους στίχους της γνήσια συγκί­ χαρά του. Κι εδώ συναντούμε τό χιοΰμορ τής Δ ιήγησης στήν πιό
νηση- σατιρική (τοϋ τύπου των Π ροδρομικών) είναι ή λιγόστιχη καλή στιγμή, οί χαρακτηρισμοί καί οί όνειδισμοί τών ζώων είναι
Φ ιλοσοφία τοΰ κ ρασοπ ατέρα, καί πολύ κοντά στή λαϊκή αίσθη­ πετυχημένοι, καί ή σάτιρα καί ή διατύπωση εύστοχότατες, η
ση για τήν ξενιτιά (στά καλύτερα σημεία του) τό ποίημα Πε­ γλώσσα περισσότερο δημοτική καί έντονη. Ιδού π.χ. τί λέει τό
ρί ξενιτειας, πού ορισμένα γλωσσικά στοιχεία μάς έπιτρέπουν τρυγόνι στήν κουρούνα:
νά τό τοποθετήσουμε στήν Κρήτη τόν 15ο αιώνα.
Είπε μοι, κακομονσουρε κουρούνα, ϊντα /,έγεις;
’Από τόν Αίσωπο ως τόν La Fontaine, οί διηγήσεις γιά τά ζώα Π ικρόφωνε, κακόΟωρε, μνριοατυχισμένη,
στάθηκαν πάντα άγαπητές, είτε σέ μορφή λαϊκότερων εύτρά- Λ ίγύπ τισσα με τό μανδίν, Γιλλού μέ τό καρκάλιν.11
πελων διηγήσεων είτε σέ λογιότερες διασκευές μέ χαρακτήρα 11. Αίγιίπτατσα: Γύφτισσα, 1'ιλλοή (άρχ. 1'ελλώ): κακό δαιμόνιο,
διδακτικό καί έποικοδομητικό. Ή Λ ιήγησις παιδιόφιραστος περ'ι στρίγγλα (πού αρπάζει κυρίως τά παιδιά), καρκάλιν: μανδύας.
42 43
ςλχλγκιις και φλλιερος
1. II Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α ΙΙΡΤΝ Λ Π Ο T I I N Λ Λ Ω Σ Ι Ι

ΙΙάντω ς ον λέγω ψέματα, ήξεύρονν πόΟεν ε ίσ α ι, κα· είχε πλούσια δράση, δικηγόρος στήν πατρίδα του καί τέλος
γυναίκα καρβοννάρισσα άπό το Μαϋρον ’Ό ρος. άπεσταλμένος τής Βενετίας στον δεσπότη τοΰ Μυστρά (Θεόδωρο
Λ' Ιίαλαιολόγο, στον σουλτάνο Μουράτ Α', στον σουλτάνο τής
Περιορισμένο στά τρία πιο άγαπημένα ζώα, το λύκο, τήν Τυνησίας καί στον άμιρά τής Μιλήτου. Στα γεραματα του φυ­
αλεπού και το γαιδαρο, είναι και το Σνναξάριον τον τιμημένον λακίστηκε, κι έκεϊ, στή φυλακή, έγραψε ένα μακρύ ποίημα, σε
γαδαρου, τοΰ τέλους κι αύτό της βυζαντινής εποχής. 'Ο τίτλος μορφή διαλόγου άνάμεσα στον ποιητη και στην Αλήθεια,^ με
είναι μια ευτράπελη παρωδία, με το «συναξάριον» πού σημαίνει πολλά στοιχεία αύτοβιογραφικα, αλλα και με έντονη την επί­
κυριολεκτικά το βιο ενός άγιου. Το σύντομο αύτό στιχούργημα δραση τών μυθιστορημάτων και προπάντων τοΰ Λ ιβιστρον. Ε­
την τύχη να το διασκευάσει σε ρίμα κατά τις αρχές τοΰ χει γράψει καί τρία ποιήματα μικρότερα.
16ου αιώνα ένας άξιος κρητικός στιχουργός- γ ι’ αύτό καί το εξε­ Ό δεύτερος ποιητής είναι ό Στέφανος Σαχλικης, που τον το­
τάζουμε^ στο επόμενο κεφάλαιο. 'Υπάρχει άκόμα ένας ΙΙω ρικο- ποθετούσαμε ώς τώρα στο τέλος τοΰ 15ου αιώνα, πρόσφατες
λόγος σε πεζό, μιά παρωδία τής επίσημης γλώ σσας τής βυζαν­ όμως έρευνες στά άρχεία τής Βενετίας απο τον Μ. I. Μανουσακα
τινής αυλής: «Βασιλεύοντος τοΰ πανενδοξοτάτου Κυδωνίου καί καί τον A. vari Gemerti3 έφεραν σέ φως πλήθος στοιχεία που
ηγεμονευοντος του περίβλεπτου Κίτρου, συνεδριάζοντος δέ Ρω­ άποδεικνύουν κατά τρόπο άδιαμφισβήτητο πώς έζησε στο δεύ­
διού τοΰ επικέρνη, Ά πιδίου τοΰ πρωτονοταρίου, Μήλου τοΰ λο­ τερο μισό του 14ου. Ο Σαχλικης είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα
γοθέτου, Νεραντσίου τοΰ πρωτοβεστιαρίου. . . ». Το έργο άρεσε προσωπικότητα. Πολλά άπό τα ποιήματα του έχουν χαρακτήρα
και διαδόθηκε πολύ, με χειρόγραφα, λαϊκές εκδόσεις, άκόμα καί αύτοβιογραφικό, κι έτσι μαθαίνουμε πολλές λεπτομερειες για την
με την απομνημόνευση. Ο Ψ αρολόγος είναι μιά μίμηση τοΰ άσωτη ζωή του: τις φιλονεικιες του με την εταίρα Κουταγιω-
Π ωρικολόγου, πολύ λίγο πετυχημένη. Παρωδία τοΰ έκκλησια- ταινα, πώς πέρασε άρκετό καιρό στη φυλακή, πώς εςησε ύστερα
στικοΰ τυπικού είναι καί ή ’Α κολουθία τον σπανόν, μέ πολλές στά χτήματά του στήν έξοχή ή δικηγόρος στο Κάστρο (την πρω­
κι αυτή βενετικες εκδόσεις, με δραστικό καί πετυχημένο χιοΰ- τεύουσα τοΰ νησιοΰ). Παρόλο πού η έκφραση είναι ακόμη πρώι­
μορ, αλλα και με μια ελευθεροστομία (ή κοπρολογία) πού ξε­ μη, ό στίχος του έχει νεΰρο καί χιοΰμορ, είτε στα κομμάτια τα
περνά κάθε όριο. καθαρά αύτοβιογραφικά (’Αφ>ιγησις παράξενος), είτε όταν σα-
τιρίζει τις «πολιτικές» καί περιγράφει πολύ πιπεράτα μιά «σύ­
ΣΑΧΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΦΑΛΙΕΡΟΣ ναξή» τους, ή τέλος όταν συμβουλεύει έναν νεο του φίλο να
μή γυρίζει έξω τή νύχτα, νά μήν παίζει τά ζάρια, καί προπάν­
Ο ρισμένα απο τά έργα πού γράφτηκαν πριν άπό τήν "Αλωση, των νά μή συχνάζει στις «πολιτικές» —πραματα που τα ήξερε
οπως^ ό Λ ίβιστρος ή το Περί ξενιτείας, είδαμε πώς υπάρχει όλα πολύ καλά ό ίδιος. Στά ποιήματά του γευόμαστε κάτι άπό
πολλή πιθανότητα να έχουν δημιουργηθεΐ στην Κρήτη. ’Αρχεια­ τήν πολύβουη ζωή τοΰ κόσμου καί τοΰ υπόκοσμου σ’ ένα μεγάλο
κές και φιλολογικές ερευνες μάς άποκάλυψαν τελευταία τά ονό­ λιμάνι, μακρινή άποικία τής Βενετίας. Χαριτωμένος είναι όταν
ματα τριών ποιητών πού δροΰν στήν Κρήτη το δεύτερο μισό περιγράφει τόν άγροίκο δεσμοφύλακα του και παραθετει τά βε-
τοΰ 14ου καί το πρώτο τοΰ 15ου αιώνα. Ό πρώτος είναι ό Λι- νετσιάνικα λόγια του- άλλά τόν καλύτερο εαυτό του τον βρίσκει
νάρδος Ντελλαπόρτας12* (περ. 1350-1410/20) άπό τον Χάνδα- πάντα όταν μιλά γιά τις «πολίτικες». Κάτι αναμεσα στον Fran­
cois Villon καί στον Άρετίνο.
12. Τα ποιήματα του σώζονται σ’ ένα μοναδικό χειρόγραφο στή μονή Σέ διαφορετική σφαίρα κινούνται τα ποιήματα τοΰ τρίτου
Παντοκρατορος τοΰ Αγιου^’Όρους, οπού τά άνακάλυψε ό Μ. I. Μανού-
σακας που ετοιμάζει έκδοσή τους. Βλ. τήν άνακοίνωσή του «Περί αγνώ­ 13. Τά πορίσματα τών νεώτερων έρευνών για τον Στέφανο Σαχλικη
στου ποθητού προ της Αλωσεως. Ό Λεονάρδος Ντελλαπόρτας καί το είναι ακόμη ανέκδοτα. Πρόδρομη ανακοίνωση έκαμαν οι δυο ερευνήτες σ ,ο
εργον αυτου», Πρακτικά 'Ακαδημίας ’Αθηνών 29 (1954) 32-44' πρβ. καί 4ο Κρητολογικο Συνέδριο στο 'Ηράκλειο τόν Αύγουστο του 1976. Βλ. και
Ετιετ. Εταιρ. Βυζ. Σπονδών 27 (1957) 340-369 (όπου καί δημοσίευση
μερικών στίχων). ' τή σύντομη ανακοίνωση στά Θησανρισματα 12 (197ο) 366-367.

44 45
1. Η Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α Π Ρ Ι Ν Α Π Ο ΤΙΙΝ Λ Λ Ω Σ Ι Ι

ποιητή άπό τήν Κρήτη, του Μαρίνου Φαλιέρου. Λεν έχει καμιά ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
σχέση μέ τον κακοφημισμένο δόγη τής Κενετίας, άλλα ανήκει
στην εξελληνισμένη κρητική οικογένεια των ομώνυμων βενετσιά- ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ
νων εύγενών. Ά πο τις αρχειακές πηγές γνωρίζουμε δύο Μαρί-
νους Φαλιέρους, τον παππού (περ. 1396-1474) καί τον έγγονό (15ος - 17ος ΑΙΩΝΑΣ)
(περ. I470-11)28). "Ως τώρα ταυτίζαμε τον ποιητή μέ τον νεώ-
τερο, ή φιλολογική όμως έρευνα άνέτρεψε καί έδώ τή χρονολο­
γία και έδειρε πώς πρέπει να ταυτιστεί μέ τον παλαιότερο, τον Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΑ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΟΤΜΕΝΑ ΜΕΡΙΙ
παππού.14 Ά πο τά πέντε ποιήματα πού μας έχουν παραδοθεϊ μέ
τ ονομα του, τά δύο είναι παραινετικά ή παρηγορητικά (όπως Το πέσιμο τής Πόλης ήταν μιά εθνική συμφορά. Τστερα απο
τά άντίστοιχα τοΰΣαχλίκη)· ένα άλλο ξεφεύγει έντελώς άπο τά χίλια καί παραπάνω χρόνια ό ελληνισμός έμενε χωρίς κρα­
καθιερωμένα, είναι σύντομο καί άποτελεϊ κάτι σάν δραματοποί­ τική συγκρότηση καί χωρίς πολιτική ήγεσία. Οί λόγιοι κατα­
ηση τής σταύρωσης τού Χριστού —ένα ύποτυπώδες «μυστή­ φεύγουν στή Δύση (στήν ’Ιταλία κυρίως), κι εκεί θα αναπτυξουν
ριο». Μεγαλύτερη σημασία έχουν τά δύο έρωτικά του ποιήματα, τον 15ο καί τον 16ο αιώνα άξιόλογη δράση ως δάσκαλοι τών ελ­
πολύ συγγενικά το ένα μέ τ ’ άλλο: Ό ποιητής βλέπει στ’ όνειρό ληνικών γραμμάτων καί διορθωτές καί εκδότες κλασικών κει­
του ( Ιστορία κ α ι όνειρό επιγράφεται το ένα) τήν αγαπημένη μένων (βλ. σ. 54 κ.έ.). Ό λαός δμως, χωρίς ήγεσία πνευματική,
του, μαζί με τη Μοίρα καί μέ τήν ΠοΟούλα (προσωποποίηση θά μείνει άβοήθητος, καί στους δύο πρώτους αιώνες τής Τουρκο­
τού έρωτα). Το έντονο καί κάπως ρεαλιστικό ερωτικό στοιχείο, κρατίας πολύ λίγα θά είναι τά δείγματα κάποιας δραστηριότητας
μαζί μέ τήν άλληγορική διάθεση καί τήν άφήγηση τού ονείρου, πνευματικής. Τό μόνο παρήγορο σημείο είναι πώς τώρα, ύστερα
δίνουν στά ποιήματα αύτά κάτι το έντελώς ξεχωριστό καί εύ- άπό τούς τελευταίους βυζαντινούς αιώνες, ή έθνική, ή νεοελλη­
χάριστο. νική συνείδηση, έχει πιά απόλυτα ώριμάσει, κι αυτό είναι που
συνέχει τό λαό στή δοκιμασία του. Τούς καημούς του θα τους
14. Βλ. τις εργασίες τοϋ νεώτερου έκδοτη A. vati Gemer! στη Βι­
βλιογραφία. έκφράσει μέ τό δημοτικό τραγούδι, πού έχει διαμορφώσει πια
τήν ιδιαίτερη γλώσσα του' τό τραγούδι πού θρηνεί για το πέ­
σιμο τής Πόλης τελειώνει καί μέ τόν παρήγορο λόγο: ΓΙαλι μ ε
χρόνια, μ ε καιρούς, π άλι δικά μας είναι.
Γιά τήν άνάπτυξη τής έντεχνης λογοτεχνίας τά πρώτα αυτα
χρόνια, ούτε ό τουρκοκρατούμενος ελληνισμός ούτε οί ξεριζω­
μένοι λόγιοι τής διασποράς άποτελούσαν τό κατάλληλο έδαφος.
Στά μέρη δμως πού έμειναν στήν κυριαρχία τών Φράγκων καί
μετά τό 1453 (κυρίως τά παράλια καί τά νησιά), ή λογοτεχνική
παραγωγή συνέχισε τό δρόμο της, χωρίς, θά ’λεγες, νά έχει επη­
ρεαστεί άπό τή μεγάλη συμφορά. Ά πό τά τελευταία βυζαντινά
μυθιστορήματα τοϋ 15ου αιώνα περνούμε χωρίς αισθητή δια­
κοπή στά λυρικά τραγούδια τοϋ δεύτερου μισού τού 15ου και
τών άρχών τού 16ου, δημοτικά ή έντεχνα. Μερικά χειρόγραφα
μάς έχουν σώσει συλλογές μέ τέτοια τραγούδια έρωτικά. Στα
έκφραστικά τους μέσα βρίσκονται πολύ κοντά στά δημοτικά τρα­
γούδια τής άγάπης (πού διαμορφώνονται κι αύτά τά ίδια χρονιά
46 47
2. M U T A Τ Η Ν Λ Λ Ω Σ Η ( 1 5 ο ς - 17ος Α Ι Ω Ν Α Σ ) Η ΛΟΓΟ ΤΕΧ Ν ΙΑ ΣΤΑ ΦΡΛΓΚΟ ΚΡΑΤΟΤΜ ΕΝ Α ΜΕΡΗ

στά ίδια μέρη), ωστόσο γνήσια δημοτικά δεν μπορούμε νά τα ή βασίλισσα τής ’Αγγλίας- είναι μιά διήγηση άρκετά σκανδα-
ποϋμε· μερικά άνάμεσά τους βρίσκονται στο ίδιο κλίμα μέ τά λιστική, παρμένη—άπό ποϋ άλλου;— απο τον Βοκακιο ή απο
υστερομεσαιωνικα καταλόγια, μερικά μάλιστα ίσως ν’ άνήκουν κάποιον μιμητή του. Οί ομοιοκατάληκτοι δεκαπεντασύλλαβοι
ακόμη σ’ εκείνη τήν εποχή, σέ άλλα πάλι αρχίζει νά φαίνεται κυλούν έδώ μέ περισσότερη άνεση- μέ όλες τις άτέλειες του το
ή καινούρια δροσιά τής ιταλικής ’Αναγέννησης. ’Αρχαιότερη, καί ποίημα δέν είναι χωρίς ένδιαφέρον.
σημαντικότερη, είναι ή συλλογή ένός χειρογράφου στο Βρετανικό
Μουσείο τοϋ Λονδίνου (γνωστή μέ το όνομα πού τής έ'δωσαν οί ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
έκδοτες: ’Ε ρω τοπαίγνια). Συναγωγή στίχων αύτόχρημα δημο­
τικών ή έργα πρωτότυπα ενός λόγιου ποιητή; Πιθανότερο φαί­ ’Αλλά το νησί πού παρουσιάζει τά πιο πολλά δείγματα μιας
νεται^ το δεύτερο- άλλά ό λόγιος αύτός ποιητής βρίσκεται τόσο λογοτεχνικής άκμής, είναι ή Κρήτη. Οί Βενετοί κατέλαβαν το
κοντά στο λαό πού δέ διστάζει νά δανειστεί αύτούσιους λαϊκούς νησί άμέσως μετά τήν Δ' Σταυροφορία καί ή κυριαρχία τους
στίχους για νά έκφράσει τά δικά του αισθήματα, χωρίς νά μα­ σ’ αύτό εδραιώθηκε κιόλας το 1211 και διηρκεσε ως το 1669,
ραίνει τήν άδολη δημοτική τους χάρη. Με τή δεύτερη συλλογή, γιά 450 καί παραπάνω χρόνια- σέ όλη τή μακριά^αύτή περίοδο
ένός χειρογράφου στή Βιέννη, φτάνουμε στο τέλος τοϋ 15ου ή ή Κρήτη άποτέλεσε βασικό κέντρο τοϋ άποικιακου κράτους τής
στις αρχές τοϋ 16ου αιώνα. Υπάρχουν εδώ ορισμένα στοιχεία Βενετίας καί γνώρισε μέ τον καιρό άξιόλογη έμπορική και οι­
πιο προχωρημένα, όπως π.χ. η εμφάνιση τής ομοιοκαταληξίας, κονομική ανάπτυξη. Στούς δυο πρώτους αιώνες τής βενετικής
ένω ό χαρακτήρας άνάμεσα στο δημοτικό καί το λόγιο διατη­ κυριαρχίας οί "Ελληνες κάτοικοι προσπάθησαν έπανειλημμενα
ρείται. μέ αιματηρές επαναστάσεις νά άποτινάξουν τό βενετικό ζυγό, απο
Απο τα τέλη τοϋ 15ου αιώνα έχουμε νά σημειώσουμε μερι­ τον 15ο αιώνα όμως, καί ιδίως μετά το 1453, τά πράγματα οδη­
κούς, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικούς ποιητές, πού τούς γούν σέ μιά ειρηνική συνύπαρξη των δύο στοιχείων και γι αυτό
ξερουμε με τα ονοματα τους και πού δρουν στά νησιά ή στήν σέ μιά βαθύτερη καί ούσιαστικότερη διείσδυση τοϋ δυτικού πο­
’Ιταλία. Ό ’ Εμμανουήλ Γεωργιλλάς, άπό τή Ρόδο (ή οποία λιτισμού —πού είναι τώρα ό πολιτισμός τής ’Αναγέννησης στο
εμεινε στα χέρια των Ιπποτών του 'Α γ. Ίωάννου ως τό 1520), μεγάλο νησί τοϋ Νότου. Παράλληλα, πολλοί απο τους βυζαντι­
σ ενα έμμετρο χρονικό θά έξιστορήσει τήν πανούκλα πού χτύ­ νούς λογίους κατέφυγαν τότε στήν Κρήτη, καί καλλιέργησαν ε­
πησε^ το νησί του στα 1498. Οι στίχοι είναι μέτριοι- γίνονται κεί τά ελληνικά γράμματα, συνδέοντας έτσι τήν τελευταία ου­
θερμότεροι όταν μιλά γιά τις άρχόντισσες τής Ρόδου καί περι­ μανιστική άκμή τού Βυζαντίου με την ανάπτυξη τών ελληνι­
γράφει μέ λεπτομέρεια τά φορέματα πού φορούσαν. Θρησκευ­ κών γραμμάτων στή Δύση. ^ ^ r
τικό, έποικοδομητικό χαρακτήρα, στ’ άχνάρια άνάλογων έργων Ό Γεώργιος Χούμνος, πού άκμάζει στο β' μισό τοϋ^ΐυου αι­
μεσαιωνικών, έχει τό Πένθος θανάτου τοϋ Γιούστου Γλυκύ άπο ώνα στον Χάνδακα, όπου είναι πιθανότατα νοτάριος, ανήκει α­
τη βενετοκρατουμενη Κορώνη, ενα απο τά πρώτα λογοτεχνικά κόμη στον μεσαιωνικό κόσμο. "Εχει γράψει ένα μακρύ ποίημα σέ
έργα που τυπώνονται στη Βενετία (1524)" έργο άνισο, πού είχε 2.800 στίχους μέ τόν τίτλο Κ οσμογέννησις, πού είχε, φαίνεται,
όμως μεγάλη διάδοση και που ο αντίλαλός του φτάνει ως τήν άρκετή διάδοση καί μας έχει παραδοθεί σέ άρκετά χειρόγραφα
Έ ρωφίλη καί^ τον Έ ρω τάκριτο. Καί ό Κερκυραΐος ’Ιάκωβος (τό ένα χρονολογημένο 1493). Θέμα του είναι η ιστορία των δυο
Τρ^ιβώλης, πού ζεί στή Βενετία, τυπώνει έκεΐ, γύρω στά μισά πρώτων βιβλίων τής Ιίαλαιάς Διαθήκης (Γένεσις καί ’Έξοδος)^,
τοϋ 16ου αιώνα, δύο έργα άνόμοια μεταξύ τους. Το ένα είναι ό Χούμνος όμως δέν αντλεί απευθείας άπό τή Βίβλο, άλλά άπό
μιά έξύμνηση, σέ λαϊκότροπους μικρούς οχτασύλλαβους στί- ένα βυζαντινό πεζό κείμενο, την Ιστορία τον Π αλαιόν, που πε­
χους, τοϋ βενετοΰ ναυάρχου Ταγιαπιέρα" το άλλο, ή 'Ιστορία ριέχει λαϊκές μεσαιωνικές παραδόσεις. ’Έ τσι καί η γλωσσά του
τοϋ ρε τής Σ κ οτσια ς μ ε τη ρ η γισ σ α τή ς Ί γγλιτέρας, παρά τον είναι, παρ’ όλο τό βιβλικό θέμα, καθαρα λαϊκή και ανεπιτήδευτη,
τίτλο του δεν εχει καμία σχέση με κανένα βασιλιά τής Σκοτίας όπως καί τό ύφος. Στά ίδια χρονιά θα ζεί και ο Μανόλης Σκλα-
48 49
2. M E T A T U N Α Λ Ω Σ Η ( Ι ό ο ς - 17ος Α Ι Ω Ν Α Σ ) 1ΙΟΙΗΣ1-Ι Τ Η Σ Α Ν Λ Γ Ε Ν Ν Π Σ Ι Ι Σ Σ Τ Η Ν Κ Ρ Η Τ Η . « Α Ι Ι Ο Κ Ο Π Ο Σ »

βος, για τον οποίο δεν ξέρουμε τίποτα έξω άπό το σύντομο ποίη­ ιστορία τών δύο νέων μέ τήν αινιγματική της γοητεία" ή αγάπη
μα του (που σώθηκε σε ένα μοναδικό χειρόγραφο) γιά τη «Συμ­ του γιά τή λεπτομέρεια καί οί θερμοί καί χρυσοί τονοι τής πε­
φορά τής Κρητης», δηλαδή γιά τον καταστρεπτικό σεισμό στις ριγραφής του μάς θυμίζουν πίνακες τής πρώιμης ’Αναγέννησης
29-30 Μαίου του 1508. (ενός Benozzo Gozzoli π.χ. ή τού Melozzo da Forlì). Ό Ά π ό-
κοπος (μαζί μέ τά Κυπριώτικα έρωτικά) είναι το ποιητικότερο
Κατα πολύ σημαντικότερο άπο τα μέτρια αύτά στιχουργήμα­ έργο τού 16ου αιώνα. ’Από το λαό διαβάστηκε καί άγαπήθηκε
τα είναι ο Ά πόκοπ ος του Μπεργαδή, πού μας δίνει καί τήν πολύ, όπως δείχνουν οί επανειλημμένες εκδόσεις του ως τον
πρώτη γεύση τής πρώιμης ’Αναγέννησης στήν κρητική λογοτε­ 19ο αιώνα. Στήν Κρήτη πολλοί στίχοι του έγιναν δημοτικοί καί
χνία.. Ο περίεργος τίτλος οφείλεται στον πρώτο στίχο (Μιαν τραγουδιούνται άκόμη σαν μοιρολόγια.
απο κοπον νύσταξα), καί γιά τον ποιητή δεν ξέρουμε τίποτα, ’Αντίθετα ό ’Ιωάννης Γίικατόρος άπο το Ρέθυμνο, μολονότι
ούτε καν το βαφτιστικό του όνομα" ξέρουμε μόνο πώς το ποίημα πραγματεύεται το ίδιο θέμα, μια κατάβαση στον "Αδη, καί ίσως
πρωτοτυπωθηκε στη Βενετία το 1519, καί θά γράφτηκε επο­ μιμείται τον Ά πόκοπο, δέν έχει καμιά άπο τις άρετές του. Δέν
μένως λίγο πιο πριν" είναι το πρώτο νεοελληνικό λογοτεχνικό είχε άλλωστε φαίνεται το έργο καί μεγάλη διάδοση (μάς^ δια­
βιβλίο πού γνωρίζει τον τύπο. Ό ποιητής (ή ό άνθρωπος πού σώθηκε σέ ένα μονάχα χειρόγραφο). 'Ο θρησκευτικός καί πα­
αφηγεΐται) βλεπει ένα περίεργο όνειρο" πώς κυνηγάει μια ελα­ ραινετικός του χαρακτήρας είναι πολύ έντονος" οί τόνοι που κυ­
φίνα, πώς βρίσκεται ξαφνικά άνεβασμένος σ’ ένα δέντρο, καί ριαρχούν, άντίθετα άπο τον Ά πόκοπο, είναι ζοφεροί καί οί στί­
στο τέλος βρίσκεται στον Ά δη. Οι πεθαμένοι τον ρωτούν πώς χοι του σπάνια ξεπερνούν τή μετριότητα.
βρεθηκε εκεί «συψυχος καί συζώντανος», άλλα άπ’ όλους ξεχω­ Σέ λυρικότερη άτμόσφαιρα βρισκόμαστε με τη Ρ ιμαδα κόρης
ρίζουν δυο νέοι, πού μέ άγωνία ζητούν νά μάθουν ειδήσεις γιά καί νιοΰ (La Séduction de la Jonvencelle τήν ονόμασε ό
τον έπάνω κόσμο, Legrand). Tò τραγούδι διακρίνεται γιά την αφηγηματική του
αν είναι κήπ οι κ α ί δεντρά, πουλιά νά κελαδοϋσι χάρη καί τή γνήσια δημοτική του έκφραση, και ακόμα για εναν
αισθησιακό ρεαλισμό, πού δέ χάνει ποτέ μια δροσιά και μια ευ­
κι άνέ μυρίζουν τά βουνά κ α ι τά δεντρά ν’ άθοΰσι, γένεια, καί πού το άντίστοιχό του το βρίσκουμε σε μερικά δημο­
αν εϊν λιβάδια δροσερά, φ υσά γλυκύς άέρας,
τικά τραγούδια τής άγάπης. Μερικοί —ίσως γι αυτό το λογο
λαμπουσι τ’ άστρα τ’ ουρανού κ α ί αυγερινός αστέρας;
θεώρησαν εσφαλμένα το τραγούδι δημοτικό.
Καί οι ζωντανοί θυμούνται εμάς τούς πεθαμένους; Ό ποιητής
σωπαίνει χαρακτηριστικά" καί όταν μέ τή σειρά του τούς ρωτά Ποιότητα λογοτεχνική παρουσιάζει κι ένα άλλο έργο, που είχε
για εκείνους, οι δύο νέοι τού διηγούνται τήν ιστορία τους, τήν κι αύτύ πολλή διάδοση καί πρωτοτυπώθηκε (στή Βενετία παν-
εύγενική τους γενιά, μέ κάθε λεπτομέρεια το άρμάτωμα ενός τα) είκοσι χρόνια μετά τον Ά πόκοπο, το 1539. Κιναι η Γα-
καραβιού γιά το ταξίδι, το ναυάγιο πού τούς κόστισε τή ζωή, δάρον, Λύκον κι Ά λονπονς διήγησις χαοίεις, ή όπως τήν έλεγε
καί τέλος τή συνάντησή τους στον Ά δ η μέ τήν άδερφή τους, ό λαός «'11 Φυλλάδα τού Γαϊδάρου». ’Ανάγεται στο πολύ α γα ­
που είχε πεθάνει κι αυτή τήν ίδια ώρα μ’ εκείνους. πητό είδος τών διηγήσεων γιά τά ζώα, καί στο προηγούμενο
Ό ποιητής ξεκίνησε γιά νά γράψει ένα ποίημα διδακτικό, πα­ κεφάλαιο (σ. 44) μιλήσαμε γιά το άμεσο πρότυπό του, τό υστε­
ραινετικό, ένα memento mori, σύμφωνα μέ τή συνήθεια τής επο­ ροβυζαντινό Σνναξάριον τον τιμημένου γαδάρου. 'Ο ποιητης
χής. Α λλά ò τόνος περίεργα έχει αλλάξει καί ό ποιητής, αντί διασκευάζει το πρότυπό του στους ομοιοκατάληκτους στίχους,
για το σκοτάδι τού "Αδη μάς μιλά γιά τή χαρά τής ζωής" οί πού είναι τώρα πιά ή μόδα τής έποχής" είναι σ’ αύτό μαστορης
στίχοι του είναι γεμάτοι φώς καί άνοιξη. Κι άκόμα, άντί νά έπιδεξιότατος, καί στά χέρια του ή ρίμα, βάσανο καί τροχο­
αναλωθεί σέ συμβουλές καί παραινέσεις έποικοδομητικές, συγ­ πέδη γιά άλλους διασκευαστέε, γίνεται όργανο έκφρασης ποιη­
κεντρώνεται σ ένα σημείο καί μάς παραθέτει αύτή τήν παράξενη τικής:
50 51
2. M E T A T I I X Α Λ Ω Σ Η (15ος-17ος ΑΙΩΝ ΑΣ)
Π ΕΤΡΑΡΧΙΣΜ Ο Σ ΣΤΠ Ν Κ ΪΙΙΡΟ
νά φας το μαρονλόφυλλον εκείνο χώ ρις ξίδι — γραμμένα στο έντονα χαρακτηρισμένο τοπικό ιδίωμα τού νη­
καί πώ ς δεν έπνιγήκαμε σε τούτο το τ α ξ ίδ ι! σιού καί οχι στον καθιερωμένο λαϊκό δεκαπεντασύλλαβο, αλλα
Τποθεση είναι το πάθημα τοΰ Αύκου και τής ’Αλεπούς (έ­ στον ιταλικό έντεκασύλλαβο καί στις ποικίλες στιχουργικες μορ­
χουν γίνει φίλοι καί «σύντεκνοι»), πού ενώ ήθελαν νά κοροϊ­ φές πού ξέρουμε άπό τήν ’Αναγέννηση: σονέτα, όχτάβες, τερ-
δέψουν το Γάιδαρο καί νά τον φάνε, στο τέλος αύτός βγαίνει νι­ τσίνες, άλλά καί καντσόνες, σεστίνες, μπαλάντες, μπαρτσελετες
κητής. Είναι ένα ποίημα καθαρά λαϊκό, μέ λαϊκή θυμοσοφία καί κτλ. Γενικά έντονη είναι στά ποιήματα ή ιταλική επίδραση- αρ­
με ένα χιούμορ πού δε φοβάται το χοντροκομμένο καί άσεμνο κετά πιστοποιήθηκαν ώς άμεσες μιμήσεις τοΰ Πετράρχη ή άλ­
άκόμα (υγιές όμως πάντοτε) χωρατό. Αύτό, όπως καί ό κά­ λων πετραρχικών ποιητών (τοΰ J. Sannazaro καί τοΰ Ρ. Bem­
ποιος συμβολισμός τοΰ απονήρευτου γαϊδάρου πού βγαίνει στο bo)- άλλά καί τά άλλα, καί όσα άκόμη δέν μπορεί να είναι μι­
τέλος νικητής, εξηγούν, δίπλα στην άνώτερη λογοτεχνική ποιό­ μήσεις, βρίσκονται άπόλυτα μέσα στό πνεΰμα τό πετραρχικό.
τητα, γιατί υπήρξε τόσο άγαπητό. Ό ποιητής μεταφέρει στά έλληνικά (στό τοπικό του ιδίωμα,
"Ολα τα παραπάνω έ'ργα, κρητικά καί άλλα, άνήκουν στο πρώ­ πού τό υψώνει σέ γλώσσα λογοτεχνική) τή γλώσσα, τούς εκ­
το μισό τοΰ 16ου αιώνα. Στο δεύτερο μισό, άλλά προς το τέλος φραστικούς τρόπους, τά στιχουργικά σχήματα τών πετραρχι­
του, θά κορυφωθεϊ στήν Κρήτη ή λογοτεχνική άκμή καί θά διαρ­ κών προτύπων, κινείται μέ άνεση στον ίδιο ποιητικό κοσμο.
κέσει ώς το 1669, τή χρονιά πού θά πέσει το νησί στούς Τούρ­ ΤΙ λέξη του δέν έχει βαρύνει άκόμη, καί ό ποιητής χαίρεται
κους (βλ. το έπόμενο κεφάλαιο). Στά ένδιάμεσα χρόνια δέν έ­ νά παίζει μαζί της, σέ μιά τεχνικά δουλεμένη διαλεκτική- οΐ
χουμε τίποτα το αξιόλογο. Μόνο μιά άπλή μνεία θά κάνουμε λέξεις δημιουργούν άνταποκρίσεις ή άντιθέσεις, όπως στή μου­
ενός έ'μμετρου χρονικού, πού περιγράφει σε είκοσι κεφάλαια καί σική ή στούς χορούς τής εποχής. ’Απ’ όλα τά στιχουργικά σχή­
σε 2.500 στίχους τήν πολιορκία τής Μάλτας άπό τούς Τούρκους ματα. έκεΐ όπου πετυχαίνεται ή πιό εύτυχισμένη συναίρεση τοΰ
στά 1565, όταν το νησί το κατείχαν οί Ίωαννίτες ιππότες διωγ­ ξενόφερτου μέ τό προσωπικό ίσως νά είναι στις όχτάβες- μέσα
μένοι άπο τή Ρόδο στά 1520. Γραμμένο άπο τον Ρεθεμνιώτη στό περιορισμένο σχήμα τους τό παιχνίδι τών έννοιών γίνεται
’Αντώνιο Άχέλη έκδόθηκε στή Βενετία το 1571 καί δέν είναι πιό άνετα, πότε πάνω σέ μιά μόνο λέξη, ποτέ σε δυο, που άλλοτε
άλλο άπο μιά διασκευή τοΰ χρονικού πού συνέθεσε ό Pietro άπωθοΰνται καί άλλοτε συμπλέκονται (όπως έδώ άνάμεσα στις
Gentile de Vendóme, πού ό ’Αχέλης το γνώρισε άπο τήν έκ- έννοιες φ ω τιά, ζέστη — κρύο, χιόνι).
δοση τοΰ Marino Fracasso πού το παρουσίασε γιά δικό του.1 Δίδει τη βραστήν στο λαμπρόν ή φύση,
Το ξένο χρονικό είναι φυσικά σέ πεζό" ή έμμετρη διασκευή του στο χιόνιν δίδει κρυότην, δίδει ά σ π ρ ά δα ν
άπο το ιταλικό πρότυπο δείχνει πώς ό στίχος έξακολουθεΐ νά λαμπρόν αχ τό λαμπρόν να β γ ε ι έναι χρήση,
είναι και τά χρόνια αύτά στή νεοελληνική λογοτεχνία- ή πιο τό χιόνιν πάλε βγάλλει μαργω μάδαν.
άβίαστη έκφραση. Μ πορεί τό χιόνιν τό λαμπρόν νά σβήσει,
καλά κι αν διώ χνει τό λαμπρόν τήν κρυάδα'
ΠΕΤΡΑΡΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ κ ι έμεναν τό λαμπρόν μου δε μ π υ ρ ίζ ει:
βγιαίνει ’πού μ ιαν ή π οια π άντα χιονίζει.2
Στά ίδια όμως χρόνια στήν Κύπρο, καί συγκεκριμένα λίγο πριν
άπο τήν κατάληψή της άπο τούς Τούρκους το 1571, έχουμε μιά Τά έρωτικά ποιήματα τής Κύπρου είναι ένα απο τα πιο
σειρά ποιήματα ερωτικά, άσφαλώς άπο τά ωραιότερα λυρικά
δείγματα όλης τής πρωιμότερης νεοελληνικής λογοτεχνίας. Είναι 2. Δίνει ή φύση τή ζέστη στή φωτιά, στο χιόνι πάλι δίνει τήν ψυχρά
καί τό άσπρο χρώμα- φυσικό είναι άπό τή φωτιά νά βγαίνει φωτιά, το
χιόνι πάλι φυσικό είναι νά βγάζει παγωνιά. Μπορεί το χιόνι νά τή σβήσει
1. Βλ. G. Spadaro, «Sulle fonti dell’assedio di Malta di Antonio τή φωτιά, δσο κι αν διώχνει ή φωτιά τήν ψύχρα- καί μόνο έμένα ή φω­
Achelis», Ό Έρανιστής 4 (1966) 80-116.
τιά δέν καίει: βγαίνει άπό μιά πού πάντα είναι παγωμένη.
52 53
2. Μ Ε Τ Α Τ Η Ν Α Λ Ω Σ Η (15ος - 1 7 ο ς Α Ι Ω Ν Α Σ ) Δ Ι Λ Σ Π Ο Ρ Α . ΟΙ Λ Ο Γ Ι Ο Ι Σ Τ Η Δ ΐΣ ΙΙ

υψηλά δείγματα οπού εφτασε η λογοτεχνία της ’ Αναγέννησης Γι’ αύτό καί οί περισσότεροι έδρασαν στήν ξένη γή, που τους
στην Ελλαδα, στην πιο καθαρή της μορφή. Μέ την πτώση τής δέχτηκε πρόθυμα, είτε ως εκδότες κλασικών κειμένων, είτε ώς
Κυπρου στους Γουρκους εμεινε δυστυχώς χωρίς συνέχεια. διδάσκαλοι τής ελληνικής γλώσσας. Πολλοί γνώρισαν σημαντι­
κές τιμές κοντά στούς λόγιους ούμανιστές καί τούς φιλότεχνους
Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΣΤΗ ΔΙΑΣΙΙΟΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ άρχοντες, πήραν αξιώματα καί άνέλαβαν διπλωματικές αποστο­
ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ λές. Στά πρώτα χρόνια μάλιστα δεν ήταν λίγοι οσοι κινήθηκαν
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
μέ τήν ελπίδα νά οργανωσουν μια σταυροφορία για την απελευ­
θέρωση τού σκλαβωμένου έθνους.
Μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης, ή διατήρηση από τον 'Ο σημαντικότερος ασφαλώς απο τους λογιους αυτους τής
κατακτητη του Πατριαρχείου καί τής εκκλησιαστικής ιεραρ­ διασποράς είναι ό Βησσαρίων. Γεννημένος κατά τα τέλη τού
χίας είχε αποφασιστική σημασία για τον ελληνισμό, ιδιαίτερα 14ου αιώνα στήν Τραπεζούντα, μαθητέυσε κοντά στον Γεμιστό
τον τουρκοκρατούμενο, που τον ενίσχυσε στη θρησκευτική του στήν Πελοπόννησο, άλλά νωρίς ήρθε στην Κωνσταντινούπολη,
πίστη και στο εθνικό του αίσθημα. Στα τουρκοκρατούμενα όμως όπου διακρίθηκε μέσα στούς κύκλους τής Εκκλησίας. Γυρω^στα
αυτα μέρη, που αποτελούσαν και το κύριο σώμα του ελληνι­ 1437-39 άκολούθησε τον αύτοκράτορα καί τήν πολυπληθή άπο-
σμού, κανένας λογος δεν μπορεί νά γίνει ούτε για λογοτεχνική στολή στή σύνοδο τής Φεράρας καί τής Φλωρεντίας (πού κήρυξε
παραγωγή ούτε καί για πνευματική κίνηση, τουλάχιστο για ε­ τήν ένωση τής ανατολικής με τη δυτική εκκλησία) και τάχθηκε
κατό και παραπανω χρονιά. Η λογοτεχνική δραστηριότητα πε­ ανεπιφύλακτα μέ το μέρος τών ενωτικών. ’Εγκαταστάθηκε στήν
ριορίστηκε αποκλειστικά στα φραγκοκρατούμενα μέρη καί πήρε ’ Ιταλία, όπου πήρε άπο τον πάπα καί το αξίωμα τού καρδινα­
τη μεγαλύτερη ακμή της στήν Κρήτη καί στήν Κύπρο. ’Εξη­ λίου, καί συγκέντρωσε γύρω του πολλούς μαθητές, Ελληνες αλ­
γήσαμε το γιατί. λά καί ξένους, όπως π.χ. τον Φίλελφο. Παράλληλα κατήρτισε
Οσο για το τρίτο τμήμα, στο όποιο κατατμήθηκε ό έλλη- μιά πλουσιότατη βιβλιοθήκη, πού τή χάρισε μετά τό θάνατό
νισμος μετά την Αλωση, τον ελληνισμό τής διασποράς, ή ξε­ του (τό 1472 στή Ραβέννα) στή Μαρκιανή Βιβλιοθήκη τής Βε-
νιτιά δεν ήταν το κατάλληλο έδαφος για νά καλλιεργηθεί ή δη­ νετίας.
μιουργική λογοτεχνία' ωστόσο παρατηρεΐται έκεΐ μια κίνηση Μαθητής τού Βησσαρίωνα είναι ό Ίανός Λασκαρις (1445-
πνευματική, ιδιαίτερα στήν ’Ιταλία, όπου πολλοί λόγιοι βρήκαν 1535), πού ή δράση του δέ στάθηκε λιγότερο σημαντική. ’Έζησε
καταφύγιο, άλλοι πριν απο τήν "Αλωση άκόμη, πολύ περισ­ καί δίδαξε στή Φλωρεντία κοντά στον Lorenzo Mediaci, στη
σότεροι ΰστερ απο αυτήν. Εκεί διοχετεύτηκε ό πρώιμος ού- Poi μη, καί στή Γαλλία κοντά στούς βασιλείς Λουδοβίκο ΙΒ'
μανισμος, που τοσο πλούσια είχε εκδηλωθεί στα τελευταία βυ­ καί Φραγκίσκο Α'. Μαθητής του στάθηκε ό Κρητικός Μάρκος
ζαντινά χρόνια. Μουσοΰρος (1470-1517), καθηγητής στήν Πάντοβα καί συνερ-
Γο ποσο συνεβαλαν οι Ελληνες αυτοί λόγιοι στήν ιταλική γάτης του ’ Αλδου Μοινουτιου* πολλοί είναι οι αρχαίοι συγγρα­
’Αναγέννηση, είναι γνωστό. ’Ό χι βέβαια πώς αύτοί δημιούρ­ φείς πού έκδόθηκαν μέ τήν επιμέλεια του* πιο σημαντική η έκ­
γησαν το πνευματικό αυτό κίνημα, ή σχέση είναι αντίστροφη: δοση του Πλάτωνα στην Aldino, του 1513, οπού και προτάσσει
επειδή υπήρχε το κίνημα, γ ι’ αύτό κατέφυγαν οί λόγιοι έκεΐ μιά (άρχαιόγλωσση, φυσικά) έμπνευσμένη ωδή στον Πλάτωνα
καί όχι άλλου. ’Αλλά στή Δύση, πού ανακάλυπτε τώρα τήν ελ­ καί προτρέπει τον πάπα Λέοντα I' νά ελευθερώσει τήν Ελλαδα.
ληνική αρχαιότητα, προσφεραν οί βυζαντινοί αύτοί πρόσφυγες Τέτοια ποιήματα, πιο πολύ επιγράμματα σέ μέτρο ελεγειακό,
κάτι ανεκτίμητο: τή γνώση τής άρχαίας ελληνικής, τά συγ­ ήταν συνηθισμένη λογοτεχνική άπασχόληση τών έλλήνων λο­
γράμματα τα ίδια των αρχαίων συγγραφέων, πού —άγνωστα στή γιών, όπως ήταν καί τών ουμανιστών τής Αναγέννησης και
Δύση— τά είχαν συντηρήσει τόσους αιώνες καί ήξεραν νά τά δέν είναι χωρίς ενδιαφέρον όταν π.χ. ό Ίανός Λάσκαρις συντάσ­
εξηγούν καί νά τά σχολιάζουν. σει ένα τέτοιο επίγραμμα γιά τό θάνατο τού Ραφαήλ (1520)
54 55
2. Μ Ε Τ Α Τ Η Ν Α Λ Ω Σ Η (15ος - 17ος Α Ι Ω Ν Α Σ ) ΔΗ Μ Ο ΤΙΚ Η Π ΕΖΟΓΡΑΦ ΙΑ

ή ό Φραγκίσκος Πόρτος γιά το θάνατο τοΰ Καλβίνου (1564). 3 τ ίπ α του φιλοσόφου. Μόνο στήν περιφέρεια, καί μέ συνθήκες
εντελώς ειδικές, καλλιεργήθηκε στή βυζαντινή έποχή ή λαϊκή
’Ανάμεσα στους άρχαιόγλωσσους αύτούς ούμανιστές τής ’Ανα­ γλώσσα στον πεζό λόγο.
γέννησης μια ιδιαίτερη θέση κατέχει ό Νικόλαος Σοφιανός άπό Τέτοιοι περιφερειακοί χώροι ήταν κατ’ έξοχήν ή Κάτω ’Ιτα­
την Κέρκυρα, που δρά στη Βενετία την ίδια εποχή, το πρώτο λία καί ή Κύπρος. ’Από τήν Κάτω ’Ιταλία δέν έχουμε παρά μόνο
μισό τοΰ 16ου αιώνα. ’Ιδιαίτερη θέση, γιατί ένώ ανήκε κι αύτός έγγραφα σέ λαϊκή γλώσσα, στήν Κύπρο όμως εσωθηκαν μνη­
αναμφισβήτητα στον ίδιο κύκλο των λόγιων ούμανιστών, θρεμ­ μεία περισσότερο ένδιαφέροντα. Οί Ά σιζες πρώτα πρώτα, η
μένος με το ίδιο κλασικιστικό ιδανικό, δείχνει παράλληλα (κάτι νομοθεσία δηλ. τοΰ Βασιλείου τής Κύπρου, πού χρειάστηκε νω ­
πού συμβαίνει γιά πρώτη φορά) ένδιαφέρον για τή νέα έλληνική ρίς νά μεταφραστεί στήν ντόπια κυπριακή διάλεκτο για να την
γλώσσα καί γιά την παιδεία τοΰ σκλαβωμένου λαού. "Ετσι έ- καταλαβαίνει ό λαός. Τό κείμενο πού μας εχει σωθεί είναι τοΰ
γραψε μια Γραμματική τής νεοελληνικής γλώσσας (πού δεν τυ­ 14ου αιώνα" τό πρώτο έκτενέστερο πεζό κείμενο στη νεα ελλη­
πώθηκε τότε),4 καί —άκόμα πιο σημαντικό— αποβλέποντας νική γλώσσα. Περίεργο, άλήθεια, πού πρόκειται γιά κείμενο
σε σκοπούς παιδαγωγικούς (στο φωτισμό τοΰ γένους) ζήτησε νομικό.
να μεταφράσει τούς άρχαίους έ'λληνες κλασικούς στη νέα γλώσ­ Στήν κυπριακή διάλεκτο (στήν ίδια πού τήν είδαμε στο δεύ­
σα. Το 1544 έξέδωσε στη Βενετία μέ τον τίτλο Π αιδαγω γός τερο μισό τοΰ 16ου αιώνα νά γίνεται όργανο έκφρασης ποιητι­
τη μετάφραση τοΰ ψευδοπλουτάρχειου Περί παίδω ν αγω γής. κής άπό τόν άνώνυμο ποιητή τών Κυπριώτικων ερωτικών) γρά­
Το φωτεινό καί φιλόκαινο πνεΰμα του τό μαρτυροΰν, έκτος άπό φει καί τή Χρονογραφία του, μέ τόν τίτλο Έ ξήγησις τής γλυκ εί­
τά παιδαγωγικά, καί τα ένδιαφέροντά του γιά τή γεωγραφία ας χώρας Κ ύπρου, στό πρώτο μισό του 15ου αιώνα, ο Λεοντιος
καί τις φυσικές επιστήμες: έσχολίασε τή Γεω γραφία τοΰ Πτο­ Μαχαιράς, πού είχε κάποια θέση στήν αύλή τών βασιλέων Lusi-
λεμαίου καί τύπωσε (στ’ αρχαία ελληνικά) μιά μελέτη «περί κρι- gnan καί έγραψε τήν ιστορία τοΰ νησιοΰ του καί τών χρόνων του.
κωτοΰ άστρολάβου», πού τήν άφιέρωσε στον πάπα Παΰλο Γ'. ’Αντίθετα άπό τούς συγχρόνους του βυζαντινούς ιστορικούς, πού
Στή Βενετία γύρω στο Σοφιανό είχε συγκεντρωθεί ένας μι­ προσπαθούσαν νά μιμηθοΰν τή γλώσσα τοΰ 'Ηρόδοτου καί τοΰ
κρός κύκλος λογίων πού τούς ένωναν, φαίνεται, τά ίδια ένδια- Θουκυδίδη, ό κυπριώτης χρονογράφος γράφει στήν άπλή γλώσσα
φέροντα (άνάμεσά τους αναφέρει ό ίδιος π.χ. τόν ’Ιάκωβο Τρι- καί σ’ ένα ύφος άπέριττο καί παρατακτικό, σάν άφήγηση λαϊκή,
βώλη πού τόν γνωρίσαμε ως ποιητή). ’Ίσως νά μήν είναι τυ­ πάντοτε όμως στά πλαίσια τής άκριβολογημένης έξιστόρησης
χαίο πώς τήν ίδια έποχή στή Βενετία θά συναντήσουμε καί τά τών γεγονότων. Τό ότι γράφει σέ πεζό καί όχι σέ στίχους —όπως
πρώτα πεζά έργα γραμμένα στή λαϊκή γλώσσα. Είναι ή πρώτη τόσα άλλα άνάλογα χρονικά— ίσως νά μήν είναι άσχετο μέ τή
φορά πού συναντούμε πεζογραφία δημοτική, νεοελληνική. Σέ όλη μεγάλη παράδοση τών γάλλων χρονικογράφων, πού δέ θα ήταν
τή βυζαντινή περίοδο ή πεζογραφία έμεινε άποκλειστικός χώρος άγνωστη στή γαλλοκρατούμενη Κύπρο" χρονολογικά ό Μαχαι-
τής λόγιας άρχαιόγλωσσης φιλολογίας, άκόμα καί όταν έπρό- ράς βρίσκεται άνάμεσα στόν Froissart καί στόν Commines.
κειτο γιά έργα άπό τή φύση τους «λαϊκά», όπως π.χ. τό μυθι­
στόρημα τοΰ Β αρλαάμ καί Ί ω σαφ ά τ καί τό Μ υθολογικόν Σ υν- ’Αλλά αύτό στάθηκε μιά μεμονωμένη παρένθεση. 'Η λαϊκή γλώσ­
σα άρχίζει πραγματικά νά χρησιμοποιείται γιά πρώτη φορά
3. Τα^έπιγραμματα τοΰ Ιανοΰ Λασκαρι έκδόθηκαν συγκεντρωμένα τό
1527. Νεώτερη κριτική έ'κδοση άπό τήν Anna Meschini (βλ. Βιβλιογρα­ στήν πεζογραφία τώρα μόλις, στό πρώτο μισό τοΰ 16ου αιώνα
φία). Τά δύο επιγράμματα πού μνημονεύονται στο κείμενο έχουν δημοσι­ στή Βενετία, άσφαλώς σέ κάποια συνάρτηση μέ τή φωτισμένη
ευτεί στήν Ποιητική ’Ανθολογία μου, τόμ. 2, 2η εκδ., Εκδόσεις Δωδώ­ προσπάθεια τοΰ Σοφιανοΰ. Τά πρώτα αύτά έργα δέν είναι βέ­
νη, σσ. 143 καί 150. βαια λογοτεχνικά, γράφονται στή λαϊκή γλώσσα έπειδή άπευ-
' 4. Έκδόθηκε γιά πρώτη φορά άπό τόν E. Legrand, Παρίσι 1870.
Δεύτερη έκδοση από τόν ίδιο στό Collection des monuments, Nouvelle θύνονται στό λαό, καί είναι κατά κύριο λόγο θεολογικά (ή έκ-
sèrie, τόμ. 2, Παρίσι 1874. λαΐκευση τής χριστιανικής διδασκαλίας, λόγοι έκκλησιαστικοί)
56 57
2. Μ Ε Τ Α Τ Η Ν Α Λ Ω Σ Η (15ος - 17ος Α Ι Ω Ν Α Σ ) II ΤΙ ΑΙΔ ΚΙ Α

V] TcpocxTtxot.. Ετσι, ο Κερκυραϊος Ιωαννίκιος Καρτάνος (συντο- τικήν τέχνην . . . » .’’ Τά λόγια τοΰ Σοφιανού δεν είναι υπερβο­
πίτης καί σύγχρονος τοΰ Σοφιανού) εκδίδει το 1536 στη Βενε­ λικά. Τό Πατριαρχείο φρόντισε βέβαια αμέσως μετά^ την Α­
τία την Π αλαια τε χαι \< <ι Αιαθηχη, το ’Άνθος χολ άναγχαϊον λωση νά ιδρυθεί κοντά του ένα υποτυπώδες σχολείο για τη μόρ­
αυτής. Ο ^Δαμασκηνός Στουδιτης, κληρικός, άργότερα άρχιε- φωση τοΰ κλήρου, αλλά στόν άλλο υποδούλο χώρο, για τα εκατό
ρεύς, στενάς δεμένος με το Πατριαρχείο, έκδίδει, μέ τον τίτλο τουλάχιστον πρώτα χρόνια, σχολεία σχεδόν δεν υπαρχουν, και
Θησαυρός, έκκλησιαστικές ομιλίες σε γλώσσα καί ύφος άπλού- μόνο οι παπάδες μαθαίνουν καμία φορά τα γραμματα στα παιδια
στερα, ^καί μεταφράζει στη νέα έλληνική τον Φ υσιολόγο. Στην άπό τά βιβλία τής εκκλησίας (ό θρύλος θά μιλήσει άργότερα γιά
προσπάθεια του κηρύγματος στή λαϊκή γλώ σσα ακολουθεί τον τό «κρυφό σκολείο»).
Δαμασκηνό ο Κερκυραΐος επίσης Αλέξιος Ραρτοΰρος (Αιόαχαί, Οί πρώτες προσπάθειες γιά παιδεία νεοελληνική αρχίζουν και
1560), ένώ ένας άλλος Κερκυραΐος, ό Νίκανδρος Νούκιος, με­ πάλι άπό τή Δύση. Μέ τήν παρακίνηση τοΰ Ίανοΰ Λάσκαρι ό
τέφρασε τούς Μύθους τοΰ Αισώπου (1543). Δίπλα σ’ αύτά ας πάπας Αέων Γ 'ίδρυσε στή Ρώμη ένα Ελληνικό 1 υμνασιο, και
μνημονευτεί και η Α ογαριαστιχη (1568) του Χιώτη.’Εμμανουήλ εφερε παιδιά άπό τήν Ελλάδα γιά νά σπουδάσουν^ εκεί. 11
Γλυζώνιου —μιά πρακτική άριθμητική για το λαό. Φυσικά, όλα ζωή τοΰ Γυμνασίου αύτοΰ στάθηκε ολιγόχρονη, απο το 1ο13
αύτά τά έργα τυπώνονται στά τυπογραφεία τής Βενετίας, πού ώς τό 1521 (ώς τό θάνατο τοΰ Δέοντος), η δράση του όμως αξιό­
αναπτύσσουν τώρα μιά έντονη δράση έκδοτική. λογη, καί ή πρόθεση τοΰ ιδρυτή, τοΰ τελευταίου παπα τής Α ­
_Μέ πολλά άπό τά παραπάνω έργα περάσαμε στο δεύτερο μισό ναγέννησης, υπήρξε φαίνεται εύγενική καί άνυστεροβουλη. Αντι-
τοΰ ^αίώνα. Το σκλαβωμένο έθνος άρχίζει τώρα σιγά σιγά νά θετά, καθαρά προσηλυτιστικό χαρακτήρα είχε ή ίδρυση άπο τον
συνέρχεται άπό τον πνευματικό λήθαργο, ξένοι, Γερμανοί, ίδί- πάπα Γρηγόριο ΙΓ' (μέ βούλα τοΰ 1577) τοΰ^Ελληνικοΰ Κολ-
ως ^προτεσταντες, αρχίζουν να ενδιαφερονται για τον νέο ελληνι­ λεγίου τοΰ 'Αγίου ’.Αθανασίου (πού λειτουργεί άκόμα στήν Via
σμό, τη γλωσσά του και την παιδεία του. Καί το Πατριαρχείο, del Babbuino)· έμόρφωσε όμως καί αύτο ένα πλήθος ελλη-
πού^ επικεφαλής του βρίσκεται ένας άξιος ιεράρχης, ό Ιερεμίας νων λογίων καί κληρικών, αφοσιωμενων βέβαια στην παπική
ό Β' (ό «τρανός», 1572-1595), αρχίζει διάλογο μαζί τους, κα­ έκκλησία, πού διέπρεψαν ωστοσο στα γραμματα και βοήθησαν,
θώς μάλιστα πιέζεται άπό πολλές αντίξοες συνθήκες καί κυρίως μ,έ τον τρόπο τους, στον φωτισρ-Ο του γένους. ^ ^
απο την καθολική προπαγάνδα. Ό Μαρτίνος Crusius, καθηγη­ 'Ο Λέων Άλλάτιος άπό τή Χίο (1588-1669) είναι πολυΐστωρ
τής στήν Τυβίγγη, αλληλογραφεί με δύο λόγιους τοΰ Πατριαρ­ καί πολυγράφος, μέ παιδεία ολοτελα δυτική, αλλα και με εν­
χείου, τ ο ν ’Ιωάννη καί το γιό του Θεοδόσιο Ζυγομαλά, πού τοΰ διαφέρον πάντοτε γιά τά ελληνικά πραγματα συνεχεία τοΰ λό­
στέλνουν άφθονο πληροφοριακό υλικό, άκόμη καί χειρόγραφα έρ­ γιου ούμανιστή τής Αναγέννησης αποτελεί πιο πολύ ο ^Αθη­
γων στή νέα γλώσσα. 'Ο Crusius θά τά ενσωματώσει στά οχτώ ναίος Λεονάρδος Φιλαρας (ή! 673), που έδρασε κοντα^ στον Bi-
βιβλία τής T u rcogra ecia , πού έξέδωσε στή Βασιλεία τό 1584. ehelieu, καί είναι γνωστός καί για τις σχεσεις του με τον Milton,
μέ τόν όποιο γνωρίστηκε προσωπικά στο Λονδίνο το γραμμα
Η προσωπικότητα τοΰ Ν. Σοφιανοΰ άκτινοβολεΐ προς πολλές μάλιστα τοΰ τελευταίου πρός αυτόν (το 1654), αποτελεί την πιο
πλευρές. ’Ίσως ή πιο σημαντική νά είναι ή παιδεία. Ά πό τά αυθεντική πηγή γιά τήν τύφλωση του. Ο Φιλαρας έγραψε
γραφτά του φαίνεται καθαρά πώς είχε συλλάβει ένα εύρύ πρό­ κι αύτός ένα πλήθος άρχαιογλωσσα επιγράμματα ιδιαίτερα μάς
γραμμα γλωσσοεκπαιδευτικό, πού άποσκοποΰσε στή διαπαιδα­ συγκινοΰν τέσσερις στίχοι του νεοελληνικοί που τους έστειλε στη
γώγηση τοΰ σκλαβωμένου γένους καί ξεκινούσε άπό τή σπουδή μητέρα του μαζί μέ την εικόνα του, οπού ποζάρει με ρούχα
τής λαϊκής γλώσσας καί τή μετάφραση των κλασικών —«επειδή Louis treize.e
εις τέτοιαν κακήν τύχην κατήντησε τό πάλαι ποτέ μακαριστόν
5. Ά π ό τόν επίλογο τής Γραμματικής, Legrand, Collection, a. 84a.
γένος ημών των Γραικών, ότι μόλις εύρίσκεται τώρα διδάσκα­ 6. Γιά τον Φιλαρα βλ. Ε. Legrand, Bibliographic hellénigue du
λος οπού να ’ναι ικανός νά διδάσκη τούς νέους καν τήν γραμμα­ X VU t siècle, τόμ. 3, σσ. 407-416. Tò γράμμα τοΰ Milton προς αύτόν,
58 59
ΔΕΚΑΤΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ ΑΙΩΝΑΣ
2. M U T A Τ Η Ν Α Λ Ω Σ Η (15ος - 1 7 ο ς Α Ι Ω Ν Α Σ )

^Στην προσπάθεια αυτή του καθολικισμού φυσικό ήταν νά γιων καί έγραψε λόγους έκκλησιαστικούς στήν άπλή^ γλώσσα.
εκδηλωθεί ή αντίδραση. Το 1593 ή έλληνική κοινότητα τής Ιίε- Φίλος καί συμπατριώτης του είναι ο Μελέτιος ΙΙηγάς (1535-
Vc, . ιας ιδρύει ελληνικό σχολείο, πού ή ζωή του στάθηκε εφήμερη. 1602), άπό τούς πιο φωτισμένους κληρικούς πού ανεδειξε την
II Βενετία είναι ^σημαντικό κέντρο για τον ελληνισμό. ’Από εποχή αύτή ή ορθοδοξία. Σπουδασμένος κι αυτός στην Παντοβα,
τα τέλη κιόλας τού 15ου αιώνα είχε δημιουργηθεΐ εκεί μια ση­ έδρασε περισσότερο στήν Ελλάδα (στήν Κρήτη καί στήν Πόλη),
μαντική ελληνική παροικία, μέ τή δική της συνοικία καί την καί τό 1590 έγινε πατριάρχης ’Αλεξάνδρειάς. Αναμεσα στα
εκκλησία της, τον San Giorgio dei Greci. 'Η κυριαρχία τής άρχαιόγλωσσά του συγγράμματα θά ξεχωρίσουμε κή εδώ τούς
Βενετίας στα περισσότερα ελληνικά νησιά καί ή γνωστή της εκκλησιαστικούς του λόγους σε μια ζωντανή δημοτική. Η καλ­
άνεξιθρησκεία βοήθησαν στήν ανάπτυξη τής κοινότητας αύτής λιέργεια αύτή τής έκκλησιαστικής ρητορείας στή ^δημοτική, που
και στην εμπορική καί τήν πνευματική της ακμή. Είδαμε τον ξεκινά άπό τόν Στουδίτη και τον Ραρτοΰρο, θα εχει, καθώς θα
λογιο κύκλο του ’Άλδου Μανούτιου, τή συντροφιά τοΰ Σοφιανού, δούμε, σημαντική έξέλιξη' στήν περίπτωση τοΰ Μαργουνίου καί
τα λαίκα βιβλία που τυπώνονταν στα εκεί τυπογραφεία. Το 1648 τοΰ ΙΙηγα, δεν μπορεί νά μην άσκησε καποια επίδραση η πα­
ό κερκυραΐος δικηγόρος Θωμάς Φλαγγίνης ίδρυσε μέ τή δια­ ράλληλη καλλιέργεια τής δημοτικής στην ποίηση στην Κρητη
θήκη του ένα ελληνικό σχολείο (καί σεμινάριο) γιά Ελληνόπου­ (είναι καί οί δύο σύγχρονοι τοΰ Χορτατση). __ ^ (
λα, σαφές αντίρροπο τοΰ Κολλεγίου τής Ρώμης. "Ενας άλλος Μαθητής καί φίλος τους, και πιο πολύ τοΰ Πηγά, είναι ο
λογιος, ό Τωάννης Κωττούνιος (f 1658) έκαμε το ίδιο στήν Κύριλλος Λούκαρις (1572-1638), ασφαλώς ή^έπιφανέστερη μορ­
Παντοβα, όπου είχε διατελέσει καθηγητής. Το «Φλαγγινιανό φή τοΰ «θρησκευτικού ούμανισμοΰ». Κρητικός κι αυτός, επίσης
Ελληνομουσεΐο» λειτούργησε χωρίς διακοπή ώς το 1797 καί σπουδασμένος στήν Πάντοβα, διαδέχτηκε τόν^ ΓΙηγά στόν πα­
έπαιξε, όλο αύτο το μακρύ διάστημα, σημαντικότατο ρόλο. (Στο τριαρχικό θρόνο τής ’Αλεξάνδρειάς, και απο το 1620 προχειρί­
μπαρόκ κτίριο του τού 17ου αιώνα στεγάζεται σήμερα το Ε λλη­ στηκε πατριάρχης στήν Κωνσταντινούπολη· οί καιροί είναι τα­
νικό Ινστιτούτο βυζαντινών καί μεταβυζαντινών σπουδών). ραγμένοι, ό Λούκαρις θά κρατήσει τήν πατριαρχεία τρεις φορές
μέ διακοπές, ώς τό 1638 πού τόν έξετέλεσαν οί^ Τούρκοι (είναι
ό πρώτος πατριάρχης πού ύφίσταται την τύχη αυτή). Είχε πάν­
Ο ΔΕΚΑΤΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ ΑΙΩΝΑΣ τως τήν εύκαιρία νά αναπτύξει μια έντονη δράση, ^που ξεσήκωσε
Αλλα και στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, άπό τα μέσα ή τά όμως ζωηρή καί τήν αντίδραση, ιδίως για τις επαφες του με
τέλη τοΰ 16ου αιώνα, αρχίζει σιγά σιγά νά χαράζει κάποιο φώς τούς διαμαρτυρομένους, οί όποιες κατεληξαν στην υπογραφή
πνευματικό. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει στο σημείο αυτό ή μιας «ομολογίας» (ή γνησιότητά της είχε παλαιότερα άμφισβη-
Εκκλησία, που βαλλόμενη απο πολλές πλευρές, αγωνίζεται νά τηθεΐ, χωρίς όμως, καθώς φαίνεται, ισχυρά τεκμηριαή Αλλά
διατηρήσει τον εθνισμό και τήν ορθοδοξία καί επιζητεί νά ένι- ό,τι ένδιέφερε κυρίως τόν Λούκαρι ήταν νά διαφυλάξει τήν ^ορθο­
σχυσει το γένος με την παιδεία. "Ενας «θρησκευτικός ούμανι- δοξία άπό τόν πιο επίφοβο άντίπαλο, τον καθολικισμό. Και αυτό
σμος»,^όπως εύστοχα χαρακτηρίστηκε. Είδαμε κιόλας τή ση­ τό πέτυχε* μετά τόν Λούκαρι η καθολική προπαγάνδα έγκατα^
μαντική προσωπικότητα τού πατριάρχη 'Ιερεμία Β'. Έξέχουσα λείπει τό" σχέδιο τοΰ ομαδικού προσηλυτισμού τών Ελλήνων καί
μορφή είναι ό Μάξιμος Μαργούνιος (1530-1602), Κρητικός, περιορίζεται σέ μ.εμ.ονωρ.ενες περιπτώσεις. ^
πού σπούδασε στήν Πάντοβα καί έδρασε στή Βενετία. Τό έργο 'Ο Λούκαρις είναι προοδευτικός' στό Πατριαρχείο ^ίδρυσε τυ­
του αποτελείται βέβαια από βιβλία θεολογικά καί άρχαιόγλωσσα" πογραφείο (τό πρώτο μέσα στον υποδουλο ελληνισμό), ευνόησε
ιδιαίτερα όμως αξιοσημείωτο είναι δτι μετέφρασε και βίους ά- τή μετάφραση τοΰ Εύαγγελίου στη δηματικη (1638), και κυρίως
άνακαίνισε τήν πατριαρχική Σχολή θέλοντας να την καταστήσει
αυτ^, σσ. 412-415. Βλ. καί Λ. Πολίτη, «John Milton καί Λεονάρδος Φι- άνώτερο παιδευτήριο. ’Έ τσι κάλεσε εκεί ως διδάσκαλο τον πιο
Μο-ηπ’ σΤ° :Ιτ τ 'ίίοΤα Της λοΎ°ΤεΧνίας μας, Δεύτερη σειρά, Θεσσαλονίκη σημαντικό φιλόσοφο τοΰ καιρού του, τον Θεόφιλό Κορυδαλεα
Liy/oj, σσ. 177-184.

60 61
Η ΔΗ Μ Ο ΤΙΚ Η Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Ω Σ ΤΟ
1 fc>t>9
2. Μ Ε Τ Α Τ Η Ν Α Λ Ω Σ Η (15ος - 17ος Α Ι Ω Ν Α Σ )

(1560-1645), πού είναι ό κυριότερος έκπρόσωπος στήν Ελλάδα οξύμωρα ονομαζόμενη «ψυχαγω γικής μέθοδο Τ ' ^ ^ ^ σ τ ό π ί
τού «αριστοτελισμού» τής σχολής τής Πάντοβας, οπού είχε μορ­ παραθέσεως συνωνύμων. Παράλληλα όμως, και
φωθεί. Το έργο του άποτελεΐται σχεδόν αποκλειστικά άπό υπο­ ριθώριο, θά εξακολουθήσει τόν 17ο^ αιώνα
μνήματα στά έργα του ’Αριστοτέλη, πού άποτέλεσαν για δλη ή λαϊκή γλώσσα —όχι παντα καθαρή όπως σ .ο
την Τουρκοκρατία τά κυριότερα διδακτικά σχολικά βιβλία (άλλα έογα πού κυρίως απευθύνονταν στο λαο. ,,
τυπωμένα, τά περισσότερα χειρόγραφα). 'Ο ίδιος ό Κορυδαλεύς [ TÒ 1631 έκδόθηκε γιά πρώτη φορά στή Β ε ν ^ ^ ™
έδίδαξε σέ πολλά σχολεία, τά όποια τώρα αρχίζουν νά ιδρύονται ιστορικόν, δηλ. μια χρονογραφία συμπιλημενη , τούε βυ­
σέ πολλές ελληνικές πόλεις καί ν’ άναπτύσσουν μάλιστα μιά ζαντινά καί μεταγενέστερα χρονικά, που αρχιξε!· » ς Ρ ,
άμιλλα μεταξύ τους. Τά σχολεία αύτά θά πληθυνθοϋν στον επό­ ζαντινούς χρονογράφους) άπό τή δημιουργία ^ γ λ ώ σ ^ ε ίν α ί
μενο αιώνα, τον κυρίως αιώνα τού «διαφωτισμού». φτάνει ώς τό τέλος περίπου του 16ου αιώνα. ' A
'Ο «κορυδαλισμός», μέ τή φιλοσοφία του άλλα καί μέ τον αρκετά άπλή, όχι καθαρά δημοτική, ώς συγγραψ® , εΐ ^ . ° γ ^ Γ
αναμφισβήτητο σχολαστικισμό του, άσκησε μεγάλη επίδραση. ζεται ό μητροπολίτης Μονεμβασίας Δωρόθεος, ' Λ α, ^
Τά υπομνήματα στον ’Αριστοτέλη είχαν πολλούς μιμητές. Μάλ­ πρόσωπο άνύπαρκτο! Τό Χρονικό αύτό τού ψευδο-Δωροθεου είχε
λον άνταγωνιζόμενος προς τον Κορυδαλέα έγραφε υπομνήματα εξαιρετική διάδοση στό λαό, πού του ι κ α ν ό - ώ
στά ’ίδια σχεδόν έργα τού ’Αριστοτέλη ό σύγχρονός του Ζακυ- γιά θαυμαστές διηγήσεις άλλα και για τη ν ισ τό έρευνα έ'γει
θινύς Νικόλαος Κούρσουλας, καί ύστερότερα δ Γιαννιώτης Γεώρ­ νάμεσα στις πηγές των χρονικών αυτών η νεω τοΰ ρ &(^ 0
γιος Σουγδουρής —χειρόγραφα των υπομνημάτων τους βρίσκου­ έπισημάνει καί ιστορικά έργα ιταλικά, όπως ,■ ~
με άφθονα στις βιβλιοθήκες. Giovio.8 "Ενα άλλο ιταλικό έργο, τά A nnali. ■
Μιά συμπαθητική μορφή άνάμεσα στούς μαθητές τού Κο­ Sansovino, τό έχουμε σέ μιά μετάφραση άπο^τα
ρυδαλέα, πολύ δεμένος καί μέ τον Λούκαρι, είναι ό Εύγένιος αιώνα'9 ό άνώνυμος αύτός διασκευαστης γ ρ α φ -γ .. _
Γιαννούλης ό Αίτωλός, πού συνδυάζει το φιλοσοφικό καί επι­ θευτη καί εύχάριστη δημοτική, άπό τά σπάνια 3ε γμ λαϊκής
στημονικό πνεύμα τού κορυδαλισμοΰ μέ τήν ορθόδοξη εύλάβεια γλώσσας πού έχουμε. , , ~ χρονογραφίας)
καί τήν ασκητική διάθεση. Μετά τό θάνατο τού Λούκαρι άπο- Δίπλα στην ιστορία (στη λαικη μορφή τηζ Ar ' V
σύρθηκε στήν πατρίδα του, τήν ’Ακαρνανία, καί δίδαξε σ’ ένα καί ή θρησκευτική φιλολογία γιά τό λαό χρ ή σιμ ο ί - η οημο-
μικρό χωριό, τά Βρανιανά. Σημαντικές είναι οί επιστολές του, n JyS L ». 4™ , άρ»™ γνωστό τό
πολλές γραμμένες στή δημοτική, όπου «θαυμάζει κανείς τήν ιερέα Ίωάννου Μορεζήνου, ο όποιος γύρω στα · όπω '
άπλότητα, τή γλύκα, πού συνδυάζονται όμως μέ πολλή φυσική μιά έξοχη δημοτική καί αύτός, ένα εκτενέστατο * J ^
μεγαλοπρέπεια καί μέ μιάν ασκητική σκληρότητα καί άλυγι- νεται άπό τά πολλά χειρόγραφα που σωθήκαν, πο ^ υ σμενο
σιά».7 Ζωηρό είναι καί τό ένδιαφέρον τού Εύγενίου γιά τήν έργο, κεφάλαια θεωρητικά άφιερωμένα στόν ,^ ^ ό ρ η σ η διαφό-
ίδρυση σχολείων στήν ύπαιθρο' ένας πλούσιος γουναράς άπό τήν γίας, πού συνοδεύονται απο την αντίστοιχη =-γ' » , '
Καστοριά, πού ξοδεύει άφειδώλευτα γιά τήν ίδρυση σχολείων, ρων θαυμάτων (τά τελευταία άπό τά όποια άνη>/-°λυ 1 ‘ επ°Χό
ό Μανολάκης Καστοριανός, χαρακτηριστικός έκπρόσωπος των του). Ό Μορεζήνος άντλεΐ καί αύτός άπό δ υ τ ικ ή : W ζ, απο
καιρών πού άλλαξαν, ακολουθεί τις υποδείξεις του. τά διάφορα βιβλία θαυμάτων του τέλους τού Μ εσ 1 ι0υ

Τά έργα τού Κορυδαλέα είναι φυσικά γραμμένα στήν αρχαία' 8. ’Ελισάβετ Ζαχαριάδαυ, «Μια ιταλική πηγη qq·}) 46-59
και άρχαιόγλωσση θά μείνει ή άναγεννώμενη παιδεία, πού κύριος γιά τήν ιστορία των ’Οθωμανών»), ΓΙελοποννησιακα » \ ^ τοι',ρκων σουχ_
σκοπός της θά είναι ή γλωσσική έρμηνεία των αρχαίων, μέ τήν 9. Έκδόθηκε άπό τον Γ. Θ. Ζωρα, Χ ρονικόν περ ,’ qj |958. β>
τά νω ν κ ατά το ν βαρβερινήν ελληνικόν κωόικα 111, ' ν χΤάνων , .
7. Κ. Θ. Δημαράς, 'Ισ τορία τή ς νεοελληνικής λογοτεχνίαν. 6η έκδ., καί ’Ελισάβετ Ζαχαριάδου, Το Χρονικόν τω ν Τούρκο 1Ια0^ρτημα
Α θήνα 1975, σ. G2. Ιταλικό τ ο » πρότυπο, Θεσσαλονίκη 1960 {Ε λ λ η νικ ά ,

62 63
2. Μ Ε Τ Α Τ Η Ν Α Λ Ω Σ Η (15ος-17ος ΑΙΩ Ν ΑΣ)

16ου αιώνα.11’ Πολύ περισσότερο γνωστό είναι έ'να άλλο ανά­ Τ Ρ ΙΤ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ


λογο έργο, ή Α μαρτω λώ ν σω τηρία τοΰ ’Αγαπίου Λάνδου (1η
έκδ. 1641), Κρητικού πού έμόναζε στο "Αγιον ’Όρος, ό όποιος, Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΑΚΜΗ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
καθώς άποδεικνύεται, στηρίχτηκε πολύ στον Μορεζηνο, άλλά
και σε^ ιταλικές πήγες. Η γλώσσα του είναι άπλή, ρέπει όμως (1570-1669)
αρκετα προς τη λόγια, η αφήγηση άπλή καί φυσική. Το έργο
αγαπήθηκε πολύ από το λαό καί ήταν άνάγνωσμα εποικοδομη­
τικό ως τις μερες μας. ’Από τον ί'διο έχουμε καί άλλα έργα Κ Ρ Η Τ ΙΚ Ο Θ Ε Α Τ Ρ Ο
θρησκευτικά, καί έ'να δροσερότατο Γεωπονικόν (1η έκδ. 1643),
ένα είδος λαϊκού γεωργικού εγχειριδίου. "Τστερ’ από τήν πτώση καί τής Κύπρου στούς Τούρκους (1571)
Τη λαϊκή γλωσσά χρησιμοποίησε, όπως ήταν φυσικό, καί ή —καί ξέρουμε από τήν ιστορία τί έσήμαινε αυτη^η απώλεια για
καθολική εκκλησία για τήν προπαγάνδα της. ’Ανάμεσα στά πολ- όλη τήν Εύρώπη— τά μόνα σχεδόν ελληνικά μέρη που ^μένουν
λα τέτοια δημοσιεύματα ξεχωρίζουν τά έργα τού Νεόφυτου Ρό­ ύπό τήν κυριαρχία των Βενετών είναι η Κρητη και τα Εφτά­
δινου από τήν^ Κύπρο (περ. 1570-1659). ’Ορθόδοξος μοναχός νησά. Θά παίξουν καί τά δυο σημαντικό ρολο στη λογοτεχνία,,
στην αρχή (και βοηθος τοΰ Μαργουνίου), μπήκε άρκετά μεγά­ ή Κρήτη άμέσως, τά Εφτάνησα αργότερα. Στην Κρητη, ^στα
λος στο^Κολλεγιο τής Ρώμης και άνέλαβε πολλές αποστολές στά εκατό χρόνια πού μεσολαβούν άπό το 1571 ως το 1669 (όπου
μέρη τής Ανατολής (ως την Πολωνία καί τή Ρωσία), όπου έπεσε κι αύτή στούς Τούρκους), θα ολοκληρωθεί η λογοτεχνική
συχνά κίνησε ^ζωηρη την αντίδραση γιά το φανατικό ζήλο του. άκμή πού τήν είδαμε άρχινισμένη κιόλας από την^ προηγούμενη
Ως^ συγγραφέας είναι γονιμότατος, τά πολυάριθμα έ'ργα του περίοδο καί θά φτάσει σέ μιά κορύφωση θαυμαστή^. Η κρητικη
εκδιδονταν απο το γραφείο τής καθολικής προπαγάνδας στη Ρώ­ λογοτεχνία τοΰ τέλους τοΰ 16ου καί τοΰ 17ου αιώνα είναι μια
μη: Πανοπλία^ π νευμ α τικ ή, ’Ά σκησις πνευματική κ.ά.π. 'Η χρυσή περίοδος στήν ιστορία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας.
γλωσσά του είναι πέρα ως πέρα λαϊκή, χωρίς καμιάν ανάμειξη Είναι μαζί καί ή κορύφωση τής λογοτεχνίας τής Αναγέννη­
λογιών στοιχείων, καθώς ο Ροδινος έμεινε τελείως ανεπηρέαστος σης στήν Ελλάδα. Καί το πιο ουσιώδες χαρακτηριστικό^ της,
απο την παράδοση τής ορθόδοξης εκκλησίας. ότι, έξω άπό τήν πρώιμη Β οσκόπουλα και απο το ωριμότερο
έργο, τον Έ ρωτάκριτο, όλα τά έργα τής περιόδου αυτής είναι
Β λ . Ε λένη Δ . Κ α κο υλιδ η , « Ο ’Ιω ά ν ν η ς Μ ορεζήνος κ α ί το εογο
τ ο υ » , Κ ρητικά Χ ρονικά 22 (1970) 7 -7 8 κ α ί 3 8 9 -5 0 6 . έργα θεατρικά. Τούτο έχει βασική σημασία- γιατί καθώς το θέ­
ατρο είναι άπό όλα τά είδη τής λογοτεχνίας το περισσότερό κοι­
νωνικό, εκείνο πού προϋποθέτει απαραίτητα ένα κοινο στο^ ο­
ποίο απευθύνεται, ή άνάπτυξη αύτή τοΰ θεάτρου τα χρονιά “ξ1™
στήν Κρήτη σημαίνει πώς είχαν άκριβώς δημιουργηθεϊ έκεΐ οί
κοινωνικές συνθήκες πού προϋποθέτουν καί ευνοούν ένα τέτοιο
φαινόμενο. ^ ,, „
Το δράμα, γεννημένο στήν ’Αττική τον 5ο π.Χ. αιώνα, άρ­
χισε σιγά σιγά νά παρακμάζει, και επαψε ουσιαστικά να υπάρ­
χει μέ το τέλος τής άρχαιότητας. Παρ’ ολα όσα γράφτηκαν κατά
καιρούς, στο Βυζάντιο θέατρο δέν υπήρξε ποτέ. ’Αλλά δεν υ­
πήρξε καί στο δυτικό Μεσαίωνα (εξω απο το ιδιοτυπο^ειδος^των
«μυστηρίων» ή των «sacre rappresentazioni», πού έντοπίζον-
ται όμως στο τέλος τής εποχής). Το θέατρο προϋποθέτει συγ-
64 65
ΚΡΗΤ ΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
:s. η λογ ο τε χνι κή λκμι ι στην κρειτιι

κρούση χαρακτήρων, το αίσχυλικό «πάθος» καί «μάθος»' προϋ­ 11ρόσφατες ανακαλύψεις καί έρευνες μάς έκαμαν νά είμαστε
ποθέτει. άτομο έλεύθερο, λυτρωμένο άπό το μύθο ή το δόγμα. σήμερα σέ θέση νά ξέρουμε κάτι περισσότερο για τή ζωή καί
Γετοιο δεν ήταν το άτομο (ό άνθρούπινος τύπος) τον 7ο χίούνα τό έργο τού Χορτατση. Οί έρευνες ειδικά τού Σπύρου Εύαγγε-
π.Χ. ή το Μεσαίωνα. Μόνο το ξαναγύρισμα στά ίδια ιδανικά λάτου στά βενετικά άρχει/1 έφεραν σέ φως έναν Γεώργιο Χορ-
κατά τήν Αναγέννηση θά φέρει καί πάλι στην Ευρώπη το θέατρο. τάτση πού συγκεντρώνει όλα τά στοιχεία πού κάνουν εξαιρετικά
IIρώτα, φυσικά, στήν ’Ιταλία —όσο κι αν δεν πήρε εκεί τήν πιθανή τήν ταύτισή του μέ τον ποιητή. Ό Χορτάτσης αύτός δέν
ανάπτυξη πού θά περιμέναμε' ούτε ό ΙΙετράρχης ούτε ό Άριόστο είναι εύγενής, αλλά ανήκει στήν άνώτερη άστική τάξη, είναι
ή ό Τάσσο ασχολήθηκαν μέ το θέατρο, παρά μόνο επεισοδιακά. μορφωμένος (γραμματικός στά νιάτα του τού Ματθαίου Καλ-
Α λλά το θέατρο, ξεκινημένο άπο τήν ’ Ιταλία, θά φτάσει σέ μια λέργη), καί έχει αξιόλογη κοινωνική θέση καί οικονομική άνεση.
έξοχη άκμή στις άλλες χώρες τής Εύρώπης, τη Γαλλία, τήν (-)ά γεννήθηκε στά μισά περίπου τού 16ου αιώνα καί πέθανε τό
’Ισπανία, τήν 'Αγγλία. —καί τελικά καί στήν Ελλάδα, τουλά­ 1610' τά χρόνια του δηλαδή συμπίπτουν μέ τά χρόνια τής άκμής
χιστο στο μέρος τής Ελλαδας πού δεν είχε πέσει ακόμη στήν τού ποιητή. Ό ποιητής Χορτάτσης είχε, καθώς φαίνεται άπο
ασιατική κυριαρχία. Ό Γεώργιος Χορτάτσης, εισηγητής τού θε­ τά έργα του, μόρφωση όχι τυχαία. Ξέρει τούς άρχαίους συγ­
άτρου στήν Κρήτη, είναι περίπου σύγχρονος μέ τον Σαίξπηρ. γραφείς (περισσότερο βέβαια τούς Λατίνους), τόσο πού είναι σέ
Κι ένα άλλο χαρακτηριστικό τής κρητικής λογοτεχνίας τού θέση νά παραθέτει χωρία άπό τις κωμωδίες π.χ. τού Τερέντιου,
17ου αιώνα πρέπει νά υπογραμμίσουμε: τή λογοτεχνικά καθαρή καί έχει πολλή οικειότητα μέ τή σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία,
και υψωμένη γλώσσα. Οί ποιητές τής περιόδου αύτής χρησιμο­ ιδίως τό θέατρο, καί αντλεί τά πρότυπά του άπό άξιόλογους ποιη­
ποιούν τήν όμιλουμένη κρητική διάλεκτο, εντελώς καθαρμένη από τές τού καιρού του. Μια μόρφωση, είναι ή άλήθεια, ίταλού πε­
μεσαιωνικά καταλοιπα ή άλλα λόγια στοιχεία' τό ντόπιο ιδίωμα ρισσότερο λογίου. Πού πήρε τή μόρφωση αύτή ό Χορτάτσης;
υψώνεται σε μια γλωσσά λογοτεχνική, κομψή, ικανή νά απο­ "Αν ήταν κι αύτός για έ'να διάστημα, όπως οί περισσότεροι άπό
δώσει τις πιο λεπτές αποχρώσεις τού ποιητικού στοχασμού. Μια τούς συγχρόνους του, τρόφιμος τού φημισμένου Πανεπιστημίου
γλώσσα διαμορφωμένη μέ βούληση καλλιτεχνική. ’Ίσως ποτέ τής Πάντοβας, είναι μάλλον άμφίβολο. Φαίνεται όμως πώς θά
άλλοτε ή δημοτική δέ γράφτηκε μέ τόση καθαρότητα καί μέ τόση είχε οπωσδήποτε ταξιδέψει στήν ’Ιταλία, στή Βενετία, καί θά
συνέπεια στή νεοελληνική λογοτεχνία. είχε γνωρίσει εκεί άπό κοντά τό θέατρο. Στά βιογραφικά στοι­
χεία πού μάζεψε ό Σπύρος Εύαγγελάτος γιά τον γραμματικό
Η ποιητική προσωπικότητα πού βρίσκεται στο ξεκίνημα τής Γεώργιο Χορτάτση, υπάρχει ένα άρκετά μεγάλο κενό, άπό τό
άκμής αύτής, αύτός πού είσήγαγε τό θεατρικό είδος στήν Κρήτη 1577 ώς τό 1596" άν ό γραμματικός ταυτίζεται μέ τον ποιητή,
και που αναμφισβήτητα, μέ τήν άνούτερη ποιητική του αίσθηση, ίσως στά χρόνια αύτά νά έ'καμε κάποιο ταξίδι ή καί νά έμεινε
διαμόρφωσε και ύψωσε το ντόπιο γλωσσικό ιδίωμα σέ γλούσσα γιά μακρύτερο διάστημα στήν Ιταλία.
λογοτεχνική, είναι ο Γεώργιος Χορτάτσης. Σύγχρονος, όπως εί­ Ό Χορτάτσης είναι θεατρικός συγγραφέας καί ποιητής πρώ­
παμε, με τον Σαιξπηρ, είναι καί σύγχρονος μέ έναν άλλο κορυ­ της γραμμής. "Ο στίχος του διακρίνεται γιά μια ιδιαίτερη αβρό­
φαίο συντοπίτη του, τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Σήμερα ξέ­ τητα καί ευγένεια- συνάμα όμως καί γιά κάποια λογιότερη ψυ­
ρουμε θετικά πως εγραψε τρία θεατρικά έργα, τήν Έρ(,οφίλη, χρότητα. ΙΙαρ’ όλη τήν πέρα ώς πέρα δημοτική γλώσσα, οί δε­
τον Κ ατζοϋρμπο και τήν ίΐα νώ ρ ια ' τα έγραψε γύρω στά 1585- καπεντασύλλαβοί του δέ συμπίπτουν στον εσωτερικό ρυθμό με
1600, όταν θα βρισκόταν στήν πλήρη του ωριμότητα, 35-50 τούς στίχους τού δημοτικού τραγουδιού, καί κάνει π.χ. κατά­
χρονών και το γεγονός ότι αύτά αντιπροσωπεύουν τρία διαφο­ χρηση τού μετρικού διασκελισμού, πού είναι άγνωστος στή δη­
ρετικά θεατρικά ειόη, τήν τραγωδία, τήν κωμωδία καί τό ποι- μοτική ποίηση. Στά χορικά τής Έ ρωφίλης χρησιμοποιεί άκόμη
μενικο δραμα (αυτά ακριβώς πού καλλιεργούσαν τότε στήν ’Ι­ 1. Σπ. Α. Εύαγγελάτος, «Γεώργιος ’Ιωάννη Χορτάτσης (ci. 1545-
ταλία), όέν μπορεί βέβαια νά είναι τυχαίο. 1610), θησανρίαματα 7 (1970) 182-227.
66 67
3. Π Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Κ Ι Ι Λ Κ Μ Η ΣΤ 11 Ν K P I I T H KPIJTIKO ΘΕΑΤΡΟ: ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ

τον εντεκασυλλαβο, στη μορφή τής δαντικής τερτσίνας, κάτι πού είναι γεμάτη άπό έντονο δραματικό πάθος. ΙΙαραλληλα, σε άλ
τον απομακραινει ακόμη περισσότερο άπό το δημοτικό στίχο λες σκηνές (όπως π.χ. στο μοιρολόγι τής Έρωφίλης^ή τής Νέ-
και τον φερνει κοντότερα στον ποιητή των Κυπριώτικων τρα- νας) κυριαρχεί μιά άνώτερη αίσθηση λυρική. Ά π αύτη τήν
γουδιών. άποψη ιδιαίτερη θέση κατέχουν τά τέσσερα χορικά μέ τις θαυ­
μάσια σμιλευμένες δαντικές τερτσίνες.
ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ Ανάμεσα στις πράξεις παρεμβάλλονται τέσσερα Ίντερμέδια,
μέ θέμα όλότελα διαφορετικό: μιά δραματοποίηση τού επεισο­
Το αριστούργημά του είναι ή Έ ρωφίλη, τραγωδία κλασικι- δίου τού Ρινάλντου καί τής Άρμίντας άπό τήν G erusalem m e
στικη, στ αχναρια των ανάλογων ιταλικώ ν το άμεσο πρότυπό L iberata τού Torquato Tasso. Έδώ γίνεται ένας περίτεχνος
της έχει άλλωστε πιστοποιηθεί καί είναι ή O rbecche του G. καί άπόλυτα πετυχημένος συνδυασμός ποίησης, μουσικής καί
B attista Girai di (1547, ή πρώτη ιταλική κλασικιστική τρα­ χορού, πού δημιουργεί μιά ιδιαίτερη γοητεία (γοητεία και στην
γωδία). Ό ποιητής παρακολουθεί τήν υπόθεση στις γενικές κυριολεκτική σημασία, σάν αύτή μέ τήν οποία έχει σαγηνεύσει
γραμ,μες, αλλά διαρθρώνει τήν ύλη του με άπόλυτη πρωτοτυπία, τον γενναίο ιππότη ή άνατολίτισσα μάγισσα). Γό χέρι είναι χέρι
καί έχει ακόμη απαλλάξει το έ'ργο του άπό πολλά στοιχεία φρί­ μάστορα καί δεν υπάρχει άμφιβολία πώς καί τά Ίντερμέδια προ­
κης και αίματος, πού τόσο τ ’ άγαποΰσε ή τραγωδία τής έποχής. έρχονται άπό τον ίδιο τον Χορτάτση. Ξέρουμε άλλιοστε και άλ­
Φυσικά τηρούνται καί οί τρεις ψευτοαριστοτελικές ένότητες. Οί λες δυο σειρές άπό τέσσερα Ίντερμέδια, γραμμένα άσφαλώς απο
δύο κεντρικοί ήρωες είναι ή Έρωφίλη, κόρη τού βασιλιά Φιλό- τον ίδιον, πιθανότατα γιά τά άλλα δύο θεατρικά του έργα. Αυτά
γονου, καί ό Πανάρετος, άξιος στρατηγός· έχουν παντρευτεί κρυ­ δέ φτάνουν ωστόσο τήν ποιότητα τών Ίντερμέδιων τής Ερω-
φά, καί ο βασιλιάς δταν το μαθαίνει άφήνει νά ξεχυθεί δλη του ψίλης.
ή όργή^γιά τον παράταιρο γάμο' θά σκοτώσει με μαρτυρικό θά­ Οί άλλες δύο τραγωδίες πού μάς έχουν σωθεί, μεταγενέ­
νατο τον Πανάρετο καί καμώνοντας πώς τή συγχωρεί θά χά­ στερες άπό τήν Έ ρωφίλη, είναι υποδεεστερες στην ποιητικ/] α­
ρισες στην κόρη του, τάχα γιά δώρο τού γάμου, σέ μιά χρυσή ξία. 'Ο Βασιλεύς Ροδολίνος γράφ τηκε άπό τον Ιωάννη Ανδρεα
λεκάνη, τά κομμένα μέλη τού αγαπημένου της· ή Έρωφίλη θά Τρωίλο άπό το Ρέθυμνο καί τυπώθηκε στή Βενετία τίΆ 6 47 .
αυτοκτονησει μοιρολογώντας, άλλά καί τά κορίτσια τού Χορού Γιά πρότυπό του έχει τον B e 1 orrism on d o, το όψιμο δραμα­
θα σκοτώσουν στο τέλος τον ακαρδο βασιλιά. Προλογίζει ό τικό έργο τού Tasso (1587), καί θέμα τη σύγκρουση τού ήρωα
Χάρος καί εμφανίζεται στή σκηνή το φάντασμα τού αδερφού ανάμεσα, στο αίσθημα τής φιλίας καί τού έρωτα. 11 τραγωδία,
τού βασιλιά —πού αύτός τον είχε σκοτώσει γιά νά τού πάρει έχει κάποιες άπό τις λογοτεχνικές αρετες τής Ερωφιλης (απο
το θρόνο— όργανο τώρα τής θείας Δικαιοσύνης. τήν οποία είναι φανερά έπηρεασμένη), ιδίως στόν τρόπο που
Οι αρετες τού έργου είναι πολλές· καθαρά λογοτεχνικές πρώ­ μεταχειρίζεται τή γλώσσα και το στίχο. Αξίζει κι εδώ να ση­
τα πρώτα, γλώσσα υψηλή, στίχος έντεχνος, καί μιά λογοτεχνική μειωθούν τά χορικά, δύο άπό τά όποια είναι γραμμένα στή μορφή
«μαστοριά» που μάς φέρνει ξαφνικά πολύ πιο πέρα άπό τήν τού σονέτου. _ ,
κοινή στάθμη τών έργων τού πρώτου μισού τού αιώνα. Ά λλά, ' [1 τρίτη τραγωδία, ο Ληνόj v , ζητημα είναι άν μπορ-ί πια
άν αφησουμε κατά μέρος τά κοινά έλαττώματα τών τραγωδιών νά θεωρείται κρητική. 'Ο Σπόρος Ινύαγγελατος (που είναι φι­
τής εποχής, δεν είναι λίγες καί οί καθαρά θεατρικές άρετές τού λόλογος μαζί καί σκηνοθέτης) άπέδειξε τελευταία πολύ πειστικά
έργου: ο ποιητης ξερει νά δημιουργεί θεατρική φαντασίωση καί πώς τό έργο γράφτηκε καί παραστάθηκε στή Ζάκυνθο στά 1682-
νά πυκνώνει ολοένα καί περισσότερο όσο προχωρεί ή δράση το 83.2 Ά λλά άν ό άγνοιστος ποιητής είναι καί Ζακυθινος (όπως
δραματικό ενδιαφέρον. Ή μεγάλη σκηνή τής Δ' πράξης, όπου είναι τό πιθανότερο) ή Κρητικός, μένει άκόμα νά πιστοποιηθεί.
βρίσκονται αντιμέτωποι η Έρωφίλη καί ό πατέρας της, φέρνει
2. Σ π . Α . Ε ύ α γ γ ε λ ά τ ο ς, «Χ ρ ο νο λό γη σ η , τό π ο ς σ υ γ γ ρ α φ ή ς τ ο υ ψ 'Ζ ή ­
σε σύγκρουση καί τούς δυο αντίθετους κόσμους τού έργου καί ν ω ν ο ς ” κ α ί ερ ευνά γ ιά τον π ο ιη τ ή τ ο υ » , Θ ησαΐ’ρίπμιιτα ο (1 9 6 8 ) 1 ; /-20.1,
68
69
: ì . ίι λ ο γ ο τ ε χ ν ι κ ή λκμιι ì; γ ι ι λ κγμιτιι ΚΡΙΙΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ: ΚΩΜΩΔΙΕΣ

ΊΓ τραγωδία είναι μίμηση τή; ομώνυμη; λατινικής τραγο>δίας γέννησης, δέν είναι δύσκολο ν’ άναγνωρίσει πώς ή κωμωδία έχει
του άγγλου Ιησουίτη Joseph Simon. ~ου τυπώθηκε στη Ρώ­ γιά πρότυπο τις άνάλογες ιταλικές κωμωδίες τού 16ου αιώνα,
μη το 1648, καί άκολουθεΐ άκριβώς τούς κανόνες πού ήταν προ­ ιδιαίτερα τό είδος πού είναι γνωστό ώς commedia erudita.
διαγεγραμμένοι γιά τά δραματικά έργα των ’Ιησουιτών, πού τά Τό κύριο θέμα τού άναγνωρισμοΰ των χαμένων παιδιών, αλλα
έγραφαν για νά. τά παίζουν στα σεμινάριά τους. 'Υπόθεση είναι καί οί κωμικοί τύποι, μάλλ,ον τυποποιημένοι χαρακτήρες, πα­
οί δολοπλοκίες τού βυζαντινού αύτοκράτορα τού 5ου αίούνα Ζή­ ρουσιάζονται όμοιοι καί έκεί. Το δεύτερο είδος τής ιταλικής
νωνα καί τού έξαδέλφου του Αογγίνου, γιά νά κρατήσουν τύ κωμωδίας, αυτό πού θά γνωρίσει τή μεγάλη έξάπλωση και τήν
θρόνο, και ή τελική τους· τιμωρία. Το έργο, όπως καί το πρό­ επιτυχία στον 17ο αίούνα, ή commedia dell’arte, δέ φαίνεται
τυπό του, είναι ζοφερό, μιά. πραγματική τραγωδία φρίκης καί νά είναι ακόμα γνωστή στήν Κρήτη' λείπουν άκριβώς τα πιο
αίματος, χωρίς κανένα σημείο φωτεινό, μέ πνεύμα φιλοκληρικό χαρακτηριστικά της στοιχεία: ή μάσκα καί ό αυτοσχέδιασμος.
καί μισαλλόδοξο —μέ άλλα λόγια ενα έργο προπαγανδιστικό. ’ Αλλά ό Χορτάτσης νέος βρισκόταν, καθώς είδαμε, κατά πασα
"Αν έχει κάποιες αρετές, αύτες είναι μιά στιχουργική τελειότητα πιθανότητα, στή Βενετία τά χρόνια άκριβώς όπου έκεί τρείς
καί μερικά μέρη λυρικά, καθώς καί ή -ένωση τής θεατρικής πρα­ ποιητές μέ ταλέντο (πού ήταν συγχρόνως καί ηθοποιοί), ό Ruz­
κτικής καί τής σκηνογραφίας, πού δείχνει ό συγγραφέας σέ ορι­ zante, ό Calmo καί ό Giancarli, άνανέωναν καί έδιναν μιά και­
σμένα σημεία. νούρια ζωντάνια στο τυποποιημένο σχήμα τής commedia eru­
dita. Καί έτσι δέν πήρε μόνο τό παλιό σχήμα στήν κωμωδία
του, άλλά μπόρεσε ν’ άξιοποιήσει καί πολλά άπό τά καινούρια,
ΚΩΜΩΔΙΕΣ
άνανεωτικά στοιχεία.
'Ο Χορτάτσης έ’γοαψε καί την καλύτεοη από τις τοεΐς κωμω 'Όπως καί ή Έ ρωφίλη, έτσι καί ό Κ ατζοϋρμπος είναι έργο
δίες τού κρητικοΰ θεάτρου πού μάς έχουν σωθεί, τον Κ ατζονρμπο κορυφαίο" έχει γοργή δράση, κωμικά ευρήματα, γνήσια αίσθηση
(ίσως καί ΚατΖάραπο), σίγουρα χρονολογημένη στα 1505-1600, τού κωμικού, δημιουργία θεατρικής άτμόσφαιρας, κι άκόμα λαμ­
πού είναι καί το ωριμότερο έργο του. Καί οί τρεις κωμωδίες πρό, γεμάτον νεύρο στίχο, καί γλώσσα καλλιεργημένη, ποιητική,
έχουν υπόθεση παραπλήσια, που στρέφεται γύρω άπό τύ πολύ πού δέν πέφτει ποτέ στήν πλαδαρότητα —άρετές λογοτεχνικές,
συνηθισμένο τήν εποχή εκείνη θέμα τού άναγνωρισμοΰ των χα­ άλλά καί σκηνικές, θεατρικές.
μένων παιδιών. Στον Κατςονρμττο δυο νέοι, ό Νικολός καί ή Ά πό τις άλλες κρητικές κωμωδίες, τού Στάθη δέν ξέρουμε
Κασσάντρα, αγαπιούνται, αλλά ή ψυχομάνα τής νέας, ή ! Iου τόν ποιητή, ούτε καί μέ άκρίβεια τό χρόνο πού γράφτηκε" οι
λισένα, θέλει, γιά. νά κερδίσει χρήματα, νά τήν παραδώσει στο νεώτερες όμως έρευνες εντοπίζουν άκριβέστερα τή συγγραφή
γέρο Άρμένη. Στο τέλος φανερώνεται πώς ή Κασσάντρα είναι πρός τά τελευταία χρόνια τού 16ου ή τά πρώτα τού 17ου αιώνα,
ή κόρη του. πού τήν είχαν άρπάξει Τούρκοι, καί ή κωμωδία καί τείνουν άκόμη νά παραδεχτούν πώς καί τού Σ τάθη ποιητης
τελειώνει μέ το γάμο των δύο νέων. Αλλά, πέρα άπό τήν υπο­ πρέπει νά είναι ό Χορτάτσης. 3 'Η κεντρική υπόθεση είναι και
τυπώδη αύτή υπόθεση, στη σκηνή κινείται ένα πλήθος άπό τύ­ εδώ πάνω κάτω ή ίδια, μόνο πού έχουμε δυό ζευγάρια ερωτευ­
πους κωμικούς, οί οποίοι τής δίνουν καί τύ ιδιαίτερο χρώμα: μένων, πού άγαπιοΰνται κάπως περίεργα: ή Φαίδρα αγαπά το
ό μπράβος Κουστουλιέρης (ό φαφλατάς στρατιωτικός), «πολι­ νέο Χρύσιππο, αυτός όμως αγαπά τή Λαμπρούσα, ενώ τή Φαί­
τικές», «ρουφιάνες», ό Δάσκαλος που ανακατώνει τά ελληνικά, δρα τήν αγαπά ό ΙΙάμφιλος. 'Υπάρχει κι εδώ ό γέρος (πού είναι
τά. ιταλικά, καί τά. λατινικά, δημιουργώντας έτσι σωρό παρε­
3. Βλ. Σπ. Α. Εύαγγελάτος, «Χρονολόγηση τοΰ Στάθη», Πεπραγμένα
ξηγήσεις, καί διάφοροι δούλοι, πού άλλος είναι φαγάς (ό τύπος Γ' Διεθνούς Κρητολογικον Σννεόρίον, τόμ. 2, ’Αθήνα 1972, σσ. 84-93.
τού παράσιτου), άλλος πονηρός καί κλέφτης, καί άλλος αστείος Lidia Martini, Εισαγωγή στήν έκδοση τοΰ Στάθη (βλ. Βιβλιογραφία),
(«ριδικολόζος» όπως αναγράφεται στον πίνακα των ποοσώπων). σσ. 23-35. 'Ο πρώτος καθορίζει ώς χρονολογικά όρια τά χρόνια 1585-
Γιά. όποιον είναι κάπως οικείο τό ιταλικό θέατρο τής Ά να- 1592' ή δεύτερη θεωρεί πιθανότερο το έργο νά γράφτηκε μετά τό 1604.

70 71
3. Η Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Κ Η Α Κ Μ Η Σ Τ Η Ν Κ Ρ Η Τ Ι Ι ΠΟΙΜΕΝΙΚΗ Π Ο ΙΗ Σ Η

Ντοτόρες, δικηγόρος), άλλα στο τέλος θά έρθει ό άναγνωρισμός στερο. Το έργο δεν είναι δράμα, άλλα σύντομο ποίημα αφηγη­
του χαμένου παιδιού και ο διπλός γάμος των ερωτευμένων νέων. ματικό. 'Η υπόθεση είναι άπλή, μπορείς νά πεις απλοϊκή: ^Ε­
Πολλά στην εξελιξη του μυθου είναι δυσκολονόητα, κι αύτό γιατί νας βοσκός βλέπει μιά βοσκοπούλα καί λιποθυμά χτυπημένος
το έργο το εχουμε, καθώς φαίνεται, σέ μια μεταγενέστερη δια­ άπο τήν ομορφιά της. Πηγαίνουν μαζί στο σπήλαιο όπου εκείνη
σκευή (καί συντόμευση) σέ τρεις πράξεις. "Αν τήν είχαμε όλό- κατοικεί καί χαίρονται ήμέρες καί νύχτες γεμάτες^ έρωτα. Ο
κληρη, ή κωμωδία θά ήταν ίσως ισάξια μέ τον Κ ατζοϋρμπο. βοσκός δμως είναι άνάγκη νά φύγει, δίνει τήν υπόσχεση πως
Τον Φορτουνάτο, τήν τρίτη κρητική κωμωδία, τήν έχουμε θά γυρίσει σ’ ένα μήνα, μιά αρρώστια ωστοσο τον κρατά στο
στο αύτόγραφο του ποιητή, τοΰ Μάρκου ’Αντώνιου Φόσκολου. κρεβάτι καί τόν εμποδίζει νά τηρήσει τήν υπόσχεσή του- κι δταν
'Ο ποιητής, πού κατέχει σημαντική θέση στήν κοινωνία τής Κρή­ επιστρέφει, μαθαίνει άπο τόν πατέρα τής άγαπημένης του πώς
της, πέθανε (όπως άποδείχτηκε πρόσφατα)4 το 1662· ή κωμω­ έκείνη πέθανε άπό τόν καημό της. Ες,ισου απλοϊκή μεστήν υπό­
δία του πρεπει να τοποθετηθεί στα λίγο προγενέστερα χρόνια. θεση είναι καί ή άφήγηση καί τό ύφος- ό στίχος δεν είναι^ό δο­
Είναι φανερά εξαρτημένη άπό τον Κ ατζοϋρμπο, πού τον μι­ κιμασμένος λαϊκός δεκαπεντασύλλαβος, αλλα ένας απλοικος εν-
μείται και στο σύνολο, άλλα καί πιο άμεσα σε ορισμένες σκηνές. τεκασύλλαβος συνταιριασμένος σέ ρίμα ζευγαρωτή.^ I ενικά η
Η βασική υπόθεση είναι ή ίδια- ύπάρχει το ζευγάρι των έρω- γλώσσα καί τό ύφος προδίδουν μια αδεξιότητα, η οποία,^ στη
τευμένων νέων, ό γέρος ξεκουτιάρης (πού συνδυάζει έδώ καί τύν γνησιότητά της, δίνει στό ποίημα την απλοϊκή του γοητεία.
κωμικό τύπο του γιατρού), καί ό άναγνωρισμός τοΰ χαμένου ’Άλλοτε πίστευαν πώς ή Βοσκοπον?.a είχε ύποθεση πραγμα­
παιδιού στο τέλος. Ο Φόσκολος φαίνεται λαϊκότερος, ή κωμω­ τική" λάθος' δεν υπάρχει άμφιβολία πώς τό έργο έχει για πρό­
δία είναι πιο άθυρόστομη άπο τις άλλες δυό, άλλα (περιέργως) τυπό ένα άπό τά άναρίθμητα ιταλικά ((ειδύλλια» τής Αναγέν­
παρουσιάζει λιγότερη έκλυση των ήθών. ’Ίσως νά θέλησε να νησης. Μόνο πού ή απλοϊκή κρητική βοσκοπούλα θα ήταν εκεί
ξεφύγει άπο τή θεατρική σύμβαση τής ιταλικής κωμωδίας καί κάποια νύμφη καί ό βοσκός κάποιος ήρωας μέ θεϊκή καταγωγή,
να δώσει μιά πιστότερη εικόνα τής κοινωνίας τής έποχής του. ένώ ή δράση σίγουρα θά ήταν έντοπισμένη στήν αρχαϊκή ’Αρ­
"Αν ήταν ένας προικισμένος ποιητής, αύτύ θά μπορούσε νά στα­ καδία. Τό σπήλαιο δπου κατοικεί ή βοσκοπούλα είναι ασφαλώς
θεί άφορμή γιά μιά δημιουργική άνάπλαση τής Κωμωδίας. κατάλοιπο άπό τό πρότυπο’ δπως καί οί μέρες και οι νύχτες οι
γεμάτες έρωτα, μοτίβο πού δύσκολα ταιριάζει κι αυτό με τα
ΠΟΙΜΕΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ήθη τής κρητικής υπαίθρου τόν 16ο αιώνα. Γενικά όμως το ιτα­
λικό πρότυπο είναι φανερό πώς έχει πάθει ριζική μετατροπή.
Εκτος απο μια τραγωδία καί μιά κωμωδία ό Χορτάτσης έ­ Τούτο τό βλέπουμε καθαρότερα στήν περίπτωση τής Π α­
γραψε, όπως είπαμε, καί ένα έργο τού τρίτου δραματικού εί­ νώριας. Τό θέμα άκολουθεί τό τυπικό σχήμα τών άναρίθμητων
δους, ενα δραμα ποιμενικό, τήν Π ανώρια (πού παλαιότερα ήταν ποιμενικών ιλαροτραγωδιών (tragicommedie pastorali) τής
γνωστή ως 1 υπαρης). Είναι μάλιστα, κατά πάσα πιθανότητα, ’Ιταλίας, μέ τή χαρακτηριστική ιδιοτυπία πώς έχουμε να κά­
το πρωιμοτερο απο τα τρία έργα του, γραμμένο γύρω στα 1585- νουμε μέ δύο ζευγάρια βοσκών: ό Γύπαρης άγαπά τήν Πανώρια
1590. ’Αλλά τής ποιμενικής ποίησης έχουμε κι άλλο ένα δείγμα καί ό Ά λέξης τήν ΆΟούσα, οί βοσκοποΰλες όμως δεν καταδέ­
στην Κρητη, τη Β οσκοπούλα. Δεν ξέρουμε ούτε το δνομα τοΰ χονται τόν έρωτά τους καί θέλουν νά ζοΰν έλεύθερες, κυνηγών­
συγγραφέα ούτε πότε ακριβώς γράφτηκε. Το 1627 πού πρωτο- τας στα βουνά καί στά δάση. Μάταια προσπαθούν να μετατρε-
τυπωθηκε φαίνεται πως ήταν κιόλας άρκετά γνωστό- ίσως νά ψουν τόν άνυπόταχτο χαρακτήρα τους ό γερο-Γιαννουλης, πα­
είναι σύγχρονο με την Π ανώρια ή πιθανόν καί λίγο προγενέ- τέρας τής Πανώριας, καί ή γριά Φροσύνη, πρόσωπα και τα δυο
μάλλον κωμικά. Στό τέλος οί βοσκοί θά ικετεύσουν τη θεα Α ­
4. A. L. Vincent, «Ό ποιητής τοΰ "Φορτουνάτου”», Θησανρίσματα
4 (1967) 53-84. Τοΰ ίδιου, «Νέα στοιχεία γιά το Μάρκο ’Αντώνιο Φώ- φροδίτη, καί ό γιός της ό ’Έρωτας θά τις χτυπήσει με το τοςο
σκολο», αύτ. 5 (1968) 119-176. του καί θά φέρει έτσι τήν αίσια λύση.
72 73
3. II Λ Ο Γ Ο Τ Κ Χ Χ Ι Κ Π ΛΚΜΙ1 Σ Τ Η Ν ΚΡΗΤΗ TI OI MKNI K 11 110111 x: 11

Αντίθετα άπό τή Β οσκοπονλα, στην Π ανιόρια έχει πιστο­ ποιητικό ύφος έβρισκε ανταπόκριση στο ύπερεκλεπτυσμένο κοινο
ποιηθεί. το άμεσο πρότυπο"1 είναι La C alisto. «novra favola μέσα στις αύλέε τής Φεράρας ή τής Μάντοβας. Αλλά το κοινο
pastorale di Luigi Grolo cieco d’ A dria». 'Ο ποιητής του, στήν Κρήτη ήταν ολότελα διαφορετικό’ καί η ύπαιθρος και οι
ó Luigi Groto, ó «τυφλός άπο τον Ά δρία», είναι σήμερα όλό- βοσκοί τή ς'Ί δ α ς βρίσκονταν πολύ πιο κοντά τους, ήταν οντα
τελα λησμονημένος, ήταν όμως αρκετά γνωστός καί τιμημένος πολύ πραγματικά, γιά νά μπορέσουν νά γίνουν συμβατικά σχη-
στην εποχή του. Το θέμα του δράματος, πού πρωτοτυπώθηκε αατα. ’Έ τσι τά κρητικά ποιμενικά έργα, είτε ή απλοϊκή Βο­
στή Βενετία το 1583, είναι ολόκληρο παρμένο άπο τήν άρχαία σκοπονλα. ε'ίτε ή πιο περίτεχνη J /ανώρια, μολονότι μιμούνται
μυθολογία (άπο τις Μ εταμορφώσεις του ’Οβιδίου). Ή Καλλιστώ τά ιταλικά πρότυπα, τα. απαλλάσσουν απο τη μυθολογική σκη­
είναι ή κόρη του Λυκάονα’ τήν ερωτεύεται ό Δίας, καί για νά νογραφία καί φέρνουν στή συμβατική καί εξεζητημένη αύτή ποί­
την κατακτήσει μεταμορφώνεται σέ ’Άρτεμη καί παίρνει μαζί ηση μιά καινούρια και άναπαντεχη δροσιά και απλό.ητα. Η
του καί τον Έρμη, μεταμορφωμένου κι αύτόν σέ νύμφη. Πολλές νύμφη του ιταλικού «ειδυλλίου» ασφαλώς δε θα μας κινούσε . η
κωμικές παρεξηγήσεις δημιουργοΰνται άνάμεσα στους μεταμ­ συμπάθεια όσο μάς τήν κινεί η άδολη απλοϊκότητα τής κρητι-
φιεσμένους θεούς, στις νύμφες καί στους δυο βοσκούς πού τις κής βοσκοπουλας’ και η επέμβαση τής Αφροδίτης, πρόσχημα
άγαποϋν, τον Gemulo καί τον Silvio. Οί θεοί, πονηροί καθώς μόνο στό ιταλικό έργο, φέρνει πραγματικά στο ελληνικό τήν
είναι, δέν άργοΰν νά πετύχουν αυτό πού γυρεύουν άπο τις δυο αίσια λύση καί μας κάνει τις βοσκοπουλες του Κυρ . α . ση πολύ
νύμφες, την Καλλιστώ και τη συντρόφισσά της τή Selvaggia, πιο άνθρούπινες καί συμπαθητικές άπό τις συντρόφισσές τους
<0t β°σκ0!· πιστεύουν πώς ή μεταστροφή των νυμφών στό έογο του (/roto.
(οι οποίες μετά, το πάθημά τους, κάνοντας τήν άνάγκη φιλο­
τιμία, συγκλίνουν στον έρωτα τους) οφείλεται στήν ικεσία πού ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΛΒΙΆΛ.Μ Κ Λ 1 Ε ΡΩ ΤΟ Κ ίΊΤΟ Σ
έχουν κάνει στήν ’Αφροδίτη. Το βασικό θέμα άναγνωρίζεται το
ίδιο στα δυο έργα, ιδιαίτερα μάλιστα με τά μοτίβα των διπλών Ιδιαίτερη εντελώς θέση μέσα στο κρητικο θέατρο κα^εχ^ι η
ζευγαριών τών βοσκών καί τής επίκλησης στήν ’Αφροδίτη, πού θ υ σ ία τον ’Λ βοαάμ, μιά δραματοποίηση τού γνωστού επεισο­
δεν είναι συνηθισμένα. Αλλα ριζικές είναι καί οί διαφορές, καί δίου τής 11. Διαθήκης. Ή δράση αρχίζει μέ τήν εμφάνιση τού
κυρίως όπως και στή Β οσκοπονλα— ή τέλεια εξαφάνιση τής Αγγέλου στον κοιμισμένο ’Αβραάμ, άκολουθοΰν δραματικοί διά-
μυθολογικής σκηνογραφίας: ούτε θεοί μεταμορφωμένοι, ούτε λ.ογοι μέ τή Χαρρα, ή πορεία προς τη θυσία, και το αίσιο τελο_.
νύμφες, ούτε ’Αρκαδία. Οί νύμφες έγιναν απλές κρητικές βο- "Ι ό έργο πρέπει νά γοάφτηκε το 11>3.υ. τυπώθηκε για πρώτη
σκοποϋλες κι έχασαν άκόμη τά συμβατικά τους άρχαϊστικά ονό­ φορά τό 1691). καί άπό τότε έγινε αγαπητότατο ανάγνωσμα στο
ματα καί πήραν ονόματα κρητικά, λαϊκά. Καί ή δράση γίνεται λαό. καθώς μά.ς δείχνουν οι αλλεπάλληλες εκδόσεις του. ^
στήν Κρήτη. Μοναδικό άρχαϊστικό υπόλοιπο έμεινε, άναγκαστι- 'Ο ποιητής έχει εκμεταλλευτεί με πολλή επιτυχία τη δρα-
κα, ή Αφροδίτη καί ή επίκληση σ’ αύτήν. ματικύτητα τής πλοκής’ έχει σχεδιάσει με πειστικότητα τούς
πράγμα έχει βέβαια ιδιαίτερη σημασία. Ή ποιμενική άνθρώπινους χαρακτήρες τού πατέρα, τής μητέρας και τού παι­
ποίηση στήν ’Τταλία, γεννημένη άπο μίμηση κλασικιστική, πολύ διού, τή θερμή άγάπη που τούς ενώνει αλλά και τις εντονες συγ­
λίγο νοιαζόταν ν’ άποδίδει πιστά το ύπαιθρο καί τήν πραγματι­ κρούσεις σ τις’ όποιες τούς φέρνει ή άδυσώπητη μοίρα. Έξοχα
κότητα τών βοσκών· ήταν πολύ περισσότερο μιά φυγή άπο τήν δοσοιένο είναι το τρυφερό ήθος του Ισαακ, κι α.κομα και οι
πραγματικότητα, μιά καταφυγή προς τήν ονειρεμένη αύτή «ει­ δευτεραγωνιστές (οι δούλοι, οι δούλες) είναι χαρακτήρας ολο-
δυλλιακή» Αρκαδία, όπου σοφιστευμένοι θεοί καί ήρο^ες κι­ κληρωμένοι. "Ορισμένα σημεία, οπ(ος τα μοιρολογια τής Σαρ-
νούνταν μέσα σέ μιά σκηνογραφία άρχαϊστική. Ί’ό εξεζητημένο ρας η το ξύπνημα του Μσαακ δονούνται απο μια λυρική συγκί­
5. Λ. ΙΙολίτης, «La poesie pastorale eri Créte κτλ.» (3λ. HiSXo - νηση εντελών πολίτης γραμμής.
γραφια). r IΙαρ’ ολη τή δραματική της πλοκή καί τις συγκρούσεις τών
74
ΤΙ « Θ Ϊ ’ ΣΓΛ T O T Α Β Ρ Α Α Μ
3. ΤΙ Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Κ Ι Ι Λ ΚΜ ΙΓ Σ Τ II Ν Κ Ι Ί Γ Τ Ι Ι

χαρακτηρουν, τη θ υ σ ία δεν μπορούμε νά την πούμε τραγωδία" Μιά θερμή πνοή χαρακτηρίζει οχι μόνο τα πρόσωπα, αλλα
μας εμποδίζει το αίσιο τέλος της. Δεν είναι όμως βέβαια καί καί τή γλώσσα" πνοή θερμή καί λαϊκότερη. Κκεί που ο Χορ-
«μυστήριο», όπως τη χαρακτήριζαν άλλοτε (καί ίσως τή χαρα­ τάτσης, όπως είδαμε, είναι εύγενικότερος καί λογιότερος, ό ποιη­
κτηρίζουν καί σήμερα)' μέ τις στατικές αυτές ύστερομεσαιωνικές τής τής Θ υσίας πλησιάζει πολύ περισσότερο τον γνήσιο λαϊκό
αναπαραστασεις επεισοδίων τής Γραφής δεν έχει τίποτα κοινό στίχο. Ό μετρικός διασκελισμός περιορίζεται στό ελάχιστο, τά
το τοσο φορτισμένο άπό δραματική ένταση έργο. Ή Θ υσία είναι μοιρολόγια τής Σάρρας είναι όμοια μέ μοιρολόγια δημοτικά.
αναμφισβήτητα δράμα, έ'να δράμα θρησκευτικό. Ξέρουμε καί το ’Εννιά μήνες σ’ εβάσταξα, τέκνο μου κανακάρη,
άμεσο πρότυπό του, το δράμα Lo Isa ch του ίδιου του Luigi ’ ς τοϋτο τό κακορίζικο και σκοτεινά κ ουφ άρι. . .
Groto,6 πού τον συναντήσαμε καί παραπάνου. Το ελληνικό έργο
ειναι^από κάθε άποψη άνώτερο άπό το ασήμαντο ιταλικό. Α λλά κ α ί τώ ρα, πέ μου, π οια χαρά βούλεσαι νά μου δώ σεις;
δέν είναι μόνο ή ποιότητα στήν οποία διαφέρουν. Ή Θ υσία έχει σαν αστραπή καί σά βροντή Οές νά χαθείς, να λιώσεις.
μερικες ιδιοτυπίες πού την ξεχωρίζουν οχι μόνο άπό το πρό­
τυπο της, αλλα και απο ολα τα άλλα κρητικά δραματικά έργα. Ή θερμότητα αύτή τής γλώ σσας καί τοΰ στίχου παρουσιά­
Δέ χουρίζεται π.χ. σέ πράξεις καί σκηνές καί δέν τηρεί τις κα­ ζεται άπαράλλαχτη καί στο κορυφαίο έργο τής κρητικής ^λογο­
θιερωμένες ενότητες- ή δράση αρχίζει στο σπίτι τοΰ ’Αβραάμ, τεχνίας, τόν ’ Ε ριοτόκριτο. Και δεν είναι αυτό μοναχα που φέρ­
τα πρόσωπα ξεκινούν, περπατούν τρεις ολόκληρες μέρες ώσπου νει κοντά τά δύο έργα" όμοιοι είναι και οι εκφραστικοί τροποι,
να φτάσουν στο βουνό τής θυσίας, κι υστέρα επιστρέφουν πάλι καί άκόμη συναντούμε στα δυό έργα στίχους πανομοιότυπους.
στο σπίτι τού Αβραάμ. Δέν υπάρχουν έπίσης χοροί καί χορικά, Ή φιλολογική επιστήμη έπισήμανε απο νωρίς τις ομοιότητες
όπως στ’ άλλα δραματικά έργα —καί όπως ύπάρχουν στο άμεσο αύτές καί κατέληξε στό συμπέρασμα (πού τό δέχονται σήμερα
πρότυπο, τον h a c k τοΰ Luigi Groto. οί πιό πολλοί ερευνητές) πώς ό ποιητής τής Θ υσίας είναι ό ποιη­
ΓΙαλαιότερα την περίεργη αύτή μή προσαρμογή τής Θ υσίας τής τού ’Ε ρωτόκριτου, ό Βιτσέντζος Κορνάρος.7 Το δραματικό
στα καθιερωμένα σχήματα τήν εξηγούσαν ώς πρωτογονισμό" σή­ έργο είναι ποίημα τής νεότητάς του" έτσι έξηγεΐται η^τολμη
μερα πού ξέρουμε καλύτερα τα πράγματα —καί γνωρίζουμε καί του καί ή έπαναστατικότητά του. 'Ο ’Ε ρωτοκριτος είναι το ποίη­
το πρότυπό— ή εξήγηση αύτή δέν εύσταθεί. Τό έργο δέν είναι μα τής ωριμότητας.
πρωτόγονο' άντίθετα, είναι φανερό πώς έχουμε νά κάμουμε μέ
κάτι ολοτελα καινούριο, μέ μια ιδιότυπη καί τολμηρή ποιητική «Ποίημα ερωτικόν» ονομάζει τόν ’Ε ρωτόκριτο ο πρώτος έκδο­
προσωπικότητα, πού για τό μήνυμά της γυρεύει «νέους ασκούς», της. Μερικοί νεώτεροι μελετητές, άποβλέποντας στήν έκτασή
καί δέ διστάζει γ ι’ αυτό νά καταργήσει κάθε θεατρική (έστω του καί μόνο, τό ονομάζουν αβασάνιστα «έπος»" σωστότερο είναι
καί αναγκαία) σύμβαση. ’Έ τσι τά πρόσωπα άποκτοΰν μια θερ­ νάτό ονομάσουμε άφηγηματικό ποίημα, ή έμμετρο μυθιστόρημα.
μότητα περισσότερό ανθρώπινη καί έρχονται λές πιο κοντά μας. Στό προοίμιό του ό ποιητής μάς λέει πώς θά μιλήσει για «τού
Ο Πανάρετος, ή Πανώρια, καί μέ όλη τους τήν αλήθεια, ήταν έρωτα τις μπόρεσες» καί γιά «τών άρμ-άτων τις ταραχές». Ίό
παντα τύποι θεατρικοί- ύπάρχουν πάντα άνάμεσα σ’ έκείνους καί ποίημα περιστρέφεται πραγματικά γύρω απο αυτους τους δυο
σ’ έμας τα φώτα τής ράμπας. Στή Θ υσία ή ράμπα έχει καταρ- αιώνιους καί πάντα αγαπητούς πόλους: τόν έρωτα και την πα-
γηθει καί ό Ισαάκ καί ή Σάρρα μάς συγκινοΰν μέ τήν ανθρώπινη λικαριά, καί μάς διηγείται (σέ πέντε μέρη καί σέ πάνω άπό
αποκλειστικά παρουσία τους. Π ΙςροΜρίλ,τ; είναι περισσότερο
θέατρο, η Θ υσία λιγότερο θέατρο καί περισσότερο δράμα. 7. 'Ο Στέφανος Ξανθουδίδης ήταν ό πρώτος πού κατέληξε στύ (τολ­
μηρό για τήν εποχή πού έγραφε) συμπέρασμα αύτό, στήν εισαγωγή του
(). Ο πρώτος που αναγνώρισε το πρότυπο ήταν ό .1 ohn Mavrogordalo στήν έκδοση τού ’Ερωτάκριτον (1915). Βλ. Λ. Πολίτης, « Ο /.υοιτοκοιτυς
Journal of Hellenic Studies 48 (1928) 243 (A Postscript.) — βχ. .Βι­ καί ή θνσ ία τού Βιτσέντζου Κορνάρου», στο Αφιέρωμα στη μνημη τον
βλιογραφία. Μανόλη Τριανταφνλλίόη, ’Αθήνα 1960, σσ, 357-371.

76 77
I. II ΛΟΓΟΤΚΧΝΙΚΙΙ Λ Κ Μ 11 V I ’ Ι Ι Ν ΚΙΉ ΤΗ «ΚΡίΙΤΟΚΡΓΓΟ

10.000 στίχους) τήν ερωτική ιστορία τού Έρωτόκριτου καί τής νεση πού γοητεύει μέ τήν ίδια της τήν πλατιά ροή, πού συνδυά­
Αρετούσας, τις δυσκολίες καί τα βάσανά του;, ως το τελικό ζεται μέ περιγραφική ακρίβεια καί μέ τήν επιμονή στό αντικεί­
Αίσιο τέλος. Σαν άνθρωπος τής ’Αναγέννησης, άλλα καί σάν μενο καί στό συγκεκριμένο* μάς γοητεύει ακόμα καί με τις επα­
' Έλληνας, ό ποιητής τοποθετεί τή δράση στήν αρχαία εποχή ναλήψεις πού ξαναφέρνουν τό ίδιο θέμα σέ μιά διαδοχή παραλ­
καί στήν Αθήνα. ' Κ Άρετούσα είναι ή μοναχοκόρη του βασι­ λαγών μέ ανεξάντλητη έφευρηματική φαντασία. Κι αύτό σε όλο
λιά 'Ηρακλή, ό Έρωτόκριτος ό γιος τοΰ συμβούλου του. 'Ο τό έργο* μπορείς ν’ ανοίξεις στήν τύχη τό βιβλίο, δεν υπάρχει
Ερωτόκριτος αϊσθανεται εναν παράςενο καί αταίριαστο, για τήν ποτέ φόβος νά πέσεις σ’ ένα σημείο ανιαρό ή λιγότερο ένδια-
κοινωνική διαφορά, έρωτα προς τήν Άρετούσα, καί στο Λ' φέρον ό ποιητής διατηρεί παντού τήν ανώτερη διάθεση του που
μέρος παρακολουθούμε πώς το ίδιο αίσθημα ωριμάζει σιγά σιγά πηγάζει άπό πλούσιο απόθεμα εσωτερικό. Κατέχει άλλωστε τήν
καί σ’ εκείνην. Ό ποιητής, πού συμπαθεί ιδιαίτερα τήν ήρωίδα τέχνη νά μήν περιορίζεται στήν άπλή αφήγηση, άλλά νά τή ζων­
του (πού έχει τά χρόνια τής Ίουλιέτας, 13-14 χρόνων), μας τανεύει (ασφαλώς κατά τά θεατρικά πρότυπα) μέ τις στιχομυ­
δείχνει με θαυμαστό τροπο το λουλούδιασμα αύτό καί τή βαθμι­ θίες τών ίδιων τών προσούπων, πού δείχνουν έτσι εναργέστερα
αία μεταμόρφωση τού άθώου παιδιού σέ γυναίκα πού κατέχεται τά πάθη τους καί τά αισθήματα τους. Ξέρει άκόμα νά παρεμ­
ολόκληρη άπό τό αίσθημά της. Τό Η' μέρος αποτελεί τήν περι­ βάλλει συχνά παροιμίες καί γνωμικά, καταστάλαγμα τής πεί­
γραφή τοΰ κονταροχτυπήματος, πού τό οργάνωσε ό βασιλιάς ρας του άπό τή ζωή, ή ακόμα καί ν’ απευθύνει τό λόγο στους
γιά νά διασκεδάσει τήν κόρη του. I Ιαλικάρια άπ’ όλα τά έλληνικά ήραιές του: « ’Άδικον είν’, Ρωτόκριτε, ετούτα νά τά κάνεις. . .)>,
μέρη παρελαύνουν καί παίρνουν μέρος στο άγριο αύτό παιγνίδι. ή «Φροσύνη κακορίζικη. . . ». Ή αφηγηματική αύτή άνερη συμ­
Νικητής θά είναι φυσικά ό Έρωτόκριτος- ιδιαίτερα όμως έξαί- βαδίζει μέ μιαν απόλυτη γλωσσική καί εκφραστική σιγουριά.
ρονται ό γιος τού ρήγα τού Βυζάντιου (τής Κωνσταντινούπολης), «Πουθενά κανένα ίχνος γλωσσικού πληθωρισμού, κανένα είδος
τό ρηγοπουλο τής Κυπρου καί ό Κρητικός. Χαρακτηριστικό μά­ ρητορείας, όπως λέμε», παρατηρεί ό Σεφέρης.8 Οί στίχοι του
λιστα είναι τό παρέμβλητο επεισόδιο τής μονομαχίας τού Κρη­ είναι άπό τούς πιό μελωδικούς δεκαπεντασύλλαβους που έχουμε
τικού μέ τόν (’Ανατολίτη) Καραμανίτη, «οπού χεν οχτρητα στή νεοελληνική λογοτεχνία, καί είναι άκομη χρωματισμένοι
πολλή με το νησί τσή Κρητης». ΟΙ δυό ερωτευμένοι καταφέρ­ με μιά λυρική απόχρωση, πού δέ γίνεται όμως ποτέ αισθηματο­
νουν νά συναντιούνται τά μεσάνυχτα, μπρος σ’ ένα σιδερένιο λογία. Είναι τεχνίτης τού λόγου, μέ άπόλυτη άλλωστε συναί­
παράθυρο τοΰ παλατιού, εκείνος άπ’ έ'ξω, εκείνη άπό μέσα. Α λλά σθηση τής δύναμής του, καθώς μάς τό εξομολογείται έμμεσα
όταν τό μαθαίνει ό βασιλιάς, έ'ξω φρένων στέλνει τόν Έρωτό- ό ίδιος στούς ακόλουθους στίχους του:
κριτο εξορία καί κλείνει τήν Άρετούσα στή φυλακή (Γ' μέρος). Ά π ο,τι κάλλη 'έχει άθρωπος, τά λόγια ’χουν τή χάρη
Αλλα στο μεταξύ πόλεμός έχει ξεσπάσει ανάμεσα στούς Α ­ νά κάνονσι κάθε καρδιά π αρηγοριά νά πάρει,
θηναίους και τούς Βλάχους* ό Έρωτόκριτος, μαύρος στήν όψη κι όπου κατέχει νά μ ιλ ε ϊ μέ γνώ ση καί μ έ τρόπο,
καί αγνώριστος μ ενα μαγικό υγρό, βοηθά τό βασιλέα του, καί κάνει και κλαΐσιν και γελοϋ τά μ ά τ ια τών άθρώποο.
στο τέλος νικά στήν άποφασιστική μονομαχία τόν Ά ριστο, ά- (Α 887-90)
νεψιό τοΰ Βλάχου βασιλιά (Δ' μέρος). Τό τέλος είναι πια κοντά:
ο βασιλιάς Ηρακλής θά δώσει τήν κόρη του καί τό βασίλειό ΙΙοιός είναι ό ποιητής μάς τό φανερώνει ό ίδιος στον ωραίο
του στο άγνωστο παλικάρι που τόν έσωσε, κι αύτός, ύστερα επίλογό του: «Βιτσέντζος είν’ ό ποιητής καί στή γενιά Κορ-
όμως άπο πολλές έπί μέρους περιπέτειες, θά φανερωθεί στο νά ρ ο ς...»* πατρίδα του ή Σητεία τής άνατολικής Κρήτης,
τέλος ποιος είναι. 'ίΐστόσο πέρα άπό τό σκέτο αύτό όνομα τίποτα περισσότερό
Ό ποιητής είναι πρώτ’ άπ’ όλα ένας λαμπρός αφηγητής. "Ολη δέν ξέρουμε γιά τόν ποιητή καί γιά τήν προσωπικότητα του.
αυτή την υπόθεση, πού καθώς θά δούμε τήν παίρνει άπό ένα 8. Γ. Σεφέρης, «Έρωτόκριτος», στις ίοκιμές, 3η έκδ., ’Αθήνα 1974,
γαλλικό ιπποτικό μυθιστόρημα, μάς τήν άφηγείται μέ μιαν ά­ τόμ. 1, σ. 269.
78 79
3. IL Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Κ Η Α Κ Μ Η Σ Τ Ι Ι Ν Κ Ρ Η Τ Η «ΕΡΩΤΟ ΚΡΙΤΟΣ

Οί πρώτοι μελετητές προσπάθησαν νά τον ταυτίσουν με κάποιο πρότυπο έχει πιστοποιηθεί" είναι τό μεσαιωνικό γαλλικό μυθι­
μέλος των Κορνάρων (ή Corner), τής γνωστής μεγάλης οικο­ στόρημα τοΰ Pierre de la Cypède, P a ris et V ienne, «ό Παρί­
γένειας των βενετών άρχόντων, χωρίς νά καταλήξουν σέ τίποτα σης καί ή Βιέννα».10 'Ο έλληνας ποιητής, πού άντλεί άπό ιτα­
σίγουρο" ό Στέφανος Ξανθουδίδης μάλιστα, άπό τούς εγκυρότε­ λικές μεταφράσεις τοΰ μυθιστορήματος, πού είχαν κι αυτές ε­
ρους μελετητές τοΰ έργου, έτόνισε πώς είναι εντελώς άπίθανο ξαιρετική διάδοση, άκόμη καί άπό μιά έμμετρη ιταλική δια­
το ποίημα αύτό μέ τή γνήσια του ελληνική αίσθηση νά το έχει σκευή, άκολουθεΐ τή βασική πορεία τής ύπόθεσης, άλλά καί τήν
γράψει ένας ξένος, ενώ, άπο τήν άλλη μεριά, υπάρχουν μαρτυ- τροποποιεί ριζικά σέ καίρια σημεία" δλος ό πόλεμος τών ’Α­
ρημένοι πολλοί Κορνάροι (καί Βιτσέντζοι) "Ελληνες, χωρίς κα­ θηναίων καί τών Βλάχων είναι δικό του εφεύρημα. Καί τό σπου­
μιά σχέση μέ τούς βενετούς άρχοντες. Τά τελευταία χρόνια ή δαιότερο: άπό τό μεσαιωνικό κόσμο τοΰ γαλλικοΰ μυθιστορήμα­
δημοσίευση τής διαθήκης ένός Άνδρέα Κορνάρου, μέλους τής τος δέν έχει μείνει σχεδόν τίποτα, τό έλληνικό έργο άναπνεει
άρχοντικής οικογένειας καί σημαντικού λογίου τής έποχής, έ­ μέσα στόν κόσμο τής ’Αναγέννησης, έχει τήν ίδιαν άνεση, τήν
φερε καί πάλι στο προσκήνιο το ζήτημα. 'Ο Άνδρέας έχει ά- ίδια εύγένεια καί άνθρώπινη άξιοπρέπεια. Ά ν ό καμβάς τής
δερφό Βιτσέντζο, καί πολλοί θέλησαν νά ταυτίσουν τον Βιτσέντζο ύπόθεσης είναι τοΰ Pierre de la Cypède, τό πνεΰμα είναι σί­
αυτόν μέ τον ποιητή τού Έ ρω τόκριτου. 'Ωστόσο, σύμφωνα μέ γουρα τοΰ Άριόστο.
τις άρχειακές πηγές, ό Βιτσέντζος αυτός πεθαίνει τό 1613, γε­ Ά λλά συνάμα είναι καί τό πνεΰμα τής ελληνικής δημοτικής
γονός πού θά άνέβαζε τή συγγραφή τού ποιήματος σέ εποχή μυθολογίας. Είδαμε, μιλώντας καί γιά τή Θ υσία τον Α β ραάμ ,
πολύ πρώιμη, άσυμβίβαστη μέ όλες τις άλλες χρονολογικές εν­ πού άποδείχτηκε έργο νεανικό τοΰ Κορνάρου, πόσο ό ποιητης
δείξεις.9 είναι λαϊκότερος, πιό κοντά στό στίχο καί στά εκφραστικά μέσα
Καί για τήν άκριβή χρονολογία δέν είμαστε άπόλυτα βέβαι­ τοΰ δημοτικοΰ τραγουδιού. Τά στοιχεία αύτά τά συναντοΰμε
οι. Ά ν είναι ωριμότερο έργο τοΰ ποιητή, όπως υποθέσαμε κι έδώ, άλλά πολύ περισσότερο έντονα. Ό ποιητής έχει απόλυ­
(σ. 77), τότε θά πρέπει νά τοποθετηθεί μετά τή Θ υσία τοΰ ’Α­ τα κυριεύσει τά έκφραστικά του μέσα καί προχωρεί μέ άνετότε-
βραάμ, πού γ ι’ αύτήν έχουμε μαρτυρημένη χρονολογία τό 1635, ρο, μακροσκελέστερο βηματισμό" έχει πείρα ζωής καί σοφία,
αλλά καί πριν άπό τό 1645, χρονιά δπου άρχισε ό βενετοτουρ- καί παρακολουθεί τούς πολύ νέους ήρωές του μέ τή συμπάθεια
κικός πόλεμος, ή έστω τό 1648, όταν άρχισε ή πολιορκία τοΰ τοΰ ώριμου ανθρώπου, πού «γινώσκει οίος ρυσμός άνθρωπους
Μεγάλου Κάστρου —χρόνια πού δέν προσφέρονταν γιά τή συγ­ έχει»11 καί πιστεύει μέ αισιοδοξία στό αίσιο τέλος. 'Ο Έροττά­
γραφή ενός ποιήματος σάν τόν Έ ρω τόκριτο. ’Αλλά ό ποιητής κριτος είναι τό άριστούργημα τής κρητικής λογοτεχνίας" είναι
δέ θά έπαψε νά επεξεργάζεται τό ποίημα, καί στή δεύτερη αύτή συνάμα καί ένα έργο κορυφαίο τής νεοελληνικής ποίησης ολό­
επεξεργασία θά οφείλεται τό παρέμβλητο (καθώς φαίνεται) επει­ κληρης, ένα έργο ορόσημο. Είναι ή άκραία κατάληξη όλης αυτής
σόδιο τοΰ Καραμανίτη μέ τόν Κρητικό, πού δέν μπορεί νά ύπο- τής πρώτης φάσης τής νεοελληνικής ποίησης πού τήν είδαμε
δηλώνει άόριστα τήν άντίθεση Ελλήνων καί Τούρκων, άλλά θά νά ξεκίνα στά βυζαντινά χρόνια μέ τόν Λιγενή. Μετά τόν Έ -
άναφέρεται συγκεκριμένα στον πόλεμο, πού είχε κιόλας άρχίσει, ρω τόκριτο άκολουθεΐ ενάμισης αιώνας ποιητικής παρακμής.
καί θά γράφτηκε μέσα στό Κάστρο, δπου πιθανότατα είχε κατα- Ilabent sua fata libelli. 'Η πτώση τής Κρήτης έκαμε ώστε
φύγει ό ποιητής μετά τήν καταστροφή τής ιδιαίτερης πατρίδας τό έργο ν’ άργήσει νά τυπωθεί" πρώτη του έκδοση έχουμε στή
του, τής Σητείας, τό 1646.
'Ένα άλλο θέμα πού άπασχόλησε πολύ τούς μελετητές ήταν 10. Τήν ταύτιση πιστοποίησε πρώτος ό Ν. Cartojan, «Poema ere tana
τό ζήτημα τών π η γώ ν οί περισσότεροι (δπως ήταν φυσικό) ζή­ Erotocrit», Βουκουρέστι 1935 (Academia Romàna, .Vlemor. Sect, liter.,
τησαν τά πρότυπα στόν Άριόστο ή στον Τάσσο. Σήμερα τό Sor. Ili, τόμ. 7, 1). Τοΰ ’ίδιου, «Le modòle frangais de TErotocritos»,
Revue de litLérature comparée, 1936. Πρβ. καί E. Κριαρας, Μελετήμα-
9. Βλ. για ολα αύτά τήν εισαγωγή μου στην 3η έκδοση τοΰ Έρωτό- τα περί τάς πηγάς τον ’ Ιίροίτοκρίτου, Α θήνα 1938.
κριτου (έκδ. οίκος Ά στήρ, ’Αθήνα 1976), ιδίως στις σσ. 9-12, 28, 56. 11. ’Αρχίλοχος, άπ. 67a Diehl.
80 81
3. ΤΙ Λ Ο Γ Ο Τ Κ Χ Ν Ι Κ Ι Ι ΛΚΜΤ Ι Ì I T I I X ΚΡΤΤΤΙΙ

Βενετία το 1713. ’Αλλά από τότε το έργο γνοόρισε αλλεπάλλη­ ΤΚΤΛΡΎΟ ΚΚΦΛΛΛΙΟ
λες επανεκόόσεις καί έγινε γρήγορα βιβλίο λαϊκό. "Ως τις άρχές
τοΰ αιώνα μας ό γυρολόγος πού γύριζε στά χωριά, μαζί μέ τις Ο ΔΕΚΑΤΟΣ ΟΓΔΟΟΣ ΑΙΩΝΑΣ
άλλες του πραμάτειες πουλούσε καί τή φυλλάδα τού Ρωτόκρι- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ
του. Φυσικά το ποίημα περισσότερο διαδόθηκε στήν Κρήτη, όπου
ο λαός αποστήθιζε κομμάτια ολόκληρα, καί τα βράδια μαζεύον­
ταν οί συντροφιές καί απάγγελλαν στίχους του —μάλλον τούς
τραγουδούσαν (καί τούς τραγουδούν άκόμη) σ’ ένα είδος ρετσι­
τατίβο, που παραλλάζει ελαφρά στις διάφορες περιοχές. ’Από
τα χαρακτηριστικά παραδείγματα ενός έργου τής έντεχνης λογο- ' U κατάκτηση τής Κρήτης άπο τούς Τούρκους το 166!) (ύστερα
τεχνιας, πού άφομοιώθηκε άπο το λαό καί έγινε σχεδόν δημοτικό άπο είκοσι δύο χρόνια πού κράτησε ή πολιορκία τοΰ Μεγάλου
τραγούδι. Κάστρου) σημειώνει καί το τέλος τής κρητικής λογοτεχνίας.
Α ποτελεί συνάμα καί μιαν άπο τις πιο καίριες, μιά οργανική
τομή στήν ιστορία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας. ) στερ απο
τή Λαμπρή άνθηση στήν Κρήτη βρισκόμαστε μετά το 1669 σε
μιά κατάσταση ποιητικής έρημίας. ’ Αλλά καί άπο γενικότερη
άποψη το 1669 είναι μιά σημαντική ιστορική στιγμή. Πολλές
ανακατατάξεις έχουν έπέλθει μέσα στον ελληνικό χώρο στους
δύο αιώνες πού ακολούθησαν τήν άλωση τής I Iόλης. Ούσιαστικά
βέβαια ό ελληνισμός μένει ακόμα εθνικά άσυγκρότητος καί
μοιρασμένος στις τρεις διακεκριμένες ενότητες (τουρκοκρατού­
μενη, οραγκοκρατουμενη, διασπορά), άλλα τά φραγκοκρατου-
μενα (βενετοκρατούμενα τώρα) μέρη έχουν περιοριστεί, ιδίως
μετά την άπώλεια τής Κύπρου καί τής Κρήτης, μόνο στά Κ-
φτάνησα (θά υπάρξει μιά σύντομη παρένθεση, μιας δεύτερης
Βενετοκρατίας στήν Πελοπόννησο άπο τό 1684 ως το 1ί14),
και ή τουρκική κατάκτηση έχει απλωθεί σχεδόν σέ όλο τον ελ­
ληνικό νώρο. 'Ύστερα, οί ενότητες αύτές δεν έχουν πιά τήν αυτο­
τέλεια πού είχαν στούς πρώτους αιώνες καί έχουν μεταβάλει χα­
ρακτήρα. Ανάμεσα στά Εφτάνησα καί τή Βενετία (τό σημαντι­
κότερο κέντρο τού ελληνισμού τής διασποράς) ύπαρχει τώρα
πολύ περισσότερη επαφή από πρίν, τόσο πού ν αποτελούν μια
ξεχωριστή ενότητα. Α λλά καί ό τύπος τού 'Έλληνα τής όια-
σποράς είναι τώρα διαφορετικός' στον Iί)ο αιοόνα οι Κλληνες
πήγαιναν στή Δύση γιά νά διδάςουν, τώρα πηγαίνουν για να
διδαχτούν. Τά πανεπιστήμια τής ’ Ιταλίας (τής Πάντοβας κυ-
ρί(υς) εκπαιδεύουν ένα πλήθος νέων, όχι πια μόνο απο τα βενε­
τοκρατούμενα μέρη, άλλα καί άπο τήν υπόλοιπη ' Ιολλαδα, οι
όποιοι έπιστρέφοντας στην πατρίδα μεταδίδουν τά οσα έμαθαν.
82 83
Ί. Δ Γ Κ Λ Τ Ο Σ Ο Γ Δ Ο Ο Σ Λ Ι Ω Χ Λ Σ Ι Ι Ρ Ω Τ Ι Ι Π Κ Ρ Ι Ο Λ Ο Σ : 16 6 9 - 1 7 7 0 / 8 0

^Ζ°λεία είδαμε ;,ως είχαν αρχίσει, νά ιδρύονται, καί πριν άπό νας αντιποιητικός. Καί μόνο πρός τό τέλος του καί στις αρχές
το 1669 σε διάφορες πόλεις τής 'Ελλάδας, τώρα ή παιδεία παίρ­ τού 19ου θ’ αναβιώσει ό λυρισμός, ένας λυρισμός όμως όλότελα
νει πολύ μεγαλύτερο άπλωμα, ή πνευματική ζωή ουσιαστικό­ διαφορετικός άπό τό λυρισμό τής πρώτης ποιητικής φάσης, πε­
τερη υπόσταση. 'II ζ<υηρή αυτή κίνηση μέσα στον ελληνικό χώρο ρισσότερο υποκειμενικός, απομονωμένος στήν άτομική εύαισθη-
έχει το επίκεντρο στήν Κωνσταντινούπολη, στον κύκλο του Πα- σία, οίκειότερος, εσωτερικότερος. Ά ς θυμηθούμε πάλι τά ονό­
τριαρχειου καί των «Φαναριωτών»- αργότερα 0ά μεταφερθεί ματα τού Holderlin, του Keats, τού Shelley. Δεν είναι δια­
στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, στις αύλές των Ελλήνων ηγε­ φορετική καί ή έξέλιξη στήν Ελλάδα. Ό Σολωμός θά είναι ό
μόνων. Είναι χρόνια κρίσιμα καί αποφασιστικά για τον ελλη­ πρώτος γνήσιος εκπρόσωπος τού καινούριου αύτοΰ λυρισμού’ ό
νισμό, ο οποίος βαθμιαία στήν αρχή, μέ σταθερότερο βήμα ύστε- Βιτσέντζος Κορνάρος ήταν ό τελευταίος τής πρώτης ποιητικής
ροτερα, διαγράφει τήν πορεία του πρός τή σύνθεση των διασκορ­ φάσης.
πισμένων μελών καί τήν αποκατάσταση —αυτήν πού θά συν- 'Ένα ρεύμα προσφυγιάς άκολουθεΐ τό 1669, όπως άκολούθησε
τελεστει τελικά μέ τήν εξόρμηση του 1821. καί τό 1453. ’Αδιάφορο αν καί οί Βενετοί ήταν ξένοι, οί Κρη­
Με γνωμονα τά στοιχεία αυτά μπορούμε νά διαιρέσουμε τά τικοί ένιωσαν τήν τουρκική κατάκτηση σάν πραγματική σκλα­
150 χρόνια πού χωρίζουν το 1669 άπο τό 1821 σέ δύο κυρίως βιά, πολέμησαν γενναία πλάι στούς Βενετούς καί πολλοί έφυ­
χρονικές περιόδους, τή μία ώς τά 1770-80 περίπου, τή δεύτερη γαν μαζί τους υστερ’ άπό τήν καταστροφή πρός τά Ίόνια νησιά
άπό τή δεκαετία αύτή ώς τό 1821. Γύρω στά 1770-80 ή κατά­ καί τή Βενετία. ’Έφερναν μαζί τους τήν παράδοση τής λογο­
σταση εχει μεταβληθεί ριζικά, ή ρωσοτουρκική συνθήκη τού τεχνίας τους καί —κάτι πιό χειροπιαστό— τά χειρόγραφα τών
Κιουτσουκ-Καίναρτζι τό 1774 έδωσε ιδιαίτερα προνόμια στούς ποιητικών έργων. Τό 1713 θά τυπωθεί γιά πρώτη φορά στή
' Ελληνες μέσα στήν τουρκική επικράτεια καί εξασφάλισε έτσι Βενετία ό Έ ρω τόκριτος, «ποίημα παλαιόν, οπού τόσον έπαινεΐ-
μια υλική άκμή καί τήν άνοδο μιας νέας άστικής τάξης. Στήν ται καί τιμάται εις τάς νήσους τού Άδριακοΰ», καθώς θά γράψει
επόμενη πεντηκονταετία σέ όλους τούς τομείς, καί φυσικά καί ό έκδοτης. Στά 1725 ό λόρδος Edward H arley άγοράζει στήν
στον πνευματικό, παρουσιάζεται ένας εντονότερος παλμός, πού Κέρκυρα τό μοναδικό γνωστό χειρόγραφο τού Έ ρω τόκριτον,
οδηγεί μέ γοργότερο ρυθμό πρός τό τέρμα. γραμμένο 15 χρόνια πιό πριν σέ κάποιο άπό τά Ε φτάνησα.1
Ή παράδοση λοιπόν τής κρητικής λογοτεχνίας μεταφυτεύε­
ΙΙΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 1669-1770/80 ται μετά τό 1669 στά Εφτάνησα. Διατηρείται έκεΐ, άλλά δε
συνεχίζεται. Τήν κρατούν τά πρώτα χρόνια οΐ Κρητικοί πρόσφυ­
Με τήν πτώση τής Κρήτης σβήνει, είδαμε, απότομα ή έξοχη γες" άργότερα περνά στά χέρια τών Έφτανησιωτών. Τό 1681
άνθηση τής κρητικής λογοτεχνίας. 'Ωστόσο τό ιστορικό γεγονός ό Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής άπό τό Ρέθυμνο έκδίδει στή Βε­
ίσως να μή στάθηκε ή μοναδική άφορμή γ ι’ αύτό. 'II κρητική νετία ένα μακροσκελέστατο έμμετρο χρονικό γιά τόν πόλεμο καί
λογοτεχνία είχε διαγράψει τήν τροχιά της, ό Έ ρω τάκριτος, ση­ τήν πτώση τής Κρήτης- τό περίεργο είναι ότι άντιγράφει τό
μείο κορυφιυσης, αποτελούσε συνάμα καί μιά κατάληξη (βλ. άνάλογο χρονικό ένός Κεφαλλονίτη, τού ’Άνθιμου Διακρούση.
καί σ. 81). I ό ίδιο ά.λλωστε συμβαίνει καί στις ά,λλες ευρωπαϊκές 'Ως στιχουργός ό Μαρίνος είναι άρκετά άδέξιος, όπως δείχνει
λογοτεχνίες, μέ τις οποίες ή νεοελληνική βάδισε σχεδόν παράλ­ καί ένα άλλο φυλλάδιό του μέ θρησκευτικούς στίχους (Βενετία
ληλα. Καί έκει έχουμε στήν ποίηση μιά πρώτη φάση, πού αρ­ 1684). ’Αδερφός του είναι ό ’Εμμανουήλ Τζάνες, έφημέριος τής
χίζει με έναν επικό κύκλο καί καταλήγει σέ κορυφαίες δημιουρ­ έκκλησίας τού 'Αγ. Γεωργίου στή Βενετία, στιχουργός άδέξιος
γίες στό τέλος τού 16ου ή στον 17ο αιώνα: ας θυμηθούμε τά κι αύτός, άλλά άγιογράφος άπό τούς σημαντικότερους τής «Κρη­
ονόματα τού Torquato Tasso, τού Ρακίνα καί τού Μολιέρου, τικής σχολής».
τών Ελισαβετιανών καί τού Milton. "Ο,τι άκολουθεΐ στήν ποίη­ 1. Χειρόγραφο Βρετανικού Μουσείου, Harleian 5644. Στό πρώτο φύλ­
ση είναι πτώση. 'Ο 18ος αίούνας είναι σέ όλη τήν Ευρώπη αίώ- λο: Αρχή τον Ροτόκριτου: 1710.
85
Ί. Λ Κ Κ Λ Τ Ο Σ Ο Γ Δ Ο Ο Ι Λ1ΩΝΛ1' Ι Π Ώ Τ Ι Ι ΙΓΚΡΙ ΟΛΟΣ: 1B1Ì9-1 770/80

Στενές επαφές ανάμεσα στην Κρήτη καί στά Εφτάνησα εί­ δόση των Φαναριοιτών τής Πόλης, οί μαθητές τού σχολείου τής
χαν δημιουργηΟεΐ καί πριν άπό το 166!». Το 1646 ό Ζακυθινός Βενετίας, μέ τήν επιστασία των δασκάλων τους, γράφουν ρητο­
Ηεοδωρος Μοντσελέζε ές,έδωσε ένα περίεργο, καί ασήμαντο, θε­ ρικές καί ποιητικές δοκιμές κ α ί στή νέα γλούσσα. ’Ιδιαίτερα
ατρικό έργο, τήν Εύγένα, φανερά επηρεασμένο άπό τα Κρητι­ άξίζει νά σημειωθεί πώς τέσσερα άπό τά ποιήματα είναι σο­
κά δράματα, τό 1658 ο Ζακυθινός επίσης Μιχαήλ Σουμμάκης νέτα —τά τρίτα πού συναντούμε υστέρα άπό τά Κυπριώτικα
μετέφρασε τον Π ιστό βοσκό {Pastor F ido), τό φημισμένο ποι- ερωτικά καί τά χορικά τού Ροδολίνον. Φυσικά δέν υπάρχει
μενικό δράμα του G. Β. Guarirli, σέ δεκαπεντασύλλαβους στί­ καμιά εξάρτηση και καμιά συνέχεια" ή ιταλική έπίδραση ση­
χους πού κρατούν πολύ άπό την ποιότητα των κρητικών. Τό μειώνεται άνεξάρτητα σέ τρεις διαφορετικούς χούρους καί σέ
ίδιο έ’ργο τό είχε μεταφράσει στις άρχες τού αιώνα ένας ανώ­ τρεις διαφορετικές έποχές: στήν Κύπρο τό 1570, στήν Κρήτη
νυμος Κρητικός, πού ζοΰσε, φαίνεται, στη Βενετία, αποξενω­ τό 1647, στή Βενετία τό 1708.
μένος άπό τή λογοτεχνική πράξη τού νησιού του. '11 μετάφρασή
του έμεινε ανέκδοτη εω : πρόσφατα.2 Μέ πολύ μεγάλη πιθανό­ Ά ν όμως στά Εφτάνησα καί στο χώρο τής διασποράς η ποί­
τητα επίσης ύποθέσαμε πώς ό ποιητής τού Ζήνωνα, πού παί­ ηση άντιπροσωπεύεται τόσο πενιχρά, 0’ άναπτυχθεΐ. άκριβώς
χτηκε στή Ζάκυνθο τό 1682-83 (βλ. σ. 69), ήταν κι αυτός μετά τό 1669, ένα άλλο είδος τού λόγου, ή έντεχνη πεζογρα­
Ζακυθινός φία στή λαϊκή γλώσσα. Τά πρώτα πεζά έργα στή δημοτική
Από τά υπολείμματα τού τραπεζιού τής κρητικής άκμής θρέ­ τά συναντήσαμε καί πριν άπό τό 1669 (βλ. σ. 63-64)" δέν ήταν
φεται καί ό Κεφαλλονίτης Πέτρος Κατσα'ίτης. 'Ένας καθυστε­ όμως αύτά πεζογραφία έντεχνη. ’ Ηταν έργα προορισμένα γιά
ρημένος επίγονος μέ πολύ άμφίβολη άξια. Τά έργα του μάς έσώ- τό λαό (ό Χρονογράφος, ή ’Αμαρτωλών σω τηρία), καί γ ι’ αύτό
θηκαν σ’ ένα μοναδικό χειρόγραφο" είναι ένα έμμετρο χρονικό, γραμμένα σέ γλόισσα άπλούστερη καί πιό κατανοητή. Τώρα ό­
σέ ομοιοκατάληκτους έντεκασύλλαβους, γιά τήν άλωση τής Πε- μως ή γλούσσα θά χρησιμοποιηθεί ώς όργανο έκφραστικό καί
λοποννήσου άπό τούς Τούρκους τό 1715, μετά τή δεύτερη Βενε- λογοτεχνικό, καί όχι στή λαϊκή χρονογραφία ή στή θεολογική
τοκρατία (Κ λαθμός Π ελοπόννησον, 1716) καί δύο τραγωδίες: εποικοδομητική συγγραφή, άλλά σ’ ένα είδος άνώτερο, τήν εκ­
Ιφ ιγ ένε ια καί Θ υέστης, κακέκτυπα τής ^Εριοφίλης. '(_) νεώτερος κλησιαστική ρητορική.
εκδότης κ. Ε. Κριαράς εξακρίβωσε πώς προέρχονται άπό άμεση Τό ξεκίνημα τό είδαμε κιόλας νωρίτερα, στή Βενετία και
μίμηση των όμώνυμοιν τραγωδιών τού Lodovico Dolce. ΙΙε- στήν Κρήτη, μέ τούς λόγους τού Μαργουνίου καί τού Πήγα.
ρίεργο είναι ότι στήν Ιφιγένεια —κάτι πού δέ συμβαίνει στο Κρητικοί επίσης, λίγο μεταγενέστεροι, είναι καί ο Γεράσιμος
πρότυπό— εισάγονται ξαφνικά στήν τελευταία πράξη πρόσωπα Βλάχος, πού γίνεται τό 1679 στή ίάενετία «μητροπολίτης Φι­
καί καταστάσεις κωμικές καί τό έργο μεταβάλλεται απότομα’ λαδέλφειας», καί ό ’ Αθανάσιος Βαρούχας ( f i 708), που μετά
σέ ιλαροτραγωδία. τήν πτώση τής Κρήτης κατέφυγε στά Εφτάνησα" και οι δυο,
δίπλα στ’ άλλα τους θεολογικά καί άρχαιόγλωσσα έργα, γρα­
Μεμονωμένη εμφάνιση, χωρίς συνοχή καί χωρίς συνέχεια,
φουν καί «Διδαχές» σέ φροντισμένη γλώσσα λαϊκή. Ιό ίδιο και
είναι τά ’Άνθη ενλαβείας {«έκχυθέντα εις τήν πανένδοξον μετά- ό Κρητικός επίσης Γεράσιμος Παλλαδάς, που είναι στα χρονιά
στασιν τής θεομήτορος Μαρίας»), ένα μικρό φυλλάδιο πού έξέ- 1677-1699 Πατριάρχης ’Αλεξάνδρειάς.
δωσαν τό 1708 ο! «τρόφιμοι καί σπουδαίοι» (δηλ. οί σπουδα­ ’Αλλά, εκείνος πού κατ’ εξοχήν άνέπτυξε την εκκλησιαστική
στές) τού Φλαγγινιανοΰ Έλληνομουσείου τής Βενετίας (βλ. σ. ρητορική, καί πού στά χέρια του ή γλούσσα μπόρεσε ν άντα-
60). 'Ένα λεύκωμα σχολικό, μέ άρχαιόγλωσσα καί λατινικά ποκριθεί στις υψηλές άπαιτήσεις του έντεχνου ρητορικού λόγου,
επιγράμματα, σαπφικές ούδές καί ιταλικά σονέτα —άλλά καί είναι ό Φραγκίσκος Σκούφος (1644-1697). ΊΙταν παιδί ενός
ποιήματα καί πεζά νεοελληνικά. Μακριά άπό τή λόγια παρά- χρόνου όταν οί Τούρκοι πήραν τά Χανιά καί έφυγε μέ τούς δι­
2. Π. Ίωάννου. Ό πιστικός βοσκός, Βερολίνο 1962 —βλ. Βιβλιο­ κούς του γιά τήν Ιταλία" σπούδασε στό Κολλέγιο τής Ριυμης
γραφία.
87
86
4. Δ Ε Κ Α Τ Ο Ι ] Ο Γ Δ Ο Ο Σ Α Ι Ω Ν Α Σ ΙΙΡΩΤΗ Π Ε Ρ ΙΟ ΔΟ Σ: Π Ε ΖΟ Γ Ρ Α Φ ΙΑ

καί. έδρασε στήν ’Ιταλία καί στά Εφτάνησα, άφοσιωμένος στην νεανικό του λόγο το 1688, τρόφιμος άκόμη τού Φλαγγινιανοΰ,
καθολική εκκλησία. Το 1670 έξέδωσε στή Βενετία ένα «Λόγο κάνει στο τέλος μιά συγκινητική άποστροφή στή Θεοτόκο γιά
πανηγυρικό)) στο γενέθλιο του Προδρόμου. Το κυριότερο έργο τήν άπελευθέρωση τού ελληνικού έθνους, άποστροφή πού τήν ξα­
του είναι ή Τέχνη ρητορικής (1681), ένα εγχειρίδιο δηλ. δπου ναβρίσκουμε αύτούσια σχεδόν στήν (τυπωμένη κιόλας τότε) Ρ η­
αναφέρονται ένα ένα όλα τα ρητορικά σχήματα καί παραθέτον- τορική τού Σκούφου. Λογοκλοπή ; "Η ίσως ρητή δήλωση εξάρ­
ται για το καθένα παραδείγματα (παρμένα άπό λόγους δικούς τησης, άκόμα καί τιμής; Δέν το ξέρουμε. Ά πό τήν άλλη μεριά,
του). 'Ο Σκούφος είναι τεχνίτης καί έχει απόλυτη συνείδηση τής το ύφος τού Μηνιάτη είναι το ίδιο μέ τού Σκούφου, κάπως μά­
τέχνης του. Την τέχνη αύτή τήν έμαθε στήν Ιταλία (τα πρώτα λιστα άκόμα πιο προχωρημένο στο πνεύμα τού «μπαρόκ», πιο
μαθήματα σίγουρα στο Κολλέγιο τής Ρώμης), οπού ιδιαίτερα περίτεχνο καί πιο σοφά υπολογισμένο. 'Η γλώσσα του μενει
καλλιεργούσαν, καί μάλιστα στους κύκλους τής καθολικής εκ­ ωστόσο πάντοτε δημοτική, εντονότερη άλλά καί θερμότερη άπο
κλησίας, τήν έκκλησιαστική ρητορική. (Ό σημαντικότερος εκ­ τού Σκούφου. 'Η θερμότητα τού λόγου γενικά είναι ίσως το κυ­
πρόσωπός του είδους στον 17ο αιώνα, ό ’Ιησουίτης Paolo ριότερο χαρακτηριστικό τών διδαχών του, το μυστικό τής γοη­
Segneri είναι σχεδόν σύγχρονος μέ τον Σκούφο). Το ύφος τού τείας του. Κάτω άπό το περίτεχνο οικοδόμημα, το σοφά διαρ­
Σκούφου είναι περίτεχνο καί διανθισμένο δπως των ίταλών δα­ θρωμένο καί στερεωμένο, σώζεται μιά θερμότητα λεκτική πού
σκάλων στήν περίπτωσή του μπορούμε νά μιλούμε γιά νεοελ­ άντανακλά καί μιά θερμότητα τής πίστης, πίστης θρησκευτικής
ληνικό «μπαρόκ». Ά λλα το ύφος αύτό, εφαρμοσμένο σέ μιά μαζί καί ήθικής.
γλώσσα πού χρησιμοποιόταν γιά πρώτη φορά στον έντεχνο πεζό 'Η καλλιέργεια αύτή τής δημοτικής στήν έντεχνη πεζογραφία
λόγο, δεν έχει τή ρουτίνα καί τήν ύπερβολή τού ιταλικού 1 7ου δέν είχε τήν άνάλογη συνέχεια. Στον τουρκοκρατούμενο έλλη-
αιώνα. Διατηρεί πολλή δροσιά καί φρεσκάδα, δπως παρατηρήσα­ νισμο το κλίμα θά εύνοήσει περισσότερο τή λογιότερη γλώσσα.
με καί στήν ποιμενική ποίηση τής Κρήτης. Είναι ή δροσιά τής Στά Εφτάνησα δμως ή παράδοση τού Σκούφου καί τού Μηνιάτη
απλής γλώσσας πού δεν καταστρέφεται άπό το περίτεχνο ύφος. δέ θά σβήσει όλότελα. Ό Κερκυραϊος Πέτρος Κασιμάτης έκδί-
Τή γραμμή πού χάραξε ό Σκούφος άκολουθεϊ ό Έφτανησιώ- δει το 1718 Σ τ ό χάσες ω φελιμότατες διά τήν άπόκτησιν τον
της Ή λίας Μηνιάτης. Γεννήθηκε το 1669 στο Ληξούρι τής Κε­ φόβου τον Θεοΰ διαμοιρασμένες εις κάθε ημέραν τής έβδομά-
φαλληνίας άπό πατέρα πρωτοπαπά καί έφοίτησε στο Φλαγγι- δος. . ., ένώ οί λόγοι πού εκφωνεί στά 1745-55, στήν Κέρκυρα
νιανύ Έλληνομουσεΐο- ή δράση του καλύπτει τά Εφτάνησα καί καί στή Βενετία, ό Κερκυραϊος επίσης άρχιμανδρίτης Σπυρίδων
τή Βενετιά, αλλά καί τήν Κωνσταντινούπολη, δπου άνακηρύ- Μήλιας, άκολουθοΰν τ ’ άχνάρια τού Μηνιάτη. 'Ένας ζωγράφος,
χθηκε άπό τον πατριάρχη «ίεροκήρυξ τής Μεγάλης ’Εκκλησίας». ό Παναγιώτης Δοξαράς, άπό τήν Πελοπόννησο, πού έζησε δ­
’Αποτελεί το ορθόδοξο άντίρροπο τού λατινόφρονα Σκούφου. μως καί έδρασε στή Ζάκυνθο (1700-1752) και ζωγράφιζε με
Προς το τέλος τής ζωής του τον βρίσκουμε στή βενετοκρατού- τήν καινούρια, έντελώς ίταλιανίζουσα τεχνοτροπία, μετεφρασε
μενη Πελοπόννησο, δπου το 1711 γίνεται επίσκοπος Κερνίκης τήν Τέχνη ζω γραφιάς του Leonardo da Vinci καί έγραψε ένα
καί Καλαβρύτων πέθανε το 1714 σχετικά νέος στήν Πάτρα. πρωτότυπο έργο Περί ζω γραφιάς σέ μιά απλή καί ρέουσα δη­
'Ο Μηνιάτης άπόχτησε δσο ζοΰσε μεγάλη φήμη. Στο Ναύ­ μοτική. Καί ό Κεφαλλονίτης Βικέντιος Δαμοδός (1700-1752),
πλιο έτρεχαν νά τον άκούσουν καί οί Βενετσιάνοι- στήν ιδιαίτερη σπουδασμένος στο Φλαγγινιανο καί στήν Πάντοβα, προσπάθησε
πατρίδα του, καθώς μαρτυρεί ένας μεταγενέστερος, «πολλοί τών νά σπάσει τήν επιρροή τού «κορυδαλισμοϋ» (άν και υπομνημα­
ιδιωτών άπαγγέλλουσιν έκ στήθους πολλά τεμάχια» άπό τούς τίζει κι αύτύς Αριστοτέλη) καί έγραψε τά φιλοσοφικά του εγ­
λόγους του.3 Ά ν καί δεν είχε ποτέ άμεσο δάσκαλο το Σκούφο, χειρίδια σέ άπέριττη δημοτική γλώσσα.
μπορεί δμως άσφαλώς νά χαρακτηριστεί μαθητής του- σ’ έναν
3. ’Άνθιμος Μαζαράκης, Ή λία Μηνιάτη Αιδαχαί, 2η έκδ., Βενετία Ά πό τά τέλη κιόλας τού 16ου αιώνα, καθώς είδαμε σέ προη­
1870, Εισαγωγή, σ. κα'. γούμενο κεφάλαιο, είχε άρχίσει νά δημιουργεϊται στήν Πόλη,
88 89
4. Λ Κ Κ Λ Τ Ο Σ Ο Γ Δ Ο Ο Σ Λ1Ω.ΝΛΣ Φ Λ ΥΛ Ρ Η Π ΊίΣ. ΑΡΧΗ ΝΚΟΚΛΛΙΙΝΙΚΟΪ· Δ ΙΑ Φ Ω Τ ΙΣ Μ Ο Υ

γύρω άπό το Πατριαρχείο, μία κίνηση πνευματική, πού έφτασε τντε: τής εποχής αύτής ςεχωρίζουν τα Φιλοθεοί) πάρεργη του
σε ιδιαίτερη ακμή μέ τον Κύριλλο Λούκαρη. Τότε περίπου (το Νικολάου Μαυροκορδάτου (γραμμένα τό 1718, άλλα τυπωμένα
1G03) καί το Πατριαρχείο εγκαταστάθηκε στο μυχό τού Κερα­ μόλις τό 1800). ένα είδος μυθιστόρημα, όπου άντικατοπτρίζεται
τίου κόλπου, στη συνοικία του Φαναριού, όπου βρίσκεται άκόμα πιστά το προοδευτικό εύρωπαΐκό πνεύμα τής εποχής, διοχετευ­
και σήμερα. Εκεί συγκεντρώθηκαν οί κληρικοί πού ύπηρετοϋ- μένο στούς φωτισμένους αύτούς ηγεμόνες διά μέσου τής Γαλ­
σαν στο Πατριαρχείο καί οί κοσμικοί, στούς οποίους αύτό άπέ- λίας καί τής γαλλικής γλώσσας, ή όποια ιδιαίτερα τώρα δια­
νεμε τίτλους καί αξιώματα. Οί «Φαναριώτες» αυτοί θά παί­ δίδεται καί έπηρεάζει τήν παιδεία. 'Π άρχή του νεοελληνικού
ξουν τώρα σημαντικότατο ρόλο στήν πολιτική άλλα καί στην διαφιοτισμού.
πνευματική ζωή. Θά αρχίσουν άκόμη ν’ άναδεικνύανται καί νά Ό πιό' έγκυρος μελετητής τού νεοελληνικού διαφωτισμού, ό
παίρνουν σημαντικές θέσεις καί τίτλους κοντά στήν 'Τψηλή Πύ­ κ. Κ. (9. Δημ,αράς, διακρίνει τρεις χρονικές περιόδους τού κινή­
λη. κυρίως τή θέση τού μεγάλου διερμηνέα, πού σχεδόν κρα­ ματος, αντίστοιχες πρός τις περιόδους τού γαλλικού διαφοκτι-
τούσε στά χέρια του τήν εξωτερική πολιτική. Πολλά ειπώθηκαν σμοΰ. 4 Ί1 πρώτη, προδρομική, εντάσσεται στή χρονική περίοδο
καί υπέρ καί εναντίον τής τάξης αύτής, πού μέσα στούς κόλπους πού εξετάζουμε (έύς τό 1774) καί κυβερνάται άπό τήν κυριαρ­
της συναντούμε δίπλα δίπλα δείγματα ύψηλοφροσύνης καί πο­ χική επίδραση τού στοχασμού του Βολταιρου. Κύριος φορέας
ταπότητας, γενναίες πράξεις καί ταπεινές δολοπλοκίες. Είναι τού πνεύματος αύτοΰ είναι ό Εύγένιος Βουλγαρης, απο την Κέρ­
δύσκολο γιά μάς σήμερα νά μπούμε στήν ιδιαίτερη ψυχολογία, κυρα, πού πέρασε όμως τή μακριά καί ανησυχη ζωη του (1716-
αλλά καί στήν παράδοξη θέση των άνθρώπων αύτών, πού ήταν 1806) στό χώρο τού υπόδουλου ελληνισμού, και απο το 17/0
υποδουλοι καί ομο/ς είχαν τόσο ίσχύουσες θέσεις κοντά στον στήν αύλή τής Αικατερίνης I > τής Ρο/σιας. Προοδευτικός και
κατακτητή —καί πού κινδύνευαν νά χάσουν το κεφάλι τους στο θαυμαστής τού Βολταίρου στά νεανικα του χρονιά, διαγράφει
πρώτο νεύμα εκείνου. Είναι ένας ιδιαίτερος κόσμος, πού δίνει τήν καμπή άπό τήν πρόοδο πρός τή συντήρηση πού χαρακτη­
τη σφραγίδα του σέ όλο τον 18ο αιώνα —τον «αιώνα των Φανα- ρίζει τήν πνευματική έςέλιξη τών χρόνο/ν αυτών, ιδίως στα χρο­
ριωτών» όπως εύστοχα τον ονόμασαν. νιά μετά τή Γαλλική ’Επανάσταση. '11 μορφή του κυριαρχεί
Πρώτος "Ελληνας πού πήρε το άξίωμα τού μεγάλου διερ­ μέσα σέ όλο τόν 18ο αιώνα καί ή δράση του καί ή διδασκαλία
μηνέα ήταν ό Παναγιώτης Νικούσιος (ήταν δίπλα στον Καπου- του έχει προεκτάσεις πρός όλες τις μεριές. 'Π νεοελληνική παι­
δάν-πασά όταν οί Βενετοί τού παρέδωσαν τήν Κρήτη!)' διά­ δεία έπιτελεΐ μέ τόν Βούλγαρη ένα άποφασιστικό βήμα. Τά
δοχός του ό Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, άπό τή Χίο (1641- πολυπληθή έργα του είναι φυσικά όλα άρχαιογλωσσα' ν.'/ζ μά­
1709), γενάρχης τής μεγαλύτερης φαναριώτικης οικογένειας, πού λιστα ρητά καταδικάσει τήν προσπάθεια τού Δαμοδοΰ να γρα­
είχε διδάξει στήν Πατριαρχική ’Ακαδημία, όπου είχε διαδεχτεί φτούν εγχειρίδια φιλοσοφικά στή λαϊκή γλούσσα. Δίπλα στη
τον Κορυδαλέα. 'Ο γιός του Νικόλαος (1670-1730) είναι ό πρώ­ φορτισμένη προσέγγιση πρός τό προοδευτικό πνεύμα τής ευρω­
τος "Ελληνας ηγεμόνας στις παραδουνάβιες ήγεμονίες τής Βλα­ παϊκής φιλοσοφίας, ένας άτεγκτος γλορσσικός άρχαϊσμος, το ιδα­
χίας καί τής Μολδαβίας —όπου μετατοπίζεται τώρα ή δράση νικό τής έπανόδου στην αρχαία.
τών Φαναριωτών καί όπου γιά έκατό χρόνια (ως το 1821) οί
αυλές τών 'ΓΑλήνων ηγεμόνων θ’ άποβοϋν κέντρα ελληνικής Ό 18ος αιώνας είναι ό αιώνας τού στοχασμού, τών πνευματι­
παιδείας καί πνευματικής άκτινοβολίας. κών άνακατατάξεορν. Γής λογοτεχνίας το μερίδιο είναι ελάχι­
Τό φαναριωτικό κλίμα είναι λόγιο καί άρχαιόγλο/σσο, άσχετο στο. Στον φαναριωτικό χώρο ή ποιητική έρημία είναι άκόμα
με τό κλίμα τής Βενετίας καί τών Ίονίων νήσων. Οί Μαυρο-
κορδάτοι γράφουν τά. έργα τους στήν έπίσημη γλούσσα καί τά 4. Δ η μ α ρ α ς, Ιστο ρ ία , 4ο μέρος, σσ. 142 κ .έ . Τ ο ϋ ’ί δ ιο υ , Ό ελληνικός
Δ ια φ ω τισ μ ό ;, ’Αθήνα 1964, σσ. 28-25, ά ν α τ υ π ω μ έ ν ο τ ώ ρ α σ τό : Κ. (ή.
ενδιαφέροντά τους στρέφονται γύρω άπό τή νέα πολιτική τους Δ η μ α ρ α ς. Λ ι ο/ λληι'ικο^ Δ ια φ ω τισμ ό ς, ’ Α θήνα 1977 (Έ ρ μ η ς, Ν εο ελλη νικ ά
εμπειρία: Φ ροντίσματα π ολιτικά , Θέατοον πολατικόν. Οί μελε- Μ ε λ ετ ή μ α τ α 2 ), σσ. 1 -2 2 .
90 91
4. Δ Ε Κ Α Τ Ο Σ Ο Γ Δ Ο Ο Σ ΑΙΩΝ ΑΣ Φ Λ ΝΑ ΡΤΩ ΤΕ Σ . ΛΡΧ1Ι Ν ΕΟ ΕΛ Λ Η Ν ΙΚ ΟΙ" Δ ΙΑ Φ Ω Τ ΙΣ Μ Ο Ι'

πιο αποκαρδιωτική άπό δ,τι στά Εφτάνησα. ’ Εδώ λείπει καί γημένης γλώσσας, πού γνωρίσαμε στά Εφτάνησα καί στο χώρο
ή ανάμνηση έστω τής κρητικής παράδοσης, πού έδινε εκεί μέ τής διασποράς, είναι σχεδόν άνύπαρκτη στον έλλαδικό χώρο.
την καλλιεργημένη γλωσσά της κάποια δροσιά στ'ις ποιητικές Οί λόγιοι γράφουν στήν άρχαία —το είδαμε στούς Μαυροκορ-
δοκιμές. Έδώ ή γλώσσα δεν έχει περάσει άπο αύτή την καλ­ δάτους. ’Ασφαλώς άπό τόν άμβωνα οί ιεροκήρυκες θά χρησιμο­
λιέργεια" είναι είτε λογιότερη καί ψυχρότερη, είτε πλαδαρή καί ποιούσαν άπλούστερη γλώσσα γιά νά γίνονται κατανοητοί" στις
ακαλλιέργητη, στο επίπεδο τής καθημερινής ομιλίας, πολλές βιβλιοθήκες βρίσκουμε πολλά χειρόγραφα τέτοιων λόγων, ανώ­
φορές καί μέ ανάμειξη πολλών τουρκικών λέξεων, πού είχαν νυμων το πιό πολύ. Δέν έχουν καμιά σχέση μέ τήν παράδοση
μπει στήν κοινή συνήθεια. τού Σκούφου καί τού Μηνιάτη" αν υπάρχει κάτι μέ τό όποιο
Καί το περιεχόμενό φυσικά δέν είναι διαφορετικό" ούτε ή μπορούν νά συσχετιστούν, αύτό είναι μάλλον τό άκαλλιέργητο
σύντομη σχετικά Σ τοιχειομ α χία (1746) του ’Ιωάννη Ρίζου Μα- καί λαϊκότερο ύφος τού Δαπόντε.
νέ, ούτε ή έπηρεασμένη άπο αύτήν άπεραντολόγος Β οσπ ορομα- Αύτό τό άκαλλιέργητο λαϊκό ύφος, όταν είναι γνήσιο καί
χία (1766) τού ξένου Μομάρς, γιατρού καί διερμηνέα τού αυ­ άνόθευτο, μπορεί νά έχει κάποτε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τέτοια
στριακού πρεσβευτή στήν Πόλη, έχουν καμιά, ποιητική ή άλλη, ή περίπτωση τού Χρονικού τον Γ αλαξιδίου. 'Η μικρή κωμό­
αξία. ΓΙιό ενδιαφέρων είναι ό Κωνσταντίνος, καί ώς μοναχός πολη τής Ρούμελης, στον Κορινθιακό κόλπο, γνώρισε άλλοτε
Καισάριος Δαπόντες άπο τή Σκόπελο, πού έμόνασε άπο το 1757 κάποια άκμή μέ τό ναυτικό της" τό 1703 ένας Ευθύμιος ιερο­
στή μονή Ξηροποτάμου τού 'Αγίου ’Όρους καί εκεί πέθανε το μόναχος έγραψε στήν άπλή, λαϊκή γλώσσα του τό χρονικο τής
1784. Πολυγράφος άπο τούς λίγους. Το τί γράφει είναι άφάν- πατρίδας του. 'Η μόρφωσή του δέν είναι μεγάλη, ό λόγος του
ταστο" ό,τι είδε, ο,τι ακούσε, δ,τι διάβασε το μετατρέπει σέ άνόθευτα λαϊκός-δημοτικός. Ή πρόθεση τού Εύθυμίου είναι κα­
στίχους, χιλιάδες στίχους άφάνταστα πρόχειρους, πλαδαρούς, θαρά ιστορική" μελέτησε, δπως λέει, «παλαιά χειρόγραφα με-
πλατειάζοντες. Πολλά άπο τα έργα του τυπώθηκαν δσο ζοΰσε βράινα, σιτζίλια καί χρυσόβουλα αύθεντικά», πού βρήκε στο
καί θαυμάστηκαν καί άγαπήθηκαν άπο τούς συγχρόνους του μοναστήρι του, καί δέν έχουμε λόγο νά μήν τόν πιστέψουμε.
(Κ αθρέπτης γυναικώ ν 1766, Χ ρηστοήθεια 1770, Τράπεζα πνευ­ ’Αλλά στή λαϊκή του φαντασία τά ιστορικά περιστατικά ανα­
μ α τικ ή 1770), άλλα έκδόθηκαν μετά το θάνατό του (Κ ήπος Χα- κατεύονται μέ θρύλους, θαύματα καί φανταστικές διηγήσεις, πού
ριτιον 1881), μένουν κι άλλα πού είναι άνέκδοτα άκόμη. Δέν τά διηγείται δλα μέ τήν ίδια άκρίβεια καί τήν πίστη στήν πραγ­
πρόκειται βέβαια γιά ποίηση, άλλα ούτε κάν για στοιχειώδη ματικότητα: «Καί έκεί έφανερώθηκε ό άγιος Εύθύμιος και τους
λογοτεχνική καλλιέργεια. 'Ωστόσο στήν άτέλειωτη αύτή ροή έπαρηγόρησε καί τούς ε ίπ ε. . . ». Βρισκόμαστε στο κλίμα τής
των στίχων μάς σταματά πότε πότε μιά οξυδερκής παρατήρηση, λαϊκής μυθολογίας.
μιά άκριβολόγος περιγραφή καί τις περισσότερες φορές μιά πη­ Στό ίδιο κλίμα μάς οδηγεί, πρός τό τέλος τής περιόδου,
γαία διάθεση χιούμορ καί μιά θυμοσοφία πού βρίσκεται συχνά ένας άλλος άνθρωπος. Δέν είναι άπαίδευτος σάν τόν Εύθύμιο
σέ πολύ καλή στιγμή, δπως π.χ. στις παρωδίες του άπο τά ιερομόναχο, ούτε έχει τήν ίδια εύπιστία μ’ εκείνον" έχει όμως
εκκλησιαστικά τροπάρια. Καί δέν είναι χωρίς κάποια έκπληξη τήν ίδια πίστη. Είναι ό Κοσμάς ό Αίτωλός. Γεννημένος τό
όταν μέσα στήν αυστηρή αύλή τού άγιορείτικου μοναστηριού, 1714 σ’ ένα χωριό τής Αιτωλίας, μαθήτευσε, φαίνεται, κοντά
στή μεγάλη μαρμάρινη φιάλη τού αγιασμού πού τήν έφερε ό στόν Βούλγαρη, καί άπό τό 1760 γύριζε δλα τά μέρη τής Ε λ ­
Δαπόντες άπο τή Χίο, διαβάζουμε τεχνικά σκαλισμένους τούς λάδας κηρύττοντας τό λόγο τού Θεού. Τόν βρίσκουμε κυρίως
άκόλουθους πολύ λίγο καλογερίστικους στίχους του: στή Ρούμελη καί στή Μακεδονία, άλλά καί στήν ’Ήπειρο και
στά 'Εφτάνησα καί στή Θράκη. « ’Ενθυμήσεις» σέ παλαιά βι­
Χ ιώ τισσα είμ α ι, Χ ιώ τισσα, τ ί μ ε ρω τάς, π α π ά μου, βλία καί χειρόγραφα μαρτυρούν γιά τήν καταπληκτική εντύπωση
γ ια τούτο ε ίμ α ι, ώς θωρεϊς, εύμορφη, δέσποτά μου. πού άφηνε τό πέρασμά του στούς απλούς άνθρώπους στους ο­
Καί ή πεζογραφία, μέ τήν έννοια τής λογοτεχνικά καλλιερ­ ποίους άπευθυνόταν. Τά χρόνια ήταν τότε ιδιαίτερα δύσκολα
92 93
A ΔΕΚΑΤΟΣ ΟΓΔΟΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΛΕΤΤΕΡΙΙ Π ΕΡΙΟΔΟΣ: 1770-1820

■{Λ
’ τον ελληνισμό- στον πληθυσμό τής υπαίθρου στις απομα­ ποια οδηγεί ολοένα καί σταθερότερα προς τήν ενότητα καί τήν
κρυσμένες καί τις ορεινές περιοχές συχνά παρουσιαζόταν το φαι­ αποκατάσταση.
νόμενο του έξισλαμισμοΰ. Ό Κοσμάς ό Αίτωλός τονώνει τούς Ό Ίώσηπος Μοισιόδαξ (περ. 1730-1790) ήταν μαθητής τού
πληθυσμούς αύτούς στή χριστιανική τους πίστη καί τούς προ­ Βούλγαρη, σπούδασε όμως καί στό έξωτερικό καί δίδαξε στις
τρέπει στήν ίδρυση σχολείων. Τις διδαχές του δέν τις έγραφε, ηγεμονικές σχολές στό Βουκουρέστι καί στό ’ Ιάσιο- ή δράση του
φαίνεται, τις αύτοσχεδίαζε καί τις κατέγραφαν ύστερα άπό μνή- πέφτει πιό πολύ στήν προηγούμενη περίοδο, τόν διακρίνουν ό­
μης αφοσιωμένοι ακόλουθοί του- γ ι’ αύτό έχουν καί το αύθόρ- μως ιδέες προοδευτικές, ιδίως σχετικά μέ τή γλώσσα, πού τόν
μητο καί το ανεπιτήδευτο τού προφορικού λόγου, χωρίς κοσμή­ συνδέουν περισσότερο μέ τήν περίοδο πού εξετάζουμε. Τό 1761
ματα λογοτεχνικά ή ρητορικά' μια τραχύτητα καί μια εύθύτητα μεταφράζοντας τό έργο ένος ιταλοΰ φιλοσοφου αντιμετώπισε
δωρική, ρουμελιώτικη, πού κλείνει μέσα της αφάνταστη δύναμη. τό γλωσσικό ζήτημα καί μίλησε γιά τό «κοινόν ύφος», που το
Ο Κοσμάς συνδυάζει σέ μια υψηλή σύνθεση τό πνεύμα τού δια­ θεωρούσε, κατάλληλα καλλιεργημένο, αρμόδιό για κάθε ύλη.
φωτισμού καί τής παιδείας μέ τή θρησκευτική πίστη καί τήν Ένδιαφέρθηκε γιά τά μαθηματικά καί τις φυσικές επιστήμες,
εθνική συνείδηση. Στο δρόμο γιά τήν άφύπνιση τού γένους μπο­ άλλα καί γιά τά αρχαία γράμματα- ιδιαίτερη όμσις μνεία αςιςει
ρεί νά θεωρηθεί πρόδρομος, όπως καί ό Ρήγας. Είχαν καί τό τό ενδιαφέρον του γιά τά προβλήματα τά παιδαγωγικά. ' Η ft a i -
ίδιο τέλος- τό 1779 οί τουρκικές άρχές τον συνέλαβαν καί τον δαγαιγία του, τυπωμένη στή Βενετία τό 1779, είναι άμεσα εςαρ-
έξετέλεσαν. τημένη άπό τό Thoughts Concerning Education, τού Locke.
Ο Κοσμάς ό Αίτωλός καί το Χρονικό τοϋ Γ αλαξιδίου μάς 'II αύξηση τών πνευματικών ένδιαφερόντων, ή ζωηρη κίνηση
οδήγησαν σ’ έναν άλλο χώρο, έξω καί άπό τον λόγιο των Φανα- τών ιδεών καί ή ολοένα πιό πυκνή κυκλοφορία τών βιβλίων που
ριωτών καί τής λογοτεχνικής καλλιέργειας των Ε φτανήσω ν παρατηρείται τήν περίοδο αύτή, έθετε αναγκαστικα και πάλι
είναι ό χώρος τής υπαίθρου, ό κορμός, μπορούμε νά πούμε, τοϋ καί έκανε επίκαιρο τό γλωσσικό ζήτημα. Μέ ποιο όργανο γλωσ­
ελληνισμού. Στερημένος άπό παιδεία ή άλλη καλλιέργεια, έ'χει σικό θά γίνει ό «φωτισμός τού γένους» ; 'Η καθιερωμένη αντί­
διαμορφώσει τό δικό του κόσμο, καί στον κόσμο αύτόν έδωσε ληψη (τού Βούλγαρη καί τών οπαδών του) ήταν πως το αρμόδιο
έκφραση μέ ένα δημιούργημα έξαιρετικό, τό δημοτικό τραγούδι. όργανο ήταν ή άρχαία" ό Μοισιόδαξ πρόβαλε «το κοινον ύφος».
Γο δημοτικό τραγούδι παίρνει τούρα, τήν εποχή άκριβώς αύτή Στα 1789 δυό λόγιοι, στό Βουκουρέστι καί οί δυό, ό ένας σχο-
καί ιδίως στο χώρο αύτόν τής Στερεάς, μια ιδιαίτερη έξαρση λάρχης στήν ’ Ακαδημία, ό άλλος άνώτερος δικαστικός, διατυ­
με τό «κλέφτικο» τραγούδι. Θά μιλήσουμε γ ι’ αύτό καί γιά πώνουν σέ μιά άλληλογραφία μεταξύ τους τις δυο διαμετρικά
τό δημοτικό τραγούδι γενικότερα στό αμέσως έπόμενο κεφά­ άντίθετες άπόψεις.5 Ό άρχαϊστής είναι ό σχολάρχης, ό .Λάμ­
λαιο. ΙΙροηγουμένως είναι ανάγκη νά παρακολουθήσουμε τήν προς Φωτιάδης, καί ό «δημοτικιστής» ό Δημήτριος Καταρτζης.
παραπέρα εξέλιξη τού νεοελληνικού διαφωτισμού. Γιά τρεις δεκαετίες, ώς τό 1821, ό άγώνας γιά τή γλοόσσα θα
διατηρηθεί σέ όλη τήν ένταση.
ΔΕΥΤΕΡΙΙ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 1 770-1820 'Ο Λ. Καταρτζής (περ. 1729-1800) κατέχει κεντρική θέση
Π ΑΚΜΙΙ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ. ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ στον αγώνα, καί γενικά σέ όλη τήν περίοδο αύτή τοϋ διαφωτι­
σμού, όπου ακολουθεί τήν προοδευτική γραμμή τού Μοισιό-
Ο ελληνικός διαφωτισμός, σύμφωνα μέ τή διαίρεση πού είδαμε δακα. Οί μεταγενέστεροι ξέχασαν τή διδασκαλία του, ή τήν ά-
παραπάνω (σ. 91), ΰστερ’ άπό τήν πρώτη του, «προδρομική»
φάση, περνά στις τελευταίες δεκαετίες τού αιώνα στήν περίοδο 5. Οί επιστολές δημοσιεύτηκαν άπό τον Νεόφυτο Δούκα, II κατ επι­
τής ακμής. ' Η γαλλική παιδεία, καί ιδιαίτερα ό κύκλος τών τομήν Γ ραμματική Ί'ερψιθέα, 8η έκδ., Βιέννη 1812, σσ. 53-84, καί ςανα-
δημοσιεύτηκαν άπό τον Κ. \ . Σάθα, Νεοελληνικής (Ι>ιλολογιας ΙΙαραρ-
Εγκυκλοπαιδιστών, τον επηρεάζει άποφασιστικά. Χαρακτηρι­ τημα, ’Αθήνα 1870, σσ. 154-176. ’Αποσπάσματα στοϋ Λ. Ε. Μέγα, Ι ­
στική είναι τώρα μια μεγαλύτερη πνευματική ώρίμανση, ή ό­ στορία το ϋ γλ ω σσ ικ ού ζη τή μ α το ς , τόμ. 2, Α θήνα 1027, σσ. 23-88.
94 95
4. Δ Ε Κ Α Τ Ο Σ Ο Γ ΔΟ Ο Σ Α ΙΩΝ ΑΣ ΑΚΜ Η Τ Ο Ϊ ΔΙΑΦ ΩΤΙΣΜ ΟΥ. Κ Α Τ Α Ρ Τ Ζ Η Σ

φησαν νά ξεχαστεΐ. Τά περισσότερα έργα του έμειναν άτύπωτα" λόγιοι άπό τή Θεσσαλία, ό Γρηγόριος Κωνσταντάς καί ό Δα­
ένα άλλο δημοσιεύτηκε «μεταφρασμένο» σέ λόγια γλώσσα. Οί νιήλ Φιλιππίδης, έξέδωσαν μιά Γεω γραφία νεω τερική, όπου
νεώτερες έρευνες (του Κ. Θ. Δημαρά κυρίως)6 μάς τον αποκα­ Ικδηλη είναι ή έπίδραση τοϋ Καταρτζή, οχι μόνο στή γλώσσα
λύπτουν ώς μιά προσωπικότητα εξαιρετική, άπό τις πιο ση­ αλλά καί στό πνεύμα γενικά, στήν ορθολογιστική καί ρεαλιστική
μαντικές τής προεπαναστατικής έποχής. Στο γλωσσικό ζήτημα άντιμετώπιση των προβλημάτων, στή γνωριμιά πού έπιζητεΐται
οι αντιλήψεις του είναι ριζικές καί σαφείς, στον μακροσκελέ- μέ τό άμεσο περιβάλλον. Ά πό τόν κύκλο τού Καταρτζή είναι
στατο τίτλο του έργου του Σχέδιο δτι κτλ. το λέει ρητά πώς ή βγαλμένος καί ό ’Αθανάσιος Χριστόπουλος. Τή θέση του στή
«ρωμαίικια γλώσσα. . . είναι κατά πάντα καλύτερ’ άπ’ όλες τ'ις νεοελληνική ποίηση θά τήν εξετάσουμε σ’ ένα επόμενο κεφά­
γλώσσες καί ότι ή καλλιέργειά της καί ή συγγραφή βιβλίων λαιο" άξιόλογη όμως στάθηκε καί ή συμβολή του στή διαμάχη
σ αυτήνα είναι γενική καί όλική άγωγή του έθνους». ’Έγραψε τή γλωσσική. Τό 1805 (έξι χρόνια πριν άπό τά Λ υρικά) τ ά σ ­
ακόμα καί Γραμματική τής αρχαίας (στα νεοελληνικά), Γραμ­ σετα ι μέ τούς οπαδούς τής δημοτικής μέ τή Γ ραμ ματική τής
ματική τής νεοελληνικής καί Νεοελληνική στιχουργική. αίολοδω ρικής (ή «όμιλουμένης τωρινής των Ελλήνων γλώσ­
Αλλά πέρα άπο τον γλωσσικό μεταρρυθμιστή, ό Καταρτζής σας»). Ή θεωρία του είναι πώς ή σημερινή, νεοελληνική γλώσ­
είναι ο άνθρωπος μέ τον πυκνό στοχασμό καί τό προοδευτικό σα, είναι μιά άπό τις διαλέκτους τής άρχαίας, αιολική καί δω­
βλέμμα, εκπρόσωπος τής εύεργετικής επίδρασης τοϋ διαφωτι­ ρική μαζί, έχει επομένως τήν ίδια εύγένεια μέ τήν αττική πού
σμού στην παιδεία καί στήν αφύπνιση του λαού. Χαρακτηρι­ θέλουν νά γράψουν οί άρχαϊστές. Ή θεωρία είναι φυσικά όλό-
στικός είναι ό τίτλος ενός δοκιμίου του: ’Ε γκώ μιο τον φ ιλό­ τελα σφαλερή καί άντιεπιστημονική, έτόνωσε όμως τις τάξεις
σοφον, μακαρισμ ός τον ορθοδόξου, ψόγος τον άθεου, τα λά νισμ α των «δημοτικιστών» καί γιά πολύ καιρό τά «αίολοδωρικά»
τον δεισιδαίμω ν. Συστηματικότερα εξέθεσε τό φιλοσοφικό του χρησιμοποιούνταν ώς συνώνυμα μέ τά «νεοελληνικά» (ή «ρω-
σύστημα στό δοκίμιό του Γνώθι σαντόν. Ό Καταρτζής έγραψε μαίικα» όπως τά έλεγαν παλαιότερα). ’Αργότερα, μαζί μέ τά
τή λαϊκή γλώσσα (όπως μιλιόταν στους κύκλους τής Πόλης) Λ υρικά του, τυπώθηκε καί ένα πεζό, τό « ’Όνειρο», ένα είδος
χωρίς κανένα συμβιβασμό πρός τή λόγια παράδοση, καί μ’ έναν διαλόγου άνάμεσα στό συγγραφέα καί δυό γυναίκες άσχημες
τροπο αρκετα ιδιότυπο καί προσωπικό, καί τήν έγραψε μέ σύ­ καί φτιασιδωμένες, πού είναι ή «μιξοβάρβαρη γλώσσα» καί ή
στημα καί μέ επιμονή. ’Ίσως νά είχε προτρέξει άπό τήν έποχή ορθογραφία. Τό έργο, πού σατιρίζει πιό πολύ τις θεωρίες τού
του- ϋστερ άπό οχτώ χρόνια άναγκάστηκε νά παραδεχτεί μιά Κοραή, είναι γραμμένο σέ θερμή, ζωηρή γλώσσα καί έχει πολ­
γλωσσά άνάμεικτη, «αιρετή», άντί γιά τή «φυσική» πού έ­ λές λογοτεχνικές άρετές, δέν είναι όμως τού Χριστόπουλου, όπως
γραφε ώς τότε. Μιά υποχώρηση τακτική, όπως χαρακτηρίστη- θεωρήθηκε άπό πολλούς, άλλά θά πρέπει νά έχει κάποια σχέση
κε, όχι ήττα. ’Ά λλωστε ό κύριος σκοπός του ήταν πιό υψηλός: μέ τό περιβάλλον του.7 Ά λλα άνάλογα, λογοτεχνικά ή σατιρικά
«νά ώφελήσει τό γένος». έργα, πού έντάσσονται κι αύτά στις οξείες γλωσσικές διαμάχες
Ό Καταρτζής, αν ξεχάστηκε άπό τούς μεταγενέστερους, ά­ τής προεπαναστατικής τριακονταετίας, είναι ό Λ ογιότατος τ α ­
σκησε σημαντική επίδραση στούς συγχρόνους του. Ά πό τό ά­ ξιδιώ της τού Βηλαρά8 καί ή κωμωδία 7α Κ ορακ ίστικ ά τού
μεσο περιβάλλον του καί επηρεασμένοι άπό τις ιδέες του βγήκαν Φαναριώτη Ίακωβάκη Ρίζου Νερουλού (1813), γραμμένη μέ
προσωπικότητες άξιόλογες στον ένα ή στον άλλο τομέα. Ό εξο­ πολύ κέφι καί αίσθηση θεατρική, μέ σαφή κι έδώ τή σάτιρα
χότερος είναι άναμφισβήτητα ό Ρήγας. Οί μαρτυρίες πού έχουμε εναντίον τού Κοραή.
είναι ρητές, πώς ό Καταρτζής, γοητευμένος άπό τά προτερή­
ματα του νεαρού Ρήγα, τόν άγάπησε πατρικά καί τόν συνέδραμε 7. Τελευταία τή γνησιότητα τοϋ «’Ονείρου» υποστήριξε ό V. Rotolo,
μέ τή σοφία του καί τις πολιτικές του γνώσεις. Τό 1791 δύο Folia Neohellenica 1 (1975) 125-142. Τά επιχειρήματα του ωστόσο δέν
μπόρεσαν νά μέ πείσουν.
6. ’Έχει γράψει πολλές μονογραφίες γιά τον Καταρτζή καί έξέδωσε 8. Δημοσιεύτηκε μετά τό θάνατό του στήν πρώτη έκδοση τών έργων
τελευταία τά Ιΐνριηκόμενα —βλ. Βιβλιογραφία. του (Κέρκυρα 1827).
96 97
*. Δ Ε Κ Α Τ Ο Σ Ο Γ ΔΟ Ο Σ ΑΙΩΝ ΑΣ Α Δ Α Μ Α Ν Τ Ι Ο Σ Κ Ο Ι>Λ 11Σ

Δίπλα στο Χριστόπουλο καί τό Βηλαρά πρέπει νά μνημονευ- βλίου·10 και ίσχυσε ή εμφάνισή του. γιά νά πάρει αμέσως ή δια­
σουμε καί έναν άλλο σημαντικό λόγιο, ύπέρμαχο καί αύτόν τής μάχη μιά νέα τροπή. Στις δυο μερίδες, τών «δημοτικιστών» (ή
δημοτικής γλώσσας, Άν ’Αθανάσιο Έαλίδα άπό τα Γιάννινα «χυδαϊστών» όπως τούς έλεγαν περιφρονητικά) καί τών «άρχαϊ-
'1767-1829). Ά φοϋ ξενιτεύτηκε πρώτα στην Πολτάβα τής Ού- στών», προστίθεται τώρα ό Κοραης μέ τή «μέση οδό», καί συγ­
κρανίας, εζησε άπό τό 1787 ως το 1795 στή Βιέννη, οπού σπου­ κεντρώνει τά πυρά και άπό τις δύο παρατάξεις.
δάζει ιατρική, φιλοσοφία, μαθηματικά καί πειραματική φυσική. Ό Κοραης εζησε ογδόντα πέντε χρόνια καί καταλαμβάνει ένα
Ε κ εί στά 1795 δημοσιεύει άνώνυμα τά Κ αλοκινηματα, όπου μεγάλο και σημαντικό μέρος μέσα στήν ιστορία τής νεοελλη­
έλέγχει τή Λ ογική τού Εύγενίου Βούλγαρη. Στο τέλος του ίδιου νικής παιδείας. ' Κ προσωπικότητά του καθορίζει την τρίτη φά­
χρόνου επιστρέφει στην πατρίδα του καί θά μείνει εδώ γιά 24 ση τοϋ νεοελληνικού διαφωτισμού στις δύο προεπαναστατικές
χρόνια, άρχιδιδάσκαλος στή Σχολή των Ίωαννινων. ως τό 1820, δεκαετίες (1800-1820). Ά πό καταγωγή χιώτικη, γεννήθηκε στή
όταν, μαζί μέ τό Βηλαρά, θά καταφυγει στα Ζαγοροχώρια, γιά Σμύρνη στά 1748 κι εκεί έμαθε τά πρώτα γράμματα: ύστερ' άπό
νά περάσει έπειτα στά Εφτάνησα. Πεθαίνει στή Λευκάδα τό λίγα χρόνια πού έμεινε στο "Αμστερνταμ, όπου βοηθούσε τόν
1829. 'Ως διδάσκαλος απέκτησε πολλούς άφοσιωμένους μαθη­ πατέρα του στο εμπόριο, πήγε στή Γαλλία, σπούδασε ιατρική
τές (άνάμεσά τους τόν X. Φιλητά καί τον Κ. Άσώπιο) καί είχε στό Μ itpellier, καί άπο το 1788 έγκαταστάθηκε οριστικά στό
σημαντική ακτινοβολία. ’Έγραψε πολλά, ιδίως διδακτικά εγ­ ΙΙαοίσι. Ζεϊ άπο κοντά τή Γαλλική Έπανασταση και ποτίζεται
χειρίδια που έμειναν ωστόσο ανέκδοτα (μιά Γ εω γραφία του πέρα ως πέρα άπό τις φιλελεύθερες ιδέες της, ενδιαφέρεται ζωηρά
μάς παραδίδεται σε πολλά χειρόγραφα), καί είχε ζωηρή ανά­ γιά -ήν απελευθέρωση τής πατρίδας του καί τυπώνει άνώνυμα
μειξη στά κινήματα γιά την απελευθέρωση, καί όταν ήταν ακόμα φυλλάδια με υποδείξεις πολιτικές (1798-1803), παοάλληλα ό­
στη Βιέννη, καί άργότερα στά Γιάννινα και στά Εφτάνησα. Εί­ μως αφιερώνεται στο κύριο έργο του, τις φιλολογικές σπουδές
ναι φίλος τοϋ Βηλαρά (ό όποιος τοϋ αφιερώνει τή Ρ ω μ αίικη και τήν έκδοση έργων αρχαίων συγγραφέων. Ί Ι Έπανασταση
Γ λώσσα), αλληλογραφεί συχνά μαζί του καί συμμερίζεται τις τόν βρίσκει στήν προχωρημένη ηλικία τών 73 ετών, και μολο­
ιδέες του, εφαρμόζει μάλιστα σέ μερικά άπό τά γραφτά του νότι δεν ήταν απόλυτα σύμφωνος μέ τήν έκρηξη τοϋ κινήματος,
τό ορθογραφικό σύστνμ.κ τοϋ Βηλαρά. Τό 1821 σχεδιάζουν νά παρακολουθεί μέ φλογερή, νεανική άφοσιωση τις τύχες τής πα­
εκδώσουν μαζί (στο ’Άμστερνταμ ή ίσως κάπου άλλου στο εξω­ τρίδας του καί δεν παύει ν άπευθύνει συμβουλές ώς τό θάνατό
τερικό) ένα βιβλιαράκι μέ επιστολές τους, όπου αναπτύσσουν τις του στά 1833.
ιδέες τους για το γλωσσικό ζήτημα —κάτι σάν συνέχεια τής Ό Κοραής είναι πρώτ’ άπ’ ίλα φιλόλογος· ό πρώτος έλλη-
Ρ ω μαίικης Γλώσσας. νας φιλόλονος με εύρωπαϊκό κύοος, πού εντάσσεται άπόλ,υτα
μέσα στή μεγάλη άνθηση τής φιλολογικής επιστήμης καί τής
A. ΚΟΡΑΗΣ αρχαιογνωσίας πού σημειώνεται στήν Ευρώπη στην έποχη του,
φίλος τού V illoison και άλλων εύρωπαίων σοφών. Εκδίδει καί
Τό όνομα τοϋ Αδαμάντιου Κοραή μνημονεύτηκε ήδη στις προ­ υπομνηματίζει άρχαιους συγγραφείς, μελετά τή νέα γλώσσα, που
ηγούμενες σελίδες. Στή γλωσσική διαμάχη μπήκε ο Κοοαής τή βλέπει, σωστά, σαν την τελευταία φάση μιας, τής ίδιας,
μόλις τό 1805, εκθέτοντας τή θεωρία του στον πρόλογο ενός βι- γλώσσας, από τήν άρχαιότητα ώς σήμερα. Ά λλα ή σημασία τοϋ
9. Βλ. τή λαμπρή μελέτη τοϋ Λ. Βοανούση, «Κείμενα καί χειρόγραφα Κοοαή γιά τον νέο ελληνισμό δεν περιορίζεται έκεΐ. Μέ τήν
τοϋ Βηλαρά καί τοϋ ’Τ’αλίδα». Νέα 'Εστία 94 (Χριστούγεννα 1973'! σσ. ισχυρή του προσωπικότητα και τό μεγάλο του κύοος επηρέασε
07-86. Γιά τον Ταλίδα βλ. ακόμα Τοϋ ίδιου. Ό 'Αθανάσιος Ψαλίόας, και χαρακτήρισε μιά ολόκληρη περίοδο τών νεοελληνικών γραμ­
Ιωάννινα 1952. καί Χρ. II. Φράγκου. «Ή συμβολή τοϋ ’Αθανασίου 9 ’α­ μάτων. Στό δρόμο πρός την ενότητα πού πορεύεται τα χρόνια
κίδα στή δημιουργία επαναστατικού πνεύματος στην "Ηπειρο)), ,ίωόώνη
1 (19721 87-108 —όπου 'υποστηρίζεται ή άποψη οτι ό Τ’αλίδας είναι καί
ό συγγραφέας τοϋ 'Έρωτος αποτελέσματα και τής Ελληνικής Νομαρχίας. 10. Ποόόρομος Ελληνικής Βιβλιοθήκης, Παρίσι 1805.
99
4. Δ Ε Κ Α Τ Ο Σ Ο Γ ΔΟ Ο Σ ΑΙΩΝ ΑΣ

αυτά ό νέος ελληνισμός, ό Κορχής αποτελεί μια πρώτη σύνθεση. 11ΕΜ1ΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Θά ήταν λάθος νά δούμε τον Κοραή σάν το σοφό πού απομο­
νώνεται. στο γραφείο του" τον εΐδαμε άλλωστε πόσο στενά καί ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
πόσο έντονα συμμετείχε σε όλα τά κινήματα τού καιρού του.
Είναι ιδιοσυγκρασία κατά βάθος ορμητική καί φλογερή, ή κλα­
σική του όμως παίδευση, ή πείρα τής ζωής, καί οί φιλελεύθερες
καί δημοκρατικές του ιδέες τον οδηγούν προς τη «μεσότητα»
καί τού δημιουργούν μιά πνευματική ισορροπία. 'Η λύση πού
προτείνει στο γλωσσικό ζήτημα, ή «μέση οδός», είναι κι αύτή
μιά λύση δημοκρατική, σύμφωνα μέ τις ιδέες του. Το νά (απο­ Το δημοτικό τραγούδι κατέχει μιά ξεχωριστή θέση στή νέα ελ­
μακρύνεσαι από την κοινή είναι «τυραννικόν», άλλα καί το νά ληνική λογοτεχνία καί στή νεοελληνική πνευματική ιστορία γενι­
«χυδαΐζεις» είναι «δημαγωγικόν». ’Ανάμεσα στους «ολιγαρχι­ κότερα. Κι αύτύ όχι μόνο γιά τήν αναμφισβήτητη ποιοτική καί
κούς» καί τούς «οχλοκρατικούς» ό Κοραής τάσσεται με την κα­ ποιητική του υπεροχή, πού το τοποθετεί πολύ ψηλότερα άπό το
λώς εννοούμενη «δημοκρατία». "Ολα τά μέλη τού έθνους πρέ­ συνηθισμένο λαϊκό τραγούδι τού χωριού καί τής πόλης, άλλά
πει νά μετέχουν στή γλώσσα «μέ δημοκρατικήν ισότητα». καί γιατί βρισκόταν πάντοτε κοντά στήν έντεχνη, προσωπική
"Ετσι, στήν πράξη, για βάση τής γραφομένης γλώσσας παίρ­ ποίηση, ασκούσε ισχυρή επίδραση σ’ αυτήν καί καθόριζε πολλές
νει οπωσδήποτε τήν κοινή, τήν όμιλουμένη· άλλά τά έθνη, λέει, φορές τούς εκφραστικούς της τρόπους. Είδαμε πόσο στενά δε­
τότε μόνο μπορούν νά ονομάζονται φωτισμένα «όταν φέρωσι μένο μέ τά «άκριτικά» δημοτικά τραγούδια ήταν το πρώτο μνη­
τήν γλώσσαν αύτών εις τελειότητα». Καί αύτύ θά γίνει μέ τον μείο τής νεοελληνικής λογοτεχνίας, το έπος τού Διγενή Ά κ ρ ιτα ,
«καλλωπισμό», τον «κτένισμά καί στολισμό τής γλώσσης». “Ως παρακολουθήσαμε τή συνεχή παρουσία τού δημοτικού τραγου­
έδώ δέ θά είχε κανείς αντίρρηση- όλο το δεύτερο μέρος τού περί­ διού στά ίπποτικά μυθιστορήματα ή στά «καταλόγια», καί το­
φημου «Διαλόγου» τού Σολωμοΰ, τή θεωρία ίσια ίσια αυτού νίσαμε το δημοτικό χαρακτήρα τής κρητικής ποίησης, μέ τήν
τού «καλλωπισμού» καί τής γλωσσικής καλλιέργειας άναπτύσ- έννοια ότι πλησίαζε τήν έκφραση καί το στίχο της προς τούς
σει. ’Αλλιώς όμως άντικρίζει τή γλώσσα ό ποιητής καί αλλιώς καθιερωμένους τρόπους τού δημοτικού τραγουδιού —λιγότερο ό
ό γραμματικός, όσο βαθύς καί όσο ζωντανός κι άν είναι. ’Ενώ Χορτάτσης, πολύ περισσότερο ό Κορνάρος. 'Ο Σολωμός πάλι
ό Σολωμός άποζητα ένα βάθεμα κι ένα πλούτεμα έσωτερικό, θά δώσει καινούρια ώθηση στήν ποίησή του μαθητεύοντας στο
ό καλλωπισμός τού Κοραή είναι γραμματικός μονάχα καί περιο­ δημοτικό τραγούδι- τή συνεχή αύτή παρουσία καί τήν έπίδραση
ρίζεται στήν αποκατάσταση τών λαϊκών λέξεων στούς άρχικούς τού δημοτικού τραγουδιού θά μπορέσουμε νά τήν παρακολου­
όσο γίνεται τύπους (μάτι-όμ μάτω ν, ψάρι-όψάριον. θέλω κα τα ν- θήσουμε ως τούς ποιητές τής εποχής μας. Δέν είναι υπερβολή
τήσειν κτλ.). 'Ωστόσο μένει πάντα ή γλώσσα τού Κοραή πολύ νά πούμε πώς ή πορεία τών ποιητών γιά τήν κατάκτηση τής
περισσότερο κοντά στήν κοινή, καί εκείνοι πού τούς χτύπησε νεοελληνικής έκφρασης είναι μιά πορεία αδιάκοπης καί ολοένα
περισσότερο καί πού τον χτύπησαν περισσότερο ήταν οί «μι- άνανεούμενης προσαρμογής προς τούς εκφραστικούς τρόπους τού
ξοβάρβαροι» άρχαϊστές. ’Απάνω στήν κοραϊκή γλώσσα μορ­ δημοτικού τραγουδιού.
φώθηκε ή «καθαρεύουσα» τών πρώτων χρόνων του ελληνικού Είναι ακόμα το δημοτικό τραγούδι δίχως αμφιβολία το μέσο
κράτους. ’Αλλά καί ή «λύση» τού Κοραή δέν οδήγησε σέ πραγ­ μέ το οποίο ό λαός έδωσε τήν εγκυρότερη έκφραση στον κόσμο
ματική λύση. Ή βάση της ήταν πολύ τεχνητή, γραμματική- του καί στο πρόσωπό του. "Ο,τι συνηθίζουμε νά ονομάζουμε
κι έξω άπ’ αύτό, όσο περνούσαν τά χρόνια οί λόγιοι τού έλευθε- ψυχή ένος λαού, τήν ψυχοσύνθεσή του, τούς καημούς καί τούς
ρωμένου κράτους έγκατέλειπαν ολοένα καί πιο πολύ τις μετριο­ πόθους του, άκόμα καί τις ιστορικές του περιπέτειες, θά τά
παθείς αρχές τού Κοραή καί έπέστρεφαν προς τον άρχαϊσμό. βρούμε στήν άποκρυσταλλωμένη άνώτερη ποιητική έκφραση τού
100 10 1
,Γ> ΤΟ Δ Ι Ι Μ Ο Τ Ι Κ Ο Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι ΚΥΡΙΩΣ Α ΣΜ Α ΤΑ

τοαγουδιοϋ. Φυσικό είναι νά προκαλεΐ το θαυμασμό όσων το βουνίσιων κατοίκων τής ’ Ηπείρου καί τής Στερεάς, πού ώς
πλησιάζουν, άπό τον Fauriel, πού πρώτος το έκαμε γνωστό «κλέφτες» ή «αρματολοί» είχαν κάνει συνήθεια τής ζωής τους
στο δυτικό κόσμο, ως τις μέρες μας. Σ’ ένα γράμμα προς τό τ ’ άρματα καί άποτελοΰσαν, μέσα στήν τάση γιά ενοποίηση καί
γιο του στα 1815 ό I καίτε άνέφερε τα νεοελληνικά δημοτικά αποκατάσταση τού ελληνισμού, τό ένα μέρος, καί τό μέρος ’ί ­
τραγούδια ώς «τό πιό έξοχο πού ξέρουμε άπό τήν πλευρά τής σως τό πιό σημαντικό' γιατί βέβαια καί ή λογιοσύνη τού Κο-
λυρικής-δραματικής-έπικής ποίησης)*.1 'Ο ϊδιος μετέφρασε καί ραή, καί ή πολιτική πείρα τών Φαναριωτών καί οί τόσοι καί
ένα άπό τα ωραιότερα ελληνικά δημοτικά τραγούδια: τόσοι άλλοι παράγοντες ένούθηκαν όλοι μαζί καί έδωσαν τό ευ­
φρόσυνο άποτέλεσμα τής άποκατάστασης. άλλά τό βάρος τοΰ
'Ο ’Ό λυμπος κι ό Κ ϊσσαβος, τά òvò βουνά μαλώνουν.
πολέμου τό κράτησαν οί τραχείς αύτοί καί εμπειροπόλεμοι βου­
’Αποτελεί λοιπόν τό δημοτικό τραγούδι μια παράλληλη δια­ νίσιοι, αύτοί πού τραγουδούσαν καί αύτούς πού τραγουδούσε τό
χρονική παρουσία, πού δέν μπορεί νά ένταχθεΐ σέ μια συγκεκρι­ κλέφτικο τραγούδι: ό Καραισκάκης, ό Κολοκοτρώνης, ό Μακρυ-
μένη περίοδο τής λογοτεχνικής ιστορίας. Τό βρίσκουμε, μέ τά γιάννης. Ό τελευταίος, κλεισμένος στήν ’Ακρόπολη, θά δώσει έκ­
«άκριτικά», πριν ακόμη άπό τό πρώτο μνημείο τής έντεχνης φραση στή λύπη του αυτοσχεδιάζοντας ένα κλέφτικο τραγούδι:
λογοτεχνίας —’ίσως μάλιστα. καθώς θά δούμε, οί ρίζες του νά Ό ήλιος εβασίλεψε —"Ελληνά μου, βασίλεψε—
είναι άκόμα παλαιότερες— καί συνεχίζεται καί τραγουδιέται ώς καί τό φεγγάρι έχάΟη,
τις μέρες μας. Μέ μιά βέβαια διαφορά: πώς τό δημοτικό τρα­ κι ό καθαρός αυγερινός που πάει κοντά στήν π ο ύ λ ια . . . 2
γούδι ζεΐ άκόμα σήμερα, άλλα ζεί μέ τήν έννοια τού συντηρείται,
σάν μιά «πράξη κατά παράδοση» μέ τή λαογραφική έννοια. Δέν έχουν βέβαια όλα τά τραγούδια τήν άνώτερη αύτή ποιότη­
Τραγουδιέται σέ γάμους καί σέ πανηγύρια ή σέ άλλες περιστά­ τα. Είναι μάλιστα πολλά πού δέν ξεπερνούν τή συνηθισμένη
σεις τής κοινωνικής ζωής, πιό πολύ σέ άπομακρυσμένες περιο­ στάθμη εκείνων πού τραγουδά ό λαός σ’ όλα τά μέρη. Σωστά
χές καί σέ μικρές επαρχιακές πόλεις (γιά πόσο άκόμα, ή για ή επιστήμη τής λαογραφίας ξεχώρισε δύο μεγάλες κατηγορίες
πόσο άκόμα γνήσιο καί όχι άλλοιωυ,ένο άπό ξένες επιδράσεις τραγουδιών: τά «κυρίως άσματα», πού «συνοδεύουν όλες τις εκ­
ή τήν τουριστική προβολή, είναι άλλο ζήτημα)' άλ.λά δέ ζεΐ δηλώσεις τού βίου καί τών κατά φύσιν καί τών προηγμένων στον
δημιουργικά, δέν πλάθονται καινούρια τραγούδια, έξω ίσως απο πολιτισμό λαών», καί τά «διηγηματικά» ή «έπύλλια» (ballades),
μερικά απλά δίστιχα στα νησιά ή άλλου. Τήν τελευταία του δη­ πού «προϋποθέτουν άρκετή ποιητική προπαρασκευή, ωριμότητα
μιουργική άνθηση τό δημοτικό τραγούδι τή γνώρισε μέ τό «κλέ­ καί ποιητική παράδοση καί τέχνη».3 Ό λαός τά τελευταία τά
φτικο» τραγούδι, τόν 18ο αιώνα καί στις παραμονές τής ’Επα­ ονομάζει « παραλογές». καί αύτά είναι τά λογοτεχνικά άρτιό -
νάστασης, καί κυρίως στή Στερεά Ελλάδα, εκεί άκριβώς πού τέρα καί τά περισσότερο ενδιαφέροντα.
είδαμε τό Χρονικό τοΰ 1 'αλαςιδίου καί τόν Κοσμά τόν Αίτωλό, Τά πιό υποτυπώδη άπό τά «κυρίως άσματα»4 είναι τά ερ­
Γι’ αύτό καί κρίναμε σωστότερο στό σημείο αύτό νά τοπο­ γατικά, όσα κρατούν το ρυθμό σέ μιά εργασία τού άνθρώπου
θετήσουμε τήν εξέταση τοΰ δημοτικού τραγουδιού στό σύνολό (άλεστικά π.χ. ή κωπηλατικά), καθώς καί όσα συνδέονται μέ
του. ’Αποτελεί μιά άποκορυφωση στό τέλος μιας μακριάς εξέ­ διάφορες εορτές καί έθιμα λαϊκά, όπως π.χ. τά κάλαντα. ’Εν­
λιξης' καί συνάμα εκφράζει τό αδρό καί πολεμικό πνεύμα των διαφέροντα είναι τά «χελιδονίσματα», πού τά ψάλλουν τήν 1η
1. Σέ γράμμα του προς τό Υιό του τον Αύγουστο, στις 5 ’Ιουλίου 1 815: Μαρτίου μικρά παιδιά άπό πόρτα σέ πόρτα κρατώντας στό χέρι
«Ein Freund der Nougriechen war bei mir, der Lieder dieses Volkes
mil sich fiihrt. das Kostlichste in dem Sinne der lyrisch-dramatisch- 2. Στρατηγόν Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, έκδοση Γ. Βλαχο-
epischen Poesie, was wir kcnnen». Γιά τις μεταφράσεις του βλ. Κ. γιάννη, 2η έκδ., Α θήνα 1947, τόμ. 1, σ. 285.
Dieterich, «Goethe urid die neugriechische Volksdic.htunpr», Hellas- ο. Στ. Π. Κυριακίδης, 'Ελληνική Λαογραφία, τόμ. 1, Τά μνημεία τοΰ
Jahrbuch 1929, σο. 61-81. (ΓΙρβ. Σ. R . Κουνέας, Νεα ' Ε στία 11 (1932) λόγου, 2η εκδ., ’Αθήνα 1965. σ. 48-49
621 κ.έ.). 4. Γιά τή διαίρεση τών «κυρίως άσμάτων» βλ. αύτ., σσ. 52-99.

10 2 10 3
5. Τ Ο Δ 1 Ι Μ Ο Τ Ι Κ Ο Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι Μ Ο ΙΡ ΟΛΟΓΙΑ

ένα ομοίωμα χελιδονιού. 'Η συνήθεια έμεινε άπό τήν άρχαιότητα" διαδεδομένο, στήν Ί λιάδα (Ω 719) δίπλα στό νεκρό 'Έκτορα
ένα «χελιδόνισμα» πού μας διέσωσε ό Άθήναιος είναι όμοιο βάζουν νά καθίσουν ειδικοί «άοιδοί θρήνων έξαρχοι», πού τό
μ’ αυτά πού ψάλλονται σήμερα: τραγούδι τους τό ακολουθούν μέ τά κλάματά τους οί γυναίκες,
Ή λθ’ ήλθε χελιδών Ή ρθε, ήρθε χελιδόνα κάτι άντίστοιχο μέ τις σημερινές μοιρολογήτρες. 'Ο λαός φύ­
καλάς ώρας άγουσα ήρθε κι δλ,λη μελιηδόνα, λαξε στά μοιρολόγια του τήν άρχαία έλληνική αίσθηση, τελείως
κ α ί καλούς ενιαυτούς κάθισε καί λάλησε άνεπηρέαστη άπό τή χριστιανική έσχατολογία. Δέν υπάρχει διά­
κ α ι γλυκά κελάδησε. κριση άνάμεσα στήν Κόλαση καί στόν Παράδεισο- οί νεκροί πάνε
( Ά θ ή ν . 8, 60) (P a s so w , άρ. 3 0 7 )
στόν «Κάτω κόσμο», πού είναι μαύρος κι άραχνιασμένος, καί
δέ χαίρονται πιά τόν «άπάνω κόσμο» μέ τις χαρές καί τις ο­
Μιά μεγάλη κατηγορία τέτοιων τραγουδιών είναι τα παιδικά, μορφιές του- πολλά άπό τά μοιρολόγια, καθώς θρηνούν τό χαμό
όσα τραγουδούν τά ’ίδια τά παιδιά ή όσα τραγουδούν οί μεγά­ τού νεκρού, ψάλλουν τις ομορφιές τής άνοιξης καί τής φύσης:
λοι γ ι’ αύτά" τέτοια τά «ταχταρίσματα» (πού τά λένε οί μα­ Δε σδπρεπε, δέ σδμοιαζε στή γ ή κρεβατοστρώ ση,
νάδες όταν χορεύουν στά χέρια τους το μωρό) ή τά «ναναρίσμα- μόν σδπρεπε, μδν σδμοιαζε στοΰ Μάη τό περιβόλι,
τα»· άπό αυτά μερικά διακρίνονται γιά το λυρισμό τους: άνάμεσα σε δυο μηλιές, σε τρεις νεραντζοπον λες,
Κ οιμήσου άστρί, κοιμήσου αυγή, κοιμήσου νώ φ εγγάρι, νά πέφτουν τ ’ ανθ’ άπάνω σου, τά μήλα στήν ποδιά σου,
κοιμήσου πού νά σε χαρει ό νιος πού θά σε πάρει. τά κρεμεζογαρούφαλα τριγύρω στά λα ιμ ό σου?
Κ οιμήσου πού π αράγγειλα στην Π όλη τά χρυσά σου,
στη Βενετιά τά ρούχα σου και τ ά διαμαντικά σου,5 Τό ίδιο καί στό συμπυκνωμένο αύτό δίστιχο πού λέγεται πως
τό τραγούδησε καί ό ’Αθανάσιος Διάκος καθώς τόν οδηγούσαν
Στά κυρίως άσματα τάσσονται καί όσα είναι δεμένα μέ τά στό μαρτύριο:
πιο σημαντικά περιστατικά στη ζωή τού άνθρώπου, τον έρωτα
Γ ιά ίδες καιρόν πού διάλεξε ό Χάρος νά σε πάρει,
καί το γάμο, το θάνατο, κι άκόμα τήν ξενιτιά, πού ό ελληνικός τώ ρα π ’ ανθίζουν τά κλαριά καί βγάζει ή γης χορτάρι.8
λαός τή θεωρούσε πάντοτε μεγάλη συμφορά. Τά τραγούδια τού
γάμου (τά «νυφιάτικα») είναι στενότερα δεμένα μέ τήν εθιμική Μιά ιδιαίτερη κατηγορία μοιρολογιών, «τού Κάτω κόσμου
τάξη- άλλά στά τραγούδια τής άγάπης ξεχύνεται ελεύθερος ένας καί τού Χάρου» όπως τά είπαν, κινείται γύρω άπό τό Χάρο,
πηγαίος λυρισμός πού μάς ξαφνιάζει μέ τή φρεσκάδα του καί τήν τραγική προσωποποίηση τού θανάτου πού έπλασε ό λαός
τήν ποιότητά του. Συχνά περιορίζονται σέ δίστιχα μονάχα, λ ια ­ άπό τόν Χάρωνα, τόν πορθμέα των άρχαίων. 'Ο λαός τόν φαν­
νοτράγουδα ή αμανέδες, πατινάδες, μαντινάδες (matinades)· αλ­ τάζεται πελώριο στό άνάστημα, άδάμαστο, μαυροφορεμένο τις
λά πολλά είναι καί τά μακρότερα καί τά συνθετότερα, πού λίγο περισσότερες φορές, καί καβαλάρη, πού σέρνει τούς πεθαμένους
παραλλάσσουν άπό τά διηγηματικά. στ’ άλογό του καί σκορπίζει παντού τή φρίκη:
Γ ια τί είναι μαύρα τ ά βουνά καί στέκουν βούρκο)μένα;
’Ανώτερο λυρισμό καί γνήσιο πάθος δείχνουν καί τά τραγού­ Μήν άνεμος τά πολεμά, μήνα βροχή τά δέρνει;
δια γιά τό θάνατο άγαπημένων προσώπων, τά μοιρολόγια (ή
Κ ι ούδ’ άνεμος τά πολεμά, κ ι ουδέ βροχή τά δέρνει,
λέξη είναι ήδη βυζαντινή), «τό πλουσιότερο τμήμα μέσα στή
μόνε διαβαίνει ό Χάροντας με τούς άποθαμένους.
νεοελληνική δημοτική ποίηση».6 Τό μοιρολόγι συνηθίζεται σέ Σέρνει τούς νιούς από μπ ροστά, τούς γέροντες κατόπι,
όλους τούς λαούς. Στήν άρχαία Ελλάδα τό βρίσκουμε εύρύτατα
τά τρυφερά παιδόπουλα στή σέλα άραδιασμένα.9
5. Ν. Γ . Π ο λ ίτη ς, Έκλογαί, άρ. 1 5 3 .
6. C. F a u rie l, Chants populaires de la Grece moderne, τ ό μ . 1 , Π α ­ 7. Π ο λ ίτη ς , Έκλογαί, άρ. 1 9 6 . 9 . P a s s o w άρ. 4 0 9 ,
ρ ίσ ι 1 8 2 4 , Ε ισ α γ ω γ ή , σ. C X X V . 8 . Α ύ τ ., άρ. 2 1 2 . Π ο λ ίτ η ς άρ. 2 1 8 .

10 4 10 5
ΔΓ11ΤΙI Μ A T I ΚΛ ' Π Ά Γ Ο Γ Δ Ι Λ
ΤΟ Δ Η Μ Ο Τ Ι Κ Ο Τ Ι ' Λ Γ Ο Τ Δ ί

Είναι άτεγκτος, κουφός στα παρακάλια των ζωντανών. Ή λαϊκή τα πεοιστατικα μέ στίχους λίγο ή πολύ τυποποιημένους. I α
φαντασία τον φαντάζεται νά δειπνάει με τή γυναίκα του τή παλαιότερα προέρχονται άπο τά βυζαντινά άκόμα χρόνια, για
Χαρόντισσα καί νά τούς κερνά μια νέα κοπέλα, τού έδωσε άκόμα γεγονότα στον Πόντο στις άρχές τού 13ου αιώνα, γιά τήν άλωση
και μιά μάνα, που συμπονά τούς πεθαμένους και μάταια παρα- καί τή λεηλασία («τό κρούσος») τής Αδριανουπολης το 136]’
καλεί" το γιό της να τούς λυπηθεί. 'Ένα άπύ τά ωραιότερα καί μιά ολόκληρη ομάδα ύμνεί τούς αγώνες των Σουλιωτών με τον
τά πιο διαδεδομένα τραγούδια, τής λυγερής πού «παινεύτηκε Ά λή πασά- αυτά είναι καί τά τελευταία πού έχουν ενδιαφέρον.
πώς Χάρο δέ φοβάται», φτάνει στήν τελειότητα των διηγημα- Τά τρανούδια γιά τό Είκοσιενα είναι άσήμαντα, καί τα μετα­
τικών τραγουδιών καί σ’ ένα βάθος αύτόχρημα τραγικό: ό Χά­ γενέστερα πολύ κατώτερα. Κάποτε τό τραγούδι πλ.αταινει σε
ρος, σάν εκπρόσωπος τής άδυσώπητης μοίρας, τιμωρεί την «ύ ­ ένα έμμετρο χρονικό μισοδημοτικό-μισολόγιο, ιδίως στήν Κύπρο
βρη» τής νέας γυναίκας.10 καί στήν Κρήτη, όπου σώζεται καί ιδιαίτερη κατηγορία τέ­
’Ιδιαίτερα καλλιεργήθηκε τό μοιρολόγι στη Μάνη, όπου από­ τοιων ποιητών, οί «ποιητάρηδες». 'Ένα τέτοιο ποίημα, στιχουρ-
κτησε εναν ιδιόρρυθμο χαρακτήρα. Το τραγουδούν έπαγγελμα- γημένο άπό τον Κρητικό Παντζελιο, έξιστορεί τή δράση και το
τιες μοιρολογήτρες μέ μιά αυστηρά καθιερωμένη εθιμοτυπία, καί βίαιο Οανατο τού Δασκαλογιάννη. αρχηγού μιάς επανάστασης
ό στίχος δεν είναι ό κοινός δεκαπεντασύλλαβος, άλλα ο μικρό­ στήν Κρήτη μετά τά Όρλωφικά (1771). Βρισκόμαστε πιά στά.
τερος οχτασύλλαβος. 'Η Μάνη, άπότομη καί άπομονωμένη, πο­ όρια ανάμεσα στή λαϊκή και στήν προσωπική ποίηση.
λεμική περιοχή, κράτησε σέ πολλά μιά ιδιορρυθμία καί μιά αύ-
στηρότητα στήν κοινωνική καί τήν οικογενειακή ζωή, πού διέ- Στήν ανώτερη βαθμίδα τών δημοτικών τραγουδιών έτάξαμε τά
πεται απο τούς δικούς της κανόνες (καί άπό τό έθιμο τού «γδι- «διηγηματικά». Μπορούμε νά τά μοιράσουμε σέ δύο κατηγο­
κιωμοϋ», τής «βεντέτας»). Τά μανιάτικα μοιρολόγια δέν έχουν ρίες, στά «-/κριτικά» και στά κυρίως διηγηματικά. αυτά που ο
τη λυτρωτική κάθαρση των άλλων ελληνικών μοιρολογιών είναι λαός ονομάζει παραλογές. Τις πρώτες άρχές τών διηγηματι-
βαρια, καταθλιπτικα, δύσκολα ξεφεύγουν άπό τήν έξιστόρηση κών αύτών τραγουδιών ό Στ. II. Κυριακίδης12 μπόρεσε μέ ισχυ­
τού περιστατικού. « Ό ,τ ι ξεχωρίζει τό μανιάτικο μοιρολόγι (γρά­ ρά επιχειρήματα νά τις άνιχνεύσει ώς τά χρόνια τής ύστερης
φει ο Γ. Άποστολάκης)11 είναι ή πλημμύρα άπό συναισθήματα αρχαιότητας. 'Π ίδια ή λέξη τραγονόι μάς οδηγεί άλλωστε στήν
καί ή έλλειψη άπο φαντασία. 'Ο Μανιάτης πορεύεται στή ζωή αρχαιότητα, καί ξερουμε ότι κιόλας άπό τον Ιο μ.Χ. αιώνα η
του με τά γεγονότα γυμνά καί αστόλιστα καί ή ωμή, θά έλεγα λέξη τοα γω δϊα έσήμαινε τό άσμα. Αλλά καί ή λέςη παραλογή
υλιστική έκφρασή του είναι τό φυσικό ξεθύμασμα». Μιά ιδιαί­ (καί ή μεσαιωνική καταλόγι) έχουν επίσης αρχαία τήν προέ­
τερη περιοχή μέ τό δικό της ενδιαφέρον. λευση. Στο τέλος τής αρχαιότητας τό άνωτερο, καί τό συνθε­
Πολλά κοινά σημεία συνδέουν τά μοιρολόγια μετά κλέφτικα τότερο, δημιούργημα τού κλασικού κόσμου, ή τραγωδία, είχε
τραγούδια, πολλές φορές ένα μοιρολόγι μάς παραδίδεται ώς κλέ­ άποσυντεθεΐ στά στοιχεία πού τήν άποτελοΰσαν. Οί υποκριτές
φτικο ή καί άντίστροφα' είναι καί τά δύο τά πιό λυρικά άπό τά παρίσταναν τά διαλογικά μέρη μόνο, κι αύτά όχι ολόκληρα, άλ­
δημοτικά τραγούδια. Γιά τά κλέφτικα θά γίνει λόγος παρακάτω. λοι έψαλλαν μονο τα άσματικα μέρη (άδειν τραγω δίαν ή τρα-
Απο τά ύπόλοιπα μή διηγηματικά ας σημειωθούν τά σατιρικά γιοόεϊν κατάντησε νά σημαίνει «τραγουδώ»). ’Εκτός όμως απο
(χαριτωμένα πολλές φορές γιά τό λαϊκό τους χιούμορ), τά γνω- τή διάσπαση αύτή στά διαλογικά. καί τά άσματικά μέρη, έπήλθε
μικά. καί προπάντων τά ιστορικά. Κι αυτά πολλές φορές πλη­ καί μιά άλλη διάσπαση, ανάμεσα στο άσμα καί στήν ήθοποιία.
σιάζουν στήν έκφραση τά μοιρολόγια (όπως τό γνωστό «Τής Τόν ύποκριτή αντικατέστησε σιγά σιγά, ό gesticulator. ο οποίος
Ά γιά-Σ οφιας» γιά τήν άλωση τής Πόλης), άλλα μνημονεύουν εκφραζόταν μόνο μέ κινήσεις. Στούς τελευταίους αιώνες, τέ­
τοιου είδους βουβές θεατρικές παραστάσεις είχαν μεγάλη διά-
10. Δημοτικό τραγούδι πολύ διαδεδομένο, μέ πολλές παραλλαγές:
P a s s o w άρ. 4 1 3 - 4 1 9 , Πολίτης άρ. 2 1 7 . 12 . Σ τ ή ν ε ξ α ιρ ε τ ικ ή μ ε λ έ τ η τ ο υ : Λί ιστορικάί άρχαί τής δημιόδοι·;
1 1 . Γ . Μ. Ά π ο σ τ ο λ ά κ η ς , Τό κλέφτικο τραγούδι, Α θ ή ν α 1 9 5 0 , σ .1 0 3 . νεοελληνικής ποιήσειος, Θ εσ σ α λ ο ν ίκ η 1 9 3 4 ' 2η έκδ ., 1 9 5 4 .

10 6 10 7
5. ΤΟ ΔΠΜΟ'ΓΙΚΟ ΤΡΛΓΟΓΛΙ ΛΚΙΊΤΙΚΛ

δόση' είναι ό «τραγικός παντόμιμος», μέ υπόθεση τις πιο πολ­ στά έμπ α του χίλιονς έκοψε, στα ξέβγα δυο χιλιάδες,
λές φορές παρμένη άπό τη μυθολογία. Την παράσταση τη συ­ καί στο καλό τι) γύρισμα κανένα δεν άψήνει.1*
νόδευε ένα άσμα, ειδικά γραμμένο καί προσαρμοσμένο στις α­ Τό υπερφυσικό στοιχείο υπάρχει παντού- ό πολεμιστής συνο­
νάγκες τοϋ παντομίμου, το όποιο φυσικά θά εξιστορούσε, θά μιλεί μέ τ ’ άλογό του, τά άλογα, (σύντροφοι τού πολεμιστή)
«έτραγωδοϋσε» τά περιστατικά τοϋ μύθου. Τά ορχηστικά αύτά υψώνονται κι αύτά σέ μιά σφαίρα εύγενική καί ηρωική. Γά τρα­
άσματα είχαν γίνει πολύ δημοφιλή καί τά τραγουδούσαν (μάς γούδια γεννήθηκαν σ’ ένα περιβάλλον ανθρώπων πού είχαν για
λέει ό Λιβάνιος, 4ος αιώνας μ.Χ.)13 τά παιδιά (οί μικροί υπη­ άποκλειστικό τους έργο τόν πόλεμο- τό περιβάλλον τής Ί λ ιά -
ρέτες) στά σοκακια πηγαίνοντας νά ψωνίσουν, ενώ τούς ορχη­ δας. Καμιά απαλότερη νότα δέ γλυκαίνει τόν τραχύ τους βιο.
στές τούς καλοϋσαν στά σπίτια, στά συμπόσια καί στούς γά- Ό έρωτας δεν παίζει κανένα ρόλο- ή γυναίκα άνήκει κι αύτή
μους, πράγμα γιά το όποιο δεινά ψέγει τούς χριστιανούς ό Ι ω ­ στό ’ίδιο πολεμικό περιβάλλον, κάποτε είναι καί ή ίδια «άν-
άννης ό Χρυσόστομος. Στά ορχηστικά αύτά άσματα έχουν τήν τρειωμένη λυγερή», όπως ή Μαξιμώ τού έπους. Θά γεννήθηκαν
απώτερη αρχή τους οί δημοτικές παραλογές, αύτό είναι το στήν ηρωική εποχή τού Βυζαντίου, τόν 9ο καί τόν 10ο αιώνα,
συμπέρασμα τής θεωρίας τοϋ Στ. Π. Κυριακίδη. Καί σημαντι­ καί στή Μικρά ’Ασία, άπ’ όπου εξαπλώθηκαν σ’ όλη τήν Ε λ ­
κή είναι ή παρατήρηση πώς τις παραλογές έως τά τελευταία λάδα καί στούς γειτονικούς σλαβικούς λαούς. Ί ά πιό γνωστά
χρόνια τις τραγουδούσαν κυρίως στούς γάμους ώς τραγούδια είναι τού Άρμούρη, των γιων τού ’Ανδρονίκου, τού Πορφύρη,
χορευτικά. τού Κάστρου τής 'Ωριάς (αύτό σέ στίχο δωδεκασύλλαβο) καί
’Από τά διηγηματικά τραγούδια πού ψάλλει ακόμα ό λαός, τά τραγούδια τού κύκλου τού θανάτου τού Διγενή- τά τελευ­
μερικά διακρίνονται γιά τήν τραγικότητα τού μύθου καί δυνα­ ταία πήραν, φαίνεται, τήν τελική διατύπωσή τους στήν Κύπρο.
μώνουν έτσι καί άπο άλλη πλευρά τή θεωρία τού Κυριακίδη. Στά ίδια χρόνια καί στό ίδιο μέρος, τή Μ. ’Ασία, τοποθετεί
’Αλλά πότε διαπλάστηκαν πραγματικά καί πότε πήραν τή μορφή ό Baud-Bovy καί δυό άπό τά πιό γνωστά, διαδεδομένα σέ
μέ τήν οποία μάς τά έσωσε ή προφορική παράδοση, αύτό είναι όλη τήν Ελλάδα, διηγηματικά τραγούδια: Τού γεφυριοΰ τής
άλλο ζήτημα. Θά ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον άν μπορούσε νά ’Άρτας καί Τού νεκρού άδερφοΰ.15 Κυριαρχεί καί σ’ αύτά ό
πιστοποιηθεί ό χρόνος καί ό τόπος όπου πλάστηκε γιά πρώτη ίδιος αρρενωπός καί άδυσώπητος κόσμος, όπως και στα ακρι-
φορά το κάθε τραγούδι, καθώς καί ό δρόμος πού ακολούθησε τικά, μέ πολλή άνάμειξη τού υπερφυσικού άλλά καί τού τρα­
στή διάδοσή του. Αύτό επιχείρησε ό Ελβετός Samuel Baud- γικού στοιχείου, καθώς καί ή παρουσία μιας άτεγκτης μοίρας.
Bovy στή λαμπρή μελέτη του γιά τό 'Ελληνικό δημοτικό τρ α ­ Ά ν τό πρώτο τραγούδι είναι περισσότερο γνωστό ώς «Τού γε-
γούδι τής Δωδεκάνησον (1936), καί τά συμπεράσματά του είναι φυριοΰ τής Ά ρ τας», τό πράγμα δέν έχει σημασία- οί γνησιό­
πειστικά καί διαφωτιστικά. τερες παραλλαγές τό ονομάζουν «Τής Τρίχας τό γεφύρι» καί
προέρχονται άπό τή Μ. ’Ασία- είναι ή τραγική ιστορία τής γυ­
’Έ τσι, τά αρχαιότερα διηγηματικά τραγούδια πού μάς έχουν ναίκας τού πρωτομάστορα, πού πρέπει νά θυσιαστεί για νά
σωθεί πρέπει νά θεωρηθούν τά γνωστά μας «άκριτικά». ’Ανα­ στεριώσει τό γεφύρι. Τό τραγούδι τού νεκρού άδερφοΰ είναι α­
γνωρίζονται άμέσως γιά τήν παλαιότητά τους, τή μνεία ’Α­ κόμα πιό συνταρακτικό στήν τραγικότητά του: είναι η υπερ­
ράβων καί Σαρακηνών, καί προπάντων γιά τό ήρωικό καί επικό φυσική ιστορία τής «Μάνας μέ τούς εννιά της γιους καί μέ τή
τους περιεχόμενο. Βρισκόμαστε σ’ ένα περιβάλλον άγώνων καί μιά της κόρη» καί τού νεκρού άδερφοΰ πού τόν σηκούνουν άπό
άτομικών άνδραγαθιών, ό,τι έξαίρεται είναι ή άνδρεία καί ή τό μνήμα οί κατάρες τής μητέρας, γιά νά έκπληρώσει τήν υπό-
σωματική ρώμη των άκριτων, πού φτάνει ώς τό ύπερφυσικό: 1 4 . Π ο λ ίτη ς άρ. 7 0 , σ τ . 3 7 - 3 8 .
13. Λ ιβ α ν ιο ύ , προ ς Ά ρ ισ τ ε ίδ η ν ύ π έ ρ τ ω ν ο ρ χ η σ τώ ν 8 7 , εκδ. F o e rs te r, 1 5 . S . B a u d - B o v y , Ι,α chanson grecque, σ σ . 1 6 3 - 1 7 4 . Π ο λ ίτη ς άρ.
τ ό μ . 4 , σ. 4 9 3 (T e u b n e r). 9 2 κ α ί 8 9 . Β λ. κ α ί Γ . Α . Μ έγ α ς, Die Ballade von der Arta-Brucke, Θ εσ ­
σ α λ ο νίκ η 1 9 7 6 .

10 8 10 9
:>. L’O Λ Η Μ Ο Τ 1 Κ Ο Τ Ρ Λ Γ Ο Ι ' Λ Γ [ΙΛΡ ΛΛ Ο ΓΕΣ

σχέση του, να τής φερει πίσω την παντρεμένη στά ξένα κόρη τέρα) ώς τόν 16ο αιώνα. ’'Αλλα πάλι, ανάμεσα στά όποια καί
της —θέμα αναλογο μέ τή γνωστή «μ—αν,άντα τής Λεονώοας» τά λιγοστά ναυτικά (Τού κύρ Βοριά, Κόρη ταξιδευτρια),18 προ­
των ευρωπαϊκών λαών. ’Από τή Μ. Ά σϊα. οπού άρχικα πλά­ έρχονται άπό νησιά, όπου τόν 17ο και τόν 18ο αιώνα αναπτύ­
στηκε, τό τραγούδι διαδόθηκε σ’ όλη τήν Ελλάδα και. όπως χθηκε ακμαία δύναμη ναυτική. ' Τπάρχει μια αξιοσημείωτη με­
άπέδειξε ή ερευνά, πέρασε ύστερα στους σλαβικούς καί τους τακίνηση τών κέντρων τού δημοτικού τραγουδιού άπό τ’ ανατο­
άλλους Λαούς. λικά στά δυτικά" στο τέρμα τής πορείας αυτής, στήν ηπειρω­
Μιαν άλλη πολύ γνωστή και διαδεδομένη παραλογή, «Γοϋ τική Ελλάδα, μπορούν νά εντοπιστούν επίσης μερικά διηγημα-
Χαρτζιανή» (ή «Τής Λιογέννητης»)16 τή διαπνεει ένα πνεύμα τικά τραγούδια, όπως τό γεμάτο τοαγικότητα Τής μάνας τής
διαφορετικό. Εδώ) κάνει για πρώτη φορά τήν εμφάνισή του τό φόνισσας19 (παλαιότερο από τόν 16ο αιώνα). ’ Αλλά έδώ θ’ ανα­
ερωτικό στοιχείο, ενωμένο όμως μέ το στοιχείο τού δόλου" ό πτυχθεί, τόν 18ο αιώνα κυρίως, ένα έξοχο είδος τού δημοτικού
ήρωας, για να κατακτήσει τή γυναίκα πού αγαπά, ντύνεται γυ­ τραγουδιού, πού θά είναι συνάμα και τό τέρμα τής δημιουργικής
ναικεία καί τής παρουσιάζεται σαν ξαδέρφη της. Είναι χαρα­ του εξέλιξης, τό «κλέφτικο» τραγούδι.
κτηριστικό πώς καμιά παραλλαγή δέ μάς έχει σωθεί άπό τή Κατά τή διάρκεια τής Τουρκοκρατίας ή δυστυχία τών ορει­
Μ. ’Λσία" ό Baud-Bovy τοποθετεί τό τραγούδι στον 12ο αιώ­ νών κυρίως πληθυσμών έκανε πολλούς άπό τούς κατοίκους νά
να και στά Δωδεκάνησα. καταφεύγουν στα βουνά καί νά γίνονται «κλέφτες», νά προβαί­
"Εδ(ύ. στα Δωδεκάνησα καί στά νησιά τού Αιγαίου γενικό­ νουν δηλ. σέ πράξεις ληστείας. Οί «κλέφτες» αυτοί λεηλατούσαν
τερα, έχουν επίσης τήν άρχή τους μια ολόκληρη σειρά άπό τρα­ αδιάκριτα Τούρκους καί χριστιανούς. Γιά νά εμπεδώσει την
γούδια, πολύ διαφορετικά στο πνεύμα άπό τά προηγούμενα. τάξη στήν ύπαιθρο, ή οθωμανική εξουσία δημιούργησε τό θεσμό
Είναι κυρίως τραγούδια «τής αγάπης», μέ κεντρικό πρόσωπο τών «αρματολών», σώματα δηλ. άπό εντοπίους ελληνικούς πλη­
τή νέα κόρη και με κύριο συναίσθημα τον έρωτα: Γής άπολη- θυσμούς στρατιωτικά οργανωμένα, πού αποστολή τους ήταν νά
σμονημενης, Τής κουμπάρας πού έγινε νύφη, κτλ.17 Ανήκουν επιτηρούν τις ορεινές διαβάσεις καί νά προστατεύουν τους κα­
στά χρόνια τής Φραγκοκρατίας, άπό τόν 13ο ως τόν 15ο αιώ­ τοίκους άπό τις επιδρομές τών κλεφτώ»/. Κιόλας πριν άπό τήν
να, στήν εποχή των εοωτικών-ίπποτικών αυΟιστοonμάτων. μέσα "Αλωση ό σουλτάνος Μουράτ Β' άναγκάστηκε να δημιουργήσει
στά όποια είδαμε και πολλά άναλογα «καταλόγια». ίΤ φραγκι­ -π) πρώτο αρματολίκι στήν περιοχή τών Άγραφων, τήν επι­
κή επίδραση είναι κι εδώ έντονη και εύκολοδιάκοιτη, ό κυρίαρ­ κίνδυνη ορεινή περιοχή τής δυτικής Στερεάς. Το δεύτερο αρμα­
χος τόνος είναι 6 λυοικός, καί άκομα μια γλυκύτητα που ται­ τολίκι φαίνεται πώς ήταν τού Όλύμπου, καί τελικά ό θεσμός
ριάζει με τό κλίμα των νησιών καί μέ τό ήθος των ανθρώπων διαδόθηκε σέ όλη τήν ηπειρωτικά Ελλάδα.
τους —ό ίδιος τονος που αντικατοπτρίζεται καί στα Έ οω το- Γύρω στά τέλη τού 17ου αιώνα μια σημαντική άλλαγή πα-
τιαίγνια. ρατηρείται στό θεσμό τών αρματολών.20 με τον εξισλαμισμό
Ανάμεσα στα τραγούδια «τής άγάπης» ό Baud-Bovy ξεχω­ τών ώς τότε χριστιανών Αλβανών, που ή οθωμανική διοίκηση
ρίζει μιά ομάδα, όπου το κεντρικό πρόσωπο είναι επίσης μια τους χρησιμοποιεί τώρα γιά τη φύλαξη τών δερβενίων. Οί πα­
κόρη, όχι όμως ό τύπος τής κόρης-παρθένου, άλλα τής κόρης- λιοί έλληνες αρματολοί χάνουν πια τό μονοπώλιο τού άξιώ-
έρωμένης ή τής άπιστης συζύγου. Τά τραγούδια αυτά προδίδουν 18 . « Τ ο ϋ κύρ Β ο ο ιά», Π ο λ ίτη ς άρ. 8 8 . «Κ ό ρ η τ α ξ ιδ ε ύ τ ρ ια » , F a u rie l,
μια χαλάρωση τών ηθών και ενα περιβάλλον περίπου σάν αυτό τό μ . 2, 9 5 . P a s s o w άο. 4 7 6 (πρβ. B a u d - B o v y , La chanson grecque,
πού γνωρίσαμε στα ποιήματα τού Σαχλίκη" ή πατοίδα τους σ σ . 2 6 6 , 2 5 8 ).
πρέπει να είναι ή Κρήτη, από τόν ΐ3ο καί τόν 14ο (τά παλαιό- 19. P a s s o w άρ. 16 2 , 4 6 3 , Π ο λ ίτη ς άρ. 4 1 .
8 0 . Α κ ο λ ο υ θ ώ έδ ώ τ ή ν έ κ θ ε σ η το ύ ’ Α λ έ ς η Π ο λ ίτη σ τ ή ν ε ισ α γ ω γ ή
16. « Γ η ς Λ ιο γ έ ν ν η τ η ς » , I lo Λ ιτή ς άρ. 74 . σ το β ιβ λ ίο : Τό δημοτικό τραγούδι, Κλέφτικα. Ε π ιμ έ λ ε ια Ά λ έ ς η ς Π ο­
1 7 . « Γ η ς ’ Λ π ο λ η σ μ ο ν η μ έ ν η ς » , « Γ ή ς κ ο υ μ π ά ρ α ς π ο γ ινε ν ύ φ η » , Πο­ λ ίτ η ς , Α θ ή ν α 1 9 7 3 (Έ ρ μ η ς , Ν έα Ε λ λ η ν ικ ή Β ιβ λ ιο θ ή κ η 2 5 ), πού ξ ε κ α ­
λ ίτ η ς άρ. 8 2 , 83 . θ α ρ ίζ ε ι, ν ο μ ίζ ω , μ έ σ α φ ή ν ε ια τά π ρ ά γ μ α τ α .

110 ill
5. ΤΟ Δ Η Μ Ο Τ Ι Κ Ο Τ Ρ Α Γ Ο Τ Δ Ι ΚΛΕΦ ΤΙΚΑ

ματος καί έρχονται σέ σύγκρουση μέ τούς νεοδιορισμένους άρ- Γι’ αύτό καί το κλέφτικο τραγούδι στή γνησιότερη μορφή
βανίτες δερβεναγάδες. Οί διαμάχες αύτές δημιουργούν στους του είναι κατ’ έξοχήν λυρικό. « Βαθιά συγκίνηση θεμελιώνει τή
έλληνες αρματολούς μιά ισχυρή εθνική συνείδηση καί παράλ­ σύλληψη τού τραγουδιού»25 καί ή συγκίνηση αύτή παίρνει μορφή
ληλα τή συνείδηση πώς αύτοί ήταν οί φυσικοί πολεμικοί ήγέτες μέ μέσα λυρικά. Συχνό μέσο είναι ό διάλογος ανάμεσα στούς
των Ελλήνων. Συχνά ό άρματολός, δταν τού έπαιρναν τα προ­ πρωταγωνιστές ή σέ άλλα πρόσωπα, τό μοτίβο των άστοχων
νόμια, περνούσε στήν επίθεση καί γινόταν «κλέφτης». ’Έ τσι ερωτήσεων, τά βουνά ή τά σύννεφα ή τά πουλιά πού μιλούν
σιγά σιγά ή σημασία τής λέξης άπλώθηκε καί περιέλαβε καί καί συμμετέχουν στο ψυχικό κλίμα:
τούς άρματολούς' άπύ τά μέσα περίπου τού 18ου αιώνα τις δύο Τί έχουν τής Ζ ίχνας τ ά βουνά καί στέκουν μ αραμ ένα;
αύτές λέξεις τις θεωρούσαν ταυτόσημες.21 Τά «κλέφτικα» τρα­ Μήνα χαλάζι τά βαρεϊ, μήνα βαρύς χειμώ νας;
γούδια δημιουργήθηκαν γιά να υμνήσουν όχι τούς παλαιούς Ουδέ χα λάζι τά βαρεϊ, ουδέ βαρύς χειμώνας,
ληστές, άλλά τούς άρματολούς πού γίνονταν κλέφτες καί πολε­ ό Ν ικοτσάρας πολεμάει με τρία β ιλαέτια .26
μούσαν μέ τούς ’Αρβανίτες πού δυνάστευαν τούς κατοίκους.
Αύτό θά έγινε όχι πριν άπύ τις αρχές ή το πρώτο μισό τού 18ου 7ο λεν οι κοΰκκοι στά κλαδιά κι οι πέρδικες σ τά πλάγια,
αιώνα, καί το «κλέφτικο» τραγούδι άπλώθηκε στις περιοχές το λένε κι οί Π λαγιώ τισσες το μαύρο μοιρολόγι 27
άκριβώς όπου έδρασαν άρματολοί: στή Στερεά Ελλάδα, τή
Θεσσαλία, τήν ’Ήπειρο καί τή δυτική Μακεδονία. "Ενα έντελώς ιδιαίτερο μοτίβο, λυρικό εύρημα άπό τά πιο γνή­
Ά π ύ κάποια άποψη οί συνθήκες πού έχουν δημιουργηθεϊ τώρα σια, πού έγινε τυπικό μοτίβο τής αρχής των περισσότερων κλέ­
είναι ανάλογες μέ τις συνθήκες μέσα στις όποιες δημιουργήθη- φτικων τραγουδιών, είναι καί τό μοτίβο των τριών πουλιών
καν τά άκριτικά τραγούδια. Το κλέφτικο τραγούδι είναι όμως, πού ρωτούν γιά τόν κλέφτη ή τόν μοιρολογούν:
στο πνεύμα του καί στή μορφή του, τελείως διαφορετικό από Τρία πουλάκια κάθονταν στή ράχη, στο λημέρι,
το άκριτικό. Δέν είναι διηγηματικό, ανήκει στήν κατηγορία τό ’να τηράει τον 'Α λμυρό, τ’ άλλο κατά τό Βάλτο,
των «κυρίως άσμάτων». Δέν έκθέτει διηγηματικά τά περιστα­ τό τρ ίτο τό καλύτερο μοιριολογάει καί λ έ ε ι. . . 28
τικά, άλλα ούτε καί οί κλέφτες έπιτελοΰν σ’ αυτά πράξεις υπερ­
φυσικές καί άπίστευτες. "Αν τούς άκριτες τούς διέκρινε ή σω­ ’Ανάλογη είναι καί ή μουσική τού κλέφτικου τραγουδιού, σέ
ματική ρώμη, οί κλέφτες ξεχωρίζουν γιά τήν ψυχική τους έν­ στροφές λυρικές μέ έντελώς ελεύθερο ρυθμό' γ ι’ αύτό καί τρα­
ταση, γιά τήν «εύψυχία», όπως εύστοχα παρατήρησε ό πιο έγ­ γουδιούνται καθιστά (είναι τραγούδια «τής τάβλας») καί ποτέ
κυρος μελετητής τού κλέφτικου τραγουδιού, ό Γ. Άποστολά- δέ χορεύονται.
κης: «ό δημοτικός ποιητής δέ θεμελιώνει το τραγούδι του στά Σέ γενικές γραμμές τά κλέφτικα τραγούδια μπορούμε νά
δεδομένα χρόνου, τόπου, ψυχολογίας, παρά στήν έξαιρετική ψυχή τά χωρίσουμε σέ δύο μεγάλες κατηγορίες' σ’ έκείνα πού άνα-
τού ηρώα καί πιο σωστά άκόμη στή σύλληψη τού άνθρώπου».22 φέρονται ειδικά σέ ένα πρόσωπο (τού Ζίδρου, τού Στουρνάρη,
Δημιουργημένο σέ μιά εποχή προετοιμασίας γιά τήν άπελευ- τού Γυφτάκη) ή σέ ένα περιστατικό, καί σ’ έκείνα πού μιλούν
θέρωση, άποτελεϊ συνάμα «το άδρό σχεδίασμα τής καινούριας γενικά γιά τή ζωή τών κλεφτών, τις δυσκολίες της ή τά καλά
μορφής τού "Ελληνα»,23 αυτής πού θά δημιουργήσει το 1821. της. Γνήσια, δηλ. γεννημένα σύγχρονα καί μέ ζωηρή τήν α ί­
Τήν έσωτερική συνέχεια τού κλέφτικου τραγουδιού δέ θά τή σθηση τών περιστατικών, θεωρούσε ό Άποστολάκης29 μόνο τά
βρούμε, κατά τον Άποστολάκη, στά άσήμαντα ιστορικά τρα­ πρώτα' τά δεύτερα πλάστηκαν σέ μιά μεταγενέστερη έποχή, ό­
γούδια γιά τήν ’Επανάσταση, άλλά στον "Υμνο εις τήν ’Ελευθε­ ταν πιά ή κλέφτικη ζωή δέν ήταν άμεση πραγματικότητα, άλλά
ρία τού Σολωμοϋ.24
2 5 . Α ύ τ . σ. 1 1 1 . 2 8 . F a u rie l, τ ό μ . 1, σ. 4,
2 1 . Α . Π ο λ ίτη ς, ο .π ., σ. λδ\ 2 3 . Α ύ τ . σ. 9 6 . 2 6 . P a s s o w άρ. 7 8 - 7 9 . Ι ίο λ ίτ η ς άρ. 4 9 .
2 2 . 7 ο κλέφτικο τραγούδι, σ. 1 0 6 . 2 4 . Α ύ τ . σ. 1 4 5 . 2 7 . P a s s o w άρ. 1 2 0 κ .ά . 2 9 . "Ο.π. σ. 88 κ .έ.

112 113
5. ΤΟ Δ Η Μ Ο Τ Ι Κ Ο Τ Ρ Λ Γ Ο Τ Δ Ι Π ΤΕΧΝΙΚΗ

απόμακρο καί ωραιοποιημένο ιδανικό ζωής, άπό άνθρούπους πού άρχή τής ίσομετρίας ή συμμετρικής αντιστοιχίας μορφής καί
δεν ήταν πιά οί ίδιοι ήρωικοί. περιεχομένου (Κυριακιδης),u άρχή πού επικρατεί άλλωστε σε
όλες τις μορφές των λαϊκών δημιουργημάτων: κάθε νοηματική
Η Τ Ε Χ Ν ΙΚ Η ενότητα άνταποκρίνεται απόλυτα σέ μιά ενότητα μορφική. Τό
φαινόμενο τού μετρικού διασκελισμού είναι άγνωστο στό δημο­
'Ο πιο συνηθισμένος στίχος τοΰ δημοτικού τραγουδιού είναι ό τικό τραγούδι. Καί επειδή ό δεκαπεντασύλλαβος, ό πιό συνη­
δεκαπεντασύλλαβος, αύτός πού τον είδαμε να τον χρησιμοποιεί θισμένος δημοτικός στίχος, χωρίζεται σέ δύο ημιστίχια (8-7
σχεδόν χωρίς εξαίρεση καί ή προσωπική ποίηση. ’Άλλα μέτρα συλλαβές), ή άρχή τής ίσομετρίας καθορίζει καί τή σχέση άνά-
(μερικά, φαίνεται, άρκετά αρχαία) είναι ό ιαμβικός καί ό τρο­ μεσα στά δύο αύτά ημιστίχια' έχουμε μιά ταλαντευση, ένα
χαϊκός δωδεκασύλλαβος, καί ό ιαμβικός καί τροχαϊκός οχτασύλ­ ίσοζύγισμα τοΰ ενός μέ τό άλλο:
λαβος. Στούς άκατάληκτους στίχους (όπως είναι ό ιαμβικός ο­
χτασύλλαβος καί δωδεκασύλλαβος) τό τέλος τοΰ στίχου είναι Τής νύχτας οί αρματολοί καί τής αυγής οί κλέφτες —
αδιάφορα οξύτονο ή προπαροξύτονο, πράγμα πού δείχνει τή στε­ Θέλετε δέντρα ανθίσετε, θέλετε μαραθείτε.
νή σχέση ποίησης καί μουσικής: ό μουσικός τόνος κάνει ανί­
σχυρο τό γραμματικό τόνο. 'Ομοιοκαταληξία δεν υπάρχει στό Σέ πολλούς στίχους μάλιστα μπορούμε νά έχουμε καί μια παρα­
δημοτικό τραγούδι παρά μόνο σέ σπάνιες εξαιρέσεις, κι αύτές πέρα διαίρεση τού προύτου ήμιστίχιου (4-1-4), ώστε ό στίχος
είναι τις πιό πολλές φορές πολύ μεταγενέστερες. Μόνο σ’ ένα νά μοιράζεται στά τρία:
είδος χρησιμοποιήθηκε ή ομοιοκαταληξία, αύτή μάλιστα στά­ Μ άνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη —
θηκε ή αιτία πού γεννήθηκε τό είδος: στά δίστιχα ή λιανοτρά­
γουδα, απλωμένα σέ δλο τόν έλληνικό χώρο, άλλα πιό πολύ Β αρεϊ δεξιά, βαρεϊ ζερβιά, βαρεϊ μ π ροστά καί πίσω .
στά νησιά καί στην Κρήτη, όπου ζοΰν άκόμα ώς σήμερα καί
πλάθονται δημιουργικά. Μέ τή συμπυκνωμένη τους μορφή εκ­ Συνήθως τήν ταλαντευση αύτή άνάμεσα στά δυό ήμιστίχια έρ­
φράζουν μέ επιγραμματική λιτότητα τό νόημά τους- άρκετά εί­ χεται νά τή συμπληρώσει μιά τρίτη ενότητα, πού άπλώνεται
ναι γνωμικά, τά περισσότερα ερωτικά: σ’ έναν ολόκληρο στίχο, άποκαθιστοόντας έτσι τή μετρική καί
τή νοηματική ισορροπία:
'Απού ’ναι νιος καί δεν π έτα με τοϋ βορρά τά νέφη,
ιντα τη θέλει τη ζω ή στον κόσμο νά την έχει ! Φέρνει τ ’ άλάφια ζωντανά, τ α γρίμ ια μερωμένα,
φέρνει κι ένα λαφόπουλο στη σέλα του δεμένο —
Νά ’σουν στον κάμπο λεϊμονιά, κ ι εγώ στά ορη χιόνι,
νά λιώνω νά ποτίζουνται οί δροσεροί σου κλέονοι. Βάλε τον ήλιο πρόσω πο καί τό φ εγγάρι στήθος
καί τοΰ κοράκου τό φτερό βάλε γαϊτανοφρύδι.
’ Κμίσεψες κ α ί μ ’ άφησες σαν παραπονεμένη, Στις περιπτώσεις αύτές λειτουργεί καί ένας άλλος νόμος τής
σαν έκκλησιά άλειτούργητη σέ χώ ρα κουρσεμένη.30 λαϊκής δημιουργίας, ό γνωστός «νόμος τών τριών».
'Η μακραίωνη καλλιέργεια καί παράδοση τοΰ δημοτικού τρα­ Πολλές φορές στό δεύτερο ημιστίχιο έχουμε μιάν άπλή πα-
γουδιού δημιούργησε ορισμένα τυπικά μοτίβα, ορισμένους τρό­ ραπλήρωση πού δέν προσθέτει τίποτα, τις περισσότερες όμως
πους έκφραστικούς, μια ιδιαίτερη γλώσσα μέ τούς νόμους καί φορές ή προσθήκη εύρύνει τήν εικόνα καί οδηγεί πλησιέστερα
τούς κανόνες της. "Ενας άπό τούς βασικότερους είναι καί ή στό ποιητικό κέντρο:
31. Σ τ. Π. Κ υ ρ ια κ ιδ η ς , Ί ] γένεσις τοΰ δίστιχου καί ή άρχή τής ίσο­
30. Π ο λ ίτη ς άρ. 233 γ', 135 μς', νβ'. μετρίας, Θ εσ σ α λ ο ν ίκ η I ί 7.
114 113
5. ΤΟ ΔΗΜ ΟΤ ΙΚΟ Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι Η ΤΕΧΝΙΚΗ

Έ χάραξεν ή Α νατολή καί ρόδισεν ή Δύση οί ειδικοί μιλούν γιά τεταρτημόρια ή άλλα κλάσματα τόνου"
γ ι’ αύτό καί δέν υπάρχει χειρότερη νόθευση τής λαϊκής μουσικής
ή έχουμε ένα βαθμιαίο δυνάμωμα στήν ένταση: άπύ τή συνοδεία μέ το πιάνο. Στο σημείο αύτό ή λαϊκή μουσική
Κ α ι μ ια γιορτή, μ ια Κ υριακή, μ ια π ίση μ η ν ήμερα ταυτίζεται μέ τή βυζαντινή, πού κι αύτή κληρονόμησε τά συστα­
τικά τής αρχαίας έλληνικής. Καί οί ρυθμοί είναι διαφορετικοί"
ή στήν εκφραστική ένάργεια: δέν είναι οί συνηθισμένοι, «πολλαπλασιαζόμενοι», τής δυτικής
Τρία τουφέκια τοϋ ’ρίζαν, τα τρ ία άράδα άράδα, μουσικής (2/4, 3/4, β/8 κτλ.), άλλά ιδιότυποι κι έδώ, «άλογοι»,
τό ’να τον παίρνει στο πλευρό κ α ί τ ’ άλλο στο κεφάλι, «αθροιζόμενοι» (δ/8, 7/8). Ό ρυθμός τών 7/8 (ό ρυθμός τοϋ
το τρίτο το φαρμακερό άνάμεσα ατά μάτια. χοροΰ «συρτοΰ καλαματιανού») είναι ό πιο συχνός καί ό πιο
διαδεδομένος σέ δλο τον έλληνικό χώρο" πρόκειται γιά ένα
Καμιά φορά ή δυναμική κορύφωση έρχεται απλώς καί μέ τήν ρυθμό τρίσημο, μέ τήν πρώτη θέση παρεστιγμένη: J. J J ή
έναλλαγή τοϋ χρόνου τοϋ ρήματος (άόριστος-ένεστώτας): —w .
μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν καί λέγουν. Το μακρύ δμως τής πρώτης θέσης δέν ίσοδυναμεϊ μέ δυο
βραχέα, άλλά μέ ένάμισι. Ό Θρ. Γεωργιάδης31 έδειξε πώς τέ­
Ή γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών διακρίνεται για τή τοιος ήταν, κατά τούς άρχαίους θεωρητικούς τής μουσικής, καί
φραστική της δύναμη καί ένάργεια, ή φράση είναι «άπλή, νευρώ­ ό ρυθμός τοϋ ομηρικού έξαμέτρου" ή σχέση τοϋ μακροΰ μέ τά
δης καί άπερίστροφος».32 Καίριες είναι κι έδώ οί παρατηρήσεις δύο βραχέα ήταν κι έκεϊ «άλογη» δηλ. οχι 2 :2 , άλλά 1 */2 : 2.
του Άποστολάκη, πώς το δημοτικό τραγούδι οΐκοδομεϊται κυ­ Τά περισσότερα τραγούδια δχι μόνο τραγουδιούνται, άλλά
ρίως απάνω στο ούσιαστικό καί στο ρήμα, στον στέρεο δηλ. καί χορεύονται. Λίγα είναι δσα δέ χορεύονται, άνάμεσά τους,
κόσμο τών πραγμάτων καί οχι στή φανταχτερή έπιφάνεια πού καθώς είδαμε, τά κλέφτικα. Τά κλέφτικα τραγουδιούνται καί
είναι το επίθετο. «Το χαρακτηρισμό τοϋ πραγματικού, τή μετα­ κατά ένα ιδιόρρυθμο ατροφικό σύστημα, τήν «κλέφτικη στρο­
βολή πού γίνεται σ’ αύτό, ό,τι τέλος απόλυτα κι έξω χρόνου
φ ή » :35 ό τραγουδιστής ψάλλει τον πρώτο (δεκαπεντασύλλαβο)
εκφράζει το επίθετο, ό δημοτικός ποιητής το εκφράζει μέ το στίχο καί προχωρεί καί στο πρώτο ήμιστίχιο τοϋ δεύτερου" ύ­
ρήμα συγκεκριμένα και μέσα στο χρονο». στερα ξαναπιάνει δλον τον δεύτερο καί το ημιστίχιο τοϋ τρίτου,
καί ουτω καθεξής, μέ τις ένότητες αύτές (τις στροφές) τοϋ ένά-
Το δημοτικό τραγούδι (δεν πρέπει νά το ξεχνούμε) δεν είναι μιση στίχου. Ά λλά καί στά άλλα τραγούδια συχνά απάνω στο
«ψιλή ποίηση», άλλά αναπόσπαστα δεμένο μέ τή μουσική, τραγούδι ό τραγουδιστής σπάζει το στίχο, ή παρεμβάλλει μι­
γ ι’ αύτό καί πάντοτε τραγουδιέται. Οί μουσικολόγοι έχουν μιλή­ κρότερες ένότητες, τά λεγάμενα «γυρίσματα» ή «τσακίσματα»,
σει διεξοδικά για τά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τής ελληνικής πού δίνουν αφάνταστη ποικιλία καί έλαστικότητα στο τραγούδι.
λαϊκής μουσικής, πού τήν ξεχωρίζουν άπύ τήν εύρωπαική, άλλά "Οπως καί τών τραγουδιών, μεγάλη είναι καί ή ποικιλία τών
καί άπύ τήν τυπικά ανατολίτικη, μολονότι βέβαια περισσότερο χορών. Ά π ύ τούς πιο συνηθισμένους ό «συρτύς-καλαματιανύς»
ανήκει στήν άνατολική μουσική οικογένεια- υπάρχουν άλλωστε πού εί'δαμε. Βαρύς, δωρικός, άρρενωπύς είναι ό έξοχος «τσά­
καί ζωηρές έπιμέρους διαφορές άνάμεσα σ’ ένα ρουμελιώτικο μικος» μέ τον τρίσημο ρυθμό του πού άνταποκρίνεται στον άρ-
καί σ’ ένα νησιώτικο ή σ’ ένα κρητικό π.χ. τραγούδι. Οί μου­ χαΐο ίαμβο ( w —), ιδιαίτερη λεβεντιά έχουν οί χοροί τής Μακε­
σικοί τρόποι δέν είναι μόνο οί δύο καθιερωμένοι στή δυτική μου­ δονίας καί τοϋ Μόρια, γυναικεία άβρότητα καί χάρη οί νησιώ-
σική, ό μείζων καί ό έλάσσων, καί τά τονικά διαστήματα είναι
κατά ένα έλάχιστο μικρότερα ή μεγαλύτερα άπύ το ημιτόνιο" 3 4 . T h r. G e o rg ia d e s , Der neugriechische Rhythmus, ’Α μ β ο ύ ρ γ ο
19 4 9 , σσ. 9 8 -12 1.
32. Fauriel, ο.π., τόμ. 1, σ. CX X XII. 3 5 . Β λ . S . B a u d - B o v y , « S u r l a s tr o p h e d e l a c h a n s o n c le ftiq u e » ,
33. Άποστολάκης, δ.π., σ. 171. Mélanges H. Grégoire, τ ό μ . 2 , Β ρ υ ξ έλ λ ες 1 9 5 0 , σ σ . 5 3 - 7 8 .
116 117
ΤΟ Δ Η Μ Ο Τ Ι Κ Ο Τ Ρ Α Γ Ο ΓΛΙ ΟΙ Σ Τ Λ Λ Ο Γ Ε Σ

τικοι. καί εντελώς ξεχωριστοί, μέ μιάν αφάνταστη σβελτέτσα κείμενο, «ούδέν το ίδιον, όπως γράφει, ούδέ λέξιν, ουδέ γράμμα
οί κρητικοί, ένώ τής Μικράς ’Ασίας καί του Πόντου, ένόπλιοι καν παρεμβάλλων». ’Αλλά καί ή φιλολογικά εύσυνείδητη αύτή
πολλές φορές, έχουν μια δυναμικότητα πού καταπλήσσει. Οί μέθοδος δέν ήταν ή ένδεδειγμένη προκειμένου γιά ένα είδος τόσο
περισσότεροι έλληνικοί χοροί είναι «συρτοί», χορεύονται δηλ. ιδιότυπο όπως το δημοτικό τραγούδι, καθώς έδειξε ή κριτική
στη σειρά, καί όχι κατά ζεύγη, μέ τον πρωτοχορευτή νά «σέρ­ τοΰ Άποστολάκη.38 Οί στίχοι άπό τις διάφορες παραλλαγές
νει» το χορό. 'Ο όρος είναι αρχαίος' σέ μιά επιγραφή τού 1ου μπορεί, μεμονωμένοι, νά είναι γνήσιοι, αύθαίρετα όμως συνε­
μ.Χ. αιώνα από τή Βοιωτία άναφέρεται γιά κάποιον γαιοκτή­ νωμένοι άπό τον έκδοτη δέν αποτελούν οργανικό σύνολο, άλλα
μονα πώς «καί τήν των συρτών πάτριον όρχησιν θεοσεβώς επε- άθροισμα έξωτερικό. Τά διάφορα «ισοδύναμα μοτίβα» πού χρη­
τέλεσεν».36 Μόνο σέ νησιά πού γνώρισαν ισχυρά τή φραγκική σιμοποιούν οί παραλλαγές γιά νά έκφράσουν τά ίδιο ή παρα­
έπίδραση μερικοί χοροί (ό «μπάλος» π.χ.) χορεύονται κατ’ έξαί- πλήσιο νόημα, χάνουν τήν αύτοτέλειά τους καί συμφύρονται
ρεση ζευγαρωτοί. στις Ε κλογές. Μέ τον τρόπο αύτό μπορεί νά κρατιέται ή νοη­
ματική ακολουθία, νοθεύεται όμως ή αισθητική συνοχή τοΰ
ΟΙ ΣΤΑΛΟΓΕΣ τραγουδιού.
Τό πρόβλημα τής έκδόσεως δέν έχει λυθεί άκόμη. Ά πό τις
Κατά τή διάρκεια τής Ελληνικής ’Επανάστασης, αποτέλεσμα νεώτερες συλλογές, μόνο οί συλλογές τοΰ Δ. Πετρόπουλου καί
τοΰ φιλελληνικοΰ άλλα καί τού ρομαντικού κινήματος, ό Fauriel τής ’Ακαδημίας ’Αθηνών έλαβαν ύπόψη τήν κριτική τοΰ Ά π ο ­
ένδιαφέρθηκε γιά τά δημοτικά τραγούδια καί τά έξέδωσε σέ δύο στολάκη καί προσπάθησαν νά δώσουν λύση στό πρόβλημα.
τόμους (1824-25)' τήν ίδια εποχή συνέλεγε τραγούδια καί ό
38. Γ . Ά π ο σ τ ο λ ά κ η ς , 7 ο δημοτικό τραγούδι, 1. Ο ί σ υ λ λ ο γ έ ς , ’Α θ ή ν α
Γερμανός Werner von Ilaxthausen, άλλά παραιτήθηκε όταν 19 2 9 , σσ. 13 4 -2 7 3 .
έμαθε τήν πρόθεση τού Fauriel' ή συλλογή του δημοσιεύτηκε
μόνο πριν άπό λίγα χρόνια.37 ’Από τον κύκλο των Εφτανήσων
καί τού Σολωμοΰ προέρχονται οί συλλογές τοΰ Α. Μανούσου
(1850) καί τού Σπ. Ζαμπέλιου (1852). Συγκεντρωτική καί μέ
τά εκδοτικά κριτήρια τής φιλολογικής επιστήμης είναι ή συλλο­
γή τοΰ Γερμανού A. Passow (1860). Συλλογές δημοτικών τρα-
γουδιών κατά τόπους υπάρχουν άπειρες.
Κατά πόσο μπορούμε νά έχουμε εμπιστοσύνη στήν ακρίβεια
των συλλογών αύτών; Οί παλαιότερες καί οί τοπικές μάς παρα­
δίδουν ίσως τά κείμενα γνησιότερα' οί συγκεντρωτικές αλλοιώ­
νουν πολλές φορές το κείμενο μέ κριτήρια έντελώς υποκειμενικά,
αισθητικά καί αύθαίρετα. Τυπικό παράδειγμα ή συλλογή τοΰ
Ζαμπέλιου. Μέ απόλυτη εύσυνειδησία φιλολογική είναι άπαρ-
τισμένες οί ’Εκλογές άπό τά τραγούδια τον ελληνικόν λαόν τοΰ
Ν. Γ. Πολίτου (1η έ'κδ. 1914). Ό εκδότης συνέκρινε τις παραλ­
λαγές τοΰ κάθε τραγουδιού καί άποκαθιστοΰσε άπό αυτές το
3 6 . 1. G . 7, 2 7 1 2 , σ τ . 6 6 κ.έ.
3 7 . W e r n e r v o n I la x t h a u s e n , Neugriechische Volkslieder, Urtexl
und Vbersetzung, h e ra u s g e g e b e n v o n K a r l S c h u lte K e m m in g h a u s e n
u n d G u s t a v S o y t e r , M u n s te r i. Wr. 193E .

118 119
Δ Ε Τ Τ Ε Ρ Ο ΜΕΡΟΣ

ΔΕΚΑΤΟΣ ΕΝΑΤΟΣ
ΚΑΙ Ε Ι Κ Ο Σ Τ Ο Σ Α Ι Ω Ν Α Σ
Ε Κ Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ

ΟΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΡΗΓΑΣ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΤΛΟΣ. ΒΗΛΑΡΛΣ

'Η τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα καί οί δύο πρώτες του
19ου είναι χρόνια πολύ κρίσιμα καί πολύ σημαντικά γιά τον νέο
ελληνισμό. 'Όλα δείχνουν πώς το σκλαβωμένο καί διαλυμένο
έθνος προχωρεί σιγά σιγά άλλά σταθερά προς μιά καινούρια
σύνθεση καί τελικά προς την απελευθέρωση. Οί πολιτικές καί
οί κοινωνικές συνθήκες άλλάζουν ριζικά καί βελτιώνονται, ιδίως
ΰστερ’ άπό τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787-92 (αδιάφορο
άν ή αποτυχία του κινήματος του Όρλώφ έφερε, προπάντων
στην Πελοπόννησο, τρομερές καταστροφές.) Στις παραδουνάβιες
ηγεμονίες γύρω άπό τούς φαναριώτες πρίγκιπες έχει δημιουρ-
γηθεΐ μιά έλληνική διαφωτισμένη άριστοκρατία, ή παιδεία α­
πλώνεται ολοένα καί σέ μεγαλύτερα στρώματα, νέα σχολεία
ιδρύονται (όπως στις Κυδωνιές καί άλλου) ή τα παλιά άνανεώ-
νονται σύμφωνα μέ νέες άρχές. ’Εμπορικές συντροφιές οργα­
νώνουν το έξαγωγικό έμποριο, ιδρύουν άντιπροσωπείες στο εξω­
τερικό καί συγκεντρώνουν άξιόλογο πλούτο- τό 1771 κιόλας, ό
Κοραής θά πάει στο ’Άμστερνταμ άντιπρόσωπος τού εμπορικού
οίκου τού πατέρα του. Τά ναυτικά νησιά (ή Χίος, ή "Γδρα, οί
Σπέτσες) δημιουργούν ολόκληρο έμπορικό στόλο, άλλες εμπο­
ρικές συντροφιές καί συνεταιρισμοί στή Θεσσαλία καί στη βό­
ρεια Ελλάδα συνδέονται άπευθείας μέ τη Βιέννη καί άπλώνουν
τή δραστηριότητά τους σέ όλη τήν περιοχή τής αύστροουγγρικής
αυτοκρατορίας. Στις μικρές πόλεις τής δυτικής Μακεδονίας (τή
Σιάτιστα, τήν Καστοριά), στά θεσσαλικά Άμπελάκια, στήν "Τ-
δρα, στις Σπέτσες, χτίζονται άρχοντόσπιτα, πού έξωτερικά μοιά­
ζουν σάν πύργοι, άλλα εσωτερικά διακοσμούνται μέ μιά ιδιαί­
τερη καλαισθησία, όπου το ευρωπαϊκό τελευταίο μπαρόκ συν­
δυάζεται εύχάριστα μέ στοιχεία ντόπιας λαϊκής τέχνης. Οι­
κονομική εύημερία, άνοδος τής μεσαίας τάξης, άπλωμα των έν-
123
6. ΟΙ Δ Ε Κ Α Ε Τ Ι Ε Σ Π Ρ Ι Ν Α Π Ο ΤΟ 1821 ΡΠΓΛΣ

διαφερόντων, δίψα για παιδεία —καί παράλληλα βαθύτερη συ­ έργο, σέ τελευταίο του δημοσίευμα το συνάπτει μέ μεγάλη π ι­
νείδηση εθνική καί πόθος γιά άπελευθέρωση. θανότητα μέ τον Έαλίδα καί τον κύκλο του.2
Αύτόν τον πόθο για την άπελευθέρωση, όχι μόνο άπό τον
τουρκικό ζυγό, άλλά καί άπο κάθε είδους κοινωνική ή άλλη κα­ Σάν μιά συνισταμένη όλων τών τάσεων τού έλληνισμοΰ τά χρό­
ταπίεση, εκφράζει ένα σημαντικό κείμενο πού έκδόθηκε άνώ- νια αύτά, προβάλλει ή φλογερή προσωπικότητα τού Ρήγα, πού
νυμα το 1806 («έν ’Ιταλία παρά ’Ανωνύμου του Έλληνος» ά- ή δράση του καλύπτει τήν τελευταία δεκαετία τού 18ου αιώ­
ναγράφεται στον τίτλο), ή '’Ελληνική Ν ομαρχία, άφιερωμένο να. Γεννημένος, πιθανόν τό 1757, σ’ ένα μικρό χωριό τής Θεσ­
στή μνήμη του Ρήγα. 'Ο συγγραφέας είναι ποτισμένος άπο τίς σαλίας, τό Βελεστίνο (Βελεστινλής ονομάζεται πάντα ό ίδιος"
ιδέες τής Γαλλικής Επανάστασης, καί άποκρούοντας τήν «ά- τό Φ εραΐος είναι έξαρχαισμός τών μεταγενέστερων), σπούδα­
ναρχία» καί τή «μοναρχία», θεωρεί ιδανική διοίκηση τή «νο­ σε τά εγκύκλια γράμματα στά σχολεία, τής ιδιαίτερης πατρί­
μαρχία», έκεϊ δηλ. όπου άρχουν οί νόμοι (πού «είναι εις τήν δας του- γύρω στά είκοσι του χρόνια πηγαίνει στήν Κωνσταν­
διοίκησιν ώς ή ψυχή εις το σώμα»), Μέ πολύ έ'ντονη γλώσσα τινούπολη, γραμματικός στον άρχοντικό οίκο τού 'Τψηλάντη,
καταφέρεται έναντίον των τούρκων τυράννων, άλλά καί εναν­ καί άπό έκεΐ στή Βλαχία, γραμματικός άλλου ηγεμόνα, τού
τίον των προεστών, των άρχιερέων καί του κλήρου, καί κατη­ Μαυρογένη (1786-1790), καί έπαρχος (καϊμακάμης) σέ μιά μι­
γορεί έπίσης τούς πλούσιους καί τούς εμπόρους, πού άποζητών- κρή περιοχή. Τό 1790/91 κατεβαίνει στή Βιέννη όπου τυπώνει
τας μόνο το κέρδος δέ σκέφτονται πώς θά ωφελήσουν τήν πα­ τά πρώτα βιβλία του, ξαναγυρίζει στή Βλαχία (όπου είχε, φαί­
τρίδα. Το έργο δείχνει πώς ό συγγραφέας είναι άνθρωπος φω ­ νεται, κτηματική περιουσία) καί επιστρέφει στή Βιέννη τό 1796.
τισμένος, καί, παρ’ όλες τίς κάποιες υπερβολές καί τίς νεανικές ’Εδώ άναπτύσσει τώρα μιά έντονη πολιτική καί εθνική δράση,
ίσως άδεξιότητες, έκφράζει το διάχυτο πνεύμα τής έποχής, δε­ τυπώνει τίς περίφημες «χάρτες» του (κυρίως τή μεγάλη «Χάρτα
καπέντε χρόνια πρίν άπο τήν ’Επανάσταση. Ποιος είναι ό συγ­ τής Ελλάδος»), καί μιά εικόνα τού Μεγάλου ’Αλεξάνδρου, μετα­
γραφέας δέν κατόρθωσε άκόμη ν’ άποκαλύψει ή ερευνά- ενα άπο φράζει Μεταστάσιο καί abbé Barthélem y καί δημοσιεύει επα­
τα ονόματα πού προτάθηκαν, μέ σοβαρά έπιχειρήματα, είναι ναστατικά φυλλάδια καί τραγούδια (τό Σ ύνταγμ α τής 'Ελλάδος
καί τού ’Αθανασίου Ψαλίδα.1 καί τόν Θούριο). "Ολ’ αύτά φαίνονται ύποπτα στις αύστριακές
άρχές, οί όποιες καί τόν συλλαμβάνουν στήν Τεργέστη, άπ’ όπου
Στο ίδιο επάνω κάτω κλίμα κινείται καί μια έ'μμετρη σάτι­ έτοιμαζόταν νά κατέβει στήν Ελλάδα, καί υστέρα άπό εξονυ­
ρα πού κυκλοφορούσε χειρόγραφη (δέν έχει διαπιστωθεί έκδο­ χιστικές άνακρίσεις τόν παραδίδουν στόν τοΰρκο έπαρχο στό
σή της) τά ίδια περίπου χρόνια (τήν πρώτη δεκαετία τού αιώ­ Βελιγράδι, όπου ό Ρήγας καί άλλοι εφτά σύντροφοί του στραγ-,
να), ό Ρ ω σσαγγλογάλλος. 'Ο άνώνυμος (καί άδέξιος) στιχουρ- γαλίστηκαν μυστικά στις 24 ’Ιουνίου 1798 καί τά πτώματά
γός διατυπώνει τήν άγανάκτησή του έναντίον τών άνώτερων τους πετάχτηκαν στό Δούναβη. ’Έ τσι ό Ρήγας σφραγίζει τήν
κληρικών, τών φαναριωτών ήγεμόνων, τών εμπόρων καί τών έθνική του δράση μέ τή θυσία. ’Επισημαίνει τό γεγονός, τόν
κοτζαμπάσηδων, πού όλοι τους τά έχουν καλά μέ τούς Τούρ­ ίδιο κιόλας χρόνο, ό Κοραής, δέκα χρόνια μεγαλύτερος άπο το
κους, άλλά καί τήν άπογοήτευσή του άπο τούς ξένους, στούς ο­ Ρήγα, στό προτρεπτικό του φυλλάδιο ’Α δελφική διδασκαλία'
ποίους δέν πρέπει νά έλπίζει το έθνος γιά τήν άπελευθέρωσή δυό μήνες πιό πρίν, τόν Απρίλιο τού 1798, έβλεπε τό φώς στή
του. Δέ φαίνεται νά έχει γνωρίσει τήν 'Ε λληνική Ν ομαρχία, ένώ Ζάκυνθο ό Διονύσιος Σολωμός.
είναι φανερά επηρεασμένος άπο τά πρώτα άνώνυμα φυλλάδια
τού Κοραή. 'Ο Κ. Θ. Δημαράς, πού μελέτησε καί έξέδωσε το 2. Κ. Θ. Δημαράς, «Δύο άκόμη άθησαύριστα άπόγραφα τοϋ Ρωσσαγ-
γλογάλλου», Ό ’Ερανιστής θ (1965) 1-11. Πρβ. Αδήλου ((Ρωσσαγγλο­
1. Βλ. Χρ. Π. Φράγκου, «Ή συμβολή τοϋ ’Αθανασίου Ψαλίδα στή γάλλος», Έκδοση καί σχόλια Κ. Θ. Δημαρά, Άγγλοελληνική 'Επιθεώ­
δημιουργία έπαναστατικοϋ πνεύματος στήν "Ηπειρο (Ό ’Αθανάσιος Ψα- ρηση 3 (1948), καί Τοϋ ίδιου, «Το κείμενο τοϋ Ρωσσαγγλογάλλου», ’Ελ­
λίδας καί ή Ελληνική Νομαρχία)», Δωδώνη 1 (1972) 87-108. ληνικά 17 (1962) 188-201.

124 125
(i. ΟΙ Λ Ε Κ Λ Ε Τ Τ Ε Σ Π Ρ Ι Ν ΑΓΙΟ ΤΟ 1821 ΡΙΙΓΛ Σ

Ό Ρήγας είναι, ό πρόδρομος καί ό πρωτομάρτυρας τής ελ­ γραφέας,4 σέ πολύ μεγαλύτερο βαθμό άπό τό Ρήγα, παρενέβαλε
ληνικής ελευθερίας. ’Έ τσι, σωστά, τον τοποθέτησε ή υ,εταγε- στα διηγήματά του διάφορα ποιηματάκια, λαϊκά τής έποχής,
νέστερη ιστοριογραφία καί ή συνείδηση του έθνους. « Σ π έρμ α τ’ πού διαδίδονταν είτε μέ τή μουσική είτε καί μέ χειρόγραφες
έλευθερίης ο Φεραΐος σπεΐρεν άοιδός», κατά το άρχαιόγλωσσο άνθολογίες" είναι άντιπροσωπευτικά για τό γούστο τού ευρυ-
επίγραμμα κάτω άπό τον ανδριάντα του μπρος άπό το Πανεπι­ τερου κοινού, καί κάπως περίεργα καθώς συνδυάζουν τήν ανα­
στήμιο ’Αθηνών. Ή σημασία του στήν εθνική ιστορία είναι ά- τολίτικη ήδυπάθεια καί μελαγχολία μ’ έναν πρώιμο καί άξεκα-
πείρως μεγαλύτερη άπό δ,τι στήν ιστορία τή φιλολογική. ’Αλλά θάριστο ρομαντισμό.
ό Ρήγας είναι μιά προσωπικότητα πολύπλευρη καί δυναμική' Τόν ίδιο χρόνο μέ τό ΣχολεΙον, τό 1790, στή Βιέννη πάντα,
οί περιγραφές των συγχρόνων του καί οί προσωπογραφίες του εκδίδει ό Ρήγας καί ένα εγχειρίδιο φυσικής (Φ υσικής απάνθι­
πού μάς έχουν σωθεί μάς τον παρουσιάζουν σάν έναν άνθρωπο σμα), συνερανισμένο άπό γαλλικά καί γερμανικά βιβλία. ’Αγ­
ζωηρό, πληθωρικό, γεμάτον κέφι για τή ζωή, μέ πλούσιο συναι­ γέλλει επίσης ότι θά τυπώσει μιά μετάφραση τού E sprit d es
σθηματικό κόσμο' ήταν χαριτωμένος στούς τρόπους του, μι­ Lois τού Montesquieu. Τό πνεύμα τού γαλλικού διαφωτισμού
λούσε πολλές γλώσσες καί τραγουδούσε ό ίδιος τά τραγούδια καί ή εκλαϊκευμένη επιστήμη προσφερμένα στήν υπηρεσία τού
του μέ τή συνοδεία μουσικών οργάνων. Φύση τέτοια πληθωρική, έθνους. ' Η παράλληλη δημοσίευση επιστημονικών έργων καί λο­
ό Ρήγας ήταν, όπως είπαμε, σάν νά συναιρεί μέσα του όλες γοτεχνικών μεταφράσεων θά εξακολουθήσει καί κατά τή δεύτερη
τις τάσεις τού τότε ελληνισμού' έτσι καί ή συγγραφική καί ή παραμονή του Ρήγα στή Βιέννη' μόνο πού τώρα θά προστεθούν
λογοτεχνική του δράση πρέπει νά ένταχθοΰν στήν εθνική του οί χάρτες καί τά έπαναστατικά φυλλάδια. Ά πό όλη αύτή τή
δραστηριότητα. γόνιμη παραγωγή, ένα έργο πρωτότυπο πρέπει ιδιαίτερα νά τρα­
Τό πρώτο έργο τού Ρήγα είναι τό ΣχολεΙον τών ντελικάτω ν βήξει τήν προσοχή μας: ό Θούριος, ή έμμετρη επαναστατική
εραστώ ν, τυπωμένο στή Βιέννη τό 1790, μιά συλλογή άπό έξι προκήρυξη τού Ρήγα:
διηγήματα (τά πρώτα διηγήματα τής νεοελληνικής λογοτεχνίας), "Ως π ότε παλικάρια νά ζοΰμεν στα στενά
μέ υπόθεση ερωτική, πού ή νεώτερη έ'ρευνα έδειξε πώς είναι μονάχοι σάν λιοντάρια στες ράχες, σ τά βουνά
μεταφράσεις άπό έναν Ράλλο οχι σημαντικό συγγραφέα, τόν
R estii de la B reto n n c3 στον πρόλογο ό μεταφραστής δηλώνει Κ άλλιο ’ναι μ ιας ώρας ελεύθερη ζωή
πώς μέ τό έργο αύτό θέλει «νά ήδύνει καί νά ωφελήσει». Καί π αρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά καί φυλακή !
πραγματικά χύτες οί ιστορίες, μέ τή γοητεία τού κοσμικού Πα­
ρισιού πού μετέδιδαν, γραμμένες σέ μιά γλώσσα άκαλλιέργητη Μέ τά συνηθισμένα μέτρα τής ποιητικής δέν μπορεί βέβαια νά
λογοτεχνικά, ωστόσο άπλούστερη καί ευκολονόητη, είχαν άρ- κριθεΐ ό Θούριος. Σέ μιά τέτοια κρίση δέν άντέχεί' άλλά καί
κετή έπιτυχία. Δυό χρόνια μετά, τό 1792 στή Βιέννη πάλι, ένας θά ήταν λάθος μας νά τόν κρίνουμε έτσι. 'Ο Θούριος είναι μιά
άγνωστος συγγραφέας τυπώνει ένα παραπλήσιο βιβλίο, τά ’Έ­ έπαναστατική φωνή, βαλμένη σέ μέτρα ποιητικά, φωνή όμως
ρω τος αποτελέσματα, «προς εύθυμίαν καί έγλεντζέν τών εύγε- πού προδίδει έναν πύρινο ενθουσιασμό καί μιά ψυχή πού πραγ­
νών νέων», όπως δηλώνεται στόν τίτλο. Τρία διηγήματα, πρω­ ματικά φλέγεται. Ποίημα δέν είναι, άλλα καί δέν είναι απλό
τότυπα αύτή τή φορά, μέ ήρωες ελληνες «τσελεμπήδες» καί 4. Πολλές προσπάθειες έγιναν άπό τούς έρευνητές για ν’ άνακαλύψουν
«κοκκώνες» τής Πόλης καί τής Βλαχιάς, πού άντικατέστησαν τόν συγγραφέα τοϋ βιβλίου. Πολλοί, χωρίς σοβαρά επιχειρήματα, υπέ­
τούς «μουσιού» καί τις «δάμες» τού Σχολείου. Ό άγνωστος συγ­ θεσαν τον Ρήγα' άλλοι άλλους. Τις μεγαλύτερες πιθανότητες έχει ή άπό-
δοση στον ’Αθανάσιο Ταλίδα, πράγμα για τό όποιο υπάρχουν καί άξιό-
3. I. Θωμόπουλος, L’originai de l’ «Ecole des amante délicats» de λογες μαρτυρίες τής έποχής καί τεκμήρια εσωτερικά. Γιά το ζήτημα βλ.
Rhigas Veleslinlis, ’Αθήνα 1949. Βλ. τώρα τήν εισαγωγή στή νέα έκ­ κυρίως Γ. Τ’. Λαδά - Α. Δ. Χατζηδήμου, 'Ελληνική Βιβλιογραφία τών
δοση άπό τον II. Πίστα: Ρήγας, ΣχολεΙον τών ντελικάτοιν εραστών, ’Α­ ετών 1791-1795, ’Αθήνα 1970, σσ. 128-136. Βλ. καί εδώ παραπάνω (σ.
θήνα 1971 (Έρμης, Νέα 'Ελληνική Βιβλιοθήκη 8). 98, σημ. 9).
126 12 7
G. ΟΙ Δ Ε Κ Α Ε Τ Ι Ε Σ Π Ρ Ι Ν Α Π Ο ΤΟ 1821 ΕΦΤΑΝΗΣΑ

μανιφέστο' ή θερμή πνοή πού τον διαπέρνα υψώνει τήν άπλή λιόχρονη άριστοκρατική δημοκρατία τής Βενετίας είχε κατα-
ρητορική σέ μιάν άνώτερη σφαίρα, πού κάποτε άγγίζει καί τά λυθεΐ, καί τόν έπόμενο μήνα γαλλικά στρατεύματα έφταναν ως
δρια τής ποίησης. Συγκινητικός είναι καί ό τρόπος μέ τον όποιο τήν Κέρκυρα, φύτευαν τό δέντρο τής ελευθερίας καί υπόσχονταν
διαδίδονταν: ό Ρήγας καλοϋσε τούς φίλους του στο δωμάτιό του, στά νησιά τού Ίονίου τήν απελευθέρωση. Τά νησιά αύτά, τό
τούς έπαιζε σέ φλογέρα το σκοπό καί τούς μάθαινε νά τόν τρα­ μόνο μέρος τής ελληνικής γής πού αιώνες ολόκληρους είχε μεί­
γουδούν' ή στή Βιέννη στα καφενεία άποζητοΰσε τούς "Ελληνες νει, καθώς είδαμε, κάτω άπό τή δυτική κυριαρχία, εμπλέκονται
καί τούς μοίραζε κρυφά τό κείμενο, κι αύτοί, έμποροι οί πιο έτσι άμεσα στή δίνη τών γεγονότων πού ακολούθησαν στήν Ευ­
πολλοί άπό τή Βιέννη, τό Σεμλίνο, τό Τριέστι, τό διέδιδαν ύ­ ρώπη τή Γαλλική ’Επανάσταση. Μέ τή συνθήκη τού Campo-
στερα στά Εφτάνησα καί σ’ δλη τήν Ελλάδα. 'Ο μαρτυρικός formio (’Οκτώβριος 1797) προσαρτώνται επίσημα στή Γαλλία,
θάνατος τού ποιητή έδωσε στό Θούριο τήν καθιέρωση τής θυ­ άλλά ένα χρόνο ύστερότερα, τό φθινόπωρο τού 1798, οί Ρώσοι
σίας. καί οί Τούρκοι τά παίρνουν στήν κατοχή τους καί άποκαθιστοΰν
'Ο Fauriel, δημοσιεύοντας στόν 2ο τόμο των Δ ημοτικών τό παλαιό καθεστώς καί τά προνόμια τών εύγενών. Τό 1800
τραγονδιώ ν5 καί τό Θ ούριο, διηγείται τήν άκόλουθη ιστορία: οργανώνονται σέ ένα μισοανεξάρτητο κράτος, τήν «Ίόνιο Πο­
Κάποιος φίλος του ταξίδευε μέ άλλους μαζί τό 1817 στή Μα­ λιτεία», τό 1807 καταλαμβάνονται καί πάλι από τούς Γάλλους,
κεδονία' σ’ ένα χωριό, στό φούρνο (πού ήταν καί τό χάνι), συ­ αύτοκρατορικούς αυτή τή φορά, τό 1809 άπό τούς ’Άγγλους,
νάντησαν ένα νέο παιδί, ψηλό καί όμορφο, άπό τήν ’Ήπειρο, καί ή άναστάτωση δέ θά τελειώσει παρά τό 1815, ύστερα άπό
πού δούλευε στό φούρνο. Τούς κοίταξε δλους προσεχτικά, καί τό Συνέδριο τής Βιέννης, όταν ιδρύεται τό «Ένωμένον Κράτος
ύστερα ρώτησε τόν ταξιδιώτη: «Ξέρεις γράμματα;», κι δταν τώ ν Ίονίων Νήσων» ύπό τήν προστασία τής ’Αγγλίας, πού
τού είπε ναι, τόν παίρνει παράμερα καί εκεί βάζει τό χέρι στόν άσκεΐ τή διοίκηση μέ έναν Λόρδο Μεγάλο Αρμοστή, ένώ υ­
κόρφο καί βγάζει κάτι πού τό είχε κρεμασμένο σάν φυλαχτό' πάρχει βουλή καί γερουσία άπό "Ελληνες. Τό καθεστώς αύτό,
ήταν ένα βιβλιαράκι μέ τά τραγούδια τού Ρήγα. Τόν παρακαλεΐ πού ό Σολωμός θά τό όνομάση «ψεύτρα έλευθεριά», θά διατηρη­
νά τού διαβάσει, ό ξένος τό κάνει πρόθυμα, άλλά δταν σέ λίγο θεί ώς τό 1864, όταν ή ’Αγγλία, μετά τήν έκθρόνιση τού Ό -
σηκώνει τά μάτια του βλέπει τόν άλλον νά έχει αλλάξει όλότελα: θωνα, θά προσφέρει τά Εφτάνησα στόν νέο βασιλέα Γεώργιο
ή όψη του φλέγεται ολόκληρη, τά χείλη του τρέμουν, καί δάκρυα Α ' καί θά ένσωματωθοΰν στό έλληνικό κράτος.
κυλούν άπό τά μάτια του. «Πρώτη φορά σοΰ διαβάζουν τό βι­ Ή δραματική αύτή ιστορία τών Εφτανήσων πού κράτησε
βλιαράκι αύτό;», ρωτά ό ταξιδιώτης. « ’Ό χι' πάντα παρακαλώ είκοσι περίπου χρόνια (1797-1815) έχει τόν άντίχτυπό της στήν
τούς ταξιδιώτες νά μοΰ διαβάζουν κάτι' τά ’χω ακούσει πολλές πνευματική ιστορία —δπως είχε άντίχτυπό ή ύποταγή τους γιά
φορές». «Κι έτσι συγκινεΐσαι πάντα;» — «Πάντα» άπάντησε τόσους αιώνες στή Βενετία, καί δπως θά έχει, στήν επόμενη
τό νέο παιδί. περίοδο, τό γεγονός ότι δέ θά άνήκουν άκόμη στό έλληνικό
κράτος. Ή περιοχή αύτή είναι πάντοτε νευραλγική μέσα στήν
’Ανάμεσα στά χαρτιά πού ή αύστριακή άστυνομία κατέσχε στά πνευματική καί τή λογοτεχνική ιστορία τής Ελλάδας. Γύρω
χέρια τού Ρήγα, ήταν καί μιά ιδιόχειρη επιστολή του πρός στήν κατάληψη τών νησιών άπό τούς Γάλλους καί στά γεγο­
τόν Βοναπάρτη, πού πολεμούσε τότε στήν ’Ιταλία, δπου τόν νότα πού επακολούθησαν γράφονται, κυρίως σέ ένα άπό τά νη­
παρακινούσε νά απελευθερώσει τό ελληνικό έθνος. Είναι άφάν- σιά, στή Ζάκυνθο, διάφορα στιχουργήματα, ύμνοι καί παραινέ­
ταστη ή ακτινοβολία πού ασκούσε τότε στούς "Ελληνες ό νεαρός σεις, πού άντικατοπτρίζουν τήν πολιτική καί κοινωνική κατά­
αρχιστράτηγος, φορέας τών ιδεών τής Γαλλικής ’Επανάστασης, σταση. Ξέρουμε πολλούς άπό τούς ποιητές· θά μνημονεύσουμε
καθώς πλησίαζε στά ελληνικά εδάφη. Τό Μάιο τού 1797 ή χι­ τήν ξεχωριστή προσωπικότητα τού ’Αντώνιου Μαρτελάου (1754-
1818). ’Αριστοκράτης άπό καταγωγή, άλλά φανατικός οπαδός
5. Τόμ. 2, σσ. 18-19. τών δημοκρατικών ιδεών, γράφει τό 1797 έναν "Υμνο εις την
128 129
6. ΟΙ Δ Ε Κ Α Ε Τ Ι Ε Σ Π Ρ Ι Ν Α Π Ο ΤΟ 1821 ΕΦΤΑΝΗΣΑ

περίφημον Γαλλίαν, τον αρχιστράτηγον Βοναπάρτην καί τον Γιαννιώτες, όπου κοροΐδευε τούς έμπειρικούς γιατρούς άπό τά
στρατηγόν Γεντίλλην (τον γάλλο στρατηγό Gentilly πού κατέ­ Γιάννινα —μιά κωμωδία ηθών λοιπόν, μέ σύγχρονα πρόσωπα"
λαβε τά Εφτάνησα). ’Αργότερα μέ τον ’ίδιο ενθουσιασμό θά τού ίδιου μάς μαρτυρείται μιά άλλη κωμωδία, μέ περιεχόμενο
χαιρετίσει την 'ίδρυση τής Ίονίου Πολιτείας, τούς Γάλλους αύτο- περισσότερο κοινωνικό, οί Μ οραΐτες. 'Ένα φτωχό παιδί άπό
κρατορικούς καί τούς ’Άγγλους" ένας ακράτητος πόθος γιά ε­ το Μόριά έρχεται υπηρέτης στό σπίτι ένός πλούσιου ζακυθινοΰ
λευθερία περισσότερο παρά γιά συνειδητή πολιτική ή κοινωνική κάντε" μέ τή φιλεργία του προκόβει, άνοίγει ένα μαγαζάκι καί
τοποθέτηση. Φυσικά ό Μαρτελάος δεν είναι ποιητής (λιγότερο κινεί το φθόνο τών παιδιών τού άλλοτε άφεντικοΰ του —ή και­
καί άπό το Ρήγα), είναι πιο πολύ λόγιος. Μιά άτεκμηρίωτη πλη­ νούρια τάξη τών άστών πού άνεβαίνει. ’Έχουμε πληροφορίες
ροφορία τον φέρνει δάσκαλο του Σολωμοΰ" ήταν σίγουρα του πώς το έργο παίχτηκε το 1798 άπό έναν όμιλο ερασιτεχνών,
Ugo Foscolo. Στήν αρχή του δημοκρατικού του "Υμνου βρί­ άλλά γέννησε βίαιες άντιδράσεις, τόσο πού άνακατεύτηκε ή ά-
σκουμε τήν ίδια αναφορά στα «κόκαλα των Ελλήνων» όπως στυνομία καί έγιναν άνακρίσεις" άπό αύτές άρυόμαστε καί τις
καί στον "Υμνο τού Σολωμοΰ. πληροφορίες γιά τό έργο.
Μιά άλλη, εντελώς διαφορετική, προσωπικότητα είναι ό λίγο Ή πιό σημαντική όμως κωμωδία είναι δίχως άμφιβολία ό
πρεσβύτερός του Νικόλαος Κουτούζης (1741-1813). Εύγενής Χάσης τού Δημητρίου Γουζέλη. Ό συγγραφέας του, μιά γενιά
κι αύτός, σπουδασμένος στή Βενετία, ζωγράφος άπό τούς πιο νεώτερος άπό τούς παραπάνω (1773-1842), ήταν άνεψιός τού
άντιπροσωπευτικούς τής καινούριας ϊταλιανίζουσας σχολής, δέ Μαρτελάου. "Οπως είναι φυσικό, μετέχει κι αύτός στό δημο­
συμμετέχει στον επαναστατικό οργασμό. "Ο,τι κυρίως τον χα­ κρατικό πυρετό τού 1797/98, καί ζεΐ μιά ζωή γεμάτη περι­
ρακτηρίζει είναι ή σάτιρα, το σκώμμα —μιά σάτιρα πού δεν πέτειες, πολεμά μέ τόν Ναπολέοντα, υστέρα στήν Ελληνική
ήξερε τον οίκτο καί μιά γλώσσα πού δεν είχε χαλινάρι. Μαζί Επανάσταση, αιχμαλωτίζεται, φυλακίζεται, μεταφράζει Τάσσο
μέ τήν άνελέητη σάτιρα συνεδύαζε καί μιαν άφάνταστη βωμο­ καί γράφει ήρωικά έπη καί πατριωτικά δράματα. "Ολα αύτά
λοχία" «ηγεμόνα τών αισχρών σατιρικών» τον χαρακτηρίζει ένας όμως δέν έχουν μεγάλο ένδιαφέρον τό μόνο πού άξίζει πραγμα­
βιογράφος του.6 Το πιο περίεργο είναι πώς ό Κουτούζης ήταν τικά είναι ή νεανική του κωμωδία, ό Χάσης, γραμμένη άκόμα
παπάς, εφημέριος σε μιάν άπό τις πιο όνομαστές (καί τις πιο τήν έποχή τής Βενετοκρατίας, τό 1795. Ό επώνυμος ήρωας τού
όμορφες) εκκλησίες τής Ζακύνθου, τή Φανερωμένη. Δέκα χρόνια έργου είναι ό τύπος τού μπράβου, τού λιονταρή στά λόγια καί
μετά το θάνατό του, όταν ό Σολωμός θά θελήσει νά χτυπήσει δειλού κατά βάθος, ένας τύπος πολύ γνωστός βέβαια στή φιλο­
έναν τοκογλύφο, θά περάσει τήν καυστική σάτιρα στο στόμα τού λογική παράδοση τής κωμωδίας, πού έδώ όμως φαίνεται πως
Κουτούζη. είκονίζει ένα πρόσωπο πραγματικό. Υπάρχουν κι άλλοι τύποι,
Αύτή ή διάθεση τής σάτιρας, τού κωμικού, έφερε, τά ίδια παρμένοι κι αύτοί άπό τήν πραγματικότητα: ένας γιός τού Χάση
πάνω κάτω χρόνια, στή Ζάκυνθο, μια καινούρια άνάπτυξη τής τεμπέλης καί άπρόκοφτος, τό πονηρό θηλυκό πού τά παίζει καί
κωμωδίας. Βέβαια, θά ζοΰσε έκεΐ ή ανάμνηση τού κρητικοΰ μέ τόν πατέρα καί μέ τό γιό, στρατιώτες τής βενετσιάνικης
θεάτρου καί θά παίζονταν ακόμη τά κρητικά δράματα καί οί φρουράς τού νησιού πού μιλούν τά βενετσιάνικα καί δημιουρ­
κωμωδίες. Παράλληλα ξέρουμε πώς τις ’Αποκριές ή σέ άλλες γούν κωμικές παρεξηγήσεις κ.ο.κ. Ή γλώσσα είναι έντονα ιδιω­
περιστάσεις δίνονταν υπαίθριες θεατρικές παραστάσεις, οί «ο­ ματικά χρωματισμένη —ή ζακυθινή γλώσσα όπως άκριβώς μι­
μιλίες». Τις πιο πολλές φορές είναι υποτυπώδη έργα θεατρικά λιόταν— καί ή στιχουργία είναι τό δεκαπεντασύλλαβο κρητικό
ή μεμονωμένες σκηνές άπό τά παλιά κρητικά έργα. Υπάρχουν δίστιχο: κάτι πού μάς δείχνει αν οχι τήν άμεση έξάρτηση άπό
όμως καί πιο σημαντικά. Ό Σαβόγιας Ρούσμελης (ή Σουρμε- τά κρητικά πρότυπα, πάντως τήν υπαγωγή του στήν ίδια πα­
λής) αίφνης, έγραψε, κατά το 1745, μιά σατιρική κωμωδία, τούς ράδοση.
6. Γρ. Ξενόπουλος, «Ή ζακυνθινή ποίησις», στό: I. Τσακασιάνος,
Στή Ζάκυνθο λοιπόν υπάρχει στά είκοσι αύτά χρόνια τών
"Απαντα, τόμ. 1, ’Αθήνα 1926, σ. 22. πολιτικών άναβρασμών μιά πλειάδα στιχουργών μιά έντονη
13 0 131
G. 0 1 Δ Ε Κ Α Ε Τ Ι Ε Σ ΙΊΡ1Ν Λ Ι Ι Ο TO 1821
ΦΛΧΛΡΙΩΤΚ ΧΡΙΣΤΟ Π Ο ΥΛΟ Σ
απασχόληση μέ το στίχο πού αξίζει ιδιαίτερα νά την έπισημά- κοντά στον ήγεμόνα Ιωάννη Καρατζά θά πάρει μεγάλα αξιώ­
νουμε, γιατί τα χρόνια αύτά είναι καί τα παιδικά χρόνια τοϋ ματα, θά φτάσει ώς το βαθμό τού «μεγάλου λογοθέτη» καί, μέ
Σολωμοϋ στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Μπορούμε νά πούμε πώς τήν έντολή τού ήγεμόνα, θά συντάξει έναν κώδικα νόμων βασι-
είναι οί τοπικοί του πρόδρομοι, καί είδαμε ήδη κάποια σχέση σμένον σέ φιλελεύθερες αρχές. Τά άξιώματά του τά χάνει, φυ­
πού τον συνδέει μέ τον Μαρτελάο ή μέ τον Κουτούζη. Κανένας σικά, μέ τήν ’Επανάσταση τού 1821 καί το σβήσιμο των έλλη-
όμως από τούς ντόπιους αύτούς στιχουργούς δέν υψώθηκε σέ νικών ήγεμονιών. ’ Επιχειρεί τότε νά κατέβει στήν Ελλάδα, άλλα
προσωπικότητα ποιητική. Τούς πραγματικούς προδρόμους τού δέν κατόρθωσε νά έγκλιματιστεΐ καί έπέστρεψε στο Βουκου­
Σολωμοΰ πρέπει νά τούς αναζητήσουμε άλλοΰ, σέ μιά περιοχή, ρέστι, όπου μπόρεσε νά ζήσει σχετικά άνετα καί οπού πέθανε
πού την κρίσιμη αύτή γιά τον έλληνισμύ ώρα είχε πολύ μεγα­ έβδομήντα πέντε χρονών το 1847.
λύτερη σημασία άπύ τήν έπαρχιακή Ζάκυνθο: στο Φανάρι. Ε ­ Γιά τή συμμετοχή του στή διαμάχη γύρω στο γλωσσικό ζή­
κεί, στην Πόλη καί στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, θ’ άκουστεί τημα καί γιά τή Γ ραμματική του τού 1805 μιλήσαμε κιόλας.
το πρώτο λάλημα μιας νέας πραγματικά ποίησης. 'Ο Ά χιλλεύς, το «ήρωικό δράμα» πού συνεκδόθηκε μέ τή Γ ραμ­
μ α τικ ή , δέ θά μάς σταματήσει. Τά άλλα του έργα, Τά Π ολι­
Αυτό γίνεται το 1811 μέ τήν έ'κδοση των Λυρικών τού Χρι- τικ ά παράλληλα (Παρίσι 1833), τά περίεργα καί μόλις Λρόσφατα
στόπουλου. Γιά πρώτη φορά ΰστερ’ άπύ το πέσιμο τής Κρήτης δημοσιευμένα Π ολιτικά σοφ ίσμ ατα ,7 καθώς καί τά °Ελληνικά
καί ΰστερ’ άπό ένάμιση περίπου αιώνα ποιητικής σιωπής, ά- άρχαιολογήματα, πού δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του (’Α­
κούγεται μιά, άδύνατη ακόμη, άλλα γνήσια λυρική φωνή. Τά θήνα 1853), βρίσκονται έξω άπύ τήν περιοχή τής λογοτεχνίας.
Λ υρικά έχουν ξεπεράσει άποφασιστικά το έπίπεδο των άσή μαν­ Ά ς περιοριστούμε λοιπόν στά Λ υρικά· δέν είναι λίγη άλλω­
τών στιχουργημάτων ή των ποιητικών δοκιμών. 'Ο Χριστό- στε ή τιμή πού χαρίζουν στο συγγραφέα τους. Πρόδρομοί τους
πουλος (καί ό Βηλαρας λίγο ύστερότερα) είναι οί πραγματικοί, στάθηκαν άσφαλώς τά άνώνυμα ή έπώνυμα φαναριώτικα στι­
σέ εθνική καί οχι σέ τοπική κλίμακα, πρόδρομοι τού Σολωμοΰ. χουργήματα, σάν αύτά πού είδαμε στο Σ χολεϊον τού Ρήγα ή
Καί μαζί καί δλης τής νεώτερης έλληνικής ποίησης: ΰστερ’ άπύ στο ’Έ ρωτος αποτελέσματα. ’Αλλά ό Χριστόπουλος ξέρει καί
τον Έ ρω τόκριτο, πού κλείνει τήν πρώτη περίοδο, τά Λ υρικά τήν ιταλική καί τή γαλλική λογοτεχνία τού καιρού του καί επη­
έγκαινιάζουν τή νεώτερη, τή σύγχρονη. Το 1811 είναι στήν ρεάζεται άναμφίβολα άπύ αύτές. Μέ το πρώτο διάβασμα άνα-
ιστορία τής νεοελληνικής ποίησης μιά χρονολογία οριακή. γνωρίζουμε πώς τά «ερωτικά» καί τά «βακχικά» του τραγούδια
'Ο ’Αθανάσιος Χριστόπουλος γεννήθηκε το 1772 στήν Κα­ (το χωρισμό τον έχει κάμει ό ίδιος) βρίσκονται στο ίδιο εντελώς
στοριά τής δυτικής Μακεδονίας, ή όποια, ας σημειωθεί, έ'δωσε κλίμα τού σύγχρονου εύρωπαϊκοΰ κλασικισμού. Μάς παρουσιά­
κι αύτή μιά πλειάδα ελασσονών ποιητώ ν ό Κοζανίτης Μιχαήλ ζεται ό ίδιος κόσμος τών κλασικιστικών μυθολογικών άλληγο-
Περδικάρης εκδίδει το 1817 μιά περίεργη σάτιρα, τον 'Ερμηλο, ριών καί προσωποποιήσεων, ό ’Έρως, πάντοτε γιος τής ’Αφρο­
καί τον ίδιο χρόνο τά Π οιημάτια τού Κοζανίτη επίσης Γ. Σα- δίτης, οί Χάριτες, ή Αυγή, ό Τιθωνός κτλ. Τά «βακχικά» του
κελλαρίου μιμούνται τις Νύχτες τού Young καί φέρνουν τά πάλι (πού γ ι’ αύτά οί σύγχρονοί του τον ονόμασαν «νέον Ά να-
πρώτα σημάδια τού προρομαντισμού στήν Ελλάδα. Νωρίς ό κρέοντα») είναι μιμήσεις τών μεταγενέστερων «άνακρεόντει-
Χριστόπουλος βρίσκεται στο Βουκουρέστι, κι ΰστερα σπουδάζει ων», άπό αύτές πού άφθονοΰσαν στήν εποχή. Γραμμένα σέ μι­
ιατρική καί νομικά στή Βούδα καί στήν Πάντοβα. Γυρνώντας κρούς εύκαμπτους στίχους καί σέ μιά γλώσσα δημοτική, λο­
γύρω στά 1797 στο Βουκουρέστι μπαίνει οικοδιδάσκαλος στον γοτεχνικά χρησιμοποιημένη, έχουν τά τραγούδια τού Χριστο-
ήγεμονικό οίκο τού Μουρούζη- τον ακολουθεί γιά ένα διάστημα πουλου μιά χάρη καί μιά λεπτότητα, άλλά μαζί καί κάτι το
στήν Πόλη, όταν ό Μουρούζης ιδιωτεύει (1806-1812), κι εκεί, συγκρατημένο καί τό διακριτικό, δέν ξεπερνούν τήν τάξη καί
φαίνεται, βρίσκει τήν άνεση καί το εύνοϊκό περιβάλλον νά γρά­
7. 'Ολόκληρο το έργο δημοσιεύτηκε τελευταία άπό τον Γ. Βαλετα,
ψει τά ποιήματά του. Στά ύστερότερα χρόνια (1812-1820), Λ. Χριστοπούλον "Απαντα, ’Αθήνα 1 969.
132 133
fi. ΟΙ Λ Ε Κ Α Ε Τ Ι Ε Σ ΠΡΙΝ' Λ Π Ο ΤΟ 1821 ΦΛΝΑΡΙΩΤΕΣ. Χ Ρ ΙΣ Τ Ο ΙΊΟ Γ Λ Ο Σ

το μέτρο, Τ άλλει τον έρωτα καί το κρασί, μας παρασταίνει στο χέρι θ’ άρχίσει νά γράφει τά πρώτα του ελληνικά ποιήματα.
τον εαυτό του διαρκώς πληγωμένου άπό τον έρωτα’ ό έρωτας 'Η νεώτερη ελληνική ποίηση είχε άρχίσει το δρόμο της.
αύτός δεν είναι όμως ποτέ το μεγάλο πάθος, είναι περισσότερο
έ'νας χαριεντισμός, ένα παιγνίδισμα ή καί μιά φιλοφρόνηση μο­ 'Ένα άποφασιστικό βήμα προς τά εμπρός θά κάνει μέ τον Γιάν­
νάχα. Το κλίμα μένει πάντοτε εύκρατο’ λείπει ή θερμή πνοή νη Βηλαρά. Ό Βηλαράς, ένα χρόνο πρεσβύτερος άπό το Χρι-
πού θά έλιωνε μονομιάς όλες αυτές τις ψυχρές μυθολογικές αλ­ στόπουλο, γεννημένος το 1771, είναι άπό τά Γιάννινα, καί έ­
ληγορίες. Ή κριτική το παρατήρησε κιόλας. Μπορεί 6 Χριστό- χει έζησε καί έδρασε γιά όλη του σχεδόν τή ζωή. Σπούδασε
πουλος νά κηρύττει στα τραγούδια του: Νά μ η φθάσω, να μη κι αύτός ιατρική στήν Πάντοβα καί γυρίζοντας στήν πατρίδα
ζήσω / αν μ ιά μέρα δέν φιλήσω / κι αν πεθάνω, νά πεθάνιο / του έγινε γιατρός στήν αύλή τού Άλή πασά, προσωπικός για­
στα φιλάκια μον άπάνω —ή : ”Εξω έξω τα βιβλία / στη φ ω τιά τρός τού γιου του Βελή, πού τόν άκολουθεΐ καί στις διάφορες
ή φλυαρία / . . . / να γενεΐ βαρελοθήκη / ή χρυσή βιβλιοθήκη— εκστρατείες του μέσα στόν έλληνικό χώρο, τή Θεσσαλία, τή
τά κηρύγματα αύτά βρίσκονται μέσα στο ποιητικό κλίμα τής Μακεδονία, τήν Πελοπόννησο. 'Όταν ό σουλτανικός στρατός πο­
εποχής, είναι συμβάσεις λογοτεχνικές· ό ’ίδιος έζησε μιά ζωή λιορκεί στά 1820 τά Γιάννινα, ό Βηλαράς φεύγει μαζί μέ τόν
εντελώς νηφάλια, τελείω ς άντίθετη άπό τά ερωτικά καί τά βακ­ περισσότερο έλληνικό πληθυσμό τής πόλης καί καταφεύγει σέ
χικά του συνθήματα. Σημαντικό ωστόσο είναι πώς άπό αύτόν ένα ορεινό χωριό τού Ζαγοριοΰ, όπου καί πεθαίνει τό Δεκέμβριο
τον γενικά ψυχρό καί συμβατικό κόσμο δέ λείπει (καί οΐ περι­ τού 1823, έρημος καί φτωχός. ’Έζησε λοιπόν ό Βηλαράς μα­
πτώσεις δέν είναι σπάνιες) κάποια γνήσια λυρική ευαισθησία κριά άπό τις αύλές τών παραδουνάβιων ηγεμονιών, σέ μιά μικρή
καί μιά αίσθηση τής φύσης πρωτογενής. Στις περιπτώσεις χύτες σχετικά πόλη, καί είχε τήν εύκαιρία, ιδίως στις περιοδείες του,
καί ή γλώσσα γίνεται πιο θερμή καί πιο λαϊκή: νά έρθει κοντότερα στό λαό τής υπαίθρου, νά γνωρίσει καλύτερα
τή γλώσσα του καί τούς εκφραστικούς του τρόπους. Κι αύτο
II άνοιξη έπέρασε τό βλέπουμε καί στήν ποίησή του: άφήνοντας τό Χριστόπουλο
το καλοκαίρι γέρασε, καί φτάνοντας στό Βηλαρά έχουμε τήν εντύπωση πώς μάς μιλά
χειμώ νιασε καί πάει. μιά προσωπικότητα θερμότερη καί ποιητικά περισσότερο ολο­
Κ αί τώ ρ Απελπισμένα κληρωμένη. ’Αλλά τό έργο του βέβαια δέν νοείται χωρίς τή
τα πρώ ην Ανθισμένα φαναριώτικη ποίηση, στήν όποιαν άπόλυτα εντάσσεται. "Ας ση­
το χιόνι τά χτυπάει. μειωθεί άκόμη πώς τά Γιάννινα υπήρξαν κέντρο πνευματικό
άξιόλογο καί πώς στή Σχολή έκεί είχαν διδάξει παλαιότερα
Τά χόρτα έξεράθηκαν φημισμένοι διδάσκαλοι.
και τ ’ άνθη έμαράθηκαν, Τό 1814 στήν Κέρκυρα (τρία χρόνια μετά τά Λυρικά) δη­
γυμνώθηκεν ή γή. μοσίευσε ό Βηλαράς ένα περίεργο βιβλιαράκι. Η ρομέικη γλό-
Το κάλλος της έσβήσθη, σ α , γραμμένο ολόκληρο σ’ ένα σύστημα ορθογραφίας επαναστα­
στο χάος εβυθίαθη, τικό, σχεδόν φωνητικό καί χωρίς, φυσικά, τόνους καί πνεύματα.
στην πρώ τη του π ηγή. Τό σύστημα καί τή χρησιμότητά του τά έξηγεί σέ μιά εισαγω­
Τά ποιήματα του Χριστόπουλου, ανάλαφρα, πρόσχαρα τά γική «μικρή όρμήνεια»’ καί υστέρα, σάν δείγματα μάλλον τής
περισσότερα —αδιάφορο πώς τά κρίνουμε έμεΐς σήμερα— έφερ­ «ρωμαίικης γλώσσας» στήν ποίηση καί στήν πεζογραφία, δη­
ναν στον καιρό τους μιά καινούρια δροσιά, κάποιο διαφορετικό μοσιεύει τέσσερα πρωτότυπα ποιήματα καί μεταφράσεις άπό τόν
μήνυμα. Καί αύτό ή εποχή του το κατάλαβε πέρα ώς πέρα, Άνακρέοντα, τόν Πλάτωνα καί τό Θουκυδίδη. 'Όλα τά ποιή-
ετιμησε τον ποιητή, καί τά Λυρικά κυκλοφορούσαν σέ απανωτές ματά του δέ θά δημοσιευτούν παρά μετά τό θάνατό του, τό 1827
εκδόσεις. "Ας προσθέσουμε πώς καί ό Σολωμός μέ τά Λυρικά στήν Κέρκυρα. Τό κλίμα είναι κι έδώ τό ίδιο όπως καί στο Χρι-
13 4 135
6. ΟΙ Δ Ε Κ Α Ε Τ Ι Ε Σ ΙΙΡΤΜ Λ 1 Ι 0 ΤΟ 1821 Β ΙΙΛ Α ΡΛΣ

στόπουλο' ό ’ίδιος κόσμος των κλασικιστικών άλληγοριών, ή ’ίδια κές. Ή σάτιρα, καλόκαρδη άλλά καί τσουχτερή, έχει μεγάλο
άνάλαφρη, παιγνιδιάρικη διάθεση. Ό Βηλαράς όμως είναι πιο μερτικό στό έργο του, είτε όταν γράφει αύτούσια ποιήματα σα­
γνήσια «άρκαδικός»: ή Χλόη, ή Φύλλις, ό Θύρσις, ή Δάφνη τιρικά, είτε όταν στιχουργεΐ «Μύθους» επάνω στά πρότυπα τού
ξανάρχονται συχνά στους στίχους του, ή «αρκαδική» διάθεση Αισώπου ή τού La Fontaine. Βαθύτατα μορφωμένος, λόγιος καί
είναι έδώ γνησιότερη καί περισσότερο άφομοιωμένη. "Ενα άπό θυμόσοφος, διατυπώνει τούς στοχασμούς του γιά τό φλέγον τότε
τα καλύτερα ποιήματά του, «'II ’Άνοιξη» (δημοσιευμένο κιόλας γλωσσικό καί εκπαιδευτικό πρόβλημα πότε σέ χαριτωμένα πε­
στη Ρ ω μαίικη Γ λώ σσα), ίσως νά είναι μίμηση κάποιου αντίστοι­ ζογραφήματα μέ μορφή άφηγηματική ή διαλογική ('Ο λογ ιό­
χου ιταλικού, διατηρεί όμως μιαν αναμφισβήτητη πρωτοτυπία: τατος τα ξιδιώ της, 'Ο λογιότατος η ό Κ ολοκυθούλης) καί πότε
Ή γλυκντάτη ’Ά νοιξη σέ έπιστολές πρός τό φίλο του γυμνασιάρχη στά Γιάννινα ’Α ­
με τ’ άνθη στολισμένη, θανάσιο Ψαλίδα.8 Είναι άλήθεια κρίμα πού μιά τέτοια έντονη
ροδοστεφανωμένη, καί πληθωρική προσωπικότητα δέ βρήκε στόν καιρό της τήν
τη γη γλνκοτηράει. απήχηση πού θά έπρεπε. Οί λόγιοι στην Ελλαδα μετά την
απελευθέρωση θ’ άκολουθήσουν άλλους πολύ διαφορετικούς
Κ ι ή γη τη χλόη ντύνεται, δρόμους.
τέι δάση της Ισκιώνουν, 8. Δημοσιεύτηκαν παλαιότερα άπό τον Γ. Βλαχογιάννη, Προπύλαια 1
τά κρύα χιόνια λιώνουν, (1903-1905) 177-219. Ή πρόσφατη ερευνά τοϋ Λ. Βρανούση έδειξε πώς
θά δημοσιεύονταν σέ ένα φυλλάδιο μαζί μέ επιστολές τού Ψαλιδα (βλ.
ό ουρανός γελάει. κεφ. 4, σ. 98, σημ. 9). Ά π ό τις έρευνες τού ίδιου έρευνητή προκύπτει ότι
καί τό ’Ονομαστικό τής ρωμαίικης γλώσσας καί ή Σύντομη γεωγραφία,
'Η πνοή τής άνοιξης σάν νά έ'ρχεται δροσερή κατευθείαν άπό καί τα δύο γιά παιδιά, πού αποδίδονταν άλλοτε στον Βηλαρά, πιθανόν να
τή φύση, χωρίς νά τήν ψυχράνει το πέρασμα άπό σύμβολα καί είναι καί αύτά έργα τοϋ Ψαλίδα.
αλληγορίες' καί ή στιχουργία άκόμη μέ τή χαριτωμένη λυγε-
ράδα της φαίνεται ν’ ακολουθεί αχνάρια ιταλικά καί όχι τά κα­
θιερωμένα καί κάπως δύσκαμπτα τής φαναριώτικης ποίησης.
’Αλλά δίπλα σ’ αύτές τις επιρροές άπό τή φαναριώτικη ή τήν
ιταλική στιχουργία ξαφνιαζόμαστε εύχάριστα όταν κάπου κά­
που συναντούμε τόνους άπό καιρό ξεχασμένους: το ομοιοκατά­
ληκτο δεκαπεντασύλλαβο δίστιχο τού ’Ε ρωτόκριτον καί τής
’ Ερωφίλης'.
Σαν πεταλούδα στη φ ω τιά σ’ εσένα γύρες φέρω
κι οχ τη φ ω τιά πού κ α ίγομ α ι νά φύγω δεν ήξέρω.
Σέ τέτοιο ρυθμό φιλοτέχνησε ό Βηλαράς κι εκείνο πού δίκαια
θεωρείται το αριστούργημά του, τή μετάφραση τής ψευτοομη-
ρικής Β ατραχομυομαχίας. Είναι πραγματικά θαυμαστή έδώ ή
πυκνότητα στήν έ'κφραση καί ή έφευρετικότητα στους νεολογι­
σμούς καί γενικά στή μεταχείριση τής γλώσσας.
'Ο Βηλαράς είναι προσωπικότητα πληθωρική καί δυναμική"
στο γλωσσικό (όπως καί στο ορθογραφικό) ζήτημα ξεπερνούντας
τις μετριοπάθειες προχωρεί σέ λύσεις ακραίες καί έπαναστατι-
136 137
ΣΠ Ο ΪΔΕ Σ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ χεται στήν Ιτα λία νά σπουδάσει, στό Λύκειο τής Κρεμόνας
πρώτα, κοντά στό δάσκαλό του, στό Πανεπιστήμιο τής ΓΙαβιας
ΣΟΛΩΜΟΣ υστέρα (άπό τό 1815 ως τό 1818). 'Η μόρφωση πού παίρνει
είναι γερή, καθώς καί ή ένημέρωσή του στήν κλασική καί τή
σύγχρονη φιλολογία. Καί είναι τά χρόνια αυτά κρίσιμα γιά τήν
πολιτική κυρίως, άλλα καί γιά τή λογοτεχνική ιστορία τής ’Ι­
ταλίας —τά χρόνια όπου είσάγεται θριαμβευτικά τό κίνημα τοΰ
ρομαντισμοΰ. 'Ο Σολωμός γνωρίζεται μέ νέους ποιητές καί γ ί­
νεται οικείος μέ τόν πρύτανη τότε τών ίταλών κλασικιστών,
"Οταν το 1811 έκδίδονται τά Λ υρικά τοΰ Χριστόπουλου και το τόν Vincenzo Monti. Μάς έχει παραδοθεΐ καί μια διχογνωμία
1814 ή Ρ ω μ αίικη Γ λώ σσα τοΰ Βηλαρά, ό Διονύσιος Σολωμός του μέ αύτόν σχετικά μέ τήν έρμηνεία ένός στίχου τοΰ Δάντη.
σπουδάζει, παιδί άκόμα, στο Λύκειο της Κρεμόνας. Το 1815 Στό οργισμένο «Δέν πρέπει νά συλλογίζεται κανείς τόσο, πρέπει
θά περάσει στο Πανεπιστήμιο τής Παβίας, καί θά επιστρέφει νά αισθάνεται, νά αισθάνεται» τοΰ Μόντι, ό εικοσάχρονος Ζα-
στή Ζάκυνθο μετά τρία χρόνια, είκοσι χρόνων. Είχε γεννηθεί κυθινός άπάντησε νηφάλια: «Πρέπει πρώτα μέ δύναμη νά συλ-
έκεϊ τον ’Απρίλιο τοΰ 1798 μέσα στή σύντομη περίοδο τής κυ­ λάβει ό νοΰς κι έπειτα ή καρδιά θερμά νά αισθανθεί ό,τι ό νοΰς
ριαρχίας των Γάλλων δημοκρατικών. 'Ο πατέρας του είναι πλού­ έσυνέλαβε».1
σιος άρχοντας, ή Βενετία τοϋ έχει παραχωρήσει το μονοπώλιο Ά πό τήν έποχή τής ’Ιταλίας έχουμε καί τά πρώτα του ποιη­
τοΰ ταμπάκου· ή μητέρα του, ή ’Αγγελική Νίκλη, είναι γυναίκα τικά γραψίματα —φυσικά στά ιταλικά. "Ενα πρώτο άσμα ενός
τοΰ λαοΰ, δουλεύτρα στο πατρικό σπίτι. 'Ο γερο-ταμπακιέρης μακροΰ ποιήματος σέ τερτσίνες: «'Η καταστροφή τής 'Ιερου­
έχει αποκτήσει μαζί της δύο παιδιά- όταν γεννιέται ό Διονύσιος, σαλήμ» —’ίσως άκόμη γύμνασμα μαθητικό—, μιά άρκετά άξιο-
έχει περάσει τα εξήντα, ενώ ή ’Αγγελική είναι δεν είναι δεκαέξι. λογη «Ώ δή γιά πρώτη λειτουργία» (πού τήν έκτιμοΰσε καί ύ-
Το ζακυθινό άρχοντολόι είχε καλά μαθητέψει στα ελευθέρια στερότερα), καί λίγα,σονέτα σέ θέματα θρησκευτικά. Τεχνική
ήθη τής Βενετίας" τά παιδιά, παρόλο πού είναι «φυσικά», άνα- τελειότητα, τίποτα όμως πού νά προ μηνά κάτι σημαντικό: ή
τρέφονται στο πατρικό σπίτι σαν άρχοντόπουλα —παίρνουν δηλ. ιταλική ποίηση όπως γραφόταν τότε στούς λογοτεχνικούς κύ­
μόρφωση ιταλική— καί ό πατέρας θά δηλώσει στή διαθήκη του κλους τής Κρεμόνας καί τοΰ Μιλάνου- ίσως καί κάποια σημάδια
πώς « τ’ άγαπά ως λεγκίτιμα» καί θά φροντίσει να τούς εξα­ ένός πρώιμου ρομαντισμοΰ.
σφαλίσει το μερτικό τής περιουσίας του πού τούς αναλογεί. Στο "Οταν ΰστερ’ άπό δέκα χρόνια σπουδές στήν ’Ιταλία, τό 1818
κρεβάτι τοΰ θανάτου θά νομιμοποιήσει άκόμα το δεσμό του μέ ξαναγυρίζει ό Σολωμός, είκοσι χρονών, στό πατρικό νησί του,
τήν ’Αγγελική. Στήν παιδική του ήλικία δέν έχει λοιπόν ό Σο­ βρίσκει εκεί τό πολιτικό σύστημα άλλαγμένο καί τις άναταρα-
λωμός τά συναισθήματα μειονεξίας τοΰ νόθου παιδιοΰ, ενώ ή χές νά έχουν πιά κατασταλάξει. Τό κοινωνικό περιβάλλον τής
λαϊκή καταγωγή τής μητέρας τον δένει συναισθηματικά μέ ο­ Ζακύνθου δέ θά ήταν τότε πολύ διαφορετικό άπό τό άναλογο
λόκληρο τον κόσμο τής λαϊκής παράδοσης καί τής μυθολογίας μιας μικρής πόλης τής Β. ’Ιταλίας- ό Σολωμός βρήκε εδώ και
—κάτι πού θ’ άφήσει μια ιδιαίτερη σφραγίδα στήν προσωπικό­ μερικούς άνθρώπους, σπουδασμένους κι αύτούς στό εξωτερικό,
τητά του. ’Αποφασιστική θά είναι άπύ τήν άλλη μεριά στον άλλους μεγαλύτερους καί άλλους σύγχρονους μέ αύτόν, πού φυ­
νεαρό Διονύσιο καί ή επίδραση τοΰ ίταλοΰ δασκάλου του ιε­ σικά τόν δέχτηκαν μέ ένθουσιασμό στή συντροφιά τους- ας μνη-
ρωμένου Don Santo Rossi, εξόριστου άπό τήν πατρίδα του γιά
τις φιλελεύθερες ιδέες του. 1. Τό περιστατικό μνημονεύεται άπό τόν Πολυλΐ στά ΙΙρολεγόμενά
του (βλ. Δ. Σολωμον "Απαντα, έκδ. Λ. Πολίτη, τόμ. 1, σ. 12)- έπίσης,
Δέκα χρονών, τό 1808, κι άφοΰ ένα χρόνο πριν είχε πεθάνει κάπως διαφορετικά, άπό τον G. Regaldi, L’Oriente, Memorie, Isole
ό πατέρας του, ό Σολωμός συνοδευόμενος άπό τόν Rossi, έρ­ Ionie, Corfu, Il Conte Dionisio Solomos, Γένοβα 1853, σ. 398.
138 139
7. Σ Ο Λ Ω Μ Ο Σ
ΝΕΛΝ ΤΚΑ 1 1 0 1 II Μ Λ Τ Α

μονεύσουμε το γιατρό Διονύσιο Ταγιαπιέρα, πού είχε σπουδάσει Τρικούπης έμεινε γιά λίγο σκεφτικός κι ύστερα τοϋ είπε πως
στή Γαλλία καί είχε κάνει το γιατρό στά Γιάννινα, οπού είχε αύτο πού γυρεύει ή πατρίδα τώρα είναι μιά ποίηση έλληνικη:
γνωρίσει το Βηλαρά, τον ’Ιταλό Gaetano Grassetti, τον ’Αν­ «'Η Ελλάδα περιμένει τον Δάντη της».2 Τήν κρίσιμη άπόφαση
τώνιο Μάτεση, τον Γεώργιο Τερτσέτη. Μια εύθυμη καί πολύ τήν είχε πάρει ωστόσο ό Σολωμός άπο πιο πρίν: σέ μιάν άφιε­
ζωηρή συντροφιά, πού είτε αυτοσχέδιαζαν ιταλικά σονέτα σέ ρωτική επιστολή προς τον Foscolo, πού προτάσσεται στις R im e
δοσμένες άπο πριν ομοιοκαταληξίες, είτε έκαναν στόχο τής I m p ro v v isa te (’Ιανουάριος 1822), ό εκδότης καί φίλος του Λο-
τσουχτερής τους σάτιρας το γιατρό Διονύσιο Ροίδη, πού έγραφε δοβίκος Στράνης έγραφε πώς ό Σολωμός δέ γράφει πιά ιταλικά
στίχους (ιταλικούς πάντα) τής παλιάς σχολής, γεμάτους στόμφο παρά μόνο αύτοσχεδιάζοντας, καί πώς όλη του τή φροντίδα τήν
κωμικό. Μερικά άπο τα αύτοσχέδια αύτά σονέτα τοϋ Σολωμοϋ έχει τούρα στραμμένη νά διαμορφώσει τή νέα έλληνικη γλώσσα"
τυπώθηκαν στήν Κέρκυρα το 1822 μέ τον τίτλο R im e I m p ro v ­ μνημονεύει μάλιστα ρητά καί τήν «Τρελή Μανα».
visa te' τής ίδιας εποχής ξέρουμε καί άλλα, περίπου ογδόντα. Δέν πέφτουμε έξω αν υποθέσουμε πώς ό Σολωμός, άμέσως
Αρκετά είναι τά θρησκευτικά, όπως συνήθιζαν νά γράφουν τότε μετά τήν έπιστροφή του άπο τήν ’Ιταλία, το 1818, άρχισε τις
στήν ’Ιταλία, κάπως ξεχωρίζουν μερικά με περισσότερο ειδυλ­ πρώτες του ποιητικές δοκιμές στά έλληνικά. Το πράγμα ήταν
λιακό περιεχόμενο, ζωγραφιές τής φύσης τής Ζακύνθου. Είναι άλλωστε πολύ φυσικό" μόλις βρέθηκε στο περιβάλλον τής πα­
ό'λα γραμμένα ώς το 1822" όσα έγραψε ύστερότερα, ώς το 1827, τρίδας του, πνεΰμα άνήσυχο καθώς ήταν, θά τον κέντησε ή ιδέα
για κάποιες ειδικές περιστάσεις, δέν είναι πιά αύτοσχέδια καί νά διοχετεύσει τούς ποιητικούς του στοχασμούς στή μητρική
ξεχωρίζουν γιά τή θεματική σοβαρότητα καί τήν τεχνική επι­ του γλώσσα, τή γλώσσα πού είχε βυζάξει μέ το γάλα τής μη­
μέλεια: Στον λόρδο Γκίλφορντ, γιά το θάνατο τοϋ πάπα IIίου τέρας του, όπως θά τοϋ πει ό Τρικούπης. Συνεργούσε σ αυτό
Ζ', γιά το θάνατο τοϋ Ugo Foscolo. Γιά το θάνατο τοϋ μεγάλου καί ή θεωρητική του παίδευση, προσανατολισμένη άσφαλώς προς
ίταλοϋ ποιητή, πού ήταν γεννημένος κι αύτός στή Ζάκυνθο, τά διδάγματα τοϋ ρομαντισμού γιά τή λαϊκή δημιουργία. Μάς
απάγγειλε στο τέλος τοϋ 1827 τον έπιμνημόσυνο λόγο στήν μαρτυρείται πώς μάζευε λέξεις καί έκφράσεις λαϊκές καί πώς
καθολική μητρόπολη τοϋ νησιού" είναι ένα κείμενο πυκνότατο, μέ άναγάλλιαση άκουγε τούς στίχους ένος τυφλοΰ λαϊκού τρα­
σημαντικό γιά τήν υψηλή του ρητορική καί τις βαθιές ιδέες του. γουδιστή, στίχους πού κρατούσαν πολύ καί άπο τήν παράδοση
Αύτά είναι καί τά τελευταία του ιταλικά γραψίματα' δέ θά τής κρητικής λογοτεχνίας.
ξαναγράψει ιταλικά παρά οτήν τελευταία δεκαετία τής ζωής του.
"Ο,τι ενδιαφέρει περισσότερο, άφοΰ έλληνας ποιητής είναι Τά νεανικά του ποιήματα (τής πενταετίας 1818-1823) είναι
ο Σολωμός, είναι βέβαια νά δοΰμε πότε πρωτοαρχίζει νά γράφει γραμμένα τά περισσότερα σέ μικρούς εύλύγιστους στίχους, τρο­
ελληνικά, πότε έγκαταλείπει το γράψιμο σε μιά γλώσσα έτοιμη χαϊκούς ή ιαμβικούς, πού θυμίζουν τήν ιταλική στιχουργία, αλλά
καί διαμορφωμένη άπο αιώνες, γιά νά καταπιαστεί νά γράψει καί πολλές φορές τή φαναριώτικη (ό Τρικούπης μάς το λεει
σέ μιά γλώσσα μέ σχεδόν καθόλου ή μέ υποτυπώδη παράδοση ρητά πώς μελέτησαν μαζί το Χριστόπουλο)" κάπου κάπου, στα
ποιητική, γλώσσα πού μολονότι ήταν ή μητρική του, δέν *τήν λιγότερο πετυχημένα, επιχειρεί κι ένα πλησίασμα προς το λαϊκό
είχε σπουδάσει φιλολογικά. Στο σημείο αύτά κρίσιμη στάθηκε δεκαπεντασύλλαβο, πλησίασμα πού μένει όμως μόνο επιφανεια­
στο τέλος τοϋ 1822 ή συνάντησή του μέ τον Σπυρίδωνα Τρι- κό. Το περίεργο είναι πώς ενώ τά ιταλικά του σονέτα τής ίδιας
κούπη· ό Τρικούπης, συγγενής τοϋ ’Αλέξανδρου Μαυροκορδά- εποχής παρουσιάζονται ώριμα καί πυκνά στήν έκφραση, τά έλ-
του, πολιτικός, πού θά γράψει ύστερότερα καί μία 'Ιστορία τής
Ελληνικής Επανάστασης, είχε σπουδάσει στήν ’Αγγλία, υπό­ 2. Τή μαρτυρία γιά τή συνάντηση τήν έχουμε άπο τον ϊδιο τον Τρι-
κούπη, σ’ ένα μεταγενέστερο γράμμα του προς τον Πολυλα άπο το Λον­
τροφος τοϋ Γκίλφορντ, καί είχε έρθει τότε στή Ζάκυνθο περι- δίνο, 6 Ιουνίου 1859. Βλ. ’Έκθεσις πεπραγμένων Επιτροπής rΕκατονταε­
μένοντας το λόρδο Μπάιρον. Ζήτησε νά δει το Σολωμό, κι εκεί­ τηρίδας Σολωμοϋ, Ζάκυνθος 1903, σσ. 221-224. 11ρβ. Παναθηναια 4
νος τοϋ διάβασε τήν ιταλική «Ώδή γιά πρώτη λειτουργία». Ό (1902) 221-222.

140 141
7. Σ Ο Λ Ω Μ Ο Σ «Υ Μ Ν Ο Σ Ε ΙΣ Τ Η Ν ΕΛΕΥΘΕΡ ΙΑ))

ληνικά, καί στο θέμα άλλα κυρίως στή μορφή, παρουσιάζονται οίμιο τά περασμένα βάσανα τής σκλαβιάς καί τή δύναμη τώρα
άπλά καί, θά έλεγε κανείς, σάν άφελή. Θαρρείς πώς ό Σολωμός, τής ’Ελευθερίας, περιγράφει ένα ένα τά κατορθώματά της, δηλ.
γράφοντας ελληνικά, προσαρμόζει, ’ίσως καί άπό διαίσθηση μο­ τά κυριότερα γεγονότα τού ’Αγώνα ώς τήν έποχή πού γράφει.
νάχα, μορφή καί περιεχόμενο στο πρώιμο στάδιο όπου βρισκό­ 'Η άλωση τής Τριπολιτσάς, πρωτεύουσας τού Μόριά, ή πρώτη
ταν τότε ή νεοελληνική ποίηση. Πολλά είναι άνάμεσα στα ποιή­ μεγάλη νίκη τών Ελλήνων, παίρνει έκταση επική καί δραματική,
ματα αύτά τά «αρκαδικά)): «Ό θάνατος του βοσκού», «'Ο θά­ ή καταστροφή τής μεγάλης στρατιάς τού Δράμαλη κοντά στήν
νατος τής ορφανής», ή «Εύρυκόμη». ’Άλλα δείχνουν μιά επί­ Κόρινθο, σάν άργή κίνηση μουσικής συμφωνίας, δίνεται μέ μιά
δραση τοϋ καινούριου ρομαντικού κινήματος, ιδίως όσα πλέκουν διάθεση ειδυλλιακή, ενώ το δραστικό περιγραφικό ύφος τού πρώ­
σέ διάφορες παραλλαγές το άγαπημένο θέμα τοϋ παιδιού καί του μέρους ξαναγυρίζει στήν πρώτη πολιορκία τού Μεσολογ­
τού θανάτου- το πιο χαρακτηριστικό απ’ αύτά είναι ή «Τρελή γίου τά Χριστούγεννα τού 1822 καί στήν καταστροφή τών
μάνα», ποίημα μέ γνήσια συγκίνηση, όπου παρουσιάζεται αυ­ Τούρκων στον ’Αχελώο, πού έπακολούθησε. 'Ύστερα ό τόνος
τούσια όλη ή προρομαντική σκηνογραφία" το ποίημα έ'χει καί πέφτει, ιδίως όταν ό ποιητής δίνει συμβουλές στούς άγωνιστές
τον υπότιτλο «Το κοιμητήριο». Αβρή, ξεχωριστή, κάνει τήν (ας είναι καί μέ ró στόμα τής ’Ελευθερίας) ή άπευθύνει έκκληση
πρώτη της έμφάνιση καί ή γυναικεία μορφή, ένα θέμα μόνιμο στούς ξένους μονάρχες γιά τήν ελευθερία τών Ελλήνων.
καί βασικό σέ 6λη τήν ποίηση τού Σολωμοΰ, στά δυο πιο πετυ­ 'Ο "Υμνος είχε μεγάλη άπήχηση, μεταφράστηκε στις περισ­
χημένα, καί ασφαλώς καί τά πιο ώριμα ποιήματα τής πενταε­ σότερες ξένες γλώ σσες καί ή λυρική του φωνή ένίσχυσε τό κ ί­
τίας, τήν « ’Αγνώριστη» καί τήν «Ξανθούλα»: νημα τού φιλελληνισμού. Γιά τό Σολωμό τόν ίδιο ό "Υμνος
ήταν μιά άρχή" τόν επόμενο σταθμό μιάς συνεχούς πορείας πρός
Τήν είδα τήν ξανθούλα, τά άνω θά τόν βρούμε δέκα χρόνια ύστερότερα, στον Κ ρητικό.
τήν είδα ψες άργά, Στήν ενδιάμεση δεκαετία, μιά δεκαετία γόνιμη καί δημιουργική,
πού έμπήκε στή βαρκούλα ό Σολωμός θά προχωρεί ολοένα, σταθερότερα πρός τήν κατά­
νά πάει στή ν ξενιτιά. χτηση τού γλωσσικού οργάνου άπό τή μιά καί τής λυρικής έκ­
Μιά διαπίστωση γεγονότων μονάχα, καμιά συγκινησιακή περι­ φρασης άπό τήν άλλη. Μιά ωδή «στό θάνατο τού Λόρδ Μπάιρον»
γραφή. Ή συγκίνηση δημιουργεϊται μέ το εντελώς άπέριττο ήταν άποτυχία" στό ίδιο μέτρο καί πάνω σχεδόν στά ίδια θέ­
τής έ'κφρασης, μέ το αύτονόητο ξαναγύρισμα τής ρυθμικής με­ ματα, δεν είναι παρά ένα άδύνατο άντίγραφο τού "Υμνου. Σώ­
λωδίας. ζονται τά αύτόγραφα, μέ άπανωτά διορθώματα καί μέ φράσεις
αυστηρότατης αύτοκριτικής άπό τόν ίδιον. ’Αλλά κιόλας τό λιτό­
’Αλλά το ξέσπασμα τού 1821 συγκλονίζει τον έλληνα ποιητή. τατο, εξαιρετικά συμπυκνωμένο στήν έκφραση έπιγραμμα γιά
Το 1824 στον «Διάλογό» του θά πει: «Μήπως έχω άλλο στο τήν καταστροφή τών Έαρών (1825), καί πιό πολύ τό έλεγεΐο
νοΰ μου πάρεξ ελευθερία καί γλώσσα;». Το Μάιο τού 1823, τής «Φαρμακωμένης» (1826), δείχνουν ένα σημαντικό προχώ-
σ’ ενα μήνα μέσα καί σέ μιά συνεχή διάθεση λυρικού ενθουσια­ ρημα. Τό τελευταίο, άρχίζοντας άπό ένα θρήνο γιά τή φαρμα­
σμού, θά γράψει τις 158 στροφές τού "Υμνου εις τήν ’Ελευθερία. κωμένη κόρη, περνά άνεπαίσθητα, καί μέ μιά διάθεση καθαρά
'Ένα ποίημα πηγαίο, ορμητικό, νεανικό, πολύ πιο ψηλά άπο τή μουσική, στήν υπεράσπιση τής νέας κόρης άπό τήν καταλαλιά
μέση στάθμη τών νεανικών ποιημάτων, ποίημα τής επιτυχίας, τού κόσμου, μέ μιάν άκαταμάχητη πειθώ, πού μπορούμε νά τήν
πού καθιερώνει άμέσως τον είκοσιπεντάχρονο ποιητή. 'Η ’Ε­ ονομάσουμε πειθώ λυρική. Στά χρόνια αύτά συντελεΐται σιγά
λευθερία, μορφή ποιητική καί οχι ψεύτικη, άλληγορική, πού ταυ­ σιγά καί μιά βαθύτερη άλλαγή στήν ποιητική τού Σολωμοΰ:
τίζεται μέ τήν 'Ελλάδα, άστράφτει άπο τήν πρώτη στιγμή γνώ­ στά νεανικά του έργα είναι ό εμπνευσμένος ψάλτης καί ό άν­
ριμη στά μάτια τού ποιητή: Σε γνω ρίζω άπο τήν κόψη / τοϋ θρωπος πού αυτοσχεδιάζει μέ καταπληκτική εύκολία- τώρα προ­
σπαθιού τήν τρομερή, / σε γνω ρίζω . . . ’Αφού δώσει στο προ­ σπαθεί νά δαμάσει τήν έμφυτη αύτή εύκολία καί νά τήν ύπο-
142 143
7. Σ Ο Λ Ω Μ Ο Σ
Η Δ Ε Κ Α Ε Τ Ι Α 1 8 2 3 -1 8 3 3
τάξει σέ μιά αύστηρότερα πειθαρχημένη καί ανώτερη άντίληψη Μοναχήν», γιά μιά νέα κοπέλα πού πήρε τό άγγελικό σχήμα
τής ποιητικής τέχνης, πού ό ίδιος ονόμασε «νόημα τής τέχνης». τόν ’Απρίλη τοϋ 1829:
«'Η δυσκολία πού νιώθει ένας συγγραφέας δεν είναι νά δείξει
φαντασία καί πάθος, αλλά νά υποτάξει τά δύο αυτά, μέ καιρό — Γλυκό ’ναι τής ΙΙαράδεισος
καί μέ κόπο, εις τό νόημα τής τέχνης», γράφει σέ μια σημείωση νά μελετάς τά κάλλη.
στό ποίημά του για τον Μπάιρον. Προηγουμένως σέ μιά ση­ — Π ικρή ’ναι ή φοβερότατη
μείωση του ’Ύ μνον είχε πει: «'Η αρμονία τοϋ στίχου δέν είναι τοϋ κόσμου άνεμοζάλη·
πράγμα όλο μηχανικό, άλλα είναι ξεχείλισμα τής ψυχής».3 'Η μόν’ εδώ φθάνει ό αντίλαλος,
πορεία από τό «ξεχείλισμα τής ψυχής» στό «νόημα τής τέχνης» δε φθάνει ή τρικυμία.
ολοκληρώνεται μέσα σ’ αύτή τή δημιουργική δεκαετία. Τήν ίδια εποχή προσπαθεί νά δώσει οριστική μορφή σ’ ένα
’Έχει τώρα σαφή συνείδηση τοϋ προορισμού του καί είναι άπο- ποίημα πού τό είχε αρχίσει συγχρόνως μέ τόν "Υμνο, τον Λ άμ­
κλειστικά άφοσιωμένος στό έ'ργο του. Στό τέλος τοϋ 1828 άφή- π ρ ο · τό 1834 μάλιστα δίνει καί δημοσιεύεται ένα μεγάλο άπό-
νει τό μικρό επαρχιακό περιβάλλον τής Ζακύνθου καί τις εύ­ σπασμα στήν Ίόνιο ’Α νθολογία, τό περιοδικό πού είχε ιδρύσει
θυμες συντροφιές των φίλων του καί πάει νά εγκατασταθεί στήν ό λόγιος καί φιλελεύθερος αρμοστής λόρδος Nugent. Ή υπό­
Κέρκυρα ζητώντας απομόνωση καί περισυλλογή. Ή πρωτεύου­ θεση είναι ζοφερή, βυρωνική: ό Λάμπρος είναι ένας μικρός Δόν
σα τοϋ μικροσκοπικοΰ κράτους των Ίονίων Νήσων μπορούσε Ζουάν, «κακοήθης, άλλά μεγαλόψυχος», ή Μαρία, ή κόρη πού
νά τοϋ δώσει ό,τι άποζητοΰσε" χωρίς τά μειονεκτήματα τής τήν άπάτησε δεκαπέντε χρόνων, σέρνει μέ εγκαρτέρηση τήν
έπαρχίας, είχε όλη τήν εγκαρδιότητα ένός μικροΰ τόπου. Στό προσβλημένη τιμή της, τ ’ άρσενικά παιδιά πεθαίνουν στό ορφα­
παλάτι τοϋ αρμοστή σύχναζε ή τοπική άριστοκρατία, ό Sir νοτροφείο καί βρικολακιάζουν, μέ τήν κόρη του έρχεται ό Λάμ­
Frederic Adam μέ τήν κερκυραία γυναίκα του άσκοΰν τώρα προς χωρίς νά τό ξέρει σέ αιμομιξία. 'Υπάρχει στό έργο μια
πιά φιλελληνική πολιτική, καί τά πράματα, μετά τό Ναβαρίνο, βασική άντινομία: έμπνευσμένο σέ μιά εποχή όπου τόν βασά­
είναι τελείως διαφορετικά άπό ό,τι στον καιρό τής άρμοστείας νιζαν τέτοιες ρομαντικές οπτασίες, τήν εποχή τοϋ «ξεχειλι-
τοϋ M aitland. ’Αλλά έχει καί τό μικρό της πανεπιστήμιο ή σματος τής ψυχής», τό επεξεργάζεται τώρα, πού έχει δημιουρ­
Κέρκυρα, τήν Ίόνιο ’Ακαδημία, ιδρυμένη άπό τόν ευγενικό ε­ γήσει μορφές σάν τή Μοναχή καί πού υπηρετεί τό «νόημα τής
κείνον όραματιστή πού ήταν ό κόμης Γκίλφορντ, κι άκόμα άν- τέχνης». Οί έξοχα δουλεμένες όχτάβες, μέ μιά κρυστάλλινη δια­
θρώπους άξιόλογους καί μορφωμένους, καί άνάμεσά τους μιά φάνεια στήν έκφραση, έρχονται σέ διαμετρική άντίθεση με τή
ξεχωριστή προσωπικότητα, τό μουσουργό Νικόλαο Μάντζαρο, σκοτεινάδα τής σύλληψης. Γι’ αύτό καί τό έργο, έξω άπό τρία-
πού θά τόν δέσει μιά διαρκής καί ειλικρινής φιλία μέ τόν ποιητή. τέσσερα ολοκληρωμένα έπεισόδια, τό έχουμε σέ άποσπάσματα.
Τά πρώτα χρόνια τής Κέρκυρας είναι τά πιό εύτυχισμένα τής Τό είχε πει καί ό ίδιος: «'Ο Λάμπρος θά μείνει άπόσπασμα».
ζωής του. Τά γράμματά του πρός τούς φίλους του καί προς τόν Στήν ίδια δεκαετία άνήκουν καί τά δύο μοναδικά πεζά τοϋ
αδερφό του μας δείχνουν όλη τήν ευφρόσυνη διάθεση τής ευτυ­ Σολωμοΰ. Τό πρώτο είναι ό Διάλογος, τοϋ 1824, τό «πιστεύω»
χισμένης άπομόνωσης, στήν όποια έχει τώρα άποσυρθεΐ: «Είναι τοϋ Σολωμοΰ γιά τή δημοτική γλώσσα, σάν συνέχεια τοϋ «’'Ο­
γλυκό στήν ήσυχία τοϋ μικροΰ σου δωματίου νά φανερώνεις ό,τι νείρου» καί τοϋ «Λογιότατου ταξιδιώτη» τοϋ Βηλαρά. Τά έπι-
μέσα λέει ή καρδιά».4 Ή ίδια διάθεση καί στό τραγούδι «Εις χειρήματα εναντίον τών άντιπάλων (δίχως ξεχώρισμα, άρχαϊ-
στών καί τοϋ Κοραή) είναι άντλημένα άπό τήν ίδια οπλοθήκη
3. ΤΙ σημείωση στήν Ώδή γιά τον Μπάιρον: "Απαντα, εκδ. Λ. 11ο- τοϋ γαλλικού διαφωτισμού" μεγαλύτερη σημασία έχει τό δεύ­
λίτη, τόμ. 1, σ. 133, σημ. 2" ή σημείωση του "Υμνου εις τήν ’Ελευθερία:
αύτ. σ. 99. τερο μέρος, πού άποτελεΐ καί τή δική του άτομική συμβολή,
4. Επιστολή προς τόν Γεώργιο Μαρκορά, τόν Σεπτέμβριο του 1830, τήν προσθήκη τοϋ γλωσσοπλάστη ποιητή: Κανείς δέν έχει τό
βλ. Λ. ΙΙολίτης, Ό Σολωμός στά γράμματά του, ’Αθήνα 1956, σσ. 98-99. δικαίωμα νά άλλάζει τή γλώσσα τοϋ λαοΰ, καί άλλάζοντας έξω-
144 145
7. Σ Ο Λ Ω Μ Ο Σ Η ΑΚΜ Η: «Κ Ρ Π Τ ΙΚ Ο Σ

τερικά τούς τύπους δεν καλλιεργούμε καί δεν εύγενίζουμε τή οικογένειας, τήν υποστήριζε καί ή μητέρα του, πού ο ποιητης
γλώσσα' μόνο ό ποιητής, βασισμένος πέρα ώς πέρα στη λαϊκή είχε γ ι’ αυτήν αφάνταστη στοργή. 'II οικογενειακή αύτή τρα­
γλώσσα, θά την πλουτίσει καί θά τήν εξευγενίσει εσωτερικά, γωδία σφραγίζει μέ τή σκιά της όλη τήν κατοπινή ζωή του' ή
θά βαθύνει καί θά εύρύνει το νόημα τής κάθε λέξης, έτσι πού ευτυχισμένη απομόνωση τών πρώτων χρόνοον τής Κέρκυρας
ή γλώσσα να εκφράζει τα πιο λεπτά αισθήματα καί κινήματα γίνεται τώρα μιά απομόνωση τραγική.
τής ψυχής. Το δεύτερο πεζό ερ γο ,'Η Γ ννα ίκατής ΖάκιΌος (πού ’Αλλά το 1833 είναι καί ή χρονιά πού γράφει τον Κ ρητικό,
είχε μείνει άγνωστο ώς πρόσφατα σχεδόν),5 είναι περίεργο καί τό πρώτο άπό τα μεγάλα έργα του. Μάς έχει παραδοθεί σαν
αινιγματικό, ειεκινημένο ίσως ώς σάτιρα εναντίον μιας συγκε­ απόσπασμα, άλλά αυτό είναι φαινομενικό μονάχα' ο Σολωμος,
κριμένης γυναίκας, παίρνει προεκτάσεις καθολικότερες καί γ ί­ ακολουθώντας τή συνήθεια της εποχής, είχε σκοπο νά γράψει
νεται θρήνος καί προφητεία ή όνειρο εφιαλτικό. Σέ σχεδιάσματα ένα ποίημα επικολυρικό, πού όμως ποτέ του δέν τό τελείωσε.
για μια ύστερότερη έπεξεργασία παρουσιάζεται υποκινητής ό­ Ό Κ ρητικός θά ήταν ένα επεισόδιο αύτοΰ τού ποιήματος' το
λων αυτών ό Διάβολος, πού στρίβει ευχαριστημένος τά κέρατά «επεισόδιο» όμως αύτό αποτελεί ένα ποίημα αυτοτελές καί πέρα
του σαν μουστάκι. Ή πρόζα είναι έξοχη, καθαρή, στιβαρή δη­ ώς πέρα ολοκληρωμένο. Ναυαγός ό Κρητικός προσπαθεί νά σώ­
μοτική, ή έκφραση πυκνή, ό τόνος πολλές φορές αποκαλυπτι­ σει τήν αγαπημένη του μέσα στήν τρικυμία. 'II τρικυμία παύει
κός. Πολλές είναι οί ομοιότητες μέ τον Λάμπρο. Θαρρείς πώς απότομα καί μπροστά του φανερώνεται μιά «φεγγαροντυμενη»
τά δύο έργα γράφτηκαν για να απαλλαγεί μιά καί καλή ό Σο- θεϊκή μορφή' όταν ή οπτασία χαθεί, θ’ ακουστεί ένας μαγευτι­
λωμος άπό το φόρο πού έπρεπε νά πληρώσει προς τήν εποχή του. κός απόκοσμος ήχος πού θά συνεπάρει τήν ψυχή τού ναυαγού'
Γό 1833 είναι μια χρονολογία κρίσιμη καί σημαντική για κι όταν ό ήχος σωπάσει, θά φτάσει αύτός στήν άκρογιαλια,
το Σολωμό. Ά πό τή μιά μεριά μιά οικογενειακή δίκη θά έρθει 0’ άποθέσει εκεί τήν άγαπημένη του, άλλά θά είναι πεθαμένη.
νά τού ταράξει τήν ευτυχισμένη ζωή στήν Κέρκυρα, κι άπό Για τό νόημα τής φεγγαροντυμένης μορφής, καί τού έργου γε­
τήν άλλη, μέ τον Κ ρητικό θά μπει σέ μιά νέα περίοδο άπόλυτης νικά, δόθηκαν πολλές ερμηνείες' αύτό δείχνει πόσο αινιγματικός
ωριμότητας, μιά περίοδο υψηλών εμπνεύσεων καί πραγματοποι­ καί πόσο άβυθομέτρητος είναι ό λυρισμός του. Μπορούμε να
ήσεων. Τή δίκη τήν υποκίνησε ό έτεροθαλής αδερφός του ’Ιω­ πούμε πέος τό ποίημα είναι σαν μιά εξομολόγηση τού ποιητικού
άννης Λεονταράκης, πρώτος γιος άπό το δεύτερο γάμο τής μη­ ανθρώπου καί μας άποκαλύπτει μιά καινούρια όλότελα αίσθηση
τέρας του, πού ήθελε ν’ αποδείξει πώς γεννήθηκε μέσα στις προ- τού λυρικού, παρόμοια μ’ εκείνη πού αποκάλυπταν σύγχρονα
βλεπόμενες προθεσμίες καί επομένως είναι γιος τού γέρου Σο- άλλοι κορυφαίοι εύρωπαίοι ποιητές. Παράλληλα όμως τό ποίη­
λωμοϋ καί νόμιμος κληρονόμος του' μιά ύπόθεση ποταπή, πού μα άποτελεΐ, πολύ περισσότερο άπό τά προηγούμενα, μιά διείσ­
αναγκασε το Σολωμό καί τον αύτάδελφό του Δημήτριο νά α­ δυση πρός τις ρίζες τής εθνότητας, προς μιά βαθύτερη συνείδηση
μυνθούν. "Εξι χρόνια κράτησε ή δίκη, καί όλα τά δικαστήρια τού νεοελληνικού λυρικού λόγου. Είναι γραμμένο σέ δεκαπεντα­
καθώς καί τελικά το ’Ανώτατο Συμβούλιο τής Δικαιοσύνης (το σύλλαβα ομοιοκατάληκτα δίστιχα, μέ τό ίδιο έσωτερικό βάδισμά
αντίστοιχο μέ τον ’Άρειο Πάγο ακυρωτικό δικαστήριο τών Ίο- πού είχε σταθεροποιήσει ή μεγάλη κρητική λογοτεχνία τού 17ου
νίων Νήσων), τούς έδικαίωσαν.6 ’Αλλά ό ποιητής βγήκε ψυχικά αιώνα. Ό Σολωμός ξαναπιάνει έδώ τό νήμα τής κομμένης πα­
τραυματισμένος. Τήν άδικη ύπόθεση, σαν ύπόθεση τής νέας της ράδοσης' καί ξέρουμε ότι τόν ίδιο καιρό μελετά τά κρητικα κεί­
5. ΙΙρώτη, όχι ικανοποιητική έκδοση, άπό τον Κ. Καιροφύλα, Σολω- μενα. Τό ποιητικό του ωρίμασμα γίνεται ολοκληρωτικό: δεν
μοϋ ’Ανέκδοτα ’Έργα, ’Αθήνα 1927. Νέα κριτική έκδοση άπό τον Λ. τού αποκαλύπτεται μόνο ένας πρωτοφανέρωτος λυρισμός, αλλα
Πολίτη, ’Αθήνα 1944 (τώρα στά "Απαντα, τόμ. 2, σσ. 21-75). καί εισχωρεί ολοένα καί πιό βαθιά στά μυστικά τής γλωσσάς
6. Πολλά έχουν γραφτεί για τήν οικογενειακή αυτή δίκη, άνεύθυνα του καί στούς ποιητικούς εκφραστικούς τρόπους τής λαϊκής
όμως και ατεκμηριωτα. Μιά αντικειμενική έςιστόρηση τών γεγονότων βλ.
στοϋ Λ. Πολίτη, Ό Σολομός στά γράμματά του, ’Αθήνα 1 956, σσ. 34-38. ’ Γψϊμαρίδα τών ’ ίονάον Νήσον, άρ. 380, 7 ’Απριλίου 1838, βλ. Α. Πο­
II απόφαση του Ανωτάτου λυμβουλίου έχει δημοσιευτεί στήν επίσημη λίτης, Γέρο) στο Συλιυμό, Α θήνα 1958, σσ. 98-99.
146 147
7. Σ Ο Λ Ω Μ Ο Σ « Ε Λ Ε ΪΘ Ε Ρ Ο Ι Π Ο Λ ΙΟ ΡΚ Η Μ ΕΝ Ο Ι»

παράδοσης. "Ολη σχεδόν ή ύστερότερη ποιητική παραγωγή του συνοχή. Οί πολιορκημένοι ξεπερνούν τή μία μετά τήν άλλη τις
θ’ ακολουθήσει την ϊδια γραμμή. δυσκολίες μέ τις όποιες έχουν νά παλέψουν, φυσικές πρώτα (ό­
πως τήν πείνα), ψυχικές ύστερα, ώσπου νά φτάσουν στήν υπέρ­
Οι Ελεύθεροι Π ολιορκημένοι πρώτα πρώτα, το ποίημα πού τατη στιγμή τής θυσίας. ’Από τά σημαντικότερα: το επεισόδιο
τον απασχόλησε δσο κανένα άλλο. Ελεύθεροι είναι οί πολιορκη- τού πολεμάρχου (13' 6), πού άναθυμάται, στή στιγμή τής άκρας
μενοι του Μεσολογγίου κατά τη δεύτερη, μεγάλη πολιορκία, δυστυχίας, ότι στο ίδιο έκεϊνο μέρος πρωτάκουσε άπο τά χείλη
απο το 1825 ως την απεγνωσμένη καί ηρωική έ'ξοδο τήν παρα­ τής άγαπημένης του τον άντίλαλο τής δόξας του, ή οποία ώς
μονή τών Βαίων τοΰ 1826, ή υψηλότερη ϊσως καί άποφασιστι- τότε είχε μείνει άγνωστη στην άπλή καί ταπεινή ψυχή του" καί
κοτερη στιγμή τής ’Επανάστασης. Ό Σολωμός ζεί άπό κοντά το επεισόδιο τού μαγέματος τής φύσης, επίμονα επεξεργασμένο
τα γεγονότα —οί κανονιές άπο το πολιορκημένο φρούριο άκού- καί στο Β' καί στο Γ' σχεδίασμα (Β' 2, Γ' 6): ή φύση, τήν
γονταν πολλές φορές ώς τή Ζάκυνθο—, το ποίημα όμως δέν άνοιξη, στήν πιο γλυκιά της ώρα, σάν μιά δύναμη πού έρχεται
το γράφει μέ νωπές εντυπώσεις τής στιγμής, άλλα πολύ άργό- νά φέρει τή δειλία καί το δισταγμό στις ψυχές τών πολιορκημέ-
τερα. Εχουμε έ'να πρώτο σχεδίασμα, κάτι σάν δοκιμή περισ­ νων —ένα θέμα ιδιαίτερα άγαπητύ στο Σολωμό:
σότερό, γύρω στα 1830. Το σημαντικότερο είναι το 13' σχεδία­
σμα, στον ίδιο στίχο μέ τον Κ ρη τικ ό, πού το δουλεύει δέκα καί Κ α ί μες στής λίμνης τά νερά, όπ έφθασε μ ’ άσπονδα,
παραπανω χρονιά, από το 1833 ως το 1844. Τότε, καί ένώ ήταν έπαιξε μ ε τον Ισκιο της γαλάζια πεταλούδα,
αρκετα προχωρημένος στή σύνθεση, άρχισε νά το ξαναχύνει πού ευω δίασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο"
σε άλλη στιχουργική μορφή, σε δεκαπεντασύλλαβους πάλι, χω­ το σκουληκάκι βρίσκεται σ ώρα γλυκιά κ ι εκείνο.
ρίς όμως το εξωτερικό στολίδι τής ομοιοκαταληξίας, άκόμα καί Μ άγεμα ή φνσις κι όνειρο στήν ομορφιά καί χάρη,
χωρίς την τοσο συνηθισμένη στην ελληνική γλώσσα συνίζηση" ή μαύρη πέτρα ολόχρυση καί το ξερό χορτά ρι·
μια στιχουργική δομή αύστηρή, σχεδόν άσκητική, μέ μια εσω­ μ ε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώ σσες κραίνεν
τερική αρμονία αινιγματική άκόμα καί σήμερα. όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Το έργο δέν το ολοκλήρωσε ό Σολοιμός. Καί το 13' καί το ’Αντίθετα άπο τά χρόνια αύτά, όπου ό Σολωμός άσχολεΐται
Γ σχεδίασμα τά έχουμε σέ μιά σειρά άπο «άποσπάσματα»" άποκλειστικά, φαίνεται, με τούς ’Ελεύθερους Π ολιορκημένους,
έτσι τουλάχιστο τά ονομάζουμε συνήθως. ’Αλλά ή ονομασία τον βλέπουμε στα τελευταία δέκα χρόνια τής ζωής του (1847-
είναι απατηλή" τά μέρη αυτά δέν είναι άποσπασμένα άπο ένα 1857) νά μάς δίνει ένα πλήθος άπο έργα, ολοκληρωμένα ή απο­
ολοκληρωμένο σύνολο, δέν είναι τυχαία θραύσματα σάν τά άπο- σπ α σ μ α τικ ά ή απλά σχεδιάσματα, καί παράλληλα νά ξαναγυ-
σπασματα τής Σαπφώς ή του ’Αρχιλόχου. Ό Σολωμός δέν προ­ ρίζει στήν ιταλική ποίηση, πού τήν είχε έγκαταλείψει άπο τον
χώρησε ποτέ στήν ολοκλήρωση" δέ θέλησε ή δέν ένδιαφέρθηκε καιρό τής Ζακύνθου. Μιά σπάνια καί όψιμη ποιητική άνθοφορία.
να εντάξει τά λυρικά αυτά κομμάτια σ’ ένα σύνολο άφηγηματικύ Τό σημαντικότερο άπό τά έλληνικά ποιήματα είναι ό Π ορφύρας,
ή «επικολυρικό». ’Έμεινε στήν καθαρή λυρική έκφραση, άδια- τού 1849. «Πορφυρά» λένε στήν Κέρκυρα τον καρχαρία" ένας
φορωντας γιά τή μή λυρική συνδετική ουσία, προχωρώντας έτσι, άγγλος στρατιώτης τής φρουράς κατασπαράχτηκε άπό έναν πορ­
θα μπορούσαμε νά. πούμε, προς μιά κατάκτηση ένας «καθαρού» φυρά τήν ώρα πού κολυμπούσε άμέριμνα στά νερά τής Κέρκυ­
λυρικού χώρου, πολύ πιο πριν άπο τήν εποχή του. Κάτι άνάλογο ρας. Ά πό τό περιστατικό αύτό έπλασε ό Σολωμός ένα ποίημα
διαπιστώσαμε καί στον Κ ρητικό, το ίδιο ισχύει καί γιά τά άλλα κατ’ εξοχήν υψηλό" τό άγαπητό θέμα τής γοητείας τής φύσης
του «αποσπασματικά» έργα. Σωστότερο θά ήταν τά κομμάτια (εδώ ό νέος βρίσκεται μέσα στό νερό, μέσα στήν άγκαλιά τής
αυτα να τά πούμε λυρικές ενότητες ή έπεισόδια λυρικά. Ά ν τά φύσης) παίρνει διαφορετικές διαστάσεις" άπό τήν εκστατική
αντικρίσουμε έτσι, θά δούμε πώς έχουν το καθένα τους μιαν στιγμή τόν βγάζει ή «άλόγιστη άνήμερη δύναμη» τού θαλασσι­
αναμφισβήτητη αυτοτέλεια καί το ένα μέ το άλλο μιά εσωτερική νού τέρατος, άλλα καί ό νέος, άκριβώς τή στιγμή αύτή τής δο­
148 149
ΣΟΛΟΜΟΣ ΤΕ Λ Ε Τ Τ Λ ΙΛ ΔΚΚΛΕΤ1Λ

κιμασίας. βρίσκει τή δύναμη ν’ άντισταθεϊ καί νά γνωρίσει τον μο επίγραμμα στη Φραγκίσκα Φραΐζερ είναι δυο έξοχα παρα­
πραγματικό εαυτό του: δείγματα:
Πριν πάιψ’ ή μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει.. Μ ικρός προφήτης έριξε σε κοοασιά τα μ ά τ ια . . .
’Ά στραψε φως κι έγνώρισεν ό νιος τον εαυτό τον. 'Ο Σολωμός πέθανε τόν Φεβρουάριο τοϋ 1857’ ήταν μόλις
Περίεργο είναι πώς ό Σολωμός ξαναγράφει στην τελευταία 59 χρόνων. Ά πό τήν ύψηλή ποίηση των ώριμων χρόνων του,
αυτή περίοδο της ζωής του ιταλικά ποιήματα. Δέν είναι βέβαια τόν Κ ρ η τικ ό , τούς ’Ελεύθερους ΙΊολιορκημένους, τόν Π ορφυρά,
πολλά, και τα περισσότερα ήταν «θέματα» πού έπρότεινε έτσι τίποτα δέν ήξεραν οί σύγχρονοί του τήν ώρα τοϋ θανατου του.
στιχουργημένα σέ φημισμένους ’. τα λούε αύτοσχεδιαστές, όπως Στό πρόσωπό του τιμούσαν άκόμα τόν «εθνικό ποιητη» του
τον Borioni, τον Regaldi, σέ δημόσιες συγκεντρούσεις. ’Άλλα "Υμνον εις τήν ’Ελευθερία. Χρωστούμε στήν αυταπάρνηση καί
είναι πάλι γραμμένα για διάφορες περιστάσεις: σονέτο στο θά­ στήν άκρα εύσυνειδησία τοϋ μαθητή του ’Ιάκωβου Πολυλά ότι
νατο τοϋ Στυλιανού Μαρκοοά, επίγραμμα στην Alice W ard άπό τά ακατάστατα χειρόγραφα τοϋ ποιητή άπήρτισε την πρώτη
(θυγατέρα τού άρμοστή), στον John Fraser, εγκάρδιο φίλο έκδοση των Ευρισκομένων, μόλις δυό χρόνια μετά το θανατο
του και γραμματέα τού άρμοστή κ.ο.κ. Ιδιαίτερη σημασία έ­ τοϋ ποιητή (1859). Ά πό τότε όλες οί χρηστικές εκδόσεις των
χουν τα ιταλικα πεζά σχεδιάσματα, πού λογάριαζε νά τα επε­ 'Α πάντων στηρίζονται ούσιαστικά στήν πρώτη χυτή παρουσία­
ξεργαστεί υστερότερα σέ ποιήματα ελληνικά, σαν τά πρόχειρα ση. ’Αλλά τόν καιρό πού κυκλοφόρησαν, τά Ε υρισκόμενα δε
σκίτσα ενός ζωγράφου γιά τούς πίνακές του. ’Ακόμη καί στη βρήκαν τήν άπήχηση πού θά περιμέναμε. Ό ποιητής είχε προ­
δομή τοϋ πεζοΰ λόγου, πού δέν είναι διόλου πρόζα ιταλική, ανα­ χωρήσει πολύ πιό εμπρός άπό τήν εποχή του, τό μήνυμά του έ­
γνωρίζει κάνεις καθαρά τή διάταξη πού θά είχαν οί έλληνικοί μεινε άκατάληπτο. Θά χρειαστούν πολλά χρόνια άκόμα (ώσπου
στίχοι’ ένας τέτοιος έξοχος στίχος, άπύ την «Έλληνίδα μητέρα», ή νεοελληνική ποίηση νά άξιοποιήσει τό δίδαγμά του.
μας έχει παραδοθεί προφορικά:
Μακρύς ό λάκκος π 5 άνοιξε καί κ λ εϊ το γίγα ντά μου.
Ά λλα τέτοια σχεδιάσματα, πού στιχουργημένα θά έδιναν ποιή­
ματα εντελώς κορυφαία, είναι «'Η Γυναίκα μέ το μαγνάδι»,
το μόνο ίσως καθαρά ερωτικό ποίημα τοϋ Σολωμού, «Το ’Αη­
δόνι καί το γεράκι», ό «Ό ρφέας» καί άλλχ.
Κάτι κοινό συνδέει όλα αυτά τά ποιήματα, ιταλικά καί ελ­
ληνικά, και τα σχεδιάσματα τής τελευταίας δεκαετίας. Χαρα­
κτηριστικό είναι ότι σταθερά ξαναγυρίζουν σ’ αυτά οί λέξεις
μ υσ τή ρ ιο , άπόκρυφο, μυστικό. Σαν νά βασανίζει επίμονα τον
ποιητη καποια άμφιβολία, θέλει νά μάθει το μυστήριο τής ζωής
καί τοϋ θανατου καί ζητά άπό τον ποιητή, ψάλτη καί προφήτη,
τη Σαπφω, τον Όρφέα, νά τοϋ άποκαλύψει τά μυστικά αυτά.
1 ό θέμα αυτό τοϋ ψάλτη πλέκεται μ’ ένα άλλο θέμα, βασικό καί
αυτό σ όλη την ποίηση τοϋ Σολωμοΰ, το θέμα τής κόρης, τής
παρθένου, καί τής ένοραματικής δύναμης πού συνδέει τά δύο
αυτά όντα, τον ποιητή καί τήν κόρη. Το αποσπασματικό ποίη­
μα γιά τό θάνατο τής Αιμιλίας Ροδόσταμο όπως καί τό σύντο­
150 151
Α. Κ Α Λ Β Ο Σ

Ο ΓΔΟ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ Ακαδημία. Ελάχιστα ξέρουμε γιά τά είκοσι πέντε ολόκληρα


χρόνια πού έζησε έκεΐ- ή ποιητική σιωπή του είναι απόλυτη,
Ο ΚΑΛΒΟΣ. Η ΕΦΤΑΝΗΣΙΩΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ μόνο που καί πού στις τοπικές έφημερίδες δημοσιεύει φιλοσο­
φικές ή θεολογικές διατριβές μέ έντονο πνεύμα έπικριτικό. Φαί­
ΚΑΙ Ο ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ νεται πώς ήταν άνθρωπος περίεργος καί άπομονωμένος- μέ το
Σολωμό πού ζοΰσε δίπλα του δέ φαίνεται νά είχαν ούτε άπλή
γνωριμία. Το 1852 φεύγει ξαφνικά γιά τήν Α γγλία, όπου παν­
Α. ΚΑΛΒΟ Σ τρεύεται γιά δεύτερη φορά καί διευθύνει μέ τή γυναίκα του ενα
παρθεναγωγείο στο Louth, στο Linconshire καί μεταφράζει
Στή δεκαετία τής Επανάστασης δλες οί δυνάμεις του έθνους βιβλία γιά τήν άγγλικανική έκκλησία- έκεΐ καί πεθαίνει το Νο­
πυκνώνονται γύρω άπο το μεγάλο γεγονός, καί οί ποιητές γρά­ έμβριο τού 1869. Το 1888 τον άκολουθεΐ στον τάφο καί ή γυ­
φουν ύμνους καί ωδές έπαναστατικές. 'Ο "Υμνος του Σολωμοΰ, ναίκα του —οί γεροντότεροι τούς θυμοϋνταν έκεΐ ώς πριν απο
γραμμένος το 1823, τυπώθηκε τον άλλο χρόνο στο Μεσολόγγι λίγα χρόνια. Τά οστά καί τών δυο αναπαύονταν στή γαλήνη
καί για δεύτερη φορά το 1825 στο Παρίσι. Το 1824 στή Γε­ τού κοιμητηρίου του Louth ως το 1960 δπου μεταφερθηκαν με
νεύη τυπώνει ό Άνδρέας Κάλβος τή Λύρα, δέκα πατριωτικές τιμές στή Ζάκυνθο.
ωδές, καί το 1826 στο Παρίσι τά Λυρικά, άλλες δέκα. Είναι Οί είκοσι ώδές είναι ή μοναδική προσφορά τού Κάλβου στή
ή μοναδική παρουσία του στήν ελληνική ποίηση. νεοελληνική ποίηση- μικρή άλλά άπο πολλές άπόψεις σημαντική.
Προηγουμένως είχε άσκηθεΐ, όπως ήταν φυσικό, στήν ιταλική
'Ο Άνδρέας Κάλβος γεννήθηκε κι αύτός στή Ζάκυνθο έξι χρόνια ποίηση. Μέ τήν επίδραση τής πρώτης γνωριμίας μέ το Φόσκολο
πριν απο το Σολωμό, το 1792. 'Η κοινωνική θέση των γονιών γράφει, το 1813 κιόλας, δύο κλασικιστικές τραγωδίες, τον Θη-
είναι εδώ αντίστροφη: ή μητέρα άπο οικογένεια άριστοκρατική, ραμένη καί τις Δαναΐδες, καί τον επόμενο χρόνο μιά Ώδή εις
ο πατέρας πληβείος- τύπος τυχοδιωκτικός, καθώς φαίνεται, έγ- Ίονίους (Ode agli Ionii), μιά διαμαρτυρία γιά τήν τύχη τών
κατέλειψε νωρίς τή γυναίκα του καί ξενιτεύτηκε μέ τά δυο παι­ 'Εφτανήσων. Ά πο τον ίδιο ξέρουμε πώς σέ ήλικία δεκαεννεα
διά του. Ο Άνδρέας ζεΐ μιάν άχαρη παιδική καί νεανική ζωή, ετών, το 1811, είχε γράψει καί μιά Ώδή στον Ναπολέοντα- το
που δεν του δίνει τήν εύκαιρία ν’ άποκτήσει σταθερή μόρφωση. έργο ήταν χαμένο, άλλα πριν άπο λίγα χρονιά ανακαλύφθηκε
Αλλά το 1812 θά έχει μιά συνάντηση άποφασιστική για τή ένα μικρό άπόσπασμα.1 Τό έκπληκτικό είναι πώς δέν είναι
ζωή του: γνωρίζεται στή Φλωρεντία μέ τον Ugo Foscolo, γ ί­ γραμμένο στα ιταλικά, άλλα στα ελληνικά, και μαλιστα σε μια
νεται γραμματικός του καί τον συνοδεύει στήν εξορία του, στήν γλώσσα όχι πολύ διαφορετική άπό τή γλώσσα τών Ωδών.
Ελβετία πρώτα, στο Λονδίνο υστέρα, ως το 1817 οπού τσα­ Τά θέματα τών είκοσι ωδών τού Κάλβου άναφέρονται, όπως
κώνονται καί χωρίζουν. Το 1824 καί το 1826 θά τυπώσει, όπως θά τό περιμέναμε, στήν Ελληνική Επανάσταση- όχι όμως χω ­
είδαμε, τις δυο ποιητικές του συλλογές- στον πρόλογο τής δεύ- ρίς εξαίρεση: ή πρώτη ώδή, «'Ο Φιλοπατρις» είναι ένας ύμνος
τερης, σ ενα άφιερωτικό γράμμα προς το στρατηγό L afayette, πρός τήν ιδιαίτερη πατρίδα του, τή Ζάκυνθο, η τρίτη, «Εις θά­
δηλώνει την πρόθεσή του να κατεβεΐ στήν έπαναστατημένη 'Ε λ­ νατον», μιά συγκινημένη άναπόληση τής πεθαμένης μητέρας του.
λάδα. « J e quitte la France avec regret: mon devoir m’ap-
pelle dans ma patrie, pour exposer un coeur de plus au 1. Το δημοσίευσε γιά πρώτη φορά, άπο αύτόγραφο τοϋ Κάλβου, ό Μ.
fer des Musulmane». Vitti, A. Kalvos e ί suoi scritti in italiano, Νεάπολη 1960, σσ. 325-328.
'Ο ταυτισμός τοΰ άποσπάσματος με τήν Ώδή στο Ναπολέοντα αμφισβη­
Τα λόγια είναι πιο εύκολα από τά έργα- φτάνοντας στο Ναύ­ τήθηκε, είναι ή αλήθεια, καί θεωρήθηκε δτι γράφτηκε για τήν Ε πανά­
πλιο δε μενει παρά πολύ λίγο καί φεύγει για τήν Κέρκυρα, δπου σταση τοΰ 1821 (Γ. Θ. Ζώρας, Νέα Καλβικά, ’Αθήνα 1970, σσ. 19-38),
εγκαθίσταται μόνιμα, καθηγητής γιά ένα διάστημα στήν Ίόνιο βλ. όμως τήν άπάντηση τοϋ Μ. Vitti, 'Ελληνικά 25 (1972) 434-440.

152 153
8. Η Τ ΐ Φ Τ Λ Ν Η Σ Ι Ω Τ Ι Κ Η ΣΧΟΛΠ Α. Κ Α Λ Β Ο Σ

"Ολες οί άλλεε μιλοΰν γιά το μεγάλο γεγονός: «Εις 'Ιερόν Λό­ ακολουθεί σταθερά κλασικότροπα σχήματα’ αναμνήσεις κλασι­
χον», «Εις Χίον», «Εις ΙΙάργαν», «'Ο ’Ωκεανός», «'11 Βρε­ κές, οί παρνάσσιες κόρες καί οί ζέφυροι καί οί ολύμπιοι θεοί,
τανική Μούσα» (για το θάνατο του λόρδου Μπάιρον). 'Η μετρική παρουσιάζονται μαζί μέ τις άρχαιόπρεπες λέςεις, η ηθικη του
του είναι ιδιότυπη, τέσσερις εφτασύλλαβοι (πού μπορεί νά είναι εξαιρεί τις γενναίες πράξεις, το υψηλόν φρόνημα καί, ύπέρτατη
καί έξασύλλαβοι ή οχτασύλλαβοι, δηλ. οξύτονοι, παροξύτονοι πράξη, τήν ’Αρετή. ’Αλλά υπάρχει στήν κλασικιστική ποίηση
ή προπαροξύτονοι) καί ένας καταληκτικός πεντασύλλαβος («ά- τοΰ Κάλβου, όπως καί στή γλώσσα του, μιά βαθύτατη αντινομία,
δούνειος»). Το σχήμα, κλασικότροπο, θυμίζει άλκαϊκή ή σαπφι­ πού τή σφραγίζει καί τής δίνει —σέ τελευταία άνάλυση— καί
κή στροφή, ωστόσο βάση γιά τούς εφτασύλλαβους είναι ό δημο­ τήν άξια της. Γιατί όλος αύτός ό φαινομενικός κλασικισμός είναι
τικός δεκαπεντασύλλαβος σπασμένος στα δύο" καμιά φορά μά­ ένα έξωτερικό ντύμα μονάχα, κάτι» άπό τό όποιο κινείται η
λιστα τυχαίνει ν’ άκουστεΐ καί άκέραιος: Σ τά π λούσια περιβό­ άνήσυχη ψυχή ενός γνήσιου ρομαντικοΰ. Τό περίβλημα είναι
λια σας / βασιλικός καί κρίνοι. Ε ντελώς ιδιότυπη είναι καί ή πινδαρικό ή φοσκολικό, ή φωνή είναι τοΰ Ossian ή τοΰ \ oung.
γλωσσά, κραμα δημοτικής καί άρχαΐζουσας, πού γέννησε πολλά 'Η ωδή ((Εις Μούσας» αρχίζει μέ άναφορές στον Λ ητογενέα,
προβλήματα στούς μελετητές. Τήν οριστική λύση τήν έ'δωσε ό τις ξεφυρόποδες Χάριζες, τόν κήπο τών ΙΙιερΙδων καί τιον ’ Ο­
Κ. Θ. Δημαράς:2 ό Κάλβος γράφοντας ελληνικά εφαρμόζει τις λυμπίω ν τα δείπνα, στις παρακάτω στροφές όμως ή ψυχρή αύτή
ποιητικές καί τις αισθητικές θεωρίες των ίταλών κλασικιστών σκηνογραφία ζουντανεύει μονομιάς άπό μιά θερμή πνοή καί μιά
και κυρίως τού δασκάλου του του Φόσκολου. Βάση παίρνεται φυσική παρουσία:
ή λαλουμένη, πού έμπλουτίζεται μέ αρχαϊκές εκφράσεις καί μέ "Οπόν τρέμουσιν Άπειρα
σπάνιες λέξεις (αντλημένες ακόμη καί άπό αρχαία λεξικά), ενώ τα ψ οπα τής νυκτός,
παραλληλα οί δημοτικές λέξεις παραμορφώνονται μέ αρχαιοπρε­ εκεί υψηλά πλατύνεται
πές καταλήξεις. 'II περίπτωση τοΰ Κάλβου είναι μιά περίπτωση
ό Γ αλαξίας καί χύνει
ολοτελα ξεχωριστή. Θέλει νά ψάλει τήν Ελληνική ’Επανάσταση, δρόσον σταγόνας.
το ξαναγύρισμα τής ’Ελευθερίας στον τόπο οπού αύτή γεννή­
θηκε, καί θέλει νά τήν ψάλει, φυσικά, έλληνας ποιητής αυτός,
Τό ποτόν καθαρόν
όχι ιταλικα, πού ήταν ή φυσική ποιητική του έκφραση ώς τοόρα,
αλλα ελληνικά. Ζεΐ όμως γιά είκοσι ολόκληρα χρόνια μακριά θεραπεύει τά φύλλα,
κι όπου άφήκε το χόρτον
απο την Ελλάδα (μέ είδε / το π έμπ τον τοΰ αϊώνος / εις ξένα
έθνη), είναι άποκομμένος άπύ τήν παράδοση, καί τή δημοτική ευρίσκει ρόδα ό ήλιος
καί μυρωδιάν.
καί τή φαναριώτικη- το Σολωμό βέβαια δέν τον ξέρει άκόμα,
αμφίβολο άν ήξερε καί τα ποιήματα τοΰ Χριστόπουλου ή τοΰ 'II νύχτα, τά άστρα, άνεμοι, σύννεφα, θάνατος, αίμα, τάφοι, δά­
Βηλαρα. ’Έτσι, εφαρμόζοντας στή μητρική του γλοόσσα ό,τι έ­ κρυα' διαπιστώθηκε3 πώς μέ τό ρομαντικό υλικό αυτό, πολύ
μαθε ώς τώρα άπύ το δάσκαλό του, «κατασκευάζει», περίπου περισσότερο παρά μέ τις κλασικιστικές φόρμες, πλάθει ό Καλ-
μόνος, το ποιητικό του όργανο —πού θά έρθουν εύτυχώς νά το βος τις ποιητικές του εικόνες' γιά τήν ωδή του «Εις θανατον»
θερμάνουν άλλες υποσυνείδητες καί άξεκαθάριστες μνήμες. ό Σεφέρης έγραψε πώς είναι σάν μιά αύτούσια ώδή τοΰ Υ onng.4
Καί δέν είναι μόνο στή γλώσσα πού άκολουθεί το παράδειγμα Στόν ρομαντικό αύτό γνήσιο πυρήνα άναδεικνύεται ό Κάλβος
τοΰ Φόσκολου ό Κάλβος: ό έπίσημα υψωμένος τόνος τών ωδών ποιητής άληθινός καί πραγματικά πρωτότυπος. ’Ίσως οι στιγ­
μές τής ποιητικής ευφορίας νά είναι σχετικά λίγες και περισσό­
2. Κ. θ . Δημαράς, «Οί πηγές της έμπνευσης τοΰ Κάλβου», Νέα '/ι­ τερα νά είναι εκείνα πού οί κριτικοί ονόμασαν «ποιητικά κενά».
στία 40 (Χριστούγεννα 1946), ειδικό τεύχος άφιερο^μένο στον Κάλβο,
σσ. 117-13ÌÌ· ςανατυπωμένο στον τόμ. 68 (Σεπτέμβριος 1960), ειδικό 3. Δημαράς ο.π.
τεύχος, σσ. 270-300. 4. Δοκιμές, 3η έκδ., ’Αθήνα 1974, τόμ. 1, σ. 59.
154 155
8. Η Ε Φ Τ Λ Ν Π Σ Ι Ω Τ Ι Κ Η Σ Χ Ο Λ Ι Ι Γ. Τ Ε Ρ Τ Σ Ε Τ Ι Τ Σ

’Αλλά ή κριτική χαίρεται δταν διαπιστώνει, έστω καί σέ μικρό καί επί Καποδίστρια πέρασε στό ελληνικό κράτος" δικαστής
βαθμό, τήν υπεροχή" κι αυτή τήν έχει αναμφισβήτητα ό ποιητής στά 1833 άντιτάσσεται σθεναρά στήν πρόθεση τής Ά ντιβασι-
των ’Ωδών. λείας νά καταδικάσει σέ θάνατο τόν Κολοκοτρώνη καί άναγ-
'Ο Κάλβος, δπως δε βγήκε άπό μιά παράδοση, έτσι δέ δη­ κάζεται νά εκπατριστεί" επιστρέφει μέ τή μεταπολίτευση τού
μιούργησε καί συνέχεια. Καί το έργο του, τόσο παράταιρο καί 1843, καί άπό τότε ως τό θάνατό του μένει στήν ’Αθήνα, βιβλιο­
μέσα στήν έφτανησιώτικη πατρίδα του καί μέσα στήν ποίηση θηκάριος τής Βουλής. Σέ κάθε έθνική επέτειο τής 25 Μαρτίου
τής ’Αθήνας, θά μείνει γιά πολλά χρόνια ξεχασμένο. Μόνο το ή καί σέ άλλες ευκαιρίες εκφωνεί ένα λόγο στή δημοτική, κρα­
1888 ο Παλαμάς, μέ τήν κριτική του οξύνοια καί τήν εύαισθη- τώντας έτσι μέσα στόν άρχαϊσμό τής οθωνικής ’Αθήνας ζων­
σία, θ’ άνακαλύψει καί πάλι τον ποιητή των ’Ω δών καί ή εντε­ τανή πάντα τήν παράδοση τού Σολωμοΰ. Τό 1833 χαιρετίζει
λώς νεώτερη (μετά το 1930) ποιητική γενιά θά βρει μέ τή σειρά μ’ ένα ποίημα, «Τό Φίλημα», τόν έρχομό τοΰ βασιλέα Ό θωνα
της κάποια συγγένεια προς αύτόν καί θά μιλήσει γιά τήν «αλη­ στήν Ελλάδα, τό 1847 τυπώνει άνώνυμα μιά συλλογή 'Απλή
θινή του φυσιογνωμία καί τή λυρική του τόλμη».5 γλώ σσα (φανερή είναι ή άνάμνηση τής Ρ ω μ αίικης Γ λώ σσας τοΰ
Βηλαρά), οπού συγκεντρώνει ποιήματα καί πεζά, δικά του καί
Ε Φ Τ Α Ν Η Σ ΙΩ Τ ΙΚ Η Σ Χ Ο Λ Ι Ι
άλλων. Στήν έπόμενη δεκαετία λαμβάνει κι αύτός μέρος στους
ποιητικούς διαγωνισμούς, πού ήταν ή ψύχωση τής εποχής, καί
’Αντίθετα, το δίδαγμα του Σολωμοΰ βρίσκει ανταπόκριση στον διαμαρτύρεται δταν τοΰ δίνουν μόνο τόν έπαινο: Κ όριννα και
έπτανησιακό κύκλο καί δημιουργεί μιά ολόκληρη σχολή, τήν Π ίνδαρος, Οί γόμ οι τον Μ εγάλου ’Αλεξάνδρου, Τό ’Όνειρον.
Εφτανησιώτικη. Οί ποιητές της είναι τόσο δεμένοι μέ το Σο­ Τό τελευταίο εμπνέεται άπό σύγχρονα γεγονότα: είναι ένα όνειρό
λωμό, πού μπορούμε νά τούς μοιράσουμε σέ δύο κατηγορίες: τοΰ βασιλιά ’Όθωνα" τά άλλα δύο έχουν υπόθεση άρχαία. "Ολα
σέ σύγχρονους καί φίλους άπο τή μιά μεριά, καί σέ μαθητές ή είναι γραμμένα σέ δεκαπεντασύλλαβο άνομοιοκατάληκτο, σαν
οπαδούς άπο τήν άλλη. Μνημονεύσαμε ήδη τον στενό του φίλο τοΰ δημοτικού τραγουδιού ή σάν τής τελευταίας περιόδου τοΰ
καί λίγο πρεσβύτερο ’Αντώνιο Μάτεση (1794-1875), πού είτε Σολωμοΰ. 'Ο Τερτσέτης, φίλος στενός τοΰ Σολωμοΰ, έμπνεεται
γράφει άνακρεοντικές μιμήσεις σάν το Χριστόπουλο, είτε άγγί- άραγε εδώ άπό εκείνον; ’Αλλά ό στίχος τοΰ Τερτσέτη δεν έχει
ζει τον απλοϊκό λυρισμό των νεανικών ποιημάτων τού Σολωμοΰ, τίποτα άπό τήν αινιγματική αρμονία τοΰ Γ' σχεδιάσματος τών
καί μεταφράζει άκόμα Ossian καί Gray. 'II σημαντικότερη ’Ε λεύθεροί Πολ.ιορκημένων καί τοΰ Πορφυρά. Είναι ένας στίχος
προσφορά του είναι τό δράμα του 'Ο Β ασιλικός (1830) μέ θέμα δύσκαμπτος, χωρίς ροή. ’Έχεις τήν έντύπωση πώς ό Τερτσε-
τις κοινωνικές άντιθέσεις στις άρχές τού 18ου αιώνα στά νησιά. της μέ τό στίχο δέ βρίσκεται στό κλίμα του, πώς ή ποιητική
'Ένας νέος «άπό τά δεύτερα σπίτια» άγαπα μιά άρχοντοπούλα έκφραση τόν στενοχωρεΐ. Α ντίθετα, εκεί δπου κινείται άνετα
«άπό τά πρώτα». Γραμμένο σέ ζωντανή δημοτική καί σέ πεζό, είναι ό πεζός λόγος" είναι ό κατ’ εξοχήν πεζογράφος τής Ε π τα ­
πλουτίζεται καί μέ πολλά στοιχεία ήθογραφικά, ιδίως δπου πα­ νησιακής σχολής. Δυό πρώιμα πεζά έργα του είναι ιδιαίτερα
ρουσιάζονται πρόσωπα «άπό τήν ύστερη τάξη τού λαού», καί άξιοπρόσεκτα: μιά παραινετική επιστολή πρός τόν Δημήτριο,
πλάθει μιά μίμηση Ίάγου στο πρόσωπο τού «φατόρου τού Πρε- τό γιο τοΰ Μάρκου Μπότσαρη, δταν τό 1826 έφευγε γιά τό Μό­
βεδούρου» (τού πράκτορα τού Προβλεπτή). ναχο υπότροφος τοΰ βασιλέα τής Βαυαρίας Λουδοβίκου A , και
ένας επιμνημόσυνος λόγος στόν φιλέλληνα Frank Abney Has­
’Από τούς φίλους τού Σολωμοΰ στή Ζάκυνθο είναι καί ό Γεώρ­ tings (άπαγγελμένος τό 1828). Είναι γραμμένα καί τά δυό σε
γιος Τερτσέτης (1800-1874). Σπούδασε νομικά στήν ’Ιταλία μιά καθαρότατη άλλά καί έντεχνα δουλεμένη δημοτική γλωσσά,
μέ ιδιαίτερη δροσιά —πού τό άντίστοιχό της θά τό βρούμε μονο
5. Ο. ’Ελύτης, «Ή αληθινή φυσιογνωμία καί ή λυρική τόλμη τοϋ
Άνδρέα Κάλβου», ειδικό τεύχος Νέας 'Εστίας, δ.π. σσ. 84-106" άνατύπ. στή Γυναίκα τής Ζάκνθος ή στά Α πομνημονεύματα τοΰ Μα-
σσ. 240-285. κρυγιάννη. Στά ύστερότερα πεζά του, τούς λόγους του τής 25
156 157
8. ΤΤ Κ Φ Τ Α Ν Π Σ Ι Ω Τ Ι Κ Ι Ι ΣΧΌΑ11 Λ. Λ Α Σ Κ Α Ρ Α Τ Ο Σ

Μαρτίου, ή δροσιά αύτή δέν υπάρχει πιά' άλλα ή πρόζα του τος δέν είναι ζωγράφος παθών, είναι διώκτης προλήψεων, δέν
διατηρεί πάντα έθελημένα το ύφος του προφορικού λόγου καί είναι δημιουργός, είναι παρατηρητής», θά πεί εύστοχα ό 11α -
έχει μιά ξεχωριστή χάρη, πού καταλαβαίνουμε γιατί γοήτευε λαμάς.6 Ζώντας σέ μιά περιορισμένη κοινωνία ενοχλείται άπό
τούς ακροατές του, όπο^ς μαρτυρεΐται. Κίχε άλλωστε καί 6 ίδιος, τις μακρότητες καί τις ψεύτικες συμβάσεις τής ζωής καί θέλει
φαίνεται, ώς προσωπικότητα, μιά ιδιότυπη γοητεία, ενώ ή εξω­ νά γίνει διορθωτής καί κοινωνικός άναμορφωτής. Γι’ αύτό καί
τερική του εμφάνιση ήταν κάθε άλλο άπό ελκυστική. Στον Τερ- τό πιο χαρακτηριστικό έργο του είναι τό πεζό του Τά Μ υστήρια
τσέτη χρωστούμε ακόμη την πρωτοβουλία νά βάλει τον γερο- τής Κ εφαλλονιάς, τυπωμένο στά 1856' ό υπότιτλος είναι «ή σκέ-
Κολοκοτρώνη νά τού υπαγορεύσει τά απομνημονεύματά του' έ­ ψες άπάνου στήν οικογένεια, στη θρησκεία καί στήν πολίτικη
κανε το ίδιο καί μέ τον Νικηταρα καί με άλλους, φαίνεται, αγω­ εις την Κεφαλλονιά». Πραγματικά, τό βιβλίο διαιρείται σ’ αυτά
νιστές, άλλα τά κείμενα αυτά δε μάς έσώθηκαν. Δύο έργα του τά τρία μέρη καί δ συγγραφέας διατυπώνει, μέ πρόθεση ήθική
τής τείιευταίας περιόδου, μιά κωμωδία τού 1858, όπου κοροϊ­ καί διδακτική, άλλά καί μέ πολλή σατιρική διάθεση, τις σκέψεις
δεύει έναν ποιητικό διαγωνισμό, καί τό ιταλικά γραμμένο δράμα του πάνω σ’ αύτά τά κεφαλαιώδη θέματα. Γό καλύτερο μέρος
του 'Ο Θάνατος τον Σω κράτη (1866), δεν άξίζει νά μάς στα­ είναι ασφαλώς τά Οικογενειακά. Σκάνδαλο στάθηκαν τά Θρη­
ματήσουν. σκευτικά. Ό Λασκαράτος σατιρίζει βέβαια την πρόληψη καί τή
«δεισιδαιμονία», τις εικόνες πού δακρύζουν, την αμάθεια ή τή
"Ας προχωρήσουμε στούς μαθητές τού Σολωμοΰ. Πρεσβύτε- φιλοχρηματία τού κλήρου, άλλά τί είναι ούσία, τί τύπος, και
ρος άπό όλους, μόλις δεκατρία χρόνια νεώτερός του, ό Άνδρέας τί πρόληψη, δέν είναι πάντα εύκολο νά ξεκαθαριστεί' καί λιγό­
Λασκαράτος γεννήθηκε στο Ληξούρι τής Κεφαλληνίας τό 1811 τερο τό μπορούσε αύτό ό ίδιος ό Λασκαράτος, μέ τον νοησιαρ-
καί ύστερα άπό μιά μακριά καί ταραγμένη ζωή πέθανε έκεϊ χισμό καί τήν πουριτανική του ήθικολογία. I οΰ ήταν άδυνατο
τό 1901. Με τό Σολωμό γνωρίστηκε προσωπικά στήν Κέρ­ νά καταλάβει (ίσως καί έπειδή πολύ λίγο ήταν καλλιτέχνης) τό
κυρα, όπου είχε φοιτήσει στήν Ίόνιο ’Ακαδημία, μαθητής τού εντελώς ιδιότυπο χρώμα πού παίρνει ή θρησκευτική πίστη καί
Κάλβου. Ά πό τό 1836 ώς τό 1839 σπουδάζει νομικά στο Παρίσι ή λατρεία στον έλληνικό λαό. Στήν ασπρόμαυρη ήθικολογία του
καί στήν Πίζα, γυρίζοντας κάνει γιά λίγο διάστημα τό δικηγόρο δέν ταίριαζε ή πολυχρωμία των λαϊκών πανηγυριών τό πλησία­
στο Ληξούρι, άλλά παραιτεΐται νωρίς καί άπό τότε ιδιωτεύει. σμά του γ ι’ αύτό είναι τό πλησίασμα ενός ξένου. Πάντως —και
Στά 1851-52, καθώς καί τό 1856, ύστερα άπό τή δίωξή του, θά ήταν δύσκολο νά μήν πούμε: φυσικά— τά Μ υστήρια της Κ ε-
βρίσκεται στο Λονδίνο, είτε παραδίδοντας μαθήματα ιταλικά καί ψαλλονιάς ξεσήκωσαν θυελλώδη άντίδραση, πού έφτασε δυστυ­
νέα ελληνικά, είτε μελετώντας στο Βρετανικό Μουσείο. χώς ώς τόν επίσημο «άφορισμό» άπό τήν ’ Εκκλησία. Ό Λα­
'Ο Λασκαράτος δέν είναι φύση ποιητική, κι αύτό τό ομολογεί σκαράτος άναγκάζεται νά φύγει, γιά τή Ζάκυνθο πρώτα, γιά
καί ό ίδιος: « ’ Επιθύμησα πάντα ν’ ανεβώ εις τον Παρνασσό, τήν ’Αγγλία ύστερα, γράφει μαχητικά φυλλάδια, έκδίδει περιο­
καί πάντα μισοστρατίς ό ανήφορος μ’ έβάρυνε καί έγύρισα όπί- δικό, κι ακόμα καί όταν κοπάζει κάπως ό σάλος, φροντίζει νά
σω. Δεν είχα τά φτερά τού φίλου μου τού Βαλαωρίτη». Γράφει τόν άνασκαλίσει δημοσιεύοντας τό 1868 μιαν «Απόκριση στόν
ένα πλήθος άπό σατιρικούς στίχους, ξεκινώντας, ιδίως στά πα- αφορεσμό». Ό άφορισμός δέ θά άρθεΐ έπίσημα παρά μόνο τό
λαιότερά του «σατιρικά έπύλλια» τής δεκαετίας 1840-50, άπό 1900, τήν παραμονή τού θανάτου του. Στο μεταξύ, άπό τό 1875
τοπικά περιστατικά, καί προχωρώντας καμιά φορά σε κάποιον καί κατόπιν, συνεργάζεται σέ διάφορα περιοδικά τής Αθήνας,
έλεγχο γενικότερο κοινωνικό ή άνθρούπινο. Φορτωμένες με αφό­ καί τό 1884 κατεβαίνει καί στήν πρωτεύουσα, όπου δίνει μιά
ρητα πεζολογικά στοιχεία οί σάτιρες αυτές είναι ανιαρότατες διάλεξη στόν φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσό». Τά πράματα
στο διάβασμα' πιο πετυχημένες είναι οί παρωδίες του, είτε τής βέβαια έχουν αλλάξει πιά, ύστερα άπό τριάντα σχεδόν χρόνια,
Π. Διαθήκης («Γιατί τά τάλαρα τά λένε τάλαρα»), είτε τής V- 6. Κ. ΙΙαλαμάς, 7α πρώτα κριτικά, Α θήνα 1913, σ. 69 (^="Απαντα,
λιάόας («Καβγάς Άγαμέμνονα καί Ά χιλλέα»). «Ό Λασκαρά- τόμ. 2, σ. 82).
158 159
8. II ϋ Φ Τ Α Ν Ι Ι Σ Ι Ω Τ Γ Κ Ι Ι ΣΧΟΛΤΙ I. Τ Τ Π Α Λ Δ Ο Σ

χαι τό αθηναϊκό κοινό, ώριμο τώρα καί προοδευμένο, είναι σε άξιόλογα) προστέθηκαν ύστερότερα. 'Η ποίησή του, διαμορφω­
θέση να καταλάβει την άξία του' κι αύτό δίνει στο Λασκαράτο μένη στό σχολείο τοϋ Σολωμοϋ, έχει άναμφισβήτητη λυρική
μια ηθική ικανοποίηση. ποιότητα καί άσύγκριτη ευγένεια, ήχεΐ όμως μονόχορδα καί
Το 1886 εκδίδει ένα άλλο πεζό: ’Ιδού ό άνθρωπος, καί μια άσθενέστερα. Σάν δλους τούς Έφτανησιώτες κινείται κι αύτός
συλλογή άπό Χ αρακτήρες κατά το πρότυπο τοϋ Θεοφράστου καί στήν ίδια σφαίρα τοϋ ιδανισμού" τά λιγοστά του ποιήματα τα
του La Bruyère. Μέ ειρωνική, άλλά καί μαχητική διάθεση, χαρακτηρίζει μιά ήδύτητα καί μιά εκλεπτυσμένη χάρη" οί λέ­
προτάσσει το δικό του πορτραΐτο: 'Ο φιλόνεικος. Το 1866, μέ ξεις κρυφό, μ υ σ τικ ό , ξαναγυρίζουν συχνά στούς στίχους του,
τήν προτροπή τοϋ δανοΰ φίλου του Theodor Hansen, άρχισε ένα άχνό φως τοϋ φεγγαριού φωτίζει τά αβρά, άριστοκρατικα
να γράφει στά ιταλικά τήν αύτοβιογραφία του, ενα κείμενο ε­ πλάσματα τής φαντασίας του —«ποιητή τοϋ φεγγαρόφωτου»
ξαιρετικά ενδιαφέρον, πού το άποτελείωσε μετά είκοσι χρόνια τόν ονόμασε ό Παλαμας.8 Ό άβρός δμως αύτός κόσμος τοΰ
περίπου, χωρίς νά πάψει νά το συμπληρώνει ως τήν παραμονή ιδανισμού δεν ξεστρατίζει πρός τό άφηρημένο, άλλά μέ γνήσια
τοϋ θανάτου του.7 Το τέλος χαρακτηρίζει, νομίζω, καλύτερα άπό λυρική αίσθηση κρατά πάντοτε τή συνοχή μέ τόν αισθητό κόσμο,
καθετί άλλο τήν ανώτερη ήθική (καί κατά βάθος θρησκευτική) Ινώ ή μουσική του εύαισθησία μετουσιώνει τούς ιδανικούς ορα-
προσωπικότητα τοϋ Λασκαράτου: «Τώρα, γιά νά κάμω τή συγ­ ματισμούς σέ λυγερούς, μουσικούς στίχους καί σέ μελωδικότα­
κεφαλαίωση τής μακρινής ύπαρξης μου, θά είπώ: Προικισμένος τες έξάστιχες ή όχτάστιχες στροφές:
μ εκείνο πού λένε καλό φυσικό, εύνοήθηκα κι άγαπήθηκα άπό ’Εσύ που π ρώ τη επρόβαλες
ολους εκείνους πού μέ γνώρισαν άπό κοντά. Δοκίμασα βέβαια σάν δνειρο εμπροατά μου
λύπες, συμφορές καί προσβολές στή μακρινή αύτή ύπαρξη. . . κι άναψες πάθη άκοίμητα
Σήμερα, στον 87ο χρόνο τής ήλικίας μου, εύχαριστώ το Θεό στήν άδολη καρδιά μου,
για όσα μοϋ πρόσφερε σ’ αυτό τον κόσμο κι ελπίζω στήν πα­ ά ! π ο ΰ ’σαι, πές μου, αγάπ η μου,
τρική του καλοσύνη πώς θά είναι μαζί,μου στήν άλλη ζωή». ποϋ ’σαι, γλυκιά μου ελπίδα.
Τήν γην εχεις πατρίδα
Από κεφαλλονίτικη άριστοκρατική οικογένεια κατάγεται καί ό ή τ ’ άστρα τ ’ ουρανού;
Ιούλιος Τυπάλδος (1814-1883). Σπούδασε νομικά στήν ’Ιτα­
λία καί επιστρέφοντας άκολούθησε τον δικαστικό κλάδο. Τό Τό κλίμα τής ποίησης τού Τυπάλδου είναι τό κλίμα τής πρώτης
1857, διορισμένος στή Ζάκυνθο, έκφωνεΐ έναν επιμνημόσυνο λό­ κερκυραϊκής περιόδου τοΰ Σολωμοΰ (ή ομοιότητα φτάνει άκόμη
γο για το Σολωμό, άξιόλογο δείγμα τοϋ κριτικού του θαυμα­ ώς καί στή στιχουργική)" άπό τούς μαθητές του είναι ίσως ο
σμού. Ά πό τό 1867 άποσύρεται στή Φλωρεντία, άλλά τό 1881 πιό προχωρημένος στήν άφομοίωση τού σολωμικού κοσμου.
έπιστρέφει στήν Κέρκυρα, όπου καί πεθαίνει. Μέσα σ’ δλη τήν Τά τελευταία χρόνια στή Φλωρεντία τά άφιερώνει στή μετά­
Επτανησιακή σχολή ό Τυπάλδος είναι ίσως ό πιό καθαρά λυ­ φραση τής ’Ελευθερωμένης Ιερουσαλήμ, πού είναι ίσως η εν­
ρικός, δσο κι αν τό ποιητικό του έργο είναι λιγοστό σέ δγκο. τελέστερη δημιουργία του" οί έντεκασύλλαβες όχτάβες τοΰ πρω­
'Η μοναδική του ποιητική συλλογή, τά Π οιήματα διάφορα (τοϋ τοτύπου μεταφέρονται δημιουργικά στό δεκαπεντασύλλαβο κρη-
1856) είναι άφιερωμένη στό Σολωμό· λίγα (καί οχι τά πιό τικό δίστιχο καί είναι φανερό πώς γιά ν’ άποδώσει τό έπικό
ύφος τοΰ Tasso ό Τυπάλδος άσκήθηκε στούς στίχους τού Κορ-
7. Τό συμπληρωμένο αύτο κείμενο το δημοσίευσε, μεταφρασμένο στά
γαλλικά, ό II. Pcrnot, Eludes de liltérature grecque moderne, τόμ. 2, νάρου. Τό 1880 άλλωστε, σέ μιά φιλολογική του επιστολή πρός
Παρίσι 1918, σσ. 116-276. Ελληνική μετάφραση άπό το γαλλικό αύτο τόν Σπ. Δε Βιάζη, μιλά άδίστακτα γιά τήν ποιητική υπεροχή
κείμενο, X. Άντωνάτου, ’Αθήνα 1927, ξαναδημοσιευμένη στά "Απαντα, τοΰ Έ ρω τόκριτου, πού τόν τοποθετεί δίπλα στό Σολωμό. 'Ο
τομ. 1, σ. 2 κ.έ. Μια διαφορετική παραλλαγή του κειμένου (στά ιταλικά)
δημοσίευσε ό Ά λ . Παπαγεωργίου, Άνόρέον Ααπκαράτου, Βιογραφικά του 8. Κ. Παλαμας, «’Ιούλιος Τυπάλδος», στά "Απαντα, τόμ. 8, σσ.
ενθυμήματα, Α θήνα 1966. 285-310.

16 0 161
8. Η Ε Φ Τ Α Κ Η Σ Ι Ω Τ Ι Κ Η Σ Χ Ο Λ Η 1. Ι Ι Ο Λ Υ Λ Λ Σ . Γ. Μ Λ ν Κ Ο Ρ Λ Σ

θαυμασμός αύτός καταξιώνεται μέ την ποιητική αύτή μετάφρα­ τητα, προικισμένη μέ άκρα εύαισθησία. Στά τελευταία χρόνια
ση, η οποία, αδιάφορο αν δεν είναι έργο πρωτότυπο, είναι έργο τής ζωής του έρχεται σέ περισσότερη επαφή μέ τούς λογοτε­
κορυφαίο καί στη δημιουργία τοϋ Τυπάλδου καί γενικότερα μέσα χνικούς κύκλους τής ’Αθήνας, στούς οποίους άσκεΐ σημαντική
στή νεοελληνική ποίηση. επίδραση, ιδίως μέ τό κύρος πού τοϋ έδινε ή παλιά φιλία του
μέ τό Σολωμό. "Ετσι τό 1892, παίρνοντας άφορμή άπό τά άπο-
"Αν ό Λασκαράτος είναι ό σατιρικός καί ό Τυπάλδος ό λυρι­ τελέσματα τοϋ Γ' Φιλαδέλφειου διαγωνισμού, λαμβάνει μέρος
κός, στον ’Ιάκωβο Πολυλά έλαχε, άπό τήν κληρονομιά τοϋ Σο- στή συζήτηση καί δημοσιεύει τό δοκίμιό του Η φιλολογική
λωμοΰ, το άνώτερο κριτικό πνεύμα. Γόνος σημαντικής οικο­ μα ς γλώ σσα. Στά ίδια χρόνια θά ύποστεί καί ό ίδιος τήν επί­
γένειας τής Κέρκυρας, γεννήθηκε εκεί στά 1826' δέ σπούδασε δραση τών ’Αθηναίων καί θά γράψει τρία διηγήματα, τύπου ή-
στο εξωτερικό, μόνο, κάπως άργά, το 1852-54, συνοδεύοντας θογραφικοΰ,9 άλλά μέ έντονη βέβαια τήν προσωπική σφραγίδα.
τήν άρρωστη γυναίκα του έ'μεινε στή Νεάπολη καί είχε τήν ευ­ Στό «"Ενα μικρό λάθος» παρουσιάζει μιά θαυμάσια μορφή γυ­
καιρία νά μελετήσει τή γερμανική ίδεαλιστική φιλοσοφία καί ναίκας, στό μακρύτερο «Τά τρία φλωριά» κυριαρχεί ένα ήθος
ιδιαίτερα τον Hegel καί τον Schiller, άπό τούς οποίους βαθύ­ εύγένειας ψυχικής πού κάνει πιστευτό τό ύπερφυσικό. Ό Ilo—
τατα επηρεάστηκε. Μετά τό θάνατο τοϋ Σολωμοΰ άναλαμβάνει λυλάς πέθανε στήν Κέρκυρα τό 1896. 'Ένα χρόνο πρίν, σ’ ένα
σχεδόν μόνος το μεγάλο βάρος νά έκδώσει τα κατάλοιπα τοϋ σονέτο τών «Πατρίδων»,10 ό Παλαμάς τιμούσε αυτόν καί τό
ποιητή άπό τα μή άποτελεσμένα χειρόγραφά του. Ή έκδοση Μαρκορά σάν κληρονόμους τού Σολωμοΰ καί δικούς του ποιη­
των Ευρισκομένων τό 1859 είναι ένα θαυμάσιο κριτικό μνημείο, τικούς προδρόμους.
καί για τήν έκδοση αύτή καθαυτή καί γιά τά «Προλεγόμενα», Ό Γεράσιμος Μαρκοράς, Κερκυραΐος κι αύτός, γεννήθηκε τόν
που είναι από τις πολυτιμότερες μαρτυρίες πού έχουμε γιά τήν ίδιο χρόνο μέ τόν ΓΙολυλά, τό 1826. Ό πατέρας του, δικαστικός,
ποίηση καί τήν προσωπικότητα τοϋ Σολωμοΰ. Α λλά καί λίγο ήταν στενός φίλος τού Σολωμοΰ καί γενικά στενές ήταν οί σχέ­
πρωτύτερα, άπό τή Νεάπολη κιόλας, ετοίμαζε μια μετάφραση σεις τής οίκογένειάς του μέ τόν ποιητή. ’Ανάμεσα στό 1849 καί
τής Τ ρικυμίας (σέ πεζό), πού τήν έκδίδει τό 1855 μέ κριτικά τό 1852 σπουδάζει νομικά στήν ’Ιταλία καί γυρίζοντας ζεΐ μιά
προλεγόμενα. ’ Αρκετά χρόνια ύστερότερα θά έκδώσει καί άλλη ήσυχη καί ερημική ζωή, ιδίως μετά τό θάνατο τών δικών του,
μετάφραση τοϋ Σαίξπηρ, τόν Ά μ λετ (1889), σέ στίχους αύτή φροντίζοντας τήν εξοχική του περιουσία. Τό 1857 θρηνεί και
τή φορά, σ’ έναν μελωδικό δεκατρισύλλαβο στίχο, πού είναι δι­ αύτός, όπως όλοι οί ποιητές τής Έφτανησιώτικης σχολής, τό
κό του δημιούργημα. Οί μεταφράσεις είναι ή δημιουργική έκ­ θάνατο τού Σολωμοΰ, τό 1863 τυπώνει μιά σάτιρα εναντίον τής
φραση τοϋ κριτικού του πνεύματος' ξεπηδοϋν άπό τήν ίδεαλιστι- άγγλικής προστασίας. Τα ποιητικά του θέματα δέν έχουν ιδιαί­
κη του τάση καί άπό τήν άνάγκη νά γνωρίσει —καί νά τά γνω ­ τερη πρωτοτυπία' στρέφονται γύρω στούς κοινούς τοπους τού
ρίσει καί στούς άλλους— τά κορυφαία έργα των μεγάλων. ’Από έρωτα, τού θανάτου καί τής πατρίδας, τά χαρακτηρίζει ωστόσο
τό 1875 είχε καταπιαστεί νά μεταφράσει καί τόν "Ομηρο, τήν αβρότητα καί εύγένεια, μιά γλώσσα δροσισμένη άπό τήν έφτα-
’Ο δύσσεια πρώτα, τήν Ί λιάδα υστέρα. Καί ή μετάφραση, τής νησιώτικη παράδοση, κι άκόμα μιά σπάνια τελειότητα μορφική.
’Οδύσσειας προπάντων, ξεχωρίζει γιά τήν εσωτερική της ευγέ­ 'Όταν τό 1890 κυκλοφόρησαν τά Π οιητικά έργα του (ή πρώτη
νεια καί τό ρυθμό της. συγκεντρωτική έκδοση), ή π οίησή του, μορφή καί περιεχόμενο,
Τό πρωτότυπο λογοτεχνικό του έργο είναι λιγοστό' ό Πολυ- κάνει ιδιαίτερη έντύπωση στήν ’Αθήνα καί επηρεάζει άποφα-
λάς δέν είναι δημιουργός, είναι αυτό πού ό ίδιος είπε στό κα­ σιστικά τούς νεώτερους ποιητές. Μαζί μέ τόν ΙΙολυλά άποτελεΐ
λύτερο άπό τή. σονέτα του: «ερασιτέχνης» —ερασιτέχνης όμως
στήν πιό υψηλή έννοια τής λέξης. Τό λιγοστό λογοτεχνικό, τό 9. Γιά τό ήθογραφικό διήγημα καί τή σημασία του γιά τήν πεζο­
γραφία τής γενιάς τοϋ 1880 βλ. παρακάτω (κεφ. 11, σ. 200 κ.έ.).
κριτικό καί τό μεταφραστικό του έργο συμπληρώνουν τό ένα 10. 11 ’Ασάλευτη ζωή, Ιΐατρίδες, τέταρτο σονέτο {-—"Απαντα, τόμ.
το άλλο καί συναπαρτίζουν μιά εντελώς ξεχωριστή προσωπικό­ 3, σ. 16).
162 163
8. Η Ε Φ Τ Α Ν Ι Ι Σ Ι Ω Τ Ι Κ Ι Ί Σ Χ Ο Λ Ι Ι Α. Β ΑΛ Α Ω ΡΙΤΗ Σ

τήν μία πηγή πού διοχετεύει τήν παράδοση του Σολωμοΰ στην Εφτανήσων πού περισσότερο συνδέεται μέ τή Στερεά), σπού­
’Αθήνα, πού είναι πια ώριμη να τή δεχτεί. ’Αλλά ύφίσταται καί 6 δασε στήν ’Ιταλία καί στή Γαλλία, καί τό 1848 γύρισε στα
Μαρκοράς δ,τι ύφίστανται οί καλλιτέχνες πού δεν έχουν το προ­ Εφτάνησα, όπου πήρε ένεργό μέρος στήν πολιτική καί πριν και
νόμιο νά ανανεώνονται: άφοϋ έπηρεάσουν τούς νεώτερους, επη­ μετά τήν ένωση μέ τήν Ελλάδα. Είναι ένας άνθρωπος με ισχυρή
ρεάζονται μέ τή σειρά τους άπύ αύτούς. 'Η δεύτερη συλλογή κράση καί άθλητικό παράστημα, βίαιος στις άντιδράσεις του,
του, τα Μ ικρά τα ξίδ ια (1898) δείχνουν φανερή τήν έπίδραση οξύς στις διαμάχες καί στούς άγώνες. ’Αλλά τά τελευταία δέκα
των παρνασσιακών τής ’Αθήνας- δείχνουν μαζί καί μιά κάμψη χρόνια τής ζωής του άποσύρεται σ’ ένα μικρό νησί τής πατρίδας
γεροντική —άλλά συνάμα καί μιά χάρη των γερατειών. Είναι του, τή Μαδουρή, καί συγκεντρώνεται στή μελέτη καί στή δη­
πιά το τέλος τής Έφτανησιώτικης σχολής. Στα 1911, δταν μιουργία. ’Εκεί πεθαίνει κάπως πρόωρα τό 1879.
ογδοντα πεντε χρόνων θά πεθάνει ό Μαρκοράς, ή απόσταση άπύ 'Η πρώτη του συλλογή, Σ τιχουργήμ ατα (1847), είναι άσή-
το πρώτο, του ξεκίνημα είναι πολύ μακρινή. μαντη. Τήν εμφάνισή του τήν κάνει κυρίως μέ τά Μ νημόσυνα,
'Ο Μαρκοράς είναι κατ’ έξοχήν ό ποιητής του έλάσσονος τό­ δημοσιευμένα τό 1857, τή χρονιά πού πέθανε ό Σολωμός. Τά
νου. ’Από το κλίμα αυτό ξεφεύγει καί ξεχωρίζει έ'να μεγάλο του σημαντικότερα καί τά πιό γνωστά του λυρικά ποιήματα βρί­
επικολυρικό ποίημα, Ό "Ορκος, δημοσιευμένο για πρώτη φορά σκονται κιόλας εδώ: «Νεκρική ωδή», «Θανάσης Βαγιας», « Ο
το 1875, με θέμα τήν Κρητική επανάσταση του 1866 καί τήν Σαμουήλ», «'Η φυγή», «Ευθύμιος Βλαχάβας». Ό Βαλαωρί­
άνατίναξη τής μονής του ’Αρκαδιοΰ άπό τον ηγούμενο Γαβριήλ της είναι μιά περίεργη εμφάνιση- είναι βέβαια ' Εφτανησιώτης,
—μιά πράξη άνάλογη μέ τά ήρωικότερα περιστατικά του 1821, άλλά οί προσανατολισμοί του τόν φέρνουν περισσότερο πρός τό
πού είχε προξενήσει γενική έκπληξη καί θαυμασμό. Ό Μαρκο­ δημοτικό τραγούδι καί τόν γαλλικό ρομαντισμό παρα προς το
ράς πυκνώνει δλο το έ'ργο γύρω άπό δύο πρόσωπα, ένα ζευγάρι Σολωμό καί τά ιδανικά τής σχολής του. Τά θέματά του είναι
άρραβωνιασμένων, τήν Εύδοκιά καί τόν Μάνθο. 'Η Εύδοκιά ύ­ παρμένα τό περισσότερο άπό τήν ’Επανάσταση και την προε­
στερα άπό τρία χρόνια επιστρέφει στήν Κρήτη, ό Μάνθος έχει παναστατική εποχή, τούς άγώνες τών κλεφτών, τών αρματο­
σκοτωθεί στό Άρκάδι- καθώς τρέχει σε άναζήτησή του, τής λών καί τών Σουλιωτών. Οί ήρωες ένεργοΰν μέσα σ ενα κλίμα
παρουσιάζεται ο ίσκιος του, πού τής διηγείται ο?.α τά περιστα­ άφύσικα υψωμένο, δπου τό υπερφυσικό στοιχείο συνδυάζεται
τικά, τήν άντίσταση καί τήν άνατίναξη τοΰ μοναστηριού. Ό μέ μιά ρομαντική μεγέθυνση. ’Αντίθετα ωστόσο προς τους ρο­
Μαρκοράς χρησιμοποίησε τό ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλα­ μαντικούς τής ’Αθήνας, ό Βαλαωρίτης, σάν Εφτανησιώτης,
βο δίστιχο με μιά τέχνη άσκημένη στό άνάλογο μέτρο τοΰ Κ ρη ­ χρησιμοποιεί τή δημοτική, άδιάφορο αν δέν τή μεταπλαθει δη­
τικού καί τών ’Ελεύθερων Π ολιορκημενών. Οί στίχοι του είναι μιουργικά, κατά τό δίδαγμα τοΰ Σολωμοΰ, άλλά ακολουθώντας
κρουστοί, δουλεμένοι στήν εντέλεια, μέ μιά αρμονία σύνθετη, έξωτερικά τόν τύπο τοΰ δημοτικού τραγουδιού, άλλοιωμενον και
άλλοτε μέ κάποια άρρενωπή τραχύτητα καί άλλοτε μέ μιά τρυ­ πάλι μέ πολύ στόμφο ρομαντικό. Στά ωριμότερα έργα του, τον
φερότητα θηλυκή —σαν τούς δύο ήρωες τοΰ έ'ργου. "Ενα έργο ’Α στραπόγιαννο καί προπάντων στόν Ά θανάση Ζΐιάκο (1867),
αβρό καί γενναίο συνάμα, μαζί μέ τόν Φωτεινό τοΰ Βαλαωρίτη πολλά άπό τά ελαττώματα αύτά υποχωρούν- άλλά και πάλι, στο
άπό τά πιό σημαντικά επιτεύγματα τής ποίησης μετά τό Σο­ δεύτερο ιδίως, άξιολογότερο έργο, τονίζεται άφύσικα μιά συμβο­
λωμό, ιδιαίτερα τής δεκαετίας 1870-1880. λική άλληγορική άπόχρωση, πού κάνει λιγότερο εύδιάκριτη τήν
καθαρά άνθρώπινη ούσία στή μορφή τοΰ ήρωα-μάρτυρα. ’Αλλα
Α . Β Α Α Α Ω Ρ ΙΤ Η Σ τό 1879, τή χρονιά τοΰ θανάτου του, άποσυρμένος στό κτήμα
του τής Μαδουρής, θά δημιουργήσει τόν Φ ωτεινό, τό τελευταίο
Ό ’Αριστοτέλης Βαλαωρίτης κατέχει μιά ιδιαίτερη θέση μέσα καί τό πιό σημαντικό του έργο, πού δυστυχώς δεν προφτασε
στήν Έφτανησιώτικη σχολή. Σύγχρονος σχεδόν μέ τούς δύο νά τό τελειώσει. Τό θέμα είναι παρμένο άπό τήν παλαιότερη
προηγούμενους, γεννήθηκε τό 1824 στή Λευκάδα (τό νησί τών ιστορία τής Λευκάδας, μιά έξέγερση τών 'Ελλήνων κατοίκων ε­
164 165
8. Η Ε Φ Τ Α Ν Η Σ Ι Ω Τ Ι Κ Η Σ Χ Ο Λ Ι Ι Α. Β Α Λ Α Ω Ρ ΙΤ Η Σ

ναντίον τοΰ φράγκου δυνάστη στον 14ο αίιόνα. Ό Φωτεινός, μένο σέ τεχνικότατα δαντικά τρίστιχα. Ό Στυλιανός Χρυσο-
ό ήρωας, ένας γέρος ξωμάχος, άποσύρεται, ύστερ’ άπο Iva επει­ μάλλης (1836-1918), φίλος τοΰ Πολυλά, έδωσε σατιρικά ποιή­
σόδιο μέ τον φράγκο άρχοντα, στα βουνά της πατρίδας του. Έ κεΐ ματα καί λίγα λυρικά καί μεταφράσεις. Πιο πολύ διατηρεί τον
τον βρίσκουμε μέ την κόρη του, στή φτωχική του καλύβα, νά εφτανησιώτικο χαρακτήρα ό Ζακυθινός Άνδρέας Μαρτζώκης
μελετά την επανάσταση. Μια άνθρώπινη καλοσύνη, μιά ήρεμη, (1849-1923)- έπηρεασμένος πολύ άπό το ρομαντισμό τοΰ Βα-
σταθερή αποφασιστικότητα καί μιά αρχοντική υπερηφάνεια χα­ λαωρίτη στά μεγαλύτερα συνθέματά του, δείχνει στά καθαρά
ρακτηρίζουν τον γερασμένο αγωνιστή τής έλευθερίας. "Ολο το λυρικά του άντιστοιχίες μέ τήν ποίηση τοΰ Τυπάλδου. "Αλλοι,
ποίημα κυριαρχείται άπό αυτή τή θερμή, άνθρώπινη παρουσία' όπως ό Παναγιώτης Πανάς, ό Μικέλης "Αβλιχος, ό Δ. Ή λια-
ο Βαλαωρίτης δέ θέλει πια νά μας καταπλήξει μέ το υπερφυ­ κόπουλος, χάνουν σιγά σιγά τήν έφτανησιώτικη ιδιοτυπία μέσα
σικό- το ύφος, ό στίχος, είναι απαλλαγμένα άπο στόμφο καί ρη­ στο μεγάλο χωνευτήρι τής ’Αθήνας.
τορισμό, όλα έ'χουν γίνει άπλούστερα, καί μαζί θερμότερα καί
πιο άνθρώπινα. Λές καί ό Βαλαωρίτης περίμενε το τέλος τής
ζωής του γιά νά απαλλαγεί άπο τά έλαττώματα πού βάραιναν
τα άλλα του έργα —έλαττώματα πού ήταν, κατά Iva μεγάλο
μέρος, καί έλαττώματα τής έποχής. ’Ή λές καί γύρευε τή μό­
νωση καί τήν περισυλλογή γιά νά ανακαλύψει τον άληθινότερο
εαυτό του. Ό Φ ωτεινός, διαφορετικό άπο τά άλλα έργα τοΰ
Βαλαωριτη, έχει μιά θέση όλότελα ξεχωριστή μέσα στή νέα ελ­
ληνική ποίηση.
Η Έφτανησιώτικη σχολή εχει νά παρουσιάσει καί μιά πλού­
σια συγκομιδή άπο ονόματα λιγότερο σημαντικά. Ό Σπυρίδων
Ζαμπέλιος (1815-1881) άφοϋ έγραψε μερικά ποιητικά πρωτό­
λεια στήν Κέρκυρα έπηρεασμένα άπο το Σολωμό, στράφηκε πε­
ρισσότερο προς τή μελέτη καί τήν ιστορία- το 1852 δημοσιεύει
μια συλλογή δημοτικών τραγουδιών (μέ πολλές αύθαίρετες άλ-
λοιωσεις), καί το 1857 τις Β υζαντινές μελέτες, άπο τά πρώτα
δείγματα προσανατολισμού τής έρευνας προς το Βυζάντιο. Οί
Κ ρητικοί γόμ οι (1871) είναι ένα ιστορικά μυθιστόρημα μέ θέμα
τη Βενετοκρατία στήν Κρήτη, χωρίς λογοτεχνικές άρετές. Ό
Σπυρίδων Μελισσηνός (1823-1888) άφΕ-ερώνει τά νεανικά του
Μ νήματα στή μνήμη τοΰ Σολωμοϋ, στά ύστερότερα όμως έργα
του ξεμακραίνει άπο τή σολωμική παράδοση. Το ’ίδιο καί τοΰ
Γεράσιμου Μαυρογιάννη (1823-1906) θά ξεχωρίσουμε μόνο το
ποίημα <( Ο ναύτης τοΰ Ίονίου», γραμμένο στή δημοτική καί
σαν μίμηση δημοτικού τραγουδιού. Ό ’Αντώνιος Μανοϋσος
(1822-1903) γράφει άνάλαφρες άλλά δροσερές στροφές καί με­
ρικά τεχνικότερα σονέτα όπου προσπαθεί νά μιμηθεΐ το πε-
τραρχικό ύφος. Το μακρύ του ποίημα 'Ο Θάνατος τής τυφλής,
ρομαντικό πέρα ώς πέρα στή σύλληψη καί στο ύφος, είναι γραμ­
16 6 167
ΤΟ ΕΛΛΗ ΝΙΚΟ Κ Ρ Α Τ Ο Σ . Μ Α Κ ΡΤΓΙΑΝ Ν Η Σ

ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ εκρηκτική. Οί Φαναριώτες, πού κατέβαιναν άπό τις παραδου­


νάβιες ηγεμονίες, μέ τήν πολιτική καί τή διοικητική πείρα πού
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ είχαν αποκτήσει, έπαιρναν τις άνώτερες θέσεις, σημαντικό ρολο
έπαιζαν καί οί μορφωμένοι στα πανεπιστήμια τής Δύσης Έ -
ΟΙ ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ ΚΑΙ Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΣΧΟΛΗ φτανησιώτες, ενώ οί Μοραΐτες καί οί Ρουμελιώτες (μέ ζωηρές
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ κι αύτοί αντιζηλίες μεταξύ τους), άπλοι άνθρωποι τοϋ λαοΰ ή
οπλαρχηγοί τοϋ ’Αγώνα, έβλεπαν ή νόμιζαν τόν εαυτό τους πα­
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ραγκωνισμένου. Τό όραμα τής έλεύθερης πατρίδας πού τούς
έθέρμαινε στούς άγώνες τής ’Επανάστασης, γοητευτικό όπως
Την αυτοτέλεια καί την αύτόνομη έξέλιξη της Έφτανησιώτικης κάθε όραμα, δέ φαινόταν νά συμφωνεί μέ τήν πραγματικότητα.
σχολής την εύνόησαν οί ιστορικές συνθήκες: το μικρό, «άνε- Παράλληλα καί ή λαϊκή γλώσσα, τοϋ δημοτικού τραγουδιού ή
ξάρτητο κράτος» των Ίονίων Νήσων διατηρήθηκε ως το 1864, τών άπλών άποφάσεων τών τοπικών δημογεροντιών, δεν μπο­
όταν, μέ την άνοδο τής νέας δυναστείας ή ’Αγγλία έστερξε στήν ρούσε πιά νά ικανοποιήσει τις αυξημένες απαιτήσεις ένός πολυ-
ένωση των νησιών μέ την Ελλάδα. Στο μεταξύ, αποτέλεσμα πλοκότερου κρατικού οργανισμού, καί παραμερίζεται" στα κρα­
τής δεκάχρονης ’Επανάστασης, είχε δημιουργηθεΐ σέ βάσεις τικά έγγραφα, στόν τύπο, άλλά καί στή λογοτεχνία, παρατη­
δημοκρατικές το νεαρό ελληνικό κράτος, έπίσημα αναγνωρι­ ρούμε τό περίεργο φαινόμενο ένός γλωσσικού έξαρχαϊσμοΰ που
σμένο από τις δυτικές δυνάμεις καί άπό την Πύλη, μέ άρχηγό, ολοένα μεγαλώνει" ή καθαρεύουσα, δημιούργημα τών λογιών,
από τό 1828, τόν Κερκυραΐο ’Ιωάννη Καποδίστρια, πού είχε καθιερώνεται σιγά σιγά ώς επίσημη γλώσσα.
ασκήσει την πολιτική του οξύνοια υπηρετώντας ώς υπουργός τόν
τσάρο. Στήν πρώτη πρωτεύουσα, τό Ναύπλιο, καί στη δεύτερη Κανένα άλλο κείμενο δέν μάς άντικατοπτρίζει τόσο πιστά τήν
(απο το 1833), τήν ’Αθήνα, δίπλα στήν πολιτική ζωή αρχίζει κατάσταση αυτή τών πραγμάτων όσο τά Α πομνημονεύματα
να πυκνώνει καί μια δυσανάλογα έντονη πνευματική καί λογο­ τού στρατηγού Μακρυγιάννη. Πρόκειται για μιά έντελώς ιδιό­
τεχνική δραστηριότητα. τυπη περίπτωση. Γεννημένος τό 1797 σ’ ένα χωριό κοντά στο
Ό ξύτατες όμως πολιτικές καί κοινωνικές διαμάχες συγκλο­ Λιδωρίκι, ό Μακρυγιάννης στάθηκε ένας άπό τούς κύριους πα­
νίζουν τό νεοϊδρυμένο κράτος. Οί προσπάθειες του Καποδίστρια ράγοντες τής ’Επανάστασης" γενναίος, αποφασιστικός, άνδρα-
να οργανώσει μιά πολιτεία εύνομούμενη, σύμφωνα μέ τά δυτικά γάθησε σέ διάφορες μάχες καί έφτασε ώς τό βαθμό τού στρα­
πρότυπα, ήταν μοιραίο νά προσκρούσουν σέ άντιδράσεις κάθε λο- τηγού. "Οπως όλοι σχεδόν οί ηγέτες τής ’Επανάστασης, ήταν
γής, μέ πρώτο τραγικό άποτέλεσμα τό φόνο του ίδιου τοϋ Κυ­ άναλφάβητος" άλλά στό τέλος τού ’Αγώνα, διορισμένος άπό τόν
βερνήτη τό 1831. Α λλά καί ό ερχομός τό 1833 τοϋ νεαρού βα­ Καποδίστρια χιλίαρχος, αισθάνεται τήν άνάγκη νά ιστορήσει
σιλέα ’Όθωνα, καί προπάντων ή άσκηση τής εξουσίας άπό τούς ό,τι είδε καί έπραξε, καί τριάντα δύο χρονών κάθεται καί μα­
βαυαρούς άντιβασιλεϊς, χειροτέρεψαν τήν κατάσταση, στήν ο­ θαίνει γράμματα, καί άρχίζει νά γράφει μέ τό χέρι του, χωρίς
ποία ή μεταπολίτευση τοϋ 1843 καί ή παραχώρηση τοϋ πρώτου ορθογραφία, χωρίς κάν στίξη, τά ’Α πομνημονεύματά του, πού
Συντάγματος έφερε μιά κάποια βελτίωση. έξακολουθεΐ νά τά συμπληρώνει ώς τις παραμονές τού θανάτου
Τό νέο κράτος έ'φτανε άλλωστε μόλις ως τήν Όθρη καί ά­ του. 'Ο λόγος του είναι όλότελα λαϊκός, δίχως ’ίχνος λόγιας
φηνε έξω ζωτικούς χώρους του ελληνισμού, όπως τή Θεσσα­ επίδρασης, μέ τή ζωντάνια τής προφορικής ομιλίας καί μέ τή
λία, τή Β. Ελλάδα, τά νησιά. Μέσα στόν άσφυχτικά κλειστό θέρμη ένός άνθρώπου πού δέν είναι μονάχα αύτόπτης άλλά και
αυτό χώρο όλες οί πολυσύνθετες καί σέ πολλά αντίρροπες τά­ πρωταγωνιστής τών γεγονότων πού ιστορεί. Τό ζωηρά προ­
σεις, ελεύθερες καί ατίθασες κατά τήν περίοδο τής Τουρκοκρα­ σωπικό αυτό ΰφος ταιριάζει απόλυτα μέ τήν έντονη καί ιδιόρ­
τίας, συνωστίζονταν τώρα καί δημιουργούσαν μιά κατάσταση ρυθμη προσωπικότητά του, πού αγανακτεί καί αντιτάσσεται σε
168 169
tì. ΟΙ Φ Λ Ν Λ Ρ Ι Ω Τ Ε Σ Κ Α Ι II Α Θ Ι Ι Ν Α Ϊ Κ Ι Ι Σ Χ Ο Λ Ι Ι Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Ο Σ Ρ Ο Μ Α Ν Τ Ι Σ Μ Ο Σ . Π. Σ Ο Τ Τ Σ Ο Σ

χαθε πραςη αυθαιρεσίας ή συμβιβαστικού καιροσκοπισμού. Τα Τό έ'ργο μέ τό οποίο είσάγεται στην Ελλαδα ο ρομαντισμός εί­
Α πομνημονεύματα είναι η πιο έγκυρη αποτύπωση τοΰ ήθους ναι 'Ο 'Ο δοιπόρος τοΰ Παναγιούτη Σουτσου (1806-1868), «δρα­
των αγωνιστών του Εικοσιενα’ είναι συνάμα καί το μοναδικό ματικόν ποίημα», όπως τιτλοφορείται στην^ πρώτη έκδοση.
ίσως^ κείμενο πού δίνει, σέ τόσο συνθετική μορφή, ανόθευτη τή 'Ο ποιητής, ό νεότερος άπο τρεις αδερφούς, είναι Φαναριωτης,
λαϊκή γλωσσά. Το έργο έμεινε ανέκδοτο’ αλλά καί πάλι, όταν άπό οικογένεια ηγεμονική’ γεννήθηκε στην Πόλη και μορφώ­
το 1907 το εκδίδει για πρώτη φορά ο Γιάννης Βλαχογιάννης, θηκε στή Σχολή τής Χίου, καί υστέρα στο Ιίαρισι. Ο μεγα­
δεν κινεί την προσοχή των λογιώ ν μόνο τά τελευταία προπο­ λύτερος άδερφός πολέμησε μέ τόν Αλέξανδρο Υψηλαντη και
λεμικά χρονιά η νεωτερη λογοτεχνική γενιά γοητεύεται άπό τον σκοτώθηκε στό Δραγατσάνι, ο άλλος είναι ο Αλέξανδρος, για
ανόθευτο λόγο τοΰ στρατηγού καί ζητεί νά διδαχτεί άπο το τόν όποιο θά μιλήσουμε παρακάτω. Ίον Οδοιπορο τον^ εμ­
ύφος του, άπο αύτόν τον «άγράμματο δάσκαλο» όπως τον ονό­ πνεύστηκε, όπως γράφει ό ποιητης, σε ηλικία δεκαοχτώ ετών
μασε ό Σεφέρης.1 «εις τούς νεφελώδεις ορίζοντας τής αρκτωας Ευρώπης», και
τόν έγραψε τό 1827 στήν Ελλαδα* η έκδοση εγινε το 1831
ε λ λ η ν ικ ό ς : ρο μ α ν τ ισ μ ό ς
στό Ναύπλιο. Οί δύο ήρωες, ο Οδοιπορος και η Ραλου, συ­
ναντιούνται πάλι, άλλά δεν άναγνωριζονται, λιποθυμούν, χα­
Ή λογοτεχνική πραγματικότητα στις πρώτες άρχές τοΰ ελλη­ νουν τά λογικά τους, βλέπουν οράματα, παραληρούν, και στο
νικού κράτους, στή δεκαετία 1830-40, είναι όμως όλότελα δια­ τέλος αύτοκτονοΰν καί ξεψυχοιντας ανταλλάσσουν τα πιο σπα­
φορετική απο την πραγματικότητα όπως μάς παρουσιάζεται ρακτικά ερωτικά λόγια.
στα Α πομνημονεύματα τοΰ Μακρυγιάννη. Ό ρομαντισμός, και­ Είναι ό 'Ο δοιπόρος γνήσιο πρωτοπαιδι τοΰ ρομαντισμού,
νούριο, ζωντανό λογοτεχνικό ρεΰμα τής εποχής, θά επιβληθεί γ ι’ αότό καί είχε άμέσως μεγάλη άνταποκριση και επιτυχία σαν
ολοκληρωτικά στή λογοτεχνία, σχεδόν τήν ίδια χρονιά τής μα­ ν’ άποζητοΰσε ή εποχή τις άπίθανες αυτές καταστάσεις, τη φυγή
χητικής του επικράτησης και στη Γαλλια. Καί, μαζί μέ τήν άπό τήν πραγματικότητα. ’Άλλωστε το έργο έχει θετικες α­
καθαρεύουσα, θα μείνει κυρίαρχος στην ελληνική π οίηση γιά ρετές: τό ρομαντικό πάθος είναι γνησιότατο στην έκφραση του,
πενήντα ολόκληρα χρονιά. Σήμερα καί ό ρομαντισμός καί ή κα­ μέ μιά άναμφισβήτητη λυρική ευγένεια, ενώ η γλωσσά,^στα
θαρεύουσα πολύ λίγες συμπάθειες έχουν’ τήν εποχή μάλιστα τοΰ καλύτερα μέρη, έχει θερμότητα καί δύναμη εκφραστική.^ 1ου-
πρώτου δημοτικισμού, τά. ρομαντικά ποιήματα στήν καθαρεύου­ λάχιστο στήν πρώτη έκδοση’ γιατί, παρασυρμενος απο ^την αρ-
σα είχαν γίνει ό στόχος τής εύκολης σάτιρας. Σέ ένα ιστορικό χαϊστική τάση τής εποχής, ό Σοΰτσος στις κατοπινές εκδόσεις
αντίκρισμα δέ χωροΰν όμως τέτοιες προκαταλήψεις’ άλλωστε, καθιστά, ολοένα καί πιό ψυχρή καί αντιποιητική τη γλωσσά^τοΰ
στα πενήντα χρόνια τοΰ ρομαντισμού, δίπλα στούς πολλούς μέ­ 'Ο δοιπόρον. Καί τό 1833 γράφει τό πιό περίεργο ντοκουμέντο
τριους η κακούς ποιητές, ξεχωρίζουν καί οί λίγοι, πού άρθρώ- τοΰ ποιητικού έξαρχαϊσμοΰ, τή Νεα Σ χολή τον γραφομενον
νουν μιά γνησιότερη λυρική φωνή καί πού κατορθώνουν κάποτε λόγον, όπου θεωρητικά θεμελιώνεται το ιδανικό τής πλησιστιας
να μεταβάλλουν καί τό ρομαντισμό καί τήν καθαρεύουσα σέ επιστροφής στήν άρχαία. Τήν άπάντηση, δείγμα σπάνιάς νη­
άρετή.2 φαλιότητας καί οξύνοιας, θά δώσει με 7 α Σ οντσεια ο Κ. Ασω-
πιος, καθηγητής τής κλασικής φιλολογίας στην Ιονιο Ακαδη­
μία πρώτα, στό Πανεπιστήμιο τών ’Αθηνών ύστερα’ είναι ό
„ 1· Σεφέρης, «Ε νας Έλληνας. Ό Μακρυγιάννης», Δοκιμές, .1η πρώτος πού θά χτυπήσει άνεπιφύλακτα τις ρομαντικές καί τις
εκδ., Αθήνα 19/4, τομ. 1, σ. 229. Βλ. άκόμα Makriyarinia, edil.ed and γλωσσικές υπερβολές καί 0’ άναφέρει ά>ς δείγμα πραγματικής
tra n s ita te ti by II. Λ . L id d e rd a lo , σ. V I I (γράμμα τοϋ Σεφέρη προς τον
C. Μ . W o o d h o iis c ) . ποίησης τό Σολωμό καί τόν ’Κρωτοκριτο.
2. Βλ. τό άρθρο μου «Ελληνικός ρομαντισμός)) στά θέματα της λο­ ΙΙρίν άπό τόν 'Ο δοιπόρο ό Π. Σοΰτσος είχε γράψει μικρά,
γοτεχνίας μας, Δεύτερη σειρά (Θεσσαλονίκη 1976), σσ. 99-131. ερωτικά τά. περισσότερα, λυρικά ποιήματα, στή γραμμή τών
170 17 1
9. ΟΙ Φ Α Ν Α Ρ Ι Ω Τ Ε Σ Κ Α Ι II Α Θ Ι Ι Ν Λ Ϊ Κ Ι Ι Σ Χ Ο Λ Ι Ι A . Σ Ο Τ Τ Σ Ο Σ . Λ. Ρ. Ρ Λ Γ Κ Α Β Η Σ

«αρκαδικών» ποιητών καί του Χριστόπουλου (πού τον αναγνώ­ Harold τοΰ Μπάιρον, μέ πολλές κι έδώ πολιτικές αιχμές, ένώ
ριζαν γενάρχη δλοι αυτοί οί νεώτεροι Φαναριώτες). Στη δε­ 'Η Τονρκομάχος 'Ελλάς (1850), ενα ποίημα πού χαιρετίστηκε
καετία 1830-40 έκδίδει καί ένα μυθιστόρημα, σέ μορφή επι­ στον καιρό του σάν κατ’ έξοχήν δείγμα υψηλής ποίησης, είναι
στολική, φανερά επηρεασμένο άπό τις ’Ε πιστολές τοϋ ’Ό ρτις μιά άτυχη προσπάθεια έπικής περιγραφής τοΰ αγώνα τοΰ 1821,
τοΰ Φόσκολου, τον Λέανδρο (1834), το πεζό αντίστοιχο του πού δέν κατορθώνει ωστόσο νά ξεφύγει άπο τήν πεζολογία.
'Ο δοιπ όρον καί ακόμα την ποιητική συλλογή 'Η Κ ιθάρα (Ì835). Άξιοπρόσεχτη είναι ή πρώιμη κωμωδία του 'Ο ’Ά σω τος (1830),
Έδώ, δίπλα σέ έρωτικά καί «βακχικά» συνυπάρχουν πατριω­ σέ ζωντανή γλώσσα καθημερινής ομιλίας, οχι όμως καί τά άλλα
τικά καί πολιτικά-σατιρικά, τοϋ τύπου πού περισσότερο καλ­ του δραματικά έ'ργα καί το πεζογράφημά του 'Ο Ε ξόριστος
λιέργησε ό αδερφός του ό ’Αλέξανδρος" ή κυρίως ρομαντική (1835), «πλήρες ληκυθείου στόμφου», όπως είπε ένας κριτικός. 3
γραμμή φανερώνεται περιορισμένη, ή ποιητική δύναμη αισθητά
μειωμένη. "Ο,τι έγραψε ύστερότερα (τραγωδίες, λυρικά δρά­ ’Από εύγενική φαναριώτικη οικογένεια, έξάδελφος τών Σού-
ματα καί μυθιστορήματα) δεν άξίζει νά μάς απασχολήσουν. Τις τσων, είναι καί ό ’Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892),
στιγμές τής γνήσιας ποιητικής έ'μπνευσης τοΰ νεανικού του 'Ο­ πού είχε στή μακριά του ζωή μιά πολύπλευρη δράση καί έγραψε
δοιπόρου δέν μπόρεσε πιά νά τις ξαναβρεί ό Παναγιώτης Σοΰ- πλήθος έ'ργα, φιλολογικά καί άλλα. Γεννημένος κι αύτός στήν
τσος- άλλωστε ή ολοένα καί πιο άρχαΐζουσα γλοϋσσα του χύνει Πόλη, σπουδάζει στρατιωτικά στο Μόναχο, υπότροφος τοΰ Λου­
παντού τήν παγερή της ψυχρότητα καί μαραίνει ως καί τήν δοβίκου Α' τής Βαυαρίας, καί παίρνει υστέρα, στο ελληνικό
έ'μπνευση τήν ποιητική. κράτος, πολλές θέσεις καί άξιώματα: καθηγητής τής άρχαιολο-
γίας στο Πανεπιστήμιο, άνώτερος διοικητικός υπάλληλος, πρέ­
Ό ’Αλέξανδρος Σοΰτσος είναι τρία χρόνια πρεσβύτερος άπύ σβης στήν Ούάσιγκτον καί στο Βερολίνο, υπουργός. Καί λογο­
τον άδερφό του. Λίγο πιο πριν άπο τούτον κατεβαίνει στήν Έ λ- τέχνης. "Απαντα τά φιλολογικά του έ'ργα, πού τά έξέδωσε ο
λαδα καί βρίσκεται στο Ναύπλιο μέ το καθεστώς τοΰ Καπο- ίδιος, καλύπτουν δεκαεννέα τόμους. Τά διηγήματά του καί τά
δίστρια. ’Εκδίδει νωρίς Σάτυρες (1827), καί ή ποίησή του, κα­ μυθιστορήματα θά εξεταστούν παρακάτω. Έδώ> θά κάμουμε λό­
θόλου λυρική, κρατεί μόνιμα έναν πολιτικό καί σατιρικό χα­ γο άποκλειστικά γιά τήν ποίησή του, πού το πρώτο της δείγμα
ρακτήρα. Σφοδρή είναι ή πολεμική του εναντίον τοΰ Καπο- το έδωσε κι αύτός τήν ίδια χρονιά μέ τον Π. Σοΰτσο. 'Ο Δήμος
δίστρια (τοΰ οποίου έφτασε νά υμνήσει τούς δολοφόνους ώς νέ­ κ’ 'Ελένη (1831) έχει μιά ύφή καθαρά ρομαντική, άλλά συνάμα
ους «τυραννοκτόνους»), άλλά καί ύστερότερα έναντίον τής άντι- καί ένα έπίπλαστο χρώμα λαϊκό-έλληνικό, πού διακρίνεται καί
βασιλείας καί έναντίον τοΰ ’Όθωνα. Δημοσιογράφος-ποιητής στά δημοτικά ονόματα τών ηρώων ή γλώσσα είναι μιά συγυ­
περισσότερο, κατά τύ (ρομαντικό πάντα) πρότυπο τοΰ Béranger. ρισμένη δημοτική, μέ κάποια λόγια ψυχρότητα. Γενικά ό Ραγ­
Ή συμμετοχή του στήν πολιτική ζωή είναι έντονη, καί ή ζωή καβής, άντίθετα άπο τον Παναγιώτη Σοΰτσο, είναι συγκρατη­
του γιά το λόγο αύτύ αρκετά τρικυμισμένη" συχνά καταδιώ­ μένος, καί στο ρομαντισμό καί στή γλώσσα" κι αύτό είναι το
κεται για πολιτικούς λόγους, φυλακίζεται ή άναγκάζεται νά μειονέκτημά του. Στή σχετικά πρώιμη συλλογή του Διάφορα
εκπατριστεί, καί έτσι πεθαίνει σ’ ενα νοσοκομείο στή Σμύρνη π οιή μ α τα (1837) συνυπάρχουν ποιήματα στήν καθιερωμένη πιά
τό 1863. ποιητική καθαρεύουσα τών Φαναριωτών, καί, σέ μεγαλύτερο
Τά πιο ενδιαφέροντα ποιήματά του είναι συγκεντρωμένα στή ποσοστό, «δημοτικά», όπου χρησιμοποιείται εύστοχα ή δημο­
συλλογή Π ανόραμα τής 'Ελλάδος (1833)" γλωσσικά βρίσκονται τική, είτε σέ μικρότερα άνάλαφρα τραγούδια (προσαρμοσμένα
ακόμη κοντά στή δημοτική καί ή ειρωνική καί παιγνιδιάρικη τά περισσότερα σέ γνωστές δυτικές μελωδίες), είτε στά γνωστά
πολλές φορές διάθεση προδίδει τήν ευεργετική επίδραση τής ρομαντικά θέματα. Ό ρομαντισμός τοΰ Ραγκαβή φαίνεται έπη-
σχολής τοΰ Χριστόπουλου. 'Ο Π εριπλανώ μένος (1839) είναι
ενα μακρότατο καί άνιαρότατο ποίημα, κακή μίμηση τοΰ Childe 3. Ά γγελο ς Βλάχος, Άνάλεκτα, τόμ. 2, ’Αθήνα 1901, σ. 4G.

172 173
9. ΟΙ Φ Λ Ν Λ Ρ Ι Ω Τ Ε Σ Κ Α Ι II Α ΘΙ Ι Ν Λ Γ Κ 1 Ι Σ Χ Ο Λ Ι Ι 1’ . Ζ Α Λ Ο Κ Ω Σ Τ Α Σ . » . Ο Ρ Φ Λ Ν Ι Λ Ι Ι Σ

ρεασμένος άπό τούς γερμανούς ποιητές, κι «ύτό του δίνει έναν καί στή δημοτική. Καί δέν είναι διχασμένος μόνο στή γλώσσα’
ιδιαίτερο χαρακτήρα. 'Η Τ αξιδεύτρια π.χ. αποτελεί μιά πα­ ή ποίησή του κυμαίνεται άνάμεσα σέ δύο πόλους, άνάμεσα σέ
ραλλαγή του θέματος τής περιπλάνησης, του οδοιπόρου. μεγάλα θέματα «επικολυρικά» (έζησε τόν ’Αγώνα καί θέλησε
Στήν πρώτη δεκαετία τού ρομαντισμού ή ποίηση τού έλευ- νά τόν εξυμνήσει) καί σέ τόνους οίκειότερους, τρυφερότερους,
θερωμένου κράτους δέχεται τη συνύπαρξη των δύο γλωσσών. είτε ερωτικούς είτε συχνότερα ελεγειακούς (έχασε έφτά άπό τά
'Όσο προχωρούμε όμως στά χρόνια —το είδαμε καί στον Σοΰ- παιδιά του). Καί δέ χρησιμοποιεί γιά τά έπικά τήν καθαρεύουσα
τσο— ή φτωχή άδερφή εκτοπίζεται άπο τήν πλούσια. Το 1864 καί γιά τά λυρικότερα τή δημοτική’ γράφει άδιακρίτως καί τά
ό Ραγκαβής έκδίδει ένα ποιητικό «διήγημα», Διονύσου πλους’ δύο θέματα καί στις δύο γλώσσες. Χαρακτηριστικό φαινόμενο
τό θέμα είναι παρμένο από τήν ελληνική μυθολογία, τό επεισόδιο μιας γενιάς καί μιας έποχής πού παραδέρνει άνάμεσα σέ δύο
τού θεού Διονύσου μέ τούς τυρρηνούς πειρατές, πού εΐκονίζεται άντιμαχόμενες παραδόσεις γιά νά βρει τόν έαυτό της.
στή ζωφόρο τού χορηγικού μνημείου τού Λυσικράτη (4ος π.Χ. Τά μεγάλα του επικολυρικά ποιήματα (7ο Χάνι τής Γρα­
αιώνας). 'Η γλώσσα έδώ είναι μιά εξαιρετικά επιτηδευμένη καί βιάς, Μ εσολόγγι κ.ά.) μας κουράζουν πολλές φορές μέ τή μεγα-
γλαφυρή ύπεραρχαΐζουσα, σε περίτεχνα επεξεργασμένες και σμι- ληγορία τους. Πιό πολύ πετυχαίνει στά μικρότερα, λυρικά του
λευμένες πεντάστιχες στροφές: ποιήματα’ σ’ αυτά κατασταλάζει σ’ έ'να λυρικότερο, μελωδικό­
ΙΙλούσια ι πόρπαι προς στολήν τερο μετρικό σχήμα (ενα τετράστιχο μέ έναν δεκαπεντασύλλαβο
διάλιθοι συνείχον καί τρεις μικρότερους στίχους), οπού φαίνεται νά βρήκε τή σύμ­
τής κόρης τήν αναβολήν, μετρη έκφρασή του. Τό μετρικό αύτό σχήμα καί ή δημοτική
κ είς τήν χρυσήν της κεφαλήν γλώσσα τόν πλησιάζουν καί πρός τόν έφτανησιώτικο κύκλο, με
τον πλούτον τω ν βοστρύχοιν. τόν όποιον άλλωστε, καί άπό τήν καταγωγή καί άπό τή μόρ­
φωσή του, έχει περισσότερους δεσμούς’ καί σ’ ένα γράμμα του
Βρισκόμαστε μακριά άπό τή δημοτική καί τό ρομαντισμό στον ’Ιταλό Giuseppe Regaldi διατυπώνει τόν άνεπιφύλακτο
τής Τ αξιδεύτριας καί τού Λήμου κ 'Ελένης· τή θέση τους έχει θαυμασμό του γιά τό Σολωμό.
πάρει έ'νας νεοκλασικισμός, πού καθορίζει τώρα πια όσο πάει Ό Ζαλοκώστας στέκει κάπως παράταιρος μέσα στο κλίμα
καί περισσότερο τή ζωή τού τόπου. Προξένησε αρκετά δεινά τής ’Αθηναϊκής σχολής. ’Αντίθετα ό Θεόδωρος Όρφανίδης, άπό
ό νεοκλασικισμός αύτός. 'Ωστόσο σήμερα ξέρουμε καί άξιολο- τή Σμύρνη (1817-1886), έντάσσεται άπόλυτα σ’ αύτό, άκολου-
γούμε τά νεοκλασικά σπίτια τής ’Αθήνας (όσα σώζονται άκόμα θώντας μάλιστα όχι τή λυρικότερη γραμμή τού Παναγιώτη Σού-
όρθια), τή λεπτή επεξεργασία τού μαρμάρου στά δημόσια κτίρια τσου, άλλά τήν πολιτική-σατιρική τού ’Αλέξανδρου. Πολύ νέος
τής έποχής, τούς ρόδακες καί τά ανθέμια στά γλυπτά τού νεκρο­ γράφει σάτιρες, υστέρα σπουδάζει βοτανική στό Παρίσι, καί τό
ταφείου. Μέ τήν ίδια περίτεχνη κομψότητα —καί ψυχρότητα— 1849 διορίζεται καθηγητής στό Πανεπιστήμιο, διαπρεπής στόν
έ'χει λεπτουργήσει ό Ραγκαβής τούς νεοκλασικούς στίχους τού κλάδο του. Παράλληλα όμως γράφει ποιήματα, έπικολυρικά πιό
Διονύσου πλον καί άλλων ποιημάτων τής ύστερης περιόδου του. πολύ (προσπαθώντας νά μιμηθεΐ τόν ’Αλέξανδρο Σοϋτσο τής
Τονρκομάχου 'Ελλάδος), πού βραβεύονται συνήθως στους διά­
Τό ζήτημα τής γλωσσικής μορφής ταλαιπωρεί τούς ποιητές φορους ποιητικούς διαγωνισμούς ('Ο ’Ά πατρις, Χίος δούλη, άπό
τής ’Αθήνας, πού δέν εύτύχησαν σάν τό Σολωμό, νά ιδεαστούν τή μεσαιωνική ιστορία τού νησιού, "Αγιος Μηνάς, γιά τις σφα­
άμέσως τό σωστό δρόμο. Ό Παναγιώτης Σοΰτσος καί ό A. Ρ. γές τής Χίου στά 1822). Τό μόνο πού άξίζει νά μάς σταματήσει
Ραγκαβής άρχίζουν άπό τή δημοτική, γιά νά καταλήξουν στήν είναι τό σατιρικό του Τίρι-Α ίρι «ή τό κυνηγέσιον έν νήσω Σύρω,
αύστηρή άρχαϊκή μορφή πού είδαμε. Ό Γεώργιος Ζαλοκώστας ποίημα ήρωικοκωμικόν». Ό παράξενος τίτλος (παρμένος άπό
(1805-1858), άπό τήν ’Ήπειρο, σύγχρονός τους, μοιράζει τήν ενα στίχο τού Σούτσου) σημαίνει κάτι σάν παιχνίδι ή φλυαρίες
ποιητική του παραγωγή άδιακρίτως άνάμεσα στήν καθαρεύουσα δίχως νόημα. Οί 3.000 δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι του είναι πλα­
174 175
9. ΟΙ Φ Λ Ν Λ Ρ Ι Ω Τ Ε Σ Κ Α Ι II Α Θ Ι Ι Ν Λ Ϊ Κ Ι Ι Σ Χ Ο Λ Ι Ι I. Κ Α Ρ Α Σ Ο Τ Τ Σ Α Σ . Δ. Β Α Λ Α Β Α Ν Η Σ

δαροί καί άτημέλητοι- άλλα ή σατιρική του διάθεση άναβρύζει πάγο τής τυπικής καθαρεύουσας σάν ν’ άκούγονται ήχοι πιο θερ­
συχνά γνήσια, τά κωμικά ευρήματα είναι πολλά (ό κούκος π.χ. μοί- έχει κανείς τήν έντύπωση πώς ό ποιητής συνελάμβανε τις
πού τον έφαγαν οί κυνηγοί καί πού συγχέεται με έναν άγγλο έμπνεύσεις του στή δημοτική καί πώς τις «μετέφερε» ύστερα
πλοίαρχο Cook), καί εύστοχες οΐ αιχμές του έναντίον τής έρα- (μέσα στο ποιητικό του σπουδαστήριο) στήν καθιερωμένη ποιη­
σμιακής προφοράς, τού μισελληνισμού τού Edmond About κτλ. τική άρχαΐζουσα. 'Ο Καρασούτσας είναι ίσως ή πιο συμπαθη­
τική φωνή τής ποίησης στήν καθαρεύουσα.
Στη γνησιότερη γραμμή τού ρομαντισμού (καί τού Παναγιώ­ Ό Δημοσθένης Βαλαβάνης είναι ό πρώτος πού προέρχεται
τη Σούτσου) ξαναγυρίζουμε μέ δύο αξιόλογους ποιητές νεώτε- άπό το χώρο τής ελεύθερης Ελλάδας. Γεννήθηκε το 1824 στήν
ρους, γεννημένους στην τρίτη δεκαετία τού αιώνα, τον ’Ιωάννη Καρύταινα τής Πελοπόννησου, σπούδασε γιατρός, άλλά πέθανε
Καρασούτσα καί τον Δημοσθένη Βαλαβάνη. 'Ο πρώτος, άπό τή το 1854, τριάντα μόλις χρονών, χωρίς νά προφτάσει νά έκδώσει
Σμύρνη (1824-1873), εκδίδει νεώτατος έκεϊ δύο ποιητικές συλ­ μια ποιητική συλλογή. Μέσα άπό τά λιγοστά του ποιήματα,
λογές- ή δεύτερη, άφιερωμένη μέ θαυμασμό στον A. Ρ. Ραγκαβή, σκόρπια σέ περιοδικά καί σέ άνθολογίες τής εποχής, διακρίνεται
δείχνει άπό νωρίς τούς προσανατολισμούς του. 'Η δεκαετία ώστόσο μια ποιητική φυσιογνωμία άπό τις πιο άξιοπρόσεχτες.
1840-50 είναι ή δεκαετία τής άκμήςτου- τά καλύτερα ποιήματα Φυσικά δέν μπορεί νά ξεφύγει κι αύτός άπό το γενικό κλίμα
του βρίσκονται συγκεντρωμένα στις δύο συλλογές ' Εωθιναί μ ε- τής έποχής. Προσέχει ιδιαίτερα τή γλώσσα καί τήν έπεξεργά-
λω δίαι (1846) καί, πληρέστερα, στη Β άρβιτο (1860). 'Ο Κα- ζεται καλλιτεχνικά- καί ιδιαίτερα άξιοσημείωτο είναι οτι στή
ρασούτσας έ'ζησε μιαν άχαρη ζωή, κερδίζοντας το ψωμί του λιγοστή του παραγωγή το μερίδιο τής δημοτικής είναι άρκετά
ώς καθηγητής τής γαλλικής- στά 1873, πενήντα χρόνων, «έν μεγάλο. Σέ μερικά άπό τά ποιήματα αύτά φαίνεται νά άντλεΐ
άπευκταία ώρα όδυνηράς άλλοφροσύνης»,4 έδωσε άπότομα τέ­ άμεσα άπό τις δημοτικές πηγές, άπό τά τραγούδια τής πελοπον-
λος στή ζωή του. νησιακής υπαίθρου- στά καλύτερα καί τά ώριμότερά του ή δη­
'Ο Καρασούτσας είναι φύση γνήσια λυρική- ό ρομαντισμός μοτική αυτή, κρατώντας δλο το γνήσιο χυμό της, υψώνεται σέ
του δέ φτάνει ποτέ στήν υπερβολή καί ή άπαισιοδοξία του φαι­ όργανό καθαρής ποιητικής έκφρασης. Μέ τέτοιους στίχους ό
δρύνεται άπό μια γνήσια αίσθηση τής φύσης άνάμεικτη με κά­ Βαλαβάνης ξεχωρίζει άπόλυτα άνάμεσα στούς άλλους ποιητές
ποιο άρωμα εαρινό: τής ’Αθηναϊκής σχολής. Είναι κρίμα πού πέθανε τόσο νέος- άλλα
καί ν’ άναρωτηθοΰμε αν θά μπορούσε νά συνεχίσει το δρόμο αύ-
ΤΗλθες, Μ άρτιε, ήλθες λοιπόν, τόν ή αν τελικά θά συμβιβαζόταν μέ τήν εποχή του, είναι ένα
κ έπρασίνισαν πάλιν ο ί κάμποι, ερώτημα χωρίς νόημα.
καί το βλέμμα τον εαρος λάμπει,
λάμπ εις δλην την γην χαρωπόν. Ό Βαλαβάνης πέθανε το 1854, ό Ζαλοκώστας το 1858, ό
'Η άναμφισβήτητη ποιητική του ευαισθησία θρέφεται άπό τις Καρασούτσας δέ δημιουργεί τίποτα ύστερα άπό τή Β άρβιτο
άναμνήσεις τής ’Ιωνίας, τής πατρίδας του, ή άπό τή θέρμη τής (1860). Τά χρόνια μετά το 1860 χαρακτηρίστηκαν ώς χρόνια
χριστιανικής πίστης. 'Η πλαδαρή φαναριώτικη γλώσσα παίρνει άντιποιητικά. Το 1863, έτος τής μεταπολίτευσης καί τής άρ-
στον Καρασούτσα έκφραση πλαστική, καί τήν ικανότητα να άπο- χής τής νέας δυναστείας, μπορεί άπό τήν άποψη αύτή νά θεω­
δίδει τις λεπτότητες των άποχρώσεων, ενώ οί στίχοι του καί ρηθεί ένας σταθμός. Ό ρομαντισμός, στερημένος τώρα άπό τις
οί έντεχνες στροφές του άπαρτίζουν μια συνθετότερη άρμονία. πιο έγκυρες φωνές του, χάνει τή δικαίωσή του, χάνει καί το μέ­
’Αρετές άξιόλογες, πού μέ άλλες συνθήκες θά μπορούσαν νά τρο καί βαδίζει προς τήν κάμψη καί τήν παρακμή. Το άτημέλητο
άρτιωθοΰν πληρέστερα. 'Ωστόσο κάποτε, κάτω άπό τον έπί- ύφος καί ή υπερβολή χαρακτηρίζουν τήν ύστερη αύτή φάση.
Δύο ποιητές, πού γεννιούνται καί πού πεθαίνουν σχεδόν σύγ­
4. Α. Βλάχος, ’Λνάλεκτα, τόμ. 2, σ. 57. χρονα, νειότατοι καί οί δυό, γεμίζουν τή δεκαετία 1863-1873.
17 6 177
9. ΟΙ Φ Α Ν Α Ρ Ι Ω Τ Ε Σ Κ Α Ι Η Α Θ Η Ν Α Ϊ Κ Η Σ Χ Ο Λ Η 11ΛΙΙΛΡΡΠ 1ΌΠ Ο ΤΛΟ Σ. Β Α ΣΙΛ Ε ΙΑ ΔΗ Σ. Π Α Ρ Α Σ Χ Ο Σ

'Ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος (1843-1873) είναι, γιος του λογή «Τ’ άγαπημένα αδέρφια καί ή κακή γυναίκα». Ό διάλο­
μεγάλου ιστορικού. Σπούδασε νομικά καί νεώτατος έδωσε με­ γός του, παρά τήν ψυχρή άρχαίζουσα, έχει κάποια ένταση δρα­
λέτες καί φιλοσοφικά δοκίμια, δπου διακρίνεται μια φύση άνή- ματική- αξιοσημείωτη είναι ή προσοχή πού έδωσε ό Βασιλειά-
συχη καί επαναστατική. ’Έγραψε πολλά, «επικολυρικά» καί πε­ δης στά δημοτικά τραγούδια ώς πηγή έμπνεύσεως ποιητικής.
ζά- τά ποιήματά του (1867) τα χαρακτηρίζει ένα έντονο συναί­ Μέ το Βασιλειάδη αισθανόμαστε κιόλας δτι ό ελληνικός ρο­
σθημα άπαισιοδοξίας πού γίνεται παράπονο, δυστροπία, δια­ μαντισμός ξεφτίζει σιγά σιγά. Τήν παρακμή καί τό τέλος του
μαρτυρία, μίσος, ένας «λεοπαρδικος άπελπισμός» (δπως είπε αντιπροσωπεύει ό Άχιλλεύς Παράσχος (1838-1895). Λίγο πρε-
ό Παλαμάς),5 —μια ψύχωση πεισιθάνατη, ή οποία δμως, στην σβύτερος άπό τούς δύο προηγούμενους, δρά τήν ίδια εποχή μ’ ε­
ένταση καί στην έπι'μονή της, άποτελεΐ καί την κυριότερη άρετή κείνους καί μένει, μετά τό θάνατό τους, σχεδόν μόνος στήν ποιη­
του ποιητή. Ά πό τον Παπαρρηγόπουλο λείπει δμως ή λυρική τική κονίστρα. Στά χρόνια 1870-1880 βρίσκεται στό κέντρο τής
φλέβα, ή ευαισθησία ενός Καρασούτσα, του λείπει ή δροσιά τής πνευματικής ζωής τής πρωτεύουσας, ή όποια τόν τιμά εξαιρε­
άμεσης επαφής μέ τά πράματα" είναι ένας ποιητής στυγνά καί τικά. Τό 1881 συγκεντρώνει σέ τρεις τόμους τά ποιήματά του,
στεγνά «φιλοσοφικός». Κάνει στίχους τούς απελπισμένους καί που τά κατατάσσει ειδολογικά σέ τρία μέρη: «επικά», πατριω­
πεισιθάνατους λογισμούς του χωρίς νά τούς «βαφτίζει εις τή τικά καί ελεγειακά, ερωτικά. Στά τελευταία («Μυρσΐναι») ή
διπλή κολυμβήθρα τοΰ αισθήματος καί τής φαντασίας».6 Καί ό πλησμονή τού ρομαντικού στοιχείου φτάνει στήν παρωδία:
στίχος του είναι άφρόντιστος, άμελημένος, πολύ κοντά στον πεζό Την θέλω ασθενή έγύ) τήν φίλην μον, ταχεϊαν,
λόγο. ώχραν τήν θέλω κ α ι λευκήν ώς νεκρικήν σινόόνην,
'Ο Σπυρίδοιν Βασιλειάδης γεννήθηκε στήν ΙΙάτρα ένα χρόνο μέ είκ οσι φθινόπωρα, μέ έίνοιξιν κ α μ μ ία ν . . .
μετά τον Παπαρρηγόπουλο καί πέθανε φθισικύς στο Παρίσι,
πάλι ένα χρόνο μετά άπο έκεΐνον. Είναι ό τρίτος ποιητής πού Είναι φανερό πώς άπό τό ρομαντισμό δέν έχει μείνει πιά
γνωρίζουμε καί πού πεθαίνει τριάντα χρόνων- νά είναι κι αύτύ παρά ένα άδειο κέλυφος. Φτώχεια άπό ιδέες, φτώχεια άπό ει­
(δπως καί ή αύτοκτονία του Καρασούτσα καί άλλων μικρότε­ κόνες καί μια δυσανάλογη μεγαλορρημοσύνη είναι δ,τι χαρακτη­
ρων) ένα βιολογικό επακόλουθο του ρομαντισμού, δπως είπ αν;7 ρίζει τόν αντιπρόσωπο αύτόν τής παρακμής. Γράφει μέ αφάν­
Ό Βασιλειάδης σπούδασε κι αύτός νομικά καί ήταν φίλος με ταστη εύκολία: κοινοί τόποι, άφρόντιστος, εύκολος στίχος, άτη-
τον Παπαρρηγόπουλο, αν καί στο χαρακτήρα πολύ διαφορετικός μέλητη γλώσσα. 'Η καθαρεύουσά του είναι γεμάτη στόμφο καί
άπο αύτόν, ενθουσιώδης, εκρηκτικός, μέ αδρά καί συμπαθητικά ρητορεία, ή δημοτική του κοινοτοπική καί πλατειάζουσα. Τις
χαρακτηριστικά. Οί ποιητικές του συλλογές παίρνουν συχνά έ- άφόρητες έπαναλήψεις του έπισήμανε καί σατίρισε άκόμη καί ή
παίνους καί εύφημες μνείες στούς ποιητικούς διαγωνισμούς. Πιο κριτική τής εποχής του.
αυθόρμητος άπο τον Παπαρρηγόπουλο, είναι δμως καί πιο ρηχός, 'Ο Ά χιλλεύς Παράσχος είναι τό τέλος τού έλληνικοΰ ρομαν­
καί κλίνει περισσότερο προς τήν κενολόγο ρητορεία καί τήν υπερ­ τισμού, τό τέλος τής Αθηναϊκής σχολής. "Ενας κόσμος, δπως
βολή. Γράφει πολλά, έμμετρα καί πεζά- άκόμη καί τραγωδίες τόν είδαμε, χωρίς τή θερμότητα τής αληθινής τέχνης, πού μπό­
καί δράματα πού παίζονταν ταχτικά. Ά πο αύτά το πιο γνωστό ρεσε δμως καί έδωσε κάποιες άναλαμπές καί έφτασε κάποτε σέ
του, ή Γ αλάτεια (σέ πεζό), εκμεταλλεύεται το μύθο τού ΙΙυγμα- κάποια επιτεύγματα, καταλήγει τώρα στό άδιέξοδο καί στό τέρ­
λίωνα, έμπνέεται δμως περιέργως καί άπο τή δημοτική παρα­ μα. Καινούριες άλλωστε δυνάμεις, πού αντλούν άπό πηγές πε­
ρισσότερο ζωογόνες καί πού θά φέρουν τό καινούριο καί τήν
5. Κ. Παλαμάς, Ένας λεοπαρδικος ποιητής ("Απαντα, τόμ. 10, σ. 28). άλλαγή, κάνουν τήν ίδια εποχή τήν πρώτη τους έμφάνιση. Τά
6. Φράση τοΰ Σολωμοϋ, άπομνημονευμένη άπο τον ΙΙολυλα, ΙΙρολε-
γόμενα (=”Απαντα, τόμ. 1, σ. 28). χρόνια 1870-1880, ή δεκαετία τής άκμής τοΰ Παράσχου, είναι
7. Βλ. π.χ. Δημαράς, ΓΙστορία, 6η εκδ., ’Αθήνα 1975, σ. 300. Τοΰ καί ή δεκαετία δπου ετοιμάζεται αυτό τό καινούριο.
’ίδιου, ΙΙοιηταΙ τον /Θ' αιώνα, ’Αθήνα 1954, Εισαγωγή, σ. κζ'.
178
9. ΟΙ Φ Λ Ν Α Ρ Ι Ω Τ Ε Σ Κ Α Ι II Λ Θ Ι Ι Ν Λ Ϊ Κ Ι Γ ΣΧ ΟΛ ΤΙ Π Ε ΖΟ ΓΡΑΦ ΙΑ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΟ

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΟ τής τού Πανεπιστημίου, βουλευτής, υπουργός. ’Ο Θάνος Βλέ­
κας, πού δημοσιεύτηκε τό 1855, είναι λοιπόν ένα πάρεργο, πά­
'Ο ελληνικός ρομαντισμός κινήθηκε κυρίως στήν περιοχή τής ρεργο όμως πολύ σημαντικό. Τό θέμα δέν είναι παρμένο άπό
ποίησης" ή νηφαλιότητα του πεζού λόγου λες καί τον άπωθοΰσε. τό ήρωοποιημένο ιστορικό παρελθόν, άλλά άπό τή σύγχρονη
Βέβαια, καί 6 Παναγιώτης καί ό ’Αλέξανδρος Σοΰτσος έγραψαν, πραγματικότητα, άπό τήν άθλιότητα τού νεαρού ελληνικού βα­
καθώς είδαμε, πεζά, δεν είναι όμως αύτά πού τούς χαρακτηρί­ σιλείου πού τό βασάνιζαν ή κακοδιοίκηση καί ή ληστοκρατεία.
ζουν. Μέ περισσότερη επιτυχία δοκιμάστηκε στήν πεζογραφία ό Κανένα ρομαντικό ψιμμύθιο δέν αλλοιώνει τή ζοφερότητα τής
A. Ρ. Ραγκαβής, προσωπικότητα, καθώς είδαμε, μέ πλατιά εν­ εικόνας, πού δίνεται μέ ρεαλισμό καί μέ συγκλονιστική ειρω­
διαφέροντα" έγραψε αξιοσημείωτα διηγήματα καί ένα μικρότερο νεία πού φτάνει ώς τό σαρκασμό. Τό έργο έχει άκόμα προσόντα
ιστορικό μυθιστόρημα, εμπνευσμένο άπύ το μεσαιωνικό Χρονι­ καθαρά λογοτεχνικά: μυθοπλαστική φαντασία, πλοκή, διαγραφή
κό τον Μορέως, τον Αύθέντη τον Μορέως (1850), μέ πολύ αι­ των χαρακτήρων, γραφικές, άλλά καί μέ ρεαλιστική ακρίβεια
σθητή τήν επίδραση του W alter Scott. Ό Ραγκαβής δέν κάνει δοσμένες περιγραφές. Καί πάνω άπ’ όλα, σάν μιά παρήγορη ποι­
καμιά παραχούρηση στή δημοτική, κι αύτό βέβαια δίνει μιά ψυ­ ητική πνοή, διαγράφονται, χωρίς ρομαντική άλλοίωση, οί έ­
χρότητα στο λόγο του, ή οποία δέν αφήνει νά εξελιχθούν τά ξοχοι χαρακτήρες τού Θάνου καί τής Εύφροσύνης, πού είναι σάν
αναμφισβήτητα προσόντα τής έντεχνης πλοκής καί τού ζωντα­ ένα κομμάτι μάλαμα μέσα σ’ αύτό τόν κόσμο τής κακοριζικιας
νού διαλόγου. καί τής κακίας. Φυσικά καί τού Παύλου Καλλιγα ή γλώσσα
Το ιστορικό μυθιστόρημα, μέ τήν άναδρομή σέ μιά παλιότερη είναι ή άρχαΐζουσα τής εποχής, εντελώς ψυχρή, άκόμα καί στούς
εποχή καί τις περιπέτειες, τά μίση, τις δολοπλοκίες καί τά άλλα διαλόγους, διαμορφωμένη όμως μέ βούληση καλλιτεχνική.
ισχυρά συναισθήματα πού περιγράφει, είναι αύτό πού ιδιαίτερα
ταίριαζε στό ρομαντικό κλίμα, καί γ ι’ αύτό είναι τό είδος πού 'Όπως ή πεζογραφία, έτσι καί ή θεατρική παραγωγή δέν ή­
γνώρισε κάποια άκμή, ιδίως μετά τά μέσα τού αιώνα. 'Ο Στέφα­ ταν τό είδος πού τό εύνοοΰσε ό ρομαντισμός καί ή καθαρεύουσα.
νος Ξένος, στήν 'Η ρωίδα της Ε λληνικής Έ παναστάσεω ς (1852), ’Έγραψαν βέβαια καί οί ποιητές τής Αθηναϊκής σχολής έργα
άντλεϊ από τό πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, τό ίδιο καί ό Κων­ δραματικά (άκόμα καί ό 'Ο δοιπόρος χαρακτηρίζεται «δραμα­
σταντίνος Ράμφος {Κατσαντώνης, 1860, Τ ελευταίοι ήμέραι τοϋ τικό ποίημα»), χωρίς όμως πραγματική θεατρική πλοκή καί σέ
Ά λή πασά, 1862), μυθιστορήματα πού ζητούσαν νά τέρψουν άφύσικη καί άντιθεατρική καθαρεύουσα. Τά έργα αύτά πολλές
ένα πλατύτερο λαϊκό κοινό. ’Ιδιαίτερη εντελώς θέση μέσα στά φορές τά έπαιζαν οί (οχι μόνιμοι) έλληνικοί θίασοι στήν πρω­
πλαίσια τού ιστορικού μυθιστορήματος κατέχει ή Π άπισσα ’Ι­ τεύουσα, στήν έπαρχία καί στις πόλεις τού αλύτρωτου ελληνι­
ωάννα (1866), νεανικό έργο τού ’Εμμανουήλ Ροΐδη, έργο πού σμού, κάποτε καί μέ επιτυχία (όπως π.χ. τή Γ αλάτεια τού Βα-
προκάλεσε βίαιες αντιδράσεις καί τήν καταδίκη τής ’ Εκκλησίας" σιλειάδη). Παρ’ όλ’ αύτά όμως, δύσκολα μπορούμε νά μιλούμε
μέ τό όξύτατο ορθολογιστικό πνεύμα του, τήν ειρωνεία του, άκό- γιά νεοελληνική δραματουργία μέσα στήν πεντηκονταετία πού
μα καί μέ τήν κομψογραφία του, ό Ροΐδης ερχόταν σέ άντίθεση εξετάζουμε. Τό μόνο πετυχημένο θεατρικό έργο είναι ή κωμω­
πρός τόν ρομαντικό κόσμο, τού όποιου ωστόσο αναμφισβήτητο δία Βαβυλω νία τού Δημήτριου Βυζάντιου. Ό συγγραφέας, Δη-
τέκνο ήταν τό μυθιστόρημά του. ’Αλλά γιά τή σημαντική προ­ μήτριος Χατζηασλάνης μέ τό πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε
σωπικότητα τού Ροίδη θά γίνει ιδιαίτερος λόγος παρακάτω. στήν Πόλη καί τό επάγγελμά του ήταν άγιογράφος. Μέ τήν
’Αξιόλογο έργο, πού ξεχωρίζει άπό όλη τήν άλλη πεζογρα- έκρηξη τής ’Επανάστασης κατέβηκε στήν 'Ελλάδα καί έλαβε
φική παραγωγή τής εποχής, μυθιστόρημα πραγματικό, είναι ενεργό μέρος, ιδίως σέ θέσεις πολιτικές. Μετά τόν ερχομό τοϋ
ό Θάνος Βλέκας τού Παύλου Καλλιγα. 'Ο συγγραφέας του (1814- ’ΌΟωνα άποχώρησε άπό τήν υπηρεσία καί ζαΰσε καί πάλι ώς
1896) είναι άνθρωπος άπό τούς πιό σημαντικούς τής εποχής άγιογράφος (έχει ζωγραφίσει τήν εκκλησία τού 'Αγίου Άνδρέου
του: διακεκριμένος νομομαθής, ιστορικός συγγραφέας, καθηγη­ στήν Πάτρα καί εκκλησίες στήν Καλαμάτα). 'II Βαβυλωνία
18 0 181
9. ΟΙ Φ Α Ν Λ Ρ Ι Ω Τ Ε Σ Κ Α Ι II Α Θ Ι Ι Ν Α Ϊ Κ Ι Ι Σ Χ Ο Λ Ι Ι Π Ε ΖΟ Γ Ρ ΑΦ ΙΑ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΟ

πρωτοδημοσιεύτηκε το 1836, άλλα ή σκηνή διαδραματίζεται στο σα καί τον ιαμβικό τους στίχο, παίζονταν συχνά καί μέ μεγάλη
Ναύπλιο το 1827’ ό συγγραφέας παρουσιάζει ανθρώπους άπο επιτυχία, ιδίως τά δύο σπουδαιότερά του, ή Μ ερόπη (1866)
διάφορα ελληνικά μέρη πού πανηγυρίζουν γιά τη ναυμαχία του καί ή Φ αύστα (1893), τής οποίας ή «πρεμιέρα» δόθηκε δύο
Ναβαρίνου καί μιλούν ό καθένας τη διάλεκτό του δημιουργούντας αλλεπάλληλες μέρες άπο τούς θιάσους δύο άνταγωνιζόμενων
έτσι κωμικές παρεξηγήσεις. Το μοτίβο είναι γνωστό (άπο τις πρωταγωνιστριών. Το έργο έχει θετικές δραματικές αρετες"
παλαιότερες βενετσιάνικες διαλεκτικές κωμωδίες καί τα Κ ορα­ παρ’ όλη όμως τή μεγάλη επιτυχία πού γνώρισε, είναι φανερό
κ ίσ τικ ά τού I. Ρ. Νερουλού) καί πολύ άγαπητό. Ό Βυζάντιος πώς ήταν πιά κατάλοιπο άπο παλαιότερη έποχή. Στήν τελευ­
όμως, πέρα άπο το πετυχημένο «ένσταντανέ», ξέρει νά ξεχωρίσει ταία δεκαετία τού αιώνα άλλες είναι οί δυνάμεις πού προσδιορί­
καί νά δώσει παραστατικά το διαφορετικό «ήθος» του ’Ανατο­ ζουν τήν πνευματική ζωή καί τήν οδηγούν σέ όλότελα διαφορε­
λίτη π.χ., τού Χιώτη, τού Κερκυραίου. Γι’ αύτο καί ή Β αβνλω - τικές επιτεύξεις.
νία γνώρισε μεγάλη επιτυχία καί παίζεται άκόμη ώς τις μέρες
μας. Μαζί μέ τον Χ άση τού Γουζέλη καί τον Β ασιλικό τού Μά-
τεση είναι ΐσως τα μόνα γνήσια θεατρικά έ'ργα τής παλαιότερης
αύτής περιόδου.
’Από τούς λογοτέχνες πού έγραψαν στην καθαρεύουσα, σχεδόν
άποκλειστικά καλλιέργησε το θέατρο ό Δημήτριος Βερναρδά-
κης. Γεννημένος στη Μυτιλήνη το 1834, δέν είναι έπαγγελμα-
τίας λογοτέχνης, παρά (μαζί μέ τον πολύ νεώτερο άδερφό του
τον Γρηγόριο) ένας άπο τούς κορυφαίους έλληνες κλασικούς
φιλολόγους, καθηγητής άπο το 1861 στο Πανεπιστήμιο. Νεω-
τεριστής καί μέ διάθεση έριστική (είχε χτυπήσει άπο το 1855
τις υπερβολές τού ρομαντισμού) έ'ρχεται σέ σύγκρουση μέ τούς
«καθιερωμένους» καθηγητές καί κυρίως μέ τον Κ. Κόντο, καί
έ'τσι τά τελευταία χρόνια άποσύρεται καί ιδιωτεύει στή Μυτι­
λήνη, όπου καί πεθαίνει το 1907. Τή σημαντική συμβολή του
στήν εξέλιξη τού γλωσσικού ζητήματος θά τήν έξετάσουμε σέ
άλλο κεφάλαιο. ’Εδώ μάς ενδιαφέρει ό Βερναρδάκης λογοτέχνης
καί θεατρικός συγγραφέας.
Το πρώτο του έ'ργο, ή Μ αρία Δ οξαπατρή (1857), μέ το μύθο
άντλημένον άπο τήν ελληνική Φραγκοκρατία, είναι ρομαντικό
πέρα ως πέρα, μέ ισχυρότατη τήν έπίδραση τού Σαίξπηρ. ’Αλλά
γυρίζοντας άπο τις σπουδές του στή Γερμανία, «άναβλέπει —ό­
πως εξομολογείται ό ίδιος— άπο τήν άχλύν τού ρομαντισμού»
καί στρέφεται προς τούς άρχαίους κλασικούς. Ή ίδια στροφή
προς τον νεοκλασικισμό, όπως καί στον A. Ρ. Ραγκαβή. Τά
έ'ργα του θά έχουν άπο εδώ κι εμπρός υπόθεση άντλημένη άπο
τήν άρχαιότητα. ΟΙ Κ υψελίδαι (1860), μέ χορικά —έργο τής
μεταβατικής εποχής— δέν παίχτηκαν ποτέ στο θέατρο. ’Αλλά
τά άλλα του έργα, παρ’ όλη τήν άντιθεατρική άρχαΐζουσα γλώσ­
182 18 3
II Δ Ε Κ Α Ε Τ Ι Α 1870-1880

ΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ είχε οργανώσει, στά πενήντα χρόνια πού πέρασαν, μέ κάποια
συνέπεια την κοσμοθεωρία του, τή γλώσσα του, τήν ποίησή του,
Η ΓΕΝΙΑ TOT 1880. ΝΕΑ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΣΧΟΛΗ καί δέν είχε τή διάθεση νά καταστρέψει τόν κόσμο αύτό στόν
όποιο άνήκε. Νεώτατος, τό 1857, είχε δημοσιεύσει τήν πρώτη
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ του ποιητική συλλογή" άκολούθησαν άλλες τό 1860, τό 1875.
’Αλλά ποιητής δέν ήταν" ή λογοτεχνία ήταν ή πιο άδύνατη πλευ­
ρά του, ήταν πιό πολύ λόγιος. Μέ ιδιαίτερη εύαισθησία στη γλώσ­
Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1870-1880 σα, τήν καλλιεργούσε μέ γλαφυρότητα καί τή μελετούσε μέ συ­
νέπεια. Οί μεταφράσεις του είναι πάντα άκριβολόγες καί πολυ­
Τά ’ίδια χρόνια, όπου ό ρομαντισμός είχε πέσει σέ παρακμή (ή τιμότατο τό ' Ε λληνογαλλικό Λ εξικό του. Ό Βλάχος έδειξε ιδιαί­
δεκαετία 1870-80), ήταν, καθώς είδαμε, καί τά χρόνια όπου τερο ένδιαφέρον καί γιά τό θέατρο καί στή μακριά του ζωή στά­
γινόταν ή ζύμωση καί προετοιμαζόταν μιά δημιουργική (ανα­ θηκε κεντρική προσωπικότητα τής πνευματικής ζωής καί ση­
ζωογόνηση καί αλλαγή. Οΐ νέοι, όσοι γεννήθηκαν ΰστερ’ άπό τά μαντικό στέλεχος στήν οργάνωση τού κράτους στά χρονιά τής
μέσα τοϋ αιώνα, δεν έ'βρισκαν πιά ικανοποίηση στα καθιερωμένα κυβερνήσεως τού Χαριλάου Τρικούπη.
σχήματα καί ζητούσαν κάτι καινούριο, στην ποίηση, στην επι­ Ό ’Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904) ήταν προσωπικότητα
στήμη, στην πνευματική ζωή. Στά 1877 ό Φιλολογικός Σύλ­ διαφορετική. Γεννημένος στή Σύρο, έζησε τά παιδικά του χρόνια
λογος «Παρνασσός» (πού είχε ιδρυθεί τό 1865 καί τόν αποτελού­ στή Γένοβα, καί άνατράφηκε καί μορφώθηκε, ώς τό 1863 πού
σαν κυρίως νέοι) καθιέρωνε έναν δικό του δραματικό διαγωνισμό γύρισε οριστικά στήν ’Αθήνα, στό εξωτερικό. Ό κοσμοπολιτι­
καί καλοΰσε ώς κριτή τόν γνωστό μας άπό την Π άπισσα ’Ιωάννα σμός σφραγίζει ιδιαίτερα τήν προσωπικότητά του, τό άναμφι-
Εμμανουήλ Ροΐδη. Ή κριτική του, απορριπτική γιά όλα τά σβήτητο γούστο του έχει θραφεί σέ ξένα πρότυπα. Ή λογοτε­
έ'ργα πού είχαν υποβληθεί, ήταν συνάμα καί ένα βαρυσήμαντο χνία δέν είναι άσφαλώς ή ισχυρότερη πλευρά τής προσωπικό­
δοκίμιο: Περί συγχρόνου ελληνικής ποιήσεω ς. Ό εισηγητής τητας αύτής, είναι ίσως μάλιστα χαρακτηριστικό πώς δέν έ­
διαπίστωνε πώς ποίηση τότε στήν Ελλάδα δεν υπήρχε, άλλα γραψε ποτέ του ποιήματα. Είδαμε τήν πρώτη του νεανική εμ­
καί ούτε μπορούσε νά υπάρξει" έ'λειπε τό κατάλληλο, κατά τη φάνιση, τήν Π άπισσα ’Ιω άννα" περισσότερο άπό τή δημιουρ­
θεωρία τού Taine, milieu (πού ό Ροΐδης τό έλεγε «περιρρέου- γική πνοή στό έργο κυριαρχεί μιά διάθεση σαρκαστική καί ένας
σα άτμόσφαιρα»). Ή Ελλάδα βρισκόταν σ’ έ'να κρίσιμο μεταίχ­ ορθολογισμός πού φτάνει ώς τήν άπιστία" τό ύφος είναι σπινθη-
μιο, είχε έγκαταλείψει την πατροπαράδοτη ζωή, άλλά καί δέ ροβόλο, άλλά καί κουραστικό στήν έπίδειξη πνεύματος. Τά χα­
συμμετείχε άκόμα στό διανοητικό βίο των νεώτερων έθνών ενα ρακτηριστικά αυτά καί τό σκανδαλιστικό θέμα έξασφάλισαν
μεταίχμιο διόλου εύνοϊκό γιά την ποίηση. Ά πό τούς ποιητές στό έργο μεγάλη έπιτυχία" μεταφράστηκε σέ πολλές ξένες γλώσ­
πού ζοΰσαν, ό Ροΐδης ξεχώριζε μόνο τό Βαλαωρίτη καί (περι­ σες, προκάλεσε όμως, όπως καί στήν περίπτωση τού Λασκα-
έργως) τόν Παράσχο. ράτου, τή βίαιη άντίδραση των συντηρητικών κύκλων καί τής
Στό έπικριτικό δοκίμιο τοϋ Ροΐδη άπάντησε ό ’Άγγελος Βλά­ ’Εκκλησίας, άντίδραση πού ό συγγραφέας δέν τήν άφησε βέβαια
χος. Οί δύο συνομιλητές διακρίνονταν καί οί δύο γιά την οξύ­ άναπάντητη.
νοια, την πολυμάθεια καί την καλλιέργειά τους. Ά λλα ό Βλάχος Λογοτεχνικά πιό άρτια είναι μερικά διηγήματα πού έγραψε
(1838-1920) είχε περισσότερη έκτίμηση στά κατακτημένα καί ό Ροΐδης στό τέλος τής ζωής του (μετά τό 1890), όταν οικονο­
λιγότερη κριτική οξυδέρκεια. Τού έλειπε καί ή ικανότητα, πού μικές άτυχίες καί ή βαρηκοΐα του τόν οδηγούν σέ μιάν άπομό-
την είχε ό Ροΐδης, νά οσφραίνεται τό καινούριο πού πλανιόταν ά- νωση καί τού απαλαίνουν τήν ύπεροπτική του στάση. Δέν είναι
σχημάτιστο στήν ατμόσφαιρα. ’Εξέφραζε περισσότερο τό πνεύμα διηγήματα «ήθογραφικά», όπως τά περισσότερα τής εποχής έ-
τής παλαιότερης γενιάς" αισθανόταν πώς άνήκε στον κόσμο πού κείνης, μολονότι έμπνέονται άπό τις άναμνήσεις τής παιδικής
18 4 18 5
10. H Γ Ε Ν Ι Α T O T 1880 Κ Α Ι Ο Π Α Λ Α Μ Α Σ Η Γ Ε Ν Ι Α T O T 1880. Π Α Ρ Ν Α Σ Σ Ι Σ Μ Ο Σ

του ζωής στή Σύρο. 'II ιδιαίτερη δύναμη του Ροΐδη βρίσκεται μενης δεκαετίας, ή νέα γενιά εισάγει κάτι θετικό καί καινούριο.
δμως στην κριτική, καί ώς κριτικός άσκησε (αναμφισβήτητη έπί- Ή στάση της είναι πρώτα πρώτα σαφώς άντιρομαντική' κα­
δραση σέ δλη τη νεώτερη γενιά, πού τον άναγνώριζε πνευματικό τηγορεί τό στόμφο, τό ρητορισμό καί τόν ψευτοηρωισμό τού
οδηγό. "Υστερ’ άπό τήν όξύτατη διαμάχη του μέ τον Βλάχο τό τελευταίου ρομαντισμού, καί επιζητεί τήν απλότητα στήν έκ­
1877, θά είναι άπό τούς πρώτους πού θά χαιρετίσει τό 1888 φραση, καθώς καί τό οικείο, άκόμη καί τό καθημερινό, στό θέμα,
τό Τ αξίδι του Τυχάρη" καί τό 1893, για νά υποστηρίξει τη δη­ φέρνοντας έτσι μιά καινούρια τάξη, ένα καινούριο μέτρο άπέ-
μοτική, θά γράψει (στην καθαρεύουσα!) μιά γλωσσική μελέτη, ναντι στό χωρίς έλεγχο συναίσθημα τών ρομαντικών. Στή στάση
7α Ε ίδωλα. 'Ωστόσο σω στά παρατηρήθηκε πώς, μέ δλη τήν της αύτή οδηγό είχε τά νέα ποιητικά ρεύματα στή δυτική Εύ-
οξύνοια καί τό καλλιεργημένο γούστο, λείπει άπό τήν κριτική ρώπη, κυρίως τούς γάλλους Παρνασσιακούς —καί άπό αυτούς
τού Ροΐδη ή συνθετική ικανότητα, καί άκόμα (βασικό προσόν περισσότερο τούς έλάσσονες, τόν Sully Prudhomme ή τόν Fran­
τού κριτικού) ή συμπάθεια. ’Ελέγχει χωρίς καί νά οίκοδομεΐ. cois Coppée. Ά πό τούς ίδιους δασκάλους προερχόταν καί τό
’Αλλά γιά τούς καιρούς έκείνους ό αμείλικτος έλεγχος ήταν, δίδαγμα γιά τήν επιμέλεια τής μορφής τού στίχου, κάτι πού τό
έστω καί αύτός μόνο, ευεργετικός. είχαν παραμελήσει οί ρομαντικοί. ’Ιδιαίτεροι ρυθμικοί καί με­
λωδικοί συνδυασμοί, στροφικά συμπλέγματα έντεχνα δουλεμένα,
II ΓΕΝΙΑ TOT 1880. ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ
άκόμη καί τό σονέτο ξαναγύριζε έτσι στις συνήθειες τής ποιη­
τικής πράξης. Καί τελευταίο, άλλά καί τό πιό σημαντικό: μαζί
Στή διαμάχη ανάμεσα στό Βλάχο καί στό Ροΐδη φυσικό ήταν μέ τό ρομαντισμό άποκήρυτταν οί νέοι ποιητές καί τήν καθα­
ή νέα γενιά νά πάρει θέση μέ τό μέρος τού δεύτερου" ό έλεγχός ρεύουσα" μαζί μέ τήν οικειότητα τού θέματος κυριαρχούσε καί
του ήταν κάτι πού ικανοποιούσε ως ένα ορισμένο σημείο τις ή δημοτική στήν ποίηση" ή καθαρεύουσα δεν ήταν πιά άνεκτή.
ανησυχίες της καί τή διάχυτη στήν άτμόσφαιρα έφεση γιά άλ- Οί ποιητές τών δύο συλλογών τού 1880 άνήκαν στή χορεία
λαγή. Τό 1878 δύο δημοσιογράφοι διωγμένοι άπό τήν Κωνσταν­ τών νέων τού Ρ αμ π αγά. Φοιτητές στήν ’Αθήνα (όπου μάλιστα
τινούπολη, ό Κλεάνθης Τριαντάφυλλος καί ό Βλάσης Γαβριη- ό Καμπας μοιραζόταν τό ίδιο φοιτητικό δωμάτιο μέ τόν Πα-
λίδης, εκδίδουν ένα σατιρικό καί πολιτικό φύλλο, τόν Ρ αμ π αγά. λαμά), είχαν ζωηρές φιλολογικές άνησυχίες, καί ανικανοποίητοι
Έ κεΐ κάνουν τήν πρώτη τους εμφάνιση οί νέοι πού θά παίξουν άπό τήν έλληνική πραγματικότητα άναζητοΰσαν σέ ξένα πρό­
κάποιο ρόλο άργότερα: ό Δροσίνης, ό ΙΙαλαμάς, ό Σουρής, ό τυπα τήν έμπνευσή τους. Στά ποιήματά τους θά μάς σταματή­
Πολέμης. Μέ στίχους σατιρικούς καί μέ θέματα τής καθημερι­ σουν σήμερα, πιό πολύ άπό τις άρετές, τά πάμπολλα έλαττώ-
νής ζωής, θεληματικά έξω'άπό τα Ιως τότε διορισμένα ποιητικά ματα: κοινότοπες καί ρηχές ιδέες, πλαδαρότητα στό στίχο, εύ­
θέματα, χτυπούσαν τό ρομαντισμό καί τήν καθαρεύουσα των κολες ομοιοκαταληξίες, καί προπάντων αύτή ή αντιποιητική κα­
παλαιότερων καί ζητούσαν νά διαλύσουν τόν «περισσολόγο δα- θημερινότητα, ή καθημερινότητα τού σαλονιού τού 1880. Ω στό­
κρυοπλημμυρισμένον ιδανισμό)).1 σο ποιήματα σάν κι αύτά άποτελοΰσαν γιά τήν εποχή έκείνη
Ή ταν ή διάλυση πού προηγείται άπό τή σύνθεση. Καί ή και­ έπανάσταση" τό καθημερινό καί τό οικείο απελευθέρωναν άπό
νούρια σύνθεση μπορούμε νά πούμε πώς ήρθε τό 1880, χρονιά τή ρομαντική υπερβολή καί τήν πόζα, ή θερμότητα τής κοινής
πού αποτελεί ορόσημο στά νεοελληνικά γράμματα. Έκδίδονται (ας ήταν καί καθημερινής) ομιλίας άπό τή λόγια ψυχρότητα τής
τότε δύο ποιητικές συλλογές, οί Σ τίχ ο ι τού Νίκου Καμπά καί τεχνητής καθαρεύουσας.
οί '/στοί άράχνης τού Γεωργίου Δροσίνη· είναι ή επίσημη εμ­ ’Αλλά πόσο μπορεί νά διαρκέσει μιά τέτοια ποίηση πού θελη­
φάνιση τής νέας ποιητικής γενιάς, τής «γενιάς τού 1880». 'Ω- ματικά πεζολογεί; Οί πιό προικισμένοι θά ξεπεράσουν βέβαια
ριμασμένη στις άνησυχίες καί τις ταλαντεύσεις τής προηγού- κάποτε τό στάδιο αύτό, άλλά θά ύπάρξουν κι εκείνοι πού θά
1. Κ. ΙΙαλαμάς, Τό Οαμποχάραμα μιας ψυχής (1900) {="Απαντα, μείνουν εκεί προσκολλημένοι. Τέτοιοι π.χ. ό ’Ιωάννης Πολέμης
τόμ. 4, σ. 440). (1862-1924) μέ τήν άβαθη πολυγραφία του ή ό Γεώργιος Σου-
18 6 18 7
10. II Γ Ε Ν Ι Α T O T 1880 ΚΑΙ Ο 11Α Λ Α Μ Α Σ II Γ Ε Ν Ι Α T O T 1880. Π Α Ρ Ν Α Σ Σ Ι Σ Μ Ο Σ

ρής (1852-1919), πού καί οί δυο είχαν ξεκινήσει άπύ τον ίδιο τόπουλου (1856-1910), πέντε χρόνια νεώτερου άπό τόν Προ-
κύκλο του Ρ αμ π αγά. 'Ο τελευταίος, κατ’ εξοχήν εύκολογράφος, βελέγγιο καί ένα μόνο πρεσβύτερου άπό τόν Καμπά. Παιδί ση­
στην έφημερίδα του 'Ο Ρ ω μιός (πού τήν απολάμβανε ό μέσος μαντικής οικογένειας πήρε άξιόλογη μόρφωση καί πολύ νωρίς
άστύς) έκανε τά πάντα στίχους ασκώντας μια επιφανειακή, δη­ εμφανίστηκε στούς φιλολογικούς κύκλους. Τό 1878 μέ ένα φυλ­
μοσιογραφική σάτιρα, πού ήταν περισσότερο αύτάρεσκη κο­ λάδιο έλαβε κι αύτός μέρος στή συζήτηση Ροίδη - Βλάχου, καί
ροϊδία παρά έλεγχος δριμύς. τόν ίδιο χρόνο έξέδωσε τις Τρυγόνες και ’Έχιδνες, μιά ποιητική
συλλογή χαρακτηριστική άκριβώς γιά τό μεταίχμιο καί γιά τήν
Θά υπάρξουν ακόμα κι εκείνοι πού, λίγο παλαιότεροι στήν η­ ταλάντευση άνάμεσα στό καινούριο καί στό παλιό’ ό ΙΙαλαμάς
λικία, θά ταλαντευτούν ανάμεσα στο παλιό καί στο καινούριο, έγραψε πώς ή συλλογή του «άποχαιρετοΰσε κάτι πού έσβηνε».2
χωρίς ν’ άνήκουν πιά ιδεολογικά στο ένα άλλα καί χωρίς νά Είναι τό μοναδικό του φανέρωμα στήν ελληνική ποίηση’ ύστερα
μπορούν νά κάνουν όλότελα δικό τους το άλλο. Τέτοιοι π.χ. ό άπό λίγο εγκαταστάθηκε οριστικά στό Παρίσι καί πήρε κεντρική
Βικέλας καί ό Βιζυηνός’ θά τούς γνωρίσουμε στο επόμενο κε­ θέση στά γαλλικά γράμματα μέ τό ονομα Jean Moréas.
φάλαιο, ιδίως τον δεύτερο, ώς κατ’ εξοχήν εκπροσώπους τής Ή μεταβολή τού 1880 ήταν ένα φαινόμενο πνευματικό γενι­
πεζογραφίας. Στις ’ΛτΟίδες αύρες τού Βιζυηνοΰ, τυπωμένες στο κότερο. Ή ελληνική κοινωνία, ύστερ’ άπό τή ρομαντική της πε­
Λονδίνο το 1883, βρίσκουμε ποιήματα γραμμένα άκόμα στή ρίοδο, προσγειωνόταν τώρα καί έτασσε στόν εαυτό της άπαι-
σμιλευμένη καθαρεύουσα τού Ραγκαβή καί άλλα σε μια δημο­ τήσεις ρεαλιστικότερες’ ή προοδευτική της μερίδα καί μιά και­
τική, θερμή στήν αίσθηση, άλλα καί άρκετά πλαδαρή. Τά πε­ νούρια φωτισμένη άστική τάξη έπιζητοΰσε μιά καλύτερη οργά­
ρισσότερα είναι άφηγηματικά (είδος μπαλάντες), άλλα πάλι προ­ νωση κρατική καί ξεκαθάριζε τήν πίστη της προς τόν κοινο­
δίδουν άπύ τότε μιά ταραγμένη ευαισθησία. Τά τέσσερα τελευ­ βουλευτισμό καί τις δημοκρατικές άρχές. Τις τάσεις αύτές τις
ταία χρόνια τής ζωής του ό ποιητής τά πέρασε σκοτισμένος ενσαρκώνει στόν πολιτικό τομέα ή έξαιρετική προσωπικότητα
πνευματικά- τότε γράφει καί τούς πιο συγκινητικούς στίχους τού Χαριλάου Τρικούπη, πού ώς πρωθυπουργός, άκριβώς τή δε­
του, μιά μαρτυρία δραματική: μετεβλήθη εντός μου / καί ό ρυθ­ καετία αύτή, άναδιοργανώνει σε ρεαλιστική γραμμή τό κράτος
μός τον κόσμου. καί τήν πολιτική. ’Έντονη θά είναι καί ή προούθηση στό γλωσ­
'Ένας άλλος ποιητής πού βρίσκεται επίσης στο μεταίχμιο εί­ σικό ζήτημα, οπού ό Ψυχάρης, συνομήλικος σχεδόν μέ τόν Δρο-
ναι ό Αριστομένης Προβελέγγιος άπύ τή Σίφνο (1851-1936). σίνη καί τόν Παλαμά, θά χαράξει εντελώς νέους δρόμους καί
Στα νεανικά του ποιήματα κινείται άκόμα μέσα στά πλαίσια λύσεις επαναστατικές. Παράλληλα καί ή φιλολογική έπιστήμη,
τής ’Αθηναϊκής σχολής, κοντά στο ρομαντισμό ή στο νεοκλα­ άφήνοντας τήν έξωτερική μόνο άπασχόληση μέ τούς άρχαιους,
σικισμό τού Ραγκαβή. Ή άλλαγή τού 1880 τον άγγίζει άλλα θ’ άναζητήσει τις ρίζες τής εθνότητας στό μεσαιωνικό παρελθόν
δεν τόν άλλάζει βασικά’ στόν Α' Φιλαδέλφειο τού 1889, όπου καί στή λαϊκή παράδοση. 'Ο Κ. Ν. Σάθας καί ό Σπ. Λάμπρος θά
βραβεύεται ό ΙΙαλαμάς, αυτός παίρνει τόν έπαινο, καί τό 1890, μελετήσουν μεσαιωνικά χειρόγραφα καί κείμενα, ό Γ. Ν. Χα-
κριτής τώρα, δίνει τό βραβείο στόν Παλαμά. Τό 1896 συγ­ τζιδάκις θά θεμελιώσει τή νεοελληνική γλωσσολογική έπιστή­
κεντρώνει ό,τι έγραψε στά ΙΙοιή μ α τα π α λα ιά καί νέα’ ό τίτλος μη καί θά ελευθερώσει τό πεδίο άπό παλιές προκαταλήψεις, καί
είναι σάν συμβολικός. ’Ανάμεσα στό παλιό καί στο καινούριο ό Ν. Γ. Πολίτης θά ιδρύσει τις λαογραφικές σπουδές γιά τή
έζησε ό Προβελέγγιος όλη τή μακρόχρονη ζωή του, γράφοντας συστηματική μελέτη τής λαϊκής παράδοσης καί δημιουργίας.
ποιήματα γεμάτα νοσταλγικό ρεμβασμό γιά τό κυκλαδίτικο νη­ Σέ ένα διαγωνισμό τό 1869, φοιτητής άκόμα, βραβεύεται
σί του καί γιά τή θάλασσα τού Αιγαίου’ δεν τούς λείπει μιά ό Ν. Γ. Πολίτης (1852-1921) μέ τό έργο του Νεοελληνική μ υ ­
κομψή χάρη καί μιά διάθεση μουσική. Ό τύπος τού poeta θολογία. Τό θέμα είχε δοθεί: τά σημερινά ήθη καί έθιμα τού
minor. 2. Κ. ΙΙαλαμάς, Τά τραγούδια της πατρίδας μον, 2η εκδ., ’Αθήνα 1933,
Διαφορετική είναι ή περίπτωση τού ’Ιωάννη Παπαδιαμαν- Εισαγωγή, σ. ιβ’ (—"Απαντα, τόμ. 1, σ. 16). Ιίλ. καί έδώ σ. 190, σημ. 4.

188 189
10. 11 Γ Ε Ν Ι Λ T O T 1880 Κ Α Ι Ο ΠΛΛΛ.ΜΛΣ) Γ. Δ Ρ Ο Σ Ι Ν Π Σ

λαού καί ή παραβολή τους προς των άρχαίων. ' Η νεοελληνική Οί ποιητικές συλλογές τοϋ Δροσίνη διαδέχονται πολύ πυκνά
επιστήμη, πού τόσο την είχε ταράξει ή γνωστή θεωρία του Fall- ή μία τήν άλλη. Οί περισσότερο χαρακτηριστικές είναι οί δύο
m erayer για τή σλαβική καταγωγή των νεώτερων Ελλήνων, τής ώριμης ήλικίας του: Φωτερά σκοτάδια (1915) καί Κ λειστά
άντίκρουε τή θεωρία μέ τον πιο υπεύθυνο τρόπο, ερευνώντας βλέφαρα (1918)" ό ποιητής είναι πιά στά 55-60 χρόνια του καί
τις ’ίδιες τις ρίζες τής εθνότητας. 'Ο Πολίτης σέ όλη του τή σέ μιά εποχή όπου ό Παλαμάς έχει κιόλας συντελέσει τήν ποιη­
ζωή έκανε έργο του νά συλλέξει συστηματικά τις συνήθειες καί τική του πορεία. ’Αλλά ό Δροσίνης δέν επηρεάζεται άπό τήν
προπάντων τά μνημεία του λόγου τοϋ ελληνικού λαού, καί έδωσε πορεία τού συνοδοιπόρου" ούσιαστικά δέν έπιτελεϊ καμιά «πο­
(γύρω στα 1900) τή μνημειώδη έκδοση των ΙΙαροι,μιών καί των ρεία» καί μένει στον ίδιο περιορισμένο ποιητικό χώρο. Τήν ποίη­
Π αραδόσεω ν3 (πού δεν πρόφτασε δυστυχώς νά τις συμπληρώ­ σή του τή διακρίνει πάντα ή άνθρώπινη άξιοπρέπεια, στέκεται
σει)" το 1915 θά προσθέσει τις Ε κλογές από τα τραγούδια τοϋ όμως πιο πολύ στήν έπιφάνεια καί στή λεπτομέρεια. Τού λείπει
ελληνικόν λαοϋ, ενώ παράλληλα εκδίδει το περιοδικό Λ αογραφία, ή συνθετική πνοή" τά ποιήματά του είναι περισσότερο σκίτσα
καί στο τέλος τής ζωής του ιδρύει τύ Λαογραφικύ ’Αρχείο (πού ποιητικά" μιά μεμονωμένη ιδέα πού σαρκώνεται σέ ποίημα, μέ
θά ύπαχθεΐ άργότερα στήν ’Ακαδημία ’Αθηνών). ’Εκείνο που μιά έμφυτη, συμπαθητική ευκολία καί μέ αβρότητα πάντοτε καί
μας ενδιαφέρει έδώ άμεσα είναι πώς οί εργασίες αύτές τού Πο­ εύγένεια. Στις συλλογές τής γεροντικής ήλικίας θά έρθει νά
λίτη αποκάλυπταν στούς λογοτέχνες τής γενιάς του τον εξοχο προστεθεί καί μιά άλλη συμπαθητική νότα, ή συγκινημένη εύφο-
κόσμο τών λαϊκών παραδόσεων, στον όποιο έ'βρισκαν όχι μόνο ρία τών θαλερών του γερατειών" χαρακτηριστικοί θά είναι καί
πηγή γιά τις έμπνεύσεις τους, άλλα καί τή βαθύτερη συνείδηση οί τίτλοι: Ά λκυονίδες, Θά βραδυάζη, Σπίθες στη στάχτη. Δίπλα
τού έαυτοΰ των. Ό Δροσίνης θά τύ αναγνωρίσει αύτύ ρητά στήν στήν ήχηρή φωνή τού Παλαμά, ή έλάσσων κλίμακα τού Δρο­
αύτοβιογραφία του" καί το ίδιο θά πει άργότερα καί ό Παλαμάς. σίνη κρατεί τήν κομψή της ιδιοτυπία. Καί τύ 1925 όταν ό Πα­
λαμάς θά τού πει: Στο Δροσίνη — πώς άλβλιώς / νά σε π ώ ; δ
’Από τούς δυο ποιητές τού 1880 πού άναφέραμε παραπάνω, ό συνοδοιπόρος. . ., έκείνος θ’ άπαντήσει, μέ διακριτικότητα καί
Ν. Καμπάς (1857-1932) δεν έδωσε τίποτ’ άλλο άπύ τή νεανική μέ κάποια ίσως έλαφρή αύταρέσκεια:
του αύτή συίΔογή" τον ίδιο χρόνο έφυγε γιά τήν Αίγυπτο όπου
καί σταδιοδρόμησε ώς νομικός. ’Αντίθετα, ό Γεώργιος Δροσίνης Συνοδοιπόροι ναι, μ α ζ ί κινήσαμε
(1859-1951) θ’ άφιερώσει όλη τή μακριά ζωή του στήν ποίηση. στής Τέχνης το γλυκοξημέρω μα — όμως,
Ή δεύτερη συλλογή του, Σ τα λ α κ τΐτα ι (1881), δέ διαφέρει ου­ με τοϋ καιρού το πέρασμα, χαράχτηκε
σ ια σ τικ ά άπό τήν πρώτη" άλλα τά Ε ιδύλλια (1884) άποτελοΰν τον καθενός μας χω ριστός ό δρόμος: ■
κιόλας ένα σημαντικό σταθμό. «Οί Σ τίχ ο ι τού Καμπά πρωτο-
χαιρετοΰσαν κάποιο ξημέρωμα, τά Ε ιδύλλια σά νά τύ εβεβαιω-
ναν», έγραψε έμφαντικά ό ΙΙαλαμάς.4 'Η νέα γενιά ήταν τώρα ’Εσύ στής δάφνης τ ’ άκροκλώναρα απλοτσες
πιο ώριμη, είχε ξεπεράσει τύ στάδιο τών άναζητήσεων καί τα­ κι εγώ σε κάθε χόρτο καί βοτάνι'
χτοποιούσε τά κατακτημένα" ήταν συνάμα καί ή συλλογή πού στεφάνι έχεις φορέσει άπό δαφνόφυλλα —
έκανε γιά πρώτη φορά φανερή τήν εύεργετική έπίδραση τού λίγο θυμάρι τοϋ βουνού μου φτάνειΛ
λαογραφικοΰ κινήματος.
8. Μελέται περί τον βίου καί της γλώσσης τοϋ ελληνικού λαόν. Παροι-
μίαι, ϊ τόμοι, Α θήνα 1899-1902, Παραδόσεις, 2 τόμοι, ’Αθήνα 1904.
Φωτυμηχανική άνατύπιοση, ’Αθήνα 1965. 5. 'Ο Ιίαλαμας, στέλνοντάς του τή συλλογή του Οί Πεντασύλλαβοι,
4. Παλαμάς, ό.ττ. (Τή συνέχεια τής γνώμης τοϋ Ιίαλαμά παραθέσαμε δημ. στούς Δειλ.ονς καί σκλ.ηρονς στίχους (1928) ( 'Απαντα, τόμ. 9,
παραπάνω, σ. 189, σημ. 2). σ. 215). Δροσίνης, Φενγάτα χελιδόνια (1986).

19 0 19 1
10. II Ι 'Κ Ν Ι Λ T O T 1880 Κ Λ Ι Ο Π Λ Λ Λ Μ Λ Σ ΚΩ ΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

ΚΩΣΤΗΣ ΙΙΑΛΑΜΛΣ θετούς πόλους, πού είτε τούς δέχεται είτε τούς αρνιεται και τ°υ
δυό: καί τοΰτο καί εκείνο —ή ούτε τοΰτο οΰτε^εκείνο" η έντονη
Ό Κωστής Παλαμάς (1859-1943) ήταν αναμφισβήτητα άπό δράση καί ή άπόμερη ζωή, ή άρνηση καί ή θέση, η πίστη 5ίοα
τούς «νέους» ποιητές τού 1880 εκείνος πού τού έμελλε νά γίνει ή άπιστία. ’Εκείνο πού συνέχει δμως δλες αυτές τις αντιθεσειζ»
ό πιο αντιπροσωπευτικός τής γενιάς του καί άσφαλώς ένας άπο σάν τά άκραΐα δρια μιάς τροχιάς γύρω άπό έναν,^ τον ίδιο, κεν
τούς κορυφαίους τής νέας ελληνικής ποίησης. 'Όσο κι άν άρ­ τρικό πυρήνα, είναι δ,τι θά μπορούσαμε νά ονομάσουμε «νοηΐ1
γησε νά έκδηλωθεΐ (ή πρώτη του ποιητική συλλογή έκδίδεται τής τέχνης»- ένα ιδιαίτερο ποιητικό άντίκρισμα, μια βουλη^77!
μόλις τό 1886) ξεπερνά γρήγορα τή μέση στάθμη τής έποχής ποιητική. Τό ποιητικό του έργο ταλαντεύεται επίσης αναμ®σ*
καί μένει γιά πενήντα ως εξήντα χρόνια ή κεντρική φυσιογνωμία σέ δύο άκραία δρια, σ’ έναν ελάσσονα καί σ έναν μ,ειζονα
τής πνευματικής ζωής. Καί είναι τά πενήντα-έξήντα αύτά χρό­ είναι τά ποιήματα τά πιό λυρικά, δπου ψάλλει το σπίτι, την απ°__
νια, άπό την έκθρόνιση τοϋ ’Όθωνα (1862) ώς τή Μικρασιατική μέρη, «άσάλευτη» ζωή (αύτό πού ό ίδιος ονόμασε «λυρισμό τ °υ
καταστροφή (1922), χρόνια άποφασιστικά στην ιστορία τής νεώ- εγώ »), καί τά άλλα («ό λυρισμός τοϋ έμεΐς»), όπου εκτεινετ ^
τερης Ελλάδας: κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη, πόλεμος τοϋ σέ μεγαλύτερες επικές συνθέσεις, σέ «μεγάλα οραματα». Στ0)'
1897, Βαλκανικοί πόλεμοι, ό Διχασμός, ό Α' Παγκόσμιος Πό­ καιρό του είχε ύπερεκτιμηθεί ό ποιητής τοϋ μειζονος τονου
λεμος καί ή Μικρασιατική εκστρατεία (βλ. κεφ. 14, σ. 251-52). δοκιμασία τοϋ χρόνου φαίνεται δτι περισσότερο αντεξαν τα ποιη
Παράλληλη στάθηκε καί ή άνοδος καί ή ώρίμανση στον πνευ­ ματα τοϋ άλλου τόνου.
ματικό τομέα. 'Η φιλολογική ζωή πλάταινε τά ένδιαφέροντά
της καί άποκτοΰσε διαστάσεις πού ξεπερνοΰσαν τόν έως τότε Ό Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε τό 1859 στην Πατρα, όπου 0
περιορισμένο στενό ελληνικό χώρο. Στήν άνοδο αύτή στέκει ό πατέρας του υπηρετούσε δικαστικός. Ε φτά χρόνων έχασε τη
Παλαμάς πρωταγωνιστής· όχι μόνο μέ τήν ποίησή του, αλλά _____ L___ του
μητέρα ____ καί
____ τόν ______
'
πατέρα L___ ____
του_ καί άνατράφηκε
. .. ' λ
στό σπίτι ^εν°
v e * rr-rr\ m r t 'T t . ε

καί μέ τήν δλη του κριτική στάση καί μέ τή διαρκή του πα­ θείου του στό Μεσολόγγι, άπό οπού καταγόταν η οικογενε1·
ρουσία. "Αν στήν περίοδο τής δημιουργικής άνόδου δεσπόζει στο του· τό 1875, δεκαέξι χρόνων, έρχεται για σπουδές στην Αθήν°9
πολιτικό πεδίο ή πολιτική μεγαλοφυΐα τοϋ ’Ελευθερίου Βενιζέ- δπου άρχίζει νά δημοσιεύει ποιήματα σέ ημερολόγια της ε710
λου, στό πνευματικό πεδίο ή άντίστοιχη ήγετική μορφή είναι χής καί στον Ρ α μ π α γ ά , καί τό 1886, άργά σχετικά, εκδίδει τήν
αναμφισβήτητα ό Κωστής Παλαμάς. πρώτη του ποιητική συλλογή, Τά Τραγούδια τής π α τριδος μ°^'
’Αλλά στέκεται καί ή ποιητική, ή καθαρά λυρική του προ­ Τό 1889 τό μακρύ του ποίημα 'Ο ”Υμνος τής Αθήνας βραβευ-^
σφορά, στό ’ίδιο υψηλό βάθρο; 'II κριτική πολλές φορές τοϋ τό ται στόν Α' Φιλαδέλφειο διαγωνισμό (εΐσηγητης-0 Ν. Γ. I 0
αμφισβήτησε, σέ κάποιο ορισμένο ποσοστό τοϋ τό αμφισβητεί λίτης), καί ή βράβευση αύτή ήταν σάν μιά επίσημη καθιερω#7!
άκόμα καί σήμερα. Μίλησαν γιά τή μεγαληγορία του, για τήν τής νέας ποιητικής σχολής. Ό Παλαμάς βραβεύεται και στ°
έλλειψη βάθους, γιά τήν απουσία τοϋ άδολου λυρισμοΰ, γιά τήν Β' Φιλαδέλφειο, τό 1890" ή συλλογή, Τά Μ ατια τής ψ νχ ή ς^ °ν^
«άντιποιητικότητά» του. "Οσο περνά όμως ό καιρός, τόσο καί δείχνει, καί μέ τό στίχο τοϋ Σολωμοΰ πού χρησιμοποιεί Ύ)α
περισσότερο εδραιώνεται ή πεποίθηση πώς καί ή καθαρά λυρική τίτλο, πόσο άπό τότε επιζητούσε ένα συνειρμό αναμεσα στη)
του προσφορά είναι μεγάλη, καί πώς ή έλληνική ποίηση παίρνει ’Αθηναϊκή σχολή, δπου είχε τις ρίζες του, και στη σολωμι·^
μέ τόν Παλαμά ένα διαμέτρημα πού δέν τό είχε άπό τόν καιρό παράδοση, πού τώρα σιγά σιγά τήν άνακάλυπτε. Ολες ομ
τοϋ Σολωμοΰ. Φυσικά, σέ ένα έργο ποσοτικά τόσο εκτεταμένο, αύτές οί πρώιμες συλλογές, βραβευμένες ή οχι, δεν εκφραζ01^
συχνές είναι οί κάμψεις καί οί άτυχες στιγμές. Δέν είναι όμως άκόμα τήν προσωπικότητά του- ό ποιητής αγωνίζεται να ^
αυτές πού βαραίνουν. τρωθεΐ άπό τις συμβάσεις καί τούς κοινούς τοπους τής εποχ7]?
'Η κριτική παρατήρησε ότι στήν ποιητική σκέψη τοϋ Παλαμά καί νά πάρει τό δικό του πέταγμα. ( t ^
κυριαρχεί ένας δυαδισμός, μιά ταλάντευση άνάμεσα σέ δυό άντί- Αύτό μπορούμε νά πούμε πώς έπιτελεΐται για πρώτη φ°Ρ
19 2 19 3
10. Η Γ Ε Ν Ι Α T O T 1880 Κ Α Ι Ο Π Λ Λ Α Μ Λ Σ Κ Ω ΣΤΙΙΣ ΠΛΛΑΜΛΣ

μέ τις « Iίατρίδες», μιά σειρά άπό δώδεκα έξοχα παρνασσιακά τά «μεγάλα οράματα», στήν ίδια πάντα συλλογή, ό «Άσκραΐος»
σονέτα, πρωτοδημοσιευμένα το 1895 καί περασμένα υστέρα στήν (δηλ. ό Ησίοδος) είναι ένα μακρύ εμπνευσμένο ποίημα, οπού
’Α σάλευτη ζωή. ’Λκολουθοϋν, ό ένας μετά τόν άλλον, σημαντι­ γίνεται ή προσπάθεια γιά ένα συνθετικό άντίκρισμα τοϋ κόσμου,
κοί σταθμοί: "Ιαμβοι κ α ι ’Α νάπαιστοι (1897), Ό Τάφος (1898). μέ πολλές επιδράσεις άπό άπόκρυφες θεωρίες καί τον ορφισμό.
Οί πρώτοι είναι μιά μικρή συλλογή άπο σαράντα ποιήματα
στιχουργικά ομοιόμορφα: τρία τετράστιχα όπου εναλλάσσονται Τή σειρά αύτή τή συνεχίζει τό μεγάλο συνθετικό ποίημα, το
στίχοι ιαμβικοί καί άναπαιστικοί —ένα σπάσιμο τοϋ παραδο- πιο άντιποοσωπευτικό τής ποίησής του, Ό Λ ωόεκάλογος τον
μένου δεκαπεντασύλλαβου καί μαζί μιά άνάμνηση άπο τή στροφή Γύφτου (1907)· είναι χωρισμένο σέ δώδεκα «λόγους» (άσμα­
του Κάλβου, πού ό ΓΙαλαμάς αισθανόταν ιδιαίτερα τήν εποχή τα) καί σέ ποικίλους ρυθμούς, μέ κυρίαρχο έναν έντελώς ιδιό­
εκείνη τή γοητεία τής μουσικής του. Στη συλλογή διακρίνουμε τυπο ελεύθερο τροχαϊκό στίχο. Το κεντρικό πρόσωπο, ό Γύ­
καί κάτι άλλο, τήν πρώτη εμφάνιση τοϋ συμβολισμού στήν ελ­ φτος, περνά όλα τά σκαλοπάτια τής άρνησης, μιας άρνησης ολο­
ληνική ποίηση· ό,τι γύρευαν οί γάλλοι συμβολιστές, αύτό το κληρωτικής, νιχιλιστικής, πρός όλους καί προς όλα, ώσπου νά
κάτι το άπιαστο καί το άόριστο, κι άκόμα μιά προέκταση των τόν συμφιλιώσει στό τέλος μέ τή ζωή ένα βιολί. Γό σύμβολο
λέξεων πέρα άπο το νοηματικό τους περιεχόμενο, υπάρχει στούς μπορεί νά είναι άρκετά διαφανές, άλλά ό ποιητής ξεφεύγει απο
Ίαμβους καί ’Α νάπαιστους. 'Ο Jean Moréas, ποιητής των τόν κίνδυνο αύτόν, πρώτα πρώτα γιατί τό ποίημα, στήν πλατιά
S ta n ces, περαστικός τότε άπο τήν ’Αθήνα, προσέχει τά ολιγό­ ροή του, πότε άγγίζει περιοχές καθαρά έπικές καί πότε βαθαίνει
στιχα ποιήματα καί τά τιμά ιδιαίτερα. σέ εύτυχισμένες στιγμές γνήσιας λυρικής έμπνευσης. 'Ύστερα,
ό ποιητής είχε τήν εύστοχη ιδέα νά τοποθετήσει τή δράση μέσα
τΟ Τάφος τοϋ 1898 είναι κι αύτή συλλογή μικρή, περιορι­ σ’ ένα πλαίσιο ιστορικό, στις παραμονές τής 'Άλωσης, κι αύτό
σμένη σ’ ένα άποκλειστικο θέμα, το θρήνο γιά το θάνατο τοϋ δίνει ζωή καί μιά θαυμαστή πολυχρωμία στήν έκθεσή του' μέ
μικρού του γιου. ’Αλλά ή επόμενη συλλογή, ΊΊ ’Ασάλευτη ζω ή επιτυχία π.χ. μπλέκονται στή δράση οί λόγιοι πού φεύγουν άπό
(1904), είναι μιά άπο τις πιο σημαντικές, καί συνάμα καί άπο τήν Κωνσταντινούπολη γιά τή Δύση, ή τό κάψιμο τών έργων
τις πιο πλούσιες, καθώς συγκέντρωνε ποιήματα τής τελευταίας τοϋ νεοπλατωνιστή Γεωργίου Γεμιστού-ΙΙλήθωνα. Καί (το
δεκαετίας, άρχίζοντας άπο τις «Πατρίδες» πού άναφέραμε. Σέ σπουδαιότερο) μέ τόν τρόπο αύτό, οί ιδέες καί ή προβληματική
ενότητες όπως «'Ο Γυρισμός» ή «Στίχοι σέ γνωστό ήχο» ό τού ποιήματος ενώνονταν μέ τις σύγχρονες άνησυχίες, μέ τούς
ποιητής άντλεΐ άπό τις άναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας κά­ αγώνες καί τις επιδιώξεις τής εποχής. ' Η χρονιά τής έκδοσης
ποιους έλάσσονες ήχους «πού ξυπνούν εντός του σάν καημοί». (1907) είναι σημαδιακή: δέκα χρόνια-μετά τήν ήττα τοϋ 1897
' Η «Φοινικιά», ένα μεγάλο ποίημα σέ δεκατρισύλλαβες όχτά- καί πέντε πριν άπό τούς Βαλκανικούς πολέμους' βρίσκεται στή
βες έξοχα στιχουργημένες, είναι ένα άπό τά λυρικότερα καί μέση τής δεκαπενταετίας τής δημιουργικής άνόδου που εκθέσαμε
τά πιο άρτια τοϋ Παλαμά καί, ίσως άκριβώς γ ι’ αύτό, άπό παραπάνω, τής εποχής, όπως τήν είπαν, τοϋ «Sturm und
τά περισσότερο δυσκολονόητα. Είναι γραμμένο το 1900, καί ό Drang», καί είναι ή πιο έγκυρη κατακύοωσή της μέ τόν ποιη­
χρόνος αύτός, ή καμπή άπό τον έναν αιώνα στον άλλον, είναι, τικό λόγο. Τά λόγια τοϋ Προφήτη στον 8ο λόγο, τά ένιωσαν
μπορούμε νά ποΰμε, κι ένα ορόσημο στήν ποίησή του- στά επό­ τότε οί σύγχρονοι σάν πραγματικά προφητικά καί γιά τό έθνος:
μενα χρόνια θά ύπερισχύσει ή τάση του γιά τις μεγαλύτερες
συνθέσεις, γιά τα «μεγάλα οράματα»,6 άφήνοντας το καθαρό λυ­ γ ιά τ’ άνέβασμα ξανά πού aè κ α λεϊ
ρικό βάθος, όπου είχε φτάσει μέ τή «Φοινικιά». Πρώτο άπό ()<ϊ αίστανθεϊς νά σου φυτρώνουν, ώ χαρά !
6. ((Άπο τά μεγάλα οράματα» είναι ό τίτλος τής τελευταίας ενό­ τά φτερά,
τητας τής ’Ασάλευτης ζωής, πού περιέχει τά εκτενέστερα ποιήματα «Ό τά φτερά τά πρω τινά σου τά μεγάλα !
Άσκραΐος» καί «Οί άλυσίδες».
194 195
10. Η Γ Ε Ν Ι Λ T O T 1880 Κ Α Ι Ο Π Α Λ Λ Μ Α Σ
Κ Ω ΣΤΙΙΣ 1ΙΛΛΛΜΑΣ
Τήν εποχή αύτή οί λόγιοι, άνακαλύπτουν το Βυζάντιο, κι αύ- Γ ιαννιώ τικα, σμυρνιώ τικα, πολίτικα,
το αποτελούσε παράλληλα καί μια στενότερη οικείωση μέ τις μακρόσυρτα τραγούδια άνατολίτικα,
ρίζες τής έθνικής ζωής" μελετούσαν τη βυζαντινή ιστορία, τή λυπητερά,
φιλολογία, τήν τέχνη, κι αύτό οχι μόνο στήν Ελλάδα, άλλα καί πώ ς ή ψυχή μου σέρνεται μ α ζ ί σας !
στο έξωτερικό (ας θυμηθούμε τα ονόματα του Krumbacher καί Ε ίναι χυμένη άπό τή μουσική σας
του Schlumberger). ’Επηρεασμένος άπό τή Β υζαντινή επο­ καί πάει μέ τά δικά σας τά φτερά.
π οιία, τήν ιστορική σύνθεση τοΰ τελευταίου, γράφει ό Παλαμας («’Ανατολή»)
μιαν άλλη μακρόπνοη, επική σύνθεση, τή Φλογέρα τον Β α σιλιά
(1910), σε δώδεκα «λόγους» κι αύτή, καί σέ δεκαπεντασύλλα­ 'Η Π ολιτεία καί ή μοναξιά —ό τίτλος είναι χαρακτηριστικός
βους στίχους. Είναι μια ποιητική καταξίωση τοΰ Βυζαντίου στή γ ι’ αύτό πού ονομάσαμε δυαδισμό τοΰ Παλαμα— συγκεντρώνει
μεγάλη του ακμή κατά τή Μακεδονική δυναστεία, καί μιά έξι- ποιήματα είτε σχετικά μέ εθνικά γεγονότα (όλο τό τελευταίο
στόρηση τοΰ ταξιδιού τού Βασιλείου Β' στήν κυρίως Ελλάδα βιβλίο άναφέρεται στόν πόλεμο τοΰ 1912 πού μόλις είχε άρ-
ως τήν ’Αθήνα (σύμβολο τής ένότητας τού αρχαίου με τον βυ­ χίσει) είτε πού άνταποκρίνονται στα «μυστικά μιλήματα» τής
ζαντινό κόσμο καί τής συνέχειας στή νεοελληνική παράδοση). ψυχής (ένα μικρό άριστούργημα τό «Ρόδου μοσχοβόλημα»). Πε­
Ό Παλαμας θεωρούσε τό έργο αύτό τό σπουδαιότερο του, άλλα ρισσότερο άφιερωμένοι στόν μείζονα τόνο είναι οί Β ω μοί, η
είναι άμφίβολο αν οί ποιητές κρίνουν σωστά τά ΐδια τους τά συλλογή τοΰ 1915, μέ πολλά μεγάλα συνθετότερα τραγούδια.
έργα- με τήν πλατιά του ροή τό έργο γίνεται πολλές φορές κου­ Ό ίδιος έγραψε7 πώς «συμπληρώνουν τήν Α σάλευτη ζωή σε
ραστικό, ό δεκαπεντασύλλαβός του εισάγει πολλές καινοτομίες τόνο παθητικότερο, πιό συγκρατητό, στή σκέψη δραματικότε­
χάνοντας στο τέλος τήν πατροπαράδοτη αρμονία του, ή υφή τοΰ ροι, στό στίχο δουλεμένοι στήν εντέλεια». Μιά συλλογή τής
ποιήματος είναι περισσότερο βιβλιακή καί λιγότερο επική. ’Αλ­ ωριμότητας.
λά ή ποιητική τέχνη τοΰ Παλαμα βρίσκεται εδώ στήν πλήρη Σάν συνέχεια τής Π ολιτείας καί μοναξιάς, Τά Π αράκαιρα
της ωριμότητα, καί στή σύνθεση τής γλώσσας καί τοΰ στίχου (1919) δηλώνουν καί μέ τόν τίτλο τους πόσο ό ποιητής έβρισκε
πλεκει μέ πολλή μαστοριά άναμνήσεις άπό λόγια άλλα καί άπό τόν έλάσσονα τόνο τους άταίριαστο μέσα σ έναν κοσμο που μό­
δημώδη κείμενα βυζαντινά (άπό τόν Διγενή π.χ. ή τά Έ ρω το- λις είχε βγει άπό τή δοκιμασία τοΰ Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
παίγνια). Οί συλλογές πού θ’ άκολουθήσουν δείχνουν όμως κιόλας μιά
κάμψη —ό ποιητής έχει περάσει τά εξήντα. Συχνά αναδημο­
"Τστερ’ άπό τις δυό μεγάλες αύτές ποιητικές συνθέσεις, ό Πα- σιεύει απλώς παλαιότερα ποιήματά του, κάνει δηλ. ένα δεύτερο
λαμάς συγκέντρωσε τό 1912 σέ δυό τόμους 6,τι θά μπορούσαμε κρισάρισμα, άλλες φορές πάλι επιδίδεται, μέ τό πάθος γιά τή
νά ονομάσουμε λυρικά παραλειπόμενα: Οί Κ αημοί της λιμνο­ μορφή πού τόν διακρίνει,, στήν επίμονη καλλιέργεια μιας ορι­
θάλασσας καί 'Η Π ολιτεία καί ή μοναξιά. Ή λιμνοθάλασσα σμένης στιχουργικής μορφής: Τά Δ εκατετράστιχα (σονέτα μέ
είναι τοΰ Μεσολογγιοΰ, καί τά ποιήματα λυρικές άναπολήσεις πολύ έλευθεριότερη καί χαλαρή τεχνική), Οί Π εντασύλλαβοι καί
άπό τή ζωή του έκει. ’Εδώ βρίσκονται δυό άπό τά πιό μουσικά τά Π αθητικά κρυφ ομιλήματα (1925). Οί Δειλοί καί σκληροί
του ποιήματα. στίχ ο ι (πού τούς τύπωσαν φίλοι του στήν ’Αμερική, στό Σικάγο
τό Ì928) είναι, όπως ρητά τό γράφει στόν πρόλογο, «περισυλ-
Τά πρώ τα μου χρόνια τ’ άξέχ α στα τά ’ζησα λεγμένοι άπό τά βάθη θηκών καί φακέλων πού άνήκουν σέ κάθε
κοντά σ τ’ ακρογιάλι, λογής περιόδους τής ζωής μου» —δέν προσφέρουν τίποτα τό άξι-
στη θάλασσα εκεί τή ρηχή κ α ί τήν ήμερη, όλογο γιά τήν ολοκλήρωση τής φυσιογνωμίας του- τό ίδιο μπο-
στή θάλασσα εκ εί τήν π λα τιά, τή μεγάλη.
7. Σέ σχέδιο γιά έναν πρόλογο ατούς Βωμούς, δημοσιευμένο στήν
(«Μιά πίκρα») Ποιητική του (1933) (—'Άπαντα, τόμ. 10, σ. 542).
19 6 197
10. II Γ Ε Ν Ι Α Τ Ο Γ 1880 Κ Α Ι Ο Ι Ι Λ Λ Λ Μ Λ Σ Κ Ω ΣΤΙΙΣ Π ΑΛΑΜ ΑΣ

ροϋμε νά πούμε καί για τά Π εράσματα καί χαιρετισμούς (1931), όπου κυριαρχούσε στό θέατρο ό νατουραλισμός. Ί1 ήρωίδα είναι
την προτελευταία συλλογή του. Α ντίθετα όμως Ο Κύκλος των δοσμένη μέ ένάργεια: ό εξαιρετικός, ασυμβίβαστος άνθρωπος,
τετράστιχω ν (1929) καί περισσότερο ΟΙ Νύχτες τού Φ ήμιον πού δέν τόν καταλαβαίνουν οί άλλοι, ούτε καν αύτοί πού τούς
(1935), ή τελευταία του συλλογή, έχουν κάτι το εντελώς ιδιαί­ αγαπά καί τήν άγαποΰν.
τερο. 'Ο ποιητής των μεγάλων επικών συνθεμάτων, που τόσο Τέλος ό Παλαμάς έχει γράψει ένα πλήθος άρθρα σέ έφημε-
συχνά κατηγορήθηκε γιά μεγαλοστομία, δοκιμάζει τό>ρα τή φω ­ ρίδες καί περιοδικά' σ’ ένα χρονικό διάστημα μάλιστα, πιεζό-
νή του στήν περιορισμένη κλίμακα του τετράστιχου. '11 φωνή μενος άπό οικονομικές άνάγκες, άρθρογραφοϋσε σχεδόν καθη­
βέβαια δεν έχει πιά τήν πρωτύτερη δύναμη, είναι μιά φωνή χα­ μερινά (στήν καθαρεύουσα καί μέ τήν υπογραφή W) στήν έφη-
μηλή, γερασμένη' ή μελαγχολία της όμως καί ή νοσταλγική μερίδα ’Ε μπρός. Ή λαμπρή Β ιβλιογραφ ία Κ ω στή Π αλαμά του
αναπόληση τήν κάνουν ιδιαίτερα συμπαθητική, καί ό θελημένος Γ. Κ. Κατσίμπαλη άριθμεΐ 2.500 «μελέτες, άρθρα, σημειώμα­
αύτός περιορισμός στο απέριττο μετρικό σχήμα πυκνώνει πολ­ τα». 'Ορισμένα άπ’ αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία καί σωστά
λές φορές τήν έκφραση, καί μέ τήν ελλειπτική της διατύπωση έχουν συμπεριληφθεΐ στή σειρά των 'Απάντων πού έξέδωσε τό
τής δίνει μιά ένταση δραματική: «'Ίδρυμα Παλαμά»8. ’Ιδιαίτερη μνεία πρέπει νά γίνει γιά τά
Κ υριακή. Π αιδάκι. Τοϋ δασκάλου πάψη. μαχητικά του άρθρα (στάθηκε πάντα άγωνιστής γιά τή δημο­
Γλύκα τοϋ σπ ιτιού. Ζωούλα στ’ άκρογιάλι. τική γλώσσα καί δέ λύγισε σέ δύσκολες στιγμές), καί άκόμη
Τώρα τήν προσμένο) τή μεγάλη γιά τά άρθρα καί τις μελέτες πού άναφέρονται σέ θέματα τής
Κ υριακή■για πάντα, λέω, Οά μ ’ άναπάψει. νεοελληνικής φιλολογίας. Ά πό τήν άποψη αύτή είναι ό πρώτος
φιλόλογος νεοελληνιστής" μίλησε γιά όλες σχεδόν τις σημαντικές
Οί Νύχτες τοϋ Φ ήμιον έχουν τή χρονολογία 1931-32' γιά μορφές τής νεοελληνικής φιλολογίας καί μίλησε έγκυρα, μέ τήν
τά υπόλοιπα δέκα χρόνια τής ζωής του ό Παλαμάς σωπαίνει οξυδέρκεια τοϋ κριτικού, τήν άκριβολογία τοϋ φιλόλογου επι­
ποιητικά —καί ορισμένα φωτεινά διαλείμματα δέν άρκοϋν νά στήμονα καί τήν ευαισθησία τοϋ ποιητή. Είναι ό πρώτος πού
σπάσουν το σκοτάδι τής σιωπής, πού καί τόν ’ίδιον οδυνηρά τόν «άνακάλυψε» τόν Κάλβο, έγραψε εύστοχες μελέτες γιά τό Βη-
έπίεζε. Πέθανε τό Φεβρουάριο τοϋ 1943, μέσα στήν περίοδο λαρά καί τόν Τυπάλδο, τό Μαρκορά, τόν Κρυστάλλη, καί άκόμα
τής εχθρικής κατοχής. Στήν κηδεία του μαζεύτηκε αύθόρμητα (σέ εποχή γλωσσικής μισαλλοδοξίας) έπισήμανε τις άρετές κα-
κόσμος άπό κάθε τάξη καί άπό κάθε ηλικία- ή μακρόχρονη καί θαρόγλωσσων ποιητών όπως ό Παπαρρηγόπουλος καί ό Βα-
συνεπής θητεία του στήν ποίηση είχε καταστήσει τό όνομά του λαβάνης. Μέ τις μελέτες αυτές προβάλλει ή μορφή τοϋ Πα­
σύμβολο. Καί ό κόσμος τιμούντας τόν πεθαμένο ποιητή είχε συ­ λαμά ώς υπεύθυνου πνευματικού άνθρώπου, όπως τόν σημειού-
νάμα τή συναίσθηση πώς έπρόβαινε σέ μιά βουβή άλλά (αποφα­ σαμε πιό πριν.
σιστική πράξη εθνικής άντίστασης.*
8. ’Έχουν συμπεριληφθεΐ κυρίως στους τόμους 8 καί 12-16.
*0 11αλαμάς είναι, μπορούμε νά ποϋμε, πριν άπ’ όλα ποιητής'
ή προσωπικότητά του διαγράφεται καί όλοκληραίνεται στις δε­
καοχτώ ποιητικές συλλογές του. Τό πεζογραφικό του έργο δέν
είναι σημαντικό' άπό τά λιγοστά του διηγήματα, πού τά δη­
μοσίευσε άνάμεσα στά 1884-1900, τό πιό σημαντικό είναι ό
Θάνατος παλικαριοϋ, όπου μέ έπιτυχία έχει διαγράφει μιά πα­
λικαρίσια αντίληψη τής ζωής καί τής δυστυχίας, χαρακτηριστικά
νεοελληνική. ’Ιδιαίτερη σημασία έχει τό μοναδικό θεατρικό του
έργο Τρισεύγενη (1903), ένα ποιητικό δράμα μέσα σέ μιά εποχή
19 8 19 9
TO I I Θ Ο Γ Ρ Λ Φ Ι Κ Ο Δ Ι Ι Ι Γ Ϊ Ι Μ Λ

ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Στόν Λονκή Λάρα (πού πρωτοδημοσιεύτηκε τό 1879) τά


περιστατικά έκτυλίσσονται μέσα στά πλαίσια τής Επανάστα­
Η ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ 1880 σης τού 1821, ό ήρωας όμως δέν παίρνει ενεργό μέρος στά γεγο­
ΤΟ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ νότα. Ή διήγηση άρχίζει στή Σμύρνη στά 1821, καί έξακολου-
θεΐ στή Χίο, όπου βρίσκει τόν ηρώα ή μεγάλη καταστροφή καί
ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΎΧΑΡΗΣ ή σφαγή τού 1822" καταφεύγοντας στήν Τήνο άσκεΐ μέ έπι-
τυχία τό εμπόριο, ενώ ή άπήχηση άπό τά περιστατικά τού ’Α­
ΤΟ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ γώνα μάς έρχεται άπό μακριά. 'Η άντιρομαντικη, ρεαλιστική
αύτή τοποθέτηση δίνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στό βιβλίο" άλλωστε
'Η μεταβολή του 1880 στάθηκε ένα κίνημα πνευματικό γενι­ στόν ίδιο βασικό τόνο είναι ταιριασμένοι καί οί χαρακτήρες (ο
κότερο. Ή άπομακρυνση άπό το ρομαντισμό καί ή προσήλωση έμπορος αυτός, γεμάτος άγαθότητα καί καλοσύνη), οί εκφρα­
στό οικείο καί στο συγκεκριμένο ευνόησαν ιδιαίτερα την πεζο­ στικοί τρόποι, άκόμα καί ή γλώσσα: καθαρεύουσα βέβαια, αλ­
γραφία, η οποία, εγκαταλείποντας το ιστορικό μυθιστόρημα τής λά μιά καθαρεύουσα μετριοπαθής, χωρίς τούς άρχαϊσμους του
παλιάς ’Αθηναϊκής σχολής, στράφηκε προς το σύντομο διήγημα, Ραγκαβή ή τού Παύλου Καλλιγά.
ιδιαίτερα στο διήγημα, όπως το ονομάζουμε, το ηθογραφικό, 'Ο Αουκής Αάρας σημείωσε μεγάλη επιτυχία, μεταφράστηκε
έκεΐνο δηλ. πού περιγράφει τήν έλληνική ύπαιθρο, το ελληνικό σέ πολλές γλώσσες καί επηρέασε άποφασιστικά τούς μεταγε­
χωριό καί τούς απλοϊκούς του κατοίκους. Μπορούμε να πούμε νέστερους. ’Αλλά καί ό Βικέλας, επηρεασμένος μέ τή σειρά του
πώς καθαρή λογοτεχνική πεζογραφία τώρα για πρώτη φορά δη- άπό αύτούς, έγραψε στή δεκαετία 1880-90 μιά σειρά γνήσια η­
μιουργεΐται στή νεοελληνική λογοτεχνία- στά περιορισμένα πλαί­ θογραφικά διηγήματα, όπου διακρίνουμε (άρετή είτε μειονέ­
σια τού διηγήματος ή συγκέντρωση στόν ενα κεντρικό χαρα­ κτημα) τήν ίδια «μεσότητα». Στό πιό πετυχημένο ίσως, τόν
κτήρα ή στό ενα περιστατικό επιτρέπουν καί τή λογοτεχνικό- «Παπα-Νάρκισσο» παρουσιάζεται μέ συμπάθεια καί ένάργεια
τερη έπεξεργασία. ’Από τήν άλλη μεριά, τό λαογραφικό κίνημα ό χαρακτήρας ενός νεαρού νιόπαντρου παπά, πού μέ τήν άγα­
άνοιγε τό δρόμο προς τήν εκμετάλλευση τής ζωής τού χωριού θότητα καί τήν έσωτερική ευγένεια (πού είναι χαρακτηριστικό
καί τού πλούτου των λαϊκών παραδόσεων. τών περισσότερων ηρώων τού Βικέλα) κατορθώνει νά υπερνι­
Στό μεταίχμιο άνάμεσα στό ιστορικό μυθιστόρημα καί στό κήσει τόν άποτροπιασμό πού τού πρόκαλούσε ή θέα τού άνθρώ-
ήθογραφικό διήγημα βρίσκεται ό Αουκής Αάρας τού Δημητρίου που πού ψυχορραγεί καί νά βγει άλλος άνθρωπος άπό τή δο­
Βικέλα (1835-1909). Τό συγγραφέα του τόν είδαμε άνάμεσα κιμασία.
στους λίγο παλαιότερους στήν ηλικία οί όποιοι ταλαντεύονταν
άνάμεσα στό παλιό καί στό καινούριο. ’Αφού απόκτησε κάποια 'Ο πραγματικός εισηγητής τού ήθογραφικοΰ διηγήματος στή
οικονομική άνεση ώς έ'μπορος στό Λονδίνο (1852-1872), έζησε νεοελληνική λογοτεχνία είναι ό Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896),
στό Παρίσι, οπού σχετίστηκε μέ τούς έκεΐ ελληνιστές καί επη­ πού τόν είδαμε κι αύτόν ώς ποιητή νά ταλαντεύεται άνάμεσα
ρέασε τήν έπιστημονική έρευνα τής πρωιμότερης λογοτεχνίας. στό παλιό καί στό καινούριο (βλ. σ. 188). Γεννήθηκε στη Βι-
’Από τό 1896, όπου έρχεται οριστικά στήν ’Αθήνα, άναπτύσσει ζύη, μιά κωμόπολη τής ’Ανατολικής Θράκης. 'Ύστερα άπό στε­
έντονη πνευματική καί κοινωνική δράση, κυρίως στό «Σύλλογο ρημένα παιδικά χρόνια στήν Πόλη καί στήν Κύπρο, με υπο­
πρός διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων», πού τόν ίδρυσε ό ίδιος. Σέ τροφία ένός πλούσιου ομογενή, σπουδάζει άνετα στήν ’Αθήνα
νεανική ηλικία είχε μεταφράσει πολλές άπό τις τραγωδίες τού καί έπειτα στή Γερμανία (άπό τό 1874 ώς τό 1882) φιλοσοφία
Σαίξπηρ, χωρίς ποιητική πνοή καί σέ γλώσσα πλαδαρή καί καί ψυχολογία, καί παίρνει τό 1881 στή Λιψία τό διδακτορικό
άκαλαίσθητη, ωστόσο άπό τις μεταφράσεις αύτές γνώρισε τό δίπλωμα. Τό πέρασμά του άπό τό Παρίσι καί ή γνωριμία του
ελληνικό κοινό άπό τή σκηνή τόν άγγλο δραματουργό. μέ τόν Βικέλα τόν ωθούν πρός τό διήγημα, καί σέ δύο μόνο χρό-
200 201
11. II Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α M E T A TO 1880 Κ Α Ι Ο Μ 'Τ Χ Λ Ρ Ι Ι Ε ΤΟ Ηί - Ι ΟΓΡΛΦΙ ΚΟ Δ Ι Η Γ Η Μ Α . Γ. Β Ι Ζ Π Ι Ν Ο —

νια, το 1883 καί το 1884, έχει κιόλας δημοσιεύσει τά περισσό­ κοροϊδευτικό παρατσούκλι Μοσκώβ Σελήμ. '11 συγκινητική του
τερα άπό τα διηγήματά του. 'Υφηγητής στο 11ανεπιστήμιο το ιστορία μάς δίνεται άπό τό ίδιο του τό στόμα σέ μιαν απλή καί
1884 μέ μια μελέτη για τή Φ ιλοσοφία τον καλόν παρά Ιΐλ ω - ζωηρά χρωματισμένη δημοτική.
τίνω , έγραψε καί άλλες ψυχολογικές μελέτες καί διδακτικά εγ­
χειρίδια ως το 1892 όπου μιά διανοητική ταραχή τοϋ κλείνει 'Η εμφάνιση τών διηγημάτων τοΰ Βιζυηνοΰ τό 1883 ήταν
τή σταδιοδρομία. σαν νά έδωσε τό σύνθημα, καί στά επόμενα πέντε χρόνια δημο­
«Το αμάρτημα τής μητρός μου» είναι το πρώτο διήγημα τοϋ σιεύονται τά πρώτα διηγήματα τών περισσότερων γνωστών διη-
Βιζυηνοΰ —καί το πρώτο καθαυτό νεοελληνικό διήγημα. Ή γηματογράφων. Τό αίτημα ήταν άλλωστε διάχυτο στήν ατμό­
κεντρική μορφή τής μητέρας (τής μητέρας τοϋ ίδιου τοϋ Βι- σφαιρα. Τόν ίδιο χρόνο, 1883, τό έγκυρο περιοδικό 'Ε στία (πού
ζυηνοϋ), πού άθελά της έπλάκωσε στον ύπνο της τή μικρή της εύνοοΰσε τά νεωτεριστικά κινήματα) προκηρύσσει διαγωνισμό
κόρη καί πού το «αμάρτημα» αύτό τή βασανίζει γιά όλη της γιά τή συγγραφή διηγήματος, μέ τόν χαρακτηριστικό όρο «τό
τή ζωή, είναι δοσμένη σέ όλη της τήν τραγικότητα καί τήν θέμα νά έχη ύπόθεσιν ελληνικήν»’ τήν ελλανόδικο Επιτροπεία
ανθρώπινη τρυφερότητα. Καί τά άλλα διηγήματα άναφέρονται άποτελοΰσαν ό Ε. Ροΐδης, ό Σπ. Λάμπρος καί ό Ν. I . Πολίτης.
στις αναμνήσεις τοϋ συγγραφέα καί άποδίδουν το περιβάλλον τοϋ Τό βραβείο τό πήρε ό Γ. Δροσίνης, τόν έπαινο ό Μ. Μητσάκης
θρακιώτικου χωρίου, όπου έναν ιδιαίτερο χρωματισμό δίνει ή (παιδί τότε δεκαπέντε χρόνων). Ό διαγωνισμός έπαναλήφθηκε
συνύπαρξη τοϋ ελληνικού μέ το τουρκικό στοιχείο, άκόμα καί τόν επόμενο χρόνο, μέ άποτελέσματα ωστόσο οχι τόσο ικανο­
ή θερμή ανθρώπινη σχέση πού συνδέει πολλές φορές πρόσωπα ποιητικά’ πάντως τόν έπαινο τόν πήρε τότε ό Γρ. Ξενόπουλος
άπό τις δύο φυλές. Λιγοστά σέ άριθμό, είναι αρκετά εκτεταμένα —κι αύτό ήταν ή πρώτη του εμφάνιση στά γράμματά μας.
και ξεπερνούν πολλές φορές τά όρια τοϋ άπλοϋ διηγήματος. ’Έ ­ 'Ο Δροσίνης έγραψε τήν ίδια εποχή καί άλλα διηγήματα καί
ξοχη είναι στα περισσότερα ή ψυχολογική διαγραφή των προ­ πεζά, εντυπώσεις ή άναμνήσεις’ δοκιμάστηκε καί στό εκτενέ­
σώπων, ισχυρότατη ή συνθετική ικανότητα καί ή αφηγηματική στερο άφήγημα, καί ή ’Αμαρυλλίς του (1885) γνώρισε άρκετή
χάρη. 'Η γλώσσα μένει πάντα ή καθιερωμένη άκόμη γιά τήν έπιτυχία. Μιά περίεργη, οχι βέβαια επιτυχημένη επιβίωση, τής
πεζογραφία καθαρεύουσα, άλλά ό δημοτικός διάλογος, διανθι­ πεζογραφίας του στά ύστερότερα χρόνια άποτελεί ή Άήση,
σμένος μαλιστα μέ πολλά στοιχεία τοϋ βορειοελλαδίτικου ιδιώ­ 1922. 'Ο καλύτερος Δροσίνης μένει ομοις πάντα ό λυρικός. Διη­
ματος, δίνει μιά ιδιαίτερη ζωντάνια. γήματα έγραψε τά ίδια αύτά χρόνια, καθώς είδαμε, καί ό ΙΙα-
Στό «Μόνον τής ζωής του ταξίδιον» μάς παρουσιάζεται ή λαμάς, άκόμα κι ένας άνθρωπος σάν τόν Πολυλά. πού άνήκε σέ
συμπαθέστατη μορφή τού παπποΰ, δοσμένη μέσα άπό τά γε­ άλλη γενιά καί σέ άλλη σχολή (βλ. παραπάνω σ. 163). Ά πό τούς
μάτα θαυμασμό μάτια τοϋ έγγονοΰ-άφηγητή —τοϋ παπποΰ πού παλαιότερους σημειώνουμε άκόμα τόν ’Εμμανουήλ Λυκούδη
ήξερε νά λέει τόσες ιστορίες γιά τόπους άπόμακρους καί πα­ (1849-1925). τόν Δ. Γρ. Καμπούρογλου (1852-1942), πού ά-
ράξενους, καί πού ωστόσο, όπως άποκαλύπτεται, δέν είχε τα­ σχολήθηκε κυρίως μέ τήν ιστορία τών Αθηνών καί τά διηγή­
ξιδέψει πέρα άπό τήν κοντινή «τούμπα» τοϋ χωριοΰ. ’Αλλά τό ματά του είναι περισσότερο ιστορικά, καί τόν Ιωάννη Δαμβέρ-
άριστούργημα τοϋ Βιζυηνοΰ είναι δίχως άμφιβολία ή εκτενής γη (1862-1938). πού έδωσε χαρακτηριστικές εικόνες τής κρη-
ιστορία του «Μοσκώβ Σελήμ», ένός γενναίου Τούρκου, πού οί τικής ζωής (συγκεντρωμένες στούς Κρήτες μου, 1898). (Η)ά ήταν
δικοί του (ή οικογένεια καί οί συμπατριώτες του) τόν έχουν πο­ άσκοπο νά παραθέσουμε απλώς τά ονόματα καί άλλων διηγημα-
τίσει μόνο μέ πικρίες καί άπογοητεύσεις, καί πού άνακαλύπτει τογράφων άπό τούς πολλούς τής ίδιας εποχής.
τήν άνθρωπιά καί τήν καλοσύνη στους εχθρούς του ίσια ίσια, Ά πό αυτούς άλλωστε δύο ξεχώρισαν ώς οί κατ’ εξοχήν ερ­
τούς Ρώσους, όταν τόν έπιασαν αιχμάλωτο. 'Ο συγγραφέας μάς γάτες τοΰ ηθογραφικού διηγήματος, ό Αλέξανδρος ΙΙαπαδια-
τον παρουσιάζει νά ζεί στό περιθώριο τής κοινωνίας, πού τόν μάντης καί ό Άνδρέας Καρκαβίτσας. 'Ο πρώτος, παλαιότερος
θεωρεί μισότρελο καί τοΰ έχει δώσει, γιά τή ρωσοφιλία του, τό (1851-1911), είχε παρουσιαστεί άπό νωρίς (1879) μέ μυθιστο­
2 02 203
11. II Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Μ Ε Τ Α T O 1880 Κ Α Ι Ο Τ Τ Χ Α Ρ Ι Ι Σ 1ΙΛΠ Λ ΔΙΑΜ ΑΝ ΤΪΙΣ. Κ Λ Ρ Κ Α Β ΙΤ Σ Λ Σ

ρήματα ιστορικά καί περιπετειώδη, περνά όμως κι αύτός ύστε- ’Αθήνα καί οί συντροφιές μέ ταπεινούς άνθρώπους τοϋ λαού,
ρότερα στο ηθογραφικό διήγημα, πού το καλλιεργεί πια σχεδόν όλα αύτά δίνουν μιά έγκυρότητα στις άποτυπώσεις του —κάτι
αποκλειστικά για μια ολόκληρη είκοσιπενταετία. Τα διηγήματά πού οδηγεί βαθύτερα καί μακρύτερα άπύ τήν άπλή «ήθογρα-
του ξεπερνούν τα 200, δεν έχουν όμως όλα την ΐδια άξια- πολλά φική» περιέργεια ή το «λαογραφικύ» επιστημονικό ενδιαφέρον.
δεν είναι παρά ένα βιαστικό σκίτσο, ενα στιγμιότυπο, άλλα θά Καί αύτύ το πολύτιμο έγγράφουν στο ενεργητικό του οί θαυμα­
μπορούσαν νά χαρακτηριστούν περισσότερο χρονογραφήματα στές του.
παρά διηγήματα. Τα επιτυχημένα όμως είναι πολλά καί σημαν­ Στή γλώσσα ό Παπαδιαμάντης δέν έκανε το αποφασιστικό
τικά. Ζωγραφίζουν σχεδόν όλα περιστατικά καί ανθρώπινους βήμα άπύ τήν καθαρεύουσα προς τή δημοτική όπως πολλοί άλ­
τύπους τού πατρικού του νησιού, τής Σκιάθου, πού παίρνουν λοι τής γενιάς του. ΤΙ καθαρεύουσά του όμως είναι εντελώς
ζωή καί κίνηση άπύ τη νοσταλγία τού συγγραφέα. 'Η νοσταλ­ προσωπική καί ιδιότυπη- άκόμα καί άνόμοια. 'Όσα συνήθως λέ­
γία είναι το βασικό καί το μόνιμο στοιχείο στον Παπαδιαμάντη- γονται, πώς ή γλώσσα τού Παπαδιαμάντη είναι επηρεασμένη
είναι ή δύναμη καί ή άδυναμία του. Το έργο του, άπύ την έποχή άπύ τή γλώσσα τής έκκλησίας, είναι άνεύθυνα καί άτεκμηρίωτα.
που ζοΰσε ακόμα ώς τις μέρες μας, έγινε πολλές φορές στόχος Θά έλεγα πώς υπάρχουν στή γλώσσα του τρεις άναβαθμοί:
τής κριτικής, πού έφτασε άλλοτε ώς το υπερβολικό εγκώμιο καί στούς διαλόγους του χρησιμοποιεί, σχεδόν φωτογραφικά άπο-
το θαυμασμό καί άλλοτε ώς τήν υποτίμηση καί την άρνηση. τυπωμένη, τήν όμιλουμένη λαϊκή γλώσσα, πολλές φορές καί
'Η αρνητική κριτική έπισήμανε τή χαλαρή σύνθεση των διη­ μέ τούς σκιαθίτικους ιδιωματισμούς- ύπάρχει μιά άλλη γλώσσα
γημάτων του, τήν απουσία ενός σχεδίου, τήν έλλειψη βούλησης γιά τήν αφήγηση, μέ βάση βέβαια τήν καθαρεύουσα, άλλά μέ
καλλιτεχνικής.1 Στο μεγαλύτερο μέρος τους οί παρατηρήσεις πρόσμειξη πολλών στοιχείων τής δημοτικής, καί αύτύ άποτελεί
αύτές είναι σωστές- ή έλλειψη όμως τής συνθέσεως οφείλεται ίσως το πιο προσωπικό του ύφος- καί τέλος μιά προσεγμένη
τις περισσότερες φορές στο χαρακτήρα τής νοσταλγίας καί τού καί αύστηρή καθαρεύουσα, ή παραδομένη άπύ τήν παλαιότερη
ρεμβασμού- οί ιδέες, άδέσμευτες άπό ένα προκαθορισμένο σχέ­ γενιά γλώσσα τής πεζογραφίας, πού ό Παπαδιαμάντης τήν έπι-
διο, άκολουθούν τήν πορεία τού ρεμβασμού —καί ή έλλειψη αύτή φυλάσσει στις περιγραφές καθώς καί στις λυρικές του παρεκβά­
τής δέσμευσης άποτελεΐ μιάν άρετή καί μιά γοητεία. 'Όπως στα σεις.2
σκίτσα πολλών ζωγράφων, ή δύναμη τού ΓΙαπαδιαμάντη υπάρ­ Ά π ύ τήν πληθωρική παραγωγή τού Παπαδιαμάντη πρέπει
χει σ’ αυτό το ελεύθερο σκιτσάρισμα. Ά π ύ τήν άλλη μεριά άναμ- νά άποκλείσουμε πολλά διηγήματα πού μόλις φτάνουν ή ξε­
φισβήτητο είναι πώς ό Παπαδιαμάντης, πέρα άπύ το «ήθογρα- περνούν το μέτριο. Πριν άπύ το 1900 ξεχωρίζουν «'Η νοστάλ-
φικύ» υπόβαθρο, έχει συλλάβει μερικά βασικά καί οχι τόσο εύκο- γός», το «'Ολόγυρα στή λίμνη)) (μέ έναν υποβλητικό, ποιητικό
λοσύλληπτα χαρακτηριστικά τού νεοελληνικού χαρακτήρα, έχει τόνο), το εκτεταμένο καί πλατύ άφήγημα «Βαρδιάνος στά σπόρ-
δεσμεύσει μές στά διηγήματά του κάτι άπύ αύτύ πού θά μπο­ κα» (σάν ένας πολυπρόσωπος πίνακας, όπου όμως κυριαρχεί
ρούσαμε νά το ονομάσουμε νεοελληνική λαϊκή μυθολογία. Τά το κεντρικό πρόσωπο τής μητέρας καί ή μητρική στοργή), ό
παιδιάτικα χρόνια του στο νησί, ό σύνδεσμος πού είχε άπύ τον « ’Έρωτας στά χιόνια» μέ τή λυρική του μελαγχολία. Μετά το
πατέρα του τον παπά καί άπύ άλλους συγγενείς του μέ τον κόσμο 1900 ό λυρικός τόνος κυριαρχεί περισσότερο: εδώ άνήκουν, το
τής ορθοδοξίας (ό ίδιος ήταν ψάλτης καί τού άρεσε νά παίρνει πολυδιαβασμένο «’Όνειρο στο κύμα», ό «Ρεμβασμός τού Δε-
μέρος σε κατανυκτικές αγρυπνίες), ό άπόκοσμος βίος του στήν καπενταυγούστου» καί τό έκτενέστερο, σάν λυρική εξομολόγη­
ση, «Ρόδινα άκρογιάλια». ’Αλλά τό έργο τής τελευταίας δεκαε­
1. Ά π ό τούς νεώτερους κριτικούς έκεΐνοι πού κυρίως έτόνισαν τις τίας, αν οχι τό πιό άντιπροσωπευτικό, πάντως τό πιό δυνατό
άρνητικές πλευρές τοϋ Παπαδιαμάντη είναι ό Κ. Θ. Δημαρας (βλ. κυρίως τού Παπαδιαμάντη είναι '// Φ όνισσα (1903). Κεντρική μορφή
Ιστορία, 6η έκδ., σσ. 383-384), καί ό II. Μουλλάς (Λ. Παπαδιαμάντης
αντοβιογραφούμενος, ’Επιμέλεια II. Μουλλά, ’Αθήνα 1974 (Έρμης, Νέα 2. Βλ. οσα έγραψα σχετικά στήν έκδοση τοϋ Βαρδιάνον στά σπόρκα,
'Ελληνική Βιβλιοθήκη, 29), Εισαγωγή). Εισαγωγή καί σημειώσεις Λ. Πολίτη, ’Αθήνα (Γαλαξίας) 1968, σσ. 14-15.

204 205
11. II Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α M E T A TO 1880 Κ Α Ι Ο Ί ' Τ Χ Λ Ρ Π Σ ΙΙΛ Π Λ Α Ι Α Μ Α Ν Τ Η Σ . Κ Α Ρ Κ Α Β Ι Τ Σ Α Σ

στο μεγάλο αύτό άφήγημα είναι ή Φραγκογιαννού (ή φόνισσα)' τισμενο επίθετο, τά εξεζητημένα σύνθετα καί ή εντατική έκμε-
εξήντα χρόνων πιά, καθώς άναλογίζεται τά περασμένα της, δια­ τάλλευση τής γλώσσας τής δημοτικής ποίησης, μπορεί νά αάς
πιστώνει πώς ή γυναίκα είναι πάντα σκλάβα: των γονιών της, φαίνονται σήμερα ελαττώματα, ήταν όμως άπολύτως φυσικά σέ
άνύπαντρη, τοΰ άντρα της, παντρεμένη, υστέρα των παιδιών καί μιά εποχή πού είχε ώς τότε πολύ λίγο καλλιεργήσει τά έντεχνα
στο τέλος των παιδιών τών παιδιών της. ’Έ τσι συλλαμβάνει τήν στοιχεία τοΰ πεζοΰ λόγου. Ή γλωσσική επιμέλεια οδηγεί στή
ιδέα νά σκοτώνει τά μικρά κορίτσια, γιά να τά σώσει άπό τά όημιουργία ενός εξαιρετικά καλλιεργημένου ύφους, όπου —άντί-
βάσανα. Καί μέ τήν έμμονη αύτή ιδέα, θά διαπράξει μιά σειρά θετα άπό τόν Παπαδιαμάντη— είναι έκδηλη ή λογοτεχνική βού­
άπό φόνους, καί κυνηγημένη άπό τήν αστυνομία θά πνιγεί τήν ληση. Τό ύφος είναι ίσως τό θετικότερο στοιχείο τής πεζογρα­
ώρα πού ζητά καταφύγιο σέ μιά έκκλησιά κοντά στή θάλασσα, φίας τοΰ Καρκαβίτσα.
«εις τον λαιμόν τον ένώνοντα τον βράχον τού ερημητηρίου μέ Ί ά μεταγενέστερα διηγήματά του, πού τά συγκέντρωσε ό ί ­
τήν ξηράν, εις το ήμισυ τού δρόμου μεταξύ τής θείας καί τής διος σέ δυό τόμους: Λόγια τής πλώρης (1899, τά ναυτικά) καί
άνθρωπίνης δικαιοσύνης». ’ Η Φ όνισσα είναι ένα δυνατό έργο Παλιές αγάπες (1900), άνήκουν βέβαια στήν ίδια περιοχή τοΰ
ψυχογραφικό- ή γυναίκα αύτή μέ τήν αβυσσαλέα ψυχολογία, πού ηθογραφικού διηγήματος. "Ο,τι όμως τά χαρακτηρίζει δεν είναι
τοποθετείται έξω άπό τήν άνθρώπινη κοινωνία, είναι ένα πρό­ ή νοσταλγία καί ό ρεμβασμός, όπως στον Παπαδιαμάντη, όσο
σωπο αινιγματικό καί όλότελα ξένο άπό τούς άφελείς (πονη­ μιά άκριβής παρατήρηση καί μιά δύναμη ψυχογραφική· γενικά
ρούς πολλές φορές, άλλά καλόκαρδους πάντα) νησιώτες πού γε­ ένας τόνος ρεαλιστικός, πού φτάνει πολλές φορές ώς τή σκληρό­
μίζουν τά άλλα του διηγήματα. Ή ψυχολογική περιγραφή δί­ τητα. Παράλληλα ή πεζογραφική του δύναμη ξεπερνά τά όρια
νεται μέ τελείως διαφορετική άδρότητα" καί ή σύνθεση είναι τοΰ διηγήματος καί τόν οδηγεί σέ συνθετότερα άφηγήματα καί
επίσης πυκνή καί ή λογοτεχνική έκτέλεση πολύ περισσότερο μυθιστορήματα. Στήν πρώιμη άκόμη Λυγερή (πρώτη δημοσίευ­
προσεγμένη. ση 1890), τοποθετημένη στο ήθογραφικά πλαίσιο τοΰ κάμπου
τής ’ Ηλείας, έχουμε κιόλας ένα άδρό σχεδίασμα χαρακτήρων
Ανόμοιος σέ πολλά σημεία μέ τόν Παπαδιαμάντη είναι ό δε­ καί ένα «αίσιο τέλος» μέ άρκετά ωστόσο πικρή γεύση. Τό καλύ­
καπέντε χρόνια νεούτερός του Άνδρέας Καρκαβίτσας (1866- τερό του έργο είναι άναμφισβήτητα rO Ζ ητιάνος (1896)' τό
1922), ο δεύτερος κύριος έκπρόσωπος τοΰ ήθογραφικοΰ διηγή­ κεντρικό πρόσωπο είναι ένας έπαγγελματίας ζητιάνος άπό τά
ματος. Γεννημένος σέ μιά κωμόπολη τής Πελοποννήσου, τά Κράβαρα τής ορεινής Ναυπακτίας, πού πλουτίζει καί θριαμ­
Λεχαινά τής Η λείας, άσκησε τό επάγγελμα τοΰ στρατιωτικού βεύει εκμεταλλευόμενος τήν άθλιότητα καί τήν άμορφωσιά τών
γιατρού καί είχε τήν εύκαιρία νά γνωρίσει άπό κοντά τό έλ- χωρικών, κυρίως ενός θεσσαλικοΰ χωριοΰ πού μόλις είχε άπε-
ληνικό χωριό (τής Ρούμελης κυρίως) καί τούς έλληνες ναυτι­ λευθερωθεί άπό τόν τουρκικό ζυγό. Τό μυθιστόρημα είναι μιά
κούς, καί άπό τις δυό αύτές πήγες άντλεί τά θέματα τών διη­ σκοτεινή ζωγραφιά τής άνθρώπινης ποταπότητας άπό τή μιά
γημάτων του. μεριά καί τής άθλιότητας άπό τήν άλλη, καί συνάμα ένας άδυ-
Πριν άπό τά είκοσι χρόνια του (1885) παρουσιάστηκε στα σώπητος έλεγχος τής κοινωνίας, τής νεοελληνικής κοινωνίας τοΰ
περιοδικά τής εποχής μέ ήθογραφικά διηγήματα, πού τά συγ­ καιροΰ του (ας θυμηθούμε τή χρονιά πού τό γράφει: 1896, πα­
κέντρωσε σέ τόμο τό 1892 (Δ ιηγήμ ατα). Είναι γραμμένα, φυ­ ραμονή τοΰ 1897). ’Ανάλογες είναι καί οί λογοτεχνικές άρετές
σικά, στήν καθιεραιμένη καθαρεύουσα τής εποχής. ’Αλλά ή εμ­ τοΰ έργου, τό ύφος καί ή γλώσσα, δουλεμένα έδώ στήν εντέλεια,
φάνιση τοΰ Φυχάρη τό 1888 τόν επηρεάζει άποφασιστικά, καί ή πυκνή σύνθεση, οί παραστατικές περιγραφές (όπως π.χ. τής
στον πρόλογο κιόλας τών Δ ιηγημάτοιν καταδικάζει ρητά τή φωτιάς πού κατέστρεψε τό κονάκι τοΰ μπέη).
γλώσσα, στήν οποία ήταν γραμμένα. Ά πό έκεΐ καί πέρα θά Ό Ζητιάνος άποτελεί τήν άκμή τοΰ Καρκαβίτσα. Τό έπό-
γράψει μόνο στή δημοτική, μιά δημοτική πού τήν καλλιεργεί μενο μυθιστόρημά του, Ό ’Α ρχαιολόγος (1904), ήταν μιά άπο-
εντατικά μέ τό ζήλο τοΰ νεοφώτιστου. Τό υπερβολικά χρωμα- τυχία- ή καυτερή σάτιρα τοΰ Ζ ητιάνου μετατρέπεται έδώ σέ
206 207
11. Η Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Μ Ε Τ Α ΤΟ 1880 Κ Α Ι Ο Ψ Υ Χ Α Ρ Η Σ ΤΟ ΓΛ Ω ΣΣΙΚ Ο ΖΤ1ΤΗΜΑ ΚΑΙ Ο Ψ Τ Χ Α Ρ Η Σ

μια ψυχρή καί πολύ διαφανή άλληγορία, πού δεν πείθει καί δέ Κόντο, άλλα καί άναγνωρίζει τά δίκαια τής δημοτικής. (Στα
συγκινεΐ. Είχε εξαντληθεί το δημιουργικό τάλαντο του συγ­ ύστερότερα χρόνια ό Χατζιδάκις θά εκδηλωθεί ρητά αντίπαλος
γραφέα; Μέ τα διηγήματα καί τον Ζ ητιάνο έ'δωσε δ,τι είχε να τοΰ δημοτικιστικού κινήματος). 'Η διαμάχη όξύνεται και απο
δώσει; Ό Καρκαβίτσας δεν έγραψε πια τίποτ’ άλλο ώς το τέλος τις δυο πλευρές, ώσπου έμφανίζεται ό Ψυχάρης, στήν άρχή μέ
τής ζωής του. μερικά δημοσιεύματα, μέ Τό Ταξίδι μου στο 1888. Καί τότε
αλλάζει ριζικά ή κατάσταση.
ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ Ο ΨΤΧΑΡΗΣ Ό Γιάννης Ψυχάρης (1854-1929) —ό ’ίδιος έγραφε πάντοτε
μόνο «Ψυχάρης»— άπό καταγωγή χιώτικη γεννήθηκε στήν ’Ο­
"Ενα γεγονός άπό τά πιο σημαντικά τής δεκαετίας πού μάς έν- δησσό καί άνατράφηκε στήν Πόλη. Ά πό δεκαπέντε χρόνων εγ­
διαφερει (1880-90), καί πού άσκησε αποφασιστική επίδραση καταστάθηκε στο Παρίσι, καί άφοΰ πήρε εκεί και στη Γερμανία
δχι μόνο στή λογοτεχνία άλλα καί γενικότερα στήν πνευματική γερή φιλολογική μόρφωση, διδάσκει τά νέα έλληνικά άπό τό
ζωή, είναι ή εμφάνιση τοΰ Ψυχάρη το 1888 μέ 7ο Ταξίδι μου, 1885 στήν École des llau te s Etudes καί άπό τό 1904_στήν
τήν έπαναστατική του προκήρυξη γιά τή δημοτική γλώσσα. Με École des Langues Orientales Vivantes, διάδοχος τού Emile
τή μεταβολή τοΰ 1880 ή δημοτική είχε πια ολοκληρωτικά επι­ Legrand. Στήν ιδεολογική του διαμόρφωση σημαντικό ρόλο
κρατήσει στην ποίηση’ η πεζογραφία δμως γραφόταν άκόμα έπαιξε ή στενή του γνωριμία μέ τον Taine και τον Renan (η
στήν καθαρεύουσα, ή οποία άλλωστε, υστερ’ άπό πενήντα χρό­ γυναίκα του ήταν κόρη τοΰ Renan) καί εγκατεστημένος για
νια πού καλλιεργήθηκε, κυριαρχούσε άπόλυτα σ’ δλη τήν πνευ­ δλη του τή ζωή στο Παρίσι θά έχει κεντρική θέση καί μέσα
ματική ζωή. Στα χρόνια δμως τώρα τής ανανέωσης καί τής στήν πνευματική ζωή τής Γαλλίας. 'Ο Ψυχάρης είναι προσωπι­
ώρίμανσης, φυσικό ήταν το πνεύμα τής άλλαγής νά απλωθεί κότητα πολύπλευρη καί πληθωρική. Γάλλος πολίτης και έλ-
καί προς τον τομέα αύτόν, πού ήταν πάντοτε νευραλγικός. ’Έτσι, ληνας πατριώτης, λογοτέχνης καί επιστήμονας, δέ στάθηκε ω ­
στή δεκαετία 1880-90 το γλωσσικό ζήτημα ξαναγυρίζει οξύ στόσο σέ κανένα σημείο έρασιτέχνης’ άντίθετα, δ,τι τόν χαρα­
καί γυρεύει άμεσες λύσεις. κτηρίζει σέ δλα του τά φανερώματα είναι ή άπόλυτη άφοσίωση,
Το 1882 είχε έκδώσει ό Κωνσταντίνος Κόντος (1834-1909) ή έμμονή στις ιδέες του, ή άποφυγή κάθε συμβιβασμού, πού φτά­
το βιβλίο του Γλωσσικα'ι Π αρατηρήσεις, δπου είχε συγκεντρώ­ νει συχνά ως τό πείσμα καί τό φανατισμό. ’Έ τσι καί τή στάση
σει μελέτες του καί άρθρα δημοσιευμένα σκόρπια προηγουμέ­ του στό γλωσσικό ζήτημα τή χαρακτηρίζει τόλμη, αποφασιστι­
νως. Φιλόλογος, μαθητής τού ’Ολλανδού Cobet, καθηγητής άπό κότητα καί έλλειψη συμβιβασμού’ τό κήρυγμά του άπό τήν
το 1868 στο ΙΙανεπιστήμιο, ό Κόντος είναι μια περίεργη άνα- προύτη στιγμή στάθηκε πως δε χρειάζεται να περιμένουμε, πως
βίωση στον 19ο αιώνα των «αττικιστών» τής ύστερης αρχαιό­ πρέπει ή δημοτική νά γραφτεί άμέσως, στήν ποίηση, στήν πε­
τητας’ ή γλωσσική του διδασκαλία άποτελεϊ το άποκορύφωμα ζογραφία, παντού, καί νά γραφτεί μέ όλους τους κανόνες της
τής τάσης τοΰ έξαρχαϊσμοΰ πού τήν παρακολουθήσαμε στα χρό­ (τή γραμματική της, τό τυπικό της), χωρίς καμιά υποχώρηση
νια 1830-1880. Ή άπάντηση στο βιβλίο του ήρθε άπό έναν πρός τά καθιερωμένα. ’Αδιάφορο άν ή πράξη τόσων χρόνων πού
κλασικό φιλόλογο επίσης καί πανεπιστημιακό καθηγητή, πού πέρασαν άπό τότε άνάγκασε τή γραφομένη (δημοτική) γλώσσα
ήταν δμως καί λογοτέχνης, τον Δημήτριο Βερναρδάκη (βλ. σ. νά κάνει ορισμένους άπό τούς «συμβιβασμούς» πού άπέρριπτε
182). Μέ τον Ψ ευδαττικισμού ελεγχο χτύπησε τον «αττικι­ ό Ψυχάρης, πρέπει, πρός τιμήν του, νά τοΰ αναγνωριστεί πώς
σμό» τού Κόντου καί ζητούσε μια βαθμιαία έπιστροφή στή λαϊκή μέ τήν τολμηρή καί άδιάλλακτη στάση του προχώρησε αποφα­
γλώσσα. Στή συζήτηση έλαβε μέρος, νεώτερος, ό Γ. Ν. Χατζι- σιστικά τό γλωσικό ζήτημα, θέμα βασικό καί καίριο στή δια­
δάκις (1848-1941), επιστήμονας γλωσσολόγος, ό θεμελιωτής μόρφωση τής νεοελληνικής πνευματικής ζωής γενικά. 'Ο Ψυ­
τής νεοελληνικής γλωσσικής επιστήμης. Ή θέση του στήν άρχή χάρης έγινε ό άναμφισβήτητος αρχηγός τού «δημοτικισμού» καί
είναι διφορούμενη’ χτυπά τον Βερναρδάκη καί υποστηρίζει τον ή επίδρασή του, άμεση καί έμμεση, στούς σύγχρονους καί στούς
208 209
11. Η Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Μ Ε Τ Α TO 1880 Κ Α Ι Ο ' Γ Τ Χ Λ Ρ Ι Ι Σ ΙΙΑΛ Λ ΙΙΣ. Ε Φ ΤΑΛΙΩΤΗ Σ

μεταγενέστερους στάθηκε απροσμέτρητη. Μαζί μέ τον Παλαμά Το έργο τού Πάλλη (1851-1935) δέν είναι μεγάλο σέ όγκο.
είναι τα χρονιά αυτα η πιο σημαντική μορφή των γραμμάτων ’Από καταγωγή ήπειρώτικη, έκαμε σπουδές φιλολογικές στην
μας. ’Αθήνα (το πρώτο του έργο είναι μιά κριτική έκδοση τής Αντι­
Πληθωρική φυσιογνωμία καθώς ήταν, ό Έυχάρης έγραψε γόνης), νωρίς όμως ξενιτεύτηκε καί άσχολήθηκε μέ το εμπόριό
και ενα πλήθος έργα λογοτεχνικά" τά λογοτεχνικά του προσόντα (1869 Μάντσεστερ, 1875 Βομβάη, 1894 Λίβερπουλ). Τό 1889
δεν είναι ασήμαντα, ωστόσο ή άξια του καί ή σημασία του δε έκδίδει Τ ραγουδάκια γ ιά π α ιδ ιά " τά λιγοστά του ποιήματα τά
βρίσκονται στή λογοτεχνική του παραγωγή. Ή λογοτεχνική τύπωσε το 1907 μέ τον τίτλο Ταμπονράς και κόπανος —τίτλος
τάση υπάρχει κιόλας στο Ταξίδι, κι αυτό το κάνει εύχάριστο περίεργος πού σημαίνει ποιήματα λυρικά και σατιρικά. Πάρερ­
στο διαβασμα. Απο τα καθαρα λογοτεχνικά του έργα τό πιό γο, ερασιτεχνική απασχόληση στήν υψηλότερη έννοια,^ είναι βέ­
πετυχημένο είναι Τ ’Ό νειρο τον Γιαννίρη (1897), ένα είδος ω ­ βαια ή ποίηση γιά τον Παλλη, ωστοσο και τα λυρικά του μας
ραιοποιημένης αύτοβιογραφίας, πού περιέχει ωστόσο (στο δεύ­ σταματούν μέ τήν αβρότητα καί τή χάρη τους και το δημοτικό
τερο ιδίως μέρος) σελίδες γεμάτες λυρισμό. ’Επηρεασμένος άπό ρυθμό τους (ώραιότατα τα παιδιατικα), και τα σατιρικά του,
τά λογοτεχνικά ρεύματα τής Γαλλίας, επιχείρησε κυρίως να καλ- ιδίως οί τσουχτερές του «Ταφόπετρες», έχουν δύναμη καί νεύρο.
λιεργησει το ψυχολογικό μυθιστόρημα (Ζωη κι άγάπη στη μ ο ­ Το λογοτεχνικό του τάλαντο το έστρεψε ο Παλλης προπάντων
ναξιά 1904, Τα δυο αδέρφια 1911, "Αγνή 1913 κ.ά.), άλλα χω­ στις μεταφράσεις" μάς έδωσε μεταφρασμενον Ευριπίδη, Σαιξπηρ
ρίς επιτυχία. Ζωντας μακρια απο τήν Ελλάδα, δεν μπόρεσε νά καί Θουκυδίδη (καί Κάντ ! —γιά νά δείξει τις ικανότητες της^δη­
προσαρμοστεί στη σύγχρονη νεοελληνική πραγματικότητα, πού μοτικής σέ ένα τόσο δύσκολο κείμενο). Τα ελασσόνα αυτα έργα
τήν ώρα έκείνη περνούσε ακόμα (καί με επιτυχία) το στάδιο του, ποιήματα, άρθρα και μεταφρασματα, τα συγκέντρωσε ο
τού ήθογραφικοϋ διηγήματος. ’Αντίθετα, εκεί πού ό Έυχάρης ίδιος σ’ έναν τόμο μέ τον επίσης παιχνιδιάρικο καί περίεργο τίτλο
πετυχαίνει και δημιουργεί ένα εντελώς δικό του προσωπικό ύ­ Κ ούφια καρύδια, 1915. Ά λλα τά δύο μεγάλα του έπιτεύγματα
φος, είναι μερικά μικρά του λυρικά πεζογραφήματα (είδος πε­ είναι ή μετάφραση των Εύαγγελίων, πού ξεσήκωσε ταραχές
ζοτράγουδά) σε ρυθμικό πεζό λογο, οπού ή τρυφερότητα των στήν άντιδραστική Αθήνα τού 1901, καί προπάντων τής Ί λ ιά -
αισθημάτων εκφράζεται αρτια με τή μελωδικότητα καί τήν α­ δας. Αύτή στάθηκε γιά τον Πάλλη έργο ζωής. Στον καιρό του
βρότητα τού λόγου. ή μετάφραση έπαινέθηκε, θαυμάστηκε, άλλα καί κατακρίθηκε
ύπερβολικά. Ξεκινώντας ό Πάλλης άπό τήν άντίληψη (πού τή
Το 1888 εργάζονταν στή Βομβάη, στον έμπορικό οίκο των ά- συμμερίζονταν τότε πολλοί φιλόλογοι) πως τα ομηρικά ποιή­
δελφών Ράλλη,^ ό Άλέξαντρος ΙΙάλλης καί ό Άργύρης Έ φτα- ματα ήταν δημιούργημα λαίκο, προχώρησε με τόλμη να^μετα-
λιωτης, πού είχαν κιόλας γνωριστεί στο Μάντσεστερ. Είχαν πλάσει τό ομηρικό ποίημα σέ σύγχρονο δημοτικό τραγούδι, ά-
ζωηρές συζητήσεις για τή γλώσσα καί για τή φιλολογία, όταν ξιοποιώντας τή γλώσσα καί τά στοιχεία τού έλληνικοΰ δημοτικού
εφτασε σ εκείνα τα μακρινα μέρη Τό Ί αξίδι τού Έυχάρη. ’Εν­ τραγουδιού. Σήμερα βέβαια μιά τέτοια μετάπλαση δέν είναι
θουσιασμένος ο ΓΙάλλης, μόλις το διάβασε, τό έδωσε στον Έ - άνεκτή, οί λαϊκιστικοί νεολογισμοί (ή Λενιώ π.χ. και^ ό Β ρν-
φταλιώτη: «Νά τα αυτά πού σοΰ ’λεγα. Διάβασε καί θά δ εις».3 μέδος) μας ενοχλούν γιά άλλους έντελώς λόγους απο ό,τι ενο­
’Από τή^ στιγμή έκείνη καί ως τό θάνατό τους μιά στενή φιλία χλούσαν τούς σύγχρονούς του αντιδραστικούς κυκλους. Αλλα
θα^τους ενώσει μέ τον Έυχάρη" είναι οΐ πιο ορθόδοξοι «ψυχαρι- καί δέν μπορούμε νά μήν παραδεχτούμε πώς, άπό τη δίκη της
κοι» λογοτέχνες. Περίπου σύγχρονοι καί οί τρεις, στάθηκαν καί σκοπιά, ή μετάφραση τού Πάλλη είναι απόλυτα επιτυχημένη
οι πιο μαχητικοί εκπρόσωποι τού πρώτου δημοτικισμού. καί πώς οί «αψεγάδιαστοι δεκαπεντασύλλαβοι» (όπως τούς χα­
3. Αναφερεται από τον ’ίδιο τον Έ φταλιώτη σέ ενα του αύτοβιογρα-
ρακτήρισε ό Παλαμάς)4 δίνουν τον κοσμο τού δημοτικού τρα-
φικό σημείωμα: «Ή ζωή μου», Νονμας 8 (1910) άρ. 3"'ι (=”Απαντα
έκδ. Γ. Βαλέτα, τόμ. 2, ’Αθήνα 1962, σ. 29). ΒΆ. τήν αφιέρωση τής Φλογέρας τον Βασιλιά στον ΙΙαλλη.
210
11. II Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Μ Ε Τ Α TO 1880 Κ Α Ι Ο Ί Τ Χ Λ Ρ Ι Ι Σ Π Α ΛΛ ΙΙΣ. ΕΦ ΤΑΛΙΩΤΗ Σ

γουδιού δημιουργικά άναχωνευμένον, ενώ τό αδρό ύφος σμίγει "Τστερ’ άπό τά σονέτα ό Έφταλιώτης μόνο σποραδικά άσχο-
ταιριαστα με την αρρενωπή τέχνη τοϋ πρωτοτύπου. Ή μετά­ λεΐται μέ τήν ποίηση καί άφιερωνεται περισσότερό στην πεζο­
φραση τής Ιλιάόας είναι ίσως το σημαντικότερο επίτευγμα τής γραφία. Ά π ό τό 1889 κιόλας δημοσιεύει διηγήματα,^ πού ^τά
γενιάς των πρωτων δημοτικιστών, μαζί καί σαν ένα σύμβολο εκδίδει σέ τόμο τό 1894 μέ τόν τίτλο Ν ησιωτικές ιστορίες.
πίστης τής γενιάς αύτής. Είναι μικρές ιστορίες, μεγαλύτερα ή μικρότερα ήθογραφικά διη­
’Ά ν ή δωρική άδρότητα χαρακτηρίζει τον ΊΙπειρώτη Πάλλη, γήματα, πού περιγράφουν, μέ τή νοσταλγία τού ξενιτεμένου, την
μια γλυκυτητα ήθους είναι το χαρακτηριστικό τού νησιώτη ήμερη ζωή των ανθρώπων τοϋ νησιού του. ’Ίσως νά υστερούν
Κλεάνθη Μιχαηλίδη, γνωστού στή λογοτεχνία μέ το φιλολογικό σέ δύναμη ψυχογραφική, έχει όμως σέ αντάλλαγμα ό Έ φτα­
ψευδώνυμο Άργύρης Έφταλιώτης (1849-1923). Γεννήθηκε λιώτης μιά χάρη καί μιά άνεση άφηγηματική («είναι στήν αφή­
στον Μολιβο τής Μυτιλήνης καί νωρίς ξενιτεύτηκε κι αύτός: γηση βασιλιάς» θά πεί ο Ίυχαρης),0 και οι άνθρωποι που περι­
Μαντσεστερ, Λιβερπουλ, καί τελικά Βομβάη, όπου τον είδαμε γράφει είναι δοσμένοι μέ άπειρη συμπάθεια στα μεγαλύτερα αφη­
μαζί με τον Ιίαλλ.η. Στα στερνά του χρόνια καταστάλαξε σέ γήματα, τόν «Μαρίνο Κονταρα» π.χ. η τη «Στραβοκωσταινα».
κλιμα^ ηπιότερο, στήν Antibes τής μεσημβρινής Γαλλίας, κι ε­ Ή γλώσσα είναι επίσης γνήσια, θερμή, δημοτική- είναι ό^πρώ­
κεί πεθανε εβδομήντα τεσσάρων χρόνων. τος πεζογράφος μετά τόν Έυχάρη πού γράφει πέρα ως πέρα τη
Η μακρόχρονη αυτή ξενιτιά στάθηκε καί ο μόνιμος καημός δημοτική. Οί Φνλλαδες τοϋ ί εροδϊ/μον (1897), το δεύτερο έργο
και το συχνότερο θέμα γιά τά έργα τού Έφταλιώτη· τήν πρώτη του, έχουν πολλές άπό τις άρετές τών πρώτων διηγημάτων του,
του παρουσίαση τήν κάνει μέ μιά συλλογή ποιημάτων τά Τρα­ άλλά ενοχλητικά κάνει εδώ τήν παρουσία της μιά τάση γιά δι­
γούδια ξενιτενμένον, πού πήρε τον έ'παινο στον Α' Φιλαδέλφειο δαχή- καί αύτή τόν ξεστρατίζει, ιδίως μετά τό 1897, πρός μελέ­
διαγωνισμό τού 1889. Είναι ό διαγωνισμός όπου βραβεύτηκε τες ιστορικές, πού καταλήγουν στήν Ι σ τ ο ρ ία τής Ρ ωμιοσύνης
με τον Υμνο της Αθήνας ό Παλαμάς, ενα χρόνο μετά το Τα­ (1901), βιβλίο άποτυχημένο, πού θέλει νά είναι Ιστορικό καί λο­
ξίδι τοϋ Τυχαρη. Τά τραγούδια βρίσκονται στο γνώριμο κλίμα γοτεχνικό καί δέν είναι ούτε το ενα ούτε το άλλο. Ο Εφταλιω-
τού παρνασσισμού, τα ξεχωρίζει ωστόσο μιά ιδιαίτερη αίσθηση της ήταν ιδιοσυγκρασία άφηγηματική, καί είχε τή δύναμη νά
τού ρυθμού, πού τούς δίνει σπάνια χάρη καί αλαφράδα. ’Αλλά υψωθεί πέρα άπό τις προσωπικές αναμνήσεις καί τή νοσταλγία
κιόλας με την επόμενη συλλογή του ο Έφταλιώτης ξεπερνά το τού νησιού. ’Έ τσι μέ τή Μ αζώχτρα (1900), μάς έδωσε ένα με­
στάδιο τής περιγραφικής αύτής μουσικής. Τά ’Α γάπης λό γ ια , γάλο συνθετότερο αφήγημα, άρτιο στή γλώσσα καί στή λογο­
μια σειρά σονέτα αφιερωμένα στή γυναίκα του καί φανερά επη­ τεχνική έκφραση. Μέσα στό πλαίσιο ένός κρητικοΰ χωριού μέ
ρεασμένα (καί στή μορφή ακόμα) άπύ τά σονέτα τού.Σαίξπηρ, τούς "Ελληνες καί Τούρκους κατοίκους του κινείται ένα πλή­
διακρίνονται γιά τον πλούσιο καί πηγαίο λυρισμό τους (πού θος άπό χαρακτήρες διαφορετικούς μεταξύ τους, πού πλέκουν
εκφραςει οχι το ερωτικό πάθος, άλλά τήν κατακαθισμένη συζυ­ μέ τήν αντίθεσή τους τό δράμα. I ο κεντρικό πρόσωπό, η Ο­
γική αγαπη), αλλά καί γιά τήν καλλιεργημένη τους ποιητική μορφη Ά σήμω, απλή «μαζώχτρα» στά λιοστάσια, προσβλημένη
γλωσσά, πού προχωρεί πέρα άπύ τον άπλό δημοτικό λόγο των στήν τιμή της, γίνεται, θαρρείς, όργανο μιας δαιμονικής μοίρας,
πρωτων τραγουδιών σ ένα όργανό τεχνικότερο, ικανό νά άπο- πού ξαπολά γιά τό κέφι της όλα τά στοιχεία τού κακού. Ένας
δωσει τον υψηλό τόνο τού αισθήματος καί πιο λεπτές άποχοάι- τύπος αντικοινωνικός, όργανο τών δυνάμεων του κακού, όπως
σεις. Τα σονέτα δε βραβεύτηκαν, ή Επιτροπή, μέ εισηγητή τον καί στον Ζ ητιάνο ή στή Φόνισσα.
Αγγελο Βλάχο, δεν μπόρεσε νά εκτιμήσει αύτές ίσια ίσια τις Τό μοναδικό θεατρικό έργο τού Έφταλιώτη, 'Ο Β ονρκόλα-
αρετες τις επισημανε όμως η κριτική, ιδίως ό ΙΙαλαμάς, καί κας, έκμεταλλεύεται, οχι χωρίς επιτυχία, τό συγκλονιστικό δη­
προπάντων ο σεβάσμιος ΙΙολυλάς, πού αφιέρωσε γιά τά σονέτα μοτικό τραγούδι τού νεκρού αδερφού- δεν είδε όμως ποτέ τα
τού Έφταλιώτη μιά σειρά άρθρων μέ τον τίτλο '// φιλολογική 5. Στήν άφιέρωση στον Έ φταλιώτη τοϋ τόμου τών διηγημάτων Στον
μας γλώ σσα (βλ. σ. 163). ίσκιο τοϋ πλατάνου, ’Αθήνα 1911.
2 12 213
11. Η Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Μ Ε Τ Α ΤΟ 1880 Κ Α Ι Ο ' Γ Γ Χ Λ Ρ Η Σ Ι ’ Ρ. Ξ Ε Ν Ο Ι Ι Ο Τ Λ Ο Σ

φώτα τής ραμπας. Από το 1914 δ Έ φταλιώτης καταπιάστηκε ρήματα (1888, 1890) επιχειρεί νά περιγράψει τδ άθηναϊκδ πε­
να μεταφράσει την Οδύσσεια, με πρότυπο βέβαια τή μετάφραση ριβάλλον, ένώ μέ τά άμέσως έπόμενα (Μ αργαρίτα Στέφα 1893,
του ΙΙάλλη" ωστόσο ή μετάφραση τής ’Οδύσσειας έχει όλα τα Ό Κ όκκινος βράχος 1905) δίνει μιά πετυχημένη απεικόνιση τής
ελαττώματα καί καμιά άπδ τις άρετές τοϋ προτύπου της. Στά­ ζακυθινής ζωής. Τδ πρώτο άπδ αύτά είναι καί τδ τελευταίο
θηκε μιά προσπάθεια άποτυχημένη. πού γράφει στήν καθαρεύουσα" ολο του το υπολοιπο έργο θα το
γράψει στή δημοτική, μιά δημοτική όμως πολύ κοντά στον κοινο
ΝΕΩΤΕΡΟΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΙ. ΓΡ. ΞΕΝΟΠΟΤΛΟΣ λόγο καί εύκολη. Τρία άπδ τά καλύτερα έργα του έχουν επίσης
υπόθεση ζακυθινή (Λάονρα 1915, ’Αναδυομένη 1923, Τερεζα
Οι τρεις αύτοί «ψυχαρικοί» λογοτέχνες ζοΰσαν μόνιμα στο εξω­ Β άρμα Δ ακόστα 1925). Ε κείνα όμως πού ή κριτική άναγνώρισε
τερικό, καί αύτδ εύνοοϋσε τή γλωσσική τους αδιαλλαξία. Οί ώς άναμφισβήτητα τά καλύτερα μέσα στά πάμπολλα μυθιστο­
λογιοι όμως στην Ελλάδα δεν μπορούσαν (χωρίς αύτδ ν’ άπο- ρήματα τοϋ Ξενόπουλου (είκοσι μυθιστορήματα τυπωμένα σε
τελει ατύχημα) νά μην προσαρμόζονται στην πραγματικότητα τόμους, χώρια τόσα άλλα πού δημοσιεύτηκαν σέ εφημερίδες
τής εποχής. Ά πδ τούς πιδ παραγωγικούς λογίους τής γενιάς καί περιοδικά), είναι οί Π λούσιοι καί φτωχοί (1919) καί οί Τί­
αύτής στάθηκε δ Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951), άπδ τή μ ιο ι καί ά τιμ οι (1921). ’Ανήκουν σε μιά «κοινωνική τριλογία»
Ζάκυνθο. Τδ ήθογραφικό διήγημα το καλλιέργησε άρκετά, νω­ (τδ τρίτο, Τυχεροί καί άτυχοι, 1924 δε στέκει στδ ίδιο ύψος),
ρίς όμως άρχισε νά γράφει τά πρώτα του μυθιστορήματα, πού όπου δ συγγραφέας επιχειρεί νά προβληματιστεί πάνω σε προ­
αποτελούν καί τδ μεγαλύτερο μέρος τής παραγωγής του. Κατ’ έ- βλήματα κοινωνικά, καί τδ κατορθώνει με έπιτυχία.
ξοχήν έπαγγελματίας συγγραφέας, έγραψε ένα μεγάλο πλήθος Δίπλα στδ μυθιστορηματικό, σημαντικό είναι καί τδ θεα­
έργα, καθώς καί άρθρα, κριτικές, χρονογραφήματα κτλ. Ή πλη­ τρικό του έργο (βλ. παρακάτω, κεφ. 14, σ. 263). ’Επηρεασμένος
θωρική αυτή παραγωγή έβλαψε φυσικά τήν ποιότητα τοϋ έργου άπδ τδν ’Ίψεν έδωσε γύρω στδ 1900 τά πρώτα του δράματα.
του, όπου συχνά φαίνονται τά σημάδια τής προχειρότητας, όπως Ά πδ όλα του τά θεατρικά έργα, καί έγραψε πλήθος, θά ξεχω­
ακόμα καί μιά εύκολη προσαρμογή στδ γούστο τού μέσου ανα­ ρίσουμε 7ο μ υστικ ό τής κοντέσσας Βαλέραινας (1904), τοποθε­
γνώστη (καμιά φορά καί πιδ κάτω άκόμα). Δίπλα όμως σ’ αύτά τημένο στή Ζάκυνθο, τή Σ τέλλα Β ιολαντη (1909), με υπόθεση
τά ελαττώματα ή κριτική τού άναγνώρισε (έκδηλο στά καλύ­ άνάλογη με τδν Β ασιλικό τού Μάτεση, καθώς καί τδ μονόπρα­
τερα άπδ τά έργα του) τήν άφηγηματική εύχέρεια, τήν οξύτητα κτο Ψ υχοσάββατο (1911), μέ μιά δραματικότητα πού έντείνεται
τής παρατήρησης καί τήν άψογη τεχνική. Τά μυθιστορήματά άπδ τή δύναμη πού άσκοΰν οί πεθαμένοι.
του είναι έπηρεασμένα άπδ τδ ρεαλισμδ καί τδ νατουραλισμό,
ο ’ίδιος άλλωστε άναγνώριζε ώς δασκάλους τδν Balzac καί τον Περίπου σύγχρονος μέ τδν Ξενόπουλο είναι καί δ ’Ιωάννης Κον-
Zola, καί άκόμη τδν Dickens καί τδν Daudet. Στδ ενεργητικό δυλάκης (1861-1920) άπδ τήν Κρήτη. Έπαγγελματίας συγ­
του πρέπει επίσης νά προσγραφεϊ τδ μεγάλο άλμα πού έπιτέ- γραφέας καί αύτός, δούλεψε πολύ ώς δημοσιογράφος, καλλιερ­
λεσε μ’ αύτδν ή νεοελληνική λογοτεχνία άπδ τδ περιορισμένο γώντας κυρίως (μέ τδ ψευδώνυμο Δ ιαβάτης) τδ ιδιότυπο είδος
πλαίσιο τού ήθογραφικοΰ διηγήματος στδ πολυσύνθετο άστικδ τού χρονογραφήματος. Ώ ς λογοτέχνης παρουσιάστηκε στήν άρ-
μυθιστόρημα. Καί δέν είναι πάλι χωρίς σημασία τδ πόσο δ Ξε­ χή μέ ήθογραφικά διηγήματα τήν εποχή τής άκμής τού είδους
νόπουλος διαβάστηκε άπδ ένα ευρύτατο άναγνωστικδ κοινό, ευ­ (1884).. ’Αλλά σάν τδν Ξενόπουλο (καί έπηρεασμένος άπδ αύτδν)
ρύνοντας έτσι τδ γενικότερο ενδιαφέρον γιά τή λογοτεχνία. ζήτησε νά προχωρήσει στδ συνθετότερο, νατουραλιστικό μυθι­
Τδ περιβάλλον τών μυθιστορημάτων τού Ξενόπουλου είναι στόρημα: Οί ’Ά θλιοι τών ’Αθηνών (1894) είναι μιά πλατιά ά-
ποτέ η Αθήνα καί πότε ή Ζάκυνθος' δ συγγραφέας θέλει νά πεικόνιση τού ύπόκοσμου τής ’Αθήνας, μέ άναμφισβήτητη άφη­
μας περιγραψει την ελληνική κοινωνία τής έποχής του στήν πρω­ γηματική δεξιότητα καί πληρότητα τεχνική, αλλά καί μέ πολ­
τεύουσα ή στήν επαρχία. ’Ήδη μέ τά δύο πρώτα του μυθιστο­ λές τις ύπερ βολές καί τά άπίθανα, πού τδ καταντούν πολλές
214 2 15
11. Η Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Μ Ε Τ Α ΤΟ 1880 Κ Α Ι Ο Τ Τ Χ Α Ρ Η Σ ΑΛΛΟΙ ΠΕΖΟΓΡΛΨΟΙ. ΤΟ Θ Ε Α Τ Ρ Ο

φορές άνάγνωσμα λαϊκό. Το καλύτερό του έργο είναι 'Ο Πα­ (1868-1916)· στά διηγήματά του (άν μπορούν νά χαρακτηρι­
τούχας (1892), οπού δίνεται μέ πολλή δροσιά ή ζωή του κρη- στούν διηγήματα) ό μύθος παίζει ελάχιστο ρόλο" ο,τι ενδιαφέρει
τικοΰ χωρίου καί ψυχογραφείται μέ επιτυχία ό πρωτόγονος έ- τό συγγραφέα, γνήσιο μαθητή τού νατουραλισμού, είναι η περι­
ρωτισμός καί ή χαριτωμένη αδεξιότητα του δεκαοχτάχρονου η­ γραφή καί ή πιστή απεικόνιση τής πραγματικότητας, και πα­
ρώα. Στο τέλος τής ζωής του, καί για πρώτη φορά στή δημο­ ράλληλα ή δημιουργία ενός ύφους πού τό διακρίνει περισσή επι­
τική, άντλώντας άπό τις παιδικές άναμνήσεις στήν Κρήτη, ό τήδευση. Ή γλώσσα του είναι επίσης άκατάστατη καί ανά­
συγγραφέας μάς έδωσε ένα τρυφερό καί άρκετά λυρικό αφήγη­ μεικτη, δοκίμασε μάλιστα καί τό πείραμα νά μεταφράσει ένα
μα, Μιά πρώ τη άγάπ η (1920). διήγημά του άπό τήν καθαρεύουσα στη δημοτική. Το έργο τού
Αντίθετα από τον ϋενόπουλο καί τον Κονδυλάκη, πού ξεκι­ Μητσάκη στάθηκε περιορισμένο (άπό τό 1896 έζησε άλλωστε
νώντας από το ηθογραφικό διήγημα προχώρησαν στο άστικό ταραγμένος διανοητικά), προσέχτηκε όμως απο τους συγχρό­
μυθιστόρημα, άλλοι περίπου σύγχρονοι καλλιέργησαν πιο επί­ νους καί τούς μεταγενέστερους.
μονα το ήθογραφικό είδος. Ό Γιάννης Βλαχογιάννης (1868-
1945), άπό τή Ναύπακτο, δημοσίευσε το 1893 τρία διηγήματα ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
μέ το ψευδώνυμο Γιάννος Έπαχτίτης, πού προκάλεσαν τήν προ-
σοχή του Παλαμά. Ό Βλαχογιάννης άσχολήθηκε καί μέ τήν Ή άνανεωτική, ρεαλιστική τάση τής γενιάς τού 1880 είχε τήν
ιστοριοδιφια, έσωσε άπό τή φθορά πολλά άρχεία τής ’Επανά­ εύεργετική της επίδραση καί στό θέατρο, στις θεατρικές παρα­
στασης τού 1821, καί μάς έ'δωσε άνάμεσα στ’ άλλα τήν υπο­ στάσεις. 'Η σύγχρονη ελληνική παραγωγή σπάνια έβλεπε τότε
δειγματική έκδοση των ’Α πομνημονευμάτων τοϋ Μακρυγιάν- τά φώτα τού προσκηνίου, εκτός ίσως άπό τις τραγωδίες τού
νη. Πολλά άπό τά διηγήματά του (ιδίως μερικά συντομότερα, Βερναρδάκη, πού είχαν πάντοτε έπιτυχία. ’Αλλά άπό τό 1888,
γραμμένα για παιδιά) ζωντανεύουν τά «Χρόνια τά παλιά», το καί γιά δέκα περίπου χρόνια, παίχτηκε καί άγαπήθηκε ένα και­
Εικοσιενα και τούς αγώνες των Σουλιωτών. Είναι γραμμένα νούριο θεατρικό είδος, τό «κωμειδύλλιο», ενα είδος κωμωδίας
όλα σέ δημοτική χωρίς συμβιβασμούς, τά πρώτα μάλιστα δέ­ μέ παρένθετα τραγούδια. Τό είδος προήλθε άναμφισβήτητα άπό
χονται καί πολλούς ρουμελιώτικους ιδιωματισμούς, άλλα πάλι τήν ίδια τάση τής άπομάκρυνσης άπό τό ρομαντισμό καί τού
επιτηδεύονται μιά ρυθμική πρόζα. Στά καλύτερά του μεταγε­ πλησιάσματος στήν καθημερινή ζωή. Οι ήρωες είναι άνθρωποι
νέστερα διηγήματα δίνει πολύ έντεχνα λεπτές ψυχολογικές άπο- τού λαού, ή γλώσσα πρόζα καί δημοτική, τό ήθογραφικό καί
χρώσεις, όπως τον πρώτο παιδικό έρωτα στον «Πετεινό» (1914) λαογραφικό στοιχείο παίζει πρωτεύοντα ρόλο, ενώ παραλληλα
ή τήν άφοσίωση ενός λαϊκού καραγκιοζοπαίχτη στήν τέχνη του φανερή είναι ή επίδραση τού νατουραλισμού. Τό πρώτο κα­
σέ ένα άπό τά ώριμότερά του («Τής τέχνης τά φαρμάκια» 1935). θαυτό κωμειδύλλιο είναι Ή τύχη τής Μαρούλας τού Δ. Κορό­
Περισσότερο περιορισμένος στήν ήθογραφία καί στά λαο- μηλά (1850-1898), πού γνώρισε άμέσως καταπληκτική έπι­
γραφικά ένδιαφέροντα έμεινε ό Ή πειρώτης Χρηστός Χρηστο- τυχία. Προηγουμένως άπό τό 1874 ως τό 1888 ό Κορομηλάς
βασίλης (1855-1937), έγκατεστημένος μάλιστα στά Γιάννινα είχε τυπώσει είκοσι τρία θεατρικά έργα, εντελώς διαφορετικά,
στά τελευταία χρόνια τής ζωής του. Καί ό Α. Τραυλαντώνης «λόγια»- λίγο ύστερότερα ό ίδιος έγραψε καί ένα ειδύλλιο δρα­
(1867-1943), εκπαιδευτικός, ξέρει νά άφηγείται μέ τέχνη καί ματικό, τόν Ά γα π η τικ ό τής Β οσκοπούλας (1891), σέ παθητι­
γράφει κι αυτός μιά καθαρή δημοτική, χωρίς όμως νά έχει τή κούς δεκαπεντασύλλαβους, πού παρουσιάζει ωραιοποιημένη καί
δύναμη νά δημιουργήσει ΰφος. Τά πρόσωπά του είναι άνθρωποι άρκετά ψεύτικη τή ζωή τού βουνού καί τής στάνης. (Τό μοτίβο
απλοί, τά περιστατικά τής ζωής τους χωρίς ’ιδιαίτερο ενδιαφέ­ τό συνεχίζει ή Γκόλφω τού Σπ. Περεσιάδη, 1894, πού γίνεται
ρον. Τό μοναδικό του μυθιστόρημα Λ εηλασία μ ια ς ζωής (1936) πιά θέαμα έντελώς λαϊκό). Τό γνήσιο κωμειδύλλιο τό συνέχισε
κινείται στήν ίδια περιοχή. μέ πολλή χάρη καί αβρότητα ό Δ. Κόκκος (1836-1891) μέ τή
Ιδιότυπη εντελώς είναι η πεζογραφία τού Μιχαήλ Μητσάκη Λύρα τον γερο-Ν ικόλα καί τόν Κ απετάν Γιακουμή.
216 217
11. II Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Μ Ε Τ Α TO 1880 Κ Α Ι Ο Τ Τ Χ Α Ρ Η Σ

Το ζωντανό αύτό, άγαπημένο άπο το λαό είδος, δεν κράτησε ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
πολύ: στα 1896 οί ιστορικοί τοϋ θεάτρου έπισημαίνουν τήν ί-
κλειψη του. Τα χρόνια άλλωστε αυτά το θέατρο άνανεώνεται Η ΠΟΙΗΣΗ ΓΤΡΩ ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΑ
άπο άλλες δυνάμεις, καί κυρίως άπο τήν επίδραση τοϋ ’Ί ψ ε ν τα
θεατρικά έργα τοϋ Γιάννη Καμπύση καί το ιδεολογικό θέατρο ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ
τοϋ πρώτου ϋενόπουλου θά είναι τα πρώτα δείγματα τής επί­
δρασης αυτής (βλ. κεφ. 14).

Για πενήντα ως έξήντα χρόνια μετά το 1880 κυριαρχεί στήν


ποίηση ή μορφή τοϋ Παλαμα. Μπορούμε σαφώς νά μιλούμε γιά
τρία στάδια: τήν ποίηση πρίν, σύγχρονα καί μετά τον Παλαμα.
’ Από τούς ποιητές πού ξεκίνησαν μαζί του, ό Καμπας, όπως
είδαμε, σώπασε άμέσως καί ό Δροσίνης έπιτέλεσε τή δική του
τροχιά. Ά πο τούς υπόλοιπους (βλ. σ. 187-88) ό Σουρής πα­
ραστράτησε προς τήν έ'μμετρη δημοσιογραφία καί ό Πολέμης
(1862-1924) καλλιέργησε μιά εύκολη ποίηση, πλαδαρή στο στί­
χο καί στή γλώσσα, φτωχή σέ ιδέες, μιά ποίηση πού τά λέει
δλα καί απευθύνεται κυρίως στον μέσο καί άνίδεο άναγνώστη.
Δεν είναι βέβαια τυχαίο πώς αυτός άπο τούς πρώτους κατηγό­
ρησε τον Παλαμα γιά «άσάφεια»- άλλα καί ό Παλαμάς, σε μια
έπιφανειακά έπαινετική κριτική μιας συλλογής του (1888),1 χα­
ρακτήρισε καίρια καί τις άδυναμίες του: «ποίησις ευφάντα­
στος, άπερίσκεπτος, εις στίχους εύκολους, εύλήπτους, με ωραίας
ομοιοκαταληξίας. . . ».
Οί λίγο νεώτεροι βαδίζουν πάντοτε παράλληλα μέ τον Πα-
λαμά, «στή βαριά σκιά του» (δπως εύστοχα το διατύπωσε ό Κ.
Θ. Δημαράς),2 διακρίνονται δμως ό καθένας μέ τά ιδιαίτερα χα­
ρακτηριστικά του. 'Ένας άπο τούς περισσότερο ιδιότυπους είναι
ό Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894). Ξεκινημένος άπο το ήπει-
ρώτικο χωριό του, άπο δπου άναγκάστηκε νά φύγει καταδιωγ­
μένος άπο τις τουρκικές άρχές, δημοσίευσε γύρω στα είκοσι χρο­
νιά του δύο μικρά, άσήμαντα μάλλον «έπύλλια», μέ φανερή τήν
έπίδραση τοϋ Βαλαωρίτη. Ή κυρίως ποιητική παραγωγή του
συγκεντρώνεται στις δύο ποιητικές συλλογές, τά Α γροτικ ά, που
έπαινέθηκαν στο Β' Φιλαδέλφειο διαγωνισμό τοϋ 1890, καί "Ο
1. Παλαμας, "Απαντα, τόμ. 2, σ. 460.
2. «Στή βαριά σκιά τοϋ Παλαμα» είναι ό τίτλος τοϋ τελευταίου μέρους
τής 'Ιστορίας του, πού άναφέρεται στα χρόνια 1890-1922.
218 2 19
12. II Ι Ι Ο Ι Ι Ι Σ Ι Ι Γ Τ Ρ Ω ΚΛ Ι Γ Σ Τ Κ Ι ’ Λ Λ Ι Ι Ο Τ Ο Χ Ι ΙΛ Λ Λ Μ Λ . Κ Ρ Τ Γ Τ Λ Λ Λ Ι Ι Σ . Μ Α Β ΙΛ ΙΙΣ

Τ ραγουδιστής τοΰ χω ριού καί τής στάνης, πού κι αυτό επαι­ ωρα χαμένου ποιητή στή νεοελληνική ποίηση. Στίχοι τόσο πυ­
νέθηκε το 1892. Δυο χρόνια άργότερα ό ποιητής πέθαινε είκοσι κνοί στήν έκφραση καί στή σύνθεση, όπως οί άκόλουθοι άπό τον
έξι μόλις χρόνων, φθισικός. μεταθανάτιο Ψ ω μοπάτη του, δέν ήταν κάτι συνηθισμένο στήν
’Εκείνο πού χαρακτηρίζει τις Suo αύτές συλλογές είναι ή ισχυ­ ποίηση τοΰ 1890:
ρότατη καί άποκλειστική επίδραση τοΰ δημοτικού τραγουδιού, "Οταν άπό δροσόπαγο κλιτό καί μαργω μένο
πού τόν δροσερό χυμό του τό νεαρό αύτό χωριατόπουλό τον έ- μνήσκει στον κάμπο όλοννκτις τ’ ’Α πρίλη τό λουλούδι
φερνε γνήσιο καί όχι ψευτισμένο στούς στίχους του. Στην πρώτη καί τήν αύγούλα τό φιλούν μόλις τοϋ ήλιου ο ί αχτίδες
ιδίως συλλογή πολλά ποιήματα σχεδόν δεν ξεχώριζαν από δημο­ κι εκείνο άναθερμαίνεται καί ξεπαγώνει αγάλια,
τικά τραγούδια, καί 6 Κρυστάλλης δεν δίσταζε νά μεταφέρει καί κι ή Χρύσω έτσι ξεπ ά γω σ ε. . .
αυτούσιους στίχους άπό αύτά στα ποιήματά του. Αύτό ήταν α­
κριβώς πού ξάφνιασε τήν ’Αθήνα τοΰ 1890 καί τοΰ χάρισε τότε 'Ο Κρυστάλλης πέθανε τό 1894. Τό 1895 άρχίζει, καθώς εί­
τόν έπαινο καί τό θαυμασμό, τής κριτικής. ’Αλλά καί γιά τόν δαμε, για τόν Ιίαλαμα ή περίοδος τής ωριμότητας και τής ακ­
ίδιο λόγο κατακρίθηκε ή ποίησή του: τό δημοτικό τραγούδι, τοΰ μής, κυρίως μέ τά σονέτα τών «Πατρίδων». Είναι ή εποχή η
παρατήρησαν, δεν τό μετουσιώνει δημιουργικά, άλλά τό μετα­ περισσότερο άπό κάθε άλλην εύνοϊκή γιά τήν καλλιέργεια τοϋ
φέρει αύτούσιο σέ μια μίμηση δουλική. Κι άκόμα, δ κόσμος τοΰ κατ’ έξοχήν στιχουργικοΰ αύτοϋ έκφραστικοΰ μέσου τοΰ παρ­
δημοτικοΰ τραγουδιού, ό γνήσιος, είναι, είπαν, άπείρως πλου­ νασσισμού. ’ Εξαίρετος, άβρός καλλιεργητής τοΰ σονέτου στά­
σιότερος καί βαθύτερος άπό τόν κόσμο πού εκφράζει ή ποίησή θηκε ό Κερκυραίος Αορέντσος Μαβίλης (1860-1912). Είχε την
του. 3 ευκαιρία νά πάρει μιά ευρύτατη μόρφωση, στήν Κέρκυρα πρώτα,
Οί αύστηρές αύτές κρίσεις, πού τις συμμερίζονται καί πολλοί γιά δώδεκα ολόκληρα χρόνια ύστερα στά πανεπιστήμια τής Γερ­
νεωτεροι κριτικοί, χρειάζονται όμως ίσως κάποια άναθεώοηση. μανίας, όπου δίπλα στή σπουδή τής φιλολογίας μυήθηκε στή φι­
Γιά νά άποτιμήσουμε δικαιότερα τήν προσφορά τοΰ Κρυστάλλη λοσοφία τοΰ Kant, τοΰ Fichte καί κυρίως τοΰ Schopenhauer,
πρέπει νά τόν άπαλλάξουμε άπό τήν άξιολογική σύγκριση μέ τό πού ιδιαίτερα τόν επηρέασε- μελέτησε άκόμα σανσκριτικά καί
πρότυπο. Φυσικά ό κόσμος τοΰ Κρυστάλλη είναι διαφορετικός τήν ινδική φιλοσοφία καί μετέφρασε κομμάτια άπό τη Μ αχα-
άπό τόν κόσμο τοΰ δημοτικού τραγουδιού —πώς μπορούσε νά μπ αράτα. Στήν έποχή τών σπουδών του έγραψε καί τά πρώτα
είναι αλλιώς; Ά πό τήν άλλη μεριά, ό στίχος του δέν άποτελεί του ποιήματα, κυρίως όμως μέτήν ποίηση θά άσχοληθεΐ ύστερα
τόσο δουλική μίμηση τοΰ δημοτικού τραγουδιού όσο φαίνεται άπό τήν έπιστροφή του άπό τή Γερμανία τό 1893 καί την εγ­
ίσως στο πρώτο αντίκρισμα. Εύτονος, αδρός, πλάθεται μέ πολλή κατάστασή του στήν Κέρκυρα- τά ωριμότερα καί τά πιο αγα­
τέχνη προσωπική, αντλώντας τή δύναμη καί τήν ορμή άπό τό πητά σονέτα του πέφτουν στήν πενταετία 1895-1900: «Λήθη»,
δημοτικό πρότυπό. Άκόμα καί ή χρήση τών ιδιωματικών λέξε­ «Καλλιπάτειρα», «Μούχρωμα», « ’Ελιά».
ων, όταν δέ φτάνει στήν υπερβολή, άποτελεί ένα πρόσθετο στοι­ Στά λιγοστά του αύτά σονέτα ολοκληρώνεται ή ποιητική προ­
χείο γοητείας καί δείγμα τεχνίτη όχι κοινού. Ά ν μάλιστα τοπο­ σφορά τοΰ Μαβίλη. Ά πό τά σπάνια παραδείγματα όπου έργο
θετήσουμε τά ποιήματα τοΰ Κρυστάλλη στήν εποχή του, όταν ποσοτικά τόσο μικρό έχει τέτοιο ποιοτικό βάρος. Γιατι τα σο­
ό δέκα χρόνια σχεδόν άρχαιότερός του ΓΙαλαμάς βρισκόταν άκόμα νέτα τοΰ Μαβίλη, άψογα δουλεμένα, κατέχουν πραγματικά κεν­
στό πρώιμο στάδιο πού άντιπροσωπεύουν Τά Μ άτια τής ψυχής τρική θέση στή νεοελληνική ποίηση: γλώσσα μεστή, στίχος επί­
μου, καί ή εκμετάλλευση τών δημοτικών πηγών είχε δώσει μόνο μονα λεπτουργημένος, «πλούσια» (στήν τεχνική σημασία τοΰ
τή λειασμένη γλυκερότητα τών Ε ιδυλλίων τοΰ Δροσίνη, τότε όρου) ομοιοκαταληξία. Καί ή ποιητική σκέψη κρυστάλλινη καί
θα εκτιμήσουμε καλύτερα καί δικαιότερα τήν προσφορά τοΰ πρό- διαυγής σαν τούς στίχους του- ό άπαισιόδοξος τόνος τής ινδι­
3.^ Βλ. κυρίως τήν κριτική τοϋ Γ. Μ. Άποστολάκη, Ό Κρνστάλλης κής φιλοσοφίας καί ή επίδραση τοΰ Schopenhauer δεν έχουν
και τό δημοτικό τραγούδι, Θεσσαλονίκη 1937. τή δύναμη νά μαράνουν τή δροσιά τής άμεσης έπαφής μέ τά
2 20 221
12. Η Π Ο Ι Η Σ Η Γ Τ Ρ Ω Κ Α Ι Ϊ Σ Τ Ε Ρ Α Α Π Ο Τ Ο Ν Π Α Λ Α Μ Α ΓΡΥΠΑΡΗΣ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

πράματα. «Ερασιτέχνης» κι αύτός, όπως ό δάσκαλός του ό Πο- φρυδη» έκμεταλλεύεται μέ ιδιαίτερη τέχνη θρύλους άπο μεσαιω­
λυλάς, διοχετεύει στούς στίχους του το άνώτερο ήθος καί την νικά βιβλία καί δημοτικές παραδόσεις, καί ή γλώσσα του γίνεται
ανθρώπινη εύγένεια καί αρχοντιά που τον χαρακτήριζε σ’ όλη θερμότερη καί κρουστότερη. Τά πιο ώριμα ποιήματα του είναι
του τή ζωή. ’Έ τσι είναι άπόλυτα συνεπής μέ τον εαυτό του όταν, άσφαλώς τά τρία « ’Ελεγεία» του (1902-1909)' ποτισμένα απο
ύστερ’ άπό τή συμμετοχή του στούς άγώνες στήν Κρήτη το 1896 άόριστη θλίψη καί άπογοήτευση, άναδίδουν τόνους πιο βαθεΐς
καί στήν ’Ήπειρο το 1897, θά φορέσει καί πάλι, πενήντα δυο καί πιο συγκροτημένους, πού γίνονται στις «Έ στιάδες» (το ση­
χρόνων πιά, στά 1912, τή στολή του γαριβαλδινοΰ άξιωματικοΰ μαντικότερο άπο τά τρία) τόνοι δραματικοί καί έξομολογητικοι:
καί θά σκοτωθεί στο πεδίο τής μάχης στο Δρίσκο, έξω άπο τά μ ά η α γία ή φω τιά, μ ια πδσβησε, δεν τήν ανάβει π λιά
Γ ιάννινα. ανθρώπινο προσάναμμα ή πυροδότης.
Τήν ίδια χρονιά πού δημοσιεύτηκαν οί «Πατρίδες» τοϋ Πα-
λαμα, το 1895, κάνει τήν πανηγυρική του έμφάνιση στή νεο­ Οί «Έ στιάδες» (1909) κλείνουν τή δημιουργική περίοδο τοϋ
ελληνική ποίηση μέ μιά σειρά σονέτα καί ό ’Ιωάννης Γρυπάρης ποιητή' κλείνουν καί τή μοναδική του συλλογή, τούς Σ καρα­
(1870-1942). Κυκλαδίτης (άπο τή Σίφνο), μεγάλωσε καί μορ­ βαίους και Τερακότες, καταρτισμένη δέκα χρόνια άργότερα
φώθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, όπου το 1895 είναι καθηγη­ (1919). «Μιά ποσβησε ή άγια ή φωτιά», ό ποιητής σταμάτησε
τής σε γυμνάσιο καί διευθύνει παράλληλα ένα φιλολογικό πε­ νά γράφει. Τή σπάνια γλωσσοπλαστική του δύναμη καί ευαι­
ριοδικό. Τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε οριστικά στήν Ε λ ­ σθησία τις έστρεψε στις μεταφράσεις τών άρχαίων τραγικών,
λάδα καί σταδιοδρόμησε ως φιλόλογος εκπαιδευτικός, ανώτερος ιδίως στις έξοχες μεταφράσεις του τοϋ Αισχύλου.
υπάλληλος υστέρα καί διευθυντής στο τέλος τοϋ Έθνικοΰ Θεά­ Ή στροφή άπ’ τον παρνασσισμό στή συμβολιστική τεχνοτρο­
τρου. Τά σονέτα του, μέ το γενικό τίτλο «Σκαραβαίοι», έκαμαν πία, πού είδαμε στο Γρυπάρη, όπως καί στον Παλαμά, γίνεται
άμέσως μόλις δημοσιεύτηκαν έξαιρετική εντύπωση γιά τήν πε­ πιο έκδηλη στά έντελώς τελευταία χρόνια τοϋ αιώνα. Το όργανό
ρίτεχνη έπεξεργασία τους καί τήν πλούσια ήχηρή τους γλώσσα πού έξέφραζε τις νέες τάσεις ήταν το βραχύβιο περιοδικό Η
με πολλές σπάνιες λέξεις καί νεόκοπα ή δημοτικά σύνθετα: Τέχνη (1898-9) πού έξέδιδε ό Κ. Χατζόπουλος, καί λίγο ύστε­
ρα "Ο Διόνυσος (1901-2), πού συνέχιζε τή γραμμή της, μέ διευ­
Μ πρόβαλε μέρα λιβανή κι όνειροξεδιαλντρα θυντές τον άδερφό τοϋ Χατζόπουλου Δημήτριο καί τον Γιάννη
να διώ ξεις τά Ισκιώ ματα τοϋ ύπνον άπο κοντά μ ο ν
Καμπύση. Τά δύο περιοδικά άσκοΰσαν κριτική όχι μόνο προς
μπρόβαλε μέρα, κοίμ ισε την νπνοφ αντασιά μου, τις παλιές άξιες, άλλά καί προς τις νεώτερες καθιερωμένες, το
πού ενώ κ οιμούμαι ξάγρυπνα ή νυχτοπαρω ρίτρα.
ήθογραφικύ διήγημα, τον λαογραφισμό, τον Ψυχάρη' επιδίωκαν
Ό Γρυπάρης έχει το αισθητήριο τής ποιητικής γλώ σσας, ξέ­ νά ξεπεράσουν τά στενά έθνικά πλαίσια καί άναζητοΰσαν τους
ρει καλά τή λαϊκή γλώ σσα καί ξέρει άκόμα να έκμεταλλεύεται προσανατολισμούς των στις ξένες λογοτεχνίες, κατά προτίμηση
το γλωσσικό υλικό τής δημώδους μεσαιωνικής λογοτεχνίας, ενώ τήν άγγλική καί τή γερμανική, άκόμη καί τή ρωσική καί τη
άπο τήν άλλη πλευρά χωνεύει δημιουργικά τά άκραΐα διδάγματα σκανδιναβική. 'Ο πιο καθαρόαιμος έκπρόσωπος τοϋ συμβολι­
τοϋ παρνασσισμού ενός Hérédia ή Théophile Gautier. Ή επί­ σμού, ό Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920), είχε παρου­
δρασή τους είναι φανερή σέ όλη τή σειρά των δεκαπεντασύλλα­ σιαστεί το 1898 μέ δύο πρώιμες ποιητικές συλλογές' θά ξανα-
βων «Σκαραβαίων» καθώς καί στήν άλλη παράλληλη, τις «Τε­ δώσει άλλες δύο ("Απλοι τρόπ οι, Βραδινοί θρύλοι) μόλις το 1920,
ρακότες» σέ έντεκασύλλαβο (ή επίδραση είναι φανερή άκόμα καί τή χρονιά τοϋ θανάτου του. Στο μεταξύ, άπο το 1900 ως τον
στούς έξεζητημένους τίτλους των συλλογών). ’Αλλά κιόλας μέ Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε εγκατασταθεί στή Γερμανία, καί
τά «Ίντερμέδια» (1899-1901) προσανατολίζεται προς τήν τε­ γ ι’ αυτό ή έπίδραση τής γερμανικής καί γενικά τής βόρειας λο­
χνική τοϋ συμβολισμού, ό στίχος γίνεται πιο έλεύθερος καί πιο γοτεχνίας είναι φανερή στο έργο του. Στή Γερμανία προσχώρησε
μουσικός, οί εικόνες ύποβλητικές' στον «Τρύφωνα καί Χρυσό- καί στο σοσιαλιστικό κίνημα καί ζήτησε νά τό διαδώσει στην
222 223
12. Η Π 0 1 1 Ϊ Σ Ϊ Ι Γ Γ Ρ Ω Κ Λ Ι Τ Σ Τ Ε Ρ Α Α Π Ο Τ Ο Ν Π Α Λ Α Μ Λ Π Ο Ρ Φ Υ Ρ Α Σ . Μ Α Λ ΑΚ .Α ΣΙΙΣ. Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α ΙΟ Ι Π Α Λ Α Μ ΙΚ Ο Ι

Ελλάδα, συνδυάζοντας τις κοινωνικές ιδέες μέ τις ανανεωτικές 1909) άναζητά επίμονα καινούριους εκφραστικούς τρόπους, έξω
τάσεις του δημοτικισμού. Σημαντικό στάθηκε καί το πεζογρα- καί άπό τήν παρνασσιακή τεχνουργία του Γρυπάρη καί άπο τούς
φικό του έργο' άπό το 1910 ώς το 1917 δημοσίευσε μιά σειρά συμβολικούς τόνους του Χατζόπουλου. Καταγόμενος άπό ένα χω ­
διηγημάτων καί μυθιστορημάτων (βλ. παρακάτω σ. 257). ’Εντε­ ρώ τής Σπάρτης, ζήτησε νά άναβαπτίσει τή γλώσσα του καί τήν
λώς ιδιαίτερη ποιότητα έχουν τέλος καί οί λογοτεχνικές του με­ ποιητική του έκφραση στήν άδρή, καθαρά λαϊκή γλώσσα, καί
ταφράσεις, ιδίως άπο τά γερμανικά (Φ άονστ κ.ά.). σέ μεγάλο βαθμό τό κατόρθωσε. Τό πλήθος οί νεότροπες ή κα­
Στην ποίησή του άποζήτησε, σύμφωνα μέ τά διδάγματα θαρά ιδιωματικές λέξεις χρησιμοποιούνται εδώ μέ άλλη όλό-
του συμβολισμού, την υποβολή μέ τις θαμπές καί άξεκαθάρι- τελα πρόθεση άπό ό,τι στον Κρυστάλλη π.χ. ή τόν Γρυπάρη καί
στες εικόνες καί τή μουσική γοητεία του στίχου. 'Ο τόνος πού έξυπηρετοϋν τελικά έναν λυρικό συμβολισμό. 'Η μοναδική του
κυριαρχεί είναι ό ελεγειακός, 'ένας ακαθόριστος ποιητικός ρεμ­ συλλογή, ’Α ντίλαλοι (1899, έκδοση τής Τέχνης), είναι σάν ένα,
βασμός, ή έλλειψη τού συγκεκριμένου. Ή διάχυτη αυτή άτμό- ενιαίο στή σύνθεση, ποίημα, σέ δεκαπεντασύλλαβους πού μετα­
σφαιρα είναι ίδια καί στις πρώιμες καί στις ώριμες συλλογές- μορφώνουν τόν παραδομένο στιβαρό ρυθμό σέ κάτι έντελώς προ­
στις τελευταίες αύτές, έξω άπο τήν τεχνικότερη δομή του στί­ σωπικό. ’Από τόν Πασαγιάννη έπηρεάστηκε κυρίως ό Α. Με­
χου, ή δεσπόζουσα μένει ούσιαστικά άνάλλαχτη καί απάνω της λαχρινός, αλλά ώς ένα σημείο καί ό Σικελιανός.
ό ποιητής έχει τήν ικανότητα νά πλέκει πλήθος μουσικά θέματα. Τόν ίδιο χρόνο, 1899, έκδοση τής Τέχνης έπίσης, κυκλοφό­
'Η μονότονη όμως αύτή επανάληψη καταντά στο τέλος κουρα­ ρησε καί ή προύτη ποιητική συλλογή, Σ υντρίμ μ α τα , τού Μιλ­
στική : τιάδη Μαλακάση (1869-1943). Τίποτα κοινό όμως δέ συνδέει
Γεννιοϋμαι άπ τύν πόνο' τούς δύο ποιητές. Ό Μαλακάσης είναι ελευθερωμένος άπό σχο­
κι άπλώνω κ ι απλώνω λές καί τεχνοτροπίες καί άναζητήσεις, αν καί βέβαια φανερή εί­
κ ι απλώ νομαι πέρα ναι απάνω του ή επίδραση τού Jean Moréas, μέ τόν όποιο στε­
κ ι απλώ νομαι γύρω νά συνδέθηκε γιά πολλά χρόνια στό Παρίσι. Ό στίχος του κυλά
σέ όχτιές καί σέ βύθη αυθόρμητος, χωρίς προβληματισμούς καί χωρίς ν’ άποζητά ένα
συντρίμ μ ια νά σπείρω . βάθος λυρικό —άλλά καί χωρίς νά τό άποζητοϋμε κι έμεΐς. Είναι
κατ’ έξοχήν «τραγουδιστής»- ή άρετή του είναι αύτό τό ρηχό,
Το ποίημα εξακολουθεί στον ίδιο τόνο γιά πολλούς ακόμα στί­ καθαρό κελάρυσμα τού στίχου, πού δέν έθόλωσε μες στα σαραντα
χους. 'Ο τίτλος του είναι χαρακτηριστικός: «'Ο θρύλος τής ο­ χρόνια πού καλύπτουν οί ποιητικές του συλλογές. Ενωμένη με
μίχλης», χαρακτηριστικός καί ό τίτλος τής συλλογής: Βραδινοί κάποια ρουμελιώτικη λεβεντιά καί εκφραστική άδρότητα, ή μου­
θρύλοι. σική αύτή δίνει τούς καλύτερους ήχους της στα ποιήματα τα εμ­
’Από τή συντροφιά τής Τέχνης ξεκίνησε καί ό Λάμπρος Πορ­ πνευσμένα άπό τήν ιδιαίτερη πατρίδα του, τό Μεσολόγγι: τον
φύρας (1879-1932) καί τό συμβολισμό υπηρέτησε μέ τά λιγοστά φημισμένο «Μπαταρία», τόν «Τάκη Πλούμα», «Το λενε τ αη-
του ποιήματα, πού τά διακρίνει κάποια εύαισθησία καί μιά αβρή δονάκια».
συμπαθητική μελαγχολία, ή εκφραστική όμως καί ή γλωσσο­ Χαρακτηριστικό γιά τό πλατύτερο ενδιαφέρον πού γεννά, μετά
πλαστική του δύναμη είναι φανερά κατώτερες άπο του Χατζό- τήν έμφάνιση τού Παλαμά καί των συγχρόνων του, η ποίηση
πουλου. Μιά φωνή άδύνατη, ένας πνευματικός κόσμος κλειστός καί ή λογοτεχνία γενικότερα, είναι ή παρουσία ενός μεγάλου
καί περιορισμένος. Ή μοναδική του ποιητική συλλογή Σ κιές πλήθους λογοτεχνών, ποιητών τό πιό πολύ, πού δουλεύουν άξια
(1920) επηρέασε τούς χαμηλούς τόνους τής ποίησης των χρό­ τό στίχο χωρίς νά προσθέτουν τίποτα τό καινούριο καί συνεχί­
νων 1920-30. (Μετά τό θάνατό του έκδόθηκαν καί τά υπόλοιπα ζουν σ’ ένα ικανοποιητικό επίπεδο τήν ποιητική γραμμή πού
ποιήματά του μέ τόν τίτλο Μ ουσικές φωνές, 1934). χάραξαν οί προηγούμενοι. Τό δίδαγμα τού Παλαμά, ή τέχνη
’Αντίθετα, ό πρόωρα χαμένος Σπήλιος Ιΐασαγιάννης (1874- τού Μαβίλη καί τού Γρυπάρη, ή διάθεση τού Χατζόπουλου καί
224 225
12. II Π Ο Ι Η Σ Η Γ Γ Ρ Ω ΚΑΙ Υ Σ Τ Ε Ρ Α Α Π Ο ΤΟΝ Π Λ Λ Α Μ Α

του Μαλακάση ξαναγυρίζουν σέ διάφορες παραλλαγές στούς στί­ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
χους των καί πλουτίζουν τήν εικόνα τής ελληνικής ποίησης στις
δυο ή στις τρεις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. 'Ο Άλέκος ΚΑΒΑΦΗΣ, ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Φωτιάδης άπό τή Σμύρνη (1870-1943) γράφει μικρά τετρά­
στιχα καί όχτάστιχα, σάν έπιγράμματα νεοκλασικά, ό Μάρκος Η ΠΟΙΗΣΗ ΩΣ ΤΑ 1930
Τσιριμώκος (1872-1939) καλλιεργεί μέ παρνασσιακή έπιμέλεια
τά περίτεχνα σταθερά στροφικά συμπλέγματα (τερτσίνες, τριο­
λέτα, δεκάστιχα, βιλανέλλες), ό Ν. Πετιμεζάς (1875-1952), μέ
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
το ψευδώνυμο Λαύρας, δίνει στούς στίχους του, πού τούς δια­
κρίνει ποικιλία στο ρυθμό, κάποια γνήσια λαϊκή απόχρωση. 'Ο Είναι περίεργο. Έ νώ στήν ’Αθήνα, μετά τό 1880, μοναδικό πιά
Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940), λόγιος, αισθητικός καί δη­ σχεδόν πνευματικό κέντρο τού ελληνισμού, μεσουρανεί ό Πα-
μοσιογράφος, είναι κατ’ έξοχήν στυλίστας. ’Έγραψε πολλά, καί λαμάς καί έπηρεάζει δυναστικά τήν ποίηση καί τήν πνευματική
μελέτες, βιογραφίες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, κριτικές. Το ποι­ ζωή, στά ίδια χρόνια, σέ μιάν άπομονωμένη περιοχή τού ελλη­
ητικό του έργο είναι λιγοστό, άλλά καλλιέργησε καί τό νόθο νισμού, στήν Αλεξάνδρεια, δημιουργεί τό έργο του ένας ποιη­
είδος τοϋ πεζοτράγουδου στούς Πεζούς ρυθμούς (1923). Πλη­ τής, πού έ'μελλε στά ύστερότερα χρόνια νά πάρει αύτός τήν κεν­
θωρικός στην ποιητική του παραγωγή είναι ό Σωτήρης Σκίπης τρική θέση στή νεοελληνική ποίηση καί νά επηρεάσει άποφα-
(1879-1952), ή εύκολογραφία όμως αύτή καί ή αφάνταστη προ­ σιστικά όλη τή νεώτερη έξέλιξή της ως τις μέρες μας. Ό ποιη­
χειρότητα έκφρασης καί στοχασμού καταδικάζουν τελεσίδικα τής αύτός είναι ό Κ. Π. Καβάφης. Ή ’Αλεξάνδρεια, όπου έζησε
τήν προσφορά του. μόνιμα τά ώριμα χρόνια του, τά χρόνια τής δημιουργικής του
"Ολοι αύτοί είναι σχεδόν σύγχρονοι, γεννημένοι μέσα στή δε­ δράσης, ή πόλη μέ τις αναμνήσεις τού πλούσιου ελληνιστικού
καετία 1870-1880. Μέ τούς ποιητές πού γεννιούνται ΰστερ’ άπό παρελθόντος, ήταν, άπό τά μέσα περίπου τού 19ου αιώνα, ή
τό 1880 (κυρίως τόν Σικελιανό, τόν Καζαντζάκη, τόν Βάρναλη) έδρα μιας σημαντικής καί άκμαίας εμπορικής έλληνικής πα­
ή ποίηση παίρνει μια νέα άνθηση. Θά τούς εξετάσουμε στό επό­ ροικίας. IΙλουσιότατοι εθνικοί εύεργέτες, ό Γ. Άβέρωφ παλαιό-
μενο κεφάλαιο. 'Ωστόσο πριν τελειώσουμε πρέπει να μνημο­ τερα, ό Έμμ. Μπενάκης άργότερα, ήταν μέλη τής παροικίας,
νεύσουμε έδώ καί δύο ποιητές πού αν καί νεώτεροι άνήκουν πιό ή οποία όμως στόν πνευματικό τομέα δέν είχε δώσει ώς τότε
πολύ στήν παλαιότερη γενιά καί άποτελούν έναν τελευταίο άντί- κανένα δείγμα άξιόλογης παρουσίας. Ή άπομόνωση αύτή μέσα
λαλο τής ποίησης πού καλλιεργήθηκε γύρω άπό τόν Παλαμά. στόν ελληνικό χώρο έξηγεΐ ώς ένα μέρος —ώς ένα μέρος μο­
Είναι ό ΆΟ. Γ. Κυριαζής (1888-1950) καί ό ακόμα νεώτερος νάχα— μερικές άπό τις ιδιοτυπίες τής καβαφικής ποίησης.
Γ. Άθάνας (Γ. Άθανασιάδης-Νόβας, γενν. 1893). Ρουμελιώτες 'Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στήν ’Αλεξάνδρεια τό
καί οί δυό, χωρίς ν’ άναζητοΰν τίποτα τό ιδιαίτερο ή τήν άλλαγή, 1863, τελευταίος άπό έννέα παιδιά. Ό πατέρας του ήταν έμπο­
συνεχίζουν μέ τρυφερότητα τήν ορθόδοξη παλαμική παράδοση ρος πλούσια άποκατεστημένος, ή μητέρα του άπό καλή οικο­
τού στίχου καί τής ομοιοκαταληξίας. Κάποια ιδιαίτερη δροσιά γένεια τής Κωνσταντινούπολης. "Υστερ’ άπό τόν πρόωρο θά­
δίνει καί στούς δυό (στόν Γ. Ά θάνα στις πρώτες του, πιό επι­ νατο τού πατέρα, ή οικογένεια έφυγε γιά τήν ’Αγγλία, όπου
τυχημένες συλλογές) ή άπόμερη ζωή τής έπαρχίας, πού τήν άπο- έμεινε (στό Λίβερπουλ καί στο Λονδίνο) έφτά χρόνια, άπό τό
δίδουν μέ τρόπο γραφικά ειδυλλιακό. ' Η επιβίωση αύτή τής 1872 ώς τό 1878, όπου ασφαλώς ό Καβάφης (9-15 χρόνων τότε)
παλαμικής παράδοσης, κάπως παράταιρη κιόλας στά προπολε­ θά έφοίτησε σέ κάποιο άγγλικό σχολείο καί θά έμαθε τοσο τε­
μικά χρόνια, στάθηκε βέβαια άκόμα πιό ξένη στούς σημερινούς λεία τήν αγγλική γλώσσα, πού τή χρησιμοποιούσε γιά τις ατο­
καιρούς. μικές του σημειώσεις. Στό γυρισμό στήν ’Αλεξάνδρεια συμπλή­
ρωσε τις σπουδές του σ’ ένα έλληνικό λύκειο.
226 227
13. Κ Α Β Α Φ Ι Ι Σ , Σ Ι Κ Ε Λ Τ Λ Χ Ο Σ Κ Α Ι II Π Ο Ι Ι Ι Σ Η Ω Σ Τ Α 1930 ΚΑΒΑΦ ΙΙΣ

Ή οικογένεια θ’ αναγκαστεί άλλη μιά φορά νά έγκαταλείψει παρτίζει κάθε φορά μόνος του (μ’ έναν μετάλλινο συνδετήρα)
τήν πατρική πόλη" αιτία αύτή τή φορά οί πολιτικές άναταραχές σέ συλλογές —άλλες μέ κατάταξη απλά χρονολογική, άλλες μέ
του 1882, πού κατέληξαν στην αγγλική κατοχή τής Αίγύπτου. κάποια θεματική. Πολλές φορές διορθώνει μέ τό χέρι κάποιο
Η μητέρα με τά παιδιά πηγαίνουν στήν Κωνσταντινούπολη, στίχο ή ξανατυπώνει διορθωμένο τό ποίημα καί άντικαθιστά τό
'όπου ζεΐ ό πατέρας της, κι εκεί μένουν ως τον ’Ο κτώβριο του παλαιότερο. Μιά άδιάκοπη επαφή καί ένας έσώτατος δεσμός τού
1885. ’Από τήν έπιστροφή του καί ύστερα δ ποιητής δέ θά έγκα­ δημιουργού μέ τό έ'ργο του.
ταλείψει τήν ’Αλεξάνδρεια παρά μόνο για μερικά σύντομα τα­ Τά κρίσιμα χρόνια τής διαμόρφωσης είναι ασφαλώς τά γύρω
ξίδια: το 1897 στο Παρίσι καί στο Λονδίνο, το 1901 καί το άπό τό 1900 —άνάμεσα στό 1896, χρονολογία τών «Τειχών»,
1903 στήν ’Αθήνα. 'Η ζωή του κυλά ήσυχα" έχει μια μόνιμη καί στό 1904 δπου εκδίδει τό πρώτο τεύχος μέ τά δεκατέσσερα
θέση στή δημόσια υπηρεσία, κατοικεί στήν άρχή μ’ έναν αδερφό συγκεντρωμένα ποιήματα (ή χρονιά τής ’Α σάλευτης ζωής). ’Έ ­
του, ύστερα μόνος, τα τελευταία χρόνια τριγυρισμένος άπό τή χει άφήσει τήν προσαρμογή του ρομαντικού επίγονου και δοκι­
συμπάθεια καί τήν εκτίμηση των αλεξανδρινών φίλων. Πέθανε μάζοντας ολοένα., ανακαλύπτει σιγά σιγά τό δικό του εντελώς
τύ 1933 τήν ημέρα των γενεθλίων του άπο καρκίνο του λάρυγγα. ιδιαίτερο πρόσωπο. Τά «Τείχη», μέ δλη τήν κάπως διστακτικη
Οί πρώτες δημοσιεύσεις άρχίζουν το 1886, τή χρονιά τής άκόμα τεχνική, ξαφνιάζουν μέ τήν ωριμότητά τους" με αφάντα­
πρώτης συλλογής του Ιίαλαμά, σέ καθαρεύουσα" ρομαντικά στή στη λιτότητα στά εκφραστικά μέσα δίνεται σε δλο του το τρα­
σύλληψή τους, τά ποιήματα αύτά δέ φαίνονται καθόλου έπη- γικό βάθος τό αίσθημα τής μόνωσης, αύτό πού θά γίνει τό μό­
ρεασμένα άπο τήν άλλαγή τού 1880 καί, μέ τον άπελπισμό τους νιμο τραγικό συστατικό τού άνθρώπου τού αιώνα μας. Και στα
καί τον φανερό τους έγκεφαλισμό, σαν νά εξακολουθούν τή γραμ­ άλλα ποιήματα ώς τό 1900 —αυτά πού «ένέκρινε» και που «ε­
μή τού Δ. Παπαρρηγόπουλου, μέ φανερές άκόμα τις επιδράσεις ξέδωσε» ό ίδιος— αναγνωρίζουμε τά βασικότερα στοιχεία, τά
άπο τον Hugo καί τον Musset. ’Αλλά το 1891 κιόλας εκδίδει λιθάρια πού θ’ άπαρτίσουν τήν «καβαφική πολιτεία» (ή έκφραση
σέ αύτοτελές φυλλάδιο ένα ποίημα («Κ τίσται») πού προοιωνίζει είναι τών κριτικών):1 μιά ύπερρομαντική μελαγχολία στα «Κε­
τήν κατοπινή έξέλιξη, καί το 1896 γράφει τά «Τείχη», ποίημα ριά» (μέ τήν έννοια πώς έχει ξεπεράσει τό ρομαντισμό), τήν
πιά άπόλυτα «καβαφικό». 'Ο Καβάφης θά άποκηρύξει σχεδόν υψηλή άντίληψη γιά τήν τέχνη στό «Πρώτο σκαλί», τό ιστορικό-
δλα αύτά τά έργα μιας ολόκληρης δεκαετίας καί δέ θά τά εν­ μυθολογικό στοιχείο, άλλά καί τήν άναμέτρηση τού κόσμου τών
σωματώσει στήν έκδοση τών έργων του. Τέτοιες «εκκαθαρί­ ανθρώπων καί τών θεών στά «Ά λογα τού Αχιλλέως», την
σεις» θά κάνει κι άλλες πολλές" άκόμα καί στήν ώριμη περίοδό «Κηδεία τού Σαρπηδόνος», τή «Δέηση». Καί τό πρόσωπο αυτό
του γράφει ποιήματα, πού για τον ένα ή τον άλλο λόγο δεν τά ξεκαθαρίζει άκόμα περισσότερο, παίρνει τή γνώριμη μορφή στά
«έκδίδει». Το «corpus» τών «άναγνωρισμένων» ποιημάτων του ποιήματα τής επόμενης πενταετίας (1900-1904): ή άνθρώπινη
είναι συνολικά 154" πρώτο χρονολογικά τά «Τείχη» του 1896, αξιοπρέπεια καί υπερηφάνεια στό «Che fece. . . il gran rifiuto»
τελευταίο το «Εις τά περίχωρα τής ’Αντιόχειας» τού 1933, τής καί στις «Θερμοπύλες», μιά παραπέρα επεξεργασία τού θέματος
χρονιάς τού θανάτου του. Καί τά ποιήματα είναι δλα σύντομα" τών «Τειχών» στήν «Πόλη», καί τέλος, στά 1904, ένα ποίημα
σπάνιά εκτείνονται καί σέ δεύτερη σελίδα" μόνο ένα φτάνει ώς άπό τά πιό ώριμα καί τά πιό χαρακτηριστικά (ιστορικό καί δρα­
τήν τρίτη. ματικό μαζί) τό «Περιμένοντας τούς βαρβάρους». Παράλληλα,
Ή ίδιοτυπία τού Καβάφη εκδηλώνεται καί στον τρόπο μέ τον λυρικότερα, λιγόστιχα, σάν επιγράμματα, θερμότερα καί προ-
όποιο κυκλοφορούσε τά ποιήματά του, σέ μικρά φυλλάδια. Το σωπικότερα (καί λαϊκότερα στή γλώσσα), οί «Φωνές», οί « ’Επι­
1904 σ’ ένα μικρό τεύχος διαλέγει καί τυπώνει δεκατέσσερα, καί θυμίες»:
τό 1910 τά ξαναεκδίδει προσθέτοντας άλλα εφτά' τά τεύχη αύτά, 1. Τίμος Μαλάνος, Ή μυθολογία τής καβαφικής πολιτείας, ’Αλεξάν­
τυπωμένα σε 100 έως 200 τό πολύ άντίτυπα, κυκλοφορούν ιδιω­ δρεια 1943 (=Τοϋ ίδιου, Ό ποιητής Κ. Π. Καβάφης, 2η έκδ. αναθεωρη­
τικά. ’Από τό 1912 τυπώνει μεμονωμένα φύλλα, πού τά συνα­ μένη, ’Αθήνα 1957, σσ. 289-396).

2 28 229
1,'t. Κ Α Β Α Φ Η Σ , Σ Ι Κ Ε Λ Τ Λ Χ Ο Σ Κ Α Ι Π Π Ο Ι Η Σ Η ΩΣ ΤΑ 1930 ΚΑΒΑΦΗΣ

’Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες τής ποίησής του, λυτρώθηκε άπό τήν έπίμονη προσήλωση στό
εκείνων που π εθάναν. . . στοιχείο αύτό καί μόνο καί έπισήμανε άλλα στοιχεία, εξίσου
βασικά, τής ποίησής του, τή δραματικότητα, τόν «διδακτισμό»
—(οί ανεκπλήρωτες έπιθυμίες, πού είναι) (Ε. Π. ΙΙαπανοϋτσος), τή σχέση τών ποιημάτων μέ τά ιστορικά
περιστατικά τής Αίγύπτου καί τής έκεΐ έλληνικής παροικίας
. . .σαν σύρματα ω ραία νεκρών που δεν έγέρασαν (Στ. Τσίρκας) —χωρίς ν’ άποφύγει καί πάλι πολλές φορές τήν
καί τά ’κλεισαν, μ ε δάκρυα, σε μαυσω λείο λαμπρό, υπερβολή καί τή μονομέρεια. 'Ο κόσμος τού Καβαφη είναι πο­
με ρόδα στο κεφάλι καί στα π όδια γιασεμιά. λυμερής, τό έργο του «πολυεδρικό καί πρισματικά πολύπλευρο»,
έτσι πού ή προσπάθεια νά συλλάβεις τό νόημά του άπό μια μο­
Στο τέλος των κρίσιμων αύτών χρόνων, γύρω στο 1900, ώ ­ νάχα οπτική γωνία, είναι καταδικασμένη άπό τά πριν σε απο­
ριμος πιά καί στην ήλικία, σαράντα ετών, ό Καβάφης έχει δη­ τυχία.
μιουργήσει την ποιητική του, έχει διαμορφώσει τή δική του, Τά καθαρά «ήδονικά» ποιήματα δέν είναι πολλά- καί άρχί-
έντελώς ιδιότυπη καί ανεπανάληπτη έκφραση. Γιά τά επόμενα ζουν νά παρουσιάζονται πιό άπερίφραστα σέ έποχή άρκετά προ­
τριάντα χρόνια, ως το θάνατό του, βαθαίνοντάς την εσωτερικά, χωρημένη (ίσως άπό τό 1915). ’Αλλά καί στά ιστορικά καί άλ­
θα πλουτίζει ολοένα τή γνώριμη φυσιογνωμία προσθέτοντας μέ λου κυρίαρχη είναι στήν ποίηση τού Καβάφη ή μορφή τού ω ­
φειδώ καινούρια ποιήματα τού ’ίδιου πάντα τύπου, μέ αφάνταστο ραίου έφήβου, ίνδαλμα έρωτικό, καί προπάντων ή άνάμνηση, ή
όμως πλούτο θεματικό καί άφοΰ τά περάσει πρώτα άπό έξονυ- άναπόληση μέσα στή μοναχική κάμαρα. 'Η άνθρώπινη ευγενεια
χιστικη διεργασία στο έργαστήρι του. Λίγες έγγραφες ώς τό καί ή άξιοπρέπεια, άπό τά κύρια καί μόνιμα χαρακτηριστικά
1910, περισσότερες μετά τό 1911 (μέ κάποια έξαρση στά 1917- τής ποίησής του, δέ χάνεται καί στά πιό άπερίφραστα άκόμα'
18), μέ αισθητή τήν κάμψη στά έντελώς τελευταία χρόνια. τό κάτω κάτω, αύτό πού ένδιαφέρει είναι ή μετουσίωση τών αι­
σθημάτων μέ τήν ποίηση. Συχνά άλλωστε και επίμονα το μο-
Φαίνεται πώς ό ίδιος ό Καβάφης έβλεπε τά ποιήματά του νά τίβο τέχνη καί τό μοτίβο έρωτας μπλέκονται στά ποιήματά του:
ανήκουν σέ τρεις διαφορετικές κατηγορίες (ή «περιοχές»): στά
φιλοσοφικά, τά ιστορικά, καί τά ηδονικά (ή αισθησιακά). Καί πότε ή ομιλία είναι γ ιά τά ω ραία σοφ ιστικά
πραγματικά ή διαίρεση αυτή άνταποκρίνεται στήν πραγματι­ και πότε γιά τά ερω τικά των τά εξαίσια.
κότητα, μέ τήν έπιφύλαξη πώς άναφέρεται στήν ποιητική έκ­ («Ηρώδης Α ττικός»)
φραση καί οχι στο σημασιολογικό περιεχόμενο. Γιατί άπό τήν
άλλη μεριά δέν υπάρχει άμφιβολία (καί τό είπε καί ό ίδιος) (τ ό ) θέατρον όπου μ ιά ένωσις εγένονταν τής Τέχνης
πως ό καβαφικός κόσμος είναι ένιαίος καί πώς ένα ποίημα μέ μέ τές ερωτικές τής σάρκας τάσεις !
τό νά είναι στήν εξωτερική του μορφή ((ιστορικό», δέ σημαίνει («Ό Ίουλιανός καί οί Άντιοχεΐς»)
πως δεν είναι «φιλοσοφικό» ή «αισθησιακό», ή τό αντίστροφο.
Γιά τόν «ήδονισμό» τού Καβάφη καί γιά τόν άνώμαλο έρω- Αύτά πού ονομάζουμε «ιστορικά» είναι άσφαλώς τά περισσό­
τισμο του πού βρίσκεται στή βάση τής κατηγορίας αύτής, άλλά τερο χαρακτηριστικά. Δέν υπάρχει ίσως άλλος ποιητής πού νά
καί γενικά όλων τών ποιημάτων του, έχει γίνει πολύ συχνά λό­ έξέφρασε τόσο έγκυρα τόν ποιητικό του κόσμο με την επίμο­
γος' η κριτική μάλιστα έφτασε ώς τήν υπερβολή, ερμηνεύοντας νη αύτή άναδρομή στήν ιστορία. Κιόλας στά πρώτα νεανικα
όλα τά ποιήματα μέ βάση τήν έρωτική άνορθοδοξία τού ποιητή (τά άποκηρυγμένα) υπάρχουν μερικά δείγματα τής τάσης αύτής.
καί το ψυχολογικό πλέγμα τής άπομόνωσης καί τής απόκρυψης ’Από τά γραμμένα πριν άπό τό 1900 σημειώσαμε κιόλας μερικά
που αυτή δημιουργεί ( I. Μαλάνος). 'II νεώτερη κριτική, χωρίς μέ θέμα μυθολογικό (άπό τήν Ί λιάδα), τό 1904 έχουμε κιόλας
νά άρνεΐται τόν ιδιότυπο έροιτισμό ώς ένα βασικό συστατικό τό «Ιίεριμένοντας τούς βαρβάρους». ’Ακολουθούν (όλα πριν από
2 30 23 1
13. Κ Α Β Λ Φ Ι Ι Σ , Σ Ι Κ Ε Λ Ι Α Ν Ο Σ Κ Α Ι II Γ Ι Ο Ι Ι Ι Σ Η Ω Σ Τ Α 1930 ΚΛΒΑΦΙΙΣ

το 1910) «'Ο βασιλεύς Δημήτριος», ((Τά βήματα» (για τον Νέ­ Το μεγαλύτερο μέρος άπο τά ιστορικά ποιήματα ανάγονται
ρωνα), «Ουτος έκείνος» (οχι πιά γιά γνωστό πρόσωπο ιστορικό, στήν έλληνιστική περίοδο, στον κόσμο πού δημιουργηθηκε από
άλλά γιά έναν ποιητή «άγνωστον, ξένον μές στην ’Αντιόχεια, τις κατακτήσεις τοϋ Μεγάλου ’Αλεξάνδρου, με την ακμή του
Έδεσσηνόν»), Καί το 1911-12 τά κορυφαία: «Ά πολείπειν ό («έλληνικός καινούριος κόσμος μέγας») καί τήν παρακμή του,
θεός ’Αντώνιον», «Φιλέλλην», « ’Αλεξανδρινοί βασιλείς». στις διάφορες απομακρυσμένες αποικίες’ αρκετό χώρο καταλαμ­
Δεν υπάρχει άμφιβολία πώς καί τά ιστορικά του ποιήματα βάνει καί ή ελληνορωμαϊκή έποχή, καί ή πάλη τοϋ εθνισμού μέ
τον ίδιο κόσμο εκφράζουν όπως καί τά άλλα. Τον «διδακτισμό», το χριστιανισμό (ό Ίουλιανός, ό ’Απολλώνιος ο Τυανεύς), επί­
αν θέλουμε νά τον ονομάσουμε έ'τσι, ή τη «φιλοσοφία» του ή σης τά σκοτεινά χρόνια ως τή μουσουλμανική κατάκτηση τής
τον «ήδονισμό» του τά ξαναβρίσκουμε άπαράλλαχτα καί στα Αίγύπτου’ τέλος μερικά ανάγονται καί στή βυζαντινή έποχή («ο
«ιστορικά» του ποιήματα’ άποτελοϋν κι αύτά έναν τρόπο γιά ένδοξός μας βυζαντινισμός»). Κεντρική θέση κατέχει βέβαια στά
τήν έκφρασή του. Το ιστορικό παρελθόν τον βοηθά όμως νά περισσότερα ή ’Αλεξάνδρεια, ή άγαπημένη πολιτεία’ τ’ όνομά
πετύχει, μέσα άπό τήν άπόκρυψη, συνηθισμένη στήν ποιητική της κατασταλάζει σιγά σιγά σέ σύμβολο, σέ μιά λέξη-κλειδί με
του, τήν πιο καίρια έκφραση’ κάτω άπο τή συσκότιση ή το προ­ μαγική φόρτιση, πού τήν καταλαβαίνει ό μυημένος:
σωπείο τής ιστορίας, ή φωνή —τουλάχιστο γιά τούς μυημέ-
νους— γίνεται έναργέστερη. ΓΙοιά βασική σημασία έχει ή από­ που κ ι δ ρυθμός κι η κάθε φράσις νά δηλοϋν
κρυψη, το υπονοούμενο, ή πλάγια έκφραση στήν ποίηση τοϋ Κα- πού γ ι’ ’ Αλεξανδρινό γράφει ’ Α λεξανδρινός.
βαφη, το σημείωσε κατά ποικίλους τρόπους ή κριτική’ ό ίδιος (Γιά τον Άμμόνη»)
μιλεΐ γιά «μισοϊδωμένα πρόσωπα ή γραμμές», γιά οράματα
«μισοκρυμμένα μές στες φράσεις του».2 Δεν είναι γιατί ό ερω­ 'Η τρίτη κατηγορία (ή «περιοχή») είναι τά «φιλοσοφικά»’
τισμός του είναι άνορθόδοξος, ούτε, πολύ λιγότερο, γιατί φο­ «γνωμολογικά» τά χαρακτηρίζουν άλλοι, ή «διδακτικά». 'Ο Ε.
βάται μήπως άνακαλυφθεί ή άναφορά του σέ γνωστά σύγχρονα Π. Παπανοΰτσος4 ονόμασε τον Καβάφη ποιητή «διδακτικό», καί
γεγονότα’ είναι γιατί τά πράματα πού άποκρύπτει καί πού άνα- άφοΰ ξεχώρισε μιά πρώτη κατηγορία ποιημάτων μέ «παραινέ­
καλύπτει βαθιά στον έσωτερικό του κόσμο δεν είναι άπο εκείνα σεις προς τούς ομότεχνους» (γιά τήν ποίηση καί τήν αισθητική
πού λέγονται μέ τρόπο απλό ή «κατευθείαν». Πέρα όμως άπο γενικά, γιά το πώς άντικρίζει καί πώς δένεται ό ποιητής με το
τή βασική αύτή διαπίστωση, ή γοητεία τοϋ ιστορικού παρελ­ έργο του), βλέπει στά υπόλοιπα «διδακτικά» διάφορες ομάδες
θόντος, μαγικά ξαναζωντανεμένου άπο τον ποιητή, έρχεται νά γύρω άπο ορισμένα θέματα: το θέμα τών «Τειχών», μέ δεσπό­
προστεθεί στήν υποβλητική γοητεία τής ποίησης. Τά ιστορικά ζουσα τήν έννοια τοϋ άναπότρεπτου, τοϋ άμετάκλητου, άλλα,
πρόσωπα τοϋ Καβάφη, είτε πραγματικά σάν τον ’Αντώνιο, τον συγγενικά, όπου κυριαρχεί ή βαριά ατμόσφαιρα τής μοίρας, τής
Καισαρίωνα, τον Άντίοχο τον επιφανή, είτε φανταστικά σάν άδυσώπητης φοράς τών γεγονότων. Στο μοτίβο τών «Θερμο­
τον Αΐμιλιανύ Μονάη ή τον Τέμεθο τον Άντιοχέα, έχουν μιά πυλών» ή έννοια τοϋ «χρέους» ένώνεται μέ τήν αρετή τής αν­
ύπαρξη δική τους, αύτοδύναμη, άνεξάρτητη άπο το στόχο τοϋ θρώπινης αξιοπρέπειας. Το βασικό αύτύ χαρακτηριστικό τής
ποιητή’ είναι το ίδιο ζωντανά όπως ή φύση στούς άλλους ποιη­ ποίησης τοϋ Καβάφη άκούγεται καί μέσα άπό ποιήματα πού
τές —ή φύση, ας σημειωθεί, πού δέν παίζει κανέναν, ή έλάχιστο παρουσιάζουν τή ματαιότητα τών άνθρώπινων μεγαλείων ( « Ά ­
ρόλο στήν ποίησή του. Λίγα χρόνια πριν πεθάνει ό Καβάφης πολείπειν») ή τήν έννοια τής «ύβρεως» στήν άρχαία της έννοια
είπε: «Έ γώ είχα δύο ιδιότητες. Νά κάνω ποιήματα καί νά («'Η Διορία τοϋ Νέρωνος», «Μάρτιαι είδοί»). Ό άναγνώστης
γράψω ιστορία. 'Ιστορία δέν έγραψα καί είναι αργά πλέον».3 θά πρόσεξε πώς πολλά άπό τά «φιλοσοφικά» ή «διδακτικά» αυ­
2. Βλ. το ποίημα «Ό ταν διεγείρονται» (έκδ. Γ. Π. Σαββίδη, τόμ. 1,
τά ποιήματα είναι στή μορφή τους «ιστορικά».
σ. 81). 4. Ε. Π. Παπανοΰτσος, «'Ο διδακτικός Καβάφης», στά: Παλαμας,
3. Γ. Λεχωνίτης, Καβαφικά αύτοαχόλια, ’Αλεξάνδρεια 1942, σ. 22. Καβάφης, Σικελιανός, νέα εκδ. (Αθήνα 1955), σσ. 121-122.
2 32 233
13. Κ Λ Β Λ Φ Ι Ι Σ , Σ Ι Κ Ε Λ Ι Α Ν Ο Σ Κ Λ Ι II Γ Ι 0 Ι Ι 1 Σ Ι Ι Ω Σ Τ Λ 1930
ΚΑΒΑΦΗΣ

Μια σοβαρότητα καί μιά βαρυθυμία' δέ θά βρούμε στον Κα- είναι ύπολογισμένα, όλα ύπηρετοΰν τήν «τέχνη τής ποιήσεως»,
βάφη τήν εΰθυμη νότα, την εύφρόσυνη πολυχρωμία. Ειρωνεία άκόμα καί ή τυπογραφική έμφάνιση. Τό καθετί τεχνουργημένο
άφθονη, άλλα ειρωνεία συνοδευμένη άπό μια γκριμάτσα τρα­ μέ κομψότητα καί καλαισθησία.
γική. ’Από τήν ηδονική, τήν ιστορική ή τή φιλοσοφική άποψη, Ή ποίηση τοΰ Καβάφη δέ βρήκε άμέσως τήν άπήχησή της.
άδιάφορο, το καίριο είναι ή συνειδητοποίηση τής δραματικής Μέ καταπληκτική διαίσθηση πρώτος τήν έπισήμανε πολύ νωρίς
ούσίας τής ζωής, ή αίσθηση τής παρακμής καί τής ματαιότητας. ό Γρηγόριος Ξενόπουλος μέ ένα άρθρο του τό 1903.5 ’Αλλά ή
'Η τραγική όμως αύτή συναίσθηση δεν οδηγεί στή διάλυση καί ’Αθήνα γενικά τόν άγνοεί καί τόν άποστέργει. Σημαντικός σταθ­
στην απιστία' το αίσθημα τής άξιοπρέπειας καί τής υπερηφά­ μός είναι τό 1919 τό άρθρο τοΰ Ε. Μ. Forster στό A then aeu m ,6
νειας, ή βαθύτερη συνείδηση τοΰ άνθρώπου, άποτελοΰν το άντίρ- ό οποίος στόν Α' Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στήν ’Αλεξάν­
ροπο καί θεμελιώνουν τήν πίστη καί τή σωτηρία. Ά ν ή γενιά δρεια καί γνώρισε προσωπικά τόν ποιητή' ό ίδιος φρόντισε νά
των décadents τοΰ 1920 έστρεψε το ένδιαφέρον της στον Κα- μεταφραστοΰν καί ποιήματά του στά άγγλικά. Μετά τό 1920
βάφη, είδε στήν ποίησή του μόνο τήν άρνητική της πλευρά. άνακαλύπτουν τόν Καβάφη οί νέοι τής γενιάς εκείνης' ό Τέλλος
Μιά τέτοια ποίηση, τόσο διαφορετική άπό ο,τι ήταν ως τότε ’Άγρας κάνει μιά διάλεξη γ ι’ αυτόν τό 1921, τό ίδιο καί ό Α λ ­
γνωστό καί καθιερωμένο, έπόμενο είναι νά χρησιμοποιήσει καί κής Θρύλος τό 1924.7 Τά τελευταία δέκα χρόνια τής ζωής του
τρόπους εκφραστικούς όλότελα καινούριους. 'Η γλώσσα τοΰ Κα- ή ποίησή του διαβάζεται, μελετιέται καί σχολιάζεται' χωρίς νά
βάφη είναι τελείως ιδιότυπη' μέ τήν άθηναϊκή καθιερωμένη «ποι­ λείπει, φυσικά, καί ή άρνητική κριτική. Ά πό τό 1930 ή επί­
ητική» δημοτική (τοΰ Παλαμά π.χ.) δεν έχει καμιά σχέση, άλλά δρασή του στή νέα γενιά γίνεται ισχυρότατη καί παράλληλα
καί, παρ’ όλη τή συχνή χρήση τύπων τής καθαρεύουσας, βρί­ πολλαπλασιάζονται οί κριτικές μελέτες καί τά βιβλία για τό
σκεται μακριά καί άπό τήν τυπική καθαρεύουσα, παλαιότερη ή έργο του, όχι μόνο άπό "Ελληνες άλλά καί άπό ξένους' σημειώ­
νεώτερη. Οί άκρατοι δημοτικιστές δέν τοϋ συγχοιρησαν ποτέ νουμε ενδεικτικά τόν Γ. Σεφέρη, τόν W. Η. Auden, τόν C. Μ.
τή μή προσαρμογή του, άλλα καί οί καθαρευουσιάνοι δύσκολα Bowra, τήν Μ. Yourcenar. 'Π εκατονταετηρίδα του τό 1963
θά τον δέχονταν στή χορεία τους. Βασικά ή γλώσσα είναι ζων­ έδωσε άφορμή γιά μιά καινούρια κριτική άντιμετώπιση τοΰ έρ­
τανή, «δημοτική», οί εκτροπές προς τήν καθαρεύουσα είναι ίσως γου του.
ένα θελημένο πεζολογικό, ρεαλιστικό στοιχείο, ή δημοτικιστική
όμως βάση δίνει θερμότητα καί γνησιότητα στο λόγο, ενώ οί Α. ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
πολίτικοι ιδιωματισμοί (έπίμονα, καί θά έλεγα, αύτάρεσκα κρα­
τημένοι) δηλώνουν τήν άκριβή παρουσία τοΰ άνθρώπου. 'Ολότελα διαφορετική άπό τοΰ Καβάφη είναι ή ποίηση τοΰ Α γ ­
Καί ό στίχος, σαν τή γλώσσα, καλλιεργεί τά πεζολογικά, γέλου Σικελιανοΰ (1884-1951), τοΰ κορυφαίου ποιητή ΰστερ’ άπό
άντι«ποιητικά» στοιχεία, καί θέλει νά έχει τή βαρύτητα τής τόν Παλαμά στόν κυρίως έλληνικό χώρο. Δέν είναι χωρίς ση­
ρεαλιστικής διαπίστωσης. Το μέτρο είναι πάντοτε ό ίαμβος (τό μασία πώς ό Σικελιανός είναι Έφτανησιώτης, άλλά καί πώς τό
πιο κοντά στόν πεζό λόγο), άρκετά χαλαρός, ό στίχος ελεύθερος, πατρικό του νησί, ή Λευκάδα, είναι τό περισσότερο οργανικά
μέ άνισο άριθμό συλλαβών πολλές φορές (στά παλαιότερα ποιή­ δεμένο μέ τήν τραχύτητα τής άντικρινής Στερεάς. 'II παράδοση
ματα περισσότερο) φανερώνεται καί ή ομοιοκαταληξία, πού ήχεΐ 5. Γρ. Ξενόπουλος, «'Ένας ποιητής», ΠαναΟήναια 7 (1903) 97-102.
καί σάν παιγνίδι ή σάν ειρωνεία" κάποτε ό στίχος κόβεται —δια­ Ξαναδημοσιευμένο στή Νέα 'Εστία 14 (1933) 749-755, καί αύτ. 74 (1963)
λύεται καλύτερα— στά δυό («Τέμεθος Άντιοχεύς») σάν νά μήν 1443-9.
έχει τή δύναμη νά ολοκληρωθεί. ’Αλλά είναι κι αύτό ένα μέσο 6. Ξαναδημοσιευμένο στο Pharos and Pharillon (βλ. Βιβλιογραφία).
7. Τέλλος ’Άγρας, «Ό ποιητής Κ. II. Καβάφης», Δελτίο ’Εκπαιδευ­
τής ποιητικής. Στήν ποιητική τοϋ Καβάφη τίποτα δέν είναι τυ­ τικόν Όμιλοί' 10 (1922)' ξαναδημοσιευμένο στή Νέα ’Ernia 74 (1963)
χαίο' τά ποιήματά του τά προσέχει καί τά λεπτουργεΐ ώς τήν 1397-1402. "Αλκής Θρύλος, Κοιτικές μελέτες, τόμ. 3, ’Αθήνα 1925, σσ.
τελευταία λεπτομέρεια. Ή στίξη, οί περίοδοι, οί παύσεις, όλα 155-197.

234 235
13. Κ Α Β Α Φ Ι Ι Σ , Σ Ι Κ Ε Λ Ι Α Ν Ο Σ Κ Α Ι Η Ι Ι 0 1 1 Ι Σ Ι Ι Ω Σ Τ Α 1930 ΣΙΚ ΕΛ ΙΑΝ Ο Σ

τής Έφτανησιώτικης σχολής είναι ζωντανή μέσα του καί σ’ αύ- . . . καί λάτρεψα,
τήν ασφαλώς οφείλεται ή βαθύτατη αίσθηση καί ή γνώση πού καί στη λαχτάρα μου ε ίπ α :
είχε ό Σικελιανος τής λαϊκής γλώσσας στην απόλυτη καθαρό- ((Βάλε τό α ντί ατά χρώματα».
τητά της, ακόμη καί ή οικείωσή του μέ τις.ξένες λογοτεχνίες Κ αί φάνη μου πώ ς η καρδιά
καί προπάντων μέ την ιταλική. τής γης βαριά άντιχτύπα.
Νεώτατος, στις αρχές τοϋ αιώνα, άρχίζει νά δημοσιεύει ποι­
ήματα στα φιλολογικά περιοδικά, μέ καταφανή τα σημάδια τοϋ "Ο,τι άργότερα θ’ άποτελέσουν τά ορόσημα τής ποίησής του,
τελευταίου παρνασσισμού καί τοϋ συμβολισμοΰ. Τά νεανικά αύτά αύτά πού ό ίδιος καί οί κριτικοί του θά έπισημάνουν ώς τά καί­
δοκιμάσματα δέν προοιωνίζουν τήν κατοπινή του έξέλιξη —ό ρια χαρακτηριστικά της, τά βρίσκουμε σάν σέ πυρήνα, άλλά συ­
ίδιος τά άφησε έξω άπό το corpus των ποιημάτων του, τον τρί­ νάμα ίσως καί γνησιότερα καί άμεσότερα εκφρασμένα, στό εφη­
τομο Λ υρικό Β ίο (1946). Το πρώτο του πραγματικό ποιητικό βικό αύτό ποίημα.
φανέρωμα είναι τό μεγάλο συνθετικό ποίημα, è ’Α λαφροΐσκιω -
τος' ό τίτλος είναι παρμένος άπό τόν γνωστό στίχο τοϋ Σολωμοΰ 'Ό ,τι ύποσυνείδητα διαφαίνεται στόν ’Α λαφροίσκιωτο, τήν «κο­
στούς Ε λεύθερους ΙΤολιορκημένους, καί σημαίνει τόν εμπνευσμέ­ σμική (ή ορφική) προέκταση μές στήν ψυχή τής φύσης» ή τήν
νο, τόν άνθρωπο πού βλέπει οράματα. Τό ποίημα γράφτηκε τήν «άσκησή» του,8 θά προσπαθήσει νά τά κάνει πιό συνειδητά αρ­
άνοιξη τοϋ 1907 καί ό Σικελιανος τό τύπωσε, σέ μιά πολυτελή γότερα. ’Έ τσι, άμέσως μετά τήν έκδοση τοϋ ποιήματος, επε­
έκδοση σέ μεγάλο σχήμα καί εκτός εμπορίου, δυό χρόνια ύστε- ξεργάζεται μιά μεγάλη σύνθεση, τόν Πρόλογο στη ζωή, καί στά
ρότερα. 1915-1917 έκδίδει (σέ μικρούς, πολυτελέστατα καί πάλι τυπω ­
Ό Ά λαφ ροίσκιω τος είναι σάν μιά λυρική αύτοβιογραφία τοϋ μένους τόμους) τέσσερα μέρη, πού τό καθένα τιτλοφορείται «'Η
έφηβου ποιητή, ένα ποίημα γεμάτο νεανική αίσθηση καί εύδαι- συνείδηση»: τής γής μου, τής φυλής μου, τής γυναίκας, τής π ί­
μονία, ένα θαυμαστό ξεχείλισμα ένός λυρισμοΰ πού αναβρύζει στης (ή πέμπτη: τής προσωπικής δημιουργίας, δημοσιεύτηκε
αθόλωτος καί πλουσιοπάροχα άπό τις πιό γνήσιες καί μυστικές γιά πρώτη φορά πολύ άργότερα). Καθώς περνά άπό τήν εφη­
πηγές. 'Ο ποιητής έχει συσσωρεύσει μέσα του ένα πλήθος άπό βεία στήν αντρική ώριμότητα, αισθάνεται τήν άνάγκη νά «συ­
άμεσες έμπειρίες πού τις ένιωσε καθώς γύριζε άπόλυτα ελεύθε­ νειδητοποιήσει» μερικά βασικά προβλήματα, πού καθορίζουν τή
ρος, σέ μιά ολοκληρωτική έπαφή μέ τή φύση, στούς γιαλούς θέση του μέσα στή ζωή —προβλήματα «πού άποσπασθήκανε
καί στούς ελαιώνες τοϋ πατρικού του νησιοΰ. 'Η εφηβική καί άπό τόν αρχικό πυρήνα τής έφηβικής ενότητάς» του. Βέβαια,
ευδαιμονική συμβίωση καί συνταύτιση τοϋ ποιητή μέ τή φύση ούτε στις ποιητικές του συνθέσεις, ούτε, πολύ λιγότερο, στους
είναι δ,τι μας καθηλώνει περισσότερο στό νεανικό τοΰτο, άλλα ύπομνηματισμούς πού έγραψε ό ίδιος (κυρίως στόν «Προλο-
καί ώριμο μαζί ποίημα. Τά μεμονωμένα κομμάτια συνδέονται γο» τοϋ Λ υρικόν Βίου, Ì938) εκφράζεται ό ποιητής μέ σαφή­
βέβαια χαλαρά μεταξύ τους, ή ποιητική πορεία δέν είναι πάντοτε νεια. 'Η βασική πάντως γραμμή πάνω στήν όποια προσανατο­
σαφής, άλλά ό λυρικός τόνος βρίσκεται πάντα σέ μιάν άδιάπτωτη λίζεται είναι ή πίστη στήν ενότητα, τή σφαιρικότητα τοϋ παν­
ένταση, καί ή γλώσσα, στιβαρή δημοτική, έχει μιά πληρότητα τός (στή «συνολική ψυχή τοϋ Κόσμου») καί στή σύμπτωση τής
καί μιά ώριμότητα εκφραστική εντελώς άγνωστη στήν έως τότε «αίσθαντικής ψυχής» (τής ψυχής τοϋ ποιητή) μέ τό κέντρο τοϋ
νεοελληνική ποίηση. 'II φύση —τό νιώθεις παντού— δέν είναι παντός. Στόν σημερινό κομματιασμένο κόσμο, στήν «αύθαίρετη
ένα ξένο αντικείμενο πού ό ποιητής τό θεάται μέ θαυμασμό ή μηχανική, μνημονική, διαιρετική καί λογοκρατική έρμηνεία καί
τό λατρεύει, άλλά υπάρχει άνάμεσά τους μιά «λαγαρή επικοι­ διαρρύθμιση» τής ζωής, ποθεί τήν ολότητα, δπως, πριν άπό τόν
νωνία», πού έχει τό χαρακτήρα (γιά νά μεταχειριστούμε μιά
έκφραση προσφιλή στό Σικελιανό) μιας «άσκησης βαθιάς καί 8. 'Όλα τά παραθέματα, έδώ καί στις επόμενες σελίδες, είναι παρμένα
άπό τον «Πρόλογο» τοϋ Λυρικού Βίου τοϋ ίδιου τοϋ Σικελιανοΰ, δημοσιευ­
εύλαβικής». μένου σήμερα στά "Απαντα, έκδ. Γ. Π. Σαββίδη, τόμ. 1,, σσ. 11-81.
2 36 237
ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
13. Κ Α Ι 1 Λ Φ Π Σ , Σ Ι Κ Ε Λ Ι Α Ν Ο Σ Κ Λ Ι II Π Ο Ι Η Σ Η Ω Σ Τ Α 1930

ορθολογισμό των σοφιστών, τήν αντίκρισαν οί άρχαΐοι στο μύθο μετά τό θάνατο τού Σολωμοΰ».9 Μουσικό οχι μόνο γιά τή γοη­
καί δπως διατηρήθηκε ύστερα στις απόκρυφες λατρείες ή στα τεία τού ρυθμού των δεκαπεντασύλλαβων δίστιχων πού θυμί­
μυστήρια' από εκεί ξεκίνα καί ή οικείωση του ποιητή μέ τις ζουν τόν Κ ρητικό —καί πού ό ποιητής τά τυπώνει ξεχωρισμένα,
μυστηριακές λατρείες, καί προπάντων μέ τον ορφισμό, καθώς σάν πλαστικά ολοκληρωμένες στροφές— άλλά καί γιατί οί ει­
καί το βαθύτερο νόημα πού άναζητοϋσε στά θρησκευτικά αρ­ κόνες στήν άστείρευτη ροή τους διαδέχονται ή μιά τήν άλλη σάν
χαιοελληνικά κέντρα, τήν Ελευσίνα, τήν ’Ολυμπία, τούς Δελ­ μοτίβα μουσικά. Τρία χρόνια πριν ό Σικελιανός είχε χάσει τήν
φούς. 'Οραματιζόταν εναν καθολικό θρησκευτικό μύθο, πού να άδερφή του Πηνελόπη (γυναίκα τού Raymond Duncan, άδερ-
συγκερασει σέ μιά ένότητα τις πρωτογονικές μητριαρχικές θρη­ φοΰ τής Ίσαδώρας) καί ή καινούρια αύτή «συνείδηση» τού θα­
σκείες με το αρχαίο έλληνικό πνεύμα καί αύτό μέ τήν ορφική νάτου τόν οδηγεί βαθύτερα προς τήν «εμπειρία τού σ’ άδιάκοπη
διδασκαλία καί μέ τα σύμβολα τού χριστιανισμού. ’Από έκεΐ ενέργεια λειτουργοϋντος, γύρω καί βαθιά του, Μυστηρίου». Γιά
καί ή τόσο συχνή στήν ποίησή του παρουσία τού θανάτου, στήν τόν ορθόδοξο ή Παναγία είναι περισσότερο ή πονεμένη μητέρα
όντολογική, υπαρξιακή του θεώρηση, καί άκόμα ή κεντρική θέση τού Θεού καί λιγότερο ή παρθένος. Ή μητρική ή μητριαρχική
και η αποστολή πού εχει γ ι’ αύτόν ό ποιητής, «παιδευτής τού θεότητα —όπως καί οί μεγάλες θεές-μητέρες καί μητέρες θεών
σύμπαντος τού άνθρώπινου βίου», πού μπορεί «νά ΐδεΐ συγκεν- τού παρελθόντος— είναι πηγή τής ζωής άλλά καί τού θανάτου, σέ
τρικά τή Φύση, τήν Ψυχή, τήν 'Ιστορία», καθώς καί ή συμβο­ μιά σύνδεση μυστική, όπως μυστικά συνδέονται στή λατρεία, τό
λική προέκταση πού παίρνει ό Ρυθμός («όμόπνοος καί ομόφω­ Μάρτιο, ή μνήμη τού Εύαγγελισμοΰ, οί «χαιρετισμοί» τής Πα­
νος»). Μέσα σ’ δλη αύτή τήν τοποθέτηση υπάρχει άναμφισβή- ναγίας καί τό Ψυχοσάββατο τών νεκρών. Τό ποίημα άνεπαίσθη-
τητα καί ένας υπερτροφικός καί, πολλές φορές, ενοχλητικός ε­ τα, μουσικά, περνά άπό τή ζεστασιά τών άρχικών στίχων στήν
γωκεντρισμός" ίσως όμως καί ή ζωντανή αύτή παρουσία τού κεντρική ιδέα τού θανάτου, ό πόνος τής πεθαμένης άδερφής καί
Εγώ να κάνει τούς όραματισμούς αύτσύς νά μήν ξεπέφτουν σέ ή γλυκιά παρουσία τής Μάνας τού Χριστού ένώνονται μυστικά
«φιλοσοφία», καί νά κρατά άδιάπτωτη μιά βιολογική ορμή καί καί, περασμένα, λές, άπό πυρό χωνευτήρι, συμπυκνώνονται σέ
μιά υψηλή μέθεξη καί μύηση, πού είναι ή αναπαλλοτρίωτη προ­ μιά οργανική ένότητα, άπό τις κορυφαίες στήν ποίηση. ' Η γλώσ­
σφορά τής σικελιανικής ποίησης. σα, δουλεμένη στήν εντέλεια, άξιοποιεί τις καλύτερες καταβολές
Στον Π ρόλογο στη ζωή ή διάσπαση τής πρωταρχικής εφη­ τού νεοελληνικού ποιητικού λόγου, καί πλούσια, άδρή, μουσική,
βικής ενότητας καί ή άδυναμία τής σύνθεσης γίνονται περισσό­ ζωογονεί τούς ώραιότερους δεκαπεντασύλλαβους πού έχουν γρα­
τερο αισθητά. Τά ίδια χρόνια όμως ό Σικελιανός δίνει παράλλη­ φτεί στήν ελληνική γλώσσα.
λα μερικά άρτια μικρότερα ποιήματα, όπως τή σειρά των έμ- Τον Ψ υχοσάββατου φ ιλί — στον ύπνο μ ου , ώς να φύγει
πνευσμένων από τούς Βαλκανικούς πολέμους («Έ πίνικοι Α '»), τ’ όνειρό — αργά, τά μ ά τια μου στήν νέαν αυγή, π ανοίγει !
μιά σειρά σονέτα, καθώς καί μερικά από τή σειρά « ’Αφροδίτης
Ούρανίας»; τόν θαυμάσιο «Πάνα» (όπου ζοΰμε, θαρρείς, από ’Απ’ τό βαθνν εύτνχισμό τό πνέμα μου ώς ξυπνάει
άμεση αίσθηση, τήν ώρα τής γέννησης τού μύθου), τά γοητευ­ μες στήν εγκ όσμ ια χλαλοήν όπου τό τυραννάει,
τικά καί περισσότερο άγαπημένα «Θαλερό», «Στά κρύα νερά,
στούς Πενταυλούς», καί άκόμα τόν «Γιάννη Κήτς», τή «Μάνα δε λέω ή άχραντη χαρά γιά μένα αν αναβρύζει
τού Ντάντε» κ.ά. κι ό γλυκασμός πού άσίγητο τραγούδι μουρμ ουρίζει'
σιμ ά ’ναι δ ίσκιος, άξαφνα, πού άπάνω μ ου διαβαίνει
’Αλλά έκεί όπου οί διάχυτες ποιητικές δυνάμεις τού ’Α λαφροί- καί τήν ονρανομίλητη γλυκιάν άχώ β ονβ α ίνει!
σκιω του φτάνουν σέ μιά έξοχη ωριμότητα καί ολοκλήρωση, είναι
τό μακρύ σχετικώς ποίημα Μ ήτηρ Θεόν, γραμμένο τό 1917 9. lì. Liddell, «'ΤΙ ποίηση τοϋ ’Άγγελον Σικελιανοϋ», ’ Λγγλοελλη-
—«τό πιό μουσικό ποίημα πού γράφτηκε σ’ ελληνική γλώσσα νική Επιθεώρηση 4 (1949-50) 424.

238 239
13. Κ Α Β Λ Φ Ι Ι Σ , Σ Ι Κ Ε Λ Ι Α Ν Ο Σ Κ Α Ι II Π Ο Ι Ι Ι Σ Η Ω Σ Τ Α 1930 ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τά επόμενα χρόνια, 1918-19, ό ποιητής έπιχειρεΐ μιά εύρύτε- λαβε τίς κρυφές άντιστοιχίες άνάμεσα στήν άρχαία τραγωδία,
ρη σύνθεση, ένα μακρότατο ποίημα, χωρισμένο σέ μικρότερες τή βυζαντινή μουσική καί τον σύγχρονο λαϊκό πολιτισμό καί
ένότητες (άσματα), το Π άσχα τώ ν 'Ελλήνων. Μιά προσπάθεια προσπάθησε νά συνθέσει όλ’ αύτά στή σκηνική της έρμηνεία. 'Η
συνένωσης των συμβόλων τής παλιάς καί τής νέας θρησκείας μουσική τών χορικών βασίστηκε στούς ιδιαίτερους τρόπους τής
καί μιας έπαφής τοϋ ποιητή μέ το θρησκευτικό «υποσυνείδητο)), βυζαντινής μελωδίας, τά κοστούμια τά ύφανε ή ίδια πάνω σέ
όπως το έκφραζόταν «οχι το δόγμα ή ή οργάνωση, άλλά ό γνή­ λαϊκά πρότυπα, ή κίνηση τοϋ χοροΰ ήταν έμπνευσμένη άπό τή
σιος Μύθος τοϋ Χριστιανισμού στην καθάρια ποιητική γραμμή μελέτη της τών άρχαίων μνημείων. ~Ηταν ή πρώτη σοβαρή
καί υπόστασή του. . . μέσα στο πλαίσιο των αιώνιων κοσμικών (καί άποκαλυπτική) προσπάθεια νά παρασταθεΐ ή τραγωδία στό
διαστάσεων του». 'Η πρόθεση ήταν πολύ υψηλή· είναι αμφίβολο φυσικό της χώρο τοϋ άρχαίου θεάτρου, μέ τήν άρχαία σκευή
άν ό ποιητής μπόρεσε νά φτάσει στήν ολοκλήρωση. Το 1918 καί μέ τό χορό πραγματικά νά «χορεύει».
τυπώνει ένα μέρος, άλλά δεν το κυκλοφορεί, κατά καιρούς δίνει Οί παραστάσεις τής Εϋας Σικελιανοΰ ήταν τό θετικό στοι­
άποσπάσματα μονάχα, ένα ολόκληρο τετράδιο μέ άνέκδοτα ά­ χείο καί αύτό πού άπόμεινε άπό τίς «Δελφικές Εορτές». Οί
σματα το έχασε, μάς λέει, σέ κάποιο του ταξίδι. ’Ά ν όμως το άλλοι στόχοι τοϋ ποιητή, ή «Δελφική προσπάθεια», τελικά άπέ-
ποίημα δεν ολοκληρώθηκε, αύτό δεν έμποδίζει μερικές ιδίως απο τυχε —πράγμα πού ήταν μάλλον φυσικό. Οί Εορτές κατέληξαν
τίς ένότητες νά είναι άπό τά πιο χαρακτηριστικά καί τά πιο καί σέ οικονομική καταστροφή. 'Η Εύα έφυγε (σχεδόν αύτοεξο-
τελειωμένα —άν καί άποσπασμένα άπο το σύνολο— ποιήματα ρίστηκε) στήν ’Αμερική, άπό όπου δέ γύρισε στήν Ελλάδα παρά
τοϋ Σικελιανοΰ. τό 1952. Τήν ’ίδια χρονιά πέθανε καί τάφηκε στούς Δελφούς.
Το 1927, είκοσι χρόνια υστέρα άπο τον ’Α λαφροΐσκιοοτο καί
δέκα ύστερα άπο τή Μ ητέρα Θεόν, ό Σικελιανός επιδίδεται Μέ τόν άμεσο τρόπο πού ένιωθε ό Σικελιανός τό καθετί, φυσι­
σ’ αύτο πού ονόμασε «Δελφική προσπάθεια», μιά προσπάθεια κό είναι τό ερωτικό στοιχείο νά έχει πρωταρχική θέση στό
δηλ. εφαρμογής στήν πράξη τής κοσμοθεωρίας πού εξέφραζε ως έργο του, ένταγμένο κι αύτό, όπως τό ήθελε, στή συνολική θεώ­
τότε μέ τήν ποίησή του. Στο ιερό των Δελφών, πού οί άρχαΐοι ρηση τοϋ κόσμου όπως τόν άντικρίζει ή ποίησή του, στήν άνάγκη
το θεωρούσαν «όμφαλό τής γής», έκεΐ όπου το έλληνικό πνεύμα πού ένιωθε, όπως έλεγε, «μιάς κοσμικής κι άκέραιης μέθεξης
έπιχείρησε τήν πρώτη σύζευξη τοϋ διονυσιακοΰ καί τοϋ άπολ- ολοκλήρου μου τοϋ Είναι μέ τήν πλέρια έρωτική πνοή τοϋ "Θεοΰ
λώνιου στοιχείου, οραματίστηκε νά ιδρύσει μιά καινούρια, παγ­ τών ζώντων” ». Στον νεανικό κιόλας «'Ύμνο τοϋ μεγάλου Νό­
κόσμια πνευματική άμφικτιονία, μιά «Δελφική ένωση» καί ένα στου» εκφράζει τή νοσταλγία μιάς κοσμικής ερωτικής άκεραιό-
«Δελφικό Πανεπιστήμιο», άπο όπου νά ξεκινήσει στήν πράξη τητας, έκεΐ όπου «πιό βαθιά κι άπ’ τό πηχτόν άστρόφως» τόν
μιά πνευματική άνεξαρτησία καί ψυχική λύτρωση τών λαών, περιμένει «ό πρώτος του έαυτός». Στά ωριμότερα, καί σημαντι­
μιά ενοποίηση πέρα άπο το κατατμημένο σημερινό άτομο καί κότερα, ποιήματά του (1936-39) ξεκαθαρίζει καλύτερα ή «πο­
πάνω άπο τίς έφήμερες πολιτικές θρησκείες τών ημερών μας. ρεία» του, ή άναζήτηση τής πρωταρχικής ουσίας τής θηλύτητας
Το Μάιο τοϋ 1927 οργανώθηκαν οί πρώτες «Δελφικές Εορτές» καί τοϋ ταυτισμοΰ σώματος καί ψυχής, πού οδηγεί τελικά σέ
μέ κεντρική εκδήλωση τήν παράσταση τοϋ Π ρομηθέα δεσμώ ­ μιά λύτρωση καί σέ μιά λευτεριά πού νικά τό χρόνο καί τό θά­
τη καί παράλληλα μέ έκθεση λαϊκής τέχνης, γυμνικούς άγώνες νατο («Μελέτη θανάτου»), 'Όπως όμως καί σέ όλα γενικά τά
στο στάδιο, λαϊκούς χορούς καί πανηγύρια. Οί Εορτές έπανα- ποιήματα τοϋ Σικελιανοΰ, πουθενά δέν ξεπερνιέται τό επικίνδυνο
λήφθηκαν το 1930 μέ τις 'Ικέτιδες τοϋ Αισχύλου. Ευχή τής όριο όπου ή ποίηση θά μπορούσε νά ξεστρατίσει προς τή μετα­
όλης έκτέλεσης στάθηκε ή γυναίκα του, ’Αμερικανίδα στήν κα­ φυσική. Τά βιώματα καί ή ζωική ορμή είναι στήν έρωτική του
ταγωγή, Εύα Σικελιανοΰ-Palmer. Δίνοντας μορφή πιο συγκε­ ποίηση τόσο γνήσια καί βαθιά, ώστε δέ χάνουν ποτέ τή βιολο­
κριμένη στούς άσαφεΐς όραματισμούς τοϋ ποιητή καί μυημένη γική τους άνερμήνευτη υπόσταση καί δονοΰνται άπό τόν πιό
στο πνεΰμα τοϋ χοροΰ άπο τή μεγάλη Isadora Duncan, συνέ­ γνήσιο ποιητικό παλμό.
240 241
13. Κ Λ Β Λ Φ Ι Γ Σ , Σ Ι Κ Ε Λ Ι Α Ν Ό Σ Κ Α Ι II Ι Ί Ο Ι Π Σ Ι Ι Ω Σ Τ Α 1930 ΣΙΚ ΕΛΙΑΝ ΟΣ

« ’Ορφικά» ονομάζει δ ποιητής ορισμένα ποιήματα τής δεύ­ Σικελιανός ετοίμαζε, φαίνεται, μια τραγωδία γιά τόν Μπάιρον,
τερης σειράς των «Λυρικών», γραμμένα άνάμεσα στο 1927 καί καί τόν 'Α σκληπιό, άπό τόν όποιο δημοσίευσε ένα άποσπασμα
το 1942, καί ό τίτλος αύτδς είναι ένας σαφής ύπομνηματισμός. τό 1919. Τό έργο ίσως δέν ολοκληρώθηκε ποτέ' ένα άτέλειωτο
’Εδώ βρίσκονται ή πολύ γνωστή «'Ιερά Όδός» (1935) μέ τον άποσπασμα δημοσιεύτηκε μετά τό θάνατό του. ’Αλλά ή ιδέα τής
πυκνό συμβολισμό της, καί το λιγότερο γνωστό, έξίσου όμως τραγωδίας έπίμονα κυοφορούνταν στό μυαλό του, αν καί ή πρώτη
υψηλό ποίημα, το « ’Αττικό» (1942). Δεν είναι βέβαια σύμπτωση του ολοκληρωμένη τραγωδία, ή Σ ίβυλλα, είναι γραμμένη λίγο
πού καί τα δυο έχουν για πλαίσιο τον ιερό δρόμο πού οδηγεί πριν άπό τό 1940, καί ό ποιητής τή διάβασε δημόσια γιά πρώτη
προς το πιο σεβάσμιο καί μυστηριακό αρχαίο ιερό, τήν ’Ελευ­ φορά λίγες μέρες μετά τήν κήρυξη τού έλληνο-ιταλικού πολέμου.
σίνα. Στήν τραγωδία συγκρούεται τό ελληνικό πνεύμα μέ τή ρωμαϊκή
Οί «Έ πίνικοι Β '» είναι ποιήματα έμπνευσμένα άπό τον έλ- δεσποτεία, κεντρικό επεισόδιο είναι ή μετάβαση τού Νέρωνα
ληνο-ίταλικό πόλεμο του 1940-41 καί τήν εχθρική κατοχή. Τά στούς Δελφούς καί ή στιχομυθία του μέ τή Σίβυλλα πού βρί­
περισσότερα κυκλόφοροΰσαν τήν εποχή εκείνη μυστικά καί απο­ σκεται σε έκσταση. Ή τραγωδία είναι γραμμένη μέ γνήσια έμ­
τελούσαν ένα είδος άντίστασης. Δέ φτάνουν όλα στό ίδιο ύψος· πνευση, δύσκολα όμως μπορεί νά χαρακτηριστεί τραγωδία καί
ξεχωρίζουν ό ένθουσιαστικός «Σόλωνος άπόλογος» καί τό « ’Ά - πολύ λιγότερο έ'ργο θεατρικό (παράδειγμα, ορισμένες σκηνικές
γραφον» (ένν. εύαγγέλιον), με τό βαθύ στοχαστικό του μήνυμα, οδηγίες πού γίνονται σχόλια ερμηνευτικά τού ποιητή). ’Εξάλλου
δημοσιευμένο κιόλας στήν αρχή του φοβερότερου πολεμικού χει­ ό δύσκολος πάντα στήν κατανόηση ποιητικός λόγος τού Σικε-
μώνα, τον ’Οκτώβριο τού 1941. λιανοΰ καί τά σύμβολα (ή «προμαντεία», δ «όρθιος σκοπός», δ
«παιάν»), άκατάληπτα γιά τούς πολλούς, δύσκολα άνοίγουν τό
Στήν τελευταία δεκαετία τής ζωής του ό Σικελιανός στρά­ δρόμο προς τό πλατύ κοινό, στό όποιο άπευθύνεται τό θέατρο.
φηκε προς τή συγγραφή τραγωδιών. ΤΗταν βέβαια ή στροφή Γι’ αύτό καί οί παραστάσεις τού έργου (όποτε σπάνια έπιχειρή-
αύτή φυσική γιά έναν άνθρωπο πού έζησε τόσο έντατικά τό Οηκαν) δέν είχαν, άπό τήν άποψη αύτή, έπιτυχία.
πνεύμα τής αρχαίας τραγωδίας καί πού ώς πυρήνα τής Δελφικής Οί μεταγενέστερες τραγωδίες χάνουν ολοένα σε ένταση. Τό
του προσπάθειας έθεσε τή διδασκαλία έργων τού Αισχύλου. βασικό θέμα μένει πάντα τό ίδιο, ή σύγκρουση τού πνεύματος
Πραγματικά οί πρώτες προσπάθειες αρχίζουν άπό τά χρόνια τών καί τής ύλης, σε διαφορετικές παραλλαγές: τού Δαίδαλου καί
Δελφικών Εορτών ή λίγο πιο υστέρα. ’Αλλά ή συγγραφή τών τού Μίνωα στον Δαίδαλο στήν Κ ρήτη, τού Νέρωνα πάλι καί
περισσότερων άπό τις τραγωδίες πέφτει στα πολεμικά καί τά τού Χριστού στόν Χριστά στη Ρώμη. Σιγά σιγά όμως τό θέμα
μεταπολεμικά χρόνια, καί ή γραμμή τους συνεχίζει τή γραμμή χάνει καί τόν ύψηλό (αν καί δυσκολοξεδιάλυτο) συμβολισμό τής
τών «Έ πινίκω ν». Τά χρόνια αύτά άλλωστε ό Σικελιανός δείχνει Σ ίβυλλας καί γίνεται ένα εύκολότερο σύμβολο σύγκρουσης κοι­
άμεσο καί εντονότερο ένδιαφέρον γιά πολιτικές καί κοινωνικές νωνικής καί πολιτικής (δ λαός καί οί άρχοντες). Στον θ ά να το
ανακατατάξεις καί θέλει νά εκλαϊκεύσει καί νά φέρει προς τις τον Αιγενή (τήν τελευταία, άλλα καί τήν πιό άδύνατη, τραγωδία
μάζες τά (άπό τή φύση τους όμως περισσότερο άριστοκρατικά) πού έχει καί τόν άδικαίωτο τίτλο Χ ριστός λυόμενος) ό Διγενής,
μηνύματά του. άρχηγός τών Μανιχαίων άποστατών, είναι ό έπαναστάτης εναν­
'Η αρχή, είπαμε, είναι παλαιότερη. "Ο Τελευταίος ορφικός τίον τού αύτοκράτορα Βασιλείου καί ό ύποστηρικτής τών άδύ-
διθύραμβος ή ό διθύραμβος τον ρόδου τυπώθηκε τό 1932 καί νατων καί τών φτωχών ενάντια στούς πλούσιους καί στους άρ­
παίχτηκε στό ύπαιθρο στήν πλαγιά τού λόφου τού Φιλοπάππου χοντες.
τόν ’Απρίλιο τού 1933. 'Όπως καί στον άρχαΐο διθύραμβο, δέν Οί τραγωδίες (άκόμα καί ή καλύτερη, ή Σ ίβυλλα) δέ δεί­
πρόκειται ούσιαστικά γιά τραγωδία' τό έργο είναι ένας διάλογος χνουν πιά τόν Σικελιανό στήν κορύφωσή του. Ό γνήσιος Σικε-
άνάμεσα στον Όρφέα καί στούς δύο κορυφαίους τού χορού, πού λιανός μ,ένει πάντα δ λυρικός, μέ τό λαμπρό ξεκίνημα τού Ά λα -
συχνά μάλιστα γίνεται μονόλογος. ’Αλλά καί πιό νωρίς άκόμη ό φ ροΐσκιω του, τήν κορύφωση τής Μ ητέρας Θεού, καί τήν ώρι-
242 243
13. Κ Α Β Λ Φ Η Σ , Σ Ι Κ Ε Λ Ι Α Ν Ο Σ ΚΛΤ II Π Ο Ι Ι Ι Σ Ι Ι ΩΣ Τ Α 1930 ΒΑΡΝΑΛΗΣ

μότητα των προπολεμικών ερωτικών καί ορφικών του. Το 1938, τολισμούς’ είναι συνάμα καί ή πιο γνήσια λυρική προσφορά τού
σκοπεύοντας να έκδώσει τή συγκεντρωτική συλλογή του Λ υρι­ ποιητή. Στο Φως πού κ α ίει, ύστερ’ άπο ένα πεζό πρώτο μέρος
κόν Β ίου, έγραψε ένα ποίημα υψηλό καί βαθύτατα έξομολογητι- (μια στιχομυθία Προμηθέα, Χριστού καί Μώμου) άκολουθεΐ ένα
κό, πού είναι πραγματικά σαν ένας άξιος έπίλογος τού «λυρικού δεύτερο λυρικό, όπου ξεχωρίζουν « Ή μάνα τού Χριστού» καί
βίου» του. Παραθέτουμε τούς πρώτους καί τούς τελευταίους ή «Μαγδαληνή», σπάνια λυρικά επιτεύγματα, καί ένα τρίτο σα­
στίχους: τιρικό, μέ κεντρικό έπεισόδιο τή συμβολική μορφή τής Ά ρ ι-
Γ ιατί βαθιά μου δόξασα καί π ίστεψ α τή γή στέας —πού «έξαϋλώνεται διαδοχικά στήν Πολιτεία, τή Θρη­
καί στη φυγή δεν άπλω σα τα μ υ σ τικ ά φτερά μου, σκεία καί τήν Τέχνη». Σέ κατοπινές εκδόσεις τού έργου ό ποιη­
μ ά όλάκερον έρίζοοσα το νοϋ μου στή σιγή, τής έπέφερε πολλές αλλαγές. Καί οί Σ κλάβοι πο?αορκημένοι (σέ
φανερή άντίθεση μέ τούς ’Ελεύθερους Π ολιορκημένους τού Σο-
νά πού, δ,τι στάθη εφήμερο, σά σύγνεφο άναλιώνει, λωμοΰ) είναι κι αυτοί —όπως λέει ό ποιητής— «στήν ουσία τους
νά πού) κι δ μύγας Θάνατος μοΰ γίνηκε α δ ερ φ ό ς!. . . έργο άντιπολεμικύ καί άντιιδεαλιστικό». Ή στρατευμένη αύτή
πρόθεση δέν αδυνατίζει τήν πλούσια φαντασία καί τή λυρική έν­
ταση, ιδίως σέ ορισμένα σημεία, όπως στούς «Πόνους τής Πα­
Η Γ ΙΟ ΙΗ Σ ΙΙ Ω Σ Τ Ο 1 9 3 0 ναγίας», καί στά σμιλευμένα δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα τού δια­
λόγου τ ο ύ ’Άντρα καί τής Γυναίκας. 'II σάτιρα καί ό σαρκα­
Σύγχρονος μέ το Σικελιανύ (ενα μόνο χρόνο πρεσβύτερος) είναι σμός κορυφώνονται σέ στίχους μικρούς καί φορτωμένους δύνα­
ένας άλλος ποιητής, σέ πολλά όμοιος καί σε περισσότερα ανό­ μη, πού θαρρείς πώς άντιβουίζουν σκοπούς λαϊκού πανηγυριού:
μοιος μ’ εκείνον, ό Νίκος Καζαντζάκης. Ή παραγωγή του είναι νΑι ! με το γύφτικο ζουρνά
τεράστια σέ έκταση, το έργο του σφραγίζεται άπο το στοχαστικό με νταγερέ πού κουδουνά
καί πάντοτε άνήσυχο πνεύμα του. Στήν ποίηση έδωσε· κυρίως σύρε σκοπόν άντάμικο.
τήν έπική του ’Ο δύσσεια, άλλα το έργο του εκτείνεται σέ όλα ' Ε στράβωσα τή φύσα μου,
τά είδη τού λόγου. Ή συνολική προσφορά τού Καζαντζάκη θά έρωτας πού ’ναι μέσα μου
εξεταστεί στο επόμενο κεφάλαιο. γιά νά χορέψω τσάμικο.
Συνομήλικος μέ τούς δυο είναι καί ό Κώστας Βάρναλης
(1884-1974). Το ξεκίνημά του στις άρχές του αιώνα είναι όμοιο Φανερή είναι βέβαια μέσα στις συνθέσεις αύτές ή καταλυτική
μέ τού Σικελιανοϋ, ποιήματα καθαρογραμμένα, συμβολικά {Κη­ διάθεση γιά τις καθιερωμένες άξιες καί τά ιδανικά. Αύτή βρί­
ρήθρες, 1905). Τά ύστερότερα ποιήματά του τά διακρίνει έντονος σκει τή συνέχεια στά πεζά του έργα, κυρίως τά δύο μεγαλύτερα,
διονυσιασμός καί βαθύ αίσθημα μουσικό’ φανερή είναι καί ή τήν ’Αληθινή άπολογία τού Σ ω κράτη (1931) καί Τά 'Η μερο­
τάση του προς τή σάτιρα, όπου ό στίχος, παιγνιδιάρικος καί ευ­ λόγιο τή ς ΙΙηνελόπης (1946). 'Η λυρική διάθεση καί ή ποιητική
λύγιστος, ύπογραμμίζει τήν αιχμηρή διάθεση. φαντασία έχουν έδώ υποχωρήσει σημαντικά, καί μένει μόνο,
'Ο Βάρναλης σπούδασε φιλολογία στήν Αθήνα καί υπηρέτησε ξεγυμνωμένη καί άποκρουστική, ίσως λιγότερο στο πρώτο, πολύ
άπο το- 1908 στα σχολεία τής Μέσης Έκπαιδεύσεως’ το 1919 περισσότερο στο δεύτερο έ'ργο, ή διαλυτική πρόθεση καί ή άσχή-
πηγαίνει υπότροφος τού κράτους στο Παρίσι, καί εκεί, μέσα στο μια καί ή λάσπη τών «ήρώων». Ή αναμφισβήτητα λογοτεχνικά
ιδεολογικό κλίμα τού τέλους τού Α' Παγκόσμιου Πολέμου, δέ­ δουλεμένη πρόζα δέν έχει τή δύναμη νά κερδίσει τή συμπάθεια
χεται τον διαλεκτικό υλισμό καί τή μαρξιστική ιδεολογία. Δύο τού άναγνώστη —τουλάχιστον εκείνου πού δέν είναι άπό τά πριν
μεγάλα συνθετικά ποιήματα, γραμμένα τότε στο Παρίσι, Το εύνοϊκά διατεθειμένος.
Φως που καίει (1922, μέ το ψευδούνυμο Δήμος Τανάλιας), καί οί ’Αξιόλογη είναι ή συμβολή τού Βάρναλη καί στήν κριτική.
Σ κλάβοι πολιορκημένοι (1927), δείχνουν τούς νέους προσανα­ 'Ο Σολωμός χω ρίς μ ετα φ υσικ ή , βιβλίο γραμμένο μέ πρόθεση
2 44 245
13. Κ Λ Β Λ Ψ Ι Ι Σ . Σ Ι Κ Κ Λ Ι Λ Χ Ο Σ ΚΛ1 Π ΠΟΙ Ι Ι ΣΙ 1 ΩΣ Τ Λ IMO Ο Γ Ρ A \ ] 1Σ . Λ Λ I I Λ (■)11i Τ 11Σ

έπικριτική εναντίον του Άποστολάκη με βάση μαρξιστική καί μερινό' μιά ποίηση των σαλονιών, έξω άπό τήν καθιερωμένη
άντιιδεαλιστική, δείχνει ωστόσο στις λεπτομερειακές παρατηρή­ ποιητική γλώσσα. Ή άντιηρωική αύτή διάθεση φτάνει καί ώς
σεις σπάνια ευαισθησία καί κριτική διείσδυση. Το ίδιο μπορούμε τήν ειρωνεία καί τόν αύτοσαρκασμό' ό ποιητής μέ κάποια φι-
νά πούμε καί γιά τις περισσότερες άπό τις μεταγενέστερες με­ λαρέσκεια καθρεφτίζεται σέ μορφές όπως οί «Κούκλες», ό «Π ιε­
λέτες του γιά παλαιότερους λογοτέχνες (Ζωντανοί ανθοωποι ρότος» (1922), ή γράφει ένα είδος πεζής σατιρικής αύτοβιογρα-
1939). φίας μέ τόν τίτλο Ό Θεατρίνος τής ζωής (1916). Τά τελευταία
Ό Βάρναλης στάθηκε σέ μιά ποιητική καί άνθρούπινη εγρή­ χρόνια τής ζωής του (1927-1942) τά πέρασε ό Φιλύρας στό φρε­
γορση ως τά βαθιά του γεράματα. Στά χρόνια τής δικτατορίας νοκομείο' έχουμε άπό τήν, περίοδο αύτή μερικά σκόρπια δημο-
έγραφε τσουχτερούς σατιρικούς στίχους καί επιγράμματα, πού σιεύματά του πολύ άξιόλογα, πού φανερώνουν κάποια τάση εξό­
έκδόθηκαν μετά το θάνατό του σ’ έναν τόμο μέ τον τίτλο (πού δου άπό τό κλίμα τής διάλυσης καί τής άπιστίας καί τήν προ­
είχε βάλει ό ίδιος) "Οργή λαόν. σχώρηση σε εκφραστικούς τρόπους πιό στερεούς. Φαινόμενο πού
θά τό συναντήσουμε καί σέ άλλους ποιητές τής ίδιας γενιάς.
Έδώ πρέπει να μνημονεύσουμε κι έναν άλλο σύγχρονο περί­ ’Ανάλογο είναι καί τό πνευματικό κλίμα τού Κώστα Ούράνη
που ποιητή, μόλο πού δεν έχει τή σημασία των προηγούμενων, (1890-1953), ό όποιος επηρέασε πολύ τούς συγχρόνους του καί
τον ’Απόστολο Μελαχρινό (1880-1952). Γεννημένος στή Ρου­ τούς λίγο νεώτερούς του (τή γενιά, όπως λέμε, τοΰ 1920) μέ
μανία, έζησε ως το 1922 στήν Πόλη, όπου έξέδιδε, άπό το 1902, τή μοναδική ούσιαστικά συλλογή του, τις Ν οσταλγίες (1920).
το περιοδικό Ζωή, καί άπό έκεΐ στήν ’Αθήνα. ’Επηρεασμένος Είχε δημοσιεύσει προηγουμένως δυο συλλογές, μιά άλλη μέ τόν
άπό τον Γρυπάρη (πού ήταν καί συνεργάτης τοΰ περιοδικού του), τίτλο ’Α ποδημίες δεν είδε τό φως παρά μετά τό θάνατό του.
καλλιέργησε επίμονα τή συμβολιστική τεχνοτροπία καί αναζή­ Οί τίτλοι είναι χαρακτηριστικοί' ό Ούράνης άποζητά στα τα­
τησε τή μουσική γοητεία τού στίχου. ’Αργότερα φαίνεται νά ξίδια καί στή φυγή τή λύτρωση άπό τήν καθημερινή άνία καί
προχωρεί προς τήν «καθαρή ποίηση» ένύς Mallarmé, άλλα ή τήν άπιστία —spleen είναι ή λέξη πού ξανάρχεται συχνά στά.
έκφραση καί ή γλώσσα έχουν φανερά τά ’ίχνη τής έκζήτησης καί ποιήματά του. Μιά τέτοια ποίηση φυσικό είναι νά μένει πάν­
τά στιχουργικά τεχνάσματα σπάνια ξεπερνούν το στάδιο τοΰ τοτε στούς ίδιους τόνους, χωρίς καμιάν άνανέωση. Ό Ούράνης
εργαστηρίου. ταξίδεψε πολύ, καί τό κοσμοπολίτικο πνεύμα πού εισάγει στή
Τή διάλυση, πού ξεκινά στον Βάρναλη άπό έλατήρια ιδεο­ λογοτεχνία είναι ίσως τό πιό ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του. ’Από
λογικά (καί πού παρουσιάζεται όψιμα στο έργο του), θά την τά καλύτερα πού έγραψε είναι ασφαλώς οί ταξιδιωτικές του
κάνουν βίωμα προσωπικό καί θά τή φέρουν στοιχείο συστατικό εντυπώσεις (Sol y som bra, γιά τήν Ισπανία, Γλαυκοί δρόμοι,
τής ποίησής των οί λίγο μεταγενέστεροι ποιητές, οί γεννημένοι για τή Μεσόγειο κ.ά.), πού περιγράφουν μέ μιά εύαισθησία
στήν τελευταία δεκαετία τοΰ αιώνα (ή καί λίγο πριν), πού θ’ άρ- λυρική τούς τόπουε πού επισκέπτεται.
χίσουν νά παρουσιάζονται στα χρόνια τοΰ Α' Ιίαγκόσμιου Πο­ Μιά ιδιαίτερη θέση μέσα στήν ποίηση αύτή των χαμηλών τό­
λέμου. ’Έ τσι κιόλας ό Ρώμος Φιλύρας (1889-1942), ψευδώνυμο νων κατέχει καί ό Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1943)' έπη-
τού Ί ω . Οίκονομόπουλου, πού δημοσιεύει τά πρωτόλειά του το ρεασμένος στά πρώτα του ποιήματα άπό τόν αισθητισμό (καί
1911, καί στα χρόνια 1916-1923 παρουσιάζει ποιήματα μέ τά τόν αισθησιασμό) τών άρχών τοΰ αιώνα (τοΰ W alter Pater καί
σημάδια μιας καινούριας αντίληψης καί τεχνικής, πού είναι πολύ τοΰ Oscar W ilde), φτάνει στά τελευταία του σέ τόνους άπελ-
διαφορετικές άπό τον υψωμένο ποιητικό τόνο τής παλαμικής πισμένους καί μελαγχολικούς, όπου κυριαρχεί τό αίσθημα τοΰ
καί τής μεταπαλαμικής ποίησης. Παρ’ όλο τόν ερωτισμό, άκόμα χαμένου ιδανικού καί τήε νοσταλγίας' ωστόσο, πιστός στον
καί τόν ιδανισμό τού ποιητή, υπάρχει μιά γεύση πίκρας καί άπο- αισθητισμό του, δίνει, άντίθετα άπό τόν Ούράνη, στά πιό πε­
γοήτευσης, μιά θλίψη γιά τά χαμένα ιδανικά, ένας υποκειμε­ τυχημένα του ποιήματα, ιδιαίτερη προσοχή στήν εξωτερική
νισμός πού εκφράζεται μέ σουρντίνα καί μέ ένα λεξιλόγιο καθη­ μορφή.
2 46
13. Κ Α Β Α Φ Η Σ , Σ Ι Κ Ε Λ Ι Α Ν Ο Σ Κ Α Ι II Π Ο Ι Ι Ι Σ Ι Ι ΩΣ Τ Α 1930 Κ. Κ Λ Ρ Χ Ω Τ Λ Κ Ι Ι Σ

'Ο άντιπροσωπευτικότερος τύπος της γενιάς, ποιητής μέ πολύ 'II γενιά τοϋ 1920 καλλιέργησε σέ πολλούς τόνους τό αίσθημα
μεγαλύτερο διαμέτρημα, είναι άσφαλώς ό Κώστας Καρυωτάκης αύτό τοϋ άνικανοποίητου καί τής παρακμής" οί ποιητές —«dé-
(1896-1928). Πολύ νέος, είκοσι τριών καί είκ οσι πέντε χρόνων, cadents» ή «intim istes»— είναι πολλοί, σχηματίζουν μποέμι­
δημοσιεύει τις πρώτες του ποιητικές συλλογές ('Ο Πόνος τον κες φιλολογικές συντροφιές σέ καφενεία καί δημοσιεύουν τούς
άνθρωπον και τω ν πραγμάτω ν, Ν ηπενθή), καί το 1928, την πα­ στίχους των σέ λιγόζωα λογοτεχνικά περιοδικά. ’Ιδίως μετά τήν
ραμονή τοϋ θανάτου του, τήν τελευταία, Ε λ εγεία κ α ι Σ άτιρες. τραγική αύτοκτονία τοϋ Καρυωτάκη ό «καρυωτακισμός», σάν
Τον ’Ιούλιο τοϋ 1928, διορισμένος υπάλληλος στήν Πρέβεζα, φιλολογική μόδα πιά, πλημμυρίζει τή νεοελληνική ποίηση, όπως
έδωσε εκεί ό ’ίδιος τέλος στή ζωή του. ' τήν είχαν πλημμυρίσει παλαιότερα τά στιχουργήματα των τε­
'Η ποίηση τοϋ Καρυωτάκη είναι σοβαρή- όποιοδήποτε ίχνος λευταίων ρομαντικών. Δέν έχει νόημα νά μνημονεύσει κανείς
φιλολογίας, αισθηματισμού, φιλαρέσκειας, πού μπορεί νά υπάρ­ ονόματα μονάχα. Μπορούμε νά ξεχωρίσουμε τή Μαρία Πολυ-
χει στους προηγούμενους ποιητές, έχει εξαφανιστεί στον Κα­ δούρη (1902-1930) γιά τήν κάποια γυναικεία εύαισθησία της,
ρυωτάκη. 'Υπάρχει ένας πληθωρικός πόθος ζωής, μιά μεστή α ί­ πού δέν άντισταθμίζει ωστόσο τήν προχειρότητα καί τήν κοι­
σθηση τής πραγματικότητας, καί —άδυσώπητα αντίθετη άπό νοτυπία τών στίχων της, καί τόν Μήτσο ΙΙαπανικολάου (1900-
τήν άλλη μεριά— ή αίσθηση τοϋ μάταιου, τοϋ χαμένου, πού 1943), πολύ συγγενικό μέ τόν Λαπαθιώτη καί τόν Ούράνη. ’Ιδιό­
άπογυμνώνεται ολοένα καί περισσότερο, γιά νά φτάσει πια στο τυπος καί άπροσάρμοστος, καί στήν ποίηση καί στήν πεζογρα­
τέλος σ’ ένα τραγικό άδιέξοδο, μέ τελική συνέπεια τήν αυτο­ φία, είναι ό Γιάννης Σκαρίμπας (γενν. 1897), πού έζησε καί
κτονία. Γράφει ποιήματα γιά τούς «Δον Κιχώτες», γιά «τούς έδρασε στή Χαλκίδα (βλ. γ ι’ αύτόν σ. 323).
άδοξους ποιητές των αιώνων», ή στάση του σέ όλα είναι άντιη-
ρωική, άντιιδανική" ψάλλει το άδοξο, το ασήμαντο, ακόμα καί Ένταγμένος στον ίδιο κόσμο είναι καί ό Τέλλος ’Άγρας (ψευ­
το γελοίο, σάν διαμαρτυρία πού φτάνει στο σαρκασμό. 'Ο σαρ­ δώνυμο τοϋ Εύάγγελου Ίωάννου, 1899-1944). Παρουσιασμένος
κασμός σφραγίζει μέ μιά ιδιαίτερη πικρία όλη του τήν ποίηση άπό πολύ νωρίς σέ διάφορα περιοδικά, έξέδωσε μιά πρώτη ποιη­
καί γίνεται (αν γίνεται) διέξοδος γιά τή μόνιμη απογοήτευσή του. τική συλλογή τό 1934, μέ ποιήματα τοϋ 1917-1924, καί μιά
Αλλά στον Καρυωτάκη —κι αύτό είναι πού δίνει τή σπάνια δεύτερη (Κ αθημερινές) τό 1940 μέ ποιήματα τοϋ 1923-1930.
στερεότητα στήν ποίησή του— το αίσθημα αύτό τοϋ κενοΰ δέν Στήν πρώτη κυριαρχεί μιά. διάθεση ειδυλλιακή, όσο κι αν ό
διοχετεύεται εύκολα σέ παραδομένα σχήματα ποιητικά, άλλα «βουκολισμός» του είναι σάν μιά φυγή άπό τήν άνία τής πολι­
δημιουργεί άπο τήν άποσύνθεση, θά έλεγε κανείς, τήν ίδια, μιά τείας" άλλά στά ποιήματα κυρίως τής δεύτερης συλλογής κυ­
καινούρια έκφραση. 'Ο στίχος, ό ποιητικός λόγος, χάνουν τα ρίαρχο τόνο δίνει ή μονοτονία καί ή καθημερινότητα τών κατα­
σταθερά τους περιγράμματα, άλλά δέ χάνουν τή στερεή τους στάσεων, μιά ατμόσφαιρα μουντή όπου κυριαρχούν τά θλιμμένα
παρουσία" καί αύτό είναι ή πρωτοτυπία τους. δειλινά, ή βροχή, ή θλίψη τής άθηναϊκής φτωχογειτονιάς, οί μα­
"Ας νποθέσονμε πώς δέν έχονμε φ τάσει θήτριες μέ τις τεζαρισμένες ποδιές (ένας υποτονικός ή άπωθη-
άπο εκατό δρόμους τά όρια τής σιγής, μένος ερωτισμός). Ά λλά ή πένθιμη αύτή μονοτονία τοϋ ’Άγρα
κι ας τραγονδήσουμε —τό τραγούδι νά μ οιάσει δέν διοχετεύεται μέ τρόπο καταλυτικό καί στήν ποιητική του
νικητήριο σάλπ ισμ α, ξέσπ α σμ α κρανγής— έκφραση, όπως στόν Καρυωτάκη. Πιστός στόν τελευταίο συμ­
τους πνρρονς δαίμονες, στά έγκ α τα τής γής, βολισμό πού τόν έξέθρεψε (μέ ισχυρή τήν έπίδραση τοϋ Moréas
καί, ψηλά, τούς άνθρώπονς νά διασκεδάσει. στήν άρχή, τοϋ Laforgue άργότερα), δείχνει μιά έξαιρετική
φροντίδα στήν τεχνική καί έπεξεργάζεται πολύ τά ποιήματα του
’Απόλυτη διάλυση, άλλά μιά φωνή καθαρή, σταθερή. Είναι ή ώσπου νά τούς δώσει τήν οριστική μορφή. Κι αύτό φέρνει ενα
τελευταία στροφή ενός ποιήματος, πού δημοσιεύτηκε μετά τό στέρεο άντιστάθμισμα. Τά Νέα π οιήμ ατα (1930-1940), έξαγ-
θάνατό του. ’Έχει τον σαρκαστικό τίτλο «Αισιοδοξία». γελμένα κιόλας άπό τό 1940 καί μόνο τελευταία δημοσιευμένα
2 48 249
13. Κ Λ Β Λ Φ Ι Ι Σ , Σ Ι Κ Ε Λ 1 Λ Ν 0 Σ ΚΑ Ι II Ι Ι Ο Π Ι Σ Ι Ι ΩΣ Τ Α 1930

σέ τόμο,10 μας άποκαλύπτουν μιά καινούρια τεχνική, καινότρο­ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
πους συνδυασμούς λέξεων, ένα στίχο στερεώτερο, γενικά μια
προσπάθεια άπαλλαγής άπό τον άποπνικτικό κύκλο των μονό­ 01 ΠΡΩΤΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ TOT ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ
τονων θεμάτων τής γενιάς του. 'Ωστόσο, ή άνανέωση τού ποιη­ Η ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΤΤΧΑΡΗ
τικού λόγου πού θά φέρει ή «γενιά τού 1930» άφήνει τον ’Άγρα
σχεδόν άνέπαφο. ’ Ηταν πολύ φορτωμένος άπό τά παλιά γιά νά Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
τά πετάξει τόσο εύκολα. ’Αλλά καί ή προσπάθεια δεν είναι χω­
ρίς σημασία. ΟΙ ΙΙΡΩΤΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ TOT ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ
’Αντίθετα ό Τάκης Παπατσώνης (1895-1976), άν καί τής
’ίδιας γενιάς, βρίσκεται εντελώς έξω άπό το μόνιμο αύτό κλίμα Γύρω στά 1900 οί νέοι λογοτέχνες καί οί λόγιοι τής «γενιάς τού
τής διάλυσης καί ,τής άπιστίας. Το έργο του βρίσκει ένα στερεό 1880» ήταν πιά ώριμασμένοι άντρες καί είχαν άναλάβει θέσεις
θεμέλιο στην πίστη, κυρίως τη θρησκευτική (δεμένη στά πρώτα υπεύθυνες στήν πνευματική ζωή. 'II δημοτική είχε επικρατήσει
ποιήματα μέ φανερώματα τής καθολικής λατρείας), άλλά καί στήν ποίηση καί άρχιζε νά κατακτά τήν πεζογραφία, ή ποίηση
πίστη γενικότερα σέ άξιες καί σέ έννοιες. Τά πρώτα του ποιή­ δοκίμαζε νά εισχωρήσει σέ πιό άπόκρυφες περιοχές. Γιά τούς
ματα, δημοσιευμένα άρκετά νωρίς, στά 1914-15, παρ’ δλες τις άνθρώπους τής γενιάς αύτής, πού είχαν έπιτελέσει μιάν άλλαγή
ποικίλες επιδράσεις πού μαρτυρούν, δείχνουν άπό τόσο πρώιμα καί πού τό πνεύμα τους ήταν ανοιχτό στήν πρόοδο καί τήν άνα­
ένα ύφος άπόλυτα προσωπικό καί εκφραστικούς τρόπους επα­ νέωση. ό άτυχος πόλεμος καί ή ήττα τού 1897 στάθηκαν ένα
ναστατικούς γιά τήν εποχή του, πού άντίθετα άπό τή διάλυση ισχυρό χτύπημα πού άφησε βαθιά τά σημάδια του σέ όλη τήν
τόύν συγχρόνων του φαίνονται νά προμηνοΰν κάποια άνανέωση πνευματική, όπως καί στήν πολιτική ζωή. Μέ κάποια ίσως εύ­
καί νά οδηγούν σέ μιά καινούρια σύνθεση. Το δρόμο αύτό τον κολη σχηματοποίηση, οί παλιές ιδέες, ή άγονη προγονοπληξία
εξακολούθησε μέ συνέπεια καί έ'δωσε ένα έργο, σημαντικό σέ (άκόμα καί ή καθαρεύουσα) γίνονταν ύπεύθυνες γιά τήν εθνική
όγκο, δημοσιευμένο κατά καιρούς καί συγκεντρωμένο άργότερα παρακμή, ή έφεση γιά τό καινούριο δυνάμωνε, άλλά μαζί φα­
σε δύο τόμους (’Εκλογή A', Β', 1962). Τό στοχαστικό του πνεύ­ νερωνόταν καί ένα ισχυρότερο συναίσθημα εύθύνης, συνδυασμένο
μα ’ίσως νά τόν οδηγεί κάποτε σέ μιάν άφαίρεση λιγότερο λυρι­ μέ μιά σοβαρότητα στό αντίκρισμα τών προβλημάτων.
κή, ή ποίησή του όμως κρατεί πάντα τή στερεή δομή καί τή Στόν πολιτικό τομέα, μετά τό θάνατο τού Τρικούπη τό 1896,
σοβαρότητα τών προθέσεών της. τήν ήγεσία τήν έχουν τά παλαιά κόμματα, πού δημιουργούν όμως
10. Τέλλος ’Άγρας, Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας, έκδοση Κ. Στερ- ολοένα καί μεγαλύτερη τήν άντίδραση. Ά λλά υπάρχει καί ένα
γιόπουλου, ’Αθήνα I965. άκμάίο έθνικο φρόνημα πού έκδηλώνεται κυρίως στή μαχητική
διεκδίκηση δύο άκραίων ελληνικών περιοχών, τής Κρήτης καί
τής Μακεδονίας. Στή Μακεδονία οργανώνονται, άπό τό 1904,
κρυφές αποστολές πού εξουδετερώνουν σ’ έναν άνταρτοπόλεμο
γεμάτον εξάρσεις καί Ουσίες κυρίως τή δόλια δράση τών άνταρ-
τικών ομάδων τού βουλγαρικού Κομιτάτου. 'Ο Παύλος Μελάς,
νέος αξιωματικός άπό πλούσια άριστοκρατική οικογένεια, που
σκοτώνεται σ’ ένα χωριό κοντά στήν Καστοριά, είναι σαν ένα
σύμβολο τής νεανικής αύτής εθνικής εξόρμησης. Στά 1909 με­
ρικοί αξιωματικοί πού είχαν ιδρύσει τό «Στρατιωτικό Σύνδε­
σμο» γίνονται οί φορείς τής κοινής αγανάκτησης εναντίον τού
«παλαιοκομματισμοΰ» καί καλούν άπό τήν Κρήτη στήν εξουσία
250 251
14. Μ Ε Τ Α Ψ Ϊ Χ Λ Ρ Ι Κ Ι Ι Ι 1 Ε Ζ 0 Γ Ρ Λ Φ Ι Λ . Κ Λ Ζ Α Ν Τ Ζ Λ Κ Η Σ ΟΙ Π Ρ Ω Τ Ε Σ Δ Ε Κ Α Ε Τ Ι Ε Σ T O T Α Ι Ω Ν Α ΜΑ Σ

τον ’Ελευθέριο Βενιζέλο, πού ή πολιτική του ιδιοφυία είχε άνα- (1901), ταραχές γιά τή μετάφραση τών Εύαγγελίων στη νεα
δειχθεϊ στους έπαναστατικούς αγώνες του νησιού καί στην άντί- γλώσσα, καί τά «Όρεστειακά» (1903), άλλες ταραχές γιά τήν
Οεσή του προς τον πρίγκιπα Γεώργιο (γιο τού βασιλέως Γεωρ­ παράσταση τής αίσχυλικής τραγωδίας στό νεοιδρυμένο Βασι­
γίου, διορισμένον αρμοστή άπό το 1898). 'Η νέα πολιτική ο­ λικό Θέατρο μεταφρασμένης σέ μιά μετριοπαθή δημοτική. Τις
δηγεί τώρα γοργά προς το επόμενο μεγάλο βήμα, πού είναι οί ταραχές (πού δέν ήταν χωρίς θύματα) τις δημιουργούσαν οι φοι­
Βαλκανικοί πόλεμοι τού 1912-13. Γιά τά επόμενα είκοσι χρόνια τητές τού Πανεπιστημίου, υποκινημένοι άπό συντηρητικούς κα­
ό Βενιζέλος θά είναι ή κεντρική φυσιογνωμία τής πολιτικής θηγητικούς κύκλους. Ά λλά οί άντιδράσεις αύτές δέν μπόρεσαν
ζωής καί συνάμα ό μεγαλύτερος πολιτικός ήγέτης πού εύτύχησε νά άνακόψουν τό προοδευτικό ρεύμα, καί ή δημοτική κέρδιζε
ν’ αποκτήσει ή Ελλάδα. ολοένα καί περισσότερο έδαφος. Ά πό τό 1903 έκδίδεται το πε­
Οί Βαλκανικοί πόλεμοι προσάρτησαν στο ελληνικό κράτος τις ριοδικό Ν ονμάς (διευθυντής ό Δ. Π. Ταγκόπουλος), πού έγινε το
νέες επαρχίες, τή Μακεδονία, τήν ’Ήπειρο, τά νησιά τού Α ι­ βήμα τής δημοτικιστικής κίνησης. Κάποια νίκη τής άντίθετης
γαίου, τήν Κρήτη, καί άλλαξαν ριζικά τό χαρακτήρα τού προη­ παράταξης στάθηκε ή καθιέρωση άπό τήν ’Αναθεωρητική Βουλή
γούμενου μικρού κρατιδίου. ’Αλλά ή επόμενη δεκαετία θά είναι τού 1911 ενός ειδικού άρθρου στό Σύνταγμα, πού όριζε τήν κα­
μιά δεκαετία δοκιμασιών. 'Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος έ'φερε θαρεύουσα ώς «επίσημη γλώσσα» τού κράτους. Φυσικά και η
τον «διχασμό»: τήν άντίθεση άνάμεσα στον φιλοανταντικό υπεύ­ συνταγματική αύτή προστασία δέν μπόρεσε νά άποτρέψει τήν
θυνο κυβερνήτη καί τόν φιλογερμανό βασιλέα Κωνσταντίνο. Μέ πρόοδο τής δημοτικής.
τό κίνημα τής Θεσσαλονίκης τού 1916 ή Ελλάδα τάχθηκε τε­
λικά μέ τό μέρος τής Ά ντάντ καί μπόρεσε νά άξιοποιήσει τόν Παράλληλα, όπως είπαμε, ή προοδευτική έφεση γιά άλλαγη αγ­
άγώνα της στό πλευρό τών νικητών. ’Αλλά ή εκλογική ήττα τού κάλιαζε καί τόν νευραλγικό τομέα τής παιδείας, όπου η κυρι­
Βενιζέλου τό 1920 καί προπάντων ή μεγάλη καταστροφή τού αρχία τής καθαρεύουσας, ιδίως στό δημοτικό σχολείο, ήταν ιδι­
ελληνικού στρατού στή Μικρά ’Ασία τό Σεπτέμβριο τού 1922 αίτερα βλαβερή. Τό 1902 ένας φωτισμένος γιατρός στήν Πό­
άποτέλεσαν τό οριστικό τέρμα στήν ορμητική αύτή έξάπλωση λη, ό Φώτης Φωτιάδης (1849-1936) μέ τό βιβλίο του Το γλω σ­
και άνοδο. 'Η ανταλλαγή τών πληθυσμών πού ακολούθησε, δηλ. σικόν ζή τη μ α και ή εκπαιδευτική μας άναγέννησις άνοιγε πρώ­
τό ξερίζωμα άπό τή Μικρά ’Ασία 1.500.000 Ελλήνων εγκατε­ τος τό δρόμο. Τά ίδια χρόνια σπουδάζουν στή Γερμανία τρεις
στημένων έκεΐ άπό χιλιετηρίδες, καί ή ενσωμάτωσή τους στον άνθρωποι, οί Δ. Γληνός, Α. Δελμοΰζος καί Μ. Τριανταφυλλι-
στενό έλλαδικό χώρο, άλλαξε ριζικά καί τελεσίδικα τήν έθνολο- δης, πού έπιστρέφοντας στήν Ελλάδα θά γίνουν βασικα στελέ­
γική σύσταση άλλά καί έ'φερε μιά καινούρια κοινωνική άνακα- χη τού « ’Εκπαιδευτικού 'Ομίλου», τού ιστορικού σωματείου
τάταξη καί νέα, πολλαπλά καί ποικίλα, προβλήματα. Ή Μικρα­ πού είχε ιδρυθεί τό 1910, καί θ’ αγωνιστούν γιά τήν προπα-
σιατική καταστροφή θά μείνει έντονα καί επίμονα χαραγμένη ρασκευή καί τήν εφαρμογή τής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
στούς υπεύθυνους πνευματικούς άνθρώπους γιά όλα τά υστέρα 'Ο Γληνός, μέ βαθύ φιλοσοφικό στοχασμό καί καθαρή σκέψη,
χρόνια καί θά καθορίζει όχι μόνο τήν ψυχολογική άλλά καί τήν θά έρθει στά ύστερότερα χρόνια (1926) σέ διάσταση μέ τούς άλ­
κοσμοθεωρητική τους τοποθέτηση. λους δυό, καθώς θά ζητήσει τή λύση τού προβλήματος στήν α­
Οί μελετητές τών έλληνικών πνευματικών φαινομένων χαρα­ ριστερή ιδεολογία καί στήν πολιτική. 'Ο Δελμοΰζος είναι κατ’ ε­
κτηρίζουν συχνά τήν πρώτη δεκαετία τού αιώνα μας ώς εποχή ξοχήν εκπαιδευτικός' μέ φωτισμένη σκέψη καί ενθουσιασμό θά
τού «Sturm und Drang». Καί πουθενά αλλού ίσως δέ φανε­ ζητήσει νά θεμελιώσει τήν εκπαιδευτική του προσπάθεια όχι
ρώνεται καθαρότερα αύτή ή ορμή καί ή άνάταση παρά στό γλωσ­ μόνο στό δημοτικισμό άλλά σέ μιά βαθύτερη συνείδηση νεοελ­
σικό κίνημα, πού ένώνεται μάλιστα τά χρόνια αύτά μέ τό αίτημα ληνική. Τις ιδέες του τις εφάρμοσε πρώτα στό ’Ανώτερο Δημο­
μιάς ανανέωσης εκπαιδευτικής. Τά πρώτα χρόνια τής δεκαετίας τικό Παρθεναγωγείο στό Βόλο (1908-1911), ύστερα στό Μα-
σημαδεύονται άπό δύο άντιδραστικά κινήματα: τά «Ευαγγελικά» ράσλειο Διδασκαλείο στήν ’Αθήνα (1923-25) καί στό Πανεπι­
252 253
14. Μ Ε Τ Α ' Γ Τ Χ Λ Ρ Ι Κ Ι Γ Ι Ι Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Λ . K A Z A N Τ Ζ Λ Κ Ι Ι Σ I. Δ Ρ Α Γ Ο Υ Μ Η Σ . Π. Σ. Δ Ε Λ Τ Α

στήμιο τής Θεσσαλονίκης. Δυστυχώς οί αντιδραστικές δυνάμεις Δραγούμης έδρασε καί αύτός στό διπλωματικό στάδιο στήν άρχή
άνέκοπταν κάθε φορά τήν προσπάθειά του. 'Ο Μανόλης Τριαν- καί στήν πολιτική ύστερότερα. ’Έχει πολλές ιδέες γιά τήν άνα-
ταφυλλίδης είναι έπιστήμονας-γλωσσολόγος, πού σπούδασε νέωση τής πολιτικής καί τής έθνικής ζωής, στήν πολιτική όμως
γλωσσολογία καί βυζαντινή φιλολογία στή Γερμανία, άλλά τήν πράξη είχε προσχωρήσει στήν άντιβενιζελική παράταξη καί δο­
επιστημονική του κατάρτιση τήν έστρεψε στήν εξυπηρέτηση τοϋ λοφονήθηκε τό 1920, τήν ήμέρα πού έφτασε στήν ’ Αθήνα η
εκπαιδευτικού δημοτικισμού' είναι ό άνθρωπος πού έβαλε τάξη είδηση γιά τήν άπόπειρα κατά τού Βενιζέλου στό Παρίσι. Ό
καί σύστημα στή γραφόμενη δημοτική καί στή διδασκαλία της Δραγούμης υπήρξε άπό τούς ιδρυτές τού « ’Εκπαιδευτικού 'Ομί­
στο σχολείο. λου» καί, παρά τόν άντιβεΝιζελισμό του, εκφράζει μέ τό έργο
Ή επαναστατική κυβέρνηση τού Βενιζέλου κάνει το 1917 του τήν έλληνοκεντρική καί έθνικιστική τάση τής πρώτης δε­
το αποφασιστικό βήμα καί έφαρμόζει τήν «έκπαιδευτική μεταρ­ καετίας τού αιώνα. Ώ ς λογοτέχνης (μέ τό ψευδώνυμο ’Ίδας)
ρύθμιση». Ή δημοτική (μητρική γλούσσα) εΐσάγεται καί διδά­ έδωσε μερικά αρτιωμένα αφηγήματα, όπως τό Μ αρτύρων και
σκεται στις τρεις πρώτες τάξεις τού δημοτικού σχολείου, καί ηρώων α ΐμ α (1907), έμπνευσμένο άπό τόν Μακεδονικό αγώνα,
νέα καί ζωντανά άναγνωστικά έρχονται νά αντικαταστήσουν τά τή Σαμοθράκη (1909), τό "Οσοι ζωντανοί (1911), πρώτα ίσως
άθλια άπύ κάθε άποψη παλαιότερα. Το πρόγραμμα έπρόβλεπε δείγματα μιας έσωτερικής ψυχολογίας στή νεοελληνική λογοτε­
σταδιακή εισαγωγή τής μητρικής γλώσσας καί στις άνώτερες χνία. 'Η κριτική έπισήμανε τήν ισχυρή επίδραση πού δέχτηκε
τάξεις τού δημοτικού, άλλά ή μεταπολίτευση τού 1920 κατάρ­ άπό τόν Νίτσε καί τόν Maurice Barrès· μέ τή σειρά του ό ίδιος
γησε τη μεταρρύθμιση καί άνέκοψε για πολλές δεκαετίες τήν ο­ επηρέασε αποφασιστικά τούς νεώτερους.
λοκλήρωσή της. Σέ παράλληλο δρόμο προς τήν έλληνοκεντρική αύτή τάση,
άλλά καί πολύ κοντά στήν προσπάθεια τού έκπαιδευτικοΰ δη­
II Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Σ Τ Α Χ Ρ Ο Ν Ι Α 19 0 0 -19 2 0 μοτικισμού, βρίσκεται τό έργο τής Πηνελόπης Σ. Δέλτα (1874-
1941). Ξεκινώντας άπό τήν ανάγκη νά δώσει κατάλληλα βιβλία
Στήν εξόρμηση τής πρώτης δεκαετίας καί στήν έφεση για αυ­ στά παιδιά, άπαλλαγμένα άπό συμβατικά ωραιοποιημένα ψέ­
τογνωσία πρέπει νά ένταχθεϊ καί ή προσπάθεια τού Περικλή ματα, έγραψε προπάντων άναγνώσματα παιδικά, ή άνώτερη ό­
Γιαννόπουλου (περ. 1872-1910), μολονότι αντιπροσωπεύει μιάν μως πρόθεση καί τό άναμφισβήτητο λογοτεχνικό της ταλαντο
άλλη ιδιότυπη τάση. Νέος στο ΙΙαρίσι έζησε μια μποέμικη ζωή (άκόμα καί ή γυναικεία της εύαισθησία καί ή καλλιεργημένη
κοντά στον Jean Moréas, μέ τον όποιο ήταν συνδεδεμένος φι­ της προσωπικότητα) ύψώνουν τά έργα της πάνω άπό τήν κοινή
λικά' καί μέ τήν επιστροφή του στήν 'Ελλάδα ανακαλύπτει το στάθμη τής παιδικής λογοτεχνίας καί τά καθιστούν άρτια μυθι­
έλληνικό φώς καί τύ ελληνικό πνεύμα, καί προσπαθεί νά αρτιώ­ στορήματα ιστορικά (σέ μιά έποχή μάλιστα όπου δέν καλλιερ­
σει ένα μήνυμα μέ κέντρο τήν ελληνική αίσθηση καί τήν ελλη­ γείται τό είδος), στά όποια τό Βυζάντιο καί ή Μακεδονία παί­
νική παράδοση. Δέν είναι λογοτέχνης, οί προθέσεις του γιά μιά ζουν ρόλο κεντρικό. Στον καιρό τοϋ Βονλγαροκτόνον (1911) είναι
ποιητική σύνθεση δέν έτελεσφόρησαν, άλλά τά δύο του μανιφέστα ένα μυθιστόρημα πού διαδραματίζεται κυρίως στή Μακεδονία
(Νέον πνεϋμα, 1906, ’Έ κκλησις προς το πανελλήνιον κοινόν, τήν έποχή τού Βασιλείου Β’ καί ύπήρξε άγαπητό άνάγνωσμα
1907), σε συνδυασμό μέ τή γοητευτική προσωπική του εμφά­ τών παιδιών, πού τό διαβάζουν άκόμα καί σήμερα' τό ύστερό-
νιση, ακόμα ’ίσως καί ό περίεργος τρόπος τής αυτοκτονίας του, τερο Σ τά μ υσ τικ ά τοϋ Βάλτου (1937) τοποθετείται στήν έποχή
άσκησαν ισχυρή έπιρροή στούς νεώτερους καί κυρίως στον "Αγ­ τού Μακεδονικού άγώνα.
γελο Σικελιανό.
’Αναμφισβήτητα επηρεασμένος άπό τον Γιαννόπουλο είναι καί Δέν είναι όμως μόνο τό προοδευτικό-άναγεννητικό καί τό ελ­
ό ’Ίων Δραγούμης (1878-1920). Γόνος σημαντικής πολιτικής ληνοκεντρικό ιδανικό πού τροφοδοτούν τή λογοτεχνία στις πρώ­
οικογένειας (ό πατέρας του χρημάτισε καί πρωθυπουργός) ό τες δεκαετίες τού αιώνα. Λόγιοι καί λογοτέχνες πού έχουν πε­
254 255
14. Μ Ε Τ Α ' Γ Τ Χ Λ Ρ Ι Κ Η Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α . Κ Α Ζ Λ Ν Τ Ζ Α Κ Η Σ ΧΡΗΣΤΟΜΑΝΟΣ. ΧΛΤΖΟΠΟΤΛΟΣ

ρισσότερη έπαφή με τις λογοτεχνικές εξελίξεις στή δυτική Εύ- Στο κέντρο ωστόσο τής πεζογραφίας στις δύο πρώτες δεκαε­
ρώπη, επηρεάζονται άπό αύτές καί προχωρούν πέρα άπό το συμ­ τίες τού αιώνα βρίσκονται άναμφισβήτητα δύο συγγραφείς, ό
βολισμό καί τον μετασυμβολισμό, δχι μόνο στην ποίηση, άλλα Κ. Χατζόπουλος καί ό Κ. Θεοτόκης. Αύτοί, συνεχίζοντας τήν
καί στήν πεζογραφία. Τέτοια ή περίπτωση του Κ. Χρηστομά- παράδοση τής ήθογραφίας, θά τήν έξελίξουν καί θά τήν προσπε-
νου (1867-1911), πού φέρνει στήν Ελλάδα το κλίμα τοϋ ευρω­ ράσουν, είσάγοντας στήν πεζογραφία καινούρια είδη καί και­
παϊκού «τέλους τοϋ αιώνα» καί τήν ώραιοπάθεια τοϋ Oscar νούριους τρόπους εκφραστικούς. Τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο
W ilde. Σπουδασμένος στη Βιέννη (δπου για ένα διάστημα δί­ (1868-1920) τον γνωρίσαμε ώς ποιητή (σ. 223-4). Έ ζησε γιά
δαξε τά νέα έλληνικά στο πανεπιστήμιο), στάθηκε διδάσκαλος πολλά χρόνια στή Γερμανία, όπου καί άσπάστηκε το σοσιαλι­
καί τής άτυχης αύτοκράτειρας ’Ελισάβετ, τήν όποια συνόδευε σμό. Το έργο του, ιδιαίτερα το πεζογραφικό, θά κυμαίνεται άνά­
στά ταξίδια της· άποτέλεσμα ήταν το Β ιβλίο τής αύτοκράτειρας μεσα σέ δύο πόλους, στις σοσιαλιστικές του θεωρίες καί στή λυ­
Ε λισάβ ετ, δημοσιευμένο πρώτα γερμανικά καί άπό εκεί μετα­ ρική του εύαισθησία. Τά πρώτα του διηγήματα, γραμμένα πριν
φρασμένο σε πολλές γλώσσες, μιά βιογραφική άνάλυση γραμμέ­ άπό το 1910, διατηρούν άκόμη πολλά στοιχεία ήθογραφικά,
νη μέ σπάνια ευαισθησία καί άρκετό λυρισμό. Έλληνικά έκδό- τά οποία όμως σιγά σιγά υποχωρούν, ένώ κερδίζει σέ ένταση
θηκε το 1907. Ά πό το 1899 άλλωστε ό Χρηστομάνος εγκαθί­ ή ψυχογραφική διείσδυση καί άκόμα μιά άπόχρωση λυρική («Ό
σταται οριστικά στήν ’Αθήνα καί παίρνει ένεργό μέρος στήν Μπαρμπαντώνης», « Ή άδερφή», «Το όνειρο τής Κλάρας»). 'Έ ­
πνευματική ζωή. Το 1901 πρωτοστατεί μέ τήν ίδρυση τής να μεγαλύτερο του άφήγημα, ’Α γάπη στο χω ριό (1910), ένώ
«Νέας Σκηνής» στήν άνανέωση τοϋ θεάτρου (βλ. σ. 262) καί κινείται πάντα στο ηθογραφικό πλαίσιο, είναι ωστόσο ένα έργο
το 1911 εκδίδει ενα μυθιστόρημα, τήν Κ ερένια κούκλα, βασικά μέ περιεχόμενο κοινωνικό. Κι αύτό γίνεται άκόμα καθαρότερο
διάφορο στο χαρακτήρα άπό το πρώτο του. ’ Εδώ κυριαρχεί ένας στον Πύργο τοϋ ’Α κροπόταμου (πρώτη δημοσίευση 1909), μο­
τολμηρός ρεαλισμός, ένώ στους εκφραστικούς τρόπους διατη­ λονότι ό ίδιος ό συγγραφέας τό ονόμασε «ήθογραφία». Το ρεα­
ρείται ή άκρα εύαισθησία καί ή ώραιοπάθεια, μαζί μ’ έναν πλού­ λιστικό υπόβαθρο καί ή ψυχογραφική φροντίδα τού συγγραφέα
το χρωματικών άποχρώσεοιν. ξεπερνούν οριστικά τό στάδιο τής ήθογραφίας καί ολοκληρώ­
Επηρεασμένος άπό τον Χρηστομάνο είναι ό Πλάτων Ροδο- νουν ένα πεζογράφημα πού πολλοί τό θεωρούν τό καλύτερό του.
κανακης (1883-1919), πού έπιχειρεΐ νά δημιουργήσει ένα ύφος Ή έξέλιξη τού Χατζόπουλου δέ θ’ άκολουθήσει όμως τό δρό­
περίτεχνο, χωρίς το ρεαλιστικό υπόβαθρο καί τις άλλες αρετές μο αύτόν. Τό τελευταίο του μυθιστόρημα, 7ο Φθινόπωρο (1917),
τοϋ Χρηστομάνου. Περίτεχνο, ξεκινώντας όμως άπό έντελώς είναι στή δομή του όλότελα διαφορετικό. Υπάρχει βέβαια κι έ-
διαφορετικές άρχές, είναι καί το ύφος τοϋ Σπήλιου Πασαγιάννη. δώ ή έπαρχιακή πολιτεία, άνώνυμη όμως καί άκαθόριστη. "Ο,τι
Τον είδαμε καί ώς ποιητή (σ. 224) νά άναζητά έπίμονα καινού­ ενδιαφέρει τό συγγραφέα δέν είναι ωστόσο ό κοινωνικός ή ό
ριους τρόπους εκφραστικούς. Το ίδιο καί στήν πεζογραφία δίνει ταξικός ξεπεσμός, άλλά νά μας δώσει υποβλητικά τήν άτμό-
στο λόγο του μιά έθελημένη τραχύτητα μέ το πλήθος τών σπά­ σφαιρα καί νά περιγράψει μέσα άπό τήν υποβολή τά αισθήματα
νιων, όλότελα λαϊκών λέξεων πού θηρεύει καί άκόμα μέ έναν έν­ καί τις διακυμάνσεις τών αισθημάτων τών ήρώων του. Καί στό
τονο ρυθμό στή φράση πού πάει νά καταργήσει τά όρια άνάμεσα μεγαλύτερο ποσοστό τό κατορθώνει. Μέ τό Φθινόπωρο ό Χατζό­
στο στίχο καί στο πεζό. Στο καλύτερο διήγημά του, τον «Πέ- πουλος εισάγει τόν συμβολισμό καί στήν πεζογραφία. Οί έπι-
τρακα», το πρώτο μέρος δίνει άνάγλυφα μέ το ύφος του όλη τήν δράσεις άπό τις βόρειες λογοτεχνίες, καί πιο πολύ τις σκανδι­
άγριάδα καί τήν παλικαριά ενός νεαροΰ γελαδάρη σ’ ένα οροπέ­ ναβικές, είναι φανερές. Μέ τή σειρά του τό έργο έπηρέασε πολ­
διο τοϋ Ταϋγέτου, πού προσπαθεί νά παλέψει μ’ ένα άγριο βόδι, λούς άπό τούς νεώτερους, ιδίως στή δεκαετία 1920-1930.
στο δεύτερο μέρος ό λόγος παίρνει τήν τρυφερότητα άλλα καί Φανερά κοινωνικά ένδιαφέροντα καί προεκτάσεις έχει καί ή
τήν τραχύτητα ένός μανιάτικου μοιρολογιού. πεζογραφία τού Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1872-1923). ’Από ά-
ριστοκρατική οικογένεια τής Κέρκυρας εύτύχησε νά άνατραφεί
2 56 257
14. Μ Ε Τ Α Ψ Ϊ Χ Α Ρ Ι Κ Η Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α . Κ Α Ζ Α Ν Τ Ζ Α Κ Η Σ Κ. Θ Ε Ο Τ Ο Κ Η Σ

μέσα στο ιδεολογικό περιβάλλον του νησιού του (έχει στενό φι­ χίες μέ τολστοϊκούς ήρωες καί μέ τόν πρίγκιπα Μίσκιν τοϋ
λικό δεσμό με τον Λ. Μαβίλη), ν’ άποκτήσει μιά γερή μόρφωση Ντοστογιέφσκυ), άλλά πού ή έξαρση αύτή τοϋ ιδεαλισμού κιν­
καί νά πλουτίσει την έμπειρία του μέ διαβάσματα καί ταξίδια. δυνεύει νά διαλύσει τό ρεαλιστικό άνθρώπινο περίγραμμα τοϋ
Γύρω στα 1900, δπως πολλούς άπό τούς συγχρόνους του, τον κεντρικού ήρωα. ’Αντίθετα, πολύ πιό στέρεα έχει συλληφθεΐ καί
δυναστεύει ή ισχυρή έπίδραση του Νίτσε (κυρίως στο διήγημά άποδοθεί ή πλοκή καί οί χαρακτήρες στό δεύτερο αφήγημα, τή
του «Το πάθος»), άλλά άργότερα, στή Γερμανία (δπου θά συ­ Ζωή καί το θάνατο τοϋ Κ αραβέλα, τό πιό ολοκληρωμένο άσφα-
ναντηθεί με τον Χατζόπουλο), θά προσχωρήσει κι αύτός στις λώς άπό τά έργα τοϋ Θεοτόκη. «Καραβέλας» είναι τό περιφρο­
σοσιαλιστικές ιδέες καί θά δώσει στήν πεζογραφία του έντονο νητικό παρατσούκλι τοϋ κεντρικού ήρωα, πού μας παρουσιάζεται
χρώμα κοινωνιστικό. μέ τά πιό ρεαλιστικά χρώματα, κακός καί άντιπαθητικός (ή σκη­
Στά διηγήματα πού γράφει γύρω στά 1900 υπάρχει, δπως νή δπου περιμένει ασυγκίνητος τό θάνατο τής γυναίκας του είναι
καί στον Χατζόπουλο, το ηθογραφικό πλαίσιο, το πιο ισχυρό άπό τις πιό δυνατές τοϋ έργου)- ωστόσο στό σημείο αύτό δέν
συστατικό τους ωστόσο είναι ό ρεαλισμός. "Ενα δυο άπο τά κα­ έχει φτάσει άπό δική του μόνο εύθύνη, καί είναι άκόμα ικανός
λύτερα («Πίστομα», « ’Ακόμα;») είναι τόσο σύντομα πού κα­ νά νιώσει ένα αίσθημα φτασμένο ώς τό πάθος, ενώ τό ψυχρό,
ταντούν «δραματικά στιγμιότυπα, μέ ασθματικά συμπυκνωμέ­ μελετημένο παζάρεμα τών πάντων άπό τούς (κοινωνικά «φτα­
νη δράση».1 Πριν άπο τούς Βαλκανικούς πολέμους γράφει ένα σμένους») άντιπάλους του είναι πολύ περισσότερο άποκρουστικό
εκτενέστερο διήγημα, Ή Τιμή κ α ί το χρήμα (δημοσ. 1914), μέ καί άπάνθρωπο. «Τό χρήμα άντιδικεΐ μέ τό πάθος (γράφει χα­
φανερό κοινωνικό ένδιαφέρον, καί λίγο πιο υστέρα άρχίζει νά ρακτηριστικά ό Α. Τερζάκης)2 καί στή συνείδηση τοϋ άναγνώ-
συνθέτει ένα μεγάλο μυθιστόρημα, πού θά το έπεξεργάζεται ώς στη είναι τό δεύτερο πού αθωώνεται».
τό τέλος τής ζωής του, τούς Σ κλάβους στά δεσμά τους (1922). 'Ο Θεοτόκης έχει καθαρή φλέβα λογοτεχνική, ή έγκεφαλική
'Η δράση έχει τοποθετηθεί στήν Κέρκυρα, στήν πόλη, σέ μιά σύλληψη ορισμένων προσώπων του, άκριβώς χάρη σ’ αύτώ τό
έποχή ανακατατάξεων μέσα στήν κοινωνική ζωή: ή παλιά άρι— γνήσιο λογοτεχνικό τάλαντο, δέν ξεφτίζει σέ άδεια σχήματα.
στοκρατική τάξη προσπαθεί νά διατηρήσει ένα σχήμα ζωής ξε­ 'Η γλώσσα του αντιπροσωπεύει μιά ύστερότερη φάση στό δρόμο
περασμένο πιά καί άδικαίωτο, ή αστική τάξη είναι κι αύτή ξε­ πού άνοιξαν οί πρώτοι δημοτικιστές πεζογράφοι (ό Έ φταλιώ-
περασμένη, ενώ αριβίστες άπο τή λαϊκή τάξη έκβιάζουν μέ τό της, ό Καρκαβίτσας), καθαρή, γνήσια, πέρα ώς πέρα προσεγ­
χρήμα τους γιά νά «φτάσουν» κοινωνικά ■ —δλοι «σκλάβοι στά μένη δημοτική, στήν οποία μερικοί κερκυραίικοι ιδιωματισμοί
δεσμά» τής μοίρας τους καί τής άνάγκης πού τήν κυβερνά τό δίνουν άπλώς μιά συμπαθητική άπόχρωση. Πιστός πάντα στόν
χρήμα. Άνάμεσά τους ανίσχυρος, καί τελικά νικημένος, ό "Αλ­ αρχικό του ρεαλισμό ό Θεοτόκης δέν πορεύτηκε, σάν τόν Χα­
κής Σωζόμενος, ό νέος ίδεολόγος μέ τις ανθρωπιστικές καί σο­ τζόπουλο, τό δρόμο πρός τό συμβολισμό στήν πεζογραφία, κι έ­
σιαλιστικές θεωρίες. τσι τό ΰφος του μένει πάντα σέ σαφή καί καθαρά πλαίσια.
Λογοτεχνικά πιό άρτιωμένα είναι τά δυό μεγάλα αφηγήματα
του Θεοτόκη, 'Ο Κ ατάδικος (1919) καί Ή Ζωή και ό θάνατος 'II περίπτωση τοϋ Δημοσθένη Βουτυρά (1871-1958) είναι δλό-
τοϋ Κ αραβέλα (1920). ’Εδώ, άντίθετα άπό τό μυθιστόρημα, υ­ τελα διαφορετική. Ξεκινά κι αύτός γύρω στά 1900 μέ σύντο­
πάρχει ένα κεντρικό πρόσωπο, πού ό συγγραφέας τό έχει συλ- μα διηγήματα στήν καθιερωμένη ήθογραφική γραμμή καί τά
λάβει σέ όλη του τή ρεαλιστική ένάργεια καί τήν ανθρώπινη συγκεντρώνει σ’ ένα μικρό τόμο τό 1902. 'Η ήθογραφία του
παρουσία του. Στόν Κ ατάδικο είναι ό Τουρκόγιαννος, πού δια- μετατοπίζει τό ένδιαφέρον της άπό τό περιβάλλον τοϋ χωριού
πλάθεται άπό τό συγγραφέα σέ ένα πρότυπο ιδανικό άφοσίωσης (μέ τή νοσταλγική καί ωραιοποιημένη άνάμνηση) στις φτωχο­
καί χριστιανικής αγάπης (οί κριτικοί έπισήμαναν τις άντιστοι- γειτονιές καί τις άπόμερες συνοικίες τής σύγχρονης πόλης, στή

1 . Α . Τ ε ρ ζά κ η ς , Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ’Α θ ή ν α 1 9 5 5 , σ . 1 5 . 2. Α . Τ ε ρ ζά κ η ς , ο .π ., σ. 2 3 .

258 25 9
14. Μ Ε Τ Λ Τ Τ Χ Λ Ρ Ι Κ Η Ι Ι Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α . Κ Α Ζ Λ Ν Τ Ζ Α Κ Η Σ
Λ. Β Ο Τ Τ Τ Ρ Λ Σ . II. Ι ΙΙΚ Ρ Ο Σ
μίζερη καί αποτυχημένη ζωή των ανθρώπων της. Τά διηγήματά άλλωστε εκείνο πού κυρίως προσδιορίζει τό κλίμα τής δεκαε­
του αρχίζουν, γύρω ή λίγο πριν άπό το 1920, νά κινούν ζωηρότερο τίας 1920-30. Παράλληλα όμως, μέσα στήν ΐδια δεκαετία, θά
το ενδιαφέρον ιδίως των νέων καί νά συγκεντρώνονται σέ τόμους παρουσιαστούν καί οί πρώτες προσπάθειες γιά μιάν άπαλλαγή
πού έκδίδονται σέ μικρές χρονικές αποστάσεις άπο το 1920 καί άπό τήν κατάθλιψη των καταστάσεων καί τή διάλυση τής έκ­
ύστερα. Το πράγμα δέν είναι βέβαια τυχαίο" οί άνακατατάξεις φρασης καί τού ύφους. Ό Φώτης Κόντογλου δημοσίευσε τό 1923
στήν πολιτική καί στήν κοινωνική ζωή, καί άκόμα το πνεύμα τό πρώτο του έργο, πού έγινε δεκτό μέ ιδιαίτερη εύνοια, ιδίως
τής παρακμής καί τής διάλυσης, πού το είδαμε εκφρασμένο καί άπό τήν κριτική πού χτυπούσε τήν ύπάρχουσα κατάσταση" τό
στήν ποίηση μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι πρόθυμο ίδιο χαιρετίστηκε σάν άπαλλαγή άπό τά παλιά που προοιώνι­
νά δει μέ συμπάθεια καί συμμετοχή τήν εικόνα αύτή τής άπο- ζε κάτι καινούριο ή πρώτη εμφάνιση τού Θράσου Καστανάκη
τυχιας καί τής μοιρολατρείας πού προσφέρουν τά διηγήματα (1924). Κάτι καινούριο σάν νά ετοιμάζεται, άνάλογο μέ ό,τι έ-
τού Βουτυρά. Στή δεκαετία 1920-30 ό Βουτυράς βρίσκεται στο τοιμαζόταν στή δεκαετία πού προηγήθηκε άπό τό 1880. Μέ τή
κέντρο τού λογοτεχνικού ένδιαφέροντος καί έπηρεάζει (βλαβερά, «γενιά τού 1930» τό καινούριο αύτό θά πάρει ούσιαστικότερη
θά λέγαμε) ένα πλήθος νέους λογοτέχνες. Ή παραγωγή του είναι μορφή, καί στήν ποίηση άλλά καί στήν πεζογραφία. Τά πρώτα
πληθωρική πάντα άλλά καί ατημέλητη" το γράψιμο άλλωστε τού φανερώματα τού Κόντογλου, τού Καστανάκη καί οποίων άλλων,
ήταν σαν άνάγκη βιολογική, γιά τήν όποια δέν κατέβαλλε καί θά εξεταστούν γ ι’ αύτό τό λόγο μαζί μέ τήν πεζογραφία μετά
πολύ κόπο. Θά εξακολουθήσει νά γράφει ως το θάνατό του, μέ­ τό 1930 (βλ. κεφ. 16).
νοντας όμοιος καί άνεξέλικτος σ’ όλο το μακρύ διάστημα τής
λογοτεχνικής του δράσης.
ΤΟ Θ Ε Α Τ Ρ Ο
’Ιδιότυπος στο γράψιμό του είναι ò Ν. Νικολαΐδης (1884-
1956), Κύπριος εγκατεστημένος στήν ’Αλεξάνδρεια, πού μάς έ­ Είδαμε σέ προηγούμενο κεφάλαιο (σ. 217) πώς ή προσπάθεια
χει δώσει μιά σειρά διηγήματα καί μερικά μυθιστορήματα πολύ γιά άνανέωση τού θεάτρου πού έφερνε τό κωμειδύλλιο (προσπά­
επηρεασμένα άπο τον αισθητισμό τής εποχής. Υπάρχει ακόμη θεια παράλληλη μέ τό ήθογραφικό διήγημα στήν πεζογραφία)
κάτι το απροσάρμοστο στούς άνθρώπινους χαρακτήρες πού περι­ σταματά κάπως άπότομα στά 1896. Ά λλά τά ίδια χρόνια και­
γράφει, κάποια παρέκκλιση άπο το κανονικό, πού ούτε συμπα­ νούρια ρεύματα έρχονται καί άναζωογονοΰν καί πάλι τό θέατρο
θείς τούς κάνει στον άναγνώστη ούτε καί λογοτεχνικά τούς δι­ (καί τή δραματουργία καί τις θεατρικές παραστάσεις). 'Ο Βονρ-
καιώνει. Οί περισσότεροι άλλωστε είναι δοσμένοι άπο τον συγ­ κόλακας τού Άργύρη Έφταλιώτη (1894, βλ. σ. 213), μολονότι
γραφέα μέ άρκετή άσάφεια. ’Ίσως γιά τούς λόγους αύτούς τό δέν παίχτηκε, ξεχωρίζει γιά τήν έκμετάλλευση τής λαϊκής πα­
έργο του έμεινε χωρίς άνταπόκριση (κάτι πού ή εύνοική γ ι’ αύ- ράδοσης, επιτυχημένα συνδυασμένης μέ τό πνεύμα τού νατου­
τόν κριτική το χαρακτήρισε άδικία). ’Αντίθετα, ή πορεία τού ραλισμού. 'Ο νατουραλισμός άπό τή μιά μεριά καί ή επίδραση
άρκετά νεώτερου Πέτρου Πικρού (1900-1957) χαράσσεται κα­ τού ’Ίψεν άπό τήν άλλη, παράλληλα καί μέ τή συνειδητή πιά
θαρά στή συνέχεια τού Βουτυρά. 'Ο Πικρός άνήκει ιδεολογικά τώρα καλλιέργεια τής λογοτεχνικής δημοτικής στό θεατρικό λό­
στήν άριστερά, δέ θυσιάζει όμως τή λογοτεχνία στήν ιδεολογία γο, είναι οί παράγοντες πού καθορίζουν τις άνανεωτικές προ­
του. Ό νατουραλισμός του είναι δραστικότερος άπό τού Βου­ σπάθειες στόν τομέα τού θεάτρου στά τελευταία χρόνια τού 19ου
τυρά, οί άνθρωποί του άνήκουν στά κατώτερα στρώματα τού καί στά πρώτα τού 20οΰ αιώνα. Ρίίναι. τά ίδια χρόνια πού κάνει
λαού, είναι πραγματικά Χαμένα κορμιά (ό τίτλος μιάς συλλογής τήν παρουσία του στήν ποίηση ό συμβολισμός" καί δέν είναι τυ­
διηγημάτων του, 1922), πού σέρνονται άνάμεσα στά χαμαιτυ­ χαίο πού καί ή θεατρική κίνηση σχετίζεται μέ τόν κύκλο τού
πεία καί τις φυλακές. περιοδικού Ή Τέχνη.
Ό Πικρός δέν έγραψε μετά τό 1930. Τό κλίμα τής άπαισιο- Πιό συνειδητά εκφρασμένες συναντούμε τις νέες τάσεις στον
δοξίας καί τής διάλυσης (κοινά σ’ αύτόν καί στον Βουτυρά) είναι πρόωρα χαμένο Γιάννη Καμπύση (1872-1902), μέτριον ωστόσο
260
261
14. Μ Ε Τ Λ Υ Γ Χ Α Ρ Ι Κ Η Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α . Κ Α Ζ Α Ν Τ Ζ Α Κ Η Σ ΤΟ Θ Ε Α Τ Ρ Ο

συγγραφέα, με έντονη τή γερμανική καί γενικότερα τή βόρεια έπόμενες δεκαετίες, τής Μαρίκας Κοτοπούλη καί τής Κυβέλης.
επίδραση (Strindberg, Hauptmann). Tò καλύτερο έργο του ’Αλλά καί ή δραματουργία εύνοήθηκε άπό τήν κίνηση αύτή. Ό
είναι 7ο Α αχτυλίόι τής μάνας (1898), όπου όλες οί άξεκαθάριστες Παλαμάς έγραψε τήν Τρισεύγενη γιά νά παιχτεί στή «Νέα Σκη­
αύτές επιδράσεις συγχωνεύονται μέ έπιτυχία πάνω σ’ ένα θέμα νή», άδιάφορο αν τήν άπέσυρε, γιατί ό Χρηστομάνος τήν ήθελε
ελληνικό καί έκφράζονται μέ τρόπο λυρικό. Οί νέοι τής έποχής «θεατρικότερη», δηλ. περισσότερο προσαρμοσμένη στό πνεύμα
στήριξαν μεγάλες ελπίδες στό ποιητικό αύτό θέατρο των ιδεών τού θεατρικού νατουραλισμού τής έποχής. Καί ό Σπήλιος Πα-
καί ό μουσουργός Μανόλης Καλομοίρης, επηρεασμένος άπό τόν σαγιάννης καί ό ’Άγγελος Σικελιανός ήταν «μύστες» (όπως χα­
Βάγκνερ άλλα καί άπό τις έθνικές μουσικές σχολές, τό δραμα ρακτηριστικά ονόμαζε τούς ήθοποιούς του ό Χρηστομάνος) στό
αύτό θά διαλέξει γιά μιά άπό τις πρώτες του όπερες. πρώτο ξεκίνημα τής «Νέας Σκηνής».
’Αλλά εκείνος πού έδωσε την ισχυρότερη ώθηση στό νεοελ­
ληνικό θέατρο είναι ό Κ. Χρηστομάνος, πού τόν γνωρίσαμε καί Στά ίδια χρόνια παρουσιάζονται καί οί πρώτες θεατρικές έπι-
ώς πεζογράφο (σ. 256). ’Έγραψε καί θεατρικά έργα, όπως τα τυχίες τού Γρ. Ξενόπουλου. Τόν γνωρίσαμε (σ. 214) ώς πληθω­
Τρία φ ιλιά (1908), μιά «τραγική σονάτα» (όπως τή λέει) σέ ρικό πεζογράφο καί μυθιστοριογράφο. Τό μερίδιό του στή θεα­
τρία μέρη, μέ πολλές διασταυρούμενες έπιδράσεις άπό τό να­ τρική παραγωγή δέν είναι επίσης μικρό. Ξεκίνα στά 1895 μέ
τουραλισμό, τόν D’ Annunzio κ.ά., καί μιά ηθογραφική σάτι­ δράματα έπηρεασμένα άπό τόν ’Ίψεν καί δίνει τό 1904 τό πιό
ρα, 'Ο Κ οντορεβιθούλης, άλλα ή σημασία του γιά τό θέατρο συγκροτημένο ίσως άπό τή θεατρική άποψη έργο του, 7ο Μυ­
βρίσκεται πολύ περισσότερο στον τομέα τής θεατρικής πράξης. στικ ό τής κοντέσσας Βαλέραινας, μέ κέντρο (όπως καί στήν Τρι-
Μιά μέρα τοϋ 1901 συγκέντρωσε τούς πνευματικούς άνθρώ- σεύγενη) μιά μορφή εύγενική, άλλά άπροσάρμοστη στή χαμηλή
πους τής ’Αθήνας στό άρχαΐο θέατρο του Διονύσου καί τούς στάθμη τής γύρω κοινωνίας. Τό ΐδεολογικό-ποιητικό αύτό πνεύ­
διάβασε μιά προκήρυξη όπου ζητούσε τήν άνανέωση τής δρα­ μα τών πρώτων του έργων, πού δέν έβρισκε τήν άμεση άνταπό-
ματικής ποίησης καί τής σκηνικής τέχνης στήν 'Ελλάδα. ’Απο­ κριση στό πλατύτερο κοινό, τό έγκατέλειψε νωρίς ό Ξενόπουλος,
τέλεσμα ήταν ή 'ίδρυση ενός νέου θεάτρου, τής «Νέας Σκηνής», καί ζήτησε, όπως καί στά μυθιστορήματά του, τό συμβιβασμό
τής οποίας ψυχή στάθηκε ό ίδιος ό Χρηστομάνος. Οί παραστάσεις μέ τό κοινό. Είναι τεχνίτης συγγραφέας, πού ξέρει νά στήσει
άρχισαν τό 1901 μέ τήν ’Ά λκηστη τοϋ Εύριπίδη μεταφρασμένη μέ έπιτυχία ένα έργο, καί πού χωρίς νά προκαλεί άναστατώσεις
στή δημοτική καί τελείωσαν τό 1905. Ό Χρηστομάνος υπο­ στό θεατή, δέ θέλει άπλά νά τόν ικανοποιήσει μέ τις συνταγές
χρεώθηκε βέβαια πολλές φορές νά συνθηκολογήσει μέ τα γούστα τοϋ βουλεβάρτου. «Θέατρο κοσμικό καί μοντέρνο, άστικό, σέ
τού άνώριμου άκόμα τότε θεατρικού κοινού τής πρωτεύουσας, άξιοπρεπή στάθμη, χωρίς άκρότητες, μετρημένο καί εύπρεπές,
ή ισχυρή του,όμως προσωπικότητα έδωσε, ιδίως στον τομέα τής γιατί στήν ούσία τού λείπει ό παραλογισμός καί τό δαιμόνιο».3
σκηνοθεσίας καί τής σκηνογραφίας, κάτι όλότελα καινούριο καί ’Αποκλειστικά θεατρογράφος στάθηκε ό Παντελής Χόρν
ξεχωριστό —άπό τά καλύτερα επιτεύγματα στήν ιστορία τού (1880-1941). Τά πρώτα του έργα, παρουσιασμένα μέσα στή
νεοελληνικού θεάτρου. Τά ίδια χρόνια παράλληλα μέ τή «Νέα δημιουργική αύτή δεκαετία 1900-1910, έχουν κάτι άπό τόν ιδεα­
Σκηνή» λειτούργησε καί τό νεοϊδρυμένο «Βασιλικό Θέατρο» λισμό καί τά άλλα γνωρίσματα τής έποχής. 'Η δραματική του
(1901-1908), συντηρητικότερο βέβαια άπό τή φύση του καί στήν παραγωγή είναι πληθωρικότατη, παρουσίαζε ένα έργο σχεδόν
έπιλογή τού δραματολογίου καί στήν παρουσίαση τών έργων, κάθε χρόνο. ’Εκείνο πού ξεχωρίζει είναι Το Φ ιντανάκι (1921),
όσο κι αν εργάστηκε εδώ ώς σκηνοθέτης ένας διαλεχτός άνθρω­ έργο πραγματικά θεατρικό, μέ ολοκληρωμένους χαρακτήρες, το­
πος, ό Θωμάς Οικονόμου. Καί τά δύο θέατρα προώθησαν ση­ ποθετημένο στήν αύλή ενός άθηναϊκοΰ φτωχόσπιτου, όπου όμως
μαντικά τή θεατρική κίνηση τού τόπου καί εύνόησαν τήν άνά- τό περιβάλλον ξεπερνά τήν ήθογραφική άπεικόνιση καί παίρνει
δειξη προικισμένων ήθοποιών, όπως π.χ. τών δύο πρωταγωνι­
στριών πού γύρω τους πολώνεται ή θεατρική κίνηση κατά τις 3. F . Μ . F o n t a n i, Teatro neoellenico , Μ ιλά νο 1 9 6 2 , σ. 42.

262 263
14. Μ Ε Τ Λ Τ Γ Χ Α Ρ Ι Κ Η Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α . Κ Α Ζ Α Χ Τ Ζ Α Κ Η Σ Η ΚΡΙ ΤΙ ΚΗ

διαστάσεις κοινωνικές. «Μετά τον Β ασιλικό τοϋ Μάτεση δεν (1924), τό «Θέατρο Τέχνης» (Σπ. Μελας, 1925), ή «Έλευθέρα
εχαρηκε ή δραματογραφία μας άλλο έργο οπού νά πλέκονται Σκηνή» (Σπ. Μελας καί Μαρίκα Κοτοπούλη, 1929). Τελικά,
τοσο αβιαστα και τόσο ρωμαλέα τά γεγονότα, τά αισθήματα καί μέ τήν ίδρυση τοΰ «Έθνικοΰ Θεάτρου» (1932) έγκαινιάζεται
ή έξέλιξη των προσώπων».4 μιά όλότελα καινούρια περίοδος. Πρώτος σκηνοθέτης τοΰ « Ε ­
Πολύ μέρος άπό τήν ποικίλη του δραστηριότητα έδωσε στο θνικού», κύριο στέλεχος του στό πρώτο του ξεκίνημα, ό Φώτος
θέατρο καί ό Σπόρος Μελας (1883-1966). Δημοσιογράφος, κρι­ Πολίτης. Θά τόν γνωρίσουμε καλύτερα ώς κριτικό.
τικός, μυθιστοριογράφος (ξεχώρισε μέ τις μυθιστορικές βιογρα­
φίες τοϋ Γέρον τον Μ όρια καί τοΰ Μ ιαούλη), ύπήρξε καί συστη­ Η ΚΡΙΤΙΚΗ
ματικός θεατρικός συγγραφέας, κι έδώ μέ μιά πλούσια καί ποι­
κιλότατη παραγωγή. Οί αρχές πέφτουν στή δεκαετία 1900-10, Σέ χρόνια αναδημιουργίας καί άνακατάταξης φυσικό είναι νά
με ένα περίεργο καί άνισο, εμπνευσμένο όμως έργο,_ τον Γιο καλλιεργηθεί περισσότερο ή κριτική. Στά χρόνια πού μάς απα­
τοΰ ’Ί σκιον (1907), κράμα ιδεαλισμού καί ρεαλισμού, μέ έκ- σχολούν ή κριτική άσκεΐται μέ περισσότερη συναίσθηση εύθύνης
δηλες τις ιψενικές καί τις νιτσεϊκές επιδράσεις. Τά δράματα τής (άξίζει νά ξεχωρίσουμε τόν κύκλο τοΰ περιοδικού Π αναθήναια
ίδιας δεκαετίας (Το κόκκινο πονκάμισο, Το χαλασμένο σ π ίτι) καί προπάντων τήν κριτική συμβολή τοΰ Γρ. Ξενόπουλου) και
είναι πιο στερεά, πιό δραματικά κατασκευασμένα. Γύρω στά κυρίως μέσα άπό τούς προοδευτικούς κύκλους, ιδιαίτερα τους
1925 ό Μελας, άκολουθώντας τό παράδειγμα τοΰ Χρηστομάνου, κύκλους τοΰ δημοτικισμού. ’Ήδη όμως καί ό κύκλος τής Τέχνης
θά ζητήσει κάποια ανανέωση στο θέατρο, δημιουργώντας τό είχε κάμει στόχο τής κριτικής του αξίες καθιερωμένες άπο την
«Θέατρο Τέχνης» (όπου θά πρωτοπαρουσιάσει Πιραντέλλο), ε­ προοδευτική παράταξη, όπως τόν Παπαδιαμάντη, τόν Ψυχαρη,
νώ στήν έπόμενη δεκαετία θά έπανέλθει στή δραματουργία μέ άκόμα καί τόν Παλαμά. Οί δημοτικιστές, πού άποκτοΰν μέ τόν
δράματα κυρίως ιστορικά (’Ιούδας, Π απαφλέσσας), ή καί σατι­ Ν ονμά ένα δικό τους όργανο, θ’ άσκήσουν κι αύτοί κριτική
ρικές κωμωδίες κάπως αμφίβολου γούστου ('Ο μ π α μ π ά ς εκ π α ι­ —προπάντων εναντίον τών καθιερωμένων άξιών καί τής καθα­
δεύεται). Τήν ίδια γραμμή θά συνεχίσει καί στά μεταπολεμικά ρεύουσας. ’Αλλά στις στήλες τοΰ Νονμά θά αναπτυχθεί καί η
χρόνια. καθαρή λογοτεχνική κριτική. "Οσοι τήν άσκοΰν είναι καί οί
'Η ανάγκη τής άμεσης επαφής μέ τό κοινό, πού τή νιώθει ίδιοι λογοτέχνες, όπως ό Δ. Π. Ταγκόπουλος, ό διευθυντής τοΰ
κατ’ έξοχήν τό έπαγγελματικό θέατρο, οδηγεί καί τούς συγ­ περιοδικού, ή ό Ρήγας Γκόλφης (ψευδώνυμο τοϋ Δ. Δημητριάδη,
γραφείς, όσους θέλουν νά είναι έπαγγελματίες, σέ συμβιβασμούς 1886-1957), στον όποιο χρωστούμε καί ποιήματα μέ ευαίσθητη
καί παραχωρήσεις. 'Ο Θεόδωρος Συναδηνός (1880-1959) καλ­ διάθεση καί μέ πολύ τεχνική επεξεργασία. 'Ο ’Άριστος Καμπά-
λιέργησε κυρίως τήν κωμωδία, μέ έκδηλη τή σάτιρα τής αθη­ νης καί ό Ή λίας Βουτιερίδης καλλιέργησαν περισσότερο τήν
ναϊκής ζωής. Ό Δημήτρης Μπόγρης (1890-1964), μέ άνώτε- κριτική καί μάς έδωσαν καί οί δύο τις πρώτες συνθετικές προ­
ρες προθέσεις, φτάνει σέ κάποια δραματική αρτιότητα στά κα­ σπάθειες τής ιστορίας τής νέας ελληνικής λογοτεχνίας.
λύτερα έργα του, πού είναι Τ’ ’Λ ρραβω νιάσματα (1925) καί 7ο Πνεύμα κατ’ έξοχήν κριτικό, βασισμένος σέ γερή φιλολογική
Μ πουρίνι (1934). καί φιλοσοφική μόρφωση, ό Γιάννης Άποστολάκης (1886-1947)
Στό μεταξύ, μετά τό σταμάτημα τής «Νέας Σκηνής» καί τοϋ άποχωρίστηκε ευθύς άμέσως άπό τούς λογοτέχνες τής εποχής
«Βασιλικού Θεάτρου», διάφορες προσπάθειες σποραδικές ζητού­ του καί άσκησε δριμύτατη κριτική εναντίον τους καί κυρίως
σαν κάθε φορά μιάν άλλαγή καί ανύψωση: ή «Εταιρεία Ε λλη­ εναντίον τοΰ Παλαμά. Ό Άποστολάκης σπούδασε φιλοσοφία
νικού Θεάτρου» (1919), ό ερασιτεχνικός θίασος τοϋ « ’Ωδείου στή Γερμανία καί εύθύς μετά τό γυρισμό του δημοσίευσε σ’ ένα
’Αθηνών» (1918-1924), ή «Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου» περιοδικό τοΰ κύκλου του (Κ ριτική καί ποίηση, 1915) ένα δοκίμιο
για τό «Βίο τοΰ Θωμά Καρλάυλ». Οί προσανατολισμοί του είναι
4 . Γ . Σ ιδ έρ η ς, Νεοελληνικό θέατρο, ’Α θ ή ν α 1 9 5 3 , σ. 30. φανεροί. Στό ϊδεαλιστικό αυτό κλίμα τής κριτικής (οί άντίπαλοί
264 265
14. Μ Ε Τ Α Ί Τ Χ Α Ρ Ι Κ Ι Ι Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α . Κ Α Ζ Α Ν Τ Ζ Λ Κ Ι Ι Σ Il ΚΡΙΤ1ΚΤΤ

του θά το χαρακτηρίσουν «μεταφυσικό») γράφει την Π οίηση Α λλά ό Πολίτης δέ στάθηκε μόνο κριτικός- τό έντονο ενδια­
στη ζωή μας (1923), πού είναι, παρά τίς κάποιες άνισότητες καί φέρον του γιά τό θέατρο εκφράστηκε καί μέ δύο θεατρικά έργα
τη χαλαρότητα στή σύνθεση, ή καλύτερη ερμηνεία τοϋ έργου (μιά πρώιμη τραγωδία, Τ σιμισκής, 1915, μιά σάτιρα, Κ αραγ­
του Σολωμοϋ υστερ’ άπό τα «Προλεγόμενα» τοΰ Πολυλά. Ση­ κιόζης ό μέγας, 1924), άλλά πολύ περισσότερο μέ τή δράση του
μαντική στάθηκε ή ασχολία τοϋ Άποστολάκη μέ το δημοτικό ώς σκηνοθέτη καί άνθρώπου τοΰ θεάτρου. Κιόλας τό 1919 σκη­
τραγούδι- είναι ό πρώτος πού ξεπέρασε τη στενά λαογραφική νοθέτησε μέ τρόπο έντελώς πρωτοποριακό τόν Ο ίδίποόα Τν-
θεώρηση καί άντίκρισε το δημοτικό τραγούδι μέ κριτήρια καθαρά ραννο, δέκα χρόνια ύστερότερα έδωσε υποδειγματικές παραστά­
φιλολογικά (βλ. σ. 112-9). Οί παρατηρήσεις του για το δημο­ σεις μέ άποφοίτους τής «Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου»
τικό τραγούδι καί οί άναλύσεις των έργων τοϋ Σολωμοϋ άνήκουν (άνάμεσα σέ άλλες καί τοΰ Β ασιλικού τοΰ Μάτεση καί τών Κ ο­
στις καλύτερες σελίδες του" ή αρνητική του κριτική, σωστή άπύ ρακίστικω ν τοΰ Νερουλοΰ). Μέ τήν ίδρυση τοΰ Έθνικοΰ Θεά­
τή δική του σκοπιά, μένει ωστόσο τίς πιο πολλές φορές άδικαίω- τρου (1932) γίνεται ό πρώτος του σκηνοθέτης, άλλά ό θάνατος
τη σέ μιά θεώρηση ιστορική. «'Ο κριτικός βλέπει σωστά άλλά τοΰ έκοψε γρήγορα τήν παραπέρα εξέλιξη.
κρίνει άδικα».5 'Ο Άποστολάκης σήκωσε εναντίον του, δπως ’Άλλοι πού άσκοΰν τήν κριτική δχι ώς κύριο έργο, άλλά πα­
ήταν άλλωστε φυσικό, τήν οργή των συγχρόνων του- σήμερα ράλληλα μέ τή λογοτεχνική ή άλλη τους δράση, είναι ό Σπ.
βλέπουμε πόσο πολύ περισσότερο βάραινε (καί μέ δλη τήν άρ­ Μελας, ό Γερ. Σπαταλάς, ό Μ. Αύγέρης (1884-1973)- ό τε­
νηση καί μέ δλη πολλές φορές τήν άδικία) ό δικός του μεστός λευταίος έπηρεάζεται στήν κρίση του άπό τήν άριστερή πολι­
κριτικός στοχασμός. ’Από τήν ίδρυση τοΰ ΙΙανεπιστημίου Θεσ­ τική του τοποθέτηση, άλλά, ποιητής καί ό ίδιος, κρίνει μέ πολλή
σαλονίκης (1926) ως τό 1940 κράτησε ό ’Αποστολάκης τήν έδρα ευαισθησία τό έργο π.χ. τοϋ Σικελιανοΰ, τοΰ Καζαντζάκη καί
τής νέας έλληνικής φιλολογίας. άλλων. Καί ό Φάνης Μιχαλόπουλος (1895-1960), άνισος στις
Αρνητική κριτική άσκησε καί ό Φωτός Πολίτης (γιος τοΰ έπιτεύξεις του, είναι λιγότερο κριτικός καί περισσότερο ιστο­
Ν. Γ. Πολίτη, 1890-1934), στά πρώτα χρόνια μάλιστα βαδί­ ρικός καί φιλόλογος- ή έλλειψη όμως επιστημονικής μεθόδου καί
ζοντας παράλληλα καί έπηρεαζόμενος άπό τον Άποστολάκη. άκριβολογημένης τεκμηρίωσης στερεί άπό τά βιβλία του τή
Σπουδασμένος κι αύτός στή Γερμανία, μέ έντονα τά ενδιαφέρον­ στερεή βάση.
τα γιά τή λογοτεχνία καί τό θέατρο, άρχισε νά δημοσιεύει άπό
τό 1915 κριτικές στον καθημερινό τύπο, καί αύτό τό έκανε συ­ Μιά πλειάδα κριτικών παρουσιάστηκε γύρω στά 1920- οι πε­
στηματικά γιά είκοσι ολόκληρα χρόνια, ως τόν πρόωρο θάνατό ρισσότεροι είναι λογοτέχνες, ποιητές καί πεζογράφοι, άρκε-
του. Δέν είναι ωστόσο ό συνηθισμένος τύπος τοΰ λογοτεχνικοϋ τών μάλιστα τό λογοτεχνικό έργο δέν είναι εύκαταφρόνητο. Δί­
κριτικοΰ. Ή κριτική του, δπως καί τοΰ Άποστολάκη, ξεκινούσε πλα δμως στά κατ’ εξοχήν λογοτεχνικά ονόματα τών συγχρό­
άπό γενικές αρχές, άπό ένα κέντρο, άποζητοΰσε άπό τήν πνευ­ νων τους ή τών λίγο νεώτερών τους, ή λογοτεχνική τους προ­
ματική ζωή άνώτερη στάση ήθική, χτυποΰσε τήν ψευτιά, τόν σφορά παρουσιάζεται μέ μειωμένη δύναμη. Εξαίρεση ίσως να
«καμποτινισμό», τή ρηχή «φιλολογία» χωρίς ένα στέρεο άντί- άποτελεϊ μόνο ό Τέλλος ’Άγρας, μέ έργο κριτικό άξιολογότατο
κρισμα ζωής. Δέχτηκε κι αύτός τήν οργή τών συγχρόνων του, (δχι τόσο στό πεδίο τής καθημερινής κριτικής, πού δέν τήν καλ­
ωστόσο οί νεώτεροι άναγνώριζαν τή δίκαιη αυστηρότητα καί λιέργησε καί πολύ, δσο σέ λαμπρές συνολικές άποτιμήσεις τοΰ
τήν άλυγισιά του καί τόν δέχονταν δάσκαλο —ιδίως στά ύστε- έργου πολλών λογοτεχνών), ό όποιος δμως έχει καί μιά έντελώς
ρότερα χρόνια, δταν οί «επιφυλλίδες» του έκτείνονταν, πέρα άπό ίδιάζουσα θέση ώς ποιητής (βλ. σ. 249). Ά πό τούς άλλους θά
τά στενά λογοτεχνικά δρια, σέ θέματα κοινωνικά καί ήθικά, άναφέρουμε πρώτα τόν Κλέωνα Παράσχο (1894-1964), κριτικό
πολύ καυτερά στά χρόνια 1930-34. μέ σπάνια ευαισθησία, ό όποιος μάς έδωσε καί συνθετικά μελε-
τήματα γιά τόν ’Ίωνα Δραγούμη καί τόν Ε. Ροίδη καί άλλες
5. Δ η μ α ρ ά ς , ’Ιστορία, 6η εκδ., ’Α θ ή ν α 1 9 7 5 , σ. 4 4 5 . μικρότερες μελέτες γιά νεοέλληνες ποιητές (Δέκα έλληνες λυ­
266 267
14. Μ Κ Τ Λ Ί ' Τ Χ Λ Ρ Ι Κ Π Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α . Κ Λ Ζ Α Ν Τ Ζ Α Κ Η Σ Ν. Κ Α Ζ Λ Ν Τ Ζ Λ Κ Η Σ

ρικοί, 1937). 'Ο Λέων Κουκούλας (1894-1967), άπό τούς πιο ριοδικών, καί άπό τό 1933 άνέλαβε τή διεύθυνση τού λογοτε­
λυρικούς ποιητές τής γενιάς τού 1920 (πρωτοεμφανίζεται τό χνικού περιοδικού Νέα 'Ε στία. Δημοσίευσε έπίσης μιά σειρά
1912 στο Νονμά καί ύστερα στο περ. Μ ούσα), άναδείχτηκε κυ­ δοκίμια καθώς καί εκτενέστερες μελέτες γιά ζητήματα τής φιλο­
ρίως στά ύστερότερα χρόνια ώς θεατρικός κριτικός. Θεατρικός λογίας μας ('Έλληνες πεζογράφοι, τόμ. 1-3, 1954-1968).
πιο πολύ, άλλά καί γενικότερα λογοτεχνικός κριτικός είναι ό Πληθωρικός στήν παραγωγή όπως οί δύο προηγούμενοι είναι
“Αλκής Θρύλος (ψευδώνυμο τής 'Ελένης Ούράνη, 1896-1971)' καί ό Αιμίλιος Χουρμούζιος (1904-1973), έπαγγελματίας δη­
ή κριτική της είναι περισσότερο συστηματική (σε περιοδικά πε­ μοσιογράφος (άρχισυντάκτης τής έφημερίδας Κ αθημερινή), άλλά
ρισσότερο καί λιγότερο σέ εφημερίδες) καί προσπαθεί να δώσει καί κριτικός πολύ γόνιμος. Πολύ συχνά έγραφε έπίκαιρες λογο­
καί συνθετικότερες μελέτες γιά τούς έλληνες πεζογράφους, τον τεχνικές καί θεατρικές κριτικές (ήταν γιά πολλά χρόνια καί Γε­
Παλαμά, τό δημοτικό τραγούδι κ.ά. Ή σκέψη της διακρίνεται νικός διευθυντής τού Εθνικού Θεάτρου), άλλά έξέδωσε και πολ­
για τόν ορθολογισμό της, αυτό όμως γίνεται πολλές φορές εμπό­ λά βιβλία κριτικής: 'Ο Παλαμ&ς και ή εποχή του (τόμ. 1-3,
διο γιά τη βαθύτερη κατανόηση του κρινόμενου έργου. Ό Τίμος 1943-60), Κ ω νσταντίνος Θεοτόκης, Ευγένιος Ο'Νήλ κ.ά.
Μαλάνος (γενν. 1897) έ'ζησε στήν Αλεξάνδρεια καί είναι ό πρώ­
τος πού έγραψε κριτικό βιβλίο γιά τόν Καβάφη, αμέσως μετά Ν. Κ Λ Ζ Α Ν Τ Ζ Α Κ Η Σ
τό θάνατό του, καί ό πρώτος πού χρησιμοποίησε στις κριτικές
του μέθοδο ψυχαναλυτική. ’Ασχολήθηκε καί μέ άλλους ποιητές Μέσα στά περιορισμένα όρια μιας ιστορίας τής λογοτεχνίας δέν
(τόν Καρυωτάκη, τό Σεφέρη), αλλά ή κριτική του, οχι πάντα είναι εύκολο να περιγράψει κανείς καί νά άποτιμήσει τό τερά­
νηφάλια καί ανεπηρέαστη, ξεσήκωσε συχνά βίαιες αντιρρήσεις. στιο σέ ογκο άλλά καί σέ εύρύτητα έργο τού Νίκου Καζαντζάκη
(1883-1957). Συνομήλικος μέ τό Σικελιανό (μέ τόν όποιο άλ­
Τρεις λογοτέχνες γεννημένοι μετά τό 1900, κρατούν καί σή­ λοτε συνδέονται αδερφικά καί άλλοτε χωρίζουν γιατί δέν μπο­
μερα κεντρική θέση στή νεοελληνική κριτική. 'Ο I. Μ. Πανα- ρούν νά ταιριάσουν) καί μέ τό Βάρναλη, είναι καί έντελώς ξε­
γιωτόπουλος (γενν. 1901) σπούδασε φιλολογία καί πρωτοπα- χωριστός καί ιδιόρρυθμος- τό έργο του δύσκολα εντάσσεται στή
ρουσιάζεται ώς ένας άπό τούς εκδότες τού περιοδικού Μούσα ροή πού έπιτελεΐ ή νεοελληνική λογοτεχνία, στήν ποίηση ή στήν
(1920). ’Έχει γράψει ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, λυ­ πεζογραφία, στά χρόνια τής δράσης του. Πνεύμα ανήσυχο άλ­
ρικά πεζογραφήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις. 'Η κριτική του λωστε καθώς ήταν καί διψασμένος γιά τήν κάθε είδους γνώση,
εκδηλώθηκε σέ πάμπολλα άρθρα καί κριτικές στον καθημερινό ό Καζαντζάκης όχι μόνο ταξιδεύει πολύ, άλλά καί εγκαθίσταται
καί στον περιοδικό τύπο (κυρίως στή Νέα 'Εστία) καί σέ αύτο- κατά περιόδους μονιμότερα στο εξωτερικό (στή Γαλλία, τή Γερ­
τελεΐς τόμους δοκιμίων ή κριτικών μελετών (7α Π ρόσωπα και μανία ή τή Ρωσία) καί σάν νά ξεκόβει έτσι θεληματικά άπό τή
τα κείμενα, έξι τόμοι, 1943-55). Στόν Παναγιωτόπουλο χρω­ νεοελληνική σύγχρονή του πραγματικότητα.
στούμε καί μιά σύντομη ιστορία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας 'Ο Ν. Καζαντζάκης γεννήθηκε στό 'Ηράκλειο τής Κρήτης,
(αρχικά δημοσιευμένη ώς άρθρο στή Μ εγάλη 'Ελληνική ’Ε γκυ­ καί εκεί, στήν τουρκοκρατούμενη μικρή πόλη, όπου όμως κου-
κλοπ αίδεια). φόβραζε ό έπαναστατικός πυρετός, μαθαίνει τά πρώτα γράμ­
Ο Πέτρος Χάρης (ψευδώνυμο τού Γιάννη Μαρμαριάδη, γενν. ματα' ή επανάσταση τού 1897 τόν άναγκάζει νά φύγει, καί γιά
1902) έκαμε τήν πρώτη του έμφάνιση μέ μιά σειρά διηγήματα δύο χρόνια ν’ άκολουθήσει μαθήματα (περίεργη, άλήθεια, συγ­
στόν Νονμά. 'Η λογοτεχνική του παραγωγή, διηγήματα κυρίως κυρία) σ’ ενα σχολείο φραγκισκανών μοναχών στή Νάξο. ’Από
και ταξιδιωτικές εντυπώσεις, δέν είναι, ποσοτικά καί ποιοτικά, τό 1902-6 σπουδάζει νομικά στήν ’Αθήνα, καί τό 1907-9 στο
ευκαταφρόνητη, έδωσε όμως μεγαλύτερο βάρος στήν κριτική. Παρίσι, όπου έπηρεάζεται άπό τή διδασκαλία τού Bergson.
Για σαράντα ολόκληρα χρόνια παρακολουθούσε καί έκρινε τή λο- Γυρνώντας στήν 'Ελλάδα θά έργαστεΐ μεταφράζοντας βιβλία φι­
ΎοτεΧνι·κή παραγωγή άπό τις στήλες τών εφημερίδων καί τών πε­ λοσοφικά, καί τό 1914 γνωρίζεται μέ τόν Ά γγελο Σικελιανό,
268 26 9
14. Μ Ε Τ Λ Τ Γ Χ Λ Ρ Ι Κ Ι Γ Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α . Κ Α Ζ Α Ν Τ Ζ Α Κ Η Σ Ν. Κ Α Ζ Α Ν Τ Ζ Α Κ Η Σ

με τον οποίο περιοδεύουν στο 'Άγιον ’Όρος καί άλλου. Το 1918 στημιακή κλινική τοϋ Freiburg τής Γερμανίας, δπου καί πε­
καί το 1919 ταξιδεύει στην Ε λβετία καί στη Ρωσία, ώς άνώ- θαίνει στις 26 ’Οκτωβρίου τοϋ ίδιου χρόνου. Οί Κρητικοί συμ­
τερος κρατικός υπάλληλος, γιά τον επαναπατρισμό των Ε λλή­ πατριώτες του τόν έτίμησαν καί τόν έθαψαν σ’ έναν προμαχώνα
νων τοϋ Καυκάσου, καί το 1922 μένει στη Βιέννη, καί ύστερα των βενετσιάνικων τειχών τοϋ 'Ηρακλείου.
για περισσότερό καιρό στο Βερολίνο, δπου ζεΐ άπό κοντά τήν
εξαθλίωση και τις κοινωνικές αναταραχές μετά το τέλος τοϋ Τήν πρώτη του ούσιαστική εμφάνιση στά γράμματα τήν κάνει
πολέμου, και μέ μια παρέα Εβραίων φίλων του προσχωρεί στην ό Καζαντζάκης πρός τά τέλη τής πρώτης δεκαετίας τοϋ αιώνα
κομμουνιστική ιδεολογία. Στήν Ελλάδα γυρίζει το 1924 (περ­ μας, ύστερα άπό τις σπουδές του στό Παρίσι. Μιά τραγωδία του,
νώντας προηγουμένως άπο τήν Ά σσίζη) καί στήν Κρήτη σχε­ Ό Π ρω τομάστορας, είναι βασισμένη στό δημοτικό τραγούδι
διάζει, χωρίς επιτυχία, μια παράνομη πολιτική δράση. Στά χρό­ τοϋ Γεφυριοΰ τής Ά ρτας, μέ έκδηλα δμως καί στοιχεία αισθη­
νια 1925-29 επιχειρεί τρία ταξίδια στή Ρωσία (τή δεύτερη φο­ τισμού. Γράφει επίσης καί μιά έπιστημονική μελέτη γιά τόν
ρά καλεσμένος άπο τή σοβιετική κυβέρνηση μέ τήν ευκαιρία Νίτσε. 'Η έπίδραση τοϋ Νίτσε είναι άλλωστε φανερή καί στήν
τής δεκαετηρίδας τής Επανάστασης), δπου συνδέεται (γιά να τραγωδία καί θά μείνει μόνιμη σέ δλο τό έργο του, φανερή είτε
χωρίσει στο τέλος) μέ τον έλληνορουμάνο συγγραφέα Panait στό στοιχείο τής άπιστίας, εΐτε στή σύλληψη τοϋ υπεράνθρω­
Istrati, καί μαζί του ή καί μόνος διασχίζει δλη τή Ρωσία άπο που. 'Ό πως έπίσης μόνιμη σφραγίδα θά άποθέσει σε δλη του
τήν Τυφλίδα ώς τή Σιβηρία. 'Η έμπειρία τής Ρωσίας θά γεν­ τή δημιουργική παραγωγή ή άντιλογοκρατική φιλοσοφία τοϋ
νήσει ταξιδιωτικές έντυπώσεις, ένα γαλλικό μυθιστόρημα (Toda Bergson καί ή θεωρία του γιά τή ζωτική ορμή (élan vital). Ό
R oba) κ.ά. Ά λλα ό Καζαντζάκης έχει πια μόνιμα στραμμένη Καζαντζάκης άκολουθεΐ άλλωστε τό πνευματικό κλίμα τής έ-
τή σκέψη του στήν επεξεργασία τής ’Ο δύσσειας. ποχής του (τόν επηρεάζει καί ό πραγματισμός τοϋ W illiam
Παράλληλα επιχειρεί σύντομες επισκέψεις στή Γαλλία, ενα Jam es), άλλά βρίσκεται άπόλυτα ένταγμένος καί μέσα στήν τότε
πολύμηνο ταξίδι στήν ’Ισπανία (1932-33), ενα άλλο στήν ’Ια­ νεοελληνική πραγματικότητα καί στά άνοδικά ρεύματα πού τή
πωνία καί στήν Κίνα (1935), καί παρακολουθεί ώς άνταποκρι- συναπαρτίζουν: τόν Π ρω τομάστορα τόν άφιερώνει στον ’Ίωνα
τής τής εφημερίδας Κ αθημερινή τον εμφύλιο πόλεμο τής ’Ισπα­ Δραγούμη, καί είναι ενα άπό τά ιδρυτικά μέλη τοϋ « Εκπαιδευ­
νίας (1936). Το καλοκαίρι τοϋ 1939 μια πρόσκληση τοϋ British τικού 'Ομίλου».
Council τον φέρνει στήν ’Αγγλία, δπου καί ζεΐ τούς πρώτους Α λλά ό νοΰς τοϋ Καζαντζάκη, καί άπό τά νεανικά άκόμη
μήνες τοϋ πολέμου. Στο τέλος τής χρονιάς έπιστρέφει καί μένει αυτά χρόνια, είναι άνήσυχος, ή ψυχή του βασανίζεται από αγω­
στήν Αίγινα δλο τον καιρό τοϋ πολέμου καί τής Κατοχής. Μετά νίες καί άπό προβλήματα θεμελιακά —μιά άγωνία μεταφυσική
την απελευθέρωση, στήν ’Αθήνα, άνακατεύεται κάπως στήν πο­ (ή υπαρξιακή), όπως θά τή χαρακτηρίσουν οί βιογράφοι του.
λιτική, δπου ιδρύει μία ομάδα σοσιαλιστική, καί διατελεΐ, γιά Α ναζητεί τή λύτρωση στή γνώση, στά ταξίδια, στήν έπαφή
πολύ μικρό χρονικό διάστημα, υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου. μέ τούς άνθρώπους, σέ κάθε λογής έμπειρίες. ’Ανησυχίες θρη­
Τόν ’Ιούνιο τοϋ 1946 φεύγει γιά τήν ’Αγγλία, μένει λίγο στό σκευτικές τυραννοΰν έπίσης τόν άπιστο αύτόν νιτσεϊστή· ιδιαίτερα
Cambridge, καί άπό τό Σεπτέμβριο εγκαθίσταται στό Παρίσι, ή μορφή τοϋ Χριστοΰ («αύτή ή ένωση ή τόσο μυστηριώδης καί
όπου, για μικρό πάλι διάστημα, είναι σύμβουλος λογοτεχνίας τόσο πραγματική τοϋ άνθρώπου καί τοϋ Θεοΰ», δπως γράφει
στήν UNESCO. Ά πό τό 1948 μένει πιά μόνιμα στήν Antibes σ’ ένα του γράμμα)6 τόν παρακολουθεί σάν έμμονη ιδέα άπό τά
τής μεσημβρινής Γαλλίας, έργαζόμενος πάντα καί παρακολου­ νεανικά ώς τά τελευταία του χρόνια. Τό 1915, ύστερ’ άπό την
θώντας τις άλλεπάλληλες —τώρα— μεταφράσεις καί δημοσιεύ­ περιήγησή του μέ τό Σικελιανό στό Ά γιο ν ’Όρος, έκφράζει τά
σεις των έ'ργων του. Προσκαλεσμένος άπό τήν κινεζική κυ­
6. Γ ρ ά μ μ α π ρο ς τ ο σ υ γ γ ρ α φ έ α M a x T a u , π ο ύ τό π α ρ α θ έ τ ε ι ο Π . Π ρε-
βέρνηση έπιχειρεΐ τό καλοκαίρι τοϋ 1957 ενα ταξίδι στήν Κίνα* β ε λ ά κ η ς, Ό ποιητής και τό ποίημα τής ’ Οδύσσειας, ’ Α θ ή ν α 1 9 5 8 , σ. 3 0 9 .
άρρωστος φτάνει στήν Κοπεγχάγη καί άπό εκεί στήν πανεπι­ Τ ο ϋ ίδ ιο υ , Τετρακόσια γράμματα, ’Α θ ή ν α 1 9 6 5 , σ. λ ς '.

270 271
14. Μ Ε Τ Λ Τ Τ Χ Λ 1 Ί Κ Η Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α . Κ Α Ζ Α Ν Τ Ζ Α Κ Τ Ι Σ Ν.ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

βιώματά του μέ μιά τραγωδία, Χ ριστός. Το 1922 δύο καινού­ βαρά, πλαστικό, καί —παρά τό μεταφυσικό του περιεχόμενο—
ριες τραγωδίες δείχνουν τούς νέους του προσανατολισμούς: Β ού­ μιά δροσιά πού τοϋ δίνει τή χάρη τοϋ λογοτεχνήματος. Τό ιδεο­
δας καί Ό δνσσέας. 'Ο Π. Πρεβελάκης, ό πιο έγκυρος ερμηνευ­ λογικό του μήνυμα χαρακτηρίστηκε, όταν κυκλοφόρησε, σάν
τής του, σημειώνει τούς «προφήτες», πού μέ τή σειρά έχουν κα­ «μιά κραυγή πέρα άπό τόν κομμουνισμό»- ΰστερ’ άπό τήν επί­
τακτήσει τον Καζαντζάκη: Νίτσε, Χριστός, Βούδας, Λένιν —ας σκεψή του στή Ρωσία, ό Καζαντζάκης, άρνούμενος πιά καί τις
σημειωθεί: Λένιν, όχι Μάρξ, πού μέ τή θεωρία του βρισκόταν έως τότε θεωρίες του καί προχωρώντας προς έναν ολοκληρωτικό
στους άντίποδες τής φιλοσοφίας τοϋ Καζαντζάκη.7 Στο τέλος μηδενισμό, τροποποίησε τό κείμενο καί πρόσθεσε στό «πιστεύω»
θά άπαρνηθεΐ καί αυτόν, καί ό ήρωάς του, πρότυπο καθ’ ομοί­ του έναν τελικό «μακαρισμό» γιά όσους λυτρώνουν τό Θεό καί
ωσή του —ή «παράλληλος», όπως τον χαρακτηρίζει ό ερμηνευ­ λένε: ’Εγώ καί σύ είμαστε ένα —«καί τό ένα τοΰτο δέν υπάρχει».
τής του— θά γίνει ό Όδυσσέας.
Τα χρόνια πού περνά στή Γερμανία (1922-23) είναι άποφα- Τήν ’Α σκητική θεωρούσε, όπως είδαμε, ό Καζαντζάκης ώς το
σιστικά για τή μελλοντική διαμόρφωση τής κοσμοθεωρίας του. σπόρο γιά όλο τό κατοπινό του έργο. Καί έ ρ γ ο κατ’ εξο­
Εγκαταλείπει τον «άριστοκρατικό εθνικισμό» στον όποιο π ί­ χήν (καί όλα τ ’ άλλα «πάρεργα») θεωρούσε πάλι ό ίδιος τήν
στευε ώς τότε (τον εθνικισμό τοϋ ’Ίωνα Δραγούμη καί τής επο­ ’Ο δύσσεια. Τόν πρώτο πυρήνα τόν σχεδίαζε κιόλας τό 1924 στήν
χής του) καί δέχεται τις έπαναστατικές καί κομμουνιστικές ιδέες Κρήτη, μετά τήν έπιστροφή του άπό τή Γερμανία, έπειτα δού­
πού άνατάραζαν τότε τήν πολιτική καί πνευματική ζωή τής λεψε τό έργο εντατικά κατά καιρούς σέ εφτά διαφορετικές γρα­
Γερμανίας. Παράλληλα τον επηρεάζουν (σημειώνει ό βιογράφος φές ώς τήν έκδοση τοϋ 1938. Στό ταξίδι του στή Ρωσία νο­
του) η θεωρία τοϋ Oswald Spengler γιά τήν καταστροφή των σταλγεί πότε θά έπιστρέψει γιά νά ριχτεί στό γράψιμο, ταξι­
πολιτισμών (θεωρία πού τόση εντύπωση είχε δημιουργήσει στον δεύοντας άργότερα στήν ’Ά π ω ’Ανατολή καταγράφει έμπειρίες
καιρό της), καθώς καί, σέ πλαίσια ελληνικά, τό γεγονός τής γιά νά τις χρησιμοποιήσει στό έργο. Είναι πραγματικά μια
Μικρασιατικής καταστροφής μέ τό γκρέμισμα των άξιων πού «υπεράνθρωπη έπιχείρηση ν’ άξιοποιηθεΐ καί ταξινομηθεί ή ά-
προκάλεσε. Τά χρόνια αύτά στή Γερμανία γράφτηκε καί ή ’Α­ πέραντη πνευματική πείρα τοϋ Καζαντζάκη».9
σ κ η τικ ή , έ'να από τά σημαντικότερα κείμενα τοϋ Καζαντζάκη, Τό έργο εκτείνεται σέ είκοσι τέσσερις ραψωδίες καί σέ 33.333
πού δημοσιεύτηκε γιά πρώτη φορά τό 1927 μέ τόν τίτλο S al­ δεκαεφτασύλλαβους ιαμβικούς στίχους (ό άριθμός είναι γιά τόν
va tores D ei. Καζαντζάκη συμβολικός). Περίληψη τοϋ έργου είναι φυσικά δύ­
Ή Α σκ η τικ ή είναι έ'να κείμενο σχετικά σύντομο, πολύ συμ­ σκολο νά δοθεί" μιά χρήσιμη «σύνοψη» περιέχεται στό βιβλίο
πυκνωμένο, πού εκφράζει τή μεταφυσική πίστη τοϋ Καζαντζάκη. τοϋ Π. Πρεβελάκη,10 άλλη άναλυτικότερη στή μετάφραση τοϋ
Ό ’ίδιος τό θεωρούσε «τό σπόρο άπ’ όπου βλάστησε όλο τό έργο Κ. Friar. Ά ς περιοριστούμε νά ποΰμε πώς τό ποίημα άρχίζει
του- ό,τι κι αν έγραψε είναι σχόλιο, illustration τής ’Α σκητι­ μετά τήν επιστροφή τοϋ Όδυσσέα στήν ’ Ιθάκη καί άποτελεί
κής». Τή χαρακτήρισε ακόμη σάν «ένα βιβλίο m ystique όπου μιά νέα περιπλάνηση τοϋ άνικανοποίητου ήρωα. Πηγαίνει πρώτα
διαγράφει τή μέθοδο ν’ ανεβεί ή ψυχή από κύκλο σέ κύκλο, ώ ­ στή Σπάρτη, όπου κλέβει τήν Ελένη, υστέρα στήν Κρήτη, όπου
σπου να φτάσει στήν άνώτατη έπαφή. Οί κύκλοι είναι πέντε: ’Ε­ μιά συνωμοσία έκθρονίζει τό βασιλιά, καί στήν Αίγυπτο (πάλι
γώ, ’Ανθρωπότητα. Γής, Σύμπαντο, Θεός».8 Ή στερνή μορφή μιά έργατική επανάσταση κι έδώ), άπό όπου φεύγοντας καί
τής θεωρίας είναι ή «Ιΐράξη» καί ό τελευταίος άναβαθμός τοϋ υστέρα άπό τήν άσκηση σ’ ένα βουνό, χτίζει τήν Πολιτεία (Ού-
λυτρωτικού άνήφορου είναι ή «Σιγή». Τό έργο έχει ένα ΰφος στι- τοπία) του, πού καταστρέφεται, καί φτάνει στήν «πλέρια λευτε­
ριά». Θά συναντηθεί μέ τόν Μαναγή (προσωποποίηση τοϋ Βού­
7. Α ύ τ ., σσ. λ θ '-ν'.
8 . Γ α λ ά τ ε ια Κ α ζ α ν τ ζ ά κ η , ’Άνθρωποι καί υπεράνθρωποι, σ. 1 0 0 (ά να -
δα), τόν Καπετάν "Ενα (Δόν Κιχώτη), έναν άπάρθενο ψαρά
φ έ ρ ε τ α ι ά π ό το ν II. ΙΙ ρ εβ ε λ ά κ η , Ό ποιητής καί τό ποίημα τής ’ Οδύσ­
σειας, Α θ ή ν α 1 9 5 8 , σ. 79). 9. Π ρ ε β ελ ά κ η ς , ό .π ., σ . 4 9 . 1 0 . Α ύ τ . σσ. 1 1 1 - 1 2 3 .

272 2 73
14. Μ Ε Τ Α Ψ Τ Χ Λ Ρ Ι Κ Η Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α . Κ Α Ζ Α Ν Τ Ζ Α Κ Η Σ Ν. Κ Α Ζ Α Ν Τ Ζ Α Κ Η Σ

(το Χριστό)" στο τέλος άρμενίζει για το Νότιο Πόλο, όπου γραφέας μπόρεσε νά μεταπλάσει δημιουργικά όλη τήν τεράστια
καί τον βρίσκει ό θάνατος καί ή έξαύλωση. γνώση καί τήν πείρα τής ζωής πού είχε θησαυρίσει μέσα του
Πραγματικά ή ’ Ο δύσσεια μεταπλάθει στήν ιδιότυπη μορφή μέ το στοχασμό καί τήν άσκηση. Καί παρόλο πού είναι στή βάση
της όλη την κοσμοθεωρία, άν μπορούμε νά την πούμε έτσι, καί του μιά σύλληψη διανοητική, το έργο ξεπερνά το έγκεφαλικο
ολη τή μεταφυσική αγωνία του δημιουργού της, καθώς καί όλα στάδιο. Ό Καζαντζάκης είναι συγγραφέας πού ξέρει νά δώσει
τά γνωρίσματα του χαρακτήρα του: τον ήρωικό του πεσιμισμό πλαστικότητα καί άληθινή ύπαρξη στις νοηματικές συλλήψεις
τήν άντιλογοκρατία του, τή μοναξιά του —στο τέλος τον μη­ του, κάποτε, στις καλύτερες στιγμές, νά τούς έμφυσήσει καί
δενισμό του. Δύσκολο νά μπουν οί ιδέες του σέ μια σύνθεση καί ποιητική πνοή. 'Η ’Ο δύσσεια είναι ένα «έργο»· σ' αύτό είχε
πολλές φορές συγκρούονται ή μία μέ τήν άλλη· ή κεντρική γραμ­ άπόλυτα δίκιο ό δημιουργός της.
μή άλλωστε στον Καζαντζάκη είναι ή άρνηση, ή κατάρριψη ένός
τέρματος μέ μιά καινούρια άρνηση, ό αγώνας όχι γιά τήν επι­ Παράλληλα μέ τήν επεξεργασία τής ’Ο δύσσειας (άπό το 1933
δίωξη, άλλα ό άγώνας για τον ίδιο τον άγώνα, ή ελευθερία σαν ως το 1939 περίπου) ό Καζαντζάκης έγραψε καί μιά σειρά άπό
άρνηση τής ιδέας τής ελευθερίας, ή αποθέωση του κενοϋ. «κάντα», ποιήματα σέ δαντική τερτσίνα —ή μόνη ίσως λυρική
'Ο Καζαντζάκης θέλησε νά γράψει ένα έπος, το έπος του σύγ­ (άν μπορεί νά θεωρηθεί λυρική) παραγωγή του. Είναι άφιερω-
χρονου ανθρώπου (όχι μόνο του 'Έλληνα ή του Ευρωπαίου), μένα σέ πρόσωπα πού έπαιξαν σημαντικό ρόλο στή διαμόρφωση
καί γι αύτό έβλεπε τήν ’Ο δύσσεια ώς το κατ’ έξοχήν «έργο» τής δικής του προσωπικότητας, άπό το Δάντη καί τον Γκρεκο
του. ’Αλλά καί οί πιο άκραιφνεΐς θαυμαστές του δύσκολα θά πα­ ώς τούς γονείς του καί τούς πιο κοντινούς φίλους του. Λογά­
ραδεχτούν πώς είναι ή ’Ο δύσσεια έ'να έπος μέ τή σημασία αύτή ριαζε νά γράψει είκοσι τέσσερα, όσες καί οί ραψωδίες τής ’Ο δύσ­
(τή σημασία πού είχε γιά τον Ρωμαίο τής αύτοκρατορίας ό σειας., καί τά ονόμαζε παίζοντας «οί είκοσι τέσσερις σωματο­
Βιργίλιος ή γιά τον άνθρωπο τοϋ τέλους τής ’Αναγέννησης ό φύλακες τής ’Ο δύσσειας». Τυπώθηκαν μετά το θάνατό του με
Torquato Tasso). ’Άλλωστε, ξεχωριστά άπό το άν ό ποιητής τον τίτλο Τερτσίνες.
πέτυχε ή όχι στις προθέσεις του, έλειψε κι ένα άλλο άπαραίτητο 'Η δεκαετία ΰστερ’ άπό τήν έκδοση τής ’ Ο δύσσειας (1938)
καθοριστικό στοιχείο: ή επαφή τοϋ έργου μέ το κοινό. Ή ’Ο­ καλύπτεται στο μεγαλύτερο μέρος της άπό τά δύσκολα χρόνια
δύσσεια δέ μίλησε σέ πλατύτερους κύκλους, άλλά δέ μίλησε τοϋ πολέμου καί τής εχθρικής κατοχής, πού 6 Καζαντί,άκης τά
ούτε καί σέ στενότερους, ώστε νά περάσει, έστω έμμεσα, καί περνά στήν Ελλάδα, τον περισσότερο καιρό στήν Αίγινα. Πριν
νά άφομοιωθεΐ. ’Έμεινε άπομονωμένη καί τότε όταν έκδόθηκε άπό τον πόλεμο είχε γράψει δύο νέες τραγωδίες, τή Μ έλισσα
(στήν πολυτελή, βαριά καί δύσχρηστη πρώτη έκδοση), άλλά, (1937) καί τον Ίονλιανό (1939). Ά λλά καί μετά, τον πόλεμο,
φοβόμαστε, καί σήμερα άκόμα, καί άφοΰ το έργο μεταφρασμένο τήν εποχή τής δημιουργίας τών μυθιστορημάτων του, θά γράψει
έγινε προσιτό στο διεθνές κοινό. Καί δέν είναι μόνο ό όγκος των άλλη μιά σειρά άπό δράματα, καί μάλιστα πολλοί κριτικοί θεω­
τριαντα τόσων χιλιάδων στίχων πού κρατά σέ άπόστασή τον ρούν ότι σ’ αύτά περισσότερο παρά στα μυθιστορήματα του διε-
άναγνώστη, είναι καί ή γλώσσα, τραχιά, εξεζητημένη, μέ πολ­ χυσε τήν άγωνία τών ύστερων χρόνων του. Τά θέματα είναι ποι­
λούς ιδιωματισμούς καί άγνωστες λέξεις, άλλά άκόμα καί το κίλα, άπό τήν άρχαία έποχή καί τή σύγχρονη ιστορία: Π ρομη­
περιεχόμενο: ό νέος αύτύς Όδυσσέας, άνήθικος καί «despe­ θέας, Κ αποδίστριας, Κ ούρος (ή Θησέας), Κ ωνσταντίνος Πα-
rado», είναι τόσο ξεμοναχιασμένος πού δέν είναι πιά άνθρώπι- λαιολόγος, Χ ριστόφορος Κ ολόμβος (1944-49).
νος, ένα πλάσμα πού δέν μπορεί νά γεννήσει τή συμπάθεια. Το Τό δράμα είναι μιά μορφή, την όποια, καθώς είδαμε, απο
παγοβουνο πάνω στο όποιο πεθαίνει ολομόναχος είναι ένα σύμ­ τά πρώτα χρόνια βρήκε ό συγγραφέας πιο κατάλληλη γιά νά
βολο άρκετά εύκρινές. έκφραστεΐ. Τό θέατρο (καλύτερα ή θεατρική μορφή) στάθηκε
Ά λλά παρ’ όλα αύτά ή ’Ο δύσσεια είναι τύ δίχως άλλο μιά γιά τον Καζαντζάκη ένα μέσο γιά νά εξωτερικευσει τον εσω­
εκπληκτική δημιουργία —καί μιά δημιουργία ποιητική. Ό συγ­ τερικό του κόσμο. ’Εκείνο όμως πού κάνει εντύπωση (και που
274 275
14. Μ Ε Τ Α Ψ Ύ Χ Α Ρ Ι Κ Ι Ι Ι Ι Ε Ζ Ο Γ Ρ Λ Φ Ι Α . Κ Λ Ζ Α Ν Τ Ζ Λ Κ Ι Ι Σ Ν. Κ Λ Ζ Α Ν Τ Ζ Λ Κ Ι Ι Σ

το παρατήρησαν κριτικοί έμπειροι στα θεατρικά) είναι ή βα­ κάποιο γράμμα του λέει μέ κάποια υπερβολή πώς δέν έχει κα­
σική ομοιότητα του ένός έργου μέ το άλλο. ’Έχεις την έντύπωση μιά σχέση μέ τή λεγάμενη λογοτεχνία καί πώς μεταχειρίζεται
πως πρόκειται για το ’ίδιο θέμα πού επαναλαμβάνεται σέ ποι­ τά ίδια μέσα, τις λέξεις, μά εντελώς γιά άλλο σκοπό.12
κίλες παραλλαγές. Στο κέντρο βρίσκεται πάντα ό ένας, ό μονα­ ’Εκτός άπό τόν Ζ ορμπά ό Καζαντζάκης έγραψε τά μυθιστο-
δικός άνθρωπος, πού θ’ άντιπαραταχθεί στούς πολλούς, ό άν­ ρήματά του, ή τούς έδωσε τήν τελική μορφή, στήν τελευταία
θρωπος πού «ξέρει» π.χ. πώς ό αγώνας είναι μάταιος άλλά πώς δεκαετία τής ζωής του, όταν βρίσκεται πια μόνιμα εγκατεστη­
πρεπει ν’ άγωνιστεΐ ώς το τέλος, πού ξέρει τό «μεγάλο μυστικό» μένος στό εξωτερικό. ’Εκεί γνώρισε καί τή διεθνή έπιτυχία, μιά
—όπως τυπικά επαναλαμβάνεται— αδιάφορο άν ό άνθρωπος αυ­ επιτυχία εύρύτατη καί καταπληκτική. Τά μυθιστορήματά του
τός λέγεται Ίουλιανός, ή Κωνσταντίνος Ιίαλαιολόγος, ή Καπο- μεταφράζονται τό ένα μετά τό άλλο σέ διάφορες ευρωπαϊκές
δίστριας, ή Χριστόφορος Κολόμβος. γλώσσες, κυκλοφορούν καί σχολιάζονται εύρύτατα ή μετασκευά­
ζονται γιά τή σκηνή ή τήν οθόνη (ας θυμηθούμε καί τό ’Εκείνος
Ε κείνο πού είναι πιό αποφασιστικό στα τελευταία του χρόνια πού πρεπει νά πεθάνει τού Dassm)' πολλές φορές δημοσιεύονται
είναι η στροφή του πρός τό μυθιστόρημα, ένα είδος με τό ό­ πρώτα στήν ξένη γλώσσα καί ύστερα στό πρωτότυπο. 'Η ξαφνι­
ποιο δέν είχε καθόλου ως τότε καταπιαστεί, τουλάχιστο στή κή αύτή καί όψιμη διεθνής αναγνώριση ένός συγγραφέα χρειά­
γλωσσά του. Κίνητρο γιά τή στροφή του χύτη ήταν ή έπιθυμία ζεται ίσως κάποια εξήγηση, άλλά τό πράγμα θά μάς οδηγούσε
του νά επικοινωνήσει μέ τό πλατύτερο κοινό, κάτι πού τό είχε μακριά. "Ενα μέρος τής επιτυχίας άλλωστε ίσως νά οφείλεται
ως τότε στερηθεί. Καί ή φιλολογική του διαίσθηση τού έδειχνε περισσότερο στα «γραφικά» στοιχεία πού άφθονοΰν στά μυθι-
πως ή κατάλληλη μορφή γ ι’ αύτό, ήταν τό μυθιστόρημα. 'Ο στορήματά του (στήν κρητική ζωή τών άρχών τού αιώνα, στον
ίδιος σ’ ένα του κείμενο άφήνει νά υποδηλώσει πώς τα μυθιστο­ περίεργο πρωτογονισμό τών ήρώων), στοιχεία δεμενα άσφαλώς
ρήματα είναι ή διασκέδαση καί ή άνάπαυσή του άφοΰ τέλειωσε οργανικά μέ τά έργα καί γνήσια λογοτεχνικά παρουσιασμένα,
τό «έργο» του.11 πού δέν άποτελοϋν όμως τόν κεντρικό πυρήνα, τό «μήνυμα» πού
Τό πρώτο του μυθιστόρημα είναι ό β ίο ς καί π ο λιτεία του ήθελε ό συγγραφέας νά μεταδώσει εκλαϊκευμένο στό κοινο.
Ά?.έξη Ζ ορμπά (1946). 'Ο Καζαντζ άκης μυθοποιεί εδώ ένα Τά μυθιστορήματά του είναι πολλά' δέ χρειάζεται νά τ ’ ανα­
πραγματικό πρόσωπο, έναν λαϊκό πρωτόγονο τύπο άπό τή Μα­ φέρουμε όλα. Τά πιό άρτια, ύστερ’ άπό τόν Ζ ορμπά, είναι νομί­
κεδονία, μέ τόν όποιο μάλιστα συνεργάστηκε σέ μιά περίεργη ζουμε °Ο Χριστός ξανασταυρώνεχαι καί Ο Κ οπετόν Μ ιχάλης. 'Ο
επιχείρηση μεταλλείων στα 1916-17 στή Μάνη. ΤΙ δράση μετα­ Χριστός ξανασταυρώνεχαι (1948) προβάλλει ένα πλήθος κόσμου.
τίθεται άπό τό συγγραφέα στήν Κρήτη, άλλά ή κεντρική μορφή Σ’ ένα έλληνικό χωριό τής ’ Ανατολής άναπαριστάνουν θεατρικά
που κυριαρχεί στό μυθιστόρημα είναι ή ξεχειλισμένη ζωική ορμή τά πάθη τού Χριστού. Οί διάφοροι χωρικοί θά ενσωματώσουν τά
τού πρωτογόνου αυτού, μή κοινοινικοΰ ανθρώπου, πού ό στοχα­ εύαγγελικά πρόσωπα, άλλά τελικά ταυτίζονται μέ τά πρόσωπα
στής καί πολιτισμένος Καζαντζάκης τόν βλέπει στήν απέναντι πού υποδύονται" ό Μανολιός, πού υποδύεται τό Χριστό, στό τέ­
όχθη μέ κάποια ζήλεια. Είναι σίγουρα ένας άπό τούς πιό αλη­ λος θά «ξανασταυρωθεΐ», επειδή υποστήριζε τούς φτωχούς καί
θινούς μυθιστορηματικούς τύπους τού Καζαντζάκη, όπως άλλω­ τό δίκιο. Δραματική είναι ή σύγκρουση άνάμεσα στούς μόνιμους
στε ολόκληρο αύτό τό πρώτο του μυθιστόρημα είναι ασφαλώς κατοίκους τού χωριού, πού δέ θέλουν νά χάσουν τήν ησυχία τους,
και τό καλύτερό του. Στα υπόλοιπα ό Καζαντζάκης θέτει προ­ καί στούς πεινασμένους καί ξεσπιτωμένους πρόσφυγες άπό ένα
βλήματα ήθικά καί μ.εταφυσικά, πράγμα πού πολλές φορές θο- άλλο έλληνικό χωριό. 'Η αντίθεση παίρνει διαστάσεις πλατιά
λώνει τήν καθαρή λογοτεχνική προσφορά, καθώς μάλιστα ό ίδιος άνθρώπινες, ή διαπραγμάτευση είναι καθαρά μυθιστορηματική,
δέ δίνει καί πολλή σημασία στή λογοτεχνική επεξεργασία' σέ
12 . Γ ρ ά μ μ α ά π ό τ ή ν A n l.ib e s, 2 Μ α ρ τίο υ 1 9 5 5 , π ρ ο ς τό ν Α . Σ αχίνη"
1 1 . ΙΤρεβελάκης, δ .π ., σ. 2 7 8 (~ρ3· κ α ί σ. 8 1 8 , σ η μ . 2 1 8 ) . Β λ. ά κ ό μ α τό π α ρ α θ έ τ ε ι ό τ ε λ ε υ τ α ίο ς , ΙΙεζογράφοι τον καιρού μας, ’Α θ ή ν α ( 1 9 6 7 ) ,
Τοϋ ίδιου. Τετρακόσια γράμματα, σ. 597 (άρ. 341). σ. 3 4 .
276 277
14. ΜΚΤΛ' Ι Ύ Χ Λ Ρ Ι Κ Ι 1 ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ Ν. Κ Α Ζ Α Ν Τ Ζ Α Κ Η Σ

τ6 πλήθος ζωγραφίζεται, μέ άπειρες άποχρωσεις καί λεπτομέ­ ’Από έπιστολικές μαρτυρίες βλέπουμε πώς τελείωσαν σε κατα­
ρειες, καί απάνω τους προβάλλονται πιο άνάγλυφα οί κεντρικοί πληκτικά σύντομο χρονικό διάστημα —πράγμα που γεννά βέ­
ήρωες καί ιδιαίτερα ή άγνή μορφή του Μανολιοΰ. βαια τό θαυμασμό, άλλά καί πολλές άμφιβολίες.
'Ο Κ απεταν Μ ιχάλης (1950) δέν είναι ’ίσως τόσο άρτιο καί Τις πολλές εμπειρίες του άπό τά ταξίδια τις μετατρέπει επί­
εσωτερικά δικαιωμένο. Στήν κεντρική μορφή ό συγγραφέας μυ­ σης δημιουργικά ό Καζαντζάκης γράφοντας τις εντυπώσεις του-
θοποιεί το πρόσωπο του πατέρα του σέ όλη του τή δυναστευτική πολλές φορές ό άρχικός πυρήνας είναι οί άνταποκρίσεις του σέ
αυστηρότητα, άλλα καί προσπαθεί «ν’ άναστήσει το 'Ηράκλειο εφημερίδες, τελικά όμως οί εντυπώσεις χάνουν τόν ευκαιριακό
τής παιδικής του ηλικίας» και προπάντων τούς αγώνες των Κρη­ τους χαρακτήρα καί μάς δίνουν ένα πνεΰμα άνήσυχο, παρατη­
τικών γιά την άπελευθέρωση. ’Ίσως τά δύο αύτά θέματα νά μην ρητικό καί στοχαστικό. Μέ τό γενικό τίτλο Ταξιδεύοντας δη­
μπόρεσαν νά ισοσταθμίσουν. 'Ο κεντρικός ήρωας είναι λιγότερο μοσίευσε γιά πρώτη φορά τις έντυπώσεις του άπό ταξίδια στήν
ένας αγωνιστής τής λευτεριάς καί περισσότερο μιά καινούρια Ισπανία, τήν ’Ιταλία, τήν Αίγυπτο καί τό Σινά (1927), άπό
ενσάρκωση τών ήρωων του (τοϋ Όδυσσέα, τοϋ Ίουλιανοϋ, του τόν έμφύλιο πόλεμο στήν Ισπανία άργότερα (1937), άπό τήν
Καποδίστρια), δηλ. τής ψυχής του ίδιου τοϋ συγγραφέα. Τά λό­ ’ Ιαπωνία καί τήν Κίνα (1938), τήν ’Αγγλία (1941). Σέ μετα­
για τοϋ ήρωα στο τέλος: «όχι ελευθερία ή θάνατος —έλευθερία θανάτιες εκδόσεις προστέθηκαν καί άλλες άπό τή Ρωσία, τήν
κ αί θάνατος» είναι εντελώς «καζαντζακικά». 'Ωστόσο και στο Ιερουσαλήμ, τήν Κύπρο, τήν Πελοπόννησο. ’Ίσως δεν έμεινε
μυθιστόρημα αυτό κινούνται ένα πλήθος πρόσωπα, καί ή άτμό- τόπος, άπό τους πολλούς πού έπισκέφτηκε, πού νά μήν τόν
σφαιρα τοϋ τουρκοκρατούμενου 'Ηρακλείου δίνεται αύθεντικά. κατέγραψε στις ταξιδιωτικές του περιγραφές, που είναι ασφα­
’Από τά άλλα μυθιστορήματα, 'Ο τελευταίος πειρασμός λώς άπό τά καλύτερα δημιουργήματα τοϋ Καζαντζακη.
(1950-51) έχει ώς βασικό θέμα του το Χριστό (καί είναι εκείνο
πού γέννησε τις περισσότερες άντιδράσεις). Ό φτωχούλης τον
Θεόν (1952-53) είναι μιά μυθοποιημένη βιογραφία τοϋ άγιου
Φραγκίσκου τής Ά σσίζης, καί ΟΙ ’Αόερφοφ>άδες (1954) δια­
δραματίζονται στον καιρό τοϋ άνταρτοπολέμου ύστερ’ άπό την
άπελευθέρωση (1944-49). Οί χρονολογίες είναι τής συγγραφής·
τά περισσότερα έκδόθηκαν στά ελληνικά πολύ ύστερότερα, το
τελευταίο μετά τό θάνατό του. Τέλος ας προσθέσουμε καί την
’Αναφορά στον Γκρέκο, δημοσιευμένη επίσης μεταθανάτια
(1961), άν καί δέν είναι μυθιστόρημα, άλλά μια ποιητική αυτο­
βιογραφία, άπαραίτητη γιά τον ερμηνευτή τοϋ έργου του.

Γιά νά ολοκληρωθεί ή επιβλητική καί πολύπλευρη μορφή τοϋ


Καζαντζάκη, πρέπει τελειώνοντας ν’ αναφέρουμε καί τις μετα­
φράσεις του καί τά ταξιδιωτικά του. Ό Καζαντζάκης μπορούμε
νά ποΰμε πως συνειδητοποιούσε τις εμπειρίες του μετατρέποντάς
τες σέ συγγραφή. Οί μεταφράσεις του τών άριστουργημάτων τής
παγκόσμιας φιλολογίας (Dante, F aust, "Ομηρος) είναι κι αύτές
σαν μιά πιο ύπεύθυνη άνάγνωση ή σάν σχολιασμός. Γράφονται,
θά έλεγε κανείς, κυρίως γιά εκείνον καί δχι γιά τόν άλλον, ό
οποίος στο τέλος ίσως νά μή βρει τή βοήθεια πού ζητούσε.
278 279
ΣΕΦΕΡΗΣ

ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ έπίσκεψη, 1924/5, στο Λονδίνο). Τά γόνιμα χρόνια λοιπόν, άπο
τά δεκαοχτώ ώς τά είκοσι πέντε του, τά ζεϊ στο εξωτερικό, σέ
Η ΓΕΝΙΑ TOT 1930. ΠΟΙΗΣΗ άμεση έπαφή μέ τά πνευματικά καί ποιητικά ρεύματα πού άλ-
λάζουν τήν ύφή τής λογοτεχνίας στά χρόνια άμέσως μετά τον
Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. ’Εκεί τον φτάνει καί ό άντίχτυπος τής
Μικρασιατικής καταστροφής (καί τής καταστροφής τής Σμύρ­
νης, τής γενέθλιας πόλης του), καί ή μνήμη αύτή θά μείνει έμ­
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ μονα ριζωμένη μέσα του.
’Αμέσως μετά τό τέλος τών σπουδών του ό Σεφέρης μπαίνει
Τό 1931 κυκλοφορούσε στην ’Αθήνα μιά λιγοσέλιδη, ποιητική στή διπλωματική υπηρεσία όπου καί θά σταδιοδρομήσει, στην
συλλογή:_Γ._Σεφέρη, Στροφή. Το δνομα ήταν άγνωστο στά λο­ ’Αθήνα πρώτα, στο Λονδίνο ύστερα. Πρόξενος στήν Κορυτσά
γοτεχνικά περιοδικά τής έποχής καί παρουσιαζόταν γιά πρώτη τής ’Αλβανίας (1936-38), είναι ύστερα σύμβουλος τύπου στο
φορά. Ο τίτλος τής συλλογής είναι διφορούμενος- μπορεί νά Υπουργείο ’ Εξωτερικών, καί τό 194Ì ακολουθεί τήν εξόριστη
είναι ένας όρος τής στιχουργικής μονάχα, αλλά μπορεί καί νά έλληνική κυβέρνηση στήν Αίγυπτο, τή Ν. Αφρική, καί τήν ’Ι­
σημαίνει μια πραγματική «στροφή» καί βαθύτερη άλλαγή. Τώρα ταλία καί μέ τήν άπελευθέρ«)ση στήν ’Αθήνα, όπου μένει ώς
το ξερουμε πώς ο τίτλος είχε ασφαλώς αυτό τό δεύτερο νόημα. τό 1948. Διορίζεται κατόπιν σύμβουλος στις Πρεσβείες τής
Με τη λιγοσέλιδη ποιητική συλλογή ερχόταν στή νέα ελληνική ’Άγκυρας καί τού Λονδίνου καί πρέσβης στο Λίβανο, τή Συρία,
ποίηση μια άναπάντεχη άλλαγή, μια πραγματική «στροφή» τήν ’Ιορδανία καί τό ’Ιράκ (1953-56), καί τελικά πρέσβης στο
αυτό που μάς εγινε από τότε γνώριμο καί οικείο στις πολυ­ Λονδίνο (1957-62). Τότε άποχωρεϊ άπό τή διπλωματική υπη­
ποίκιλες παραλλαγές του. ρεσία καί άποσύρεται στήν ’Αθήνα, όπου καί πεθαίνει τό 1971.
'Η κριτική συχνά μίλησε γιά τή «γενιά τού 1930»j στήν ποίη­ Μιά πρώτη διάκριση γνώρισε ή ποίηση τού Σεφέρη μέ τό
ση καί στήν πεζογραφία. Ό όρος δεν είναι άστοχος- όπως πε­ «έπαθλο ΙΙαλαμά» (1946), ύστερότερα ήρθε ή ονομασία του ώς
νήντα χρονιά πιο πριν ή «γενιά τού 1880» έφερνε κάτι καινούριο επιτίμου διδάκτορα στο Cambridge (I960) καί τελικά τό βρα­
και επαναστατικό, αντίθετο από τά έως τότε καθιερωμένα, έτσι βείο Νόμπελ γιά τή λογοτεχνία (1963). ’Ακολούθησαν καί άλ­
και οι ποιητές μετά το 1930 άπα?ιλάσσονταν άπο τά ψεύτικα στο­ λες τιμητικές διακρίσεις: επίτιμος διδάκτωρ τού Πανεπιστη­
λίδια τής παραδομένης ποίησης καί δημιουργούσαν —σέ άμεση μίου τής Θεσσαλονίκης, τής ’Οξφόρδης, τού Princeton, καί
συνάρτηση μέ τά νέα ρεύματα καί τις ανήσυχες εξελίξεις τού επίτιμος ξένος έταίρος τής ’Αμερικανικής ’Ακαδημίας Τεχνών
ευρούπαίκοΟ λυρικου λόγου— μια νέα έκφραση καί μιά ν έ α καί ’ Επιστημών.
π ο ί η σ η . Ο όρος εχει πια τή σταθερή του έννοια μέσα στήν Σέ μιά συνέντευξή του όταν τιμήθηκε μέ τό Νόμπελ1 ό Σε­
ιστορία τής νεωτερης λογοτεχνίας. Ό Σεφερης με τή Στοοφή φέρης είπε πώς όταν δημοσίευσε τή Στροφή δυο πράγματα κυ­
γινόταν ό εισηγητής τής νέας αυτής ποίησης στήν Ελλάδα. ριαρχούσαν στή συνείδησή του: πώς ήθελε νά πει μερικά πρα-
Γεννήθηκε ο Γ. Σεφερης (φιλολογικό ονομα τού Γεωργίου ματα μέ τρόπο άπλό καί πώς ή ποίησή του δέ θά ήταν αγαπητή.
Σεφεριαδη) στις 29 Φεβρουάριου 1900 στή Σμύρνη, στή μικρα­ Τό δεύτερο είναι μιά έκπληκτική εξομολόγηση, τό πρώτο επι­
σιατική, ελληνική πέρα ώς πέρα μεγαλούπολη. 'Ο πατέρας του, σημαίνει τό πιό ιδιαίτερο καί τό πιο μόνιμο χαρακτηριστικό οχι
νομικός καί διεθνολόγος, ήταν άπο τό 1919 καθηγητής στο Πα­ μόνο τής πρώτης συλλογής, άλλά καί όλης τής ποίησης τού
νεπιστήμιο Αθηνών (εγραψε όμως καί ποιήματα καί ποιητικές Σεφέρη.
μεταφράσεις). Οι Σεφεριαδηδες έφυγαν τό 1914 γιά τήν ’Αθήνα,
όπου και ο ποιητης τελείωσε τό γυμνάσιο καί εξακολούθησε τις 1 . Σ υ ν έ ν τ ε υ ξ η π ρ ο ς το ν B e r n a r d P iv o t , Le Figaro littéraire, 2 Νο­
νομικές του σπουδές στο Παρίσι (1918-24, καί μιά σύντομη ε μ β ρ ίο υ 1 9 6 3 , σ σ . 1 - 2 .

28 0 281
If). If Γ Ε ΝΙ Α Τ Ο Γ 1930. ΠΟΓ ΗΕΗ ΣΕΦΕΡΠΣ

11 Στροφή μα: έφερνε αμέσως σ’ ένα κλίμα όλότελα διαφορε­ ποιήματα, ή είναι, καλύτερα, ένα ποίημα σε είκοσι τεσσερα
τικό άπό το κλίμα τής παρακμής καί τής διάλυσης πού χαρα­ μέρη. Βρισκόμαστε σέ μιά εποχή κρίσιμη, καί για την Ελλάδα
κτήριζε τή γενιά τής δεκαετίας 1920-30 καί πού έπαναλαμβα- και γιά τήν Εύρώπη, όπου πέφτει, χωρίς νά βρίσκει άντίσταση,
νόταν μονότονα και χωρίς πρωτοτυπία ιδίως μετά τήν αυτοκτο­ ό βαρύς ίσκιος τών ολοκληρωτικών καθεστώτων. 'Ο ποιητής
νία τού Καρυωτάκη. Κιόλας άπο το πρώτο ποίημα (πού έχει καταφεύγει σέ καινούριες έξερευνήσεις ή ανακατατάξεις στό μύθο
τον ϊδιο τίτλο «Στροφή») ή διαφορά γινόταν αισθητή' ένα πνεύμα καί στήν ιστορία (τόν ελληνικό μύθο, τήν έλληνική ιστορία). Κα­
και προπάντων μιά «γλώσσα» διαφορετική. Ή γλώσσα αύτή μιά άλλη συλλογή δέν είναι τόσο βαριά άπό αναμνήσεις κλασικές.
Ισως νά μην μπορούσε τότε νά γίνει αμέσως κατανοητή, ωστόσο Τό τραγικό, όπως πρώτοι τό συνέλαβαν οί "Ελληνες, ξαναγυρνά
οί πιο εύαίσθητοι αναγνώστες θά ένιωσαν πώς ό ποιητής αύτόε ολοένα μέ βασανιστική επιμονή" ένα σημείο σταθερό σάν άντι-
είχε νά πει κάτι άλλο και κάτι σοβαρό. 'II έκφραση ήταν και­ βαρο στήν τραγική διάλυση τού σήμερα.
νούρια: λιτή, δωρική, καί μέ έναν πλούτο άπο νεοκομμένες καί Τό Μ υθιστόρημα είναι έργο τής ωριμότητας· οί κατοπινές
άτριφτες εικόνες καί τολμηρούς τρόπους έκφραστικούς. συλλογές θ’ ακολουθήσουν τήν ίδια σταθερή γραμμή. Τόν Α­
Σ το π εριγιάλι το κρυφό πρίλιο τού 1940 κυκλοφορεί τό ' Η μερολόγιο καταστρώ ματος.
κι άσπρο σαν περιστέρι 'Η εποχή είναι πιο κρίσιμη άκομα' έχει άρχίσει ό Β' Παγκό­
διψάσαμε το μεσημέρι- σμιος Πόλεμος, καί οσο κι αν ή Ελλάδα βρισκόταν άκόμη
μ α το νερό γλυφό. άπ’ έξω, φανερό είναι πώς δέ θά έμενε άκόμα γιά πολύ. Αύτή
(« ’Ά ρ ν η σ η » )
ή προσμονή λές καί γεμίζει τή συλλογή' ένα κλίμα άγωνίας, α­
γωνίας όμως χωρίς πανικό, μεστής άπό άποφασιστικότητα και
Το ναρκισσευόμενο «εγώ », κυρίαρχο στήν ποίηση τής εποχής, τόλμη. «Ή τελευταία μέρα» (πού δέ δημοσιεύτηκε τότε έςαι-
δεν άκουγόταν στή συλλογή, άλλά, βασικά καί έπίμονα, σάν τίας τής λογοκρισίας), «'Η άπόφαση τής λησμονιάς» είναι
έξαγγελτικό μοτίβο, το «εμείς». ’Ακόμη καί σέ ποιήματα κα­ άπ’ αύτή τήν άποψη ποιήματα πολύ ενδεικτικά. Τό τελευταίο
θαρά έξομολογητικά, το έγώ διευρυνόταν προς τον διπλανό, καί τής συλλογής είναι «Ό βασιλιάς τής Ά σίνης», άπό τά κορυ­
το προσωπικό δράμα υψωνόταν στήν καθολικότητα τής τρα­ φαία καί τά πιό συγκλονιστικά ποιήματα τού Σεφέρη, πού δίπλα
γωδίας. στή θάλασσα, κάτω άπό τά ερείπια τής μυκηναϊκής άκρόπολης,
Στο κέντρο τής συλλογής βρίσκεται το μεγάλο, πλατύ ποίη­ άναζητά έπίμονα τό «βασιλιά τής ’Ασίνης», ένα κενό κάτω
μα, ό « ’Ερωτικός λογος», γραμμένος σε δεκαπεντασύλλαβους άπο τήν εντάφια χρυσή προσωπίδα.
σέ τετράστιχες ομοιοκατάληκτες στροφές. 'Ο ποιητής έχει άπο- "Ενα μήνα πριν, τό- Μάρτιο τού 1940, σάν ένα είδος πρώτης
θησαυρίσει μνήμες άπο τις καλύτερες στιγμές τής καλλιέργειας άπογραφής (τό Μάιο τού ίδιου χρόνου θα έκδώσει επίσης συγ­
τού έθνικοΰ στίχου (τόν ’Ε ρωτόκριτο, τό Σολωμό, το Σικε- κεντρωμένα όλα τά ώς τότε δημοσιευμένα του ποιήματα) εξε-
λιανό), άλλά ή έντονη προσωπική έκφραση δίνει τήν ιδιαίτερη δωσε ό Σεφέρης μέ τόν τίτλο Τετράδιο γυμνασμάτω ν καί μέ
μελωδική γραμμή στούς δεκαπεντασύλλαβους αύτούς, πού είναι τή χρονολογική ένδειξη 1928-1937 ποιήματα πού δέν είχαν βρει
απο τους ωραιότερους άλλά συνάμα καί άπο τούς τελευταίους τή θέση τους στις δημοσιευμένες συλλογές, κομμάτια περιστα-
πού γράφτηκαν μέ συνέπεια σέ ένα κάπως εκτεταμένο ποίημα. σιακά δοσμένα σέ φίλους, είτε «άσκήσεις λίγο ή πολύ προχωρη­
Περνώντας άπο τή Στέρνα, πού έκδίδεται τό 1932 έκτος μένες, εννοώ σάν εργασία», όπως σημείωνε δ ίδιος. ’Ανάμεσα
έμποριου, ό σημαντικός σταθμός είναι τό Μ υθιστόρημα (1935)· σέ τούτες τις «άσκήσεις» ας ξεχωρίσουμε τά «Δεκαεζι χαι-
μάς δίνει τή γνώριμη άπό έδώ κι εμπρός φυσιογνωμία τού κάι» (επίμονη άσκηση στό λιτό καί ελλειπτικό ύφος τού είδους),
ποιητή, πού εγκαταλείπει πιά οριστικά τό μέτρο καί τήν ομοιο­ τά ποιήματα γιά τόν «Στράτη Θαλασσινό» (πρόσωπο πλαστό,
καταληξία καί δημιουργεί μέ τόν ελεύθερο στίχο τό δικό του δημιούργημα τού ποιητή) καί τά συνθετικότερα καί μεταγενέ­
προσωπικό ύφος. 'Η συλλογή άποτελείται άπο είκοσι τέσσερα στερα «Σχέδια γιά ένα καλοκαίρι».
282 283
15. π ΓΕΝΤΛ T O T 1930. Π Ο Π Ι Σ Ι Ι ΣΕΦΕΡΗΣ

’Από τό 1941 6 Σεφέρης, είδαμε, ζεί στή Μέση ’Ανατολή 'Α γγελική καί. μαύρη, μέρα'
καί στή Ν. ’Αφρική μέ τήν εξόριστη ελληνική κυβέρνηση· όπως ή γλ,νφή γέψη τής γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο
το έ'γραψε καί στήν προμετωπίδα τής προηγούμενης συλλογής, βγαίνει απ ’ τό κύμα δροσερό κλαινάρι στολισμένο στάλες.
μέ τήν ξερή φράση των ημερολόγιων καταστρώματος, «παρα­
μένει εις τήν αύτήν θέσιν άναμένων διαταγάς». ' Η επόμενη συλ­ "Ολο αυτό τό τελευταίο μέρος, μέ τόν τίτλο «Τό φως», έξοχο
λογή θά έχει τον ϊδιο τίτλο: 'Η μερολόγιο καταστρώ ματος Β ', στήν ποιητική του συμπύκνωση, είναι άσφαλώς άπό τά σημεΐα-
καί θά μετουσιώνει ποιητικά τις εμπειρίες των χρόνων του πο­ κορυφές σε όλη τή σεφερική ποίηση. «'II διπλή ύπόσταση τού
λέμου. Τά ποιήματα είναι γραμμένα στους τόπους τής εξορίας φωτός αποδίδεται ποιητικά μέ ένα απότομο άνέβασμα τού το-
(ό Σεφέρης σημειώνει στο καθένα: Όχτώβρης ’41, Τράνσβααλ, νου στό τελευταίο μέρος, πού είναι άπό τις σελίδες τις πιό υ­
Πρετόρια ’42, Κάιρο Αύγουστος ’43) καί μάς δίνουν τις άγω- ψηλές στή σύγχρονη ποίηση».2
νίες καί τις πτώσεις άπό τήν πλευρά του ξενιτεμένου. Δέκα χρόνια θά περάσουν ώσπου νά δημοσιευτεί άλλη συλ­
λογή τού Σεφέρη" τά χρόνια αύτά άλλωστε βρίσκεται καί πάλι
'Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη π ολιτεία, έξω άπό τήν Ελλάδα, στό Λονδίνο, τήν "Αγκυρα, τή Βηρυττό’
'Ιερουσαλήμ, π ολιτεία τής προσφ υγιάς άπό εκεί, στά 1953-55, έπισκέπτεται τά μοναστήρια τής Καππα­
— συνεχίζουμε τήν περιοδεία μας δοκίας καί τήν Κύπρο. 'Η τελευταία αύτή επίσκεψη είναι καί
πολλές οργιές κάτω άπό τήν επιφάνεια του Α ιγαίου. ή πιό άποφασιστική. Τό Δεκέμβριο τού 1955 έκδίδει μια μικρή
συλλογή μέ τόν τίτλο Κ ύπρον, ου μ ’ έθέσπ ισεν. . . (είναι στίχος
Το τελευταίο (καί ίσως το πιο σημαντικό) ποίημα τής συλ­ άπό τόν Εύριπίδη)· στήν άνατύπωση τής έδωσε τόν τίτλο 'Η ­
λογής επιγράφεται «Τελευταίος σταθμός» (Cava dei Tirreni, μερολόγιο καταστρώ ματος Γ '.
5 Οκτωβρίου 44). Ο τελευταίος σταθμός τής έξορίας πριν Πραγματικά, τά ποιήματα τής συλλογής δέ συνεχίζουν τήν
άπό τήν επιστροφή μέ τήν άπελευθέρωση στήν πατρίδα. Δυο π οίηση τής Κ ίχλης, άλλα τά άλλα δυό 'Η μερολόγια κ αταστρώ ­
χρόνια ύστερότερα, άποτραβηγμένος στή γαλήνη ενός μικρού ματος' μεταπλάθεται σ’ αύτά μιά καινούρια έμπειρία, συνέχεια,
νησιού τού Σαρωνικού, στον Πόρο, έ'γραψε ό Σεφέρης τήν Κ ίχλη, κατά κάποιον τρόπο, των άλλων, άπό τούς άγώνες τής Κύπρου
το πιο αινιγματικό ίσως ποίημά του, εκείνο πού πιό δύσκολα γιά τήν έλευθερία της. «Τά ποιήματα τής συλλογής αύτής —γρά­
ένδίδει στήν πολιορκία τής κριτικής. «Κίχλη» είναι τό όνομα φει— μοΰ δόθηκαν τό φθινόπωρο τού ’53 όταν ταξίδεψα πρώτη
ενός καραβιού βυθισμένου στο λιμανάκι τού νησιού άπό τούς φορά στήν Κύπρο. ~Ηταν ή άποκάλυψη ενός κόσμου καί ήταν
Γερμανούς- μέ τή βαθύτητα καί τήν ένάργεια πού ξέρει ό Σε­ άκόμα ή έμπειρία ενός άνθρώπινου δράματος, πού, όπκες και
φέρης να δίνει στά σύμβολα, τό ναυάγιο γίνεται αφορμή γιά τις νά ’ναι οί σκοπιμότητες τής καθημερινής συναλλαγής, μετρά
ποιητικές σκεψεις πού ακολουθούν καί πού κάνουν τό ποίημα καί κρίνει τήν άνθρωπιά μ ας».3 Δίπλα στήν επίκαιρη πραγμα­
(όπως πιστεύουν πολλοί κριτικοί) τό πιό προσωπικό τού Σε- τικότητα (τήν «έμπειρία τού άνθρώπινου δράματος») κυριαρχεί
φερη, κλειδί γιά όλη τήν ποίησή του. IIαραδομένος πρώτη φορά, σέ όλη τή συλλογή αύτός ό καινούριος κόσμος πού τού «άπο-
υστερ’ άπό χρόνια, στή μοναξιά καί στή συλλογή, αφήνει τή καλύφθηκε», τό φυσικό καί τό άνθρώπινο περιβάλλον τού νη­
σκέψη του νά πλανηθεί στά απόρρητα τής ζωής καί τού θανάτου, σιού, μέ τήν ιδιαίτερη, θερμότερη αίσθηση, τή σχεδόν αισθη­
στη διπλή υπόσταση τής ζωής πού γίνεται θάνατος, τού φωτός σιακή" καί τά δύο αύτά μοτίβα μπλέκονται στά ποιήματα μ’ έναν
πού ή άλλη του ή πλευρά είναι τό σκοτάδι. τρόπο ιδιαίτερα γοητευτικό —χρησιμοποιώ τό έπίθετο στήν άρ-
’Α γγελικό καί μαύρο, φως, χική, οχι στήν κοσμητική του σημασία. 7” αηδόνια δέ σ’ αφ ή-
γέλιο των κυμάτω ν σ τις δημοσιές τού πόντου, 2. Giorgio Seferis Poesie, a c u ra d i F . M. F o n t a n i, 1 9 6 3 , σ. 3 3 2 .
δακρυσμένο γέλιο, 3. Σ η μ ε ίω σ η τ ο υ IHiou τ ο υ Σ εφ έ ρ η σ το 'ΙΙ/ιερολόγιο καταστρώματος
Γ' (—ΙΙοιήματα, 8η έκδ ., ’Α θ ή ν α 1 9 7 2 , σ. 3 3 5 ).

284 285
15. Il TENTA T O T 1930. Ι 1 0 Ι Η Σ Η ΣΕΦΕΡΗΣ

νοννε va κοιμηθείς στις Πλ,άτρες. . . Μέσα στή μουσική αύτή πού συνεχίζουν μάλλον τήν πιο εσωτερική γραμμή τής Κ ίχλης
γοητεία τής μεσογειακής νύχτας αρχίζει ένα άπό τα πιο σημαν­ καί μάς ξαναδίνουν τή γνώριμη φωνή του, περισσότερο τώρα
τικά ποιήματα τής συλλογής, ή «Ε λένη», για νά καταλήξει σε αυστηρή καί ερμητική.
λίγο σε μιαν άπό τις πιο σπαρακτικές κραυγές πού έ'χουν ακου­ Τό σύνολο αύτό μάς δίνει τήν ολοκληρωμένη του ποιητική
στεί στή νεώτερη ποίηση: φυσιογνωμία —άπό τις βαθύτερες όχι μόνο μέσα στή νέα ελ­
Κ ι ό αδελφός μ ο ν; ληνική, άλλά καί μέσα στήν όλη σύγχρονη ποίηση. Στα βασικά
’ Αηδόνι αηδόνι άηδόνι, καθοριστικά συστατικά της ή φυσιογνωμία αύτή είναι κυριό-
τ’ είναι θεός; τ ί μη θεός; και τ ί τ ’ άνάμεσό τον ς; τατα ελληνική, ριζωμένη στο χώμα τής Ελλάδας πού τον γέν­
νησε. Καί ή Ελλάδα τού Σεφέρη δέν έχει τή φανταχτερή λαμ­
Τά λόγια αποδίδονται στον Τεϋκρο, τον αδερφό του Αί'αντα, πρότητα μιας θεώρησης έξωτερικής, άλλά μιά συνείδηση, γε­
αλλα με τή συμβολική γλώσσα τού Σεφέρη, όπου ή ανταπόκριση μάτη βάρος καί εύθύνη, άδιαίρετη στό χρόνο, στον τόπο και
αναμεσα στο μύθο καί στήν πραγματικότητα είναι άδιάκοπη, στό άνθρώπινο στοιχείο, «μέ τ ’ άρχαΐα μνημεία καί τή σύγχρονη
ο «αδερφός» παίρνει άλλη υπόσταση, καθώς μάλιστα στο ποίημα θλίψη».5 ’ Ιδωμένα μέ τή ματιά αύτή, ό Σεφέρης δίνει καινούριο
μπλέκεται (με τον ’ίδιο «γοητευτικό» τρόπο) κι ένα τρίτο μο- νόημα, ποιητικό καί συμβολικό, στις Μυκήνες ή τη Σαλαμίνα
τιβο, του δόλου, τής άπάτης, πού άκούνεται έντονότερα σ’ αύτά τής Κύπρος, στόν Όδυσσέα ή τόν Όρέστη. Κι αύτό χωρίς ίχνος
τά ερωτηματικά μέ τήν υπαρξιακή τους αγωνία, πού συνεχί­ «κλασικισμού»' άντίθετα, ή γλώσσα τού Σεφέρη, δημοτική πέρα
ζουν, τραγικότερα, το ερωτηματικό καί τό κενό τού «Βασιλιά ώς πέρα, κατασταλάζει θαρρείς μέσα της όλο τό δούλεμα που
τής Ά σίνης». πήρε ή ελληνική γλώσσα στή μακρόχρονη ιστορία της, απο τον
Αισχύλο καί τό Σοφοκλή ώς τήν Κοινή τών Εύαγγελίων, καί
Κιόλας τό 1940, ό Σεφέρης, μέ τον τίτλο Π οιήματα, 1, είχε άπό τό δημοτικό τραγούδι καί τόν Έ ρω τόκριτο ώς τό Σολωμό
δώσει, είδαμε, μια πρώτη συναγωγή των ώς τότε δημοσιευμέ­ καί τόν Καβάφη. Οί μνήμες αύτές δέν άλλοιώνουν, χάνουν ίσια
νων συλλογών του- τό 1950, μέ τον ίδιο τίτλο, Π οιήματα, 1924- ίσια πιό χαρακτηριστική τή δική του, έντελώς προσωπική και
1946, έκαμε μια δεύτερη συναγωγή, στήν οποία, άπό τό 1961, άνεπανάληπτη φωνή, πού βρίσκει άπό τήν άλλη μέρια τον φυ­
ενσωμάτωσε καί τά ποιήματα για τήν Κύπρο. Είναι, μπορούμε σικό της παράλληλο στή σύγχρονη κοινή ποιητική γλωσσά.
να πούμε, τό corpus τής ποίησής του, πού αντιπροσωπεύει τρι- "Ολ’ αύτά δέ σημαίνουν όμως βέβαια πώς ό Σεφερης είναι
άντα χρόνια εντατικής καί υπεύθυνης ποιητικής καλλιέργειας ζηλόφθονα «έλληνικός» καί μόνο. Στά πρώτα του ποιήματα φα­
(άπό τό «Fog» τής Σ τροφ ής, χρονολογημένο Λονδίνο, Χριστού­ νερή είναι ή επίδραση τής «poésie pure» τών Γάλλων συγχρό­
γεννα 1924, ώς τό Νοέμβριο τού 1953, χρονολογία τής «Σαλα­ νων του (του Mallarmé π.χ. καί του V aléry)' άπό τό Μ υθιστό­
μίνας τής Κύπρος» στήν τελευταία συλλογή). Δέν είναι άσφα- ρημα γίνεται αισθητή ή παρουσία τού Eliot καί τού Pound (αν
λώς τα μονά πού έγραψε (τυχαία δημοσιεύτηκε πρόσφατα μια καί όχι στό βαθμό πού θεώρησαν μερικοί κριτικοί). Ά λλά οι
νεανική του «μπαλάντα» στο ύφος τού Villon καί στή γλώσσα «έπιδράσεις» είναι τό λιγότερο πού παίςει ρόλο στο Σεφέρη.
τού Ε ρωτόκριτου),* αλλά ό Σεφέρης είναι ποιητής όχι μόνο ’Ιδιαίτερη σημασία έχει πώς ό ποιητής αύτός, πού έχει περάσει
εξαιρετικά λιγόλογος, άλλα καί εξαιρετικά φειδωλός στήν πα­ μέσα του τόση Ελλάδα, βρίσκεται σύρριζα στά προβλήματα τού
ρουσία του στο κοινό (παράδειγμα άντίστοιχο με τον Καβάφη καιρού του, στις άγωνίες τού σύγχρονου —στήν ολότητά του—
και αντίθετο απο τον ΙΙαλαμά καί τόν Σικελιανό). Δέκα ολό­ άνθρώπου. Μπορεί τό ποίημα νά ξεκινά άπό τό βασιλιά τής Ά ­
κληρα χρόνια μετά τό 1955 θά παρουσιάσει κάτι άπό τήν πρό­ σίνης ή τήν Ελένη, ή συμβολική του όμως πηγαίνει σέ βάθος
σφατη ποιητική του παραγωγή, τά Τρία κρυφά π οιή μ α τα (1966), σε επάλληλα στρώματα, πού μάς άποκαλύπτουν τόν «ψυχαμοι-
ί· Σ -ή ν εφ η μ ερ ίδα Μ εσόγειος του 'Η ρ α κ λ ε ίο υ , 12 ’ Α π ριλίο υ 1 9 6 7 .
Τ ώ ρ α κ α ί στο Τετράδιο γιψνασμάτιον Β ’ , ’Ί κ α ρ ο ς (1 9 7 6 ), σ. 55. 5. Ά π ό τον « Β α σ ιλ ιά τ ή ς Ά σ ίν η ς » .

2 86 287
15. Η 1'ΕΝΤΛ T O T 1930. Π Ο Ι Η Σ Η Σ Ε ΦΕ Ι ΗΙ Σ

βο» πόλεμο καί τούς «φίλους του άλλου πολέμου» καί πού το βάφη καί τόν "Ελιοτ. Τά δοκίμια αύτά τά συγκέντρωσε σ’ έναν
κέντρο τους τείνει πάντα στον άνθρωπο, καί «μάς προσφέρουν τόμο μέ τόν τίτλο Δοκιμές (1944, 3η έκδοση, σέ δύο τόμους,
αποκαλύψεις πού κρατούν το βάρος καθολικών άληθειών καί 1974). "Εγραψε άκόμη λίγα ερμηνευτικά στήν ποίησή του (κυ­
μάς βοηθούν έτσι νά μάς άποκαλυφθεϊ το βαθύτερο νόημα τού ρίως «"Ρίνα γράμμα για τήν Κίχλη»),8 έντυπώσεις άπό μιά έ-
καιρού μας».6 πίσκεψη στις σκαλισμένες στό βράχο βυζαντινές έκκλησίες τής
'Ο Σεφέρης δεν είναι εύκολος ποιητής, καί ή απήχηση πού Καππαδοκίας, καί μερικά άλλα. Μετά τό θάνατό του δημοσιεύ­
βρήκε ήρθε σιγά σιγά καί δύσκολα. 'Ωστόσο δεν είναι σκοτεινός. τηκε ωστόσο καί ένα ολοκληρωμένο πεζογράφημα, οΐ "Εξι νύ­
'Η γλώσσα πού μιλά, αύτή είναι δύσκολη, στή γλώσσα δμως χτες στήν ‘Α κρόπολη (1974), πού τό είχε άρχίσει τό 1926-28
αύτή ή φωνή του είναι καθαρή καί άπερίφραστη" έχεις την εντύ­ καί τού έδωσε τήν τελική μορφή πολύ άργότερα, τό 1954 στή
πωση πώς πετυχαίνει την καίρια έκφραση, πού δέν μπορεί νά Βηρυττό, συνεπαρμένος (όπως γράφει ό ίδιος) άπό έναν παρά­
ειπωθεί αλλιώς. Αύτό είναι ίσως το πιο αξιαγάπητο στην ποίη­ ξενο δημιουργικό πυρετό. Ά πό σημειώματά του φαίνεται πως
σή του, ή απλότητα πού φτάνει στή θερμότητα μιας έξομολό- ό ποιητής ταλαντευόταν αν τελικά θά έπρεπε νά τό δημοσιεύσει
γησης- καί ή σταθερότητα, τόσο άντίθετη μέ την εκφραστική ή οχι. ’Εκείνο πού άποκαλύφθηκε επίσης μετά τό θανατά του
διάλυση τής προηγούμενης γενιάς —μιά σταθερότητα πού μάς είναι πώς ό Σεφέρης κρατούσε ολα τά χρόνια (τουλάχιστον άπό
έπιτρέπει νά τον ονομάσουμε «κλασικό». "Ας προσθέσουμε καί τό 1925) μέ κάθε λεπτομέρεια ένα προσωπικό ήμερολόγιο, πού
ενα άλλο χαρακτηριστικό. Ή ποίηση τού Σεφέρη δέν είναι βέ­ τό επεξεργαζόταν ύστερα καί τό έτοίμαζε γιά δημοσίευση, με
βαια χαρούμενη· είναι απαισιόδοξη καί μελαγχολική. "Εχει τή τό γενικό τίτλο Μέρες (Μέρες τον .1945-1951 κτλ.). "Εχουν
θλίψη τού άνθρώπου πού συλλογίζεται πολύ πάνω στα άνθρώ- δοθεί ως τώρα στή δημοσιότητα πέντε τόμοι, πού περιλαμβά­
πινα, κι άκόμα τού "Ελληνα μέ το κατακάθι τής πίκρας άπό νουν τά χρόνια 1925-1951, σημαντικά ντοκουμέντα γιά τά ιστο­
τή σκλαβιά καί τις εθνικές περιπέτειες (τον «καημό τής Ρωμιο- ρικά γεγονότα, πού ό Σεφέρης είχε πολλές φορές τήν ευκαιρία
συνης», όπως τόν είπαν). 'Ωστόσο ή διάθεση αύτή δέν οδηγεί νά τά παρακολουθεί άπό τήν υπεύθυνη θέση του στό 'Υπουρ­
στήν άρνηση ή στήν καταστροφή. ’Από τήν άλλη πλευρά τού γείο ’Εξωτερικών, άλλά κυρίως γιά τόν τρόπο πού άντικρίζει
σκοταδιού είναι το φως, μαύρο άλλα καί αγγελικό, «άπό τό μέρος τά γεγονότα, καί πολύτιμα γιά τή γνωριμιά μας μέ τό έργο και
τού ήλιου» στο κάστρο τής Ά σίνης θά άνεβεΐ στο τέλος «άσπι- τήν προσωπικότητα τού ποιητή. Καί άκόμη κείμενα που πα­
δοφόρος ό ήλιος πολεμώντας». Κάτω άπό τήν άρνηση υπάρχει ρουσιάζουν τό Σεφέρη νά δίνει καί στον πεζό λογο το βάρος
μια πίστη πού προστατεύει άπό τήν άπελπισία, καί μιά στιβαρή πού ξέρουμε άπό τόν ποιητικό του λόγο.
αίσθηση τών πραγμάτων πού προφυλάσσει άπό τή διάλυση καί Μέ πολλή έπιμονή άσκήθηκε ό Σεφέρης καί στις μεταφρά­
τό μηδενισμό. σεις" κι αυτό έχει σημασία γιά τις προτιμήσεις του. Ί Ι πρώτη
του δημοσίευση (τό 1928) είναι μιά μετάφραση τού V aléry,
Ο Σεφέρης είναι καί βαθύς στοχαστής καί μελετητής προσώ­ κυρίως όμως μετέφρασε "Ελιοτ (τήν 'Έρημη χώ ρα, τό Φονικό
πων καί πραγμάτων τής ιστορίας καί τής φιλολογίας. "Ετσι στήν εκκλησία κ.ά.), αμέσως μετά τήν πρώτη γνωριμία του με
προβληματίστηκε σέ ζητήματα τής ποίησης καί τής γλώσσας τόν ποιητή. Τις άλλες του ποιητικές μεταφράσεις τις συγκέν­
(«Διάλογος πάνω στήν ποίηση» —μέ τόν Κ. Τσάτσο— πού τρωσε σέ τόμο μέ τόν τίτλο ’Α ντιγραφές (1965' βρίσκουμε εκεί
συνεχίστηκε με τόν «Μονόλογο», «'Η γλώσσα στήν ποίησή μεταφρασμένα ποιήματα τού Y eats, τού Ezra Pound, A. Mc-
μας»),7 και έγραψε για τόν Κάλβο, τό Μακρυγιάννη, τόν Κα- Leish, κοίί A. Gide, Jouve, Éluard, M icliaux). Τελευταία
6 . E . K e e le y - Ρ . S h e r r a r d , Collected Poems, σ. X III. διδάκτωρ τής Φιλοσοφικής Σχολής, Θ εσ σ α λ ο νίκ η 1 9 6 5 , σ σ . 1 7 - 3 3 .
7. 'Ο « Δ ιά λ ο γ ο ς » κ α ί ό «Μ ο νό λο γο ς» τ ώ ρ α σ τ ις Δοκιμές, 3η ε κ ίλ, 8. Γ ρ ά μ μ α σ το ν Γ . Κ α τ σ ίμ π α λ η , ’Αγγλοελ.λψηκή ’Επιθεώρηση 4
τ ο μ . 1 , Α θ ή ν α 1 9 ; 4 , σ σ . 8 2 - 1 6 5 . «'Η γ λ ώ σ σ α σ τ ή ν π ο ίη σ ή μ α ς » σ τό : (1 9 5 0 ) 5 0 1 - 5 0 6 ' τ ο τέλο ς ξ α ν α δ η μ ο σ ιε υ μ έ ν ο σ τ ις Δοκιμές, 2η εκδ ., σ σ .
Ά ρ ισ τ ο τ έ λ ε ιο ν I Ι α ν ε π ισ τ ή μ ιο ν Θ εσ σ α λ ο νίκ η ς, Ό Σεφέρης έπίτιμος 3 6 5 -8 .

2 88 2 89
Η T E N I A T O T 1930. ΓΙΟΙΙΙΣΙΙ Π Ι Ε Ρ Ρ Ε Λ Λ ί Σ Μ Ο Σ . Λ. ΚΜΙ Ι ΚΙ ΡΙ ΚΟΣ

καταπιάστηκε καί μέ τή μετάφραση δύο έργων κορυφαίων, του συλλογή ενός Έλληνοαμερικανοΰ εγκατεστημένου στό ΙΙαρίσι,
’Ά σματος ’Α σμάτων καί τής 'Α ποκάλυψης τοΰ Ιωάννη· ή με­ ■ού Θ. Ντόρρου, μέ τόν έξεζητημενο τίτλο Σ τον γλυτω μον τό
ταφορά αύτή άπό μιά παλαβότερη μορφή τής έλληνικής γλώσσας χάζι (1930), καθώς καί τα ΙΙοιήματα (1933) τού Νικήτα Ράντου
στή σημερινή (πού δέν τήν ονομάζει καν μετάφραση άλλά μετα­ (ψευδώνυμο τού Νίκου Καλαμάρη —πού κι αύτός ζοΰσε στό εξω­
γραφή), μέ τούς προβληματισμούς πού γεννούσε, ήταν κάτι πού τερικό), μέ επιδράσεις άπό τό φουτουρισμό, άλλά καί περισσό-
είχε γι' αυτόν μεγάλο ενδιαφέρον. -ερο σαφείς άπό τόν υπερρεαλισμό. Καί οί δύο συλλογές έμειναν
όμως εντελώς στό περιθώριο καί δέν είχαν καμιά επίδραση.
Υ Π Ε Ρ Ρ Ε Α Λ ΙΣ Μ Ο Σ Κ Α Ι Ν Ε Ο Τ Ε ΡΟ Ι Γά ποιήματα τής ”Υψικαμίνου είσήγαν τόν υπερρεαλισμό
γνήσιο καί καθαρόαιμο. ’.Ακολουθώντας τις μεθόδους τοΰ κινή­
Το 1935 (τή χρονιά τοΰ Μ υθιστορήματος τού Σεφέρη, αλλά —πε­ ματος ό ποιητής χρησιμοποιούσε τήν «αυτόματη γραφή» καί
ρίεργη σύμπτωση— καί τής τελευταίας ποιητικής συλλογής τοΰ ι/ποδέσμευε έτσι άπό τους χώρους τού υποσυνείδητου έναν πλού­
Παλαμά) κυκλοφορούσε στήν ’Αθήνα σέ μια καλαίσθητη έκδοση το άπό εικόνες, χωρίς βέβαια λογικό ειρμό, άλλά μέ τή γοητεία
ένα περίεργο φυλλάδιο: «Άνόρέα ’Εμπειρικού Υ ψ ικ ά μ ινο ς» . Το μιας καινούριας ύπερ-πραγματικής (υπερρεαλιστικές) αισθη­
περιεχόμενό του δέν έ'μοιαζε μέ κανένα άπο τά καθιερωμένα είδη τής. Τά κομμάτια τής συλλογής ήταν γραμμένα σέ πεζό (ή άπο-
τοΰ έντεχνου λόγου, άλλά ούτε καί μέ κανένα είδος λόγου —μέ δεσμευαένη αύτή ροή τού λόγου δύσκολα έμπαινε σε μέτρα καί
κανένα είδος λογικής. Κάτω άπο τίτλους παράδοξους όπως «Αί σε ρυθμό), μέ άφθονη χρησιμοποίηση στοιχείων άπό τήν καθα­
δονήσεις τού λαιμοδέτου» ή «ΙΙαρουσία άγγέλων έντός ατμομη­ ρεύουσα, ή φραστικών «κλισέ» άπό τή γλώσσα τών εφημερίδων
χανής», ό άναγνώστης διάβαζε φράσεις άπό τις όποιες δέν έβγα­ τ την επιστημονική ορολογία. Σήμερα δύσκολα θ’ αναγνωρίζαμε
ζε νόημα λογικό. *Η άντίδραση τού κοινού κλιμακωνόταν άπό στά κομμάτια αύτά άρετές ποιητικές ή Λογοτεχνικές' η άξια
τήν έκπληξη ώς τήν κοροϊδία καί τήν αγανάκτηση, ενώ έλάχιστοι τους είναι ότι στάθηκαν ορόσημα και «δείγματα» ένός καινού­
ήταν οί «μυημένοι» πού μπορούσαν κάτι νά «καταλάβουν». 'Ως ριου είδους.
μόνη κατατόπιση ό συγγραφέας είχε τοποθετήσει στήν προμε­ Αέκα χρόνια μετά τήν Υψικάμινο ό Εμπειρικός κυκλοφό­
τωπίδα ένα άπόσπασμα τοΰ André Breton πού μιλούσε για ρησε μια καινούρια συλλογή, την Ενόοχωοα (1945), μέ ποιή­
την «voix surrealiste». ’Έ τσι, έντεκα χρόνια μετά το πρώτο ματα όμως γραμμένα άμέσως ύστερα άπό τήν 1 ψικαμινο, ανα-
μανιφέστο τού A. Breton καί πέντε μόλις μετά το δεύτερο, καί αεσα 1934-37. σέ μια εποχή δηλ. πολύ γόνιμη σε καινούριες
σχεδόν σύγχρονα μέ μιά έξαρση τοΰ κινήματος στήν Ευρώπη δοκιμές στή νεοελληνική ποίηση. Ο ποιητής εδώ. ςεπερνωντας
καί στήν Άμεοικη, ή σχολή τού υπερρεαλισμού έκανε μέ τήν τα όοια του καθαρού υπερρεαλισμού και ~ής αυτόματης γραφής,
ΓΥψικάμινο τήν πρώτη της εμφάνιση στήν Ελλάδα —όπως μέ χρησιμοποιούσε και πάλι τό στίχο, και από την ιτοοηγουμενη
τόν ' Οδοιπόρο είχε χάνει τήν πρώ τη του εμφάνιση ό ρομαντι­ διάλυση οργάνωνε μιά καινούρια ποιητική, φωτεινή και ευφρό­
σμός καί μέ τούς Σ τίχους τού Καμπά ό παρνασσισμός. Το και­ συνη, όπου κυριαρχική θέση είχε το όνειρο και το ερωτικό έν­
νούριο μήνυμα πού έφερναν τά άκατάληπτα στον μέσο άναγνώ- στικτο στή φροϋδιανή του και αδέσμευτη παντοδυναμία. Τό άπο-
στη τού 1935 καί άσυνάρτητα κείμενα τής Υ ψ ικ α μ ίνο υ , έμελλε τέλεσμα ήταν ή αποκάλυψη ενός δροσερού πρωτοφανέρωτου κό-
ωστόσο, άμεσα ή έμμεσα, νά επηρεάσει όλη τήν κατοπινή ποιη­ τμου, καί μιά λυρική έκφραση άποδεσμευμένη άπό καθετί παλιό,
τική παραγωγή —άκόμα καί στήν περίπτωση πού χρειάστηκε γεμάτη άπό την ευδαιμονία τής ελευθερίας. Τό «ύπερωκεάνειον
αύτή νά τό ξεπεράσει. που τραγουδά καί πλέχει» (στό ωριμότερο και το καλύτερο ασφα­
Ά ν θέλαμε νά είμαστε δίκαιοι στις ληξιαρχικές μας διαπι­ λώς ποίημα τής συλλογής) παίρνει άπό αυτή τήν άποψη μιάν
στώσεις, πρέπει να πούμε πώς μιά πρώτη δοκιμή νά είσαχθοΰν αξία συμβολική.
στή νεοελληνική ποίηση τα πέρα άπό τήν «poésie pure» ξε­ Ό ’Εμπειρικός (1901-19751, πού γεννήθηκε στήν Μπράιλα
σπάσματα τών εύρωπαϊκών άναζητήσεων, είναι μιά ποιητική τής Ρουμανίας καί έζησε πολλά χρόνια στή Γαλλία καί στήν
290 291
1Γ). II Ι Έ ΚΙ Λ T O T 1930. ΠΟΙ Π Σ Ι Ι
ΤΙ 1 Ι\ Ρ ΡΕΛ ΛΤΣ Μ ΟΣ. Ν. Il Ι Τ Ο Ν Ο ΓΓΟ ΓΛ Ο Σ
’Αγγλία, είναι ένας πολυδιαβασμένος άνθρωπος, πού έχει μελε­ ,-,.ται Μ πολιβάρ (μέ τόν χαρακτηριστικό υπότιτλο; ενα ελληνικό
τήσει εΆικα φιλοσοφία καί ψυχανάλυση. Είναι ως συγγραφέας ιοιημα). Ό ποιητής παίρνει μέν ώς κεντρικό θέμα τή μορφή-
παραγωγικότατος, αδιάφορο αν λίγα είναι όσα έδωσε στή δη­ υυμβολο τού νοτιοαμερικανοϋ επαναστάτη καί άγωνιστή τής ε­
μοσιότητα. ’Έχει γράψει εκτενέστατα πεζογραφήματα (όπως λευθερίας, άλλά, μέ τήν εύκολία πού τού δίνει ή νέα ποίηση,
«Ό Μέγας ανατολικός», «Ζεμφύρα ή το Μυστικόν τής Πασι­ προεκτείνει τά σύμβολά του μέσα στόν ελληνικό χώρο καί την
φάης»). πού ωστόσο ό αδέσμευτος στην έκφραση ερωτισμός Αληνική ιστορία, παλαιότερη καί πρόσφατη (τό Ρήγα Φεραΐο,
τους τά έκανε να μην μπορούν να δημοσιευτούν, ως τελευταία όν Όδυσσέα Άνδροΰτσο, τόν πόλεμο τής ’Αλβανίας, τήν αντί­
τουλάχιστον.9 Μετά το 1960 έδωσε καί μερικά, νεώτερα, φαί­ σταση στόν κατακτητή), σέ μιά ένότητα εξωπραγματική καί
νεται, ποιήματα («Αι λέξεις», «'Ο δρόμος») —βρίσκονται καί ιδιαίτερα γοητευτική, άπό τις πιό ευτυχισμένες επιτεύξεις τής
σέ δίσκους απαγγελμένα με καταπληκτικό τρόπο άπό τον ’ί ­ νεώτερης ποίησης.
διον10— όπου, μέ εκφραστική λιτότητα καί ένάργεια καί με μια
εντελώς καινούρια ωριμότητα, εκφράζεται μιά πίστη ίδεαλιστική Τό 1935 άρχίζει τήν έκδοσή του καί ένα περιοδικό, Τά Νέα
καί ή βαριά αίσθηση τού θανάτου καί τού πεπρωμένου. /'ρ ά μ μ α τα , πού έμελλε, στά τελευταία προπολεμικά χρόνια, νά
Τή γραμμή τού ορθόδοξου υπερρεαλισμού ακολούθησε καί παίξει σημαντικό ρόλο στήν ποίηση καί στήν πνευματική ζωή
ό Νίκος Έγγονόπουλος (γενν. 1910), πού είναι παράλληλα καί γενικότερα. Διευθυντής του ό Άντρέας Καραντώνης, πού θά τόν
ζωγράφος άπό τούς σημαντικότερους τής νεώτερης σχολής, όπου γνωρίσουμε ώς έναν άπό τούς πιό εύαίσθητους κριτικούς τής
έπίσης δείχτηκε συνεπής στήν υπερρεαλιστική του γραμμή. 'Ο γενιάς τού 30' στόν κύκλο τού περιοδικού άνήκαν ό Σεφέρης, ο
Εγγονόπουλος είναι πιό επαναστατικός καί θεληματικά, θά έ­ Κατσίμπαλης καί άλλοι. Ι ό περιοδικό ήθελε νά άντιδράσει στή
λεγε κανείς, προκλητικός —κράτησε, όπως είπαν, τήν «άκρα χαμηλή τότε ποιητική στάθμη καί στό κλίμα τού «καρυωτακι-
αριστερά» τού κινήματος— καί γ ι’ αύτό καί οί συλλογές του σμού» πού επικρατούσε, προβάλλοντας άπό τή μια μέρια πα-
(κυρίως οί δύο προπολεμικές, τού 1938 καί τού 1939) ενόχλησαν Λαιότερες καθιερωμένες άξιες (τόν ΙΙαλαμα, τό Σικελιανό, άκό-
περισσότερό τόν μέσο άστό καί ξεσήκωσαν τό σκώμμα καί τήν μα καί τόν Περικλή Γιαννόπουλο) καί άπό τήν άλλη υποστηρί­
αγανάκτηση. Ό Έγγονόπουλος έμεινε πιστός στήν υπερρεα­ ζοντας τις άνανεωτικές τάσεις στήν ποίηση, πού τότε άκριβώς
λιστική του άδιαλλαξία καί στις μεταπολεμικές του συλλογές, πρωτοπαρουσιάζονταν. ’Έ γινε έτσι τό βήμα τών νέων ποιητών,
και ένα μέρος τής κριτικής τού καταλογίζει τήν ακαμψία αύτή πού πολλοί παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά άπό τις σελίδες
ως ελάττωμά, χωρίς να παραβλέπει τά άφθονα θετικά στοιχεία, του.
εναν εσώτερο πικρό λυρισμό καί μιά ένάργεια ζωγραφική. Είναι, Στό προτελευταίο τεύχος τής χρονιάς δημοσιεύονταν τά πρώ­
και ως ζωγράφος καί ώς ποιητής, εντελώς ιδιότυπος καί μονα­ τα ποιήματα τού ’Οδ. Έλύτη, πού μέσα σέ λίγα χρόνια άνα-
δικός' ιδιότυπος καί στή γλώσσα, με έθελημένα άφθονα στοιχεία γνωρίστηκε ούς ένας άπό τούς πιό προικισμένους καί τούς πιό
λόγια (φαναριώτικα). αντιπροσωπευτικού; ποιητές τής νέας σχολής. Ό Όδ. Έλύτης
Στα χρόνια τής εχθρικής κατοχής ό ορθόδοξος αυτός υπερρεα­ (ψευδώνυμο τού Όδ. Άλεπουδέλη) γεννήθηκε στό 'Ηράκλειο τής
λιστής μάς έδωσε ένα μεγάλο συνθετικό ποίημα, οπού ξεπερ- Κρήτης τό 1911, ή καταγωγή του όμως είναι άπό τή Μυτιλήνη.
νωντας, έστω καί πρόσκαιρα, τόν υπερρεαλισμό, έφτασε σέ μιά Ά πό μικρό παιδί εγκαταστάθηκε στήν ’Αθήνα, όπου καί σπού­
κορύφωση. Τό ποίημα, γραμμένο τό χειμώνα 1942-43, έπιγρά- δασε, περνώντας τά καλοκαίρια σέ διάφορα νησιά τού Αιγαίου.
9. Τό « ’Α ρ γ ώ ή π λ ο υ ς ά ε ρ ο σ τά το υ » (γ ρ α μ μ έ νο γ ύ ρ ω σ τ ά 1 9 4 4 ) δη­
Τό 1929 —γράφει σέ ένα του αύτοβιογοαφικό σημείωμα11—
μ ο σ ιε ύ τ η κ ε ( α π ο σ π α σ μ α τ ικ ά ;) σ το π ερ . Πάλι ( 1 9 6 4 - 5 ) . Σ υ ν το μ ό τε ρ α π ε ­ ένα τυχαίο γεγονός, μιά ποιητική συλλογή τού Paul Éluard,
ζ ά ε ίν α ι σ υ γ κ ε ν τ ρ ω μ έ ν α σ τ ά Γραπτά ή Προσωπική μυθολονία (1936- τόν έφερε σέ επαφή μέ τόν ύπερρεαλισμό. Ι ό όνειρο, ή αύτόματη
1946), ’Α θ ή ν α 1 9 6 0 (2η εκδ. 1 9 7 4 ) .
1 0 . « Ό Ε μ π ε ιρ ικ ό ς δ ια β ά ζ ε ι ’Ε μ π ε ιρ ικ ό » , εκδ. Δ ιό νυσ ο ς, X D L 0 8 5 3 .
II. ’ Α δ η μ ο σ ίε υ τ ο , οσο £έρο>.
292 293
15. Η ΓΚΝΊ Λ T O T 1930. ΠΟΤΙΙΣΤΙ ΟΔ. Ι ι Λ Γ Τ Ι Ι Σ

γραφή, ή απολύτρωση τού υποσυνείδητου, ή φαντασία παντο­ Τον ’Οκτώβριο τοϋ 1940 ό Έλύτης (είκοσι έννέα χρονών)
δύναμη, έξω από τον έλεγχο τής αισθητικής ή τής ηθικής, του επιστρατεύεται καί μένει στό αλβανικό μέτωπο όλη τή διάρ­
επιτρέπουν (όπως έγραψε ό ’ίδιος μιλώντας γενικά για τούς ποιη­ κεια τοϋ πολέμου. Ή καινούρια αύτή δοκιμασία θά σφραγίσει
τές τού υπερρεαλισμού) «νά ξαναδώσει το όραμα τοϋ κόσμου τήν κατοπινή του εξέλιξη’ χωρίς έπαναστατική άλλαγή, ένας
μέ όλη την ιερή χαρά τής υλικής του υπόστασης, άλλα, καί μέ τόνος ώριμης σοβαρότητας καί καινούριοι, πλατύτεροι ορίζοντες
όλο το ρίγος τής "καθαυτό” ποιητικής του στιγμής».12 θά προστεθούν στήν ποίησή του. Το 1945 δημοσιεύεται ένα με­
’Από τα πρώτα της φανερώματα ή ποίηση τοϋ Έλύτη χαι­ γάλο ποίημα, καρπός υψηλής έμπνευσης καί ποιητικής εύφορίας,
ρετίστηκε σαν μια ποίηση φωτεινή, αισιόδοξη, εφηβική, όπου τό "Ασμα ηρω ικό καί πένθιμο για τον χαμένο άνθυπολοχαγό τής
το Αιγαίο («ή δροσιά καί το φωτεινό μυστήριο τοϋ έλληνικοΰ ’Α λβανίας. Τό "Ασμα δείχνει όλες τις ποιητικές αρετές τοϋ Έ ­
άρχιπελάγους») έχουν θέση κεντρική. λύτη —τήν παρθενικότητα τής λέξης, τήν τόλμη καί τή δόνηση
Ό έρωτας τής έκφρασης, τή σχεδόν κλασική ισορρόπηση τής κατασκευής—
7ο άρχιπέλαγος φτασμένες έδώ σ’ ένα στάδιο ωριμότερο. Τό έργο βρήκε αντα­
Κ ι ή πρώ ρα τω ν άφρών τον πόκριση (πράγμα πού θά ήταν άδιανόητο πέντε - δέκα χρόνια
Κι, οι γλάροι των ονείρων τον πρωτύτερα) καί άγαπήθηκε από ένα μεγάλο μέρος τού κοινού
Σ το π ιο ψηλό κατάρτι ό ναύτης άνεμίζει —όσο κι αν βέβαια βοήθησε σ’ αύτό καί τό θέμα.
"Ενα τραγούδι. Μετά τή δημοσίευση τού "Ασματος, ό Έλύτης, σχεδόν γιά
δεκαπέντε χρόνια, σωπαίνει, τουλάχιστον ποιητικά. ’Αλλά τό
(«Τ ο ϋ Α ιγ α ίο υ » )
1960 παρουσίασε μιά μικρότερη συλλογή: "Εξι κ α ί μ ία τύψεις
Στα πρώτα αυτά ποιήματα υπάρχουν κιόλας όλα τά στοιχεία γ ια τον ονρανό, όπου ή πυκνότητα τοϋ στίχου καί ή μεστότητα
τής νέας σχολής: οί καινότροποι συνδυασμοί τών λέξεων, οί ει­ τού ποιητικού στοχασμού μαρτυρούσαν γιά τήν επίμονη έπε-
κόνες πού προβάλλονται άμεσα, ελευθερωμένες καί μοναδικές, ξεργασία πού είχε προηγηθεΐ. Καί σχεδόν σύγχρονα δημοσίευσε
καί συμπλέκονται σε μια καινούρια ενότητα «ύπερπραγματική)). ένα μεγάλο συνθετικό ποίημα, τό "Αξιόν εστί. Τά χρόνια τής
Αλλά υπάρχει καί κάτι πάρα πέρα: μια θέληση μορφοποιητική, σιωπής άποδεικνύονταν λοιπόν χρόνια γόνιμα, άσκησης και περι­
πού δαμάζει το χείμαρρο τών εικόνων καί τούς δίνει μορφή —όχι συλλογής, «ένα άπό τά ωραιότερα καί τιμιότερα παραδείγματα
βέβαια τούς στίχους καί τις στροφές τής παράδοσης, άλλά κάτι άμείλικτης καλλιτεχνικής συνείδησης στήν ιστορία τής ευρωπαϊ­
πού τά θυμίζει: κάποια τάξη καί κάποιο πνεύμα. κής ποίησης» (όπως έγραψε ένας άπό τούς πρώτους κριτικούς
Οί Π ροσανατολισμοί (1940) είναι ή συλλογή όπου συγκέν­ πού ανεπιφύλακτα άναγνώρισε τήν άξια τού νέου έργου, ό Γ.
τρωσε ό Έλύτης ό,τι είχε ώς τότε δημοσιεύσει. Συναντούμε στή Π. Σαββίδης).13 Γιατί κατά τά άλλα ή κριτική (εκτός άπό ελά­
συλλογή μερικά από τά πιο χαρακτηριστικά πρώιμα ποιήματά χιστες έξαιρέσεις) κράτησε, στήν άρχή τουλάχιστον, μπρος στο
του, όπως π.χ. τή «Μαρίνα τών βράχων», την «'Π λικία τής "Αξιόν εστί μιά στάση σώφρονης επιφύλαξης.
γλαυκής θύμησης», την «Τρελή ροδιά». Ό "Ηλιος δ πρώ τος (μαζί Τό ποίημα είναι πραγματικά δύσκολο καί στήν κατανόηση
με τις «Παραλλαγές πάνω σέ μιάν αχτίδα»), ή συλλογή πού κυ­ καί στήν άποτίμηση: Είναι μιά αύστηρά οίκοδομημενη καί άρχι-
κλοφόρησε το 1943, εξακολουθεί φανερά τήν ίδια γραμμή, μέ τεκτονημένη σύνθεση, άπό τρία μέρη. Ή Γένεση, Τά Πάθη,
κύρια χαρακτηριστικά πάλι το Αιγαίο, τον ήλιο, τή χαρά τής Τό "Αξιόν έστί. "Οπως καί στά τρία κλίτη ένός χριστιανικού
ζωής. 'Ωστόσο κάποτε κάποτε διακρίνεται, κάτω από τήν κατά­ ναού, τό μεσαίο μέρος τού ποιήματος είναι τό εύρύτερο καί
φαση αύτή, μιά πικρή γεύση, πού προοιωνίζει μιά διαφορετική τό πιό σημαντικό’ ή «Γένεση» είναι σάν μιά εισαγωγή, καί τό
εξέλιξη. «Δοξαστικό» σάν μιά κατάληξη. Στό έργο συνυφαίνεται ή άτο-
12 . Σ το άρθρο το υ « Τ ά σ ύγ χ ρ ο να π ο ιη τ ικ ά κ α ί κ α λ λ ιτ ε χ ν ικ ά ρ ε ύ μ α τ α » ,
σ τό π ερ ιο δ ικ ό Καλλιτεχνικά Νέα ( 1 9 4 3 - 4 4 ) , άρ. 2 9 -3 3 . 13. Σ το π ερ ιο δ ικ ό Ό Ταχυδρόμος, 1 0 Δ εκ ε μ β ρ ίο υ 1 9 6 0 , σ σ . 1 4 - 1 5 .

294 295
15. II Γ Ε Ν Ι Λ T O T 1930. Π Ο Ι Ι Ι Σ Ι Ι Ν. Β Ρ Κ Τ Τ Α Κ Ο Σ . Γ. Ρ Ι Τ Σ Ο Σ

μικη εμπειρία τοΰ ποιητή με τήν εθνική καί την ιστορική έμπει- θοΰν δίπλα στό Σεφέρη καί τόν Έλύτη. Είναι περίπου συνομή­
οία’ τά «πάθη» τοΰ ελληνισμού, σέ μιά έκταση συγχρονική καί λικοι μέ τόν τελευταίο' ή προσήλωση καί τών 8υό στήν αριστερή
διαχρονική, συνυφασμένα με τήν υποκειμενική αίσθηση («αύτός ιδεολογία έκαμε ίσως τήν κριτική ν’ αναφέρει πάντα δίπλα δίπλα
ό κόσμος ό μικρός, ό μέγας»), καταλήγουν υπερβατικά στον με­ τά όνόματάτους, δσο κι άν, στό ποιητικό πεδίο, ύπάρχουν πολλές
ταφυσικό χώρο τοΰ τελευταίου μέρους, πού είναι μιά σειρά ύ­ καί σημαντικές άνάμεσά τους διαφορές.
μνων δοξαστικών, δπου ή ομορφιά των άπειρων πραγμάτων τοΰ Ή πορεία τους βέβαια στους πιό σημαντικούς σταθμούς στά­
κοσμου τούτου παίρνει μιά ύπεργήινη λάμψη, καί δπου το τώ ­ θηκε παράλληλη. Ξεκίνησαν καί οί δυό κάτω άπό τήν ισχυρή
ρα καί το πάντα {τό Ννν καί το Αίέν, ή γή καί ό ουρανός) συν­ επίδραση τοΰ Καρυωτάκη, πού ήταν άλλωστε τό αυτονοητο
δυάζονται σέ μιά ενότητα υπερκόσμια. T ó’Vlξιον έστί είναι ένα κλίμα τής εποχής. Ό Νικηφόρος Βρεττάκος (γεννημένος τό 1911
έπος δοσμένο μέ τρόπο λυρικό (δχι «επικολυρικό»), ένα έπος δ­ κοντά στή Σπάρτη) δημοσίευσε τήν πρώτη του συλλογή τό 1929,
που ό ποιητής δένεται μέ τήν παράδοση τής χώρας του καί τής καί ώς τό 1937 έμεινε πιστός στό κλίμα τοΰ «καρυωτακισμοΰ»,
φυλής του καί πάει νά βρει τά μυστικά πού τή συναπαρτίζουν. δσο κι άν προσπάθησε μάταια νά τό άποτινάξει. Μέ δυο εκτε­
Τήν επική, συνθετική πρόθεση τοΰ ποιητή εξυπηρετεί μέ νέστερες συνθέσεις, τήν ’ Ε πιστολή τον κύκνου (1937) και το
απόλυτη επιτυχία καί ή γλώσσα, πού είναι μιά νέα ποιητική Ταξίδι τοϋ ’Α ρχαγγέλου (1938), πολύ εκτεταμένο, σημαντικό,
δημιουργία. 'Ο ποιητής άξιοποίησε δλη τή μακριά παράδοση άλλά καί άνισο ποίημα, διαπιστώνουμε τήν άλλαγή καί στήν
τής ελληνικής γλώσσας, άπό τόν "Ομηρο ώς τό Σολωμό, αλλά ποιητική άτμόσφαιρα καί στά εκφραστικά μέσα. Οί επόμενες
κυρίως (τό δείχνει καί ό τίτλος) εκμεταλλεύτηκε μιά καινούρια, συλλογές, πού διαδέχονται πυκνά ή μιά τήν άλλη, παρουσιάζουν
ελάχιστα ώς τώρα εκμεταλλευμένη φλέβα, τή γλώσσα τής εκ­ τόν ποιητή σέ ώριμο πιά στάδιο. Κυριαρχοΰν τά συντομότερα
κλησιαστικής ύμνογραφίας, καί κατόρθωσε άπό τήν πηγή αύτή ποιήματα, πού έκφράζουν καλύτερα τήν ιδιοτυπία τοΰ λυρισμοΰ
να πλουτίσει καί νά δροσίσει τή δική του ποιητική έκφραση, του, ενός λυρισμοΰ πού κινείται σέ περιορισμένα δρια και όπου
αλλά παραλληλα νά φέρει καί ένα παράξενο ξανάνιωμα στήν ίδια κυριαρχεί μιά χαρούμενη λυρική διάθεση, μιά αισιοδοξία, δπως
αυτή παραδοσιακή γλώσσα, στό άγγιγμα τοϋ δικοΰ του χλοερού τήν είπαν, «νεοχριστιανική», καί προπάντων ή άγάπη στον άν­
λυρισμοΰ. θρωπο. Σέ μεταγενέστερες ακόμα συλλογές CO Ταΰγετος καί
Ό Έλύτης τά τελευταία χρόνια, άπό τό 1971 ώς τό 1974, δη­ ή σιω π ή , 1949, Ό Χρόνος καί το π ο τά μ ι, 1957) μιά επιστροφή
μοσίευσε πέντε μικρότερες ποιητικές συλλογές (7ο Φωτόδεντρο στή φύση καί στή γενέθλια γή τοΰ άνοίγουν δρόμους επαφής
καί ή δέκατη τέταρτη ομορφ ιά, 7α ' Ετεροθα?*.ή κ.ά.), καί συγκέν­ καί προς τή δημοτική παράδοση.
τρωσε σέ τόμο (Λεύτερη γραφή) μεταφράσεις του ξένων ποιη­ Μέ τόν Γιάννη Ρίτσο (γεννημένον τό 1909 στή Μονεμβασία)
τών (Rim baud, Éluard, Μαγιακόφσκι κ.ά.), καθώς καί πεζά περνοΰμε σ’ έναν ποιητή μέ ποιητική φωνή πιό εύκρινή καί εκτει­
του δοκίμια (’Α νοιχτά χαρτιά). νόμενη σέ μεγαλύτερη κλίμακα. Οί πρώτες του συλλογές (Τρα­
κτέρ 1934, Π υραμίδες 1935) δεν ξεφεύγουν βέβαια άπό τόν
'Η άνανέωση τοΰ ποιητικού λόγου στή δεκαετία 1930-40 μέ «καρυωτακισμό» τής εποχής, άλλά διακρίνονται γιά τήν εκφρα­
πρωτοπόρους καί κορυφαίους τό Σεφέρη καί τόν Έλύτη επη­ στική άκρίβεια καί τό επαναστατικό τους περιεχόμενο. 'Ο ’Επι­
ρέασε αποφασιστικά καί γόνιμα καί άλλους ποιητές, οί όποιοι, τάφιος (1936) —ό θρήνος μιας μάνας γιά τό παιδί της πού σκο­
ενώ άρχισαν μέσα στά καθιερωμένα πλαίσια τής παράδοσης, άπό τώθηκε σέ διαδήλωση άνεργων καπνεργατών— άγγίζει τόνους
μιά ορισμένη στιγμή καί ύστερα ανανέωσαν τά εκφραστικά τους βαθύτερους, κινείται δμως πάντα στήν ίδια γραμμή. Μέ τό πο­
μέσα καί δέχτηκαν τό καινούριο, μέ ευεργετικά γιά τήν ποίησή λύστιχο Τραγούδι τής αδερφής (1937) διαπιστώνουμε, δπως καί
τους άποτελέσματα. Τέτοια κατ’ εξοχήν ή περίπτωση τοΰ Ν. στόν Βρεττάκο, μιάν άλλαγή καί στή μορφή άλλά καί στήν ψυ­
Βρεττάκου καί τοΰ Γ. Ρίτσου, πού καί άπό τήν άποψη τήε πο­ χική διάθεση, πού οφείλεται στήν έπίδραση τής νέας ποιητικής
σότητας καί άπό τήν άποψη τής ποιότητας μποροΰν ν’ άναφερ- τέχνης. Ά πό εκεί θ’ άκολουθήσουν ώς τό 1945 ποιητικές συλ­
296 297
15. 11 Γ Ε ΝΙ Α T O T 1930. Ι Ι 0 1 Ι Ι Σ Ι Ι Γ . ΡΓΓΣΟΣ

λογές πού σταθεροποιούν την ποιητική του φυσιογνωμία. Ό τόπεδο τής Λέρου καί μελοποιημένα άπο τον Μίκη Θεοδωράκη.
Ρίτσος άνακατεύεται ενεργά στήν πολιτική δράση στά χρόνια Ή ποίηση τού Ρίτσου άγγίζει βέβαια καί τον προβληματισμό
τής Κατοχής καί τού εμφύλιου πολέμου πού ακολούθησε' άπό τού σύγχρονου άνθρώπου, τού άτομικοΰ καί τού κοινωνικού. Κά­
το 1948 ώς το 1952 βρίσκεται εξόριστος σε διάφορα νησιά καί ποτε θέλει καί άμεσότερα (δηλ. λιγότερο ποιητικά) νά υπηρε­
μετά την έπάνοδό του δημοσιεύει ένα πλήθος συλλογές, όπου τήσει τήν κοινωνική του ιδεολογία" δέν είναι αύτά τά πιο επι­
φυσικά βρίσκονται άποτυπωμένες όλες οι σκληρές αύτές έμπει- τυχημένα του ποιήματα. ’Άλλοτε ή κοινωνική αιχμή μπορεί ’ί ­
ρίες. Το 1961, σέ δυο ογκώδεις τόμους (Π οιήματα) συγκεντρώ­ σως νά υπάρχει ώς πρόθεση (κάποτε τήν άνακαλύπτει μόνο ή
νει ολη την έως τότε παραγωγή του, αλλά εξακολουθεί νά δη­ ύπερκριτική διάθεση τών έρμηνευτών του) είναι όμως τό λιγό­
μοσιεύει καί άλλες συλλογές- τά Π οιήματα θά συμπληρωθούν τερο ενδιαφέρον σημείο τού ποιήματος. Ό Aragon14 (πού μί­
μ’ έναν τρίτο τόμο το 1964, καί μ’ έναν τέταρτο το 1975. Πα­ λησε μέ υπερβολικά κολακευτικά λόγια γιά τον Ρίτσο) όταν τού
ράλληλα όμως δημοσιεύει καί άλλες πολλές μεμονωμένες συλλο­ εξήγησαν πώς 'Η Σ ονάτα τον σεληνόφωτος (1956) «έκφράζει
γές. Τά χρόνια τής δικτατορίας γνώρισε καί πάλι τά στρατό­ το τραγικό άδιέξοδο μέσα στο όποιο έχει π έσει ό άτομισμός
πεδα συγκεντρώσεως καί ύστερα την άπομόνωση στή Σάμο. καί ολόκληρος ό άστικός πολιτισμός», έκαμε διακριτικά πέραλ
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί, έκτος άπο τις ανατολικές, καί τήν ερμηνεία αύτή καί σταμάτησε με κατανόηση μόνο στά κα­
σέ πολλές χώρες τής Δ. Εύρώπης καί τής ’Αμερικής, καί έχουν θαρά λυρικά στοιχεία τού ποιήματος.
τιμηθεί μέ πολλά διεθνή βραβεία, όπως το Διεθνές Βραβείο ποίη­
σης στο Βέλγιο (1972) καί τελευταία το Βραβείο Λένιν (1977). Δρόμο παράλληλο πορεύεται καί ένας άλλος άξιόλογος ποιητής, ό
Ό Ρίτσος είναι ένας ποιητής πληθωρικός στήν παραγωγή του Γ. Θ. Βαφόπουλος (γενν. 1903), πού προέρχεται άπό διαφορετικό
καί αναμφισβήτητα προικισμένος μέ πηγαίο αίσθημα καί μέ περιβάλλον, τή Θεσσαλονίκη, πού θά τή δούμε νά άποκτά έναν
άρετές καθαυτό ποιητικές. Τά ποιήματά του είναι πολύστιχα, ιδιαίτερο χαρακτήρα, ιδίως στήν πεζογραφία. Εΐχε έκδηλωθεΐ
μέ συνεχή ροή πού ξεπηδά αύθόρμητη άλλά καί άνεξέλεγκτη. Τήν μέ διάφορες δημοσιεύσεις κιόλας άπό τό 1921 · τό 1931 έδωσε
έμπνευσή του τήν αντλεί κυρίως άπο το μαγικό χώρο τής παιδι­ τήν πρώτη του συλλογή, Τά Ρόδα τής Μ υρτάλης, πού τή διέ-
κής καί τής έφηβικής ηλικίας, οί εικόνες άναβλύζουν πλούσιες κρινε κάποιος ιδιότυπος νεοκλασικισμός καί έντονη επίδραση
καί δροσερές, ή λέξη του έχει βάρος καί άξια, άλλά συνάμα αβρό­ τού Καρυωτάκη. Ό θάνατος άγαπημένου προσώπου τόν οδηγεί
τητα καί παλμό. Ά λλά ή πλατιά αυτή ροή τού λυρικού λόγου, νά βρει έναν λιτότερο, προσωπικότερο τρόπο έκφρασης (Π ρο­
πού είναι το κύριο χαρακτηριστικό καί ή κύρια άρετή τής ποίη­ σφορά, 1938)" καί τούτο θά ολοκληρωθεί στά μεταπολεμικά χρό­
σής του, άποτελεί ταυτόχρονα καί το άδύνατο σημείο της: παίρ­ νια, όπου κυρίως ό Βαφόπουλος θά βρει τό πραγματικό του πρό­
νει συχνά πλάτος δυσανάλογο, άνακατεύει το άναγκαΐο μέ το σωπο. Ό Βαφόπουλος είναι όλιγογράφος καί γενικά έχει τήν
περιττό, έπαναλαμβάνεται, κάποτε δέν άποφεύγει καί τή ρητο­ τάση πρός τόν περιορισμό καί τήν αύστηρή καί λιτή έκφραση.
ρεία. Τού λείπει επίσης ή συνθετική ικανότητα: τά πολύστιχα Στις μεταπολεμικές συλλογές (καί κυρίως στήν πιό χαρακτηρι­
ποιήματά του δέν έχουν έσωτερική συνοχή, άλλά άθροίζουν πα­ στική, 7ο Δάπεδο, 1951) βλέπουμε τήν ποίησή του, κυριαρχη­
ρατακτικά τις έντυπώσεις καί τις εικόνες, πού είναι όμως, οχι μένη άπό μιά μεταφυσική άγωνία τού θανάτου, νά άποβάλλει
σπάνια, άπο τις πιο λαγαρές καί δροσερές τής νεώτερης ποίησης. θεληματικά κάθε λυρική καί υπαινικτική διάθεση καί νά φτάνει
Τά τελευταία χρόνια, χωρίς νά εγκαταλείπει τά πολύστιχα πολλές φορές σέ μιά έθελημένη ψυχρότητα καί γυμνότητα. Ποί­
συνθετικά ποιήματα, ό Ρίτσος φαίνεται νά δείχνει κάποια προ­ ηση μονοτονική, όπως τή χαρακτήρισαν, πού άπευθύνεται πε­
τίμηση προς τά ολιγόστιχα καί συμπυκνωμένα. Χαρακτηριστική ρισσότερο στή νόηση καί εκφράζεται μέ ιδεογράμματα (ίσως
γ ι’ αύτό είναι ή συλλογή Χ άρτινα (1974), μέ μικρά ποιήματα τών δέν είναι άσχετο πώς ό Βαφόπουλος σπούδασε μαθηματικά).
ετών 1970-1974, ή τά Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα τής πικρής π α ­ 14. Σ τ ά Letlrcs Frangnises, 28 Φ εβρουάριου 1957" μ ετα φ ρ α σ μ ένο
τρίδας (1973), γραμμένα (σχεδόν όλα) σέ μιά μέρα στο στρα­ στήν Τέχνης 5 (1 9 5 7 ) 2 0 9 -2 1 2 .

29 8 299
IS. II Γ Ε Ν Ι Α T O T 19:10. ΠΟΙ ΓΙ ΣΗ Ο Κ Τ Κ Λ Ο Σ Τ Ω Ν «ΝΚΩΝ Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Ω Ν »

Συνάρτηση των χαρακτηριστικών αύτών είναι πιθανόν καί ή περισσότερο τή στοχαστική συγκέντρωση του μοναχικού αν-
προτίμησή του σέ γλωσσικούς τύπους τής καθαρεύουσας καί θρώπου στά άτέλειωτα ταξίδια στόν ωκεανό. Αιγομίλητος, φει­
τής εκκλησιαστικής παράδοσης (με ιδιαίτερη προτίμηση στον δωλός στήν εξωτερίκευσή του, διαθέτει όμως μιά γνήσια ποιη­
άναπαιστικο ρυθμό), πού προσθέτουν κάποια στυγνότητα, αλλά τική φωνή, αυστηρή καί στέρεη στή συγκρότησή της, χωρίς εύ­
συνάμα καί κάτι εντελώς ιδιαίτερο καί προσωπικό στην έκφραση. κολες παραχωρήσεις. Συγκέντρωσε τά ποιήματά του τό 1939
Στα Νέα Γ ράμ ματα, καί γύρω άπύ το Σεφέρη καί τον Έ λύ- καί άνατύπωσε μερικά άλλα τό 1944 («Τής Μουσικής»' ή μου­
τη, συγκεντρώθηκαν καί μερικοί άλλοι ποιητές πού πίστεψαν σική είναι δίπλα στή θάλασσα τό δεύτερο σταθερό μοτίβο τής
στη νέα ποίηση καί έκφράστηκαν μέ τή νέα τεχνική. 'Ο Α. ποίησής του). ’Από τότε σποραδικά εμφανίστηκε σέ περιοδικά,
Δρίβας, παλαιότερος (1899-1942), είχε παρουσιαστεί μαζί μέ καί μόνο τελευταία μάς έδωσε ένα εκτενές ποίημα: ’Ινδίες (1967),
τούς ποιητές τής γενιάς του 1920, νωρίς όμως ζήτησε να εκ­ βασισμένο όμως κι αύτό στις εμπειρίες τών παλιών ταίςιδιών
φραστεί μέ τούς καινούριους τρόπους τής καθαρής ποίησης. Μιά καί ξαναδουλεμένο ύστερότερα, καθώς καί μιά συλλογή μέ λιγό-
δική του εντελώς ξεχωριστή υπόσταση έχει ό πρόωρα χαμένος στιχα Χ άι-Κ άι καί Τάνκα (1972).
J ιώργος Σαραντάρης (1908-1941). ’Αναθρεμμένος στήν ’Ιτα­ Ά πό τούς νεώτερους ό Α. Μάτσας (1911-1969) κρατήθηκε
λία ήρθε στήν Ελλάδα το 1932 καί σχετίστηκε μέ τον κύκλο έξω άπό ομάδες καί σχολές. Αβρός, άριστοκρατικός, με πολλές
τών Νέων Γραμμάτω ν (είναι ό πρώτος πού άνακάλυψε τήν ποιη­ άναμνήσεις καβαφικές, άποδίδει μέ διαύγεια τόν έλληνισμό ως
τική ιδιοφυία του Έλύτη). Θρεμμένος καί επηρεασμένος άπύ φύση καί ώς ιστορία. 'Ωστόσο ή επιφανειακή καλλιγραφία αγ­
τις νεες ποιητικές κατακτήσεις στή Δύση, άρχίζει άπό τότε κιό­ γίζει πολλές φορές κάποια πιό άγωνιώδη ερωτηματικά γιά κά­
λας να δημοσιεύει ποιήματα, πού τά συγκεντρώνει ώς τό 1940 ποιον μυστηριούδη, άνεξιχνίαστο κόσμο. Ό Μάτσας έγραψε και
σέ λιγοσέλιδα φυλλάδια, ενώ παράλληλα, πνεύμα βαθύτατα φιλο­ τρεις τραγωδίες μέ υπόθεση κλασική (βλ. σ. 328).
σοφημένο καί προβληματιζόμενο, δημοσιεύει καί μιά σειρά δο­ Ό υπερρεαλισμός, πού μέ τά τελευταία ποιήματα τού Έλύτη
κίμια κριτικά. Μέ μιά πίστη προς τή ζωή καί τήν ομορφιά, φαινόταν νά έχει ξεπεραστεΐ, κάνει τό 1943 μιάν άργοπορημένη
άλλα καί μιά πικρία γιατί στερείται τήν άπόλαυσή της, βαθύ­ καί άπροσδόκητη έμφάνιση στό ποίημα ενός λίγο νεώτερου, την
τατα ιδεαλιστής (τά τελευταία χρόνια έρεπε μάλιστα προς έναν ’Αμοργό τού Νίκου Γκάτσου (γενν. 1915). Είναι τό μοναδικό
χριστιανικό μυστικισμό), εκφράζεται μέ νοσταλγία καί ρέμβη του ποίημα" όταν δημοσιεύτηκε γιά πρώτη φορά ξάφνιασε με
σέ ολιγόστιχα, πυκνά στήν έκφρασή τους ποιήματα, πού δέ τό καινούριο πού έφερνε καί άσκησε άναμφισβήτητη επίδραση
φτάνουν στήν ολοκλήρωση καί μοιάζουν σάν σχέδια γραμμικά. στούς νεώτερους. 'Ο ποιητής, λένε, έγραψε τό άρκετά μακρύ
Ό Σαραντάρης, μολονότι τόσο πρώιμα παρουσιασμένος, έμεινε αύτό ποίημα σέ μιά νύχτα μέσα, χρησιμοποιώντας τό σύστημα
ως το τέλος μιά μεμονωμένη ατομική περίπτωση, πού δέν πρό- τής «αυτόματης γραφής». Τό καινούριο πού έφερνε ή νέα αύτή
φτασε νά όλοκληρο.ιθεΐ ούτε καί νά ασκήσει κάποια έπίδραση' άπόπειρα, ήταν ή άποδέσμευση ένός πλήθους άπό άναμνήσεις
νωρίς άλλωστε χάθηκε: έπιστρατευμένος τον ’Οκτώβριο τού στίχων καί εκφράσεων δημοτικού τραγουδιού πού άνάβρυζαν
1940, πέθανε τό Φεβρουάριο τού 1941 άπό τις κακουχίες τού τώρα συνδυασμένες μέ άλλες εμπειρίες σέ μιά καινούρια δροσιά
’Αλβανικού πολέμου. καί παρθενικότητα καί μέ ένα ρυθμό πού σέ παρέσυρε μέ τήν
Μεμονο^μένος καί ιδιότυπος είναι καί ό Δ. ’ Αντωνίου (γεν­ ένταση καί τή γνησιότητά του. Σάν νά άνοιγαν ρεύματα πού οί
νημένος τό 1906), ό «θαλασσινός φίλος», γιά τόν όποιο μίλησε νέοι ποιητές τά είχαν άποκλείσει καί πότιζαν τώρα εύεργετικά
μέ τόση συμπάθεια ό Σεφέρης.15 Τά νεανικά του χρόνια τά πέ­ τή νέα ποίηση. Καί τό καινούριο αύτό είχε συνέχεια —σέ άλ­
ρασε σέ μακρινά υπερπόντια ταξίδια, καί στήν ποίησή του διο­ λους ποιητές όμως καί οχι στόν ίδιο τόν Γκάτσο, πού ούσιαστικά
χέτευσε λιγοτερο τη συνηθισμένη νοσταλγία τού ναυτικού καί σώπασε άπό τότε καί έστρεψε τήν εύαισθησία του μεταφράζον­
τας Lorca ή (περίεργο, άλήθεια) γράφοντας τά κείμενα γιά
15 . Tà Nea Γ ράμματα Ί ( 1 9 3 6 ) 9 3 6 - 7 , τ ώ ρ α σ τ ις .1υκιμές, 3 η εκδ.,
τό μ . !, Α θ ή ν α 1 9 7 4 , σ σ . 'ι7 -4 9 . συνθέτες λαϊκών τραγουδιών.
30 0 301
Φ.ΚΟΧΤΟΓΛΟΓ

ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ανανέωση αύτή έχει ωστόσο τις πρώτες αρχές (όπως είπα­
ν. καί παραπάνω, σ. 261) μέσα κιόλας στή δεκαετία 1920-30'
Η ΓΕΝΙΑ TOT 1930. ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ύ'ίνο πού παρουσιαζόταν τότε σάν εξαίρεση ή σάν προαγγε-
/ος κάποιας αλλαγής. Το 1922, .λίγους μήνες μετά τή Μικρά- ,·
οιατική καταστροφή, έκανε"- την πρώτη του εμφάνιση, μέ ένα
βιβλίο μέ τόν περίεργο τίτλο P edro Cazas, ένας άγνωστος ως t
ιότε λογοτέχνης, ό Φώτης Κόντογλου .(1895-1965). Είχε γεν-
νηθεϊ στο Ά ιβαλί τής Μ. Α σίας (τις αρχαίες Κυδωνιές), είχε
ταξιδέψει στή Γαλλία καί στήν ’Ισπανία καί είχε κάνει κάποιες
■tv-.f 'tv σπουδές ζωγραφικής στο Παρίσι, Το βιβλίο ήταν ή ιστορία ενός
Η λεγάμενη «γενιά του 1930», οί λογοτέχνες δηλ. πού παρου­
σιάστηκαν γύρω άπό τή χρονολογία αύτή, ανανέωσαν δημιουρ­ •.σπανού κουρσάρου, γραμμένη μέ έναν ασυνήθιστο δυναμισμό
γικά δχι μόνο τήν ποίηση άλλα καί την πεζογραφία, η όποια, καί σέ μιά γλώσσα γεμάτη νεύρο καί παλμό, πού αντλούσε
καθώς είδαμε, στά χρόνια 1920-30 φυτοζωούσε σε μια καθυ­ άμεσα άπό λαϊκές ρίζες καί λαϊκά βιβλία παλαιότερης εποχής.
στερημένη επιβίωση τής ήθογραφίας περιγράφοντας τή μίζερη ! ò βιβλίο έτάραξε τά νερά- ό Φώτος Πολίτης (στο κορύφωμα
ζωή τής φτωχογειτονιάς. Οί νέοι λογοτέχνες έστρεψαν τή ματιά τότε τής κριτικής του άρνησης) το χαιρέτισε σάν ένα ευοίωνο α
τους προς ευρύτερους ορίζοντες, ζήτησαν ·ά άνιχνεύσουν ψυχο­ σημάδι.1
λογικές καταστάσεις συνθετότερες, να αντιμετωπίσουν ποοβλή­ Τήν ιδιοτυπία τής πρώτης του εμφάνισης τήν κράτησε ό Κόν­
ματα σοβαρότερα κοινωνικά καί ανθρώπινα, προσπάθησαν ακόμη τογλου σέ όλη τήν ύστερότερη εξέλιξή του. Ζωγράφος παράλ­
να ςεπερασουν τά στενά ελληνικά όρια καί να πορευτούν πα­ ληλα άπό τούς πιο δόκιμους, Ιμπνεεται, καί μέ τις δυό του ιδιό­
ράλληλα μέ τή σύγχρονη ευρωπαϊκή πεζογραφία. Τέλος .δοκί­ τητες, άπό τήν ελληνική παράδοση, καί προσηλώνεται, θά λέ­
μασαν επίμονα, ςεπερνώντας τά όρια τού διηγήματος καί τής γαμε φανατικά, σέ ό,τι θεωρεί καθαρά ελληνικό, βγαλμένο άπό
νουβέλας, να εκφραστούν μέ το κατ’ εξοχήν σύγχρονο αεσο, το τήν παράδοση τού Βυζαντίου καί τής ορθόδοξης εκκλησίας. ' Ενα
ϊ μυθιστόρημα. Μέ συνείδηση καθαρά λογοτεχνική ζήτησαν άκοα,α καινούριο ρεύμα, άνανεωτικό μαζί καί επιστροφής στά παραδο-
μιαν ανανέωση καί στο ύφος και στη γλώσσα, ςαναπιάνονταε μένα, σημαδεύεται μέ τον Κόντογλου στή νεοελληνική ζωγρα­
τήν παράδοση των πιο δόκιμων πεζογραφων τοϋ δημοτικισμού φική, καί οί περισσότεροι άπο τούς νεώτερους καί καλύτερους
(τού Καρκαβίτσα π.χ. ή τού Βλαχογιάννη), πλουτίζοντας όμως ζωγράφους (Σπύρος Βασιλείου, Γιάννης Τσαρούχης και άλλοι)
τήν εκφραστική γραφικότητα εκείνων μέ μιά σύγχρονη, μεστό­ περνούν πρώτα άπό μιά μαθητεία κοντά του. Στή λογοτεχνία
τερη γλωσσική αίσθηση. ή παράλληλη τάση του δέν είχε τήν ίδια ακτινοβολία. Εμεινε
"Ενα γεγονός άσκησε μεγάλη επίδραση στους λογοτέχνεε τής σφιχτά προσκολλημένος στο ίδιο ύφος, χωρίς καμιά εσωτερική
γενιάς αύτης, γεγονός που ρίχνει τή βαριά σκιά του σέ όλη τη ανανέωση, καί τά πολλαπλά του δημοσιεύματα επαναλαμβάνουν
μετέπειτα λογοτεχνική παραγωγή καί σέ όλη την πνευματική τα ίδια μοτίβα, ενώ ή γλώσσα και το ύφος —πού είχαν αναβρύ­
καί τήν κοινωνική οργάνωση: ή Μικρασιατική καταστροφή καί σει τόσο αυθόρμητα και γνήσια στήν αρχή— στεγνώνουν αργό­
ή άνταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε ί βλ. καί" σ. 252). τερα σέ κάποια μανιέρα, κάποτε καί μέ μιά δυσάρεστη αναβίωση
Ιδέες καί όνειρα πού έτρεφαν τις προηγούμενες γενιές γιά ττν αρχαϊσμών καί καθαρεύουσας.
αποκατάσταση τού ελληνισμού στά πρωτυτερινά όοια τού βυζαν­
τινού κράτους, κατέρρευσαν μονομιάς τόν Σεπτέμβριο τού 1922, 'Ο Κόντογλου ερχόταν άπό τή Μικρά ’Ασία, ό Καστανάκης, γιά
και μια καινούρια τραγικότητα καί σοβαρότητα αντικατέστησαν τόν όποιο θά μιλήσουμε αμέσως, άπό τήν Πόλη. Οί περισσο­
τον προγενέστερο κάπως χιμαιρικό ρομαντισμό. ' ! I γενιά τού 30 ί. Σ ε κ ρ ιτ ικ ή τ ο υ γ ιά το β ιβ λ ίο σ τ ή ν έ φ η μ . Πολιτεία, 8 Ά π ρ . 1923"
εκφράζει στή λογοτεχνία τήν καινούρια αύτή ώρίμανση. β λ . Βιβλιογραφία κριτικών άρθρων Φώτου Πολίτη, ’ Α θ ή ν α 19 4 0 , άρ. 3 0 7 .

302 3 03
16. Η Γ Ε Ν Ι Λ Τ Ο Γ 1930. Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Η . BENΕΖΕΕ

ςιρασινο βιβλίο (193ο), Ι ο γαλαζιο (1934), καί τελευταία Το , ! ’.ενέζης είναι φύση τρυφερότερη καί λυρικότεοη. Στό
κόκκινο (1952), Ίο βνσ σινί (1959). Ή πεζογραφική του δύναμη βιβλίο του. τή Γ α λ ψ η ',1939), μάς παρουσιάζει, σέ
στα διηγήματα αυτά, συγκεντρωμένη σέ στενότερα πλαίσια, προ­ ι μυθιστορήματος πιά. τό δράμα τών προσφύγων, τις δυ-
βάλλει σέ δλη της την ένταση, το ύφος είναι πάντοτε έντεχνα ../ί τής προσαρμογής τους στην καινούρια πατρίδα. Διά-
δουλεμένο, ή φράση ζωηρά χρωματισμένη. 'Ένα από τα διηγή­ ■ /, ιναι σέ όλη τήν άφήγηση ή νοσταλγία τής χαμένης πα-
ματα του Γ αλάζιου βιβλίου το επεξεργάστηκε περισσότερο καί ■.ι / , ,α έτσι τό δράμα τών μεμονωμένων προσώπων παίρνει
μάς έδωσε σέ χωριστή έκδοση (1943) τον θαυμάσιο Β ασίλη ι - . ,οέκταση ομαδική. Ό συμβολισμός, ή υποβλητική λυρική
’Α ρβανίτη. Είναι ή ιστορία ένός άνθρούπου λαϊκού, γεμάτου ο­ .· ■<) Γ,η καί μιά βαθιά αγάπη γιά τον άνθρωπο, χαρακτηρίζουν
μορφιά και ζωική ορμή, καί μαζί καί τόλμη καί ελευθερία, τού ■ /..»■, τε τό μυθιστόρημα —όπως καί τό συνολικό έργο τού Βε-
ξεχωριστού πού περιφρονεΐ τις κοινωνικές συμβάσεις καί στη­ /.
ρίζεται μόνο στήν παλικαριά του —πού ξεπερνά όμως το όριο ! I λυρική καί νοσταλγική φύση τού ίδιου τού Βενέζη τον
και φτάνει στήν «ύβρη» καί μαζί στήν καταστροφή. "Ενας τύπος στο τρίτο του έργο, τήν Α ιολική γ ή (1943), να αναστησει
ολοζώντανος, καθαρά ανθρώπινος, άλλά καί καθαρά ελληνικός, ήν περιγραφή τά παιδικά του χρόνια στήν πατρική, «αιολική»
λαϊκός. ,, ’<) i ΐενέζης δεν είναι ό τύπος τού συγγραφέα με τήν πληθω-
Παράλληλα όμως ό Μυριβήλης δούλευε καί το μυθιστόρημα, ■■ή δημιουργική φαντασία, γ ι’ αύτό καί τά θέματα του είναι
καί μέ αρκετή καθυστέρηση μάς έδωσε το 1949, τήν Π αναγιά /ποτέ αντλημένα άπο τήν περιοχή τών προσωπικών βιωμάτων
τή γοργόνα, τήν ιστορία μερικών προσφύγων άπο τη Μικρά η. ιών άναμνήσεων. Στο βιβλίο αυτό οί αναμνήσεις δίνονται με
Λσία πού εγκαθίστανται σέ ένα παραλιακό μικρό χωριό τής τ διάχυτη άοριστία τής άνάμνησης, μέ τή γοητεία τού ονείρου
Μυτιλήνης. ’Αλλά ό πόλεμος καί ή προσφυγιά βρίσκονται εδώ .. ιι τυϋ παραμυθιού, όπως παρουσιάζεται στά έκπληκτα ματια
εντελώς εξω από το κέντρο τού μυθιστορήματος- αύτύ πού επι­ παιδιού. Αύτός ό διάχυτος άέρας τής έφηβείας καί τό ρίζωμα
διώκει ό συγγραφέας είναι νά προβάλει τήν ομαδική ζωή τών ι / γενέθλια χώματα προσδίδουν στο μυθιστόρημα μιά ιδιαι-
απλών αύτών νησιωτών καί ψαράδων. Ό ,τ ι άποτελεϊ τή συνοχή γοητεία. 'Ωστόσο οί θετικές αύτές άρετές άντισταθμίζονται
στο μυθιστόρημα είναι ο ζεστός τόνος, ή ζωντάνια τής καθημε­ <,ιΰ μ.ιά χαλαρότητα στή σύνθεση, τήν άπουσία ένός κέντρου, τήν
ρινής ζωής, ή γή καί ή θάλασσα, μέ τήν οποία είναι ζυμωμένοι //_ιψη τού συγκεκριμένου καί τή συναισθηματική υπερβολή,
οι άπλοι αυτοί άνθρωποι, καί άκόμα, σάν παράξενο σύμβολο, α κ ό μ η καί άπο κάποια χαλαρότητα στή γλώσσα καί στο ύφος.
αύτή ή έκκλησία μέ τήν άπίθανη εικόνα τής «Παναγιάς-γοργό- Μέ τήν Α ιολική γή κλείνει τό τρίπτυχο τών κυριότερων έρ-
νας», τής Παναγίας ζωγραφισμένης σάν γοργόνα, το μυθικό ον ι.ιν τού Βενέζη. Χωρίς νά πάψει νά είναι δημιουργικός καί χω-
τής λαϊκής μυθολογίας, μισό γυναίκα, μισό ψάρι. ί βέβαια νά άτονοϋν οί λογοτεχνικές του άρετές, τά μειονεκτή­
ματα πού έπισημάναμε ήδη γίνονται περισσότερό εκδηλα στα
Ό ’ Ηλίας Βενέζης (ψευδώνυμο τού Η. Μέλλου, 1904-1973), ύοτερότερα έργα του. 'II κριτική μίλησε γιά κάποια «λογοτε­
αυτός από τήν ίδια «αιολική» περιοχή όπως ό
π Ρο ε ΡΧε τ α !· κ α ι χνική άτονία καί εξάτμιση τού λυρικού του βρασμού».“
Μυριβηλης και ο Κοντογλου, γεννημένος στο μικρασιατικό ’Αι-
βαλί, άπέναντι άπο τή Μυτιλήνη. ’Έφηβος άκόμα, το 1922, ' \ν καί παλαιότερος στά χρόνια, όπως καί ό Μυριβηλης, ο
στρατολογηθηκε απο τούς Τούρκους στά καταναγκαστικά τάγ­ Κοσμάς Πολίτης (188/-19/4, ψευδώνυμο τού (Ιαρη Γαβελου-
ματα εργασίας που έστελναν τούς "Ελληνες στά ενδότερα τής Μ. δη), παρουσιάζεται κι αύτός γιά πρώτη φορά τό 1930. Οί πρώτοι
Ασιας, και αντίκρισε έτσι οχι τον πόλεμο, άλλά μιά παράλληλη αντιπρόσωποι τής γενιάς τού 30 φαίνεται, αλήθεια, σαν νά δι­
μορφή άπανθρωπίας καί βαρβαρότητας. Το πρώτο του βιβλίο, ό τάζουν νά παρουσιαστούν μέ τό πραγματικό τους όνομα. ’Έχει
Το Νούμερο 31328 (1931), είναι τό χρονικό της αιχμαλωσίας 2. Λ . Κ α ρ α ν τ ώ ν η ς , IΙερογράφοι καί πεζογραφήματα τής γενιάς τον
του, παρουσιασμένο με όλον το ρεαλισμό τής άμεσης άνάμνησης. '.ΊΟ, 1Αθήνα. 1962, σ. 138.
30 6 307
16. Η Γ Κ Ν Ι Λ T O T 1930. Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Κ. Π Ο Λ Ι Τ Η Σ . Γ . ΘΕ ΟΤ Ο ΚΑ Σ
περάσει τά σαράντα δταν δημοσιεύει το πρώτο του έργο, Το ί.μιο, ’Ελεύθερο πνεύμα (1929), δείχνοντας έτσι άπό τήν πρώ-
Λ εμονοδασος (1930), ένα έργο άνισο, πολύ λίγο λογοτεχνικό, ιου έμφάνιση τήν ιδιαίτερη στοχαστική κατεύθυνση τοϋ πνευ-
που παρουσίαζε όμως αμέσως μια ώριμη προσωπικότητα, μέ ιι.χ ιός του. Ά π ύ εύπορη οικογένεια τής Πόλης, σπουδασμένος
έντελώς ιδιότυπα χαρακτηριστικά, πού είχε καί ήξερε πολλά . 11 ήν ’Αθήνα καί υστέρα στο Παρίσι καί στο Λονδίνο, μπήκε
να πει. Το γοητευτικό περιβάλλον του λεμονοδάσους του Πόρου .ιιήν πνευματική ζωή γεμάτος ανησυχίες καί ερωτηματικά, ί-
δίνει στο έργο μια χλωράδα άνοιξιάτικη, ή φυσιολατρική αίσθηση ,ιί.ως στον πνευματικό καί λογοτεχνικό τομέα, ανησυχίες και ερω-
δενεται στον Πολίτη μέ τήν έρωτική αίσθηση καί με τούς ψυ­ ι ηματικά τών νέων γενικά τής έποχής του. Το δοκίμιο πρόδιδε
χικούς προβληματισμούς των ηρώων. 'Η E roica (1938), το πολλά σημεία τήν άνωριμότητα τοΰ συγγραφέα, αλλα και
αρτιότερο ’ίσως μυθιστόρημά του, ξεφεύγει άπύ το κλίμα καί 111,ι/_ ειλικρίνεια νεανική" ήταν σάν ένα είδος μανιφέστου, όπως
άπό τήν ορθόδοξη πεζογραφική έκφραση των δύο πρώτων έρ­ ι ίπώθηκε, τής άνεκδήλωτης άκόμα τότε «γενιάς τοΰ 30».
γων, καί μέ έναν ιδιαίτερο εκφραστικό τρόπο, μουσικό καί υπο­ ’Αλλά ό Θεοτοκάς, δπως καί οί άλλοι τής γενιάς του, αι­
βλητικό, παρουσιάζει, στή συντροφιά των παιδιών πού άποτε- σθάνεται τήν άνάγκη νά έκφραστεϊ μέ το μυθιστόρημα, αδιά­
λοϋν τούς ήρωές του, ένα εξαίρετο χρονικό τής εφηβικής ηλι­ φορο αν ή άνάγκη αύτή ήταν σ’ αύτόν περισσότερο συμπέρασμα
κίας, ποτισμένο άπύ μιά ευγενική μελαγχολία άλλά καί μιά διά­ /ογικής παρά άνάγκη βιολογική. Πριν άπύ τον πόλεμο δημοσιευ-
θεση ευδαιμονική, μέσα σέ μιάν ατμόσφαιρα ονείρου καί ποιη­ ,ι. τρία μυθιστορήματα. Ά πό τις βασικές δμως προϋποθέσεις
τικής υποβολής. ι οΰ μυθιστοριογράφου τοΰ λείπει πριν άπ’ δλα ή μυθοπλαστικη
Η ποιητική αύτή διάθεση τών πρώτων έργων φαίνεται νά φαντασία (αύτή πού θά τή βροΰμε πληθωρική στον Καραγατση)-
αλλαζει σε όσα μάς έδωσε ό Κοσμάς Πολίτης μεταπολεμικά, ,/Λλά καί οί προσωπικές εμπειρίες καί οί άναμνήσεις δεν ανα­
πού τα χαρακτηρίζει ώριμότητα καί διάθεση στοχαστική, καί βρύζουν είτε μέ τον κοχλασμύ τοΰ πάθους τοΰ Μυριβηλη, είτε
ακόμα μιά στροφή προς το καθημερινό καί το συνηθισμένο, προς pc τήν ποιητική νοσταλγική διάθεση τοΰ Βενέζη, και δεν κατορ­
τους ανθρώπους του λαού καί τον πόνο τους. Στο Γ νρί (1946) θώνουν νά σαρκώσουν πρόσωπα μυθιστορηματικά, δηλ. ζωντανα
παρουσιάζει τις αναμνήσεις του άπύ τήν ομώνυμη γειτονιά στήν καί δικαιωμένα, παρά σύμβολα το πολύ πολύ ή άνθρώπινες κα-
Πατρα, ενώ το τελευταίο του μυθιστόρημα, Σ τον Χ ατζηφράγκον ιηγορίες. Ή εύγενική καί ειλικρινής πρόθεση, το πολιτισμένο
(1963), είναι μιά ωριμότερη άναδίπλωση του θέματος τοϋ Γν- (•ράψιμο, ή καθαρότητα τής διατύπωσης, δέν ισχύουν τελικά νά
ριοϋ. Το μυθιστόρημα έχει τον υπότιτλο «Τά σαραντάχρονα μιάς Γξουδετερώσουν τις βασικές έλλείψεις.
χαμένης πολιτείας» καί μάς ζωντανεύει τή Σμύρνη, ειδικότερα Στήν ’Αργώ (1933-36) μάς μεταδίδει τις άνησυχίες καί τις
μιά γειτονιά της, σαράντα χρόνια πίσω, κυρίως σέ μιά συντροφιά ιδεολογικές συγκρούσεις τών νέων τής μεσοπολεμικής γενιάς,
παιδιών (συνομήλικων τοΰ συγγραφέα)- δ,τι δμως ιδιαίτερα κυ- πού άνήκουν σέ μιά φοιτητική συντροφιά μέ το συμβολικό όνομα
ριαρχεϊ στο βιβλίο είναι ή νοσταλγία για τήν ελληνική αύτή ιοϋ μυθικοΰ καραβιοΰ. Στο Δαιμόνιο (1938) η σύλληψη είναι
μεγαλούπολη, δπου ό συγγραφέας πέρασε τά παιδικά του χρό­ πετυχημένη, άλλά τά πρόσωπα παρουσιάζονται καί σχολιάζον­
νια, νοσταλγία πού παίρνει πιο συγκεκριμένη μορφή στή λυ­ ται πιο πολύ άπύ τον ίδιο το συγγραφέα άντί νά μάς πείσουν
ρική (ή δραματική) παρένθεση τής «Παρόδου», δπου ένα άπό μέ τή ζωτική τους πλησμονή. Τέλος στον Λεωνή (1940), το
τά παιδιά τής συνοικίας, γέροντας πιά τώρα πρόσφυγας στήν αρτιότερο ίσως έργο του, πού ή δράση του τοποθετείται στην
Αθήνα, περιγράφει τις καλές μέρες τής Σμύρνης καί τήν τρα­ 11όλη, το περιβάλλον τών παιδικών άναμνήσεων, ο συγγραφέας
γική της καταστροφή. προσπάθησε νά παρουσιάσει τις εφηβικές άνησυχίες καί τήν ψυ­
χική διαμόρφωση τοΰ κεντρικοΰ ηρώα, προβάλλοντας τες απάνω
"Αν ό Μυριβήλης καί 6 Βενέζης πρωτοπαρουσιάστηκαν μέ έρ­ σ’ ένα ιστορικό φόντο μιάς ταραγμένης έποχής.
γα εμπνευσμένα άπό τήν προσωπική τους έμπειρία, ό Γιώργος Τό διήγημα δέν είναι το είδος πού ιδιαίτερα καλλιέργησε ο
Θεοτοκάς (1905-1966) κάνει τήν πρώτη του εμφάνιση μέ ένα Θεοτοκάς, ωστόσο στον Ε υριπίδη Π εντοζάλη (1937) ή κεντρική
308 3 09
16. II TENTA T O T 1930. Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Μ. Κ Λ Ρ Λ Γ Α Τ Σ Η Σ

παρατηρητής τής πραγματικότητας, πού ξέρει νά την παραστή- γου»), ένός ήρωα κατ’ έξοχήν καραγατσικοΰ. Στο μεταξύ είχε
σει ώς την τελευταία λεπτομέρεια. 'Η γεύση τής πραγματικό- δώσει ένα άπύ τά άρτιότερα πεζογραφήματά του 'Ο Μ εγάλος
τητας χωρίς ψευδαισθήσεις ή ποιητικούς όραματισμούς, καθώς ύπνος (1946), ένα μυθιστόρημα ψυχογραφικό, μέ πολλά στοι­
και η τραγική άντίληψη του άνθρώπινου πεπρωμένου, τον οδηγεί χεία αύτοβιογραφικά, πού ξεχωρίζει ανάμεσα στ’ άλλα καί άπύ
συχνά και σ ένα πνεύμα νιχιλιστικής απαισιοδοξίας ή καί σ’ ένα τήν άποψη τής ούσίας καί τής μορφής. Στήν τελευταία δεκα­
χιούμορ γεμάτο ειρωνεία, σκώμμα καί σαρκασμό. Βαθύτατα πενταετία έγραψε πάλι μερικά άπύ τά πιο ιδιότυπα καί παρά­
ρεαλιστής καί άντιιδεαλιστής, κυριαρχείται άπύ μιά ριζική α­ δοξα έργα του, όπως το ’Ά μρι ά μούγκου (=Στό χέρι τού Θεού,
πιστία προς κάθε είδος ιδανικού ή ηρωισμού. Οί χαρακτήρες 1954), όπου το αιώνιο ερωτικό θέμα τοποθετείται στήν αφρι­
του είναι βαθύτατα, κάποτε καί κυνικότατα άντιηρωικοί- πολλές κανική ζούγκλα, τον Κ ίτρινο φάκελο (1956), σημαντικό γιά
φορές διαλέγει έπίτηδες μορφές γνωστές ιστορικές, γιά νά τις τούς τεχνικούς καί ψυχολογικούς του πειραματισμούς, τον Σ έρ­
παρουσιάσει άφηρωισμένες μέ το πρίσμα το δικό του (μέ τέ­ γιο καί Βάκχο (1959), «ένα άμφίβολο άστείο, όπως είπε κά­
τοιο πρίσμα δοκίμασε νά γράψει καί μία Ι σ τ ο ρ ία τω ν 'Ελλή­ ποιος, 573 σελίδων».
νων, έργο άποτυχημένο). 'Όσο κι αν ό Καραγάτσης είναι πρωτίστως μυθιστοριογράφος,
Μέ αυτές τις ιδιότητες, θετικές καί άρνητικές, ό Καραγά- έδωσε καί μιά σειρά ολόκληρη άπό διηγήματα- δέν προσθέτουν
τσης ήταν ένας συγγραφέας πού στάθηκε σημείο αμφιλεγόμενο πολλά στήν άρτίωση τής φυσιογνωμίας του, ωστόσο μερικά
στον καιρό του, μέ πολλούς θαυμαστές άλλά καί πολλούς επι­ ξεχωρίζουν γιά τήν πρωτοτυπία ή τή δύναμή τους, όπως το
κριτές. Κανείς ωστόσο δέν μπόρεσε νά τού αμφισβητήσει τή «Μπουρίνι» άπό μιά παλαιότερη συλλογή (τού 1935) ή «Ό άν­
γνήσια λογοτεχνική, πεζογραφική ιδιαίτερα φλέβα του, τήν ικα­ θρωπος μέ τό φλεμόνι» καί μερικά άλλα άπό τή συλλογή Π υ­
νότητά του νά στήσει ένα μυθιστόρημα πραγματικό. Είναι βέ­ ρετός (1945).
βαια άνισος" το έργο του έχει πολλές άντιφάσεις καί άπότομες
πτώσεις, το ύφος του (επειδή είναι πηγαίο) είναι καί άτημέλητο, Ό Θανάσης Πετσάλης (γενν. 1904), άπό σημαντική αστική οι­
ελάχιστα λογοτεχνικό, καί —ιδιαίτερα στά τελευταία του έργα— κογένεια τών ’Αθηνών, πρωτοπαρουσιάστηκε τό 1925 μέ έναν
ξεπεφτει σ ένα επίπεδο σχεδόν δημοσιογραφικό. τόμο διηγημάτων, πού τοποθετημένα σέ περιβάλλον άστικο, έ­
Στά δύο πρώτα του μυθιστορήματα, 'Ο Σ ννταγματάρχης κοβαν εύχάριστα τή μονοτονία τής φτωχογειτονιάς τού Βου­
Λ ιάπκιν (1933) καί ό Γ ιονγκερμαν (1936), οί ήρωες είναι χαρα­ τυρά καί τού Πέτρου Πικρού. Τήν ουσιαστική εμφάνισή του
κτηριστικά δύο ξένοι, βόρειοι μάλιστα (Ρώσος ό ένας, Φιλανδός τήν κάνει όμως μέ ένα μυθιστόρημα, 'Ο Π ροορισμός τής Μ αρίας
ο άλλος), πού έρχονται στήν Ελλάδα, εγκλιματίζονται, πετυ­ Πάρνη (1933), πρώτο άπό μιά τριλογία, όπου θέλησε νά πα­
χαίνουν, ζοΰν τήν έντονη έρωτική ζωή τους, γιά νά καταλήξουν ρουσιάσει τήν ιστορία καί τήν εξέλιξη μιάς μεγαλοαστικής οι­
τελικά στήν άποτυχία καί τήν καταστροφή. Στή Χ ίμαιρα (1936, κογένειας" τά τρία διαδοχικά μυθιστορήματα (1933-35) συγ­
ςαναπλασμένη το 1953) —πού μερικοί κριτικοί το θεωρούν ίσως χωνεύτηκαν αργότερα ( 1950) σέ ένα μέ τό γενικό τίτλο Μ αρία
το πιο πετυχημένο του καί άληθινύ μυθιστόρημα— ήρωίδα είναι Πάρνη. Ό Πετσάλης δέν είναι συγγραφέας ρωμαλέος, καί βέ­
μια γυναίκα, ξένη κι αύτή, μέ τήν έρωτική (αισθησιακή) της βαια τό μυθιστόρημά του δέν είναι ή πλατιά επική εικόνα τής
ιστορία καί τον τελικό ξεπεσμό της. Μετά τον πόλεμο ό Καρα- άστικής κοινωνίας, όπως αναμφισβήτητα τήν είχε σχεδιάσει
γάτσης, μέ τον τίτλο 'Ο κόσμος που πεθαίνει, θέλησε νά γράψει (στόν τύπο π.χ. τών μυθιστορημάτων τού G alsworthy)- είναι
ένα «roman fleuve» σέ πολλά βιβλία, μιά ευρύτερη σύνθεση όπου όμως ένας άνθρωπος εύαίσθητος καί λεπτός, άκριβής στις κατα­
θά παρουσιαζόταν σέ χαρακτηριστικές μορφές ή Ελλάδα άπύ γραφές του, πού μπόρεσε νά άποδώσει τή θαλπωρή καί τήν πνευ­
τα προεπαναστατικά χρόνια ως σήμερα. ’Έδωσε μόνο τά τρία ματικότητα ένός πλούσιου άστικοΰ σπιτιού.
πρώτα βιβλία (1944-49), πού στρέφονται γύρω άπύ τήν κεντρική 'Η έμπειρία τού πολέμου καί τής Κατοχής έκαμε τόν Πε-
μορφή τού Μίχαλου Ρούση (τού «κοτζάμπαση τού Καστρόπυρ- τσάλη νά στραφεί πρός άλλες πηγές. Μερικά διηγήματά του
312 313
lfi. Η Γ Ε Ν Ι Α T O T 1930. Ί Ι Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α (-.·. Ι Ι Κ Τ Ι Ι Λ Λ Ι Τ Ϊ . . Λ. Τ Π ' Ζ Λ Κ Π υ

στον τόμο Tà . Iικά μας π αιδιά (1946), μέ τον υπότιτλο «Χρο­ ,αφέα. είτε στις περιπέτειες τών ποοσώπων τοϋ μυθιστορή-
νικό τής σκλαβιάς», αφηγούνται ιστορίες άπό την Επανάστα­ ΐ! ντοε, καί ή πρόσμειξη αυτή άποδείχτηκε ιδιαίτερα πετυχημένη.
ση του 1821, αφήνουν όμως φανερή τήν εντύπωση τοΰ πα­
ράλληλου τής άλλης, σύγχρονης, σκλαβιάς. Καί το 1942, «τόν Σάν τον Ιίετσάλη καί ό ’Άγγελος 1ερζάκης (1907-1979) πρω­
καιρό τής γερμανοϊταλικής κατοχής», όπως ενδεικτικά σημειώ­ ί «παρουσιάστηκε πριν άπό τό 1930 υιέ δύο τόμους διηγημα­
νει ο ίδιος, έγραφε τήν άριστουργηματικά χυμένη Κ αμπάνα τής ιών, πού βρίσκονταν μέσα στο κλίμα της εποχής, στή γραμμή
Α για-Τ ριάδας Ιεκδ. 1949), μια ιστορία ή χρονικό, που περι­ ;οϋ Βουτυρά, μέ κάποια ακόμη επίδραση τής «συμβολιστικής»
γράφει τις περιπέτειες μιας μικρής εκκλησίας, άπό τό 1304 ώς πεζογραφίας τοϋ Χατζόπουλου. Ή μίζερη μικροαστική ζωη καί
το 188ο, περιπετειες που συμπυκνώνουν σ’ έναν ελάχιστο χώρο το κλίμα τοϋ χαμηλού τόνου θά έςακολουθήσουν να είναι το
τις περιπέτειες τής φυλής καί τήν ιστορική της πορεία μέσα σέ πλαίσιο καί στά δύο του μυθιστορήματα (τοΰ 1933 καί 1934)'
εξι αιώνες. Αυτή ή στροφή προς τις ρίζες τής φυλής έκαμε τον :ο τρίτο όμως, 'Η Μενεξεδένια πολιτεία (1937), παρουσιάζει
Πετσαλη να διαπραγματευτεί το ίδιο θέμα μέσα στά πλατύτερα κιόλας μιά σημαντική άλλαγή. Τά πρόσωπα κινούνται στο ίδιο
πλαίσια του μυθιστορήματος. Στους δύο τόμους των Mavrx't- μικροαστικό περιβάλλον, ο", ανθρώπινοι χαρακτήρες διαγράφον­
λνκων (1947-48) παρακολουθεί μιά ελληνική οικογένεια τον ται όμως μέ περισσότερη ένάργεια. οί συγκρούσεις μεταξύ τους
καιρό τής Τουρκοκρατίας μέσα άπό 6?'.sc τίιζ ττερΕ.τυέτοΕ,εζ του ελ- γίνονται δοαματικότερες, καί οί κεντρικοί ήρωες, καί προπάν­
ληνισμοΰ, ειδικότερα άπό τα μέσα τοϋ 16ου αιώνα ώς τά χρόνια των ή ήρωίδα, έχουν μια θερμή ανθρώπινη υπόσταση.
τοϋ Ρήγα (1798). 'Η συμπύκνωση όμως πού είχε δώσει τή Α λλά άμέσως μετά τόν πόλεμο ο Τερζάκης προχώρησε σέ
δύναμη στην Κ αμπανα χάθηκε εδώ μέσα στο πλατύτατο αυτό κάτι όλότελα καινούοιο, σέ ένα ιστορικό μυθιστόρημα, τήν Πρνγ-
ιστορικό πλαίσιο, καί, όπως παρατήρησε η κριτική, περισσότερο κιπεσσα Ίζαμπό· (1945), πού θεωρήθηκε τό άρτιότερο πεζο­
βαραίνει ο ιστορικός καί λιγότερο ό μυθιστορηματικός χαρα­ γράφημά του. Στό έκτενές αύτο μυθιστόρημα ό συγγραφέας μας
κτήρας. Σε μορφή καί σέ ύφος χρονικού έδωσε άκομα ό Γίε- ζωντανεύει μιά περασμένη ιστορική έποχή, τή Φραγκοκρατία
τσαλης ένα έργο εμπνευσμένο άπό τούς άγώνες τής Κύπρου στην Πελοπόννησο τόν 1. ίο αιώνα, και τό πετυχαίνει με μέσα
(1956), ένα χρονικό τάχα τοΰ 12ου αιώνα μέ φανερό κι εδώ καθαρά πεζογραοικα καί μυθιστορηματικά' κινεί ακόμη γύρω
τόν παραλληλισμό μέ τα σύγχρονα γεγονότα. Καί πιό πρόσφατα, , τά κεντοικα πρόσωπα ένα πλήθος άλλα δευτερευοντα πού
γόνιμο ασφαλώς άποτέλεσμα των τόσων χρόνων πού μεσολά­ δίνουν ένα ζωηοό χρώμα στήν πλατιά ζωγραφική σύνθεση. Καί
βησαν, παρουσίασε ένα έργο μέ βάση καί πάλι ιστορική, άλλα τό σημαντικότερο: στά δύο κεντρικά πρόσωπα, τή Φραγκισσα
αρτιότερο στην πεζογραφική και μυθιστορηματική μορφή, τόν πριγκιπέσσα Ίζαμπώ και τον νεαρό “Ελληνα Νικηφόρο Σγουρό
Ελληνικό άρθρο (3 τόμοι, 1962). 'Η δράση εδώ, πρός όφελος και στό δραματικό τους έρωτα, άντιπαρατάσσονται οί δύο φυ­
τοϋ έργου, συμπυκνώνεται σέ πολύ λιγότερα χρόνια, τά πριν λές και οί δύο πολιτισμοί, ύπερεκλεπτυσμένος καί γέρνοντας
καί τά μετά τήν Επανάσταση τοΰ 1821, κι ακόμη, άντι γιά πρός τήν παρακμή ό ένας, άνώριμος ακόμη, άλλα σέ μιά δυνα­
την πλασματική οικογένεια των Μαυρολυκων, το κέντρο απο­ μική άνοδο ό άλλος. Και στους άγώνες τών σκλαβωμένων «βι-
τελεί ένα πρόσωπο ιστορικό, ό Ιωάννης Κωλέτης, πού συνε­ λάνων» για τήν άπελευθέρωσή τους καταγράφονται άκόμη μνή­
νώνει σάν κρίκος συνδετικός τά πρόσωπα καί τά περιστατικά, μες άπό την πρόσφατη οδυνηρή πείρα.
έτσι πού ή άτμόσφαιρα τής εποχής νά άναδίδεται γνησιότερη. Ό Τερζάκης είναι ίσως ό πιό φιλοσοφικά άνήσυχος τής λο­
Τήν ίδια γραμμή άκολούθησε καί στο έπόμενο μυθιστόρημά γοτεχνικής γενιάς πού άντιπροσωπεύει. Στό κέντρο τών ανα-
του, Δ εκατρία χρόνια (άπό τό 1909 ώς το 1922) (1969), μέ θέμα ζητήσεών του βρίσκεται πάντοτε ό σύγχρονος άνθρωπος καί τά
την ιστορία τών δραματικών αύτών χρόνων, τών γεμάτων εξάρ­ αγωνιώδη προβλήματά του. 1 Τ αυτό ίσως είναι και εκείνος πού
σεις καί ταπεινώσεις. 'Η έξιστόρηση γίνεται σέ δύο παράλληλα καλλιέργησε ιδιαίτερα τό δοκίμιο καί άναζήτησε τήν προσφορό­
επίπεδα, είτε σάν προσωπικές άναμνήσεις τοϋ ίδιου τοΰ συγ- τερη έκφρασή του καί στό θέατρο (βλ. σ. 327), που αποτελεί
3 14 315
U,. ΤΙ ' Τ , ΝΙ Λ TOY' 1 !):ΐπ. ΠΟΖ ΟΓ Ι ' ΛΦΙ \ Μ. Κ Λ Ρ Λ Γ Λ Τ Φ Ι Ι Σ

μορφή του διηγήματος είνα·, ίσω : ένα άπο τα πιό ζωντανά πού- χνικό του έργο σημασία έχει ή παρουσία του μέσα στά γράμ­
σωπα που έπλασε. Μετά τον πόλεμό ρίχτηκε μέ ιδιαίτερο ζήλο ματά μας, ή παρουσία ένός πνεύματος καλλιεργημένου, μέ τή
στο θέατρο (βλ. παρακατω σε/.. 326), ενώ παράλληλα εξακο­ συναίσθηση τής ευθύνης τού πνευματικού άνθρώπου, ειλικρι­
λούθησε το δοκιμιογοαφικο του έργο, μέ έντονα, τά τελευταία νούς στις προθέσεις του, άνοιχτού πρός όλες τις μεριές —καί
ιδίως χρόνια, τά πολιτικά ενδιαφέροντα. ’Έδωσε ακόμα καί το προπάντων έντιμου στις πνευματικές καί στις άνθρώπινες επι­
τέταρτο μυθιστόρημά του. 'Ασθενείς καί Ό όοιπόοοι (1964· διώξεις του. Μια προσωπικότητα ανεπανάληπτη, άπό τις πιό
πρώτη μορφή με τον τίτλο 'Ιερά Ύ)Λος, 1950), όπου εξιστορείται συμπαθείς οχι μόνο άνάμεσα στή γενιά του.
ό έλληνογερμανικός πόλεμος, ή κατάροευση του 1941 καί ή πε­
ρίοδος τής Κατοχής καί, τού κινήματος του 1944. «Αισθάνομαι Εντελώς διαφορετική ιδιοσυγκρασία άπό τόν Θεοτοκά, αύθόρ-
τώρα ότι. έφτασε ό καιρός όπου θά μπορέσουμε να ατενίσουμε μητος, πληθωρικός, εκρηκτικός είναι ό Μ. Καραγάτσης (ψευ­
τά θέματα τής φοβερής εκείνα : περιόδου. . . μέ τό μάτι του δώνυμο —κι εδώ πάλι— τού Δ. Ροδόπουλου, 1908-1960). Ά πό
μυθιστοριογράφου»/ Ά ν πραγματικά το κατόρθωσε, είναι κάτι τούς νεώτερους τής γενιάς του, εκδηλώθηκε αρκετά νωρίς, καί
για τό όποιο ή κριτική δέν είπε ακόμα τήν τελευταία λέξη. ώς τό 1940 είχε δώσει κιόλας τέσσερα μυθιστορήματα καί δύο
Εντελώς εξαίρετης ποιότητας είναι τά δύο οδοιπορικά του τόμους διηγημάτων τά λογοτεχνικά του έργα ώς τόν πρόωρο
Θεοτοκά, άπό τά τελευταία καί αύτα έργα του: Δ οκίμιο γιο. σχετικά θάνατό του ξεπερνούν τά είκοσι. Είναι άπό τούς πολυ-
τή τ 'Α μερική (19; >4* καί 7 afidi στη Μέση Α νατολή καί το γραφότερους νεοέλληνες συγγραφείς. Ή πληθωρικότητά του
°Αγιον ’Ό ρος (1961). ίο πρώτο είναι περισσότεοο προβλημα­ αύτή πηγάζει προπάντων άπό τήν πλούσια μυθοπ/,αστική του
τισμός στά ποικίλα ερωτήματα πού γεννά σε έναν καλλιεργη­ φαντασία, πού είναι ή κυριότερη άρετή του. Ό Καραγάτσης,
μένο Ευρωπαίο (όπως στάθηκε πάντα ό Θεοτοκάς) η γνωριμία μολονότι βέβαια πολλά είναι τά αύτοβιογραφικά στοιχεία μέσα
μέ τή μεγάλη υπερατλαντική πολιτεία' Iva βιβλίο άκόμη σπά­ στό έργο του, δέν άναλίσκεται όμως καί δέν έξαντλειται σ’ αυτά,
νιας ευαισθησίας, άπό τά καλύτερα πού γράφτηκαν γ ι’ αύτό τό πλάθει τύπους καί έχει τό ταλέντο νά τούς παρουσιάζει σέ όλη
θέμα. Τό 7 a c id i μάς φέρνει σέ τόπους οικειότερους, πού ανήκαν τους τή ζωντάνια καί τή μυθιστορηματική τους άρτιότητα. "Ενα
άλλοτε ή βρίσκονταν δίπλα στον «μείζονα ελληνικό χώρο», καί άλλο μόνιμο χαρακτηριστικό τής πεζογραφίας του είναι τό επί­
πού ό Θεοτοκάς, γεννημένος Πολίτης, τους βλέπει μέ ιδιαίτερη μονο ξαναγύρισμα στό σεξουαλικό στοιχείο, κάτι που γίνεται ι­
συγκίνηση, εκφρασμένη μέ χαρακτηριστική θερμότητα. Ιδ ια ί­ διαίτερα ενοχλητικό καί απωθητικό γιά τόν άναγνώστη στά λι­
τερη σημασία έχε. ή αποκάλυψη πού άσκεϊ σ’ αυτόν τόν πεπει­ γότερο πετυχημένα έργα του. Στις πιό καλές όμως στιγμές τό
σμένο καρτεσιανό ο κλειστός κόσμος τού 'Αγίου ’Όρους καί sexus, στό κέντρο πάντα τής δράσης καί τής ψυχολογίας των
σέ προέκταση ό μυστικός κοσμος τής ελληνικής ορθοδοξίας: μια ήρώων, παίρνει τις διαστάσεις ένός καθολικού βιολογικού ερω­
διείσδυση πρός τό εσωτερικό τής ψυχής άπό καινούριους δρό­ τισμού. τής δύναμης τής γεμάτης μυστήριο πού κυβερνά καί
μους καί ακόμη ένα άνοιγμα τής ματιάς πρός περιοχές τής έλ- δυναστεύει τόν άνθρωπο καί τόν οδηγεί σέ ένα άδιέξοδο τρα­
ληνικής παράδοσης πού είχαν μείνει κλειστές γιά τους περισσό­ γικό. Ό ήδονισμός τού Καραγάτση δέν είναι καθόλου ευφρό­
τερους άπό τούς λογοτέχνες μας. συνος, είναι ένας ήδονισμός τραγικός' οί ήρωές του, μέ τό αξε­
« Μ ιω ρ α ία συνείδηση» έγραψε γιά τό θάνατο τού Θεοτοκά δίψαστο πάθος τού κορεσμού πού τούς τυραννεΐ, οδηγούνται τε­
ο Α. Καραντώνης,4 άπό τούς πιό οξείς παλαιότερα επικριτές λικά στήν καταστροφή.
του. Ιΐραγματικά στο Θεοτοκά περισσότερο άπό τό λογοτε- Είναι φανερό πώς τό κλίμα πού κυριαρχεί σέ όλα τά έργα
του είναι ό ρεαλισμός, ή καλύτερα ένας νατουραλισμός σπρωγ­
■ Σέ ένα είδος σημειώματος πού έγραψε γιά το έργο, δημοσιευμένο
στις Εποχές (άναφέρεται άπό τον Α. Σαγίνη, Πεζογράφοι τον καιροί· μένος ώς τά άκραΐα όρια. 'Ο Καραγάτσης, παρ’ όλη του τή μα­
μας, ’Αθήνα (1967), σ. 118,. θητεία στήν ψυχανάλυση, δεν είναι τόσο ό ζωγράφος των ψυχο­
4. Καραντώνης, ο.π., σσ. 116-17. λογικών καταστάσεων καί των άποχρώσεων, όσο ένας όξύτατος
310 311
1G. Η ΓΕΝ ΤΛ T O T 1930. Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Μ. Κ Α Ρ Α Γ Α Τ Σ Η Σ

παρατηρητής της πραγματικότητας, πού ξέρει νά την παραστή- γου»), ένός ήρωα κατ’ έξοχήν καραγατσικοΰ. Στό μεταξύ είχε
σει ως την τελευταία λεπτομέρεια. 'II γεύση της πραγματικό­ δώσει ένα άπό τά άρτιότερα πεζογραφήματά του 'Ο Μεγάλος
τητας χωρίς ψευδαισθήσεις ή ποιητικούς όραματισμούς, καθώς ύπνος (1946), ένα μυθιστόρημα ψυχογραφικό, με πολλά στοι­
και η τραγική αντίληψη του ανθρώπινου πεπρωμένου, τον οδηγεί χεία αύτοβιογραφικά, πού ξεχωρίζει αναμεσα στ αλλα και απο
συχνά και σ ενα πνεύμα νιχιλιστικής απαισιοδοξίας ή καί σ’ ένα τήν άποψη τής ούσίας καί τής μορφής. Στήν τελευταία δεκα­
χιούμορ γεμάτο ειρωνεία, σκώμμα καί σαρκασμό. Βαθύτατα πενταετία έγραψε πάλι μερικά απο τα πιο ιδιότυπα και παρά­
ρεαλιστής καί άντιιδεαλιστής, κυριαρχείται άπό μιά ριζική α­ δοξα έργα του, όπως τό ’Ά μρι ά μονγκον (=Στό χέρι τού Θεού,
πιστία προς κάθε είδος ιδανικού η ηρωισμού. Οί χαρακτήρες 1954), όπου τό αιώνιο έρωτικό θέμα τοποθετείται στήν άφρι-
του είναι βαθύτατα, κάποτε καί κυνικότατα άντιηρωικοί· πολλές κανική ζούγκλα, τόν Κ ίτρινο φάκελο (1956), σημαντικό γιά
φορές διαλέγει έπίτηδες μορφές γνωστές ιστορικές, γιά νά τις τούς τεχνικούς καί ψυχολογικούς του πειραματισμούς, τόν Σ ερ-
παρουσιάσει αφηρωισμενες μέ το πρίσμα το δικό του (μέ τέ­ γιο και Β άκχο (1959), «ένα άμφίβολο άστεΐο, όπως είπε κά­
τοιο πρίσμα δοκίμασε νά γράψει καί μία 'Ιστορία τω ν 'Ελλή­ ποιος, 573 σελίδων».
νων, έργο άποτυχημένο). "Οσο κι άν ό Καραγάτσης είναι πρωτίστως μυθιστοριογράφος,
Μέ αύτές τις ιδιότητες, θετικές καί άρνητικές, ό Καραγά- έδωσε καί μιά σειρά ολόκληρη άπό διηγήματα' δέν προσθέτουν
τσης ήταν ένας συγγραφέας πού στάθηκε σημείο άμφιλεγόμενο πολλά στήν άρτίωση τής φυσιογνωμίας του, ωστοσο μερικά
στον καιρό του, μέ πολλούς θαυμαστές άλλα καί πολλούς έπι- ξεχωρίζουν γιά τήν πρωτοτυπία ή τή δύναμή τους, όπως τό
κριτες. Κανείς ώστόσο δέν μπόρεσε νά του άμφισβητήσει τή «Μπουρίνι» άπό μιά παλαιότερη συλλογή (τού 1935) ή « Ο άν­
γνήσια λογοτεχνική, πεζογραφική ιδιαίτερα φλέβα του, τήν ικα­ θρωπος μέ τό φλεμόνι» καί μερικά αλλα απο τη συλλογή Πυ­
νότητα του να στήσει ενα μυθιστόρημα πραγματικό. Είναι βέ­ ρετός (1945).
βαια άνισος- το έργο του έχει πολλές αντιφάσεις καί απότομες
πτώσεις, το ύφος του (επειδή είναι πηγαίο) είναι καί άτημέλητο, 'Ο Θανάσης Πετσάλης (γενν. 1904), άπό σημαντική αστική οι­
ελάχιστα λογοτεχνικό, καί —ιδιαίτερα στά τελευταία του έργα— κογένεια τών Αθηνών, πρωτοπαρουσιαστηκε το 1925 με εναν
ξεπεφτει σ ένα επίπεδο σχεδόν δημοσιογραφικό. τόμο διηγημάτων, πού τοποθετημένα σέ περιβάλλον άστικο, έ­
Στά δύο πρώτα του μυθιστορήματα, 'Ο Σ υνταγματάρχης κοβαν εύχάριστα τή μονοτονία τής φτωχογειτονιάς τού Βου­
Λ ιαπκιν (1933) και ο Γ ιονγκερμαν (1936), οί ήρωες είναι χαρα­ τυρά καί τού Πέτρου Πικρού. Τήν ούσιαστική έμφάνισή του
κτηριστικά δύο ξένοι, βόρειοι μάλιστα (Ρώσος ό ένας, Φιλανδός τήν κάνει όμως μέ ένα μυθιστόρημα, 'Ο Π ροορισμός τής Μ αρίας
ο άλλος), που έρχονται στήν Ελλάδα, έγκλιματίζονται, πετυ­ Π όρνη (1933), πρώτο άπό μιά τριλογία, όπου θέλησε νά πα­
χαίνουν, ζοΰν την έντονη ερωτική ζωή τους, γιά νά καταλήξουν ρουσιάσει τήν 'ιστορία καί τήν έξέλιξη μιας μεγαλοαστικής οι­
τελικά στην αποτυχία καί τήν καταστροφή. Στή Χ ίμαιρα (1936, κογένειας" τά τρία διαδοχικά μυθιστορήματα (1933-35) συγ­
ςαναπλασμένη τό 1953) —πού μερικοί κριτικοί το θεωρούν ίσως χωνεύτηκαν αργότερα (1950) σέ ένα μέ τό γενικό τίτλο Μ αρία
το πιο πετυχημένο του καί άληθινό μυθιστόρημα— ήρωίδα είναι Πάρνη. Ό Πετσάλης δέν είναι συγγραφέας ρωμαλέος, και βέ­
μια γυναίκα, ξένη κι αυτή, μέ τήν ερωτική (αισθησιακή) της βαια τό μυθιστόρημά του δέν είναι ή πλατια επική εικόνα τής
ιστορία και τον τελικό ξεπεσμό της. Μετά τόν πόλεμο ό Καρα- αστικής κοινωνίας, όπως άναμφισβήτητα την είχε σχεδιάσει
γατσης, μέ τόν τίτλο 'Ο κόσμος που πεθαίνει, θέλησε νά γράψει (στόν τύπο π.χ. τών μυθιστορημάτων τού Galsworthy)· είναι
ένα «roman fleuve» σε πολλά βιβλία, μιά ευρύτερη σύνθεση όπου όμως ένας άνθρωπος ευαίσθητος καί λεπτός, ακριβής στις κατα­
θά παρουσιαζόταν σε χαρακτηριστικές μορφές ή Ελλάδα άπό γραφές του, πού μπόρεσε νά αποδώσει τή θαλπωρή και την πνευ­
τά ^προεπαναστατικά χρόνια ως σήμερα. ’Έδωσε μόνο τά τρία ματικότητα ένός πλούσιου αστικού σπιτιού.
πρώτα βιβλία (1944-49), πού στρέφονται γύρω άπό τήν κεντρική 'Η εμπειρία τού πολέμου καί τής Κατοχής έκαμε τον Πε-
μορφή τού Μιχαλου Ρούση (τού «κοτζάμπαση τού Καστρόπυρ- τσάλη νά στραφεί πρός άλλες πηγές. Μερικά διηγήματα του
312 313
16. if Γ Ε Ν Ι Λ T O T 1930. 'Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α (-‘. Ι Π Ι Τ Ε Λ Λ Ι Τ Σ . Λ. Τ Κ Γ Ζ Λ Κ I I

στον τόμο 2α Δικά μας παιδιά (1946), μέ τον υπότιτλο «Χρο­ /υέα. είτε στις περιπέτειες τών προσώπων του μυθιστορή-
νικό τής σκλαβιάς», αφηγούνται ιστορίες άπό τήν ’Επανάστα­ ■/; οι, καί ή πρόσμειξη αύτή άποδείχτηκε ιδιαίτερα πετυχημένη.
ση του 1821, αφήνουν όμως φανερή τήν εντύπωση του πα­
ράλληλου τής άλλης, σύγχρονης, σκλαβιάς. Καί τό 1942, «τόν ./ν τ ό ν 11ετσά'/.η καί ό ’’.Αγγελος 1ερζακης (1907-19/9/ πρω-
καιρό τής γερμανοϊταλικής κατοχής», όπως ενδεικτικά σημειώ­ . οπαρουσιάστηκε πριν άπό τό 1930 ιύ δύο τόμους διηγημα-
νει ο ίδιος, έγραψε τήν άριστουργηματικά χυμένη Κ αμπάνα τής ,.)v, πού βρίσκονταν μέσα στό κλίμα τής εποχής, στή γραμμή
Αγι.α-Τριάδας Ιεκδ. 1949), μιά ιστορία ή χρονικό, που περι­ ν; Iίουτυρά, μέ καποια άκόμη επίδραση τής «συμβολιστικής»
γράφει τις περιπέτειες μιας μικρής εκκλησίας, άπό τό 1304 ως ίογραφιαίτοϋ Χατζόπουλου. ΤΙ μίζερη μικροαστική ζωη καί
το 188ο, περιπετειες που συμπυκνώνουν σ’ έναν ελάχιστο χώρο , κλίμα του χαμηλού τόνου θά εξακολουθήσουν να εΐναι το
τις περιπέτειες τής φυλής καί τήν ιστορική της πορεία μέσα σε αίσιο καί στά δύο του μυθιστορήματα /του 1933 καί 1984)·
έξι αιώνες. Αυτή ή στροφή πρός τις ρίζες τής φυλής έκαμε τόν ο τρίτο όμως, Ή Μενεξεδένια πολιτεία (1937), παρουσιάζει
ΓΙετσαλη να διαπραγματευτεί τό ίδιο θέμα μέσα στά πλατύτερα κιόλας μιά σημαντική άλλαγή. Τά πρόσωπα κινούνται στό ίδιο
πλαίσια του μυθιστορήματος. Στους δύο τόμους των Μ ανοό- : ακροαστικό περιβάλλον, ο', ανθρώπινοι χαρακτήρες διαγράφον-
λνκων (1947-48) παρακολουθεί μιά ελληνική οικογένεια τόν ζ. όμως μέ περισσότερη ένάργεια. οί συγκρούσεις μεταξύ τους
καιρό τής Τουρκοκρατίας μέσα άπό όλες τις περιπέτειες του ελ­ -ινονται δραματικότερες, καί οί κεντρικοί ήρωες. καί προπάν-
ληνισμού, ειδικότερα άπό τα μέσα του 16ου αίοόνα ως τά χρόνια (.ιν 'in ήρωίδα, έχουν μια θερμή ανθρώπινη υπόσταση.
τοϋ Ρήγα (1798). 'Η συμπύκνωση όμως πού είχε δώσει τή ’.Αλλά άαέσως μετά τόν πόλεμο ό Τερζάκης προχώρησε σέ
δύναμη στήν Κ αμπάνα χάθηκε εδώ μέσα στό πλατύτατο αυτό κάτι όλότελα καινούοιο, σέ ένα ίστορικο μυθιστόρημα, τήν Ι ΐρ ιγ -
ίστορικο πλαίσιο, καί, όπως παρατήρησε ή κριτική, περισσότερο .■■ιπέσσα ' Ι Δ ιιι .ί ι ·· (1945), πού θεωρήθηκε το αρτιότερο πεζο­
βαραίνει ο ιστορικός καί λιγότερο ό μυθιστορηματικός χαρα­ γράφημά του. Στό έκτενές αύτο μυθιστόρημα ό συγγραφέας μάς
κτήρας. Σε μορφή καί σέ ύφος χρονικού έδωσε άκόμα ό ΙΙε- ζωντανεύει μιά περασμένη ιστορική εποχή, τή Φραγκοκρατία
τσάλης ένα έργο εμπνευσμένο άπό τούς άγώνες τής Κύπρου στην 11ελοπόννησυ τόν 13ο αιώνα, και το πετυχαίνει με μέσα
(1956), ένα χρονικό τάχα τού 12ου αιώνα μέ φανερό κι εδώ καθαρά πεζογραακκά καί μυθιστορηματικά.· κινεί άκόμη γύρω
τόν παραλληλισμό μέ τα σύγχρονα γεγονότα. Καί πιο πρόσφατα, άπό τά κεντρικά πρόσωπα ένα πλήθος άλλα δευτερευοντα πού
γόνιμό ασφαλώς άποτέλεσμα τών τόσων χρόνων πού μεσολά­ οινουν ένα ζωηρό χρώμα στήν πλατιά ζωγραφική σύνθεση. Καί
βησαν, παρουσίασε ένα έργο με βάση καί πάλι ιστορική, άλλα ν. σημαντικότερο', στα. δυο κεντρικά πρόσωπα, τή Φραγκισσα
άρτιότερο στήν πεζογραφική και μυθιστορηματική μορφή, τόν πριγκιπέσσα Ίζαμπώ και τον νεαρό Έλληνα Νικηφόρο Σγουρό
Κλ/.ηνικο άρθρο (3 τόμοι, 1962). 'Η δράση εδώ, πρός όφελος και, στό δραματικό τους έρωτα, άντιπαρατάσσονται οί δύο φυ­
τού έργου, συμπυκνώνεται σέ πολύ λιγότερα χρόνια, τά πριν λές και οί δύο πολιτισμοί, ύπερεκλεπτυσμένος καί γέρνοντας
καί τά μετά τήν ’ Επανάσταση τοϋ 1821, κι άκόμη, άντι για πρόί τήν παρακμή ό ένας, άνώριμος άκόμη, άλλά σέ μιά δυνα­
την πλασματική οικογένεια των λΐ χυρο/.υκων. τό κέντρο άπο- μική άνοδο ό άλλος. Και στούς άγώνες τών σκλαβωμένων «βι-
τελει ένα πρόσωπο ιστορικό, ό Ιωάννης Κωλέτης, πού συνε­ λάνων» για τήν άπελευθέρωσή τους καταγράφονται άκόμη μνή­
νώνει σαν κρίκος συνδετικός τά πρόσωπα καί τά περιστατικά, μες άπό την πρόσφατη οδυνηρή πείρα.
έτσι πού ή άτμόσφαιρα τής εποχής νά άναδίδεται γνησιότερη. Ό Τερζάκης είναι ίσως ό πιό φιλοσοφικά άνήσυχος τής λο­
Τήν ίδια γραμμή άκολούθησε καί στό έπόμενο μυθιστόρημά γοτεχνικής γενιάς πού άντιπροσωπεύει. Στό κέντρο τών ανα-
του, 2ΐεκατρ«α χρόνια (άπό τό 1909 ως τό 1922) (1969), μέ θέμα ζητήσεών του βρίσκεται πάντοτε ό σύγχρονος άνθρωπος και τα
την ιστορία τών δραματικών αύτών χρόνων, τών γεμάτων εξάρ­ αγωνιώδη προβλήματά του. Τι’ αύτό ίσως είναι και εκείνος που
σεις και ταπεινώσεις. Ή έξιστόρηση γίνεται σέ δύο παράλληλα καλλιέργησε ιδιαίτερα τό δοκίμιο καί αναζήτησε την προσφορό­
επίπεδα, είτε σάν προσωπικές άναμνήσεις τοϋ ίδιου τού συγ- τερη έκφρασή του καί στό θέατρο (βλ. σ. 327), πού αποτελεί
314 315
16. Η Γ Ε Ν Ι Α T O T 1930. Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α II. Ι Τ Ρ Ε Β Ε Λ Λ Κ Ι Ι Σ

πάντοτε το καταλληλότερο έδαφος για νά άναπτυχθοΰν έντονες Ο Κ ρητικός (1948-1950, 2η έκδοση διορθωμένη 1965), άνα-
συγκρούσεις και αντιθέσεις ή νά διοχετεύσει αμεσότερα ό συγ­ φί'ρεται στά γεγονότα άπό τήν επανάσταση τοϋ 1866 ως το
γραφέας τις ανησυχίες του καί τις ιδέες του προς το κοινό. ΙΊΙΟ. Πρόθεση τοϋ συγγραφέα δέν ήταν νά ψυχογραφήσει ένα
Η Ιζαμ πώ βρίσκεται κι αυτή μέσα στον ΐδιο κόσμο τής αγω­ ξεμοναχιασμένο άτομο, άλλα «νά έκφράσει την ομαδική ψυχή
νίας και τής ανησυχίας, δσο κι άν ή μορφή τοϋ ιστορικού μυθι­ :υΰ ελληνικού λαοΰ σέ μιά περίοδο τής ιστορίας του». Ετσι,
στορήματος δίνει στις ιδέες αύτές μια έκφραση διαφορετική. στά δυο τελευταία μέρη είσάγονται πρόσωπα ιστορικά, και κυ­
Πάντως στά τρία μυθιστορήματα πού ακολούθησαν ό Τερζάκης ρίως ό Βενιζέλος, μέ άποτέλεσμα δμως (δπως παρατήρησε ή
ξαναγυρίζει στο άστικό μυθιστόρημα των χαμηλών τόνων, οπού κριτική) ή ιστορία νά ζυγίζει έδώ περισσότερο άπό τή μυθιστο­
όμως τώρα διαφαίνεται μιά εντονότερη (απαισιοδοξία, καί οί ρία. Πάντως ό Πρεβελάκης πέτυχε νά δώσει τό ήθος τοϋ κρη-
ιδέες καί οί προβληματισμοί τού συγγραφέα εκφράζονται μέ με­ πκοΰ λαοΰ, τό ιδιαίτερο χρώμα του, καί νά άπαρτίσει μιά σύλ­
γαλύτερη άνεση καί λογοτεχνική σιγουριά. Δίχως θεό, δ τίτλος ληψη καθολικότερη καί έθνική.
τού ενός μυθιστορήματος (1951), είναι καί άπό μόνος του άρ- Τήν τριλογία τοϋ Κ ρητικόν άκολούθησε μιά δεύτερη τρι­
κετα εμφαντικός. Το τελευταίο του, Μ υστική ζωή (1957), κα- λογία, πού ό συγγραφέας τής έδωσε τό γενικό τίτλο «Οί δρομοι
τεχει μια ξεχωριστή θέση, μέ τον δύσκολα άποκρυπτόμενο δρα­ τής δημιουργίας». Είναι °Ο "Ηλιος τοϋ θανάτου (1959), 'Η Κ ε­
ματικό έξομολογητικό τόνο του, πού εκφράζει τήν άγωνία ένός φαλή τής Μ έδουσας (1963) καί 'Ο ”Αρτος τώ ν άγγέλω ν (1966).
ανθρώπου πού συνθλίβεται άνάμεσα σέ αμφιβολίες καί σέ αδιέ­ ΙΙρόκειται γιά έργο πού χρησιμοποιεί στή βάση του στοιχεία
ξοδα και δεν μπορεί να προσαρμοστεί στή χυδαιότητα τής γύρω αύτοβιογραφικά' τό κεντρικό πρόσωπο, ό νεαρός Κρητικός Γιωρ-
ζωής. γάκης, ζεϊ τά πρώτα του χρόνια, πού συμπίπτουν με τα χρονιά
τοϋ Α' Παγκοσμίου Πολέμου, στή γενέθλια γή, φεύγει ύστερα
Ό νεώτερος άπο τούς πεζογράφους τής γενιάς τοϋ 30 είναι γιά τήν ’Αθήνα, δπου, τήν εποχή τοϋ μεσοπολέμου, μέσα στα
ό Παντελής Πρεβελάκης (γενν. 1909), άπο το Ρέθυμνο τής άντικρουόμενα πνευματικά καί πολιτικά ρεύματα, δημιουργεί
Κρήτης. "Τστερ’ άπο ένα νεανικό «έπύλλιο» (1928) παρουσιά­ τή δική του ιδεολογία, καί τέλος, μετά τόν πόλεμο και την Κα­
στηκε κυρίως μέ μιά μυθιστορία, Το Χρονικό μ ιά ς π ολιτείας τοχή, επιστρέφει στήν Κρήτη, μέ τήν ελπίδα νά ξαναβρεΐ τον
(1938), δπου, μέσα άπο τις παιδικές άναμνήσεις, μάς παρου­ παλιό εύλογημένο κόσμο, ελπίδα πού διαψεύδεται τραγικα. Δυο
σιάζει τή γενέθλια πόλη στο δρόμο τής σιγανής φθοράς. ’Έκαμε πρόσωπα στέκονται κοντά στόν νέο Κρητικό, η θεία Ρουσακη
αμέσως εντύπωση ή εύαισθησία καί το έξαιρετικά καλλιεργη­ στά παιδικά του χρόνια, «ενσάρκωση —δπως παρατήρησε ένας
μένο ύφος τού νέου πεζογράφου. Ό Πρεβελάκης είναι άλλωστε κριτικός5— τής γενέθλιας Κρήτης καί τοϋ λαϊκοΰ της πολιτι­
απο τούς βαθύτατα καλλιεργημένους άνθρώπους τής γενιάς του' σμού», πρόσωπο δοσμένο άπό τό συγγραφέα μέ ιδιαίτερη στορ­
έχει γράψει άξιόλογες μελέτες γιά τήν αισθητική καί γιά τις γή, καί ό Λοΐζος Νταμολίνο, ό στοχαστής μέ τή δυτική παιδεία,
εικαστικές τέχνες καί έ'θρεψε τήν εύαισθησία του στά πρότυπα τις έντονες άνησυχίες καί βασικά τήν άπιστία του, μέ την ισχυρή
τής ’Αναγέννησης (μετέφρασε κωμωδίες τού Μακιαβέλη καί επίδραση τοϋ όποιου ό νέος Κρητικός έχει ν’ άντιπαλεψει. Στο
τοϋ Καλντερόν). "Τστερ’ άπο ενα ιστορικό άφήγημα, τό Θάνατο τρίτο μέρος τής τριλογίας ό Λοΐζος έχει φτάσει στην κατα­
τον Μ έδικου (1939), καί δύο ποιητικές συλλογές {ήΗ γυμνή π ο ίη ­ στροφή, θύμα τής διαλυτικής ροπής τοϋ πνεύματός του.
ση 1939, Ή π ιο γυμνή π οίηση 1941), παρουσίασε στά πρώτα Στόν ’Ά γγελο στο π ηγάδι, τό τελευταίο μυθιστόρημα τοϋ
μεταπολεμικά χρόνια δύο πεζογραφήματα, άντλημένα καί τά Πρεβελάκη (1970), ήρωας είναι ένας νέος, πού τραυματισμένος
δύο άπο τήν ιστορία τοϋ νησιοΰ του. 'Η Π αντέρμη Κ ρήτη (1945) ψυχικά γίνεται δόκιμος μοναχής γιά νά νιώσει και πάλι την α­
είναι, δπως το λέει καί ό ύπότιτλος, ενα «χρονικό τοϋ Σηκωμού γάπη γιά τόν άνθρωπο. Άφοσιώνεται σέ ένα πουλαρακι, που
τοϋ 66», τής μεγαλύτερης άπο τις επαναστάσεις τών Κρητικών. 5. Α. Δεκαβάλλε, «Εισαγωγή στο λογοτεχνικό έργο του Παντελή
Το πλατύτερο, αποτελούμενο άπο τρία μέρη, μυθιστόρημά του, ΙΙρεβελάκη», περ. Τ ν θ νν η , Α πρίλιος 197G, σ. 21.

316 3 17
Hi. II Ι’ ΙίΧΤΛ T o r Hl:lO. Ι Ι ΚΖ ΟΓ Ι ' Λ ΨΙ Λ Α Λ Λ Ο Ι ΓΙΕΖΟΓΡΛΦΟΙ

rò είχε άποσπάσει νεογνό άπό μιά φόοια φοραδα, αύτό ίμ ω ; ·. }ν ίδια αιολική περιοχή), ένα σύντομο πεζογράφημά που
θεωρειται αμάρτημα από τον ηγούμενο τού υιοναστηριοΰ —ή ■■ άφηγείται τήν ιστορία ενός αιχμαλώτου τής Μικρασιατικής
παραφροσύνη άπό τούς άλλους— και ό νέο; μοναχός ξαναγυοί- ■ /στροφής καί τις περιπέτειες τής διαφυγής του. 'Ο συγγρα-
ζει στη μοναξιά καί στήν αγωνία του. Το έργο έχει τον υπό­ , / δίνει τήν ίδια τήν αφήγηση τού ηρώα, σέ πρώτο πρόσωπο,
τιτλο «Μιά Μεγαλοβδομάδα» καί τά κεφάλαια σημειώνουν το /■η ένα ύφος λαϊκό, ταιριαστό μέ τό θέμα, άλλα καί μαζί πυκνό
χρόνο άπο το Σάββατο του Λαζάρου Ας τή Μεγάλη 11αρασκευή, .· η απέριττο, πού πηγαίνει, χωρίς κανένα περιττό στολίδι, ίσια
υποδηλώνοντας μέ τον τρόπο αυτό τή βαθύτερη προέκταση πού . ό στόχο του.
θέλει νά δούσει ό συγγραφέας στήν ιστορία του. I ίς εμπειρίες άπό τόν δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καί κυ-
Ό 11ρεβελάκης είναι συνειδητός λογοτέχνης, με ιδιαίτερη 1σ„ - τόν ’Αλβανικό τού 1940-41 πολλοί είναι όσοι δοκίμασαν νά
φροντίδα για το ύφος' ο λόγος του είναι πάντοτε προσεχτικά ι ά.ξιοποιήσουν λογοτεχνικά, άλλα ή εθνική ανάταση των στιγ-
χτενισμένος, μέ μιά κάπως υπερβολική ίσως κάποτε εκμετάλ­ [σ,,ν εκείνων σπάνια βρήκε τήν άξια λογοτεχνική της μετουσίω-
λευση λαϊκών καί ιδιωματικών γλωσσικών στοιχείων, που ποοσ- μ Ά πό τά καλύτερα σχετικά μυθιστορήματα είναι οί ’ Λρ-
διοουν ωστόσο στο λόγο τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του. Το συνο­ ,πηωμι'νΐΗ (1947) τού Λουκή ’Ακρίτα (1909-1965) άπό τήν
λικό του έργο φανερώνει μιά γόνιμη δημιουργία πού ολοκληρώ­ Κύπρο, πού εργάστηκε ώς δημοσιογράφος άπό τό 1931 καί
νεται με συνέπεια και μέ σιγουριά στό μεταχείρισμα των έκ- ί / δώσει πριν άπό τόν πόλεμο δυό έργα άλλης υφής και έστελνε
φραστικών μέσων. Λ ; σημειωθεί ακόμη ότι στον Πρεβελάκη " .ι: εφημερίδες άξιοσημείωτες άνταποκρίσεις άπό τό μέτωπο.
χρωστούμε αξιόλογες εργασίες στον τομέα τής ιστορίας τής A / ύστερότερα χρόνια ό Α κρίτας έλαβε ενεργό μέρος στήν πο-
τέχνης καί άκόμη τόν πιύ έγκυρο σχολιασμό γιά τή ζωή καί /> .; ική καί ήταν υφυπουργός Παιδείας στήν κυβέρνηση Παπαν-
τό έ'ργο τού Καζαντζάκη. (Για τό θεατρικό του έργο γίνεται •μτυυ (1964).
λόγος παρακάτω —βλ. σ. 327). ΙΙλατύτερο στή σύνθεσή του καί λογοτεχνικότερο είναι τό
■ι ύτερο βιβλίο τού ’Αλβανικού πολέμου, Τό Π λατύ π οτάμ ι τού
Οί πεζογράφοι πού άναφέραμε ώς τώ ρχ είναι οί κυρίως εκπρό­ Γιάννη Μπεράτη (1904-1968). Είναι ένα άφήγημα υποκειμε­
σωποι τής γενιάς τού 1930, οί στυλοβάτες της. Μέσα στήν ν ι κ ό , σάν είδος ήμερολόγιο, όπου καταγράφονται μέ άκρίβεια
πολυμορφία τού έργου τους εκφράζονται οί ιδεολογικές ανησυ­ κ /ί μέ κάθε λεπτομέρεια τά καθημερινά πραγματικά γεγονότα
χίες και οι καινούριοι προσανατολισμοί τής γενιάς τού μεσοπο­ σ’- τρεις φάσεις, στό άλβανικό μέτωπο, στή συνθηκολόγηση καί
λέμου, καί κυρίως ή επίμονη δοκιμή της στό μυθιστόρημα. ΙΙραγ- σιήν ύποχούρηση. '11 άξια τού βιβλίου βρίσκεται άκριβώς στον
ματικά, ρίχνοντας μιά ματιά πρός τά πίσω , δεν μπορούμε παρά ιδιότυπο τρόπο πού ό συγγραφέας άφηγείται τά καθημερινά
να πιστοποιήσουμε τό σημαντικό άλμα πού, παρ’ όλες τις μεμο­ /ύτά περιστατικά καί στό πώς κατορθώνει νά ζωντανεύει ά-
νωμένες αποτυχίες ή τις άτελεσφόρητες προσπάθειες, έπιτελέ- βίαστα πρόσωπα καί καταστάσεις καί νά γοητεύει άκριβώς μέ
στηκε στη νεοελληνική πεζογραφία άπό τό 1922 ως τό 1945. ■ήν άμεσότητα τής περιγραφής του. Μέ τόν ίδιο τρόπο, ίσως
Δίπλα ωστόσο στους συγγραφείς πού έξετάσαμε, ή ίδια γέ­ όμως όχι καί μέ τήν ίδια επιτυχία, είναι γραμμένο καί τό Ό -
νια εδωσε και πολλούς άλλους, πού είτε δεν έφτασαν σε αξιό­ Λιιιπορικό τον 43 (1946), πού άναφέρεται στήν εθνική άντίσταση
λογο αποτέλεσμα, είτε δεν έδειξαν τήν ίδια συνεπή καί υπεύ­ ιήν εποχή τής Κατοχής. Τό πεζογραφικό του έργο συμπληρώ­
θυνη παρουσία στό λογοτεχνικό στίβο, καί γενικά, δεν ολοκλή­ νεται μέ τόν Σ τρόβιλο (1961), ένα ενδιαφέρον πειραματικό μυθι-
ρωσαν ένα άρτιο λογοτεχνικό έργο. ’Έχουν ωστόσο δικαιωμα­ ο τόρημα.
τικά μιά θέση στήν ιστορία τής λογοτεχνίας μας. 'Ως δυνατό πεζογράφημα, πού έπιβάλλεται παρ όλες τις επι
Πολύ κοντά, στό περιεχόμενο καί στό ύφος μέ τά προίτα έργα (/.έρους άτέλειες καί τις άνισότητες, χαρακτηρίστηκε τό πρώτο
τού Μυοιβήλη καί τού Ιϊενέζη είναι ή ' Ιστορία ενός αιχμαλώ του μυθιστόρημα, Τή καί Νερό (1936), τού Γ. ’Άμποτ (γενν. 1906).
(1929) τού Στρατί Δούκα (γενν. 1895 καί προέρχεται κι αυτός Περιγράφει σ’ αύτό τή ζοιή των λεπρών στήν ερημόνησο Σπι-
318 319
1β. Π Γ Κ Ν ΙΛ T O T 1930. 11 Ε Ζ Ο Ι'Ρ Λ Φ ΙΛ ΠΕΖΟΓΡΛΦΟΙ Τ Η Σ Θ Ε ΣΣΑΛ ΟΝ ΙΚΙΙΣ

ναλόγκα (κοντά στήν Κρήτη), οπού ζοϋν αποκλεισμένοι, άπό τον φ//» τής Ά ξιώ τη , Θέλετε νά χορέψομε Μ αρία (1940). Στά
άλλο κοσμο. Δεν πρόκειται όμως ούτε για περιγραφή ούτε γιά ■v <..ra μεταπολεμικά χρόνια (1945-46) μιά σειρά «χρονικά»,
μυθιστορηματική αφήγηση· ό συγγραφέας έχει έναν πλούσιο ε­ ...,ι.ις τά χαρακτηρίζει, άποτυπώνουν πρόσφατες εμπειρίες, η
σωτερικό κοσμο καί πολλές ιδέες, πού τις εκφράζει μέ τρόπο ν /ν:-ρή όμως κοινωνική πρόθεση έπηρεάζει δυσμενώς τήν καλ-
ορμητικό καί μέ αναμφισβήτητη ένταση. 'Υπάρχουν σκηνές (ό- /ιι χνική γνησιότητα, παρ’ όλη τήν έντονη πάντα λογοτεχνική
πως π.χ. τής εξέγερσης των λεπρών) πού φτάνουν σέ σπάνια •γουσια.
έξαρση καί άλλες (όπως τής γέννησης του παιδιού μιας λεπρής)
εντελώς τρυφερές καί ανθρώπινες. Στο τελευταίο του μυθιστό­ \ν εξαιρέσει κανείς τήν Αλεξάνδρεια τού Καβάφη (πού είναι
ρημα, Δ ημήτριος Γαβριήλ (1960), άναπτύσσει το θέμα τών Ε λ ­ ■,. /γματικά μιά εξαίρεση), τή λογοτεχνική, καί γενικότερα τήν
λήνων πού σταδιοδρομούν στο έξωτερικύ καί βρίσκει έτσι τήν - / υματική κίνηση στήν Ελλάδα τή συγκέντρωνε (άπό τότε
εύκαιρία να διατυπώσει τις απόψεις του γιά ένα θέμα βασικό ι.υ/,άχιστον πού έσβησε μέ τό Μαβίλη καί τό Θεοτοκη ο τε-
τού νέου ελληνισμού. ! ΊΓαΐος απόηχος τής έφτανησιώτικης ιδιοτυπίας) η πρωτευου-
Μεγάλη εντύπωση προκάλεσε όταν πρωτοδημοσιεύτηκε το ., . ΊΙ γενιά τού 1930 δέν έκαμε σ’ αύτό εξαίρεση· όσο κι άν
μυθιστόρημα 1Ιαραστρατημένοι (1935) τής Λιλίκας Νάκου ,ιο/.λοί άπό τούς έκπροσούπους της προέρχονταν, όπως είδαμε,
(γενν. 1903)· ήταν μιά άμεση μαρτυρία καί μια έξομολόγηση, ;,·;ό τό χώρο τού «μείζονος ελληνισμού» (τό Ά ιβαλί, τή Σμυρ-
δοσμένη μέ σπάνια ρεαλιστική δύναμη καί πολύ χρώμα απαι­ τήν Πόλη), στήν Αθήνα εγκαταστάθηκαν καί έδώ τύπωναν
σιοδοξίας. Ά λλα ή γυναικεία εύαισθησία της καί ή αφηγηματική ι- ti κυκλοφορούσαν τά έργα τους. Α λλά μέσα στη δεκαετία που
της ικανότητα δέν άντισταθμίζονται μέ προσόντα καί μέ δύ­ ενδιαφέρει, 1930-40, μιά άλλη μεγάλη ελληνική πόλη άρ-
ναμη^ λογοτεχνική, ένώ το ύφος είναι άμελημένο σέ μεγάλο βαθ­ / 1 ζει νά κάνει αισθητή τήν παρουσία της καί τόν ιδιαίτερο χα-
μό. Γύ βασικό αύτό μειονέκτημα γίνεται περισσότερο φανερό , ■/κτήρα της, ή Θεσσαλονίκη, πού μόλις τό 1912 ενσωματώθηκε
στά μεταγενέστερα έργα, ένώ καί το ταλέντο της έχει χάσει τήν •■ιό ελληνικό κράτος καί όπου άπό τό 1926 άρχισε να λειτουρ-
πρώτη του δύναμη. , ι τό δεύτερο έλληνικό πανεπιστήμιο (στήν αρχή μόνο ή Φι­
Περισσότερα καί γνησιότερα λογοτεχνικά προσόντα έδειξε λοσοφική Σχολή). Τό 1932 ένας μικρός κύκλος λογίων ίδρυσε
μιά άλλη γυναίκα πεζογράφος, ή Μέλπω Ά ξιώ τη ( 1906-1973) · . ' ι ένα περιοδικό, τις Μ ακεδονικές Η μερες, που σιγά σιγά
το πρώτο της βιβλίο, Δύσκολες νύχτες (1938), μέ τήν πρωτο­ /«δείχτηκε πρωτοπόρο καί έθρεψε μιά ιδιαίτερη στάση, και
τυπία καί τήν τολμηρότητα στήν τεχνική καί μέ τήν έλλειψη "i/jV ποίηση αλλά πιό πολύ στήν πεζογραφία. (Ά ς σημειωθεί
όχι μόνο τού μύθου άλλα καί τής πιο στοιχειώδους συνέπειας ο : ι άπό τις σελίδες τού περιοδικού μεταφράζεται γιά πρώτη
στήν άφήγηση, δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις, πού έφτα­ φορά στά έλληνικά ό Kafka).
σαν στο σκάνδαλο. Οί πιο έγκυροι όμως κριτικοί διείδαν τις Ά πό τόν κύκλο τού περιοδικού, ό Στέλιος εΐεφλουδας (γενν.
αρετές μιας καινούριας γραφής καί τήν αύθόρμητη γνησιότητα I>ΚΙ1 ) δημοσίευσε τό 1930 7 α Τετράδια τον Παύλου Φ ωτεινού,
πίσω άπο τή φαινομενική διάλυση. Καί ανάμεσα στούς έγκω- να πεζογράφημα γραμμένο στήν καινούρια τεχνική τού «έσω-
μιαστές ένας βετεράνος τής πεζογραφίας, μέ όξύτατη κριτική ; ρικοΰ μονόλογου», όπου ό συγγραφέας (όπως έγραψε ό ίδιος)
διαίσθηση, ό Γρ. Λενόπουλος, χαρακτήρισε το βιβλίο ώς «γραμ­ θέλησε νά έκφράσει «τον εσωτερικό κοσμο, τις εσωτερικές κα­
μένο μέ τήν πιο μοντέρνα μά καί τήν πιο θελκτική άσυναρτησία». ί αστάσεις πού περνούν μέσα μας σά μια μουσική που διαλύεται
Ιόν άλλο χρόνο ή Ά ξιώ τη άφησε νά ξεχυθεί καί στον ποιητικό ι, τό άπειρο». "Ως τό 1940 ό Ξεφλούδας έγραψε πέντε πεζογρα­
λογο η άποδεσμ,ευμένη εύαισθησία της (Σ ύμ π τω ση, 1939), μέ φήματα, καί τό 1944 ένα μυθιστόρημα κάπως διαφορετικό, ”Αν-
μια πληθωρική ροη, παρόμοια μ εκείνη που θα συναντήσουμε Οοωποι τον μύθου, τις εμπειρίες του άπό τόν Αλβανικό πόλεμο.
αργότερα στον Ρίτσο. Μέ πολλές έκφυγές προς τήν ποίηση, στήν Στά ύστερότερα χρόνια (1957-62) πρόσθεσε τρία μυθιστορήματα,
ίδια όμως γραμμή με το πρώτο, είναι και το δεύτερο «μυθιστό- όπου μέ τήν ίδια πάντοτε τεχνική τής αύτοανάλυσης (κάποτε
3 20 321
16. Η Γ Ε Ν Ι Λ T O T 1930. Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Π ΕΖΟΓΡΛΦ Ο Ι ΤΙΙΣ ΘΕ ΣΣΑΛ ΟΝ ΙΚΗ Σ

αγγίζοντας χ<χι τα ορκχ του δοκιμίου), δίνεται το δράμα ττ]ς άν- 11 ,ωτοπαρουσιάστηκε τό 193ο μ ένα πεζογράφημά (με το
θρώπινης μοναξιάς μέσα στο σύγχρονο κόσμο καί το κυνήγημα, Λ υόώνυμο Σταυράκιος Κοσμάς), και το τελευταίο του μεγάλο
του άσύλληπτου ονείρου. , , γ υ , Ί ο Μ υθιστόρημα τής κυρίας ’Έρσης, έκδόθηκε τό 1966^.6
Ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, κάπως παλαιότερος (γενν. ι » Πεντζικης προχώρησε τόν εσωτερικό μονόλογο ώς τα ακραία
1896), προέρχεται κι αυτός απο τον κύκλο των Μ ακεδονικών '.γ.α, καταργώντας τή λογική, κάποτε και τη συντακτική αλ-
IΙιιεοιον και δεν ςετευγει απο το κλίμα τής εσωτερικότητας καί /η/,ουχία στά γραπτά του, που δεν είναι βέβαια ούτε διηγήματα
της υποβολής που καλλιέργησε η σχολή τής Θεσσαλονίκης. 'Η ,,ύτε μυθιστορήματα («κείμενο σε συνεχεία» χαρακτηρίζει ενα
εξαιρετικά πολιτισμένη και καλλιεργημένη ιδιοσυγκρασία του ■ι,<) πεζογράφημα), έχουν όμως τή δύναμη να δημιουργούν παν-
τον έστρεψε περισσότερο προς το διήγημα, πού ζήτησε νά το οτζ ενδιαφέρον καί έλξη. Ό τίτλος ενός βιβλίου του, ΙΤραγμα-
ανανεώσει εσωτερικά. 'Έντεκα διηγήματα άποτελοΰν την πρώτη μ,γνω σία (1950), είναι χαρακτηριστικός, γιατί αυτός ό αρνητής
του συλλογή, Κ εφάλια στη σειρά (1934), πού τά διακρίνει εκ­ ι /,ς λογικής φανερώνεται ένας εραστής τού συγκεκριμένου και
φραστική πρωτοτυπία, νεανική ζωντάνια καί χάρη, καί ένα είδος, ι,,ν πραγμάτων καί τών λεπτομερειών. Ακόμα, ο τοσο μοντερ-
όπως είπαν, «νευρικής ευαισθησίας». 'Ο Γιαννόπουλος εξακο­ ν λογοτέχνης καί ζωγράφος βρίσκει τη διεςοδο απο τη δια-
λούθησε να καλλιεργεί το διήγημα καί έξέδωσε κατά καιρούς /υση τού καιρού μας στις στερεές μορφές τού Βυζαντίου καί
άλλες τρεις συλλογές (1938, 1944, 1962) καί ένα αφήγημα : if. ανατολικής ορθοδοξίας καί επηρεάζεται στο ύφος του απο
(1950). Ά λλα καί στο μοναδικό του μυθιστόρημα, 'Η Σ αλα­ ούς βυζαντινούς χρονογράφους καί τούς πατέρες τής Εκκλη­
μάστρα (1959), δεν ξεφεύγει άπό τά ιδιότυπα χαρακτηριστικά σίας. Οΐ ρίζες αύτές, μαζί μέ τήν «πραγματογνωσία» του, δίνουν
των διηγημάτων του, και η εσωτερική καί βαθύτερα έξομολο- /αί στό ύφος τής πεζογραφίας του μιαν άσυνήθιστη στιβαρο-
γητικη ιδιοσυγκρασία του βρίσκει πρόσφορη έκφραση στον επι­ : /μα, πού αντισταθμίζει άπό τη θετική πλρυρα την παράδοξη
στολικό χαρακτήρα πού έδωσε στο μυθιστόρημά του. ώιοσυστασία του.
JT1εζογράφος τ ών εσωτερικών χαμηλών τόνων είναι καί ό Μαζί μέ τή σχολή τής Θεσσαλονίκης καί δίπλα στόν Ν. Γ.
I ιώργος Δέλιος (γενν. 1897), στον όποιο χρωστούμε τέσσερα IΙεντζίκη, άς αναφέρουμε κι άλλον εναν ιδιότυπο λογοτέχνη,
μυθιστορήματα (1934-1965) και πολλά διηγήματα, μέ φανερή ,ιοιητή καί πεζογράφο, τόν Γιάννη Σκαρίμπα (γενν. 1897), πού
τήν επίδραση τής Katherine Mansfield καί τής V. Woolf. "Ο,τι ’’ζησε δλη του τή ζωή μακρ(.α απο την πρωτεύουσα, σε μ(.α μικρή
διακρίνει το έργο του είναι λιγότερο ή ένταση καί περισσότερο Iταpy(.ακή πόλη, τή Χαλκίδα. Φανερωμένος με μια σειρά διη-
η φυχογραφικη πρόθεση και το προσεγμένο καί πολιτισμένο γρά­ ήματα τό 1930, ολοκλήρωσε τήν παρουσία του ως τό 1940
ψιμο, που φτάνει κάποτε ως την καλλιγραφία. Χαρακτηριστικός οζ άλλα διηγήματα, μέ δυο μυθιστορήματα και με ποιήματα
είναι ό τίτλος της μιας συλλογής διηγημάτων, Μ ουσική δω μα­ {Ουλαλονμ, 1936). Τό κύριο χαρακτηριστικό του είναι ή πα-
τίου (1947), ενώ ό τίτλος πού έδωσε στά τελευταία του διηγή­ .,αδοξογραφία, τό απροσδόκητο καί τό άπίθανο, μιά φαντασία
ματα, Κ ασσανδρινη ακτή (196/), δείχνει τή συγγένεια τής ατμό­ σποωγμένη ώς τήν πιο αχαλίνωτη αυθαιρεσία και με εκφραστικά
σφαιρας με το πλούσιο σε αποχρώσεις φυσικό τοπίο τής βόρειας μ.έσα εντελώς επαναστατικά, που φτάνουν, στις ακραίες περι­
Ελλάδας. 1 πτώσεις, ώς τήν παραμόρφωση τής σύνταξης και τής γλωσσάς.
Ό^νεώτερος άπό^τή λογοτεχνική συντροφιά τής Θεσσαλονί- Φυσικά οί χαρακτηρισμοί αυτοί θέλουν να είναι απλές διαπι­
κης, ο^Ν. Γ. Πεντζικης (γενν. 1908), μολονότι οχι έξω άπό τό στώσεις καί οχι κρίσεις άξιολογικές.
ίδιο αυτο^ κλίμα, είναι πολύ περισσότερο προσωπικός καί ιδιό­
τυπος, με ^πλούσια φλέβα δημιουργική καί ευρύτατη κλίμακα ( )ί πεζογράφοι τής γενιάς τού 30 είχαν παρουσιαστεί όλοι^κα-
εκφραστική· έγραψε ποιήματα καί πεζογραφήματα, άλλά είναι τά τή δεκαετία πριν απο τον πόλεμό και οι πιο πολλοί είχαν
παράλληλα καί ζωγράφος, εντελώς ιδιότυπος κι εδώ, μέ συνέ­ 6. Τά τελευταία χρόνια δημοσίευσε καί άλλα πολλά (Μητέρα Θεσσα­
πεια πάντοτε και συνεχεία στην απροσάρμοστη ιδιοτυπία του. λονίκη, 1970, Συνοδεία, πεζογραφήματα 1936-1968, 1970, κ.ά.).
3 22 323
1G. II Γ Ε Ν Ι Α T O T 1930. Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Ι Ι Ε Ζ Ο Γ Ρ Λ Φ Ι Α Τ1ΙΣ Κ Α Τ Ο Χ Η Σ

δώσει μέσα στή δεκαετία αυτή τά πιό αντιπροσωπευτικά τους , .,αφικά μιας οικογένειας, ή φιλοδοξία τοΰ συγγραφέα ήταν να
έργα. Ί ά χρόνια τής εχθρικής κατοχής, κυρίως τα χρόνια 1942- ,χύσει έναν πλατύ καί συνθετικό πίνακα τής έλληνικής αστικής
44 (ύστερα άπό το χειμώνα τής πείνας 1941-42, καί πριν άπό •Μ,ι.υωνίας στά σαράντα πρώτα χρόνια τού αιώνα μας.
το κίνημα τοΰ Δεκεμβρίου τοϋ 1944), στάθηκαν, παρ’ όλη τήν 'Ο Τ. Άθανασιάδης έστρεψε τήν προσοχή του καί σ’ ένα άλλο
κρισιμότητα των καιρών, χρονιά εξαιρετικά γόνιμα καί καρπο­ γ,: ζογραφικό είδος, τή βιογραφία' οχι τή λυρική βιογραφία, ό-
φόρα. Έ νώ τά μαχητικότερα στοιχεία προσχώρησαν στήν αντί­ :κ,ις τήν έδωσε γιά τον Καποδίστρια, άλλά μιά βιογραφία, μυθι-
σταση καί πολέμησαν αποτελεσματικά τούς κατακτητές, ό πλη­ .·, ιυρηματική βέβαια, άλλά περισσότερο τεκμηριωμένη καί αντι­
θυσμός στις πόλεις, αλλά καί στήν ύπαιθρο, κρατήθηκε σέ μιά κειμενική (ό ίδιος χρησιμοποίησε τον όρο «μυθιστορηματική α­
υπερήφανη έγκαρτέρηση καί μιά σταθερή πεποίθηση γιά τήν ν/παράσταση»). Μάς έδωσε έτσι τα βιογραφικα τού Ντοστο-
τελική νίκη. Παράλληλα συνειδητοποιούσε έντονα τήν άνάγκη γιέφσκυ (1955) —όπου ιδιαίτερα πετυχαίνει στήν απόδοση τής
να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του, τις ιστορικές του κατα- ρωσικής άτμόσφαιρας—, καί πιο ύστερα, γνησιότερα βιογρα-
βολές, τή λογοτεχνία του, σύγχρονη ή παλαιότερη. Ποτέ άλλοτε γικά καί ιστορικά, Τρία π α ιδια τον αιιονα τους (19ο/),^ για
δεν είχε διαβαστεί τοσο πολύ το ελληνικό βιβλίο, ένώ παράλληλα ιόν Ούγκώ, τον Ντοστογιέφσκυ καί τον Τολστόι, καί τον Αλ­
η παραγωγή ήταν επίσης πλούσια. Είδαμε τούς φτασμένους ήδη βέρτο Σ βάιτσερ (1963).
πεζογραφους να συνεχίζουν στά χρόνια εκείνα γόνιμα τή δράση
τους, ακόμα καί μέ έ'ργα άμεσα επηρεασμένα άπό τήν κατά­ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΤΙ ΚΡΙΤΙΚΗ
σταση (Αιολική γή, 'IT Κ αμπάνα της ' Λ για-Τριάδας). Τά ’ίδια
χρονιά παρουσιάστηκαν όμως γιά πρώ τη φορά καί νέοι πεζο- Σέ προηγούμενο κεφάλαιο (σ. 264-ο) είδαμε πως μέσα στη δε­
γραφοι, οι οποίοι (όπως ο Γκατσος στήν ποίηση) συνεχίζουν καετία 1920-30 δεν έλειψαν οί προσπάθειες γιά μιά θεατρική
τη γραμμή της πεζογραφίας τοΰ 30 καί τοποθετούνται έτσι άνά- ανανέωση' τό καθεστώς όμως πού κυριαρχούσε ήταν τών προ-
μεσα σέ όσους γνωρίσαμε ήδη, καί στήν πλούσια παραγωγή τών /ειοων επαγγελματικών παραστάσεων γύρω απο έναν πρωταγω­
μεταπολεμικών συγγραφέων. Εκείνος πού συνέχισε καί στά ύ- νιστή, χωρίς σκηνοθετική καθοδήγηση καί μέ εντελώς πρόχειρα
στεροτερα χρονιά και ολοκλήρωσε αξιόλογο έργο είναι ό Τάσος σκηνικά. Τά πράγματα άλλάζουν αποφασιστικά όταν (με τήν
Άθανασιάδης. πρωτοβουλία τού τότε υπουργού τής Παιδείας Γ. Παπανδρεου)
Προέρχεται κι αυτός άπό τήν περιοχή τής Μ. ’Ασίας (γενν. ιδρύθηκε τό « ’Εθνικό Θέατρο» (1932), πού έφερε αμέσως μια
1913) καί εγκαταστάθηκε πρόσφυγας στήν Αθήνα. Νεώτατος άνοδο στή θεατρική πράξη καί ακτινοβόλησε το θεατρικό πο­
έδωσε ένα σύντομο δοκίμιο γιά τό Φώτο Πολίτη (1936) —μιά λιτισμό καί στις παραστάσεις τού ελεύθερου θεάτρου.
στροφή τής νεώτατης γενιάς προς τήν κριτική του στάση— καί Παρόλο πού οί δύο μεγάλες πρωταγωνίστριες, η Μαρικα Κο­
το 1943 έναν τόμο διηγήματα, Θ αλασσινοί προσκυνητές. Πίταν τοπούλη καί ή Κυβέλη, έμειναν έξω άπό τή δύναμή του, τό
μια πεζογραφία εσωτερικών διαθέσεων καί άποχρούσεων, έντονα «Εθνικό Θέατρο» συγκέντρωσε ένα επιτελείο άξιων ηθοποι­
λυρικά χρωματισμένη, καί μέ ύφος εξαιρετικά προσεγμένο καί ών, καί μέ τήν καθοδήγηση, στά δύο πρώτα χρόνια, τού σκη­
καλλιεργημένο. Στο ίδιο κλίμα βρίσκεται καί τό δεύτερο έργο νοθέτη καί ουσιαστικά καλλιτεχνικού διευθυντή Φωτου Πολίτη,
του, Ταξίδι στη μοναξια (1944), μιά λυρική βιογραφία τού Κα- έδωσε παραστάσεις συνόλου υψηλής στάθμης που γνώρισαν την
ποδιστρια. Αλλα μετά τον πόλεμό, ξεπερνώντας τό είδος αυτό ανεπιφύλακτη άναγνώριση τού κοινού. Θι ηθοποιοί ήταν είτε
της λυρικής πεζογραφίας, έπιχειρεΐ νά συνθέσει ένα μεγάλο μυ­ παλαιότεροι καί δοκιμασμένοι, όπως ό Αιμίλιος Ηεάκης, ο Ν.
θιστόρημα, ένα «roman fleuve», τούς Πανθέους (1948-1961), Ι’οζάν, ό Ν. Παπαγεωργίου, ή Ελένη Παπαδάκη, ή Σαπφώ
το κατ εξοχήν «έργο» του. Πρόκειται γιά τήν παρουσίαση τών ’ Αλκαίου, είτε νεούτεροι, όπως ή Κατίνα Παξινοΰ, η Κατερίνα,
περιπετειών μιας οικογένειας, τών Πανθέων, σέ τρεις διαδοχι­ ό Α. Μινωτής, ό Μ. Κατράκης, είτε καί άκόμη πιό νέοι, στήν
κές γενιες, απο το 1897 ώς το 1940. Πέρα όμως άπό τά βιο- άρχή τής σταδιοδρομίας τους. Τά έργα άντιπροσώπευαν κορυ-
324 325
10. II Γ Ε Ν Ι Α T O T 1930. Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α ΤΟ Θ Ε Α ΤΡΟ

φαιους σταθμούς τοΰ παγκόσμιου δραματολογίου, άπό τούς αρ­ <·,έ πλαίσια ιστορικά, δέ γνώρισαν όμως τη θεατρική επιτυχία
χαίους κλασικούς ως τον Stelan Zweig, άκόμα καί σημαντικά ;ύ πιο άρτιο είναι ίσως I ο τιαιγνιδι της τρελαζ κ α ι της φρονι­
έργα του παλαιοτερου ελληνικού θεάτρου (όπως ή Θ υσία τον μάδας, αρκετά εγκεφαλικό, πού τοποθετείται στην εποχή των
Α βραάμ, ή ή Βαβυλωνία). Μετά τον πρόωρο θάνατο τοΰ Φώτου Κομνηνών καί επιχειρεί νά έκμεταλλευτεί λαϊκούς βυζαντινούς
ΓΙολιτη, το θέατρο, με την καλλιτεχνική διεύθυνση τού μαθητή θρύλους. _ ( ,
του^Δ. Γοντηρη, έξακολούθησε την ’ίδια γραμμή, όπου όμως Ισχυρότερη θεατρική φυσιογνωμία είναι αναμφισβήτητα ο
σιγά σιγά κυριάρχησε κάποια εκφραστική ακαμψία καί ή έλ­ "Αγγελος Τερζάκης. Άρέσκεται καί αυτός σε θέματα ιστορικά,
λειψη πραγματικής δημιουργικής πνοής. καί πιο πολύ βυζαντινά, όπως στό πρώτο του, τον Α ντοκράτορα
Το ελεύθερο θέατρο φιλοτιμήθηκε νά συναγωνιστεί τήν άο- Μιχαήλ, ή τήν τραγωδία του Θεοφανω (19ο3), που πολλοί τη
τιότητα των παραστάσεων τού « ’Εθνικού». 'II Μαρίκα Κοτο­ 0εω"ροΰν το καλύτερό του. Οί χαρακτήρες του είναι πειστικά
πούλη και η Κυβέλη, αντίζηλες σέ όλα τους τά χρόνια, συνερ­ σ/εδιασμένοι καί εκείνο πού ενδιαφέρει ιδιαίτερα το συγγραφέα,
γάζονται τώρα, μέ τή σκηνοθετική καθοδήγηση τοΰ Σπόρου καί πού τό κατορθώνει, είναι ν αναδειχτουν μέσα απο τις δρα­
Μελά. Παράλληλα εμφανίζονται όμως καί καινούριες πρωτοπο­ ματικές συγκρούσεις οί διαλεκτικές αντιθέσεις" χαρακτηριστικό
ριακές τάσεις. Ο Κάρολος Κουν (γενν. 1908), υστερ’ άπό σχο­ γι’ αυτό ό Θωμάς ό δίψυχος (1962), που προβάλλει το θέμα τής
λικές παραστάσεις του Αριστοφάνη στο «Κολλέγιο Αθηνών», απιστίας. ·
δίνει, στη νεοίδρυμένη «Λαϊκή Σκηνή», μια άξιοσημείωτη πα­ Μέ επιτυχία άσχολήθηκε μέ τό θέατρο καί ό Παντελής Πρε-
ράσταση τής^ Ερωφίλης (1934), μέ σκηνογραφία τού Γιάννη βελάκης. Στήν τριλογία του (πού τής έδωσε το γενικό τίτλο « Η
Γσαρούχη καί μέ έντονο τον λαϊκό —«ρωμαίικο»— χαρακτήρα. αρρώστια τοΰ αιώνα») προβάλλεται ή τραγική σύγκρουση^ του
Αργότερα θα ιδρύσει το «Θέατρο Γεχνης», το θέατρό του, πού ατόμου μέ τήν κατεστημένη γύρω του πραγματικότητα. Τα Οέ-
θ’ άποτελέσει μια άπό τις σημαντικότερες θεατρικές εστίες στά ματα είναι αντλημένα έν μέρει άπό τήν ιστορία: στό 'Ιερό σφάγιο
μεταπολεμικά χρόνια. Πρέπει νά σημειώσουμε άκόμα τήν προ­ ( 1952) βρισκόμαστε στή Φλωρεντία τών Μεδικων, στον Ααζαρο
σπάθεια τοΰ ΣοΓκράτη Καραντινοΰ (γενν. 1906), σκηνοθέτη πού (1954) ό μαθητής τοΰ Χριστοΰ παρουσιάζεται μετά την ανά­
σπούδασε στη Πιεννη καί ίδρυσε τή «Νέα Δραματική Σχολή» στασή του ζητώντας «νά ύπερβεΐ τή θνητη μοίρα του και ν α­
(1933), και με ένα επιτελείο άφοσιωμένων μαθητών έδωσε πα­ φιερώσει τή ζωή του σ’ ένα σκοπο»,7 ενώ στο τρίτο έργο τής
ραστάσεις που διακρίνονταν για τή σοβαρότητα τών προθέσεων. τριλογίας, Σ τά χέρια τυϋ ζωντανού Θεοϋ (1955), εμπνευσμένο,
Μετά τον πόλεμό υπήρξε για λίγο διάστημα σκηνοθέτης στο όπως σημειώνει è συγγραφέας, άπό μερικές σελίδες τών Αδελ-
«Ε θνικό», διευθυντής τής Δραματικής του Σχολής, καί άπό ψων Καραμαζώφ: τοΰ Ντοστογιέφσκυ, προβάλλεται έντονα ^τό
το 1961-1967 πρώτος διευθυντής στο νεοϊδρυμένο «Κρατικό δράμα τής συνείδησης. Στό 'Η φαίστειο (1962) ο συγγραφέας
Θέατρο Βορείου 'Ελλάδος», στή Θεσσαλονίκη. εαναγυρίζει στήν επανάσταση τοΰ 1866 και την ανατιναςη τοΰ
Άρκαδιοΰ, ενώ τό μεταγενέστερο δράμα του Τό Χέρι τοΰ σκ ο­
Απο τους πεζογραφους τής γενιάς τοΰ 30 άρκετοί δοκίμασαν πεμένου (1971) έχει γιά θέμα τή σύγκρουση τοΰ μοναδικού
τις^ δυνάμεις τους και στο θέατρο. Εκείνοι όμως πού ιδιαίτερα ατόμου μέ τήν ομάδα, μέ άφορμή τό κρητικο έθιμο τής βεντετας
και με συνέπεια έγραψαν έργα θεατρικά καί ασχολήθηκαν γενι- (τοΰ γδικιωμοΰ). Τό θεατρικό έργο τοΰ Πρεβελάκη συμπληρώ­
κοτερα με το θέατρο είναι κυρίως ό Θεοτοκας καί ό Τερζάκης" νουν σύντομα τά Λυό κρητικα δραματα (1974). Γενικά μποροΰμε
οτι είναι και εκείνοι που ασχολήθηκαν πιο πολύ καί μέ το δο­ νά μιλήσουμε γιά θέατρο ποιητικό" έξω άπό τους προβληματι­
κίμιο και την κριτική, δεν είναι βέβαια τυχαίο. 'Ο Θεοτοκας σμούς πού θέτουν, τά έργα διακρίνονται καί γιά τό έπιμελημένο
ύπήρξε για ένα διάστημα διευθυντής τοΰ « ’Εθνικού» καί (άπό πάντοτε ύφος τους. 'Ο Ηρεβελακης μας εδωσε και μερικες ποιη-
το 1961) πρόεδρός τοΰ Διοικητικού Συμβουλίου τοΰ Κρατικού 7. ’Ανάλυση τοΰ ίδιου τοΰ συγγραφέα, βλ. Α. Δεκαβαλλε, ό.π. (περ.
Θέατρου Βορείου Ελλάδος. Τα θεατρικά του έργα τοποθετούνται Ιίί'θύνη, ’Απρίλιος 1976) σ. 19.
3 26 327
16. II Γ Ε Ν Ι Α T O T 1930. Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α II Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η

τι,κες μεταφράσεις έργων τοΰ παγχοσμι,ου δραματολογίου, όπως . Ώ ς φιλόλογος έδωσε μερικές άνισες μάλλον καί ασυστημα-
του Ευριπίδη, τοϋ Μακιαβέλη, του Καλύτερόν καί άλλων. Στο υ.ποιητές μελέτες γιά ζητήματα φιλολογικά, ως κριτικός όμως
ποιητικό θέατρο (καί περισσότερο στή γραμμή του Σικελιανοΰ) οκόπευε πολλές φορές σωστά, Ιδίως σέ θέματα σχετικά ^με τη
ανήκουν και οι τραγωδίες ενός ποιητη, του Α. Μάτσα, πού πλέ­ ■.ύγ/ρονη ποίηση καί πεζογραφία. Ευαισθησία και σωστή κρι-
κονται όλες πάνω σε αρχαία θέματα (Κ λυταιμνήστρα, Ί οκάστη) : ική ματιά χαρακτηρίζουν τον Γιάννη Χατζινη (1900-197ο),^που
και αποτελούν μια προσπάθεια ανανέωσης των αρχαίων μύθων πρωτοπαρουσιάστηκε μέ νεανικά ποιήματα στον Νονμά, αλλα
και αναπροσαρμογής των εκφραστικών μέσων τής άρχαίας τρα­ άφιερώθηκε κυρίως στήν κριτική. Ή ταν άπό το 1941 ό συστη-
γωδίας (καί ιδιαίτερα των χορικών) μέσα από την ευαισθησία Ρ /.τικός κριτικός, τής πεζογραφίας ιδίως, στη Νεα Ε στία, και
τού σύγχρονου λυρικού λόγου. ΐ./ζ τήν εύκαιρία νά κρίνει άπό τή στήλη του όλες τις έμφανι-
(ΐ. ις τών πεζογράφων, παλαιότερων και νεωτερων. Οι σημαντι­
Οι λογοτέχνες τής γενιάς τού 30, μέ την ωριμότητα καί τη στο- κότερες άπό τις κριτικές του άναδημοσιευτηκαν στα Ελληνικά
χαστικοτητα που τους χαρακτηρίζει, φυσικό ήταν νά δώσουν . ίο·' να (1956), τις Π ροτιμήσεις (1963) καί άλλου.
βάρος και στον τομέα τής κριτικής" ιδιαίτερα προσπάθησαν νά Τήν επωνυμία όμως τού κατ’ εξοχήν κριτικού τής γενιάς^ τού
καλλιεργήσουν το αυτόνομο καί τόσο δύσκολο είδος τοϋ δοκι­ . !0 μπορεί το δίχως άλλο να διεχδικησει ο Λντρεας Καραντωνης
μίου. Μιλήσαμε για τις Δοκιμές τού Σεφέρη, δείγματα πυκνού (γενν. 1910), πού ήταν καί ό διευθυντής τού περιοδικού τής γε­
στοχασμού καί^ υπεύθυνης άντιμετώπισης των προβλημάτων. νιάς, τών Νέων Γ ραμμάτων. Ό Καραντώνης είναι πολύγραφο­
Και ο Ελυτης έγραφε έναν καιρό άρθρα φιλολογικά καί κριτικές ι ντος καί αύτύ ίσως ζημιοόνει κάποτε τά γραψίματάτου, ή κρι-
για τη ^ζωγραφική, ενώ ένας άλλος ποιητής, ό Γ. Θέμελης, ανέ­ ι ική του όμως είναι διεισδυτική καί ευαίσθητη, μέ οξύτητα στις
πτυξε έντονη κριτική δραστηριότητα στα τελευταία χρόνια (βλ. αποτιμήσεις της καί μέ ευστοχία στη διατύπωση. Η κριτική
σ. 365). ου άλλωστε πηγάζει άπό ένα κέντρο, πού ώς ένα σημείο ταυτι-
Απο τους πεζογράφους ό Θεοτοκας πρωτοπαρουσιάστηκε, εί­ ", ται μέ τήν κοσμοθεωρία τής γενιάς του, καί βασίζεται σέ γνώ-
δαμε, με^ ενα δοκίμιο, και καλλιέργησε συστηματικά το είδος υη τής ευρωπαϊκής λογοτεχνίας καί ιδιαίτερα τής ποίησης.
και στα υστεροτερα χρονιά" ήταν κάτι πού ταίριαζε στή στοχα­ Δίπλα στον Καραντώνη θά πρέπει να μνημονεύσουμε και τον
στική και ερευνητική του ιδιοσυγκρασία, άλλά καί στο καθαρό /λλο διευθυντή τών Νέων Γ ραμμάτω ν, τον Γ. Κ. Κατσιμπαλη
και φωτισμένο πνεύμα του. Οί τόμοι Σ το κατώ φ λι τώ ν νέων ( 1899-1978), πού έστρεψε τήν προσοχή του στή συστηματοποίη-
καιρώ ν (1945), Π ροβλήματα τον καιροϋ μας (1956), Π νευμα­ υη τής βιβλιογραφίας τής νεοελληνικής λογοτεχνίας και δήμο­
τικ ή πορεία (1961) δείχνουν τον συνεχή προβληματισμό του, υ ίευσε ένα πλήθος έξαντλητικές καί τεκμηριωμένες βιβλιογρα­
ιδίως σέ ζητήματα γενικότερα φιλολογικά καί κριτικά. φίες (γιά τον ΙΙαλαμά, τον Καβάφη, το Σικελιανό κ.ά.π.). Με-
Την κριτική άσκησε συστηματικά καί ό Α.' Τερζάκης (βλ. ιέφρασε επίσης ή συνεργάστηκε στή μετάφραση ελληνων ποιη-
σ. 315).^ κυρίως μέ άρθρα σέ εφημερίδες καί περιοδικά, πού ;ων στά αγγλικά ή στά γαλλικα. Ο Κατσιμπαλης μπορεί να
ξεπερνούν την καθημερινή κριτική παρακολούθηση καί απλώ­ μήν έχει έργο κριτικό ή συγγραφικό, στάθηκε όμως μιά ζωντανή
νονται σε θέματα βασικα καί μαρτυρούν βαθύ στοχασμό καί παρουσία τών γραμμάτων μας, καί μέ τον ενθουσιασμό του και
γερτή φιλοσοφική ενημέρωση. Απο πολλά χρόνια κρατά μιά τα­ ιήν πληθωρική του ζωτικότητα (είναι ό ήρωας τού Κ ολοσσού
κτική στήλη επιφυλλίδας στήν εφημερίδα Το Β ήμα, καί ώς το ,οΰ Μ αρουσιοϋ τού Henry Miller) επηρέασε σημαντικά τή λο­
19OT διηυθυνε τις Εποχές, άξιάλογο περιοδικό προβληματισμών γοτεχνία τού καιρού του.
και ελεύθερης ανταλλαγής ιδεών. Μερικά άπό τά δοκίμια τά Συστηματικός κριτικός είναι καί ο Η. Ηαρικας (1913-1971),
συγκέντρωσε σ έναν τομο, IIροσανατολισμυς στον αιώ να (1963). πού άπό τό 1953 κρατούσε τή στήλη τής θεατρικής κριτικής
ΓΙαλαιοτερος, αλλα πού εκδηλώθηκε μετά το 1930, είναι ό καί τής κριτικής τοϋ βιβλίου σε δυο έγκυρες αθηναϊκές εφημε­
Π. Σπανδωνίδης (1890-1964), άπό τον κύκλο τής Θεσσαλονί- ρίδες, Το Β ήμα καί Τά Νέα. Πριν άπό τόν πόλεμό είχε παρου-
3 28 3 29
1G. II Γ Ε Ν Ι Α T O T 1930. Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Φ ΙΛ Ο Λ Ο Γ Ι Α Κ Α Ι Φ ΙΛΟΣΟ ΦΙΑ

σιάσζι καί βιβλία συνθετικότερα για τον Βάρναλη (1936), τον 1906), καθηγητής τής μεσαιωνικής έλληνικής φιλολογίας στο
Καρυωτάκη (1938) καί τή μεταπολεμική λογοτεχνία (1939). Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, δημοσίευσε πολλές φιλολογικές
Εντελώς ξεχωριστή είναι ή περίπτωση του πρόωρα χαμένου καί γλωσσικές μελέτες καί άσχολήθηκε περισσότερό με την κρη-
Δ. Καπετανάκη (1912-1944). Γεννημένος στή Σμύρνη σπούδασε πκή λογοτεχνία. ’Από το 1969 δημοσιεύει, προϊόν πολύχρονου
νομικά, άλλα καί φιλοσοφία καί κοινωνιολογία στήν ’Αθήνα, με μόχθου, τό πολύτιμο Λεξικό τής μεσαιω νικής έλ/.ηνικής 0ημώ-
δασκαλο τον Π. Κανελλοπουλο, καί έκαμε τήν πρώτη του εμ­ Λοιις γραμματείας (1100-1669) (ως το 1978 εξι τομοι). Ο
φάνιση μέ ποιήματα καί ένα έργο δραματικό (1933), άλλά καί Γ. Θ. Ζώρας (γενν. 1908) κατείχε τήν έδρα τής νεώτερης έλ­
με ένα φιλοσοφικό δοκίμιο (1934). Πνεύμα ανήσυχο καί φιλο­ ληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εδωσε ένα
σοφικό, ήταν προικισμένος με μια σπάνια λεπταισθησία πού τον πλήθος δημοσιεύματα, ιδίως εκδόσεις παλαιότερων κειμένων καί
έκανε εξαίρετο δέκτη των πιο λεπτών δονήσεων έτσι πού να μελέτες γύρω στή φιλολογία τής Έπτανήσου.
αφομοιώνεται με εξαιρετική ευκολία μέ το καινούριο κάθε φορά Τό φιλοσοφικό στοχασμό καλλιέργησαν επίσης δυο πανεπι­
περιβάλλον. Απο το 1935-37 σπουδάζει στή Χαϊδελβέργη καί στημιακοί καθηγητές, ό Βασίλειος 1 ατάκης (γενν. 1896), που
μυεϊται στήν ύπαρξιακή φιλοσοφία τού Κ. Jaspers καί στή άσχολήθηκε πιό πολύ μέ τήν Ιστορία τής φιλοσοφίας καί ειδι­
aX°^-rì τ °ύ Slefan George, καί γίνεται διδάκτωρ μέ τή διατριβή κότερα μέ τή χριστιανική καί τή βυζαντινή φιλοσοφία (La P h i­
"Ερως καί Χρόνος. Έπιστρέφοντας στήν Ελλάδα συνεχίζει μέ loso p h ic b yz a n tin e, 1949),8 καί ό ’Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος
δοκίμια φιλοσοφικά καί αισθητικά (Μ υθολογία του ώραίου, R im ­ (γενν. 1900), άπό τή νεοκαντιανή σχολή τής Χαϊδελβέργης, πού
ba ud), καί το 1939 φτάνει στο Cambridge υπότροφος τού Bri­ οί έργασίες του στρέφονται κυρίως γύρω άπό τόν Πλατωνα, τον
tish Council. Μενει στην ’Αγγλία όλη τή διάρκεια τού πολέμου I Ιλωτίνο καί τόν Κάντ. Ά πό τό ’ίδιο ιδεολογικό κλίμα καί τή
και η επαφή με το νεο περιβάλλον καί ή έμπειρία τού πολέμου σχολή τής Χαϊδελβέργης προέρχονται ό Παναγιώτης Κανελλό-
τον μεταμόρφωσαν ριζικά, ώστε νά άπαρνηθεΐ (όχι χωρίς υπερ­ πουλος καί ό Κωνσταντίνος Τσάτσος, πού άνακατεύτηκαν και
βολή και αδικία) τους γερμανους δασκάλους του. Δημοσίευε οί δύο ενεργά καί στήν πολιτική. Ό ΓΙ. Κανελλόπουλος (γενν.
τώρα κριτικά δοκίμια σε περιοδικά (στο New W ritin g and 1902), πού διετέλεσε έπανειλημμένως Αντιπρόεδρος τής Κυ-
D a yligh t), καί ακόμα (μολονότι πολύ λίγα άγγλικά ήξερε όταν βερνήσεως καί δύο φορές Πρωθυπουργός (1945 καί 1967), έδωσε
έφτασε στήν ’Αγγλία) άγγλικά ποιήματα, πού γίνονται δεκτά πολλές μελέτες κοινωνιολογίας, άλλά καί πολλά άλλα συγγράμ­
χωρίς επιφύλαξη άπό άνθρώπους σάν τήν Edith Sitwell, τον ματα (καί λογοτεχνήματα) καί τό συνθετικό βιβλίο Ιστορία τον
John Lehman και άλλους. Ό Καπετανάκης πέθανε άπο λευ­ ι νρω παϊκου πνεύματος. 'Ο Κ. Τσάτσος (γενν. 1899) εδιδαξε
χαιμία στήν ’Αγγλία το 1944. φιλοσοφία τού δικαίου στό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ως το 1946)
καί έκτος άπό τις καθαρά επιστημονικές μελέτες του δημοσίευσε
Εςω απο τα κυρίως λογοτεχνικά πλαίσια, το γενικότερο πνεΰ- καί πολλά δοκίμια καί έργα φιλολογικά καθώς και ένα συνθετικό
μα τής γενιάς του 1930 στάθηκε εύνοικό καί γιά τήν άνά- βιβλίο γιά τόν ΓΙαλαμά. Βουλευτής τής ’Επικράτειας στήν Α ­
πτυξη τής καθαρής φιλολογικής επιστήμης καί τή δημιουργία ναθεωρητική Βουλή μετά τήν άποκατάσταση τής δημοκρατίας
ενός άνεξάρτητου κλάδου νεοελληνικών σπουδών. Ό Κ. Θ. τό 1974, έξελέγη τό 1975 πρώτος Πρόεδρος τής 'Ελληνικής
Δημαράς (γενν. 1904) άσχολήθηκε άπο το 1926 μέ τό δοκίμιο Δημοκρατίας.
και τη φιλολογική κριτική καί άργότερα πιο υπεύθυνα μέ τή ’Ιδιαίτερη μνεία πρέπει νά γίνει γιά τόν Ε. 11. ΙΙαπανοΰτσο
φιλολογική έρευνα, ειδικότερα τής εποχής τού νεοελληνικού δια­
φωτισμού, τού οποίου είναι ό καλύτερος γνώστης. Μέ τήν 'Ι­ 8. Τώρα καί έλληνική έκδοση: Ή Βυζαντινι) Φιλοσοφία. Μετάφρα­
στορία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας (1η έκδ. 1948) πρόσφερε ση άπό τή γαλλική έκδοση Εΰας Κ. Καλπουρτζή. Έποπτεία καί βιβλιο­
γραφική ένημέροιση Λίνου Τ. Μπενάκη, ’Αθήνα 1977 ('Εταιρεία Σπου­
μιά λαμπρή σύνθεση καί τήν άρτιότερη καί πιο υπεύθυνη ιστο­ δών Νεοελληνικού Πολιτισμού καί Γενικής ΙΙαιδείας, Βιβλιοθήκη Γενι­
ρική παρουσίαση τής λογοτεχνίας μας. Ό Ε. Κριαράς (γενν. κής ΙΙαιδείας 5).
330 331
1C. II Γ Ε Ν Ι Λ T O T 1 9 3 0 . Ι Ι Ε Ζ Ο Γ Ρ Λ Φ Ι Λ Φ ΙΛ Ο Λ Ο Γ Ι Α Κ ΛI ΦΙΛ Ο ΣΟΦΙΑ

σιάσει. καί βιβλία συνθετικότερα για τον Βάρναλη (1936), τον 1906), καθηγητής τής μεσαιωνικής ελληνικής φιλολογίας στο
Καρυωτάκη (1938) καί τή μεταπολεμική λογοτεχνία (1939). Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, δημοσίευσε πολλές φιλολογικές
Εντελώς ξεχωριστή είναι ή περίπτωση του πρόωρα χαμένου καί γλωσσικές μελέτες καί ασχολήθηκε περισσότερό με την κρη-
Δ. Καπετανακη (1912-1944). Γεννημένος στή Σμύρνη σπούδασε τική λογοτεχνία. ’Από τό 1969 δημοσιεύει, προίον πολύχρονου
νομικά, άλλά καί φιλοσοφία καί κοινωνιολογία στήν Αθήνα, μέ μόχθου, τό πολύτιμο Λεξικό τής μεσαιω νικής ελληνικής δημώ ­
δασκαλο τον ΓΙ. Ινανελλοπουλο, και έκαμε τήν πρώτη του εμ­ δους γοαμματείας (1100-1669) (ως το 1978 εξι τομοι). Ο
φάνιση με ποιήματα καί ένα έργο δραματικό (1933), άλλά καί Γ. Θ. Ζώρας (γενν. 1908) κατείχε τήν έδρα τής νεώτερης ελ­
με ένα φιλοσοφικό δοκίμιο (1934). Πνεύμα ανήσυχο καί φιλο­ ληνικής φιλολογίας στό Πανεπιστήμιο Αθηνών καί έδωσε ένα
σοφικό, ήταν προικισμένος με μια σπάνιά λεπταισθησία πού τον πλήθος δημοσιεύματα, ιδίως εκδόσεις παλαιοτερων κείμενων και
εκανε εξαίρετο δέκτη των πιο λεπτών δονήσεων έτσι πού νά μελέτες γύροι στή φιλολογία τής Επτάνησου.
αφομοιώνεται με εςαιρετικη ευκολία μέ το καινούριο κάθε φορά Τό φιλοσοφικό στοχασμό καλλιέργησαν επίσης δυο πανεπι­
περιβάλλον. Απο το 1935-37 σπουδάζει στή Χαϊδελβέργη καί στημιακοί καθηγητές, ό Βασίλειος 1 ατάκης (γενν.^ 1896), πού
μυείται στην υπαρξιακή φιλοσοφία τού Κ. Jaspers καί στή ασχολήθηκε πιό πολύ μέ τήν ιστορία τής φιλοσοφίας και ειδι­
σχολή τού Stetan George, καί γίνεται διδάκτωρ μέ τή διατριβή κότερα μέ τή χριστιανική καί τή βυζαντινή φιλοσοφία (La P h i­
*Ερως και Χρόνος. Έπιστρέφοντας στήν Ελλάδα συνεχίζει μέ lo so p h ic b yz a n tin e, 1949),8 καί ό ’Ιωάννης Θεοδωρακοπουλος
δοκίμια φιλοσοφικά και αισθητικά (Μ υθολογία τον ωραίου, R im ­ (γενν. 190Ò), άπό τή νεοκαντιανή σχολή τής Χαίδελβεργης, πού
baud), και το 1939 φτάνει στο Cambridge υπότροφος τού Bri­ υί έργασίες του στρέφονται κυρίως γύρω απο τον Πλατωνα, τον
tish ^Council. Μενει στην Αγγλία όλη τή διάρκεια τού πολέμου IΙλωτίνο καί τόν Κάντ. Απο το ίδιο ιδεολογικό κλίμα και τη
και η επαφή με το νεο περιβάλλον καί ή εμπειρία τού πολέμου σχολή τής Χαϊδελβέργης προέρχονται ό Παναγιώτης Κανελλο-
τον μεταμόρφωσαν ριζικά, ώστε νά άπαρνηθεΐ (οχι χωρίς υπερ­ πουλος καί ό Κωνσταντίνος Τσάτσος, πού άνακατεύτηκαν και
βολή και αδικία) τους γερμανους δασκάλους του. Δημοσίευε οί δύο ενεργά καί στήν πολιτική. Ό Π. Κανελλοπουλος (γενν.
τώρα κριτικά δοκίμια σέ περιοδικά (στο New W ritin g and 1902), πού διετέλεσε έπανειλημμένως ’Αντιπρόεδρος τής Κυ-
D a yligh t), και ακόμα (μολονοτι πολύ λίγα αγγλικά ήξερε όταν βερνήσεως καί δύο φορές Πρωθυπουργός (1945 και 196/), έδωσε
έφτασε^ στήν ’Αγγλία) άγγλικά ποιήματα, πού γίνονται δεκτά πολλές μελέτες κοινωνιολογιας, αλλα και πολλά άλλα συγγράμ­
χωρίς επιφύλαξη άπό ανθρώπους σάν τήν Edith Sitwell, τον ματα (καί λογοτεχνήματα) καί τό συνθετικό βιβλίο Ιστορία, τον
John Lehman καί άλλους. 'Ο Καπετανάκης πέθανε άπο λευ­ ευρω παϊκόν πνεύματος. 'Ο Κ. Γσάτσος (γενν. 1899) εδιδαξε
χαιμία στήν ’Αγγλία το 1944. φιλοσοφία τού δικαίου στό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ως το 1946)
καί εκτός άπό τις καθαρά επιστημονικές μελετες του δημοσι-υσε
Εςω απο τα κυρίως λογοτεχνικά πλαίσια, το γενικότερο πνεύ- καί πολλά δοκίμια καί έργα φιλολογικά καθώς και ένα συνθετικό
μα τής γενιάς του 1930 στάθηκε ευνοϊκό καί γιά τήν ανά­ βιβλίο γιά τόν Παλαμά. Βουλευτής τής Επικράτειας στην Α ­
πτυξη^ τής^ καθαρής φιλολογικής επιστήμης καί τή δημιουργία ναθεωρητική Βουλή μετά την άποκατασταση τής δημοκρατίας
ένός άνεξάρτητου κλάδου νεοελληνικών σπουδών. Ό Κ. Θ. τό 1974, έξελέγη τό 1975 πρώτος Πρόεδρος τής Ελληνικής
Δημαράς (γενν. 1904) ασχολήθηκε άπο τό 1926 μέ τό δοκίμιο Δημοκρατίας.
καί τή φιλολογική κριτική καί αργότερα πιο υπεύθυνα μέ τή ’Ιδιαίτερη μνεία πρέπει νά γίνει γιά τόν Ε. Π. Παπανοϋτσο
φιλολογική έρευνα, ειδικότερα τής εποχής τού νεοελληνικού δια-
φωτισμού, του οποίου είναι ο καλύτερος γνώστης. Μέ τήν 'I- 8. Τώρα καί ελληνική έκδοση: II Βυζαντινή Φιλοσοφία, δίεταφρα-
στορία τ η ς νεοελληνικής λογοτεχνίας (1η έκδ. 1948) πρόσφερε ση άπό τή γαλλική έκδοση Πόας Κ. Καλπουρτζή. Πποπτεια και βιβλιο­
γραφική ενημέρωση Αίνου Γ. Μπενάκη, 'Αθήνα 1977 ( Πταιρεια Σπου­
μιά^ λαμπρή σύνθεση καί τήν αρτιότερη καί πιο υπεύθυνη ιστο­ δών Νεοελληνικού Πολιτισμού καί Γενικής Ιίαιδείας, Βιβλιοθήκη Γενι­
ρική παρουσίαση τής λογοτεχνίας μας. Ό Ε. Κριαράς (γενν. κής Παιδείας 5).
330 331
te. I l Γ Ε Ν Ι Α T O T 1930. Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

(γενν. 1900). "Γστερ’ άπό φιλοσοφικές καί παιδαγωγικές σπου­ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
δές στη Γερμανία καί στο Παρίσι, υπηρέτησε έπί πολλά χρόνια
συνεκπαίδευση, καί άπό το 1944-1952 κατείχε ανώτατη θέση
στο Υπουργείο της Παιδείας. Γενικός γραμματέας τοΰ 'Υ ­ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
πουργείου στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου (1964-65) ήταν ό ΚΑΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
κύριος έμπνευστης τής προοδευτικής πολιτικής στήν παιδεία καί
της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Έκτος από πλήθος άρθρα καί
δοκίμια (είναι τακτικός συνεργάτης τής έφημερίδας Το Β ήμα
και διηυθυνε απο τό 1945 ώς τό 1961 τό περιοδικό Π αιδεία),
°Τ °λογα ^νθετικά έργα: Α ισθητική (1948), ’Η θική Ί α χρόνια τοΰ πολέμου καί τής Κατοχής στάθηκαν ιδιαίτερα
( 949), 1 νω σιολογία (1954) κ.ά., πού διακρίνονται γιά τη σα- σκληρά" γιά την Ελλάδα. Μετά τήν άνάταση τοΰ πολέμου τής
φηνεια του φιλοσοφικού στοχασμού καί γιά τό χάρισμα τής ’ Αλβανίας (1940-41) ή τριπλή κατοχή (μαζί καί ή πέίύα τού
εκλαικευσης σε υψηλό επίπεδο —φυσικά καί γιά την πίστη στόν προιτου κυρίως χειμώνα) έριξε βαμιά\ή σκιά της στη χώρα, όπου
φιλελευθερισμό καί στήν πρόοδο. όμως άπό νωρίς άρχισαν να' οργανώνονται κινήματα αντιστα­
σιακά, πιό πολύ μέ πρωτοβουλία τής άριστεράς (ΕΑΙ^Ι, ΕΛΑΣ),
άλλα καί άλλών ' οργανώσεων (ΕΚΚΑ κ.ά.), ιδιαίτερα τά δύο
τελευταία χρόνια τής Κατοχής. Παράλληλα στη Μέση ’Ανατολή,
όπου είχε καταφύγει ή εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, ελληνικά
στρατιωτικά σώματά είχαν ένταχθεΐ στό στρατηγείο των Συμ­
μάχων. 'Η απελευθέρωση άπό τόν εχθρικό'ζυγό τόν ’Οκτώβριο
τοΰ 1944 δεν έφερε βστρσί) τήν ποθητή έπισάρόφή στήν όμα-
λότητα. Κοινωνικές άντί,θεσεις καί αντίρροπες δυνάμεις, κατα­
πιεσμένες κατά τή διάρκεια τής δικτατορίας τού ’Ιωάννη Με-
ταξά (1936-41) καί πού είχαν ένταθεΐ στά χιόνια τής Κατο­
χής, βρίσκονταν, τώρα άντιμέτοιίτες' ή άντίθεόη κατέληξε στό
αιματηρό ,γίνήίλά τοΰ Αεπερ-βρώυ Τ°ύ 1944 καί τήν ήττα'τής
άριστεράς μέ τή βοήθεια των "Αγγλω'λ Στά χρόνια_ πού άκο-
Λούθησαν, μέ τήν άνα'μόχλευση των παθών καί τις θανατικές
καταδίκες άπό τά'στρατοδικεΐα, ή γαλήνη δεν μπόρεσε, φυσικά,
νά άποκατασταθεΐ, καί τό πράγμα χειροτέρεψε στά χρόνια τοΰ
εμφύλιου πολέμου (1947-49).
Κάποια όμαλότητα στήν πολιτική ζωή ^εμπεδώνεται στις αρ­
χές τής δεκαετίας τοΰ 5 0 /κυβερνήσεις Α. ΙΙαπάγου καί Κ.
Καραμανλή). 'Η εκλογική νίκή τής 'Ένωσης Κέντρου τό 1963/'·
04 στάθηκε εφήμερη, τό άσΐαθές πολιτικό κλίμα μετά τήν «ά-
ποσΐασία)) (’Ιούλιος 1965) φαινόταν πώς οδηγούσε στό χειρό­
τερο,·. πού ήρθε μέ τήν κήρυξη τής δικτατορίας στις 21 ’Απριλίου
τού 1967. ,
Τά πρόσφατα άκόμη στή μνήμη μας πολιτικά αυτά γεγονότα,
3 32 3 33
17. Μ Ε Τ Α Π Ο Λ Ε Μ Ι Κ Η Π ΟΙΗ ΣΗ ΚΑΙ Π ΕΖΟ ΓΡΑΦ ΙΑ II Π Ο Π Ι Σ Ι Ι

τόσο έπώδυνα καί. άποφασιστικά γιά τή μοίρα του τόπου, επη­ «αντικειμενική») θεώρηση νά είναι άπό τά πράγματα, αν όχι
ρέασαν βαθιά ,καί στάθηκαν καθοριστικά καί για τον τομέα της αδύνατη, τουλάχιστον έξαιρετικά δύσκολη. Ό χρόνος δέν έχει
λογοτεχνίας, πολύ περισσότερο άπό τα πολιτικά γεγονότα πε­ Λειτουργήσει άκόμη ώς καθοριστικός παράγοντας γιά μιά ιστο­
ρασμένων εποχών, καί αυτής ακόμα της δικτατορίας του Με- ρική έπιλογή καί άξιολόγηση, καί ό ιστορικός, πού δέ θέλει νά
ταξά. Γtari βασικό χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής λογο­ ύποκαταστήσει τόν κριτικό τής λογοτεχνίας, πρέπει νά άποφύ-
τεχνίας (καί τ^ς ποίησης καί τής πεζογραφίας) στάθηκε ή έν­ γει τις δικές του ύποκειμενικές έπιλογές καί νά δώσει μιά ει­
τονη πολιτικοποίησή της, μέ την εκπροσώπηση, σέ μεγάλη πλει- κόνα κατά τό δυνατόν πλήρη. ’Έ τσι ή έκθεση πού άκολουθεΐ
οψηφία, τών συγγραφέων τής αριστερής 'παράταξης. πήρε δυσανάλογες μέ τά άλλα κεφάλαια διαστάσεις, ενώ αντίθε­
’Αποφασιστικό ρόλο στη λογοτεχνία, καί γενικότερα στην τα είναι, γιά τό λόγο αύτό, στις έπιμέρους περιπτώσεις πολύ
πνευματική ζωή, .έπαιξε ή έπτάχρονη δικτατορία πού άκολού- συνοπτική, καταλήγοντας κάποτε σέ μιά άχαρη μόνο παράθεση
_θησε (1967-74). 'Η καθολική αντίθεση στο πραξικόπημα εκδη­ ονομάτων. Πρόθεσή της είναι νά κατατοπίσει κάπως τόν ανα­
λώθηκε στην αρχή άρνήτικά, μέ τήν αποχή άπό κάθε δημοσίευση. γνώστη στήν πληθώρα τού υλικού, χαράζοντας μερικές καθοδη-
Μέ τήν άρση τής προληπτικής λογοκρισίας τον Δεκέμβριο τού γητικές γραμμές.
1969, μέσα στα όρια πού έδινε πια ή περιορισμένη έστω ελευ­
θερίά τού λόγου, κρίθηκε σκόπιμο νά άλλάξει ή στάση αύτη. ΤΙ ΠΟΙΗΣΗ
’Έ τσι βγήκε ή ομαδική έκδοσή, δεκ α οχ τώ κείμενα (’ Ιούλιος
1970), πού συγκέντρωνε ποιήματα καί πεζά μερικών άπό ΊΙ μεταπολεμική ποίησή στό σύνολό της, παρ’ όλες τίφ έπ ιμ έ­
τούς πιό γνωστούς μεταπολεμικούς συγγραφείς, μέ πρώτο ένα ρους διαφοροποιήσεις, παρουσιάζει μερικά κοινά χαρακτηριστι­
άνέκδοτο ποίημα τού Σεφέρή. «'Ύστερα άπό ώριμη στάθμιση κά, φού^τήν ξεχωρίζουν άπό τήν ποίηση τής προηγούμενης γε-
—γραφόταν στον πρόλογο— επιχειρούμε νά ψπαναλάβουμε, μέ νιάςιΑϊΟ δγΐώς της πρώτα πρώτα έχει πολλαπλασιαστέα, λείπουν
τον έκφραστικό μας τρόπο ό καθένας, τήν πίστη μας σέ κάποιες οί ηγετικές μορφές. υπάρχει, ωστόσο μιά ένίάία ποιητική <^οΑή
θεμελιακές άξιες, μέ πρώτη άνάμεσά τους τό δικαίωμα τής ε­ καί ένότήτα ττοιήτικών θεμάτων,. Τή διακρίνει επίσης μιάδ4ρά-
λεύθερης πνευματικής καί καλλιτεχνικής δημιουργίας. . . ». .’ Α­ γική σοβαρότητα, ή έλλειψη ψευδαισθήσεων καί όραματισμών,
κολούθησαν τά Νέα Κείμενα καί τά Νέα Κ είμενα 2 (1971) καί κάποτε καί ίνα κλίμα κατάθλιψης καί άπαισιοδοξίας. Έ νώ δέν
ή Κ ατάθεση (1973). Μέσα άπό τά κείμενα αύτά, όπως καί άπό Λείπει μιά ρομαντική τρυφερότητα,_ύπάρχει παράλληλα μιά προ­
ανθολογίες νέων ποιητών ή άπό περιοδικά πού κυκλοφορούσαν σήλωση στά πράγματα, στήν έσωτερική τους υπόσταση, στήν
παράλληλα, άνδρώθηκε μια νεώτερη λογοτεχνική γένιά, πού εΐχε ουσία τους: μιά «ποίηση ούσίας», όπως ειπώθηκε άπό πολλές
άρχίσει νά παρουσιάζεται άπό τις άρχές τής δεκαετίας τού 60, μεριές, ή όποια έκφράζεται μέ μιά σταθερή' ποιητική γλώσσα
καί διαμορφώθηκε επίσης μιά άκόμη νεώτερη πού εκδηλώθηκε πού επιδιώκει· τήν κυριολεξία ή άκόμα καί τήν πεζολογία. ’Ά λ ­
πιό συνειδητά τήν επόμενη δεκαετία. λο μόνιμο χαρακτηριστικό είναι, όπως τό είπαμε γενικά γιά τή
Φυσικά, ή πολιτικοποιημένη τέχνη δέν καλύπτει όλο τό φά­ Λογοτεχνία, ή έντονη πολιτικοποίησή της, ή ένταξη καί ή στενή
σμα τής μεταπολεμικής λογοτεχνίας. .’Άλλα ρέύματ'α, άρκετά συμπόρευση τών ποιητών μέ τά πολιτικά πράγματα τής επο­
ισχυρά καί αύτά, εμφανίζονται παράλληλα όλ’ αύτά'τά χρόνια, χής, αύτή ή «ποιητική καί πολιτική ήθική», γιά τήν οποία μί-
είτε άνεξάρτητα είτε καί σέ συνδυασμό μέ τήν πρώτη τάση.(Γ@ά Λησε ό Δ. Ν. Μαρωνίτης.
προσπαθήσουμε νά παρακολουθήσουμε παρακάτω τούς κυριό- 'Ορισμένοι ποιητές πού άποτέλεσαν μιά πρώτη μεταπολεμική
τερους εκπροσώπους, στήν ποίηση καί στήν πεζογραφία. 'Ω­ γενιά είχαν παρουσιαστεί σποραδικά ήδη άπό τις παραμονές τού
στόσο ή μεταπολεμική λογοτεχνία στό σύνολό της, όσο κι άν
εκτείνεται σέ τριάντα πέντε ή σαράντα ολόκληρα χρόνια, είναι 1. Βλ. γ ι’ αύτά κυρίως Α. ’Αργυρίου, «'II πρώτη ποιητική μεταπο­
λεμική μας γενιά», Νεοελληνικός Λόγος ’ 74, σ. 109-126, καί Δ. Ν. Μα­
άκόμη πολύ κοντά μας, ώστε μιά «ιστορική» (γιά νά μήν πώ ρωνίτης, Ποιητική καί πολιτική ηθική, ’Αθήνα 1976, σσ. 14-17 καί 19-21.
334 33 5
Η ΙΙΟ ΙΙΙΣΗ
17. Μ Ε Τ Α Π Ο Λ Ε Μ Ι Κ Η Π Ο Ι Η Σ Η Κ Α Ι Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

πολέμου· άλλα το πραγματικό ξεκίνημα μπορεί να οριστεί στα ι »'ή άλλά καί γενικότερα σάν μιά άπελπισια σε επίπεδο βαθυτε
1941, με την αρχή τής Κατοχής, καί φτάνει σέ μια ώρίμανση καί τραγικότερο. Μιά ποίηση πικρή, μέ βασικό τόνο τήν ά-
στά μέσα τής δεκαετίας. Μια δεύτερη ομάδα (πού δεν παραλ­ ,!αισιοδοξία, άλλά καί έναν βαθύτατο μοραλισμό καί διδακτισμό.
λάζει πολύ άπύ την πρώτη) παρουσιάζεται γύρω στά 1950, ενώ Μάς ’Εποχές στόχος τής πολεμικής είναι οί άντίπαλες πολίτικες
ούσιαστικότερα διαφοροποιείται μιά τρίτη ομάδα, πού κάνει τήν συνθήκες τής έποχής, στις Συνέχειες παίρνει έκφραση ή εσωτε­
έμφάνισή της στη δεκαετία του 60. ρική σύγκρουση μέσα στό χώρο τής άριστεράς, τέλος στην τελευ-
Μπορούμε άκόμη, σέ γενικές γραμμές, να ξεχωρίσουμε ορι­ υία συλλογή (Ό Σ τόχος), πρωτοδημοσιευμένη στά Λεκαοχτό)
σμένες τάσεις. Πρώτα πρώτα βέβαια την ποίηση μέ έντονους Κείμενα (1970), τά ποιήματα άναφέρονται στά χρόνια τής δι-
τούς πολιτικούς καί κοινωνικούς στόχους· δέ λέω ποίηση «στρα- ηιατορίας.2 "Ας σημειωθεί ότι άπό τόν Άναγνωστάκη έχουμε
τευμενη» (όπως κάποτε όχι εύστοχα τήν άποκαλοΰν), πράγμα καί άξιόλογο έργο κριτικό (βλ. παρακάτω σ. 366).
πού θά δήλωνε μιά ποίηση καθοδηγημένη καί εξαρτημένη άπύ Οί ποιητές τής πρώτης μεταπολεμικής γενιάς (μέ ελάχιστες
εντολές· οί ποιητές για τούς οποίους μιλούμε συμμετέχουν στήν ακραίες περιπτώσεις) είναι όλοι περίπου σύγχρονοι, γεννημένοι
πολιτική ζωή καί έχουν έντονα πολιτικά (καί κοινωνικά) ενδια­ υιήν τρίτη δεκαετία τού αιώνα. 'Ο ’’Αρης ’Αλέξανδρου (ψευδώ­
φέροντα, καί γ ι’ αυτό γράφουν ποιήματα πολιτικά, όπως άλλοι νυμο) γεννήθηκε στό Λένινγκραντ τό 1922 (πέθανε μόλις πρό­
μπορούν νά γράφουν έρωτικά ή άλλα. Μιά δεύτερη τάση, μέ πολ­ σφατα, τόν ’Ιούλιο του 1978) και γνώρισε κι αυτός για πολλά
λούς καί σημαντικούς έκπροσώπους, είναι τών ποιητών πού θά /ρόνια τήν εξορία καί τή φυλακή. ’Από τό 1946 ως το 1959
μπορούσαμε να τούς ονομάσουμε «υπαρξιακούς», πού δίνουν δη­ ίξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές —σήμερα συγκεντρωμένες στα
λαδή με την ποίησή τους έ'κφραση στήν άγωνία καί το υπαρξιακό ΙΙοι/ΐματα (1941-1971), 1972. Αναφέρονται αντίστοιχα στα
άγχος πού χαρακτηρίζει τον άνθρωπο τής έποχής μας. Καί τέλος /ρόνια τής Κατοχής καί τής Αντίστασης, στά χρόνια τού εμφυ-
μπορούμε νά ξεχωρίσουμε καί τούς ποιητές πού μέ μέσα καί /ίυυ καί τής εξορίας, καθώς καί τής φυλακής. Ποίηση τής ήτ-
τροπους επαναστατικούς άποζητοΰν μιά ριζική άνανέωση στήν 1 ας, τής κομματικής άμφισβήτησης καί τής αίρεσης. Ενδια­
ουσία καί στο ύφος τής ποιητικής, άνατρέχοντας σέ μιά νέα φέροντα είναι καί τά ποιήματα πού άναφέρονται στην «ποιητι-
εφαρμογή τών τρόπων τού υπερρεαλισμού καί άλλων άνανεω- 1 </]ΐ); στή θέση τού ποιητή καί στό διάλογο μέ τον αναγνώστη του.
τικών κινημάτων: μιά ομάδα νεοϋπερρεαλιστών. Οί διακρίσεις ' ( > ’Αλεξάνδρου έχει άκόμη άξιόλογη μεταφραστική εργασία
αυτές είναι βέβαια σχηματικές καί καθόλου άπόλυτες, ούτε καί (Γώσοιν καί ’Αμερικανών πεζογράφων), καί τελευταία μάς έ­
υπαρχουν στεγανά άνάμεσα στή μία κατηγορία καί τήν άλλη. σωσε τό μοναδικό του πεζογράφημα, 7ο Κ ιβώ τιο, μυθιστόρημα
Από τούς «πολιτικούς-κοινωνικούς» ποιητές ό Μανόλης Ά - ( 1974). Το θέμα είναι παρμένο άπό τόν έμφύλιο καί δίνει σ’ ένα
ναγνωστάκης (γεννημένος τό 1925 στή Θεσσαλονίκη) σπούδασε καταστάλαγμα πίκρας τις εσωτερικές άντιθέσεις καί άσυνεπειες
ιατρική στο έκεϊ Πανεπιστήμιο καί έντάχθηκε νωρίς στήν πολι­ μέσα στό χώρο τής άριστεράς καθώς καί τή ματαίωση τών έλ-
τική δράση (καταδίκη σέ θάνατο άπό τό στρατοδικείο, φυλακή). ιιίδων. Γραμμένο σάν ένα είδος άναφορών προς έναν αόρατό
Παρουσιασμένος μέ ποιήματα άπό τό 1941 κιόλας, δημοσιεύει ανακριτή, άποτυπώνει εύστοχα τόν παραλογισμό καί τή σύγ­
την πρώτη του συλλογή (’Εποχές) τό 1945. Κρατάει τόν ίδιο κρουση τών καταστάσεων καί τών γεγονότων σέ μια ιδιότυπη
τίτλο καί στις δύο έπόμενες καί δίνει τό χαρακτηριστικό τίτλο άγχοόδη γραφή, πού φτάνει (ιδίως στά τελευταία κεφάλαια) σχε-
'Η Συνέχεια στις έπόμενες τρεις (1954-62). Ό κοινός τίτλος -;όν ώς τήν κατάλυση τής συντακτικής δομής.
υποδηλώνει καί τήν ενότητα τής θεματικής του. Τά ποιήματα Παράλληλη είναι καί ή πορεία τού Τίτου Πατρικίου, που
του κρατούν έ'ναν τόνο χαμηλόφωνο καί έξομολογητικό, ξεκι­ ίναι νεώτερος (γενν. 1928). Γνώρισε κι αύτός τήν εξορία (1951-
νούν από τό άτομικό περιστατικό άλλά εκφράζουν μαζί καί τή 53) καί τελευταία, τά χρόνια τής δικτατορίας, έζησε στη Γαλλία
διάψευση τών έλπίδων τής γενιάς του. Τό αίσθημα αύτό τής Ί. Τώρα συγκεντρωτική έκδοση: 7α Ποιήματα, 1941-1971, Θεσσα-
προδοσίας καί τής ήττας εκφράζεται καί σάν διαμαρτυρία πολι- ;'»νίκη 1971.

336 337
17. Μ Ε Τ Α Π Ο Λ Ε Μ Ι Κ Η Π Ο ΙΗ ΣΗ ΚΑ Ι Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α II ΠΟΙ1Ι ΣΙ Ι

και στην Ιταλία. Δημοσίευσε τρεις ποιητικές συλλογές, άλλα «σείσματα έναν ρητορισμό καί τό αίσθημα τής πόλης, τοΰ φο-
τελευταία παρουσίασε και πολλά ανέκδοτα σ' έναν πρώτο συγ­ •. τοΰ πολέμου, στήν οποία διακρινεται έντονα η επίδραση
κεντρωτικό τόμο (1Ιοιήματα 1, 1948-1954, 1976), πού δείχνει „·, Πίτσου.4 Θά προσθέσουμε ακόμα τούς Θεσσαλονικιούς
μια εξαιρετικά γόνιμη παραγωγή. Τήν παραγωγή αυτή τή δια­ Κλεί’το Κύρου καί ΙΙάνο Θασίτη, καί τή Βικτωρία Θεοδώρου,
κρίνει λιγότερη πολιτική οξύτητα καί περισσότερη απαισιοδο­ ύν Δ. Δούκαρη καί τόν Δ. Χριστοδούλου (όλους γεννημένους
ξία. ((Είναι ακόμη ο πιο επίμονα καί αισθησιακά δεμένος μέ ήν τρίτη δεκαετία —ό τελευταίος μέ πληθωρική παραγωγή).
τη^φυση»,® και κοντά σ αυτή τή λυρική φυσιολατρεία πηγαίνει ♦I Άνέστης Εύαγγέλου, νεωτερος (γενν. στη Θεσσαλονίκη,
και ο θαλερός ερωτισμός του. Χαρακτηριστικές στήν ποίηση τοΰ 111.17), έχει επίσης νά δείξει αξιόλογη παραγωγή (συγκεντρω­
Πατρικίου είναι οι πολύστιχες συνθέσεις, όπου γίνεται φανερή μένη τώρα: Τα Π οιήματα, 1956-1970, 1974).
η επίδραση του Ριτσου, ενώ υπάρχουν παράλληλα καί ποιήματα
ολιγόστιχα επιγραμματικά. Από τον Πατρίκιο έχουμε καί αξιό­ Λίπλα στούς ποιητές αυτούς μέ τή σαφή πολιτική και κοινωνική
λογα κριτικά αρθρα στην Ε πιθεώρηση Τέχνης (ήταν μέλος τής ; οττοθέτ^σ·/], κινούνται άλλοι, ττού το ενόιαφερον τους καί οι ανα­
ιδρυτικής ομάδας του περιοδικού). κτή σεις τους στρέφονται σέ διαφορετικό χώρο’ η ποίηση αυτή,
Μαζί με τους τρεις κυριοτερους «πολιτικούς» ποιητές τής 'ίχου το πολίτικο στοιχείο δεν είναι αυτό που κυρίους προβαλλε-
μεταπολεμικής γενιάς, πρεπει ν αναφέρουμε καί δύο τής πα- ■/ι, έχει, όπως ε’ίπαμ,ε ήδη, τούτο το κοινο χαρακτηριστικό,
λαιοτερης, τη Ριτα Μπουμη-Παπά (γενν. 1906) καί τον άντρα ;;ως δίνει έκφραση στήν αγωνία καί το υπαρξιακό άγχος του
της Νικο ΙΙαπά (γενν. 1906). 'Η ποιητική τους παραγωγή άρ- ίνθρούπου τής εποχής μας. 'Ο Μηνάς Δημάκης (Κρητη 1917- Α­
χιζει απο το 1930 κιόλας, μέ άρκετή λυρική ευγλωττία τής θήνα 1980) δημοσιεύει τά πρώτα του ποιήματα ήδη τό 1935-
πρώτης, τοΰ δευτέρου στο κλίμα τοΰ «καρυωτακισμοΰ» τής . ’,1ή ή ποίησή του όμως παίρνει την ιδιαίτερη έκφραση της μετά
εποχής. Μετά τον πόλεμο, άποκηρύσσοντας τον «φορμαλισμό», ύν πόλεμο (συλλογές 1946 κ.ε.). Εχει χαρακτήρα έντονα μετα­
στρέφονται και οι δυο προς μια ποίηση πραγματιστική καί πο­ φυσικό, επισημαίνει τό αδιέξοδο τής εποχής μας και εκφράζεται
λίτικη, μέ έντονο πολλές φορές το έπικαιρικύ στοιχείο. μέ ανανεωμένα ποιητικά μέσα καί μιά αμεσότητα στο^λογο.
_ ^αναγυρίζοντας στούς ποιητές τής κυρίως μεταπολεμικής γε­ (Σήμερα συγκεντρωμένα: Π οιήματα, μέ επιλεγόμενα Σόφιας
νιάς, θα αναφέρουμε τον Γιώργη Σαραντή (γενν. 1920), μέ άρ- "Λντζακα, 1973). Πριν άπό τόν πόλεμο, παιδί άκόμα, δημο­
κετες ττοιτ^τικες συλλογές cctco τ ο 1048 ως τ ο 1071 (σή[Λ.ερίΧΓ σίευσε έπίσης τά πρώτα του ποιήματα ό ’Άρης Δικταϊος (ψευ-
Π οιήματα, Εκλογή A , 1963, Ε κλογή Β ', 1972), μέ πλούσια δώνυμο, γενν. 1919), αλλά ή παρουσία του, παρουσία έπίμονη,
μεταφραστική εργασία και με κριτικές καί δοκίμια δημοσιευ­ σημειώνεται κυρίως άπό τό 1945 καί ύστερα. Τόν^διακρίνει μιά
μένα σε περιοδικά και εφημερίδες* ακόμα τον Κ. Κουλουφάκο μεταφυσική, υπαρξιακή αγωνία, καί ένας ακόμη υλιστικός^ μη-
(γενν. 1924), μέ ποιήματα δημοσιευμένα στά Ε λεύθερα Γ ράμ­ σ νισμός* ποίηση ίσως περισσότερο εγκεφαλική, που βρίσκει
μ α τα (1950) καί στήν Ε π ιθεώ ρηση Τέχνης (τής οποίας ήταν ύ.ιστόσο διέξοδο σ’ έναν αισθησιασμό πληθωρικό καί ανυπόκριτο.
αρχισυντάκτης, 1964-67), καί αξιόλογο κριτικό έργο (βλ. παρακ. <) Δικταϊος κινείται ελεύθερα μέσα στήν παγκόσμια ποίηση,
σ. 367). Τρεις συλλογές (1949-1957) δημοσίευσε καί ό Μιχά- άπό τήν οποία έδωσε πλήθος μεταφράσεις. (Συγκεντρωτική έκ­
λης Κατσαρος (γενν. 1921), που αποτελούν μια ξεχωριστή καί δοση: 7α Π οιήματα 1934-1965, 1974).
στιβαρη ποιητική παρουσία, με τονισμένο το στοιχείο τής αμφι­ Σύγχρονος μέ τούς δύο προηγούμενους ό Μίλτος Σαχτουρης
σβήτησης. ΙΙολυγραφοτερος ο Γάσος Λειβαδίτης (μια ανθολογία (γενν. 1919) πρωτοπαρουσιάζεται ωστόσο μετά τόν πόλεμο και
τοΰ έργου του: Π οίηση, 1965), (αντιπροσωπεύει περισσότερο (ι­ ι /ει δημοσιεύσει (άπό τό 1945 καί ύστερα) πολλές ποιητικές
δίως στο ξεκίνημά του) έναν σοσιαλιστικό ρεαλισμό μέ κυρίαρχα συλλογές, πού φαίνεται νά επαναλαμβάνουν μέ σταθερότητα τα
δ. 'Ή μονογραφία της Σ. Ίλίνσκαγια, H M o n ili μ ιά ζ γενιάς (βλ.
3 . Μ α ρ ω ν ιτη ς , ο .π ., σ. 6 2 (απ ο ο π ο ύ κ α ι ο ί λ ο ιπ ο ί χ α ρ α κ τη ρ ισ μ ο ί) . ΙΙιβλιογραφία), εξετάζει κυρίοος το έργο του Λειβαδιτη.
338 3 39
17. Μ Ε Τ Λ Π Ο Λ Ε Μ Γ Κ Π ΙΙΟΓΙΙΣΗ ΚΑΙ Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
Η ΠΟΙΗΣΙΙ
ίδια μοτιβα και τα [.δια σύμβολα. (Συγκεντρωμένα τώρα; //οιή- οίησης. Ό Γιώργος Θέμελης (1900-1976), πού γεννήθηκε στή
//ατα 1945-1971, 1977). ^'Ένας κόσμος κλειστός καί περιχα­ Γάμο άλλα έδρασε στή Θεσσαλονίκη, είχε εκδηλωθεί και προη­
ρακωμένος, μέ βασικό στόχο την πικρή αίσθηση τής ζωής- μια γουμένως μέ πολλές δημοσιεύσεις, αλλά μόλις το 1945 με την
υπαρξιακή θλίψη πού εκφράζεται κατά προτίμηση μέ παραβολές πρώτη του ποιητική συλλογή φανερώνει την πραγματική του
και μικρούς μυθους, ακόμη καί μέ αινιγματικά σύμβολα καί ει­ φυσιογνωμία. Στήν ποίησή του διακρίνεται έντονη η επίδραση
κόνες, που^φτανουν ως το αλλόκοτο, το τρομαχτικό καί το πα­ ,υΰ υπερρεαλισμού, άλλά καί τοΰ Καβάφη και τοΰ Σεφερη.^Σε
ραμορφωμένο. ’Έντονα επηρεασμένος από τήν υπερρεαλιστική ό/,η του άλλωστε τήν πορεία ό Θέμελης επηρεάζεται απο ξενες
γλωσσά και την τεχνική (τοΰ Εγγονόπουλου π.χ.), παρουσιάζει φωνές ή αγωνίζεται νά απαλλαγεί άπό αυτές. Στις συλλογές
λιτότητα στα εκφραστικά μέσα και ευρηματικότητα στην εκλο­ μετά τό 1950, άλλοτε πετυχαίνοντας τίερισσότερο και άλλοτε
γής νέων λέξεων. Πλούσιο ποιητικό έργο έχει παρουσιάσει καί Λιγότερο, έκφράζει ένα προσωπικό άλλά καί μεταφυσικό αδιέ­
η Ελένη Βακαλο (γενν. 1921), μιά ποιήτρια πού θέλει νά ξοδο, ή (όπως συχνά τό λέει ό ίδιος καί οι κριτικοί του) την ανα­
λυτρωθεί απο κάθε ίχνος χρωματισμού καί φαντασίωσης καί ζήτηση τοΰ χαμένου προσώπου —μια αναζητηση που καταντά
νά έκφράσει τα πράγματα στη γυμνότητά τους. Ή ποίησή της ιελικά εγωκεντρική (ή «αύτοκαθρεφτιζόμενη»^). Εντυπωσιακή
είναι εθελημενα αντιλυρικη (η ίδια δηλώνει πώς κινείται σέ μιά : ΐναι ή πληθώρα τής ποιητικής του παραγωγής, που καλύπτει
περιοχή «πριν απο το λυρισμό»), ό λόγος γίνεται ελλιπής καί ιριάντα χρόνια (1945-75). ('Η ως το 1970, συγκεντρωμένη σε
διακεκομμένος, σχεδόν ιερογλυφικός. Μιά ποίηση «επιστημο­ δυό τόμους: Π οιήματα, /-//, 1969-70). Μοιραίο η πληθωρική
νική» ή ποίηση «ούσίας» φτασμένη στα άκραία όρια. ι/ύτή παραγωγή νά φτάνει κάποτε στό βερμπαλισμό, την^παρα-
Σε διαφορετικό χώρο κινείται ο Γιώργος Γεραλής (γενν. ιαξη ή τή συσσώρευση. 'Τπαρχει όμως στην ποίηση του ενα έρ­
1917), ένας ποιητης πολύ ευαίσθητος, πού άρχισε νά δημοσιεύει μα ποιητικό πού βαραίνει, ενα «κέντρο που δημιουργεί την προ­
απο το 1936, στη γραμμή περισσότερο τοΰ μετασυμβολισμοΰ σωπική άκτινοβολία του, ο υψηλός του στοχος,^η ένταση και
καί τοΰ «μεταρομαντισμοΰ» τών ποιητών τοΰ 1920. Ή καλύ­ ή ειλικρίνεια».8 Γιά τό κριτικό του έργο βλ. παρακατω σ. 365.
τερη ίσως συλλογή του, 'Η Α ΐθοΐΐσα άναμ,ονής (1957), μετου- 'Η Ζωή Καρέλλη (ψευδώνυμο τής Ζωής Αργυριαδου, αδελ­
σιωνει ποιητικά, με εκφραστική καθαρότητα, τό προσωπικό βίω­ φής τοΰ Ν. Γ. ΙΙεντζίκη, γενν. 1901) σημείωσε στή δεκαετία
μα^ τοΰ θανάτου αγαπημένου προσώπου. Ό τίτλος τής τελευ­ 1948-1958, μέ έννέα δημοσιευμένες ποιητικές συλλογές, μιά
ταίας του συλλογής, Κ λειστός κήπος (1966), δίνει παραστατικά επίμονη ποιητική παρουσία. (Συγκεντρωμένες και συμπληρω­
Ζαρακτηρα τής εσωτερικής καί ιδιαίτερα καλλιεργημένης μένες σήμερα: Τά Π οιήματα, 2 τόμοι, 1973). Τήν ποιήτρια
αυτής ποίησης. (Παράξενο, αλήθεια —ή χαρακτηριστικό— είναι ;ήν τυραννεΐ ιδιαίτερα τό θέμα τοΰ χρονου και τοΰ θανατου, με
πως στον ίδιον οφείλουμε το καλύτερο ορθογραφικό λεξικό τής μιά έντονη στροφή προς τή θρησκευτική μεταφυσική, πού κυ­
δημοτικής πού έχουμε). μαίνεται άπό τήν αμφιβολία ως τον μυστικισμο. Οι αναζητήσεις
Θεσσαλονίκη, πού τήν είδαμε νά παίρνει μιά ιδιαίτερη θέση αύτές γίνονται πιό πολύ θεωρητικά και διανοητικά, με εναν στε­
και μέσα στη γένια τοΰ 30 (κυρίως στήν πεζογραφία), έθρεψε ρεό φιλοσοφικό στοχασμό, άπό όπου όμως δε λείπει και ένας
και μεταπολεμικά ένα ιδιαίτερο κλίμα, κυρίως ποιητικό. 'Η συν­ ερωτικός αισθησιασμός καί ένα μήνυμα αισιοδοξίας. Τά^τελευ-
τροφιά τών Μ ακεδονικήν Η μερών ανασυγκροτήθηκε καί ανα­ ταΐα χρόνια ή Καρέλλη άφιερωθηκε στο δύσκολο είδος του ποιη­
νεώθηκε γύρω άπό ένα καινούριο βραχύβιο περιοδικό, 'Ο Κ ο­ τικού θεάτρου, μέ μερική έπιτυχία- παράλληλα έδωσε και αξιό­
χλίας (1945-48)· από τόν κύκλο του (μόνιμοι συνεργάτες καί λογα δείγματα κριτικής επίδοσης, όπου διαφαινεται η πλατια
0!· Θ. Βαφοπουλος καί Ν. Γ. Πεντζίκης) παρουσιάστηκαν παιδεία της καθώς καί οι ιδιαίτερες προτιμήσεις της (Claudel,
και οι δυο απο τους σημαντικότερους ποιητές τής Θεσσαλονίκης, Beckett).
° Γ1* Θεμελης και η Ζωη Καρέλλη, πού μολονότι ανήκουν σέ
5. Κ. Στεργιόπουλος, Ά π ό τό σ υμβολισμ ό σ τή «νέα π ο ίη σ η », ’Αθήνα
παλαιοτερη γένια εντάσσονται στό κλίμα τής μεταπολεμικής
1967, σ. 183.
3 40 341
17. Μ ET Λ Π Ο Λ Ε Μ Ι Κ Η ΙΙΟΙΙΙΣΠ ΚΛ1 Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Η ΠΟ ΙΙΙΣ Η

I ια να συμπληρώσουμε τό πρόσω πο τής λογοτεχνικής Θεσ­ μέ λογική διάρθρωση καί μελετημένη αρχιτεκτονική καί^με στοι­
σαλονίκης θά αναφέρουμε δύο άκόμη ποιητές, νεώτερους. που δεν χεία προσωπικής γραφής, «άπό τά ελάχιστα πειστικά δείγματα
εντάσσονται ούτε στην ομαδα τών «πολιτικών» ούτε την άλλη ποιότητας πού έχει νά προβάλει ή γενιά μας».6 Στις νεώτερες,
τών «μεταφυσικών». 'Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (γενν. 1931), μετά τό 1967 (σύντομες όπως οί περισσότερες) συλλογές του,
που έγραψε καί διηγήματα καί δοκίμια (βλ. σ. 366), είναι ένας προβάλλει σε πολλά σημεία καί ή έμπειρία τής δικτατορίας.
ποιητής τού ιδιωτικού χώρου, σχεδόν αποκλειστικά έρωτικός, (Συγκεντρωτική έκδοση: Συλλογή I, 19ο1-1964, 1976). Η
που εκφράζεται με λιτότητα καί με έναν ώμο καί οξύ ρεαλισμό ποίηση τού δέκα χρόνια νεώτερου Νίκου Καρούζου (γενν. 1926)
που δεν αφήνει αμφιβολίες. 'Ο —σκόπιμος— πεζολογικός τόνος προσανατολίζει τή μεταφυσική της άνησυχία στή θρησκευτική
μπορεί να υπογραμμίζει το ρεαλισμό, άποτελεΐ όμως συνάμα πίστη καί στήν παρουσία τού Χριστού. Η Ε πιστροφή τον Χρί­
καί την προστασία μιας πληγωμένης ευαισθησίας. (Βλ. τώρα στον (1954) ήταν ό τίτλος τής πρώτης συλλογής του. Μέ μιά
Ποιτ/ματα (1949-1970), 1974). 'Ο συνομήλικός του Νίκος-’Λ- αμεσότητα καί ακρίβεια στή διατύπωση, πολλές φορές επιγραμ­
λεξης Λσλανογλου, ερωτικός κατά βάση κι αύτός ποιητής, είναι ματική, επιχειρεί νά δώσει έκφραση καί νά βρει τή λύτρωση^ τής
μάλλον όλιγογράφος, καί τυπώνει άπό τό 1954 μικρές πλακέ- ατομικής του αγωνίας και της αγωνίας της εποχής μας, «απο-
τες (συγκεντρ.: 44 ποιήματα. ’Ε πιλογή 1946-1964, 1970). ΊΙ διώχνει τό άγχος μέ τή χάρη τής αγάπης».7
ποίηση του, λυρική στην ουσία της, εκφράζει την άπομόνωση
και τη θλίψη για τήν ομορφιά πού χάνεται. Έδώ πρέπει νά Μιά τρίτη τέλος ομάδα (ή τάση) δεν έντάσσεται ούτε στήν ισχυρή
αναφέρουμε καί τα πρώτα ποιητικά φανερώματα τού Γ. Ίωάν- πολιτικοποίηση τής μιας ούτε στο μεταφυσικό χώρο τής άλλης,
νου, που θά εκδηλωθεί αργότερα κυρίως ώς πεζογράφος. καί ξεχωρίζει για τήν έμμονη προσήλωσή της στά διδάγματα
Μαζί με τή Ζωή Καρέλλη άς αναφέρουμε καί δύο άλλες ποιή- τού υπερρεαλισμού. Ά πό τούς «νεοϋπερρεαλιστές» αυτούς θά
τριες. 11 Μελισσανθη (ψευδώνυμο τής "ΙΙβης Σκανδαλάκη, ξεχωρίσουμε τον Νάνο Βαλαωρίτη (γενν. 1921), πού δημοσίευσε
γενν. 1910) παρουσιάστηκε κι αυτή νωρίς μέ άρκετές συλλογές τά ποώτα του ποιήματα ήδη άπό το 1939 (στά Νέα Γ ραμμα-
καί άλλα δημοσιεύματα στα χρόνια 1930-1944. Μετά τό 1950, ια —πρώτη συλλογή 1947), τον 'Έκτορα Κακναβάτο (γενν.
χωρίς να εγκαταλείπει τό κλίμα τού μετασυμβολισμού, προσα­ 1920), πού μέ τήν πρώτη του συλλογή (1943) κιόλας, σέ μια
νατολίζεται προς θέματα περισσότερο μεταφυσικά. (Συγκεντρω­ ελλειπτική καί ανορθόδοξα) γραφή (με πολλές επιδράσεις απο
τική έκδοση: Τά Π οιήματα (1930-1974), 1975). 'Η "Ολγα Βό~ τόν ’Εμπειρικό) έδειξε μιά εντελώς αδέσμευτη φαντασία, και
τση, πού παρουσιάζεται απο το 1951 καί υστέρα, κινείται σ’ ένα νυν λίγο νεώτερο Δ. 11. Βαπαδίτσα (γενν. 1924), πού παρου­
κλίμα πνευματικού στοχασμού καί μεταφυσικού ιδεαλισμού μέ σιάστηκε κι αυτός το 1943 επαναστατικά, όπως καί ό Κακνα-
κυρίαρχα τα θέματα τής αμαρτίας, τού θανάτου καί τής γνώσης. βάτος" στις νεούτερες συλλογές του, χωρίς να εγκαταλείπει την
Μια δεύτερη ομαδα ποιητών κάνουν τήν εμφάνισή τους μετά υπερρεαλιστική τεχνική, τήν εκφράζει μέ άλλο τροπο,^πιό ((πα­
το 19ο0. Δυο απ αυτούς ξεχωρίζουν για τή σταθερή τους πα­ ραδοσιακό», μέ μιά λεκτική εγκράτεια πού έχει πικρότητα και
ρουσία καί τήν ανώτερη ποιότητα. 'Ο Τάκης Σινόπουλος (γενν. αμεσότητα, κάποτε μέ μιμήσεις καί άναμνήσεις άπό τήν καθα­
1917) από την πρώτη του συλλογή (1951) έδειξε τήν ύφή τής ρεύουσα καί τόν Κάλβο. (Συγκεντρωτική έκδοση: Π οίηση 1,
ποιησήε του καθώς καί τήν καταγωγή του άπό τον υπερρεαλι­ 1963, Π οίηση 2, 1975).
σμό, τον Eliot, τον Ezra Pound καί τό Σεφέρη. Φύση άνή- Στή γραμμή τού υπερρεαλισμού έμεινε πιστός καί ό Θεσσα-
συχη και βαθια προβληματιζόμενη, καταφεύγει σέ καινούριες λονικιός f . Βαρβιτσιώτης (γενν. 1916), μέ ζωηρή ιδιαίτερα τήν
ολοένα αναζητήσεις καί βρίσκει διαφορετικό κάθε φορά τρόπο επίδραση τού Éluard, τού Kcverdy καί τού Έλύτη· στήν ποίη­
να εκφραστεί. Βασικό πάντως στοιχείο στήν ποίησή του παρα­ σή του πολύ χώρο κατέχει τό όνειρο, ή μουσική, καί η παιδική
μένει η αίσθηση τής μοναξιάς, μιας μοναξιάς υπαρξιακής. 'Ο fi. Μ. Άναγνωστάκης, περ. Κριτική 1 (1959) 195.
ποιητικός του λογος είναι εξαιρετικά επιμελημένος καί διαυγής, 7. Τ. Σινόττουλος, αύτ. 3 (1961) 208.
34 2 343
17. Μ Ε Τ Α ΙΙ Ο Λ Ε Μ ΙΚ ΙΙ ΓΙΟΙΗΣΙΙ Κ Α Ι Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ II ΠΟΙΗΣΗ

αθωότητα, εκφρασμένα με κομψότητα καί ποιότητα αισθητική. ,ir,να κλίμακα τήν παράδοση τών πρωτων μεταπολεμικών ποιη-
Δίπλα του ^μπορεί να μνημονεύσουμε, άπό τη Θεσσαλονίκη καί κ,ιν, μέ πολιτικά καί κοινωνικά είτε μεταφυσικά ενδιαφέροντα,
τούς διώ, τον Γ. Ξ.^ Στογιαννίδη (άπο το 1949 καί ύστερα), ποιη­ ,,έ πολλά όμως ξεχωρίζουν άπό αύτούς. Τά πολιτικά γεγονότα,
τή του ονείρου και του έρωτα, μέ μιά ευδαιμονική άποψη τού όπως ή δολοφονία τού Γρ. Λαμπρακη το 1963, ο εξαναγκασμός
κόσμου, καί τον Σαράντο Παυλέα (1939 κ.έ.), πού ή ευαισθησία ώ παραίτηση τού Γ. Παπανδρέου καί ή «άποστασία» τού 1965
του ωστόσο καί ή^πανθεϊστική του διάθεση έξατμίζονται στην παίζουν καθοριστικό ρόλο καί στον τομέα τής ποίησης, η οποία,
ανεξέλεγκτη πληθώρα των στίχων του. περνώντας τήν «ποίηση τής ήττας» (δπως ειςτωθηκε) τής^ δε-
Ο Κριτών Αθανασουλης κατεχει μιά ιδιαίτερη θέση' ή πλη­ π/.ετίας τού 50, κινείται περισσότερο σ’ ένα κλίμα^άμφισβητη-
θωρική του ποιητική παραγωγή (άπο το 1940 καί ύστερα) κ ι­ ,ιης καί διαμαρτυρίας. Καθοριστικό ρολο έπαιξαν επίσης, α τον
νείται στο κλίμα τού κοινωνικού προβληματισμού, άλλα καί τής », χθαρά λογοτεχνικό χώρο, ορισμένα σημαντικά γεγονότα, όπως
υπαρξιακής αγωνίας, καί χαρακτηρίζεται άπο μιά λυρική αύτο- ί] έκδοση τού ’Ά ξιον έστι τού Έλύτη (1960), η^διεθνής αναγνώ­
αναλυση. Ο Γιάννης Δάλλας, μέ έπιδράσεις άπο τον υπερρεαλι­ ριση τής ποίησης τού Σεφέρη με τό βραβείο Νόμπελ (1963)^καί
σμό,^ συγγενεύει μέ τον Σαχτούρη καί τον Σινόπουλο' στά ποιή­ η επιβολή τής παραγωγής τού Ρίτσου. Σημαντική τομή swat
ματα του υπάρχει τό στοιχείο τής φυσιολατρείας, άλλα συνάμα βέβαια τό 1967' μέσα στά χρόνια αύτά τής δικτατορίας και τής
καί τού παράλογου, τού άλλόκοτου. Ό Α. Θ. Νικολαΐδης, για- καταπίεσης οί ποιητές τής δεκαετίας αύτής ολοκληρώνουν τήν
τρος το επχγγελμχ (γενν. 1922), προέρχεται κι αυτός άπο τή παρουσία τους καί διαμορφώνουν τήν πραγματική τους φυσιο­
σΧ°λη τού υπερρεαλισμού, αλλά έχει επηρεαστεί άπο τον φροϋ- γνωμία' άκόμα καί οί διαφορές άναμεσα στις ποίκιλες ^τάσεις
δισμο καθώς και απο αλλα κινήματα νεωτεριστικά, όπως τού αμβλύνονται καί πολλά άπό τά κείμενα «μεταφυσικών» ή πρω-
ντανταϊσμού ή τού λετρισμοΰ, καί προχώρησε σέ μιά «άφηρη- ιοποριακών ποιητών περνούν κι αυτα στο κλίμα τής αντίστασης
μενη ή^ νεολεκτικη ποίηση», μέ πολλά στοιχεία εγκεφαλικά καί μέσα άπό τούς δρόμους τού εφιάλτη ή τής σάτιράς. ^Απο το
ενσωμάτωση στη γλώσσα του στοιχείων άπο τήν καθαρεύουσα 1970 άρχίζει νά διαμορφώνεται έξάλλου μιά νεώτερη ακόμη ο­
καί τήν έπιστημονική ορολογία. μάδα (μερικοί τήν ονόμασαν «γενιά τού 70») μέ ^αξιόλογη καί
Στη γραμμή τού Σεφέρη περισσότερο παρά τού υπερρεαλι­ αυτή παρουσία. Εντυπωσιακή είναι ή πληθώρα των νέων ποιη­
σμού άναπτύσσουν τήν ποίησή τους ό Θ. Δ. Φραγκόπουλος (μέ τών, τής δεκαετίας τοϋ 60 καί τών νεότερων, για τους οποίους
παράλληλη επίδραση άπο τον Eliot καί τον Pound), μέ πολλές μιά άντικειμενική κριτική άξιολόγηση θα ήταν για την ώρα^ πρό­
ποιητικές συλλογές (συγκεντρ. έκδοση: Τά Π οιήματα, 1945- ωρη. Δέν έχει νόημα ν’ άναφέρουμε απλώς ονοματα απο την
1956, καί Τα Π οιήματα, 1957-1973), ό Γ. Δανιήλ (άπο τό άφθονη αύτή παραγωγή.9 ^ ,
1957 κ.ε.), πού είναι καί φιλόλογος, κριτικός τού Σεφέρη, καί Θά έπισημάνουμε μόνο ορισμένα περιοδικά που ^εξεφραζαν
ό I . Παυλόπουλος, μιά σεμνή, συμπαθητική φωνή άπό τόν τάσεις περισσότερο πρωτοποριακές. Ετσι γύρω απο ενα βρα­
Πύργο τής Η λείας (7ο Κ α τώ γι, 1971), πού προβλήθηκε καί χύβιο σχετικά περιοδικό, τό Π άλι (1964-66), ^συγκεντρωθή­
επαινέθηκε απο τόν ίδιο τό Σεφέρη. καν παλιοί καί νεώτεροι υπερρεαλιστές, όπως ό Εμπειρικός, ο
Μονιμότερη θητεία στήν ποίηση έχει να δείξει καί ό Γ. Κό- Ν. Καλαμάρης, ό Ν. Βαλαωρίτης, καθώς και ο Αλέξανδρος
τσιρας (απο το 1949 κ.έ.), για τόν όποιον ή κριτική έπισήμανε 8. Βλ. Νόρα Άναγνωστάκη, «Τ ό στοιχείο τής σάτιρας καί τοϋ χιού­
τη σοβαρότητα των θεμάτων καί των συμβόλων τής ποίησής μορ στη νεώτερη ποιητική γενιά», περ. 'Η Σ υνέχεια 1 (1973) 159-166.
του και^ κυρίως το θέμα τού χρόνου ή τήν έκμετάλλευση παρα­ 9. Βλ. τό τεκμηριωμένο άρθρο τοϋ Α. Ευάγγελου, «1 ραμματολογικες
δοσιακών θεμάτων, δπως τού μύθου των ’Ατρειδών. συμπληρώσεις», Δ ια β ά ζω , τεϋχ. 12 (Μάιος-Ίούνιος 1978), σσ. 5-6 ο
όποιος άναφέρει ονομαστικά είκοσι τρεις ποιητές τής δεκαετίας του bU.
Στο ίδιο περιοδικό, τεϋχ. 10 (Ίαν.-Φεβρ. 1978), σσ. 63-65, ο Θ. Δ.
Γύρω στό 1960 μιά νεώτερη γενιά κάνει αισθητή τήν παρουσία Φραγκόπουλος παρουσίασε τά ονόματα τριάντα οχτώ νεωτερων ποιητών
της. Οι ποιητές αύτοί τής δεκαετίας τού 60 συνεχίζουν σέ έλάσ- (της «γενιάς τοϋ 70»)' βλ. όμως καί τις διορθώσεις τοϋ Α. Εύαγγελου ο.π.

344 345
17. Μ Ε Τ ΑΠ Ο ΛΕ Μ ΙΚ Η ΙΙΟΙΠ ΣΗ Κ Λ Ι Π Ε Ζ Ο ΓΡΑ Φ ΙΑ H Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ

Σχινας, αυτός μέ κείμενα «ύπερλεξιστικά» καί «κειμενοκολλή- .■σωθούν τά γεγονότα τής δραματικής αύτής δεκαετίας τού 1940-
σει,ς» —ανάμεσα πάντοτε άστείου καί σοβαρού. Καί ένα άλλο πε­ ιΙΙ σέ δημιουργήματα λογοτεχνικά. Μόνο μετά το 19ο0 αρχι-
ριοδικό, Κούρος (- P an dem ia ) (εκδότες Λ. Χρηστάκης καί Δ. συν νά παρουσιάζονται ολοκληρωμένα λογοτεχνήματα με θέμα
Ιατρόπουλος) συγκέντρωνε κείμενα της ίδιας περίπου τάσης, μα- ,,} πρόσφατα γεγονότα, καί ή τάση αύτή μπορούμε νά πούμε
ζί με ποιήματα τής αμφισβήτησης (ποιήματα «underground»), πως ολοκληρώνεται τό 1953 ή τό 1954’ και σ αυτό βοηθησε
ένω άλλες πρωτοποριακές τάσεις άντιπροσώπευαν κύκλοι γύρω ,, ά ή έκδοση τής ’Ε πιθεώρησης Τέχνης τά Χριστούγεννα τού
απο τα περιοδικά Το Τράμ (Θεσσαλονίκη), "Υδρία (στην Πά­ 1934.11
τρα), Σπείρα. Έδώ, στο περιοδικό αύτό, αρχίζει νά δημοσιεύει τα διήγη­
μα τά του ό Δημήτρης Χατζής. J εννήθηκε το 1913 στα Γιάννινά
II ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ καί τόν είδαμε νά πρωτοπαρουσιάζεται μέ τή νουβέλα "Η Φ ωτιά
( 1946), πού περιγράφει τή δράση κατά τόν πόλεμό των ανταρ-
Η μεταπολεμική πεζογραφία παρουσιάζει ίσως άπό κάποια ά­ ; ικών ομάδων τής άριστεράς στα βουνά τής Ρούμελης. Έ νταγ-
ποψη^ μεγαλύτερο ενδιαφέρον καί περισσότερες διαφοροποιήσεις μένος στό αριστερό κίνημα, άναγκάστηκε μετά το τέλος του εμ­
απο ο,τι η ποίηση- και οσο κι αν σε πολλούς συγγραφείς ή κα­ φυλίου νά εκπατριστεί, στό Βερολίνο πρώτα, στη Βουδαπέστη
ταγωγή τους από τήν πεζογραφία τής γενιάς τού 30 είναι φανε­ αργότερα, καί δεν έπέστρεψε παρά μετά τή μεταπολίτευση τού
ρή, στο σύνολό της ή νεώτερη πεζογραφία προσανατολίζεται δια­ 1974. Ό Χατζής καλλιέργησε μέ ιδιαίτερη προτίμηση τό διή­
φορετικά, αντλεί περισσότερό, αδιάφορο αν άμεσα ή έμμεσα, άπο γημα, καί τά στενότερα πλαίσιά του τόν βοηθούν νά εισχωρεί
τον προβληματισμό τής σύγχρονης ζωής, καί επιχειρεί να λυτρω­ βαθύτερα στόν εσωτερικό κοσμο των προσώπων και να δίνει
θεί άπο τούς δεσμούς μέ τήν προηγούμενη άφηγηματική ή τήν ; ή ζεστασιά τής άνθρώπινης σχέσης τους. "Ως τό 1966 είχε συγ­
ηθογραφική παράδοση. Γα νεωτερα κινήματα της ανανέωσης τού κεντρώσει τά διηγήματά του σέ δύο τόμους: Ι ο Ίέλος τής μ ι­
μυθιστορήματος στη Δύση εμειναν ωστόσο, έκτος από ελάχιστες κρής μα ς πόλης (1963) καί Α νυπ εράσπιστοι (1966). Τά διη­
εξαιρέσεις, ανεκμετάλλευτα· μόνο οί συγγραφείς πού εμφανίζον­ γήματα τής πρώτης συλλογής τοποθετούνται σε μια επαρχιακή
ται μετά το 1960 αναζήτησαν τήν ανανέωση καί στή μορφή. πόλη (χωρίς νά λέγεται ρητά, είναι τά Γιάννινα) καί δίνουν κυ­
Βασικό χαρακτηριστικό πάντως τής μεταπολεμικής πεζο­ ρίως έναν κόσμο πού φθίνει επειδή έχουν αλλάξει οί οικονομικές
γραφίας σε ενα μεγάλο ποσοστο (όπως άλλωστε καί τής ποίη­ καί οί κοινωνικές συνθήκες. 3 α πρόσωπα παρουσιαςονται με
σης) είναι, θά 'έλεγε μάλιστα κανείς: αντίθετα από τήν πεζογρα­ //.ισμό άλλα, καί μέ συμπάθεια, μέ έναν ανθρώπινο τόνο^ στην
φία τής γενιάς του 30, ή έντονη πολιτικοποίηση.10 'Αμέσως μετά υπερηφάνεια καί τήν άξιοπρέπειά τους. Η δεύτερη συλλογή έχει
την απελευθέρωση πολλοί συγγραφείς θέλησαν να διηγηθοΰν τά περισσότερη ούσία δραματική' το κεντρικό θέμα όμ<υς είναι και
ιστορικά περιστατικά, ιδιαίτερα τής Κατοχής καί τής ’Αντίστα­ :'όώ ό άνθρωπος μέσα στή σύγχρονη αστική ή μικροαστική κοι­
σης· ίσως όμως ήταν πολύ νωρίς ακόμη, τά έργα μόνο σπάνια νωνία, «ανυπεράσπιστος» πάντοτε, είτε κάνει μαύρη αγορα στα
ξεπερνούσαν το σύνορο τής μαρτυρίας ή τού χρονικού. Σαν δείγ- χρόνια τής πείνας είτε είναι άντάρτης στο βουνο. Δέκα χρονιά
ματα (είτε τού κανόνα είτε τής εξαίρεσης) μπορούν να άναφερ- αργότερα, μετά τήν επιστροφή στήν πατρίδα, ό Χατζής θά δώ­
θοΰν τό Συννεφιάζει ή "Ο Μ εγάλος Δεκέμβρης τού Μ. Αουντέμη, σει καί ένα μυθιστόρημα, Το Διπλό βιβλίο (1976), με κεντρικό
ή νουβέλαJ// Φ ωτιά τού Δ. Χατζή, ή τά διηγήματα Μ ατωμένα θέμα τή ζωή των έλλήνων εργατών στή Γερμανία, άλλα με
χρονιά τού Σωτηρη ΓΙατατζή. Χρειάζονταν άλλωστε κάποια προεκτάσεις τέτοιες πού άγκαλιάζουν όλο το φασμα τής πρό­
χρονική απόσταση και καποια ψυχική διεργασία γιά να μετου- σφατης έλληνικής ιστορίας στις δραματικές της περιπετειες ενα
10. ΙΙολλές εύστοχες διαπιστώσεις στή συζήτηση των Α. ’ Αργυρίου,
βιβλίο, θά έλεγα, μέ πολύ καταστάλαγμα πίκρας. Ό Χατζής
Α. Ζηρα, Α. Κοτζιά και Κ. Κουλουφάκου, «Μεταπολεμική πεζογραφία»
περ. Δ ια β ά ζ ω τεϋχ. 5-6 (1976-1977) 62-83. 11. Κ. Κουλουφάκος, Δ ια β ά ζω , ο.π., σ. 77.

346 347
1 7 . Μ Ε Τ ΑΠ Ο ΛΕ Μ ΙΚ Η Π Ο ΙΗ ΣΗ Κ Α Ι Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ II Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ

’έ χει γνήσια φλέβα άφηγηματική, μέ σαφείς τούς συνδέσμους ι,ιι,ΐι τρόπο παρουσιάζεται ή ιστορική εποχή και στα άλλα του
πρός^τήν καλύτερη παράδοση τοϋ ήθογραφικοΰ διηγήματος, χω­ μυθιστορήματα: Οί Τελευταίοι γαληνότατοι (τό Βυζάντιο του
ρίς ωστόσο καμιά ρομαντική διάθεση «λαογραφική», αλλά σάν Τ.ό,υ αίούνα), ΊΑ 14η Νιζάν (ή εποχή τού Χριστού) x.òL Ό
σύγχρονη^ ρεαλιστική καταγραφή καί οδυνηρή συνάμα μαρτυρία. Γ,/άχος, πού είναι διπλωμάτης τής καριέρας, μάς έχει δώσει
Το διήγημα περισσότερο καλλιέργησε καί ό Σωτήρης 11α- ,, /!, μεταφράσεις κλασικών έργων ( Ηροδοτο, Θουκυδίδη, Αι-
τατζης (γενν. 1914). Εδωσε, όπως είδαμε, τά πρώτα του διη­ υ/όλο), άκόμη καί τού Εύαγγελίου, ένα θεατρικό έργο, και τε-
γήματα το 1946 κιόλας, ακολούθησε ενα μυθιστόρημα, καί συγ­ / υταΐα ένα οδοιπορικό (Π ράσινη Μ όσχα). , , , ,
κέντρωσε κι αυτός τά διηγήματά του σέ δύο τόμους (1952, 1965). Τό ιστορικό μυθιστόρημα γνώρισε επίσης μια αναβίωση σε
Είναι μάλλον όλιγογράφος καί κατά βάση απαισιόδοξος· ό λό­ ναν καθυστερημένο εκπρόσωπο τής παλαιοτερης γενιάς, ^τον
γος του είναι χτισμένος γέρα, με πολλούς τούς συνδέσμους προς Λ,.ονύσιο Ρώμα (γενν. 1906 στή Ζάκυνθο), πού προηγουμένως
τήν αφηγηματική παράδοση καί μέ αρκετή δόση χιούμορ. ί/ε δώσει μερικά θεατρικά έργα και χρονογραφήματα.^Με τον
Λπό τούς πρεσβύτερους τής μεταπολεμικής γενιάς ό Στρα- , νικό τίτλο Ό Π ερίπλους ό Ρώμας έχει προγραμματίσει μια
τής Τσίρκας (ψευδώνυμο, ’Αλεξάνδρεια 1911-Άθήνα 1980), μο­ ιι/.ατύτατη ιστορική άφήγηση, ένα «μυθιστορημα-μαμουθ», ό-
λονότι είχε παρουσιαστεί κιόλας άπό τό 1944 καί είχε δώσει ως ιι ως ειπώθηκε, πού θά περιλαμβάνει εννεα διπλούς τομους και
το 1957 τρεις τόμους διηγημάτων καί μιά νουβέλα, δημοσιεύει πυύ όταν συμπληρωθούν «θά είναι ίσως το εκτενεστερο μυθι-
μονο αργότερα τό σημαντικότερο έ'ργο του, τή μεγάλη του συν­ υ ι όρη μα τού κόσμου καί θά καλύπτει αρκετες χιλιάδες σελίδες
θετική τριλογία με το γενικό τίτλο ’Ακυβέρνητες πολιτείες „./ί τρεις αιώνες νεοελληνικού βίου».12 Οι τρεις διπλοί τομοι
(1960-65), τρία επιμερους μυθιστορήματα πού άναφέρονται στον γ. υύ έχουν έκδοθεΐ ώς τούρα (1968-75) ξεκινούν απο τη ναυμαχία
πόλεμο τής Μ. ^’Ανατολής (τά χρόνια 1941-44) καί ιδιαίτερα /,ς Ναυπάκτου καί φτάνουν ώς τήν άλωση τής Κρητης απο τους
στα κινήματα μέσα στο ελληνικό έκστρατευτικό σώμα καί στις Τούρκους. ,
αντιδράσεις ενάντιον τους. Ό συγγραφέας δίνει άπό μια ορισμένη Σέ παλαιότερη γενιά άνήκει και ο διηγηματογραφος Γερα-
σκοπιά, βέβαια, τής αριστερής παραταξης, τό ιστορικό φόντο, υιμος Γρηγόρης (γενν. 1907)' προπολεμικά είχε δώσει μιά συλ-
το έργο όμως ξεπερνά τό χρονικό καί οργανώνεται σέ πραγμα­ /,,γή διηγημάτων επηρεασμένων απο τον Χαμσουν και τον Βου-
τικό μυθιστόρημα με αύστηρή τεχνική καί ισορροπία στή διάρ­ υρά, άργότερα όμως άντλησε τά θέματα του απο την επικαιρο-
θρωσή του καί μέ μιαν αφήγηση θερμή καί συγκινημένη, πού /(τα τής Κατοχής καί τής ’Αντίστασης, δίνοντας παραστατικα
ςερεΕ, να εκμεταλλεύεται αρκετες arco τις ανανεωτικές επιτεύξεις : ήν άγωνία τού άνθροιπου στήν ανησυχη εποχή μας ( Η ΙΙολι-
1 1 Ια ξέσκεπη, 1958, Πέρα άπό τήν όχθη, 1963). Διηγήματα
του πεζού λόγου. Τελευταία ό Τσίρκας έδωσε καί ενα άλλο μυθι­
στόρημα, Η Χαμένη άνοιξη (1976), πού άναφέρεται στήν πρό­ ,τίσης έγραψε κατά κύριο λογο και ο Γ. Κιτσοπουλος (γενν.
σφατη πραγματικότητα, τήν περίοδο τής κυβέρνησης τής "Ε­ 1919), στή Θεσσαλονίκη, άπό τήν πρώτη συντροφιά τού Κ οχλία
νωσης Κέντρου καί τά «Ίουλιανά» τού 1965. ( 1943 κ.ε.), πού εξακολούθησε στα σύντομα διηγήματά του τήν
Σύγχρονος περίπου μέ τούς παραπάνω ό ’Άγγελος Βλάχος ,; χράδοση τής εσωτερικής πεζογραφίας ( Εκλογή, 19 διηγημ α-
(γενν. 1915) δίνει στό πρώτο του πεζογράφημα, Τό Μ νήμα τής ιιι, 1968, 'Η ’Α ποκαθήλωση, νουβέλα, 1972).
γριάς (1945), τις αναμνήσεις άπό τόν ’Αλβανικό πόλεμο, πα­ Μιά άλλη τάση, συνέχεια περισσότερο τής πεζογραφίας^ τής
ρουσιασμένες σάν προσωπικό ημερολόγιο, πού άποδίδει τήν ανά­ γενιάς τού 3(1, στή γραμμή κυρίως τού άστικοΰ καί τού εφη­
ταση και^ την επιθετική ορμή τού απλού στρατιώτη τού καιρού βικού μυθιστορήματος (τού Κ. Πολίτη ή τού Γ. Λθανασιαόη)
εκείνου. Αργότερα όμως επιδοθηκε σέ ένα διαφορετικό είδος, μέ ιδιαίτερη διόγκωση τού ιδιωτικού χοίρου, αντιπροσωπεύουν
σε ^μυθιστορήματα με υφη ιστορική. Στό 'Ο Κ ύριός μον ’Αλκι­
βιάδης παρουσιάζεται με (,ωντανια, μέσοι οπτό τήν αφήγηση ενός 12. Argus Τ -Λ. Κοτζιδς], Οί μεταπολεμικοί πεζογράφοι, ο. 52,
δούλου, ή ατμόσφαιρα τής έποχής (τού 5ου π.Χ. αιώνα). Μέ τόν {[■’π . Βιβλιογραφία).

348 3 49
17. Μ Ε Τ ΑΠ Ο ΛΕ Μ ΙΚ Η ΠΟΙΗΣΗ Κ Α Ι ΙΙ Ε Ζ Ο Γ Ρ Λ Φ ΙΑ Η Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ

τα μυθιστορήματα τού Λ. Βουσβούνη (γενν. 1918) (κυοίως Ιίο ο - γλίνες άδίσταχτοι, χωρίς κάν ένα κίνητρο ιδεολογικό, όπου κυ­
μήννμα, 1943, Ίο Μεγάλο δίλη μ μ α , 1962). ριαρχεί ή σκληρότητα καί τό αίσθημα τής αύτοσυντήρησης στην
πιό χυδαία μορφή. Ό τρόπος τής αφήγησης καί τό ύφος είναι
( γ πεζογράφοι που αναφεραμε ως τώρα παρουσιάστηκαν μέσα κι εδώ άσθματικά, μέ ιδιαίτερη ωστόσο άποδοτική δύναμη^. 1 ο
στη δεκαετία 1940-50 —η είχαν ήδη παρουσιαστεί στην προη­ κλίμα τού Κάσδαγλη είναι ό ρεαλισμός, κι αύτόν ακολουθεί και
γούμενη δεκαετία, αλλα οργανικά ανήκουν στην μεταπολεμική στά ύστερότερα (σύντομα) μυθιστορήματά του.^ Οί Κ εκαρμενοι
εποχή ολοκλήρωσαν ωστόσο τή φυσιογνωμία τους μετά το ( 1959) είναι ένα χρονικό (ή ρεπορτάζ) ^τής ζωής τού φαντάρου
19ο0. Στη δεκαετία αυτή, 1950-60, κάνουν επίσης τήν πρώτη πού υπηρετεί τή θητεία του, όπου προβάλλεται όλη η τραχύτητα
τους παρουσία καί άλλοι, νεώτεροι πεζογράφοι, πού πλουτίζουν καί ή βαναυσότητα τής ομαδικής ζωής, μέσα στην οποία το^ ά­
έτσι και διαφοροποιούν το πρόσωπο τής μεταπολεμικής πεζο­ τομο χάνει τήν προσωπικότητα καί τήν ανθρωπιά του. Η δράση
γραφίας. διαδραματίζεται είτε στό στρατώνα είτε σ’ ένα^ πορνείο, όπου
Τρεις πεζογράφοι, οι Λ. Κοτζιάς, Ν. Κάσδαγλης καί Ρ. περνούν οί φαντάροι τις ελεύθερες ώρες τους, και ή γλωσσά και
Ροΰφος, πού έκδίδουν τά μυθιστορήματά τους τα 'ίδια πάνω κάτω ή φρασεολογία άποτυπώνουν τή χυδαιότητα^τοΰ περιβάλλοντος^.
χρονιά (1953-55), εμπνεονται από τά σύγχρονα γεγονότα, τά 'Ο Κάσδαγλης επιστρέφει στό ίδιο θέμα, εξιστορώντας το απο
χρονιά τής Κατοχής, με τούτο το κοινό χαρακτηριστικό, ότι πα­ τή διαφορετική κάθε φορά προοπτική των προσώπων του μυθι­
ρουσιάζουν τα γεγονότα όχι απο την πλευρά τής αριστερής άλλα στορήματος καί κάνοντας έτσι δραστικότερο^ το ρεαλισμό του^.
τής δεςιας παραταξης. Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς (νενν. 1926) Δάσκαλος στό ρεαλισμό αύτόν τού στάθηκε δίχως αμφιβολία ο
στήν Π ολιορκία (1953) άναπαριστάνει τήν ασφυκτική ατμό­ Καραγάτσης —ό όποιος άκριβώς καί χαιρέτισε με ένθουσιασμο
σφαιρα των συγκρούσεων άνάμεσα στούς "Ελληνες των δύο πα­ τό νέο πεζογράφο. __ , ,
ρατάξεων σέ μιά γειτονιά τής πρωτεύουσας, καθώς καί τήν ιδεο­ Διαφορετικό είναι τό γράψιμο τού τρίτου απο τους πεζογρα-
λογική συγχυση, το φανατισμό, ακόμα καί τήν κτηνοιδία των φους πού άναφέραμε, τού Ρόδη Ρούφου (1924-1972), πού δη­
άνθρώπων μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, όπου λείπει ή άνθρωπιά μοσίευσε στήν άρχή (μέ τό ψευδώνυμο Ρ. Προβελέγγιος) τρεις
και κυριαρχεί ο φοβος καί το φάσμα τού θανάτου. Μέσα από τόμους μέ τό γενικό τίτλο Xqoviko μΐ(ίς (ϊτανοοφορίας (135 ±
τη ^ζοφερή αύτη πραγματικότητα ό συγγραφέας προβάλλει το 58). ’Από γνωστή οικογένεια πολιτική και διπλωμάτης τής κα-
πρόβλημα τής ενρχής τού ανθρώπου μέσα στή σύγχρονη κοι­ ριέρας, δίνει στό πρώτο του βιβλίο^'// Ρίζα^τον μύθον) τούς
νωνία. ^Φανερή είναι ή επίδραση άπο τον Ντοστογιέφσκυ, το ιδεολογικούς καί τούς πολιτικούς άγώνες ενός κύκλου φοιτη­
ύφος είναι αποσπασματικό καί άγχώδες όπως καί ό κόσμος τών, πού κάνουν άγώνα έθνικό άλλά προπάντων άντικομμουνι-
που περιγράφει. Γα ίδια χαρακτηριστικά συναντούμε καί σέ ύ- στικό. Τό έργο είναι φανερά αύτοβιογραφικο, τά γεγονότα και
στεροτερα έργα του. I I Α πόπειρα (1964) τοποθετείται στή με­ τά πρόσωπα πραγματικά (τά ονοματα μονο αλλάζουν), η ατμό­
ταπολεμική εποχή καί θέλει να δώσει τήν άστάθεια, θά μπο­ σφαιρα θυμίζει τήν ’Αργώ τού Θεοτοκα, μέ τον όποιον άλλωστε
ρούσε νά πει κανείς την ασυναρτησία της. Ό Κοτζιάς έχει μετα­ ό συγγραφέας συγγενεύει πολύ καί στή γλωσσά και στο ύφος,
φράσει δόκιμα πολλούς ξένους συγγραφείς (κυρίως στή 'σειρά πού είναι λαγαρό, πολιτισμένο καί πνευματώδες. Στό δεύτερο
τού 1 αλαξία),^Ντοστογιέφσκυ, Koestler, Kafka, Galbraith κ.ά., βιβλίο (Π ορεία στο σκ οτάδι), πού μας μεταφέρει στις άνταρτι-
καί κράτησε ύπεύθυνα τήν κριτική τού βιβλίου σέ έγκυρες εφη­ κές εθνικιστικές ομάδες τού βουνού, υπάρχει περισσότερη δράση,
μερίδες (βλ. καί σ. 367). άλλά παράλληλα καί διείσδυση ψυχογραφικής είναι ασφαλώς τό
_ Στον ίδιο σκληρό ρεαλισμό βρισκόμαστε καί μέ Τά Δόντια πιό πετυχημένο τής τριλογίας. 'Η Χάλκινη εποχή (1960) είναι
της μνλοτζετρας (1953) του Νίκου Κάσδαγλη (γενν. 1928). Θέμα τό μυθιστόρημα τού κυπριακού άγώνα, πού τον παρακολούθησε
τού μυθιστορήματος είναι κι εδώ οί εξαντλητικοί αγώνες στήν ό συγγραφέας άπό κοντά, υπηρετώντας τότε στήν Κύπρο. 11α-
Κατοχή ανάμεσα στις ομάδες τής δεξιάς καί τής άριστεράς, ά- ρουσιασμένο ώς ημερολόγιο ένός νέου καθηγητή καί άγωνιστή,
3 50 351
17 . Μ Ε Τ Α Π Ο Λ Ε Μ ΙΚ Η ΠΟΙΗΣΗ Κ Α Ι Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ Η Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ

στέκει σέ κάποια απόσταση άπό τά γεγονότα, πού τά έξετάζει r /ίρνουν άπό τό συγγραφέα προεκτάσεις συμβολικές καί ταυτί­
με νηφαλιότητα καί διάθεση στοχαστική, άλλα καί μέ κάποιες ζονται τελικά μέ τήν άγωνία καί τήν αβεβαιότητα τοΰ καιροΰ
λυρικές διαφυγές. Με τούς Γραικύλους (1967) κάνει μια στροφή [, /.;. Ό Πλασκοβίτης έλαβε ενεργό μέρος στήν άντίσταση έναν-
προς το αλληγορικο πολιτικό μυθιστόρημα, όπου τά προβλήματα ;ί,υν τής δικτατορίας, φυλακίστηκε καί εξορίστηκε. 'Η συλλογή
τής σύγχρονης πολιτικής ζωής μεταφέρονται σ’ ένα άπώτατο οι.ηγημάτων του Τό Σ υρματοτιλεγμα (1974) αναφερεται ακρι­
παρελθόν —εδώ στούς Μιθριδατικούς πολέμους. Αξιόλογη στά­ βώς στα γεγονότα τής έπταετίας.
θηκε καί ή άντιδικτατορική στάση του Ρούφου στά χρόνια τής 'Ένας άπό τούς πιό πολυδιαβασμένους (καί τούς πιό πολυμε-
έπταετίας. ; αφρασμένους) συγγραφείς τής ίδιας γενιάς είναι ασφαλώς ο
’Αντίθετα άπό τή νηφαλιότητα του Ρούφου, το ύφος καί ή Λντώνης Σαμαράκης (γενν. 1919). Τά βιβλία του έχουν βγει
όλη παρουσία τοΰ Ρένου (Άποστολίδη, γενν. 1924) διακρίνονται .ιέ επανειλημμένες εκδόσεις, πουλιούνται κατά δεκάδες χιλιά-
για το νεύρο και τη μαχητικότητα. Το πρώτο του μυθιστόρημα, .ώς καί έχουν μεταφραστεί σέ είκοσι γλώσσες. Την επιτυχία
Π υραμίδα 67 (1950), μια μαρτυρία (όπως γράφει) τού εμφύλιου ι ή γνώρισε ό συγγραφέας άμέσως μέ τά πρώτα βιβλία του, έναν
πολέμου, είναι και το πρώτο λογοτεχνικό κείμενο πού τολμά όμο διηγημάτοιν Ζ ητείται ελτιΐζ (1954) και το μυθιστόρημα
νά πάρει γιά θέμα τήν αμφισβητούμενη αύτή περίοδο τής πρό­ Σήμα κινδύνου (1959)" άκολούθησε ένας δεύτερος τομος διη­
σφατης ιστορίας μας. Ο προβληματισμός τοΰ συγγραφέα διευ­ γημάτων, Ά ρνονμαι (1961), καί ένα μυθιστόρημα, Το Λάθος
θύνεται ωστόσο γενικά περισσότερο προς θέματα εσωτερικά, ( 1965), πού πήρε τό 1966 τό βραβείο μυθιστορήματος τών «12»
όπως π.χ. τής ψυχικής μοναξιάς. 'Ο συγγραφέας, πού ή πολί­ ναι τό 1970 βραβείο τής άστυνομικής λογοτεχνίας στή Γαλλία"
τικη του τοποθέτηση είναι απροσδιόριστη καί οχι πάντοτε συ- ι έλος ένας τελευταίος τόμος διηγημάτων, Το Δ ιαβατήριο (1973).
νεπης, εκφράζει τις, αξεκαθάριστες μάλλον, ιδέες του μέ μια Τό μυστικό ίσως τής έπιτυχίας τοΰ Σαμαράκη είναι ή πρωτοτυ­
κριτική διάθεση βίαιης διαμαρτυρίας πού φτάνει καί ώς έναν πία του στήν υπόθεση καί τήν πλοκή και η πολύπλευρη ευρημα-
καταλυτικό άναρχισμό. : ικότητά του, σέ συνδυασμό μέ τήν άπλή καί άμεση διατύπωση,
Ο Σπυρος ΓΓλασκοβίτης (ψευδώνυμο τοΰ ανώτερου δικαστι­ Άεύθερη άπό περίτεχνη λογοτεχνική επεξεργασία, και με μια
κού Σ. ΓΙλασκασοβίτη, γενν. 1917) έδωσε μιά πρώτη συλλογή ρλώσσα μάλλον άτημέλητη, άλλά πού διαβάζεται γρήγορα και
διηγημάτων το 1952 (Το Γυμνό δέντρο), άλλα στή δεύτερη ύ/άριστα. ’Από τήν άλλη πλευρά η πεζογραφία του αγγίζει τα
συλλογή ( Η Θύελλα και το φαναρι, 1955) προχώρησε άπό τήν πιο καυτά θέματα τής σημερινής πραγματικότητας, πολιτικής
απλή αφηγηματική (και λυρική) πεζογραφία προς μιά πεζογρα­ καί κοινωνικής, μέ μιά στάση έντονα κριτική καί άρνητική, κά-
φία περισσότερο προβληματική καί σύγχρονη, μέ θέματα παρ­ Γ.οτε καί μέ σαρκασμό πού φτάνει ώς το παράλογο, εκφράζοντας
μένα άπό τήν Κατοχή καί τον εμφύλιο. ’Αργότερα (ΟΙ Γόνα- έ τ σ ι έναργέστερα τή διαμαρτυρία του. 'Η ανησυχία-και η αγωνία
τισμένοι, 1964), ή «πεζογραφία» αύτή «τοΰ ήθους» (ό όρος είναι ίναι βασικό χαρακτηριστικό τών έργων του, που καταλήγει
δικός του) γίνεται περισσότερό συμβολική, το ύφος του πιο συμ­ όμως στήν αισιόδοξη άναζήτηση καποιας ελπίδας και καποιας
πυκνωμένο και επιγραμματικό. 'Απλές ιστορίες άνθρώπων, πού ανθρώπινης καλοσύνης. Χαρακτηριστικό τό άντιπροσωπευτικό-
η μοίρα και οι συνθήκες τής ζωής τούς έκαμαν νά γονατίσουν, ιερο μυθιστόρημά του Το Λάθος, μέ τήν αναπάντεχη λύση τής
που δίνονται ωστόσο υψωμένες σέ μιά σφαίρα ποιητική. Στο μο­ ανθρώπινης μεταστροφής τοΰ μυστικοϋ πράκτορα τής Αστυνο­
ναδικό του μυθιστόρημα Ι ο Φ ραγμα (1960) μέ έναν πυκνό συμ­ μίας.
βολισμό (πού πηγάζει άπό τόν Kafka καί τόν Camus) περιγρά- Τρία μυθιστορήματα έχει δημοσιεύσει ώς τώρα ό Άντρέας
φεται ο κίνδυνος που δεν είναι βέβαιο άν είναι πραγματικός Φραγκιάς. Στά δύο του πρώτα ( Δνθριοτιοι και ατιιτια, 1955,
ή υποθετικός— άπό ένα φράγμα πού κατασκευάστηκε γιά τήν // Κ αγκελόπορτα, 1962) μέ ρεαλιστική επιμονή στις λεπτομέ­
ύδρευση μιάς άγροτικής περιοχής καθώς καί τό διάχυτο αί­ ρειες δίνει τό θέμα τοΰ βιομηχανικού εργάτη ή τών άνθρώπων
σθημα τοΰ φοβου και τής αγωνίας τών κατοίκων" τά πράγματα πού άγωνίζονται γιά τήν έπιβίωσή τους στις φτωχογειτονιές
3 52 353
17. Μ Ε Τ Α Π Ο Λ Ε Μ ΙΚ Η Π Ο Ι Η Σ Η Κ Α Ι Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α II Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

τής ’Αθήνας. Στον Λοιμό (στοιχειοθετημένο ήδη το 1967, πού 1>λο τό χρονικό διάστημα, κατά τό όποιο πρωτοεμφανιστηκαν
δεν μπόρεσε όμως νά κυκλοφορήσει παρά το 1971), πού πολλοί ί, ολοκληρώθηκαν οί πεζογράφοι τής πρώτης καί τής δεύτερης
το θεωρούν το καλύτερό του, το θέμα είναι καθαρά πολιτικό, μεταπολεμικής δεκαετίας πού άναφέραμε, καλύπτουν μέ τή δρά-
ή ζωή των εκτοπισμένων σ’ ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως' o/j τους ορισμένες γυναίκες πεζογράφοι, πού τις συνδέουν μεταξύ
ένα βιβλίο «συγκλονιστικό καί τρομακτικό», όπου δίνεται «μέ ; υυς μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τής γυναικείας πεζογρα­
αδρές γραμμές ή κόλαση τής επιστημονικά οργανωμένης απαν­ φίας: εύαισθησία, λυρική διάθεση καί συγκίνηση υποκειμενική.
θρωπιάς τής έποχής μας».13 ' 11 Μαργαρίτα Λυμπεράκη (γενν. 1919) ΰστερ’ άπό ένα πρώτο
Φανερή, άλλα οχι διαφανής, είναι ή πολιτική πρόθεση στα /·ιοσημείωτο μυθιστόρημα 7α Δέντρα (194ο), με ήρωες νέους
κείμενα του Νίκου Πολίτη (γενν. 1918). "Ενας τόμος διηγημά­ ανθρώπους καί προβλήματα κυρίως νεανικά, έδωσε μέ Τα Ψ ά­
των (1958) και ένα μυθιστόρημα (1963) φαίνονταν νά συνεχί­ θινα καπέλα (1945) ένα έργο γεμάτο άπό τή ζεστή, όλο^άγάπη
ζουν τή γραμμή τής ηθογραφίας, μέ ισχυρή τήν έπίδραση του κ α ί καλοσύνη, άτμόσφαιρα τής οικογένειας, καί άκόμη απο μια
Καραγάτση. Στά τρία ωστόσο νεώτερα κείμενά του —’Ε ξωτερι­ δροσιά καί χάρη νεανική. ’Αλλά ήδη μέ το επόμενό μυθιστό­
κός μονόλογος, 1965, Υ π ε ρ θ ε τικ ό ς αντίλογος, 1973, Το Κ ρανιο- ρημα, 'Ο ’Ά λλος ’Αλέξανδρος (1950), ή συγγραφέας, άλλάζον-
τρύπανο, 1975— θέλει νά δώσει τήν ψυχολογία του έγκλειστου ι ζς προσανατολισμό, στράφηκε προς τον προβληματισμό τής ε­
μέσα στις πόλεις καί εξαρτημένου άπό τή λειτουργία τής μηχα­ σοχής μας, καί κυρίως, άνανεώνοντας τά έκφραστικα της μέσα,
νής σημερινού ανθρώπου, καθώς καί «όλη τή μικροαστική μιζέ- γράψε ένα μυθιστόρημα κατ’ εξοχήν νεωτεριστικό. Είναι και
ρια καί το φόβο μπροστά στήν άπρόσωπη εξουσία καί τή βαθιά ;ό τελευταίο της πεζογράφημα' άπό τά μέσα τής δεκαετίας τού
αλλοίωση των παραδοσιακών κωδίκων ζωής άπό έναν κάτοικο >() ή συγγραφέας στράφηκε πρός τό θέατρο, πρός τό οποίο και
μιας μεγαλούπολης».14 Καί αύτύ πετυχαίνεται ιδιαίτερα μέ έναν γονιμότερα προσκολλήθηκε (βλ. παρακατω σ. 363).
εντελώς πρωτότυπο καί άνανεωμένο τρόπο γραφής, πού είτε ρέει Δείγματα νεωτερικής πεζογραφίας έδωσε καί ή Μιμικά Κρα-
άμορφος, χωρίς σημεία στίξης ή παραγράφους, σάν συνειρμικό νάκη μέ τά δύο της βιβλία (C on tre-tem ps, 1947, Τσίρκο, 1950),
παραλήρημα, είτε κοντανασαίνει μέ μικρές περιόδους ή κλά­ ό,τυυ υπάρχει άρκετός λυρισμός, μιά καταγραφή συναισθημα-
σματα περιόδων δημιουργώντας ένα άγχος εκφραστικό. .ι,κών καταστάσεων καί επίδραση άπό τόν υπερρεαλισμό. Η
’Αποκλειστικά διηγηματογράφος, ό Μ. Λαζαρίδης έδωσε στή συγγραφέας μετά τό 1950 έγκαταστάθηκε στή Γαλλία καί διδά­
δεκαετία 1953-62 τρεις συλλογές διηγημάτων πού έκαμαν αί­ σκει φιλοσοφία σέ γαλλικό πανεπιστήμιο. Κάπως παλαιότερη
σθηση για το σπάνιο θέμα τους καί γιά τή δύναμη τής περι­ ι, Ευα Βλάμη (1910-1976) μάς έδωσε μέ τό πρώτο της βιβλίο,
γραφής. Δάσκαλος σέ μιά έλληνική κοινότητα τής ’Αβησσυνίας, : ό Γ αλαξείδι (1947), ίσως τό καλύτερο έργο της. Περιγράφει,
αποτυπωνει στά διηγήματά του τον καυτό ουρανό τής ’Αφρικής Iιέ αίσθηση τής ιστορικής τραγικότητας, άλλά καί μέ δύναμη
και τον καυτερό καί βίαιο αισθησιασμό των άνθρώπων της. Στή φαντασίας, τόν ξεπεσμό τής γενέθλιας πόλης. ’Ιδιαίτερα αξιο­
Θεσσαλονίκη ο Τηλέμαχος Άλαβέρας πήρε τό θέμα του γιά πρόσεκτη ή έντονα χρωματισμένη καί χυμώδης λαϊκή δημοτική
την πρώτη συλλογή διηγημάτων (1952) άπό τήν εμπειρία τού ιης.
προσφάτου εμφυλίου πολέμου. Στά δύο μυθιστορήματά του (7ο Πλούσια είναι ή συγγραφική παραγωγή τής Γαλάτειας Σα-
Ρ ολόγι, 1957, 'Ο 'Ο δοστρω τήρας, 1963) προβληματίζεται μέ ράντη (γενν. 1921 στήν Πάτρα), πού πρωτοεμφανίζεται μέ έναν
τη θέση τού ανθρώπου σήμερα, ιδίως στή σχέση του μέ τή μη­ Iόμο διηγημάτων τό 1947. Τά μυθιστορήματά της κινούνται
χανή καί μέ όλο τό πλέγμα πού έχει δημιουργηθεΐ γύρω άπό δ,Λα περίπου στόν ίδιο χώρο, τής οικογένειας σε μια επαρχιακή
αύτήν στή σημερινή έποχή. ,τόλη. Ή πεζογραφία της είναι λιγότερο ή παρουσίαση έξωτερι-
κών καταστάσεων καί περιστατικών, όσο μιά πεζογραφία εσω­
13. Argus [= Α . Κοτζιάς], δ.π., σ. 51. τερικών διακυμάνσεων καί άποχρώσεων, όπου κυριαρχούν οί χα­
14. Α. Ζήρας, Δ ια β ά ζω , δ.π., σ. 81. μηλοί τόνοι καί ή γυναικεία τρυφερότητα. Στις Π ασχαλιές
354 3 55
17. Μ Ε Τ ΑΠ Ο ΛΕ Μ ΙΚ Η ΓΙΟΙΙΙΣΗ Κ Α Ι Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ Η Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ

(1949), τά φανερά αύτοβιογραφικά στοιχεία πλαταίνουν καί , ννηθεΐ (έξω κι έδώ άπό άκραίες περιπτώσεις) αναμεσα στα
παίρνουν μορφή αντικειμενική, μέ κάποια λυρική διάθεση πού /ρόνια 1926-1940. Οί συγγραφείς αύτοί προβληματίζονται πε­
πηγάζει άπό τον Βενέζη. Στο 1/αλιό μ α ς σ π ίτι (1959) είναι ρισσότερο καί θέλουν, άπό τή μιά μεριά νά προχοιρησουν^ βαθύ-
διάχυτη μιά μελαγχολία καί μια θλίψη πού δέ φτάνει ως τήν ι:;poc προς τά πράγματα και να εκφρασουν πιο ρητά και πιο εντο-
κατάθλιψη. Σε δλα τά έργα της άλλωστε υπάρχει το στοιχείο να τήν κριτική τους καί τή διαμαρτυρία τους, και απο την άλλη
τής ποίησης^ καί τής μεταφυσικής νοσταλγίας. Με Τα "Ορια ί '/. άναζητήσουν, με επιμοντ) και συνεχείς πειραματισμούς, την
(1966) το μόνιμο αύτύ πλαίσιο τής επαρχιακής πόλης έγκατα- Εκφραστική ανανέωση. Τά γεγονότα τού τελευταίου πολεμου^και
λειπεται, η δράση τοποθετείται στή μεταπολεμική ’Αθήνα, καί Ά,ύ εμφύλιου τά γνώρισαν ελάχιστα, τά εφηβικά τους χρόνια
αναπτύσσονται θέματα καί καταστάσεις πλουσιότερα στον προ­ κόφτουν (για τούς περισσότερους) στη δεκαετία 1950-60, χρονιά
βληματισμό τους. όπου στήν πολιτική σταθεροποιείται απο τη μια μέρια μια «κα­
Μιά άλλη πεζογράφος, ή Τατιάνα Μιλλιεξ (Γκρίτση, σύζυγος ι άσταση», ένώ, άπό τήν άλλη, προσπαθούν να οργανωθούν ή να
του Roger Milliex, γενν. 1920) κινήθηκε στήν αρχή (1947 κ.έ.) .Αναδιοργανωθούν το άριστερύ κίνημα καί οί δημοκρατικές δυ­
στα πλαίσια τής κατοχικής καί αντιστασιακής λογοτεχνίας, με νάμεις τού Κέντρου. t , _
διηγήματα και μυθιστορήματα πού έδειχναν λογοτεχνική συνεί­ Ό Βασίλης Βασιλικός, άπό τούς νεώτερους τής όμαδας αυτής
δηση και αναμφισβήτητο ταλαντο. Η συγγραφέας διαθέτει μιά (γενν. 1933 στή Θεσσαλονίκη) έκανε μιά πρώιμη αισθητή εμφά­
ιδιοσυγκρασία ποιητική και μια ευαισθησία απέναντι στις λε­ νιση το 1953 μέ τή Δ ιήγηση του Ίάσονα, ένα έργο νεανικός γε­
πτομέρειες τής καθημερινής ζωής καθώς καί πλούσιο απόθεμα μάτο δηλαδή παλμό καί εξομολόγηση νεανική.^'Ύστερ’ άπό τά
ψυχικό. Στο Κ α ι ιδον ίππος χλω ρός. . . (1963), γίνεται φανερή θ ύ μ α τα ειρήνης (1956), ένα χρονικό γιά τούς νέους τής Θεσσα­
μια καινούρια πνοή και μια τόλμη πού σπάζει τά καθιερωμένα λονίκης καί γιά τήν εξέγερσή τους, τό όποιο δέ σημείωσε αισθη­
εκφραστικά καλουπια και οφείλεται ίσως σέ μετουσιωμένες επι­ τή πρόοδο, έδωσε τό 1961 τό πιό ώριμο έργο του, μιά τριλογία
δράσεις άπό το σύγχρονο γαλλικό μυθιστόρημα. (Ίο Φύλλο, Τό Π ηγάδι, Τ ’ Α γγέλιασμα), πού άποτελεΐ ένα
Τα πορτραΐτα των γυναικών πεζογράφων μπορούν νά συμ­ φτάσιμο, άλλά μαζί καί δριο γιά ολόκληρη τή μεταπολεμική πε­
πληρωθούν μέ τής Μαρίας Περ. Ράλλη (1905-1976), πού στύ ζογραφία μας. Ό Βασιλικός άκολουθεί έδώ καινούρια εκφρα­
βιβλίο της Μ ιά γαλάζια γυναίκα (1944) παρουσιάζει κιόλας μιά στικά μέσα: τά τρία βιβλία τής τριλογίας είναι οί τρεις φάσεις
επίδραση απο τη νεωτερικη ευρωπαϊκή πεζογραφία, καί τής ιού ίδιου κεντρικού θέματος, ό μύθος καί τά πρόσωπα, σέ κάθε
Διδώς Σωτήριου (γενν. 1914 στή Σμύρνη), πού ξαναφέρνει στο βιβλίο διαφορετικά, συγκλίνουν δμως στόν ίδιο, φανερός άλλά
έργο της (κυρίως Μ ατωμένα χ ώ μ α τα , 1962) τήν τραγωδία τής καί οχι τόσο εύκολα άποκρυπτογραφούμενο συμβολισμό. Τό φύλ-
μικρασιατικής καταστροφής καί των χαμένων πατρίδων, μέ τήν /ο, πού θεριεύει ύπερφυσικά μέσα στό μπετόν τής πολυκατοικί­
προοπτική των καινούριων καιρών. ας’ καταστρέφει τήν ομαλή λειτουργία της καί τσακίζεται άπό
ιούς έπαναστατημένους ενοίκους' τό πηγάδι, ^γύρω στό όποιο
Οι πεζογραφοι που είδαμε ώς τούρα (τής δεκαετίας τού 40 καί συζητούν ένας νέος μορφωμένος καί μιά ύπηρέτρια γιά τό πώς
τού 50) είχαν γεννηθεί περίπου (έξω άπό άκραίες περιπτώσεις) 0ά άντλήσουν τό νερό, καί πού βρίσκεται στό τέλος στερεμένο,
μέσα στή δεκαπενταετία 1911 έως 1926. ΤΗταν 35 έως 18 μέ δλα τά παραπληρωματικά υπερφυσικά καί άπίθανα πού πυ­
χρονών στο τέλος τού πολέμου' αντίκρισαν μέ μιά καινούρια σο­ κνώνουν τή ζοφερή άτμόσφαιρα τού άδιέξοδου' ή κωμική τέλος
βαρότητα την πραγματικότητα καί τά ιστορικά γεγονότα, έ­ αύτή Σ.Ε.Α.Ο. (Σχολή Εφέδρων Α γγέλων Ούρανοΰ/ πού πε-
δωσαν ιδιαίτερη έμφαση στο ούσιαστικό, άλλά, έξω άπό ελά­ ριγράφεται μέ κέφι καί μαύρο χιούμορ στό τελευταίο βιβλίο
χιστες εξαιρέσεις, πορεύτηκαν άπάνω κάτω στούς καθιερωμέ­ άποτελούν βέβαια σύμβολα, είναι όμως αυτα σύμβολα για το
νους δρόμους τής πεζογραφίας. ’Από το 1959/60 δμως μιά νεώ- ΐδιο πάντοτε πράγμα, γιά τις διαφορετικές απόψεις τοΰ^ ίδιου,
τερη ομαδα κάνει την εμφάνιση της, μέ συγγραφείς πού έχουν ή γιά πράγματα κάθε φορά διαφορετικά; Ο Βασιλικός εξεφρασε
356 357
17. Μ Ιί Τ A ITO A li ΜI Κ 11 Π Ο Τ Ι Ι Σ Η Κ Α Ι Π Κ Ζ Ο Γ Ρ Λ Φ Ι Λ II Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

με καινούρια, μοντέρνα γλωσσά, μια γλώσσα ττυκνή καί ττολυ- κι αύτός τό 1962 μέ τόν τόμο διηγημάτων Τα Μ ηχανάκια (ο­
σήμάντη, τή διάλυση, τή σύγχυση, την απογοήτευση, τή δια­ ριστική μορφή τό 1970). Είναι ενα βιβλίο, όπως το είπαν, τής
μαρτυρία, τή φυγή —δ,τι χαρακτηρίζει καί δ,τι αποτελεί τήν εφηβικής κρίσης, όπου άναπτύσσεται τό πρόβλημα τών σχέ­
τέταρτη διάσταση τής αινιγματικής εποχής του. σεων τού ανθρώπου καί τής μηχανής στή σύγχρονη κοινωνία..
Μέ τα ύστερότερα έργα του δέ νομίζω πώς ό Βασιλικός έ­ Στά έπόμενα βιβλία του ό συγγραφέας πότε άποτυπώνει μέ
φτασε και πάλι στο ουσιαστικό αύτό καί λογοτεχνικό επίτευγμα ρεαλισμό καί πότε άφήνει ελεύθερο το παιχνίδι τής φαντασίας,
τής τριλογίας. Καί είναι από τούς πιό γόνιμους συγγραφείς, σέ μια γραφή απόλυτα προσεγμένη καί νεωτερική.
ασφαλώς ό πολυγραφότερος, μέ απανωτές εκδόσεις βιβλίων πού 'Ο Θανάσης Βαλτινός (γενν. 1932) δημοσίευσε για πρώτη
μετριούνται κατά δεκάδες.15 Το 1966 έδωσε τό Έ κτος των τε ι­ φορά τό 1963 στις Ε ποχές ένα διήγημα, πού είχε άμεση άπή-
χών, μικρά κομμάτια, συνδυασμό πολιτικού αφηγήματος καί χηση. Μέ μια γραφή λιτή καί μικροπερίοδη ξέρει να δημιουργεί
ρεπορτάζ, καί τό πολύ γνωστό καί πολυδιαβασμένο Ζ (πού μετα­ καταστάσεις καί να στήνει ένα στέρεο πεζογράφημα. Ό Βαλτι-
φράστηκε σε ξένες γλώ σσες καί γυρίστηκε ταινία μέ μεγάλη νός είναι όλιγογράφος’ ένα του γραπτό, σατιρικό καί ύπαινικτικο,
επιτυχία), πού έχει γιά θέμα τήν πολιτική δολοφονία τού βου­ 'Ο Γύψος, δημοσιεύτηκε στά Δεκαοχτό.) Κ είμενα (1970), καί
λευτή τής άριστεράς Γρ. Λαμπράκη τό Μάιο τού 1963. ’Από τό τό 1972 μάς έδωσε Τό Συναξάρι τοϋ Ά νδρέα Κ ορδοπάτη, με
1967 ως τό 1974 ό Βασιλικός έζησε αύτοεξόριστος στήν Ευρώπη, θεματικό πυρήνα τις απίθανες περιπετειες τών πρωτων Ελλή­
οπού άνέπτυξε έντονη άντιδικτατορική δράση. 'Ο ίδιος τα έργα νων μεταναστών στήν ’Αμερική στα τέλη τού περασμένου αιώνα.
του τα χωρίζει σε «μυθοποιητικά» καί «απομυθοποιητικά» —ή Διαφορετική είναι ή περίπτωση τού Κώστα Ταχτσή (γενν.
αλλιώς «λογοτεχνικά» καί «ντοκουμέντα»— ξεχωρίζοντας έτσι ό 1927). "Υστερα άπό πρώτες δοκιμές στήν ποίηση μας έδωσε
ίδιος καθαρά τά δύο είδη γραφής του (τό Ζ τό είχε χαρακτηρίσει τό 1962 ένα εντελώς ιδιότυπο καί συναρπαστικό στήν πληθω-
«φανταστικό ντοκυμαντέρ»). Δύο βιβλία του έχουν τόν τίτλο Μα­ ρικότητά του μυθιστόρημα, Το Τρίτο στεφ άνι, απο τα κορυ­
γνητόφωνο (1970, καί Μ αγνητόφωνο 2, 1971) καί αποτελούν φαία άσφαλώς έπιτεύγματα τής μεταπολεμικής πεζογραφίας.
πραγματικά αφηγήσεις (ή δημοσιογραφικό ρεπορτάζ) άπομνη- 'Ο συγγραφέας μάς δίνει τήν άφήγηση δύο γυναικών, ^πού^ μι­
μονευμένες μέ τό μέσο τού μαγνητοφώνου, άλλα πάλι είναι σα- λούν σέ πρώτο πρόσωπο, πότε ή μία καί πότε ή άλλη. 'Η άφη-
τιρικα-σαρκαστικα ή απλώς αποτελούν συναγωγή «ντοκουμέν­ γηση δίνεται σέ μιαν άσταμάτητη ροή, μέ πρωθύστερα, παρεκ-
των» (απο λογους π.χ. τού Παπαδόπουλου καί τού ΙΤαττακοΰ). βολές καί συναισθηματικές άποστροφές, καί μέ μια γλώσσα
Μετά τήν επιστροφή του άλλωστε στήν Ελλάδα ό Βασιλικός άμεση, ελεύθερη, χωρίς δεσμεύσεις καί άποκρύψεις. ’Έ τσι ολο­
είναι τακτικός συντάκτης καί σχολιαστής σέ καθημερινές εφη­ κληρώνεται μυθιστορηματικά ή ζωή τών δύο αύτών γυναικών
μερίδες. καί προβάλλεται, μέσ’ άπό τήν καθημερινότητα, τήν ποταπό­
Μολονοτι ανήκει σέ πολύ παλαιότερη γενιά (γενν. 1906), ό τητα, τόν υπόκοσμο, τις πτώσεις καί τις άνατάσεις, ή ίδια η
Π. Παπασιοιπης, απο τή Θεσσαλονίκη κι αύτός, δέν παρουσιά­ ζωή —καί ό,τι αύτό μπορεί νά σημαίνει—, ένώ παράλληλα γ ί­
στηκε στη λογοτεχνική ζωή παρά πολύ όψιμα, μέ τή συλλογή νονται έπίσης άναφορές στά σύγχρονα ιστορικά γεγονότα, απο
διηγημάτων Η Α ίθουσα (1962), πού είχαν δημοσιευτεί προη­ τόν Μακεδονικό άγώνα ώς τήν Κατοχή καί τά Δεκεμβριανοί.
γουμένως σέ περιοδικά τής Θεσσαλονίκης, καί πού, μέ τή νεωτε- ’Αμέσως ύστερα, στά χρόνια 1964-67, δημοσίευσε ο Ταχτσης
ρικη γραφή τους, εντάσσονται στα πλαίσια τής γενιάς τού 1960. σέ διάφορα περιοδικά μιά σειρά διηγήματα, πού τά συγκέντρω­
Ολιγογραφος ο Παπασιούπης έδωσε μόλις μετά άπό δέκα χρό­ σε τό 1972 σ’ έναν τόμο μέ τόν τίτλο Τα Ρ έστα. Πρόκειται
νια έναν δεύτερο τόμο διηγημάτων {’Εκτροπή, 1972). γιά σύντομες άφηγήσεις, άναμνήσεις τό πιο πολύ απο τα παι­
Ο Μένης Κουμανταρέας (γενν. 1933) πρωτοπαρουσιάζεται δικά του χρόνια σέ μιά φτωχογειτονιά τής ’Αθήνας, πού άπο-
15. Βλ. Κ. Ντελόπουλος, Β ιβ λιο γρ α φ ία Β α σ ίλη Β α σ ιλικο ί], ’Αθήνα
δίδουν, μέ σπαρταριστή ζωντάνια καί μέ το μάτι τού παιδιού
1976 (64 έγγραφες). ή έφηβου άφηγητή, τήν άνάλλαχτη καθημερινή μικρότητα.
358 3 59
) 7. ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙ ΚΗ Ι Ι ΟΙ ΠΣΗ ΚΑΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙ Α II ΠΕΖΟΓΡΑΦΙ Α

Tò περιβάλλον τής συνοικίας μιάς μεγαλούπολης, τής Θεσ­ δίδει στά πεζογραφήματά του τίς προσωπικές του εμπειρίες είτε
σαλονίκης, άποδίδει καί ό Γιώργος Ίωάννου (γενν. 1927). Νω- τών πολιτικών διωγμών είτε τής άρρώστιας καί του θανάτου.
?οπ/α είχε’ παΡουσι·^ τε ΐ μέ δύο ποιητικές συλλογές, καί το 11ρόκειται κυρίως γιά μικρά κείμενα σέ πρώτο πρόσωπο, σαν
1964 συγκέντρωσε σ’ έναν τόμο (Γ ιά iva φιλότιμο) τά ιδιότυπα είδος μονολόγου, πού αποτελούν συγχρόνως μιά μαρτυρία^ για
κείμενα (ο ίδιος τα ονομάζει απλώς «πεζογραφήματα»), ’Ακο­ τήν έλληνική πραγματικότητα, άλλά καί μια διαμαρτυρία. Στην
λούθησαν (1971, 1974) δύο ακόμη συλλογές (σήμερα 6λα συγ­ τελευταία συλλογή, 7ο Κ οινόβιο (1972), ρίχνει τή σκιά του το
κεντρωμένα: ΙΙεζογραφ ήματα, 1976). Ό Ίωάννου είναι φιλό­ γεγονός του θανάτου καί άκούγονται τονοι ελεγειακοί μέσα σε
λογος^, καθηγητής,^ καί έχει ιδιαίτερα ασχοληθεί μέ τή λαογρα­ μιά εξημμένη φαντασία πού φτάνει ως τις παραισθήσεις.
φία (οπού έδωσε ανθολογίες δημοτικών τραγουδιών καί παρα­ Σύντομη στάθηκε ή ζωή καί του Νίκου Καχτίτση (1926-
μυθιών) και με τον Καραγκιόζη· έχει ακόμη μεταφράσει αρ­ 1970), ένός άπο τούς πιο ιδιόρρυθμους νεώτερους συγγράφεις.
χαίους ^λυρικούς και μια τραγωδία του Ευριπίδη. Τά πεζογρα- Γεννημένος στή Γαστούνη τής ’ Ηλείας, καί άφοϋ έζησε δυο
φήματά του έχουν μόνιμα το ’ίδιο θέμα, είναι μάλλον, όπως ει­ χρόνια στο Καμερούν καί ταξίδεψε στήν κεντρική καί τή δυτική
πώθηκε, ένα καί μόνο πεζογράφημα σε διαδοχικές φάσεις. 'Ο Εύρώπη, έγκαταστάθηκε άπό το 1956 μόνιμα στο Μόντρεαλ του
άφηγητης είναι πάντα ό ίδιος, στά περισσότερα πεζογραφήματα Καναδά- μόνο λίγο πριν πεθάνει έπέστρεψε στήν^ πατρίδα καί
ένας έφηβος, φτωχός καί κακοπαθημένος, ευαίσθητος, κατεχό- πέθανε στήν Πάτρα. Επηρεασμένος στήν άρχή άπό τον Πεντζι-
μενος απο ερωτική αμηχανία- ό χώρος επίσης πάντοτε ό ίδιος, κη καί άπό τή σχολή τής Θεσσαλονίκης (το πρώτο του^διήγημα
οι συνοικίες τής Θεσσαλονίκης (οί προσφυγικοί συνοικισμοί, τά δημοσιεύτηκε στή Διαγώνιο, 1959), παρουσιάζει τα έργα του
Εβραίικα, το Βαρδαρι), και η εποχή κατά προτίμηση ή Κατοχή, σάν άφήγηση τρίτων ή σαν επιστολές, και συνδυάζει ιδίως στα
συνοπτικά^ «η κατοχική ανθρωπογεωγραφία τής Θεσσαλονί­ δύο τελευταία, ωριμότερα καί άλληλοσυνδεόμενα έργα του ( Ο
κης». 6 Το μόνιμό αυτό σκηνικό ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία ’Ε ξώ στης, 1964, 'Ο 'Ή ρωας τής Γάνδης, 1967)— τήν ονειρική
(όχι «λαογραφικη»), στην οποία συμβάλλουν άπό τή μιά ή συν- μορφή του μοντέρνου έσωτερικοϋ μονολογου με τον ρεαλιστικό
ταύτιση του αφηγητή μέ τά βάσανα καί τίς λαχτάρες μιάς όλό- τρόπο τοϋ παραδοσιακού μυθιστορήματος.17 'Η Γάνδη όπου το­
κληρης ομάδάς ανθρώπων, και από τήν άλλη ό εξομολογητικός ποθετούνται τά δύο έργα, είναι μιά πόλη μάλλον φανταστική
τονος τής ^αφηγησης, έντονος στο ρεαλισμό του καί συγκλονι­ (ή μυθική), ό χρόνος τής δράσης τοποθετείται, επίσης αόριστα,
στικός στην ευθυβολία του καί στήν άπογύμνωση κάθε είδους στά χρόνια τού Α' Παγκόσμιου Πολέμου, προβάλλονται όμως
καταφυγής. πραγματικά οί έμπειρίες τού πρόσφατου πολέμου. Η ιδιόρρυθμη
^Για να μείνουμε παντα στη Θεσσαλονίκη θά μνημονεύσουμε πεζογραφία του έχει προκαλέσει, ιδίως μετά τον πρόωρό θανατο
και τον πολύ νεωτερο Σάκη Παπαδημητρίου (γενν. 1940), άπό τού συγγραφέα, ιδιαίτερο ένδιαφέρον, καί πολλά ανέκδοτα και
τον κύκλο τής Διαγώνιου, με τρία βιβλία πεζογραφημάτων ιδίως εκτενή γράμματα (σάν λογοτεχνήματα) προς φίλους του
(1965-75), όπου δίνεται, όπως καί σέ άλλους πεζογράφους, το (τούς συμπατριώτες του π.χ. ποιητές Τ. Σινόπουλο καί Γ. Παυ-
δραμα του συγχρόνου, εγκλείστου ανθρώπου τών πόλεων. λόπουλο) δημοσιεύτηκαν πρόσφατα. ^ ^ <
,'Ο Μάριος Χάκκας,^πού πέθανε νέος (1930-1972), στά εφτά "Ενας άπό τούς νεώτερους τής ίδιας ομάδας (γενν. 1936),^ο
ουσιαστικά χρονιά που κράτησε ή λογοτεχνική του παρουσία Γιώργος Χειμώνας, συγγενεύει κι αύτός μέ το περιβάλλον τής
(απο το 1965, που πρωτοεμφανίζεται στήν ’Ε πιθεώρηση Τέ­ Θεσσαλονίκης, όπου μεγάλωσε καί όπου πρωτοπαρουσιαστηκε
χνης) προφτασε να δώσει, εκτός άπο τρείς συλλογές διηγημά­ το 1960. Τά γραπτά του διερευνούν ψυχαναλυτικά τις εσωτερικές
των, και^ ποιήματα καί τρία θεατρικά μονόπρακτα. Είναι ένας πτυχές τής συνείδησης καί διακρίνονται γιά τή νεωτερική τους
συγγραφέας εξαιρετικά βασανισμένος σάν άνθρωπος, καί άπο- γραφή καθώς καί γιά πολλά δάνειά στοιχεία απο το αντιμυθι-
16. Δ. Ν. Μαρωνίτης, « ’ Ερωτήματα γιά τήν επαρχιακή λογοτεχνία», 17. Βλ. το άρθρο τοϋ Γ. Δανιήλ, Ν εοελληνικός Λ ό γο ς ’ 74, σσ. 66-99,
Λ ια β α ζω τεϋχ. 10 (1978) 30-39. ΙΙρβ. Argus [= Α . Κοτζιας], δ.π., σ. 53. πλούσια ένημερωμένο.
360 361
17. Μ Ε Τ Α ΙΙ Ο Λ Ε Μ Ι Κ ΙΙ Π Ο Ι Η Σ Η ΚΑΤ Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ ΤΟ ΘΕ Α ΤΡΟ

στόρημα, όπως π.χ. την επίπεδη γραφή ή την έλλειψη διαλό- [ΐ.ωδία»— πού πρόσφερε δυο εύχάριστες ώρες θεάματος. ^Η ιδιο-
γων. 'Ενας συγγραφέας πού δέ διαβάζεται εύκολα. ’Από τον ;υπη αυτή ελληνική κωμωδία, υποπροίον μάλλον παρα προίον
κύκλο τής^ Θεσσαλονίκης καί ό Νίκος Μπακόλας (γενν. 1927) καλλιτεχνικό, είχε ώστόσο τήν άρετή νά προβάλλει πρόσωπα τυ-
καλλιεργεί τήν πεζογραφία του έσωτερικοϋ χώρου δπου ξανάρ­ πικά νεοελληνικά, χωρίς βέβαια διείσδυση ψυχολογική ή παρα­
χονται τα θέματα τής μνήμης καί τού ονείρου, καί διακρίνεται πέρα προβληματισμούς, το πολύ πολύ με κάποιον ψευτορομαντι-
για τήν προσωπική του γραφή. Ό Μπακόλας έχει άφομοιώσει κύ μελοδραματισμό. (Κυριότεροι συγγραφείς ό Δ. Ψαθάς και
με επιτυχία πολλά άφηγηματικά στοιχεία του Faulkner (τον ιό ζευγάρι Α. Σακελλάριος - X. Γιαννακόπουλος).
οποίο καί μετέφρασε), "ΐστερ’ άπο μια πρώτη νουβέλα (1958) Δεν έλειψαν βέβαια καί σποραδικές σοβαρότερες προσπάθει-
δίνει το 1966 το αντιπροσωπευτικό του μυθιστόρημα 'Ο Κ ήπος ;. 'Η Μαργαρίτα Αυμπεράκη ζήτησε, όπως είδαμε, καινούριους
τω ν πριγκίπω ν, καί άπο τότε πολλά πεζογραφήματα καί άφη- ι’κφραστικούς τρόπους στο θέατρο βΗ Γυναίκα τοΰ Κανδαύλη,
Yrìnn^tn0 τ ε ^ ε υ τ α ΐ ° · Μ υθολογία, 12 άλληλένδετα αφ ηγήματα, Οί Δαναΐδες, 1955-56) καί μετέτρεψε γιά τή σκηνή το μυθιστό­
1977). Ο Χριστόφορος Μηλιώνης (γενν. 1932), άπο τά Γιάν­ ρημά της Ο "Αλλος Ά λεζανδρος. Σ ενα άλλο δραμα,^ Ο Αγιος
νινα (πρώτη εμφάνιση: Π αραφωνία, διηγήματα, 1961) συνδυά- •ιηίγκιψ, στηριγμένο στήν ιστορία τού άγιου Αλέξιου ψαρχες
ζει τη νεωτερική ^γραφή με τή ρεαλιστική απόδοση. Στο τε­ !ιήυ μ.Χ. αιώνα), παρουσιάζει τή σύγκρουση των δύο κόσμων,
λευταίο του έργο, Α κροκεραννια (1976), πού συγκεντρώνει τέσ­ ’ Ανατολής καί Δύσης —φυσικά μέ τις υπονοούμενες προεκτάσεις
σερις νουβέλες, ξαναπιάνεται το θέμα του εμφύλιου πολέμου. Το στή δική μας εποχή. Μιά άλλη γυναίκα θεατρογραφος, η Λουλά.
ίδιο συμβαίνει καί στά μυθιστορήματα του ’Άρη Νικολαΐδη {Οι ’ Λναγνωστάκη (άδελφή τού ποιητή), παρουσίασε^έργα ( Η Πό­
λυνυπάρχοντες, 1969, 'Η ’Ε ξαφάνιση, 1975), πού είχε παρου­ λη, Ο Ά ντόνιο ή το μήνυμα κ.α.), που τα ανεβασε ο Κουν,
σιαστεί ως ττοιητής στή δεκαετία του 50, καθώς καί στο Κ ι­ γραμμένα σέ μιά έντελώς μοντέρνα, νευρική γραφη^, που αγγί­
βώ τιο του επίσης ποιητή Α. ’Αλεξάνδρου, πού το μνημονεύσαμε ζουν το παράλογο καί άφομοιωνουν δημιουργικά τα διδαγματα
παραπανω (σ. 337). τού σύγχρονου ευρωπαϊκού και αμερικανικού θέατρου. ^
, Μΐ·α νεωτερη πλειαδα πεζογράφων κάνει τήν παρουσία της Ά πο τούς νεώτερους, πού δέχονται όλοι σχεδόν τις επιδρά­
μέσα στά χρόνια τής δικτατορίας, μετά το 1970. Τά ονόματα σεις τοΰ θεάτρου τοΰ παράλογου, θ’ άναφέρουμε τους Κώστα
είναι πολλά καρ μερικά αξιόλογα. ’Αλλά είναι κάπως πρώιμο Μουρσελα, ΙΙαΰλο Μάτεση, Δημήτρη Κεχαιδη, Μέτρο Μάρκαρη
να , αποτμχηθεϊ ή προσφορά τους σ’ ένα βιβλίο ιστορικό, ούτε καί τον Γιώργο Σκούρτη. Δέ θά έπρεπε να παραλειψουμε και
και θά είχε νόημα μιά ονομαστική απλώς παρουσίαση. τον γελοιογράφο Μπόστ (Μ. Μποσταντζογλου) για τη χιουμο­
ριστική του Φ αΰστα. ^ ^
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ Στον τομέα τής θεατρικής πράξης, το ’Εθνικό Θέατρο εξα­
κολούθησε πάντα νά έχει κεντρική θέση, με καποια προσπάθεια
Οι μεταπολεμικοί πεζογραφοι (άλλά καί οί ποιητές) δεν καλ­ νά ειδικευτεί στήν παρουσίαση τού αρχαίου ελληνικού θέατρου,
λιέργησαν ιδιαίτερα το θεατρικό λόγο. Γύρω στο 1950 ό Αόρκα πού παιζόταν σέ ειδικά «φεστιβάλ» στο αρχαίο θέατρο τής Ε
ίπ0υ~τ ° Μ ατωμένο γάμο είχε παρουσιάσει ό Κούν το 1948) δαύρου ή το 'Μρώδειο στήν Αθήνα. Στη διδασκαλια^του αρ
ασκεί μια επίδραση στά θεατρικά έργα του Νότη Περγιάλη καί χαίου δράματος ειδικεύτηκε ό Δ. Ροντηρης, ο οποίος αργότερα
τοΰ Ιάκωβου Καμπανελη. Του Γ. Σεβαστίκογλου πάλι, εγκα­ άποσχίστηκε καί δημιούργησε θίασο δικό του, το Πειραίκο Θέα­
τεστημένου απο το 1947 στή Ρωσία, ή ’Αγγέλα είναι ενα δράμα τρο, μέ το όποιο επιχείρησε πολλές περιοδείες στο εςωτερικο.
με τάσεις^ κοινωνικές, οώκαί κάπως ξεπερασμένες. Το είδος πού Τή διδασκαλία τοΰ άρχαίου δράματος στο Εθνικό ^ανελαβε και
κυριαρχούσε στή σκηνή ήταν κυρίως ή κωμωδία —ή «φαρσοκω- ό Ά λέξης Μινωτής, πού πρωταγωνιστούσε και ως ηθοποιος^,
μέ συμπρωταγωνίστρια τή γυναίκα του, την εςαιρετη τραγωδό
18. Βλ. Δ ια β ά ζ ω , δ.π. (σημ. 10), σ. 82. Κατίνα Παξινοΰ (ψ1973). Γενικός διευθυντής τοΰ ’Εθνικού Θεά­
3 62 3 63
17. Μ Ε Τ Α Π Ο Λ Ε Μ ΙΚ Η ΠΟΙΗ ΣΗ Κ Λ Ι Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ Η ΚΡΙΤΙΚΗ

τρου γιά πολλά χρόνια ήταν ό Αίμ. Χουρμούζιος (1904-1973), μικής γενιάς ασχολήθηκαν μέ την κριτική ή μέ τό δοκίμιο χωρίς
καί γιά ενα σύντομο διάστημα χρησιμοποιήθηκαν ώς σκηνοθέτες (πστόσο να καλλιεργήσει κανείς το είδος αποκλειστικά. Μεγάλη
οι Κ. Κουν, Σ. Καραντινός, Α. Σολομός κ.α. Ά πό το ελεύθερο δραστηριότητα ώς κριτικός ανέπτυξε ό Γ. Θέμελης (που ήταν
θέατρο, το μονιμοτερο καί έκεϊνο πού κράτησε μια σταθερή καί φιλόλογος, έκπαιδευτικός) σέ μια σειρά δοκίμια που ανα-
γραμμή,^παρουσιάζοντας κυρίως έργα τής παγκόσμιας πρωτο­ φέρονται κυρίως στήν έρμηνεία παλαιότερων καί νεώτερων^ποιη-
πορίας,^ ήταν το Θέατρο Τέχνης τού Κάρολου Κούν (στο υπό­ τών καί λογοτεχνών, όπως τού Σολωμοΰ^, τού Καβαφη, τού 11α-
γειο ενος^ κεντρικού κινηματογράφου, χωρίς τη συνηθισμένη σκη­ παδιαμάντη ή τής νεώτερης γενιάς, καί πού δείχνουν ενα οξυ
νή, με λίγες θεσεις τοποθετημένες γύρω άπό τούς ηθοποιούς). διεισδυτικό πνεύμα (Ή Νεώτερη ποίησή μ α ς, 2 τομοι, 19b3-b/.
Αλλοι ελεύθεροι θίασοι σχηματίζονταν γύρω άπό πρωταγωνι­ 7 Γ Ε σχά τη κρίσις, 1966). 'Ως φορέας των ιδεών των νεωτερων,
στές και πρωταγωνίστριες καί έδιναν παραστάσεις, τις περισσό­ σέ αντιδιαστολή ιδίως καί πολεμική πρός τή γενιά του 30 πα­
τερες φορές ^υψηλού επιπέδου' καί ύπήρξαν πολλοί καί καλοί ρουσιάστηκε, μέ τή συνηθισμένη του βιαιότητα, και ο 1 ενός
ηθοποιοί στο ελληνικό θέατρο τά τελευταία χρόνια: Κατερίνα (Άποστολίδης), πού έξέδιδε κατά καιρούς ενα περιοδικό, Ι α
(απο τις παλαιοτερες), Βασω Μανωλίδου, Μαίρη ’Λρώνη, ’Άννα Νέα 'Ε λληνικά, μέ τή δική του προσωπική σφραγίδα. Ο Σησι-
Συνοδινοΰ, "Ελλη Λαμπέτη, Μελίνα Μερκούρη, ’Αντιγόνη Βα- μος Λορεντζάτος αντίθετα, νηφάλιος καί στοχαστικός, καλλιέρ­
λακου, καί Γιώργος Παπάς, Δημήτρης Χόρν, Μάνος Κατράκης, γησε περισσότερο τό καθαυτό δοκίμιο και τη συνθετικοτερη επι­
Βασίλης Aογοθετίδης, Μ. Φωτόπουλος, Ντίνος Ήλιόπουλος (οί σκόπηση, προβάλλοντας ιδέες άρκετά πρωτότυπες, κάποτε και
τελευταίοι στήν κωμωδία). Γιά τή Θεσσαλονίκη αποφασιστικό ιδιόρρυθμες, άντλημένες άπό τό πλατύτατο πεδίο των αναγνώ­
βήμα στάθηκε τό^1961 ή ίδρυση τού Κρατικού Θεάτρου Βο­ σεων του καί άπό μιά έσωστρεφή καί θρησκευόμενη διάθεση. ^
ρείου 'Ελλάδος, μέ πρώτο Γενικό Διευθυντή τόν Σωκράτη Κα- Στο πεδίο τής φιλολογικής κριτικής καί τής επιστημονικής
ραντινό. ’Ανύψωσε τή θεατρική στάθμη τής συμπρωτεύουσας καί έρευνας θ’ άναφέρουμε τον Γ. Π. Σαββιδη,^καθηγητη στο Πάνε-
εόωσε μερικες άρτιες (καί πρωτοποριακές) παραστάσεις (όπως πιστήμιο τής Θεσσαλονίκης, ιδιαίτερα γιά τις διεισδυτικές με­
το Π εριμένοντας τον, Γκοντό τού Μπέκετ, μέ σκηνοθεσία Μίνου λέτες γιά τόν Καβάφη καί τό Σεφέρη καί τις φιλολογικές εκδό­
Βολανακη)· ό τελευταίος μετά τή μεταπολίτευση (ώς το 1977) σεις του’ επίσης τόν ’Απόστολο Σαχίνη, καθηγητή στό ίδιο πα­
ανελαβε καί τή Γενική διεύθυνση. νεπιστήμιο, πού μάς έδωσε μιά σειρά κριτικών επισκοπήσεων
Στή διάρκεια^τής έπταετίας τό θέατρο στάθηκε πολλές φορές γιά τή νεοελληνική πεζογραφία. 'Ο Κ. Στεργιοπουλος, καθηγη­
κατάλληλος φορέας γιά νά διοχετευθεί, όσο ήταν δυνατόν, ενα τής στό Πανεπιστήμιο Ίωαννινων, παραλληλα με τις λογοτε
πνεύμα αντίστασης καί διαμαρτυρίας. Νέοι θίασοι δημιουργή- χνικές του επιδόσεις, άσχολήθηκε καί μέ τήν κριτική καί έδωσε
θηκαν που διάλεγαν έργα, ελληνικά καί ξένα, πρωτοποριακά ή βιβλία γιά τόν Τέλο Ά γρ α καί γιά τις επιδράσεις στο έργο του
με κάποιο ιδιαίτερο μήνυμα, τής Τζ. Καρέζη, τού Α. Ά λε- Καρυωτάκη. Μέ ιδιαίτερη στοργή καί μέ φιλολογική μέθοδο
ξανδρακη, τό Ελληνικό Θέατρο τού Στ. Ληναίου, τό Ε λεύ­ άσχολήθηκε μέ τή νεοελληνική λογοτεχνία ό κλασικός φιλολογος
θερο Θέατρο, τό^’Ανοιχτό Θέατρο, τό Πειραματικό, τό Θέα- Δ. Ν. Μαρωνίτης, καθηγητής άπό τό 1975 στό ^Πανεπιστήμιο
τρο^Στοα, το Θέατρο Σάτιρας’ στή Θεσσαλονίκη τό Θεατρι­ Θεσσαλονίκης- έγραψε γιά τό Σολωμό καί τό Σεφερη, για τή
κό Εργαστήρι τής «Τέχνης», καί άλλα θέατρα (νέων κυρίως). μεταπολεμική ποίηση, καί κρατά μιά μόνιμη στήλη επιφυλλίδας
1 έλος το 1975 στήν ’Αθήνα ό σκηνοθέτης καί φιλόλογος Σπό­ στήν έφημερίδα 7ο Β ήμα. 'Ο Γ. Βελουδής, λέκτωρ τής νεοελ­
ρος Ευαγγελάτος^ ίδρυσε τό «Άμφι-θέατρο», πού έδωσε μιά ληνικής στό Μόναχο, άσχολήθηκε καί μέ την ΐαλαιότερη^ λογο­
7

διασκευή τού Ε ρωτόκριτου, παραστάσεις τού ’Αριστοφάνη, τεχνία (τό μυθιστόρημα τού ’Αλεξάνδρου) αλλα και με τη νεω-
Σαιξπηρ κ.α. τερη, μέ οξύνοια φιλολογική, άπό τή σκοπιά τής μαρξιστικής
κριτικής, οχι πάντοτε χωρίς προκαταλήψεις. Σέ ^γερή ^φιλολο­
Πολλοί άπό τούς ποιητές καί τούς πεζογράφους τής μεταπολε­ γική καί ιστορική βάση είναι στηριγμένες καί οί μελετες του
3 64 36 5
Η ΚΡΙ ΤΙ ΚΗ
17. Μ Ε Τ ΑΠ Ο ΛΕΜ ΙΚ Ή ΙΙ ΟΙΙΙΣ Π Κ Λ Ι Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ

Φίλιππου Ή λιού, κυρίως γιά ζητήματα βιβλιογραφίας τής νεο­ •νλοσοφίας καί πολιτικής. 'Η *Επιθεώρηση άπό τήν
,λΛλη (Ιριά (1954-1967), τό περιοδικό της αριστερής ιδεολογι-
ελληνικής φιλολογίας. Τέλος ό Παν. Μουλλάς, καθηγητής άπό /^παράταξης, ήταν πλούσιο σέ περιεχόμενο και παρουσιαζο
το 1977 στο Πανεπιστήμιο τής Θεσσαλονίκης, άσχολήθηκε ιδι­
αίτερα με τούς ποιητικούς διαγωνισμούς του 19ου αιώνα καί
μέ το πνευματικό καί κοινωνικό περιβάλλον τής εποχής, ακόμη ,Ά μ ίρ α ά w , Ι Μ 1*Ψ > 1 * . * * * * +
δες της παρουσιάστηκαν οι περισσότεροι μεταπολεμικοί συγ
μέ τον Παπαδιαμάντη καί μέ άλλα θέματα κριτικής.
'Ο ποιητής Μ. Άναγνωστάκης έδειξε στις κριτικές του σπά­ γραφείς, άλλά άσκήθηκε μέ σύστημα και η υπευθυνη
νια οξυδέρκεια καί ευαισθησία καθώς καί πνευματική εντιμό­ κριτική. 'Ιδρυτικό μέλος τού περιοδικού και ,
/ρόνια 1964-67 ό Κώστας Κουλουφακος (γενν. 1924) που τ
τητα καί ανεξαρτησία. Τό περιοδικό πού έξέδιδε (Κ ρ ιτικ ή , 1959-
61) διακρινόταν γιά τήν ευθύνη καί τή συνέπεια τής γραμμής γνωρίσαμε καί ώς ποιητή, έχει εκδωσει και το 0
L ì αναλύσεις (1966) σέ δύο τόμους. Αλλοι κριτικό < τυνεργα
του. Στή Νόρα Άναγνωστάκη (τή γυναίκα του) χρωστούμε έπί-
σης μερικές λεπτές αξιολογήσεις νεώτερων ποιητών (έγραψε γιά τες τού περιοδικού ήταν ό Δ. Ραυτοπουλος που συϊ κε^ Ρ “ σε Τ f
τό Σεφέρη, τόν Παπαδίτσα, τό Σαχτούρη). Τό δοκίμιο καλλιέρ­ κριτικές του σέ έναν τόμο (Οί ’Ιδέες καί τα έργα, και
Μ Γ. Μερακλής, καθηγητής σήμερα τής λαογραφίας στο ΓΙανε-
γησε παράλληλα μέ τήν ποίηση (βλ. σ. 344) καί ό Γιάννης Δάλ- πιστήμιο τών Ίω αννίνω ν έκτός άπό τις επιστημονικές του μ -
λας, μέ αξιόλογες συμβολές γιά τό έργο τού Καβάφη (Καβάφης λέτες ό Μερακλής συνέχισε τήν κριτική του στο περιοδικά Νεα
κ α ί ισ το ρ ία , 1974), τού Σεφέρη καί άλλων νεώτερων ποιητών,
δημοσιευμένες τις περισσότερες στο περιοδικό 5Ενδοχώρα πού ΙΙορεία τής Θεσσαλονίκης καθώς καί μέ αυτόνομα'
έξέδιδε στά Γιάννινα (1959-1967). ’Από τόν κύκλο τής Θεσσα­
λονίκης ό Π. Θασίτης πρόσφερε στοχαστικές καί συγκινημένες στην ’Αλεξάνδρεια)' άνήκε στην έκδοτική όμαδα των Δεκαοχτώ
κριτικές ιδίως γιά θέματα ποιητικά (είναι άπό τούς πρώτους Κειμένων καί στή συντακτική έπιτροπη του περιοδικού Η ί υ
πού άνέλυσε τό ”Αξιόν έστ'ι τού Έ λύτη). Καί ό Ντίνος Χριστια- νένεια Ό πεζογράφος ’Αλ. Κοτζιάς (βλ. σ. 350) είναι επιση^
νόπουλος, πού τόν γνωρίσαμε κυρίως ώς ποιητή, φιλόλογος καί Λ άξιόλογος κριτικός τής λογοτεχνίας και κράτησε^την τακτική
εκδότης τού άρκετά ιδιότυπου περιοδικού Διαγώνιος, άξιολόγησε
σελίδα τής βιβλιοκριτικής στις έ φ η μ ε ρ ι Μεσημβρινή, jK
μέ οξυδέρκεια καί άβρότητα λογοτέχνες τής νεώτερης κυρίως 67) καί η Β ήμ α 1971-72), καί άπό τό 1975 επιμελείται τη
γενιάς. φιλολογική σ ε Χ α τής Κ α θ η μ ε ρ ιν ή Ανήκε καί αυτός στην ο­
Σημαντική στάθηκε ή προσφορά στην κριτική αξιόλογων λο­
γοτεχνικών περιοδικών, πού είτε φιλοξενούσαν κείμενα νεώτε­ μάδα τών Δεκαοχτώ Κ ειμένων και της Συνεχείας.
ρων μεταπολεμικών συγγραφέων είτε δημοσίευαν κριτικά άρ­
θρα καί δοκίμια. Δίπλα στή Νέα ' Ε στία, πού μέ τή διεύθυνση
πάντοτε τού Πέτρου Χάρη κρατούσε τήν κεντρική της καθιε­
ρωμένη θέση, ενα αξιόλογο νέο περιοδικό στάθηκαν (άπό τό
Μάιο τού 1963 ως τόν ’Απρίλιο τού 1967) οί Ε ποχές, «μηνιαία
έκδοση (όπως αναγράφεται στον τίτλο) πνευματικού προβλημα­
τισμού καί γενικής παιδείας». Διευθυντής ό ’Άγγελος Τερζάκης,
σύμβουλοι, ανάμεσα σέ άλλους, ό Γ. Σεφέρης, ό Κ. Θ. Δημαράς
καί ό Γ. Θεοτοκας. Ά πό τις σελίδες τού περιοδικού παρουσιά­
ζονταν ταχτικά λογοτεχνικά κείμενα παλαιότερων καί νεώτερων
συγγραφέων καί κριτικά άρθρα καί δοκίμια, έλληνικά καί ξένα,
καθώς καί έρευνες γύρω άπό κεντρικά προβλήματα παιδείας,
366 367
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ

Νεοελληνική λογοτεχνία 'Ελληνική ιστορία Ξένη ιστορία καί λογοτεχνία


9ος-10ος αί. Ά κριτικά τραγούδια. Βυ­ 867-1025 ’Ακμή τής Μακεδονικής
ζαντινή «δημώδης γραμματεία» δυναστείας
1042-54 Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος
11ος αΐ., άρχές. ’Έπος Διγενή Ά ­ 1071 Ή ττα τοϋ Μαντζικέρτ’ οί Βυ­
κριτα ζαντινοί χάνουν τήν ανατολική
Μ. ’Ασία καί τή Ν. ’Ιταλία
12ος αί. Προδρομικά. Σπανέας 1081-1180 Δυναστεία των Κομνηνών 1100 περ. Chanson de Roland
1096-99 Πρώτη σταυροφορία 12ος αΐ. Προβηγγιανή ποίηση στη
1159 Ποίημα Μιχαήλ Γλυκά 1192 Ή Κύπρος υπό τούς Λουζινιάν Γ αλλία
1204 Τέταρτη σταυροφορία' κατά­ 1200 Roman de Renavi
ληψη τής Κωνσταντινουπόλεως
άπό τούς Φράγκους
1204-1261 Λατινική αύτοκρατορία 1213 Ή ττα των Ά λβιγίω ν (Κα­
Κωνσταντινουπόλεως' ελληνικό θαρών)
βασίλειο τής Νίκαιας (1254-58 1235 περ. Guillaume de Lorris,
Θεόδωρος Β' Λάσκαρις). Φραγ­ Le roman de la Rose
κική κατάκτηση
1261 Οί Βυζαντινοί άνακαταλαμβά-
νουν τήν Κωνσταντινούπολη
(Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος)
Νεοελληνική λογοτεχνία 'Ελληνική ιστορία Ξένη ιστορία καί λογοτεχνία
1300 περ. Χρονικόν τοΰ Μορέως 1261-1453 Δυνασ τεία Παλαιολόγων 1265-1321 Δάντης
1261 Δεσποτάτο τού Μορέως (Μυ-
στρας) ^
14ος αί. 'Ιπποτικά μυθιστορήματα. Λί- 1309 Οί ιππότες τού 'Αγίου ’Ιωάννη 1304-74 ΙΙετράρχης
βιστρος καί Ροδάμνη. Ά σίζες στή Ρόδο
στήν Κύπρο 1354 ’Απόβαση των Τούρκων στήν •1313-75 Βοκάκιος
Καλλίπολη
1310-40 Καλλίμαχο; καί Χρνσορρόη
1338 ’Αρχή τοΰ Έκατονταετοΰς
1362 Κατάληψη τής Άδριανουπόλεως πολέμου
1364 Διήγησις παιδιόφραστος των 1359-89 Μουράτ Α'
τετραπόδων
1389- 1403 Βαγιαζίτ Α'
1350-1400 Στ. Σαχλίκης, Λ. Ντελλα- 1396 Ή ττα των χριστιανών από
πόρτας 1390- 1400 Chaucer, The Canter­
τούς Τούρκους στή Νικόπολη bury Tales
1400-50 Μεταγενέστερα μυθιστορήμα­ 1400 περ. Froissart, Chroniques
τα: Βέλθανδρος, Φλόριος, Βε- 1430 Οί Τούρκοι καταλαμβάνουν τη
λισαριος, Άχιλ.ληίς, Αεόντιος Θεσσαλονίκη καί τά Γιάννινα
Μαχαιρδς στήν Κύπρο. Ποιή­ 1439 Σύνοδος Φλωρεντίας. Ψήφισμα
ματα Μ. Φαλιέρου (Κρήτη) γιά ένωση των έκκλησιών
1445 Γέννηση Ίανοΰ Λάσκαρι 1444 "Ηττα των σταυροφόρων στή
Βάρνα
1450-1500 'Έλληνες λόγιοι στήν Ι τ α ­
1451-81 Μεχμετ Β'
λία. Έρω τοπαίγνια
1452 Θανατος Γεωργίου Γεμιστού 1453 Αλωση τής Κωνσταντινουπό­
(Πλήθωνος) λεως. Ο Γεννάδιος Β' πατρι­
άρχης
1461 "Αλωση Τραπεζούντας 1461 Francois Villon, Le Testa­
ment
1462 Οί Τούρκοι καταλαμβάνουν τή
Αέσβο

1472 Ό Βησσαρίων πεθαίνει στη 1 504 ! . Pulizianu. Ο/ j- ■


Ραβέννα 1492 Ό Κολόμβος άνακαλύπτει
1480-1500 Γ. Χοΰμνος (Κρήτη). Ε. 1489 Οί Αουζινιάν παραχωρούν τήν
Κύπρο στους Βενετούς τις Δυτικές ’Ινδίες. Θάνατος
Γεωργιλλας (Ρόδος) Λαυρέντιου τών Μεδίκων
1500-50 Μ. Σκλάβος (Κρήτη). I. Τρι- 1500 Οί Τούρκοι καταλαμβάνουν τή
Μεθώνη καί τήν Κορώνη 1512-20 Σελίμ Α'
βώλης, Ν. Σοφιανός (Βενετία) 1513 Μακιαβέλη, Ό Πρίγκιπας
1513-21 Ελληνικό Γυμνάσιο στή Ρώ­ 1516 Ariosto, Orlando Furioso
μη 1517 Οί θέσεις τού Λουθήρου
1517 Θάνατος Μ. Μουσούρου (γένν. στήν Wittenberg
1470) 1520-66 Σουλεϊμάν Α' ό μεγα­
1519 ’ Απόκοπος τού Μπεργαδή (1η λοπρεπής
έκδ.) 1521 "Αλωση Βελιγραδιού
1522 Οί Τούρκοι καταλαμβάνουν τή 1522 Μετάφραση Κ. Διαθήκης
1524 Πένθος θανάτου άπό τον Λούθηρο
Ρόδο
1537 Γενική διάδοση του θεσμού των 1530 Κάρολος Ε' αύτοκράτορας
1530-1600 περ. Δημοτική πεζογρα­ 1531 ’Ερρίκος Η'. Θρησκευτική
φία, Βενετία αρματολών
1537-40 Δεύτερος Βενετοτουρκικός μεταρρύθμιση στήν ’Αγγλία
1535 Θάνατος I. Λάσκαρη (γένν. 1532 Rabelais, Pantagruel
1445) πόλεμος. Ή Βενετία χάνει πολ­
λές άπό τις κτήσεις της
1540 Παράδοση στούς Τούρκους τού 1541 G. Β. Giraldi, Or-becche
1539 ’Π Φνλλάδα τον γαϊδάραν 1552 Ronsard, Amours
1544 Ν. Σοφιανού. Παιδαγωγός Ναυπλίου καί τής Μονεμβασίας
1553 Θάνατος τού Rabelais
1558-1603 ’Ελισάβετ βασίλισσα
τής ’Αγγλίας
1566 Κατάληψη τής Χίου·_οί Τούρ­ 1564 Γέννηση τοΰ Σαίςπηρ καί
1560-70 Κυπριώτικα ερωτικά τού Γαλιλαίου
κοι ελέγχουν τό Αιγαίο
1570-71 Πολιορκία καί κατάληψη 1564-70 Πολιορκία καί άλωση τής
τής Κύπρου Μάλτας από τούς Τούρκους
1566-74 Σουλεϊμάν Β'
1571 Ναυμαχία Ναυπάκτου 1570 Camoéns, Οί Λουσιάδες
1571 Α. Άχέλης, Μάλτας πολ.ιορκία
Νεοελληνική λογοτεχνία 'Ελληνική ιστορία Ξένη ιστορία καί λογοτεχνία
1572-95 Πατριαρχεία Ίερεμίου Β' 1572 Σφαγή τής νύχτας τού αγίου
Βαρθολομαίου
1573 Ειρήνη Βενετίας καί Πύλης 1573 Tasso, Aminta
1577 Ελληνικό Κολλέγιο Ά γ . ’Αθα­ 1580 Montaigne, Les Essais
νασίου 1581 Tasso, Gerusalemme L i­
ΕΠΟΧΗ ΑΚΜΗΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙ­ berata
ΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
1583 L. Groto, La Calisto
1585-1600 Γ. Χορτάτσης (Πανώρια, 1585 Θάνατος τού Ronsard
Έρωφίλη, Κατζονρμπος) 1586 Tasso, Il Re Torrismondo.
L. Groto, Lo Isach
1590-1602 Μ. Πηγάς πατριάρχης ’Α ­ 1590 Guarini, Pastor Fido.Spen­
1593 Σχολείο ελληνικής κοινότητας λεξάνδρειάς ser, Faerie Queene (M I)
Βενετίας 1595-1601 ’Αγώνες εναντίον των 1594 Σαίξπηρ, Ριχάρδος Β'
Τούρκων Μιχαήλ Γενναίου 1597 Σαίξπηρ, Ρωμαίος και Ίου-
λιέτα. Βάκων, Δοκίμια (1η
έκδ.)
1602 Θάνατος Μ. Μαργουνίου (γένν. 1600-25 περ. Κίνημα τού δούκα τού 1602 Σαίξπηρ, "Αμλετ
1530) καί Μ. Πήγα (γένν. Nevers 1603 Θάνατος ’Ελισάβετ τής ’Α γ­
1532) γλίας
17ος αί., αρχή. Στάθης, κωμωδία 1605 Θερβάντες, Δ ον Κιχώτης
1611 ’Επαναστατικά κινήματα στή 1611 Σαίξπηρ, Τρικυμία
Θεσσαλία καί τήν Ήπειρο' 1616 Θάνατος Σαίξπηρ καί Θερ­
έκτέλεση Διονυσίου του «σκυ- βάντες
λόσοφου» 1619 ’Αρχή τού Τριακονταετούς
πολέμου
1620-38 Πατριαρχεία Κύρ ιλλου Λού- 1623-40 Μουράτ Δ'
καρη 1624 Ό Ρισελιέ πρωθυπουργός
1627 Ή Βοακοπούλα, 1η έκδ. 1625 Βάκων, Δοκίμια, τελική
μορφή

1633 Καταδίκη τού Γαλιλαίο.,


1631 Ψευδοδωρόθεος, Χρονογράφος
1636 Corneille, Le Cid
1635 Ή Θυσία τον ’Αβραάμ 1637 Descartes, Le Discours de
1641 Α. Λάνδος, 'Αμαρτωλών σωτη­ la méthode
ρία
1635-48 Β. Κορνάρου, Έρωτόκριτος
1645 Θάνατος Θ. Κορυδαλέα (γένν. 1645 ’Έναρξη Κρητικού πολέμου. Οΐ
1560) Τούρκοι καταλαμβάνουν τα Χα­
νιά, το Ρέθυμνο καί άλλες πό­
1647 Βασιλεύς ό Ροδολίνος λεις καί άρχίζουν τήν πολιορκία
τού Κάστρου 1648 Συνθήκη τής Βεστφαλίας
1648 'Ίδρυση Φλαγγινιανοϋ Έλλη- 1649 Έκτέλεση Καρόλου Α' τής
νομουσείου στή Βενετία ’Αγγλίας
1656 Ό Παναγιώτης Νικούσιος μέ- 1656 Μεχμέτ Κιοπρουλής Μέγας
γας διερμηνεύς τής Πύλης βεζύρης
1660 Pascal, Les Pensées
1660 περ. Μ. Α. Φόσκολος, Φορτου- 1664 "Ηττα των Τούρκων άπό
νάτος τούς Αύστριακούς. Μολιέ-
ρου, Ταρτούφος
1667 Milton, Paradise Lost
1669 Γέννηση Ή λία Μηνιάτη στην 1669 Συνθηκολόγηση τού Κάστρου.
Κεφαλληνία Παράδοση τής Κρήτης στους
Τούρκους
1673 Ό Ά λέξ. Μαυροκορδάτος μέ- 1673 Θάνατος τού Μολιέρου
γας διερμηνεύς
1677 Σπινόζα, ’Ηθική (έκδοση
μετά το θάνατό του). Ra­
cine, Phèdre
1681 Φ. Σκούφος, Τέχνη ρητορικής 1683 ’Αποτυχία τής πολιορκίας
1682-83 Ζήνων, τραγωδία 1684-1715 Νέος Βενετοτουρκικός πό­
λεμος τής Βιέννης άπό τούς Τούρ­
κους
Νεοελληνική λογοτεχνία Ελληνική ιστορία Ξένη ιστορία καί λογοτεχνία
1687 Ό Μοροζίνης στήν Πελοπόν­ 1687 Newton, Philosophiae na-
νησο' δεύτερη Βενετοκρατία turalis principia mathe­
(ώς 1714). Πολιορκία καί άλω­ matica
ση ’Αθηνών' άνατίναξη Παρ­ 1689 Πέτρος ό Μέγας, τσάρος
θενώνα τής Ρωσίας
1690 J. Locke, Essay concerning
Human Understanding
1693 J. Locke, On Education
1703 Χρονικόν Εαλαξιδίον 1699 Συνθήκη τοϋ Κάρλοβιτς.
1708 ’Άνθη ενλαβείας 709 Ό Νικόλαος Μαυροκορδάτος Fénelon, Télémaque
1713 Έρωτόκριτος, 1η έκδ. ήγεμών Μολδαβίας
1714 Θάνατος Ή λία Μηνιάτη 1714 Leibniz, La Monadologie
ΑΙΩΝΑΣ ΤΩΝ ΦΑΝΑΡΙΩΤΩΝ.
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩ­ 1715 "Αλωση Ναυπλίου' τέλος τοϋ
ΤΙΣΜΟΣ Βενετοτουρκικοΰ πολέμου
1716 Γέννηση Ευγενίου Βούλγαρη 1716 Πολιορκία Κέρκυρας άπό τούς
1718 Ν. Μαυροκορδάτος, Φιλοθέου Τούρκους 1718 Συνθήκη τοϋ Πασάροβιτς
Πάρεργα 1719 Defoe, Robinson Crusoe
1720-21 Δράματα Π. Κατσαΐτη 1724 Πρώτα μουσικά δράματα
τοϋ Μεταστάσιου
1740 Φρειδερίκος Β' βασιλέας τής
Πρωσίας
1742 Ε. Young, Night Thoughts
1748 Γέννηση Λ. Κοραή στη Σμύρνη 1748 Montesquieu, L’Esprit des
lois
1749-1803 Vittorio Alfieri
1751 L’Encyclopedic (πρώτο μέ-
ρ°ς)
1753 Goldoni, La Locandiera

1754-1828 Vincenzo Monti


1 757 περ. Γέννηση Ρήγα Βελεστινλή 1760 J. Macpherson, Ossian
1760-79 Κοσμάς ό Αίτωλός 1762-96 Αικατερίνη Β' αύτοκρά-
τειρα Ρωσίας
1762 Rousseau, Du Contrai so­
cial
1 767 Winckelmann, Geschichte
1 766-84 ’Έργα Κ. Δαπόντε (θάν. der Kunst des Allertums
1784)'
1768- 74 Ρωσοτουρκικός πόλεμος 1768 Thomas Gray, Poems
1769- 70 Κίνημα Όρλώφ. Καταστρο­
1771 Γέννηση Γ. Βηλαρά φή Πελοποννήσου
17 72 Γέννηση Α. Χριστόπουλου 1774 Γκαΐτε, Βέρθερο;
1774 Συνθήκη τοϋ Κιουτσκούκ Καϊ-
ναρτζί 1776 Διακήρυξη τής ’Αμερικα­
νικής ’Ανεξαρτησίας
1779 I. Μοισιόδαξ, Παιδαγωγία 1781 Kant, Kritik der reinen
Vernunft
1782 Rousseau, Confessions.
1783 Οί Έλληνες άποκτοϋν τό δι­ Θάνατος τοϋ Μεταστάσιου
1783-90 ’Έργα Δ. Καταρτζή (γένν. 1698)
καίωμα τής ναυσιπλοΐας ύπο
ρωσική σημαία
1787-1803 Πόλεμοι τών Σουλιωτών
1788 Ό Ά λής, πασάς τής ’Ηπείρου 1788 Barthélemy, Le Voyage
1788 Ό Κ οραής εγκ α θ ίσ τα τα ι, στο du jeune Anacharsis
ΙΙαρίσι 1789 Γαλλική ’Επανάσταση
1789 ’Αλληλογραφία Λάμπρου Φω-
τιάδη καί Δ. Καταρτζή 1790 Γκαΐτε, Φάονστ (πρώτο μέ­
1790-91 'Ο Ρήγας στή Βιέννη. Σχο- ρος)
λεϊον τών ντελικάτων εραστών
1792 Γέννηση Α. Κάλβου στη Ζά­ 1793 ’Αποκεφαλισμός Λουδοβί­
κυνθο κου ΙΣΤ' τής Γαλλίας.
1795 Δ. Γουζέλη, Ό Χάσης, κωμω­ V. Monti, Basvilliana
δία
Νεοελληνική λογοτεχνία ’Ελληνική ιστορία Ξένη ιστορία καί λογοτεχνία
1797 Γέννηση Μακρυγιάννη 1797 Κατάληψη Ίονίων Νήσων άπό 1797 Συνθήκη τοΰ Καμποφόρμιο.
τούς Γάλλους δημοκρατικούς Καταστροφή τοΰ γαλλικού
1798 Γέννηση Δ. Σολωμοϋ 1798 ’Εκτέλεση τοΰ Ρήγα στόλου στο Άμπουκίρ
1799 Τά Ίόνια νησιά καταλαμβάνον­ 1799 Ό Ναπολέων πρώτος ύπατος
ται άπό τούς Ρωσοτούρκους
1800 Γέννηση Γ. Τερτσέτη 1800 Ίόνιος Πολιτεία 1800 Novalis, Hymnen an die
Nacht
1801 Ugo Foscolo, Ultime let­
tere di Jacopo Ortis
1802 Γέννηση τοΰ V. Hugo. 'Ο
1803 Γέννηση Α. Σούτσου 1803 'Ο Ά λ ή πασάς καταλαμβάνει V. Monti καθηγητής τής
το Σούλι ποίησης στήν Παβία
1804 'Ο Ναπολέων αύτοκράτορας
1805 Γέννηση Γ. Ζαλοκώστα. Α. 1805 Ναυμαχία τοΰ Τραφάλγκαρ.
Χριστόπουλος, Γραμματική τής Ό Μεχμέτ Ά λής πασάς τής
Αίολοδωρικής, Α. Κοραής, Αίγύπτου. Θάνατος του Σίλ-
Προλεγόμενα λερ
1806 Θάνατος Εύγ. Βούλγαρη (γένν. 1806 Ρωσοτουρκικός πόλεμος
1716). Γέννηση Π. Σούτσου
1807 Θάνατος Δ. Καταρτζή (γένν. 1807 Φόσκολος, ΟΙ Τάφοι
1720/25)
1808-18 *0 Σολωμός στην ’Ιταλία
1809 Γέννηση A. Ρ. Ραγκαβή 1809 Οΐ "Αγγλοι στή Ζάκυνθο 1809 Ό Μέττερνιχ καγκελάριος.
Πρώτη έπίσκεψη τοΰ λόρ­
1811 Γέννηση Α. Λασκαρ άτου, δου Μπάιρον στήν Ελλάδα
Α. Χριστόπουλος, Λυρικά 1812 Byron,Childe Harold (1-11)
1814 Γέννηση I. Τυπάλδου. Βηλαράς, 1814 'Ίδρυση Φιλικής Εταιρείας
Ή Ρωμαίικη γλώσσα 1815 Ήνωμένον Κράτος τών Ίονίων 1815 Μάχη τοϋ Βατερλώ. Man­
1817 Γέννηση Θ. Όρψανίδη στη Νήσων (έως 1864) zoni, Inni sacri
Σμύρνη 1816 'Ο Φόσκολος στο Λονδίνο

1S 1 7. Kea:~, i n ay nr.
1818-23 Πρώτα ποιήματα του Σο­ 1820 Lamartine, Les Medita­
λωμοϋ tions poétiques
1821 Έκρηξη 'Ελληνικής ’Επανά­ 1821 Συνέδριο τοΰ Λάιμπαχ. Θά­
στασης. Ό Α. 'Υψηλάντης στο νατος τοΰ Ναπολέοντα
’Ιάσιο, εξέγερση στήν^ Πελο­
πόννησο (Μάρτιος). Αλωση
Τριπολιτσάς (’Οκτώβριος)
1822 Καταστροφή τοΰ Δράμαλη στα 1822 Shelley, Hellas. Θάνατος
1822 Σολωμός, Rime Improvvisate τοΰ Shelley (γένν. 1792)
Δερβενάκια (’Ιούλιος)' πρώτη
πολιορκία τοΰ Μεσολογγίου
1823 Θάνατος Γ. Βηλαρα (γένν.
1771). Σολωμός, "Υμνος εις την (Χριστούγεννα)
’Ελευθερίαν 1824 Leopardi, Canzoni
1824 Γέννηση Α. Βαλαωριτη, I. Κα- 1824 Καταστροφή τών Ψαρών. Θά­
ρασούτσα, Δ. Βαλαβανη. Δ. νατος τοΰ Μπάιρον στύ Μεσο­
Σολωμός, Διάλογος. Α. Κάλ- λόγγι. 'Ο Θωμάς Μαϊτλαντ
Αρμοστής τών Ίονίων νήσων
βος, Ή Λύρα 1825 ’Απόβαση τοΰ Ίμπραιμ στήν
Πελοπόννησο
1826 "Εξοδος τοΰ Μεσολογγίου 1826 Ποιήματα Hòlderlin
1826 Γέννηση I. Πολυλα, Γ. Μαρκο-
ρα. Α. Κάλβος, Λυρικά 1827 Θάνατος Ugo Foscolo
1827 ’Εκλογή I. Καποδίστρια ώς
1827 Α. Σοϋτσος, Σάτνραι Κυβερνήτου. 'Ο Fr. A dam 'Αρ­ (γένν. 1778) καί V. Monti
μοστής τών Ιονίων Νήσων. (γένν. 1754) ^ (
1828-29 Ρωσοτουρκικός πόλεμος.
1829 'Ο Μακρυγιάννης αρχίζει να Ναυμαχία Ναβαρίνου Συνθήκη τής· Άδριανουπο-
γράφει τά ’Απομνημονεύματα λεως ,
του 1830 Πρωτόκολλο τοϋ Λονδίνου. Ή 1830 Ίουλιανή έπανασταση. V.
1830 Α. Μάτεσης, 'Ο Βασιλικός Ελλάδα άνεξάρτητο κράτος Hugo, Hernani
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ
1831 Δολοφονία Καποδίστρια 1831 Balzac, Le Pére Goriot
1831 Π. Σοϋτσος, 'Ο 'Οδοιπόρος
Νεοελληνική λογοτεχνία 'Ελληνική Ιστορία Ξένη ιστορία καί λογοτεχνία
1833 Θάνατος του Α. Κοραή στο 1833 ’Ά φ ιξη τοΰ βασιλέα Όθωνα 1832 θάνατος τοΰ Γκαίτε (γένν.
Παρίσι (γένν. 1748). Σολωμός, στο Ναύπλιο 1749)
Ό Κρητικός, Οί Ελεύθεροι
πολιορκημένοι (2ο σχεδίασμα,
1833-34) 1834 Ή ’Αθήνα πρωτεύουσα
1835 Γέννηστ, Δ. Βικέλα στή Σύρο
1836 Δ. Βυζάντιος, Βαβυλ.οννία. Γέν­ 1837 ’Ενθρόνιση βασίλισσας Βι­
νηση Ε. Ροΐδη στή Σύρο κτωρίας τής ’Αγγλίας
1838 Dickens, Oliver Twist
1839 Stendhal, La Chartreuse
1843 Γέννηση Δ. ΙΙαπαρρηγόπουλου 1843 Κίνημα 3ης Σεπτεμβρίου. Πα­ de Parme
1844 Γέννηση Σπ. Βασιλειάδη ραχώρηση Συντάγματος
1847 Θάνατος Α. Χριστόδουλου 1848 Έπανάσταση Φεβρουάριου.
(γένν. 17 72) Engels - Marx, Κομμουνι­
1849 Γέννηση Γ. Βιζυηνοϋ, Α. Έ - 1849 Συνταγματικές μεταρρυθμίσεις στικό μανιφέστο.
φταλιώτη. Σολωμός, Πορφύρας στά Ίόνια Νησιά Thackeray, Vanity Fair
1850 Α. Σου τσος, 'Η Ιονοκοιιάχος 1850 Αποκλεισμός τοΰ Πειραιά από
'Ελλάς. A. Ρ. Ραγκαβής, Ό τον Parker
Αύθέντης τον Μορέως
1851 Γέννηση Α. ΙΙαπαδιαμάντη, Α. 1852 Ό Ναπολέων Γ’ αύτοκρά-
Πάλλη τορας. Gautier, Émaux et
Camées
1854 Θάνατος Δ. Βαλαβάνη (γένν. 1854 ’Επαναστατικά κινήματα στην 1854-56 Κριμαϊκός πόλεμος
1824). Γέννηση Γ. Ψυχάρη ’Ήπειρο, Θεσσαλία καί Μακε­
1855 Π. Καλλιγάς, Θάνος Βλέκας δονία
1856 Γέννηση I. Παπαδιαμαντόπου-
λου (Jean Moréas). Α. Αα-
σκαράτος, Tà Μυστήρια τής
Κεφαλλονιας. I. Τυπάλδος, Ζΐιά-
φορα ποιήματα

1857 Θάνατος του Σού.ωμού σ.ήν m ai Flaubert, Mudarne


Κέρκυρα (γένν. 1798). Γέννηση Bovary
Ν. Καμπά. Α. Βαλαωρίτης,
Μνημόσυνα

1858 Θάνατος Γ. Ζαλοκώστα (γένν.


1805) 1859 Darwin, The Origin of
1859 Δ. Σολωμός, Tà Ευρισκόμενα Species
(έκδ. I. Πολυλά). Γέννηση Κ.
Παλαμά, Γ. Δροσίνη

1860 Γέννηση Λ. Μαβίλη. I. Καρα-


σούτσας, 'Η Βάρβιτος 1862 ΛΓ. Hugo, Οί "Αθλιοι
1862 Παραίτηση ’Όθωνος
Θάνατος Α. Σούτσου (γένν. 1863 Γεώργιος Α' βασιλέας
1863
1803). Γέννηση Κ. Καβάφη 1865 Δολοφονία Προέδρου Αίν-
Θάνατος Μακρυγιάννη (γένν. 1864 Παραχώρηση από την ’Αγγλία
1864 στην ’Ελλάδα των Ιονιων Νή­ κολν. Le Parnasse contem-
1797). A. Ρ. Ραγκαβής, Διο­ porain
νύσου πλους σων
1866-69 Κρητική έπανάσταση. Ά να - 1866 Ντοστογιέφσκυ, ’’Εγκλημα
1866 Γέννηση Α. Καρκαβίτσα. Ε. και τιμωρία
Ροίδης, Ή πάπισσα ’Ιωάννα τίναξη τής μονής Άρκαδιου
1867 ’Ίψεν, Πέερ Γκύντ. Μάρξ,
1867 Γέννηση Γρ. Ξενόδουλου 7ο Κεφάλ.αιο. Τολστόι, Πό­
λεμος καί ειρήνη
1868 Θάνατος II. Σούτσου (γένν.
1806). Γέννηση Κ. Κρυστάλλη,
Κ. Χατζόπουλου 1869 Γέννηση τοΰ Γκάντι καί
1869 Θάνατος Α. Κάλβου (γένν. τοΰ A. Gide
1792). Γέννηση Μ. Μαλακάση.
X. Γ. Πολίτης, Νεοελληνική
Μυθολογία
Νεοελληνική λογοτεχνία 'Ελληνική ιστορία Ξένη ιστορία καί λογοτεχνία
1870 Γέννηση I. Γρυπάρη 1870 "Ιδρυση άνεξάρτητης βουλγα­ 1870 Ποιήματα Dante Gabriel
ρικής Εκκλησίας (έξαρχάτο). Rossetti
Μακεδονικό ζήτημα 1870-71 Γαλλογερμανικός πόλε­
μος
1872 Γέννηση Κ. Θεοτόκη 1871 Κομμούνα στο Παρίσι
1873 Θάνατος I. Καρασούτσα (γένν.
1824) καί Δ. Παπαρρηγόπου-
λου (γένν. 1843)

1874 Θάνατος Γ. Τερτσέτη (γένν.


1800) καί Σπ. Βασιλειάδη
γένν. 1844). Γέννηση Σπ. Πα-
σαγιάννη
1875 Γ. Μαρκοράς, Ό "Ορκος 1875 Ό Χαρ. Τρικούπης πρωθυπουρ­ 1875 Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία
γός 1876 Mallarmé, L ’ Après-midi
1877-78 Διαμάχη Ε. Ροΐδη καί Α. 1877-78 Ρωσοτουρκικός πόλεμος- έ- d1un faune
Βλάχου παναστατικά κινήματα στην
Ήπειρο καί τή Θεσσαλία
1879 Θάνατος Α. Βαλαωρίτη (γένν. 1878 Συνθήκη 'Αγίου Στεφάνου. Συ­
1824). Δ. Βικέλας, Λουκής νέδριο Βερολίνου. Παραχώρηση
Λάρας. Πρώτο διήγημα Α. τής Κύπρου στους "Αγγλους
Παπαδιαμάντη

Η ΓΕΝΙΑ TOT 1880. ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ


ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ
1880 Ν. Καμπάς, Στίχοι. Γ. Δρο- 1880 Zola, Nana
σίνης, 'Ιστοί αράχνης 1881 Προσάρτηση τής Θεσσαλίας καί
τής περιοχής τής ’Άρτας

1882-85 Κυβέρνηση X. Τρικου..η- 1883 Nietzsche, - λ - ?ρε·.υ_υ


1883 Θάνατος I. Τυπάλδου (γένν. Zarathustra
1814). Γέννηση Ν. Καζαντζάκη οργάνωση τοϋ κράτους, ενισχυ-
ση των οικονομικών
1883-84 Διηγήματα Γ. Βιζυηνοϋ
1884 Γέννηση Α. Σικελιανοϋ, ^ Κ.
Βάρναλη. Γ. Δροσίνης, Ειδύλ­
λια 1885 Zola, Germinai
1885 Α. Καρκαβίτσας, πρώτα διη­
γήματα
1886 Θάνατος Θ. Όρφανίδη (γένν.
1817). Κ. Παλαμας, Τά τρα­
γούδια τής πατρίδας μου 1888 Γέννηση T. S. Eliot
1888 Ψυχάρης, Το Ταξίδι μου. Γέν­
νηση Κοσμά Πολίτη
1889 Α' Φιλαδέλφειος διαγωνισμός
1890 Γέννηση Κ. Ούράνη. Β' Φιλα-
δέλφειος διαγωνισμός. Κ. Πα- 1891 T. Hardy, Tess of the
λαμάς, Τάμάτια τής ψυχής μου. D’ Urbervilles. O. Wilde,
Γ.' Μαρκοράς, Ποιητικά έργα The Picture of Dorian
1892 Θάνατος A. Ρ. Ραγκαβή (γένν. Gray
1809). Γέννηση Στρ. Μυοιβήλη 1893 L.-M. Hérédia, Les Tro-
1893 Ε. Ροίδης, 7α Είδωλα phées
1894 Θάνατος Κ. Κρυστάλλη (γένν.
1868)
1895 Θάνατος Α. Παράσχου (γένν. 1895 ’Εκλογική ήττα X. Τρικουπη
1838). Γέννηση Φ. Κόντογλου. (πεθαίνει το 1896)
Σονέτα του Μαβίλη καί τοϋ
Γρυπάρη
1896 Θάνατος I. Πολυλά (γένν.
1826). Γέννηση Κ. Καρυωτάκη.
Κ. Καβάφης, Τείχη. Α. Καρκα­
βίτσας. Ό Ζητιάνος
Νεοελληνική λογοτεχνία Ελληνική ιστορία Ξένη ιστορία καί λογοτεχνία
1897 Κ. Παλαμας, 'Ίαμβοι καί, Ανά­ 1897 Κρητική επανάσταση. Ε λλη­ 1897 A. Gide, Les Nourritures
παιστοι. Ψυχάρης, Τ’ 'Όνειρο νοτουρκικός πόλεμος καί ήττα terrestres
τοϋ Γιαννίρη τής Ελλάδας. Συνθήκη Κων­
σταντινουπόλεως. Βούλγαροι
κομιτατζήδες στή Μακεδονία
1898 Κ. Παλαμας, Ό Τάφος. Κ. 1898 Αύτονομία στην Κρήτη' ό πρίγ­
Χατζόπουλος, πρώτες συλλογές κιπας Γεώργιος "Τπατος Α ρ ­
1898- 99 Περιοδικό Τέχνη μοστής 1899- 1902 Πόλεμος των Μπόερς
1899 Γέννηση Τ. ’Άγρα 1899 J. Moréas, Stances
1900 Γέννηση Γ. Σεφέρη
1901 Θάνατος Α. Αασκαράτου (γένν. 1901 Θάνατος Βικτωρίας, βασί­
1811). Γέννηση Α. ’Εμπειρικού. λισσας τής ’Αγγλίας
Ευαγγελικά. «Χέα Σκηνή». 1902 D’ Annunzio, Francesca
«Βασιλικό Θέατρο» da Bimini
1903 Όρεστειακά. Περιοδικό Νου- 1903-08 Μακεδονικός αγώνας 1903 G. B. Shaw, Man and
μάς. Α. Παπαδιαμάντης, Ί Ι Superman
Φόνισσα. Κ. Παλαμας, 7οι-
σενγενη
1904 Θάνατος Ε. Ρο'ί'δη (γένν. 1836). 1904 Θάνατος Παύλου Μελά 1904 Άγγλογαλλική Εγκάρδια
Γέννηση Ή λία Βενέζη. Κ. Συνεννόηση
Παλαμας, ΊΊ 'Ασάλευτη ζωή. 1904-:12 R. Holland, Jean-
Κ. Καβάφης, Ποιή/ιατα (πρώ­ Chrislophe
τη έκδοση σέ τεύχος)
1905 Γέννηση Γ. Θεοτοκά 1905
1907 ’Επανάσταση στή Ρωσία
Θάνατος Δ. Βερναρδάκη (γένν. 1907 Bergson, L’ Evolution
1833). Γέννηση Α. Τερζάκη. Κ. créatrice. Rilke, Neue Ge-
Παλαμας, Ό Δωδεκάλ.ογος τοϋ dichte
Γύφτον
1908 Γέννηση Μ. Καραγάτση 1908 Έπανασ τατική κυβέρνηση Ε. 1908 Κίνημα «Νεοτούρκων»
Βενιζέλου στήν Κρήτη

1908- 11 ’Ανώτερο Δημοτικό Παρθε­


ναγωγείο Α. Δελμούζου στο
Βόλο
1909 Θάνατος Σπ. Πασαγιάννη (γένν. 1909 ’Επαναστατικό κίνημα Γουδί
1874). Γέννηση Γ. Ρίτσου, Π.
ΙΙρεβελάκη. Α. Σικελιανός, Ό
Άλαφροΐσκιωτος. Γρ. Ξενό-
πουλος, Στέλλα Βιολάντη
1910 Αυτοκτονία Π. Γιαννόπουλου. 1910 Ό Ε. Βενιζέλος στήν Ελλάδα' 1910 Θάνατος Τολστόι (γένν.
Γέννηση Ν. Έγγονόπουλου. Κ. γενικές εκλογές 1828)
Παλαμας, Ή Φλ.ογέρα τοϋ βα­
σιλιά. "Ιδρυση «’Εκπαιδευτικού
'Ομίλου». Κ. Καβάφης, Ποιή­
ματα (2η έκδοση σέ τεύχος)
1911 Θάνατος Γ. Μαρκορά (γένν. 1911 Κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου. ’Ανα­
1826) καί Α. Παπαδιαμάντη θεώρηση τοϋ Συντάγματος τοϋ
(γένν. 1851). Γέννηση Ο. Έ - 1864
λύτη καί Ν. Βρεττάκου 1912 Κατάληψη τής Ρόδου από τούς
’Ιταλούς
1912 Θάνατος Λ. Μαβίλη (γένν. 1912-13 Βαλκανικοί πόλεμοι
1860) 1913 Δολοφονία Γεωργίου Α'. Συν­ 1913 S. Freud, Totem und
θήκη Βουκουρεστίου: στήν Ε λ ­ Tabu. D. H. Lawrence,
λάδα παραχωροϋνται ή "Η­ Sons and Lovers. Proust,
πειρος, ή λίακεδονία, ή Κρήτη A la recherche du temps
καί τά νησιά τοϋ Αιγαίου perdu
1914-18 Α' Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-18 A' Παγκόσμιος Πόλεμος
1915 Κ. Παλαμας, Βωμοί. Γ. Δρο- 1915 Διαφωνία Βενιζέλου καί βα­
σίνης, Φωτερά σκοτάδια σιλέα Κωνσταντίνου' παραί­
τηση τοϋ πρώτου (’Οκτώβριος)
1915- 17 Α. Σικελιανός, Πρόλογος 1916 Ό Βενιζέλος στή Θεσσαλονίκη. 1916 Barbusse, Le Feu
στη ζωή Κυβέρνηση «’Εθνικής Άμύνης»
Νεοελληνική λογοτεχνία 'Ελληνική ιστορία Ξένη ιστορία καί λογοτεχνία
1917 A. Σικελιανός, Μήτηρ Θεοϋ. Κ. 1917 Παραίτηση βασιλέα Κωνσταν­ 1917 Ρωσική Έπανάσταση. V a­
Χατζόπουλος, Φθινόπωρο. Ε κ ­ τίνου. Βασιλέας ’Αλέξανδρος. léry, La Jeune Parque
παιδευτική μεταρρύθμιση Κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου
1918 Γ. Δροσίνης, Κλειστά βλέφαρα
1919 I. Γρυπάρης, Σκαραβαίοι καί 1919 Συνθήκη του Neuilly
Τερακότες
1920 Θάνατος Α. Βλάχου (γένν. 1920 Συνθήκη των Σεβρών. Στην 1920 Κοινωνία τών Εθνών
1838) καί Κ. Χατζόπουλου Ελλάδα παραχωρεϊται ή Δ.
(γένν. 1868). Δολοφονία I. Θράκη καί ή εντολή τής διοι-
Δραγούμη κήσεως της περιοχής Σμύρ­
νης. ’Εκλογική ήττα Ε. Βενι­
1920-30 Διηγήματα Δ. Βουτυρά ζέλου (1 Νοεμβρίου). Επάνοδος
του Κωνσταντίνου
1921 Κ. Καρυωτάκης, Νηπενθή 1921 Κίνημα τοΰ Μουσταφά Κεμάλ
1922 Θάνατος Α. Καρκαβίτσα (γένν. 1922 Μικρασιατική καταστροφή. 1922 ’Άνοδος Μουσσολίνι στήν
1866). Κ. Βάρναλης, Το φως Στρατιωτική έπανάσταση- πα­ ’ Ιταλία. Τ. S. Eliot, The
που καίει. Φ. Κόντογλου, Pedro ραίτηση Κωνσταντίνου. Γεώρ­ Waste Land. J. Joyce,
Cazas γιος Β' Ulysses
1923 Θάνατος Α. Έφταλιώτη (γένν. 1923 Συνθήκη τής Λωζάνης· άνταλ- 1923 Rilke, Sonnette an Or­
1849) καί Κ. Θεοτόκη (γένν. λαγή πληθυσμών pheus. Pirandello, ’Ερρί­
1872). Ν. Καζαντζάκης, ’Α ­ κος δ A'.
σκητική
1924 Σ. Μυριβήλης, Ή ζυ)ή εν τάφφ 1924-35 Ελληνική Δημοκρατία (Α. 1924 G. B. Shaw, St. Joan.
(1η έκδ.). Θρ. Καστανάκης, Π απαναστασ ίου) Θάνατος τοΰ Λένιν. Μα­
Πρίγκιπες νιφέστο υπερρεαλιστών
1926 F. Kafka, Das Schloss
1927 Πρώτες Δελφικές Εορτές 1927 V. Woolf, To the Light­
house
1928 Αύτοκτονία Κ. Καρυωτάκη 1928-32 Κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου 1928 Lorca, Romancero Gitano.
(γένν. 1896) Yeats, The Tower

1929 Θάνατος Γ. Τ’υχάρη (γένν. 1929 E. Remai qu--. In.


1854). Γ. Θεοτοκάς, Ελεύθερο nichts Neues
πνεύμα, δοκίμιο 1930 Θάνατος D. H. Lawrence
1930 Δεύτερες Δελφικές Εορτές 1930 Σύμφωνο έλληνοτουρκικής φι­
λίας (γένν. 1885)
Η ΓΕΝΙΑ TOT 1930
1930 Σ. Μυριβήλης, 'Π ζωή εν τά­
φφ (2η έκδ.)
1931 Γ. Σεφέρης, Στροφή. Η. Βε-
νέζης, Τό νούμερο 31328. Κ. 1932 'Ο Φ. Ροϋζβελτ εκλέγεται
Πρόεδρος τών II.Π.Α.
Πολίτης, Λεμονοόάσος 1933 Άνοδος Χίτλερ στή Γερ­
1933 Θάνατος Κ. Καβάφη (γένν.
1863). Μ. Καρχγάτσης, Ό σνν- μανία
ταγματάρχης Λιάπκιν
1934 Θάνατος Φ. Πολίτη (γένν.
1890) 1935 Ή ’Ιταλία εισβάλλει στήν
1935 Θάνατος Λ. Πάλλη (γένν. 1935 ’Αποκατάσταση τής μοναρχίας·
έπάνοδος Γεωργίου Β'. Θά­ ’Αβησσυνία
1851). Κ. ΙΙχλαμχς, Οί Νύ­
χτες τον Φήμιον. 1λ Σεφερης, νατος Ε. Βενιζέλου
Μνθιστόρημα. Α. Εμπειρικός,
Υψικάμινος 1936-39 ’Ισπανικός εμφύλιος πό­
1936 Γ. Θεοτοκάς, ’Αργώ 1936 4 Αύγούστου, Δικτατορία I.
Μεταξά λεμος
1938 «Κρίση τοΰ Μονάχου». Sar­
1938 Ν. Καζαντζάκης, ’Οδύσσεια tre, La Nausée
1940 Α. Σικελιανός, Σίβνλλα, τρα­ 1940- 41 Έλληνοϊταλικός πόλεμος 1939 Ή ’Ιταλία εισβάλλει στήν
Αλβανία. Θάνατος S.
γωδία. Ο. Έλύτης, Προσανα­ Freud (γένν. 1883)
τολισμοί
1941- 44 Γερμανική καί ιταλική κα-1939-45 Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
τοχή.
Νεοελληνική λογοτεχνία 'Ελληνική Ιστορία Ξένη ιστορία καί λογοτεχνία
1941-44 Τό ΚΚΒ καί ό ΕΛΑΣ παί­ 1940 Μάχη τής Γαλλίας. Μάχη
ζουν το σημαντικότερο ρόλο τής ’Αγγλίας
στην αντίσταση. Ό ελληνικός
στρατός μαζί μέ τούς συμμά­
χους στή Μέση ’Ανατολή καί
1942 Θάνατος I. Γρυπάρη (γένν. αργότερα στην ’Ιταλία 1942 Μάχη τού Έ λ-Άλαμέιν. Α.
1870) Camus, L’ Etranger
1943 Θάνατος Κ. Παλαμά (γένν. 1943 Πτώση τού Μουσσολίνι
1859) καί Μ. Μαλακάση (γένν.
1869)
1944 Θάνατος Τ. ’Άγρα (γένν. 1899) 1944 ’Οκτώβριος,’Απελευθέρωση τής 1944 Eliot, Four Quartets
Ελλάδας. Δεκέμβριος, Κομ­
μουνιστικό κίνημα' καταστέλ-
λεται με τή βοήθεια του αγγλι­
1945 Α. Τερζάκης, Ή ΙΙριγκιττέσσα κού στρατού 1945 Θάνατος ΙΙροέδοου Ροΰζ-
Ίζαμπύ) βελτ (γένν. 1882)
1946 Α. Σικελιανός, Λορικός βίος. 1946 Μάρτιος, βουλευτικές εκλογές.
Ν. Καζαντζάκης, ’Λλέξης Ζορ- Σεπτέμβριος, δημοψήφισμα.
μτιάς Επάνοδος Γεωργίου R'
1 947 «Δόγμα Τρούμαν». 1 Α π ρ ι­ 1947 Camus, La Peste
λίου: θάνατος Γεωργίου Β'.
Βασιλέας Παύλος 1948 Θάνατος του Γκάντι
1947-49 Εμφύλιος πόλεμος 1949 ’Εγκατάσταση Λαϊκής Δη­
1948-50 Μυθιστορήματα Ν. Κχζαν- 1948 "Ενωση Δωδεκάνησου μέ την μοκρατίας στήν Κίνα. G.Or­
τζάκη Ελλάδα well, Nineteen Eighty-Four
1951 Θάνατος Γ. Δροσίνη (γένν. 1951 Κυβέρνηση Α. Παπάγου 1950 Θάνατος G. Β. Shaw (γένν.
1859), Γρ. Ξενόπουλου (γένν. 1856)
1867) καί Α. Σικελικνοΰ (γένν. 1950-51 Πόλεμος Κορέας
1884) 1951 Θάνατος A. Gide (γένν.
1869)

1953 Θάνατος Κ. Ούράνη (γένν. 1954-55 Κυπριακό ζήτημα 1953 Θάνατο: τού Στάλιν \·;ζίί.
1890) 1879)
1955 ’Οκτώβριος, Θάνατος Α. Πα­ 1955 Θάνατος A. Einstein (γένν.
πάγου. Κυβέρνηση Κ. Καρα­ 1879) καί Th. Mann (γένν.
μανλή (EPE) 1875)
1957 Θάνατος X. Καζχντζάκη (γένν.
1883) 1958 'Ο στρατηγός Χτέ Γκώλλ
1959 Συμφωνίες Ζυρίχης καί Λον­ Πρόεδρος τής Γαλλικής Δη­
δίνου: ή Κύπρος άνεξάρτητη μοκρατίας. Β. Pasternak,
δημοκρατία (Αύγουστος 1960) Dr. Zhivago
1960 Θάνατος Μ. Καραγάτση (γένν. 1960 Ό J. F. Kennedy εκλέγε­
1908). Ο. Έλύτης, "Αξιόν έστί ται Πρόεδρος των Η.Π.A.

1963 TÒ βραβείο ΧΤόμπελ στον Γ. 1963 Μάιος, Δολοφονία Γρ. Λαμ- 1963 Χοέμ. Δολοφονία τού Προ­
πράκη, μέλους τής ΕΔΑ, στή έδρου Κέννεντυ (γένν. 191/)
Σεφέρη
Θεσσαλονίκη. ’Ιούνιος, Παραί­
τηση κυβερνήσεως Καραμανλή
1964 Φεβρουάριος, Ή Ένωση Κέν­
τρου (Γ. Παπανδρέου) κερδίζει
τήν πλειοψηφία στις εκλογές.
Μάρτιος, Θάνατος τού βασιλέα
Παύλου. Κωνσταντίνος Β'
1965 ’Ιούλιος, Ό Γ. Παπανδρέου 1965 ’Επίθεση Η.Π.Α. στο Βιετ­
1965 Θάνατος Φ. Κόντογλου (γένν. νάμ. Θάν. W. Churchill
1895) υποχρεώνεται άπό τόν βασιλέα
νά παραιτηθεί' πολιτική κρίση (γένν. 1874) καί Τ. S. Eliot

1966 Δεκέμβριος, 'Γπηρεσιακή κυ­ 1966 Πολιτιστική επανάσταση


1966 Θάνατος Γ. Θεοτοκά (γένν.
βέρνηση I. Παρασκευόπουλου, στήν Κίνα
1905)
Διοικητή τής ’Εθνικής Τρα-
πέζης
Νεοελληνική λογοτεχνία Έλληνικ.ή ιστορία Ξένη ιστορία καί λογοτεχνία
1967 Θάνατος Θ. Καστανάκη (γένν. 1967 ’Απρίλιος, Παραίτηση Κυβερ- 1967 Ίούλ.: Άραβοϊσραηλινός
1901) νήσεοις Παρασκευοπούλου' κυ­ πόλεμος («τών έξ ήμερών»),
βέρνηση Π. Κανελλόπουλου Όκτ. : Θάνατος τοϋ Τσε
(EPE)· διάλυση τής Βουλής καί Γκουεβάρα στη Βολιβία
προκήρυξη εκλογών για τις
28 Μαί'ου. 21 ’Απριλίου, Πρα­
ξικόπημα των συνταγματαρ­
χώ ν 13 Δεκεμβρίου, αποτυχη­
μένο βασιλικό κίνημα' 6 Κων­
σταντίνος φεύγει στη Ρώμη
1968 Αύγουστος, ’Απόπειρα κατά 1968 Μάιος: Φοιτητικές ταραχές
του Γ. Παπαδόπουλου από τον στο Παρίσι. Αύγ.: Σοβιε­
Ά λ . Παναγούλη. Όκτώβρ., τική επέμβαση στην Τσε­
Θάνατος Γ. Παπανδρέου (γένν. χοσλοβακία
1888)' εκδηλώσεις κατά του
καθεστώτος στην κηδεία
1969 Θάνατο; Στρ. Μυοι3ήλη (γένν. 1969 Δεκ. ’Άρση τής λογοκρισίας 1969 21 Ίουλ.: ’Απόβαση άμερι-
1892) κανών άστροναυτών στή σε­
λήνη. Σεπτ.: Πραξικόπη­
μα στή Λιβύη· έγκαθίδρυση
Δημοκρατίας' Συνταγμα­
τάρχης Καντάφι. Ρ. Νίξον
Πρόεδρος Η,11.A, Βίλλυ
Μπράντ Καγκελάριος Όμο-
σπ. Δημοκρατίας Γερμανίας
1970 Δεκαοχτώ κείμενα 1970 Δίκες εναντίον μελών αντιστα­ 1970 ’Εκλογική νίκη τής δημο­
σιακών οργανώσεων κρατικής παράταξης στή
Χιλή. Άλλιέντε
1971 Θάνατος Γ. Σεφέοη (γένν. 1971 Ή Λαϊκή Δημοκρατία τής
1900) Κίνας μέλος τοϋ Ο.Η.Ε.

1972 Ταραχές στή Β. Ιρλανδία


1973 Θάνατος Ή λία Βενέζη (γένν. 1973 Μάρτ.: ’Εξέγερση φοιτητών 1973 Σεπτ.: Πραξικόπημα στή
1904). (ΝομικήΣχολή).Μάιος: Κίνημα Χιλή. ’Ανατροπή καί θά­
τοϋ Ναυτικού. Ίούν.: Κατάργη­ νατος τοϋ Άλλιέντε. Στρα­
ση τής Βασιλείας άπό τον Γ. τηγός ΙΙινοσέτ
ΙΊαπαδόπουλο καί ανακήρυξη
τής Δημοκρατίας. Ίούλ.: «Δη­
μοψήφισμα». Αύγ.: ’Αμνηστία.
Νοέμ.: ’Εξέγερση Πολυτεχνεί­
ου. Προκήρυξη τοϋ Στρατιωτι­
κού Νόμου. ’Ανατροπή Παπα­
δόπουλου. Δ. Ίωαννίδης (Κυ­
βέρνηση Ά δ . Άνδρουτσόπου-
λου. Πρόεδρος Δηαοκρατίας Φ.
Γκιζίκης)

1974 Θάνατος Κ. Βάρναλη (γένν. 1974 15-20 ’Ιουλίου: Πραξικόπημα 1974 Πτώση τής δικτατορίας
1884), Ν. Καββαδία (γένν. στην Κύπρο. 'Ο Μακάριος δια­ στήν Πορτογαλία. ΓΙραςι-
1910), Κ. Πολίτη (γένν. 1883) φεύγει. Τουρκικά στρατεύματα κόπημα στήν Αιθιοπία* ανα­
άποβιβάζονται στήν Κύπρο καί τροπή τοϋ Χα'ϊλέ Σελασιέ.
καταλαμβάνουν το Β. τμήμα τοϋ Αύγ.: Παραίτηση Γ. Νίξον
νησιού (έπιχείρηση «Α ττίλας»), ό Τζ. Φόρντ Πρόεδρος τών
23 ’Ιουλίου: Πτώση τοϋ δικτα- Η.ILA.
τορικοΰ καθεστώτος. Κυβέρ­
νηση ’Εθνικής Ενότητας (Πρό­
εδρος Κ. Καραμανλής, ’Α ντι­
πρόεδρος Γ. Μαΰρος). Νοέμ.:
Γενικές έκλογές για τήν άνά-
δειξη ’Αναθεωρητικής Βουλής.
Εκλογική νίκη Ν. Δημοκρατί­
ας. Κυβέρνηση Κ. Καραμανλή
P* ’ rl
^Ο 18’ I· ' ) X ' > o-
' 8K ^5 ' »?
*3 «

8 ^ 8 iX; π ; XHH 'S-~ w * £


ΕΚΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ*
o’ -1 K^ ο­ I*b
HjJ • a s * 3 -^
Q-
ι- 2 “ ò « · t* Η O -o
·: I* ^ F*
**="• i,’
« fp
γη

• 2 * ^ o ii QE, r<n- a ^ '**


>~ f H V p-
o "«
'f=· b
r<
O ^
-< - o p- . b
^
?
I ' ~S ^ ΐ » ν > x k
« «U 1cn.
O S?
fc: o’ ?

ο- -B
LT0 ' j -E-W
' 8 - '8
, 2 -b E- > -
^ ^ <3 Jr
ω
4 b -S * £ 1
M -; μ " ’ Ο ^ « 2 S -W o
v. ^ , t v)' v p - _ «
. fi >
ς\ ' 8 t) > -> "P p · . <·θ *3
{J!C
ΓΡ"-to
tj <K
·7 > ® t·
© θ A e ? rQ - l* ? -1Λ0<
5~©<
■ b fc I* 3. b « P 'S
~ b >
A' ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
I 'l
1. ΙΣΤΟΡΙΑ TOT NE0T ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Άσπρέας Γ., Πολίτικη ιστορία τής νεωτέρας rΕλλάδος, 1821-1928, 2η


I !
~ O- 8 > (0 -X -S V ‘ P*
ίχ.8., 3 τόμοι, ’Αθήνα 1930.
' 8 5> D Ό
b -8
o 1 3 \' 8
• CD ω - 3 • ev Βακαλόπουλος Λ. Ε., Ιστορία τον νέου ελληνισμόν, 4 τόμοι, Θεσσαλο­
8
* W G O
8-CQ8_~br ~ . 8 O νίκη 1961-1974 (το έργο συνεχίζεται).
8 ,, L, <50 Q_
*-- X%
§ ba ^^ò'p'S'pfiO ,
£ ^ n8 ----- Πηγές της ιστορίας τού νέου ελληνισμόν (1204-1669), Θεσσαλονίκη
» IP 8
0:^8 o.
^ ^ ^ 8 ' *«0
μ -2 s vp ^ b, 8 8
8 1%5·
* 3 - 8 ** ·
~ " 0-0
« σ>riω v ,,
K-VN
bb
b* ±Γ
8 ί ·ι c?- Βουρνάς Τάσος, 'Ιστορία της νεώτερης 'Ελλάδας. ’Από την ’Επανάσταση
°
b
°W
CO'to
E-H
f, D
^ X 8
τον 1821 ώς rò κίνημα τον Γονόί, ’Αθήνα 1974.
"2 6 ^
ω W <| t> . O À ’Εκδοτική ’Αθηνών Α.Ε. (έκδ.), ’Ιστορία τον ελληνικόν έθνους. (Για τή
2^3 ϋ<50
n P § « rw p · · νεώτερη ιστορία, ώς τώρα οί τόμοι: Γ-ΙΕ', ’Αθήνα 1974-78. ’Από
V/·
n J:^
Θ-
t ί-Η «Ο ' « Η * την "Αλωση ώς το 1941).
<1 VP
c -lS -' 'S cq g"
t *\P ( · JS- -p .yt- 0 .. ? Finley G. A., The History of Greece under Ottoman and Venetian
H3 ξ P Ò rl , a.- w- ,' · ’ * x.
8 1
IL Domination, Λονδίνο 1856. (Καί ελληνική μετάφραση: ’Ιστορία της
> b Q.
8 £--<£- >- o-<
"8 o' ^ « ω vp ω^ p^- >-'ω co_
o p Τουρκοκρατίας και τής ’Ενετοκρατίας στην ’Ελλάδα, ’Αθήνα 1958).
ϋ N t · OO r, 8 <50 <1 b Ζακυθηνός Δ. Α., Ή Τουρκοκρατία. Εισαγωγή εις την νεωτέραν ιστορίαν
τον ’Ελληνισμού, ’Αθήνα 1957.
----- Ή πολιτική ιστορία τής νεοττέρας ’Ελλάδος, ’Αθήνα 1962.
Κορδάτος Γιάννης, ’Ιστορία τής νεώτερης ’Ελλάδας, 4 τόμοι, ’Αθήνα
1957-1958.
* Ή βιβλιογραφία αύτή δέν είναι εξαντλητική. Στά τέσσερα πρώ­
i l τα κεφάλαια άναφέρονται δλες οί εκδόσεις (σπάνιες οί περισσότερες)
3 των κειμένων. Στά υπόλοιπα ή αναγραφή των εκδόσεων τοϋ κάθε συγ­
»* v o ‘5
Ni VC0 N 1 γραφέα θά έδινε στή βιβλιογραφία δυσανάλογη έκταση. (Mtà τέτοια α­
ίο
S -'8 3
Ο k-o JU' ° ναγραφή περιέχεται στή Συνοπτική μου ’Ιστορία τής νέας ελληνικής
s ω λογοτεχνίας. Βιβλιογραφία, ’Επίμετρο, 3η έκδ., ’Αθήνα 1977). ’Εδώ
-S ^ (2 περιορίζομαι ν’ άναφέρω μόνο αξιόπιστες εκδόσεις 'Απάντων, δπου υ­
-sr- Cy
o J CωO- πάρχουν. Για τον καταρτισμό τής βιβλιογραφίας πολλά οφείλω σέ προ­
Ξ
sr·
γενέστερες βιβλιογραφικές εργασίες' μνημονεύω ειδικά τοϋ Κ. Θ. Δη-
lP F μαρά στήν ’Ιστορία του, την εκτενή βιβλιογραφία στήν 3η έκδοση της
iO Letteratura Neoellenica (1969) τοϋ Bruno Lavagnini, καί τή βιβλιο­
Ο
co 8 .2 o " γραφία στήν ’Ιστορία τοϋ Mario V itti (έλλην. έκδοση, 1977). Πρβ. καί
< w © 2 d Κ. Θ. Δημαρα, Κ. Κουμαριανοΰ, Λ. Δρούλια, Modern Greek Culture.
00 p j
A Selected Bibliography, 4η έκδ., ’Αθήνα 1974. Μελέτες καί άρθρα
C- Γ - για ειδικότερα θέματα άναφέρονται συνηθέστερα στίς οικείες υποση­
σ> σ>
μειώσεις.
391
ΕΚΛΟΓΙΙ Β ΙΒΛ ΙΟΓΡ ΑΦ ΙΑ Σ ΕΚΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦ ΙΑΣ

Μαρκεζίνης Σπ., Πολίτικη Ιστορία της νεωτέοας 'Ελλάδος 1828-1964 χτηκε άπό ’Επιτροπή μέ πρόεδρο καί εισηγητή τόν Μ. Τριανταφυλλί-
4 τομοι, Αθήνα, Πάπυρος, 1966-68. δη). ’Ανατύπωση, μέ διορθώσεις, Θεσσαλονίκη 1978. ^
Mendelsohn-Bartholdy Κ., Geschichte Griechenlands von der Eroberung — Μικρή Νεοελληνική Γραμματική, 1η έκδ., ’Αθήνα 1949, 2η έκδ.
Kons tantinopels dutch die Tiirken 1453 bis au f unsere Tape 2 (μέ βελτιώσεις), Θεσσαλονίκη 1975 (Έκδοση Ινστιτούτού Νεοελλην.
τομοι, Λιψια 1870-74. (Καί ελληνική μετάφραση Α. Βλάχου: Σπουδών Πανεπ. Θεσσαλονίκης). — ’Επίτομη τής προηγούμενης.
Ιστορία της Ελλάδος άπύ τής εν έτει 1453 άλώσεως τής Κωνσταντι- (___ ) Νεοελληνική Γραμματική. ’Αναπροσαρμογή τής Μικρής Νεοελλη­
νικής Γραμματικής τοϋ Μ. Τριανταφυλλιδη, Αθήνα, ΟΕΔΒ, 1976.
’Α θ ή ν α ΐ 8 7IT7β}™*' Τ°ύβκων μέχρΐ τών καθ ’ 0βΟς Ζβόνοιν, 2 τόμοι, 2η έκδ. 1977. —'Η επίσημη κρατική Γραμματική για το Δημοτικό
Παπαρρηγόπουλος Κ., 'Ιστορία τοϋ ελληνικού ’Έθνους, άπό τών άοχαιο- καί τό Γυμνάσιο, μέ τήν έπιμέλεια τοϋ ΚΕΜΕ.
τατων χρόνων μέχρι vow νεωτέρων, 5 τόμοι, 1η εκδ. ’Αθήνα 1865-74. Χατζιδάκις Γ. Ν., Μεσαιωνικά και Νέα 'Ελληνικά, 2 τομοι, Αθήνα
Πολλές έπανεκδόσεις (άπό τήν 4η έκδοση 6 τόμοι μέ συμπλήρωμα 1905-07.
απο τον 11. Καρολιδη γιά τά χρόνια 1830-1881). -----Σύντομος Ιστορία τής ελληνικής γλώσσης, Αθήνα 1915, 3η έκδ.,
Sophocles S. Μ., A History of Greece, Θεσσαλονίκη 1961 ("Ιδρυμα Με­ 1967.
λετών Χερσονήσου τοϋ Αίμου, 45).
Svoronos Ν., Histoire de la Grèce moderne, Παρίσι, P.U.F., 1953
[«Que sais-je?»].^ (Ελληνική έκδοση, συμπληρωμένη καί θεωρημένη 3. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
τον ^υγγραφεα, με πλούσιο βιβλιογραφικό οδηγό άπό τόν Σπ.
Ασόραχά. Επισκόπηση τής νεοελληνικής ιστορίας, μετάφραση Α ί- Βαλέτας Γ., ’Επίτομη ιστορία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας, ’Αθήνα 1966.
κατερινης Άσδραχά, [Αθήνα], Θεμέλιο, 1976). Beck H.-G., Geschichte der byzantinischen Volksliteralur, Μονάχο 1971
Woodhouse C. Μ., The Story of Modern Greece, Λονδίνο Faber and (Byzantinisches Handbuch, 2. Teil, 3. Band). _ ,
Faber, 1968. Βουτιερίδης Ή λ. IL, Σύντομη Ιστορία τής νέας ελληνικής λογοτεχνίας
(1000-1930), ’Αθήνα 1933. (3η έκδ., μέ συμπλήρωμα Δ. 1 ιακου
(1931-1976), ’Αθήνα 1976). , , ,
2. ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Δημαράς Κ. Θ., ’Ιστορία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας (απο τις πρώτες
ρίζες ώς τήν εποχή μας), 6η έκδ., ’Αθήνα 1975.^ ( Τπαρχουν και με­
Browning R., Medieval and Modern Greek, Λονδίνο 1969. (Καί με- ταφράσεις στα γαλλικά, βουλγαρικά καί άγγλικά). ,
ταφραση: Η ελληνική γλώσσα, μεσαιωνική και νέα, ’Αθήνα 1972). Ζαβίρας Γ., Νέα 'Ελλάς ή 'Ελληνικόν Θέατρον, έκδοσις Γ. Κρεμου,
Kapsomenos S. G., Die griechische Sprache zwischen Koine und Neu- ’Αθήνα 1872. (Καί ανατύπωση, ’Επιμέλεια, εισαγωγή και ευρετήριο
griechisch, Μόναχο 1958 (Berichte zum XI. Internationalen By- Τ. Α. Γριτσόπουλου, ’Αθήνα 1972 ['Εταιρεία Μακεδονικών Σπου-
zantinisten-Kongress).
ΚθΡδ1973 Γ ’ Ιστ°ρία τοϋ ? λωσσικοϋ μας ζητήματος, 2η έκδ., ’Αθήνα Hesseling D. C., Histoire de la littérature grecque moderne, traduite du
néerlandais par N. Pernot, Παρίσι, Les Belles-Lettres, 1924.
Μέγας A. Ε 'Ιστορία τοϋ γλωσσικού ζητήματος, 2 τόμοι, ’Αθήνα 1925-27. Καμπάνης A., 'Ιστορία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας, ’Αθήνα 1925, 5η
Mirambel A., La langue grecque moderne, Description et analyse, Πα- έκδ. 1948 (φωτομηχανική άνατύπωση, 1971).
ρισι 1959. (Μετάφραση άπό τόν Στ. Κ. Καρατζδ θά έκδοθεΐ σύντομα Knos Β., L’ Histoire de la littérature néo-grecque. La période jusqu en
απ° Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη). 1821, Uppsala 1962.
Thomson G., The Greek Language, Cambridge 1960. (Καί μετάφραση: Krumbacher K., Geschichte der byzantinischen Lileratur, 2η εκό., Μο­
Η ελληνική γλώσσα, αρχαία καί νέα, ’Αθήνα 1964). νάχο 1897. (Καί έλληνική μετάφραση Γ. Σωτηριάδη, 3 τομοι, Α ­
Thumb Albert, Handbuch der neugriechischen Volkssprache. Gramma- θήνα 1897-1900 [Βιβλιοθήκη Μαρασλή]. Έπανέκδοση, 6 τομοι, Α ­
tik, Texte, Glossar, 2η έκδ., Στρασβούργο 1910. θήνα, Πάπυρος, 1964-65). _ „
Τριανταφυλλίδης Μ. Α., Νεοελληνική Γραμματική, Πρώτος τόμος: 'Ιστο­ Lavagnini Β., La letteratura neoellenica, 3η αναθεωρημένη εκόοση,
ρική Εισαγωγή, ’Αθήνα 1938. (Μέ ογκωδέστατο ’Επίμετρο, δπου Φλωρεντία-Μιλάνο 1969 (μέ πλούσια βιβλιογραφία). (1η έκδ. 1965).
περιεχονται 1) Κείμενα (όλων τών εποχών), 2) Μαρτυρίες, 3) Συμ­ Μαστροδημήτρης II. Δ., Εισαγωγή στή νεοελληνική φιλολογία, 3η εκδ.,
πληρώματα). ’Αθήνα, Παπαζήσης, 1978. „ , pnp , qvi
"Απαντα, 8 τόμοι, Θεσσαλονίκη 1963-65, καί Γενικό Ευρετήριο, Mirambel A., L a littérature grecque moderne, Παρίσι, Γ. u .r ., ivoo
1969. (Τομ. 1-2 Ερευνητικά, τόμ. 3 Νεοελληνική Γραμματική, 'Ι­ [«Que sais-je?»]. _ ,
στορική Εισαγωγή (βλ. παραπ.), τόμ. 4-7 Γλωσσικό ζήτημα και Πολίτης A., Συνοπτική 'Ιστορία τής νέας ελληνικής λογοτεχνίας, βιβλιο­
γλωσσοεκπαιδευτικά, τόμ. 8 Διάφορα). γραφία, ’Επίμετρο, 3η έκδ. (μέ προσθήκες καί βελτιώσεις), Θεσσα-
( ) Νεοελληνική Γραμματική (τής δημοτικής), ’Αθήνα 1941. (Συντά- λονίκη 1977.
392 393
ΕΚ Λ Ο ΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦ ΙΑΣ ΕΚΛΟΓΙΙ Β ΙΒΛΙΟΓΡ ΑΦ ΙΑΣ

Σάθας Κ. Ν ., Νεοελληνική Φιλολογία. Βιογραφία των h τοίς γράμμασ, Italven Rea, Modera Greek Poetry, Νέα Ίορκη 1949.
διαλαμψαντων Ελλήνων (1453-1821), ’Αθήνα 1868. fria r Κ., Modern Greek Poetry. Translation, Introduction, an Essay
Vitti Μ., Storia della letteratura neogreca, ERI, [Torino 1971] (Καί on Translation, and Notes by —, Νέα ' Ιορκη 1973. ( Εκτενής
VE0M^ λογοτεχνία, ΓΑΘή-' εισαγωγή. Μεταφράσεις άπό τον Καβάφη ώς τον Βρεττακο).
Keeley Ε.- SherrardP., Six Poets of Modern Greece, chosen, translated,
Einfuhrung in die Geschichte der neugriechischen Literatur ΓΜό- introduced by —, Λονδίνο 1960. (Καβάφης, Σικελιανός, Σεφερης,
ναχο, Ilueber, 1972], ' ’Αντωνίου, Έλύτης, Ικατσος). . ,. .
-----Four Greek Poets: C. P. Cavafy, G. Sefens, Od Elytis ft. Gatsos.
Poems chosen and translated from the Greek, Λονδίνο 1 Job.
τ 4. ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ Lavagnini Bruno, Trittico neogreco, Porfiras, Kavafis, Sikehanos,pre­
I. ΠΟ ΙΗ ΣΗ sentati e tradotti d a - , ’Αθήνα 1954. (Κείμενο καί μετάφραση).
’Α π ο σ τ ο λ έ ς Η. Ν ’Ανθολογία, 1708-1952, 2 τόμοι, 9η έ'κδ., Α θήνα ___ Arodafausa, Poeti neogreci (1880-1940), Αθήνα 19υ7. (Κείμενο
1967 (1η εκδ. 1933). — Απο το 1969 συνεχίζεται άπό τον Ρένο 'Ηρ καί μετάφραση). _ , __ . jn , B ,
Αποστολιδη : Ανθολογία τής νεοελληνικής γραμματείας. Ή ποίηση Levesque R έ Domaine grec, 1930-1946, Γενευη-Παρισι 194/ . (Μετά­
φραση είκοσι συγγραφέων).
\Μ2-\2Τΐημ°Τΐκη’ άπ0 TÒVμεσαίωνα ώς τίς !ιέβες 3 τόμ°ι.’ R o s e n thal-Kamarinea Is. Neugriechische Erzahler: erne Anthologie;
Περανθης Μ., Μεγάλη ελληνική ποιητική άνθολογία (1453-1954) 3 τόιιοι iibertragen, herausgcgeben und unit einem Nachwort versehen,
Αθήνα 1954. ^ ’ Freiburg i. Br. 1958. . , .,
Πολίτης Αίνος, Ποιητική ’Ανθολογία, 2η έκδοση άναθεωρημένη, 8 βι­ ___ Griechenland erzàhlt. 19 Erzahlungen, ausgewahlt eingeleatet
βλία, Αθήνα, ( Εκδόσεις Δωδώνη, 1975-1977. (1. Πρίν άπό τήν "Α­ und aus dem Griechischen ubertragen, lnscher Verlag, 1965.
λωση, 2. Μετά την 'Αλωση, 15ος καί 16ος αιώνας, 3. Ή Κρητική Stomeo P., Antologia della lirica greca moderna, τόμ. 1, Eolomos,
ποίηση του 17ου αιώνα, 4. Οί Φαναριώτες καί ή ’Αθηναϊκή σχολή Cavafy, [Lecce 1955]. (Κείμενο καί μετάφραση)
5. Ο Σολωμος και οί Έφτανησιώτες, 6. Ό Παλαμας καί οί σύγ­ Trypanis C. A., The Penguin Book of Greek Verse, Harmoridsworth
χρονοι του, 7. Καβαφης, Σικελιανός καί ή ποίηση ώς το 1930 8 1971. (’Ανθολογία, άπό τον "Ομηρο στον Έλύτη, μέ μετάφραση σε
Η γένια τοΰ 1930 καί ό Σεφέρης). ’ πεζό. Το 5ο καί το 6ο μέρος, σσ. 468-618 άναφέρονται στη νεοελλη­
Trypams C. A . Medieval and Modern Greek Poetry, An Anthology
Οξφόρδη, Clarendon Press, 1951. V itti Mario, Poesia greca del Novecento, Edizione riveduta e au­
mentata, 1966 (Collana Fenice, 10). (’Από τή γένια του 1880 ως
II. Π Ε Ζ Ο ΓΡΑ Φ ΙΑ
τή μεταπολεμική ποίηση. Κείμενο, μετάφραση καί έκτενης εισαγω­
Αποστολιδης II. N To διήγημα ανθολογημένο, 3 τόμοι, ’Αθήνα 1953-60 γή. 1η εκδ. 1957).
Ά ιο / τ / ’α τΛψ δημοτικής πεζογραφίας, 3 τόμοι, ’Αθήνα
iy47^*9. ( A tto τον 15ο atcova έως σήμερα). 5. ΜΕΛΕΤΕΣ
Νέα ανθολογία τον ελληνικού διηγήματος, ’Αθήνα 1969. I. ΓΕΝΙΚΑ
Mirambel A., Anthologie de la prose néo-hellénique (1884-1961) In Αύγέρης Μ., "Ελληνες λογοτέχνες, ’Αθήνα 1971.
εκδ., Παρίσι 1950 (2η ϊκδ., 1962). 1 Βαρίκας Β., Συγγραφείς και κείμενα, A' 7967-7965, ^Αθήνα 197υ. (Κρι
Νενεδάκη A ’Ανθολογία ελληνικού διηγήματος, 1900-1963, ’Αθήνα 1963 τικές σέ έφημερίδα, δημοσιευμένες άπό το 1961 ώς το 19bo, για δια
φορους λογοτέχνες, κυρίως σύγχρονους).
7S! "007X77-^7;:™’’“” n» - ""» "· ’Αβ«” Irmscher J., (έκδ.), Problems, der neugriechischen Literatur, t τομοι,
Βερολίνο 1959-60 (Berliner Byzantinistische Arbeiten, 14-17).
Η“ Β7“ ό7ΐΧ:1"7Ϊ«..ί9"“ 5" Λ''
Βλ. άκόμη:
ε μ " · Καραντώνης A., Φυσιογνωμίες, 2 τόμοι ’Αθήνα 1959-60.
(Keeley Ε. καί Bien Ρ„ έκδ.), Modern Greek Writers, Princeton [1972],
Βασική Βιβλιοθήκη,^ 48 τόμοι, ’Αθήνα, Άετός-Ζαχαρόπουλος, 1952-58 (’Ανακοινώσεις στο Συμπόσιο νεοελληνικών σπουδών στο Innceton
( Εκτεταμένη ανθολόγηση έργων άπό τή βυζαντινή έποχή ώς τίς το φθινόπωρο τοϋ 1969: Σολωμός% Κάλβος, Μάτεσης, Παλαμας,
φία)^ ^ Κα°ε τ0μ,0ς μέ » “^ Ρ ° τίτλο, εισαγωγή καί βιβλιογρα-I. Καβάφης, Καζαντζάκης, Σεφερης, Ελυτης). . ,
Legrand Ε., Bibliographic Hellénique, ou description raisonnee des
ouvrages publiés par des Grecs: (a) all XVe et X VIe siecles,_ t
III. Μ ΕΤΑΦ ΡΑΣΕΙΣ
τόμοι, Παρίσι 1883, 1903-5, (b) au XVIR siècle, 5, Π“Ρι0σ.1
Axioti Μ. - Hadzis 1)., Antigone lebt; neugriechische Erzahlungen Βε- 1894-96, 1903, (c) au XVIIR siècle, 2 τομοι, ΙΙαρισι 1918, 1928
ρολινο 1961. e (το τελευταίο έκδόθηκε απο τον Η. Peinot).
39 4 3 95
ΕΚΛΟΓΙΙ Β ΙΒΛ ΙΟΓΡ ΑΦ ΙΑ Σ
ΕΚΛΟΓΉ ΒΙΒΛΙΟΓΡ ΑΦ ΙΑΣ

ΙΙαναγιωτοπουλος I. Μ., 7α πρόσωπα καί τά κείμενα, 6 τόμοι, ’Αθήνα -----Νεοελληνικό θέατρο (1795-1929), ’Αθήνα 1953 (Βασ. Βιβλιοθ. 40).
1943-55 (2. Ή πεζογραφία τοϋ μεσοπόλεμου, 3. Παλαμάς, 4. Καβά- ___ (καί άλλοι), The Modern Greek Theatre, Λ Concise History, trans­
φης, 5. Μαλακάσης, Πορφύρας, 'Άγρας, Καρυωτάκης). lated from the Greek by Lucille Vassardaki, Α θήνα 1957. (’Εκτός
Ηατσης Χάρης, Μεγάλε) Ιζγκυκλοπαιδεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας άπό τή Συνοπτική Ιστορία, γραμμένη άπό τον Γ. Σιδέρη, δύο εισα­
(άπό τον 10ο αιώνα μ.Χ. μέχρι σήμερα), 12 τόμοι, ’Αθήνα 1968-1971. γωγικά σημειώματα, τοϋ Αίμ. Χουρμούζιου για το αρχαίο δραμα στις
Pernot Η., Etudes de littérature grecque moderne, 2 τόμοι, Παρίσι μέρες μας, καί τοϋ Λ. Πολίτη για τό Κρητικό θέατρο στήν εποχή τής
1916-18. (L Διγενής, ΓΙροδρομικά, ’ Ερωτοπαίγνια, Κρητική λογο­ ’Αναγέννησης). 'Τπάρχει καί μετάφραση στα γαλλικά: Le théàtre
τεχνία, 2. Ερωτόκριτος, Κάλβος, Λασκαράτος). néogrec. Histoire abrégée du théàtre néogrec, traduite du grec
par Jean Gaitanos, Α θήνα 1957.
II. Π Ο Ι Η Σ Η Valsa M., Le théàtre grec moderne, de 1453 à 1900, Βερολίνο 1960
Αύγέρης Μ., Εισαγωγή στην ελληνική ποίηση, 3η έκδ., ’Αθήνα 1971. (Berliner Byzantinistische Arbeiten, 18).
Baud-Bovy S., Poesie de ία Grece moderne, Λωζάνη 1946. (Κάλβος,
Σολωμός, ΙΙαλαμας, Καβάφης, Σικελιανός).
Διαλέξεις περί 'Ελλήνων ποιητών τοϋ ΙΘ' αίώνος, 2 τόμοι, 2η έκδ., ’Α ­
θήνα 1925/ (Κάλβος, Σοϋτσοι, Λασκαράτος, Τυπάλδος κ.ά.). B' ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Θρύλος Α., Κριτικές μελέτες, 3 τόμοι, ’Αθήνα 1924-25. (1. Σολωμός, 2.
ΓΙαλαμάς, 3. Γρυπαρης, Χατζόπουλος, Μαλακάσης, Καβάφης, Πορ­ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
φύρας).
Καραντώνης Α., Εισαγωγή στή νεώτερη ποίηση, ’Αθήνα 1958. Γύρω άπό I. Κ ΕΙΜ ΕΝΑ
τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, ’Αθήνα 1961. — Καί τά δύο σ’ έναν Συλλογές: , .
τόμο, 5η έ'κδ. βελτιωμένη, ’Αθήνα, Παπαδήμας, 1978. Ζώρας Γ. Θ., Βυζαντινή ποίησις, ’Αθήνα 1956 (Βασική Βιβλιοθήκη, 1)
Παράσχος Κλ., Δέκα "Ελληνες λυρικοί, ’Αθήνα 1937. (’Ανθολογία). , ,
----- "Ελληνες λυρικοί, ’Αθήνα 1953. Κριαράς Ε., Βυζαντινά ίπποτικά μυθιστορήματα, ’Αθήνα 1955 (Βασική
Πολίτης Λ., Θέματα τής λογοτεχνίας μας, 2 τόμοι. Πρώτη σειρά, 2η έκδ., Βιβλιοθήκη, 2). (Καλλίμαχος, ΒέλΟανόρος, Ίμπέριος, Φλόριος).
Δεύτερη σειρά, Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινίδης, 1976. Lambros Sp., Collection de romans grecs en langue vulgaire et en vers,
Sherrard Ph., The Marble Threshing Floor: Studies in Modern Greek Παρίσι 1880. (Καλλίμαχος, Ίμπέριος, Λόγος περί Δυστυχίας κ.ά.).
Poetry, Λονδίνο 1956. (Σολωμός, Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός, Legrand E., BibliothéqUe grecque vulgaire, 9 τόμοι, Παρίσι 1880-1902.
Σεφέρης). (Διάφορα κείμενα, άπό τή βυζαντινή έποχή ώς τον 18ο αιώνα).
Spyridaki Ο., La Grece et la poesie moderne, Παρίσι, Les Belles Let- Wagner G., Carmina graeca medii aevi, Λιψία 1874. (Λιηγησις τετρα­
tres, 1954. (Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός κ.ά.). πόδων, Συναζάριον γαίδάρου, Πονλολόγος, ΓΙωρικολόγος, και κυ-

III. Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ
Θρύλος Α., Μορφές τής ελληνικής πεζογραφίας, 2 τόμοι, ’Αθήνα 1962-63. ’Αλεξάνδρου, Λιήγησις τοϋ: Reichmann 8., Das byzantinische Alexander-
Σαχίνης Α., Ή σύγχρονη πεζογραφία μας, ’Αθήνα 1951, 2η έκδ.. Γαλα­ gedichl, Meisenheim am Gian 1963 (ή διασκευή τοϋ 1388).
ξίας, 1969. Διήγησις τοϋ Αλεξάνδρου. The Tale of Alexander, The Rhymed
----- Το ιστορικό μυθιστόρημα, ’Αθήνα 1957, 2η έκδ., Θεσσαλονίκη 1971. Version. Critical edition, with an Introduction and Commen­
----- Τό νεοελληνικό μυθιστόρημα. 'Ιστορία καί κριτική, ’Αθήνα 1958, tary by David Holton, Θεσσαλονίκη 1974 (Βυζαντινή καί Νεοελ­
2η έκδ., Γαλαξίας 1970. ληνική Βιβλιοθήκη, 1).
Χάρης Π., "Ελληνες πεζογράφοι, 5 τόμοι, ’Αθήνα 1954-68. Ή Φυλλάδα τοϋ Μεγαλέξαντρου. Διήγησις ’Αλεξάνδρου τον Μα-
Χατζίνης Γ., Ελληνικά κείμενα, ’Αθήνα 1955. κεδόνος. ’Επιμέλεια Γιώργος Βελουδης, Αθήνα 197 7 ( Ερμής, Νεα
'Ελληνική Βιβλιοθήκη, 39). ..
IV . ΘΕΑΤΡΟ ’Απολλώνιος ό Τύριος: Jannsen A., Narratio neograeca Apollonu Tyru,
Θρύλος Α., Μορφές καί θέματα του θεάτρου, 2 τόμοι, ’Αθήνα 1961-62. Amsterdam 1954 (μέ λατινική μετάφρ.·έκδοση όχι ικανοποιητική).
Λάσκαρης Ν., 'Ιστορία τοϋ νεοελληνικού θεάτρου, 2 τόμοι, ’Αθήνα 1938-39. Ά χιλληίς: Hesseling D. C., Ιέ Achilléide byzantine, Amsterdam 1919. ^
Pontani F. Μ., Teatro neoellenico, Μιλάνο, Nuova Accademia, 1962. Stomeo A., Achilleide, poema bizantino, Lecce 1958 (ιταλική
(Εισαγωγή, καί μετάφραση τοϋ Βασιλικού τοϋ Μάτεση, της Τρι- μετάφραση μέ σημειώσεις).
, σεύγενης^ τοϋ Παλαμά καί τοϋ Ψυχοσάββατου τοϋ Ξενόπουλου). Βέλθανδρος καί Χρυσάντζα: Κριαράς, Μυθιστορήματα.
Σιδέρης Γ., 'Ιστορία τοϋ νέου ελληνικού θεάτρου (1794-1944), τόα. 1 Βέλθανδρος καί Χρυσάντζα, μυθιστόρημα 13ου αιώνα. Είσαγ.
Α θήνα 1951. ’ μελέτη 1’. Μηλιάδη, ’Αθήνα 1925, έκδ. Στοχαστή.

396 3 97
ΕΚ Λ 0Γ1Ι ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦ ΙΑΣ ΕΚΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦ ΙΑΣ

ΒΜθανδρος καί Χρνσάντζα, μεσαιωνικό ερωτικό μυθιστόρημα. Φλώριος καί ΙΙλατζιαφλόρα: Κριαράς, Μυθιστορήματα.
Επιμέλεια Άλέκου καί Ελένης Παπαγεωργίου, Α θήνα 1968 έκδ Llesseliiìg D.C., l.e Roman de Phlorios et Pìatzia Phlore,
Γρηγόρη. Amsterdam 1919.
Βελισαρίον, Διήγησις: Cantarella R., στό: Studi bizantini e neoellenici Χρονικόν τον Μορέως: Schmitt J., The Chronicle of Morea, Λονδίνο
4 (1935). 1904. (Κριτική έκδοση άπό τα χειρόγραφα τής Κοπεγχάγης και τοϋ
Follieri E., Il poema bizantino di Belisario, στο* Accademia Παρισιού). , ,
Nazionale dei Lincei. Atti del Convegno Internazionale sul tema: Καλονάρος IL, Tò Χρονικόν τον Μορεως, Αθήνα, Δημητράκος,
La poesia epica e la sua formazione, Ρώμη 1970. 1940 (καί φωτομηχανική ανατύπωση, 1965).
Γλύκας Μιχαήλ: Μιχαήλ Γλυκά, Στίχοι ονς εγραψε καθ' δν κατεσχέθη Lurier II. Ε., Crusaders and Conquerors: The Chronicle of
καιρόν, Κριτική έκδοση Εΰδ. Θ. Τσολάκη, Θεσσαλονίκη 1959. Morea, Νέα 'Τόρκη καί Λονδίνο 1964. (Μετάφραση με εισαγωγή
Αιγενης Ακρίτας: Καλοναρος Π., Βασίλειος Αιγενης 5Ακρίτας, l à ειιμ.ε- καί σημειώσεις).
τρα κείμενα, 2 τόμοι, ’Αθήνα, Δημητράκος, 1941. (Το κείμενο των Ψαρολόγος: Krumbacher Κ., Das mittelgriechische Fischbuch, Μονάχο
παραλλαγών ’Άνδρου-Τραπεζούντας, G rottaferrata καί Έσκοριάλ. 1903.
Εισαγωγή καί σημειώσεις).
Mavrogordato John, Digenes Akrites, edited with an introduc­ II. ΜΕΛΕΤΕΣ
tion, translation and commentary, ’Οξφόρδη, Clarendon Press, Gidel A., Études sur la litlérature grecque moderne, Παρίσι 1866
1956 (ανατυπ. 1963). (Tò κείμενο τής παραλλαγής Grottaferrata). ___ Nouvelles études sur la littérature grecquc moderne, Παρίσι 1878.
Trapp E., Digenes Akrites. Synoptische Ausgabe der alleren Grégoire Η., Ό Διγενής ’Ακρίτας, Νέα 'Τόρκη 1942.
Versione», Βιέννη 1971 (Wiener Byzantinistische Studien, 8). Implelliz/.eri S., Il Digenis Akritas, L’epopea di Bisanzio, Φλωρεντία
(Κριτική παράλληλη έκδοση των κειμένων Έσκοριάλ, Grottaferrata 1940. (Στο Επίμετρο, σσ. 121-189, ιταλική μετάφραση του κείμε­
καί ’Άνδρου-Τραπεζούντας). νου τής Grottaferrata). ,
Διήγησις των τετραπόδων: Wagner, Carmina. Καραγιάννη Ιωάννα, 'Ο «Αιγενης Α κρίτας» τον Εσκοριάλ; (Συμβολή
Tsiouni Vasiliki, Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετρα­ στή μελέτη του κειμένου), ’Ιωάννινα 1976. (Μελετες στη νεα ελληνική
πόδων, Critical edition, Μόναχο 1972 (Miscellanea Byzantina φιλολογία, 1).
Monacensia, 15). Κυριακίδης Στ., Ό Διγενής Α κρίτας, ’Αθήνα [1926],
Καλλίμαχος καί Χρυσορρόη: Κριαρας, Μυθιστορήματα. ----- Forschungsbericht zurn Akritas-Epos, .Μονάχο 1J58 (Benchte
Pichard Μ., Le Roman de Callimaque et de Chrysorrhoè, Πα­ zum XL Internationalen Byzantinisten-Kongress).
ρίσι, Les Belles Lettres, 1956. Manousakas M., «Les romans byzantins de chevalerie et l’état present
Λίβιστρος καί Ροδάμνη: Lambert J., Le Roman de Libistros et Rho- des études les concernant», Revue Ét. Byz. 10 (1952), 70-83.
damnè, Amsterdam 1935. ___ « (Jn poeta Cretese ambasciatore di Venezia a Tunis e presso ι
Rotolo V., Libistro e Rodamne, romanzo cavalleresco bizantino. Turchi», στό: Venezia e Γ Oriente fra tardo Medio Evo e Rina­
Introduzione e versione italiana, ’Αθήνα 1965. scimento, Φλωρεντία [1966J, σσ. 283-307. .
Προδρομικά ποιήματα: Hesseling 1). C. et P e rn o tti., Poèmes prodro- Mazal O., «Der griechische und byzantimschc Roman in der
miques en grec vulgairc, Amsterdam 1910 (Verhandelingen K Forschung von 1945 bis I960», Jahrb. Òsterr. Byzant. Gesell-
Akademie, 11.1). schaft 14 (1965) 83-124. . n .. .
Πτωχολέων: Wagner, Carmina. Pertusi A. «La poesia epica bizantina e la sua formazione: Problemi
Schick J., Corpus Ilamleticum, τόμ. 5 (1938). sul fondo storico e la struttura letteraria del Digenis Akritas»,
Σαχλίκης Στέφανος: Wagner, Carmina. στό: Accademia Nazionale dei Lincei, Atti del Convegno Inter­
ΙΙαπαδημητριου Συνοδης, Ο Στέφανος Σαχλίκης καί το ποίημά nazionale sul tema: La poesia epica e la sua formazione, I ωμη
του « Ά φ ήγησις παράξενος» (ρωσ.), ’Οδησσός 1896. 1970, σσ. 481-544. . . . . . „ «ι·
Φαλιερος Μαρίνος: Ζωρας Γ. Θ., Ο ποιητης Μαρίνος Φαλιέρος, Κρητι­ Politis L., «L’épopée byzantine de Digenis A kritas; Problemes de
κά Χρονικά 2 (1948). (Έκδοση τριών ποιημάτων). la tradition du texte et des rapports avec les chansons akn-
Bakker W. F. -G em ert A. F. van, The Ρίμα παρηγορητική of tiques», αύτ. σσ. 551-81. .. . ,
Marinos Falieros, Studia Byzantina et Neohellenica, Leiden 1972 Veloudis G ,Der neugriechische Alexander. Tradition in Beivahrung und
(σσ. 74-195). Wandel, Μόναχο 1968 (.Miscellanea Byzantina Monacensia, 8).
----- The Λόγοι διδακτικοί of Marinos Falieros, Leiden 1977 ----- Alexander der Grosse. Ein alter Neugrieche, Μόναχο 1969 (Tuscu-
(Byzantina Neerlandica, 7). lum). Καί ελληνική έκδοση: Εισαγωγή στην έκδοση Η ΦυΛΑαϋα
Gemert A. I . van, Marinos Falieros en zijn beide liefdesdro- τοϋ Μεγαλέξαντρον (βλ. παραπ.). , „ .,
men, Amsterdam 1973. (Τα δύο ερωτικά). Χατζηγιακουμής Μ. Κ., Τά μεσαιοενικά δημώδη κείμενα. Συμβολή στη
398 399
Ε ΚΛ0ΓΙ1 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦ ΙΑΣ ΕΚΛΟΓΗ ΒΙΒΛ ΙΟΓΡΑΦ ΙΑ Σ

μελέτη και στην έκδοσή τους, τόμ. 1 (Λίβιστοος - Καλλίμαγοο - Βέλ- Poem on Genesis and Exodos by Georgios Choumnos, Cambridge
Οανδρος), ’Αθήνα 1977. 1925.
Γεωργίου Χούμνου, Ή Κοσμογέννησις. Ανέκδοτον στιχούργημα
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ τον ΙΕ' α ’ιώνος. Κριτική έκδοσις υπό Γεωργίου Α. Μέγα, Αθήνα
1975 (Ακαδημία Αθηνών. Κέντρον έρεύνης τοϋ μεσαιωνικού καί
I. ΚΕΙΜΕΝΑ
νέου Ελληνισμού).
Συλλογές (ανθολογίες) : Λάσκαρις I.: Giano Laskaris, Epigrammi greci, a cura di Anna Mes­
Α λεξίου Στ., Κρητική ’Ανθολογία, ΙΕ'-ΙΖ' αιώνας, 'Ηράκλειον 1954, chini, Padova 1976 (Università di Padova. Studi bizantini e
2η έκδ., 1969. neogreci, 9).
Μπουμπουλίδης Φ., Κρητική λογοτεχνία, ’Αθήνα 1955 (Βασική Βιβλιο­
θήκη, 7). II. Μ ΕΛΕΤΕ Σ
Wagner G., Carmina Graeca Medii Aevi, Λιψία 1874. (Γεωργιλλάς, Cammelli G., I dotti bizantini e le origini dell’umanesimo, /., Manuele
Σκλάβος, Φυλλάδα γαϊδάρον κ.ά.). Crisolora, Φλωρεντία 1911.
Geanakoplos D., Greek Scholars in Venice, Cambridge, Mass., 1962.
Αχελης Α .: Η. Pernot (εκδ.), Ρ. Gentil de Vendosme et Antoine Hadjiantoniou G., A Protestant Patriarch: The Life of Cyril Lucaris,
Achelis, Le siège de Malte par les Turcs en 1565, Παρίσι 1910. 1572-1638, Patriarch of Constantinople, Λονδίνο 1961.
(Tò γαλλικό και το έλληνικό κείμενο). Κακουλίδη Ε. Δ., «Ό ’Ιωάννης Μορεζήνος καί το έργο του», Κρητικά
Απόκοπος: Μπεργαδή Άπόκοπος, Κριτική έκδοση Στ. ’Αλεξίου, Η ­ Χρονικά 22 (1970).
ράκλειον 1965 [άνατύπωση άπό τά Κρητικά Χρονικά 17 (1963)]. Knòs Β., Un Ambassadeur de Γ Ηellénisme. Janus Lascaris et la
( Μπεργαδής Άπόκοπος. Ή Βοσκόπουλα. Επιμέλεια Στ. ’Αλέ­ tradition gréco-byzantine dans l’humanisme francais, Παρίσι
ξιου, ’Αθήνα 1971 (Έρμης, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 15). Ί945.
’Ερωτοπαίγνια — βλ. Καταλόγια. Lucar Cyril, Sermons 1598-1602, edités p ar K. Rozemond, Leiden,
Καταλόγια: Hesseling D. C. et Pernot Η., ’Ερωτοπαίγνια (Chansons Brill, 1974.
d'amour), publiées d’après un manuscrit du XV« siècle, avec Μανούσακας Μ., Ή κρητική λογοτεχνία κατά τήν εποχή τής Βενετοκρα­
une traduction etc., Παρίσι 1913 (Bibliothéque grecque vulgaire, τ ίας, Θεσσαλονίκη 1965.
10). (’Από το χ<ρ τοϋ Λονδίνου). Meyer Ρ., Die theologische Literatur der griechischen Kirche im
Pernot Η., Chansons populaires grecques des XVe el X V P sechzehnten Jahrhundert, Λιψία 1899.
siècles, Παρίσι, Les Belles Lettres, 1931. (Ά πό το χφ τής Βιέννης. Morgan G., «Cretan Poetry: Sources and Inspiration», Κρητικά Χρο­
Περιέχεται καί ή Ριμάδα κόρης και νιοϋ). νικά 14 (1960).
Κυπριώτικα ερωτικά: Siapkaras-Pitsillidès Th. (εκδ.), Le Pétrarquisme Ξανθουδίδης Στ., Ή Ενετοκρατία εν Κρήτη και οι κατά τών Ενετών
en Chypre. Poèmes d’amour en dialecte chypriote d’après un αγώνες τών Κρητών, Α θήνα 1939.
manuscrit du XVIe siècle, Α θήνα 1952 (Collection de 1’ Institut Παπαδόπουλος Χρ., Κύριλλος Αουκαρις, 2η εκδ., Αθήνα 1939.
brangais d’ Athènes, 74). 2η έκδ., Π αρίσι-Άθήνα, Les Belles Τσίτερ X., Αόγιοι "Ελληνες μετά την "Αλωσιν, Α θήνα 1935.
Lettres, 1975.^— Καί ελληνική έκδοση: Ό Πετραρχισμός στήν Κύ­ Tsourkas Ε., Les Débuts de l’enseignement philosophique et de la libre
προ. Ρίμες αγάπης, Α θήνα 1976. pensée dans les Balkans. La Vie et l’ceuvre de Théophile Corydalée,
Μαχαιρας Λ. : Dawkins Η. Μ., Leontios Makhairas, Becital concerning 2η έκδ. άναθεωρημένη, Θεσσαλονίκη 1967.
the Sweet Land of Cyprus entitled «Chronicle», 2 τόμοι, ’Οξφόρ­
δη 1932. Y^
Μπεργαδής — βλ. Άπόκοπος. ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Πένθος θανατου: Ζωρας Γ. Θ., Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον καί προς I. ΚΕΙΜΕΝΑ
θεόν επιστροφή, Α θήνα 1970 (Βιβλιοθήκη βυζαντινής καί νεοελλ. Γενικά: , , , ,
φιλολογίας, 49). Σάθας Κ. Ν., Κρητικόν Θέατρον ή συλλογή άνεκδότων και άγνωστων δρα­
Πικατόρος: Κριαράς Ε., Ή Ρίμα θρηνητική τοϋ Ίωάννου Πικατόρου, μάτων, Βενετία 1879 (Ζήνων, Στάθης, Γύπαρις, Έρωφίλη). (Φωτο-
Έπετηρίς Μεσαιωνικού Αρχείου 2 (1942) 1-51. μηχανι/.ή έπανέκδοση, Α θήνα 1963).
Σκλάβος Μ.: Μπουμπουλίδης Φ., Ή συμφορά τής Κρήτης τοϋ Μανόλη
Σκλάβου. Κρητικόν στιχούργημα τοϋ ΙΣΤ’ αΐώνος, Α θήνα 1955. Βοσκοπούλα: Α λεξίου Στ., Ή Βοσκοπούλα, κρητικό ειδύλλιο τοϋ 1600,
Τριβώλης 1.: Irmscher ,)., ’Ιάκωβος Τριβώλης, Ποιήματα, Βερολίνο 1956 κριτική έκδοση, 'Ηράκλειο 1963. Βλ. και Μπεργαδής Αποκοπος.
(Berliner Byzantinistische Arbeiten, 1). 'Η Βοσκοπούλα. Ε πιμέλεια Στ. Α λεξίου, Άθηνα 1971.
Χοϋμνος Γ.: Marshall F. Η., Old Testament Legends, from a Greek Anonimo Cretese, La Voskopula, a cura di S. Alexiu, A. Gen-
4 00 40 1
ΕΚΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟ ΓΡΑΦ ΙΑΣ Ε Κ Λ Ο Γ Η Β Ι Β Λ ΙΟ Γ Ρ Α Φ Ι Α Σ

(ilini, Μ. Peri, F.M . Fontani, 1975 (Università di Padova. siècle», Revue de lilt, comparve 16 (1936) 265-293.
Istituto di Studi bizantini e neogreci, Quaderni, 9). Kmbirikos A., Ea Renaissance crétoise, X V E ei XVIR' siècles, τομ. 1,
Ερωτόκριτος : Βιτσέντζον Κορνάρου ’Ερωτόκριτος, εκδοσις κριτική γενο- La littéra tore, Παρίσι, Les Belles Le tiros, 1960.
μενη επι τη βάσει των πρώτων π η γώ ν. . . ύπό Στ. Α. Ξανθουδίδου, Ζώρας Γ. e ., Ιίερ'ι τάς πηγάς τής «Θυσίας τοϋ Άβρααμ», Λθηνα 1 Πυ.
Ηράκλειο Κρητης 1915 (με σημαν τική Εισαγωγή). Κ ριαρδς Ε., Μελετήματα περί τάς πηγάς τον ’ Ηρωτοκριτον, Αθήνα 1938.
-Βί^βέντζον Κορνάηον Lqojtóxqìtος. ’Ανατύπωση άπο την έκδοση Μανούσακας Μ., Κριτική βιβλιογραφία τοϋ κρητικοϋ θεάτρου, 2η εκδ.
Στ. ϋανθουδίδου, Εισαγωγή Λίνου Πολίτη, ’Αθήνα 1952 (100 Ά - συμπληρωμένη, ’Αθήνα 1964. . ,
Οάνατα ’Έργα, 26-27). 3η έκδ., ’Αθήνα, Ά στήρ, 1976 (μέ άναθεω- Màspero Fr., Vincenzo Cornare/ Erolòcrito. Introduzione, traduzione
ρημενη την Εισαγωγή). e note d i —.1 9 7 5 (I Classici Biet.li).
Βηζεντζον Κορνάρου 'Ο ’Ερωτόκριτος, Εισαγωγή Γιώργου Σε- Mavro"ordato L , «The Greek Drama in Crete in the Seventeenth
φερη, Αθήνα (έκδοση Γαλαξία). Century», Journ. Hell. Studies 48 (1928) 75-90 (και σ. 243, Λ
Orma τον ’Αβραάμ; Μέγας Γ., Ί/ Θυσία τον ’Αβραάμ9 κριτική έκδο- Postscript). ,, , ,, , ,
σις, αναθεωρηθεΐσα, ’Αθήνα 1954. ____ Three Cretan Plays, The Sacrifice of Abraham, Eropktle, and
Κορναρος, Η Θυσία τον ’Αβραάμ. Εισαγωγή Αγγε­ Gy par is also the Cretan Pastoral Poem The Fair Shepherdess,
λος Ίερζακης, Φιλολογική επιμέλεια Ελένη Τσαντσάνογλου, Ά θ ή - translated from the Greek by 1C 11. Marshall, with an Intro­
να 1971 ('Ερμής, Νέα 'Ελληνική Βιβλιοθήκη, 14), 2η έκδ. 1974. duction b y —, ’ Οξφόρδη-Λονδίνο 1929.
Κορναρος Βιτσέντζος —βλ. ’Ερωτόκριτος, Θυσία ’Αβραάμ. ___ The Erolokrilos, translated by —, with an Introduction by Ste­
Στάθης: Στάθης, κρητική κωμωόία. ’Έκδοση κριτική, μέ εισαγωγή, phen Gaselee, Oxford University Press, 1929.
σημειώσεις, λεξιλόγιο Lidia Martini, Θεσσαλονίκη 1976 (Βυζαντινή ΙΙηδώνια Κομνηνή Δ., Ύά λόγια γλωσσικά στοιχεία στά έργα τον Χόρτα
και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, 3). τση, Ιωάννινα 1977 (’Έρευνες στή νέα ελληνική φιζολογια, 2)·
Τρωίλος I. Α.: Ιωάννου Άνόρέα Τρωΐλον, Βασιλεύς ό Ρωδολίνος, τρα­ Politis Linos, «Il teatro a Creta nei suoi rapporti con il teatro italiano
γωδία, Βενετία, παρά Ιωάννη ’Αντωνία) τώ Ίονλιανώ 1647. Πρό­ del Rinascimento, e in particolare con la commedia veneziana»,
λογος: Irancis R. Walton. Εισαγωγή: Μ. I. Μανούσακας, ’Αθήνα στό: Venezia e T Oriente fra tardo Medioevo e Rinascimento,
1976, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. (Φωτοαναστατική έκδοση τοϋ πρω- Φλωρεντία 1966. (’Αναδημοσιευμένο στοϋ ίδιου, Paléograp hie et
, τοτυπου, πού φυλάσσεται στή Γεννάδειο Βιβλιοθήκη). littéralure Byzantine et néo-grecque. Recued d’éludes, Λονδίνο,
Φοσκολος Μ. Α., Μάρκον Αντώνιον Φωακόλον, Φορτοννάτος, κωμωδία Variorum Reprints, 1975, άρ. XXIV). .
ανέκδοτος το πρώτον εκ τοϋ αντογράψου τοϋ ποιητοϋ εκδιδομένη ___ «La poesie pastorale en Créte à la fin du XVle siede; rapports
im o Σ τ . Α. Δανθουδιδου, Αθήνα, Έλευθερουδάκης, 1922. et différences avec la poesie pastorale italienne», Actes du i r e
Χορτατσης Γ., Έρωφίλη, τραγωδία Γεωργίου Χορτάτση (1600), εκδιδο- Congrès de V Assoc. Intern, de littéralure companie, Χάγη-Παρισι
μενη εκ^τών άριστων πηγών μετ’ εισαγωγής καί λεξιλογίου, ύπό 1966 (άναδημοσιευμένο ο.π. άρ. ΧΧ1Ι1). Βλ. το ’ίδιο άρθρο και ελ­
Στεφ. ϋανθουδιδου, Αθήνα 1928 (Texte und Forschungen zur ληνικά, με μερικές προσθήκες, στοϋ ίδιου, Θέματα τής λογοτεχνίας
byzantinisch-neugriechischen Philologie). μας, Δεύτερη σειρά, [Θεσσαλονίκη 1976J, σσ. 53-65.
Γεωργίου Χορτάτση, Κατζοϋρμπος, κωμωδία. Κριτική έκδοση, Σεφέρης Γ., ’ Ερωτόκριτος, ’Αθήνα 1946 (τώρα στις Λοκιμες, 3η εκδ.,
σημειώσεις, γλωσσάριο Λίνου Πολίτη, 'Ηράκλειο 1964 (Εταιρεία τόμ. 1, ’Αθήνα 1974, σσ. 268-319). _
Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Κρητικό Θέατρο, 1). Σολομός ’Αλέξης, Το κρητικό θέατρο. Ά π ο τή φιλολογία στη σκηνη,
, ΛΕρια.ρθ.ς Ε. (εκδ.), Γυπαρις, κρητικόν δράμα. Πηγα'ι - κείμενον, [’Αθήνα 1973], ΙΙλειάς.
Αθήνα 1940.
, Γεώργιον Χορτάτση, Πανώρια, με εισαγωγή, σχόλια καί λεξι-
λογιο Ε Κριαρά, Θεσσαλονίκη 1975 (Βυζαντινή καί Νεοελληνική ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Βιβλιοθήκη, 2). I. ΚΕΙΜΕΝΑ
Ά ν θ η ενλαβείας εις την μετάστασιν τής θεομήτορος Μαρίας, ’Ανατύπωση
II. ΜΕΛΕΤΕ Σ (Μ ΕΤΑ Φ ΡΑ ΣΕ ΙΣ) άπο την έκδοση τού Φλaγ γ ιν ιαν υϋ Ελληνομουσειου Βενετίας, ,ΑΤ ΙΙ .
’Αλεξίου Στ., Ό χαρακτήρ τον Έρωτοκρίτου, 'Ηράκλειο 1952. Πρόλογος Γιάννη Βλαχογιάννη, Έπιμε7^ια-σημειωσεις κτλ. '\ίΤ
/ιοτΜΡΐ 1κί) λο1 οτεΖνία καί ή έποχή της», Κρητικά Χρονικά 8 Ν. ΙΙαπακώστα, Μεταφράσεις άπο ιταλικά Θεμ. Νόβα, Αθήνα, Α-
(1954) "6-108. στήρ, 1950. ,, , τει ο
Cartojan Ν., Poema cretanà Erotocrit in litera.tura romànescà si izvorul Κατσαίτης ΙΙέτρος: Κριαράς Ε., Κ ατσαϊτης: Ιφιγένεια, Θυέστης, h /.ηθ­
ei necunoscut. Academia Romana, Memoriile sectiunii literare μό: Πελοπόννησον, ανέκδοτα έργα. Κριτική έκδοση και εισαγωγή,
seria III, τόμ. 7 (1935) 83-139. σημειώσεις καί γλωσσάριο, ’Αθήνα 1950 (Collection de 1 Institut
----- «Le modèle francais de l’Erotokritos, poème crétois du X V I I e Franijais d’Athènes, 44).
402 403
ΕΚΛΟΓΗ Β ΙΒΛΙΟΓΡΑΦ ΙΑΣ ΕΚΛΟΓΙΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦ ΙΑΣ

Καταρτζής, Ί α Ε υρισκόμενα, Εκδότης Κ. Θ. Δημαράς, ’ Αθήνα, Έρμης, lorga Ν., Byzance après Byzance, Βουκουρέστι 1935.
Καραθανάσης A. Ε., Ή Φ λαγγίνειος Σ χολή τή ς Β ενετία ς, Θεσσαλονίκη
------Δ ο κ ίμ ια , ’ Επιμέλεια Κ. Θ. Δημαρας, ’Αθήνα 1974 (Έρμης, Νέα Ε λ ­ Ί975.
ληνική Βιβλιοθήκη, 28). Μιχαλόπουλος Φ., Κ ο σ μ ά ς ο Α ιτω λ ο ς , Αθήνα 1940.
Κοραης ’Αδαμάντιος, "Α π α ντ α τα π ρ ω τό τυπ α έργα, ά να σ τνλ ω σ ε κ α ι έκρ ι­ Πέτρου Σταμάτης, Γ ρ ά μ μ α τα άπό τό ’Ά μ σ τ ε ρ ν τ α μ . Επιμέλεια Φίλιπ­
νε Γ . Β αλέτας, τόμ. Α ^ Α 2, Β χ-Β 2 ’ Ε π ισ το λ ές, (’Αθήνα 1964-65). πος Ήλιού, ’ Αθήνα 1976 (Ερμής, Νέα Έλληνική Βιβλιοθήκη, 32).
------’Α λλη λο γρ α φ ία , τόμ. 1 (1774-1798), ’ Αθήνα 1964, τόμ. 2 (1799- (Σχετικά μέ τα νεανικά χρόνια τοϋ Κοραή). ,
1809), ’Αθήνα 1964-66, τόμ. 3 (1810-1816), ’Αθήνα 1979 ("Ομιλος R otolo V ., A . K o ra is e ία questione della lin g u a in G recia, Παλέρ­
Μελέτης Ελληνικού Διαφιυτισμού). μο 1965.
------Ό Π απατρέχας, ’ Επιμέλεια ’Άλκης ’ Αγγέλου, ’ Αθήνα 1970 (Έ ρ - Σαρδελής Κ.. ’Α ν α λ υ τ ικ ή β ιβ λ ιο γ ρ α φ ία Κ ο σ μ ά του Α ιτ ω λ ο υ , l i b ò -
θ·ήζ> Νεα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 3). (Ί α Προλεγόμενα στίς τέσ­ 1 9 7 3 , 2 η έκδ. συμπληρωμένη, ’ Αθήνα, Ε σ τ ία , 1974.
σερις πρώτες ραψωδίες τής Ί λ ιά δ α ς, Παρίσι 1811-1820). Τατάκης Β., Σ κούφος, Μ ηνιά τη ς, Β ο ύλγαρ ις, Θ εοτόκης, ’ Αθήνα 1953
Μοισιόδαξ Ίώσηπος, ’Α π ο λ ο γ ία . ’ Επιμέλεια ’Άλκης ’Αγγέλου, ’ Αθήνα (Βασική Βιβλιοθήκη, 8).
1976 (Έρμης, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 35). Σαλαμάγκας Δ ., Ό γνω σ τό ς καλόγηρος Κ οσμ άς, ’ Αθήνα 1952.
Montselese Teodoro, Ε ύγένα, a cura di Mario Vitti, Νεάπολη 1965
(Istituto Universitario Orientale).
Π Ε Μ Π Τ Ο Κ ΕΦ ΑΛΑΙΟ
Π ισ τ ικ ό ς βο σ κ ο ς: Ioannou P., Ό π ισ τ ικ ό ς βοσκός, B e r treue Schafer.
I. ΣΤΛΛΟΓΕΣ
D er P a sto r F id o d i G. B. G u a rirli con einem A n o n ym u s im 1 7 .
(’ Ακαδημία ’ Αθηνών). 'Ε λλη νικά δ η μ ο τικ ά τραγούδια (εκλογή), τόμ. 1,
Ja h rh u n d e rt in kretischer M u n d art ubersetzt, Βερολίνο 1962
’ Αθήνα 1962 (Δημοσιεύματα τοϋ Λαογραφικοϋ ’Αρχείου, 7).
(Berliner Byzantinistische Arbeiten, 27).
------cΕ λλ η νικ ά δ η μ ο τικ ά τραγούδια, Γ ' (Μ ουσική εκλογή), Άθηνα 1968
Χ ρονικό Γ α λ α ξιδ ίο υ : Σάθας Κ. Ν., Χ ρονικόν ανέκδοτον Γ α λα ξειδ ίο υ
’Αθήνα 1865. (μέ πέντε δίσκους). / ,
Fauriel C., Chants p o p u laires de la Grece moderne, 2 τόμοι, Παρίσι
Βαλέτας Γ ., Χ ρονικό το ϋ Γ α λα ξιδ ίο υ, δημ οτικό ιστό ρ ημ α το ϋ 1 7 0 4 ,
1824-25. Καί: Δ η μ ο τικ ά τραγο ύδια τ ή ς συγχρόνου 'Ε λλάδος. Εισα­
’Αθήνα, ’Ίκαρος, 1944.
γωγή Ν. Α. Βέη, μετάφρασις Ά π . Δ. Χατζηεμμανουηλ, Άθηνα 1956.
Φιλιππίδης Δανιήλ - Κω.νσταντάς Γρηγόριος, Γ εω γρ α φ ία νεω τερ ικ ή περί
Ζαμπέλιος Σ ., ’Ά σ μ α τ α δ η μ ο τικ ά τ ή ς 'Ελλάδος, Κέρκυρα 1852.
τ ή ς ’Ε λλάδος. ’ Επιμέλεια Αικατερίνη Κουμαριανοϋ, ’ Αθήνα 1970
Ίωάννου Γ ., 7α δ ημ ο τικ ά μ α ς τρ αγο ύδια. Εκλογή, εισαγωγή, σχόλια Γ.
(Έρμης, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 6).
Ίωάννου, ’ Αθήνα, έκδοση Ταχυδρόμου, 1966.
II. ΜΕΛΕΤΕ Σ ------Π αραλογές. Επιμέλεια Γιώργος Ίωάννου, Ά θηνα 1970 (Ερμής,
Νέα Έλληνική Βιβλιοθήκη, 1).
Αγγέλου Α ., Π λά τω νο ς τ νχ α ι. ('Η λό γ ια παράδοση σ τη ν Τ ουρκοκρατία),
’ Αθήνα 1963. Liideke Hedwig, Neugriechische Volkslieder, A u sivah l und Ubertragung
ins Deutsche, 2 τόμοι, Αθήνα 1947, 1964. (Τόμ. 1: Κείμενα, τόμ. 2:
Camariano-Cioran Ariadna, Les Academ ies p rin cières de B ucarest et
de J a s s y et leurs professeurs, Θεσσαλονίκη 1974. Μεταφράσεις).
Μανοΰσος Α ., Τ ραγούδια εθνικά , Κέρκυρα 1850.
Γεδεών Μ. I., Ή π νε υ μ α τικ ή κ ίν η σ ις το ϋ Γ ένους κ α τά τό ν ΙΗ ' κ α ί /Θ '
Passow Α ., Τραγούδια Ρ ω μ α ίικ α . P o p u la ria C arm in a G raeciae recentio-
αιώ να . ’ Εκδοτική φροντίδα ’Άλκης ’ Αγγέλου - Φίλιππος Ή λιου, ’ Α ­
θήνα 1976 (Έ ρμης, Ν εοελληνικά Μελετήματα, 1). ris, Λιψία 1860.
Πετρόπουλος Δ ., 'Ε λλη νικά δ η μ ο τικ ά τραγούδια, 2 τόμοι, Αθήνα 1958
Δημαράς Κ. Θ., Ό Κ οραης κ α ί ή εποχή το υ, ’Αθήνα 1953 (Βασική Βι­
βλιοθήκη, 9). (Βασική Βιβλιοθήκη, 46-47). ^ ^ , ,r
Πολίτης Α ., Τό δημοτικό τρ αγο ύδι, Κ λ έ φ τικ α . Επιμέλεια Αλεςης Π ο­
------ 1% 2 ΓΙίΓ,Ματα* ^ τ 0 ν ’Α να γέννη σ η σ το ν δ ια φ ω τισ μ ό , ’Αθήνα λίτης, Αθήνα 1973 (Ερμής, Νέα Έλληνική Βιβλιοθήκη, 25)^.
Πολίτης Ν. Γ ., ’Ε κ λο γαί άπό τ ά τρ αγούδια τού ελληνικού λαού, Αθήνα
■----- L a Grece a u temps des L um ières, Γενεύη 1969.
1914 (6η έκδ., 1969).
------Ν εοελληνικός δ ια φ ω τισ μ ό ς, Αθήνα 1977 (Έρμης, Νεοελληνικά Με­
λετήματα, 2). II. Μ ΕΛΕΤΕ Σ
Henderson G. Ρ., ' / / α να βίω σ η το ϋ ελληνικο ύ στοχασμού, 1 6 2 0 - 1 8 3 0 . H I Άποστολάκης Γ. Μ., Τό δημοτικό τραγο ύδι, I, Οί συλλογές, Αθήνα 1929.
έλληνική φ ιλο σ ο φ ία στα χρόνια τ ή ς Τ ουρκοκρατίας. Μετάφραση ------ Τό κ λ έφ τικ ο τραγούδι, Τό π νεύμ α κ ’ ή τέχνη του, Αθήνα 1950.
Φ. Κ. Βωρου, Αθήνα 1977 (Ακαδημία ’ Αθηνών. Κέντρον έρεύνης B aud -B ovy S., L a chanson p o p u la ire grecque du Dodecanese, I, Les
της ελληνικής φιλοσοφίας). lextes, Παρίσι, Les Belles Lettres, 1936.
Θερειανός Δ ., Α δ α μ ά ν τ ιο ς Κοραης, Τεργέστη 1889-90 (άνατύπ. ’ Αθήνα ------Études s u r la chanson cleftique, Αθήνα 1958 (Collection de
1979). l’ lnstitut Frangais d ’ Athènes, 53).

404 4 05
Ε Κ Λ Ο ΙΊΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦ ΙΑΣ Ε ΚΛΟΓΗ ΒΙΒΛ ΙΟΓΡΑΦ ΙΑ Σ

D e te r- G ro h m a n n lsmcnc, Das neugrieckische Volkslied, Μόναχο loos ΙΙρωτοπαπά-Μπουμπουλίδου Γλυκερία, Τύ^θέατρον έν Ζάκυνθο) από τοϋ
(Tusculum). ΙΖ' μ έχρι το ν / θ ' α ιώ νας, Αθήνα 1958.
Georgiades Tlir., Der griechische Rhylhmus. Musik, lteigen, Vers (Ami
Sp rach e, ’Αμβούργο 1949.
Joannidu M., Untersuchungen zu r F o rm der neugriechischen Kla.gr- ΕΒΔΟ Μ Ο ΚΕΦ ΑΛΑΙΟ
lieder, Μόναχο 1938. Γ. ΚΕΙΜΕΝΑ
Κυριακιδης Στ. Π., I I γ έ νε σ ις το ν δ ίσ τιχ ο υ κ α ι ή άρχή τή ς ίσομετοίας. Δ ιο νυσ ίο υ Σ ο λω μ ο ΰ "Α π α ν τ α . Έπιμέλεια-σημειώσεις Λίνου Πολίτη, 2
Θεσσαλονίκη 1947. τόμοι καί Παράρτημα, ’ Αθήνα, ’Ίκαρος, 1948-60. _
------A i Ιστορικοί άρχαί τ ή ς δημώδους νεοελληνικής π ο ιήσ εω ς. ’ A va-ri ___ Α ΰτό γρ α ψ α "Εργα. ’Επιμέλεια Λίνου Πολίτη, 2 τόμοι, Θεσσαλονίκη
πωσις μετ’ επιμέτρου, Θεσσαλονίκη 1954. 1964 (’ Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης). (Τόμ. 1. Φ ω­
Petropoulos Π., L a c o m p a ris o n dans la chanson po n u laire grecauc τοτυπίες, τόμ. 2. Τυπογραφική μεταγραφή).
’Αθήνα 1954.
II. Μ ΕΛΕ ΤΕ Σ r
Άποστολάκης Γ. Μ., Ή ποίηση σ τή ζω ή μ α ς, ’ Αθήνα 1923 (2η εκδ.,
ΕΚΤΟ Κ ΕΦ ΑΛΑΙΟ Κολλάρος, χ.χ.)·
I. ΚΕΙΜΕΝΑ ------ Τά τρ αγούδια μ α ς, ’ Αθήνα 1934 (ανατύπωση 196/).
Ανώνυμου τοϋ Έλληνος, Ε λ λ η ν ικ ή Ν ομαρχία. Εισαγωγή, έπιηέλεια Ν. Βάρναλης Κ., Σ ο λω μ ικ ά , Αθήνα 195/.
Β. Τωμαδάκη, ’Αθήνα [1948J. Brandenburg .)., Solomos et V Italie, Rotterdam χ.χ-
Βηλαρα Ίωάννου, "Α παντα, ’ Επιμέλεια Γ. Α. Βαβαρέτου, ’ Αθήνα 1935. Coutelle L., F orm ation poétique de Solomos ( l ò l o - l a o ó ) , Αθήνα,
Βρανουσης Λ ., Οι Προδρομ,οι, ’Αθήνα 1955 (Βασική Βιβλιοθήκη, 11). Ερμής, 1977.
------Ρ ή γα ς. ’Έ ρευνα, σ υ να γω γ ή κ αι μ ελέτη , ’Αθήνα 1954 (Βασική Βι­ Jenkins It., D io n ysiu s Solomos, Cambridge 1940. ^
βλιοθήκη, 10). Κονόμος Ντίνος, Σ ολω μοϋ άνέκδοτα γ ρ ά μ μ α τα στον Ιω άννη I αλβανη
Ζώρας Γ. Θ. - Μπουμπουλίδης Φ., Έ π τ α ν ή σ ιο ι π ρ οσολω μ ικοί π ο ιη τα ί, Α θ ή ν α 1950 (Collection de Γ Institut F r a n c is d ’Athònes, 72).
’ Αθήνα 1953. ' ' ’ Κριαρας E., Δ ιονύσιος Σολωμός. eO β ίο ς, τύ έργο, Θεσσαλονίκη 1957 ('2η
Μπουμπουλίδης Φ. Κ., Ν εαι ερενναι περί το υς ζα κννθίο νς π ο ιη τά ς κ αί έκδ., άνατ., 1970).
π εζογράφονς, ’ Αθήνα 1959. Λορεντζάτος Ζ ., Γ ιά τ ύ Σ ολω μο, τ η λύρα τη δίκα ιη, Αθήνα, Ικαρος,
------Π ροσολω μικοί, 3 τεύχη, ’ Αθήνα 19G6, 1973. 1974.
Πρωτοπαπά-Μπουμπουλίδου Γλυκερία, Σ α β ό γ ια ς Ρ ούσμελης, ’Αθήνα Μαρωνίτης Δ. Ν., Δ. Σ ολω μός. Οί εποχές το ν «Κρητικού»), ’ Αθήνα 1975.
1971. (’Έκδοση τής Κ ω μ ω δ ία ς τω ν ψ ε υ το γ ια τρ ώ ν τοϋ Ρούσμελη, ΙΊαλαμας Κ., Δ ιο νύσ ιος Σολωμός. ’Επιμέλεια Μ. Κ. Χατζηγιακουμης,
καθώς και μιας «ομιλίας» τής Κ ιρ α -Α ιά ς , με κατατοπιστική είσα- ’ Αθήνα 1970 (Ερμής, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 9).
γωγή). Παχίνη-Τσαντσάνογλου Ελένη, Μ ιά λανθάνουαα π ο ιη τικ ή σύνθεση το ν
Ρήγας Βελεστινλής Φεραιος, Α π α ντα . Συναγωγή κειμένων, φ ιλο λο γικ ή Δ ιο νυσίου Σ ολω μοϋ, Τύ αυτόγραψο τετράδιο Ζ ακύνθου άρ. 1 1 , Θεσ­
επεξεργασία καί παρουσίαση Λ. I. Βρανούση, 2 τόμοι, ’Αθήνα 1968 σαλονίκη 1978.
(Εταιρεία ελληνικών εκδόσεων. "Απαντα Νεοελλήνων Κλασικών). Πολίτη-- Λ., Ό Σ ολω μός σ τά γ ρ ά μ μ α τά του, ΆΟηνα 19υ6.
Ρήγας, Σ χολείον τώ ν ντε λ ικ ά τ ω ν εραστώ ν. Επιμέλεια Π. Σ. Πίστας, ’ Α ­ ------ Γ ύρω στο Σ ολω μό. Μ ελέτες κ α ί άρθρα ( 1 9 3 8 - 1 9 5 8 ) , ’Αθήνα 1958.
θήνα 1971 (Έρμης, Νέα Ελληνική Β ιβ λιοθήκ η, 13). l i a iz is - B y r o n Μ., D ion ysios Solom os, Νέα 'ϊόρκ η , (1972) (T w a y n e s
Χριστόπουλος Α., "Α παντα, ’ Αναστύλωσε Γ. Βαλέτας, ’ Αθήνα 1969. W orld Authors Series).
Λ υρ ικ ά . ’Επιμέλεια Ε λ έ ν η Τσαντσάνογλου, ’Αθήνα 1970 l'Epuric Σ το χ α σ τή ς (έκδ.), Γ ύρω στο Σ ολω μο, 2 τόμοι, Λθηνα 192υ-_ /. (ιλίελετες
Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 2). ’ τών 1. Πολυλά, Σπ. Ζαμπέλιου, Γ. Μαρκορά, I. Τυπάλδου, Κ. Π α-
λαμά κ.ά.). _ , rQ
II. Μ ΕΛΕΤΕ Σ Χατζηγιακουμής E. Κ., Νεοελληνικά!, π η γ α ι του Σ ολω μοϋ, Λθηνα 1 Jo»·
Βρανουσης Λ ., Ο Α θ α νά σ ιο ς Ψ αλίδας, ’Ιωάννινα 1952.
Dascalakis Α ρ., R higas Velestinlis. L a R evolution frangaise et les p re ­
ludes de V Indépendance hellénique, Παρίσι 1937. Ο ΓΔΟ Ο ΚΕΦ ΑΛΑΙΟ
Γ13 1 ‘ Rhi gas Velestinlis, Étude bibliographique, Παρίσι I. ΚΕΙΜΕΝΑ
Ζ ώ ρας Γ. Θ. (έκδ.), Π οίησις κ α ί π εζογρ α φ ία τής Ε π τ ά ν η σ ο ν , ’ Αθήνα
— — Μ ελέται περί το ϋ Ρ ή γ α Β ελεσ τινλή, ’ Αθήνα 1964. 1953 (Βασική Βιβλιοθήκη, 14).
Λ ά μπ ρ ο ς Σ π. Π., Ρ ή γα ς, Β ηλαράς, Χ ρ ιστό π ο υλο ς, σ το : Δ ια λ έ ξε ις περί
Ε λλήνω ν π ο ιη τώ ν το υ / θ ' αΐέόνος, τόμ. 1, 2η έκδ., ’ Αθήνα 1925. Βαλαωρίτης Α., Β ίος κ α ί έργα, 3 τόμ., ’ Αθήνα 1907 (Βιβλ. Μαρασλή).

406 407
Ε Κ Λ Ο ΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦ ΙΑΣ ΕΚ Λ Ο ΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦ ΙΑΣ

----- Φωτεινός. Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Α θήνα 1970 ('Ερμής, ΝΑ,


Ελληνική Βιβλιοθήκη, 7). ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Καλβος Α .: Ζωρας Γ. Θ., Κάλβον: Ήδαί, μετά τής πρώτης γαλλική
μεταφρασεως υπό St. Jalien καί Pauthier de Censay, ’Αθήνα 1%:! Δημαράς Κ. Θ., Ποιηταί τοϋ ΙΘ' αιώνα, ’Αθήνα 1954 (Βασ. Βιβλιοθ., 12).
Ανδρέου Κάλβον Ήδαί. Κριτική έκδοση Filippo Maria Fontani
Αθήνα, ’Ίκαρος, 1970. Στρατηγού Μακρυγιάννη, ’Απομνημονεύματα. Κείμενον, εισαγωγή, ση­
V itti Μ., A. Kalvos e i suoi scritti in italiano, Νεάπολη 19(10 μειώσεις Γιάννη Βλαχογιάννη, 2 τόμοι, 2η έκδ., Αθήνα, Βαγιονακης,
(Istituto Universitario Orientale).
Αασκαρατος A., Απαντα, 3 τομοι, ’Αθήνα 1959. (’Εκδοτική επιμέλεια ----- Απομνημονεύματα. Εισαγωγή, σχόλια Σ. I. Άσδραχά, ’Αθήνα 1957.
Αλ. Παπαγεωργίου καί Α. Μοσχοβάκη). ______ ’ Α π ομ νη μ ονεύμ ατα . Εισαγωγή Γιάννη Βλαχογιαννη, Αθήνα, 1 α
Βιογραφικά μου ενθυμήματα, ’Ανέκδοτη αυτοβιογραφία. Εισαγωγή, λαξίας.
κείμενο, πίνακες Ά λ . Γ. Παπαγεωργίου, ’Αθήνα 1966.
----- 7<πύ -° “ν% ωπ°ί· ’Επιμέλεια Γ. Γ. Άλισανδράτος, ’Αθήνα 1970 II. Μ ΕΛΕ ΤΕ Σ _ _
( Ερμής, Νέα 'Ελληνική Βιβλιοθήκη, 8). Βλάχος Α., Άνάλεκτα, 2 τόμοι, ’Αθήνα 1901. (II. Σοϋτσος, Α. Σουτσος,
Μαρκοράς Γεράσιμος, "Απαντα, άναστύλωσε Γ. Βαλέτας, ’Αθήνα Πη­ I. Καρασούτσας, Γ. Ζαλοκωστας, Γ. Τερτσέτης).
γή, 1950. ’ 1 Καιροφύλας Κ., Ιΐαϋλος Καλλιγ&ς, ’Αθήνα 1937.
Πολυλάς Ιάκωβος, Απαντα τά λογοτεχνικά καί κριτικά, άναστύλωσε Καμπάνης Α., Καλλιγάς και Ζαμπέλιος, Αθήνα 1920.
Γ . Βαλέτας, 2η έκδ. συμπληρωμένη, ’Αθήνα 1959. Λάμπρος Σπ., Γεώργιος Ζαλοκώστας, Αθήνα 1868.
Τερτσέτης Γ., ^ Απαντα, άναστύλωσε Γ. Βαλέτας, Πρόλογος Μ. Σι- Μιχαηλίδης Μ. I., Βίος καί έργα Δημητριου Ν. Βερναρδακη, Μυτιλήνη
γούρου, τόμ. 1-3, έκδ. 3η συμπληρωμένη, ’Αθήνα 1966-67.
Γυπαλδος ’Ιούλιος, "Απαντα. Έπιμέλεια-είσαγωγή Ντίνος Κονόμο'- Π αλαμδςΚ., "Ενας λεοπαρδικός ποιητής, στό: Πεζοί δρόμοι, ’Αθή­
Αθήνα [1968] ("Απαντα Νεοελλήνων Κλασικών). να 1934 (τώρα στά "Απαντα, τόμ. 10, σσ. 267-82). (Δ. Παπαρρη-
II. Μ ΕΛΕΤΕ Σ Πολ ι τ ή ς Α ^ ’Ελληνικός ρομαντισμός (1830-1880),, στό; ’Οργανισμός
Λνδρεαδης Α., Ιάκωβος Πολυλάς, Μαρκοράς και ή σχολή τής Κέρκυρας ’Εθνικού Θεάτρου, Δώδεκα διαλέξεις, Σειρά Β , Αθήνα 1962: (— θ έ ­
Αθήνα 1916. ' ματα τής λογοτεχνίας μας, Δεύτερη σειρά, Θεσσαλονίκη 1976, σσ.
Άποστολάκης Γ. Μ., ’Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ’Αθήνα 1936. 99-131). , , . , *
Bouchard J Γεώργιος Τερτσέτης, Βιογραφική και φιλολογική μελέτη Σεωέρης Γ., "Ενας "Ελληνας, ό Μακρνγιαννης, στις: Δοκιμές, 8η εκο.,
(1800-1843), ’Αθήνα 1970. ' τόμ. 1, ’Αθήνα 1974, σσ. 228-63.
Δημαράς Κ. Θ., Οι πηγές τής έμπνευσης τον Κάλβον (Ρομαντικά ση­
μειώματα,^ Γ ), ’Αθήνα 1946 (ανάτυπο άπό τή Κέα Ε στία).
Ζωρας Γ. Θ., 'Επτανησιακά Μελετήματα, 4 τόμοι, ’Αθήνα 1959-1969. ΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Νέα 'Εστία, ’Αφιέρωμα στον Κάλβο, τόμ. 40 (Χριστούγεννα 1956) (ανα­
τύπωση 1960). Κωστή Παλαμά, "Απαντα, 16 τόμοι, Α θήνα 1962-1969 ( Εκδοση του
Παλαμάς Κ., Καλβος ο Ζαχυνθιος (1888) (τώρα στά "Απαντα τόμ 2 Ιδρύματος Κωστή ΙΙαλαμα, μέ τήν επιμελεια I . Κατσιμπαλη).
σσ. 28-59). r ^ ’ ___ ’Ανθολογία. ’Εκλογή Γ. Κ. Κατσίμπαλη καί Αντρεα Καραντωνη, Α
' Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1924). ’Άρθρα, γράμματα, ομιλίες, Θήνα, 'Εστία, [1973]. , ττ γ
^Αθήνα 1924 (=”Απαντα, S, 161-275). ----- ’Αλληλογραφία. Εισαγωγή, φιλολογική επιμελεια., σημειώσεις . .
■ Ιούλιος Τνπαλδος, στο; Διαλέξεις περί ’Ελλήνων ποιητών του /Θ’ Κασίνη, τόμ. 1 (1875-1915), Ά θηνα 1975, τομ. 2 (1916-1928), Α
αίώνος, 2η έκδ., τόμ. 2, ’Αθήνα 1925 (="Απαντα, 8, 285-310). θήνα 1978 ("Ιδρυμα Κωστή Παλαμά, 2).
Πορφύρης Κ., Ό ’Ανδρέας Κάλβος καρμπονάρος. Ή μυστική δίκη των
καρμπονάρων τής Τοσκάνης, ’Αθήνα, Θεμέλιο, 1975. II. Μ ΕΛΕΤΕ Σ
Σεφέρης Γ., Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο. Πρόλογος για μια εκδ· Δημαράς Κ. Θ., Κωστής Παλαμάς, Ή πορεία του προς την τέχνη,
των «’Ωδών». Κάλβος, 1960, στίς: Δοκιμές, 3η έκδ τόμ 1 ’Λ ή-
να 1974. Emrich l ì . , ^Ant ike Metaphern und Vergleiche im lyrischen Werk des
Σωφρονίου Σ. Α., ’Ανδρέας Κάλβος. Κριτική μελέτη. Πρόλογος R. J Η Kostis Palamas, ’Άμστερνταμ, Hakkert, 1974. ,
Jenkins, ’Αθήνα 1960. 1 Jenkins R., Palamas, An Inaugural Lecture delivered at K ings Col­
V itti Μ., Πηγές για τή βιογραφία τοϋ Κάλβου (Ε πιστολές 1813-1820), lege, Λονδίνο 1971. . , r ·
Θεσσαλονίκη 1963 (Ελληνικά, Παράρτημα 15). Jo u a n n y R ., Jean Moréas, écrivam grec. La jeunesse de loannis

40 8 40 9
Ε Κ Λ Ο ΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦ ΙΑΣ Ε ΚΛΟΓΗ Β ΙΒΛΙΟΓΡΑΦ ΙΑΣ

Papadiamandopoulos en Grèce (1856-1878), Παρίσι 1975 (II, 1 , 1 m Μιχαηλίδης Κ. Μ., Αργυρής Ίέφταλιόπης, Α θήνα 1930.
Ineque des Lettres modernes, 25). Μπαλάνος Δ. Σ., Αημήτριος Βικέλας, ’Αθήνα 1945.
Καραντωνης A., Γύρω στον Παλαμά, 2 τόμοι, ’Αθήνα 1959 1971 Μπαστιάς Κ., ’() Παπαδιαμάντης, δοκίμιο, ’Αθήνα 1962.
ΚασΙ· ^ ί Κ ' Γ ·’ ΒΦλιοΎραφία Κωστή Παλαμά (1911-19 25 ) Α θήνα 1 Ί : Οικονόμου Α., Δημήτριος Μ. Βικέλας, ’Αθήνα 19ο3.
( Ιδρυμα Κωστή Παλαμά, 1). 1Ιαναγιωτόπουλος 1. Μ., Γ. Βιζυηνός, Α θήνα 1954 (Βασική Βιβλιοθήκη,
Κατσιμπαλης Γ. Κ., Βιβλιογραφία Κωστή Παλαμά, ’Αθήνα 1943 (zìi 18.
πολλά Συμπληρώματα). Πολίτης Λ., (ί’Λργύρης Έ φταλιώτης» στο: Θ έματα τη ς λογοτεχνίας μ α „
ΓΙαναγιωτόπουλος I. Μ., 7α πρόσωπα καί τά κείμενα, Γ' Κ Παλαιοί Δεύτερη σειρά, Θεσσαλονίκη [1976], σσ. 132-163.
2η έκδ., Αθήνα 1962. ’ ' Rouillard G., Notice, biographique el bibliographique de J . 1 sichan,
Παράσχος Κλ., ’Εμμανουήλ Ροίδης, 2 τόμοι, ’Αθήνα 1942-1950 Melun 1980. , r ,
ΖΓΤ, Β1Ψ»νονήλ Ροίδης, ’Αθήνα 1952 (Βασική Βιβλιοθήκη, 20) ' Σιδερίδου-Θωμοπούλου Νίκη, Ό Ά ντρέας Καρκαβιτσας και η εποχή του,
Πολιτου-Μαρμαρινοϋ Ελένη, Ό Παλαμά; καί ό γαλλικός Παρνασσισμός μελέτη, ’Αθήνα 1959. , ,,,
Αθήνα 19 ;6 . , ^ / Σταυρίδη-Πατρικίου Ρένα, Δημοτικισμός και κοινωνικά πρόβλημα. &
Τσάτσος Κ., Πάλαμάς, 3η έκδ., ’Αθήνα 1966. πιμέλεια —, ’Αθήνα 1976 (Έρμης, Νέα Ελληνικής Βιβλιοθήκη, 33).
Χουρμουζιος Αιμ., Ό Παλαμάς καί ή εποχή τον, 3 τόμοι, ’Αθήνα 1943- Τριανταφυλλίδης Μ., Μνημόσυνα. Ψυχάρης, ΙΙάλλης, ’Λφταλιωτης, Α ­
θήνα 1939-46 (τώρα στα "Απαντα, τόμ. 5, σσ. 366-452). „,
Χαλβατζάκης Μ., Ό Παπαδιαμάντης μέσα άπό τό έργο του, Λλεςαν-
δρεια 1960. _ , /ιοτιι
Τ ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ V itti Μ , Ή ιδεολογική λειτουργία τής ελληνικής ηθογραφίας (JOtM,
I. ΚΕΙΜΕΝΑ 1855, 1870, ISSO, 1883, 1890, 1934, 1913), \ Αθήνα 1974],
Βιζυηνός Γ., "Απαντα. ’Επιμέλεια Κ. Μαμώνη, ’Αθήνα, Βίβλος [19551 Κείμενα.
Εφταλιωτης Α., Απαντα, άναστύλωσε Γ. Βαλέτας, 3 τόμοι, ’Αθήνα 1973.
Καρκαβιτσας Λ; , "Απαντα. Παρουσίαση I. Μ. ΓΙαναγιωτόπουλος, Είσα-
γωγή-επιμελεια Νίκη Σιδερίδου, Εικονογράφηση Π. Βαλασάκης, 4 ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τομοι, Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1973. I. ΚΕΙΜΕΝΑ
"Απαντα Φιλολογική παρουσίαση-έπιμέλεια Στράτος Χωοαφδς 4 Γρυπάρης 1·, "Απαντα τά πρωτότυπα με τά μικρά μεταφρασματα. Εκρινε
τομοι, Αθήνα, ’Εκδόσεις Καπόπουλος, 1973. Γ Βαλέτας, ’Αθήνα, Πηγή, 1952 (2η έκδ., συμπληρωμένη, 1967).
ί Απ,αντα’ ^ομένα-σκόρπια-άνέκδοτα. Άναστύλωσε καί έκρινε Κρυστάλλης Κ., "Απαντα. ’ Επιμέλεια, εισαγωγή Μ. Περάνθη, 2η εκδ.,
_ , 1 · Β α λ έ τ α ς ,τ ο μ ο ι, ’Αθήνα, Χρ. Γιοβάνης, 1973. ’Αθήνα, Κολλάρος, 1959. , ,.
ϋενοπουλος Γρ., "Απαντα, 9 τόμοι, ’Αθήνα 1958-59. ___ "Απαντα. ΙΓρόλογος-είσαγωγή-έπιμελεια I . Βαλετα, .. τομοι, Α-
"Απαντα, Θέατρον. 4 τόμοι, ’Αθήνα 1913-22 1945 θήνα 1959. ; , AÙ,
Μαβίλης Λ., "Απαντα. ’Επιμέλεια Μαρίας Μαντουβαλου, 2 τομοι, Αθήνα
Π απΐ9ΰΎ55της Α " Τά ”Απαντα· Έ π ^ έλεω Γ. Βαλέτα, 5 τόμοι, ’Αθήνα γ.γ. ("Απαντα Νεοελλήνων Κλασικών).
Μαλακάσης Μ., "Απαντα. Άναστύλωσε καί έκρινε Γ. Βαλέτας, 2 τομοι,
Κ>ασ^~ )Επψ,έλε1α Περάνθη, 3 τόμοι (Ά παντα Νεοελλήνων
’Αθήνα 1964.
αυτοβιογραφονμενος. ’Επιμέλεια II. Μουλλδς, ’Αθήνα 1974 (Έο- ΠασαΎίάννης Σπ., "Απαντα. Ποιήματα, πεζογραφήματα, μεταφρασματα,
μης, Νεα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 29). γράμματα. Άναστύλωσε Γ. Βαλέτας, ’Αθήνα, Πηγή, 1% 5
SkiM hos.ile grecque, Nouvelles traduites el publiées par Octave Πορφύοας Λ., "Απαντα. Έκρινε Γ. Βαλέτας, Αθήνα, Πηγη, 19ο6.
Merlier, Παρίσι 1934 (Les Belles Lettres). Χατζόπουλος Κ., Ποιήματα, Αθήνα, ’Ίκαρος, [1955].
S * ’ traduites^ du grec et présentées par Octave Merlier, ----- "Απαντα, Πεζά, /-//, ’Αθήνα, ’Ίκαρος, [1956-ο7].
Αθήνα 1965. (Καί τά δύο μέ εισαγωγή τοϋ μεταφραστή).
Τ υχαρης, Το ταξίδι μου. Επιμέλεια "Αλκής ’Αγγέλου, ’Αθήνα 1971
( Βρμής, Νεα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 11). ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
I. ΚΕΙΜΕΝΑ
II. Μ ΕΛΕΤΕ Σ
Βάρναλης Κ., "Απαντα, 3 τόμοι, ’Αθήνα 1956-58
Βαλέ1955)’’ Παπαδιαμάντ^ ’ Μυτιλήνη 1940 (="Απαντα, τόμ. 6, ’Αθήνα Καβάφης Κ. Π., Ποιήματα, Ά θηνα, Ίκαρος, 1949 (4η εκό._, 19ο8).
___ ’Ανέκδοτα ποιήματα (1882-1923). Φιλολογική επιμελεια 1 .
Κριαράς Ε., Ψυχάρης, Θεσσαλονίκη 1959. Σαββίδη, ’Αθήνα, ’Ίκαρος, 1968. , , , -ρ
Λετσας Α., Δημητριος Βικέλας, Θεσσαλονίκη 1951. ___ Ποιήματα, Πρώτη τυποποιημένη έκδοση. Φιλολογική επιμελεια 1 .

410 411
ΕΚ Λ Ο ΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦ ΙΑΣ ΕΚΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦ ΙΑΣ

Π. Σαββίδη 2 τόμοι, ’ Αθήνα, 'Ίκαρος, 1963 (καί άνατύπωση, Γ IΙαπανοϋτσος Ε. Π., Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός, 2η έκδ., Αθήνα
διορθώσεις, 1965). 1 ' 1955.
----- Αντέγραφα ποιήματα (1896-1910). (TÒ τετράδιο Σεγκόπουλου „ Peri Μ., Quattro saggi su Kavafis, Μιλάνο 1977.
πανομοιότυπη έκδοση παρουσιασμένη από τον Γ. Π Σαββίδτι) ' \ — Sul linguaggio di Kariotakis, ΙΙάντοβα 1972. ^
θήνα 1968. " Ιίερίδης Μ., Ό βίος καί το έργο τοϋ Κ. Καβάφη, Αθήνα, Ικα-
ϊ ί εζά κείΑ^α. Εισαγωγή καί μετάφραση Μιχάλη Περίδ,, ρος, 1948. * ,
Αθήνα, Φέξης, 1963. ^ 1 Σαββίδης Γ. Π., Οι καβαφικές εκδόσεις (1891-1932). Περιγραφή και
— Πεζά. Παρουσίαση, σχόλια Γ. Δ. Παπουτσάκη, ’Αθήνα, Φέξης 196Ί σχόλιο. Βιβλιογραφική μελέτη, ’Αθήνα 1966. ,
Καρυωτακης Κ. Γ."Α παντα τά ευρισκόμενα. Φιλολογική επιμέλεια Γ II Σαρεγιάννης Γ. Α., Σχόλια στον Καβάφη. Πρόλογος Γ. Σεφερη, Εισαγωγή
Σαββιδης, 2 τομοι, ’Αθήνα 1965-66. καί φροντίδα Ζ. Λορεντζάτου, Ά θηνα, Ικαρος, 1964.^ ,
----- Ποιήματα καί πεζά. Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, ’Αθήνα 1972 Πίο Σεφέρης Γ., Κ. Π. Καβάφης - Θ. Σ. ’Έλιοτ, παράλληλοι, και: Ακόμα λίγα
μης, Νεα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 21). γιά τον ’Αλεξανδρινό, στις: Δοκιμές, 3η έκδ., τομ. 1, Αθήνα 1974,
Σικελιανός À., Λυρικός Βίος, 3 τόμοι, ’Αθήνα 1946-47. σσ. 324-63. _ ,.
"Απαντα Φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη, ’Αθήνα, ’Ίκαρος (ω, Στεργιόπουλος Κ., Ό Τέλλος ’’Αγρας καί το πνεύμα της παρακμής, Α ­
τώρα: Λυρικός Βίος, Α'-Στ', 1965-69, Θυμέλη, Α'-Γ' 1970-75 θήνα 1962.
Πεζός Λόγος, Λ'-Β', 1978-80). ----- Οι επιδράσεις στο έργο τοϋ Καρυωτακη, Αθήνα 1972.
Τσίρκας Στ., Ό Καβάφης καί ή εποχή του, 2η έκδ., Αθήνα 1971.
II. ΜΕΛΕΤΕΣ -----'Ο πολιτικός Καβάφης, ’Αθήνα, Κέδρος, 1971.
Βαρίκας Β., Ό ποιητής Κώστας Βάρναλης, ’Αθήνα 1936.
~ Κ · € ; Καρυωτάκης: Το δράμα μιας γενιάς, ’Αθήνα 1938.
Βρισιμιτζακης Γ., Το έργο τοϋ Κ. Π. Καβάφη. Πρόλογος καί φιλολογική ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
επιμελεια Γ. Π. Σαββιδη, ’Αθήνα, ’Ίκαρος, [1975]. ΜΕΛΕΤΕΣ _
Bowra C. Μ., The Creative Experiment, Λονδίνο 1949. Δέλτα Π. Σ., Αλληλογραφία, 1906-1940. ’Επιμέλεια Ξ. Λευκοπαριδη,
Δαλλας Γ., Καβάφης και ιστορία. Αισθητικές λειτουργίες, ’Αθήνα, Έο- [Αθήνα, χ.χ.]. , , ΊΓ,- , QCft
μής, 1974. (12 δοκίμια). Ζωγράφου Λιλή, Ν. Καζαντζάκης, ένας τραγικός, Αθήνα, Κέδρος, 196U.
Forster Ε. Μ., Pharos and Pharillon, Λονδίνο 1926 (σσ 91-7· «The IzzetA., Nikos Kazantzaki, biographie, avec un tableau chronologique
poetry of C. P. Cavafy»). établi par P. Prévélaki, Παρίσι 1965. ,
Two Cheers for Democracy, Λονδίνο 1951 (σσ. 246-50 The Com­ Janiaud-Lust Colette, N. Kazantzakis. Sa vie, son ceuvre, Ιίαρισι
plete Poems of C. P. Cavafy). 1970.
Η ποίηση τοϋ Καβάφη. Διαστάσεις καί όρια, Θεσσαλονίκη Παράσχος Κλ., “Ιων Δραγούμης, Ά θηνα 1936.
Πρεβελάκης Π., Ό ποιητής καί το ποίημα της Οδύσσειας, Αθηνα 1958,
Keeley Ε., Cavafy’s Alexandria. Study of a Myth in Progress, A ονδίνο 2η έκδ., 1977. n o i ' ’ λω<
Hogarth, 1977. ’ (___ I Τετοακόσια γράμματα τον Καζαντζακη στον Πρεβελακη, Αθηνα
Κοκόλης Ξ. A., Πίνακας λέξεων των 154 ποιημάτων τοϋ Κ. Π. Καβάωη 1965.^(Με βιογραφικό δοκίμιο άπο τον Π. Πρεβελακη, σημειώσεις
Αθήνα, 'Ερμής, 1976. Ψ’ καί χρονολογίες). , , ... ,
Κορφής Τ., Ρώμος Φιλύρας. Συμβολή στη ζωή καί στο έργο του, ’Αθήνα Stanford W. Β., The Ulysses Theme: A Study in the Adaptability of a
Traditional Hero, ’Οξφόρδη 1954. , Q
Lessico di Kavafis, a cura di Gina Lorando, Lucia Marcheselli, Anna Τερζάκης A., Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Ά θηνα 1955 (Βασική Βιβλιοθήκη,
Gentihni, Γίάντοβα 1970 (Università di Padova, Studi bizantini 31).
e neogreci, 2). (Πίνακας λέξεων). Χουρμούζιος Αίμ., Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ’Αθήνα 1946.
Liddell R., Cavafis. A Critical Biography, [Λονδίνο, Duckworth, 1974],
Μαλάνος Τ., Ο ποιητής Κ. Π. Καβάφης. 'Ο άνθρωπος καί το έργο του
Αθήνα 1957. (1η έκδ., 1933). ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Καβάφης 2. Φύλλα τετραδίου καί άλλα, ’Αθήνα, Φέξης, 1963. ΜΕΛΕΤΕΣ , .
----- IR ποιητής Κώστας Βάρναλης, ’Αλεξάνδρεια 194 « Βρεττάκος Νικηφόρος, Μελέτες για το έργο του, Ά θηνα 1976, Διογένης.
- ' Ηγησιακος. Συμβολή στη μελέτη τον Καρυωτάκη, Α λ ε ­ Δτιαάκτις Μ., Ή ποίηση τοϋ Σεφέρη, Α θήνα 1974.
ξάνδρειά 1938. Θέμελης Γ., Ή νεώτερη ποίησή μας, Α θήνα, Φέξης, 1963. Π. Γενικες
Παναγιωτόπουλος I. Μ., Τά πρόσωπα καί τά κείμενα. Δ’. Κ Π KaBàamc άπόψεις, Α θήνα, Βάκων, 1967. _
’Αθήνα 1946. Ηψ ' ’ Καραντώνης Α., Ό ποιητής Γιώργος Σεφερης, Αθηνα 19ο7.
412 413
Ε Κ Λ Ο ΓΗ Β ΙΒΛ ΙΟΓΡΑΦ ΙΑ Σ
ΕΚΛΟΓΗ Β ΙΒΛΙΟΓΡΑΦ ΙΑΣ

Καψωμένος Κ. Γ., // συντακτική δομή τής ποιητικής γλώσσας τοϋ Σεφέρη, 1944. Τόμος I. ΙΤεζά, τόμος IT. Ποίηση,^ Βερολίνο 1 96υ, 1U 1
Θεσσαλονίκη 1975. (Berliner Byzanfinistische A r b e it e n , 32, 33). , , ,
Κοκόλης Ξ. Λ., Πίνακας λέξεων των ((Ποιημάτων» τοϋ Γιώργου Σεφέρη, Arcus Γ= Α . Κοτζιας], «ΟΙ μεταπολεμικοί πεζογράφοι και οι πήγες
2η έκδοση, ’Αθήνα, 'Ερμής, 1975. τους», περ. Ό Ταχυδρόμος, τεϋχ. 17 Μαΐου 19/-±, σσ. ·*3-ο3,
----- ((Λέξεις-απαξ» : στοιχείο ύφους. θεωρητική έξέταση-καταγραφή ατά τεΰ^ζ. 24 IVIοι ίου 19^4, ucr. 49—
5(>.
((Ποιήματα» τοϋ Γ. Σεφέρη, J’Αθήνα 1975 |, Εξάντας. Θασίτης Π., Γύρος στήν ποίηση, ’Αθήνα 1963. ,
Λιγνάδης Τ., Το ”Αξιόν έστ'ι τοϋ Έλύτη. Εισαγωγή, σχολιασμός, ανάλυση, Ίλίνσκαγια Σόνια, Ή μοίρα μιας γενιάς. Συμβολή στη μελετη τη»
Έυχικό 1971. μεταπολεμικής πολιτικής ποίησης στην h /.λαδα. Μεταφραστική
Memoria di Seferis. Studi critici, a cura della Cattedra di Neogreco, έπιμέλεια Μήτσος Άλεξανδρόπουλος, Αθήνα ,Κε8Ρ?ς’ 1976.
1970 (Università di Padova, Pubblicazioni della Facoltà di Καραντώνης Α., Ή ποίησή μας μετά τόν Σεφερη, Αθήνα, Δωδωνη, 19/6.
Lettere e Filosofia, voi. 57).
Mirambel A., Georges Séféris, prix Nobel 1903, Παρίσι 1964. Les Llures nouveìles, Numero spécial: Écrivains grecs d’aujourd’hui,
Fontani F. Μ. (έκδ.), Omaggio a Seferis, ΙΙάντοβα 1970 (Università [Παρίσι], Μ ά ρ τ ι ο ς - ’ Απρίλιος 1969. (Μεταφράσεις Εισαγωγή,
di Padova, Sludi bizantini e neogreci, 1). Jacques Lacarrière, «Le dèli» [γ ια τήν πεζογραφία]. Νάνος Βα-
Ρίτσος Γιάννης, Μελέτες για το έργο τον, ’Αθήνα 1975, Διογένης. λαωρίτης, «La poesie grecque»). _ , .
Γιάννη Ρίτσον ’Επιτομή. Ιστορική άνθολόγηση τοϋ ποιητικού τον έργου. Μαρωνίτης Δ. Ν„ Ποιητική καί πολίτικη ηθικη.^ Πρώτη μεταπολεμική
Επιλογή και φιλολογική επιμέλεια Γιώργου Βελουδή, ’Αθήνα, Κέ­ γενιά (’Αλεξάνδρου - Άναγνωστάκης - Πατρίκιος), Αθήνα, Κέδρος,
δρος, 1977.
Σαββίδης Γ. Π. (έκδ.), Ι ’ιά τόν Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στά τριάντα Μερακλής’ιΜ. Γ., Ί ί σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία (1945-1970), I. Ποίη­
χρόνια τής Στροφής, ’Αθήνα 1961. (Δοκίμια διαφόρων συγγραφέων ση, Π. Πεζογραφία, Θεσσαλονίκη, χ.χ. (Εκδόσεις Κωνσταν.ινιδη,
για τον Σεφέρη). Μελέτη 4, 5). , ,
Στήλη 20.9.71. Ό θάνατος τοϋ Γ. Σεφέρη στον ελληνικό τύπο, 2 τόμοι, «Μεταπολεμική πεζογραφία. TÒ όδυνηρο πέρασμα στην πολιτικοποίη­
’Αθήνα 1972. ση», περ .Δ ια β ά ζω , τεϋχ. 5-6 (Νοέμ. 1976-Φεβρ. 977), σσ. 62-
Τσάτσου Ιωάννα, Ό άδερφός μου Γιώργος Σεφέρης, ’Αθήνα, Ε στία, 1973. 83. (Συζήτηση των Α. ’Αργυρίου, Α. Ζηρα, Α. Κοτζια και Κ.
V itti Μ., Όδνσσέας ’ Ι.λντης. Βιβλιογραφία 1935-1971. Συνεργασία ’Α γ­ Κουλουφάκου). _ , ~ ία
Π ρ ω τ ο π α π π ά - Μ π ο υ μ π ο υ λ ί δ ο υ Γλυκερία, Πεζογραφικα κείμενα του πολέ­
γελικής Γαβαθά, [’Αθήνα 1977], ’Ίκαρος.
μου καί τής Κατοχής, ’Ιωάννινα 1974.
Ραυτόπουλος Δ., Οι ιδέες καί τά έργα, δοκίμια, Αθήνα _19bo.
ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Σαχίνης Α., Νέοι πεζογράφοι. Είκοσι χρόνια νεοελληνικής πεςογραφια,.
ΜΕΛΕΤΕΣ 1945-1965, ’Αθήνα 1965. , ,
Άλαβέρας Τ., Διηγηματογράςροι τής Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη [1970]. Στεργιόπουλος Κ., ’Από τόν συμβολισμό στη κνεα ποίηση», Αθήνα 196/.
Καραντώνης Α., ΓΙεζογράφοι και πεζογραφήματα τής γενιάς τοϋ ’30,
’Αθήνα 1962.
Κάσδαγλης E. X., Συμβολή στή βιβλιογραφία τον Παντελή Πρεβελάκη,
’Αθήνα, ’Εκδόσεις των Φίλων, 1967.
Μνήμη Κόντογλον. Δέκα χρόνια από τήν κοίμησή τον. Κείμενα για το
πρόσωπο καί το έργο του μέ εικόνες καί σχέδια του ίδιου, ’Αθήνα,
’Αστήρ, 1975.
Μοσχονδς E. Τ., Βιβλιογραφία Γιώργον Θεοτοκά, ’Αθήνα 1978.
Σαχίνης Α., Πεζογράφοι τοϋ καιρού μας, ’Αθήνα 1967.
Χατζίνης Γ., Προτιμήσεις, ’Αθήνα 1963. (Καραγάτσης, Τερζάκης, Θεο-
τοκάς, Ξεφλούδας, Πετσάλης, Γιαννόπουλος, Βενέζης κ.ά.).
V itti Μ., Ή γενιά τοϋ τριάντα. Ίδεολ.ογία καί μορφή. Αθήνα, Ερμής,
1977.

ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ


Μ Ε Λ Ε Τ Ε Σ (Λ Ν Θ ΟΛΟ Γ II Σ Ε ΙΣ )
’Αλεξίου "Ελλη, ’Ανθολογία ελληνικής αντιστασιακής λ.ογοτεχνίας 1941-
414 415
ΣΥ Μ Π Λ Η ΡΩ Μ Α ΒΙΒΛ ΙΟΓΡΑΦ ΙΑ Σ

Τσαβαρή ’Ισαβέλλα, Συμβολή στη μελέτη τοϋ Πουλολόγον. Διδακτορική


ΣΤΜΓΙΛΗΡΩΜΑ διατριβή, ’Ιωάννινα 1979 (πολυγραφ.).
ΣΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ*
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
II. ΜΕΛΕΤΕ Σ .
Pecoraro V., «Primi appunti sul Canzoniere petrarchista di Cipro»,
Miscellanea Neogreca. Atti del I Convegno Nazionale di Studi Neo­
greci, Palermo 1976, σσ. 97-127.
Α' ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
2. ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
II. ΜΕΛΕΤΕ Σ .
Συντακτικό τής νέας ελληνικής (Β' καί Τ' Γυμνασίου), ’Αθήνα, ΟΕΔΙί, Bakker W . F., The Sacrifice of Abraham. The Cretan Biblical Drama
Ή Θυσία τοϋ ’Αβραάμ and Western European and Greek Tradition,
University of Birmingham 1978.
Β' ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ I. ΚΕΙΜΕΝΑ , , ,
I. ΚΕΙΜΕΝΑ
"Ανθη ενλαβείας. ’Επιμέλεια ’Αθανάσιος Καραθανάσης, ’Αθήνα 1978 ( Ερ­
’Ακολουθία τοϋ σπανού: Spanos. Bine byzantinische Satire in der Form μής, Νέα ‘Ελληνική Βιβλιοθήκη, 36).
einer 1 arodie. Einleitung, kritischer Text, Kommentar und Glos­
sar, besorgt von Hans Eideneier, Berlin-N. York, De Gruyter, 1 9 7 7 II. ΜΕΛΕΤΕΣ
(Supplementa Byzantina, Texte und Untersuchungen Band 5) Μενοϋνος I. Β., Κοσμά τοϋ Αίτωλον Διδαχές. Φιλολογική μελέτη, Κείμενα,
Βελισαριου Διήγησις: Gernert A. F. van, The new Manuscript of the
History of Belisanus, Folia Neohellenica 1 (1975) 45-72 Τατάίηθςη Β.,[/Υρ!ΐσ(μος Βλάχος ό Κρής (1605/7-1685). Φιλόσοφος, θεο­
Πτωχολέων: Κεχαγιόγλου Γ., Ιστορία Ιΐτωχολέοντος. Κριτική έκδοση ό­ λόγος, φιλόλογος, Βενετία 1973 (Βιβλιοθήκη Ελληνικού Ινστιτούτού
λων των παραλλαγών, μέ εισαγωγή, σημειώσεις, γλωσσάριο καί πίνα- Βενετίας, 5).
κες. Διατριβή επι διδακτορία, Θεσσαλονίκη 1977 (πολυγραφ.).
Φαλιερος Μαρίνος, Ηρωτικά όνειρα. Κριτική έκδοση μέ εισαγωγή, σχόλια
και λεξιλόγιό Arnold van Genieri, Θεσσαλονίκη 1980 Βυζαντινή καί ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, 4). II. ΜΕΛΕΤΕ Σ ^ , Γ
II. ΜΕΛΕΤΕΣ Καψωμένος Ε. Γ-, 7ο ελληνικό δημοτικό τραγούδι. 'II αισθητική, ο μύθος
και ή ιδεολογία τον, Ρέθυμνο 1978. _ , ,
Αλεςίου Στ., Ακριτικά. 7ό πρόβλημα τής έγκνρότητας τον κειμένου Ε- ___ 7ο σύγχρονο κρητικό ιστορικό τραγούδι. 'II δομή και ή ιδεολογία του,
Χρονολογηση- Αποκατάσταση χωρίων-'Ερμηνευτικά, Ηράκλειο Κρή­ ’Αθήνα 1979. , _ -
της [1979], r1 Κυριακίδης Στ. II., Το δημοτικό τραγούδι. Συναγωγή μελετών. Εκδοτική
Alcxiaze Α Ό κόσμος τοϋ ελληνικού ίπποτικοϋ μυθιστορήματος ( 13ος- φροντίδα Α. Κυριακίδου-Νέστορος, ’Αθήνα 1978 (Ερμής, Νεοελληνικά
14ος αι.) (ρωσ.), Τιφλίδα 1979. Μελετήματα, 3). , .
Gemert A. F. van, «The Cretan Poet Marinos Falieros», Θησαυοίσμα- Saunier G., «Adikia». Le mal et Vinjustice dans les chansons populates
τα 14 (1977) 7-70. ' " ' grecques, Παρίσι, Les Belles Lettres, 1979 (Collection de 1 Institut
Jeffreys Elisabeth M., «The Popular Byzantine Verso Romances of Frantjais d’Athènes).
Chivalry. Work since 1971», Μαντατοφάρος 14 (Νοέμ. 1979) 20-34.

* Μέ τήν εύκαιρία τής τρίτης έκδοσης κρίθηκε σκόπιμο, έκτός άπύ λί­ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
γες διορθώσεις καί συμπληρώματα πού έγιναν στο κείμενο, νά συμπληρωθεί II. Μ ΕΛΕΤΕ Σ ^ ,
κaL, ^ βιβλιογραφία, κυρίως μέ οσα έργα δημοσιεύτηκαν υστερ* άπο τήν Μαρία Μαντουβάλου, «‘Ελληνική Νομαρχία» [Α' ’Εκδόσεις, Β Κριτική
πρώτη έκδοση ταΰ βιβλίου, τον ’Οκτώβριο του 1978, ώς τον Μάιο του 1980. Βιβλιογραφία], Μαντατοφόρος 13 (Ίούν. 1979) 12-25.
416 4 17
Σ Υ Μ Π Λ Η Ρ Ω Μ Α ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦ ΙΑΣ Σ Γ Μ 1 Ι Λ II P U M A HI BAI () Γ ΡΑΦΙ Λ Σ

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ 11 EM ΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ


II. ΜΕΛΕΤΕΣ Π. Μ Ε Λ Ε Τ Ε Σ
Καψωμένος Ε. Γ., II σχέση άνθρώπου-φύσης στο Σολωμό, 2η έκδ., Χανιά Βαγενάς Ν., Ό ποιητής καί ό χορευτής. Μια εξέταση τής ποιητικής και τής
1979. ποίησης τον Σεφέρη, Α θήνα 1979. , ,
W atkins Μ., A Commentary on the Free Besieged (III) by Dionysius Μακρυνικόλα Αικατερίνη, «Συνοπτική βιβλιογραφία 1 j ,ίτ σ ™
Solomos, Μελβούρνη 1976 (διδ. διατριβή, πολυγραφ.). γραφικό σημείωμα: Χρ. ’Αλεξίου, Μαντατοφορος 12 (Μάιος 1J78).

ΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ


I. ΚΕΙΜΕΝΑ II. Μ Ε Λ Ε Τ Ε Σ .
’Εμμανουήλ Ροΐδης, "Απαντα. Φιλολογική έπιμέλεια ’Άλκης ’Αγγέλου, Richer IL, lJllinéraire de Georges Theotokos vu dans sun oeuvre lilte-
τόμ. Α'-Ε', ’Αθήνα 1978, έκδ. 'Ερμής. raire, Ιίαρίσι, Les Belles Lettres, 19/9.

ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ


I. Κ Ε Ι Μ Ε Ν Α
Πάλλης Ά λ ., Μπρουσός. ’Επιμέλεια Ε. Μοσχονδς, ’Αθήνα 1975 (Έρμης, ΙΙλασσαρά Κατερίνα, Στρατής Τσίρκας. Β ιβ λ ιο γ ρ α φ ία ( 1926-1978),'Μ ή ­
Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 30). να 1979.

ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ


II. ΜΕΛΕΤΕΣ
Κατσίμπαλης Γ. Κ., Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη, ’Αθήνα 1943.
----- Προσθήκες στη Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη ως το 1943. ’Επιμέλεια
Θ. Δ. Μπασογιάννη, Θεσσαλονίκη 1978 (πολυγραφ.).
-----Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη 1944-1962. ’Επιμέλεια Θ. Δ. Μπασο-
γιάννη, Θεσσαλονίκη 1978 (πολυγραφ.).
Καψωμένος Έρ. Γ., Εισαγωγή στή λυρική σκέψη τοϋ Σικελιανοϋ, Γιάν­
νενα 1969.
Keeley Ε., Cavafy's Alexandria. Καί ελληνική μετάφραση Τζένη Μαστο­
ράκη, "11 καβαφική 'Αλεξάνδρεια. Ε ξέλιξη ενός μύθον, ’Αθήνα 1979.
Κόρφης Τ., Ματιές σέ ποιητές τον μεσοπολέμου. Δοκίμια, ’Αθήνα 1978.
Μαλάνος Τ., Καβάφης 3 (Κριτικά διάφορα), ’Αθήνα 1978.
Synodinos-Gauthier Frantoisti, UUnivcrs des images dans l'oeuvre
poétique de Karyotakis, ’Αθήνα, Κέδρος, 1979.

ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ


II. ΜΕΛΕΤΕ Σ
Κατσίμπαλης Γ. Κ.., Βιβλιογραφία Ν. Καζαντζάκη, Α' 19 0 6-19 4 8,’Αθήνα
1958.
fìien Ρ., «Nikos Kazantzakis. A Chock List of Primary and Secondary
Works, supplementing the Katsimbalis Bibliography», Μαντατο­
φόρος 5 (Νοέμ. 1974) 7-53.

418 419
ΕΤΡΕΤΗΡΙΟ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ

Στο Ευρετήριο δεν συμπεριλαμβάνονται οί Χρονολογικοί Πίνακες ούτε ή


’Εκλογή Βιβλιογραφίας. Τα ξένα ονόματα καταχωρίστηκαν στο ευρετήριο
ξένων ονομάτων, έστω καί αν στο κείμενο παραθέτονται έλληνικά (π.χ.
Γκαϊτε - Goethe, Σαίξπηρ - Shakespeare). Οί κυριότερες παραπομπές
σημειώνονται μέ πλάγιους αριθμούς.

Ά βέρωφ Γ. 227 «αίολοδωρική» γλώσσα 97


’Άβλιχος Μ. 167 Αισχύλος (μεταφρ.) 223, 240, 349
’Αγάπης λόγια 212 Αίσωπος 42, 58, 137
άγάπης (τής), δημ. τρ. 110 ’Ακαδημία Α θηνώ ν 119, 190
’Αγάπη ατό χωρώ 257 ’Ακολουθία τον σπανού 44
Άγαπητικός τής βοσκοπονλας, Ό ’Ακρίτας Λουκής 319
217 άκριτες 26
’Αγγέλα 362 άκριτικά τραγούδια 3, 26, 29ε.,
’Αγγέλιασμα, Τ’ 357 102, 108έ., 112
”Αγγελος ατό πηγάδι, Ό 317 Άκροκεραννια 362
"Αγιος Μηνάς 175 ’Ακυβέρνητες πολιτείες 348
"Αγιος πρίγκιψ, Ό 363 Άλαβέρας Τ. 354
Α γνή 210 ’Αλβανικός πόλεμος — βλ. 'Ελλη-
’Άγρας Τέλος 235, 249έ., 267, 365 νοϊταλικός (άλβανικός) πόλεμος
’Αγροτικά 219 Άλαφροΐσκιωτος, Ό 236έ.
’Αδελφική διδασκαλία 125 Άλεξανδράκης Α. 364
Άδερφοφάδες, Οί 278 ’Αλεξάνδρεια 227, 260, 268, 321
Άθάνας I1. 226 ’Αλέξανδρος ό Μέγας 4, 233 — βλ.
Άθανάσης Διάκος 165 καί Δ ιήγησις τού ’Αλεξάνδρου
Άθανασιάδης-Νόβας — βλ. Ά θ ά - καί Φνλλάδα του Μεγαλέξαν-
νας Γ. τρου
Άθανασιάδης Τάσος 324-5, 349 ’Αλεξάνδρου Ά ρ η ς 337, 362
Άθανασούλης Κρ. 344 Άλεπουδέλης ’Οδ. — βλ. Έλύτης
’Αθηναϊκή σχολή 21, 156, 170-9, Όδ.
188, 193, 200 Α ληθινή απολογία τού Σωκράτη,
Άθήναιος 104 Ή 245
"Αθλιοι των ’Αθηνών, Οί 215 Άλή-πασάς 135
Ά ιβ α λί 303, 306, 321 ’Αλκαίου Σαπφώ 325
Αίθουσα, 'Η 358 Άλκνονίδες 191
Αίθουσα άναμονής, Ή 340 Ά λλάτιος Αέων 59
Αικατερίνη Β' Ρωσίας 91 άλληγορική ποίηση 41-42
Α ’ίλιος ’Αριστείδης 7 "Αλλος ’Αλέξανδρος, Ό 355, 363
Αιολική γή 307, 324 "Αλωση — βλ. Κωνσταντινούπολη
423
Ε ΓΡ ΕΤΙΙ 1Μ Ο
ΕΓΡΕΤΗΡΙΟ
αττικισμός 6έ., 12, 208 Βενετία 5(:>ε., 83, 85ε., 129 ελλη­
«αμανέδες» 10'* ’Απομνημονεύματα (Μακρυγιάννη I νική κοινότητα 60’ έλληνικά τυ­
'Αμάρτημα τής μητρός μον, Τό 202 169έ. Αύγέρης Μ. 267
Ανθέντης τον Μορέως, Ο 180 πογραφεία 38, 58
'Αμαρτωλόν παράκλησις 42 Απόπειρα, 'Η 350 Βενιζέλος Έλ. 12, 192, 252
'Αμαρτωλών σωτηρία 64, 87 «αποστασία» ’Ιουλίου 1965: 333, Αύτοκράτιορ Μιχαήλ 327
αύτόματη γραφή 291, 293, 301 Βερναρδάκης Δημ. 182έ., 208, 217
9Αμαρυλλίς 203 345 Βηλαράς I. 13, 16, 97έ., 135-7,
Ά μ λ ε τ (μετάφρ.) 162 Άποστολάκης Γ. Μ. 106, 112έ., Α φήγησις παράξενος 15
Άχέλης Α ντώ νιος 52 138, 110, 145, 154, 157, 199
Αμοργός 301 116, 119, 220, 246, 265 Βήμα, Το (έφημ.) 328έ., 332, 365,
Ά μπελάκια 123 Άποστολίδης Ρ. — βλ. Ρένος Άχιλλεύς Τάτιος 39
Ά μ π ο τ Γ. 319 Α χιλλενς (δράμα) 133 367
Άραβες, άγώνες με τούς Βυζαντι­ Βησσαρίων 55
Ά μ ρ ι ά μούγκου 313 νούς 26 Α χιλληίς 8, 41
Βιβλίον ίστορικ()ν 63
«Άμφι-θέατρο» 364 ’Αργυρίου Ά λ . 335, 346, 367 Βιβλίο τής αύτοκράτειρας Ε λ ι­
’Αναγέννηση ιταλική 53έ. — θέατρο Α ρ γώ 309, 351 σάβετ, Το 256
66, 68-72, 78 Α ρ γώ ή πλους αεροστάτου 292 Βαβυλωνία 181-2, 326
Βακαλό Ελένη 340 Βιέννη 125, 126
Άναγνωστάκη Λούλα 363 Άρέθας 26 Βιζυηνός Γ. 188, 201-203
Άναγνωστάκη Νόρα 345, 366 ’Αρθούρου κύκλος 35 «βακχικά» 133
Βαλαβάνης Δ. 177, 199 Βικέλας Δημ. 188, 200-201
Άναγνωστάκης Μ. 336-7, 343, 366 ’Αριστοτέλης, υπομνήματα στον 62 Βίος και πολιτεία τον Α λέξη Ζορ-
9Αναδνομένη, 'Η 215 «αριστοτελισμός» 62 Βαλάκου Ά ν τιγ . 364
Βαλα<»ρίτης Ά ρ . 158, 164-7, 184, μπά 276
«άνακρεόντεια» 133 ’Αριστοφάνης 326, 364 Βιργίλιος 274
9Αναφορά στον Γκρέκο 278 «άρκαδικά» ποιήματα 142* — σχο­ 219
Βαλαωρίτης Ν. 343 Βλάμη Εύα 355
νΑνθρωποι καί σπίτια 353 λή 135έ.' — ποιητές 172 Βλαχογιάννης Γ. 103, 13/, 170,
*Ανθρωποι τοϋ μύθον 321 αρματολίκια, άρματολοί 111 Βαλέτας Γ. 133, 210
Βαλκανικοί πόλεμοι 192, 195, 238, 216, 302
’Ανδρόνικος 26, των γιων του —, Αρματωμένοι 319 Βλάχος ’Άγγελος 173, 176, 184ε.,
δημ. τρ. 109 Άρμούρη, τραγούδι τού 26, 109 252
Βαλτινός Θ. 359 189, 212
’Ανδρόνικος Παλαιολόγος 38 9Αρνοϋμαι 353 Βλάχος ’Άγγελος (νεώτ.) 348-9
νΑνθη εύλαβείας 86 Αρραβωνιάσματα, Τ’ 264 Βάρβιτος, 11 176
Βαρβιτσιώτης Τ. 343 Βλάχος Γεράσιμος 87
’Άννα Κομνηνή 8 Ά ρ τα ς, τού γεφυριού τής, δημ. τρ. Βοκάκιος — βλ. Boccaccio G.
9Ανοιχτά χαρτιά 296 109 Βαρίκας Β. 329έ.
Βαρλαάμ καί Ίωσαφάτ 56 Βολανάκης Μίνως 364
ανταλλαγή πληθυσμών (1922) 252 Ά ρ το ς των αγγέλων, Ό 317 Βόλος, Ανώτερο ΙΙαρθεναγωγεΐο
Ά ντζα κ α Σοφία 339 Αρχαιολόγος, 'Ο 207έ. Βάρναλης Κ. 226, 244-6, 269, 330
Α ντιγόνη (Σοφ.) 211 Βαρούχας Ά θ . 87 253
αρχαϊσμός νλωσσικύς 3, 8, 13-14, Βοριά, τού κυρ-, δημ. τρ. 111
Α ντιγραφές 289 95, 99έ., 169, 171, 174, 208 Βασιλειάδης Σπ. 178, 181
Βασίλειος Β' 25 Βοσκόπουλα, 11 65, 72ε., 74ε.
9Αντίλαλοι 225 άρχαϊστές 13, 99έ. Βοσπορομαχία 92
άντιμυθιστόρημα 356, 361 Άρώνη Μαίρη 364 Βασιλείου Σπ. 303
Βασιλεύς Ροδολίνος, 'Ο 69 Βότση ’’Ολγα 342
3Αντόνιο ή το μήνυμα, 'Ο 363 Α σάλευτη ζωή, *II 194έ., 229 Βούδας (δράμα) 2/2
Άντωνάτος X. 160 Α σθενείς καί οδοιπόροι 310 Βασίλης ό Αρβανίτης, 'Ο 306
«Βασιλικό Θέατρο» 262 Βουκουρέστι, ’Ακαδημία 95
Άντωνιάδη Σοφία 31 Α σ ίζες 10, 57 Βούλγαρης Ευγένιος 91, 98
’Αντωνίου Δ. 300έ. Ά σ κ η σ ις πνευματική 64 Βασιλικός Β. 357-8
Βασιλικός, 'Ο 156, 182, 215, 264, Βονρκόλακας, Ο 213, 261
3Ανυπεράσπιστοι 347 Α σκητική 272 Βουσβούνης Α. 350
νΑξιόν εστί, Το 295έ., 345, 366 Ασκληπιός (τραγωδία) 213 267
Βατραχομνομαχία 136 Βουτιερίδης Ή λ. 265
Ά ξιώ τη Μέλπω 320 Άσλάνογλου Ν.-Α. 342 Βουτυράς Δημοσθ. 259ε., 313,
Ά π ατρις, 'Ο 175 Ά σ μ α ασμάτων (μετάφρ.) 290 Βαφόπουλος Γ. Θ. 299έ., 340
άπελάτες 26 Βεάκης Αίμ. 325 315, 349
Ά σ μ a ηρωικό καί πένθιμο γιά τον Βραδινοί θρύλοι 223
'Απλή γλώσσα 157 χαμένο άνθνπολοχαγό τής Α λ ­ Βελεστίνο 125
Βελής, γιος Ά λή-πασά 135 Βρανούσης Λ. 98-9, 137
'Απλοί τρόποι 223 βανίας 295
Αποδημίες 247 Βέλθανδρος καί Χρυσάντζα 38 Βρεττάκος Ν. 297 ,
άστοχες ερωτήσεις στο δημ. τρ. βυζαντινή λογοτεχνία 1, «δημώ­
Αποκαθήλωση, 'Η 349 113 Βελισάριος — βλ. Δ ιήγησις τού
Αποκάλνψις, Ιωάννη (μετάφο.) Βελισαρίον δης» γραμματεία 2, 8
Ά σώ πιος Κ. 98, 171 Βυζάντιος Δημ. 181έ.
290 Ά σω το ς, Ό 173 Βελουδής Γ. 40, 365
Απόκοπος 50έ. Βενέζης Ή λίας 306-7, 309, 318 Βυσσινί βιβλίο, Το 306
\4τθίδες Αύραι 188
4 24
ΚΤΡΕΤΗΡΓΟ Ε ΥΡΕΤΗ ΡΙΟ

Βωμοί 197 Γλυζώνιος Ε. 58 Δαχτυλίδι τής μάνας, Τό 262 ελληνικές 10-11 ' — χρήση τους
.Γλύκας Μιχαήλ 32 Δε Βιάζης Σπ. 161 στή λογοτεχνία 10έ., 66
Γλυκύς Γιοϋστος 48 Δειλοί καί σκληροί στίχοι 197 Διάλογος (Σολωμοϋ) 100, 145έ.
Γαβριηλίδης Βλ. 186 γλώσσα, μεσαιωνική έλληνική 7έ. Δεκαβάλλες Α. 317, 327 διασκελισμός μετρικός 115
Γαόάρου, λύκον κι άλουποϋς διή- — νέα έλληνική 5, 8-11 ' — δημ. Δέκα "Ελληνες λυρικοί 267 Διασπορά, "Ελληνες διασπορας 54-
γησις 51 τραγουδιού 116' — λογοτεχνική Δεκαοχτώ κείμενα 334, 337, 359, 5 7 '— λογοτεχνία 87
Γαλάζια γυναίκα 356 στήν Κρήτη 66 367 Διάφορα ποιήματα (Ραγκαβή) 173
Γαλάζιο βιβλίο, Τό 306 γλωσσικό ζήτημα 77-7-5, 95έ., Δεκαοχτό) λιανοτράγουδα τής π ι­ διαφωτισμός, γαλλικός-εύρωπαϊ-
Γαλαξείδι 355 174, 208έ., 252 — βλ. καί κρής πατρίδας 298 κός 3, 13, 91, 127, 145' —
Γαλάτεια, Ί Ι 178, 181 άρχαισμός, δημοτική, καθαρεύ­ δεκαπεντασύλλαβος, στίχος 20, έλληνικός 83-100
Γαλήνη 307 ουσα 114-5, 154, 282' — δίστιχο 131, Διγενής Α κρίτας (’έπος) 2, 3, 27-
Γαλλία, γαλλική έπίδραση 51, 94, Γνώθι οαυτον 96 136, 147-8, 239 ^ 30, 34, 35, 41, 8 1 ,1 0 1 , 196 ^
126έ., 165" Γαλλική επανά­ Γονατισμένοι, Οί 352 Δεκατετράστιχα, Τά 197 Διγενής, δημ. τραγ. για τό θάνατό
σταση 91, 99, 123, 128, 129 Γουζέλης Δημ. 131, 182 Δέκατη τέταρτη Νιζάν, Ή 349 του 109
Γάμοι τού Μεγάλου ’Αλεξάνδρου, Γουλιέλμος Β' Βιλλαρδουίνος 33 Δεκατρία χρόνια 314 διγλωσσία 6έ., 12
Οί 157 Γραικύλοι 352 δεκατρισύλλαβος στίχος 162 διδακτική ποίηση 41-42
«γασμούλοι» 33 Γραμματική τής aίολοδιυρικής 97 Δέλιος Γ. 322 Διδαχαί 58
Γεμιστός Γεώργιος 55 Γραπτά ή προσωπική μυθολογία Δελμοϋζος Α. 253 διήγημα ήθογραφικό 200-208, 216
γενιά τοϋ 1880: 186-99, 251, 280 292 Δέλτα Πηνελόπη 255 Διηγήματα (Καρκαβ.) 206
— τού 1920: 234, 235, 247, 249, Γρηγόρης Γερ. 349 Δελφικές 'Εορτές 240, 242 διηγηματικά δημ. τρ. — βλ. παρα­
260, 282, 300" κριτική 267έ. Γρηγόριος 1Γ', πάπας 59 Δελφική ιδέα (προσπάθεια) 240έ. λογές
— του 1930: 4, 261' ποίηση 280- Γρυπάρης I. 222-3, 225, 246 Δέντρα, Τά 355 διηγήσεις γιά ζώα 42-44
30Γ πεζογραφία 302-325' κρι­ Γυμνάσιο, 'Ελληνικό Ρώμης 59 Δεύτερη γραφή 296 Διήγηση τοϋ Ίάσονα, Ή 357
τική 328-32 Γυμνή ποίηση, Ί 1 316 Δημάκης Μ. 339 Διήγησις τοϋ ’Αλεξάνδρου 40, 365
Γεραλής Γ. 340 Γυμνό δέντρο, Τό 352 Δημαράς Κ. Θ. 3, 62, 91, 96, 124, Διήγησις ’Απολλώνιου τοϋ Τνρίον
γερμανική λογοτεχνία 223 Γυναίκα τής Ζάκυθος, Ί Ι 146, 157 125, 154, 178, 204, 219, 266, 39
Γέρος τοϋ Μόριά, Ό 264 Γυναίκα τοϋ Κανδαύλη, '// 363 330, 366 Διήγησις τοϋ ’Αχιλλέως — βλ. Ά -
Γεωγραφία νεωτερική 97 γυναίκες πεζογράφοι (μεταπολ.) Δημητριάδης Δ. — βλ. Γκόλφης χιλληίς
Γεωγραφία (Πτολεμαίου) 56 355-6 Ρήγας Διήγησις τοϋ Βελισαρίον 41
Γεωγραφία (Υαλίδα) 98 Γύπαρης — βλ. Πανώρια Δημήτριος Γαβριήλ 320 Διήγησις παιδιόφραστος περί των
Γεωπονικόν 64 Γνρί, Τό 308 Δήμος κ’ ’ Κλένη 173, 174 τετραπόδων 43
Γεωργιάδης Θρ. 117 «γυρίσματα» (δημ. τραγουδιού) Δήμος Τανάλιας 244 Δικά μας παιδιά, Τά 314
Γεωργιλλάς Ε. 11, 41, 48 117 δημοτική (γλώσσα) 11 έ., 13, 187, Δικταΐος Α. 339
Γεώργιος, πρίγκιψ 252 Γυσκάρδος Ροβέρτος 25 209, 234, 251 — βλ. καί πεζο­ δικτατορία 21ης ’Απριλίου (1967)
Γή καί νερό 319 Γύψος, Ό 359 γραφία δημοτική καί γλωσσικό 15, 333έ., 345, 352' — Μετα-
Για ένα φιλότιμο 360 ζήτημα ξά — βλ. Μεταξάς I.
Γιαννακόπουλος X. 363 δημοτικισμός, δημοτικιστές 14, Διόνυσος (περ.) 223
Γιάννινα 98, 135, 347 Δαίδαλος στήν Κρήτη, Ό 243 209, 253, 265 — βλ. καί έκ- Διονύσου πλοϋς 174
Γιαννιώτες (κωμωδία) 131 Δαιμόνιο, Τό 309 παιδευτικός δημοτικισμός Διπλό βιβλίο, Τό 347
Γιαννόπουλος ’Αλκ. 322 Δάλλας Γ. 344, 366 δημοτικό τραγούδι 82, 94, 10 1- «διχασμός» (1915) 252
Γιαννόπουλος Περ. 254, 293 Δαμβέργης I. 203 119, 220, 266, 268 — βλ. καί Δίχως θεό 316
Γιαννούλης Εύγένιος Αίτωλός 62 Δαμοδός Βικέντιος 89, 91 άκριτικά, κλέφτικα Δοκιμές (Σεφέρη) 289, 328
Γιος τοϋ ’Ίσκιον, Ό 264 Δαναΐδες 153, 363 Διαβατήριο, Τό 353 Δοκίμιο γιά τήν ’Αμερική 310
Γιονγκερμαν 312 Δανιήλ Γ. 344, 361 Διαβάτης (ψευδών.) 215 Δόντια τής μυλόπετρας, Τά 350
Γκάτσος Ν. 301, 324 Δάπεδο, Τό 299 Διαγώνιος (περ.) 360έ., 366 Δοξαράς Π. 89
Γκόλφης Ρήγας 265 Δαπόντες Κ. 92έ. διαγωνισμοί ποιητικοί 157, 366 Δούκαρης Δ. 339
Γκόλφω 217 Δασκάλα με τα χυνσά μάτια, Ή Διάκος Ά θ . 105 Δούκας Νεόφ. 95
Γλαυκοί δρόμοι 247 305 Διακρούσης ’Άνθιμος 85 Δούκας Στρατής 318
Γληνός Δημ. 253 Δασκαλογιάννη, τραγούδι τοϋ 107 διάλεκτοι, άρχαΐες 5, 1 0 ' — νεο­ Δραγούμης ’Ίων 254έ., 267, 272
4 26 4 27
ΕΥΡΕΤΗ ΡΙΟ ΕΥΡΕΤΗ ΡΙΟ

Δρίβας A. 300 ’ Ελληνικά άρχαιολογή/ιατα 133 Έοωτοπαίγνια 2, 11, 48, 110, Ζωή (περ.) 246
Δροσίνης Γ. 186έ., 190-1, 203, ’ Ελληνικά κείμενα 329 “ 196 Ζ,ωή έν τάφο), ’Η 305
219, 220 ’ Ελληνικά χώματα 304 ’Έοωτος άποτελέσματα 98, 126, Ζιοή κι αγάπη στη μοναξιά 210
Δνό άδέρφια, Τά 210 ’ Ελληνική Νομαρχία 98, 124 “ 1 33 Ζωή καί ό θάνατος τοϋ Καραβέλα,
Δύο κρητικά ύράματα 827 «Ελληνικό Θέατρο» 364 Έρωφίλη 48, 68-69, 71, 76, 86, ’Π 258
Δύσκολες νύχτες 320 ’ Ελληνικός ορθρος 314 136, 326 Zonnavoì άνθρωποι 246
Δωόεκάλογος τον Γύφτον, Ό 195 Έλληνοιταλικάς (αλβανικός) πό­ ’Εστία (περ.) 203 Ζώρας Γ. Θ. 63, 153, 331
Δωδεκάνησα, δημ. τραγ. 110 λεμος (1940-41) 242έ., 293, Έσχατη κρίσις, Ή 365
δωδεκασύλλαβος τροχαϊκός (στί­ 295, 310, 313, 319, 321, 324, «εσωτερικός μονόλογος» 321, 323
χος) 114 333 — βλ. καί Κατοχή «’Εταιρεία 'Ελληνικού Θεάτρου» ηθογραφικό διήγημα 163, 200-
Δωρόθεος (ψευδό-) Μονεμβασίας Έλύτης ’Οδ. 156, 293-96, 300έ., 264 208, 210, 2 13έ., 257έ., 259
63 328, 343, 345, 366 Ετεροθαλή, Τά 296 Ήλιακόπουλος Δ. 167
’Εμπειρικός Α. 290-92, 343, 345 Εύαγγελάτος Σπ. 67, 69, 71, 364 Ήλιόπουλος Ντ. 364
’Εμπρός (έφημ.) 199 Ευαγγέλια (μετάφρ.) 61, 211, 253, "Ηλιος τον θανάτον, Ό 317
Έγγουόπουλος Ν. 292έ., 340 Ένδοχώρα (περ.) 291, 366 349 "Ηλ,ιος ό πρώτος 294
’Εγκώμιο τον φιλόσοφον κτλ. 96 έντεκασύλλαβος στίχος 20, 68, «Ευαγγελικά» 252 Ήλιου Φ. 366
«’Εθνικό Θέατρο» 265, 267, 269, 73, 86 Εύαγγέλου Λ. 339, 345 Ημερολόγιο καταστρώματος 283’
325έ., 363 έξάμετρος ομηρικός 117 Ενγένα 86 — Β' 284· — Έ 285
Ειδύλλια (Δροσ.) 190, 220 Εξαφάνιση, Ή 362 Ευθύμιος ιερομόναχος 93 Ήμεοολόγιο τής Πηνελ.όπης, Τό
«ειδύλλια» ποιμενικά ’Αναγέννη­ ’ Εξήγησις τής γλυκείας χώρας Κύ­ Εύριπίδης (μεταφρ.) 211, 262, 245
σης 73 προν 57 285, 328 'Ηρόδοτος (μετάφρ.) 349
Είδωλα, Τά 186 "Εξι καί μια τύψεις για. τόν ονρανό Εύριπίδης Πεντοζάλης 309 "Ηρωας τής Γάνδης, Ό 361
Εις Ίονίονς (ώδή) 153 295 Ευρισκόμενα. Τά (Σολωμοϋ) 151, 'Ηρώδης ’Αττικός 7
εκκλησιαστική ύμνογραφία 296 "Εξι νύχτες στην 'Ακρόπολη 289 162 Ήρωίς τής έλλ. επαναστάσεως, Ή
’Έκκλησις προς το Πανελλήνιον ’Εξόριστος, Ό 173 Έ φταλιώτης Α. 212-4, 259, 261 180
κοινόν 254 ’Εξώστης, Ό 361 ’Εφτάνησα 4, 65, 83, 85-86, 88-89, Η φαίστειο, Τό 327
ΈκλογαΙ άπό τά τραγούδια τοϋ ’Εξωτερικός μονόλογος 354 93, 94, 129-131, 153. 168
ελληνικόν λαόν 190 «’Επαγγελματική Σχολή Θεά­ Έ φτανησιώτικη σχολή 4, 11, 156-
έκπαιδευτικός δημοτικισμός 14, τρου» 264, 267 164, 166, 168, 236· — κύκλος Θά βραδνάζει 191
253, 255, 268 ’Επανάσταση 1821: 4, 112, 118, 175 Θαλασσινοί προσκυνητές 324
έκπαιδευτική μεταρρύθμιση 1917: 148, 152έ., 154, 165, 169' δε­ ’Εωθινοί Μελωδίαι 176 Θάνατος τον Αιγενή, Ό 243
14, 254· — 1964: 14, 332' — καετίες πριν τήν — 123-137 Θάνατος τοϋ Μέδικον, Ο 316
1976: 15 Έπαχτίτης Γ. — βλ. Βλαχογιάννης Θάνατος παλικαριού 198
’Εκπαιδευτικός "Οοιιλος 14, 253, ’ Επιθεώρηση Τέχνης (περ.) 338, Ζάκυνθος 69, 86, 89, 139, 152, Θάνατος τοϋ Σωκράτη, Ό 158
255, 271 347, 360, 367 156, 214· κωμωδίες 130έ. — Θάνατος τής τυφλής, Ο 166
'Εκτός των τειχών 358 ’Επιστολή τον κύκνον 297 ζακυθινοί στιχουργοί 129-131 Θάνος Βλέκας 180έ.
’Εκτροπή 358 ’ Επιστροφή τον Χριστού, Ή 343 Ζαλοκώστας I’. 174-5 Θασέτης II. 339, 366
«έκφράσεις» 35, 38 'Επιτάφιος 297 Ζαμπέλιος Σπ. 118, 166 Θεατρικό ’Εργαστήρι «Τέχνης»
Ε λεγεία καί Σάτιρες 248 'Εποχές (Μ. Άναγνωστάκη) 336 Ζαχαριάδου Έλ. 63 364
’Ελεύθερα Γράμματα (περ.) 338 ’Εποχές (Θ. Βαλτινοΰ) 359 Ζεμφύρα ή τό μυστικόν τής Πασι­ Θεατρίνος τής ζωής, Ό 247
«Έλευθέρα Σκηνή» 265 'Εποχές (περ.) 328, 366 φάης 292 θέατρο (στήν Κρήτη) 65-72' (στήν
«’Ελεύθερο Θέατρο» 364 ’Έρασμος 16 Ζηκάκη, έκδ. οίκος 304 ’Ιταλία) 66, 70-71’ (Άθην.
’ Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Οί Έρμήλος 132 Ζήνων 69έ., 86 σχολή) 181-2· (1880-1900)
1 48έ., 157, 164, 245 Έρόικα 308 Ζήρας Α. 346, 354 21 7έ.· (1900-30) 261-5' (1930-
'Ελεύθερο πνεύμα 309 ’Έρση 203 Ζ 358 39) 325-8' (μεταπολεμ.) 362-4
’ Ελευθερωμένη ’ Ιερονσαλήμ 161 ”Ερως καί χρόνος 330 Ζητείται ελπίς 353 Θέατρον πολιτικόν 90
’Ελισάβετ, αύτοκρ. Αύστρίας 256 Έρωτόκριτος 2, 48, 65, 77-32, 84, Ζητιάνος, Ό 207, 213 «Θέατρο Σάτιρας» 364
ελισαβετιανοί ποιητές 84 85, 132, 136, 161, 171, 282, Ζυγομαλάς ’Ιωάννης καί Θεοδό­ «Θέατρο Στοά» 364
"Ελληνες πεζογράφοι 269 286έ., 364 σιος 58 «Θέατρο Τέχνης» (Μελά) 264έ.

4 28 429
ΕΥΡΕΤΗ ΡΙΟ ΕΥΡΕΤΗ ΡΙΟ

«Θέατρο Τέχνης» (Κούν) 326, 364 Ινδίες 301 καθαρεύουσα 4, 11, 13, 15, 100, Καρέζη Τζένη 364
Θέλετε νά χορέψομε Μαρία 321 ινδική φιλοσοφία 209, 221 169έ., 174, 182, 251, 253* — Καρέλλη Ζωή 341
Θέμελης Γ. 3 4 1, 365 ’Ινστιτούτο 'Ελληνικό Βενετίας 60 Παπαδιαμάντη 205* — Καβάφη Καρκαβίτσας Α. 206-208, 259,
Θέογνις 32 ’Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπου­ 234* — βλ. γλωσσικό ζήτημα 302
Θεοδωράκης Μ. 299 δών (Πανεπ. Θεσσαλ.) 17, 18 «καθαρή ποίηση» (poesie pure) Καρούζος Ν. 343
Θεοδωρακόπουλος Τω. 331 Ίντερμέδια κρητικού θεάτρου 69 246, 287, 290 Καρτάνος Ίωαννίκιος 58
Θεοδώρου Βικτωρία 339 Μοκάστη (Α. Μάτσα) 328 Καθημερινές 249 Καρυωτάκης Κ. 248-9, 268, 282,
Θεοτοκάς Γ. 3 0 8 -11, 326έ., 328, Ίόνια Νησιά — βλ. 'Εφτάνησα Καθημερινή (έφημ.) 269, 270, 367 297, 299, 330, 365
351, 366 Ίόνιος ’Ακαδημία 144, 153, 158, Καθρέπτης γυναικών 92 «καρυωτακισμός» 249, 293, 297
Θεοτόκης Κ. 257έ., 269, 321 171 Καί ιδού Ιππος χλωρός. . . 356 Κάσδαγλης Ν. 350-1
Θεοτοκόπουλος Δομήνικος (Γκρέ- Ίόνιος 3Ανθολογία (περ.) 145 Καινή Διαθήκη, — γλώσσα 6έ., 9 Κασιμάτης Πέτρος 89
κο) 66, 275 «Ίόνιος Πολιτεία» 129 — βλ. καί Ευαγγέλια Κασσανδρινή ακτή 322
Θεοφανώ 327 Ίονίων Νήσων, Ένωμένον κράτος Καιροφύλας Κ. 146 Καστανάκης Θρ. 261, 304
Θεόφραστος 160 — βλ. 'Εφτάνησα Κακναβάτος "Εκτ. 343 Καστοριανός Μανολάκης 62
Θεσσαλονίκη 299, 321-323, 328, Ιούδας (Σ. Μελά) 264 Κακουλίδη 'Ελ. 64 Κάστρου τής 'Ωριάς, δημ. τρ. 109
336, 349' — ποίηση μεταπολ. Ίουλιανυς 275 Κακριδής I. Θ. 18 Κατάδικος, 'Ο 258
340-2* Πανεπιστήμιο 254, 266, ισοδύναμα μοτίβα (δημ. τρ.) 119 Καλαμάρης Ν. (Νικήτας Ράντος) Κατάθεση 334
321, 331, 365έ.* Κ.Θ.Β.Ε. 326, ίσομετρίας, άρχή τής (δημ. το.) 291 345 «καταλόγια» 36, 48, 107, 110
364* — κίνημα 252 115 Κάλβος Α. 22, 152-6, 158, 194, Καταρτζής Δ. 95-97
Θηραμένης (τραγωδία) 153 'Ιστοί αράχνης 186 199, 288, 343 Κατερίνα (ήθ.) 325, 364
θησαυρός (Στουδίτη) 58 'Ιστορία ενός αιχμαλώτου 318 Καλλέργης Ματθαίος 67 Κατζονρμπος 66, 70έ., 72
Θούριος (Ρήγα) 125, 127έ. 'Ιστορία τον εύοωπαϊκοΰ πνεύματος Καλλιγάς Παύλος 180έ., 201 Κατοχή 313, 324, 333
Θρύλος "Αλκής 235, 268 331 Καλλίμαχος καί Χρνσορρόη 37έ. Κατράκης Μ. 325, 364
θύελλα καί τό φανάρι, Ί Ι 352 Ιστορία των 'Ελλήνων (Μ. Καρα- Καλλισθένης (ψευδό-) 40 Κατσαΐτης Π. 86
Θυέστης (Π. Κατσαΐτη) 86 γάτση) 312 Καλοκινήματα 98 Κατσαντώνης 180
Θύματα ειρήνης 357 'Ιστορία καί όνειρο 46 Καλομοίρης Μαν. 262 Κατσαρός Μιχ. 338
Θυσία του ’Αβραάμ, Ί Ι 75-77, Ιστορία τον Παλαιού 49 Καμπάνα τής 'Αγια-Τριάδας, Ί Ι Κατσίμπαλης Γ. Κ. 199, 289, 293,
80, 81, 326 'Ιστορία τον ΙΙτωχολέοντος 42 314, 324 329
Θωμάς ό δίψνχος 327 Ιστορία τής Ρωμιοσύνης 213 Καμπανέλης Ίάκ. 362 Κατώγι, Τό 344
Θωμόπουλος I. 126 Ιστορία τον ρε τής Σκότσιας 48 Καμπάνης Α. 265 Καχτίτσης Ν. 361
Ιστορία τού Ταγιαπιέρα 48 Καμπάς Ν. 186ε., 190, 219, 290 Καψωμένος Στ. 10
ιστορικά δημ. τραγούδια 106 Καμπούρογλου Δ. Γρ. 203 Κείμενα καί αναλύσεις 367
’Ίαμβοι και ανάπαιστοι 194 Ιταλία, Κάτω 10, 57 Καμπύσης Γ. 218, 223, 261έ. Κεκαρμένοι, Οί 351
’Ιάσιο, Σχολή 95 Ιφιγένεια (Π. Κατσαΐτη) 86 Κανελλόπουλος Π. 330, 331 Κεκαυαένος 8
Ίατρόπουλος Δ. 346 Ιωάννης Χρυσόστομος 108 Καπετανάκης Δ. 330 Κ.Ε.Μ.Ε. 17
’Τδας — βλ. Δραγούμης Ί<ων Ίωάννου Γ. 342, 360 Καπετάν Γιακονμής, 'Ο 217 Κερένια κούκλα, Ί Ι 256
9Ιδέες καί τέι έργα, Οι 367 Ίωάννου Π. 86 Καπετάν Μιχάλης 278 Κέρκυρα 56, 89, 144, 153, 162,
3Ιδού ό άνθρωπος 160 ιωτακισμός 16 Καποδίστριας I. 157, 168, 172, 163, 221, 257
"Ιδρυμα ΓΙαλαμά 199 275, 278, 324έ. Κεφαλή τής Μέδουσας, 'Η 317
Μέρα ''Οδός 310 Καππαδοκία 26, 30 Κεφάλια στή σειρά 322
'Ιερεμίας Β' Πατριάρχης 58, 60 Καβάφης Κ. Π. 227-235, 268, Καραγάτσης Μ. 309, 3 11-3 , 351, Κεφαλληνία 86, 88, 158, 160
'Ιερό σφάγιο, Τό 327 286έ., 289, 321, 329, 341, 354 Κεχαγιόγλου Γ. 34
’Ιησουίτες, θέατρο 70 365έ. Καραγκιόζης ό μέγας 267 Κεχαίδης Δ. 363
ιλαροτραγωδία ποιμενική — βλ. Καγκελόπορτα, Ί Ι 353 Καραμανλής Κ. 15, 333 Κήπος των πριγκίπων, 'Ο 362
tragicommedia pastorale Καζαντζάκη Γαλάτεια 272 Καραντινός Σ. 326, 364 Κήπος Χαρίτων 92
Ίλιάδα 41, 105, 109, (μετάφρ.) Καζαντζάκης Ν. 227, 244, 267, Καραντώνης Α. 293, 307, 310, 329 Κηρήθρες 244
162, 211έ. 269-79, 318 Καρασούτσας I. 176 Κιβώτιο, Τό 337, 362
Ίλίνσκαγια Σ. 339 Καημοί τής λιμνοθάλασσας, Οί Καρατζάς Ιωάννης, ήγεμών Βλα­ Κιθάρα, Ί Ι 172
Ίμπέριος καί Μαργαρόνα 38 196 χίας 133 Κιουτσούκ Καϊναρτζί, συνθήκη 84
430 431
Ε ΥΡΕΤΗ ΡΙΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Κίτρινος φάκελος, Ό 313 Κότσιρας 1’. 344 «κυρίως άσματα» 103, 112 Λεονώρας μπαλάντα 109
Κιτσόπουλος Γ. 349 Κουγέας Σ. Β. 26, 102 Κύρου Κλ. 339 «λεοπαρδισμός» 178
Κίχλη 284 Κουκούλας Λέων 268 Κυψελίδαι, Οί 182 λετρισμός 344
Κλαθμός Πελοπόννησου 86 Κουλουφάκος Κ. 338, 346, 347, «κωμειδύλλιο» 2 1 7έ. Λευκάδα 164, 165, 235
κλασικισμός 133, 139, 154· Κάλ- 367 κωμωδία βενετσιάνικη 71 Λεχωνίτης Γ. 232
βου 154-55 Κουμανταρέας Μ. 358 κωμωδίες κρητικές 70-72 Λεοονής 309
Κλειστά βλέφαρα 191 Κούν Κ. 326, 364 κωμωδία ιταλική— βλ. commedia Λέων I' πάπας 55, 59
Κλειστός κήπος 340 Κούρος (ή Θησέας) 275 erudita, commedia dell’arte Ληναϊος Στ. 364
«κλέφτες» 111ε., 165 Κούρος - Panderma (περ.) 346 Κωνσταντάς Γρηγόριος 97 λιανοτράγουδα 104, 114
κλέφτικο τραγούδι 102, 106, 11 1-3 Κουτούζης Ν. 130, 132 Κωνσταντίνος A ’, βασιλιάς Έλλ, Αιβάνιος 108
Κλυταιμνήστρα (Α. Μάτσα) 328 Κούφια καρύδια 211 252 Λίβιστρος καί Ροδάμνη 36έ., 42,
Κοινή έλληνιστική 4-6, 16 Κοχλίας, Ό (περ.) 340, 349 Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος 28 44
Κοινόβιο, Τό 361 Κρανάκη Μ. 355 Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (τρα- Λιογέννητης, Τής, δημ. τρ. 110
Κόκκινες ιστορίες 305 Κρανιοτρύπανο, Τό 354 γωδ.) 275 Λογαριαστική 58
Κόκκινο βιβλίο, Τό 306 «Κρατικό Θέατρο Β. Ελλάδος» — Κωνσταντίνος 17 Πορφυρογέννη­ Λόγια τής πλώρης 207
Κόκκινο πουκάμισο 264 βλ. Θεσσαλονίκη τος 8 Λογιότατος ή Κολοκυθούλης, Ό
Κόκκινος βράχος, Ό 215 Κρεμόνα, Λύκειο 139 Κωνσταντινούπολη (Πόλη) 7, 61, 137
Κόκκος Δ. 217 Κρήτες μου, Οί 203 84, 89, 132, 171, 173, 304, Λογιότατος ταξιδιώτης 97, 137
«Κολλέγιο ’Αθηνών» 326 Κρήτη 37, 42, 44-46, 215, 251, 321· άλωση 1, 3, 8, 20, 47, 54, Λογοθετίδης Β. 364
Κολλέγιο Ελληνικό Ά γ . ’Αθα­ 269· άλωση (1669) 3, 83, 84- — 59 Λόγος παρηγορητικός περί Δυ­
νασίου 59, 87, 88 επανάσταση (1866) 16 4 ’ — διά­ Κωττούνιος ’Ιωάννης 60 στυχίας καί Ευτυχίας 42
Κολοκοτρώνης Θ. 157, 158 λεκτος 11, 66" δημ. τρ. 107, Λοιμός 354
Κομνηνός ’Αλέξιος 32 110, 114, ποιητάρηδες 107' — Λορεντζάτος Ζ. 365
Κομνηνοί, αύτοκράτορες 30-32 λογοτεχνία 4, 11, 49-52, 65-82, Λαδάς Γ. - Χατζηδήμος Α. (έλλ. Λουδοβίκος Α' Βαυαρίας 157, 173
Κονδυλάκης I. 215 87, 101, 141' — θέατρο 65-72, βιβλιογρ.) 127 Λούκαρις Κύριλλος 61, 90
Κόντογλου Φ. 2 6 1, 303 130· — ποιμενική ποίηση 72- Λαζαρίδης Μ. 354 Λονκής Λάρας 200έ.
Κοντορεβιθούλης, Ό 262 75’ «— σχολή» ζωγραφικής 85 Λάζαρος, 'Ο 327 Λουντέμης Μεν. 346
Κόντος Κ. 13, 182, 208 Κρητικός, Ό (Πρεβελάκη) 317 Λάθος, Τό 353 Λυγερή, 'Η 207
Κοραής Λ. 4, 13, 97, 9 8-10 0 , 123, Κρητικός, Ό (Σολωμοϋ) 146έ., «Λαϊκή Σκηνή» 326 Λυκούδης Έμμ. 203
124, 125, 145 164 Λαμπέτη "Ελλη 364 Λυμπεράκη λΐ. 355, 363
Κορακίστικά, Τά 97, 182, 267 Κρητικοί γάμοι 166 Λαμπράκης Γρ. 345, 358 Λύρα, Ή 152-154
«Κόρη ταξιδεύτρια», δημ. τρ. 111 Κριαράς Ε. 2, 12, 81, 86, 330έ Λάμπρος, Ό 145 Λύρα τον γέρο-Νικάλα, Ή 217
Κόριννα καί ΤΙίνδαρος 157 Κριτική (περ.) 366 Λάμπρος Σπ. 189, 203 Λυρικά (Κάλβου) 152
Κορνάροι, οικογένεια 80 Κριτική καί ποίηση (περ.) 265 Λάνδος ’Αγάπιος 64 Λυρικά (Χριστόπ.) 132, 133-4
Κορνάρος Άνδρέας 80 Κρυστάλλης Κ. 199, 219-220 Λαογραφία (περ.) 190 Λυρικός Βίος 236έ., 244
Κορνάρος Βιτσέντζος 77-81, 85, Κυβέλη (ήθ.) 263, 325έ. Λαογραφικό Άο/εϊο (’Ακαδ. Ά θ.)
101, 161 Κυδωνιές, σχολείο 123 190
Κορομηλάς Δ. 217 Κύκλος των τετράστιχοιν, Ό 198 λαογραφικό κίνημα 189έ., 200 Μαβίλης Λορ. 221-2, 225, 258,
Κορυδαλεύς Θεόφιλος 61έ., 90 Κυπριώτικα ερωτικά τραγούδια Λάουρα 215 321
«κορυδαλισμός» 62, 89 10, 51, 52-54, 57, 68, 87 Λαπαθιώτης Ν. 247 Μαγνητόφωνο 358
Κοσμάς Αΐτωλός 93έ., 102 Κύπρον, ον μ ’ έθέσπισεν 285 Λασκαράτος Άνδρ. 158-160, 185 Μαζαράκης Ά ν θ . 88
Κοσμογέννησις 49 Κύπρος 37, 109, 285, 3 19 ’ γλώσ­ Λάσκαρις Ίανός 55, 59 Μαζώχτρα, Ή 213
Κόσμος πού πεθαίνει, Ό 312 σα 10' άλωση (1571) 52, 65' — Λαύρας — βλ. Πετιμεζας Ν. Μακεδονική δυναστεία 25, 28
Κοτζάμπασης του Καστρόπνργου, πετραρχισμός 53ε. — δημοτική Λέανδρος, Ό 172 Μακεδονικές Ημέρες (περ.) 321 έ.,
Ό 312 πεζογραφία 57' — ποιητάρηδες Λεηλασία μιας ζωής 216 340
Κοτζιάς Ά λ . 346, 349, 350, 354, 107 Λειβαδίτης Τ. 338-9 Μακεδονικός αγώνας 251, 255
360, 367 Κυριαζής Ά θ . Γ. 226 Λεμονοδάσος, Τό 308 Μακρυγιάννης 103, 157, 169έ.,
Κοτοπούλη Μαρίκα 263, 265, Κυριακίδης Στ. 103, 1 0 7έ., 115 Λένιν, βραβείο 298 216, 288
325έ. Κύριός μου ’Αλκιβιάδης, Ό 348 Λεονταράκης Ιωάννης 146 Μαλακάσης Μιλτ. 225, 226
4 32 43 3
Ε ΥΡΕΤΗ ΡΙΟ Ε ΥΡΕΤΗ ΡΙΟ

Μαλάλας ’Ιωάννης 7 Μελαχρινός Α. 225, 246 Μοντσελέζε Θεόδωρος 86 Μυστικό τής κοντέσσας Βαλέραι-
Μαλάνος Τίμος 229, 230, 268 Μέλισσα (τραγωδ.) 275 Μοραίτες (κωμωδ.) 131 νας, Τό 215, 263
Μάλτας πολιορκία 52 Μελισσάνθη 342 Μορεζήνος ’Ιωάννης 63 Μυτιλήνη 182, 212, 305
Μάνας φόνισσας, Της, δημ. τρ. 111 Μελισσηνός Σπυρ. 166 Μοσκώβ Σελήμ 202
Μανές I. Ρίζος 92 Μενεξεδένια πολιτεία, Ή 315 Μουλλάς Π. 204, 366
Μανούσακας Μ. I. 44, 45 Μερακλής Μ. Γ. 367 Μουράτ Β' 111 Νάκου Αιλίκα 320
Μανούσος Α. 118, 166 Μ έρες... (Σεφέρη) 289 Μουρούζης, ήγεμών 132 ναναρίσματα 104
Μανούτιος ’Άλδος 55, 60 Μερκούρη Μελίνα 364 Μουρσελας Κ. 363 Ναπολέων (Βοναπάρτης) 128, 130,
Μάντζαρος Ν: 144 Μερόπη 183 Μούσα, 'Η (περ.) 268 153
Μαντζικέρτ ήττα 25, 28 Μεσημβρινή (έφημ.) 367 Μουσικές φωνές 224 νατουραλισμός 217, 260έ.
«μαντινάδες» 104 Μεσολόγγι (πολιορκία) 148, 193 Μουσική δωματίου 322 Ναύπλιο 168, 172, 182
Μανωλίδου Β. 364 Μεσολόγγι (Γ. Ζαλοκώστα) 175 μουσική λαϊκή 113, 116-7 Νέα, 7α (έφημ.) 329
Μαράσλειο Διδασκαλείο 253 «μεταβυζαντινή» τέχνη, λογοτε­ Μουσοϋρος Μάρκος 55 Νέα Γράμματα, 7 α (περ.) 293,
Μαργαρίτα Στέφα 215 χνία Ιέ. Μπακόλας Ν. 362 300, 329, 343
Μαργούνιος Μάξιμος 60 Μεταξάς Ίω . 12, 333έ. «μπάλος» (χορός) 118 «Νέα Δραματική Σχολή» 326
Μαρία Δοξαπατρή 182 μεταπολεμική λογοτεχνία 333-367 Μπαμπάς εκπαιδεύεται, Ό 264 Νέα 'Ελληνικά, Τα (περ.) 365
Μαρία Πάρνη 313 μετασυμβολισμός 256 «μπαρόκ» νεοελληνικό 88, 89 Νέα 'Εστία (περ.) 268έ., 329, 366
Μάρκαρης Π. 363 μέτρα νεοελληνικά — βλ. στιχουρ- Μπενάκης Έμμ. 227 Νέα Κείμενα 334
Μαρκορας Γερ. 163-4, 199 γική νεοελλ. Μπεράτης Γ. 319 Νέα Πορεία (περ.) 367
Μαρκορας Γεώργιος 144 Μήλιας Σπυρίδων 89 Μπεργαδής 50έ. Νέα ποιήματα, 7α 249
Μαρκορας Στυλ. 150 Μηλιώνης Χρ. 362 Μπόγρης Δ. 264 «Νέα Σκηνή» 256, 262
Μαρτελάος Α. 129έ., 131, 132 Μηνιάτης Ή λίας 88ε. Μπολιβάρ 293 Νέα Σχολή τον γραφομένου λόγον
Μαρτζώκης Άνδρ. 167 Μητέρα Θεσσαλονίκη 323 Μποσταντζόγλου Μ. («Μπόστ.») 171
Μαρτύρων καί ήρώων αίμα 255 Μητσάκης Μ. 203, 217 363 Νεαραί (’Ιουστινιανού) 7
Μαρωνίτης Δ. Ν. 335, 338, 360, Μήτηρ Θεόν 238έ., 243 Μπότσαρης Δημ. 157 Νεκρού άδερφοΰ, δημ. τρ. 109
365 Μηχανάκια, Τα 359 Μπούμη-Παπά Ρ. 338 Νεοελληνική μυθολογία 189
Μάτεσης ’Αντώνιος 140, 156, 182, Μιαονλης 264 Μπουνιαλής — βλ. Τζάνες Μπου- νεοκλασικισμός 174, 182, 188
215, 264 Μιά πρώτη άγάπη 216 νιαλής Νέον πνεύμα 254
Μάτεσης Π. 363 Μικρά ’Ασία 109, 110, 176, 303, Μπουρίνι, Τό 264 «νεοϋπερρεαλιστές» ποιητές 343-4,
Μάτια τής ψυχής μου, 7 α 1 9 3 ,2 2 0 306, 324' — διάλεκτοι 10" Μι­ μυθιστόρημα, άστικό 214" — ιστο­ 345
Μάτσας Α. 301, 328 κρασιατική καταστροφή 4, 192, ρικό 180, 200, 255, 313έ. — Νερουλάς I. Ρίζος 97, 182, 267
Ματωμένα χρόνια 346 252, 281, 302έ., 319 γενιάς 30 302έ., 308-9" — ψυ­ Νηπενθή 248
Ματωμένα χώματα 356 Μικρά Ταξίδια 164 χολογικό 210 Νησιώτικες ιστορίες 213
Μαυρογένης, ήγεμών Βλαχίας 125 Μιλλιέξ Ρ. 356 Μυθιστόρημα (Σεφέρη) 282έ., 287, Νικηταράς 158
Μαυρογιάννης Γερ. 166 Μιλλιέξ Τατιάνα 356 290 Νικηφόρος Φωκάς 25
Μαυροκορδάτος Ά λέξ. (1641- Μινωτής Α. 325, 363 Μυθιστόρημα τής κυρίας "Ερσης, Νίκλη ’Αγγελική 138
1709) 90 «μιξοβάρβαροι» 100 TÒ 323 Νικολαΐδης Α. Θ. 344
Μαυροκορδάτος Ά λέξ. (1821) 140 Μιχαηλίδης Κλεάνθης — βλ. Έ - μυθιστορήματα δεύτερης σοφιστι­ Νικολαΐδης Ά ρ η ς 362
Μαυροκορδάτος Νικόλαος (1670- φταλιώτης Α. κής 35 Νικολαΐδης Ν. 260
1730) 90έ. Μιχαλόπουλος Φ. 267 μυθιστορήματα ίπποτικά 2, 34-39, Νικούσιος Παναγιώτης 90
Μαυρόλνκοι, Οί 314 Μνήματα, Τά 166 110" — λόγια βυζαντινά 3 5 .— Νόμπελ, βραβείο 281
Μαχαιράς Λ. 10, 57 Μνήμα τής γριάς, Το 348 «μέ υπόθεση έθνική» 40έ. Νοσταλγίες 247
Μαχαμπαράτα 221 Μνημόσυνα 165 Μυθολογία 362 Νούκιος Νίκανδρος 58
Μέγας A. Ε. 95 μόιρολόγια 104-106, — στή Μάνη Μυθολογία του ωραίου 330 Νουμάς, Ό (περ.) 14, 253, 265,
Μεγάλο δίλημμα, Το 350 106 Μυριβήλης Στ. 305-6, 309, 318 268, 329
Μεγάλος Δεκέμβρης, 'Ο 346 Μοισιόδαξ Ίώσηπος 95 «μυστήρια» 65 Νούμερο 31328, Τό 306
Μεγάλος ύπνος, Ό 313 Μομάρς 92 Μυστήρια τής Κεφαλλονιάς, 7α ντανταϊσμός 344
Μελάς Παύλος 251 Μόνον τής ζωής του ταξίδιον Το, 159 Ντελλαπόρτας Λινάρδος 44έ.
Μελάς Σπ. 264έ., 267, 326 202 Μυστική ζωή 316 Ντελόπουλος Κ. 358
434 435
KTPETHPIO ΕΥΡΕΤΗ ΡΙΟ
Ντόρρος Θ. 291 Ούράνης Κ. 247 Παπανδρέου Γ. 14, 319, 325, 332, Πέντρο Κάζας 303
«νυφιάτικα» τραγούδια 104 οχτασύλλαβος στίχος (δημ. τρ.) 345 Πέρα από την δχθη 349
Νύχτες τού Φήμιου, Οί 198 114 Παπανικολάου Μήτσος 249 Περάσματα καί χαιρετισμοί 198
Παβία, Πανεπιστήμιο 139 Παπανοϋτσος Ε. Π. 14, 231, 233, Περγιάλης Ν. 362
Παγκόσμιος Πόλεμος Α', 4, 197, 331έ. Περδικάρης Μιχαήλ 132
Ξανθουδίδης Στ. 77 223, 235, 244, 246, 252, 260, Παπαντωνίου Ζαχ. 226 Περεσιάδης Σπ. 217
Ξενόπουλος Γρ. 130, 203, 2 14-5, 305· — Β' 192, 270, 283, 319 Παπαρρηγόπουλος Δ. 178, 199, Περί ζωγραφιάς 89
216, 218, 235, 263-4, 265, 320 Παιγνίδι τής τρέλας καί τής φρο­ 228 Περί ξενιτείας 42
Ξένος Στέφ. 180 νιμάδας, Τό 327 Παπάς Γ. 364 Περιπλανώμενος, 'Ο 172
Ξενοφών Έφέσιος 39 Παιδαγωγία (Μοισιόδαξ) 95 Παπάς Ν. 338 Περίπλονς, Ό 349
Ξεφλούδας Στ. 321 Παιδαγωγός 56 Παπασιώπης Π. 358 Περί συγχρόνου ελληνικής ποιή-
Παιδεία (περ.) 332 Παπατσώνης Τ. 250 σεως 184
«παλαιοκομματισμός» 251 Παπαφλέσσας 264 Πετεινός, 'Ο 216
’Οβίδιος 74 Παλαμάς Κωστής 4, 156, 159, Πάπισσα ’Ιωάννα, 'Η 180, 185 Πετιμεζάς Ν. — Λαύρας 226
'Οδοιπορικό τον 4 3: 319 16 1, 163, 178, 186-191, 192- Παράκαιρα, Τά 197 Πετράρχης — βλ. Petrarca
'Οδοιπόρος, 'Ο 170έ., 181, 290 99, 203, 210έ., 216, 219-223, «παραλογές» 103, 107-110 πετραρχισμός 53
'Οδοστρωτήρας, 'Ο 354 225, 227έ., 234έ., 263, 265, Παραστρατημένοι 320 Πετρόπουλος Δ. 119
Όδυσσέας (Καζαντζ.) 272 268, 286, 290, 293, 329, 331 Παράσχος ’Αχ. 179, 184 Πετσάλης Θ. 313-5
’Οδύσσεια (μετάφρ.) 162, 213 Πάλι (περ.) 345 Παράσχος Κλ. 267 Πηγάδι, Τό 357
’Οδύσσεια (Καζαντζ.) 273-5 Παλιές άγάπες 207 Παραφωνία 362 Πηγάς Μελέτιος 61
”Οθων Α', αύτοκράτορας 25 Παλιό μας σπίτι, Τό 356 παρνασσισμός 164, 187-9, 223, Πικατόρος ’Ιωάννης 51
’Όθων Α', βασιλιάς 157, 168, 172, Παλλαδάς Γεράσιμος 87 236, 290 Πικρός Π. 260, 313
192 Πάλλης Α. 210-12, 214 «Παρνασσός», Φιλολογικός Σύλ­ Π ιό γυμνή ποίηση, 'Π 316
Οίκονομόπουλος Ίω. — βλ. Φιλύ­ Παναγιά ή γοργόνα, 'Η 306 λογος 159, 184 Πίστας Π. 126
ρας Ρώμος Παναγιωτόπουλος I. Μ. 268 Πασαγιάννης Σπήλιος 224ε., 256, Πιστικός Βοσκός 86
Οικονόμου Θωμάς 262 Παναθήναια (περ.) 265 263 Πλασκοβίτης Σπ. 352
"Ομηρος 296" μετάφρ. 162, 278’ — Πανάς Παναγ. 167 Πασχαλιές 355 Πλατύ ποτάμι, Τό 319
βλ. καί Ίλιάδα καί ’Οδύσσεια Πανθέοι 324 Πάσχα των 'Ελλήνων, Τό 240 Πλούσιοι καί φτωχοί 215
«ομιλίες» 130 Πανοπλία πνευματική 64 Πατατζής Σωτ. 346, 348 Πνευματική πορεία 328
ομοιοκαταληξία (στο δημ. τρ.) 114 Πανόραμα τής 'Ελλάδος 172 «πατινάδες» 104 Ποιήματα διάφορα 160
’Όνειρο, Το (Χριστόπουλου) 97 Παντέρμη Κρήτη 316 Πατούχας, Ό 216 Ποιήματα παλαιό καί νέα 188
’Όνειρον, 7ο (Τερτσέτη) 157 Παντζελιός 107 Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως Ποιημάτια 132
’Όνειρο τον Γιαννίρη, Τ’ 210 Πάντοβα, Κωττουνιανό σχολείο 54, 59, 61, 84, 9 0 '— σχολή Ποίηση στή ζωή μας, 'Η 266
’Ονομαστικό τής ρωμαίικης γλώσ­ 60' — Πανεπιστήμιο 67, 83 61' — τυπογραφείο 61' — ’Α ­ ποιητάρηδες 107
σας 137 παντόμιμος τραγικός 108 καδημία 90 Ποιητικά ’’Εργα (Μαρκορά) 163
’Οργή λαού 246 Πανώρια 66, 73-75 Πατρίκιος Τ. 337-8 ποιμενική ποίηση, στήν Κρήτη 72-
«Όρεστειακά» 253 Παξινοϋ Κατίνα 325, 363 Παυλέας Σ. 344 75' — στήν ’Ιταλία 74-75
ορθογραφία 16-18 Παπαγεωργίου Ά λ . 160 Παυλόπουλος Γ. 344, 361 Πολέμης I. 187, 219
'Όρια, Τα 356 Παπαγεωργίου Ν. 325 Πεζογραφήματα 360 Πόλεμος 1897: 190, 195, 207,
'Όρκος, Ό 164 Παπάγος Α. 333 πεζογραφία, (Άθην. σχολή) 180-2, 251 — βλ. καί Βαλκανικοί, Έ λ-
Όρλώφ, κίνημα 123 Παπαδάκη Ελένη 325 (1880) 200-208, (γενιά 1930) ληνο'ι'ταλικός, Παγκόσμιος, Ρω-
Όρφανίδης Θ. 175 Παπαδημητρίου Σ. 360 302-325, (μεταπολ.) 346-362 σοτουρκικός, Τουρκοβενετικός
'Όσοι ζωντανοί 255 Παπαδιαμάντης ’Αλ. 203-206, πεζογραφία δημοτική 56-58, 87-89 Πόλεμος τής Τρωάδος 40
Ούλαλούμ. 323 207, 265, 366 Πεζοί ρυθμοί 226 Πόλη, 'Η 363
ούμανισμός, στο Βυζάντιο 8, 54'— Παπαδιαμαντόπουλος Ίω . 189 — «Πειραματικό Θέατρο» 364 Πολιορκία 350
«θρησκευτικός» 60έ.' ούμανι- βλ. καί Moreàs J. Πένθος θανάτου 48 Πολιτεία καί ή μοναξιά, 'Η 197
στές λόγιοι 55έ. Παπαδίτσας Δ. 11. 343, 366 Πεντασύλλαβοι (ο'ι) καί τά πα­ Πολιτεία ξέσκεπη, 'Η 349
Ούράνη 'Ελένη — βλ. Θρύλος ’Α λ ­ ΙΙαπαθωμόπουλος 1\Ι. 40 θητικά κρυφό μιλήματα 197 Πολίτης Ά λ . 11 1, 112
κής Παπα-Νάρκισσος 201 Πεντζίκης Ν. Γ. 322-3, 340, 361 Πολίτης Κοσμάς 307-8, 349

43 7
ΕΥΡΕΤΗ ΡΙΟ Ε ΥΡΕΤΗ ΡΙΟ

Πολίτης Λ. 29, 60, 74, 77, 80, προφορά έλλην. γλώσσας 16 290* — ιταλικός 139* — γαλλι­ Σκαρίμπας Γιάννης 249, 323
139, 144, 146, 170, 205 Πρωτομάστορας, 'Ο 271 κός 165 Σκιές 224
Πολίτης Ν. Γ. 104ε., 118, 189-90, «πρωτονεοελληνική» λογοτεχνία 2 Ροντήρης Δ. 326, 363 Σκίπης Σ. 226
193, 203, 266 ΙΙτωχολέοιν — βλ. rΙστορία τού Ρούσμελης Σαβόγιας 130 Σκλάβοι πολιορκημένοι 245
Πολίτης Ν. 354 Πτωχολέοντος Ρούφος Ρ. 351-2 Σκλάβοι στά δεσμά τους, Οι 258
Πολίτης Φ. 265, 266έ., 303, 324, Πτωχοπρόδρομος — βλ. Προδρο­ Ρωμαίικη Γλώσσα, 'Η (Η ρομέικη Σκλάβος Μανόλης 49έ.
325έ. μικά ποιήματα γλόσα) 98, 135, 157 Σκληρόπουλου, τραγούδι 26
Πολιτικά παράλληλα 133 Πυραμίδα 67 352 Ρώμας Δ. 349 Σκούρτης Γ. 363
Πολιτικά σοφίσματα 133 Πυραμίδες 297 Ρωμιός, eO (έφημ.) 188 Σκούφος Φραγκίσκος 87-89
πολιτική ποίηση (μεταπολ.) 336- Πύργος τού 3Ακροπόταμου 257 Ρωσσαγγλογάλλος, διάλογος 124 Σμύρνη (καταστροφή) 281, 321
9, — πεζογραφία (μεταπολ.) Πυρετός 313 ρωσοτουρκικός πόλεμος (1787-92) Σολομός Α. 364
346έ\
Πωρικολόγος 44 123 Σολωμός Δημ. 146
Πολυδούρη Μαρία 249 Σολωμός Διονύσιος 13, 17, 85,
Πολυλάς Ίάκ. 13,9, 141, 151, 100έ., 112, 118, 125, 129, ISO-
16 2 -3 , 167, 203, 212, 222, 266 Ραγκαβής A. Ρ. 173-4, 176, 180, Σαββίδης Γ. II. 232, 237, 295, 132, 134, 138-151, 153έ., 156-
Πόνος του ανθρώπου καί των πραγ­ 182, 188, 201 365 165, 171, 174, 175, 192, 193,
μάτων, 'Ο 248 Ράλλη Μαρία Π. 356 Σάθας Κ. Ν. 27, 95, 189 236, 239, 245, 266, 282, 287,
Πόντος 10, 26, 30 Ράλλης Γ. 15 Σακελλάριος Α. 363 296, 365
Πορεία στο σκοτάδι 351 Ραμπαγάς (περ.) 186, 187έ., 193 Σακελλαρίου Γ. 132 Σολωμός Νικόλαος 138
Πόρτος Φραγκίσκος 56 Ράμφος Κ. 1 80 Σαλαμάντρα, 'Η 322 Σολωμός χωρίς μεταφυσική, Ό
Πορφύρας, Ό 149έ., 157 Ράντος Νικήτας — βλ. Καλαμά- Σαμαράκης Α. 350 245
Πορφύρας Λ. 224 ρης_Ν. Σαμοθράκη 255 Σονάτα τού σεληνόφωτος, 'Η 299
Πορφύρη, τού, δημ. τρ. 109 Ραρτούρος ’Αλέξιος 58, 61 Σαραντάρης Γ. 300 σονέτα 87, 221
Πουλολόγος 43 Ρασκάγιας, rO 304 Σαράντη Γαλάτ. 355-6 σοσιαλισμός 223, 257έ.
Πραγματογνωσία 323 Ραυτόπουλος Δ. 367 Σαραντής Γ. 338 Σουγδουρής Γεώργιος 62
Πράσινη Μόσχα 349 Ρένος 352, 365 Σάτυραι (Ά λ. Σούτσου) 172 Σουμμάκης Μιχαήλ 86
Πράσινο βιβλίο, Το 306 Ρέστα, Τά 359 Σαχίνης Ά π . 277, 310, 365 Σουρής Γ. 187έ., 219
Πρεβελάκης Π. 271, 272, 273, Ρήγας ,94, 96, 124, 125-128 Σαχλίκης Στέφ. 45έ., 110 Σουρμελής — βλ. Ρούσμελης
276, 316-8, 327 ρητορική εκκλησιαστική 87-89 Σαχτούρης Μ. 339-40, 344, 366 Σούτσεια, Τά 171
Πρέσβυς ιππότης 40 Ρίζα τού μύθου, 'Η 351 Σεβαστίκογλου Γ. 362 Σούτσος Ά λ . 172-3, 175, 180
Πρίγκιπες, ΟΙ 304 Ρίζος — βλ. Μανές, Νερουλός, Σέργιος καί Βάκχος 313 Σοΰτσος Παναγ. 170-2-, 173, 180,
Πριγκιπέσσα 3Ιζαμπώ, Ή 315έ. Ραγκαβής Σεφέρης Γ. 4, 30, 79, 155, 170, 290
Προβελέγγιος Α. 188 Ριμάδα κόρης καί νιοϋ 51 235, 268, 280-290, 293, 296, Σοφιανός Νικόλαος 13, 56έ., 58,
Προβελέγγιος Ρ. — βλ. Ρούφος Ρ. Ρίτσος Γ. 297-9, 320, 338έ., 345 297, 300, 328, 334, 341, 342, 60, 63
Προβλήματα του καιρού μας 328 Ρογήρος ’Ιωάννης, καισαρ 32 344έ., 366 Σπανδωνίδης Π. 328έ.
Προδρομικά ποιήματα 31έ., 42 Ρόδα τής Μυρτάλης, Τά 299 Σεφεριάδης Γ. — βλ. Σεφέρης Γ. Σπανέας 32
Πρόδρομος Θεόδωρος 31 Ροδινός Νεόφυτος 64 Σεφεριάδης Στ. 280 Σπαταλάς Γ. 267
Πρόλογος στη ζωή 237έ. Ροδοκανάκης Πλ. 256 Σήμα κινδύνου 353 Σπείρα (περ.) 346
Προμηθέας 275 Ροδολίνος 87 Σίβυλλα 243 Σπίθες στη στάχτη 191
Προμήνυμα 350 Ροδόσταμο Αιμιλία 150 Σιδέρης Ρ. 264 Στάθης 71
Προορισμός τής Μαρίας Πάρνη, fO Ροζάν Ν. 325 Σικελιανός Α. 225, 226, 235-244, Σταλακτϊται 190
313 Ροΐδης Δ. 140 254, 263, 267, 269, 271, 282, Στά μυστικά τού Βάλτου 255
προρομαντισμός 132 Ρο'ίδης Έμμ. 1-3, 180, 184-6, 286, 293, 328έ. Σταυράκιος Κοσμάς 323
Προσανατολισμοί 294 189, 203, 267 Σικελιανού Εύα 240έ. Στά χέρια τού ζωντανού Θεού 327
Προσανατολισμός στον αιώνα 328 Ρολάνδου ποίημα (chanson de Σινόπουλος Τ. 342-3, 344, 361 Στέλλα Βιολάντη 215
Προτιμήσεις 329 Roland) 26, 30 Σκανδαλάκη 'Ήβη — βλ. Μελισ- Στεργιόπουλος Κ. 250, 341, 365
Προσφορά 299 Ρολόγι, Tò 354 σάνθη Στέρνα, 'Π 282
προσωδία 5 ρομαντισμός, ελληνικός 118, 141, σκανδιναβική λογοτεχνία 257 Στίχοι (Ν. Καμπά) 186, 290
Πρόσωπα καί τά κείμενα, Τά 268 165, 167, 170-9, 186, 217, Σκαραβαίοι καί Τερακότες 223 Στιχουργήματα (Βαλαωρ.) 165
4 38 439
ΕΥΡΕΤΗ ΡΙΟ Ε ΥΡΕΤΗ ΡΙΟ

στιχουργική νεοελληνική 18-22 Σχολεϊον τών ντελικάτων εραστών Τουρκομ,άχος ί'.λλάζ, 'II 173 'Ύμνος εις τήν ’Ελευθερίαν 142ε.,
Στογιαννίδης Γ. 344 126, 133 Τραγουδάκια γιά παιδιά 211 151, 152
Στοιχειομαχία 92 Σωτηρίου Διδώ 356 τραγούδι - τραγωδία 107 "Υμνος εις τήν περίφημον Γαλλίαν
Στο κατώφλι των νέων καιρών 328 Τραγούδι τής αδερφής, Τό 297 κτλ. 130
Στον καιρό τον Βουλγαροκτόνου Τραγούδια ξενιτενμένον 212 «υπαρξιακοί» ποιητές (μεταπο-
255 Ταγιαπιέρας Διον. 140 Τραγούδια τής πατρώος μου, Τά λεμ.) 339-41
Στοϋ γλντωμοϋ το χάζι 291 Ταγκόπουλος Δ. Π. 253, 265 193 'Υπερθετικός αντίλογος 354
Στουδίτης Δαμασκηνός 58, 61 Ταμπονράς καί κόπανος 211 τραγωδία άρχαία ελληνική 107 «ύπερλεξισμός» 346
Στοϋ Χατζηφράγκον 308 Ταξιδεύοντας 279 Τραγουδιστής τοϋ χωριού καί τής υπερρεαλισμός 290-301
Στόχασες ωφελιμότατες κτλ. 89 Ταξιδεύτρια, Ή 174 στάνης, Ό 220 «ύστερομεσαιωνική» λογοτεχνία 2
Στόχος, Ό 337 Ταξίδι τοϋ ’Αρχαγγέλου, Τό 297 Τρακτέρ 297 'Τψηλάντη οΐκογ. 125
Στράνης Λοδ. 141 Ταξίδι στη Μ. ’Ανατολή καί τό Τράιμ, Το (περ.) 346 'Υψικάμινος 290έ.
«Στρατιωτικός Σύνδεσμος» 251 "Αγ. ’Όρος 310 Τράπεζα πνευματική 92
Στρόβιλος 319 Ταξίδι στη μοναξιά 324 Τραυλαντώνης Α. 216
Στροφή (Σεφέρη) 280,282 Ταξίδι μου, Τό 186, 208-210, 212 Τρία κρυφά ποιήματα 286 Φαλιέρος Μαρίνος 46
στροφή, κλέφτικου τραγουδιού 117 Τατάκης Β. Ν. 331 Τρία παιδιά τοϋ αιώνα τους 325 Φαναριώτες 90-94, 103, 123, 169,
«Σ ύλλογος... ώφελίμων βιβλί­ Ταΰγετος καί ή σιωπή, Ό 297 Τρία φιλιά, Τά 262 172-3’ — ποιητές 21, 132-36,
ων» 200 «ταχταρίσματα» 104 Τριανταφυλλίδης Μαν. 6, 7, 10, 154, 171-74
συμβολισμός 194, 222-225, 236, Ταχτσής Κ. 359 17, 253ε. Φάουστ (μετάφρ.) 224, 278
244, 249, 256έ., 261 Τάφος, Ό 194 Τριαντάφυλλος Κλ. 186 Φαύστα 183, 363
Σύμπτωση 320 Τελευταίοι ήμέραι τοϋ Ά λή-Π α- Τριβώλης ’Ιάκωβος 48, 56 Φεράρας σύνοδος 55
Συμφορά τής Κρήτης, II 50 σά, Α ί 180 Τρικούπης Σπ. 140-1 Φθινόπωρο, Τά 257
Συναδηνός Θ. 264 Τελευταίοι γαληνότατοι, Οί 349 Τρικούπης X. 185, 189, 192, 251 Φιλαδέλφειος ποιητικός διαγωνι­
Συναξάρι τοϋ Άνδρέα Κορδοπάτη, Τελευταίος ορφικός διθύραμβος, Τρικυμία (μετάφρ.) 162 σμός, Α' 188, 193, 212 ’ — Β'
TÒ 359 Ό 242 Τρισεύγενη 198, 263 188, 193, 2 19 ’ — Γ' 163, 212
Σνναξάριον τον τιμημένου γαδάρου Τελευταίος πειρασμός, Ό 278 Τρίτο στεφάνι, Τό 359 Φιλαράς Αεονάρδος 59
44, 51 Τέλος τής μικρής μας πόλης, Τό Τρίχας τό γεφύρι, Τής, δημ. τρ. Φιλητάς X. 98
Συνέχεια, Ή (Μ. Άναγνωστάκη) 347 109 Φιλιππίδης Δανιήλ 97
336 Τερέζα Βάρμα Δακόστα 215 τριών, νόμος τών 115 Φιλοθέου πάρεργα 90
Συνέχεια, Ή (περ.) 367 Τερέντιος 67 Τρυγάνες καί ’Έχιδναι 189 Φιλολογική μας γλώσσα, Ή 168,
Συννεφιάζει 346 Τερζάκης ’Ά γ γ . 258, 259, 315-6, Τρωίλος ’Ιωάννης Άνδρέας 69 212
Συνοδεία 323 327έ., 366 «τσακίσματα» 117 Φιλοσοφία τοϋ κρασοπατέρα 42
Συνοδινοϋ ’Ά ννα 364 Τερτσέτης Γ. 140, 157-8 τσακωνική διάλεκτος 5 Φιλύρας Ρώμος 246
Σύνταγμα 19 11: 14, 253’ — 1952: Τερτσίνες 275 «τσάμικος» χορός 117 Φλαγγίνης Θωμάς 60
14 Τετράδια τοϋ Παύλου Φοοτεινοϋ, Τσαρούχης Γ. 303, 326 Φλαγγινιανό Έλληνομουσεΐο 60,
«Σύνταγμα» 1968: 15 Τα 321 Τσάτσος Κ. 288, 331 86, 88, 89
Σύνταγμα τής 'Ελλ,άδος (Ρήγα) Τετράδιο γυμνασμάτων 283 Τσιμισκής ’Ιωάννης 25 Φλογέρα του βασιλιά, Ή 196
125 Τέχνη, Ή (περ.) 223, 224, 225, Τσιμισκής 267 Φλόριος καί Πλατζαφλόρα 8, 38έ.
Συνταγματάρχης Λιάπκιν, Ό 312 261, 265 Τσιριμώκος Μ. 226 Φλωρεντίας σύνοδος 55
Σνντίπα Μυθολογικόν 56 Τέχνη ζωγραφιάς 89 Τσίρκας Στρ. 231, 348 Φόνισσα, Ή 205έ., 213
Σύντομη γεωγραφία 137 Τέχνη ρητορικής 88 Τσίρκο 355 Φορτουνάτος 72
Συντρίμματα 225 Τζάνες ’Εμμανουήλ 85 Τυπάλδος ’Ιούλιος 160-1, 167, Φόσκολος Μάρκος ’Αντώνιος 72
Συνυπάρχοντες, Οί 362 Τζάνες Μπουνιαλής Μαρίνος 85 199 Φραγκιάς Α. 353-4
Συρματόπλεγμα, Τό 353 Τής Μουσικής 301 Τυχεροί καί άτυχοι 215 Φραγκοκρατία, λογοτεχνία 32-46
«συρτός» χορός 117έ. Τής τέχνης τά φαρμάκια 216 Τύχη τής Μαρούλας, Ή 217 Φραγκόπουλος Θ. Δ. 344, 345
Σχέδιο δτι κτλ. (Καταρτζής) 96 Τιμή καί τό χρήμα, Ή 258 Φράγκος Χρ. 98, 124
Σχινάς Ά λ . 345έ. Τίμιοι καί άτιμοι 215 «φραγκοχιώτικα» 17
σχολεία (16ος αί.) 59, (17ος αί.) Τίρι-Λίρι 175 'Υδρία (περ.) 346 Φράγμα, Τό 352
62, 83έ., 123 τόνοι, τονική μεταρρύθμιση 17έ. "Υμνος τής Άθηνδς, Ό 193 Φροντίσματα πολιτικά 90
441
ΕΥΡΕΤΙΙΡΙΟ Ε ΥΡΕΤΗ ΡΙΟ

φροϋδισμός 344 Χειμώνας Γ. 361


Φρύνιχος, αττικιστής 6έ. χελιδονίσματα 103-4
Φτωχούλης τού θεού, Ό 278 Χέρι τοϋ σκοτωμένου, Το 327
αΦνλλάδα τον Γαϊδάρου» — βλ. Χίλιες καί Μία Νύχτες 35
Γαδάρον λύκον κι άλονποϋς δι- Χίμαιρα 312
ήγησις Χίος δούλη 175
Φυλλάδα τον Μεγαλέξαντρον 40 Χόρν Δ. 364 About Ε. 176 Corner - Κορνάρος 81
Φυλλώδες τον Γεροδήμου, 0 / 2 13 Χόρν Π. 263έ. Adam Frederic 144 Crusius Martin 58
Φύλλο, 7ο 357 χοροί λαϊκοί 1 1 7έ. Aragon L. 299 Cypède, Pierre de la 81
Φυντανάκι, Το 263 Χορτάτσης Γ. 5, 6, 7, 10, 66-72, Aretino P. 45
Φυσικής άπάνθισμα 127 75, 77, 101 Argus — βλ. Κοτζιάς Ά λ .
Φυσιολόγος 58 Χοϋμνος Γ. 49 Ariosto 66, 80 Dallegio E. 17
Φως πον καίει, Το 245 Χουρμούζιος Αίμ. 269, 364 Auden W. H. 235 D’ Annunzio G. 262
Φωτεινός 164, 165-6 Χρηστάκης Λ. 346 Dante 275, 278
Φωτερά σκοτάδια 191 Χρηστοβασίλης Χρ. 216 Dassin 277
Φωτιά, Ή 346 Χρηστοήθεια 92 Balzac H. 214 Daudet A. 214
Φωτιάδης Ά λ . 226 Χρηστομάνος Κ. 256, 262, 264 Barrès M. 255 Da Vinci Leonardo 89
Φωτιάδης Λάμπρος 95 Χριστιανόπουλος Ντ. 342, 366 Barthélemy Abbé 125 «décadents» 249
Φωτιάδης Φ. 253 Χριστοδούλου Δ. 339 Baud-Bovy S. 108-110, 117 Dickens C. 14
Φωτόδεντρο, Το 296 Χριστόπουλος Ά θ . 13, 97, 13 2 -4 , Beckett S. 341, 364 Dieterich K. 102
Φωτόπουλος Μ. 364 135, 138, 141, 154, 156, 172 Bembo P. 53 Dolce Lodovico 86
Χριστός (τραγωδία) 272 Benoit de Sainte-Maure 40 Dorgelès R. 305
Χριστός λυόμενος 243 Béranger P. 172 Dostojevskij F. 325, 327, 350
Χάι-Κάι καί Τάνκα 301 Χριστός ξαναστανρώνεται, Ό 277 Bergson II. 269, 271 Dunkan Raymond 239, — Isa­
Χάκκας Μ. 360 Χριστός στη Ρώμη, Ό 243 Boccaccio G. 49 dora 239, 240
Χαλασμένο σπίτι, Το 264 Χριστόφορος Κολόμβος 275 Borioni 150
Χάλκινη εποχή, ’Η 351 Χρονικό μιας πολιτείας, Τό 316 Bowra C. M. 235
Χαλκοκονδύλης Λαόνικος 8 Χρονικό μιας σταυροφορίας 351 Breton A. 290 Eliot T. S. 287, 289, 342,
Χαμένα κορμιά 260 Χρονικόν Γαλαξιδίου 93, 102 British Council 270, 330 344
Χαμένη άνοιξη, ’Η 348 Χρονικόν τον Μορέως 33ε., 180 Byron Lord 140, 143, 173 Éluard P. 289, 293, 296, 343
Χάνι τής Γραβιάς, Το 175 Χρονογράφος 87 Eracle 42
Χαρακτήρες 160 Χρόνος καί τό ποτάμι, Ό 297 Eroica 308
Χάρης Πέτρος 268, 366 Χρυσομάλλης Στυλ. 167 Calderon 316, 328 Esprit des lois 127
Χαρόντισσα 106 «χυδαϊστές» 99 Calisto, La 74
Χάρος 105 Calmo Andrea 71
Χάρτης τής ’Ελλάδος 125 Campoformio, συνθήκη 129 Fallmerayer J. 190
Χαρτζιανή, τοϋ, δημ. τρ. 110 Ψαθάς Δ. 363
Ψάθινα καπέλα, Τά 355 Camus A. 352 Faulkner W. 362
Χάρτινα 298 Carlyle Th. 265 Fauriel C. 102, 104, 116, 118,
Χάρων 105 Ψαλίδας Ά θ . 98, 124έ., 126, 137
Ψαρολόγος. 44 Carmina Bur ana 31 128
Χάσης, Ό 131, 182 Cartojan N. 81 Fichte J. G. 221
Χατζηασλάνης Δημ. — βλ. Βυ­ Ψευδαττικισμού έλεγχος 208
«ψυχαγωγική» μέθοδος 63 Childe Harold 173 Filelfo F. 55
ζάντιος Δημ. Cid, ’έπος 26 Floire et Blanchefleur 38
Χατζής Δ. 347-48 Τυχάρης 4, 14, 186, 189, 206,
208, 209-10, 213, 223, 265, Claudel P. 341 Fiorio e Biancifiore (Il Cantare
Χατζιδάκις Γ. Ν. 4έ., 6, 10, 189, Cobet K. 208 di) 39
208 304
Ψυχοσάββατο, Τό 215 commedia deH’arte 71 Forster E. M. 235
Χατζίνης Γ. 329 commedia erudita 71 Foscolo Ugo 129, 140, 141, 152-
Χατζόπουλος Δημ. 223 Ψωμοπάτης, Ό 221
Commines 57 5, 172
Χατζόπουλος Κ. 223-4, 225, 257, Contre-lemps 355 Fracasso Marino 52
258, 315 Ώδειον ’Αθηνών 264 Coppée Fr. 187 Fraser Francesca 151
443
ΕΪΡΕΤΗΡΙΟ KTPETH PIO

Fraser John 150 James W . 271 Milliex — βλ. Μιλλιέξ Reverdy 343
Friar K. 273 Jaspers K. 330 Milton J. 59, 84 Richelieu 59
Froissart J. 57 Jeffreys E. M. 40 Mirambel A. 3 Ries A. 39
Jerphanion, Pére 30 Molière 84 Rimbaud A. 296, 330
Jorga N. 1 Moinars 92 Rime Improvvisate 140, 141
Galbraith 350 Jouve P. 289 Mostesquieu 127 Rohde E. 39
Galsworthy J. 313 Monti V. 139 roman courtois 35
Gauthier Th. 222 Montpellier 99 Roman de la Rose 42
Gautier d’Arras 42 Kafka F. 321, 350, 352 More as J. 189, 194, 225, 249, Roman de Troie 40
Gemert A. van 45, 40 Kant I. 2 11, 221 254 — βλ. καί ΙΙαπαδιαμαντό- Rossi, Don Santo 138
Gentilly, στρατηγός 130 Keats J. 85 πουλος I. Rotolo V. 97
George Stefan 330 Keeley E. 288 Musset Λ. 228 Rotrou J. de 41
Gerusalemme Liberata 69 Kemminghausen K. 118 Ruzzante 71
Giancarli 71 Knós B. 3, 37
Gide A. 289 Koestler 350 Nietzsche F. 255, 258, 264, 271
Giovio Paolo 63 Krumbacher K. 2, 40, 196 novellistica 38 sacre rappresentazioni 65
Giraldi G. B. 68 Nugent Lord 145 Salvatores Dei 272
Goethe W. 102, 278 Sannazaro J. 53
Grassetti G. 140 La Bruyère 160 Sansovino 63
Gray Thomas 156 Lafayette, στρατηγός 152 O’ Neil E. 269 Schiller Fr. 162
Greco — βλ. Θεοτοκόπουλος Δ. La Fontaine 42, 137 Orbecche 68 Schluinbergcr G. 196
Grégoire FI. 28 Laforgue J. 249 Ossian 155, 156 Schmitt John 34
Grolo Luigi 74, 76 Lavagnini Br. 3 Schweitzer A. 325
Guarini G. B. 86 Legrand E. 27, 51, 56, 59, 209 Schmid W . 6
Guilford, κόμης 140, 144 Lehmann J. 330 Palmer Εΰα — βλ. Σικελιανοϋ Scott W alter 180
Gyron le Courtois 40 Lenin 272 Εΰα Segneri Paolo 88
Liddell R. 239 Paris et Vienne 81 Shakespeare W. 66, 162, 182,
Lidderdale H. A. 170 Passow A. 104, 105έ., 118 212. — μετάφρ. 200, 211
Ilamsun Knut 349 Locke J. 95 Pastor Fido 86 Shelley P. B. 85
Flansen Theodor 160 Lorca F. G. 301, 362 Pater W alter 247 Sherrard P. 288
Harley Ed., λόρδος 85 Lurier H. 34 ]Jedro Cazas 303 Shopenhauer A. 221
Hastings, μάχη 25 Lusignan 57 Pernot H. 31, 160 Simon Joseph 70
Hastings F. A. 157 Pertusi A. 29 Sitwell Edith 330
Hauptmann G. 262 Petrarca 53, 66 Sol y Sombra 247
Haxthausen W. von 118 Machiavelli N. 316, 328 Pierre de Provence et la belle Soytcr G. 118
Hegel F. 162 McLeish A. 289 Maguelone 38 Spadaro G. 34, 52
Hérédia J. M. 222 Ma'iakovski V. 296 Pirandello L. 264 Spengler O. 272
Hesseling D. C. 31 Maitland, λόρδος 144 Pivot B. 281 «spleen» 247
Historia Apollonii regis Tyrii Mallarmé St. 246, 287 Fontani F. M. 263, 285 Strindberg A. 262
39 Mansfield K. 322 Pound E. 287, 289, 342, 344 «Sturm und Drang» 195, 252
Holderlin F. 85 Marmontel J. F. 41 Prudhomme Sully 187
Holton D. 40 Martini Lidia 71
Hugo V. 228, 325 Marx K. 272 Taine II. 184, 209
Mavrogordato J. 28, 76 Racine J. 84 Tasso Torquato 66, 69, 80, 84,
Medici Lorenzo 55 Regaldi G. 139, 150, 175 131, 161, 274
Ibsen H. 215, 218, 261, 263έ. Meschini Anna 56 Remarque E.-Μ. 305 Tau Max 271
«intimistes» 249 Metastasio P. 125 Renan E. 209 Toda Roba 270
Isach, Lo 76 Michaux H. 289 Restii de la Bretonne 126 Tolstoi L. 325
Istrati P. 270 Miller Henry 329 Re Torrismondo, Il 69 tragicommedia pastorale 73

44 4 4 45
ΕΤΡΕΤΗ ΡΙΟ

Turcograecia 58 Wagner R. 262


W ard Alice 150
Wilde Oscar 247, 256
Unesco 270 W oolf V. 322

Valéry P. 287, 289 Yeats W. B. 289


Vendòme Pietro Gentile 52 Young Ed. 132, 155
Villoison J.-B . 99 Yourcenar M. 235
Villon Francois 31, 45, 286 Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Vincent A. L. 72
V itti M. 153 Zola E. 214 ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
Voltaire 91 Zweig St. 326
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
ΤΟΥ ΛΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ «ΜΑΝΟΥΤΙΟΣ»
ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ MANΟΥΣΑΡΙΔΗ
ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ 1978
ΜΕ ΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΒΛΕΨΗ
ΤΟΥ E. X. ΚΑΣΔΑΓΛΗ
ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ - ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ
ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΜΕΪΤΑΝΗ

Η' ΕΚΔΟΣΗ
Φωτομηχανική ανατύπωση μέ σύστημα offset
στό λιΟογραφεϊο Γ. Βουλγαρίδη & Δ. Χατζηστύλη

4 46

You might also like